Αφιερωμένο στην πολυαγαπημένη μου γιαγιά Καίτη.
Ευχαριστίες Η παρούσα ερευνητική εργασία εκπονήθηκε κατά το ακαδημαϊκό έτος 20202021 υπό την επίβλεψη της κυρίας Βενετίας Τσακαλίδου, επίκουρης καθηγήτριας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στην οποία οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες για την άριστη συνεργασία και τις καθοριστικές συμβουλές της κατά τη διάρκεια της μελέτης. Δ.Κ.
« [...] γι’ ασφάλεια κυκλωθήκαμε με τείχη – και γίνανε τα τείχη φυλακή μας. » (Ουράνης, 2018, Too late)
Εισαγωγικό σημείωμα Υπάρχουν χώροι πλασμένοι φιλόξενοι, άνετοι, φωτεινοί και ζεστοί. Χώροι που είναι καθημερινοί, κατοικήσιμοι και εργονομικοί, σχεδιασμένοι σύμφωνα με το Βιτρουβιανό τρίπτυχο (Vitruvius, 1914, σ.13) firmatis-utilitas-venustatis (ανθεκτικότητα-λειτουργικότητα-ομορφιά). Χώροι οι οποίοι πλαισιώνουν τον άνθρωπο και τον προφυλάσσουν από αντιξοότητες, παρέχοντάς του τις κατάλληλες υλικές και άυλες συνθήκες διαβίωσης του. Υπάρχουν χώροι δομημένοι πάνω στις αρετές και τις αξίες της ζωής, που όπως περιγράφει ο Bachelard (1994, σ.6), εμφυσούν και προτάσσουν τη φιλική συνύπαρξη των ανθρώπων, την ανάπτυξη θερμών και ισχυρών δεσμών ανάμεσα τους και τη δημιουργία ευχάριστων και παντοτινών αναμνήσεων. Ταυτόχρονα όμως εντοπίζονται κάποιοι χώροι εκ δια μέτρου αντίθετοι από τους συνηθισμένους, που εντός τους η «ενάρετη συνύπαρξη» γίνεται υποταγή, η «ανάπτυξη σχέσεων» απομόνωση και οι «λησμονημένες αναμνήσεις» στίγμα. Τούτοι οι χώροι διακρίνονται δια των περιοριστικών, σκοτεινών και ψυχρών ποιοτήτων τους, αδυνατώντας να αποπνεύσουν οποιαδήποτε αίσθηση οικειότητας, θαλπωρής ή ζωντάνιας. Είναι χώροι που δομούνται με μοναδικό σκοπό να προκαλέσουν δέος, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα τον άνθρωπο και καταστέλλοντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Αυτοί είναι οι χώροι εξουσίας, επιβολής και ελέγχου, που εγκλείουν και απομακρύνουν ολότελα το μη συμβατό, το αλλότριο, το έτερο. Βάσει αυτών, εάν θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η ακέραιη και γνήσια αρχιτεκτονική σύνθεση παράγει τους χώρους με νόημα και ζωή, προσφιλείς και ουσιαστικούς, τότε η παραγωγή εχθρικών και άγονων μορφών μπορεί να αποδοθεί μόνο ως προϊόν μιας αντίρροπης δύναμης, μιας αναπάντεχης «αντί-αρχιτεκτονικής». Στον πυρήνα αυτής της έντονης αντίφασης γεννιέται το αμείωτο ενδιαφέρον για τη σύνταξη αυτής της έρευνας, προσεγγίζοντας και διερευνώντας τους «χώρους του έτερου» εν είδει φυλακής ως την απόλυτη επιτομή τους.
10
ΔΟΧΕΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
Δύναται λοιπόν, ο γνήσιος αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, με την ενάργεια και τη διαύγεια που τον διακατέχουν, να άρει τις κατασταλτικές προθέσεις και το δυσμενές περιβάλλον της φυλακής; Η’ μήπως η ίδια της η φύση και ο λόγος για τον οποίο υπάρχει είναι αυτά που τελικώς προδιαγράφουν την πορεία της και ως εκ τούτου τις χωρικές ποιότητες που την εκφράζουν, τις χωρικές ποιότητες μιας «αντί-αρχιτεκτονικής»; Είναι συνετό εν τέλει, να γίνεται λόγος για μια αρχιτεκτονική που μπορεί να περιορίζει -με την αυστηρή έννοια της στέρησης της ελευθερίας- δίχως να αποπαιδεύει και να στιγματίζει; Αυτό το θεμελιώδες ερώτημα τίθεται, εξετάζεται και απαντάται στο δοκίμιο που ακολουθεί, μέσα από μία ιστορική αφήγηση που αντιμετωπίζει την ιδιόμορφη χωρική επίθεση της φυλακής ως απόρροια ενός εξίσου ιδιόμορφου κοινωνικού μορφώματος. Ως προς τη δομή του, το κείμενο στο πρώτο μέρος επιχειρεί να αναγνώσει τον εγκλεισμό ως ένα πολυδιάστατο χωροκοινωνικό φαινόμενο της σύγχρονης εποχής, ενώ παράλληλα γίνεται η προσπάθεια να προσδιοριστεί η φαντασιακή του υπόσταση μέσα από την ανάδειξη της ετεροτοπικής ταυτότητας του, υπογραμμίζοντας έτσι τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του και το ευαίσθητο περιεχόμενο του. Στην ανάγνωση αυτή προστίθεται η ιστορική μελέτη της ποινικοποίησης του εγκλεισμού, καλούμενη να φωτίσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εδραιώθηκε και ωρίμασε. Το δεύτερο μέρος του κειμένου φιλοδοξεί να αναλύσει παραδείγματα «σταθμούς» στο πεδίο του σωφρονισμού διατηρώντας την ιστορική τους εξέλιξη. Τα παραδείγματα αυτά εξετάζονται τόσο ως προς τις αρχιτεκτονικές τους αρθρώσεις όσο και προς τον κοινωνικό απόηχο τους, παρέχοντας μια ολοκληρωμένη και αντιπροσωπευτική εικόνα της δομής τους. Το σύνολο των φυλακτικών δομών που παρουσιάζονται, κατηγοριοποιούνται σε δύο διαφορετικές ενότητες, μαρτυρώντας τρόπον τινά, το ποιοτικό πέρασμα από μια εποχή εγκλεισμού σε μια άλλη.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
11
Η πρώτη εποχή και ως εκ τούτου η πρώτη ενότητα, απαρτίζεται από ιδρύματα έγκλειστης διαβίωσης που οργανώθηκαν και λειτούργησαν σύμφωνα με τις αρχές και τις επιδιώξεις που ορίζουν τα καθεστώτα «κυριαρχίας, πειθαρχίας και ελέγχου», όπως ορίζονται από τον Deleuze (2001, σ.9). Η δεύτερη ενότητα επισημαίνει τις πιο πρόσφατες σωφρονιστικές εξελίξεις και πρακτικές, που αναγνωρίζονται από την αμιγώς εκπαιδευτική προσέγγιση τους, αναζητώντας την πρακτική εφαρμογή και τη χωρική τους έκφραση στο παράδειγμα του Halden Fengsel. Ακολουθώντας αυτήν τη γραμμική εξέλιξη των περιγραφών δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να στοχαστεί, να κατανοήσει και ενδόμυχα να βιώσει τη διαλεκτική και ιδιάζουσα σχέση που αναπτύσσει το κοινωνικό σύνολο με την αρχιτεκτονική του αποκλεισμού.
Abstract There are spaces created to be hospitable, comfortable, bright and warm. Every day, habitable and ergonomic spaces, designed according to the Vitruvius triad (Vitruvius, 1914, p.13) firmatis-utilitas-venustatis (stability-utility-beauty). Spaces that surround man and protect him from adversity, providing him with the appropriate material and intangible living conditions. There are spaces built on the virtues and values of life, which, as Bachelard (1994, p.6) describes, infuse and promote the friendly coexistence of people, the development of warm and strong bonds between them and the creation of pleasant and everlasting memories. At the same time, however, some spaces are identified to be diametrically opposed to the usual ones, in which “virtuous coexistence” becomes submission, “relations development” becomes isolation and “forgotten memories” become stigma. These spaces are distinguished by their restrictive, dark and cold qualities, unable to exude any sense of intimacy, warmth or liveliness. Spaces that are built with the sole purpose of causing awe, exposing man irreparably and suppressing his needs and desires. These are the spaces of power, enforcement and control, which completely enclose and remove the incompatible, the alien, the other. Based on these, if it is taken for granted that the whole and genuine architectural composition produces the well-loved and essential spaces, then the existence of hostile and barren forms can only be attributed as a product of a countervailing force, an unexpected “anti-architecture”. At the core of this intense contradiction, the undiminished interest in writing this research is generated, approaching and exploring the “spaces of the other” in the form of a prison as their ultimate epitome. So may genuine architectural design, with the clarity and lucidity it possesses, remove the repressive intentions and the unfavorable environment of the
ABSTRACT
13
prison? Or is it its own nature and the reason why it exists that ultimately determines its route and therefore the spatial qualities that express it, the spatial qualities of an “anti-architecture”? Is it prudent, after all, to talk about an architecture that can restrict - in the strict sense of deprivation of liberty - without not developing an education and stigmatizing? This fundamental question is posed, examined and answered in the essay that follows, through a historical narrative that confronts the peculiar spatial attack of the prison because of an equally peculiar social formation. In terms of its structure, the text in the first part attempts to read the confinement as a multidimensional spatio-social phenomenon of the modern era, while at the same time an attempt is made to determine its imaginary existence through the emergence of its heterotopic identity, thus emphasizing its unpredictable character and its sensitive content. To this reading, the historical study of the criminalization of confinement is added, in order to shed light on the conditions under which it was established and matured. The second part of the text, aims to analyze noted examples in the field of correction while maintaining their historical order. These examples are examined both in terms of their architectural joints and in terms of their social impact, providing a complete and representative picture of their structure. The set of imprisonment structures presented, are categorized into two different sections, testifying in some way, the qualitative transition from one era of confinement to another. The first era, and therefore the first section, is made up of inmate institutions organized and operated in accordance with the principles and aspirations of the “sovereignty, discipline and control” regimes, as defined by Deleuze (2001, p.9). The second section highlights the latest correctional developments and practices, recognized by their purely educational approach, in search of their practical implementation and spatial expression in the example of Halden Fengsel.
14
ΔΟΧΕΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
Following this linear evolution of descriptions, the reader is given the opportunity to think, understand and inwardly experience the dialectical and peculiar relationship which the society develops with the architecture of exclusion.
Περιεχόμενα Εισαγωγικό σημείωμα Abstract Περιεχόμενα
01
09 12 15
[ΜΕΡΟΣ Α] ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Μια χωροκοινωνική προσέγγιση του εγκλεισμού I. Η κοινωνική ανάγνωση του χώρου και ο εγκλεισμός II. Η φυλακή ως χώρος στέγασης παρεκκλίσεων III. Ετεροτοπία: Η φαντασιακή διάσταση της φυλακής
21 24 28
02 Η ιστορική ανάπτυξη του κοινωνικού «τιμωρείν» Ι. Η εκδικητική ροπή των βασανιστηρίων ΙΙ. Η έναρξη της «Μεγάλης Εγκάθειρξης»
33 36
ΙΙΙ. Η θέσπιση των σωφρονιστικών πρακτικών
40
03
[ΜΕΡΟΣ Β] ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
Φυλακές: Χώροι «κυριαρχίας» και «ελέγχου» Ι. Από τα πρώτα κέντρα εγκλεισμού, στη σύλληψη του Πανοπτικού _Ο πρώιμος χώρος της φυλακής _Το ολλανδικό «workhouse» του Rasphuis _Το ίδρυμα του San Michele στη Ρώμη _Το Πανοπτικό του Bentham ΙΙ. Κυρίαρχα σωφρονιστικά συστήματα: Απομονωτικό & Μεικτό _Η εδραίωση του απομονωτικού συστήματος _Η πρώιμη μορφή της απομόνωσης στη Walnut Street Jail _Eastern State Penitentiary: Το απόγειο της απομόνωσης _Η αντιπρόταση του μεικτού συστήματος _Το σύστημα της σιωπής στα κελιά της Sing-Sing
47 47 51 54 58 66 66 68 71 79 81
04 Φυλακές: Χώροι «εκπαίδευσης» και «επανένταξης» Ι. Πρόσφατες σωφρονιστικές αναθεωρήσεις _Η εισαγωγή της εκπαίδευσης και οι χωρικές μεταβολές της _Η διαβάθμιση των κλειστών δομών φυλάκισης _Το «άνοιγμα» της φυλακής II. Η σύγχρονη ματιά του εγκλεισμού _Η αρχή του «unit management» και η σύνθεση του «campus plan» _Η προσέγγιση του Halden Fengsel
Επίλογος Βιβλιογραφία Παραπομπές εικόνων
91 91 93 94 96 96 98
113 116 122
[ΜΕΡΟΣ Α] ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Μια χωροκοινωνική προσέγγιση του εγκλεισμού
I. Η κοινωνική ανάγνωση του χώρου και ο εγκλεισμός Η αρχιτεκτονική, αυτό το αρχηγικό είδος τέχνης των αρχαίων Ελλήνων, όπως παρουσιάζεται από τον Heidegger (2006) στο τελευταίο του χειρόγραφο «Η τέχνη και ο χώρος» γεννά, παράγει και κατ’ επέκταση προάγει το χώρο, επιτρέποντας να φανερωθεί μέσα από αυτόν το ανθρώπινο «Είναι». Υπογραμμίζει ότι η ουσιώδης υφή του ανθρώπινου στοιχείου έγκειται στο «οικείν» και στο «διαμένειν» ενώ οι τόποι μέσα στους οποίους εντάσσονται οι χώροι οφείλουν να παρέχουν μια ελευθερία και μια ευρυχωρία έτσι ώστε τα πράγματα να έχουν τη θέση τους ως χρήσιμα και οικεία δίχως να ασφυκτιούν και να καταπιέζονται. Κατ’ αυτή την έννοια, η αρχιτεκτονική πλάθει χώρους προσφιλείς και ιδανικούς για την ελεύθερη εγκατάσταση και διαμονή του ανθρώπου, προφυλάσσοντας τον. Ωστόσο, στο σύγχρονο αστικό φάσμα εντοπίζεται η ταυτόχρονη ύπαρξη ενός πλήθους ετερογενών χώρων, καθώς ο καθένας τους εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς και ανάγκες. Το σύγχρονο «διαμένειν» έχει θρυμματιστεί σε πολλά κομμάτια καθώς οι χώροι που παράγονται δεν υπακούν μόνο στις αρετές της ελευθερίας, της άνεσης και της ευημερίας, αλλά και σε εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες, όπως αυτή του εγκλεισμού, της καταπίεσης και της καταστολής. Τούτοι οι χώροι δημιουργούνται και ωριμάζουν μέσα σε ένα τραχύ περιβάλλον το οποίο λειτουργεί εναντίον του ανθρώπου, υποτάσσοντας τις επιθυμίες και τις ανάγκες του. Η ανάλυση και η μελέτη αυτής της ευδιάκριτης ασυμετρίας προϋποθέτει την κατάλυση της στατικής εικόνας του χώρου, ενώ την ίδια στιγμή καταδεικνύει την παράλληλη πορεία της «κοινωνικότητας» του με την εγγενή «χωρικότητα» του ανθρώπου (Hillier και Hanson, 1984). Ο Bergson (1998) προσεγγίζει την νόηση του χώρου ως ένα κέλυφος που εντός του αναπαράγονται κοινωνικές δράσεις. Ο Aldo Rossi (1987, σ.62) συσχετίζει με τρόπο αντίστοιχο τον χώρο και την «κοινωνικότητα» του με τη μορφή της πόλης: Η πόλη δεν είναι οι χωρικές μετρήσιμες σχέσεις, δεν είναι καν μία γεωμετρία επιπέδων, γραμμών και αποστάσεων. Η πόλη συμβαίνει στις διαπλοκές
22
ΜΙΑ ΧΩΡΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους που την κατοικούν. Η πόλη γεννιέται και χάνεται σε κάθε μικρή και μεγάλη τέλεση. Η πόλη φτιάχνεται ως εκείνο το δίκτυο σχέσεων χωρικών και χρονικών που εκδηλώνουν τις κοινωνικές σχέσεις ως γεγονότα. Κατ’ αυτή την παραδοχή, οι ανθρώπινες δράσεις είναι αυτές που τελικώς πυροδοτούν και παράγουν τον χώρο τους. Οποιαδήποτε κοινωνική δράση, αναπτύσσεται και ερμηνεύεται πάντα σε ένα δίκτυο χωροχρονικών συσχετίσεων: «Εάν κατοικούμε τον χώρο σημαίνει ότι παράγουμε χώρο, δηλαδή χωρικές συσχετίσεις κάθε στιγμή», (Σταυρίδης, 2006, σ.23). Στο πεδίο της αρχιτεκτονικής είναι σύνηθες οι συζητήσεις, οι περιγραφές και οι αναλύσεις με αντικείμενο τον χώρο να ακμάζουν σε ένα περιβάλλον το οποίο αντλεί τα ερεθίσματα του κυρίως από τα οπτικά του μέσα. Αναντίρρητα όμως, η ουσία της αρχιτεκτονικής δεν βρίσκεται στο επιφανειακό επίπεδο της εμφάνισης, αλλά υποδόρια στις χωρικές της οργανώσεις. Η κατανόηση της ακριβούς σχέσης μεταξύ της χωρικής οργάνωσης και της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής αποτελεί αδήριτη ανάγκη για την επίτευξη ενός καλύτερου σχεδιασμού. Το μεγάλο χωροκοινωνικό έργο του Hillier και της Hanson «The Social Logic of Space» (1984), υπογραμμίζει ότι η αρχιτεκτονική είναι αυτή που προσφέρει σχήμα και μορφή στον υλικό κόσμο, αρθρώνοντας έτσι το σύστημα του χώρου στον οποίο ο άνθρωπος ζει και κινείται. Σύμφωνα με αυτή την απόδοση, ο χώρος έχει άμεση σχέση με την ανθρώπινη κοινωνική ζωή παρέχοντας όλες τις υλικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των κοινωνικών δράσεων. Η αρχιτεκτονική διαπερνά την ανθρώπινη καθημερινότητα με πολύ πιο ηχηρό τρόπο από αυτόν της οπτικής αλληλεπίδρασης, καθώς «στην καθημερινή ζωή και γλώσσα, η εμπειρία των χωρικών σχηματισμών είναι μια εγγενής, αν και ασυνείδητη διάσταση, του τρόπου με τον οποίο βιώνουμε την ίδια την κοινωνία. Διαβάζουμε χώρο και προβλέπουμε ένα τρόπο ζωής», (Hillier και Hanson, 1984, σ.27). Για την ορθή μελέτη του πεδίου εντός του οποίου οι έννοιες του χώρου και της κοινωνίας σμίγουν, ο Hillier και η Hanson (1984) διαχωρίζουν ευδιακρίτως τα καθημερινά αντικείμενα της ανθρώπινης ζωής από τα κτίρια. Tα κτίρια δεν
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ
23
συνιστούν αντικείμενα, αλλά μετασχηματισμό του χώρου μέσω των αντικειμένων. Η κοινωνία αντανακλά το φυσικό της πρόσωπο εν είδει κτιρίων. Ο σχεδιασμός και η ανέγερση μίας αρχιτεκτονικής σύνθεσης αποτελεί πάνω από όλα μια κοινωνική χειρονομία η οποία χρησιμοποιεί φυσικές μορφές. Ο ίδιος ο χώρος είναι αυτός που παράγει τη σχέση μεταξύ της λειτουργικότητας και της κοινωνικότητας των κτιρίων. Ο χώρος δεν συνιστά μια ολότητα που πλάθεται μόνο από επιφάνειες, καθώς πίσω από κάθε χωρική άρθρωση και δημιουργία βρίσκονται κοινωνικοί λόγοι και στόχοι. «Ο άνθρωπος προφανώς δεν κτίζει μόνο τη φύση αλλά κτίζει και τον ίδιο του τον εαυτό, την κοινωνία και τον πολιτισμό, και μέσα σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να ερμηνεύσει ένα δεδομένο περιβάλλον με πολλούς διαφορετικούς τρόπους» (Norberg-Schulz, 2009, σ.182). Έτσι λοιπόν, αντιμετωπίζοντας τον χώρο ως δέσμιο και υποκείμενο των ανθρωπίνων δράσεων, η ταυτόχρονη ύπαρξη προσφιλών και εχθρικών μορφών στον αστικό ιστό δεν είναι απλώς λογική αλλά και δεδομένη, διότι πλάι στο ανθρώπινο «οικείν» και «διαμένειν» στέκεται ένα εξίσου ανθρώπινο «εξορίζειν». Ως αποτέλεσμα οι χώροι του σύγχρονου «εξορίζειν», οι χώροι του εγκλεισμού είναι αυτοί που οφείλουν να απομακρύνουν, να περιορίζουν και να εμποδίζουν αποτελεσματικά τον άνθρωπο. Ακόμα όμως και αν δικαιολογηθεί η ύπαρξη τους, τέτοιοι χώροι που στέκονται ενάντια στο αρχικό αρχιτεκτονικό ιδεώδες, της ελεύθερης και γαλήνιας διαβίωσης του ανθρώπου, δεν θα μπορούσαν να οριστούν αμιγώς «αρχιτεκτονικοί». Για τον λόγο αυτό είναι χρήσιμος ο προσδιορισμός και η συγκρότηση μιας εναλλακτικής «τέχνης», μιας αντιδιαμετρικής πορείας, μιας «αντί-αρχιτεκτονικής». Η βαθύτερη κατανόηση αυτού του «αιχμηρού» προσδιορισμού προϋποθέτει τη μελέτη των αρχικών προθέσεων του «εξορίζειν» και ως εκ τούτου την άμεση ανασκόπηση στη σημερινή κοινωνική σύνθεση και λειτουργία.
IΙ. Η φυλακή ως χώρος στέγασης παρεκκλίσεων Η δεδομένη εικόνα της κοινωνίας αναγνωρίζεται ως ένα πεδίο ετερογένειας, πλουραλισμού, ανταγωνιστικότητας και αλληλεξάρτησης, έναντι του παρωχημένου πλέον μοντέλου, της παραδοσιακής και απλής κοινωνίας με κοινές πολιτισμικές αξίες και γνωρίσματα. Οι διαφορετικές συνθήκες ζωής που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα κοινωνικά μέλη αναπαράγουν καθημερινές συγκρούσεις αξιών και συμφερόντων μεταξύ αυτών. Όσο πιο σύνθετος γίνεται ο κοινωνικός ιστός τόσο πληθαίνουν οι ετερότητες και οι συρράξεις μεταξύ των μελών του (Thio, 2008). Η επινόηση και η θεμελίωση βασικών αρχών, κανόνων, θεσμών και νόμων αποτελούν ένα πλήθος κοινωνικών κατασκευών οι οποίες φιλοδοξούν να προνοήσουν και να περιορίσουν τις εν λόγω συγκρούσεις, προάγοντας το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον και διασφαλίζοντας την αρμονική και παραγωγική συνύπαρξη μεταξύ των μελών (Λέρος, 2017). Η ανυποταγή και η παραβίαση των καθιερωμένων κανονιστικών πλαισίων συνιστά παρέκκλιση για τις συμβατικές μονάδες και τους κομφορμιστές του κοινωνικού συνόλου, η οποία χρήζει ειδικής μεταχείρισης προκειμένου να εξισορροπηθεί και να αποκατασταθεί πλήρως (Thio, 2008). Ο Hirschi (1969) υποστηρίζει ότι οι παρεκκλίσεις εντοπίζονται στα άτομα τα οποία δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ανθεκτικούς κοινωνικούς δεσμούς. O Camus (2010) περιγράφει τον παρεκκλίνοντα ως ένα άτομο το οποίο έχει αφήσει για πάντα τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ ο Foucault (2004, σ.66) τον παρουσιάζει ως «έναν ξένο στη κοινωνία που τον έχει διώξει, ως έναν άνθρωπο απροσάρμοστο στις απαιτήσεις της». Η στάθμιση των ροπών και κατ΄επέκταση η αποκατάσταση των παρεκκλίσεων επιτυγχάνονται μέσα από την οργανωτική και ολοκληρωτική κατάκτηση του ατόμου. Κατά τον Σταυρίδη, η έννοια της κατάκτησης «συνιστά πάνω από όλα έλεγχο του χώρου» (2006, σ.31). Η σύγχρονη πραγματικότητα στο σύνολο της επιδίδεται με μανία στην ολοκληρωτική κατάκτηση και κυριαρχία τούτου του χώρου, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της κοινωνικής γαλήνης και στη δημιουργία ενός ενιαίου, συγκροτημένου και συλλογικού πνεύματος.
