Arlekin

Page 1

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ Anne O’Brien

Μετάφραση: Θ. Σιδέρης

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚ∆ΟΤΙΚΗ

Α.Β.Ε.Ε.

Φειδίου 18, 106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438 - 210 3629 723

www.arlekin.gr


Τίτλος πρωτοτύπου: Compromised Miss Copyright © Anne O’Brien 2009 © 2010 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ

για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V. / S.à.r.l. ISBN 978-960-620-217-9 Μετάφραση: Θ. Σιδέρης Επιμέλεια: Στέλλα Δαπέργολα Διόρθωση: Ρήγας Καραλής ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ - ΤΕΥΧΟΣ 8

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.


ÊåöÜëáéï 1

Μάγχη-Ιούλιος 1823 «Γρήγορα! Γρήγορα! Ο ουρανός ξανοίγει. Ώρα να σαλπάρουμε». Ένα μικρό αγγλικό ιστιοφόρο ήταν αραγμένο στ’ ανοιχτά της γαλλικής ακτής, μια σκιά μόλις πάνω στον αφρό της ταραγμένης θάλασσας, το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ –φάντασμα όνομα και πράγμα–, με τα σκούρα πανιά του διπλωμένα. Ο καπετάνιος, που είχε δώσει την προσταγή, στεκόταν στο δοιάκι, με το ένα χέρι σταθερό στη λαγουδέρα και τα μάτια ξάγρυπνα να ελέγχουν τα πάντα από την ακτή και τον ουρανό ως τα στοιβαγμένα δέματα και βαρέλια. Ένας στιβαρός νεαρός άντρας, απ’ όσο μπορούσε να δει κανείς, φορούσε –όπως και το υπόλοιπο πλήρωμά του– βαριές μπότες, πουκαμίσα, φαρδύ παντελόνι, χοντρό επενδύτη, σκούφο τραβηγμένο χαμηλά στο μέτωπο κι επέβλεπε τα πάντα με έμφυτη αυταρχικότητα. Πέντ’ έξι βάρκες τραβούσαν βιαστικά κατά τη γαλλική ακτή, το Πορ Σεν Μαρτέν, και μόνο μία απόμενε ν’ αποτελειώσει το ξεφόρτωμα του παράνομου φορτίου –εκλεκτό μπράντι. Ο καπετάνιος έγνεψε ικανοποιημένος. Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο, για την ώρα.


8

ANNE O’BRIEN

«Έγινε, Κάπτεν Χάρι. Φορτώθηκαν όλα», είπε ένας μεσόκοπος εύρωστος άντρας, που τον έλεγαν Τζορτζ Γκέιντι, και ξεμάκρυνε από την κουπαστή υψώνοντας το χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού. «Θαυμάσια! Ανέβασε τα πανιά, Τζορτζ». Ο καπετάνιος διέσχισε το κατάστρωμα μ’ ένα δερμάτινο πουγκί στο χέρι και έσκυψε ν’ απευθυνθεί στους Γάλλους λαθρεμπόρους, στη βάρκα. «Ο ρεβουάρ, Μεσιέ Μαρσέλ. Ένα επικερδές φορτίο για μας, κι ένα πουγκί γκινέες για σας, όπως τα συμφωνήσαμε. Εις το επανιδείν, φίλε μου». «Μια στιγμή, Κάπτεν Χάρι». Προς έκπληξη του καπετάνιου, ο Μεσιέ Μαρσέλ σκαρφάλωσε στο ιστιοφόρο. «Έχω κι άλλο ένα κομμάτι για σένα. Θα το πάρεις;» Ο καπετάνιος έσμιξε τα φρύδια του. «Αξίζει τον κόπο;» «Όχι». Ο Μαρσέλ γέλασε βροντερά. «Εμείς όμως δεν το θέλουμε, ε παλικάρια μου; Ανεβάστε το, Πιερ». Έγνεψε στους ναύτες που στέκονταν πλάι σ’ ένα σκοτεινό όγκο. Την επόμενη στιγμή, τον σήκωσαν στα χέρια, τον έσπρωξαν και τελικά τον άφησαν να κατρακυλήσει από την κουπαστή ως το κατάστρωμα του ιστιοφόρου. Ο καπετάνιος κάθισε στις φτέρνες του για να το επιθεωρήσει. «Τι είναι αυτό;» «Ο Πιερ τον βρήκε στο μόλο. Κάποιος καβγάς... και δεν την έβγαλε καθαρή». Ο Μεσιέ Μαρσέλ ύψωσε τους ώμους του περιφρονητικά. «Άγγλος, αναπνέει ακόμα, αυτό ξέρω όλο κι όλο. Τσέπες άδειες... τον λήστεψαν, φαντάζομαι». Ο Μαρσέλ είχε περάσει ήδη το πόδι του πάνω από την κουπαστή και ετοιμαζόταν να κατέβει από το ιστιοφόρο. «Το μόνο που ξέρω είναι πως βρισκόταν μ’ ένα κακόφημο τσούρμο με αρχηγό ένα παλιόμουτρο, τον Ζαν-Ζακ Νουάρ, που είναι ανακατεμένος σ’ ένα σωρό βρομοδουλειές. Ο Νουάρ θα πούλαγε την αδερφή του... ανάθεμά τον, όχι! Θα πούλαγε ακόμα και τη μάνα του, αν ήταν να


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

9

γεμίσουν οι τσέπες του. Και δε θα δίσταζε να τραβήξει μαχαίρι σε όποιον στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο του». Ο καπετάνιος κοίταξε το άψυχο σώμα στα πόδια του. «Τι να τον κάνω;» «Πάρε τον πίσω στην Αγγλία ή πέτα τον στ’ ανοιχτά, αν σου κάνει κέφι». Έχοντας ακόμα περασμένο το πόδι του πάνω από την κουπαστή, ο Μαρσέλ γρύλισε και γέλασε με άγρια ευχαρίστηση. «Δεν είναι καλό γι’ αυτόν να μείνει εδώ», είπε. «Εγγλέζος σπιούνος, μάλλον... περνάει απέναντι πληροφορίες ή γκινέες, αν έχει πάρε δώσε με τον Ζαν-Ζακ Νουάρ. Όπως φαίνεται, δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών, λέω εγώ...» Ο Μαρσέλ πήδηξε πίσω στη βάρκα του. «Η παλίρροια ανεβαίνει, κάπτεν», φώναξε ο Τζορτζ Γκέιντι από την πλώρη. «Σωστά». Ο καπετάνιος αγνάντεψε πέρα προς την κατεύθυνση των κυμάτων και πήρε αμέσως την απόφασή του: «Πρέπει να φύγουμε, οπότε πρέπει αναγκαστικά να τον πάρουμε μαζί μας». Μια χειραψία στα γρήγορα, ένα ανεπαίσθητο σκύψιμο προς τον Μεσιέ Μαρσέλ και το βαρύ δερμάτινο πουγκί πέρασε στα χέρια του Γάλλου λαθρέμπορου. «Το χρυσάφι, όπως συμφωνήσαμε». «Καλή δουλειά. Το μπράντι είναι εκλεκτό, το καλύτερο. Και το μετάξι το ίδιο». Το φωτεινό χαμόγελο του καπετάνιου φάνηκε τότε καθαρά καθώς παραμέρισαν τα σύννεφα και μια αχτίδα φεγγαριού έλουσε με ασήμι το σκούρο ιστιοφόρο. Τα πανιά ξεδιπλώθηκαν με εντυπωσιακή ταχύτητα, από την πρύμνη ως την πλώρη, και το μικρό σκάφος ξανοίχτηκε στη θάλασσα με το απροσδόκητο φορτίο του. * * *


10

ANNE O’BRIEN

Όταν βρέθηκαν πια για τα καλά στ’ ανοιχτά, ο καπετάνιος έγνεψε στον Τζορτζ Γκέιντι κι εκείνος γύρισε ανάσκελα το σώμα με τα τραχιά χέρια του και ένα άγαρμπο σπρώξιμο της μπότας του. «Για να δούμε τι έχουμε εδώ, Τζορτζ. Θαρρώ πως αξίζει λιγότερο από ένα δέμα μετάξι...» Η φράση του καπετάνιου έμεινε στη μέση μόλις εκείνος αντίκρισε το θέαμα. Το αίμα και το θαλασσινό νερό σκέπαζαν τον ώμο, το θώρακα και το μανίκι ενός καλοραμμένου, κομψού πανωφοριού. Εύπορος λοιπόν, αναλογίστηκε ο Κάπτεν Χάρι, παρ’ όλο που το ρούχο ήταν τώρα ανεπανόρθωτα κατεστραμμένο. Παραμέρισε τα πέτα και φάνηκε από μέσα το λευκό πουκάμισο –φίνο λινό, σκούρο και αυτό από το αίμα. Κατασκοπεία, λοιπόν... Επικερδές επάγγελμα αν και επικίνδυνο, είπε με το νου του χωρίς συμπόνια, γιατί τα σκούρα μαλλιά του αναίσθητου άντρα ήταν μπερδεμένα και κολλημένα στο μέτωπο εξαιτίας ενός σκισίματος ψηλά, εκεί όπου άρχιζαν να φυτρώνουν οι τρίχες. Ο άντρας ήταν μούσκεμα ως το κόκαλο, η πληγή μάτωνε ακόμα, το πρόσωπο και τα χείλη του έδειχναν άχρωμα κι ο ίδιος, χλομός σαν πεθαμένος. Βαθιές ρυτίδες πόνου χαράζονταν ανάμεσα στα καλογραμμένα φρύδια του, στις κόγχες των χειλιών του. Μια μαχαιριά, όχι επικίνδυνη, που ωστόσο συνέχιζε να ματώνει, χάραζε το μάγουλό του. Ήταν αναίσθητος, αλλά ο καπετάνιος μπόρεσε να νιώσει τον σταθερό χτύπο της καρδιάς του κάτω από την παλάμη του. «Σπιούνος λες, κάπτεν;» γρύλισε ο Τζορτζ. «Δε μοιάζει και τόσο επικίνδυνος τώρα, ε; Η μαχαιριά θα του χαλάσει την όμορφη φάτσα του. Ας τον πάρουμε από τη μέση. Γκάμπριελ!» Έγνεψε στο γιο του και, πιάνοντάς τον ο ένας από τους ώμους και ο άλλος από τα πόδια, άρχισαν να


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

11

τραβούν το αναίσθητο κορμί προς τα πλαϊνά του καταστρώματος. «Περίμενε». Ο καπετάνιος άπλωσε το χέρι του, άρπαξε τον Γκάμπριελ από το μπράτσο και στηρίχτηκε πάλι στις φτέρνες του. Ένας αδύναμος στεναγμός ξέφυγε από τα σταχτιά χείλη του άντρα. Τα μάτια του, απλανή και βαριά από τον πόνο και τη σύγχυση, μισάνοιξαν. «Πού είμαι;» Ένας ψίθυρος τραχύς σαν κρώξιμο. «Στο δρόμο για την Αγγλία», τον πληροφόρησε ο καπετάνιος. «Όχι... δεν μπορώ... δεν μπορώ να φύγω ακόμα...» «Δεν έχεις άλλη επιλογή. Θα κάνεις αυτό που λέω!» τον διέκοψε ο καπετάνιος απότομα. Ένα χέρι υψώθηκε να γαντζωθεί αδύναμα από το μανίκι του. Μάτια που προσπάθησαν να εστιαστούν πάνω στον καπετάνιο. «Πήγαινέ με πίσω... θα σε πληρώσω...» «Με τι; Οι τσέπες σου είναι άδειες, φίλε μου». «Δε θυμάμαι...» Τα μάτια του θόλωσαν, έκλεισαν και ξανάνοιξαν λες και αναζητούσαν μια ανάμνηση. «Ο ΖανΖακ Νουάρ... αθέτησε το λόγο του...» «Προφανώς. Μάλλον σε λήστεψαν, όπως φαίνεται». Ο καπετάνιος σούφρωσε τα χείλη του περιφρονητικά, απεχθανόταν αυτό που αντιπροσώπευε τούτος ο άντρας. Το λαθρεμπόριο ήταν βέβαια κάτι...Μήπως και ο ίδιος δεν ήταν ένας επιτήδειος παραβάτης του νόμου; Το όνομα Κάπτεν Χάρι ήταν πασίγνωστο στις ακτές του Σάφοκ. Όχι πως ντρεπόταν γι’ αυτό... Αλλά η κατασκοπεία υπέρ του εχθρού ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Οι Κύριοι του Ελεύθερου Εμπορίου είχαν έναν κώδικα τιμής και ζούσαν σύμφωνα με αυτόν, ενώ η κατασκοπεία... να μεταδίδεις απόρρητες πληροφορίες στους εχθρούς της ίδιας σου της χώρας, της Αγγλίας... ήταν ποταπό, αξιοκαταφρόνητο για όλες τις αρχές και τους κώδικες. «Μπλέχτηκες σε καβγά...


12

ANNE O’BRIEN

μπορεί να πιάστηκες στα χέρια με τους Γάλλους συνδέσμους σου». «Τι πράγμα;» Τα μάτια του αγωνίστηκαν και πάλι να εστιάσουν, αλλά μάταια. Η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια έγινε πιο βαθιά. «Δεν... δε θυμάμαι...» «Τι είναι αυτό που κάνει έναν κατάσκοπο να βλάπτει την ίδια του την πατρίδα;» Υπήρχε σκληρός κυνισμός στην απάντηση του καπετάνιου, που ερχόταν σε αντίθεση με τα νεανικά χαρακτηριστικά του. «Υποθέτω πως περνάς πληροφορίες στον εχθρό για το χρήμα. Και καμιά φορά όλα πάνε στραβά και νικάει η απληστία. Φαίνεται πως δεν πληρώθηκες για την πληροφορία που έδωσες στον Μεσιέ Νουάρ. Τζάμπα το ταξίδι, τελικά». «Όχι κατάσκοπος...» ψέλλισε η φωνή, «όχι προδότης...» Το μικρό ιστιοφόρο κουνήθηκε απότομα –είχε βάλει αέρα ξαφνικά– και το κεφάλι του άντρα χτύπησε στα πλαϊνά του σκάφους. Κι εκείνος έχασε πάλι τις αισθήσεις του. Ο καπετάνιος γέλασε κοφτά και ανασηκώθηκε. «Όλοι αυτό λένε όταν βγει στο φως η αλήθεια. Και πώς ξέρεις ότι δεν είσαι κατάσκοπος αφού δεν μπορείς να θυμηθείς;» «Θα τον παραδώσουμε στις αρχές, κάπτεν;» ρώτησε ο Τζορτζ Γκέιντι. «Δεν είναι σίγουρο». Ο καπετάνιος, που ως τώρα παρατηρούσε σκυθρωπός τον πληγωμένο, χαμογέλασε πονηρά. «Μήπως είναι καλύτερα να τον προσφέρουμε ως λάφυρο στους άντρες της Δίωξης που δεν κατάφεραν να τσακώσουν το φίνο μπράντι μας και το μετάξι μας; Θα του άξιζε... αλλά δεν ξέρω... Άσε, θα δούμε τι έχει να μας πει όταν συνέλθει». «Μπορούμε να τον αδειάσουμε στη θάλασσα, Κάπτεν Χάρι, όπως πρότεινε ο Μεσιέ Μαρσέλ. Θα γλιτώσουμε από τον μπελά», ο γερο-ψαράς, λαθρέμπορος κι ο ίδιος κά-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

13

ποτε, σούφρωσε τα χείλη του λες και γευόταν απολαυστικά τούτη τη γρήγορη λύση. «Όχι, δε θα έχω το αίμα του, όσο απαίσιο και αν είναι, στα χέρια μου. Αρκετά με αυτόν, Τζορτζ. Ας πάμε το φορτίο στην πατρίδα, να το παραδώσουμε με ασφάλεια». Ο καπετάνιος σηκώθηκε, ακούμπησε στην κουπαστή και τράβηξε απ’ το κεφάλι του το μάλλινο σκούφο του, καθώς το μικρό σκάφος άνοιγε ταχύτητα. Πλούσια σκούρα μαλλιά ξεχύθηκαν και ανέμισαν στον δυνατό αέρα. Άγρια και ατίθασα σγούραιναν γύρω από ένα κλασικό οβάλ πρόσωπο, τραβώντας την προσοχή σε δυο λαμπερά γκρίζα μάτια, τόσο ζεστά όσο η θάλασσα στην κάψα του κατακαλόκαιρου ή τόσο ψυχρά ασημένια όσο η αντανάκλαση του αδύναμου, σχεδόν χλομού ήλιου στα νερά, το χάραμα. Δεν έμενε καμιά αμφιβολία σε όποιον μπορεί να είχε λαθέψει γι’ αυτό που έβλεπε... Γιατί, παρά τα άχαρα ρούχα του θαλασσινού, ο Κάπτεν Χάρι –η δεσποσύνη Χάριετ Λίντγιαρντ– ήταν μια πολύ ελκυστική, γεμάτη θηλυκότητα γυναίκα. Πριν στρέψει το μυαλό και τα χέρια της στους κάβους και στα πανιά, κοντοστάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε την ακίνητη μορφή μπροστά στα πόδια της. Ο άντρας ήταν όμορφος, όπως είχε παρατηρήσει κοροϊδευτικά ο Τζορτζ. Τα μαλλιά του; Δεν μπορούσε να πει με τόσο αίμα και νερό πάνω τους, αλλά όχι ξανθά πάντως. Τα μάτια του... ε, πολύ σκοτεινά από το σοκ και τον πόνο για να διακρίνει το χρώμα τους. Κάθισε στις φτέρνες της ξανά για να τον παρατηρήσει καλύτερα. Σήκωσε το ένα του χέρι που έπεφτε στο πλάι πλαδαρό και άψυχο. Ήταν βρόμικο, αλλά κομψό, λεπτοκόκαλο, με καλοκομμένα νύχια. Έσυρε τα δάχτυλά της στην παλάμη του. Λεία, χωρίς κάλους – σίγουρα δεν ασχολούνταν με χειρωνακτικές δουλειές. Πλούσιος λοιπόν, όπως μαρτυρούσαν τα κατεστραμμένα


14

ANNE O’BRIEN

ρούχα του, φτιαγμένα σε Λονδρέζο ράφτη, απ’ όσο μπορούσε να ξέρει. Που δεν μπορούσε –παρ’ όλα αυτά ήταν σε θέση ν’ αναγνωρίσει πως η ποιότητά τους ξεπερνούσε ό,τι κατασκευαζόταν στο Μπράιτον ή το Λιούις. Άφησε τρυφερά το χέρι του πίσω στο στήθος του, παρ’ όλο που ο πατριωτισμός και το αίσθημα δικαιοσύνης της τον καταδίκαζαν για την προδοσία του. Πολλοί θ’ αποκαλούσαν το λαθρεμπόριο μια επαίσχυντη επιχείρηση που περνούσε χρυσάφι στα χέρια του Γάλλου εχθρού, αλλά σε σύγκριση με την κατασκοπεία... ε, δεν υπήρχε σύγκριση, σωστά; Ο πληγωμένος άγνωστος διέθετε ένα εκπληκτικό... ένα αλησμόνητο πρόσωπο, χωρίς αμφιβολία. Ανίκανη ν’ αντισταθεί, η Χάριετ Λίντγιαρντ έσυρε τα δάχτυλά της στο ανέπαφο μάγουλο, στο σαγόνι του, και ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει στο στήθος της. Να ένα πρόσωπο που θα τραβούσε το βλέμμα κάθε γυναίκας. Ένα ρίγος συγκίνησης την κυρίεψε γι’ αυτό τον άντρα που είχε αφεθεί στην εξουσία της, ένα ρίγος που έκανε το δέρμα της ν’ ανατριχιάσει. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά... Η Χάριετ ύψωσε τον ένα της ώμο καθώς ένα σύννεφο κάλυπτε πάλι το φεγγάρι και έκρυψε από το βλέμμα της το πρόσωπο του προδότη. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτόν. Για την ώρα, ήταν αφημένος στην τύχη του. Ωστόσο, έλυσε με σβέλτες, επιδέξιες κινήσεις την τσαλακωμένη γραβάτα του, την έχωσε κάτω απ’ τον ώμο του πανωφοριού του και την πίεσε στην πληγή του για να σταματήσει την αιμορραγία. Αν ήταν τυχερό του να επιζήσει, θα επιζούσε. Έγειρε το κεφάλι και το βλέμμα της στάθηκε πάλι, επιδοκιμαστικά, από μόνο του θαρρείς, στο πρόσωπό του, στη μύτη, στα λαξεμένα ζυγωματικά του, καθώς το φεγγάρι ξεγλιστρούσε πάλι πίσω από τα σύννεφα.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

15

Η Χάριετ Λίντγιαρντ σηκώθηκε όρθια ξεφυσώντας. Τι κρίμα ένας τόσο ελκυστικός άντρας να είναι τόσο απάνθρωπος και στυγνός ώστε να εμπορεύεται μυστικά της πατρίδας! Ωστόσο, βρήκε το χρόνο –και τη διάθεση– να ρίξει ένα βαρύ υφαντό πάνω στο κορμί του και να σπρώξει ένα μικρό δέμα με ανεκτίμητη δαντέλα κάτω από το κεφάλι του. * * * Λίγες ώρες αργότερα, η Χάριετ άφησε ένα μακρύ στεναγμό ανακούφισης. Η διέγερση της επιχείρησης ήταν μεθυστική, η επιτυχία φλόγιζε το αίμα της, αλλά ο κίνδυνος της αποβίβασης ήταν πάντα μεγάλος και ανέβαζε την πίεση. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα να καταλήξουν όλα σε καταστροφή, να πέσει το φορτίο στα χέρια των Τελωνειακών και να συρθεί το πλήρωμα του Λίντγιαρντ’ς Γκοστ στο δικαστή. Όπως γνώριζαν όλοι οι Κύριοι του Ελεύθερου Εμπορίου, η ποινή για το λαθρεμπόριο μπορούσε να είναι η αγχόνη. Απόψε όλα πήγαν καλά, γλίστρησαν απαλά σαν το μετάξι που κουβαλούσαν. Ένας ήσυχος ορμίσκος. Δεν τους περίμεναν ούτε κανένα πλοιάριο Τελωνοφυλακής ούτε οι άντρες της Δίωξης Εγκλήματος, στημένοι καρτέρι στους βράχους. Να ήταν κάθε φορά η αποβίβαση και το ξεφόρτωμα τόσο απρόσκοπτο και αβίαστο! Ο Κάπτεν Ρόντμελ, ο πανέξυπνος λοχαγός της Δίωξης και οι άντρες του θα κοιμούνταν, σίγουρα, στα κρεβάτια τους στο Φρουραρχείο του Λιούις, και θα ονειρεύονταν πως είχαν κατασχέσει ανεκτίμητες ποσότητες οινοπνευματώδη και τσάι, δαντέλα και μετάξι, ανίδεοι για το τι εκτυλισσόταν στην παραλία με τα βότσαλα του Ολντ Γουίνκομλι. Αφού πάτησε το πόδι της στην ακτή επιτέλους, η Χά-


16

ANNE O’BRIEN

ριετ έτριψε τα χέρια της στα πλαϊνά του παντελονιού της, ικανοποιημένη. Η δουλειά είχε πάει καλά. Ήταν η τέλεια τοποθεσία για μια τέτοια επιχείρηση, εδώ που μια φυσική κοιλότητα στην ξηρά και οι βράχοι σχημάτιζαν έναν κολπίσκο με στρωτή παραλία χωρίς μεγάλη κλίση –ο παράδεισος των λαθρεμπόρων. Το πολυαγαπημένο σπίτι της Χάριετ, το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ στεκόταν ψηλά, πάνω στους βράχους που τους κύκλωναν και τους προστάτευαν. Από εκεί, ένα φανάρι αναμμένο στο Δωμάτιο του Πύργου, στην ανατολική πτέρυγα, έστελνε τις φωτεινές δέσμες του στη θάλασσα για να τους διαβεβαιώσει πως όλα ήταν έτοιμα για την αποβίβαση. Τώρα, είχαν τελειώσει. Βαρέλια και δέματα είχαν αποσταλεί στα γρήγορα σε χέρια λόρδων και αγροτών εξίσου, είτε φορτωμένα σε πόνι είτε σε στιβαρούς ώμους. Το μικρό ιστιοφόρο, η χαρά και η περηφάνια της, το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ, ήταν τραβηγμένο στα βότσαλα του κόλπου, σαν οποιοδήποτε άλλο απλό ψαροκάικο. Η ακτή είχε αδειάσει. Όλοι είχαν φύγει εκτός από τον Τζορτζ Γκέιντι και το γιο του τον Γκάμπριελ, ψαράδες που η οικογένειά τους ζούσε γενιές ολόκληρες στο Ολντ Γουίνκομλι. Αυτοί είχαν το λαθρεμπόριο στο αίμα τους. Και η Χάριετ το ίδιο, ως μια γνήσια Λίντγιαρντ. Όλοι οι Λίντγιαρντ αρμένιζαν ανάμεσα σε Αγγλία και Γαλλία για δυο αιώνες τουλάχιστον με στόχο να φέρουν πίσω παράνομα πολύτιμα αγαθά που κανονικά είχαν απίστευτη φορολογία. Όλοι, εκτός από τον αδερφό της Χάριετ, τον σερ Γουάλας Λίντγιαρντ, ιππότη, ειρηνοδίκη, και περήφανο ιδιοκτήτη του Γουάιτσκαρ Χολ. Ο ετεροθαλής αδερφός της δεν ήταν γνήσιος Λίντγιαρντ, και ίσως αυτό εξηγούσε την ανειλικρινή αποδοκιμασία του για το Ελεύθερο Εμπόριο. Και έτσι, είχε πέσει στους ώμους της Χάριετ η συνέχιση της παράδοσης και η ευθύνη


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

17

των διαδρομών, προς όφελος όλης της ψαράδικης κοινότητας του Ολντ Γουίνκομλι. Τώρα όμως η Χάριετ έπρεπε να κάνει κάτι με το απροσδόκητο φορτίο της. Κειτόταν στα βότσαλα, εκεί όπου τον είχαν πετάξει δυο ρωμαλέοι άντρες που τους ενδιέφερε περισσότερο να κουβαλήσουν τα βαρέλια με το πιοτό παρά να φροντίσουν για την άνεση ενός άγνωστου, πληγωμένου ταξιδιώτη. «Λοιπόν, Κάπτεν Χάρι; Τι θα γίνει με την αφεντιά του;» ρώτησε ο Τζορτζ. Αλήθεια, τι θα γινόταν; Εδώ ήταν το θέμα. Η Χάριετ κοίταξε την εξουθενωμένη φιγούρα που κειτόταν στα πόδια της. Να τον άφηνε να πεθάνει στην ακτή και... καλό κατευόδιο, προδότη; Να τον παραδώσει στον Κάπτεν Ρόντμελ και τους άντρες του; Ή... τι; Μπορεί να είχε πεθάνει κιόλας. Είχε το πρόσωπό του στραμμένο από την άλλη μεριά, αλλά το ένα χέρι του ήταν απλωμένο καταγής, με τα δάχτυλα μισολυγισμένα, λες και ζητούσε έλεος. Και ενάντια σε κάθε λογική, αυτή η κίνηση ανημποριάς, της άγγιξε την καρδιά. Ύψωσε το κεφάλι της ξαφνικά. Με τα μάτια ορθάνοιχτα και τις αισθήσεις της σ’ εγρήγορση, αφουγκράστηκε... Τα χαλίκια έτριζαν κάτω από βαριά πατήματα. Μια μορφή τους πλησίαζε με μεγάλες δρασκελιές. Η Χάριετ χαλάρωσε και ανασήκωσε το χέρι της σε χαιρετισμό. «Πήγαν όλα καλά, Χάρι». Ο ξάδερφός της, ο Αλεξάντερ Έλερντιν, ήρθε κοντά τους με το πρόσωπο ζωηρό, γεμάτο άγρια ενέργεια. «Καλή δουλειά σε καλό χρόνο». «Εξαιρετικά, Ζαν!» Μια βιαστική χειραψία και η Χάριετ συνέχισε: «Καλή δουλειά και μια εξίσου καλή αποβίβαση, χάρη σ’ εσένα. Ο Μεσιέ Μαρσέλ είναι πρόθυμος για άλλη μια παραλαβή μέσα στο μήνα». «Μπορούμε να το κάνουμε».


18

ANNE O’BRIEN

Η αυτοπεποίθηση φώτισε τα μάτια του Αλεξάντερ και το βλέμμα του ήταν τόσο λαμπερό όσο και το φανάρι στο παράθυρο του Δωματίου του Πύργου. «Θα το μεταφέρω», είπε και γύρισε να φύγει. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε κοιτάζοντας με περιέργεια το κορμί που κειτόταν στα πόδια τους. Η Χάριετ άνοιξε τα χείλη της να του πει. Ύστερα, μη ξέροντας και η ίδια γιατί, άλλαξε γνώμη. Δεν το συνήθιζε να κρατάει μυστικά από τον Αλεξάντερ, αλλά θα κρατούσε κρυφά όσα ήξερε γι’ αυτό τον άντρα με το αξέχαστο πρόσωπο και την άνομη δραστηριότητα. Μόνον ώσπου να μάθει περισσότερα από αυτόν... Και είχε αποφασίσει ήδη τι θα τον κάνει. «Ένας Άγγλος που κακόπεσε», του απάντησε. «Δεν ξέρουμε κάτι παραπάνω εκτός του ότι τα ρούχα του δείχνουν πως είχε... βαθιές τσέπες. Μας τον παρέδωσε ο Μαρσέλ μαζί με τα βαρέλια και τον φέραμε πίσω στην πατρίδα». Αγνόησε τη λοξή ματιά του Τζορτζ παρ’ όλο που ένιωσε τα μάγουλά της να φουντώνουν. Δεν τα είχε εύκολα τα ψέματα. «Να τον πάρω;» προσφέρθηκε ο Ζαν ρίχνοντάς του μια αδιάφορη ματιά. «Θα τον παρατήσω στον Σαμ Μπέιμπερκομπ, στο Σίλβερ Μπόουτ». «Όχι!» Η άρνησή της βγήκε πιο κοφτή απ’ όσο υπολόγιζε. «Θα τον πάρω εγώ». «Γιατί να το κάνεις αυτό;» «Χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο». Έσφιξε τα χείλη της καθώς περιεργαζόταν την αβοήθητη μορφή στα πόδια της. Να τον παραδώσει στη φροντίδα του αγροίκου πανδοχέα του Ολντ Γουίνκομλι, που δε θα το είχε σε τίποτα να τον αφήσει να πεθάνει παρά να φροντίσει έναν αδέκαρο τραυματία; Ποτέ. Εξάλλου... Η Χάριετ ένιωσε ένα πρωτόγνωρο ρίγος στη ραχοκοκα-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

19

λιά της όταν ο άντρας βόγκηξε –κάτι περισσότερο από στεναγμό– και γύρισε το κεφάλι του, έτσι που φάνηκε καθαρά η άσχημη πληγή στο μάγουλό του. Για κάποιο λόγο, δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει στη φροντίδα του Αλεξάντερ. «Είναι μισοπεθαμένος ήδη. Είναι πιο κοντά να τον πάμε στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ παρά στο πανδοχείο». Και όταν είδε τον ξάδερφό της να υψώνει το φρύδι του ερωτηματικά, πρόσθεσε βιαστικά: «Μπορεί να έχει πληροφορίες χρήσιμες για εμάς... Μπορεί να μας συμφέρει να τον γιατρέψουμε». Χασκογέλασε για να κρύψει την αμηχανία της. «Ίσως και να του αποσπάσουμε χρήματα επειδή του σώσαμε τη ζωή! Ο Σαμ, στο Σίλβερ Μπόουτ, δε θα δώσει δεκάρα αν ζήσει ή αν πεθάνει». «Δε βλέπω πώς μπορεί να ξέρει κάτι που θα μας φανεί χρήσιμο...» Η Χάριετ παρακολουθούσε με όλους τους μυς σφιγμένους τον Αλεξάντερ, που γονάτισε και έστρεψε προς το μέρος του το πρόσωπο του άντρα, για να δει τι μπορούσε να καταλάβει από τα χαρακτηριστικά του. «Θα του σώσεις τη ζωή, Χάριετ; Θα παίξεις τον φύλακα άγγελο, να του χαϊδεύεις το μέτωπο;» «Όχι βέβαια! Τι βλακείες λες!» Δεν της άρεσε το ήπιο πείραγμά του, ούτε μια υποψία κακίας που διέκρινε στον τόνο του, αλλά χαμογέλασε. «Δεν μπορούμε να στεκόμαστε εδώ και να το συζητάμε, Ζαν», του πέταξε ανάλαφρα. «Έφυγαν όλα τα εμπορεύματα;» Ο Αλεξάντερ σηκώθηκε μεμιάς. «Ναι. Κράτησα κάποιες φίνες δαντέλες για τις κομψές κυράδες του Μπράιτον. Θα τις χρυσοπληρώσουν», απάντησε ζωηρά, και η Χάριετ διαπίστωσε με ανακούφιση πως το ενδιαφέρον του για τον άντρα είχε εξανεμιστεί. «Χρειάζεσαι βοήθεια;» Πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της και τη φίλησε στον κρόταφο. Για μια στιγμή, η Χάριετ έγειρε το κεφάλι της στον ώ-


20

ANNE O’BRIEN

μο του ξαδέρφου της, μ’ ευγνωμοσύνη, αλλά αμέσως μετά ξαναπήρε την πρώτη της θέση. «Όχι, θα τον κουβαλήσουν ο Τζορτζ και ο Γκάμπριελ, αλλά μπορείς να κάνεις κάτι για μένα. Καλύτερα να μην πάρει είδηση ο αδερφός μου ούτε αυτή την ιστορία ούτε το πού ήμουν απόψε. Αν ζητήσει ο Γουάλας να μάθει πού βρίσκομαι, πες του πως θα περάσω τη νύχτα στο Πράιντ και θα πάω αύριο στο Γουάιτσκαρ Χολ. Θα με γλιτώσεις από μια γερή κατσάδα. Και μετά στείλε μου τη Μέγκι, αν θέλεις. Εκείνη ξέρει τι να φέρει μαζί της. Πες της όμως να κουβαλήσει και μερικά ασπρόρουχα και μια από τις ρόμπες του Γουάλας. Νομίζω πως θα τα χρειαστούμε». «Θα το κάνω». Ο Αλεξάντερ την κοίταξε πάλι με μια περίεργη λάμψη στα μάτια και έσυρε το χέρι του στο μπράτσο της, μια μικρή χειρονομία οικειότητας που ξάφνιασε τη Χάριετ και την ώθησε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Ο Αλεξάντερ της φερόταν πάντα με αδερφική στοργή, δεν την είχε φλερτάρει ποτέ, ούτε και στ’ αστεία, και σίγουρα δεν είχε επιχειρήσει να τραβήξει το ενδιαφέρον της. Η αίσθηση που της έδωσε τώρα όμως ήταν διαφορετική, αλλά τόσο φευγαλέα ώστε η Χάριετ σκέφτηκε πως μπορεί να είχε κάνει λάθος. «Μη σπαταλήσεις πολλή ενέργεια με τούτο το παλιόψαρο», πρόσθεσε σπρώχνοντας τον άντρα με τη μύτη της μπότας του, «μάλλον δεν αξίζει τίποτα. Εγώ θα το είχα πετάξει στη θάλασσα και θα είχα ξεμπερδέψει». Ένα χαϊδευτικό χτύπημα στο μάγουλο και ο Αλεξάντερ τράβηξε προς τα εκεί όπου τον περίμενε το άλογό του. Το «παλιόψαρο», όπως τον είχε αποκαλέσει, φορτώθηκε άγαρμπα στη ράχη ενός πόνι, πριν οδηγήσει ο Τζορτ το ζώο στο απότομο αλλά καλοπατημένο μονοπάτι που ανηφόριζε ως το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, το σπίτι στην κορφή του


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

21

βράχου, όπου το φανάρι θαρρείς και χαμογελούσε ακόμα και τους καλωσόριζε. Και η Χάριετ, βαδίζοντας πλάι στο αναίσθητο κορμί, αντιστάθηκε με κόπο στον πειρασμό ν’ απλώσει το χέρι της στα σκούρα μαλλιά του.


ÊåöÜëáéï 2

Στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ οι δυο Γκέιντι κουβάλησαν τον άντρα σαν σακί, συνοδεύοντας με βρισιές τις προσπάθειές τους, σ’ ένα από τα πολλά ακατοίκητα υπνοδωμάτια. Σκονισμένο και κρύο, όπως κάθε αχρησιμοποίητο δωμάτιο, τουλάχιστον είχε ένα κρεβάτι, μια καρέκλα κι ένα κομοδίνο. Και το προσάναμμα ήταν έτοιμο στο παραγώνι. Η Χάριετ ακολουθούσε το κατόπι τους, νιώθοντας ευπρόσδεκτη, όπως πάντα όταν πατούσε το πόδι της σ’ αυτό το σπίτι. Άδειο, κλειστό τον περισσότερο καιρό, αλλά απόλυτα δικό της, της έδινε την αίσθηση πως οι τοίχοι του την κύκλωναν σαν την αγκαλιά ενός εραστή. Ένιωσε την ανάσα της να κοπάζει, το σφυγμό της να καταλαγιάζει. Ήταν ασφαλής σε τούτο το απέραντο μαυσωλείο που της είχε αφήσει κληρονομιά η θεία Ντόρις, επειδή το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ περνούσε στις γυναίκες των Λίντγιαρντ από γενιά σε γενιά. Η Χάριετ θα έμενε μια χαρά εδώ, αν το επέτρεπε ο Γουάλας, αλλά ο αδερφός της άστραφτε και βρόνταγε κάθε φορά που έθιγε το θέμα –πού ακούστηκε, νέα, ανύπαντρη γυναίκα, χωρίς συνοδό;– κι επέμενε να μένει κάτω από τη δική του στέγη και εξουσία, στο Γουάιτσκαρ Χολ. Πώς ήταν δυνατόν να ζήσει εδώ μόνη και απροστάτευτη


24

ANNE O’BRIEN

σ’ ένα πελώριο σπίτι που για τη συντήρησή του δεν είχαν ξοδέψει ούτε δεκάρα τον περασμένο αιώνα; Θα σωριαζόταν στο κεφάλι της και τότε τι; Και αφού η Χάριετ δεν ήταν οικονομικά ανεξάρτητη για να αψηφήσει τον αδερφό της, το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ έμενε κλειστό και μάζευε σκόνη υπό το βλέμμα ενός ηλικιωμένου υπηρέτη και δυο κοριτσιών από το χωριό. Η μόνη χρήση του ήταν να εκμεταλλεύονται το πλεονεκτικό σημείο του Δωματίου του Πύργου για να δίνουν σινιάλο στους λαθρέμπορους. Δεν ήταν όμως ώρα για αυτολύπηση. Η Χάριετ έστρεψε πάλι τη σκέψη της στον ακάλεστο νεοφερμένο καθώς οι δυο άντρες απόθεταν το φορτίο τους στο κρεβάτι. «Γκάμπριελ, άναψε τη φωτιά και μετά κατέβα κάτω και στείλε τον Γουίγκινς με ζεστό νερό και πανιά για επιδέσμους. Και μια μπουκάλα μπράντι. Και ούτε λέξη γι’ αυτό έξω από το σπίτι». Έτριψε τις παλάμες της στα πλαϊνά του ρούχου της και πλησίασε στο κρεβάτι. «Ας του βγάλουμε αυτά τα μουσκεμένα ρούχα, Τζορτζ». Έπιασε το γιακά του κατεστραμμένου πανωφοριού και άρχισε να το τραβάει από τον πληγωμένο ώμο. «Θα το κάνω εγώ, κάπτεν. Δεν είναι σωστό, μις Χάριετ», τη μάλωσε ο Τζορτζ. Η Χάριετ χαμογέλασε ανυπόμονα. Παρά τη φορεσιά του λαθρέμπορου, στο μυαλό του Τζορτζ Γκέιντι είχε μετατραπεί ξαφνικά από καπετάνιος σε οικοδέσποινα. «Δεν είναι σωστό; Μπορεί να πεθάνει... και θα πεθάνει σίγουρα, αν τον αφήσουμε όπως είναι». «Δεν είναι σωστό για σένα να γδύνεις έναν άντρα, μις Χάριετ!» «Ξέρω πώς είναι ένας άντρας», του απάντησε και συνέχισε να παλεύει με το ρούχο, προσέχοντας ταυτόχρονα το φίνο ύφασμα, το υπέροχο κόψιμο. «Έχω δει τα πόδια


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

25

σου πολλές φορές, όταν έχεις γίνει μούσκεμα και γδύνεσαι στην αμμουδιά». Ο Γκάμπριελ έβαλε τα γέλια καθώς έβγαινε από το δωμάτιο. «Με το συμπάθιο, αλλά δεν είναι το ίδιο. Αυτός είναι νέος και όμορφος!» Στο μεταξύ, ο Τζορτζ είχε αρχίσει να τραβάει τις μπότες του άντρα. «Πάντως, μην τα ρίξεις σ’ εμένα, όταν το μάθει ο αδερφός σου και έχουμε καβγάδες». «Δε θα τα βάλω μαζί σου και, με λίγη τύχη, ο σερ Γουάλας δε θα το μάθει». Κι ενώ ο Τζορτζ καταγινόταν με τις μπότες, η Χάριετ αγωνιζόταν να τραβήξει το εφαρμοστό πανωφόρι από τους ώμους του φιλοξενούμενού της. Καλύτερα να το κάνει στα γρήγορα, όσο εκείνος ήταν ακόμα αναίσθητος. Απηυδισμένη, έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη της και βάλθηκε να κόβει τις ραφές –έτσι κι αλλιώς κατεστραμμένο ήταν. Το πουκάμισο, από το πιο φίνο λινό, όπως το είχε υποπτευθεί παρά τις βρομιές και το αίμα, δεν την παίδεψε. Είχε ήδη χρησιμοποιήσει την κάποτε κομψή γραβάτα του σαν αυτοσχέδιο επίδεσμο. Σούρωσε και πάλι περιφρονητικά τα χείλη της, όπως και όταν πρωτόσκυψε πάνω του, στο μικρό ιστιοφόρο. Τα μυστικά του κράτους πληρώνονταν καλά... «Μις Χάριετ... νομίζω πως πρέπει να βγείτε...» «Τέλειωνε, Τζορτζ». Ο Τζορτζ πλατάγισε απηυδισμένος τη γλώσσα του και έγδυσε τον άντρα –παντελόνι, εσώρουχα, κάλτσες, όλα. Ω, τώρα! Η Χάριετ δεν ήταν εντελώς ανίδεη, γνώριζε ως ενός σημείου την αντρική γύμνια. Στο σκάφος, όταν οι ναύτες έβγαζαν τα πουκάμισά τους για να τραβήξουν έναν κάβο ή ν’ ανεβάσουν τα πανιά, είχε παρατηρήσει χωρίς αμηχανία τις συσπάσεις των μυών στα στιβαρά μπράτσα


