Κεφάλαιο 1
Ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους δεν έκανε τίποτα μισό, πράγμα που ίσχυε και για τις διαβόητες Δίδυμες Γκρίνφιλντ. Έτσι, οι θρυλικές εταίρες ήταν τώρα ημίγυμνες και προκλητικά ξαπλωμένες στο μακρύ βενετσιάνικο ντιβάνι του σαλονιού. Με τα μάτια του καρφωμένα στη μία από τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ, ο Μέρικ πήρε μια φέτα πορτοκαλιού από έναν ασημένιο δίσκο και την κύλησε νωχελικά μέσα στη ζάχαρη άχνη, χωρίς, ωστόσο, να αδιαφορεί στο ελάχιστο για τα κάλλη του υπέροχου στήθους της που είχε υπερβεί τα όρια της ευπρέπειας από το συνδυασμό του σφιχτοδεμένου δαντελένιου κορσέ και του χαμηλού ντεκολτέ. «Ένας γλυκός πειρασμός αξίζει ακόμα έναν, αγαπητή μου», της είπε με υγρή φωνή, με τα μάτια του να διατρέχουν με νόημα το κορμί της, παρατηρώντας το σφυγμό στη βάση του λεπτού λαιμού της να αναπηδά σε ανταπόκριση της ανοιχτής πρόκλησής του. Ο Μέρικ κύλησε το πορτοκάλι στα ελαφρώς μισάνοιχτα χείλη της, και η άκρη της γλώσσας της τα κατάφερε εξαιρετικά στο γλείψιμο της ζάχαρης, αποδεικνύοντας ότι θα ήταν παραπάνω από ικανή να γλείφει κάτι περισσότερο από τα χείλη της. Ο Μέρικ θα το διασκέδαζε εκείνη τη βραδιά. Και θα το διασκέδαζε ακόμα περισσότερο όταν θα κέρδιζε το στοίχημα που είχε καταχωριστεί πρόσφατα στο διαβόητο βιβλίο στοιχημάτων του Γουάιτ και όταν θα μάζευε τα κέρδη του την επομένη. Σκόπευε ν’ αποκτήσει ένα αξιοσέβαστο ποσό που θα εξισορροπούσε την τελευταία κακοτυχία του στα χαρτιά. Σίγουρα υπήρχαν άντρες που είχαν «αποκτήσει» τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ, αλλά κανένας δεν είχε απολαύσει και τις δύο μαζί. Στην άλλη άκρη του ντιβανιού, η άλλη δίδυμη σούφρωσε ~5~
ντροπαλά τα χείλη. «Κι εγώ, Μέρικ; Εγώ δεν είμαι πειρασμός;» «Εσύ, ομορφιά μου, είσαι μια αυθεντική Εύα». Ο Μέρικ άφησε το χέρι του μετέωρο πάνω από την πιατέλα με τα φρούτα, σαν να διάλεγε με σοβαρότητα το φρούτο που θα πρόσφερε. «Α, για σένα, Εύα μου, ένα σύκο, νομίζω... Για τις απολαύσεις της Εδέμ που περιμένουν έναν άντρα στον κήπο σου». Η λογοτεχνική αναφορά του πήγε χαμένη. Εκείνη σούφρωσε ξανά τα χείλη, μπερδεμένη. «Δε με λένε Εύα». Ο Μέρικ έπνιξε έναν αναστεναγμό. Σκέψου τα χρήματα. Της χάρισε ένα ακόλαστο χαμόγελο, έσπρωξε το σύκο στο στόμα της και της έκανε ένα κομπλιμέντο που θα καταλάβαινε. «Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω ποια από τις δύο είναι η πιο όμορφη». Αλλά σίγουρα ήξερε ποια ήταν η πιο έξυπνη. Κατέβασε το χέρι του στην απεραντοσύνη του εκτεθειμένου στήθους της δεύτερης δίδυμης και διέγραψε απαλά με το δείκτη του έναν κύκλο πάνω στο δέρμα της, κερδίζοντας ένα ντροπαλό χαμόγελο. Η πρώτη δίδυμη του έκανε μασάζ στους ώμους, ενώ ταυτόχρονα τραβούσε τις άκρες του πουκαμίσου του έξω από τη ζώνη. Ήταν ώρα να πιάσει δουλειά. Και τότε συνέβη -ο βαλές του άρχισε να χτυπάει την πόρτα του δωματίου. «Οχι τώρα», φώναξε ο Μέρικ, αλλά τα χτυπήματα επέμειναν. «Ίσως θέλει να μας κάνει παρέα», είπε η πρώτη δίδυμη, ανενόχλητη από τη διακοπή. Ο άνθρωπός του για όλες τις δουλειές δεν αποθαρρύνθηκε. «Συμβαίνει κάτι επείγον, μιλόρδε μου», επέμεινε από την άλλη πλευρά της πόρτας. Που να πάρει, έπρεπε να σηκωθεί και να δει τι ήθελε ο Φίλμορ. Λογοτεχνικές αναφορές που πήγαιναν χαμένες, αδιάκριτοι υπηρέτες που χτυπούσαν την πόρτα... Σίγουρα τα πράγματα θα μπορούσαν να πηγαίνουν και καλύτερα. Ο Μέρικ σηκώθηκε, με το πουκάμισό του να κρέμεται έξω από το παντελόνι. Φίλησε ιπποτικά το χέρι της κάθε δίδυμης. «Ένα λεπτό, αγάπες μου». Διέσχισε αποφασιστικά το δωμάτιο και άνοιξε την πόρτα μόνο μια χαραμάδα. Ο Φίλμορ ήξερε τι έκανε εκεί μέσα, φυσικά, και μάλλον ήξερε και το λόγο. Αλλά αυτό δε σήμαινε πως ο βαλές του έπρεπε να γίνει και αυτόπτης μάρτυρας. Αν το καλοσκεφτόταν, το σκηνικό ήταν κάπως ταπεινωτικό. Ήταν άφραγκος και πουλούσε το μοναδικό πράγμα που ήξερε να κάνει καλύτερα απ’ όλα, ώστε ~6~
να πάρει το μοναδικό πράγμα που χρειαζόταν περισσότερο: πρόσφερε σεξ για χρήματα, παρόλο που κανένας άλλος δεν το συνειδητοποιούσε. «Λέγε, Φίλμορ», είπε ο Μέρικ ανασηκώνοντας υπεροπτικά το φρύδι του. «Τι είναι το τόσο επείγον;» Ο Φίλμορ δεν ήταν ένας συνηθισμένος βαλές. Το ανασηκωμένο φρύδι τον επηρέασε τόσο όσο επηρέασε την όχι-και-τόσοέξυπνη- δίδυμη η αναφορά στον ποιητή Μίλτον. Ο Φίλμορ όρθωσε το ανάστημά του και είπε: «Πρόκειται για τον πατέρα σας, μιλόρδε μου». «Φίλμορ, νομίζω ότι γνωρίζεις πως προτιμώ ν’ αντιμετωπίζω τα προβλήματά μου ένα-ένα». «Μάλιστα, μιλόρδε μου, ό,τι πείτε, αλλά είναι επείγον». «Εντάξει, λέγε, τι συνέβη;» Ο Φίλμορ του έδωσε ένα φύλλο λευκό χαρτί που ήταν ήδη ξεδιπλωμένο. Ο Μέρικ ανασήκωσε ξανά το φρύδι του. «Θα μπορούσες κάλλιστα να μου πεις εσύ, αφού είναι προφανές ότι έχεις ήδη διαβάσει το μήνυμα». Στην πραγματικότητα, ο Φίλμορ θα έπρεπε να επιδείξει τουλάχιστον μια στοιχειώδη μεταμέλεια που διάβασε το μήνυμα κάποιου άλλου, παρόλο που η αδιακρισία του ήταν συχνά ένα προσόν χρήσιμο, αν και όχι τόσο ευγενικό. «Έρχεται στην πόλη. Θα βρίσκεται εδώ μεθαύριο», ανακοίνωσε συνοπτικά ο Φίλμορ, με ύφος ατάραχο και απαθές. Ο Μέρικ ένιωσε κάθε σημείο του κορμιού του που δεν ήταν ήδη σκληρό να σφίγγεται από την ένταση. «Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να φτάσει εδώ το νωρίτερο αύριο το απόγευμα». Ο πατέρας του συνήθιζε να καταφτάνει πιο νωρίς από το προγραμματισμένο -μια απόλυτα σκόπιμη ενέργεια, ώστε να αιφνιδιάζει τον Μέρικ. Όταν έστειλε το μήνυμα για την επικείμενη άφιξή του, ο Μέρικ μπορούσε μόνο να υποθέσει σε ποιο σημείο της διαδρομής βρισκόταν. Κι αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: ότι ο πατέρας του ερχόταν εδώ για να λογαριαστούν. Το συμπέρασμα προαπαιτούσε μια ερώτηση: ποιες φήμες είχαν στείλει τον μαρκήσιο τόσο βιαστικά στην πόλη; Μήπως ήταν οι αμαξοδρομίες στο Ρίτσμοντ; Μάλλον όχι. Είχαν περάσει βδομάδες από τότε. Αν ερχόταν γι’ αυτό, θα είχε έρθει πριν από πολύ καιρό. Μήπως ήταν το στοίχημα για την τραγουδίστρια της όπερας; Έπρεπε να παραδεχτεί ότι το όλο θέμα είχε αποκτήσει περισσότερη δημοσιότητα απ’ όση θα ήθελε ο Μέρικ. Αλλά δεν ήταν η ~7~
πρώτη φορά που έκλεινε συμφωνία για κάποια «δουλειά» μπροστά σε κοινό. «Λέει γιατί;» ρώτησε ο Μέρικ, ψάχνοντας το σύντομο γράμμα. «Δεν είναι εύκολο να συμπεράνουμε το λόγο. Είχαμε πάρα πολλά ζητήματα τον τελευταίο καιρό», απάντησε ο Φίλμορ μ’ έναν απολογητικό αναστεναγμό. «Ναι, ναι, εξάλλου δεν έχει σημασία ποιο περιστατικό τον φέρνει στην πόλη, μόνο ότι δε θα είμαστε εμείς εδώ για να τον υποδεχτούμε». Ο Μέρικ πέρασε το χέρι μέσα απ’ τα μαλλιά του με μια κίνηση ανυπομονησίας. Έπρεπε να σκεφτεί. Και μετά, έπρεπε να δράσει γρήγορα. «Πιστεύετε ότι θα ήταν συνετό κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Φίλμορ. «Εννοώ πως, κρίνοντας από την τελευταία παράγραφο της επιστολής, ίσως θα ήταν προτιμότερο να μέναμε εδώ και να επιδείξουμε την πρέπουσα μετάνοια». Ο Μέρικ κατσούφιασε. «Από πότε παριστάνουμε τους μετανοημένους μπροστά στον πατέρα μου;» Δε φοβόταν ούτε στο ελάχιστο τον πατέρα του. Η αναχώρησή του από την πόλη δεν ήταν πράξη δειλίας, αλλά μια απόδειξη ότι μπορούσε να παίρνει μόνος του αποφάσεις για τη ζωή του. Δε θα έδινε στον πατέρα του την ικανοποίηση να γνωρίζει ότι έλεγχε ακόμα έναν από τους ενήλικους γιους του. Ο πατέρας του έλεγχε οτιδήποτε και οποιονδήποτε βρισκόταν στη διάθεσή του, συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου αδερφού του Μέρικ, του Μάρτιν, που ήταν κι ο κληρονόμος. Ο Μέρικ αρνιόταν να προστεθεί στη συλλογή από μαριονέτες του πατέρα του. «Από τότε που έρχεται στην πόλη για να μας κόψει το επίδομα μέχρι ν’ αναθεωρήσουμε τη συμπεριφορά μας. Το γράφει λίγο πιο κάτω στο σημείωμα», τον πληροφόρησε ο Φίλμορ. Ο Μέρικ σκυθρώπιασε. «Μπορεί να πετσοκόψει όσο θέλει το επίδομα, εφόσον “εμείς” δεν το ακουμπάμε έτσι κι αλλιώς». Είχε αποφασίσει εδώ και χρόνια ότι, για ν’ απελευθερωθεί πραγματικά από τον πατέρα του, δεν έπρεπε να εξαρτάται απ’ οτιδήποτε του πρόσφερε, ούτε καν από το σύνηθες επίδομα που έπαιρνε ο δευτερότοκος γιος. Ο πατέρας του κατέθετε το επίδομα σ’ ένα λογαριασμό στην Κουτς, αλλά ο Μέρικ είχε επιλέξει να ζει από τα κέρδη που του εξασφάλιζε η χαρτοπαιξία ή το αποτέλεσμα ενός προσοδοφόρου στοιχήματος. Συνήθως ήταν αρκετά για να πληρώνει το ~8~
νοίκι και τα ρούχα του. Για τα υπόλοιπα φρόντιζε η άξια κερδισμένη φήμη του στις απολαύσεις της κρεβατοκάμαρας. Ας του έκοβε ο πατέρας του το επίδομα για όσο καιρό ήθελε δεν τον ένοιαζε. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν το γεγονός πως ερχόταν ο πατέρας του. Το μοναδικό πράγμα στο οποίο συμφωνούσαν ήταν η ανάγκη τους για αμοιβαία απόσταση. Ο Μέρικ εκτιμούσε την αυστηρή ηθική του πατέρα του όσο και ο πατέρας του τις δικές του πιο εύκαμπτες αρχές. Ο ερχομός του στο Λονδίνο θα έδινε το φιλί του θανάτου στη Σεζόν του -και ήταν μόλις Ιούνιος. Αλλά ο Μέρικ δεν ήταν ακόμα έτοιμος να παραδώσει τα όπλα. Είχε ανάγκη να σκεφτεί -και είχε ανάγκη να σκεφτεί με το μυαλό του και όχι με άλλα όργανα του σώματός του. Αυτό σήμαινε πως οι δίδυμες έπρεπε να φύγουν. Ο Μέρικ έκλεισε την πόρτα και στράφηκε ξανά στις δίδυμες με μια ιπποτική, απολογητική υπόκλιση. «Κυρίες μου, λυπάμαι, αλλά προέκυψε κάτι επείγον. Θα χρειαστεί να φύγετε». Οι δίδυμες συμμορφώθηκαν, παίρνοντας μαζί τους και την ευκαιρία του ν’ αποκτήσει διακόσιες λίρες σε μια εποχή που τα χρήματα ήταν λίγα και ο χρόνος ακόμα λιγότερος. *** «Φίλμορ, πόσα χρωστάμε;» ρώτησε ο Μέρικ, ξαπλωμένος στο αισθητά πιο άδειο ντιβάνι. Έκανε με το μυαλό του τους υπολογισμούς -ο υποδηματοποιός, ο ράφτης του και διάφοροι άλλοι έμποροι θα έπρεπε να πληρωθούν πριν φύγει. Δε θα έδινε στον πατέρα του την ικανοποίηση να τον βρει χρεωμένο. Μπορεί να του προκαλούσε την ψευδαίσθηση ότι υπήρχε έδαφος για διαπραγματεύσεις. Ανάθεμα, αυτό κι αν ήταν μπέρδεμα. Συνήθως ήταν ικανός διαχειριστής των εισοδημάτων του και αρκετά καλός κριτής χαρακτήρων. Δεν έπρεπε να έχει παίξει χαρτιά με τον Στίβενσον. Ήταν γνωστό ότι ο τύπος έκλεβε. «Εφτακόσιες λίρες, συν το ενοίκιο αυτού του μήνα για τα δωμάτια». «Πόσα έχουμε;» «Γύρω στις οχτακόσιες λίρες στο χέρι». Ήταν όπως το είχε υπολογίσει -αρκετά για να πληρώσει τους λογαριασμούς και να μείνουν και λίγα. Αλλά δεν ήταν αρκετά για να επιβιώσει ακόμα ένα μήνα στην πόλη, ειδικά κατά τη διάρκεια ~9~
της Σεζόν. Το Λονδίνο ήταν μια φριχτά ακριβή πόλη. Ο Φίλμορ ξερόβηξε. «Μπορώ να προτείνω κάτι; Ένας τρόπος για να μειώσουμε τα έξοδά μας θα ήταν να μείνουμε στο οικογενειακό σπίτι. Είναι μεγάλη εξτραβαγκάντσα να πληρώνουμε ενοίκιο για δωμάτια σε μια συνοικία της μόδας». «Να ζήσω με τον πατέρα μου; Όχι, δεν μπορείς να το προτείνεις. Έχω χρόνια να ζήσω μαζί του. Και δε σκοπεύω να ξεκινήσω τώρα, ειδικά επειδή είναι αυτό που θέλει κι ο ίδιος», δήλωσε αναστενάζοντας ο Μέρικ. «Φέρε μου τις προσκλήσεις από το μπροστινό τραπεζάκι». Ο Μέρικ έψαξε το σωρό αναζητώντας κάποια έμπνευση, όπως μια χαρτοπαικτική συνάντηση όπου θα παίζονταν μεγάλα ποσά, ένα Σαββατοκύριακο για εργένηδες στο Νιουμάρκετ που θα τον απομάκρυνε από την πόλη, οτιδήποτε θα μπορούσε να βολέψει την κατάσταση. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα διασκεδαστικό: μια βραδιά μουσικής, ένα βενετσιάνικο πρόγευμα, ένας χορός, όλα στο Λονδίνο, όλα άχρηστα. Τελικά, στον πάτο του σωρού, τη βρήκε: μια πρόσκληση για τη δεξίωση που θα έδινε ο κόμης Φόλκστοουν στο σπίτι του, στην ακτή του Κεντ. Αρχικά, δεν είχε σκεφτεί να πάει. Χρειαζόταν να ταξιδεύει τρεις μέρες σε κακοτράχαλους δρόμους για να φτάσει στο Κεντ και σε μια ακόμα πιο κακοτράχαλη παρέα. Αλλά τώρα η τοποθεσία έμοιαζε ιδανική. Ο Φόλκστοουν ήταν ένας ιδιότροπος, συντηρητικός τύπος, αλλά ο Μέρικ ήξερε από την εποχή της Οξφόρδης τον κληρονόμο του, τον Τζέιμι Μπερκ, και είχε παρευρεθεί σ’ ένα σουαρέ της λαίδης Φόλκστοουν στην αρχή της Σεζόν, πράγμα που εξηγούσε πώς προέκυψε η πρόσκληση. Είχε υπάρξει ο ιδανικός καλεσμένος, φλερτάροντας όλες τις άσχημες δεσποινίδες μέχρι που άνθισαν. Οι κυρίες συμπαθούσαν έναν καλεσμένο που έκανε το καθήκον του - και ο Μέρικ ήξερε πολύ καλά πώς να κάνει το καθήκον του. «Ετοίμασε τις βαλίτσες μας, Φίλμορ. Πάμε στο Κεντ», είπε ο Μέρικ με μια σιγουριά που δεν ένιωθε. Δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις, ήξερε καλά πως ένα πάρτι στο Κεντ δε θ’ αποτελούσε τη λύση στα προβλήματά του. Ήταν απλώς μια προσωρινή σωτηρία. Το Λονδίνο ήταν ακριβό, ναι, αλλά η ελευθερία του αποδεικνυόταν ακόμα πιο ακριβή. *** Ύστερα από τρεις μέρες έφιππης πορείας, ο Μέρικ ευχόταν να ~ 10 ~
μην είχε πάρει ποτέ την απόφαση να ταξιδέψει στο Κεντ. Ακριβώς αυτό σκεφτόταν την ώρα που πετάχτηκαν μπροστά του δύο ληστές. Ο Μέρικ συγκρότησε το άλογό του και έβρισε μέσα απ’ τα δόντια του. Ανάθεμα και πάλι ανάθεμα, απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του Φόλκστοουν. Το χέρι του κατέβηκε προσεκτικά στην τσέπη του πανωφοριού του, όπου έκρυβε το πιστόλι του. Ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο για ληστές ν’ αποτολμούν μια επίθεση στις τρεις το απόγευμα, όταν ο καλός κόσμος ετοιμαζόταν να πάρει το τσάι του. Αλλά, με δεδομένη την παρούσα κατάσταση της βρετανικής οικονομίας, δε θα το θεωρούσε υποτιμητικό για τον οποιονδήποτε. Ωστόσο, ήταν πολύ ατυχές ότι εκείνη τη στιγμή είχε απομείνει μόνος, καθώς είχε προχωρήσει πιο μπροστά από τον Φίλμορ και τις αποσκευές τους. «Είναι κλειστός ο δρόμος, φίλοι μου;» φώναξε ο Μέρικ, διαγράφοντας έναν επιδεικτικό κύκλο με το άλογό του. Τα δικά τους άλογα φαίνονταν ζωηρά και καλοταϊσμένα. Ωραία. Είχε πέσει πάνω σε δύο τύπους από το πιο επιτυχημένο είδος ληστών που έθεταν στο στόχαστρό τους ταξιδιώτες. Το χέρι του Μέρικ σφίχτηκε γύρω από το πιστόλι του. Είχε πληρώσει τους λογαριασμούς του, και τα τελευταία χαρτονομίσματά του ήταν ασφαλή στην τσέπη του. Δεν επρόκειτο να παραδώσει τα τελευταία του χρήματα. Οι δύο ληστές, με τα πρόσωπα καλυμμένα από μαύρα μαντίλια που άφηναν να φαίνονται μόνο τα μάτια τους, αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Ο ένας τους γέλασε και του απάντησε ειρωνικά, μιμούμενος το ευγενές ύφος του: «Για εσάς είναι κλειστός, καλέ μου κύριε». Ο άντρας κούνησε επιδεικτικά στον αέρα το πιστόλι του με την άνεση κάποιου που είναι από καιρό συνηθισμένος να χειρίζεται όπλα. «Δε θέλουμε τα λεφτά σας, θέλουμε τα ρούχα σας. Κάντε μας τη χάρη, λοιπόν, να γδυθείτε, για ν’ απολαύσουμε το θέαμα». Τα πράσινα μάτια του δεύτερου ληστή έλαμψαν κοροϊδευτικά. Ο ήλιος λαμπύρισε πάνω στη λαβή του όπλου. Το χέρι του Μέρικ απομακρύνθηκε από το πιστόλι του κι ένα αργό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Ακινητοποίησε το άλογό του και κοίταξε κατάματα τους δύο «ληστές». «Ας Μπίντβιρ! Ρίορνταν Μπάρετ, τι έκπληξη να σας συναντώ εδώ!» Ο πρασινομάτης με το πιστόλι κατέβασε το μαντίλι του. «Πώς το κατάλαβες;» ~ 11 ~
Ο Μέρικ χαμογέλασε. «Κανένας άλλος στην Αγγλία δεν έχει σμαράγδια στη λαβή του πιστολιού του». «Που να πάρει, ήταν καλή πλάκα». Ο Ας έριξε μια πικρόχολη ματιά στο όπλο του, λες και το πιστόλι ήταν ο μοναδικός λόγος που χάλασε το αστείο. «Ξέρεις πόση ώρα καθόμαστε εδώ περιμένοντας;» «Κι είναι τρομερά βαρετό να περιμένεις τόση ώρα κάτω απ’ τον ήλιο», πετάχτηκε ο Ρίορνταν. «Μα για ποιο λόγο περιμένατε;» Ο Μέρικ οδήγησε το άλογό του δίπλα στους φίλους του και συνέχισαν μαζί το δρόμο τους. «Είδαμε το άλογό σου έξω απ’ το πανδοχείο χθες το βράδυ και ο ιπποκόμος είπε πως πας στους Φόλκστοουν για τη δεξίωση», παραδέχτηκε ο Ας μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Κι εφόσον πηγαίναμε κι εμείς εκεί, σκεφτήκαμε να σχεδιάσουμε μια μικρή συνάντηση». «Θα μπορούσαμε να έχουμε συναντηθεί πάνω από μια πίντα μπίρα κι ένα πιάτο κουνέλι στιφάδο χθες το βράδυ», πρότεινε ο Μέρικ. Να πλευρίζεις φίλους με πιστόλια ήταν κάπως παρανοϊκό, ακόμα και για τον Ας. «Αυτό δε θα είχε πλάκα. Άλλωστε, ήμασταν απασχολημένοι με τη σερβιτόρα και την αδερφή της». Ο Ρίορνταν έβγαλε ένα μπακιρένιο φλασκί και ρούφηξε μια γερή γουλιά. «Είναι χάλια αυτή η Σεζόν. Το Λονδίνο ήταν εντελώς βαρετό». Τόσο βαρετό ώστε να φαίνεται δελεαστική ακόμα και μια δεξίωση στο Κεντ; Έμοιαζε απίθανο. Ο Μέρικ κοίταξε πιο προσεκτικά το φίλο του. Τα σημάδια της κούρασης ήταν εμφανή στο πρόσωπο του Ρίορνταν, αλλά ο Μέρικ δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει αν ήταν καλά, καθώς ο Ας διέκοψε τις σκέψεις του. «Τι θα έλεγες για ένα μπάνιο;» Το κεφάλι του Μέρικ στράφηκε προς τον Ας. «Τι; Μπάνιο;» Μήπως ο Ας είχε χάσει πλέον εντελώς τα λογικά του; Από καιρό υποψιαζόταν ότι ο φίλος του δε διέθετε τη λογική της υπόλοιπης ανθρωπότητας -ήταν πάντα αυτός που έπαιρνε το ρίσκο. «Όχι σε μπανιέρα, φιλαράκο», απάντησε ο Ας, διαβάζοντας τη σκέψη του. «Εδώ έξω, πριν πάμε στη δεξίωση. Υπάρχει μια μικρή λίμνη μετά το επόμενο ύψωμα, αν θυμάμαι καλά την περιοχή. Θα είναι ευκαιρία να ξεπλύνουμε τη σκόνη απ’ το ταξίδι και να βρεθούμε για λίγο στη φύση πριν ασπαστούμε την αφύσικη τυπικότητα μιας δεξίωσης στην εξοχή, όπου...» -ο Ας έκανε μια παύση για εντυπωσιασμό και συνέχισε με ακόμα πιο υπερβολικό ύφος~ 12 ~
«...τα πάντα θα έπρεπε να είναι φυσικά, αλλά δυστυχώς δεν είναι». «Υπέροχη ιδέα, ένα μπάνιο είναι ό,τι πρέπει. Τι λες κι εσύ, Μέρικ; Ένα μπάνιο πριν απ’ το τσάι και τις κυρίες;» Ήταν προφανές ότι ο Ρίορνταν ψήφισε υπέρ, σπιρουνίζοντας το καστανό του άλογο που απομακρύνθηκε καλπάζοντας. Ενώ το ανάλαφρο αεράκι ανακάτωνε τα σκουρόχρωμα μαλλιά του, ο Ρίορνταν φώναξε πάνω απ’ τον ώμο του: «Σας παραβγαίνω! Έχω το φλασκί!» «Μα δεν ξέρεις πού πας!» φώναξαν ταυτόχρονα ο Ας κι ο Μέρικ. Πάντα αυτό γινόταν, ακόμα και στην Οξφόρδη -ο Ρίορνταν δεν έδινε καμία σημασία στις λεπτομέρειες, αρπάζοντας την απόλαυση της στιγμής και αγνοώντας τις συνέπειες. Ο Μέρικ αντάλλαξε ένα βλέμμα όλο σημασία με τον Ας. «Ένας λόγος παραπάνω για να παραβγείτε μαζί μου...» Ο αέρας μετέφερε τα λόγια του προς τα πίσω, πάνω από τον ήχο των οπλών στο πατημένο χώμα. Δε χρειάστηκαν άλλη ενθάρρυνση για να σπιρουνίσουν τα άλογά τους και να τον ακολουθήσουν. Βρήκαν τη λιμνούλα, κι ήταν έτσι όπως ακριβώς τη θυμόταν ο Ας: μια δροσερή, σκιερή όαση μ’ ένα γάργαρο ρυάκι, ιδανική για ένα καλοκαιρινό μπάνιο, καθώς οι φουντωτές ιτιές την έκρυβαν από τα μάτια των περαστικών. Ο Μέρικ προσπέρασε τους φίλους του και έβγαλε βιαστικά τα ρούχα του, κυριευμένος από μια ξαφνική επιθυμία να νιώσει το παγωμένο νερό στο καυτό δέρμα του. Βούτηξε αμέσως, χωρίς να μπει στον κόπο να ελέγξει πρώτα τα νερά. Το νερό έκλεισε πάνω από το κεφάλι του και ο Μέρικ ένιωσε σαν να λυτρωνόταν και να εξαγνιζόταν. Άρχισε να διασχίζει τη λιμνούλα με μακριές απλωτές και να χτυπάει δυνατά τα πόδια του. Κάθε απλωτή τον οδηγούσε όλο και πιο μακριά από το Λονδίνο, από τον πατέρα του, από την αδιάκοπη μάχη του για την ελευθερία του και το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του, παρόλο που δεν ήξερε ακριβώς ποιος ήταν ο πραγματικός του εαυτός. Όσο βρισκόταν μες στο νερό, ήταν καθαρός. Τον πλημμύρισε ένα αίσθημα αγαλλίασης και βγήκε στην επιφάνεια τινάζοντας το νερό από τα μαλλιά του. Ο Ας τον κοίταζε, όρθιος και μεγαλοπρεπώς γυμνός πάνω σ’ ένα βράχο σαν θεός των θαλασσών. Ο Μέρικ άπλωσε το χέρι του, έπιασε το πόδι του Ας και τον τράβηξε. «Έλα μέσα, το νερό είναι υπέροχο». Ο Ας άφησε μια αναξιοπρεπή κραυγή, καθώς η βαρύτητα και ~ 13 ~
ο Μέρικ τον τράβηξαν μες στη λίμνη. «Ρίορνταν, έλα μέσα και βοήθησέ με!» Ακολούθησε μια ξαφνική κίνηση στην όχθη, καθώς ο Ρίορνταν γραπώθηκε από μια γερή κληματσίδα και προσγειώθηκε στο πεδίο της μάχης. Και μετά ακολούθησε το χάος -αυτό το ευχάριστο χάος που ξεπλένει τα χρόνια και τα βάσανα. Πάλεψαν μες στο νερό, σκαρφάλωσαν στις όχθες μετατρέποντας το χώμα σε λάσπη με τα βρεγμένα σώματά τους, διέτρεξαν την περίμετρο του άδυτού τους με δυνατές κραυγές ενθουσιασμού, μόνο και μόνο για να βουτήξουν πάλι μέσα και ν’ αρχίσουν από την αρχή. Με την εκλεπτυσμένη συμπεριφορά που απαιτούσαν το Λονδίνο και οι διασκεδάσεις του, ο Μέρικ είχε χρόνια να νιώσει τέτοια ανεπιτήδευτη χαρά. Η καλή κοινωνία του Λονδίνου θα σοκαριζόταν βλέποντας τρία μέλη της να συμπεριφέρονται με τέτοια ανέμελη, γυμνή εγκατάλειψη. Αλλά γιατί όχι: Δεν τους έβλεπε κανείς.
~ 14 ~
Κεφάλαιο 2
Δόξα τω Θεώ, τώρα δεν την έβλεπε κανείς. Ντυμένη μ’ ένα σκουροπράσινο ριχτό, βολικό φόρεμα και χαμηλές μπότες, η Αλίξ ήξερε ότι δεν έμοιαζε καθόλου με καθωσπρέπει κόρη κόμη. Η οικογένειά της θα πάθαινε κρίση. Ακόμα μία κρίση. Και η οικογένειά της ήθελε να παθαίνει όσο το δυνατόν λιγότερες κρίσεις. Πράγμα που πιθανότατα ήταν και ο λόγος που την άφησαν να περιπλανιέται, παρά το γεγονός ότι κατέφταναν οι καλεσμένοι για την πολυαναμενόμενη δεξίωση του μεσοκαλόκαιρου. Εκείνη τη στιγμή, την Αλίξ δε θα την ένοιαζε ακόμα κι αν περίμεναν να έρθει ο ίδιος ο βασιλιάς. Είχε στη διάθεσή της ένα πολύτιμο απόγευμα ελευθερίας. Ο καιρός ήταν υπέροχος, και απολάμβανε την περιπλάνησή της στα πιο μακρινά όρια της οικογενειακής ιδιοκτησίας. Ήταν ατίθαση, όμως, κι έτσι ίσως ν’ απομακρυνόταν περισσότερο. Είχε στο μυαλό της έναν συγκεκριμένο προορισμό -ένα παλιό καλοκαιρινό σπιτάκι στα νεφελώδη όρια της ιδιοκτησίας, όπου θα μπορούσε να βολευτεί με τα βιβλία της και τη δουλειά της, όλα μαζί τακτοποιημένα προσεκτικά σε μια πάνινη τσάντα κρεμασμένη στον ώμο της. Πλησίαζε στο καλοκαιρινό σπιτάκι. Το μονοπάτι έκλεινε όλο και περισσότερο απ’ τις φτέρες και ήταν σχεδόν κρυμμένο από τα μάτια του κόσμου, καθώς η Αλίξ προχωρούσε όλο και πιο βαθιά στη δασώδη περιοχή. Χαμογέλασε και παραμέρισε την άγρια βλάστηση. Ήταν δροσερά εδώ, κάτω απ’ τα δέντρα. Α, να το. Άνοιξε το βήμα της, ανεβαίνοντας δυο δυο τα φθαρμένα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο. Η Αλίξ άνοιξε την πόρτα και αναστέναξε. Το παλιό σπίτι ήταν ~ 15 ~
τέλειο. Θα έπρεπε να φτιάξει ένα καταφύγιο εκεί πέρα. Θα μπορούσε να βουτήξει διάφορα πράγματα από τις σοφίτες. Η Αλίξ άφησε κάτω την τσάντα της και επιθεώρησε τον ανοιχτό χώρο. Ήταν περισσότερο ένα θερινό περίπτερο παρά ένα σπίτι, αλλά διέθετε απεριόριστες δυνατότητες -ήταν ένα μέρος όπου θα μπορούσε να είναι μόνη, μακριά από τον αποκρουστικό γείτονα της οικογένειας, τον Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ, μακριά απ’ όλους και από τις προσδοκίες που έτρεφαν για τη ζωή της. Η Αλίξ έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Α, ναι, ήταν μόνη κι ένιωθε υπέροχα. Και τότε άκουσε εκείνο τον ήχο που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν εντελώς μόνη. Η Αλίξ έστρεψε το κεφάλι της προς τον ήχο. Κραυγή πουλιού; Ακούστηκε ξανά -σίγουρα δεν ήταν πουλί. Ήταν ανθρώπινη κραυγή. Ω Θεέ μου. Η λίμνη. Ξαφνικά, ο νους και το σώμα της σήμαναν συναγερμό. Κάποιος μπορεί να κινδύνευε. Διέσχισε το δάσος τρέχοντας προς την κατεύθυνση των κραυγών. *** Η Αλίξ όρμηξε στο ξέφωτο της λίμνης και σταμάτησε απότομα και πολύ αργά για να σκεφτεί ν’ ανακοινώσει την παρουσία της, μόλις έγινε ξεκάθαρο ότι το μοναδικό πράγμα που κινδύνευε ήταν η ευπρέπειά της. Τρεις άντρες χοροπηδούσαν στο νερό, βουτούσαν, πάλευαν... Και την κοίταζαν. Ω Θεέ μου, την κοίταζαν. Δεν ήθελε να τη δουν. Δεν της άξιζε κάτι τέτοιο επειδή φέρθηκε σαν καλός Σαμαρείτης. Είχε τρέξει σαν τρελή να βοηθήσει τρεις άντρες που κολυμπούσαν γυμνοί στην κρυφή λίμνη. Κάποιος τουλάχιστον θα έπρεπε να είχε την ευγένεια να πνίγεται πραγματικά. «Γεια, μήπως κάνουμε πολύ θόρυβο; Πιστεύαμε πως δεν ήταν κανένας εδώ γύρω», είπε χαλαρά ένας από τους άντρες, ανενόχλητος από την απρόσμενη εμφάνισή της. Απομακρύνθηκε από τους συντρόφους του και προχώρησε προς την όχθη, με το νερό που υποχωρούσε να αποκαλύπτει κάθε υπέροχο εκατοστό του σώματός του, μέχρι που η Αλίξ σιγουρεύτηκε για δύο πράγματα: πρώτον, ποτέ άλλοτε στη ζωή της δεν είχε δει τόσο καλοφτιαγμένο ~ 16 ~
άντρα και, δεύτερον, ο καλοφτιαγμένος άντρας ήταν αναμφισβήτητα γυμνός. Θα έπρεπε να γυρίσει αλλού το βλέμμα της. Αλλά πού αλλού; Στα μάτια του; Ήταν τόσο υπνωτιστικά, ούτε ο ουρανός δεν είχε χρώμα τόσο γαλανό... Στο στήθος του; Ήταν τόσο δυνατό και καλοκαμωμένο... Στους σκληρούς μυς στην κοιλιά του; Η κοιλιά του! Ω Θεέ μου, δεν περίμενε ότι το βλέμμα της ή το νερό θα έφτανε τόσο χαμηλά. Εκείνος προχωρούσε ακόμα προς το μέρος της, αδιάφορος για τη γύμνια του. Η Αλίξ έπρεπε να τον σταματήσει, αλλιώς θα έβλεπε περισσότερα από τους σκληρούς μυς της κοιλιάς του. Η υποτιθέμενη καλή ανατροφή της την πρόδωσε εντελώς. Τα μάτια της παρέμειναν καρφωμένα στο σημείο κάτω από την κοιλιά του αγνώστου. Ήταν πλέον θέμα δευτερολέπτων να αποκαλυφθούν τα πάντα. Έπρεπε να πει κάτι. Αλλά τι έλεγε κάποιος σ’ έναν γυμνό άντρα σε μια λιμνούλα; Επέλεξε μια χαλαρή προσέγγιση και προσπάθησε ν’ ακουστεί σαν να συναντούσε συχνά γυμνούς άντρες. «Μη βγαίνετε έξω για χάρη μου. Εγώ θα φύγω. Άκουσα τις φωνές και νόμισα ότι κάποιος μπορεί να χρειαζόταν βοήθεια». Ωραία. Ακούστηκε σχεδόν φυσιολογική. Η Αλίξ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, αλλά σκόνταψε σ’ ένα κούτσουρο μισοθαμμένο στην όχθη. Και προσγειώθηκε με φόρα στα οπίσθιά της. Ένιωσε τα μάγουλά της να γίνονται κατακόκκινα. Κάπου εδώ μάλλον η συμπεριφορά της έπαψε να φαίνεται άνετη και φυσιολογική. Ο άντρας γέλασε, αλλά όχι ειρωνικά, και συνέχισε να προ-χωράει προς το μέρος της. Είχε αποκαλυφθεί πλήρως τώρα, και το μόνο που μπορούσε να κάνει η Αλίξ ήταν να καρφώσει το βλέμμα της στο κορμί του. Ο αντρισμός του ήταν τόσο μεγαλοπρεπής, που για μια στιγμή η Αλίξ ξέχασε να νιώσει ντροπή, με την περιέργειά της αχαλίνωτη μπροστά στην εικόνα του. Ο άντρας ήταν όμορφος -κι εκείνο το σημείο του σώματός του ήταν όμορφο μ’ έναν άγριο, πρωτόγονο τρόπο. Η Αλίξ δεν το περίμενε. «Φαίνεται πως τελικά κάποιος χρειάζεται βοήθεια». Ο άγνωστος γυμνός άντρας στάθηκε από πάνω της με το χέρι απλωμένο, όχι πως η Αλίξ έδινε ιδιαίτερη προσοχή στο χέρι, όταν υπήρχαν άλλα μέλη του τόσο κοντά της. ~ 17 ~
«Όχι, αλήθεια, είμαι μια χαρά». Οι λέξεις τής ξέφυγαν βιαστικές και μπερδεμένες, καθώς το αίσθημα της ευπρέπειας άρχισε να επιστρέφει. «Μην είσαι πεισματάρα, δώσ’ μου το χέρι σου. Θες να ξαναπέσει;» «Α, ναι, το χέρι μου». Η Αλίξ έδωσε το χέρι της λες και μόλις το είχε ανακαλύψει και έσυρε τα μάτια της λίγο πιο πάνω από το στήθος του, ως το πρόσωπό του. Της χαμογελούσε με όλο του το είναι: το χαμόγελο του ήταν πλατύ και λαμπερό, τα μάτια του πιο γαλάζια κι από το κυανό χρώμα του αγγλικού καλοκαιρινού ουρανού. Την τράβηξε όρθια, χωρίς να νιώθει την παραμικρή αμηχανία για την αδαμιαία περιβολή του. «Να υποθέσω ότι βλέπεις πρώτη φορά γυμνό άντρα;» «Τι;» Της πήρε ένα λεπτό για να καταλάβει την ερώτηση. Ήταν ήδη δύσκολο να κρατήσει τα μάτια της μακριά από την περιοχή των μηρών του, πόσω μάλλον να παρακολουθήσει και μια συζήτηση. Αποφάσισε να παραστήσει την έμπειρη γυναίκα, με την ελπίδα να ανακτήσει την αξιοπρέπειά της. «Όχι. Για την ακρίβεια, έχω δει πολλούς...» Εδώ μπερδεύτηκε λίγο. Πού θα μπορούσε να τους είχε δει; «Σε έργα τέχνης;» τη βοήθησε ευγενικά, ενώ στάλες νερού γυάλιζαν σαν διαμάντια στα ανοιχτόξανθα μαλλιά του. «Έχω δει τον Δαβίδ», απάντησε κοφτά, νιώθοντας ότι ο άγνωστος την προκαλούσε. Ήταν αλήθεια. Τον είχε δει σε εικόνες, αλλά δεν είχε καμία σχέση με αυτόν τον άντρα, που στεκόταν περήφανος και τολμηρός στο φως του ήλιου, με όλα τα αγαθά του σε κοινή θέα. Τα μάτια της στράφηκαν στις όχθες της λίμνης, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να μην κοιτάζει αυτά τα αγαθά. Το λάθος ήταν αποκλειστικά δικό του. Δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να φορέσει κάποια από τα ρούχα που ήταν πεταμένα εκεί κοντά. Τι είδους άντρας στέκεται γυμνός μπροστά σε μια κυρία; Όχι το είδος που είχε συνηθίσει να συναντάει στους αριστοκρατικούς κύκλους των γονιών της. Και μόνο μ1 αυτή τη σκέψη, ένα ρίγος έξαψης διέτρεξε το κορμί της, ενώ ταυτόχρονα έπιανε το πιο κοντινό ρούχο. «Πρέπει να καλυφθείτε, κύριε». Η Αλίξ του έτεινε το πουκάμισο. Δεν το έκανε με χαρά, αλλά ήταν εντελώς απαραίτητο για κοινωνικούς λόγους. Κανένας δεν έπιανε συζήτηση χωρίς να φοράει τα ρούχα του. ~ 18 ~
Εκείνος πήρε το πουκάμισο, με τα μάτια του να την κοιτάζουν γελαστά. «Πρέπει; Είχα την εντύπωση ότι απολάμβανες τη θέα». «Νομίζω ότι ο μόνος που την απολάμβανε είστε εσείς», ανταπάντησε η Αλίξ, επιστρατεύοντας όλη την οργή που θα έπρεπε να αισθάνεται ύστερα απ’ αυτή την προσβολή στην ευπρέπειά της. Ανασήκωσε προκλητικά το φρύδι του. «Εγώ τουλάχιστον θα το παραδεχτώ». Το σχόλιο βρήκε πράγματι το στόχο του. Η Αλίξ έσφιξε τους ώμους της. «Είστε ο πιο αγενής άνθρωπος που έχω γνωρίσει». Με σώμα θεού και πρόσωπο αγγέλου. «Πρέπει να πηγαίνω». Τίναξε τη φούστα της για ν’ απασχολήσει τα χέρια της. «Βλέπω ότι όλοι είναι εντάξει. Θα συνεχίσω το δρόμο μου». Αυτή τη φορά κατάφερε να βγει από το ξέφωτο χωρίς να σκοντάψει σε σκόρπια κούτσουρα. *** Ο Μέρικ την παρακολουθούσε να φεύγει γελώντας. Πέρασε τα χέρια του από τα μανίκια του πουκαμίσου του, αν και είχε αποφασίσει μάλλον αργά να σεβαστεί τα όρια της ευπρέπειας. Ίσως η συμπεριφορά του δεν έπρεπε να ήταν τόσο περιπαικτική. Αλλά το διασκέδαζε πολύ και, άλλωστε, ούτε εκείνη είχε κάνει πίσω. Ήξερε πότε μια γυναίκα ήταν περίεργη και πότε ήταν ειλικρινά σοκαρισμένη. Αυτό το πλάσμα με το απαίσιο φόρεμα δεν ήταν με τίποτα τόσο σοκαρισμένο όσο υποστήριζε. Τα όμορφα σκούρα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα από περιέργεια, κοιτάζοντας αχόρταγα το σώμα του. Ο Μέρικ έπιασε το παντελόνι του και το φόρεσε. Για να λέμε την αλήθεια, προσπάθησε να τραβήξει το βλέμμα της, αλλά η υγιής περιέργεια είναι δύσκολο να κατανικηθεί, κι εκείνη είχε χάσει απ’ την αρχή τη μάχη. Όχι πως είχε ενοχληθεί από αυτή την αθώα εξέταση της αντρικής ανατομίας. Δεν ήταν η πρώτη γυναίκα που τον είχε δει χωρίς ρούχα. Είχε σταθεί γυμνός μπροστά σε πολλές. Οι γυναίκες λάτρευαν το κορμί του, με τις λυγερές γραμμές και τα μυώδη μέλη. Η λαίδη Μάνσφιλντ τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε - και, μάλιστα, δημόσια- «όγδοο θαύμα του κόσμου». Η λαίδη Φέργουερθ είχε περάσει νύχτες ολόκληρες θαυμάζοντας για ώρες το σώμα του. Τον έβαζε πάντα να της φέρνει πράγματα από ~ 19 ~
διάφορα σημεία του δωματίου, ώστε να τον παρακολουθεί να κινείται ολόγυμνος μες στο χώρο. Τον ίδιο δεν τον πείραζε. Κατανοούσε τις ανάγκες αυτών των έμπειρων γυναικών και, με τη σειρά τους, κατανοούσαν τις δικές του. Αλλά εκείνη τη μέρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το βλέμμα της ήταν αθώο και αμόλυντο. Ήταν φανερό ότι δεν είχε ξαναδεί γυμνό άντρα. Ακόμα και τώρα, αυτή η σκέψη άναψε φωτιά στα λαγόνια του. Είχε φανεί έκπληκτη αλλά όχι και τρομαγμένη από τις ανακαλύψεις της. Αντίθετα, έμοιαζε μάλλον ικανοποιημένη. Η αντίδρασή της είχε ξυπνήσει μέσα του μια πρωτόγνωρη ερωτική επιθυμία. Είχαν περάσει αιώνες από τότε που είχε υπάρξει ο πρώτος γυμνός άντρας στη ζωή κάποιας γυναίκας. Και το σπουδαιότερο, του είχε φανεί ελκυστική η ευθύτητά της. Ο Μέρικ κατάλαβε ότι μπορούσε να υπερβεί τα όρια της ευπρέπειάς της. Παρά την αδεξιότητά της, κατάλαβε ότι ήταν δυναμική και τολμηρή. Οι αβοήθητες δεσποινίδες δεν τρέχουν μες στο δάσος για να σώσουν κάποιον που πνίγεται. Δεν τον είχε απογοητεύσει. Οι έξυπνες απαντήσεις της του είχαν φανεί εξίσου απολαυστικές με το καυτό, αθώο βλέμμα της. Κρίμα που δεν ήξερε το όνομά της. Θα ήταν αναγκασμένος να καεί μόνος του στη φωτιά του πόθου. *** Τα μάγουλα της Αλίξ έκαιγαν ακόμα όταν επέστρεψε στο καλοκαιρινό σπιτάκι. Κάθισε να διαβάσει το βιβλίο της, αποφασισμένη να συγκεντρωθεί στην ανάγνωση και να μη σκέφτεται τη συνάντηση στη λίμνη. Αλλά το μυαλό της επαναστατούσε, καθώς προτιμούσε να θυμάται με ζωηρές λεπτομέρειες το μυώδες στήθος, τη γυμνασμένη κοιλιά και τους καλοφτιαγμένους γοφούς που κατέληγαν στο πιο αρρενωπό σημείο του κορμιού του. Κι εκείνο το χαμόγελο. Ακόμα και τώρα, αυτό το πονηρό χαμόγελο προκαλούσε ένα παράξενο φτερούγισμα στο στομάχι της. Την είχε φλερτάρει. Αυτά τα ζωηρά γαλάζια μάτια ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν, πόσο αναστάτωναν τις αισθήσεις της. Και είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία φορά που κάποιος την είχε φλερτάρει. Βέβαια, ο τρόπος που την είχε φλερτάρει αυτός ο άντρας ήταν εντελώς ανορθόδοξος. Μέχρι εκείνη τη μέρα, δεν είχε δει ποτέ ά~ 20 ~
ντρα χωρίς το πουκάμισό του. Μάλλον, αν το σκεφτόταν καλύτερα, δεν είχε δει καν άντρα χωρίς το γιλέκο του. Ένας τζέντλεμαν δεν τολμάει να βγάλει ούτε το σακάκι του μπροστά σε μια κυρία, ενώ αυτός ο άντρας είχε βγάλει πολλά παραπάνω από το πουκάμισό του. Πράγμα που σήμαινε ότι αυτός ο άγνωστος αποκλείεται να ήταν τζέντλεμαν. Η Αλίξ κοκκίνισε κι ένιωσε ξανά αυτή την παράξενη έξαψη. Είχε δει έναν αληθινό, ζωντανό γυμνό άντρα. Από κοντά. Από πολύ κοντά. Πάρα πολύ κοντά. Και της είχε φανεί υπέροχος. Πράγμα που σήμαινε ότι κι η ίδια δεν ήταν πολύ καλύτερη απ’ αυτόν τον άντρα. Άραγε, τι ήταν; Περίεργη; Ανήθικη; Κάτι περισσότερο; Σίγουρα δεν ήταν σεμνότυφη, παρά την αριστοκρατική ανατροφή της. Εξάλλου, είχε κοιτάξει εξίσου πρόθυμα το θέαμα που εκείνος είχε επιδείξει. Η Αλίξ συγκρότησε την παρόρμησή της να δροσιστεί με τη βεντάλια της σαν να ήταν καμιά σαχλή δεσποινίδα. Έπρεπε να συνέλθει και να ξεμπερδεύει μ’ αυτή τη γελοία ονειροπόληση. Εκείνη τη μέρα δεν είχε δει τίποτα παραπάνω από τα δώρα που είχε προσφέρει ο Θεός στο ανθρώπινο είδος. Άλλωστε με τα ίδια δώρα ήταν προικισμένος κάθε άντρας -δηλαδή, ο μισός πληθυσμός. Ορίστε. Είχε καταφέρει να εξετάσει τη φιλοσοφική πλευρά του θέματος. Αλλά απέτυχε πλήρως να διώξει απ’ το μυαλό της την εικόνα αυτού του άντρα. Έπρεπε να το παραδεχτεί: αυτός ο άγνωστος την είχε αναστατώσει. Της ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί, κι έτσι έβαλε πάλι το βιβλίο στην τσάντα της. Θα επέστρεφε στο σπίτι της, κι αν χαμογελούσε σαν ελαφρόμυαλη ανόητη σε όλο το δρόμο της επιστροφής, ας ήταν. *** Μέχρι να φτάσει στην ασφάλεια των δωματίων της, η Αλίξ είχε προλάβει να τακτοποιήσει τις σκέψεις της. Πράγματι χαμογελούσε σε όλο το δρόμο για το σπίτι. Μπορεί ακόμα και να συνέχιζε να χαμογελάει στη διάρκεια της ανιαρής βραδιάς που την περίμενε. Αν οι άνθρωποι ήθελαν να πιστεύουν ότι χαμογελούσε σ’ εκείνους, θα τους έκανε τη χάρη. Μόνο η ίδια θα γνώριζε την πραγματική αιτία. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ~ 21 ~
τίποτα κακό στο μυστικό της. Ο άντρας απ’ τη λίμνη δεν την ήξερε και σίγουρα δε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά, παρά μονάχα ίσως στα όνειρά της. Αλλά οι νεοαποκτηθείσες γνώσεις της την έκαναν να νιώθει πολύ πιο έμπειρη απ’ ό,τι τέσσερις ώρες νωρίτερα και, για να το γιορτάσει, ντύθηκε λίγο πιο προσεκτικά απ’ όσο συνήθιζε. Είχε βάλει την καμαριέρα της να της ετοιμάσει την αχνογάλαζη βραδινή τουαλέτα της με την καφέ μπορντούρα και το χαμηλό ντεκολτέ. Το συγκεκριμένο φόρεμα αποτελούσε μια από τις λιγοστές εξαιρέσεις στην κατά τα άλλα σεμνή γκαρνταρόμπα της. Πάντα την ενδιέφεραν πολύ περισσότερο τα βιβλία και τα χειρόγραφά της παρά τα ρούχα και τα μέλη της καλής κοινωνίας, ένα γεγονός που η οικογένειά της δεν ήταν πρόθυμη ν’ αποδεχτεί, παρόλο που είχε φτάσει στην προχωρημένη ηλικία των είκοσι έξι ετών και είχε επιλέξει να παραμείνει στο ράφι. Παρά τις προσπάθειές της, οι συγγενείς της εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι θα κατάφερναν να παντρέψουν την ιδιόρρυθμη, διανοούμενη κόρη του κόμη του Φόλκστοουν. Είχε αρνηθεί να πάει στο Λονδίνο εκείνη τη Σεζόν, γι’ αυτό και η πεισματάρα οικογένειά της είχε φέρει εκεί το Λονδίνο, δίνοντας μια δεξίωση όπου είχε προσκληθεί η ελίτ των γνωριμιών του αδερφού της. Η Αλίξ φόρεσε τα ντελικάτα μαργαριταρένια σκουλαρίκια της και έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ήταν ώρα να κατέβει στη σάλα και να προσποιηθεί ότι δεν είχε δει ποτέ άντρα χωρίς ρούχα. Άραγε, θα τα κατάφερνε; «Αλίξ, εδώ είσαι;» Ο αδελφός της εμφανίστηκε στη βάση της σκάλας. «Είσαι πολύ όμορφη, πρέπει να φοράς πιο συχνά γαλάζια». Πέρασε το μπράτσο της στο δικό του και για μια φορά αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για την ασφάλεια που της χάριζε η παρουσία του. «Θέλω να γνωρίσεις μερικούς φίλους μου». Η Αλίξ έπνιξε ένα βογκητό. Ο Τζέιμι είχε καλές προθέσεις, αλλά ανησυχούσε υπερβολικά για εκείνη, κι έτσι προσπαθούσε διαρκώς να της προξενέψει κάποιο φίλο του. «Έλα, Αλίξ, όλα θα πάνε μια χαρά. Είναι φίλοι μου από το πανεπιστήμιο. Κοίτα να είσαι ευγενική. Εδώ είναι», της ψιθύρισε στο αυτί, καθώς την οδηγούσε στο σαλόνι. Μια παρέα τεσσάρων νεαρών κουβέντιαζαν κοντά στην πόρτα. Μόλις ο Τζέιμι κι η Αλίξ τους πλησίασαν, στράφηκαν όλοι ~ 22 ~
προς το μέρος της. Αναγνώρισε αμέσως τον έναν απ’ αυτούς: ήταν ο γιος του ντόπιου άρχοντα. Δεξιά του στέκονταν δύο μελαχρινοί νεαροί με κατεργάρικο ύφος. Και δίπλα τους στεκόταν ένας άγγελος -ένας πολύ πονηρός άγγελος, ένας άγγελος που τον είχε δει γυμνό. Η Αλίξ πάγωσε, καθώς μες στο μυαλό της στριμώχνονταν δεκάδες ντροπιαστικά σενάρια. Ίσως να μην την αναγνώριζε. Με την πολυτελή βραδινή τουαλέτα της δε θύμιζε καθόλου το κορίτσι που περιπλανιόταν στα δάση. Ο Τζέιμι την τράβηξε με περηφάνια προς το μέρος τους. Η Αλίξ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να δείξει γενναιότητα. «Επιτρέψτε μου να σας συστήσω την αδελφή μου, τη λαίδη Αλίξ Μπερκ. Αλίξ, αγαπητή μου, αυτοί είναι οι παλιοί μου συμφοιτητές που σου έλεγα. Ο Ρίορνταν Μπάρετ, ο Ας Μπίντβιρ και ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους». Υπέροχα, τώρα ο άγγελος είχε όνομα. *** «Γοητευμένος, λαίδη μου», είπε ο Μέρικ και υποκλίθηκε πάνω από το χέρι της, με τα μάτια του καρφωμένα στο πρόσωπό της. Είχε μάθει από νωρίς να διαβάζει τις γυναίκες. Οι κομψές τουαλέτες και οι περίπλοκες κομμώσεις έκρυβαν πολύ συχνά μια πληθώρα από αμαρτίες ή αλήθειες. Για να διαπιστώσει κάποιος την ταυτότητα μιας γυναίκας, έπρεπε να την κοιτάξει στο πρόσωπο. Ο Μέρικ δεν ξεγελάστηκε διόλου από την πολυτελή τουαλέτα και το εκλεπτυσμένο χτένισμα. Ήταν σίγουρα εκείνη. Θα αναγνώριζε παντού αυτά τα σκούρα μάτια με τις μακριές βλεφαρίδες. Ήταν το πιο εκφραστικό χαρακτηριστικό της εκείνο το απόγευμα στη λίμνη. Είχαν μείνει ορθάνοιχτα από την αναστάτωση και την περιέργεια. Κι αν τα μάτια της δεν ήταν αρκετά, υπήρχε το στόμα της. Ο Μέρικ θεωρούσε ότι γνώριζε τα πάντα για το γυναικείο στόμα. Και το στόμα αυτής της κοπέλας εκλιπαρούσε να φιληθεί. Όχι, βέβαια, πως θα φιλούσε την αδελφή του Τζέιμι Μπερκ. Ήταν απαγορευμένος καρπός, και ο Μέρικ είχε ήδη παίξει με τη φωτιά το ίδιο απόγευμα, αν και κατά λάθος. Η Αλίξ έγειρε ανάλαφρα το κεφάλι, χαιρέτησε τυπικά τους υπόλοιπους και χρησιμοποίησε μια ευγενική δικαιολογία για να ~ 23 ~
πάει να βρει μια φίλη της. Αλλά ο Μέρικ την είδε να φεύγει από κοντά τους για να πάει να σταθεί δίπλα στη λαίδη Φόλκστοουν και σε μια ομάδα παντρεμένων γυναικών δίπλα στο μεγάλο τζάκι. Ο Μέρικ δεν έπαιζε με όσες δεν έδειχναν ενδιαφέρον. Συνήθως, ένιωθε άσχημα αν προκαλούσε αμηχανία σε κάποια νεαρή κυρία. Αλλά τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η Αλίξ Μπερκ δεν ήταν καμιά ντροπαλή δεσποινίς, παρόλο που έμοιαζε συνεσταλμένη. Άντεχε τις προκλήσεις. Στο κάτω κάτω, και η ίδια τον είχε προκαλέσει εκείνο το απόγευμα. Η ανταπόδοση ήταν δίκαιη. Ο Τζέιμι πρόσεξε το ενδιαφέρον του. «Ίσως να κανόνιζα να συνοδέψεις εσύ την Αλίξ στο δείπνο». *** Ο Τζέιμι ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που μπορούσαν να κάνουν μια ευχή πραγματικότητα. Στην Οξφόρδη, το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν ήταν να εκφράσουν μια επιθυμία και ο Τζέιμι θα φρόντιζε να την πραγματοποιήσει. Στα χρόνια που πέρασαν, δεν είχε χάσει αυτή την ικανότητα, κι έτσι τώρα, αν και παρευρίσκονταν δύο κύριοι που προηγούνταν τυπικά του δευτερότοκου γιου ενός μαρκησίου, ο Μέρικ βρέθηκε να κάθεται δίπλα στην κάπως ακατάδεκτη Αλίξ Μπερκ. Αυτό, όμως, επρόκειτο ν’ αλλάξει. Ήθελε να δει το πρόσωπό της να ζωντανεύει από την έκπληξη ή από οποιοδήποτε συναίσθημα. Αυτή η έκφραση της κενής παθητικότητας, που φορούσε μπροστά σε τούτη την αριστοκρατική συντροφιά, δεν κολάκευε τα χαρακτηριστικά της. «Λαίδη Μπερκ, δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση ότι έχουμε συναντηθεί ξανά», της μουρμούρισε, καθώς τοποθετούσαν μπροστά τους το πρώτο πιάτο. «Θα ήταν απίθανο. Δεν πηγαίνω συχνά στο Λονδίνο», απάντησε κοφτά η Αλίξ μ’ ένα στεγνό χαμόγελο. Ο Μέρικ είχε φανταστεί ότι αυτή θα ήταν η αρχική της κίνηση. Προσποιούνταν ότι δεν τον αναγνώριζε. Είτε αυτό είτε ήλπιζε ότι δε θα την αναγνώριζε εκείνος. Αλλά ήταν όλα μια καλοστημένη παράσταση. Το αριστερό χέρι της ήταν σφιγμένο σε γροθιά πάνω στα γόνατά της, ξεκάθαρη ένδειξη έντασης. «Τότε ίσως να έχουμε συναντηθεί κάπου εδώ γύρω», επέμεινε ευγενικά ο Μέρικ. Εκείνο το απόγευμα, η Αλίξ είχε εκδηλώσει ένα υπέροχο φάσμα εναλλασσόμενων συναισθημάτων -ένα μέρος ~ 24 ~
της προσπαθούσε να δείξει ότι οι γυμνοί άντρες στις λίμνες ήταν κάτι εντελώς συνηθισμένο και φυσιολογικό, ενώ ένα άλλο μέρος της είχε παθιαστεί από αυτή τη σκανδαλιστική ενόχληση. Ο Μέρικ ήθελε πίσω αυτή τη γυναίκα. Αυτή η γυναίκα τού κέντριζε το ενδιαφέρον. Η Αλίξ άφησε κάτω το κουτάλι της με επιδεικτική αποφασιστικότητα και στράφηκε ευγενικά προς το μέρος του με όσο πιο δυσαρεστημένο ύφος επιτρεπόταν σ’ ένα επίσημο δείπνο. «Μιλόρδε Σεντ Μάγκνους, σπάνια βγαίνω έξω, ακόμα κι εδώ γύρω. Περνάω το χρόνο μου με ντόπιους ιστορικούς. Οπότε, είναι εντελώς σίγουρο ότι δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ, εκτός κι αν ασχολείστε με την αποκατάσταση μεσαιωνικών χειρογράφων του Κεντ». Ο Μέρικ έπνιξε ένα χαμόγελο. Καμία γυναίκα με στόμα σαν το δικό της δεν ήταν τόσο ευπρεπής όσο παρίστανε εκείνη. Είχε αρχίσει να την επηρεάζει. «Είμαι βέβαιος, λαίδη Αλίξ, ότι πότε πότε θα πηγαίνετε καμιά βόλτα στο δάσος και στην όμορφη λίμνη της περιοχής. Ίσως να συναντηθήκαμε εκεί». «Τι εξωφρενικό μέρος για να συναντηθούν δύο άνθρωποι». Ένα κοκκίνισμα ξεκίνησε ν’ απλώνεται στα μάγουλά της. Θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι το παιχνίδι έφτανε στο τέλος του. Ο Μέρικ της έδωσε ένα λεπτό ν’ ανασυνταχθεί, καθώς οι υπηρέτες μάζευαν το πρώτο πιάτο. Κατέφτασε το δεύτερο πιάτο και ο Μέρικ επιτέθηκε ξανά. «Φυσικά, είναι πιθανόν να μη με αναγνωρίσατε. Αν είναι η περίσταση την οποία θυμάμαι, εσείς φορούσατε ένα παλιό σκουρόχρωμο φουστάνι κι εγώ το γενέθλιο κοστούμι μου». Προς τιμήν της, η λαίδη Αλίξ πνίγηκε ελάχιστα με το κρασί της. «Πώς είπατε;» «Το γενέθλιο κοστούμι μου. Αδαμιαία περιβολή. Ήμουν ολόγυμνος». Ακούμπησε στο πλάι το ποτήρι του κρασιού και τον κάρφωσε με σκληρό βλέμμα. «Κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσατε την πρώτη φορά. Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί θα θέλατε ν’ αναφέρετε αυτό το περιστατικό. Ένας τζέντλεμαν δε θα υπενθύμιζε ποτέ σε μια κυρία μια τόσο δυσάρεστη και ατυχή συνάντηση». «Ίσως υποθέτετε λάθος όταν καταλήγετε σε τέτοια συμπεράσματα». Ο Μέρικ βολεύτηκε στην καρέκλα του και περίμενε να ~ 25 ~
μαζευτεί το επόμενο πιάτο. *** «Είστε εξοικειωμένη με τους επαγωγικούς συλλογισμούς, λαίδη Αλίξ;» συνέχισε, αφού οι υπηρέτες είχαν τελειώσει τη δουλειά τους. «Ο άνθρωπος είναι θνητός. Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος. Αρα, ο Σωκράτης είναι θνητός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένας τζέντλεμαν δεν προκαλεί αμηχανία σε μια κυρία. Ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους είναι τζέντλεμαν. Άρα, δε θ’ αναφέρει τη μικρή περιπέτεια στη λίμνη. Αυτή την οδό δεν ακολούθησε η σκέψη σας, λαίδη Αλίξ;» «Δεν είχα ιδέα ότι εσείς κι οι φίλοι σας κολυμπούσατε στη λίμνη». «Α, ώστε με θυμάστε;» Η Αλίξ έσφιξε τα χείλη της και συνθηκολόγησε. «Ναι, μιλόρδε Σεντ Μάγκνους, σας θυμάμαι». «Ωραία. Δε μ’ αρέσει να με ξεχνάνε. Οι περισσότερες κυρίες βρίσκουν τη γύμνια μου αρκετά αξιομνημόνευτη». «Είμαι σίγουρη». Έφαγε μια μπουκιά από το μοσχάρι της, σε μια ξεκάθαρη προσπάθεια να θέσει ένα λακωνικό τέλος στη συζήτηση. «Μήπως διακρίνω ακόμα ένα συλλογισμό εν τη γενέσει του, λαίδη Αλίξ; Στις περισσότερες κυρίες αρέσει η γύμνια μου. Η λαίδη Αλίξ είναι κυρία, οπότε...» «Όχι, δε διακρίνετε ακόμα ένα συλλογισμό εν τη γενέσει του. Αυτό που διακρίνετε είναι μια εξαίρεση». Ο Μέρικ της χάρισε ένα χαμόγελο. «Τότε θα προσπαθήσω να σας αλλάξω γνώμη». Αυτή ήταν η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε κάνει εδώ και καιρό, πιθανότατα επειδή δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα κατέληγε. Οι συζητήσεις του με τις γυναίκες ήταν πάντα το πρελούδιο για ένα μάλλον προβλέψιμο αποτέλεσμα. Αυτό βέβαια δε σήμαινε πως το αποτέλεσμα δεν ήταν απολαυστικό, απλώς ότι ήταν προβλέψιμο. Κρίμα που ήταν ώρα να στραφεί και ν’ ασχοληθεί με την κυρία στην άλλη πλευρά του. Αλλά δε θα την άφηνε να του ξεφύγει τόσο εύκολα. Σε μια τελευταία πονηρή «επίθεση», ο Μέρικ έγειρε κοντά της, αρκετά κοντά για να μυρίσει το άρωμά της από ανθόνερο, λεμόνι και λεβάντα, και είπε ψιθυρίζοντας συνωμοτικά: «Μην α~ 26 ~
νησυχείτε, μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας αργότερα, όταν θα παίρνουμε το τσάι μας». «Δεν ανησυχούσα», είπε, καταφέρνοντας να χαμογελάσει μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια της. «Κι όμως, ανησυχούσατε». Η λαίδη Αλίξ στράφηκε προς τον άντρα που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της, αλλά όχι πριν καταφέρει με το γοβάκι της μια αποχαιρετιστήρια κλοτσιά στον αστράγαλό του. Ο Μέρικ θα είχε βάλει τα γέλια, αν δεν είχε πονέσει τόσο πολύ.
~ 27 ~
Κεφάλαιο 3
Το δείπνο έχασε τη λάμψη και το ενδιαφέρον του ύστερα απ’ αυτό. Η σύζυγος του τοπικού άρχοντα, που καθόταν στ’ αριστερά του, ήταν αρκετά πρόθυμη να ενδώσει στο παιχνίδι του φλερτ, αλλά ήταν πολύ λιγότερο ενδιαφέρουσα από τη στωική λαίδη Αλίξ. Ήταν δύσκολο να ξεκλέψει έστω κι ένα χαμόγελο από τη λαίδη Αλίξ, που προσπαθούσε τόσο απελπισμένα να τον αγνοήσει. Αντίθετα, η σύζυγος του άρχοντα χαμογελούσε αρκετά εύκολα και γελούσε με τα πάντα -δεν είχε χρειαστεί παραπάνω από λίγα λεπτά για να την κατακτήσει. Ήταν φανερό ότι η λαίδη Αλίξ δεν ήθελε να την αναγνωρίσουν, πράγμα αναμενόμενο. Αν κάποιος μάθαινε για τη συνάντησή τους, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι τρομερές και για τους δυο τους. Θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει το θέμα με τον Ας και τον Ρίορνταν. Δεν ανησυχούσε πραγματικά ότι θα καταλάβαιναν πως το κορίτσι στη λίμνη ήταν η λαίδη Αλίξ: βρίσκονταν κι οι δύο πολύ βαθιά στη λίμνη και, εξάλλου, δεν ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν τον τύπο γυναίκας. Παρόλο που διέθετε πολλά όμορφα χαρακτηριστικά, επέλεγε να μην τα τονίζει, ενώ η ακονισμένη γλώσσα της σίγουρα θ’ απομάκρυνε οποιονδήποτε επιθυμούσε να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά στα κάλλη της. Η αλήθεια είναι πως ούτε κι ο ίδιος θα της είχε δώσει σημασία, αν δεν είχε προηγηθεί το περιστατικό στη λίμνη. Αλλά τώρα ήθελε να γνωρίσει καλύτερα τη λαίδη Αλίξ Μπερκ, που είχε επιλέξει μια ζωή ηθελημένης απομόνωσης. Θα μπορούσε ν’ αναδείξει την ομορφιά της, είχε την ικανότητα να κάνει έξυπνες συζητήσεις και διέθετε την περιουσία του ~ 28 ~
πατέρα της. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη βρίσκεται στο Λονδίνο και να θαμπώνει τους εργένηδες της αριστοκρατίας ή τουλάχιστον να τους κλοτσάει στο καλάμι. Ο Μέρικ χαμογέλασε μόνος του. Μμμ, τι μυστήριο... Αν δεν υπήρχε κανένας λόγος, τότε η λογική υπαγόρευε ότι υπήρχε κάποιος πολύ καλός λόγος για να μη βρίσκεται στο Λονδίνο. Ανυπομονούσε να επιστρέφει στο σαλόνι. Στο σαλόνι, ο Μέρικ εντόπισε αμέσως τη λαίδη Αλίξ. Βρισκόταν εκεί ακριβώς όπου είχε υποθέσει ότι θα βρίσκεται, καθισμένη σ’ έναν καναπέ με μια ηλικιωμένη γειτόνισσα, ακούγοντας υπομονετικά οτιδήποτε ήταν αυτό που της έλεγε η κυρία. Καταχώρισε την πληροφορία. Η λαίδη Αλίξ θεωρούσε τον εαυτό της ντροπαλό και φιλομαθή άνθρωπο. Τι ήταν αυτό που είχε πει στο δείπνο; Δούλευε μαζί με τους ντόπιους ιστορικούς; Ενδιαφέρον. Πλησίασε στον καναπέ και έκανε τα πρέποντα κολακευτικά σχόλια στην ηλικιωμένη κυρία, που πιθανότατα άκουσε μόλις τα μισά. «Λαίδη Αλίξ, μπορώ να σας κλέψω για ένα-δυο λεπτά,» «Τι είναι δυνατόν να έχει απομείνει ακόμα να μου πείτε;» τον ρώτησε, καθώς ο Μέρικ την οδηγούσε στην άλλη άκρη του δωματίου, δήθεν για να κοιτάξουν έναν πίνακα. «Νομίζω ότι συμφωνούμε πως η συνάντησή μας θα πρέπει να μείνει ανάμεσα στους δυο μας», είπε χαμηλόφωνα ο Μέρικ. «Δε θα μου άρεσε να φλυαρείτε γι’ αυτό το θέμα στον οποιονδήποτε, όπως δε θα θέλατε και ν’ αποκαλυφθεί ότι το συγκεκριμένο κορίτσι ήσασταν εσείς. Γνωρίζουμε και οι δύο ποια θα ήταν η αντίδραση του κόσμου σ’ ένα τέτοιο σκάνδαλο». «Δε “φλυαρώ”». «Φυσικά και όχι, λαίδη Αλίξ. Σας ζητώ συγνώμη. Μπέρδεψα τη φλυαρία με την κλοτσιά κάτω απ’ το τραπέζι». Εκείνη αγνόησε το σχόλιό του. «Και οι φίλοι σας; Ούτε κι αυτοί φλυαρούν, υποθέτω». «Όχι, δε θα πουν τίποτα», υποσχέθηκε ο Μέρικ. «Τότε καταλήξαμε σε συμφωνία και δε χρειάζεται ν’ αναζητήσετε ξανά τη συντροφιά μου». «Γιατί είστε τόσο εχθρική, λαίδη Αλίξ;» «Γνωρίζω τους άντρες του είδους σας». Εκείνος χαμογέλασε. «Τι ακριβώς είναι ένας “άντρας του είδους μου”;» ~ 29 ~
«Μπελάς, με κεφαλαίο -Μ. Γοητεύετε τις γυναίκες και τις ωθείτε να εκτεθούν. Αν έχω δει ποτέ στη ζωή μου έστω και έναν ελευθέριο άνθρωπο, αυτός είστε εσείς, κύριε». «Έχετε δει ποτέ ελευθέριο άντρα; Και πώς το καταλάβατε ότι ήταν ελευθέριος; Α, ναι, ξέχασα, έχετε δει τον Δαβίδ. Λοιπόν, προς πληροφόρησή σας, γνωρίζω κι εγώ γυναίκες σαν κι εσάς. Νομίζετε ότι δεν έχετε ανάγκη τους άντρες, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχετε γνωρίσει τον κατάλληλο». Ήταν προφανές ότι η τελευταία του φράση την εξόργισε. «Είστε πολύ θρασύς και καθόλου τζέντλεμαν». Ο Μέρικ γέλασε. «Όχι, δεν είμαι. Θα έπρεπε να το ξέρετε, λαίδη Αλίξ. Οι νεαρές δεσποινίδες δε μαθαίνουν στο σχολείο ότι μπορείς πάντα να ξεχωρίσεις έναν τζέντλεμαν από τα ρούχα του;» Το σαγόνι της σφίχτηκε. «Πρέπει να παραδεχτώ, μιλόρδε, ότι αυτή τη φορά είχατε την τελευταία κουβέντα». Η λαίδη Αλίξ αποδέχτηκε το γεγονός ότι έχασε τη μάχη και οπισθοχώρησε με αξιοπρέπεια. Σηκώθηκε από τον καναπέ και προχώρησε προς το τραπεζάκι όπου είχε σερβιριστεί το τσάι. *** Από μια ήσυχη γωνιά της σάλας, ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ παρακολουθούσε τη ζωηρή συζήτηση ανάμεσα στον Μέρικ Σεντ Μάγκνους και την Αλίξ Μπερκ. Ήταν η δεύτερη φορά που τους έβλεπε να συζητούν έντονα εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά ο Σεντ Μάγκνους γελούσε και η Αλίξ Μπερκ έμοιαζε θυμωμένη για τα καλά όταν σηκώθηκε από τον καναπέ και τον άφησε μόνο. Σιγά το μαντάτο... Κατά τη γνώμη του, η Αλίξ Μπερκ ήταν μια στρίγκλα. Δε συμπαθούσε καθόλου τις γυναίκες με κοφτερή γλώσσα, εκτός κι αν ήταν πλούσιες ή ήξεραν πώς να χρησιμοποιούν αλλιώς τη γλώσσα τους. Ευτυχώς, η Αλίξ Μπερκ ήταν αρκετά πλούσια, οπότε ο Ρέντφιλντ μπορούσε ν’ ανεχτεί αυτά τα λιγότερο ελκυστικά χαρακτηριστικά της. Τα πράγματα δεν είχαν ξεκινήσει καλά. Είχε έρθει στη δεξίωση με σκοπό να κερδίσει τη συμπάθεια της Αλίξ Μπερκ. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε προσπαθήσει να την κατακτήσει, αλλά εκείνη τον απέρριψε. Τώρα, είχε την ελπίδα ότι θα τα κατάφερνε. Εκείνο το απόγευμα είχε καταφτάσει νωρίς για να τη συναντήσει, αλλά ανακάλυψε ότι η Αλίξ βρισκόταν κάπου έξω. Δεν είχε εμφανιστεί μέχρι την ώρα του δείπνου, αλλά καθόταν πολύ ~ 30 ~
μακριά του και δεν μπορούσε να της πιάσει την κουβέντα. Τώρα, αυτός ο ελευθέριος τύπος απ’ το Λονδίνο τού στερούσε το προβάδισμα. Δεν μπορούσε να το ανεχτεί. Είχε επιλέξει την Αλίξ Μπερκ ως πολύ συγκεκριμένο στόχο. Κατ’ αρχάς, αυτή ήταν ο λόγος που βρισκόταν σ’ αυτό το ληθαργικό μέρος του Κεντ. Είχε κάνει την έρευνά του στο Λονδίνο, αναζητώντας «ξεχασμένες» κληρονόμους ή πλούσιες γεροντοκόρες στο ράφι. Με άλλα λόγια, γυναίκες που θα υπέκυπταν εύκολα στη γοητεία ενός άντρα ή οικογένειες απελπισμένες να τις παντρέψουν. Τότε είχε ακούσει για την Αλίξ Μπερκ, από έναν υποκόμη τον οποίο είχε απορρίψει. Έτσι, είχε έρθει να τη συναντήσει, προσποιούμενος ότι ήταν τζέντλεμαν. Είχε φτάσει στο σημείο ν’ αγοράσει μια παλιά έπαυλη στην περιοχή, για να στήσει την παράστασή του. Ύστερα απ’ όλα όσα είχε κάνει, δε θα έχανε το πλεονέκτημά του από έναν χρυσομάλλη δευτερότοκο γιο που δεν άξιζε τον τίτλο του λόρδου περισσότερο από τον ίδιο. Σεντ Μάγκνους -πού είχε ακούσει αυτό το όνομα; Α, ναι, ήταν ο γιος του μαρκήσιου του Κρου. Το όνομά του ήταν πάντα συνδεδεμένο με κάποιο σκάνδαλο -το πιο πρόσφατο είχε κάποια σχέση με τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ. Ο Ρέντφιλντ έμεινε για λίγο σκεφτικός. Ίσως τελικά να μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Σεντ Μάγκνους και τις ακόλαστες τάσεις του. Θα περίμενε και θα έβρισκε την ευκαιρία του. *** Η Αλίξ άρπαξε την πρώτη ευκαιρία και αποσύρθηκε στα δωμάτιά της, κάτι που θα έπρεπε να είχε κάνει πριν από ώρες. Όταν έμεινε μόνη, έβγαλε τις φουρκέτες της και κούνησε το κεφάλι της απελευθερώνοντας τον σκούρο καταρράκτη των μαλλιών της μ’ έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η βραδιά είχε κυλήσει αρκετά ικανοποιητικά, αν υπολόγιζε το γεγονός ότι αυτή τη φορά είχε καταφέρει να μείνει όρθια μπροστά του. Η κλοτσιά δεν ήταν πιθανότατα η καλύτερη επιλογή, αλλά τελικά είχε επιβιώσει σχεδόν άθικτη. Με κάποιον τρόπο, είχε καταφέρει να καθίσει δίπλα του σε όλο το δείπνο και να μη φανεί εντελώς ανόητη όσο εκείνος τη σφυροκοπούσε με τις έξυπνες ατάκες του. Τουλάχιστον, της είχε υποσχεθεί ότι αυτό το περιστατικό θα έμενε μεταξύ τους. Και τον πίστευε. Γιατί, αν μαθευόταν, ~ 31 ~
θα έπρεπε να την παντρευτεί. Και σίγουρα ένας άντρας σαν τον Σεντ Μάγκνους δε θα ήθελε να παντρευτεί μια γυναίκα σαν εκείνη, αλλά μια γυναίκα όμορφη και κομψή, που θα μιλούσε εκλεπτυσμένα. Η Αλίξ χάρισε ένα αισθησιακό χαμόγελο στην αντανάκλασή της στον καθρέφτη, αν και ήξερε ότι δε θα υπήρχε περίπτωση να χαμογελάσει με τέτοιον τρόπο μπροστά σε κόσμο. Τράβηξε λίγο πιο χαμηλά το ντεκολτέ της τουαλέτας της και έτεινε παθιάρικα τον ώμο. «Ω, μιλόρδε Σεντ Μάγκνους, είστε πράγματι εσείς. Μόλις και σας αναγνώρισα ντυμένο». Τίναξε το κεφάλι, χαμήλωσε τη φωνή της και είπε ναζιάρικα: «Ώστε διαθέτετε ρούχα. Είχα αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι ύστερα από τόσο καιρό». Μια έμπειρη γυναίκα θα άγγιζε το στήθος της με τα περιποιημένα νύχια της, θα τον κοίταζε με θολά μάτια και εκείνος θα καταλάβαινε πολύ καλά τι ήθελε. Και μετά θα της το έδινε. Έφτανε να τον κοιτάξει κανείς για να καταλάβει ότι το κορμί του δεν υποσχόταν μάταια απολαύσεις. Αλλά εκείνη μπορούσε να παριστάνει την έμπειρη γυναίκα μόνο μες στη μοναξιά του δωματίου της. Η Αλίξ σήκωσε το ντεκολτέ της τουαλέτας της και χτύπησε το κουδούνι για να έρθει η καμαριέρα της. Ήταν ώρα να βάλει για ύπνο τις φαντασιώσεις της. Αυτό ακριβώς ήταν ο Σεντ Μάγκνους. Ήξερε τι εννοούσε η κοινωνία όταν μιλούσε για έναν «αληθινό γάμο»: μια αξιόπιστη συμμαχία που συνδυαζόταν μ’ ένα αξιοσέβαστο γενεαλογικό δέντρο, μια αξιοσημείωτη προίκα κι ένα ωραίο μπούστο. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να ελπίζει σε κάτι περισσότερο, γι’ αυτό και είχε αποφασίσει να κρυφτεί στην επαρχία με τη δουλειά της παρά να παγιδευτεί σε μια μίζερη σχέση. Και, ευτυχώς, κανένας μέχρι τώρα δεν είχε προσπαθήσει με ιδιαίτερο ζήλο να την κατακτήσει. Η καμαριέρα της μπήκε στο δωμάτιο και τη βοήθησε να βγάλει την τουαλέτα και να φορέσει το νυχτικό της. Έπειτα, της χτένισε τα μαλλιά και της ετοίμασε το κρεβάτι. Η Αλίξ χώθηκε μες στα σκεπάσματα κι έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να ξεχάσει όλη εκείνη τη μέρα. Τα βαθυγάλανα μάτια του χόρευαν μες στο μυαλό της, μαζί με μια επίμονη ερώτηση: «Μήπως θα μπορούσα να ελπίζω σε κάτι περισσότερο;» *** Αφού στριφογύρισε στο κρεβάτι της για ένα μισάωρο, η Αλίξ τίναξε πέρα τα σκεπάσματα και άρπαξε μια ρόμπα. Ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το χρόνο της πιο ~ 32 ~
δημιουργικά, αναπληρώνοντας τις ώρες που είχε χάσει στη λίμνη. Θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη και θα δούλευε το χειρόγραφό της. Μετά, θα προσπαθούσε να κοιμηθεί. Και όταν θα ξυπνούσε, θα περνούσε τη μέρα αποφεύγοντας τον Σεντ Μάγκνους. Ένας άντρας σαν κι αυτόν αποτελούσε απειλή για μια κοπέλα σαν εκείνη. Οι γυναίκες δεν ήθελαν ν’ αντισταθούν στον Σεντ Μάγκνους, και δεν ήταν τόσο αλαζονική ώστε να πιστεύει ότι εκείνη θ’ αντιδρούσε διαφορετικά. Ποτέ δε θα ήταν τίποτα παραπάνω από μπελάς για ένα κορίτσι. Ο Θεός να βοηθούσε τις ανόητες που θα τον ερωτεύονταν αληθινά. *** Τις επόμενες μέρες έβαλε τα δυνατά της να μη βρεθεί στο δρόμο του Σεντ Μάγκνους. Πρόσεχε να κατεβαίνει μόνο αφού οι άντρες έφευγαν για τις πρωινές εκδρομές τους, αφήνοντας τις κυρίες ν’ ασχολούνται με την αλληλογραφία και τα εργόχειρά τους. Στο δείπνο, κατάφερνε να μην κάθεται δίπλα του. Μετά το φαγητό, αποσυρόταν όσο πιο σύντομα επέτρεπε η ευγένεια, προς μεγάλη ενόχληση του αδελφού της, και περνούσε τα βράδια της στη βιβλιοθήκη. Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι είχε καταφέρει να διώξει απ’ το μυαλό της τον Μέρικ Σεντ Μάγκνους. Του έριχνε μερικές κλεφτές ματιές στη διάρκεια του δείπνου. Ήταν δύσκολα να μην τον κοιτάζει κάνεις. Όταν έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο, γινόταν το επίκεντρο της προσοχής, ένας χρυσός ήλιος γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν η υπόλοιπη συντροφιά. Άκουγε τη φωνή του στους διαδρόμους, πάντα γελαστή, πάντα έτοιμη για πειράγματα. Όταν η Αλίξ καθόταν στη βεράντα και διάβαζε ήσυχα, εκείνος βρισκόταν στις πρασιές κι έπαιζε σφαίρες με τον Τζέιμι. Όταν ερχόταν η σειρά της να παίξει στο πιάνο τα βράδια, εκείνος έπαιζε χαρτιά κοντά της, γοητεύοντας τις ηλικιωμένες κυρίες. Πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι το μοναδικό πραγματικό της καταφύγιο ήταν η βιβλιοθήκη, το μοναδικό δωμάτιο που ο Σεντ Μάγκνους δεν είχε τη διάθεση ή το σκοπό να επισκεφτεί. Πράγμα που τη βόλευε μια χαρά -ένα κορίτσι χρειαζόταν χρόνο για τον εαυτό του.
