1
Ο άνθρωπος μια διαρκής ποιητική άνοιξη πλάθοντας πλάθεται.
Τώρα μου δίνουν ενέργεια και συναίσθημα για μορφή οι πιο κοντινοί που μακρύνθηκαν στερνά.
Άστραψε το άφαντο
2
Γιατί τον θεώνει ο Σοφοκλής του δίνει άφεση παθών; Μελετάει δική του αποχώρηση και τον ευλογεί τρυφερά να φυσήξει ο κρύος αέρας προς το Έρεβος. Αυτός , ένας Άμλετ του φωτός στην πάλη του με τα φαντάσματα του αδιανόητου πορευτής και τον ξέσχιζε το αίνιγμα. Εγώ που πλάστηκα στο σκοτεινό αλέστηκα τις φοβερές αβύσσους δεν τρέμω σας συναπαντώ σαν ο απωλεσμένος που δεν ζητήσατε μα σάς βρίσκει στο μαύρο σας νησί ναυαγούς της στεριάς. Καταλύτης η παρουσία του που σώζει δεν το νιώθετε. Ωστικά σωστικά κύματα από φως άγιο που σώζει. Αόρατη αυλακιά - το άγιο μνήμα του Οιδίποδα.
Τώρα τα άστρα είναι δικά σου 3
Ένα πεύκο σάλευε στα λευκά του στα γαλάζια του νανούριζε τις βελόνες του την καφετιά κίσσα κι ο άνεμος κι ο άνεμος δεν ήταν μ εμάς. Έφυγες ένα πρωί σαν σε ταινία του Ταρκόφσκι στροβιλιζόμενο φύλλο φθινοπωρινό στους εφτά ουρανούς. Άνεμος δεν είναι μ εμάς.
Εγκάρσια ρηγμάτωση στο χώμα
Όλα τα δάνειά μου τα έχω κάνει από το μηδέν -μιά πνοή χαράς δανεισμένη από το μηδέν; Επιστρέφω στο χωριό κι είναι όλοι πεθαμένοι η Αθήνα χτυπά την καρδιά μου 4
απόφαση να είναι κανείς χωρίς να είναι Ταξίδι ώς τον εαυτό μέσα στο όνομα ένα μάτι το μάτι του όντος όταν με στραγγαλίσω σκοτώνω εμένα; -Δεν αρκεί να ανέλθει κανείς στην κορυφή του εαυτού του(ή μήπως σ’ εκείνη του καναπέ του;) παρά και σ’ εκείνη του καιρού του την επικαιρότητα και λεγόμενη όταν όλο το φως είναι έτοιμο ν’ ακτινοβολήσει στον ορίζοντα των εποχών επί το πολύ πέλαγος της ομορφιάς να τραφεί η ψυχή του. Μα το μηδέν δεν είναι λεπίδα κοφτερή που έχει το σχήμα του. Πώς μου διαφεύγει ο θάνατος δεν είναι του χεριού μου σαϊτιά που δεν φτάνει ποτέ το στόχο της αλλά τον πλησιάζει αέναα-ο θάνατος εξώτερος του χρόνουσχεδιάζει το ασχεδίαστο, το αδύνατο να σχεδιαστεί αυτό το ατερμάτιστο είναι ο θάνατος. Μηδέν που υπαινίσσεται το άπειρο καθώς πάει να κλείσει το ανοιχτό του βήμα. Η έκπτυξη της απορίας είναι ύψιστης σημασίας θεμελιώδης για το νόημα η διερώτηση είναι ο σκληρός πυρήνας που γύρω της το ζουμερό περικάρπιο γίνεται χυμώδες ως οτιδήποτε. Μια άλαλη πόλη θα βρεθεί πιο άλαλη απ αυτή;
Ασκίαστη λάμψη
Ακολουθάμε ό,τι μας προσεγγίζει στην ίδια μας την παιδικότητα. Ρεματιά βαμμένη χρυσό άνεμο 5
βουή καταρράχτη σούρουπο καταματωμένο πάνω σε φθινόπωρα δέντρων βρύων αχνού. Τινάχτηκε του Σεπτέμβρη φεγγάρι μπακιρένιο ταψί από βουνό σκοτεινιασμένο πίνακας παλιοκαιρίσιος αρχαία πλάκα ηθών όχθες πλησιάζονται σαν χείλη. Κοιτάζαμε στα σκούρα νερά ασημένια χορδή αναπόταμη θέληση μεσούρανα διασύροντας νερά θέλγεται βάραθρα ύψη βέλος και τόξο κατάμεσα στα αφρίζοντα νερένια μαλλιά μαγνητισμένη βόσκει ορμή νίκες επί της βαρύτητας περιφρονητική για τη φορά των κοπαδιών. Επίστροφη συνέχεια σε πηγές παγωμένες σε υγρό θεό.
Λοξό φως
Το φως λοξεύει όλα γυρνούν του κόσμου γύροι αδράχτι γνέθει νήμα χρυσό 6
φωτιά του παγωμένου ωκεανού. Κουλουριασμένος μέσα σου λαβύρινθος σιωπής αναμένεις, φλογερό σκιάξιμο λοξό σκοτεινό φως
Έρνος
Το κατά κράτος της Ναυσικάς Στις φυλλωσιές της Ναυσικάς κρεμώ κλειδιά του νόστου έρνος η Φαιακίδα του ταξιδιού της ζωής νοστιμεύει ο καιρός τα χείλη του Ο πολυπλάνητος έστερξε λίκνο ασπίδα ο ύδασπις : Τη Φαιακίδα πόθησα σαν έγερνε ο ήλιος της ζωής στο δειλινό μου γύρισμα της ομορφιάς ποτό ύστατο τελευταίο τσιγαράκι την πιο μικρή Ιθάκη λίγο πριν σβήσει πανί να λάμψει υστερνά στον ήλιο για οριστικό λιμάνι. Φοίνικος ραδινής τ’ αρώματα άδμητης φυλλώματα και χαλασιά έλαμπε στην ερημιά στο απάνεμο έφερε απλωσιά χράμια φωνές πολύχρωμες πολύχυμες αστραπές και μάτια: φέξε μου Φαιακίδα άγουρο δαμάσκηνο τη λαχτάρα μου για το νησί. Ο πολυπλάνητος ούτις το όνομά του ξαναθυμάται σαν έλαμψαν κι άναψαν μέσα του πόθοι 7
Επεισόδιο έρνου. Με τι να σε παρομοιάσω Ναυσικά μου; Α! βρήκα με τι να σε παρομοιάσω να , με έρνο ,φοινικιά νεαρή ,θα σε παρομοιάσω, νεαρό βλαστάρι . Τώρα συνειρμοί ευνόητοι εδώ. Το φοινικόλαδό της. Είναι δρόμος μακρινών αποστάσεων δρόμος αντοχής μέσα στο σκοτεινό δάσος - selva oscura πολλά εξαίφνης μαζί το καταλάμπουν, άλλωστε μέλανα ελατοδάση δεν καταυγάζει μιάς νυχτιάς χιόνι;
Ούτις είναι o οδυσσάμενος πόθος..
Τυφλό πανί
Το φως σε κόμπους τυφλό πανί. Βλέφαρα του Άδη σκοταδερά άπιαστα μήκη λίμνης άφωτης καίνε φωτιές στις όχθες και στα έγκατα γεννούν σκοτάδι πικρό και κρύο γρυλίσματα εκκωφαντικά. Στο σύνορο έλα μέσα στο δάκρυ που κυλά ένα φως κόσμο ανοίγουν και μας φωνάζει -θεοθάνατοι. Στη μεγάλη ησυχία θα χαθώ στο φίλημα του νερού η πέτρα ήτανε μες στα θάματα κι εγώ άντρας κατάγυμνος. Το φως σε κόμπους τυφλό πανί. 8
Μεταβάσεις
Στο φως του πρωιού ραντίδες. Ο ύμνος είναι της πλάσεως και μείς πλασίδια σημασία μας χτίζουμε μέρα τη μέρα απόδειξη φωνής στον πανικό της ομορφιάς. Γιατί έτσι απλώνει από καρδιά σε καρδιά το δυσνόητο αίνιγμα και μας παλαβώνει. Στον ίλιγγο μεσημεριού κάθετο φως Τεντώνει το δέρμα των πραγμάτων. Η παράξενη όψη τους τα μάτια λαβώνει. Τότε μπορεί να λαθέψει κι ο σοφός στο νόημα των σπαραγμάτων δεν ανασαίνει η αγάπη μας; -Να ξαναγυρίσει το ιερό στον κόσμο είναι η εργασία του αλλά ό,τι έχει καταφέρει κρύβει στο φανερό. Κι από το θάνατο, ρίζα θρησκείας , μπορεί να ξαναμαντέψουμε. Κύλα το τσέρκι χρόνε στη γέφυρα της αιωνιότητας. Ήλιος χειροβομβίδα τραβάς περόνη χάλασμα στο σύθαμπο σε αναπτερώνει.
9
Συμπτώσεις
Γύρνα φτερωτή σελίδα να περάσω το γκρεμό Ήπιαμε από την κούπα της καθαρής αιωνιότητας Είδαμε το πρόσωπο της μέδουσας στο αντικρινό μπαλκόνι Εν σπουδή ο θάνατος μας κατήχησε στη σκοτεινιά του Από αόρατες επάλξεις εισορμώντας και διαρπάζοντας Αινιγματικές φυγές σε θέατρο σκιών θηλιές εξ ουρανού Της απόγνωσης το ποτήρι σε στραγγιγμένο νου Όμως όπως και να το πεις στον κόσμο είναι παράπονο Κα νύξη αδυναμίας να ζήσει να ελπίσει επιλέξαμε τη σιωπή Επιλέξαμε τη δοκιμή , φυγοδικήσαμε στον κόσμο της έκφρασης Όμως επιλέγοντας σιωπή ανεβαίνει μπροστά μας με σημασία παγόβουνου. Καμιά αισθητική δεν κάνει μέριμνα για κει .. νιώθεται αμυδρά Στην καταιγίδα του Τολέδο, σε πρασινοκίτρινο χολής στο ωχρό Του μπρούτζου και στο κάτι τρελό του χουρμά που εφορμά Στον ουρανό παρέα με τον κεραυνό. Γύρνα μέρα γύρνα ώρα γύρνα χρόνε.
10
Τίμημα
Η μέρα που με γέννησε εκείνη, αχ εκείνη η μέρα… δε λέει να διαβεί δε λέει να παραδοθεί στη νύχτα που χρωστιέται . Δεν έλεγε το μάνταλο της νύχτας να σύρει να βγει... να μπει η νύχτα με τα’ άστρα της κι ακόμα επιμένει να είναι εδώ γεμάτη εγκαρτέρηση -Όμως ασύγγνωστα μέρες και νύχτες μπήκαν πολλές συμφωνημένες κι από οίκτο δεν της το είπαν. Να μένει εκεί με καρφωμένες πόρτες. Πίσω από το καφασωτό.
11
Μόνιμοι νόμιμοι
Πιάστε τις κιθάρες Ζουζούνια μου Είστε οι μόνοι Νόμιμοι τραγουδιστές Της νύχτας που έρχεται Με τις δροσιές.
