Evolution and sociological dynamics of the square: the case of Pelion

Page 1

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας:

η περίπτωση του Πηλίου



ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2013

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας:

η περίπτωση του Πηλίου

ερευνητική εργασία: Ζούζουλα Δήμητρα επίβλεψη: Ουγγρίνης Κωνσταντίνος



περιεχόμενα

Εισαγωγή ...............................................9 1.

δημιουργία και εξέλιξη της πλατείας................17

2.

η περίπτωση του Πηλίου 2.1. ιστορική και κοινωνική εξέλιξη των οικισμών..27 2.2. οικιστική οργάνωση...........................33 2.3. κεντρικός πυρήνας............................37 Μακρινίτσα ............................41 Λαύκος.................................53 Μηλίνα.................................59 Άφησσος................................65 2.4. ανακεφαλαίωση................................71

3.

αναφορά στον χρήστη 3.1 διεθνείς τάσεις στο δημόσιο χώρο το προφίλ του νέου χρήστη......................77 3.2 χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας του Πηλίου.....................................81

4.

συμπεράσματα.......................................85

Βιβλιογραφία...........................................95 Πηγές εικονογράφησης..................................101



«Εις το κεντρικότερον μέρος έκαστου χωρίου είναι ή πλατεία (παζάρ) λιθόστρωτος, σκιαζομένη από υπερμεγέθεις πλατάνους, εντός αυτής, ή έκτος είναι κρήνη, χέουσα άφθονον και ψυχρότατον ύδωρ....» Ν. Μάγνης «Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και θειιαλικής Μαγνησίας»



ς

εισαγωγή



εισαγωγή

Στη μεταπολεμική Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα, τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, η απαξίωση της αγροτικής οικονομίας, η παράλληλη ανάπτυξη της βιομηχανίας των αστικών κέντρων και η έκρηξη της αστυφιλίας, ήταν λίγοι μόνο από τους λόγους της μαζικής εγκατάλειψης της υπαίθρου. Οι κάτοικοι που παρέμειναν, ως επί το πλείστον ηλικιωμένοι, δεν είχαν έντονη δράση, σε οποιοδήποτε επίπεδο, με αποτέλεσμα οι οικισμοί να εξακολουθούν να παρουσιάζουν, πολλές φορές ανέπαφη, την εικόνα που είχαν ως τη στιγμή της μεγάλης αποχώρησης των πληθυσμών τους. Το οικιστικό περιβάλλον δε μεταβλήθηκε, παρά έμεινε πιστό στις μορφές και τα σχήματα που είχε κατά το παρελθόν, συνθέτοντας ένα σκηνικό παγωμένο στο χρόνο. Το ελληνικό χωριό, διατηρώντας τη νοσταλγική εικόνα του παρελθόντος, γίνεται γραφικό και αργότερα η ελληνική ύπαιθρος αποτελεί πόλο έλξης επισκεπτών και μάλιστα γνωρίζει στιγμές κινητικότητας, που όμως περιορίζονται τις τουριστικές περιόδους. Σήμερα, το σκηνικό της ερήμωσης της ελληνικής περιφέρειας φαίνεται να αλλάζει και να σημειώνεται θετικό πρόσημο στη μεταβολή του πληθυσμού των οικισμών της υπαίθρου. Οι οικονομικές εξελίξεις της χώρας και το εντεινόμενα αφιλόξενο περιβάλλον των πόλεων, οδηγεί τον κόσμο να ξανά ανακαλύψει τους οικισμούς της υπαίθρου, όχι πια ως επισκέπτης, αλλά ως μόνιμος κάτοικος. Τι συναντά όμως κανείς, επιστρέφοντας εκεί; Οι οικισμοί της ελληνικής υπαίθρου είναι αφενός ελκυστικοί από την άποψη της γραφικότητας, αφετέρου όμως προσφέρουν ένα σκηνικό, σε επίπεδο δημόσιου χώρου, που ίσως να μη συμβαδίζει με την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα.

11


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

Σύγχρονες χρήσεις ζητούν κάλυψη σε ένα αρκετά άκαμπτο δομημένο περιβάλλον, που δημιουργήθηκε για άλλες ανάγκες. Η παραδοχή αυτή, οι οικονομικό-πολιτικές συνθήκες που βιώνουμε και το προσωπικό ενδιαφέρον για το δημόσιο χώρο, όχι πια σε ένα αστικό περιβάλλον αλλά στην παραγκωνισμένη περιφέρεια, αποτέλεσε την αφορμή για την επιλογή του ερευνητικού αντικειμένου. Συγκεκριμένα, το θέμα που πρόκειται να αναπτυχθεί αφορά στη δημιουργία και την εξέλιξη των κεντρικών πυρήνων των οικισμών της υπαίθρου, βάσει κοινωνικών συνιστωσών. Ειδικότερα, αναλύεται η περίπτωση των πλατειών των οικισμών του Πηλίου, και πώς αυτοί θα μετατραπούν από ένα απλώς ευχάριστο, γραφικό σκηνικό, σε σημαντικούς θύλακες ζωής. Το ενδιαφέρον στρέφεται στους κεντρικούς πυρήνες των οικισμών, αρχικά, διότι μία μελέτη για τη βελτίωση τους είναι ικανή να συμβάλει στην ποιοτικότερη ζωή των κατοίκων, και επιπλέον, επειδή αποτελούν παράγοντα τοπικής ανάπτυξης, καθώς παίζουν καταλυτικό ρόλο για την αξία του οικισμού ως τουριστικού προορισμού. Η έρευνα θα επικεντρωθεί στη βαθιά κατανόηση των κεντρικών πυρήνων, η οποία προϋποθέτει τη μελέτη της ιστορίας και της εξέλιξης τους, καθώς επίσης και την προσεκτική παρατήρηση των ιδιαίτερων στοιχείων τους. Σκοπός της έρευνας είναι να επαναπροσδιοριστούν τα στοιχεία και ο λειτουργικός προορισμός των κεντρικών δημόσιων χώρων, ώστε να δημιουργηθεί το περιβάλλον εκείνο που θα είναι βιώσιμο και λειτουργικό για τους κατοίκους, και θα παραμένει ελκυστικό στους επισκέπτες. Σε αυτή τη διαδικασία επαναπροσδιορισμού θεωρώ πως ο ρόλος του αρχιτέκτονα πρέπει και είναι καταλυτικός. H γενικότερη στάση του αρχιτέκτονα

12


εισαγωγή

απέναντι στο προϋπάρχον οικοδομικό δομημένο περιβάλλον αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού. Ποια μπορεί να είναι αυτή; Η ρήξη; Η συνέχεια με το υπάρχον; Η κριτική σχέση; Το πώς ο επιστήμονας-αρχιτέκτονας προσεγγίζει και επεμβαίνει σε ένα τέτοιο ιδιαίτερο περιβάλλον είναι ένα ερώτημα που φιλοδοξείται να απαντηθεί στη παρούσα έρευνα.

1. Μέσα στη συλλογική συνείδηση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας έχει διαμορφωθεί και είναι αναγνωρίσιμη μια ιδεατή εικόνα ενός «ιστορικού» τοπίου που καλύπτει τόσο τις πόλεις όσο και την ύπαιθρο. Γι’ αυτή την ιδεατή εικόνα ο όρος που χρησιμοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια είναι παραδοσιακό. Πριν τη δεκαετία του ’60 θα συναντούσε κανείς αναφορές σε γραφικό τοπίο, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα , πιθανόν το ίδιο να περιγραφόταν ως ρομαντικό. Βλ. Συλλογικό, «Το ελληνικό τοπίο: μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου», , επιμ. Δουκέλης Παναγιώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2005, σ.187-201

Ο δημόσιος χώρος και η αρχιτεκτονική του εξαρτώνται από τόσες παραμέτρους, κοινωνικές και ιστορικές, γεωγραφικές, πολιτικές και πολιτιστικές, που η προσπάθεια ερμηνείας και ταξινόμησης δεν μπορεί παρά να εκφράζει τη ματιά ενός τόπου και ενός χρόνου, και μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων. Ο δημόσιος χώρος εισάγει εκ των πραγμάτων στη συζήτηση για την αρχιτεκτονική του, την κοινωνική σύνθεση και τις δραστηριότητες του πληθυσμού του. Το απαιτούμενο εύρος του παρόντος επιτρέπει τη μελέτη ενός τόπου όπου θα υπάρχει ένα σύνολο οικισμών με συγκλίσεις στις βασικές παραμέτρους. Για το σκοπό αυτό, η περίπτωση των οικισμών του Πηλίου είναι ιδανική ώστε να αποτελέσει το φόντο μιας τέτοιας μελέτης. Το επιβλητικό τοπίο του Πηλίου, η πρωτοφανής οικονομική άνθιση που γνώρισε στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας, η ύπαρξη μιας ενδιαφέρουσας κοινωνικής ζωής στο παρελθόν λόγω της ευημερίας, διαμόρφωσαν τις συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως πηλιορείτικο χωριό με την έντονη παραδοσιακότητα1 . Οι άλλοτε αρχοντικές πολιτείες του Πηλίου μας παρέχουν πλήθος σχηματισμών σε ότι αφορά τους κεντρικούς τους πυρήνες, οι οποίοι ποικίλουν σε τυπολογία,προσφέροντας γόνιμο έδαφος για αναλύσεις και τοποθετήσεις.

13


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

Επίσης, το πλήθος των νοημάτων που μπορεί να αναγνώσει κανείς σε αυτά τα πολιτισμικά τοπία2 , είναι χρήσιμο να αποτελέσουν εργαλεία για ενδεχόμενες επεμβάσεις στους τόπους αυτούς, ή σε άλλους που αναγνωρίζονται κοινά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, σε μια προσπάθεια εισαγωγής στο θέμα των κεντρικών πυρήνων των οικισμών, αρχικά περιγράφονται οι τρόποι και οι λόγοι που οδήγησαν στο σχηματισμό των οικισμών. Τονίζεται, παράλληλα, η ταυτόχρονη διαμόρφωση χωρικών δομών που προορίζονταν να φιλοξενήσουν τη δημόσια ζωή και δεν ήταν άλλες από τις πλατείες. Πέρα από πολεοδομικό στοιχείο που επηρέασε σημαντικά τη τελική μορφή του οικισμού, η πλατεία διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη των κοινωνιών. Στον τόπο αυτό υπήρξε έντονη τριβή ανθρώπου με άνθρωπο έχοντας ως αποτέλεσμα πλήθος κοινωνιολογικών φαινομένων. Ο Έλληνας, όντας εξωστρεφής, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον κεντρικό πυρήνα του οικισμού του, που μεταφράζεται σε «πλατεία του χωριού», κάτι που θα εξεταστεί μέσα από το παράδειγμα των χωριών του Πηλίου. Στη συνέχεια, θα υπάρξει σύντομη αφήγηση της ιστορικής και κοινωνικής διαδρομής που ακολούθησαν οι οικισμοί του Πηλίου σε συνδυασμό με τη περιγραφή της δημιουργίας των σχηματισμών τους. Τα κοινά χαρακτηριστικά σε επίπεδο πολεοδομικής οργάνωσης που αναγνωρίζονται, παρέχουν την δυνατότητα κατηγοριοποίησης των οικισμών σύμφωνα με αυτά, ώστε να διευκολύνεται η πραγματοποίηση αναλύσεων και η διεξαγωγή ειδικότερων συμπερασμάτων. Παράλληλα με τις τυπολογικές μελέτες και αναλύσεις των μορφών των κεντρικών πυρήνων, η έρευνα συνεχίζεται πέρα από τα όρια της

14

2. «Το πολιτισμικό τοπίο είναι η διαμόρφωση του φυσικού τοπίου από μια πολιτιστική ομάδα. Ο πολιτισμός είναι ο φορέας, η φύση είναι το μέσο και το πολιτισμικό τοπίο είναι το αποτέλεσμα», Carl Ortwin Sauer Bλ. Τερκενλή Θεανώ , « Το πολιτισμικό τοπίο: γεωγραφικές προσεγγίσεις», εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1996, σ.14


εισαγωγή

πολεολογίας, ώστε να κινείται και σε κοινωνιολογικό πλαίσιο. Μελετώντας τη Πηλιορείτικη κοινωνία της ευημερίας του παρελθόντος θα δοθούν απαντήσεις σχετικά με τον κοινωνικό βίο, τη σπουδαιότητα και την αξία του δημόσιου χώρου. Με άλλα λόγια, ποιές ήταν οι ανάγκες των διάφορων κοινοτήτων που τις ώθησαν να δημιουργήσουν κεντρικούς πυρήνες στους οικισμούς τους και ποιά ήταν η σημασία του δημόσιου χώρου στη καθημερινότητα τους; Σε επόμενο κεφάλαιο το βλέμμα θα στραφεί στη σύγχρονη κοινωνία και στις ανάγκες της σε δημόσιο χώρο, αρχικά σε καθολικό επίπεδο και στη συνέχεια σε τοπικό για τη περιοχή του Πηλίου. Κάθε προσπάθεια διαχείρισης ενός χώρου, ιδιωτικού ή δημόσιου, δε μπορεί να πραγματοποιείται μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον χρήστη, το άτομο που προορίζεται να τον βιώσει. Έτσι, λοιπόν, ο εντοπισμός και η ερμηνεία των χαρακτηριστικών του ατόμου αυτού είναι απαραίτητο στοιχείο για να διαχειριστούμε αντίστοιχα το δημόσιο χώρο όπου κινείται. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς, κάθε φορά, ο χρήστης αντιλαμβάνεται το δημόσιο χώρο ή πώς επιθυμεί να είναι αυτός ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες του. Ακολουθώντας τα παραπάνω βήματα, αναφέρονται, η δημιουργία των κεντρικών πυρήνων και η σπουδαιότητα της απόφασης αυτής για την οικιστική εξέλιξη, αρχικά γενικά και στη συνέχεια ειδικά για τους οικισμούς του Πηλίου. Επιπλέον, τονίζονται, η εξέλιξη που σημείωσαν οι τελευταίοι σε επίπεδο δομών, και παράλληλα ποια ήταν η σχέση των τοπικών κοινωνιών με αυτούς τους χώρους κατά το παρελθόν.

15


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

Παρατηρώντας, τέλος, τη σύγχρονη εικόνα που παρουσιάζουν οι χώροι αυτοί και τους ανθρώπους που κατοικούν ή επισκέπτονται τους οικισμούς σήμερα, αναμφίβολα διαμορφώνεται ολοκληρωμένη εικόνα και άποψη για τη μέχρι τώρα πορεία των συγκεκριμένων δομών. Επομένως, θα είναι δυνατόν, να πραγματοποιηθούν διατυπώσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των κεντρικών πυρήνων των οικισμών του Πηλίου στο μέλλον, αλλά και να αποτελέσει η παρούσα έρευνα εργαλείο για την διαχείριση αντίστοιχων δομών σε άλλους οικισμούς και ενδεχομένως, με άλλα κοινωνιολογικά στοιχεία.

16


1

δημιουργία & εξέλιξη της πλατείας



δημιουργία & εξέλιξη της πλατείας

Σπουδαίο γεγονός για την εξέλιξη της ανθρωπότητας υπήρξε η δημιουργία των οικισμών. Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε σε ένα σύνολο κατοικιών, που βρίσκονται σε σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ τους, ώστε να δημιουργούνται ανάμεσα τους ορισμένες χωρικές και λειτουργικές σχέσεις. Δεν έχει σημασία αν οι κατοικίες είναι πολλές ή λίγες. Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν, ότι έστω και δύο κατοικίες κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να αποτελέσουν οικισμό, αλλά αυτό είναι μάλλον μια ακραία άποψη3 . Βέβαια, θεωρείται αδιανόητη η ύπαρξη οικισμού χωρίς κάποιο κεντρικό πυρήνα, με δημόσιο λειτουργικό χαρακτήρα. Η ανάγκη για «συν-οίκιση»4 πρόβαλε την απαίτηση ύπαρξης ενός κεντρικού πυρήνα, και αντίστροφα η δημιουργία ενός χώρου - σημείου αναφοράς για τις λειτουργικές ανάγκες των ανθρώπων, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση των οικισμών. Η εμφάνιση των οικισμών και των κεντρικών πυρήνων ήταν ταυτόχρονη, γεγονός που μαρτυρά και την αλληλεξάρτηση τους.

3. Αραβαντινός Αθανάσιος, «Πολεοδομικός σχεδιασμός: για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου», εκδ. Συμμετρία, Αθήνα, 2007, σ.28 4. Η ανάγκη των διάσπαρτων «οίκων» της υπαίθρου να συνυπάρξουν σε μια ενιαία χωρική ενότητα. Βλ. Δεσποτόπουλος Ιωάννης, «Η ιδεολογική δομή των πόλεων», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. – Ν.Τ.U.Α.PRESS, Αθήνα, 1997σ.20,21 5. Ο.π. , σ. 31-33

Ο καθηγητής Ιωάννης Δεσποτόπουλος, που υπήρξε βαθύς θεωρητικός μελετητής των φιλοσοφικών αρχών των οικισμών και της πολεοδομίας, περιγράφει συνοπτικά τον τρόπο και τους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων οικισμών, και τονίζει τη σημασία των κεντρικών πυρήνων σε αυτή τη διαδικασία . Οι άνθρωποι ζούσαν σε διάσπαρτους οίκους – κατοικίες, αγροκτήματα και σε «οικο-γένειες», που αποτελούνταν από το σύνολο των συγγενών. Η παραγωγή προϊόντων πέραν των ίδιων αναγκών, οδήγησε σε ανταλλαγή μεταξύ των αγροκτημάτων. Η διεύρυνση των «οίκων» και η αύξηση της παραγωγής οδήγησε στην αναγκαιότητα μιας συχνότερης και εντατικότερης ανταλλαγής. Εν συνεχεία επιλέχθηκε ένας «χώρος» για την ανταλλαγή των προϊόντων,

19


20

της πλατείας αναγκαιότητα ανθρώπου, οι

διαμόρφωση κεντρικού χώρου συναλλαγών

διάγραμμα 1: δημιουργία οικισμού - πλατείας

Άλλες θεωρήσεις7 για τη δημιουργία εκτιμούν ότι αυτή οφείλεται στην κάλυψης των κοινωνικών αναγκών του

δημιουργία οικισμου δημιουργία πλατείας

σε ευνοϊκή θέση και αρχικά καθορίστηκε και διαχωρίστηκε από την χαώδη φύση. Η οριοθετημένη επιφάνεια εξελίχθηκε σε συγκεκριμένο χώρο και μόνιμο σημείο συνάντησης για όλες τις εμπορικές συναλλαγές και συνδέθηκε με τις θρησκευτικές συνήθειες. Η περαιτέρω αύξηση και διαφοροποίηση της ανταλλαγής γεωργικών και χειροτεχνικών προϊόντων οδήγησε σε σχετική αύξηση του αριθμού των «ημερών της αγοράς», των μεταφορών και των διαπροσωπικών επαφών. Οι διασπαρμένες οικογένειες άρχισαν να εγκαταλείπουν τον «οίκο» για να εγκατασταθούν , ολοένα και πυκνότερα, γύρω από αυτόν τον οργανικά δημιουργημένο χώρο. Αυτή η εξέλιξη οικονομικών και διαπροσωπικών σχέσεων οδήγησε στη συνέχεια, στη σταδιακή εγκατάσταση των ανθρώπων γύρω από την «πλατεία»6 . Έτσι δημιουργήθηκε η «αγορά», ο πυρήνας του οικισμού. Εδώ δημιουργήθηκε η σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, η αναγκαιότητα δημοσιοποίησης των συμβάντων και έτσι η αρχή του κοινωνικού και ιδεολογικού βίου. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας, όχι του ατομιστή, αλλά του ελεύθερου ανθρώπου, εκφράστηκε στην τέχνη της πόλης ως απεικόνιση της πολιτικής και πνευματικής εξέλιξης. Η απόφαση των ανθρώπων να εγκαταλείψουν την ελεύθερη και απομονωμένη ύπαιθρο, και να ομαδοποιηθούν γύρω από μια άδεια πλατεία, επειδή τους προσέλκυσαν οι συνθήκες και οι διαπροσωπικές σχέσεις, που δημιουργήθηκαν σε αυτή, αποτελεί ένα καταλυτικής σημασίας γεγονός για την ανθρωπότητα. Έτσι προέκυψε γύρω από την πλατεία ο «συνοικισμός».