26

ANNE O’BRIEN

και τις πλάτες, είχε δει τους μυώνες να τεντώνονται όταν οι μηροί στυλώνονταν για να στηριχτούν κόντρα στον άνεμο και το κύμα. Ως μέλος του πληρώματος αντιμετώπιζε ένα συμβάν που δεν την ενοχλούσε πια. Ο άντρας ήταν και αυτός ένα πλάσμα, με αίμα, κόκαλα και μυς, όπως το άλογο, θαυμάσια δουλεμένο για να τα βγάζει πέρα με τα στοιχεία της φύσης. Είχε δει και άλλοτε μισόγυμνους άντρες. Αλλά κανέναν σαν κι αυτό τον ολόγυμνο μπροστά της. Η Χάριετ έπιασε τον εαυτό της να τον επιθεωρεί με θαυμασμό. Το δέρμα του ήταν λείο, απαλό, η διάπλασή του τέλεια... Ψηλός και λυγερός. Οι ώμοι φαρδιοί, μυώδεις, πρόδιναν πως έδινε σημασία στη φυσική του κατάσταση. Μπορεί να έκανε ξιφομαχία, σκέφτηκε η Χάριετ. Ή πυγμαχία. Μπράτσα δυνατά από τη χρήση των χαλιναριών, αν ήταν αρκετά πλούσιος για να έχει δική του δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα. Μπορούσε να τον φανταστεί να κρατάει τα ηνία, να κουμαντάρει με σταθερή δύναμη ένα ζευγάρι καθαρόαιμα. Μπορεί να ήταν πλούσιος, αλλά όχι αργόσχολος, που βούλιαζε κάτω από στρώματα λίπους, όπως κάποιοι από τους συντρόφους του αδερφού της που περνούσαν τη ζωή τους τρώγοντας, πίνοντας και κυνηγώντας. Τα μάτια της Χάριετ έμειναν λίγο παραπάνω στο ευρύ στέρνο που στένευε κατηφορίζοντας στη λεπτή μέση του, μ’ ένα μεταξένιο σκούρο τρίχωμα που κατέληγε σε μύτη πάνω στη σφιχτή κοιλιά του. Στενοί γοφοί, δυνατοί μηροί, εντυπωσιακός ανδρισμός –ακόμα και ναρκωμένος. Ένιωσε μια φούντωση στα μάγουλά της, το στόμα της στέγνωσε. Την τρόμαζε η φυσική της αντίδραση απέναντι σε αυτό τον άντρα που έπρεπε να τον απεχθάνεται... ώσπου ο Τζορτζ συνοφρυωμένος, πέταξε ένα σεντόνι στο κάτω μέρος του κορμιού του και μια βρισιά, πριν σχολιάσει μέσα


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

27

από τα δόντια του τι ήταν και τι δεν ήταν σωστό να βλέπουν οι καλοαναθρεμμένες νεαρές γυναίκες. Ωστόσο, η Χάριετ στεκόταν και κοίταζε, απλά, λες και την τραβούσε μια ανεξέλεγκτη δύναμη πέρα από κάθε λογική. Αν οραματιζόταν ποτέ τον άντρα που θα ήθελε να παντρευτεί, αυτός εδώ θα έπαιρνε την πρώτη θέση στα όνειρά της. Και τώρα τον είχε εδώ, στα χέρια της, στην εξουσία της. Αναίσθητο, δυστυχώς. Ή μάλλον ευτυχώς, σκέφτηκε αποφασιστικά και ανοιγόκλεισε με δύναμη τα μάτια της προσπαθώντας να συμμαζέψει τις σκέψεις της, καθώς ο Γουίγκινς έμπαινε στο δωμάτιο φέρνοντας αυτά που είχε ζητήσει. Δεν ήταν δα και στα καλύτερά της με την ψαράδικη πουκαμίσα, το φαρδύ παντελόνι και τις μπότες ώστε να πιάσει στα δίχτυα της έναν πλούσιο και όμορφο άντρα για σύζυγο. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε να «πιάσει» κανέναν για σύζυγο... Ως τώρα, στα είκοσι τρία της, η προσπάθεια αυτή είχε αποδειχτεί οικτρή αποτυχία... Όχι πως θα ήθελε κοντά της κάποιον αμφιβόλου ηθικής, με προδοτικές προθέσεις, φυσικά... Αφού άφησε τον Τζορτζ να πλύνει τη λάσπη και την άμμο από το ταλαιπωρημένο κορμί, η Χάριετ καταπιάστηκε με τα τραύματά του. Η αιμορραγία είχε σταματήσει σχεδόν και, με μια πρόχειρη ματιά, οι πληγές έδειχναν χειρότερες απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι είχε σκίσει το δέρμα και είχε προκαλέσει τη σύγχυση και τη λιποθυμία, αλλά η Χάριετ πίστευε πως δε θα του άφηνε μόνιμη βλάβη. Ήδη το αίμα είχε ξεραθεί στο συγκεκριμένο σημείο. Ένα αιμάτωμα –άσχημο, σκούρο– απλωνόταν στον ένα ώμο, λες και τον είχαν χτυπήσει με ρόπαλο. Μια λεπτή λάμα είχε σκίσει το μάγουλό του, όχι βαθιά, όχι επικίνδυνα. Θα επουλωνόταν καλά, αν και μπορεί να του άφηνε μια ουλή. Το πιο ανησυ-


28

ANNE O’BRIEN

χητικό ήταν ένα τραύμα από σφαίρα ψηλά στον αριστερό βραχίονα –δόξα τω Θεώ, δεν είχε πετύχει τον ώμο ή το στήθος–, αλλά η σφαίρα είχε διαπεράσει τη σάρκα και δεν ήταν ανάγκη να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά ταλαιπωρώντας το σημείο για να το καθαρίσουν, κάτι που ο Τζορτζ θα το είχε κάνει με ενθουσιασμό περισσότερο παρά με επιδεξιότητα, αφού δεν υπήρχε γιατρός στο Ολντ Γουίνκομλι. Με λίγη τύχη, ένα καλό καθάρισμα και μια σωστή επίδεση, θα επουλωνόταν και αυτό. Η Χάριετ έπιασε δουλειά, με νερό, πανιά και απαλά χέρια, καθάρισε τις πληγές, έδεσε το μπράτσο, έβαλε μια κομπρέσα στον μωλωπισμένο ώμο. Όταν έμεινε ικανοποιημένη από τη δουλειά της, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και βάλθηκε να εξετάζει το πρόσωπο του άντρα. Ήταν όμορφος, διέθετε ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να σφηνωθεί στο μυαλό μιας γυναίκας, στους κρυφούς πόθους της. Μια εκπληκτική αντρική ομορφιά, με ωραία μύτη, ίσια φρύδια, λεπτά χαρακτηριστικά ταιριαστά με το σώμα του, κομψά ζυγωματικά. Τα χείλη του, χαλαρωμένα τώρα, ήταν αριστουργηματικά καλογραμμένα. Η Χάριετ μπορούσε να τα φανταστεί να καμπυλώνουν σ’ ένα χαμόγελο ή να σφίγγονται από θυμό. Έσυρε απαλά το ακροδάχτυλό της πάνω τους... ένα ανάλαφρο άγγιγμα. Ήταν κρύα, άψυχα. Πώς θα ήταν αν πίεζε τα χείλη της στα δικά του; Να τα ζεστάνει, να τα ζωντανέψει, να τα νιώσει ν’ ανταποκρίνονται; Δεν είχε ιδέα. Τη Χάριετ Λίντγιαρντ δεν την είχαν φιλήσει ποτέ. Λες και αντιλήφθηκε το έντονο βλέμμα της, ο άντρας ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του, κάνοντας τη Χάριετ να τραβήξει βιαστικά το χέρι της. Έπειτα μισάνοιξαν, αποκαλύ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

29

πτοντας δυο πράσινα μάτια, απλανή ακόμα, όπως και τότε στο ιστιοφόρο. Ένα μουρμουρητό, συγκεχυμένες λέξεις... «Πού είναι; Υποσχέθηκες... Είχαμε μια συμφωνία...» Η Χάριετ έσκυψε μπροστά ν’ ακούσει, ακουμπώντας την παλάμη της στο μέτωπό του, στο γερό μάγουλό του. «...πρέπει να την αφήσεις να φύγει... άσ’ τη να έρθει μαζί μου...» Είχε χάσει κάποια γυναίκα, κατά τα φαινόμενα. Η Χάριετ επέτρεψε στον εαυτό της άλλο ένα χάδι, ενώ η θλίψη φώλιαζε στην καρδιά της. Θα πρέπει να ήταν σημαντική αυτή η γυναίκα αφού την αναζητούσε με τόση αγωνία. Πώς θα ήταν αν αυτός ο άντρας αναζητούσε εκείνη, αν σπάραζε για το χαμό της; Τα μάγουλά της φούντωσαν, η καρδιά της φτερούγισε. Πώς θα ήταν ν’ αξίζεις τόσο για έναν τέτοιον άντρα που να σε αναζητάει σε σημείο ώστε να ρισκάρει τη ζωή του; Πώς θα ήταν αν ένιωθε τα μπράτσα του γύρω της, το κορμί του σφιγμένο πάνω στο δικό της; Τι ανόητο! Και τι σκανδαλιστικό! Τι θα έλεγε ο Γουάλας αν μπορούσε να διαβάσει τις απρεπέστατες σκέψεις της; Η Χάριετ μάζεψε τα χέρια της και σηκώθηκε. Ονειροπολήσεις ενός ανόητου κοριτσιού! Θα παντρευόταν στο τέλος κάποιον από τους άχαρους φίλους του αδερφού της, με τα φαγοπότια και τα κυνήγια τους, και εκείνος θα χαιρόταν γιατί θα περνούσε το δικό του. Δεν ωφελούσε να εύχεται και να αναστενάζει για έναν ωραίο άντρα σαν κοριτσόπουλο που είχε τελειώσει μόλις το σχολείο. Και πού θα έβρισκε έναν τέτοιον; Ήταν μάλλον απίθανο να πείσει τον Γουάλας να την αφήσει να περάσει μια σεζόν στο Λονδίνο. ΄Η στο Μπράιτον τουλάχιστον. «Πού είναι; Υποσχέθηκες... Δεν μπορώ να την αφήσω!» Ήταν τόση η αγωνία του, που η Χάριετ, παρά τη θέλησή της, γύρισε πάλι κοντά του και παραμέρισε τα μπερδεμένα μαλλιά από το πρόσωπό του.


30

ANNE O’BRIEN

«Σσσ, ησύχασε τώρα. Θα σε φροντίσω». Τόσο ταλαιπωρημένος και ταραγμένος. Μα ποιος δεν θα ήταν μ’ ένα τέτοιο χτύπημα στο κεφάλι και μια σφαίρα στο μπράτσο; Και όμως μια παράξενη τρυφερότητα... «Φοβάμαι γι’ αυτήν...» «Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», του ψιθύρισε. Κούφια λόγια, αλλά έπρεπε να τον καθησυχάσει. «Βοήθα με...» Μ’ έναν πονεμένο στεναγμό, βογκητό σχεδόν, βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή. Οι σκούρες βλεφαρίδες του σφάλισαν και το χρώμα τους ερχόταν σε αντίθεση με το κάτωχρο δέρμα του. «Θα σε βοηθήσω. Κοιμήσου τώρα...» Έκλεισε το χέρι του στο δικό της και ένιωσε μια στιγμιαία ανταπόκριση – αδύναμη μεν αλλά τα δάχτυλα κύκλωσαν τα δικά της, εξουσιαστικά κάπως, λες και υπήρχε ένα αδιάρρηκτος δεσμός μεταξύ τους. Η καρδιά της Χάριετ χτυπούσε άγρια στο στήθος της. Η ανάσα της τρεμούλιαζε. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που επιθυμούσε ήταν να μείνει πλάι του, να τον παρηγορεί, να καταλαγιάζει τον πόνο του. Τον αγαπάς! Τα λόγια ήχησαν ψιθυριστά στ’ αυτιά της, φώλιασαν στο μυαλό της. Τον ερωτεύτηκες! «Όχι! Όχι βέβαια!» παρατήρησε φωναχτά, κρύβοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη της σαν μικρό παιδί που το τσάκωσαν να κάνει κάποια σκανταλιά. Θαρρείς και φοβόταν πως θα τ’ άπλωνε να τον αγγίξει πάλι, επειδή το ένστικτό της επέμενε να το κάνει, να τον πιάσει, να έρθει η σάρκα του σε επαφή με τη δική της. «Πώς είναι δυνατόν να κάνω κάτι τόσο γελοίο!» Κοντανάσαινε όμως λες και είχε σκαρφαλώσει μόλις την ανηφόρα για το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. Το δέρμα της πύρωνε, το αίμα κυλούσε γοργά στις φλέβες της με τέτοιο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

31

ρυθμό λες και τραγουδούσε, κι ένιωθε κάθε εκατοστό του κορμιού της ολοζώντανο. «Τι ήταν αυτό, μις Χάριετ; Μετάνιωσες κιόλας που τον έφερες εδώ;» Ο Τζορτζ Γκέιντι ήρθε και στάθηκε πλάι της. «Θα ζήσει, θαρρώ». «Και αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για την ώρα», παρατήρησε η Χάριετ. Αν και ήταν έξω φρενών με τον εαυτό της, έβαλε τα δυνατά της να κρατήσει τη φωνή της ήρεμη, αδιάφορη. Πέρασε τη γλώσσα στα ξεραμένα χείλη της και έκανε έκκληση στην ψυχρή λογική της... «Θα τον αφήσουμε να δούμε αν θα συνέλθει. Μπορεί να του παραστέκει μια από τις υπηρέτριες... η Τζένη...» «Τότε, θα ξανάρθω αύριο, κάπτεν, αν δε με χρειάζεσαι τώρα». «Έκανες πάρα πολλά για μένα σήμερα», του είπε και άγγιξε το μπράτσο του για να τον ευχαριστήσει. «Πήγαινε, να ησυχάσει και η γυναίκα σου. Καλή ήταν η... βόλτα γι’ απόψε». «Α, ναι, ήταν. Ελπίζω να μη σε βάλει σε άλλους μπελάδες ο λεγάμενος. Έπρεπε να τον ξαποστείλεις στο Σίλβερ Μπόουτ, όπως πρότεινε ο μίστερ Αλεξάντερ». Η Χάριετ του έριξε μια λοξή ματιά. «Θα άφηνες τον Γκάμπριελ στα χέρια του Σαμ Μπέιμπερκομπ αν ήταν πληγωμένος;» Ένα γρύλισμα ήταν η μόνη απάντηση καθώς ο Τζορτζ άνοιγε την πόρτα στην Τζένη, αλλά η Χάριετ ένιωσε πως συμφωνούσε μαζί της. Στράφηκε τότε στην υπηρέτρια. «Ειδοποίησέ με αν ξυπνήσει ή αν χειροτερέψει», της είπε, ενώ η κοπέλα βολευόταν κιόλας στη μοναδική καρέκλα του δωματίου μ’ ένα καλάθι με το κέντημά της να τη συντροφεύει στην ξαγρύπνια. «Φαντάζομαι πως θα κοιμηθεί την υπόλοιπη νύχτα και τη μέρα ίσως...» Καθώς κατέβαινε αργά τις σκάλες, με τη σκέψη στον


32

ANNE O’BRIEN

άντρα που είχε τη δύναμη ν’ ανάψει μια φλόγα στο αίμα της, η Χάριετ έπεσε πάνω στη Μέγκι που ερχόταν ζωηρά προς το μέρος της μ’ ένα καλάθι από λυγαριά σε κάθε μπράτσο. «Λοιπόν, μις Χάριετ, τι έχουμε τώρα;» ρώτησε και ξεφύσησε. Τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα από την προσπάθεια. Η Χάριετ της έγνεψε. «Έλα μαζί μου και θα σου πω». Γύρισε πίσω στον πρώτο όροφο και άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας που χρησιμοποιούσε όταν μπορούσε να ξεφύγει από τον Γουάλας και την καταπιεστική σύζυγό του, την Ογκάστα, και να περάσει μια νύχτα εδώ. Από επίπλωση και καθαριότητα ήταν λίγο καλύτερη από αυτή που είχε μόλις αφήσει με τον φιλοξενούμενό της, αλλά ήταν εξοικειωμένη με την έλλειψη ανέσεων στις οποίες δεν έδινε και μεγάλη σημασία άλλωστε. Η Χάριετ διέσχισε το δωμάτιο και πλησίασε σ’ ένα από τα παράθυρα της κάμαρας που έβλεπαν στον κόλπο, προσφέροντας μια πανοραμική θέα της ακτής. Η Μέγκι, μια εύρωστη γυναίκα με έξυπνα φωτεινά μάτια, αγνόησε τη θέα και ακούμπησε τα φορτία της στο κρεβάτι. Συνοδός και υπηρέτρια της μις Χάριετ Λίντγιαρντ, δε θυμόταν πια από πόσα χρόνια, είχε συνηθίσει στον εκκεντρικό τρόπο ζωής της κυράς της –αν και δεν τον αποδεχόταν απόλυτα– και, σίγουρα, δε μασούσε τα λόγια της. «Τι σκαρώνεις αυτή τη φορά, κυρά; Ο μίστερ Αλεξάντερ δεν είπε λέξη». Η Χάριετ σούφρωσε τα χείλη της ειρωνικά, ξέροντας πως μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στη Μέγκι. «Νομίζω πως έφερα έναν κατάσκοπο πίσω από τον άλλο κόσμο». «Έναν κατάσκοπο; Νομίζεις πως θα ’πρεπε;» Η Μέγκι δε φάνηκε και τόσο σκανδαλισμένη.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

33

«Όχι, αλλά δεν μπορώ να τον αφήσω να πεθάνει, μπορώ;» Η Χάριετ απομακρύνθηκε από το παράθυρο, ξέχασε τη θέα και ψαχούλεψε ένα από τα καλάθια. «Τα ρούχα του είναι κατεστραμμένα. Θα τα χρειαστεί αυτά ώσπου να βρούμε κάτι άλλο». Ξεδίπλωσε μια εκπληκτική ρόμπα από χρυσοκόκκινο σατέν, με δράκοντες που κυνηγούσαν τις ουρές τους, με βαριά χρυσά σιρίτια στο στήθος και στις μανσέτες. «Και η αλήθεια είναι πως θα πρέπει να βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου για να δεχτεί να το φορέσει αυτό». Η Χάριετ γέλασε. «Ο σερ Γουάλας θεωρεί τον εαυτό του ως την επιτομή της υψηλής μόδας». Έριξε τη ρόμπα στους ώμους της και πήρε μια πόζα όμοια με αυτή του πομπώδη αδερφού της. «Όσο για τον ένοικο του άλλου επιπλωμένου υπνοδωματίου μου, δε θα έχει άλλη επιλογή, όσο κακόγουστη και αν είναι», ύψωσε τα μάτια της και κοίταξε την υπηρέτριά της. «Τι είπε ο αδερφός μου; Ή κατάφερες να φύγεις χωρίς να το πάρει είδηση;» «Όπως είπε η αφεντιά της, ο σερ Γουάλας έχει πάει για δουλειές στο Λιούις». Η Μέγκι στεκόταν συνοφρυωμένη, με τα χέρια στους φαρδιούς γοφούς της. «Η λαίδη Ογκάστα όμως ήταν πολύ δυσαρεστημένη, όπως μπορείς να φανταστείς». Η Χάριετ μόρφασε κι ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά μόλις φαντάστηκε το σουφρωμένο στόμα της Γκάσι. Είχε μάθει, σχεδόν, να ζει με τη μόνιμη δυσαρέσκειά της. «Ελπίζω πως ο Ζαν θα είναι πιο διακριτικός. Ξέρει η λαίδη Ογκάστα πως ήμουν σε δουλειά στη θάλασσα;» «Και βέβαια το ξέρει! Μπορείς να το κρατήσεις μυστικό, όταν όλοι οι άντρες στο Ολντ Γουίνκομλι ξέρουν την ταυτότητα του Κάπτεν Χάρι; Τουλάχιστον έχουν αρκετό μυαλό και αφοσίωση για να κρατούν το στόμα τους κλειστό ώστε να μη μάθουν οι Αρχές ποτέ την αλήθεια από


34

ANNE O’BRIEN

αυτούς. Και ο σερ Γουάλας δε θα βοηθήσει ποτέ τη Δίωξη και ας είναι της εξουσίας κι αυτός. Ξέρει από πού έρχεται το εκλεκτό μπράντι του! Αλλά, μόλις επιστρέψει, θα καταφτάσει εδώ, να μάθει τι γίνεται μ’ εσένα. Και γιατί δε γύρισες στο Γουάιτσκαρ Χολ, να φορέσεις ένα όμορφο φόρεμα και να παίξεις την ευγενική νεαρή λαίδη με την καλή ανατροφή και τα λεπτά γούστα». «Γιατί θα πέθαινα από πλήξη! Αν πήγε ο Γουάλας στο Λιούις... ας προσευχηθούμε να μείνει εκεί τη νύχτα και να με αφήσει ήσυχη λίγο ακόμα». Τα μάτια της Χάριετ άστραψαν από πονηριά. Αρνιόταν να πτοηθεί. «Ή, ακόμα καλύτερα... μπορεί να στείλω ένα μήνυμα πως άρπαξα κρυολόγημα... κάποιον πυρετό από τη Γαλλία. Αυτό θα τους κρατήσει όλους μακριά. Ο Γουάλας τις τρέμει τις αρρώστιες και η Ογκάστα δε θα έρθει εδώ χωρίς αυτόν». Τέντωσε τα μπράτσα πάνω από το κεφάλι της, να χαλαρώσει τους σφιγμένους μυς της και πέρασε τα δάχτυλά της στ’ ανεμοδαρμένα μαλλιά της. «Μπορεί να καταφέρω να κερδίσω μιας βδομάδας ελευθερία... Ο Γουάλας δε θα έρθει να με δει αν πιστέψει πως μπορεί να σπείρω μικρόβια στο δρόμο του, μια κολλητική αρρώστια –και ξενόφερτη μάλιστα! Μια ασθένεια του εχθρού!» Η Μέγκι γέλασε περιφρονητικά, αλλά σοβαρεύτηκε αμέσως. «Πάντως η λαίδη Ογκάστα δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, μις Χάριετ. Πρέπει να παντρευτείς. Όχι πως βρίσκω κάποιον να σου αξίζει, από αυτούς που γνωρίζεις...» Η Χάριετ γύρισε προς το μέρος της έτοιμη για καβγά, με τη λάμψη της μάχης στα μάτια και η υπηρέτρια άλλαξε γρήγορα θέμα –με μια εκπληκτική επιδεξιότητα, απόκτημα μακρόχρονης πείρας. «Σου έφερα μερικά ρούχα, ώστε, όταν έρθει ο σερ Γουάλας να μη σου γκρινιάξει επειδή θα σε δει με αυτή την εμφάνιση». Κοίταξε κατσουφιασμένη τα πασαλειμμένα αλάτι και άμμο ρούχα του λαθρέμπορου,


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

35

τις λασπωμένες μπότες. «Τι θα έλεγε αυτή τη στιγμή, μόνον ο διάβολος ξέρει...» Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Τζένη μπήκε στο δωμάτιο και υποκλίθηκε αγνοώντας την ασύμβατη εμφάνιση της κυράς της. «Ο κύριος ξύπνησε, μις Χάριετ. Νόμισα πως θα θέλατε να το μάθετε». «Συνήλθε κιόλας; Πιο δυνατή κράση απ’ όσο νόμιζα. Έρχομαι». «Όχι, έτσι, μις Χάριετ». Η Μέγκι την άρπαξε από τον καρπό καθώς έκανε ν’ ακολουθήσει την υπηρέτρια. «Τι θα σκεφτεί;» «Δε με νοιάζει τι θα σκεφτεί». Ή, μάλλον, την ένοιαζε. Μπορεί να μην πολυσκοτιζόταν για την εμφάνισή της γενικά, και ειδικά όταν ανοιγόταν στη θάλασσα για λαθρεμπόριο, αλλά ήθελε πράγματι να τη δει αυτός ο άγνωστος αριστοκράτης και να την κρίνει έτσι ξεμαλλιασμένη και ατημέλητη όπως ήταν τώρα; Θα ήθελε να την κοιτάξει και να γουρλώσει τα μάτια του από απέχθεια; Η αποδοκιμασία του σερ Γουάλας δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτήν... αλλά του αιχμάλωτου σπιούνου της σήμαινε... Τα μάγουλά της κοκκίνισαν από ντροπή στη σκέψη πως θα την έβλεπε και θα την καταδίκαζε ως απαράδεκτα κακόγουστη. Από την άλλη πλευρά, αν ήταν ντυμένη ως λαθρέμπορος... «Εξάλλου», διατύπωσε τη σκέψη της φωναχτά, δοκιμάζοντας την ιδέα, «μπορεί ο επισκέπτης μας να μιλήσει πιο ανοιχτά αν...» «Αν τι;» «Ε, αν δεν είναι αναγκασμένος να ομολογήσει τις ανομίες του σε μια γυναίκα, έτσι δεν είναι; Ενώ σ’ έναν άντρα...» Σήκωσε το χέρι της και έχωσε πάλι τα μαλλιά της μέσα στο σκούφο, τραβώντας τον χαμηλά στο μέτωπο. «Μπορεί να μιλήσει πιο ξεκάθαρα σ’ ένα λαθρέμπορο...


36

ANNE O’BRIEN

Δυο παράνομοι μαζί... Ο λαθρέμπορος και ο κατάσκοπος. Μια ανίερη συμμαχία, τι λες, Μάγκι; Ποιον να πρωτοδιαλέξεις από τους δυο, θα έλεγαν πολλοί. Ιδού, ο Χάρι Λίντγιαρντ». Και πήρε μια πόζα: ο παράνομος λαθρέμπορος με μπότες και παντελόνα. «Όλ’ αυτά θα σε βάλουν σε μεγάλο μπελά μια μέρα, κορίτσι μου!» «Μα σκέψου πόσο συναρπαστική κάνουν τη ζωή, Μέγκι!» Μπορεί να μην το αντιλήφθηκε, αλλά μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό της. Κάτι σαν μελαγχολία, σαν θλίψη... «Γιατί να θέλω να γίνω σύζυγος κάποιου από τους συνάδελφους του σερ Γουάλας όταν μπορώ ν’ αρμενίζω στη θάλασσα με το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ;» * * * Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ο Λούσιους Χόλαστον ήταν ένας φοβερός πονοκέφαλος, λες και του έσφιγγαν με μια σιδερένια στεφάνη το κρανίο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο ώμος του του έδινε κάτι σουβλιές, όπως τότε που είχε πέσει από το άλογό του και είχε ραγίσει την κλείδα του. Ταυτόχρονα, ένας πόνος σαν κάψιμο στο αριστερό μπράτσο. Υπήρχε μέρος του κορμιού του που να μην πονάει; Αγωνίστηκε, πάσχισε ν’ ανασηκωθεί, αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια, γιατί το μυαλό του θόλωσε, οι σκέψεις του σκόρπισαν. Και είχε κάνει τόσο κόπο να τις συμμαζέψει, να τις βάλει σε κάποια τάξη, με αυτό τον πόνο που θαρρείς κι έπαιζε τύμπανο πίσω από τα μάτια του. Η μνήμη του ερχόταν σποραδικά, σκόρπια κομμάτια με πολλά ενοχλητικά κενά ανάμεσά τους. Ο Λούσιους κούνησε το κεφάλι του, θαρρείς και ήθελε να τους δώσει ένα αναγνωρίσιμο σχήμα, αλλά το μετάνιωσε. Άνοιξε τα μάτια του προσεχτικά, δισταχτικά. Ένα σκο-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

37

τεινό δωμάτιο, σκονισμένα παραπετάσματα στο κρεβάτι, ελάχιστα έπιπλα. Τα σεντόνια που τον σκέπαζαν ήταν φθαρμένα και μύριζαν μούχλα και κλεισούρα, αλλά ήταν και αρκετά καθαρά. Πού στην ευχή βρισκόταν; Δεν πρέπει να ήταν πανδοχείο. Ένα νεαρό κορίτσι, υπηρέτρια απ’ ό,τι μάντεψε βλέποντας τα ρούχα της, καθόταν πλάι στο κρεβάτι του με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από ένα βελόνι. Μπάλωνε κι άλλα σεντόνια, σκέφτηκε ασυνάρτητα. «Πού είμαι;» κατάφερε να ψελλίσει. Ο λαιμός του ήταν ξερός σαν έρημος. «Ξυπνήσατε, κύριε», είπε το κορίτσι, ύψωσε το βλέμμα του και σηκώθηκε. «Ναι... θα μου πεις;...» Μα το κορίτσι έφυγε σαν αστραπή, τόσο που αναρωτήθηκε μήπως το είχε φανταστεί και όλα σκοτείνιασαν γύρω του γι’ άλλη μια φορά. Όταν συνήλθε πάλι, η φωνή ήταν διαφορετική. Γυναικεία, αλλά ψυχρή και ήρεμη, τον ορμήνευε ν’ ανοίξει το στόμα του, να πιει. Ένα μπράτσο πίσω από το κεφάλι του τον ανασήκωνε, το χείλος ενός φλιτζανιού πιεζόταν στα χείλη του. Ήταν κρύο και δροσιστικό, μια έντονη γεύση λεμονιού –βάλσαμο για τον στεγνό λαιμό του. Και από κάπου ερχόταν η μυρωδιά λεβάντας. Προσπάθησε να ευχαριστήσει το κορίτσι, την υπηρέτρια, γιατί αυτή ήταν σίγουρα –δεν ήταν; Η φωνή ήταν διαφορετική... αλλά ήταν όλα τόσο δύσκολα για να ξεχωρίσει την αλήθεια από τη φαντασία. Παραιτήθηκε και ξανακοιμήθηκε. Βαθμιαία, καθώς ξανάβρισκε τις αισθήσεις του, έρχονταν και οι αναμνήσεις. Θυμήθηκε πως ήταν σ’ ένα σκάφος. Θυμήθηκε πως είχε βγει σ’ ένα μικρό γαλλικό λιμάνι, το Πορ Σεν Μαρτέν...Αυτό ήταν. Θυμήθηκε πως είχε αποτύχει στην αποστολή του, τον είχε ξεγελάσει, του την είχε φέρει εκείνος ο ελεεινός ο Ζαν-Ζακ Νουάρ. Ένιωσε το θυ-


38

ANNE O’BRIEN

μό να φουντώνει μέσα του, θυμό και ντροπή που τον εξαπάτησαν έτσι, αλλά δεν περίμενε τέτοια κατάφορη προδοσία. Πρέπει να ήταν πολύ αφελής, προφανώς. Σκέφτηκε πως μπορεί να τον είχαν πυροβολήσει... Θυμόταν τον πόνο σίγουρα κι ύστερα το σκοτάδι... Δεν ήξερε ποιος τον είχε σώσει. Τη μια στιγμή του επιτέθηκαν και τον χτύπησαν στην προβλήτα, την επόμενη βρέθηκε στον πάτο μιας μικρής βάρκας με το νερό να του γλείφει το μάγουλο και μια φουσκοθαλασσιά που του έφερνε ναυτία. Θυμόταν πως ζήτησε να τον γυρίσουν πίσω στη Γαλλία και μετά, τίποτα. Πού ήταν τώρα; Μια κίνηση, η πόρτα άνοιξε. Ρισκάρισε να γυρίσει το κεφάλι του και μόλις που συγκράτησε ένα βογκητό πόνου. Ένας νέος άντρας πλησίαζε, φορούσε ρούχα θαλασσινού, μπότες, παντελόνα, βαριά πουκαμίσα, όλα φθαρμένα, λεκιασμένα από αλάτι. Κάθισε στην καρέκλα που είχε αδειάσει η υπηρέτρια κι έγειρε μπρος με τα μπράτσα στους μηρούς. Ένα ζευγάρι ψυχρά μάτια, σ’ ένα χρώμα ανοιχτό γκρι, ασημί σχεδόν, τον επιθεωρούσαν. «Ώστε ξύπνησες». «Ναι. Πού βρίσκομαι;» Προσπάθησε πάλι. «Στο Ολντ Γουίνκομλι, ένα ψαροχώρι στο Σάσεξ. Δε θα το ξέρεις, αλλά βρίσκεται μια χούφτα μίλια από το Μπράιτον. Αυτό είναι το σπίτι μου, το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ». Βλοσυρός, αγέλαστος αλλά με μια εκπληκτικά καλλιεργημένη προφορά και διατύπωση, ο νεαρός του είχε δώσει τουλάχιστον κάποιες πληροφορίες, αν μπορούσε να τις συγκρατήσει το μυαλό του που πήγαινε να σπάσει. «Ποιος είσαι;» ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια του. «Το όνομά μου είναι Χάρι Λίντγιαρντ». «Μ’ έφερες πίσω... από τη Γαλλία».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

39

«Ναι. Ήσουν πληγωμένος». «Ώστε σου χρωστάω τη ζωή μου». «Μπορεί. Αιμορραγούσες, γέμισες αίματα το πλεούμενό μου». Ένα συγκρατημένο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του, αλλά έσβησε αμέσως και η φωνή σκλήρυνε. «Τι γύρευες στο Πορ Σεν Μαρτέν; Με τι καταγινόσουν;» «Ε...» Αναζήτησε λόγια για να εξηγήσει –δεν όφειλε μια λογική εξήγηση σ’ αυτόν που τον είχε σώσει;– αλλά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να βρει τις σωστές λέξεις. Αυτές που του έρχονταν στο μυαλό δεν έπρεπε να τις πει! Κάτι δυσάρεστο βαθιά μέσα του, τον παρότρυνε στο φόβο, στην υποψία. Ποιον να εμπιστευτεί; Καταντούσε όλο και πιο δύσκολο να ξέρει ποιον μπορούσε να εμπιστεύεται όσο περνούσε ο καιρός. «Παραληρούσες όταν σε φέραμε εδώ. Απ’ ό,τι είπες, πρέπει να έψαχνες κάποιον... Μια γυναίκα, νομίζω...» Κούνησε το κεφάλι του, μόρφασε, βόγκησε. «Βλέπω πως δε θέλεις να μου πεις την αλήθεια, γι’ αυτό πρέπει να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα». Τα ασημένια μάτια, ακόμα πιο αυστηρά τώρα, τον κάρφωναν στο κρεβάτι με παγερή περιφρόνηση. Ο τόνος της φωνής, σκέτη καταδίκη. «Κάποια δουλειά, ας πούμε». Ήταν το καλύτερο που βρήκε να πει. «Μια δουλειά που σε άφησε μισοπεθαμένο με μια σφαίρα στο μπράτσο, με σπασμένο το κεφάλι και τις τσέπες άδειες;» Ο βαρύς κυνισμός δεν ταίριαζε στο νεανικό πρόσωπο που θάμπωνε μπροστά του. «Έτσι φαίνεται». Μέσα από την καταχνιά της μνήμης του, θυμήθηκε ξαφνικά βαρέλια και δέματα στο σκάφος. «Είσαι μπλεγμένος με το Ελεύθερο Εμπόριο; Είσαι λαθρέμπορος;» «Ναι, είμαι». Ο τόνος παρέμεινε κοφτός, τσουχτερός.


40

ANNE O’BRIEN

«Είσαι πολύ νέος για λαθρέμπορος», σχολίασε αν και δεν μπορούσε να πει γιατί του φαινόταν σημαντικό αυτό. «Αλλά όχι τόσο νέος για να μην το κάνω καλά. Είμαι σπουδαίος στη δουλειά μου». Ο νεαρός άντρας σηκώθηκε, πλησίασε στο κρεβάτι και έσκυψε να εξετάσει τις πληγές, με δάχτυλα σταθερά και σίγουρα, αλλά και απαλά ταυτόχρονα, στο μπράτσο, στα μαλλιά του, αλλά ο Λούσιους είχε την αίσθηση ότι δεν υπήρχε και πολλή συμπόνια στη φροντίδα του, μάλλον ωμός ρεαλισμός. «Θα ζήσεις», ήρθε η εξίσου ωμή επιβεβαίωση. «Το τραύμα στο μπράτσο είναι διαμπερές, η σφαίρα πέρασε και βγήκε. Ένα χτύπημα στο κεφάλι... γι’ αυτό και υποφέρεις από πονοκέφαλο. Ήσουν τυχερός. Έχεις χάσει αίμα, αλλά είσαι αρκετά δυνατός. Μια μέρα ακόμα και θα σταθείς πάλι στα πόδια σου». Μόνο που ο Λούσιους ένιωθε αδύναμος σαν γατάκι και έπιασε τον εαυτό του να γλιστράει και πάλι στον ύπνο, ανίκανος να αντισταθεί, να κρατήσει τα βλέφαρά του ανοιχτά. Όχι πως θα λυπόταν που θα έκλεινε απέξω το υποτιμητικό βλέμμα του αυτοαποκαλούμενου λαθρέμπορου. «Με συγχωρείς... το μυαλό μου δεν υπακούει στις απαιτήσεις μου... Λυπάμαι που σ’ έβαλα σε μπελά...» Στενοχωριόταν για την ασυνήθιστη αδυναμία του, αλλά ένιωθε πως υπήρχε κάποια επιτακτική ανάγκη να σηκωθεί, χωρίς να ξέρει ποια ήταν αυτή. Τα δάχτυλά του τραβούσαν το σεντόνι. «Πρέπει να σηκωθώ τώρα. Θα με ψάχνουν αν δεν...» «Δεν μπορείς». «Δεν μπορώ να μείνω εδώ...» «Πρέπει! Για λίγο. Κοιμήσου τώρα. Όταν ξυπνήσεις θα είσαι πιο δυνατός». Και επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, ο Λούσιους Χόλαστον έκανε αυτό που τον πρόσταζε ο λαθρέμπορος. * * *


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

41

Η Χάριετ συνέχισε να τον παραστέκει, καθισμένη πλάι του. Η αντίδρασή της απέναντι σε αυτό τον άντρα τη σάστιζε. Δεν απάντησε στις ερωτήσεις της και δε νόμιζε πως έφταιγε γι’ αυτό το ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από την προηγούμενη νύχτα. Κάποιο μυστήριο τον περιέβαλλε. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν κατάσκοπος τελικά και θα έπρεπε να τον καταδικάζει γι’ αυτό και όμως είχε δει φόβο στο πρόσωπό του –αλλά ίσως να ήταν απλά ο φόβος ενός άντρα που η ζωή του είχε απειληθεί από έναν πυροβολισμό. Και ύστερα, υπήρχε αυτή η βαθιά αγωνία που αισθανόταν για μια γυναίκα. Δεν το είχε αρνηθεί... Έγειρε πίσω, σταύρωσε τα μπράτσα της και κοίταξε κατσούφικα την κοιμισμένη μορφή, ανίκανη να ξεμπερδέψει τα συναισθήματά της. Δεν ήταν πληγωμένος, άσχημα μπλεγμένος, με τα μυαλά του ακόμα σκοτισμένα; Δε ζητούσε τη συμπόνια της, την κατανόησή της; Από την άλλη, τι σημασία είχε που δεν ήξερε αν έπρεπε να τον καταδικάσει ή να νοιαστεί γι’ αυτόν; Τι σημασία είχε αν πουλούσε την ψυχή του ή, τουλάχιστον, την ασφάλεια της Αγγλίας, για τριάντα ασημένια αργύρια; Η προδοσία του ήταν εντελώς άσχετη, γιατί μόλις συνερχόταν θα έπαιρνε το δρόμο του... θα πήγαινε όπου τον καλούσαν οι άνομες δουλειές του και δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια. Και όμως παρ’ όλο που το δέχτηκε αυτό, η Χάριετ έδωσε το δικαίωμα στον εαυτό της να χαρεί λίγο χρόνο ξενοιασιάς, λίγο χρόνο επιείκειας αλλά και ψευδαίσθησης – γιατί αυτό ήταν σίγουρα– κι επέτρεψε στα πιο βαθιά ένστικτά της να βγουν πάλι στην επιφάνεια. Η φωνή του ήταν βαθιά και απαλή σαν μέλι, ευχάριστη στ’ αυτιά της όπως και τα χαρακτηριστικά του ευχάριστα στο βλέμμα της. Για λιγάκι, τουλάχιστον, μπορούσε να προσποιηθεί πως αυτός ο άντρας ήταν δικός της, πως αυτό εδώ ήταν το σπίτι τους που ο κόσμος δεν μπορούσε να το


42

ANNE O’BRIEN

καταπατήσει. Όπου θα μπορούσε να ζήσει όπως επέλεγε. Θα έκανε περιπάτους στους βράχους, με αυτό τον άντρα να της κρατάει το χέρι, να της λέει πόσο όμορφη ήταν, πώς χτυπούσε γι’ αυτήν η καρδιά του, ενώ εκείνη θα του εκμυστηρευόταν πως η καρδιά της είχε πέσει στα χέρια του τόσο απαλά, σαν ώριμο δαμάσκηνο. Τη νύχτα θα την κρατούσε στην αγκαλιά του, δείχνοντάς της όλες τις απολαύσεις που μπορούν να ζήσουν ένας άντρας και μια γυναίκα. Θα την άναβε με τα χέρια και το στόμα του, με τη γυμνή σάρκα του πάνω στη δική της... Τι έβλαπτε να φαντάζεται το εξουσιαστικό άγγιγμα των δαχτύλων του που θα μπλέκονταν με τα δικά της, που θα χώνονταν στα μαλλιά της κρατώντας την αιχμάλωτη για το φιλί του. Τι έβλαπτε να φαντάζεται αυτό το δυνατό, πυρωμένο κορμί, γυμνό, να την καθηλώνει στα σεντόνια, να την παίρνει, να την κάνει δική του... Αρκετά! Το χαμόγελό της έγινε περιφρονητικό. Μια αυταπάτη, μια ψευδαίσθηση ήταν όλα, ένα δημιούργημα της θλιβερής φαντασίας της. Αυτός θα επιδοκίμαζε το γεγονός ότι ήταν λαθρέμπορος όσο κι εκείνη θα δεχόταν ότι ήταν σπιούνος! Και όμως, για μια στιγμή ακόμα γαντζώθηκε σε αυτό το γελοίο όνειρο, έσκυψε πάνω του και άγγιξε τους λαξεμένους μυώνες του γερού μπράτσου του, κύκλωσε τον καρπό του εκεί όπου ο σφυγμός του χτυπούσε πάνω στα δάχτυλά της, του γύρισε το χέρι και ανατρίχιασε όταν, γι’ άλλη μια φορά, τα δάχτυλά του λύγισαν ενστικτωδώς κι έσφιξαν τα δικά της. Ό,τι και αν ήταν, όποιος και αν ήταν, χαιρόταν που ήταν σώος και ασφαλής. «Κοιμήσου τώρα», του ψιθύρισε. «Θα σε φροντίσω. Μη φοβάσαι». Και δεν ήξερε ούτε καν τ’ όνομά του ακόμα.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

