Η εργασία αναζητά την επαναπροσδιόριση της χαμένης μνήμης ενός τόπου και τα πολιτιστικά του χαρακτηριστικά, τα
οποία μας έχουν δοθεί απλόχερα και μείς τα προσπερνάμε γενναιόδωρα, μέσα από την ανάδειξη ενός φαινομενικά
ασήμαντου τοπίου με πλούσια ιστορία και αρχιτεκτονική σημασία.
Στην Παλαιόχωρα των Χανίων, στην Νοτιοδυτική Κρήτη, βρίσκεται το Ενετικό φρούριο, που φέρει και την ονομασία
της ευρύτερης περιοχής, ¨Σέλινο¨. Ένας σπάνιος και ιδιαίτερος κόμβος μνήμης, Ακριτών, Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, παραμελημένος και παραδομένος στο βωμό της σύγχρονης ζωής και του σύγχρονου τρόπου
περιήγησης, τον τουρισμό. Η ιστορία του τόπου, η παράδοση και ο πολιτισμός, είναι έννοιες οι οποίες συνδέονται
άμεσα με το κάστρο και την ακριτική παράδοσή του, οι οποίες όμως είναι και ξεχασμένες. Η προσοχή αποσπάται
στρεφόμενη προς την φαινομενικά μοναδική κατεύθυνση της πλασαρισμένης εικόνας της θάλασσας του ήλιου και των
διακοπών, δίχως ενεργοποίηση συναισθημάτων, αναμνήσεων και βιωμάτων. Μέσω της παρέμβασης επιδιώκω να
ανακαλέσω την μνήμη του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο κάτοικος και ο επισκέπτης. Να τον μυήσω στην παράδοσή
του, τους μύθους και τις ιστορίες των Ακριτών.
Δύο μουσεία, ένα ερευνητικό κέντρο, ένας αμπελώνας και ένα παρατηρητήριο συνθέτουν το όριο αλλά και την
μετάβαση από την λήθη στην αιωνιότητα.
Το μουσείο του κάστρου, ένα μουσείο για την σπουδαιότητα αλλά και την διαφύλαξη των φερτών και μη στοιχείων
του κτισμένου τοπίου. Το μουσείο των Ακριτών, ένα μουσείο για την άυλη παράδοση των κατοίκων και μη της
Παλαιόχωρας. Ένα ερευνητικό κέντρο, για την ανάδειξη της υπερτοπικότητας του φρουρίου, του μουσείου των
Ακριτών αλλά και της ίδιας της περιοχής, καθώς και για την συνέχιση της αναζήτησης των κοινών χαρακτηριστικών
της, με όλες εκείνες τις Ακριτικές περιοχές της Μεσογείου. Ένας αμπελώνας μνήμης του Μεσογειακού τοπίου και ένα παρατηρητήριο – ησυχαστήριο, που προσπαθεί να συλλέξει και να συνδέσει μέσω της οπτικής συσχέτισης το παλιό με το νέο. Να προσφέρει μια συνολική αντίληψη του ορίου και της οπτικής φυγής στον ορίζοντα των ορίων της Ευρώπης.
The diploma thesis seeks to redefine the lost memory of a place and its cultural characteristics, which have been given generously and we are generously passing through them, through the emergence of a seemingly insignificant landscape with rich history and architectural significance.
In Paleochora of Chania, in southwest Crete, is located the Venetian fortress, which also bears the name from the wider region, "Selino". A rare and unique node of memory, of Akritas (frontiersman n (rural settler), Venetian and Ottoman domination, neglected and delivered to the altar of modern life and modern way of touring, tourism. The history of the place, tradition and culture, are concepts that are directly related to the castle and its extreme tradition, which are also forgotten. The attention is distracted by turning to the seemingly unique direction of the placid image of the sun's sea and holidays, without activating emotions, memories and experiences. Through the intervention I seek to recall the memory of the place where the resident and the visitor are. To bring him into the tradition, the myths and the stories of Akritas.
