Ερμηνεία και Παράδειγμα στην Αρχιτεκτονική Μετα-Θεωρία

Page 1


2


Στο Εξώφυλλο: Πείραμα διπλής οπτικής Gestalt. Η μορφή στο χαρτί γίνεται αντιληπτή είτε ως λαγός είτε ως πάπια σε μία αέναη εναλλαγή οπτικής.

3


4


Ερμηνεία & Παράδειγμα στην Αρχιτεκτονική Μετα-Θεωρία

Δημήτρης Χαρτώνας

Διάλεξη 9ου Εξαμήνου Επιβλέπων: Νικόλαος - Ίων Τερζόγλου Σχολή Αρχιτεκτόνων, ΕΜΠ

αθήνα, 2016

5


6


Ευχαριστώ πολύ τον επιβλέποντα καθηγητή Ν.Ι. Τερζόγλου, τη Λένα και τον Τάκη και όσους αφιέρωσαν το χρόνο τους σε συζητήσεις μαζί μου.

7


8


ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ

13

Περιληψη // Abstract

13

Περίληψη

15

Abstract

19

Εισαγωγη στο Αντικειμενο της Μελετης

33

Η Δομη των Αρχιτεκτονικων Επαναστασεων

34

Η Δομη των Επιστημονικων Επαναστασεων

47

Thomas Kuhn και Ανθρωπιστικές Επιστήμες

50

Τέσσερα Συστήματα Αξιών στη Σύγχρονη Αρχιτεκτονική Θεωρία

57

Η Αρχιτεκτονική και η Ερμηνεία της

59

Ερμηνεια, Παραδειγμα & Ερμηνευτικό Παραδειγμα

79

Εναλλαγή Ερμηνειών: οι έννοιες της Κανονικής και Προ-κανονικής Ερμηνείας

82

93 96 102

Προ-Κανονικές Ερμηνείες, Αναθεώρηση & Διάδοση

Προσ μια Ερμηνεια του Μηχανισμου Αλλαγης Παραδειγματος Κρίση στην Αρχιτεκτονική Ερμηνεία Άναρχη Έρευνα, Ανάδυση Εναλλακτικών Συστημάτων

9


103

Η Θεώρηση του Paul Feyerabend

109

Προ-Κανονική Φάση

115

Καθιέρωση Νέου Παραδείγματος

129

Περιπτωση Εφαρμογης // Case Study

139

Επιλογοσ

142

149

10

Η Έννοια της Προόδου

Βιβλιογραφια


11


12


ΠΕΡΙΛΗΨΗ // ABSTRACT

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα μελέτη κινείται ανάμεσα σε δύο διακριτούς χώρους, αυτόν της σύγχρονης επιστημολογίας, όπως διαμορφώθηκε από τους Kuhn, Lakatos, Feyerabend, Laudan και Toulmin, και αυτόν της αρχιτεκτονικής θεωρίας και ερμηνείας. Πραγματοποιείται, με αυτό τον τρόπο, μία διττή προσέγγιση, επιχειρώντας να μεταφερθούν στοιχεία της περιοχής της φιλοσοφίας των επιστημών στο πεδίο του αρχιτεκτονικού λόγου. Εξετάζοντας την αρχιτεκτονική σε ένα μετα-θεωρητικό επίπεδο, δηλαδή πραγματευόμενοι θεωρητικά την ίδια τη θεωρία της, επιχειρείται η μεταγραφή επιστημολογικών εννοιών,

13


εργαλείων και εννοιολογικών σχημάτων στην περιοχή της αρχιτεκτονικής ερμηνείας και θεωρίας. Στόχο της μελέτης αποτελεί η άρθρωση ενός πλαισίου κατανόησης της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής θεωρίας και των μεταστροφών της. Eπιχειρείται δηλαδή να διατυπωθεί ένα μοντέλο συστηματικότερης εξέτασης της πορείας και της εξέλιξης της ερμηνείας, θεωρίας και κριτικής της αρχιτεκτονικής. Κύρια θέση, η οποία διατυπώνεται και τεκμηριώνεται στο πλαίσιο της μελέτης, αποτελεί πως οι μεταβολές της αρχιτεκτονικής ερμηνείας αποτελούν αλλαγές Παραδείγματος. Οι μεταβολές ερμηνείας αντανακλούν αλλαγές αξιακών συστημάτων ανεξάρτητων από το εκάστοτε υπό εξέταση έργο. Προτείνεται, έτσι, η έννοια του Ερμηνευτικού Παραδείγματος, δηλαδή ενός συστήματος πεποιθήσεων, σχετιζόμενων με μία γενική θεώρηση της αρχιτεκτονικής, το οποίο καθορίζει την κατεύθυνση στην οποία κινείται η ερμηνεία των αρχιτεκτονικών έργων. Τα Ερμηνευτικά Παραδείγματα δεν αποτελούν διαχρονικές σταθερές αλλά μεταβάλλονται. Η διαδικασία μετάβασης και εναλλαγής ερμηνειών σκιαγραφείται μέσω της διατύπωσης ενός μηχανισμού αλλαγής ερμηνευτικού Παραδείγματος στην αρχιτεκτονική, ο οποίος αντλεί από τις απόψεις του Feyerabend για την «άναρχη έρευνα». Η μελέτη ολοκληρώνεται με μια σύντομη διαπραγμάτευση του προβλήματος της «προόδου» στην αρχιτεκτονική θεωρία και ερμηνεία, έννοια που αποτέλεσε το επίκεντρο σχετικών αναλύσεων στη φιλοσοφία των επιστημών, με κύρια συνεισφορά από το Laudan, αλλά και τον Toulmin.

14


ABSTRACT

This study stands in-between two distinct areas, modern epistemology and architectural theory and interpretation. A dual approach is being carried out in an attempt to transfer concepts and methods of approach from the field of philosophy of science to that of architectural discourse. By examining architecture at a meta-theoretical level, i.e. making architectural theory itself the object of theorising, it is attempted to transcribe epistemological concepts, tools and conceptual schemas into the field of architectural interpretation and theory. The study’s objective is to outline a suitable framework for examining the evolution of architectural theory itself and for understanding its shifts. More specifically, we attempt to formulate a model that will allow for a more systematic approach of the course of architectural interpretation, theory and criticism. The main point of the study, stated and documented in detail, is that an architectural interpretation can be regarded as a (dominant) paradigm, much as a scientific theory can. Interpretations change over time, reflecting changes of value systems underlying a general view of architecture, rather than having a dependence on the specific object of interpretation. A concept of an “interpretative paradigm� (a hermeneutical paradigm) is proposed, regarded as a system of beliefs associated with a broad view of architecture, which determines the direction followed by the interpretations of distinct works. Hermeneutical paradigms do not constitute timeless invariants, but they are transformed and modified over time. The transition process by which such shifts occur, following a paradigm crisis, is analysed in this study by describing a mechanism of theoretical/interpretative paradigm 15


shift in architecture, leaning on Feyerabend’s proposed notion of “research anarchy”. The study is concluded with a brief discussion of the notion of “progress” in architectural theory and interpretation, building on similar contribution in the philosophy of science, mainly due to Laudan and Toulmin.

16




Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Εισαγωγικές διευκρινίσεις για την περιοχή, το αντικείμενο και το στόχο της διάλεξης

O χώρος στον οποίο κινείται η παρούσα μελέτη είναι αυτός της μετα-θεωρίας της αρχιτεκτονικής. Η μελέτη του δομημένου και αδόμητου περιβάλλοντος και ο σχεδιασμός τους αποτελούν αντικείμενο θεωρητικής αναζήτησης σε παρελθόντα, παρόντα και πιθανά μέλλοντα χρόνο. Η διατύπωση στόχων της αρχιτεκτονικής, αξιών, μεθόδων, προσεγγίσεων, αξιολογικών κριτηρίων ή ακόμη η διατύπωση θέσεων που απορρίπτουν, μερικώς ή ολικώς, όλα τα παραπάνω συνιστούν το σώμα μίας θεωρίας της αρχιτεκτονικής. Ο ρόλος που διαδραματίζουν οι θεωρήσεις της αρχιτεκτονικής καθώς και η εξέλιξή τους αφορούν την αρχιτεκτονική μετα-θεωρία. Γενικεύ19


1. Εξελικτικό Δέντρο 19201970. Εξελικτική επισκόπηση της αρχιτεκτονικής και της θεωρίας της βασισμένη σε μία στρουκτουραλιστική ανάλυση όπως αποτυπώνεται από τον Claude LeviStrauss. Πηγή: Jencks, 1973, σελ. 28

20


οντας θα μπορούσαμε να πούμε πως οι θεωρίες που διατυπώνονται και αναπτύσσονται έχουν ως αντικείμενο ένα συγκεκριμένο πεδίο του επιστητού ή της πράξης. Οι μετα-θεωρίες αντίστοιχα, έχουν ως αντικείμενο τις θεωρίες που διατυπώνονται ως προς ένα συγκεκριμένο πεδίο του επιστητού ή της πράξης. Πεδίο ανάπτυξης μετα-θεωρητικού λόγου αποτελούν και οι επιστημονικές θεωρίες. Η φιλοσοφία των επιστημών ή επιστημολογία, αποτελεί την προσπάθεια ανάλυσης και κατανόησης του τρόπου με τον οποίο αναδύονται, λειτουργούν, εγκαταλείπονται οι θεωρίες στην περιοχή των φυσικών επιστημών. Στο χώρο της μετα-θεωρίας των επιστημών έχουν δομηθεί και διατυπωθεί διαφορετικά πλαίσια προσέγγισης και κατανόησης της εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών. Αντικείμενο αυτής της μελέτης αποτελεί η διερεύνηση της διείσδυσης εννοιών, εννοιολογικών σχημάτων και εργαλείων από την περιοχή της σύγχρονης επιστημολογίας σε αυτή της αρχιτεκτονικής μετα-θεωρίας. Η μεταγραφή των μοντέλων που διατυπώνονται στο χώρο της φιλοσοφίας των επιστημών θεωρούμε πως μπορούν να παρέχουν κατάλληλα εργαλεία για την μελέτη της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής σκέψης. Η σύντομη αναφορά, που ακολουθεί, σε ορισμένους από τους κυριότερους μελετητές της εξέλιξης των φυσικών επιστημών αποσκοπεί να σκιαγραφήσει το πεδίο της σύγχρονης επιστημολογίας. Αντιστοίχως, η συνοπτική επιστκόπηση μελετών που αφορούν στο χώρο της αρχιτεκτονικής μετα-θεωρίας και επιχειρούν δανεισμούς από την περιοχή της επιστημολογίας στοχεύει σε μία πρώτη αποτύπωση των θεωρητικών αφετηριών αλλά και ενδεικτικών ζητημάτων που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. Τομή στο χώρο της επιστημολογίας αποτέλεσε το έργου του Thomas S. Kuhn με τίτλο Η Δομή 21


2. Εξέλιξη της Επιστημολογικής Σκέψης. Οπτικοποίηση της διαδοχής κειμένων που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της φιλοσοφίας των επιστημών.

22


Ι. To έργο του A.J.Ayer αποτελεί συλλογή κειμένων που εντάσσονται στο ρεύμα του Λογικού Θετικισμού. Η αρχή, ωστόσο, του φιλοσοφικού ρεύματος τοποθετείται στο τέλος της δεκαετίας του 1920.

των Επιστημονικών Επαναστάσεων (The Structure of Scientific Revolutions) που εκδόθηκε το 1962 (Kuhn 1962). Η εισαγωγή της έννοιας του επιστημονικού Παραδείγματος το οποίο κατευθύνει την έρευνα, η διατύπωση μίας θεώρησης ασυνεχούς εξέλιξης των επιστημών και η έννοια της επιστημονικής επανάστασης κατά την οποία συντελείται συνολική αλλαγή κοσμοθεώρησης αποτέλεσαν τα κυριότερα σημεία του έργου του Kuhn. Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αυτό εντάσσεται αποτυπώνει με σαφήνεια τα στοιχεία των προηγούμενων επιστημολογικών θεωρήσεων που ο Kuhn αναθεωρεί, προτείνοντας μία νέα ερμηνεία για την εξέλιξη των φυσικών επιστημών. Η αντίληψη της επιστήμης ως μία συνεχή συσσωρευτική διαδικασία που ως στόχο έχει την αύξηση της γνώσης και, τελικά, την επίτευξη της αλήθειας αποτελούσε κυρίαρχη θεώρηση στο χώρο της επιστημολογίας. Τόσο ο Λογικός Θετικισμός (Logical Positivism) όσο και η θεωρία του Karl Popper εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Στην περίπτωση των Λογικών Θετικιστών[Ι] (Ayer 1959) η επίτευξη της αλήθειας περνούσε μέσω πειραματικών διαδικασιών που ως στόχο είχαν να επαληθεύουν υποθέσεις σε μία γραμμική πορεία αύξησης της επιστημονικής γνώσης. Η επαλήθευση μία υπόθεσης αποτέλεσε το κύριο εργαλείο επιστημονικής έρευνας. Αντίθετα, για τον Popper (1959), το βασικό εργαλείο της επιστημονικής προόδου αποτέλεσε η αρχή της διαψευσιμότητας. Διατύπωσε και υποστήριξε τη θέση πως μία θεωρία μπορεί να θεωρείται επιστημονική μόνο όταν είναι δυνατόν να διατυπωθούν οι πειραματικές συνθήκες στις οποίες αυτή θα μπορούσε να διαψευσθεί. Διασφαλίζονταν και σε αυτή την περίπτωση η γραμμική πορεία προς την αλήθεια. Ο Kuhn, εισάγοντας τόσο την έννοια του Παραδείγματος όσο και αυτή της επιστημονικής επανάστασης, επιχείρησε να αναιρέσει τη θεώρη23


3. Η αρχή της Διαψευσιμότητας του Popper. Διαγραμματική απεικόνιση της επιστημονικής διαδικασίας όπως αυτή ορίζεται από τον Popper. Πηγή Εικόνας: www. scienceblogs. com

24


ΙΙ. To ζήτημα της προόδου αναγνωρίζουν και άλλοι ερευνητές, όπως για παράδειγμα ο Stephen Toulmin. Η αναφορά του Laudan στο σημείο αυτό έχει να κάνει με την ευθεία που πραγματοποιεί ο τίτλος του έργου του Η πρόοδος και τα Προβλήματά της.

ση της επιστήμης ως συσσωρευτική διαδικασία. Η εξέλιξη των επιστημών αφορούσε σε συνολικές αλλαγές κοσμοθεώρησης που δεν εξασφάλιζαν την πορεία προς την ανακάλυψη της αλήθειας. Τη σχετικιστική θεώρηση του Kuhn, δεν αποδέχεται ο Imre Lakatos, ο οποίος με το Η Μεθοδολογία των Ερευνητικών Προγραμμάτων (The Methodology of Scientific Research Programmes) που εκδίδεται το 1978 επιχειρεί να εισάγει ένα νέο σύστημα θεώρησης. Σύμφωνα με τον Lakatos (1978) η ερευνητική διαδικασία διατηρεί έναν σκληρό πυρήνα αμετάβλητων σταθερών. Οι αλλαγές στις επιστημονικές θεωρίες εντάσσονται στη διαδικασία εναλλαγής Ερευνητικών Προγραμμάτων. Ακόμη, ο πυρήνας περιβάλλεται από ένα σύνολο βοηθητικών θεωριών που είναι δυνατό να αλλάζουν, διατηρώντας πάντοτε τον πυρήνα σταθερό. Σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του Lakatos κινείται ο Paul Feyerabend (1975). Το βιβλίο του Ενάντια στη Μέθοδο (Against Method) επιχειρεί να τεκμηριώσει πως ο μόνος δρόμος για μία μορφή “προόδου” είναι η απελευθέρωση της επιστημονικής και ερευνητικής διαδικασίας από κάθε περιορισμό. Η άναρχη έρευνα που προτείνεται υποστηρίζεται πως, σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, οδήγησε σε έναν ωφέλιμο πλουραλισμό. H συνειδητά μεθοδολογικά ασυνεπής έρευνα, απελευθερωμένη από κανόνες, συντελεί στη διερεύνηση περισσότερων θεωρήσεων, χωρίς να αποκλείει ορισμένες με κριτήρια που είναι αυθαίρετα για τον Feyerabend. Οι θεωρήσεις τόσο του Thomas Kuhn όσο και του Paul Feyerabend δημιουργούν ερωτηματικά σχετικά με την έννοια της προόδου. Ένα πρόβλημα που αναγνωρίζει ο Larry Laudan και επιχειρεί να αντιμετωπίσει το 1978 στο έργο του Η Πρόοδος και τα Προβλήματά της (Progress and its Problems).[ΙΙ] Η εισαγωγή της έννοιας της Επιστημονικής Παράδοσης (Research Tradition) αλλά και 25


5. Barcelona Pavilion: Τομή Υποστυλώματος. Πηγή: Bonta, 1979, σελ. 204.

26


4. Barcelona Pavilion: Πισίνα και κύριος στεγασμένος χώρος. Πηγή Εικόνας: www. 4.bp.blogspot .com

ο συσχετισμός της προόδου (progress) και της λογικής (rationality) επιχειρούν να θέσουν το ερώτημα της προόδου πέρα από το πεδίο του εμπειρισμού (empiricism) αλλά και του επαναστατισμού (revolutionism). Η μεταγραφή των επιστημολογικών εργαλείων και εννοιών στην περιοχή της αρχιτεκτονικής θεωρίας αφορά σε περισσότερες από μία θεωρήσεις της εξέλιξης των επιστημών. Στην περίπτωση του Πάνου Τζώνου (1985) επιχειρείται ένας παραλληλισμός του Παραδείγματος του Kuhn με το σύστημα αξιών της αρχιτεκτονικής. Η θέση που διατυπώνει το 1972 και αναδημοσιεύει το 1985 στο βιβλίο του Τέσσερα Συστήματα Αξιών στη Σύγχρονη Αρχιτεκτονική Θεωρία αποτυπώνει την εναλλαγή αξιακών συστημάτων που καθορίζουν την αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική. Επιχειρεί με αυτό τον τρόπο να αναδείξει το πλαίσιο στο οποίο, κατά τον ίδιο, συντελείται η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής θεωρίας και πράξης. Τη διαδικασία που ακολουθεί η εξέλιξη της θεωρίας υπό τη μορφή της αρχιτεκτονικής ερμηνείας επιχειρεί να αποτυπώσει το 1975 ο Juan Pablo Bonta στο Ανατομία της Aρχιτεκτονικής Eρμηνείας: Μία Σημειωτική Ανασκόπηση της Κριτικής του Barcelona Pavilion του Mies Van Der Rohe (An Anatomy of Architectural Interpretation : a Semiotic Review of the Criticism of Mies Van Der Rohe’s Barcelona Pavilion). Το έργο του επανεκδίδεται συμπληρωμένο από τον ίδιο το 1979 με τίτλο Η Αρχιτεκτονική και η Ερμηνεία της (Architecture and its Interpretation). Η προσπάθεια του Bonta και στις δύο περιπτώσεις αφορά στην ανίχνευση τόσο των διαφορετικών φάσεων που περνά η ερμηνεία του Barcelona Pavilion, όσο και η συνεχής πιθανότητα επανερμηνείας του. Ο Bonta επιχειρεί να περιγράψει αυτή την εξέλιξη υιοθετώντας την έννοια της επανάστασης που διακόπτει τη συσσωρευτική διαδικασία και προωθεί νέες ερμηνείες σε αντικατάσταση των 27


6. Τα Πέντε Σημεία (επάνω) και το Dom-ino (κάτω). Σχέδια του Le Corbusier τα οποία ενσωμάτωσε ο Stanford Anderson στο άρθρο του “Αρχιτεκτονικά Ερευνητικά Προγράμματα στο έργο του Le Corbusier”. Πηγή Εικόνας: Anderson, 1984.

28


ΙΙΙ. Ο Stanford Anderson δημοσιεύει την ίδια χρονιά ένα δεύτερο άρθρο με τίτλο “Αρχιτεκτονικά Ερευνητικά Προγράμματα στο έργο του Le Corbusier”. Επιχειρεί σε αυτό το δεύτερο τμήμα της μελέτης του να ανιχνεύσει την εφαρμογή της θεώρησής του για αρχιτεκτονικά ερευνητικά προγράμματα στο έργο του Le Corbusier.

παλαιότερων. Αν και ο δανεισμός των εννοιολογικών εργαλείων του Kuhn είναι σαφής, θεωρούμε πως η αναδόμηση του έργου του Bonta με άξονα τις θέσεις της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων, που θα επιχειρήσουμε παρακάτω, μπορεί να φωτίσει εκ νέου τη συνθήκη αλλαγής ερμηνείας. Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων δεν αποτέλεσε τη μοναδική επιστημολογική θεώρηση που επιχειρήθηκε να μεταγραφεί στο πεδίο της αρχιτεκτονικής. Ο Stanford Andrerson, δημοσίευσε το 1984 τη μελέτη του Ο Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός ως Σύστημα Ερευνητικών Προγραμμάτων (Architectural design as a system of research programs). Όπως μαρτυρά η χρήση των ερευνητικών προγραμμάτων στον τίτλο, ο Anderson προσπάθησε να αρθρώσει ένα πλαίσιο μελέτης της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής θεωρίας με βάση την επιστημολογική θεώρηση του Imre Lakatos. Πιο συγκεκριμένα, ερευνά αν μία προσαρμοσμένη εκδοχή της θεωρίας του Lakatos θα μπορούσε να παρέχει ένα εξηγητικό και κανονιστικό μοντέλο της διαδικασίας σχεδιασμού.[ΙΙΙ] Ο Paul-Alan Johnson επιχειρεί να μεταφέρει στοιχεία της θεώρησης που αναπτύσσεται από τον Paul Feyerabend στο Ενάντια στη Μέθοδο στην περιοχή της αρχιτεκτονικής θεωρίας. Έτσι, στο The Theory of Architecture: Concepts, Themes and Practices που εκδίδεται το 1994 αποτυπώνεται ο συσχετισμός της άναρχης έρευνας, της έρευνας που αναιρεί τους κανόνες επανεξετάζοντας ακόμη και τις βασικότερες παραδοχές, με την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής θεωρίας. Η τελευταία, ως ερευνητική δραστηριότητα που θέτει υπό αμφισβήτηση τις αρχές της αρχιτεκτονικής, επιχειρεί να “τροποποιήσει το ιστορικό της παρελθόν” και να “γράψει μία ιστορία αλλαγών” (Johnson 1994: 284). Διατυπώνεται, υπό αυτούς τους όρους, η θεώρησή του για τη συνέχεια ή την ασυνέχεια της αρχιτεκτονικής θεωρίας. 29


Η παρούσα μελέτη κινείται στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την επιστημολογία. Αντικείμενό της αποτελεί η ανάλυση και κατανόηση της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής θεωρίας ή αλλιώς, η αρχιτεκτονική μετα-θεωρία. Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε τη μεταγραφή όρων, εννοιών και εργαλείων από το χώρο της επιστημολογίας σε αυτόν της αρχιτεκτονικής θεωρίας. Στόχος της μελέτης δεν είναι μία επαναστατική θεώρηση της αρχιτεκτονικής· στόχος της είναι η άρθρωση ενός πλαισίου κατανόησης της εξέλιξης της θεωρίας και των μεταστροφών της. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρούμε να συγκροτήσουμε και να αποτυπώσουμε μία δομή η οποία θα συμβάλλει στη συστηματικότερη εξέταση της πορείας της θεωρίας, ερμηνείας και κριτικής στο χώρο της αρχιτεκτονικής. Σε αυτό το πλαίσιο, θα διατυπώσουμε τη θέση, την οποία και θα τεκμηριώσουμε, πως η ερμηνεία της αρχιτεκτονικής λειτουργεί με όρους Παραδείγματος. Οι ερμηνείες μεταβάλλονται με βάση αξιακά συστήματα τα οποία σχετίζονται περισσότερο με μία γενική θεώρηση της αρχιτεκτονικής και λιγότερο με το εκάστοτε έργο υπό εξέταση. Ακόμη, στόχο της μελέτης αποτελεί και η σκιαγράφηση του μηχανισμού αλλαγής θεωρητικού, ερμηνευτικού Παραδείγματος στην αρχιτεκτονική. Θέση μας αποτελεί πως οι μεταστροφές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την αρχιτεκτονική συντελούνται μέσω αυτού του μηχανισμού. Η ανάλυση των επιμέρους διαδικασιών που συντελούνται και η άρθρωση της δομής του μηχανισμού έχουν ως στόχο τη συγκρότηση ενός πλαισίου κατανόησης του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιούνται οι μεταστροφές.

30


31



ΙΙ. Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ Το μη εκδοθέν έργου του G.Broadbent, το έργο του T.S. Kuhn και η μεταγραφή της θεωρίας του στο χώρο της αρχιτεκτονικής

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ο Geoffrey Broadbent προαναγγέλλει την κυκλοφορία του βιβλίου του με τίτλο The Structure of Architectural Revolutions ή Η Δομή των Αρχιτεκτονικών Επαναστάσεων. Το βιβλίο, αν και αναφέρεται σε βιβλιογραφία άλλων συγγραφικών έργων που εκδίδονται στα τέλη του ’70, δεν εκδίδεται ποτέ. Αφήνοντας μας στο σκοτάδι όσον αφορά στο περιεχόμενό του, μας παρέχει ως μαρτυρία τον τίτλο του· “Η Δομή των Αρχιτεκτονικών Επαναστάσεων”. Ο παραλληλισμός με τη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Thomas Kuhn είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η παραπομπή, σε επίπεδο τίτλου, του βιβλίου του Broadbent στο 33


προγενέστερο βιβλίο του Kuhn αφήνει να εννοηθεί πως θα επιχειρηθεί η μεταγραφή της επιστημολογικής θεώρησης του τελευταίου στο πεδίο της αρχιτεκτονικής. Το αν η επιρροή των Αρχιτεκτονικών Επαναστάσεων του Broadbent στο χώρο της αρχιτεκτονικής και της θεωρίας, θα ήταν εξίσου σημαντική με την επιρροή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Kuhn στο χώρο της επιστημολογίας θα μείνει αναπάντητο. Αυτό που διαγράφεται με σαφήνεια, ωστόσο, είναι η προσπάθεια να πραγματοποιηθεί μία σύνδεση της θεώρησης της αρχιτεκτονικής με τη θεώρηση των επιστημών, όπως αυτή αποτυπώνεται από τον Kuhn. Τέτοιες προσπάθειες, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, αποτυπώνονται στο έργο του Πάνου Τζώνου αλλά και του Juan Pablo Bonta.[Ι] Ωστόσο, για να αποκτήσουμε μία επαφή με το περιεχόμενό τους θα πρέπει πρώτα να επιχειρήσουμε μία συνοπτική επισκόπηση της θεώρησης των επιστημών που προτείνεται στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων.

Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

Η πολυπλοκότητα των νοημάτων και η εισαγωγή νέων εννοιών, στο έργο του Thomas Kuhn, εννοιών που περιγράφουν διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες εξέλιξης των επιστημών, δεν επιτρέπουν μία βιαστική ανάγνωση. Ωστόσο, αποτελούν απαραίτητα στοιχεία μίας προσπάθειας να καταστεί σαφής η θέση του Kuhn περί ασυνέχειας στην ιστορική εξέλιξη των επιστημών. Ανατρέποντας την καθιερωμένη θέση περί συσσωρευτικής ανάπτυξης των επιστημών εισάγει την έννοια της επιστημονικής επανάστασης. Στο έργο του ο Kuhn επιχειρεί να τεκμηριώσει τη θέση του για ασυνεχή επιστημο34

Ι. Παρόμοιες προσπάθειες πραγματοποιούνται και από άλλους μελετητές, όπως ο Stanford Anderson και o Paul-Alan Johnson, όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή.


νική εξέλιξη μέσω επαναστάσεων μέσα από διεξοδικές αναφορές στην ιστορία της επιστήμης. Το κεντρικότερο σημείο του έργου του Kuhn αποτελεί η έννοια του επιστημονικού Παραδείγματος, έννοια κλειδί για την κατανόηση της θεώρησής του. Το επιστημονικό Παράδειγμα αποτελεί ένα πλαίσιο που περιέχει όλες τις κοινώς αποδεκτές απόψεις για ένα θέμα, μία δομή που ορίζει τι κατεύθυνση θα πρέπει να πάρει η έρευνα και με ποιο τρόπο θα πρέπει να εκτελείται. Σύμφωνα με τον Kuhn (1962: 74) εμπεριέχει νόμους, θεωρίες, εφαρμογές και πειραματικές διατάξεις ταυτόχρονα· αποτελεί πρότυπο απ’ όπου πηγάζει μία συγκεκριμένη συμπαγής παράδοση επιστημονικής έρευνας. Αποτελεί τη θεμελιώδη ενότητα για το μελετητή της επιστημονικής ανάπτυξης, μία ενότητα που δεν ανάγεται με πληρότητα σε λογικά ανεξάρτητες ατομικές συνιστώσες, ικανές να λειτουργήσουν στη θέση της (Kuhn 1962: 74). Ως τέτοια Παραδείγματα αναφέρει ο ίδιος, την πτολεμαϊκή αστρονομία ή την κοπερνίκεια αστρονομία, την αριστοτελική δυναμική ή τη νευτώνεια, την σωματιδιακή οπτική ή την κυματική, ενώ ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος. Κάθε Παράδειγμα προτείνει μία κοσμοθεώρηση, αντλεί τη δύναμή του από τη σύνδεσή του με κάποια συγκεκριμένη μεταφυσική και τονίζει ως ιδανικές παρατηρήσεις εκείνο το τμήμα των οπτικών φαινομένων που αυτό καταφέρνει να εξηγήσει καλύτερα (Kuhn 1962: 74). Όπως διαβάζουμε στον Kuhn (1962: 88), “ένα Παράδειγμα καθιερώνεται επειδή έχει περισσότερη επιτυχία από τα αντίπαλα Παραδείγματα στη λύση εκείνων των λίγων προβλημάτων, που η ομάδα των ερευνητών έχει φτάσει να θεωρεί κρίσιμα.” Αποκτά, έτσι, την αποδοχή της επιστημονικής κοινότητας, καθιερώνεται ως κυρίαρχο παράδειγμα και αποτελεί αντικείμενο μελέτης των ερευνητών· περνά στη φάση της φυσιολογικής επιστήμης. 35


7. Paradigm Shift. Σχέδιο του Andy Mercer με τίτλο Αλλαγή Παραδείγματος (Paradigm Shift). Πηγή Εικόνας: www. fineartamerica .com

36


ΙΙ. Κατά την περίοδο της φυσιολογικής έρευνας, κατά κύριο λόγο, δεν παράγονται και δε αναζητούνται νέες κοσμοθεωρήσεις· υπό αυτή την έννοια, για τον Kuhn, δεν επιτυγχάνεται η καινοτομία. Ωστόσο, καινοτομίες με τη συνήθη έννοια του όρου -έννοια πιο κοντά σε αυτή του επιστημονικού επιτεύγματοςπαράγονται συνεχώς κατά τη φάση της φυσιολογικής επιστήμης.