43

* * * Η νύχτα φάνηκε ατέλειωτη. Ο άντρας κοιμήθηκε, αλλά ο ύπνος του ήταν ανήσυχος. Όταν βαριανάσαινε, η Χάριετ τον πότιζε με κάποιο από τα ανώνυμα και απαίσια στη γεύση αφεψήματα της Μέγκι, πιστεύοντας πως θα ήταν τουλάχιστον τόσο καλά όσο και αυτά που θα τον πότιζε ο Σαμ Μπέιμπερκομπ. Ύστερα, μια και δεν της έκανε καρδιά να φωνάξει την Τζένη, ανέλαβε εκείνη να του παρασταθεί ώσπου να ξημερώσει. Σηκώθηκε, τεντώθηκε, στάθηκε στο παράθυρο και αγνάντεψε τα σύννεφα που άλλαζαν σχήματα πάνω από τη σελήνη, στη γέμισή της. Προσπάθησε να διαβάσει στο τρεμουλιαστό φως δυο κεριών, αλλά τα παράτησε. Κάθισε απλά και παρατηρούσε τον πόνο και τη σύγχυση να εναλλάσσονται στο πρόσωπό του, παρακαλώντας το Θεό, με περισσότερη ζέση απ’ ό,τι εδώ και χρόνια, να υπέφερε απλά από έναν περαστικό πυρετό. Σε κάποιο σημείο της βραδιάς, περασμένα μεσάνυχτα, η ανησυχία του έγινε πιο έντονη, τα χέρια του γαντζώθηκαν στο σεντόνι –κάποιο όνειρο σίγουρα–, το κεφάλι του δερνόταν πέρα δώθε στο μαξιλάρι. Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του, στο ευρύ στέρνο του. Άνοιξε τα μάτια, αλλά το φωτεινό του βλέμμα ήταν τώρα θολό και απλανές. «Ήσυχα», του ψιθύρισε η Χάριετ και σηκώθηκε να μουσκέψει ένα πανί στη λεβάντα, γιατί φοβόταν μήπως άρχιζε πάλι να αιμορραγεί έτσι που χτυπιόταν. «Είσαι ασφαλής. Δεν κινδυνεύεις». Ως απάντηση στη φωνή της, ο άντρας την άδραξε από τον καρπό, μ’εκπληκτική δύναμη. Η φωνή του ήταν τραχιά, φοβισμένη. «Μαρί-Κλοντ. Είσαι η Μαρί-Κλοντ;» «Όχι, δεν είμαι». «Μαρί-Κλοντ... Πού είναι;»


44

ANNE O’BRIEN

«Είναι ασφαλής», είπε απλά. Ποια άλλη απάντηση να έδινε μπροστά σε τούτη την απελπισία; «Δεν μπορώ να τη βρω...» Το κράτημα έγινε πιο δυνατό. «Θα τη βρεις. Ξεκουράσου τώρα. Θα έρθει εκείνη σ’ εσένα...» Ησύχασε, και για μια στιγμή η Χάριετ νόμισε πως είχε δεχτεί τη διαβεβαίωσή της, αλλά ύστερα οι κινήσεις του έγιναν σπασμωδικές, λες και τον κατέτρωγε η αγωνία. «Μα έχει χαθεί», ψιθύρισε ανοίγοντας τα μάτια του χωρίς να βλέπει, «δεν ξέρω πού είναι και δεν μπορώ να τη βρω». Η Χάριετ ένιωσε την επιθυμία να τον ανακουφίσει από ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον ακολουθούσε και τον βασάνιζε μέσα στη σκοτεινιά του νου του, γι’ αυτό έκλεισε το χέρι του μέσα στις παλάμες της. Αν κατάφερνε να τον κρατήσει στο παρόν, μπορεί να έδιωχνε τα τέρατα του ονείρου του. «Σσσ... έχεις ανάγκη από ύπνο. Κοιμήσου και θα διώξω μακριά τους εφιάλτες σου». Φάνηκε να εστιάζει πάνω της το βλέμμα του, στο τέλος. Αλλά δεν ήταν και σπουδαία ικανοποίηση. «Δεν μπορεί να το κάνει κανείς αυτό για μένα. Κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει». Και ύστερα γλίστρησε γι’ άλλη μια φορά στην ανυπαρξία. Το χέρι του έπεσε άψυχο. Η Χάριετ, αναστατωμένη, του έπλυνε το πρόσωπο με κρύο νερό, το στήθος όπου ο ιδρώτας είχε μαζευτεί στα βαθουλώματα που σχημάτιζαν οι κλείδες του. Ποια ήταν η Μαρί-Κλοντ; Η σύζυγός του; Μάλλον όχι, αφού δεν έδειχνε να τη γνωρίζει. Ούτε η ερωμένη του, συνεπώς... Γαλλίδα φαινόταν, αν έκρινε από το όνομά της. Να είχε κάποια σχέση με την παρουσία του στο Πορ Σεν Μαρτέν; Δεν υπήρχαν απαντήσεις, μόνο ερωτήματα. Τώρα φαινόταν πιο ήρεμος. Ο ύπνος του είχε γίνει βαθύς. Η Χάριετ σκέφτηκε μια στιγμή να τον αφήσει, αλλά


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

45

δεν τόλμησε, και έτσι ήταν αναγκασμένη να περάσει εκεί τη νύχτα. Η καρέκλα με την ψηλή ράχη αποδείχθηκε πολύ άβολη για ύπνο, γι’ αυτό ακούμπησε τα μπράτσα της και το κεφάλι της στο διπλωμένο πάπλωμα στα κατωπόδαρα του κρεβατιού και λαγοκοιμήθηκε, σίγουρη πως θα ξυπνούσε αν ξυπνούσε εκείνος. Δεν ήταν ανάγκη να μάθει κανείς πως είχε μείνει μαζί του τη νύχτα. Σούφρωσε τα χείλη της ειρωνικά. Σίγουρα όχι ο φανταστικός εραστής που δεν ήξερε κανένα από τα όνειρά της και που τώρα κειτόταν σαν πεθαμένος, μακριά από τον κόσμο. * * * Ο Λούσιους ξύπνησε το χάραμα, όταν εκείνη είχε σβήσει τα κεριά και αγνάντευε τον ήλιο, μια αχνή μπαλίτσα από χρυσοκόκκινο στον ορίζοντα. Και ξαφνικά η Χάριετ βρέθηκε καθηλωμένη από το ευθύ του βλέμμα, ξύπνιο και ερευνητικό, και τα μάτια του που είχαν ένα εκπληκτικό γκριζοπράσινο χρώμα. Το προηγούμενο σάστισμα, η παλιά θολούρα είχαν χαθεί. Τα μάτια που καρφώνονταν πλέον στα δικά της ήταν ζωηρά, ολοζώντανα. Και στην αυτοπεποίθησή τους η Χάριετ διέκρινε φοβερή θέληση. Αυτός εδώ ήταν ένας άντρας που είχε μάθει να επιβάλλει τη θέλησή του, ασυνήθιστος ν’ αμφισβητούν τις επιθυμίες του, ο μανδύας της προσταγής του τον τύλιγε και του ταίριαζε σαν γάντι –παρά το ανορθόδοξο της γύμνιας του. Εκείνη δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της από τα δικά του, αλλά πίεσε τον εαυτό της να κρατήσει την έκφρασή της ψυχρή και συγκρατημένη, κόντρα στο σπαρτάρισμα της καρδιάς της. Τουλάχιστον είχε την ετοιμότητα να χώσει τα ταλαιπωρημένα μαλλιά της στο σκούφο, με το χάραμα της μέρας. Δε θα μπορούσε, ειλικρινά, να δώσει


46

ANNE O’BRIEN

μια εξήγηση ως προς το φύλο της και την ασυνόδευτη παρουσία της στην κρεβατοκάμαρά του. «Καλημέρα», είπε σπάζοντας την ένταση της στιγμής. «Αισθάνομαι καλύτερα», ψέλλισε εκείνος αντί για άλλη απάντηση. «Πονάει ακόμα το κεφάλι σου;» «Όχι τόσο πολύ. Ο ώμος μου πονάει διαβολεμένα». «Έχει ένα άσχημο αιμάτωμα. Πεινάς;» «Ναι». Ακούστηκε έκπληκτος. «Θα στείλω την Τζένη με λίγη σούπα». Ο άντρας έτριψε αργά το πιγούνι του, μόρφασε νιώθοντάς το αδρό από τα γένια, έριξε μια ματιά στο στέρνο του, που άφηνε ακάλυπτο το σεντόνι. «Θα μου βρεις κανένα ρούχο;» «Ναι. Δε θα σου αρέσουν. Δε βρίσκεις και πολλά αριστοκρατικά ρούχα στο Ολντ Γουίνκομλι και τα δικά σου ήταν τόσο καταστραμμένα, που δε νομίζω πως μπορείς να τα ξαναφορέσεις». «Πάλι καλά που είμαι ζωντανός για να τα φορέσω...» Χιούμορ! Εκπληκτικό! Η Χάριετ τον κοίταξε πιο σταθερά. Ως τώρα τα λόγια που είχαν ανταλλάξει ήταν ανώδυνα, λες και είχαν συναντηθεί σ’ ένα τυπικό σαλόνι. Αν δεν έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια της, αν υπέκυπτε στη δειλία, θα του ευχόταν καλημέρα και θα τον κατευόδωνε ως την εξώπορτα σαν να μην είχε ένα τραύμα από σφαίρα στο μπράτσο και μια βρόμικη φήμη να τον ακολουθεί ή έστω να πλανάται πάνω από το άτομό του. Πήρε, λοιπόν, βαθιά ανάσα και αποφάσισε να μπει κατευθείαν στο θέμα. «Είσαι κατάσκοπος;» Το χιούμορ χάθηκε μεμιάς. «Όχι, δεν είμαι κατάσκοπος!» Κανένας δισταγμός, αλλά και πάλι, θα έλεγε την αλήθεια αν ήταν; «Πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα;» «Ο Μαρσέλ... ο Γάλλος λαθρέμπορος που σ’ έφερε στο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

47

σκάφος μου... είπε πως είχες παρτίδες με κάποιον ΖανΖακ Νουάρ». Μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, ένα σφίξιμο των χειλιών. Η Χάριετ είδε αμέσως πως αναγνώριζε το όνομα. «Τον ξέρω, αλλά δεν είμαι κατάσκοπος». «Ο Μαρσέλ λέει πως είναι παλιάνθρωπος». «Ναι, το πιστεύω...» Δεν έβγαζε νόημα. «Ποια είναι η Μαρί-Κλοντ;» Το αναγνώριζε το όνομα, σίγουρα. Το είδε στα μάτια του. «Δεν ξέρω». Ψέμα. Είχε φανεί φοβερά αμήχανος, αλλά δε θα κέρδιζε τίποτα πιέζοντάς τον, αν δεν ήθελε να πει. Δεν την ενδιέφερε στο κάτω κάτω. «Πολύ καλά. Δε σε πιστεύω, αλλά δεν μπορώ να σε αναγκάσω να μου πεις, εκτός και αν σε βασανίσω!» Η Χάριετ πήγε ως την πόρτα, αλλά κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω. «Θα μου πεις αυτό τουλάχιστον... Ποιο είναι το όνομά σου;» «Λούσιους Χόλαστον». Δεν της έλεγε τίποτα. Κούνησε το κεφάλι της και ετοιμάστηκε να φύγει με τη βαθιά απογοήτευση πως ο άντρας που, για κάποιο ανεξήγητο λόγο ασκούσε τέτοια επίδραση πάνω της, ήταν εντελώς ανυπόληπτος. Σ’ αυτό τον άντρα που είχε ξυπνήσει την άπειρη καρδιά της και τα αισθήματά της, που της είχε θυμίσει οδυνηρά τι έλειπε από την ανέραστη ζωή της, δεν μπορούσε να βασιστεί. Η απογοήτευση έπεσε βαριά σαν λιθάρι στην καρδιά της. Καθώς πήγαινε πάλι προς την πόρτα, στάθηκε πλάι του κι ακούμπησε τα δάχτυλά της στη σκληρή σάρκα του ώμου του. Ναι, ήταν δροσερός, ο πυρετός είχε πέσει. Όχι όμως και από το αίμα της. Ακόμα και αυτό το ελάχιστο άγγιγμα έκανε το δικό της αίμα να πυρώσει στις φλέβες της. Αυτό είναι ο σαρκικός πόθος! σκέφτηκε η Χάριετ κι αμέσως ένιωσε να φουντώνει το πρόσωπό της από ντροπή.


48

ANNE O’BRIEN

«Έχεις οικογένεια, θα τους λείψεις;» τον ρώτησε κοφτά για να κρύψει την αμηχανία της. «Έναν αδερφό στο Λονδίνο. Δε θα με αναζητήσει για λίγο... Εσύ... νομίζω πως θυμάμαι... είσαι ο Χάρι Λίντγιαρντ». «Ακριβώς». Η Χάριετ έπνιξε ένα ειρωνικό γελάκι. «Είμαι ο Χάρι Λίντγιαρντ». Για άντρα την περνούσε ακόμα... Δεν πείραζε. Ήταν ύπουλος, ανειλικρινής και είχε μπει στο δρόμο της ανάρρωσης. Θα έστελνε τον Τζορτζ να φροντίσει για τις ανάγκες του και δεν υπήρχε λόγος να τον ξαναδεί. Σε είκοσι τέσσερις το πολύ θα είχε βγει από τη ζωή της. Καλό του κατευόδιο! Η καρδιά της όμως σκίρτησε λες και ετοιμαζόταν να δεχτεί μια μεγάλη απώλεια.


ÊåöÜëáéï 3

Ο Λούσιους Χόλαστον πέρασε μόνος τις ατέλειωτες ώρες ώσπου να ξαναβρεί τις δυνάμεις του, μελετώντας την κατάστασή του. Δεν ήταν και τόσο αισιόδοξη επιχείρηση, παρ’ όλο που το προσπάθησε. Το κορμί του πονούσε λες και το είχαν ποδοπατήσει άγρια άλογα, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει και πίσω από τα μάτια αισθανόταν έναν οξύ πόνο, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν ανάπηρος. Υπέθετε ότι η ιστορία του θα μπορούσε να εξελιχτεί πολύ χειρότερα. Θα μπορούσε να είναι νεκρός. Η αλήθεια ήταν πως αποδεικνυόταν πολύ βασανιστική η προσπάθεια να υψώσει το αριστερό μπράτσο και τον ώμο του, αλλά, αν μπορούσε να του βρει κάποιος μερικά ρούχα, θα κατάφερνε να πάρει και πάλι στα χέρια του τον έλεγχο της ζωής του. Θα τα κατάφερνε; Η απελπιστική αποτυχία της επιχείρησης στη Γαλλία δεν αποτελούσε καλή ένδειξη πως διέθετε τη δύναμη να ελέγχει τα συμβάντα της ζωής του! Ωστόσο παραμέρισε την πικρή ανάμνηση, γιατί με το άγχος δεν πετύχαινε τίποτα –μόνο το κεφάλι του πονούσε περισσότερο. Το μόνο που χρειαζόταν στο εγγύς μέλλον ήταν να έρθει ένα μήνυμα από τον Ζαν-Ζακ Νουάρ –και θα ερχόταν, σίγουρα– και να βρει μια όσο το δυνατόν πιο α-


50

ANNE O’BRIEN

ληθοφανή εξήγηση να δώσει στον αδερφό του για τη σφαίρα στο μπράτσο του και την τρύπα στο κεφάλι... Τα φρύδια του έσμιξαν και έγιναν μια ίσια γραμμή. Δε θα έπρεπε να είναι πολύ δύσκολο να λύσει τα πιο άμεσα προβλήματα. Όσο για τον Νουάρ... Ήταν μια ελεεινή κατάσταση! Ο Λούσιους έτριξε τα δόντια του και βάλθηκε να παρατηρεί τα καμώματα μιας αράχνης και τους ιστούς της που στόλιζαν σαν φεστόνια τις κουρτίνες, προσπαθώντας να μην αφήσει να τον ταράξει η περιφρόνηση που είχε διαβάσει στα μάτια του Κάπτεν Χάρι Λίντγιαρντ. Τον ενοχλούσε όμως. Το βλέμμα του νεαρού ήταν γεμάτο καταφρόνια μπροστά στη φανερή υπεκφυγή του να μιλήσει. Είχε αρνηθεί να πει την αλήθεια. Αλλά με ποιο δικαίωμα ένας κοινός λαθρέμπορος κατέκρινε αυτόν, τον Λούσιους Χόλαστον; Με το ίδιο δικαίωμα που εσύ κατακρίνεις τον εαυτό σου. Σου άξιζε που άφησες τον εαυτό σου να μπλεχτεί σ’ αυτό τον κυκεώνα! του σφύριξε η συνείδησή του στο αυτί εκείνη τη στιγμή. * * * Θα πρέπει να τον πήρε ο ύπνος. Όταν αργότερα το πρωί άνοιξε πάλι η πόρτα της κάμαράς του, ξεσηκώνοντας κάμποση σκόνη, ένας εύρωστος τύπος ντυμένος πιο κατάλληλα για δουλειά σε ψαράδικο παρά για βαλές στην υπηρεσία κάποιου τζέντλεμαν, μπήκε στο δωμάτιο μ’ ένα σωρό ρούχα στο μπράτσο του. Τον ακολουθούσε μια εξίσου εύρωστη γυναίκα, με βήμα αποφασιστικό και την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στο πλατύ πρόσωπό της. Κρατούσε ένα δίσκο με μια λεκάνη, ένα λαγήνι με ζεστό νερό κι ένα μπολ με κάτι αχνιστό που μύριζε... ωραία.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

51

«Καλημέρα στην αρχοντιά σας». Ο ψαράς δεν έχασε καιρό, απόθεσε τα ρούχα στο κρεβάτι. «Μ’ έστειλε ο Κάπτεν Χάρι να σας φροντίσω». «Τις ευχαριστίες μου», ψέλλισε ο Λούσιους κι έκανε ν’ ανασηκωθεί από τα μαξιλάρια. «Κάμποσα άσχημα χτυπήματα, φαντάζομαι». Χωρίς δισταγμό, ο ψαράς πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του Λούσιους και τον ανασήκωσε. «Σαν να κρατιέται καλύτερα από τη ζωή σήμερα η αφεντιά σας... Νόμιζα πως θα μας αφήνατε χρόνους... με τόσο αίμα που χάσατε... Τζορτζ Γκέιντι, ψαράς», συστήθηκε. «Και λαθρέμπορος;» Η μνήμη του Λούσιους ήταν αμυδρή, αλλά κάποια σημεία της διάσωσής του παρέμεναν αρκετά καθαρά. «Ε, ναι, κύριε...» Η ανησυχία πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπό του άντρα, αλλά υπήρχε μια σπίθα στο μάτι του. «Και η αφεντιά σας;» «Λούσιους Χόλαστον». «Λοιπόν, κύριε Χόλαστον, ο Κάπτεν Χάρι λέει να πιείτε αυτό». Μια κούπα με μπίρα άλλαξε χέρια. Η γυναίκα που τριγύριζε με φούρια μέσα στο δωμάτιο παραμέρισε τον Τζορτζ, κρατώντας το μπολ, το κουτάλι και μια πετσέτα. «Εγώ έχω να πω ένα πράγμα, αν και κάποιος θα έλεγε πως δεν είναι δική μου δουλειά... Όσο πιο γρήγορα φύγετε από δω, τόσο το καλύτερο για όλους, κύριε, και ιδίως για...» «Κάνε στην άκρη, Μέγκι», τη διέκοψε ο Τζορτζ, «άσε τον άνθρωπο να πιει και να πάρει μιαν ανάσα». «Εγώ το μόνο που έλεγα ήταν...» «Τα πολλά λόγια είναι φτώχια», γρύλισε ο Τζορτζ. Ο Λούσιους ευχαρίστησε τη Μέγκι μ’ ένα χαμόγελο – που εκείνη το αγνόησε καθώς τραβούσε για την πόρτα– και έπιασε το μπολ όσο καλύτερα μπορούσε με το πληγω-


52

ANNE O’BRIEN

μένο αριστερό χέρι του. Βούτηξε το κουτάλι και δοκίμασε. Ήταν καλό, υπέροχα αρωματισμένο για να τονίζει τη γεύση του κοτόπουλου. Και συνειδητοποίησε μεμιάς πόσος χρόνος είχε περάσει από τότε που είχε να βάλει κάτι στο στόμα του. Στο μεταξύ, ο Τζορτζ καθόταν κάτω, πλάι στο κρεβάτι, γερμένος προς τα μπρος με τα μπράτσα στους ρωμαλέους μηρούς του, έτοιμος να πιάσει κουβέντα. Όπως είχε κάνει και ο Χάρι Λίντγιαρντ. Ο Λούσιους όρθωσε το κεφάλι του, συνέχισε να τρώει το ζωμό και περίμενε. «Ώστε, λοιπόν, είσαι κατάσκοπος, άρχοντά μου;» Ο Λούσιους παράτησε το κουτάλι και σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα, καθώς πάλευε να συγκρατήσει την ανυπομονησία του. «Γιατί συμπεραίνουν όλοι πως είμαι κατάσκοπος; Όχι, δεν είμαι». Διάβασε τη δυσπιστία στο θαλασσοδαρμένο πρόσωπο του λαθρέμπορου, αλλά δεν είπε περισσότερα. Τι απόδειξη είχε, εκτός από μια σκέτη άρνηση... αλλά δεν είχε και νόημα να συζητάει για κάτι που δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. «Μπορώ να πάω στο Μπράιτον;» ρώτησε, γιατί αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του. «Νομίζω πως ναι. Μόλις μπορέσετε να σταθείτε στα πόδια σας». «Μπορώ. Δε θέλω να καταχρασθώ περισσότερο τη φιλοξενία σας απ’ ό,τι έκανα ήδη. Η υπηρέτρια –Τζένη, έτσι δεν τη λένε;–, πρέπει να την ευχαριστήσω. Θαρρώ πως μου παραστάθηκε όλη τη νύχτα, όσο ήμουν ανήσυχος». «Όχι, όχι η Τζένη... ο Κάπτεν Χάρι θα ήταν». Κάτι σαν δισταγμός. Διέκρινε μια κάποια αποδοκιμασία, κάποια δυσαρέσκεια στο κατσούφικο ύφος του; Ή μήπως όχι; Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Και γιατί να έχει γνώμη γι’ αυτό ένας ψαράς; Οι κρόταφοί του χτυπούσαν, δεν άξιζε τον κόπο να το σκέφτεται. «Τότε, πρέπει να


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

53

ευχαριστήσω τον καπετάνιο. Λίντγιαρντ νομίζω πως είπε τ’όνομά του. Ντόπια οικογένεια;» «Α, ναι, κύριε. Ο αδερφός του είναι ο γαιοκτήμονας της περιοχής. Ο σερ Γουάλας». «Τότε πρέπει να ευχαριστήσω τον Κάπτεν Χάρι για τη φιλοξενία του πριν φύγω», τόνισε και ακούμπησε προσεχτικά το μπολ στο κομοδίνο. «Δε νομίζω πως είναι εδώ γύρω». Και πάλι το κατσούφιασμα, ο απότομος τρόπος. «Να σας ξυρίσω;» «Δε χρειάζεται. Κράτα τη λεκάνη και την πετσέτα, αλλά δώσε μου το ξυράφι. Μπορώ να χρησιμοποιήσω αρκετά καλά το δεξί μου χέρι, αν και το αριστερό είναι σχεδόν άχρηστο. Έχεις έναν καθρέφτη;» «Έχω, κύριε». Ο Τζορτζ σκούπισε το τετράγωνο γυαλί στο μηρό του και το κράτησε ψηλά, μ’ ένα χάχανο. «Αν και μπορεί να μη σας αρέσει αυτό που θα δείτε». Πράγματι δέχτηκε ένα σοκ. «Θεέ και Κύριε! Τι χάλια!» Ο Λούσιους κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. Έσυρε τα δάχτυλά του στα γένια που είχαν φυτρώσει και ύστερα απαλά στην ουλή στο μάγουλό του, μορφάζοντας από πόνο. Αν ήταν θέμα ματαιοδοξίας, αν η εμφάνισή του μετρούσε γι’ αυτόν τόσο όσο στον νεότερο αδερφό του, ένας πραγματικός δανδής, θα έπρεπε να πέσει σε μαύρη απελπισία. Με τη μελανιά στον κρόταφο και το σαγόνι, τα κολλημένα μαλλιά στο κεφάλι, έμοιαζε κακούργος για το Νιούγκεϊτ. «Θα επουλωθεί, φαντάζομαι», παρατήρησε και μόρφασε πάλι καθώς ψηλάφιζε τη μαχαιριά. «Έτσι είπε και ο Κάπτεν Χάρι. Καθάρισε τις πληγές, όσο καλύτερα γινόταν». «Χμμ. Τότε, ας δούμε αν μπορούμε να διορθώσουμε τα υπόλοιπα».


54

ANNE O’BRIEN

* * * Μετά από μισή ώρα, ο Λούσιους ομολόγησε πως έδειχνε σχετικά πιο αξιοπρεπής. Αφού τέλειωσε με το ξύρισμα, αγωνίστηκε με τις μπότες και το παντελόνι –το δικό του ευτυχώς, αν και απελπιστικά λεκιασμένο– και ένα λινό πουκάμισο που δεν ήταν δικό του, αλλά καλής ποιότητας. «Το καλύτερο που μπορούσαμε», είπε ο Τζορτζ και του έδωσε ένα χέρι βοηθείας με τις μπότες. «Η Μέγκι προσπαθεί να σας βρει ένα πανωφόρι. Το δικό σας δεν είναι σε κατάσταση... Και μέχρι να βρει... τι θα έλεγε γι’ αυτό η αφεντιά σας;» Τέντωσε τη ρόμπα με μια άγαρμπη, πλατιά κίνηση, ανίκανος να συγκρατήσει τα γέλια του. «Ύψιστε Θεέ! Αυτό και αν είναι θέαμα!» Ο Λούσιους χαμογέλασε καθώς περνούσε προσεχτικά το δεξί μπράτσο του μέσα στο φανταχτερό μεγαλείο ενός έρποντα δράκου. Το άλλο δεν κατάφερε να το περάσει κι έτσι το μεγαλόπρεπο ζώο, στ’ αριστερά, απόμεινε να κρέμεται. «Του σερ Γουάλας», κάγχασε ο Τζορτζ. «Το δανειστήκαμε. Όπως και το πουκάμισο. Ακολουθεί πάντα τη μόδα». «Α, ναι;» Ο Λούσιους έσφιξε τη ζώνη πρόθυμος ν’ ανεχτεί το παρδαλό ρούχο για χάρη της ευπρέπειας. «Τις ευχαριστίες μου και σ’ αυτόν. Και τώρα, αν μπορείς να μου βρεις ένα πανωφόρι κι ένα άλογο... θα φύγω και δε θα μπλεχτώ άλλο στα πόδια σας. Αν μπορώ να πάω στο Μπράιτον...» Ο Τζορτζ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δε νομίζω πως πρέπει να καβαλήσει άλογο η αφεντιά σας. Μπορώ να κανονίσω εύκολα μια άμαξα από το Σίλβερ Μπόουτ, να σας πάει στο Μπράιτον. Αν έχετε χρήματα», πρόσθεσε πονηρά. «Και εδώ είναι το πρόβλημα. Αλλά κάτι θα βρούμε». Ο Λούσιους έτριψε το φρεσκοξυρισμένο μάγουλό του. «Είχα ένα χρυσό ρολόι μαζί μου όταν πήγα στη Γαλλία».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

55

«Δεν το έχετε πια, κύριε. Άφαντο όπως και τα άλλα σας υπάρχοντα». Ένα επιτακτικό χτύπημα στην πόρτα. Προανήγγειλε την είσοδο ενός οργισμένου άντρα, που προφανώς δεν έδινε δεκάρα για τους καλούς τρόπους. Το κατηγορητήριο ακολούθησε χωρίς να προηγηθούν οι συστάσεις. «Ώστε είναι αλήθεια όσα ακούγονται στο χωριό!» Ο νεοφερμένος βρόντησε την πόρτα πίσω του και μισόκλεισε τα μάτια αγριεμένος. «Τι έχουμε εδώ; Έναν ανώνυμο κατάσκοπο από το πέλαγος... και φοράει και τη ρόμπα μου;» Ο Λούσιους αντιστάθηκε στην παρόρμησή του να υψώσει τα φρύδια, πάλεψε να συγκρατήσει τη γλώσσα του. Δε θα κέρδιζε τίποτα περνώντας στην αντεπίθεση. Ο άντρας– ένας τζέντλεμαν παρά τους κακούς τρόπους του– ήταν γύρω στα τριάντα τέσσερα, τριάντα πέντε, συνομήλικός του, ντυμένος μ’ ένα πανωφόρι της μόδας, σε ακαθόριστο γκρι, που του έφτανε ως τους αστραγάλους, με αμέτρητες κάπες στους ώμους, που πρόσθεταν όγκο στην κοντόχοντρη κορμοστασιά του. Είχε πλατύ πρόσωπο, ροδαλό –κάτι που πρόδιδε τη στενή του σχέση με το αλκοόλ που διακινούσαν οι λαθρέμποροι. Ο Λούσιους άκουσε τον Τζορτζ να ξεροβήχει αμήχανα. Ώστε αυτός ήταν ο σερ Γουάλας Λίντγιαρντ, κάτοχος αυτού του κακόγουστου ρούχου... Του Λούσιους όμως δεν του άρεσε καθόλου η απροκάλυπτη εχθρότητα, η έλλειψη τρόπων ή ανατροφής. «Ζητώ συγνώμη, κύριε», απάντησε καθώς σηκωνόταν αργά όρθιος. Μια παγερότητα, μια κοφτή κλίση της κεφαλής, μια εσκεμμένη έλλειψη αναγνώρισης. Δε θα κατέβαινε σε αυτό το επίπεδο αγένειας, αλλά, για όνομα του Θεού, δε θ’ αγνοούσε μια τέτοια άσχημη συμπεριφορά. «Οι φήμες, στις οποίες βιαστήκατε τόσο να βασιστείτε, είναι ανακριβείς. Ήμουν ένας αθώος ταξιδιώτης στη Γαλλία, τραυματίστηκα και ληστεύθηκα από δικό μου λάθος. Ευ-


56

ANNE O’BRIEN

τυχώς, με έσωσαν κάποιοι Κύριοι του Ελεύθερου Εμπορίου». Σε αυτή τη φάση ύψωσε αδιόρατα τα φρύδια του. «Δεν αντιλαμβάνομαι πως αυτό δίνει το δικαίωμα να με χαρακτηρίζουν κατάσκοπο από το πέλαγος...» «Α, ναι;» Ο σερ Γουάλας δεν πτοήθηκε. «Και τι γυρεύει ένας νομοταγής Άγγλος σ’ ένα γαλλικό λιμάνι, όταν οι Γάλλοι είναι οι ορκισμένοι εχθροί μας και αυτή τη στιγμή δίνουν μάχη με τα γενναία στρατεύματά μας στη Χερσόνησο;» «Επείγουσα υπόθεση οικογενειακής φύσεως, που δεν μπορεί να σας ενδιαφέρει, κύριε». Τα υψωμένα φρύδια ήταν υπέροχα έτσι καθώς τόνιζαν το αλαζονικό ύφος του άντρα. Ο Λούσιους είχε ανεχτεί ήδη αρκετές προσβολές. «Αν κάνω χρήση αυτού του υπέροχου ενδύματος, τότε πρέπει να σας ευχαριστήσω θερμά. Το δικό μου πανωφόρι καταστράφηκε, αλλιώς δε θα έπαιρνα το θάρρος να δανειστώ το δικό σας ρούχο. Ίσως θα είχατε την καλοσύνη να με πληροφορήσετε για το όνομά σας, κύριε;» «Λίντγιαρντ. Σερ Γουάλας Λίντγιαρντ». Και πάλι μια ελαφρά κλίση της κεφαλής, παγερά ευγενική, ένα αγκαθερό και φαρμακερό όπλο κατά της υπεροψίας και της χωριατιάς. «Λίντγιαρντ... Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ για να ξεκαθαριστεί η όποια παρεξήγηση μεταξύ μας. Λούσιους Χόλαστον, κόμης του Βένμορ». «Ο Βένμορ!» «Ακριβώς». Ο σερ Γουάλας αναψοκοκκίνισε. «Άρχοντά μου...» Για μια φορά ο Λούσιους απόλαυσε τον αντίκτυπο του τίτλου του με κάποια πονηριά. «Ίσως βιάστηκα κάπως...» Ένα άσχημο φούντωμα αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του Λίντγιαρντ. «Καταλαβαίνετε... οι συνθήκες της παρουσίας σας εδώ, στο Πράιντ...»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

57

«Ήμουν αναίσθητος όταν με μετέφεραν στην ακτή. Ένα τραύμα από σφαίρα». Τα μάτια του Λίντγιαρντ πήραν ξαφνικά μια άσχημη λάμψη που θύμιζε ερπετό. Έστρεψε το βλέμμα του στον Τζορτζ Γκέιντι. «Πέρασες εδώ τη νύχτα, Γκέιντι; Φρόντισες τον κύριο;» Ο Τζορτζ δίστασε. «Όχι, σερ Γουάλας». «Δεν ήσουν εδώ, στο Πράιντ;» «Όχι, σερ Γουάλας... Ο Κάπτεν Χάρι μ’ έστειλε στο σπίτι». «Ώστε άκουσα σωστά!» Η φωνή του σερ Γουάλας ήταν σιγανή, το ύφος του ύπουλο. «Τότε, η αδερφή μου ήταν εκείνη που έμεινε εδώ χθες τη νύχτα». «Μα... μάλιστα, σερ Γουάλας». Ο Λούσιους έμενε σιωπηλός, ανίκανος να παρακολουθήσει τη συζήτηση και ιδίως όταν ο Λίντγιαρντ έστρεψε πάνω του το βλέμμα του, λες και τον προσμετρούσε. «Φαίνεστε πολύ καλύτερα σήμερα, κύριε». «Αρκετά καλά για να φύγω», απάντησε κοφτά, αλλά κάπως συγκρατημένα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κάτι παιζόταν γύρω από το άτομό του, κάτι που δεν το καταλάβαινε σε όλες του τις διαστάσεις, αλλά η υπομονή του είχε φτάσει στα όριά της. Κανένας δεν απευθυνόταν σ’ έναν Χόλαστον του Βένμορ με τόση αυθάδεια. «Γνωρίζοντας την αδερφή μου, υποθέτω πως πέρασε τη νύχτα στο πλευρό σας, σ’ αυτό το δωμάτιο». Μια αίσθηση φόβου... Μια απειλή... Μια προειδοποίηση... Ανατρίχιασε, θαρρείς και μια πνοή ανέμου είχε τρυπώσει από μια χαραμάδα, μέσα από ένα κακοκλεισμένο παράθυρο. «Η αδερφή σας, κύριε; Δε γνωρίζω την αδερφή σας». Ο σερ Γουάλας άφησε ένα γρύλισμα, έκανε μεταβολή, πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. «Τζένη!» φώναξε και α-


58

ANNE O’BRIEN

κολούθησε μια απάντηση από μακριά. «Πες στην αδερφή μου πως θέλω να τη δω αμέσως! Εδώ!» Και συνέχισε να στέκει πλάι στην πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ο Λούσιους ψαχούλεψε, ανεπιτυχώς, μέσα στις ημιτελείς αναμνήσεις του. Θυμόταν την Τζένη, τη μελαχρινή υπηρέτρια. Αλλά την αδερφή του Λίντγιαρντ; «Όπως είπα, όσο μπορώ να θυμηθώ από την περασμένη νύχτα, δεν έκανα τη γνωριμία της αδερφής σας, κύριε». Ο σερ Γουάλας όμως σούφρωσε τα χείλη του με δυσπιστία. «Συμπεραίνετε πως η καταγωγή σας και ο τίτλος σας σας επιτρέπουν να εκθέτετε την αδερφή μου; Πέρασε τη νύχτα εδώ, μαζί σας, σε αυτή την κρεβατοκάμαρα και η φήμη της έχει... σπιλωθεί». Επίτηδες μίλησε διστακτικά για να δώσει έμφαση στη λέξη. «Μπορεί να είναι καλοαναθρεμμένη, από μεγάλο σόι, αλλά είναι ανύπαντρη και ανυπεράσπιστη! Δεν έχει άλλον από μένα. Ποια θα είναι η φήμη της τώρα; Είχα ένα γάμο γι’ αυτήν στα σκαριά, αλλά ο γαμπρός θα πάρει πίσω το λόγο του όταν θα τα μάθει όλα αυτά, κύριέ μου». «Απ’ όσο μπόρεσα ν’ αντιληφθώ, τη φροντίδα μου την ανέλαβε ο καπετάνιος των λα... του σκάφους που με περιέσωσε. Ο Χάρι Λίντγιαρντ, ο αδερφός σας». «Χα! Δε σας ταιριάζει τόση υποκρισία, άρχοντά μου!» Ανάλαφρα βήματα αντήχησαν τότε στις σκάλες. Ο σερ Γουάλας ορθάνοιξε την πόρτα. «Πέρασε, πέρασε μέσα. Εδώ μυρίζει σκάνδαλο και είσαι εσύ το επίκεντρο, αγαπητή μου αδερφή. Έπρεπε να το καταλάβω!» Ο τόνος του, όπως πρόσεξε ο Λούσιους παρά την ανησυχία του, δεν έμοιαζε με ενός συμπονετικού αδερφού, αλλά με ενός αμείλικτου δικαστή. «Γι’ άλλη μια φορά έβαλες σε κίνδυνο το όνομα των Λίντγιαρντ, αφήνοντάς με να μαζέψω τ’ ασυμμάζευτα».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

59

Μια νέα γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο. Ώστε αυτή ήταν η αδερφή του Λίντγιαρντ. Ο Λούσιους της έριξε μια σύντομη εξεταστική ματιά. Καμιά σχέση με τον αδερφό της, σε εμφάνιση, δόξα τω Θεώ, αλλά τίποτα περισσότερο από ένα κορίτσι της επαρχίας, χωρίς το λούστρο της πόλης. Ψηλή, για κοπέλα, με σκούρα μακριά μαλλιά, δεμένα πρόχειρα με μια κορδέλα –μια πυκνή μάζα από μπούκλες που έπεφταν ως κάτω από τους ώμους της. Καλή κορμοστασιά, λεπτή, με σωστές αναλογίες. Ευχάριστα χαρακτηριστικά σ’ ένα οβάλ πρόσωπο με καλοσχηματισμένα μαύρα φρύδια και ίσια μύτη. Τα χείλη της αυτή τη στιγμή ήταν σφιγμένα, αγέλαστα. Δε θα είχε μαντέψει ποτέ τη συγγένεια ανάμεσα στους δυο τους. Το φόρεμά της ήταν παλιομοδίτικο με φαρδιά φούστα και ψηλό γιακά, άκομψο, σε μια απόχρωση του πράσινου που δεν την κολάκευε καθόλου. Ο Λούσιους αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως δε θα είχε ρίξει δεύτερη ματιά σε τούτη τη νεαρή γυναίκα, που έμοιαζε μάλλον με μια ταπεινή γκουβερνάντα σ’ ένα πολυσύχναστο σαλόνι του Μέιφερ. Και όμως έδειχνε μια αυτοπεποίθηση, μια κομψή απλότητα που ερχόταν σε αντίθεση με τα ρούχα της. Ίσως επειδή δεν ήταν μια δεσποινιδούλα του σχολείου, αλλά μια νεαρή κυρία που είχε περάσει τα είκοσι. Στάθηκε λίγο πιο μέσα από το άνοιγμα της πόρτας, περιμένοντας ήρεμα ό,τι έμελλε να συμβεί, με τα μάτια στυλωμένα στον αδερφό της. «Δεσποινίς Λίντγιαρντ, τιμή μου που σας γνωρίζω», είπε ο Λούσιους και υποκλίθηκε με όση χάρη του επέτρεπαν οι ταλαιπωρημένοι μύες του. Χαμογέλασε με ευγενική ψυχρότητα και πρόσθεσε: «Όπως πληροφόρησα τον σερ Γουάλας, δεν έχω κάνει τη γνωριμία σας, πρωτύτερα. Οι


60

ANNE O’BRIEN

όποιες κατηγορίες από μέρους του οφείλονται στην κακή πληροφόρηση. Η τιμή σας είναι αψεγάδιαστη». Ο σερ Γουάλας απέρριψε με μια κίνηση την απολογία έχοντας την προσοχή του στραμμένη στην αδερφή του. «Ο φιλοξενούμενός σου στο Πράιντ είναι ο Λούσιους Χόλαστον, κόμης του Βένμορ», της ανακοίνωσε με στόμφο. «Το είχες υπόψη σου;» Η δεσποινίς Λίντγιαρντ, απόλυτα ψύχραιμη, αγνόησε τον αδερφό της και υποκλίθηκε με χαμηλωμένα μάτια. «Βλέπω πως έχετε αναλάβει αρκετά, άρχοντά μου». Αυτή η φωνή άγγιξε τον Λούσιους. Ήρεμη, συγκρατημένη, με χαμηλούς τόνους, με σιγουριά. Εκπληκτικό... έτσι όπως είχαν πλέον τα πράγματα. Και αμέσως μετά, όταν τα μάτια της υψώθηκαν και συνάντησαν τα δικά του, ήρθε η επιβεβαίωση. Ω, ναι, δε θα μπορούσε να παραγνωρίσει αυτά τα μάτια. Ήρεμα, όπως η φωνή της, γκρίζα, ασημένια σχεδόν στο φως της μέρας σαν την αναλαμπή του ήλιου στο νερό, το χάραμα. Και τα χέρια της, σφιγμένα τώρα μπροστά της τόσο που άσπριζαν οι αρθρώσεις, ούτε κι αυτά μπορούσε να τα παραγνωρίσει. Τελικά, μπορεί να μην ήταν τόσο ψύχραιμη όσο νόμιζε. Άξια χέρια, με μακριά δάχτυλα, ικανά να τραβήξουν ένα σκοινί ή να σύρουν ένα βαρέλι σ’ ένα κατάστρωμα που σειόταν ολόκληρο στην τρικυμία. Ή να πλύνουν το μέτωπο ενός άντρα με κρύο νερό, να δέσουν μια πληγή... Η υποψία μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Αυτή ήταν ο Κάπτεν Χάρι... Κάτι σκίρτησε χαμηλά στην κοιλιά του στη σκέψη πως αυτή η νεαρή γυναίκα τον είχε περιποιηθεί, τον είχε γιατροπορέψει όσο βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας... «Ώστε ο Χάρι Λίντγιαρντ σας φρόντισε, έτσι δεν είναι, άρχοντά μου; Αδυνατώ να καταλάβω πώς δεν το αντιληφθήκατε». Τα λόγια ξεχύθηκαν από το στόμα του σερ Γουά-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

61

λας. «Μια πολύ ανόητη άποψη που κανένας λογικός άντρας δε θα την πίστευε. Αυτή είναι η αδερφή μου, η δεσποινίς Χάριετ Λίντγιαρντ, την οποία εσείς, κύριε, ατιμάσατε!» Ο Λούσιους αισθάνθηκε πως βρισκόταν ένα βήμα πριν την άβυσσο. Κοίταξε με απέχθεια τους επισκέπτες της δανεικής κρεβατοκάμαράς του. Η δεσποινίς Λίντγιαρντ δεν αντέδρασε καθόλου στις κατηγορίες του αδερφού της, κάτι που κέρδισε –έστω και απρόθυμα– το σεβασμό του, εκτός από μια μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της και ένα ρόδισμα στα μάγουλά της. Δε φοβόταν τον αδερφό της ούτε την όλη εξέλιξη της ιστορίας, παρ’ όλο που ο σερ Γουάλας κατηγορούσε εκείνη για έλλειψη σεμνότητας και εκείνον για κάποια μορφή λάγνας αποπλάνησης –εκπληκτικό δεδομένης της κατάστασής του! Όσο για τον αδερφό... Ήταν ιδέα του ή πράγματι το ενδιαφέρον του Λίντγιαρντ είχε γίνει ακόμα πιο έντονο μόλις έμαθε τον τίτλο ευγενείας του; Μπορεί να πονούσε το κεφάλι του, αλλά το μυαλό του δεν είχε κανένα πρόβλημα. Η υπόθεση είχε όλα τα στοιχεία μιας καλοστημένης παγίδας, έτοιμης να γραπώσει έναν άντρα με πλούτη και αξία και κάποιο βαθμό εντιμότητας. Κάποιο θύμα δηλαδή για ν’ αποκατασταθεί μια ανύπαντρη αδερφή που δε βρισκόταν στο πρώτο άνθισμα της νιότης, ούτε ευλογημένη με φανταχτερή ομορφιά. Και αυτός, ο κόμης του Βένμορ ήταν το... θύμα. Ο Λίντγιαρντ ανέφερε πως είχε ήδη ένα γάμο στα σκαριά για την αδερφή του. Σιγά... Το αετίσιο βλέμμα του είχε διακρίνει αυτή την πρώτης τάξεως ευκαιρία και έσπευσε να την αδράξει. Ε, λοιπόν, δε θα πιανόταν στην παγίδα. Τα ρουθούνια του Λούσιους τρεμόπαιξαν από θυμό –θράσος που το είχε ο άνθρωπος! Την ίδια στιγμή, έπιασε το βλέμμα της κοπέλας. Σοβαρό, αυστηρό, συνάντησε το δικό του και, αν δε λάθευε, υπήρχε μια ικεσία στα ασημένια μάτια της. Για