Η ΦΥΛΑΚΗ ΩΣ ΧΩΡΟΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ
25
Ως εκ τούτου, η καθυπόταξη του παρεκλλίνοντος ατόμου, προϋποθέτει την επιτηδευμένη κοινωνική αποένταξη και απομόνωση του σε ένα πλήρες ελεγχόμενο χωροχρονικό περιβάλλον. Εξάλλου, ένας χώρος πλούσιος σε κοινωνικές σχέσεις και συναναστροφές, ελέγχεται πολύ πιο δύσκολα από ένα φτωχό και περιορισμένο (Foucault, 2012). Οι εκτροπές εντοπίζονται, συγκεντρώνονται και τοποθετούνται σε απόσταση από το κοινωνικό πλέγμα και τα καθημερινά κοινωνικά δρώμενα, περιχαρακωμένες από ένα ταυτοχρόνως νοητό και υλικό τείχος προστασίας (Foucault, 2004). Ο περιορισμός και ο εγκλεισμός του ατόμου σε ένα χώρο άσκησης πειθαρχικής εξουσίας, επιτήρησης και ελέγχου αποδίδονται ως πρακτικές αναμόρφωσης και επανεκπαίδευσης, ενώ η ύπαρξη της φυλακής αποδεικνύει τη θεσμοθέτηση και την ευρύτερη αναγνώριση τους (Μετάφας, 2010). Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα όπως γράφει η Κουκουτσάκη (2006, σ.15), είναι ότι η σύγχρονη ματιά έχει ταυτίσει πλέον «την διασφάλιση της κανονικότητας και του ομαλού, ως το ηθικά αρνητικό δεδομένο του εγκλεισμού». Είναι σημαντικό, η νόηση της φυλακής να γίνει αντιληπτή, όχι μόνον ως ένα απλό σύστημα αποκλεισμού και εγκλεισμού αλλά πρωτίστως ως ένα σύστημα ανάπλασης και δημιουργίας υποκειμένων (Κουκουτσάκη, 2006). Ο δυαδικός χαρακτηρισμός «κανονικού – μη κανονικού, ομαλού - ανώμαλου», είναι εκείνος που διαμορφώνει τις θεμελιώδεις αρχές εκπαίδευσης και καταναγκασμού σε όλες τις σύγχρονες βαθμίδες ατομικού ελέγχου (Foucault 2011). Συνεπώς είναι ευδιάκριτη η αντίληψη ότι οι «μη κανονικές» συμπεριφορές χρήζουν αφενός «μη κανονική» αντιμετώπιση και αφετέρου, «μη κανονικούς» χώρους. Η φυλακή, το αναμορφωτήριο, το ψυχιατρείο, τα ιδρύματα επιτηρούμενης εκπαίδευσης και εν μέρει τα νοσοκομεία απαρτίζουν τα πιο συνηθισμένα παραδείγματα ασύλων και χωρικών συστημάτων που δομούνται κάτω από τις αρχές του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα άσυλα με τη φυσική τους παρουσία αποτελούν την χωρική έκφραση της απομάκρυνσης και του εγκλεισμού. Ο Foucault (2004, σ.250) στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Τρέλας» ορίζει το άσυλο ως «τον χώρο εκείνο που πρέπει να λειτουργήσει σαν ξύπνημα του ατόμου και
26
ΜΙΑ ΧΩΡΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
Διαχείριση κοινωνικών παρεκκλίσεων:
σαν μια επιστροφή στην υγιή του φύση, μέσα από το κοινωνικό του ξερίζωμα το οποίο θα το αποσπάσει από την τωρινή κατάσταση του». Την ίδια περίοδο ο Goffman (1968) στο βιβλίο του «Τα Άσυλα» ορίζει ως άσυλο «ένα μέρος διαμονής και εργασίας, όπου ένας μεγάλος αριθμός ατόμων διαχωρίζεται από την ευρύτερη κοινότητα, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και διάγει έναν περιοριστικό και αυστηρά διαχειριζόμενο τρόπο ζωής». Κατά την έννοια αυτή, η ανάλυση της ιδιαίτερης δομής και διάταξης όλων των ιδρυμάτων προϋποθέτει μια άμεση επαφή και αλληλεπίδραση μεταξύ της κοινωνίας, του χρόνου και του χώρου. Έτσι, η φυλακή ως ένα αρχιτεκτονικό σύστημα προβάλει ευδιακρίτως ένα πλήθος κοινωνικών μηχανισμών που στοχεύουν στην «επανόρθωση» των «παθόντων». Ταξινομεί με μαεστρία τους χώρους, εκφράζοντας στην πραγματικότητα την ταξινόμηση των ανθρωπίνων σχέσεων και δράσεων. Οι χωρικοί χειρισμοί και οι δομές που προκύπτουν διαμορφώνουν με ακρίβεια τις ιδανικές συνθήκες περιορισμού και απομόνωσης, επιτήρησης και ελέγχου, πειθαρχικής άσκησης και ιεράρχησης των υποκειμένων.
Η ΦΥΛΑΚΗ ΩΣ ΧΩΡΟΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ
27
Τελικώς, η ύπαρξη αυτών των ιδιαίτερων και ασυνήθιστων χωροχρονικών καταστάσεων, αποτελεί τοιουτοτρόπως ποιόν ιδιαίτερων κοινωνικών δράσεων. Ο Μαρτινίδης (2006, σ.19) επισημαίνει αυτήν την αμφίσημη ιδιότητα της φυλακής να αποτελεί «χώρο εντός της κοινωνίας και χρόνου απουσίας», εκφράζοντας μια «κοινωνικο-πολιτισμική ετερότητα στη σύγχρονη πόλη» (Κοταρίδης, 2006, σ.35). «Η φυλακή, ένας χώρος οικείος και απόκοσμος ταυτόχρονα, αναφορά έσχατης κοινωνικής έκπτωσης αλλά και επιβεβαίωσης μιας ιδιαίτερης ταυτότητας», (Κοταρίδης, 2006, σ.35). Σε τούτες τις χωροχρονικές και λειτουργικές ιδιορρυθμίες που αναπτύσσονται, ο Foucault αποδίδει τον χαρακτηρισμό της «ετεροτοπίας», σε όλες τις μονάδες ατομικού ελέγχου, καθώς πέραν της πραγματικής τους διάστασης, διακρίνει την ταυτόχρονη ύπαρξη μιας φαντασιακής.
IΙΙ. Ετεροτοπία: Η φαντασιακή διάσταση της φυλακής Ο Foucault (2012, σ.260) ορίζει τις ετεροτοπίες ως «χώρους πραγματικούς, χώρους ενεργούς, χώρους εγγεγραμμένους στην ίδια τη θέσμιση της κοινωνίας, οι οποίοι συνιστούν ένα είδος αντιχωροθεσίες, ενός είδους ενεργά πραγματωμένες ουτοπίες […] ». Η φυλακή μαζί με τα υπόλοιπα ιδρύματα εντοπίζονται μέσα σε αυτούς και εντάσσονται στις «ετεροτοπίες παρέκκλισης», καθώς αποτελούν χώρους στους οποίους τοποθετούνται άτομα των οποίων η συμπεριφορά είναι περεκκλίνουσα αναφορικά με το μέσο όρο ή τον απαιτούμενο κανόνα.
Συστατικό στοιχείο της φαντασιακής διάστασης των φυλακών, αποτελούν οι χρονικές αποτμήσεις που δημιουργούνται ή οι «ετεροχρονίες» όπως τις ονομάζει καλύτερα ο Foucault (2012, σ.265), καθώς τα υποκείμενα έρχονται σε απόλυτη ρήξη με την συνηθισμένη χρονική αντίληψη τους. Στο πεδίο των φυλακών, η γραμμική εξέλιξη του χρόνου αποτελεί την εκ διαμέτρου αντίθετη πορεία της κυκλικής εξέλιξης του εντός του κοινωνικού συνόλου.
ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ: Η ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ
29
Το περίκλειστο και απομονωτικό περιβάλλον της φυλακής, σε συνδυασμό με το συγκεκριμένο και ιδιόρρυθμο λειτουργικό της πρόγραμμα ολοκληρώνει την εικόνα της ετεροτοπικής χωροθεσίας. Αν και σχηματίζει έναν υλικό και εντοπίσιμο χώρο, που ανήκει σε έναν ευρύτερο αστικό ιστό, βγαίνει έξω από την τάξη του καθημερινού και του προσβάσιμου. Το πειθαρχικό, εύτακτο και σχολαστικό περιβάλλον της φυλακής δημιουργεί ένα χώρο ψευδαίσθησης εντός του οποίου η ανθρώπινη ζωή κυλάει και αξιολογείται με διαφορετικά πρότυπα, ενώ η είσοδος και η έξοδος από αυτό περιλαμβάνουν την ύπαρξη ενός πλήθους προϋποθέσεων και την επιτέλεση συγκεκριμένων πράξεων (Foucault, 2012). Η αναγνώριση και κατ΄επέκταση η κατανόηση της ετεροτοπικής ιδιότητας των φυλακών επισημαίνουν και καταδεικνύουν τη σύλληψη τους ως χώρους με ευαίσθητο και πολυδιάστατο περιεχόμενο, ενώ την ίδια στιγμή παγιώνουν την διάκριση τους έναντι των υπολοίπων χωροκοινωνικών συστημάτων που προφυλάσσουν και στεγάζουν το «κανονικό». Ωστόσο, η αποδοχή της φαντασιακής ταυτότητας των φυλακών -αν και απαραίτητη- δεν θα μπορούσε να περιγράψει ακριβώς τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκαν εξαρχής και τις ανάγκες που κλήθηκαν να ικανοποιήσουν. Για την κατανόηση αυτών είναι χρήσιμη η αναδρομή στην ιστορική εξέλιξη του κοινωνικού «τιμωρείν», καθώς η πορεία του με τους χώρους εγκλεισμού παραλληλίζεται σε όλα της τα σημεία.
[ΜΕΡΟΣ Α] ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Η ιστορική ανάπτυξη του κοινωνικού «τιμωρείν»
I. Η εκδικητική ροπή των βασανιστηρίων Περίπου για μία χιλιετία, από τον 5ο μέχρι και τον 15ο αιώνα, σχεδόν όλες οι περιοχές της Ευρώπης πλήττονται από ένα κύμα βαρβαρότητας και βίας. Τα «σκοτεινά» μεσαιωνικά χρόνια αφήνουν το στίγμα τους στην ιστορία του ποινικού δικαίου με τον ίδιο «σκοτεινό» και αιμοδιψή τρόπο. Πλήθος μακάβριων βασανιστηρίων εφαρμόζεται βάσει νόμου ως τιμωρία ενάντια σε κάθε παράβαση. Στο ερώτημα «τί είναι το βασανιστήριο;», απαντά o Foucault (2011, σ.42) παραθέτοντας απόσπασμα από τη διατύπωση του Jaucourt στη Γαλλική εγκυκλοπαίδεια: «Το βασανιστήριο είναι μία επώδυνη ποινή περισσότερο ή λιγότερο ειδεχθής. Είναι ένα ανεξήγητο φαινόμενο που η διόγκωση της ανθρώπινης φαντασίας παράγει από βαρβαρότητα και ωμότητα». Σύμφωνα με τον Olyffe (ο.π σ.43) το βασανιστήριο είναι ένας τρόπος να συγκρατείται η ζωή εντός της οδύνης, υποδιαιρώντας την σε «χίλιους θανάτους» και επιτυγχάνοντας «the most exquisite agonies» («τις πιο εξαίρετες αγωνίες»). Ο Foucault (2011) ενθαρρύνει αυτή την απόδοση γράφοντας ότι το βασανιστήριο εδράζεται σε μία ποσοτική τέχνη της οδύνης και διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες. Συσχετίζει τον τύπο του σωματικού πλήγματος, την ποιότητα, την ένταση, τη διάρκεια της οδύνης με τη βαρύτητα του εγκλήματος, το πρόσωπο του εγκληματία και την κοινωνική θέση των θυμάτων του. Για κάθε έγκλημα που προκύπτει υπάρχει και ένας συγκεκριμένος βαθμός οδύνης που πρέπει να εφαρμοστεί. Επιπλέον, πρόκειται για μία μορφή θεάματος στην οποία συμμετέχει ο εγκληματίας ο οποίος δέχεται την επίπληξη σε πολλά διαδοχικά στάδια, ο δήμιος ως ψυχρός εκτελεστής του ποινικού δικαίου και των νόμων και ο λαός μπροστά στα μάτια του οποίου ξεδιπλώνεται όλη η διαδικασία σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Τα βασανιστήρια θα μπορούσαν να θεωρηθούν μέρος μίας ευρύτερης τελετουργικής διαδικασίας, καθώς η συγκέντρωση του λαού κατά την αναπαραγωγή τους είναι απαραίτητη, με πρωταγωνιστικό κιόλας ρόλο (Foucault
34
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ «ΤΙΜΩΡΕΙΝ»
1989). Σκοπός της ποινικής δίωξης που ασκείται στον παραβάτη δεν είναι μόνο να τιμωρήσει τον ίδιο, αλλά και να παραδειγματίσει τους υπόλοιπους πολίτες παράγοντας ένα κλίμα τρόμου μέσα από το θέαμα του βασανισμού. Κοντά στα τέλη του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου εμφανίζονται οι πρώτες διαμαρτυρίες κατά των βασανιστηρίων. Η εξάπλωση του κινήματος του Διαφωτισμού στην Ευρώπη βρίσκει τους υποστηρικτές του να διατηρούν εκ διαμέτρου αντίθετη στάση απέναντι στο τιμωρητικό θέατρο της ποινικής δικαιοσύνης που λαμβάνει χώρα κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Την ίδια περίοδο θεσπίζονται και δημιουργούνται τα πρώτα μεγάλα μνημεία του κλασικού ποινικού δικαίου στην Γαλλία (του Serpillon, του Jousse και του Muyart de Vouglans). Η φρικαλεότητα των βασανιστηρίων χαράζει τον επίλογο της ανάμεσα στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου (Foucault, 2016). Η άλλοτε δημιουργία και άλλοτε άνοδος των ουμανιστικών, εκπαιδευτικών και επιστημονικών κλάδων συνεισφέρουν στην διαμόρφωση της άποψης ότι ο κολασμός οφείλει να έχει «ανθρωπιά» και «μέτρο». Η μέθοδος με την οποία το ποινικό δίκαιο εξετάζει το τιμωρητικό πλαίσιο φέρει καινοτόμες θεωρίες για την εποχή αναφορικά με το νόμο και το έγκλημα, μία νέα ηθική για το δικαίωμα του «τιμωρείν». Προβλέπεται κατάργηση παλαιών διαταγμάτων και πρακτικών. Η ίδια εικόνα ενός βασανιστηρίου που άλλοτε παραδειγμάτιζε και προκαλούσε τον φόβο των πολιτών, επιδιώκοντας την αποτροπή παραβάσεων και εγκλημάτων, πλέον αμφισβητείται ως προς την αποτελεσματικότητα της. Το θέαμα της επίπληξης ενός ανθρώπου σταδιακά φέρει μία αρνητική εντύπωση η οποία το παραλληλίζει περισσότερο με το συμπλήρωμα ενός εγκλήματος παρά με την καταστολή του. Η θηριωδία από την οποία η ποινική δικαιοσύνη ήθελε να απαλλάξει την κοινωνία, αναπαράγεται ξανά μέσα από την διεξαγωγή των βασανιστηρίων ξεπερνώντας το σε αγριότητα και βαρβαρότητα. Με την πάροδο των χρόνων η τιμωρία αλλάζει πρόσημο τείνοντας να μετατραπεί στην «πιο αθέατη πτυχή της ποινικής διαδικασίας», (Foucault, 2011, σ.17) ενώ ως αποτέλεσμα «η εξαφάνιση των βασανιστηρίων σηματοδοτεί την εξαφάνιση του θεάματος» (Foucault, 2011, σ.18). Σταδιακά το ποινικό σύστημα εμπλουτίζεται με ποινές οι οποίες εμφανίζουν
Η ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΗ ΡΟΠΗ ΤΩΝ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ
35
μια διακριτικότητα στην τέχνη πρόκλησης οδυνών και κολασμού. Η τιμωρία εξακολουθεί να υπάρχει ως σκοπός της εκτελεστικής εξουσίας μέσα από πιο λεπτές μορφές πόνου, μέσα από αθόρυβες και αόρατες για το κοινό τακτικές (Foucault, 1989). Η εξαθλίωση του ανθρώπινου σώματος παύει να αποτελεί κυρίαρχο στόχο της ποινής.
[02.1] N. Andry, H ορθοπεδική ή η τέχνη της πρόληψης και της διόρθωσης των σωματικών δυσμορφιών στα παιδιά.
IΙ. Η έναρξη της «Μεγάλης Εγκάθειρξης» Οι συνεχείς αναθεωρήσεις του νομοθετικού πλαισίου στην Ευρώπη, τελικώς συνεισφέρουν στον μετριασμό και την «ηπιότητα» των ποινών. Η τιμωρητική εξουσία παύει να στοχεύει στο σώμα μέσω της υπερβολικής οδύνης και των αέναων στιγμάτων που του προκαλεί και θέτει ως κύρια προτεραιότητα την άσκηση επιρροής της στον ανθρώπινο πνεύμα. «Να μην είναι πλέον το σώμα αλλά η ψυχή» (Foucault, 2011, σ.117, όπως αναφέρεται σε Mably, 1789). Η εκτέλεση των ποινών μετατρέπεται κατά το μάλλον ή ήττον σε ένα παιχνίδι αναπαραστάσεων και σημείων των οποίων τα ερεθίσματα μεταφέρονται διακριτικά και ανεξίτηλα στο πνεύμα όλων. Οι αναπαραστάσεις αυτές και το πεδίο που λαμβάνουν χώρα οφείλουν να φθείρουν την θελκτική εικόνα του εγκλήματος και να αναδεικνύουν την επίφοβη πτυχή της ποινής. Αυτή η μετατόπιση που ο Foucault (1989) ονομάζει «εποχή ασώματου κολασμού», αναδύεται πίσω από ένα «ανθρώπινο» προσωπείο. Οι τιμωρητικές πρακτικές καταπονούν κατά το δυνατό λιγότερο το σώμα και καθιστούν ελεύθερη την πρόσβαση στον «υψηλότερο» στόχο του πνεύματος. «Μεταξύ των ποινών και κατά την εφαρμογή τους σε αντιστοιχία με τα αδικήματα πρέπει να επιλεγούν τα μέσα που θα έχουν την πιο αποτελεσματική και διαρκή εντύπωση στο πνεύμα του λαού, και συγχρόνως τη λιγότερο βάναυση στο σώμα του ενόχου», (Foucault, 2011, σ.110). Η σταθερή αναλογία μεταξύ εγκλήματος και ποινής εξακολουθεί να υπάρχει, ωστόσο στο νέο τιμωρητικό καθεστώς ορίζεται με άλλο τρόπο. Το έγκλημα παύει να θεωρείται ένα σπάνιο μεμονομένο συμβάν και μετατρέπεται σε σταθερά της αστικής ζωής (Παρασκευόπουλος, 2006). Έτσι, η τιμωρία στοχεύει προς το μέλλον, προσθέτοντας στο λειτουργικό της πλαίσιο την έννοια της πρόληψης, προκειμένου να απαλλαγεί από όλες τις πιθανές επαναλήψεις της ίδιας παράβασης. Συνεπώς, όλες οι νέες μεταρρυθμίσεις της ποινικής εξουσίας εφαρμόζονται λόγω
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ «ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΓΚΑΘΕΙΡΞΗΣ»
37
μίας νέας, πιο αποτελεσματικής πολιτικής απέναντι στο έγκλημα και όχι λόγω μιας ευαισθησίας και ενός «εξανθρωπισμού» του εκτελεστικού συστήματος. «Σε ζητήματα ποινής το ελάχιστο ορίζεται από την ανθρωπιά και υποδεικνύεται από την πολιτική», (Foucault, 2011, σ. 106). Η αγχόνη, η διαπόμπευσή, το ικρίωμα, η μαστίγωση και ο τροχός αντικαθίστανται από ποινές φυλάκισης, κάθειρξης, τα καταναγκαστικά έργα, την εξορία και τον εκτοπισμό ακόμη και από τα πρόστιμα τα οποία αποτελούν την πιο ελαφριά μορφή τιμωρίας. Ο κολασμός του σώματος υπάρχει ακόμη στις νέες πρακτικές ως αναγκαίο κακό και δεν είναι σε καμία περίπτωση ισοδύναμος με αυτόν που παρήγαγαν τα βασανιστήρια. Πλέον η δικαιοσύνη ασκεί έλεγχο στο σώμα μέσα από αυστηρούς κανόνες και ελέγχους. Φυσικά στη μεταβολή αυτή αφήνουν το αποτύπωμα τους ένα πλήθος ειδικοτήτων όπως οι επιτηρητές, οι γιατροί και οι ψυχίατροι, οι παιδαγωγοί, οι ιερείς και μεταξύ άλλων οι αρχιτέκτονες. Οι αποφάσεις των συνεδριάσεων και των δικαστηρίων πολύ σύντομα γίνονται δημόσιες και προσβάσιμες στον λαό. Οι νόμοι και οι κανόνες που συνθέτουν το δίκαιο ορίζουν με απόλυτη σαφήνεια τα παραπτώματα και τις ποινές τους. «Κάθε μέλος της κοινωνίας πρέπει να μπορεί να διακρίνει τις εγκληματικές ενέργειες από τις ενάρετες ενέργειες», (Foucault, 2011, σ.111). Την ίδια στιγμή που οι ποινές δημοσιεύονται και κοινοποιούνται, η διαφάνεια της εκτέλεσης τους ξεθωριάζει ολοένα και περισσότερο. Όλες οι προτάσεις του νέου συστήματος περιλαμβάνουν τη στέρηση βασικών δικαιωμάτων και αγαθών. Ο χρόνος από τη μεριά του αποδεικνύεται ένας νέος σημαντικός συντελεστής που παίρνει θέση στην τιμωρητική εξίσωση. Μια μακρά καθημερινότητα για έναν κατάδικο, με επίπονες στερήσεις και συνθήκες, δίχως πρωτοβουλίες και πραγματικό έλεγχο του εαυτού του επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τόσο το υποκείμενο όσο και την κοινωνία, σε σύγκριση με μία πρόσκαιρη στιγμή οδύνης (Foucault, 1989). Ο κατάδικος οφείλει να έχει στην διάθεση του τον χρόνο έτσι ώστε να σμιλευτεί από την αρχή και να διδαχθεί ένα πλήθος αξιών εκ νέου. «Θα μάθει τι σημαίνει να στερείται την ελεύθερη διάθεση των αναγκών του, της υπόληψης του, του χρόνου και του σώματος του, για να μπορέσει στην συνέχεια να τη σέβεται στους άλλους», (Foucault, 2011, σ.124).