Two museums, a research center, a vineyard and an observatory make up the boundary but also the transition from oblivion to eternity.
The museum of the castle is a museum for the importance and the preservation of the debris and the elements of the site. The Akrita's museum is a museum for the intangible tradition of the inhabitants of Paleochora. The research center is proposed for the supra-local character of the fortress, the Akritas Museum, and the area itself, as well as the continuation of the search for their common features, with all those areas of the Mediterranean. In addition, an olive grove that tries to enhance the remembrance of the Mediterranean landscape, and finally, an observatory – retreat, where it collects and connects, through the visual correlation of the old and the new, the comprehensive understanding of the limit and the optical escape across the borders of Europe.
| THE SITE
την θάλασσα έπειτα από έναν σεισμό που ανύψωσε την δυτική Κρήτη, με αποτέλεσμα να έχει
την ιδιαίτερη αυτή τοπογραφία η περιοχή.
Ο οικισμός περικλείεται από βορρά με βουνοκορφές σε υψόμετρο 300 μέτρων, από νότο με τον λόφο της Φορτέτζας
και το ενετικό κάστρο σε υψόμετρο 20 μέτρων και από δύση και ανατολή με θάλασσα.
Ο πυρήνας του οικισμού αναπτύχθηκε βόρεια του κάστρου και γύρω από τον ανατολικό λιμένα του. η σημερινή
μορφή είναι αποτέλεσμα της βίαιης και απότομης έκρηξης της τουριστικής δραστηριότητας μιας και το επικρατέστερο παραγωγικό μοντέλο της Παλαιόχωρας είναι ο τουρισμός, ο οποίος άνθισε την δεκαετία 1965 με 1975 και διαρκεί μέχρι και σήμερα με αρκετά υψηλούς δείκτες.
Κρήτη. Το φρούριο ακολουθεί την παλαιότερη οχυρωματική αρχιτεκτονική με ορθογώνιους πύργους και ευθύγραμμα τείχη (cortine) με οδοντωτές πολεμίστρες. Η θέση του σε σχετικά επίπεδο χώρο επιβάλλει ένα σχήμα περίπου ορθογώνιο, όπως τα φρούρια της Ιεράπετρας, της Πεδιάδας, του Μεραμβέλου και του Φραγκοκάστελλου, με τη διαφορά ότι η βορειοδυτική πλευρά προεξέχει λόγω του απότομου εδάφους. Εσωτερικά των τειχών ήταν κτισμένα διώροφα κτήρια, που συνδέονταν με τον περίδρομο για την άμυνα και στον περίκλειστο χώρο ήταν ο ναός, το διοικητήριο, κατοικίες της Φρουράς, αποθήκες και υπόγειες δεξαμενές νερού.
με χωματόδρομο.
Η ανασκαφική έρευνα επιβεβαίωσε σε μεγάλο βαθμό την ακρίβεια των σχεδίων ως προς τη μορφή του
τη θέση των κτισμάτων. Όπως είχαν αποτυπωθεί από περιηγητές που είχαν επισκεφτεί τον τόπο. Μερικές ανασκαφές
έχουν πραγματοποιηθεί παλαιότερα οι οποίες έχουν φέρει στο φως το μεγαλύτερο μέρος του τείχους και των πύργων
καθώς και ο αρχικά τοιχογραφημένος ναός, που πατεί πάνω σε θολωτή δεξαμενή. Στο νότιο τμήμα του φρουρίου οι
επεμβάσεις της τουρκοκρατίας, αρκετά πρόχειρες, καλύπτουν την αρχική κατασκευή.