62

ANNE O’BRIEN

ποιο πράγμα όμως; Ίσως για να μην τα κάνει χειρότερα απ’ ό,τι ήταν ήδη; Ο Λούσιους αποφάσισε να κάνει το καλύτερο. Της το χρωστούσε. «Απ’ ό,τι θυμάμαι, Λίντγιαρντ, και δε θυμάμαι πολλά, ήμουν αναίσθητος το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Θα μπορούσα να είχα περάσει τη βραδιά σ’ αυτό το δωμάτιο μ’ ένα ολόκληρο τσούρμο λαθρέμπορους μαζί με το εμπόρευμά τους και όλη τη δύναμη της Δίωξης χωρίς να πάρω είδηση». Το χαμόγελο του Λίντγιαρντ όμως έγινε ακόμα πιο πλατύ, αποκαλύπτοντας μια σειρά από αντιαισθητικά λεκιασμένα δόντια. «Και θα το πιστέψουν αυτό οι κουτσομπόληδες του κοσμικού Λονδίνου; Πως ο κόμης του Βένμορ πέρασε όλη τη νύχτα με την αδερφή μου στο δωμάτιό του, σ’ ένα άδειο σπίτι, διατηρώντας την τιμή της άθικτη ως το χάραμα; Μάλλον όχι, άρχοντά μου. Η αδερφή μου θα ατιμαστεί. Και, τολμώ να πω, πως δε θα είναι και πολύ καλό ούτε για τη δική σας φήμη... να αμαυρώσετε το καλό όνομα ενός αθώου κοριτσιού... Μπορεί να είμαστε μακριά από το Λονδίνο, αλλά τα νέα και τα κουτσομπολιά ταξιδεύουν. Ένας από τους πιο περιζήτητους γαμπρούς όπως εσείς, αν δεν απατώμαι, να καταντήσει ν’ αποπλανήσει και στη συνέχεια να εγκαταλείψει ένα αθώο κορίτσι... Θα πιστέψουν οι κακές γλώσσες την αθωότητα όλων των εμπλεκόμενων; Και το ότι ήσαστε, δήθεν, αναίσθητος;» Η άβυσσος μπροστά του έδειχνε ακόμα πιο απειλητική, όχι εξαιτίας του Λούσιους φυσικά. «Όχι... μάλλον όχι...» «Και βέβαια όχι! Φέρατε την αδερφή μου σε μια θέση που της είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να παντρευτεί, κύριε!» Ο Λούσιους είδε τη Χάριετ Λίντγιαρντ να γίνεται άσπρη σαν πανί, όπως δεν είχε γίνει τότε που κυλούσε το αίμα του στα χέρια της. Είδε τον τρόμο ν’ απλώνεται στο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

63

πρόσωπό της, να τσιτώνει το δέρμα στα ζυγωματικά της. Δεν είχε μιλήσει ακόμα. Ο θυμός, για λογαριασμό και των δύο τους, φούντωσε μέσα του τόσο, που του ήρθε ζάλη έτσι εξασθενημένος που ήταν. Τον είχαν παγιδεύσει όμορφα και καλά, η μια καταστροφή πάνω στην άλλη, αλλά, αν διάβαζε σωστά την αντίδραση του κοριτσιού, είχε πέσει κι αυτή θύμα όπως και ο ίδιος. Ε λοιπόν, θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του. Είχε υποστεί αρκετά τις τελευταίες βδομάδες –περισσότερα απ’ όσα μπορούσε ν’ ανεχτεί ένας άντρας. Τον είχαν ξεγελάσει, τον είχαν εκμεταλλευτεί, τον είχαν χτυπήσει και παραλίγο να τον σκοτώσουν! Μπορεί ο Ζαν-Ζακ Νουάρ να είχε το πάνω χέρι στη Γαλλία, αλλά ο διάβολος να τον έπαιρνε αν άφηνε τον σερ Γουάλας Λίντγιαρντ να κάνει το ίδιο στο... –πού ήταν τούτο το ξεχασμένο από το Θεό μέρος;– στο Ολντ Γουίνκομλι! Και δε θα του επέτρεπε να μιλάει με αυτό τον τόνο στην αθώα αδερφή του, ο ψευτοπαλικαράς! Δεν άξιζε τέτοια μεταχείριση σ’ ένα ευάλωτο, καλοανατεθραμμένο κορίτσι. Μα όλους τους διαβόλους της κόλασης! Δεν του έφταναν όσα είχε να τον βασανίζουν, του χρειαζόταν και αυτό τώρα; Αλλά αυτά τα γκρίζα μάτια είχαν σκοτεινιάσει ξαφνικά σαν τη χειμωνιάτικη θάλασσα, πελώρια, ταραγμένα. * * * Η Χάριετ εξακολουθούσε να στέκεται εκεί όπου είχε σταθεί από την αρχή αυτής της φοβερής σκηνής, ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, και ευχόταν με όλη την καρδιά της να μπορούσε να παραμείνει για λίγο ακόμα ο Κάπτεν Χάρι –ή να καταρρεύσει το σάπιο πάτωμα της κάμαρας και να την καταπιεί. Η καρδιά της πονούσε. Ήλπιζε πως θα κατάφερνε να το σκάσει, να γυρίσει στο Γουάιτσκαρ Χολ χω-


64

ANNE O’BRIEN

ρίς να την πάρει είδηση κανείς και, σίγουρα, χωρίς να ξαναμιλήσει στον πληγωμένο κατάσκοπό της. Και να που τώρα βρισκόταν εδώ, κατά προσταγή του αδερφού της, λες και ήταν καμιά υπηρέτρια. Είχε καταφέρει ωστόσο, αν μη τι άλλο, να βγάλει τα παντελόνια, που θα υποδαύλιζαν τη φωτιά που ήδη είχε ανάψει στο σπίτι της, αλλά ο Γουάλας είχε φτάσει πολύ γρήγορα π’ ανάθεμά τον. Και ήταν έξαλλος. Έριξε μια λοξή ματιά στ’ αντιπαθητικά χαρακτηριστικά του και κάτι τράβηξε την προσοχή της. Ίσως ο Γουάλας να μην ήταν τόσο θυμωμένος όσο ήθελε να φαίνεται. Όχι, δεν είχε τα νεύρα του. Κάτι άλλο τον απασχολούσε... Ο ετεροθαλής αδερφός της είχε διακρίνει μια ευκαιρία και ήταν διατεθειμένος να την εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Η Χάριετ δεν ήξερε αν έπρεπε να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια ή να βάλει τα κλάματα. Φαινόταν τόσο παράλογη η όλη κατάσταση. Ένας κόμης! Ο κατάσκοπός της ήταν κόμης! Και τον κατηγορούσαν κι από πάνω πως την είχε ατιμάσει. Λες και είχαν βγει αληθινά τα πιο κρυφά της όνειρα. Αυτό πια και αν ήταν τρελό! Δεν είχε νόημα να συζητήσει το θέμα με τον Γουάλας. Με τη διάθεση που είχε τώρα, δε θ’ άκουγε δικαιολογίες, δε θα έπαιρνε από λόγια, γι’ αυτό ήταν καλύτερα να κρατήσει το στόμα της κλειστό ώσπου να ξεμπερδεύει με τις γελοίες κατηγορίες του και να περιμένει ώσπου ο υπέροχος κόμης της να το βάλει στα πόδια από το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ –όπως θα έκανε, αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα. Αποτόλμησε να του ρίξει άλλη μια ματιά. Και παραλίγο να βάλει τα γέλια. Γιατί ο κόμης του Βένμορ ήταν όλα όσα ήθελε να είναι ο Γουάλας, όσα προσπάθησε να μιμηθεί μάταια και αναποτελεσματικά εδώ και τόσα χρόνια! Και ξαφνικά αναγκαζόταν να βλέπει εδώ


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

65

μπροστά του την προσωποίηση όλων των ονείρων και των ανεκπλήρωτων επιθυμιών του. Ο Γουάλας φιλοδοξούσε να είναι ένας αριστοκράτης σπόρτσμαν, ένας αθλητικός τύπος της καλής κοινωνίας που θα διακρίνεται για τις ικανότητές του στην ιππασία, στη σκοποβολή, στην ξιφασκία. Ένας άντρας που θα ήθελε να τον θαυμάζουν για την υπέροχη σωματική του διάπλαση, για την ομορφιά του. Να τον αναγνωρίζουν ως τον πιο κομψό άντρα. Δεν μπόρεσε όμως ποτέ να τα καταφέρει! Και να τώρα που στεκόταν μπροστά του η επιτομή των ονείρων του. Και των δικών της. Πλυμένος, ξυρισμένος με τα στιλπνά μαλλιά του ελαφρά ανακατεμένα, ο κόμης ήταν πραγματικά υπέροχος. Πιο ψηλός απ’ όσο νόμιζε, πάνω από ένα και ογδόντα, με ώμους εντυπωσιακά φαρδιούς κάτω από τα φρικαλέα ρούχα που φορούσε. Και μήπως η ίδια δε γνώριζε από πρώτο χέρι πώς διαγράφονταν οι μύες του λεία και ομαλά, σαν νερό στο βράχο, κάτω από το δέρμα του; Δε γνώριζε την αθλητική κοψιά των δυνατών μηρών του, τη σκληρή κοιλιά του; Μήπως δεν ήξερε πόσο μεταξένια ήταν η επιδερμίδα του κάτω από τις παλάμες της όταν τον έπλενε και έδενε τις πληγές του; Και η Χάριετ ένιωσε το πρόσωπο και το αίμα της να φουντώνουν σε αυτή την ανάμνηση. Πόσο υποτιμητικό ήταν τώρα που την κοίταζε με τόση αλαζονεία στο πρόσωπό του, λες και δεν είχε καμιά αξία γι’ αυτόν. Αλλά, και πάλι, γιατί να είχε; Αν ήταν άνθρωπος με νοημοσύνη, ο κόμης του Βένμορ θα είχε καταλάβει το ύπουλο τέχνασμα του Γουάλας για να πιάσει στο δόκανο ένα σύζυγο για το χατίρι της. Τότε την προσοχή της τράβηξε και πάλι ο αδερφός της, που έδειχνε να συγκρατεί με δυσκολία το θυμό του.


66

ANNE O’BRIEN

«Ατίμασες την αδερφή μου, Βένμορ. Απαιτώ ικανοποίηση». «Όχι! Δεν υπήρξε ατίμωση», διαμαρτυρήθηκε η Χάριετ, που ένιωθε έναν κόμπο να της κλείνει το λαιμό. «Σιωπή εσύ!» Ο Γουάλας στράφηκε προς το μέρος της. «Αυτά δεν είναι για σένα, αν και πολλοί θα έλεγαν ότι πήγαινες γυρεύοντας, έτσι που μπλέκεσαι με τους Ελεύθερους Εμπόρους. Θα το κανονίσω εγώ αυτό. Τι ελπίδες υπάρχουν για ένα γάμο της προκοπής αν βγει αυτή η ιστορία πιο έξω; Που θα βγει σίγουρα...» «Τότε υπάρχει μόνο μία γιατρειά, σωστά;» Μια παγερή, ψυχρή παρέμβαση μέσα στην καυτή, φλογισμένη ατμόσφαιρα. Ο κόμης διέσχισε το δωμάτιο πλησιάζοντάς την αργά, αλλά αρκετά σταθερά, έχοντας τα μάτια του καρφωμένα στο πρόσωπό της. Και η Χάριετ διέκρινε μια πυρακτωμένη λάβα μέσα τους, αναγνώρισε μια φονική μανία για τις πανούργες μεθόδους του αδερφού της. Αλλά, και πάλι, εκείνος υποκλίθηκε μπροστά της με χάρη. «Δεσποινίς Λίντγιαρντ, υπάρχει μόνο μια λύση για ν’ αποκαταστήσω το καλό σας όνομα στα μάτια του κόσμου. Θα μου κάνετε τη χάρη να δεχτείτε το χέρι μου;» Πρόταση γάμου; Να γίνει σύζυγος αυτού του άντρα; Ο κόμπος στο λαιμό της χαλάρωσε κι ένα καυτό κύμα συγκίνησης την κατέκλυσε. Αν μπορούσε να διαλέξει σύμφωνα με τους πόθους της καρδιάς της, αυτό δε θα ήταν το δώρο της στο τέλος της ιστορίας, όπως συμβαίνει στα παιδικά παραμύθια; Ένα πολύτιμο πετράδι σ’ ένα μεταξωτό μαξιλάρι; Μπορεί να τον είχε καταδικάσει ως προδότη, αλλά τώρα όφειλε ν’ αναγνωρίσει πως διέθετε υψηλό αίσθημα τιμής, αφού έσπευδε να τη σώσει, όπως θα κάλπαζε ένας ιππότης του παλιού καιρού να σφαγιάσει το δράκο –τον


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

67

Γουάλας στην προκειμένη περίπτωση– και να πάρει μαζί του τη δεσποσύνη που βρισκόταν σε απόγνωση... Μήπως η θαυμαστή πρόταση ήταν η πραγματοποίηση των πιο κρυφών ονείρων της; Η Χάριετ όμως άκουσε τον εαυτό της ν’ απαντάει μ’ έναν τόνο τόσο προσγειωμένο και ρεαλιστικό όσο και ο δικός του. «Όχι, άρχοντά μου, δεν είναι ανάγκη. Όπως γνωρίζουμε και οι δύο, κακώς πληροφόρησαν τον αδερφό μου. Είμαι ευγνώμων για την κίνησή σας και δε θα λησμονήσω ποτέ την καλοσύνη σας να οδηγηθείτε σε μια τόσο μεγάλη θυσία, αλλά πρέπει ν’ αρνηθώ τη μεγαλόψυχη πρότασή σας». Τον είδε ν’ αντιδρά. Δεν ήταν αυτό που περίμενε. Οι μύες στο σαγόνι του σφίχτηκαν. «Ίσως δεν καταλαβαίνετε απόλυτα την κατάσταση, δεσποινίς Λίντγιαρντ». «Δεν είμαι ηλίθια, άρχοντά μου». Μια σπίθα ανυπομονησίας που προσπάθησε να τη μετριάσει, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. «Κατανοώ απόλυτα την κατάσταση. Όπως τη βλέπω εγώ, δεν υπάρχει κατάσταση μεταξύ μας». Και μεμιάς έπνιξε ένα επιφώνημα καθώς ο αδερφός της την άρπαξε άγρια από τον καρπό μπήγοντας τα δάχτυλά του στη σάρκα της. «Λογικέψου, κορίτσι μου...» «Σερ Γουάλας», τον διέκοψε ο κόμης παγερά, υψώνοντας το χέρι του καθώς η Χάριετ πάσχιζε, μάταια, να ελευθερώσει το δικό της. «Πρέπει να έχω μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με την αδερφή σας. Με την άδειά σας. Υπάρχει κάποιο δωμάτιο, μια βιβλιοθήκη, ένα σαλόνι σε αυτό το οίκημα που μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε;» Ο σερ Γουάλας πήρε το πιο στομφώδες ύφος του. «Δε θα το επιτρέψω αυτό. Δεν είναι πρέπον να...» «Κύριε», τον διέκοψε ο κόμης απότομα, «αν πέρασα μια νύχτα με τη δεσποινίδα Λίντγιαρντ πίσω από κλειστές


68

ANNE O’BRIEN

πόρτες, όπως υπαινίσσεστε, παρασύροντάς την στο κρεβάτι μου και καταστρέφοντας την υπόληψή της με τις σαρκικές μου απαιτήσεις, πέντε λεπτά στη βιβλιοθήκη και με το φως της μέρας, δε θα χειροτερέψουν την κατάσταση». Η Χάριετ πάγωσε ακούγοντας την ωμή περιγραφή αυτού που δεν είχε συμβεί. Και για μια απειροελάχιστη στιγμή, ευχήθηκε να είχε... «Πέντε λεπτά τότε». Ο σερ Γουάλας επέτρεψε στη Χάριετ να τραβήξει τον καρπό της. «Πήγαινε την ευγένειά του στη βιβλιοθήκη, δεσποινίς, και προσπάθησε να βάλεις λίγο μυαλό στο ξερό κεφάλι σου». Κατέβηκαν τη σκάλα και η Χάριετ τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη, τόσο σκονισμένη και αχρησιμοποίητη όσο και το υπόλοιπο σπίτι, με τα λιγοστά έπιπλά της σκεπασμένα με καλύμματα. Οι δερμάτινες ράχες των λιγοστών βιβλίων στα ράφια ήταν ξεθωριασμένες. Ήταν φανερό ότι δεν είχαν διαβαστεί ποτέ. Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω τους, η Χάριετ στράφηκε προς τον κόμη, αφού φρόντισε να υπάρχει κι ένας καναπές στρατηγικά τοποθετημένος ανάμεσά τους. Τα μάτια της ήταν καθαρά, φωτεινά και το ύφος της αποφασισμένο. Μπορεί να ήταν περήφανη που είχε συγκρατηθεί προηγουμένως, αλλά δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο σιωπηλή, έστω και αν αυτό σήμαινε πως θα απέρριπτε τη συναρπαστική εικόνα που είχαν πλάσει στο μυαλό της τα λόγια του κόμη. «Δεν είναι ανάγκη να γίνει αυτό, άρχοντά μου. Ξέρω τι σκαρώνει ο αδερφός μου. Θα έπαιρνα όρκο πως δεν είχε στο νου του το γάμο, ώσπου άκουσε πως είστε κόμης!» Τον είδε να κοκκινίζει από τον κυνισμό της. Ένα έντονο κόκκινο χρώμα απλώθηκε στα υπέροχα ζυγωματικά του – τώρα αν ήταν από θυμό για την ξιπασιά του αδερφού της ή αποδοκιμασία για τη δική της έλλειψη διακριτικότητας,


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

69

δεν μπορούσε να το πει, εκείνη πάντως δε θα μασούσε τα λόγια της. «Δε χρειάζεται να ορκιστείτε, δεσποινίς Λίντγιαρντ. Σίγουρα ο σερ Γουάλας είδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία και σκέφτηκε να την εκμεταλλευτεί». «Πάω στοίχημα το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ! Από τη μια, για να με ξεφορτωθεί, και από την άλλη, για να έχει διασυνδέσεις μ’ έναν άντρα πλούσιο και σημαντικό». Η Χάριετ δεν επιχείρησε να κρύψει την πικρία της. «Ο αδερφός μου είναι φιλόδοξος και εγώ δεν πρόκειται να το κάνω αυτό για να ενισχύσω τις φιλοδοξίες του, ακόμα και αν είστε ο ίδιος ο Αντιβασιλέας!» «Ευτυχώς και για τους δυο μας, δεν είμαι!» απάντησε ο κόμης, αιφνιδιασμένος. Ποια εντύπωση είχε σχηματίσει πριν από λίγο; Δεν είχε να κάνει μ’ ένα αθώο, ευάλωτο, καλοανατεθραμμένο κορίτσι, που το τρομοκρατούσε ο αδερφός της, αλλά με μια νεαρή ισχυρογνώμονα και αποφασιστική γυναίκα, που αρνιόταν την πρόταση γάμου που της έκανε! Και με μια ντομπροσύνη που, ειλικρινά, τον έθιγε. Έσφιξε τα χείλη του. «Θα τον θεωρούσατε προσβλητικό ένα γάμο μαζί μου, δεσποινίς Λίντγιαρντ;» «Δεν είναι αυτό το θέμα. Τι όφελος μπορεί να έχει για εσάς ένας τόσο αταίριαστος γάμος; Νομίζω πως δεν πρέπει να έχετε συνέλθει εντελώς από το χτύπημα για να μπείτε έστω και στη διαδικασία να σκεφτείτε κάτι τέτοιο!» «Το χτύπημα από το ρόπαλο μπορεί να μου προκάλεσε σύγχυση για λίγο, αλλά νομίζω πως είμαι απόλυτα λογικός!» Τι όφελος;... Ο πυρήνας μιας ιδέας άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Ότι ίσως ένας τέτοιος γάμος να του έφερνε ένα αμυδρό φως, ένα απρόβλεπτο πλεονέκτημα... «Δεν ξέρουμε τίποτα ο ένας για τον άλλο. Πώς θα μπορούσα να ταιριάξω στους αριστοκρατικούς κύκλους σας, στο Λονδίνο. Δεν έχω ιδέα ούτε πώς πάνε εκεί. Δεν έχω


70

ANNE O’BRIEN

πάει ποτέ στο Λονδίνο ούτε καν πιο πέρα από το Μπράιτον. Γιατί να επιθυμείτε να με παντρευτείτε; Είμαι κάποια όμορφη δεσποινίς της καλής κοινωνίας; Όχι. Μια υποψήφια σύζυγος με πείρα στην κοινωνική ζωή, τα ήθη και τα έθιμα του Λονδίνου; Όχι. Μια πολύφερνη νύφη με ισχυρές διασυνδέσεις; Ούτε αυτό. Γιατί, λοιπόν; Δεν είμαι η κατάλληλη σύζυγος για εσάς». Η Χάριετ φρόντιζε ν’ ακούγεται η φωνή της ήρεμη και απαθής, αγνοώντας το βάρος της θλίψης που πλάκωνε την καρδιά της. Εκείνος δε θα μάθαινε ποτέ πόσο δύσκολο της ήταν να απορρίψει την πρότασή του. «Είμαι είκοσι τριών χρονών, άρχοντά μου». «Κι εγώ τριάντα τεσσάρων, αν αυτό ενδιαφέρει κάποιον άλλο εκτός από μένα». Η Χάριετ είδε μια σπίθα οργής και πληγωμένης περηφάνιας, καθώς του αντιστεκόταν, αλλά δε θα έκανε πίσω. «Συμφωνώ πως η ηλικία σας είναι άσχετη. Η δική μου όμως δεν είναι. Δεν σας είχα για τόσο βραδύνου, τόσο αργόστροφο, άρχοντά μου». «Βραδύνους; Αργόστροφος;» Τα μάτια του σκλήρυναν, ασυνήθιστος στις προκλήσεις. «Κανονικά θεωρούμαι γεροντοκόρη... δεν έχω κάποιο προσόν που να συνηγορεί στο να γίνω σύζυγός σας, δεν κάνω για τίποτα εκτός από γκουβερνάντα στα παιδιά του αδερφού μου». Ξεστόμιζε την αμείλικτη αλήθεια χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει καν τα βλέφαρά της, με το πιγούνι ψηλά. «Σας συγχαίρω για την ειλικρίνειά σας, δεσποινίς Λίντγιαρντ, αλλά ο γάμος μπορεί να είναι η απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις σας... αν δεν είστε αποφασισμένη να φέρεστε πάντα τόσο πεισματάρικα». «Τι θα πει η οικογένειά σας αν σας δει να στέκεστε στο πανάκριβο κατώφλι του αρχοντικού σας, κάπου στο Μέιφερ, φαντάζομαι, με μια ασήμαντη νύφη, ένα τίποτα, πίσω σας;»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

71

«Δεν έχω ιδέα και δε με νοιάζει», της απάντησε ενοχλημένος από αυτή τη μικρή θλιβερή εικόνα. «Μου φαίνεται πως ξεπουλάτε φτηνά τον εαυτό σας, δεσποινίς Λίντγιαρντ. Δεν είστε ένα τίποτα. Η οικογένειά σας είναι απόλυτα αξιοσέβαστη». Η δεσποινίς Λίντγιαρντ όμως δεν έκανε πίσω. «Αξιοσέβαστη! Πόσο καταδικαστική είναι αυτή η λέξη! Σε σύγκριση με την οικογένεια Χόλαστον, τους κόμητες του Βένμορ, είμαστε νεόπλουτοι. Δε χρειάζεται μεγάλη εξυπνάδα για να μαντέψει κανείς το θέμα της σεζόν. Μια κοινή λαθρέμπορος... κόμισσα του Βένμορ! Κάτι σαν τη λαίδη Λέιντ. Δεν μπορώ να σας παντρευτώ, άρχοντά μου». Ο κόμης χαμογέλασε σ’ αυτό το τελευταίο. Ένα αυθεντικό χαμόγελο, που φώτισε το πρόσωπό του, γλύκανε το στόμα του και της έκοψε την ανάσα. «Ε όχι σαν την Λέτι Λέιντ. Αυτή, αν θυμάμαι καλά, πριν ανέβει ψηλά στην κοινωνία, ήταν υπηρέτρια σε μπορντέλο και μαιτρέσα του Σιξτίν-Στρινγκ Τζακ που κατέληξε στην αγχόνη... Αμφιβάλλω αν μπορείτε αν έχετε μια τέτοια φήμη, δεσποινίς Λίντγιαρντ». Το πρόσωπό του ζωντάνευε από το γέλιο, απίστευτα όμορφο παρά τις μελανιές και τη μαχαιριά στο μάγουλο. Η Χάριετ αναγκάστηκε να κοιτάξει αλλού, αναγκάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα καθώς τα όνειρά της γίνονταν κομμάτια μπροστά στα μάτια της. Δεν ήταν γι’ αυτήν τούτος ο άντρας. Ήταν ταπεινωτικό να ξέρει πως της είχε κάνει πρόταση γάμου –δίχως αμφιβολία, μια έντιμη κίνηση από μέρους του– κάτω από την πίεση του απαίσιου αδερφού της. Αν δεν ήταν οι κατηγορίες του Γουάλας, ο κόμης του Βένμορ δε θα την είχε προσέξει καν, πόσο μάλλον να της ζητήσει να μοιραστεί τη ζωή του και το κρεβάτι του. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, για να διώξει την κατάθλιψη που την απειλούσε και ευχήθηκε με όλη την καρδιά της να ή-


72

ANNE O’BRIEN

ταν τα πράγματα διαφορετικά, αλλά δεν μπορούσε, δε θα τον άφηνε να θυσιαστεί για την απληστία του αδερφού της. Θα ήταν εξευτελιστικό για εκείνη –και για εκείνον. Ένας γάμος υπό αυτούς τους όρους θα ήταν ανυπόφορος και για τους δύο. «Γιατί το κάνετε αυτό;» Η σιγανή ερώτησή του την αιφνιδίασε. «Ποιο;» «Γιατί υιοθετείτε την εμφάνιση και κρύβεστε κάτω από την ταυτότητα του Κάπτεν Χάρι;» «Οικογενειακή υποχρέωση». Η Χάριετ στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κι αγνάντεψε στους βράχους πέρα, όπου τα θαλασσοπούλια πετούσαν ολόγυρα και βουτούσαν ελεύθερα, χαρούμενα. Της ήταν πιο εύκολο αυτό από το να τον αντιμετωπίζει καταπρόσωπο. «Είναι βαρύ φορτίο για να το σηκώσει ένα νέο κορίτσι». Την είχε ακολουθήσει και στεκόταν τώρα πλάι της – μια στιβαρή παρουσία. Μπορούσε να νιώσει τη ζεστασιά του στο δέρμα της, την κυριαρχία της ψηλής κορμοστασιάς του. Αλλά δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να αισθανθεί ευάλωτη. «Δεν είναι απλά μια υποχρέωση», συμπλήρωσε, γιατί ένιωσε μια ανεξήγητη ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. «Είναι και η διέγερση. Το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ είναι δικό μου, όπως και το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, αυτό το σπίτι που το αγαπώ, αλλά δεν έχω τα μέσα να το συντηρήσω και ο αδερφός μου δε με αφήνει να ζήσω εδώ. Αυτά τα ταξίδια έχουν γίνει μέρος της ζωής μου. Τι θα είχα μπροστά μου χωρίς αυτά; Είμαι ανύπαντρη, και μάλλον έτσι θα μείνω, άσχετα με το τι λέει ο αδερφός μου. Θα πρέπει να πεθάνω, λοιπόν, από πλήξη –με ατέλειωτα κεντήματα, ζωγραφική, βαρετούς περιπάτους κάτω από το καυστικό βλέμμα της νύφης μου. Όταν ο Ζαν με πρωτοπήρε μαζί


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

73

του σ’ ένα ταξίδι...» Κοκκίνισε μετανιώνοντας που είχε ανοιχτεί τόσο. «Είναι στο αίμα μου, υποθέτω». «Ο Ζαν;» επανέλαβε εκείνος. «Ο Αλεξάντερ Έλερντιν, ο ξάδερφός μου. Και φίλος μου. Μου έδειξε... μου μετέφερε την ικανοποίηση που ένιωθε... Και αφού ο Γουάλας δεν ήταν γι’ αυτά, ανέλαβα εγώ και, κατά κάποιον τρόπο, συνέχισα την οικογενειακή παράδοση. Η θάλασσα είναι στο αίμα μου. Οι Λίντγιαρντ είχαν πάντα κοινά συμφέροντα με τους... Ελεύθερους Εμπόρους». Η ιδέα που είχε γλιστρήσει στο μυαλό του Λουκ άνθισε και ωρίμασε στα γρήγορα. Έγινε μια πιθανότητα. Να σώσει τη δεσποινίδα Λίντγιαρντ από την ατίμωση –ένα χρέος αυτό καθ’ εαυτό– και ταυτόχρονα... το μικρό ιστιοφόρο, το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ! Γύρισε, ακούμπησε προσεχτικά τον ώμο του στο πρεβάζι του παραθύρου για να μπορεί να την κοιτάζει στα ίσια και την ανάγκασε έτσι να υψώσει τα μάτια της στα δικά του. «Αφού φαίνεται πως δε δίνετε και μεγάλη αξία στην πρότασή μου για γάμο...» Τα χείλη του σχημάτισαν μια γκριμάτσα αυτοπεριφρόνησης. «...Σας προτείνω ένα συμβόλαιο που μπορεί να σας ενδιαφέρει. Μια επαγγελματική συμφωνία, αν θέλετε». «Επαγγελματική συμφωνία;» Ήταν το τελευταίο που περίμενε. Τα μάτια του στένεψαν λες και συλλογιζόταν κάποια μακρινή συνωμοσία. «Νομίζω πως ίσως χρειαστώ ένα γρήγορο σκάφος για εύκολη πρόσβαση στη γαλλική ακτή. Και εσείς διαθέτετε ένα τέτοιο...» «Ε, ναι... αλλά, αν χρειάζεστε σκάφος, δε θα ήταν πιο απλό να αγοράσετε;» Η Χάριετ ύψωσε τα φρύδια της με κατάφορη δυσπιστία. «Γιατί να φορτωθείτε και μια σύζυγο;» Ο κόμης υπολόγισε στα γρήγορα τα πλεονεκτήματα που


74

ANNE O’BRIEN

θα είχε αυτή η κίνηση. «Χρειάζομαι ένα αξιόπιστο πλήρωμα και έναν έμπειρο καπετάνιο που γνωρίζει τις παλίρροιες και τη γαλλική ακτή, που έχει διασυνδέσεις εκεί. Και η ταχύτητα είναι σημαντική... κρίσιμη ίσως, στα σχέδιά μου. Θα μπορούσατε να μου τα προσφέρετε όλα αυτά». Η Χάριετ σταύρωσε τα μπράτσα της. «Θα μπορούσα. Γιατί;» «Μια οικογενειακή υπόθεση. Δε χρειάζεται να σας απασχολεί». Τον είδε να κατσουφιάζει. Λες και έκλεινε ένα παντζούρι, σκέφτηκε, λες και τραβούσε τις κουρτίνες κρύβοντας κάθε συναίσθημα. «Λοιπόν, εσείς εξασφαλίζετε τη χρήση του Γκοστ. Κι εγώ τι παίρνω;» τον ρώτησε σουφρώνοντας τα χείλη της. «Πολύ απλό. Τον τίτλο μου και όλα όσα πάνε μαζί. Τα πλούτη μου. Μπορώ να σας προσφέρω άνεση, πολυτέλεια αν σας αρέσει, κοινωνική θέση, ανεξαρτησία. Δε θα είστε αναγκασμένη να κεντάτε ή να ζωγραφίζετε για μένα! Δε θα είστε υπό το βλέμμα του αδερφού σας ή της νύφης σας. Δεν είναι καθόλου ελκυστικά όλα αυτά; Έχω αρκετά σπίτια που μπορεί να σας αρέσουν. Ίσως ανακαλύψετε πως σας αρέσει μια κοσμική σεζόν στο Λονδίνο». «Χα! Να μην έχω να σκέφτομαι τίποτ’ άλλο εκτός από το τι θα φορέσω και τι θα πω και αν θα τα καταφέρω στα βήματα ενός χορού στο Όλμακ χωρίς να μπερδέψω τα πόδια μου; Θα πρέπει να ξέρετε ότι δε μ’ έμαθαν ποτέ να χορεύω! Και νομίζετε πως το χρήμα μετράει για μένα;» «Ως λαθρέμπορος, φαντάζομαι πως το κέρδος έχει σημασία για σας». «Θα μπορούσε να είναι κι έτσι», του απάντησε αινιγματικά. Αν αυτό πίστευε γι’ αυτήν... Αλλά πώς να μην το πιστεύει, αφού δεν την ήξερε καθόλου; «Γιατί θα διάλεγα να γλιτώσω από τον έλεγχο του αδερφού μου για να πέσω στον δικό σας;»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

75

«Θα δείτε πως δεν είμαι και τόσο αυστηρός σύζυγος. Θα το κάνετε;» Η Χάριετ μελέτησε το αγέλαστο πρόσωπό του με τα αυταρχικά χαρακτηριστικά και δεν ήταν τόσο σίγουρη, καθόλου σίγουρη. Ο κόμης του Βένμορ δε φαινόταν να διαθέτει τη στόφα ενός εύκολου, ανεκτικού συζύγου. Ξαφνικά, δεν υπήρχε καμιά ομοιότητα ανάμεσα στην τσακισμένη, ματωμένη μορφή που είχαν πετάξει μπροστά στα πόδια της και σ’ αυτό τον άντρα. Αυτό τον άντρα που επέμενε να συνάψει μια απίστευτη συμφωνία μαζί του. «Δεν ξέρω», παραδέχτηκε. «Γιατί όχι; Σκεφτείτε πόσο καλή περίπτωση γαμπρού αποδείχτηκα». Δεν της διέφυγε ο καγχασμός στη φωνή του. Θα πρέπει να είχε πολύ χαμηλή εκτίμηση για το άτομό της. Ε, θα του απαντούσε με το ίδιο ύφος. «Ώστε υπάρχει κάτι και για τους δύο σ’ αυτή τη συμφωνία. Αυτό το πάντρεμα θα εξυπηρετεί τόσο τα δικά σας συμφέροντα όσο και τα δικά μου». «Ναι, γιατί όχι;» Η Χάριετ πήρε μια βαθιά ανάσα. Υπήρχε ειλικρίνεια μεταξύ τους, τουλάχιστον. Και αυτό ήταν μεγάλο δέλεαρ. Έπιασε τον εαυτό της να λυγίζει. Ο κόμης του Βένμορ ήταν, σαφώς, ένας πονηρός άντρας. Γνώριζε πως η ανεξαρτησία θεωρείτο ένα ανεκτίμητο δώρο γι’ αυτήν. Πώς θα ήταν να μοιραζόταν τη ζωή του, το κρεβάτι του; Ανατρίχιασε στη σκέψη πως αυτός ο άντρας θα την έκανε δική του. Ήταν μια εικόνα που θα μπορούσε να καταστρέψει την αποφασιστικότητά της, παραδέχτηκε ενδόμυχα, αν η ίδια το επέτρεπε. «Είπατε πως δεν έχετε τα μέσα να συντηρήσετε αυτό το σπίτι». Τα λόγια του την έφεραν πίσω στο παρόν. «Εί-


76

ANNE O’BRIEN

ναι φανερό πως σημαίνει πολλά για σας. Αν επιθυμείτε να ξοδέψετε χρήματα για να το επισκευάσετε...» Η Χάριετ τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. «...τότε θα μπορούσα να σας βοηθήσω να το κάνετε». Ήταν διατεθειμένος να πληρώσει για ν’ αναστηθεί το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, να ξαναβρεί την αλλοτινή δόξα του; Γιατί προσπαθούσε να γίνει τόσο πειστικός; Δε χρωστούσε τίποτα. Η Χάριετ δεν έβρισκε λόγια ν’ απαντήσει ανάμεσα σ’ αυτό που ποθούσε η καρδιά της και σ’ αυτό που της έλεγε το μυαλό της ότι ήταν σωστό και πρέπον. Το μυαλό της νίκησε, φυσικά. «Δεν είστε υποχρεωμένος να το κάνετε, άρχοντά μου. Ξέρουμε και οι δυο πως δε θίχτηκε η τιμή μου». «Το ξέρω αυτό, όπως το ξέρετε κι εσείς. Αλλά δυστυχώς ο εκλεπτυσμένος κόσμος δεν είναι καθόλου επιεικής ακόμα και στον ψίθυρο ενός σκανδάλου. Μπορεί να αποδειχτεί σκληρός και ύπουλος. Αν έχετε έστω και κάποια φιλοδοξία για να προσελκύσετε ένα σύζυγο, θα πρέπει να αντιλαμβάνεστε τους κινδύνους που θ’ αντιμετωπίσετε αν σας περιλάβουν οι φαρμακερές γλώσσες των κουτσομπόληδων». Την παρατηρούσε καθώς σκεφτόταν τα λόγια του με απόλυτη σοβαρότητα. Έσμιξε λίγο τα φρύδια της καθώς απαντούσε, θαρρείς και τα λόγια που ξεστόμιζε της ήταν οδυνηρά. «Φαίνεται πως σε αυτή τη συμφωνία είναι περισσότερα τα πλεονεκτήματα για μένα, άρχοντά μου. Το μόνο που παίρνετε είναι μια αταίριαστη σύζυγος και το Γκοστ». «Για μένα είναι σημαντικά». Και εκπλήσσοντάς τη, ίσως και τον ίδιο του τον εαυτό, ο κόμης έπιασε το χέρι της με το γερό δικό του, το δεξί, και η Χάριετ ένιωσε μια σπίθα να κυλάει στο αίμα της. Το κράτημά του ήταν στέρεο, δυνατό, είχε κάτι το εξουσιαστικό. Δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της να την εξουσιάζει ένας άντρας. Αισθανόταν έ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

77

ντονα την ισχυρή παρουσία του στον κλειστό χώρο, τη δύναμη της θέλησής του όταν έβαζε στο μυαλό του να κάνει κάτι. Τα λόγια του το επιβεβαίωσαν. «Ας έχουμε μια καθαρή συζήτηση μεταξύ μας, δεσποινίς Λίντγιαρντ. Υπάρχει κάποιος που τον αγαπάτε; Είστε λογοδοσμένη;» Η Χάριετ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τότε είμαστε και οι δύο ελεύθεροι από δεσμεύσεις και σε ηλικία να κάνουμε μια συμφωνία με την ελεύθερη βούλησή μας». «Μα δεν είναι έτσι. Νομίζω πως υπάρχει μια κυρία στην καρδιά σας...» Ο κόμης έσμιξε τα φρύδια του. «Δεν υπάρχει...» «Μια κυρία με το όνομα Μαρί-Κλοντ». Τα μάτια του άστραψαν προειδοποιητικά. «Όχι. Ό,τι και αν είπα στο παραλήρημά μου, το παρεξηγήσατε, δεσποινίς Λίντγιαρντ. Δε μου είναι τίποτα». Η απάντησή του έκρυβε μια σκληράδα. «Υπόσχομαι να είμαι ένας περιποιητικός και ανεκτικός σύζυγος. Θα υπερασπίζομαι το όνομα και την τιμή σας με όση δύναμη διαθέτω. Δε θα απαιτώ περισσότερα απ’ όσα είστε πρόθυμη να δώσετε... και σε αντάλλαγμα θα μου παραχωρήσετε τη χρήση του Γκοστ. Δεσποινίς Χάριετ Λίντγιαρντ, θα μου κάνετε την τιμή να με παντρευτείτε;» Η πρότασή του δεν είχε το ζεστό συναίσθημα που θα περίμενε μια γυναίκα από τον άντρα που της ζητούσε ν’ αφήσει το μέλλον της στα χέρια του, αλλά ο Λουκ της φίλησε τα ακροδάχτυλα και η Χάριετ αισθάνθηκε τα χείλη του δροσερά στην επιδερμίδα της. Μια μικρή φλόγα τρεμόπαιξε στην καρδιά της. «Θα ήταν ευχαρίστησή μου να αποκατασταθούμε και οι δυο στην καλή κοινωνία και να λύσω όλα τα προβλήματά σας», πρόσθεσε εκείνος. Μια πρόταση γάμου. Η Χάριετ νόμιζε ότι βυθιζόταν


78

ANNE O’BRIEN

στο βάλτο της αβεβαιότητας. Πόσο απόμακρος, πόσο αυστηρός ήταν, λες και δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν. Και ίσως και να μη σήμαινε... Συνειδητοποίησε μεμιάς ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει σ’ αυτή την ένωση. Θα της έφερνε περισσότερο πόνο παρά ευτυχία. Και τότε, ο κόμης της χαμογέλασε. Τι απίστευτα γοητευτικό χαμόγελο που είχε! Τον έκανε επικίνδυνα ελκυστικό. Η Χάριετ βρέθηκε ξαφνικά να παραπαίει, έτοιμη να ξεχάσει όλους τους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να κάνει αυτό το βήμα. Έδειχναν όλα τόσο δελεαστικά. Το βλέμμα της έσμιξε με το δικό του και ένιωσε σαν να την παρέσυραν τα κύματα μιας δυνατής παλίρροιας. Αν δεν πρόσεχε, θα την τραβούσαν αδυσώπητα κάτω από την επιφάνεια, στο βυθό, και τότε θα ήταν χαμένη... «Δεσποινίς Λίντγιαρντ; Το μέλλον μου κρέμεται από την απάντησή σας». «Σοβαρά;» Φάνηκε έκπληκτη. «Σοβαρά, δεσποινίς Λίντγιαρντ!» Το σφιγμένο στόμα του πρόδινε την ανυπομονησία του. Θα έπρεπε να του δώσει μια απάντηση φυσικά. Και το έκανε. «Η γλώσσα σας είναι απαλή σαν γαλλικό μετάξι, άρχοντά μου. Για το μόνο που λυπάμαι είναι ότι, αν δεχτώ, θα ευχαριστήσω τον αδερφό μου». «Δεν είναι ανάγκη να σας απασχολεί πια. Αν δεχτείτε την πρότασή μου, από τώρα και στο εξής ανήκετε σ’ εμένα». Υπερβολικά... κυριαρχικό. Εξωφρενικά εξουσιαστικό. Λόγια αντρίκια, με πολλή αυτοπεποίθηση. Η καρδιά της Χάριετ σκίρτησε κάτω από το εφαρμοστό παλιομοδίτικο κορσάζ της. Και πάλι, ακόμα πιο δυνατά, όταν εκείνος της έσφιξε το χέρι και την τράβηξε αργά προς το μέρος του. Σκόπευε να τη φιλήσει; Ο φόβος την παρέλυσε.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