Η έννοια της φυσιολογικής επιστήμης είναι στενά συσχετισμένη με αυτή του Παραδείγματος, καθώς αποτελεί την περίοδο κατά την οποία συντελείται συστηματική και ενδελεχής διερεύνηση των δυνατοτήτων που παρέχει η κυρίαρχη κοσμοθεώρηση. Πιο συγκεκριμένα ο Kuhn (1962: 88) αναφέρει πως “η επιτυχία ενός Παραδείγματος συνίσταται, αρχικά, μάλλον σε μία υπόσχεση επιτυχίας, που μπορεί να ανακαλυφθεί σε επιλεγμένες και ακόμη ατελείς συνθήκες. Η φυσιολογική επιστήμη αποτελεί την πραγματοποίηση αυτής της υπόσχεσης, μία πραγματοποίηση που επιτυγχάνεται με την επέκταση της γνώσης εκείνων των γεγονότων, που το Παράδειγμα παρουσιάζει ως ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, με την αύξηση της συμφωνίας ανάμεσα σ’ αυτά τα γεγονότα και τις προβλέψεις του Παραδείγματος και με περαιτέρω διάρθρωση του ίδιου του Παραδείγματος”. Υιοθετώντας μία διαφορετική διατύπωση, θα μπορούσαμε να πούμε πως κατά τη φάση της φυσιολογικής επιστήμης διερευνώνται τα όρια του Παραδείγματος, επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής του, εκλεπτύνονται και διορθώνονται οι παράμετροι που αυτό θέτει. Αποτελεί μία διαδικασία κατεξοχήν συσσωρευτική που στοχεύει στη συνεχή επέκταση του φάσματος και της ακρίβειας της επιστημονικής γνώσης (Kuhn 1962: 121). Με μία έννοια αποτελεί την πιο συνηθισμένη εικόνα της επιστημονικής εργασίας. Ωστόσο, κατά τον Kuhn (1962: 121) χάνεται, με αυτό τον τρόπο, ένα τυπικό γνώρισμα της ερευνητικής διαδικασίας. Η φυσιολογική επιστήμη δε στοχεύει σε καινοτομίες, με την έννοια που ο Kuhn προσδίδει στον όρο, και όσο καιρό θεωρείται επιτυχημένη, δεν οδηγεί σε καμία[ΙΙ]. Νέα γεγονότα και απρόβλεπτα φαινόμενα αναδύονται συνεχώς, ενώ κάποιες φορές έρχονται σε αντίθεση με τις προβλέψεις του Παραδείγματος. Την παρα37


βίαση των προβλέψεων του Παραδείγματος σε κάποιο σημείο από την φύση ο Kuhn (1962: 122) αποκαλεί ανωμαλία. Η επίγνωση μία ανωμαλίας οδηγεί στην περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη εξερεύνηση της περιοχής από την οποία αυτή προέρχεται. Η εξερεύνηση αυτή θα λήξει μόνο όταν η Παραδειγματική θεωρία έχει διορθωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε το μη ομαλό να γίνει αναμενόμενο (Kuhn 1962: 122). Κατά τη φάση της φυσιολογικής επιστήμης, δηλαδή την περίοδο που η πίστη στο Παράδειγμα είναι μη αμφισβητήσιμη, το βάρος της αποτυχίας στην περίπτωση αναντιστοιχίας φαινομένου και πρόβλεψης της θεωρίας επωμίζεται ο ερευνητής. Η πιθανότητα αστοχίας του Παραδείγματος δεν αποτελεί πιθανό ενδεχόμενο για την κοινότητα. Η σημειακή προσαρμογή της θεώρησης, ωστόσο, είναι σύνηθες φαινόμενο σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο Kuhn (1962: 151) αναφέρει πως οι επιστήμονες θα επινοήσουν πολυάριθμες αναδιαρθρώσεις και ad hoc τροποποιήσεις της θεωρίας τους, προκειμένου να εξαφανίσουν κάθε πιθανή σύγκρουση. Οι ad hoc τροποποιήσεις μίας θεωρίας αποτελούν εκ των υστέρων αναδιαρθρώσεις της προκειμένου να συμβιβαστεί με ένα νέο είδος δεδομένων που φαίνονται αρχικά να τη διαψεύδουν (Kuhn 1962: 151). Πρόκειται για μηχανισμό αναρρύθμισης του Παραδείγματος που συμβάλει στην σταθερότητά του, αντιμετωπίζοντας τις επιμέρους ασυμφωνίες φύσης-θεωρίας. Συμβάλει, έτσι, καθοριστικά στην περαιτέρω φυσιολογική διερεύνησή του, η οποία σε αντίθετη περίπτωση θα είχε διακοπεί με την αμφισβήτηση του Παραδείγματος. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ανωμαλίες που ανακύπτουν δεν αντιμετωπίζονται με τέτοιου είδους προσαρμογές, αλλά παραμένουν ως άλυτα προβλήματα που η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταφέρει ακόμη να αντιμετωπίσει. 38


ΙΙI. Ο όρος “ιδιόρρυθμη επιστήμη” αποτελεί μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου “extraordinary science”. Όρος που εισάγεται στη μετάφραση των Γεωργακόπουλου, Κάλφα για την ελληνική έκδοση του βιβλίου το 1981.

Αν και η εμφάνιση ανωμαλιών δε θέτει απ’ ευθείας το Παράδειγμα σε αμφισβήτηση, η επίγνωση συσσωρευμένων ασυμφωνιών φύσης-θεωρίας μπορεί να το οδηγήσει σε Κρίση. Η επίγνωση αυτή προαπαιτείται, κατά τον Kuhn (1962: 138), σε όλες τις περιπτώσεις αποδεκτών αλλαγών στη θεωρία. Για τον Kuhn (1962: 157), όταν η ανωμαλία γίνεται πλέον αντιληπτή όχι ως ένα ακόμη πρόβλημα προς επίλυση, αλλά ως πηγή κρίσης, τότε η μετάβαση στην ιδιόρρυθμη επιστήμη[ΙΙI] έχει αρχίσει. Η ερευνητική δραστηριότητα επικεντρώνεται στην επίλυση του προβλήματος που παρουσιάζει τις αναγνωρισμένες πλέον ανωμαλίες. Οι συνεχείς αναπροσαρμογές της θεωρίας -οι οποίες όλο και συχνότερα θεωρούνται ad hoc τροποποιήσεις- δημιουργούν νέες ανωμαλίες, σε διαφορετικά σημεία, στην προσπάθειά τους να συμβάλουν στην εξήγηση του φαινομένου. Η συνεχής προσπάθεια των επιστημόνων να “χωρέσουν” το Παράδειγμα στο πλαίσιο που ορίζουν τα φαινόμενα μέσω συνεχών τροποποιήσεων καθιστούν προοδευτικά τους κανόνες της φυσιολογικής επιστήμης συγκεχυμένους. Η φάση αυτή, ωστόσο, δεν οδηγεί ποτέ σε εγκατάλειψη ενός Παραδείγματος. Κατά τον Kuhn (1962: 150) οι επιστήμονες μπορεί να αρχίσουν να χάσουν την πίστη τους στο Παράδειγμα και, στη συνέχεια να εξετάζουν κάποιες άλλες λύσεις, δεν απαρνούνται όμως το Παράδειγμα που τους οδήγησε σε κρίση. Με άλλα λόγια, συνεχίζει, δε θεωρούν ποτέ τις ανωμαλίες αντενδείξεις -αν και στην ορολογία της επιστημολογίας αυτό ακριβώς είναι οι ανωμαλίες. Μία επιστημονική θεωρία, από τη στιγμή που καθιερώνεται ως κυρίαρχο Παράδειγμα, δε χάνει την εγκυρότητά της παρά μόνο όταν υπάρχει ένα εναλλακτικό Παράδειγμα να πάρει τη θέση της. Η εμφάνιση των ανωμαλιών, ο τρόπος με τον οποίο το Παράδειγμα αναπροσαρμόζεται για να τις 39


8. To Koπερνίκειο Σύστημα. Το μοντέλο για την κίνηση των πλανητών που διατύπωσε ο Κοπέρνικος ήταν ηλιοκεντρικό σε αντίθεση με το πτολεμαϊκό σύστημα που ήταν γεωκεντρικό. Πηγή Εικόνας: www. bl.uk

40


9. Το Πτολεμαϊκό αστρονομικό Παράδειγμα (δίπλα). Σύμφωνα με αυτό οι πλανήτες και ο ήλιος περιστρέφονταν γύρω από τη γη και η θέση τους υπολογίζονταν με βάση ένα σύστημα σύνθετων κύκλων. Πηγή Εικόνας: www. wikipedia.org

αντιμετωπίσει, καθώς και η συσσώρευσή τους που οδηγεί σε παραδειγματική κρίση αποτελούν συνθήκες που μπορούν να γίνουν καλύτερα αντιληπτές μέσω του παραδείγματος της Κοπερνίκειας επανάστασης. Κατά τη φάση ανάπτυξης του το σύστημα του Πτολεμαίου, δηλαδή ο προκάτοχος του κοπερνίκειου συστήματος, σημείωνε καταπληκτικές επιτυχίες στην πρόβλεψη των μεταβαλλόμενων θέσεων τόσο των άστρων όσο και των πλανητών. Μάλιστα, η πτολεμαϊκή αστρονομία χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για μηχανικές προσεγγίσεις της θέσης των άστρων (Kuhn 1962: 139). Ωστόσο, το γεγονός ότι μία επιστημονική θεωρία σημειώνει καταπληκτικές επιτυχίες δε σημαίνει πως έχει πλήρη επιτυχία· οι προβλέψεις του πτολεμαϊκού συστήματος δεν κατάφερναν ποτέ να ταιριάξουν με τις καλύτερες δυνατές παρατηρήσεις για τη θέση των πλανητών και τις μεταπτώσεις των ισημεριών (Kuhn 1962: 139). Ένα μεγάλο μέρος της φυσιολογικής αστρονομικής έρευνας αποδόθηκε στην προσπάθεια ελαχιστοποίησης αυτών των ασυμφωνιών, στο συμβιβασμό των προβλέψεων της θεωρίας και των αποτελεσμάτων της παρατήρησης. Για ένα χρονικό διάστημα οι επιστήμονες είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν πως αυτή η διαδικασία θα επέλυε τελικά τα προβλήματα, μέσω της εκλέπτυνσης και διόρθωσης της θεωρίας. Γι’ αυτό και, όταν συναντούσαν μία επιμέρους ασυμφωνία, δε δίσταζαν να επιφέρουν μία ad hoc τροποποίηση στο πτολεμαϊκό σύστημα των σύνθετων κύκλων (compounded circles, Kuhn 1962: 140). Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Kuhn (1962: 140), “καθώς περνούσε ο καιρός, αν κάποιος εξέταζε το τελικό αποτέλεσμα των προσπαθειών της φυσιολογικής αστρονομικής έρευνας, θα παρατηρούσε ότι η πολυπλοκότητα της αστρονομίας αύξανε με πολύ ταχύτερο ρυθμό από την ακρίβειά της και ότι η διόρθωση μίας ασυμφωνίας 41


“... Η επίγνωση της ανωμαλίας είχε διαρκέσει τόσο πολύ και είχε εισχωρήσει τόσο βαθιά, ώστε θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει σωστά αυτούς τους τομείς λέγοντας ότι βρίσκονταν σε μία κατάσταση επιτεινόμενης κρίσης. Η εμφάνιση νέων θεωριών, επειδή απαιτεί καταστροφή Παραδειγμάτων σε μεγάλη κλίμακα και εκτεταμένες τροποποιήσεις στα προβλήματα και τις τεχνικές της φυσιολογικής επιστήμης, έρχεται κατά κανόνα μετά από μία περίοδο έκδηλης επαγγελματικής αβεβαιότητας. Όπως είναι φυσικό, αυτή η αβεβαιότητα προκαλείται από τη συνεχιζόμενη αδυναμία να βρεθεί μία ικανοποιητική λύση στους γρίφους της φυσιολογικής επιστήμης. Η αποτυχία των καθιερωμένων κανόνων είναι φυσικό να οδηγεί στην αναζήτηση νέων.” T.S. Kuhn για την ανάδυση επιστημονικών Παραδειγμάτων όπως η θερμοδυναμική και η κβαντομηχανική. (Kuhn 1962: 139)

42


σε ένα σημείο φαινόταν να γεννά μία νέα ασυμφωνία σε ένα άλλο σημείο”. Έχοντας υπ’ όψη του τις παραπάνω συνθήκες ο Hall (1954: 16) αναφέρει πως η πτολεμαϊκή αστρονομία βρισκόταν σε σκανδαλώδη ασυνέπεια, πριν ακόμη ο Κοπέρνικος αναγγείλει τη θεωρία του (Kuhn 1962: 138). Η ασυνέπεια αυτή αναγνωρίστηκε και στην εποχή της· η διάδοσή της όμως συντελέστηκε με πολύ μικρότερη ταχύτητα απ’ ότι οι σημερινές συνθήκες επιτρέπουν. Ο Kuhn (1962: 140) αναφέρεται στην περίοδο του 16ου αιώνα, γράφοντας πως ήδη από τις αρχές του αιώνα ένας αυξανόμενος αριθμός Ευρωπαίων αστρονόμων αναγνώριζε ότι το αστρονομικό Παράδειγμα που επικρατούσε, δηλαδή το πτολεμαϊκό, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στα ίδια τα παραδοσιακά του προβλήματα. Συνεχίζει γράφοντας πως “αυτή η αναγνώριση ήταν προϋπόθεση για την απόρριψη του πτολεμαϊκού Παραδείγματος από τον Κοπέρνικο και την αναζήτηση ενός νέου”. Η απόφαση της απόρριψης ενός Παραδείγματος είναι, ταυτόχρονα, και απόφαση αποδοχής ενός άλλου. Η εναλλαγή Παραδειγμάτων αποτελεί τον πυρήνα του επιχειρήματος του Kuhn για μη γραμμική, αλλά ασυνεχή εξέλιξη των επιστημών. Ο ίδιος (Kuhn 1962: 159) γράφει πως “η μετάβαση από ένα Παράδειγμα σε κρίση σε ένα νέο, απ’ όπου θα αναδυθεί μία νέα παράδοση φυσιολογικής έρευνας, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από μία συσσωρευτική διαδικασία[…]. Πρόκειται μάλλον για μία ανακατασκευή του πεδίου από νέα θεμέλια, μία ανακατασκευή που τροποποιεί ορισμένες από τις πιο στοιχειώδεις θεωρητικές γενικεύσεις του πεδίου, όπως και πολλές από τις μεθόδους και τις εφαρμογές του Παραδείγματος”. Η διαδικασία της απόφασης που οδηγεί την κοινότητα σε τέτοια μεταστροφή δεν αποτελείται από λογικές διεργασίες σύγκρισης και αποτίμησης 43


10. Οπτικό Πείραμα Αλλαγής Gestalt. Η ίδια μορφή γίνεται αντιληπτή από τον παρατηρητή είτε ως πάπια, είτε ως λαγός. Πηγή Εικόνας: www. nautil.us

11. M.C. Escher - Sky & Water, 1938. Η ανάδυση διαφορετικής οπτικής αποκαλύπτει νέες πτυχές του επιστητού. Πηγή Εικόνας: www. wikipedia.org

44


του “βέλτιστου Παραδείγματος”, κάτι το οποίο δεν είναι δυνατό όπως θα δούμε παρακάτω. Δε στηρίζεται ποτέ απλώς σε μία σύγκριση της θεωρίας με τη φύση, ούτε και σε μία σύγκριση θεωριών μεταξύ τους. Σε έναν όχι απόλυτα συμβατό παραλληλισμό, η μεταστροφή από ένα Παράδειγμα σε ένα άλλο συντελείται υπό τους όρους του φαινομένου gestalt. Στο κλασικό οπτικό πείραμα το σκίτσο στο χαρτί φαίνεται τη μία στιγμή σαν πάπια και την άλλη σαν λαγός. Η μη συμβατότητα του παραλληλισμού έγκειται, κατά τον Kuhn (1962: 160) στο γεγονός πως ο επιστήμονας δε βλέπει κάτι σαν κάτι άλλο, απλώς το βλέπει. Επιπλέον, δεν έχει την ίδια δυνατότητα ελευθερίας με αυτόν που υφίσταται το πείραμα gestalt να μεταπηδά από τον ένα τρόπο όρασης στον άλλο. Από τη στιγμή που του αποκαλύφθηκε η νέα οπτική, η παλαιά απορρίπτεται. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική αυτή εναλλαγή αποτελεί ένα στοιχειώδες πρότυπο για ό,τι συμβαίνει σε μία αλλαγή Παραδείγματος. Δεν πρόκειται δηλαδή, κατά τον Kuhn, για μία λογική διαδικασία αλλά συντελείται υπό όρους μεταστροφής πίστης. Θεμελιώδης έννοια για την θεώρηση του Kuhn σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο συντελούνται οι επιστημονικές επαναστάσεις είναι αυτή της ασυμετρότητας (incommensurability). Για τον Kuhn (1962: 180) η φυσιολογική-επιστημονική παράδοση που πηγάζει από μία επιστημονική επανάσταση δεν είναι μόνο ασυμβίβαστη (incompatible), αλλά συχνά πραγματικά ασύμμετρη (incommensurable) με την παράδοση που είχε προηγηθεί. Οι διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις που ορίζονται από τα διαφορετικά παραδείγματα εκφράζουν πλήρως διακριτές κοσμοθεωρήσεις. Υπό αυτή την έννοια οι επιστήμονες που ασκούν το έργο τους στα πλαίσια διαφορετικών Παραδειγμάτων ζουν σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Η σύγκριση μεταξύ τους αποτελεί 45


μη ρεαλιστική συνθήκη καθώς είναι αδύνατο να καθοριστούν κριτήρια με βάση τα οποία να πραγματοποιηθεί παράλληλη επισκόπηση. Πιο συγκεκριμένα, οι οπαδοί αντίθετων Παραδειγμάτων συχνά διαφωνούν σχετικά με το ποια προβλήματα θα πρέπει να λύνει το κάθε υποψήφιο Παράδειγμα· τα κριτήριά τους και οι ορισμοί που δίνουν για την επιστήμη δεν ταυτίζονται (Kuhn 1962: 229). Στα πλαίσια του νέου Παραδείγματος, οι παλιοί όροι, οι έννοιες και τα πειράματα πληρούν νέες αμοιβαίες σχέσεις, ενώ οι κανόνες και τα εργαλεία που ορίζονται ανταποκρίνονται στις ανάγκες της έρευνας με τρόπο συμβατό με τη νέα θεώρηση και όχι με την παλιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Kuhn (1962: 231) αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, ένας φυσικός νόμος που, για τη μία ομάδα επιστημόνων, δεν μπορεί ούτε καν να αποδειχτεί, στην άλλη μπορεί να φαίνεται αυταπόδεικτος. Συχνά οι δύο ομάδες βλέπουν διαφορετικά πράγματα ή τα βλέπουν κάτω από ένα πλέγμα διαφορετικών συσχετισμών. Η μη δυνατότητα λογικής σύγκρισης που αποτελεί συνέπεια της ασσυμετρότητας των διαφορετικών θεωριών εξηγεί και τη θεώρηση των εναλλαγής Παραδειγμάτων ως διαδικασία μεταστροφής πίστης. Πιο συγκεκριμένα, ο Kuhn (1962: 231) γράφει ότι “ακριβώς επειδή λείπει κοινό μέτρο σύγκρισης, η μετάβαση από το ένα Παράδειγμα στο άλλο δεν μπορεί να πάρει τη μορφή ενός απλού βήματος στο χρόνο, που πραγματοποιείται με την ώθηση της λογικής και της ουδέτερης εμπειρίας. Όπως η εναλλαγή των gestalt, πρέπει να συμβεί μια κ έξω -όχι όμως κατ’ ανάγκη στιγμιαία- ή να μη συμβεί καθόλου.” Η θεωρία του Kuhn αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από σημαντικούς φιλοσόφους της επιστήμης όπως ο Popper, ο Feyerabend, ο Lakatos αλλά και άλλους. Το 1965, πραγματοποιήθηκε ένα ειδικό συμπόσιο που 46


ΙV. Στην έκδοση, εκτός από άρθρα που στέκονται κριτικά απέναντι στο έργο του Kuhn, συμπεριλαμβάνεται και ένα άρθρο του ίδιου με τίτλο “Reflections on my Critics”.

ως θέμα του είχε τη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Οι θέσεις που παρουσιάστηκαν, η πλειοψηφία των οποίων κριτικές απέναντι στο έργο του Kuhn, συγκρότησαν μαζί με άλλα κείμενα την έκδοση με τίτλο Κριτική και η Αύξηση της Γνώσης [IV] (Criticism and the Growth of Knowledge). Ένα κομβικό σημείο για την κατανόηση του έργου του Kuhn τόνισε στην έκθεσή της Η Φύση ενός Παραδείγματος (The Nature of a Paradigm) η Margaret Masterman (1970). Η κριτική της αφορούσε στην ασάφεια της έννοιας Παραδείγματος όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε από τον Kuhn (Longino, 2002). Η Masterman (1970) επιχείρησε να αναδείξει την ασυνεπή χρήση του όρου αναλύοντας τις διαφορετικές περιπτώσεις αναφοράς σε αυτόν και σημειώνοντας την ύπαρξη τουλάχιστον είκοσι ενός (21) διαφορετικών αποχρώσεων της έννοιας. Ο Kuhn (1970) απαντώντας σε αυτή την κριτική επιχείρησε, στο παράρτημα της δεύτερης έκδοσης της Δομής των Επιστημονικών Επαναστάσεων, να εισάγει τις έννοιες των disciplinary matrix και exemplar, με τη δεύτερη να αποτελεί υποκατηγορία της πρώτης. Παρά την προσπάθεια αποσαφήνισης του όρου, η αρχική έννοια του Παραδείγματος παρέμεινε κυρίαρχη στην κοινή αντίληψη και αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα σημεία της θεωρίας του Kuhn. Η μερική ασάφειά της προσέφερε τη δυνατότητα σε περιοχές που δεν σχετίζονταν με το πεδίο μελέτης του Kuhn να δανειστούν το εννοιολογικό εργαλείο του Παραδείγματος.

ΤHOMAS ΚUHN ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΈΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ

Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του Kuhn έχει ως αντικείμενο την ανάλυση της εξέλιξης των φυ47


σικών επιστημών. Η επιρροή του συγκεκριμένου έργου, ωστόσο, ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του πεδίου αυτού. Για τις ανθρωπιστικές (human) ή κοινωνικές (social) επιστήμες το έργο του Kuhn αποτέλεσε σημείο καμπής. Η μεταβολή που συντελέστηκε σε αυτό το χώρο αφορά στην αλλαγή αντίληψης ως προς την επιστημονικότητα των ανθρωπιστικών επιστημών και στην ανάπτυξη νέων περιοχών μελέτης. Ακόμη, η μεταφορά του μοντέλου, των εννοιών και των εργαλείων του Kuhn σε επιστημονικά πεδία που δεν αποτελούσαν αντικείμενο που πραγματεύονταν οι Επιστημονικές Επαναστάσεις, σήμαινε την εισαγωγή ενός πλήρους συστήματος εξέτασης της ιστορικής εξέλιξής τους. Η εισαγωγή της έννοιας του Παραδείγματος αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην μεταστροφή της αντίληψης για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η εικόνα των επιστημών όπως την παρουσιάζει ο Kuhn επιτρέπει μία πιο ελεύθερη αντίληψη για το τι είναι επιστήμη, με βάση την ευρεία θεώρηση που παρέχει για το τι είναι επιστημονικό Παράδειγμα. Αν και η ρητά διατυπωμένη αποτίμησή του για τις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι ότι αποτελούν μη-επιστήμες, η είσοδος του Παραδείγματος ως ένα σύνολο πεποιθήσεων, κανόνων και μεθοδολογικών εργαλείων που καθορίζουν την κατεύθυνση της έρευνας κάθε άλλο παρά διαχωρίζει τις κοινωνικές επιστήμες από τις φυσικές. Η θεώρησή του προσφέρει το πλαίσιο στο οποίο ο όρος επιστήμη θα μπορούσε να περιλαμβάνει περιοχές όπως η κοινωνιολογία ή η ψυχανάλυση (Bird 2013: 15). Παράλληλα, η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων σηματοδότησε την ανάδυση και την ανάπτυξη νέων επιστημονικών πεδίων στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Πιο συγκεκριμένα ο πρώτος κλάδος που διεκδικεί την καταγωγή του στις ιδέες του Kuhn είναι η κοινωνιολογία της επιστη48


μονικής γνώσης (Longino, 2002). Οι κοινωνιολόγοι που δούλευαν σ’ αυτό το χώρο, χρησιμοποιούσαν την έμφαση του Kuhn στο ρόλο κοινωνικών παραγόντων στην εξέλιξη των επιστημών για να αντιταχθούν στο λογικό εμπειρισμό, ο οποίος αποθάρρυνε την έρευνα των κοινωνικών πτυχών των επιστημονικών κοινοτήτων. Επέκτειναν τις ιδέες του Kuhn επιχειρηματολογώντας ότι η επιστημονική κρίση καθορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες, όπως επαγγελματικά ενδιαφέροντα και πολιτικές ιδεολογίες (Longino, 2002). Η επιρροή του έργου του Kuhn στις ανθρωπιστικές επιστήμες αφορά και στη μεταγραφή των εννοιών και των εργαλείων που εισάγει στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών. Η προσπάθεια οριοθέτησης του επιστημονικού Παραδείγματος σε αυτές τις ερευνητικές περιοχές αποτελεί κομβικό σημείο για την άρθρωση του μοντέλου του Kuhn. Η ευρύτητα του όρου και το περιθώριο που αφήνει για διαφορετικές ερμηνείες του αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για τη δυνατότητα δανεισμού της θεώρησης. Η μεταγραφή της έννοιας του Παραδείγματος σηματοδοτεί την ανάπτυξη ενός ξένου, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τρόπου σκέψης για την διαδικασία εξέλιξης των επιστημών. Προσφέρει ένα εργαλείο κατανόησης φαινομένων που αφορούν σε αλλαγές, μεταστροφές προς νέες θεωρήσεις, φάσεις συνέχειας και ασυνέχειας του τρόπου σκέψης των ερευνητών. Αποτελεί ένα σύστημα εξέτασης της ιστορικής εξέλιξης των ανθρωπιστικών επιστημών. Η δομή του Kuhn προσφέρει και στις κοινωνικές επιστήμες ένα εργαλείο θεώρησης του ίδιου του επιστημονικού χώρου, επιτρέποντας την παραγωγή λογικών σχημάτων και συμπερασμάτων που προκύπτουν χάρη σε αυτόν. Ένα παράδειγμα αυτού του είδους διαβάζουμε στην περίληψη του Ping-Cheng Li για το άρθρο του “At the Turn of the 49


Century: Paradigm Shift in the Humanities and Social Sciences”. Ο Li αναφέρει πως “εφαρμόζοντας το μοντέλο του Kuhn σχετικά με τα Παραδείγματα και την εναλλαγή τους για να ερευνήσουμε την εξέλιξη των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, βρήκα πως μόνο σε ορισμένα αντικείμενα όπως τα οικονομικά και η αγροτική κοινωνιολογία έχει πραγματοποιηθεί μία σημαντική αλλαγή Παραδείγματος και έχουν γίνει ώριμες επιστήμες. Άλλα αντικείμενα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών παραμένουν στο στάδιο των πολλαπλών Παραδειγματικών αντιδικιών.” Η θεώρηση των ανθρωπιστικών επιστημών ως ανώριμες επιστήμες σηματοδοτεί την αντίληψη πως δεν μπορεί να υπάρχει η έννοια του κυρίαρχου Παραδείγματος σε αυτή τη φάση της εξέλιξής τους. Ωστόσο, η θέση που θα υποστηρίξουμε στο πλαίσιο της εξέτασης της ερμηνείας της αρχιτεκτονικής είναι πως η διαδικασία των “πολλαπλών Παραδειγματικών αντιδικιών” αφορά μόνο σε ορισμένες φάσεις της εξέλιξης επιστημονικού πεδίου. Όπως και στις παραδοσιακές ανθρωπιστικές επιστήμες όπως η κοινωνιολογία ή η ψυχολογία, στην περίπτωση της θεωρίας και ερμηνείας της αρχιτεκτονικής η εναλλαγή των Παραδειγμάτων είναι πιο πυκνή από ότι στις φυσικές επιστήμες. Η δομική αλλαγή τρόπου θεώρησης του αρχιτεκτονικού φαινομένου δε συντελείται όσο σπάνια συντελείται στις τελευταίες, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τη δομή των Παραδειγμάτων και την εναλλαγής τους.