αυτόνομες παραγωγικές μονάδες

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας


δημιουργία & εξέλιξη της πλατείας

οποίες επιβάλουν τη συνύπαρξη και την επικοινωνία και επιδιώκονται μέσα από αυτές τις χωρικές δομές. Η πλατεία από τη γένεσή της αποτελεί χώρο ιδιαίτερα φορτισμένο με πολλαπλά μηνύματα: κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομικά, όλα φορτισμένα συναισθηματικά. Η πορεία της συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη ιστορία του κάθε τόπου. Οι πλατείες των οικισμών στην Ελλάδα, πέρα από το πρόβλημα των εμπορικών συναλλαγών που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία τους, παρατηρούμε επίσης και ένα πλήθος άλλων παραγόντων που συντέλεσαν σε αυτή, που σχετίζονται με ιστορικές συγκυρίες και ιδιαίτερα κοινωνικά θέματα της φυλής. Μια εξήγηση της ύπαρξης της πλατείας στα ελληνικά χωριά, δίνεται από την ιστορία των τόπων κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν στα πλαίσια της περιορισμένης αυτονομίας περιοχών της Ελλάδας, δόθηκε η δυνατότητα της συνεύρεσης των κατακτημένων, κάτι που πραγματοποιούταν στις πλατείες.

6. Ετυμολογικά ο όρος «πλατεία» ορίζεται ως «πλατύς δρόμος, πλατιά οδός», βλ. Δημητράκος Δημήτριος, «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης», εκδ. Πρόοδος, Αθήνα, 2008, στο λήμμα «πλατεία» 7. Αραβαντινός Αθανάσιος, «Πολεοδομικός σχεδιασμός: για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου», εκδ. Συμμετρία, Αθήνα, 2007, σ.31

Ανεξάρτητα από τα αίτια που τη δημιούργησαν, η πλατεία αποτελεί τον κοινόχρηστο χώρο που χαρακτηρίζει τους ελληνικούς οικισμούς. Αποτελεί το κέντρο του χωριού, ενός τόπου εξαιρετικά απλού στην οργάνωσή του, η οποία εξαντλείται στην ύπαρξη της πλατείας και στην περιφερειακά αυτής οργάνωση του οικισμού. Τοποθετείται κεντρικά, γιατί σχετίζεται με σημαντικές λειτουργικές ανάγκες των κατοίκων και η γρήγορη πρόσβαση στον χώρο είναι απαραίτητη. Η έννοια της κεντρικότητας παλαιότερα είχε ουσία και περιεχόμενο. Το κέντρο αποτελούσε το ζωτικό πυρήνα του χωριού, το σημείο αναφοράς του, την τομή των συνισταμένων δράσεων του ανθρώπου, και η πλατεία αποτελούσε την έκφραση αυτού του δεδομένου.

21


Η πλατεία του χωριού, ή «πλατεία του πλατάνου»8 όπως λέγεται (λόγω, σαφώς, του κυρίαρχου στοιχείου του χώρου, που είναι ο πλάτανος) , είναι μια «άλλη» πλατεία, διαφορετική από αυτή της πόλης. Ίσως αυτό ευθύνεται στην παραδοσιακότητα που αποπνέει, στην αρχιτεκτονική των γύρω κτιρίων, στη λαϊκή τέχνη που έχει συμβάλει στη διακόσμηση της, στο ότι είναι αποτέλεσμα άτυπων συμφωνιών της κοινότητας και όχι ψυχρές σχεδιαστικές αποφάσεις μιας αποστασιοποιημένης από το κοινωνικό σύνολο επιστημονικής ομάδας. Με τις βασικότερες λειτουργίες του οικισμού να πλαισιώνουν τη πλατεία, αυτή αξιώνεται ταυτόχρονα σε οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κέντρο. Το καφενείο, η εκκλησία, το Δημαρχείο κι άλλες κατασκευές, συγκεντρώθηκαν γύρω από το χώρο αυτό, που ο Έλληνας όρισε ως κέντρο των δραστηριοτήτων του. Υπήρξε τόπος λόγου, πράξης, παραγωγής, άσκησης πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας, πεδίο δράσης, αγώνων κι ανάπτυξης ιδεών. Λόγω της αποστολής της και των αξιών που κουβαλά (ιστορικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κ.ά.), συμβάλλει -συνδυαστικά με τον περίγυρο- στη δημιουργία πολιτισμικού τοπίου, γεγονός που υποδηλώνει τη σημαντικότητα της παρουσίας της για τη συνέχεια ενός βασικού συνόλου, που διαμορφώνει ποιότητα και προοπτική. Είναι, για όλα αυτά, ένα τοπόσημο. Η πλατεία συμμετείχε στη συγκρότηση του οικιστικού χώρου και αποτέλεσε μέρος της δομής του. Ως ο δημόσιος χώρος που γέμιζε με το νόημα του κοινωνικού βίου, των ανθρώπινων σχέσεων, της πολιτικής και πολιτισμικής επαφής, η πλατεία προάχθηκε σε «τόπο».

22

1.κεντρική πλατεία Τσαγκαράδας, ο γηραιότερος πλάτανος της Ευρώπης

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

8. Καπετάνιος Αντώνιος, «Σιωπηλές πλατείες», [greekarchitects.gr]


δημιουργία & εξέλιξη της πλατείας

Ο τόπος δεν είναι απλώς ένας χώρος. Όσο ο χώρος γεμίζει ανθρώπους με τις δραστηριότητές τους, συναισθήματα, οράματα, προσδοκίες, όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, τότε αυτός γίνεται τόπος9 . Τέτοιοι τόποι ποικίλουν στην ελληνική περιφέρεια. Τα ιδιαίτερα, και πολλές φορές έντονα διαφοροποιημένα, χαρακτηριστικά κάθε κοινωνίας που αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο, η οικονομική ανάπτυξη που δεν ήταν ίδια για κάθε τόπο, οι διαφορετικές πολιτικές συνθήκες και άλλες σημαντικές συνιστώσες, είχαν σαν αποτέλεσμα οι πλατείες των οικισμών να φορτίζονται επιπλέον με τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε κοινότητας. Οι Πηλιορείτικοι οικισμοί αποτελούν ένα παραδοσιακό σύνολο με κοινή ιστορική, οικονομική και κοινωνική μεταξύ τους εξέλιξη, που βοήθησε στην ανάπτυξη κοινών χαρακτηριστικών. Στους οικισμούς του Πηλίου η πλατεία διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη καθημερινή ζωή των κατοίκων και η εικόνα που παρουσιάζει κατά περίπτωση είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Στα επόμενα κεφάλαια θα αναπτυχθούν τα χαρακτηριστικά των οικισμών και των πυρήνων τους. Επιπρόσθετα, η λεπτομερέστερη περιγραφή ορισμένων εξ αυτών θα δώσει τα συμπεράσματα σχετικά με τις πλατείες ενδεικτικών τύπων οικισμών. 9. Συλλογικό, «Το ελληνικό τοπίο: μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου», , επιμ. Δουκέλης Παναγιώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2005, σ.13-58

23


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

2. Μακρινίτσα. Άποψη του πυκνά δομημένου κέντρου της.

24


2

η περίπτωση του Πηλίου



η περίπτωση του Πηλίου

2.1 ιστορική και κοινωνική εξέλιξη των οικισμών

10. Ίσως η φαντασία για τους πρώτους δαμαστές των αλόγων να έπλασε το μύθο γύρω από τα τερατώδη όντα, τους Κένταυρους, που από τη μέση και πάνω ήταν άνθρωποι, ενώ από τη μέση και κάτω άλογα. Κατοικούσαν μόνιμα στη δασωμένη περιοχή του Πηλίου και γι’ αυτό σήμερα έχει επικρατήσει η περιοχή να αποκαλείται και βουνό των Κενταύρων. 11. «Οἳ δ᾽ ἄρα Μηθώνην καὶ Θαυμακίην ἐνέμοντο καὶ Μελίβοιαν ἔχον καὶ Ὀλιζῶνα τρηχεῖαν…» Όμηρος, «Ιλιάδα», ραψωδία β’, στ. 716, 717 12. Η εισβολή των Θετταλών (αρχαίος λαός από τη Θεσπρωτία, που κυριάρχησε στη Θεσσαλία) χρονολογείται τον 11ο π.Χ. αιώνα. Βλ. Παπαχατζής Νικόλαος, «Η σημερινή θέση της τοπογραφικής μελέτης της αρχαίας Θεσσαλίας», Θεσσαλικά, τχ.1, Βόλος, 1959, σ.4 13. Ασημακοπούλου Ατζακά Παναγιώτα, «Μαγνησία, το χρονικό ενός πολιτισμού», εκδ. Καπόν, Αθήνα, 1982, σ.105-176

Στα ανατολικά της κεντρικής Ελλάδος, στο νομό Μαγνησίας και σε άμεση σχέση με τη πόλη του Βόλου, βρίσκεται το όρος Πήλιο. Ολόκληρη η περιοχή του Πηλίου είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός μύθων, θρύλων, ιστορίας και πολιτισμικής παράδοσης, ένας παράδεισος για τους λάτρεις της φύσης, τους φυσιοδίφες, τους αρχαιολόγους, τους ιστορικούς, τους ανθρωπολόγους, και για χιλιετίες το έχουν περπατήσει θεοί, ημίθεοι και κένταυροι10 , τιτάνες και γίγαντες, νύμφες και δρυάδες, βασιλιάδες, ήρωες και πολεμιστές. Ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη οικισμών στο Πήλιο συναντούμε στα ομηρικά κείμενα11 , όπου γίνεται αναφορά σε γνωστούς σήμερα οικισμούς (Μεθώνη, Θαυμακία, Μελίβοια, Ολιζώνα) που, όπως λέγεται, βρίσκονταν των προθεσσαλικών χρόνων12 κοντά στα παράλια του Πηλίου. Οι απόψεις διχάζονται ως προς το αν οι πηλιορείτικοι οικισμοί του αρχαίου κόσμου βρίσκονταν μόνο στα παράλια του βουνού ή και στα ορεινά. Στη περίοδο που εκτείνεται μέχρι το 13ο μ.Χ. αιώνα, το Πήλιο ακολουθεί την πολιτική ζωή της Μαγνησίας. Η τελευταία τον 4ο π.Χ. αιώνα υποτάσσεται στους Μακεδόνες και έναν αιώνα περίπου αργότερα ιδρύεται η Δημητριάδα. Οι πηγές13 της παλαιοχριστιανικής περιόδου που μνημονεύουν τη Δημητριάδα, εξακολουθούν να αναφέρουν, ανάμεσα σε άλλες πόλεις, και οικισμούς που γνωρίζουμε από τους αρχαίους χρόνους. Στη πρώτη μετά Χριστό χιλιετία η Μαγνησία δέχθηκε επιθέσεις από βαρβαρικά φύλλα. Γότθοι, Σλάβοι, Σαρακηνοί, Βούλγαροι, Βλάχοι, Φράγκοι, Καταλανοί, Αρβανίτες, Σέρβοι ήταν μερικοί μόνο από τους κατακτητές της. Ωστόσο, είναι λιγοστές οι πληροφορίες που έχουμε για την ύπαρξη οικισμών

27


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

στο Πήλιο και ποιά ήταν η τύχη τους εκείνα τα χρόνια. Αρχικοί πυρήνες στους οποίους οφείλουν το σχηματισμό τους οι σημερινοί οικισμοί του Πηλίου φαίνεται να ήταν μοναστήρια, πρόχειρες ερημικές οικήσεις και παραλιακοί συνοικισμοί. Σε βυζαντινά έγγραφα του 13ου αιώνα αναφέρεται ότι ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων της Θεσσαλίας ανεγείρουν μεγάλα μοναστήρια14 . Τότε αρκετοί άνθρωποι καταφεύγουν σε αυτά, ως μοναχοί-καλλιεργητές στα μοναστηριακά κτήματα, ζητώντας να εξασφαλίσουν ομαλότερες συνθήκες ζωής. Παράλληλα, έντονες ήταν οι πειρατικές επιδρομές, και η γενικότερη ανασφάλεια στα παράλια ωθούσε τις κοινωνίες προς πιο ασφαλή περιβάλλοντα, με προτίμηση τις δυσπρόσιτες και έρημες περιοχές του βουνού, που θα ήταν γόνιμες και κατάλληλες για καλλιέργεια αλλά και αθέατες από τη θάλασσα. Οι πληθυσμοί που μετακινούνταν από τα παράλια προς ασφαλέστερους τόπους, σχημάτισαν επιπλέον οικισμούς στους οποίους φρόντιζαν πάντα να δίνουν σε κάποιο κτίσμα το ρόλο της εκκλησίας15. Όπως, βέβαια, έχει τονιστεί και προηγουμένως, οικισμοί στο Πήλιο υπήρχαν και πριν τον 13ο αιώνα ανεξάρτητα από μοναστηριακές εγκαταστάσεις, όμως τα βυζαντινά έγγραφα, που αποτελούν κύρια πηγή πληροφόρησης, δεν παρέχουν ξεκάθαρες διατυπώσεις γι’ αυτούς. Οι κάτοικοι των πρώτων οικισμών δραστηριοποιούνταν στην γεωργία, με σκοπό την εξασφάλιση των απαραίτητων εκείνων εφοδίων για την επιβίωση τους. Το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και η βιοτεχνία δεν είχαν αναπτυχθεί ιδιαίτερα σε αυτή την ιστορική φάση. Αυτό είχε ως συνέπεια την επικράτηση

28

14. Γιαννόπουλος Νικόλαος, «Αι παρά τη Δημητριάδα Βυζαντιναί μοναί», εκδ. ΕΕΒΣ, 1924, τόμος Α’, σ.210-240 15. Οι διαδικασίες σχηματισμού που περιγράφηκαν είναι οι κυριότερες που ακολούθησαν οι περισσότεροι από τους σημερινούς οικισμούς. Το χωριό Τρίκερι αποτελεί παρόλα αυτά εξαίρεση σε ό,τι αφορά το σχηματισμό του και την εξέλιξη του. Διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των νησιωτικών οικισμών και υπακούει σε άλλους πολεολογικούς κανόνες, που δεν αφορούν τη παρούσα μελέτη, οπότε και δε θα συμπεριληφθεί.


η περίπτωση του Πηλίου

του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης των «χωρικών»16 , που σύμφωνα με την επιστήμη της Κοινωνιολογίας, αναφέρεται στην κοινωνία εκείνη που είναι αυτάρκης και περιορίζεται να καταναλώνει όσα παράγει και χαρακτηρίζεται από γεωγραφική, πολιτική και πολιτιστική απομόνωση. Οι Τούρκοι κατέλαβαν οριστικά τη Θεσσαλία το 1423, χωρίς όμως αυτή η ιστορική εξέλιξη να επηρεάσει δυσμενώς τους οικισμούς του Πηλίου, που πλέον είχαν εδραιωθεί και δρούσαν αυτόνομα. Αντίθετα, με αφορμή τα τρέχοντα γεγονότα, σημείωσαν πρωτοφανή πληθυσμιακή αύξηση. Η οικονομική εξαθλίωση του κάμπου από τον κατακτητή, οι πειρατικές επιθέσεις και η ανασφάλεια του ταλαιπωρημένου αγροτικού πληθυσμού, οδήγησαν στον εκ νέου εποικισμό του βουνού και στη σταδιακή οργάνωση των ορεινών κοινοτήτων. Το κύμα του εποικισμού φέρνει μαζί του ικανούς καλλιεργητές, νησιώτες με γνώσεις ναυσιπλοΐας, κατοίκους πόλεων, γνώστες της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις από διάφορα σημεία του κατεκτημένου ελλαδικού χώρου κατέληξαν σε κοινότητες με ιδιαίτερο συνθετικό αποτέλεσμα. Άνθρωποι με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο ενώθηκαν και κατάφεραν να συμβιώσουν. Φυσικά αυτό έγινε με από κοινού συμβιβασμούς και δημιουργία ενός νέου κοινωνικού κώδικα, με ήθη και έθιμα που να συμφωνούν με το συνθετικό αποτέλεσμα. 16. Συλλογικό, «Αγροτική Κοινωνιολογία», εκδ. Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.), Αθήνα, 1988, σ.45

Η σύνθεση των νέων κοινοτήτων, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες που ίσχυσαν για το Πήλιο, δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε οι οικισμοί να αναπτύξουν την οικονομία τους και να μετατραπούν σε ισχυρές πολιτείες. Οι

29


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

κάτοικοι παράγουν πλεόνασμα προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό τις εξαγωγές και το κέρδος. Αποχωρίζονται, έτσι, την οικονομική απομόνωση της προηγούμενης ιστορικής περιόδου, και με τις νέες συνθήκες εμπορίου, οι κοινωνίες αναπτύσσονται ραγδαία λόγω της αυξημένης επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών και ιδεών, προοδεύοντας πολιτιστικά. Το 18ο αιώνα μάλιστα, τα χωριά του Πηλίου παράγουν πλήθος εμπορευμάτων και πραγματοποιούν συναλλαγές με σημαντικά για την εποχή οικονομικά κέντρα του εξωτερικού17 . Το γεγονός αυτό επέφερε νέα ιδεολογική πρόοδο και κοινωνικές ανακατατάξεις. Όλα τα παραπάνω αρκούσαν για να μεταλλαχθούν οι διάσπαρτοι σχηματισμοί με τα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά κέντρα, σε σημαντικούς οικισμούς με σπουδαίες υποδομές και ενδιαφέροντα πολεοδομικά στοιχεία. Οι δυσμενείς ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές, συγκυρίες που ακολούθησαν (επανάσταση κατά του τούρκικου ζυγού, βαυαρική κυριαρχία, συνεχής υποτέλεια κ.α.) σε εθνικό επίπεδο πλέον, το φαινόμενο της βιομηχανικής εποχής και η εισαγωγή νέων μέσων παραγωγής18 , η νέα διάσταση που έλαβε η εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση ως ευκαιρία, συνέβαλαν στη σταδιακή απομάκρυνση των κατοίκων από τους οικισμούς. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο αστικός τρόπος ζωής γίνεται επιθυμία διεθνώς. Το πλησιέστερο άστυ -στη περίπτωση των οικισμών του Πηλίου, η πόλη του Βόλου- σταδιακά παύει να εξαρτάται οικονομικά από την ύπαιθρο, αποκτά οικονομική ανεξαρτησία και τελικά ασκεί ηγεμονικό ρόλο πάνω σε αυτή. Η πόλη κυριαρχεί πάνω στην ύπαιθρο οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, με αποτέλεσμα να τη διαμορφώνει.