38
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ «ΤΙΜΩΡΕΙΝ»
Μέσα από τη βαθμιαία εξέλιξη των μεταρρυθμίσεων εντοπίζεται ότι ο εγκλεισμός προτιμάται από το πρόσωπο της δικαιοσύνης σε σχέση με άλλες ποινές, ή ενέχει μέσα σε αυτές ως αναπόσπαστο στοιχείο, θεωρώντας ότι αποδίδει περισσότερα οφέλη στο σύνολο της κοινωνίας. Το 1831, ο Rémusat, σε μια παρέμβασή του στη Γαλλική Βουλή των αντιπροσώπων διατυπώνει: Τι είναι το ποινικό σύστημα που έγινε δεκτό από τον νόμο; Είναι ο εγκλεισμός υπό διάφορες μορφές. Συγκρίνετε πράγματι τις τέσσερις βασικές ποινές που παραμένουν στον κώδικα. Τα καταναγκαστικά έργα είναι μία μορφή εγκλεισμού. Το κάτεργο είναι μία φυλακή στην ύπαιθρο. Η κράτηση, η κάθειρξη, η φυλάκιση είναι κατά κάποιο τρόπο τα διαφορετικά ονόματα μίας και μόνο τιμωρίας, (Foucault, 2011, σ. 134, όπως αναφέρεται σε Rémusat). Πολύ σύντομα διαπιστώνεται ότι η κράτηση, μια παρά-ποινική πρακτική που εμφανίστηκε στα τέλη του 17ου αιώνα γίνεται η βασική μορφή κολασμού. Ανάμεσα στον θάνατο και τα πρόστιμα καταλαμβάνει με διάφορες μορφές, σχεδόν όλο το πεδίο των πιθανών τιμωριών. Αυτή είναι και η περίοδος που χαρακτηρίζεται από το Foucault (2004. σ.41) ως η εποχή της «Μεγάλης Εγκάθειρξης». Ως εκ τούτου, η οργάνωση και η στελέχωση ενός ποινικού συστήματος βασισμένου αποκλειστικά στον εγκλεισμό, δεν είναι απλά πρόσφατη αλλά και αινιγματική αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της. Αυστηρές κριτικές από πολλούς θεωρητικούς, νομικούς, νομοθέτες και μεταρρυθμιστές της εποχής (όπως ο Beccaria, o Mably, ο Servan, ο Le Peletier de Saint-Fargeau και ο Brissot), επισημαίνουν τις δυσλειτουργίες και τον αρνητικό αντίκτυπο τον οποίο η φυλάκιση θα μπορούσε να αναπτύξει στο ίδιο το ποινικό σύστημα αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία (Αγγελόπουλος, 2016). O 26ος τόμος των Γαλλικών κοινοβουλευτικών αρχείων του 1791 δικαιολογεί την αντιτιθέμενη στάση: Επειδή η φυλάκιση αδυνατεί να απαντήσει στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των εγκλημάτων. Επειδή δεν επηρεάζει το κοινό. Επειδή είναι αχρείαστη και μάλλον βλαπτική για την κοινωνία: είναι δαπανηρή, κρατά τους καταδίκους στην απραξία, πολλαπλασιάζει τα ελαττώματα τους. Επειδή η εκτέλεση μίας τέτοιας ποινής δεν μπορεί να ελεγχθεί εύκολα και υπάρχει
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ «ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΓΚΑΘΕΙΡΞΗΣ»
39
κίνδυνος να εκτεθούν οι κρατούμενοι στην αυθαιρεσία των φρουρών τους. Επειδή το επάγγελμα που συνίσταται στο να στερείς από έναν άνθρωπο την ελευθερία του και να τον επιτηρείς στη φυλακή συνιστά άσκηση τυραννίας, (Foucault, 2011, σ.133) Μολονότι υπάρχουν προσπάθειες και κινήσεις για την επιβολή διαφορετικών ποινών όπως αυτή του εκτοπισμού, στην πραγματικότητα ο εγκλεισμός δεν υποκαθίσταται ποτέ. Η διαδεδομένη εφαρμογή της ποινικής κράτησης, σε συνάρτηση με τις νέες πρακτικές αποκατάστασης των ατόμων μέσω των παραστατικών σημείων και πεδίων που χρησιμοποιούνταν από την εξουσία οδηγούν στην αναγωγή των παρωχημένων δεσμωτηρίων σε τεράστιες μονάδες φυλάκισης. Σε λιγότερο από μία εικοσαετία ένας ιστός μεγάλων επιβλητικών οικοδομημάτων έρχεται να κατακλύσει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι σκηνές αναπαράστασης που η ποινική εξουσία αναπαράγει σβήνουν, καθώς τη σκυτάλη παραλαμβάνει η νέα «σωφρονιστική μεταρρύθμιση» όπως υιοθετήθηκε από όλη την Ευρώπη για την εσωτερική λειτουργία των φυλακών. Το συνέδριο των Βρυξελλών το 1847 μπορεί να θεωρηθεί χρονικό σημείο αναφοράς και «κρεσέντο» τούτης της μεταρρύθμισης (Αγγελόπουλος, 2016).
IΙΙ. Η θέσπιση των σωφρονιστικών πρακτικών Η τέχνη του σωφρονισμού επισκιάζει όλες τις πτυχές του ποινικού συστήματος, στοχεύοντας σε μία μελετημένη χειραγώγηση του ατόμου, σε μια ομαλή επανένταξη του ως χρηστό μέλος της κοινωνίας. «Ανάμεσα στο έγκλημα και την επιστροφή στο δίκαιο ή την αρετή, η φυλακή θα αποτελεί έναν χώρο μεταξύ δύο κόσμων, έναν τόπο για τους ατομικούς μετασχηματισμούς που θα αποδώσουν εκ νέου στο κράτος τους υπηκόους που είχε χάσει», (Foucault, 2011, σ.142). Αυτόν τον μετασχηματιστικό μηχανισμό ατόμων, ο Hanway τον ονομάζει «αναμορφωτήριο» για πρώτη φορά (Foucault, 2011). Η ποινική κράτηση φιλοδοξεί να αποτελέσει φορέα γνώσης και υπακοής για το υποκείμενο. Τα συστατικά στοιχεία της σωφρονιστικής λειτουργίας αποτελούν: το σώμα, το πνεύμα, ο χρόνος, ο χώρος και οι δραστηριότητες σε καθημερινή βάση, ενώ τα μέσα διεξαγωγής της με τα οποία ολοκληρώνεται, βρίσκονται σε διάφορα σχήματα καταναγκασμού που εφαρμόζονται και επαναλαμβάνονται. Τα συγκεκριμένα ωράρια, η χρησιμοποίηση του χρόνου, οι υποχρεωτικές κινήσεις, οι τακτικές δραστηριότητες, ο διαλογισμός σε συνθήκες απομόνωσης, η κοινή εργασία, η σιωπή, η εργατικότητα, ο σεβασμός και οι ενάρετες συνήθειες είναι μέρος όλων των ασκήσεων και των διδαχών που διαμορφώνουν το υπάκουο υποκείμενο, σταθμίζοντας έτσι τις ορμές που το οδήγησαν να παρεκκλίνει (Foucault, 1989). Όταν το άτομο έχει υποταχθεί σε συνήθειες, σε κανόνες, σε εντολές, και σε μια αυθεντία που ασκείται γύρω του, η σωφρονιστική διαδικασία ολοκληρώνεται με επιτυχία. Η εξατομίκευση ενός εκπαιδευτικού και διορθωτικού στοιχείου μέσα στις ποινικές πρακτικές υλοποιείται με την άσκηση ενός συγκεκριμένου τύπου εξουσίας, ενός τύπου που κατακλύζει όλα τα διαδοχικά στάδια μίας ποινής. Η άσκηση της πειθαρχίας είναι αυτή που με τη σειρά της οδηγεί όλες τις
Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
41
μονάδες ατομικού ελέγχου του 19ου αιώνα (σωφρονιστήρια, αναμορφωτήρια, στρατώνες, παιδαγωγικά ιδρύματα και νοσοκομεία) στον επαναπροσδιορισμό του λειτουργικού τους προγράμματος (Foucault, 1989). «Τι το περίεργο αν η φυλακή μοιάζει με εργοστάσια, με τα σχολεία, τους στρατώνες, τα νοσοκομεία, που όλα μοιάζουν με φυλακές;», (Foucault, 2011, σ.258). Η ετυμολογία της αρχαίας ελληνικής λέξης «πειθαρχώ» («πείθω» και «άρχω») είναι αυτή που σε πρώτο επίπεδο μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο λίθο για την απόδοση και την ερμηνεία της (Μπαμπινιώτης, 1998, σ.252). Η διαίρεση της χρονικής διάρκειας σε επιμέρους τμήματα με προκαθορισμένη αρχή και τέλος, η κατανομή των ατόμων μέσα σε συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια και η αυστηρή επιτήρηση τους, η τυποποίηση των δραστηριοτήτων και η σύνθεση των δυνάμεων έτσι ώστε να ολοκληρωθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός αποτελούν ιδρυτικές αρχές της πειθαρχικής εξουσίας. Τέλος, η ακρίβεια και η έμφαση στη λεπτομέρεια όλων των τεχνικών άσκησης ελέγχου επιβάλλονται για την ολοκληρωμένη κατασκευή πειθήνιων ατόμων (Foucault, 1989). Ο πειθαρχικός κολασμός οφείλει να εξαλείψει τις εκτροπές των υποκειμένων μέσα από το διορθωτικό του χαρακτήρα. Οι εκδικητικές τιμωρίες αντικαθίστανται από τιμωρίες που ανήκουν στην τάξη της άσκησης: η οκνηρία από την παραγωγική εργασία, οι σκηνές βίας από μία ηθική και ενάρετη στάση και η έλλειψη καλλιέργειας από την καθημερινή εκπαίδευση. Οι μετατροπές αυτές, σε συνδυασμό με την συστηματική επιτήρηση, τον ενδελεχή έλεγχο και την εξέταση οδηγούν εν τέλει στην ανάπτυξη πρακτικών και πνευματικών δεξιοτήτων. Ο χρόνος αποτελεί καθοριστικό παράγοντα καθώς η πειθαρχική διαδικασία δεν πρέπει να διακοπεί μέχρι την τελειοποίηση του έργου της (Foucault, 1989). Μόνο την στιγμή που η καθυπόταξη κριθεί ολοκληρωμένη, το άτομο μπορεί να ελευθερωθεί και να αποτελέσει ξανά, παραγωγικό και ανθεκτικό κρίκο στην αλυσίδα της κοινωνίας. Μέσα σε μερικές δεκαετίες οι ποινικοί νόμοι οδηγούνται στον πλήρη μετασχηματισμό τους, φέρνοντας ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη μετατροπή στις ποινικές μεθόδους. Η πάλαι ποτέ κοινωνία στιγματισμού και εγχάραξης, μεταλλάσσεται σε μια κοινωνία ποινικού εγκλεισμού. Η απόδοση δικαιοσύνης
42
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ «ΤΙΜΩΡΕΙΝ»
[02.2] Σχεδιαγράμματα συνημμένα στο Διάταγμα της 25ης Σεπτεμβρίου 1719 κατασκευή στρατώνων.
για την
Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ
43
παύει να διέπεται από πρακτικές εκδίκησης και τιμωρίας, καθώς η επιθυμία για πρόληψη των εγκλημάτων και αποκατάσταση των παρεκκλίσεων δημιουργεί μηχανισμούς σωφρονισμού και πειθαρχίας. Παράλληλα η επιτακτική ανάγκη διαμόρφωσης αποτελεσματικών χώρων ατομικού ελέγχου και εγκλεισμού συνθέτει μια νέα αρχιτεκτονική ταυτότητα. Η αρχιτεκτονική του πειθαρχικού μηχανισμού είναι αυτή που προβάλει τα πρόσωπα του, μέσα από τις επιβλητικές γεωμετρίες των φυλακών.
[ΜΕΡΟΣ Β] ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ Φυλακές: Χώροι «κυριαρχίας» και «ελέγχου»
I. Από τα πρώτα κέντρα εγκλεισμού, στη σύλληψη του Πανοπτικού _Ο πρώιμος χώρος της φυλακής Ο χώρος της φυλακής ως ένα πολυκεντρικό σχήμα εξελίσσεται και οργανώνεται σταθερά και παράλληλα με ένα πλήθος διαρθρωτικών αλλαγών του ποινικού συστήματος και κάποιων γενικότερων ανακατατάξεων του ευρύτερου κοινωνικού ιστού που τον διέπουν σε όλη τη διάρκεια του (Αρχιμανδρίτου, 2000). Αναντίρρητα όμως, σε κάθε σημείο της ιστορίας του, ο χώρος της φυλακής προβάλλει και αναπαράγει τα εναλλασσόμενα εξουσιαστικά πρότυπα του κάθε τόπου και της κάθε εποχής. Ο Foucault υποστηρίζει ότι μαζί με τη γέννηση και τη διάδοση της ποινικής κράτησης, στην πραγματικότητα δημιουργείται μια ολόκληρη, νέα αρχιτεκτονική προβληματική: Η προβληματική μίας αρχιτεκτονικής που δεν σχεδιάζεται πλέον μόνο για να είναι ορατή (μεγαλοπρέπεια του ανακτόρου) ή για να επιτηρείται ο εξωτερικός χώρος (γεωμετρία των φρουρίων) αλλά για να επιτρέπει ένα εσωτερικό, διαρθρωμένο και λεπτομερή έλεγχο˙ για να καταστήσει ορατούς εκείνους που βρίσκονται μέσα σε αυτή. Γενικότερα είναι η προβληματική μίας αρχιτεκτονικής που θα μπορούσε να αποτελέσει τελεστή για τον μετασχηματισμό των ατόμων: να δρα σε εκείνους που στεγάζει, να συνιστά δίοδο πρόσβασης στη διαγωγή τους, να οδηγεί μέχρι σε αυτούς τα αποτελέσματα της εξουσίας, να τους προσφέρει ως αντικείμενα σε μια γνώση, να τους τροποποιεί, (Foucault, 2011, σ.197). Τούτη η προβληματική εκφράζεται και συγκροτείται σταδιακά μέσα στον χρόνο. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι πρώτες αρχιτεκτονικές μορφές του εγκλεισμού φαίνεται να προϋπάρχουν της συστηματικής χρησιμοποίησης του στο πλαίσιο των ποινικών νόμων (Foucault, 1989). Οι στόχοι των πρώιμων φυλακτικών δομών περιορίζονται στην αυστηρή και ασφαλή κράτηση των παραβατών, όπως επίσης και στην καταστολή βίαιων και αντιδραστικών συμπεριφορών. Ως εκ τούτου, αυτές οι διαιρετικές και κατασταλτικές τάσεις παράγουν τα αντίστοιχα
48
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
περίκλειστα αρχιτεκτονικά σχέδια, βαδίζοντας στο πρότυπο της περιφραγμένης, συγκεντρωτικής πόλης του μεσαίωνα (Reebs, 1988). H φυλακή διαμορφώνεται ως ένας ετερογενής προς τους άλλους χώρος, ο οποίος περιχαρακώνεται, υψώνοντας έναν επιμελώς κλεισμένο και αδιάβατο τοίχο, με μία κεντρική είσοδο η οποία ελέγχεται από πύργους που βρίσκονται εκατέρωθεν της. Δεν είναι λίγες οι φορές στην ιστορία, που ερημωμένα κάστρα επαναχρησιμοποιούνται, για τον εγκλεισμό κρατουμένων, πληρώντας τις προδιαγραφές της εποχής. Οι επιβλητικές αυτές γεωμετρίες, περικλείουν το μυστήριο της τιμωρίας ενώ την ίδια στιγμή εξωτερικεύουν τη δύναμη και την επιρροή της εκάστοτε διοικητικής αρχής και πολιτείας (Johnston, 2000). Παράλληλα, ο τιμωρητικός και εκδικητικός χαρακτήρας του εγκλεισμού τότε οδηγεί στις εξαθλιωτικές και ταπεινωτικές καθημερινές συνθήκες διαβίωσης του ατόμου. Οι δομές δεν διαθέτουν τα απαραίτητα ανοίγματα για φυσικό φωτισμό και αερισμό, συστήματα θέρμανσης και αποχέτευσης, παροχές καθαρού νερού και καταλύματα για όλους. Ο σχεδιασμός των φυλακών ξεκινάει να απασχολεί και να ενδιαφέρει ουσιαστικά την κοινωνική σφαίρα και την αρχιτεκτονική κοινότητα, μόνο μετά την πρώτη, αχνή προσθήκη ενός επιμορφωτικού και διορθωτικού στοιχείου στη συνολική σύνθεση της κράτησης (Johnston, 2000). Ο Alberti μελετάει τις βασικές σχεδιαστικές αρχές των φυλακών, μέσα από αναλυτικές περιγραφές αναφορικά με τις κατόψεις και τις δομές τους, στο σύγγραμμά του «De re Aedificatoria», το οποίο εκδίδεται το 1485. Τονίζει τη σημασία του ψηλού και ισχυρού τείχους δίχως ανοίγματα, που πρέπει να περικλείει την συνολική εγκατάσταση της φυλακής, ενώ επίσης προάγει την διαίρεση του κεντρικού της χώρου σε τρία βασικά τμήματα ανάλογα με το μέγεθος της παράβασης του κάθε κρατουμένου και την οδύνη που προκάλεσε ο ίδιος στην κοινωνία (Johnston, 2000). Την ίδια περίοδο, ο Palladio -επίσης αναγεννησιακός αρχιτέκτονας και θεωρητικόςπαρόλο που γράφει ελάχιστα ευθέως για τις μονάδες κράτησης στη σειρά συγγραμμάτων «Four Βooks of Architecture», με αφορμή το κεφάλαιο που θίγει τα δημόσια κτίρια και τις δημόσιες πλατείες της εποχής επισημαίνει για πρώτη φορά την αξία της φυλακής, διακρίνοντας την (μαζί με το νομισματοκοπείο) από τα υπόλοιπα δημόσια κτίρια, καθώς επίσης υπογραμμίζει τη σημασία που έχει
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΥ
49
η τοποθέτηση της σε ασφαλές και εύτακτο μέρος. Προσθέτει ότι αυτά τα κτίρια συγκεκριμένα: Πρέπει να προφυλάσσονται από ψηλά τείχη και να επιτηρούνται από ένοπλους φρουρούς. Τα τείχη οφείλουν να κατασκευάζονται από πέτρα και να επενδύονται με ισχυρά κονιάματα προκειμένου να είναι ανθεκτικά στην υγρασία και στην καταπόνηση του χρόνου. Οι εγκαταστάσεις των κρατουμένων πρέπει να είναι άνετες για όλους και κατάλληλα εξοπλισμένες, ενώ οι φρουροί πρέπει να τοποθετούνται και να εργάζονται σε σημεία της φυλακής όπου μπορούν να παρακολουθούν τις κινήσεις και τις συζητήσεις τους, (Johnston, 2000, σ.44, όπως αναφέρεται σε Palladio, 1570). Παράλληλά, η δημιουργία αυξημένων αναγκών επιτήρησης και ελέγχου του εξατομικευμένου ατόμου στρέφουν πολύ σύντομα το ενδιαφέρον των σχεδιαστών στην εσωτερική χωρική διαρρύθμιση και άρθρωση των φυλακών. Η παλαιά αρχιτεκτονική και θρησκευτική μέθοδος του μοναστηριακού κελιού επανασχεδιάζεται και εισάγεται στον αναλυτικό χώρο της κράτησης, διαιρώντας τον σε περισσότερες μικρές μονάδες (Reebs, 1988). Άλλωστε τα τέσσερα κατακόρυφα επίπεδα του κελιού που περιβάλλουν ένα μικρό χωρικό πεδίο απαρτίζουν σίγουρα την πιο στερεή και διαδεδομένη μορφή εγκλεισμού και ελέγχου στην αρχιτεκτονική γλώσσα (Ching, 2017). Επίσης είναι γνωστό ότι τα θρησκευτικά μοναστήρια της Δύσης αποτελούν τα πρώτα που εφαρμόζουν συστηματικά και επιτηδευμένα πρακτικές εγκλεισμού, χρησιμοποιώντας το κελί στο παρελθόν, έτσι ώστε να σταθμίσουν τις ροπές που τείνουν προς την αμαρτία και την ακολασία. Η απομόνωση των πιστών σε μικρές μονάδες κράτησης και σε μπουντρούμια, τα οποία πολλές φορές βρίσκονται μερικώς ή ολικώς υπογείως, περιτριγυρισμένα από στενούς διαδρόμους που τους σφραγίζουν μεγάλες μεταλλικές πόρτες, δίχως φυσικό φωτισμό, αερισμό και θέρμανση φιλοδοξεί στην μετάνοια και στην ψυχική λύτρωση του ατόμου (Johnston, 2000). Κάτω από την ίδια συλλογιστική πορεία, η μετάθεση του παρωχημένου μοναστηριακού κελιού στον χώρο της φυλακής εκφράζει διακαώς την επιθυμία αντιστοίχων αποτελεσμάτων. Οφείλει να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες συνθήκες απομόνωσης, ελέγχου και κατανομής των κρατουμένων αλλά και να συνεισφέρει στη συνολική λειτουργία του χώρου δημιουργώντας διαδρόμους κίνησης και
50
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
χώρους συγκέντρωσης. Επιπλέον, ο περιορισμός των κρατουμένων σε μικρά χωρικά τμήματα τα οποία επιτηρούνται διαρκώς αποτρέπει τη δημιουργία ενός ενιαίου συλλογικού πνεύματος. «Το κελί είναι ο πιο απλός, φυσικός και αποτελεσματικός τρόπος να αποφεύγονται οι επαφές και οι ανταλλαγές απόψεων και ιδεών. Εξουδετερώνει την δυνατότητα δημιουργίας κοινού πνεύματος μεταξύ των δύο κρατουμένων και μαζί την ελπίδα συλλογικής αντίστασης στην ποινή που του έχει επιβληθεί», (Reebs, 1988, σ.26 όπως αναφέρεται σε Graul).
[03.1] Χώροι περιορισμού και απομόνωσης σε μεσαιωνικά κάστρα της Σκωτίας.
Εντούτοις, επισημαίνεται ότι τόσο στο προγραμματικό όσο και στο αρχιτεκτονικό της πλαίσιο, η φυλακή και η έγκλειστη διαβίωση στο Δυτικό κόσμο αποτελεί αναπάντεχα ένα σχήμα ομόλογο με αυτό του χριστιανικού μοναστηριού, αντλώντας διαρκώς ερεθίσματα και εικόνες από αυτό (Αρχιμανδρίτου, 2000). Τα κελιά και η δομή της καθολικής εκκλησίας εγκυμονούν τη σύλληψη, την οργάνωση και τη σύνθεση των πρώτων ευρωπαϊκών προτύπων τιμωριτικής φυλάκισης που περικλείουν το κοινωνικό περιθώριο της εποχής.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΥ
51
_Το ολλανδικό «workhouse» του Rasphuis Το πιο γνωστό πρότυπο που υπάρχει κατά την έναρξη της κλασικής εποχής είναι το Ολλανδικό ίδρυμα Rasphuis στο Άμστερνταμ που λειτουργεί για πρώτη φορά το 1596. Το Rasphuis μπορεί να θεωρηθεί μια θεμελιώδης φιγούρα στο χώρο της παρέκκλισης, καθώς εισάγει και πιστοποιεί το διορθωτικό και το επιμορφωτικό στοιχείο στη διαδικασία και στην αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του εγκλεισμού. Αφορμή και κίνητρο της δημιουργίας του στέκεται η αντίδραση κάποιων δικαστικών αξιωματούχων πάνω στην επιβολή της θανατικής ποινής ενός δεκαεξάχρονου αγοριού που συνελήφθη για κλοπή. Επί της ουσίας, οι αξιωματούχοι αντιπροτείνουν στο δικαστή την ηθική αναμόρφωση του παιδιού, μέσω της κράτησης του σε ένα προσαρμοσμένο περιβάλλον προβολής και ανάδειξης του «κανονικού», με σκληρή καθημερινή εργασία και συστηματική θρησκευτική διδασκαλία (Johnston, 2000). Το Rasphuis ιδρύεται και στεγάζεται σε ένα παλιό μοναστήρι της περιοχής το οποίο πληρεί τις απαιτήσεις απομόνωσης και ελέγχου των κρατουμένων που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι νεαροί απροσάρμοστοι, κλέφτες και επαίτες. Εκεί υποχρεώνονται να εργαστούν ομαδικά με μεγάλη σωματική καταπόνηση, τρίβοντας και κόβοντας τεράστιες ποσότητες ξύλων με σκοπό την παραγωγή υφασμάτινων βαφών (Αρχιμανδρίτου, 2000). Αυτή η παραγωγική διαδικασία των κρατουμένων αποτυπώνεται σε ένα ανάγλυφο πάνω από την επιβλητική είσοδο του ιδρύματος, το οποίο απεικονίζει έναν άνδρα να οδηγεί ένα κάρο φορτωμένο με ξύλα που σέρνεται από λιοντάρια, αναδεικνύοντας την υπεροχή του εξουσιαστικού προσώπου. Το ίδρυμα του Άμστερνταμ αποτελείται από μια διαδοχική παράθεση κελιών γύρω από κεντρικούς, ορθογωνικούς και ελεύθερους χώρους, στα οποία διαμένουν από τέσσερα μέχρι και δώδεκα άτομα. Μόνο οι κατάδικοι με πλούσιο οικονομικό υπόβαθρο μπορούν να διεκδικήσουν το δικό τους ατομικό χώρο. Τα κελιά έχουν πρόσβαση στα εσωτερικά τετραγωνισμένα αίθρια, καθώς εκεί λαμβάνει χώρο η διαδικασία της εργασίας. Η κίνηση μεταξύ αυτών πραγματοποιείται από περιμετρικούς στεγασμένους διαδρόμους (Johnston, 2000). Τούτη η δομή αναλύεται και εφαρμόζεται, έτσι ώστε να αθροίζονται οι κρατούμενοι σε συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια της εγκατάστασης και να επιτηρούνται ευκολότερα.