12
Την άνοιξη είχαμε
Την άνοιξη είχαμε Στρίψει τα σκοινιά Ανοιχτήκαμε στο καλοκαίρι Γρήγορα μας βρήκε το φθινόπωρο Και πιο γοργά Ήρθε το χιόνι Κοιτάζαμε Για μιαν ακτίδα .. με Προσηλωμένο μάτι στις ακτές Σαν τα πουλιά Που έχασαν φωλιά Και καλοκαίρι (Γατί τώρα ο ποιητής ήταν Όλος Αλεξάνδρεια).
13
Γκάλοπ για χρόνο
Σκοτώνω την ώρα μου μα αυτό το χρόνο εκεί πέρα δεν πειράζει. Τ’ αλλόκοτα άλογά του το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, δεν είναι τα μόνα άλογά του του λοξία άλλα άλογα κρυφά τρέχουν στον αόρατο κόσμο, στο αόρατο του κόσμου. Άλογα εποχικά, άλογα στιγμιαία, άλογα διάρκειας. Παντού, τρυπώνουν και πουθενά Πώς κινούνται; Κύκνειο(μελισσώδες , με κεντρίδέλεαρ) άσμα-αιθέριο. Πετώ μαζί του. Προς την Ιπποκρήνη.
14
Το μακάριο κενό
Όταν έκαιγα ψηφιδωτό καημό Όταν στερέωνα φώτα Των ανεπίδεκτων γυμνάσματα Οι κορυφές ενώναν Όσα τους διχάζονται Γίνονταν ένα πυραμίδας Απώτατα έγκατα Φέρω τη νύχτα μέσα μου Κοιμίζω άστρα Τα νανουρίζω σε ουράνιας Νύχτας δίχτυ Ψάρια φωτεινά /σκίζουν το κύμα Όλο αυτό τρόπο άλλο να συσταθεί δεν έχει Πλέκεται λαβύρινθος μέσα σε λαβύρινθο Του αλλιώς νήματα εφελκύουν αδιάλειπτα Ξανά το απόξενο να συχνάσει. Για μένα το φίδι ξοδεύονται τόσοι ουρανοί Καρέ όνειρα στου καμπύλου τα διάχωρα;
15
Τη νύχτα όταν
Τη νύχτα όταν ο κουρσάρος της φωτιάς αποσύρεται διπλώνοντας τις αιχμηρές ακτίνες μάς ανοίγεται ένας άλλος ευρύτερος ψηλότερος ουρανός κι είναι σαν να μας καλεί ψηλά. Τότε ό,τι το βλέμμα αγκαλιάζει γίνεται έκταση ψυχής που κάτι τη βαθαίνει τ’ αστέρια ακουμπάνε στο πρόσωπο και τ’ ομορφαίνουν. Μέσα στου αιώνα τα κουρέλια ξέφτια στιγμών την καγκελόπορτα χτυπά τα ρόδα στάχτη και δε μ’ αφήνει να ψευσθώ πεποίθηση βαθιά γιατί είμαι με τα λόγια ένα. Είχες το φως σου φόρεμα πλασμένο των χεριών σου φως νυχτερινό κι απόκοσμο τη νύχτα όταν εσθήτα που θρόιζε σαν ολόσπαρτος αγρός ερχόσουν καταπάνω μου. -Του χρόνου ξανά τα βήματα δε θα ηχήσουν η νύχτα σ’ ανάρπασε μαύρος σου αϊτός γκρεμίστηκες πλήρης στο βαθύ σου άλλο της απεραντοσύνης τώρα είσαι ένα ντύθηκες τη φλούδα του λίθου. Αθανατίστηκες. Των ματιών σου χρυσά στάχυα ανέμισαν μέσα μου αστέρι σε θάβω στην παλάμη μου λοξώνει άπιαστο ένα τι αυλακιάζει τον άνεμο.
16
Της μιας φοράς που ανθίζει
Απαγορέψτε τον άνεμο υλικό κρότο που δανείζει στο διάφανο ώρες που γέρνει το σκοτεινό πάνω στα βλέφαρα Μες στη λαχτάρα του αλλιώς άοπλος βαδίζω κι όλα τα σκοτεινά κύματα υποχωρούνε χάνονται απλά φάσματα στερημένα την πρότερη ισχύ Του αλλιώς που λαχτάρισα είμαι φίλος Η σκαλωσιά που με κρατά είναι ρυθμός στα μήκη των απείρων πέρα από τέχνασμα Ύπαρξη γεμάτα φλογερά μάτια αγγέλων επισκοπούσαν Του αλλιώς που ανοίγει μυστικά όταν το άπειρο συντελεί μέσα μου όταν γίνω ένα με την καρδιά της γης πυρακτωμένο δε θα είμαι κι εγώ φως;
17
Θραύσμα πραγματικότητας
Μ’ έλουζε το φεγγάρι του χαλασμού τα θέλγητρα και του πεσμού γητειές σωσμένος στο χαμό μου. Το χέρι να είναι σταθερό σφιχτά να κρατά την πένα και να χαράζει στο κερί τα πύρινα αυτό που μας σκάβει να κάνουμε ώστε πλησμονή μας να είναι, ζωή να είναι. Στέκεστε ψηλά εκεί κι αρχίζετε το χρόνο χρόνο που θα μας σβήσει σβήνοντας πλεγμένα όλα λες από φλόγα πηλό και κενό. Μονοπάτια της άτης υδάτινες συστροφές σε αποκαλυψιακούς βυθούς κοχλιακό σπείρωμα αμπώτιδας της πλημμυρίδας και στοίχειωναν τα βράχια. Χρόνος αυτογεννώμενος γεννιέται από τον εαυτό του - κάθε φορά βρέφος κι αθώωση είμαι εγώ προηγούμενος της γέννησης μου. Δεμένα τα δυο στην ίδια κορυφή γλώσσα μου τα φαρμάκια λύσε γλώσσα μου τα φάρμακα διάλυσε. Ρολόι σάρκινο η καρδιά μου μέσα στο μάρμαρο απολιθώνεται κατά τον πιο ζωντανό τρόπο στάλα στάλα αίμα στάλα στάλα θάνατος γίνομαι τώρα ένα στοιχειό. Τρεκλίζει λίγο πριν τρελαθεί γοργά σαν του θανάτου το σκοτάδι αναδιπλώνει τη ζωή κι η ρίζα διχαλώνει.
18
Σαν μαύρη σκιά πέρασε και σαν λεπίδα από καθαρό σκοτάδι κινήθηκε η κατάθλιψη κατά πάνω μου και ήμουν και δεν ήμουν στη στιγμή . Περίβολος άγνοιας κράτημα ανάσας οι στροφές μου είναι όλες βυθισμένες στην καταστροφή. Δε φθονώ την αφθονία σου πλήρωμά μου έχω το μηδέν. Των σπλάχνων σου φρούτα οπώρες μεστές μας προσφέρεις της καταχνιάς λουλούδι του ζόφου καταφώτιση άνεμος πορτοκαλιάς η Βεατρίκη στον ήλιο -φώτισε το ποίημα με τ αγκάθια του. Σωσμένος στο χαμό μου μ έλουζε το φεγγάρι καθώς κατρακυλούσε στους καταρράχτες.
19
Επειδή κάθε στιγμή
Δεύτερες Τρίτες Άπειρες παρουσίες Κι οι παράδεισοι διάπλατοι Τα άνοιξε γενναίο πέρασμα για πάντα Στην κατολίσθηση των καταθλίψεων Κάθε που αυτό κερνάει. Τώρα συναντάμε μέλαινες οπές Σε όλα τα πέρατα Είμαστε στην εποχή των τεράτων Ο καιρός άλλα θα δείξει Των αινιγμάτων φανερώματα Όταν εγγύτατα γίνουν Αφού διασχίσουμε το μεσοδιάστημα Τότε θα αντικρίσουμε γη από γη. Επειδή κάθε στιγμή κινούμαστε πάνω στο ευθύ Τμήμα της κάποιας καμπύλης Αυτό μας κάνει στριφνούς . Στη χώρα των ακκισμών Των απαραίτητων συνομιλιών αντίκριση . Υπάρχει κάποιος που μου το ζητά; Αυτό είναι στο εξής το συγκριτήριο Μαζί με την αυταξίωση μέσα μου Αρπάζοντας τη Νέα(Μο)ίρα…Νέαιρα.
Αδράχτια στον ουρανό
Φέγγει λίγο στο μάτι του η χαρά 20
κι ύστερα θλίψη και σκοτάδια Σα χειμαζόμενο πουλί πάνω στα χιόνια που το τριγυρίζουν και το απειλούν ο άνθρωπος το σκοτεινό τρυγόνι. Βαραίνουν με συμφωνία ελεγείο ζωής άδουν σιωπηλά στέντωρ στο μέσα ους. Σηκώνουμε τη φωνή τους μας ξεσηκώνει παράσταση νοήματος ανεξάντλητο θαλάσσης βγαίνει από κρυψώνες. Πολιούχος τινάζει τα σκοτάδια των μέσα αιώνων από τα μάτια του δήμου βλέπεις το γυρισμό αισθάνεσαι μπαίνει στα μάτια. Από κορυφή σε κορυφή κι από χαράδρα σε χαράδρα πετρίτης τη μια λίγκας την άλλη μαζεύεις τα σπασμένα το αίμα έγινε ένα με της Ελένης το στέμμα. Διαβάζεις σε αιματώδη οθόνη. Σαν νυχτερίδα η άτη χτυπιέται μέσα στο σκοτεινό. Ισομοιρία της ύπαρξης δρέπουν πίκρα και θάνατο. Από το άδυτο σκοτεινό φως το μηδέν φτερωτός φίλος έρχεται σε συναπαντά.
Άγγιγμα
Η ακριδούλα της ύπαρξης πηδά 21
από στάχυ σε στάχυ στους αγρούς του κόσμου ξένοιαστη όταν μεγάλη φωτιά έρχεται κατά πάνω της. Θα την περάσει η φωτιά ή θα την διαπεράσει; Ζητά να ζήσει κι από τούτη τη μικρή άκρη της γης που της έχει ταχθεί να ζει χωρίς να υποταχτεί. Με κύρος αισθήματος "παρασκευάζεσθαι ως κυρίαρχος εαυτού". Διάσχιση της αβύσσου φωτιστική μας ύλη φωτεινός καθρέφτης χρόνος . Μητέρα η νύχτα του φωτός μητέρα εμάς η λήθη και αρμενίζουμε σε πόντο απορίας . Στο πούσι και υγραίνονται τα κορμιά λίγο αλατάκι νοστιμιά. Ένα πέρασμα ώστε να κατακάτσει λόγος κοινός άγγιγμα πράξεως και όλα εκείνη θα τα φανερώσει. Η ακριδούλα της ύπαρξης πηδά από φράχτη σε φράχτη.
Ματρίς
22
Το φύλο πολεμά τον άνθρωπο μέσα του. Σκοτάδια στο φως σκιερή γοητεία γυναίκας. Γεμίζει ο χρόνος τα ποτήρια θεϊκή φωτιά σε χρυσή κούπα. Οι ερινύες σαν αλογόμυγες μπαίνουν στ’ αυτιά όταν μιλάμε για Τροίες : λάφυρα άλογα γυναίκες. Άνθη της μήτρας βαθιά ερωτικά μάτια στον κύκλο τούτο.