ΤΈΣΣΕΡΑ ΣΥΣΤΉΜΑΤΑ ΑΞΙΏΝ ΣΤΗ ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ ΘΕΩΡΊΑ

Το 1972 ο Πάνος Τζώνος δημοσιεύει στα Τεχνικά Χρονικά του ΤΕΕ τη μελέτη του με τίτλο Εξέλιξη της 50


V. Με τον όρο “σχεδιασμός περιβάλλοντος”, ο Τζώνος αναφέρεται στην αρχιτεκτονική δραστηριότητα. Οι δύο όροι θεωρούνται από το συγγραφέα συνώνυμοι, με τον πρώτο, ωστόσο, να υποδηλώνει τη σταδιακή διερεύνηση του αρχικού περιεχομένου της λέξης “αρχιτεκτονική” (Τζώνος 1984: 9).

Θεωρίας της Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής και Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση. Η μελέτη αυτή θα δημοσιευτεί εκ νέου 13 χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1985, στο βιβλίο του ίδιου με τίτλο Τέσσερα Συστήματα Αξιών στη Σύγχρονη Αρχιτεκτονική Θεωρία, συμπεριλαμβάνοντας έναν εκ των υστέρων αποτιμητικό επίλογο. Η προσπάθεια του Τζώνου αφορά στη μεταφορά της λογικής του Thomas Kuhn και των Επιστημονικών Επαναστάσεων στο πεδίο της αρχιτεκτονικής. Περιορίζοντας το χρονικό του ορίζοντα στη “σύγχρονη αρχιτεκτονική”, την οποία ο ίδιος θέτει στην περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1972, επιχειρεί να εισάγει μία αναλογία, αυτή των “παραδειγμάτων” (ή “προτύπων”) της επιστήμης με τα ενδεχόμενα “παραδείγματα” της αρχιτεκτονικής (Κωτσιόπουλος 1985: 64). Πραγματοποιεί, έτσι, έναν άμεσο παραλληλισμό ανάμεσα στη θεώρηση του Kuhn για την εξέλιξη των επιστημών και την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, πολύ πιο άμεσο απ’ ότι ο αντίστοιχος παραλληλισμός που επιχειρεί ο Juan Pablo Bonta τον οποίο θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Στη μελέτη του ο Τζώνος παρουσιάζει τη θέση πως η εξέλιξη του κέντρου βάρους της διδασκαλίας της αρχιτεκτονικής πέρασε από τέσσερις κύριες φάσεις που αποτυπώνουν τέσσερις διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης της επίλυσης προβλημάτων σχεδιασμού του περιβάλλοντος.[V] Πιο συγκεκριμένα οι τέσσερις αυτές περίοδοι χαρακτηρίζονται από την “αισθητική”, την “τεχνολογική”, την “επιστημονική” και την “κοινωνική” προσέγγιση στο σχεδιασμό (Τζώνος,1985: 10). Τα συστήματα αξιών που χαρακτηρίζουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι αρχιτέκτονες αντιμετωπίζουν τα σχεδιαστικά προβλήματα αλλά και το πώς η αρχιτεκτονική κοινότητα αποτιμά, κρίνει και ερμηνεύει το αποτέλεσμα της σχεδιαστικής διαδικασίας. Ο Τζώνος, επικαλούμενος τις μεταβολές που συντε51


12. Τέσσερα Συστήματα Αξιών στην Αρχιτεκτονική. Το Διάγραμμα του Πάνου Τζώνου επιχειρεί να αποτυπώσει γραφικά τη θέση του συγγραφέα για διαδοχή αξιακών συστημάτων στην αρχιτεκτονική. Πηγή Εικόνας: Τζώνος, 1984, σελ. 11.

52


VΙ. Τη σχέση της θεωρίας , της κριτικής και της ερμηνείας της αρχιτεκτονικής με τη σχεδιαστική διαδικασία θα προσεγγίσουμε στη συνέχεια. Ο Πάνος Τζώνος, χωρίς να πραγματοποιεί ιδιαίτερη αναφορά, αφήνει να εννοηθεί πως οι θεωρητικοί και σχεδιαστικοί προβληματισμοί κινούνται παράλληλα στο χρόνο.

λούνται στην εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων, αποτυπώνει τις μεταστροφές στο κέντρο βάρους του αξιολογικού συστήματος των αρχιτεκτόνων. Αξιολογικό σύστημα που δεν αφορά μόνο στην κριτική αλλά και στην παραγωγή της αρχιτεκτονικής, καθώς καθορίζει τους στόχους, τα μέσα και τη διαδικασία του σχεδιασμού.[VI] Για τον Τζώνο η εναλλαγή αυτών των συστημάτων δεν είναι ταυτόχρονη στο σύνολο των σχολών αρχιτεκτονικής ανά τον κόσμο. Αντίθετα, συχνά οι αρχιτεκτονικές παραδόσεις μίας χώρας λειτουργούν ανασταλτικά ως προς την υιοθέτηση του συστήματος αξιών που αναπτύσσονται στο εξωτερικό της. Η προσπάθεια του συγγραφέα δεν αφορά στην χρονικά πιστή αποτύπωση των μεταβολών της αρχιτεκτονικής στο εσωτερικό μίας χώρας, ή ακόμη περισσότερο μίας σχολής, που θα επέτρεπε στη μελέτη να εμφανίζει μεγαλύτερη συνεκτικότητα. Ο Τζώνος επιχειρεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της αρχιτεκτονικής, ή του σχεδιασμού περιβάλλοντος, συνολικά, αποτυπώνοντας τάσεις που εμφανίζονται σε διαφορετικούς τόπους ως χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου, όταν αυτά αποκτούν μία γενικότερη αποδοχή. Είναι, ωστόσο, προφανές πως η αυστηρή χρονική διαίρεση προτείνεται με στόχο να αποτυπωθούν σημεία καμπής στην εξέλιξη της διδασκαλίας της αρχιτεκτονικής σε συγκεκριμένο τόπο, καμπή η οποία προοδευτικά θα γενικεύονταν. Η θεώρηση του Τζώνου για τις μεταβολές του κέντρου βάρους της αρχιτεκτονικής θεωρίας σημειώνει μία σημαντική διαφορά σε σχέση με αυτή του Kuhn. Σε αντίθεση με την περίπτωση μεταστροφής από το ένα επιστημονικό Παράδειγμα σε άλλο, στην περίπτωση αλλαγής συστήματος αξιών, το προγενέστερο σύστημα δεν εγκαταλείπεται εντελώς από την κοινότητα. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους σημαίνει πως το κύριο 53


σώμα των σχεδιαστικών αποφάσεων ή η επικέντρωση της κριτικής διαδικασίας έχουν μεταφερθεί σε νέο πεδίο, ωστόσο, το παλαιότερο σύστημα συνεχίζει να συντελεί τόσο στη λήψη αποφάσεων όσο και στην κριτική αποτίμηση. Το παλαιότερο σύστημα μπορεί να μην πρωταγωνιστεί στην αντίληψη των αρχιτεκτόνων, αλλά να έχει αντικατασταθεί ως κυρίαρχο από ένα νέο, δεν παύει, ωστόσο, να συνκαθορίζει τις αξίες, τους στόχους και τα μέσα της σχεδιαστικής διαδικασίας. Αποτελεί, σύμφωνα με τον Τζώνο (1985: 10) περιθωριακό αλλά συνειδητό σύστημα λήψης αποφάσεων. Συνεπώς, όταν την περίοδο, για παράδειγμα, που κατά τον Τζώνο κυριαρχούσε μία επιστημονική προσέγγιση στο σχεδιασμό, τόσο το τεχνολογικό σύστημα αξιών όσο και το αισθητικό συνέχιζαν να αποτελούν συνειδητές επιρροές στη διαδικασία παραγωγής και κριτικής της αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, ο ρόλος της κοινωνικής προσέγγισης παρέμενε αφανής. Κατά τον Τζώνο (1985: 10) αποφάσεις σχεδιασμού που αφορούσαν σε μία κοινωνική προσέγγιση προϋπήρχαν της εμφάνισής της ως κυρίαρχη. Αποτελούσαν, ωστόσο, “μη συνειδητές απόψεις” του σχεδιασμού. Η επιρροή τους ήταν περιορισμένη· η αναγνώρισή τους ως ξεχωριστό σύστημα αξιών δεν είχε ακόμη συντελεστεί. Σύμφωνα με τον Τζώνο (1985: 10), η αρχιτεκτονική διαδικασία αποτελούνταν πάντοτε από “τέσσερα είδη αποφάσεων: τεχνολογικών, αισθητικών κοινωνικών και επιστημονικών”. Συνεχίζει λέγοντας πως “παρόλο όμως που οι αποφάσεις αυτές παίρνονται έτσι κι αλλιώς σε κάθε περίπτωση, ορισμένες από αυτές παίρνονται συνειδητά και ορισμένες όχι συνειδητά”.

54


55



ΙΙΙ. Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΊΑ ΤΗΣ Ανα-δόμηση του έργου του J.P. Bonta με άξονα τις έννοιες του T.S. Kuhn

Στο βιβλίο του Juan Pablo Bonta Η Αρχιτεκτονική και η Ερμηνεία της, επιχειρείται να αποδοθεί σε ένα μετα-θεωρητικό επίπεδο η εναλλαγή των ερμηνειών της αρχιτεκτονικής. Επικεντρώνοντας την προσπάθεια αυτής της ανάλυσης σε ένα κτίριο, και συγκεκριμένα στο Barcelona Pavilion, ο Bonta καταγράφει ολόκληρο το σώμα όσων γράφονται για το έργο του Mies van der Rohe στην έκθεση της Βαρκελώνης από κριτικούς, και ιστορικούς της αρχιτεκτονικής. Συγκεντρώνει κείμενα που αναφέρονται στο περίπτερο αλλά και σημειώνει την απουσία του λόγου για αυτό σε σημαντικά έργα της εποχής. Στόχος του είναι να ανιχνεύσει την πορεία της ερ57


μηνείας του στο χρόνο, τις αλλαγές που συντελούνται αλλά και τη διάδοση ορισμένων θέσεων για το Pavilion. Υπό ένα αναλυτικό και όχι ιστορικό πρίσμα, επιδίδεται σε μία προσπάθεια να αναγνωρίσει και να σχηματοποιήσει τις φάσεις της ερμηνείας και να αναδείξει τις μεταβολές. Θεωρώντας ο ίδιος πως ο στόχος της αρχιτεκτονικής ερμηνείας δεν είναι η σταθερή γνώση αλλά πως οι ερμηνείες υπόκεινται στις γενικότερες τάσεις της ιστορίας των ιδεών (Bonta 1979: 202) πραγματοποιεί, στο τέλος της ανάλυσης του για το Barcelona Pavilion, αναφορά στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων του T.S. Kuhn. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρει πως η συσσωρευτική διαδικασία την ερμηνείας της αρχιτεκτονικής, όπως και στις επιστήμες, σε κάποιες ιστορικές φάσεις διακόπτεται από τις αποκαλούμενες “επαναστάσεις”. Η επανεξέταση των κανόνων στους οποίους βασίζονταν οι ερμηνείες και των ίδιων των ερμηνευτικών θεωρήσεων έχει σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των παλαιότερων και την αντικατάστασή τους με νέες (Bonta 1979: 202). Ο ίδιος (Bonta 1979: 202) γράφει πως: “Ερμηνεύουμε κτίρια με συγκεκριμένους τρόπους επειδή, κάνοντας κάτι τέτοιο, μπορούμε να φωτίσουμε πτυχές του κόσμου στον οποίο ζούμε. Ερμηνείες εγκαταλείπονται -όπως και μορφές- όχι τόσο επειδή τις βαρεθήκαμε αλλά επειδή έπαψαν να ανταποκρίνονται στον αρχικό, πολιτισμικό τους ρόλο, και νέες ερμηνείες, περισσότερο ευθυγραμμισμένες με τα σύγχρονα ενδιαφέροντα είναι έτοιμες να αναδυθούν αντικαθιστώντας τις παλαιότερες.” Παρά την ευθεία δήλωση του συγγραφέα πως γνωρίζει και πιθανόν αφορμάται από την επιστημολο58


γική προσέγγιση του Kuhn, ο παραλληλισμός των εργαλείων που χρησιμοποιεί για να αποδώσει την εναλλαγή ερμηνειών με τα εργαλεία του τελευταίου δεν πραγματοποιείται σε κανένα σημείο του βιβλίου. Η προσέγγιση του Bonta διαφέρει σημαντικά από αυτή του Kuhn χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί να ανιχνευθεί ο συσχετισμός. Πράγματι, σε αυτό το κεφάλαιο θα επιχειρήσουμε μία αναδόμηση του έργου του Bonta με άξονα τις έννοιες που εισήγαγε στο χώρο της επιστημολογίας ο Kuhn το 1962. Μέσω της επανεξέτασης των εργαλείων που διατυπώνονται στο Η Αρχιτεκτονική και η Ερμηνεία της πραγματοποιούμε μία προσπάθεια να διαγράψουμε ένα συσχετισμό ανάμεσα στην αρχιτεκτονική μετα-θεωρία και την επιστημολογία. Απώτερος στόχος αυτού του συσχετισμού, και αντικείμενο του επόμενου κεφαλαίου, είναι να κατανοήσουμε και να διατυπώσουμε το μηχανισμό που οδηγεί σε αλλαγή Παραδειγμάτων ή, όπως θα αποκαλείται στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής ερμηνείας, Ερμηνευτικών Παραδειγμάτων. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, προέχει να εξετάσουμε τις δυνατότητες που μας παρέχουν οι έννοιες της Ερμηνείας του Bonta και του Παραδείγματος του Kuhn, αλλά και να ορίσουμε το περιεχόμενο της έννοιας του Ερμηνευτικού Παραδείγματος.

ΕΡΜΗΝΕΊΑ, ΠΑΡΆΔΕΙΓΜΑ & ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΌ ΠΑΡΆΔΕΙΓΜΑ

Στην διάρκεια της ιστορίας δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πως περισσότερο αλλά και λιγότερο ειδικοί επί του θέματος διατυπώνουν κρίσεις για την αρχιτεκτονική, κρίσεις που συχνά είναι έως και αντιθετικές 59


“Όλες αυτές οι αρχές θα ήταν άχρηστες αν, στο σχεδιασμό, ο Le Corbusier πρόδιδε τους κανόνες του -όπως τόσο συχνά συνέβη με τους θεωρητικούς του παρελθόντος και του παρόντος. Αντίθετα, το αριστούργημα του Le Corbusier είναι ένα κτίριο που σέβεται τις αρχές του: η Villa Savoye αποτελεί τη σύνθεση όλων των κανόνων που έχουν παρουσιαστεί, και είναι επίσης ποίηση.” B. Zevi για τη Villa Savoye (Zevi 1950 ανφρ. σε Bonta 1979: 153)

“Ο Le Corbusier, φυσικά, ύψωσε το παλιό λάβαρο της λειτουργικής αποδοτικότητας και το κυμάτισε πολύ στα γραπτά του. Αλλά αποτέλεσε μόλις ένα λεκτικό όπλο στα χέρια του. . . Ένα κτίριο του Le Corbusier είναι ένας ανελέητος διαμελισμός του κτιριακού προγράμματος μία ανασύστασή του σε ένα πεδίο όπου το απρόσμενο πάντοτε, αδιάκοπα, συμβαίνει. Εδώ βρίσκεται και η ποίηση του Le Corbusier -ή η ευστροφία του. Βλέπει την αντίστροφη λογική κάθε κατάστασης. Βλέπει ότι αυτό που φαίνεται παράλογο είναι πιθανώς πιο βαθιά αληθινό από αυτό που φαίνεται να βγάζει νόημα. Η αρχιτεκτονική του είναι γεμάτη λαμπρές, συναρπαστικές αντιφάσεις.” J. Summerson για τη Villa Savoye (Summerson 1949 ανφρ. σε Bonta 1979: 154)

60


μεταξύ τους. Ο Banham αναφέρεται στην κάτοψη της κατοικίας Schroder του Gerrit Rietveld ως αδιάφορη, ενώ ο Broadbent, κινούμενος σε αντίθετη κατεύθυνση, γράφει πως πρόκειται για το πιο αξιόλογο στοιχείο ολόκληρου του σχεδιασμού (Bonta 1979: 11). Η διαφωνία είναι πλήρης. Ο τρόπος με τον οποίο εξετάζεται η κατοικία από τους δύο συγγραφείς είναι διαφορετικός και τα κριτήρια αξιολόγησης μεταξύ τους ασύμβατα, οδηγώντας, έτσι, σε διαφορετικές διατυπώσεις ως προς το εξεταζόμενο κάθε φορά στοιχείο. Οι διαφωνίες των κριτικών μεταξύ τους εκτείνονται πέρα από απλά ζητήματα γούστου ή γνώμης, ακόμη και σε επίπεδο αμφισβήτησης των γεγονότων. Πράγματι, ο Bonta (1979: 11) αναφέρει πως ο Zevi θεωρεί πως από όλα τα έργα του Le Corbusier είναι η Villa Savoye που αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό των αρχών που διατυπώνει στα γραπτά του ενώ, αντίθετα, ο Summerson βλέπει μία αντίθεση ανάμεσα στο σχεδιασμό της και τα κείμενα του Le Corbusier. Οι διαφορετικές διατυπώσεις για την αρχιτεκτονική δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μία ανωμαλία του χώρου της αρχιτεκτονικής θεωρίας και κριτικής αλλά αναδεικνύουν πως κάθε θεώρηση ενός έργου αποτελεί μία ερμηνεία του, μία αποκωδικοποίηση του μηνύματος που επιθυμεί να επικοινωνήσει ο δημιουργός. Ένα μήνυμα που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο συνειδητό ή, ακόμη, μπορεί να αλλάζει σημαντικά όταν ο ίδιος ο αρχιτέκτονας προσπαθεί να το λεκτικοποιήσει. Η διαδικασία ερμηνείας ή/και αξιολόγησης ενός αρχιτεκτονικού έργου βασίζεται σε ένα σύνολο συμβάσεων, ένα σύστημα αξιών. Είναι αυτό το σύνολο πεποιθήσεων που διαμορφώνει τόσο τις ερμηνείες που διαφέρουν μεταξύ τους όσο και αυτές που ταυτίζονται. Με βάση την αξιολόγηση που αυτό προάγει οι κριτικοί της 61


13. Κατόψεις της Villa Savoye. Από κάτω προς τα επάνω οι κατόψεις Ισογείου, Ορόφου και Δώματος Πηγή Εικόνας: www. pinterest.com

62


αρχιτεκτονικής αναγνωρίζουν κάθε φορά ορισμένα στοιχεία ενός έργου παραγνωρίζοντας άλλα σε μία διαδικασία που δεν είναι πάντοτε συνειδητή. Έτσι, στην περίπτωση του Barcelona Pavilion, την οποία αναλύει ο Bonta, η ερμηνεία που αποκρυσταλλώθηκε, επικράτησε και διαδόθηκε με την κυκλοφορία ερμηνειών όπως αυτές των Banham, Drexler, Blake, Benevolo, Scully, Carter και Fitch την περίοδο του 1960-61 (Bonta 1979: 139) συνοψίζεται σε έξι (6) βασικά σημεία (Bonta 1979: 139): “1. Το περίπτερο παρείχε μία νέου είδους χωρική εμπειρία, στην οποία συχνά γινόταν αναφορά ως ρέοντα χώρο (flowing space). Η θεώρηση αυτή βασίστηκε στη μη ύπαρξη κλειστών χώρων, αλλά και στην ροϊκή σύνδεση του κάθε χώρου με τους γειτονικούς του εσωτερικούς και υπαίθριους χώρους. […] 2. Ο σχεδιασμός εξερευνούσε τις εκφραστικές δυνατότητες αυτού που θα αποκαλούνταν αργότερα “ελεύθερη κάτοψη”. Οι τοίχοι είχαν διαταχθεί χωρίς περιορισμούς, ασύμμετρα, σε αντίθεση με την κανονικότητα των υποστυλωμάτων που στήριζαν την οροφή. […] Οι τοίχοι θα μπορούσαν να την υποστηρίξουν· τα υποστυλώματα ήταν απαραίτητα μόνο για εκφραστικούς λόγους, για να εισάγουν μία γεωμετρική τάξη ενάντια στην ελεύθερη οργάνωση των υπολοίπων στοιχείων […] 3. Έχοντας λίγα εκθέματα στο εσωτερικό του, το ίδιο το κτίριο έγινε το αντικείμενο προς 63


14. Κάτοψη του Barcelona Pavilion. Πηγή Εικόνας: www. documents. tips

15. Προοπτικό Σχέδιο του Barcelona Pavilion. Βρίσκεται στο αρχείο του MoMA μαζί με άλλα σχέδια, κολάζ και μακέτες του Mies van der Rohe Πηγή Εικόνας: www. architcturalogy.com

64


έκθεση. Ο πολύτιμος χαρακτήρας (precious character) του αναδείχθηκε από τα πολυτελή υλικά, τα οποία ήταν ανακλαστικά ή διαφανή. Η πολυτέλεια ήταν αποτέλεσμα ποιότητας παρά ποσότητας. 4. Το κτίριο αποδείκνυε μία λεπτή αίσθηση αναλογίας και κάποιου Κλασικισμού που θα μπορούσε να εντοπιστεί στο Schinkel. Η κάτοψή του θα μπορούσε να συγκριθεί με έναν πίνακα ζωγραφικής του De Stijl. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να αισθανθεί μία φωτεινότητα ιαπωνικής αρχιτεκτονικής, αλλά και την πιθανή επίδραση κάποιων από τα πρώτα έργα του Wright, καθώς και σύγχρονων καλλιτεχνικών κινημάτων όπως ο Κονστρουκτιβισμός και ο Κυβισμός.

Ι. Ο ίδιος ο Bonta (1979: 139) αναφέρει πως είναι πολύ δύσκολο να καταγραφεί ακριβώς ποια ήταν η κανονική ερμηνεία για το Pavilion. Θεωρεί πως η πιστότερη απόδοση επιτυγχάνεται με την παράθεση των σημείων που αναφέρονται πιο συχνά στη βιβλιογραφία.

5. Συμβόλιζε την ανάρρωση της μετα-πολεμικής Γερμανίας, και αντανακλούσε το πολιτικό κλίμα στα πλαίσια του οποίου η μοντέρνα αρχιτεκτονική κατέστη δυνατή. Αυτό θα άλλαζε με την έλευση των Ναζί στην εξουσία. 6. Το Barcelona Pavilion αποτέλεσε έργο τέχνης, το καλύτερο κτίριο της δεκαετίας, ένα από τα αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής του εικοστού αιώνα.” Παρά τις εκτεταμένες προσπάθειες ερμηνείας και κριτικής του έργου του Mies και την αποκρυστάλλωση μίας αποδεκτής και διαδεδομένης ερμηνείας, -όπως αυτή επιχειρήθηκε να καταγραφεί από τον Bonta με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια[Ι] -που χαρακτηριζό65


“... Μία ερμηνεία για να έχει νόημα, πρέπει να φωτίζει μία σταθερή πτυχή της αρχιτεκτονικής· πρέπει να αναδεικνύει την αποτελεσματικότητά της στην αποσαφήνιση κάθε έργου, πέρα από το αν καλύπτει συνολικά όλες τις πτυχές του συγκεκριμένου έργου ή όχι. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τις ερμηνείες από κριτικές αστοχίες και θα μπορέσουμε να καταστήσουμε σαφές πως αυτές οι αστοχίες προέρχονται από γενικεύσεις ποιητικών στοιχείων, από αθέμιτες επεκτάσεις βασισμένες σε στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν αλληγορικό κόσμο.” B. Zevi για τη φύση της ερμηνείας του αρχιτεκτονικού έργου (Zevi 1948: 161)

66


ταν από ευρύτητα και άγγιζε πολλές πτυχές του αρχιτεκτονικού έργου, κάποια στοιχεία παραγνωρίστηκαν. Πράγματι, χρειάστηκε λίγο περισσότερο από δέκα χρόνια, ώστε ο ίδιος ο Fitch (1972 ανφρ. σε Bonta 1979: 203), ένας από τους κριτικούς που συνδιαμόρφωσαν μέσω των κειμένων τους την ερμηνεία του ’60, να αναγνωρίσει πως η τότε κυρίαρχη ερμηνεία αγνόησε εντελώς τον παράγοντα της περιβαλλοντικής άνεσης. Ο ίδιος (Fitch 1976 ανφρ. σε Bonta 1979: 203) τέσσερα χρόνια αργότερα επιλέγει να χρησιμοποιήσει πιο αιχμηρή γλώσσα σχετικά με το θέμα γράφοντας: “Ποιος μας είπε πόσο καυτό και εκτυφλωτικό θα ήταν το Pavilion οποιοδήποτε καλοκαιρινό μεσημέρι; (Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν εμφανίζεται ούτε ένας άνθρωπος σε αυτές τις διάσημες φωτογραφίες (του περίπτερου);)” Η κριτική του Fitch θα μπορούσε να θεωρηθεί άστοχη υπό το πρίσμα πως το αντικείμενο σχεδιασμού αφορούσε σε ένα περίπτερο, δηλαδή σε μία κατασκευή προοριζόμενη για ολιγόλεπτη παραμονή και, μάλιστα, επρόκειτο για κτίριο σχεδιασμένο για να αναιρεθεί με το τέλος της έκθεσης και όχι, για παράδειγμα, για μία μόνιμη κατοικία. Υπό μία άλλη οπτική θα μπορούσε να θεωρηθεί και ιδιαίτερα εύστοχη αν λάβει κανείς υπ’ όψη του το χαρακτήρα μανιφέστου του έργου του Mies, έργο που αποτέλεσε πρόταση για μία νέα αρχιτεκτονική και αντικείμενο μίμησης και θαυμασμού από μελλοντικές γενιές αρχιτεκτόνων. Ωστόσο, το αν η κριτική του Fitch κατά τη δεκαετία του ’70 είναι εύστοχη ή άστοχη, δίκαιη ή άδικη, μικρή σημασία έχει. Σε κάθε περίπτωση, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ορισμένα χαρακτηριστικά ανάγοντα σε κυρίαρχα και άλλα παραγνωρίζονται 67


16. Κάτοψη Ά Ορόφου της Κατοικίας Schroder. Η κατοικία εμφανίζεται “κλειστή” (closed) επάνω και “ανοιχτή” (open) κάτω. Πηγή Εικόνας: www. pinterest.com

68


κατά την ερμηνευτική διαδικασία ανάλογα με το σύστημα αξιών του ερμηνευτή/κριτικού. Το σύνολο αξιακών πεποιθήσεων που τοποθετεί τη βαρύτητα ορισμένων συνιστωσών υψηλότερα από ότι άλλων καθορίζοντας την ερμηνεία ενός αρχιτεκτονικού έργου μπορεί να συνοψιστεί στον όρο Ερμηνευτικό Παράδειγμα. Το Ερμηνευτικό Παράδειγμα, δηλαδή οι παράγοντες που καθορίζουν την ερμηνεία ενός συγκεκριμένου έργου, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, καθορίζει και την κατεύθυνση στην οποία κινείται η ερμηνεία/κριτική της αρχιτεκτονικής γενικά. Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται το αξιακό σύστημα που ιεραρχεί τα στοιχεία ενός έργου, προβάλλει τις στοχεύσεις του αρχιτέκτονα, αξιολογεί το βαθμό επίτευξής τους αλλά και αξιολογεί την αρχιτεκτονική πρόταση δε διαφοροποιείται ανάλογα με το έργο που κάθε φορά τίθεται σε ερμηνεία. Είναι οι ίδιες αξίες που ανιχνεύονται σε ποικίλα έργα με αποτέλεσμα να προάγονται κάθε φορά τα χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται σε αυτές και να παραγνωρίζονται τα υπόλοιπα. Ο Broadbent (Broadbent 1969 ανφρ. σε Bonta 1979: 190) αναφέρει πως τα έργα αρχιτεκτονικής ερμηνεύονται κάθε φορά σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής (Zeitgeist)· όχι της εποχής στην οποία δημιουργήθηκαν αλλά αυτής κατά την οποία παράγεται η ερμηνεία. Δίνοντας ως παράδειγμα την κατοικία Schroder του Rietveld, σχεδιασμένη το 1924, τονίζει αυτή την ιδιότητα της ερμηνευτικής διαδικασίας που στη δική μας περίπτωση τεκμηριώνει πως η ερμηνεία ενός έργου σχετίζεται με ένα Ερμηνευτικό Παράδειγμα που αφορά το σύνολο της αρχιτεκτονικής. Τεκμηριώνει, ακόμη, πως αλλαγές στο πνεύμα της εποχής που επηρεάζουν αυτό το σύστημα αντανακλώνται στην ερμηνεία μεμονωμένων έργων αλλά και της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας γενικά. Συγκεκριμένα, για το πα69


“Ένα σύστημα φορητών πανέλων έχει αντικαταστήσει τους συνήθεις σταθερούς διαχωριστικούς τοίχους, παρέχοντας, έτσι, σημαντική ευελιξία στην εσωτερική διαίρεση του χώρου. Ολόκληρος ο επάνω όροφος μπορεί να χρησιμοποιείται ως ένας μεγάλος χώρος [...]· αλλά μπορεί και να διαιρεθεί σε ξεχωριστό προθάλαμο και δωμάτια, μεγαλύτερα ή μικρότερα. Ο σκοπός αυτής της “μηχανής για να κατοικείς” δεν είναι απλώς να επιτρέπει μία περιστασιακή αλλαγή στη διαρρύθμιση, αλλά έχει ως στόχο το εσωτερικό να μπορεί να αλλάζει καθημερινά σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των διαφορετικών ωρών της μέρας και της νύχτας.” J.G. Wattjes για την κάτοψη της κατοικίας Schroder (Wattjes 1925 ανφρ. σε Bonta 1979: 191)