~ 33 ~
Κεφάλαιο 4
Σε σύγκριση με άλλες δεξιώσεις, η συγκεκριμένη αποδεικνυόταν ιδιαίτερα σεμνή. Υπήρχαν αρκετοί καλεσμένοι και απ’ τα δύο φύλα, όλοι στις κατάλληλες ηλικίες ώστε να δημιουργήσουν μια εξαιρετική ομάδα για όλες τις δραστηριότητες και διασκεδάσεις που είχε σχεδιάσει σχολαστικά η λαίδη Φόλκστοουν. Αλλά ενώ οι κοπέλες ήταν όμορφες και οι χήρες ή οι άλλες ελεύθερες κυρίες μιας κάποιας ηλικίας χαίρονταν να φλερτάρουν ανάλαφρα στις συζητήσεις τους με τους άντρες, ήταν όλες ευπρεπείς. Για την ακρίβεια, ύστερα από τρεις μέρες στο Κεντ, ο Μέρικ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες εκεί ήταν εξίσου διαβόητες για την ευπρέπειά τους όσο και οι Δίδυμες Γκρίνφιλντ για την απρέπειά τους, μια σύγκριση που εξέφρασε μεγαλόφωνα σε μια μεταμεσονύχτια συγκέντρωση των κυρίων που είχαν μαζευτεί στην αίθουσα του μπιλιάρδου, αφού η υπόλοιπη συντροφιά είχε αποσυρθεί για ύπνο. Οι οχτώ κύριοι γέλασαν με την καρδιά τους με το σχόλιό του. Δεν ήταν πως ο Μέρικ δεν περνούσε καλά στο Κεντ. Οι δραστηριότητες ήταν πράγματι διασκεδαστικές. Μόλις εκείνη τη μέρα είχαν πάει για ψάρεμα στο ποτάμι. Έπαιζαν χαρτιά και μπιλιάρδο και μικρά στοιχήματα στα κρυφά, που είχαν επιτρέψει στον Μέρικ να κερδίσει μερικές λίρες. Σίγουρα δεν παίζονταν τα ποσά που συνηθίζονταν στις χαρτοπαικτικές λέσχες του Λονδίνου, αλλά κάτι ήταν κι αυτό. Το φαγητό ήταν υπέροχο και η γενναιοδωρία των Φόλκστοουν επιδεικνυόταν στην τραπεζαρία με τρία γεύματα και δύο συναντήσεις για τσάι καθημερινά. Έτσι, η χαρά του ήταν διπλή: ματαίωνε την προσπάθεια του πατέρα του να τον χαλιναγωγήσει και ταυτόχρονα περιόριζε τα έξοδά του. Για τις επόμενες ~ 34 ~
δύο βδομάδες ήταν ελεύθερος. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ευχαριστεί τις παρευρισκόμενες κυρίες. Κι αφού αυτό γινόταν εκτός της κρεβατοκάμαρας, το τίμημα ήταν μικρό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Μέρικ είχε κάνει εξαιρετική δουλειά στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Είχε θέσει τον εαυτό του στη διάθεση όλων των παρευρισκόμενων κυριών, από την ηλικιωμένη κυρία Πότινγκερ μέχρι την ντροπαλή νεαρή Βαϊόλα Φλίθαμ. Η μοναδική κυρία που δεν κατάφερνε να γοητεύσει ήταν η δυσπρόσιτη Αλίξ Μπερκ, την οποία συναντούσε φευγαλέα μετά το πρώτο βράδυ. Ήταν πολύ ατυχές, πράγματι. Του άρεσε να την πειράζει μόνο και μόνο για ν’ ακούει τις απαντήσεις της. «Μιλόρδε Σεντ Μάγκνους, μιλήστε μας για μερικά από τα σκάνδαλά σας στο Λονδίνο», ξεκίνησε ένας από τους νεαρότερους κυρίους της παρέας. «Μαθαίνω ότι συμμετείχατε σε μια τρομερή αμαξοδρομία πρόσφατα». «Κι εγώ μαθαίνω ότι παραλίγο να γνωρίσετε πολύ καλά τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ ταυτόχρονα», πετάχτηκε ένας άλλος ενθουσιώδης νεαρός. «Πείτε μας γι’ αυτό». «Αυτά δεν είναι τίποτα, νεαροί μου, μπροστά στην περιπέτειά του εδώ», συμπλήρωσε ο Ρίορνταν πίνοντας γερές γουλιές από το πανταχού παρόν φλασκί, παρόλο που είχε ήδη πιει πολύ παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε. «Πες τους για τη λίμνη». Ο Μέρικ έριξε στον Ρίορνταν ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Ο τύπος ήταν χειρότερος κι από γριά κουτσομπόλα. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ο Μέρικ ήταν να μιλήσει για τη λίμνη. «Δε συνέβη τίποτα ιδιαίτερο», προσπάθησε να κλείσει το θέμα. «Ήταν φοβερά αστείο», διαμαρτυρήθηκε ο Ρίορνταν. «Δεν πειράζει, αν δεν το πεις εσύ, θα το πω εγώ». Είχε καταλάβει ότι το κοινό κρεμόταν από τα χείλη του και έσκυψε μπροστά με τα χέρια στους μηρούς. «Πριν έρθουμε, σταματήσαμε σε μια λίμνη εδώ κοντά, για να κάνουμε μια βουτιά». «Ποια λίμνη;» ρώτησε κάποιος, προτού ο διπλανός του του ρίξει μια μπουνιά στον ώμο επειδή διέκοπτε τη διήγηση. «Εκείνη στην άκρη της ιδιοκτησίας, κοντά στη φάρμα του Ρίτσλαντ», εξήγησε ο Ρίορνταν, ξεκινώντας πάλι την ιστορία. «Τέλος πάντων, το θέμα δεν είναι η τοποθεσία της λίμνης. Το θέμα είναι αυτό που συνέβη εκεί. Είμαστε, λοιπόν, εντελώς τσίτσιδοι και παίζουμε στο νερό, όταν εντελώς ξαφνικά εμφανίζεται μέσα ~ 35 ~
απ’ το δάσος μια κοπέλα». Ο Ρίορνταν έκανε μια παύση κι έριξε μια σφαλιάρα στην πλάτη του Μέρικ, σε ένδειξη αντρικής συνωμοτικότητας. «Ο δικός μας βγαίνει από τη λίμνη και θαμπώνει με τα κάλλη του την κοπέλα. Το καημένο το κορίτσι εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από το μέγεθος του εργαλείου του, που σκοντάφτει σ’ ένα κούτσουρο και δεν μπορεί να σηκωθεί, οπότε αυτός ο καλός κύριος από εδώ προσφέρεται να τη βοηθήσει. Μην ξεχνάτε ότι όλη αυτή την ώρα είναι γυμνός σαν νεογέννητο και ότι από πάνω της κρέμονται πολύ περισσότερα από το χέρι του». Ακολούθησε ένα ξέσπασμα γέλιου και σχόλια του τύπου: «Σεντ Μάγκνους, είσαι φοβερά τυχερός, οι γυναίκες κυριολεκτικά πέφτουν στα γόνατα για να σ’ αποκτήσουν». Ο Μέρικ προσπάθησε να γελάσει κι αυτός καλοδιάθετα μαζί τους. Κανονικά, ο ίδιος θα είχε γελάσει πιο δυνατά απ’ όλους. Ο Ρίορνταν ήταν εκπληκτικός στη διήγηση ιστοριών -είχε μετατρέψει την περιπέτεια σε αληθινό θρύλο. Αλλά το γεγονός ότι αυτή η κοπέλα ήταν η αδελφή του Τζέιμι έδινε στην ιστορία μια επικίνδυνη χροιά. Οι γυναίκες έπεφταν πράγματι στα γόνατα για χάρη του και για όσα πρόσφερε, αλλά ήταν γυναίκες που είχαν την πολυτέλεια να το κάνουν. Για όνομα του Θεού, οι Δίδυμες Γκρίνφιλντ ήταν εταίρες. Με τέτοιου είδους γυναίκες έμπλεκε. Γυναίκες σαν κι αυτόν. Ποτέ του δεν ασχολούνταν με γυναίκες που δεν είχαν τη δυνατότητα να παίξουν τα παιχνίδια του, ποτέ δεν τις έκανε αντικείμενο των στοιχημάτων του. Κανένας δεν υπέφερε επειδή αυτός διασκέδαζε. Οι Δίδυμες Γκρίνφιλντ ήθελαν να τις πάρει και τις δύο μαζί. Αλλά η Αλίξ Μπερκ δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με όσα είχαν συμβεί στη λιμνούλα. Ο κώδικας ηθικής του απαιτούσε να την προστατέψει. Εκεί ήταν που διέφερε από τον πατέρα του. Οι αθώοι άξιζαν προστασία όταν ο δρόμος τους συναντιόταν με όσους ήταν πιο έμπειροι στη ζωή. «Είναι εύκολο ν’ αποπλανήσεις τους πρόθυμους», πετάχτηκε ένας τύπος όμορφος αλλά με πονηρό βλέμμα. Το όνομά του ήταν Ρέντφιλντ. Ο Μέρικ δεν τον συμπαθούσε. Φαινόταν πάντα να παρακολουθεί τους άλλους. «Εγώ λέω να σου ζητήσουμε ν’ αποδείξεις τη φήμη σου. Ας βάλουμε ένα στοίχημα ειδικά για σένα». Ο Μέρικ ανασήκωσε τα φρύδια. Τι στο καλό θα μπορούσαν να σκαρφιστούν αυτοί οι νεαροί μπαγαπόντες που να τον δυσκόλευε πραγματικά; «Θα πρέπει να στοιχηματίσουμε όλοι. Εγώ πάω στοίχημα ότι ο Σεντ Μάγκνους μπορεί να κάνει σχεδόν τα πάντα. Είμαι μέσα». ~ 36 ~
Ο Ας έβγαλε ένα συνδετήρα με χαρτονομίσματα από την τσέπη του γιλέκου του και τον άφησε πάνω στο τραπέζι. «Θα μοιραστούμε τα κέρδη, παλιόφιλε;» ρώτησε ο Ας κλείνοντας το μάτι. Ο Μέρικ εκτίμησε αυτή την υποστηρικτική κίνηση, αλλά άρχισε να δυσφορεί από την εντεινόμενη πίεση. Τα οικονομικά του Ας δεν ήταν πιο σταθερά από τα δικά του. Εφόσον μπήκε στο παιχνίδι ο Ας, ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Δε γινόταν ν’ απογοητεύσει τους φίλους του. Αν και, για να λέμε την αλήθεια, ούτε ο Μέρικ ήθελε να κάνει πίσω. Τα χρήματα που είχαν μαζευτεί στο τραπέζι δεν ήταν κάνα μικροποσό. Παρ’ όλα αυτά, η ψιθυριστή φωνή της συνείδησής του τον προειδοποιούσε να φανεί προσεκτικός. Ο Μέρικ πήρε μια βαθιά ανάσα κι έριξε ένα βλέμμα γεμάτο σιγουριά στον νεαρό κόκορα. «Τι με προκαλείτε να κάνω;» «Εφόσον, σύμφωνα με τα ίδια σας τα λόγια, η δεξίωση στο Κεντ είναι τόσο “σεμνή”, προτείνω να κλέψετε ένα φιλί πριν απ’ την ανατολή του ηλίου». «Μπορείς να με φιλήσεις τώρα αμέσως, Σεντ Μάγκνους, και ν’ ανακηρυχτείς νικητής πριν απ’ τα μεσάνυχτα», πέταξε ειρωνικά από τη γωνιά του ο Ας. «Κανόνας πρώτος: πρέπει να κλέψετε ένα φιλί από μια κυρία», ξεκαθάρισε ο Ρέντφιλντ. «Αυτό δε σημαίνει ότι επιτρέπεται να πάτε κάτω και να ξυπνήσετε τις υπηρέτριες -θα ήταν πολύ εύκολο». Ο Ρέντφιλντ έμοιαζε τύπος που ήξερε από τέτοια και μάλλον περνούσε πολύ χρόνο κυνηγώντας τις υπηρέτριες, όταν δεν μπορούσε να πιάσει τίποτα άλλο. Όλοι ήξεραν ότι οι υπηρέτριες ήταν αναγκασμένες να υπομένουν τέτοιου είδους κινήσεις, αν δεν ήθελαν να χάσουν τη δουλειά τους. Ο Μέρικ δε σεβόταν τέτοιου είδους άντρες. «Άλλοι κανόνες;» ρώτησε ψύχραιμα ο Μέρικ. Είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται ποια ήταν πιθανόν ν’ ανεχτεί μια τέτοια πρόκληση. Η ελκυστική χήρα Γουίτλι ίσως. «Και θέλουμε αποδείξεις! Πρέπει να έχουμε αποδείξεις», πρόσθεσε ένας απ’ τους φιλαράκους του Ρέντφιλντ. Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο. «Όχι, υπάρχουν και όρια», τόνισε ο Μέρικ. «Ένα τεκμήριο μπορεί ν’ αναγνωριστεί, οπότε μπορεί και να ενοχοποιήσει την κυρία. Δεν πρόκειται να πάρω μέρος σε κάτι τέτοιο. Θα πρέπει απλώς να δεχτείτε το λόγο μου ως τζέντλεμαν». Η απάντησή του, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε ένα καινούριο ξέσπασμα γέλιου. ~ 37 ~
Τα μάτια του Ρέντφιλντ σπίθισαν πονηρά. «Εφόσον το παιχνίδι δεν πρέπει να υπερβεί τα όρια της αξιοπρέπειας, προτείνω ο Σεντ Μάγκνους να περιορίσει τις προσπάθειές του στη βιβλιοθήκη. Δεν επιτρέπονται πηγαινέλα μες στο σπίτι και κρυφές επισκέψεις στις κρεβατοκάμαρες». Πάει η σκέψη να σαγηνεύσει τη χήρα Γουίτλι. Ο Μέρικ είχε την εντύπωση ότι η χήρα δε διάβαζε πολύ. Αλλά ούτε κι αυτός διάβαζε. «Είναι περασμένα μεσάνυχτα, αμφιβάλλω αν τέτοια ώρα κυκλοφορούν πολλές γυναίκες στη βιβλιοθήκη», είπε ο Μέρικ ανασηκώνοντας τους ώμους. «Τι θα γίνει αν κάτσω εκεί μέσα όλη νύχτα και δεν εμφανιστεί καμία κατάλληλη για φίλημα;» «Τότε κανένας δε χάνει και κανένας δεν κερδίζει», απάντησε ο Ρέντφιλντ με μια ευκολία που δεν άρεσε καθόλου στον Μέρικ. Ο Ρέντφιλντ πίστευε ότι κάποια θα βρισκόταν εκεί. Ο άνθρωπος ήταν κάθαρμα, και μάλιστα ένα πομπώδες κάθαρμα. Ήταν φανερό ότι είχε κάποιο σχέδιο. Μήπως πίστευε ότι όποια βρισκόταν στη βιβλιοθήκη θα ήταν απρόσβλητη στη γοητεία του; Ο Μέρικ ήταν εξίσου σίγουρος για τον εαυτό του. Είχε κλέψει πολύ περισσότερα από ένα φιλί για πολύ λιγότερα χρήματα απ’ αυτά που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Ό,τι κι αν είχε στο μυαλό του ο Ρέντφιλντ, ο Μέρικ δε θα το μάθαινε αν δεν πήγαινε στη βιβλιοθήκη. *** Η βιβλιοθήκη ήταν σκοτεινή όταν έφτασε ο Μέρικ. Ήταν πολύ αργά για διάβασμα, εκτός κι αν κάποιος δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Ο Μέρικ άναψε με την ησυχία του μερικά κεριά για να φωτίσει το δωμάτιο. Ήταν ένας καλοφτιαγμένος χώρος μ’ ένα μεγάλο τραπέζι ανάγνωσης στο κέντρο του δωματίου, ένα τζάκι από μάρμαρο με πρασινωπές φλέβες και μ’ έναν καναπέ και μερικές πολυθρόνες τριγύρω του, μερικά τραπεζάκια και καρέκλες για διάβασμα δίπλα στα μεγάλα παράθυρα, και τοίχους γεμάτους προσεκτικά επιλεγμένα βιβλία. Ο Μέρικ έψαξε με συγκρατημένο ενδιαφέρον τους τίτλους. Μπορούσε να διακρίνει το χέρι του Τζέιμι στην επιλογή. Ο Τζέιμι είχε διακριθεί στην Ιστορία όταν βρίσκονταν στην Οξφόρδη, και η αγάπη του για το συγκεκριμένο αντικείμενο ήταν εμφανής στους τίτλους. Ο ίδιος δεν είχε καμία προτίμηση στην Ιστορία όπως ο Τζέιμι ή στην ιταλική μουσική όπως ο Ας ή στην αναγεννησιακή ~ 38 ~
τέχνη όπως ο Ρίορνταν. Είχε ανακαλύψει, όμως, ότι αγαπούσε τις ξένες γλώσσες, έναν τομέα στον οποίο μπορούσε να διακριθεί συζητώντας. Ο Μέρικ τράβηξε στην τύχη ένα βιβλίο από το ράφι και βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι για να περιμένει. Πρόλαβε να διαβάσει τις πέντε πρώτες σελίδες πριν ανοίξει η πόρτα. Η καινούρια παρουσία ήταν σίγουρα θηλυκή και φορούσε μια απλή αχνογάλαζη ρόμπα που άφηνε να ξεχωρίζει από κάτω της το στρίφωμα ενός λευκού νυχτικού. Είχε γυρισμένη την πλάτη της προς τον Μέρικ, αποκαλύπτοντας μια μακριά και πυκνή πλεξούδα από σκουροκάστανα μαλλιά. Ήταν προφανές ότι έβαζε τα δυνατά της για να κλείσει αθόρυβα την πόρτα. Όποια κι αν ήταν, δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί ή, τουλάχιστον, δεν ήθελε να την ανακαλύψουν. Δυστυχώς για εκείνη, από στιγμή σε στιγμή θα γύριζε και θα έμενε έκπληκτη βλέποντας τον Μέρικ. Όταν η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος του, όμως, η έκπληξη ήταν όλη δική του. Που να πάρει και να σηκώσει, ο ένας άνθρωπος που είχε έρθει στη βιβλιοθήκη ήταν ο μοναδικός που δεν είχε δει για μέρες ολόκληρες: η Αλίξ Μπερκ. Μήπως ο Ρέντφιλντ ήξερε ότι εκείνη θα βρισκόταν εκεί; Ένα απλό στοίχημα είχε μετατραπεί ξαφνικά σ’ ένα επικίνδυνο εγχείρημα. Ο Μέρικ χαμογέλασε. «Ώστε εδώ κρυβόσουν;» τη ρώτησε, μιλώντας της στον ενικό όπως εκείνη τη μέρα στη λίμνη. *** Η Αλίξ έσφιξε ασυναίσθητα το λαιμό της ρόμπας της. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε με τη σειρά της, ξεχνώντας τους καλούς της τρόπους και τον πληθυντικό ευγενείας. «Δείχνεις έκπληκτη που με βλέπεις». Ο Μέρικ κούνησε στον αέρα το βιβλίο που κρατούσε στο χέρι του. «Διαβάζω για τους Γάλλους βασιλιάδες». «Εκπλήσσομαι που βρίσκω τον οποιονδήποτε στη βιβλιοθήκη τέτοια ώρα», δικαιολογήθηκε η Αλίξ. «Κι όμως, εσύ είσαι εδώ», της απάντησε αμέσως, μ’ εκείνα τα γαλάζια μάτια του να την επιθεωρούν με μια ενοχλητική επιμονή που ξεσήκωσε ένα ζεστό φτερούγισμα στο στομάχι της. Αυτό το βλέμμα μπορούσε να πείσει μια γυναίκα ότι ο Σεντ Μάγκνους περίμενε μόνο εκείνη. Κι όμως, ήταν απίθανο. Δεν ήξερε ότι θα βρισκόταν κι εκείνη στη βιβλιοθήκη. ~ 39 ~
«Γιατί δεν παίζεις μπιλιάρδο με τους άλλους άντρες;» Ήταν έκπληκτη, ανήσυχη, αποσβολωμένη. Η λίστα με τα επίθετα ήταν αρκετά μεγάλη. Τρεις μέρες τον απέφευγε και, παρ’ όλα αυτά, κατάφερνε να μετατρέψει τις σκέψεις της σ’ ένα μπερδεμένο κουβάρι μέσα σε λίγα λεπτά. Έπρεπε να τον πείσει να φύγει απ’ τη βιβλιοθήκη. Είχε την ελπίδα ότι θα έκανε κάποια πρόοδο με την τελευταία της μετάφραση. Είχε υποσχεθεί στον εφημέριο Ντάνιελς ότι θα είχε τη μετάφραση έτοιμη για έκθεση στο πανηγύρι του χωριού σε λιγότερο από δύο βδομάδες. «Δε σ’ έχω δει πολύ τις τελευταίες μέρες. Ελπίζω να μη μ’ αποφεύγεις», είπε ανάλαφρα ο Μέρικ. Άπλωσε τα πόδια του με τις μπότες, τα πολύ μακριά πόδια του με τις μπότες, πάνω στη σήτα του τζακιού, σβήνοντας κάθε ελπίδα της Αλίξ ότι μπορεί να εγκατέλειπε σύντομα το χώρο. Προφανώς, οι Γάλλοι βασιλιάδες ήταν πιο ελκυστικοί απ’ ό,τι πίστευε. «Φυσικά και όχι. Γιατί να σκεφτείς κάτι τέτοιο;» απάντησε η Αλίξ, ελπίζοντας ότι θ’ ακουγόταν ειλικρινής. Ο Μέρικ ανασήκωσε τους ώμους. «Χαίρομαι που το ακούω. Σκέφτηκα ότι ίσως η συνάντησή μας στη λίμνη να σε είχε ταράξει παρά τις διαβεβαιώσεις μου». Άνοιξε το βιβλίο και επέστρεψε στο διάβασμά του. Τι ανυπόφορος άντρας! Γιατί έπρεπε να διαλέξει εκείνο το βράδυ για να διαβάσει; Η Αλίξ άρχισε να εξετάζει νοερά τις επιλογές της: να μείνει ή να φύγει; Η κοινή ηθική υπαγόρευε να εγκαταλείψει αμέσως το δωμάτιο. Οι ανύπαντρες γυναίκες δε διασκέδαζαν με άντρες φορώντας το νυχτικό τους. Ούτε συναντιούνταν με γυμνούς άντρες σε λίμνες, αλλά αυτό το είχε κάνει ήδη. Αν τα σύγκρινε κανείς, αυτό εδώ δεν ήταν τόσο τρομερό. Παρ’ όλα αυτά, θα έπρεπε να φύγει. Αλλά ο πεισματάρης εαυτός της δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί την ήττα, τη σκέψη να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, ειδικά όταν την περίμενε τόση δουλειά. Δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν άντρα να της υπαγορέψει αποφάσεις ακόμα και για θέματα πολύ σημαντικότερα απ’ αυτό. Δε θα υποχωρούσε τώρα για κάτι τόσο ασήμαντο. Ο Σεντ Μάγκνους της είχε ήδη κοστίσει ένα απόγευμα. Δε θα τον άφηνε να της κλέψει και μια νύχτα. Η Αλίξ συνειδητοποίησε ότι μάλλον του φαινόταν σαν καμιά ανόητη και συντηρητική γεροντοκόρη, έτσι που έσφιγγε τη ρόμπα ~ 40 ~
της στο λαιμό της και καθυστερούσε στην πόρτα. Άραγε, αυτό έβλεπε όταν την κοίταζε; Μια γεροντοκόρη που φοβόταν την παρουσία ενός εκθαμβωτικά ωραίου άντρα; Ο θυμός της φούντωσε. Το θέμα έληξε. Δεν ήταν γεροντοκόρη. Δε φοβόταν. Και δε θα έφευγε. Η Αλίξ προχώρησε προς το μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου και τράβηξε μια καρέκλα. Κάθισε κι έβαλε τα δυνατά της να συγκεντρωθεί στη δουλειά της. Ήταν ξεκάθαρο ότι θα έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο για ν’ αποφεύγει τον Σεντ Μάγκνους. Δεν είχε δώσει τόσες μάχες για ν’ αποκτήσει την ελευθερία να ζήσει τη ζωή της όπως ήθελε η ίδια, μόνο και μόνο για να παραδώσει αυτές τις νίκες σ’ ένα ζευγάρι ελκυστικά γαλάζια μάτια. Οι προσπάθειές της να δουλέψει κράτησαν συνολικά πέντε λεπτά. *** «Τι δουλεύεις;» Η Αλίξ σήκωσε το βλέμμα από τα βιβλία και τα χαρτιά της. Εκείνος είχε γυρίσει το κεφάλι του και την κοίταζε. «Μεταφράζω ένα παλιό μεσαιωνικό χειρόγραφο για την ιστορία του Κεντ». Σίγουρα αυτό θα του φαινόταν αρκετά βαρετό ώστε να σταματήσει τις ερωτήσεις. «Ο εφημέριος οργανώνει μια ιστορική έκθεση για την περιοχή μας στο πανηγύρι και θέλει να εκθέσει κι αυτό το έγγραφο». Ο Σεντ Μάγκνους ξεδίπλωσε τα μακριά πόδια του, άφησε στην άκρη τους Γάλλους βασιλιάδες και πλησίασε το τραπέζι με μια λάμψη στα γαλάζια μάτια του που έμοιαζε να δηλώνει ότι η απάντησή της του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. «Πώς πάει;» «Πώς πάει τι;» Η Αλίξ έσφιξε πάλι ενστικτωδώς το λαιμό της ρόμπας της και ο τόνος της φωνής της ακούστηκε διαπεραστικός. «Η μετάφρασή σου», είπε ο Σεντ Μάγκνους δείχνοντας τα χαρτιά. Δεν πήγαινε καθόλου καλά. Τα αρχαία γαλλικά αποδεικνύονταν δύσκολα, ειδικά στα σημεία που το χειρόγραφο είχε ξεθωριάσει ή μουντζουρωθεί. Αλλά δεν επρόκειτο να το παραδεχτεί στον άντρα που προκαλούσε τέτοια πανωλεθρία στις αισθήσεις της. ~ 41 ~
Οι τρεις μέρες που απέφευγε επίμονα τη συντροφιά του δεν είχαν αποφέρει καρπούς. Τόσες προσπάθειες, κι εκείνος κατέληξε στη βιβλιοθήκη της -τη δική της βιβλιοθήκη-, το μοναδικό δωμάτιο όπου πίστευε ότι θα ήταν μόνη. Οι στρατηγικές αποφυγής της δεν είχαν καταφέρει να μειώσουν την ένταση που της προκαλούσε η παρουσία του. Ακόμα και τα μεσάνυχτα έδειχνε υπέροχος. Οι πλάτες του ήταν εξίσου φαρδιές, τα πόδια του εξίσου μακριά, το στέρνο του εξίσου δυνατό. Ήξερε πολύ καλά ότι κάτω από τα στρώματα των ρούχων υπήρχε ένα εντυπωσιακό, μυώδες σώμα. Αλλά όλα αυτά δεν ήταν παρά η βιτρίνα γι’ αυτά τα υπέροχα γαλάζια μάτια που σε κοίταζαν σαν να μπορούσαν να σε διαπεράσουν και που σ’ έπειθαν ότι ήσουν για μια στιγμή το κέντρο του σύμπαντός του. Έπρεπε να υπενθυμίσει στον εαυτό της ότι πολλές γυναίκες είχαν υπάρξει το κέντρο του σύμπαντός του. Η ήρεμη προειδοποίηση του Τζέιμι αντήχησε μες στο κεφάλι της. Ο Σεντ Μάγκνους ήταν εξαιρετικός φίλος για έναν κύριο, αλλά όχι για τις αδελφές των κυρίων. Κι εκείνη δε δυσκολεύτηκε καθόλου να τον πιστέψει. «Μήπως μπορώ να βοηθήσω;» είπε και κάθισε δίπλα της στον πάγκο. Οι αισθήσεις της Αλίξ άρχισαν να δονούνται προειδοποιητικά. Αντιλήφθηκε την αρρενωπή μυρωδιά του, έναν βασανιστικό συνδυασμό σαπουνιού και μιας ελαφριάς κολόνιας από βελανιδιά, λεβάντα και μια άλλη μυστηριώδη, γήινη νότα. «Αμφιβάλλω, εκτός κι αν είσαι εξοικειωμένος με τα αρχαία γαλλικά». Προσπάθησε ν’ ακουστεί επίτηδες αγενής, ελπίζοντας ότι θα τον αποθάρρυνε με το υπεροπτικό ύφος της. Πώς τολμούσε να ορμάει έτσι απρόσκλητος στη ζωή της και να φέρνει τα πάνω κάτω; Ήταν ένας ξένος που δεν ήξερε τίποτα για εκείνη. Δεν είχε ιδέα τι είχε προκαλέσει η παρουσία του. Είχε φτάσει στο σημείο να νιώθει ευτυχισμένη με τις επιλογές της, ευτυχισμένη που είχε αφιερώσει τη ζωή της στη δουλειά. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να πείσει τον εαυτό της ότι ένας άντρας σαν τον Σεντ Μάγκνους εκτιμούσε τα χαρίσματά της και όχι την προίκα της. Στο παρελθόν, αυτός ο δρόμος είχε αποδειχτεί εξαιρετικά επικίνδυνος, αν όχι απογοητευτικός. Οι επόμενες λέξεις του Σεντ Μάγκνους την άφησαν άναυδη. «Τυχαίνει να είμαι κάτι παραπάνω από εξοικειωμένος με τα αρχαία γαλλικά». Αυτός ο ξανθός γητευτής με τα τιρκουάζ μάτια γνώριζε μια ~ 42 ~
αρχαία γλώσσα; Κι αυτό που έκανε μετά ήταν ακόμα πιο εκπληκτικό. Έβγαλε το σακάκι του και σήκωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του. Πλησίασε ακόμα πιο κοντά της, αδιαφορώντας που οι μηροί τους αγγίζονταν κάτω από το τραπέζι. Η ίδια, όμως, δεν μπορούσε ν’ αδιαφορήσει. Κάθε νεύρο του κορμιού της συνειδητοποιούσε πλήρως κάθε κίνηση του Μέρικ. «Το έγγραφο δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον», είπε η Αλίξ, προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να τον διώξει. «Είναι απλώς ένας αγρότης που γράφει για τα ζώα του. Έχει μια ιδιαίτερη εμμονή με τα γουρούνια του». Ο Μέρικ έστριψε το κεφάλι του και την κοίταξε επίμονα. Η Αλίξ αναδεύτηκε αμήχανα στη θέση της. «Απλώς ένας αγρότης που γράφει; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σημαντικό δεν είναι τι γράφει, αλλά και μόνο το γεγονός ότι γράφει». Ξαφνικά, η Αλίξ το συνειδητοποίησε με εκπληκτική διαύγεια. Μες στη βιασύνη της να μεταφράσει το έγγραφο, είχε ξεχάσει να κοιτάξει πέρα από τις λέξεις και να εξετάσει το χρονικό πλαίσιο στο οποίο είχε γραφτεί το κείμενο. «Φυσικά», ψιθύρισε. «Ένας αγρότης που γνωρίζει γραφή πιθανότατα δεν είναι ένας απλός αγρότης ή κάποιος μισθωτής αγρών. Είναι πιθανόν να διαθέτει κάποια υψηλότερη κοινωνική θέση στην κοινότητα». Ο Μέρικ χαμογέλασε. Ήταν ένα διαφορετικό χαμόγελο αυτή τη φορά, γεμάτο ενθουσιασμό. «Ποια είναι η χρονολογία του εγγράφου;» «Υποθέτω ότι τοποθετείται κάπου στα μέσα του δεκάτου τρίτου αιώνα, γύρω στο 1230». «Μετά τη Μάγκνα Κάρτα», μονολόγησε σκεφτικός ο Μέρικ. «Ίσως είναι ένας άνθρωπος αυτοδημιούργητος, ένα πρώιμο δείγμα της τάξης των ευγενών, όχι κάποιος αριστοκράτης ή άμεσος απόγονος ενός βασιλιά, αλλά ένας άντρας που αποφάσισε ο ίδιος για την αξία του». Ακούστηκε σχεδόν μελαγχολικός καθώς εξέφραζε τις σκέψεις του. «Την αξία του σε γουρούνια», είπε χαμογελώντας η Αλίξ. «Μην ξεχνάς τα γουρούνια». Ο Μέρικ γέλασε δυνατά. «Δείξε μου πού γράφει για τα γουρούνια. Με τόσα που μου είπες, θέλω να μάθω περισσότερα γι’ αυτά». Η Αλίξ του έδωσε τις σελίδες για τα γουρούνια κι εκείνος άρχισε να τις διαβάζει με απρόσμενη προσοχή, με το βλέμμα του και ~ 43 ~
το δάχτυλό του να κινούνται πάνω στις προτάσεις από τη μια λέξη στην άλλη. Μέσα σε μερικά λεπτά είχε απορροφηθεί εντελώς από ΤΟ διάβασμα και η Αλίξ έστρεψε τις σκέψεις της στις σελίδες που είχε μπροστά της, συνειδητοποιώντας στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι είχε συμβεί κάτι εξωφρενικό: δούλευε τη μετάφρασή της μαζί με τον Μέρικ Σεντ Μάγκνους, τον πιο πολυσυζητημένο άντρα του Λονδίνου. Και το σπουδαιότερο, της είχε δείξει ότι ήταν κάτι παραπάνω από όμορφος. Ήταν ενδιαφέρων, έξυπνος και διορατικός. Καταπληκτικό. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι σαν θαύμα. Κανένας δε θα την πίστευε αν τους το έλεγε. Άρχιζε να καταλαβαίνει γιατί είχε δημιουργηθεί αυτή η φιλία ανάμεσα στον Μέρικ και τον Τζέιμι. Όπως κι αυτή, ο Τζέιμι αγαπούσε την Ιστορία και ο Μέρικ κατανοούσε τις κοινωνιολογικές πτυχές της. Ο Μέρικ γέλασε ξαφνικά, σπάζοντας τη συντροφική σιωπή που είχε δημιουργηθεί. «Δε γράφει για τα γουρούνια του, Αλίξ». Τα μάτια του έλαμπαν καλοδιάθετα. «Για τη γυναίκα του γράφει». Η Αλίξ συνοφρυώθηκε. «Δε σε πιστεύω». Χωρίς να το σκεφτεί, έσκυψε προς το μέρος του για να πιάσει τη σελίδα. «Να...» του είπε και του έδειξε μια αράδα. «Αυτή είναι ξεκάθαρα η λέξη για τη γουρούνα. Πιο συγκεκριμένα σημαίνει “σκρόφα”». Ο Μέρικ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ναι, αλλά μάλλον δεν ξέρεις ότι οι άντρες χαρακτηρίζουν συχνά “σκρόφες” τις στριμμένες γυναίκες». Ο Μέρικ έσκυψε προς το μέρος της. «Δείξε μου τις επόμενες σελίδες. Θέλω να δω αν ισχύει η υποψία μου ότι η γυναίκα του περιμένει πολύ σύντομα παιδί». «Ναι!» φώναξε μερικά λεπτά αργότερα ο Μέρικ. «Για τη γυναίκα του γράφει. Ρίξε μια ματιά, Αλίξ». Έσπρωξε τη σελίδα προς το μέρος της και έσκυψε πιο κοντά, ακουμπώντας το χέρι του στην άλλη πλευρά της για να στηρίζεται όπως διάβαζαν μαζί τη σελίδα. «Έχεις δίκιο», αναφώνησε με φανερό ενθουσιασμό η Αλίξ. Το μυαλό της άρχισε να παίρνει στροφές. «Αναρωτιέμαι μήπως υπάρχουν εκκλησιαστικά αρχεία. Ίσως μπορούμε να τα βρούμε για να μάθουμε πού βρισκόταν η γη του. Θα μπορούσαμε ν’ ανακαλύψουμε πώς τελειώνει η ιστορία, αν αυτό το μωρό γεννήθηκε τελικά». Η Αλίξ δάγκωσε το χείλος της, συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει. Είχε χρησιμοποιήσει πληθυντικό. «Συγνώμη. Παρασύρθηκα. Το πιθανότερο είναι πως δε θα μάθουμε ποτέ τι του συνέβη». Ο Μέρικ χαμογέλασε. «Ίσως και να μάθουμε. Θα βρίσκομαι ~ 44 ~
εδώ για δύο βδομάδες. Σίγουρα είναι αρκετός χρόνος για να μάθουμε πώς τελειώνει η ιστορία του αγρότη σου». Πάντως, έδειχνε να ενδιαφέρεται πραγματικά. Έδειχνε σαν να ήθελε να βρίσκεται εκεί μαζί της αντί να βρίσκεται στη σάλα και να παίζει μπιλιάρδο. Η Αλίξ χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της, μετανιώνοντας για τις σκέψεις που είχε κάνει νωρίτερα γι’ αυτόν. «Πρέπει να ζητήσω συγνώμη. Δεν πίστευα ότι είχες κι αυτή την πλευρά. Σε παρεξήγησα». «Χαίρομαι που σε εξέπληξα», είπε τρυφερά ο Μέρικ, με τη φωνή του ν’ ανάβει φωτιά και να καίει τη μικρή απόσταση ανάμεσα στα κορμιά τους. Τα μάτια τους παρέμειναν αιχμαλωτισμένα και μια αστραπιαία σκέψη πέρασε από το μυαλό της Αλίξ: θα με φιλήσει. Αυτό ακριβώς είπε δυνατά μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και ο Αρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ, ορμώντας μες στο δωμάτιο με τον θυμωμένο και αγουροξυπνημένο κόμη Φόλκστοουν να τον ακολουθεί κατά πόδας δένοντας τη ρόμπα του, ενώ ταυτόχρονα φώναζε τις παραδοσιακές λέξεις των ανά τον κόσμο έξαλλων πατεράδων όταν ανακαλύπτουν τις κόρες τους σε απρεπείς συνθήκες. «Τι γίνεται εδώ;» Και η Αλίξ του έδωσε μια εξίσου παραδοσιακή απάντηση: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις». Αλλά πώς θα ήταν δυνατόν να νόμιζε κάτι διαφορετικό, βλέποντας τον Μέρικ καθισμένο τόσο κοντά της με τα μανίκια σηκωμένα και την κόρη του ντυμένη μόνο με το νυχτικό και τη ρόμπα της; Ο Αρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ χειροτέρεψε την κατάσταση διευκρινίζοντας μ’ ένα αλαζονικό μειδίαμα: «Είναι ακριβώς αυτό που νομίζει. Πριν από μία ώρα, ο Σεντ Μάγκνους έβαλε στοίχημα με αρκετούς κυρίους στην αίθουσα του μπιλιάρδου ότι θα έκλεβε ένα φιλί από μια κυρία πριν να τελειώσει η νύχτα». Και μετά πρόσθεσε, λες κι αυτό θα καλυτέρευε την κατάσταση: «Έχω μάρτυρες». Ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της Αλίξ. Ώστε είχε στοιχηματίσει ότι θα έκλεβε ένα φιλί! Έπρεπε να είχε ακούσει τη λογική της όταν της υπαγόρευσε να φύγει κατευθείαν από τη βιβλιοθήκη. «Όχι, όχι μάρτυρες, παρακαλώ», είπε ο πατέρας της σηκώνοντας αποφασιστικά το χέρι. Είχε καταφέρει πλέον να δέσει τη ρόμπα του και είχε αναλάβει τον έλεγχο της κατάστασης. «Όλοι εδώ είμαστε έντιμοι κύριοι», δήλωσε, κοιτάζοντας με νόημα τον Σεντ Μάγκνους καθώς το έλεγε. «Μπορούμε να επιλύσουμε το θέμα ~ 45 ~
διακριτικά, δεν υπάρχει λόγος να προκαλέσουμε περιττή αναστάτωση». Η Αλίξ δεν είχε δει ποτέ άλλοτε τον πατέρα της τόσο θυμωμένο. Κανένας άλλος δε θα μπορούσε να μαντέψει την ένταση του θυμού του. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που η φωνή τους ακουγόταν πιο συγκρατημένη όταν θύμωναν. Μετά της έριξε μια ματιά, καταγράφοντας την εντελώς άπρεπη ενδυμασία της. Στο βλέμμα του δεν υπήρχε μόνο θυμός αλλά και απογοήτευση, πράγμα που ήταν ακόμα χειρότερο. Είχε διακρίνει κι άλλες φορές την ίδια απογοήτευση στα μάτια του -φαίνεται ότι τον είχε απογοητεύσει πάρα πολλές φορές στη ζωή της. Αλλά αυτή η φορά θα ήταν η τελευταία. Η Αλίξ αντιλαμβανόταν στο ύφος του ότι το είχε αποφασίσει, κι αυτό την τρόμαξε πάρα πολύ. Ο πατέρας της την έδιωξε απ’ τη βιβλιοθήκη με μια κίνηση του κεφαλιού του. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και μείνε εκεί. Θα μιλήσουμε το πρωί. Όσο για εσάς, μιλόρδε Σεντ Μάγκνους, σας παρακαλώ να παραμείνετε εδώ, ώστε να τακτοποιήσουμε το θέμα τώρα αμέσως. Φορέστε το σακάκι σας και γίνετε ευπρεπής». Πριν φύγει η Αλίξ, έριξε μια ματιά στον Σεντ Μάγκνους, αν και δεν ήξερε τι είδους βοήθεια θα μπορούσε να της προσφέρει. Ποτέ του δεν είχε ενδιαφερθεί πραγματικά για την ίδια ή τη δουλειά της. Είχε υπάρξει απλώς ο πιο βολικός στόχος του. Θα είχε φιλήσει οποιαδήποτε γυναίκα είχε μπει στη βιβλιοθήκη. Δεν είχε κανένα λόγο να τη βοηθήσει και σίγουρα εκείνη τη στιγμή ενδιαφερόταν περισσότερο να βοηθήσει τον εαυτό του. Ο Σεντ Μάγκνους στεκόταν όρθιος, με τα μπράτσα σταυρωμένα και τα μάτια μισόκλειστα να καίνε σαν γαλάζια κάρβουνα. Ήταν εντυπωσιακός έτσι που στεκόταν αγέρωχος, αλλά δε χάρισε ούτε μια ματιά στην ίδια που έφευγε, πρόσεξε η Αλίξ. Όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στον Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ.
~ 46 ~
Κεφάλαιο 5
Ποιος να φανταζόταν ότι, ύστερα από δέκα τόσο περιπετειώδη και ταραχώδη χρόνια, θα εξευτελιζόταν τελικά στη βιβλιοθήκη του κόμη Φόλκστοουν; Ο Μέρικ αναδεύτηκε στην πολυθρόνα του. Ήταν άλλο πράγμα να σε καλεί για σωφρονισμό κάποιος συντηρητικός συνομήλικος όταν είσαι νεαρό κοκόρι στην πόλη. Και εντελώς άλλο όταν πλησιάζεις τα τριάντα και είσαι αναγνωρισμένος αλήτης. Οι αλήτες δεν πιάνονται στα πράσα για μικροπταίσματα. Μπορούσαν να τους πιάσουν πάνω σ’ ένα ερωτικό παραλήρημα με μια όμορφη χήρα και να μην υπάρχει πρόβλημα. Αλλά δεν μπορούσαν με τίποτα να τους πιάσουν να κλέβουν φιλιά από τη θυγατέρα ενός κόμη. Όμως, αυτό συνέβη τώρα και, απ’ ό,τι φαινόταν, θα έπρεπε να το πληρώσει ακριβά. Η φριχτή ειρωνεία ήταν πως δεν είχε κάνει τίποτα. Αυτή τη φορά όλα ήταν αθώα. Έπρεπε να παραδεχτεί πως το θέαμα που παρουσίαζαν δε φαινόταν αθώο: η ενδυμασία της, τα ανασηκωμένα μανίκια του, η περασμένη ώρα, η εγγύτητά τους στο τραπέζι. Και το σπουδαιότερο, η φριχτή πραγματικότητα του αναθεματισμένου στοιχήματος με τον Ρέντφιλντ. Όλα τα στοιχεία έμοιαζαν ενοχοποιητικά. Και η αλήθεια είναι ότι, αν οι δύο άντρες είχαν καταφτάσει πέντε λεπτά αργότερα, τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα, αφού ο Μέρικ μπορεί και να είχε διεκδικήσει το φιλί που τον κατηγορούσαν ότι έκλεψε. «Αποπειραθήκατε να φιλήσετε την κόρη μου», είπε ο Φόλκστοουν, με το πρόσωπό του μια παγωμένη μάσκα. «Ναι, και η λέξη-κλειδί εδώ είναι “αποπειράθηκα”. Δεν είχα προλάβει ακόμα να κάνω κάποια κίνηση», τόνισε ο Μέρικ. Ο φόλ~ 47 ~
κστοουν συνοφρυώθηκε, καθώς δε φάνηκε να εκτιμά τη διευκρίνιση. «Δε μ’ ενδιαφέρει ακόμα κι αν αποπειραθήκατε να μετατρέψετε κάποιο μέταλλο σε χρυσό. Δεν αλλάζει το γεγονός ότι βρεθήκατε μόνος μαζί της μες στη μαύρη νύχτα». «Ήμασταν στη βιβλιοθήκη, κύριε», διαμαρτυρήθηκε ο Μέρικ. Ετοιμαζόταν να πει ότι ήταν το λιγότερο ερωτικό δωμάτιο του σπιτιού, αλλά μετά θυμήθηκε τι είχε κάνει στη βιβλιοθήκη στο χορό των Ρόουλαντς πριν από μερικές βδομάδες με τη χαριτωμένη κυρία Ντενάμπλ και άλλαξε γνώμη. «Ευτυχώς που ο Ρέντφιλντ είναι υπόδειγμα ηθικής και διακριτικότητας», σχολίασε ο Φόλκστοουν. Ο Μέρικ ανασήκωσε το φρύδι του, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι αμφισβητούσε το σχόλιο του κόμη. Ο Ρέντφιλντ είχε στήσει όλη αυτή την ιστορία, γι’ αυτό ήταν βέβαιος, παρόλο που δεν ήταν βέβαιος για τα κίνητρά του. Αλλά αν το έλεγε στον κόμη, θα φαινόταν μικροπρεπής. Και σίγουρα δε θα ήταν προτιμότερο να πει ότι «οποιαδήποτε κοπέλα θα ήταν κατάλληλη, απλώς έτυχε να μπει πρώτη η κόρη σας». «Εκθέσατε την κόρη μου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως και η ίδια είναι αθώα. Θα μπορούσε να έχει εγκαταλείψει το δωμάτιο αμέσως μόλις κάνατε γνωστή την παρουσία σας», συνέχισε ο Φόλκστοουν. Τα διαπεραστικά μαύρα μάτια του, ίδια με της Αλίξ, δεν έφυγαν ούτε στιγμή από το πρόσωπό του. «Η Αλίξ υπήρξε πάντα αντισυμβατική. Υποθέτω ότι ένας σύζυγος και μια οικογένεια θα κατάφερναν να τη συμμορφώσουν και να την προσγειώσουν». Ο Μέρικ διαισθάνθηκε ότι η Αλίξ θα διαφωνούσε με την άποψη του πατέρα της, αλλά κράτησε διακριτικά τη γνώμη του για τον εαυτό του. Ο Φόλκστοουν συνέχισε: «Η Αλίξ πρέπει να παντρευτεί». Ο Μέρικ επιστράτευσε όλη τη δύναμη χαρακτήρα που διέθετε για να μην ανατριχιάσει φανερά. Περίμενε το αναπόφευκτο. Ύστερα από εκείνη τη βραδιά, ο Φόλκστοουν θα περίμενε από εκείνον να κάνει το σωστό και να τη ζητήσει σε γάμο, μια κοπέλα που δεν ήξερε καν. Ο Φόλκστοουν έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του κι έπλεξε τα δάχτυλά του. «Είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε πως, σε περιπτώσεις τέτοιας φύσεως, αναμένεται ότι ο τζέντλεμαν θα νυμφευτεί την εν λόγω κυρία. Παρ’ όλα αυτά, για να είμαι ειλικρινής, δεν είστε ακριβώς “κατάλληλος για σύζυγος”, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ~ 48 ~
ο πατέρας σας. Είστε γνωστός για την αχαλίνωτη συμπεριφορά σας και τις ακολασίες σας. Ορίστε τι προτείνω, λοιπόν: κάντε Βασίλισσα της Σεζόν την κόρη μου». Ο Μέρικ κάθισε λίγο πιο στητά στην καρέκλα του, χωρίς να είναι σίγουρος αν άκουσε καλά ή αν την είχε γλιτώσει. Αυτή η επιλογή μπορεί να ήταν χειρότερη. «Κύριε, είναι κιόλας Ιούνιος. Μας μένουν μόλις έξι βδομάδες. Δεν πιστεύω...» «Ή παντρευτείτε την κόρη μου στο τέλος της Σεζόν ως τιμωρία για την αποτυχία σας», τον διέκοψε ο Φόλκστοουν. «Δεν είστε ο μοναδικός τζογαδόρος εδώ μέσα, Σεντ Μάγκνους. Γνωρίζω τα πάντα για τη φήμη σας. Δεν έχετε καμία επιθυμία να υποστείτε το ζυγό του γάμου. Είμαι σίγουρος ότι αγαπάτε τόσο την ελευθερία σας, ώστε θα φροντίσετε να φέρετε εις πέρας την αποστολή που σας αναθέτω. Ένας Θεός ξέρει ότι θα προτιμούσα σχεδόν οποιονδήποτε άλλον εκτός από εσάς για γαμπρό μου. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι στο οποίο θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και οι δύο. Όσο δε θέλετε εσείς να γίνετε γαμπρός μου άλλο τόσο δε θέλω κι εγώ να σας δώσω το χέρι της κόρης μου, ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει για εσάς ο Τζέιμι ως φίλο». Αγνοώντας με γενναιότητα την προσβολή, ο Μέρικ επιχείρησε μια διαφορετική προσέγγιση. «Κύριε, οι άνθρωποι που ξέρω δεν είναι οι καλύτεροι, δεν είμαι σίγουρος ότι...» Αλλά κι αυτό το επιχείρημα απορρίφθηκε με ευκολία. «Σας φιλοξενώ στο σπίτι μου και συναναστρέφεστε εμένα και τους γνωστούς μου, έτσι δεν είναι;» Που να πάρει, δεν είχε σκοπό να θίξει την αψεγάδιαστη φήμη του κόμη. «Διαθέτετε γνωριμίες, Σεντ Μάγκνους. Αρκεί ν’ αποφασίσετε να τις χρησιμοποιήσετε. Διαφορετικά, θα πρέπει να υποστείτε τις συνέπειες». Ο Φόλκστοουν σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, δίνοντας τέλος στη συζήτηση. «Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να συζητήσουμε. Δεν είστε σε θέση ν’ αποφασίσετε ο ίδιος. Κάνατε την επιλογή σας όταν κλειστήκατε με την κόρη μου στη βιβλιοθήκη για το ανόητο στοίχημά σας. Έχετε λιγότερο από δύο βδομάδες εδώ στην εξοχή για να πείσετε τους κυρίους ότι η κόρη μου είναι η ιδανική νύφη. Αλλιώς αποδεχτείτε το γεγονός ότι θα κάνετε έναν σεπτεμβριάτικο γάμο». Η πόρτα της βιβλιοθήκης άνοιξε και η λαίδη Φόλκστοουν μπήκε στο δωμάτιο φουριόζα και προχειροντυμένη, με τον Ρέντφιλντ κατά πόδας. «Έφερα τη σύζυγό σας», δήλωσε εκείνος με υπερβολή τραγωδού. «Μερικές φορές η οπτική μιας γυναίκας ~ 49 ~
μπορεί να μετριάσει την ένταση σ’ αυτές τις καταστάσεις». Σίγουρα ένας διορατικός άνθρωπος σαν τον Φόλκστοουν μπορούσε να διακρίνει πέρα από τη δήθεν εξυπηρετικότητα του Ρέντφιλντ. Η λαίδη Φόλκστοουν δεν ήταν καμιά ντροπαλή δέσποινα. Πλησίασε αμέσως το σύζυγό της και απαίτησε εξηγήσεις, τις οποίες εκείνος της έδωσε αμέσως. Έπειτα, η λαίδη Φόλκστοουν έστρεψε το σκεπτικό βλέμμα της προς την κατεύθυνση του Μέρικ. «Λοιπόν, θα παντρευτείτε την κόρη μας;» «Όχι απαραίτητα, κυρία μου», απάντησε ευγενικά ο Μέρικ. «Ελπίζω να τη βοηθήσω να βρει ένα πιο κατάλληλο ταίρι». Η λαίδη Φόλκστοουν έβαλε τα γέλια. «Δεν υπάρχει κατάλληλο ταίρι για την Αλίξ. Είναι χρόνια τώρα που προσπαθούμε. Και όταν χρησιμοποιώ τον πληθυντικό, εννοώ ολόκληρη την καλή κοινωνία του Λονδίνου, όχι μόνο την οικογένειά μας. Δε θέλει κανέναν από τους νεαρούς κυρίους που προσφέρονται». Η πικρία της τον εξέπληξε. Δεν ήταν η συμπεριφορά που θα περίμενε από μια μητέρα. Η λαίδη Φόλκστοουν κούνησε απαξιωτικά το χέρι της. «Δεν έχει κανένα σεβασμό για τις επιθυμίες της οικογένειάς της. Μετά το τελευταίο περιστατικό με τον υποκόμη Μάντλι, το μόνο που θέλει είναι τα χειρόγραφά της και η ησυχία της». Τότε γιατί δεν την αφήνετε στην ησυχία της; Ήταν τόσο πολύ αυτό που ζητούσε; Ο Φόλκστοουν είχε αρκετά χρήματα για να συντηρήσει μια γεροντοκόρη θυγατέρα. Η σφοδρότητα των σκέψεών του τρόμαξε τον Μέρικ. «Α, ο Μέντλι. Πολύ ατυχές περιστατικό, πράγματι. Δεν πρόκειται να δεχτεί κάποια καλύτερη προσφορά», δήλωσε συμπάσχοντας ο Ρέντφιλντ. «Αλήθεια;» ειρωνεύτηκε ο Μέρικ. «Ο Μάντλι δεν ήθελε σύζυγο, ήθελε δωρεάν γκουβερνάντα για τις τρεις κόρες του». Ο τύπος μπορεί να ήταν ωραίος για άντρα άνω των σαράντα και να διέθετε αρκετό χρήμα, αλλά ήταν διάσημος στις λέσχες του Λονδίνου για την αδικαιολόγητη τσιγκουνιά του. Κάποτε είχε ρωτήσει αν θα μπορούσε να γίνει έκπτωση στην εισφορά του στο Γουάιτ για τους μήνες που έλειπε στην εξοχή. «Δεν είναι κακό να κάνει κάποιος οικονομία», τόνισε ο Ρέντφιλντ. Πράγμα που του υπενθύμισε κάτι. Υπήρχε ένα θέμα που μπορούσε να τακτοποιήσει εκείνο το βράδυ. Ο Μέρικ γύρισε στον Ρέντφιλντ και του έριξε μια σκληρή ματιά. Προς το παρόν δεν μπο~ 50 ~
ρούσε να κάνει τίποτα για τη δική του θέση, αλλά μπορούσε ακόμα να σώσει τον Ας. Σηκώθηκε και πλησίασε τη λαίδη Φόλκστοουν. «Λυπάμαι βαθύτατα για τις απρεπείς πράξεις μου που έλαβαν χώρα εδώ απόψε. Θα βάλω τα δυνατά μου ώστε η φήμη της λαίδης Αλίξ να βγει αλώβητη από αυτή την απερίσκεπτη περιπέτεια». Και μ’ αυτά τα λόγια, έσκυψε πάνω από το χέρι της με όλη τη γοητεία που διέθετε και φίλησε τις αρθρώσεις των δαχτύλων της. «Αν μου επιτρέπετε; Ανυπομονώ για τη συνάντησή μου το πρωί με τη λαίδη Αλίξ». Ο Μέρικ πέρασε δίπλα από τον Ρέντφιλντ, σταματώντας όσο χρειαζόταν για να ψιθυρίσει: «Μου χρωστάς κάτι, νομίζω. Θα είμαι έξω και θα περιμένω την πληρωμή μου». *** Ο Μέρικ βρήκε τον Ας και τον Ρίορνταν μόνους στην άδεια αίθουσα του μπιλιάρδου, σωριασμένους σε δυο πολυθρόνες. Οι κρίσεις είχαν το χαρακτηριστικό να διώχνουν το πλήθος. Πέταξε ένα ογκώδες ρολό από χαρτονομίσματα στο τραπέζι του μπιλιάρδου. «Αυτά είναι το μερίδιό σου απ’ τα κέρδη». Ο Ας κάθισε πιο στητός στην πολυθρόνα του. «Πώς τα κατάφερες; Ήσουν πιο γρήγορος απ’ τον Ρέντφιλντ;» Ο Μέρικ χαμογέλασε. Το γεγονός ότι είχε νικήσει τον Ρέντφιλντ ήταν το μοναδικό καλό πράγμα που είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα. «Φίλησα μπροστά του το χέρι της λαίδης Φόλκστοουν. Έπρεπε να είναι ο ίδιος μάρτυρας στο στοίχημά του». Ο Ας ξεφύσηξε με εμφανή ανακούφιση και άπλωσε το χέρι του για να πάρει τα κέρδη. «Ο Ρέντφιλντ το είχε σχεδιάσει εξαρχής. Μόλις έφυγες, άρχισε να καυχιέται ότι ήξερε μια συγκεκριμένη κυρία που επισκεπτόταν τις τελευταίες νύχτες τη βιβλιοθήκη». Ολόκληρο το κορμί του Μέρικ σφίχτηκε από την αγωνία. «Ήταν αρκετά απρόσεκτος ώστε να πει το όνομά της;» Ο Φόλκστοουν βασιζόταν στη διακριτικότητά τους, απαιτούσε να μη μάθει κανένας άλλος ότι τον είχαν τσακώσει μαζί με την Αλίξ στη βιβλιοθήκη. Ο Ας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, δεν είπε όνομα, μόνο ότι το ήξερε». Ο Μέρικ ανακουφίστηκε. Ωραία. Απ’ την άλλη, δεν ήταν λο~ 51 ~
γικό να βάλει επίτηδες ένα στοίχημα που ήξερε ότι θα χάσει. Εκτός κι αν πίστευε ότι η Αλίξ δε θα υπέκυπτε. «Αλλά μπορώ να υποθέσω από την παρουσία της λαίδης Φόλκστοουν στη συζήτηση ότι αυτή η κυρία ήταν η λαίδη Αλίξ. Ο Τζέιμι δε θα χαρεί καθόλου», είπε ήρεμα ο Ας. «Ο Τζέιμι δεν πρέπει να το μάθει». «Ώστε θα γιορτάζουμε σύντομα τους γάμους σου;» τραύλισε ο Ρίορνταν, προσφέροντας στον Μέρικ το φλασκί. Εκείνος το απέρριψε με μια κίνηση του χεριού κι ένα πικρό χαμόγελο. «Κατά κάποιον τρόπο». Εξήγησε τη συμφωνία του με τον κόμη, η οποία θα ίσχυε μόνο αν «βοηθούσε» τη λαίδη Αλίξ να γίνει Βασίλισσα της Σεζόν. «Άρα, έγινες ένας πραγματικός τσιτσισμπέο, ένας άντρας του οποίου η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση εξαρτώνται από την ικανότητά του να ευχαριστήσει μια κυρία», είπε με δυσκολία ο Ρίορνταν, που αναμφισβήτητα είχε πιει παραπάνω από αρκετά. «Ξέρεις, και στην Ιταλία γίνεται αυτό. Συνήθως ο σύζυγος είναι αυτός που διαλέγει έναν τσιτσισμπέο για τη γυναίκα του, αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, σε διάλεξε ο πατέρας της για να τη βγάλεις στην καλή κοινωνία». «Δε νομίζω ότι ταιριάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτός ο χαρακτηρισμός», είπε κοφτά ο Μέρικ, ανυπομονώντας να διακόψει τη φλυαρία του Ρίορνταν. Γνώριζε τα σημάδια που έδειχναν πότε ο φίλος του ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια πλήρη διάλεξη πάνω στην ιταλική κουλτούρα. Ο Ας στριφογύρισε αφηρημένα το πόδι ενός άδειου ποτηριού. «Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα στην Οξφόρδη; Τότε που ιδρύσαμε τη λέσχη των τσιτσισμπέι;» Ο Μέρικ έγνεψε καταφατικά και προς στιγμήν ξεχάστηκε στις αναμνήσεις μιας πολύ μακρινής εποχής. Ήταν παράτολμοι και αφελείς. Τους είχε φανεί πολύ συναρπαστική η ιδέα να ζουν μια ζωή γεμάτη «έρωτα». «Υποθέτω ότι είχα γίνει τσιτσισμπέο πολύ πριν απ’ την αποψινή βραδιά», απάντησε αναστενάζοντας. Είχε αποκτήσει ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του χάρη στη γοητεία του και στο ρομάντσο. Μπορεί να μην τον συντηρούσε μια γυναίκα, αλλά, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, ήταν εξαρτημένος από τις γυναίκες με άλλους τρόπους, όσο κι αν δεν ένιωθε περήφανος που το παραδεχόταν. ~ 52 ~
Η «ζωή του έρωτα» δεν ήταν τόσο λαμπερή όσο τη φαντάζονταν εκείνα τα χρόνια, καθισμένοι στη φοιτητική ταβέρνα. Τότε, το μέλλον φάνταζε μακρινό και η πορεία της ζωής εύκολη και ομαλή - τα πάντα ήταν δυνατά. Χαίρονταν που ήταν δευτερότοκοι γιοι και που η οικογένειά τους δεν είχε προσδοκίες από εκείνους. Δεν είχαν τίποτα να κληρονομήσουν, ήταν ελεύθεροι να σχεδιάσουν μόνοι τους το μέλλον τους. Θα γίνονταν διάσημοι ως οι καλύτεροι εραστές του Λονδίνου. Τους είχε φανεί φοβερά διασκεδαστικό εκείνη την εποχή. «Μην ανησυχείς», είπε κάπως ξαφνικά ο Ας, με τα μάτια του σοβαρά και νηφάλια σε αντίθεση με του Ρίορνταν. «Όλοι έχουμε πουλήσει τον εαυτό μας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Είναι αδύνατον να το αποφύγεις». Ο Μέρικ σηκώθηκε και, αποφασισμένος να μην παρασυρθεί από την αυτολύπηση του Ας, είπε με ανάλαφρο ύφος: «Δεν προλαβαίνω ν’ ασχοληθώ με τέτοιους προβληματισμούς τώρα. Πρέπει να μεταμορφώσω μια νύφη και να βρω ένα γαμπρό». Και Θεός φυλάξοι αν κατέληγε να γίνει εκείνος ο γαμπρός, σκέφτηκε βγαίνοντας στον σκοτεινό διάδρομο για να πάει στο δωμάτιό του. Δεν ήταν το είδος του άντρα που παντρεύεται. Ο πατέρας του είχε φροντίσει να του το ξεκαθαρίσει αυτό πριν από πολύ καιρό και, στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει, ο ίδιος δεν είχε κάνει πολλά για να του αλλάξει γνώμη. Γνώριζε πολύ καλά ότι κυκλοφορούσαν υπερβολικά πολλές φήμες για το πρόσωπό του και την ακόλαστη συμπεριφορά του. Και ενώ οι φήμες προκαλούσαν την περιέργεια, προκαλούσαν επίσης και την καχυποψία. Η εικόνα της Αλίξ, με το πρόσωπό της να λάμπει από τον ενθουσιασμό της μετάφρασης, ξεπήδησε στο νου του. Η αποψινή νύχτα τού είχε επιφυλάξει μια απρόσμενη έκπληξη. Δεν περίμενε ότι θα είχε απολαύσει τόσο πολύ αυτή τη δουλειά. Για την ακρίβεια, υπήρξε κάποια στιγμή που είχε ξεχάσει εντελώς το ανόητο στοίχημα. Για χάρη της Αλίξ, δεν έπρεπε πάλι να ξεχαστεί έτσι. Για μια γυναίκα με τις δικές της απαιτήσεις δε θα είχε καμία σημασία ότι, ενώ πολλές από τις φήμες ήταν αληθινές, μερικές από τις πιο τρομερές ήταν ανυπόστατες. *** Μόνος στο δωμάτιό του, ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ συγχάρηκε ~ 53 ~
σιωπηλά τον εαυτό του. Ο Σεντ Μάγκνους θα είχε φύγει μέχρι να ξημερώσει. Ένας τέτοιος τύπος δε διέθετε κανενός είδους κώδικα τιμής. Με τη γαμήλια θηλιά να κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του, ο Σεντ Μάγκνους θα το έβαζε στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσε και θα του άφηνε ελεύθερο το πεδίο για να διεκδικήσει την Αλίξ. Ο Άρτσιμπαλντ θα ήταν έτοιμος να προσεγγίσει τους Φόλκστοουν με μια πρόταση που θα έσωζε την τιμή της Αλίξ. Ποιος ήξερε τι είδους φήμες θα διέδιδε ο Σεντ Μάγκνους; Η νίκη του ήταν ακριβή, αλλά το άξιζε. Με μία κίνηση, είχε καταφέρει να διώξει τον Σεντ Μάγκνους απ’ το σπίτι και είχε στριμώξει την Αλίξ Μπερκ σ’ ένα αδιέξοδο απ’ όπου θα προσφερόταν ιπποτικά να τη σώσει. Ο Άρτσιμπαλντ ρούφηξε ακόμα μια γουλιά μπράντι. Ένας αρραβώνας θα αποκαθιστούσε την υπόληψη της Αλίξ. Ο Άρτσιμπαλντ ήταν σίγουρος πως, ύστερα απ’ αυτό το τελευταίο ατυχές περιστατικό, ο Φόλκστοουν θ’ ανυπομονούσε να παντρέψει την Αλίξ με τον πρώτο άντρα που θα προσφερόταν, ακόμα κι αν δε διέθετε κανέναν τίτλο, και ο Άρτσιμπαλντ θα βρισκόταν εκεί, πρόθυμος να βοηθήσει. Ο Φόλκστοουν θα του ήταν ευγνώμων, πράγμα που επίσης θα του ήταν χρήσιμο στο μέλλον. Τα πάντα εξελίσσονταν εξαιρετικά. Ο ίδιος δεν μπορούσε ν’ αναγκάσει την Αλίξ να τον παντρευτεί, αλλά ο Φόλκστοουν μπορούσε. *** «Δεν μπορείς να μ’ αναγκάσεις να παντρευτώ κανέναν», είπε ήρεμα αλλά αποφασιστικά η Αλίξ, αντιμετωπίζοντας με θάρρος το βλέμμα του πατέρα της που καθόταν στην άλλη πλευρά του γυαλιστερού μαονένιου γραφείου. Ώστε αυτό ήταν το σχέδιό του, το σχέδιο που περίμενε όλη νύχτα ν’ ακούσει. Ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους έπρεπε να την παντρευτεί ή να βρει κάποιον άλλον ν’ αναλάβει την υποχρέωση αντί γι’ αυτόν. Ήταν απόλυτα κατανοητό ότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίον θα γινόταν η Βασίλισσα του Λονδίνου. «Μπορώ και θα το κάνω. Αρκετό καιρό ανεχτήκαμε τις ιδιορρυθμίες σου», απάντησε ο πατέρας της. Τις ιδιορρυθμίες της; Η Αλίξ ένιωσε να φουντώνει μέσα της ο θυμός. «Η δουλειά μου είναι σημαντική. Διασώζω την ιστορία της περιοχής μας. Και αυτό αφορά τόσο την ιστορία του Κεντ όσο και της οικογένειάς μας». Οι δικοί της το ήξεραν αυτό. «Όταν ο Τζέιμι ~ 54 ~
κάνει την ίδια δουλειά, αναγνωρίζεις πόσο σημαντική είναι». «Δεν είναι κατάλληλη δουλειά για μια γυναίκα. Κανένας άντρας δε θέλει μια γυναίκα που ενδιαφέρεται περισσότερο για αρχαία χειρόγραφα παρά για τον ίδιο». Ο πατέρας της σηκώθηκε και έκανε το γύρο του γραφείου. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, δεσποινίς μου. Σκέφτεσαι ότι με κάποιον τρόπο θα τη γλιτώσεις, ότι θ’ απορρίψεις κάθε υποψήφιο που θα σου βρει ο Σεντ Μάγκνους και θα βρεις έναν τρόπο να διώξεις κι εκείνον την τελευταία στιγμή. Αλλά αν το κάνεις αυτό, θα σε αποκληρώσω εντελώς και θα μπορέσεις να δεις ακριβώς πώς είναι τα πράγματα για μια γυναίκα που μένει μόνη σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς την προστασία του καλού ονόματος ενός άντρα». Η Αλίξ ανησύχησε. Ο πατέρας της ήταν τόσο οργισμένος, ώστε ήταν σίγουρη ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Θα έπρεπε να τον καλοπιάσει με κάποια υπόσχεση, ώστε να έχει στη συνέχεια το περιθώριο να διαπραγματευτεί την κατάσταση. «Μετά το πάρτι θα πάω στο Λονδίνο και θα μείνω μέχρι το τέλος της Σεζόν. Αλλά χωρίς τον Σεντ Μάγκνους». «Όχι. Είχες αμέτρητες ευκαιρίες να κάνεις την είσοδό σου στην κοινωνία του Λονδίνου». Ο πατέρας της άφησε έναν αναστεναγμό, αλλά εκείνη δεν έκανε το λάθος να το θεωρήσει ένδειξη υποχώρησης. «Η συμφωνία δεν είναι καθόλου κακή. Ο Σεντ Μάγκνους διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις, διαθέτει στιλ και γοητεία, και είναι ριψοκίνδυνος χωρίς να είναι εντελώς αγύρτης, αν και δεν απέχει ιδιαίτερα. Κυκλοφορώντας μαζί του, θα είσαι κι εσύ πιο γοητευτική και ελκυστική. Ο κόσμος θ’ αρχίσει να σε βλέπει με άλλο μάτι. Ευτυχώς, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να τον παντρευτείς. Χρησιμοποίησέ τον και πέταξέ τον, Αλίξ, αν σου είναι τόσο αντιπαθής. Ο καθένας έχει τη θέση του σ’ αυτόν τον κόσμο. Ήρθε ο καιρός να μάθεις τη δική σου». Αυτό ήταν όλο κι όλο που είχε να πει ο πατέρας της για να της δείξει ότι συμπάσχει. Η Αλίξ έριξε μια ικετευτική ματιά στη μητέρα της, που κούνησε αργά το κεφάλι. «Ο πατέρας σου κι εγώ συμφωνούμε απόλυτα ως προς αυτό, Αλίξ». Καμία βοήθεια από εκείνη την πλευρά. Ίσως θα μπορούσε να πείσει τον Τζέιμι να πάρει το μέρος της -θα είχε αρκετές ιστορίες να διηγηθεί για να πείσει τον πατέρα τους να μην εμπιστευτεί την κόρη του στον Σεντ Μάγκνους, «Και κάτι άλλο», πρόσθεσε ο πατέρας της. «Δε θα πούμε τίποτα για το θέμα στον Τζέιμι. Θα επηρέαζε τη φιλία τους. Συμφωνήσαμε όλοι να ~ 55 ~
κρατήσουμε το περιστατικό κρυφό». Πάει και η τελευταία της ελπίδα. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να ζητήσει τη βοήθεια του Σεντ Μάγκνους. Σίγουρα δε θ’ άρεσε καθόλου ούτε στον ίδιο αυτή η ιστορία στην οποία βρέθηκαν μπλεγμένοι.