30

17. Τον 18ο αιώνα, οι βιοτεχνικοί – αγροτικοί οικισμοί του Πηλίου, ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τη Βενετία, την Αυστροουγγαρία και τις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής. Είναι η εποχή της ακμής των παραδοσιακών οικισμών του ελλαδικού χώρου. Νικολαϊδου Ξ. Σήλια, «Εισαγωγή στην κοινωνιολογία του χώρου: κοινωνιολογική ανάλυση των δομημένων μορφών χώρου», ΕΜΠ, Αθήνα, 1985, σ.62,63 18. Τα εμποροβιομηχανικά κέντρα , μετά τη βιομηχανική επανάσταση στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν από τον ανταγωνισμό ιδιαίτερα της Αγγλίας στα νήματα και τα υφάσματα, και αρχίζουν να παρακμάζουν. Ό.π., σ.63


η περίπτωση του Πηλίου

Το φαινόμενο εξακολούθησε μεταπολεμικά στη δεκαετία του ‘50 και σε όλη τη δεκαετία του ‘60, και οδήγησε στην μαζική εγκατάλειψη των οικισμών. Παράλληλα την ίδια εποχή, εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τη διατήρηση των παραδοσιακών συνόλων της ελληνικής υπαίθρου και το βλέμμα αναπόφευκτα στρέφεται στο Πήλιο και τους οικισμούς του. Πραγματοποιούνται, έτσι, πράξεις με σκοπό την ανάδειξη της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής των κτιρίων, την προβολή της παραδοσιακής ζωής των κατοίκων μέσα από δράσεις λαογραφικού περιεχομένου και μέσω της βίωσης των δημόσιων εκείνων χώρων όπου δραστηριοποιούνταν η κοινότητα, με έμφαση στις πλατείες. Τελικά όμως, η αγνή πρωτοβουλία για ανάδειξη του οικιστικού μας πλούτου, με τη μη ελεγχόμενη και μαζική τουριστική εισροή, μετέτρεψε ολόκληρους οικισμούς σε μουσεία με έκθεμα τον ίδιο τον κάτοικο και φόντο τους χώρους όπου κινείται.

31


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

«Εσυνάχθησαν και έκτισαν σπίτια οι άνθρωποι τριγύρω της εκκλησίας και κατ’ ολίγον ολίγον εσυγκροτήθη αρκετή πόλις πολυάνθρωπος και φιλόχριστος...»

Από την ακολουθία του Αγίου Γερασίμου, πού τυπώθηκε στην Ελληνική τυπογραφία του Ιασίου, και αναφέρεται στη Μακρινίτσα, 1820

32


η περίπτωση του Πηλίου

2.2 οικιστική οργάνωση

19. Εξαιρείται το χωριό Ανήλιο, που έχει δυτικό προσανατολισμό και σκιάζεται από ορεινούς όγκους. Είναι χαρακτηριστικό το όνομα του χωρίου αυτού (Ανήλιο) που φανερώνει τη συνειδητή φροντίδα για το σωστό ηλιασμό των πηλιορείτικων χωριών. Βλ.Μακρής Κίτσος, «Συμβολή στη μελέτη της Πολεοδομίας των χωριών του Πηλίου», Αθήνα, 1958, σ.81 20. Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Πήλιο», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1992, σ.18

Πολλά από τα χωριά του Πηλίου, όπως ειπώθηκε παραπάνω, δημιουργήθηκαν γύρω από μεγάλα μοναστήρια, ή και από ομαδικές μετοικεσίες, ενώ άλλα προέρχονται από μικρότερους οικισμούς που προϋπήρχαν και αναπτύχθηκαν. Στην επιλογή της τοποθεσίας των χωριών σπουδαίο ρόλο έπαιξε: η καταλληλότητα για άμυνα από πειρατικές ή ληστρικές επιδρομές, η μη επαφή με περιοχές περασμάτων των Τούρκων, η ύπαρξη γόνιμων εκτάσεων για εξασφάλιση της τροφής και πηγών για την ύδρευση, η διαθεσιμότητα σε βοσκότοπους, η προφύλαξη από τους δυνατούς ανέμους, η καθαρή ατμόσφαιρα και η δυνατότητα επικοινωνίας με τα γειτονικά χωριά. Όλα τα χωριά εκμεταλλεύονται τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους για να έχουν καλό ηλιασμό και αερισμό. Όλα είναι στραμμένα προς την ανατολή ή τη μεσημβρία19 . Ένας πρώτος διαχωρισμός που αξίζει να γίνει, είναι μεταξύ ορεινών και παραθαλάσσιων οικισμών20 . Οι οικισμοί που γνώρισαν μεγαλύτερη οικονομική άνθιση ήταν οι ορεινοί που ανέπτυξαν τη βιοτεχνία (Μακρινίτσα, Ζαγορά, Πορταριά, Τσαγκαράδα). Υπήρξαν, ωστόσο, και ορεινοί οικισμοί που αναπτύχθηκαν με συμβατικούς όρους οικονομίας (γεωργικοί οικισμοί), αλλά έχουν να αναδείξουν εξίσου σημαντικά στοιχεία σε επίπεδο υποδομών και πολιτισμού (Κατηχώρι, Μακρυρράχη, Ανήλιο, Μούρεσι Λαμπινού, Μηλιές, Πινακάτες, Ξουρίχτι, Αγ. Γεώργιος, Αγ. Λαυρέντιος, Αγ. Βλάσιος, Λαύκος). Τέλος, οι παραθαλάσσιοι οικισμοί, που αποτελούσαν περιορισμένες παλιές ή νεώτερες εγκαταστάσεις, είχαν το ρόλο του τόπου από όπου πραγματοποιούνταν η διακίνηση των εμπορικών προϊόντων που παρήγαγε η περιοχή. Τα χωριά του Πηλίου δεν λειτουργούσαν σε οικιστικά σύνολα με ένα από αυτά να παίζει

33


κεντρικό ρόλο, και γύρω του τους δευτερεύοντες συνοικισμούς. Αποτελούσαν αυτόνομες οικονομικές, διοικητικές και πολιτιστικές μονάδες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επρόκειτο για κλειστές κοινωνίες, αφού πραγματοποιούσαν μετακινήσεις και συναλλαγές με τους γείτονες οικισμούς. Παρόλα αυτά, οι παραθαλάσσιοι οικισμοί τις περισσότερες φορές λειτουργούσαν ως συν-οικισμοί, αποτελώντας επίνεια ορεινών οικισμών21 (το Χορευτό είναι επίνειο της Ζαγοράς, η Μηλίνα του Λαύκου κοκ), που διευκόλυναν τις εμπορικές συναλλαγές τους δια θαλάσσης. Σπανιότερες ήταν οι περιπτώσεις αυτόνομων παραθαλάσσιων οικισμών. Ως επί το πλείστον, τα χωριά του Πηλίου είναι «σκαρφαλωμένα» στις πλαγιές του βουνού, και ίσως στο νότιο άκρο του, μπορούμε να συναντήσουμε οικισμούς που έχουν εγκατασταθεί σε ομαλότερες τοποθεσίες από άποψη ανάγλυφου, αλλά ούτε εκεί λείπουν ανηφοριές και κατηφοριές. Η πολεοδομική ιδέα στην οποία βασίζεται ο σχηματισμός των οικισμών προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου κεντρικού πυρήνα και τη σύνδεση των κατοικιών με αυτόν μέσω αξόνων κυκλοφορίας, με έναν ή και περισσότερους να έχουν κεντρικότερο ρόλο. Λόγω του έντονου ανάγλυφου οι δρόμοι είναι κλιμακωτοί και ελικοειδείς. Οριζόντια και ευθύγραμμη διαμόρφωση εμφανίζει κάποιες φορές ο βασικός άξονας κυκλοφορίας, που οδηγεί στον κεντρικό πυρήνα του οικισμού, και οι δευτερεύοντες μόνο κατά τμήματα. Οι κύριοι άξονες διαχωρίζονται, επίσης, από τους δευτερεύοντες λόγω του διαφορετικού τους πλάτους, με τους πρώτους να έχουν μεγαλύτερο. Τα καλντερίμια22 καταλήγουν στα –άτυπαόρια των οικισμών για να «σβήσουν» στην επαφή τους με τη

34

3.ελικοειδές καλντερίμι, Μακρινίτσα

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

21. Μακρής Κίτσος, «Συμβολή στη μελέτη της Πολεοδομίας των χωριών του Πηλίου», Αθήνα, 1958, σ.81 22. δρόμος, συνήθως στενός και ανηφορικός, στρωμένος με ακατέργαστες πέτρες, βλ. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, «Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας», εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας,Αθήνα, 2002, στο λήμμα «καλντερίμι», σ.818 Βράχοι, δέντρα, κατηφοριές, τοίχοι σπιτιών και ψηλοί μαντρότοιχοι καθόριζαν το πλάτος του καλντεριμιού, που δεν παρέμενε σταθερό σε όλο το μήκος του. Βλ. Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Πήλιο», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1992, σ.22


η περίπτωση του Πηλίου

καλλιεργήσιμη γη που εκτείνεται από εκεί και συνεχίζουν ως χωμάτινα μονοπάτια μέσα στο βουνό.

23. Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Πήλιο», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1992, σ.22 24. Έλληνας λαογράφος (Λάρισα 1917-Βόλος 1988). Ταξίδευε σε ολόκληρη την Ελλάδα, αναζητώντας τις αλληλεπιδράσεις και εξελίξεις στη λαϊκή μας τέχνη. Πραγματοποίησε έρευνες και μελέτες για τη λαϊκή τέχνη. Εξειδικεύτηκε στο λαϊκό εικαστικό έργο, προχωρώντας στη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το λαϊκό καλλιτεχνικό οικοδόμημα. Βλ. Συλλογικό, «Νέα Δομή: εγκυκλοπαίδεια»,τόμος 23ος, εκδ. Δομή, Αθήνα, 1999 25. Μακρής Κίτσος, «Συμβολή στη μελέτη της Πολεοδομίας των χωριών του Πηλίου», Αθήνα, 1958, σ. 79 26. Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Πήλιο», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1992, σ.24

πέρα,

ή

Τα τελευταία χρόνια η τουριστική ανάπτυξη επέβαλε τη διάνοιξη νέων πλακόστρωτων πεζοδρόμων ή ασφαλτοστρωμένων αυτοκινητοδρόμων, το ακανόνιστο παραδοσιακό πλέγμα των δρόμων εξακολούθησε να εξυπηρετεί τις περιοχές κατοικίας, όπως παλιά, πυκνώνοντας γύρω από τα κέντρα και έχοντας για κυρίαρχο στοιχείο τους βασικούς άξονες, κατά μήκος των οποίων αναπτύχθηκε το χωριό με μορφή «ανοιχτή και ελεύθερη»23 . Ο δυναμικός τρόπος ανάπτυξης από τις διαδοχικές μετοικεσίες πάνω σε ένα κατά κανόνα δύσκολο έδαφος οδήγησε σε αυτή τη μορφή. Με βάση την οργάνωση τους, μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε και να ομαδοποιήσουμε τους οικισμούς. Πρώτος ο Κίτσος Μακρής24 κατατάσσει τα χωριά σε τρεις τύπους: στον απλό, στο σύνθετο και στα επίνεια25 . Μεταγενέστερες επιστημονικές μελέτες για το ίδιο θέμα αναφέρονται στον «συγκεντρωμένο» ή «μονόκεντρο» τύπο, στον «σύνθετο» ή «πολύκεντρο» και στον «γραμμικό» αντίστοιχα26 . Στην ουσία και οι μεν και οι δε, αντιλαμβάνονται τους οικισμούς σαν οργανισμούς, με τον κεντρικό πυρήνα να λαμβάνει το ρόλο του κυττάρου, ανάλογα με τη δομή του «οργανισμού» και το πλήθος των «κυττάρων», οι οικισμοί ανήκουν στον εκάστοτε τύπο. Ωστόσο, η δεύτερη κατηγοριοποίηση είναι πιο συνεπής ως προς την ονοματοδοσία, διότι με το χαρακτηρισμό του τρίτου τύπου σε γραμμικό μπορεί να συμπεριλάβει μεγαλύτερο εύρος οικισμών, που μπορεί να υπάγονται σε αυτή τη κατηγορία, χωρίς να περιορίζεται στα επίνεια.

35


36

διάγραμμα 2: κατηγορίες οικισμών

σύνθετος ή πολύκεντρος γραμμικός «ά-κεντρος»

γραμμικός με κέντρο

Ο πρώτος τύπος (απλός ή συγκεντρωμένος ή μονόκεντρος) αναφέρεται στον οικισμό εκείνο που αναπτύσσεται γύρω από ένα ισχυρό κέντρο, ακτινωτά πάνω σε σχετικά ομαλό έδαφος, διατηρώντας μια εσωτερική ενότητα. Ένας οικισμός ανήκει στον δεύτερο τύπο (σύνθετο ή πολύκεντρο) όταν αποτελείται από συνοικίες με δικό της η κάθε μια κέντρο. Στον τύπο αυτό υπάγονται τα μεγαλύτερα χωριά. Η εκτεταμένη εξάπλωση τους από χαμηλά σε μεγάλο υψόμετρο ή πέρα από φυσικά εμπόδια οδήγησε στην αυτόνομη λειτουργία ανεξάρτητων συνοικιών συσπειρωμένων γύρω από μια ιδιαίτερη πλατεία-παζάρι, με αποτέλεσμα τη παρατακτική τους διάταξη. Οι οικισμοί του τρίτου τύπου (γραμμικός) εξαπλώνονται ενιαία κατά μήκος ενός βασικού δρόμου. Στη περίπτωση των παραθαλάσσιων οικισμών μπορεί να είναι και «α-κεντροι». Στη πραγματικότητα βέβαια λίγα χωριά ανήκουν σε μία κατηγορία, τα περισσότερα είναι μικτοί τύποι.

απλός ή συγκεντρωμένος ή μονόκεντρος

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας


η περίπτωση του Πηλίου

2.3 κεντρικός πυρήνας

Ο κεντρικός πυρήνας, που παρουσιάστηκε καταλυτικός στο προσδιορισμό του τύπου του οικισμού , είναι η πλατεία. Η πηλιορείτικη πλατεία παρουσιάζει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, τόσο από μορφικής όσο και από κοινωνιολογικής απόψεως. Οι πρόδρομοι της πλατείας υπήρξαν τα επίπεδα αλώνια, όπου συγκεντρώνονταν οι κάτοικοι των μικρών και λιγοστών αρχικά σχηματισμών του Πηλίου, για να πραγματοποιήσουν τις συναλλαγές τους. Φημολογείται, επίσης, ότι κάποια μικρά νεκροταφεία μετακινήθηκαν με τις αλλαγές στα ήθη και στον τρόπο ζωής, και τη θέση τους πήραν μερικές πλατείες. Τα νεκροταφεία συνυπήρχαν με μικρές εκκλησίες, οι οποίες διατηρήθηκαν και αποτέλεσαν τα θρησκευτικά κέντρα, που σε συνδυασμό με τη νέα λειτουργία της αγοράς (πρώτη λειτουργία της πλατείας) που έδρασε δίπλα τους, δημιούργησε τις συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού πυρήνα. Στη συνέχεια, έπειτα και από την αύξηση του πληθυσμού (βλ. κεφάλαιο 2.1), ο οικισμός αγκάλιασε την πλατεία και έτσι βρέθηκε σε κεντρικό σημείο. Το μέγεθος και το σχήμα της πλατείας αρχικά ήταν ασαφές, εκτεινόταν και διαμορφωνόταν σύμφωνα με τις διαθέσεις της αγοράς. Όσο ο οικισμός σχηματιζόταν γύρω από τον εμπορικό χώρο συγκέντρωσης, τόσο σχηματιζόταν και η πλατεία, με την τελική της μορφή να συνδέεται με τις προσόψεις των μαγαζιών και τα εργαστήρια που συγκεντρώθηκαν γύρω. Δεν διαφαίνεται κάποιος προγραμματισμός στον σχεδιαμό της, κυρίως ακολουθείται η φυσική διαμόρφωση του χώρου. Πέραν των βασικών ρυθμίσεων, η σύνθεση των υπόλοιπων στοιχείων ήταν απόρροια αυθόρμητων δράσεων της κοινότητας για τη καλύτερη εξυπηρέτηση της καθημερινότητας της. Έτσι, ο τόπος στάσης μπορεί να

37


υποδηλώνεται με κάποιο διακοσμητικό στοιχείο στο δάπεδο της πλατείας ή με κάποια κρήνη στο κέντρο του ελεύθερου χώρου (πλατεία Ταξιάρχες στη Τσαγκαράδα), όπως επίσης διαδρομές στο χώρο μπορεί να υπονοούν την κατεύθυνση προς κάποια είσοδο μέσω της πλακόστρωσης ή των φυτεύσεων (πλατεία της Αγίας Μαρίνας στον Κισσό). Επίσης, παρόλο που ο τρόπος οργάνωσης διαφέρει μεταξύ των πλατειών, με αποτέλεσμα να έχουμε ποικιλία «εσωτερικών» διατάξεων, παρατηρούνται ορισμένα βασικά στοιχεία, τα οποία φαίνεται να είναι κοινά για κάθε κεντρικό πυρήνα. Η πλατεία, στην πλήρη διαμόρφωση των οικισμών, είχε αποκτήσει ρόλο σύνθετο με την ανάμιξη πολλών λειτουργιών. Ήταν παράλληλα οικονομικό, διοικητικό, κοινωνικό, συνήθως και θρησκευτικό κέντρο. Για την κάλυψη αυτών των αναγκών ήταν απαραίτητο η πλατεία να περιλαμβάνει μαγαζιά, καφενεία, πλακόστρωτα ,κερκίδες27 , πεζούλια και εκκλησία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε τη σχέση πλατείας και εκκλησίας. Όπου σχηματιζόταν πλατεία βρισκόταν πάντοτε σε αυτή κάποιος ναός, που προϋπήρχε ή κτιζόταν, διότι η πρώτη είχε συγκεντρωτικό λειτουργικό ρόλο, οπότε μεταξύ άλλων θα έπρεπε να είναι και θρησκευτικό κέντρο. Ο χώρος της πλατείας προσφέρονταν για διάφορες εκδηλώσεις της θρησκευτικής ζωής των κατοίκων, ενώ ταυτόχρονα ήταν και τόπος κοινωνικής επαφής. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί η περίπτωση εμφάνισης μιας νέας πλατείας ανεξάρτητης από τη προηγούμενη, όταν οι συνθήκες ζωής της κοινότητας άλλαζαν ώστε να είναι αναγκαία η δημιουργία μιας ακόμα. Τότε οι λειτουργίες διαμοιράζονταν και κάθε πλατεία λάμβανε δικό της ρόλο.

38

4.κυρίαρχη η παρουσία εκκλησίας, πλατεία Μουρεσίου

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

27. Στοιχείο της πηλιορείτικης πλατείας. Πρόσφεραν χρήσιμο χώρο καθιστικού, που συχνά ήταν απαραίτητος για τη παρακολούθηση μαθητικών επιδείξεων ή άλλων εκδηλώσεων με κοινωνικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο.