“Οι τοίχοι, κινούμενοι σε ράγες, επιτρέπουν τη διαίρεση του εσωτερικού χώρου σε διαφορετικά δωμάτια σύμφωνα με τις ανάγκες.” J. Badovici για την κάτοψη της κατοικίας Schroder (Badovici 1925 ανφρ. σε Bonta 1979: 191)

“Το ασυνήθιστο που [ο Rietveld] μορφοποιεί στην κατοικία, αλλάζει τον εαυτό του κατ’ αντιστοιχία της λειτουργίας που καλείται να επιτελέσει.” E. Lissitsky για την κάτοψη της κατοικίας Schroder (Lissitsky 1926 ανφρ. σε Bonta 1979: 191)

“Ιδιοφυή κινούμενα διαχωριστικά καθιστούν δυνατή τη χρήση του επάνω ορόφου ως ένα δωμάτιο ή τέσσερα.” H.R. Hitchcock για την κάτοψη της κατοικίας Schroder (Hitchcock 1929 ανφρ. σε Bonta 1979: 191)

“Ο Rietveld, με τους γυάλινους τοίχους και τα συρόμενα πανέλα, δημιούργησε στην κατοικία Schroder στην Ουτρέχτη το καλύτερο παράδειγμα “απελευθερωμένης κατοίκησης” (liberated dwelling). . . ο εσωτερικός, κοινός χώρος μπορεί να οργανωθεί σε τέσσερις ξεχωριστούς χώρους.” H.R. Hitchcock για την κάτοψη της κατοικίας Schroder (Hitchcock 1929 ανφρ. σε Bonta 1979: 191)

70


ράδειγμα του Schroder House, το οποίο, όπως αναφέρει ο Bonta (1979: 190) επί δεκαετίες γινόταν αντιληπτό ως μία άσκηση με τον άπειρο, τον αέναο χώρο, τις σχέσεις εξωτερικού και εσωτερικού και ως αποτέλεσμα επιρροής των καλών τεχνών στην αρχιτεκτονική ο Broadbent (Broadbent 1969 ανφρ. σε Bonta 1979: 190) αναφέρει: “Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, το οποίο παραβλέφθηκε τη δεκαετία του 1920 και μετα βίας έχει αναγνωριστεί από τότε, είναι στην πραγματικότητα η κάτοψη του πρώτου ορόφου. […] Ο πάνω όροφος μπορεί να ανοίξει διαμορφώνοντας έναν ενιαίο χώρο, να διαχωριστεί σε πέντε ιδιωτικά δωμάτια ή να παραμείνει σε μία από τις ποικίλες ενδιάμεσες καταστάσεις. Είναι, πράγματι, η πρώτη κυβερνητική (cybernetic) κάτοψη που υλοποιήθηκε στη Δυτική Ευρώπη, και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως αν είχε χτιστεί το 1964 αντί για το 1924, θα αναγνωριζόταν ως τέτοιο.” Ο Bonta (1979: 191) αναφέρει πως υπό μία έννοια ο Broadbent έκανε λάθος καθώς “ο κυβερνητικός χαρακτήρας της κατοικίας Schroder αναγνωρίστηκε κατά τη δεκαετία του 1920, ακόμη και αν δε χρησιμοποιήθηκε αυτός ο όρος”. Θέση που τεκμηριώνει παραθέτοντας αποσπάσματα των Watjes (1925), Badovici (1925), Lissitsky (1926), Hitchcock (1929) και Platz (1933) στα οποία γίνονται αναφορές σε σύστημα κινητών πανέλων που αντικατέστησαν τη συνήθη σταθερή διαίρεση με τοίχους, σε τοίχους κινούμενους σε ράγες που επιτρέπουν τη διαίρεση του χώρου σύμφωνα με τις ανάγκες αλλά και σε ένα νέο μοντέλο κατοίκησης που αναδυ71


17. Κτίριο Διοίκησης Εργοστασίου Larkin. Το εσωτερικό αίθριο του κτιρίου λειτουργεί ως χώρος εργασίας. Πηγή Εικόνας: www. wright-up. blogspot.com

18. Κτίριο Διοίκησης Εργοστασίου Larkin. Φωτογραφία μπροστινής όψης. Πηγή Εικόνας: www. wikipedia.org

72


όταν από τις πρωτοπορίες που εισήγε ο Rietveld, μία “απελευθερωμένη κατοίκηση”. Ωστόσο, ο Broadbent είχε δίκιο ως προς το ότι αυτές οι επισημάνσεις παρέμειναν στο επίπεδο των προσωπικών διατυπώσεων, χωρίς να αποκτήσουν ευρεία αποδοχή ως ερμηνείες της κατοικίας. Μάλιστα, ακόμη τρεις δεκαετίες αργότερα τόσο οι Smithsons, όσο και ο Banham ανέπτυσσαν την κριτική τους για το Schroder House με όρους καθαρά μορφικών ποιοτήτων, με τον τελευταίο να φτάνει στο σημείο να αναφέρει πως η κατοικία είχε μία “αδιάφορη κάτοψη” και πως “αυτό που της εξασφάλιζε την θέση της στον κόσμο ήταν το εξωτερικό της” (Bonta 1979: 192). Η εξήγηση του παραπάνω έγκειται στο ότι στο ερμηνευτικό Παράδειγμα, ή “κανονική κριτική” όπως την αναφέρει ο Bonta, που επικρατούσε στις αρχές του 20ου αιώνα η ικανότητα προσαρμογής και αυτορρύθμισης, καθώς και η κυβερνητική δεν αποτελούσαν ζητήματα που αξιολογούνταν με οποιοδήποτε τρόπο. Σε ένα παρόμοιο παράδειγμα με αυτό του Barcelona Pavilion, η κλιματική λειτουργία του κτιρίου διοίκησης του εργοστασίου Larkin -έργο του Frank Lloyd Wright- αγνοήθηκε μέχρι το 1974 αν και ο ίδιος ο Wright είχε εξηγήσει τις σχετικές αρχές σχεδιασμού ήδη από το 1908 (Bonta 1979: 187). Ο Bonta αναφέρει πως αυτή η αλλαγή στη βαρύτητα που κατείχε η κλιματική συμπεριφορά στο σύστημα αξιών των κριτικών της αρχιτεκτονικής πραγματοποιήθηκε χάρη στην ένταση που δημιούργησε η παγκόσμια κρίση πετρελαίου του 1973. Το κατά πόσο αυτή η εξήγηση για τους παράγοντες που ώθησαν προς τη μεταστροφή ενδιαφέροντος και, τελικά, τη συμπερίληψη τέτοιου είδους παραγόντων στην ερμηνεία της αρχιτεκτονικής, είναι σωστή μικρή σημασία έχει. Αυτό το οποίο τονίζεται εδώ, μέσω τόσο του παραδείγματος του κτιρίου διοίκησης του Larkin όσο, και 73


κυρίως, μέσω της κατοικίας Schroder, είναι πως οι μεταβολές που παρατηρούνται στις ερμηνείες που παράγονται σχετίζονται με γενικότερες τάσεις που μικρή σχέση έχουν με τα ίδια τα έργα υπό ερμηνεία. Αυτές οι μεταβολές, ωστόσο, ανταποκρίνονται στις αλλαγές του εκάστοτε ερμηνευτικού συστήματος, αλλαγές που οδηγούν σε νέες ερμηνείες όχι ενός, αλλά πολλών διαφορετικών έργων και, τελικά, σε νέες ερμηνείες της αρχιτεκτονικής γενικά. Αυτό που επιχειρήθηκε σε αυτό το σημείο ήταν να γενικευθεί το σχήμα του Bonta για την ερμηνεία ενός έργου, σε σχήμα που εξηγεί τις μεταβολές της ερμηνείας της αρχιτεκτονικής γενικότερα, αναδεικνύοντας πως τα ίδια ερμηνευτικά και αξιολογικά σχήματα που εντοπίζει ο Bonta στο Pavilion μπορούμε να τα εντοπίσουμε και σε άλλα έργα όπως η κατοικία Schroder και το κτίριο της διοίκησης του Larkin. Έχοντας γενικεύσει την θεώρηση της Ερμηνείας από ερμηνεία ενός έργου σε ερμηνεία που ανταποκρίνεται σε σύστημα αξιών εφαρμόσιμο στην αρχιτεκτονική γενικά, δηλαδή Ερμηνευτικό Παράδειγμα, μπορούμε να μιλήσουμε για μία δομή Ερμηνείας όχι πολύ διαφορετική από το Παράδειγμα του Kuhn. Όπως στην περίπτωση της επιστήμης, έτσι και σε αυτή της αρχιτεκτονικής θεωρίας, ερμηνείας, κριτικής διατυπώνεται μία θεώρηση που αποτελείται από ένα σώμα πεποιθήσεων που αποκτά την αποδοχή ενός αναγνωρίσιμου τμήματος της κοινότητας. Ο Kuhn (1962) αναφέρει πως ακόμη και μετά την επικράτηση του κυρίαρχου επιστημονικού Παραδείγματος στη δική του περίπτωση, διατηρείται η δυσπιστία ή και η άρνηση του Παραδείγματος από ορισμένους ερευνητές. Η αναφορά στην κυριαρχία της θεώρησης ή στην κοινή της αποδοχή δεν αρνείται το γεγονός πως συνεχίζουν να διατυπώνονται αντίθετες 74


απόψεις, ή ακόμη, πως συνεχίζει να πραγματοποιείται έρευνα και εκτός των κανόνων που θέτει το Παράδειγμα. Ωστόσο, για τον Kuhn (1962) η αντίληψη της σχετικής “ηγεμονίας” μίας κοσμοθεώρησης έναντι των άλλων αποτελεί προϋπόθεση για το πέρασμα στη φάση της φυσιολογικής επιστήμης. Συντελεί, δηλαδή, καθοριστικά στην επικέντρωση της κοινότητας στη συστηματική διερεύνηση των δυνατοτήτων του Παραδείγματος. Η παραπάνω θέση του Kuhn για κυριαρχία ενός και μόνου Παραδείγματος κατά την περίοδο της φυσιολογικής επιστήμης έχει αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από τον Larry Laudan (1977). Συγκεκριμένα, ο Laudan (1977: 134) θεωρεί την περιγραφή του Kuhn μη ρεαλιστική αναφέροντας πως: “[…] ο Kuhn αγνόησε τη σπανιότητα με την οποία ένα οποιοδήποτε Παράδειγμα επιτυγχάνει την ηγεμονία στο πεδίο του, ηγεμονία που απαιτείται κατά τον Kuhn για τη “φυσιολογική επιστήμη”. Είτε κοιτάξουμε τη χημεία του 19ου αιώνα, τη μηχανική του 18ου, την κβαντική θεωρία του 20ου, είτε την εξελικτική θεωρία στη βιολογία ή […] την αποδεικτική θεωρία στα μαθηματικά βλέπουμε μία κατάσταση με πολύ περισσότερες διαφοροποίησεις από ότι η ανάγνωση του Kuhn επιτρέπει.” Όπως στις επιστήμες, έτσι και στην περίπτωση της ερμηνείας της αρχιτεκτονικής οι κοινώς αποδεκτές αρχές που συνοψίζονται στο ερμηνευτικό Παράδειγμα δεν γίνονται αποδεκτές από το σύνολο της κοινότητας αλλά από ένα σημαντικό τμήμα της. Σε κάθε περίπτωση, η συνθήκη πλήρους κυριαρχίας ενός και μόνου ερμηνευτικού Παραδείγματος δεν πληρείται στην περίπτωση της 75


αρχιτεκτονικής· η παρουσία ερμηνευτικών Παραδειγμάτων που χαίρουν της αποδοχής της κοινότητας φέρει περισσότερες ομοιότητες με τη συνθήκη που περιγράφει ο Laudan. Το παραπάνω αφορά άμεσα στη σχέση του παρελθόντος ερμηνευτικού Παραδείγματος με την εκάστοτε νέα κατάσταση. Σε αντίθεση με τη θεώρηση του Kuhn για τις φυσικές επιστήμες, σύμφωνα με την οποία το παλιό Παράδειγμα εγκαταλείπεται εντελώς -καθιστώντας τη διάκριση ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν πλήρη- στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής ερμηνείας η σχέση του παρελθόντος και του παρόντος είναι πιο πολύπλοκη. Σύμφωνα με τον Τουρνικιώτη (2006: 49) στην αρχιτεκτονική “το παρελθόν διαιρείται σε δύο ευρύτερες κατηγορίες, εκ των οποίων η μία αποσιωπάται ή καταρρίπτεται και η άλλη μελετάται και επανερμηνεύεται προσφέροντας εναύσματα δημιουργίας”. Υιοθετώντας μία διαφορετική διατύπωση θα μπορούσαμε να πούμε πως η αλλαγή ερμηνευτικού Παραδείγματος επιφέρει μία ριζική επανερμηνεία του παρελθόντος, δηλαδή των αρχιτεκτονικών έργων αλλά και των ερμηνειών τους, ενώ ταυτόχρονα, μέρος αυτού του παρελθόντος απορρίπτεται από την κοινότητα ως μη αποδεκτό στη νέα συνθήκη. Ο τρόπος με τον οποίο η ερμηνεία ενός έργου, στην περίπτωση του Bonta, ή ένα ερμηνευτικό Παράδειγμα, στην γενικευμένη δική μας περίπτωση, αποκτά την αποδοχή της κοινότητας θα αναλυθεί παρακάτω. Επιστρέφοντας στον παραλληλισμό της έννοιας της Ερμηνείας της αρχιτεκτονικής με αυτή του Παραδείγματος, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως, μετά την επικράτηση ενός συστήματος πεποιθήσεων, τόσο οι κριτικοί της αρχιτεκτονικής όσο και οι ερευνητές/επιστήμονες παραμένουν εντός του πλαισίου που θέτει το σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, επιλέγουν να επικεντρώσουν την ερμηνευτική ή την ερευνητική τους δραστηριότη76


ΙI. Η αναφορά παραπέμπει σε εργαλεία όπως οι έννοιες του Παραδείγματος, της φυσιολογικής επιστήμης, της κρίσης και της επιστημονικής επανάστασης.

τα στη διερεύνηση των δυνατοτήτων που αυτό παρέχει. Eπεκτείνουν, έτσι, την ικανότητά του να ερμηνεύει φαινόμενα και το εκλεπτύνουν ανταποκρινόμενοι στην ανάγκη διόρθωσης των αδυναμιών που αναπόφευκτα εμφανίζονται στην πορεία. Στην περίπτωση της θεώρησης της αρχιτεκτονικής μπορούμε να παραλληλίσουμε την παραπάνω διαδικασία με την εφαρμογή του ερμηνευτικού συστήματος σε άλλα έργα, σχεδιασμένα με εντελώς διαφορετικό σύστημα αξιών, εξάγοντας έτσι νέα συμπεράσματα και ερμηνείες και αναδεικνύοντας τις δυνατότητες για κριτική που προβάλλεται ως πληρέστερη ή και “ορθότερη”. Διαφαίνεται, μέσω του παραλληλισμού που επιχειρήθηκε παραπάνω, η πιθανότητα να χρησιμοποιήσει κανείς τα επιστημολογικά εργαλεία[II] που εισάγει ο Kuhn στο διάλογο περί ερμηνείας της αρχιτεκτονικής. Εργαλεία που επιτρέπουν την άρθρωση ενός πλαισίου κατανόησης και συστηματικότερης ανάλυσης της πορείας της αρχιτεκτονικής ερμηνείας και θεωρίας. Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να επιχειρήσουμε μία προσέγγιση της σχέσης της ερμηνείας-σχεδιασμού στην περιοχή της αρχιτεκτονικής. Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε την αλληλεξάρτηση του θεωρητικού/ερμηνευτικού λόγου -σχετικού με την αρχιτεκτονική- με τη διαδικασία σχεδιασμού. Θεωρούμε πως η κατανόηση αυτής της σχέσης μπορεί να προσδώσει μία σημαντική οπτική στη δική μας προσπάθεια μελέτης της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής ερμηνείας. Θέση μας αποτελεί πως ερμηνεία και σχεδιασμός αποτελούν όψεις του ίδιου φαινομένου. Ξεκινώντας με τη διαδικασία της σύνθεσης αρχιτεκτονικής στο χαρτί -ή τον υπολογιστή- δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει την επίδραση των ερεθισμάτων, των αναφορών του σχεδιαστή. Δημοσιευμένα έργα, φωτογραφίες σε περιοδικά και εκ77


θέσεις, βιβλία και κείμενα αρχιτεκτονικής καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το αποτέλεσμα του σχεδιασμού. Συμβάλλοντας με διαφορετικό τρόπο, επηρεάζοντας σε διαφορετικό βαθμό, οι παραστάσεις, λεκτικές ή οπτικές, που φέρουμε για την αρχιτεκτονική μεταφράζονται σε σχεδιασμό. Η συμβολή τους στη διαμόρφωση του αποτελέσματος μπορεί να είναι συνειδητή ή και ασύνειδη. Οι ίδιες οι παραστάσεις δεν αποτελούν παρά αποτέλεσμα ερμηνείας άλλων έργων. Η ερμηνεία μπορεί να είναι πρωτογενής, καθιστώντας τον σχεδιαστή ερμηνευτή του αρχικού αντικειμένου -κτιρίου, σχεδίου, φωτογραφίας, κειμένου- ή δευτερογενής. Στη δεύτερη περίπτωση υλικό προς ερμήνευση αποτελούν οι διατυπωμένες ερμηνείας άλλων. Με άλλα λόγια οι μορφές που παράγονται στο σχεδιαστήριο προέρχονται από μία ερμηνευτική διαδικασία που συγκροτεί το σώμα των αρχιτεκτονικών παραστάσεων του σχεδιαστή. Το σχεδιαστικό αποτέλεσμα αποτελεί και το ίδιο αντικείμενο ερμηνείας κατά τη διαδικασία παραγωγής του. Η δυναμική σχέση σχεδιασμού και κριτικής αποτίμησης του αποτελέσματος περνά από κανάλια ερμηνείας, ή όπως αναφέραμε προηγουμένως, ερμηνευτικών Παραδειγμάτων. Ο σχεδιαστής καλείται να διαδραματίσει ένα διττό ρόλο· αυτόν του ατόμου που δημιουργεί και αυτόν του ερμηνευτή του δημιουργήματος. Τα ερμηνευτικά Παραδείγματα, καθορίζοντας την κατεύθυνση στην οποία κινείται η συνεχής κριτική αποτίμηση του παραγόμενου σχεδιαστικού αποτελέσματος επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό και την έκβασή του. Υιοθετώντας μία διαφορετική διατύπωση, θα μπορούσε να πούμε πως η διαδικασία ερμηνείας και παραγωγής αρχιτεκτονικής αλληλοτροφοδοτούνται σε μία συνεχή σχεδιαστική αναζήτηση. Έτσι, σχεδιαστικές επιλογές όπως η μορφή ενός ανοίγματος, η στροφή ενός άξονα, η υλικότητα της πέ78


τρας, του σκυροδέματος, του ξύλου, η υιοθέτηση μίας “ελεύθερης κάτοψης” έχουν ερμηνευτεί ως προς του στόχους τους και τον τρόπο επίτευξής αυτών. Η ερμηνεία τους, λιγότερο η περισσότερο συνειδητή, οδηγεί στην συμπερίληψη, την απόρριψη ή την τροποποίηση των αρχιτεκτονικών στοιχείων που κάθε φορά συνεπάγονται καθορίζοντας το τελικό αποτέλεσμα.

ΕΝΑΛΛΑΓΉ ΕΡΜΗΝΕΙΏΝ: ΟΙ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΠΡΟ-ΚΑΝΟΝΙΚΉΣ ΕΡΜΗΝΕΊΑΣ

Ο τρόπος με τον οποίο ένα αρχιτεκτονικό έργο αναγνωρίζεται, αποτιμάται αλλά και ερμηνεύεται δεν παραμένει σταθερός στο χρόνο, αντίθετα, μεταβάλλεται σημαντικά. Περνώντας από την αρχική φάση της αφάνειας κάποια έργα γίνονται αποδέκτες μίας σειράς περισσότερο ή λιγότερο όμοιων ερμηνειών και κριτικών. Φυσικά, αυτή η διαδικασία δεν αγγίζει το σύνολο των αρχιτεκτονικών έργων, η πλειοψηφία των οποίων δεν περνά ποτέ πέρα από μία φάση αφάνειας ή τύφλωσης (blindness) σύμφωνα με τον Bonta (1979: 134). Από μία περίοδο που ελάχιστα γράφονται ή λέγονται για ένα, ακόμη και ιδιαίτερα σημαντικό για την μετέπειτα αρχιτεκτονική ιστορία, έργο έχει περάσει και το Barcelona Pavilion. Το περίπτερο του Mies van der Rohe σήμερα θεωρείται ένα από τα υψηλότερα επιτεύγματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και τη δεκαετία του 1960 θεωρήθηκε το σημαντικότερο αριστούργημα του εικοστού αιώνα, όπως προκύπτει από τις διατυπώσεις των Hitchcock (1958), Persitz (1958), Cadbury-Brown (1959), Blake (1960), Pevsner (1960), Fitch (1961), αλλά και το συγγραφέα ενός ανυπόγραφου άρθρου στο 79


19. Barcelona Pavilion. Φωτογραφία εξωτερικού χώρου. Πηγή Εικόνας: www. architexpert .com

20. Barcelona Pavilion. Φωτογραφία εσωτερικού χώρου. Πηγή Εικόνας: www. archdaily.com

80


περιοδικό The Architectural Record (1960), όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Bonta (1979: 134). Παρόλη τη σημασία που φαίνεται να του αποδόθηκε στην πορεία, το Pavilion πέρασε σχετικά απαρατήρητο κατά τη διάρκεια της έκθεσης του 1929. Η πλειοψηφία τόσο των απλών επισκεπτών όσο και των, ακόμη και φημισμένων, κριτικών που εκπροσωπούσαν τα πιο αξιόλογα περιοδικά της εποχής απέτυχε να το διακρίνει. Όπως διαβάζουμε στο έργο του Bonta (1979: 134), o W.F. Paris σε άρθρο του στο The Architectural Forum το 1929 δήλωνε τον ενθουσιασμό του από “την καταπληκτική επίδειξη ενέργειας που πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη όπου λαμβάνει χώρα μία Διεθνής Έκθεση σε κλίμακα που ανταγωνίζεται αυτές του Παρισιού, του Λονδίνου ή του Σικάγου”. Συνεχίζει με μία εκτενή και λεπτομερή αναφορά στην ισπανική συμμετοχή για να αφιερώσει μόνο λίγες γραμμές για τις υπόλοιπες συμμετοχές στο τέλος του κειμένου. Ωστόσο, η περιορισμένη έκταση της αναφοράς στις ξένες συμμετοχές δεν ολοκληρώνει την εικόνα καθώς το Barcelona Pavilion θα αγνοηθεί και από τη διατύπωση του Paris, ο οποίος γράφει: “Η συνεργασία των ξένων εθνών δεν υπήρξε αντάξια της προσπάθειας της Βαρκελώνης. Η Ιταλία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Δανία, η Ουγγαρία, η Νορβηγία, η Ρουμανία, η Σουηδία και η Γιουγκοσλαβία έχουν κτίρια όλων των ειδών, αλλά μόνο Ιταλία, το Βέλγιο και η Γαλλία έχουν ανεγείρει αξιοσημείωτα περίπτερα” (Bonta 1979: 134). Τα αρχιτεκτονικά έργα που αναγνωρίζονται, περνώντας από τη φάση της τύφλωσης σε αυτή της αποτίμησης και ερμηνείας τους, γίνονται αποδέκτες διαφορετικών διατυπώσεων για την αξία τους, τους στόχους τους και το βαθμό επίτευξης αυτών όπως τα παραπάνω γίνονται αντιληπτά μέσα από το εκάστοτε Ερμηνευτικό Παράδειγμα. Με άλλα λόγια αποτελούν αντικείμε81


να ερμηνείας. Οι ερμηνείες που παράγονται δε χαίρουν εξαρχής της αποδοχής της κοινότητας, αλλά αποτελούν μεμονωμένες κρίσεις, όχι προσπάθειες συντεταγμένες με την κατεύθυνση που ορίζει μία κυρίαρχη ερμηνεία. Μέσα από τη διατύπωση πολλών διαφορετικών, και συχνά μη συγκρίσιμων, μεταξύ τους, ερμηνειών[III] ενός έργου αναδύονται, σύμφωνα με τον Bonta (1979: 138-144) οι ερμηνείες που θα διαδοθούν και τελικά θα καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο το έργο γίνεται ευρέως αντιληπτό. Ο διαχωρισμός αυτός αποκρυσταλλώνεται στο Η Αρχιτεκτονική και η Ερμηνεία της με την εισαγωγή δύο όρων που ανταποκρίνονται αντιστοίχως στις δύο αυτές κατηγορίες: τις προ-κανονικές (pre-canonical) και τις κανονικές (canonical) ερμηνείες. Η διαφορά των παραπάνω κατηγοριών, όπως την αναγνωρίζει ο Bonta, δεν αφορά στο περιεχόμενο και το νόημα που αποδίδουν στις αρχιτεκτονικές μορφές αλλά στον τρόπο που λειτουργούν στο εσωτερικό της κοινότητας και, κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Οι προ-κανονικές ερμηνείες αποτελούν ατομικές αντιδράσεις και εμφανίζονται λιγότερο πειστικές από τις κανονικές. Λόγω των παραπάνω, αποτελούν αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα σε διαφορετικούς μελετητές, σε αντίθεση με μία κανονική ερμηνεία η οποία έχει την αποδοχή μιας ολόκληρης κοινότητας, ή τουλάχιστον ενός αναγνωρίσιμου τμήματός της (Bonta 1979: 139).

ΠΡΟ-ΚΑΝΟΝΙΚΈΣ ΕΡΜΗΝΕΊΕΣ, ΑΝΑΘΕΏΡΗΣΗ & ΔΙΆΔΟΣΗ

Η φάση της διατύπωσης προ-κανονικών ερμηνειών αναλύεται σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά στην 82

ΙII. Η μη συγκρισιμότητα των ερμηνειών μπορεί να παραλληλιστεί με την έννοια της ασυμετρότητας (incommensurability) των ανταγωνιστικών Παραδειγμάτων που εισάγει ο Thomas Kuhn.