~ 56 ~
Κεφάλαιο 6
Αυτή τη φορά είχε χάσει οριστικά τη μάχη που έδινε εδώ και χρόνια για την ελευθερία της. Η Αλίξ σωριάστηκε στο πέτρινο παγκάκι του ανθόκηπου, ακουμπώντας δίπλα της το άδειο καλάθι. Δεν είχε καμία διάθεση να κόψει λουλούδια για τα βάζα του σπιτιού, αλλά της πρόσφεραν μια καλή δικαιολογία για ν’ απομακρυνθεί από την ευθυμία της δεξίωσης. Οι περισσότεροι καλεσμένοι έπαιρναν ακόμα το πρόγευμά τους, πριν πάνε με τα άλογα μια εκδρομή στα ρωμαϊκά ερείπια. Ο πατέρας της το εννοούσε αυτή τη φορά. Δε θα τη συγχωρούσε. Για να λέμε την αλήθεια, στο παρελθόν είχε υπάρξει μεγαλόψυχος και υπομονετικός. Είχε ανεχτεί -αν και δεν μπορούσε να συγχωρέσει- την απόρριψη του Μάντλι και, πριν απ’ αυτό, την απόρριψη εκείνου του γελοίου του βαρόνου Άντλμπορο. Είχε ανεχτεί -αν και δεν μπορούσε να υποστηρίξει- όσα θεωρούσε παραξενιές της: την αγάπη της για τα βιβλία και τη σημαντική εργασία. Ήξερε πως όλα αυτά είχαν γίνει με την ελπίδα ότι θα ερχόταν στα συγκαλά της και σταδιακά θ’ αποδεχόταν έναν πιο παραδοσιακό κι αποδεκτό τρόπος ζωής. Μόνο που τα πράγματα δεν είχαν εξελιχτεί έτσι. Αντί η Αλίξ ν’ αποφασίσει από μόνη της να βγει στην κοινωνία, σιγά σιγά αποσυρόταν όλο και περισσότερο. Κι αυτή η απόσυρση είχε ξεκινήσει απλά. Στην αρχή, της ήταν αρκετό να μένει στην εξοχή και ν’ αφοσιώνεται στην Ιστορία. Έπειτα, άρχισε να γίνεται όλο και πιο εύκολο να μην επιστρέφει καθόλου. Ή ίσως είχε γίνει πιο δύσκολο να επιστρέφει. Εδώ δεσμευόταν λιγότερο από τους περιορισμούς της μόδας, τους κανόνες και το επικριτικό βλέμμα της κοινωνίας. Εδώ μπορούσε ν’ αποφύγει την πραγματικότητα ενός κενού και ~ 57 ~
θλιβερού συμβατικού γάμου. Εδώ ήταν ευτυχισμένη. Συνήθως. Η αλήθεια ήταν πως, παρά την ανακούφιση που της πρόσφερε η εξοχή, είχε αρχίσει να νιώθει ανικανοποίητη ακόμα και πριν απ’ το ανόητο στοίχημα του Σεντ Μάγκνους. Είχε περάσει το καλοκαίρι τριγυρνώντας στην ύπαιθρο, ψάχνοντας... κάτι. Η μοναξιά ήταν το προφανές τίμημα για τη σχετική ελευθερία που της πρόσφερε η απομόνωση της εξοχής. Τώρα, όλα αυτά θ’ άλλαζαν, και όχι προς το καλύτερο. «Ώστε εδώ είσαι». Α, η νεραϊδονονά της, που είχε έρθει να μετατρέψει την κολοκύθα σε άμαξα... Αντιμετώπισε τη χαλαρή διάθεση του Σεντ Μάγκνους με μια άγρια ματιά. Εκείνη τη στιγμή τον μισούσε, τον μισούσε πραγματικά. Την προηγούμενη νύχτα είχαν ανατραπεί τα σχέδια που έκανε για το μέλλον του, κι όμως έδειχνε φρέσκος και καλοντυμένος, μια μάλλον εντυπωσιακή αντίθεση με το θέαμα που ήξερε ότι παρουσίαζε η ίδια, με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και το απλό καφετί φόρεμά της. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και δεν είχε μπει στον κόπο να το κρύψει. Αλλά ο Σεντ Μάγκνους ήταν άψογα ντυμένος με μπεζ κιλότα ιππασίας, γυαλισμένες μπότες και σκουροπράσινο σακάκι. Ο πρωινός ήλιος λαμπύριζε στα μαλλιά του, που έμοιαζαν χρυσά κάτω απ’ το δυνατό φως. Ήταν η πρώτη φορά που πρόσεχε ότι τα μαλλιά του ήταν μακρύτερα απ’ ό,τι απαιτούσαν οι τύποι και κρέμονταν σε χαλαρά κύματα στους ώμους του, αν και δεν ήταν αρκετά μακριά για να πιάνονται πίσω. Ή μήπως ήταν; Μμμ... «Έχω κάτι στο πρόσωπό μου;» ρώτησε ο Μέρικ, ψηλαφώντας προσεκτικά το μάγουλό του. «Όχι». Η Αλίξ μάζεψε βιαστικά τις σκέψεις της. «Ωραία. Ήρθα να συζητήσουμε το πρόβλημά μας». Ο Σεντ Μάγκνους μετέφερε το άδειο καλάθι στο έδαφος και κάθισε απρόσκλητος δίπλα της στο μικρό παγκάκι. Η Αλίξ αισθάνθηκε έντονα τη δύναμη της παρουσίας του στον περιορισμένο χώρο και θυμήθηκε την προηγούμενη φορά που είχαν βρεθεί τόσο κοντά. «Νομίζεις ότι είναι καλή ιδέα;» Προσπάθησε να τραβηχτεί πιο μακριά, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμος χώρος. «Να συζητήσουμε την κατάστασή μας;» «Όχι, να καθόμαστε τόσο κοντά. Την τελευταία φορά κατέληξε σε τραγωδία». ~ 58 ~
Της έριξε ένα πονηρό βλέμμα. «Νομίζω πως αυτό είναι το λιγότερο που πρέπει να σε απασχολεί, Αλίξ. Τουλάχιστον για μένα είναι το λιγότερο». Αλίξ. Ο τρόπος που πρόφερε το όνομά της σαν να ήταν φίλοι, σαν να είχαν πράγματι συναντηθεί την προηγούμενη νύχτα για να δουλέψουν μαζί και όχι για να της κλέψει ένα φιλί, προ-κάλεσε ένα ανάλαφρο ρίγος στη ραχοκοκαλιά της, μέχρι που θυμήθηκε για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί ο Μέρικ. Έπλεξε τα χέρια της στην ποδιά της. «Φαντάζομαι ότι ανησυχείς αρκετά για το θέμα με το στοίχημά σου». «Ναι, και θα ’πρεπε ν’ ανησυχείς κι εσύ». Τέντωσε μπροστά τα μακριά πόδια του και τα σταύρωσε στους αστραγάλους. «Αν αποτύχω, ο πατέρας σου θα φροντίσει να μας παντρέψει. Κανένας απ’ τους δυο μας δε θέλει κάτι τέτοιο, οπότε πες μου ποιον θέλεις να παντρευτείς και θα κανονίσω να τον έχεις». Η Αλίξ ξεφύσηξε περιφρονητικά. Αυτό θύμιζε παραμύθι με κακές νεράιδες. «Και πώς προτείνεις να γίνει αυτό; Δεν μπορείς να κουνήσεις το μαγικό ραβδάκι σου και να μεταμορφώσεις ένα βάτραχο σε σύζυγο». «Όχι, αλλά εσύ μπορείς. Κι εγώ μπορώ να σου μάθω ό,τι χρειάζεται για να δελεάσεις τον άντρα της προτίμησής σου. Οπότε, διάλεξε έναν άντρα. Ποιον θέλεις;» Η Αλίξ σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει στο μονοπάτι. «Για να σκεφτώ... Θα πρέπει να είναι σχετικά εμφανίσιμος, σχετικά νέος. Δε θέλω κανέναν πολύ μεγάλο. Θα πρέπει να είναι ευφυής. Θα ήθελα να έχω μια αξιοπρεπή συζήτηση μαζί του στα δείπνα μιας ολόκληρης ζωής. Θα πρέπει να με σέβεται και να μ’ εκτιμάει γι’ αυτό που είμαι και...» «Όχι», τη διέκοψε ο Σεντ Μάγκνους. «Όχι; Δε θα πρέπει να με σέβεται ή να είναι σε θέση να κάνει μια αξιοπρεπή συζήτηση την ώρα του φαγητού;» Τα γαλάζια μάτια του πέταξαν φωτιές. Ήταν εμφανώς θυμωμένος από την απαρίθμηση αυτών των χαρακτηριστικών. «Όχι, δε θέλω μια λίστα με χαρακτηριστικά. Θέλω ένα όνομα. Για παράδειγμα, υποκόμης Χάργκροουβ ή βαρόνος Έσελτον». «Τότε έχουμε αντίθετους στόχους», είπε η Αλίξ. «Εγώ δε θέλω ένα όνομα. Θέλω έναν άντρα, έναν αληθινό άνθρωπο». Ο Σεντ Μάγκνους σηκώθηκε και την πλησίασε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Ακου, Αλίξ, μπορείς να το παίζεις πει~ 59 ~
σματάρα όλο το καλοκαίρι, αλλά αυτό δε θ’ αλλάξει το αποτέλεσμα, θ’ αλλάξει απλώς το σύζυγο». «Κι αυτό θα ήταν αφόρητο, εφόσον ο σύζυγος θα ήσουν εσύ. Μην παριστάνεις ότι καταστρώνεις τα σχέδιά σου με γνώμονα το καλό μου. Το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι να σώσεις το τομάρι σου», είπε θυμωμένα η Αλίξ. «Δεν ενδιαφέρεσαι για μένα. Όλες οι κινήσεις σου αποσκοπούν πάντα μόνο σ’ ένα πράγμα: να πάρεις αυτό που θέλεις, όπως και χθες το βράδυ. Δεν ενδιαφερόσουν για τη μετάφραση, ενδιαφερόσουν μόνο για το στοίχημα. Κι εγώ ήμουν τόσο ανόητη που σε πίστεψα». Τα μάτια του Μέρικ έμοιαζαν τώρα με επικίνδυνες γαλάζιες λεπίδες. Ωραία. Είχε θυμώσει. Είχε καταφέρει να γκρεμίσει το τείχος της άνετης ανεμελιάς του. Καιρός ήταν να τρομοκρατηθεί απ’ αυτό που τους περίμενε. Ένας Θεός ξέρει πόσο τρομοκρατημένη ήταν η ίδια. Η φωνή του ήταν ψυχρή όταν μίλησε. «Δυστυχώς, είμαστε κι οι δύο μπλεγμένοι σ’ αυτή την ιστορία. Μπορείς είτε να δεχτείς τη βοήθειά μου και να καθορίσεις το τέλος που θα έχει ή να φορτωθείς εμένα για σύζυγο. Σε διαβεβαιώνω ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα σου προκαλέσει μόνο θλίψη». Η Αλίξ συνειδητοποίησε πόσο αληθινά ήταν τα λόγια του. Ο γάμος μ’ έναν άντρα σαν τον Σεντ Μάγκνους ήταν ίσως χειρότερος από μια παραδοσιακή γαμήλια συμμαχία. Τουλάχιστον, σ’ ένα συνοικέσιο δε θα υπήρχαν ψευδαισθήσεις σαν αυτές που έτρεφε την προηγούμενη νύχτα. «Με απειλείς;» ρώτησε η Αλίξ, υψώνοντας το πιγούνι της. Οι γυναίκες που παντρεύονται τη φαντασίωσή τους νιώθουν αναπόφευκτα προδομένες, όταν οι σύζυγοί τους πραγματοποιούν αυτή τη φαντασίωση με άλλες ερωμένες. «Ο πατέρας σου σε απειλεί, αγαπητή μου, όχι εγώ». Μια πονηρή λάμψη τρεμόπαιξε στα μάτια του. «Νομίζω ότι εσύ θ’ απολαύσεις μερικές πλευρές του γάμου σου μαζί μου. Δεν είναι πως αγοράζεις κάτι με δική σου ευθύνη, ξέρεις πολύ καλά τι παίρνεις. Δε θα υπάρξουν εκπλήξεις όταν βγουν τα ρούχα την πρώτη νύχτα». Η Αλίξ ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει και να καίει. Αυτός ο άντρας ήταν ανυπόφορος. «Σοβαρά τώρα, πρέπει να σταματήσεις ν’ αναφέρεις αυτό το περιστατικό». Ο Σεντ Μάγκνους έβαλε τα γέλια. «Πιθανότατα θα σταματήσω όταν δε θα σε κάνει πια να κοκκινίζεις. Τώρα πρέπει να σε ~ 60 ~
πάω πίσω στο σπίτι και να σου ζητήσω να ντυθείς κατάλληλα για την εκδρομή στα ρωμαϊκά ερείπια». Αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο. «Δεν έχεις το δικαίωμα να με διατάζεις». «Νομίζω πως καταλήξαμε ότι το έχω, μέχρι να διαλέξεις έναν άλλον υποψήφιο σύζυγο». Η φωνή του είχε μια ψυχρή χροιά, που έμοιαζε να την προειδοποιεί ότι καλά θα έκανε να μην εξωθήσει αυτόν τον άντρα στα όριά του. Οι χαλαροί τρόποι του έκρυβαν μια ψυχή φλογισμένη και θυμωμένη. Και η ανακάλυψή της ήταν μια έκπληξη. Τίποτα στη μέχρι τότε συμπεριφορά του δεν είχε υπονοήσει ότι υπήρχε μια τέτοια πλευρά στην προσωπικότητά του. «Δεν είχα σκοπό να πάω στην εκδρομή», είπε κι έπιασε το καλαθάκι για τα λουλούδια. «Δεν είχα σκοπό να με πιάσουν στη βιβλιοθήκη μαζί σου». Γύρισε να τον αντικρίσει, με τα χέρια στη μέση. «Κοίτα, συγνώμη που έχασες το στοίχημα, αλλά αυτό δε σου δίνει το δικαίωμα να κάνεις τη ζωή μου ακόμα πιο θλιβερή απ’ ό,τι πρέπει να είναι δεδομένων των συνθηκών». «Κάνεις λάθος για το στοίχημα. Τελικά κέρδισα», είπε και της χάρισε ένα περήφανο χαμόγελο. «Φίλησα τη μητέρα σου». Η Αλίξ ήξερε ότι φαινόταν εντελώς αποσβολωμένη. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αυτός ο άντρας συνέχιζε να κάνει τις πιο απίστευτες δηλώσεις. «Φίλησες τη μητέρα μου;» Ο Μέρικ έβαλε τα γέλια και πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι. «Στο χέρι, αγαπητό μου κορίτσι», της φώναξε πάνω απ’ τον ώμο του. «Θα σε δω σε μισή ώρα στις άμαξες. Ούτε να το σκεφτείς ν’ αργήσεις». Η Αλίξ άφησε ένα θυμωμένο μουγκρητό και χτύπησε κάτω το πόδι της. Την έκανε έξαλλη. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι, αν δεν ήταν στην ώρα της, θα ερχόταν να την ψάξει. Είχε ήδη προσπαθήσει να τον αποφύγει εκείνο το πρωί, αλλά εκείνος κατάφερε να τη βρει. Εντάξει, λοιπόν, μπορούσε ν’ απαιτήσει να βρίσκεται στις άμαξες, αλλά δεν μπορούσε να της υπαγορεύσει τι θα φορούσε. Η Αλίξ χαμογέλασε. Ο Σεντ Μάγκνους θ’ ανακάλυπτε πολύ σύντομα ότι ο άθλος που του είχε αναθέσει ο πατέρας της ήταν ηράκλειος. Και όταν ο πατέρας της θα συνειδητοποιούσε ότι ο Μέρικ δε θα κατάφερνε ν’ αποφύγει το γάμο με την κόρη του, σίγουρα θα υποχωρούσε, καθώς δεν τον ήθελε για γαμπρό. Η Αλίξ γύρισε στο σπίτι σιγοτραγουδώντας. Για πρώτη φορά μετά τα μεσάνυχτα, είχε καταφέρει να καταστρώσει ένα σχέδιο. ~ 61 ~
Και θα το έφερνε σε πέρας. Μετά, θα βρισκόταν πάλι στο σημείο όπου βρισκόταν όταν ξεκίνησε το καλοκαίρι. Και δεν είχε σημασία που οι λέξεις «ανικανοποίητη» και «μόνη» μπερδεύονταν μες στις σκέψεις της. Θ’ ανησυχούσε αργότερα γι’ αυτό. Προς το παρόν, είχε να διώξει ένα σύζυγο. *** Ήταν γρήγορη, ο Μέρικ της το αναγνώριζε. Στις έντεκα ακριβώς, η Αλίξ Μπερκ εμφανίστηκε στα σκαλοπάτια μαζί με τους άλλους καλεσμένους, έτοιμη για τη βόλτα στα ερείπια. Ήταν έκπληξη που εμφανίστηκε στην ώρα της, αν σκεφτεί κανείς πόσο χάλια φαινόταν. Για να πετύχεις μια τόσο απωθητική, όχι, αόρατη, εμφάνιση, χρειαζόταν ώρα. Αν ο Μέρικ φορούσε καπέλο, θα το έβγαζε σε ένδειξη αναγνώρισης της προσωρινής νίκης της. Η Αλίξ δεν επρόκειτο να παραδοθεί εύκολα. Ευτυχώς για τον ίδιο, του άρεσαν οι προκλήσεις. Αρκεί να νικούσε ο ίδιος στο τέλος. Ο Μέρικ ζήτησε συγνώμη από τη συντροφιά με την οποία συζητούσε και πλησίασε την Αλίξ. «Μπράβο, λαίδη Αλίξ», της είχε χαμηλόφωνα στο αυτί. «Θα πρέπει να τα καταφέρεις καλύτερα την επόμενη φορά». Τα μάτια της πέταξαν φωτιές, αλλά δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει, καθώς εκείνη τη στιγμή κατέφτασαν τα άλογα και οι άμαξες. Ακολούθησαν μερικά λεπτά πανδαιμόνιου, καθώς η λαίδη Φόλκστοουν προσπαθούσε να οργανώσει την κατάσταση, ξεχωρίζοντας εκείνους που θα επέβαιναν στις άμαξες από εκείνους που προτιμούσαν να ιππεύσουν. Η Αλίξ διάλεξε να ιππεύσει. Ο Μέρικ την παρακολούθησε να καβαλικεύει την πιτσιλωτή φοράδα, χαμηλώνοντας τη λαβή της πλάγιας γυναικείας σέλας της. Οπότε, πρέπει να ήταν καλή ιππέας. Κανένας δε θα σκεφτόταν να κάνει άλματα χωρίς να χαμηλώσει τη λαβή. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι σκόπευε να κάνει άλματα μαρτυρούσε πολλά για την ιππευτική της ικανότητα. Έπειτα, έσκυψε για να προσαρμόσει τους αναβολείς, ακόμα μία απόδειξη της ικανότητάς της. Τότε ήταν που ο Μέρικ κοίταξε πιο προσεκτικά το φριχτό φόρεμά της. Η γραμμή του δεν ήταν άσχημη. Για την ακρίβεια, το φόρεμα ήταν αρκετά καλοραμμένο. Το πρόβλημα ήταν το χρώμα. Ενώ οι άλλες γυναίκες φορούσαν τις ~ 62 ~
συνηθισμένες γαλάζιες και πράσινες αποχρώσεις, εκείνη είχε διαλέξει ένα γκρι που δεν κολάκευε καθόλου τα μελιά μάτια της ή το σοκολατένιο χρώμα των μαλλιών της. *** «Δε με ξεγέλασες ούτε για μια στιγμή, Αλίξ», της είπε ανάλαφρα μόλις η παρέα χωρίστηκε σε ομάδες. Ο δρόμος χωρούσε μόλις δύο άλογα και όλοι οι ιππείς είχαν χωριστεί σε ζεύγη με την παρέα της προτίμησής τους. Ο Μέρικ θυμήθηκε πόσο καταπληκτική οικοδέσποινα ήταν η λαίδη Φόλκστοουν. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως η συγκεκριμένη εκδρομή είχε οργανωθεί για προξενιά, και ο δρόμος είχε επιλεγεί αποκλειστικά μ’ αυτό το κριτήριο. Στη διαδρομή προς τα ερείπια, τα νεαρά ζευγάρια είχαν πολλές ευκαιρίες να κάνουν πιο προσωπικές συζητήσεις ενώ παρέμεναν σε κοινή θέα. Ήταν πράγματι μια εκπληκτική ιδέα εκ μέρους της οικοδέσποινας. «Σε τι πράγμα αναφέρεσαι;» ρώτησε, με το βλέμμα της καρφωμένο μπροστά και με ουδέτερη φωνή. «Σ’ αυτή την προσπάθεια να γίνεις αόρατη, για να μην πω απωθητική. Θα χρειαστεί να προσπαθήσεις πολύ περισσότερο για να εκλιπαρήσω τον πατέρα σου να ξανασκεφτεί το ζήτημα ή για να φύγω τρέχοντας για το Λονδίνο χωρίς να τιμήσω το λόγο μου». «Ισως να μου αρέσει το φόρεμα. Ίσως εσύ να κάνεις λάθος προσβάλλοντας την ενδυμασία μιας κυρίας». Ο Μέρικ γέλασε δυνατά. «Ξεχνάς πως τις προάλλες είδα τη βραδινή ρόμπα σου. Οπότε, τουλάχιστον ένα μέρος της γκαρνταρόμπας σου υποδηλώνει πως διαθέτεις κάποια αίσθηση της μόδας. Όσο για το ότι “σου αρέσει” το φόρεμα, σε πιστεύω. Νομίζω ότι σου αρέσει να είσαι αόρατη. Σου επιτρέπει να ζεις τη ζωή σου περνώντας απαρατήρητη, πράγμα που σου προσφέρει μια ελευθερία. Οι άνθρωποι μιλάνε μόνο για πράγματα που μπορούν να δουν». Έστρεψε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του. «Πώς τολμάς;» Τώρα είχε θυμώσει. Η προηγούμενη χαλαρή της έκφραση είχε λιώσει κάτω από την αυξανόμενη θέρμη του θυμού της. «Πώς τολμάω τι;» είπε ο Μέρικ, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά. Του άρεσε περισσότερο έτσι -όταν ήταν θυμωμένη, ήταν αληθινή. «Ξέρεις τι εννοώ». «Ξέρω και θέλω να σιγουρευτώ ότι ξέρεις κι εσύ τι εννοώ. ~ 63 ~
Θέλω να το πεις». Η αληθινή λαίδη Αλίξ δε σκεφτόταν τι επρόκειτο να πει ή να κάνει, απλώς το έλεγε ή το έκανε, όπως τότε που είχε ρίξει την κλοτσιά κάτω απ’ το τραπέζι. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό ήταν που την έκανε μοναδική, που θα την ξεχώριζε απ’ όλες τις άλλες, πανομοιότυπες γυναίκες της καλής κοινωνίας. Ίσως όχι το συνήθειο με τις κλοτσιές, αλλά αυτή η γοητευτική φρεσκάδα της συμπεριφοράς της. Η αληθινή λαίδη Αλίξ διέθετε μια έμφυτη ευφυΐα και μια οξυδερκή κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Η μασκαρεμένη λαίδη Αλίξ ήταν τυπική, αόρατη και μάλλον βαρετή, σκεφτόταν υπερβολικά και έπραττε λίγο, προσπαθούσε πάρα πολύ να γίνει κάτι που δεν ήταν -μια γυναίκα χωρίς κανένα συναίσθημα. Ο Μέρικ κοίταξε τις απαλές γραμμές του προφίλ της, τη θυμωμένη, σφιγμένη γραμμή των χειλιών της. Η λαίδη Αλίξ ήταν ένας άνθρωπος με παθιασμένα συναισθήματα, απλώς είχε επιλέξει να τα καταπνίξει. Αλλά γιατί; Το σίγουρο ήταν πως, αν μάθαινε το λόγο, θα εξυπηρετούνταν ο σκοπός του. Έπειτα, θα μπορούσε ν’ ανασύρει στην επιφάνεια την παθιασμένη φύση της. Η Αλίξ δεν επρόκειτο να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα. «Δεν είναι προς το συμφέρον σου να με αγνοείς, Αλίξ», τόνισε. «Το ξέρω. Μη μου το θυμίζεις. Αν σε αγνοήσω τώρα, θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου αναγκασμένη να σε αγνοώ ως σύζυγο». Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό σε ένδειξη απελπισίας. Αν ο δρόμος το επέτρεπε, ο Μέρικ ήταν σίγουρος ότι θα τον άφηνε πίσω. Αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει να το σκάει απ’ αυτή την κατάσταση, ήταν σίγουρο πως το ήξερε. Ακριβώς τη στιγμή που ο Μέρικ νόμιζε ότι την είχε ταρακουνήσει και ότι την είχε εξαναγκάσει να συνειδητοποιήσει την κατάστασή της, εκείνη τον ξάφνιασε. «Είσαι υποκριτής, Σεντ Μάγκνους. Πώς τολμάς να με κατηγορείς ότι έχω επιλέξει να περνάω απαρατήρητη για να κερδίσω την ελευθερία μου, όταν εσύ, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, σκαρφίζεσαι τους πιο αποκρουστικούς τρόπους για να μην περνάς ποτέ απαρατήρητος; Γιατί δείχνεις τόσο έκπληκτος; Σε προειδοποίησα ότι ξέρω άντρες σαν κι εσένα». «Σε προειδοποίησα ότι ξέρω γυναίκες σαν κι εσένα». «Ναι, πράγματι με προειδοποίησες. Προφανώς, λοιπόν, έχουμε κάτι κοινό». ~ 64 ~
*** Ο Μέρικ της επέτρεψε να παραμείνει βυθισμένη στη σιωπή της. Δεν ήταν πως αδιαφορούσε για τα συναισθήματά της. Καταλάβαινε πως, αφενός, εκείνη ήταν πολύ θυμωμένη και, αφετέρου, εκείνος ήταν ο μόνος που διέθετε την ευκαιρία να βγει νικητής απ’ αυτή την ιστορία. Θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε Βασίλισσα του Λονδίνου και μετά να φύγει. Θα ήταν ακόμα ελεύθερος να περιφέρεται ως συνήθως στους κοινωνικούς κύκλους. Αλλά οι μέρες ελευθερίας της Αλίξ Μπερκ θα είχαν λάβει τέλος, είτε ο ίδιος πετύχαινε είτε όχι. Τη λυπόταν πραγματικά, αλλά δεν μπορούσε ούτε να το πει ούτε να το δείξει. Το λιγότερο που θα ήθελε η Αλίξ ήταν ο οίκτος του. Όμως, έπρεπε να τον βοηθήσει κι εκείνη λιγάκι, αλλιώς θα κατέληγαν και οι δύο αλυσοδεμένοι, ενώ η Αλίξ θα είχε χάσει την ευκαιρία να διαλέξει την τύχη της. Ήταν πολύ έξυπνη για να μη διακρίνει αυτή την τόσο προφανή κατάληξη. *** Η Αλίξ κρατούσε τα μάτια της καρφωμένα στο δρόμο μπροστά της. Η σιωπή του Σεντ Μάγκνους ήταν πολύ χειρότερη από το ανάλαφρο χιούμορ του και της έδωσε το χρόνο να μετανιώσει για τα τελευταία θυμωμένα λόγια της. Ήταν απρεπή, σκληρά και εντελώς αλαζονικά. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε τολμήσει να τα ξεστομίσει. Δεν ήταν καν σίγουρη αν τα είχε πράγματι σκεφτεί, αν τα πίστευε. Ήξερε τον Σεντ Μάγκνους μόλις μερικές ώρες, κι όμως τον είχε καταδικάσει. Μπορεί να ήταν το πιο σκληρό πράγμα που είχε πει ποτέ στη ζωή της. Αποτόλμησε ένα πλάγιο βλέμμα προς το μέρος του. Ευτυχώς, δεν έδειχνε να έχει επηρεαστεί από τα σκληρά λόγια της. Αντίθετα, έδειχνε σίγουρος και χαλαρός. Είχε επιλέξει να ιππεύσει χωρίς καπέλο και τώρα ο ήλιος έλαμπε πάνω στα μαλλιά του και τους χάριζε μια λευκόξανθη απόχρωση που θα ζήλευαν οι επίδοξες ντεμπιτάντ. Λιωμένο βούτυρο. Αυτό ήταν. Τα μαλλιά του της θύμιζαν λιωμένο βούτυρο. «Τι έγινε;» Ω Θεέ μου. Την είχε πιάσει να τον κοιτάζει -να χάσκει, για την ακρίβεια- σαν καμιά μαθητριούλα. Αλλά τα υπέροχα γαλάζια μάτια του ήταν ζεστά, ακόμα και φιλικά. «Λυπάμαι πολύ. Μίλησα εντελώς απρεπώς. Ήταν λάθος εκ μέρους μου», κατάφερε να ψελλίσει η Αλίξ. Δεν ήταν η πιο κομψή απολογία, αλλά ήταν περιττό ~ 65 ~
ν’ αναφέρει κανείς ότι δεν ήξερε πώς ν’ απολογείται σε υπερβολικά όμορφους άντρες με μαλλιά στο χρώμα του λιωμένου βουτύρου και διαπεραστικά γαλάζια μάτια που μπορούσαν να δουν βαθιά μέσα σου. Της χάρισε ένα αχνό χαμόγελο. «Μην απολογείσαι, Αλίξ. Ξέρω τι είμαι». Κι αυτό την έκανε να νιώσει ακόμα πιο άσχημα. Τώρα έπρεπε πράγματι να τον αποζημιώσει -λες και κάποια σαν κι αυτή θα μπορούσε ποτέ να βρει κάποιον τρόπο για ν’ αποζημιώσει κάποιον σαν κι αυτόν. Αλλά η συνείδησή της απαιτούσε να προσπαθήσει. *** Ξεκίνησε προσφέροντας στον Μέρικ μια ξενάγηση στα ερείπια, που χωρίζονταν σε δύο τμήματα: υπήρχε ένα παλιό ρωμαϊκό οχυρό και η βίλα. Εφόσον το οχυρό βρισκόταν πιο κοντά στο σημείο που η συντροφιά είχε επιλέξει για πικνίκ, ξεκίνησε με αυτό. Έπειτα, κάθισαν με τους υπόλοιπους καλεσμένους στις κουβέρτες που είχαν απλώσει στο έδαφος, όπου εκείνη ξεκίνησε αμέσως μια ευγενική αλλά βαρετή συζήτηση για τα φαγητά που προσφέρονταν. «Αλίξ, γιατί νομίζεις ότι οι άνθρωποι συζητούν για το φαγητό ή τον καιρό όταν στην πραγματικότητα θέλουν να μιλήσουν για κάτι άλλο;» της ψιθύρισε ο Σεντ Μάγκνους όταν σταμάτησε να μιλάει αρκετά για να φάει μια μπουκιά από μια τάρτα με φράουλες. «Δε νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε η Αλίξ αμέσως μόλις κατάπιε. Αλλά καταλάβαινε πολύ καλά τι εννοούσε. Οι άνθρωποι έκαναν γελοίες συζητήσεις για ασήμαντα θέματα επειδή θεωρούνταν αγενές να μιλήσουν για όσα πραγματικά ένιωθαν. Αλλά εκείνη είχε σύντομα ανακαλύψει ότι οι συζητήσεις με τον Μέρικ γίνονταν πιο ενδιαφέρουσες όποτε εκείνος εμβάθυνε περισσότερο. Ο Σεντ Μάγκνους είχε τελειώσει το φαγητό του και βρήκε την ευκαιρία ν’ απλώσει το μακρύ κορμί του στην κουβέρτα, στηριγμένος στον έναν αγκώνα, προσφέροντας μια υπέροχη εικόνα νωθρότητας και αμαρτίας κάτω απ’ τον πρωινό καλοκαιρινό ήλιο. Χαμήλωσε τη φωνή του σε ψίθυρο που μόλις μπορούσε ν’ ακούσει και η ίδια. «Πιστεύεις ειλικρινά ότι όλοι εδώ πέρα θέλουν να συζητούν για τα σάντουιτς με ζαμπόν και τις κανάτες της λεμονάδας; ~ 66 ~
Κι όμως, αν τους ακούσεις, θα δεις ότι όλες οι συζητήσεις τους είναι ίδιες». «Το ζαμπόν είναι πολύ καλό και η λεμονάδα είναι πολύ δροσιστική», τόλμησε να τον πειράξει η Αλίξ. Ο Σεντ Μάγκνους έβαλε τα γέλια. «Πάω στοίχημα ότι ο Γουίλιαμ Μπάρινγκτον εκεί πέρα και η δεσποινίς Τζουλιάν Γουντ δε σκέφτονται το ζαμπόν και τις τάρτες». «Τι σκέφτεται εκείνος;» Τα λόγια βγήκαν από μέσα της εντελώς αυθόρμητα και γεμάτα περιέργεια, παρόλο που δεν ήταν διόλου το είδος της συζήτησης που επιτρεπόταν σε μια καθωσπρέπει δεσποινίδα. Μια ευπρεπής νεαρή κυρία δε θα ενθάρρυνε ποτέ μια συζήτηση που πιθανότατα θα κατέληγε σε απρεπή θέματα. Αλλά ο Σεντ Μάγκνους είχε τον τρόπο του να ενθαρρύνει ακριβώς κάτι τέτοιο. Η Αλίξ είχε την εντύπωση πως καμία συζήτηση μαζί του δε θα μπορούσε να είναι εντελώς καθωσπρέπει. Ο Σεντ Μάγκνους της χάρισε ένα πονηρό χαμόγελο. «Το πιθανότερο είναι πως σκέφτεται πόσο θα του άρεσε να γλείψει αυτόν το λεκέ από μαρμελάδα φράουλα στα χείλη της», είπε ανασηκώνοντας με νόημα τα φρύδια του. «Σε σόκαρα; Δε χρειάζεται. Όλοι σχεδόν το ίδιο σκέφτονται. Ίσως να διαφέρει το μέρος που θέλουν να γλείψουν». Είχε πράγματι σοκαριστεί. Κανένας δεν της είχε πει ποτέ κάτι τόσο αισχρό. Ποτέ. Αλλά δε θ’ άφηνε τα λόγια του να την εξαναγκάσουν σε υποχώρηση. Ανακάλυπτε γρήγορα ότι το να σοκάρεται δεν ήταν το ίδιο με το να αισθάνεται απέχθεια. Από τη στιγμή που συνάντησε τον Σεντ Μάγκνους, όσα τη σόκαραν ενίσχυαν απλώς την περιέργειά της. Ποιος ξέρει πόσα άλλα πράγματα θ’ ανακάλυπτε ακόμα; Πάντα πίστευε ότι η ζωή ήταν κάτι περισσότερο από το επιφανειακό λούστρο του κοινωνικού πρωτόκολλου. Τώρα, είχε αρχίσει να το ανακαλύπτει, με μια καινούρια σοκαριστική συζήτηση κάθε φορά. Σοκαριστικό, ναι, αλλά και μεθυστικό ταυτόχρονα. Και, ναι, ακόμα και εμψυχωτικό, μια τονωτική ένεση που την ενθάρρυνε να εξελιχθεί στη γυναίκα που ήθελε να γίνει, μια γυναίκα που θα έλεγε έξυπνα πράγματα, που θα έκανε και η ίδια προκλητικές δηλώσεις. Τον κοίταξε με θάρρος κατάματα, μ’ ένα αχνό χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη της. «Δεν ξέρω τι με σοκάρει περισσότερο: αυτό που είπες ή ότι το είπες με τόση άνεση σαν να συζητούσες κάτι ασήμαντο όπως ο καιρός». ~ 67 ~
«Γιατί να μην το αντιμετωπίζω με άνεση;» είπε ο Σεντ Μάγκνους, απλώνοντας χαλαρά το χέρι του για να πάρει την τελευταία φράουλα. «Δε θα έπρεπε να είναι μυστικό ότι το μόνο που σκέφτονται πραγματικά όλοι οι άντρες είναι το σεξ». Είχε μόλις πει «σεξ»; Μπροστά σε μια ανύπαντρη κυρία; «Ω, ναι, λαίδη Αλίξ. Οι άντρες στο βάθος τους δεν είναι καθόλου περίπλοκα πλάσματα. Γιατί να μην είμαστε ειλικρινείς; Σκέψου το αυτό ως το πρώτο σου μάθημα για να γίνεις η Βασίλισσα της Σεζόν. Οσο πιο σύντομα αποδεχτείς το συγκεκριμένο γεγονός ως δεδομένο τόσο μεγαλύτερη δύναμη θα σου χαρίσει αυτή τη γνώση». «Τι περίεργο που είναι να συζητούν όλοι για το φαγητό, όταν στην πραγματικότητα σκέφτονται πώς να γλείψουν τα χείλη των άλλων». Θεέ μου, θα έπρεπε να σοκαριστεί τρομερά με τις λέξεις που βγήκαν απ’ το στόμα της, κι όμως δεν ένιωθε σοκαρισμένη. Ήταν μια απόλυτα φυσική αντίδραση στο σχόλιο του Σεντ Μάγκνους. «Είσαι σκέτη απόλαυση όταν αποφασίζεις να χρησιμοποιήσεις τη γλώσσα σου με δημιουργικό τρόπο και όχι με επιθετικό, λαίδη Αλίξ». Ο Σεντ Μάγκνους γελούσε με την καρδιά του τώρα. «Ο κόσμος αρχίζει να μας κοιτάζει», είπε η Αλίξ με σφιγμένα δόντια κι ένα προσποιητό χαμόγελο. Δεν είχε απορροηθεί τόσο πολύ απ’ την ελαφρότητα της συζήτησής τους ώστε να ξεχνάει τις συνθήκες που τους περιέβαλλαν. «Θέλουμε να κοιτάζουν, έτσι δεν είναι; Θέλουμε ν’ αναρωτιούνται τι ήταν αυτό που είπε η λαίδη Αλίξ και συνεπήρε τόσο πολύ τον Σεντ Μάγκνους. Είναι ηδονοβλεψίες της συζήτησης. Κοιτάζουν απλώς επειδή διασκεδάζουμε περισσότερο απ’ αυτούς», είπε και της έκλεισε το μάτι. «Και ξέρεις γιατί διασκεδάζουμε;» «Επειδή δε συζητάμε για το φαγητό», απάντησε πονηρά η Αλίξ, νιώθοντας να διασκεδάζει πραγματικά. «Ακριβώς, λαίδη Αλίξ. Συζητάμε γι’ αυτό που θέλουμε να συζητήσουμε». «Είσαι πάντα έτσι;» τον ρώτησε προτού χάσει το θάρρος της, προτού δειλιάσει η «έμπειρη γυναίκα με τα έξυπνα σχόλια». Ποτέ πριν δεν είχε αφήσει αυτή την πλευρά της ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια και να παίξει. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα διέθετε μέχρι ν’ αρχίσει να τραυλίζει ή να μην έχει τι άλλο να πει. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους έμοιαζε να είναι πιο σοβαρή τώρα, ~ 68 ~
σαν να είχε χάσει την πρότερη ελαφρότητά της. Ακόμα και τα μάτια του ήταν πιο σοβαρά. «Είμαι πάντα ο εαυτός μου, λαίδη Αλίξ. Είναι το μοναδικό πράγμα απ’ το οποίο δεν μπορώ να το σκάσω». Διαισθάνθηκε μια επίπληξη κρυμμένη στα λόγια του, αλλά δεν μπορούσε να πει αν προοριζόταν για τον ίδιο ή για εκείνη. Ισως είχε ξεπεράσει κάποιο αόρατο όριο μέσα στον παρορμητικό ενθουσιασμό της. Έμοιαζε να το κάνει συνέχεια εκείνη τη μέρα. «Συγνώμη, έγινα πολύ αυθάδης. Δεν ξέρω τι έχει πάθει σήμερα το στόμα μου». «Το στόμα σου δεν έχει πάθει τίποτα, εκτός ίσως από ένα λεκέ φράουλας εδώ πέρα», είπε κι έδειξε ένα σημείο στο δικό του στόμα. Ο σφυγμός της Αλίξ άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Θα το έκανε. Ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους θα έγλειφε τα χείλη της. Ήταν ίσως η πιο παράλογη και προκλητική σκέψη που είχε κάνει ποτέ της, αλλά ήταν μια μέρα κατάλληλη για καθετί πρωτόγνωρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, με τα χείλη της ελάχιστα μισάνοιχτα από την προσμονή, με την περιέργεια να φτερουγίζει στο στομάχι της. Ο Σεντ Μάγκνους έσκυψε μπροστά, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσά τους... και την απογοήτευσε εντελώς πιάνοντας μια πετσέτα. Της σκούπισε τα χείλη, καθαρίζοντας απαλά το λεκέ. Η Αλίξ ήξερε ότι ήταν μια τολμηρή κίνηση. Κανένας άντρας δεν είχε αγγίξει ποτέ άλλοτε τα χείλη της, ούτε καν με μια πετσέτα. Κι όμως, δεν μπορούσε να μη νιώσει ότι δεν ήταν αρκετά τολμηρό. Ύστερα απ’ όλη αυτή τη συζήτηση για τα χείλη, για το φαγητό και για το τι σκέφτονταν πραγματικά οι άντρες, μια πετσέτα έμοιαζε πολύ λίγη. Οπότε δεν υπήρχε παρά μόνο μία φριχτή εξήγηση. Ο Σεντ Μάγκνους δεν την ήθελε. Είχε επιτρέψει στον εαυτό της να παρασυρθεί. Στο κάτω κάτω, ήταν ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους, ένας κοσμικός τύπος που μπορούσε να έχει όποια γυναίκα ήθελε και όποτε την ήθελε, ενώ εκείνη ήταν η αόρατη κι αδιάφορη Αλίξ Μπερκ. Ούτε τα χείλη της ήθελε να γλείψει, ούτε να την παντρευτεί, γι’ αυτό κι έκανε τόσο σκληρές προσπάθειες για να της βρει σύζυγο. Η Αλίξ αναστέναξε και σηκώθηκε όρθια. «Πρέπει να δεις τη βίλα πριν φύγουμε. Έχει λίγο περπάτημα, οπότε καλύτερα να ξεκινήσουμε τώρα, αλλιώς δε θα προλάβουμε». ~ 69 ~
Κεφάλαιο 7
«Η βίλα στέγαζε πιθανότατα αξιωματικούς του στρατού, αν και τα μεγαλύτερα ρωμαϊκά οχυρωματικά έργα χτίστηκαν στο Ντόβερ. Καθώς δε διέθετε λιμάνι με βαθιά νερά, το Φόλκστοουν δεν κινδύνευε να δεχτεί επίθεση από τη θάλασσα. Το Φόλκστοουν ήταν απλώς ένα παρατηρητήριο». Αναζητούσε ξανά καταφύγιο στην Ιστορία. Ο Μέρικ ήταν σίγουρος πως δεν είχε πάψει να φλυαρεί απ’ τη στιγμή που είχαν σηκωθεί από την κουβέρτα. Στη διαδρομή μιλούσε για την τοπική πανίδα, ενώ είχε αποδειχτεί πραγματική πηγή γνώσεων όταν έφτασαν στα ερείπια. Ήταν καλά πληροφορημένη, αλλά εκείνος ενδιαφερόταν περισσότερο για το λόγο που είχε προκαλέσει αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Όταν κάθονταν στην κουβέρτα, είχε αποδειχτεί ισάξια συνομιλήτρια και ο Μέρικ είχε απολαύσει την κουβέντα τους πέρα από τις προσδοκίες του. «Αυτή η κύρια αίθουσα ήταν η τραπεζαρία -το ξέρουμε επειδή βρέθηκαν θραύσματα αγγείων και...» Ο Μέρικ απομακρύνθηκε από την Αλίξ, καθώς διέκρινε με την άκρη του ματιού του μια σειρά από ετοιμόρροπα σκαλοπάτια. Κατάφερε να τα ανέβει χάρη στη σταθερότητα που του πρόσφεραν οι μπότες του πάνω στις πέτρες όσων σκαλοπατιών είχαν απομείνει. Αλλά άξιζε η σύντομη ανάβαση. Από εκεί πάνω, η θέα της θάλασσας και του σύγχρονου λιμανιού του Φόλκστοουν ήταν εκπληκτική. Ο Μέρικ άφησε την αύρα να τον χαϊδέψει όσο εκείνος απολάμβανε το τοπίο. Είχε ανακαλύψει ότι τα περισσότερα πράγματα έδειχναν γαλήνια από απόσταση. Η απόσταση ήταν απ’ αυτή την άποψη πολύ χρήσιμη. «Μέρικ, δεν κάνει ν’ ανεβαίνεις εκεί πάνω, είναι επικίνδυνο», ~ 70 ~
του φώναξε η Αλίξ, αλλά εκείνος την αγνόησε. «Μέρικ! Τα σκαλοπάτια δεν είναι σταθερά κι ένας Θεός ξέρει πόσο διαβρωμένο είναι το έδαφος εκεί πέρα». Τον κοίταζε με το χέρι της αντήλιο. «Η θέα είναι εκπληκτική, δεν πρέπει να τη χάσεις», της φώναξε. Πλησίασε τα σκαλιά και της πρόσφερε το χέρι του. «Έλα πάνω, Αλίξ. Το έδαφος είναι στεγνό και σταθερό. Δε νομίζω ότι υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε απ’ τον γκρεμό σήμερα». Η Αλίξ του έριξε μια ματιά που έμοιαζε να λέει «Ουφ, τέλος πάντων» κι έπειτα έπιασε με τα δύο χέρια τη φούστα της για να σκαρφαλώσει. Στο τρίτο σκαλοπάτι σκόνταψε κι έριξε στον Μέρικ ένα άγριο βλέμμα που αυτή τη φορά έμοιαζε να λέει «Σ’ το έλεγα ότι είναι επικίνδυνο». «Μην είσαι ξεροκέφαλη, Αλίξ. Πιάσε το χέρι μου». Κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια για να τη συναντήσει, ώστε να την αναγκάσει να δεχτεί τη βοήθειά του. Το χέρι της γλίστρησε στο ζεστό και σταθερό δικό του κι εκείνος το έσφιξε, έτοιμος να την τραβήξει προς τα πάνω αν χρειαζόταν. Αλλά δεν υπήρξαν άλλα ατυχήματα. Στην κορυφή, η Αλίξ μεταμορφώθηκε. «Ω, κοίτα!» αναφώνησε με κομμένη την ανάσα. «Θα πρέπει να ήταν ένα καταπληκτικό παρατηρητήριο. Μπορούσαν να δουν μέχρι πέρα στην ακτή. Ίσως να μπορούσαν και να στέλνουν από εδώ σήματα που θα λαμβάνονταν από τους πύργους στο Ντόβερ ή το Χάιδ». Στράφηκε προς το μέρος του, με το πρόσωπό της να λάμπει από ενθουσιασμό. «Ποτέ μου δεν είχα ανέβει εδώ πάνω, ξέρεις. Όλα αυτά τα χρόνια που ζω εδώ πέρα, έχω έρθει αρκετές φορές στα ερείπια, αλλά ποτέ μου δεν ανέβηκα τα σκαλοπάτια». Στράφηκε πάλι προς τη θέα που απλωνόταν μπροστά τους. «Και να σκεφτείς ότι βρισκόταν εδώ τόσο καιρό κι εγώ δεν την είχα δει». Τα τελευταία λόγια ειπώθηκαν περισσότερο στον εαυτό της παρά στον Μέρικ. Εκείνη τη στιγμή η αύρα έγινε λίγο πιο δυνατή, παίζοντας με το καπέλο της. Η Αλίξ σήκωσε το χέρι, δίστασε για μια στιγμή και μετά το έβγαλε. «Τώρα είναι καλύτερα», είπε χωρίς ν’ απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. Έπειτα, έκλεισε τα μάτια της και παρέδωσε το πρόσωπό της στον άνεμο και τον ήλιο. Ξαφνικά, ο Μέρικ το συνειδητοποίησε. Η Αλίξ Μπερκ ήταν ωραία -γυναίκα. Ήταν μια αντικειμενική αλήθεια. Ο Μέρικ το έβλεπε στο λεπτό περίγραμμα του σαγο-νιού της, στην κομψή γραμμή του λαιμού της που φαινόταν τώρα που είχε το κεφάλι της ανασηκωμένο προς τον ήλιο. Διέθετε μια τέλεια ~ 71 ~
μύτη, μικρή και ανάλαφρα καμπυλωτή στην άκρη. Ταίριαζε με τα ντελικάτα οστά του προσώπου της, τα ελαφρώς τονισμένα μήλα, που κάποιος μπορούσε να τα εκτιμήσει πλήρως μόνο όταν την έβλεπε προφίλ, το πλούσιο και αισθησιακό στόμα... Το μακιγιάζ δεν μπορούσε να κατασκευάσει μια τέτοια κατατομή. Το γκρίζο φόρεμά της μπορεί ν’ αποσπούσε την προσοχή από αυτή τη φινετσάτη ομορφιά, αλλά ένας έμπειρος άντρας θα διέκρινε τη στενή μέση και τα μακριά πόδια κάτω από το ριχτό φόρεμα. Και δε χρειαζόταν ιδιαίτερη εμπειρία για να διακρίνει κανείς το στητό στήθος κάτω από το σακάκι, που τον έβαζε σε πειρασμό ν’ αναρωτηθεί αν αποτελούσε δώρο της φύσης ή αποτέλεσμα της βοήθειας ενός κορσέ. Ήταν εύκολο να τη φανταστεί ντυμένη ανάλογα με τα προτερήματά της, με την ομορφιά της πλήρως εκτεθειμένη στους κυρίους της καλής κοινωνίας. Πολύ αμφέβαλλε αν η γκαρνταρόμπα της ως ντεμπιτάντ είχε αναδείξει πλήρως την ομορφιά της. Τα λευκά και τα άχρωμα παστέλ δεν ταίριαζαν σ’ αυτό το υπέροχο πλάσμα. Της άξιζαν οι πλούσιοι γήινοι τόνοι, τα βαθυκόκκινα και τα χρυσά, που θα τόνιζαν την καστανή λάμψη των μαλλιών της. Ο Μέρικ την πλησίασε από πίσω και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της. Ήταν συνηθισμένος ν’ αγγίζει τις γυναίκες. Ούτε που έδωσε κάποια σημασία στην κίνησή του. Ήταν απλή και χαλαρή. Αλλά εκείνη σφίχτηκε όταν ένιωσε το άγγιγμά του. Θα έπρεπε να το συνηθίσει, όμως. Ήθελε να νιώθει άνετα με κάποιο χαλαρό άγγιγμα πότε πότε, ίσως μάλιστα να τολμούσε και η ίδια μερικές χειρονομίες, όπως ένα ανάλαφρο άγγιγμα στο μπράτσο ενός κυρίου. Στους άντρες άρεσε να τους αγγίζουν, όπως και στις γυναίκες. Το άγγιγμα ασκούσε τεράστια θετική επίδραση, έκανε ένα πρόσωπο αξέχαστο, δημιουργούσε ένα αίσθημα εγγύτητας και εμπιστοσύνης ακόμα και όταν μια γνωριμία ήταν καινούρια. Βέβαια, τώρα το είχε τραβήξει πολύ. Η Αλίξ δεν επρόκειτο να ξελογιάσει κάποιον. Δεν ήταν ανάγκη να μάθει όλα τα κόλπα που μπορούσε να της διδάξει, μόνο όσα χρειάζονταν για να είναι ευχάριστη, να τραβήξει την προσοχή της καλής κοινωνίας του Λονδίνου και, άρα, το βλέμμα των σωστών κυρίων. «Η θέα είναι μεθυστική», μουρμούρισε ο Μέρικ στο αυτί της και ανταμείφθηκε μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό. «Η θάλασσα μοιάζει να εκτείνεται ως το άπειρο», είπε η Αλίξ. «Μου υπενθυμίζει πόσο λίγα γνωρίζω για τον κόσμο. Αναρωτιέμαι αν ο Ρωμαίος φρουρός που στεκόταν εδώ σκεφτόταν το ίδιο ~ 72 ~
πράγμα -τι υπάρχει εκεί έξω; Πόσα ακόμα πράγματα υπάρχουν πέρα απ’ αυτά που έχουμε ήδη ανακαλύψει;» Αν βρισκόταν με κάποια από τις πιο έμπειρες ερωμένες του, θα την τραβούσε πάνω του εκείνη τη στιγμή και θα τύλιγε τα χέρια του γύρω της, αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να τολμήσει κάτι τέτοιο με την Αλίξ. «Δε μιλούσα γι’ αυτή τη θέα», της ψιθύρισε. «Μιλούσα γι’ αυτήν». Πέρασε μια ατίθαση μπούκλα πίσω από το αυτί της. «Είσαι πολύ όμορφη γυναίκα, Αλίξ». Ένιωσε όλο το κορμί της να σφίγγεται. «Δεν πρέπει να λες πράγματα που δεν εννοείς». «Αμφισβητείς εμένα ή τον εαυτό σου; Δεν πιστεύεις ότι είσαι όμορφη; Σίγουρα δεν είσαι τόσο αφελής ώστε να μη βλέπεις τα χαρίσματά σου». Γύρισε να τον κοιτάξει, αναγκάζοντάς τον να πάρει τα χέρια του από πάνω της. «Δεν είμαι αφελής. Είμαι ρεαλίστρια». Ο Μέρικ ανασήκωσε τους ώμους σαν να ήθελε να δηλώσει ότι δεν έτρεφε μεγάλο σεβασμό για το ρεαλισμό. «Και τι σου δίδαξε ο ρεαλισμός, Αλίξ;» Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, περιμένοντας να δει τι θα του έλεγε. «Μου δίδαξε ότι είμαι ένα μέσο για τους σκοπούς των αρσενικών. Είμαι μια προίκα, ένα σκαλί για να πατήσει κάποιος φιλόδοξος άντρας. Δεν είναι πολύ κολακευτικό». Δεν μπορούσε ν’ αντικρούσει το επιχείρημά της και να διώξει αυτές τις σκοτεινές σκέψεις απ’ το μυαλό της. Υπήρχαν πράγματι άντρες που έβλεπαν έτσι τις γυναίκες. Αλλά μπορούσε να διώξει αυτή τη σκληρότητα απ’ τα κεχριμπαρένια μάτια της, μάτια που θα έπρεπε να είναι τρυφερά. Παρόλο που ισχυριζόταν ότι ήταν ρεαλίστρια, ήταν πολύ άπειρη στα θέματα του κόσμου για να είναι τόσο κυνική. «Και τι γίνεται με τον έρωτα και την αγάπη; Τι σου δίδαξε ο ρεαλισμός γι’ αυτά τα πράγματα;» «Αν όντως υπάρχουν αυτά τα πράγματα, δεν υπάρχουν για μένα». Το σαγόνι της ανασηκώθηκε ελαφρά, καθώς η Αλίξ προσπαθούσε ν’ αμυνθεί ενάντια στην επιμονή του. «Με προκαλείς, Αλίξ; Αν ναι, δέχομαι την πρόκληση». Ο Μέρικ εκμεταλλεύτηκε την ερημιά του μέρους και εξαφάνισε μ’ ένα άγγιγμά του τη μικρή απόσταση που τους χώριζε. Χάιδεψε την καμπύλη του λαιμού της και της ψιθύρισε: «Ένας κόσμος χωρίς έρωτα είναι πράγματι ένας σκληρός κόσμος. Και δε νομίζω ότι ται~ 73 ~
ριάζεις σ’ έναν τέτοιον κόσμο». Είδε το σφυγμό στη βάση του λαιμού της να τινάζεται στα λόγια του, τη σκληρότητα στα μάτια της να μαλακώνει, την περιέργεια ν’ αντικαθιστά την αμφιβολία είτε το ήθελε είτε όχι. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό της κι έπειτα κατέβηκε αργά στο σαρκώδες στόμα της, πριν την τραβήξει πάνω του ψιθυρίζοντας: «Ασε με να σου δείξω πόσα όμορφα πράγματα υπάρχουν στον κόσμο». Η Αλίξ ήξερε ότι θα δεχόταν. Ο Μέρικ θα τη φιλούσε κι εκείνη θα τον άφηνε. Όσο της ήταν αδύνατον να σταματήσει την παλίρροια στη θάλασσα από κάτω τους, άλλο τόσο της ήταν αδύνατον να σταματήσει και τον εαυτό της. Είχε στη διάθεσή της μόλις μια στιγμή για να συνειδητοποιήσει τι γινόταν, πριν βρεθεί στην αγκαλιά του, με το ζεστό στόμα του να καλύπτει το δικό της, αναζητώντας επίμονα την ανταπόκρισή της. Ο Μέρικ δεν ανεχόταν τις ψεύτικες αντιστάσεις και, για να λέμε την αλήθεια, ούτε κι εκείνη ήθελε να προσποιηθεί. Η γλώσσα του άγγιξε ανάλαφρα τα χείλη της. Εκείνη τα άνοιξε και του πρόσφερε το στόμα της, ανταποδίδοντας το φιλί του με όλο τον ενθουσιασμό που της επέτρεπε η απειρία της στον συγκεκριμένο τομέα. Ένιωσε το χέρι του στον αυχένα της, τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, το στόμα του να την καθοδηγεί τρυφερά στο φιλί, το άλλο χέρι του στην πλάτη της, να την οδηγεί όχι απλώς κοντά του αλλά πάνω του. Τα κοιλώματα και οι γωνιές του κορμιού του διαγράφονταν κάτω από τα ρούχα του: η μυώδης σκληρότητα του στήθους του, η πίεση των δυνατών μηρών του. Τα είχε δει όλα αυτά στη λίμνη, φυσικά, αλλά τώρα που τα ένιωθε πάνω στο κορμί της, αισθανόταν σαν να χάνεται σε μια δίνη πάθους. Όλα, όμως, τελείωσαν πολύ ξαφνικά. Ο Μέρικ τραβήχτηκε πίσω μουρμουρίζοντας: «Γλυκιά μου Αλίξ, νομίζω ότι με βάζεις στον πειρασμό να παρασυρθώ σε απρέπειες». Έκανε ένα βήμα πίσω, αφήνοντας μια διακριτική απόσταση ανάμεσά τους, με τα μάτια του να την κοιτάζουν τόσο τρυφερά, ώστε ένα καυτό κύμα διαπέρασε όλο το κορμί της και την έκανε να νιώσει πιο θαρραλέα και να παραμερίσει τη συνηθισμένη εγκράτειά της. «Νομίζω ότι λίγος πειρασμός δε βλάπτει. Στο κάτω κάτω δεν ήταν παρά ένα φιλί», είπε η Αλίξ φλερτάροντας και κάνοντας ένα βήμα μπροστά -ίσως αυτή τη φορά να τον φιλούσε εκείνη. Οι προθέσεις της θα πρέπει να ήταν εμφανείς. Ο Μέρικ απέφυγε την προσπάθειά της. «Πρόσεξε, σουσου~ 74 ~
ράδα. Υπάρχουν κάποιοι που θα εκμεταλλεύονταν τον ενθουσιασμό σου για την τέχνη του φλερτ. Με τους κυρίους του Λονδίνου, καλά θα κάνεις ν’ αφήνεις αυτούς να σε κυνηγάνε και να είσαι συγκρατημένη όταν παραχωρείς τις χάρες σου. Όσο πιο σπάνιος είναι ένας θησαυρός τόσο πιο πολύ τον αναζητούν». Η Αλίξ γύρισε απότομα την πλάτη της στον Μέρικ. Είχε γίνει κατακόκκινη από το θυμό και την ντροπή της. Είχε αφήσει τον εαυτό της να παρασυρθεί. Είχε αφήσει τον εαυτό της να πιστέψει ότι ήταν δύο άνθρωποι αιχμαλωτισμένοι στην ομορφιά της στιγμής, να πιστέψει ότι με το φιλί γιόρτασαν την εκπληκτική θέα που απόλαυσαν μαζί. Χαμένος κόπος. Όσο κι αν προσπαθούσε να το εκλογικεύσει, ακουγόταν ως ανοησία ακόμα και μες στο δικό της κεφάλι. Το θέμα ήταν ότι είχε ενδώσει και ότι είχε πείσει τον εαυτό της πως το φιλί τους ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ήταν στην πραγματικότητα. Ήταν προφανές, όμως, ότι εκείνος δεν είχε επηρεαστεί διόλου απ’ ό,τι είχε συμβεί. Η Αλίξ δεν ήταν ακόμα έτοιμη να στραφεί και να τον αντικρίσει, αλλά μπορούσε να τον φανταστεί να γέρνει όλο χάρη στον πέτρινο τοίχο, αφήνοντας την αύρα ν’ ανακατώνει τα μαλλιά του. Θα μπορούσε τουλάχιστον να ήταν θυμωμένος. «Αλίξ, κοίταξέ με». «Μην τολμήσεις να είσαι ευγενικός και να πεις κάτι έξυπνο». «Δε σκόπευα να κάνω κάτι τέτοιο». Τον άκουσε ν’ απομακρύνεται από τον τοίχο και να διασχίζει το πάτωμα της βίλας, με τα πετραδάκια να τρίζουν κάτω από τις μπότες του. Άφησε μια βαθιά ανάσα να βγει από μέσα της. Ήθελε να εξαφανιστεί, ήθελε να πέσει στον γκρεμό μαζί με όλη την ντροπή της. «Εκείνο που ήθελα να πω, Αλίξ, είναι πως, αν θέλεις να φιλήσεις έναν άντρα, θα πρέπει να ξέρεις πώς να το κάνεις». Α, ωραία, απ’ το κακό στο χειρότερο. «Να σου επισημάνω ότι έτσι δε βοηθάς και πολύ την αυτοπεποίθησή μου». Το καλύτερο φιλί της ζωής της ήταν γι’ αυτόν εντελώς εφηβικό, μάλλον κάτι ανάλογο με τα σαλιωμένα φιλιά κάποιου τρίχρονου. Ο Μέρικ στεκόταν πίσω της. Μπορούσε να νιώσει τη θέρμη του κορμιού του. Δε γινόταν ν’ αποφεύγει άλλο να τον κοιτάξει. Γύρισε προς το μέρος του, προσπαθώντας πολύ σκληρά να δείξει ενοχλημένη αντί για ταπεινωμένη. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν τριγύρω, σε μια προσπάθεια ν’ αποφύγει να τον κοιτάξει κατάματα. Αλλά εκείνος δεν ανεχόταν κάτι τέτοια. ~ 75 ~
Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα μάταιης προσπάθειας να κοιτάξει πάνω απ’ τον ώμο του, ο Μέρικ αιχμαλώτισε απαλά το σαγόνι της ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά του. «Κοίταξέ με, Αλίξ. Το φιλί σου δεν ήταν κακό, η προσέγγιση ήταν λάθος. Χρειάζεσαι φινέτσα. Οι θαυμαστές σου θα θέλουν να αισθάνονται ότι ήταν αποτέλεσμα των δικών τους προσπαθειών. Μπορείς να προκαλέσεις το φιλί μόνο εφόσον εκείνοι αισθάνονται ότι ήταν δική τους ιδέα. Έλα, άσε με να σου δείξω». Αυτή η φράση ήταν επικίνδυνη. Η Αλίξ πήγε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, αλλά εκείνος έπιασε το χέρι της και συνέχισε τρυφερά με τις οδηγίες του. «Αρχικά, θα πρέπει ν’ αγγίξεις τον τζέντλεμαν στο μανίκι. Προσπάθησε να φανεί σαν μια φυσική κίνηση στη διάρκεια μιας συζήτησης. Γείρε προς το μέρος του και γέλασε λιγάκι με κάτι που λέει. Μ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεσαι αυθόρμητη και ειλικρινής. Φλέρταρέ τον με τα μάτια και χάρισέ του ένα χαμόγελο. Έπειτα, χαμήλωσε τα μάτια σου, σαν να μην ήθελες να σε πιάσει να τον κοιτάζεις. Αργότερα, όταν θα περπατάτε στον κήπο, άφησε για λίγο το βλέμμα σου στα χείλη του. Φρόντισε να σε δει όταν το κάνεις. Μπορείς να δαγκώσεις ντροπαλά το χείλος σου και να κοιτάξεις αμέσως μακριά. Αν είναι έστω και στο ελάχιστο άντρας, θα σταματήσει μέσα στα επόμενα πέντε μέτρα για να σου κλέψει ένα φιλί. Όταν σταματήσει, μπορείς να κλείσεις τη συμφωνία μισανοίγοντας ανάλαφρα τα χείλη, ένα σίγουρο σημάδι ότι η κίνησή του είναι αποδεκτή». «Θα έπρεπε να φέρω μαζί μου χαρτί για να κρατάω σημειώσεις», τραύλισε η Αλίξ. «Δεν περίμενα ολόκληρη διατριβή». «Ωραία ιδέα αυτή. Ίσως θα ’πρεπε να γράψω ένα βιβλίο για το φιλί ως ευγενή τέχνη», είπε γελώντας ο Μέρικ. Ανεπηρέαστος από την επιφυλακτικότητά της, συνέχισε. «Τώρα δοκίμασέ το εσύ. Ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Κάθισε εκεί κι εγώ θα προσποιηθώ ότι σου φέρνω λίγο ποντς»· Ο Μέρικ της έδειξε έναν στρογγυλό βράχο. «Είναι χαζό», διαμαρτυρήθηκε η Αλίξ, αλλά υπάκουσε παρ’ όλα αυτά. «Ενώ βρισκόμουν στο τραπέζι με τα ποτά, έμαθα ένα πολύ ενδιαφέρον νέο», ξεκίνησε ο Μέρικ την ψεύτικη συζήτηση. «Αλήθεια;» Η Αλίξ άνοιξε τα μάτια με προσποιητό ενδιαφέρον. «Ναι. Έμαθα ότι ο Γάιδαρος είπε τον Ελέφαντα “κεφάλα”», ψιθύρισε ο Μέρικ με συνωμοτικό ύφος. ~ 76 ~
«Δεν υποτίθεται ότι ο Γάιδαρος αποκαλεί “κεφάλα” τον Πετεινό;» διόρθωσε την παροιμία η Αλίξ. Ο Μέρικ δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στο λάθος του. Έγειρε πιο κοντά της, μ’ ένα πονηρό χαμόγελο στο όμορφο στόμα του. «Ακριβώς. Γι’ αυτόν το λόγο τα “νέα” μου είναι τόσο εκπληκτικά. Ήταν κάτι εντελώς απρόσμενο». Ένα ασυγκράτητο κύμα γέλιου φούσκωσε μέσα της. Χωρίς να το καταλάβει, έσκυψε μπροστά και ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του σε μια κίνηση ανάλαφρης συντροφικότητας. «Για πες μου, λοιπόν, τι έμαθες», κατάφερε να πει ανάμεσα σε ξεσπάσματα γέλιου. «Λοιπόν, το άκουσα από το Αλογο που το έμαθε από την Κότα...» Ο Μέρικ πάλευε να διατηρήσει το σοβαρό ύφος του. Ήταν απολαυστικό να βλέπεις τη μάχη που εκτυλισσόταν στο εκφραστικό πρόσωπό του -την προσποιητή σοβαρότητα να παλεύει μάταια τη φαιδρότητα της συζήτησής τους. Εκείνη τη στιγμή ήταν πάρα πολύ εύκολο να ξεχάσει ποιος ήταν, ποια ήταν, όπως είχε συμβεί και στη βιβλιοθήκη. Το βλέμμα της Αλίξ στάθηκε στο στόμα του με το αριστοκρατικό λεπτό άνω χείλος. Τα μάτια του Μέρικ ακολούθησαν το βλέμμα της. Έπειτα, έσκυψε το κεφάλι του για να αιχμαλωτίσει τα χείλη της σ’ ένα τρυφερό φιλί. Ρούφηξε απαλά το κάτω χείλος της, πλημμυρίζοντας μ’ ένα πύρινο κύμα την κοιλιά της. Αυτό το αργό, επίμονο φιλί τής χάριζε ένα εντελώς διαφορετικό είδος απόλαυσης. Η Αλίξ ήθελε να βυθιστεί μέσα σ’ αυτό το φιλί, ήθελε να το νιώσει να μετατρέπεται σε κάτι πιο παθιασμένο. Ποτέ της δε θα μπορούσε να μαντέψει ότι τα φιλιά είναι ένας τόσο υπέροχος τρόπος να περνάς την ώρα σου. «Έτσι καταλαβαίνεις ότι το έκανες σωστά. Μόνο αν το δοκιμάσεις. Αριστα», της ψιθύρισε παιχνιδιάρικα. «Είσαι καλή μαθήτρια. Συνέχισε έτσι και, πριν το καταλάβουμε, όλο το Λονδίνο θα είναι στα πόδια σου». Τα λόγια του ειπώθηκαν με ζέση, ίσως για να την καθησυχάσουν, αλλά η Αλίξ ήταν υπερβολικά αναστατωμένη για να νιώσει καθησυχασμένη. Πώς της ήταν τόσο εύκολο να ξεχνάει ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Ήταν ένας ερωτύλος. Όχι, ήταν κάτι παραπάνω από ερωτύλος. Ήταν ένας άντρας που είχε ως μοναδικό του στόχο την αποπλάνηση των γυναικών. Την είχε προειδοποιήσει ο ίδιος της ο αδερφός. Και ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος του σ’ ~ 77 ~
αυτή τη φάρσα που θα κατέληγε στο γάμο της. Κι όμως, παρ’ όλα όσα γνώριζε για εκείνον, δεν κατάφερε να του αντισταθεί. Και το φιλί του έμοιαζε αληθινό, όχι σαν παράδοση διδακτέας ύλης στη «μαθήτριά» του. Ήταν εξευτελιστικό να ξεχνιέται και να παρασύρεται σε τέτοιο βαθμό. Η Αλίξ σηκώθηκε και τίναξε τη φούστα της, επιστρατεύοντας όλο της το θυμό για να προστατευτεί. «Επίτρεψέ μου να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα. Δε χρειάζομαι ερωτικά μαθήματα. Και το σπουδαιότερο, δεν τα χρειάζομαι από σένα». Ο Μέρικ είχε το θράσος να χαμογελάσει με την αγανάκτησή της. «Κι όμως, χρειάζεσαι, Αλίξ Μπερκ. Και είναι αναμφισβήτητο ότι τα χρειάζεσαι από μένα». *** Ακούς εκεί, ερωτικά μαθήματα!, σκέφτηκε εξοργισμένη η Αλίξ. Μόλις και μετά βίας μπορούσε να σταθεί ακίνητη για να μπορέσει η Μεγκ να της φτιάξει τα μαλλιά για το δείπνο εκείνο το βράδυ. Αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικά ανυπόφορος. Αντιμετώπιζε αυτή τη φοβερή κατάσταση σαν να ήταν διασκεδαστική. Και, ακόμα χειρότερα, αντιμετώπιζε την ίδια σαν να ήταν διασκεδαστική. Είχε βάλει τα γέλια με τα ρούχα ιππασίας της. Αν νόμιζε ότι με τα γέλια του θα την έπειθε να μη φοράει ακαλαίσθητα φορέματα και να προσέχει περισσότερο την εμφάνισή της, θα μάθαινε πολύ σύντομα ότι δεν είχε σκοπό ν’ αλλάξει εύκολα τη στρατηγική της. Η υπερβολικά αδιάφορη γκαρνταρόμπα της είχε αποδειχτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή εξαιρετική άμυνα απέναντι στους ανεπιθύμητους θαυμαστές. Εκείνος ήταν η μοναδική εξαίρεση. Θα του το υπενθύμιζε το ίδιο βράδυ. Η Μεγκ είχε ετοιμάσει το δεύτερο καλύτερο φόρεμά της, αλλά η Αλίξ είχε διαλέξει μια αυστηρή μπεζ τουαλέτα στολισμένη με μια σεμνή δαντέλα του ίδιου χρώματος. Η Μεγκ είχε διαφωνήσει εμφανώς με την επιλογή της. Η καμαριέρα της στερέωσε άλλη μια πλεξίδα στο στεφάνι που έπλεκε ψηλά στην κορυφή του κεφαλιού της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί θέλετε να φορέσετε αυτό το παλιόπραμα. Ο λόρδος Σεντ Μάγκνους έδειχνε να ενδιαφέρεται πολύ για εσάς σήμερα το πρωί. Είναι ωραίος άντρας. Εγώ πίστευα ότι ~ 78 ~
θα θέλατε να φορέσετε κάτι όμορφο απόψε». «Ήταν απλώς ευγενικός». Η Αλίξ κάθισε πιο στητή και έσφιξε τους ώμους της. Αρκετά ευγενικός ώστε ν’ ανταλλάξουν πειράγματα στο πικνίκ, αρκετά ευγενικός ώστε να της δείξει πώς να φιλάει, αρκετά ευγενικός ώστε να την κάνει να ξεχάσει ότι εκείνος είχε να φέρει εις πέρας μια δουλειά και ότι αυτή η δουλειά ήταν η ίδια. Αλλά όλα αυτά δεν μπορούσε να τα εξομολογηθεί στη Μεγκ. Εκβιάζοντας τον Σεντ Μάγκνους μ’ αυτόν τον γελοίο τρόπο, ο πατέρας της την είχε ταπεινώσει για τα καλά αυτή τη φορά. Όχι. Έπρεπε να αρχίσει ν’ αντιλαμβάνεται διαφορετικά την κατάσταση. Έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται τον Σεντ Μάγκνους ως θύμα. Εκείνη ήταν το θύμα. Ο Σεντ Μάγκνους ήταν με το μέρος του πατέρα της. Ίσως όχι με τη θέλησή του, αλλά ήθελε κι εκείνος να της βρει σύζυγο, πράγμα που σήμαι-νε ότι ήταν με το μέρος του πατέρα της. «Θα θέλατε λίγο κοκκινάδι στα μάγουλά σας;» πρότεινε γεμάτη ελπίδα η Μεγκ, κρατώντας στα χέρια ένα βαζάκι. «Όχι», είπε η Αλίξ κουνώντας το κεφάλι. «Μα το μπεζ, δεσποινίς, σας κάνει να δείχνετε τόσο ξεπλυμένη...» Η Αλίξ χαμογέλασε στο χλομό είδωλό της στον καθρέφτη. «Ναι, και μ’ αρέσει πολύ». Ήταν έτοιμη να κατέβει για το δείπνο. Ο Σεντ Μάγκνους θα έβλεπε ότι ήταν έτοιμη για όλα. Ανεξάρτητα από τα όποια ερωτικά μαθήματα της πρόσφερε, εκείνη ήταν αποφασισμένη να τον κάνει να το βάλει στα πόδια, αποκαλύπτοντας τη ματαιότητα του σκοπού του.