η περίπτωση του Πηλίου

Επιπλέον παράγοντας για την ανομοιότητα των πλατειών, σε ό,τι αφορά την οργάνωση του χώρου, υπήρξε και η διάπλαση του εδάφους. Ανάλογα λοιπόν, έχουμε πλατείες ανοιχτές και ελεύθερες με απεριόριστη θέα (Άνω Δράκια, Μακρινίτσα, Πουρί κ.α.), κάποιες άλλες με τη θέα να περιορίζεται σε επίπεδο οπτικών φυγών ανάμεσα από τα κτίσματα (Ζαγορά, Πορταριά κ.α.) και τέλος υπάρχουν και άλλες που το σχεδόν οριζόντιο ανάγλυφο δε τους επιτρέπει καμία θέαση στο εξωτερικό (Λαύκος, Αργαλαστή κ.α.). Τέλος, σε ό,τι αφορά τη κοινωνιολογική διάσταση της Πηλιορείτικης πλατείας είναι σημαντικό να αναφέρουμε τα γενικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που τη βίωνε , ίσως τη διαμόρφωσε και σίγουρα επηρέασε το λειτουργικό της χαρακτήρα. Σημαντικό στοιχείο για να χαρακτηρίσει κανείς μια κοινωνία είναι ο τομέας της απασχόλησής της. Όπως έχει ήδη τονιστεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, τα μέλη των κοινοτήτων της περιοχής απασχολούνταν σε μεγάλο ποσοστό στον πρωτογενή τομέα και ανέπτυξαν σε σημαντικό βαθμό το δευτερογενή. Ανάλογα με τον τομέα απασχόλησης δημιουργούνταν κοινωνικοί και ταξικοί διαχωρισμοί, οι οποίοι έβρισκαν έδαφος να προβληθούν και να αναδειχθούν στο χώρο της πλατείας. Ακόμη, το αντίκτυπο που είχε η έντονη οικονομική δραστηριότητα στο δημόσιο χώρο σχετίζεται με τις ευκαιρίες που έδινε, σε συλλογικό επίπεδο, για εισροή νέων ιδεών και πληροφοριών στην κοινωνία, και πολύ περισσότερο με το αρνητικό της απασχόλησης, δηλαδή τον ελεύθερο χρόνο. Σήμερα η σύνθεση της κοινωνίας στους ίδιους οικισμούς έχει διαφοροποιηθεί αρκετά, γεγονός που δεν θα μπορούσε να μην έχει επηρεάσει τους κεντρικούς δημόσιους

39


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

χώρους αυτών, αφού η πλατεία μεταξύ άλλων είναι ο καθρέφτης της εκάστοτε κοινότητας. Για τη καλύτερη κατανόηση όλων των παραπάνω, θεωρείται σημαντικό να δούμε λεπτομερέστερα τα διάφορα χαρακτηριστικά των πλατειών των χωριών του Πηλίου μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα. Το Πολεοδομικό Διάταγμα που χαρακτηρίζει ως παραδοσιακούς τους οικισμούς της περιοχής του Πηλίου (ΦΕΚ 374, 4/7/80) αναφέρει συνολικά 64 οικισμούς, γεγονός που καθιστά δύσκολη την επιλογή οικισμού, ικανού να αποτελέσει δείγμα μελέτης. Ωστόσο, έχουν επιλεγεί τέσσερις από αυτούς τους οικισμούς και φιλοδοξείται να είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα, που θα καλύπτουν και τους τρεις τύπους οικιστικής οργάνωσης, αλλά και να μπορούν να δώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για τις πλατείες τους. Οι οικισμοί αυτοί είναι η Μακρινίτσα, ο Λαύκος με το επίνειο του τη Μηλίνα, και η Άφησσος. Τα κριτήρια της επιλογής θα εκτεθούν για κάθε τόπο ξεχωριστά στην εισαγωγή της ανάλυσής τους.

40


η περίπτωση του Πηλίου

Μακρινίτσα

28. Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Μακρινίτσα: η εξέλιξη ενός οικισμού μέσα στο χώρο και στο χρόνο», διατριβή επί διδακτορία, Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1982, σ.66

Η Μακρινίτσα, που βρίσκεται στη βόρεια άκρη της δυτικής πλευράς του βουνού, είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς, παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου. Σύμφωνα με την ήδη διατυπωμένη κατηγοριοποίηση των οικισμών σε τύπους (βλ. κεφάλαιο 2.3), συγκαταλέγεται στον δεύτερο αυτών, δηλαδή ανήκει στους σύνθετους ή πολύκεντρους. Αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα πηλιορείτικου ορεινού οικισμού, με συγκεντρωμένα χαρακτηριστικά που συναντά κανείς σε μικρότερα ποσοστά και κατά περίπτωση σε άλλους αντίστοιχους οικισμούς. Η μελέτη της επομένως, δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να κατανοήσει τη δομή και τη λειτουργία των πυρήνων των σύνθετων οικισμών και να χρησιμοποιήσει τα συμπεράσματα σε άλλους αντίστοιχους οικισμούς ανατρέχοντας στο παράδειγμα της, εφόσον εμφανίζεται η πληρέστερη εξ αυτών. Η Μακρινίτσα όπως και άλλα χωριά του Πηλίου (βλ. κεφάλαιο 2.1), αναπτύχθηκε γύρω από την υπάρχουσα ήδη από το 1204 Ιερά Μονή της Θεοτόκου της «Οξείας Επισκέψεως» ή σύμφωνα με τη τοπική ονομασία Μονή της «Μακρινίτισσας», στη θέση της οποίας σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας28 . Οι πρώτοι κάτοικοι είχαν για κέντρο των δραστηριοτήτων τους τον προαύλιο χώρο της Μονής, σήμερα πλατεία της Παναγίας. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την αρχιτεκτονική και τη πολεοδομική μορφή του πρώτου κυττάρου, καθώς οι πληροφορίες για τον συνοικισμό στην πολυτάραχη εκείνη περίοδο είναι ανύπαρκτες. Μέχρι τον 18ο αιώνα ο οικισμός είχε εξαπλωθεί τουλάχιστον μέχρι τη περιοχή που βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος, με τη συνολική του έκταση να επιμερίζεται σε γειτονιές.

41


42 6.συνοικίες και τοπικά κέντρα

5.Μακρινίτσα, αεροφωτογραφία

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας


η περίπτωση του Πηλίου

Σήμερα η Μακρινίτσα στοιχειοθετείται από δέκα γειτονιές (Κουκουράβα, Αγ. Γεώργιος, Αγ. Αθανάσιος, Αγ. Νικόλαος, Αγ. Τριάδα, Σαρακηνός, Μεταμόρφωση, Παζάρι, Παναγία, Μουτσιάρα, Κακουνά), με κάθε μία από αυτές να εξαρτά την ύπαρξη της από κάποια εκκλησία και να διαθέτει τοπικό κέντρο. Κάθε κέντρο, που εξασφαλίζει εσωτερική ενότητα στη γειτονιά, προσδιορίζεται από τη θέση της εκκλησίας και της πλατείας. Η θέση της κεντρικής πλατείας – πυρήνα (σαν κεντρική πλατεία θεωρείται το τοπικό κέντρο του συνοικισμού του Αγίου Ιωάννη) στο μέσον περίπου του πολεοδομικού σχηματισμού ενισχύει την ιδέα της ενότητας. Τα επιμέρους κύτταρα συνδέονται με το ιδεολογικό τους κέντρο, το μοναστήρι, με τη βοήθεια ενός βασικού πεζοδρόμου, που διασχίζει τον οικισμό σε όλο του το μήκος. Ο βασικός πεζόδρομος ή ραχοκοκαλιά του οικισμού συνδέει τις γειτονιές μεταξύ τους, εφάπτεται στη κεντρική πλατεία και επικοινωνεί με τα κέντρα των συνοικιών άμεσα, ή έμμεσα μέσω άλλων μονοπατιών, που συμπληρώνουν τον πολεοδομικό ιστό. Σήμερα υπάρχει ένας ακόμα σημαντικός πεζόδρομος που συνδέει τη κεντρική πλατεία – πυρήνα με τη πλατεία Μπράνη, η οποία αποτελεί την είσοδο στον οικισμό για τον διερχόμενο από την επαρχιακή οδό επισκέπτη. Η συγκεκριμένη πλατεία δεν αποτελεί τοπικό κέντρο κάποιας γειτονιάς και πιθανόν να προϋπήρχε ως πλάτωμα για να εξυπηρετεί τη πηγή που βρίσκεται εκεί. Ενδεχομένως σήμερα να διαπλατύνθηκε για να χρησιμεύσει ως χώρος στάθμευσης, διότι η αυξημένη τουριστική κίνηση στο χωριό επέβαλε την ύπαρξή του.

43


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

44

7.αερόγραμμα πολεοδομικού συνόλου

Άγιος Γεώργιος

Η εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής συγκέντρωσε γύρω της τους κατοίκους της Κουκουράβας στο νοτιότερο άκρο της Μακρινίτσας. Το σημείο είναι αρκετά απομακρυσμένο από τη κεντρική πλατεία του χωριού, έτσι εκτός από θρησκευτικό κέντρο της περιοχής, είναι επίσης σημείο συνάντησης, τόπος παιχνιδιού και εκτόνωσης. Ακολουθώντας το βασικό καλντερίμι από τη Κουκουράβα με κατεύθυνση προς τη κεντρική πλατεία συναντά κανείς διαδοχικά τις εκκλησίες: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Αθανασίου και της Αγίας Τριάδος, με τα προαύλια τους να αποτελούν τους ελεύθερους χώρους – πυρήνες των αντίστοιχων ομώνυμων περιοχών. Τα πλατώματα εφάπτονται στο ανηφορικό μονοπάτι και στο σημείο όπου εξισώνεται η

Άγιος Αθανάσιος

Οι βασικοί κοινόχρηστοι ελεύθεροι χώροι των συνοικιών της Μακρινίτσας είτε αποτελούν αυλόγυρους εκκλησιών είτε βασικές πλατείες με διαφορετικό λειτουργικό προορισμό. Στη πρώτη κατηγορία συγκαταλέγονται τα κέντρα των συνοικιών της Κουκουράβας, του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Αθανασίου, της Αγ. Τριάδος, του Σαρακηνού, της Μεταμόρφωσης και του Κακουνά, ενώ πιο σύνθετα χαρακτηριστικά διαπιστώνονται στη πλατεία της Παναγίας και στη κεντρική πλατεία του χωριού και πυρήνα της συνοικίας του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου. Εξαίρεση αποτελεί η συνοικία Μουτσιάρα, διότι παρόλο που ο σχηματισμός της είναι συνυφασμένος με την Ιερά Μονή του Αγίου Γερασίμου, το κέντρο της βρίσκεται σε μικρή απόσταση νοτιότερα από αυτή και είναι ανεξάρτητο από τον προαύλιο χώρο της. Συγκεκριμένα πρόκειται για ένα πλάτωμα μεταξύ των κατοικιών, με τραπεζοειδές σχήμα, που μία από τις πλευρές του, η οποία ήταν πρανής, διαμορφώθηκε σε κερκίδες, ώστε καθήμενος κανείς σε αυτές να απολαμβάνει τη θέα στα δυτικά.


η περίπτωση του Πηλίου

υψομετρική διαφορά τους εννοείται η είσοδος στον χώρο. Στις παραπάνω περιπτώσεις τα κέντρα των συνοικιών διαθέτουν ανοιχτή κι ελεύθερη διαμόρφωση και το σχήμα τους δεν είναι συγκεκριμένο. Επιμήκεις πεζούλες εξυπηρετούν στην οριοθέτηση του χώρου και χρησιμεύουν ταυτόχρονα ως καθίσματα. Δεν έχουν κτιστεί βάση κάποιου σχεδίου, αλλά με επιτόπια εκτίμηση της μορφολογίας του εδάφους και με σκοπό να δημιουργηθούν επίπεδα πλατώματα στη πλαγιά. Με εξαίρεση τις πεζούλες δεν διαθέτουν άλλο εξοπλισμό. Εφαπτόμενο στο βασικό μονοπάτι, εκτός από τη κεντρική πλατεία και τη πλατεία της Παναγίας που θα εξετασθούν εκτενέστερα στη συνέχεια, βρίσκεται ακόμα το κέντρο της συνοικίας Κακουνά με χαρακτηριστικά αντίστοιχα με τα παραπάνω. Ωστόσο, αναφέρεται ξεχωριστά διότι διαφοροποιείται ελάχιστα από τις προηγούμενες, καθώς το προαύλιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου - που σημαίνει το κέντρο της περιοχής – διχοτομείται από το μονοπάτι. Στο μέσον περίπου της κεντρικής αρτηρίας του οικισμού, εκατέρωθεν και σε μικρή απόσταση από αυτή, βρίσκονται η εκκλησία της Μεταμόρφωσης (ανατολικά) και η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου (δυτικά). Στις τοποθεσίες των εκκλησιών υπάρχουν μικρά πλατώματα και αποτελούν τις πλατείες των περιοχών Μεταμόρφωση και Σαρακηνός αντίστοιχα. Η έκταση των διαμορφώσεων είναι αισθητά περιορισμένη σε σχέση με τις αντίστοιχες των κέντρων που ήδη έχουν αναφερθεί. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο ρόλος της πλατείας είναι μόνο θρησκευτικός. Κάθε μία από αυτές φιλοξενεί αρκετούς επισκέπτες μια φορά το χρόνο κατά τον εορτασμό της εκκλησίας που την ορίζει. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας χώρος στάσης για τον κουρασμένο περιηγητή ή το ομαλότερο σημείο της γειτονιάς για το παιχνίδι των παιδιών.

45


Η πλατεία της Παναγίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανήκει στην ίδια κατηγορία με τις παραπάνω αναλυθέντες. Ωστόσο τη διαχωρίζουμε από αυτές διότι δεν αποτελεί μόνο τον ελεύθερο χώρο εκτόνωσης του μοναστηριακού συγκροτήματος που τη περικλείει. Πρόκειται για το πρώτο κύτταρο, για την αφετηρία του οικισμού. Κατά το παρελθόν, εκτός από θρησκευτικό, υπήρξε παράλληλα εμπορικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο. Αυτοσχέδιες και εφήμερες εγκαταστάσεις υποστήριζαν τις παραπάνω λειτουργίες. Επομένως, μετά την απομάκρυνση τους και την μεταφορά των λειτουργιών στο γειτονικό κέντρο του Αγίου Ιωάννη, τα κτίρια του μοναστηριακού συγκροτήματος που απέμειναν περιόρισαν το ρόλο της. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα ο κοινωνικός χαρακτήρας παραμένει στο χώρο υποστηριζόμενος από τη τοπική κοινωνία. Σε ότι αφορά τη μορφή της πλατείας έχει προκύψει από το σχηματισμό κλιμακωτών επιπέδων, που δημιουργούν ένα ομαλό περιβάλλον ενάντια στο έντονα επικλινές έδαφος της περιοχής, ώστε να επιτρέπεται η σύνδεση μεταξύ των κτιρίων του συγκροτήματος. Η είσοδος στο χώρο πραγματοποιείται από το βασικό καλντερίμι μέσω της κύριας εισόδου που σχηματίζεται από τα κτίρια της επισκοπής και με τη διαμόρφωση της όψης να δίνει την εντύπωση διαβατικού. Επιπλέον είσοδοι υπάρχουν στη νότια και βόρεια πλευρά της πλατείας όπου καταλήγουν δευτερεύοντες οδοί. Το επίπεδο της κεντρικής εισόδου είναι το ανώτερο, ακολουθεί το πλάτωμα που είναι συνεπίπεδο με την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου και ένα μέτρο περίπου πιο κάτω βρίσκεται το επίπεδο που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση της πλατείας, έμπροσθεν της εισόδου του ναού. Τα επίπεδα έχουν στρωθεί με σχιστόπλακες σε όλα τα ύψη. Τα όρια της πλατείας υποβάλλονται από συμπληρωματικά κτίρια

46

8.άποψη της πλατείας της Παναγίας (είσοδος)

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας


η περίπτωση του Πηλίου

του μοναστηριακού συγκροτήματος και το συνεχόμενο πέτρινο φράχτη. Οι πορείες στο χώρο ορίζονται από συμπληρωματικές πέτρινες πεζούλες και φυτεύσεις και οι στάσεις υποδεικνύονται από τον αντίστοιχο εξοπλισμό που έχει τοποθετηθεί σε σημεία της περιμέτρου.

29. Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Μακρινίτσα: η εξέλιξη ενός οικισμού μέσα στο χώρο και στο χρόνο», διατριβή επί διδακτορία, Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1982, σ.102

Η κεντρική πλατεία – πυρήνας της Μακρινίτσας, που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία πλατειών, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, είναι επίσης οργανωμένη σε τρία επίπεδα. Οι πρώτοι κάτοικοι επενέβησαν ελάχιστα στο τοπίο για να δομήσουν κοινόχρηστους χώρους, κυρίως ακολούθησαν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους, και σε αυτό οφείλονται οι έντονες υψομετρικές διαφορές και τα διαδοχικά επίπεδα. Πίσω από το ανώτερο επίπεδο, συνεχίζει την ανηφορική του πορεία ο βασικός πεζόδρομος, συνδέοντας την κεντρική πλατεία με την πλατεία της Παναγίας. Από εκεί, οι κλίμακες στο πίσω μέρος της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη οδηγούν στο επίπεδο της κυρίως πλατείας. Η διαμόρφωση του επιπέδου αυτού με τις αλλεπάλληλες κλίμακες, δημιουργεί την αίσθηση ενός χώρου λιγότερο δημόσιου. Φαίνεται πως αυτή την ιδέα της ιδιωτικότητας αντιλήφθηκαν οι προνομιούχοι της κοινότητας και επέλεξαν εκεί να προβάλλουν δημόσια ταξικούς διαχωρισμούς, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα που σημειώθηκε έντονη οικονομική ανέλιξη στη περιοχή. Σε αυτό το επίπεδο, όπου βρίσκονταν ένα καφενείο, συγκεντρώνονταν οι ευγενείς του χωριού29 για να απολαμβάνουν τη θέα και να εποπτεύουν τον κυρίως χώρο της πλατείας. Το μεσαίο επίπεδο, που καταλαμβάνει και τη έκταση, ήταν ο χώρος όπου κυρίως δρούσε η

μεγαλύτερη κοινότητα.