54
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
Την ίδια περίοδο αναπτύσσεται και το αντίστοιχο ίδρυμα θηλέων στο Άμστερνταμ με την ονομασία Spinhaus και την κλωστοϋφαντουργία ως βασικό αντικείμενο εργασίας. Η μονάδα κράτησης του Rasphuis αποτελεί σύμβολο της αναμόρφωσης στο Δυτικό κόσμο, θεσπίζοντας τις πρώτες πειθαρχικές αξίες και πυροδοτώντας τη δημιουργία και τη λειτουργία ενός τεράστιου ιστού αντίστοιχων μονάδων σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, τα οποία εδραιώνονται και γίνονται γνωστά ως «houses of correction» ή «workhouses». Η μαζική διασπορά και η εξέλιξη των «workhouses» στον χάρτη σηματοδοτεί παράλληλα την εισαγωγή και την τυποποίηση της πειθαρχικής συμπεριφοράς. Η φυλάκιση παύει να ερμηνεύεται στο στενό, μονοσήμαντο πλαίσιο της στέρησης ελευθερίας και προμηνύει τον τεχνικό μετασχηματισμό του ατόμου. Πλέον, το άτομο πρέπει να διατηρείται υπάκουο και καθυποταγμένο στην εξουσία που του ασκείται, μακριά από συλλογικές εγκαταστάσεις και δραστηριότητες. Τα πειθαρχικά πρότυπα προβάλλονται και οργανώνονται σε σύνθετους αναλυτικούς χώρους οι οποίοι διαιρούνται και παραπέμπουν πάντα στο κελί ή στην κυψέλη (Foucault, 1989). «Πρόκειται για χώρους που διασφαλίζουν τη σταθεροποίηση και επιτρέπουν την κυκλοφορία, περιτέμνουν ατομικά μέρη και εδραιώνουν τελεστικούς δεσμούς, οριοθετούν θέσεις και υποδηλώνουν αξίες, εγγυώνται την υπακοή των ατόμων αλλά και μία καλύτερη οικονομία του χρόνου και των κινήσεων», (Foucault, 2011, σ.169). _Το ίδρυμα του San Michele στη Ρώμη Ο Howard παρουσιάζει και αναλύει τις πρώτες αρχιτεκτονικές προσπάθειες διαμόρφωσης τέτοιων χωρικών συστημάτων στο γνωστό του έργο «The State of the Prisons in England and Wales», (1784). Σε αυτό ο Howard, εντυπωσιασμένος από την αυστηρή οργάνωση, τα πατερναλιστικά στοιχεία που το διέπουν και από τις καινοτόμες σωφρονιστικές προτάσεις του παραθέτει το παράδειγμα του «Hospice of San Michele», στη Ρώμη. Πρόκειται για ένα από τα πρώιμα άσυλα της Ευρώπης που λειτουργεί πρώτη φορά το 1582. Η εγκατάσταση στο σύνολο της αποτελεί κέντρο περίθαλψης και φιλοξενίας για ορφανά παιδιά, επαίτες, φτωχούς, άπορους και ηλικιωμένους. Οι εν λόγω λειτουργίες στεγάζονται σε
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΥ
55
διαφορετικά κτίρια τα οποία ανεγέρθηκαν μεμονωμένα, σε ξεχωριστές χρονικές στιγμές και αθροιστικά μόνο αποτελούν ένα ενιαίο συγκρότημα κάτω από τη ίδια λειτουργική και διοικητική αρχή (Sellin, 1930). Σε αυτό το κτιριακό πλέγμα προστίθεται ένα σωφρονιστήριο αρρένων νεαρής ηλικίας με πρωτοβουλία του Πάπα Κλήμη XI και με σχεδιαστική επιμέλεια του αρχιτέκτονα Fontana, τη χρονιά του 1704. Η νέα προσθήκη φιλοδοξεί στη δημιουργία ενός αναμορφωτικού και πειθαρχικού χώρου, αντλώντας με προφανή τρόπο ερεθίσματα από τα πρώτα Ολλανδικά «workhouses» και τα χριστιανικά, μοναστικά πρότυπα. Η διορθωτική τάση που δεσπόζει στο νέο τμήμα εξωτερικεύεται στην επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την κεντρική είσοδο: «Πάπας Κλήμης XI: Για την διόρθωση και την καθοδήγηση των ανήθικων νέων˙ οι οποίοι όσο μένουν οκνηροί αποδεικνύονται βλαπτικοί στην κοινωνία, ενώ εάν κατηχηθούν μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμοι», (Sellin, 1930, σ.534). Αφορμή για την ανέγερση της αναμορφωτικής μονάδας του San Michele στέκεται η επιθυμία να συγκεντρωθούν οι κρατούμενοι από τις φυλακές του Saint Sixtus και του Lateran Palace σε ένα ενιαίο χώρο, με χαμηλότερα οικονομικά κόστη, κάτω από την ίδια διοικητική λογική (Sellin, 1930). Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα νέο μονολιθικό έργο, του οποίου η κλίμακα είναι εμφανώς μεγαλύτερη, έξω από τα υπόλοιπα φυλακτικά δεδομένα της εποχής. Η μετάβαση στη μεγαλύτερη κλίμακα γίνεται αντιληπτή από την κατακόρυφη ανάπτυξη του κτιρίου εντός των τριών επιπέδων του. Σε κάθε ένα από αυτά περιλαμβάνονται είκοσι κελιά τα οποία διατάσσονται περιμετρικά της ορθογώνιας, τρίκλητης κάτοψης του κτιρίου, αφήνοντας ελεύθερο χώρο για τη δημιουργία ενός κεντρικού, εσωτερικού αίθριου το οποίο εξυπηρετεί στη διανομή φωτός και στον αερισμό. Τα κελιά είναι ατομικά, και κάθε ένα από αυτά ενσωματώνει ένα αποχωρητήριο, ένα στρώμα, μια συμπαγή πόρτα και δύο ανοίγματα εκ των οποίων το ένα ανήκει στην εξωτερική και το άλλο στην εσωτερική τοιχοποιία. Ασυνήθιστη πρακτική για την εποχή είναι το γεγονός ότι στα εξωτερικά ανοίγματα γίνεται η χρήση γυαλιού, κάτι που σκοπεύει στην παροχή ικανοποιητικού φωτισμού εντός των κελιών και στην ταυτόχρονη μόνωση τους. Τα εσωτερικά ανοίγματα έχουν τη θέα της Αγίας Τράπεζας που τοποθετείται στο ανατολικό άκρο της κεντρικής
56
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
σάλας. Η οριζόντια κίνηση επιτυγχάνεται με στοές και διαδρόμους μπροστά από κάθε κελί, ενώ για την κατακόρυφη επικοινωνία του κτιρίου αναπτύσσονται τέσσερα βασικά κλιμακοστάσια στις γωνίες της κάτοψης. Δίπλα σε κάθε κλιμακοστάσιο βρίσκονται οι βοηθητικοί χώροι και τα καταλύματα των φρουρών προστατευμένα με κάγκελα ασφαλείας. Τέλος, η μεγάλη κεντρική αίθουσα αποτελεί τον κύριο χώρο συγκέντρωσης των κρατουμένων και ικανοποιεί τις ανάγκες σίτισης και καθημερινής χειρωνακτικής εργασίας, σε συνθήκες απόλυτης σιωπής και υποταγής. Στην ίδια αίθουσα βρίσκονται ενσωματωμένες αλυσίδες ποδιών για την ελεγχόμενη κίνηση των κρατουμένων και δημόσιοι «χώροι τιμωρίας», οι οποίοι εξυπηρετούν στην βίαιη επίπληξη των απροσάρμοστων, στον παραδειγματισμό των υπολοίπων και στην διατήρηση της τάξης (Johnston, 2000). Ο Fontana υποστηρίζει ένθερμα ότι ο σχεδιασμός της παραπάνω δομής θα επέτρεπε την εύκολη και ανεμπόδιστη επιτήρηση των κρατουμένων σε ολοήμερη βάση και από οποιοδήποτε σημείο του περίκλειστου κτιρίου. Έτσι, οι επιτηρητές θα μπορούσαν να ελέγξουν πιθανές συλλογικές κινητοποιήσεις και να επιπλήξουν ανάρμοστες συμπεριφορές. Ωστόσο, κατά την ολοκλήρωση της ανέγερσης του σχεδίου γίνεται προφανές ότι οι φύλακες δεν είχαν την οπτική
[03.3] Κάτοψη ισογείου του Hospice of San Michele στη Ρώμη από τον Fontana.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΥ
57
[03.4] Άποψη του εσωτερικού κεντρικού χώρου συγκέντρωσης των κρατουμέμων στο San Michele.
επίβλεψη των κρατουμένων λόγω της άστοχης, γωνιακής τοποθέτησης που είχαν τα καταλύματα τους. Επίσης, το μέγεθος του οικοδομήματος από μόνο του δε μπορούσε να υποστηρίξει τις ανάγκες επιτήρησης λόγω των μακρινών αποστάσεων (ο.π). Ανεξάρτητα όμως με τις τεχνικές δυσκολίες, η σωφρονιστική αντίληψη του Πάπα Κλήμη XI αναφορικά με την εμπειρία της φυλάκισης, σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική αποτύπωση του Fontana θέτουν τις βάσεις των πρώτων μεγάλων Ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων του 18ου και 19ου αιώνα που θεσμοθετείται η ποινικότητα της κράτησης, ενώ ταυτοχρόνως προμηνύουν την ριζοσπαστική, «Πανοπτική» λογική του Bentham.
58
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
_Το Πανοπτικό του Bentham O Bentham, Άγγλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και νομικός της εποχής του κλασικισμού παρουσιάζει για πρώτη φορά το ανατρεπτικό και επαναστατικό «πανοπτικό» ίδρυμα στο ευρύτερο κοινό τέλη του 18ου αιώνα. Το Panopticon (ή Inspection House) κατά τον Bentham είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα μέσο αποκλεισμού, κράτησης και καταστολής. Συγκροτεί έναν πολυδιάστατο και τελειοποιημένο πειθαρχικό μηχανισμό εξουσίας, που επιβλέπει (-opticon) και ελέγχει όλους (-pan) τους έγκλειστους ακατάπαυστα και με ακρίβεια. Αποτελεί μία χωρική κατανομή και ιεράρχηση των μελών μιας ευρύτερης μάζας, η οποία βασίζεται στην απλότητα και την οικονομία της, έτσι ώστε να δράσει άμεσα στη συμπεριφορά και το πνεύμα τους (Bentham, 1843). Η κεντρική ιδέα του καινοτόμου ιδρύματος εδράζεται εξ’ ολοκλήρου και σκόπιμα πάνω στη θεμελιώδης αρχή επιτήρησης-καθυπόταξης: «Το πειθαρχικό άτομο διατηρείται καθυποταγμένο επειδή το βλέπουν ασταμάτητα, επειδή μπορούν πάντα να το δουν», (Foucault, 2011, σ.214). Στο Πανοπτικό, αυτή η αρχή αποδίδεται ένα προς ένα στα αρχιτεκτονικά σχέδια του, ενώ ο ίδιος ο Bentham χαρακτηρίζει το σύνολο της σύνθεσης και της λειτουργίας του ως ποιόν μίας «απλής αρχιτεκτονικής σκέψης» (Bentham, 1843, σ.39). Κεντρικός στόχος των σχεδίων είναι ο έγκλειστος να μένει πάντα εκτεθειμένος στα μάτια της επιβλητικής εξουσίας που του ασκείται. Πρέπει να μένει καθυποταγμένος χωρίς να γνωρίζει εάν, πότε και από ποιόν επιτηρείται. Έτσι, ο Bentham δίνει εξαιρετική σημασία σε όλα τα ανοίγματα του ιδρύματος, τοποθετώντας τα με ακρίβεια και μαεστρία. Η στερεοτυπική εικόνα της φυλακής με τα μεγάλα συμπαγή τείχη, τα σιδερένια κάγκελα και τις αλυσίδες, μεταλλάσσεται σε μια νέα δομή που βασίζεται στον υπολογισμό και στην ορθή τοποθέτηση πολλαπλών ανοιγμάτων. Η σωστή άσκηση επιτήρησης και ελέγχου των κρατουμένων στηρίζεται σε ένα παιχνίδι φωτός και σκίασης, το οποίο αναπαράγεται μέσα από την συνολική γεωμετρία του κτιρίου. Με τον τρόπο αυτό, «η αδεξιότητα των παλαιών ιδρυμάτων ασφαλείας με μια αρχιτεκτονική που θυμίζει φρούριο μπορεί να αντικατασταθεί από την απλή και οικονομική γεωμετρία ενός ιδρύματος βεβαιότητας», (Foucault, 2011, σ.231).
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΥ
59
[03.5] J. Bentham, Αριστερά: Διάγραμμα που αποβλέπει στη σχηματοποίηση της λειτουργίας του Πανοπτικού. Πάνω απο το χαρακτηριστικό μάτι διακρίνονται οι λέξεις «justice-mercy-vigilace». Δεξιά: Τα αρχικά σχέδια του Πανοπτικου το 1787.
Η 3η επιστολή του Bentham με τίτλο «Panopticon or the Inspection House», που συγκεντρώνεται μαζί με άλλες από τον Bowring στον 4ο τόμο του «The works of Jeremy Bentham» (1843) παρέχει αναλυτικές περιγραφές τόσο για τον αρχικό σχεδιασμό όσο και για τη λειτουργία του Πανοπτικού. Η κυκλοειδής κάτοψη του κτιρίου περιλαμβάνει έναν περιφερειακό δακτύλιο και έναν πύργο τοποθετημένο στο κέντρο της. Ο πολυώροφος δακτύλιος στεγάζει όλα τα κελιά, τους κάθετους και οριζόντιους άξονες κίνησης και τους βοηθητικούς χώρους του προσωπικού. Τα κελιά είναι αρκετά ευρύχωρα έτσι ώστε να στεγάζουν τις μικρές ελεγχόμενες μάζες κρατουμένων, χωρίς να δημιουργείται επικίνδυνος συνωστισμός -όπως στα παρωχημένα πλέον «workhouses»- εξασφαλίζοντας τον χώρο για την τη διαβίωση, την εργασία τους αλλά και την εγκατάσταση του απαιτούμενου εξοπλισμού μέσα σε αυτά. Το κάθε κελί διαπερνιέται καθ’ ύψος από μεταλλικούς σωλήνες (μπουριά) μέσα των οποίων διανέμεται η θέρμανση που παράγεται τεχνητά από εστίες μέσα στο κτίριο. Στον εξοπλισμό που ενσωματώνεται συμπεριλαμβάνονται επιπλέον
60
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
λεπτοί, τσίγκινοι σωλήνες που καταλήγουν στον κεντρικό πύργο του ιδρύματος. Μέσω αυτών εξασφαλίζεται η ακουστική παρακολούθηση των κρατουμένων νυχθημερόν. Τα κελιά χωρίζονται μεταξύ τους με προεξέχοντα, συμπαγή κατακόρυφα στοιχεία (μεσοτοιχίες), τα οποία μηδενίζουν την οπτική και τη σωματική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους έγκλειστους και εξασφαλίζουν την τάξη. Κάθε ένα από αυτά περιέχει δύο ανοίγματα εκ των οποίων το ένα βρίσκεται εντός και το άλλο εκτός της κυκλικής δομής. Το εξωτερικό άνοιγμα των κελιών επιτρέπει την είσοδο και τη διανομή του φωτός, ενώ το εσωτερικό, που καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την όψη του κάθε κελιού εξασφαλίζει ένα ανεμπόδιστο πεδίο ορατότητας από τον πύργο. Τούτος ο πύργος, που υψώνεται στο κέντρο της κυκλικής δομής αποτελεί και την πιο χαρακτηριστική χειρονομία του σχεδιασμού. Σε συγκεκριμένο ύψος του πύργου στεγάζεται ο κύριος χώρος επιτήρησης (εποπτείο). Από εκεί, η κεντρική διοίκηση είναι ικανή να επιβλέπει τους πάντες δίχως να την επιβλέπουν. Οι συνθήκες φωτισμού εντός των κελιών της περιφέρειας διαγράφουν τέλεια τις έγκλειστες ανθρώπινες σιλουέτες ενώ οι περσίδες, τα χωρίσματα και οι διάδρομοι στο εσωτερικό της κεντρικής αίθουσας του πύργου αφαιρούν οποιαδήποτε υποψία σκιάς, κίνησης ή ανθρώπινης φιγούρας μέσα σε αυτήν, εξασφαλίζοντας την ασυμμετρία και τη διαφορά. Αναντίρρητα λοιπόν, ολόκληρη η σύλληψη του Πανοπτικού βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στον στην απλότητα του. Όταν κάποιος τοποθετείται στον περιφερειακό δακτύλιο τον παρατηρούν δίχως να παρατηρεί και όταν τοποθετείται στον κεντρικό πύργο παρατηρεί δίχως να παρατηρείται. Ο έγκλειστος του ιδρύματος καθυποτάσσεται στους εξαναγκασμούς της εξουσίας όντας πάντα το αντικείμενο επίβλεψης της. Ταυτόχρονα, η διεύθυνση του ιδρύματος οργανώνει, διατάζει και ελέγχει τους υφιστάμενους της με απόλυτη σιγουριά. Ένας διευθυντής που επισκέπτεται τον κεντρικό πύργο μπορεί να αντιληφθεί τη λειτουργία του χώρου με μία και μόνο ματιά (Foucault, 1989). Ο Foucault (2011, σ.233) περιγράφει -περίπου δύο αιώνες μετά- το Πανοπτικό σαν «ένα εργαστήριο εξουσίας», που χάρη στους ενισχυμένους μηχανισμούς παρακολούθησης του αυξάνεται η αποτελεσματικότητα του και η ικανότητα του να διεισδύει στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αποτελεί
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΥ
[03.6] N. Harou-Romain, Σχέδιο σωφρονιστηρίου με κυκλοειδή διάταξη το 1840. Ένας κρατούμενος στο κελί του προσεύχεται μπροστά στον κεντρικό πύργο επιτήρησης.
61
64
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
ένα σημαντικό πρότυπο εξουσίας και πειθαρχίας το οποίο δρα ασταμάτητα και αλάνθαστα εξασφαλίζοντας τον ελάχιστο αριθμό επιτηρητών αλλά το μέγιστο αριθμό επιτηρούμενων. Εκτός από την αμεσότητα που περέχει η ίδια η γεωμετρία αυτού του εργαστηρίου, ο Bentham (1843) έχει εντάξει στο λειτουργικό του πλαίσιο διάφορα προγράμματα καθημερινής άσκησης, ηθικής διαπαιδαγώγησης και επαγγελματικής μέριμνας των κρατουμένων. Παράλληλα ενθαρρύνει τη μετάθεση του Πανοπτικού προτύπου στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της βιομηχανίας γράφοντας: Εάν οι κρατούμενοι είναι κατάδικοι δεν υπάρχει κίνδυνος για συνωμοσία, για απόπειρα ομαδικής απόδρασης, για σχεδιασμό νέων εγκλημάτων στο μέλλον, για αμοιβαία κακές επιρροές. Εάν πρόκειται για αρρώστους, δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης νοσημάτων, εάν πρόκειται για τρελούς δεν υπάρχει κίνδυνος αμοιβαίων βιαιοτήτων, εάν πρόκειται για παιδιά δεν υπάρχει κίνδυνος για αντιγραφή, για θόρυβο για φλυαρία, για απροσεξιά. Εάν πρόκειται για εργάτες δεν υπάρχει κίνδυνος για συμπλοκές, κλοπές, συμμαχίες, για οτιδήποτε αποσπά την προσοχή και καθυστερεί την εργασία, την καθιστά λιγότερο τέλεια ή προκαλεί ατυχήματα, (Foucault, 2011, σ.229, όπως αναφέρεται σε Bentham, 1843). Έτσι το αρχιτεκτονικό επίτευγμα του Πανοπτικού τυποποιείται, αναλύεται και συστηματοποιείται, προάγοντας το αντίστοιχο λειτουργικό επίτευγμα του «πανοπτισμού» (η συστηματοποίηση των πρακτικών του Πανοπτικού). Η συμβολή του Bentham στο χάρτη των φυλακών πραγματώνει μια ουτοπία του σωφρονιστικού συστήματος και όχι μόνο. Στα χρόνια που ακολουθούν η κυκλοειδής διάταξη εφαρμόζεται επανειλημμένα σε ένα πλήθος επιτηρούμενων εγκαταστάσεων. Οι φυλακές, τα νοσοκομεία, τα ψυχιατρεία, τα σχολεία και η μανιφακτούρα υιοθετούν αυτή τη δομή θέλοντας να απομονώσουν, να περιορίσουν, να ελέγξουν, να πειθαρχήσουν και να υποτάξουν τον πληθυσμό που εγκλείουν με τα ελάχιστα δυνατά μέσα. Ο Deleuze (2001, σ.10), σε αυτή την αγωνιώδη και συστηματική προσπάθεια για έλεγχο και υποταγή διακρίνει τη μετάβαση από μια εποχή σε μια άλλη: «Είναι οι κοινωνίες του ελέγχου που έρχονται να αντικαταστήσουν τις πειθαρχικές κοινωνίες […] »
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ, ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΥ
65
Το επαναστατικό για την εποχή εγχείρημα του Bentham -αν και δεν κατασκευάζεται ποτέ αυτούσιο- αποτελεί ανεξίτηλο σημείο στην ιστορία των φυλακών θεσπίζοντας νέα ιδανικά για τη πειθαρχική διαβίωση και τον αυτοέλεγχο τόσο του έγκλειστου κρατουμένου όσο και του έγκλειστου επιτηρητή. Η κυκλοειδής γεωμετρία του Πανοπτικού επηρέασε ευθέως ένα πλήθος κτιριακών μονάδων εγκλεισμού σε όλο το κόσμο.