Στο φως ανέβα
23
Σκοτεινό ρούχο απλωμένο στο σύρμα η νύχτα ανοίγει ποτίζε σκοτάδι κα άρωμα εκατόφυλλο σκοτάδι ρόδι ο χρόνος σπάει στα πορφυρά ου αστέρια Χέρι που ευλογεί την κατάρα τσακίζει Νύχτα για θεούς
Άτιτλο
24
Εσύ γένος των ποιητών Που αθανασία σ έπλαθε Διπλά πεθαίνεις.
Φλεγόμενο όστρακο
25
Στα αρχεία της ψυχής Είναι ένα πλάσιμο από ζόρικο μυαλό Χέρια αμφιδέξια Τόλμη κα αλκή και σφρίγος Κι έχει φτερά στις φτέρνες Όπου πατά το χώμα αστράφτει Σπιθίζουν τα νερά Και γίνονται δρόμοι πέλαγα Στεριά και ουρανός Των δυνάμεων κυβερνήτης περνά μέγας εαυτός.
Ηλιαράχνη υφέρπει Δεν πέθανε ποτέ κανείς Το χαράζω Του χρόνου τα άλογα σκύβουν να πιούν νερό Αχερουσίας χιονίζει κυκνοπούπουλα και δεν αντέχουν οι κολώνες του ναού 26
Ο θάνατος ξέρε το είναι πιο δυνατός πιο κραταιός κι απ’ τους θεούς Οι θεοί πεθαίνουν Ο θάνατος είναι αθάνατος Σκληρός ο τάφος για να μπεις μέσα στο μνήμα ο νεκροθάφτης.
Σιδερένιο αλώνι
Σε απέραντο τόπο ονειρεύτηκα του ανθρώπου το έξαλλο ταξίδι και είπε:μοίρα του είναι να βαδίζει δεν έχει πίσω ο δρόμος του το μεταφυσικό του πεπρωμένο ερωτικός του ίλιγγος πνεύμα λευτερωμένο σε κβαντική πραγμάτωση
27
μηδέν και άπειρο εκμετρά και ξεχειλίζοντας πλησμονή η έλλειψη περισσεύει Ασύλληπτη αγωνία ατέρμονη απορία άπειρος θαυμασμός.
Μου φτάνει έτσι
Τώρα φεύγεις μακριά μου φεύγεις μένω χωρίς την καρδιά μου πυρπολημένος φωτιά μου τίναξες στα μάτια κι η λάμψη σου με χτύπησε σαν αστέρι τα χείλη σου άνυδρα δεν ξεδιψώ πίνω και πίνω και δεν ξεμεθώ τι το μυαλό κι αν χάνω.
28
Χαραμάδα
Όταν μπαίνω στην πόλη, στη μέσα πόλη, εκεί που νοιώθεται του πλήθους η βουή, εκεί που νοιώθεται η ένταση της αγοράς, εκεί που οι αρτηρίες της πόλης σφύζουν, εκεί που η πόλη ένταση είναι. Νοιώθω πρίγκηπας. Όλα λες γίνονται για μένα. Βιτρίνες, πωλήτριες, αγοραστές, εμπορεύματα, εκθέματα, κίνηση αγοραπωλησία, δρόμος, πεζόδρομος, κουβαλητό, ξεφωνητό, αμάχη, καφέδες, καφενέδες, μπαρ, οινοπνεύματα, πνεύματα, ξεθαρρέματα, ερωτισμός κι επίδειξη, σε αγοράζω και σε πουλάω, κάθε πτυχή σε τούτη τη μεγάλη μέρα σε τούτη τη μεγάλη πόλη, σε οδούς του παζαριού ατελείωτους, ότι κι αν πεις, ακόμη αν το ειρωνευτείς το γούστο είναι μεγάλο, απέραντο, τεράστιο. Ναι, γίνονται για μένα. Όλοι τα προσπερνούν, όμως εγώ τα ζω με προσοχή. Τα κάνω πραγματικότητα κι έτσι υπάρχουν για πρώτη φορά, πρωταγωνιστές των ματιών μου μοναδικοί. Όλη η πραγματικότητα πρωταγωνιστεί για χάρη μου ! σε μια δωρεάν ταινία από καθαρή πραγματικότητα. Εγώ κι η πραγματικότητα, κι ενδιαμέσως τίποτε λές και προβάλλει απ’ το κενό. Το κενό γίνεται μηχανή προβολής χωρίς να επαναλαμβάνει σκηνές, χωρίς μονταζ…
29
Ακούς την Κατερίνα στην Έφταχάλκου ! Α, εκεί στα ωραία μπαράκια, η έκθεση ούτε που την ένοιαξε παρεξ για το είδος Μπαρ που λειτουργούσε … οι αγοραπωλησίες της τέχνης έχουν μια χροιά που δύσκολα τη μαντεύει ο αμύητος .
Η διττή αγορά
Χείλη που περπάτησαν το σώμα του έρωτα χείλι που περπάτησε της πίκρας στόμα χείλη που ήταν του έρωτα η τιμή τιμή της πίκρας έγιναν, τα ζήλεψε ο πόνος . Το σκούρο κόκκινο βαρύ επισκιάζει μπλάβο εκεί βαθιά δοκιμάζεται η λεπτή διαφάνεια ; έχουν την προτίμησή τους οι αντιθέσεις ; η αντίφαση ζωή βαδίζει στην κόψη αυτών των χειλιών ; χειλιών που ξέρουν ν’ αγαπούν και να πεθαίνουν χειλιών που γνωρίζουν να προσδοκούν και να σωπαίνουν χειλιών που θηλυκιά η μνήμη μέσα στα μέλλοντα γεννά
30
Το μέσα έγινε έξω
Μαζί με την άμπωτη που ξέβρασε τα όντα Πετάχτηκε ξεβράστηκε και το εφτάστερο κλωνάρι της ύπαρξης ο άνθρωπος νωπή σα γή η μητέρα μας φωτίστηκε μες στο διάφωτο το σπίτι μας «πρώτος θεών μητίσατο πάντων έρως» στις πλαγιές του σύμπαντος τα ηφαίστεια γίνανε βουνά το έν κληρώθηκε η πολύ ύπαρξις των μυστηρίων η συνέχεια φούντωσε τη γή τρυφερή σα γή πάλλει στους αιθέρες αιχμάλωτη ομορφιά πλημμυρισμένη αποικία βίων βιαία σημαντική όλο νόημα νοήσεως η συνέπεια εξοχική των άστρων πλατυτέρα γαστέρα χορευταρού βαρυτική και άπατη άφταστη "αιέν αιών αεί όν" περίδρομη πυρίδρομη ασπαίρουσα αστερουσία γενναρχική τιμία ένδοξη των άστρων συσχέτιση σύμπλοκη φωτός φώσκει θρώσκει θρήσκα έθνη κληρωτά φωτός απείρου ουσία αληθούς απεραντωσύνης άπλα διάττουσα πλήρης ουρανού στα όρια του νερού άτια αττικά στις μετώπες. «Βάλλ' ούτως αι κέν τι φόως άνδρεσσι γένηαι.»
31
Μαύρη απόχη
Χώθηκες στη λοξή τρύπα Έσχατο καταφύγιο μέσα στον τρόμο Είναι όσα δούλεψες με τη ζωή Είναι πλήρωμα σκοτεινό λαγούμι Από ατέλειωτη νύχτα και απέραντο χάος;; Χωματόπιστη κυλίστηκες στη σκόνη Και χάθηκες Ερωμένη της γης χόρτασες χώμα Του σκοταδιού λουλούδι; Οι άλλοι εκεί με το βαθύ τους βάρος Έλκουν κοιλώνουν του κόσμου το αγνό Το κακό κι ο Άδης ευεργετούνε τη νέα ζωή Την παλιά γκρεμίζοντας ; Αιφνίδια ανεβαίνεις το τσάκισμα Σε λισβό χώμα απότομες βαραθρώσεις Είναι γκρεμός η σκάλα σου Αρουραία γέννα Χώθηκες στη λοξή τρύπα Έσχατο καταφύγιο μέσα στον τρόμο Είναι πλήρωμα σκοτεινό λαγούμι Από ατέλειωτη νύχτα και χάος γίγνεσθαι άρουρα Της Αφροδίτης η σπηλιά είναι χωματόσπιτο μέσα στο δάσος .
32
Με μιαν αφαίρεση
Με μιαν αφαίρεση που όσο ανεβαίνει Λεπταίνει σαν βέργα και σαν βελόνα Το μυστικό λες του κόσμου θα κεντήσει Τον κόσμο πριν ραγίσει πριν συντριφτεί Να τον πει Στην άλλη γλώσσα που υφαίνει με άφατο Και με αόρατο νήμα φόρεμα κάλλους υπερούσιου Λαίμαργα που ήπιανε τα φως Στα δεκαοχτώ παράθυρα Ακούει το νοτιά και σωπαίνει Φωτοχάρμης σβώλος από χώμα και φως Πέντε κλωνιά φως.(πουλί ψυχή). Μιλάει τώρα στο στόμα μικρό πουλί Ψυχή πριν πετάξει Στερνά να τραγουδήσει τη φυγή Φωνή φυγή απόβαση στην άλλη όχθη.
33
Της τύχης κουρελάκι
Τρεις μοίρες παραστέκουνε κλώθοντας ενσάρκωση στης ύπαρξης τις πύλες. Μάννα δε βρίσκεται άφθονο να σε χορτάσει. Με χέρια που βλέπουν ξεχώνει. Εφτά φορές οι ουρανοί. Σαν πιάνει ρόζους η ζωή σε ό,τι γερνά εκατοβλάσταρη η ρίζα εκτινάσσεται. Γιατί να κλειστεί ό,τι δεν άξιζε να φυλαχτεί; Της ελευθερίας αποζήτηση όταν το κύμα δίπλωνε σημαίες γκρεμό το γκρεμό το σκοτεινό καλάμι που γύρω του στρέφονται γαλαξίες πλάθεται κι ανθίζει νότες τις μούσες να μαυλίσει. Το μάταιο με φολίδες με δέρμα στικτό σκάβει από δυο κατευθύνσεις κενό στο κενό να σ αναρπάσει. Σέρνεται στα πιο κρυφά του ύπνου στενάγματα κι ό,τι θρηνεί το καταπίνει, ερινύα μέσα μας. Είναι σα νύχτα γιατί εκεί αναβλύζουμε στο φως στη συνείδηση βότσαλο φωτεινό σε σκοτεινό ποτάμι. Δραπέτης άχραντος σα λεφτεριά στα όρη να σε μεταμορφώσει ώ χαρά σε τι; Στο πράσινο της αγάπης φόρεμα σμαράγδι.