47


Η είσοδος πραγματοποιείται από τη δυτική πλευρά, εκεί όπου το επίπεδο της πλατείας συναντά το βασικό πεζόδρομο. Στο ίδιο σημείο βρίσκεται η είσοδος της εκκλησίας, η οποία υποστήριζε τον θρησκευτικό ρόλο της πλατείας. Το επίπεδο αυτό οριοθετείται από κτίσματα σε βορρά, ανατολή και δύση, ενώ η νότια πλευρά του είναι εντελώς ελεύθερη και ανοικτή, εξασφαλίζοντας απεριόριστη θέα προς τον κάμπο, το Βόλο, τα γειτονικά χωριά και τις κατώτερες συνοικίες. Πέρα από την περίτεχνη κρήνη της βορεινής πλευράς, δεν παρατηρείται άλλος εξοπλισμός. Στα ανατολικά, διαμορφώθηκε μία πορεία που οδηγούσε, είτε στην έξοδο από την πλατεία, είτε στο επόμενο και τελευταίο επίπεδο αυτής. Οι χρήσεις των κτισμάτων που εφάπτονται στο μεσαίο επίπεδο (μύλος, ελαιοτριβείο) αλλά και αυτών του τελευταίου (εργαστήρια, σφαγείο, κρεοπωλείο), σχετίζονταν με εμπορικές λειτουργίες του αγροτικού τομέα και των νοικοκυριών. Ασφαλώς οι εμπορικές λειτουργίες του χώρου συμπληρώνονταν με τη παρουσία του καφενείου, που λάμβανε παράλληλα και κοινωνικό ρόλο, αφού αποτελούσε μέσο για τις κοινωνικές επαφές. Η συγκέντρωση όλων αυτών των λειτουργιών στην πλατεία, την καθιστούσε πολυσύχναστο κόμβο, καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, αφού δεν αφορούσε μόνο τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου αλλά και εκείνες του εργασιακού τομέα. Τα τελευταία συνθέτουν την εικόνα της καθημερινότητας της πλατείας η οποία διαφοροποιούνταν τις εορταστικές μέρες, που οι κάτοικοι σταματούσαν κάθε είδους εργασία, και γέμιζαν τον χώρο, με σκοπό τη διασκέδαση και τη κοινωνική συνεύρεση.

48

9.κεντρική πλατεία, εορτασμός χορευτικο-μιμητικού εθίμου (Μάηδες)

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας


12.άποψη της κεντρικής πλατείας από βορρά προς νότο

11.Ιερός Ναός Αγίου Ιωάννη

10.πρόσβαση στην κεντρική πλατεία από το βασικό καλντερίμι

η περίπτωση του Πηλίου

49


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

Η διαμόρφωση της πλατείας δεν υπέστη αλλαγές από τη δημιουργία της μέχρι σήμερα, αν εξαιρέσουμε ότι η πλακόστρωση αρχικά έλειπε και προστέθηκε αργότερα το 1930. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η σύγχρονη εικόνα της, σε επίπεδο δομών, είναι όμοια με εκείνη του παρελθόντος. Η διαφορά εντοπίζεται στον χαρακτήρα της πλατείας, ο οποίος τροποποιήθηκε εξαιτίας των αλλαγών στις χρήσεις των κτιρίων και της αντιμετώπισης του χώρου με οικονομικούς όρους, από τη πλευρά τόσο της πολιτείας όσο και της τοπικής κοινωνίας. Οι προηγούμενες χρήσεις των κτιρίων σταδιακά εγκαταλείφτηκαν και αντικαταστάθηκαν από καινούριες, που εμφανίστηκαν απαραίτητες για την εξυπηρέτηση της αναδυόμενης τουριστικής δραστηριότητας και αφορούν αποκλειστικά στην εστίαση και στην αναψυχή. Ο ναός του Αγίου Ιωάννη δεν αποτελεί πλέον τόσο θρησκευτικό κέντρο, όσο μνημείο της βυζαντινής περιόδου, και υποβάλει έτσι πολιτισμικό χαρακτήρα στην περιοχή. Η περεταίρω αντιμετώπιση της πλατείας ως αξιοθέατο, την απομακρύνει ακόμα περισσότερο από τον ουσιώδη ρόλο της, ο οποίος είναι να βιώνεται τώρα, και όχι να αποτελεί αναπαράσταση της ζωής στο παρελθόν.

50


κεντρική πλατεία Μακρινίτσας πλατεία

ναός

βασικός πεζόδρομος δευτερεύουσα αρτηρία κυκλοφορίας κατοικία ή άλλο κτίριο

διαγραμματική απόδοση οικιστικής οργάνωσης

πλατεία Παναγίας


Μακρινίτσα


η περίπτωση του Πηλίου

Λαύκος

30. Ο Όμηρος αναφέρει στο Β’ βιβλίο της Ιλιάδας, ότι σε περιοχή του Νοτίου Πηλίου που ονομάζονταν Ολιζώνα, ο αρχηγός Φιλοκτήτης πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με πλοία, ερέτες και τοξότες, γεγονός που μαρτυρά την ύπαρξη κατοίκων στη περιοχή. 31. Λαμπαδάρης Δημήτρης Ε., «Γενέθλια γη: ο Λαύκος (ιστορική – οικονομική – αρχαιολογική – κοινωνική και λαογραφική επισκόπηση», εκδ. Προμηθεύς, Αθήνα, 1996, σ.15

Ο Λαύκος είναι ένας μικρός αγροτικός ορεινός οικισμός στη προέκταση του Πηλίου προς το νότο. Ως οικιστικός σχηματισμός περιγράφεται απλός (βλ. κεφάλαιο 2.3). Διαθέτει ένα κέντρο (μονόκεντρος) γύρω από το οποίο έχει αναπτυχθεί (συγκεντρωμένος). Αποτελεί τυπικό παράδειγμα οικισμού τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, καθώς απαντά, όχι μόνο σε μονόκεντρα, απλά στο σχηματισμό τους, αντίστοιχα χωριά του Πηλίου, αλλά και πέρα από αυτό. Παρόλο που στο χώρο του Πηλίου συναντάμε πλήθος όμοιων οικισμών, η επιλογή του συγκεκριμένου έγινε με γνώμονα την ιδιαίτερη πνευματική και οικονομική πορεία που σημείωσε, καθώς και την υπεροχή του έναντι άλλων οικισμών στην ευρύτερη περιοχή του Νοτίου Πηλίου. Το παράδειγμα του Λαύκου, με τον διαδεδομένο τύπο οικιστικής οργάνωσης που διαθέτει, δίνει τη δυνατότητα, μέσα από τη παρατήρησή του, να προσφέρει τα συμπεράσματά του προς όφελος του μεγαλύτερου μέρους των οικισμών της χώρας. Η περιοχή του Νοτίου Πηλίου κατοικούνταν ήδη από τα χρόνια που υποτίθεται διεξήχθη ο Τρωικός Πόλεμος30 . Αργότερα, στοιχεία για την ύπαρξη οικισμών στη περιοχή παρέχουν εκκλησιαστικά έγγραφα, που αναφέρονται σε βακούφια και μετόχια μοναστηριών, κυρίως του Αγίου Όρους, στα οποία από το 1100μ.Χ. κατοικούσαν λιγοστοί μοναχοί. Οι πρώτοι κάτοικοι άρχιζαν να συγκεντρώνονται στην περιοχή του Λαύκου από τα τέλη του 15ου ως τις αρχές του 16ου αιώνα31 . Οι πρόσφυγες στη περιοχή δεν κατέφτασαν εδώ για να βρουν καταφύγιο σε κάποιο μοναστήρι, όπως συνέβη σε προηγούμενο παράδειγμα, ωστόσο οδηγούμενοι από την ίδια ανάγκη για εύρεση ασφαλούς τόπου κατοίκησης στα απόκρυφα σημεία του βουνού, αρχικά συγκεντρώθηκαν σε κάποια

53


ρεματιά όπου υπήρχε πηγή για την εξασφάλιση της ύδρευσης. Στη συνέχεια η πηγή διαμορφώθηκε σε βρύση (σημερινή τοποθεσία Παλιόβρυσης) και ορίστηκε το προσωρινό κέντρο του μέχρι τότε μικρού οικισμού. Το 1756 χτίζεται η πρώτη εκκλησία αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου32 και στη θέση όπου βρίσκεται διαμορφώνεται η πλατεία του χωριού. Όταν το 1910 με 1913 έχει απομακρυνθεί κάθε φόβος για εχθρικές επιθέσεις οι κάτοικοι αποφασίζουν να επεκτείνουν τα σύνορα του οικισμού προς τις κορυφογραμμές των λόφων και ο οικισμός να αποκτήσει τη μορφή που παρουσιάζει σήμερα. Στη συνέχεια περιγράφεται η σύγχρονη εικόνα του οικισμού και της πλατείας του, αφού σε επίπεδο δομών και χρήσεων δεν παρουσιάζονται δραματικές αλλαγές. Ο Λαύκος σε ό,τι αφορά τη πολεοδομική του διαμόρφωση διαθέτει ένα βασικό μονοπάτι, που διαφέρει από τα υπόλοιπα με το εμφανώς μεγαλύτερο πλάτος του. Ο βασικός αυτός πεζόδρομος διατρέχει τον οικισμό σε όλο του το πλάτος όπως η διάμετρος ενός κύκλου. Στο μέσον του περίπου συναντά το κέντρο του οικισμού (κέντρο του κύκλου), τη πλατεία και διακόπτεται τμηματικά από αυτή. Σαν κλαδιά αναπτύσσονται μικρότερα μονοπάτια με βασικό κορμό την κύρια οδό του χωριού. Σήμερα η κεντρική αρτηρία παραμένει πεζόδρομος και η κυκλοφορία των οχημάτων εξυπηρετείται από περιφερειακό επαρχιακό δίκτυο στο οποίο καταλήγουν οι άκρες του βασικού μονοπατιού. Στη πλατεία του χωριού καταλήγει κανείς όποια οδό και αν επιλέξει και τοποθετημένη κεντρικά καθώς είναι οι αποστάσεις είναι ισομοιρασμένες. Στα σημεία όπου ο βασικός πεζόδρομος

54

13.Λαύκος, άποψη οικισμού

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

32. Λαμπαδάρης Δημήτρης Ε., «Γενέθλια γη: ο Λαύκος (ιστορική – οικονομική – αρχαιολογική – κοινωνική και λαογραφική επισκόπηση», εκδ. Προμηθεύς, Αθήνα, 1996, σ.16


14.πλατεία - βασικός πεζόδρομος, πρόσβαση από το νότο

η περίπτωση του Πηλίου

βρίσκει τη πλατεία (βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά) ανηφορικές κλίμακες βοηθούν τη πρόσβαση. Επιπλέον, στη δυτική πλευρά της πλατείας εννοείται μία γραμμική κίνηση (από βορρά προς νότο και αντίστροφα) ως συνέχεια του πεζοδρόμου. Η πλατεία διαθέτει βασικές λειτουργίες, που από τη δημιουργία της δόθηκαν σε αυτή, και υποστηρίζονται από τα αντίστοιχα κτίρια: εκκλησία, κτίριο τοπικής αρχής, καφενεία και φυσικά κρήνη. Σε ψηλότερο επίπεδο για να τονιστεί η σημασία της βρίσκεται η εκκλησία, ενώ δύο σκαλιά πιο κάτω βρίσκεται ο χώρος της κυρίως πλατείας σε σχήμα Π με το άνοιγμα να σχετίζεται με τη νότια όψη του ναού. Ο εξοπλισμός των επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στο χώρο της πλατείας, έχει οριστεί από τη τοπική αρχή να τοποθετούνται έτσι ώστε ένα σχεδόν κυκλικό τμήμα της επιφάνειας της κυρίως πλατείας να παραμένει ελεύθερο. Έτσι, σχηματίζεται ένας κύκλος με κέντρο το θεωρητικό κέντρο της πλατείας και με ακτίνα περίπου το πλάτος της πλατείας χωρισμένο στα τέσσερα. Αυτή η επιφάνεια αποτελεί τον ελεύθερο χώρο κίνησης της πλατείας που δε φέρει φυτεύσεις ή άλλο εξοπλισμό. Δέντρα έχουν φυτευτεί στη περίμετρο του κύκλου. Έχει δημιουργηθεί, λοιπόν, μία ημικυκλική ζώνη καθισμάτων –όχι δημόσιου χαρακτήρα- που σε ρυθμιστικούς όρους θεάτρου θα μπορούσε να μεταφραστεί σε κοίλον θεάτρου. Το ρόλο της ορχήστρας κατέχει η ελεύθερη επιφάνεια στο κέντρο όπου λαμβάνει χώρα η δράση, ενώ στη θέση της σκηνής βρίσκεται η εκκλησία, με τη νότια πλευρά του αυλόγυρου της να αποτελεί το προσκήνιο. Όλα τα παραπάνω αποτελούν δεδομένα που πάντοτε ίσχυαν για τη πλατεία του Λαύκου, το καινούριο στοιχείο σε αυτή

55


είναι η παρουσία εκθεσιακών χώρων και άλλων χώρων πολιτισμού στη νότια πλευρά της πλατείας (νότια και της εκκλησίας). Το τελευταίο μαρτυρά την ανάγκη για επέκταση της στην ίδια κατεύθυνση, αυξάνοντας το μεγεθός της και εμπλουτίζοντας τον ρόλο της, ώστε εκτός από θρησκευτικός, πολιτικός, κοινωνικός, οικονομικός να είναι και πολιτιστικός. Ο Λαύκος, παρόλο που αποτελεί πόλο έλξης επισκεπτών, η τουριστική διαδικασία δε φαίνεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο δημόσιο χώρο αυτού, όπως συνέβη στο προηγούμενο παράδειγμα. Ωστόσο, η αμετάβλητη εικόνα που παρουσιάζει η πλατεία εδώ και έναν ή και περισσότερους αιώνες, την καθιστά σκηνικό παγωμένο στον χρόνο. Σίγουρα η πλατεία του χωριού είναι ελκυστική, γιατί παραμένει παραδοσιακή και διατηρώντας τη φυσιογνωμία της συγκρατούνται πολιτισμικοί δεσμοί, αλλά αποτελεί ζητούμενο πέρα από πολιτισμικό τεκμήριο να είναι ταυτόχρονα ο τόπος της σύγχρονης πολιτισμικής δράσης.

56

15.στιγμιότυπο από την πλατεία με φόντο το κτίριο της τοπικής αρχής

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας


πλατεία Λαύκου

διαγραμματική απόδοση οικιστικής οργάνωσης

επαρχιακό δίκτυο βασικός πεζόδρομος δευτερεύουσα αρτηρία κυκλοφορίας κατοικία ή άλλο κτίριο ναός

πλατεία


Λαύκος


η περίπτωση του Πηλίου

Μηλίνα

33. «Στη μεσημβρινή πλαγιά τούτου του γραμμένου λόφου που οι ντόπιοι ονομάζουν Χορτόκαστρο, απλωνόταν στα παμπάλαια χρόνια η ονομαστή στη Μαγνησία πολιτεία Σπάλαυθρα που αναφέρει ο Σκύλακας στον «Περίπλουν» του, αχνάρια της οποίας επισήμανε κι ο Γάλλος περιηγητής Μεζιέρ και οι δικοί μας Γιαννόπουλος και Αρβανιτόπουλος.» Λιάπης Κώστας, «Ώρες του Πηλίου: το χθες και το σήμερα του φημισμένου βουνού», εκδ. Πύλη, Αθήνα, 1990, σ.214 34. Φιλιππίδης Αργύρης, «Μερική Γεωγραφία», εκδ. Θ. Σπεράντζα, Αθήνα, 1978, σ.50

Δυτικά του Λαύκου βρίσκεται το επίνειο του η Μηλίνα. Πρόκειται για ένα μικρό παραθαλάσσιο οικισμό με γραμμική διάταξη που δε διαθέτει συγκεντρωμένο τόπο δραστηριοτήτων με τη συνήθη μορφή μιας πλατείας. Τα γενικά χαρακτηριστικά της παραπέμπουν σε τυπικό παραθαλάσσιο χωριό, με οικονομία βασισμένη στη ναυτιλία και την αλιεία. Το παράδειγμά της ακολουθεί πλήθος άλλων αντίστοιχων οικισμών της Ελλάδας, που αναπτύσσονται κατά μήκος της τεράστιας ακτογραμμής της, και εννοούν για κέντρο την παραλιακή τους οδό. Η Μηλίνα είναι από τους οικισμούς που τοποθετεί την αφετηρία της ύπαρξης της πίσω στα αρχαία χρόνια. Έχει μνημονευθεί από τον Όμηρο, τον Σκύλακα33 και από άλλους με διάφορα τοπωνύμια – Ολιζώνα, Σπάλαυθρα - πάντοτε όμως αναφέρεται ως σπουδαίο φυσικό λιμάνι που συμμετείχε στα γεγονότα του παρελθόντος. Ωστόσο, οι αρχαιολογικές έρευνες βρίσκονται εν αναμονή οπότε περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτές τις οικιστικές διαμορφώσεις δεν γνωρίζουμε, όπως επίσης λιγοστές είναι και οι πληροφορίες για τη πορεία του τόπου τη βυζαντινή περίοδο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπως έχει τονιστεί, ευδοκίμησαν οι ορεινοί δυσπρόσιτοι οικισμοί, οπότε οι παραθαλάσσιοι λειτουργούσαν συμπληρωματικά ως επίνεια. Το ίδιο και η Μηλίνα που υπήρξε «τόπος της σκάλας»34 για το Λαύκο, υπολειτουργώντας στη σκιά του. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η πρώτη αναπτυσσόταν ανεξάρτητα, ενώ το 1951 αποσπάστηκε από το Λαύκο και τυπικά πλέον, αποτελώντας ξεχωριστή Κοινότητα. Η ολοκλήρωση της Μηλίνας ως οικισμός, επήλθε με την δημιουργία της ενορίας της το 1961, που ανεγέρθηκε ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του οποίου η κεντρική είσοδος αντικρίζει

59


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

την παραλιακή οδό του οικισμού, το θεωρητικό του κέντρο. Αρχικά, η διαμόρφωση του οικισμού περιοριζόταν κατά μήκος της παραλιακής οδού, με την αύξηση όμως του πληθυσμού του, αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε παράλληλα και πίσω (ανατολικά) από την αρχική γραμμική πολεοδομική διάταξη που είχε σχηματιστεί. Έτσι δημιουργήθηκε ένα πλέγμα παράλληλων και κάθετων οδών κυκλοφορίας που ολοκλήρωσε την πολεοδομική εικόνα του οικισμού. Ο παραλιακός δρόμος εκτείνεται αριστερά και δεξιά για να συνδέσει τη Μηλίνα με άλλους οικισμούς, καθώς αυτός αποτελεί τμήμα του επαρχιακού δικτύου του Νοτίου Πηλίου. Ο κύριος όγκος του οικισμού έχει απλωθεί ανάμεσα σε δύο ρέματα όπου το έδαφος ήταν καταλληλότερο. Τα σημεία όπου καταλήγουν τα ρέματα έχουν οριοθετήσει άτυπα το τμήμα της παραλιακής οδού που αποτελεί το κέντρο των δραστηριοτήτων των κατοίκων του οικισμού, ενώ πέρα και κατά μήκος αυτού εξακολουθεί η δόμηση με αποκλειστική χρήση την κατοικία. Στη Μηλίνα, οι κάτοικοι αποφάσισαν για κέντρο των δραστηριοτήτων τους, το παραλιακό μέτωπο. Με άλλα λόγια, το κέντρο εδώ, δεν είναι ένας χώρος περικλειόμενος από τα κτίρια των βασικών λειτουργιών, και ούτε κυρίως τόπος στάσης, αλλά είναι βασικά περίπατος, ένας τόπος κίνησης. Παρόλα αυτά, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, πρόκειται για «πλατεία», δοσμένη με μια πιο διευρυμένη έννοια του όρου τεχνικά, αλλά πάντα στα συγκεκριμένα όρια του λειτουργικού της προορισμού. Αρχικά, δεν υπήρχε καμία διαμόρφωση, παρά μόνο η άτυπη συμφωνία της κοινότητας για την ύπαρξη κέντρου, του οποίου το πλάτος οριζόταν από τις όψεις των κτιρίων στα

60


η περίπτωση του Πηλίου

ανατολικά και από την ακτογραμμή στα δυτικά. Αυτή η επιμήκης πλατεία προοριζόταν για τις εμπορικές συναλλαγές που ως επί το πλείστον γίνονταν δια θαλάσσης, για τον περίπατο και τις κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων, για δραστηριότητες των πιστών, για εορτασμούς και πολιτιστικά δρώμενα.