~ 79 ~
Κεφάλαιο 8
Στο σαλόνι, ο Μέρικ κοίταξε διακριτικά το ρολόι του. Η Αλίξ είχε καθυστερήσει και φοβόταν μήπως είχε ξεπεράσει τα όρια εκείνη τη μέρα προσφέροντάς της ερωτικά μαθήματα. Υπήρχε πάντως μια ειρωνεία στη συγκεκριμένη προσφορά. Τι ήξερε αυτός από έρωτα; Ήξερε για το σεξ και όλα τα παιχνίδια που συνδυάζονταν μ’ αυτό. Αλλά δεν ήξερε τίποτα για την αγάπη. Δεν υπήρχε ποτέ αγάπη στο σπίτι του. Ο πατέρας του δεν αγαπούσε τη μητέρα του. Ο πατέρας του δεν αγαπούσε ούτε τον ίδιο. Ήταν απλώς ακόμα ένα μέσο για κάποιο σκοπό -έναν μάταιο σκοπό σ’ αυτή την περίπτωση. Μεγαλώνοντας, είχε αγαπήσει τη μητέρα του, μια όμορφη κι ευαίσθητη γυναίκα, αλλά το πράγμα είχε εξελιχτεί άσχημα. Ο πατέρας του είχε χρησιμοποιήσει την αφοσίωσή του για να πάρει ό,τι επιθυμούσε, μέχρι που τελικά ο Μέρικ αποφάσισε ν’ απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορούσε απ’ την οικογένειά του. Αυτό είχε συμβεί πριν από εφτά χρόνια. Όχι, ο Μέρικ δεν ήξερε τίποτα για την αγάπη και προτιμούσε να παραμείνει αδαής. Ακούστηκε ένα θρόισμα στην πόρτα και ο Μέρικ διέκρινε αμέσως την Αλίξ. Είχε την ελπίδα ότι δε θ’ αποδεχόταν εύκολα την ήττα. Ένα κομμάτι του εαυτού του ήταν περίεργο να δει τι θα έκανε μετά. Και ήταν σίγουρος ότι θα υπήρχε κάποιο «μετά». Καταλάβαινε ότι η κατάσταση ήταν επικίνδυνη για έναν εργένη που επιθυμούσε ν’ αποφύγει το γάμο. Αλλά, ανεξάρτητα από τον κίνδυνο, ήθελε να ξαναδεί εκείνη τη μέρα την Αλίξ Μπερκ, ούτως ώστε να πειστεί ότι η έλξη που είχε νιώσει νωρίτερα για εκείνη δεν ήταν παρά ένα παροδικό ενδιαφέρον για το καινούριο. Ήταν μια όμορφη, τολμηρή γυναίκα που προσπαθούσε να ~ 80 ~
κρυφτεί κάτω από φριχτά φορέματα. Ο Μέρικ υποψιαζόταν πως κρυβόταν όχι μόνο από τον κόσμο, αλλά και από τον εαυτό της. Εκείνη τη μέρα είχε δυσκολευτεί ν’ αποδεχτεί την παθιασμένη φύση της. Οι αντιδράσεις που της είχε προκαλέσει την κατέπληξαν. Ο Μέρικ είχε νιώσει μεγάλη ευχαρίστηση όταν την είδε ν’ αφήνεται, έστω και για λίγα λεπτά. Η Αλίξ έκανε την πολυαναμενόμενη εμφάνισή της και ο Μέρικ χαμογέλασε. Δεν τον είχε απογοητεύσει. Το μπεζ φόρεμά της ήταν ακόμα «καλύτερο» από το γκρίζο φόρεμα της ιππασίας, γιατί διέθετε ακόμα λιγότερα μειονεκτήματα, πράγμα που το έκανε ακόμα πιο αδιάφορο. Το κόψιμό του ήταν της τελευταίας μόδας. Η Αλίξ φορούσε μια καθωσπρέπει σειρά μαργαριτάρια γύρω από το λαιμό και τα μαλλιά της ήταν όμορφα χτενισμένα. Αλλά έμοιαζε αόρατη. Τα πάντα στην εμφάνισή της ήταν εντελώς μουντά, από το χρώμα μέχρι τα ελάχιστα στολίδια. Ήταν σχεδόν πειστική. Σχεδόν. Το πιγούνι της ήταν πολύ περήφανο και τα μάτια της πολύ διαπεραστικά για το είδος της γυναίκας που θα φορούσε μια τέτοια τουαλέτα. Η φυσική προδιάθεσή της την πρόδιδε με τρόπους που δεν μπορούσε να κρύψει το φόρεμα. Αλλά ανάθεμα κι αν της το έλεγε ο Μέρικ... Η Αλίξ στεκόταν ακόμα δίπλα στην πόρτα, προφανώς για να επιθεωρήσει το χώρο και να σκεφτεί πού θα καθόταν για να μην τραβάει την προσοχή. Ο Μέρικ την πλησίασε. «Είσαι πολύ όμορφη απόψε». «Ε, όχι και όμορφη», του απάντησε περήφανα. «Είμαι η πιο άσχημη γυναίκα εδώ μέσα». Της έπιασε το μπράτσο και το πέρασε στο δικό του. Ήταν μια υπέροχη κίνηση κτητικότητας, μια κίνηση που όλοι μες στο δωμάτιο θα πρόσεχαν, παρόλο που θα προσπαθούσαν σκληρά να μην το δείξουν. Ο Μέρικ ήξερε πολύ καλά ότι τα βλέμματα όλων των γυναικών τον είχαν παρακολουθήσει να διασχίζει το χώρο για να βρεθεί στο πλευρό της Αλίξ. «Η ομορφιά είναι στα μάτια εκείνου που τη θωρεί», απάντησε ήρεμα ο Μέρικ, καθώς την οδηγούσε στο εσωτερικό της σάλας. «Πολύ χρήσιμο κλισέ». «Ένα πολύ αληθινό κλισέ. Θα δεις». Ο Μέρικ της έκλεισε πονηρά το μάτι. Δεν ήταν έμπειρη όσο εκείνος στο παιχνίδι του φλερτ. Η Αλίξ ήξερε μόνο να το αποφεύγει. Εκείνος ήξερε όλους τους κανόνες του παιχνιδιού. Η Αλίξ δεν καταλάβαινε ακριβώς τι ~ 81 ~
έκανε ο Μέρικ. Αλλά εκείνος καταλάβαινε. Το απρόσκλητο ενδιαφέρον ενός άντρα αποτελεί ισχυρό δόλωμα για τα άλλα αρσενικά. Αμέσως μόλις οι άλλοι άντρες παρατηρούσαν το ενδιαφέρον του, θα μαζεύονταν σαν το σμήνος: μερικοί από περιέργεια, θέλοντας να ανακαλύψουν τι ήταν αυτό που έβλεπε, άλλοι από φόβο ότι κάτι σπουδαίο μπορεί να ξεγλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια τους, και κάποιοι άλλοι επειδή οι άντρες είναι από τη φύση τους ανταγωνιστικά πλάσματα και δεν αντέχουν να χάνουν. Και οι γυναίκες μες στο δωμάτιο θα φρόντιζαν ώστε οι άντρες να δουν. Ήδη μερικές από αυτές ψιθύριζαν πίσω από τις βεντάλιες στους συντρόφους τους. Α, ναι, σκέφτηκε ο Μέρικ. Εκείνος θα προσποιούνταν ότι η μπεζ τουαλέτα ήταν όμορφη και, μέχρι το τέλος της βραδιάς, θα πίστευαν το ίδιο και οι υπόλοιποι άντρες. *** Ο Μέρικ κάτι ετοίμαζε. Η σκέψη ότι «το παιχνίδι μόλις άρχιζε» έκανε την Αλίξ να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα στη διάρκεια του δείπνου. Αλλά δε διέκρινε κάτι. Ο Μέρικ καθόταν δίπλα της, πρόθυμος, γοητευτικός και ευπρεπής από κάθε άποψη. Ευχήθηκε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της να ήξερε περισσότερα για τα παιχνίδια που έπαιζαν οι άντρες και οι γυναίκες μεταξύ τους. Άρχιζε να βλέπει το μεγάλο μειονέκτημα της στρατηγικής της. Όλο το ενδιαφέρον της είχε εστιαστεί στην αποφυγή του παιχνιδιού. Το αποτέλεσμα ήταν να μη γνωρίζει τίποτα για το παιχνίδι και τους κανόνες του. Οι γκουβερνάντες της δεν της είχαν διδάξει τους κανόνες που ακολουθούσε ο Μέρικ. Οι γκουβερνάντες δίδασκαν τις δεσποινίδες πώς να περπατάνε, πώς να κάθονται και πώς να κάνουν ευγενικές συζητήσεις -δηλαδή, δεξιότητες που προφανώς ήταν περιττές, παρά τους ισχυρισμούς της κοινωνίας για το αντίθετο. Εκείνο που χρειαζόταν στο οπλοστάσιό του ένα κορίτσι ήταν η ικανότητα να κερδίσει ένα φιλί. Καθώς κι έναν άντρα, εδώ που τα λέμε. Ο Μέρικ δεν το είχε πει έτσι ακριβώς, αλλά το είχε δείξει με γλαφυρότατο τρόπο εκείνο το απόγευμα στη βίλα. Η γοητεία του δεν προερχόταν από την ικανότητά του να κάνει ευγενικές συζητήσεις ή να κάθεται με στητή την πλάτη. Για την ακρίβεια, το αποδείκνυε κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή στην απέναντι πλευρά της σάλας, καθώς περίμεναν να ξεκινήσουν οι διασκεδάσεις. Ήταν η ~ 82 ~
πρώτη φορά όλο το βράδυ που είχε φύγει απ’ το πλευρό της. Ο Μέρικ στεκόταν χαλαρός, ενώ οι άλλοι άντρες ακουμπούσαν σφιγμένοι στο γείσο του τζακιού. Ο Μέρικ έλεγε ελεύθερα αυτό που σκεφτόταν, ενώ οι άλλοι αναζητούσαν προσεκτικές διατυπώσεις. Και έπιανε. Η όμορφη χήρα Γουίτλι έγερνε στο πλάι το ξανθομαλλό κεφάλι της, ζυγιάζοντας με το βλέμμα τον Μέρικ μ’ ένα ντροπαλό αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη και με τα μάτια της να κατεβαίνουν στο στόμα του κι έπειτα στο ακατονόμαστο σημείο κάτω από τη μέση του. Ω, η Αλίξ ένιωσε ένα κοκκίνισμα ν’ ανεβαίνει στα μάγουλά της για λογαριασμό της κυρίας Γουίτλι. Πράγματι το είχε κάνει αυτό η κυρία Γουίτλι; Είχε συμβεί τόσο γρήγορα. Η Αλίξ δεν μπορούσε να είναι εντελώς σίγουρη γι’ αυτό που είχε δει. Ο Μέρικ έγερνε μπροστά και χαμογελούσε, μια συμπεριφορά που προκάλεσε ένα ανεπιθύμητο κύμα ζήλιας στην Αλίξ. Είχε χαμογελάσει και στην ίδια με ανάλογο τρόπο στη βίλα εκείνη τη μέρα. Ο Τζέιμι την είχε προειδοποιήσει ότι στον Μέρικ άρεσαν οι γυναίκες. Αλλά ήταν άλλο πράγμα να βλέπει τις αποδείξεις με τα ίδια της τα μάτια. Η εικόνα του με τη χήρα Γουίτλι της υπενθύμιζε ότι αυτά ακριβώς ήταν τα εργαλεία του επαγγέλματος του και ότι δεν ήταν δικός της για να τον διατάζει. Ήταν απλώς ο αντισυμβατικός και μυστικός προσωρινός της δάσκαλος. Αν ήθελε να φλερτάρει με την κυρία Γουίτλι, εκείνη δεν είχε κανένα δικαίωμα να τον ανακαλέσει στην τάξη. Λες και τον είχαν προσκαλέσει οι σκέψεις της, ο Μέρικ σήκωσε τα μάτια του από το τετ α τετ με την ελκυστική χήρα, με το βλέμμα του ν’ αναζητά διακριτικά το δικό της. Πέντε λεπτά αργότερα, βρέθηκε στο πλευρό της. «Έμαθες τίποτα, αγαπητή μου;» Εκτός απ’ το γεγονός ότι η κυρία Γουίτλι μάλλον ελκύεται από κάποια συγκεκριμένα σημεία του σώματός σου; Αυτό ήταν εντελώς αδύνατον να ειπωθεί μεγαλόφωνα. Η Αλίξ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Εγώ έμαθα», συνέχισε ο Μέρικ, με χαμηλή φωνή στο αυτί της. «Μας πρόσεξαν σήμερα, και στο πικνίκ και αργότερα στο σαλόνι. Με πλησίασαν τρεις κυρίες κάνοντας διάφορα σχόλια». «Θετικά σχόλια, ελπίζω». Η Αλίξ μπορούσε να φανταστεί για ~ 83 ~
ποιο λόγο τους είχαν προσέξει. Δεν ήταν συνηθισμένη να προσελκύει επίτηδες την προσοχή πάνω της. «Το τελευταίο που χρειάζομαι πριν πάω στο Λονδίνο είναι η υπερβολική προσοχή». Ο Μέρικ της χάρισε ένα από τα αχνά χαμόγελά του. «Η προσοχή δεν μπορεί να είναι ποτέ αρκετή και υπερβολική. Μη συγχέεις την προσοχή με το σκάνδαλο. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Το ένα είναι καλό και το άλλο πρέπει ν' αποφεύγεται με κάθε κόστος». Η Αλίξ ανασήκωσε το φρύδι της με απορία και δυσπιστία. «Κι εσύ αποτελείς το τέλειο παράδειγμα της αποφυγής σκανδάλων;» «Τα σκάνδαλα πρέπει ν’ αποφεύγονται με κάθε κόστος, αν είσαι γυναίκα», διευκρίνισε ο Μέρικ. «Δύο μέτρα και δύο σταθμά, δηλαδή», παρατήρησε στεγνά η Αλίξ. «Μην ανησυχείς, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι», είπε γελώντας ο Μέρικ, αν κι αμέσως μετά σοβάρεψε. Η Αλίξ ακολούθησε το γεμάτο ένταση βλέμμα του να καρφώνεται σ’ έναν καλεσμένο που είχε μόλις μπει στη σάλα. Ήταν ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ που είχε καταφτάσει αγκαζέ με τη λαίδη Φόλκστοουν, με το ξανθό κεφάλι του χαμηλωμένο καθώς άκουγε χαμογελαστός κάποιο σχόλιό της. «Η μητέρα σου δείχνει γοητευμένη απ’ τον κύριο Ρέντφιλντ μας». «Το ίδιο και ο πατέρας μου. Πίνουν νερό στ’ όνομά του». «Για ποιο λόγο; Είναι ύπουλος τύπος. Νομίζω ότι μπορούν να το καταλάβουν». «Βλέπουν μόνο τους τρόπους του, την αριστοκρατική του εμφάνιση. Είναι σοβαρός τύπος, όχι απ’ αυτούς που δημιουργούν μπελάδες. Είναι ακριβώς το είδος του ανθρώπου που επιθυμεί για γαιοκτήμονα αυτό το ληθαργικό κομμάτι της Αγγλίας. Πήρε το παλιό Τέιλσμπι Μανς πέρσι. Ήταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα που συνέβη στο Φόλκστοουν τον τελευταίο αιώνα. Όσοι είχαν κόρες κάτω των τριάντα κατενθουσιάστηκαν». «Συμπεριλαμβάνεται κι η μητέρα σου σ’ αυτούς;» Το βλέμμα του Μέρικ ακολουθούσε τον Ρέντφιλντ μες στη σάλα, θυμίζοντας λύκο που παραμονεύει τη λεία του. «Φυσικά», είπε η Αλίξ ανασηκώνοντας τους ώμους, με την ελπίδα να θέσει τέλος στις ερωτήσεις. «Αλλά χωρίς αποτέλεσμα;» επέμεινε ο Μέρικ. Το συγκεκριμένο θέμα τής προκαλούσε αμηχανία. ~ 84 ~
«Δε μ’ ενδιέφεραν καθόλου οι προθέσεις του κυρίου Ρέντφιλντ». «Ναι, αλλά εκείνος;» «Εκείνος έδειξε ενδιαφέρον», απάντησε ενοχλημένη η Αλίξ. Είχε εγκαταλείψει το Λονδίνο για ν’ αποφύγει άντρες σαν τον Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ. Ο Μέρικ φαινόταν έτοιμος να κάνει κι άλλη ερώτηση. «Αυτό το θέμα συζήτησης δεν ταιριάζει στο χώρο ενός σαλονιού», είπε βιαστικά η Αλίξ. Δεν είχε καμία διάθεση ν’ ασχοληθεί περισσότερο με το ενδιαφέρον που είχε δείξει ο κύριος Ρέντφιλντ ή με τον αφελή τρόπο που είχε παρασυρθεί η ίδια για ένα σύντομο διάστημα. «Τότε ίσως θα μου κάνεις την τιμή να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στον κήπο αργότερα, μετά τις διασκεδάσεις. Νομίζω ότι πολύ σύντομα πρέπει να παίξω χαρτιά με τη γηραιά κυρία Πότινγκερ και τις φιλενάδες της». «Δεν είχα σκοπό να μείνω για τις διασκεδάσεις», παραδέχτηκε η Αλίξ. «Έχω μείνει πίσω με το χειρόγραφό μου. Σκεφτόμουν να το σκάσω και να προχωρήσω τη δουλειά μου απόψε». «Α, όχι, αυτό δε γίνεται», τη μάλωσε ο Μέρικ. «Δεν μπορούν να σε προσέξουν αν δεν είσαι εδώ. Πρέπει να μείνεις και πρέπει να διασκεδάσεις. Πήγαινε να καθίσεις στον καναπέ μαζί με τη δεσποινίδα Τζόρτζια Ντάουνινγκ και τις άλλες νεαρές κυρίες. Σου υπόσχομαι ότι θα χαρούν πολύ να σε γνωρίσουν. Με λίγη τύχη, μπορεί να κανονίσετε και ν’ ανταλλάξετε επισκέψεις στο Λονδίνο». Θα ήταν ωραία να περάσει μια βραδιά κάνοντας παρέα με ανθρώπους της ηλικίας της -δηλαδή, περίπου της ηλικίας της. Ήξερε πως η ίδια ήταν λίγο μεγαλύτερη. Πάντως, στην ίδια συντροφιά βρισκόταν κι η Τζέιν Άτγουντ που ήταν είκοσι δύο ετών. «Και το χειρόγραφο;» διαμαρτυρήθηκε αδύναμα η Αλίξ. «Θα σε βοηθήσω εγώ το πρωί», υποσχέθηκε ο Μέρικ. Η Αλίξ ένιωσε ένα χαμόγελο να καραδοκεί στις άκρες των χειλιών της. «Ώστε πράγματι καταλαβαίνεις αρχαία γαλλικά;» «Εσύ νόμιζες πως δεν καταλάβαινα;» είπε ο Μέρικ παριστάνοντας τον πληγωμένο. Αγγιξε ανάλαφρα τον καρπό της. «Με αμφισβητείς;» «Η αλήθεια είναι ότι πίστευα πως οι φήμες για τις ικανότητές σου στο συγκεκριμένο ζήτημα μπορεί να ήταν υπερβολικές». Η Αλίξ έπιασε τον εαυτό της να φλερτάρει αντιδρώντας στην ανάλα~ 85 ~
φρη πίεση του χεριού του στον γαντοφορεμένο καρπό της. Η γοητεία του αποδεικνυόταν ακατανίκητη, ακόμα κι όταν ήξερε ακριβώς τι τύπος ήταν. «Μπράβο, τα κατάφερες πολύ καλά, ήσουν η τέλεια συνομιλήτρια -σίγουρα πνευματώδης, αλλά πρόσθεσες ταυτόχρονα κι ένα κάπως σκανταλιάρικο υπονοούμενο. Λαίδη Αλίξ, μπορεί να διαθέτεις τα προσόντα ενός πρωταθλητή». Η Αλίξ άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί στην απόλαυση της συζήτησης με τον Μέρικ. Έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Ευχαριστώ, αυτό κι αν είναι κομπλιμέντο». «Και με αυτό το αίσιο τέλος, αναχωρώ για να πιάσω τη θέση μου στο καρέ». «Να προσέχεις. Η κυρία Πότινγκερ είναι πιο πονηρή απ’ όσο δείχνει». Ο Μέρικ έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Εκτιμώ το ενδιαφέρον σας, δεσποσύνη μου. Αλλά σας διαβεβαιώνω ότι μπορώ ν’ αντεπεξέλθω σε τοπικούς πρωταθλητές με τις ικανότητες της κυρίας Πότινγκερ». Η Αλίξ έβαλε τα γέλια. «Δε θα ήμουν τόσο σίγουρη. Μετράει τα χαρτιά σαν μανιώδης χαρτοπαίκτης». *** Ανάθεμα, η Αλίξ είχε δίκιο. Η κυρία Πότινγκερ έπαιζε πράγματι σαν μανιώδης χαρτοπαίκτης. Η ηλικιωμένη κυρία του έριξε ένα θριαμβευτικό βλέμμα κάτω από το δαντελένιο σκουφάκι της και κατέβασε το επόμενο χαρτί της. Ο Μέρικ προσπάθησε να συγκεντρωθεί απόλυτα στο παιχνίδι. Αν δεν ήταν προσεκτικός, ο ίδιος και η συμπαίκτριά του θα έχαναν αυτή την παρτίδα. Δε θα είχε πού να κρυφτεί στο Λονδίνο, έτσι και διαδιδόταν ότι είχε χάσει στα χαρτιά από μια παρέα γριές της επαρχίας. Η κυρία Πότινγκερ άφησε έναν αναστεναγμό και έριξε το τελευταίο χαρτί της. «Είστε παμπόνηρος τελικά, μιλόρδε Σεντ Μάγκνους. Παρ’ όλη την ικανότητά μου, δεν κατάφερα να σας πάρω τους άσους σας. Το παιχνίδι είναι δικό σας». «Κανένας δεν αμφισβητεί την ικανότητά σας, κυρία Πότινγκερ. Είστε εντυπωσιακή παίκτρια. Δικαίως με προειδοποίησαν για εσάς», είπε ιπποτικά ο Μέρικ, προτού βοηθήσει τις κυρίες να σηκωθούν μετά την πολύωρη ακινησία. «Σας ευχαριστώ για το ~ 86 ~
παιχνίδι, κυρίες μου. Ήταν μια ιδιαιτέρως ευχάριστη βραδιά». Είχε εκτελέσει το καθήκον του προς τη λαίδη Φόλκστοουν. Τώρα είχε έρθει η ώρα να δώσει όλη την προσοχή του στο ενδιαφέρον θέμα με τον Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ. Τα στημένα στοιχήματα δε θεωρούνταν έντιμα, και ο Μέρικ, που έπαιζε συχνά, το ήξερε καλά. Δεν επρόκειτο ν’ αφήσει τον Ρέντφιλντ να τη γλιτώσει. Η προσπάθειά του να στήσει εκείνο το στοίχημα είχε θέσει σε κίνδυνο τη φήμη μιας κυρίας. Και σίγουρα είχε θέσει σε κίνδυνο το μέλλον της κυρίας. Το «θέμα Ρέντφιλντ», όμως, δεν ήταν το μοναδικό που είχε αποσπάσει την προσοχή του. Η προαναφερθείσα κυρία έφερε επίσης μέρος της ευθύνης. Δεκάδες σκέψεις μες στο κεφάλι του περιστρέφονταν γύρω απ’ το «γρίφο Αλίξ». Περισσότερες από μία φορές, το βλέμμα του είχε στραφεί πάνω της, στην άλλη άκρη του δωματίου, όπου η Αλίξ είχε καθίσει με την παρέα των νεαρών κυριών ακολουθώντας τη συμβουλή του. Γιατί είχε αρνηθεί το ενδιαφέρον του Ρέντφιλντ; Η πρότερη σχέση της με τον Ρέντφιλντ έδινε μια εντελώς διαφορετική σημασία στο στοίχημα, υποδήλωνε ότι το στοίχημα δεν είχε στόχο τον ίδιο αλλά την Αλίξ και ότι ίσως αποτελούσε ένα σχέδιο εκδίκησης. Έμοιαζε, όμως, παρατραβηγμένο για έναν άντρα να σκέφτεται τρόπους για να εκδικηθεί μια κυρία απλώς και μόνο επειδή απέρριψε το ενδιαφέρον του. Άραγε, κρύβονταν περισσότερα πίσω από τις κινήσεις του Ρέντφιλντ; Η Αλίξ έδειξε ότι δεν ήθελε καθόλου να συζητήσει με λεπτομέρειες την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι ένα σαλόνι δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος για ν’ αποκαλύψει κανείς μυστικά. Εκείνος, όμως, είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται μήπως αυτή η άρνηση έκρυβε κάτι περισσότερο. Ο Μέρικ πλησίασε τις μεγάλες μπαλκονόπορτες που οδηγούσαν στους εντυπωσιακούς κήπους του Φόλκστοουν. Τα παιχνίδια έφταναν στο τέλος τους και οι καλεσμένοι άρχιζαν να περιφέρονται περιμένοντας το καροτσάκι με το βραδινό τσάι. Μόλις θα κατάφερνε ν’ ανταλλάξει μια συνωμοτική ματιά με την Αλίξ, θα του ήταν εύκολο να γλιστρήσει έξω και να την περιμένει. *** Το δυσκολότερο ήταν η αναμονή. Ήταν έτοιμος να επιστρέφει στο σαλόνι και να την αρπάξει απ’ την παρέα της, όταν επιτέλους ~ 87 ~
βγήκε έξω. «Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο», του είπε επιτιμητικά. «Τι θα γίνει αν μας δει κάποιος;» «Ελπίζω να μας δουν. Δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα. Θα πρέπει να ήμουν εντελώς ηλίθιος για να προσπαθήσω να κλέψω ένα φιλί ενώ μας κοιτάζουν όλοι οι καλεσμένοι», την επέπληξε ο Μέρικ, δείχνοντας προς τις τεράστιες μπαλκονόπορτες. «Νόμιζα ότι δε θα βγεις ποτέ έξω». «Δεν ήξερα ότι είχαμε κάτι επείγον να συζητήσουμε». «Διαφωνώ. Δεν τελειώσαμε την κουβέντα μας για τον Ρέντφιλντ». Είδε ότι πήρε αμυντική στάση. Το πιγούνι της ανασηκώθηκε ανάλαφρα, όπως νωρίτερα στη βίλα. «Αρχίζω να πιστεύω ότι είχε κάποιο σκοπό που έβαλε το στοίχημα, ότι ίσως ήθελε να σου προκαλέσει προβλήματα για να σ’ εκδικηθεί. Εγώ ήμουν απλώς το μέσο». Καθώς της μιλούσε για τις υποψίες του, πρόσεξε ότι εκείνη δεν έσπευσε να τον διαψεύσει. «Έχω δίκιο; Τι είναι αυτό που συνέβη μεταξύ σας και τον εξώθησε σε μια τόσο ακραία και απρεπή συμπεριφορά;» Η Αλίξ έστρωσε με το χέρι τη φούστα της, μια κίνηση που, όπως είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ο Μέρικ, μαρτυρούσε ότι δεν ήταν σίγουρη τι να πει. «Δε νομίζω ότι έχει καμία σχέση με τις παρούσες συνθήκες», απάντησε δήθεν αδιάφορα η Αλίξ. «Εγώ το νομίζω». Ο Μέρικ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, μελετώντας την έκφρασή της στο φως που έφτανε ως εκεί από το σαλόνι. Μακάρι να μπορούσε να δει πιο καθαρά τα μάτια της. Θα του έλεγαν αν ήταν πράγματι τόσο αδιάφορη όσο ακουγόταν. «Ο Ρέντφιλντ προσπάθησε να στήσει το στοίχημα, και όχι προς όφελος του. Ήξερε ότι εσύ θα βρισκόσουν εκεί. Αν κέρδιζα, θα έχανε ένα σωρό λεφτά, για να μην αναφερθώ σε όσα θα έχαναν οι φίλοι του. Σκέφτηκες καθόλου γιατί ένας άντρας στήνει ένα στοίχημα μόνο και μόνο για να χάσει;» «Ίσως σκέφτηκε ότι θ’ αντιστεκόμουν στις προσπάθειές σου», είπε η Αλίξ, κι ένα ρίγος φάνηκε να τη διαπερνά. «Και, εξάλλου, πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι ήξερε πως θα βρισκόμουν εκεί;» «Έφερε τον πατέρα σου, ο οποίος δε θα ενδιαφερόταν ποια φιλούσα, εκτός κι αν ήταν η κόρη του. Ο πατέρας σου δε θα έδινε δεκάρα αν φιλούσα, για παράδειγμα, τη χήρα Γουίτλι. Επιπλέον, ο Ας μου είπε ότι ο Ρέντφιλντ καυχιόταν πως ήξερε ότι θα ήταν κάποια εκεί». ~ 88 ~
«Α, μάλιστα». Η Αλίξ αναστέναξε σχεδόν σιωπηλά, ενώ οι ώμοι της έγειραν προς τα κάτω -οι μοναδικές ενδείξεις που μαρτυρούσαν ότι ο Μέρικ είχε μάλλον δίκιο. «Αρνήθηκα όταν μου έκανε πρόταση. Περιττό να πω ότι έμεινε έκπληκτος. Αλλά δε θα έπρεπε. Η κόρη ενός κόμη είναι μεγάλο κελεπούρι για έναν άντρα με τόσο ταπεινό πρότερο βίο. Δεν το συζητήσαμε, αλλά είχα λόγους να πιστεύω ότι οι προθέσεις του δεν ήταν τόσο ειλικρινείς όσο τις παρουσίαζε». Ο Μέρικ την πίστεψε. Άλλωστε, μ’ αυτόν τον τρόπο έκλεινε τις συμφωνίες της η αριστοκρατική κοινωνία. Ο Ρέντφιλντ ποτέ δε θα μάθαινε για ποιο λόγο τον είχε απορρίψει. Θα είχε κρύψει την απογοήτευσή του όπως ακριβώς κι εκείνη είχε κρύψει τους αληθινούς λόγους της. Δε χρειαζόταν μεγάλη φαντασία για να τους σκεφτεί να κάθονται ευπρεπώς στη σάλα του Φόλκστοουν, ανταλλάσσοντας ευγενικές κοινοτοπίες -ότι δήθεν τους τιμά το ενδιαφέρον του άλλου, αλλά δυστυχώς το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Μετά θα συνέχισαν να φέρονται σαν ευγενικοί γείτονες, επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή. Οι γείτονες πρέπει πάνω απ’ όλα να τηρούν τα προσχήματα, πράγμα που πολύ συχνά αποκλείει τη δυνατότητα να πουν την αλήθεια. Τα πράγματα με τον Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ δεν έμοιαζαν να είναι τόσο απλά όσο προσπαθούσε να τα παρουσιάσει η Αλίξ. Ήταν ξεκάθαρο όταν αυτή η συζήτηση της προκαλούσε αμηχανία. Ακόμα και τώρα, έστρεφε διαρκώς το βλέμμα της προς τις μπαλκονόπορτες, αναζητώντας κάποια ευκαιρία να ξεφύγει. Τελικά, αυτή η ευκαιρία της δόθηκε όταν κατέφτασε το καροτσάκι με το τσάι. «Πρέπει να γυρίσουμε μέσα». «Πήγαινε πρώτη και θα σ’ ακολουθήσω σε λίγο». Περίμενε πέντε λεπτά -όσο έκρινε ότι όριζαν οι κανόνες της ευπρέπειας- κι έπειτα επέστρεψε στο σαλόνι κι έμεινε στο πλευρό της μέχρι το τέλος της βραδιάς. Μετρούσε τα λεπτά, επιτρέποντας στο μυαλό του να περιπλανιέται, να σκέφτεται όσα είχε αποκαλύψει η Αλίξ, αλλά και όσα δεν της είχε πει. Η πρότερη σχέση του Ρέντφιλντ με την Αλίξ έδινε μια εντελώς διαφορετική σημασία στα κίνητρά του για το επικίνδυνο στοίχημα που είχε βάλει. Ο Ρέντφιλντ είχε προσβληθεί από την άρνησή της και ήθελε τόσο πολύ να την εκδικηθεί, ώστε σκηνοθέτησε μια εξαιρετικά επικίνδυνη «παράσταση» για να καταστρέψει την Αλίξ. Αλλά ο Μέρικ εξακολουθούσε να θεωρεί εξαιρετικά υπερβολική αντίδραση αυτή τη δίψα για εκδίκηση. ~ 89 ~
Υπήρχαν κι άλλα ερωτήματα. Η Αλίξ υπαινίχτηκε ότι οι προθέσεις του Ρέντφιλντ δεν ήταν ειλικρινείς. Μήπως ο Ρέντφιλντ υποψιάστηκε ότι η Αλίξ το είχε καταλάβει και ότι θα τον ξεσκέπαζε; Τι είχε να κρύψει ο Ρέντφιλντ; Όλα αυτά ήταν εικασίες, φυσικά, αλλά, αν ίσχυαν, η Αλίξ μπορεί να κινδύνευε. Κι ίσως εκείνη να μην το συνειδητοποιούσε, αλλά ήταν προφανές ότι χρειαζόταν κάποιον να την προστατεύσει. Ο Ας θα ήταν ο πρώτος που θα του έλεγε ότι δεν ήταν αναγκασμένος ν’ αναλάβει το ρόλο του ήρωα και του προστάτη. Κανένας δεν απαιτούσε απ’ τον Μέρικ να υπερασπιστεί την Αλίξ Μπερκ από τους πικρόχολους κι εκδικητικούς θαυμαστές της. Κι όμως, ένιωθε την ανάγκη να προστατεύσει αυτή τη γυναίκα, που είχε τολμήσει να επιλέξει μια ζωή αντίθετη προς τις κοινωνικές επιταγές. Η τόλμη της την είχε αφήσει μόνη. Ίσως γι’ αυτό ένιωθε ότι ταίριαζαν τόσο πολύ οι δυο τους. Παρόλο που ήταν τόσο δημοφιλής για τα διαβόητα κατορθώματά του, ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους ήξερε τι σήμαινε να είσαι μόνος. *** Ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο που σπάνια ξαφνιάζεται. Η ανθρώπινη φύση έκρυβε ελάχιστα μυστήρια για εκείνον. Κι όμως, ο Σεντ Μάγκνους είχε καταφέρει να τον ξαφνιάσει. Δεν είχε προβλέψει ότι θα τον έβλεπε εκείνο το πρωί, αλλά ο Σεντ Μάγκνους είχε μείνει. Και όχι μόνο είχε μείνει, αλλά κατά τη διάρκεια του πικνίκ έπαιξε το ρόλο του τέλεια, παραμένοντας διαρκώς στο πλευρό της Αλίξ Μπερκ. Αυτή η εξέλιξη ήταν απρόσμενη και του προκαλούσε νευρικότητα. Κι αυτό που ενέτεινε την ανησυχία του ήταν η προσπάθεια της Αλίξ να επιστρέφει απαρατήρητη στο πάρτι. Αναμφίβολα το είχε σκάσει για να δει τον Σεντ Μάγκνους. Καθόλου δεν του άρεσε αυτό. Το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν ν’ αποφασίσει η Αλίξ ότι της άρεσε πράγματι αυτός ο αλήτης ή, ακόμα χειρότερα, ν’ αποφασίσει ο Σεντ Μάγκνους να τηρήσει την υπόσχέσή του και να την παντρευτεί. Αν κάποιος έπιανε τον Σεντ Μάγκνους και την Αλίξ να φέρονται απρεπώς, τα σχέδιά του θα καταστρέφονταν παντελώς. Ο Ρέντφιλντ ήξερε από αλήτες. Φοβόταν ότι ο λόγος που ο Σεντ Μάγκνους δεν είχε φύγει ήταν πως ήθελε να σαγηνεύσει ο ~ 90 ~
ίδιος την Αλίξ, ακόμα και να την εκθέσει αν χρειαζόταν, και o αναθεματισμένος βρισκόταν τώρα στην τέλεια θέση για να πετύχει το στόχο του, αφού του είχε δοθεί η άδεια να παριστάνει τον ενδιαφερόμενο θαυμαστή. Αυτή η περιπλοκή ήταν εντελώς ανεπιθύμητη. Ο Ρέντφιλντ θα έπρεπε να παρακολουθεί πολύ προσεκτικά την όλη κατάσταση. Ευτυχώς, προς το παρόν, κανένας άλλος δεν είχε προσέξει την επιστροφή της Αλίξ. Δεν ήταν το είδος της γυναίκας που θα μπορούσε να προκαλέσει αίσθηση όταν έμπαινε σ’ ένα χώρο, τουλάχιστον όχι έτσι όπως ήταν ντυμένη, μ’ αυτή την μπεζ τουαλέτα που ταίριαζε με την ταπετσαρία. Ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει ότι η πολύφερνη κόρη του κόμη του Φόλκστοουν μπορούσε να έχει τις πιο ακριβές κι εντυπωσιακές τουαλέτες, αλλά εκείνος δεν ενδιαφερόταν καθόλου τι φορούσε ή για ποιο λόγο επέλεγε τα συγκεκριμένα ρούχα. Ούτε τον ένοιαζε αν προτιμούσε να ζει στην εξοχή μαζί με τα βιβλία της. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πως είχε μια τεράστια προίκα. Αδιάφορες γυναίκες, άσχημες γυναίκες, όμορφες γυναίκες -τις έπαιρνε όλες, φτάνει να εξυπηρετούσαν τους σκοπούς του. Στο σκοτάδι ήταν όλες ίδιες. Μόνο που η Αλίξ Μπερκ ήταν το πιο πλούσιο έπαθλο που είχε κυνηγήσει ποτέ. Και θα ήταν και το τελευταίο, αν τα κατάφερνε. Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι -δε χωρούσαν «αν» σ' αυτό το θέμα. Έπρεπε να την κερδίσει. Είχε ρίξει όλα του τα χρήματα στο Τέιλσμπι Μανς, το πρώτο βήμα στο σχέδιό του να γίνει ένας αξιοσέβαστος τζέντλεμαν. Η έπαυλη ήταν σίγουρα η κατοικία ενός τζέντλεμαν, αλλά αυτό σήμαινε επίσης ότι σίγουρα χρειαζόταν ανακαίνιση. Η στέγη έσταζε, οι καμινάδες κάπνιζαν και, για να λειτουργεί ομαλά το νοικοκυριό, χρειαζόταν υπηρέτες. Όλα αυτά απαιτούσαν χρήματα. Η Αλίξ Μπερκ διέθετε χρήματα και κοινωνική θέση. Ένας γάμος με την κόρη του κόμη θα του επέτρεπε να ζήσει την αριστοκρατική ζωή που ονειρευόταν. Αλλά εκείνη τον είχε απορρίψει. Και δεν το περίμενε. Μια γυναίκα που είχε μείνει στο ράφι δεν απέρριπτε προτάσεις γάμου, είτε ήταν κόρη κόμη είτε όχι. Ήταν ένα εμπόδιο που ο Ρέντφιλντ δεν είχε την πολυτέλεια ν’ ανεχτεί. Και η Αλίξ Μπερκ θ’ ανακάλυπτε πως ούτε η ίδια είχε αυτή την πολυτέλεια. Θα στρίμωχνε τη δύσκολη δεσποινίδα Μπερκ στη γωνία, μέχρι που δε θα είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί την πρόταση που θα της έκανε στο παρά πέντε. Κι αυτή τη φορά θα τη δεχόταν με ενθουσιασμό. ~ 91 ~
Εφόσον ο Σεντ Μάγκνους έπαιζε σωστά και δεν την εξέθετε για δικό του κέρδος, όλα θα πήγαιναν καλά. Ούτε καν ο Σεντ Μάγκνους δε θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε ενδιαφέρουσα γυναίκα, το είδος της γυναίκας που θα μπορούσε ν’ αναδειχθεί σε Βασίλισσα της Σεζόν. Ναι, θα υπήρχαν μελλοντικοί κυνηγοί σαν αυτόν που δε θα έδιναν δεκάρα για την εμφάνισή της, αλλά εκείνη θα γινόταν Βασίλισσα ακριβώς για ν’ αποφύγει αυτούς τους τύπους και να προσελκύσει τον σωστό άντρα στο πλευρό της. Ο Φόλκστοουν καταλάβαινε τη διαφορά. Και ο Ρέντφιλντ ήταν σίγουρος ότι ο σωστός άντρας δε θα εμφανιζόταν. Ήταν ακόμα πιο σίγουρος ότι ο Φόλκστοουν δεν επιθυμούσε να δει την κόρη του παντρεμένη με τον Σεντ Μάγκνους, έναν άντρα που είχε κι αυτός να παλέψει με αμέτρητα κοινωνικά προβλήματα. Τότε ακριβώς θα έκανε τη γενναιόδωρη προσφορά του να παντρευτεί την Αλίξ, σώζοντας την οικογένεια από το σκάνδαλο ενός γάμου με τον Σεντ Μάγκνους. Όλα θα τακτοποιούνταν μια χαρά μέχρι το τέλος της Σεζόν και θα είχε χρόνο να επισκευάσει τη στέγη του πριν μπει ο χειμώνας.
~ 92 ~
Κεφάλαιο 9
Όταν η Αλίξ συνάντησε το επόμενο πρωί τον Σεντ Μάγκνους στη βιβλιοθήκη, ήταν και πάλι ντυμένη φριχτά μ’ ένα άχαρο φουστάνι εργασίας, ενώ, στην προσπάθειά της να κερδίσει χρόνο επειδή είχε παρακοιμηθεί, είχε αφήσει τα μαλλιά της να κρέμονται ελεύθερα στην πλάτη της. Αλλά δεν υπήρχε κανένας να κρίνει την εμφάνισή της. Οι καλεσμένοι είχαν πάει στο χωριό για να περάσουν τη μέρα με ψώνια και ξενάγηση στην τοπική εκκλησία. Αλλά αν έβλεπε κανείς πόσο προσεγμένα ήταν ντυμένος ο Σεντ Μάγκνους, θα έλεγε ότι περίμεναν επίσκεψη από το βασιλιά. Την περίμενε φορώντας μπεζ παντελόνι, κολλαριστό λευκό λινό πουκάμισο κι ένα γαλάζιο γιλέκο που έκανε τα ήδη απίστευτα γαλάζια μάτια του να φαίνονται ακόμα πιο φωτεινά. Ήταν φρεσκοξυρισμένος και προσεκτικά χτενισμένος. Ο ενδυματολογικός ζήλος του ίσως ήταν ένα όχι και τόσο διακριτικό υπονοούμενο για τη δική της επιλογή ενδυμασίας. Αλλά αν η Αλίξ περίμενε να λάβει από τον Μέρικ κάποιο πιο σαφές σχόλιο σχετικά με τα ρούχα της, μάλλον θ’ απογοητευόταν. Ο Μέρικ περιορίστηκε απλώς ν’ ανασηκώσει το ένα φρύδι. Έπειτα, έστρεψε την προσοχή του στη δουλειά που είχαν να κάνουν και, αφού διάβασε μερικές παραγράφους για να εξοικειωθεί με το κείμενο, είπε: «Νομίζω ότι παίρνεις ακόμα μια φορά πολύ κυριολεκτικά τη μετάφραση. Η πρόταση βγάζει περισσότερο νόημα αν αποδώσεις το ρήμα “profiter” ως “εκμεταλλεύομαι”, και όχι ως “βγάζω χρήματα”, έτσι όπως θα το καταλάβαινε κάποιος σήμερα». Ο Μέρικ έσπρωξε το χειρόγραφο στο μακρύ τραπέζι της βι~ 93 ~
βλιοθήκης για να της το επιστρέφει και να μπορέσει να δει τη συγκεκριμένη πρόταση. Καθώς έγειρε ελαφρώς μπροστά για να το σπρώξει προς το μέρος της, η αρρενωπή μυρωδιά του χάιδεψε τα ρουθούνια της. Μετά τράβηξε πάλι πίσω το χέρι του και η υπέροχη μυρωδιά του χάθηκε. Η Αλίξ αναρωτήθηκε τι θα έκανε εκείνος αν υπάκουε στην παρόρμησή της να γείρει στο τραπέζι και να τον μυρίσει λαίμαργα. Στη σκέψη και μόνο της ξέφυγε ένα πνιχτό χαχάνισμα. «Τι είναι τόσο αστείο;» ρώτησε με αυστηρή σοβαρότητα ο Μέρικ. «Τίποτα, τίποτα». Η Αλίξ κοκκίνισε και προσποιήθηκε ότι έβηχε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Κάτι με γαργάλησε στο λαιμό, νομίζω». Απλώς σκεφτόμουν να σε μυρίσω. Η Αλίξ έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της στο χειρόγραφο και άρχισε να παριστάνει ότι διαβάζει, χρησιμοποιώντας το χρόνο για να συμμαζέψει τις σκόρπιες σκέψεις της. Δούλευε ολόκληρες εβδομάδες σ’ αυτό το χειρόγραφο, μέχρι που εμφανίστηκε ο Σεντ Μάγκνους. Και τώρα, η παραμικρή πρόκληση εκ μέρους του της αποσπούσε εντελώς την προσοχή της. Μάλλον είχε αρχίσει να την επηρεάζει η απομόνωση της εξοχής. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Καλύτερα τώρα;» ρώτησε ο Μέρικ τόσο σοβαρά και αυστηρά, ώστε θύμιζε καθηγητή πανεπιστημίου, αν και πολύ ωραίο καθηγητή. «Ναι, πολύ καλύτερα, ευχαριστώ». Μα τι πρόβλημα είχε; Συνήθως δε σκεφτόταν έτσι. Απ’ την άλλη, βέβαια, συνήθως δεν έπαιρνε μαθήματα φιλιού από άντρες που γνώριζε ελάχιστα. Η Αλίξ διάβασε προσεκτικά το κείμενο. Δεν της πήρε πολλή ώρα για να καταλάβει ότι η δική του ερμηνεία ήταν η σωστή. «Είναι τόσο φανερό τώρα που το είπες. Το υπόλοιπο χειρόγραφο θα μπορέσει τώρα να μεταφραστεί αρκετά εύκολα». Η ερμηνεία του ήταν απόλυτα λογική. Απορούσε πώς της είχε ξεφύγει. Κρίμα που δεν της ήταν τόσο εύκολο να καταπιεί την περηφάνια της. Η ίδια ήταν ιστορικός, παρόλο που ήταν αυτοδίδακτη. Είχε λάβει εξαιρετική μόρφωση από ιδιωτικούς δασκάλους, μέχρι την εποχή που ο Τζέιμι έφυγε για την Οξφόρδη. Πώς ήταν δυνατόν ένα μορφωμένο άτομο σαν την ίδια να μην είχε προσέξει αυτό που ο Μέρικ εντόπισε αμέσως; Έγραψε μερικές σημειώσεις σ’ ένα τετράδιο κι έπειτα ανασήκωσε σκεφτική το βλέμμα της. Το πρωινό φως του ήλιου ξεχυνόταν από τα μεγάλα παράθυρα της βιβλιοθή~ 94 ~
κης, χαρίζοντας στα ξανθά μαλλιά του μια απόχρωση όμοια με καλοκαιρινό σιταροχώραφο. «Πώς γίνεται να ξέρεις τόσο καλά γαλλικά;» Έμοιαζε εντελώς άδικο αυτό το υπέροχο αρσενικό να διαθέτει επιπλέον και το μυαλό ενός διανοούμενου. Είχε αποδείξει σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις ότι ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και καλλιεργημένος. «Είναι η γλώσσα της αγάπης, μον αμούρ», είπε ο Μέρικ και της χάρισε ένα από τα σκανταλιάρικα χαμόγελά του. «Δε χρειάζεται κανείς να είναι ιδιοφυία για να καταλάβει πόσο χρήσιμα είναι τα γαλλικά». Η Αλίξ δεν έμεινε ικανοποιημένη. Ο Μέρικ ήξερε πολύ περισσότερα από μια στοιχειώδη φράση για να εντυπωσιάζει τις κυρίες. «Μην υποτιμάς την ικανότητά σου». Το σθένος της υπεράσπισής της ξάφνιασε και τους δυο τους. «Δεν είναι απαραίτητο να προσποιείσαι ότι δεν έχεις μυαλό. Όχι μ’ εμένα τουλάχιστον». Μια αμήχανη σιωπή ακολούθησε το ξέσπασμά της. Ήταν μια από εκείνες τις στιγμές όπου ξέφευγαν από τους καθορισμένους ρόλους του ακόλαστου και της διανοούμενης και η αποκάλυψη που είχε ακολουθήσει ήταν πράγματι απροσδόκητη. Της ήταν δύσκολο να σκέφτεται ότι είχε κοινό με τον Μέρικ κάτι τόσο σημαντικό. «Σπούδασες γαλλικά στην Οξφόρδη. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε απλώς μερικές αβρότητες», πέταξε η Αλίξ, προκειμένου ν’ αποκαταστήσει την ισορροπία στη συζήτηση, νιώθοντας άβολα με όσα είχε συνειδητοποιήσει. «Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η Οξφόρδη μπορεί να είναι υπερεκτιμημένη;» Ο Μέρικ έγειρε την καρέκλα του στηρίζοντάς τη στα πίσω πόδια, με τα χέρια δεμένα πίσω από το κεφάλι του, μια εντελώς αρσενική συνήθεια. Προσπάθησε να υπεκφύγει. «Οι πλούσιοι άντρες στέλνουν τους γιους τους στην Οξφόρδη για ν’ αποκτήσουν μόρφωση, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι θα περάσουμε τις περισσότερες μέρες και νύχτες μας τριγυρνώντας στις ταβέρνες και μπλέκοντας με κάθε είδους βρομοδουλειές. Είναι ένα εντελώς διαφορετικό είδος μόρφωσης απ’ αυτό που έχουν κατά νου οι καθηγητές μας. Οι πατεράδες μας δεν ενδιαφέρονται, αρκεί να μη μας αποβάλουν διά παντός». Υπήρχε μια χροιά πικρίας πίσω απ’ τον ανέμελο τόνο της φωνής του. «Ο Τζέιμι ανέφερε ότι είχατε χρόνο και για λίγη διασκέδαση». ~ 95 ~
Η Αλίξ σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και πλησίασε αφηρημένη σ’ ένα από τα παράθυρα, για να χαρεί τον πρωινό ήλιο. «Αλλά δεν πιστεύω ότι διάλεξες τις γλώσσες καθαρά από καπρίτσιο». Δε θα του επέτρεπε να της ξεφύγει τόσο εύκολα. Η υπεκφυγή ήταν μια απρόσμενη στρατηγική για έναν άντρα που στάθηκε ολόγυμνος στην όχθη μιας λίμνης, χωρίς ίχνος ντροπής. «Μου αρέσει να μιλάω και οι γλώσσες είναι ένας άλλος τρόπος να μιλάς. Εκείνη την εποχή έμοιαζε μ’ ένα είδος επανάστασης. Μου άρεσε η ιδέα να λέω κάτι που δεν μπορείς ακριβώς να το πεις στα αγγλικά». «Όπως...;» Η Αλίξ τον κοίταξε κατάματα, στρέφοντας την πλάτη της στο παράθυρο. Δεν είχε μαντέψει ότι μια συζήτηση για την προσωπική ζωή του θα έθετε αυτόν τον εξωστρεφή άντρα σε κατάσταση συναγερμού και υποχώρησης, ακόμα κι αν αυτή η υποχώρηση γινόταν με τόσο διακριτικό τρόπο. Το γεγονός ότι μπορούσε κι αυτός να είναι ευάλωτος τη συγκινούσε με πολλούς τρόπους. Τον έκανε πολύ πιο ανθρώπινο απ' ό,τι θα ήθελε η ίδια. Ο Μέρικ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Όπως ζουά ντε βιβρ, που σημαίνει την ικανότητα ν’ απολαμβάνεις τις χαρές της ζωής μ’ ενθουσιασμό». Καθώς η Αλίξ σκεφτόταν τα λόγια του, σήκωσε αφηρημένα τα μαλλιά της απ’ τον αυχένα της κι έπειτα τα άφησε να ξεχυθούν από τα δάχτυλά της με μια αυθόρμητη κίνηση. Ο Μέρικ την παρακολουθούσε προσεκτικά με τα γαλάζια μάτια του. Το βλέμμα του την έκανε να νιώσει άβολα. Κάτι είχε αλλάξει μετά τα σχόλιά της, η ατμόσφαιρα είχε φορτιστεί με μια γλυκιά ένταση. «Κάν’ το πάλι αυτό», διέταξε ο Μέρικ, μια χαμηλόφωνη απαίτηση φορτωμένη αισθησιασμό. «Σήκωσε ψηλά τα μαλλιά σου και άφησέ τα να ξεχυθούν από τα δάχτυλά σου». Η Αλίξ υπάκουσε. Ο Μέρικ είχε σηκωθεί από την καρέκλα του και προχωρούσε αργά προς το μέρος της, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. Εκείνη σήκωσε την πυκνή χαίτη των μαλλιών της, ενώ ασυνείδητα τα δόντια της δάγκωναν ανήσυχα το κάτω χείλος της. Ούτε που καταλάβαινε ότι το έκανε. «Α, ναι, Αλίξ, πολύ ωραία. Σε όλους τους άντρες αρέσει η αθώα πρόκληση», ψιθύρισε ο Μέρικ, σηκώνοντας τα χέρια του για να πιάσει τα μαλλιά της. Καθώς άφηνε τα μαλλιά της να πέσουν, η Αλίξ ένιωσε να τρέμει στην αίσθηση των ζεστών χεριών του που άγγιξαν τους ώμους της. Το στομάχι της σφίχτηκε από προσμονή. ~ 96 ~
Ο Μέρικ θα την αποπλανούσε ξανά, όπως είχε κάνει την προηγούμενη μέρα. Έπρεπε ν’ αντισταθεί. Δε συνέ-βαινε τίποτα άλλο εδώ παρά ακόμα ένα μάθημα. «Γλυκιά μου Αλίξ, το κορμί σου είναι πολύ πιο πρόθυμο απ’ όσο πιστεύεις». Έγειρε μπροστά κι έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί στο λαιμό της, στη μικρή κοιλότητα κάτω από το αυτί. Ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της. Ταλαντεύτηκε προς το μέρος του, και όλες οι σκέψεις αντίστασης εξαφανίστηκαν μες στο κπ3μα της παράξενης ζεστασιάς που απλώθηκε μέσα της με το άγγιγμά του, το φιλί του, τα λόγια του. Το πρόσωπό της βρέθηκε ανάμεσα στα χέρια του, το στόμα της ήταν ανοιχτό κάτω από το δικό του. Με τα μάτια κλειστά, ένιωθε λες και όλες οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί. Αισθανόταν πολύ έντονα την απαλή πίεση των γοφών του πάνω της. Η αρρενωπή μυρωδιά του την αγκάλιασε τώρα μπορούσε να την αναγνωρίσει, ένα ανάλαφρο μείγμα από βελανιδιά και βρύα, με μια υπόνοια λεβάντας και κάτι άλλο που έφερνε στο μυαλό γρασίδι μια καλοκαιρινή μέρα. Ένιωσε στο στόμα της τη γεύση του, τα απομεινάρια της γλυκιάς αψάδας του πρωινού καφέ. Με το φως του ήλιου να την προστατεύει, η Αλίξ είχε πιστέψει ότι θα ήταν ασφαλής μαζί του και ότι θ’ αντιστεκόταν στην ακολασία που ξυπνούσε μέσα της. Είχε φανταστεί ότι δεν μπορούσε να την αποπλανήσει στο φως της μέρας. Θα έπρεπε να ξέρει ότι αυτό δεν ίσχυε. Ούτε το απόγευμα τα είχε πάει καλύτερα. Τα χέρια της είχαν μείνει μετέωρα κι ένιωσε ότι ήταν σωστό να τα βυθίσει στα ξανθά βάθη των μαλλιών του. Αυτή η κίνηση την έφερε ακόμα πιο κοντά του, με τα στήθη της να πιέζονται στη δυνατή απλωσιά του στέρνου του. Αυτό κι αν ήταν ακόμα πιο άπρεπο, και μάλιστα μπροστά στο παράθυρο... «Ω!» Η συνειδητοποίηση αυτή ήταν αρκετή για να την κάνει να τιναχτεί, με το χέρι της να καλύπτει βιαστικά το στόμα της. «Στεκόμαστε μπρος στο παράθυρο! Θα μας δουν». Ήξερε ότι η πανικόβλητη υποχώρησή της στη σχετική ασφάλεια του τραπεζιού ήταν εντελώς άγαρμπη. Ο Μέρικ απλώς γέλασε, χωρίς να βιάζεται καθόλου ν’ απομακρυνθεί από το παράθυρο. Γιατί είχε πιστέψει ότι θ’ αντιδρούσε διαφορετικά; Γι’ αυτόν ήταν όλα ένα παιχνίδι, ένα από τα πολλά που έπαιζε. «Ω, σταμάτα, επιτέλους!» τον μάλωσε. «Πιστεύω ότι είσαι υποκρίτρια, Αλίξ». Ο Μέρικ επέστρεψε στο ~ 97 ~
τραπέζι και ξανακάθισε στην καρέκλα του, με τα μάτια του να λάμπουν πονηρά. «Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς», διαμαρτυρήθηκε η Αλίξ. Την είχε πατήσει ακόμα μια φορά μ’ αυτόν τον αγύρτη. «Κι όμως, καταλαβαίνεις, μικρή μου ανόητη», είπε ο Μέρικ και γέλασε τρυφερά. «Για κοίταξε πώς κάθεσαι με την πλάτη στητή και τα χέρια διπλωμένα σαν αριστοκρατικό αγγελούδι, ανησυχώντας περί ευπρέπειας, όταν πριν από λίγα λεπτά ήσουν ένας πραγματικός διάβολος μες στην αγκαλιά μου». Το πρόσωπο της Αλίξ έγινε κατακόκκινο. Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την αλήθεια. Ο Μέρικ είχε δίκιο. Πριν από λίγο του είχε παραδοθεί με μια παθιασμένη εγκατάλειψη, πράγμα που ήταν εντελώς ντροπιαστικό. Δεν μπορούσε να υποστηρίξει το αντίθετο. «Έλα τώρα», την καλόπιασε, «δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι. Γιατί δεν παραδέχεσαι ότι απολαμβάνεις τα μαθήματά μας;» «Δε θα υπάρξουν άλλα “μαθήματα”, όπως τα αποκαλείς». Η Αλίξ έκανε μια προσπάθεια να στρέψει ξανά την προσοχή της στο χειρόγραφο. Της είχε δείξει την ευάλωτη πλευρά του και του είχε δείξει τη δική της. Είχαν ξεπεράσει και οι δύο κατά πολύ τα όρια. Ο Μέρικ την άφησε να βράζει. Δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια της, αλλά τον άκουγε να ξεφυλλίζει βιβλία και ν’ ανακατώνει χαρτιά. Προσποιήθηκε ότι διάβαζε και σημείωνε κάποια ακατανόητα σχόλια στα περιθώρια, περιμένοντας την αντίδρασή του. «Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι βρίσκεσαι στη ζηλευτή θέση να συνδυάζεις τη δουλειά με τη διασκέδαση. Πρέπει να το εκμεταλλευτείς όσο γίνεται περισσότερο», είπε ανάλαφρα επιτέλους ο Μέρικ, χωρίς να μπει στον κόπο να σηκώσει το βλέμμα απ’ τα χαρτιά του. «Φοβάμαι ότι θα πρέπει να μου το εξηγήσεις αυτό», είπε η Αλίξ, με όλη την ψυχρότητα που είχε κάνει το μεγαλύτερο μέρος του αρσενικού Λονδίνου να το βάλει στα πόδια. Όμως, ο Μέρικ δεν αποθαρρύνθηκε ούτε κατά διάνοια. Αντίθετα, βρήκε ευκαιρία να προχωρήσει σε μια απρεπώς ειλικρινή συζήτηση. «Οι περισσότερες νεαρές γυναίκες θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση σου, να μάθουν τα μυστικά που μπορώ να σου διδάξω». Έγειρε πάλι πίσω στην καρέκλα του, με τις γάμπες του περασμένες γύρω από τα μπροστινά πόδια του καθίσματος. Ίσως ο πατέρας σου, χωρίς να το θέλει, να ξεκίνησε μια καινούρια μόδα: να ~ 98 ~
εκπαιδεύεις την κόρη κάποιου στα κόλπα της Εύας». Η Αλίξ κατέβασε με φόρα το σημειωματάριό της στο τραπέζι. Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της, που είχε αποδειχτεί τόσο αφελής ώστε να επιτρέψει να την αποπλανήσουν. Ήταν θυμωμένη με τον πατέρα της, που την είχε οδηγήσει σ’ αυτή την κατάσταση. Αλλά, κυρίως, ήταν θυμωμένη με τον Μέρικ, που επέμενε να είναι διαρκώς τόσο εξωφρενικός. «Ο πατέρας μου μπορεί να σε εκβίασε ν’ αναλάβεις αυτόν το ρόλο, αλλά δεν περίμενε ότι θα ξεπερνούσες κάθε όριο. Σου ανέθεσε απλώς να προκαλέσεις το ενδιαφέρον του κόσμου για μένα. Τολμώ να πω ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς τα “μαθήματα” που έχεις προφανώς σχεδιάσει για τη διαπαιδαγώγησή μου». Ο Μέρικ το σκέφτηκε λιγάκι. «Εντάξει. Τέρμα τα μαθήματα, εκτός κι αν τα ζητήσεις εσύ. Πάντως, πρέπει να κεντρίσω το ενδιαφέρον του κόσμου ώστε να σε προσέξει. Κι εσύ θα πρέπει να μου επιτρέψεις να κάνω το καθήκον μου και-» «Χωρίς φιλιά και χωρίς υπερβολικά αγγίγματα, εκτός απ’ αυτά που επιτρέπονται από την αριστοκρατική κοινωνία», τον διέκοψε η Αλίξ. «Σύμφωνοι», είπε χωρίς δισταγμό ο Μέρικ. «Σύμφωνοι», είπε και η Αλίξ με ανάλογη βιασύνη. Αλλά βαθιά μέσα της η σιγουριά της κλυδωνιζόταν. Κέρδισε τους όρους της. Δε θα υπήρχαν άλλες στιγμές σαν αυτές στη βίλα, σαν αυτές μπροστά στο παράθυρο. Αλλά θα το πλήρωνε -απλώς δεν μπορούσε να σκεφτεί με ποιον τρόπο. Ή πότε.
~ 99 ~
Κεφάλαιο 10
Τέσσερις μέρες μετά τη συμφωνία τους, η Αλίξ το είχε μετανιώσει. Ο Μέρικ είχε κρατήσει το λόγο του. Δεν την είχε φιλήσει, δεν την είχε παρασύρει σε ακόλαστα πάθη, τουλάχιστον όχι με τρόπο που θα της έδινε την αφορμή να δημιουργήσει θέμα. Είχε κρατήσει τη συμφωνία τους, σεβόταν τους κανόνες και τηρούσε τους τύπους. Όμως, ακόμα και το πιο ανάλαφρο άγγιγμά του στον αγκώνα της έστελνε ρίγη προσμονής στο κορμί της, καθώς της υπενθύμιζε τα άλλα, λιγότερο ευπρεπή αγγίγματά τους και τις δυνατότητες που υπήρχαν, αρκεί να το ζητούσε. Αλλά, περισσότερο απ’ όλα, εκείνο που της θύμιζαν αυτά τα αγγίγματα ήταν πως για όλα έφταιγε η ίδια. Ήταν η μοναδική υπεύθυνη για τη δυστυχία που τη βασάνιζε αργά τη νύχτα, καθώς έμενε ξάγρυπνη στο κρεβάτι της. Ο Μέρικ το έκανε επίτηδες, αλλά η Αλίξ δεν μπορούσε να το αποδείξει, όπως δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί κι από το δυσάρεστο προαίσθημα ότι την περίμεναν ακόμα πιο βασανιστικές μέρες. *** Και πράγματι, το προαίσθημά της δεν άργησε να δικαιωθεί. Η Αλίξ ξύπνησε στο υπνοδωμάτιό της που λουζόταν στον ήλιο, γνωρίζοντας πολύ καλά πως εκείνη η μέρα θα ήταν γεμάτη συναρπαστικές στιγμές αλλά και κινδύνους. Ήταν η μέρα που θα πήγαινε την ολοκληρωμένη μετάφρασή της στον εφημέριο Ντάνιελς και θα τον βοηθούσε να στήσει την έκθεση της Ιστορικής Εταιρείας για το πανηγύρι της επόμενης μέρας. Ήταν επίσης η παραμονή της αναχώρησής της για το Λονδίνο και τη μοίρα που την περίμενε εκεί. ~ 100 ~
Ήξερε πολύ καλά πως οι ανέμελες μέρες στο Κεντ έφταναν στο τέλος τους: δύο μέρες μετά το πανηγύρι του χωριού, ακολουθούσε πάντα ο πολυαναμενόμενος χορός του μεσοκαλόκαιρου που έδινε η μητέρα της. Κι εκείνη δεν είχε καταφέρει να τους πείσει ν’ αλλάξουν τα σχέδιά τους -όχι για το χορό, αλλά για την άμεση αναχώρησή της. Κι αυτή δεν ήταν η μοναδική αποτυχία της. Είχε αποτύχει επίσης να διώξει τον Μέρικ απ’ το Κεντ και την καρδιά της, πράγμα που είχε συμβάλει στη δική του θριαμβευτική επιτυχία. Μπορεί να μην είχε γίνει ακόμα Βασίλισσα της Σεζόν, αλλά ήταν σίγουρα η Βασίλισσα του Κεντ. Η παρουσία του Μέρικ δίπλα της είχε ξυπνήσει τόσο πολύ το ενδιαφέρον του κόσμου για την Αλίξ, ώστε δεν μπορούσαν πια να την προστατεύσουν ούτε καν τα αδιάφορα, ταπεινά ρούχα της. Τώρα που κυκλοφορούσε διαρκώς στο πλευρό του Μέρικ, είχε πάψει να είναι αόρατη. Δεν είχε προσέξει, παρά μόνο όταν ήταν πια πολύ αργά, ότι ο Μέρικ κανόνιζε να περνούν τις μέρες τους ήρεμα, μακριά από την πολυκοσμία: τα πρωινά δούλευαν το χειρόγραφο στην ήρεμη απομόνωση της βιβλιοθήκης, όπου μερικές φορές τους έκαναν παρέα ο Τζέιμς ή ο Ας που ασχολούνταν με τις δικές τους εργασίες. Τα απογεύματα ακολουθούσαν μαζί διάφορες παρέες, μέχρι που κανείς δε σκεφτόταν πια να καλέσει τον έναν χωρίς τον άλλον. Έπαιζαν σφαίρες με τον Ρίορνταν ή κροκέ και μπάντμιντον εναντίον του Ας και της κυρίας Γουίτλι. Ο Μέρικ τη ζητωκραύγασε μαζί με τους υπόλοιπους θεατές σ’ έναν ανεπίσημο αγώνα τοξοβολίας ανάμεσα στις νεαρές κυρίες, ενώ η Αλίξ φρόντισε να στέκεται δίπλα του όταν εκείνος και ο Ας αντιμετώπισαν ένα ζευγάρι καυχησιάρηδων τυφεκιοφόρων σ’ έναν φιλικό αγώνα σκοποβολής. Ποτέ πριν δεν είχε ζήσει τέτοιες στιγμές. Ποτέ δεν το είχε επιτρέψει στον εαυτό της, καθώς είχε επιλέξει να παραμένει εξόριστη από την κοινωνία. Ανακάλυπτε ότι ήταν διασκεδαστικό να βρίσκεσαι με παρέες, να παίζεις και να γελάς. Και, κυρίως, ήταν διασκεδαστικό να βρίσκεται μαζί με τον Μέρικ. Αλλά ήταν κι εύκολο να ξεχνάει γιατί εκείνος βρισκόταν διαρκώς δίπλα της. Αν δεν το ξεχνούσε, ίσως να μην είχε αποτύχει τόσο παταγωδώς. Σίγουρα όταν θα έφταναν στο Λονδίνο και θα ολοκληρωνόταν η αποστολή του, εκείνος θα εξαφανιζόταν. Η Αλίξ έπρεπε να κάνει κάτι για ν’ αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Εκείνη τη μέρα θα είχε ~ 101 ~
την ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή την εκστρατεία αντίστασης. Το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν να ντυθεί. Είχε υπόψη της ένα φόρεμα, μια αχνοκίτρινη μουσελίνα που δεν κολάκευε καθόλου την επιδερμίδα της. Με ανανεωμένη αποφασιστικότητα, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της ντουλάπας της, περιμένοντας ν’ αντιμετωπίσει το γνωστό χάος που βρισκόταν μέσα -ανάκατα ρούχα, κάλτσες και κορδέλες να ξεπετάγονται απ’ τα συρτάρια όπου τις είχε χώσει απρόσεκτα. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Της πήρε ένα λεπτό για να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπε. Η ντουλάπα ήταν εντελώς άδεια. Δεν υπήρχε μέσα ούτε ένα ρούχο. Το σκουροπράσινο φουστάνι που είχε φορέσει στο θερινό σπιτάκι είχε εξαφανιστεί. Η γκρίζα στολή ιππασίας είχε εξαφανιστεί. Η αχνογάλαζη βραδινή τουαλέτα που είχε φορέσει την πρώτη βραδιά είχε εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε ούτε καν μια ρόμπα για να ρίξει πάνω απ’ το νυχτικό της. Η Αλίξ έπιασε το κορδόνι του κουδουνιού και το τράβηξε με δύναμη. Τι αλλόκοτη κατάσταση! Μια γκαρνταρόμπα δεν εξαφανίζεται έτσι απλά, και η Μεγκ ήταν πολύ έμπειρη καμαριέρα για να τα βάλει όλα μαζί για πλύσιμο. Η Μεγκ κατέφτασε σε χρόνο-ρεκόρ, κρύβοντας με δυσκολία ένα χαμόγελο. Η Αλίξ την κοίταξε καχύποπτα. «Φαίνεσαι πολύ χαρούμενη σήμερα». «Μάλιστα, μάλλον είναι που θα έχουμε το πανηγύρι αύριο», είπε χαχανίζοντας η Μεγκ. «Ο βαλές του λόρδου Σεντ Μάγκνους, ο Φίλμορ, ζήτησε να με συνοδέψει». Υπέροχα -τώρα ο Μέρικ είχε γραπώσει με τα περιποιημένα νύχια του και την καμαριέρα της. «Κι εγώ ανυπομονώ για το πανηγύρι, μόνο που φοβάμαι ότι δε θα μπορέσω να πάω, αφού δεν έχω τίποτα να φορέσω», είπε η Αλίξ, αναστενάζοντας δραματικά. Η Μεγκ χαμήλωσε το βλέμμα, προσπαθώντας να κρύψει την ενοχή της. «Η ντουλάπα μου είναι άδεια, Μεγκ. Μήπως ξέρεις τίποτα γι’ αυτό;» Το λαμπερό χαμόγελο της Μεγκ επέστρεψε μεμιάς. «Είναι επειδή τώρα έχετε καινούρια ρούχα. Δεν είναι υπέροχο;» Η Αλίξ σωριάστηκε με απόγνωση στο κρεβάτι. «Πώς είναι δυνατόν; Δεν έχω παραγγείλει τίποτα». Η Μεγκ άνοιξε την πόρτα και της έδειξε με το χέρι το διάδρομο. Στο υπνοδωμάτιο άρχισε να μπαίνει μια παρέλαση από υπηρέτριες που κουβαλούσαν δεκάδες κουτιά με διάφορα σχήματα και μεγέθη. ~ 102 ~
«Τα κανόνισε όλα ο λόρδος Σεντ Μάγκνους, αν και τον βοήθησα κι εγώ λιγάκι, αφού δεν μπορούσε να μπει στην κρεβατοκάμαρα μιας κυρίας και να ψαχουλεύει στην ντουλάπα της». Η Αλίξ την άκουγε αποσβολωμένη. Με τη βοήθεια της Μεγκ δε θα του ήταν δύσκολο να υπολογίσει τι μέγεθος ρούχα φορούσε. Ούτε θα του ήταν δύσκολο να ξεφορτωθεί τα παλιά φορέματά της, πράγμα που προφανώς είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα, ενώ εκείνη βρισκόταν στο δείπνο. Η Μεγκ σήκωσε ψηλά ένα φόρεμα περιπάτου από λευκή μουσελίνα, στολισμένο με διάσπαρτα ροζ λουλούδια. «Αυτό θα είναι τέλειο για σήμερα, λαίδη μου. Μαζί πάει και μια λεπτή ροζ εσάρπα κι ένα ασορτί παρασόλι». Το φόρεμα ήταν τέλειο -απέριττο αλλά όχι αδιάφορο. Η Αλίξ, όμως, ήθελε πίσω τα φορέματά της. Ένιωθε άνετα με τα ρούχα της. Τα χρειαζόταν, καθόριζαν τα όριά της. Χωρίς αυτά, τα σχέδιά της θα κατέρρεαν. Πώς θα μπορούσε να πείσει τον Σεντ Μάγκνους ότι οι προσπάθειες του ήταν μάταιες, αν εμφανιζόταν μ’ αυτή την υπέροχη τουαλέτα; Αλλά τι επιλογή είχε; Αν δεν έβαζε αυτή την τουαλέτα, δε θα είχε τίποτα άλλο να φορέσει. Θα περνούσε όλη τη μέρα κλεισμένη στο υπνοδωμάτιό της -μια διόλου δελεαστική προοπτική. Θα έχανε το πανηγύρι, δε θα έβλεπε το χειρόγραφό της να εκτίθεται, και θα έπρεπε να εξηγήσει το λόγο. Η εξήγηση ηχούσε γελοία ακόμα και στα δικά της αυτιά. Δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν πήγε στο πανηγύρι επειδή δεν είχε τίποτα να φορέσει, όταν μέσα στο δωμάτιό της υπήρχαν αναρίθμητα κουτιά με καινούρια ρούχα. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο Μέρικ θα της επέτρεπε να μείνει στο δωμάτιό της. Και ήταν σίγουρη πως δε θα της το επέτρεπε. Αν δεν εμφανιζόταν για να πάνε στο πανηγύρι, θα ορμούσε εκεί μέσα απαιτώντας να μάθει το λόγο. Κι εκείνη θα καθόταν εκεί με το νυχτικό, χωρίς να έχει καν μια ρόμπα για να καλυφθεί, απροστάτευτη μπροστά στα γαλάζια μάτια του που θα διέτρεχαν το κορμί της. Σίγουρα θα της έλεγε κάτι προκλητικό που θα την έκανε να κοκκινίσει, κι ύστερα κάτι που θα την έκανε να γελάσει και να ξεχάσει την αυθάδειά του. Και σ’ εκείνο το σημείο θα ξεχνούσε πάλι πόσο θυμωμένη ήταν μαζί του. Θα φορούσε το φόρεμα, γιατί δε θα είχε καμία καλή δικαιολογία που να μην ακουγόταν παιδιάστικη, και θα συνέχιζαν τη μέρα τους. «Θα ντυθούμε, λαίδη μου;» Η Μεγκ στεκόταν ακόμα εκεί, κρατώντας ψηλά την όμορφη μουσελίνα. ~ 103 ~
«Ναι», αποφάσισε η Αλίξ. Δε θα περίμενε τη μάχη να έρθει να τη βρει. Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει τον Μέρικ ήταν η κατά μέτωπο επίθεση. «Πού είναι ο λόρδος Σεντ Μάγκνους, Μεγκ; Θέλω να τον ευχαριστήσω προσωπικά». «Νομίζω ότι ο Φίλμορ ανέφερε πως παίρνει ήδη το πρόγευμά του με τον κύριο Μπίντβιρ στη βεράντα». Η Αλίξ χαμογέλασε. Ήξερε ακριβώς ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή της. Πρώτα απ’ όλα, θα έκανε μια στάση στο δωμάτιο του Μέρικ, ώστε να του δείξει τι σήμαινε «κομψή γκαρνταρόμπα» και να του ανταποδώσει τη «χάρη». *** Ο Ας και ο Μέρικ κάθονταν σ’ ένα τραπεζάκι στη βεράντα και απολάμβαναν το πρόγευμά τους. Οι περισσότερες κυρίες είχαν επιλέξει να πάρουν το πρωινό τους στο δωμάτιό τους. Οι άντρες έτρωγαν στην τραπεζαρία ή σε διπλανά τραπεζάκια στη βεράντα, απολαμβάνοντας τη δροσιά του πρωινού πριν από τη ζέστη της ημέρας. «Ο Ρίορνταν δε σηκώθηκε ακόμα;» ρώτησε ο Μέρικ. Ο Ας ανασήκωσε τους ώμους. «Δε θα τον δούμε πριν απ’ το μεσημέρι, αλλά και όταν θα τον δούμε, θα είναι βαρύς σαν αρκούδα. Η αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις, σε συνδυασμό με τα μεθύσια, δεν του κάνει καλό». «Δεν έχει περάσει παρά μιάμιση βδομάδα», είπε γελώντας ο Μέρικ. «Είμαι σίγουρος πως ο Ρίορνταν μπορεί να το αντέξει». Ο Ας του έριξε ένα πονηρό βλέμμα. «Δεν είχαμε όλη τη συντροφιά της λαίδης Αλίξ να μας κρατάει απασχολημένους. Το μπιλιάρδο και το ψάρεμα δεν μπορούν να καλύψουν για πολύ καιρό τις ανάγκες ενός άντρα. Θα μας κάνει καλό που θα επιστρέψουμε σε λίγες μέρες στο Λονδίνο και στα αποθέματά μας από πρόθυμες γυναίκες. Αυτό το μέρος παραείναι αγνό για μένα», διευκρίνισε ο Ας, ρίχνοντας μια αγκωνιά όλο νόημα στον Μέρικ. «Ισως εμείς οι δύο πρέπει να οργανώσουμε μια συνάντηση μόνο για άντρες στο κυνηγετικό περίπτερό μου μετά τη λήξη της Σεζόν. Μπορούμε να ζητήσουμε απ’ τη Μαντάμ Αντουανέτ να μας στείλει τις Γαλλιδούλες της. Και να βάλουμε μερικά στοιχήματα καθώς παίζουμε με τα κορίτσια. Επί τη ευκαιρία, σε τι αριθμό είσαι εσύ; Έφτασες τις διακόσιες ή όχι ακόμα;» ~ 104 ~
Αυτή ήταν μια παλιά ιστορία. Ο Μέρικ και ο Άς συναγωνίζονταν από παλιά ποιος είχε τις περισσότερες κατακτήσεις. Θεατρίνες, πρόθυμες κυρίες της καλής κοινωνίας και έμπειρες εταίρες της «κρυφής κοινωνίας» περιλαμβάνονταν στον κατάλογο με τις παλιές ερωμένες. Εκείνο το πρωί, όμως, αυτή η αναφορά προκάλεσε στον Μέρικ ένα αίσθημα αμηχανίας. Η αίγλη της καυχησιάς είχε χάσει τη λάμψη της. Δεν ήταν πλέον κάτι για το οποίο μπορούσε να περηφανεύεται κανείς. Τι θα σκεφτόταν η Αλίξ; Δε θα εκτιμούσε μια τέτοια συμπεριφορά. Ποτέ δεν τον ενδιέφερε η γνώμη των άλλων, όμως εκείνο το πρωί τον ενδιέφερε, και ιδιαίτερα η γνώμη μιας συγκεκριμένης γυναίκας. «Και μ’ εσένα τι γίνεται, Ας; Έφτασες τις πενήντα;» «Γίνεσαι ανιαρός, Μέρικ», είπε γελώντας ο Ας. «Μήπως η ποντικοπαγίδα του γάμου έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη; Περνάς πολύ χρόνο με τη λαίδη Αλίξ. Υπάρχει καμιά ελπίδα να τη συνεφέρουμε λιγάκι;» Ο Μέρικ σφίχτηκε με τον τόνο του Ας, νιώθοντας την ανάγκη να υπερασπιστεί την Αλίξ. «Είναι μια χαρά αν τη γνωρίσεις καλύτερα. Πρέπει να καταλάβεις πόσο δύσκολη είναι η κατάστασή της. Την αναγκάζουν να παντρευτεί. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν είναι δική της επιλογή. Έχω αρχίσει να θαυμάζω το σθένος της απέναντι στις δυσκολίες». Ο Ας έγειρε προς το μέρος του με μια έκφραση απόλυτης σοβαρότητας. «Ακούς τι λες, Μέρικ; Το παρουσιάζεις λες και είναι κανένα μελόδραμα. Την αναγκάζουν να παντρευτεί; Αν το καλοσκεφτείς, όλους μάς αναγκάζουν να παντρευτούμε. Είναι το τίμημα που πληρώνουμε επειδή γεννηθήκαμε αριστοκράτες. Εμείς οι δύο είμαστε τυχεροί. Είμαστε δευτερότοκοι γιοι. Μπορεί να γλιτώσουμε απ’ αυτή τη μοίρα, εφόσον οι αδερφοί μας δεν αποφασίσουν να πεθάνουν πολύ σύντομα. Αλλά η μοίρα της λαίδης Αλίξ ήταν ο γάμος από τη στιγμή που γεννήθηκε. Αν δεν προσέξεις, θα καταλήξεις να είσαι εσύ η “κατάσταση της”». Έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας ανήσυχος το φίλο του. «Εκτός κι αν δε σε πειράζει αυτό... Υπάρχουν κάποια πλεονεκτήματα σ’ ένα γάμο με τη λαίδη Μπερκ. Κατ’ αρχάς, θα λυθούν τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζεις». «Δεν έχω πρόβλημα ρευστότητας». «Ναι, υποθέτω ότι κάτι τέτοιο απαιτεί να έχεις εξαρχής κάποια χρήματα», πέταξε γελώντας ο Ας. «Είσαι μεγάλος κατεργά~ 105 ~
ρης, Μέρικ. Νομίζω πως στο τέλος θα την παντρευτείς, επιδεικνύοντας απλώς αρκετή δυσφορία για να πείσεις το γε-ρο-Φόλκστοουν ότι δεν το είχες σχεδιάσει έτσι απ’ την αρχή». «Δεν έχω κανέναν τέτοιο σκοπό», μούγκρισε ο Μέρικ, συγκροτώντας την παρόρμησή του να ρίξει μια μπουνιά στο τέλειο σαγόνι του Ας. Δεν του άρεσε να σκέφτεται με τέτοιον τρόπο την Αλίξ. Ήταν πολύ παραπάνω από κάτι που θα φορτωνόταν κάποιος. Ήταν γεμάτη πάθος και ζωή, ευφυΐα και τόλμη. Δεν ήθελε να δει όλες αυτές τις χάρες της να πνίγονται σ’ ένα γάμο χωρίς αγάπη είτε με τον ίδιο είτε με κάποιον που δε θα της ταίριαζε. «Ξέρεις, δεν είσαι πραγματικά ο προστάτης της», είπε αργά ο Ας. Ο Μέρικ ήξερε καλά αυτό το ύφος του φίλου του -ο Ας ετοιμαζόταν να κάνει κάποια βαθυστόχαστη δήλωση. «Μην ξεγελάς τον εαυτό σου πιστεύοντας πως είσαι ένας ιππότης με λαμπερή πανοπλία που θα ξυπνήσει τον αληθινό εαυτό της ή πως ό,τι κάνεις μαζί της αυτές τις τελευταίες μέρες είναι για το συμφέρον της. Δεν είσαι με το μέρος της. Την οδηγείς μακριά απ’ οτιδήποτε υποστηρίζει πως επιθυμεί, προκειμένου να σώσεις την ελευθερία σου. Αν είναι τόσο έξυπνη όσο λες ότι είναι, θα το καταλάβει κάποια στιγμή. Και να είσαι έτοιμος. Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου». Γιατί θα σε μισήσει γι' αυτό. Ο Μέρικ κατάλαβε το κρυφό μήνυμα. Έβγαλε το ρολόι τσέπης του και άνοιξε το καπάκι. Η Αλίξ ήταν πιθανότατα πάνω και τον μισούσε εκείνη την ίδια στιγμή. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, η Μεγκ θα της είχε ήδη παρουσιάσει την καινούρια γκαρνταρόμπα. Ήταν αρκετή για τον πρώτο καιρό στο Λονδίνο. Η υπόλοιπη θα την περίμενε εκεί μόλις έφτανε. Μετά το φιάσκο με τη στολή ιππασίας, είχε στείλει τα μέτρα της και κάποιες στιλιστικές προτάσεις σε μια μοδίστρα στο Λονδίνο, για να της ετοιμάσει βραδινές ενδυμασίες και τουαλέτες χορού. Τα υπόλοιπα ενδύματα τα είχε προμηθεύσει ένας ράφτης της περιοχής. Ήταν αρκετά απολαυστικό να ξοδεύει τα λεφτά κάποιου άλλου, και ο κόμης πλήρωσε πολύ ευχαρίστως το λογαριασμό. Η Αλίξ θα έδειχνε εκτυφλωτική με την καινούρια πολυτελή γκαρνταρόμπα της. Αλλά το σχόλιο του Ας επέμενε να στριφογυρίζει στο μυαλό του. Δεν ήταν ο προστάτης της Αλίξ. Στην πραγματικότητα, ήταν ο προδότης της. Χάρη στις προσπάθειές του, ήταν σωστά ντυμένη και, σε συνδυασμό με τα χρήματά της, θα μπο~ 106 ~
ρούσε τώρα πια να επιλέξει το κατάλληλο είδος συζύγου, μια επιλογή που δε θα μπορούσε να αρνηθεί για τρίτη φορά. Δεν ήθελε να την προδώσει. Δεν ήταν κακός άνθρωπος από τη φύση του, αλλά, αν δεν τη βοηθούσε να βρει έναν αξιοπρεπή σύζυγο, θα ήταν πολύ χειρότερο να παντρευτεί εκείνον και να μπει στη γεμάτη μυστικά οικογένειά του. «Κοίτα εκεί», ψιθύρισε με θαυμασμό ο Ας, γνέφοντας προς ένα σημείο πίσω απ’ τον ώμο του Μέρικ. «Τι ακριβώς έκανες με τη λαίδη Αλίξ; Μπορεί και να γλίτωσες το τομάρι σου από την ποντικοπαγίδα». Ο Μέρικ στράφηκε προς το σημείο που του έδειχνε ο Ας. Η Αλίξ στεκόταν στη βεράντα, φορώντας τη λουλουδάτη μουσελίνα. Έδειχνε υπέροχη. Η ροζ κορδέλα κάτω από το στήθος της τραβούσε το μάτι στη σφριγηλότητα και την ομορφιά του μπούστου της, ενώ μια λεπτή δαντελένια φάσα στο περίγραμμα του χαμηλού ντεκολτέ υπενθύμιζε στον παρατηρητή ότι αυτό το μπούστο ανήκε σε μια αριστοκρατική κυρία. Τα μαλλιά της ήταν απλά χτενισμένα σ’ ένα χαλαρό σινιόν στη βάση του αυχένα. Όλα πάνω της ήταν τέλεια. Η Αλίξ φαινόταν πανέμορφη. Αλλά φαινόταν και θυμωμένη.