34
Σαν μαλακό αχυρόδεμα
Όταν η επιθυμία για ζωή εξαντλήθηκε Έσβησε Κι έρχεται σαν ελευθέρωση στο τίποτε δοσμένο σβησμένα ηφαίστεια που είχε καεί μέσα ο φλογερός της ζωής πόθος κι ας μην ήταν για θάνατο -της γης αυτό το ένα να το διαβείς Γιατί να ιδρύσω ένα κενό απέραντης λευκότητας είναι σπουδή μεσημεριού Κομμένο φύλλο χλωρό βιβλίου να κυβίζει της νύχτας το χρόνο όταν το μαύρο χαλάζι που πίνω Κι έρχεται σαν ελευθέρωση στο τίποτα δοσμένο μαλακό αχυρόδεμα.
Γαλάζιο της Τζαμάικα
Τούτος
θάνατος είναι στις ερημιές γιατί να κλάψει ένας θεός Είμαστε πηλός η σκόνη είναι αδερφή μας Την ίδια στιγμή χτυπά το μέτωπό μας στα αστέρια και τσακίζεται σαν καλάμι
35
Εμείς που πλάθουμε ουρανούς Εμείς που σχηματίζουμε με ουρανό Ένα όνομα Της λέξης το άπιαστο Παίζοντας ουρανό στα δάχτυλα Πίνοντας αστραπές στο τραγούδι Γιατί ποιήτρια που είσαι ανοίγεις σα νυχτολούλουδο σε τέτοιο ουρανό χύνεις το λόγο σου λάβρα σαν γύρη στον έβενο του σκοταδιού που είσαι γιατί ποιήτρια Γιατί έτσι σ’ έβαφε ήλιος έγινες διάφανη δοκός. Ένα αστέρι διάττον ράμφος κεχριμπαρένιο πουλιού σκίζει τα σκοτεινά αστράφτει στα νεράφλέβες κρυφές όπου ανασαίνεις όπου εαυτό ελευθερώνεις σε κρύπτες έλευση Παράμερα του πόθου όπως τρέφει φτερούγα το πουλί τρέφεις έρωτα με θέα στο χάος μήτρα του ανεξάντλητου Αγκίδα στο στεγνό σου μάτι η ομορφιά Άτρομη άτρεμο πόδι στο ατσάλινο σκοινί -να ακουστεί το λάλημά μου στις άκρες του σύμπαντος όλες. Επειδή γίνεσαι ένα μ αυτό. Γίνεσαι και χύνεται όλο μέσα στη γραφή. Νάρθουν σαν από μία αφθονία, μια υπεραφθονία.
Η ματαιότητα των λουλουδιών
Τροφή μου τα αστέρια όταν τα κόκαλά μας θα γίνουν ένα με το λίθινο σκελετό της γης Η μνήμη έπρεπε βαθιές ορύξεις σκότους βγάζω 36
σκοτάδια του μέσα γκρεμού Δεν μπορούμε παρά συχνάζοντας τα απόκρημνα το εξ αδύτου θησαύρισμα ζωής νέας. Και μου δόθηκε θάνατος Και μου δωρήθηκε άβυσσος Τόσες βιογραφίες τόσοι θεοί Άντλησα σαν από φως άντλησα φως Σοβαροί σιμώνουμε το μυστήριο μας ανοίγει λεφτεριά με τη στερεότητα των άστρων Μπορούμε να φωτιζόμαστε λουσμένοι φως. Τροφή μου τα αστέρια όταν η μνήμη έπρεπε Τη ματαιότητα των λουλουδιών.
Το σώμα μου η γη μου
Σαν καταιγίδα διάβαινε θεά στο φρύδι του βουνού δρυς κέδρα σείονται δέρνονται τα κλαδιά στο χώμα Και τώρα που είσαι στα καρφιά σφίξε το νόμισμα της πληρωμής στα δόντια γη δρεπανόκρουστη καίγεται /στο σταυρό θεϊκό κοπίδι αστράφτει στις κρύπτες Τόσες φορές τα τάρταρα ύστερα αφρός Πόθησες ένα άσπρο στήθος Κόρφο δροσερό φωτιά να κρυφτείς 37
Νόμισμα λεπτό ευτελές τρύπιο του Περατάρη η βάρκα σα μισοφέγγαρο Διάβηκε τα μαύρα κύματα Μια πεντάρα ψυχή στα δόντια από το τρύπιο πίσω χύθηκε αφρός ο χρόνος σου λεπτό εντελές πολυδιάβαστο μυστήριο.
Δεν κάνει διαφορά
Το αβυσσαλέο στοιχείο είναι δύναμη ζωής φόνος τα λουλούδια αν σκίζει αν δαιμονίζει τις όψεις ριζώνει το καλό στα δάκρυα. Γύρω από το άγαλμά σου ο χρόνος το νόημά σου αποτελειώνει δωρίζοντας πατίνα κάλυμμα μορφής που εσύ δεν είσαι. Από το αδιάκριτο σε χωρίζει στου κήπου τη μοναξιά, προσδίδει διάρκεια στην απουσία, ένας που τσάκισε τον Κέρβερο. Η θητεία μου το σκούρο, απολιθωμένα βασίλεια το αδιάφορο ερειπωμένο σαν να σαρκάζει κοίταζες γιατί γελά στο μάρμαρο η μορφή όπως παντοτινό μειδίαμα άγαλμα. Η χάραξη σε στίχο , -και μάθανες της αδιαφορίας την έκταση, ίσως έτσι είναι καλλίτερα να μας ξεχνούν, 38
δεν κάνει διαφορά στο περιθώριο ή στην άμμο αν γραφτεί , η απόσβεση ίδια δρα πάρεξ τα ακατάσβεστα αν συντελούν όσο ο ήλιος παραμένει ήλιος.
Διάτρηση σκοταδιού
Στων Ασκληπιείων τα τεμένη καρδιά τα μάλα τεταμένη Οι σκιές μας στενές λόγχες ίσκιοι κυπαρισσιών τρέμουν κάτω από τη φλόγα του ήλιου σαν πέσει θα σμίξουν στο μάκρεμά τους τη σκιά της γης που θα γείρει πάνω τους το σώμα μας μαλακά θα τυλίγει γύρη Τι είμαστε τι δεν είμαστε η σκιά μας που μας ονειρεύτηκε; Διαμαρτύρομαι ανάμεσα σύμπαν και σύμπαν εγώ που ονειρεύτηκα τη σκιά μου να είναι ελεύθερος κανείς ολόγυρα ν αναπνέει Ποιό σύμπαν με ονειρεύεται πάνω που τ’ ονειρεύομαι; Το θαύμα αστράφτει στην καρδιά Θρυματίζονται οι μέδουσες του σκότους σκόνη τ’ ατσάλινα καρφιά ένα μηδέν οι Μήδοι σκοντάψανε σ’ ανθρώπους Μές στην αμηχανία και άθελά του οι φλέβες του φτιάχνουν αγγέλους ακούσια μνήμη και θυμάται μορφές του απείρου αινίγματα που μπαινοβγαίνουν στο αίμα με ροή φωτός Φλόγα από την κρυφή μας ζέστη λευκότερη από πυρωμένη ασβέστη
39
Ψυχοστασία
Ο νυχτοφύλακας από το βράδυ αρχίζει την ομορφιά κι ως το πρωΐ τη βρίσκει Αν είχαν τα πουλιά ένα φως δεν θα το ζητούσαμε σε κάθε ορίζοντα Τότε και συ μορφή του πρωϊού με την ανάσα και μ ένα φιλί καρδιά για μέρα χαριζέ μας ζεστά τα μάτια του θεού να μας δουν ξανά Με κάθε πουλί φανερώνεται κι ένας σκοπός και μες στο φως απλώνεται ως τις απέναντι κορφές δόξα αιώνια και αθανασία αυτής της μέρας Την όραση της ώρας κάνε δική σου Στην ακτή της νύχτας φως χαράζει στις απαλάμες με το δόξα Σοι των πουλιών Μην το στερηθείς γιατί πώς ζεις; Μέσα στο ανεξάντλητο αιώνιο ζεις Ζούμε μέσα στο ζωογόνο αληθινό παρόλο τον απέραντο πόνο του Στον πόνο ζούμε νοσταλγούμε αιώνιο γυρισμό καραδοκούμε μελίσσι που έμεινε ορφανό
40
Η Δευτέρα του νερού
Κρυφά σαγώνια
γής κρυφές λαγόνες γής Σιγή θρεμμένη στη σιωπή σε σιγανή φωτιά Φωτιά στο χώμα τσουκάλι της ζωής Βρασμός και μέγας κοχλασμός Το αβγό που κλώσσησε η αυγή Ξεβράστηκε από την κοιλιά του μηδενός Στους όχτους του σκοταδιού Ύπαρξη γιομάτο άστρα και νύχτα γεμάτο Ήλιο και καρδιά Ποιητές που κάηκαν μέσα στα ίδια τους τα λόγια Ποιητές που το είναι τους απότομα φλογίστηκε Ποιητές που μαύρο είχαν άστρο κι έφυγαν αγνώριστοι Ποιητές που η φωτιά τους σέλας και φωτίζει Το σώμα σου με καθρεφτίζει σαν πηγάδι Πίνω την αλόη του δεν με καταπίνει Κορμί άστατο ποταμάκι Πίνω αλόη πίνω κορμάκι Πίνω νερό από φεγγαράκι Πίνω φεγγάρι Λακάκια φυτείες του ανέμου Ανάσα φωλιά αλκυόνας Μές στη φωνή αρχίζει η μουσική Είσαι τραγούδι στο χορό Είσαι χορός φωτιάς γέννημα στους πέντε ανέμους
41
Βασιλίς
Καισάρων αίμα, αγάπη σταυρού, κιόνων νους Χυμένα ομού χαίρε Βοσπόρου νύμφη. Με αιματοβαμμένο χιτώνα με στέμμα χρυσό Φλεγόμενο βιβλίο με δόξες με πανηγυρισμούς Με πυργωμένο κάστρο με τρούλο πυρσό Ψηφιδοκέντητη, πολυϊστόρητη μεθά και νήφει. Δε θα ‘πρεπε να σε υμνώ πόλη θερμή ασιανή πόλη που κάποτε έζεψες έσυρες όλη τη δύση ώς την ανατολή μα τώρα μέσα στο λαβύρινθό σου μύριοι μελαψοί ζητούνε μοίρα και δεν μπορούνε να προφέρουν το θάλαττα θάλαττα για να σωθούν!