79

«Θα πρέπει να σας πω ότι όχι, δεν ξέρω να χορεύω... και, ναι, δε μ’ έχουν φιλήσει ποτέ». «Τότε θα είναι μεγάλη μου ευχαρίστηση να σας δείξω και τα δυο για να επικυρώσουμε τη συμφωνία μας». Το φιλί του την εξέπληξε. Ήταν πολύ αβρό, ένα ανάλαφρο συναπάντημα των χειλιών, κάτι περισσότερο από μια μοιρασμένη ανάσα... Η Χάριετ ένιωσε πως κατέβαλε προσπάθεια για να μην την τρομάξει, αλλά τώρα δεν κυριαρχούσε ο φόβος στο μυαλό της. Αναστέναξε, έκανε ένα βήμα, και εκείνος το ένιωσε και πέρασε το γερό μπράτσο του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε πάνω στο στέρεο στήθος του, στους μηρούς του, ενώ τα χείλη του ζεσταίνονταν, διέγειραν. Έτσι, μέσα στον κλοιό της αγκαλιάς του, η Χάριετ ένιωσε να ζωντανεύουν όλες οι αισθήσεις της, αισθάνθηκε τη μυρωδιά του, το άγγιγμά του σαν να τη χαϊδεύουν, να τη γεμίζουν με μια τέρψη που ούτε θα μπορούσε να τη φανταστεί. Τόσο απαλό και όμως τόσο λιγωτικό, τόσο ηδονικό... Όταν την άφησε, έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, σαν να σκέφτηκε κάτι, πριν από ένα τελευταίο χάδι ανάμεσα στα φρύδια. «Λοιπόν, συμφωνήσαμε; Δε θα ήταν πρέπον να φιλάω μια κυρία που δεν είναι η μνηστή μου, σωστά;» Και η Χάριετ απόμεινε να τον κοιτάζει εκστατική, εντυπωσιασμένη από το χιούμορ του. Πώς μπορούσε να του πει πως της είχε κλέψει και την ανάσα και την καρδιά με αυτή την ευγενική κίνηση; «Τότε, πρέπει να δεχτώ, έτσι δεν είναι; Γιατί δεν το συνηθίζω ν’ αφήνω έναν κύριο να με φιλάει. Αλλά θα ήθελα να ζητήσω κάτι», χαμήλωσε τα μάτια της για να μη δει την αγωνία που άρχισε να της πιέζει πάλι το στήθος. «Αφού μου σώσατε τη ζωή, νομίζω ότι είναι χρέος μου να ικανοποιώ κάθε σας απαίτηση, δεσποινίς Λίντγιαρντ». «Δε θέλω ανοιχτό γάμο... σε κάποια εκκλησία της μό-


80

ANNE O’BRIEN

δας, στο Λονδίνο, μπροστά στα μάτια του καλού κόσμου, του κύκλου σας...» «Πολύ καλά. Τότε πού;» «Εδώ. Με ειδική άδεια...» «Τότε έτσι θα γίνει». Η ανακούφισή της ήταν απερίγραπτη, το ίδιο και η έκπληξή της, που είχε δεχτεί τόσο εύκολα. Δεν της είχε ζητήσει καν να του εξηγήσει το γιατί –κάτι που δεν το επιθυμούσε καθόλου. «Αν είναι να γλιτώσω, ας γίνει μια ώρα αρχύτερα. Γνωρίζετε κάποιον επίσκοπο, άρχοντά μου;» «Νομίζω πως κάτι μπορώ να κάνω... Και το όνομά μου είναι Λούσιους», την παρότρυνε. «Λούσιους...» Δοκίμασε να το προφέρει. Βαρύ. Κλασικό. Αριστοκρατικό. Θα πρέπει να ζάρωσε τα φρύδια της. «Δοκιμάστε το Λουκ, αν δε σας βολεύει». Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Έτσι σας αποκαλεί η οικογένειά σας;» «Ο αδερφός μου ο Άνταμ». Η Χάριετ το δοκίμασε νοερά, Λουκ! Της άρεσε. Ταίριαζε με την ομορφιά του. «Τότε κι εγώ θα κάνω το ίδιο». «Εντάξει, το αποφασίσαμε. Αρκεί να μην αναγκαστώ να σας παντρευτώ με αυτό το ρούχο». Έδειξε τη φανταχτερή ρόμπα που φορούσε. «Αμφιβάλλω αν διορθώνεται το δικό σας πανωφόρι, αν και είμαι σίγουρη πως θα έχετε πολλά άλλα τέτοια κομψά ρούχα. Πρέπει να πω ότι άνοιξα με μαχαίρι τις ραφές. Φοβόμουν πως θα πεθαίνατε από αιμορραγία». «Τότε, δόξα τω Θεώ που το κάνατε. Παρ’ όλο που ο Γουέστον δε θα χαρεί καθόλου που καταστράφηκε το αριστούργημά του». «Όποιος και αν είναι ο Γουέστον, δεν είχε να κάνει με επείγουσα ανάγκη! Υπόσχομαι να μην παντρευτώ με μπότες και παντελόνα».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

81

«Δεν μπορώ να ζητήσω τίποτα περισσότερο, Κάπτεν Χάρι». «Είμαι ευγνώμων». Άπλωσε τότε το χέρι του ξαφνιάζοντάς την κι έσυρε ένα δάχτυλο στο σαγόνι της. Ύψωσε το πιγούνι της για να τον βλέπει. Και απρόσμενα, με μια σβέλτη κίνηση που διέψευδε τραύματα και μώλωπες, ο Λουκ την άρπαξε και τη φίλησε και πάλι, δυνατά, άγρια. Η συμπεριφορά του μπορεί να ήταν ψυχρή, αλλά το στόμα του καυτό σαν φλόγα. Το προηγούμενο φιλί την είχε ζεστάνει, αυτό εδώ την είχε τσουρουφλίσει –μια φωτιά που κατέκαιγε κάθε εκατοστό του κορμιού της και ξεσήκωνε μια πείνα μέσα της που της ήταν άγνωστη. Τα πόδια της λύγισαν. Το σώμα της έδειχνε έτοιμο να καταρρεύσει. Η Χάριετ πίεσε τα χέρια της στο στήθος του, όχι για να κρατήσει απόσταση μεταξύ τους, αλλά για να χαρεί απλώς τη ζεστασιά του κορμιού του, τον στέρεο χτύπο της καρδιάς του κάτω από την παλάμη της. Ύστερα εκείνος την άφησε τόσο γρήγορα όσο την είχε πιάσει. «Δε χρειάζομαι την ευγνωμοσύνη σας, μόνο την αποδοχή σας, δεσποινίς Λίντγιαρντ». Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε έξω ώστε να αναγγείλουν τα νέα στον σερ Γουάλας και η μόνη σκέψη στο μυαλό της Χάριετ ήταν –τι έκανα; Δέχτηκα να παντρευτώ έναν άντρα που ο τρόπος ζωής του μπορεί να είναι εντελώς ανήθικος; Και ακολούθησε αμέσως το Γιατί ο κόμης του Βένμορ χρειάζεται ένα γρήγορο σκάφος να τον περάσει στη Γαλλία; Μια ερώτηση που έπεσε βαριά σαν πέτρα στο στήθος της. Γιατί, αν ο κόμης σκόπευε να χρησιμοποιήσει το Γκοστ για άνομες παρτίδες με τον εχθρό – αυτό δεν έδειχναν όλες οι ενδείξεις;–, πώς ήταν δυνατόν


82

ANNE O’BRIEN

να την ελκύει ένας άντρας που μπορούσε να είναι κάλλιστα ένας κατάσκοπος; * * * Μια λαθρέμπορος. Μια λαθρέμπορος... κόμισσα του Βένμορ. Θεέ και Κύριε! Τι είχε κάνει; Όσο ο Τζορτζ Γκέιντι διαπραγματευόταν την ενοικίαση ενός αλόγου και μιας ελαφριάς ανοιχτής άμαξας με τον σφιχτοχέρη ιδιοκτήτη του Σίλβερ Μπόουτ, ο Λουκ είχε μείνει μόνος με τις σκέψεις του –δυσάρεστες σκέψεις– με επίκεντρο τη Χάριετ Λίντγιαρντ. Για τις περισσότερες δεν είχε απαντήσεις. Όπως, γιατί είχε πολεμήσει τόσο σκληρά για να την αποκτήσει; Και τι είχε απογίνει η θρυλική γοητεία του, η περίφημη ικανότητά του στο εκλεπτυσμένο φλερτ; Πώς είχε γίνει τόσο αδέξιος, σιωπηλός σχεδόν, όταν εκείνη του αράδιαζε τα ελαττώματά της και τον κατέκρινε που ήθελε μια νύφη όπως αυτή; Είχε σταθεί εκεί, σαν άξεστος χωριάτης, με όλα τα επιχειρήματά του θαμμένα κάτω από μια παγερή δόση ειλικρίνειας, ζαρώνοντας μπροστά στο ντόμπρο βλέμμα της κυρίας. Και παρεμπιπτόντως, όλες οι παρατηρήσεις της δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ακριβή περιγραφή, μια σύνοψη της όλης κατάστασης... Τι είχε πει; Πώς είχε περιγράψει τον εαυτό της; Άχαρη, άκομψη, χωρίς προίκα και χωρίς καμιά ιδιαίτερη ομορφιά, αρκετά μεγάλη ώστε να χαρακτηριστεί ως ντεμπιτάντ και χωρίς καμιά κλίση για κοσμικότητες και κοινωνικότητες. Ο κόμης επανεξέταζε την εικόνα που έδινε η μνηστή του απροκατάληπτα. Η δεσποινίς Λίντγιαρντ είχε υποτιμήσει τον εαυτό της. Η εκτυφλωτική ειλικρίνεια ήταν σίγουρα ένα από τα προσόντα της. Αυτό θα έπαιρνε. Μια ειλικρινή σύζυγο με το θάρρος της γνώμης της, μια ικανή γυ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

83

ναίκα που δε λιγοθυμούσε στη θέα του αίματος, που είχε κουράγιο να μην υποχωρεί μπροστά στους παλικαρισμούς του αδερφού της. Τα πλούτη του, ο τίτλος του, η θέση του στην υψηλή κοινωνία δεν την έλκυαν προφανώς. Χαμογέλασε ειρωνικά όταν θυμήθηκε την αντίδρασή της στην αναφορά του περίφημου ράφτη του. Ο καημένος ο Γουέστον! Δεν ήξερε καν ποιος είναι. Και, όχι, δεν ήταν άσχημη. Κάθε άλλο. Είχε μια άπιαστη γοητεία πάνω της, που εκείνος πίστευε πως δεν την αντιλαμβανόταν καν. Όταν του είχε μιλήσει με τόσο πάθος για εκείνο το ερείπιο το σπίτι της, τα χαρακτηριστικά της είχαν φωτιστεί, τα μάτια της έλαμπαν. Και τι όμορφα που ήταν! Όχι δεν ήταν καθόλου άσχημη. Όταν χαμογελούσε, μεταμορφωνόταν. Σκέφτηκε πως δεν την είχε δει να γελάει. Τι κρίμα! Είχε δει όμως μια ξαφνική σκιά φόβου όταν του ζήτησε να κάνουν κλειστό γάμο. Γιατί άραγε; Ποια γυναίκα από τις γνωστές του θ’ αντιστεκόταν στην ευκαιρία ενός ανοιχτού γάμου για να τη ζηλεύει όλη η αριστοκρατία όταν θα έπαιρνε τον τίτλο της Κόμισσας του Βένμορ; Ο ίδιος δεν ήταν τόσο αφελής ώστε ν’ αγνοεί την αξία του ως γαμπρός. Αλλά εδώ υπήρχε μια λύπη που χρόνιζε... Ποιος θα πίστευε πως μια γυναίκα είχε προσπαθήσει τόσο σκληρά να μην τον παντρευτεί; Ένα τραχύ γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του. Ένας σοφός άντρας, σκέφτηκε, θα το είχε βάλει στα πόδια και θα έλεγε κι ευχαριστώ –αλλά όχι ένας έντιμος άντρας. Ο Λουκ δεν είχε σκοπό ν’ αφήσει τη Χάριετ να υποφέρει επειδή μια παραξενιά της τύχης τον είχε ρίξει στο πλοίο της. Ούτε θ’ άφηνε το όνομά του σπιλωμένο με την ατίμωσή της. Το οικογενειακό του όνομα άξιζε κάτι καλύτερο, όπως και το δικό της. Θα μετάνιωνε για τούτη την πρόσθετη περιπλοκή στη ζωή του; Ανασήκωσε τον ώμο του σ’ αυτή τη σκέψη, τόσο


84

ANNE O’BRIEN

απότομα ώστε μια δυνατή σουβλιά τον έκανε να σφίξει τα δόντια του. Μπορεί. Μήπως δεν είχε αρκετούς μπελάδες τώρα για ν’ ανακαλύψει το μέρος όπου βρισκόταν η μαντεμουαζέλ Μαρί-Κλοντ; Δεν τα έβλεπε εύκολα τα πράγματα από αυτή την πλευρά και οι επαφές με τον Ζαν-Ζακ Νουάρ γίνονταν επικίνδυνες. Έπρεπε να μιλήσει στη Χάριετ γι’ αυτό; Όχι. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Καλύτερα να κρατούσε το στόμα του κλειστό και τους φόβους του για τον εαυτό του –όπως τον είχαν προειδοποιήσει. Για την ώρα, είχε την προοπτική μιας συζύγου –το τελευταίο που ήθελε σε αυτή τη φάση της ζωής του, όταν ζούσε σ’ ένα ψέμα και με το βάρος της ενοχής–, αλλά, τίμια πράγματα, δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει. Μια παράξενη συμμαχία. Μια λαθρέμπορος κι ένας... τι; Κατάσκοπος; Προδότης; Κάποιοι θα έλεγαν το δεύτερο... Ένα αδίστακτο ζευγάρι, αλλά η δεσποινίς Λίντγιαρντ είχε το Γκοστ, μια πολύ καλή ευκαιρία για να τη χάσει, αν αυτό θα του επέτρεπε να σώσει μια αθώα νέα γυναίκα. Και, ό,τι και αν συνέβαινε, θα φρόντιζε να μην υποφέρει η δεσποινίς Χάριετ Λίντγιαρντ για την υποχωρητικότητά της. Θα της άρεσε άραγε που θα γινόταν κόμισσα; Είχε τις αμφιβολίες του. Θα έβαζε στοίχημα πως προτιμούσε ν’ αντιμετωπίσει μια τρικυμία στ’ ανοιχτά, με το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ, παρά έναν επίσημο χορό. Ήθελε όμως την ελευθερία της από τους περιορισμούς της οικογένειάς της. Κι εκείνος ήξερε τι άξιζε ένα ταχύ ταξίδι στη Γαλλία. Μια ευκαιρία επεδίωκαν και οι δυο και, όπως είχε παρατηρήσει μ’ εκείνο τον ψυχρό περιφρονητικό τόνο της, αυτό το πάντρεμα θα εξυπηρετούσε και τα δικά της συμφέροντα και τα δικά του. Και τι γνώμη είχε εκείνος για ένα κορίτσι που φορούσε μπότες και παντελόνες, διέφευγε το νόμο και πετούσε το


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

85

γάντι στους Τελωνιακούς χωρίς τον παραμικρό φόβο; Έπρεπε να τον προσβάλλει αυτό. Ο Λουκ χαμογέλασε ειρωνικά. Κατά κάποιον τρόπο δεν μπορούσε να επικαλεστεί αυτό το συναίσθημα στις δοσοληψίες του με τη Χάριετ Λίντγιαρντ. Κανονικά έπρεπε να αισθάνεται βαθιά προσβεβλημένος, να καταδικάζει την ηθική της και την αίσθηση κυριότητας που τη χαρακτήριζε. Ακόμα και αυτή η τελευταία συνομιλία τους στην τραπεζαρία παρέμενε σαν μια δυσάρεστη ηχώ στο μυαλό του. Καθώς πήγαινε ν’ ανοίξει την πόρτα, η Χάριετ τον σταμάτησε. «Αν είναι να παντρευτούμε... αυτό σημαίνει πως θα προτιμούσατε να εγκαταλείψω το λαθρεμπόριο;» «Ναι», της απάντησε αδίστακτα ενώ η έκπληξη χρωμάτιζε τη φωνή του. «Πώς είναι δυνατόν να θέλω μια σύζυγο που εμπλέκεται σε εγκληματικές δραστηριότητες; Ε... δηλαδή...» «Υποθέτω πως το θεωρείτε ένα βρόμικο, καταδικαστέο εμπόριο». Θα πρέπει να τον είδε να αναζητά μια διακριτική απάντηση. «Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτή τη γνώμη έχουν, ξέρετε, παρ’ όλο που αυτό ταΐζει τα φτωχά γυναικόπαιδα στα ψαροχώρια, που διαφορετικά θα λιμοκτονούσαν». Ύψωσε το χέρι της να προλάβει την απάντησή του. «Καταλαβαίνω... δεν είναι ανάγκη να κρύβετε ότι το καταδικάζετε κι αυτό όπως και εμένα. Θα πω μόνον αυτό, άρχοντά μου. Θα το σκεφτώ ν’ αποσυρθώ από το Εμπόριο, επειδή αυτή είναι η προτίμησή σας». Και αυτό ήταν ό,τι περισσότερο μπορούσε να του υποσχεθεί. Τώρα, έπρεπε να ζήσει με τις συνέπειες. Ήταν δυνατόν να χτίσει ένα μέλλον πάνω σ’ ένα ρηχό και ανεξήγητο θαυμασμό για τη δεσποινίδα Λίντγιαρντ, απλά και μόνο επειδή τον είχε περιμαζέψει και του είχε σώσει τη ζωή; Θαυμασμό επειδή του είχε πάει κόντρα και του είχε πετά-


86

ANNE O’BRIEN

ξει καταπρόσωπο την πρότασή του για τα πλούτη και την κοινωνική θέση του λες και ήταν σκουπίδια; Ωστόσο μια ανάμνηση του έμενε ανεξίτηλη. Λαθρέμπορος ή όχι, ήταν για φίλημα. Είχε δοκιμάσει τα χείλη της και τα είχε βρει απαλά και γλυκά όσο θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς. Ο Λούσιους είχε μείνει έκπληκτος από την αντίδραση του κορμιού του, και ας ήταν τόσο εξασθενημένος. Όταν τη φίλησε και δεύτερη φορά το ξέσπασμα του πόθου του τον είχε ξαφνιάσει. Το σφίξιμο στους λαγόνες, η σκληράδα του, όταν τα χείλη της χώρισαν κάτω από την πίεση των δικών του... Τα λεπτά, άξια χέρια της που πιέζονταν στο στήθος του είχαν ανάψει μια φωτιά χαμηλά στην κοιλιά του και ταυτόχρονα είχαν ξυπνήσει μέσα του μια καθαρά αντρική παρόρμηση, να την προστατέψει από την επικίνδυνη ζωή που ζούσε. Την ήθελε! Ακόμα και τώρα που θυμόταν τη λεπτή σιλουέτα της σφιγμένη στην αγκαλιά του, ένιωθε την ίδια επιτακτική ανάγκη να κάνει αυτό για το οποίο τον είχε κατηγορήσει ο απαίσιος αδερφός της. Μια ισχυρή δόση σαρκικού πόθου είναι, πληροφόρησε τον εαυτό του. Γυναίκα και λαθρέμπορος –μια σκανδαλώδης κατάσταση που κέντρισε τη φαντασία σου, τίποτα περισσότερο. Ο Λουκ έσμιξε τα φρύδια του σε τούτο τον λογικό υπολογισμό. Ίσως. Και όμως αυτά τα όμορφα χείλη μπορεί να μιλούσαν ντόμπρα και κοφτά, αλλά μπορούσαν να μαγέψουν την ψυχή ενός άντρα, αν δεν πρόσεχε. Και επειδή ήταν ένας άντρας με λογική, και υπήρχαν και άλλα πράγματα που απαιτούσαν το χρόνο και τα αισθήματά του, θα έκανε αυτό ακριβώς.


ÊåöÜëáéï 4

«Κόμισσα! Για σκέψου!» «Εκτός και αν τα φαντάστηκα όλ’ αυτά». Η Χάριετ ήταν καθισμένη στην κρεβατοκάμαρά της στο Γουάιτσκαρ Χολ, το πνιγηρά ευυπόληπτο σπίτι του σερ Γουάλας, και όλα αυτά της φαίνονταν εντελώς ακατάληπτα. «Ποιος σε πιάνει με τέτοια μεγαλεία!» Τα μάτια της Μέγκι έλαμψαν στην αρχή, αλλά μετά σκοτείνιασαν, γέμισαν αγωνία. «Λες να το εννοεί;» «Μάλλον όχι!» απάντησε η Χάριετ με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Το έκανε επειδή επέμενε ο Γουάλας πως, διαφορετικά, η υπόληψή μου θα καταστρεφόταν ανεπανόρθωτα. Κι αυτό δείχνει πόσο μπορείς να εμπιστευτείς τον Γουάλας. Χρόνια ολόκληρα με ψέλνει πως, εξαιτίας της σχέσης μου με τους Κυρίους του Ελεύθερου Εμπορίου, δεν έχω πια ίχνος υπόληψης...» «Και βέβαια έχεις. Έπρεπε να είχες παντρευτεί από χρόνια και θα το είχες κάνει αν ο αδερφός σου αποφάσιζε να ξοδέψει λίγα χρήματα για λογαριασμό σου. Αλλά, βλέπεις, η κυρά του σε θεωρεί άμισθη γκουβερνάντα για τα κακομαθημένα τα βλαστάρια της. Μόλις ξεπεταχτούν λίγο, θυμήσου τα λόγια μου». Αυτό το ήξερε καλά η Χάριετ. Έβλεπε με απέχθεια


88

ANNE O’BRIEN

την προοπτική να μαθαίνει στα δυο της ανίψια να την υπακούουν και να προσέχουν τη συμπεριφορά τους, επειδή η ανόητη η μητέρα τους δεν έκανε τίποτε άλλο από το να υποχωρεί σε όλα τους τα καπρίτσια. Εκτός και αν άρπαζε με τα δυο της χέρια αυτή την ευκαιρία που της παρουσιαζόταν. Κοίταξε τα χέρια της, τα γύρισε, τα ξαναγύρισε, λες και μπορούσε να διακρίνει ακόμα τα αποτυπώματα των δαχτύλων του Λουκ εκεί όπου την είχε κρατήσει. Λες και ένιωθε ακόμα τη δύναμη της θέλησής του καθώς αντέκρουε όλες τις προσπάθειές της να μην ενδώσει στους αισχρούς χειρισμούς του αδερφού της, να μη θυσιαστεί. Και αφού την είχε φιλήσει –δυο φορές–, δεν μπορεί να ήταν τόσο δυσάρεστη εμπειρία γι’ αυτόν. Για μια στιγμή νόμισε πως ο κόμης στεκόταν δίπλα της –μια τολμηρή, κυρίαρχη φιγούρα–, τόσο, που η καρδιά της σκίρτησε και τα σωθικά σφίχτηκαν. Ώσπου αντιλήφθηκε πως κάτι τη ρωτούσε η Μέγκι και ύψωσε το βλέμμα της. «Συγνώμη, Μέγκι, ονειροπολούσα...» «Ρώτησα τι θα φορέσεις για το γάμο σου». «Δεν έχω ιδέα». Ανασήκωσε τους ώμους της παριστάνοντας την αδιάφορη. «Δεν έχω τίποτα καινούριο. Όλα μου τα ρούχα μετρούν πάνω από μια δεκαετία». «Το ξέρω και δεν πρόκειται να πάρεις κάτι καινούριο από την αφεντιά της. Γι’αυτό δεν ήθελες η τελετή να γίνει στο Λονδίνο;» «Όχι βέβαια!» Ωστόσο αναστέναξε αμήχανα μπροστά στον κυνισμό της Μέγκι. «Ε, ναι. Με κατηγορείς γι’ αυτό;» Θα πέθαινε από αμηχανία αν επρόκειτο να εμφανιστεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Χάνοβερ Σκουέαρ, να τη χαζεύουν και να την κουτσομπολεύουν όλοι και κάθε εκατοστό του κορμιού της να βρίσκεται εκτεθειμένο στη γελοιοποίηση και τον εξευτελισμό... Αλλά υπήρχε κι


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

89

ένας άλλος λόγος. Μετά από τόση καλοσύνη, πώς μπορούσε να εκθέσει τον κόμη, πώς μπορούσε να τον ρεζιλέψει; Αν ήταν να γίνει γυναίκα του, δε θα του έκανε το φορτίο ακόμα πιο βαρύ. Του το χρωστούσε να μην του δημιουργήσει μεγαλύτερο σκάνδαλο από αυτό που θα προέκυπτε, αναπόφευκτα, από ένα τόσο βιαστικό και αταίριαστο ζευγάρωμα. Κι έτσι, ένας γάμος στο Ολντ Γουίνκομλι, μόνο με τον εφημέριο και τους απαραίτητους μάρτυρες, θα τους βόλευε μια χαρά. «Και δε θα φορέσω τίποτε από αυτά που διαλέγει η Ογκάστα», δήλωσε κατηγορηματικά. «Δεν έχει γούστο και θα με ντύσει με τίποτα σκουροκόκκινα ή πράσινα που τα σιχαίνομαι και τα δύο. Και φτερά!» Η Χάριετ χαμογέλασε βλέποντας το κατσουφιασμένο ύφος της Μέγκι. «Αρκετά, Μέγκι! Αυτά είναι ανόητες κουβέντες. Και για να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας... Αμφιβάλλω αν θα ξαναδώ τον κόμη του Βένμορ. Αν έχει λίγο μυαλό στο κεφάλι του, θα μείνει κλεισμένος στο Λονδίνο και δε θα ξαναπλησιάσει ούτε από μακριά στο Ολντ Γουίνκομλι. Ποιος λογικός άντρας θα δεχόταν να συγγενέψει με τον Γουάλας και την Ογκάστα; Και σίγουρα δεν είμαι και καμιά περιζήτητη νύφη!» «Μις Χάριετ! Σε δίδαξα να δυσπιστείς τόσο για το αντρικό φύλο;» «Όχι, αλλά ο Γουάλας δε μου εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη και δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον κόμη, αν αποφασίσει να μ’ εξορίσει από τις σκέψεις του. Μπορείς;» «Υποθέτω πως φρόντισες να επισημάνεις στην αρχοντιά του όλες τις δυσάρεστες συνέπειες ενός γάμου μαζί σου!» Η Χάριετ δεν πτοήθηκε από το αυστηρό ύφος της Μέγκι. «Και βέβαια! Δεν μπορούσα να δεχτώ την πρότασή του, τη στιγμή που η επιλογή δεν ήταν δική του». «Είσαι πολύ ειλικρινής, μις, κακό του κεφαλιού σου.


90

ANNE O’BRIEN

Θα έλεγε κανείς πως δεν τον ήθελες». Η Μέγκι στεκόταν με τα πόδια στη διάσταση και τα χέρια στους γοφούς. «Και τώρα, άκουσέ με. Εμένα μου φαίνεται πως ο κόμης είναι ένας άντρας με θέληση και προσωπικότητα. Δε θ’ άφηνε τον σερ Γουάλας να τον αναγκάσει να κάνει κάτι ενάντια στη θέλησή του. Αν λέει πως θέλει να σε παντρευτεί, τότε θα σε παντρευτεί. Εσύ δεν τον θέλεις;» «Αν τον θέλω;» Αν έκλεινε τα μάτια της, μπορούσε να φέρει το πρόσωπο του Λούσιους Χόλαστον στο μυαλό της χωρίς δυσκολία. Μπορούσε ν’ ακούσει τη φωνή του, γεμάτη αυτοπεποίθηση, και τα συγκεκριμένα λόγια του λες και ήταν χαραγμένα στην καρδιά της. Την είχε συγχαρεί για την ειλικρίνειά της. Κάτι ήταν κι αυτό, καλύτερο από το τίποτα, σωστά; Το τυπικό φιλί στα ακροδάχτυλά της. Μπορεί να μη σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν εκτός από καλούς τρόπους. Για εκείνη όμως ήταν μια αποκάλυψη. Και ύστερα το στόμα του στο δικό της, ανάλαφρο στην αρχή, αβρό και μετά τολμηρό, απαιτητικό. Η αίσθηση του κορμιού του που πιεζόταν κυριαρχικά πάνω στο δικό της. Μήπως δεν ήξερε κάθε εκατοστό αυτού του κορμιού; Γυμνασμένοι μύες, λείο δέρμα, εντυπωσιακά αντρίκιο. Ανατριχίλα τύλιξε στα μπράτσα της. Τον ήθελε; Ω, ναι, τον ήθελε ακόμα και αν δεν την ήθελε εκείνος, ακόμα και αν έβρισκε πως το Γκοστ είχε περισσότερη αξία από την ίδια. Τι είχε πει; Ανήκεις σ’ εμένα. Η Χάριετ ανατρίχιασε και πάλι. «Ναι, Μέγκι, τον θέλω», ομολόγησε. «Τότε, κανονίστηκε. Και αφού σου ζήτησε να τον παντρευτείς, παίρνω όρκο πως αυτός ο γάμος θα γίνει. Διαφορετικά, θα είχε στείλει στο διάβολο τον σερ Γουάλας και την υπόληψή σου και καλό κατευόδιο! Θα γυρίσει πριν το καλοκαταλάβεις».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

91

«Μπορεί», ψέλλισε κι ένα ειρωνικό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. «Εξαρτάται από το πόσο πολύ θέλει το Γκοστ και για ποιο λόγο θέλει να το χρησιμοποιήσει». «Σε τι μπορεί να του χρησιμέψει ένα λαθρεμπορικό σκάφος;» «Δεν ξέρω». Την πονούσε αυτή η σκέψη. «Υποπτεύομαι πως, για να μου κάνει πρόταση γάμου, μάλλον αυτό τον τράβηξε περισσότερο από μένα». Η Μέγκι πλατάγισε τη γλώσσα της. «Δεν πειράζει. Έλα μαζί μου». Η Χάριετ την ακολούθησε σε μια κακοφωτισμένη σκάλα που έβγαζε στον επάνω όροφο του Γουάιτσκαρ Χολ, όπου στεγάζονταν οι υπηρέτες και το παιδικό διαμέρισμα, εκεί όπου προοριζόταν να περάσει τις μέρες της η Χάριετ ως άμισθη γκουβερνάντα. Προχώρησαν μέχρι το τέλος του διαδρόμου και η Μέγκι μπήκε σ’ ένα αχρησιμοποίητο δωμάτιο. Ένα σιδερένιο κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα λαβομάνο με λεκάνη και κανάτα, όλα σκεπασμένα με καλύμματα από χοντρό λινό. «Δώσε μου ένα χέρι». Η Μέγκι τράβηξε μια παλιά βελούδινη κουρτίνα –για προστασία από τη σκόνη– και βάλθηκε να σέρνει ένα από τα δύο μεγάλα μπαούλα, που ήταν κολλημένα στον τοίχο. Άνοιξε τις κλειδαριές και σήκωσε το καπάκι. «Θεέ και Κύριε! Τι είναι αυτά;» Η έντονη μυρωδιά της λεβάντας που ξεχύθηκε από το εσωτερικό έφερε φτάρνισμα στη Χάριετ. Μέσα, κάτω από στρώματα λινών περιτυλιγμάτων, ξεπρόβαλαν φίνα υφάσματα. «Τα ρούχα της μητέρας σου. Όσα μπόρεσα να βάλω στο χέρι τουλάχιστον». «Της μητέρας μου;» Η έκπληξη της Χάριετ ήταν τόση, ώστε απέμεινε ακίνητη με τα χέρια γαντζωμένα στο χείλος


92

ANNE O’BRIEN

του μπαούλου. «Νόμιζα πως ο πατέρας μου είχε ξεφορτωθεί όλα τα πράγματά της... Και ότι ο Γουάλας είχε αποτελειώσει όλα όσα ξέφυγαν από εκείνον». «Ε, εγώ τα φύλαξα αυτά», ομολόγησε η Μέγκι σκυθρωπή. «Ήταν λάθος να σου κλέψουν όλες σου τις αναμνήσεις, να καταστρέψουν το όνομά της λες και δεν υπήρξε ποτέ μόνο και μόνο επειδή ήταν Γαλλίδα και εμείς κηρύξαμε πόλεμο ενάντια στους επαναστάτες. Δεν το καταλάβαινα αυτό. Ήταν μια τόσο ευγενική, τόσο γλυκιά κυρία... Τα μάζεψα, λοιπόν, όλα αυτά, και τα κλείδωσα μακριά από τα βέβηλα χέρια. Για σένα το έκανα, μις Χάριετ... Μήπως και τα χρειαζόσουν κάποτε. Αν και δείχνουν πολύ παλιομοδίτικα τώρα...» Η έκπληξη της Χάριετ μεγάλωσε. Η Μέγκι... δεν την είχε για τόσο συναισθηματική... και όμως είχε κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της μητέρας της. «Θα τα είχαν καταστρέψει ή θα τα είχε πάρει η λαίδη Ογκάστα», συνέχισε η Μέγκι με σφιγμένα χείλη. «Δεν μπορούσαμε να τους αφήσουμε, έτσι δεν είναι;» «Δεν έχω τίποτα δικό της». Τα μάτια της την έτσουζαν από τα δάκρυα που συγκρατούσε με δυσκολία. Ξεροκατάπιε και έσκυψε πάνω από το μπαούλο, λες και είχε τη δύναμη να επικαλεστεί την εικόνα της μητέρας της κοιτάζοντας επίμονα το περιεχόμενό του. «Ε, τώρα έχεις. Δεν είναι της μόδας, αλλά σίγουρα καλύτερα απ’ όσα έχεις. Και θα σου κάνουν. Τα χρώματα είναι άθικτα». Η Χάριετ, που θυμόταν αμυδρά τη μητέρα της, είχε μεγαλώσει με όσα της διηγιόταν η Μέγκι γι’ αυτήν. Μια ρομαντική, θλιμμένη φιγούρα η Σαντέλ Μαρί-Λουίζ Ντ’Απρ. Ακόμα και το όνομά της ήταν ρομαντικό. Ο πατέρας της την είχε φλερτάρει σε μια επίσκεψή του στο Παρίσι, την είχε ερωτευτεί, την είχε παντρευτεί και την είχε φέρει στο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

93

Γουάιτσκαρ Χολ. Να ένιωθε άραγε η Σαντέλ τόσο περιορισμένη όσο η κόρη της; Ίσως δεν είχε ζήσει αρκετά εδώ. Είχε πεθάνει από κάποιον ανεξήγητο πυρετό πριν η κορούλα της κλείσει τα έξι. «Όλα πολύ κομψά... Τότε ήταν νέο κορίτσι, βλέπεις», αναπόλησε η Μέγκι. «Κοντά τριάντα χρόνια από τότε που ήρθε στο Γουάιτσκαρ Χολ. Τόσο όμορφη, γεμάτη ζωντάνια... Της άξιζε κάτι καλύτερο από τον πατέρα σου, Θεός σ’χωρέστον!» Σήκωσαν μαζί τις στρώσεις του λινού μ’ επιφωνήματα θαυμασμού μπροστά σ’ αυτά που ανακάλυπταν. Υπέροχα γαλλικά φορέματα, με εφαρμοστά κορσάζ και φαρδιές φούστες, κεντημένα στο χέρι, ασημένιες δαντέλες, φίνα υφάσματα γλιστρούσαν μέσ’ από τα δάχτυλά τους. Κανένα δεν ταίριαζε με τη μόδα της εποχής, με τις ψηλές τάλιες και τις στενές φούστες, αλλά η ποιότητα ήταν εξαιρετική και, όπως είχε πει η Μέγκι, δηκτικά, όλα τους ήταν πολύ καλύτερα από αυτά που είχε. «Να, αυτό, μις Χάριετ». Η Μέγκι σήκωσε από την άκρη ένα σωρό μετάξι σε απαλό κρεμ χρώμα, κεντημένο με μικροσκοπικά λουλουδάκια. «Αν δεν κάνω λάθος, έχεις ήδη το νυφικό σου». Η Χάριετ κοκκίνισε από ευχαρίστηση. Αν γύριζε ο κόμης –όχι πως είχε πολλές ελπίδες, φυσικά– τι θα σκεφτόταν αν την έβλεπε ντυμένη με όλο τούτο το μεγαλείο από μετάξι και δαντέλα; * * * Το ταξίδι του Λουκ στο Μπράιτον ήταν κουραστικό, βασανιστικά οδυνηρό κάθε φορά που η άμαξα εντόπιζε κάθε λακκούβα και αυλακιά στο δρόμο κι έπεφτε μέσα, αλλά εκπληκτικά διαφωτιστικό σε ό,τι αφορούσε την περίπτωση


94

ANNE O’BRIEN

της απρόθυμης μνηστής του. Ο Σαμ Μπέιμπερκομπ του πανδοχείου Σίλβερ Μπόουτ είχε στείλει ένα νεαρό να οδηγήσει την άμαξα και να τη φέρει πίσω στον κάτοχό της. Από αυτό τον ξύπνιο και δραστήριο νεαρό, ο Λουκ έμαθε πολλά για τον Κάπτεν Χάρι. Ήταν φανερό πως ο νεαρός τον θαύμαζε –τη θαύμαζε, μπέρδευε συνέχεια τα γένη στην κουβέντα– και άλλο που δεν ήθελε να αναφέρει τη γνώμη του. Τίποτε απ’ όσα είπε δεν έδειχνε ότι η συγκεκριμένη κυρία ήταν κατάλληλη για κόμισσα, αλλά έλεγε πολλά για τη ζωή στο Ολντ Γουίνκομλι. Ο Λουκ άκουγε, σχημάτιζε μια γνώμη για τη μοναξιά και την απομόνωση της μνηστής του, για τον ανάρμοστο τρόπο της ζωής της. Ο κάπτεν ήταν καλός θαλασσινός. Δεν τον –την– έπιανε ποτέ η θάλασσα, πάντα στο τιμόνι. Γενναίος –γενναία– σαν λιοντάρι. Τα κατάφερνε και στο πιστόλι. Είχε ρίξει μια φορά σ’ έναν τελωνοφύλακα που πήγε να χτυπήσει τον Γκάμπριελ Γκέιντι με το ρόπαλο στο κεφάλι όχι για να τον σκοτώσει, αλλά στα πόδια για να τον τρομάξει –αρκετό πάντως για να πετάξει ο τύπος το ρόπαλο. Ήταν σπουδαίος καπετάνιος, όχι σαν τον αδερφό της που είχε ντροπιάσει το όνομα των Λίντγιαρντ. Ο σερ Γουάλας δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του σε πλεούμενο, πόσο μάλλον να κουμαντάρει ένα νυχτερινό πέρασμα στη γαλλική ακτή. Το μπράντι το έτσουζε και το απολάμβανε βέβαια, αλλά το αίμα των Λίντγιαρντ κυλούσε ξεθυμασμένο πια στις φλέβες του. Τώρα, ο κύριος Αλεξάντερ Έλερντιν –ο ξάδερφος της μις Χάριετ–, αυτός ήταν καλός. Αλλά ο Κάπτεν Χάρι; Δεν λιποψυχούσε μπροστά στο αίμα ή τις πληγές. Και έπιαναν τα χέρια του και με τα ζώα και με τους ανθρώπους –η ευγένειά του θα το ήξερε. Αυτός δεν είχε φροντίσει τα τραύματά του; Ο Λουκ άφησε το παλικάρι να φλυαρεί, απορροφημέ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

95

νος από τη σκέψη ότι, αν ο Κάπτεν Χάρι είχε φροντίσει τα τραύματά του, όπως προφανώς είχε κάνει, τότε θα τον είχε δει γυμνό. Θα τον είχε αγγίξει, θα τον είχε πλύνει, θα τον είχε περιποιηθεί. Δεν το θυμόταν. Θυμόταν μόνο, και αυτό αχνά, πως είχε ξυπνήσει κάποια στιγμή από τους πόνους και ένιωθε να έχει κρύο νερό στο πρόσωπο και το στήθος του, δροσερά χέρια στο δέρμα του. Μπορούσε να φανταστεί αυτά τα γκρίζα μάτια να ψηλαφίζουν κάθε εκατοστό του εκτεθειμένου κορμιού του. Οι μύες του σφίχτηκαν σ’ ένα σκίρτημα πρωτόγονου πόθου χαμηλά στην κοιλιά του, σε τούτη τη φευγαλέα ανάμνηση αυτής της οικειότητας. Ο Κάπτεν Χάρι όμως –ή η δεσποινίς Λίντγιαρντ– είχε καταπιαστεί με αυτή τη δουλειά χωρίς σχόλιο, χωρίς ίχνος αμηχανίας. Ξανάστρεψε την προσοχή του στον λαλίστατο αμαξά του. Ο Κάπτεν Χάρι σαλπάριζε με το μικρό ιστιοφόρο, ενώ ο κύριος Αλεξάντερ αναλάμβανε την οργάνωση από ξηράς. Ήταν και καλοί φίλοι, μεγαλωμένοι μαζί. Δε θα ήταν έκπληξη για κανένα αν ζευγάρωναν αυτοί οι δυο. Ο Κάπτεν Χάρι θα μπορούσε να πέσει σε χειρότερα χέρια και ο κύριος Αλεξάντερ είχε αδυναμία στην ξαδέρφη του... Ο Λουκ τέντωσε τα αυτιά του. Ξάδερφος και καλός φίλος. Το ίδιο δεν είχε ομολογήσει και η δεσποινίς Λίντγιαρντ; Αλλά ένας γάμος μεταξύ τους; Δεν είχε πει τίποτα γι’ αυτό, ακόμα και όταν τη ρώτησε αν έτρεφε αισθήματα για κάποιον άλλο άντρα. Όλα τ’ άλλα συναισθήματα σκόρπισαν από το μυαλό του σε μια ριπή άγριας ζήλιας. Μια αδικαιολόγητη, παράλογη ζήλια, που γάντζωσε τα νύχια της στο δέρμα του, τόσο ανάλγητα όσο ο πόνος από τη σφαίρα στο μπράτσο του. Ήταν η μνηστή του. Θα γινόταν σύζυγός του. Πώς μπορείς να είσαι τόσο προστατευτικός, τη στιγμή που μόλις τη γνώρισες, που δεν έχεις δικαίωμα στη στοργή