προσπάθεια πρώτης ερμηνείας ενός έργου που αναδύεται από τη φάση της αφάνειας και η δεύτερη στην επανερμηνεία ενός έργου για το οποίο είχε διατυπωθεί μία κανονική ερμηνεία. Στην περίπτωση του Barcelona Pavilion μπορούμε να διακρίνουμε τις προ-κανονικές αντιδράσεις που δημοσιεύθηκαν και σηματοδότησαν το πέρασμα του έργου από τη φάση της τύφλωσης σε αυτή της ερμηνείας. Στον Bonta (1979: 138) διαβάζουμε πως ο Hitchcock στο βιβλίο του Modern Architecture: Romanticiscm and reintegration που δημοσιεύτηκε το 1929 αναφέρεται με έναν έμμεσο τρόπο στο περίπτερο καθώς θεωρεί πως η εμπειρία του Mies van der Rohe από τη Βαρκελώνη θα επηρεάσει το σχεδιασμό ενός κτιρίου γραφείων που κατασκεύαζε εκείνη την περίοδο στο Βερολίνο. Ωστόσο, για τον Hitchcock το Pavilion αποτελούσε μόλις ένα χρήσιμο πείραμα που θα επέτρεπε στον Mies van der Rohe να εξελιχθεί και να αναλάβει άλλα σημαντικότερα έργα. Χαρακτηριστικά δηλώνει πως “(O Mies) συνεχίζει να παραμένει πρωτίστως ένας πολλά υποσχόμενος άντρας” (Bonta 1979: 138). Αν και κινούμενες σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, τον ίδιο ρόλο -δηλαδή των προ-κανονικών αντιδράσεων- έρχονται να επιτελέσουν και οι διατυπώσεις των Behrens και McGrath. Ο Bonta (1979: 138) αναφέρει πως ο πρώτος μιλάει για το Pavilion ως έργο που “κάποια μέρα θα χαιρετάται ως το πιο όμορφο κτίριο του εικοστού αιώνα” ενώ ο δεύτερος αναφέρει στο περιοδικό The Architectural Review του 1932 πως το έργο του Mies είναι όσο καθοριστικό για την εποχή του (epochmaking) όσο και αυτό του Brunelleschi. Ως προ-κανονικές μπορούν να αντιμετωπιστούν ακόμη οι ερμηνείες -της δεκαετίας του 1920 του Schroder House που καθιστούσαν σαφή τη βαρύτητα που είχε δώσει ο Rietveld στη δυνατότητα αυτορρύθμισης των χώρων με ένα δυνα83


21. Friedrichstrasse Skyscraper Project, 1921. Έργα του Mies όπως το κτίριο γραφείων στη Friedrichsstrasse προηγήθηκαν του Barcelona Pavilion, αν και δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Φαίνεται, ωστόσο, ότι μέχρι το 1929 γίνονταν αντιληπτά, από κριτικούς όπως ο Hitchcock, μόλις ως προοίμια για κάτι σπουδαιότερο. Πηγή Εικόνας: www. phaidon.com

84


μικό τρόπο που παρέπεμπε σε αυτό που με μεταγενέστερους όρους θα αποκαλούσαμε κυβερνητική κατοικία. Σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, δε μιλάμε για πέρασμα του έργου από την αφάνεια σε μία φάση που χαίρει της προσοχής των κριτικών, αλλά για την ανάδυση μία νέας ερμηνείας. Ανάδυση που σχετίστηκε άμεσα με την έμφαση που δόθηκε στις μετέπειτα δεκαετίες στις έννοιες της κυβερνητικής, της προσαρμοστικότητας και της δυναμικής και μεταλλασσόμενης μορφής -λόγω του γενικότερου ενδιαφέροντος προς τις επιστήμες των υπολογιστών και τη βιολογία- και διαμόρφωσε ένα νέο ερμηνευτικό σύστημα. Χάρη στο νέο σύστημα οι προηγουμένως προσωπικές αποτιμήσεις της κατοικίας, αποτέλεσαν τμήμα της κανονικής ερμηνείας της. Η διατύπωση νέων θεωρήσεων ενός έργου που, όπως δείξαμε προηγουμένως, σχετίζονται άμεσα με θεωρήσεις για την αρχιτεκτονική γενικά παραμένει, αρχικά, μία χαοτική διαδικασία. Η αποκαθιέρωση της υπάρχουσας κυρίαρχης ερμηνείας ή Ερμηνευτικού Παραδείγματος οδηγεί σε μία επαναδιαπραγμάτευσή τους σε αναζήτηση μίας νέας κατεύθυνσης. Η αποσταθεροποίηση που συντελείται έχει σαν αποτέλεσμα οι κριτικοί να αναζητούν το νέο ερμηνευτικό σύστημα σε νέες προσεγγίσεις που δεν έχουν αποκτήσει την αποδοχή της κοινότητας, αυτές που, υιοθετώντας την ορολογία του Bonta, ονομάσαμε προηγουμένως “προ-κανονικές”. Σε έναν παραλληλισμό με τους όρους του Kuhn θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για περίοδο “ιδιόρρυθμης επιστήμης”, κατά την οποία η ερευνητική δραστηριότητα εξετάζει διαφορετικές θεωρήσεις ως αποτέλεσμα απώλειας της πίστης της στην ορθότητα του προηγουμένως κυρίαρχου Παραδείγματος. Μία συνθήκη που δε διαφέρει πολύ από αυτή της “άναρχης έρευνας” που εισάγει ο Feyerabend στο χώρο της επιστημολογίας. Οι παραπά85


“Η αντίληψή του [του Viollet-le-Duc] για τη γοτθική αρχιτεκτονική ήταν μία εξιδανίκευση των δικών του αρχιτεκτονικών ανησυχιών και αυτές αντανακλούνταν αναμφισβήτητα περισσότερο σε κατασκευές από τους Eiffel, Contamin και Durtet, ή Perret παρά σε ένα πραγματικά Γοτθικό κτίριο.” J.P. Bonta για την ορθολογιστική ερμηνεία της Γοτθικής αρχιτεκτονικής από τον Viollet-le-Duc. (Bonta 1979: 197)

22. Καθεδρικός Ναός της Παναγίας στο Reims. Φωτογραφία: Markus Brunetti. Πηγή: www. subtraction. com

86


νω δια-θεωρητικοί συσχετισμοί θα εξεταστούν εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο, ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως όπως στην περίπτωση των επιστημών, σύμφωνα με τον Kuhn, έτσι και στην αρχιτεκτονική, σύμφωνα με τον Bonta, αυτή η περίοδος αναζήτησης τερματίζεται με την αποδοχή από την κοινότητα μίας νέας θεώρησης. Για τον Kuhn αυτό ισοδυναμεί με αποδοχή νέου Παραδείγματος, για τον Bonta με αποκρυστάλλωση της κανονικής ερμηνείας ενός έργου, ενώ στη δική μας περίπτωση ισοδυναμεί με αποδοχή νέου Ερμηνευτικού Παραδείγματος. Στην περίπτωση της ερμηνείας, η νέα οπτική οδηγεί σε επαναθεώρηση των αρχιτεκτονικών έργων, μεμονωμένα αλλά και ως σύνολα αρχιτεκτονικής δραστηριότητας. Τέτοιο σύνολο αποτελεί η Γοτθική αρχιτεκτονική, οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ερμηνείας της οποίας, αναδεικνύουν πως η ερμηνεία ενός έργου σχετίζεται περισσότερο με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η κοινότητα την αρχιτεκτονική γενικά, παρά με το σύνολο των χαρακτηριστικών του. Η εναλλαγή τριών διαφορετικών κανονικών ερμηνειών της αντανακλά την εναλλαγή τριών διαφορετικών Ερμηνευτικών Παραδειγμάτων. Η Γοτθική αρχιτεκτονική ερμηνεύτηκε από τον Viollet-leDuc (1854-61), και ακόμη περισσότερο από τον Choisy (1899), ως μία άσκηση δομικής ικανότητας και ευφυΐας (Bonta 1979: 196). Ο Bonta γράφει πως “αυτό που είδαν στους καθεδρικούς της περιόδου ήταν έναν αισθητικά άρτιο συνδυασμό ισορροπημένων, γραμμικών δομικών μελών που έφεραν τα φορτία επίπεδων, δομικά αδρανών στεγών (sheds)”, ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι “σήμερα, ξέρουμε πως οι ραβδώσεις και οι θόλοι δεν ταίριαζαν καθόλου στην εικόνα που κατασκεύασαν οι θετικιστές του δεκάτου-ενάτου αιώνα”. Πράγματι, ο Mainstone φέρεται να έχει αναφέρει το 87


1975 πως “συνήθως οι θόλοι και οι ραβδώσεις σαν σύνολο αποτελούσαν ένα στατικά ακαθόριστο σύστημα”, ενώ ο Frankl το 1962 αναφέρει πως συχνά ο ρόλος των ραβδώσεων ήταν αισθητικός, όχι δομικός”, γεγονός που αγνοήθηκε κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Ο Bonta, παραθέτοντας τη διατύπωση του Summerson το 1949 πως “ο ορθολογισμός που είδε ο Viollet ανήκε στον δέκατο ένατο αιώνα και όχι στον δέκατο τρίτο” αναδεικνύει πως η ερμηνεία της γοτθικής αρχιτεκτονικής που διαμορφώθηκε την εποχή των Viollet-le-Duc και Choisy είχε να κάνει με μία δομική και ορθολογική αντίληψη για την αρχιτεκτονική. Τοποθετώντας την παραπάνω διατύπωση στο πλαίσιο της δική μας ορολογίας, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή η αντίληψη αποτελούσε κυριάρχο Ερμηνευτικό Παράδειγμα της εποχής. Για τον Bonta οι καθεδρικοί του δεκάτου τρίτου αιώνα κρίνονταν και ερμηνεύονταν με όρους κατασκευών όπως αυτές των Eiffel, Contamin και Dutert, ή Perret. Η κριτική στην ορθολογιστική αντίληψη για τη Γοτθική αρχιτεκτονική ξεκίνησε στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα, από τον Worringer (1912 ανφρ. σε Bonta 1979: 197), ενώ συνοδεύτηκε και από μία αλλαγή ερμηνευτικού Παραδείγματος, ή κανονικής ερμηνείας υπό τους όρους του Bonta, από ορθολογικό σε εκφραστικό (expressive, Bonta 1979: 197). Η νέα ερμηνεία αναγνώριζε στους γοτθικούς ναούς μία τάση για μορφοπλασία την οποία απέδιδε σε μία ανάγκη του “Βόρειου ανθρώπου” για “υπερβατικότητα” και όχι για “ομορφιά”. Ο Bonta (1979: 197) συσχετίζει την ερμηνεία του Worringer με τον σύγχρονό του Γερμανικού Εξπρεσιονισμό, αναφέροντας πως η σχέση των παραπάνω “είναι τόσο σαφής, όσο ήταν και αυτή ανάμεσα στην ερμηνεία του Viollet-leDuc και του θετικισμού του δεκάτου ενάτου αιώνα”. Η ερμηνεία της Γοτθικής αρχιτεκτονι88


κής όμως θα άλλαζε και πάλι, ανταποκρινόμενη στην αλλαγή ερμηνευτικού Παραδείγματος από εκφραστικό σε χωρικό, όπως αυτή σηματοδοτήθηκε από το έργο του Bruno Zevi (1948) Architecture as Space: How to Look at Architecture. Έχοντας περιγράψει τις εναλλαγές ερμηνευτικών Παραδειγμάτων στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής κριτικής, προκύπτει η ανάγκη εξέτασης του μηχανισμού αυτών των μεταβολών. Ερωτήματα σε σχέση με τον τρόπο που αυτές πραγματοποιούνται έρχονται στην επιφάνεια. Ποιοι παράγοντες συντελούν στην αμφισβήτηση ενός κυρίαρχου Παραδείγματος; Σε ποιες περιπτώσεις αυτή οδηγεί στην αντικατάστασή του από ένα νέο; Ποιες παράμετροι συμβάλουν στη διαμόρφωση νέου ερμηνευτικού Παραδείγματος; Και, τελικά, ποιοι παράγοντες παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην αποδοχή του από την κοινότητα και την καθιέρωσή του ως κυρίαρχο; Αυτά τα ερωτήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την κατανόηση του θέματος, δεν αποτελούν όμως αντικείμενο αυτού του κεφαλαίου αλλά του επόμενου, όπου και θα επιχειρηθεί να απαντηθούν. Μετά την καθιέρωση της ερμηνείας ενός έργου ακολουθεί, σύμφωνα με τον Bonta (1979: 175), η διάδοσή της (dissemination). Μαζί με την αναπαραγωγή της εκάστοτε ερμηνείας αναπαράγονται και οι αρχές που τη διέπουν, δηλαδή το Ερμηνευτικό Παράδειγμα που αντανακλά. Η διαδικασία αυτή δεν απέχει πολύ από αυτό που περιγράφει ο Kuhn στην περίπτωση των επιστημών ως συγγραφή εκ νέου των εγχειριδίων με στόχο την είσοδο των εννοιών και των εργαλείων του νέου Παραδείγματος στην εκπαίδευση των μελλοντικών επιστημόνων. Τροφοδοτείται, έτσι, η περίοδος της, εκ νέου, φυσιολογικής επιστήμης κατά την οποία οι ερευνητές επικεντρώνουν τη δραστηριότητά τους στη διερεύνηση των δυνατοτήτων ανοίγονται χάρη στο νέο Παράδειγμα. 89


Επεκτείνουν, παράλληλα, την ικανότητά του να ερμηνεύει φαινόμενα και το εκλεπτύνουν ανταποκρινόμενοι στην ανάγκη διόρθωσης των αδυναμιών που αναπόφευκτα εμφανίζονται στην πορεία. Στην περίπτωση της ερμηνείας της αρχιτεκτονικής τα βιβλία που εκδίδονται είτε σπεύδουν να συμπεριλάβουν έργα που μέχρι τότε αγνοούσαν ενώ τώρα, χάρη στην καθιέρωση του νέου ερμηνευτικού Παραδείγματος, αναδύονται ως ενδιαφέροντα και αξιόλογα, είτε αναδιατυπώνουν κρίσεις ή ερμηνείες που είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν από τους ίδιους τους συγγραφείς τους ή και από άλλα μέλη της κοινότητας. Έτσι, ο Hitchcock τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη αντίδραση του απέναντι στο Barcelona Pavilion -που το αντιμετώπιζε μόλις ως ένδειξη των ικανοτήτων του Mies που, όμως, παρέμεναν προς απόδειξη στο μέλλον και μέσω άλλων έργων του- θα αναθεωρούσε την κρίση του, αποκαλώντας το περίπτερο “ένα από τα λίγα κτίρια μέσω των οποίων ο εικοστός αιώνας ίσως θα ήθελε να συγκρίνεται με τις ένδοξες εποχές του παρελθόντος”. Σε κάθε περίπτωση, η διάδοση μίας κυρίαρχης ερμηνείας δε σημαίνει πως αυτή δεν μπορεί να επανεξεταστεί να αναδυθεί μία νέα θεώρηση του έργου, σύμφωνη με ένα νέο ερμηνευτικό Παράδειγμα, περίπτωση που είδαμε αναλυτικά μέσω του παραδείγματος του Schroder House.

90


91



IV. ΠΡΟΣ ΜΊΑ ΕΡΜΗΝΕΊΑ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΎ ΑΛΛΑΓΉΣ ΠΑΡΑΔΕΊΓΜΑΤΟΣ Από τον J.P. Bonta και τον P. Feyerabend στην εξήγηση του Μηχανισμού αλλαγής Παραδείγματος

Στο προηγούμενο κεφάλαιο, επιχειρήσαμε να ανιχνεύσουμε πιθανές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται η αρχιτεκτονική. Για να το πετύχουμε χρησιμοποιήσαμε τα εργαλεία που εισήγαγε ο Bonta στο βιβλίο του Η Αρχιτεκτονική και η Ερμηνεία της, τα οποία και προσπαθήσαμε να αναδομήσουμε με άξονα τις έννοιες του Kuhn, όπως αυτές διατυπώνονται στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Φτάσαμε, έτσι, στο σημείο να εισάγουμε την έννοια του Ερμηνευτικού Παραδείγματος, δηλαδή ενός συστήματος αξιών που καθοδηγεί την θεώρηση και την κριτική της αρχιτεκτονικής. Όπως τα επιστημονικά Παραδείγματα του Kuhn καθορίζουν 93


23. Μηχανισμός Αλλαγής Ερμηνευτικού Παραδείγματος. Το διάγραμμα παρατίθεται στην αρχή του κεφαλαίου ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να ανατρέχει σε αυτό στην αρχή κάθε υποενότητας.

94


Ι. Αναφερόμαστε εδώ στο γεγονός πως το εκάστοτε Παράδειγμα, έχοντας καθορίσει τους κανόνες αλλά και τα μέσα της έρευνας, περιορίζει σε σημαντικό βαθμό την ελευθερία των αποτελεσμάτων της ερευνητικής διαδικασίας.

όχι μόνο την κατεύθυνση στην οποία κινείται η έρευνα, αλλά και, σε μεγάλο, βαθμό τα αποτελέσματα που παράγονται[I] τα Ερμηνευτικά Παραδείγματα επιδρούν σημαντικά στο τι “βλέπουν” οι κριτικοί. Καθορίζουν δηλαδή ποια στοιχεία αναγνωρίζονται και ποια παραμένουν στην αφάνεια ή θεωρούνται αμελητέα. Συνθήκη η οποία, όπως περιγράψαμε, αλλάζει όταν συντελείται μία αλλαγή Παραδείγματος, επιστημονικού ή ερμηνευτικού. Στη δική μας περίπτωση, αυτή της θεώρησης της αρχιτεκτονικής, η μεταβολή στον τρόπο ερμηνείας σημαίνει την ανάδειξη νέων έργων αλλά και την αναδιατύπωση δημοσιευμένων ερμηνειών για έργα που αποτελούσαν και προηγουμένως αντικείμενο προσοχής. Στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων η διαδικασία αλλαγής Παραδείγματος αφήνεται στο επίπεδο της “ξαφνικής” αλλαγής πίστης από το ένα μοντέλο κοσμοθεώρησης στο επόμενο. Ο μηχανισμός μεταστροφής της κοινότητας προς ένα νέο Παράδειγμα παραμένει σκοτεινός καθώς το σημείο μετάβασης είναι σαφές αλλά ο τρόπος μετάβασης όχι. Ο Kuhn αναλύει, μόνο ένα τμήμα της διαδικασίας μετάβασης, αυτό που αφορά στις συνθήκες που οδηγούν στην κρίση. Στη δική μας περίπτωση, αυτή της αρχιτεκτονικής ερμηνείας, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε το μηχανισμό αλλαγής Ερμηνευτικών Παραδειγμάτων. Θα επιχειρήσουμε, δηλαδή, να αναλύσουμε την περίοδο ανάμεσα σε δύο φάσεις φυσιολογικής διερεύνησης. Χρησιμοποιώντας εργαλεία που έχει εισάγει ο Bonta αλλά και ο Feyerabend, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την “ξαφνική” μεταστροφή πίστης. Σε μία πρώτη ανάλυση του μηχανισμού αλλαγής ερμηνευτικού Παραδείγματος θα επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τρείς φάσεις. Οι τρεις φάσεις που προτείνουμε μεσολαβούν ανάμεσα σε δύο περιόδους φυσιολογικής διερεύνησης, αυτή του Παραδείγματος που προ95


ϋπήρχε και αυτή του νέου Παραδείγματος. Η τριμερής διαίρεση που εισάγεται σε αυτό το σημείο έχει σαν στόχο να αρθρωθεί ο μηχανισμός αλλαγής. Η πρώτη φάση αφορά στην παραδειγματική κρίση και την απώλεια της πίστης της κοινότητας στο προϋπάρχον ερμηνευτικό σύστημα. Η φάση αυτή αποτελεί σημαντικό τμήμα της διαδικασίας αλλαγής και θεωρούμε σκόπιμο να συμπεριληφθεί στη διάρθρωση του μηχανισμού, διότι προσφέρει πληρέστερη κατανόηση τόσο του ίδιου του μηχανισμού, όσο και της ίδιας της κρίσης και του ρόλου της. Κατά τη δεύτερη φάση θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι διατυπώνονται προ-κανονικές ερμηνείες υπό καθεστώς πλήρους απελευθέρωσης από τους κανόνες του προηγούμενου Παραδείγματος. Συνθήκη που θεωρούμε πως μπορεί να κατανοηθεί βαθύτερα μέσω των εννοιών του Paul Feyerabend και τη θεώρησή του για μία άναρχη έρευνα. Τέλος, η τρίτη φάση αφορά στην καθιέρωση ενός νέου Παραδείγματος ως αποδεκτό από την κοινότητα. Στη σκιαγράφηση αυτού του σκέλους του μηχανισμού θα περιγράψουμε συνθήκες που προϋποτίθενται για την αποδοχή ενός νέου Ερμηνευτικού Παραδείγματος αλλά και παράγοντες που συντελούν καθοριστικά σε αυτή. Προκειμένου να φωτίσουμε πτυχές του τρόπου με τον οποίο συντελείται η αποδοχή, θα χρησιμοποιήσουμε και ορισμένα εργαλεία που έχει εισάγει ο Bonta μιλώντας για την αρχιτεκτονική και την ερμηνεία της.

ΚΡΊΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ ΕΡΜΗΝΕΊΑ

Το πρώτο τμήμα της ανάλυσης θα αποδοθεί στην προσπάθεια κατανόησης και αναγνώρισης των παραγόντων που συμβάλουν στην αμφισβήτηση ενός κυρίαρχου Παραδείγματος. Υιοθετώντας μία διαφορετική διατύ96


πωση, πιο άμεσα συσχετισμένη με τους όρους του Kuhn, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο παρακάτω ερώτημα: Ποιες είναι οι παράμετροι που οδηγούν ένα Παράδειγμα σε κρίση; Στο έργο του Kuhn η φάση της παραδειγματικής κρίσης αποτελεί κεντρικό σημείο για την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης. Οι κρίσεις διαμορφώνουν τις συνθήκες για το πέρασμα σε φάσεις “ιδιόρρυθμης επιστήμης”, τις μοναδικές περιόδους κατά τις οποίες, κατά τον ίδιο (Kuhn 1962), η πραγματική καινοτομία είναι δυνατή. Αντίθετα, όσο ένας επιστημονικός κλάδος παραμένει πιστός σε ένα Παράδειγμα η έρευνα κυλά “φυσιολογικά” μη αφήνοντας χώρο για τομές που εισάγουν μία νέα κοσμοθεώρηση. Ωστόσο, κατά τον Kuhn (1962: 121-137), η περίοδος της μη αμφισβήτησης είναι καταδικασμένη να τελειώσει, τέλος που έρχεται όταν η συσσώρευση ανωμαλιών δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να αναδυθεί μία νέα θεωρία. Οι ίδιες οι ανωμαλίες, ή αλλιώς οι αδυναμίες των Παραδειγμάτων να εξηγήσουν φαινόμενα, δεν αποτελούν αρκετή συνθήκη για απόρριψη του υπάρχοντος μοντέλου. Η εγκατάλειψη ενός Παραδείγματος τελείται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το επόμενο Παράδειγμα έχει βρεθεί (Kuhn 1962). Η τάση των ερευνητών για αμφισβήτησή του λόγω των ανωμαλιών που εμφανίζονται αποτελούν αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για μία αλλαγή η οποία συντελείται με όρους μεταστροφής πίστης. Η αλλαγή Ερμηνευτικού Παραδείγματος περνά, όπως και στην περίπτωση των επιστημών, μέσα από μία διαδικασία απομείωσης της πίστης προς το εκάστοτε κυρίαρχο μοντέλο. Ο Bonta, διαπραγματευόμενος την ερμηνεία μεμονωμένων έργων, περιγράφει τη συνθήκη αυτή ως πέρασμα στη λήθη. Η καθιέρωση μίας ερμηνείας καθιστά δύσκολο το να “δει” κανείς τον κτίριο 97


“Όταν καθιερωθεί μία κανονική ερμηνεία, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς το κτίριο με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αλλά επίσης γίνεται ανιαρό να επαναλαμβάνει κανείς τις ίδιες παρατηρήσεις, να χαιρετίζει το κτίριο πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Οι ερμηνείες, όπως και οι ίδιες οι μορφές, υπόκεινται σε φθορά. Το να δημοσιεύσει κανείς και πάλι την κανονική ερμηνεία του Barcelona Pavilion μπορεί να είναι όσο παράξενο όσο το να σχεδιάσει ένα κτίριο σήμερα χρησιμοποιώντας το σχήμα του γερμανικού περίπτερου. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κτίριο είναι πιθανό να αναφέρεται όλο και λιγότερο συχνά. Αρχικά μπορεί να είναι μία ένδειξη ότι θεωρείται δεδομένο. Ο Zevi, που διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην ερμηνεία του περίπτερου κατά τη δεκαετία του ‘50, του αφιέρωσε μόλις μία σειρά σε ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία του (1964). Υπενθύμισε στους αναγνώστες του το Barcelona Pavilion ως ορόσημο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες καθώς ο ίδιος αλλά και άλλοι το είχαν κάνει στο παρελθόν.” J.P. Bonta για την πορεία μίας ερμηνείας. (Bonta 1979: 197)

98


με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Όπως οι κανόνες ενός επιστημονικού Παραδείγματος και τα πειραματικά εργαλεία που αυτό ορίζει περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό την ελευθερία του ερευνητή, έτσι και οι αξίες που αναζητά κανείς στο κτίριο όταν το μελετά, αλλά και τα στοιχεία που -σύμφωνα με το Ερμηνευτικό Παράδειγμα- τις αντιπροσωπεύουν, καθορίζουν την ερμηνεία που προκύπτει. Όταν η ερμηνεία έχει ήδη διατυπωθεί και διαδοθεί, ο καθορισμός αυτός είναι ακόμη πιο έντονος με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να προκύψουν νέες ερμηνείες. Η ελάττωση του ενδιαφέροντος που επιφέρει η επανάληψη της ίδιας, ή παρεμφερούς, αποτίμησης του έργου οδηγεί, σύμφωνα με τον Bonta (1979: 182), στην ολοένα και πιο αραιή αναφορά στο έργο, στη συχνότερη παράλειψη του στα νεότερα βιβλία. Στην περίπτωση του Barcelona Pavilion η απομείωση του ενδιαφέροντος διαγράφεται καθαρά στα έργα του Zevi. Έχοντας διαδραματίσει ενεργητικό ρόλο στην ερμηνεία του περίπτερου κατά τη δεκαετία του ’50, εντύπωση κάνει η περιορισμένη αναφορά του συγγραφέα σε αυτό στο Architettura in nuce το 1964. Ωστόσο, τόσο ο Zevi το 1964, όσο και οι Tafuri το 1968, Banham το 1969, Broadbent το 1973 παραλείπουν, ή κάνουν πολύ περιορισμένη αναφορά στο Pavilion ακριβώς λόγω της σταδιακής μείωσης του ενδιαφέροντος, όπως αναφέρει ο Bonta (1979). Ωστόσο, θεωρούμε πως αυτού του είδους η αδυναμία ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος να παράγει νέες θεωρήσεις για ένα συγκεκριμένο έργο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανωμαλία που συντελεί σε μία πιθανή κρίση. Αντίθετα, όπως και στις επιστήμες η εφαρμογή του Παραδείγματος σε νέους γρίφους, η εφαρμογή του σε νέα έργα προς ερμηνεία προσφέρει δυνατότητες επέκτασής αλλά και εκλέπτυνσής του. Δεν οδηγείται το Παράδειγμα σε κρίση· όμως οι λυμένοι 99


100


24. The Titanic, 1978. Το έργο του Stanley Tigerman απεικονίζει το Crown Hall που σχεδίασε ο Mies van der Rohe για το Illinois Institute of Technology να βυθίζεται στη λίμνη Michigan. Αποτυπώνει με άμεσο τρόπο την κριτική της δεκαετίας του ‘70 απέναντι στην αρχιτεκτονική του Mies και, γενικότερα, του Μοντέρνου Κινήματος. Πηγή Εικόνας: www. archdaily.com

γρίφοι χάνουν το ερευνητικό, ή ερμηνευτικό, τους ενδιαφέρον. Ως περίπτωση που έπαψε να παράγει νέες δυνατότητες επίλυσης γρίφων, αναφέρει ο Kuhn (1962) τη γεωμετρική οπτική, η οποία μπορεί να έχασε το ερευνητικό της ενδιαφέρον, αλλά δεν οδήγησε σε αμφισβήτηση Παραδείγματος, απλώς “κατέληξε εργαλείο των μηχανικών”. Όταν, ωστόσο, η εφαρμογή ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος σε νέα έργα παύει να προσφέρει νέες δυνατότητες ερμηνείας, τότε δημιουργούνται συνθήκες κρίσης. Η επανάληψη των ίδιων ερμηνευτικών σχημάτων, αποτιμίσεων και αξιολογήσεων -που έχουν πάψει να ανταποκρίνονται στον πολιτισμικό τους ρόλο, ενώ δεν προσφέρουν πλέον μία νέα οπτική- συντελεί στο να καταστεί η κοινότητα έτοιμη να αποδεκτεί ένα νέο Ερμηνευτικό Παράδειγμα. Το πέρασμα της ερμηνείας ενός έργου, και κατ’ επέκταση του ίδιου του έργου, στη λήθη κάποιες φορές σχετίζεται και με μία γενικότερη αμφισβήτηση του Ερμηνευτικού Παραδείγματος. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε πιο άμεσα τον παραλληλισμό ανάμεσα στη συσσώρευση επικριτικών αποτιμήσεων για κάποια θεώρηση της αρχιτεκτονικής και τη συσσώρευση ανωμαλιών. Στον Bonta (1979: 183) αναφέρεται πως “σε ορισμένες περιπτώσεις η αδιαφορία απέναντι στο Barcelona Pavilion, συσχετιζόταν με μία αρνητική ερμηνεία του Mies ή ολόκληρου του Μοντέρνου Κινήματος”. Ο Hughes, το 1976, δε διστάζει να πει πως η αρχιτεκτονική του Mies είναι “μη πρακτική” (unworkable) και στην καλύτερη περίπτωση “ανεκτή”, ενώ ο Brolin την ίδια χρονιά, βρήκε τις αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής “αδιάφορες” και ακόμη και “καταστροφικές όταν εφαρμοστούν στην πράξη” (Bonta 1970: 183). Οι διατυπώσεις αυτές για την αρχιτεκτονική του Mies και του Μοντέρνου Κινήματος αποτελούν κριτική απένα101


ντι στις αρχές σχεδιασμού που υιοθετήθηκαν αλλά και απέναντι στο Ερμηνευτικό Παράδειγμα που οδήγησε τους κριτικούς να δουν, για παράδειγμα, στο Barcelona Pavilion ένα “αριστούργημα” μέσω του οποίου “ο εικοστός αιώνας ίσως θα ήθελε να συγκρίνεται με τις ένδοξες εποχές του παρελθόντος”.[II] Η συσσώρευση τέτοιων αποτιμήσεων ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος, οδηγεί με τρόπο παρόμοιο με τις ανωμαλίες στο χώρο των επιστημών, στην αμφισβήτησή του, στην κρίση. Αυτή αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη μεταστροφή της πίστης από ένα Παράδειγμα σε ένα άλλο, τόσο στις επιστήμες όσο και στην αρχιτεκτονική ερμηνεία. Σε κάθε περίπτωση, η εγκατάλειψη ενός μοντέλου δε συντελείται αν δεν έχει εμφανιστεί ένα νέο, όσο σκληρή και αν είναι η κριτική απέναντί του. Στη συνέχεια του κεφαλαίου, θα αναλύσουμε το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του μηχανισμού αλλαγής που σχετίζονται αντίστοιχα με την ανάδυση εναλλακτικών θεωρήσεων και την καθιέρωση ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος ως αποδεκτό από την κοινότητα ή ένα αναγνωρίσιμο τμήμα της. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο Kuhn, αναλύοντας την αντίστοιχη συνθήκη στην περίπτωση των επιστημών, αφήνει “σκοτεινή” την παραπάνω διαδικασία. Στο πλαίσιο της δικής μας ανάλυσης της εναλλαγής Ερμηνευτικών Παραδειγμάτων, θα επιχειρήσουμε να αποδώσουμε τον τρόπο με τον οποίο συντελείται η διατύπωση και η αποδοχή του εκάστοτε νέου συστήματος.

ΆΝΑΡΧΗ ΈΡΕΥΝΑ, ΑΝΆΔΥΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΏΝ ΣΥΣΤΗΜΆΤΩΝ

Στην ενότητα αυτή, θα προσπαθήσουμε να εισάγουμε στην ανάλυση της δεύτερης φάσης του μηχανι102

ΙΙ. Αναφερόμαστε εδώ στη διατύπωση του Hitchcock το 1958 (Hitchcock 1958 ανφρ. σε Bonta 1979: 139)


σμού αλλαγής Ερμηνευτικών Παραδειγμάτων τις έννοιες που αναπτύσσει ο Paul Feyerabend. Επιδιώκουμε αυτή τη συνδυαστική επισκόπηση διότι θεωρούμε πως η θεώρησή του προσφέρει σημαντικά εργαλεία κατανόησης ειδικά της δεύτερης φάσης του μηχανισμού, δηλαδή της φάσης των προ-κανονικών διατυπώσεων. Προκειμένου να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε έναν τέτοιο παραλληλισμό θα επιχειρήσουμε να αποδώσουμε σύντομα τη θεώρηση που αναπτύσσεται στο Ενάντια στη Μέθοδο του Feyerabend. Στη συνέχεια, θα προχωρήσουμε στην τεκμηρίωση της θέσης μας πως κατά την περίοδο κρίσης ενός Παραδείγματος η αναζήτηση μίας νέας θεώρησης πραγματοποιείται υπό καθεστώς άναρχης έρευνας, η οποία δεν ακολουθεί μεθοδολογικούς κανόνες, και θα γειώσουμε την τεκμηρίωση αυτή στο χώρο της αρχιτεκτονικής ερμηνείας.