42
Φλοίσβος
Εκφώνηση μιάς αθανασίας με ένα κοχύλι σαν Τρίτων μιάν αλήθεια χρόνος ολοφώτεινος θροΐζει στίχων μεταλλείο εξεργασμένο τοπίο κύματα σκεπτικιστική τόλμη τεσσάρων εποχών πλοίο και πόλη συναντιούνται στην ακτή πόλοι σε εκπόλωση ταλαντώνει του Φάρου το φως Xρόνος σε θαλάσσια πορεία αδερφώνει χώρο Κατά μήκος της καρίνας και της γάστρας τρίζουν δοκοί καρφιά επιθυμίες κατατρώνε πιθανούς μνηστήρες συντρόφους για ταξίδεμα είτε για κραιπάλη Καλυψώ κρύψε μας στο αμπάρι δεν έχει για μας οδό Ίσιδας πέπλα λύνονται στη σκιά των πυραμίδων καθώς γεωμετρεί ο σοφός αποκρυπτογραφήσεις Άκουγες τους γλάρους που έκρωζαν στιγμή κι αντίκριζες τον που "είχε μια μικρή απόκλιση από το σύμπαν"
43
Γαλαξίας φαραγγιών
Στις λαγκαδιές γινόσουν αέρας γινόσουν σύννεφο πέτρα κύλησε άφρισε το νερό δρόμος των ελαφιών κοπάδι πέρδικες σκιαγμένες φαράγγια αδιαπέραστα γαλαξίας φαραγγιών μάνες νερών πλησιάζουν οι όχθες σα χείλη στραφταλιστό κορμί υδάτινο μυστήριο λαλιά ασίγαστη στα σπλάχνα των βουνών κινούμενο λεπίδι κεραυνός της γης νερένιος ύδρα δρόμος των φιδιών υγρό στοιχειό δράκος του νερού υγρή διάρκεια αστραία νερολούλουδο μόνιμη βροχή ράχη δροσινιών άστρο του νερού ,νερίτη ,οργασμέ ροής, ορμή ρευστή αστέρινη, φύτρα της άνοιξης, φίλτρο διαφάνειας λαγαρή ξάστερη φάνεια τρέμουσα φλόγα των πραγμάτων το άπιαστο παντού τρυπώνει στον κόσμο άφραστο βέλος σε κάθε κατεύθυνση, ιός αόρατος, άπιαστο ιλιγγιά Σε ύψος ουρανού βάθαινες με τα πηγάδια ενεργειακές δεξαμενές ελευθερίας ανάβρυσμα βαθύ νερό κοντά στον ουρανό πατρίδες του αγνώστου καταφύγια του νόστου Σε πηγαδιών υψίπεδα πύκνωνε ουρανός βαθύ νερό δάφνες φλόγιζαν τα μέτωπα Στο πιό ψηλά στο πιο βαθιά
44
Φωταγωγίες
Να γεμίσει από μεταφορές σύγχρονου μύθου μεταφορές εικόνες που συγγεννιούνται, με πλάσιμο από γειτονιά σε γειτονιά με τις μικρές αντιθέσεις τέτοιες που δένουν την αρμονία της ανθοδέσμης τέτοιες σαν το κενό του χορού που πετριτρέχουν εκεί που ήταν κύκλος φωτιάς και αναπήδησε στα στήθια στήθια απ όπου αναβλύζει το πύρινο τραγούδι των σπλάχνων και κάνουν το μέλι των ματιών να λαμπυρίζει. Δαίμονες χορού μαινάδες ξέμαλλες ανεμοφώτιστες κορμιά αναμμένα από πάθος και από ερωτική δίψα πενθούν ερωτικά τον παράδεισο της νιότης που τους κάνει να τρέμουν ρίγος τρύγος Άβγαλτα νιάτα πόση γνώση πόνου καημού πόσο σίγουρη έχουν την ηδονή που πλένει το πένθος άγουρα νιάτα ανέμελα νιάτα σε ένα Αύγουστο ακμάζουν και κιτρινίζουν στην άφιξη γρήγορου φθινόπωρου Σε βίαιες αγκαλιές λίγο θα ξεχαστούν θα αναλυθούν σε ερωτόλογα όπου "της νύφης η χαρά βαστά όσο της ασφάκας η φωτιά". Μια ανάσα πάνω από τη γή και θα καεί. Παραμονή σε τέχνες Αφροδίτης μήνας ροδίτης κλείνει ο φεγγίτης Το νυφικό από κορμί σε άλλο κορμί φοριέται δρόμος και τρόπος παλιός μιας πασαρέλας τα καλλιστεία του άνθους καθώς μαραίνεται ένα άλλο ανθεί φουσκώνουν τα ψωμιά στο φούρνο του ήλιου ωριμάζουν τα σταφύλια γεμίζουν οι κυψέλες μέλι θέλει δε θέλει περιμένει όποιου του μέλει ποτέ να μην πεθαίνει Σα μαραθούν τα κρίνα της ζωής.
45
Πικρό στην άκρη της γλώσσας
Πικρό στην άκρη της γλώσσας τυλιγμένο όστια Ο πόνος κορυφώθηκε Aιώνια μουσική κύματος συναρπάζει αμμώδη φιλέματα Να αλλάζω εγώ τις νύχτες σου σαν πληγές σου -Τί κάνεις εκεί; -Σπάω τον πάγο που μας χωρίζει Στον κόσμο του πνεύματος δεν υπάρχει μοναξιά Η μοναξιά , είναι καρποφορία νοήματος, το αίσθημα γόνιμα κάνει πνεύμα Τρυφερό λεπίδι μιας φυλλωσιάς ελιάς δρόσισε κατακαλόκαιρο μάτια στην τόλμη αστραπής που τα διαύγασε Σκίζει τα βουνά με της ελιάς το φύλλο ο ένας στίχος να μπαίνει μέσα στον άλλο φωνή στη φωνή ίσκιοι πουλιών σαν μουσική παράσημα θανάτου Ο πόνος κορυφώθηκε Ίσκιοι φορτωμένοι θάνατο η μουσική εξίσωση δεν έχει τέλος Από τον πυθμένα της μέρας φωτιά κι αέρας Κι ύστερα νύχτα πιάσε δείχτα Μη θρέφεις θυμό πικρό χυμό αστέρια δροσερά ψάρια σαν ζάρια ρίχτα όλα κέρδος Τέχνη ζωής ναύλα άναυλα τα χείλη μα όχι άναυδα Από μικρά σύρτη καρδιάς δώσε νόημα χαρά.
Πουκάμισο σαύρας
46
Των αγαλμάτων σιωπές ένα τοπίο εικόνων ακινησία των λέξεων ακινητοποίηση τέχνης σαν προσπάθεια να σώσει να λυτρώσει τις αγωνίες μας Είδωλα καμμόντων αποτυπώματα σιωπής Χρυσά εκμαγεία των καταπλεόντων μέσα στο ακίνητο η πέτρα φορά τη λεοντή της–επιμηκύνω Μυκήνες αγγίζοντας λίγο τις σκιές από την άλλη μεριά του κόσμου εκεί που η πίκρα είναι πικρή αδιαχώρητη Του Τειρεσία τα χωριά έχουνε γλέντι εσύ όμως μην παρασύρεσαι μέσα στην εκδίκηση των ονείρων τους Με την πέτρα μίλησαν τα μυστικά τους με το εφύμνιο τίμησαν τη χαρά τους και όλο το όνειρο περιέκλεισαν στην αγάπη Αθόρυβα το χιόνι στρώνει την αστραφτερή σιωπή του
Διαβατική στα ψηλώματα
Χλωρό μποστάνι πότιζε χιλιοδιψασμένο στο αυλάκι οι λεύκες σφύριζαν Κι ως κοίταξε ψηλά το λευκό πόδι της
47
βάδιζε δίχως ήχο Στο μονοπάτι του λόφου ασώματα πόδια σε κόκκινο φουστάνι Ποιος σκάει για χλωρό μποστάνι χιλιοδιψασμένο Άστο να καίγεται να στεγνώνει να μαραίνεται. Εκείνα τα πόδια ν’ ακολουθήσω μέχρι το κορμί τους Και τη μορφή της που το αίνιγμα της με ξεθεώνει Το φωτεινό της πέρασμα σε εξυψώνει; Μπούκωσε κόκκινο που σήκωσε η ποδιά της Από τα μάτια της ερχόταν μια μπόρα που την ετοίμαζαν οι αστραπές τους
Καταλείπειν
Τρίβεται η φλούδα της Γης Ματωμένος ουρανός τυλίγει τα πόδια της Ο θόρυβος του χρόνου διαπερνά τις εστίες Ρέκβιεμ ταξιδεύουν στο λευκό Το δράμα παρατρέχει το δρόμο μας Φλόγες νυχτερινές σμιλεύουν Πρόσωπο πολίτη της απώλειας
48
Κάμπτεται το βέλος των ψυχών Μηδενικοί εκθέτες νοήματος Η ζωή επ ουδενί διαγράφει κύκλο Λαών σε υπόγεια Πολιτείας Κάνε παράθυρο φωνής κάνε φωνής τα δώρα Δεν έχω πάρεξ τον κήπο της ψυχής Τραπέζι στρώνω σε αγάπες Αγάπες που μου πήρανε
Η κοιλιά τού μηδενός κι η κοιλάδα του είναι
Θεός της βροχής χορεύει μες στις αστραπές Φλογέρα φλόγινη σκαρίζει τα σύννεφα θειούχο νερό από ουρανό σύννεφο και φωτιά γόνιμος ουρανός της γης Πέφτει κεραυνός πετρώνει το ποτάμι και μαυρίζει όλη η φωτιά γυρνάει στον ήλιο μέσα από τις σκάλες των βουνών Θεός της βροχής χορεύει μες στις αστραπές Κόκκινη βροχή μες στο μαστέλο κίτρινο ράμφος πεφταστέρι της νύχτας πράσινες φωτιές φυτευτές φύλλωμα άνοιξης πέτρες σαν δέντρα σαν φλόγες σαν ξιφολόγχες στα λαγόνια του βουνού λεπίδι το νερό κόβει το φαράγγι χωρίζει τα βουνά
49
Σκιρτούν εφηβικά φιλιά σμίγουν οι όχθες αψίδες θεογέφυρα καμάρες του νερού στο βάθος αχνίζει το νερό μαύρες ρίζες ποταμός κυλά ελίσσεται ουδέτερο νεράκι παραμυθάκι ρίζα της μνήμης θεμέλιο αρχής μέσης και τέλους της αγάπης Ρέμα το ρέμα δένεται τραχύ ποτάμι Άνω κάτω ποταμοί πηγαίων ερώτων πίνει η μνήμη το νερό των Δέντρα και κοροϊδεύουν το ίσιωμα Στραβόξυλα και κοροϊδεύουν τη φωτιά Ρίζες και αψηφούν το φως
Ρίζες και δουλεύουν τον έβενο Δουλεύουν σκοτεινό καθρέφτη μνήμη με ρίζες μνήματος Δέντρα του νερού και ρίζωσαν στο φως διάφανα βουνά γυάλινες κούπες ανάστροφες μαύρο αστέρι στο κέντρο της φωτιάς στεγνό λαγκάδι πέρασμα νύχτα αγκίδα στο μάτι γύμνια Σώμα λευκό μαύρη φλόγα ανυπόφορο αίνιγμα σκοτεινιά μας τρίχινος ήλιος που μας έλκει μαγγανεία που δεν ξεθυμαίνει Όχθοι σκοταδιού σκοτεινές χαράδρες λαγόνια από νύχτα χείλη από φωτιά Δέρμα του κόσμου πετσί της γης Γη τσαλαπατημένη γη φανέρωσέ μας το δίχτυ που μας αλιεύει Πέρα απ τις φλόγες πέρα απ το αίμα
50