96

ANNE O’BRIEN

της; Ο ψυχρός ρεαλισμός ήρθε ν’ αντικαταστήσει τη φλογερή ζήλια που τον κατέκλυζε. Επρόκειτο για ένα γάμο από καθαρή αναγκαιότητα, όχι από αγάπη, στηριγμένο σε μια ψυχρή, άνευρη, άψυχη επαγγελματική συμφωνία. Ένας άντρας μπορεί να νιώσει ζήλια για μια γυναίκα που εξουσιάζει την καρδιά του. Η δεσποινίς Λίντγιαρντ σου κεντρίζει το ενδιαφέρον, τίποτα περισσότερο. Πριν προλάβει να καλοσκεφτεί την αντίδρασή του σε αυτήν τη συμβουλή, που δεν τον ενθουσίαζε καθόλου, βρέθηκαν στους δρόμους και τα σοκάκια του Μπράιτον και ο Λουκ οδήγησε τον νεαρό στο Καστλ Ινν, όπου είχε αφήσει την άμαξά του, στο ξεκίνημα εκείνης της περιπέτειας. Η κίνηση αυτή απομάκρυνε αποτελεσματικά τις σκέψεις του από τη Χάριετ και τις έστρεψε πίσω στον ΖανΖακ Νουάρ, τον άνθρωπο με τον οποίο είχε δοσοληψίες στο Πορ Σεν Μαρτέν. Ένα κάθαρμα που τον είχε ληστέψει και τον είχε εγκαταλείψει μ’ ένα τραύμα από σφαίρα και μια βάναυση προειδοποίηση. Ποτέ ξανά. Κανένας Χόλαστον του Βένμορ δε θα έπεφτε ποτέ θύμα του Γάλλου εγκληματία. Δε θα του την έφερνε, δε θα τον μαδούσε την επόμενη φορά. Θα έθετε αυτός τους όρους. Και αν ο Νουάρ ήθελε γκινέες, τότε θα χόρευε με τον δικό του σκοπό. Ιδίως τώρα που είχε ένα καινούριο χαρτί στα χέρια του –ένα όμορφο μικρό ιστιοφόρο και ένα καλά εκπαιδευμένο πλήρωμα. Το πώς θα χρησιμοποιούσε αυτό το πλεονέκτημα του διέφευγε αυτή τη στιγμή, αλλά μπορεί να προέκυπτε η ευκαιρία... Αλλά καθώς παρήγγειλε μια μπίρα και περίμενε να ζέψουν τα άλογά του, το πρόβλημα του Ζαν-Ζακ Νουάρ, αυτό που κυβερνούσε τη ζωή του τους δύο τελευταίους μήνες, ξεγλίστρησε πάλι από το μυαλό του. Μια φιγούρα με μπότες και παντελόνα, λεκιασμένα από την αρμύρα, με μαλλιά


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

97

που ανέμιζαν και σγούραιναν στους ώμους της και ασημένια μάτια, η Χάριετ Λίντγιαρντ, έκλεψε την προσοχή του. Τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της τούτη τη στιγμή; συλλογίστηκε μ’ έναν κυνικό μορφασμό. Το πιο πιθανό θα ήταν να έτρεφε κι αυτή τις ίδιες αμφιβολίες μ’ εκείνον για την όλη υπόθεση, παραδέχτηκε. * * * Η Χάριετ, ανήσυχη και κακόκεφη, ήταν αναγκασμένη να υποστεί μια βδομάδα ανυπόφορης πλήξης. Με την εντολή να μείνει στο Γουάιτσκαρ Χολ και να μην πατήσει το πόδι της στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, ούτε στο κατάστρωμα του Λίντγιαρντ’ς Γκοστ, σκεφτόταν σοβαρά την ανυπακοή, καθώς ξεφύλλιζε τεμπέλικα τις σελίδες του Λέιντις Γκαζέτ σ’ ένα από τα σαλόνια. Αν ο Βένμορ είχε φύγει οριστικά, τι νόημα είχε να κάθεται εδώ και να τον περιμένει; Θα μπορούσε να συνεχίσει την παλιά της ζωή, να ρίξει το Γκοστ στο νερό. Για πρώτη φορά, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, δεν έβρισκε ελκυστική την ιδέα... Γιατί είχε γίνει η ζωή της τόσο ανιαρή, χωρίς χρώμα και ένταση μετά από τον κατακλυσμιαίο ερχομό του Βένμορ στο σκάφος της; Πέταξε το περιοδικό στην άκρη, ξαφνιασμένη από ένα χτύπημα στην μπαλκονόπορτα που έβγαζε στη βεράντα. Η πόρτα άνοιξε. «Σσσ!» την προειδοποίησε ο Αλεξάντερ και την έκλεισε πίσω του βιαστικά, αφήνοντας απέξω το σπάνιελ που τον είχε ακολουθήσει κατά πόδας. «Δε θέλω να με πάρει είδηση η Ογκάστα». Μπήκε φέρνοντας μαζί του μια ριπή φρέσκου αέρα και ενέργειας, αλλά και μπόλικη λάσπη στις μπότες, πράγμα που έκανε τη Χάριετ να χαμογελάσει. «Ζαν!» Σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια της να τον χαιρετήσει. «Έλα να κουβεντιάσουμε. Κοντεύω να πεθάνω α-


98

ANNE O’BRIEN

πό την πλήξη. Άσε τον Τόμπι να μπει μέσα, αν θέλεις. Δε μ’ ενοχλεί». Δεν μπορούσε να θυμηθεί τη ζωή της χωρίς τον Αλεξάντερ –λίγα χρόνια μεγαλύτερό της. Γιος της αδερφής του πατέρα της, της δυναμικής θείας Ντόρις και του Τζέιμς Έλερντιν, ενός τοπικού και ανίκανου γαιοκτήμονα, ο Αλεξάντερ ήταν ένα πεισματάρικο αγόρι που, μεγαλώνοντας, είχε αναπτύξει την ικανότητα και την τέχνη να ξεγελάει τις Αρχές. Και μια αγάπη για το χρήμα, όπως υποπτευόταν η Χάριετ. Ήταν φίλοι από πάντα, από τις μέρες που έτρεχαν στην ακρογιαλιά, εκείνη σκάζοντάς το από την γκουβερνάντα της και εκείνος από έναν πατέρα που θα τον είχε κάνει αγρότη και πληκτικό τσιφλικά. Ο Τζέιμς Έλερντιν δεν είχε ιδέα πως ο γιος του είχε συμπράξει με τους λαθρέμπορους και, σίγουρα δε θα το ενέκρινε, αν το είχε μάθει. Ούτε και η Χάριετ το ήξερε ως τη μέρα που ο Αλεξάντερ την πήρε μαζί του στο πρώτο της «λαθρεμπορικό» ταξίδι, αποκαλύπτοντάς της την ένταση, τη συγκίνηση της όλης περιπέτειας... ένα γιατρικό κατά της ψυχοφθόρας πλήξης, κατά του αποβλακωτικού καθωσπρεπισμού, όπως τον επέβαλλε η λαίδη Ογκάστα. Και όταν κινδύνευαν ν’ αποκαλυφθούν, ο Αλεξάντερ ήταν αυτός που έσπευδε σε βοήθειά της, παρέχοντάς της πάντα μια έτοιμη άμυνα, ενάντια στις αποδοκιμασίες του Γουάλας. Κατά συνέπεια, η Χάριετ είχε περάσει πολλές νύχτες δήθεν στο Έλερντιν Μάνορ, όσο ζούσε ακόμα η θεία Ντόρις, ενώ στην πραγματικότητα τελειοποιούσε τις ικανότητές της ως μέλος της αδελφότητας των Ελεύθερων Εμπόρων. Ο Αλεξάντερ ήταν πάντα ο πραγματικός φίλος της. Ελκυστικός άντρας με τα σκούρα μαλλιά και τα βαθυγάλανα μάτια του πατέρα του, λυγερός και αθλητικός... τραβούσε τα γυναικεία βλέμματα και δε θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς τη Χάριετ αν είχε ρίξει τα δίχτυα της


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

99

πάνω του. Εκείνη όμως δεν είχε νιώσει ποτέ, μα ποτέ αυτή την τάση... Τώρα, γιατί δεν είχε ανταποκριθεί μεγαλώνοντας, ως ολόκληρη γυναίκα πια, σ’ έναν τόσο όμορφο άντρα, το αγνούσε. Στα μάτια της ο Αλεξάντερ ήταν ο ξάδερφός της, τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Τώρα, στεκόταν μπροστά της κατσουφιασμένος, με τα χείλη σφιγμένα. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, Χάρι». «Πρέπει. Η Ογκάστα λέει πως πρέπει να βελτιώσω τους τρόπους μου μέχρι το γάμο τουλάχιστον...» «Δεν εννοώ να μη βγεις από το σπίτι!» Ο τόνος του ήταν πιο κοφτός απ’ ό,τι συνήθως. «Δεν μπορείς να τον παντρευτείς!» «Ω, αυτό». Η Χάριετ γέλασε σιγανά. «Μπορώ, ξέρεις, και θα το κάνω. Πώς το έμαθες; Νόμιζα πως θα έμενε μυστικό ως τη μοιραία μέρα! Για την περίπτωση που ο κόμης το βάλει στα πόδια και δεν τον ξαναδούμε ποτέ». «Κουτσομπολιά των υπηρετών. Νόμιζα πως έπρεπε να μου το πεις εσύ. Πώς μπόρεσες να το σκεφτείς, Χάριετ; Όλες αυτές οι ανοησίες πως τάχα εκτέθηκε η υπόληψή σου. Τα συνηθισμένα καμώματα του Γουάλας, φυσικά. Δεν έπρεπε να τον αφήσεις να σε σπρώξει σ’ αυτόν το γάμο. Άκουσέ με, Χάρι! Πες στον Γουάλας πως άλλαξες γνώμη». «Δεν μπορώ». «Γιατί δεν μπορείς;» «Ο Γουάλας λέει πως χρειάζομαι ένα σύζυγο». «Τότε, πες του πως θα παντρευτείς εμένα». Η Χάριετ έχασε για μια στιγμή τα λόγια της. Ίσως ν’ αστειευόταν ο ξάδερφός της –αν και δεν τον είχε ικανό για τόση αναισθησία–, αλλά προφανώς δεν το εννοούσε, αλλιώς γιατί δεν της είχε δείξει ποτέ ως τώρα κάποιο σημάδι; Του απάντησε, λοιπόν, όσο πιο ανάλαφρα μπορούσε. «Δεν μπορώ, καλέ μου Ζαν, γιατί δε μου ζήτησες ποτέ να σε παντρευτώ και δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις. Δεν εί-


100

ANNE O’BRIEN

ναι ανάγκη να με σώσεις...» Του έσφιξε τα χέρια ευγνωμονώντάς τον για τη διάθεσή του να την προστατέψει. «Το έχω πάρει απόφαση. Πού ξέρεις; Ίσως ανακαλύψω πως μου αρέσει η κοσμική ζωή». «Όχι. Ποτέ. Σου το ζητάω τώρα, Χάριετ», είπε με θέρμη. Ένιωσε τα δάχτυλά του να σφίγγουν τα δικά της τόσο, που την πόνεσαν. «Παντρέψου με. Μπορώ να σου προσφέρω μια καλή ζωή με όλη την άνεση που επιθυμείς, αν και χωρίς την πολυτέλεια που διαθέτει ο Βένμορ. Θα ζήσουμε στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. Αυτό δε θέλεις;» «Μα δε με αγαπάς». «Ούτε αυτός σ’ αγαπάει». Ο Αλεξάντερ της άφησε τα χέρια και άρχισε να γυροφέρνει στο δωμάτιο σκορπίζοντας λάσπη στο διάβα του. «Αλλά τουλάχιστον σε ξέρω και με ξέρεις. Ξέρεις πως δε θα σε χτυπήσω ποτέ, δε θα σε παραμελήσω, δε θα σου δώσω αφορμή να ζηλέψεις. Κι εξάλλου πώς ξέρεις ότι δε σ’ αγαπώ». «Γιατί δεν το ανάφερες ποτέ ως τώρα. Και νομίζω πως ούτε ο Βένμορ θα κάνει όλ’ αυτά που είπες», απάντησε η Χάριετ μη ξέροντας αν έπρεπε να εκπλαγεί ή να διασκεδάσει με το φαρμάκι του ξαδέρφου της. «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, Ζαν, συμφώνησα να παντρευτώ τον κόμη, θα έπρεπε να μ’ ευγνωμονείς που σου αρνούμαι. Θα με ευγνωμονείς όταν γνωρίσεις το κορίτσι που θα σου κλέψει την καρδιά». Ο Αλεξάντερ συμπλήρωσε άλλον ένα γύρο και της άρπαξε πάλι τα χέρια. «Θέλεις να σου κάνω ερωτική εξομολόγηση; Μπορώ να το κάνω. Ένιωθα πάντα στοργή για σένα, Χάρι, τα πηγαίνουμε καλά μαζί. Μπορείς να έχεις τη ζωή που θέλεις, μακριά από τον Γουάλας και το Γουάιτσκαρ Χολ». «Είσαι πολύ καλός και ξέρω πως θέλεις το καλό μου, αλλά...»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

101

«Θέλεις τα λεφτά του, την κοινωνική του θέση;» Τα χαρακτηριστικά του όμορφου προσώπου του αλλοιώθηκαν. Η Χάριετ δεν τον είχε ξαναδεί τόσο ανυπόμονο ή άδικο, εκτός και αν κινδύνευε ένας διάπλους από την κακοκαιρία ή από κάποια περιπολία της Δίωξης. Και όμως τώρα της έκανε επίθεση, την κατηγορούσε για μια αλαζονεία που δεν την αναγνώριζε στον εαυτό της. «Δε θα το πίστευα ποτέ πως θα προτιμούσες να δεθείς μαζί του και όχι μαζί μου για χάρη ενός τίτλου». «Δεν είναι αλήθεια και το ξέρεις», αρνήθηκε η Χάριετ. «Δεν έχω καμιά φιλοδοξία να γίνω κόμισσα. Πώς μπορείς να το λες αυτό μετά από τόσα χρόνια που γνωριζόμαστε;» «Εμένα έτσι μου φαίνεται». «Τότε, δεν με ξέρεις καλά». Η Χάριετ άφησε τώρα το θυμό να παραμερίσει τη δυσπιστία της –μια απροσδόκητη ρήξη τους απειλούσε, μια ρήξη από το πουθενά. Ήταν σίγουρο πως ο Ζαν την ήξερε τόσο καλά για να της επιτίθεται με τόση αδιαλλαξία; «Μη μου αγριεύεις εμένα, Ζαν. Αρκετή δυστυχία υπάρχει, δεν υπάρχει λόγος να μαλώνουμε και μεταξύ μας». Ο Αλεξάντερ όμως δεν πτοήθηκε. «Θα θέλει να σταματήσεις το λαθρεμπόριο». «Ναι, θέλει». «Και θα σταματήσεις; Θα τον υπακούσεις σαν καλή νοικοκυρούλα;» Το καρφί του θα μπορούσε να την τσούξει, αλλά η Χάριετ ύψωσε προκλητικά το πιγούνι της. «Δε με πρόσταξε να το κάνω, αλλά είναι αυτό που θέλει. Του το χρωστάω κι εσένα δε σου πέφτει λόγος». «Ο Βένμορ θ’ απαιτήσει να παρατήσεις τη δουλειά, να μου το θυμηθείς». «Κάνεις λάθος, δεν το απαίτησε. Ας μην τσακωνόμαστε γι’ αυτό, Ζαν».


102

ANNE O’BRIEN

Ο Αλεξάντερ φάνηκε ν’ αγνόησε την έκκλησή της, αλλά ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω. «Νόμιζα πως θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ», μουρμούρισε σε πιο ήπιο τόνο. «Να γίνει το σπίτι μας». «Όχι, δεν μπορούμε. Το ξέρω πως κι εσύ το αγαπάς όσο κι εγώ... μου το άφησε κληρονομιά η μητέρα σου άλλωστε... αλλά αυτό που λες δεν είναι δυνατόν». Μη μπορώντας να βρει άλλα λόγια για να την πείσει, ο Αλεξάντερ την κοίταξε επίμονα, θαρρείς και έψαχνε κάτι στο πρόσωπό της. Τα δάχτυλά του έσφιγγαν τους καρπούς της, κρατούσαν τα χέρια της ενωμένα, τη μια παλάμη με την άλλη. «Ζαν;» ψέλλισε η Χάριετ και τα τράβηξε σταθερά. «Δε με θέλεις πραγματικά για γυναίκα σου, το ξέρεις». Κι εκείνος χαλάρωσε, την άφησε, έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του και γέλασε σιγανά. «Συγχώρεσέ με, Χάριετ. Θα με περνάς για κανέναν παλικαρά... σαν τον αδερφό σου». Έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο, στοργικά, ξαδερφικά. «Πολύ καλά. Ας γίνει αυτό που θέλεις, δε θα σου πάω κόντρα. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία για το μέλλον σου και να θυμάσαι, θα είμαι πάντα ο φίλος σου». Αυτό ήταν, πέρασε. Η σκιά, η δυσαρέσκεια, η αποφασιστικότητα να περάσει το δικό του. Χαλάρωσε και η Χάριετ και του χαμογέλασε. Είχε κάνει λάθος, παρεξήγηση ήταν. Να τη γλιτώσει ήθελε στο κάτω κάτω... Ο Αλεξάντερ κατευθύνθηκε προς την τζαμόπορτα, εκεί όπου τον περίμενε υπομονετικά το σπάνιελ του. Το λοξό χαμόγελο που της έστειλε πάνω από τον ώμο του ήταν τόσο ψυχρό όσο και το ξεροβόρι που σάλευε τα φύλλα στις οξιές, στο φράχτη της αυλής. «Τα μόνα που μπορεί να σου προσφέρει είναι ένας τίτλος και ένα απύθμενο πουγκί». «Είναι τόσο πλούσιος;»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

103

«Φυσικά. Δεν το ήξερες; Οι Χόλαστον είναι περήφανοι σαν το διάβολο. Θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ είκοσι φορές με τα ψιλά της τσέπης τους και να μην πάρουν είδηση πως τους έλειψαν». «Δεν το ήξερα». «Πάω στοίχημα πως ο Γουάλας το ήξερε! Αλλιώς γιατί τόση βιασύνη να μη χάσει τον Βένμορ; Μη φοβάσαι, Χάριετ...» πρόσθεσε ενώ εκείνη ένιωθε να στραγγίζει το αίμα από το πρόσωπό της «...αμφιβάλλω αν ο Βένμορ σε κατηγορήσει γι’ αυτό. Μόνο, κοίτα μη σου κλέψει την καρδιά...» «Όχι βέβαια! Δε θα έκανα κάτι τόσο απερίσκεπτο!» Και όμως φοβόταν –ήξερε– πως κάπου ανάμεσα σ’ εκείνη την ανώμαλη... προσγείωσή του στο κατάστρωμά της –σαν ένας ματωμένος σωρός– και την ασυγκίνητη δήλωσή του ότι του ανήκε, αυτό ακριβώς είχε συμβεί. Ακόμα και η προοπτική του γάμου με τον Λούσιους, όσο απίθανη και αν φαινόταν, η θύμηση ότι την είχε φιλήσει, η σκέψη ότι του ανήκε, έκαναν τα σωθικά της να σφίγγονται και τα μάγουλά της να φουντώνουν. Ο Αλεξάντερ χαμογέλασε. «Τότε το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου ευχηθώ κάθε ευτυχία, ξαδέρφη». Μπορεί να την είχε φανταστεί την έλλειψη ενθουσιασμού στην απάντησή του. Όσον αφορούσε την πρόθεση του Αλεξάντερ να τη σώσει –κατά βάθος, η ίδια δεν είχε καμιά επιθυμία να σωθεί...


ÊåöÜëáéï 5

Ο κόμης του Βένμορ περίμενε έξω από τη μικρή εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, στο Ολντ Γουίνκομλι και συλλογιζόταν αν θα εμφανιζόταν η δεσποινίς Χάριετ Λίντγιαρντ για το γάμο της ή αν, κατά την απουσία του, είχε επαναστατήσει απέναντι στον αδερφό της και είχε αλλάξει γνώμη. Συμβουλεύτηκε το ρολόι του –καινούριο, πρόσφατα αγορασμένο. Είχε αργήσει. Πάνω από το σύδεντρο με τις οξιές, στ’ αριστερά της εκκλησίας, μπορούσε να διακρίνει τις πτέρυγες και τις καμινάδες του Γουάιτσκαρ Χολ, την κατοικία των Λίντγιαρντ. Μήπως έπρεπε να πάει να βροντήσει την πόρτα τους και να ζητήσει την κυρία; Το πιο πιθανό ήταν πως θα του έλεγαν ότι ο Κάπτεν Χάρι ήταν κάπου στο Κανάλι, στη Μάγχη, με προορισμό τη Γαλλία, παλεύοντας με τα κύματα στο τιμόνι του Λίντγιαρντ’ς Γκοστ! Είχε αργήσει. Η απογοήτευση –ή μήπως ο φόβος ότι θα τον παρατήσει στα σκαλιά της εκκλησίας;– μετρίαζε το θυμό του. Ο Λουκ έπιασε τον εαυτό του σε αμηχανία. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε συναντήσει ποτέ τόση αντίσταση από μια κυρία και, όσο και αν πάσχιζε να το διασκεδάσει, δεν του στεκόταν καλά. Έφερε, ασυναίσθητα, το χέρι του στο τσε-


106

ANNE O’BRIEN

πάκι του στήθους, στο γράμμα που είχε λάβει, προς έκπληξή του, την περασμένη βδομάδα. Ένα ασυνήθιστο γράμμα από μια μνηστή, τις παραμονές του γάμου της. Άρχοντά μου, Θα το κατανοήσω αν αποφασίσετε πως ένας γάμος μαζί μου δεν είναι αυτό που θέλετε και δεν επιθυμείτε να συρθείτε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είμαι από την κατάλληλη... στόφα για κόμισσα. Ωστόσο, θα είμαι στην εκκλησία την ορισμένη ώρα και ημέρα. Αν δε σας δω τότε, θέλω να σας ευχαριστήσω για τις προσπάθειές σας να απομακρύνετε την οργή του αδερφού μου από πάνω μου. Θα είναι, άλλωστε, πολύ εύκολο για εσάς να αγοράσετε ένα γρήγορο ιστιοφόρο να σας μεταφέρει στη Γαλλία. Σας εύχομαι κάθε καλό για το μέλλον και ελπίζω να επανεξετάσετε την ανάγκη, όποια και αν είναι αυτή, να συνεργαστείτε με τον κύριο Νουάρ. Χάριετ Λίντγιαρντ

Παράξενο. Αμείλικτα συνοπτικό της όλης κατάστασης. Φοβερά ευθύ. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν η δεσποινίς Λίντγιαρντ αποφάσιζε να παραιτηθεί –καλύτερα και για τους δύο. Και αφού κανένας έξω από αυτό το χωριό δε γνώριζε γι’ αυτόν το γάμο... ούτε γάτα ούτε ζημιά. Και όμως ο Λουκ ανακάλυψε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε. Η δεσποινίς Λίντγιαρντ τον έλκυε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το μικρό ιστιοφόρο της. Συλλογιζόταν αυτό το παράξενο καπρίτσιο του, όταν ο Τζορτζ Γκέιντι έστριψε από το δυτικό αντέρεισμα, στάθηκε πλάι του και τον χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο. «Στο δρόμο είναι, άρχοντά μου. Μια μικρή διαφωνία,


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

107

βλέπετε... για το αν θα έβγαζαν την άμαξα... Η δεσποινίς Λίντγιαρντ δεν ήθελε...» Και, να την! Βάδιζε με φούρια προς το μέρος του. Ο Λουκ ένιωσε να χαλαρώνει το σφίξιμο στο στήθος του. Είχε περάσει το δικό της και ερχόταν, πλησίαζε από το διάδρομο του κήπου που έβγαζε στην εκκλησία, με τον σερ Γουάλας και τη λαίδη Ογκάστα ν’ ακολουθούν σε κάποια απόσταση. Η δεσποινίς Λίντγιαρντ βάδιζε γοργά, σβέλτα, μια χαριτωμένη εικόνα, ευχάριστη στο μάτι. Το καλοκαιριάτικό φως την τύλιγε καθώς έπεφτε μέσ’ από το απαλό πράσινο των φύλλων της οξιάς και η δροσερή αύρα ανέμιζε τις φούστες και τις κορδέλες της καθώς ερχόταν βιαστική και απίστευτα κομψή και αεράτη προς το μέρος του, λες και είχε συναίσθηση της αργοπορίας της. Δεν ήταν όμως αυτή η εικόνα που περίμενε να δει. Κάθε άλλο. Την είχε δει με την παντελόνα του θαλασσινού και με μπότες. Την είχε δει με ένα μουντό, άχαρο φόρεμα που είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες. Τώρα, αυτή η κυρία... Και ας προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές, λες και βρισκόταν στο κατάστρωμα του Λίντγιαρντ’ς Γκοστ! Ο κόμης του Βένμορ περιεργάστηκε με έμπειρο μάτι τη μνηστή του, τη μέλλουσα σύζυγό του. Γαλλικό στυλ και φινέτσα ήταν η πρώτη σκέψη του, της εποχής πριν από την Επανάσταση, πριν η μόδα αρχίσει να περνάει στην αυστηρότητα. Ήταν ένα ρομαντικό φόρεμα, κρεμ μετάξι κεντημένο με ανοιξιάτικα ανθάκια σε απαλό πράσινο και κίτρινο. Φαρδιές φούστες πιασμένες πίσω με κρεμ κορδέλες πάνω από ένα απλό σατινένιο μεσοφόρι κεντημένο γύρω γύρω στο στρίφωμα. Μανίκια μακριά ως τον αγκώνα, ένας καταρράκτης από φίνα δαντέλα. Ένα εφαρμοστό κορσάζ τόνιζε τη μέση της, εντελώς διαφορετικό απ’ όποιο ρούχο θα σχεδίαζε ένας μαιτρ της


108

ANNE O’BRIEN

μόδας στο Λονδίνο για την κόμισσα του Βένμορ. Ένα σύνολο αξιοπρόσεκτο και χαριτωμένο, θηλυκό και ανάλαφρο ταυτόχρονα. Και κάποιος είχε τιθασεύει τα μαλλιά της, τα είχε στερεώσει με κρεμ κορδέλες στην κορφή του κεφαλιού, έτσι που έπεφταν σε πλούσιες μπούκλες στους ώμους της. Οι νεαρές ντεμπιτάντ της αριστοκρατίας δε θα φορούσαν ποτέ μια τέτοια τουαλέτα, αλλά η Χάριετ Λίντγιαρντ τη φορούσε με χάρη και στυλ. Και τότε η πραγματικότητα χτύπησε τον Λουκ σαν γροθιά στο στομάχι. Ώστε αυτό ήταν –και δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό. Ο φανερός λόγος που η δεσποινίς Λίντγιαρντ, αν διέθετε λίγη περηφάνια, δεν ήθελε έναν ανοιχτό, κοσμικό γάμο. Δεν είχε κάτι της μόδας να φορέσει, και ο αδερφός της, τώρα που ο γαμπρός είχε πιαστεί για καλά στην παγίδα και στεκόταν στα σκαλιά της εκκλησίας, δεν επρόκειτο να ξοδέψει ούτε πεντάρα παραπάνω για τη νύφη. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί. Το γεγονός ότι δεν του είχε περάσει καν από το νου τον έκανε να ντραπεί αφάνταστα. Τώρα τελευταία είχε αποκτήσει έναν αθεράπευτο εγωισμό, όχι και τόσο επιθυμητό προτέρημα για έναν άντρα με τη δική του ανατροφή, παραδέχτηκε μ’ ένα μορφασμό. Έπρεπε να την είχε εφοδιάσει με κάτι κατάλληλο –τι πιο εύκολο να της στείλει ένα φόρεμα ως γαμήλιο δώρο. Αλλά, και πάλι, σκέφτηκε, μπορεί να ήταν πολύ περήφανη για να δεχτεί κάτι ανάλογο από αυτόν. Μπορεί να της θύμιζε γι’ άλλη μια φορά τη μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, όπως του είχε επισημάνει ήδη με τόση ειλικρίνεια. Το πρόβλημα ήταν, σκέφτηκε καθώς η δεσποινίς Λίντγιαρντ σταματούσε μπροστά του, πως δεν τη γνώριζε. Έπρεπε να προχωρήσει αργά, με προσεχτικούς χειρισμούς, μαντεύοντας τις επιθυμίες και τις αντιδράσεις της, αν δεν ήθελε να θίξει τις


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

109

ευαισθησίες της. Και ως τώρα δεν ήξερε ποιες ήταν αυτές οι ευαισθησίες. Τώρα όμως ήταν εδώ, στεκόταν μπροστά του, με μάγουλα ρόδινα από τη βιασύνη, με μάτια αστραφτερά και ένα υπέροχο χαμόγελο στα χείλη. Πώς είχε σκεφτεί ποτέ ν’ αναιρέσει την υπόσχεσή του να την παντρευτεί; Και αιφνιδιασμένος από τούτη την εύθραυστη οπτασία σε μετάξι και δαντέλα, από την ανάγκη του να την αρπάξει και να την προστατέψει από τους σαρκασμούς της υψηλής κοινωνίας, ο κόμης του Βένμορ δεν μπόρεσε να κάνει τίποτ’ άλλο από το να πιάσει το χέρι της λαθρέμπορου και να φιλήσει τ’ ακροδάχτυλά της. Φτερούγισαν μέσα στα δικά του. «Δεσποινίς Λίντγιαρντ, παίρνω όρκο ότι ποτέ ένας άντρας δεν υποδέχτηκε μια τόσο κομψή νύφη στα σκαλιά της εκκλησίας», είπε με αβρότητα. «Ωραία λόγια», του απάντησε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της. «Η νύφη δεν μπορεί να συναγωνιστεί σε κομψότητα το γαμπρό. Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα ερχόσαστε». «Δεν είμαι άντρας που κρατώ το λόγο μου;» «Δεν ξέρω», του απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Ίσως να εξαρτάται από το πόσο πολύ χρειάζεστε το σκάφος μου. Δε μου είπατε ποτέ τι γυρεύατε στη Γαλλία!» «Δεσποινίς Λίντγιαρντ, με αδικείτε», της απάντησε κι ένιωσε άσχημα. Όχι, οι λόγοι του δεν ήταν απόλυτα αλτρουιστικοί και η μνηστή του με την ευθύτητα που τη χαρακτήριζε είχε πετύχει στόχο. Αλλά δεν ήταν η ώρα τώρα για ν’ ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του με μια αβρή κίνηση. «Παρά τις όποιες αμφιβολίες που μπορεί να έχετε, να είστε βέβαιη πως θα εκπληρώσω την υπόσχεση που σας έδωσα». Το χαμόγελό της απλώθηκε και φώτισε τα μάτια της, μεταμορφώνοντας την, ομορφαίνοντάς την. «Ωραία. Τότε πάμε, πριν αλλάξουμε και οι δύο γνώμη! Και να γλιτώσου-


110

ANNE O’BRIEN

με από το κήρυγμα του Γουάλας για τη θλιβερή κατάσταση της υπόληψής μου». * * * «Λοιπόν, κυρία μου, έγινε!» «Ναι». Η Χάριετ ήταν έκπληκτη. Ο γάμος της με τον κόμη του Βένμορ είχε ολοκληρωθεί σε τόσο χρόνο όσο έπαιρνε για να ρίξουν το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ στο νερό, και η χρυσή βέρα με τα ζαφείρια, ένα κειμήλιο των Χόλαστον, βρισκόταν τώρα πια περασμένη στο δάχτυλό της. Ο Γουάλας είχε κρύψει το θρίαμβό του, η Ογκάστα ούτε που το προσπάθησε. Ο Αλεξάντερ στεκόταν κατηφής και σιωπηλός, αλλά έδειχνε να το έχει αποδεχτεί. Η Μέγκι φαινόταν φοβισμένη. Όσο για το γαμπρό, είπε τα λόγια που απαιτούσε η περίσταση με φωνή καθαρή και συγκρατημένη, που καταλάγιασε τον εκνευρισμό της νύφης και της επέτρεψε ν’ ανασάνει κανονικά. Τη μόνη φορά που είχε νιώσει κάποια αντίδραση από μέρους του ήταν όταν ο αιδεσιμότατος Ντανς διάβασε ολόκληρο το όνομά της –Χάριετ ΜαρίΛουίζ Ντ’Απρ Λίντγιαρντ. Μια σύσπαση του μπράτσου του κάτω από τα δάχτυλά της. Αγνοούσε πως κυλούσε και γαλλικό αίμα στις φλέβες της και φυσικά, εκείνη δεν είχε σκεφτεί να του το πει. Να είχε αντιρρήσεις; Αλλά γιατί; Αν και θα μπορούσε να σκεφτεί πως ένας λαθρέμπορος με γαλλικό αίμα... ήταν πάρα πολύ για να το δεχτεί ένας άντρας στο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε. Κατά τ’ άλλα, η Χάριετ δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει για τίποτα. Ο Λουκ αποτελούσε την επιτομή της μόδας και της κομψότητας, καμιά σχέση με τον ατημέλητο κατάσκοπο που είχε πρωτοδεί, με το ριγέ μεταξωτό γιλέκο του, το σκούρο μπλε σακάκι, το άψογο πτυχωτό πουκάμι-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

111

σο, την ταιριαστή γραβάτα. Και, προς τιμή του, ο κόμης δεν τους είχε τρομάξει κουβαλώντας μαζί του κάποια επιβλητική ακολουθία –ούτε καν ένα μέλος της οικογένειας. Τι ανακούφιση! Και όμως η Χάριετ πάλευε με τα συγκρουόμενα συναισθήματά της. Ίσως να ντρεπόταν γι’ αυτήν τελικά, ίσως να τον βόλευε αυτός ο γάμος να γίνει μακριά από τα επικριτικά βλέμματα, περισσότερο απ’ όσο βόλευε την ίδια. Θα ξαναγίνονταν ποτέ όλα ντόμπρα, τίμια; Δεν ήταν καλό αυτό! Η Χάριετ είχε δώσει τους όρκους της με φωνή καθαρή, χωρίς παρθενική σεμνοτυφία, σαν πρόκληση σχεδόν. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να είναι ο εαυτός της. Ο κόμης είχε δεχτεί να την παντρευτεί και έπρεπε να υπάρχει εμπιστοσύνη. Έπρεπε και να βγάλουν και οι δυο το καλύτερο από μια αμφίβολη συναλλαγή. Και όμως γι’ αυτήν δεν ήταν καθόλου κακή συναλλαγή. Έτσι όπως στεκόταν πλάι του, στο δροσερό μισόφωτο της μικρής εκκλησίας, του έριξε μια κλεφτή ματιά. Κι εκείνος την ένιωσε, γύρισε το κεφάλι του και της χαμογέλασε. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά και ανεξιχνίαστα, αδύνατον να τα διαβάσει. Από αξιοπρέπεια ανταπέδωσε την επαφή, παρ’ όλο που φούντωσαν τα μάγουλά της, αλλά κάτω από το ήρεμο εξωτερικό, η επιθυμία έκανε την καρδιά της να τρεμουλιάσει. Τι υπέροχος που ήταν. Κινιόταν με περισσότερη ευχέρεια τώρα που είχαν γιατρευτεί οι μωλωπισμένοι μύες του. Το αιμάτωμα στον κρόταφό του είχε σβήσει σχεδόν, είχε γίνει μια απλή σκιά, ενώ η ουλή στο μάγουλό του επουλωνόταν γρήγορα. Μπορεί να μην του άφηνε καν σημάδι να χαλάει την ομορφιά του. Για την ώρα, έδινε μια αρρενωπή νότα στην όψη του, απίστευτα γοητευτική. Κατά την απουσία του, είχε ξεχαστεί και είχε καταφέρει να ελέγξει τα νεύρα της, αλλά τώρα ήταν πάλι


112

ANNE O’BRIEN

εδώ... και είχε την εντύπωση πως ένα σύννεφο από πεταλούδες την τύλιγε και τη ζάλιζε τη στιγμή που είχε ανάγκη όλη την αυτοπεποίθησή της γι’ αυτό που θα του ζητούσε αμέσως μόλις τέλειωνε το μυστήριο. «Δεν ήξερα πως είχες και γαλλική συγγένεια», σχολίασε ο Λουκ καθώς έβγαιναν από πλατύσκαλο της εκκλησίας στη λιακάδα. Ώστε είχε αντιδράσει, δεν ήταν η ιδέα της. Το βλέμμα της Χάριετ ήταν ευθύ, σταθερό. «Η μητέρα μου ήταν Γαλλίδα. Πειράζει;» «Όχι, απλά δεν το είχες αναφέρει». «Δεν είναι όλοι τόσο ανεκτικοί από τότε που είμαστε σε πόλεμο. Ο πατέρας μου προτίμησε να την ξεχάσει όταν πέθανε. Ο αδερφός μου προτιμάει να ξεχνάει τη συγγένειά μου με τον εχθρό». «Λυπάμαι». Μια μικρή σιωπή που η Χάριετ δεν μπόρεσε να την ερμηνεύσει. Και ύστερα, πάνω που άρχισε να γίνεται δυσάρεστη, τη ρώτησε: «Είναι ανάγκη να γυρίσεις στο Γουάιτσκαρ Χολ;» Της κρατούσε εξουσιαστικά το χέρι, περασμένο κάτω από το μπράτσο του, έτσι που ένιωθε τη ζεστασιά του κορμιού του, τον σταθερό χτύπο της καρδιάς του. Τέτοια προμηνύματα μελλοντικής οικειότητας... ούτε που μπορούσε να τα φανταστεί. Η Χάριετ κατάπιε με δυσκολία. Τα νεύρα της έπαιζαν, τρεμούλιαζαν κάτω από το δέρμα της που το ένιωθε ευαίσθητο σε κάθε κίνηση της μεταξωτής τουαλέτας. «Όχι», απάντησε απότομα. «Έχω όσα χρειάζομαι μαζί μου». Έδειξε τη Μέγκι, που στεκόταν με δυο χαρτοκιβώτια στα πόδια, πλάι στο κομψό δίτροχο αμάξι του κόμη, σκούρο μπλε, γυαλιστερό, με δυο υπέροχα ρούσα άλογα. «Τότε, φεύγουμε; Μπορούμε να διανυκτερεύσουμε κά-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

113

που, καθ’ οδόν προς το Λονδίνο. Έχεις ένα ζεστό πανωφόρι μαζί σου;» Η Χάριετ έσφιξε τα δάχτυλά της στο φίνο ύφασμα του μανικιού του για να πάρει θάρρος. «Ένα πράγμα... μπορώ να σου ζητήσω, κύριέ μου; Ξέρω πως δε θα θέλεις, αλλά...» Τα μάτια του σπίθισαν αινιγματικά. «Αν δεν μπορώ να κάνω το χατίρι της νύφης τη μέρα του γάμου της... Και θα το κάνω αν με λες Λουκ, όπως συμφωνήσαμε». «Λουκ», ψέλλισε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θέλω να μείνουμε στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ απόψε». «Θέλεις, αλήθεια;» Άκουσε την έκπληξη στη φωνή του. Γιατί να θέλει κάποιος να μείνει σ’ ένα σπίτι-ερείπιο; Μόνο που το είχε στην καρδιά της αυτό το σπίτι, και απόψε, για τελευταία φορά, πριν τα αφήσει όλα πίσω της, ήταν σημαντικό για εκείνη να μείνει. Για τον εαυτό της. Γι’ αυτούς που εξαρτιόνταν από εκείνη τόσο καιρό. Δεν μπορούσε όμως να του τα πει αυτά. «Τότε θα μείνουμε». Ύψωσε το χέρι της από εκεί όπου ακουμπούσε στο μπράτσο του κι έμπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της, ένα σύμβολο ενότητας μεταξύ τους. Και ύστερα, τα σήκωσε έτσι ενωμένα και φίλησε τις αρθρώσεις της πεταχτά, μια ασήμαντη χειρονομία ίσως, αλλά που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά στο στήθος της. Ύστερα, έσκυψε το κεφάλι του και τα χείλη του άγγιξαν το μάγουλό της –και αυτή δεν ήταν καθόλου ασήμαντη χειρονομία για τη Χάριετ. Τόσο ανάλαφρο φιλί, απόλυτα επιτρεπτό δημόσια από ένα γαμπρό στη νύφη, αλλά της Χάριετ της φάνηκε σκανδαλιστικά οικείο. Κι ενώ το αίμα ορμούσε στα μάγουλά της, την έπιασε μια ασυνήθιστη ντροπαλότητα. Έπρεπε να μάθει να τα βγάζει πέρα με αυτό τον άντρα, αν ήταν να του κρύβει τα αισθήματά της. Τι μπελάς θα ήταν γι’ αυτόν να ξέρει πως μια σύζυγος, που την είχε παντρευτεί κατό-


114

ANNE O’BRIEN

πιν συμφωνίας, χωρίς να υπάρχει ούτε φιλία ούτε στοργή μεταξύ τους, απειλούσε να λιώσει σαν χιόνι στα πόδια του από ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο! «Συγύρισα μερικά δωμάτια στο Πράιντ», τον πληροφόρησε, λες και αυτό ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο και όχι η τρικυμία στο αίμα της, στο άγγιγμα των χειλιών του. «Έχω κανονίσει να μας ετοιμάσουν ένα γεύμα... Είναι μόνο γι’ απόψε. Μπορούμε να φύγουμε αύριο, όποια ώρα θέλεις». «Τότε, αυτό θα κάνουμε». Αν ήταν έκπληκτος, δεν το έδειξε, αλλά την τράβηξε απαλά πίσω του καθώς προχωρούσε για να πληροφορήσει τον σερ Γουάλας ότι, δυστυχώς, δε θα πήγαιναν στο Γουάιτσκαρ Χολ να πάρουν ένα ποτήρι λαθραίο μπράντι για να γιορτάσουν το γάμο τους. «Ελπίζω να κρατήσω καλύτερες αναμνήσεις από το σπίτι». Η Χάριετ έπνιξε ένα στεναγμό ανακούφισης. «Ναι, Λουκ, το ελπίζω». * * * Το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, παρά τις διαβεβαιώσεις της Χάριετ, δεν ήταν πολύ διαφορετικό από το σκονισμένο, αραχνιασμένο σπίτι που θυμόταν ο Λουκ από την αναγκαστική παραμονή του εκεί. Υπέθετε πως υπήρχαν κάποια όρια στο τι μπορούσε να γίνει σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα από έναν ηλικιωμένο υπηρέτη και δυο καμαριέρες. Ίσως να υπήρχε λιγότερη σκόνη στη βιβλιοθήκη, να έδειχνε λιγότερο έρημη και ακατοίκητη χωρίς τα καλύμματα, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να διώξει την υγρασία που πότιζε τα πάντα τρυπώνοντας από τα χαλαρά παράθυρα μαζί με τις ριπές του θαλασσινού αέρα. Γιατί το πονούσε τόσο πολύ αυτό το σπίτι; Δεν τη ρώτησε, γιατί διαισθανόταν μια επιφυλακτικότητα στη νεό-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

115

νυφη σύζυγό του γι’ αυτό το θέμα, περίεργη για μια γυναίκα που ήταν εκπληκτικά ντόμπρα σε άλλα. Αμφέβαλλε αν θα του έδινε μια ικανοποιητική απάντηση. Όχι, δε θα επέλεγε να περάσει εδώ την πρώτη νύχτα του γάμου του όπου, όπως υπέθετε, θα είχε ν’ αντιμετωπίσει μια νευρική νύφη. Αλλά ήταν νευρική η Χάριετ; Έτσι φανταζόταν, μια παρθένα που περίμενε να περάσει την πρώτη νύχτα του γάμου της μ’ έναν άντρα που της ήταν άγνωστος σχεδόν. Όταν τη φίλησε –ένα επιπόλαιο φιλί όλο κι όλο– την ένιωσε ν’ αποτραβιέται. Αλλά τώρα που την παρατηρούσε να δίνει οδηγίες στις υπηρέτριες να μεταφέρουν τις αποσκευές στη μία κατοικήσιμη κρεβατοκάμαρα, δεν ήταν και τόσο βέβαιος. Κάποια ανησυχία υπήρχε –μια ένταση πάνω της που δεν τη θυμόταν από την προηγούμενη γνωριμία τους –όχι όμως νευρικότητα. Τι παράξενο κράμα ικανότητας και επιφυλακτικότητας ήταν αυτή η γυναίκα! Και ανακάλυπτε μια δική του ανάγκη να τη σαγηνέψει, να την παρασύρει να του αποκαλύψει περισσότερα από τις σκέψεις της, από τα συναισθήματά της. Θα του άρεσε να τη νιώθει να χαλαρώνει, να γλυκαίνει μέσα στα χέρια του. * * * Το βράδυ ήρθε με το σούρουπο πριν πέσει η καλοκαιριάτικη νύχτα. «Θα φάμε νωρίς, κύριε», τον πληροφόρησε, «Λουκ!» διόρθωσε μ’ ένα χαμόγελο. «Συγχώρεσέ με, θα μου πάρει λίγο να σε συνηθίσω!» Ο Λουκ γέλασε σ’ αυτό. «Δεν κρατάμε το ωράριο της πόλης εδώ, φοβάμαι. Να σου προσφέρω ένα ποτό; Το μπράντι είναι εξαιρετικό. Σου το συστήνω». Κάθισαν στη βιβλιοθήκη, στις άβολες καρέκλες με την ψηλή ράχη, με τις γδαρμένες, μουχλιασμένες ταπετσαρίες