16.άποψη του παραλιακού μετώπου μετά τις πρόσφατες αναπλάσεις

Το κέντρο του οικισμού παρέμεινε έως τη δεκαετία του 1960 χωρίς να έχει συγκεκριμένη διαμόρφωση. Εκείνη όμως την εποχή, αυξήθηκε ο αριθμός των οχημάτων και επιπλέον ξεκίνησε η τουριστική δραστηριότητα στη περιοχή. Η παρουσία περισσότερων οχημάτων επέβαλε τη διαμόρφωση μίας οδού κυκλοφορίας, κάτι τέτοιο όμως, περιόριζε ταυτόχρονα τη κίνηση των πεζών. Οπότε κρίθηκε αναγκαία η ύπαρξη επιπλέον χώρου για τη κίνηση των τελευταίων. Για το σκοπό αυτό αρχικά δημιουργήθηκε πεζοδρόμιο στη πλευρά των κτιρίων και πέρα από αυτό διαμορφώθηκε ο δρόμος για τη κυκλοφορία των οχημάτων. Η αύξηση της τουριστικής κίνησης και η έλλειψη χώρου για τις νέες λειτουργίες αναψυχής, συντέλεσαν στη δημιουργία ενός πεζοδρόμου με πλάτος αντίστοιχο του δρόμου και μήκος ανάλογο του εννοούμενου ως κέντρο. Η διαμόρφωση του κέντρου χαρακτηρίστηκε από προχειρότητα και έλλειψη σεβασμού στο φυσικό περιβάλλον και τη τοπική ταυτότητα, αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία του. Πρόσφατα, έχουν πραγματοποιηθεί προσπάθειες αναδιαμόρφωσης του παραλιακού μετώπου, χωρίς όμως να αποτελούν μέρος μιας ενιαίας σχεδιαστικής πρότασης. Αποσκοπούν στην ωραιοποίηση του χώρου και όχι στον ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό του. Με αυτό τον τρόπο εντείνεται το πρόβλημα της αισθητικής υποβάθμισης και απαξιώνεται ο τόπος ως τουριστικός προορισμός.

61


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

17

62

1959

18

1970

19

2009 απόψεις της παραλιακής οδού


άποψη

της Μηλίνας 1960

διαγραμματική απόδοση οικιστικής οργάνωσης γραμμική “πλατεία” Μηλίνας

επαρχιακό δίκτυο δευτερεύουσα αρτηρία κυκλοφορίας ρέμα κατοικία ή άλλο κτίριο ναός πλατεία

20


Μηλίνα


η περίπτωση του Πηλίου

Άφησσος

Στο μέσον περίπου της διαδρομής από Μηλίνα για Βόλο, βρίσκεται ένας ακόμα παραθαλάσσιος οικισμός, η Άφησσος. Πρόκειται για το επίνειο του ημιορεινού οικισμού των Αφετών. Έχει κτιστεί αμφιθεατρικά ανάμεσα στους ελαιώνες και ανήκει στη κατηγορία των γραμμικών οικισμών, με κυρίαρχο στοιχείο το παραλιακό μέτωπο. Η παρουσία του παραδείγματός της στη παρούσα μελέτη είναι σημαντική, καθώς αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση γραμμικού παραθαλάσσιου οικισμού που διαθέτει και συγκεντρωμένο κέντρο – πλατεία- σε σημείο του παραλιακού της μετώπου. Η ιστορία του οικισμού ξεκινάει ήδη από τα χρόνια της Αργοναυτικής εκστρατείας και αναφέρεται ως η πόλη των Αφετών, ένας από τους σταθμούς του πληρώματος πριν αυτός φτάσει στο προορισμό του. Η ονομασία Αφέτες υιοθετήθηκε μετέπειτα από τον οικισμό που βρίσκεται σήμερα λίγα μέτρα πιο πάνω από την Άφησσο, πιθανότατα οι κάτοικοι του αρχαίου οικισμού να μετακινήθηκαν εκεί για λόγους ασφαλείας. Όταν, λοιπόν, οι συνθήκες έγιναν ευνοϊκότερες η Άφησσος έγινε επίνειο και πήρε σταδιακά τη μορφή που έχει σήμερα. Το βασικό στοιχείο του πολεοδομικού σχηματισμού του οικισμού είναι ο παραλιακός δρόμος, που εκτός του ότι τμήμα του αποτελεί το κέντρο των δραστηριοτήτων, είναι παράλληλα η συνδετήριος οδός με το επαρχιακό δίκτυο. Το εσωτερικό δίκτυο κυκλοφορίας του οικισμού δεν ακολουθεί κάποια προγραμματική λογική, αλλά έχει εν μέρει επιβληθεί από το έντονο ανάγλυφο του εδάφους. Λόγω αυτών των έντονων και πυκνών υψομετρικών καμπυλών η παραλιακή οδός βρίσκεται πολλές φορές αρκετά

65


66

22.άποψη της πλατείας

21.Άφησσος, άποψη από βορρά

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας


η περίπτωση του Πηλίου

μέτρα πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, στη θέση όμως όπου η διαφορά αυτή είναι ελάχιστη βρίσκεται το τμήμα του παραλιακού μετώπου του οικισμού που έχει το ρόλο του κέντρου. Επίσης, σε κάποιο σημείο αυτού του τμήματος ανοίγεται η πλατεία. Η διαμόρφωση του κέντρου ακολούθησε τα ίδια στάδια με εκείνα που αναφέρθηκαν παραπάνω και αφορούσαν τον οικισμό της Μηλίνας. Η εντατικότερη χρήση οχημάτων και η τουριστική ανάπτυξη υπήρξαν, και για τη περίπτωση του οικισμού της Αφήσσου, σημαντικά δεδομένα για την εξέλιξη του κέντρου και για την εικόνα που έχει αυτό σήμερα. Ο οικισμός διαθέτει δύο κέντρα και μάλιστα το ένα μέσα στο άλλο. Το πρώτο είναι το τμήμα του παραλιακού μετώπου όπου οι χρήσεις των κτιρίων της όψης του αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι έχουν καθορίσει το ρόλο του ως τέτοιο, δηλαδή κέντρο, και με μια ευρύτερη έννοια ως πλατεία. Η οδός αυτή εφάπτεται στη δεύτερη πλατεία, που ορίζεται με τη παραδοσιακή έννοια του όρου αυτή τη φορά. Η τελευταία, διαθέτει εκκλησιαστικό και πολιτικό κέντρο, καφενείο και παντοπωλείο, τα βασικά στοιχεία δηλαδή μιας πλατείας ώστε να καθίσταται κέντρο της ζωής του οικισμού. Η διαμόρφωση της επίσης είναι αντίστοιχη μιας τυπικής πλατείας. Είναι πλακόστρωτη, σκιάζεται από τα πλατιά φύλλα των πλατάνων και δροσίζεται από τη πηγή της. Φαίνεται, λοιπόν, το παραλιακό μέτωπο να είναι το μεγάλο κέντρο, που μέσα του έχει ένα μικρότερο πιο συγκροτημένο. Από την άλλη πάλι, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο οικισμός διαθέτει ένα κέντρο, τη παραδοσιακή πλατεία. Ίσως η οδός του παραλιακού μετώπου να έχει το ρόλο του βασικού καλντεριμιού των ορεινών

67


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

οικισμών, που σύνδεε το κέντρο με τη περιφέρεια. Η επιτόπια παρατήρηση πάντως δεν αφήνει περιθώρια για αποδοχή της τελευταίας εκδοχής. Κάτοικοι και επισκέπτες αντιλαμβάνονται την πλατεία αυτή ως τον χώρο που παραλαμβάνει τη κίνηση της παραλιακής οδού και τη διαχέει στο εσωτερικό του οικισμού. Η «πλατεία του πλατάνου» όταν εντοπίζεται στους παραθαλάσσιους οικισμούς δεν είναι τίποτα άλλο από ένα νοσταλγικό στοιχείο, εμπνευσμένο από τα συμβατικά κέντρα των ορεινών οικισμών. Ένα μόρφωμα το οποίο οι κάτοικοι -που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές αυτές από τα ορεινά που είχαν μεταβεί λόγω της ανασφάλειας των παραλίων- είχαν δεχθεί αβίαστα, το υιοθέτησαν αυτούσιο και δίχως άλλο, παρόλο που δεν ήταν μονόδρομος σαν σχηματισμός, ειδικά όταν πρόκειται για παραθαλάσσια χωριά.

68


πλατεία Αφήσσου

διαγραμματική απόδοση οικιστικής οργάνωσης

επαρχιακό δίκτυο βασικός πεζόδρομος δευτερεύουσα αρτηρία κυκλοφορίας κατοικία ή άλλο κτίριο ναός πλατεία


Άφησσος


η περίπτωση του Πηλίου

2.4 ανακεφαλαίωση

Στα προηγούμενα κεφάλαια εντοπίσθηκαν τα γενικά χαρακτηριστικά των πλατειών τεσσάρων οικισμών του Πηλίου, οι οποίοι αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα των τεσσάρων αντίστοιχων τύπων οικιστικής οργάνωσης, καλύπτοντας κάθε περίπτωση κέντρου. Αρχικά, δόθηκαν οι λόγοι και τα ιστορικά στοιχεία που αιτιολογούν τη δημιουργία κάθε χωριού και παράλληλα δίνονται οι πληροφορίες για τη αρχική μορφή των αντίστοιχων πλατειών, γιατί δε νοείται η δημιουργία οικισμού χωρίς τη διαμόρφωση κέντρου. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε το πώς εντάχθηκε το εκάστοτε κέντρο – ή κέντρα – στον πολεοδομικό ιστό και ποιό το αποτέλεσμα της σύνθεσης. Κατόπιν, σημειώθηκαν τα στάδια της εξέλιξης της εκάστοτε πλατείας, περιγράφηκαν τα στοιχεία που τις συνθέτουν και ποιά ήταν η θέση τους στη ζωή των κατοίκων κατά το παρελθόν. Τέλος, παρατηρήθηκε η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα οι πλατείες των οικισμών και η στάση της κοινωνίας απέναντι σε αυτές τις δομές στο παρόν. Σε ό,τι αφορά τα αίτια της δημιουργίας των οικισμών στη συγκεκριμένη περιοχή του Πηλίου, η απάντηση έχει δοθεί πολλάκις στο παρόν. Επί τροχάδην, η γεωφυσική θέση και ο περιβαλλοντικός πλούτος προσέλκυσαν τους πρώτους οικιστές, τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά γεγονότα του πιο πρόσφατου παρελθόντος ήταν αυτά που δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε να κατοικηθούν ακόμα και οι πιο δυσπρόσιτες περιοχές. Σχετικά, πάλι με τη δημιουργία των κέντρων η απάντηση δεν αφορά σε τοπικά αίτια, αλλά σχετίζεται με την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης δομής, όπως έχει ειπωθεί από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια, ώστε να αξιώνεται η συγκέντρωση του πλήθους σε «οικισμό». Η μελέτη της δημιουργίας των κεντρικών πυρήνων, αποτελεί περισσότερο

71


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

Παρατηρήθηκε πως σε κάθε οικισμό, βασικό συνθετικό στοιχείο του πολεοδομικού ιστού υπήρξε μια κύρια αρτηρία κυκλοφορίας. Αυτή συνηθίζεται, στους ορεινούς οικισμούς, να διατρέχει μεγάλο μήκος του εσωτερικού, του οικισμού και έχει την ιδιότητα να συνδέει τα επιμέρους στοιχεία του και να τα ενοποιεί. Στους παραθαλάσσιους οικισμούς, η ανάπτυξη τους ακολουθεί συνήθως τον παραλιακό άξονα κυκλοφορίας, που αποτελεί το φυσικό όριο του οικισμού στη θάλασσα. Η βασική οδός φέρει, επίσης, την υποχρέωση της πρόσβασης στο κέντρο του οικισμού ή ταυτίζεται με αυτό (παραθαλάσσιοι οικισμοί). Όταν ένας δρόμος οδηγεί σε έναν κεντρικό, ανοιχτό δημόσιο χώρο ή το αντίστροφο, με την αλλαγή της κλίμακας και του σχήματος, πετυχαίνεται η εναλλαγή των φυσικών χώρων και η συνοχή των κοινωνικών χώρων. Η συνεκτικότητα που διακρίνει τους φυσικούς και κοινωνικούς χώρους στους παραδοσιακούς οικισμούς, συντελεί στην παραπέρα συνοχή της κοινωνικής ομάδας. Αυτή η κύρια κυκλοφοριακή αρτηρία, εμφανίζεται ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του οικισμού και δεν είναι άσχετη με τη διαμόρφωση των κέντρων. Ως το μεταβατικό στοιχείο που καταλήγει στη βασικότερη δομή του οικισμού, την πλατεία, η μελέτη και η προσεκτική αντιμετώπιση του είναι αναγκαία. Η μορφή που πήρε το κέντρο κάθε οικισμού, εξαρτήθηκε από τη φυσική του διαμόρφωση. Έτσι, λοιπόν, συναντώνται πλατείες με κλιμακωτά επίπεδα μεγάλης υψομετρικής διαφοράς ή πιο ισόπεδες,

72

διάγραμμα 3: σχέση κύριας κυκλογοριακής οδού και κέντρων

ιστορικό στοιχείο, παρά πηγή ουσιαστικών συμπερασμάτων, ικανή να απαντά στο ερώτημα σχετικά με το μέλλον αυτών.


η περίπτωση του Πηλίου

προφανώς εξαιτίας του έντονου ή ομαλότερου ανάγλυφου αντίστοιχα. Η ανθρώπινη παρέμβαση στους χώρους αυτούς ήταν ελάχιστη. Οι κλίσεις και άλλα φυσικά στοιχεία, όπως η βλάστηση και οι πηγές, διατηρήθηκαν και πολλές φορές αναδείχθηκαν μέσα από κτίσματα, σε καμία περίπτωση όμως δεν απορρίφθηκαν. Η χρήση υλικών της περιοχής για τη περαιτέρω διαμόρφωση της πλατείας, βοηθά, συνδυαστικά με τα παραπάνω, στην ομαλότερη ένταξη της δομής στο τοπίο. Η συμβολή του ανθρώπου στο χώρο στο παρελθόν, εντοπίζεται μέσα από τις λειτουργίες που προσέδιδε σε αυτόν. Η εμπορική ήταν η κυρίαρχη λειτουργία του χώρου και σχετίζονταν με βασικές ανάγκες της απασχόλησης των κατοίκων. Παράλληλα, η πλατεία αποτελούσε τον τόπο που φιλοξενούνταν οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Επίσης, δεν απευθυνόταν σε μία κοινωνική ή ηλικιακή ομάδα, αλλά στο σύνολο των κατοίκων του οικισμού. Όλα τα παραπάνω, οδήγησαν στον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της πλατείας σε επίπεδο λειτουργιών και στον κοινωνικό της προορισμό. Η σύγχρονη εικόνα της πλατείας μορφολογικά διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Όπως τονίστηκε παραπάνω, αυτά ήταν η ανώνυμη σύνθεση, η κατασκευαστική λιτότητα, το ακανόνιστο της μορφής και η ταύτιση με τον φυσικό περιβάλλον. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί τη πλατεία σήμερα είναι η αλλαγή του λειτουργικού της χαρακτήρα. Η πλατεία μετατράπηκε σε αξιοθέατο, ο συγκεντρωτικός της ρόλος περιορίστηκε και η αναψυχή αναδείχθηκε η κυρίαρχη λειτουργία. Επιπλέον, ο τουρισμός στη περιοχή αποτελεί, δεκαετίες πλέον, σπουδαίο οικονομικό πόρο,

73


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

ταυτόχρονα όμως, έχει συμβάλλει καταλυτικά στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας του τόπου γενικά και της πλατείας ειδικότερα. Στην κατεύθυνση της τουριστικής ανάπτυξης, η πλατεία, παρόλο που αποτελεί ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τόπου για την ανάδειξη του ως τουριστικό προορισμό, τελικά παραγκωνίζεται. Ακόμη, οι αποσπασματικές και συνήθως πρόχειρες αναπλάσεις, η έλλειψη αισθητικής αντίληψης και το μειωμένο ενδιαφέρον για το δημόσιο χώρο των οικισμών της υπαίθρου, έχουν υποβαθμίσει και απαξιώσει την πλατεία. Τέλος, οι σύγχρονες απαιτήσεις σε δημόσιο χώρο ελάχιστα μπορούν να ικανοποιηθούν από τις υπάρχουσες δομές, ειδικά με τη τροπή που έχουν πάρει. Ο λειτουργικός προορισμός της πλατείας έχει μπει σε άλλη τροχιά και δεν επιβάλλεται πλέον να είναι συγκεντρωτικός όπως κατά το παρελθόν, ούτε αρκεί όμως να είναι μονοσήμαντος όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Αυτό που μένει είναι να αποσαφηνιστεί ο χρηστικός ρόλος της πλατείας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και στη συνέχεια πώς αυτός θα «χωρέσει» στις συγκεκριμένες δομές των πηλιορείτικων κέντρων.

74


3

αναφορά στον χρήστη



αναφορά στον χρήστη

3.1 διεθνείς τάσεις στο δημόσιο χώρο το προφίλ του νέου χρήστη

35. Μπίστη Μαριάννα, «Δημοσίου χώρου χρήστες αναζητούνται», Ερευνητική Εργασία, ΕΜΠ, Αθήνα, 2012, σ.31 36. Γιαννούδης Σωκράτης, «Κατασκευάζοντας τον δημόσιο

Αναζητώντας τοποθετήσεις σχετικά με το ζήτημα των κεντρικών δημόσιων χώρων στη σύγχρονη εποχή, συναντώνται αποσπασματικές θεωρίες μεμονωμένων επιστημόνων, ατόμων ή μικρών ομάδων. Οι τελευταίες, ίσως, ολοκληρωμένες προσπάθειες διατύπωσης συγκεκριμένων θέσεων ή προβληματισμών έχουν πραγματοποιηθεί την περίοδο του Μεταμοντέρνου35 . Τότε, το ενδιαφέρον στράφηκε στα θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από τη σχέση συλλογικότητας και ατομικότητας, με έμφαση στην πρώτη. Η θέση του χρήστη και το δικαίωμα του για συναναστροφή και συναπόφαση στη δημιουργία του κτισμένου περιβάλλοντος τέθηκε ως προτεραιότητα, τονίζοντας παράλληλα την κοινωνική αποστολή της αρχιτεκτονικής. Παρόλα αυτά η πορεία της πλατείας τα τελευταία τριάντα χρόνια, δεν συνοδεύτηκε από τη «φιλική προς τον χρήστη» αρχή αντιμετώπισης της. Σχετικά με τη διαδρομή της πλατείας, εν συντομία να αναφέρουμε ότι έπαψε να αποτελεί κοινωνικό αγαθό και «αφαιρέθηκε» ως δικαίωμα από τους πολίτες. Ο αποκλειστικός και μόνος προορισμός της αναδείχθηκε η καταναλωτική διαδικασία, αφαιρώντας από τα χαρακτηριστικά του κοινόχρηστου χώρου αυτό του δημόσιου αγαθού. Υποβαθμίζοντας το ρόλο του χρήστη και περιορίζοντας τον σε αυτόν του πελάτη – καταναλωτή, απαξιώνεται ταυτόχρονα ο δημόσιος χώρος. Επιπλέον, οι τηλεπικοινωνίες, η τηλεόραση, τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πιο πρόσφατα το διαδίκτυο, καθώς και τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα απεικόνισης, έχουν επαναπροσδιορίσει την κοινωνική πραγματικότητα, συνθέτοντας τα στοιχεία εκείνα που αμφισβητούν τον παραδοσιακό ρόλο της πλατείας36 .