IΙ. Κυρίαρχα σωφρονιστικά συστήματα: Απομονωτικό & Μεικτό _Η εδραίωση του απομονωτικού συστήματος Την χρονική περίοδο που ο Bentham συντάσσει την πρόταση του Πανοπτικού -βασισμένος στη κυκλοειδή περίκλειστη διάταξη- στην τότε αποικιοκρατούμενη Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής αναπτύσσεται το πρώτο μεγάλο σύστημα πειθαρχικής διαβίωσης και ελέγχου από την θρησκευτική ομάδα των Κουακέρων. Το ενδιαφέρον μιας ενιαίας και συστηματοποιημένης αναμορφωτικής προσπάθειας των Κουακέρων, τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, τελικώς συντελεί στην ονομαζόμενη μεταρρυθμιστική κίνηση «Για την Ανακούφιση της Αθλιότητας των Δημοσίων Φυλακών», βάσει της οποίας αναδύεται και εδραιώνεται το πενσυλβανικό ή αλλιώς απομονωτικό πρότυπο σωφρονιστικής φυλάκισης (Αλεξιάδης, 2001). Βάσει του απομονωτικού συστήματος καταβάλλεται συνειδητά η προσπάθεια για την ολοκληρωτική κατάκτηση του ατόμου μέσω της απόλυτης απομόνωσης του, ενώ την ίδια στιγμή αποφεύγεται ο σχηματισμός ενός ομοιογενούς και αλληλέγγυου πληθυσμού κρατουμένων ο οποίος δύναται να οδηγήσει σε ανατρεπτικές συνωμοσίες και εξεγέρσεις (Αρχιμανδρίτου, 2000). Οι καταξιωμένοι Ιταλοί θεωρητικοί της έκτισης, Melossi και Pavarini, καταγράφουν εκτενώς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του απομονωτικού συστήματος στο έργο τους «The Prison and the Factory» (1981). Σύμφωνα με τις περιγραφές τους, ο εγκλεισμός και ο αποκλεισμός του ατόμου στους τέσσερεις τοίχους του κελιού είναι απόλυτος για ολόκληρο το εικοσιτετράωρο κάθε ημέρας μέσα στη φυλακή. Ακόμα και σε περιπτώσεις διοικητικών αναγκών, που προβλέπουν τη μετακίνηση του εγκλείστου καλύπτονται τα μάτια του και το πρόσωπο του με κάλυπτρα και προσωπεία. Ο χρόνος του αποκλεισμένου στο κελί κυλάει σε συνθήκες απόλυτης σιωπής οι οποίες διακόπτονται μόνο από τις δραστηριότητες καθημερινής διαβίωσης. Τούτος ο χρόνος απόλυτης μοναξιάς που παρέχεται άφθονα στον έγκλειστο αποβλέπει στη πνευματική, ψυχική
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
67
και ηθική αναζήτηση του εαυτού του και στη διεύρυνση της συνείδησης του. Στους κρατούμενους δεν παρέχονται βιβλία παρά μονάχα η «Αγία Γραφή» και η εργασία εντός του κελιού προσφέρεται μόνο σαν ένδειξη επιβράβευσης από τη μεριά της διοίκησης. Έτσι γίνεται εμφανές ότι η εφαρμογή του πενσυλβανικού σωφρονιστικού συστήματος έχει αυστηρά θρησκευτικό χαρακτήρα σε όλο το εύρος της. Η ίδια η νόηση της απομόνωσης και του αποκλεισμού ως ένα μηχανισμό αναμόρφωσης και μεταμέλειας, όπως επίσης και η αξιολόγηση της συμπεριφοράς των κρατουμένων με μοναδικό γνώμονα τα απτά σημάδια μετάνοιας και «κάθαρσης», ριζώνουν βαθιά στα θρησκευτικά μοναστικά πρότυπα των Κουακέρων (Αρχιμανδρίτου, 2000). O Foucault (2011, σ.268) περιγράφει αναλυτικά την αντιμετώπιση της απομόνωσης στα πλαίσια του πεννσυλβανικού συστήματος ως: Η μοναξιά πρέπει να είναι ένα θετικό εργαλείο αναμορφωτικού χαρακτήρα.. «Όταν μένει μόνος, ο κατάδικος προβληματίζεται. Μόνος ενώπιον του εγκλήματος του θα μάθει να το μισεί, και αν η ψυχή δεν έχει ακόμα εξασθενίσει από το κακό, οι τύψεις θα τον κυριεύσουν μέσα στην απομόνωση». Επίσης, διότι η μοναξιά διασφαλίζει ένα είδος αυτορρύθμισης της ποινής, και επιτρέπει τρόπον τινά μια αυθόρμητη εξατομίκευση του κολασμού: όσο περισσότερο ο κατάδικος είναι ικανός να προβληματίζεται, τόσο περισσότερο ένοχος υπήρξε για τη διάπραξη του εγκλήματος του˙ αλλά και τόσο πιο έντονες θα είναι οι τύψεις του και πιο επώδυνη η μοναξιά του˙ από την άλλη, όταν θα έχει μετανοήσει ριζικά, και θα έχει πλέον συνετιστεί χωρίς την παραμικρή υποκρισία η μοναξιά δεν θα τον βασανίζει.. Τέλος, και ενδεχομένως κυρίως, η απομόνωση των καταδίκων εγγυάται ότι μπορεί να ασκείται πάνω τους, με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση, μία εξουσία που δεν θα εξισορροπείται από καμία άλλη επιρροή. Η μοναξιά είναι η πρώτη προϋπόθεση για την ολική υπακοή. Στους κόλπους τούτης της σωφρονιστικής πολιτικής απέναντι στο έγκλημα εκκολάπτονται η ανοικοδόμηση και η ίδρυση των πρώτων μεγάλων ολοπαγών ιδρυμάτων στην ιστορία. Σημείο αναφοράς και αφετηρία αυτής της ανέγερσης αποτελεί η αναδιοργάνωση της ήδη υπάρχουσας φυλακής στη Walnut Street της Πενσυλβάνια.
68
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
_Η πρώιμη μορφή της απομόνωσης στη Walnut Street Jail Η Walnut Street Jail σχεδιάζεται υπό την επίβλεψη του γνωστού αρχιτέκτονα Smith και ανοίγει για πρώτη φορά τις πύλες της το 1773 στο αστικό κέντρο της Πενσυλβάνια, προκειμένου να σταθμίσει τον υπερσυνωστισμό των κρατουμένων στα υπόλοιπα ιδρύματα της περιοχής. Σε αυτή τη φάση, η φυλακή της Walnut Street λειτουργεί με το διαδεδομένο πρότυπο των «workhouses» της εποχής, δίχως να ακολουθεί αυστηρά κάποιο σωφρονιστικό κανονιστικό πλαίσιο (De Puy, 2017). Η κάτοψη της δομείται υπό το σχήμα του αλφαβητικού γράμματος «U», οριοθετώντας έναν κεντρικό προαύλιο χώρο. Το κτίσμα υψώνεται σε τρία επίπεδα και το κάθε ένα περιλαμβάνει οκτώ μικρά κελιά κοινής διαβίωσης, διαστάσεων δύο επί δυόμιση μέτρων. Ο φωτισμός του κάθε κελιού είναι ανεπαρκής καθώς η μοναδική πηγή φωτός είναι ένα μικρό παράθυρο τοποθετημένο στο υψηλότερο σημείο του κελιού, εξωτερικά της τοιχοποιίας έτσι ώστε ο έγκλειστος να μην δύναται να αντικρίσει ούτε τον ουρανό αλλά ούτε και το έδαφος (Δημόπουλος, 2003). Απροσδόκητα, το 1790 ένας νέος σωφρονιστικός νόμος μεταχείρισης των κρατουμένων στέκεται η πραγματική αφορμή για τον επαναπροσδιορισμό του λειτουργικού προγράμματος της Walnut Street Jail. H φυλακή της οδού Walnut μετασχηματίζεται στην πρώτη αναγνωρισμένη σωφρονιστική φυλακή με σκοπό τον εγκλεισμό και την αναμόρφωση εγκληματιών υψηλού βαθμού κακουργήματος. Η ενσωμάτωση των συγκεκριμένων εγκληματιών στα σκοτεινά κελιά της Walnut Street Jail έρχεται μαζί με την επιβολή του απομονωτικού σωφρονιστικού προτύπου των Κουακέρων (De Puy, 2017). Τούτη η αλλαγή στην πορεία της διοίκησης πυροδοτεί και μια αντίστοιχη χωρική μεταβολή στο σύνολο της εγκατάστασης. Η επιθυμία για περιορισμό κατά μόνας δημιουργεί την ανάγκη για την ανέγερση μιας νέας μονάδας με ατομικά κελιά. Το νέο συγκρότημα που ονομάζεται Penitentiary House τοποθετείται στο κεντρικό ελεύθερο αίθριο και απαρτίζεται από δύο ορόφους. O κάθε όροφος περιλαμβάνει από οκτώ ατομικά κελιά διαστάσεων ενάμιση επί δυόμιση μέτρων με θολωτές οροφές ύψους τριών μέτρων. Η είσοδος
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
69
[03.8] Κάτοψη ισογείου της φυλακής Walnut Street Jail. Στο σχέδιο διακρίνεται η αρχική μονάδα του 1773 αλλά και η μεταγενέστερη επέμβαση το 1790.
και η έξοδος των κρατουμένων, γίνεται μέσα από ένα σύστημα αλλεπάλληλων θυρών, εκ των οποίων η μια ξύλινη και η άλλη σιδερένια, κάτι που στοχεύει στην κατάλληλη μόνωση αλλά και στην απαραίτητη φύλαξη τους (Δημόπουλος, 2000). Αναφορικά με το φωτισμό, η νέα κατασκευή ενσωματώνει μικρά παράθυρα εντοιχισμένα, με διπλές μπάρες προστασίας, στο πιο ψηλό σημείο του κελιού, ακριβώς σαν αυτά που σχεδιάστηκαν για το παλιό κτίριο. Στο εσωτερικό τους δεν περιλαμβάνουν κλίνες ή έπιπλα, παρά μονάχα ένα στρώμα ύπνου και μια παροχή νερού. Τα κελιά χωρίζονται μεταξύ τους με κάθετα συμπαγή τοιχία, τα οποία αποτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ των κρατουμένων πιστοποιώντας την απόλυτη απομόνωση τους, ενώ η οριζόντια κίνηση μεταξύ αυτών ολοκληρώνεται με τους αντίστοιχους εσωτερικούς διαδρόμους στους οποίους εγκαθίστανται θερμάστρες για την θέρμανση του κτιρίου (Johnston, 2000).
70
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
Αν και το νέο σύστημα φυλάκισης της Walnut Street Jail προωθείται και αναγνωρίζεται ως ένα σύστημα βελτιωμένων συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων με άμεση αποτελεσματικότητα, η έκθεση που συντάσσει ο Άγγλος μεταρρυθμιστής Crawford μετά από επίσκεψη του στο ίδρυμα αρχές του 19ου αιώνα προδίδει συνθήκες υπερσυνωστισμού, υποτυπώδη επίπεδα υγιεινής των χώρων, ελάχιστο φωτισμό και αμελητέο αερισμό όπως επίσης και την επικοινωνία μεταξύ των διπλανών κρατουμένων. Τέλος καταδικάζει την έλλειψη απασχόλησης των έγκλειστων, προτείνοντας την εργασιακή τους απασχόληση εντός των κελιών (Δημόπουλος, 2000). Η ανεπάρκεια των υποδομών και η κακοδιαχείριση της Walnut Street Jail αφήνουν ελεύθερο χώρο για την ίδρυση της ναυαρχίδας του πενσυλβανικού σωφρονιστικού μοντέλου και της απομονωτικής ροπής του, μόλις ελάχιστα χιλιόμετρα ανατολικά της οδού Walnut.
[03.9] W.Russell Birch, Χάραξη του 1804 που απεικονίζει την εξωτερική άποψη της φυλακής στην οδό Walnut.
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
71
_Eastern State Penitentiary: Το απόγειο της απομόνωσης Μετά την πρόκριση του σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ο Haviland είναι αυτός που υπογράφει τα σχέδια σύμφωνα με τα οποία οικοδομείται το σωφρονιστικό ίδρυμα του Eastern State Penitentiary, επίσης γνωστό και ως Cherry Hill λόγω της τοποθέτησης του στην ομώνυμη περιοχή της Πενσυλβάνια το 1823. Ο Haviland μέσω της αρχιτεκτονικής του πρότασης καλείται να απαλύνει τον υπερκορεσμό κρατουμένων με τον οποίο είναι αντιμέτωπες οι υπόλοιπες φυλακές της εποχής, να ανταπεξέλθει στα απομονωτικά πρότυπα του πενσυλβανικού συστήματος αναμόρφωσης, να ελαχιστοποιήσει στο μέτρο του δυνατού τα δημόσια έξοδα οικοδόμησης και να εξασφαλίσει την ασφαλή διαβίωση/απομάκρυνση των κρατουμένων κατά την έκτιση της ποινής τους (Αλεξιάδης, 2001). Αν ο ιδιαίτερος συνδυασμός των παραπάνω απαιτήσεων ερμηνεύεται σε ριζική μεταβολή της αρχιτεκτονικής μορφής των φυλακών, τότε το Eastern State Penitentiary αποτελεί σίγουρα τον ακρογωνιαίο της λίθο. Στο σύνολο της, η αρχιτεκτονική σύνθεση του Cherry Hill επιδιώκει να εκφράσει και να αναδείξει την υπεροχή της κρατικής εξουσίας, μέσα από τη χρήση της μεγάλης και επιβλητικής κλίμακας. Παράλληλα οι γεωμετρίες σχεδιάζονται και τοποθετούνται σύμφωνα με τα γοτθικά αρχιτεκτονικά πρότυπα, που προωθούνται ευρέως στην οικοδόμηση δημοσίων έργων (ο.π). Το σχέδιο του Haviland, προβλέπει μια ορθογώνια, συμπαγή περίφραξη ύψους οκτώ μέτρων, η οποία στο εσωτερικό της εγκλείει την εγκατάσταση του ιδρύματος. Η περίφραξη ενσωματώνει μία μοναδική κεντρική είσοδο πλάτους πέντε μέτρων, η οποία περιλαμβάνει δύο δρύινες θύρες και μια κρεμαστή σιδερένια πύλη. Εκατέρωθεν της εισόδου τοποθετούνται δύο διώροφα κτίρια για τη διαμονή και την εξυπηρέτηση του φυλακτικού προσωπικού μακριά από τις εγκαταστάσεις των κατάδικων, τα οποία επικοινωνούν οριζόντια μεταξύ τους. Κάθε ένα από αυτά τα δύο οικοδομήματα, ενσωματώνει και ένα πύργο επίβλεψης. Αυτοί οι πύργοι, ενταγμένοι αριστερά και δεξιά της εισόδου έχουν ελεύθερο οπτικό πεδίο για ανεμπόδιστη επιτήρηση σε όλο το εύρος της φυλακής. Ανάμεσα τους και πάνω από τη κεντρική πύλη, βρίσκεται ένας πρόσθετος πύργος που ξεπροβάλει και στεγάζει τον κώδωνα κινδύνου και συναγερμού. Σε κάθε γωνία της περίφραξης της φυλακής τοποθετούνται άλλοι τέσσερις, μικρότεροι πύργοι επίβλεψης.
74
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
Με αυτό τον τρόπο παγιώνεται η αυστηρή συμμετρία στις εξωτερικές όψεις της φυλακής, δημιουργώντας την επιθυμητή αίσθηση του μεσαιωνικού κάστρου (Δημόπουλος, 2003). Στο κέντρο της επιφάνειας που ορίζει η περίφραξη ορθώνεται το μυστήριο της σωφρονιστικής λειτουργίας. Εκεί τοποθετείται μια ψηλή θολωτή κατασκευή η οποία γίνεται αφετηρία και σημείο τομής, για επτά πτέρυγες μονοθέσιων κελιών σε ακτινωτή διάταξη. Αν και η αρχική πρόβλεψη του Haviland περιλαμβάνει μόνο ισόγεια οικοδόμηση έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η κατασκευή του Eastern State Penitentiary ολοκληρώνεται σε δύο κατασκευαστικές φάσεις, με αποτέλεσμα την προσθήκη δεύτερου κατακόρυφου επιπέδου σε τέσσερεις πτέρυγες. Ο αριθμός των κελιών ανά πτέρυγα ποικίλει, από τριανταοκτώ μέχρι και εξήντατέσσερα κελιά σε κάθε επίπεδο, διαστάσεων δυόμιση επί τρεισήμισι
[03.11] Κάτοψη ισογείου της φυλακής Eastern State Penitentiary όπως σχεδιάστηκε από τον J. Haviland.
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
75
μέτρων. Τα κελιά είναι τοποθετημένα αλλεπάλληλα και εκατέρωθεν ενός επιμήκους διαδρόμου. Μέσω αυτού του διαδρόμου επιτυγχάνεται η οριζόντια κίνηση του φυλακτικού προσωπικού με σκοπό την άμεση επίβλεψη και τη διανομή υλικών αγαθών σε κάθε κελί. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα κελιά της Cherry Hill έγκειται στην αντιμετώπιση τους ως αυτόνομους και ανεξάρτητους χώρους μοναχικής διαβίωσης των φυλακισμένων. Λόγω της εφαρμογής του απόλυτου απομονωτικού συστήματος δίχως ελαφρυντικά, τα κελιά κατασκευάζονται αρκετά άνετα για την διαβίωση ενός ατόμου, καθώς προβλέπεται χώρος εργασίας (στα περισσότερα κελιά τοποθετείται αργαλειός), χώρος για μία κλίνη, εγκατάσταση αποχωρητηρίου και παροχή νερού. Για την εποχή, τα συστήματα αποχέτευσης και ύδρευσης στην πρόταση του Haviland είναι ιδιαίτερα καινοτόμα (ο.π). Εκτός των παραπάνω, τα ισόγεια κελιά στις πτέρυγες ενσωματώνουν ατομικούς εξωτερικούς και περιφραγμένους χώρους -μήκους έξι μέτρων-, φυσικής εκγύμνασης και εκτόνωσης όπου ο κρατούμενος δύναται να αξιοποιήσει με την κατάλληλη επιτήρηση, για περίπου μία ώρα καθημερινά. Στους δεύτερους ορόφους των κτιρίων, λόγω της έλλειψης εξωτερικών χώρων, οι έγκλειστοι εξασκούνται και εκτονώνονται στα διπλανά κελιά, τα οποία παραμένουν άδεια για το λόγο αυτό. Η είσοδος και η έξοδος από κάθε κελί του διαδρόμου, επιτυγχάνεται μέσα ένα σύστημα θυρών όπως αυτό της Walnut Street Jail. Υπάρχει μια σιδερένια πόρτα εσωτερικά της τοιχοποιίας την οποία σφραγίζει μία δρύινη συρόμενη πόρτα στο εξωτερικό της έτσι ώστε να αποκλείεται η οπτική, η ακουστική και η φυσική αλληλεπίδραση του κρατουμένου με το υπόλοιπο περιβάλλον της φυλακής. Η τροφοδοσία υλικών αγαθών ανάμεσα στους φύλακες και στους εγκλείστους ολοκληρώνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω ενός μικρού εντοιχισμένου ανοίγματος το οποίο είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να αφαιρεί οποιαδήποτε υποψία οπτικού διαλόγου. Ο φωτισμός εσωτερικά των κελιών, βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στην τοποθέτηση ενός μικρού φεγγίτη στο κέντρο της καμάρας που σχηματίζει η κάθε οροφή. Ο αερισμός και η θέρμανση του έγκλειστου πληθυσμού, υλοποιούνται μέσω διάφορων σωληνώσεων που τρέχουν κατά μήκος κάθε κελιού στις πτέρυγες (ο.π).
76
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
[03.12] Άποψη του εσωτερικού διαδρόμου μίας δυόροφης πτέρυγας κρατουμένων στη Cherry Hill.
Παρά το εξειδικευμένο σωφρονιστικό του πρόγραμμα και τα λεπτομερή αρχιτεκτονικά του σχέδια, το σωφρονιστικό κατάστημα Eastern State Penitentiary γίνεται σύντομα αντικείμενο λογοκρισίας με αρχική αφορμή τα υψηλά κόστη ανέγερσης και συντήρησης του. Παράλληλα είναι το πρώτο ίδρυμα της χώρας που εγκλείει πάνω από 450 κρατούμενους ταυτόχρονα, εφαρμόζοντας τα απομονωτικά σωφρονιστικά πρότυπα. Τούτη η πολιτική πορεία απέναντι στο έγκλημα δεν αργεί να αναδείξει τα ζοφερά μειονεκτήματα της, οδηγώντας με χειρουργική ακρίβεια μεγάλους αριθμούς κρατουμένων σε παραφροσύνη (Αρχιμανδρίτου, 2000). Τα δυσάρεστα αποτελέσματα της «βουβής» αρχιτεκτονικής μιας «άνευ όρων» απομόνωσης είναι ολοφάνερα: «Στη φυλακή του Cherry Hill, οι τοίχοι είναι η τιμωρία του εγκλήματος στο κελί […] », (Foucault, 2011, σ.270). Αντιπρόταση στη φρίκη της απομόνωσης του Cherry Hill αποτελεί η εισήγηση του μεικτού σωφρονιστικού συστήματος στο Auburn της Νέας Υόρκης την ίδια περίπου χρονική περίοδο.
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
[03.13] Άποψη στο εσωτερικό ενός κελιού της Cherry Hill.
77
78
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
[03.14] Διάλεξη για τις βλαπτικές συνέπειες του αλκοολισμού στο αμφιθέατρο της φυλακής της Φρεν, υπό το απομονωτικό καθεστώς.
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
79
_Η αντιπρόταση του μεικτού συστήματος Το μεικτό, επίσης γνωστό και ως «ωβούρνειο» σωφρονιστικό σύστημα εμφανίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα με σκοπό να ανταγωνιστεί και να εξομαλύνει τα δυσμενή αποτελέσματα του απομονωτικού προτύπου. Σύμφωνα με αυτό προάγεται ο ατομικός περιορισμός των κρατουμένων κατά τη διάρκεια της νύχτας και η συλλογική παραγωγική εργασία τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, αυστηρά κάτω από συνθήκες απόλυτης σιωπής. Τούτη η διαφοροποίηση αποτελεί προϊόν μιας ευρύτερης μεταβολής στην αντιμετώπιση του εγκληματία, η οποία χαρακτηρίζεται από μια κοινωνική χροιά πέραν της ατομοκεντρικής και θρησκευτικής προσέγγισης του. Οι Melossi - Pavarini (1981) αποτυπώνουν στα γραπτά τους το λειτουργικό και διοικητικό πρόγραμμα του μεικτού συστήματος, όπως επίσης και τη προαναφερθείσα μεταβολή στη μεταχείριση των κρατουμένων. Αφενός, η καταπίεση και οι αρνητικές επιπτώσεις της απομόνωσης και αφετέρου η ροπή προς τη βιομηχανοποίηση του θεσμού της φυλακής, συνδράμουν στην μετατόπιση της εργασίας των κρατουμένων από ατομική σε συλλογική, προκειμένου να σταθμιστούν οι δείκτες παραφροσύνης και να επιτευχθούν υψηλότεροι παραγωγικοί στόχοι. Αν και η απόλυτη βιομηχανική εκμετάλλευση της φυλακής δεν ολοκληρώνεται ποτέ λόγω της διαρκούς υπονόμευσης της από τον ιδιωτικό τομέα, η εργασία υπό συνθήκες μαζικής συνεύρεσης χαρακτηρίζει θετικά τη διαδικασία του σωφρονισμού στο μεικτό σύστημα φυλάκισης. Τούτη η συλλογική δραστηριότητα των κρατουμένων κατά τη διάρκεια της ημέρας, εξισορροπείται από το νυχτερινό διαχωρισμό τους και τον απαράβατο κανόνα σιωπής με τον οποίο συμμορφώνονται. Εδώ, τo σύστημα της σιωπής δεν αποτελεί απόρροια παρωχημένων θρησκευτικών αντιλήψεων αλλά εκφράζει την ανάγκη για απόλυτο έλεγχο επί των εγκλείστων. Με αυτό τον τρόπο διατηρείται η πρόθεση του απομονωτικού συστήματος να αποσοβηθεί η διάδοση της εγκληματικότητας και να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός την ίδια στιγμή που δύναται να υπάρξει η στοιχειώδης αλληλεπίδραση μεταξύ τους και η αίσθηση παραγωγικότητας στο πνεύμα τους. «Αυτή η ένωση κρατουμένων είναι αυστηρά υλική, καθώς τα σώματα τους βρίσκονται μαζί αλλά τα πνεύματα τους είναι διαχωρισμένα και δεν είναι η απομόνωση του σώματος τόσο σημαντική, όσο η
80
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
απομόνωση του μυαλού», (Αρχιμανδρίτου, 2000, σ.50). Βέβαια η τήρηση αυτής της νέας «αναμορφωτικής εμμονής» (ο.π, σ.49) προϋποθέτει την εφαρμογή ενός αυστηρού ιεραρχικού πλαισίου, δομημένο στα στρατιωτικά πρότυπα της εποχής. Η ομοιοστασία των κρατουμένων επιτυγχάνεται με κοινό ρουχισμό, κούρεμα και πανομοιότυπη επίπλωση στα κελιά, ενώ η επικοινωνία εντός του ιδρύματος είναι αποκλειστικά και μόνο κάθετη. Στο σύνολο της, αυτή η προσπάθεια για σεβασμό και συνέπεια απέναντι στην ιεραρχία, θεωρείται από τους υποστηρικτές της μια ελεγχόμενη «επανάληψη της ίδιας της κοινωνίας», (Foucault, 2011, σ.269). Το μεικτό σωφρονιστικό σύστημα προωθείται και εισάγεται στο πεδίο του εγκλεισμού ως επιεικέστερο και αποτελεσματικότερο του απομονωτικού, παρά τις έντονες αντιδράσεις για τις σκληρές σωματικές τιμωρίες των κρατουμένων για ανυπακοή (Αρχιμανδρίτου, 2000). Για την αρχιτεκτονική των φυλακών, η επικράτηση αυτού του συστήματος προμηνύει το σχεδιασμό χώρων οι οποίοι δύναται να προάγουν την ομαδική εργασία και το συγχρωτισμό του έγκλειστου πληθυσμού, δίνοντας το ελάχιστο δυνατό βάρος στην ατομική διαβίωση του. Τα θεμέλια της χωρικής έκφρασης του μεικτού σωφρονιστικού θεσμού στυλώνονται στη πολιτεία της Νέας Υόρκης, στην περιοχή του Auburn. Η ομώνυμη φυλακή που δημιουργείται τμηματικά από τον αρχιτέκτονα Brittin στις αρχές του 19ου αιώνα στερείται ενιαίας σχεδιαστικής λογικής, εξαιτίας της εφαρμογής του απομονωτικού συστήματος στην αρχή της λειτουργίας της. Ωστόσο η ανέγερση της βόρειας πτέρυγας στην εγκατάσταση του Auburn μεταβάλει τόσο το σωφρονιστικό καθεστώς της φυλακής όσο και τους χώρους διαμονής και εκτόνωσης των τροφίμων. Η νέα πτέρυγα προβλέπει μικρές ατομικές κάψουλες διαβίωσης και ανοιχτούς χώρους συγκέντρωσης και εργασίας. Η στελέχωση του μεικτού συστήματος φυλάκισης στην Auburn είναι γεγονός, ενώ πολύ σύντομα ένα πλήθος νέων καταστημάτων υιοθετούν και αναπαράγουν το οργανωτικό πρόγραμμα της και τη χωρική διαρρύθμιση της (Δημόπουλος, 2000). Το πιο αντιπροσωπευτικό σωφρονιστήριο εξ’ αυτών είναι το Sing-Sing, πλησίον του ποταμού Hudson της Νέας Υόρκης, το οποίο δομείται με κύρια αφορμή την πληθυσμιακή αποσυμφόρηση του Auburn.