Η ΘΕΏΡΗΣΗ ΤΟΥ PAUL FEYERABEND

Η θεώρηση του Feyerabend για μία επιστημονική έρευνα χωρίς μεθοδολογικούς φραγμούς δεν αφορά μόνο στην περίοδο που περιγράφεται από τον Kuhn ως κρίση, αλλά το σύνολο της επιστημονικής δραστηριότητας. Η θέση που διατυπώνεται ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου είναι σαφής. “Η επιστήμη είναι μια ουσιαστικά αναρχική δραστηριότητα. Ο θεωρητικός αναρχισμός είναι πιο ανθρωπιστικός και περισσότερο κατάλληλος να ενθαρρύνει την πρόοδο απ’ ότι οι εναλλακτικές προτάσεις που στηρίζονται στην έννομη τάξη” (Feyerabend 1975: 41). Στις πρώτες σελίδες ο Feyerabend (1975: 41) μας υπόσχεται πως η τεκμηρίωση μέσα από ιστορικά γεγονότα και η ανάλυση της σχέ103


σης ιδέας και πράξης θα αιτιολογήσει ακόμη μία προκλητική διατύπωση, δηλαδή πως: “Η μόνη αρχή που δεν αναχαιτίζει την πρόοδο είναι η αρχή: όλα επιτρέπονται”. Υπό αυτό το πρίσμα, η ερευνητική δραστηριότητα οφείλει να κινείται προς ποικίλες κατευθύνσεις, εξερευνώντας τις δυνατότητες θεωριών που είναι ασύμβατες με τις θεωρήσεις που χαίρουν αποδοχής. Η συνθήκη της συνέπειας, που απαιτεί από τις νέες υποθέσεις να συμφωνούν με τις ήδη αποδεκτές θεωρίες, είναι, για τον Feyerabend (1975: 41) αδικαιολόγητη επειδή διατηρεί την παλαιότερη και όχι την “καλύτερη” θεωρία. Η απαίτηση μίας τέτοιας συνέπειας θα επέφερε δυσμενείς επιπτώσεις στην επιστήμη καθώς οι υποθέσεις που αντιφάσκουν με τις επικυρωμένες θεωρίες, μας δίνουν στοιχεία που δε θα μπορούσαμε να πάρουμε με άλλο τρόπο. Η αξία αυτής της χωρίς περιορισμούς λειτουργίας της επιστήμης δεν έγκειται στα ίδια τα στοιχεία που ανακύπτουν, αλλά στη διαμόρφωση ενός κλίματος πολλαπλασιασμού. Άλλωστε, ο Feyerabend θα αφιερώσει ένα σημαντικό τμήμα του έργου του στην αμφισβήτηση της διάκρισης επιστήμης και μύθου, αμφισβητώντας, τελικά, και την αξία των στοιχείων που παράγονται από μεθοδολογικά συνεπή έρευνα. Ο πολλαπλασιασμός των θεωριών, συνεπών και μη, είναι ευεργετικός για την επιστήμη, ενώ η ομοιομορφία περιορίζει την κριτική της δύναμη (Feyerabend 1975: 42). Ολόκληρη η ιστορία της σκέψης αφομοιώνεται μέσα στην επιστήμη, η οποία ενσωματώνει περισσότερο ή λιγότερο “επιστημονικές” ιδέες στη διαδικασία εξέλιξής της, στη βελτίωση κάθε θεωρίας. Αποδεικνύεται, έτσι, πως “δεν υπάρχει ιδέα, οσοδήποτε παλιά ή συγκεχυμένη, που να μην είναι ικανή να βελτιώσει τη γνώση μας” (Feyerabend 1975: 42). Κανενός είδους παρέμβαση στην επιστημονική δραστηριότητα δεν απορρίπτεται, καθώς μία τέτοια πολυφωνία 104


ίσως έχει τη δυνατότητα να εξουδετερώσει το “σοβινισμό” της επιστήμης που αποκρούει κάθε “εναλλακτική προς το status quo θεωρία”. Στο Ενάντια στη Μέθοδο περιγράφεται ένα καθιερωμένο επιστημονικό status quo που δεν προκύπτει από μία σύγκριση θεωριών και την επιλογή της καλύτερης, αλλά από μία αποδοχή της προγενέστερης θεωρίας. Η σκέψη ότι μία καλή θεωρία εξηγεί περισσότερα φαινόμενα από ότι οι αντίπαλες αντιλήψεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για τον Feyerabend. Πράγματι, οι νέες θεωρίες συχνά προβλέπουν καινούρια πράγματα, αλλά σχεδόν πάντα σε βάρος των παλιών, ήδη γνωστών (Feyerabend 1975: 362). Η στροφή προς τη λογική οδηγεί στη συνειδητοποίηση πως ακόμη και οι απλούστερες απαιτήσεις δεν ικανοποιούνται στη πράξη της επιστημονικής δραστηριότητας, και δε θα μπορούσαν, λόγω της πολυπλοκότητας του αντικειμένου (Feyerabend 1975: 362). Σε κάθε περίπτωση η αντίσταση μίας προϋπάρχουσας θεώρησης απέναντι στις διαφορετικές θεωρήσεις που διατυπώνονται διατηρεί τη συνθήκη ως έχει, ολοκληρώνοντας το παραπάνω μοντέλο που δεν απέχει πολύ από αυτό του Kuhn. Αυτό που διαφέρει σημαντικά, ωστόσο, είναι η εξήγηση του πώς επικρατεί μία νέα θεωρία. Για τον Feyerabend (1975: 44) “ο Galileo επικράτησε χάρη στο ύφος και την πειστικότητά του, επειδή έγραφε ιταλικά και όχι λατινικά κι επειδή γοήτευε τους ανθρώπους, οι οποίοι από ιδιοσυγκρασία αντιστρατεύονται τις παλιές ιδέες και τα πρότυπα μάθησης που συνοδεύονται απ’ αυτές” ενώ μικρή σχέση με αυτή την επικράτηση είχε η ακριβέστερη πρόβλεψη της κίνησης των πλανητών. Αντίθετα, η σύγκριση της θεωρίας με τα ήδη γνωστά γεγονότα δεν αποτελεί κριτήριο εγκυρότητας (Feyerabend 1975: 42). Η σύγκρουση των δύο μπορεί ακόμη και να είναι μία “απόδειξη προόδου”, καθώς 105


25. Fountain, 1917. Το έργο του Marcel Duchamp εξερευνά τα όρια της τέχνης. Το τι αποτελεί τέχνη και τι όχι αμφισβητείται με τρόπο ανάλογο με την αμφισβήτηση του τι είναι επιστημονικό και τι όχι από τον Paul Feyerabend. Πηγή Εικόνας: www. beatmuseum. org

106


“τα γεγονότα καθορίζονται από παλαιότερες ιδεολογίες”. Αυτή η έννοια της προόδου που εισάγει, στο σημείο αυτό, ο Feyerabend (1975: 42) αφορά σε μία προσπάθεια των ερευνητών να συνειδητοποιήσουν και να αποκαλύψουν τις υπονοούμενες αρχές στις συνηθισμένες παρατηρησιακές έννοιες. Η συνειδητοποίηση, δηλαδή, της επίδρασης που ασκούν οι αρχές της προϋπάρχουσας θεωρίας στα αποτελέσματα της παρατήρησης αποτελεί το μόνο δρόμο προς μίας εξέλιξη της θεωρίας πέρα από τους περιορισμούς που αυτές θέτουν. Πραγματοποιώντας μία σύζευξη με τη θεωρία του Kuhn θα μπορούσαμε να πούμε πως η φάση της παραδειγματικής κρίσης αποτελεί περίοδο κατά την οποία αίρονται τέτοιοι περιορισμοί. Η αμφισβήτηση του παραδείγματος προσφέρει το πεδίο για διατύπωση θεωρήσεων πέρα από τις αρχές του προηγούμενου Παραδείγματος, συνθήκη που διατηρείται και στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής ερμηνείας, όπως δείξαμε προηγουμένως. Ο συσχετισμός των γεγονότων με τις θεωρίες στα πλαίσια των οποίων παρήχθησαν καταργεί, κατά τον Feyerabend (1975: 44), τη διάκριση ανάμεσα σε πλαίσιο ανακάλυψης και πλαίσιο θεμελίωσης αλλά και παρακάμπτει την ανάλογη διάκριση σε παρατηρησιακούς και θεωρητικούς όρους. Η προσπάθεια ενίσχυσής τέτοιων διπόλων θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες, αναιρώντας τη δυνατότητα για θεωρητικό πλουραλισμό. Η πολλαπλότητα των θεωριών που οφείλουν να διερευνώνται παράλληλα, χωρίς η συνέπεια της μίας προς την άλλη να λειτουργεί περιοριστικά, καθορίζουν το κλίμα του θεωρητικού αυτού πλουραλισμού. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, μία τέτοιου είδους ελευθεριακή συνθήκη σχετικά με την επιστημονική έρευνα, ή την αρχιτεκτονική ερμηνεία, πληρείται κατά την περίοδο της παραδειγματικής κρίσης. Η διατύπω107


ση εναλλακτικών θεωρήσεων, συνήθως αδύνατο να συγκριθούν μεταξύ τους, είναι μία συνεχής διαδικασία που δεν περιορίζεται στη φάση της κρίσης. Η αμφισβήτηση μίας θεώρησης δημιουργεί τις συνθήκες για ανάδειξη νέων και την αποδοχή μέρους τους από την κοινότητα, η οποία έχει απολέσει την πίστη της στο προηγούμενο Παράδειγμα. Συνεπώς, η αναζήτηση νέων συστημάτων θεώρησης κινείται εκτός των κανόνων οποιουδήποτε Παραδείγματος, μη ακολουθώντας μεθοδολογικούς καθορισμούς· λειτουργεί υπό καθεστώς άναρχης έρευνας. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η διαδικασία παραδειγματικής αλλαγής στο χώρο της ερμηνείας, θεωρίας ή κριτικής της αρχιτεκτονικής επιχειρείται να αναλυθεί σε τρείς φάσεις. Στις σελίδες που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να εισάγουμε τις έννοιες που αναπτύχθηκαν από τον Feyerabend στην ανάλυση της δεύτερης φάσης του μηχανισμού, επιχειρώντας να την περιγράψουμε υπό τους όρους της άναρχης έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, η θέση που θα υποστηρίξουμε είναι ότι οι προ-κανονικές αντιδράσεις μπορούν να ιδωθούν υπό το πρίσμα μίας συνειδητά μεθοδολογικά ασυνεπούς αναζήτησης, με την έννοια του Feyerabend. Η διατύπωση ερμηνευτικών σχημάτων εκτός των κανόνων του Παραδείγματος συντελούν στο να αρθρωθούν σταδιακά και με πιο ολοκληρωμένο τρόπο εναλλακτικές θεωρήσεις. Ως θέσεις που δεν έχουν καθιερωθεί με την αποδοχή τους από την κοινότητα, οι διατυπώσεις αυτές αποτελούν προ-κανονικές ερμηνείες. Φυσικά, εναλλακτικές θεωρήσεις διατυπώνονται και σε άλλες φάσεις αλλά τότε συνήθως αγνοούνται γιατί δεν έχει παρουσιαστεί ακόμη η αδυναμία του υπάρχοντος Παραδείγματος. Όπως θα δούμε παρακάτω, στα πλαίσια της -μετά την κρίση- προ-κανονικής φάσης, παλαιότερες ερμηνεί108


ες, οι οποίες δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στη συγκρότηση του αποδεκτού Ερμηνευτικού Παραδείγματος, αναδιατυπώνονται ή επανέρχονται στο προσκήνιο αυτούσιες. Καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση στην οποία συχνά αναζητούνται νέα ερμηνευτικά συστήματα διαδραματίζουν οι γενικότερες τάσεις της εποχής, ή αλλιώς ένα πιο ευρύ πλέγμα επιστημονικών, τεχνολογικών, κοινωνικών, φιλοσοφικών και θεωρητικών αναζητήσεων που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε χρονική συγκυρία. Στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής ερμηνείας τέτοιες τάσεις επηρεάζουν την εξέλιξή της μέσω δια-θεωρητικών δανείων. Η μεταγραφή όρων, εργαλείων, θεωρήσεων από έναν επιστημονικό, ή άλλο, χώρο στην αρχιτεκτονική μπορεί να οδηγήσει στη διατύπωση νέων ερμηνειών.

ΠΡΟ-ΚΑΝΟΝΙΚΉ ΦΆΣΗ

Έχοντας εισάγει το πλέγμα των εννοιών που συγκροτούν το μηχανισμό παραδειγματικής αλλαγής στο χώρο της αρχιτεκτονικής ερμηνείας, θα εξετάσουμε, αρχικά, το ρόλο των προ-κανονικών αντιδράσεων σε μεγαλύτερο βάθος. Αναφέρθηκε προηγουμένως πως θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τη διατύπωση προ-κανονικών ερμηνειών υπό τους όρους της άναρχης ερευνητικής διαδικασίας που περιγράφει ο Feyerabend στο Ενάντια στη Μέθοδο. Πράγματι, η αμφισβήτηση του Παραδείγματος που έχει προηγηθεί ανοίγει νέες δυνατότητες για τους μελετητές. Η αναζήτηση νέων ερμηνευτικών σχημάτων σε ποικίλες κατευθύνσεις συντελείται υπό καθεστώς απελευθέρωσης από τους κανόνες και τα εργαλεία που αυτό καθόριζε. Η αμφισβήτηση, ωστόσο, δεν είναι ποτέ καθολική, όπως καθολική δεν είναι και η 109


26. Barcelona Pavilion. Στη φωτογραφία του εσωτερικού χώρου φαίνονται το φως και οι αντανακλάσεις που δημιουργούνται από το πράσινο μάρμαρο στις κατακόρυφες επιφάνειες, το δάπεδο από τραβερτίνη και τα επενδυμένα υποστυλώματα. Πηγή Εικόνας: www. pinterest.com

110


αποδοχή ενός Παραδείγματος, και πολλά μέλη της κοινότητας θα συνεχίσουν να ακολουθούν το μοντέλο που όριζε το προϋπάρχον Παράδειγμα. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση που έχει προηγηθεί σημαίνει πως ένα σημαντικό τμήμα της κοινότητας επιδίδεται σε αναζήτηση νέων προοπτικών. Η αναζήτηση εναλλακτικών δυνατοτήτων δεν αποτελεί “προνόμιο” μίας περιόδου που ακολουθεί την παραδειγματική κρίση· πρόκειται για διαρκή τάση στο εσωτερικό της κοινότητας. Η αδυναμία, όμως, του ερμηνευτικού συστήματος -που διαφαίνεται με σαφήνεια σε περίοδο αμφισβήτησής του- προσφέρει το κατάλληλο έδαφος για διόγκωση αυτής της τάσης. Η κρίση ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος αλλά και η διατύπωση νέων, προ-κανονικών θεωρήσεων αποτυπώνονται χαρακτηριστικά στην περίπτωση της ερμηνείας του Barcelona Pavilion. Από το τέλος της δεκαετίας του ’60 και κυρίως κατά τη δεκαετία του ’70 η κριτική απέναντι στην παγιωμένη αντίληψη για το έργο του Mies van der Rohe διατυπώθηκε δημοσίως αγγίζοντας διαφορετικά κάθε φορά σημεία. Η κριτική του Fitch το 1972 ανέφερε πως η φήμη του περίπτερου βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε μία φωτογραφία που δεν έδινε καθόλου στοιχεία για τις συνθήκες του περιβάλλοντος που αυτό παρείχε (Bonta 1979: 203). Σύμφωνα τον Bonta, η κανονική ερμηνεία του 1960 (αν όχι και ο ίδιος ο Mies) αγνόησαν εντελώς το θέμα της περιβαλλοντικής άνεσης. Η τάση ερμηνείας του Pavilion ως αρχιτεκτονικής ρέοντος χώρου (flowing space) και η αντίληψη πως η χρήση ανακλαστικών ή διάφανων υλικών πολυτελείας έδινε στο κτίριο τον πολύτιμο χαρακτήρα του (precious character), ερχόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που διασφαλίζει συνθήκες άνετης παραμονής. Στον Bonta (1979: 204) διαβάζουμε πως ο Quantrill τόνισε το 1974 πως δεν είχε δει ποτέ 111


πραγματικούς ανθρώπους σε φωτογραφία από το εσωτερικό του περίπτερου. Πράγματι, δεν υπάρχουν δημοσιευμένες φωτογραφίες του με ανθρώπους, παρά μόνο με μορφές αγαλμάτων (Bonta 1979: 204). Η μη δυνατότητα παραμονής στο περιβάλλον που δημιουργεί ένα έργο αρχιτεκτονικής αποτελεί, αναμφισβήτητα, μία ανωμαλία του Παραδείγματος που καθορίζει την ερμηνεία, την κριτική και κατ’ επέκταση το σχεδιασμό της.[ΙΙΙ] Για τον Quantrill (1974 ανφρ. σε Bonta 1979: 204), το γεγονός πως η ανωμαλία αυτή όχι μόνο εμφανίστηκε στο σχεδιαστικό αποτέλεσμα, αλλά κυρίως δεν αναγνωρίστηκε από τους κριτικούς και τους ερμηνευτές, αποτύπωνε το γεγονός πως μία ολόκληρη γενιά αρχιτεκτόνων έτεινε να απομονώνει το καλλιτεχνικό περιεχόμενο από την ιδιότητα της αρχιτεκτονικής ως περιέχουσας ζωή (Bonta 1979: 204). Στην ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί και η κριτική του Sommer το 1969, ο οποίος συσχέτιζε την έλλειψη ανθρώπινων μορφών με την αντίληψη της αρχιτεκτονικής ως μεγάλο κενό γλυπτό (Bonta 1979: 204). Διατυπώνοντας μία διαφορετική ερμηνεία που αφορούσε την έννοια του ρέοντος χώρου, ο Nicolini το 1970, άσκησε έντονη κριτική απέναντι στην προηγουμένως αποδεκτή ερμηνεία του Barcelona Pavilion. Απέρριπτε τη θέση της ροϊκότητας αναφερόμενος σε μία “απόλυτη σταθερότητα” (absolute rigidity) της οργάνωσης του περίπτερου (Bonta 1979: 209). Για τον Nicolini (1970 ανφρ σε Bonta 1979: 209) “ο χώρος δε “ρέει”, αλλά γίνεται μία καθορισμένη και καθοριστική σταθερά, μέσα στην οποία δεν υπάρχει πλέον περιθώριο για οποιαδήποτε αυτόνομη σύνθεση.[…] Τα έργα του Mies στα χρόνια γύρω στο 1930 δείχνουν πως η αρχιτεκτονική του δεν μπορεί να ανάγεται στα συνήθη αυθαίρετα σχήματα των ιστορικών του μοντέρνου κινήματος” (Bonta 1979: 209). 112

ΙΙΙ. Τη σχέση αλληλεξάρτησης της ερμηνευτικής διαδικασίας με το σχεδιασμό προσεγγίσαμε προηγουμένως. (βλ. Κεφ. ΙΙΙ, σελ 77)


Μέσω της διατύπωσης επικριτικών αποτιμήσεων για την αποδεκτή ερμηνεία ενός έργου και, κατ’ επέκταση, για το Ερμηνευτικό Παράδειγμα που αυτή ακολουθούσε, συντελείται μία σταδιακή αποκαθιέρωση της. Οι μελετητές, όντας απελευθερωμένοι από την προσέγγισή της, μπορούν να “δουν” νέα στοιχεία στο έργο, να αναζητήσουν νέες οπτικές αυτού που μέχρι τότε ήταν ταυτισμένο με μία κυρίαρχη θεώρηση. Διατυπώνονται νέες θεωρήσεις, προ-κανονικές ερμηνείες που, στην περίπτωση του Barcelona Pavilion αφορούσαν τις συνθήκες περιβάλλοντος που παρείχε, τη μη ροϊκότητα του χώρου αλλά φώτιζαν και νέες πλευρές του. Λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του 1960, ο Mackay έγραψε πως το περίπτερο αντιπροσώπευε το τέλος μίας περιόδου και όχι την αρχής μίας νέας (Bonta 1979: 203). Απέδιδε στο έργο του Mies το τέλος της ηρωικής περιόδου κατά την οποία οι αρχιτέκτονες του Μοντέρνου Κινήματος ήταν έτοιμοι να υποστηρίξουν κοινωνικά και πολιτικά ιδανικά. Και απέδιδε στον ίδιο τον Mies μία αυξανόμενη προσωπική τάση πολιτικής αδιαφορίας, από τη στιγμή που σχεδίασε το Μνημείο Liebknecht-Luxemburg για το Κομμουνιστικό Κόμμα, μέχρι το 1930 όταν κράτησε μετριοπαθή στάση σχετικά με τους Ναζί, οι οποίοι πετύχαιναν τις πρώτες τους νίκες (Bonta 1979: 203). Ο Mackay “έβλεπε” στο Barcelona Pavilion νέα στοιχεία, που μικρή σχέση είχαν με την κυρίαρχη ερμηνεία του, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Νέες παραμέτρους φέρεται από τον Bonta να θέτει και ο Koenig το 1969, ο οποίος επιχειρεί να μεταφέρει το διάλογο σχετικά με την ερμηνεία του Pavilion σε ένα νέο πεδίο, αυτό της σημειωτικής ανάλυσης. Ήταν η δυστοκία στην ερμηνεία του περίπτερου ως ρέοντα χώρο -σε σχέση πάντοτε με την αντίδραση του Nicolini- που διαμόρφωσε το κλίμα για τη μεταφορά της συζήτησης 113


27. Μνημείο LiebknechtLuxemburg. Έργο του Mies van der Rohe του 1926 για το Κομμουνιστικό Κόμμα Πηγή Εικόνας: www. pinterest.com

114


από το πεδίο της χωρικής ανάλυσης σε αυτό της σημειωτικής. Σε αυτές τις συνθήκες προκύπτουν ερμηνείες όπως αυτή του Koenig αλλά και άλλες που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση όπως του Martinet (1965) και του Prieto (1966) (Bonta 1979: 213). Ακόμη, επανέρχονται στο προσκήνιο παλιότερες θεωρήσεις του έργου που είχαν αγνοηθεί στην εποχή τους. Η αδιαφορία που επέδειξε η κοινότητα σε εκείνη τη φάση οφείλει να μην αποδοθεί σε έλλειψη αντίληψης, αλλά να αντιμετωπιστεί ως τεκμήριο αναγκαιότητας της κρίσης και της διαδικασίας αμφισβήτησης του Παραδείγματος. Αναγκαιότητα που προκύπτει από το γεγονός πως κατά την κυριαρχία του, θεωρήσεις που δεν εναρμονίζονται με τους κανόνες και τα εργαλεία του παραγνωρίζονται. Μία τέτοια θεώρηση είναι αυτή του Banham το 1960. Στο έργο του Bonta (1979: 210), φέρεται να προέβλεψε την ανάγκη για μία σημειωτική επανερμηνεία του Barcelona Pavilion γράφοντας πως πρόκειται για ένα κτίριο “τόσο καθαρά συμβολικής πρόθεσης, που η αντίληψη του φονξιοναλισμού θα πρέπει να παραμορφωθεί σε σημείο που θα την καθιστά μη αναγνωρίσιμη για να μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό.” Ωστόσο, ούτε οι αρχές μίας τέτοιας ερμηνείας, ούτε και τα επιμέρους στοιχεία που τόνιζε ο Banham ενσωματώθηκαν στην κανονική ερμηνεία του Barcelona Pavilion.

ΚΑΘΙΈΡΩΣΗ ΝΈΟΥ ΠΑΡΑΔΕΊΓΜΑΤΟΣ

Το τρίτο σκέλος της διαίρεσης του μηχανισμού αλλαγής Ερμηνευτικού Παραδείγματος αφορά στην καθιέρωση, την αποδοχή ενός νέου συστήματος. Η φάση που αναλύθηκε παραπάνω και αφορούσε 115


στη διατύπωση προ-κανονικών ερμηνειών υπό καθεστώς άναρχης έρευνας συντελεί καθοριστικά στη συγκρότηση του επόμενου παραδειγματικού μοντέλου. Η διαδικασία αποδοχής του περνά μέσα από έννοιες όπως αυτή της διαμόρφωσης του κανόνα (canon formation) αλλά και των ερμηνειών με επιρροή (authoritative interpretations), εννοιολογικά εργαλεία που εισάγει ο Bonta (1979: 144150). Στη συνέχεια αυτής της ενότητας θα τεκμηριώσουμε πως στην αποδοχή ενός ερμηνευτικού συστήματος συμβάλουν καθοριστικά και οι γενικότερες τάσεις της εποχής. Σύμφωνα με τη θεώρηση του Broadbent (Broadbent 1969 ανφρ. σε Bonta 1979: 190), θεώρηση που αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα έργα αρχιτεκτονικής ερμηνεύονται κάθε φορά σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής (Zeitgeist)· όχι της εποχής στην οποία δημιουργήθηκαν αλλά αυτής κατά την οποία παράγεται η ερμηνεία. Οι τάσεις μίας εποχής, υπό τη μορφή δια-θεωρητικών δανείων, διαμορφώνουν μία περιοχή ενδιαφέροντος. Έτσι, τα Ερμηνευτικά Παραδείγματα που κινούνται εντός αυτών των περιοχών συγκεντρώνουν πιο άμεσα την προσοχή της κοινότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνονται πάντοτε αποδεκτά. Ακόμη, παρακάτω θα υποστηρίξουμε πως η προσοχή της κοινότητας κατευθύνεται σε σημαντικό βαθμό και από τις διατυπώσεις ατόμων, ομάδων, θεσμών ή ινστιτούτων που θεωρείται ότι είναι οι καταλληλότερα να εκφέρουν άποψη. Η υποκειμενικότητα αυτού του παράγοντα είναι εμφανής, ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να μειώσει τη σημασία της επιρροής που ασκούν οι αποτιμήσεις προσώπων ή θεσμών που χαίρουν της αναγνώρισης της κοινότητας. Η αποδοχή ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος, όπως και ενός επιστημονικού, δεν είναι ποτέ καθολική. Στην περίπτωση των επιστημών, ο Kuhn (1962) περιγράφει πως κάποια μέλη της κοινότητας διατηρούν την 116


πίστη τους στο Παράδειγμα ακόμη και μετά την αντικατάστασή του. Η συσσώρευση ανωμαλιών και η αμφισβήτηση από τμήμα της κοινότητας μίας κοσμοθεώρησης κλονίζει τους οπαδούς της αλλά δεν οδηγεί όλους σε απώλεια πίστης στο Παράδειγμα. Αντίστοιχα, η αντικατάστασή του από ένα νέο δε γίνεται αποδεκτή από αυτά τα μέλη της κοινότητας. Διαφορετική έκφανση του φαινομένου της μη αποδοχής ενός και μόνου Παραδείγματος από ορισμένα μέλη της κοινότητας είναι και η συνύπαρξη ενεργών θεωρήσεων την ίδια χρονική στιγμή. Ο Kuhn (1962: 132) αναφέρει, για παράδειγμα, πως κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, την εποχή δηλαδή της ανακάλυψης της φιάλης Leyden, δεν υπήρχε ένα μοναδικό Παράδειγμα για την έρευνα του ηλεκτρισμού. Αντίθετα, υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ ενός αριθμού θεωριών που όλες στηριζόταν σε ορισμένα σχετικά προσιτά φαινόμενα. Παράλληλα, τόσο στις επιστήμες όσο και στην αρχιτεκτονική ερμηνεία και κριτική, η διάχυση των πρωτοπόρων θεωρήσεων, αυτών που διατυπώνονται από την εκάστοτε “avant-garde” σύμφωνα με τον Bonta, δεν συντελείται ακαριαία. Συνεπώς, εμφανίζεται συχνά μία διαφορά φάσης ανάμεσα στους πρωτοπόρους μελετητές και την κοινή αντίληψη. Η τελευταία αφορά τόσο στο σύνολο των μελών της κοινότητας όσο και της αντίληψης της κοινωνίας για την αρχιτεκτονική ή την επιστήμη. Η σταδιακή διάχυση του νέου Παραδείγματος σημαίνει τη συνύπαρξη των δύο Παραδειγμάτων, σε κάποια χρονική συγκυρία, ως Παραδείγματα που χαίρουν της αποδοχής ενός αναγνωρίσιμου τμήματος της κοινότητας. Η περίπτωση των δύο εκθέσεων για την αρχιτεκτονική του Σικάγο που περιγράφει ο Bonta (1979: 183) καθιστά πιο κατανοητή την παραπάνω συνθήκη. Η διάκριση των Ερμηνευτικών Παραδειγμάτων έγκει117


ται στη διαφορετική αντίληψη για την αρχιτεκτονική της πόλης που προωθούν. Το Παράδειγμα αυτό αφορά σε δύο εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Σικάγο κατά το Μάϊο του 1976, μία στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και η άλλη στο Time-Life Building.[IV] Παραθέτοντας τα λόγια του Bonta (1979: 184) σχετικά με την οπτική τους: “Οι εκθέσεις και, πιο έντονα, οι κατάλογοί τους αναδείκνυαν δύο ασύμβατες μεταξύ τους απόψεις για ένα αντικείμενο που επιφανειακά φαίνεται να ήταν κοινό. Η έκθεση του Μουσείου βασίστηκε στην ορθόδοξη, κανονική εκδοχή της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του Σικάγου, όπως αυτή περιγράφεται από τους Pevsner και Giedion και αναπτύχθηκε από τον Condit και άλλους (Bonta 1979: 184). Η άλλη έκθεση, οργανωμένη από τους Booth, Cohen, Tingerman και Weese και συνοδευόμενη από μία προκλητική μελέτη του Cohen (1976), αποτελούσε μία προσπάθεια να ανασκευαστεί η ιστορία υπό νέες παραμέτρους, συμπεριλαμβάνοντας στην γενική εικόνα τμήματα υλικού που είχαν παραγνωριστεί στην ορθόδοξη εκδοχή.” Όπως γίνεται φανερό, η αντικατάσταση της προϋπάρχουσας από αυτή που ακολούθησε -όπως και στην περίπτωση της ερμηνείας της γοτθικής αρχιτεκτονικήςδε σήμανε την εξάλειψη της από το πεδίο του διαλόγου αλλά τη μεταφορά του κέντρου βάρους αυτού στο πλέγμα αξιών που διατυπώνονταν από την καινούρια θεώρηση. Η διατύπωση εναλλακτικών προ-κανονικών ερμηνειών υπό καθεστώς άναρχης έρευνας δημιουργεί το 118

IV. Οι Cohen, Tingerman, Booth και Weese -που βρίσκονται πίσω από την έκθεση στο Time-Life Building- συμπληρώνονται από τους Freed, Beeby και Nagle και συγκροτούν την ομάδα Chicago Seven. Μαζί με το Helmut Jahn πραγματοποιούν το 1978 την έκθεση με τίτλο “The Exquisite Corpse”, ασκώντας έντονη κριτική στη μοντέρνα αρχιτεκτονική προτείνοντας μία αρχιτεκτονική του “ελάχιστα ελεγχόμενου ατυχήματος”.