ο κύκνος της ζωής μαυρίζει έρχεται σκοτεινός χειμώνας Πύρινα γράμματα στην ασβεστόπετρα άσβεστη πέτρα ήλιος φλεγόμενο άχυρο Το ωόν των Ορφικών το επωάζει η Αυγή –
Μέρες χειμερινού ηλιοστασίου
Απ’ τα χαυτεία μέχρι τ’ ακρόπυλα χίλιοι αιώνες κάθοδος Μαλ αρμέ σκίζει τη βιτρίνα Το κλίμα πλανιέται στην ατμόσφαιρα Η διαφάνεια μάς σταματά σαν μύγες σε τζάμι Όλη η θάλασσα σ ένα μπουκάλι Ξηλώνονται πεζοδρόμια Το κέντρο γίνεται παραλία Λούζεται σύγκρυο ο Δεκέμβρης Στη χάση του ήλιου χίλιες φωτιές αντιφεγγίζουν Πίνω καφέ πίσω από δάσος καλαμάκια Προθήκες αεροτινάσσονται Έφηβοι ξεχύνονται τρελά πουλάρια Τούς πέφτει αφορμή και λύνουν τα φουλάρια Όλη η θάλασσα σ ένα μπουκάλι Καίνε οι οθόνες σιλικόνη Μαλ αρμέ στις φλόγες Αθήνα 51
Ο κύκλος τσακίζεται στην ασυμμετρία της διαμέτρου
Στο φοινικόλαδό της Θυσία συνέσεως στη φουσκοδεντριά της είναι η πρωταρχική φοινικιά φανέρωση κορμοστασιάς μέσα στην ασπαίρουσα φυλλωσιά της ξεχωρίζει από τις πλύστρες και τις συμπαίχτριες δελεασμένη αντικρίζει με φουσκωμένα τα πανιά της παρθενιάς τον εμπειρότατο πλάνητα του έρωτα Βασίλισσα τον ερωτικό προξενεύεται βασιλιά καρδιές μαντεύω Αρχέτυπο μυητήριο πρωτολάτη πρωτοθεριστή ποιο χουρμά λιμπίζεται; Από ποιους κόρφους ερωτικό λιοντάρι βγαίνει αναχαιτισμένο να ρίξει νύχι και ποια λιονταρίνα λεία και στιλπνή ξυπνά, σκιρτά στην ώρα της Άδμητο κορίτσι να πέσει στο θεσπέσιο δαμαστή Λαιστρυγόνων κυκλώπων νυμφών ξεμάγεμα φύσης χέρια αδρά στους μηρούς ρώγες ορέξεις θέρος κορμιών άροση στη συγκράτηση τον πόθο δεν έχει χόρταση το κορμί πάτο η καρδιά φυλλωσιά ανοιξιάτικη λυγερά κλαδιά έτσι όπως όλα τα σύμβολα θα ανέβει
52
τούτη η συνάντηση σύμβολο ως τον ουρανό επεισόδιο στους μυχούς της φαιακίας η φαιακίδα θα ξενίσει τον οδυσσάμενο θα του προξενήσει νόστο νόστιμη μέρα που προγεύεται στα μάτια της παρθένας βασιλίδος τροπισμός ηθών Πισωπατήματα του Ομήρου Γιατί είμαι όλος ένα τραγούδι άσμα του είναι είναι το άσμα Στο δοιάκι του μυαλού της μονοπώλιο της αγάπης Μπορώ να τη φτάσω, μπορώ να τη δω; Μα αυτά το χέρι δεν τα φτάνει Κρυφό μου αστέρι πώς να σε δω στην ομορφιά σου κρύβεσαι αιχμάλωτος στα μονοπάτια του κορμιού σου ποιο πάει για την καρδιά σου; Ω καθρέφτη ουρανού και αβύσσου όσο σε βρίσκω τόσο σε χάνω Δεν έχει η αγκαλιά σκαλιά Ζέστα η φωνή σου τα δόντια ζάχαρη στα λόγια Από ένα λίγο μ' έπλασε το δοιάκι του μυαλού σου σκουντώντας με τη γλώσσα σου το όνομά μου στις αγριοκυδωνιές που μ' έκοψες (Έχω κι εγώ ένα αγριόκυκνο μήνες τώρα που μου έταξε πω θα με βρει στα λυδικά ρολόγια προσμένω ένα αγριόκυκνο για την ώρα αν όσα υποσχέθηκε δεν ήταν λόγια) Ας ξαναδαγκώσουμε το μήλο Τη μέρα πεθαίναμε η νύχτα μας ανάσταινε Φωτεινή Λουτσία Μ' έμπασε στην καλύβα της όλη νύχτα έκαψε ο πόθος το κορμί είχε ανοίξει ο ουρανός νεροποντές η θάλασσα σάλευε απ' τα έγκατα φλόγες και αναστεναγμοί Μ' έμπασε στην καλύβα της γυμνή βάδισε την ακτή Ψάρια στη γυάλα του θεού ηδονοχάρμης πυρετός δένει ο φιόγκος του χρόνου ροή και δρόμος το ζάρι μαγνητίζεται στη δίνη της σφαίρας σε χιλιόκυκλους συντονισμούς Τη μέρα πεθαίναμε η νύχτα μας ανάσταινε φωτεινή λαχτάρα στο λιγόφεγγο
53
Σκοτεινό θαμποφώς στο ορμώδες της ακτής τρικυμισμένη σκοτοδίνη ηδονοθίννες τρομώδες σύθαμπο αχινός σώμα στη νυχτιλύκη Μ' έμπασε στην καλύβα της Ας ξαναδαγκώσουμε το μήλο Σε παλιό επιτύμβιο η αχαριστία της κούπας όσο άδεια τόσο μυστικό άρωμα Το άδειο του ονείρου Με την αδειωσύνη οσφραινόμαστε μακάριο κενό δίνει πόδι στο όνειρο του χρόνου Δόκιμε, δάγκωσε το ξεβαμμένο ξέθωρο Πιες το άδειο κύπελλο Πιες τη μορφή της αλήθειας την ομορφιά οσμίσου το κρυφό περιεχόμενο Αγάπη πάρε πέρα για να πας Γκελ στη σφαίρα της αναγόμωσης Χαραγμένη με νέους παραλλήλους και μεσημβρινούς Νεοτροπισμός και νέα τροπάρια Άδειο κύπελλο ενήδονο που δίχως σταγόνα η μυρωδιά του σε μαραίνει πίνεις απ' το ποτό του τη φλόγα του σαλεύει το μυαλό Πίνεις ανάβει η δίψα Διψομανής της θηλυκής αβύσσου θύμα του έρωτα τα γιασεμιά δεν έχουν χόρταση Ο άντρας δεν ξεκόβεται ποτέ από το βυζί από το θηλασμό Κλαγγές, ιαχές του έρωτα Σύντομη ένταση κραυγή, σκούξιμο ηδονικής χαράς λαύρα σωμάτων Ύψιστο λάγγεμα Καρφοβελόνες του σπασμού. Θάλασσα ηφαιστείων, έγκαυμα εγκάτων. Τρόχαζε ; πεζοδρομούσε; Η φλόγα της έχει εκείνο το σκοτεινό μαύρο πυρήνα της φεγγοβολής Σε πήρα λευκό σύννεφο στην αγκαλιά φλόγα από νεφέλες την αστραπή θα άντεχα μ' έκαψε η χαρά σου Γλίστρα αρθρώσεων ένταση τενόντων νευρώδες ανατρίχιασμα λύσιμο αρμών Φλεγόμενο άρμα πύρινο πυρήνες στεναγμών Βελούδινο κοχύλι με δινοθίννες Σκοτεινοφώτεινο μυστήριο καρδιά της καρδιάς Έλξη θανάσιμης αγκαλιάς παλίρροια σωμάτων Ανταύγεια της δίνης των νεφελωμάτων Όμηρος με βήμα Χρύση Το περίγραμμά του στη δύση Φεύγει παραλία παραλία Ιερέας Απόλλωνα τυφλός για κόσμο Ανοιχτομάτης στο απόκοσμο Διαγγελεύς Σκοτίζεται
54
κεραυνοβολείται από διπλό κεραυνό: φανέρωση Ευρώπης (Ιεροφάντης μπαστούνι) Τρύπα στο Μέλλον Δόρυ ακοντίζει Πλέκοντας νόημα με μετανόημα Η Αρχή ήταν Μέλλον στο κατώφλι των αναφλέξεων Σμίγουν οι αγκαλιές κι ο τόκος είναι άπειρος. Ξοδεύεις την αφραγκία σου και πλουτίζεις, γιατί μια τέτοια αγκαλιά σου φτάνει Ξοδέψου άφραγκε! Ορθώσου εδώ ορθόστηθη η μέρα σε καλεί Η βραδιά θα ναι καλή Να βάλεις χέρι στην αγάπη Όποιος τρέμει τη μοίρα που τον προκαλεί Ας πάρει χάπι Αν κυνηγάς πουλιά πετούμενα Θα σου θερίσει την καρδιά Χιτώνες νέσsιοι (Nesus dorma) θα σου κάψουν το κορμί Τα λευκά της σεντόνια Του στήθους της τα κίτρα δώρα σιδώνια Δεν είναι λύτρα Για τέλος σου και πληρωμή Το έργο της η Αφροδίτη εδώ κι εκεί το πάει με λόγια η Πειθώ δεν ψήνεται Δεν αναπνέει η αγάπη μας ;
55
Φύλαξε τη μέρα
Ωραίο φθινοπωριάτικο πρωινό. Με ελαφριά συννεφιά. Φρέσκο από νότο αλλάζει τα μάτια. Απαλό φvς. Τόπους τόπους το σύννεφο μαύρο. Έχει το σκούρο που κρύβει βροχή. Μου αρέσει. Όπως πάντα μου άρεσε η αναμονή ,τα πρωτοβρόχια. Κι ύστερα οι φοβερές αστραπές να μας καθαρίζουν από κάθε έγνοια όπως καθαρίζει κι ο ουρανός καθρεφτίζεται στο χώμα σε κάθε λιθαράκι σε κάθε φυλλαράκι. Πλυμένο το πάν από το άζωτο σαν θεϊκή παρουσία στο πιο μικρό στο πιο μεγάλο. Έβλεπα τις αστραπές μες στο τζάμι . Σε έβλεπα στις αστραπές. Λαμπερή κι απρόβλεπτη μ ένα δέος μέσα στα μάτια που τα τόνιζαν κεραυνοί με καταιγίδα. Έλα με βοριά έλα με νοτιά. Είμαστε σαν τα ρυάκια που σχηματίζονται μετά τη βροχή -μήτε εκείνα ξέρουν ότι θα συναντήσουν το μεγάλο ποτάμι όπως μήτε εμείς. Κι όμως το συναντούν.
56
Φέτα ουρανός
Δε χάνει χρώμα ο ουρανός όσο αν ξυλευτεί βρέχει μια γαλάζια βροχή ποτίζει μπλούζ την ψυχή πριν προλάβεις να κάνεις ευχή γεμίζει αστέρια τη γλώσσα σου Περιμένοντας τη λέξη σου σκύβω στον καιρό λωρίδες ουρανού μαζεύω ένα αστέρι ουρανό σκοπεύω να ‘χουν τα τραγούδια το σκοπό τους
57
Φρούτα σε κοφίνι
Τρελή μαγνητισμένη χορεύτρια ταξιδεύει στο διάφωτο δεν παίρνει τον ουρανό μαζί όπως χελιδόνι αποδημεί πού ήλιο ζητάνε τα φτερά. Μη θέλεις να αγοράσεις ένα κόσμημα που φτιάχτηκε για να χαρίζεται δεν ξεχνάει κανείς ό,τι θέλει να ξεχάσει, μπορεί ν ακούει μουσική χωρίς να κλαίειάσπρες φωτιές πυρρό νερό κρυστάλλινα χείλη βαθαίνουν τη σιγαλιά κυπαρίσσια κάτω από σύννεφο ασημένιο Είχε φωλιάσει άνοιξη στα μαλλιά στην καρδιά καημός Κρασί ψωμί όνειρο φρούτα στο κοφίνι. Μπορούσε ν ακούει μουσική χωρίς να κλαίει.