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
81
_Το σύστημα της σιωπής στα κελιά της Sing-Sing Η συγκεκριμένη τοποθεσία εγκατάστασης της Sing-Sing επιλέγεται λόγω ενός λατομείου που βρίσκεται στην περιοχή. Το λατομείο αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμο, ως πηγή πρώτων υλών στην τριετή διαδικασία κατασκευής της SingSing από κρατουμένους του Auburn. Επιπροσθέτως, το ίδιο λατομείο αποτελεί την βασική μορφή απασχόλησης και εργασίας του μελλοντικού έγκλειστου πληθυσμού στο υπό κατασκευή ίδρυμα. Επί του σχεδιασμού ηγείται ο Lynds, πρώην στρατιωτικός και πρώην διοικητής της φυλακής Auburn. Το έργο ανατίθεται στον Lyds λόγω της πολύτιμης συνεισφοράς του στην εδραίωση του μεικτού σωφρονιστικού συστήματος και λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του. Τα αρχιτεκτονικά και τεχνικά σχέδια της Sing-Sing που ολοκληρώνονται το 1825, βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτά του προκάτοχου της (Johnston, 2000).
[03.15] Αριστερά είναι το αρχικό και δεξιά το μεταγενέστερο κέλυφος της φυλακής SingSing στη Νέα Υόρκη. Το νεότερο κέλυφος παρέχει μεγαλύτερα κελιά και καλύτερες συνθήκες φωτισμού-αερισμού.
Επί της ουσίας, το αρχικό ανατολικό κτίριο ποινικού εγκλεισμού αφορά σε μια πολυώροφη επιμήκης μορφή ενός παραλληλεπιπέδου, η οποία περιβάλλεται από ένα πρόσθετο ισχυρό κέλυφος. Η στρατηγική αυτή κίνηση στοχεύει στην προσωρινή αποφυγή οικοδόμησης μιας περιμετρικής μεγάλης περίφραξης. Τούτο το επιβλητικό τείχος φέρει αλλεπάλληλα μεγάλα ανοίγματα σε κατακόρυφη διάταξη, τα οποία τοποθετούνται με απόλυτη συμμετρία προκειμένου να αναδείξουν τη μεγαλοπρέπεια και την υπεροχή του ιδρύματος. Τούτα τα ανοίγματα σκοπεύουν στη διανομή του φυσικού φωτός εντός της κατασκευής. Οι είσοδοι και οι έξοδοι, ενσωματώνονται πάνω στο τείχος με απόλυτη διακριτικότητα
84
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
[03.17] Άποψη του πρώτου ανατολικού «cellblock» τον 19ο αιώνα.
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
85
προκειμένου να ενισχυθεί η αίσθηση του απόλυτου εγκλεισμού (Δημόπουλος, 2000). Ο εσωτερικός μεγάλος όγκος απαρτίζεται από πέντε υψομετρικά επίπεδα και ενσωματώνει διαδοχικά όλα τα ατομικά κελιά σε σειρές. Ο χώρος αυτός ονομάζεται από τον Lynds «cellblock», ένας όρος που καθιερώνεται στην εξελικτική πορεία των μονάδων φυλάκισης. Οι σειρές των κελιών έχουν μήκος έως και 145 μέτρα με αποτέλεσμα να στεγάζονται μέχρι και 1000 κελιά στο ανατολικό οικοδόμημα. Η οριζόντια κίνηση από κελί σε κελί επιτυγχάνεται χάρη στους περιμετρικούς διαδρόμους, ενώ για την κατακόρυφη κίνηση από όροφο σε όροφο προβλέπονται δύο κλιμακοστάσια, ένα στην αρχή και ένα στο τέλος κάθε σειράς (ο.π). Τα κελιά είναι αισθητά πιο μικρά από αυτά του απομονωτικού συστήματος με διαστάσεις σχεδόν ενός μέτρου πλάτους και δύο μέτρων μήκους. Οι πόρτες που σφραγίζουν την είσοδο και την έξοδο από αυτά είναι σιδερένιες στο σύνολο τους με ένα μικρό άνοιγμα στο υψηλότερο κομμάτι τους, για να επιτρέπεται η πρόσβαση του φυσικού φωτός που εισάγεται από το εξωτερικό μεγάλο τε ίχος στο σκοτεινό κελί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι πόρτες ασφαλείας της Sing-Sing ανοίγουν και κλείνουν μαζικά με το πάτημα ενός κουμπιού. Είναι η πρώτη φορά στην πορεία της σωφρονιστικής οικοδόμησης που εφαρμόζεται κομμάτι της σύγχρονης τεχνολογίας για την διαχείριση της έγκλειστης διαβίωσης (ο.π). Ωστόσο, τούτη η κίνηση για καινοτομία και αυτοματισμό λείπει παντελώς από την εσωτερική διαμόρφωση των κελιών. Τα ατομικά κελιά των κρατουμένων, εκτός από το μικρό μέγεθος που τα χαρακτηρίζει, διακρίνονται ταυτόχρονα δια της απουσίας οποιασδήποτε ανέσεως. Δεν ενσωματώνουν κάποια εγκατάσταση αποχέτευσης και κατ’ επέκταση σταθερά αποχωρητήρια, παροχές νερού και συστήματα εξαερισμού. Την ίδια στιγμή η θέρμανση των χώρων εναποθέτεται αποκλειστικά στην αραιή εγκατάσταση θερμαστρών στους διαδρόμους με αποτέλεσμα κάποιοι χώροι να μην θερμαίνονται σχεδόν καθόλου. Γενικά, τα κελιά της Sing-Sing αποτελούν χώρους στενούς, σκοτεινούς, υγρούς και βρώμικους, δίχως καμία σχεδιαστική επιμέλεια και ευαισθησία λόγω της αποκλειστικά νυχτερινής αξιοποίησης τους. Τούτη η διάταξη παραμένει ως το βασικό
86
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» ΚΑΙ «ΕΛΕΓΧΟΥ»
[03.18] Άποψη στο εσωτερικό ενός κελιού στη Sing Sing τον 19ο αιώνα.
σωφρονιστικό μοντέλο σχεδιασμού για πάνω από εκατό χρόνια (ο.π). Σταδιακά μέσα στο χρόνο, γύρω από το ανατολικό «cellblock» της Sing-Sing ανεγείρεται ένα πλήθος νέων εγκαταστάσεων με σκοπό την δημιουργική απασχόληση, τη συντήρηση και την στέγαση των κρατουμένων λόγω της πληθυσμιακής αύξησης που γνωρίζει η φυλακή. Οικοδομούνται στεγασμένοι εργαστηριακοί χώροι, βιομηχανικές εγκαταστάσεις παραγωγής, ένα κέντρο περίθαλψης, ο βασικός χώρος εστίασης και ένα παρεκκλήσι, ενώ λίγο αργότερα προστίθεται μια νέα πτέρυγα κράτησης θηλέων. Το σύνολο αυτών, περιφράσσεται δημιουργώντας μια ενιαία εικόνα και λειτουργεί κάτω από κοινές διοικητικές γραμμές (Sing-Sing Prison Documentary, 2018). Αρχές του 20ου αιώνα, η πρώτη ανατολική πτέρυγα αχρηστεύεται, με ένα μεγάλο μέρος του εσωτερικού εξοπλισμού της να δωρίζεται στο στρατό και
ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΚΟ & ΜΕΙΚΤΟ
87
να διατηρείται μόνο το εξωτερικό κέλυφος της. Δύο νέες πτέρυγες χτίζονται με σκοπό να προσφέρουν καλύτερη διαβίωση στους τρόφιμους και να διαιωνίσουν τη λειτουργία της φυλακής. H Sing-Sing τόσο στο λειτουργικό όσο και στο σχεδιαστικό της κομμάτι αποτελεί ένα μεγάλο σταθμό στο πεδίο του σωφρονισμού παρέχοντας ένα πλήθος γνώσεων και παραστάσεων για τις μετέπειτα έγκλειστες μονάδες (ο.π).
[ΜΕΡΟΣ Β] ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ Φυλακές: Χώροι «εκπαίδευσης» και «επανένταξης»
I. Πρόσφατες σωφρονιστικές αναθεωρήσεις _Η εισαγωγή της εκπαίδευσης και οι χωρικές μεταβολές της Με την έναρξη του 20ου αιώνα, ο χώρος του ποινικού εγκλεισμού στιγματίζεται σε βάθος από μια αμιγώς αιτιοκρατική προσέγγιση. Η περιοριστική διαβίωση του κρατουμένου στο περιβάλλον της φυλακής και ο κατασταλτικός χαρακτήρας της ποινής γίνονται οι βασικοί άξονες συζήτησης και αναδιαπραγμάτευσης των μεταρρυθμιστών. Ο Clemmer στο βιβλίο του «Prison Community», προκειμένου να εκφράσει με κοινωνικούς όρους τον δυσμενή αντίκτυπο της φυλακής και της έγκλειστης διαβίωσης πάνω στον κρατούμενο χρησιμοποιεί και θεσμοθετεί για πρώτη φορά τον όρο του «prisonization» (Clemmer, 1950, σ.315), που αποδίδεται στα ελληνικά ως «η ιδρυματοποίηση στη φυλακή» (Αρχιμανδρίτου, 2000, σ.98). Στο πλαίσιο της «ιδρυματοποίησης», ο φυλακισμένος αφομοιώνεται τόσο από τις έγκλειστες ανθρώπινες ομάδες όσο και από το ευρύτερο υλικό και άυλο περιβάλλον της φυλακής. Αντίστοιχες επιστημονικές μελέτες από νομικούς, εγκληματολόγους και κοινωνιολόγους, όπως αυτές του Sykes και του Messinger καταδεικνύουν το συλλογικό ενδιαφέρον της εποχής για την πλήρη κατανόηση των σωματικών, ψυχολογικών και κοινωνικών επιπτώσεων του έγκλειστου βίου. Πρακτικά τούτο το ενδιαφέρον αποδίδεται μέσα από τη θέσπιση νέων σωφρονιστικών συστημάτων και τη χρήση καινοτόμων εκπαιδευτικών τακτικών. Η ακαμψία, η λήψη ακραίων μέτρων και ο γενικός αυταρχισμός των προηγούμενων συστημάτων αναμόρφωσης είναι οι κύριοι λόγοι που κανένα από αυτά δεν ευδοκίμησε στο παρελθόν. Η σωφρονιστική τάση στα χρόνια που ακολουθούν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετεί τον ίδιο τον κρατούμενο στο επίκεντρο της διαδικασίας, δίνοντας του τον λόγο και παρέχοντάς του τις προϋποθέσεις για την ομαλή επανένταξη του στην κοινωνική πραγματικότητα (Δημόπουλος, 2003). Το 1ο συνέδριο του O.H.E που λαμβάνει χώρα στη Γενεύη το 1955, για την «Πρόληψη του Εγκλήματος και τη Μεταχείριση των Εγκληματιών», πιστοποιεί
92
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» ΚΑΙ «ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ»
τη μετατόπιση στο πρόσωπο του εγκληματία και θέτει τις νέες αρχές του σωφρονισμού με ευδιάκριτο εκπαιδευτικό χαρακτήρα και στόχο (A/CONF.6/ INF.4, 1955). Η μόρφωση και η καλλιέργεια του έγκλειστου πληθυσμού εισάγεται με τη δημιουργία διάφορων επικουρικών εγκαταστάσεων εντός των φυλακών όπως σχολικά τμήματα διδασκαλίας, τμήματα ψυχολογικής υποστήριξης, επαγγελματικής κατάρτισης και κοινωνικής επανένταξης (A/CONF.6/INF.2, 1955). Η Αρχιμανδρίτου (2000, σ.65) υπογραμμίζει στο κείμενο της τη σημαντική απουσία του εκπαιδευτικού στοιχείου στο εκτιτικό σύστημα μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα γράφοντας: «Από τις τρείς κλασικές αρχές της “κοινωνικής διαπαιδαγώγησης” του φυλακισμένου -τη μόρφωση, την εργασία, και τη θρησκεία- η πρώτη παρέμεινε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο στα χαρτιά». Φυσικά, η προσθήκη των πρώτων ουσιαστικών εκπαιδευτικών διατάξεων, η στροφή του ενδιαφέροντος προς το πρόσωπο του παρεκκλίνοντος ως ξεχωριστή μονάδα και η προσφορά της τεχνολογικής προόδου με σύγχρονα συστήματα ασφαλείας και επιτήρησης μεταβάλλουν τα κελύφη του σωφρονιστικού συστήματος με τρόπο αντίστοιχο. Η αυστηρή και επιβλητική συμμετρία των μονολιθικών φυλακτικών όγκων μεταμορφώνεται σε ένα ασύμμετρο περιβάλλον το οποίο εξατομικεύεται στις απαιτήσεις και τους στόχους του κάθε τμήματος. Παράλληλα, παρατηρείται μια συνολική αναβάθμιση στις συνθήκες κράτησης καθώς σημειώνονται γενικές βελτιώσεις στο φυσικό φωτισμό εντός των κτιρίων (με ενισχυμένους υαλοπίνακες σε χώρους διημέρευσης), στην επίπλωση των χώρων και στις συνθήκες υγιεινής (με νιπτήρες και αποχωρητήρια μέσα στα κελιά και όχι σε κοινόχρηστους κεντρικούς χώρους), (Μαρτινίδης, 2006, σ.102). Κατά την μεταπολεμική περίοδο, ένα νέο αρχιτεκτονικό σχέδιο που γίνεται γνωστό ως «telephone pole», διαδέχεται τα προηγούμενα ακτινωτά και ορθογωνικά συστήματα ενσωματώνοντας όλες τις προαναφερθείσες αλλαγές. Τούτη η διάταξη αποτελεί τη νέα τάση στο σχεδιασμό των φυλακών καθώς προσαρμόζεται εύκολα στις νέες επιδιώξεις. Η μορφή «telephone pole», επί της ουσίας αφορά σε μια διαδοχική, παράλληλη παράθεση πολυώροφων γραμμικών πτερύγων, οι οποίες τέμνονται κάθετα από ένα συνδετικό διάδρομο. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η ταυτόχρονη διαβίωση μεγάλων έγκλειστων πληθυσμών και παράλληλα η άμεση οριζόντια ή
ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
93
κατακόρυφή μετακίνηση τους από τον ένα χώρο στον άλλο. Στη περίπτωση αυτής της δομής είναι σύνηθες η κάθε πτέρυγα να στεγάζει διαφορετικό περιεχόμενο, εξυπηρετώντας μικρότερα μέρη από το μεγάλο φάσμα αναγκών (Reebs, 1988). Ένα πρώιμο αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα αρχιτεκτονικού σχεδίου «telephone pole» θεωρείται αναμφίβολα η φυλακή Stillwater της Minnesota.
[04.1] Clarence Johnston, Masterplan τύπου «telephone pole» της φυλακής Stillwater στη Minnesota.
_Η διαβάθμιση των κλειστών δομών φυλάκισης Το πλήθος των ανακατατάξεων στα μέσα του 20ου αιώνα και οι μορφολογικές μετατοπίσεις αντίστοιχα φέρνουν μαζί τους τη διάκριση των φυλακτικών δομών ως προς το βαθμό ασφαλείας τους. Η διάκριση αυτή ευαγγελίζεται μια απολύτως στοχευμένη σωφρονιστική διεργασία, καθώς διαφορετικές κατηγορίες ποινών ασκούνται σε διαφορετικές κατηγορίες κρατουμένων, οι οποίοι οφείλουν να περιορίζονται σε διαφορετικές κατηγορίες ιδρυμάτων. Η ταξινόμηση σύμφωνα με το βαθμό ασφαλείας αποτελεί την κύρια αφορμή για ένα νέο κύμα δόμησης φυλακών παγκοσμίως οι οποίες οφείλουν να προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες κράτησης (Johnston, 2000). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Cloward επιβεβαιώνει ένα βαθμό αποτελεσματικότητας στη διαβάθμιση των φυλακών ως
94
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» ΚΑΙ «ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ»
προς τον έλεγχο και την επιρροή που ασκείται πάνω στον έγκλειστο πληθυσμό (Αρχιμανδρίτου, 2000). Πιο συγκεκριμένα, η διάκριση αυτή παράγει τις ακόλουθες τρείς κατηγορίες κλειστής φυλάκισης: α. Κλειστές φυλακές, λειτουργούσες υπό συνθήκες υψηλής ασφάλειας, προοριζόμενες για τον εγκλεισμό σ’ αυτές καταδίκων σε βαριές ποινές ή καταδίκων απείθαρχων, επικίνδυνων για απόδραση κ.ο.κ β. Κλειστές φυλακές, λειτουργούσες υπό ηπιότερες συνθήκες ασφάλειας, προοριζόμενες για τον εγκλεισμό σ’ αυτές καταδίκων με μέτριες κατά τη διάρκεια τους ποινές. γ. Κλειστές φυλακές, με στοιχειώδεις συνθήκες ασφαλείας, προοριζόμενες για την εκτέλεση σ’ αυτές βραχύχρονων (κατά κανόνα ολιγοήμερων) ποινών, όταν αυτές δεν μπορούν να αποφευχθούν, (Αλεξιάδης, 2003, σ.118). Η παραπάνω διαβάθμιση κατηγοριοποιεί τις κλειστές φυλακές εφαρμόζοντας άλλοτε ασφυκτικές και άλλοτε ελαστικές ποινικές τακτικές και χωρικές δομές προκειμένου να προσαρμοστεί στα δεδομένα των κρατουμένων και να ολοκληρώσει τον στόχο της επανένταξης. Ωστόσο σύντομα γίνεται κατανοητό ότι το ολότελα κλειστό περιβάλλον της φυλακής -έστω και διαβαθμισμένο- δεν είναι σε καμία περίπτωση το ιδανικό περιβάλλον για την επίτευξη της κοινωνικής αναμόρφωσης των κρατουμένων. Τούτη η διαπίστωση, σε συνδυασμό με μια νέα ροπή προς την ελεγχόμενη βιομηχανοποίηση των φυλακών οδηγεί στην συγκρότηση της ανοικτής φυλάκισης. _Το «άνοιγμα» της φυλακής Το ανοικτό πρότυπο κράτησης, επί της ουσίας αφορά σε μια ακόμη πιο ελαστική μορφή φυλάκισης, η οποία περιλαμβάνει τα προγράμματα των βιομηχανικών ή αγροτικών φυλακών και καθεστώτα ημιελευθερίας. Σε αυτά οι κρατούμενοι εργάζονται και εκπαιδεύονται καθημερινά μέσα στο ευρύτερο περιβάλλον των καταστημάτων ή σε υπαίθριες βιομηχανικές ζώνες, έχοντας σημαντική ελευθερία κινήσεων (Αλεξιάδης, 2003). Το Α’ Συνέδριο του ΟΗΕ θεσπίζει μεταξύ των υπολοίπων τη σύσταση και την οργάνωση των «ανοικτών σωφρονιστικών καταστημάτων» (η οποία εγκρίθηκε από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο με την απόφαση αριθ. XXIV της 31ης Ιουλίου 1957), κατά την οποία:
ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
95
Το ανοικτόν κατάστημα χαρακτηρίζεται εκ της ελλείψεως υλικών και φυσικών εμποδίων κατά της αποδράσεως (ως τείχη, κλείθρα, κιγκλιδώματα, φύλακες ένοπλοι ή έτεροι φύλακες ειδικώς εντεταλμένοι δια την ασφάλειαν του καταστήματος), ως και εκ του εφαρμοζομένου εκεί συστήματος, ερειδομένου επί ηθελημένης πειθαρχίας και του συναισθήματος της ευθύνης του κρατουμένου έναντι της κοινότητος εν μέσω της οποία διαβιοί. Το σύστημα τούτο ενθαρρύνει τον κρατούμενον όπως κάμνη χρήσιν των προσφερόμενων εις αυτόν ελευθεριών, χωρίς να καταχράται αυτών. Ταυτα είναι τα χαρακτηριστικά άτινα διακρίνουν το ανοικτόν κατάστημα εξ ετέρων τύπων καταστημάτων, ένια των οποίων εμπνέονται υπό των αυτών αρχών, χωρίς όμως να πραγματοποιούν τελείως ταύτας […] (Μετάφραση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, 1964). Ως εκ τούτου, η ανοικτή έκτιση από την αρχική της σύλληψη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χωρική αποτύπωση της. Η φύση της ποινής αλλά και ο καθοριστικός παράγοντας της εξωτερικής ενασχόλησης και εργασίας απαιτούν την ύπαρξη ελεύθερων χώρων. Την ίδια στιγμή ο εξωστρεφής χαρακτήρας αυτών των ιδρυμάτων θολώνει την φυσική ενσάρκωση των ορίων, αίροντας την επιβλητική και περίκλειστη εικόνα των -μέχρι τώρα- κλειστών ιδρυμάτων. Ωστόσο, οι εγκαταστάσεις της ανοικτής φυλάκισης δεν χαρακτηρίζονται μόνο από την απουσία των δομημένων ορίων αλλά από μια ευρύτερη απουσία ακραίων μέτρων ασφαλείας, ελέγχου και επιτήρησης. Στη περίπτωση αυτών των φυλακτικών δομών προάγεται το σύστημα «αμοιβαίας εμπιστοσύνης», μεταξύ της διοίκησης και του κρατουμένου, στοχεύοντας στη ανάπτυξη ισχυρών μηχανισμών αυτοπειθαρχίας και στην καλλιέργεια ενός αισθήματος κοινωνικής ευθύνης (Αρχιμανδρίτου, 2000). Συνεπώς, γίνεται σαφές ότι τόσο η χωρική όσο και η λειτουργική παράμετρος καθορίζουν σε όλο το εύρος της την ελαστική δομή των ανοικτών καταστημάτων επιδιώκοντας την βέλτιστη και την αποτελεσματικότερη κοινωνική αποκατάσταση των κρατουμένων.