~ 107 ~
Κεφάλαιο 11
«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για λίγο;» είπε η Αλίξ, πλησιάζοντας στο τραπέζι, με τα μάγουλά της να τονίζονται υπέροχα από το ρόδινο χρώμα τους. «Θα πρέπει να ξέρεις ότι είναι εντελώς ανορθόδοξο μια νεαρή κυρία να προσεγγίζει έναν τζέντλεμαν», ξεκίνησε χαμηλόφωνα και με πειρακτικό ύφος ο Μέρικ, δείχνοντας με μια διακριτική κίνηση τον αριθμό των ματιών που κοίταζαν προς το μέρος τους. «Κι εσύ θα πρέπει να ξέρεις ότι είναι εντελώς ανορθόδοξο να παίρνεις τα ρούχα μιας κυρίας», μουρμούρισε έξαλλη η Αλίξ. «Ω Μέρικ, τι έκανες πάλι;» είπε ο Ας, πνίγοντας ένα γέλιο. Η Αλίξ έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα στον Ας. «Λοιπόν; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για λίγο;» Έστρεψε ξανά το βλέμμα της στον Μέρικ, χτυπώντας ανυπόμονα το πόδι της στο μάρμαρο. «Πρέπει να σου μιλήσω τώρα αμέσως». Ο Μέρικ έριξε μια ματιά τριγύρω στη βεράντα. Δεν ήθελε να δημιουργήσει σκηνή. Η καλύτερη επιλογή για να βρεθούν μόνοι ήταν οι κήποι που απλώνονταν μετά τα σκαλοπάτια της βεράντας. «Ίσως μια βόλτα στον κήπο θα με βοηθούσε να χωνέψω το πρόγευμά μου. Θα ήθελες να μου κάνεις παρέα;» «Θα ήθελα τα ρούχα μου πίσω», ξεκίνησε η Αλίξ αμέσως μόλις κατέβηκαν τα φαρδιά σκαλοπάτια. «Γιατί; Είσαι πολύ όμορφη μ’ αυτό το φόρεμα. Δεν μπορείς ν’ αρνηθείς ότι αυτό το ρούχο είναι πολύ καλύτερο από εκείνο το πρασινωπό τσουβάλι με το οποίο τριγυρνούσες στην εξοχή». «Επειδή είναι δικά μου και δεν είχες κανένα δικαίωμα να τα πάρεις!» Δάκρυα γυάλισαν στα μάτια της, μια αντίδραση που έκανε τον ~ 108 ~
Μέρικ να νιώσει ιδιαίτερα άβολα. Ήταν μια πλευρά του γυναικείου μυστηρίου που δεν είχε κατορθώσει ακόμα να διαλευκάνει. «Δεν μπορείς να πας στο Λονδίνο μοιάζοντας με κόρη χωρικού», της εξήγησε ο Μέρικ. Καμία από τις γυναίκες που γνώριζε ο Μέρικ δε θ’ απέρριπτε μια γκαρνταρόμπα τόσο πλούσια όσο εκείνη που είχε στείλει στο δωμάτιο της Αλίξ. Είχε υπολογίσει σ’ αυτό το στοιχείο για να υπερνικήσει την αντίδρασή της. «Αυτό ήταν. Δεν πρόκειται να πάω στο Λονδίνο». Ο Μέρικ διέκρινε την ένταση που φούσκωνε στη φωνή της. Το μόνο που δεν είχε κάνει ήταν να χτυπήσει με πείσμα κάτω το πόδι της. Το πρόβλημα είχε σχέση με όλα αυτά που της είχαν πάρει τις τελευταίες δύο βδομάδες. Ένιωσε να κατακλύζεται από την παρόρμηση να την προστατεύσει. Η Αλίξ Μπερκ τον επηρέαζε με τους πιο απρόσμενους τρόπους. Δεν το περίμενε να νοιάζεται τόσο πολύ για το τι της συνέβαινε. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του εγωιστή. Του προκαλούσε μεγάλη έκπληξη να συνειδητοποιεί το αντίθετο. «Αλίξ...» ξεκίνησε, αναζητώντας τρόπο ν’ απολογηθεί. Αλλά η Αλίξ ήταν πολύ ανυπόμονη. «Όχι, μην πεις τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πεις. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις. Εσύ φταις για όλα, εσύ και το ηλίθιο στοίχημά σου με τον Ρέντφιλντ. Δεν έπρεπε να το είχες δεχτεί». «Αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος». Ο Μέρικ σταμάτησε να περπατάει και τη γύρισε προς το μέρος του. «Δεν το βλέπεις; Ο Ρέντφιλντ σε είχε βάλει στο μάτι. Κάποιος εκείνο το βράδυ θα δεχόταν το στοίχημα». Δεν είχε βρει ακόμα κάποια ουσιαστική απόδειξη για όσα έλεγε. Ο Ρέντφιλντ είχε περάσει όλες εκείνες τις μέρες γοητεύοντας με τις αβρότητές του τις ηλικιωμένες κυρίες και επιδεικνύοντας μια αξιοπρεπή συμπεριφορά που αποδείκνυε πως ήταν όλα αυτά που παρίστανε πως ήταν. Αλλά το ένστικτο του Μέρικ σπάνια έκανε λάθος. «Άρα, είναι αναπόφευκτο. Πρέπει ν’ αποδεχτώ τη μοίρα μου και να πάω υπάκουα στο Λονδίνο». «Το πιθανότερο, αγαπητή μου, αν και δε χαίρομαι που το λέω. Αλλά δεν είναι και απαραίτητο να το σιχαθείς». Το φρύδι της Αλίξ ανασηκώθηκε ερωτηματικά. «Το σωστό δεν είναι “αλλά δεν είναι και απαραίτητο να σου αρέσει”;» «Αυτό λένε όλοι. Δεν είναι αυτό που λέω εγώ. Γιατί να μην ~ 109 ~
απολαύσεις την εμπειρία; Ν’ απολαύσεις τα όμορφα ρούχα, ν’ απολαύσεις τα λαμπερά πάρτι. Απόλαυσε την κάθε μέρα, Αλίξ, μην ανησυχείς τόσο πολύ για το μέλλον, καταστρέφει το παρόν». Ο Μέρικ κοίταξε γύρω του στον κήπο. «Να ένα τέλειο παράδειγμα. Έχουμε αυτή την υπέροχη μέρα στη διάθεσή μας και ακόμα δεν έχουμε κανονίσει πώς θα την περάσουμε. Πάμε κάτω στο χωριό να βοηθήσουμε με την ιστορική έκθεση. Μπορούν να μας συνοδεύσουν ο Φίλμορ και η Μεγκ, για να τηρήσουμε τους τύπους. Και να πάρουμε μαζί μας φαγητό για να κάνουμε ένα πικνίκ επιστρέφοντας». Δεν περίμενε να του απαντήσει. «Πήγαινε πάρε τα πράγματά σου και συνάντησέ με μπροστά στην πύλη σε είκοσι λεπτά». *** Το πανηγύρι θα γινόταν σ’ ένα μεγάλο λιβάδι στην κορυφή των δυτικών βράχων. Στην άκρη του βράχου υπήρχε ένα μονοπάτι με θέα τη θάλασσα, και η Αλίξ δεν μπορούσε να φανταστεί πιο εντυπωσιακή τοποθεσία. Με τον καταγάλανο ουρανό από πάνω τους και τον θορυβώδη ενθουσιασμό φίλων και γειτόνων στο λιβάδι, ήταν δύσκολο να παραμείνει θυμωμένη με τον Μέρικ που της είχε πάρει τα ρούχα, ειδικά εφόσον ένιωθε υπέροχα μες στη λουλουδάτη μουσελίνα. Φορούσε τόσο πολύ καιρό τα αδιάφορα ρούχα της, που είχε ξεχάσει πόσο διασκεδαστικό ήταν να ντύνεσαι όμορφα. Ο Μέρικ τη βοήθησε να κατέβει από το αμαξάκι, και μια παρέα τούς υποδέχτηκε χαρούμενα στο περίπτερο που συναρμολογούσαν για την Ιστορική Εταιρεία. Δεκάδες άνθρωποι την περικύκλωσαν για να τη συγχαρούν για τη μετάφρασή της. Ήταν μεθυστική στιγμή. Αλλά οι ώρες που ακολούθησαν ήταν ακόμα πιο μεθυστικές. Η Αλίξ έβαλε μια ποδιά πάνω από το φόρεμά της και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά για να οργανώσει μαζί με τις άλλες γυναίκες τα εκθέματα, ενώ ο Μέρικ βοήθησε τους άντρες να στήσουν το περίπτερο και να κρεμάσουν τα λάβαρα. Η προθυμία του να συμμετάσχει της προκάλεσε έκπληξη. Ήταν πάντα τόσο άψογος, και η κατασκευή περιπτέρων δεν ήταν το είδος της εργασίας που θα έκανε ένας τζέντλεμαν. Αλλά ο Μέρικ δεν είχε διστάσει. Είχε βγάλει το σακάκι του και είχε σηκώσει τα μανίκια του πουκαμίσου του χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάποια στιγμή τον είδε μ’ ένα σφυρί στο χέρι και με μερικά καρφιά στο στόμα. ~ 110 ~
Της ήταν αδύνατον να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς τον διασημότερο ακόλαστο άντρα του Λονδίνου να κάνει μια τέτοια δουλειά. Αλλά, απ’ την άλλη, ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς τον διασημότερο ακόλαστο άντρα του Λονδίνου να κάνει τα περισσότερα απ’ όσα είχε κάνει ο Μέρικ τις τελευταίες δύο βδομάδες. Δεν είχε διστάσει να παίξει χαρτιά με την παρέα της κυρίας Πότινγκερ και είχε μπει στον κόπο να γοητεύσει τις ντροπαλές δεσποινίδες του πάρτι. Ούτε είχε κάνει πίσω στη συμφωνία με τον πατέρα της. Με τον τρόπο τους, όλα αυτά ήταν πράξεις ενός άντρα που ήταν πολύ πιο έντιμος απ’ ό,τι έδειχνε με την πρώτη ματιά. «Ο φιλαράκος σας είναι ωραίος άντρας», σχολίασε η Λέτι Γκούντραϊτ, τακτοποιώντας μια στοίβα καπελάκια του δέκατου έκτου αιώνα που είχε δωρίσει κάποιος στην έκθεση. «Δεν είναι φιλαράκος μου». Η Αλίξ επέστρεψε βιαστικά τα μάτια της στα αντικείμενα μπροστά της, όπου και θα έπρεπε να βρίσκονται όλη αυτή την ώρα. «Δεν είναι;» Η Λέτι άπλωσε να πάρει μια άλλη στοίβα με διάφορα ρούχα. «Ένας άντρας δεν περνάει τη μέρα του ιδρώνοντας κάτω απ’ τον ήλιο χωρίς λόγο. Εκτός από εσάς, δε βλέπω τι άλλο λόγο μπορεί να έχει για να βοηθήσει. Δεν είναι από εδώ γύρω. Το τοπικό πανηγύρι δεν έχει κανένα νόημα γι’ αυτόν. Ξέρω τους άντρες, αγαπητή μου, και αυτός ενδιαφέρεται για εσάς». «Μπορεί». Τι άλλο να έλεγε; Δεν μπορούσε να εξηγήσει την κατάσταση ανάμεσα στην ίδια και τον Μέρικ. Τουλάχιστον, δεν ήταν εντελώς ψέμα. Ο Μέρικ ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, απλώς για διαφορετικούς λόγους απ’ ό,τι θα υπέθεταν άνθρωποι σαν τη Λέτι. Η Λέτι ήξερε πράγματι τους άντρες. Ήταν από εκείνες τις παχουλές, γήινες γυναίκες που κατάφερναν να είναι ελκυστικές παρά το γεγονός ότι διέθεταν αρκετά περιττά κιλά. Είχε διαλέξει στα δεκάξι της τον άντρα της, έναν αγρότη αξιοσέβαστο στη μικρή τους κοινότητα, τον είχε παντρευτεί, και τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, έσερνε από πίσω της εφτά φωνακλάδικα πιτσιρίκια κάθε φορά που πήγαινε στην αγορά. «Δεν υπάρχουν “μπορεί” εδώ πέρα. Είναι ξετρελαμένος μαζί σας. Κοιτάξτε τον». Η Αλίξ σήκωσε τα μάτια και είδε τον Μέρικ να της χαρίζει ένα χαμόγελο, παρά τα καρφιά στο στόμα του. Ήταν τόσο αστείο, που δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Είναι γόης», χασκογέλασε η Λέτι. «Επιτρέψτε μου να σας ~ 111 ~
δώσω μια συμβουλή. Μην παραδώσετε γρήγορα τα όπλα. Στους γόηδες αρέσει η πρόκληση, είτε το παραδέχονται είτε όχι». «Δεν έχω σκοπό να παραδώσω καθόλου τα όπλα», της πέταξε η Αλίξ. Αλλά βαθιά μέσα της η ιδέα την έβαλε σε πειρασμό. Ο Μέρικ έπαιζε το ρόλο του τόσο πειστικά, που θα ήταν εύκολο να πιστέψει ότι είχε αρχίσει να την ερωτεύεται. Η Λέτι της έριξε ένα πονηρό βλέμμα. «Η παράδοση είναι που έχει το γούστο. Φυσικά και θα παραδοθείτε, απλώς μην το κάνετε πολύ γρήγορα». «Θα φύγω για το Λονδίνο μόλις τελειώσει η δεξίωση της μητέρας μου. Πιστεύω πως θα γνωρίσω κάποιους άλλους, πιο κατάλληλους άντρες», είπε η Αλίξ με έναν τόνο επιτήδευσης. «Οι ακατάλληλοι άντρες έχουν πιο πολύ γούστο και, αν συμμαζευτούν, γίνονται οι καλύτεροι σύζυγοι. Πάρτε τον Μπέρτραμ μου, για παράδειγμα, αυτός κι αν ήταν αλήτης. Λοιπόν, πριν με γνωρίσει, ήταν κάθε βράδυ στην ταβέρνα, πίνοντας και παίζοντας χαρτιά. Ο πατέρας του είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι κάποτε θα γινόταν ένας σοβαρός κτηματίας. Αλλά μετά γνώρισε εμένα...» Η Αλίξ χαμογέλασε ευγενικά. Είχε ακούσει κι άλλες φορές τις ιστορίες για τον Μπέρτραμ και τη Λέτι. Το μυαλό της μπορούσε ν’ απομακρυνθεί άνετα από τη συζήτηση. Η συμβουλή της Λέτι είχε κάποια βάση. Δεν υπήρχε κανένας πιο ακατάλληλος από τον Μέρικ και ήταν πράγματι πολύ διασκεδαστικός. Η ζωή της είχε γίνει πολύ πιο διασκεδαστική από τότε που τον γνώρισε. Αλλά δεν έπρεπε να ξεχνάει το τίμημα. Δεν έπρεπε ποτέ να ξεχνάει το τίμημα. Θα τη διασκέδαζε μέχρι να την οδηγήσει στην εκκλησία, όπου θα την παρέδιδε σ’ έναν άλλον άντρα. Και η ίδια θα έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να συμμαζευτεί ο Μέρικ και να μεταμορφωθεί σ’ έναν υποδειγματικό σύζυγο που δε θα απατούσε τη γυναίκα του. Ο Τζέιμι της το είχε ξεκαθαρίσει με τον τρόπο του όταν την προειδοποίησε. Και με βάση όσα είχε δει. από τον Μέρικ, έτεινε να πιστέψει τον αδερφό της. Ο Μέρικ πλησίασε προς το μέρος τους, με το πουκάμισο λεκιασμένο από τον ιδρώτα και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Ποτέ του δεν έδειχνε πιο όμορφος ή πιο αληθινός απ’ όσο εκείνη τη στιγμή. Αυτή η αλήθεια ήταν πολύ πιο μεθυστική απ' οποιαδήποτε άλλη μπορούσαν να δημιουργήσουν τα κομψά ενδύματα. Το χαμόγελό του ήταν χαλαρό. «Το περίπτερο είναι έτοιμο, αν θέλετε μπορείτε να φέρετε τα εκθέματα». ~ 112 ~
*** Μίση ώρα αργότερα, τα εκθέματα ήταν τακτοποιημένα όπως έπρεπε, με τη μετάφρασή της σε περίοπτη θέση μέσα σε μια γυάλινη θήκη που είχε φέρει ο εφημέριος Ντάνιελς από την εκκλησία. «Ελπίζω να μην είναι αυτή η εκκλησία», είπε ο Μέρικ, δείχνοντας ένα μεγάλο ερειπωμένο κτίριο στην άκρη του Λις, και όλοι έβαλαν τα γέλια. «Όχι, αυτή είναι η εκκλησία της Παρθένου Μαρίας και της Αγίας Ίανσγουιθ», εξήγησε ο εφημέριος Ντάνιελς. «Αυτό που βλέπετε είναι τα ερείπια του αρχικού αββαείου. Καταστράφηκε γύρω στα 1095. Αλλά τώρα υπάρχει μια μονή όπου ζουν ακόμα αρκετοί μοναχοί, αν και υποψιάζομαι ότι στο κοντινό μέλλον θα μετακινηθούν σ’ ένα λιγότερο παλιό σπιτικό». «Ελπίζουμε να κάνουμε κάποιες αναστηλώσεις στο αββαείο. Οι εργασίες θα είναι εκτεταμένες. Έχουμε αρκετό καιρό που συγκεντρώνουμε χρήματα», πρόσθεσε η Αλίξ. Το αγαπούσε πολύ αυτό το σχέδιο. Η Αγία Ίανσγουιθ δεν ήταν απλώς η τοπική αγία, αλλά είχε συγκρουστεί μ’ ένα βασιλιά για το δικαίωμα να ιδρύσει και να διευθύνει ένα αββαείο σ’ έναν αντρικό κόσμο. «Κοντεύουμε πια. Ελπίζουμε ότι αυτή η έκθεση θα βοηθήσει να συγκεντρωθούν και οι τελευταίες δωρεές». «Δε νομίζω ότι έχω ακούσει ποτέ για την Αγία Ίανσγουιθ», είπε χαμογελώντας ο Μέρικ. «Η Αλίξ μας μπορεί να σου πει τα πάντα γι’ αυτήν. Έκανε μια ιδιαίτερη μελέτη για την αγία», είπε η Λέτι, χαμογελώντας σκανταλιάρικα. Η Αλίξ θα την είχε τσιμπήσει, αν βρισκόταν πιο κοντά της. «Θα πρέπει να ξεναγήσετε στα ερείπια τον μιλόρδο Σεντ Μάγκνους και να του πείτε τις ιστορίες για τα θαύματα της Αγίας Ίανσγουιθ». Ο Μέρικ μπήκε αμέσως στο παιχνίδι, καταλαβαίνοντας πού το πήγαινε η Λέτι. «Θα ήθελα πολύ να δω τα ερείπια. Ίσως θα μπορούσαμε να βρούμε και κάποιο σημείο στη σκιά για να κάνουμε πικνίκ όσο θα μου δείχνετε τα αξιοθέατά σας». «Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τους πάντες, όταν πρέπει να βγει ακόμα τόση δουλειά», διαμαρτυρήθηκε η Αλίξ. Η τελευταία φορά που είχε κάνει πικνίκ με τον Μέρικ είχε αποδειχτεί καταστροφική για εκείνη. Την είχε φιλήσει στη ρωμαϊκή βίλα. «Άντε, φύγετε», είπε η Λέτι, διώχνοντάς τους με τα χέρια. «Δεν έχουμε σχεδόν τίποτα άλλο να κάνουμε κι εσείς δουλεύατε ~ 113 ~
την ώρα του φαγητού». Η παρέα συμφώνησε, εξουδετερώνοντας το τελευταίο επιχείρημα της Αλίξ. «Η αντίσταση είναι περιττή, αγαπητή μου», είπε ο Μέρικ περνώντας το μπράτσο της στο δικό του για να την οδηγήσει μακριά από την ασφάλεια της συντροφιάς. «Ηρέμησε, Αλίξ, θα κάνουμε απλώς ένα πικνίκ. Θα μιλήσουμε για σάντουιτς με ζαμπόν και λεμονάδες. Τι θα μπορούσε να συμβεί;» «Την τελευταία φορά που κάναμε πικνίκ, πάντως, συνέβησαν πολλά», του υπενθύμισε με έντονο τόνο η Αλίξ. Η συντροφιά των καλεσμένων της μητέρας της δεν την είχε εμποδίσει να κάνει εκείνη την τρέλα στη βίλα. «Ναι, αλλά τώρα υπάρχει κι η συμφωνία μας. Εξάλλου, τι θα μπορούσε να συμβεί όταν οι φίλοι σου είναι εδώ δίπλα και όταν έχουμε μαζί μας τον Φίλμορ και τη Μεγκ; Έλα τώρα, Αλίξ, με παρουσιάζεις σαν να είμαι ο κακός λύκος». Η λογική του Μέρικ ήταν πάντα πολύ πειστική. Έκανε τα πάντα να φαντάζουν ασφαλή και απλά. Πράγματι, τι θα μπορούσε να συμβεί; Παρά τα όσα έλεγε, όμως, εκείνη ήξερε ότι ακόμα και τα πιο συνηθισμένα πράγματα μετατρέπονταν σε περιπέτειες όταν ήταν κοντά ο Μέρικ. Η σκανταλιάρικη, αντιδραστική πλευρά του εαυτού της ανυπομονούσε να μάθει -η πλευρά που ήθελε ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή του και να μην ανησυχεί για το μέλλον, η πλευρά που ήθελε ν’ απολαύσει το παρόν. Ίσως ο Μέρικ να είχε δίκιο. Αν δεν μπορούσε ν’ αλλάξει το αναπόφευκτο, θα μπορούσε τουλάχιστον ν’ απολαύσει το ταξίδι. Γιατί να μην απολαύσει το γεγονός ότι φορούσε καινούριο φόρεμα, ο καιρός ήταν υπέροχος και ένας ωραίος άντρας επιζητούσε το ενδιαφέρον της; Γιατί να μην παίξει μια φορά με τη φωτιά, έτσι, για λίγο; *** «Δεν έπρεπε να το κάνεις», είπε ο Μέρικ ανάμεσα σε δυο μπουκιές τυριού. «Θα έπρεπε να έχεις ακολουθήσει το ένστικτό σου και να έχεις αντισταθεί. Έχεις πολύ καλό ένστικτο με τους ανθρώπους, Αλίξ». Είχαν βρει ένα σημείο κάτω από μια φουντωτή σφενταμιά, σε μια γωνιά του ερειπωμένου περίβολου της εκκλησίας. Τα φαγητά που είχαν φέρει για το πικνίκ ήταν απλωμένα μπροστά τους: ένα κεφαλάκι τσένταρ, μια φραντζόλα μαύρο ψωμί κι ένα καλάθι α~ 114 ~
χλάδια. Ο Μέρικ είχε απλώσει τα μακριά πόδια του και είχε ξαπλώσει κάτω, με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι. Η Αλίξ ευχήθηκε να είχε την πολυτέλεια να κάνει το ίδιο. Θα ήταν υπέροχα να ξαπλώσει στην κουβέρτα και να κοιτάζει τον ουρανό μέσα απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων. Αλλά μια κυρία δεν έπρεπε να συμπεριφέρεται έτσι, ειδικά όταν κάτι τέτοιο σήμαινε να ξαπλώσει δίπλα σ’ έναν άντρα. «Γιατί το λες αυτό; Ειδικά απ’ τη στιγμή που δεν μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω...» «Επειδή είμαι λύκος, παρά τις διαμαρτυρίες μου για το αντίθετο». Ο Μέρικ δάγκωσε με δύναμη ένα αχλάδι για να τονίσει τη δήλωσή του. Η Αλίξ μάσησε πιο ντελικάτα το φαγητό της. «Μπορεί να είσαι λύκος, αλλά δεν είσαι πεινασμένος λύκος. Διατηρείς τον πλήρη έλεγχο του εαυτού σου, γι’ αυτό και δεν έχω τίποτα να φοβάμαι από σένα». Ο Μέρικ γύρισε στο πλάι και στηρίχτηκε στον αγκώνα του. Τα μάτια του έλαμπαν με το γνωστό σκανταλιάρικο ύφος του. «Από τα δεκάξι μου παρασύρω στο Βόξχολ γυναίκες στα σκοτάδια. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, είναι παιχνιδάκι για μένα να παρασύρω μια καλοαναθρεμμένη δεσποινίδα στον περίβολο μιας εκκλησίας». Την πείραζε, αλλά πίσω από το χιούμορ του κρυβόταν μια σκληρή αλήθεια. «Και γιατί το νομίζεις αυτό;» τον ρώτησε. «Οι γυναίκες ξέρουν τι μπορεί να συμβεί στις σκοτεινές σκιές του Βόξχολ. Τις έχουν προειδοποιήσει για όσα γίνονται εκεί. Αλλά οι καλοαναθρεμμένες παρθένες δεν πιστεύουν ότι μπορεί να συμβεί κάτι απρεπές στον περίβολο μιας εκκλησίας». Ο Μέρικ δάγκωσε ξανά το αχλάδι του και γέλασε. «Λες και ο Θεός προσέχει περισσότερο τι συμβαίνει στον περίβολο της εκκλησίας του απ’ ό,τι στα σκοτεινά μονοπάτια του Βόξχολ». Πράγματι, είχε πλέον ξεπεράσει κάθε όριο. Ετοιμάστηκε να τον κατσαδιάσει, αλλά δεν μπόρεσε να βρει τα κατάλληλα λόγια, καθώς την πρόλαβε το ίδιο της το γέλιο. «Μέρικ, δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα». «Όπως κι εσύ δεν πρέπει να γελάς με τέτοια πράγματα, αλλά να που το κάνουμε κι οι δύο». Ο Μέρικ αποτελείωσε το αχλάδι του και πέταξε το κοτσάνι στη ρίζα ενός δέντρου για να το φάνε αργότερα τα πουλιά. ~ 115 ~
«Και τώρα πες μου για την Αγία Ίανσγουιθ, μήπως και πάρουμε άφεση αμαρτιών μ’ ένα θέμα πιο κατάλληλο για το περιβάλλον μας». Το αίτημα την ξάφνιασε. Κανένας ποτέ δεν της είχε ζητήσει να του μιλήσει για την Αγία Ίανσγουιθ. Είχε δώσει κάποιες διαλέξεις για την τοπική αγία σε μερικές λέσχες και στην Ιστορική Εταιρεία, αλλά κανένας δεν της είχε ζητήσει ποτέ στη διάρκεια μιας φιλικής συζήτησης να μιλήσει για το αγαπημένο της θέμα. Ξεκίνησε διστακτικά, δίνοντας στον Μέρικ την ευκαιρία να τη διακόψει, να δείξει κάποιο σημάδι ανίας. Αλλά εκείνος την άκουγε προσηλωμένος, γνέφοντας καταφατικά με το κεφάλι του, ενώ τα γαλάζια μάτια του παρέμεναν καρφωμένα πάνω της γεμάτα προσοχή και ενδιαφέρον. «Έκανε τρία θαύματα και κέρδισε την έγκριση του βασιλιά να ιδρύσει το πρώτο μοναστήρι στην Αγγλία», κατέληξε η Αλίξ. «Φαίνεσαι εντυπωσιασμένη απ’ την ιστορία της», σχολίασε ο Μέρικ. «Είμαι. Πάλεψε γι’ αυτό που ήθελε. Απέρριψε την πρόταση γάμου ενός βασιλιά». «Όχι, διόρθωση», είπε ο Μέρικ, κουνώντας το δάχτυλό του και χρησιμοποιώντας τις νέες γνώσεις του εναντίον της. «Πρόσφερε στο βασιλιά μια ευκαιρία να την κερδίσει. Έβαλε ένα στοίχημα και θα έπρεπε να το πληρώσει αν έχανε». Πήρε ακόμα ένα αχλάδι. «Σαν κι εσένα». «Εγώ δεν έβαλα στοίχημα». Ο Μέρικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Ελάχιστη διαφορά, θα έλεγα. Όπως κι αυτή, έχεις απορρίψει τις κοινωνικές συμβάσεις για να ζήσεις μια πιο απλή ζωή και, όπως αυτή, αγωνίζεσαι για να διώχνεις μακριά όσους ζητούν το χέρι σου». «Εκείνη το έκανε επίτηδες», είπε η Αλίξ για να του πάει κόντρα. «Το ίδιο κι εσύ», αντεπιτέθηκε αμέσως ο Μέρικ. «Είσαι όμορφη, είσαι έξυπνη, έχεις τίτλο και είσαι πλούσια. Έχεις κάνει απλώς τον κόπο να τα κρύψεις όλα αυτά, ώστε να μη σε διεκδικεί κανείς». Ο Μέρικ έγειρε πιο κοντά της και, απλώνοντας το χέρι, έπαιξε με το σινιόν της, με τα δάχτυλά του να περνάνε ανάλαφρα από την καμπύλη του σαγονιού της. «Πιστεύεις ότι άξιζε η θυσία, ομορφούλα μου; Ο κόσμος των ανθρώπων δεν είναι τόσο άσχημος όσο νομίζεις». ~ 116 ~
Ο τόνος της φωνής του, χαμηλός και οικείος, έκανε την ανάσα της Αλίξ να κοπεί. Η Μεγκ και ο Φίλμορ είχαν απομακρυνθεί πριν από λίγο, για να δουν αν μπορούσαν να διακρίνουν τη Γαλλία από το μονοπάτι των βράχων. Ακόμα ένα τράβηγμα και τα μαλλιά της λύθηκαν και χύθηκαν στην πλάτη της. «Θα πεθάνεις όπως πέθανε και η αγαπημένη σου αγία; Χωρίς να γνωρίσει το άγγιγμα ενός άντρα; Χωρίς να γνωρίσει τις κρυφές απολαύσεις για τις οποίες ήταν πλασμένη;» Το χέρι του τράβηξε απαλά τα μαλλιά της κι έπειτα την τράβηξε προς το μέρος του, προτού το στόμα του πάρει το δικό της σ’ ένα καυτό φιλί. Για μια ελάχιστη στιγμή σκέφτηκε τη συμφωνία τους, αλλά εκείνα τα λόγια δεν έμοιαζαν να της προσφέρουν ιδιαίτερη προστασία αυτή τη στιγμή. Αντίθετα, αφέθηκε εντελώς στο φιλί του, ενώ ένα σιγανό βογκητό ξέφυγε απ’ τα χείλη της. Του παραδόθηκε με απόλυτη προθυμία. Ποτέ της δε θα καταλάβαινε πώς ακριβώς κλιμακώθηκε η κατάσταση στη συνέχεια. Τον είχε τραβήξει εκείνη πάνω της ή την είχε σπρώξει εκείνος πίσω στην κουβέρτα; Πάντως, με κάποιον τρόπο, βρέθηκε από κάτω του, με τη λεκάνη της να κινείται ρυθμικά μαζί με τη δική του, το φύλο του να πιέζει δυνατά το μηρό της εκεί όπου συναντιούνταν το παντελόνι με τη φούστα, και κανένας από τους δυο τους να μη σκέφτεται τίποτα πέρα από τη στιγμή. Το χέρι του ανέβηκε στο στήθος της, διαγράφοντας σκανταλιάρικους κύκλους πάνω στο ύφασμα. Το κορμί της καμπυλώθηκε σαν τόξο από κάτω του, αναζητώντας ενστικτωδώς ανακούφιση από το καυτό πάθος που την είχε κατακλύσει, γνωρίζοντας ότι αυτός μπορούσε να της χαρίσει την εκτόνωση και την ικανοποίηση που αποζητούσε. Τα χέρια της είχαν γραπωθεί απ’ τους ώμους του, σφίγγοντας τους μυς του κάτω από το πουκάμισο, λαχταρώντας να κάνουν περισσότερα. Έπειτα, τα δάχτυλά της άρχισαν ν’ ανοίγουν τα κουμπιά του, ανασηκώνοντας το πουκάμισό του, ανακαλύπτοντας το γυμνό μυώδες στέρνο από κάτω. Οι παλάμες της διέτρεξαν το δυνατό στήθος του, με τους αντίχειρές της να επιμένουν στις θηλές του, όπως είχε κάνει κι αυτός. Μ’ ένα βογκητό ηδονής, εκείνος έσπρωξε με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη τους γοφούς του πάνω στο κορμί της. Το στόμα του καταβρόχθιζε το δικό της, τα χέρια του τράβηξαν προς τα πάνω το φόρεμά της, για να την ξεγυμνώσουν για χάρη του. Αλλά ακόμα δεν μπορούσαν να χορτάσουν το πάθος τους. Η Αλίξ ένιωσε το χέρι του στο πιο προσωπικό σημείο της, το ~ 117 ~
αισθάνθηκε να χωρίζει με σιγουριά τις υγρές μπούκλες της και να χαϊδεύει την κρυφή προεξοχή, ώσπου οι αισθήσεις που πυροδότησε την έκαναν να χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, κάθε επίγνωση των πράξεών της. Κι έπειτα, την απογείωσε πέρα από κάθε σκέψη και η Αλίξ κόλλησε παθιασμένα στο χέρι του, ενώ εκείνος έμεινε δίπλα της και της ψιθύριζε τρυφερά λόγια ενθάρρυνσης, μέχρι που παραδόθηκε εντελώς στην ηδονή που την κατέκλυσε. Της πήρε πολλή ώρα να συνελθεί. Το μόνο που ήθελε η Αλίξ ήταν να μείνει ξαπλωμένη για πάντα κάτω από τις σφενταμιές, παραδομένη σ’ αυτή την υπέροχη νάρκη. Ο Μέρικ έμοιαζε ικανοποιημένος απλώς να κάθεται εκεί, στηριγμένος στον αγκώνα του, και να κοιτάζει το πρόσωπό της, χαϊδεύοντας τεμπέλικα μια τούφα απ’ τα μαλλιά της. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Αλίξ με ελαφρώς τραχιά φωνή. Ο Μέρικ χαμογέλασε. «Οι απολαύσεις του κόσμου των ανθρώπων, γλυκιά μου. Σου άρεσε;» «Το ξέρεις πως μου άρεσε». Ήταν μια ντροπιαστική παραδοχή. Απ’ ό,τι της είχαν πει, αυτά τα πράγματα δεν έπρεπε ν’ αρέσουν σε μια κυρία. «Και έτσι πρέπει. Δεν είναι κακό να σου αρέσει. Είσαι πλασμένη γι’ αυτό, είμαι πλασμένος γι’ αυτό», είπε τρυφερά ο Μέρικ. «Αυτό παθαίνουν οι παρθένες στον περίβολο της εκκλησίας;» ρώτησε η Αλίξ, με το χιούμορ της να επιστρέφει καθώς υποχωρούσε η ομίχλη της επιθυμίας. Ο Μέρικ γέλασε. «Ναι, αν εξαιρέσει κανείς την αγαπημένη σου αγία». Ένα κύμα θλίψης και πικρής συνειδητοποίησης πλημμύρισε την Αλίξ. Γύρισε να κοιτάξει τον Μέρικ, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι βρίσκονταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Θα προκαλούσαν μεγάλο σκάνδαλο αν τους έβλεπε κάποιος έτσι. «Γι’ αυτό το έκανες; Για να μου δείξεις τι έχασε;» Η Αλίξ δεν ήθελε να πιστέψει ότι αυτή η εμπειρία, η πιο υπέροχη εμπειρία της ζωής της, ήταν απλώς ένα ακόμα από τα μαθήματά του. «Όχι, ομορφούλα μου, όχι».
~ 118 ~
Κεφάλαιο 12
Ο Μέρικ έσκισε το νερό με δυνατές απλωτές και με την ελπίδα ότι, αν κολυμπούσε με αρκετή ένταση και γι’ αρκετή ώρα, θα κατάφερνε να ξορκίσει την κάψα που είχε ξεσηκώσει εκείνη στο κορμί του, την αναταραχή που είχε προκαλέσει στο μυαλό του. Η Αλίξ Μπερκ είχε αρχίσει να απειλεί την ηρεμία του. Δεν είχε κανένα σκοπό να κλιμακωθούν έτσι τα πράγματα εκείνο το απόγευμα. Δεν είχε ξυπνήσει το πρωί με τη σκέψη να δείξει στην Αλίξ τι σημαίνει «ηδονή», πάνω σε μια κουβέρτα του πικνίκ κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ουρανό. Ο Μέρικ γύρισε ανάσκελα και κολύμπησε ως την άλλη άκρη της λίμνης με αργές, μεθοδικές απλωτές. Αν ήταν ένα διδακτικό ιντερλούδιο ή ένα ερωτικό παιχνίδι σαν αυτό που είχε παίξει με δεκάδες άλλες γυναίκες, θα μπορούσε να κατανοήσει καλύτερα τι είχε συμβεί ανάμεσά τους -τι είχε προκαλέσει αυτή τη σωματική απόλαυση. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε συμβεί κάτι διαφορετικό. Του είχε προσφερθεί μ’ ένα αυθόρμητο και φυσικό πάθος, χωρίς κανένα τέχνασμα σεμνότητας. Εκείνα τα σκούρα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα από το δέος και την κατάπληξη, τα άπειρα χείλη της αναζήτησαν την ανακούφιση στα δικά του χωρίς να έχουν ιδέα τι του ζητούσαν, η αδεξιότητα της επιθυμίας της ήταν ένα μεθυστικό αφροδισιακό για την κορεσμένη ανάγκη του για σεξουαλική κατάκτηση. Και τον είχε ξεσηκώσει πέρα από κάθε λογική, τον είχε οδηγήσει ν’ ανταποκριθεί στις προσκλήσεις του κορμιού της με έναν τρόπο που η ίδια επιθυμούσε αλλά δε θα μπορούσε να φανταστεί χωρίς αυτόν. Όλο του το είναι θυμόταν κάθε στιγμή της ηδονής της, το κορμί της να καμπυλώνει κάτω από το δικό του, τη λεκάνη της να ~ 119 ~
τρίβεται πάνω στο χέρι του. Ακόμα και τώρα, ώρες αργότερα, η ανάμνηση έκαιγε το κορμί του, αναζωπύρωνε έναν ερεθισμό που δυσκολεύτηκε σκληρά να καταπνίξει. Της είχε πει την αλήθεια. Ό,τι συνέβη ανάμεσά τους δεν είχε καμία σχέση με μαθήματα. Την είχε αγγίξει επειδή το ήθελε, επειδή είχε μαγευτεί με την ιστορία της. Το πρόσωπό της είχε ζωντανέψει, καθώς του διηγούνταν τις ιστορίες της Ίανσγουιθ. Θα μπορούσε να μείνει ξαπλωμένος στην κουβέρτα και να την ακούει όλο το απόγευμα. Τα φιλαράκια του στο Λονδίνο θα είχαν βάλει τα γέλια βλέποντας τον εκλεπτυσμένο Μέρικ Σεντ Μάγκνους να γοητεύεται από τα απλοϊκά παραμύθια επαρχιώτικων αγίων. Εδώ που τα λέμε, θα γελούσαν κι αν τον έβλεπαν με το σφυρί στο χέρι να στήνει περίπτερο σε πανηγύρι. Αλλά το είχε ευχαριστηθεί. Εκείνη τη μέρα είχε πλάσει μια φαντασίωση με επίκεντρο την Αλίξ. Ήταν μια υπέροχη απόδραση να φαντάζεται τον εαυτό του σαν έναν επαρχιώτη γαιοκτήμονα που δουλεύει μαζί με τους γείτονές του, ρίχνοντας πότε πότε μια ματιά εκεί όπου στεκόταν η όμορφη σύζυγός του κουβεντιάζοντας με τις άλλες γυναίκες. Ήταν μια τέλεια εικόνα, απελευθερωμένη από τα προβλήματα της άσωτης ζωής του. Ο άντρας στη φαντασίωσή του δεν έβαζε στοίχημα πόσες γυναίκες θα έριχνε στο κρεβάτι του μέσα σ’ ένα χρόνο. 0 άντρας στη φαντασίωσή του χρειαζόταν μόνο μία γυναίκα και είχε την ικανότητα να παραμείνει πιστός και σταθερός. Αυτός ο άντρας δε θα βαριόταν στην επαρχία, όπως σίγουρα θα συνέβαινε στον Μέρικ. Ο Μέρικ έμεινε να επιπλέει ανάσκελα στην επιφάνεια της λίμνης, με το κορμί εξαντλημένο και το μυαλό ακόμα ταραγμένο. Ήταν μια απόδραση, τίποτα περισσότερο. Το Λονδίνο περίμενε, και μαζί μ’ αυτό και η κανονική ζωή του, οι κοινωνικές σχέσεις του, η ατελείωτη αναζήτηση για στοιχήματα και γυναίκες που κρατούσαν τις τσέπες του γεμάτες. Και ο πατέρας του περίμενε. Η πραγματικότητα περίμενε. Η Αλίξ Μπερκ θα έβλεπε αυτό που πραγματικά ήταν κάτω από τα ρούχα και τα ωραία λόγια. Στο Λονδίνο δε θα μπορούσε να κρυφτεί από τις φήμες. Ακόμα κι αν δεν έκανε τίποτα εξωφρενικό για τις επόμενες έξι βδομάδες της Σεζόν, υπήρχαν αρκετές φήμες από το παρελθόν του για να την πείσουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ήταν ο πλέον ακατάλληλος άντρας για εκείνη. Και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Δεν ήταν ο μοναδικός που είχε παρασυρθεί από τη φαντασία του εκείνη τη μέρα. Την είχε πιάσει να τον κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο που την κοίταζε κι αυτός. ~ 120 ~
Παρά τις διαμαρτυρίες της, η Αλίξ Μπερκ δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Την είχε μυήσει στις σαρκικές απολαύσεις. Κι αυτό ήταν κάτι που σίγουρα θα μετρούσε για μια γυναίκα σαν την Αλίξ Μπερκ. Ο Μέρικ έβγαλε έναν χλευαστικό ήχο προς τον ουρανό. Στην πραγματικότητα, η ιδέα εκείνου και της Αλίξ μαζί ήταν για γέλια. Οι άσωτοι δεν παντρεύονταν καλές γυναίκες που ήθελαν ν’ αναστηλώσουν εκκλησίες και να μεταφράσουν αρχαία χειρόγραφα. Κι όμως, ο Μέρικ δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του τη σκέψη ότι η Αλίξ θα ήταν τέλεια ερωμένη, ένας δυσεύρετος συνδυασμός αθώας ειλικρίνειας και λαίμαργης περιέργειας για την ίδια της τη σεξουαλικότητα, που θα ξεπερνούσε κάθε ενοχλητική προσποίηση σεμνοτυφίας και αμηχανίας. Δεν τον ενδιέφεραν οι γυναίκες που ήταν πολύ ντροπαλές για να παραδεχτούν τις ίδιες τους τις επιθυμίες. Ο Μέρικ βγήκε από τη λίμνη. Η ζέστη του απογεύματος είχε παραχωρήσει τη θέση της στην ευχάριστη γλύκα του καλοκαιρινού βραδινού. Θα είχαν αρχίσει να τον ψάχνουν, και η λαίδη Φόλκστοουν είχε σχεδιάσει διάφορες διασκεδάσεις για το βράδυ - ένα υπαίθριο δείπνο στην πρασιά του κήπου και πυροτεχνήματα. Ο Μέρικ σκουπίστηκε με το πουκάμισό του και άρχισε να ντύνεται με την καθαρή αλλαξιά που είχε προνοήσει να πάρει από το σπίτι πριν φύγει. Πέρασε το χέρι του στο μανίκι, αλλά καθώς το τράβηξε στον ώμο, το άκουσε να σκίζεται. Τι στα κομμάτια...; Ο Μέρικ έβγαλε το σκισμένο πουκάμισο και κοίταξε τις ραφές. Είχαν ανοίξει εντελώς. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που είχε σκιστεί τόσο εύκολα το μανίκι. Έπρεπε να μιλήσει στον Φίλμορ. Επίσης, έπρεπε να επιστρέφει χωρίς πουκάμισο. Όχι πως τον πείραζε. Η βραδιά ήταν ζεστή και ήξερε αρκετά μονοπάτια για ν’ αποφύγει να συναντηθεί με κάποιον. Αφού φόρεσε το παντελόνι του, έσκυψε να πιάσει τις μπότες του, αλλά άκουσε και πάλι έναν δυσοίωνο ήχο σκισίματος. Ο Μέρικ ανασηκώθηκε και γέλασε προς τον νυχτερινό ουρανό. Δεν ήταν ο Φίλμορ αυτός στον οποίο έπρεπε να μιλήσει. Ήταν μια σουσουράδα με κεχριμπαρένια μάτια, που ήθελε να τον εκδικηθεί επειδή της είχε κλέψει τα ρούχα. ***
~ 121 ~
Η δυτική πρασιά έμοιαζε σαν χώρα παραμυθιού, με χρωματιστά φαναράκια να κρέμονται από στύλους και κεριά μέσα σε γυάλινες σφαίρες να φωτίζουν τα τραπέζια. Γύρω από την Αλίξ, οι καλεσμένοι άφηναν φωνές ενθουσιασμού για την καλοκαιρινή μαγεία που είχε δημιουργήσει η μητέρα της για το υπαίθριο δείπνο. Το γεύμα θα αποτελούσε το κουτσομπολιό του Λονδίνου, όταν οι καλεσμένοι θα επέστρεφαν στην πόλη σε λίγες μέρες. Αλλά η Αλίξ δεν είχε χρόνο για να εκτιμήσει το καλοκαιρινό μεγαλείο. Τα μάτια της έψαχναν ανήσυχα ανάμεσα στους καλεσμένους για το παραμικρό σημάδι του Μέρικ. Την είχε συνοδέψει μέχρι το σπίτι και μετά είχε ξαναφύγει εντελώς βιαστικά. Και απ’ ό,τι ήξερε, δεν είχε επιστρέφει ακόμα. Όταν είχε ρωτήσει τον Φίλμορ πού βρισκόταν, εκείνος της είπε μόνο ότι είχε πάρει μια αλλαξιά ρούχα και είχε πάει για μπάνιο. Τώρα ανησυχούσε. Και αισθανόταν και λίγο ένοχη. Τι θα γινόταν αν είχε πάρει τα ρούχα που του είχε σκίσει η ίδια το πρωί; Η Αλίξ πίστευε ότι ο Μέρικ θ’ ανακάλυπτε τη φάρσα της μες στον ιδιωτικό χώρο του δωματίου του. Αλλά αν είχε πάρει εκείνα τα ρούχα στη λίμνη... Η εικόνα ενός γυμνού Μέρικ να διασχίζει το δάσος σαν πρωτόγονος θεός, με τα σκισμένα ρούχα του στο χέρι, φλόγισε το πρόσωπό της. Ο Μέρικ θα συμπεριφερόταν σαν να μην είχε σημασία, λες και το να περιφέρεται ολόγυμνος ήταν μια απόλυτα φυσική εμπειρία. Δεν το είχε κάνει με σκοπό να τον φέρει σε δύσκολη θέση, ήθελε απλώς να του δείξει ότι δε θα υποχωρούσε τόσο εύκολα. Ύστερα απ’ όσα είχαν συμβεί το απόγευμα, η φάρσα της έμοιαζε πολύ κακόγουστη. Οι απλές απολαύσεις μιας βόλτας είχαν εξελιχθεί σε μια περίπλοκη ιστορία ύστερα απ’ όσα είχαν συμβεί στην κουβέρτα του πικνίκ. Ο Μέρικ είχε πει πως δεν το είχε κάνει για να της διδάξει κάποιο μάθημα και εκείνη είχε ανακουφιστεί από τα λόγια του -όσο, βέβαια, δεν τα ανέλυε πιο πολύ. Αν δεν ήταν μάθημα, τότε τι ήταν; Ήξερε χωρίς καμία αμφιβολία ότι αισθανόταν επικίνδυνα γοητευμένη από τον Μέρικ. Το ενδιαφέρον για τη ζωή του, η έλξη που ένιωθε για εκείνον, το ασυγκράτητο πάθος που ξεσήκωνε μέσα της όταν την άγγιζε, δεν μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν απλή περιέργεια. Την είχαν προσεγγίσει κι άλλοι θαυμαστές στο παρελθόν, αλλά για κανέναν δεν είχε αισθανθεί τόσο έντονη έλξη. Κανένας δεν την είχε κάνει να επιθυμήσει ούτε καν ένα φιλί, πόσω μάλλον την παράδοση σε πει~ 122 ~
ρασμούς σαν αυτούς που της είχε αποκαλύψει εκείνη τη μέρα. Ήταν ακόμα συγκλονισμένη από τις αισθήσεις που είχε ξυπνήσει μέσα της. Αλλά είχαν υπάρξει κι άλλου είδους πειρασμοί. Ο Μέρικ την είχε ακούσει να διηγείται τις ιστορίες για την Τανσγουιθ με τόσο ενδιαφέρον, που δε θα μπορούσε να είναι προσποιητό. Εκείνη τη μέρα είχε υπάρξει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του, όχι μόνο στον περίβολο της εκκλησίας αλλά και όλο το απόγευμα. Είχε στήσει εκείνο το περίπτερο για χάρη της, είχε βοηθήσει την Ιστορική Εταιρεία για χάρη της. Δεν μπορούσε καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που κάποιος της είχε δείξει τέτοια αφοσίωση, και μάλιστα χωρίς να το ζητήσει. Ο μεγαλύτερος πειρασμός όλων ήταν να παρασυρθεί από τη φαντασίωση που είχε πλάσει ο Μέρικ: μια φαντασίωση στην οποία δεν τη φόρτωναν σε μια άμαξα και την περιέφεραν στο νυφοπάζαρο, μια φαντασίωση στην οποία ο Μέρικ δεν ήταν ο μεγαλύτερος εραστής γυναικών σε όλο το Λονδίνο, έχοντας χαρίσει σε αναρίθμητες γυναίκες την ίδια ηδονή που είχε χαρίσει και σ’ εκείνη. Σε αυτή τη φαντασίωση, ήταν αποκλειστικά δικός της. Και για όλα αυτά, εκείνη είχε σκίσει τις ραφές στα ρούχα του, ώστε ν’ ανοίξουν όταν θα τα φορούσε. Μακάρι να μην το είχε κάνει. Οι καλεσμένοι χωρίζονταν σε ζευγάρια γύρω από τα στρογγυλά τραπέζια του δείπνου που ήταν σκόρπια στην πρασιά. Το πάρτι είχε στεφθεί από απόλυτη επιτυχία. Αρκετά προξενιά θα προέκυπταν από αυτές τις δύο βδομάδες. Το βλέμμα της Αλίξ έψαξε τις παρέες, αναζητώντας τον Τζέιμι. Ένιωθε πολύ άβολα χωρίς καβαλιέρο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύ είχε φτάσει να στηρίζεται στην παρουσία του Μέρικ στο πλευρό της όλη αυτή τη βδομάδα. Αν ήταν απών, περπατώντας ολόγυμνος κάπου μες στην καλοκαιρινή νύχτα, το λάθος ήταν αποκλειστικά δικό της. Τρυφερά χέρια άγγιξαν ανάλαφρα τους ώμους της και μια οικεία μυρωδιά την τύλιξε. «Σου έλειψα καθόλου;» ακούστηκε η φωνή του Μέρικ στο αυτί της. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι φοράς ρούχα», ψιθύρισε η Αλίξ. Το ανάλαφρο γελάκι του Μέρικ ήταν η μοναδική διαβεβαίωση που χρειάστηκε, φέρνοντας μαζί της κι ένα αίσθημα ότι αποκαταστά~ 123 ~
θηκε η δικαιοσύνη στον κόσμο της. «Φοράω, αλλά όχι χάρη σ’ εσένα, σουσουράδα», τη μάλωσε παιχνιδιάρικα. Δεν είχε θυμώσει. «Λυπάμαι». «Δε χρειάζεται, μάλλον το απόλαυσα». Έγειρε πιο κοντά της, με την υπέροχη μυρωδιά της κολόνιας του να την αγκαλιάζει. «Θα μπορούσες να το έχεις απολαύσει κι εσύ, αν ήσουν εκεί. Αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω μισόγυμνος». «Λυπάμαι πολύ, αλήθεια». «Που έχασες το θέαμα; Φυσικά και λυπάσαι. Οι περισσότερες θα λυπούνταν». Η φωνή του ήταν ένας σκανδαλιάρικος ψίθυρος στο λαιμό της. «Αλλά εσύ έχεις ήδη γνωρίσει τη γύμνια μου, οπότε ίσως να ένιωθες περισσότερη λύπη». Η Αλίξ γέλασε. «Αν είχα βεντάλια, θα σου έδινα ένα μπατσάκι». Ο Μέρικ έκανε μια μικρή υπόκλιση κα έβγαλε κάτι από μια εσωτερική τσέπη. «Μα έχεις». Της έδωσε μια μικρή βεντάλια, με σκελετό από ελεφαντόδοντο, ύφασμα ζωγραφισμένο με λουλούδια, και δαντέλα στις άκρες. «Ω, έχει μέχρι και πούλιες κεντημένες πάνω στα πέταλα», αναφώνησε η Αλίξ ενθουσιασμένη με τις μικρές λεπτομέρειες και τις πούλιες που γυάλιζαν στο φως των κεριών. «Μέρικ, είναι υπέροχη. Μπορεί να είναι το πιο υπέροχο πράγμα που μου έχουν χαρίσει ποτέ». Πέρασε το κορδόνι της βεντάλιας στον καρπό της και την άφησε έμπειρα να κλυδωνίζεται. «Σ’ ευχαριστώ». «Χαίρομαι που σ’ αρέσει. Λοιπόν, πάμε να βρούμε ένα τραπέζι τώρα;» Το χέρι του Μέρικ ακούμπησε ζεστό στη βάση της πλάτης της και η Αλίξ ένιωσε τη φαντασίωση να επιστρέφει ορμητική. «Βλέπω τον Ας και την κυρία Γουίτλι εκεί πέρα. Μπορούμε να καθίσουμε μαζί τους και να επιβεβαιώσουμε τις υποψίες όλων». Θα ήταν το πιο έξυπνο πράγμα που μπορούσαν να κάνουν. Η μητέρα της, ευφυέστατα όπως πάντα, είχε επιτρέψει στους καλεσμένους της να καθίσουν όπου επιθυμούσε ο καθένας. Έτσι, έδωσε την ευκαιρία στους κυρίους να δείξουν ευγενικά τις προτιμήσεις τους τώρα που η δεξίωση πλησίαζε στο τέλος της. Ο Μέρικ την οδήγησε μέσα από το λαβύρινθο των τραπέζιών, με το χέρι του να πιέζει ανάλαφρα την πλάτη της. Ήξερε πολύ καλά ότι οι παρευρισκόμενοι τους κοίταζαν. Ήταν σίγουρη ότι ~ 124 ~
πολλοί τον είχαν δει να της δίνει τη βεντάλια και ότι αρκετοί περίμεναν να δουν αν ο Μέρικ θα «έκανε τη δήλωσή του», όπως είχαν κάνει κι άλλοι εκείνη τη βραδιά επιλέγοντας τη θέση τους στο τραπέζι. Ο Μέρικ της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει και τη βοήθησε να τακτοποιήσει τη φούστα της, πριν καθίσει δίπλα της. Ο Ρίορνταν και ο Τζέιμι ήρθαν στην παρέα τους. Ο αδελφός της έφερε μαζί του κι έναν μακρινό ξάδελφό τους, που είχε έρθει για να μείνει μερικές μέρες και να παραστεί στο χορό, προτού συνεχίσει για το Λονδίνο. Ήταν μια πολύ χαρούμενη συντροφιά. Το κρασί κυλούσε άφθονο, αλλά καταναλωνόταν με σύνεση. Οι κύριοι διασκέδασαν ανταλλάσσοντας ιστορίες από την εποχή των πανεπιστημιακών σπουδών τους και η Αλίξ σκεφτόταν ότι πρέπει να ήταν αυστηρά λογοκριμένες, προκειμένου να τις διηγηθούν δημόσια. Αυτή ήταν μια πλευρά του Μέρικ που έβλεπε σπάνια, αν και την είχε προσέξει κάποιες φορές -ένας Μέρικ χαλαρός, όπως ήταν και νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Δεν ήταν ο κυνικός Μέρικ με τα βαριεστημένα υπονοούμενα, ούτε ο Μέρικ με την προσποιητά και επιτηδευμένα άψογη κοινωνική συμπεριφορά. Ο Μέρικ ήταν η ψυχή της παρέας, ξεσηκώνοντας τον σιωπηλό ξάδερφο και συμμαζεύοντας τον Ρίορνταν όποτε εκτροχιαζόταν. Θεέ μου, είναι πράγματι ο ήλιος γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφονται όλοι, σκέφτηκε η Αλίξ. Ήταν πράγματι υπέροχος. Αφού σερβιρίστηκαν τα τυριά και τα καλοκαιρινά φρούτα, ο Τζέιμι έφυγε από το τραπέζι. Θα ξεκινούσαν τα πυροτεχνήματα, και τα καθήκοντά του ως οικοδεσπότη απαιτούσαν να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους καλεσμένους. Πολύ σύντομα, θα έσβηναν τα κεριά, για να γίνει πιο βαθύ το καλοκαιρινό σκοτάδι. Τα ζευγάρια σηκώθηκαν από τα τραπέζια, για να αναζητήσουν στις πρασιές τα σημεία που πρόσφεραν την καλύτερη θέα. «Έλα μαζί μου», είπε ψιθυριστά ο Μέρικ. «Ξέρω από καλή πηγή, τον Τζέιμι, ότι το καλύτερο σημείο είναι εκείνο το ύψωμα εκεί πέρα». Την απομάκρυνε διακριτικά από τη μεγάλη παρέα. Το είχε οργανώσει καλά. Μια κουβέρτα τους περίμενε ήδη απλωμένη και στερεωμένη στο έδαφος μ’ ένα μικρό καλάθι. Το σημείο ήταν πράγματι ιδανικό, καθώς βρισκόταν πίσω από το πλήθος. Όλοι θα κοίταζαν αντίθετα μόλις θ’ άρχιζαν τα πυροτεχνήματα. Η Αλίξ κάθισε στην κουβέρτα και άνοιξε τη βεντάλια της, νιώθοντας ακόμα συγκινημένη από το απρόσμενο δώρο. «Είναι πολύ ~ 125 ~
όμορφη». «Όχι τόσο όσο αυτή που την κρατάει», είπε χαμογελώντας ο Μέρικ. «Πώς σου φαίνεται η γκαρνταρόμπα σου τώρα που είχες χρόνο να τη συνηθίσεις; Έκανες καλή επιλογή απόψε -το χρυσό μετάξι αναδεικνύει τα μαλλιά σου». «Είναι υπέροχη. Έκανες καλή επιλογή». «Διάλεξα με γνώμονα εσένα και μόνο εσένα. Απόλαυσέ την ακόμα κι αν δεν μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ν’ απολαύσει τους λόγους για τους οποίους αγοράστηκε. Εμένα μου άρεσε να σκέφτομαι όλα αυτά τα χρήματα που ξόδευε ο πατέρας σου. Καλά να πάθει που σ’ έβαλε σε μια τέτοια θέση», είπε ο Μέρικ και της έκλεισε πονηρά το μάτι, πράγμα που την έκανε να γελάσει. Έγειρε προς το μέρος της και αιχμαλώτισε το χέρι της που κρατούσε τη βεντάλια. «Αλλά αυτό δεν το πλήρωσε ο πατέρας σου», της ψιθύρισε. Ένα αληθινό αναμνηστικό, λοιπόν. Κι άλλες περιπλοκές. Τι να σήμαινε το γεγονός ότι είχε διαλέξει αυτό το δώρο από μόνος του; Ο Τζέιμι είχε υπονοήσει ότι οι τσέπες του Μέρικ ήταν σχεδόν άδειες, κι όμως εκείνος ξόδεψε τα λιγοστά χρήματά του για εκείνη. Μήπως συνήθιζε απλώς να κάνει δώρα στις κυρίες; Σήμαινε άραγε κάτι; Η Αλίξ ευχόταν να σήμαινε ότι είχε παρασυρθεί κι εκείνος από τη φαντασίωση. Μια επικίνδυνη αλήθεια άρχισε να ριζώνει στο μυαλό της: παρόλο που προσπάθησε σκληρά ν’ αντισταθεί, ίσως άρχιζε να τον ερωτεύεται. Ένας πνιχτός ήχος και το απαλό σφύριγμα του ποτού που χύνεται στο ποτήρι την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Σαμπάνια, Αλίξ;» Ο Μέρικ της έδωσε ένα ποτήρι. «Ώστε αυτό ήταν στο καλάθι!» αναφώνησε η Αλίξ, παίρνοντας το ποτήρι. «Τι ωραία ιδέα!» Ο Μέρικ τσούγκρισε το ποτήρι της, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της, να πετάνε σπίθες από την ένταση. «Μια πρόποση, Αλίξ, σε όλα όσα μπορεί να ζητήσει ένας άντρας: μια όμορφη γυναίκα για τον εαυτό του και μόνο, μια όμορφη βραδιά του καλοκαιριού». Η Αλίξ ρούφηξε το δροσερό υγρό, με την ελπίδα να λυθεί ο κόμπος που είχε ανέβει στο λαιμό της. Αν το απόγευμα είχε υπάρξει μαγικό, το βράδυ είχε εξελιχτεί πολύ γρήγορα σε εκπληκτικό. Δεν της είχε διαφύγει η σημασία της βεντάλιας, και τώρα η σαμπάνια και -ω, μα τι ήταν αυτό που έβγαζε, ένα μπολ με φράουλες; Και όλα αυτά για εκείνη. ~ 126 ~
«Άνοιξε το στόμα σου, Αλίξ», τη διέταξε βραχνά, σπρώχνοντας απαλά μια ζουμερή φράουλα ανάμεσα στα χείλη της. Ένιωσε τη φράουλα να στάζει στο στόμα της κι έβγαλε τη γλώσσα της για να γλείψει τις σταγόνες. «Επίτρεψέ μου». Ο Μέρικ έγειρε μπροστά και πήρε το στόμα της σ’ ένα φιλί. «Όχι, εμένα επίτρεψέ μου», είπε η Αλίξ με μια ξαφνική τόλμη και του πρόσφερε μια φράουλα. Εκείνος την πήρε στο στόμα του με τα δόντια του, ενώ τα μάτια του δεν εγκατέλειπαν ούτε στιγμή τα δικά της. Η Αλίξ πήρε μια κοφτή ανάσα, κεραυνοβολημένη από τον αισθησιασμό της κίνησης. «Μπορώ να το κάνω και σ’ εσένα αυτό, Αλίξ», της είπε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Το στόμα μου να ρουφάει το στήθος σου και ίσως να το δαγκώνει απαλά...» Η πρόταση και μόνο έστειλε ένα διαπεραστικό, καυτό κύμα στον πυρήνα της ύπαρξής της. Ένιωσε να διεγείρεται όπως και το απόγευμα, να κυριεύεται από την τρέλα του πάθους. «Κι εσύ; Τι θα μπορούσα να κάνω εγώ για σένα; Μπορώ να σου προσφέρω την ίδια απόλαυση που μου χάρισες εσύ;» Μια επικίνδυνη αγριάδα ριγούσε στη φωνή της. Εκείνος την είχε φυλακίσει με τα μάτια του και δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού. Να πάει στο διάβολο το μέλλον μπροστά σ’ αυτή τη στιγμή, σ’ αυτή την περιπέτεια. «Μπορείς, αν θέλεις. Μπορείς να με πάρεις στο χέρι σου». Το χέρι του κάλυψε το δικό της, εκεί όπου ο ερεθισμός του πίεζε το ύφασμα του παντελονιού του. Βρισκόταν σε πλήρη διέγερση και η Αλίξ κατάλαβε ότι δεν ήταν αρκετό να τον αγγίζει έτσι. «Θέλω να νιώσω εσένα στο χέρι μου, όχι το ύφασμα», ψιθύρισε. Θα μπορούσε να σοκαριστεί από την ίδια της την τόλμη αργότερα, αλλά όχι εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα αυτή την καλοκαιρινή νύχτα. Άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του και να τον αναζητά μες στο σκοτάδι. Το χέρι της έκλεισε γύρω του, ήταν καυτός και σκληρός μες στην παλάμη της. Ο Μέρικ έβγαλε ένα πνιχτό βογκητό όταν το χέρι της τον έσφιξε και άρχισε να κινείται πάνω στον ανδρισμό του. Από πάνω τους, τα πρώτα πυροτεχνήματα έσκιζαν τον ουρανό με τα χρώματά τους. Η Αλίξ χάιδεψε ανιχνευτικά τη διογκωμένη, ευαίσθητη ~ 127 ~
κορυφή του μορίου του και ο Μέρικ αναστέναξε από ηδονή. Ένιωθε πανίσχυρη γνωρίζοντας ότι μπορούσε να τον ερεθίσει τόσο πολύ. Ο Μέρικ ακούμπησε ξανά το χέρι του πάνω στο δικό της, για να της δώσει ρυθμό καθώς η παλάμη της κινούνταν πάνω-κάτω στον ανδρισμό του. Έπειτα, έγειρε πίσω και παραδόθηκε στο χάδι της, ενώ τα πυροτεχνήματα τίναζαν τα χρώματά τους στον σκοτεινό καμβά της νύχτας. Η Αλίξ τον ένιωσε να πλημμυρίζει ακόμα μια φορά το χέρι της, να ξοδεύεται σε μια ζεστή ανακούφιση, και ήξερε πως δε θα το ξεχνούσε ποτέ αυτό, ανεξάρτητα από το τι θα συνέβαινε στο Λονδίνο, ανεξάρτητα από τι θα συνέβαινε στην υπόλοιπη ζωή της. Δε θα ξεχνούσε ποτέ το βράδυ που του πρόσφερε εκείνη τόση ηδονή κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό με τα πυροτεχνήματα. Δεν περίμενε ότι θα ήταν δικός της πέρα από τις λίγες μέρες που απέμεναν, αλλά μπορούσε να εκμεταλλευτεί όσο μπορούσε το χρόνο που είχε στη διάθεσή της. Θα είχε πολύ καιρό αργότερα για να σκεφτεί πόσο τρελή ήταν που είχε ερωτευτεί τον Μέρικ Σεντ Μάγκνους.
~ 128 ~
Κεφάλαιο 13
«Τι στο διάβολο νομίζεις πως κάνεις;» Ο Ας τράβηξε απότομα τις κουρτίνες, επιτρέποντας στο φως του ήλιου να πέσει αμείλικτο στα μάτια του Μέρικ. Ο Μέρικ σήκωσε μουγκρίζοντας το χέρι του για να προστατευτεί από την αντηλιά. «Εσύ τι νομίζεις πως κάνεις;» Ο Μέρικ μισάνοιξε το ένα μάτι. Ο Ας ήταν ντυμένος για ιππασία, ένα αξιοσημείωτο γεγονός, αν σκεφτεί κανείς την προδιάθεσή του για ξενύχτια που δεν του επέτρεπε να ξυπνάει πριν απ’ το μεσημέρι. Και απ’ ό,τι μπορούσε να δει με το ένα μάτι που είχε καταφέρει να μισανοίξει, το πρωινό δεν ήταν πολύ προχωρημένο. «Εγώ φεύγω, κάτι που θα σε συμβούλευα να κάνεις κι εσύ. Ρίξε τα απαραίτητα σε μια βαλίτσα και μπορούμε να είμαστε στο δρόμο πριν απ’ την ώρα του προγεύματος». Ο Ας έψαχνε ήδη μες στην ντουλάπα του για τη βαλίτσα του. «Μα τι είναι αυτά που λες;» μούγκρισε ο Μέρικ. «Λέω για χθες το βράδυ. Είσαι διαβολεμένα τυχερός που ήμουν ο μοναδικός που σας είδε χθες το βράδυ πάνω στο λόφο, με τη σαμπάνια και τις φράουλες και το χέρι της λαίδης Αλίξ στο πράμα σου». Ο Μέρικ ανασηκώθηκε, έχοντας ξυπνήσει απότομα. Το μυαλό του έπαιρνε στροφές σαν τρελό, παρόλο που τα λόγια του έβγαιναν αργά από το στόμα του. Η ενστικτώδης αντίδρασή του ήταν να προστατέψει την Αλίξ. «Μπορώ να σου εξηγήσω». Τα λόγια του ακούστηκαν γελοία. Δεν μπορούσε να βρει κάποια άλλη πειστική εξήγηση για το χέρι της Αλίξ ανάμεσα στα πόδια του. Ο Ας έβαλε τα γέλια με την αποτυχημένη προσπάθειά του. ~ 129 ~
«Να μου εξηγήσεις; Σε διαβεβαιώνω ότι δε χρειάζομαι καμία εξήγηση για όσα είδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω λάθος». Ακόμα μια πανικόβλητη σκέψη ξεπήδησε στο νου του. «Μας είδε κανένας άλλος;» Ήταν τόσο σίγουρος ότι εκείνη η τοποθεσία δε θα τραβούσε την προσοχή... «Όχι, σου είπα ήδη ότι μόνο εγώ βρέθηκα εκεί πέρα. Δεν ήσουν ο μόνος που είχε την αποπλάνηση στο μυαλό του», είπε ανυπόμονα ο Ας. «Λοιπόν, τα μαζεύουμε και φεύγουμε». «Δεν μπορώ να φύγω. Πρέπει να πάω την Αλίξ στο πανηγύρι και αύριο το βράδυ είναι ο χορός των μεταμφιεσμένων και-» Ο Ας τον διέκοψε αηδιασμένος. «Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους πρέπει να φύγεις σήμερα. Ακούς τι λες, Μέρικ;» «Εσύ γιατί φεύγεις;» Ο Μέρικ προσπάθησε ν’ αλλάξει θέμα. «Έχουμε μόνο δυο μέρες ακόμα και υπάρχουν πολλές διασκεδάσεις». Έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα στον Ας. «Λόγω της κυρίας Γουίτλι;» Ο Ας δεν προχώρησε σε αποκαλύψεις. «Προτιμώ να φύγω προτού ξεσπάσει η μπόρα», είπε κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει. «Κι εσύ θα έπρεπε να το προτιμάς. Τέλειωσες με τη δουλειά για τον Φόλκστοουν. Κανένας δεν αποκάλυψε ότι η Αλίξ βρέθηκε μόνη στη βιβλιοθήκη μαζί σου και είναι έτοιμη να κατακτήσει το Λονδίνο. Μπορείς να τη συναντήσεις εκεί, να τη χορέψεις μερικές φορές και να ξεμπερδέψεις με τον Φόλκστοουν. Οτιδήποτε άλλο έχεις να κάνεις για εκείνη βρίσκεται στην πόλη. Τίποτα δεν απαιτεί να μείνεις εδώ πέρα. Πες στον Φόλκστοουν ότι θέλεις να φύγεις νωρίτερα και να προετοιμάσεις το έδαφος για την άφιξή της». Ο Ας σταμάτησε, μελετώντας προσεκτικά τα επόμενα λόγια του. «Αν φύγεις τώρα, θα ξεκαθαρίσεις ότι ο χρόνος σου με την Αλίξ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια συμφωνία κυρίων. Ακόμα κι εγώ αρχίζω να βλέπω ότι η κατάσταση αρχίζει να “περιπλέκεται”, αν λάβω υπόψη μου τη χτεσινή νύχτα». Ο Μέρικ κούνησε το κεφάλι του. «Η Αλίξ βασίζεται σ’ εμένα για τη σημερινή μέρα». Θα καταρρακωνόταν αν ξυπνούσε και μάθαινε πως είχε φύγει. Θα πίστευε πως η αναχώρηση του είχε σχέση με την προηγούμενη νύχτα. Του ήταν αφόρητη η σκέψη ότι η Αλίξ μπορεί να πίστευε πως το είχε βάλει στα πόδια εξαιτίας όσων είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ. «Θεέ μου, βρίσκομαι μπροστά σ’ έναν τρελό από έρωτα». Ο Ας τον κοίταξε επίμονα, με τα χέρια στη μέση, προκαλώντας τον ν’ αρνηθεί τον ισχυρισμό του. «Πήγες και την πάτησες με το ίδιο ~ 130 ~
σου το δημιούργημα», είπε κουνώντας το κεφάλι του. «Είναι αδύνατον να προχωρήσει αυτή η ιστορία, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Ένας λόγος είναι πως ο Τζέιμι θα σε σκοτώσει. Ένας άλλος λόγος είναι ότι θα σε σκοτώσει ο πατέρας του. Και στις δύο περιπτώσεις θα καταλήξεις νεκρός. Δεν την ετοιμάζουν για σένα». Ο Ας άφησε ένα πικρό γέλιο. «Άντρες σαν εσένα κι εμένα δεν παντρεύονται την παρθένα κόρη ενός κόμη. Αν συνεχίσεις έτσι, Μέρικ, υπάρχει μόνο ο γάμος στο τέλος του δρόμου. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι; Δεν περιμένεις ότι θα παίζεις μαζί της και θα κάνεις τον ερωτευμένο μόνο και μόνο για να την παρατήσεις μόλις βαρεθείς αυτή τη φαντασίωση; Και θα βαρεθείς. Δεν είσαι μονογαμικός τύπος και το ξέρεις». Ο Μέρικ τίναξε μακριά τα σκεπάσματα και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Σας ευχαριστώ για το κήρυγμα, εφημέριε». Ήταν νευριασμένος με τον Ας και με τον εαυτό του. Ούτε και ο ίδιος ήξερε πλέον ποια ήταν τα πραγματικά του αισθήματα για την Αλίξ Μπερκ. Σίγουρα, πάντως, είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της συμπόνιας. Η συμπόνια είχε από καιρό μετατραπεί σε θαυμασμό, και ο θαυμασμός σε κάτι πολύ πιο ισχυρό. Του είχαν απομείνει μόνο λίγες μέρες με την Αλίξ και του ήταν αφόρητο να την αποχαιρετήσει. Θα έμενε δίπλα της κι άλλο, αν μπορούσε. «Νεύριασες γιατί ξέρεις ότι έχω δίκιο», είπε ο Ας, καθισμένος στον μικρό καναπέ κάτω από το παράθυρο. «Ένας κύριος γνωρίζει πότε πρέπει ν’ αποχωρήσει». Ο Μέρικ έβγαλε έναν περιφρονητικό ήχο. «Εμείς οι δύο δεν προσποιηθήκαμε ποτέ ότι είμαστε κύριοι». Ο Ας μαλάκωσε και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Μείνε αν πρέπει, αλλά δες τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, όχι όπως θα ήθελες να είναι. Εγώ φεύγω και παίρνω μαζί μου και τον Ρίορνταν». Ο Μέρικ χαμογέλασε θλιμμένα στη σκέψη ότι ο Ας θα έκανε την γκουβερνάντα στον Ρίορνταν. Ο Ας δεν ήταν καθόλου o ανεκτικός τύπος που θα φρόντιζε με υπομονή κάποιον. «Προσπάθησε να τον συνεφέρεις. Πίνει πάρα πολύ». «Θα τον συνεφέρω. Αν μη τι άλλο, στο Λονδίνο μπορεί κανείς να γεμίσει το χρόνο του μ’ ένα σωρό ασχολίες», είπε σοβαρός ο Ας. Ο τόνος του προκάλεσε την περιέργεια του Μέρικ, αλλά δεν προλάβαιναν να το συζητήσουν εκείνη τη στιγμή. «Καλό δρόμο, Ας». Για μια στιγμή ο Μέρικ αμφιταλαντεύτηκε. ~ 131 ~
Ίσως έπρεπε να φύγει. Αν ο Ρίορνταν ήταν πράγματι σε άσχημη κατάσταση, ίσως θα έπρεπε να είναι δίπλα του. Αλλά και η Αλίξ τον χρειαζόταν. Υπήρχαν κάποια πράγματα που έπρεπε να ξεκαθαριστούν ανάμεσά τους, προκειμένου να ησυχάσει και ο ίδιος. «Θα σε δω στο Λονδίνο», τον χαιρέτησε ο Ας με το μαστίγιο της ιππασίας, προτού βγει από το δωμάτιο αφήνοντας τον Μέρικ χαμένο στο λαβύρινθο των σκέψεών του. Ντύθηκε προσεκτικά, ελέγχοντας σχολαστικά τις ραφές του δεύτερου καλύτερου πουκαμίσου του, στην περίπτωση που η Αλίξ είχε πειράξει περισσότερες από μία αλλαξιές ρούχα. Όταν τα μανίκια έμειναν στη θέση τους, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο Ας είχε δίκιο. Η κατάσταση με την Αλίξ είχε ξεφύγει για τα καλά από τον έλεγχο. Δεν ήταν πλέον ο δάσκαλός της στα κοινωνικά ζητήματα. Για να λέμε την αλήθεια, ο ρόλος αυτός δεν είχε κρατήσει πέρα από τη βόλτα τους στα ρωμαϊκά ερείπια. Εκείνη τη μέρα την είχε φιλήσει επειδή το ήθελε ο ίδιος, επειδή τα όμορφα χείλη πρέπει να φιλιούνται. Την είχε νιώσει αβέβαιη και εύπιστη στα χέρια του, αλλά όχι αφελή. Ακόμα και τότε, αμφισβητούσε τα κίνητρά του, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει και ο ίδιος. Ήταν πολύ εύκολο να παρουσιάζει τις πράξεις του ως μια κίνηση καλής θέλησης, μέρος ενός κρυφού σχεδίου να μετατρέψει την Αλίξ σε περιζήτητη νύφη. Τώρα ήξερε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να μετατραπεί σε οτιδήποτε. Ο Ας την είχε αποκαλέσει «δημιούργημά» του. Αλλά δεν είχε δημιουργήσει εκείνος την Αλίξ Μπερκ, απλώς αποκάλυψε όλα όσα η ίδια είχε επιλέξει να κρύβει. Και τώρα ήταν έτοιμος να τα παραδώσει όλα σ’ έναν άλλον άντρα. Η σκέψη και μόνο τον έκανε να νιώσει ζάλη. Δεν ήθελε να παραδώσει την Αλίξ Μπερκ σε κανέναν άλλον. Όμως, οποιαδήποτε άλλη λύση ήταν αδύνατη, όπως τόσο σωστά είχε επισημάνει ο Ας. Για να μην την παραδώσει σε κάποιον κύριο του Λονδίνου, θα έπρεπε να την παντρευτεί ο ίδιος, μια προοπτική που δεν ήταν κατάλληλος να εκπληρώσει. Είχε μυστικά. Η Αλίξ δεν ήξερε ποιος πραγματικά ήταν. Αν ήξερε, θα τον περιφρονούσε. Και θα απαιτούσε πίστη και αφοσίωση, κάτι που δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να της προσφέρει. Κι εκτός όλων αυτών, δε διέθετε την οικονομική δυνατότητα να τη συντηρήσει. ~ 132 ~
Θα εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από την προίκα της και οτιδήποτε άλλο θα θεωρούσε ο πατέρας της σωστό να τους παραχωρήσει. Αυτές οι αόρατες αλυσίδες θα τον βασάνιζαν καθημερινά. Θα γινόταν πλέον πραγματικά ένας άντρας που τον συντηρούσε μια γυναίκα. Δε θα μπορούσε να κρυφτεί πια πίσω από ακόλαστες συμπεριφορές, ερωτικές περιπέτειες, ξενύχπα και στοιχήματα. Θα έχανε όλα τα προσωπεία του. Οι κοινωνικοί κύκλοι θα ψιθύριζαν πίσω απ’ την πλάτη τους ότι ήταν το σκυλάκι της Αλίξ Μπερκ. Αλλά η κοινωνία δε θα περιφρονο-σε μόνο εκείνον. Θα περιφρονούσε και την Αλίξ. Ο κόσμος θα έλεγε ότι ο Φόλκστοουν είχε αγοράσει ένα σύζυγο για την κόρη του. Ο ίδιος και η Αλίξ θα ζούσαν σ’ ένα είδος σκληρής εξορίας χωρίς καν ν’ απομακρυνθούν από την πόλη. Ψάχνοντας στην ντουλάπα να βρει τις μπότες του, ο Μέρικ είδε τη βαλίτσα που αναζητούσε ο Ας. Μπορούσε ακόμα να ακολουθήσει τον Ας και τον Ρίορνταν. Όχι. Αυτός ήταν ο δρόμος της δειλίας και δε θα πρόσφερε καμία λύση. Τα αισθήματα του θα συνέχιζαν να τον καταδιώκουν, ήταν καλύτερα να μείνει εκεί και να τα ξεκαθαρίσει. Αν ήταν μια απλή τρέλα, θα περνούσε. Ποτέ δεν έμενε για πολύ καιρό γοητευμένος. Αν ήταν κάτι περισσότερο, θα έπρεπε να σκεφτεί την επόμενη κίνησή του. *** Η Αλίξ τον περίμενε στο ισόγειο μαζί με τους υπόλοιπους καλεσμένους που θα έπαιρναν τις άμαξες για να πάνε στο Αις. Ο Μέρικ κοντοστάθηκε για μια στιγμή στις σκάλες, ώστε να την κοιτάξει πιο προσεκτικά. Το φόρεμα περιπάτου στο χρώμα του πράσινου μήλου τής έδινε την εμφάνιση θεάς του καλοκαιριού, ενώ η λευκή κορδέλα στο ντεκολτέ πρόσθετε μια ενάρετη χροιά στις πλούσιες χάρες που αποκαλύπτονταν. Ένα ασορτί καπέλο κρεμόταν στο χέρι της από τις κορδέλες του. Η Αλίξ κοίταξε προς τα πάνω και το πρόσωπό της φωτίστηκε μόλις τον είδε. Ήταν μια ειλικρινής χαρά που ο Μέρικ δεν είχε συνηθίσει να βλέπει στο πρόσωπο μιας γυναίκας. Δεν είχε καμία σχέση με σεμνότυφους υπολογισμούς που αποσκοπούσαν να τον ρίξουν στο κρεβάτι. Κι όμως, ένιωσε τον ερεθισμό του να δονείται στην εικόνα της επιθυμίας της. Σκέφτηκε το άγγιγμά της στο φαλλό του, την απόκοσμη έκφραση στο πρόσωπό της όταν είχε τελειώσει στο χέρι της. Και το πάθος ξύπνησε ξανά. Αλλά δεν μπορούσε να την έχει, όχι ~ 133 ~
ολοκληρωτικά. Ήταν το ένα πράγμα που δεν μπορούσε να της στερήσει. Δεν ήταν από τα καθάρματα που παίζουν με παρθένες. Ο Μέρικ πήγε δίπλα της και πέρασε το μπράτσο της στο δικό του. Ένιωθε πως η φυσική θέση της ήταν στο πλευρό του. Όταν βρισκόταν μαζί της, κυριευόταν από ένα αίσθημα ζεστής και οικείας συντροφικότητας. Θα χρειαζόταν να περάσει καιρός για να συνηθίσει την έλλειψή της, όταν θα ερχόταν η ώρα να την παραδώσει σε κάποιον άλλον. Αλλά σήμερα ήταν ακόμα μαζί. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει το μέλλον να καταστρέψει το παρόν. Για σήμερα ήταν δική του, και για αύριο, και για λίγο ακόμα, κι αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία. «Τι θα κάνουμε πρώτα;» ρώτησε ο Μέρικ. «Ας δούμε τα ζώα. Τα κλουβιά με τα ζώα μυρίζουν καλύτερα το πρωί». Η Αλίξ γέλασε και τον άφησε να την οδηγήσει στο αμαξάκι. Τη βοήθησε ν’ ανέβει και πήραν το δρόμο για το Λις. *** Το πανηγύρι ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο που είχε έρθει ν’ απολαύσει την καλοκαιρινή μέρα. Ο ενθουσιασμός φούντωνε κάτω από το ελαφρύ αεράκι και ο Μέρικ ένιωσε να παρασύρεται από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα. Μια μέρα σαν κι αυτή δε θα ’πρεπε να ανησυχεί τι θα έφερνε το μέλλον. Το ίδιο ένιωθε και η Αλίξ. Το χαμόγελό της ήταν μεταδοτικό. Του έσφιξε το μπράτσο καθώς περπατούσαν προς τα κλουβιά με τα ζώα, για να δουν ποιος είχε το μεγαλύτερο γουρούνι ή το πιο παχύ μοσχάρι. Της αγόρασε ένα γλυκό με μαρμελάδα και την έσπρωξε πίσω από ένα δέντρο για να γλείψει με τη γλώσσα του μια γλυκιά σταγόνα από τα χείλη της. Εκείνη έβαλε τα γέλια και χώθηκε στην αγκαλιά του. «Πώς είναι δυνατόν να μυρίζεις πάντα τόσο όμορφα!» του ψιθύρισε, με τα μάτια της να τον κοιτάζουν σκανταλιάρικα. «Μυρίζεις σαν λεβάντα και βελανιδιά και κάτι άλλο που δεν μπορώ ποτέ να καταλάβω». Ο Μέρικ γέλασε. «Είναι η κουμαρίνη. Έχω έναν αρωματοποιό στην Μποντ Στρητ που φτιάχνει αυτή την κολόνια ειδικά για μένα. Υποτίθεται ότι μυρίζει σαν φρεσκοκομμένο γρασίδι». Η κολόνια ήταν ένα από τα έξοδα που δεν αποφάσιζε να κόψει. Του θύμιζε αθώες μέρες του καλοκαιριού, πριν η ζωή του αρχίσει να διαφθείρεται από τα διάφορα βίτσια του. ~ 134 ~
«Πώς λέγεται;» Η Αλίξ έχωσε τη μύτη της στο κολάρο του πουκαμίσου του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Φουζέρ. Το φτιάχνουν αρκετοί αρωματοποιοί, αλλά εγώ έχω τον καλύτερο», είπε και της έκλεισε το μάτι. «Ισως το φουζέρ να είναι μέρος της γοητείας μου». «Νομίζω ότι η γοητεία σου είναι κάτι πιο πολύ απ’ αυτό». Τα μάτια της θόλωσαν προς στιγμήν. «Τι κάνουμε, Μέρικ;» Είχε περάσει τα χέρια της στο λαιμό του, ενώ τα δικά του χέρια είχαν μείνει στους γοφούς της, λες και ανήκαν εκεί. «Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, όλα όσα μπορούμε». Δεν υπήρχε λόγος να προσποιείται ότι δεν καταλάβαινε την ερώτησή της. Ήταν το ίδιο ακριβώς πράγμα που βασάνιζε κι αυτόν. Πήγε να τη φιλήσει ξανά. Εκείνη έστρεψε το κεφάλι της και απέφυγε τα χείλη του. «Τι είδους απάντηση υποτίθεται πως είναι αυτή;» τον προκάλεσε ήρεμα. «Η μοναδική που μπορούμε να δώσουμε. Τι θέλεις να πω, Αλίξ; Νομίζεις ότι μπορώ να σε σώσω;» Η φωνή του έγινε χαμηλή και τραχιά. «Ή νομίζεις ότι μπορείς να με σώσεις εσύ; Ξέρεις καλά ότι τίποτα από τα δύο δεν είναι δυνατόν. Περάσαμε όμορφα μαζί. Νιώσαμε απόλαυση μαζί. Φτάσαμε στο σημείο να νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλον πολύ περισσότερο απ’ ό,τι περιμέναμε όταν ξεκίνησε αυτή η σχέση. Παγιδευτήκαμε σ’ αυτά τα αισθήματα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να παντρευτούμε». Ο Μέρικ χάιδεψε την καμπύλη του σαγονιού της με την ανάποδη της παλάμης του. «Ένας γάμος μαζί μου δε θα σε σώσει, γλυκιά μου, και σίγουρα δε θα σώσει ούτε εμένα, αν και εκτιμώ τη σκέψη σου». Η Αλίξ κούνησε το κεφάλι της γελώντας. «Είσαι στ’ αλήθεια τόσο κακός όσο παριστάνεις ότι είσαι;» «Μάλλον είμαι χειρότερος». «Δε συμφωνώ. Υπάρχει το αίσθημα της τιμής μέσα σου, είτε το παραδέχεσαι είτε όχι». Ο Μέρικ ανασήκωσε το φρύδι του. «Υπάρχουν πολλοί που θα διαφωνήσουν μαζί σου. Δεν είμαι ο κληρονόμος, οπότε δε μαθαίνω να διευθύνω την οικογενειακή περιουσία. Δεν είμαι μαρκήσιος, οπότε δεν κατέχω κάποια θέση στο Κοινοβούλιο. Δεν είμαι στρατιωτικός, οπότε δε σκέφτομαι την επόμενη μετάθεσή μου σε κάποιο ξεχασμένο σημείο της αυτοκρατορίας. Δεν είμαι κληρικός, για να στοχάζομαι τη φιλοσοφία της θρησκείας ή να σκέφτομαι πώς θα κάνω πιο ανιαρό το κήρυγμά μου κάθε Κυριακή. Για την ~ 135 ~
ακρίβεια, δεν ακολουθώ κανέναν από τους δρόμους που κάνουν έναν άντρα αξιοσέβαστο». Τα λόγια του την έκαναν να νιώσει άβολα. Την είδε που σκυθρώπιασε. «Έχεις δίκιο να νιώθεις άβολα, Αλίξ. Πολύ συχνά η αλήθεια είναι άβολη. Καλύτερα να τη μάθεις τώρα παρά να ξεγελάς τον εαυτό σου πιστεύοντας ότι είμαι κάτι που δεν είμαι. Και να ακόμα μία αλήθεια. Είμαι ένας αλήτης. Ακολουθώ το χρήμα. Κυνηγάω το ένα στοίχημα μετά το άλλο». «Τότε γιατί δεν έφυγες; Ο άντρας που περιγράφεις δε θα έμενε με τους όρους που έθεσε ο πατέρας μου. Αυτός ο άντρας θα το είχε σκάσει από το Φόλκστοουν αμέσως μόλις μπορούσε να σελώσει το άλογό του», διαμαρτυρήθηκε η Αλίξ. Ο Μέρικ της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο. Προφανώς δεν ήταν πρόθυμη ακόμα να υποχωρήσει. «Είναι ωραίο να υπάρχει κάποιος που πιστεύει ακόμα ότι μπορώ να σωθώ». Το γεγονός πως ήταν η Αλίξ Μπερκ, μια γυναίκα που είχε πολύ λίγα να κερδίσει από μια σχέση μαζί του, τον συγκινούσε πέρα από κάθε όριο. Αυτό ήταν επικίνδυνο και για τους δυο τους. Ανταποκρινόταν και ο ίδιος στα αισθήματά της. Για πρώτη φορά με μια γυναίκα, ευχήθηκε να μπορούσαν τα πράγματα να είναι αλλιώς, να ήταν ο ίδιος αλλιώς. Τότε ήταν που το κατάλαβε. Η Αλίξ Μπερκ ήταν ερωτευμένη μαζί του. Αυτή η συνειδητοποίηση ήταν συγκλονιστική. Ήταν υποχρεωμένος να την προστατέψει. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να ενθαρρύνει συναισθήματα που δεν μπορούσε ν’ ανταποδώσει, ανεξάρτητα από το πώς ένιωθε. «Αλίξ, δεν πρέπει να δεθείς μαζί μου». Έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να της δώσει να καταλάβει ότι τα προ- βλήματά του ήταν πολύ μεγάλα για να μπορέσει να τα λύσει εκείνη. «Η οικογένειά μου δεν ξέρει ν’ αγαπάει». Και ομολόγησε τον βαθύτερο φόβο του. «Γιατί εγώ να είμαι διαφορετικός;» Ποτέ του δεν το είχε πει δυνατά, δεν είχε μιλήσει για τη βασανιστική αγωνία του ότι θα δημιουργούσε μόνο έναν ψυχρό και άψυχο γάμο σαν του πατέρα του. Αλλά τώρα που ξεκίνησε, τα λόγια ξεχύθηκαν ασυγκράτητα από μέσα του. «Ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μητέρα μου για τα χρήματά της». Σήκωσε το χέρι του για να σταματήσει τις ερωτήσεις της. «Ξέρω πως πολλοί άνθρωποι παντρεύονται για τα χρήματα, αλλά πολλές φορές το γνωρίζουν και οι δύο και ξέρουν πού πάνε να μπλέξουν. Έχουν κανόνες που ορίζουν τη “συμφωνία” τους. Αλλά δεν ήταν έτσι με τη μητέρα μου. Εκείνη αγαπούσε τον πατέρα μου ~ 136 ~
και νομίζω πως πίστευε ότι σταδιακά θα την αγαπούσε κι εκείνος». Ο Μέρικ κούνησε το κεφάλι του. «Πέθανε ελπίζοντας ακόμα, πιστεύοντας ακόμα. Ίσως και να πέθανε από τον καημό της. Ποτέ δεν ξεπέρασε τις ψευδαισθήσεις της». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όταν σε κοιτάζω, φοβάμαι ότι θα συμβεί το ίδιο. Μη μ’ ερωτευτείς, Αλίξ. Δεν το αξίζω». Η Αλίξ δεν παρέδωσε τα όπλα. «Αφού δεν υπάρχει ελπίδα, γιατί δεν έφυγες με τον Ας σήμερα το πρωί;» «Δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να σ’ αφήσω. Δεν μπορώ να σ’ έχω παραπάνω από μερικές μέρες, αλλά, αν δέχεσαι κι εσύ, θέλω να σε χορτάσω όσο περισσότερο μπορώ». Την έβλεπε να σκέφτεται τις επιλογές της. Την πίεσε κι άλλο, με τον ανδρισμό του να σκληραίνει στην προοπτική ότι δεν τον είχε αρνηθεί ακόμα. «Δεν είναι δίκαιη η πρότασή μου». Η Αλίξ τον κοίταξε στα μάτια με κάθε σοβαρότητα. «Είναι η μοναδική πρόταση, όμως, έτσι δεν είναι, Μέρικ;» Μετά του χάρισε ένα χαμόγελο που τον έπιασε εντελώς απροετοίμαστο. «Λοιπόν, τώρα που ξεκαθαρίστηκε το θέμα, μπορούμε να επιστρέφουμε στις σημερινές μας διασκεδάσεις». «Αλίξ Μπερκ, με αφήνεις άφωνο», της είπε χαμογελώντας. «Θα φροντίσω αυτή η μέρα να μας μείνει αξέχαστη». Τον χτύπησε χαϊδευτικά με τον αγκώνα της. «Και καλά θα κάνεις. Έχω μεγάλες προσδοκίες». *** Ήταν καλύτερα έτσι. Ήξεραν τι περίμεναν ο ένας απ’ τον άλλον. Οι αποκαλύψεις του Μέρικ είχαν προσγειώσει τη φαντασία της. Δε θα υπήρχε κάποια ιπποτική πρόταση γάμου. Και στην πραγματικότητα η Αλίξ δεν περίμενε μια τέτοια πρόταση. Ο Μέρικ δεν ήταν τύπος που παντρεύεται και είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια για να της εξηγήσει το λόγο. Δε θ’ άντεχε στην ιδέα ότι θα μπορούσε να προσφερθεί από οίκτο ή αίσθημα καθήκοντος να σώσει την αδερφή του Τζέιμι από μια ανεπιθύμητη μοίρα. Η Αλίξ ήταν ερωτευμένη μαζί του και δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο από την αγάπη που δεν ανταποδίδεται. Αυτό το είδος αγάπης είχε τη δύναμη να σε σκλαβώσει. Ο Μέρικ το ήξερε, γι’ αυτό και ήθελε να την προστατέψει. Εκείνο που μπορούσε να της προσφέρει ήταν η ~ 137 ~
απόλαυση της παρέας του και του κορμιού του για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αν αυτό ήταν όλο, ας ήταν. Θα το δεχόταν με όλη της την καρδιά και μετά θα τον άφηνε ελεύθερο. Θα ήταν το δώρο που θα του έκανε. Θ’ αποδεχόταν την πρώτη ικανοποιητική πρόταση που θα της γινόταν στο Λονδίνο και θα τον απάλλασσε απ’ οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση. Ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους ήταν ένα άγριο πλάσμα, και τα άγρια πλάσματα έπρεπε να μένουν ελεύθερα. Αλλά όλα αυτά θα τα σκεφτόταν αργότερα. Για την ώρα ήταν δικός της κι εκείνη ήταν δική του. Επέστρεψαν στο πανηγύρι και περιπλανήθηκαν στα περίπτερα. Της αγόρασε όμορφες κορδέλες που ταίριαζαν με το φόρεμά της κι εκείνη της έδεσε γελώντας στο καπελάκι της. Σταμάτησε στο περίπτερο της Ιστορικής Εταιρείας, όπου της έδωσαν συγχαρητήρια για τη μετάφραση του μεσαιωνικού χειρόγραφου. Έπειτα, περιπλανήθηκαν ανάμεσα στα περίπτερα για να δουν τα παιχνίδια. Στήνονταν στόχοι για έναν αγώνα ρίψης μαχαιριών και οι άντρες παρότρυναν επίμονα τον Μέρικ να συμμετάσχει κι αυτός. «Εντάξει, εντάξει», είπε ο Μέρικ υποχωρώντας και άφησε στην άκρη το σακάκι του. Άρχισε ν’ ανεβάζει τα μανίκια του, καθώς τους δίνονταν οι οδηγίες. Τρία μαχαίρια για τον καθένα. Αυτοί με τη μεγαλύτεροι βαθμολογία θα διαγωνίζονταν μεταξύ τους. Η Αλίξ στάθηκε στην άκρη με τους υπόλοιπους θεατές. Ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ, που είχε τελειώσει με τις δικές του ρίψεις, βρέθηκε στο πλευρό της. «Μην ανησυχείς, λένε ότι o Σεντ Μάγκνους είναι πολύ καλός στο σημάδι». Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, αλλά η Αλίξ διαισθάνθηκε κάτι αυτάρεσκο να καιροφυλακτεί από κάτω. Η πρώτη ρίψη του Μέρικ καρφώθηκε στο δαχτυλίδι πριν από το στόχο κι εκείνη κορδώθηκε από περηφάνια. «Ξέρω από αξιόπιστη πηγή ότι είχε ανακατωθεί μ’ ένα στοίχημα για ρίψεις μαχαιριού σ’ ένα μπορντέλο πολυτελείας στο Λονδίνο. Ο νικητής κέρδιζε την περιποίηση μιας συγκεκριμένης κυρίας εκείνο το βράδυ», συνέχισε χαμηλόφωνα, ώστε να τον ακούσει μόνο εκείνη. Η Αλίξ ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. «Δεν το πιστεύω πως θεωρήσατε μια τέτοια φήμη κατάλληλη για τ’ αυτιά μου». Το δεύτερο μαχαίρι του Μέρικ πέτυχε ακριβώς το κέντρο του στόχου. Ο Ρέντφιλντ δεν υποχώρησε. «Δεν το πιστεύω πως δε θα θέλατε να ξέρετε κάτι τέτοιο για έναν άνθρωπο με τον οποίο περνάτε ~ 138 ~
τόσο χρόνο τώρα τελευταία». «Να σας υπενθυμίσω ότι είστε ο μοναδικός υπεύθυνος γι’ αυτό», απάντησε τολμηρά η Αλίξ, υπονοώντας το φριχτό στοίχημα. «Εσείς τον οδηγήσατε στο δρόμο μου». «Και το μετανιώνω», είπε ο Ρέντφιλντ. «Είχα την ελπίδα ότι θα έπαιζε με εντιμότητα, αν και η ευθύνη του πατέρα σας για τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι πολύ μεγαλύτερη». Το τελευταίο μαχαίρι του Μέρικ βρήκε πάλι το κέντρο του στόχου. «Άξιος αντίπαλος για μένα», είπε αλαζονικά ο Ρέντφιλντ. «Θα χαρώ να τον αντιμετωπίσω στον τελικό. Μου χρωστάει από την τελευταία φορά». Έγειρε πιο κοντά της. «Καταλαβαίνετε, βέβαια, ότι σας καλοπιάνει επειδή σας θέλει για τον εαυτό του. Δεν ενδιαφέρεται αν θα πετύχετε στο Λονδίνο. Θα σας παντρευτεί ευχαρίστως. Εκεί τον έκρινε λάθος ο πατέρας σας. Είναι μια πόρνη πολυτελείας. Αν η τιμή είναι σωστή, θα πουληθεί σ’ ένα γάμο. Θα του λύνατε πολλά από τα προβλήματά του κι έπειτα θα σας παρατούσε μόνη και θα συνέχιζε με τις συνηθισμένες ακολασίες του». Η Αλίξ χλόμιασε ακούγοντας την προειδοποίηση του Ρέντφιλντ. Δεν ήταν αλήθεια. Είχε μόλις συζητήσει με τον Μέρικ ότι ήταν αδύνατον να παντρευτούν. Και σίγουρα ο Μέρικ δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την αποτυχία της στο Λονδίνο -μόνο η ίδια μπορούσε να το κάνει αυτό. Αν το ήθελε, θα μπορούσε να θαμπώσει και τον τελευταίο εργένη της πόλης. Ο Ρέντφιλντ έκανε λάθος. Αλλά μια φριχτή υποψία γεννήθηκε μέσα της: εκτός κι αν ο Μέρικ είχε πει ψέματα. Όχι. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. *** Ενώ ο Μέρικ συνέχιζε με τις δικές του ρίψεις, ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ στάθηκε στην ουρά και περίμενε τη σειρά του. Τα σκληρά παιδικά χρόνια του στις αποβάθρες του Λονδίνου τον είχαν βοηθήσει πολύ εκείνη τη μέρα. Οι ρίψεις ήταν εντυπωσιακές και ο ανταγωνισμός είχε περιοριστεί τώρα ανάμεσα στον ίδιο και τον Σεντ Μάγκνους, αφού οι υπόλοιποι διαγωνιζόμε- νοι είχαν εξουδετερωθεί. Ήταν ικανοποιημένος από τη συζήτησή του με την Αλίξ -είχε σπείρει για τα καλά το σπόρο της αμφιβολίας στην καρδιά της. ~ 139 ~
Ήταν έξυπνη γυναίκα, και οι έξυπνες γυναίκες διέθεταν συνήθως και μια υγιή δόση κυνισμού, πάντα σκέφτονταν και ανέλυαν υπερβολικά τις καταστάσεις. Ακριβώς τη στιγμή που η Αλίξ είχε αρχίσει να πιστεύει αυτό το κάθαρμα, τον Σεντ Μάγκνους, είχε εμφανιστεί εκείνος και την είχε προσγειώσει στην πραγματικότητα. Ω, ήξερε ότι η Αλίξ ήθελε να πιστέψει τον Σεντ Μάγκνους -ποια γυναίκα δε θα το ήθελε; Όμως, ο Ρέντφιλντ κατάφερε να την κλονίσει, το είχε διακρίνει στο πρόσωπό της. Και το καλύτερο, το κατάφερε χωρίς να της πει κάποιο ψέμα. Αν έκανε μερικές ερωτήσεις τριγύρω, θα μάθαινε ότι η ιστορία με το μπορντέλο ήταν αληθινή, καθώς και πολλές ακόμα που δεν είχε ανακαλύψει ο ίδιος. Κι αν δεν την είχε πείσει εκείνος, σίγουρα θα την έπειθαν αυτές οι φήμες. Ο Σεντ Μάγκνους χρειαζόταν τα χρήματά της. Δε διέθετε περιουσία και είχε κακές σχέσεις με τον πατέρα του. Η Αλίξ θα ένωνε εύκολα τα κομμάτια του παζλ και θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Σεντ Μάγκνους τη χρησιμοποιούσε για το συμφέρον του. Τότε ήταν που θα εμφανιζόταν ο ίδιος και θα της έκανε για δεύτερη φορά πρόταση γάμου. Και αυτή τη φορά, θα διαπραγματευόταν με τον πατέρα της. Ο Φόλκστοουν θα καταλάβαινε ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μη φτάσει ο Σεντ Μάγκνους στην εκκλησία. Το πλήθος χειροκρότησε. Ο Σεντ Μάγκνους είχε πετύχει ακόμα δύο φορές το κέντρο του στόχου, κερδίζοντας τον Ρέντφιλντ. Ο μπάσταρδος ήταν πολύ τυχερός. Ο Σεντ Μάγκνους πλησίασε τους θεατές και, παίρνοντας την Αλίξ στην αγκαλιά του, της έδωσε στο στόμα το φιλί του νικητή. Κρίμα, σκέφτηκε ο Ρέντφιλντ, που δεν μπορούσε να χώσει αυτά τα μαχαίρια στην καρδιά του Σεντ Μάγκνους αντί σε στόχους από σανό. Αλλά μπορούσε να νικήσει τον Σεντ Μάγκνους παίρνοντας το έπαθλο, και θα το έκανε εκείνη τη βραδιά.