Εντός του κάστρου, βρίσκεται ο ραδιοφάρος της Παλαιόχωρας, ο οποίος είναι ανενεργός εδώ και χρόνια. Η
υψομετρική διαφορά του κάστρου με τον οικισμό είναι 20 μέτρα στο ψηλότερό του σημείο με τις πλαγιές του
και είναι δύσκολα
αναγνωρίσιμα. Το πρώτο κομμάτι (βορειοανατολικά), αν μπορούμε να το οριοθετήσουμε κάπως έτσι, βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση και υποδεικνύει την γεωμετρία του πύργου. Το δεύτερο κομμάτι (βορειοδυτικά), είναι σε μια μέτρια κατάσταση, το οποίο όμως και πάλι μας βοηθάει ώστε να το αναγνωρίζουμε. Στο τρίτο κομμάτι (δυτικά και νότια), αναγνωρίζουμε το ίχνος του τείχους που υπήρχε. Στο τέταρτο και τελευταίο κομμάτι (ανατολικά) μόνο ένα μερικό ίχνος και έγγραφες αναφορές, όπως και σχεδιαστικές αποτυπώσεις, μας υποδεικνύουν την θέση των τειχών.
τους λίγο πολύ, μας είναι σε όλους γνωστός, πτυχές όμως της ζωής τους και της καθημερινότητας τους όχι και τόσο. Το μουσείο, πέραν της απλής προβολής της,
προσπαθεί να διδάξει και να αναδείξει κάτι ανώτερο από αυτό.
Την προκείμενη στιγμή ο αρχαιολογικός χώρος είναι παραμελημένος όχι μόνο από τους φορείς αλλά και από τους
ίδιους τους κατοίκους του οικισμού. Η ιστορία του τόπου, η παράδοση και ο πολιτισμός, έννοιες οι οποίες συνδέονται
άμεσα με το κάστρο και την ακριτική παράδοση του τόπου είναι έννοιες ξεχασμένες. Η προσοχή αποσπάται
στρεφόμενη προς την φαινομενικά μοναδική κατεύθυνση, της πλασαρισμένης εικόνας της θάλασσας, του ήλιου και
των διακοπών, δίχως ενεργοποίηση συναισθημάτων, αναμνήσεων και βιωμάτων. Μέσω της παρέμβασης επιδιώκω να
ανακαλέσω την μνήμη του τόπου στον οποίο βρίσκεται. Να τον μυήσω στην παράδοσή του, τους μύθους και τις
ιστορίες των Ακριτών.
Η προτεινόμενη επέμβαση τοποθετείται εντός του κάστρου.
Στόχος είναι η ανάδειξή του και η ενίσχυση του χαρακτήρα του,
καθώς και η ανάδειξη της σχέσης που έχει το κάστρο ως όριο
και άκρο του οικισμού, ως ο Ακρίτας δηλαδή της Παλαιόχωρας.
Η σχεδιαστική μου πρόθεση είναι η συμπλήρωση των τειχών
και η δημιουργία ενός νέου ορίου, το οποίο το
επαναπροσδιορίζω με το παλιό, αλλά και με τον ίδιο
τον οικισμό.
Μιλώντας για εσωστρέφεια και τοπικότητα, στο κομμάτι
που βρίσκεται πιο κοντά στο φρούριο (στο βορειοανατολικό τμήμα του κάστρου) και για εξωστρέφεια και υπερτοπικότητα στην απόληξή του (στο νοτιοανατολικό τμήμα.
Συμπληρώνοντας επομένως τα τείχη του κάστρου και επαναπροσδιορίζοντας το όριο αυτού σε επιμέρους τμήματα, η πρόταση μου απαρτίζεται από τρεις ενότητες, το μουσείο του κάστρου, το οποίο έχει έναν πιο τοπικό χαρακτήρα, το μουσείο των Ακριτών της Ευρώπης, του οποίου ο χαρακτήρας είναι πιο διευρυμένος, είναι υπερτοπικός και εξωστρεφής και η σύνδεση αυτών με το παρατηρητήριο στην σημερινή θέση του ραδιοφάρου. Παράλληλα, σε συνέχεια του μουσείου των Ακριτών θα έρχεται, και σε απόσταση από αυτό, το ερευνητικό κέντρο, ως υποστηρικτικό του μουσείου.