κατάλληλο έδαφος για την αποκρυστάλλωση ενός νέου παραδειγματικού μοντέλου. Πιο συγκεκριμένα, ως νέο Παράδειγμα μπορεί να καθιερωθεί μία από τις προ-κανονικές θεωρήσεις. Η αποδοχή της από την κοινότητα σημαίνει την επιπλέον έρευνα αυτής, την εκλέπτυνση των παραμέτρων που θέτει, δίνοντάς της την ευρύτητα εφαρμογής ενός κυρίαρχου Παραδείγματος, ευρύτητα που δεν μπορεί να έχει αν δεν περάσει από τη φάση της “φυσιολογικής” διερεύνησής της. Ακόμη, το νέο Παράδειγμα μπορεί να συγκροτηθεί από διαφορετικά προ-κανονικά ερμηνευτικά σχήματα. Οι ζυμώσεις στο εσωτερικό της κοινότητας που βρίσκεται σε αναβρασμό, η ανταλλαγή δημοσιεύσεων ή συζητήσεων σχετικά με τάσεις ερμηνείας που δεν έχουν γίνει ακόμη αποδεκτές, έχουν τη δυναμική να αποκρυσταλλώσουν ένα νέο ερμηνευτικό σύστημα δομημένο με βάση αυτές τις τάσεις. Το παράδειγμα της συγκρότησης της κανονικής ερμηνείας του Barcelona Pavilion μπορεί να αποσαφηνίσει τη συνθήκη που μόλις περιγράψαμε. Αν και πρόκειται για ερμηνεία ενός έργου και όχι για Ερμηνευτικό Παράδειγμα, η διαδικασία της συγκρότησης της αποδεκτής από την κοινότητα θεώρησης μέσα από ζυμώσεις παραμένει κοινή. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο του Bonta (1979: 139) γίνεται σαφές πως η κανονική ερμηνεία του περίπτερου αποκρυσταλλώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960. Μέσα από δημοσιεύσεις και κριτικές των Banham, Drexler, Blake, Benevolo, Scully, Carter και Fitch, δομήθηκε σταδιακά ένα σύνολο θέσεων για την ερμηνεία του Pavilion που, στη συνέχεια, απέκτησαν την αποδοχή της κοινότητα ως η κυρίαρχη ερμηνεία του (Bonta 1979). Το νέο ερμηνευτικό σύστημα που παράγεται μέσω τέτοιων των ζυμώσεων παραμένει ανταγωνιστικό ως προς άλλες προ-κανονικές θεωρήσεις. Θεωρήσεις που μπορεί να αποτελούν και αυτές αποτέλεσμα 119


τέτοιων διεργασιών ή μεμονωμένες προ-κανονικές αντιδράσεις. Όπως θα δούμε παρακάτω, η λογική σύγκριση ή η παράλληλη εξέταση διαφορετικών θεωρήσεων είναι μη ρεαλιστική συνθήκη. Οι προ-κανονικές ερμηνείες που διατυπώνονται αφού έχει συντελεστεί απώλεια πίστης στο ερμηνευτικό Παράδειγμα εξετάζουν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους θεωρήσεις. Ανταποκρινόμενες στο ρόλο τους, οι προ-κανονικές αντιδράσεις εισάγουν στο ανοιχτό, πλέον, πεδίο του αρχιτεκτονικού διαλόγου νέες έννοιες και προσεγγίσεις. Προσεγγίσεις που δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους μέσα από λογικές διεργασίες καθώς δεν ανταποκρίνονται στα ίδια κριτήρια. Πρόκειται για την έκφραση στο χώρο της αρχιτεκτονικής ερμηνείας του φαινομένου που ο Kuhn, μιλώντας για τις επιστήμες, αναφέρει ως ασυμετρότητα (incommensurability). Η μη συγκρισιμότητα των εναλλακτικών θεωρήσεων σημαίνει πως η αποδοχή κάποιας ή η απόρριψη κάποιας άλλης δεν αποτελούν λογικές επιλογές, αλλά αποτελούν στην πραγματικότητα μία επιλογή εναπόθεσης πίστης στο νέο, ερμηνευτικό στη δική μας περίπτωση, Παράδειγμα. Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η σκέψη ότι μία καλή θεωρία εξηγεί περισσότερα φαινόμενα από ότι οι αντίπαλες αντιλήψεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πράγματι, οι νέες θεωρίες συχνά προβλέπουν καινούρια πράγματα, αλλά σχεδόν πάντα σε βάρος των παλιών, ήδη γνωστών (Feyerabend 1975: 362). Η αντίληψη πως η αποδοχή της νέας θεώρησης βασίζεται σε μία κρίση αντικειμενικών στοιχείων ή γεγονότων δεν μπορεί να ευσταθεί. Η “αντικειμενικότητα” των τελευταίων είναι μη ρεαλιστική συνθήκη καθώς η συλλογή τους εναρμονίζεται με τους κανόνες ή τα εργαλεία ενός Παραδείγματος δημιουργώντας συνθήκες άνισης σύγκρισης. 120


Στο σημείο αυτό θα υποστηρίξουμε πως ένα νέο Ερμηνευτικό Παράδειγμα το οποίο αποκτά την αποδοχή της κοινότητας οφείλει να πληροί δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Οφείλει να απαντά, σε κάποιο βαθμό, στην κριτική που ασκήθηκε στο προηγούμενο Παράδειγμα και να χαρακτηρίζεται από μία ευρύτητα εφαρμογής. Τόσο η μία όσο και η άλλη προϋπόθεση αποτελούν αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες για την ανάδειξή του. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως η αντικατάσταση μίας θεώρησης που έχει τεθεί σε κρίση λόγω ορισμένων ανωμαλιών από μία άλλη προϋποθέτει πως η νέα δε θα εμφανίζει -ή θα υπόσχεται πως με την κατάλληλη διερεύνηση και επεξεργασία δε θα εμφανίζει- αυτές τις ανωμαλίες. Σε διαφορετική περίπτωση, το προτεινόμενο Παράδειγμα θα αντιμετωπιστεί με δυσπιστία από την κοινότητα. Η δυσπιστία αυτή θα αφορμάται από τις συσσωρευμένες επικριτικές διατυπώσεις που έθεσαν εξ’ αρχής σε κρίση την προηγούμενη θεώρηση. Παράλληλα, καθοριστικό ρόλο παίζει και η ερμηνευτική ευρύτητα της νέας θεώρησης. Μία αντίληψη που θα όριζε πως το νέο Παράδειγμα οφείλει να εμφανίζει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από το προηγούμενο θα ήταν λανθασμένη και δεν είναι αυτό που υπονοείται εδώ. Αντίθετα, κάθε νέα θεώρηση έχει σημαντικά περιορισμένο πεδίο, διότι δεν έχει περάσει από τη φάση της φυσιολογικής επιστήμης -με όρους Kuhn- κατά την οποίο διευρύνονται τα όριά της, επεκτείνεται, εκλεπτύνεται. Ωστόσο, το νέο Παράδειγμα οφείλει να αφήνει περιθώριο για μία τέτοια διερεύνηση του πεδίου του και να μην αποτελεί μία σαφώς περιορισμένη θεώρηση που ανταποκρίνεται μόνο σε ένα πολύ στενό πεδίο εφαρμογής, όπως για παράδειγμα, σε ένα έργο ή μία ομάδα έργων, ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό φαινόμενο. Τέτοιες προσεγγίσεις προσομοιάζουν σε adhoc προσαρμογές όπως 121


αυτές που περιγράφει ο Kuhn. Τέτοιες σημειακές αναμορφώσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής επιστήμης, επιτρέποντας σε μία θεώρηση να διατηρεί τη συνοχή της παρά τα προβλήματα που εμφανίζονται. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν οι ίδιες Παραδείγματα· τους λείπει η εξηγητική ευρύτητα στην περίπτωση των επιστημών ή η ερμηνευτική ευρύτητα στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής. Στην περίπτωση του Robert Venturi (1966) και του ερμηνευτικού συστήματος που βασίζεται στις έννοιες της πολυπλοκότητας και της αντίφασης οι δύο αυτές συνθήκες ικανοποιούνται. Η θεώρηση που διατυπώνεται απαντά στην κριτική που είχε ασκηθεί στο προηγούμενο μοντέλο του μοντέρνου σχετικά με τη ολιστικότητα της μονοσήμαντης προσέγγισης που προωθούσε. Η έννοια της καθαρότητας που αναιρούσε την πολυπλοκότητα και τον διάλογο αντικρούεται από τον Venturi με την αναγωγή της αντίφασης σε αρχιτεκτονική αξία. Παράλληλα, ανιχνεύει την αντίφαση και την πολυπλοκότητα σε μεγάλο αριθμό ιστορικών και σύγχρονων κτιρίων, προσφέροντας νέες ερμηνείες τους, αλλά και αναδεικνύοντας την ερμηνευτική ευρύτητα του μοντέλου που προτείνει. Στην ανάλυση που προηγήθηκε αναγνωρίσαμε τις δύο παραμέτρους που τέθηκαν ως αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες για την καθιέρωση ενός Παραδείγματος ως κυρίαρχο και δείξαμε πως η δυνατότητα λογικής σύγκρισης μεταξύ ανταγωνιστικών θεωρήσεων αποτελεί μη ρεαλιστική συνθήκη. Διαμορφώνονται, έτσι, δύο θεμελιώδη ερωτήματα. Ποιοι είναι οι παράγοντες που οδηγούν την κοινότητα στην αποδοχή ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος έναντι ενός άλλου; Υπό αυτό το σχετικιστικό μοντέλο αλλαγής παραδειγμάτων, όπου καταργείται η έννοια της πορείας προς την αλήθεια και απλώς εναλλάσσονται ερμηνευτικά συστήματα μη συ122


γκρίσιμα μεταξύ τους, πώς ορίζεται η έννοια της προόδου;
 Στην αποδοχή ενός ερμηνευτικού συστήματος συντελούν σημαντικά οι γενικότερες τάσεις της εποχής, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Οι τάσεις μίας εποχής διαμορφώνουν το κλίμα στα πλαίσια του οποίου σχηματοποιούνται περιοχές ενδιαφέροντος. Οι περιοχές αυτές συσχετίζονται με τις εξελίξεις σε διαφορετικά επιστημονικά ή άλλα πεδία, αλλά και με κοινωνικούς μετασχηματισμούς ή εξελίξεις. Οι θεωρητικές αναζητήσεις σε αυτά τα έξω-αρχιτεκτονικά πεδία επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την κοινότητα, καθώς στρέφουν το ενδιαφέρον της προς διαφορετικές θεωρήσεις. Έτσι, τα Ερμηνευτικά Παραδείγματα που κινούνται εντός αυτών των περιοχών συγκεντρώνουν πιο άμεσα την προσοχή της κοινότητας. Υπό τη μορφή αυτή εισάγονται συχνά στον κυρίαρχο αρχιτεκτονικό διάλογο, και όχι απλά ως προ-κανονικές αναζητήσεις, έννοιες και εργαλεία από άλλους χώρους· πραγματοποιούνται δια-θεωρητικοί δανεισμοί. Ένας τέτοιος δανεισμός συντελείται στο χώρο της αρχιτεκτονικής θεωρίας και ερμηνείας κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, όταν και εισάγονται στον αρχιτεκτονικό λόγο έννοιες και εργαλεία της γλωσσολογικής θεωρίας. Μία δεκαετία νωρίτερα, δηλαδή κατά τη δεκαετία του ’60 εκδίδονται βιβλία όπως το Elements of Semiology (1964) και το The Fashion System (1967) από τον Roland Barthes. Έχοντας ασχοληθεί με την έννοια του σημείου του Saussure, που είχε διατυπωθεί νωρίτερα, και με τη θεώρηση της γλώσσας ως σύστημα σημείων, ο Barthes φέρνει στο προσκήνιο μία νέα θεώρηση των πολιτισμικών φαινομένων (Seiler, xx). Πραγματοποιώντας μελέτες στον ίδιο χώρο ο Levi-Strauss εκδίδει το La Pensée Sauvage (1962), ενώ o Umberto Eco το 123


“Η Γερμανία ήταν πρόθυμη να αντιπροσωπευθεί από ένα κτίριο της Νέας Αρχιτεκτονικής. . . το κτίριο του Mies van der Rohe εμφανίζεται τόσο γενναίο και αισιόδοξο για το μέλλον. Μέσα από την ευγένεια (nobility) και την εμφάνισή του κατέκτησε κάθε αντίπαλο υπερνίκησε κάθε αντίθεση σε αυτό και κέρδισε πολλούς φίλους για μία Νέα Γερμανία.” J. Bier για την πολιτική διάσταση του Barcelona Pavilion. Η αποδοχή της επηρεάζουσας ερμηνείας του Γερμανού Κομισάριου είναι πλήρης. (Bier 1929 ανφρ. σε Bonta 1979: 156)

“ Από τα έθνη που συμμετείχαν, μόνο η Γερμανία συμβολίζει το βιομηχανικό και πολιτισμικό της status με μία μοντέρνα χειρονομία. . . Η Γερμανία φυσικά έκανε μία ιδιαίτερη προσπάθεια στην πρώτη της είσοδο σε ένα διεθνές γεγονός μετά τον Πόλεμο. Η συμβολή ήταν κάτι παραπάνω από μία προσπάθεια για καλή εντύπωση. Το λιτά κομψό περίπτερο σχεδιασμένο από τον Mies van der Rohe, πρωτοπόρο του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική, είναι ένα σύμβολο του μεταπολεμικού Kultur της Γερμανίας. . . Οι τεχνικές και βιομηχανικές εκθέσεις, επίσης κανονισμένες (arranged) από τον Mies, έχουν την καθαρότητα και την αντικειμενικότητα που είναι χαρακτηριστική στη σημερινή οπτική γωνία της Γερμανίας.” J. Appleton για την πολιτική διάσταση Barcelona Pavilion. Η αποδοχή της επηρεάζουσας ερμηνείας του Γερμανού Κομισάριου είναι πλήρης. (Appleton 1929 ανφρ. σε Bonta 1979: 156)

124


La struttura assente (1968) και το A Theory of Semiotics (1975) και μαζί με άλλους συγκροτούν το σώμα μίας νέας προσέγγισης. Η ανάπτυξη ενός τέτοιου θεωρητικού προβληματισμού μεταγράφεται, υπό τη μορφή δια-θεωρητικών δανείων, στην περιοχή της αρχιτεκτονικής ερμηνείας κατά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Το 1977 σημειώνεται ως σημαντική χρονολογία καθώς εκδίδονται δύο βιβλία που εισάγουν τη γλωσσολογία στον αρχιτεκτονικό διάλογο. Ο Charles Jencks δημοσιεύει το The Language of Post-Modern Architecture (1977) και ο Robert Venturi το Learning From Las Vegas (1977), ενώ έχει προηγηθεί κατά οκτώ χρόνια το Semiology and Architecture (1969) του Jencks. Ακολουθούν μεγάλος αριθμός βιβλίων που καταπιάνονται με τη συγκεκριμένη προσέγγιση από τους ίδιους αλλά και άλλους μελετητές. Η καταγραφή τους δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της μελέτης. Αυτό που οφείλει να τονιστεί ωστόσο, είναι η επιρροή ενός έξω-αρχιτεκτονικού θεωρητικού προβληματισμού στην πορεία της θεωρίας, κριτικής και ερμηνείας της αρχιτεκτονικής. Αναδιατυπώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ανάπτυξη του γλωσσολογικού προβληματισμού εκτός του πεδίου της αρχιτεκτονικής συντέλεσε καθοριστικά στην καθιέρωση ενός νέου Ερμηνευτικού Παραδείγματος, του γλωσσικού Παραδείγματος, στο χώρο της ερμηνείας της αρχιτεκτονικής. Η καθιέρωση ενός Ερμηνευτικού Παραδείγματος συντελείται, ακόμη, χάρη στις διατυπώσεις ατόμων, ομάδων, θεσμών ή ινστιτούτων που η κοινότητα αναγνωρίζει ως αρμοδιότερα ή καταλληλότερα να εκφέρουν άποψη. Οι ερμηνείες που εκφράζονται από αυτά τα μέλη της κοινότητας, ατομικές ή συλλογικές, αποτελούν μοχλούς επιρροής. Η αποδοχή μίας τέτοιας ερμηνείας έχει να κάνει με την αναγνώριση των διαπιστευτηρίων αυτού που την εκφράζει και όχι τόσο με το περιεχόμενό της. Ο 125


Bonta (1979:154) αναφερόμενος στην εναλλαγή ερμηνειών στην περίπτωση ενός έργου κάνει λόγο για επηρεάζουσες ερμηνείες (authoritative interpretations). Στη δική του περίπτωση, αναγνωρίζει τις επηρεάζουσες ερμηνείες του Barcelona Pavilion που καθόρισαν την αντίληψη της κοινότητας για την πολιτική διάστασή του. Η άποψη του Γερμανού Κομισάριου για το συμβολισμό του γερμανικού περίπτερου στη διεθνή έκθεση της Βαρκελώνης έγινε ευρέως αποδεκτή στα χρόνια που ακολούθησαν το 1929. Το πολιτικό μήνυμα που επιχειρούσε να συμβολίσει το περίπτερο ήταν, σύμφωνα με τον Κομισάριο, αυτό της καθαρότητας, της απλότητας και της ακεραιότητας.(Bonta 1979: 155) Κατά τον Bonta (1979: 155), το 1976 ο Glaeser διατύπωσε σημαντικές ενστάσεις σε αυτή την ερμηνεία, θεωρώντας πως η πολιτική ταύτιση του Pavilion ήταν συμπτωματική και τυχαία, αν δεν ήταν μέχρι ενός σημείου, αντίθετη με τις προθέσεις του αρχιτέκτονα. Σύμφωνα με τον Bonta (1979: 155) η άποψη του Glaeser είναι αποδεκτή μέχρι σήμερα από την κοινότητα· η ανάγνωση πολιτικής σημασίας στις μορφές του Barcelona Pavilion δεν τεκμηριώνεται. Το παράδειγμα του περίπτερου του Mies αναφέρεται στο σημείο αυτό, όχι για να τονιστεί η αλλαγή της ερμηνείας της πολιτικής του θέσης, αλλά γιατί αποτυπώνει με σαφήνεια τη λειτουργία των ερμηνειών με επιρροή. Η κοινότητα είναι έτοιμη να “δει” το νόημα σε μία μορφή, ακόμη και όταν αυτό δεν εκφράζεται στην ίδια τη μορφή, αν ένα μέλος της κοινότητας που ασκεί επιρροή σε αυτή το υποστηρίξει. Η διαδικασία αυτή, σύμφωνα με τον Bonta (1979: 156) δεν απέχει πολύ από την αναγνώριση του νοήματος σε εμβλήματα ή σημαίες· το νόημα έγκειται σε συμβάσεις. Όταν αυτές οι συμβάσεις προωθούνται από άτομα, ομάδες, θεσμούς ή ινστιτούτα που αναγνωρίζονται από την κοινότητα, αυτή είναι έτοιμη να τις δεχτεί και να τις υιοθετήσει. 126


127



V. ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΉΣ // CASE STUDY Από την εξπρεσιονιστικό στο χωρικό Ερμηνευτικό Παράδειγμα μέσω του Μηχανισμού αλλαγής.

Ο μηχανισμός που περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο επιχειρεί να αποτυπώσει έναν τρόπο ανάλυσης της διαδικασίας μετάβασης από ένα Ερμηνευτικό Παράδειγμα σε ένα άλλο. Η διάρθρωσή του σε φάσεις έχει σαν στόχο να φωτιστούν διαφορετικές πτυχές αυτής της διαδικασίας. Στο σημείο αυτό, θεωρούμε πως η εξέτασης μίας περίπτωσης εφαρμογής του μηχανισμού αλλαγής Ερμηνευτικού Παραδείγματος θα ολοκλήρωνε την ανάλυση που προηγήθηκε καθώς και θα την καθιστούσε σαφέστερη. Συνεπώς, στο πλαίσιο αυτού του κεφαλαίου θα επιχειρήσουμε να αποτυπώσουμε τη μεταστροφή από το εξπρεσιονιστικό στο χωρικό Ερ129


28. Glass Pavilion, 1914. Έργο του Bruno Taut· από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του εξπρεσιονιστικού σχεδιαστικού ρεύματος. Πηγή Εικόνας: www. archdaily.com

130


μηνευτικό Παράδειγμα υπό τις παραμέτρους που θέτει ο μηχανισμός. Η πλήρης σκιαγράφηση των διαφορετικών εκφάνσεων τόσο της εξπρεσιονιστικής (expressionist) όσο και της χωρικής (spatialist) θεώρησης της αρχιτεκτονικής θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από μόνη της. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι μία προσπάθεια προσέγγισης των δύο Παραδειγμάτων σε επίπεδο βασικών αρχών που επηρεάζουν την ερμηνευτκή διαδικασία είναι απαραίτητη. Η εξπρεσιονιστική αντίληψη για την αρχιτεκτονική αποτέλεσε κυρίαρχο τρόπο θεώρησης της τελευταίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Οι ρίζες της ανιχνεύονται στη Γερμανία, ενώ μελετητές όπως ο Giedion (1941: 485), συσχετίζουν την ανάδειξη της με το πνεύμα της εποχής σε μία χώρα που υπέφερε τις επιπτώσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η εξπρεσιονιστική θεώρηση της αρχιτεκτονικής αποτέλεσε κατά τον Jencks (1973: 59) χαρακτηριστικό της πρώτης φάσης της σχολής Bauhaus. Ο ίδιος (Jencks 1973: 59) αναφέρεται στην περίοδο 1919-1923 ως την “εξπρεσιονιστική της φάση”. Αν και η σχολή Bauhaus λειτούργησε στη Γερμανία η ακτινοβολία και η επιρροή της ξεπερνούσαν κατά πολύ τα σύνορα της χώρας. Έτσι, η εξπρεσιονιστική αντίληψη για την αρχιτεκτονική δεν αποτέλεσε ιδιομορφία των Γερμανών αρχιτεκτόνων αλλά μετέβαλε τη θεώρηση της αρχιτεκτονικής σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικά αυτού του Ερμηνευτικού Παραδείγματος αποτέλεσε η αναζήτηση των συναισθηματικών επιδράσεων που προκύπτουν από τις παραμορφωμένες μορφές ή η υποταγή του κατασκευαστικού ρεαλισμού στη συμβολική ή στιλιστική έκφραση. Σύμφωνα με την εξπρεσιονιστική θεώρηση στόχος της αρχιτεκτονικής ήταν να προξενεί συναισθήματα, προωθώντας, έτσι, μία αντίληψη του αρχιτεκτονικού έργου ως έργου τέχνης. 131


29. Glass Pavilion, 1914. Φωτογραφία εσωτερικού χώρου. Πηγή Εικόνας: www. pinterest.com

132


Το ερμηνευτικό σύστημα που σκιαγραφούν οι παραπάνω αρχές εφαρμόστηκε σε έργα της σύγχρονής του αρχιτεκτονικής αλλά και σε έργα του παρελθόντος. Για παράδειγμα, η γοτθική αρχιτεκτονική ερμηνεύτηκε ως μορφοπλασία άμεσα συσχετισμένη με μία ανάγκη του “Βόρειου ανθρώπου” για “υπερβατικότητα”, όπως αναφέρει ο Worringer (1912 ανφρ. σε Bonta: 197). Η θεώρηση της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος υπό το φως του νέου Ερμηνευτικού Παραδείγματος αναδεικνύει την αναστοχαστική διάθεση της κοινότητας μετά την αλλαγή Παραδείγματος. Η μεταστροφή προς την εξπρεσιονιστική θεώρηση δεν αποτέλεσε μόνο αλλαγή κατεύθυνσης για την αρχιτεκτονική του μέλλοντος αλλά και νέο σύστημα αξιών για την αξιολόγηση και ερμηνεία του παρελθόντος. Το Παράδειγμα, ωστόσο, οδηγήθηκε σταδιακά σε κρίση καθώς η ερμηνευτική του ικανότητα αμφισβητήθηκε. Η επανάληψη ερμηνειών που κινούνταν γύρω από τους ίδιους άξονες χωρίς να προσφέρουν νέες ερμηνευτικές δυνατότητες οδήγησαν την κοινότητα στην κριτική απέναντι στο Παράδειγμα. Κριτική η οποία αποτυπώθηκε με σαφήνεια το 1941 από τον Sigfried Giedion στο έργο του Χώρος, Χρόνος και Αρχιτεκτονική: Η ανάπτυξη μίας Νέας Παράδοσης (Space, Time and Architecture: The Growth of a New Tradition). Ο Giedion (1941: 485-487) επέλεξε από τις 881 σελίδες της αναλυτικής επισκόπησης της αρχιτεκτονικής που δημοσίευσε το 1941 να αφιερώσει μόλις δύο (2) στην εξπρεσιονιστική θεώρηση. Μάλιστα, δε διστάζει να αναφέρει (Giedion 1941: 486-487) πως “η εξπρεσιονιστική επιρροή δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα στην αρχιτεκτονική”, ενώ παρακάτω αποδίδει στον Gropius πως “ενστικτωδώς γνώριζε την ανεπάρκεια του εξπρεσιονισμού και την ανάγκη να ξεφύγει από αυτόν”. 133


Το έργο του Giedion (1941) εισάγει στο χώρο της αρχιτεκτονικής θεωρίας και ερμηνείας μία διαφορετική θεώρηση της αρχιτεκτονικής, μία θεώρηση που ως κύριο άξονά της έχει την έννοια του χώρου (space). Υπό το σημερινό πρίσμα θα ήταν φυσικό να περιμένει κανείς πως οι ιδέες του χώρου θα εμφανίζονταν στο λόγο περί αρχιτεκτονικής πολύ πριν τον 20ο αιώνα. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Τερζόγλου (2009: 54) “ο μελετητής της ιστορίας του αρχιτεκτονικού λόγου έρχεται εδώ αντιμέτωπος με μία μεγάλη έκπληξη: παρατηρεί πως η λέξη “χώρος” εμφανίζεται συναρτημένη οργανικά με την αποστολή του αρχιτεκτονικού εγχειρήματος μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα.” Σύμφωνα με τον ίδιο (Τερζόγλου 2009: 54) “ο “χώρος” ως ξεχωριστό, αυτόνομο, διακριτό, αναγνωρίσιμο, συνειδητό και συστηματικό αντικείμενο μελέτης και έρευνας για την αρχιτεκτονική” εμφανίζεται με τη διάλεξη του August Schmarsow το 1893 με τίτλο “Η Ουσία της Αρχιτεκτονικής Δημιουργίας”. Για τον Τερζόγλου (2009: 54), πράγματι, η ιδέα του χώρου και η σχέση της με την αρχιτεκτονική αναγνωρίζεται ευρέως από την αρχιτεκτονική κοινότητα μόνο στον 20ο αιώνα, με πιθανή εξαίρεση τις σποραδικές αναφορές στην έννοια του χώρου που πραγματοποιεί ο Boullee στα τέλη του 18ου αιώνα. Τόσο η διάλεξη του Schmarsow όσο και οι αναζητήσεις του Boulee μπορούν να ιδωθούν από την κοινότητα υπό νέο φως μετά τη δεκαετία του ’40. Μέχρι τότε παραμένουν στο επίπεδο των προ-κανονικών διατυπώσεων που σε μικρό βαθμό επηρεάζουν την αρχιτεκτονική σκέψη και ερμηνεία. Η συνθήκη αυτή αλλάζει με την δημοσίευση δύο σημαντικών έργων, του Χώρος, Χρόνος και Αρχιτεκτονική του Giedion το 1941 και του Αρχιτεκτονική ως Χώρος (Architecture as Space) του Zevi το 1948. Τόσο το βιβλίο του Sigfried Giedion όσο και αυτό του Bruno Zevi θέτουν την ιδέα του χώρου ως κεντρική για 134


τη θεώρηση της αρχιτεκτονικής. Μάλιστα, ο Τερζόγλου (2009: 56) αναφέρει πως ο Zevi επιχειρεί να ξαναγράψει αναδρομικά ολόκληρη την ιστορία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής με άξονα την ιδέα του χώρου. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να εφαρμόσει τη νέα οπτική για την αρχιτεκτονική όχι μόνο στα σύγχρονα του έργα αλλά και σε αυτά του παρελθόντος, επιχειρώντας να αναδείξει τις ερμηνευτικές, ανάμεσα σε άλλες, δυνατότητες του χωρικού Ερμηνευτικού Παραδείγματος. Τα δύο βιβλία αποκρυσταλλώνουν, στην εποχή τους, μία νέα αντίληψη για την αρχιτεκτονική η οποία αποκτά την αποδοχή της αρχιτεκτονικής κοινότητας, επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την αρχιτεκτονική μέχρι σήμερα. Στην αποδοχή του χωρικού ερμηνευτικού Παραδείγματος συντέλεσε καθοριστικά το “βάρος” των προσωπικοτήτων που διατύπωσαν αυτή τη θεώρηση αυτή κατά τη δεκαετία του 1940. Τόσο ο Giedion όσο και ο Zevi αποτέλεσαν αναγνωρισμένους ιστορικούς και θεωρητικούς της αρχιτεκτονικής ασκώντας σημαντική επιρροή στην αρχιτεκτονική κοινότητα. Παράλληλα, καθοριστικό για την αποδοχή του νέου Ερμηνευτικού Παραδείγματος ήταν και το πνεύμα της εποχής. Οι εξω-αρχιτεκτονικές τεχνολογικές και δομικές αναζητήσεις οδήγησαν την αρχιτεκτονική στην εξερεύνηση νέων υλικών, και τρόπων κατασκευής. Το Μοντέρνο Κίνημα που διαμορφώθηκε στη βάση αυτών των αναζητήσεων πραγματοποίησε μία επανάσταση στον τρόπο θεώρησης του αρχιτεκτονικού φαινομένου (Τερζόγλου 2009: 54). Γεννώντας νέες ιδέες, δομές και μορφές οι αρχιτέκτονες της εποχής καλλιέργησαν το έδαφος για την ενσωμάτωση της έννοιας του χώρου στον αρχιτεκτονικό λόγο και την αποδοχή της ως άξονα διερμήνευσης του αρχιτεκτονικού έργου. Υιοθετώντας μία διαφορετική διατύπωση θα μπορούσαμε να πούμε πως 135


μέσα από τα Μανιφέστα των ίδιων των πρωταγωνιστών του Μοντέρνου και μέσα από τα υλοποιημένα έργα αποτυπώνεται το ενδιαφέρον της κοινότητας απέναντι στη νέα χωρική σύλληψη της αρχιτεκτονικής, ενδιαφέρον που βρήκε αντίκρισμα στο χωρικό Ερμηνευτικό Παράδειγμα που αποκρυσταλλώθηκε κατά τη δεκαετία του 1940.