~ 140 ~
Κεφάλαιο 14
Μια υπόκωφη ένταση υπέβοσκε το υπόλοιπο απόγευμα, σαν τη βαριά ησυχία πριν από την καταιγίδα, μέχρι που η Αλίξ ένιωσε ότι τα νεύρα της δε θ’ άντεχαν άλλο την αγωνία αυτής της αναμονής. Την είχε φιλήσει δημόσια. Τα νέα θα έφταναν στα αυτιά του πατέρα της, που θα γινόταν έξαλλος με την απρέπεια του Μέρικ. Μπορούσε κάποιος να φιλήσει έτσι μια χωριατοπούλα, αλλά όχι την κόρη του κόμη Φόλκστοουν. Η προειδοποίηση του Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ ηχούσε ακόμα στ’ αυτιά της. Ίσως ο Μέρικ να την είχε φιλήσει επίτηδες, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο πατέρας της δε θα το άφηνε έτσι αυτό. Ενώ το μυαλό της βασανιζόταν με τη σκέψη ότι ο Μέρικ τη φλέρταρε για να τη χειραγωγήσει, το κορμί της βασανιζόταν από τη διέγερση και από μια παθιασμένη περιέργεια. Κάθε εκατοστό του σώματός της λαχταρούσε να νιώσει ξανά τις απολαύσεις που της είχε αποκαλύψει ο Μέρικ. Με κάθε βλέμμα, με κάθε χαμόγελο, με κάθε άγγιγμα, το κορμί της σφιγγόταν από τη λαχτάρα, μέχρι που ένιωθε ότι δεν μπορούσε ν’ αντέξει ούτε λεπτό παραπάνω. Αλλά κι ο Μέρικ φαινόταν να νιώθει αυτή την ένταση που κλιμακωνόταν, καθώς τελείωναν εκείνο το απόγευμα τη βόλτα τους στο πανηγύρι. Η Αλίξ πρόσεξε το σφίξιμο στο στόμα του όταν χαμογελούσε, μια νευρική έλλειψη συντονισμού στις κινήσεις του... Είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλον ν’ απολαύσουν το χρόνο που τους είχε απομείνει, αλλά αυτό είχε αλλάξει μετά τις ρίψεις των μαχαιριών. Και οι δυο τους απέφευγαν κάτι, αν και η Αλίξ αμφέβαλλε ότι ήταν το ίδιο πράγμα. Ο Μέρικ είχε σχεδόν ξετρελαθεί από τη χαρά του με το βραβείο και το μικρό ποσό που το συνόδευε. ~ 141 ~
Εκείνη ήταν πιο συγκρατημένη, καθώς ο ενθουσιασμός της για τη νίκη του Μέρικ είχε μετριαστεί από τις κατηγορίες του Ρέντφιλντ. Ο δρόμος τούς οδήγησε στο σημείο όπου είχαν αφήσει το αμαξάκι και ο Μέρικ τη βοήθησε ν’ ανέβει. Το αμαξάκι υποχώρησε κάτω από το βάρος του μόλις κάθισε δίπλα της κι έπιασε τα γκέμια. Η Αλίξ είχε απόλυτη επίγνωση της τόσο κοντινής παρουσίας του, του κορμιού του που άγγιζε τυχαία το δικό της με κάθε τράνταγμα της άμαξας. Αλλά ήξερε ότι αυτό δε σήμαινε κάτι -το κάθισμα ήταν τόσο μικρό, ώστε αυτά τα αγγίγματα ήταν αναπόφευκτα. «Τι σου είπε ο Ρέντφιλντ;» ρώτησε ο Μέρικ μόλις άφησαν πίσω τους το πανηγύρι. Η σοβαρότητα στη φωνή του την έπιασε απροετοίμαστη. Είχε συνηθίσει στους γνωστούς χαρούμενους τόνους του ή στον χαμηλό, αισθησιακό του ψίθυρο. Η σοβαρότητα δεν ήταν κάτι που είχε μάθει να συνδέει με τον Μέρικ. «Τίποτα σημαντικό», είπε η Αλίξ ανασηκώνοντας τους ώμους. Αλλά η άνεσή της δεν ήταν πειστική. Ο Μέρικ στράφηκε προς το μέρος της με το φρύδι ανασηκωμένο και της έριξε μια πλάγια ματιά που δήλωνε πως δεν την πίστευε. «Προφανώς ήταν κάτι σημαντικό. Σ’ έχει αναστατώσει», είπε κι έκανε μια παύση. «Εκτός κι αν ήταν το φιλί μου που σε αναστάτωσε...» «Όχι, δεν ήταν το φιλί σου», ομολόγησε η Αλίξ. Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της, αναζητώντας τις κατάλληλες λέξεις. «Ξέρεις, όμως, ότι θα το μάθει ο πατέρας μου», είπε. Έπειτα, μαζεύοντας όλο το θάρρος της, συνέχισε: «Αυτός ήταν ο σκοπός σου; Θέλεις να εξαναγκάσεις τον πατέρα μου να σε δει ως αποδεκτό υποψήφιο;» Ο Μέρικ άφησε ένα άγριο, κοφτό γέλιο. «Το ξέρεις πως δεν είναι αυτό. Δε σε διαβεβαίωσα μόλις σήμερα το πρωί;» Ένιωσε τα μάτια του πάνω της, έντονα και ερευνητικά. «Α, μάλιστα. Αυτό σου είπε ο Ρέντφιλντ, όταν σε πλησίασε για να χύσει το δηλητήριό του στ’ αυτιά σου». Ο τόνος του έδειχνε τώρα την απόλυτη περιφρόνησή του, που ήταν φανερό πως δεν είχε στόχο μόνο τον Ρέντφιλντ αλλά και την ίδια. «Τον πίστεψες. Πίστεψες εκείνον και όχι εμένα». Η Αλίξ ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε. Δεν το είχε σκεφτεί από τη δική του οπτική γωνία, δεν είχε υπολογίσει πώς θα φαινόταν στον Μέρικ. ~ 142 ~
«Ντροπή σου, Αλίξ. Μόλις σήμερα το πρωί πίστευες ότι μπορούσα ακόμα να σωθώ. Πόσο άστατες είναι οι γυναίκες...» Ο Μέρικ σφύριξε στα άλογα, κι αυτός ήταν ο τελευταίος ήχος που ακούστηκε ανάμεσά τους μέχρι να φτάσουν στο σπίτι. *** Τα μάτια της Αλίξ ήταν πλημμυρισμένα από δάκρυα όταν έφτασε στο καταφύγιο του δωματίου της. Η Μεγκ δε θα εμφανιζόταν πριν απ’ το βράδυ, ώστε να τη βοηθήσει να ντυθεί για το δείπνο, και η Αλίξ ένιωθε ευγνωμοσύνη για την ησυχία. Ήθελε να μείνει μόνη με τη στενοχώρια της. Είχε φερθεί απαίσια στον Μέρικ. Και εκείνος, παρά τη φήμη του για το αντίθετο, της είχε φερθεί καλά. Τίποτα δεν είχε συμβεί χωρίς τη συναίνεσή της, και της είχε δείξει μια ειλικρίνεια που κανένας άλλος από τους υποψηφίους δεν της είχε δείξει μέχρι τότε. Κι όμως, με την πρώτη υποψία, που ο Ρέντφιλντ ξύπνησε με τόσο ύπουλο τρόπο μέσα της, είχε επηρεαστεί απ’ αυτόν τον φριχτό άνθρωπο που ήθελε να την εκδικηθεί επειδή τον είχε απορρίψει. Ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ μπορεί να μην ήταν ένας ακόλαστος άντρας με γνωστό παρελθόν γεμάτο από σκανδαλώδεις ιστορίες με γυναίκες και στοιχήματα, αλλά ούτε και η δική του φήμη ήταν άσπιλη, κυρίως επειδή κανένας δεν ήξερε πολλά γι’ αυτόν. Είχε απλώς εμφανιστεί στην περιοχή. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι, σύμφωνα με όσα ισχυριζόταν, οι πρόγονοί του ανήκαν στην τάξη των ευγενών της επαρχίας και ότι διέθετε έναν βαρόνο προπάππου θαμμένο κάπου στο παρελθόν του. Ήταν ευγενικός με τις κυρίες και εμφανίσιμος. Αλλά εκείνη ήξερε ότι, τουλάχιστον ως προς ένα πράγμα, ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ δεν ήταν ειλικρινής. Η Αλίξ κάρφωσε το βλέμμα της στο ταβάνι. Δεν έπρεπε να του επιτρέψει να την επηρεάσει και να την απομακρύνει απ’ τον Μέρικ. Ήξερε ότι ο Ρέντφιλντ κυνηγούσε τα χρήματά της. Τον είχε ακούσει να μιλάει με το δικηγόρο του μια μέρα που είχε πάει να τον επισκεφτεί μαζί με τη μητέρα της. Η μητέρα της ήταν έξω, γιατί είχε ξεχάσει κάτι στην άμαξα. Ήταν μία μέρα πριν από εκείνη τη βραδιά που ο Ρέντφιλντ την είχε ζητήσει σε γάμο. Το γεγονός ότι ήθελε τα χρήματά της δεν ήταν ακριβώς σκανδαλώδες σαν τα στοιχήματα του Μέρικ στο μπορντέλο, αλλά, παρ’ όλα αυτά, για την ίδια ήταν ασυγχώρητο. Μέχρι ν’ ακούσει εκείνη τη συζήτηση, πίστευε ότι άρεσε πραγματικά στον Ρέντφιλντ. Ήξερε ~ 143 ~
πως δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά θεωρούσε ότι τη συμπαθούσε και ότι σεβόταν τη δουλειά της. Όμως, όλα ήταν μια απάτη. Γι’ αυτό το λόγο της ήταν τόσο εύκολο να πιστέψει τον Ρέντφιλντ εκείνη τη μέρα. Ο ένας απατεώνας δεν καταλαβαίνει τον άλλον; Όπως και ο Ρέντφιλντ, ο Μέρικ προσποιούνταν πως του άρεσε, είχε δείξει σεβασμό για τη δουλειά της και είχε φανεί εξαιρετικά πειστικός. Πολύ πιο πειστικός απ’ ό,τι είχε υπάρξει ποτέ ο Αρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ. Ακόμα και τώρα, της ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι ο Μέρικ είχε οργανώσει τα πάντα για να την εκμεταλλευτεί, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι παραπάνω μεταξύ τους. Αλλά η παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο. Η βεντάλια που της είχε δώσει βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι της τουαλέτας της. Οι κορδέλες που της είχε αγοράσει κρέμονταν από το καπέλο της. Η αχνή μυρωδιά του φουζέρ με την κουμαρίνη παρέμενε στο φόρεμα που είχε φορέσει στο υπαίθριο δείπνο. Με χίλιους μικρούς τρόπους, είχε κατορθώσει να γίνει αξέχαστος και συνεχώς παρών, ενώ ταυτόχρονα αποδεχόταν όλες τις απαιτήσεις της. Είχε υποχωρήσει στην ανόητη απαίτησή της να μην της κάνει άλλα από τα αντισυμβατικά μαθήματά του. Αλλά αυτό δεν τους είχε σταματήσει, απλώς είχε αλλάξει την κατάσταση. Εκ των υστέρων κρίνοντας, τα μαθήματα θα ήταν καλύτερα. Θα μπορούσε να κατανοήσει το ρόλο τους. Δε θα είχαν καταλήξει σ’ αυτό το μπέρδεμα. Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά. Αν είχε πρόχειρη μια μαργαρίτα, θα τη μαδούσε. Μια σκέψη ξεπήδησε στο νου της μες στη μελαγχολία της: ίσως προσπαθούσε να λύσει την εξίσωση με λάθος τρόπο. Ίσως να μην είχε σημασία αν την αγαπούσε ή πόσο. Ίσως εκείνο που είχε σημασία ήταν αν τον αγαπούσε η ίδια. Η επικίνδυνη σκέψη που είχε αρχίσει να γεννιέται στο νου της το προηγούμενο βράδυ μεταξύ σαμπάνιας και πυροτεχνημάτων, τώρα πια έμοιαζε με αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Τον αγαπούσε. Ήταν δύσκολο να πει πότε ακριβώς είχε συμβεί. Αλλά για ένα πράγμα ήταν σίγουρη: δεν ήταν μια παρορμητική απόφαση, δεν ήταν κάτι που είχε συμβεί μέσα σε μία νύχτα. Παρά τις επίμονες προσπάθειές της, την είχε παρασύρει χωρίς να το καταλάβει. Η Αλίξ σωριάστηκε στο κρεβάτι της, επιτρέποντας σ’ αυτή την ανακάλυψη να τη συνταράξει μέχρι τα βάθη της ύπαρξής της. Αγαπούσε τον ψίθυρο της φωνής του, όταν την προκαλούσε σε σκανταλιές. Αγαπούσε την αίσθηση του κορμιού του κάτω από τα χέρια της. Αγαπούσε τα γελαστά μάτια του, που δεν έπαιρναν ~ 144 ~
τίποτα πολύ στα σοβαρά. Δεν ήταν απλώς η ομορφιά του, ήταν η ψυχή του, που δεν ήταν τόσο σκοτεινή όσο του άρεσε να προσποιείται. Ήταν ένας καλοσυνάτος άντρας που είχε δουλέψει δίπλα σε χωρικούς, που μοιραζόταν το ενδιαφέρον της για την Ιστορία, που δεν περιφρονούσε το μυαλό της, που διέθετε ένα ενδιαφέρον πνεύμα. Ήταν ξεχωριστός με τρόπους που το Λονδίνο δεν είχε αναγνωρίσει. Και το σπουδαιότερο, αγαπούσε τον τρόπο που ένιωθε όταν βρισκόταν μαζί του. Την είχε κάνει να νιώσει... Έψαξε να βρει την κατάλληλη λέξη. Ζωντανή. Την έκανε να νιώθει ζωντανή μ’ έναν πρωτόγνωρο τρόπο, γι’ αυτό τον αγαπούσε και δεν είχε σημασία αν την αγαπούσε κι εκείνος. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ντρεπόταν για τις αμφιβολίες της, ντρεπόταν για τον τρόπο που είχε φερθεί στον Μέρικ. Του άξιζε κάτι πολύ καλύτερο. Ήθελε να του ζητήσει συγνώμη. Ήθελε να ξαναγίνουν τα πράγματα όπως ήταν εκείνο το πρωί, όταν είχαν φιληθεί πίσω από το δέντρο και της υποσχέθηκε όλα όσα μπορούσε να της προσφέρει. Αν τον είχε πιστέψει, θα μπορούσε τώρα να βρίσκεται κάπου μαζί του, απολαμβάνοντας τον λιγοστό χρόνο που τους είχε απομείνει, αντί να μελαγχολεί στο δωμάτιό της αναμασώντας όλα αυτά για τα οποία μετάνιωνε. Την πλημμύρισε μια μανία αποφασιστικότητας. Μέσα σε μερικά λεπτά βρισκόταν έξω από το σπίτι. Ο Μέρικ είχε φύγει μόλις την άφησε στην έπαυλη των Φόλκστοουν. Αλλά ήξερε πού θα τον έβρισκε και τι θα έκανε μαζί του μόλις τον έβρισκε. *** Ο Μέρικ βούτηξε στη λίμνη, αφήνοντας το νερό να τον σκεπάσει, επιτρέποντας στη δροσιά του να σβήσει κάθε σκέψη. Ήθελε να ξεχάσει. Είχε φανεί ανόητος για μια στιγμή, κι αυτό τον πλήγωνε. Η Αλίξ Μπερκ τον είχε κάνει να πιστέψει ότι ήταν καλύτερος απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα, για μερικές ώρες τουλάχιστον. Αλλά η πίστη της Αλίξ λύγισε μπροστά στα ψέματα του Ρέντφιλντ. Αυτή η σκέψη τον έκαιγε. Αυτό ήταν το πρόβλημα με τις παρθένες. Με τις συνήθεις γυναίκες του όλα ήταν ξεκάθαρα: απόλαυση για την απόλαυση, χω~ 145 ~
ρίς άλλες περιπλοκές, χωρίς προσδοκίες. Κανένας δεν παρεξηγούσε αυτές τις πράξεις για πρελούδια έρωτα. Όλοι οι συμμετέχοντες γνώριζαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Η Αλίξ Μπερκ δεν έπαιζε με αυτούς τους κανόνες, κι όμως η απόλαυση που του είχε χαρίσει είχε ξεπεράσει κάθε άλλη που είχε γνωρίσει. Ένιωσε μια απερίγραπτη ολοκλήρωση μέσα από την ανακούφιση που του είχε προσφέρει. Αλλά δεν ήταν αρκετό. Τον είχε κάνει απλώς να λαχταράει ακόμα περισσότερα. Μετά τα πυροτεχνήματα, έκανε πονηρές σκέψεις γι’ αυτήν όλη τη νύχτα και το μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Ήταν ένα γλυκό μαρτύριο να περπατάει δίπλα της στο πανηγύρι τόσες ώρες και να περιορίσει τον εαυτό του σ’ ένα φιλί πίσω από ένα δέντρο, όταν το μόνο που ήθελε ήταν να σηκώσει τη φούστα της και να βυθιστεί βαθιά μέσα της μέχρι να χορτάσει το πάθος του. Ο ερεθισμός του δεν έλεγε να υποχωρήσει παρά τη δροσιά του νερού. Τη φαντασιωνόταν ν’ ακουμπάει σ’ έναν κορμό δέντρου δίπλα στην όχθη, κραυγάζοντας από ευχαρίστηση καθώς θα την έπαιρνε. Θα ήταν υπέροχη μες στην εγκατάλειψή της, με τα μαλλιά της λυμένα. Θα φώναζε το όνομά του... «Μέρικ». Ξαφνικά, η φαντασίωσή του έμοιαζε πολύ ζωντανή. Η φωνή της ακούστηκε λες κι η Αλίξ ήταν εκεί, στο δασάκι μαζί του. «Μέρικ!» Η φωνή ακούστηκε ξανά, πιο δυνατή αυτή τη φορά. Ο Μέρικ άνοιξε τα μάτια του. Στην όχθη της λιμνούλας στεκόταν το αντικείμενο των φαντασιώσεών του και του έκανε νόημα με απλωμένο το χέρι. Άρχισε να κολυμπάει προς την όχθη, ενώ εκείνη ανέβασε το χέρι της στο χαλαρό σινιόν που προτιμούσε τις ζεστές μέρες. Το έλυσε μ’ ένα ντροπαλό χαμόγελο στα χείλη και τα μαλλιά της ξεχύθηκαν ελεύθερα στην πλάτη της. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή βλέποντας τα αδιαμφισβήτητα σημάδια μιας γυναίκας που είχε την αποπλάνηση στο μυαλό της. Ο Μέρικ χαμογέλασε, καθώς κολυμπούσε προς την όχθη, με το κεφάλι όσο χρειαζόταν έξω από το νερό για να τη βλέπει. «Αλίξ Μπερκ, ήρθες εδώ για να με αποπλανήσεις;» Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. Τα χέρια της κατέβηκαν στα κουμπιά του φορέματος της. «Απόλυτα, αν και πιστεύω ότι θα πρέπει να βγεις από το νερό και να με βοηθήσεις». «Με την αποπλάνηση; Ευχαρίστως». ~ 146 ~
«Όχι, με το φόρεμα. Ίσως θα έπρεπε να το έχω οργανώσει καλύτερα και να έχω φορέσει κάτι που θα έβγαινε πιο εύκολα», είπε η Αλίξ μ’ ένα γοητευτικό γέλιο απελπισίας. Ο Μέρικ βγήκε από το νερό και η ανάσα της Αλίξ κόπηκε. Ένα ζεστό αίσθημα περηφάνιας τον πλημμύρισε μπροστά στο θαυμασμό της. Τη γύρισε από την άλλη πλευρά και άρχισε να παλεύει με το φόρεμα, με τα βρεγμένα χέρια του ν’ αφήνουν υγρά σημάδια στο ύφασμα. «Είσαι σίγουρη πως θέλεις να το κάνεις αυτό;» της ψιθύρισε στο αυτί κι έσπρωξε στο πλάι τον καταρράκτη των μαλλιών της, αφήνοντας το λαιμό της γυμνό για να δεχτεί τα φιλιά του. Είχε την ελπίδα ότι η ερώτηση θα παρέμενε απλώς ρητορική, αλλά έπρεπε να την κάνει. Αυτό το αίσθημα τιμής που η Αλίξ πίστευε ότι διέθετε, πολεμούσε άγρια την επιθυμία του. Της κατέβασε το φόρεμα από τους ώμους και τη γύρισε να τον αντικρίσει. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του κι έριξε το κεφάλι προς τα πίσω για να τον κοιτάζει. «Θέλω αυτό και ακόμα περισσότερα, Μέρικ. Αυτή τη φορά τα θέλω όλα. Μ’ εσένα. Τέρμα πια οι ξεχωριστές απολαύσεις, Μέρικ. Θέλω να γνωρίσουμε την απόλαυση... μαζί». Θα τον αποτελείωνε με τα λόγια της πριν ακόμα ξεκινήσουν. Η στύση του πιέστηκε στο ύφασμα της πουκαμίσας της. «Αλίξ, με κολακεύει η πρότασή σου, αλλά δεν μπορώ να σε καταστρέψω για μερικές ώρες απόλαυσης». «Δε μ’ ενδιαφέρει», του είπε με μια παθιασμένη σιγουριά που τον έκανε να χαμογελάσει. «Μπορεί να ενδιαφέρει τον μελλοντικό σύζυγό σου». Έπρεπε να ξέρει ότι καταλάβαινε τι του ζητούσε, ότι καταλάβαινε τι έκανε. Ο ίδιος ήξερε ότι την ήθελε πέρα από κάθε φαντασία, αλλά, για το δικό της το χατίρι, έπρεπε να γραπωθεί απ’ όση λογική του απέμενε. «Έχω αρκετά χρήματα για να τον κάνω να το ξεχάσει», του ψιθύρισε κι έχωσε το χέρι της ανάμεσα στα κορμιά τους για να τον σφίξει απαλά, στέλνοντας έναν κεραυνό παθιασμένης, πρωτόγονης επιθυμίας που αντήχησε μέσα του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο. Θα της έδινε κάτι που θα το θυμόταν για πάντα. Το ίδιο κι αυτός. ***
~ 147 ~
Το θαμπό καλοκαιρινό σούρουπο τους τύλιξε καθώς την ξάπλωσε στο χώμα. Ένιωσε να καίγεται με το φιλί του, να χάνεται σε μια δίνη πάθους, παραδομένη στην αίσθηση του κορμιού του πάνω στο δικό της. Τα μυώδη μπράτσα του την κρατούσαν σφιχτά από τους ώμους. Τα ξανθά μαλλιά του είχαν σκουρύνει από το νερό και έσταζαν στάλες έρωτα στα στήθη της. Ένιωθε τη στύση του να δονείται πάνω στο μηρό της και καμπύλωσε το σώμα της από κάτω του μες στη βιασύνη της να βρει ανακούφιση από την πυρκαγιά που την έκαιγε. Αλλά ο Μέρικ δεν είχε σκοπό να βιαστεί. Το υγρό δέρμα του δρόσιζε την κάψα της, το χέρι του βρισκόταν στο σημείο όπου ενώνονταν οι μηροί της, αγγίζοντας και χαϊδεύοντας, διεγείροντας το κορμί της σε μια συναινετική αποδοχή για ό,τι επρόκειτο να γίνει μετά. Τα χείλη του φιλούσαν το στήθος της, το χάιδευαν με τη γλώσσα του, μέχρι που εκείνη δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την ηδονή που της χάριζαν τα χάδια του στις ερωτογενείς ζώνες του κορμιού της. «Άνοιξε λίγο ακόμα για χάρη μου, αγάπη μου», ψιθύρισε ο Μέρικ στο αυτί της, με το γόνατό του να σπρώχνει απαλά τα πόδια της για ν’ ανοίξουν περισσότερο. Κι έπειτα, βρέθηκε ακριβώς μπροστά στην είσοδό της. Τεντώθηκε προς το μέρος του, με την κάψα της να φουντώνει ξανά και την ανάσα της να βγαίνει κοφτά καθώς εκείνος βυθιζόταν στο κορμί της. Τον ένιωσε να γλιστράει μέσα της, μέχρι που εκείνη η μαγευτική αίσθηση έδωσε τη θέση της σε έναν πόνο οξύ και διαπεραστικό σαν μαχαιριά. Η Αλίξ έβγαλε μια κραυγή. Δεν το περίμενε αυτό. Τίποτα στις προηγούμενες συναντήσεις τους δεν την είχε προετοιμάσει γι’ αυτόν τον πόνο. «Σσσς», την ησύχασε ο Μέρικ. «Μείνε ακίνητη, θα περάσει αμέσως και μετά θ’ αρχίσεις να το απολαμβάνεις. Σ’ το υπόσχομαι. Μόνο μία φορά πονάει έτσι». Και πράγματι, ο πόνος μούδιασε σιγά σιγά, αφήνοντας το κορμί της να χαλαρώσει. Ένιωσε μια καινούρια αίσθηση, καθώς ο Μέρικ άρχισε να κουνιέται μέσα της, κλείνοντας μ’ ένα φιλί το στόμα της. Η λεκάνη του πίεζε τη δική της, προσκαλώντας το κορμί της ν’ ακολουθήσει το ρυθμό του. Η Αλίξ βόγκηξε, το σώμα της κουνιόταν με το δικό του, ο πόθος της μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Τα γαλάζια μάτια του Μέρικ είχαν γίνει σκούρα μπλε από το πάθος, το σώμα του σφιγγόταν καθώς κορυφωνόταν και η δική του επιθυμία. Ο Μέρικ έσπρωξε άλλη μία φορά και, τινάζοντας και τους δυο τους από έναν αόρατο γκρεμό, πέταξαν ~ 148 ~
στον αέρα. Δεν υπήρχε άλλη λέξη γι’ αυτό. Κάπου, με κάποιον τρόπο, πετούσαν σ’ έναν κόσμο που είχε θρυμματιστεί σ’ ένα καλειδοσκόπιο αισθήσεων. Η μοναδική σκέψη της καθώς προσγειωνόταν πάλι στη γη ήταν ότι είχε δίκιο. Είχε δίκιο που είχε κάνει αυτό το τόσο μεγάλο βήμα με τον Μέρικ. Ήταν σχεδόν αδιανόητο να σκεφτεί ότι θα το έκανε με κάποιον άλλον. Κι έτσι, όταν ο Μέρικ σηκώθηκε και της έτεινε το χέρι, το πήρε και τον άφησε να την οδηγήσει στη λιμνούλα, χωρίς κανένας τους να ντρέπεται για τη γύμνια του. Μες στο σκοτάδι που έπεφτε, κολύμπησαν και πλύθηκαν, απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων. Υπήρξαν κι άλλα φιλιά και τρυφερά ερωτικά παιχνίδια μες στο νερό, αλλά ο Μέρικ δεν την πήρε ξανά, όσο κι αν εκείνη τον πίεσε. Το κορμί της θα πονούσε μετά, της είπε. Τελικά, ο Μέρικ βγήκε από το νερό και πήγε να ντυθεί. Έτσι Θα πρέπει να ήταν η Εδέμ, σκέφτηκε η Αλίξ, θαυμάζοντας τη γύμνια του καθώς εκείνος σκουπιζόταν, απολαμβάνοντας τη σφιχτή καμπύλη των γλουτών του που κατέληγαν στους ψηλούς μηρούς. Θεέ μου, πώς είχε γίνει τόσο ακόλαστη. Πριν από μόλις δύο εβδομάδες, η εικόνα της γύμνιας του την είχε κάνει να σκοντάψει πάνω σ’ ένα κούτσουρο. Τώρα, δε χόρταινε να τον κοιτάζει. Ο Μέρικ φόρεσε το παντελόνι του κι εκείνη άφησε ένα βογκητό απογοήτευσης. «Συγνώμη, αγάπη μου. οι τύποι απαιτούν να φοράω παντελόνι». Ο Μέρικ τίναξε τους μηρούς του για να στρώσει το παντελόνι, με τα χέρια στη μέση για να το κουμπώσει. Η Αλίξ ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ακόμα και ο τρόπος που φορούσε το παντελόνι του ήταν αισθησιακός. Ήταν εξίσου διεγερτικό και ερωτικό να τον βλέπει να ντύνεται όσο και να τον βλέπει να γδύνεται. Ο Μέρικ της έριξε ένα χαμόγελο γεμάτο νόημα. Το είχε κάνει επίτηδες. «Πρέπει να σε βρέξω γι’ αυτό που έκανες», τον μάλωσε. «Με πείραζες». «Εγώ πείραζα εσένα; Νομίζω ότι το παρεξήγησες, αγαπητή μου. Εσύ είσαι αυτή που είναι ακόμα γυμνή». Ντυμένος τώρα, ο Μέρικ πλησίασε στη λίμνη και της έτεινε το χέρι. «Θα κάνω την καμαριέρα. Έλα να σε στεγνώσουμε». *** ~ 149 ~
Είκοσι λεπτά και αρκετά φιλιά αργότερα, βγήκαν από την Εδέμ, πιασμένοι χέρι-χέρι. Τα πάντα είχαν αλλάξει και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ο Μέρικ δεν μπορούσε να την παντρευτεί, ούτε ήθελε να την παντρευτεί, περισσότερο απ’ ό,τι εκείνο το πρωί. Μόλις διέκριναν από μακριά το σπίτι, ο Μέρικ της έσφιξε το χέρι. «Θα πάμε; Θα σε ψάχνουν;» «Θα τους πω ότι έμεινα στο πανηγύρι. Κανένας δε με είδε να επιστρέφω». Ήταν τα πρώτα λόγια που αντάλλαξαν από τη στιγμή που άφησαν τη λίμνη. Ο Μέρικ κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. «Είναι μια καλή δικαιολογία». Έπεσε σιωπή. Η Αλίξ δεν ήταν έτοιμη να μπει μέσα. Τη στιγμή που θα διέσχιζε την πρασιά, τα πάντα θα επέστρεφαν στους συνηθισμένους ρυθμούς τους. Ήθελε να τον ρωτήσει αν θα ερχόταν ξανά κοντά της, αλλά φοβήθηκε ότι θ’ ακουγόταν πολύ απελπισμένη. Ίσως θα έπρεπε να είναι εκείνη που θα πήγαινε κοντά του. Έψαξε να βρει κάτι να πει, αλλά δεν τα κατάφερε. «Θα σε δω μέσα», είπε κι άρχισε να περπατάει. Κατευθείαν προς την κόλαση.
~ 150 ~
Κεφάλαιο 15
Πρώτη την είδε η μητέρα της, όταν κατέβηκε στο σαλόνι για να συναντήσει τους υπόλοιπους. Η Αλίξ είχε πολύ σοφά διαλέξει να χρησιμοποιήσει τη σκάλα των υπηρετών για ν’ ανέβει, κι έτσι γύρισε απαρατήρητη στο δωμάτιό της. Τώρα ήταν διπλά χαρούμενη γι’ αυτή την απόφαση, αφού κατάλαβε ότι το διαπεραστικό μάτι της μητέρας της είχε αρχίσει να την αναζητά. «Εδώ είσαι, καλή μου», είπε η μητέρα της μ’ ένα πρόσχαρο χαμόγελο, πράγμα που έκανε τις υποψίες της να φουντώσουν ακόμα περισσότερο. Η Αλίξ έστρωσε το μπροστινό μέρος της φούστας της, χαρούμενη που είχε χρόνο για να φορέσει μια από τις καινούριες τουαλέτες του Μέρικ, ένα ελαφρύ καλοκαιρινό μεταξωτό με σκούρο βερικοκί χρώμα που τόνιζε την υγιή λάμψη του δέρματός της και τις καστανοκόκκινες ανταύγειες των μαλλιών της. «Δείχνεις υπέροχη, η καινούρια σου γκαρνταρόμπα είναι πανέμορφη». Η Αλίξ δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που η μητέρα της της είχε κάνει κάποιο κομπλιμέντο για τα ρούχα της. Κοίταξε διερευνητικά το πρόσωπο της μητέρας της, αναζητώντας κάποιο στοιχείο γι’ αυτή τη μεταμόρφωση. Από τότε που είχε απορρίψει την τελευταία πρόταση γάμου, η μητέρα της την αντιμετώπιζε μ’ έναν αέρα ευγενικής αδιαφορίας. Την είχαν παρατήσει να κάνει τα δικά της, από τη στιγμή που έγινε φανερό ότι δε σκόπευε να επιστρέφει στο Λονδίνο, και η μητέρα της ήταν φανερά απογοητευμένη που έβλεπε ότι η κόρη της δε θα παντρευόταν ποτέ. Η αποψινή βραδιά αποτελούσε μια εντυπωσιακή εξαίρεση. ~ 151 ~
«Γύρισα αργά από το πανηγύρι και ξάπλωσα λιγάκι», αυτοσχέδιασε βιαστικά η Αλίξ για να δικαιολογήσει την καθυστερημένη άφιξή της. Η μητέρα της κούνησε το χέρι σαν να της έλεγε ότι δε χρειαζόταν ν’ απολογείται. «Δεν έχει σημασία, είσαι εδώ τώρα. Ο πατέρας σου κι εγώ σου έχουμε υπέροχα νέα. Έλα να μας συναντήσεις στο γραφείο. Ο Τζέιμι θα εκτελέσει τα χρέη του οικοδεσπότη κατά την απουσία μας». Ο πατέρας της βρισκόταν ήδη εκεί, καθισμένος στη συνηθισμένη θέση του πίσω από το εντυπωσιακό γραφείο όπου διευθετούσε όλες τις σημαντικές υποθέσεις του. Αλλά δεν ήταν μόνος. Καθισμένος άνετα σε μια πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο ήταν ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ. Ο Ρέντφιλντ δεν είχε περάσει τις τελευταίες ώρες ξαπλωμένος στα χώματα, δίπλα στην όχθη μιας λίμνης. Έδειχνε γεμάτος σιγουριά για την ομορφιά του και τα πονηρά καστανά μάτια του λαμπύριζαν. Είχε φορέσει την καλύτερη σπορ ενδυμασία του, ήταν φρεσκοξυρισμένος κι είχε χτενίσει επιμελώς τα σκουρόξανθα μαλλιά του. Όταν μπήκε η Αλίξ, σηκώθηκε, την πλησίασε και της έπιασε το χέρι. «Αγαπητή μου Αλίξ, είσαι εκτυφλωτική. Τολμώ να πω ότι η μέρα στο πανηγύρι έκανε τα μάγουλά σου να ροδίσουν. Όταν σε είδα νωρίτερα, έδειχνες κάπως χλομή». Τι συνέβαινε; Η πρώτη σκέψη της Αλίξ ήταν πως ο Ρέντφιλντ είχε ενημερώσει τους γονείς της για το φιλί του Μέρικ στο πανηγύρι ή, ακόμα χειρότερα, πως είχε μάθει με κάποιον τρόπο τι είχαν κάνει οι δυο τους στη λιμνούλα. Αλλά η μητέρα της έμοιαζε πολύ χαρούμενη για να έχει συμβεί οποιαδήποτε συμφορά. Ο Ρέντφιλντ ήταν καρφί, αλλά όχι εκείνη τη βραδιά. Εκείνη τη βραδιά υποδυόταν τον γοητευμένο τζέντλεμαν, πράγμα που την ανησυχούσε πολύ. Προτιμούσε το καρφί. «Κάθισε, αγαπητή μου». Ο πατέρας της της έδειξε μια άδεια πολυθρόνα. «Έχουμε καταπληκτικά νέα. Μόλις σήμερα το απόγευμα ο κύριος Ρέντφιλντ ζήτησε το χέρι σου σε γάμο». «Δεν είναι υπέροχο;» αναφώνησε η μητέρα της. «Στο κάτω κάτω, είναι γείτονάς μας και, άρα, θα εξακολουθήσεις να ζεις κοντά στο σπίτι. Είναι ένας ιδανικός διακανονισμός». Ο Ρέντφιλντ χαμογελούσε και μελετούσε ταπεινά τα νύχια του όση ώρα η μητέρα της τόνιζε τα πλεονεκτήματα αυτού του συνοικεσίου. Η Αλίξ την άκουγε άφωνη, κυριευμένη από πανικό. ~ 152 ~
«Και τι θα γίνει με τον Σεντ Μάγκνους;» κατάφερε να ρωτήσει, όταν η μητέρα της διέκοψε για να πάρει μια ανάσα. «Έχεις δίκιο, αγαπητή μου», είπε ο Ρέντφιλντ σηκώνοντας το βλέμμα από τα νύχια του μ’ ένα τόσο καλοκάγαθο χαμόγελο, που άγγιζε τα όρια του πατροναρίσματος. «Πρέπει να ενημερωθεί αμέσως. Εσύ κι εγώ έχουμε πολλούς λόγους να τον ευχαριστήσουμε». Η Αλίξ τινάχτηκε, αλλά ο Ρέντφιλντ κινήθηκε πρώτος. «Αν μου το επιτρέπετε, θα ήθελα ένα λεπτό ιδιαιτέρως με τη μνηστή μου», είπε στους γονείς της μ’ ένα επιτυχημένα προσποιητό χαμόγελο, που έκανε το πρόσωπό του τάχα να λάμψει από την ευτυχία για τον αρραβώνα τους. Διέκοψε την παράσταση αμέσως μόλις οι γονείς της βγήκαν από το δωμάτιο. «Ξέρω τι σου περνάει από το όμορφο κεφαλάκι σου, Αλίξ Μπερκ», ξεκίνησε. «Αλλά δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Ο Σεντ Μάγκνους δεν μπορεί πλέον να σου κάνει κακό. Δε θα του επιτρέψω να προσβάλει τη σύζυγό μου. Εξήγησα όλη την κατάσταση στον πατέρα σου, του περιέγραψα πόσο εκδηλωτικός ήταν ο Σεντ Μάγκνους μετά τη νίκη του στο διαγωνισμό». Μιλούσε για το απερίσκεπτο φιλί του Μέρικ, αλλά αυτό ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου. «Ο Σεντ Μάγκνους έχει υπάρξει “υπερβολικά εκδηλωτικός” κι άλλες φορές στο παρελθόν, έτσι δεν είναι; Αλλά εμένα δε με νοιάζει, τόση είναι η εκτίμηση που τρέφω για σένα». Η Αλίξ γνώριζε πολύ καλά ποιο ήταν το είδος της «εκτίμησής» του. Δεν είχε καμία σχέση με τα αισθήματά του. «Το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι η περιουσία μου», είπε και τον κοίταξε σταθερά κατάματα. «Οι γονείς σου έχουν απελπιστεί, πιστεύουν ότι δε θα σε δουν ποτέ παντρεμένη. Είναι πολύ πιο απελπισμένοι απ’ ό,τι την περασμένη άνοιξη. Ο Σεντ Μάγκνους μας ξάφνιασε όλους. Αν το καλοσκεφτείς, αυτό λειτουργεί προς όφελος όλων μας. Εγώ θέλω απελπισμένα να παντρευτώ κι εκείνοι θέλουν απελπισμένα ν’ απομακρύνουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον Σεντ Μάγκνους από εσένα». Ο Ρέντφιλντ ύψωσε τα χέρια. «Δε θα έπρεπε να δείχνεις τόσο ξαφνιασμένη. Έτσι κανονίζονται όλες αυτές οι συμμαχίες, γλυκιά μου. Παρασυρμένος από την εκτίμησή μου για το άτομό σου, έκανα το λάθος να ρωτήσω πρώτα εσένα την άνοιξη. Αν είχα πάει εξαρχής κατευθείαν στον πατέρα σου, το όλο θέμα θα μπορούσε ~ 153 ~
να είχε τακτοποιηθεί πολύ νωρίτερα. Θα μπορούσα να σ’ έχω σώσει από την ντροπή του ενδιαφέροντος του Σεντ Μάγκνους». «Δεν είμαι “γλυκιά σου”», μούγκρισε η Αλίξ. «Αλλά ούτε του Σεντ Μάγκνους είσαι». Ο Ρέντφιλντ γέλασε χαιρέκακα. «Θα απογοητευτεί που του έκλεψα το έπαθλο. Αλλά αυτό είναι όλο. Οι άντρες σαν κι αυτόν δε θέλουν να χάνουν. Έπαιξε ένα δυσκολότερο παιχνίδι με τους όρους του πατέρα σου κι έχασε. Εγώ θα έχω τα χρήματά σου κι αυτός την ελευθερία του. Υποψιάζομαι πως στο τέλος θα είναι αρκετά ικανοποιημένος γνωρίζοντας ότι θα του παρουσιαστούν πολλές ευκαιρίες ακόμα πάντα υπάρχει κάποια γυναίκα πρόθυμη να συντηρήσει τους Σεντ Μάγκνους αυτού του κόσμου». Η ψυχρή ανάλυσή του ήταν αηδιαστική. Ήθελε να το σκάσει από το δωμάτιο, ήθελε να ικετέψει τους γονείς της να δείξουν έλεος και να τους εξηγήσει ότι ο Ρέντφιλντ ήθελε μόνο τα λεφτά της. Αλλά, ακόμα πιο πολύ, ήθελε να ριχτεί στην αγκαλιά του Μέρικ και να τον ακούσει να της λέει ότι όσα έζησαν δεν ήταν ένα ψέμα, ότι δεν την είχε φλερτάρει με σκοπό να πάρει την προίκα της, ότι δεν είχε χρησιμοποιήσει το σώμα της εναντίον της. «Με αηδιάζεις», είπε η Αλίξ και έκανε επιτόπου στροφή. Αλλά ο Ρέντφιλντ την άρπαξε απ’ το χέρι, την τράβηξε κοντά του και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. «Όταν συνειδητοποιήσεις ότι είμαι ειλικρινής, θα μου είσαι ευγνώμων. Ξέρεις ακριβώς για ποιο λόγο σε θέλω. Ο Σεντ Μάγκνους, από την άλλη πλευρά, σου σέρβιρε ένα σωρό ψέματα. Δεν είναι η πρώτη φορά που προσποιείται τον ερωτευμένο για ν’ ανταλλάξει απολαύσεις με χρήματα. Μπορείς να τον ρωτήσεις κάποια φορά για τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ». Η Αλίξ ελευθερώθηκε τραβώντας το μπράτσο της. Δεν ήταν αλήθεια και θα το αποδείκνυε αμέσως μόλις έβρισκε τον Μέρικ. *** Ο Μέρικ έψαξε με το βλέμμα τις συντροφιές στο σαλόνι. Η Αλίξ δε φαινόταν πουθενά. Και πρόσεξε πως ούτε η κόμισσα και ο κόμης ήταν παρόντες. Είχε την ελπίδα ότι δεν είχε δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα. Χαμένος στην ανησυχία του, ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του Τζέιμι δίπλα του. «Ψάχνεις την Αλίξ;» Αυτή η ασυνήθιστη ένταση στη φωνή του Τζέιμι δεν άρεσε καθόλου στον Μέρικ. ~ 154 ~
«Δεν είναι εδώ;» τον ρώτησε προσεκτικά. «Πρέπει να σου πω κάποια νέα, νέα που ελπίζω πως θα χαρείς ν’ ακούσεις». Ο Τζέιμι τον οδήγησε έξω στη βεράντα, μακριά από τους υπόλοιπους καλεσμένους. «Ξέρω ότι περνάς πολύ χρόνο με την Αλίξ τις τελευταίες βδομάδες και δεν έχω πει τίποτα. Ήταν χαρούμενη και άρχισε να ντύνεται ξανά όπως θα έπρεπε. Ήσουν καλός μαζί της, αν και δεν μπορώ να φανταστώ για ποιο λόγο. Δεν είναι ο τύπος της γυναίκας που σου αρέσει». «Το ίδιο πιστεύει και ο Ας», είπε ο Μέρικ μ’ έναν τόνο σκυθρωπού κυνισμού. Είχε κουραστεί να του λένε πόσο ακατάλληλη ήταν η Αλίξ γι’ αυτόν. Μήπως νόμιζαν ότι δεν το συνειδητοποιούσε; Αλλά, ακόμα κι έτσι, μήπως νόμιζαν ότι αυτή η συνειδητοποίηση τον εμπόδιζε να τη θέλει; Ο Τζέιμι ανασήκωσε τους ώμους δείχνοντας πως συμφωνεί και μετά του έριξε μια παιχνιδιάρικη αγκωνιά. «Δεν είναι μυστικό τι τύπο γυναίκας προτιμάς». Μια καστανομαλλούσα με κεχριμπαρένια μάτια που κολυμπάει γυμνή και φωνάζει την απόλαυσή της στον ουρανό του ηλιοβασιλέματος. Αλλά δεν μπορούσε να το πει αυτό στον Τζέιμι, ούτε μπορούσε να του ομολογήσει τα αισθήματά του και να ζητήσει τη συμβουλή του. Ένιωθε πολύ έντονα την απουσία της Αλίξ. «Για πες μου, λοιπόν, τα νέα», τον παρότρυνε ο Μέρικ. «Ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ, ο γείτονάς μας, ζήτησε το χέρι της». Τα νέα ήταν σαν αληθινή γροθιά στο στομάχι του. Δε θα έπρεπε να νιώθει κατάπληκτος. Ήξερε ότι ο Ρέντφιλντ κυνηγούσε την περιουσία της. «Μα θα πάει στο Λονδίνο και θα διαλέξει από τους υποψηφίους της Σεζόν», κατάφερε να ψελλίσει ο Μέρικ χωρίς να εκτεθεί. «Σίγουρα θ’ αρνηθεί». «Όχι αυτή τη φορά. Ο πατέρας μου δε θα το ανεχτεί στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα. Έχει ξεπεράσει τα όριά του. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο γραφείο και το συζητάνε. Ο Ρέντφιλντ ήρθε αμέσως μόλις γύρισε από το πανηγύρι». Ο Μέρικ υπέθεσε ότι στα λόγια του φίλου του κρυβόταν και μια επίπληξη για την απρεπή συμπεριφορά του στον αγώνα με τα μαχαίρια, αλλά δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει καθώς προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει. Δεν ήταν έτοιμος να τη χάσει τόσο σύντομα. Πίστευε ότι θα είχε κι άλλο χρόνο. Είχε σκεφτεί πως θα ήταν πιο εύκολο να τη χάσει στο Λονδίνο, όπου θα ήταν περικυκλωμένος ~ 155 ~
από τις συνηθισμένες διασκεδάσεις του. Ο Μέρικ ακούμπησε ικετευτικά το χέρι του στο μπράτσο του Τζέιμι. «Μην το επιτρέψεις, Τζέιμι. Αν έχεις έστω και την ελάχιστη επιρροή στον πατέρα σου, προσπάθησε να τον πείσεις. Αφήστε τη να πάει στο Λονδίνο και να βρει κάποιον καλύτερο. Αυτός o τύπος είναι προικοθήρας. Ξέρει κανένας σας τίποτα γι’ αυτόν;» Τώρα το μυαλό του έτρεχε. Δεν μπορούσε να σώσει τον εαυτό του, αλλά ίσως μπορούσε ακόμα να σώσει την Αλίξ. Εκείνη τη στιγμή ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε σημασία. Ο Τζέιμι σφίχτηκε ακούγοντας το αίτημά του. Η αναφορά της λέξης «προικοθήρας» φάνηκε να πιάνει τόπο. «Τι ξέρεις, Μέρικ; Ξέρεις κάτι αναξιοπρεπές γι’ αυτόν;» Ο Μέρικ κούνησε το κεφάλι του. «Θα πρέπει να ρωτήσεις την Αλίξ. Το ήξερες ότι αρνήθηκε τις προτάσεις του την περασμένη άνοιξη; Δεν είπε τίποτα επειδή φοβήθηκε την οργή του πατέρα σας». Ο Μέρικ πήρε μια ανάσα και συνέχισε. «Ο τύπος δεν έχει καν τίτλο. Τι σκέφτεται ο πατέρας σου και θέλει να την παντρέψει μαζί του χωρίς να την αφήσει να δοκιμάσει άλλη μια φορά στο Λονδίνο;» «Σκέφτεται το καλό της κόρης του», τους διέκοψε μια τραχιά φωνή. Ο Ρέντφιλντ βγήκε από το σαλόνι, κλείνοντας πίσω του τις μπαλκονόπορτες. «Καλύτερα να την παντρέψει μ’ έναν επιφανή γαιοκτήμονα της περιοχής παρά να την αμολήσει ελεύθερη στο Λονδίνο, όπου θα συνεχίσεις να την παρασύρεις με τους ακόλαστους τρόπους σου και τις ψεύτικες υποσχέσεις σου». «Αυτά είναι συκοφαντίες!» βρυχήθηκε ο Μέρικ. «Τι συμβαίνει;» Ο Τζέιμι κοίταζε μια τον Ρέντφιλντ και μια τον Μέρικ. «Τι έκανες;» «Χρειάζεται να ρωτάς; Τον ξέρεις καλύτερα απ’ όλους μας», τον κατηγόρησε εύστοχα ο Ρέντφιλντ, σταυρώνοντας γεμάτος σιγουριά τα χέρια στο στήθος του. «Τι νομίζεις ότι έκανε με την αδελφή σου όλον αυτό τον καιρό; Χρησιμοποίησε τη φιλία σας για ν’ αποκτήσει πρόσβαση σε μια συγκέντρωση αξιοπρεπών ανθρώπων. Σε ανταπόδοση, φλέρταρε την αδελφή σου με την ελπίδα να τη διεκδικήσει ο ίδιος, μαζί με όλη την προίκα της, φυσικά. Κατηγορεί εμένα γι’ αυτό που έκανε ο ίδιος!» «Είσαι ψεύτης!» Ο Μέρικ ξεπέρασε τα όριά του. Άλλος ήταν ο απατεώνας σ’ αυτή την υπόθεση. Όρμηξε στον Ρέντφιλντ και τον κόλλησε στον τοίχο μ’ ένα γδούπο. Έπειτα, του κατάφερε μια γερή γροθιά στο στομάχι, προτού ο Τζέιμι προλάβει να τον πιάσει και ~ 156 ~
να τον τραβήξει ως την πρασιά, μακριά από τα φώτα. Ο Ρέντφιλντ ήταν διπλωμένος στα δύο, αγκομαχώντας από τον πόνο, υπερβάλλοντας όσο περισσότερο μπορούσε, όταν ο κόμης όρμηξε έξω στη βεράντα, γαβγίζοντας μια φράση που ο Μέρικ είχε φτάσει να συνδυάζει αποκλειστικά μ’ εκείνον: «Τι συμβαίνει εδώ; Τζέιμι;» «Φαίνεται να υπάρχει κάποια διαφορά απόψεων σχετικά με το συνοικέσιο της Αλίξ», κατάφερε να πει ο Τζέιμι, ενώ ταυτόχρονα πάλευε να συγκρατήσει τον Μέρικ, που δεν έλεγε να παραδώσει τα όπλα. Αν αυτό το κάθαρμα ο Ρέντφιλντ ήθελε να παριστάνει ότι βογκάει από τον πόνο, ανάθεμα κι αν δεν του έδινε ένα λόγο για να βογκάει στ’ αλήθεια. Ο Φόλκστοουν ανασήκωσε τα γκρίζα φρύδια του και κάρφωσε το ψυχρό βλέμμα του προς την κατεύθυνση του Μέρικ. «Σοβαρά; Αληθεύει αυτό; Σεντ Μάγκνους, η δουλειά σας εδώ τελείωσε. Εκπληρώσατε το δικό σας κομμάτι της συμφωνίας. Κερδίσατε την ελευθερία σας. Αυτό ήταν το μόνο που σας είχα υποσχεθεί. Διαπραγματεύτηκα μαζί σας καλή τη πίστει. Ελπίζω να μου ανταποδώσετε τη χάρη και να μη διεκδικήσετε τίποτα παραπάνω». «Τι γίνεται εδώ πέρα;» απαίτησε να μάθει ο Τζέιμι. Ο Μέρικ ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει. Τώρα θα έβγαιναν όλα στη φόρα και ο Τζέιμι δε θα τον συγχωρούσε ποτέ. Ο Ρέντφιλντ άφησε ένα περιφρονητικό ρουθούνισμα, καταφέρνοντας επιτέλους να ορθώσει το κορμί του. «Ο αγαπημένος σου φίλος συνελήφθη με την αδελφή σου ενδεδυμένη απρεπώς στη βιβλιοθήκη. Για ν’ αποφύγει να πληρώσει το τίμημα ενός τζέντλεμαν για την απρέπειά του, ο πατέρας σου επέτρεψε στον Σεντ Μάγκνους να “βοηθήσει” την Αλίξ να βρει έναν πιο κατάλληλο σύζυγο αντί να την παντρευτεί ο ίδιος. Στο κάτω κάτω, γιατί κάποιος να θέλει τον Μέρικ Σεντ Μάγκνους για γαμπρό, αν μπορεί να το αποφύγει; Πάντως, υπήρχε η πρόβλεψη ότι, αν ο Σεντ Μάγκνους αποτύγχανε, θ’ αναγκαζόταν έτσι κι αλλιώς να την παντρευτεί. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν ο Σεντ Μάγκνους τόσο πιο γοητευτική του φαινόταν η ιδέα της αποτυχίας. Γιατί να μην τη διεκδικήσει για τον εαυτό του; Γιατί να τη φτιάξει με ωραία ρούχα και τρόπους για κάποιον άλλον, όταν ο ίδιος χρειάζεται τα χρήματα όσο και ο οποιοσδήποτε άλλος;» ξέσπασε ο Ρέντφιλντ. «Ο φίλος σου είναι ο χειρότερος όλων. Ευτυχώς, ζήτησα το χέρι ~ 157 ~
της λαίδης Αλίξ για να τη σώσω από την απάτη του Σεντ Μάγκνους». Η λαβή του Τζέιμι χαλάρωσε κάπως, μάλλον γιατί είχε κεραυνοβοληθεί. Ο Μέρικ βρήκε την ευκαιρία και ελευθερώθηκε. «Είσαι ένα βρομερό σκουλήκι». Ο Μέρικ του όρμηξε ξανά, αλλά αυτή τη φορά ο Ρέντφιλντ τον περίμενε και έπεσαν κι οι δύο στην πρασιά γρονθοκοπώ-ντας ο ένας τον άλλον. Χρειάστηκε να επέμβουν και ο Τζέιμι και ο κόμης για να τους χωρίσουν. «Σταμάτα, Μέρικ, για χατίρι της Αλίξ», μουρμούρισε στο αυτί του ο Τζέιμι. «Όλη αυτή η ιστορία θα προ-καλέσει απλώς σκάνδαλο γύρω από το όνομά της». Ήταν το μοναδικό επιχείρημα που μπορούσε να επηρεάσει τον Μέρικ. Είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται γύρω τους αρκετοί περίεργοι. Ο Τζέιμι και ο κόμης θα έπρεπε ν’ αποσιωπήσουν επιδέξια το περιστατικό, αν ήθελαν ν’ αποτρέψουν τη διάδοση κάποιας ατιμαστικής φήμης. Η λαίδη Φόλκστοουν θα τον σκότωνε αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αντί η δεξίωσή της να μείνει αξέχαστη για όλα τα επιτυχημένα προξενιά που έγιναν, θα έμενε αξέχαστη γι’ αυτή την παραβίαση των κανόνων της ευπρέπειας, την οποία θα καταλόγιζαν σ’ αυτόν, φυσικά. «Αφήστε με να μιλήσω στην Αλίξ», ζήτησε ο Μέρικ, τακτοποιώντας το σακάκι του και μαλακώνοντας. Ο κόμης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όπως σας είπα, η δουλειά σας εδώ τελείωσε και, μάλιστα, με αξιοθαύμαστο τρόπο. Θα σας συμβούλευα να μαζέψετε τα πράγματά σας και να φύγετε. Μπορείτε να πιάσετε δωμάτιο στο πανδοχείο για το βράδυ και μετά να πάτε εκεί όπου πάνε οι άνθρωποι του είδους σας, όταν δεν προκαλούν αναστάτωση στην αξιοπρεπή κοινωνία». *** Ο Μέρικ είχε φύγει. Η Αλίξ το κατάλαβε χωρίς να χρειαστεί να της το πει ο Τζέιμι, αν και την είχε πάρει διακριτικά στο πλάι πριν χτυπήσει το κουδούνι του δείπνου και της είχε πει ότι ο Μέρικ έφυγε λόγω κάποιας επείγουσας δουλειάς. Ο Ρέντφιλντ βρισκόταν διαρκώς δίπλα της όλο το υπόλοιπο βράδυ. Είχε αργήσει να εμφανιστεί για το δείπνο και, όταν ήρθε, φορούσε άλλο πουκάμισο από εκείνο που φορούσε στο γραφείο του πατέρα της. Η Αλίξ δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν η ε~ 158 ~
πείγουσα δουλειά του Μέρικ είχε κάποια σχέση με την αλλαγή ενδυμασίας του Ρέντφιλντ, όπως και με την εξαφάνιση του Τζέιμι και του πατέρα της στο γραφείο μετά το δείπνο. Το μόνο καλό που είχε προκόψει εκείνο το βράδυ ήταν η απόφαση του πατέρα της να μην ανακοινώσει ακόμα έναν επίσημο αρραβώνα. Μάλλον έπρεπε να ευχαριστήσει τον Τζέιμι γι’ αυτή την αναβολή. Θα πήγαιναν στο Λονδίνο όπως είχαν σχεδιάσει αντί να ανακοινώσουν τα νέα στο χορό το επόμενο βράδυ. Αυτή η καθυστέρηση θα έδινε στην Αλίξ την ευκαιρία ν’ απολαύσει τη Σεζόν πριν απ’ το γάμο, καθώς και το χρόνο να ετοιμάσει τα προικιά της σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας. Εξάλλου, είπε ο πατέρας της, έπρεπε να ετοιμαστούν τα γαμήλια συμβόλαια και δεν υπήρχε βιασύνη τώρα που τα πράγματα είχαν τακτοποιηθεί. Ο Ρέντφιλντ είχε συμφωνήσει με το διακανονισμό μ’ ένα σφιγμένο χαμόγελο, που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν πραγματικά ευχαριστημένος. Η Αλίξ του χαμογέλασε περιφρονητικά πίσω από την πλάτη του πατέρα της όταν έδιναν τα χέρια, αλλά ο Ρέντφιλντ δεν είχε ικανοποιηθεί ακόμα. Τη στρίμωξε σε μια άκρη καθώς ανέβαινε τις σκάλες, αρπάζοντας κτητικά και βίαια το μπράτσο της. «Ο Σεντ Μάγκνους έφυγε, αγαπητή μου, αλλά εγώ είμαι ακόμα εδώ. Υπερασπίστηκα την τιμή σου απόψε με τις γροθιές μου και με την πρόταση γάμου που σου έκανα, ενώ αυτός ο απατεώνας ο Σεντ Μάγκνους θα την αμαύρωνε. Μου το χρωστάς. Μην το ξεχάσεις ποτέ». *** Η Αλίξ αποκοιμήθηκε κλαίγοντας, παραδομένη στις σκοτεινές σκέψεις της. Της ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι πριν από μόλις έξι ώρες ήταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Μέρικ. Της ήταν ακόμα πιο δύσκολο να πιστέψει ότι είχε υπάρξει κομμάτι της ζωής της μόλις για δύο βδομάδες. Αυτές τις δύο βδομάδες είχε νιώσει πιο ζωντανή από ποτέ άλλοτε τα δύο τελευταία χρόνια. Όμως, ο κοινός τους δρόμος είχε φτάσει στο τέλος του. Ο Μέρικ την είχε εγκαταλείψει. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, είχε φύγει. Κι εκείνη ήταν ακόμα μια φορά μόνη. Μακάρι να του είχε πει αυτό που είχε τόσο πρόσφατα ανακαλύψει: ότι τον αγαπούσε. Αλλά τώρα ήταν πολύ αργά. Όλα είχαν τελειώσει.