58
Σε σκοτεινούς λιμνιώνες
Ένα κυανό έφεγγε τις ψυχές Φεγγάρι έτρεχε στις μηλιές Στις ρίζες του ερωτεύονται Γλιστρούν κορμιά Σε κάθε μεριά του κρεβατιού χάος Το θαμπογυάλι έκαιγε Μαύρος της νύχτας άψινθος Τεφρό νερό ξεχείλισε. Τεφρόκαιρος μας σκούντησε Πέταξε από του έρωτα τους αμπελώνες Ένα καιρό απόκαιρο. Ρίχνουν τα μήλα ο μηλιές σε αγκαθερό γκρεμό, Υμένας τα μάτια τύλιξε Βαθύ μελαχρινό νερό έπλενε ορίζοντα Δεν είχες αγκαλιά Άνομα δώρα, μορφή να πλάσει πιο στερεά. Τσακισμένα λουλούδια πετά σε θολό νερό. Ματωμένα σεντόνια ,ο ουρανός. Ράχες δελφινιών. Είναι λουλούδια σκοτεινά.
59
Τι να σε κάνω θλίψη
Κρύο είναι το χέρι τελετή του που αποχωρεί Έτσι αμείβονται οι ψυχές. Του σκότους θλιμμένο απόγευμα ήτανε Τώρα τα διώχνουν Πεινασμένα Φωνήεντα μοναξιάς, Βρήκαν σούρουπο σκοτεινόχρυσο να θαμπωθούν Μάτια σκοτεινού καιρού Παραμιλούν θλίψη, Σε θέλει άλλος καιρός, Κουπιά σε μαύρο υγρό κατάπινε η νύχτα Μενεξέδες φωτιές υψώνανε Πενθώ γύρω από τάφο κρύο είναι το χέρι Τι να σε κάνω θλίψη .
Στον κοκκινόβραχο
60
Δεν έλεγε ξημέρωμα να μπει Να ενώσει νύχτα με νύχτα χαλασμού Σαν όταν είχαν εγκλωβιστεί Ζώα με άνθρωπο Και ένα πλατάνι ,πλατάνι μου σταυρός Με ανάσταινε. Για να χαθώ στον Κοκκινόβραχο. Σαν που σε λάβωνε το φως Που σε νοτιά αφουγκράστηκες νότισμα πυρωμένο, Ξάφνου Ίσκιος βαρύς έπεσες σκοτεινό ποτάμι Ξερό πλατάνι στο μεσομάντρι Κι άντεσαν Χίλιοι καημοί μύρια μέσα στο μαύρο λαμπυρίσματα Κάψανε τα χώματα /ουρλιάσματα βουβά Δίνη παράφορη τα καταπίνει. Μάνα που με αράστηκες με βαρέσανε. Αγέρωχα λύγισα τα καρφιά τη σταυρωμένη σφαίρα. Κι άλλο αίμα εκδίκηση γυρεύει. Καρδιά μη σπας. Ξημέρωμα δεν έλεγε να μπει. Στον Κοκκινόμαυρο μοίρα είχε σταυρό.
Βοτάνισμα της ασφάλτου
Πού ταξιδεύετε μαύρα πουλιά; Κοιτώντας μια τέτοια φράση εκ των υστέρων, Αν και τη γευτήκαμε και τη βιώσαμε στους θλιβερούς τροπικούςΠαίρνει μια μεταφυσική χροιά απροσδόκητη και ποίηση θλίψης. Πού ταξιδεύουμε μαύρα πουλιά, θα πει κακής μοίρας, μοχθηρής μοίρας μαυροπούλια; Είναι το τραγούδι μας απότομο, σαν τις απότομες ερημιές της πόλης. Πού είναι τα μαύρα της πουλιά; Ποιος μπορεί να πει. Ποιος μπορεί να ανακαλεί σε πόσα μαύρα δάση τα κύκλωσαν;
61
Μαύρες οι Πολιτείες πίσω τους, κι ο βίος τους μαύρος. Πού ταξιδεύετε μαύρα πουλιά; Οι πρωτοπορίες έχουν Τις περισσότερες απώλειες εξ ορισμού Δεν είχε περιεχόμενο και ποίηση η ζωής τους; Και είχε. Κι ότι είχε το ξέβρασε ο ωκεανός του χρόνου. οι παραλίες της ζωής ακτές λευκασμένων κόκαλων, μακρυσμένες ακτές ηχούν αλλόκοτο τροπάρι κύμα το κύμα μαύρη η ακτή λευκά τα οστά σαν βότσαλα. Το περιεχόμενο της θλίψης το τραγουδάνε βότσαλα ανάκατα με οστά λυθέντα. (Βίβλος.. Τετραβάγγελη όπου η Ανάσταση μεταμορφώνεται σε κατάσταση. Όμως δε λύνεται ο Σταυρός ούτε κάν του Νότου. Πού ταξιδεύετε μαύρα πουλιά; Καταμεσίς στο κέντρο και στην περιφέρεια). Μας είχε λιώσει ο ήλιος, κι ήμασταν τόσο νέοι στο καμίνι της ζωής. Ξέραμε τι θ απομείνει. Πιστεύαμε στο εφήμερο ,στη λήθη. Τρέξε μικρή κοπέλα πριν σε πιει ωκεανού μυστήριο κύμα.
Στον όρμο του Ορφέα
Εφορμήσεις στον όρμο του απόντος Ορφέα καρφί δε σου καίγεται από νεκροκεφαλή στο καρφί σαν πρωινό καθρεφτάκι να καθρεφτίζεις το μέσα σου πριν κινήσει τη μέρα ο ήλιος ρόδα στο κύμα Εφορμήσεις στον όρμο του απόντος Ορφέα θαλασσινός νεκρός κοχύλι στο στόμα μιας πράσινης σαν τον όλεθρο κοπέλας 62
σε καλεί Το κύμα κάνει δαχτυλίδια γύρω από τον υψούμενο βράχο βρόγχος θαλάσσης γλυφή γλώσσα αφρός νερό κι αλάτι διάβρωση ύλης θάλασσα σουρωτήρι τεχνήτρα οπών όπου έρχεται και τρυπώνει το φως Γεννητούρια του άδειου γιορτάζει το άδειασμα γιορτάζει τις φωλιές του κενού έλξη και μαγγανεία Απομεινάρι λάβας η σκοτεινάδα του βράχου επιμένει στο φως επιμένει να δίνει χέρι στον Ορφέα του παρέχει μακριά σκοινιά ρίζες από αρμυρίκια να πλέξει τα μουσικά του δάχτυλα Ω είναι σκοτεινό το Βασίλειο της μέρας πάρτε το φως ανηλεής τροχός ήλιος στο καταμεσήμερο στα δυο μας κόβει Aπαλά τις γλώσσες σου φωτιά του ήλιου απαλά τις γλώσσες σου γλυφή θάλασσα: καίγεται το καρφί του κρανίου σκληρό αλάτι το νοτίζει πέφτει στα χέρια πίσω από τις πόρτες του θανάτου Ποιος τραγουδά; Εδώ που σμίγουν στοιχειά με στοιχειά Στη σιδερένια άβυσσο Μολυβένια ερπετά κύματα φίδια λάβας Αναδεύεται το χώμα σείστρα ανέμων χτυπάν δαιμονισμένα γιγάντια αβύσσου τρικυμία Μεγαλοπιασμένοι των ονείρων Περηφανευόμαστε για τη σκιά μας Τέτοια η οθόνη του νου μας Από μηχανής η αλήθεια από δοκιμαστήρια αβύσσου Με άψογο ένδυμα γύμνια Ανοίγει η φλέβα μας και μας δωρίζει στη μουσική αυταπάτη έρωτας χορεύει πάνω στο κοχύλι σαν Αφροδίτη θαλάσσιος νεκρός παραγγέλλει: Στηρίξου στον έρωτα! Σκοτεινά νερά Βασίλειο του Όρκου: Διαπέρασε Στυγός νερό
63
Tρέξε στις φλέβες σου μαγνήτες δίπλα στο αίμα
Μητέρα των δασών
Πλέξε το νήμα της βροχής της φλόγας πλέξε πλέξε του άνεμου σύννεφο πλέξε χιονιού νιφάδες μέσα σ έναν κύκλο να φυσάνε προς το κέντρο στρόβιλος ανοδικός σε κάθε βυθό τ ε λ ε τ η Λόγια που μας φυτέψανε καθώς μας προφητέψανε κι ας είναι ο χρόνος μας αργός ποτάμι μας ο λήθαργος θα μας μιλήσει το νερό αμίλητο θαυματουργό με ήλιο φεγγάρι λειτουργό καθώς περνάς τον ποταμό από γεφύρι τρίχινο σε βλέπει η μάννα των γκρεμών στη σκοτεινιά των φαραγγιών κι όλα ξυπνάν μες το όνειρο θαυματουργό πίνουν νερό σμίγει του κόσμου το διπλό το αίνιγμα είναι τόσο απλό σαν βρύση μες την ερημιά η μουσική μας συντροφιά Μητέρα των δασών τι πιο αληθινό από το παραμύθι; Για να νοιώσουμε κάτι αληθινό πρέπει να μοιάσει παραμύθι Νύχτα του ρίγους βέργα της βροχής στα φύλλα του φθινοπώρου και το κοτσάνι θα λυθεί Δέντρο με φόντο τη βροχή μαύρα κλαδιά διψασμένα χέρια σε παράκληση το παράθυρο τα καδράρει σκελετό σε τάφο στενεμένο όλη η ενέργεια στο μαύρο δάκρυ που στάζει τη χλωρή γη -θα παίξω στο τραπέζι σου ζάρια Περσεφόνη Ο αετός του ματιού ιριδίζει σηκώνουν το χώμα οι φύτρες βαθαίνει η ρίζα φύτρα στρόφιγγα ανοδική στο φως το πίνει στάλα στάλα πλέξη σε κάμερες ομπσκιούρα 64
σαν να φωτογραφίζονται Οργασμός οργανισμών χώμα λαβα ζωής λαύρα νερό ανάσα πίνει το στόμα ουρανό μάτια για φως ζεστά Ο αετός του ματιού ιριδίζει στάσου εδώ στα ρηχά είναι κι εδώ βαθιά μακριές οι νύχτες για τους ξενύχτες Πιες από την κούπα της ζωής πιες από την κούπα φωτιά Στη γη αυτή ακόμα ψάρια στη γυάλα Πανιά σε λαβύρινθο Έλλειψη πνεύματος έχουμε τα πλοία αποκλείονται στην Αυλίδα δεν έχουν ούριο καιρό θαλάσσια ξύλα σχισμένα ξάρτια Αν ήταν φθίνουσα η ζωή μας θα είχε λυγίσει το βάρος τη φωνή μας αν ήταν φθίνουσα η φωνή μας το τόξο της ζωής λυμένη θα είχε τη χορδή όλο το σύστημα των γαλαξιών θα γύριζε μάταια το σύμπαν δεν θα είχε μάτια ορφανεμένο από ύπαρξη αγνάντεμα ήλιου κατάματα διάπυρο λευκό σούρουπο καταματωμένο χείλη κόκκινα ερωτευμένα Της φωτιάς