IΙ. Η σύγχρονη ματιά του εγκλεισμού _Η αρχή του «unit management» και η σύνθεση του «campus plan» Οι θεσμοί της σωφρονιστικής διεργασίας συνεχίζουν να μεταβάλλονται δίχως παύσεις μέχρι και σήμερα, προσπαθώντας να ισορροπήσουν τα πατερναλιστικά και εκπαιδευτικά στοιχεία της επανένταξης με τα περιοριστικά και κατασταλτικά στοιχεία του εγκλεισμού. Πρακτικά τούτη η προσπάθεια γεννάει το πιο πρόσφατο σωφρονιστικό σύστημα, αυτό του «unit management» (της αποκέντρωσης) το οποίο καρπώνονται οι Η.Π.Α για άλλη μια φορά με πρώτο δείγμα το Federal Reformatory στο El Reno της Oklahoma το 1995 (Δημόπουλος, 2003). Πάνω σε αυτό το ακατέργαστο δείγμα πατάει μερικά χρόνια αργότερα η συντριπτική πλειοψηφία των Σκανδιναβικών χωρών με πρωτοπόρο την Δανία, δημιουργώντας και τελειοποιώντας τη σημερινή όψη του «αποκεντρωτικού» συστήματος (Rentzmann, 1992). Η βασική αρχή του «unit management» είναι η διαίρεση της συνολικής οργάνωσης του σωφρονιστικού καταστήματος σε μικρότερα αυτονομημένα και ευέλικτα διοικητικά τμήματα. Επί της ουσίας, όπως αποδίδει και η ονομασία αυτού του συστήματος υλοποιείται μια επιτηδευμένη και στοχευμένη αποκέντρωση της διοίκησης σε μία φυλακή. Τούτη η αποκέντρωση συνεπάγεται με τη διάσπαση του πληθυσμού τόσο των κρατουμένων όσο και του προσωπικού σε μικρότερες ελεγχόμενες ομάδες, επιτυγχάνοντας πιο ευνοϊκές και παραγωγικές συνθήκες διαβίωσης (ο.π). Παράλληλα, με αυτό τον τρόπο προάγεται μια στενή και ουσιαστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο προσωπικό και τους τροφίμους. Η ύπαρξη ενός καθημερινού «διαλόγου» με ίσους όρους εξασφαλίζει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των δύο ομάδων. Την ίδια στιγμή η εντατική παρακολούθηση των κρατουμένων σε ένα ταυτοχρόνως ελαστικό και ελεγχόμενο κλίμα παράγει μια καλύτερη και πιο αντιπροσωπευτική εικόνα όχι μόνο της σωφρονιστικής διαδικασίας αλλά και της αποτελεσματικότητας της (CCA, 2008).
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
97
Αν και η αρχική σύλληψη του «unit management» βασίζεται στην απλότητα της, η εφαρμογή του στα σωφρονιστικά καταστήματα είναι συνυφασμένη με ένα πλήθος υλικών και άυλων προϋποθέσεων. Ανεξαρτήτου ειδικότητας, όλα τα μέλη του προσωπικού οφείλουν να έχουν άρτια εκπαίδευση, υψηλά επίπεδα οξυδέρκειας και ανεπτυγμένους κοινωνικούς μηχανισμούς προκειμένου να επιτύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Στη συνέχεια, η παιδαγωγική ματιά του συστήματος προβλέπει την ύπαρξη και τη διάθεση ενός μεγάλου εύρους δραστηριοτήτων οι οποίες αποβλέπουν στην ροϊκή ανάπλαση και επανένταξη των κρατουμένων. Αυτό το πλήθος των «αποκεντρωμένων» δραστηριοτήτων παράγει ένα αντίστοιχο πλήθος «αποκεντρωμένων» υλικών εγκαταστάσεων. Συνεπώς η προαναφερθείσα αντιστοιχία είναι αυτή που τελικώς οδηγεί την εδραίωση του «unit management» στην ανάπτυξη ενός νέου αρχιτεκτονικού σχεδίου (Rentzmann, 1992). Η πρόσφατη αρχιτεκτονική σύνθεση του «campus plan» συγκροτεί ευθέως απόρροια της σωφρονιστικής αντίληψης του «unit management». Η σχεδιαστική λογική αυτής της δομής μιμείται τη λειτουργική της διατύπωση, διαιρώντας τον όγκο της φυλακής σε μικρότερες κτιριακές μονάδες. Τόσο τα στεγαστικά διαμερίσματα των κρατουμένων (γνωστά ως «housing units») όσο και οι επικουρικές εγκαταστάσεις τους λαμβάνουν χώρα σε κελύφη μικρής κλίμακας τα
98
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» ΚΑΙ «ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ»
οποία είναι ενταγμένα ελεύθερα σε ενιαίες υπαίθριες εκτάσεις, ενώ η οριζόντια κίνηση από το ένα στο άλλο επιτυγχάνεται με ελεγχόμενα φυσικά και υπαίθρια μονοπάτια. Τούτη η σχεδιαστική διατύπωση αποτελεί αναντίρρητα μια δόκιμη προσπάθεια ομαλής ενσωμάτωσης του ανθρώπινου στοιχείου εντός του σωφρονιστικού ιστού. Πράγματι, η αρχιτεκτονική προσέγγιση των «campus plan» προάγει ένα γαλήνιο κλίμα μέσω της ανάπτυξης θερμών «οικογενειακών» σχέσεων και μέσω του ενισχυμένου αισθήματος ιδιωτικότητας προσφέρει στον καθένα προσωπικό χρόνο και χώρο. Ένα από τα πιο γνωστά και πολυσυζητημένα, σύγχρονα σωφρονιστικά κέντρα διάταξης «campus plan» είναι αναμφίβολα το Νορβηγικό παράδειγμα του Halden Fengsel (Halden Prison), στην πόλη του Halden. _Η προσέγγιση του Halden Fengsel Το σωφρονιστικό κατάστημα υψίστης ασφαλείας του Halden εδράζεται περίπου εκατό χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Oslo, κοντά στα εθνικά σύνορα με τη Σουηδία. Ο συνολικός σχεδιασμός αποτελεί προϊόν στενής συνεργασίας μεταξύ των αρχιτεκτονικών γραφείων HLM και Erik Møller, ενώ οι κατασκευές του ιδρύματος ολοκληρώνονται τον Απρίλιο του 2010. Στόχος και θεμελιώδης αρχή της αρχιτεκτονικής σύνθεσης είναι να αναδείξει το περιβάλλον της φυλακής ως ένα φυσικό υποσύνολο της κοινωνικής δομής αντιστρέφοντας τα αιχμηρά και ετερογενή γνωρίσματα της σε ομαλά και οικεία. Ως εκ τούτου ο χώρος της φυλακής υπό το οπτικό πρίσμα των σχεδιαστών οφείλει να ενσαρκώνει και να αναπαράγει ανεμπόδιστα τα φυσικά στοιχεία και τις καθημερινές συμπεριφορές του εξωτερικού κόσμου (Vessela, 2017). Η σχεδιαστική πορεία εξωτερικεύει την παραπάνω σύλληψη σε κάθε της βήμα τόσο στους εσωτερικούς όσο και στους εξωτερικούς χώρους, ξεκινώντας με την στρατηγική τοποθέτηση της εγκατάστασης σε ένα φυσικό αδόμητο τοπίο. Οι δομές του Halden αναπτύσσονται σε ένα δασώδες οικόπεδο στην κορυφογραμμή ενός λόφου. Την εγκατάσταση διακρίνει από το εξωτερικό περιβάλλον ένα περιμετρικό τείχος ύψους έξι μέτρων, το οποίο διαγράφει μια ελλειπτική κάτοψη. Η φυσική παρουσία αυτής της διάκρισης εξασφαλίζει την
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
99
διττή ερμηνεία της ποινής, όχι μόνο να αναμορφώνει αλλά και να απομακρύνει. Ωστόσο η οριζόντια ανάπτυξη του τείχους κρύβεται πίσω από τις κάθετες σιλουέτες που αποτελούν οι ελεύθερες δεντροστοιχίες στο χώρο και επενδύεται με χρωματιστές τοιχογραφίες, δίχως να ενσωματώνει κάποιο από τα επιβλητικά και καταπιεστικά σύμβολα του παρελθόντος (ο.π). Τόσο εκτός όσο και εντός της έκτασης του ιδρύματος η παρουσία του φυσικού στοιχείου κυριαρχεί με συστάδες πεύκων, μαλακών πετρωμάτων και χαμηλών θαμνοειδών. Οι αρχιτέκτονες υποστηρίζουν ένθερμα ότι μέσα από την εισαγωγή και τη διαπλοκή της υπάρχουσας φύσης προκύπτουν νέες χωρικές ποιότητες -αντικρουόμενες σε αυτές του παρελθόντος- με θετικό αντίκτυπο στην περιορισμένη καθημερινότητα των κρατουμένων. Την ίδια στιγμή επιτυγχάνεται μια καλύτερη αίσθηση του χρόνου μέσα από το αποτύπωμα που αφήνουν οι εποχικές αλλαγές στο φυτεμένο περιβάλλον (Halden Prison, 2019).
[04.3] Άποψη του εξωτερικού χώρου άσκησης στη φυλακή του Halden, στην οποία φαίνεται η ένταξη του φυσικού στοιχείου.
102
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» ΚΑΙ «ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ»
Επιπλέον η στοχευμένη διατήρηση του φυσικού τοπίου ως έχει επεκτείνεται και στο ανάγλυφο του οικοπέδου χωρίζοντας το σε δύο υψομετρικές ζώνες με διαφορά περίπου δέκα μέτρων. Τούτη η υψομετρική ανισότητα εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιείται ως νοητό όριο, σηματοδοτώντας τις εκ διαμέτρου αντίθετες σωφρονιστικές λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα σε κάθε επίπεδο. Οι δύο χωρικές ενότητες που προκύπτουν νοηματοδοτούνται διαφορετικά καθώς αυτή που βρίσκεται χαμηλά αντιπροσωπεύει το «σκληρό» εκφράζοντας τη στερητική διάσταση της ποινής, ενώ αυτή που βρίσκεται υψηλότερα καθρεφτίζει το «μαλακό» και κατ’ επέκταση τον αναμορφωτικό και εκπαιδευτικό ρόλο της. Στη χαμηλότερη στάθμη του οικοπέδου εντάσσεται ο μεγαλύτερος όγκος του σωφρονιστικού καταστήματος ο οποίος στεγάζει σε ένα γραμμικό, κτιριακό σύμπλεγμα: την είσοδο και το χώρο υποδοχής, τον χώρο επισκέψεων, τις διοικητικές δομές μαζί με τα γραφεία, το κέντρο περίθαλψης και την πτέρυγα κρατουμένων υψίστης ασφαλείας αποκαλούμενη ως «Unit A». Αντίθετα στην υψηλότερη στάθμη ενσωματώνονται σε τέσσερα ξεχωριστά κτίρια: οι μονάδες διαβίωσης των υπόλοιπων κρατουμένων γνωστές ως «Unit B» και «Unit C», οι αίθουσες διδασκαλίας και κοινωνικής μέριμνας, οι αίθουσες επαγγελματικής κατάρτισης και των εργαστηρίων, οι εγκαταστάσεις του γυμναστηρίου και οι θρησκευτικοί χώροι. Ο προσανατολισμός όλων των κτιρίων είναι νότιος και η διάταξη τους μιμείται την ελλειπτική τροχιά του εξωτερικού τείχους αγκαλιάζοντας τον εσωτερικό υπαίθριο χώρο του campus (ο.π). Ο εσωτερικός, υπαίθριος χώρος του Halden διακρίνεται δια της περιορισμένης παρουσίας δομημένων πεδίων και σκληρών ποιοτήτων, καθώς την εικόνα του συνθέτουν οι μεγάλες πυκνοφυτεμένες περιοχές, οι καλοσχεδιασμένες μικρές αυλές, το γήπεδο φυσικής άσκησης και οι ελεύθερες διαδρομές κίνησης. Συγκεκριμένα στην καρδιά της έλλειψης και μπροστά ακριβώς από την κτιριακή μονάδα του γυμναστηρίου βρίσκεται ο εξωτερικός χώρος εκγύμνασης και εκτόνωσης των κρατουμένων. Ακριβώς δίπλα σε αυτόν τοποθετείται ένας χώρος αντίστοιχου μεγέθους ο οποίος αποτελεί δείγμα ακατέργαστου φυσικού τοπίου με χωμάτινα μονοπάτια, μαλακά πετρώματα και χαμηλές ή υψηλές φυτεύσεις. Η ενσωμάτωση του χώρου αυτού παρέχει στους τρόφιμους τις ιδανικές συνθήκες για εσωτερική αναζήτηση και στοχασμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας (Høidal, 2018).
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
103
[04.5] Άποψη του εξωτερικού χώρου της φυλακής του Halden, στην οποία φαίνονται οι καλοσχηματισμένες γεωμετρίες του κτιρίου διοίκησης και οι άξονες οριζόντιας κίνησης απο μονάδα σε μονάδα.
104
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» ΚΑΙ «ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ»
[04.6] Erik Møller & HLM Arkitektur, Κάτοψη ισογείου του «Unit B»: 1. Χώροι διαβίωσης κρατουμένων, 2. Κοινόχρηστοι χώροι, 3. Εγκαταστάσεις γραφείων, 4. Χώροι επίβλεψης κρατουμένων.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
105
Παράλληλα, τα κενά μεταξύ των κτιρίων και του τείχους επενδύονται με μικρές φυτεμένες εκτάσεις που άλλοτε είναι επισκέψιμες και άλλοτε όχι. Η οριζόντια κίνηση ανάμεσα στα αυτόνομα κτιριακά κελύφη του campus εξασφαλίζεται με την εισαγωγή ελεύθερων διαδρομών. Οι άξονες κίνησης δομούνται με σκληρό δάπεδο ενώ πάνω τους ενσωματώνουν μικρούς χώρους στάσης με παγκάκια, κάδους απορριμμάτων και διαμορφωμένες πλατείες. Στο σύνολο της η παραπάνω σχεδιαστική εξέλιξη φιλοδοξεί στην ομαλή ένταξη του ανθρώπινου στοιχείου πρεσβεύοντας τις καθημερινές χωρικές αρθρώσεις του αστικού ιστού έξω από το ίδρυμα (ο.π). Η πρόθεση για την αβίαστη ένταξη των ανθρώπων δεν αντανακλάται μόνο στο υπαίθριο κομμάτι της δομής αλλά και στο εσωτερικό, δομημένο περιβάλλον. Οι μονάδες έγκλειστης διαβίωσης των 252 κρατουμένων διαβαθμίζονται σύμφωνα με το βαθμό ασφαλείας τους και στεγάζονται σε τρία διαφορετικά κτίρια. Το «Unit A» σχεδιάζεται ως προέκταση του διοικητικού τμήματος για την απομάκρυνση των πιο απαιτητικών περιστατικών και ως εκ τούτου χαρακτηρίζεται από την απομονωτική ροπή του, τις περιορισμένες παροχές του και τη λιτή επίπλωση του. Τα «Unit B» και «Unit C» στα οποία διαμένει η συντριπτική πλειοψηφία των τροφίμων, βρίσκονται κοντά στις εγκαταστάσεις εκπαίδευσης και διακρίνονται για την πιο φιλική προσέγγιση προβάλλοντας ένα ανοιχτό χαρακτήρα (Benco, 2015). Οι δύο μονάδες διαβίωσης των κρατουμένων αναπτύσσονται μονάχα σε δύο υψομετρικά επίπεδα προκειμένου να διατηρήσουν την μικρή κλίμακα που εφαρμόζεται σε όλο το campus. Η εσωτερική οργάνωση των μονάδων προβλέπει τα ατομικά διαμερίσματα των τροφίμων, τους κοινόχρηστους χώρους, μερικά από τα γραφεία των 340 εργαζομένων και τους χώρους επίβλεψης. Ο κάθε όροφος στεγάζει τέσσερις διαφορετικές ενότητες διαβίωσης εκ των οποίων η κάθε μία αποτελείται από δέκα ή δώδεκα ατομικά διαμερίσματα. Το κάθε διαμέρισμα εμπεριέχει δικό του αποχωρητήριο, μια ντουλάπα, χώρους αποθήκευσης προσωπικών αντικειμένων, μια καρέκλα, ένα γραφείο, μια τηλεόραση και ένα κρεβάτι. Η επίπλωση εντός του κάθε διαμερίσματος χαρακτηρίζεται από καθημερινά, οικιακά προϊόντα και δεν αποτελεί αποτέλεσμα ειδικού σχεδιασμού. Τα συστήματα εξαερισμού και θέρμανσης είναι εκσυγχρονισμένα και αποτελεσματικά, ενώ ο φυσικός φωτισμός διαρρέει άφθονα μέσα από τα
106
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» ΚΑΙ «ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ»
ενσωματωμένα ανοίγματα που υπάρχουν σε κάθε διαμέρισμα. Στα ανοίγματα δεν τοποθετούνται σιδερένια κάγκελα παρά μονάχα γυαλί ασφαλείας έτσι ώστε να είναι μην εμποδίζεται η θέαση προς το φυσικό τοπίο και η είσοδος του φωτός. Η απουσία μεταλλικών στοιχείων προστασίας συνεχίζεται και στην κατασκευή της πόρτας, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον προσφιλές και οικείο (Halden Prison, 2019). Τα διαμερίσματα κάθε ενότητας εκτονώνονται σε ένα κεντρικό, κοινόχρηστο χώρο συγκέντρωσης ο οποίος συντίθενται από ένα μεγάλο καθιστικό με καναπέδες, μια πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα και μια τραπεζαρία. Οι χώροι αυτοί σχεδιάζονται άνετοι και λειτουργικοί με μαλακά υλικά και γήινα χρώματα συνδράμοντας στη δημιουργία μιας γαλήνιας, οικιακής ατμόσφαιρας. Ταυτόχρονα αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του έγκλειστου βίου των τροφίμων καθώς μέσα σε αυτούς αναπαύονται, ψυχαγωγούνται, ανταλλάζουν ιδέες και απόψεις, μαγειρεύουν και τρώνε βαδίζοντας στα πρότυπα ενός καθημερινού νοικοκυριού. Το περιβάλλον αυτό προάγει την ευγενή άμιλλα, την στενή συνεργασία, την αμοιβαία κατανόηση και τον αμοιβαίο σεβασμό απομακρύνοντας φαινόμενα ιδρυματισμού και βίας. Τη διαδικασία αυτή ενισχύει η θερμή παρουσία του άοπλου φυλακτικού προσωπικού τόσο στις σχέσεις όσο και στο χώρο των κρατουμένων με ένα μικρό θάλαμο επιτήρησης που τοποθετείται στην εσωτερική πλευρά του καθιστικού. Τούτος ο διάφανος θάλαμος χαρακτηρίζεται από τις μικρές διαστάσεις του έτσι ώστε να ενθαρρύνει την κίνηση του προσωπικού έξω από αυτόν, ενώ παράλληλα μαρτυράει τη σύγχρονη πολιτική «Δυναμικής Ασφαλείας» που ακολουθεί η διοίκηση του Halden (Benco, 2015). Στις όψεις εξωτερικά των εγκαταστάσεων οι αρχιτέκτονες δείχνουν μια αντίστοιχη σχεδιαστική επιμέλεια και ευαισθησία καθώς χαρακτηρίζονται από τις καλοδουλεμένες αναλογίες τους και τα μεγάλα ανοίγματα τους. Τα κύρια δομικά υλικά που επιλέγονται είναι ο σκούρος οπτόπλινθος, το ατσάλι και το ξύλο με πολλές διαφορετικές επεξεργασίες και εφαρμογές του. Η παραπάνω επιλογή αποτελεί καρπό της προσπάθειας των σχεδιαστών να μιμηθούν την παλέτα χρωμάτων και υλικών της φύσης, αντλώντας στοιχεία μέσα από αυτή. Η κατασκευή εντάσσεται ομαλά και ήσυχα μέσα στο τοπίο δίχως να επιβάλει την παρουσία της με κραυγαλέες αντιθέσεις και γεωμετρίες. Την χρονιά ολοκλήρωσης της η φυλακή του Halden κερδίζει το πρώτο βραβείο «Østfold Architectural
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
107
[04.7] Άποψη του εσωτερικού ενός «κελιού», στις μονάδες διαβίωσης του Halden.
Association’s ‘Arnstein Arneberg», ως δείγμα υψηλής αρχιτεκτονικής ενώ ένα χρόνο αργότερα της απονέμεται το δεύτερο βραβείο εσωτερικού σχεδιασμού στο διαγωνισμό «Designers Saturday Oslo 2011», προβάλλοντας την ως «την πιο ανθρώπινη φυλακή στον κόσμο» (Halden Prison, 2019). Η σωφρονιστική φιλοσοφία και η αρχιτεκτονική ενσάρκωση του Νορβηγικού σωφρονιστικού καταστήματος αποτέλεσαν -και συνεχίζουν να αποτελούν μέχρι τώρα- αντικείμενο σκληρής κριτικής λόγω της ασυνήθιστης και πολυδάπανης προσέγγισης τους απέναντι στο έγκλημα και την τιμωρία. Η ελαστική δομή της «ανοιχτής κάτοψης» έρχεται σε κάθετη ρήξη με όλες τις μορφές των προηγούμενων, περίκλειστων και περιοριστικών αρχιτεκτονικών σχεδίων διαμορφώνοντας μια νέα ταυτότητα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα θέσπισης του Halden ως ένα διεθνές σωφρονιστικό μοντέλο είναι αδιαμφισβήτητα. Τα ποσοστά υποτροπής των πρώην καταδίκων είναι εξαιρετικά χαμηλά και ο έγκλειστος
108
ΦΥΛΑΚΕΣ: ΧΩΡΟΙ «ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» ΚΑΙ «ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗΣ»
πληθυσμός της χώρας παρουσιάζει σημαντική πτώση αντίστοιχα. (Institute for Crime & Justice Policy Research, 2020) Ως εκ τούτου, οι φυλακές της Νορβηγίας χαρακτηρίζονται δια της ελλείψεως φαινομένων υπερπληθυσμού και κοινωνικής περιθωριοποίησης, κάτι που για τα περισσότερα συστήματα φαντάζει ουτοπία καθώς το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου ιστού μαστίζεται από υπερκορεσμένα, κακοσυντηρημένα και αδιαφόρετα φυλακτικά ιδρύματα τα οποία πολλές φορές δεν πληρούν ούτε τις απαραίτητες προϋποθέσεις που προδιαγράφει η λίστα των «αναφαίρετων ανθρώπινων δικαιωμάτων» (United Nations, 2005, σ.4). Παράλληλα οι σύγχρονες προσπάθειες στον παγκόσμιο χάρτη για τη συγκρότηση ενός εποικοδομητικού σωφρονιστικού μοντέλου είναι ελάχιστες και ακόμη λιγότερες είναι οι προσπάθειες για εφαρμογή του. Το παράδειγμα του Halden αποτελεί καθοριστικό σημείο της ιστορίας των φυλάκων, επαναπροσδιορίζοντας τη διαδικασία του σωφρονισμού μέσα από λειτουργικά προγράμματα και χωρικές ποιότητες που σέβονται τον άνθρωπο και τη διαβίωση του. Η Molden, αρχιτέκτονας της φυλακής, σε σχετική συνέντευξη της στην διαδικτυακή εκπομπή του Vox (How Norway designed a more humane prison, 2019) τονίζει: «Η ποινή έγκειται στη στέρηση της ελευθερίας και όχι στην αρχιτεκτονική του χώρου [...] ».