116

ANNE O’BRIEN

και έπιασαν κουβέντα για το ταξίδι του στο Λονδίνο. Τον ρώτησε για τα τραύματά του, τους μωλωπισμένους μυς του. Εκείνος απάντησε στις ερωτήσεις της, ήπιε το μπράντι του, το παίνεψε για την ποιότητά του. Περίμενε κάτι, αλλά τι; Περίμενε κάτι από εκείνον; Μπορεί να είχε παρερμηνεύσει τα σημάδια και επρόκειτο πράγματι για τον εκνευρισμό της νιόπαντρης... Αλλά ύψωσε το βλέμμα της, έστρεψε το κεφάλι της, λες και αφουγκραζόταν κάθε θόρυβο του παλιού σπιτιού. Από τη βιβλιοθήκη πέρασαν στην τραπεζαρία όπου κάθισαν επίσημα απέναντι, στις δυο άκρες του μεγάλου τραπεζιού, γυαλισμένου όπως όπως για την περίσταση, στρωμένου με ένα παράξενο ανακάτεμα από θαμπωμένα μαχαιροπίρουνα και παλιές πορσελάνες εξαιρετικού γούστου, αν και ξεγδαρμένες στις άκρες. Μόνο τα ποτήρια ήταν υπέροχα, φίνα, γερά, παλιά. Ο Λουκ έπιασε τον εαυτό του να παρακολουθεί και να περιμένει με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Η Χάριετ ύψωνε τα μάτια της, αντιδρούσε σε κάθε ήχο. Όταν άνοιξε η πόρτα για να μπει ο Γουίγκινς με μια μπουκάλα κλαρέ, κόκκινο κρασί, είχε μια νευρικότητα, έδειχνε ασυνήθιστα αδέξια και πέταξε την πετσέτα της στο πάτωμα. Θα πρέπει να τον φοβόταν. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο λόγο γιατί πίεζε τα δάχτυλά της στην άκρη του τραπεζιού ώσπου άσπριζαν τα νύχια της. Αυτή η σκέψη –πως μπορεί να έβλεπε με φόβο τη στιγμή της οικειότητας– κούρνιασε άβολα στο στήθος του. Αφού σερβίρισε το κρασί, ο Γουίγκινς έφυγε και ο Λουκ δεν άντεξε περισσότερο –δεν ήξερε αν έπρεπε να εντυπωσιαστεί ή να το διασκεδάσει. Τι περίμενε από αυτόν; Ότι με την ευλογία του νόμου θα της ορμούσε πριν τελειώσει το δείπνο, θα πετούσε αυτό το όμορφο φόρεμα από πάνω της και θα της έπαιρνε την παρθενιά χωρίς άλλη


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

117

σκέψη από την προσωπική του ευχαρίστηση; Ήταν μια ελκυστική ιδέα, πάντως, έτσι που το φως των κεριών τρεμόπαιζε στο ωχρό βλέμμα της, πάνω από το δαντελένιο τελείωμα του ντεκολτέ της, τραβώντας το βλέμμα του στη στρογγυλάδα του στήθους της, στον όμορφο, λεπτό λαιμό της. Δε θα ήταν καθόλου αγγαρεία να κάνει αυτό ακριβώς, παραδέχτηκε ενδόμυχα, και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα στη σκέψη πως θα έκλεινε στις παλάμες του αυτά τα μικρά, σφριγηλά στήθη, αλλά με κάποια φινέτσα, ήλπιζε, και μέριμνα και για τη δική της ευχαρίστηση. Κι έτσι, όταν η νεόνυφη ύψωσε το κεφάλι της γι’ άλλη μια φορά κι έστησε το αυτί της στο μακρινό σκούξιμο μιας κουκουβάγιας, από το σύδεντρο με τις οξιές, κατάλαβε πως έπρεπε να χειριστεί το θέμα με λεπτότητα για να την ησυχάσει. «Χάριετ», διέκοψε τη λεπτομερή περιγραφή της για το κυνήγι στην περιοχή, σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο λουστραρισμένο ξύλο και την κοίταξε στα μάτια συμπονετικά. Περίμενε ώσπου να ανασηκώσει τα μάτια απ’ το ποτήρι της, ξαφνιασμένη από τον σοβαρό τόνο του. Μια ένταση, μια παράξενη αμοιβαία αναγνώριση, μια παραδοχή άστραψε ανάμεσά τους, καθώς έσμιξαν τα μάτια τους, που η δύναμή της τον αιφνιδίασε. Ήταν απίστευτο. Για μια στιγμή ξέχασε αυτό που ήθελε να πει. «Ναι;» τον ρώτησε. Ο Λουκ καθάρισε το λαιμό του. «Δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς, ξέρεις». «Δεν ανησυχώ», του απάντησε, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της και διέκοψε την οπτική τους επαφή. Εκείνος αναστέναξε σιγανά και συνέχισε αποφασιστικά: «Προσπαθώ να σε κάνω να νιώσεις άνετα... Δεν είναι ανάγκη να είσαι τόσο αγχωμένη. Θα σου φερθώ με προσοχή, με αβρότητα... Μπορεί ο αρραβώνας μας να προέκυψε


118

ANNE O’BRIEN

με αφύσικο τρόπο, αλλά θα σε τιμώ και θα σε σέβομαι ως σύζυγό μου. Οι απαιτήσεις μου δε θα ξεπερνούν τα όρια... σε παντρεύτηκα για να αποκαταστήσω το καλό... όνομα». Θα πρέπει να μόρφασε με τούτα τα τυπικά λόγια, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλον τρόπο να την καθησυχάσει. «Είμαι αρκετά πεπειραμένος για να ξέρω τι θα σου δώσει ευχαρίστηση... Δε χρειάζεται να φοβάσαι πως οι απαιτήσεις μου...» Τα λόγια έσβησαν όταν είδε το χρώμα ν’ ανεβαίνει πάνω από το δαντελένιο ντεκολτέ της, τα μάτια της να γίνονται πελώρια. Φαινόταν ξαφνιασμένη, αλλά δε δίστασε να ρωτήσει. «Τι δεν πρέπει να φοβάμαι για τις απαιτήσεις σου;» «Ότι θα μοιραστείς το κρεβάτι μου... τις φυσικές απαιτήσεις του κορμιού μου κάθε νύχτα...» Πώς να τα πεις αυτά σε μια νευρική παρθένα; «Δεν είναι ανάγκη να φοβάσαι πως θα ολοκληρώσω το γάμο μας χωρίς... ε, χωρίς να λάβω υπόψη μου τις ευαισθησίες σου...» Μπορούσε να το θέσει χειρότερα; «Ω, καταλαβαίνω». Κούνησε το κεφάλι της, με μια κίνηση που έκανε τις χαλαρές μπούκλες να χορέψουν στους ώμους της και γέλασε ξέπνοα –από ανακούφιση, υπέθεσε ο Λουκ. «Είσαι πολύ καλός που με καθησυχάζεις». «Ωραία». Όχι, δεν ήταν. Ήταν ακόμα σαστισμένος. Δηλαδή, τι νόμιζε πως θ’ απαιτούσε από αυτήν; Δεν πίστευε πως αυτό το γοητευτικό κοκκίνισμα στο πρόσωπό της το είχε προκαλέσει ο φόβος της για τις σεξουαλικές του απαιτήσεις. «Ε, σκέφτηκα απλά πως έπρεπε να το πω αυτό...» «Σ’ ευχαριστώ. Ήταν πολύ γλυκό από μέρους σου. Α... μήπως θέλεις άλλο ένα ποτήρι κρασί;» Η Χάριετ ξαναγύρισε στην περιγραφή της υπαίθρου και ο Λουκ αναγκάστηκε να την παρακολουθήσει. Δεν μπορούσε να την πιέσει να του πει τι ήταν αυτό που τη γέμιζε με υπερένταση. Επιτέλους, ο Γουίγκινς μπήκε στην τραπεζαρία με αρ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

119

γά, προσεκτικά βήματα, προφανώς λόγω των αρθριτικών του, και μια μεγάλη ασημένια σουπιέρα στα χέρια, τόσο θαμπή όσο και τα μαχαιροπίρουνα. Πλησίασε τη Χάριετ και σήκωσε το καπάκι. «Μυλαίδη...» Είχε μόλις βουτήξει την κουτάλα, όταν ξοπίσω του φάνηκε η υπηρέτρια που θυμόταν ο Λουκ, η Τζένη, που απευθύνθηκε στη Χάριετ, από την άλλη άκρη του δωματίου. «Ο παραγιός του κυρίου Αλεξάντερ στην πόρτα, μις... μυλαίδη... Όλα καλά». «Ωραία!» Η Χάριετ πετάχτηκε όρθια στη στιγμή και προχώρησε προς την πόρτα ρίχνοντας μια σύντομη ματιά στον Λουκ. «Μείνε εδώ. Μια στιγμή θα λείψω, μόνο». Η σουπιέρα είχε πάρει ήδη δρόμο πίσω για κάποια μακρινή κουζίνα. Υποψίες, καθαρές και άμεσες, ξεπήδησαν στο μυαλό του Λουκ. Η ένταση των προηγούμενων λεπτών είχε εξαφανιστεί, η Χάριετ είχε ξαναβρεί τη σιγουριά της, την ενεργητικότητά της. «Συγνώμη», κοντοστάθηκε στην πόρτα και του χαμογέλασε απολογητικά. «Είναι αναπόφευκτο, δε θα το επιδίωκα ποτέ να συμβεί απόψε, μια νύχτα σαν κι αυτή, αλλά πρόκειται για επείγουσα επιχείρηση και πρέπει να πάω στο Δωμάτιο του Πύργου. Θα γυρίσω αμέσως. Αν θέλεις, θα στείλω πίσω τον Γουίγκινς με τη σούπα...» Ο Λουκ όμως δεν είχε σκοπό να κάθεται να τρώει ήσυχα και καλά τη σούπα του, ενώ η γυναίκα του εμπλεκόταν σε μια επείγουσα επιχείρηση. Σηκώθηκε αργά από το κάθισμά του, σπρωγμένος από ενδιαφέρον και ανυπομονησία. Δε θα του έλεγε περί τίνος επρόκειτο; Νόμιζε πως θα καθόταν και θα το δεχόταν αυτό ασχολίαστα, ενώ ήξερε πολύ καλά τι απαιτούσε την προσοχή της; Όχι, για όνομα του Θεού! Στεκόταν εκεί, στολισμένη με μετάξια και κορδέλες, τρισχαριτωμένη, με τ’ αστραφτερά μάτια της, τις ανα-


120

ANNE O’BRIEN

στατωμένες μπούκλες της, έτοιμη ν’ ανακατευτεί σε μια αναμφίβολα παράνομη βρομοδουλειά και μάλιστα χωρίς να του πει τίποτα! Ήταν επικίνδυνη; Δεν είχε ιδέα, αλλά η παράβαση του νόμου μπορεί να είχε δυσάρεστες συνέπειες γι’ αυτήν. Η σύζυγός του δεν επιτρεπόταν να θέτει τον εαυτό της σε κίνδυνο! Σε μια στιγμή, πριν καλοσκεφτεί τι κάνει, διέσχισε την απόσταση μεταξύ τους και την άρπαξε από τον καρπό. Χαλαρά, αλλά αρκετά σταθερά για να την κρατήσει ακίνητη. «Λαθρεμπόριο, ε; Είπες πως θα τα παρατούσες». «Αν θυμάμαι καλά, είπα πως θα το σκεφτώ». Ξαφνικά, τα μάτια της έχασαν τη λάμψη τους, τον κοίταξαν παγερά. «Δε θα ανακατευτώ ξανά μετά το αποψινό, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, την τελευταία νύχτα μου εδώ, έχω ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στους ανθρώπους αυτούς». Τα λόγια ξέφυγαν από τα χείλη του πριν προλάβει να τα σκεφτεί. «Τι θα έκανες αν σ’ το απαγόρευα;» Μια δυσοίωνη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους για όση ώρα κρατάει ένα χτυποκάρδι. «Θα μου το απαγόρευες;» Η Χάριετ έμεινε σαν κοκαλωμένη, τα μάτια της έψαχναν το πρόσωπό του ενώ τα λόγια του Αλεξάντερ αντηχούσαν στο μυαλό της. Ο Βένμορ θ’ απαιτήσει να παρατήσεις τη δουλειά, να μου το θυμηθείς. «Με ποιο δικαίωμα θα μου το απαγόρευες; Δέχτηκα να σκεφτώ αυτό μου είπες και θα το κάνω. Δεν είχα αντιληφθεί πως θα μου το απαγόρευες με αυτό τον αυταρχικό τόνο». «Και εγώ δεν αντιλήφθηκα πως ήμουν αυταρχικός! Αλλά, ως σύζυγός σου, που ενδιαφέρεται για το καλό σου, ίσως θα ήταν έξυπνο να είμαι». Έβλεπε πως διάλεγε τα λόγια της προσεχτικά. «Κατάλαβα. Ώστε μόλις πέρασες τη βέρα σου στο δάχτυλό μου...»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

121

τέντωσε τα δάχτυλά της όπου άστραφταν τα ζαφείρια, «... άρχισες αμέσως να κατευθύνεις τις πράξεις μου, να μου υπαγορεύεις τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να κάνω. Δεν ξέρεις καν τι θα κάνω». «Όχι, αλλά έχω κακά προαισθήματα». «Ε, λοιπόν, για ν’ απαντήσω στις ερωτήσεις σου υπό το φως των προαισθημάτων σου, αν μου το απαγορεύσεις, μυλόρδε... τότε θα πρέπει να σκεφτώ σοβαρά την απαίτησή σου». Δε θ’ άφηνε την εσκεμμένη τυπικότητά της να τον εξοργίσει. «Αλλά τελικά θα υπάκουες, μυλαίδη;» Η σπίθα ξαναγύρισε σ’ αυτά τα γκρίζα μάτια, μια καθαρή πρόκληση. «Δεν ξέρω», του απάντησε με ειλικρίνεια. «Τι θα έκανες αν αρνιόμουν;» Ο Λουκ υπέθετε πως θα μπορούσε να το παρατραβήξει, να απαιτήσει την υπακοή της –νιόπαντρη ήταν, λίγων ωρών σύζυγος! Αντί γι’ αυτό όμως, έπιασε τον εαυτό του αιχμάλωτο σε τούτο το καθαρό, διάφανο βλέμμα. Και, η αλήθεια να λέγεται, του ήρθε να βάλει τα γέλια με το θάρρος της. Τι συναρπαστική γυναίκα αποδεικνυόταν η καινούργια κόμισσα του Βένμορ! «Λοιπόν, τι θα γίνει, Λουκ;» Το πιγούνι της υψωμένο. «Νομίζω πως δε θα σε υπακούσω. Τι λες, θα το κάνω με ή χωρίς την ευλογία σου; Ο χρόνος μετράει». Και ο Λουκ χαλάρωσε τα δάχτυλά του γύρω από τον καρπό της και συνθηκολόγησε, επειδή ήξερε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν είχε αμφιβολία πως θα τον αψηφούσε επειδή θεωρούσε πως είχε χρέος απέναντι στους λαθρέμπορους συντρόφους της και δεν ήθελε να τη βαρύνει με αυτό το φορτίο μια τέτοια νύχτα. Η σχέση του με τη Χάριετ Λίντγιαρντ δε θα ήταν τόσο ήρεμη όσο την περίμενε. Ωστόσο καλοδεχόταν τούτη την καινούρια δύναμη στη ζωή του.


122

ANNE O’BRIEN

«Υποθέτω πως έχεις μια ανειλημμένη υποχρέωση γι’ απόψε. Όχι, δε θα σου δώσω την ευλογία μου, κυρία σύζυγέ μου, αλλά λέω να έρθω μαζί σου». Η Χάριετ τον κοίταξε έκπληκτη και ένα χαμόγελο χάραξε τα χείλη της. Αυτό ακριβώς ήταν που τη βασάνιζε όλο το βράδυ –πως ο Λουκ θα αποδοκίμαζε την πράξη της και πως θα συγκρούονταν άσχημα. Ε, την αποδοκίμαζε βέβαια, αλλά η απρόθυμη αποδοχή του ησύχαζε την καρδιά της. Τα δάχτυλά του, που κύκλωναν απαλά τον καρπό της, έστελναν μια σπίθα συγκίνησης στο αίμα της. Και δεν ήταν μόνον η διέγερση της νυχτερινής επιχείρησης. Η σπίθα φούντωσε, έγινε φλόγα όταν είδε το πρόσωπο του Λουκ να γλυκαίνει μ’ ένα χαμόγελο. Ήταν τόσο όμορφος και δε θα της εναντιωνόταν. «Δεν είναι ανάγκη, μια δουλειά πέντε λεπτών είναι, δεν υπάρχει κίνδυνος». «Ως σύζυγός σου, το θεωρώ καθήκον μου». Γλίστρησε το χέρι του από τον καρπό της στην παλάμη της σ’ ένα συντροφικό κράτημα κι ένιωσε μια βαθιά ικανοποίηση όταν η Χάριετ γέλασε και του ανταπέδωσε το σφίξιμο. «Έλα, τότε. Δεν είναι επικίνδυνο, αλλά είναι παράνομο πάντως. Μην πεις πως δε σε προειδοποίησα». Πήρε δυο τρία κεριά από το τραπέζι του χολ και τον οδήγησε μέσα από έρημους διαδρόμους σε μια στενή και απότομη σκάλα που έβγαζε σ’ ένα κυκλικό δωμάτιο στον Πύργο, που υψωνόταν στην ανατολική πτέρυγα του σπιτιού και δέσποζε στην κορφή του γκρεμού. Η θέα πρέπει να ήταν μαγευτική, αλλά το δωμάτιο ήταν θεόκλειστο. Η Χάριετ πήγε κατευθείαν στο τραπέζι, στο κούφωμα του παραθύρου, άνοιξε τα παντζούρια και έπιασε ένα κουτί με ίσκα και τσακμακόπετρα, έτοιμο, πρόχειρο. Με την επιδεξιότητα της μακρόχρονης χρήσης, άναψε μια μεγάλη λά-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

123

μπα πετρελαίου, που έριξε μεμιάς μια δυνατή και σταθερή φωτεινή δέσμη. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχει βόλτα απόψε», παρατήρησε ο Λουκ λακωνικά, όταν η Χάριετ δεν μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει. «Ναι». «Και το μήνυμα από τον παραγιό του Αλεξάντερ;» «Πώς είναι όλα καλά για το γυρισμό τους. Πρέπει να γίνει τώρα, λόγω της παλίρροιας. Πολύ νωρίς και δεν έχει πολλή συννεφιά για κάλυψη». Στεκόταν μπροστά στο τζάμι, μια χαριτωμένη φιγούρα, σκέφτηκε, με τα δάχτυλα απλωμένα πάνω του, καθώς μελετούσε τα σύννεφα που έτρεχαν πάνω στο φεγγάρι. Τα ζαφείρια –τα ζαφείρια του– άστραφταν στο φως. «Αλλά θα είναι ασφαλείς, δεν έχουν βγει οι άντρες της Δίωξης στους βράχους». «Γι’ αυτό θα τους κάνεις σινιάλο να μπουν στον όρμο». «Ναι», απάντησε και του έριξε μια λοξή ματιά. «Δεν είναι νόμιμο, ξέρεις, να κάνεις σινιάλα σ’ ένα λαθρεμπορικό». «Το ξέρω. Τι θ’ απογίνει η φήμη μου αν με πιάσουν μπλεγμένο σε μια τόσο αξιόμεμπτη πράξη;» «Μπορείς να ισχυριστείς άγνοια και να τα ρίξεις όλα στην ξεροκέφαλη τη σύζυγό σου που σε παντρεύτηκε με ψεύτικα προσχήματα». Είδε το χαμόγελό της στο φως της λάμπας, τα μάτια της που έλαμπαν σαν καθάριο ασήμι. «Πρέπει να εκπλαγώ που δεν ανέβαλες το γάμο για να σαλπάρεις μαζί τους;» «Είναι ο πρώτος διάπλους που δεν έχω οδηγήσει από... δε θυμάμαι πότε». Ίσως να υπήρχε κάποια λύπη στον τόνο της φωνής της, καθώς αγνάντευε πέρα στη θάλασσα, απ’ όπου θα ξεπρόβαλλε το μικρό σκάφος μέσ’ από το σκοτάδι. «Αλλά όχι, είναι ικανοί να το κάνουν χωρίς εμένα. Θα


124

ANNE O’BRIEN

τους οδηγήσει ο Τζορτζ. Τους παραχώρησα το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ». Ο Λουκ χαμογέλασε. «Ώστε ο έγγαμος βίος μας δε θα διακοπεί από την ανάγκη σου ν’ αρμενίζεις στις θάλασσες». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, σαν να το σκεφτόταν. Ο Λουκ αναρωτήθηκε τι θ’ απαντούσε. «Όχι, δε θα ξαναμπλεχτώ. Μόνον αν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος. Το υπόσχομαι αν αυτό θέλεις». «Χάριετ, είσαι ένα αίνιγμα». Της τράβηξε το χέρι από το τζάμι και κόλλησε τα χείλη του στην παλάμη της, κρύα από την ψυχρή επιφάνεια. «Γι’ αυτό ήταν τα νεύρα σου τόσο τσιτωμένα, τιναζόσουν σε κάθε ήχο... Κι εγώ νόμιζα πως σε φόβιζε η σκέψη πως θα περνούσες τη νύχτα στο κρεβάτι μου. Τι ματαιοδοξία από μέρους μου, να πιστεύω πως μπορεί εγώ να ήμουν η προτεραιότητά σου!» Ανακάλυψε μέσα του ένα κέντρισμα αντρικής μνησικακίας που δεν τον έβαζε πρώτο και, αμέσως μετά, τύψεις. Στο κάτω κάτω, γιατί έπρεπε να τον βάλει πρώτο; «Δεν εμφανίζομαι καθόλου στα σχέδιά σου, έτσι δεν είναι;» «Δεν είναι αλήθεια. Απλώς ανησυχώ ώσπου να επιστρέψουν σώοι και ασφαλείς». Ήταν φανερό πως δεν της περνούσε καν από το νου ότι μπορεί να ζήλευε για την ανησυχία της. «Ο θάνατος και οι τραυματισμοί είναι φτηνή υπόθεση σε μια τέτοια περιπέτεια. Πώς θα επιβιώσουν οι οικογένειές τους αν κάποιος σκοτωθεί ή τραυματιστεί; Ή αν συλληφθεί; Είμαι μια Λίντγιαρντ και πρέπει να τους νοιάζομαι, έτσι δεν είναι; Οι ψαράδες του Ολντ Γουίνκομλι είναι δικοί μας άνθρωποι». Τον είχε βάλει στη θέση του. «Φυσικά. Τελείωσες εδώ;» «Ναι». «Τότε θα έλεγα να γυρίσουμε να φάμε εκείνη τη σούπα πριν χλιάνει». «Μου φαίνεται πως υπερτίμησες το ταλέντο του δανει-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

125

κού μάγειρά μου. Νομίζω πως θα ήταν χλιαρή από την πρώτη φορά και δε θα βελτιώθηκε με την καθυστέρηση. Αλλά το μοσχάρι μπορεί να τρώγεται». Ο Λουκ γέλασε. Το ίδιο και η Χάριετ καθώς στέκονταν μαζί στη σκιά, έξω από τον φωτεινό κύκλο της λάμπας. Τον τραβούσε πολύ αυτή η γυναίκα με το ρομαντικό φόρεμα που γελούσε σιγανά, στο φως που αντανακλούσε στα μάτια της. Ήρθε πιο κοντά της, θέλοντας να γευτεί τούτη τη στιγμή, γοητευμένος που δεν αντιστάθηκε, και την πήρε στην αγκαλιά του. Τα χείλη της ήταν τόσο δροσερά όσο και τα δάχτυλά της πρωτύτερα, όταν άρχισε την εξερεύνησή του, με τη γλώσσα του να γλιστράει στο μεταξένιο κάτω χείλι της αναζητώντας τις ντελικάτες γωνιές. Το κορμί της ήταν απαλό πάνω στη σκληράδα του, τα μπράτσα της ελαφριά καθώς κύκλωναν το λαιμό του. Τα δικά του σφίχτηκαν γύρω της, το στόμα του έγινε απαιτητικό. Τα χείλη της χώρισαν τόσο γλυκά στις απαιτήσεις της γλώσσας του. Η Χάριετ στέναξε. Όχι εδώ. Όχι ακόμα. Ο Λουκ κατέβασε τα χέρια του κι έκανε ένα βήμα πίσω, έκπληκτος από τη φωτιά που έκαιγε χαμηλά στην κοιλιά του, την άμεση ανταπόκριση του ανδρισμού του. Τούτο το λιτό δωμάτιο, που το έζωναν οι σκιές απέξω, φωτισμένο μόνο από μια λάμπα, δημιουργούσε μια μαγική ατμόσφαιρα για τις αισθήσεις του. Η επιθυμία να την ξαπλώσει μαλακά στο πάτωμα, να πετάξει από πάνω της τις αναρρίθμητες στρώσεις από μεταξωτό και να τη χορτάσει, απειλούσε τον έλεγχό του. Όχι εδώ! Η νεόνυμφη σύζυγός του δικαιούτο περισσότερη αβρότητα από αυτήν που έδειχνε ικανός να της προσφέρει τούτη τη στιγμή. «Θαυμάζω την έγνοια σου για τους συνεργάτες σου», την πληροφόρησε συγκρατημένα, ανακουφισμένος που η


126

ANNE O’BRIEN

φωνή του δεν πρόδινε τη φουρτούνα που μάνιαζε στο κορμί του. «Αλήθεια;» «Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά δίχως αμφιβολία σε θαυμάζω». * * * Το φαγητό ήταν τόσο χάλια όσο το είχε προβλέψει η Χάριετ, η τραπεζαρία τόσο κρύα, ώστε αναγκάστηκε να καταφύγει σ’ ένα κασμιρένιο σάλι που είχε δει καλύτερες μέρες, αλλά το κρασί ήταν καλό, φυσικά. Κι εκείνη είχε χαλαρώσει τόσο από την ένταση που τη βασάνιζε ώσπου έμαθε πως όλα πήγαιναν καλά, ώστε ένιωθε μια αλλόκοτη ζάλη. Το φως της λάμπας είχε... κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο... είχε σπάσει τον πάγο μεταξύ τους. Θα της το είχε απαγορεύσει; αναρωτιόταν η Χάριετ. Θα μπορούσε κάλλιστα, σκέφτηκε αποφασιστικά. Και το πιο κρίσιμο ερώτημα: θα τον είχε υπακούσει; Ήταν μια δυσάρεστη αντιπαράθεση την πρώτη μέρα του γάμου τους. Η Χάριετ δεν ήταν βέβαιη, γι’ αυτό προτίμησε να στρέψει αλλού τις σκέψεις της. Τώρα, το μόνο που είχε ν’ αντιμετωπίσει ήταν η νύχτα με αυτό τον άντρα που το παραμικρό άγγιγμά του μετέτρεπε το αίμα της σε λάβα και της έκλεβε όλη την αυτοπεποίθησή της. Η φλόγα του φιλιού του ήταν ακόμα στο στόμα της, η αίσθηση του μπράτσου του ακόμα γύρω από τους ώμους της. Η Χάριετ του έριξε μια λοξή ματιά κάτω από τις βλεφαρίδες της και είδε πως είχε εγκαταλείψει τη μάχη με το βοδινό και την παρατηρούσε, συλλογισμένος κάπως, χωρίς ίχνος χιούμορ στο πρόσωπό του. Της ήταν αδύνατον να μαντέψει την πορεία των σκέψεών του, αλλά της πέρασε από το νου πως μπορεί να μετάνιωνε ήδη για την ευγε-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

127

νική κίνησή του. Ε, δεν ήταν καλύτερα για εκείνη, από όσο ήταν για εκείνον, και υπήρχε άλλο ένα θέμα που στεκόταν ακόμα ανάμεσά τους. Θα έκανε, λοιπόν, το αποφασιστικό βήμα και θα τον ρωτούσε. Μπορεί να μην του άρεσε, αλλά δε γινόταν αλλιώς. «Θα ήθελα να ξέρω ένα πράγμα», του δήλωσε. «Φυσικά». «Γιατί πήγες στη Γαλλία; Γιατί σε τραυμάτισαν και σε λήστεψαν, αλλά δε σε σκότωσαν; Γιατί διαπραγματεύτηκες τη χρήση του Γκοστ;» Όχι, του Λουκ δεν του άρεσε καθόλου. Η Χάριετ αμφέβαλλε αν είχε αμφισβητήσει ποτέ κανείς τις πράξεις του, σε όλη του τη ζωή. Τα μάτια της έπεσαν στα δάχτυλά του που σφίχτηκαν γύρω από το πόδι του ποτηριού. Και προσευχήθηκε για την ασφάλειά του. «Όταν σε ρώτησα κάποτε, δε μου απάντησες. Είπες πως επρόκειτο για οικογενειακή υπόθεση. Τώρα όμως είμαστε παντρεμένοι, είμαι γυναίκα σου». «Το ξέρω». Η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του έγινε πιο βαθιά. «Δεν μπορώ να σου πω». Δεν μπορείς ή δε θέλεις; «Ποια ήταν η γυναίκα που έψαχνες; Η Μαρί-Κλοντ;» «Ούτε αυτό μπορώ να σ’ το πω». «Κατάλαβα». Κι όμως η Χάριετ δεν καταλάβαινε καθόλου. Ένας φόβος της πλάκωσε το στήθος, μια απελπισία καθώς παρατηρούσε το όμορφο πρόσωπο του άντρα της να κλείνεται, να σκληραίνει. Ήλπιζε πως θα της εξηγούσε, πως θ’ αρνιόταν κάθε ανόμημα. Κάποια κοινή υπόθεση που είχε πάει στραβά, ακόμα και ένα χρέος που είχε γίνει επικίνδυνο και είχε προκαλέσει αντεκδικήσεις... Οτιδήποτε. Αλλά όχι σιωπή, όχι την αδυναμία να συναντήσει το βλέμμα της και τα δά-


128

ANNE O’BRIEN

χτυλά του άσπρα σαν κόκαλα στο πόδι του παλιού κρυστάλλινου ποτηριού. Γιατί ήταν αμίλητος... Είχε παντρευτεί πράγματι έναν προδότη που δούλευε για να νικήσει ο Ναπολέοντας την Αγγλία; Ήταν αυτός ο άνθρωπος, ο Ζαν-Ζακ Νουάρ, κάποιος ύπουλος μεσάζων; Ο Λουκ και ο Ζαν-Ζακ Νουάρ αντάλλασσαν χρυσάφι ή πληροφορίες; Δεν ήταν και τόσο απίστευτο. Ο κόμης του Βένμορ δε θα ήταν ο πρώτος Άγγλος που θα πουλούσε την ψυχή του στο διάβολο, εξαγορασμένος από το γαλλικό χρυσάφι, και η Χάριετ δεν τον ήξερε καλά για να διώξει ως αναξιόπιστες αυτές τις υποψίες. Μπορεί να ήταν αρκετά έντιμος για να τη σώσει από ένα σκάνδαλο, αλλά μόνον επειδή το Γκοστ θεωρείτο ένα δελεαστικό απόκτημα; Την πλημμύρισε απέχθεια. Όσο για την άγνωστη Μαρί-Κλοντ –κατείχε άραγε μια θέση στην καρδιά του; Αν ήταν έτσι... τότε ο γάμος τους βασιζόταν σε ένα ψέμα. Έμοιαζε με ένα οικοδόμημα κενό, με πρόσοψη εντυπωσιακή, αλλά με θεμέλια σαθρά, φτιαγμένα με ψέματα και απάτες. Παρά τη θέλησή της, ενάντια σε κάθε λογική, η Χάριετ τον είχε ερωτευτεί, όταν ήταν ακόμα ανήμπορος, αβοήθητος στο έλεός της. Πώς μπορεί να είχε πέσει τόσο έξω στην κρίση της; Πώς επέτρεψε στο συναίσθημα να καταπιεί την ψυχρή λογική; Και αφού τον αγαπούσε, γιατί αυτή η αγάπη έφερνε μαζί της ένα τέτοιο βάσανο; Επιτέλους, ο Λουκ ύψωσε τα μάτια του, καθαρά, ασκίαστα και την κοίταξε κατάματα. Η φωνή του ακούστηκε χαμηλή και άχρωμη και άρχισε να λέει λόγια που του ήταν δύσκολα, ενώ εκείνη τέντωσε το αυτί της για ν’ ακούσει και να μάθει ποια ήταν η αλήθεια που έκρυβαν μέσα τους. «Χάριετ, θα νομίζεις το χειρότερο για μένα, το ξέρω. Ωστόσο θα σου ζητήσω να μου έχεις εμπιστοσύνη, ακόμα


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

129

και χωρίς εξηγήσεις. Θα σου πω όταν... όταν θα είμαι ελεύθερος να σου εξηγήσω. Αλλά όχι ακόμα. Συγχώρεσέ με, όχι ακόμα». Η Χάριετ ζύγισε τα λόγια του. Υπήρχε μια λύπη, μια ουσία και μια ειλικρίνεια. Μια δυστυχία στο βάθος. Τα μάτια του δεν απέφυγαν τα δικά της, αλλά εκείνη κράτησε την ανάσα της, σαν να ήθελε να χαράξει την αλήθεια –όσο ισχνή και αν ήταν– στο μυαλό της. «Μπορείς να δεχτείς το λόγο μου; Η σιωπή μου είναι ανεξάρτητη από τη θέλησή μου». Ο Λουκ εγκατέλειψε το υπόλοιπο φαγητό του, έσπρωξε την καρέκλα του και ήρθε και στάθηκε πλάι της. Της έπιασε το χέρι και τη σήκωσε. «Δεν πρόκειται για κατασκοπεία. Στο λόγο της τιμής μου. Ούτε προδοσία, αν αυτό σε ανησυχεί». «Ναι, με ανησυχεί». «Το ξέρω, αλλά, στον όρκο μου, Χάριετ, δε θα κάνω κάτι που θα σε βάλει σε κίνδυνο ή που θα καταστρέψει το καλό σου όνομα. Δε σε παντρεύτηκα για να αποκατασταθεί η υπόληψή σου; Δε θα κάνω τίποτα που θα την κατέστρεφε ή που θα ατίμαζε το όνομά μου ή αυτό της οικογένειάς μου». Η έκφρασή του ήταν αυστηρή, τα χέρια του έσφιγγαν τα δάχτυλά της σαν να μην αντιλαμβανόταν τη δύναμή του και χαλάρωσαν μόνον όταν την είδε να μορφάζει. «Με πιστεύεις;» «Ναι, νομίζω», είπε η Χάριετ, αλλά μια σκιά σκοτείνιασε τα μάτια της, που έμεινε σαν σφήνα ανάμεσά τους. Δεν μπορούσε να της πει την αλήθεια. Η καρδιά της πονούσε που δεν την εμπιστευόταν αρκετά για να της πει τα μυστικά του. «Θα προστατέψω την τιμή σου και το όνομά σου με τη ζωή μου, το ορκίζομαι. Το μόνο που σου ζητώ είναι να μου δώσεις χρόνο». Έστρεψε ελαφρά τα χέρια της προς το


130

ANNE O’BRIEN

μέρος του και κόλλησε το στόμα του στο απαλό δέρμα των καρπών και μετά στις παλάμες της. Και η Χάριετ σαγηνεύτηκε με την υπόσχεσή του και το χάδι των χειλιών του στο δέρμα της. Χρόνο, ναι. Μπορούσε να του τον δώσει. Και τα μπράτσα του ήταν δυνατά, οι ώμοι του φαρδιοί, τα λόγια του χωρίς δόλο, σίγουρα. Ίσως θα μπορούσε να της αποδείξει την αθωότητά του. Ίσως οι φόβοι της να ισοπεδώνονταν σαν την ήρεμη επιφάνεια καλοκαιριάτικης θάλασσας που τίποτα δεν μπορούσε να βλάψει ή να καταστρέψει. Ίσως όλα να έμπαιναν στη θέση τους με υπομονή και χρόνο και μια λύση για ό,τι έσπρωχνε τον Λουκ σε επικίνδυνους σχεδιασμούς. «Θα μου χαρίσεις την εμπιστοσύνη σου, Χάριετ», τη ρώτησε πάλι, ενώ τα χείλη του ακουμπούσαν ανάλαφρα τώρα στα δάχτυλά της, «όπως άφησες τον εαυτό σου στη φροντίδα μου; Με εμπιστεύτηκες αρκετά για να με παντρευτείς. Ορκίζομαι πως δε θα σε πληγώσω ποτέ». Έσκυψε το κεφάλι του και σφράγισε το στόμα της με το δικό του. Φωνές, επίμονες και εκνευρισμένες, διέκοψαν το φιλί. Γύρισαν και οι δύο το κεφάλι τους, αφουγκράστηκαν τους ήχους που δυνάμωναν, το βρόντημα μιας πόρτας, τρεχαλητό. Και χωρίς προειδοποίηση, η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε τόσο βίαια, που το πορτόφυλλο βρόντησε στον τοίχο. Η Χάριετ αναγνώρισε αμέσως τον εισβολέα. Ο Τομ, ο αγγελιαφόρος του Αλεξάντερ στεκόταν στο κατώφλι λαχανιασμένος. Τα φοβισμένα μάτια του πέρασαν από τη Χάριετ στον Λουκ και πάλι πίσω καθώς ψέλλιζε ασθμαίνοντας. «Η Δίωξη στους βράχους, Κάπτεν Χάρι... δραγόνοι, τραβούν κατά δω... και τα φώτα του ιστιοφόρου στον κόλπο... Το Γκοστ έρχεται... με το φορτίο... φάνηκαν τρεις γαλάζιες λάμψεις...» Τελωνοφύλακες! Καταστροφή!


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

131

Το μυαλό της Χάριετ πάλευε να πάρει αποφάσεις. Η χειρότερη δυνατή έκβαση στη χειρότερη νύχτα. Ποια κακή συγκυρία είχε φέρει τους άντρες της Δίωξης ολοταχώς στο Ολντ Γουίνκομλι τη νύχτα του γάμου της; Έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, γιατί ήταν πολύ πιθανό ο ευγενής κόμης του Βένμορ και η νύφη του να περνούσαν τη νύχτα του γάμου τους στη φυλακή του Λιούις, αν γινόταν κατάσχεση στο φορτίο. Έπνιξε ένα υστερικό γέλιο. Δεν ήταν ώρα γι’ αυτό τώρα. Ανακάλυψε πως τα χέρια της έσφιγγαν τα χέρια του Λουκ λες και ζητούσε στήριξη. Θα της την έδινε; Δεν είχε ιδέα. «Τι κάνουμε, κάπτεν; Χρησιμοποιούμε τα κελάρια;» «Ναι, πες στον κύριο Αλεξάντερ να έρθει εδώ. Θα το κανονίσω». Ο Τομ έφυγε σαν αστραπή. «Τι θα κάνεις;» τη ρώτησε ο Λουκ. «Θα λύσω το πρόβλημα του λοχαγού Ρόντμελ και των ανδρών του», απάντησε η Χάριετ αδίστακτα, γιατί, πραγματικά, δεν είχε άλλη επιλογή. «Θα βοηθήσεις;» «Θα καταλήξουμε στη φυλακή;» «Είναι πιθανό». «Τι καλύτερος τρόπος να περάσουμε τη νύχτα του γάμου μας;» Δεν της διέφυγε η ειρωνεία του σχολίου, αλλά δεν υπήρχε φόβος στα λόγια του, μάλλον μια ατάραχη αποδοχή που την εντυπωσίασε. «Τι θέλεις να κάνω;» Ώστε θα τη βοηθούσε. Θα έβρισκε χρόνο για να τον ευχαριστήσει αργότερα. Αλλά για την ώρα... «Θα ήταν καλύτερα ν’ ανάψουμε έναν πυρσό στην κορφή του βράχου, αλλά δεν έχουμε χρόνο. Ανέβα στο Δωμάτιο του Πύργου, Λουκ. Μπορείς να βρεις το δρόμο; Πρέπει να κλείσεις τα παντζούρια και ν’ αναβοσβήσεις το φως έξι φορές. Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη φορά, μέτρα αργά ως το δέκα. Το ίδιο θα κάνεις και ανάμεσα στη δεύτερη και την τρί-


132

ANNE O’BRIEN

τη, την τρίτη και την τέταρτη... Καταλαβαίνεις, φαντάζομαι. Δεν είναι δύσκολο... Πάνω στο Λίντγιαρντ’ς Γκοστ βρίσκεται κάποιος που αγναντεύει προς το σπίτι. Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα δει την προειδοποίηση και τότε, θα ξέρει τι να κάνει. Αν τη δει, θα σου απαντήσει με έξι γρήγορες λάμψεις από ένα πιστόλι. Μπορείς να το κάνεις αυτό;» «Φυσικά. Δεν είναι δύσκολο. Μπορώ να το κάνω». Κατευθυνόταν κιόλας προς στην πόρτα. «Και μετά;» «Μπορείς να βρεις το δρόμο για τις κουζίνες; Αν δεν είμαι εκεί, ο Γουίγκινς θα σου πει τι σχεδιάζεται». «Και εσύ;» Το πρόσωπό της ήταν χλομό, το δέρμα τσιτωμένο στα ζυγωματικά. «Έχουμε ένα φόρτωμα λαθραία να κρύψουμε και να φροντίσουμε να είναι οι άντρες ασφαλείς». Γύρισε να βγει από την πόρτα πριν από εκείνον. «Περίμενε», άπλωσε το χέρι του και της άγγιξε το μπράτσο. «Είναι επικίνδυνο για σένα;» Τα μάτια της ήταν σκοτεινά. Η Χάριετ ένιωσε την ανησυχία του σαν ζεστό μανδύα να την τυλίγει, λες και ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο να διώξει τους φόβους της. Κατάφερε να του χαμογελάσει παρά την αγωνία της. Ακούμπησε το χέρι της στο δικό του. «Όχι, ελπίζω να τα βγάλουμε πέρα. Δε θα σε κλείσω σε κάποιο κελί της φυλακής». «Πρόσεχε, Χάριετ, δε θέλω να χάσω». Τα λόγια του έκαναν το αίμα να κυλάει πιο γοργά στις φλέβες της καθώς έτρεχε στις κουζίνες. * * * Ο Λουκ εκτέλεσε τις οδηγίες της κατά γράμμα χωρίς να σκεφτεί πού είχε μπλέξει. Έξι αργά φωτεινά σινιάλα από το Δωμάτιο του Πύργου. Ακολούθησαν έξι κοφτές λάμψεις –πιθανόν από τη θαλάμη απογεμισμένου πιστολιού–


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

133

σε απάντηση. Το προειδοποιητικό σινιάλο είχε σταλεί, είχε έρθει η απάντηση. Όταν, τελικά βρήκε το δρόμο του για τις κουζίνες, ήταν εκεί ο Γουίγκινς, οι δυο υπηρέτριες και η σύζυγός του. «Ειδοποιήθηκαν», μουρμούρισε στο αυτί της Χάριετ, καθώς στάθηκε πίσω της κρατώντας την ελαφρά από τους ώμους. Τον ευχαρίστησε μ’ ένα σύντομο χαμόγελο, αλλά η προσοχή της ήταν αλλού. «Τώρα περιμένουμε». Και αυτό έκαναν. Την τράβηξε κοντά του, έχωσε τα χέρια του στα μαλλιά της, σπρωγμένος από το άγριο προστατευτικό του ένστικτο. Ο πόθος με τα γαμψά νύχια του τον άδραξε από το λαιμό, ένας εντελώς παράλογος πόθος για μια γυναίκα που δεν τη γνώριζε καλά, ένα λαθραίο φορτίο που έπρεπε να ξεφορτωθούν και τους τελωνοφύλακες στην πόρτα τους. Αλλά ήταν ζεστή κάτω από τα χέρια του, πάνω στο κορμί του και η μυρωδιά της λεβάντας τού έφερνε μια μακρινή, θολή θύμηση, από τότε που τον είχε στα χέρια της, λαβωμένο και ανήμπορο. Και όταν η Χάριετ κινήθηκε και το κορμί της τρίφτηκε στο δικό του, οι λαγόνες του σκίρτησαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, τρομαγμένος από τούτη την έλλειψη αυτοελέγχου, μια τέτοια ώρα. «Δε θ’ αργήσουν», του ψιθύρισε. Το σφίξιμο του χεριού της τον έφερε πίσω στο παρόν. Και να! Ο πνιχτός θόρυβος από οπλές στο λιθόστρωτο. Ψιθυριστές διαταγές. Η πόρτα της κουζίνας από τη μεριά της αυλής άνοιξε και μια πομπή ανδρών που κουβαλούσαν βαρέλια και δέματα άρχισαν να διασχίζουν την κουζίνα και να κατεβαίνουν τα σκαλιά για το κελάρι. Η Χάριετ τραβήχτηκε από κοντά του και έγνεψε, χωρίς να σπαταλήσει λόγια, στον Τζορτζ Γκέιντι που τους οδηγούσε. Κάτω από τα άπειρα μάτια του Λουκ, οι άντρες δούλευαν σιωπηλά, επιδέξια, αποτελεσματικά, επαγγελματικά.