κεντρική ιδέα του μουσείου του κάστρου ακολουθεί τα στάδια μιας αρχαιολογικής ανασκαφής και κυριότερα την συντήρηση των φερτών αντικειμένων που ανακαλύπτονται κατά την διαδικασία αυτή. Το κτίριο τοποθετείται εντός της χάραξης και σε μικρή απόσταση από αυτή ώστε ο χώρος που δημιουργείται να είναι η βασική κίνηση εντός του. Η
χάραξη αυτή μετουσιώνεται σε ένα σκληρό, αυστηρό στοιχείο - όριο που βρίσκεται σε κλίση ώστε να δημιουργεί την αίσθηση της εσωστρέφειας. Η πρώτη αίθουσα αναφέρεται στην αναγνώριση του τόπου στο σύνολό του, στην ιστορία
του και στα μεγάλα στοιχεία που το απαρτίζουν μέσω αεροφωτογραφιών, επιγραφών και γραπτών ενδείξεων. Η
δεύτερη και βαρύνουσας σημασίας αίθουσα αποτελείται από τα εργαστήρια των συντηρητών κινητών αντικειμένων.
Εκεί η σημαντική αυτή διαδικασία μετατρέπεται σε διαδραστικό έκθεμα για τους επισκέπτες. Η τρίτη και τελευταία
αίθουσα αφιερώνεται στην έκθεση αυτών των συντηρημένων ευρημάτων. Τα συγκεκριμένα κινητά – φερτά
αντικείμενα είναι πολλά σε αριθμό και σε πολύ καλή κατάσταση.
Στην συνέχεια της βασικής χάραξης βρίσκεται το μουσείο των Ακριτών της Ευρώπης.
Αποτελείται από μια αλληλουχία βιωματικών χώρων που έχουν ως σκοπό την εξιστόρηση των ακριτικών ιδεωδών, μέσω μιας προκαθορισμένης κίνησης με αλλαγές επιπέδων και μιας αρχιτεκτονικής που καθοδηγεί το φως, μέσω αντιθέσεων φωτός και σκιάς, βασισμένη στο ποίημα «ο θάνατος του Διγενή».
“Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε
τρομάζει. Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός
και σείεται ο πάνω κόσμος”
Η πρώτη αίθουσα αποτελεί την
προετοιμασία της μάχης του Διγενή με τον
χάροντα. Μία ράμπα σε παραλαμβάνει από
την είσοδο του μουσείου, αποκρύπτοντας
την ορατότητα του χώρου. Ένας χώρος
ήρεμος, ολόφωτος, όπου η μόνη οπτική
φυγή βρίσκεται στον ουρανό, μια
ενδοσκόπηση για τα πεπραγμένα και μία
προετοιμασία για αυτά που ακολουθούν.
“Κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα
θεμέλια, κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα
τονε σκεπάσει, πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο.”
Σε συνέχεια της κίνησης, η απότομη και
βίαιη κάθοδος προς την άβυσσο. Ο ερχομός
του χάροντα σηματοδοτείται από την
έντονη και τυφλή κατάβαση προς τα κάτω.
«Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον
εχώρει, τα όρη τα διασκέλιζε, βουνού
κορφές επήδα. Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια. Στο γλάκιο και στο
πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τονε
βιγλίζει. Και λάβωσέ ντου την καρδιά και
την ψυχή του πήρε.”
Ο θάνατος του Διγενή Δημοτικό τραγούδι
Στο τέλος της ο θάνατος. Ο Διγενής χάνει
την μάχη. Στο χαμηλότερο επίπεδο, στην
σπηλιά που σηματοδοτεί τον θάνατο. Στον
όγκο που ετοιμάζεται να σε πλακώσει
αφήνοντάς σου μόνο μια σχισμή φωτός μια
σπιθαμή ελπίδας.
"Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;
{Εγώ είμαι η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων, στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.}
Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω!"