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ
[04.9] Άποψη του θρησκευτικού χώρου στις εγκαταστάσεις του Halden.
109
Xρονολογική εξέλιξη των
αρχιτεκτονικών τυπολογιών:
Επίλογος Από την αδυσώπητη δημόσια εκτέλεση των βασανιστηρίων, μέχρι την ακατάπαυστη εργασία στο κεντρικό αίθριο του San Michele, από τον αλάνθαστο μηχανισμό επιτήρησης στον πύργο του Πανοπτικού μέχρι την αβάσταχτη μοναξιά στους τέσσερις τοίχους του Cherry Hill και από την απόλυτη σιωπή στο προαύλιο της Sing-Sing μέχρι την διεξαγωγή εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις αίθουσες διδασκαλίας του Halden, η ποινική διεργασία μετασχηματίζεται διαρκώς, προκειμένου να παραδειγματίσει, να πειθαρχήσει, να ελέγξει, να απομονώσει, να εξαναγκάσει ή τελικώς να αναμορφώσει αυτούς που βρέθηκαν στο δρόμο της παρέκκλισης. Ανεξάρτητα όμως από τις αρχικές προθέσεις της κάθε εποχής και της κάθε αρχής, η πολύ πρόσφατη ιστορία της θεσμοθέτησης των πρακτικών εγκλεισμού και απομάκρυνσης, στο σύνολο της διακρίνεται δια των αινιγματικών και μελανών της σημείων. Φυσικά ως αναπόσπαστος αρωγός σε αυτή τη πολυτάραχη πορεία του σωφρονιστικού ιδεώδους και της κενής παρακαταθήκης που αφήνει, ενεργούσε ανέκαθεν -και θα ενεργεί- η τέχνη της αρχιτεκτονικής -και δεν θα γινόταν αλλιώςκαθώς «κανένα ιδεώδες δεν μπορεί να ριζώσει δίχως να αναφέρεται σε κάποια χωρική δομή» (Lefebvre, 1991, σ.44). Έτσι λοιπόν, η αρχιτεκτονική των φυλακών, η οποία προσεγγίζεται και αναλύεται στην ανά χείρας έρευνα ως χωρική έκφραση των εκάστοτε σωφρονιστικών πρακτικών αποτελεί το κέλυφος μέσα στο οποίο στεγάζεται το «μη-κανονικό», το «εξόριστο» και το «απροσάρμοστο». Τούτη η αρχιτεκτονική αν και διατείνεται ότι προετοιμάζει, αναμορφώνει και επανεντάσσει, στην πραγματικότητα για πολλές δεκαετίες αποπαιδεύει, απομονώνει και περιθωριοποιεί, συντάσσοντας χώρους αποκλεισμού, επιβολής και ισχύος. Σε αυτή την ιδιόμορφη και οξύμωρη σύνταξη έγκειται αφενός η εγγενής διάκριση της φυλακής και το αγεφύρωτο χάσμα της από τους υπόλοιπους κοινωνικούς χώρους και αφετέρου η γένεση ενός πλήθους προβληματισμών αναφορικά την ενάργεια της αρχιτεκτονικής προσέγγισης της.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
113
Οι προβληματισμοί αυτοί τίθενται δικαίως, καθώς μέσα από την ιστορική προσέγγιση και μελέτη γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι ο θεσμός της φυλακής, ως το άκρον άωτον του εγκλεισμού, με την εμβρυώδη και μονοσήμαντη ερμηνεία του ως «αποτρόπαια αποθήκη σωμάτων» (Μαρτινίδης, 2006, σ.96), αποτελεί ξεκάθαρα ποιόν μιας «αντί-αρχιτεκτονικής» σκέψης, καθώς στέκεται ανήμπορος να συνεισφέρει έστω και ελάχιστα στην αποκατάσταση ή την μείωση του εγκλήματος, στιγματίζοντας και περιθωριοποιώντας αμετάκλητα όχι μόνο τα εγκάθειρκτα κοινωνικά σύνολα αλλά και το περίγυρο τους. Ωστόσο, η ίδια ιστορική διαδρομή δίνει απάντηση στο αρχικό ερώτημα που γεννάται αναφορικά με την αναστρεψιμότητα του θεσμού της φυλακής τόσο ως προς τη δομή όσο και προς το περιεχόμενο του. Ακόμη και αν η φυλακή είναι ανάγκη να οριστεί ως ο απόλυτος χώρος στέρησης της ελευθερίας και αναπόφευκτα ως χώρος αφαίρεσης ή δέσμευσης χρόνου -σαν το μοναδικό κοινό αγαθό που είναι ανεκτίμητο και αναντικατάστατο για όλους- μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί διαφορετικά η ποιότητα, η μορφή και η ταυτότητα των χωροχρονικών της χαρακτηριστικών. «Το λιμάνι κατευθύνει αυτούς που βρίσκονται στο πλοίο [...] » γράφει ο Pascal (Δήμου, 1984, σ.109, όπως αναφέρεται σε Pascal). Στην αδιαμφισβήτητα αποπροσανατολισμένη «πλεύση» της φυλακής, ακόμη και εάν το «πλοίο» αποτελεί ακλόνητη σταθερά δύναται ακόμα να αλλάξει το «λιμάνι» και ως εκ τούτου ο τελικός προορισμός της. Η οριστική αντιστροφή αυτής της συνθήκης προϋποθέτει την αναγνώριση του επιζήμιου αντίκτυπου της και την άμεση επιστράτευση ενός γνήσιου αρχιτεκτονικού και ως εκ τούτου ανθρωποκεντρικού πνεύματος. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική πραγματεία, σαν τέχνη που υπηρετεί την ευημερία του ατόμου ως μονάδα αλλά και ως οργανικό μέρος ενός συνόλου έχει καθήκον να αναγνώσει από την αρχή το φαινόμενο του εγκλεισμού, επαναπροσδιορίζοντας το και να σταθμίσει την αντιπαράθεση αυτή, εκφράζοντας το αδιάπτωτο ενδιαφέρον της όχι μόνο για την ομαλή και ουσιαστική επανεκπαίδευση του έγκλειστου πληθυσμού αλλά και για την ανεμπόδιστη επανένταξη του στην κοινωνική πραγματικότητα. Μόνο τότε μπορεί να γίνει ουσιαστικός λόγος για μια αρχιτεκτονική «σωφρονισμού», για μια αρχιτεκτονική «επανεκπαίδευσης» και για μια αρχιτεκτονική «νίκη» ακόμη και αν αυτή -μετά τα όσα χάραξαν την ιστορία- είναι «Πύρρειος».
114
ΔΟΧΕΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, η φυλακή δεν γίνεται να αντιμετωπίζεται a priori ως χώρος δευτέρας διαλογής με νόθο περιεχόμενο και οφείλει να τοποθετηθεί στο επίκεντρο της κοινωνικής σφαίρας, καθώς ένας αρχιτεκτονικός χώρος που σμιλεύεται παραγκωνίζοντας τις κοινωνικές του ανάγκες και τη κοινωνική του φύση είναι προφανές πλέον ότι δεν είναι αρχιτεκτονικός. Η αντίληψη ότι μέσω του ανάλγητου «διωγμού» επέρχεται η ήπια αναπροσαρμογή, εκτός από παρωχημένη είναι και επικίνδυνη, τόσο για τον «διωκόμενο» όσο και για τον «διώκτη». Θεωρώντας δεδομένη την παραδοχή αυτή και έχοντας συλλέξει ένα πολυποίκιλο και αντιπροσωπευτικό δείγμα αδόκιμων, σωφρονιστικών εγκαταστάσεων στο παρελθόν, η αρχιτεκτονική κληρονομιά οφείλει να προστατέψει όχι μόνο τον χρήστη αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό, καθώς στον κόσμο του εγκλεισμού το ευγενές «ΔΟΧΕΙΟ ΖΩΗΣ» (Κωνσταντινίδης, 2013, σ.115) μετατρέπεται εύκολα σε τραχύ «ΔΟΧΕΙΟ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ».
Βιβλιογραφία _Ελληνικά συγγράμματα • Αθανασόπουλος, Β., Βατικιώτης, Π., Καρτάλου, Α., Κοταρίδης, Ν., Κουκουτσάκη, Α., Λυδάκη, Α., Μαρτινίδης, Π., Melossi, D., Μερακλής, Μ., Μουτσόπουλος, Θ., Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, Χ., Νικολαΐδης, Α., Νικολόπουλος, Γ., Παρασκευόπουλος, Ν., Πούχνερ, Β. και Στεφάνη, Ε., 2006. Εικόνες Φυλακής. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη •
Αλεξιάδης, Σ., 2001. Σωφρονιστική. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα
• Αρχιμανδρίτου, Μ., 2000. Η ανοικτή έκτιση της ποινής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα • Δημόπουλος, Χ., 2003. Η φυλακή: ιστορική και αρχιτεκτονική προσέγγιση. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα •
Δήμου, Ν., 1984. Το απόλυτο και το τάβλι. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη
• Ιωάννου, Χ., Κοπανάρη, Μ., Κουρμαδάς, Γ., Μαμουλάκη, Ε., Μαραθού, Χ., Νάσαινας, Σ., Νικολαΐδου, Α., Πολυχρονιάδη, Κ., Σπυροπούλου, Α., Σταυρίδης, Σ., Τερζόγλου, Ν.Ι., Τσιγάρα, Μ. και Χατζηανδρέου, Α., 2006. Μνήμη και εμπειρία του χώρου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια • Κωνσταντινίδης, Α., 2013. Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης • Μπαμπινιώτης, Γ., 1998. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας •
Ουράνης, Κ., 2008. Ποιήματα (Εκλογή). Αθήνα: Εστία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
117
_Ξενόγλωσσα συγγράμματα • B. DePoy, L., 2017. The Walnut street prison: Pennsylvania’s first penitentiary. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Pennsylvania: Pennsylvania Historical and Museum Commission • Bachelard, G., 1994. The poetics of space, the classic look at how we experience intimate places. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Boston: Beacon Press • Bentham, J., 1843. Panopticon or the inspection house. The works of Jeremy Bentham: Τόμος IV. Επιμέλεια από Bowring, J. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Edinburgh: William Tait • Bergson, H., 1998. Τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης. Μεταφράστηκε από γαλλικά από Κ., Παπαγιώργη. Αθήνα: Καστανιώτης • Camus, A., 2010. Ο ξένος. Μεταφράστηκε από γαλλικά από Ν., ΚαρακίτσουΝτούζε και Μ., Κασαμπαλόγλου-Ρόμπλεν. Αθήνα: Καστανιώτης • D.K. Ching, F., 2017. Αρχιτεκτονική. Μεταφράστηκε από αγγλικά από Π., Παπαδοπούλου. Αθήνα: Utopia • Deleuze, G., 2001. Η κοινωνία του ελέγχου. Μεταφράστηκε από γαλλικά από Π., Καλαμαρά. Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα • Foucault, M., 2004. Η ιστορία της τρέλας. Μεταφράστηκε από γαλλικά από Φ., Αμπατζοπούλου. Αθήνα: Ηριδανός • Foucault, M., 1989. Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής. Μεταφράστηκε από γαλλικά από Κ., Χατζηδήμου και Ι., Ράλλη. Αθήνα: Ράππα • Foucault, M., 2011. Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής. Μεταφράστηκε από γαλλικά από Τ., Μπέτζελος. Αθήνα: Πλέθρον • Foucault, M., 2012. Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα. Μεταφράστηκε από γαλλικά από Τ., Μπέτζελος. Αθήνα: Πλέθρον
118
ΔΟΧΕΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
• Foucault, M., 2016. Η τιμωρητική κοινωνία: Παραδόσεις στο κολλέγιο της Γαλλίας (1972-73). Μεταφράστηκε από γαλλικά από Π., Αγγελόπουλος. Αθήνα: Πλέθρον • Goffman, E., 1994. Άσυλα. Μεταφράστηκε από αγγλικά από Ξ., Κομνηνό. Τρίκαλα: Ευρύαλος • Halden Prison, 2019. Halden Prison: Punishment that works – Change that lasts. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Halden: Halden fengsel • Heidegger, M., 2006. Η τέχνη και ο χώρος. Μεταφράστηκε από αγγλικά από Γ., Τζαβάρα. Αθήνα: Ίνδικτος • Hillier, B. and Hanson, J., 1984. The social logic of space. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). New York: Cambridge University Press • Hirschi, T., 1969. Causes of delinquency. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Berkeley: University of California Press • Howard, J., 1784. The state of the prison in England and Wales with preliminary observations and an account of some foreign prisons. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). London: Cadell • Johnston, N., 2000. Forms of constraint: A history of prison architecture. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Chicago: University of Illinois Press • Lefebvre, H., 1991. The production of space. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Cambridge: Blackwell • Melossi, D. and Pavarini, M., 1981. The prison and the factory: Origins of the penitentiary system. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα), London: The Macmillan Press
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
119
• Norberg-Schulz, C., 2009. Genius loci, Το πνεύμα του τόπου: Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Μεταφράστηκε από αγγλικά από Μ., Φραγκόπουλο. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π • Reebs, W., 1988. Φυλακές και αρχιτεκτονική: Η αναζήτηση για τον ιδανικό τρόπο εξόντωσης. Μεταφράστηκε από αγγλικά από Π., Πικραμμένο. Αθήνα: Αμηχανία • Rossi, A., 1987. Η αρχιτεκτονική της πόλης. Μεταφράστηκε από αγγλικά από Β., Πετρίδου. Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα Θέματα • Thio, A., 2008. Παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Μεταφράστηκε από αγγλικά από Μ., Μπαρμπάτση. Αθήνα: Έλλην • Vitruvius, M., 1924. The ten books on architecture. (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα). Cambridge: Harvard University Press _Επιστημονικά κείμενα - Συνέδρια/Ομιλίες • General Assembly of United Nations, 1955. Information for Participants, A/CONF.6/INF.2. Πρακτικά συνεδρίου από το 1st United Nations Congress on the Prevention of Crime and the Treatment of Offenders που διεξήχθη στη Γενεύη 22 Αυγούστου έως 03 Σεπτεμβρίου 1955. Φορέας διεξαγωγής: General Assembly of United Nations • General Assembly of United Nations, 1955. List of Documents, A/CONF.6/ INF.4. Πρακτικά συνεδρίου από το 1st United Nations Congress on the Prevention of Crime and the Treatment of Offenders που διεξήχθη στη Γενεύη 22 Αυγούστου έως 03 Σεπτεμβρίου 1955. Φορέας διεξαγωγής: General Assembly of United Nations _Έντυπη / Ηλεκτονική αρθρογραφία • Clemmer, D., 1950. ‘Observations on Imprisonment as a Source of Criminality’, Journal of Criminal Law and Criminology, 41 (3), σ. 312-19. Διαθέσιμο από: https://scholarlycommons.law.northwestern.edu/jclc/vol41/iss3/6/ [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020]
120
ΔΟΧΕΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
• Høidal, A., 2018. ‘Normality behind the Walls: Examples from Halden Prison’, Federal Sentencing Reporter, 31, σ.58-66. Διαθέσιμο από: https://krus.brage.unit.no/krus-xmlui/bitstream/handle/11250/2577862/Normality%20behind%20the%20walls.pdf?sequence=1 [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Rentzmann, W., 1992. ‘Recruitment, training and use of staff’, Council of Europe: Prison information bullet. 16, σ.19-23. Διαθέσιμο από: https://rm.coe.int/0900001680997636 [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Sellin, T., 1930. ‘House of Correction for Boys in the Hospice of Saint Michael in Rome, Journal of Criminal Law and Criminology, 20 (4), σ. 534-53. Διαθέσιμο από: https://scholarlycommons.law.northwestern.edu/jclc/vol20/iss4/5/ [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • United Nations, 2005. ‘Human rights and prisons: Manual on human right training for prison officials’, Professional Training, 11, σ.1-11. Διαθέσιμο από: https://www.ohchr.org/documents/publications/training11en.pdf [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Vessela, L., 2017. ‘Prison, architecture and social growth: Prisons as an active component of the contemporary city’, The Plan Journal, 2, σ.63-84. Διαθέσιμο από: http://www.theplanjournal.com/article/prison-architecture-and-social-growth-prison-active-component-contemporary-city [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] _Ερευνητικές/Διπλωματικές εργασίες • Λέρος, Κ., 2017. Κριτική ανάλυση των φυλακών: Έρευνα στις διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού των αποφυλακισμένων ατόμων. Διπλωματική εργασία [Online]. Μυτιλήνη: Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Διαθέσιμο στο: https://hellanicus.lib.aegean.gr/handle/11610/20758 [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Μετάφας, Π., 2010. Η πολιτική του M. Foucault. Διδακτορική διατριβή [Online]. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διαθέσιμο στο: https://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/21785 [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
121
_Διαδικτυακές πηγές • Αγγελόπουλος, Π., 2016. Michel Foucault, Η τιμωρητική κοινωνία. [Online] Διαθέσιμο από: https://pangelopoulos.wordpress.com/2015/01/21/michel-foucault [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Benko, J., 2015. The radical humaneness of Norway’s Halden prison: The goal of the Norwegian penal system is to get inmates out of it. Διαθέσιμο από: https://www.nytimes.com/2015/03/29/magazine/the-radical-humaneness-of-norways-halden-prison.html [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Corrections Corporation of America, 2008. Efficient, effective and evidence based: Unit management with Corrections Corporation of America. Διαθέσιμο από: https://ccamericastorage.blob.core.windows.net/media/Default/documents/ CCA-Resource-Center/Unit_Management.pdf [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Institute for Crime & Justice Policy Research, 2020. World Prison Brief. Διαθέσιμο από: https://www.prisonstudies.org/country/norway [Πρόσβαση στις 04 Φεβρουαρίου 2020] _Κινηματογραφικές ταινίες/Βίντεο • Andrews, M.W., [chris smith]. (2018, 12 Νοεμβρίου). Sing Sing prison documentary. [αρχείο βίντεο]. Διαθέσιμο από: https://www.youtube.com/ watch?v=6cTW2VqEY2I&t=870s [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020] • Haubursin, C. and Barton, G., [vox]. (2019, 12 Απριλίου). How Norway designed a more humane prison. [αρχείο video]. Διαθέσιμο από: https://www.youtube.com/watch?v=5v13wrVEQ2M [Πρόσβαση στις 04 Δεκεμβρίου 2020]
Παραπομπές εικόνων _00 •
Εξώφυλλο/Εικόνα 00.1: Προσωπικό αρχείο
•
Εικόνα 00.2: Προσωπικό αρχείο
•
Οπισθόφυλλο/Εικόνα 00.3: Προσωπικό αρχείο
_01 •
Εικόνα 01.1: Προσωπικό αρχείο
•
Εικόνα 01.2: Προσωπικό αρχείο
•
Εικόνα 01.3: Προσωπικό αρχείο
_02 • Εικόνα 02.1: Foucault, M., 2011. Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής. Παράρτημα: 30 • Εικόνα 02.2: Foucault, M., 2011. Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής. Παράρτημα: 5 _03 • Εικόνα 03.1: Johnston, N., 2000. Forms of constraint: A history of prison architecture. σ.11 • Εικόνα 03.2: 1663. Maison de Discipline pour les Hommes / HET RASPHUYS [image online] Διαθέσιμο από: https://commons.wikimedia.org/wiki/ File:Rasphuis_Heiligeweg_Amsterdam_001.jpg [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
123
• Εικόνα 03.3: Johnston, N., 2000. Forms of constraint: A history of prison architecture. σ.37 • Εικόνα 03.4: Johnston, N., 2000. Forms of constraint: A history of prison architecture. σ.38 • Εικόνα 03.5: Bentham, J. 1787. [image online] Διαθέσιμο από: https:// www.researchgate.net/publication/277987398_The_Contradictions_of_Jeremy_ Bentham%27s_Panopticon_Penitentiary/figures?lo=1 [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.6: Foucault, M., 2011. Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής. Παράρτημα: 21 • Εικόνα 03.7: Bentham, J., 1843. Panopticon or the inspection house. The works of Jeremy Bentham: Τόμος IV. Επιμέλεια από Bowring, J. σ. 175 • Εικόνα 03.8: Thorsten, S., 1953. ‘Philadelphia Prisons of the Eighteenth Century’, Transactions of the American Philosophical Society, 43 (1), σ.329. [image online] Διαθέσιμο από: https://www.jstor.org/stable/1005687?seq=11#metadata_info_tab_contents [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.9: Birch, W. R., 1804. Jail in Walnut Street, Philadephia. [image online] Διαθέσιμο από: https://www.cresswelladvisory.art/gallery/william-russell-birch-jail-in-walnut-street-philadelphia [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.10: Σχέδιο από τρόφιμο No. 2954. 1856. The State Penitentiary, for the eastern district of Pennsylvania. [image online] Διαθέσιμο από: https:// philadelphiaencyclopedia.org/esp-2-3/ [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.11: Χάραξη από Demetz, Blouet, 1836. The 1836 floor plan of the Eastern State Penitentiary in Philadelphia, Pennsylvania. [image online] Διαθέσιμο από: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Eastern_State_Penitentiary_Floor_Plan_1836.png [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021]
124
ΔΟΧΕΙΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ
• Εικόνα 03.12: [image online] Διαθέσιμο από: https://zettaelliott.wordpress.com/2014/11/03/cell/ [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.13: [image online] Διαθέσιμο από: https://zettaelliott.wordpress.com/2014/11/03/cell/ [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.14: Foucault, M., 2011. Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής. Παράρτημα: 28 • Εικόνα 03.15: Davison, R. L., 1931. ‘Prison Architecture’, The ANNALS of the American Academy, 157 (1), σ. 33. [image online] Διαθέσιμο από: https://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1177/000271623115700106 [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.16: Bain News Service, 1920. Aerial view of the Sing Sing prison at Ossining, New York (USA). [image online] Διαθέσιμο από: https://commons. wikimedia.org/wiki/File:Sing_Sing_prison_aerial_photo_1920.JPG [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.17: Ossining Historical Society Museum. A cellblock in the 19th century. [image online] Διαθέσιμο από: https://www.wsj.com/articles/ sing-sing-prison-museum-seeks-to-capitalize-on-notorious-past-1497917651 [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 03.18: Library of Congress, Washington, D.C. 1910-15. A cell at Sing Sing prison, Ossining, New York. [image online] Διαθέσιμο από: https://www. britannica.com/topic/Sing-Sing [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] _04 • Εικόνα 04.1: [image online] Διαθέσιμο από: https://www.timetoast.com/ timelines/architecture-f8f78bc7-713f-4351-9ffa-88f0d9a2fa94 [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] •
Εικόνα 04.2:Προσωπικό αρχείο
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
125
• Εικόνα 04.3: Havran, J., Isaksen, T. 2009. Exercise yard by the cell block, with natural landscaping. [image online] Διαθέσιμο από: https://arkitektur-n. no/prosjekter/halden-fengsel [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 04.4: Aerial view of Halden Prison. [image online] Διαθέσιμο από: https://www.terrapinbrightgreen.com/blog/2016/08/prison-nature-social-structure/ [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 04.5: Havran, J., Isaksen, T. 2009. From the main entrance. [image online] Διαθέσιμο από: https://arkitektur-n.no/prosjekter/halden-fengsel [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 04.6: Erik Møller & HLM Arkitektur. 2009. Ground floor plan, B block. [image online] Διαθέσιμο από: https://arkitektur-n.no/prosjekter/ halden-fengsel [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] • Εικόνα 04.7: [image online] Διαθέσιμο από: https://glamox.com/gsx/references/halden-prison [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] •
Εικόνα 04.8: Προσωπικό αρχείο
• Εικόνα 04.9: Havran, J., Isaksen, T. 2009. From the ceremony room/chapel. [image online] Διαθέσιμο από: https://arkitektur-n.no/prosjekter/halden-fengsel [Πρόσβαση στις 04 Ιανουαρίου 2021] •
Εικόνα 04.10: Προσωπικό αρχείο