136


137



VI. ΕΠΊΛΟΓΟΣ Από τον απολογισμό της μελέτης στο ζήτημα της προόδου στο χώρο της αρχιτεκτονικής θεωρίας, ερμηνείας, κριτικής.

Η μελέτη που προηγήθηκε κινήθηκε ανάμεσα σε δύο διακριτούς χώρους, αυτόν της σύγχρονης επιστημολογίας και αυτόν της αρχιτεκτονικής θεωρίας και ερμηνείας. Πραγματοποιήσαμε, με αυτό τον τρόπο, μία διττή προσέγγιση, επιχειρώντας να μεταφέρουμε στοιχεία της περιοχής της φιλοσοφίας των επιστημών στον πεδίο του αρχιτεκτονικού λόγου. Στόχο της μελέτης δεν αποτέλεσε η διατύπωση μίας επαναστατικής θεώρησης της αρχιτεκτονικής· στόχο της αποτέλεσε η άρθρωση ενός πλαισίου κατανόησης της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής θεωρίας και των μεταστροφών της. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρήσαμε να διατυπώσου139


με ένα μοντέλο συστηματικότερης εξέτασης της πορείας και της εξέλιξης της ερμηνείας, θεωρίας, κριτικής της αρχιτεκτονικής. Εξετάζοντας την αρχιτεκτονική σε ένα μετα-θεωρητικό επίπεδο, δηλαδή πραγματευόμενοι θεωρητικά την ίδια τη θεωρία της, επιχειρήσαμε τη μεταγραφή επιστημολογικών εννοιών, εργαλείων και εννοιολογικών σχημάτων στην περιοχή της αρχιτεκτονικής ερμηνείας και θεωρίας. Στο πλαίσιο της διττής οπτικής της μελέτης, πραγματοποιήσαμε μία εισαγωγή στο πεδίο της επιστημολογίας μέσω της συνοπτικής απόδοσης βασικών θεωρήσεων. Στη συνέχεια, επιλέξαμε να εμβαθύνουμε στην θεώρηση του Thomas Kuhn όπως αυτή διατυπώνεται στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων θεωρώντας ότι αυτή μπορεί να μας παρέχει έννοιες και εργαλεία τα οποία, μεταγραφόμενα στην περιοχή της αρχιτεκτονικής, μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη νέων προβληματισμών. Υπό αυτό το πρίσμα, παρουσιάσαμε συνοπτικά το είδος των προβληματισμών, των ερωτημάτων, των προσεγγίσεων και των απαντήσεων που έχουν προκύψει μέσα από αντίστοιχες προσπάθειες δανεισμού του επιστημολογικού μοντέλου του Kuhn. Περιγράψαμε την παραπάνω συνθήκη στην περίπτωση των ανθρωπιστικών/κοινωνικών επιστημών γενικότερα, αλλά και στην αρχιτεκτονική. Εμβαθύνοντας στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής, επιχειρήσαμε να αποδώσουμε το περιεχόμενο των έργων των Πάνου Τζώνου και Juan Pablo Bonta, ως προσπάθειες μεταγραφής ενός επιστημολογικού πλαισίου. Κύρια θέση μας, η οποία διατυπώθηκε και τεκμηριώθηκε, αποτέλεσε πως η αρχιτεκτονική ερμηνεία λειτουργεί με όρους Παραδείγματος. Οι ερμηνείες μεταβάλλονται με βάση αξιακά συστήματα τα οποία σχετίζονται περισσότερο με μία γενική θεώρηση της αρχιτε140


κτονικής και λιγότερο με το εκάστοτε έργο υπό εξέταση. Προτείναμε, έτσι, την έννοια του Ερμηνευτικού Παραδείγματος, δηλαδή ενός συστήματος πεποιθήσεων, σχετιζόμενων με μία γενική θεώρηση της αρχιτεκτονικής, το οποίο καθορίζει την κατεύθυνση στην οποία κινείται η ερμηνεία των αρχιτεκτονικών έργων. Θέση μας αποτέλεσε πως τα Ερμηνευτικά Παραδείγματα δεν αποτελούν διαχρονικές σταθερές αλλά εναλλάσσονται. Σκιαγραφήσαμε την παραπάνω διαδικασία μέσω της διατύπωσης ενός μηχανισμού αλλαγής θεωρητικού, ερμηνευτικού Παραδείγματος στην αρχιτεκτονική. Αναλύσαμε τη δομή του τεκμηριώνοντας πως οι μεταστροφές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την αρχιτεκτονική συντελούνται μέσω αυτού μηχανισμού. Η ανάλυση των επιμέρους διαδικασιών που συντελούνται και η άρθρωση της δομής του μηχανισμού είχαν ως στόχο τη συγκρότηση ενός πλαισίου κατανόησης του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιούνται οι μεταστροφές. Η αναζήτηση που πραγματοποιείται σε αυτή τη μελέτη κινείται στο επίπεδο της θεωρητικής, ή της μετα-θεωρητικής, έρευνας· δε θα ήταν, ωστόσο, σωστό να διαχωριστεί από τη διαδικασία σχεδιασμού. Θέση μας, την οποία υποστηρίξαμε, αποτελεί πως η αρχιτεκτονική ερμηνεία και ο σχεδιασμός αποτελούν όψεις του ίδιου φαινομένου. Η σχέση της ανάπτυξης θεωρητικού/ερμηνευτικού αρχιτεκτονικού λόγου με το σχεδιασμό είναι μία σχέση αλληλεξάρτησης. Όπως έχει αναφερθεί, η ερμηνευτική διαδικασία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα κατά την παραγωγή αρχιτεκτονικών μορφών. Τόσο τα ερεθίσματα, οι αναφορές του σχεδιαστή, όσο και το ίδιο το αποτέλεσμα της σχεδιαστικής διαδικασίας, που συνεχώς επανεξετάζεται και επανακαθορίζεται, αποτελούν αντικείμενα ερμηνείας. Μίας ερμηνείας που κινείται στο πλαίσιο του εκάστοτε ερμηνευτικού Παραδείγ141


ματος. Καθίσταται σαφές πως η άρθρωση ενός πλαισίου κατανόησης της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής ερμηνείας σχετίζεται άμεσα με την ίδια τη σχεδιαστική διαδικασία και, κατ’ επέκταση, με το ίδιο το αποτέλεσμα του σχεδιασμού. Η εξέταση της πορείας της ερμηνείας δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μελέτη της ίδιας της αρχιτεκτονικής και των μορφών της.

Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΌΔΟΥ

Στο χώρο των φυσικών επιστημών το έργο του Thomas Kuhn αποτέλεσε τομή με το προηγούμενο θετικιστικό μοντέλο εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών. Η σχετικιστική αντίληψη που πρότεινε ο Kuhn άνοιξε μία νέα θεμελιακή συζήτηση -ανάμεσα σε άλλες- αυτή της επιστημονικής προόδου. Το ερώτημα που τέθηκε αφορούσε την ίδια την έννοια της προόδου· το τι συνιστά πρόοδο, πώς αυτή επιτυγχάνεται και με ποια κριτήρια αναγνωρίζουμε ότι μία εξέλιξη αποτελεί πρόοδο; Όλα τα παραπάνω προκύπτουν σαν ερωτήματα στο πλαίσιο ενός μοντέλου εξέλιξης της γνώσης που καταργεί την έννοια της πορείας προς την αλήθεια. Η θεώρηση του Kuhn για τις επιστήμες, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, αναιρεί την πιθανότητα σύγκρισης μεταξύ των Παραδειγμάτων που εναλλάσσονται, τεκμηριώνοντας πως είναι αδύνατο να βρεθεί πεδίο στο οποίο να πραγματοποιηθεί η συγκριτική επισκόπηση και πως οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια καταλήγει να προβάλει με ευνοϊκότερο τρόπο κάποια κοσμοθεώρηση. Η παραπάνω θέση καταρρίπτει κάθε πιθανότητα για αξιολογική 142


κρίση των θεωριών· η έννοια του “καλύτερου”, του “βέλτιστου” Παραδείγματος είναι, για τον Kuhn, κενή περιεχομένου. Το νέο Παράδειγμα προτείνει μία διαφορετική, κάθε φορά, αντίληψη για τον κόσμο, αλλά όχι “καλύτερη”. Συνεπώς, η θετικιστική αντίληψη της επιστημονικής δραστηριότητας ως πορείας προς την αλήθεια, μέσα από συνεχείς διορθώσεις, αναπροσαρμογές της υπάρχουσας γνώσης, αλλά και συσσώρευση νέας αναιρείται. Μαζί της αναιρείται και η έννοια της γραμμικής προόδου που τη συνόδευε. Το ζήτημα σχετικά με την πρόοδο που ανακύπτει από την αποδοχή μίας σχετικιστικής θεώρησης, όπως αυτή του Kuhn, έχει αναγνωριστεί στο χώρο της φιλοσοφίας των επιστημών. Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε να αποδώσουμε συνοπτικά τις θέσεις των Laudan και Toulmin σχετικά με την έννοια της προόδου. Ο Larry Laudan, επιχειρεί να το αντιμετωπίσει το 1978 με το έργο του Η Πρόοδος και τα Προβλήματά της (Progress and its Problems). Η προσπάθεια του Laudan να τεκμηριώσει μία έννοια προόδου περνά μέσα από το συσχετισμό της προόδου (progress) με τη λογική (rationality). Χωρίς να λύνει το πρόβλημα, επιχειρεί να το θέσει σε διαφορετικό πλαίσιο αναφέροντας πως η πρόοδος έγκειται στη δυνατότητα να πραγματοποιούνται λογικές (rational) επιλογές (Laudan 1978: 123). Αμφισβητεί τη θέση του Kuhn ότι η λήψη λογικών αποφάσεων, στην περίπτωση αλλαγής επιστημονικής θεώρησης, είναι αδύνατη. Για τον Kuhn το κοινό πεδίο σύγκρισης δεν είναι δυνατό να μην ευνοεί κάποια κοσμοθεώρηση. Τόσο η αναγνώριση του ίδιου του προβλήματος όσο και ο καθορισμός των εργαλείων διερεύνησής του και η επιλογή των 143


κριτηρίων για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων είναι, για τον Kuhn, εξαρτημένα από την κοσμοθεώρηση των επιστημόνων. Ο Laudan (1978: 143) επιχειρεί να αντιπαρατεθεί στην παραπάνω θέση, τεκμηριώνοντας πως υπάρχουν προβλήματα που αποτελούν κοινό τόπο για διαφορετικές θεωρήσεις και προσφέρονται ως πεδίο σύγκρισης. Ο ίδιος αναφέρει πως “μπορεί ακόμη να έχει νόημα να μιλάμε για διαφορετικές θεωρίες όταν είναι για το ίδιο πρόβλημα, ακόμη και όταν ο ακριβής χαρακτηρισμός του προβλήματος είναι σημαντικά εξαρτημένος από πολλές θεωρητικές παραδοχές” (έμφαση του συγγραφέα, Laudan 1978: 143). Επιχειρεί, στη συνέχεια, να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται αν μία επιλογή -ή μία απόφαση- είναι λογική ή όχι. Ο Laudan προβάλλει σε αυτό το σημείο το επιχείρημα πως ακόμη και αν η νέα θεώρηση δεν επιλύει όλα τα προβλήματα που επέλυε η προγενέστερη θεώρηση (προϋπόθεση προόδου για τους θετικιστές σύμφωνα με τον Laudan(1978: 148)), είναι λογική η επιλογή της υπό την προϋπόθεση ότι έχει μεγαλύτερη δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων. Το παράδειγμα που παραθέτει ο Laudan (1978: 238) για την καλύτερη κατανόηση του παραπάνω αφορά στην εμβρυολογική ανάπτυξη των πτηνών. Συγκεκριμένα υποθέτει μία θεωρία που εξηγεί επαρκώς την ανάπτυξη των αετών και των πελαργών. Αναφέρει πως αν η νέα θεώρηση εξηγεί επαρκώς την εμβρυολογική ανάπτυξη όλων των πτηνών μικρότερων από τους αετούς, συμπεριλαμβανομένων των πελαργών, αλλά δε δουλεύει για τους αετούς αποτελεί λογική επιλογή η υιοθέτησή της. Συνεπώς, έχοντας επανατοποθετήσει το πρόβλημα της προόδου ως πρόβλη144


μα λογικής (rational) επιλογής, ο Laudan κλείνει την προσέγγισή του στο ζήτημα της προόδου. Διαφορετική είναι η προσέγγιση του Stephen Toulmin, όπως αυτή διατυπώνεται στο Human Understanding το 1972. Για τον Toulmin, η εξέλιξη των θεωρήσεων βασίζεται σε μία εξελικτική διαδικασία (evolutionary process). Σε αντίθεση με το σχετικιστικό μοντέλο των επαναστάσεων του Kuhn, η αλλαγή στην κοσμοθέωρηση περιλαμβάνει μία διαδικασία καινοτομίας και επιλογής (Toulmin 1972: 123). Η καινοτομία αφορά στην εμφάνιση θεωρητικών παραλλαγών που προκύπτουν όταν οι επιστήμονες ενός κλάδου αποκτούν μία διαφορετική οπτική από αυτή που προϋπήρχε. Η επιλογή, αντίστοιχα, αφορά στην επικράτηση της συνεκτικότερης (soundest) θεώρησης μέσα από μία διαδικασία αντιπαράθεσης και διερεύνησής της, την οποία ο Toulmin (1972: 136-137) αναφέρει ως φόρουμ ανταγωνισμού (forum of competition). Οι ισχυρότερες (soundest) θεωρήσεις επιβιώνουν του ανταγωνισμού αντικαθιστώντας ή επαναπροσδιορίζοντας τις προϋπάρχουσες αντιλήψεις. Υπό τη θετικιστική οπτική μία θεώρηση είναι είτε έγκυρη είτε λανθασμένη ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο τίθεται. Υπό μία σχετικιστική οπτική, μία θεώρηση δεν είναι ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη από μία αντίπαλη· η σύγκριση δεν είναι δυνατή. Υπό την εξελικτική οπτική του Toulmin, η αξιολόγηση δεν εξαρτάται από μία διαδικασία λογικών (rational) συγκρίσεων και επιλογών, αλλά είναι αποτέλεσμα επιβίωσης μίας θεώρησης στο πλαίσιο του φόρουμ του ανταγωνισμού (forum of competitions). Η συνοπτική επισκόπηση των θεωρήσεων των Laudan και Toulmin είχε σαν στόχο να σκι145


αγραφήσει το πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται η συζήτηση σχετικά με το ζήτημα της προόδου. Οι προσεγγίσεις, αν και διαφορετικές, επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το ίδιο πρόβλημα· η είσοδος της θεωρίας του Kuhn στην περιοχή της φιλοσοφίας των επιστημών δημιούργησε νέα ερωτηματικά σχετικά με το τι συνιστά πρόοδο ή, ακόμη, αν η έννοια της προόδου έχει περιεχόμενο. Η μεταγραφή των επιστημολογικών εννοιών και εργαλείων που επιχειρήσαμε στην περιοχή της αρχιτεκτονικής ερμηνείας, είχε σαν στόχο τη συγκρότηση ενός πλαισίου συστηματικότερης εξέτασης της εξέλιξή της. Στην προσπάθεια αυτή επιχειρήθηκε να απαντηθούν ερωτήματα όπως “τι συνιστά ένα ερμηνευτικό Παράδειγμα;”, “πως συγκρίνονται τα Παραδείγματα μεταξύ τους;” και “ποιοι είναι οι παράγοντες που οδηγούν την κοινότητα στην αποδοχή ενός ερμηνευτικού Παραδείγματος έναντι ενός άλλου;”. Απαντήσεις δόθηκαν μέσω της προσέγγισής μας στο πρόβλημα ανάλυσης του μηχανισμού αλλαγής ερμηνευτικών Παραδειγμάτων και την προσπάθεια σκιαγράφησής του. Γεννήθηκαν παράλληλα, ερωτήματα σχετικά με την έννοια της προόδου στην περιοχή της αρχιτεκτονικής ερμηνείας και θεωρίας. Τόσο το τι συνιστά πρόοδο όσο και το αν μπορεί καν να διατυπωθεί μία έννοια προόδου ανακύπτουν ως ζητήματα προς εξέταση μέσα από το πλαίσιο που συγκροτήθηκε. Πρόκειται για θεμελιακά ερωτήματα που δεν είναι νέα στο χώρο της αρχιτεκτονικής ερμηνείας και θεωρίας, αλλά μπορούν να εξεταστούν υπό νέες προϋποθέσεις με βάση ένα πλαίσιο συστηματικότερης μελέτης της εξέλιξής της. 146


Στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής, σε αντίθεση με τη θεώρηση του Kuhn για τις φυσικές επιστήμες, το παλαιότερο Παράδειγμα δεν εγκαταλείπεται πλήρως. Η σχέση παρελθόντος και παρόντος εμφανίζεται πιο πολύπλοκη· τμήμα του υπάρχοντος εγκαταλείπεται, ενώ ένα άλλο τμήμα του ενσωματώνεται στη νέα συνθήκη μέσα από μία διαδικασία επανερμηνείας. Το τμήμα που επιβιώνει εντάσσεται σε μία διαδικασία που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την εξελικτική θεωρία του Toulmin, σκιαγραφώντας μία κατεύθυνση σκέψης σχετικά με την έννοια της προόδου. Το εχθρικό περιβάλλον της συνεχώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας, στο πλαίσιο της οποίας τα Παραδείγματα που κατευθύνουν την ερμηνευτική διαδικασία εναλλάσσονται, καθορίζει ποιο τμήμα του παλαιότερου Παραδείγματος θα επιβιώσει στη νέα συνθήκη. Η έννοια της προόδου που διαφαίνεται δε σχετίζεται με τη ανάδειξη του “καλύτερου”, αλλά με την ίδια την επιβίωση.

147



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ

[1] Abel, C., Architecture and Identity: Responses to cultural and technological change, Routledge, 1997 (2nd edition 2000). [2] Anderson, S., “Architectural research programmes in the work of Le Corbusier”, Design Studies 5(3), pp 146-150, 1984. [3] Anderson, S., “Architectural design as a system of research programs”, in (7) pp. 490-506, reprinted from Design Studies 5(3), pp 151-158, 1984. [4] Ayer, A.J., ed. Logical Positivism, The Free Press, 1959. [5] Badovici, J., “Entretiens sur l’ architecture vivante”, In: L’ Architecture Vivante, 5, Fall and Winter, 1925. [6] Banham, R., The architecture of the well-tempered environment, The University of Chicago Press, 1969.

149


[7] Banham, R., Theory and design in the first machine age, The Architectural Press, 1960. [8] Bier, J., “Mies van der Rohes Reichspavillon in Barcelona”, In: Zeitschrift fur Gestaltende Arbeit, 4 (16), pp. 423-430, 1929. [9] Bird, A., “Thomas Kuhn”, The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2013 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/fall2013/entries/thomaskuhn/>. [10] Blake, P., The Master Builders, New York:Knopf, 1960. [11] Bonta, J.P., An Anatomy of Architectural Interpretation : a Semiotic Review of the Criticism of Mies Van Der Rohe’s Barcelona Pavilion , Gustavo Gili, 1975. [12] Bonta, J.P., Architecture and its Interpretations: a study of expressive systems in architecture, Lund Humphries, 1979. [13] Broadbent, G., “Meaning into Architecture”, In: Jencks & Baird, eds, Meaning in Architecture, 1959. [14] Broadbent, G., Design in architecture. Architecture and the human sciences, Wiley, 1973. [15] Brolin, B. C., The failure of modern architecture, Van Nostrand Reinhold, 1976. [16] Cadbury-Brown, H. T., “Ludwig Mies van der Rohe”, In: Architectural Association Journal, 75, pp. 26-46, 1959. [17] Choisy, A., Histoire de l’ architecture, Paris: Rouveyre, 1889.

150


[18] Cohen, S. E., Chicago Architects, The Swallow Press, 1976. [19] Curtis, W., “Walter Gropius, German Expressionism, and the Bauhaus”, In: Modern Architecture Since 1900, PrenticeHall, pp. 309–316, 1987. [20] Feyerabend, P., Against Method, New Left Books, 1975 (3rd edition, Verso, 1993). [21] Fitch, J. M., Architecture and the aesthetics of plenty, Columbia University Press, 1961. [22] Fitch, J. M., American building. 2: The environmental forces that shaped it, Houghton Mifflin, 1972. [23] Fitch, J. M., “Architectural criticism: trapped in its own metaphysics”, In: Journal of Architectural Education, 29(4), pp. 2-3, April 1976. [24] Frankl, P. T., Gothic Architecture, The Pelican History of Art, Penguin, 1962. [25] Giedion, S., Space, Time and Architecture: The Growth of a New Tradition, Harvard University Press, 1941. [26] Hall, A.R., The Scientific Revolution, 1500-1800, London, 1954. [27] Harris, M.E., “Managing cultural pluralism in an educational setting: Insights from Gianni Vattimo and Thomas Kuhn”, Humanicus 9, pp 1-33, 2014. [28] Hays, K.M. (ed), Architecture Theory since 1968, Columbia Books of Architecture, The MIT Press, 1998.

151


[29] Hitchcock, H. R., Modern Architecture. Romanticism and reintegration, New York: Payson and Clarke, 1929. [30] Hitchcock, H. R., Architecture. Nineteenth and twentieth centuriew, The Pelican History of Art, Harmondsworth: Penguin, 1958. [31] Hughes, R., “An architecture of grandeur”, In: Horizon, 18(1), pp. 64-77, 1976. [32] Jencks, Ch., Modern Movements in Architecture, Penguin Books, 1973. [33] Jencks, Ch., The Language of Post-Modern Architecture, Rizzoli, 1977. [34] Johnson, P.A., The Theory of Architecture: Concepts, Themes & Practices, John Wiley & Sons, 1994. [35] Koenig, G. K., “Gropius o Mies”, In: Casabellacontinuita, 33(342), pp. 34-39, November 1969. [36] Kuhn, T., The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press, 1962. [37] Kuhn, T.S. “Reflections on my Critics”. In: I. Lakatos & A. Musgrave, eds., Criticism and the Growth of Knowledge, 1970 (1969). [38] Κωτσιόπουλος, Α.Μ., Κριτική της Αρχιτεκτονικής Θεωρίας, University Studio Press, 1985. [39] Lakatos I., Musgrave A., eds. Criticism and the Growth

152


of Knowledge, Volume 4, Proceedings of the International Colloquium in the Philosophy of Science, London, 1965, (Cambridge: Cambridge University Press, 1970). [40] Lakatos, I., The Methodology of Scientific Research Programmes, Cambridge University Press, 1978. [41] Laudan, L., Progress and its Problems: Towards a theory of scientific growth, University of California Press, 1978. [42] Li, P.-C., “At the Turn of the Century: Paradigm Shift in the Humanities and Social Sciences”, Tamkang Journal of Humanities and Social Sciences, Abstract retrieved from the internet on August 7, 2016. URL = http://www2.tku.edu. tw/~tkjour/paper/50th/e-Abstract/50th-3e.Abstract.pdf [43] Lissitsky, E., “Architecture housing culture”, In: Stroitel’naia Promishlennost 12, pp. 877-881, December 1926. [44] Longino, H., “The Social Dimensions of Scientific Knowledge”. Stanford Encyclopedia of Philosophy. The Metaphysics Research Lab, Center for the Study of Language and Information (CSLI), Stanford University. Retrieved March 28, 2016. [45] Mainstone, R., Developments in structural form, Cambridge, Mass: MIT Press, 1975. [46] Martinet, A., “La linguistique synchronique. Etudes et recherches”, In: La Linguistique, 1, Presses Universitaires de France, 1965. [47] Masterman, M., “The Nature of a Paradigm”. In: I.

153


Lakatos & A. Musgrave, eds., Criticism and the Growth of Knowledge, 1970 (1965). [48] Mackay, D., “De la revolution espartaquista al Pabellon de Barcelona”, In: Serra d’ Or, October 1968. [49] Nicolini, R., “Mies l’epilogo”, In: Bauhaus, a monographic issue of Controspazio, 2(4-5), 1970. [50] Oulglisi, L.P., Hyper Architecture: Spaces in the electronic age, Birkhauser, 1999. [51] Paris, W. F., “The Barcelona Exposition. A splendid but costly effort of the Catalan people”, In: The Architectural Forum, 51(5), pp. 481-496, 1929. [52] Persitz, A. “L’ oeuvre de Mies van der Rohe”, In: L’ Architecture d’ aujourd’hui, 29(79), pp. 1-103, 1958. [53] Pevsner, N., An outline of European architecture, Harmondsworth: Penguin, 1960. [54] Platz, G. A., Wohnraume den Gegenwart, Berlin: Propylaen, 1933. [55] Popper, K., The Logic of Scientific Discovery, Hutchinson, 1959. [56] Prieto, L. J., Messages et signaux, Presses Universitaires de France, 1966. [57] Quantrill, M., Ritual and response in architecture. Lund Humphries, 1974.

154


[58] Seiler, R.M., “Semiology // Semiotics”, online pdf, URL = <http://people.ucalgary.ca/~rseiler/semiolog.htm, Retrieved August 2, 2016. [59] Sommer, R., Personal Space. The behavioral basis of design, Prentice Hall, 1969. [60] Summerson, J., Heavenly mansions - and other essays on architecture, Crescent Press, 1949. [61] Tafuri, M., Teorie e storia dell’architettura, Laterza, 1968. [62] Τερζόγλου, Ν.-Ι., Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα, εκδόσεις Νήσος, 2009. [63] Toulmin, S., Human Understanding, Oxford University Press, 1972. [64] Τουρνικιώτης, Π., Η Αρχιτεκτονική στη Σύγχρονη Εποχή, Εκδόσεις Futura, 2006. [65] Τζώνος, Π., Τέσσερα Συστήματα Αξιών στη Θεωρία της Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής, Εκδόσεις ΖΗΤΗ, 1984. [66] Τζώνος, Π., “Εξέλιξη της Θεωρίας της Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής και Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση”, Τεχνικά Χρονικά, Δεκ. 1972, σ.1107. [67] Venturi, R., Η Πολυπλοκότητα και η Αντίφαση στην Αρχιτεκτονική, Εκδότης: Γεώργιος Σ. Κατσούλης, 1966. [68] Venturi, R., Scott-Brown, D., Izenour, S., Learning from Las Vegas, MIT Press, 1977.

155


[69] Viollet-le-Duc, E. E., Dictionnaire raisonne de l’ architecture française du XI au XVI siècle, Paris: Bance, 1854-61. [70] Watjes, J. G., “Modern bouwkunst in Utrecht”, In: Bouwbedriff 2(9), pp. 315-332, September 1925. [71] Worringer, W., Formprobleme der Gotik, Piper, 1912 (Engl. Trans: Form in Gothic, Putnam, 1927). [72] Wuthrich, C., “Popper, Kuhn, Lakatos and Feyerabend”, online slides, http://philosophy. ucsd.edu/faculty/wuthrich/ [73] Zevi, B., Saper vedere l’ architettura. Saggio sull’interpretazione spaziale dell’architettura, Einaudi, 1948 (Engl. Trans: Space as Architecture. How to look at architecture, Horizon, 1957). [74] Zevi, B., Architettura in nuce, Instituto per la Collaborazione Culturale, 1964.

156



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.