~ 159 ~
Κεφάλαιο 16
Το σκάνδαλο συντάραξε όλο το Λονδίνο. Ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους είχε αποπεμφθεί από το πάρτι του Φόλκστοουν, επειδή είχε καβγαδίσει για μια κυρία. Είχε καβγαδίσει, το φαντάζεσαι;, έλεγαν οι κυρίες πίσω από τις βεντάλιες τους. Οι κύριοι μπορεί να μονομαχούσαν στα κρυφά, αλλά ποτέ δεν ξέπεφταν τόσο ώστε να γρονθοκοπούνται στην πρασιά ενός ανθρώπου που τους φιλοξενούσε, και μάλιστα για το χατίρι της θυγατέρας του. Αυτό απλώς αποδείκνυε ότι ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους δεν ήταν κύριος. Δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο πατέρας του, σχολίαζαν κουνώντας τις βεντάλιες τους όλο και πιο δυνατά. Και δεν ήταν λίγες οι κυρίες που απολάμβαναν λάγνες φαντασιώσεις πίσω από εκείνες τις βεντάλιες. Πώς θα ήταν να βρίσκεσαι στην αγκαλιά ενός άντρα που αφηνόταν να παρασυρθεί από τα πάθη του; Από τις ψυχικές του διαθέσεις; Οι γυναίκες αναριγούσαν μέσα στις ζεστές αίθουσες χορού του Λονδίνου μ’ αυτή τη σκέψη. Το ίδιο συνέβαινε όπου κι αν πήγαινε. Οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό τους ήταν ολοφάνερες, όπως και τα θέλγητρα μερικών πιο έμπειρων κυριών. Ο Μέρικ το παρατήρησε, καθώς διέσχιζε την αίθουσα χορού της λαίδης Κούθγουολντ με τον Ας στο πλευρό του. Ανταπέδωσε μ’ ένα ευγενικό νεύμα το προκλητικό χαμόγελο μιας γνωστής πρόθυμης χήρας. Οι σκέψεις των κυριών διέφεραν ελάχιστα, μόνο που κάποιες πιο φιλόδοξες έτρεφαν την ελπίδα ότι και οι δύο, τόσο εκείνος όσο και ο Ας, θα ζέσταιναν το κρεβάτι τους. «Ο κατακτητής ήρωας επιστρέφει», μουρμούρισε ο Ας. «Υπάρχει καμιά γυναίκα στο δωμάτιο που να μη σε θέλει;» «Μόνο εκείνες που θέλουν εσένα», αποκρίθηκε ο Μέρικ ξερά. ~ 160 ~
Όλη αυτή η προκλητικότητα δεν ήταν πια τόσο διασκεδαστική όσο άλλοτε. «Η χήρα μάς θέλει και τους δύο. Μπορεί να περάσουμε καλά. Καιρό έχουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο». Ο Μέρικ ήξερε ότι ο Ας Μπίντβιρ ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μιλούσε για ένα «τρίγωνο» με την ίδια φυσικότητα που θα έδειχνε αν αναφερόταν στην επιλογή ενός νέου γιλέκου. «Αυτό δεν το έχουμε κάνει ποτέ», τον διόρθωσε ο Μέρικ. «Είσαι σίγουρος; Κι εκείνη τη φορά που...» «Είμαι πολύ σίγουρος», τον έκοψε ο Μέρικ, που δεν ήθελε να λογομαχήσει για τις ερωτικές περιπέτειες του Ας στη μέση μιας αίθουσας χορού. Ο Ας ήταν η μόνιμη παρέα του από τότε που γύρισε στην πόλη πριν από τρεις μέρες. Τον φιλοξενούσε στο σπίτι του, και ο Μέρικ του ήταν ευγνώμων γι’ αυτό, αν και δε συμφωνούσε με την έκφυλη ζωή του. Κάπου ανάμεσα στο Κεντ και το Λονδίνο, οι συνήθειες του φίλου του είχαν αρχίσει να τον κουράζουν. «Μπας κι έγινες ψηλομύτης;» «Το γεγονός ότι δε θέλω να μοιραστώ κάποια μαζί σου δε σημαίνει ότι έγινα ψηλομύτης». Αλλά ίσως να είχε γίνει. Ίσως ο Ας να είχε δίκιο. Αλλαζε, κι αυτό τον τρόμαζε. Δεν ήξερε τι να κάνει για ν’ αποτρέψει αυτή την αλλαγή. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε βιαστεί να γυρίσει αμέσως στο Λονδίνο μετά τον καβγά του με τον Αρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ. Θα μπορούσε να είχε επιστρέψει νωρίτερα, αλλά είχε καθυστερήσει με την ελπίδα ότι ο χρόνος θα μέτριαζε το σάλο που σίγουρα θα προηγούνταν της άφιξής του. Όμως, το μόνο που είχε καταφέρει να κάνει με την απουσία του ήταν να κορυφώσει την ανυπομονησία για τον ερχομό του. Στο κάτω κάτω, η Αλίξ Μπερκ ήταν εδώ, πανέμορφη και εκθαμβωτική, γοητεύοντας τους νέους άντρες. Σίγουρα ο Σεντ Μάγκνους δε θα ρίσκαρε να εκτεθεί μ’ έναν καβγά μόνο και μόνο για ν’ αποσυρθεί από το πεδίο, όχι όταν για δύο βδομάδες στο Κεντ έκανε τα πάντα για να ικανοποιήσει τα καπρίτσια της κοπέλας που παλιά απέρριπταν όλοι, στερώντας έτσι από τις γυναίκες του Λονδίνου την παρουσία του. Ο Μέρικ δε χρειαζόταν να διαθέτει ιδιαίτερη διαίσθηση για να το γνωρίζει. Το βιβλίο στοιχημάτων στο Γουάιτ ήταν γεμάτο: πότε θα ερχόταν, πότε θα συναντούσε την Αλίξ Μπερκ σε μια συγκέντρωση και πότε θα τη διεκδικούσε. ~ 161 ~
Δεν είχε δει ακόμα την Αλίξ. Δεν υπήρχε λόγος να συναντηθούν. Είχε κάνει το καθήκον του απέναντι σ’ εκείνη και στον πατέρα της. Ήταν η Βασίλισσα του Λονδίνου. Οι γροθιές του είχαν εξασφαλίσει τη δημοτικότητά της. Όλοι περίμεναν να δουν τη γυναίκα που είχε φέρει δύο άντρες στην αναξιοπρεπή θέση να τσακωθούν. Πράγματι η Αλίξ Μπερκ πρέπει να είχε μεταμορφωθεί, δε θα ήταν πλέον το κορίτσι που θυμούνταν. Οι φήμες συμπλήρωσαν την ιστορία. Από κει που θα έμενε στο ράφι, είχε γίνει πολύτιμο έπαθλο. Οι άντρες ήθελαν να κερδίσουν τη γυναίκα που είχε κάνει τον Σεντ Μάγκνους «καθωσπρέπει» έστω και για λίγο. Αυτό το τελευταίο ήταν επινόηση του Τζέιμι. Ο Μέρικ δεν ήταν σίγουρος ότι είχε φερθεί με αξιοπρέπεια όσον αφορούσε την Αλίξ. Αυτός ήταν ο άλλος λόγος που δε βιάστηκε να γυρίσει στην πόλη. Ήλπιζε ότι το πάθος του θα καταλάγιαζε και ότι θα μπορούσε να δει τα πράγματα διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, όμως, συνέβη το αντίθετο: το πάθος του φούντωνε μέρα με τη μέρα και τον κατέτρωγε. Έπρεπε να τη δει. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά -αυτό έλεγε στον εαυτό του. Τις στιγμές που ήταν ειλικρινής, ήξερε ότι την ήθελε -στην πραγματικότητα, την ποθούσε σαν τρελός. Λαχταρούσε να δει τα μάτια της, να νιώσει τα μαλλιά της να γλιστρούν ανάμεσα στα δάχτυλά του, το κορμί της να σφίγγεται πάνω στο δικό του. Αλλά δεν ποθούσε μόνο το σώμα της. Λαχταρούσε επίσης να κάθεται στη βιβλιοθήκη μαζί της, να της μιλάει, ν’ ακούει τις διηγήσεις της για την Ιστορία. Ομως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν είχε τίποτα κατάλληλο να της δώσει σε αντάλλαγμα αυτών που του είχε δώσει εκείνη. Γι' αυτόν το λόγο δεν έπρεπε να την αναζητήσει. Οι άνθρωποι μπορεί να σκέφτονταν ό,τι ήθελαν για όλα όσα έγιναν στην εξοχή, μακριά από το αδηφάγο βλέμμα της κοινωνίας. Αλλά στο Λονδίνο τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του την ευχαρίστηση να είναι μαζί της. Η μοίρα αποφάσισε να βάλει σε πειρασμό τον ίδιο και τη λογική που με τόση προσπάθεια είχε επιστρατεύσει. Το πλήθος είχε αραιώσει στην άλλη άκρη της αίθουσας. Και τότε την είδε. Η Αλίξ Μπερκ, στην πρωτόγνωρη δόξα της, ντυμένη με μια τουαλέτα σε απαλό ροδακινί χρώμα και μια σειρά μαργαριτάρια στο λαιμό της, με τη γνωστή βεντάλια να πηγαίνει πέρα-δώθε, τριγυρισμένη από κυρίους. Γέλασε δυνατά μ’ ένα αστείο που είπε ένας τζέντλεμαν στα δεξιά της. Έγειρε προς το μέρος του και ακούμπησε απαλά ~ 162 ~
στο μανίκι του με το γαντοφορεμένο χέρι της. Δεν υπήρχε κάτι μεμπτό σ’ αυτό. Ο κύριος άστραψε ολόκληρος, ενθαρρυμένος. Ο Μέρικ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Εκείνος της είχε μάθει αυτό το κόλπο. Εκείνη τη μέρα είχε εκφράσει την αποστροφή της στη σκέψη ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τέτοια μέσα, αλλά απόψε τα εφάρμοζε με αξιοζήλευτη ευκολία. Ο Μέρικ αναγνώρισε τον άντρα που ήταν μαζί της, κάποιος υποκόμης Φούλγουερθ, ο οποίος έτυχε να στοιχηματίσει στο Γουάιτ ότι ο Μέρικ θα της ζητούσε να χορέψουν πριν από τις έξι Ιουλίου. Πολύ θα ήθελε να γρονθοκοπήσει τον άντρα που υποτίθεται ότι ήθελε να την κερδίσει, ενώ στοιχημάτιζε στην επόμενη κίνησή της. Πίσω του, ο Ας ξερόβηξε. «Πάω να δω αν η χήρα μπορεί να βολευτεί με τον έναν από μας. Συγνώμη». Ο Μέρικ κατένευσε αφηρημένα. Τώρα πια είχαν παρατηρήσει κι άλλοι ότι εκείνος και η Αλίξ ήταν αρκετά κοντά. Οι συζητήσεις κόπασαν και κρυφές ματιές εκτοξεύτηκαν προς το μέρος του. Η Αλίξ πήρε το βλέμμα της από τον άντρα με τον οποίο μιλούσε και ακολούθησε το χνάρι της σιωπής, ώσπου τα μάτια της τον βρήκαν, πελώρια και γεμάτα συγκίνηση για μια στιγμή, προτού γίνουν επιφυλακτικά. Εκείνος προχώρησε προς το μέρος της. Έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα, με φυσικότητα, προτού οι θεατές αρχίσουν να φαντάζονται τι θα σήμαινε κάποιος δισταγμός από μέρους του. Με την άκρη του ματιού του, είδε τον Τζέιμι να κινείται επίσης και ν’ απομακρύνεται από μια διπλανή παρέα στην οποία βρισκόταν. Ένιωσε ευγνώμων γι’ αυτό. Η παρουσία του Τζέιμι θα νομιμοποιούσε τη συνάντησή τους. Ήξερε επίσης ότι ο Τζέιμι ήταν εκεί για να προστατέψει την Αλίξ. «Λαίδη Αλίξ...» Ο Μέρικ υποκλίθηκε πάνω από το γαντοφορεμένο χέρι της κοπέλας. «Είναι μεγάλη μου χαρά να σας συναντώ εδώ». Δεν ανέφερε τίποτα για προηγούμενες συναντήσεις. «Ευχαριστώ πολύ. Διασκεδάζετε στο χορό;» είπε η Αλίξ. «Ναι, εσείς;» «Ναι. Η διακόσμηση είναι πολύ ωραία». Αυτή η κοινότοπη συζήτηση ήταν γελοία. Εκείνος δεν ήθελε να μιλήσει για το χορό ή για τη διακόσμηση. Ήθελε να τη ρωτήσει πώς ήταν, αν είχε μετανιώσει για την απόφασή τους στη λίμνη κι αν καταλάβαινε γιατί είχε φύγει από το Κεντ. Ήθελε να της εξηγήσει ότι δεν είχε άλλη επιλογή και ότι έφυγε για το καλό της. ~ 163 ~
Ήθελε να της ζητήσει συγνώμη που δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί της, αν, βέβαια, εκείνη επιθυμούσε να έχει την οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του. Μόνο ένα μέρος πρόσφερε κάποια απομόνωση σ’ ένα χορό. Ήταν σίγουρος ότι εκείνη θα είχε ήδη υποσχεθεί σε άλλους κυρίους όλους τους χορούς, αλλά έπρεπε να προσπαθήσει. Η ορχήστρα έπαιζε τις πρώτες νότες ενός γνωστού βαλς. «Θα θέλατε να χορέψουμε, λαίδη Αλίξ;» ρώτησε ο Μέρικ. Η Αλίξ φάνηκε να τα χάνει για μια στιγμή. Αναζήτησε καταφύγιο με το βλέμμα στην κάρτα με τους χορούς της. «Φοβάμαι ότι αυτός ο χορός είναι κλεισμένος». Έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Φούλγουερθ. Η διαπεραστική ματιά του Μέρικ στράφηκε στον υποκόμη. «Ζητώ συγγνώμη, δεν ήθελα να παρέμβω». Φερόταν με εξαιρετική ευγένεια, αλλά ήξερε καλά τι έκανε: θα βοηθούσε τον Φούλγουερθ να κερδίσει. Ο άντρας αυτός είχε παίξει ένα μεγάλο ποσό στο στοίχημα. Ο Φούλγουερθ υποκλίθηκε. «Αν δεν πειράζει τη λαίδη Αλίξ, σας παραχωρώ αυτόν το χορό, Σεντ Μάγκνους. Νιώθω ότι δεν έχω χωνέψει ακόμα το δείπνο μου. Αγαπητή λαίδη Αλίξ, θα με συγχωρήσετε;» Τι υποκριτής που ήταν ο Φούλγουερθ! Ο Μέρικ έσπευσε να προσφέρει το μπράτσο του στην Αλίξ και να την οδηγήσει στην πίστα, προτού ο υποκόμης επινοήσει κάποια άλλη ανόητη δικαιολογία. «Δεν κάνει για σένα αυτός ο άντρας, Αλίξ», άρχισε ο Μέρικ, ακουμπώντας το χέρι του χαμηλά στην πλάτη της. «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε η Αλίξ. «Ποντάρισε πάνω σου στο Γουάιτ. Στοιχημάτισε ότι θα χόρευα μαζί σου πριν από τις έξι Ιουλίου. Τυχερός είναι, σήμερα έχουμε πέντε Ιουλίου». Ο Μέρικ άρχισε να στροβιλίζεται μαζί της, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να την τραβήξει πιο κοντά του. «Ανακάλυψα ότι οι άντρες δε διαφέρουν μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τη θέση τους», είπε η Αλίξ κάπως ψυχρά. «Πώς τα πέρασες;» Ο Μέρικ έστρεψε τη συζήτηση σε ασφαλέστερα θέματα. «Εννοείς πώς τα πέρασα από τότε που έφυγες τόσο ξαφνικά;» «Καταλαβαίνω ότι σε στενοχώρησα. Θα ήθελα να σου εξηγήσω». «Δεν υπάρχει τίποτα να μου εξηγήσεις». Η Αλίξ αναστέναξε. ~ 164 ~
«Για την ακρίβεια, δεν ξέρω καν αν είμαι θυμωμένη μαζί σου. Ξέρω μόνο ότι έφυγες χωρίς να μ’ αποχαιρετήσεις. Αλλά θα χαρείς να μάθεις ότι ο Τζέιμι μάζεψε με τρόπο αξιοθαύμαστο τα κομμάτια». «Και ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ;» «Προσωρινώς του κόπηκε η φόρα. Εγώ ήρθα για τη Σεζόν με σκοπό να χαρώ την πόλη και να ετοιμάσω τα προικιά μου, ενώ ο πατέρας μου ετοιμάζει συμβόλαια και ψάχνει το παρελθόν του Ρέντφιλντ. Ο πατέρας και ο Ρέντφιλντ έμειναν στην εξοχή, αλλά τους περιμένω από μέρα σε μέρα». «Το Λονδίνο σού πάει πολύ. Είσαι πιο όμορφη από ποτέ». «Πρέπει να είμαι. Είναι η τελευταία μου ευκαιρία να βρω κάποιον καλύτερο από τον Ρέντφιλντ». Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Το βλέμμα της τον άγγιξε βαθιά. Εκείνη τη σύντομη στιγμή παραδέχτηκε αυτό που απέφευγε όλες εκείνες τις μέρες στο δρόμο, όταν ανέβαλλε την επιστροφή του στο Λονδίνο. Αγαπούσε την Αλίξ Μπερκ. «Είχες δίκιο, Μέρικ, η μόνη ελευθερία που έχω είναι να επιλέξω το σύζυγό μου, κι ο Ρέντφιλντ προσπάθησε να μου τη στερήσει. Και μπορεί να τα καταφέρει, αν δε βρω κάποιον άλλον. Ένας ευγενής νεαρός κύριος με έντιμο παρελθόν θ’ άλλαζε τη γνώμη του πατέρα μου. Έτσι νομίζω. Όπως βλέπεις, ο γάμος έγινε φυλακή και απόδραση ταυτόχρονα». «Θα μπορούσες να παντρευτείς εμένα». Τα λόγια ξέφυγαν πριν μπορέσει να τα σταματήσει, πριν μπορέσει να σκεφτεί τους λόγους για τους οποίους δεν της ταίριαζε, πριν μπορέσει να σκεφτεί το φόβο του ότι θα την απογοήτευε. Η Αλίξ σκόνταψε πάνω του από την έκπληξή της. «Ο πατέρας μου σε απάλλαξε από τις υποχρεώσεις σου. Μου το είπε ο Τζέιμι. Δεν είσαι πλέον σύζυγος εν αναμονή». Η Αλίξ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε θέλω να φανώ σκληρή, αλλά δεν έχεις ούτε λεφτά ούτε τίτλο. Δεν είσαι καλύτερος υποψήφιος μνηστήρας από τον Ρέντφιλντ, χειρότερος ίσως. Ο πατέρας μου δε θα σε δεχόταν». «Δε θα παντρευτώ τον πατέρα σου. Εσένα θα παντρευτώ. Δέχεσαι, Αλίξ;» Το πρόσωπό της πάγωσε. Το σώμα της έγινε άκαμπτο στην αγκαλιά του. «Δεν μπορώ να το συζητήσω αυτό εδώ». «Τότε πού;» Χωρίς να ντραπεί, έγειρε και χάιδεψε το αυτί της με μια απαλή αισθησιακή ανάσα. Θα πολεμούσε με ό,τι διέθετε ~ 165 ~
στο οπλοστάσιό του, είτε ήταν αμαρτία είτε όχι. «Πες το μέρος και θα είμαι εκεί. Από τότε που έφυγα από το Φόλκστοουν μόνο εσένα σκέφτομαι. Σε ονειρεύομαι. Κι όταν ξυπνάω, ο πόθος μου για σένα είναι ολοφάνερος. Μη μου πεις ότι δε με σκέφτεσαι κι εσύ, ότι δε θυμάσαι τη μαγεία που μπορούμε να μοιραστούμε...» Ο σφυγμός της χοροπηδούσε κάτω από τη σειρά των λεπτών μαργαριταριών και ο Μέρικ χαμογέλασε. «Παραδέξου ότι με θέλεις, Αλίξ». «Φυσικά και δε θα παραδεχτώ κάτι τέτοιο», είπε, ενώ το κορμί άρχισε να τρέμει και το βλέμμα της παρέμενε στυλωμένο στα χείλη του. «Δε χρειάζεται. Μου το μαρτύρησαν το κορμί σου και το βλέμμα σου, γλυκιά μου». Πέρασαν τις πόρτες και βρέθηκαν στη βεράντα. «Να σε παρασύρω έξω και να σε φιλήσω χωρίς να υπολογίσω τίποτα;» «Μέρικ, όχι, σε παρακαλώ», ικέτεψε η Αλίξ. Τα δάχτυλά της έσφιξαν δυνατά το ύφασμα του σακακιού στον ώμο του. Παράπαιε. «Γιατί όχι; Γιατί να μη ζητήσω αυτό που θέλω; Γιατί να μην πάρεις αυτό που ποθείς;» «Γιατί ο πόθος μας δεν έχει καμία σχέση με το γάμο. Ο γάμος είναι για πάντα, Μέρικ, ενώ ο πόθος είναι...» Ανασήκωσε με μια απαλή κίνηση τους γυμνούς ώμους της. «Ο πόθος δεν είναι για πάντα, Μέρικ, εσύ το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα». Ο Μέρικ τη στροβίλισε μια τελευταία φορά και η μουσική σταμάτησε. Στέκονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Ο Μέρικ αρνιόταν να την αφήσει. «Κι αν δεχόσουν για να δούμε αν έχεις δίκιο ή άδικο;» «Όχι άλλα στοιχήματα, Μέρικ. Γιατί δε με πας πίσω στην αυλή των μνηστήρων μου;» «Και μετά τι; Θα κουβεντιάζουμε για αδιάφορα κι ασήμαντα πράγματα, ενώ εγώ θα σου κάνω έρωτα νοερά κι εσύ θα ξέρεις τι σκέφτομαι πραγματικά;» Την πήγε πίσω, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να τη φλερτάρει άλλο. Ο Τζέιμι τον απομάκρυνε γρήγορα από τον κύκλο των θαυμαστών της, με τη δικαιολογία ότι ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως στον παλιόφιλο του. Ο Μέρικ δεν ξεγελάστηκε. Όταν βρέθηκαν έξω, ο Τζέιμι του μίλησε στα ίσα. «Νομίζω ότι ~ 166 ~
είναι καλύτερα να την αφήσεις ήσυχη πια. Έκανες την εμφάνισή σου για να ικανοποιήσεις την περιέργεια της κοινωνίας. Δεν υπάρχει λόγος να πατρονάρεις την αυλή της». «Προειδοποίηση είναι αυτό;» ρώτησε ο Μέρικ, αλλά ήξερε ότι η αντίδραση του Τζέιμι ήταν δικαιολογημένη. Έπρεπε να προστατέψει την αδελφή του και γνώριζε καλά τη φήμη του Μέρικ. Ωστόσο, ο τόνος του ήταν απότομος όταν μίλησε στον Τζέιμι. Η υπομονή του είχε φτάσει στα όριά της. Τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά είχε ανακαλύψει ότι ήταν ερωτευμένος, είχε κάνει μια πρόταση γάμου και είχε λάβει αρνητική απάντηση. Ήταν μια βραδιά πολύ γεμάτη, ακόμα και γι’ αυτόν. «Μέρικ, είμαστε φίλοι. Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Η Αλίξ δέχτηκε μια επίσημη πρόταση γάμου από τον Ρέντφιλντ και, αν δεν τον θέλει, μπορεί να διαλέξει κάποιον απ’ όλους αυτούς τους κυρίους». «Μην ξεχνάς και τη δική μου πρόταση», πρόσθεσε ο Μέρικ. «Δεν της έκανες πρόταση γάμου», αντέτεινε ο Τζέιμι. «Της έκανα... Πριν από λίγο, στην πίστα του χορού». «Στην πίστα του χορού;» Ο Τζέιμι δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Σοβαρά τώρα, Μέρικ;» Έκανε μια παύση, ψάχνοντας να βρει τα κατάλληλα λόγια. Ο Μέρικ στενοχωρήθηκε για το φίλο του. Ο Τζέιμι προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια για μια απίστευτη προδοσία. «Σαν φίλοι που είμαστε, Μέρικ, πες μου... Λέει αλήθεια ο Ρέντφιλντ; Σκέφτηκες να διεκδικήσεις την Αλίξ για τα λεφτά της;» Ο Μέρικ ακούμπησε στο κιγκλίδωμα. «Όχι. Δε θα έπαιζα ποτέ τέτοιο παιχνίδι στην αδελφή σου». Ή σε οποιαδήποτε γυναίκα. Αυτό ήταν το στιλ του πατέρα του, όχι το δικό του. «Τότε γιατί;» Γιατί έκανε πρόταση γάμου στην Αλίξ Μπερκ, αφού θα μπορούσε να έχει όποια γυναίκα ήθελε από το περιβάλλον του και να γευτεί αμέτρητες ηδονές χωρίς τα δεσμά του γάμου; «Επειδή, Τζέιμι, όταν την κοιτάζω, δεν μπορώ να φανταστώ ότι θ’ ανήκει σε κάποιον άλλον εκτός από μένα». Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που είχε ξεπεράσει χρόνια επιφυλάξεων και βεβαιότητας ότι δε θα ήταν ποτέ κατάλληλος σύζυγος για μια αξιόλογη γυναίκα. Το χέρι του Τζέιμι έσφιξε δυνατά τον ώμο του από συμπόνια. «Τότε λυπάμαι». ~ 167 ~
Λυπόταν που δεν ήταν καλύτερο είδος ανθρώπου, που είχε ζήσει τη ζωή του έτσι ώστε ν’ αποκτήσει τη φήμη του αλήτη. Λυπόταν που δεν είχε την περιουσία για να πάρει μια σύζυγο σαν την Αλίξ Μπερκ. Λυπόταν επειδή είχε ερωτευτεί τη μόνη γυναίκα που δε θα μπορούσε ποτέ ν’ αποκτήσει. *** Η Αλίξ αδυνατούσε να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που έλεγε ο Φούλγουερθ. Όποια γοητεία διέθετε ο υποκόμης πριν από το βαλς, τώρα είχε εξαφανιστεί. Ο Μέρικ και ο Τζέιμι είχαν βγει έξω στη βεράντα. Μόνο ο Τζέιμι είχε γυρίσει. Ήλπιζε ότι δεν είχαν τσακωθεί. Ήλπιζε ότι ο Μέρικ δε θα είχε πάει ν’ αναζητήσει παρηγοριά κάπου αλλού. Προσπάθησε να στρέψει την προσοχή της στη συζήτηση. Ο Φούλγουερθ μιλούσε για τους αστακοκεφτέδες στα τραπέζια του μπουφέ. Αυτό σκεφτόταν στην πραγματικότητα; Σίγουρα ο καθωσπρέπει Φούλγουερθ δε θα έκανε ανάρμοστες σκέψεις. Αν ήταν εδώ ο Μέρικ, ήταν βέβαιη ότι θα της έριχνε ένα ιδιαίτερο βλέμμα, ένα από τα πονηρά χαμόγελά του που εξέπεμπαν ένα σωρό μηνύματα την ίδια στιγμή, όλα αμαρτωλά. Δεν κατάφερε να εμποδίσει το αμυδρό χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλη της στη σκέψη του Μέρικ. Ήταν προσβλητικός στην πίστα του χορού, αλλά ήταν δύσκολο να του θυμώσει για πολύ. Ακόμα κι όταν έπρεπε. Της είχε κάνει πρόταση γάμου! Είχε αρνηθεί και έπραξε σωστά. Η ιδέα ήταν παράλογη. Χρειαζόταν κάτι παραπάνω από τον πόθο για να κάνεις ένα γάμο, όπως χρειαζόταν κάτι παραπάνω από επαφές και χρήματα. Ο Ρέντφιλντ θα ισχυριζόταν ότι αυτή η πρόταση γάμου αποδείκνυε πως ο Μέρικ κυνηγούσε τα λεφτά της από την αρχή. «Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, αν ένας τζέντλεμαν τρώει από δύο αστακοκεφτέδες στους δύο χορούς που πηγαίνει συνήθως κάθε βράδυ, καταναλώνει κατά μέσο όρο διακόσιους πενήντα αστακοκεφτέδες τη Σεζόν», είπε ο Φούλγουερθ με μια επιδεικτική κίνηση του χεριού του. «Ω, είναι πράγματι πολλοί», αναφώνησε η Αλίξ με αρκετό ενθουσιασμό, ελπίζοντας ότι θα ακουστεί εντυπωσιασμένη από τη μαθηματική δεινότητά του. Οι άλλοι κύριοι άρχισαν να τον αμφισβητούν -οι δύο αστακο~ 168 ~
κεφτέδες ήταν πράγματι σωστή προσέγγιση; Μήπως ήταν καλύτερα οι τρεις; Τι θεωρούσε ως έναρξη της Σεζόν; Την εβδομάδα μετά το Πάσχα ή την έκθεση της Ακαδημίας Τεχνών; Τόσο πολύ τους ενδιέφερε, αλήθεια; Σίγουρα πάντως έδιναν την εντύπωση ότι νοιάζονταν πολύ για την κατανάλωση των αστακοκεφτέδων από τους κυρίους του κύκλου τους. Η Αλίξ ψέλλισε μια δικαιολογία, λέγοντας στον Φούλγουερθ ότι ήθελε να βγει έξω για να πάρει λίγο αέρα. Εκείνος ούτε που την κοίταξε, κι έτσι η Αλίξ γλίστρησε έξω από την αίθουσα του χορού, ευτυχής που κατάφερε να δραπετεύσει. Η Αλίξ βρήκε ένα ήσυχο καταφύγιο στη σκοτεινή βιβλιοθήκη της λαίδης Κούθγουολντ. Βυθίστηκε στον καναπέ, πέταξε τα παπούτσια της και άρχισε να κουνάει τα δάχτυλα των ποδιών της ανακουφισμένη. Είχε κουραστεί να χορεύει, είχε κουραστεί να χαμογελάει, είχε κουραστεί να προσποιείται με κάθε τζέντλεμαν του Λονδίνου που διέθετε έστω και λίγη γοητεία. Αλλά ήταν αποφασισμένη να μην παντρευτεί τον προικοθήρα Ρέντφιλντ, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπαιρνε κάποιον από αυτούς τους ειδικούς στους αστακοκεφτέδες. Θα μπορούσες να παντρευτείς τον Μέρικ. Αναγνώριζε ότι είχε μιλήσει με ειλικρίνεια απόψε. Αλλά αυτό δεν άλλαζε τα γεγονότα και ήξερε πολύ καλά όλους τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να απορρίψει τον Μέρικ, τόσο τους κοινωνικούς όσο και εκείνους που αφορούσαν την προσωπική της ευτυχία. Θα πέθαινε αν τον έβλεπε να παραστρατεί όταν θα έσβηνε ο πόθος. Αλλά μέχρι τότε Θα ήταν υπέροχο, ψιθύρισε μια επικίνδυνη φωνή μέσα της. Ίσως λίγη ευχαρίστηση να ήταν καλύτερη από το τίποτα. Η Αλίξ πήρε βαθιά ανάσα για να χαλαρώσει. Και κάπως έτσι αντιλήφθηκε το πρώτο στοιχείο που μαρτυρούσε ότι δεν ήταν μόνη. Στη μύτη της έφτασε μια ελαφριά μυρωδιά από φουζέρ. «Πρέπει να σταματήσουμε να συναντιόμαστε έτσι», ακούστηκε η γνωστή, προκλητική φωνή του. Ο Μέρικ ξεπρόβαλε από μια γωνιά που δε φαινόταν απ’ τον καναπέ. Είχε βγάλει τη γραβάτα του, το γιλέκο του ήταν ξεκούμπωτο, ενώ ένα ποτήρι με μπράντι κρεμόταν ανέμελα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Η Αλίξ πανικό βλήθηκε. Σηκώθηκε πάνω βιαστικά, ξεχνώντας τα παπούτσια της. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι είσαι μόνος». Το βλέμμα τον προσπέρασε και καρφώθηκε στη γωνιά του δωματίου, ~ 169 ~
ενώ η Αλίξ προσευχόταν σιωπηλά να μην εμφανιστεί κανένας άλλος. Δεν ήθελε να τον δει με άλλη γυναίκα απόψε. Ο Μέρικ χαμογέλασε πονηρά και πλησίασε κι άλλο. Στριφογύρισε το ποτήρι του στο χέρι του. «Θα μπορούσα, αλλά θα ήταν ψέμα, αφού είμαι εδώ μαζί σου». Ένας έντονος πόθος μαινόταν στα γαλάζια του μάτια. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με τον αβρό Μέρικ Σεντ Μάγκνους που τη φλέρταρε αθώα πάνω σε μια κουβέρτα για πικνίκ. Αυτή η εκδοχή του ήταν άγρια, διεκδικητική και αχαλίνωτη. Ο πόθος του για εκείνη ήταν φανερός, κι αυτό τη διέγειρε ακόμα πιο πολύ. Ένιωσε μια λάγνα ζεστασιά ανάμεσα στα πόδια της, ερεθιστική και έντονη. Όταν εκείνος μίλησε, η φωνή του ήταν ένα μουγκρητό, βραχνό από τον πόθο. «Αρνήθηκες την έντιμη πρότασή μου. Μπορώ να σου κάνω μια ανέντιμη;»
~ 170 ~
Κεφάλαιο 17
Μια λέξη με τρία γράμματα και θα γινόταν εραστής της. Θα ήταν τρελό και υπέροχο και δε θα υπήρχε πλέον γυρισμός. Η πρώτη φορά θα μπορούσε να πει κανείς ότι προέκυψε αυθόρμητα, αλλά η δεύτερη θα γινόταν με τη θέλησή της. Η Αλίξ άρχισε να βγάζει τα τσιμπιδάκια από τα μαλλιά της, ώσπου έπεσαν ελεύθερα στους ώμους της. «Ναι». Η φωνή της ακούστηκε σαν τον πιο ελαφρύ ψίθυρο, αλλά ήταν η επιβεβαίωση που χρειαζόταν ο Μέρικ, που χρειαζόταν κι εκείνη. Βρέθηκε στην αγκαλιά του. Τα χέρια της πάλευαν να ελευθερώσουν το πουκάμισό του από το ζωνάρι του παντελονιού του, ενώ τα δικά του προσπαθούσαν να σηκώσουν τις πτυχές της τουαλέτας της ψηλά στους μηρούς της. Θα ήταν τρελό να ξεντυθούν. Η Αλίξ σφίχτηκε πάνω του, ενώ τα χέρια της γλίστρησαν κάτω από το πουκάμισό του. Οι παλάμες της ανέβηκαν προς το στήθος του, απολαμβάνοντας την αίσθηση του κορμιού του κάτω από τα δάχτυλά της. Είχε κολλήσει το στόμα του στο λαιμό της και τα φιλιά του έστελναν ρίγη ζεστασιάς μέσα της. Άφησε ένα βογκητό απελπισίας και ολοκλήρωσης. Τίποτα δεν είχε πάει καλά από τότε που έφυγε από την αγκαλιά του. Τώρα, όμως, όλα ήταν στη θέση τους. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που είχε σημασία ήταν η αίσθησή του, η γεύση του, η μυρωδιά του. «Μου έλειψες πολύ», ακούστηκαν τα απλά λόγια, τα ανεπαρκή λόγια. Θα καταλάβαινε άραγε το νόημά τους; Υπήρχαν λόγια ικανά να του πουν τι σήμαινε για εκείνη; «Θεέ μου, Αλίξ». Ο Μέρικ ανάσαινε βαριά, τα χέρια του χώ~ 171 ~
θηκαν στα μαλλιά της και της σήκωσε το κεφάλι για να συναντήσει το φλογερό βλέμμα του. «Ο πόθος μου για σένα με σκοτώνει». Τη σήκωσε, πάντα κολλημένη πάνω του, και της ψιθύρισε με βραχνή φωνή τι έπρεπε να κάνει. «Τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου». Εκείνη υπάκουσε και έσφιξε τα πόδια της γύρω του, σαν να ήθελε να τον κρατήσει έτσι για πάντα. Η πλάτη της ακουμπούσε πάνω στον τοίχο της βιβλιοθήκης, ένας κυματοθραύστης για ν’ ανακόψει το σφοδρό κύμα του πάθους που ακολούθησε. Την πήρε μ’ ένα μόνο σπρώξιμο, άγρια και βίαια. Κι εκείνη το καλωσόρισε. Τον καλωσόρισε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βογκάει από ηδονή, καθώς εκείνος τη διεκδικούσε ξανά και ξανά, τη στιγμάτιζε με κάθε του ώθηση, με την ανάγκη του για εκείνη που ήταν εξίσου απεγνωσμένη με την ανάγκη της γι’ αυτόν. Καθώς η ηδονή τους κορυφωνόταν, η Αλίξ σκέφτηκε αν η πρώτη, η δεύτερη ή η τρίτη φορά θα ήταν ποτέ αρκετές, αν θα μπορούσε να ξεπεράσει ποτέ τον πόθο της για εκείνον. Ένα πράγμα ήξερε μόνο: είχε χαθεί. Είχε χαθεί στην ηδονή, είχε χαθεί στον πόθο, είχε χαθεί μέσα του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό, παρά μόνο να παραδοθεί με όλο της το είναι για όσο διάστημα διαρκούσε. *** Με μια τελευταία ώθηση, ο Μέρικ παραδόθηκε στην τρέλα του πόθου, αφήνοντας τις αισθήσεις της ύστατης απελευθέρωσης να τον συνταράξουν καθώς τελείωνε μέσα στην Αλίξ. Αυτό λαχταρούσε όλες εκείνες τις μέρες που είχαν μεσολαβήσει, καθώς πηγαινοερχόταν άσκοπα από το Κεντ στο Λονδίνο. Κάτι περίμενε, και ήταν αυτό. Αυτό ήταν, δεν υπήρχε αμφιβολία: να κάνει έρωτα στην Αλίξ. Το πρόσωπό της είχε μια ονειροπόλα έκφραση, καθώς σήκώνε το κεφάλι της από τον ώμο του όπου το είχε χώσει για να καλύψει τις κραυγές της. Τα μάτια της, όμως, τον κοίταζαν ερωτηματικά. «Πώς θα το αποκαλέσουμε αυτό, Μέρικ;» «Τρέλα, υπέρτατη τρέλα». Ήταν η μόνη απάντηση που μπορούσε να της δώσει. Αδυνατούσε να εξηγήσει αυτά τα συναισθήματα στον εαυτό του, πόσω μάλλον σε κάποιον άλλον, και σίγουρα όχι όταν ήταν ακόμη κάτω από την επήρεια της υπέρτατης ηδονής. «Μπορούμε να βάλουμε τέλος στην τρέλα μ’ ένα γάμο, Αλίξ», διακινδύνευσε ο Μέρικ. ~ 172 ~
«Η πιο σωστή άποψη κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Εκπλήσσομαι, Μέρικ, αλλά όχι ιδιαίτερα», ακούστηκε μια κυνική φωνή από την πόρτα, που έκλεισε μ’ έναν ελαφρύ θόρυβο πίσω από τον εισβολέα. «Τς, τς. Νόμιζα ότι μετά το επεισόδιο με τη Λούσι, την καμαριέρα του πάνω ορόφου, θα είχες μάθει να κλειδώνεις την πόρτα». Η μορφή έκανε ένα βήμα μπροστά, στο θαμπό φως του δωματίου. «Τέλειος συγχρονισμός, όπως πάντα». Ο Μέρικ δεν έκανε καμία κίνηση για να φτιάξει τα ρούχα του, ενώ η φωνή του μετά βίας κάλυπτε την περιφρόνησή του. «Κι αυτή πρέπει να είναι η γοητευτική κόρη, η Αλίξ Μπερκ. Ή θα ήταν πιο σωστό να πω η “διακορευμένη” Αλίξ Μπερκ;» Ο Μέρικ έσφιξε τις γροθιές του. Ετοιμαζόταν να χτυπήσει κάποιον. Σύντομα. Προς τιμήν της, η Αλίξ δε δείλιασε. «Δυστυχώς, η φήμη σου δεν προηγήθηκε του ερχομού σου. Ποιος είσαι;» «Είναι ο Μάρτιν Σεντ Μάγκνους, ο αδερφός μου», παρενέβη ο Μέρικ. «Έφαγα τον κόσμο μέχρι να σ’ εντοπίσω...» άρχισε ο Μάρτιν. «Υπάρχει λόγος γι’ αυτό», τον έκοψε ο Μέρικ γρήγορα. ‘Ήθελε να φύγει ο Μάρτιν από το δωμάτιο το συντομότερο δυνατόν. Αυτός και η Αλίξ είχαν πολλά να πουν. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για μια οικογενειακή συνάντηση. «Αν προσπαθούσες ν’ αποφύγεις ένα σκάνδαλο με τον τρόπο που προσπαθείς ν’ αποφύγεις τον πατέρα, η τύχη σου στη ζωή θα βελτιωνόταν σημαντικά». «Δεν προσπαθώ ν’ αποφύγω κανέναν. Του κατέστησα σαφές ότι δεν μπορεί να με διατάζει. Πηγαίνω όπου γουστάρω, όποτε γουστάρω». «Από τον τόνο σου συμπεραίνω ότι νομίζεις πως εγώ δεν απολαμβάνω τέτοιες πολυτέλειες». Ο Μάρτιν έστρεψε το σκοτεινό του βλέμμα προς την Αλίξ. «Αυτή τη φορά το παράκανες, Μέρικ. Να διαφθείρεις την κόρη ενός κόμη; Ξεπέρασες τον εαυτό σου τελικά. Θα πρέπει να παντρευτείς αυτή την κοπέλα». Ο Μέρικ ένιωσε την ένταση της Αλίξ δίπλα του κι ένιωσε τα προστατευτικά του ένστικτα να ξυπνούν. Δεν ήταν ανάγκη να συρθεί στο βούρκο της διεστραμμένης οικογένειάς του. Σταύρωσε τα χέρια και είπε αποφασιστικά: «Μπορείς να με βρίζεις όσο θέλεις, αλλά δε θα δυσφημήσεις τη λαίδη Αλίξ». «Διαφορετικά θα μ’ αρχίσεις στις γροθιές, όπως εκείνον τον ~ 173 ~
Ρέντφιλντ στη δεξίωση; Αν συνεχίσεις έτσι, Μέρικ, δε θα σε καλούν πια σε αξιοσέβαστα μέρη». Ο Μάρτιν έκανε πως αναστέναξε και θρονιάστηκε σε μια πολυθρόνα, κουνώντας το χέρι του. «Αλλά, πάλι, αυτή η λίστα φαίνεται ότι είναι μάλλον μικρή. Έμαθα ότι δε μένεις στο σπίτι σου τον τελευταίο καιρό. Μοιράζεσαι τα δωμάτια αυτού του έκφυλου του Μπίντβιρ. Θα είναι άντρο της διαφθοράς, αν υπάρχει κάτι τέτοιο». «Μη στρογγυλοκάθεσαι. Μάρτιν. Πρέπει να φύγεις». Ο Μέρικ έκανε ένα απειλητικό βήμα μπροστά. «Η λαίδη Αλίξ κι εγώ είχαμε μια συζήτηση πριν μας διακόψεις». Τα μάτια του Μάρτιν στράφηκαν προς την Αλίξ. «Ισως, λαίδη Αλίξ, να μπορούσα να σας συνοδεύσω στην αίθουσα χορού, πριν γίνει μεγαλύτερη ζημιά. Θα ξέρετε, βέβαια, ότι δεν πρέπει να κυκλοφορείτε χωρίς συνοδό κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες». Σηκώθηκε και της έτεινε το χέρι του. «Ελάτε μαζί μου. Απομακρυνθείτε απ’ αυτή την τρέλα όσο μπορείτε ακόμα». Το στομάχι του Μέρικ σφίχτηκε. Θα έπιανε εκείνο το χέρι; Θα του έριχνε μια ματιά και θα συνειδητοποιούσε πόσο απερίσκεπτα φέρθηκαν; Θα μετάνιωνε γι’ αυτό; Μην πας μαζί του, Αλίξ, την παρακάλεσε νοερά ο Μέρικ. Η Αλίξ δε δίστασε. «Νομίζω ότι σου ζητήσαμε να φύγεις». Ο Μάρτιν κούνησε το κεφάλι με σημασία. «Κατάλαβα. Είσαι ερωτευμένη μαζί του. Σε λυπάμαι, λαίδη Αλίξ». Κατευθύνθηκε με μεγάλα βήματα προς την πόρτα, φωνάζοντας το μήνυμά του πάνω από τον ώμο του. «Ήρθα να σε βρω επειδή ο πατέρας θέλει να τον επισκεφτείς αύριο στις τρεις. Φρόντισε να έρθεις. Πιστεύω ότι θα συζητήσουμε για χρήματα και περιουσία. Δεν πρέπει να το χάσεις». Στην πόρτα σταμάτησε και έκανε μεταβολή. «Λαίδη Αλίξ, πρόσεξε σε τι πας να μπλέξεις. Σε όποιο δρόμο κι αν σε οδηγήσει, στο τέλος θα σου ραγίσει την καρδιά. Δεν είναι άξιος για τίποτα άλλο. Το ξέρεις ότι αυτή είναι η αλήθεια». Και μετά έφυγε, αφήνοντας πίσω του μια δυσοίωνη σιωπή. «Η διακοπή του δεν αλλάζει αυτό που σου ζητώ, Αλίξ». Ο Μέρικ εκμεταλλεύτηκε ό,τι πλεονέκτημα του είχε απομείνει. Ο Μάρτιν μπορεί να είχε δίκιο από μια άποψη. Είχε ξεπεράσει τον εαυτό του αυτή τη φορά. Μια γυναίκα σαν την Αλίξ έπρεπε να το σκεφτεί πολύ καλά προτού παντρευτεί έναν άντρα με το παρελθόν του, ένα παρελθόν που τώρα την κοίταζε κατάματα. Είναι πιο εύκολο ν’ αδιαφορείς για τις φήμες στην εξοχή, όταν το Λονδίνο είναι ~ 174 ~
τόσο μακριά. Κατά κάποιον τρόπο, φαίνονταν λιγότερο αληθινές από τα μηνύματα που παραδίδονται προσωπικά από τους κληρονόμους των μαρκησίων. Η Αλίξ χαμογέλασε λοξά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Και τώρα εγώ πρέπει να πω ότι δεν πειράζει; Κι όλα αυτά που είπες στο Κεντ; Ότι δεν είσαι ικανός ν’ αγαπήσεις; Τι είναι αυτό που σε έκανε ν’ αλλάξεις σ’ έναν άντρα ικανό να παραμείνει πιστός; Ποιος είσαι πραγματικά, Μέρικ; Ο άπιστος αλήτης ή ο σταθερός οικογενειάρχης;» Φυσικά. Η Αλίξ Μπερκ θα απαιτούσε απόλυτη πίστη από ένα σύζυγο. Δε θ’ ανεχόταν οποιασδήποτε μορφής απιστία. Ο Μέρικ αποθαρρύνθηκε από τον ψυχρό τόνο της. Απομακρυνόταν από κοντά του, η φλόγα του πάθους τους είχε παγώσει. Έκανε να τον προσπεράσει. Αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει να φύγει, όχι ακόμα. Δε θα έψαχνε να τον βρει μετά την αποψινή νύχτα. Θα προσπαθούσε να τον αποφύγει. Ο Μέρικ την έπιασε απαλά από το μπράτσο. «Αλίξ, θα είμαι πάντα στη διάθεσή σου αν με χρειαστείς». «Αποκλείεται. Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό εμένα δε μου αρκεί; Δε θα ήθελα να γίνω η σύζυγος που θα σε κουράσει, ενώ θα κυνηγάς διαρκώς κάποια γυναίκα που θα έχει γίνει το πιο πρόσφατο αντικείμενο του πόθου σου». Πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε ν’ ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Δε θα ανεχόμουν τον εαυτό μου, γνωρίζοντας ότι θα τον είχα ξεπουλήσει τόσο φτηνά. Δεν ξέρω πώς το κάνεις εσύ». *** Στις τρεις η ώρα ακριβώς, ο Μέρικ παρουσιάστηκε στο σπίτι του πατέρα του στην πόλη, ένα υπέροχο τετραώροφο κτίριο με ελληνικό νεοκλασικό στιλ, στην πλατεία Πόρτλαντ. Εφτά χρόνια είχε να πατήσει στην οικογενειακή κατοικία. Δεν είχε αλλάξει, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί. Τα μεγάλα ανθοδοχεία στην είσοδο ήταν ακόμα γεμάτα με τεράστιες ποσότητες φρέσκων λουλουδιών. Τα μαρμάρινα πλακάκια στο δάπεδο ήταν απαλλαγμένα από κάθε σημάδι γδαρσίματος που θα είχαν αφήσει οι μπότες ενός επισκέπτη. Με δυο λόγια, το μέρος εξακολουθούσε να θυμίζει μουσείο. Του ερχόταν να χτυπήσει το πόδι του στο πάτωμα μόνο και μόνο για ν’ αφήσει λίγη σκόνη πίσω του. Αλλά θα ήταν μια πρόσκαιρη ~ 175 ~
νίκη. Ένας υπηρέτης θα τη σκούπιζε αμέσως, αποκαθιστώντας την πρότερη τάξη. Κανενός είδους βρομιές δεν ήταν ανεκτές στο σπιτικό του Σεντ Μάγκνους. Κι αυτό εξηγούσε γιατί είχε μπει στον κόπο να έρθει. Υπήρχε μια βρομιά που πλανιόταν εδώ και καιρό, και ο Μέρικ ήθελε να ξεμπλέξει απ’ αυτή. Ο μπάτλερ τον οδήγησε στο γραφείο, όπου ο πατέρας του διευθετούσε συνήθως τις δουλειές του. Ο Μέρικ είχε πάρει το μήνυμα. Τον ήθελαν για «δουλειά». Μπορεί να του είχαν βάλει και την ταμπέλα της «οικογενειακής επιχείρησης». Οι πόρτες από ξύλο καρυδιάς άνοιξαν και βρέθηκε στο βασίλειο του κόμη. Ο Γκάρετ Σεντ Μάγκνους, πέμπτος κόμης του Κρου, καθόταν πίσω από ένα ογκώδες σκαλιστό γραφείο, επιβλητικό και αυστηρό. Ο Μέρικ είχε ξεχάσει πόσο μεγάλα ήταν όλα στο σπίτι. Το γραφείο, οι καρέκλες, τα βάζα στο μπροστινό φουαγιέ... «Μέρικ, χαίρομαι πολύ που ήρθες». Ο Γκάρετ σηκώθηκε λίγο από την πολυθρόνα του και με μια κίνηση του χεριού τον προσκάλεσε να καθίσει στην απέναντι πολυθρόνα -από την πλευρά του γραφείου όπου κλείνονταν οι δουλειές. Οι κανόνες για τις επαφές τους ήταν σαφείς. Δεν υπήρχαν λέξεις όπως «γιε μου», ούτε αγκαλιές και καλωσορίσματα. Ο πατέρας του θα μπορούσε να μιλάει σ’ ένα συνεταίρο επενδυτή ή σε έναν απλό γνωστό. Ο Γκάρετ έσπρωξε έναν πάκο με χαρτιά προς το μέρος του. «Σου άφησαν ένα μικρό κληροδότημα. Είναι από μια ηλικιωμένη θεία από την πλευρά της μητέρας σου. Προφανώς, σε βρήκε ιδιαίτερα γοητευτικό. Όλα τα χαρτιά είναι εντάξει, αν και μπορείς να βάλεις ένα δικηγόρο της δικής σου επιλογής να τα κοιτάξει. Η ιδιοκτησία είναι κοντά στο Χέβερ. Όμως, υπάρχει ένας όρος». Μια προκλητική λάμψη άστραψε στα μάτια του Γκάρετ. «Δεν μπορείς να την πουλήσεις για να καλύψεις χρέη από τυχερά παιχνίδια και πρέπει να παντρευτείς για να την κληρονομήσεις». Για μια στιγμή τον πλημμύρισε ένα αίσθημα ανείπωτης χαράς. Ήταν κτηματίας, κάτι που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του, κάτι που δεν επιθύμησε ποτέ να γίνει. Η Αλίξ θα χαιρόταν. Την επόμενη στιγμή, όμως, η χαρά του έσβησε. Δεν υπήρχε πια Αλίξ. Η Αλίξ τον είχε παρατήσει το προηγούμενο βράδυ, είχε πάρει την αναπόφευκτη απόφασή της μετά την ψυχρή υπενθύ-μιση της πραγματικότητας. «Ίσως τώρα μπορείς να κάνεις επίσημη πρόταση στο νιάνιαρο του Μπερκ». Μια παράξενη φλόγα άστραψε στα γαλάζια μάτια του Γκάρετ Σεντ Μάγκνους, που έμοιαζαν τόσο πολύ με τα δικά ~ 176 ~
του. Αυτός και ο πατέρας του έμοιαζαν πολύ εμφανισιακά. Ακόμα και στα πενήντα του, που τα χρυσά μαλλιά του είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν και να παίρνουν το θαμπό χρώμα του θερισμένου σταριού, ο πατέρας του κι εκείνος είχαν μια αξιοσημείωτη ομοιότητα. Ο Μέρικ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής προσπαθώντας να την καταπολεμήσει. Δεν ήθελε να είναι σαν τον πατέρα του -ένας άντρας που είχε παντρευτεί μια αξιοσέβαστη γυναίκα, τη μητέρα του, και την είχε κάνει δυστυχισμένη με τις απιστίες του. «Ξέρω ότι θέλεις να την παντρευτείς. Το θέλεις επειδή είναι από καλή οικογένεια ή επειδή κυνηγάς τα λεφτά της, αφού αρνείσαι να ξοδέψεις τα δικά μου;» «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά». «Αρνήθηκε;» Πρέπει να τον πρόδωσε αυτή η ελαφριά κίνηση των ματιών του. Ο Γκάρετ άφησε μια θριαμβευτική κραυγή. «Αρνήθηκε και καλά έκανε. Είναι υπερβολικά καλή για έναν ακαμάτη σαν εσένα. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Ο κακόφημος εραστής του Λονδίνου απορρίφθηκε. Μήπως άρχισες να χάνεις το ταλέντο σου; Αυτή η χρονιά δεν ήταν καλή για σένα. Μαθαίνω ότι δεν μπορείς να πληρώσεις το νοίκι σου, ότι μετακόμισες στου Μπίντβιρ. Όλο αυτό το χρήμα στην τράπεζα θα βελτίωνε τη θέση σου». «Δε θέλω ν’ αγγίξω ούτε πένα απ’ αυτά τα χρήματα. Δε θέλω καμία σχέση μαζί σου ή με οτιδήποτε δικό σου». Βέβαια, ο πατέρας του ήξερε. Ο πατέρας του ήξερε τα πάντα. Ο Γκάρετ χαμογέλασε ψυχρά. «Πάρε το κτήμα σου και φύγε. Βρες μια νύφη, αν σε θέλει καμιά χωρίς τα λεφτά μου. Θυμήσου, είναι ωραίο να έχεις έναν φτωχό άντρα στο κρεβάτι, αλλά μη γελιέσαι, Μέρικ. Καμιά γυναίκα δε θέλει έναν φτωχό άντρα για πάντα».
~ 177 ~
Κεφάλαιο 18
Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που είχε δει τον Μέρικ και η Αλίξ είχε αρχίσει να φοβάται ότι τελικά θα τον χρειαζόταν. Έσπρωξε τη βελόνα μέσα στο ωραίο ιρλανδέζικο λινό, στο οποίο κεντούσε μια λεπτεπίλεπτη μπορντούρα από λουλούδια. Είχε καταφέρει να φανεί τολμηρή μόνο εκείνη τη νύχτα που τον είχε παρατήσει σύξυλο στη βιβλιοθήκη της λαίδης Κούθγουολντ, αλλά τώρα το κουράγιο της έφθινε μέρα με τη μέρα. Η Αλίξ έψαξε μέσα στην τσάντα της, βρήκε ένα μασουράκι με μπλε μεταξωτή κλωστή και την πέρασε προσεκτικά στη βελόνα, αφήνοντας τη μονοτονία της δουλειάς και τη ζεστασιά του ήλιου στον κήπο ν’ ανακουφίσουν τις σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό της. Η μητέρα της προσφέρθηκε να της κάνει παρέα στο ράψιμο, αλλά η Αλίξ ήθελε να μείνει μόνη. Φοβήθηκε μήπως προδιδόταν αν ήταν μαζί με κάποιον άλλον. Η μητέρα της θα πικραινόταν πολύ αν ήξερε πού ταξίδευαν οι σκέψεις της. Ήξερε εξαρχής την αλήθεια για τον Μέρικ. Ο Τζέιμι την είχε επιβεβαιώσει με τις διακριτικές προειδοποιήσεις του. Αλλά και, χωρίς τις προειδοποιήσεις του Τζέιμι, βούιζε όλο το Λονδίνο. Η φήμη του Μέρικ δεν μπορούσε να μείνει κρυφή στην πόλη. Είχε ακούσει κάποιες σκανδαλώδεις λέξεις και φράσεις που οι κυρίες πρόφεραν πίσω από τις βεντάλιες τους όταν ανέφεραν τα κατορθώματά του δήθεν με έντρομη φωνή, ενώ στην πραγματικότητα διεγείρονταν. Και είχε δει με τα μάτια της πώς ήταν: ωραίος, γοητευτικός και με παιχνιδιάρικη, κατεργάρικη συμπεριφορά. Ήταν επίσης δευτερότοκος γιος χωρίς καμία άλλη προοπτική, εκτός από εκείνες που εξαγόραζε με το φλογερό γαλάζιο βλέμμα του και την όμορφη εξωτερική του εμφάνιση. ~ 178 ~
Ήξερε για τους άντρες σαν κι αυτόν. Την προειδοποιούσαν γι’ αυτούς μια ζωή. Κάθε κληρονόμος που διέθετε μια περιουσία σαν τη δική της ήξερε ποιος ήταν αποδεκτός και ποιος όχι. Ήθελε, όμως, να πιστεύει ότι ο Μέρικ ήταν διαφορετικός. Για ένα διάστημα, αυτό ήταν δυνατόν. Ούτε περίμεναν και ούτε ήθελαν να τον παντρευτεί. Δεν είχε βρεθεί στο δρόμο της ως μνηστήρας. Του είχαν αναθέσει να παίξει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο στη ζωή της για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό και η Αλίξ ένιωθε ότι δεν κινδύνευε από τον Μέρικ. Ύστερα τη φίλησε και όλα άλλαξαν, για εκείνη τουλάχιστον. Τώρα απειλούνταν τα πάντα: τα όνειρά της για μια ελεύθερη ζωή στη μοναξιά της εξοχής, η αποφασιστικότητά της ν’ αποφύγει τους προικοθήρες ή ένα γάμο που θ’ αποτελούσε απλώς μια συμμαχία. Αν παντρευόταν ποτέ, θα έθετε τους δικούς της όρους: σεβασμό, πίστη και ίσως αγάπη. Όμως, ο Μέρικ δεν μπορούσε να της προσφέρει αυτά τα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, καταλάβαινε ότι ήταν πρόθυμη να τα αρνηθεί, με αντάλλαγμα τις εκπληκτικές στιγμές και τις εξαίσιες ηδονές που της πρόσφερε. Ω, ναι. Η Αλίξ φοβόταν ότι θα τον χρειαζόταν. Είχε καθυστέρηση. Είχε καθυστέρηση μερικών ημερών, μόνο πέντε μέρες είχαν περάσει από τότε που περίμενε την περίοδό της. Μπορούσε ακόμα να υποκρίνεται ότι υπήρχαν πολλοί λόγοι γι’ αυτό: οι πυρετώδεις προετοιμασίες και το άγχος της Σεζόν, η αγωνία της για το δράμα του γάμου της, η ζέστη του Λονδίνου τον Ιούλιο. Δεν υπήρχε λόγος να πανικοβάλλεται. Όμως, έπρεπε να προετοιμαστεί για το χειρότερο ενδεχόμενο, για το οποίο υπήρχαν μόνο δύο λύσεις: να δεχτεί την πρόταση γάμου του Μέρικ ή του Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ και να επισπεύσει το μυστήριο, πράγμα εύκολο και στις δύο περιπτώσεις. Τον Αρτσιμπαλντ δε θα τον ένοιαζε, κι επειδή ήταν κι αυτός ξανθός, δε θα καταλάβαινε ότι το παιδί δεν ήταν δικό του. Ήθελε μόνο τα λεφτά της και το κύρος της κοινωνικής της θέσης. Από μια άποψη, ένιωθε ασφαλής γνωρίζοντας εξαρχής τι θα ήταν αυτός ο γάμος. Δε θα υπήρχαν ψευδαισθήσεις, ούτε προσποιητές ερωτοτροπίες ούτε τραύματα που θα έπρεπε να γιατρέψει αργότερα, όταν όλα θα έρχονταν στο φως. Όμως, αυτός ο γάμος θ' αντιπροσώπευε όλα όσα πάλεψε τόσο σκληρά ν’ αποφύγει. Αν έπρεπε να διαλέξει, ο γάμος με τον Μέρικ θα ήταν καλύτερος; Σίγουρα θα ήταν ευχάριστος. Θα υπήρχαν στιγμές που όλα ~ 179 ~
θα πήγαιναν μια χαρά. Όμως, θα υπήρχαν και στιγμές μεγάλου πόνου, όταν η πραγματικότητα, που κάποτε είχε θαμπώσει από την ηδονή, θα έλαμπε ξεκάθαρα και θα την ανάγκαζε να συνειδητοποιήσει ότι ο Μέρικ δεν την αγαπούσε πια. Θα υπήρχαν και αμφιβολίες. Μήπως όλα αυτά ήταν εξαρχής ένα στημένο παιχνίδι; Μήπως πράγματι εποφθαλμιούσε την περιουσία της, όπως είχε αφήσει τόσο άκομψα να εννοηθεί ο Ρέντφιλντ; Ίσως ήλπιζε ότι θα έμενε έγκυος και ότι θ’ αναγκαζόταν να τον παντρευτεί. Όμως, δεν μπορούσε να τον δει κάτω από ένα τόσο παραμορφωτικό πρίσμα. Δεν είχε σημασία τι έλεγαν οι σκανδαλοθήρες γι’ αυτόν. Εκείνη πίστευε ότι πολλά από τα «κατορθώματά» του δεν είχαν γίνει με κακή πρόθεση, αλλά επειδή δεν καταλάβαινε τους κινδύνους. Τι έπρεπε να διαλέξει; Τις ψευδαισθήσεις ή την πραγματικότητα; Τον Μέρικ ή τον Άρτσιμπαλντ; Πώς θα διάλεγε έναν από τους δύο παραμένοντας ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της; Η Αλίξ ευχήθηκε να μη χρειαζόταν να διαλέξει. Αλλά ίσως ήταν πολύ αργά για να γλιτώσει. Υποπτευόταν ότι ο Μέρικ της είχε ήδη ραγίσει την καρδιά. «Δεσποινίς, έχετε έναν επισκέπτη. Θα τον δεχτείτε;» Ήταν η Μεγκ, και η Αλίξ παρατήρησε αμέσως ότι η υπηρέτριά της ήταν αναψοκοκκινισμένη. Η φωνή της έτρεμε ελαφρά από συγκίνηση και τα χέρια της ήταν σφιχτοδεμένα μπροστά της. Η Αλίξ υποψιάστηκε αμέσως ποιος ήταν. Και ο δικός της σφυγμός άρχισε να χτυπάει παράλογα στη σκέψη ότι ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους περίμενε στο χολ. Άλλη μία απόδειξη ότι δεν είχε γλιτώσει αλώβητη. Η Αλίξ έστρωσε το φόρεμά της με τα χέρια της, προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Μπορείς να του πεις να περάσει, Μεγκ. Οδήγησέ τον στον κήπο και ειδοποίησε να μας φέρουν λίγη λεμονάδα», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Να το πω στη μητέρα σας;» ρώτησε η Μεγκ. Η Αλίξ σκέφτηκε γρήγορα. «Όχι. Θα μας συνοδεύεις εσύ, κι αυτό αρκεί». Ο Μέρικ πρέπει να είχε αρκετό θράσος για να την επισκεφτεί στο σπίτι της τη στιγμή που ο πατέρας της τον είχε διώξει με συνοπτικές διαδικασίες. Υποψιαζόταν επίσης ότι ο Τζέιμι είχε κάνει το ίδιο, αν και με -όπως ήλπιζε- πιο ευγενικό τρόπο, στο χορό της λαίδης Κούθγουολντ. Εξάλλου, ο Μέρικ είχε φέρει σε πέρας την αποστολή του και ο δούκας του Φόλκστοουν δεν τον χρειαζόταν πια. Αναρωτήθηκε τι μπορεί να τον έφερνε εδώ. Σίγουρα δεν είχε ~ 180 ~
ξεχάσει ότι τον είχαν διώξει από τη δεξίωση. Ήξερε τι υποδοχή θα του επιφύλασσαν. Η ελπίδα έκανε το στομάχι της ν’ αναπηδήσει. Είχε έρθει για εκείνη; Θα ήταν αληθινό θαύμα αν μια εικοσιεξάχρονη κληρονόμος, απομονωμένη από την κοινωνία, είχε καταφέρει να ξυπνήσει έντιμες επιθυμίες σ’ έναν βετεράνο μασκαρά όπως ο Σεντ Μάγκνους. Αληθινό θαύμα. Αν μπορούσε να την αγαπήσει, θα άλλαζαν τα πάντα. *** Αν τον δεχόταν, θα άλλαζαν τα πάντα, και γι’ αυτό ο Μέρικ ήταν πρόθυμος να ρισκάρει. Του πήρε λίγο χρόνο μέχρι να μπορέσει ν’ απαντήσει στην ερώτηση της Αλίξ. Ποιος ήταν; Αλλά τώρα που είχε την απάντηση, ο δρόμος ξεπρόβαλε ξεκάθαρα μπροστά του, αν κι έμοιαζε να κρύβει κινδύνους και εμπόδια. Ο Μέρικ ακολούθησε την καμαριέρα της Αλίξ, η οποία έλαμπε ολόκληρη, αφού μετά βίας έκρυβε τον ενθουσιασμό της. Τον οδήγησε στον κήπο όσο πιο βιαστικά της επέτρεπαν οι κανόνες ευγενείας. Ο Μέρικ καταλάβαινε για πιο λόγο βιαζόταν η Μεγκ, κι ένιωσε τις ελπίδες του ν’ αναπτερώνονται. Ταυτόχρονα, όμως, δεν ξεχνούσε το ρίσκο που είχε πάρει μ’ αυτή την επίσκεψη. Η Αλίξ είχε δεχτεί να τον δει, αλλά ήταν ακόμα ανεπιθύμητος στο σπιτικό του Μπερκ. Ο Φόλκστοουν δεν τον θεωρούσε κατάλληλο σύζυγο για την κόρη του. Όμως, είχε περάσει την πόρτα. Είχε γίνει δεκτός. Είχε ξεπεραστεί ένα εμπόδιο. Τώρα έπρεπε να κάμψει την αντίσταση της Αλίξ και να την πείσει να τον παντρευτεί. Ο Μέρικ έστρωσε για τελευταία φορά το γιλέκο του και ακολούθησε τη Μεγκ στον ηλιόλουστο κήπο των Φόλκστοουν. Η Αλίξ κεντούσε καθισμένη σε ένα πέτρινο παγκάκι, τριγυρισμένη από υπέροχα τριαντάφυλλα. Το σκούρο κεφάλι της ήταν σκυμμένο πάνω από το εργόχειρό της. Ήταν η προσωποποίηση της αριστοκράτισσας Αγγλίδας, με το γκριζοπράσινο φόρεμά της από ανάλαφρη μουσελίνα: όμορφη, εκλεπτυσμένη και ήρεμη. Η ψευδαίσθηση προκάλεσε ένα χαμόγελο στα χείλη του Μέρικ. Η δική του Αλίξ ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό και σίγουρα δεν ήταν καθόλου ήρεμη. Οι μπότες του έτριξαν πάνω στο χαλικόστρωτο μονοπάτι κι εκείνη σήκωσε το κεφάλι. Τα μάτια της δεν κατάφερναν να κρύψουν τα ερωτήματα που στριμώχνονταν πίσω από την ήρεμη επιφάνεια. ~ 181 ~
«Τι συμβαίνει, μιλόρδε Σεντ Μάγκνους; Τι σας φέρνει εδώ τόσο νωρίς;» Σηκώθηκε όρθια και τον άφησε να της φιλήσει το χέρι, μια παράσταση για το χατίρι της Μεγκ. Το φόρεμά της αναδείκνυε όλα της τα χαρίσματα. Το ντεκολτέ τόνιζε τα πλούσια στήθη της και η φούστα άνοιγε ελαφρά στις καμπύλες των γοφών της. Φαινόταν τόσο θηλυκή κι αισθησιακή, ώστε ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει αμέσως μόλις την είδε. Ο Μέρικ έδωσε τη δική του παράσταση, καθώς συμβουλευόταν το ρολόι που έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του. «Δεν είναι και τόσο νωρίς, λαίδη Αλίξ. Κοντεύει έντεκα». «Τουλάχιστον δεν είναι πολύ νωρίς για λεμονάδα». Η Αλίξ έριξε στη Μεγκ ένα όχι και τόσο ευγενικό βλέμμα και η υπημέτρια έφυγε τρέχοντας. Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά, η Αλίξ εγκατέλειψε όλα τα προσχήματα. «Τι κάνεις εδώ; Σίγουρα ξέρεις ότι δεν είσαι ευπρόσδεκτος». Η Αλίξ πήρε πάλι το εργόχειρό της για να κρατάει απασχολημένα τα χέρια της. «Από σένα;» Ο Μέρικ κάθισε δίπλα της και την κοίταξε με λαχτάρα. Οι δύο βδομάδες του είχαν φανεί μια αιωνιότητα, αλλά δεν μπορούσε να τη δει μέχρι να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. «Ξέρεις τι θέλω να πω. Ο πατέρας μου σ’ έδιωξε». Η Αλίξ έκοψε την κλωστή με τα δόντια της. Ο Μέρικ βρήκε αυτή την κίνηση υπέροχα ερωτική. «Εσύ, όμως, δε μ’ έδιωξες, Αλίξ. Συνειδητοποίησα ότι δεν έμεινα ευχαριστημένος από την τελευταία μας συζήτηση. Δεν την τελειώσαμε. Σου έκανα μια ερώτηση και δε μου απάντησες». Ο Μέρικ πήρε φόρα. Η λεμονάδα δε θα κρατούσε για πολύ ακόμα απασχολημένη τη Μεγκ. «Διόρθωση, απάντησα στην ερώτησή σου. Απλώς εσύ δε θεωρείς σημαντική την απάντηση». Η Αλίξ έχωσε τη βελόνα στο λινό με απίστευτη αγριάδα. «Εξού και η δυσαρέσκειά μου από τη συζήτησή μας». Ο Μέρικ άπλωσε το χέρι και της πήρε το εργόχειρο. «Αφησέ το στην άκρη για λίγο. Διαφορετικά, θα δολοφονήσεις το ύφασμα». Έπιασε τα χέρια της για να εμποδίσει οποιαδήποτε απότομη κίνησή της, κι όταν ένιωσε τη ζεστασιά της σάρκας της κάτω από τη δική του, πήρε δύναμη. «Μου έκανες μια ερώτηση στο σπίτι των Κούθγουολντ. Ήρθα για να σου δώσω την απάντηση. Με ρώτησες ποιος είμαι, ο αλήτης ή ο σύζυγος;» άρχισε. Ένιωσε τα χέρια της να σφίγγονται κάτω ~ 182 ~
από τα δικά του, καθώς προσπάθησε να τα τραβήξει. «Είχες δίκιο που ρώτησες. Όμως, δεν είχα απάντηση εκείνη τη νύχτα». Η Μεγκ επέστρεψε με τις λεμονάδες. Ο Μέρικ περίμενε μέχρι ν’ αφήσει το δίσκο σε ένα κοντινό τραπέζι και ν’ αποσυρθεί σε μια διακριτική απόσταση. «Πίστευα πως επειδή έμοιαζα τόσο πολύ στον πατέρα μου, θα φερόμουν σαν κι αυτόν. Ότι θα μπορούσα να είμαι μόνο σαν εκείνον. Αλλά δεν είμαι εκείνος. Δεν έχει καμία επιρροή πάνω μου. Δεν έχω ξοδέψει ούτε πένα από το επίδομά του και είχα να πατήσω το πόδι μου στο οικογενειακό σπίτι στην πόλη εδώ και εφτά χρόνια, μέχρι πριν από δύο βδομάδες». Ο Μέρικ έκανε μια παύση και έβγαλε μια δεσμίδα χαρτιά μέσα από το σακάκι του. «Δεν ήμουν ο τέλειος τζέντλεμαν...» Η Αλίξ έσφιξε τα χέρια της. «Σου το ’χω ξαναπεί, δεν πιστεύω ότι είσαι τόσο φριχτός κατά βάθος». «Κι όμως, θα έπρεπε, υπάρχουν ένα σωρό αποδείξεις». Μπήκε στον πειρασμό να της πει για τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ, αλλά τον σταμάτησε μια αίσθηση ευπρέπειας. «Είναι αρκετό αυτό για σένα, Αλίξ; Αυτή η πιθανότητα ότι μπορεί να γίνω καλύτερος άνθρωπος για σένα, χάρη σ’εσένα,» Της έδωσε τα χαρτιά που κρατούσε. «Ελπίζω αυτό να είναι άλλη μια απόδειξη ότι μπορώ να λυτρωθώ. Θέλω να λυτρωθώ. Θέλω να γίνω όλα όσα χρειάζεσαι». Η Αλίξ πήρε τα χαρτιά και τους έριξε μια ματιά. «Απέκτησες ιδιοκτησία;» «Από μια θεία της μητέρας μου. Θα γίνει δική μου μόλις παντρευτώ», άρχισε ο Μέρικ. Ήθελε να είναι ειλικρινής με τους όρους, αλλά δεν ήθελε να σκεφτεί η Αλίξ ότι ήρθε να ζητήσει το χέρι της απλώς για ν’ αποκτήσει την ιδιοκτησία και μαζί μ’ αυτή τα λεφτά της. «Θα μπορούσε να γίνει δική μας, Αλίξ», είπε. «Θα είχα κάτι δικό μου. Δε θα εξαρτιόμουν απόλυτα από την περιουσία σου. Δεν είναι μεγάλη ιδιοκτησία, αλλά θα είναι το σπίτι μας, και δεν είναι πολύ μακριά από το Φόλκστοουν. Θα μπορείς να συνεχίσεις τις ιστορικές σου έρευνες». «Τι μου ζητάς, Μέρικ;» ρώτησε η Αλίξ επιφυλακτικά, δίνοντάς του πάλι τα χαρτιά. «Σου ζητώ να το ξανασκεφτείς. Κατάφερα να καταρρίψω τις αρχικές ενστάσεις σου διακινδυνεύοντας αρκετά». «Θα γινόσουν σπουδαίος δικηγόρος, Μέρικ», είπε η Αλίξ μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, ακούγοντας το τελευταίο του επιχείρημα. ~ 183 ~
«Λοιπόν;» «Έχω πλήρη επίγνωση της τιμής που μου κάνεις». Η καρδιά του σφίχτηκε. Θα αρνιόταν. Έτσι άρχιζαν οι αρνήσεις. Όχι ότι το ήξερε από πρώτο χέρι, αλλά είχε ακούσει άλλους να το λένε στις λέσχες. Καμία δεν του είχε αρνηθεί ως τώρα. Αλλά, πάλι, ποτέ δεν είχε προτείνει κάτι τόσο έντιμο σε μια αξιοσέβαστη κυρία. «Αυτό δεν αρκεί», είπε θλιμμένα η Αλίξ. «Μακάρι να μπορούσα να δεχτώ, αλλά δεν είναι αρκετό». «Πες μου τότε τι άλλο χρειάζεται». «Αγάπη και πίστη, Μέρικ. Αυτό είναι το τίμημά μου». Η Αλίξ ίσιωσε τους ώμους και σήκωσε προκλητικά το πιγούνι της. «Μπορείς να μου είσαι πιστός, Μέρικ;» Πώς μπορούσε να δώσει μια υπόσχεση που δεν ήξερε αν ήταν ικανός να τηρήσει; Η σωστή απάντηση θα ήταν «ναι». Αλλά η ειλικρινής απάντηση ήταν: «Θα προσπαθήσω, Αλίξ». «Δε μου αρκεί αυτό, Μέρικ». «Δε θέλω να σε κάνω δική μου μ’ ένα ψέμα, Αλίξ. Θα προτιμούσες να πω “ναι” για να σε πείσω να με παντρευτείς, χωρίς να ξέρω αν θα μπορούσα να τηρήσω την υπόσχεσή μου;» «Όχι, και βέβαια όχι». Η Αλίξ σηκώθηκε για να του δείξει ότι ήταν ώρα να φύγει, αλλά ζαλίστηκε και έχασε την ισορροπία της. Ο Μέρικ την έπιασε από το μπράτσο και τη στήριξε. «Δε νιώθεις καλά;» Ο Μέρικ έκανε νόημα στη Μεγκ. «Βάλε λίγη λεμονάδα, σε παρακαλώ». «Από τον ήλιο είναι». Η Αλίξ προσπάθησε να χαμογελάσει. Κάθισε και πήρε το παγωμένο ποτήρι που της έτεινε η Μεγκ. Αλλά στο νου του Μέρικ ήδη ξεπρόβαλαν άλλες σκέψεις. «Μεγκ, ένα παρασόλι ίσως βοηθούσε. Έχεις την καλοσύνη να φέρεις ένα στην κυρία σου;» Σίγουρα η Αλίξ θα του έλεγε κάτι, αν οι υποψίες του ίσχυαν. «Αλίξ, μήπως θέλεις να μου πεις κάτι;» είπε απαλά, παρότι τα σωθικά του είχαν γίνει ξαφνικά κόμπος. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και ήπιε τη λεμονάδα. Σκέφτηκε ότι μπορεί να μην το ήξερε. Προσπάθησε πάλι, αφήνοντας κατά μέρος τις λεπτότητες. «Αλίξ, αδιαθέτησες από τότε που κάναμε έρωτα;» Εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη από την ειλικρίνειά του. «Όχι». Η λέξη βγήκε μ’ έναν μελαγχολικό αναστεναγμό. «Υπάρχει πιθανότητα να είσαι έγκυος;» την πίεσε ο Μέρικ. ~ 184 ~
Η Αλίξ απέφυγε να τον κοιτάξει. Κράτησε το βλέμμα της καρφωμένο στο ξύλινο πλέγμα όπου σκαρφάλωναν οι τριανταφυλλιές κατά μήκος του μονοπατιού. «Είναι πολύ νωρίς για να ξέρω. Δεν έχω μεγάλη καθυστέρηση». Αλλά είχε καθυστέρηση, και ο Μέρικ είχε προσέξει κι άλλα σημάδια: τις ανεπαίσθητες αλλαγές στο σώμα της, που ήταν ελάχιστα ορατές κάτω από το φόρεμά της. Στοιχημάτιζε ότι η περίοδός της δε θα ερχόταν. «Έπρεπε να μου το πεις». Τον κοίταξε με μάτια έτοιμα να δακρύσουν. Ένιωσε μια μαχαιριά στην καρδιά του, δεν άντεχε να βλέπει την Αλίξ να υποφέρει. Ήταν απρόσεκτος μαζί της, είχε παρασυρθεί από τη μαγευτική τρέλα της, και τώρα εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή. Θα μιλούσε στον πατέρα της το απόγευμα, είτε το ήθελε εκείνη είτε όχι.
~ 185 ~
Κεφάλαιο 19
Ο Μέρικ παρουσιάστηκε ακριβώς στις τέσσερις στο σπίτι του κόμη Φόλκστοουν στην πόλη, με λουλούδια στο χέρι για τη λαίδη Φόλκστοουν κι ένα κουτί σοκολατάκια για την Αλίξ. Εκείνο το απόγευμα είχε κάνει επιπλέον προσπάθειες για να είναι η εμφάνισή του άψογη από κάθε πλευρά. Μια καρφίτσα με ζαφείρι γυάλιζε στις χιονάτες πτυχές της γραβάτας του και ένα χοντρό δαχτυλίδι από παλιό χρυσό στόλιζε το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού του -και τα δύο κομμάτια που ήλπιζε ότι θα μαρτυρούσαν την «ευημερία» του. Η λαίδη Φόλκστοουν τον δέχτηκε πρώτη στο μπροστινό σαλονάκι μ’ ένα ευγενικό, αν και τυπικό, χαμόγελο καθώς έπαιρνε τα λουλούδια. Αλλά οι μαμάδες είναι και γυναίκες. Ο Μέρικ έκανε μια φιλοφρόνηση για την ταπετσαρία και γενικά για το καλό γούστο του δωματίου, καταφέρνοντας να την παρασύρει σε μια ζωηρή συζήτηση για τις τελευταίες τάσεις της μόδας στα έπιπλα. «Ως άντρας, φυσικά, προτιμώ μια γερή καρέκλα. Αυτά τα μπαρόκ κομμάτια με τα λεπτεπίλεπτα πόδια είναι πολύ όμορφα, αλλά δύσκολα μπορούν ν’ αντέξουν το βάρος ενός άντρα. Κάθε φορά που κάθομαι σε κάποια απ’ αυτές τις καρέκλες, περιμένω να την ακούσω να σπάει», ομολόγησε ο Μέρικ με συνωμοτικό τόνο και χαμογελαστό βλέμμα, επειδή μοιραζόταν ένα μυστικό. «Δεν είναι, όμως, όλες οι καρέκλες σαν κι αυτές. Αυτές εδώ, για παράδειγμα, είναι γερές και ταυτόχρονα κομψές και απόλυτα ταιριαστές με την ταπετσαρία που επιλέξατε. Τα απαλά χρώματα της ρίγας εξισορροπούν την αυστηρότητα των κομματιών». «Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ. Ο σύζυγός μου δε συμφώνησε. Πίστευε ότι τα ανοιχτά χρώματα θα έδειχναν τη φθορά και ~ 186 ~
τη βρομιά πιο γρήγορα, αλλά εγώ επέμεινα», αναφώνησε η λαίδη Φόλκστοουν, φανερά χαρούμενη που ένας άντρας είχε μαντέψει το συλλογισμό της και συμφωνούσε μ’ αυτόν. Του φερόταν με θέρμη, αλλά ο Μέρικ σκέφτηκε πως η συμπεριφορά της θ’ άλλαζε όταν θα μάθαινε τι είχαν σκαρώσει η κόρη της κι αυτός. Σίγουρα, όμως, η λαίδη Φόλκστοουν, που διέθετε όλες τις ικανότητες μιας προξενήτρας, δεν είχε ξεχάσει τους λόγους για τους οποίους βρισκόταν εδώ, σ’ ένα σπίτι όπου του είχαν απαγορεύσει την είσοδο. Ένας υπηρέτης ήρθε ν’ αναγγείλει ότι ο κόμης ήταν έτοιμος να τον δεχτεί. Ο Μέρικ σηκώθηκε και υποκλίθηκε με χάρη στη λαίδη Φόλκστοουν. «Ήταν μεγάλη μου χαρά που μίλησα μαζί σας. Μ’ ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι γνώσεις σας για τη διακόσμηση. Ελπίζω να έχω τη δική μου ιδιοκτησία σύντομα, στην οποία θα χρησιμοποιήσω τα ταλέντα σας». Η λαίδη Φόλκστοουν χαμογέλασε, ένα πολύ πιο γνήσιο χαμόγελο από εκείνο με το οποίο τον είχε υποδεχτεί. Ο κόμης, από την άλλη, δεν ήταν τόσο εγκάρδιος. Ο Φόλκστοουν δε θα δελεαζόταν με σοκολατάκια, με λουλούδια ή με σχόλια για τα χρώματα στα μαξιλάρια. Καθόταν στωικά πίσω από το γραφείο του, όπως και ο πατέρας του Μέρικ, και τον κοίταζε. «Δεν είστε ευπρόσδεκτος εδώ», είπε ψυχρά. Ο Μέρικ βολεύτηκε στην άδεια καρέκλα απέναντι του, παρόλο που ο κόμης δεν τον είχε προσκαλέσει να καθίσει. «Είμαι εδώ για να κάνω επίσημη πρόταση γάμου στην κόρη σας». Ο κόμης Φόλκστοουν πήρε μια βαθιά ανάσα, φανερά ενοχλημένος. «Δεν είστε αυτό που θέλω για εκείνη, όπως σας έχω δώσει να καταλάβετε αρκετές φορές». Τα λόγια του ήταν σκληρά, αλλά ο Μέρικ χαμογέλασε για να δείξει στον ψηλομύτη κόμη ότι δεν ενοχλήθηκε από τα αγενή σχόλιά του. «Τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε», του απάντησε ήρεμα. «Έχω αποκτήσει μια ιδιοκτησία, ένα μικρό κτήμα κοντά στο Χέβερ. Θα περάσει στην κυριότητά μου με το γάμο μου. Θα μπορώ να προσφέρω στην κόρη σας ένα σπίτι που θ’ ανήκει σ’ εμένα». Ήλπιζε ότι με αυτή τη δήλωση θα κατέρριπτε κάθε υποψία ότι ήταν προικοθήρας. Μια λάμψη πέρασε από τα μαύρα μάτια του Φόλκστοουν. Δεν ήξερε τίποτα για την κληρονομιά. Πράγματι, κάτι ήταν αυτό, αλλά δεν έφτανε. Ο Φόλκστοουν έπαιζε μ’ ένα πρες παπιέ από οψιδιανό. «Είναι ~ 187 ~
σημαντικό να έχει κανείς μια ιδιοκτησία. Ένας άντρας δε θα πρέπει να ζει εις βάρος των πλούσιων συγγενών του». Εννοούσε ένας «αληθινός» άντρας. «Όμως, υπάρχουν κι άλλα θέματα, εκτός από τα πρακτικά που έχουν σχέση με τη συντήρηση της Αλίξ». Έριξε στον Μέρικ ένα σκληρό βλέμμα. «Υπάρχουν λόγοι κοινωνικοί που δεν μπορούν να παραβλεφθούν εξαιτίας μιας ιδιοκτησίας». «Όπως;» ρώτησε ο Μέρικ με εύθυμο τόνο. Ήξερε πολύ καλά τι υπαινισσόταν ο Φόλκστοουν, αλλά δε θα του έκανε τη χάρη ν’ απαντήσει σε υπονοούμενα. Αν ο κόμης ήθελε να του επισημάνει πόσο ανεπαρκής ήταν, θα έπρεπε να μιλήσει καθαρά και ξάστερα. Το πρόσωπο του Φόλκστοουν σκλήρυνε. «Μην παίζετε παιχνίδια μαζί μου, Σεντ Μάγκνους. Και οι δύο ξέρουμε σε ποιους κοινωνικούς λόγους αναφέρομαι. Οι σχέσεις σας με την οικογένειά σας είναι τεταμένες, για να το θέσω ευγενικά». «Αυτό είναι από επιλογή, κύριε», είπε ο Μέρικ απλά. «Δεν έχετε δικούς σας τίτλους, ούτε καμία προοπτική ν’ αποκτήσετε κάποιον. Η Αλίξ είναι κόρη ενός κόμη. Ο γάμος μ’ έναν δευτερότοκο γιο στην ουσία την υποβαθμίζει κοινωνικά, ιδίως όταν έρχεστε να τη ζητήσετε χωρίς να έχετε τίποτα». Το σώμα του Μέρικ σφίχτηκε από οργή και αγωνία. Δεν είχε εμπλακεί ποτέ άμεσα σε αυτές τις διαπραγματευτικές διαδικασίες που η Αλίξ έλεγε ότι μισούσε. Τώρα καταλάβαινε γιατί τις απεχθανόταν. Τον έκριναν σύμφωνα με τα κεφάλαια που διέθετε, λες και ήταν το μόνο που είχε σημασία. «Το ειλικρινές ενδιαφέρον μου για την Αλίξ δε μετράει, λοιπόν;» ρώτησε ο Μέρικ. Ο Φόλκστοουν κόντεψε να πνιγεί ακούγοντας αυτά τα λόγια. «Σεντ Μάγκνους, ο τρόπος που αντιλαμβάνεστε το “ειλικρινές ενδιαφέρον” για μια κυρία έχει λάβει διαστάσεις θρύλου μεταξύ του γυναικείου πληθυσμού. Έχετε προσελκύσει αρκετές κυρίες μ’ αυτό το λεγόμενο “ειλικρινές ενδιαφέρον” σας και δεν παντρευτήκατε καμία απ’ αυτές. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, γιατί θέλετε να παντρευτείτε την Αλίξ μου. Είναι η πιο πλούσια νύφη, φυσικά. Ίσως αυτό να σας γοήτευσε». «Αυτό που με γοητεύει είναι η εξυπνάδα της, η συμπόνια της και η ομορφιά της». Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το αποδείξει στον Φόλκστοουν. Πώς να του εξηγήσει όλα όσα τον έκανε να νιώθει η Αλίξ; Πώς να του δώσει να καταλάβει πως όταν ήταν μαζί της, ήταν καλύτερος άνθρωπος από ποτέ; Πως όταν ήταν μαζί της, δεν του έλειπαν η παλιά ζωή του και τα ξέφρενα γλέντια του; Ο Φόλκστοουν άφησε κάτω το πρες παπιέ. «Είμαι βέβαιος ότι ~ 188 ~
υπάρχουν πολλές άλλες γυναίκες που θα ήταν ευτυχείς να κερδίσουν το ειλικρινές ενδιαφέρον σας και, σε ανταπόδοση, να σώσουν την καινούρια ιδιοκτησία σας επιλέγοντας να σας παντρευτούν. Η κόρη μου, πάντως, δεν είναι μία από αυτές. Ακόμα κι αν έβρισκα δελεαστική και αξιόλογη την προσφορά σας, θα αρνιόμουν. Όπως ξέρετε ήδη, έχω δεχτεί μια πολύ καλή και νόμιμη πρόταση από τον κύριο Ρέντφιλντ, την κατάσταση του οποίου θεωρώ αποδεκτή. Έχει ήδη σπίτι. Δε χρειάζεται να παντρευτεί για να περιέλθει στην κατοχή του και θα ζήσει εδώ κοντά, ώστε η Αλίξ να μην απομακρυνθεί από την οικογένειά της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι ο κύριος Ρέντφιλντ είναι ακριβώς το είδος του κυρίου που έχει τις ρίζες του εδώ και που η Αλίξ χρειάζεται για σύζυγο». «Δεν έχει τίτλο ευγενείας, ούτε δικά του πλούτη. Εδώ χρησιμοποιείτε δύο μέτρα και δύο σταθμά», διαμαρτυρήθηκε ο Μέρικ. Έβλεπε τις ελπίδες του να σβήνουν. «Είναι ένας αυτοδημιούργητος άντρας, κάτι που δεν μπορώ να πω για εσάς. Ξεκίνησε από το τίποτα και δημιούργησε κάτι. Και το σέβομαι αυτό. Εσείς, από την άλλη μεριά, είστε γιος μαρκησίου και είχατε πολλές ευκαιρίες και επιλογές, αλλά δεν αξιοποιήσατε καμία απ’ αυτές». Τα μάτια του Φόλκστοουν στένεψαν, καθώς περίμενε την απάντηση του Μέρικ. «Τότε ο Ρέντφιλντ σας έχει ξεγελάσει πραγματικά. Μπορεί να έχει δημιουργήσει κάτι, αλλά είναι εκμεταλλευτής και διπρόσωπος. Πόσες γυναίκες έχει καταστρέψει ή χειραγωγήσει για να φτάσει τόσο ψηλά;» «Καμία, απ’ όσο ξέρω. Δεν μπορούμε, όμως, να πούμε το ίδιο για τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ». Αυτό ήταν, λοιπόν. Ο Μέρικ ευχήθηκε μέσα απ’ την καρδιά του να μην είχε ακούσει ποτέ για τις Δίδυμες Γκρίνφιλντ. Το διαβόητο στοίχημά του είχε μαθευτεί σε όλη την πόλη, παρόλο που ο Μέρικ τελικά δεν τις είχε αποπλανήσει. Κατάφερε να βγει από το σπίτι αγέρωχος και αξιοπρεπής, αλλά η καρδιά του είχε γίνει κομμάτια. Ήλπιζε ότι ο Φόλκστοουν θα δεχόταν την πρότασή του και θα επέτρεπε στα πράγματα να εξελιχθούν όπως τα είχε φανταστεί. Σίγουρα έτσι θ’ αποφεύγονταν οι περιπλοκές. Αυτός και ο Ας δεν είχαν καταφέρει να βρουν τίποτα ύποπτο για τον Ρέντφιλντ. Όποιος κι αν ήταν, αυτός ο άνθρωπος είχε καλύψει τέλεια τα ~ 189 ~
ίχνη του. Το πρώτο σχέδιο του Μέρικ είχε καταλήξει σε αδιέξοδο. Η δεύτερη επιλογή ήταν να φανερώσει την εγκυμοσύνη της Αλίξ. Θα ανάγκαζε τον Φόλκστοουν να δεχτεί αυτόν το γάμο, αλλά το κόστος θα ήταν πολύ μεγάλο. Ύστερα από μια τέτοια αποκάλυψη, o Φόλκστοουν δε θα πίστευε ποτέ ότι ο Μέρικ είχε κάνει αυτή την πρόταση γάμου με έντιμα κίνητρα. Θα υπήρχε πάντα η αμφιβολία ότι ο Μέρικ είχε αποπλανήσει επίτηδες την Αλίξ, για να διεκδικήσει την περιουσία της και την ιδιοκτησία του. Κάτω από ένα τέτοιο σύννεφο, τι είδους μέλλον θα μπορούσαν να χτίσουν αυτός και η Αλίξ; *** Αυτό είπε και στον Ας στην ησυχία εκείνου του απογεύματος στο Γουάιτ. Είχαν καθίσει σε μια γωνιά στην κεντρική αίθουσα. Οι περισσότεροι κύριοι δε θα εμφανίζονταν πριν από τις εφτά, οπότε και άρχιζαν οι βραδινές διασκεδάσεις. Ο Μέρικ απολάμβανε αυτή την ησυχία. «Έχεις δύο επιλογές», είπε ο Ας σκεφτικός, στριφογυρίζοντας το κρυστάλλινο ποτήρι με το μπράντι του. «Μπορείς να την ξεχάσεις ή να την παντρευτείς». «Ακούς τι σου λέω; Δεν έχω την έγκριση του Φόλκστοουν και την έχουν τάξει στον Ρέντφιλντ». «Έχεις ξεχάσει να παίζεις παραβιάζοντας τους κανόνες;» Ο Ας κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα. «Μακριά από μένα η ηλιθιότητα των τρελά ερωτευμένων». Έφερε το ποτήρι στα χείλη του και ήπιε μια γουλιά. «Δε χρειάζεσαι έγκριση για να την παντρευτείς, χαζέ. Μιλάω για συναινετική απαγωγή. Είναι είκοσι έξι ετών, για τ’ όνομα του Θεού, κι εσύ τριάντα. Δεν είστε δυο χωριατόπαιδα που έρχεστε στην πόλη για πρώτη φορά». «Θα γίνει σκάνδαλο». Ο Ας κόντεψε να πνιγεί με το μπράντι του, αναγκάζοντας έναν υπηρέτη να έρθει τρέχοντας δίπλα του. «Σκάνδαλο; Από πότε φοβάσαι τα σκάνδαλα;» είπε και έβηξε. «Δε θα ήταν το πρώτο σου και σίγουρα δε θα ήταν το χειρότερο. Αυτό θα ήταν το πιο “έντιμο” σκάνδαλό σου, αφού θα τελείωνε με την ευγενή δέσμευση του γάμου». Δεν ήταν, όμως, αυτό που ήθελε για την Αλίξ. Ήθελε να της αποδείξει ότι μπορούσε να είναι έντιμος. Δεν ήθελε να συνδέεται πια το όνομά του με σκάνδαλα και άσχημες φήμες. Ο Μέρικ Σεντ ~ 190 ~
Μάγκνους δεν άντεχε άλλο να είναι ένας γοητευτικός αλήτης, ένας δημοφιλής Καζανόβας. Του άρεσε ο άντρας που είχε ανακαλύψει μέσα του στο Φόλκστοουν. Του άρεσε να μεταφράζει χειρόγραφα, να κατασκευάζει ωραία περίπτερα και να εξερευνά ερείπια. Εκείνος ο άντρας μπορούσε να χτίσει μια ζωή αντάξια της Αλίξ. Όχι, δε θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Αλίξ με μια συναινετική απαγωγή. Μια έφοδος στην έπαυλη των Φόλκστοουν μες στο σκοτάδι θα επιβεβαίωνε τις υποψίες ότι κυνηγούσε την περιουσία της. Ένα μωρό που θα ερχόταν πρόωρα θα ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Η κοινωνία θα είχε να λέει ιστορίες γι’ αυτούς χρόνια ολόκληρα. Όμως, ο Ας του είχε δώσει μια ιδέα. Υπήρχε τρόπος να παντρευτεί έντιμα την Αλίξ, αλλά χρειαζόταν δύο πράγματα: μια ειδική άδεια και τη συγκατάθεσή της. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε ν’ αποκτήσει το πρώτο. Αλλά δεν ήταν σίγουρος για το δεύτερο. *** Η Αλίξ κάθισε γεμάτη ευγνωμοσύνη στο κρεβάτι της και πέταξε τα παπούτσια του χορού. Η νύχτα ήταν πολύ βαρετή, αλλά ευτυχώς η δεξίωση είχε τελειώσει νωρίς. Ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Τα πόδια της την πονούσαν και το μυαλό της βρισκόταν σε συνεχή αναταραχή μετά την απροσδόκητη προχθεσινή επίσκεψη του Μέρικ. Είχε εμφανιστεί στο σπίτι τους και το ίδιο απόγευμα. Είχε αφήσει σοκολατάκια για εκείνη, αλλά προφανώς ο σκοπός της επίσκεψής του ήταν μια συζήτηση με τον πατέρα της. Είχε μάθει για την πρόταση γάμου του Μέρικ στο δείπνο εκείνο το βράδυ, προτού ο πατέρας της αρχίσει να τη διαβεβαιώνει ότι θα παντρευόταν τον Ρέντφιλντ αμέσως μετά την αναγγελία του γάμου. Αυτό σήμαινε ότι είχε στη διάθεσή της μόλις τρεις εβδομάδες. Πολύ λίγος χρόνος. Η Αλίξ άρχισε να βγάζει τα τσιμπιδάκια από τα μαλλιά της. Είχε διώξει τη Μεγκ γιατί ήθελε να ετοιμαστεί μόνη της για το κρεβάτι, μια απόφαση για την οποία θα μετάνιωνε όταν θα προσπαθούσε να βγάλει την τουαλέτα της. Προς το παρόν, όμως, απολάμβανε την ησυχία και τη μοναξιά της. Αν δε δρούσε σύντομα, θ’ αναγκαζόταν να παντρευτεί τον Ρέντφιλντ, ενώ θα ήταν έγκυος στο παιδί του Μέρικ. Μέρα με τη μέρα βεβαιωνόταν όλο και πιο πολύ γι’ αυτό. Σαν να διάβαζε ένα ~ 191 ~
γοτθικό μυθιστόρημα, ένα θεατρικό δράμα. Πριν από λίγο καιρό, η ζωή της ήταν τόσο συνηθισμένη, τόσο προβλέψιμη και μονότονη. Το ένα μοιραίο γεγονός είχε οδηγήσει στο άλλο, και να που τώρα βρισκόταν τόσο μακριά από το δρόμο που είχε χαράξει για τη ζωή της. Όμως, σ’ αυτόν το δρόμο είχε γνωρίσει την αγάπη, είχε ζήσει κάποιες στοιχειώδεις ανθρώπινες εμπειρίες. Αλλά η αγάπη είχε ακριβό τίμημα ενώ ταυτόχρονα δεν είχε εγγυήσεις, ούτε καν την εγγύηση ότι θα έβρισκε ανταπόκριση. Ο Μέρικ την αγαπούσε προς το παρόν, αλλά αργότερα; Αυτή η αμφιβολία την έκανε να παραμείνει σιωπηλή στο δείπνο και να μη δηλώσει ότι προτιμούσε τον Σεντ Μάγκνους από τον Ρέντφιλντ. Χαμένη στις σκέψεις της, η Αλίξ πάλευε με τα κορδόνια στην πλάτη του φορέματος της, όταν ένιωσε τη νυχτερινή καλοκαιρινή αύρα να χαϊδεύει το γυμνό δέρμα της στα σημεία όπου είχε ανοίξει το φόρεμα. Γύρισε απότομα προς το ρεύμα του αέρα και έπνιξε εγκαίρως μια κραυγή έκπληξης. Στο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας στεκόταν ο Μέρικ, με ύφος γεμάτο σιγουριά, με τα μανίκια του πουκαμίσου του γυρισμένα και τη γραβάτα του λυτή. «Τι κάνεις εδώ;» ψιθύρισε η Αλίξ. «Τι σόι χαιρετισμός είναι αυτός;» είπε ο Μέρικ με τη συνηθισμένη του άνεση. «Γιατί δε με ρωτάς πώς κατάφερα να φτάσω εδώ πάνω; Γιατί δε μου λες πόσο χαίρεσαι που με βλέπεις;» «Είναι μάλλον φανερό πώς έφτασες εδώ πάνω». «Το ότι είναι φανερό δε σημαίνει ότι είναι και εύκολο. Ομολογώ ότι δε θα συμβούλευα κανέναν να σκαρφαλώσει μέχρι το δωμάτιό σου. Θα περάσει καιρός μέχρι να το ξανακάνω». Ο Μέρικ μπήκε στο δωμάτιο, γεμίζοντας τον θηλυκό χώρο με την αντρική παρουσία του. «Πού είναι η καμαριέρα σου;» ρώτησε ο Μέρικ κοιτάζοντας γύρω του. «Λείπει, τυχερός είσαι», τον μάλωσε η Αλίξ. «Τι θα έκανες αν ήταν εδώ;» Ο Μέρικ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους, τραβώντας την προσοχή της στις φαρδιές πλάτες του. «Με συμπαθεί. Το μόνο που θα έκανα θα ήταν να τη στείλω νωρίς για ύπνο. Όμως, φαίνεται ότι χρειάζεσαι λίγη βοήθεια. Θα μπορούσα ίσως ν’ αντικαταστήσω την καμαριέρα σου». Με μια απαλή κίνηση έφερε τα μακριά μαλλιά της προς τα μπρος, πάνω από τον ώμο της. Ένιωσε στη σάρκα της την οικεία ~ 192 ~
και χαλαρωτική αίσθηση των ζεστών χεριών του που πάλευαν να λύσουν τα τελευταία κορδόνια. «Κλείδωσε την πόρτα σου, Αλίξ», της ψιθύρισε με το στόμα κολλημένο στο λαιμό της μόλις τελείωσε. «Την κλείδωσα ήδη», κατάφερε να πει η Αλίξ. Έτρεμε ήδη από την επιθυμία της γι’ αυτόν. «Ωραία, θέλω να σε κοιτάξω». Ελευθέρωσε τους ώμους της και το φόρεμα έπεσε σαν ένας γαλαζοπράσινος καταρράκτης στο πάτωμα. Η κίνησή του την έβγαλε από τη νάρκη της. «Μη μου πεις ότι θα μείνεις! Ο Ρέντφιλντ είναι κάτω και συζητάει με τον πατέρα μου». Ο Μέρικ άφησε να του ξεφύγει ένα γελάκι, ένας ζεστός καθησυχαστικός ήχος που έδειχνε την αυτοπεποίθησή του. «Τον περιμένεις;» «Και βέβαια όχι. Ούτε εσένα περίμενα», απάντησε η Αλίξ. «Τότε δε θα μας διακόψουν. Σταμάτα ν’ ανησυχείς, Αλίξ», της ψιθύρισε στο αυτί, ενώ άγγιζε με ανάλαφρα φιλιά το λαιμό της· Εκείνη έγειρε το κεφάλι στο πλάι για να τον διευκολύνει, ενώ κοίταζε ξαφνιασμένη το είδωλό τους στον καθρέφτη. Ο Μέρικ στεκόταν πίσω της, αληθινός Άδωνις στο νυχτερινό φως του δωματίου, με το ατημέλητο ντύσιμό του που αναδείκνυε ακόμα περισσότερο τη σεξουαλικότητά του, με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά του σαν απαλό φωτοστέφανο και με τα μάτια του σκοτεινά από τον πόθο. Μετά βίας αναγνώρισε τη λάγνα πριγκίπισσα στο είδωλό της: μαλλιά ξέπλεκα που κρέμονταν από τη μια πλευρά, ο ένας ώμος της πουκαμίσας της πεσμένος χαμηλά στο μπράτσο της, το περίγραμμα του στήθους της ορατό μέσα από το λεπτό ύφασμα, τα χέρια του Μέρικ ακριβώς από κάτω, βασανιστικά κοντά. Ήταν μια εικόνα προκλητική. Αναστατωμένη από το θέαμα, η Αλίξ προσπάθησε να γυρίσει από την άλλη, αλλά ο Μέρικ δεν την άφησε. «Κοίταξέ μας, Αλίξ. Δες πόσο όμορφοι είμαστε μαζί». Κι εκείνη κοίταξε. Ήταν κάτι ακόλαστο και καθηλωτικό συνάμα. Ο Μέρικ της έβγαλε την πουκαμίσα και την άφησε εντελώς γυμνή. Έπιασε τα στήθη της με τα δυο του χέρια, και οι αντίχειρές του άρχισαν να χαϊδεύουν αισθησιακά τις καμπύλες τους. Η Αλίξ έγειρε πάνω του αφήνοντας ένα σιγανό βογκητό ευχαρίστησης. ~ 193 ~
Αλλά ύστερα από λίγο της φάνηκε εντελώς άδικο να είναι αυτός ντυμένος. Στράφηκε μες στην αγκαλιά του κι αυτή τη φορά εκείνος της το επέτρεψε. Του έβγαλε τη γραβάτα και τον απάλλαξε γρήγορα από το γιλέκο και το πουκάμισό του. Ο Μέρικ κάθισε στο κρεβάτι κι έβγαλε τις μπότες του, προτού εκείνη του κατεβάσει το παντελόνι. Ήταν γυμνός κάτω από τα ρούχα και απόλαυσε την εικόνα του. Το φως της λάμπας τόνιζε το όμορφο, αγαλματένιο στέρνο του, τους μυς των μηρών του και την κοιλιά του. Η Αλίξ χάιδεψε το στομάχι του. «Νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο σημείο ενός άντρα». «Αλήθεια; Εγώ νόμιζα ότι προτιμάς άλλα σημεία», είπε πονηρά ο Μέρικ και κατέβασε το χέρι της λίγο πιο κάτω. Η Αλίξ του χαμογέλασε. «Κι αυτό το σημείο μ’ αρέσει». Πράγματι, της άρεσε πολύ αυτό το σημείο στο σώμα του. «Μήπως ήρθες εδώ για να με αποπλανήσεις;» «Αυτό είναι σίγουρο». Ο Μέρικ τη γύρισε προς τον καθρέφτη. Η φωνή του ήταν βραχνή από τον πόθο. Ένα ρίγος προσμονής τη διαπέρασε ολόκληρη, η ανάγκη της μεγάλωνε συνεχώς. «Στηρίξου πάνω στον καθρέφτη, γλυκιά μου. Θα σου δείξω τι σημαίνει αποπλάνηση». Η στιγμή του παιχνιδιού είχε περάσει. Τώρα ήταν ένας σοβαρός εραστής, καθώς την έβαζε να σκύψει και την τραβούσε προς το μέρος του. «Θα γίνω ο επιβήτοράς σου». Ω, τι αχαλίνωτη λαγνεία! Ο ανδρισμός του ήταν σκληρός πίσω της κι ένιωσε το κορμί της ν’ ανταποκρίνεται. Τον ήθελε μέσα της. Το βλέμμα της τώρα είχε καρφωθεί στον καθρέφτη. Τον έβλεπε να την καβαλάει από πίσω, τον έβλεπε να μπαίνει βαθιά μέσα της, ενώ το ζεστό χέρι του ήταν ανοιχτό πάνω στην κοιλιά της για να τη στηρίζει. Εκείνος συνέχισε να πηγαινοέρχεται μέσα της, ώσπου η Αλίξ αισθάνθηκε την ηδονή να κλιμακώνεται και να τους οδηγεί μαζί σε μια αναπάντεχη κορύφωση. Όταν ο Μέρικ τελείωσε, έπεσε πάνω της. Ένιωσε το βάρος του στέρνου του στην πλάτη της, τη ζεστασιά του να την τυλίγει ολόκληρη σαν μαλακή κουβέρτα. Τελικά, ο Μέρικ βρήκε τη δύναμη να την οδηγήσει στο κρεβάτι. Η Αλίξ φώλιασε πάνω στο σκληρό του στήθος και έβαλε το κεφάλι της στον ώμο του. Εκείνος την αγκάλιασε και την τράβηξε κοντά του. Πόσο εύκολα ήταν όλα μαζί του... Της φαινόταν εντελώς φυσικό να είναι γυμνή δίπλα του, να παίζουν, να μοιράζονται την ηδονή τους. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν αυτό με τον ~ 194 ~
Ρέντφιλντ ή με κάποιον άλλον. «Είχες δίκιο όταν είπες ότι αυτό είναι τρέλα», είπε η Αλίξ αργά ύστερα από λίγο. Ζωγράφισε έναν μικρό κύκλο γύρω από τη θηλή του. «Έχουμε μια ολόκληρη ζωή, Αλίξ για να το ανακαλύψουμε, για να δούμε αν είναι πραγματικά τρέλα». Η Αλίξ κούνησε το κεφάλι. «Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, Μέρικ. Ξέρω ότι ο πατέρας μου αρνήθηκε την πρόταση σου». «Θα επιτρέψεις να καθορίσει τη ζωή σου αυτή η απόφαση; Απόψε ήρθα για σένα, Αλίξ. Δεν υπήρξα ποτέ άνθρωπος της παράδοσης και της συμβατικότητας. Δε χρειάζομαι την έγκρισή του. Χρειάζομαι, όμως, τη δική σου. Υπάρχει μια ειδική άδεια στην τσέπη του παντελονιού μου. Αύριο το βράδυ θα έρθω να σε πάρω. Θα πάμε στο Φόλκστοουν και θα παντρευτούμε στην εκκλησία της Αγίας Ίανσγουιθ. Θα με παντρευτείς, Αλίξ;» Σοβαρολογούσε. Ένιωθε το σώμα του σφιγμένο από κάτω της καθώς περίμενε την απάντησή της. «Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό για το μωρό, άλλωστε είναι πολύ νωρίς ακόμα», μουρμούρισε η Αλίξ προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο μέχρι ν’ αποφασίσει. Θα τολμούσε να διακινδυνεύσει τα πάντα για τον Μέρικ Σεντ Μάγκνους; «Είτε υπάρχει παιδί είτε όχι, δεν έχει καμία σημασία για μένα. Για σένα ήρθα απόψε εδώ. Θα ερχόμουν όπως και να ’χε». «Γιατί;» ψιθύρισε η Αλίξ, γεμάτη ελπίδα. «Επειδή, Αλίξ Μπερκ, ανακάλυψα ότι σ’ αγαπάω. Δεν είναι μια ανακάλυψη που κάνει κάθε μέρα ένας άντρας». Δεν μπορούσε ν’ αμφιβάλλει πλέον γι’ αυτόν. Η ειλικρίνεια της εξομολόγησής του της έφερε δάκρυα στα μάτια. «Τότε, αυτό τα αλλάζει όλα», κατάφερε να πει η Αλίξ, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Τον ένιωσε να χαλαρώνει πλάι της. «Αυτό ήλπιζα κι εγώ. Όμως, θα ήθελα ν’ ακούσω απ’ το στόμα σου την απάντηση. Λοιπόν; Θα με παντρευτείς;» Μες στο σκοτάδι, η Αλίξ μάζεψε όλο το κουράγιο της. Ήταν μια έξυπνη γυναίκα που είχε σκεφτεί πολύ τι ήθελε από ένα γάμο και τι ζητούσε από τον εαυτό της. Καταλάβαινε τον κόσμο, παρόλο που είχε επιλέξει να τον αποφύγει με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Η ηρωίδα της, η Αγία Ίανσγουιθ, είχε προσπαθήσει να κάνει το ίδιο. Αλλά η Αγία Ίανσγουιθ είχε πεθάνει στα είκοσι έξι χρόνια της, ενώ η Αλίξ Μπερκ θα επέλεγε να ζήσει. Ψιθύρισε, λοιπόν, τη ~ 195 ~
σημαντικότερη λέξη που θα πρόφερε ποτέ στη ζωή της. «Ναι».