77


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

Έπειτα από τις τελευταίες εξελίξεις, ο επαναπροσδιορισμός της πλατείας έχει αποτελέσει διεθνή τάση. Οι σύγχρονες μελέτες συμφωνούν πως η επίτευξη του στόχου εξαρτάται από την εκ νέου αναζήτηση και προσδιορισμό του χρήστη. Διότι, είναι κοινός τόπος ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αφορά στον προσδιορισμό ενός χώρου, ιδιωτικού ή δημόσιου, και σε οποιοδήποτε χρόνο, δεν μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν ο χρήστης. Το πρόσωπο του χρήστη των δημόσιων χώρων στη σύγχρονη βιβλιογραφία, παρουσιάζεται κοινό για το σύνολο των περιβαλλόντων του ανεπτυγμένου κόσμου. Όπως επιτάσσει η παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα που βιώνουμε, η μελέτη σχετικά με τους δημόσιους κοινόχρηστους χώρους διεξάγεται με γνώμονα τις ανάγκες και απαιτήσεις του «κοσμοπολίτη» χρήστη. Ο πολίτης του κόσμου διαθέτει έντονο το αίσθημα της συλλογικότητας και της ισότητας. Οι αναζητήσεις του και τα ενδιαφέροντα του κινούνται σε πολλά επίπεδα, αφού οι νέες τεχνολογίες και τα πολυάριθμα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας, του έχουν προσφέρει πλήθος επιλογών και τη δυνατότητα να γνωρίζει όλο και περισσότερα. Διαψεύδει επίσης, όσους πεισματικά κατηγορούν τις νέες τεχνολογίες, και ιδιαίτερα το διαδίκτυο, για ενδεχόμενη ένταση του ατομικισμού και της απομόνωσης στο πλαίσιο της οικιακής ακινησίας. Το νέο αυτό «είδος» ανθρώπου, εμφανίζεται πιο εξωστρεφές από κάθε άλλο και το διαδίκτυο, προσφέροντας μια εικονική πλατεία, είναι το μέσο που σε μεγάλο βαθμό καλύπτει την ανάγκη του για επικοινωνία, διάλογο, ανταλλαγή απόψεων, ενημέρωση, συλλογικότητα.

78


αναφορά στον χρήστη

Το είδος του δημόσιου χώρου που επιθυμεί και αναζητά, όχι πια σε μια εικονική πραγματικότητα αλλά στο οικιστικό του περιβάλλον, μπορούμε να το εντοπίσουμε στις ολοένα και περισσότερες προσπάθειες ομάδων πολιτών να εκμεταλλευτούν και να διαμορφώσουν διάσπαρτα κομμάτια «κενού» δημόσιου χώρου37 . Ανάλογα με τις διαμορφώσεις και τις δράσεις παρατηρούμε τελικά ότι ο «κοσμοπολίτης», είναι ένα ον πολυπολιτισμικό, ενδιαφέρεται για τις τέχνες, διαθέτει έντονη οικολογική συνείδηση, είναι ενημερωμένος επί παντός επιστητού και αρκετά δεκτικός σε νέες και καινοτόμες ιδέες, και τελικά δημιουργεί συνεχώς αφορμές να απομακρύνεται από τις εικονικές πλατείες και να αναζητά τους χώρους εκείνους που θα φιλοξενήσουν το ανήσυχο πνεύμα του.

37. Ο αυτοδιαχειριζόμενος χώρος πολιτισμού Πλατεία Γαρδένιας στη περιοχή Ζωγράφου και το αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου στη περιοχή των Εξαρχείων, είναι δύο μόνο από τις πολυάριθμες κινήσεις πολιτών που σχετίζονται με τη διεκδίκηση δημόσιου χώρου και το λειτουργικό προσδιορισμό του σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες της κοινότητας. βλ. http://gardeniazografou.wordpress.com http://parkingparko.espivblogs. net

Τα παραπάνω βέβαια, αποτελούν μια γενική, υπερτοπική εκτίμηση για το προφίλ του μέσου χρήστη. Ο επαναπροσδιορισμός του δημόσιου χώρου για ένα συγκεκριμένο τόπο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση τα πολύ γενικά χαρακτηριστικά του ατόμου σήμερα. Είναι απαραίτητο, να εξετασθούν επιπλέον τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και να προστεθούν στα πρώτα.

79


80 25.Μακρινίτσα, καφενείο

24.Άγιος Λαυρέντιος, εκδηλώσεις Μουσικού Χωριού

23.Τρίκερι, εορτασμός για το «ξόδι» Πασχαλιάς

κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

στιγμιότυπα από πλατείες του Πηλίου


αναφορά στον χρήστη

3.2 χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας του Πηλίου

Κάθε προσπάθεια διαχείρισης του δημόσιου χώρου δεν μπορεί παρά να εκφράζει τη σύγχρονη ματιά της κοινωνίας ενός τόπου. Με τη βοήθεια δημογραφικών στοιχείων38 για τους οικισμούς του Πηλίου, αλλά και από τη προσωπική επαφή με τις τοπικές κοινότητες, απορρέουν τα συμπεράσματα για τους κατοίκους των χωριών της περιοχής σήμερα, και τελικά για τον χρήστη της πλατείας. Σύμφωνα με τις τελευταίες απογραφές, γνωρίζουμε ότι ο πληθυσμός των οικισμών παρουσιάζει χαμηλούς δείκτες γήρανσης (άτομα άνω των 65 ετών) αλλά και νεότητας (παιδιά από 0 έως 14 ετών). Υψηλά παρουσιάζονται τα ποσοστά του πληθυσμού στις ενδιάμεσες ηλικιακές ομάδες. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις οικισμών παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού τους (Μακρινίτσα), και όπου εντοπίζεται μείωση είναι αμελητέα (Λαύκος, Μηλίνα, Άφησσος). Παρατηρείται, λοιπόν, ότι στην περιοχή του Πηλίου δεν εμφανίζεται το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού και της εγκατάλειψης των χωριών από τους νέους. Αντίθετα, φαίνεται οι οικισμοί να κατοικούνται από άτομα που ανήκουν στις πιο δραστήριες και παραγωγικές ηλικιακές ομάδες.

38. Οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται από τα στοιχεία απογραφής που πραγματοποιήθηκε το 2001, από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (ΕΣΥΕ), όπως επίσης και από τα προσωρινά στοιχεία απογραφής του 2011, που διεξήγαγε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).

Σημαντικό δεδομένο για τον χαρακτηρισμό του μόνιμου κατοίκου, αποτελεί επίσης, η αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού του επιπέδου. Αν και το ποσοστό των αποφοίτων μόνο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παραμένει υψηλό, έχει μειωθεί δραστικά την τελευταία εικοσαετία το ποσοστό των αναλφάβητων και έχει αυξηθεί παράλληλα ο αριθμός εκείνων που κατέχουν τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών και διδακτορικού. Η αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου σαφώς επηρεάζει τη σκέψη, τη νοοτροπία, την κοσμοθεωρία του ατόμου -και αυτό που ενδιαφέρει στο παρόν-

81


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

την αντίληψη του για το δημόσιο χώρο συμβίωση.

και την κοινοτική

Σπουδαίες, ακόμα, είναι και οι αλλαγές που σημειώθηκαν στον τομέα της απασχόλησης. Ο πρωτογενής τομέας, που άλλοτε αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των οικισμών, σήμερα απασχολεί το ένα τέταρτο αυτού. Το ίδιο ποσοστό απασχολείται στο δευτερογενή και αυτό που μένει στον τριτογενή τομέα. Οι νέες τεχνολογίες και μέθοδοι, σε όλους τους τομείς της απασχόλησης, βοήθησαν στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου έναντι του χρόνου εργασίας των απασχολούμενων. Τα νέα στοιχεία που προκύπτουν σχετίζονται άμεσα με τη λειτουργία του δημόσιου χώρου, αφού αποτελεί τον τόπο που φιλοξενεί σε μεγάλο ποσοστό τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, που νοείται ως το αρνητικό της απασχόλησης. Ο τριτογενής τομέας, που αποτελεί πλέον τον κυριότερο τομέα απασχόλησης της περιοχής, αφορά κυρίως σε υπηρεσίες εστίασης και διαμονής. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την αυξημένη ζήτηση στις συγκεκριμένες υπηρεσίες, λόγω ανόδου της τουριστικής δραστηριότητας της περιοχής39 , τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια. Οι επισκέπτες των οικισμών συμμετέχουν και αυτοί στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες τους. Οι χρήστες αυτοί, όμως, είναι περιοδικοί. Μάλιστα έχουν περιορίσει τη δράση τους, τη χειμερινή περίοδο στους ορεινούς οικισμούς, ενώ τη θερινή περίοδο στους παραθαλάσσιους οικισμούς. Το προφίλ αυτών των χρηστών δε μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε δηλαδή, το πολιτιστικό τους υπόβαθρο,

82

39. Το 5% του συνολικού τουρισμού της χώρας, ετησίως, εισρέει στη περιοχή του Πηλίου, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., που αφορούν τη δεκαετία 2001 – 2011.


αναφορά στον χρήστη

το μορφωτικό τους επίπεδο, την απασχόληση τους ή σε ποια ηλικιακή ομάδα ανήκουν. Γνωρίζουμε ωστόσο με βεβαιότητα, ότι επισκέπτονται τη περιοχή αυτή, διότι τους προσέλκυσε το γραφικό τοπίο, οι χαλαροί ρυθμοί της ζωής στην ύπαιθρο, ο μοναδικός πολιτιστικός πλούτος σε λαογραφικό και αρχιτεκτονικό επίπεδο. Επομένως, αυτό που έχουν ανάγκη είναι να μπορούν να διακρίνουν τα στοιχεία αυτά στις δομές του οικισμού και να επωφελούνται από τα πλεονεκτήματα του να βρίσκεται κανείς στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Είναι απαραίτητο να διαχωρίζεται ο τακτικός – μόνιμος χρήστης από τον περιοδικό χρήστη –τουρίστα και να καθίσταται σαφές, ότι ο πρώτος είναι αυτός που κυρίως παίρνει μέρος στον καθορισμό των απαιτήσεων και των αναγκών σε δημόσιο χώρο. Ο περιοδικός χρήστης απολαμβάνει τα αποτελέσματα των επιλογών του πρώτου, γιατί άλλωστε αυτός είναι ο ρόλος του και ο σκοπός της επίσκεψής του. Επομένως, η επαναδιαπραγμάτευση της πλατείας των χωριών του Πηλίου, πρέπει να γίνει στη κατεύθυνση των απαιτήσεων και των αναγκών του μόνιμου κατοίκου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το υψηλό ποσοστό των νέων που κατοικούν μόνιμα τα χωριά, το βελτιωμένο μορφωτικό επίπεδο τους και τις αλλαγές στην απασχόληση, συνθέτονται τα βασικά χαρακτηριστικά του χωρικού της περιοχής. Έτσι λοιπόν, μπορούμε να αναφερόμαστε σε ένα χρήστη δραστήριο, με σύγχρονες αντιλήψεις, έντονα παραγωγικό, που αφιερώνεται τόσο στην εργασία του ώστε να εξασφαλίζει αρκετό ελεύθερο χρόνο. Επιπλέον, η τριβή και η συχνή επαφή με πολλούς ανθρώπους άλλων πολιτισμών και διαφορετικής νοοτροπίας, λόγω της αυξημένης

83


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

τουριστικής κίνησης, ενισχύουν τη δεκτικότητα τους σε νέες ιδέες, θεωρίες και απόψεις. Παράλληλα, επειδή απολαμβάνει κι αυτός τα πλεονεκτήματα της τεχνολογικής προόδου και δεν ζει απομονωμένος και απομακρυσμένος από τον ανεπτυγμένο κόσμο, ανήκει στη κοινότητα του «παγκόσμιου χωριού» και διαθέτει κι αυτός - λίγο έως πολύ - τα χαρακτηριστικά του «κοσμοπολίτη».

84


4

συμπεράσματα



συμπεράσματα Συνοπτικά, η έρευνα επικεντρώθηκε στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και την κοινωνιολογική διάσταση της πλατείας στους οικισμούς της υπαίθρου, και ειδικότερα του Πηλίου, σε παρελθόν και παρόν, ώστε να δοθούν κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση της στο μέλλον. Τονίστηκε η αναγκαιότητα της δομής για την οικιστική ανάπτυξη και η συμβολή της στην εξέλιξη των πολιτισμών, ως ο τόπος που ενθάρρυνε την ύπαρξη κοινωνικού και ιδεολογικού βίου. Εξετάστηκαν οι λόγοι που συντέλεσαν στη δημιουργία της, αρχικά σε καθολικό και στη συνέχεια σε τοπικό επίπεδο για την περιοχή του Πηλίου, και με αυτόν τον τρόπο αιτιολογήθηκαν αρχιτεκτονικές επιλογές και αναδείχθηκαν κοινωνιολογικά ζητήματα που την επηρέασαν, σε αυτή την πρώτη φάση της οικιστικής σύνθεσης. Χρησιμοποιήθηκαν, τέσσερις οικισμοί του Πηλίου, ως ενδεικτικά παραδείγματα οικιστικών σχηματισμών, οι οποίοι μελετήθηκαν και προσέφεραν σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη των κεντρικών πυρήνων, καθώς επίσης εντοπίστηκαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ως προς την αισθητική τους και την ιδεολογική τους υπόσταση. Τέλος, σκιαγραφήθηκε το προφίλ του κατοίκου της περιοχής, διαμορφώνοντας έτσι ολοκληρωμένη εικόνα για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι οικισμοί σήμερα, η οποία πέρα από τα τεχνικά χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου, περιλαμβάνει επίσης, στοιχεία της σύγχρονης κοινωνίας. Αρχικά, σημειώθηκε η αξία της πλατείας ως συνθετικό στοιχείο που ήταν απαραίτητο για την οικιστική διαμόρφωση και την κοινωνική συνοχή. Η ταυτόχρονη παρουσία οικισμού και πλατείας στην ιστορία των πολιτισμών, δηλώνει την εξάρτηση μεταξύ των δύο. Επομένως, η μέριμνα για την πλατεία συντελεί στην αναβίωση

87


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

των οικισμών. Από την παραπάνω διαπίστωση δεν εξαιρείται η περίπτωση του Πηλίου. Οπότε, ο προβληματισμός και η έρευνα για τις πλατείες της περιοχής, εξασφαλίζει την επίτευξη του στόχου. Στη συνέχεια, μελετήθηκε η δημιουργία των κέντρων των οικισμών του Πηλίου και διαπιστώθηκε ότι δεν αφορά σε τοπικά αίτια, αλλά σχετίζεται με την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης δομής, ώστε να αξιώνεται η συγκέντρωση του πλήθους σε «οικισμό». Όσον αφορά στη πολεοδομική ιδέα στην οποία βασίζεται ο σχηματισμός του οικισμού, αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη κεντρικού πυρήνα με δημόσιο λειτουργικό χαρακτήρα και την περιφερειακά αυτής οργάνωση των περιοχών κατοικίας. Η σύνδεση μεταξύ των δύο επιτυγχάνεται μέσω ενός ακανόνιστου δικτύου κυκλοφορίας, με έναν από τους άξονες που το στοιχειοθετούν να κατέχει κεντρικότερο ρόλο. Αυτός διατρέχει τον οικισμό σε όλο του το μήκος, ενοποιεί τα διάφορα στοιχεία του και αποτελεί τον μεταβατικό χώρο από την περιφέρεια στο κέντρο και αντίστροφα. Ακολούθως, παρατηρήθηκε ότι ανάλογα με την οικιστική οργάνωση, δόθηκε η δυνατότητα κατηγοριοποίησης των οικισμών σε τρεις βασικούς τύπους. Ενδεικτικά παραδείγματα αυτών αποτελούν οι οικισμοί που αναφέρθηκαν και αναλύθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η μελέτη των οικισμών είχε ως αποτέλεσμα, την παρουσίαση βασικών αρχιτεκτονικών στοιχείων της πλατείας και την εξέλιξη τους στο χώρο και το χρόνο. Έπειτα από την παρουσίαση των παραδειγμάτων εντοπίστηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά των κεντρικών πυρήνων για τους αντίστοιχους οικιστικούς τύπους, καλύπτοντας κάθε περίπτωση

88


συμπεράσματα κέντρου που εμφανίζεται στη περιοχή. Διαπιστώθηκε ότι η πλατεία, είτε με την παραδοσιακή μορφή ενός περίκλειστου χώρου είτε ως μία πιο αφηρημένη δομή, υπήρξε ο τόπος που αναλάμβανε να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες των κατοίκων συγκεντρωτικά, ακόμα και στις περιπτώσεις που υπήρχαν περισσότερες από μία σε έναν οικισμό. Ωστόσο, η «πλατεία του χωριού» ήταν μία, τοποθετούνταν κεντρικά για να εξασφαλίζεται εύκολη πρόσβαση και αποτελούσε τον τόπο εκτόνωσης όλων των δραστηριοτήτων της κοινότητας. Ως προς την κατασκευή της, η πλατεία χαρακτηρίζεται από λιτότητα, ακανόνιστη μορφή και ταύτιση με το φυσικό περιβάλλον. Τονίστηκε ότι ελάχιστη ήταν η παρέμβαση των πρώτων οικιστών, οι οποίοι προτίμησαν να εμπιστευτούν τη φύση για το σχηματισμό της πλατείας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η τύχη των οικισμών του Πηλίου έχει συμβαδίσει με αυτή της ελληνικής περιφέρειας στο σύνολο της. Οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες συντέλεσαν στην μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου. Το γεγονός αυτό δεν επηρέασε τη μορφή της πλατείας, ούτε όμως υπήρξε κάποια πρόοδος. Αργότερα αναγνωρίστηκε η πολιτιστική αξία της υπαίθρου και το συγκριτικό πλεονέκτημα της έναντι του αστικού τρόπου ζωής, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η τουριστική διαδικασία, και πιο πρόσφατα, να προσελκύσει νέους κατοίκους. Ο τουρισμός παρουσιάστηκε ως μοναδική ευκαιρία αναβίωσης και ανασυγκρότησης των οικισμών και η πλατεία αποτέλεσε εργαλείο για την επίτευξη του στόχου. Παρατηρώντας τα παραδείγματα των τεσσάρων οικισμών σήμερα, διαπιστώθηκε ότι η τουριστική δραστηριότητα στη περιοχή έχει