65
Λόγχη ψυχή
Λιθογραφία στο ποτάμι της λήθης με βότσαλα Η βραδιά γελούσε με νιόπιαστο φεγγάρι ώρα που η φοινικιά παραιτούνταν από την προσπάθεια της να πετάξει Μια κουκουβάγια καλούσε το σύντροφο της Ο ουρανός έβρισκε τη δροσιά του Η νύχτα γρήγορη έπαιρνε πρωτοβουλίες Ο κόσμος της μέρας βρήκε απογώνι να μην τον πιάνει το σκοτάδι ώρα που κόσμος νυχτερινός βάζει βάρδιες κερδίζει βήμα το βήμα την περιοχή Ζευγάρια μάτια κινούνται σε ποικίλους ρυθμούς και βηματισμούς χαμηλά ψηλότερα πολύ ψηλά μικρά μεσαία μεγάλα φωτεινά φωτεινότερα βλέμματα Σύρσιμο ελιγμοί βηματισμοί πάνω σε βαμπάκι χαμηλωμένα φώτα ψίθυροι υποβολής της νύχτας ένας κόσμος μες τη συγκράτηση το δειλό φόβο στην παγίδα του σκοταδιού μαντεύει ακροάζεται σκιρτά αδημονεί τολμά ελπίζει πάει γυρεύοντας Σχήματα στο χώμα μυστικά παράθυρα γης ρίχνουν φως στους τοίχους ξεκόβουν οι τοίχοι φωταψία γύρω σύμφωνη με τη διάταξη των παραθύρων Χτυπάν κουρτίνες αραχνοΰφαντες πανιά που σαλεύουν ως να κοπεί η άγκυρα Στο παραγώνι ετοιμάστηκαν τα σπάργανα κόβεται ο ομφάλιος ταξίδι ζωής αρχίζει με το πρώτο μεσονύχτι Μήνας Σποριάς βράζουν τα μπόλια να τιμηθεί η πολυσπορίτισσα η μαμή χάνεται στη μαύρη νύχτα νυχτοπούλι οδηγείται από το σκοτάδι όπως κάθε τυφλός δημιουργός όραση του το ραβδί και σκήπτρο Πως διασχίζεται το σκοτάδι το άλλο; Τέχνη της μαμής και τέχνη του δήμιου στενή ψυχή αιχμηρή ανοίγει δρόμο στο σκοτάδι
66
πυκνό το κόβει ψυχή ξιφολόγχη Δεν κατέβηκαν οι μοίρες Δεν άγγιξε ανεπαίσθητη φτερούγα το μέτωπο Δε σκίρτησε μέσα στο άπειρο των ματιών η γέννηση της ίριδας Δεν είπαν οι άνεμοι τη μουσική ; Χορεύουν νυφίτσες στο χασήλι Κόσμος αληθινός σαν παραμύθι
La Bastia
Το βλέμμα πότισε ριγωτή βροχή υγράνθηκαν τα σύμφωνα χαράξανε στην πέτρα το όνομα του νόστου τα μάτια κατοίκησε έρωτας που το άπειρο αναμετρά στου παραθύρου την κορνίζα Πουλιά φωτιάς φεύγουν στο νότο ένα φύλλο πέφτει η νύχτα ρίχνει το δίχτυ ψαρεύει αστέρια *σαν σε μέρα γιορτής. Παπαρούνες φωτιές φωτίζουν τα ερείπια θυμωμένος νόστος καδράρει θεσπρωτικό άπειρο πρωταγωνίστριες φλογερές κόκκινες Παλιάς Σαγιάδας μνήμης
67
Χρυσά μάτια
Λαχταράει με τριπλή λαχτάρα για ουρανούς που δεν έδινε δεκάρα Είχε την τίγρη της οργής για να μην του πνίξουν το αίσθημα και να μην του τριβελίζουν το μυαλό αγώνα αγνωσίας με ένα προαίσθημα πάνω στο έδαφος το ακαλλιέργητο Ύψωνε εκεί το αλέτρι του αφού το κατέβασε από την αλετροπόδα τ’ ουρανού την Καλλιστώ που τον κοίταξε σαν από νήπια όνειρα με χρυσά μάτια: θεϊκά μάτια που έσκυβαν από τον ουρανό τους, ουράνιας μητέρας, φωτεινής νεφέλης νήπιο θήλασμα στο λίκνο μας Που λαχταρά τριπλή λαχτάρα για του ουρανού τα χρυσά μάτια νήπιος στου Γαλαξία τα χέρια η νύχτα των αστερισμών το γάλα της ασφάλεια αφθονίας κεντά πάνω στης ένδειας τον καμβά το τελάρο του νου αστεροφέγγεται ρίγος του κόσμου γλώσσα κινεί και χείλη σιγοφθέγγεται
68
Ζηνόπετρες
Οι θύρες του ναού ανασπάουν στο χιονιά της καλοκαιριάς Ζωτικός καημός ζωνάρια του θεού της μοναξιάς ένα βηλάρι δένει τα πίσω βουνά νήματα αιματόχρωμα Ζωτική χαρά πριν σβήσει η μνήμη των θνητών Ανέβαινε στη ράχη των βουνών με βαριά φτερά αετίσιο σφρίγος λάμψη κεραυνών Σκόρπια σπίτια άδεια παράθυρα πόρτα που χάσκει πού είναι οι ψυχές τους; Θερισμένα στης μοναξιάς το χρόνο ερειπιώνες διάσπαρτες ανεμώνες μαύρες σκιές λεχώνες της διασποράς μια δάφνη μετράει τα φύλλα της στης εκκλησιάς το ξέφωτο έρημη απλωσιά καμπάνα δίχως χτύπο καρδιά που άδειασε το χρόνο της ένα τζάκι καπνίζει βαρυχειμωνιά κατάμεσα στο θέρος γυμνό το μέρος δοκίμιο στο δόντι της λήθης η αγάπη ώριμη αχλαδιά στου ορίζοντα την αγκαλιά κλαίει μια βρύση της χειμωνιάς τα κρύα βαθιά τα λόγια πάει βαθιά κάτω από βρύα ένα λαφρύ αεράκι στης λυγαριάς τη φλόγα ψιθυριστά θεσπίζει σιωπής λόγια σε πυρετό φλεβαριάτικο βγάζει μεριάτικο κατακαλόκαιρο Νόημα από μετανόημα ψηφίδες βυζαντινά επιθήματα στου ψηφιακού καιρού τα θύματα ψηφιδωτός ο χορός ψηφιακός ο θεωρός Πεφίληται ο αυγερινός αντίδικος του μηδενός η εκκλησία με σταυρό αγκυρώνει ουρανό Η κλωστή του καπνού απ το μανουάλι πάει ίσια στο ρουθούνι του βουνού
69
Έφηβοι των Αντικυθήρων
Σαν από στίχο του Καπετανάκη σε ποίημα παραξενεμένο στην καρδιά της μεταφυσικής ξεναγημένο όταν ο καιρός του συντρίβει τη λύρα ο ελληνικός μύθος κλείνει τα μάτια του Απόλλωνα κι απόλωλα ώρα που οδοιπορούσες με τους ποιμένες της Πρεμετής οι δάφνες του Πίνδου πλέκανε Όχι και δόξα Σοι σε μια νίκη επί του θανάτου το πεζό δεν έδωσε χέρι στην ομορφιά και σεις προχωρήσατε ακάθεκτοι συνοδοιπόροι το υπόλοιπο του δρόμου που υποδείκνυε λαχτάρα για αγάπη και αιωνιότη πέραν της ιστορίας τη ματαιότη μπροστά πήγαινε γοργόνα παναγιά φέρτε μου δάφνες φέρτε μυρτιές κλωνάρια δροσερά στεφάνια πλέξτε μου να τιμήσω εξόχως δυο ποιητές που η λήθη τιμά όμως το λόγο πέστε μου φρέσκο άπεφθο λευκό χιόνι παγωμένες κορυφές εξέδρες αποδήμησης τολμηρά στον κίνδυνο πηγεμένοι μονοπάτια απάτητα θα ξανασυλλάβει το άσμα αστραφτερή θέρμη με χιονένιο στόμα να υμνήσουν τραντάζονται οι πόρτες του θανάτου ατρόμητη ψυχή υπερβαίνουν την ακτίνα του σκοταδιού και γιατί είναι ήρωες τάφοι τους είναι τα ηρώα 70
φέρτε μου δάφνες φέρτε μυρτιές να στεφανώσω δυο έφηβους ποιητές που του κήπου τα περιστέρια μόνο ξέρουν τρυφερή γλώσσα πως γλυκά υμνεί θεϊκά υμνεί Στη γλώσσα δόξα τους ενδημούν δημότες της
Λυκόστρατο
Eδώ να σταθώ σ αυτή τη βίγλα Να με ζωογονήσει ο αέρας της λακκιάς που βγάζει στη Λάκα με αέρα πράσινο σε ιώδεις όχθες και σε κίτρινο φως Να γαλοτύρι να τσίπουρο κατάμεσα Αλωνάρη άντικρυς κερασιά μ αστραφτερό καρπό κατακόκκινη χαλασιά
71
Νταλαμεσήμερο γυάλιζε ουρανό το ρακοπότηρο ηλεκτροφωνές “με τα γυαλιά γυαλίζονταν κι είχαν ξυράφια μαλαματένια ν οι κλέφτες” Κουνά τα ζάρια κι η ζαριά προπέφτει ένα μέλλον που βγάζει στο παρόν μα δεν αφανίζει Βοσκός παρά τη βαρυτική εξίσωση και τον ελκυσμό τυλιγμένος την προβιά του ανάμεσα κέντρο-κέντρο του κοπαδιού βόσκει αέρα και φως Λάμπει η προβιά στον ήλιο αστράφτει τράγου στιλπνό τρίχωμα στίλβει γερακίσιος οσφραίνεται το μεσημέρι Στη μέση του κοπαδιού στην άκρη του κοπαδιού λάμνει με τη χρυσή του γκλίτσα το κύμα των πρόβατων ορεσίβιος ζωτικός αγέρωχος στην οδύσσεια των καιρών διάπυρος από μνήμες που ανεμίζουν στο μπρούτζο των ρυτίδων Το απαντέχει για τελευταίος ζωτικός τέρμων ηπειρωτικός Πίσω του έκλεισε ο χρόνος την πόρτα πάει αργά προς το στάλο αφήνοντας ανοιχτή τη λιάσα χάνεται η μαύρη του εγγραφή στο βύθος των κοσμόδεντρων
72