~ 196 ~
Κεφάλαιο 20
Η Αλίξ τεντώθηκε, μια αργή, νωχελική κίνηση που ξεκίνησε από τα δάχτυλα των ποδιών της και έφτασε σιγά σιγά μέχρι τα χέρια της. Κύρτωσε την πλάτη της και άφησε τον πρωινό ήλιο να τη λούσει με τη ζεστασιά του. Τα πάντα ήταν όπως έπρεπε στον κόσμο, για πρώτη φορά εδώ και βδομάδες. Με δυσκολία άνοιξε τα μάτια της. Σήμερα ήταν η μέρα του γάμου της. Τρόπος του λέγειν. Σήμερα ήταν η μέρα που θ’ άρχιζε ένα ταξίδι με προορισμό το γάμο της με τον Μέρικ. Εκείνος είχε φύγει ήδη από την αυγή, αφού την ξύπνησε για να της κλέψει ένα φιλί πριν το σκάσει από το μπαλκόνι της. Αλλά θα γύριζε απόψε με μια άμαξα. Έπρεπε να περιμένει δώδεκα ώρες. Θα της έστελνε οδηγίες το απόγευμα, για να της πει πού θα συναντιούνταν. Ένα ρίγος ενθουσιασμού τη διαπέρασε σ’ αυτή τη σκέψη. Απλώς θα εξαφανιζόταν. Μετά το αποψινό βράδυ δε θα ήταν πια η λαίδη Αλίξ Μπερκ. Θα ήταν η λαίδη Σεντ Μάγκνους. Η ιστορία της έμοιαζε με παραμύθι -η αυτοαποκαλούμενη «γεροντοκόρη» με τα άχαρα φορέματα είχε τραβήξει το ερωτικό ενδιαφέρον του πλέον περιζήτητου εραστή του Λονδίνου. Η Αλίξ κοκκίνισε στο πρωινό φως, όταν θυμήθηκε τις παθιασμένες στιγμές της προηγούμενης νύχτας. Είχε ζήσει την απόλυτη ηδονή. Έβαλε το χέρι της στην κοιλιά της. Με παιδί ή όχι, ήταν έτοιμη για ό,τι της επιφύλασσε η μοίρα. Δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις ότι η ζωή της με τον Μέρικ θα ήταν τέλεια. Θα είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα σχόλια της κοινωνίας. Οι συνθήκες και η βιασύνη του γάμου θα συζητιούνταν πολύ. Ήλπιζε ότι η χρονική περίοδος που θα γίνονταν όλα αυτά θα ήταν με το μέρος ~ 197 ~
τους. Η Σεζόν θα τελείωνε σε δύο βδομάδες. Οι άνθρωποι θα επέστρεφαν στα εξοχικά τους και θα ξεχνούσαν τα γεγονότα της Σεζόν. Μέχρι την ερχόμενη άνοιξη ο γάμος τους θα ήταν παλιό νέο και θα υπήρχαν πιο ενδιαφέροντα κουτσομπολιά ν’ απασχολήσουν την κοινωνία. Η κοινωνία δε θα ήταν το μόνο εμπόδιο. Θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν και την κατακραυγή της οικογένειάς της. Ο πατέρας της θα εξοργιζόταν μαζί της, καθώς επέμενε να την παντρέψει με τον Ρέντφιλντ. Η μητέρα της θα το θεωρούσε μεγάλο χτύπημα για την κοινωνική της θέση, αφού η κόρη της θα είχε παντρευτεί έναν παλιάνθρωπο. Δεν ήξερε τι θα σκεφτόταν ο Τζέιμι. Ήλπιζε ότι θα τη συγχωρούσε. Ήλπιζε ότι δε θα κατηγορούσε τον Μέρικ γι’ αυτό. Δική της ήταν η απόφαση. Ήθελε να επιλέξει το μονοπάτι της αγάπης και να δει πού θα την οδηγούσε. Απόλυτα σίγουρη για την επιλογή της, η Αλίξ πέταξε τα σκεπάσματα και χτύπησε το κουδούνι για να ειδοποιήσει τη Μεγκ. Καιρός ήταν να χαρεί τη μέρα. Τίποτα δε θα στεκόταν πια εμπόδιο στο δρόμο της. *** Τίποτα δε θα στεκόταν πια εμπόδιο στο δρόμο του, σκέφτηκε με έπαρση ο Αρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ, περιμένοντας να πάρει από την Αρχιεπισκοπή την ειδική άδεια που θα του επέτρεπε ν’ αποκτήσει την κληρονόμο του. Ο συντηρητικός Φόλκστοουν επέμενε ότι έπρεπε ν’ αναγγείλουν το γάμο στην εκκλησία, αλλά ο Ρέντφιλντ ήθελε να είναι σίγουρος, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Μ’ αυτή τη διαδικασία θα έπρεπε να περιμένει τρεις εβδομάδες. Με την ειδική άδεια, όμως, έπαιρνε άμεση έγκριση να παντρευτεί. Και αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει, αν παρουσιαζόταν η ανάγκη. Τίποτα δεν είχε πάει σύμφωνα με τα σχέδιά του για την Αλίξ Μπερκ, και δε θα το διακινδύνευε τώρα που κόντευε να πετύχει το σκοπό του, ιδίως με τον Σεντ Μάγκνους στην πόλη. Ενοχλήθηκε πολύ όταν έμαθε ότι ο Σεντ Μάγκνους βρισκόταν στο Λονδίνο, ενώ εκείνος έπρεπε να μείνει με τον κόμη για να ετοιμάσουν το γαμήλιο συμβόλαιο. Αλλά ήταν σημαντικό να είναι εκεί. Ήταν αδύνατον να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο μέρη, και φοβόταν μήπως ο κόμης ανακάλυπτε κάτι ύποπτο για το παρελθόν ~ 198 ~
του και αποφάσιζε την τελευταία στιγμή να απορρίψει την πρότασή του. Αν ήταν παρών, θα εξηγούσε οποιαδήποτε δυσάρεστη αποκάλυψη. Είχε και τα καλά του που έφτιαξαν τα χαρτιά στο Φόλκστοουν. Ο επαρχιώτης δικηγόρος ήταν ικανός, αλλά δεν είχε πρόσβαση στο δίκτυο πληροφοριών του Λονδίνου. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο Ρέντφιλντ θα ήταν να ετοιμάσουν τα χαρτιά στο Λονδίνο, όπου ο κίνδυνος να γνώριζε κάποιος κάτι δυσάρεστο γι’ αυτόν ήταν μεγαλύτερος. Έτσι, είχε μείνει με τον Φόλκστοουν για να εξασφαλίσει την παντρειά του. Στο μεταξύ, ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους δεν είχε παραιτηθεί. Κι αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: αυτός ο αλήτης καταλάβαινε ότι υπήρχε ακόμα ελπίδα. Οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν το προηγούμενο βράδυ, όταν γύρισαν στο σπίτι με την οικογένεια του κόμη ύστερα από μια μουσική εκδήλωση στην έπαυλη της λαίδης Ρόδερσμιθ, απ’ όπου έφυγε με μεγάλη ανακούφιση όταν έληξε η βραδιά. Όταν οι κυρίες αποσύρθηκαν και ο Φόλκστοουν κατέβασε μερικά μπράντι, ο κόμης αποκάλυψε ότι ο αναξιοπρεπής Σεντ Μάγκνους είχε το θράσος να τον επισκεφτεί. Βέβαια, ο κόμης τον είχε διαβεβαιώσει ότι ο Σεντ Μάγκνους είχε λάβει πάραυτα αρνητική απάντηση. Ακούγοντας αυτό το νέο, ο Ρέντφιλντ είχε υπενθυμίσει στον Φόλκστοουν μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο ότι είχαν ολοκληρωμένη συμφωνία με επίσημα χαρτιά. Αλλά, καλού κακού, ίσως επειδή είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, μια ειδική άδεια θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Για να εξασφαλίσει αυτή την άδεια από την Αρχιεπισκοπή, όμως, χρειαζόταν την έγκριση του Φόλκστοουν και μια συστατική επιστολή του. Είχε ζητήσει ευγενικά αυτό που ήταν προνόμιο ενός ευγενούς: ένας φτωχός μπορεί να περίμενε τρεις εβδομάδες μέχρι να γίνει η αναγγελία του γάμου του, αλλά ένας πλούσιος μπορούσε να το αποφύγει. Ήταν ξεχωριστή τιμή για τη νύφη να παντρευτεί με ειδική άδεια και, ενώ δεν του περίσσευαν τα χρήματα, ο Ρέντφιλντ σκέφτηκε ότι καλά είχε κάνει που ξόδεψε είκοσι οχτώ γκινέες, αν αυτό σήμαινε ότι θα έβαζε στο χέρι την προίκα της Αλίξ Μπερκ. Ο Φόλκστοουν το βρήκε λογικό και έδωσε τη συγκατάθεσή του. Τελικά, οι βαριές πόρτες άνοιξαν και ένας υπάλληλος έκανε την εμφάνισή του με μερικά χαρτιά στο χέρι. «Να είστε προσεκτικός, κύριε, το μελάνι δεν έχει στεγνώσει ακόμα καλά», τον προειδοποίησε, ενώ του έδινε τα χαρτιά. «Κάτι πρέπει να συμβαίνει. ~ 199 ~
Είστε ο δεύτερος που κάνετε αυτή την αίτηση μέσα σε λίγες μέρες», είπε ο υπάλληλος με ευχάριστο ύφος. Τον Ρέντφιλντ δεν τον ένοιαζε αν ήταν κι ο πέμπτος. Τον ένοιαζε μόνο ότι είχε αυτό που ήθελε. Αλλά μια και είχε πετύχει το σκοπό του, μπορούσε να φανεί γενναιόδωρος και να κάνει μια ευγενική κουβέντα. «Ποιος μπορεί να είναι ο τυχερός;» Ο υπάλληλος γέλασε. «Κάποιος που ποτέ δε φανταστήκαμε ότι θα έμπαινε στα άγια μέρη μας». Χαμήλωσε τη φωνή του. «Υποθέτω ότι δεν είναι συνετό να σας το πω, αλλά γελάσαμε όλοι πολύ όταν έφυγε. Ο λόρδος Σεντ Μάγκνους». Η χαρά της νίκης ξεθώριασε, όμως το χαμόγελο παρέμεινε κολλημένο στο πρόσωπο του Ρέντφιλντ. «Ο Σεντ Μάγκνους, αυτός ο αγύρτης; Τι τη θέλει την ειδική άδεια;» είπε με μια ευθυμία που δεν ένιωθε πια. Ο υπάλληλος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έχω ιδέα. Ήρθε χθες το απόγευμα και βρήκε τον αρχιεπίσκοπο την ώρα που έπαιρνε το τσάι του». Ακριβώς μετά την επίσκεψη στον Φόλκστοουν, σκέφτηκε ο Ρέντφιλντ. Έφυγε βιαστικά. Το ένστικτό του είχε δίκιο. Ο Σεντ Μάγκνους δεν είχε σκοπό να το βάλει κάτω. Κάτι ετοίμαζε. Και μπορούσε να μαντέψει τι ήταν. Ο Σεντ Μάγκνους είχε πάρει μια απόφαση χωρίς την έγκριση του Φόλκστοουν. Ένα ρίγος οργής, σχεδόν ορατό, τον διαπέρασε ολόκληρο, καθώς προχωρούσε στο πεζοδρόμιο. Όλη αυτή η φασαρία για τη σνομπ Αλίξ Μπερκ, που νόμιζε ότι παραήταν καλή για τα γούστα του. Κι αν σκεφτόταν κανείς πώς ντυνόταν, μέχρι ν’ αναλάβει την γκαρνταρόμπα της ο Σεντ Μάγκνους... Πάντως, όφειλε να παραδεχτεί ότι είχε ομορφύνει τώρα τελευταία. Τελικά, δε θα ήταν τόσο μεγάλη αγγαρεία να μοιράζεται το κρεβάτι του μ’ αυτή τη στρίγκλα. Ο Σεντ Μάγκνους μπορεί να της είχε μάθει μερικά ενδιαφέροντα κόλπα. Ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ ήταν πρακτικός άνθρωπος. Με τον έρωτα δεν αγόραζες τίποτα, ενώ με τα λεφτά μπορούσες ν’ αποκτήσεις τα πάντα. Δεν τον ενοχλούσε τόσο η σκέψη ότι ο Σεντ Μάγκνους ατίμαζε την Αλίξ Μπερκ στα κρυφά όσο η επίγνωση ότι η Αλίξ Μπερκ το επέτρεπε. Εκεί βρισκόταν ο κίνδυνος. Μια τέτοια συναίνεση σήμαινε ότι προτιμούσε τον Σεντ Μάγκνους απ’ αυτόν. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Σεντ Μάγκνους δε θα χρειαζόταν να την κλέψει, θα πήγαινε μαζί του με τη θέλησή της, εκτός κι αν κατάφερνε να τους σταματήσει. ~ 200 ~
*** Ο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ δε θα έφευγε, σκέφτηκε η Αλίξ ενοχλημένη εκείνο το απόγευμα. Την είχε πάρει για μια βόλτα με την άμαξα στο Χάιντ Παρκ, πράγμα που δεν μπόρεσε ν’ αρνηθεί, και τώρα κάθονταν στη σκιά του κήπου με τη μητέρα της, πίνοντας λεμονάδα και συζητώντας για τις διάφορες βελτιώσεις που ήθελε να κάνει στο Τέιλσμπι. Ο κατάλογος ήταν μεγάλος, κι αυτό σήμαινε ότι η συζήτηση θα τραβούσε σε μάκρος. «Το σπίτι ενός τζέντλεμαν πρέπει ν’ αντικατοπτρίζει τις αξίες του», είπε στη μητέρα της. «Θέλω ένα σπίτι φωτεινό και ωραίο, ένα σπίτι που θα εξυπηρετεί απόλυτα την οικογένειά μου». Κοίταξε προς το μέρος της Αλίξ μ’ ένα θερμό χαμόγελο. Εκείνη δεν είχε καμία αμφιβολία πως ήταν προσποιητό. «Ένας επίδοξος γαμπρός πρέπει να ικανοποιεί τις δικές του επιθυμίες». Γέλασε. «Ενώ οι κυρίες κουβεντιάζουν για φορέματα και λουλούδια, ένας τζέντλεμαν σχεδιάζει το σπιτικό του». Τζέντλεμαν να σου πετύχει, σκέφτηκε η Αλίξ. Αν χρησιμοποιούσε τη λέξη «τζέντλεμαν» άλλη μία φορά, θα τον περιέχυνε με τη λεμονάδα. Μπορεί να επιθυμούσε να γίνει τζέντλεμαν, αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα σ’ αυτή τη θέση. «Τζέντλεμαν;» ρώτησε η Αλίξ με κακεντρέχεια. «Δεν ήξερα ότι είχε τίτλο η οικογένειά σας». Η μητέρα της συνοφρυώθηκε για να δείξει τη δυσαρέσκειά της και έσπευσε να σώσει την κατάσταση. «Δεν είπατε κάποτε ότι υπήρχε ένας βαρονέτος μεταξύ των προγόνων σας;» Ο Ρέντφιλντ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Το οικογενειακό μου δέντρο είναι τόσο μπερδεμένο, ώστε με δυσκολία θα μπορούσα να καταγράψω τα ονόματα των προγόνων μου πριν από τρεις γενιές, πόσω μάλλον τέσσερις. Αφήνω αυτή τη δουλειά σε πιο εύστροφα μυαλά, όπως το δικό σας, λαίδη Φόλκστοουν». Η φιλοφρόνηση έκανε καλά τη δουλειά της γιατί ηρέμησε τη μητέρα της, που έριξε μια ματιά στην Αλίξ και χαμογέλασε σαν να έλεγε «Τι ευγενικός άνθρωπος, δεν πειράχτηκε καθόλου από την ειρωνική και απρεπή παρατήρησή σου». «Ο λόρδος Σεντ Μάγκνους έχει τίτλο ευγενείας», συνέχισε να τον τσιγκλάει η Αλίξ. «Αυτό σίγουρα τον κάνει τζέντλεμαν». Είδε το χαμόγελο του Ρέντφιλντ να σκληραίνει. «Θέλω να πιστεύω ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη λέξη ~ 201 ~
“λόρδος” μπροστά από ένα όνομα για να θεωρηθεί κάποιος τζέντλεμαν», αποκρίθηκε ο Ρέντφιλντ. «Πρέπει να έχει γνώση ορισμένων λεπτών διαφορών, να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο, να ξέρει πού υπάρχουν όρια. Ο τζέντλεμαν είναι ο θεμέλιος λίθος της κοινωνίας. Δε νομίζω ότι ο Σεντ Μάγκνους είναι υπόδειγμα πολίτη». «Ο αδερφός μου τον συμπαθεί πολύ, πάντως», αντιγύρισε η Αλίξ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Ρέντφιλντ κινδύνευε να προσβάλει τον Τζέιμι. «Ο αδερφός σας είναι η καλοσύνη προσωποποιημένη». Η Αλίξ κατάλαβε τι σήμαινε στην πραγματικότητα αυτό το σχόλιο και του το ανταπέδωσε στα ίσα. «Όπως κι εσείς. Είμαι σίγουρη, όμως, ότι έχετε κι άλλες υποχρεώσεις. Η μητέρα μου κι εγώ δε θα θέλαμε να σας καθυστερήσουμε περισσότερο». «Πρόκειται να παντρευτούμε. Τίποτα δε μου δίνει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να περνώ το χρόνο μου με τη μνηστή μου. Το μόνο που θα με χαροποιούσε πιο πολύ θα ήταν, αν μου επιτρέπετε, ν’ αναγγείλω αυτό το χαρμόσυνο γεγονός απόψε». Ζητούσε την έγκριση από τη μητέρα της, αλλά κοίταζε εκείνη. Το μάτια του ήταν σκληρά και διερευνητικά, σαν να προσπαθούσαν ν’ ανακαλύψουν κάτι, σαν να ήξεραν κάτι. Η Αλίξ πάγωσε από τον πανικό όταν η μητέρα της τους κοίταξε και είπε: «Ναι, νομίζω ότι ο αποψινός χορός θα είναι η ιδανική περίσταση. Αν περιμένουμε κι άλλο, η Σεζόν θα τελειώσει και δε θα έχουμε την ευκαιρία να το γιορτάσουμε». Ύστερα απ’ αυτό, ο Ρέντφιλντ έφυγε. Αλλά η ζημιά είχε γίνει. Η πρώτη αντίδραση της Αλίξ ήταν να τρέξει κατευθείαν στον Μέρικ. Αλλά αν ο Ρέντφιλντ υποπτευόταν κάτι, θα υποπτευόταν κι αυτό. Ήθελε να την ξεσκεπάσει. Δεν έπρεπε να κάνει τίποτα που θα φανέρωνε την αγωνία της. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να περιμένει μέχρι το βράδυ και να ελπίζει ότι τίποτα άλλο δε θα πήγαινε στραβά. Ακόμα κι αν θεωρούσε ασφαλές να ειδοποιήσει τον Μέρικ, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να το κάνει. Στο δωμάτιό της επικρατούσε χάος. Δεν έμεινε μόνη ούτε μία στιγμή. Ήταν εκεί η Μεγκ, η μητέρα της και η υπηρέτρια της μητέρας της. «Δεν αρραβωνιάζεται κάθε βράδυ η κόρη μου!» έλεγε συνέχεια η λαίδη, καθώς πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο της Αλίξ, δίνοντας οδηγίες για τα μαλλιά της, την τουαλέτα της, τα παπούτσια της. Τρία φο~ 202 ~
ρέματα ήταν ήδη πεταμένα πάνω στο κρεβάτι της Αλίξ, αφού κανένα απ’ αυτά δε θεωρήθηκε κατάλληλο για την περίσταση. «Μεγκ, βγάλε το σκούρο κρεμ φόρεμα με την πράσινη εσάρπα». Ήταν από τα αγαπημένα της Αλίξ και δεν το είχε φορέσει ακόμα. «Νομίζω ότι αυτό θα είναι μια χαρά, μητέρα», πετάχτηκε η Αλίξ, προσπαθώντας να μη γυρίσει το κεφάλι, γιατί η καμαριέρα της μαμάς της της έφτιαχνε τα μαλλιά της. Πώς θα την ειδοποιούσε ο Μέρικ, αφού δεν είχε καταφέρει να μείνει λεπτό μόνη; Νόμιζε ότι θα την ειδοποιούσε πιο νωρίς. Ήταν περασμένες εφτά και δεν είχε λάβει ακόμα μήνυμά του. Ένα σωρό σκέψεις στριμώχνονταν στο κεφάλι της. Μήπως ο Μέρικ είχε αλλάξει γνώμη; Μήπως κάτι τον είχε καθυστερήσει; Τελικά, της ανακοίνωσαν ότι ήταν έτοιμη. Η γυναίκα στον καθρέφτη ήταν εκθαμβωτική, αν και κάπως χλομή. «Θα φωτίσω το πρόσωπό της με λίγη πούδρα και λίγο ρουζ», είπε η Μεγκ, διώχνοντας τις άλλες. «Θα κατέβει στη σάλα σε λίγο». Η Αλίξ ένιωσε ευγνώμων για την ησυχία που ακολούθησε. Άφησε τη Μεγκ να τη βάψει ελαφρά. «Δεν ξέρω τι συμβαίνει, δεσποινίς», άρχισε η Μεγκ ενώ συνέχιζε τη δουλειά της, «αλλά ο λόρδος Σεντ Μάγκνους έστειλε σήμερα ένα παιδί από την πίσω πόρτα να με βρει. Με ρώτησε πού θα ήσασταν απόψε το βράδυ και του είπα. Εκείνος είπε ότι μια άμαξα θα περιμένει στις δέκα έξω από την πύλη του πίσω κήπου». Η Αλίξ αναστέναξε με ανακούφιση. Ο Μέρικ δεν το είχε ξεχάσει, δεν είχε αλλάξει γνώμη. Τώρα όλα εξαρτιόνταν από την ίδια. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν ν’ αποφύγει τον Ρέντφιλντ. Δεν πίστευε ότι θα ήταν εύκολη δουλειά. Ο Ρέντφιλντ υποψιαζόταν ότι κάτι συνέβαινε. Πώς το μάντεψε, δεν το γνώριζε. Αλλά αυτό δεν είχε και τόση σημασία. Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν να φτάσει στον Μέρικ. «Όλα εντάξει, δεσποινίς;» Η Μεγκ την κοίταζε προσεκτικά μέσα από τον καθρέφτη. «Όλα θα πάνε μια χαρά, Μεγκ. Δεν το είπες σε κανέναν, έτσι;» Η Μεγκ την κοίταξε σοβαρά. «Όχι. Είστε σίγουρη ότι αυτό θέλετε; Ο λόρδος Σεντ Μάγκνους είναι ωραίος άντρας, αλλά...» «Είναι αυτό που θέλω, Μεγκ». Η Αλίξ χαμογέλασε, σηκώθηκε ~ 203 ~
και αγκάλιασε την υπηρέτριά της. «Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Αλλά, αν κάτι πάει στραβά, πες στον αδερφό μου αυτά που ξέρεις. Μπορείς να εμπιστευτείς τον Τζέιμι». Ήλπιζε ότι είχε δίκιο. Η Αλίξ πήρε την πράσινη εσάρπα και έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιό της. Θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να ξαναγυρίσει εδώ. Και όταν θα ξαναγύριζε, όλα θα ήταν διαφορετικά. *** Είχε αργήσει. Ο Μέρικ κοίταξε το ρολόι τσέπης για τέταρτη φορά. Δεν ήθελε να σκεφτεί τι ήταν αυτό που την καθυστερούσε. Ένα σωρό αμφιβολίες τριγύριζαν στο νου του. Μήπως είχε αλλάξει γνώμη; Μήπως είχε έρθει η περίοδός της και είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί; Μήπως το καθάριο πρωινό φως ξύπνησε τη λογική της και άλλαξε την απόφαση που είχε πάρει υπό την επήρεια του πάθους; Μήπως είχε πάθει τίποτα; Μήπως είχε μεσολαβήσει κάτι που την εμπόδισε να έρθει στο ραντεβού τους; Δεν είχε καταφέρει να πλησιάσει στο σπίτι εκείνη τη μέρα. Ο Ρέντφιλντ ήταν εκεί σχεδόν όλο το απόγευμα. Είχε σκεφτεί να στείλει ένα μήνυμα με τη Μεγκ. Κατάφερε άραγε να το παραδώσει; Αρχικά, σχεδίαζε να βάλει ένα σημείωμα σ’ ένα μπουκέτο λουλούδια και να το αφήσει για την Αλίξ, αλλά του φάνηκε πολύ παρακινδυνευμένο με τον Ρέντφιλντ παρόντα. Η παρουσία του Ρέντφιλντ τον είχε ανησυχήσει πολύ, ιδίως ύστερα από αυτά που είχε μάθει ο Μέρικ εκείνο το πρωί. Οι έρευνές του είχαν καρποφορήσει, αλλά οι πληροφορίες που είχε πάρει ήταν δυσάρεστες. Ο Ρέντφιλντ συνήθιζε να ψαρεύει εύπορες γυναίκες της μεσαίας τάξης. Δεν είχε στοχεύσει ποτέ ξανά τόσο ψηλά, και ο Μέρικ θα έκανε ό,τι μπορούσε για να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Η απόδειξη ήταν στην τσέπη του. Όμως, αυτό δεν καθησύχαζε την αγωνία που ένιωθε τώρα. Είχε μεταφέρει το παιδί την ώρα σωστά; Όσο πιο γρήγορα την απομάκρυνε από τα νύχια του Ρέντφιλντ τόσο το καλύτερο. Μόνο τότε θα ηρεμούσε. Δεν υπήρχε τρόπος να μάθει τι συνέβαινε, εκτός κι αν πήγαινε μέσα. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν ήταν κατάλληλα ντυμένος. Φορούσε ταξιδιωτικά ρούχα. Και δεν ήταν καλεσμένος. Εξάλλου, μια σκηνή μάλλον δε θα βοηθούσε μια μυστική φυγή. Αυτές οι λογικές σκέψεις κράτησαν ως τις δέκα και μισή. Στο ~ 204 ~
διάβολο η διακριτικότητα. Θα πήγαινε μέσα. Ό,τι κι αν γινόταν μέσα, θα ήταν πολύ καλύτερο από αυτή την άγνοια και από το μαρτύριο της αναμονής. Ο Μέρικ κατέβηκε από την άμαξα που του είχε παραχωρήσει ο Ας και φώναξε τον οδηγό. Ο Ας τον είχε αποκαλέσει «τρελό», αλλά τελικά υποχώρησε λέγοντας: «Ο οδηγός μου ξέρει καλό σημάδι, αν προκύψει κάτι». «Φέρε την άμαξα στην είσοδο. Θα φύγω από την μπροστινή πόρτα. Και, Τζον, να είσαι έτοιμος για βιαστική αναχώρηση». Του πέταξε ένα πουγκί με νομίσματα. «Δωροδόκησέ τους για μια καλή θέση κοντά στο πεζοδρόμιο. Και φρόντισε να έχεις τους φανούς αναμμένους». «Έγινε». Ο αμαξάς κατένευσε, αφού είχε ενημερωθεί πλήρως για το σκοπό τους. «Συγχωρήστε με που θα το πω, αλλά πώς θα μπείτε μέσα; Δεν είστε καλεσμένος». Ο Μέρικ του έκλεισε το μάτι. Η προοπτική της δράσης τού είχε φτιάξει τη διάθεση. «Δε χρειάζεσαι πρόσκληση όταν υπάρχει ένας τέλειος φράχτης για να σκαρφαλώσεις». Και μ’ αυτά τα λόγια, πήδηξε πάνω σ’ έναν σωρό πεταμένα καφάσια, σκαρφάλωσε στα κάγκελα με θαυμαστή ευλυγισία, την οποία είχε αποκτήσει από την πολλή εξάσκηση όταν το έσκαγε από απαγορευμένα μπουντουάρ, και εξαφανίστηκε. Ο Μέρικ πήδηξε από την άλλη πλευρά, ενώ σκεφτόταν πόσο παράξενο ήταν να σκαρφαλώνει κάγκελα για να μπει μέσα. Συνήθως τα σκαρφάλωνε για να βγει έξω. Ο κήπος ήταν σχεδόν έρημος και ο Μέρικ παρέμεινε κρυμμένος στις σκιές, για να μην τραβήξει πάνω του την προσοχή. Η βεράντα και η αίθουσα χορού, όμως, ήταν ασφυκτικά γεμάτες από καλεσμένους και από σερβιτόρους που μετέφεραν δίσκους με σαμπάνια και αστακοκεφτέδες. Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν ο μπάτλερ, συνοδευόμενος από δύο ψηλούς υπηρέτες, τον στρίμωξε στο πίσω μέρος της αίθουσας χορού και τον ρώτησε τι δουλειά είχε εκεί. «Έχω ένα μήνυμα για τον υποκόμη Νολ», αποκρίθηκε ο Μέρικ, χρησιμοποιώντας τον τίτλο του Τζέιμι. Αν η Αλίξ ήταν εκεί, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να ήταν και ο Τζέιμι. Ο μπάτλερ του έριξε ένα καχύποπτο βλέμμα. Παρ’ όλα αυτά, έστειλε κάποιον να βρει τον Τζέιμι. Ο Τζέιμι ήρθε γρήγορα, αλλά δε φάνηκε ιδιαίτερα ευχαριστημένος όταν τον είδε. «Όλα εντάξει», είπε στον μπάτλερ, αλλά η ματιά που έριξε στον Μέρικ άλλα έλεγε. «Δεν είσαι καλοδεχούμενος εδώ, Μέρικ». «Πού είναι η Αλίξ;» ~ 205 ~
«Πιο πέρα, στο βάθος». Ο Μέρικ έκανε να προχωρήσει, αποφασισμένος να περάσει μέσα από την αίθουσα χορού για να τη φτάσει, αλλά ο Τζέιμι τον εμπόδισε με το χέρι του. «Δεν ξέρω τι συμβαίνει ανάμεσα σ’ εσένα και την Αλίξ. Όμως, ό,τι κι αν είναι αυτό, τελείωσε πια. Πρέπει να το αποδεχτείς. Η Αλίξ διάλεξε τον Ρέντφιλντ. Πρόκειται να αναγγείλουν τους αρραβώνες τους από στιγμή σε στιγμή. Πρέπει να την αφήσεις ήσυχη». «Όχι», ήταν το μόνο που είπε ο Μέρικ. Η γυναίκα που σφάδαζε από ηδονή στην αγκαλιά του την περασμένη νύχτα δεν ήταν δυνατόν να αθέτησε την υπόσχεσή της τόσο εύκολα. Όρμηξε μες στο πλήθος, ανοίγοντας δρόμο προς την εξέδρα. Ο Φόλκστοουν χτυπούσε το ψηλό ποτήρι της σαμπάνιας του για να τραβήξει την προσοχή του κόσμου, ενώ η Αλίξ στεκόταν χλομή και απελπισμένη δίπλα σ’ έναν Αρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ που άστραφτε ολόκληρος από χαρά. Η αγαπημένη του κοίταζε συνέχεια τον κόσμο, θαρρείς και αναζητούσε κάτι, κάποιον. Αυτός ο κάποιος ήταν αυτός. Κάνε κουράγιο, Αλίξ, έρχομαι -μολονότι δεν είχε ιδέα τι θα έκανε όταν θα έφτανε εκεί.
~ 206 ~
Κεφάλαιο 21
Η Αλίξ έψαχνε με το βλέμμα το πλήθος, ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα της τελευταίας στιγμής. Η μοίρα είχε συνωμοτήσει εναντίον της με τον πιο βασανιστικό τρόπο. Ο Ρέντφιλντ δεν είχε φύγει από το πλάι της όλο το βράδυ. Μέχρι που την είχε συνοδέψει στις τουαλέτες των κυριών και την περίμενε απέξω. Εκείνη παρακολουθούσε με αγωνία τις ώρες να ξεγλιστρούν. Η ώρα του ραντεβού της με τον Μέρικ είχε περάσει, αλλά εκείνη παρέμενε αιχμάλωτη του Ρέντφιλντ. Ήθελε να τον κλοτσήσει, να τον βρίσει που είχε καταστρέψει τα σχέδιά της, αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως έπρεπε να παραδεχτεί ότι υπήρχαν σχέδια. Τώρα ήταν πολύ αργά. Εκτός κι αν ο Μέρικ μάντευε την αγωνία της και ερχόταν να τη βρει. Ακόμα και τότε, το τίμημα θα ήταν ένα τρομερό σκάνδαλο. Δε θα μπορούσαν ν’ αποδράσουν διακριτικά, ώστε να δώσουν την ευκαιρία στην οικογένειά της να αποσιωπήσει την κατάσταση. Αντίθετα, θα εξελισσόταν ένα δράμα μπροστά σε όλη την καλή κοινωνία του Λονδίνου. Ο πατέρας της χτυπούσε το κύπελλό του για να τραβήξει την προσοχή των καλεσμένων. Ο Ρέντφιλντ κρατούσε σφιχτά το μπράτσο της που ήταν περασμένο κάτω από το δικό του, σαν να ανησυχούσε ότι η Αλίξ ανά πάσα στιγμή θα το έσκαγε και θα τον άφηνε να στέκεται μόνος στην εξέδρα. Η μητέρα της χαμογελούσε, όταν ξαφνικά, κάπου στο βάθος της αίθουσας, μια βιαστική φιγούρα διέσχισε αποφασιστικά το πλήθος του κόσμου, προκαλώντας ένα κρεσέντο ψιθύρων και επιφωνημάτων. Η Αλίξ διέκρινε φευγαλέα τη λάμψη των χρυσόξανθων μαλλιών και τις φαρδιές πλάτες που έσπρωχναν προς τα εμπρός. Ο Μέρικ. Είχε έρθει. ~ 207 ~
Ο πατέρας της έβηξε καθαρίζοντας το λαιμό του. «Αγαπητοί μου φίλοι, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους που είστε μαζί μας απόψε και που μας δίνετε την ευκαιρία να κάνουμε μια συγκινητική ανακοίνωση. Επιτέλους, έχω τη χαρά να σας αναγγείλω τον αρραβώνα της κόρης μου με τον κύριο Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ, του Τέιλσμπι Μανς. Ήμουν περήφανος να τον αποκαλώ “γείτονα” και τώρα θα έχω τη χαρά να τον αποκαλώ και “γαμπρό μου”». Ξέσπασαν ευγενικά χειροκροτήματα. Ο Ρέντφιλντ καμάρωνε. Η Αλίξ έριξε μια ματιά απελπισίας στον Μέρικ που πλησίαζε στην εξέδρα. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να τον κοιτάξει, αλλά ήταν ήδη αργά. Ο Ρέντφιλντ ακολούθησε το βλέμμα της και το χέρι του έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το μπράτσο της. «Αγαπητή μου, άργησε πολύ αν θέλει να σε διεκδικήσει. Ό,τι σχέδια κι αν είχατε, ανατράπηκαν επιτυχώς», της ψιθύρισε στο αυτί. Η Αλίξ προσπάθησε μάταια να ελευθερώσει το μπράτσο της. Η λαβή του ήταν πολύ δυνατή. «Μην εξευτελίζεις τον εαυτό σου. Δείχνεις γελοία έτσι που παλεύεις εδώ πάνω», της είπε χαμηλόφωνα. «Ήρθες αργά, Σεντ Μάγκνους», φώναξε ο Ρέντφιλντ. «Πολύ αργά, θα υποστήριζαν μερικοί». Ακούστηκαν μερικά νευρικά γελάκια από τη βάση της εξέδρας, αλλά η Αλίξ πρόσεξε ότι οι πιο έξυπνοι είχαν κάνει στην άκρη, ελευθερώνοντας το χώρο ανάμεσα στον Ρέντφιλντ και τον Μέρικ. Ο πατέρας της στράφηκε προς τον Μέρικ, με τα μάτια του να πετούν φλόγες. «Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ μέσα και ν’ αναστατώσεις την καλή κοινωνία!» «Ήρθα ν’ αντιταχθώ σε αυτή την αναγγελία». Η φωνή του Μέρικ αντήχησε δυνατή, καταπνίγοντας τους ψιθύρους που τον είχαν ακολουθήσει. «Αν ρωτήσετε την προαναφερθείσα κυρία, θα δείτε ότι προτιμάει άλλον». Ο Μέρικ άπλωσε το χέρι του, και τα δάχτυλά του βρέθηκαν τόσο κοντά της, που μπορούσε σχεδόν να τα αγγίξει. Τα μάτια του στράφηκαν πάνω της, γαλάζια και λαμπερά. «Έλα μαζί μου τώρα, Αλίξ». «Αν πας μ’ αυτόν τον παλιάνθρωπο, Αλίξ, δε θα πάρεις ούτε πένα από την προίκα σου», απείλησε ο Φόλκστοουν. Η Αλίξ είδε τις βεντάλιες κοντά στην εξέδρα ν’ ανεμίζουν πιο γρήγορα. Ήταν πράγματι ένα δράμα. Ούτε στα θέατρα δεν έβλεπες καλύτερο. «Τη θέλεις, Σεντ Μάγκνους, τώρα που δεν έχει ούτε πένα στο όνομά της;» ~ 208 ~
Τα μάτια του Μέρικ παρέμειναν καρφωμένα στα δικά της και το χέρι του συνέχισε να την καλεί. «Πάντα θα τη θέλω». Οι ώμοι της χαλάρωσαν από την ένταση. Η Αλίξ έκανε ένα βήμα μπροστά. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει με τον Μέρικ, και ας πήγαινε στα κομμάτια το σκάνδαλο. Δεν έδινε δεκάρα τι σκεφτόταν ο καθένας. Ο Μέρικ είχε έρθει να την πάρει. Ο Μέρικ είχε δηλώσει την αγάπη του δημόσια, μπροστά σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Αλλά ο Ρέντφιλντ δεν την ελευθέρωσε. Αντίθετα, την τράβηξε ακόμα πιο σφιχτά πάνω του και τη φυλάκισε στο στήθος του. Η Αλίξ ένιωσε την παγωμένη πίεση του ατσαλιού στο λαιμό της. Της κόπηκε η ανάσα. Θεέ και Κύριε, είχε μαχαίρι. Οσοι βρίσκονταν στην μπροστινή σειρά, έβαλαν τις φωνές από τον τρόμο. Άκουσε απόμακρα τον πατέρα της να προσπαθεί να τον λογικέψει. «Ρέντφιλντ, έχεις χάσει τα λογικά σου;» Ήταν ο Μέρικ που απάντησε. «Αυτό που έχει χάσει είναι η ευκαιρία του. Μόλις χάσει την Αλίξ, δε θα είναι σε θέση να πληρώσει τους λογαριασμούς του», είπε ο Μέρικ κουνώντας ένα φύλλο χαρτί. «Το όνομα “Άρτσιμπαλντ Ρέντφιλντ” είναι ένα από τα πολλά του ονόματα. Καταζητείται με το όνομα “Χένρι Άρθρουρ”, επειδή εξαπάτησε τρεις χήρες στο Χέρεφορντσιρ και δύο ηλικιωμένες κυρίες στο Γιορκ». Ο Ρέντφιλντ έσφιξε περισσότερο τη λαβή του και η Αλίξ ρίγησε. «Μην κάνεις τίποτα ανόητο, Σεντ Μάγκνους, γιατί αλλιώς την έσφαξα και θα γίνουμε και οι δύο πιο φτωχοί». Κατέβηκε τα σκαλιά της εξέδρας σέρνοντας δίπλα του την Αλίξ, χρησιμοποιώντας το κορμί της ως ασπίδα, με κατεύθυνση την πόρτα του κήπου, όπου δε θα υπήρχε κανένας για να σταματήσει την απόδρασή τους μόλις θα έβγαιναν στο δρόμο. Η Αλίξ προσπάθησε να παλέψει, αλλά οι προσπάθειές της ήταν μάταιες. Την έσφιξε με αγριότητα πάνω του. «Όσο για σένα, αν θέλεις να καταλήξεις νεκρή, συνέχισε». Η Αλίξ ένιωσε μερικές ανησυχητικές στάλες αίματος να κυλάνε αργά στο λαιμό της, καθώς η λεπίδα την είχε γδάρει στην προσπάθειά της να παλέψει. Ο Ρέντφιλντ εννοούσε αυτό που έλεγε. Πραγματικά είχε χάσει τα λογικά του. Είχε γίνει κάτι περισσότερο από προικοθήρας. Είχε γίνει δολοφόνος. *** ~ 209 ~
Αυτό που υποτίθεται ότι θα ήταν μια απόδραση είχε μετατραπεί τώρα σε διάσωση, και μάλιστα αδέξια. Πανδαιμόνιο επικράτησε στην αίθουσα χορού αμέσως μόλις ο Ρέντφιλντ βγήκε από την πόρτα. Άνθρωποι έτρεχαν να το σκάσουν απ’ όπου μπορούσαν, περιορίζοντας τη δυνατότητα του Μέρικ ν’ ακολουθήσει τον Ρέντφιλντ μες στη νύχτα. «Τζέιμι!» φώναξε πάνω από τη φασαρία. «Δεν πρέπει να τον αφήσουμε να φύγει από δω». Μ’ ένα μείγμα φόβου και ελπίδας, θυμήθηκε την άμαξα που ήταν σταθμευμένη στο δρόμο. Ο αμαξάς του Ας θα μπορούσε να φανεί ένας απροσδόκητος σύμμαχος. Αλλά το τελευταίο που ήθελε ήταν να βρει ο Ρέντφιλντ την άμαξα και να το σκάσει μες στη νύχτα παίρνοντας μαζί του την Αλίξ. Ο Τζέιμι έγνεψε καταφατικά και άρχισαν να ανοίγουν μαζί δρόμο μέσα απ’ τον κόσμο, συγκεντρώνοντας και μια φάλαγγα από υποστηρικτές καθώς προχωρούσαν. Η αγωνία του για την Αλίξ του έδινε φτερά. Ο τύπος είχε δείξει τον πραγματικό εαυτό του εκείνο το βράδυ. Όποιες ελπίδες κι αν είχε ο Ρέντφιλντ για να ζήσει τη ζωή του επαρχιώτη τζέντλεμαν και να κάνει παρέα με αριστοκράτες, είχαν εξαφανιστεί τη στιγμή που είχε τραβήξει το μαχαίρι. Ο Μέρικ ήξερε αυτό που οι άλλοι μπορεί να μην είχαν καταλάβει. Ο Ρέντφιλντ είχε ακόμα μια ευκαιρία να βγάλει χρήματα από τα λύτρα, αν κατάφερνε να ξεφύγει. Έφτασαν στα σκαλοπάτια της βεράντας και ο Μέρικ διέκρινε φευγαλέα την ανοιχτόχρωμη τουαλέτα της Αλίξ. «Εκεί πέρα!» φώναξε στον Τζέιμι, σκύβοντας βιαστικά να πάρει τα δικά του όπλα. Μερικοί άντρες κουβαλούσαν ένα μαχαίρι στις μπότες τους. Ο Μέρικ είχε δύο, ένα σε κάθε μπότα. Τα κουβαλούσε μαζί του από συνήθεια. Ποτέ δεν μπορεί να είναι κανείς αρκετά προσεκτικός όταν κυκλοφορεί μέσα σε χαρτοπαικτικές λέσχες ή όταν καλείται ν’ αντιμετωπίσει ζηλιάρηδες συζύγους. Και απόψε χαιρόταν γι’ αυτό. Μπορεί να τον ακολουθούσαν και πάνω από είκοσι άντρες, αλλά δε θα είχε σημασία ακόμα κι αν ήταν εξήντα. Αυτό που είχε σημασία ήταν ποιος θα πέθαινε πρώτος. Ο Ρέντφιλντ είχε φτάσει στην καγκελόπορτα, αλλά, καθώς κρατούσε ακόμα αιχμάλωτη την Αλίξ, δυσκολευόταν ν’ ανοίξει το μάνταλο της πύλης. Ο Μέρικ έριξε το πρώτο μαχαίρι του με αλάνθαστη ακρίβεια, στέλνοντας τη λεπίδα του ακριβώς πάνω από τον ώμο του Ρέντφιλντ και καρφώνοντας την πόρτα για να παραμείνει κλειστή. ~ 210 ~
«Είσαι παγιδευμένος, Ρέντφιλντ». Ο Μέρικ σταμάτησε γύρω στα δέκα μέτρα απόσταση, με το πλήθος των ανθρώπων από πίσω του να σταματάει κι αυτό. Μπορούσε να διακρίνει την τρέλα στα μάτια του Ρέντφιλντ και το φόβο στα μάτια της Αλίξ. Γι’ αυτό και μόνο θα τον σκότωνε. Μετά, είδε τη γραμμή του αίματος που κυλούσε στο λαιμό της. Δε θα του ήταν αρκετό να σκοτώσει αυτόν τον μπάσταρδο. Έσφιξε το δεύτερο μαχαίρι του, προσπαθώντας να σιωπήσει την καυτή οργή του και ν’ ακούσει την ψυχρή φωνή της λογικής. «Εσύ έχεις παγιδευτεί», φώναξε περιφρονητικά ο Ρέντφιλντ. «Ανταλλάσσω την ελευθερία μου με τη ζωή της. Αυτή είναι η μόνη συμφωνία που μπορούμε να κάνουμε τώρα. Την έκοψα ήδη μία φορά». Πίεσε ξανά τη λεπίδα και η Αλίξ έβγαλε μια κοφτή κραυγή. «Κάνεις λάθος, Ρέντφιλντ». Ο Μέρικ μελέτησε με ταχύτητα φωτός όλες τις επιλογές του. Υπήρχε ένα κομμάτι στον ώμο του Ρέντφιλντ που δεν προστατευόταν από το κορμί της Αλίξ. Ήταν η καλύτερη ευκαιρία που είχε για να σημαδέψει. «Δε θα βγεις ζωντανός απ’ τον κήπο». Ίσως ο Ρέντφιλντ να μην είχε συνειδητοποιήσει ακόμα ότι το παιχνίδι δεν είχε πλέον σχέση με τα χρήματα. «Θα πεθάνει πρώτα αυτή», αντεπιτέθηκε ο Ρέντφιλντ. «Ή ίσως εσύ. Θες να στοιχηματίσεις γι’ αυτό;» Μια ανεπαίσθητη σκιά πέρασε από τα μάτια του Ρέντφιλντ, και ο Μέρικ μόλις που βρήκε χρόνο ν’ αντιδράσει. Με μια αξιοθαύμαστα συντονισμένη κίνηση, ο Ρέντφιλντ έσπρωξε την Αλίξ μακριά του και πέταξε το μαχαίρι. Η αντίδραση του Μέρικ ήταν αστραπιαία αλλά εξίσου ακριβής. Το μαχαίρι του καρφώθηκε στο σώμα του Ρέντφιλντ, όπως ακριβώς του Ρέντφιλντ καρφώθηκε στο δεξί του πλευρό. Ακουσε την Αλίξ να ουρλιάζει το όνομά του καθώς έπεφτε λαβωμένος στα γόνατα. Και μετά έπαψε ν’ αντιλαμβάνεται τι συνέβαινε γύρω του. Ήξερε μόνο ότι η Αλίξ ήταν ασφαλής. *** Την εβδομάδα που ακολούθησε, το σπίτι των Φόλκστοουν στο Λονδίνο έσφυζε από διακριτική δραστηριότητα. Ο γιατρός είχε διατάξει ηρεμία και ξεκούραση, αλλά ούτε αυτές οι αυστηρές οδηγίες μπορούσαν να κρατήσουν τον κόσμο μακριά από την έπαυλη, καθώς όλο το Λονδίνο περίμενε να μάθει με κομμένη την ανάσα αν θα επιβίωνε ο πιο πρόσφατος ήρωάς του. ~ 211 ~
Το μαχαίρι του Ρέντφιλντ είχε πετύχει ένα σημείο κοντά στον πνεύμονα και ο Μέρικ είχε χάσει τεράστιες ποσότητες αίματος. Η Αλίξ είχε αναλάβει ευθύς εξαρχής τον έλεγχο, ορμώντας στο πλευρό του Μέρικ στον κήπο και δίνοντας εντολή να τον μεταφέρουν στο σπίτι. Φρόντισε να του δοθεί το καλύτερο υπνοδωμάτιο, παρόλο που η μητέρα της φοβόταν ότι τα σεντόνια δε θα καθάριζαν ποτέ. Του εξασφάλισε κάθε φροντίδα και δεν έφυγε σχεδόν καθόλου από το πλευρό του, παρά μόνο για να ξεκουράζεται λιγάκι και να ενημερώνει τους επισκέπτες που πλημμύριζαν τα δωμάτια υποδοχής. Ο Ας Μπίντβιρ βρισκόταν συνεχώς εκεί, παρόλο που καθόταν στο σαλόνι παίζοντας ατελείωτες παρτίδες σκάκι με τον Τζέιμι ενώ αγωνιούσε για το φίλο του. Ο πατέρας της δεν μπορούσε ακόμα να το πιστέψει: πώς ήταν δυνατόν να μην έχουν μάθει τίποτα για τον Ρέντφιλντ; Η άλλη σταθερή παρουσία που στοίχειωνε το σαλόνι ήταν ο Μάρτιν Σεντ Μάγκνους. Καθόταν μόνος του ώρες ολόκληρες, διαβάζοντας συνήθως, αλλά σήκωνε γεμάτος προσδοκία τα μάτια κάθε φορά που η Αλίξ έμπαινε στο δωμάτιο, διψώντας για νέα. Ήταν κουρασμένος και εξαντλημένος, όπως όλοι τους. Η Αλίξ δεν είχε ξεχάσει την περιφρόνηση που είχε δείξει για τον Μέρικ στο χορό της λαίδης Κούθγουολντ, αλλά η ανησυχία του ήταν ειλικρινής. Στενοχωριόταν που δεν είχε καλύτερα νέα να του φέρει κάθε μέρα που περνούσε. Ο Μέρικ παρέμενε στην ίδια κατάσταση: αναίσθητος, εκτός από ελάχιστα, εντελώς απροσδόκητα διαστήματα διαύγειας που διαρκούσαν μόλις λίγες στιγμές. Η φροντίδα ενός αρρώστου ήταν κουραστική δουλειά. Υπήρχαν άνθρωποι να τη βοηθήσουν, και μερικές φορές η Αλίξ δεχόταν τη βοήθειά τους, αλλά επέμενε ν’ αναλαμβάνει η ίδια το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας του. Είχε κοντέψει να πεθάνει για χάρη της. Και κινδύνευε ακόμα να πεθάνει -η Αλίξ δε θα μπορούσε να ζητήσει μεγαλύτερη απόδειξη για την πίστη του. Είχε κυνηγήσει τον Ρέντφιλντ στον κήπο γνωρίζοντας πολύ καλά το ρίσκο, αδιαφορώντας για το τίμημα. Και όλα για εκείνη. Καθώς φρόντιζε το πληγωμένο σώμα του, η Αλίξ ήξερε ότι δεν είχε υποψιαστεί το βάθος των αισθημάτων που έτρεφε για εκείνη. Ήταν υπερβολικά απασχολημένη με τα δικά της συναισθήματα για να δει ότι κι εκείνος βασανιζόταν από την ίδια αγωνία. Ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους την αγαπούσε. Την αγαπούσε πραγματικά. Κάθε φορά που το σκεφτόταν, η απίστευτη και αναμφισβήτητη αλήθεια τη ζωντάνευε ξανά από την αρχή. Ήταν τρομερό να το ~ 212 ~
συνειδητοποιεί σε μια τόσο τρομερή στιγμή. Δεν μπορείς να πεθάνεις τώρα, όχι τώρα που ξέρω, επαναλάμβανε σαν προσευχή μες στο μυαλό της μέρα και νύχτα. Αλλά έπρεπε να είναι προετοιμασμένη για το χειρότερο. Ο γιατρός τούς είχε ενημερώσει εκείνο το πρωί ότι, αν ο Μέρικ δεν ξυπνούσε, δε θα πέθαινε από το τραύμα του αλλά από την ασιτία. Ο οργανισμός του θα εξασθενούσε. Είχαν περάσει πέντε μέρες από την τελευταία φορά που είχε φάει. Φυσικά, είχαν καταβάλει κάθε προσπάθεια για να τον ταΐσουν. Αλλά πόσο ζωμό και πόσο νερό μπορούσαν να του δώσουν μ’ ένα καλαμάκι μέσα από τα ακίνητα χείλη του; *** Εκείνο το βράδυ ήρθε ο γιατρός και η Αλίξ τον παρακολουθούσε να ελέγχει τον επίδεσμο. Όταν σηκώθηκε, κούνησε το κεφάλι του. «Δε θ’ αντέξει πολύ ακόμα. Ο σφυγμός του είναι ακόμα πιο αδύναμος απ’ όσο ήταν σήμερα το πρωί». Ακούμπησε γεμάτος κατανόηση το χέρι του στον ώμο της. «Αν ξυπνήσει, πρέπει να είναι έτοιμοι όσοι θέλουν να τον αποχαιρετήσουν». Όχι. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσε να πεθάνει τώρα. Όχι αφού την αγαπούσε και τον αγαπούσε. Όχι όταν είχαν μια ολόκληρη ζωή μπροστά τους. Όχι όταν περίμεναν το παιδί τους -τώρα πλέον ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Αλίξ κλείδωσε με αργή αποφασιστικότητα την πόρτα του υπνοδωματίου. Ήθελε όλη τη βδομάδα να το κάνει, αλλά η ευπρέπεια δεν το επέτρεπε. Χώθηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε δίπλα στο γερό χέρι του. Ένιωθε ανακούφιση να βρίσκεται έτσι μαζί του, να νιώθει τα κορμιά τους να αγγίζονται. Ακούμπησε προσεκτικά το κεφάλι της στον ώμο του και έκλεισε τα μάτια. Φαντάστηκε ότι βρίσκονταν πάλι στην εκκλησία της Αγίας Ίανσγουιθ, ξαπλωμένοι κάτω από τα δέντρα, και ότι εκείνος έσφυζε από ζωή, δύναμη και πάθος. Αφησε τα δάκρυά της να τρέξουν, να χύσουν τη θλίψη της στο γυμνό στήθος του. Την είχε αλλάξει προς το καλύτερο. Είχαν μιλήσει για τη δική του σωτηρία, αλλά ούτε μία φορά δεν είχαν μιλήσει για τη δική της. Την είχε λυτρώσει από μια ζωή απομόνωσης, τώρα το έβλεπε. Της δίδαξε τη μεταμορφωτική δύναμη που έχει η αγάπη, είτε το είχε σκοπό είτε όχι. Θα υπήρχαν κάποιοι που ~ 213 ~
θα έλεγαν ότι ο Σεντ Μάγκνους ήταν αυτός που είχε μεταμορφωθεί, αλλά εκείνη ήξερε βαθιά μέσα της πως είχε συμβεί το αντίθετο. Να μπορούσε μόνο να του το πει... Ανάθεμά τον. Πώς τολμούσε να την αφήσει, σκέφτηκε όχι για πρώτη φορά, αλλά αυτή τη φορά η σκέψη ήταν αναμεμειγμένη με θυμό. Πώς τολμούσε, σκέφτηκε ξανά, με την οργή της να φουντώνει. Και τότε η Αλίξ έκανε το αδιανόητο. Τον κλότσησε. «Άου! Συνέχεια... με... κλοτσάς», ακούστηκε ένας τραχύς ψίθυρος. Η Αλίξ ούρλιαξε και τινάχτηκε όρθια. Δεν περίμενε κάποια απάντηση, κι όμως την είχε λάβει ύστερα από τόσες μέρες σιωπής. «Ξύπνησες!» φώναξε εκστασιασμένη, πριν την καταλάβει ο πανικός. «Δεν πρέπει να κοιμηθείς ξανά», τραύλισε. «Αν κοιμηθείς τώρα, ο γιατρός λέει πως δε θα ξυπνήσεις ποτέ». Η Αλίξ πίεσε το χέρι της στο πλάι του λαιμού του, όπως είχε δει ότι έκανε κι ο γιατρός. Ο σφυγμός του ήταν σταθερός και δυνατός. Άρχισε να ανασαίνει λίγο πιο άνετα. «Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε, εξετάζοντας προσεκτικά το πρόσωπό του. Τα γαλάζια μάτια του έδειχναν να βρίσκονται σε μεγαλύτερη εγρήγορση από τις προηγούμενες φορές. Άγγιξε το μέτωπό του, ψάχνοντας σημάδια εκείνου του φοβερού πυρετού, αλλά ήταν δροσερός. «Πεινασμένος». Το μόνο που μπορούσε ν’ αντέξει η φωνή του μετά το αρχικό ξέσπασμά του ήταν μερικές μονολεκτικές προτάσεις. Η Αλίξ άρπαξε το κορδόνι του κουδουνιού και το τράβηξε με μανία. Δεν τολμούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του, με το φόβο ότι θα τον έχανε έτσι κι ανοιγόκλεινε τα βλέφαρά της. Ένιωσε το άγγιγμα του χεριού του στο δικό της και κοίταξε κάτω. Το χάδι του είπε όσα δεν μπορούσε να πει η φωνή του. «Είμαι εδώ, Αλίξ. Όλα θα πάνε καλά τώρα». Δάκρυα κύλησαν ξανά από τα μάτια της. Έκλαιγε ακόμα με λυγμούς όταν ξεκλείδωσε την πόρτα για να μπει το φαγητό. Αλλά τα χειρότερα είχαν περάσει. Ο Μέρικ θα ζούσε. *** Τις επόμενες μέρες, ο Μέρικ βελτιωνόταν σταθερά, αψηφώντας την πρόγνωση του γιατρού. Και σύντομα ήταν σε θέση να δεχτεί επισκέψεις. Ήρθε ο Ας. Ήρθε ο Τζέιμι. Ήρθε και ο Μάρ-ιν, ~ 214 ~
αν και οι λέξεις που αντάλλαξαν ήταν λίγες, επηρεασμένοι και οι δύο από την επανασύνδεσή τους. Η Αλίξ είχε την ελπίδα ότι, όποιες κι αν ήταν οι διαφορές που χώριζαν τα δύο αδέρφια, αυτό το περιστατικό θα στεκόταν αφορμή για μια καινούρια αρχή ανάμεσά τους. Τελευταίος ήρθε ο πατέρας της. «Φαίνεται ότι σου χρωστάω μια συγνώμη», ξεκίνησε ο Φόλκστοουν και σωριάστηκε κουρασμένος σε μια καρέκλα. Η Αλίξ δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα της τόσο εξουθενωμένο. Η δοκιμασία τον είχε εξαντλήσει, όχι τόσο σωματικά όσο ψυχικά. Οι πράξεις του Μέρικ είχαν καταρρίψει τις ιδέες του πατέρα της και τον είχαν αναγκάσει να καταλήξει σε καινούρια συμπεράσματα, μια δουλειά που η Αλίξ γνώριζε ότι δεν ήταν εύκολη γι’ αυτόν. «Μάλλον σε έκρινα λάθος. Πρόσφερες την πιο έντιμη υπηρεσία στην κόρη μου. Έσωσες τη ζωή της με τίμημα σχεδόν τη δική σου. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορώ να παραβλέψω. Αν σκοπεύεις ακόμα να την παντρευτείς, έχεις την άδειά μου». Ο Μέρικ κούνησε καταφατικά το κεφάλι και μετακινήθηκε στα μαξιλάρια του για να κάτσει πιο στητός. Της έριξε μια τρυφερή ματιά. «Πράγματι σκοπεύω να την παντρευτώ αμέσως μόλις μπορώ. Ξέρω τώρα πως έχω ένα μέλλον να προσδοκώ και αγωνιώ να ξεκινήσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα». «Λοιπόν...» Ο πατέρας της έβηξε, νιώθοντας άβολα με την ένταση των συναισθημάτων που εκδηλώθηκαν ξαφνικά στο δωμάτιο. «Σας αφήνω εσάς τους δύο να κανονίσετε τις λεπτομέρειες». Ο Μέρικ της χαμογέλασε και της έκανε νόημα, χτυπώντας ένα σημείο στο κρεβάτι δίπλα του. «Έλα, άφησέ με να σε κρατήσω. Αυτό τουλάχιστον μπορώ να το κάνω και με το ένα χέρι». Η Αλίξ κάθισε αμέσως δίπλα του, απολαμβάνοντας το άγγιγμά του. Αφού κόντεψε σχεδόν να τον χάσει, ήξερε ότι δε θα θεωρούσε πλέον την παρουσία του κορμιού του ως κάτι δεδομένο. Από τη στιγμή που άρχισε να αναρρώνει, δεν είχαν μιλήσει για τη βραδιά στον κήπο, αλλά τώρα το τόλμησε. Διέγραψε με το δάχτυλο έναν κύκλο γύρω από τη θηλή του και χαμογέλασε στον εαυτό της όταν την είδε να σκληραίνει. «Είσαι ο καινούριος ήρωας του Λονδίνου, ξέρεις», άρχισε. «Όλοι λένε πόσο γενναίος ήσουν, πόσο τολμηρός. Νομίζω ότι κυκλοφορούν και μερικοί στίχοι για χάρη σου. Εγώ ήμουν τόσο τρομαγμένη... Και να που εμφανίστηκες εσύ και ανέλαβες τον έλεγχο. Ήξερες ακριβώς τι έπρεπε να κάνεις». Μετά, έκανε μια μικρή παύση. ~ 215 ~
«Θα με είχε σκοτώσει, Μέρικ, αν δεν ήσουν εσύ. Ήταν διαφορετικός εκείνο το βράδυ. Είχε χάσει τα λογικά του, το ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι ότι εξαρχής δεν ήταν καλά». Το μπράτσο του Μέρικ σφίχτηκε γύρω της. «Κι εγώ φοβόμουν. Δε σκεφτόμουν να φανώ γενναίος. Το μόνο που σκεφτόμουν ήσουν εσύ». Το χέρι του ανέβηκε ν’ αγγίξει τη μικροσκοπική ουλή που είχε αφήσει το μαχαίρι του Ρέντφιλντ. «Όταν είδα ότι ήσουν ήδη τραυματισμένη, η μόνη μου σκέψη ήταν να σε σώσω. Και μετά συνειδητοποίησα ότι όλον αυτόν τον καιρό τίποτα δεν είχε σημασία. Δεν υπήρχε τίποτα για να παλέψω. Και τώρα υπήρχε - υπήρχες εσύ». Έπαιξε με τα μαλλιά της, με μια λάμψη στα μάτια. «Νομίζω, Αλίξ Μπερκ, ότι τα κουτσομπόλιά του Λονδίνου δεν είναι εύστοχα. Δεν έσωσα εγώ εσένα. Εσύ έσωσες εμένα». Η Αλίξ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Διαφωνώ. Εσύ με έσωσες, με πολύ περισσότερους τρόπους πέρα απ’ όσα συνέβησαν στον κήπο». «Ωραία, λοιπόν...» αναστέναξε ευτυχισμένος ο Μέρικ. «Τότε φαίνεται πως είμαστε πάτσι».
~ 216 ~
Κεφάλαιο 22
Τα ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Ίανσγουιθ φιλοξενούσαν τον πρώτο γάμο ύστερα από αιώνες. Ο ήλιος των αρχών του φθινοπώρου έλαμπε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, και η μικρή συντροφιά των καλεσμένων μουρμούριζε από ανυπομονησία, καθώς έπαιρνε τις θέσεις της ανάμεσα στις γκρεμισμένες πέτρες του καθεδρικού. Ο όμορφος γαμπρός, ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους, περίμενε ανυπόμονα στην αυτοσχέδια Αγία Τράπεζα μαζί με τον εφημέριο Ντάνιελς. Ο Τζέιμι Μπερκ στεκόταν δίπλα του μαζί με τον Ας Μπίντβιρ, που έδειχνε πολύ πιο αξιοπρεπής απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από αρκετές κυρίες. Λουλούδια και κορδέλες κρέμονταν από πασσάλους στερεωμένους στο χώμα ανάμεσα στις πλάκες, δημιουργώντας ένα υπέροχο σκηνικό. Αλλά ο Μέρικ είχε μάτια μόνο για τη γυναίκα που στεκόταν στην απέναντι άκρη, φορώντας μια τουαλέτα στο χρώμα των χρυσών φύλλων, μ’ ένα στεφάνι από φθινοπωρινά λουλούδια να στολίζει τα σκούρα μαλλιά της. Στην Αλίξ είχε ανακαλύψει την προσωπική αγία του. Καθόλου άσχημα για έναν αμαρτωλό άντρα. Ο εφημέριος ένευσε στην Αλίξ, που ξεκίνησε να προχωρά-ει αργά προς το μέρος του Μέρικ. Της πρόσφερε το χέρι του και το κράτησε στο δικό του σε όλη τη διάρκεια της τελετής. Μόλις και μετά βίας πρόσεχε τα λόγια. Τα χέρια του έτρεμαν λιγάκι όταν πέρασε τη χρυσή βέρα στο δάχτυλό της. Ήταν δική του. Έσκυψε να τη φιλήσει. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο στόμα τόσο παθιασμένα, ώστε ακόμα και ο Ας ένιωσε την ανάγκη να παρέμβει. Και αν κάποιος το θεώρησε απρεπές, ο Μέρικ δεν ~ 217 ~
ενδιαφερόταν καθόλου. Ήθελε να μάθει όλος ο κόσμος ότι αγαπούσε τη γυναίκα του, ένα γεγονός που επιδείκνυε δημόσια κατά τη διάρκεια όλου του γαμήλιου προγεύματος που ακολούθησε, αλλά και στη μοναξιά του δωματίου τους την ίδια νύχτα. «Έχω κάτι για σένα». Ο Μέρικ γύρισε από την άλλη για να πάρει από το κομοδίνο ένα ρολό δεμένο με μια μικρή κορδέλα. Είχαν αποφασίσει να περάσουν τη νύχτα σ’ ένα κομψό πανδοχείο στο δρόμο για το Χέβερ. «Τι είναι;» ρώτησε η Αλίξ, με τα μάτια της να λάμπουν από την προοπτική ενός δώρου. Έβγαλε την κορδέλα και ξετύλιξε το χαρτί. Ο Μέρικ περίμενε την αντίδρασή της. Είχε σκεφτεί πολύ τι θα είχε περισσότερη σημασία για εκείνη. Τα συνηθισμένα δώρα, όπως τα λούσα και τα κοσμήματα, δεν της ταίριαζαν. Αλλά, ακόμα κι αν της ταίριαζαν, ο Μέρικ ήταν αποφασισμένος να μη σπαταλήσει τόσο επιπόλαια την προίκα της. «Ω!» αναφώνησε η Αλίξ. «Μα πώς το κατάφερες αυτό, Μέρικ;» Τα μάτια της στράφηκαν στο πρόσωπό του. «Φαίνεται πως ο αγρότης σου έζησε ευτυχισμένος για πάντα με τη “γουρούνα” του». Άπλωσε το χέρι και έσπρωξε τρυφερά πίσω τα μαλλιά που είχαν πέσει στο πρόσωπό της. Η Αλίξ άφησε δίπλα το χαρτί. «Είναι το τέλειο δώρο. Πώς το ήξερες;» «Επειδή ξέρω εσένα», είπε ο Μέρικ ευχαριστημένος που την είχε συγκινήσει το δώρο. Ήθελε να περάσει ολόκληρη τη ζωή του κάνοντας την Αλίξ ευτυχισμένη. Ήταν τόσο όμορφη στο φως των κεριών του δωματίου τους. «Μα πώς το βρήκες;» επέμεινε εκείνη. «Έκανα μερικές επισκέψεις στο χωριό και βοήθησα τον εφημέριο Ντάνιελς να ψάξει μερικά παλιά αρχεία». Δεν ήθελε να κουβεντιάσει λεπτομερώς εκείνη την ώρα για κάποιον Νορμανδό αγρότη. Ήδη σκεφτόταν πόσο ήθελε να την πάρει ξανά. Η Αλίξ κουλουριάστηκε δίπλα του. «Είναι το ιδανικό γαμήλιο δώρο. Σ’ ευχαριστώ». Άρχισε να διαγράφει με το δάχτυλό της κύκλους πάνω στο στέρνο του, ο αγαπημένος της τρόπος να περνάει την ώρα της όσο περίμενε τις πιο συναρπαστικές απολαύσεις. «Έχω κι εγώ ένα δώρο για σένα». Τεντώθηκε και ψιθύρισε μια λέξη στο αυτί του. «Είσαι σίγουρη;» Ο Μέρικ ένιωσε την καρδιά του να αναπηδά. «Ναι, πήγα σ’ ένα γιατρό στο Λονδίνο πριν φύγουμε». ~ 218 ~
Η αναγγελία θα μπορούσε να είχε κεραυνοβολήσει κάποιον άλλον άντρα. Αλλά ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους έγειρε πίσω το κεφάλι του και άρχισε να γελάει. Δίδυμα. Φυσικά. Δεν αμφέβαλλε ούτε για ένα λεπτό. Ήταν ο Μέρικ Σεντ Μάγκνους και δεν έκανε τίποτα μισό. ΤΕΛΟΣ
~ 219 ~
Τον επόμενο μήνα τα «Επικίνδυνα Παιχνίδια» συνεχίζονται, στα Κλασικά Αρλεκιν 361:
Πως να Καταστρέψεις μια Υπόληψη -ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ #2Bronwyn Scott Ζει μέσα στη χλιδή και τις απολαύσεις… Ο Αστον Μπίντβιρ επιστρέφει από την Ιταλία στα αριστοκρατικά σαλόνια του Λονδίνου μετά από χρόνια, έχοντας γίνει άφταστος στην τέχνη της αποπλάνησης. Όμως ο θάνατος του πατέρα του βάζει τέλος στον έκλυτο βίο του. Για να διεκδικήσει την κληρονομιά του, πρέπει να κάνει κάτι αδιανόητο: να βρει μια σύζυγο! Όμως ποια ευυπόληπτη λαίδη θα δεχτεί ποτέ να παντρευτεί έναν ακόλαστο άντρα σαν κι αυτόν; Σίγουρα όχι η γλυκιά, αξιαγάπητη Τζενέβρα Ράλστον. Ωστόσο, η διαβόητη γοητεία και το έμπειρο χάδι του Ας αποδεικνύονται ακαταμάχητα…
~ 220 ~