Ο Διγενής και ο Χάροντας Κωστής Παλαμάς
Μπορεί ο Διγενής να πέθανε αλλά η κληρονομιά του και η παράδοση η ίδια είναι αυτή που τον ξαναφέρνει στην ζωή, άυλος πλέον να ‘ρθεί να μας διδάξει ότι τα άκρα τα οποία προστατεύει δεν αποτελούν διαχωριστικές γραμμές, αλλά
περάσματα πολιτιστικών παραδόσεων που μοιράζονται οι πληθυσμοί από τη μία και την άλλη μεριά.
Κατά την έξοδο ο επισκέπτης έχει
την επιλογή της μετάβασης από το
μουσείο στο ερευνητικό κέντρο
μέσω μιας γέφυρας, στο οποίο
μπορεί είτε να χρησιμοποιήσει το
αναψυκτήριο, είτε να επισκεφτεί
περιοδικές εκθέσεις, είτε να
παρακολουθήσει διαλέξεις και
συνέδρια στην αντίστοιχη αίθουσα
αλλά και να έχει πρόσβαση στην βιβλιοθήκη.
Ενώ εάν μεταφερθεί στο ισόγειό του μπορεί να επισκεφτεί μία αίθουσα διαλέξεων και έναν πολυχώρο, χώρους διάδρασης και ζύμωσης επισκεπτών κατοίκων και ερευνητών.
Η βασική λειτουργία του
δεύτερου κτιριακού όγκου είναι
το ερευνητικό κέντρο. Χώρος
εργαστηρίων, μικρή βιβλιοθήκη
με πρόσβαση μόνο σε ερευνητές
και χώρος εστίασης των
ερευνητών, βρίσκονται στο
ισόγειό του.
Ενώ στον όροφο βρίσκονται οι
ξενώνες των ερευνητών. Ο
συγκεκριμένος κτιριακός όγκος
έχει δύο ξεχωριστά κτιριακά
προγράμματα. Αν και δημόσια
και τα δύο δεν έχουν
προσβασιμότητα μεταξύ τους. Η
μοναδική τους σχέση είναι οπτική
στο αίθριο του κτιρίου.
Εξερχόμενος από το κτίριο και αφού προσπεράσει την συστοιχία των δέντρων, ο επισκέπτης συναντά τον υποβαθμισμένο κήπο.
Βασίζεται σε τρία βασικά στοιχεία του ελαιώνα, το χώμα, το νερό και την σκιά. Τρία στοιχεία που βρίσκονται κατά
κόρον στον ελλαδικό χώρο αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου. Τοποθετείται ως υπενθύμιση ότι αυτό το
κέντρο πολιτισμού αν και τοποθετημένο στην Παλαιόχωρα αναφέρεται σε ένα ευρύτερο και ανοιχτό κομμάτι κόσμου.
Το παρατηρητήριο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μέσω της οπτικής συσχέτισης του παλιού με το νέο. Της συνολικής
αντίληψης του ορίου και της οπτικής φυγής στον ορίζοντα των ορίων της Ευρώπης.
Ουσιαστικά με αρχή την έννοια του ορίου προσπάθησα να εντοπίσω λοιπές του προβολές (πέραν εκείνης του τείχους
του κάστρου) στο τεχνητό και φυσικό τοπίο της Παλαιόχωρας. Αυτό σε ένα πρώτο επίπεδο. Ταυτόχρονα έλαβα υπόψη
τις ιστορικές αναγνώσεις του ορίου στο χθες και την αναπροσαρμογή τους στο σημερινό κοινωνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι. Το βασικό μου ερώτημα ήταν πως αυτό μπορεί να γίνει εμπειρία και χώρος. Επομένως όλες οι χωρικές ποιότητες στην αρχιτεκτονική μου σύνθεση είναι, βασίζονται, συμπληρώνουν ή αναπροσαρμόζουν την έννοια του ορίου. Είτε αυτό είναι κάθετο στοιχείο από σκυρόδεμα εντός του οικοπέδου, είτε η γραμμή του ορίζοντα.
Ευχαριστώ τον Νίκο Αφορδακό για
την βοήθεια με τις φωτογραφίες
της μακέτας