89


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

επηρεάσει αρνητικά την εικόνα και το νόημα της πλατείας. Η ανάπτυξη του τουρισμού επηρέασε κυρίως τον λειτουργικό χαρακτήρα της πλατείας, ο οποίος από συγκεντρωτικός και πολυσήμαντος, κατέληξε να σχετίζεται με μία δραστηριότητα και έναν χρήστη, τον επισκέπτη. Η πλατεία μετατράπηκε σε αξιοθέατο και ο μόνος τρόπος να βιωθεί απορρέει από τη λειτουργία της αναψυχής. Σε επίπεδο δομών δεν έχουν υπάρξει έντονες αλλαγές, τουλάχιστον όσον αφορά τους ορεινούς οικισμούς. Στους παραθαλάσσιους οικισμούς, ωστόσο, πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις στους κεντρικούς δημόσιους χώρους, που στόχο είχαν τη βελτίωση του οικιστικού περιβάλλοντος και την αναβάθμιση του οικισμού ως τουριστικού προορισμού, χωρίς τα ανάλογα αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, σημειώθηκε η περίπτωση αποσπασματικών αναπλάσεων, που πραγματοποιήθηκαν ελλείψει ενιαίου σχεδιαστικού προγραμματισμού και απουσία σεβασμού στο φυσικό και το προϋπάρχον δομημένο περιβάλλον. Ως απόρροια των παραπάνω, η εικόνα του δημόσιου χώρου των οικισμών εμφανίζεται αισθητικά υποβαθμισμένη, απαξιώνοντας τελικά τη περιοχή ως τουριστικό προορισμό. Για τον σχηματισμό σφαιρικής εκτίμησης για την επικρατούσα κατάσταση στους οικισμούς του Πηλίου, μελετήθηκε και σκιαγραφήθηκε το προφίλ του σύγχρονου χρήστη του δημόσιου χώρου. Μέσω αυτής της περιγραφής, διαπιστώθηκε η ύπαρξη μιας ανήσυχης κοινότητας, με ανάγκες και απαιτήσεις σε δημόσιο χώρο που δεν περιορίζονται στη λειτουργία της αναψυχής, αλλά σχετίζονται ακόμη με δραστηριότητες του πολιτισμού, των γραμμάτων και της τεχνολογίας. Πρόκειται για μία κοινωνία, με ισορροπημένη αναλογία ηλικιακών ομάδων, προοδευτική και παραγωγική, που δεν ικανοποιεί το καθιερωμένο πρότυπο

90


συμπεράσματα για τους ανθρώπους της περιφέρειας. Το φαινόμενο της αποκέντρωσης και της εγκατάστασης νέων κατοίκων στη περιοχή πρόκειται να εμπλουτίσει και να αναδιαμορφώσει τη κοινωνική σύνθεση. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα η εικόνα της υποβάθμισης επιβάλλεται να αναστραφεί και ίσως η μέριμνα του δημόσιου χώρου αποτελεί τη λύση για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και οικονομική ανάπτυξη, πάντα μέσω της τουριστικής δραστηριότητας, όμως με άλλους όρους. Συνολικά συμπεραίνεται η σημασία της μελέτης των απαρχών και της εξέλιξης της πλατείας, τόσο από αρχιτεκτονική όσο και κοινωνιολογική σκοπιά, ώστε να ενσωματώνονται τα αποτελέσματα αυτής στην προσπάθεια για τον επαναπροσδιορισμό της. Το παρελθόν διδάσκει τη σημασία του σεβασμού στο φυσικό περιβάλλον. Η ταύτιση με αυτό και οι ελάχιστες αλλά καθοριστικές επεμβάσεις, είναι βασικές αρχές που θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν. Επιπλέον, η διδακτική αντιμετώπιση των αρχών που διέπει το δομημένο περιβάλλον αποτελεί ζητούμενο. Το δομημένο περιβάλλον που σχετίζεται με την ιδιαίτερη ιστορία του τόπου και συνθέτει ένα γραφικό τοπίο, αξίζει να αναδειχθεί και να διατηρηθεί, προς όφελος αρχικά των κατοίκων ως ενθύμηση της τοπικής τους ταυτότητας και στη συνέχεια ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου για το οποίο αποτελεί πολιτισμικό τεκμήριο. Η προσθήκη νέων στοιχείων είναι απαραίτητη διότι, αφενός νέες λειτουργίες προστίθενται και ενδεχομένως συνοδεύονται από συγκεκριμένο εξοπλισμό, αφετέρου η ύπαρξη τους είναι πιθανόν να αποτελέσει για το μέλλον δηλωτικό της παρουσίας ενός κοινωνικού συνόλου που δρα στο παρόν. Ως προς τη λειτουργία της πλατείας στις μέρες μας, έχουν προωθηθεί

91


κοινωνιολογική δυναμική & εξέλιξη της πλατείας

συγκεκριμένα πρότυπα και έχει επικρατήσει μια ενιαία αντιμετώπιση, η οποία υπακούει σε ένα μοντέλο ανάπτυξης καθολικού χαρακτήρα, ενώ θα έπρεπε να διαφέρει για κάθε τόπο. Η πλατεία θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί σύμφωνα με εκείνους τους κοινωνιολογικούς παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με τις απαιτήσεις της κοινωνίας του εκάστοτε οικισμού. Η ανάδειξη της τοπικής κουλτούρας και η οικονομική ανάπτυξη αποτελούν τέτοια στοιχεία και προτείνεται να επηρεάζουν τις αποφάσεις για την εξέλιξη της πλατείας. Η πλατεία είναι ο καθρέφτης κάθε οικισμού, ο χώρος που τον χαρακτηρίζει και επομένως πρέπει να προβάλλει και να προωθεί έναν τοπικό χαρακτήρα. Πιστεύεται μάλιστα, πως κάτι τέτοιο θα είχε πολλαπλά οφέλη, τόσο για τους μόνιμους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες. Μέσα από τη βίωση της πλατείας, οι πρώτοι θα έχουν τη δυνατότητα να κατακτούν το παρελθόν, θα διαθέτουν ένα σημείο αναφοράς στην παραγωγή νέας κουλτούρας, και επιπλέον θα ενισχύονται οι συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ ατόμου και τόπου. Παράλληλα, η προβολή των ιδιαίτερων στοιχείων και άρα και συγκριτικών πλεονεκτημάτων της εκάστοτε κοινωνίας, πρόκειται να ενισχύουν τη διαφορετικότητα της κάθε πλατείας – και κατ’ επέκταση του κάθε οικισμού – ώστε να αυξάνεται η επισκεψιμότητα της, γεγονός που προβλέπεται να επηρεάσει θετικά την οικονομία του τόπου, το οποίο αποτελούσε στόχο. Τέλος, ο επισκέπτης στην επαφή του με το χώρο θα μπορεί να ανακαλύπτει μια πτυχή ακόμα του πολιτισμού και της παράδοσης. Για οικισμούς που εννοούνται μέρος ενός γεωγραφικού συνόλου, όπως τα χωριά του Πηλίου, και συνήθως διακρίνονται για έναν ενιαίο πολιτιστικό χαρακτήρα, παράλληλα με την προβολή αυτού στο χώρο της πλατείας, προτείνεται να δίνεται επιπλέον έμφαση

92


συμπεράσματα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε οικισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις οικισμών βέβαια, οι διαφορές είναι δυσδιάκριτες, οπότε η διανομή ρόλων είναι πιθανόν να αποτελεί λύση. Θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα δίκτυο λειτουργιών μεταξύ των οικισμών, το οποίο θα εκφράζεται μέσα από τον ανάλογο προσδιορισμό του αντίστοιχου κέντρου. Με αυτόν τον τρόπο, η πλατεία κάθε οικισμού μπορεί να επαναπροσδιορίζεται σύμφωνα με κάποια και όχι όλα τα στοιχεία - τα οποία τελικά συνθέτουν τον χαρακτήρα μιας ολόκληρης περιοχής - επιλέγοντας αυτά που εκφράζουν περισσότερο τον χαρακτήρα του εκάστοτε χωριού και σχετίζονται με την ιδιαίτερη ιστορία του. Ακόμη, η ιδέα του βασικού πεζοδρόμου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να συνδέει τα κέντρα ουσιαστικά και νοηματικά. Μέσα από αυτή τη διαδικασία η πλατεία αποτελεί μέρος ενός συστήματος λειτουργιών και επιτυγχάνεται επιπλέον, ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του οικισμού σε ένα ευρύτερο σύνολο. Συνοπτικά, εκτιμάται ότι η εξέλιξη των στοιχείων και των λειτουργιών της πλατείας πρόκειται να είναι μία σύνθετη διαδικασία, που θα έχει ως βάση τη βαθιά γνώση του παρελθόντος και τη μελέτη της πορείας ενός τόπου στο χώρο και το χρόνο. Σε ειδικές περιπτώσεις οικιστικών συνόλων, ο προσδιορισμός του κάθε κέντρου ίσως να επιτυγχάνεται καλύτερα αν δεν πραγματοποιείται μεμονωμένα, αλλά συγκεντρωτικά για τα κέντρα όλων των οικισμών, τα οποία θα συνδέονται και θα επικοινωνούν. Σε κάθε περίπτωση, η πλατεία παραμένει τόπος επαφής (επαφή με ανθρώπους, πολιτισμούς, κουλτούρες) και επικοινωνίας (επικοινωνούνται σκέψεις, ιδέες, κουλτούρες), και ίσως αυτό το δεδομένο αρκεί για να επαναπροσδιορίσουμε το ρόλο της.

93


94


Βιβλιογραφία

Αραβαντινός Αθανάσιος, «Πολεοδομικός σχεδιασμός: για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου», εκδ. Συμμετρία, Αθήνα, 2007 Ασημακοπούλου - Ατζακά Παναγιώτα, «Μαγνησία, το χρονικό ενός πολιτισμού», Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα, 1982 Γιαννόπουλος Νικόλαος, «Αι παρά τη Δημητριάδα Βυζαντιναί μοναί», εκδ. ΕΕΒΣ, 1924, τόμος Α’ Δεσποτόπουλος Ιωάννης, «Η ιδεολογική δομή των πόλεων», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. – Ν.Τ.U.Α.PRESS, Αθήνα, 1997 Δημητράκος Δημήτριος, «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης», εκδ. Πρόοδος, Αθήνα, 2008 Δοξιάδης Κωνσταντίνος, «Οικιστική Ανάλυση», Εκδόσεις Υφυπουργείου Ανοικοδομήσεως, Αθήνα 1946 Καρπονίδη - Δημητριάδη Έφη, «Το πνεύμα των αγροτικών τοπίων: πολιτισμός, μνήμη και μηνύματα», Πρόγραμμα για την υποστήριξη του πολιτισμού “Culture 2000”, Ανάδειξη ενός κοινού πολιτισμικού χώρου των Ευρωπαϊκών Αγροτικών Κοινωνιών, Αθήνα 2009 Κοτιώνης Ζήσης, «Η τρέλα του τόπου: Αρχιτεκτονική Ελληνικό τοπίο», εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2004

στο

95


Κυριακόπουλος Κ., «Μακρινίτσα», τουριστικός και οδοιπορικός χάρτης Κωνσταντινίδης Άρης, «Άρης Κωνσταντινίδης: εμπειρίες και περιστατικά, μια αυτοβιογραφική διήγηση», 1ος τόμος, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1992 Λαμπαδάρης Δημήτρης Ε., «Γενέθλια γη: ο Λαύκος (ιστορική – οικονομική – αρχαιολογική – κοινωνική και λαογραφική επισκόπηση», εκδ. Προμηθεύς, Αθήνα, 1996 Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Πήλιο», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1992 Λιάπης Κώστας, «Ώρες του Πηλίου: το χθες και το σήμερα του φημισμένου βουνού», εκδ. Πύλη, Αθήνα, 1990 Μάγνης Νικόλαος, «Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και θειιαλικής Μαγνησίας», Αθήνα, 1860 Μακρής Κίτσος, «Συμβολή στη μελέτη της Πολεοδομίας των χωριών του Πηλίου», Αθήνα, 1958 Μανωλίδης Κώστας, «Ωραίο, φρικτό κι απέρριτο τοπίον, αναγνώσεις και προοπτικές του τοπίου στην Ελλάδα», εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2003 Μπαμπινιώτης Γεώργιος, «Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας», εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας,Αθήνα, 2002

96


Νάνου – Σκοτεινιώτη Αποστολία, «Σελίδες από τη Μακρινίτσα», εκδ. Καρατάσιου, Λάρισα, 1992 Νάνου – Σκοτεινιώτη Αποστολία, «Η Μακρινίτσα του Πηλίου», τόμος Α’, εκδ. Κοινότητα Μακρινίτσας, Μακρινίτσα, 1998 Νικολαϊδου Ξ. Σήλια, «Εισαγωγή στην κοινωνιολογία του χώρου: κοινωνιολογική ανάλυση των δομημένων μορφών χώρου», ΕΜΠ, Αθήνα, 1985 Πικιώνης Δημήτρης, «Κείμενα», επιμ. Αγνή Πικιώνη – Μιχάλης Παρούσης, Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1987 Τερκενλή Θεανώ , « Το πολιτισμικό τοπίο: γεωγραφικές προσεγγίσεις», εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1996 Τουρνικιώτης Παναγιώτης, «Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή», εκδ. Futura, Αθήνα, 2006 Φιλιππίδης Αργύρης, «Μερική Γεωγραφία», εκδ. Θ. Σπεράντζα, Αθήνα, 1978 Χαστάογλου Βίλμα, «Κοινωνικές θεωρίες για τον αστικό χώρο», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1982 Carr Stephen, “Environment and Behavior series: public space”, Cambridge University Press, 1992

97


F. De Saussure, «Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας», επιμ. Φ.Δ. Αποστολόπουλος, εκδ. Β. Παπαζήσης ΑΕΒΕ, Αθήνα, 1979 Johnston Pamela (production editor), “Dimitris Pikionis, Architect 1887 – 1968 : a sentimental Topography”, AA Publications, London, 1989 Manuel De Landa, «Χίλια χρόνια μη γραμμικής ιστορίας», μτφ. Μάκης Βαϊνάς, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2002 Ockman Joan & Fraust Solomon, “Architourism”, Columbia book of Architecture, εκδ. Prestel, Munich – Berlin – London – New York, 2005 Rossi Aldo, «Η αρχιτεκτονική της πόλης», μτφ. Πετρίδου Βασιλική, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991 Sennett Richard, «Η τυραννία της οικειότητας», μτφ. Γεώργιος Ν. Μέρτικας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1999 Συλλογικό, «Αγροτική Κοινωνιολογία», εκδ. Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.), Αθήνα, 1988 Συλλογικό, «Αύριο, οι πόλεις», εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2003 Συλλογικό, «Πλατείες της Ευρώπης, Πλατείες για την Ευρώπη», Πολυτεχνική σχολή & διατμηματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών αρχιτεκτονικής τοπίου, εκδ. Ζητη, Θεσσαλονίκη, 2009

98


Συλλογικό, «Πολιτιστικό Περιβάλλον και Τουρισμός, ο ρόλος του Αρχιτέκτονα», Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων, Διεθνές Συνέδριο: Καβάλα, 20-23 Σεπτεμβρίου 2001, εκδ. Τ.Ε.Ε. 2006 Συλλογικό, «Νέα Δομή: εγκυκλοπαίδεια», εκδ. Δομή, Αθήνα, 1999 Συλλογικός, «Το ελληνικό τοπίο: μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου», , επιμ. Δουκέλης Παναγιώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2005

99


Γιαννούδης Σωκράτης, «Κατασκευάζοντας τον δημόσιο χώρο στο ψηφιακό παράδειγμα», Αρχιτέκτονες, τχ. 81, σ. 30-32 Ζέγγελης Ηλίας, «Ο δημόσιος χώρος δε μπορεί να δημιουργείται για μία γενιά», [http://tinyurl.com/7laaw2w] Καπετάνιος tects.gr]

Αντώνιος,

«Σιωπηλές πλατείες», [greekarchi-

Παπαχατζής Νικόλαος, «Η σημερινή θέση της τοπογραφικής μελέτης της αρχαίας Θεσσαλίας», Θεσσαλικά, τχ.1, Βόλος, 1959 Ρηγόπουλος Δημήτριος, «Η πλατεία είναι γεμάτη με το νόημα...», εφημ. «Η Καθημερινή», φύλλο 6-12-2009 Σχίζας Ιωάννης, «Η πλατεία στα πλαίσια της ελληνικής πόλης. Σχέσεις επικοινωνίας και πολιτισμού.», [greekarchitects.gr] Τσοποτός Δημήτριος, «Η Θεσσαλία ως πυθμήν θαλάσσης και μετέπειτα χώρα αρχαιοτάτων κατοίκων και αρχαιοτάτου προϊστορικού πολιτισμού», Θεσσαλικά Χρονικά, 1935 Φεσσά – Εμμανουήλ Ελένη, «Το πρόβλημα της πολιτιστικής πολιτικής στην Ελλάδα», [greekarchitects.gr] Irby M. & Tolmon J. “Rethinking Leisure Time: expanding opportunities for young people and communities”, Washington D.C. : The forum for young investment, 2002

100

Αρθρογραφία


Διατριβές

Δημητριάδης Ευάγγελος, «Κοινωνικός σχηματισμός και Πολεολογικός χώρος: είκοσι οικισμοί της επαρχίας Κόνιτσας Ηπείρου», διατριβή επί διδακτορία, Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 1980 Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Μακρινίτσα: η εξέλιξη ενός οικισμού μέσα στο χώρο και στο χρόνο», διατριβή επί διδακτορία, Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1982 Μπίστη Μαριάννα, «Δημοσίου χώρου χρήστες Ερευνητική Εργασία, ΕΜΠ, Αθήνα, 2012

Διαδίκτυο

Πηγές εικονογράφησης

αναζητούνται»,

www.archisearch.gr www.archive.gr www.greekarchitects.gr www.kathimerini.gr http://dimosiosxoros.wordpress.com http://gardeniazografou.wordpress.com http://parkingparko.espivblogs.net 1,4,5,11,13,15,16,21,22,23: Πόρναλης Μιχάλης, προσωπικό φωτογραφικό αρχείο 2: Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Πήλιο», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1992, σ.12 3: Λεωνιδοπούλου – Στυλιανού Ρέα, «Μακρινίτσα: η εξέλιξη ενός οικισμού μέσα στο χώρο και στο χρόνο», διατριβή επί διδακτορία, Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1982, σ.34

101


6: 7: 8: 9:

Ο.π.(επεξεργασμένη εικόνα)σ.49 Ο.π.σ.60 Ο.π.σ.41 http://www.magnesianews.gr/Culture/ 19/04/2012 10: http://xristianos.gr 12/03/2012 12: Ζαφειρίδης Αργύρης, http://www.trekearth.com 26/03/2008 14: Τόπας Γεώργιος, http://www.trekearth.com 03/03/2012 17,18,20: φωτογραφικό αρχείο οικογενείας Α.Ζούζουλα 19: http://headlightonline.blogspot.gr 15/10/09 24: Χρυσός Νικόλας, μουσικό εργαστήριο 2011 http://www.music-village.gr 25: Gandenzi Lorenzo, http://www.flickr.com

102




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.