134

ANNE O’BRIEN

Εκπαιδευμένοι, πειθαρχημένοι στη διακίνηση των αγαθών. Το είχαν κάνει και άλλοτε, πολλές φορές και το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ ήταν η θέση-κλειδί. Μια ανεκτίμητη βάση για αποθήκευση των παράνομων εμπορευμάτων, καθώς και η πηγή για τα σινιάλα στο σκάφος που πλησίαζε. Ίσως έτσι εξηγιόταν η αγάπη της Χάριετ για το παλιό σπίτι, η αποφασιστικότητά της να μείνει εδώ μια τέτοια νύχτα! Ο Λουκ στεκόταν και παρακολουθούσε, φροντίζοντας να μην εμποδίζει. Ώσπου η πομπή λιγόστεψε και τέλειωσε και ο Τζορτζ Γκέιντι αναδύθηκε από το κελάρι μ’ ένα ολοφάνερο χαμόγελο. «Όλα εντάξει, κάπτεν». «Τα πόνι;» «Τα πήρε ο κύριος Αλεξάντερ. Κάλιο να μη χασομεράμε. Θα είναι πίσω στους κατόχους τους τώρα, είναι το πιο φρόνιμο... Είμαστε τυχεροί. Κανένα σημάδι από τη Δίωξη ακόμα», είπε και σκούπισε το πρόσωπό του με το μανίκι του. «Σας αφήνω, άρχοντά μου, με τη λαίδη σας...» Ένα βροντερό χτύπημα στην μπροστινή εξώπορτα τον διέκοψε. Μάλλον από το κοντάκι κάποιου τουφεκιού... «Αυτοί είναι... οι αναθεματισμένοι!» Η Χάριετ βάλθηκε στη στιγμή να πετάει διαταγές –ο Κάπτεν Χάρι με σατέν και δαντέλες. «Στο σπίτι σου, Τζορτζ. Θα είναι ο λοχαγός Ρόντμελ. Γουίγκινς, φέρε τον στην τραπεζαρία. Ανήγγειλέ τον σαν να μη συμβαίνει τίποτα». «Και βέβαια, κυρά μου». Ο Λουκ δεν είχε ιδέα τι σκόπευε να κάνει η Χάριετ όταν θα βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους δραγόνους και τον αξιωματικό τους, αλλά οι επιτακτικές προσταγές της του μετέδωσαν την υπερένταση της στιγμής, τον δραστηριοποίησαν. Μπορεί εκείνη να είχε πείρα από τέτοιες κρίσεις, αλλά κι εκείνος έβλεπε έναν τρόπο που μπορεί να βοηθούσε την κατάσταση.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

135

«Τζένη», είπε στην υπηρέτρια, «φέρε μια καράφα με πόρτο και μία με μπράντι στην τραπεζαρία και ποτήρια». Χαμογέλασε στη Χάριετ και της εξήγησε: «Πρέπει να είμαστε φιλόξενοι με τους εκπροσώπους του νόμου, έτσι δεν είναι;» Η Χάριετ γέλασε. «Ούτε λόγος...» * * * Ο κόμης και η κόμισσα του Βένμορ κάθονταν με κάθε επισημότητα στις δύο άκρες του τραπεζιού, στην τραπεζαρία. Ο κόμης μάλιστα ύψωνε ένα ποτήρι με μπράντι στα χείλη του στην υγειά της συζύγου του. Τα κεριά ήταν σοφά τοποθετημένα για να λούζουν τη Χάριετ μ’ ένα χρυσαφένιο φως και ν’ αφήνουν τον Λουκ στη σκιά. Ο Γουίγκινς πέρασε τον αξιωματικό της Τελωνοφυλακής στο δωμάτιο. «Ο λοχαγός Ρόντμελ, μυλαίδη». Ο λοχαγός, ψηλός και ευθυτενής, δυσαρεστημένος που του είχαν σαμποτάρει τη θριαμβευτική κατάσχεση ενός πολύτιμου φορτίου, ξέσπασε σε κατηγορίες χωρίς να ζητήσει καν συγνώμη, με τα μάτια καρφωμένα στη Χάριετ λες και θα της αποσπούσε πληροφορίες. «Δεσποινίς Λίντγιαρντ, έχουμε κάθε λόγο να υποπτευόμαστε πως έγινε μια εκφόρτωση σ’ αυτό τον όρμο πριν από δυο ώρες. Το φορτίο εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. Πιστεύω ότι αυτό το οίκημα χρησιμοποιείται για αποθήκευση λαθραίων και ζητώ την άδεια να ψάξω το σπίτι». Ο Λουκ έπινε το μπράντι του σιωπηλός, αλλά σε εγρήγορση. Ώστε η Χάριετ ήταν ήδη ύποπτη εξαιτίας του ονόματός της. Πώς θ’ αντιδρούσε; Φαινόταν κάπως ξαφνιασμένη, υπέροχα θηλυκή και αβοήθητη. Θα τα έβγαζε πέρα; Ο σφυγμός του επιταχύνθηκε, το ίδιο και οι χτύποι της


136

ANNE O’BRIEN

καρδιάς του. Θα της επέτρεπε να υπαγορεύει τους όρους του παιχνιδιού –για την ώρα. «Λαθρεμπόριο εδώ; Δεν το πιστεύω!» απάντησε. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και προχώρησε προς το μέρος του απλώνοντας το χέρι της με άφθαστη χάρη. «Δε θα είναι η πρώτη φορά, στοιχηματίζω». Ανίκανος ν’ αντισταθεί χωρίς να θεωρηθεί ανάγωγος, ο λοχαγός πήρε το χέρι της κι έκλινε το κεφάλι του, κοφτά. «Οι κάτοικοι του Ολντ Γουίνκμλι έχουν μια φήμη για το παράνομο εμπόριο». «Το έχω αντιληφθεί, λοχαγέ Ρόντμελ». Απίστευτα υποχωρητική, η προσωποποίηση της θηλυκότητας. «Ποιος ψαράς δε συμπληρώνει τα προς το ζην με κάποιο βαρελάκι μπράντι ή μ’ ένα τόπι μεταξωτό;» «Που εσείς, δεσποινίς Λίντγιαρντ, το παραβλέπετε, προφανώς». «Μπορεί να το παραβλέπω από φιλανθρωπία, γιατί τους λείπουν τα μέσα, αλλά δεν ξέρω τίποτα από αυτά τα... πάρε δώσε, λοχαγέ. Πώς θα μπορούσα;» «Και υποθέτω πως δεν ξέρετε τίποτα για τις δραστηριότητες ή την ταυτότητα κάποιου... Κάπτεν Χάρι Λίντγιαρντ;» Ο σαρκασμός ήταν βαρύς. «Και δεν πρόκειται για ένα βαρελάκι μπράντι ή ένα τόπι μεταξωτό. Μιλάω για λαθρεμπόριο μεγάλης κλίμακας, κυρία». Η Χάριετ ύψωσε ένα δαντελένιο μαντιλάκι στα χείλη της, θορυβημένη τάχα. «Δεν έχω ιδέα γι’ αυτή την εκφόρτωση ώστε να μπορέσω να σας βοηθήσω στη σύλληψη αυτών των αδίστακτων κακοποιών. Και με φοβίζει το γεγονός ότι συμβαίνουν τέτοια πράγματα τόσο κοντά στο σπίτι μου. Όχι, λυπάμαι, δε γνωρίζω την ταυτότητα αυτού του Κάπτεν Λίντγιαρντ, δεν είναι μέλος της δικής μου οικογένειας, σας βεβαιώ. Μάλλον κάποιος ντόπιος απατεώνας υιοθέτησε το όνομά μας για να καλύψει τα ίχνη. Δεν


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

137

μπορώ να φανταστώ πώς το τόλμησε. Θα σας συμβούλευα να μιλήσετε με τον αδερφό μου, τον σερ Γουάλας σχετικά. Θα σας βοηθήσει να τον σύρετε στη δικαιοσύνη, είναι ειρηνοδίκης, ξέρετε». «Και δεν ξέρετε, υποθέτω», συνέχισε ο λοχαγός Ρόντμελ, αναψοκοκκινισμένος αλλά αποφασισμένος ως το τέλος, «ότι αυτό το σπίτι χρησιμοποιείται για να διαφεύγουν τη νόμιμη φορολογία κάποια εισαγόμενα αγαθά;» «Και βέβαια όχι, λοχαγέ. Το Πράιντ δεν εμπλέκεται σ’ ένα τόσο αθέμιτο εμπόριο. Αρνούμαι έναν τέτοιο υπαινιγμό». «Δεν ανάβει ένα φως στον Πύργο τις νύχτες που γίνεται ο διάπλους;» «Ούτε γι’ αυτό γνωρίζω κάτι. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, γίνεται χωρίς την άδειά μου. Δε θα μπορούσα να εμπλέκομαι σε παρόμοιες δραστηριότητες, κύριε! Πώς σας πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο;» Ο Λουκ, κατάπληκτος και παράλογα εντυπωσιασμένος, είδε δάκρυα να λαμπυρίζουν στο μάγουλο της Χάριετ. «Μα αυτό είναι το σπίτι σας, κυρία, δεν είναι; Και αυτό μπορεί να σας καταστήσει ένοχο συνενοχής». «Ναι, είναι δικό μου, όσο για την ενοχή...» Σκούπισε τα δάκρυά της. Ο Λουκ παρατηρούσε με όλο και αυξανόμενο θαυμασμό. Τα πήγαινε πολύ καλά, αλλά ίσως ήταν ώρα για μια μικρή, αποφασιστική επέμβαση. Θα μπορούσε ν’ αλλάξει την κατεύθυνση αυτής της σκηνής στα γρήγορα και να βάλει τέλος στην όποια απειλή του λοχαγού Ρόντμελ. Ακούμπησε αργά το ποτήρι του και σηκώθηκε τραβώντας το βλέμμα του λοχαγού. «Είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε το θέμα». Η φωνή του ακούστηκε ήπια, αλλά με τη σωστή δόση υπεροψίας και εκνευρισμού. «Αυτό το σπίτι είναι δικό μου, λοχαγέ».


138

ANNE O’BRIEN

Ο λοχαγός τού έριξε μια φθονερή ματιά και σούφρωσε τα χείλη του. Ο Λουκ παραλίγο να βάλει τα γέλια. Δεν του είχε συμβεί ποτέ να τον κρίνουν έτσι... με συνοπτικές διαδικασίες, να τον απορρίψουν ως επιπόλαιο δανδή που η μόνη του σκέψη ήταν τα ρούχα του και η ποιότητα του μπράντι στο ποτήρι του. «Και είστε, κύριε; Όχι κάποιος κάτοικος του Ολντ Γουίνκμλι, υποθέτω». Ο Λουκ επιστράτευσε όλη την αξιοπρέπειά του και την αποδοκιμασία του. «Είμαι ο κόμης του Βένμορ. Σήμερα παντρεύτηκα τη δεσποινίδα Λίντγιαρντ. Η ιδιοκτησία της είναι δική μου, συνεπώς. Και εσείς, λοχαγέ, διαταράσσετε τη νύχτα του γάμου μας με κατηγορίες για τις οποίες, μου φαίνεται ότι, δεν έχετε καμία απόδειξη». Ο λοχαγός φάνηκε σαστισμένος και όχι αδικαιολόγητα. «Ζητώ συγνώμη, μυλόρδε, ωστόσο υπάρχουν φήμες... Είναι καθήκον μου να ερευνώ και χωρίς αμφιβολία ένα φορτίο εξαφανίστηκε κάτω από τη μύτη μας απόψε». «Σας κατανοώ, έχετε τη συμπάθειά μου, λοχαγέ. Αλλά δεν έχω καμιά σχέση με το λαθρεμπόριο. Ούτε πρόκειται, φυσικά. Και τώρα, θα είχατε την καλοσύνη να πάρετε τους άντρες σας...» Ο λοχαγός όμως στύλωσε τις φτέρνες του. «Δεν είμαι ικανοποιημένος, μυλόρδε...» Η Χάριετ επενέβη. Σκανδαλωδώς. Ο Λουκ ένιωσε τους μυς του να τσιτώνονται, την καρδιά του να χτυπάει άγρια στο στήθος του. «Ίσως θα επιθυμούσατε να ψάξουν οι άντρες σας το κελάρι, λοχαγέ Ρόντμελ, και το Δωμάτιο του Πύργου... για να ησυχάσετε». «Δε νομίζω πως είναι απαραίτητο, αγαπητή μου», κατάφερε ν’ αρθρώσει ο Λουκ. Τι σκεφτόταν; Κάλεσε το λοχαγό να ψάξει και ν’ ανακαλύψει; Πολύ ριψοκίνδυνο. Μια γρήγορη ματιά προς το μέρος της του είπε πως τα μάτια της έλαμπαν, ο αυτοέλεγχός της απόλυτος. Τι νόμιζε, πως


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

139

ο Ρόντμελ θα αρνιόταν την άδολη πρότασή της; Ο Λουκ στοιχημάτιζε την περιουσία του πως ο λοχαγός θα εκτελούσε το καθήκον του ως το τελευταίο γράμμα. Τους είχε ρίξει όλους η Χάριετ στο τέλμα; Η Χάριετ όμως τον πλησίασε ανάλαφρα, ακούμπησε το χέρι της στο μανίκι του τρυφερά, ικετευτικά, ενώ τα μάτια της άστραφταν από πονηριά. «Θα δώσει απάντηση στις απορίες του, αγάπη μου, πολύ πιο γρήγορα από τις δικές μου διαμαρτυρίες. Και τότε ο λοχαγός μπορεί να φύγει ικανοποιημένος και να μείνουμε, επιτέλους, μόνοι». Σούφρωσε τα χείλη της, οι βλεφαρίδες της χαμήλωσαν απαλά πάνω στα λαμπερά μάτια, το πιγούνι της υψώθηκε προκλητικά. Τον φλέρταρε, ανοιχτά, αναιδέστατα! Έστω. Ο Λουκ συνήλθε γρήγορα, σκέπασε το χέρι της με το δικό του κοιτάζοντάς την στα μάτια. «Γλυκό μου κορίτσι, αυτό επιθυμώ κι εγώ. Τίποτα δεν μπορεί να με κρατήσει μακριά σου, από το κρεβάτι σου...» Ύψωσε τα δάχτυλά της στα χείλη του. «Α, Λουκ... δε βλέπω την ώρα...» Απαλός ψίθυρος γεμάτος υποσχέσεις. Αδιάντροπα εκφραστικός. «Καρδιά μου, όταν θα είμαστε πάλι μόνοι...» Ο Λουκ κατάπιε το γέλιο του και άφησε τα χείλη του να χασομερήσουν στα δάχτυλά της. «Μυλόρδε... μυλαίδη!» Ο λοχαγός Ρόντμελ χτύπησε τα γάντια στο μηρό του, τρομερά αμήχανος. «Ω λοχαγέ Ρόντμελ, φυσικά, συγνώμη». Η Χάριετ τράβηξε τα μάτια της από το πρόσωπο του Λουκ λες και ήταν το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου. «Θα μπορούσατε να οδηγήσετε τους άντρες σας... Θα σας δείξει ο Γουίγκινς πώς να πάτε στον Πύργο... και στο κελάρι». Οι άντρες μοιράστηκαν και ο Λουκ κρατούσε την ανάσα του περιμένοντας να δει τι θα έβρισκαν, αν και ήταν πολύ περίεργος, με τα νεύρα κουρέλια. Γιατί δεν είχε ακο-


140

ANNE O’BRIEN

λουθήσει η Χάριετ το παράδειγμά του, να επιβληθεί στο λοχαγό με το κύρος του τίτλου του και να τον ξαποστείλει με μια κοφτή απάντηση; Δεν ήταν αυτός ο τρόπος που αντιμετώπιζε αυτούς που τηρούσαν το νόμο του βασιλιά, αλλά ήταν αναγκαίος στην παρούσα περίσταση. Η Χάριετ όμως είχε κάνει κομμάτια το σχέδιό του και το είχε πετάξει στους τέσσερις ανέμους. Η φυλακή του Λιούις του φαινόταν μια πολύ κοντινή προοπτική... «Να σας προσφέρω ένα ποτήρι μπράντι, κύριε;» πρότεινε στο λοχαγό Ρόντμελ. «Αμφιβάλλω αν έχει πληρώσει το φόρο του, μυλόρδε», απάντησε ο άντρας καυστικά. «Νομίζω πως τον έχει πληρώσει, κύριε. Το έφερα μαζί μου από το Λονδίνο σήμερα για να πιούμε με τη νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου μας. Ίσως θα μπορούσατε να πιείτε στην υγειά μας;» Ο Λουκ γέμιζε κιόλας ένα ποτήρι. «Ευχαριστώ. Στην υγεία σας, μυλόρδε, μυλαίδη». Ήπιε, κατεβάζοντας το μπράντι μια και κάτω, λες και του προκαλούσε απέχθεια. Ο λοχαγός Ρόντμελ δεν πίστευε λέξη από τη μικρή φάρσα τους, σκέφτηκε ο Λουκ, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς να έχει αποδείξεις. Που θα τις ανακάλυπταν οι δραγόνοι και θα του έδιναν αναφορά από τη μια στιγμή στην άλλη. Ένας από τους άντρες γύρισε και μπήκε μ’ ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα. Ο Λουκ ένιωσε τους μυς του να τεντώνονται σαν χορδές, ώσπου το χέρι της Χάριετ σφίχτηκε στο μπράτσο του. «Τίποτα εδώ, κύριε», ανήγγειλε. «Το Δωμάτιο του Πύργου κλειστό, όλα σκεπασμένα, τα παντζούρια μανταλωμένα. Μου φάνηκε αχρησιμοποίητο. Το κελάρι άδειο. Τίποτα και στους στάβλους, μόνο ένα ζευγάρι καθαρόαιμα και μια όμορφη άμαξα». «Τα άλογά μου και το δίτροχό μου, λοχαγέ», εξήγησε ο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

141

Λουκ που δεν έλεγε να συνέλθει από το σάστισμά του. «Φεύγουμε για το Λονδίνο αύριο το πρωί». «Ψάξατε καλά τα κελάρια;» ρώτησε ο λοχαγός. «Θα είναι μεγάλα σ’ ένα τέτοιο σπίτι». «Τα ψάξαμε, κύριε. Δε βρέθηκε τίποτα». Ο λοχαγός στράφηκε στον κόμη και την κόμισσα. «Τότε, ζητώ και πάλι συγνώμη. Φαίνεται ότι έκανα λάθος σ’ αυτή την περίπτωση. Καληνύχτα, μυλόρδε, μυλαίδη». Υποκλίθηκε άκαμπτα και αποχώρησε. Άκουσαν τα βαριά βήματά του ν’ αντιλαλούν στο διάδρομο, σαν ν’ αντηχούσαν τη δυσπιστία και την αποδοκιμασία του. Ο Λουκ και η Χάριετ στέκονταν και κοιτάζονταν ώσπου έσβησαν οι ήχοι. Ο Λουκ είδε τη λάμψη στα μάτια της, το μεταδοτικό χαμόγελό της. Έλαμπε τούτη τη στιγμή, άστραφτε από ζωτικότητα, θριάμβευε. Κι αυτό πράγματι λειτουργούσε και στους δυο τους, τους έδενε μια στιγμή κινδύνου, μια στιγμή βλακείας όπου είχαν παίξει και οι δυο έναν εξωφρενικό ρόλο. Η αγαλλίαση της στιγμής είχε εξοστρακίσει εντελώς την ένταση της δυσπιστίας μεταξύ τους. Ο Λουκ το είδε, το αναγνώρισε σαν μια απροσδόκητη ευλογία και το ευχαρίστησε βουβά. «Χάριετ!... Μα τους διαβόλους της κόλασης!» Εκείνη γέλασε σιγανά, μαλακά. «Δεν το απόλαυσες;» «Να το απολαύσω; Όχι!» Και όμως φλόγες ενέργειας, καθαρές και ολόφωτες έγλειφαν τα σωθικά του, κυλούσαν στις φλέβες του. «Το μόνο που έβλεπα ήταν τον γενναίο λοχαγό μας να μας σέρνει στο Λιούς με τα βαρέλια, τα δέματα και όλα τ’ άλλα που είδα να εξαφανίζονται στο κελάρι. Δεν τα φαντάστηκα αυτά, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Τα είδες. Έπρεπε να μου έχεις εμπιστοσύνη». «Πώς το έκανες αυτό;» «Διπλό κελάρι, φτιαγμένο πριν από έναν αιώνα, έχοντας αυτό υπόψη... Μια καταπακτή οδηγεί από το κελάρι


142

ANNE O’BRIEN

σε μια πιο ασφαλή αίθουσα, από κάτω. Είναι αδύνατον να τη δεις αν δεν ξέρεις την ύπαρξή της και είμαι σίγουρη πως ο Τζορτζ έβαλε τα κορίτσια ν’ απλώσουν άμμο για να κρύψουν τα πατήματα ή τους αρμούς, εκεί όπου σμίγουν τα σανίδια του δαπέδου. Είναι πολύ καλοφτιαγμένη, πολύ δύσκολο να τη διακρίνεις». «Και το Δωμάτιο του Πύργου;» «Το συμμάζεψε ο Γουίγκινς. Δεν είναι τόσο γέρος όσο δείχνει». Ο Λουκ έπιασε ένα ποτήρι και κατέβασε μονορούφι το μπράντι, έτσι όπως είχε κάνει ο λοχαγός. «Ο Θεός να με βοηθάει. Θα πρέπει να το κάνω συχνά αυτό;» Η Χάριετ έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Δε νομίζω πως θα χρειαστεί στο Λονδίνο». «Δε νομίζω πως θα το άντεχε η υπόληψή μου». «Η δική μου θα το άντεχε. Ώσπου σ’ έσωσα και τα πράγματα πήγαν στραβά...» Το φωτεινό γέλιο της έσβησε, έστρεψε το βλέμμα της αλλού. «Α, Χάριετ, δεν ήθελα...» Είχε χτυπήσει ένα νεύρο και το μετάνιωνε. Μετάνιωνε για το ότι μπορεί να της έκλεβε αυτή τη μαγική ζωτικότητα που τη φώτιζε με μια εσωτερική ομορφιά. Πώς μπόρεσε να σκεφτεί πως δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική, πως η εμφάνισή της ήταν λίγο καλύτερη από το συνηθισμένο; Πώς μπόρεσε να την περάσει για άντρα; Χωρίς να το σκεφτεί κάλυψε την απόσταση που τους χώριζε, έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια του, παραμέρισε τις μπούκλες της, αφάνταστα ευχαριστημένος όταν την ένιωσε να χαλαρώνει. «Έχεις ικανότητες που δε θα τις φανταζόμουν ποτέ, κυρία κόμισα». «Ενώ εσύ ξεγέλασες τους αξιωματικούς της Αυτού Μεγαλειότητας με αξιοθαύμαστη ικανότητα, μυλόρδε».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

143

Ήταν τρισχαριτωμένη. «Το έκανα, ε; Και εσύ με φλέρταρες δημόσια;» «Αναμφισβήτητα. Ο λοχαγός Ρόντμελ, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος, δεν ήξερε πού να κοιτάξει ο καημένος». «Ήσουν πολύ πειστική». Ο Λουκ έσυρε τα δάχτυλά του στην απαλή επιδερμίδα στο μάγουλό της. «Ήμουν πολύ άπειρη». «Τότε άσε με να σου δείξω...» Χαμήλωσε το στόμα του στο δικό της. Το αίμα κυλούσε καυτό μέσα τους. Ο Λουκ έμενε έκπληκτος για το πώς οι απαιτήσεις του κορμιού του, η αρχέγονη επιθυμία του άντρα για τη γυναίκα μπορούσε να κυβερνά το μυαλό του. Όπως και προηγουμένως, του ερχόταν να της ορμήσει, να πετάξει από πάνω της όλες αυτές τις αμέτρητες στρώσεις από σατέν υφάσματα και δαντέλα και να την πάρει εκεί, μόνο για τη δική του ικανοποίηση. Το φως των κεριών χρύσιζε το ντελικάτο δέρμα της πάνω από τη δαντέλα του κορσάζ της, τονίζοντας τους ώμους της και το φούσκωμα του στήθους της... Και το κορμί του φλεγόταν ξαφνικά. Μια επώδυνη διέγερση ζητούσε λύτρωση. Δεν ήταν αυτός ο κατάλληλος τρόπος να προσεγγίσει μια άπειρη παρθένα. Ο Λουκ, για δεύτερη φορά την ίδια νύχτα, έκανε πίσω εσκεμμένα. Πρόσεξε όμως το σαστισμένο ύφος της και λυπήθηκε που το είχε προκαλέσει αυτό. «Δε με θέλεις;» τον ρώτησε. «Ναι, γυναίκα μου είσαι». «Αυτό δεν είναι απάντηση», τον αντέκρουσε τεντώνοντας το πιγούνι της. «Όχι, δεν είναι», παραδέχτηκε ο Λουκ και αναγνώρισε την ήπια επίπληξή της. Έβρισε σιωπηλά τον εαυτό του για τον τρόπο που χειριζόταν αυτό το απρόβλεπτο κορί-


144

ANNE O’BRIEN

τσι. Θα διόρθωνε, λοιπόν, την προσβολή και δε θα έπεφτε μακριά από την αλήθεια. «Είσαι όμορφη και επιθυμητή και σε θέλω. Ποιος άντρας δε θα σε ήθελε;» την πλησίασε πάλι, και αντιλήφθηκε πως έτρεμε –από νεύρα ή από κάτι άλλο; «Αλλά δεν ξέρω πού είναι το δωμάτιό μας», μουρμούρισε με το στόμα του πάνω στο λευκό λαιμό της, ενώ τα χέρια του έλυναν τις κορδέλες που συγκρατούσαν τα μαλλιά της. «Να σε πάω εκεί;» «Εκτός και αν θέλεις να σκανδαλίσεις περισσότερο τους υπηρέτες σου...» Πάσχιζε να κρατήσει τον τόνο του ανάλαφρο. Θα ήταν τόσο εύκολο να την αρπάξει στην αγκαλιά του, να την καταβροχθίσει... Η Χάριετ έμπλεξε τα δάχτυλά της στα δικά του και τον οδήγησε στον επάνω όροφο, αμίλητη, συγκινημένη. Και όταν βρέθηκαν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, τα χείλη του σάρωσαν το πρόσωπό της με καυτά φιλιά καθυστερώντας όσο μπορούσε περισσότερο στα βλέφαρά της, στο απαλό κοίλωμα του κροτάφου, σ’ όλο το μήκος του σαγονιού. Τα έμπειρα χέρια του δε δυσκολεύτηκαν πολύ με τη γαλλική τουαλέτα, ώσπου εκείνη στάθηκε μπροστά του με το μεσοφόρι, τρέμοντας σύγκορμη. Ο Λουκ έκανε να σβήσει το κερί. «Όχι, άφησέ το». «Είσαι σίγουρη;» «Θέλω να σε βλέπω». Τα μάτια του άστραψαν, ένα σαρδόνιο χαμόγελο χάραξε τα χείλη του. «Νόμιζα ότι με είχες δει ήδη». «Ναι, αλλά όχι από δική σου επιλογή. Όχι έτσι. Θέλεις βοήθεια με τις μπότες σου;» «Όχι, μπορώ και μόνος μου». Ο Λουκ τη σήκωσε και την ακούμπησε απαλά στα μα-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

145

ξιλάρια, έσκυψε και τη φίλησε, γιατί τα χείλη της είχαν τη γλύκα του μελιού... Αδύνατον ν’ αντισταθεί. Το στόμα της ήταν πλασμένο για ηδονή. Τα μεγάλα μάτια της άστραφταν σαν ασημένια στο φως του κεριού, γεμάτα μυστήριο. Η Χάριετ λαχταρούσε ν’ ανταποκριθεί, να τον αγγίξει, να σπρώξει το φίνο πουκάμισο από τους ώμους του, να γευτεί τη σκληρή σάρκα που γνώριζε ήδη, αλλά μπροστά σε τούτη την πραγματικότητα ένιωσε τη σιγουριά της να ξεφτίζει. Τα μάγουλά της έκαιγαν, το στόμα και ο λαιμός της είχαν στεγνώσει. «Πρέπει να σε αγγίξω;» Ο Λουκ της έπιασε τα χέρια, τα ακούμπησε στο στήθος του και τα κράτησε εκεί. «Τι αισθάνεσαι;» Η Χάριετ άπλωσε τις παλάμες της πάνω στο λινό, οι μύες ήταν στέρεοι από κάτω, το δέρμα ζεστό μέσ’ από το λεπτό ύφασμα. «Η καρδιά σου χτυπάει δυνατά», ψιθύρισε μεταφέροντας το χέρι του στο δικό της στήθος, «όπως και η δική μου». Για μια στιγμή, τα χείλη του πήραν τη θέση του χεριού του, αλλά ύστερα την κοίταξε στα μάτια και τα λόγια του δεν έκρυβαν τίποτε άλλο από μια υπόσχεση. «Θα σου κάνω έρωτα με όλη τη... δεξιοτεχνία που διαθέτω, Χάριετ. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Δέξου το μόνο και απόλαυσέ το. Δε θα κάνω τίποτα πέρα από τη θέληση και τις ανοχές σου. Κατάλαβες;» «Ναι». Και καθώς ο Λουκ την άφηνε για να βγάλει τις μπότες και τα ρούχα του, η Χάριετ κράτησε την ανάσα της. Πώς είχε ξεχάσει πόσο υπέροχος ήταν; Τώρα που είχε ξαναβρεί την υγεία του, το δέρμα του γυάλιζε στο φως του κεριού, το σκούρο τρίχωμα στο στήθος του, που στένευε καθώς


146

ANNE O’BRIEN

κατηφόριζε στην κοιλιά, την έβαζε στον πειρασμό να τον αγγίξει. Ψηλός και λυγερός, με στενούς γοφούς, με μυώδεις μηρούς, δυνατός, υπέροχος. Και αν είχε κάποια αμφιβολία για το αν του ήταν επιθυμητή, διαλύθηκε στη στιγμή. Η διέγερσή του σε όλο της το μεγαλείο την έπειθε γι’ αυτό. Η ανάγκη του δεν μπορούσε να γίνει πιο έκδηλη. Ύστερα, ξέχασε τα πάντα κάτω από το άγγιγμά του καθώς της έβγαζε το μεσοφόρι αφήνοντάς την εκτεθειμένη στο βλέμμα του. Τρυφερός. Πειστικός. Όλα όσα της είχε υποσχεθεί, αλλά και επίμονος και απόλυτα σίγουρος για την ικανότητά του να τη διεγείρει, να της χαρίζει ηδονή, χωρίς να της αφήνει περιθώριο για επιφυλάξεις, αλλά και χωρίς να της προκαλεί αμηχανία. «Άσε με να σε αγγίξω. Άσε με σου δείξω πόσο καλό μπορεί να είναι». Η φωνή του ήταν απαλή, τα λόγια του ενθαρρυντικά, όταν ένιωσε τους μυς της να τεντώνονται. Κάθε εκατοστό της ξυπνούσε στο πέρασμα της γλώσσας του, στο ντελικάτο γδάρσιμο των δοντιών του, στη φλόγα των χειλιών του. Ανατρίχιασε. Ο πόθος, καυτός σαν λάβα, κούρνιασε χαμηλά στην κοιλιά της, ανάμεσα στους μηρούς της. Ο Λουκ κράτησε την ανάσα του. Ήταν όμορφη. Φυσική κομψότητα, γυμνασμένοι μύες κάτω από σατινένια επιδερμίδα, στήθη στητά, σφιχτά. Έσκυψε το κεφάλι του στις θηλές της, στο άνοιγμα ανάμεσα στα στήθη της, όπου η μυρωδιά της λεβάντας σκλάβωσε τις αισθήσεις του. Η απαλή καμπύλη των γοφών κάτω από τη λεπτή μέση, η φίνα ραχοκοκαλιά της από τον αυχένα ως το στρογγύλεμα των γλουτών της τον μάγεψαν. Τα χέρια του χάιδεψαν, έπαιξαν με λιγωτικές κινήσεις, σαγηνευτικά. Τα μυρωμένα μαλλιά της τον τύλιξαν, η γλυκιά ανάσα της έπεφτε ζεστή στο μάγουλό του. Ο πόθος τον άδραξε άγρια όταν κίνησε τα πόδια της για να τα μπλέξει με τα δικά του –μια ανεπαί-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

147

σθητη κίνηση που παραλίγο να γίνει ο όλεθρός του. Και όταν εκείνη κόλλησε το στόμα της στο λαιμό του, εκεί όπου χτυπούσε ο σφυγμός του, μ’ ένα μουρμουρητό ηδονής, έβαλε σε δοκιμασία τον έλεγχό του. Γλίστρησε το χέρι της χαμηλά, στη μέση, στο γοφό, στο μηρό, θαυμάζοντας, εξερευνώντας... Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του, όταν εκείνος χώρισε τους μηρούς της και βολεύτηκε εκεί. Ένιωθε την έντασή του, τους μυς σφιγμένους σαν κόμπους στην πλάτη του, καθώς μάντευε πως ο Λουκ έλεγχε κάθε του κίνηση για να τη διευκολύνει. Κι εκείνη ύψωσε τους γοφούς της, ενστικτωδώς –αυτό δεν ήταν που ήθελε; Τουλάχιστον αυτό της υπαγόρευε το κορμί της καθώς ένιωθε τον ανδρισμό του να πιέζεται πάνω της και όταν εκείνος έσπρωξε αργά, μελετημένα, καθυστερώντας με υπομονή μόλις ένιωσε αντίσταση και την άκουσε να παίρνει μια βαθιά εισπνοή, εκείνη στέναξε. Τέντωσε το κορμί της με μια μικρή κραυγή κι εκείνος με μια ώθηση μπήκε μέσα της, βαθιά, γεμίζοντάς την. Η Χάριετ έπιασε τον εαυτό της να μην ανασαίνει, να μη σαλεύει, αιφνιδιασμένη από τούτη την απίθανη εισβολή, ώσπου εκείνος άρχισε να λικνίζεται κρατώντας την έτσι ώστε δεν είχε άλλη επιλογή από το κινείται μαζί του νιώθοντας τον πόθο της να φουντώνει, μια φλόγα να την κατατρώει. «Λουκ!» φώναξε πνιχτά. Έμεινε ακίνητος μεμιάς. «Σε πόνεσα;» «Όχι». «Να σταματήσω;» Η φωνή βραχνή, ο έλεγχός του στα όρια. «Όχι!» «Τότε έλα μαζί μου. Μείνε μαζί μου». Τα χείλη του ήταν απίστευτα γλυκά, τα δάχτυλά του απαλά στα μαλλιά της. Το στόμα του σφράγισε το δικό της,


148

ANNE O’BRIEN

η γλώσσα του απαιτητική εκείνη την τελική στιγμή της απόλυτης κυριαρχίας... * * * Χάριετ Λίντγιαρντ. Χάριετ Χόλαστον τώρα. Ο Λουκ στριφογύρισε τη σκέψη στο μυαλό του λες και τη γευόταν απολαυστικά. Κάτι σ’ αυτήν άγγιζε τα συναισθήματά του, την καρδιά του, τον σαρκικό πόθο του, σίγουρα. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη γυναίκα που είχε μοιραστεί το κρεβάτι του και όμως τον είχε πιάσει απροετοίμαστο. Δεν ήταν στις συνήθειές του να γνωρίζει την ηδονή με παρθένες. Προτιμούσε μια ερωμένη που ήξερε τη θέση της και το ρόλο της στη ζωή του, που ήξερε να δίνει και να παίρνει ηδονή. Αυτό εδώ ήταν έξω από τις εμπειρίες του, έξω από κάθε προσδοκία. Τη Χάριετ δε θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις ερωμένη, και ενώ, όπως παραδεχόταν και η ίδια, δεν είχε πείρα, είχε αποδειχτεί ένας ολόκληρος ιστός αντιφάσεων. Μια χαριτωμένη αθωότητα, αλλά σίγουρα όχι σεμνοτυφία. Έλλειψη γνώσης, αλλά επιθυμία να μάθει, ν’ ανακαλύψει... Μια ανεπαίσθητη επιφυλακτικότητα, που ξεπεράστηκε γρήγορα καθώς άνθιζε η αυτοπεποίθησή της. Ένας ανυποψίαστος άντρας θα μπορούσε να πιαστεί σ’ αυτό τον ιστό. Τι είχε ελπίσει από τούτη την ασυνήθιστη ένωση; Φιλία, μια βαθιά φιλία πιθανόν. Στοργή, ανοχή, αποδοχή... αν ήταν τυχεροί. Είχε αποδειχτεί κάτι περισσότερο από αυτά, πολύ περισσότερο, αλλά τι ακριβώς, δεν ήξερε. Θαυμασμός και ευγνωμοσύνη, παραδέχτηκε. Αυτό ήταν όλο; Αυτό που ήξερε ήταν πως ο ντελικάτος ιστός είχε τυλιχτεί γύρω του και πως, σε αυτό τον λίγο χρόνο που την κράτησε στην αγκαλιά του, τον είχε σκλαβώσει. Τώρα τα μαύρα μαλλιά της σγούραιναν σαγηνευτικά πάνω στα στήθη της. Πέρασε


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

149

μια μπούκλα γύρω από το δάχτυλό του, την έσφιξε στη γροθιά του και ένιωσε πάλι το κορμί του να σκληραίνει. «Τι είναι;» του μουρμούρισε στρέφοντας το πρόσωπό της στον ώμο του. «Είσαι όμορφη», της ψιθύρισε συγκινημένος και ο ίδιος από τη διαπίστωση. Τι άλλο μπορούσε να κάνει από το να γείρει και πάλι πάνω της, να τη βρει έτοιμη, ζεστή και υγρή, απίστευτα επιθυμητή, κάτω από το κορμί του. Τι άλλο μπορούσε να κάνει από το να χωθεί μέσα της, να χαθεί στα σκοτεινά, μεταξένια βάθη της... Ο αυτοέλεγχός του ξαφνικά δεν του χρησίμευε σε τίποτα, ανύπαρκτος. * * * Τα όνειρά της είχαν βγει αληθινά, ομολογούσε αργότερα η Χάριετ στον εαυτό της και μόνο καθώς μελετούσε το κοιμισμένο πρόσωπο του Λουκ. Την είχε παντρευτεί και της είχε πει πως είναι όμορφη. Όχι πως τον πίστευε, ούτε για ένα δευτερόλεπτο, αλλά τουλάχιστον δεν την έβρισκε απωθητική. Τεντώθηκε, απορώντας για το πώς την είχε κάνει να τον νιώθει έτσι, να τον ποθεί. Έσκυψε και ακούμπησε το στόμα της στο δικό του, απαλά, σαν πουπουλένιο άγγιγμα. «Είμαι δική σου τώρα. Για πάντα», ψιθύρισε. Πρόσεχε! συμβούλεψε η λογική την καρδιά της. Θα ήταν επικίνδυνο, οδυνηρό να παρασύρεται σε ανόητες φαντασιώσεις. Ο Λουκ δεν την αγαπούσε, είχε απλά παρασυρθεί από τη φλόγα της στιγμής, από τη συγκίνηση που προκάλεσαν τα συμβάντα της νύχτας. Α, μα εκείνη τον αγαπούσε; Ω, ναι, πολύ το φοβόταν. Η λογική τής έλεγε πως δεν ήταν δυνατόν να ερωτευτεί έ-


150

ANNE O’BRIEN

ναν άντρα που δεν τον γνώριζε. Ήταν απλά μια ατυχής συνέπεια... του γεγονότος ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή της έναν τόσο ωραίο άντρα. Μπορούσε όμως να ερωτευτεί. Ναι, πράγματι, είχε συμβεί –τόσο ύπουλα και ξαφνικά– στο κατάστρωμα ενός καραβιού σε μια κυματισμένη θάλασσα, τόσο εύκολα που την τρόμαζε. Την έκανε να τρέμει. * * * Ο Λουκ την ξύπνησε την αυγή να της κάνει έρωτα στο φως της μέρας, με τις ηλιαχτίδες να τρυπώνουν από τις κουρτίνες να ζεσταίνουν, να ζωγραφίζουν σχέδια στο δέρμα τους. Ξέπνοοι στεναγμοί, αργά φιλιά, μακρόσυρτα χάδια. Πόσο λεπτή ήταν, οι μύες της διαγράφονταν απαλά, λείοι και δυνατοί από τη δραστήρια ζωή που έκανε. Ο Λουκ έρανε με φιλιά την καμπύλη του λαιμού της, το βαθούλωμα του ώμου της. Η γλώσσα του σύρθηκε στα στήθη της, στις ερεθισμένες, αναιδέστατα ανασηκωμένες θηλές της. Η Χάριετ ανατρίχιασε κάτω από τούτη την αδυσώπητη επίθεση των χεριών και των χειλιών του που ζωντάνευε κάθε εκατοστό του κορμιού της, κάθε νεύρο της. Που τη δελέαζε να επιδοθεί κι εκείνη σε αδιανόητες οικειότητες. Με μια ελευθερία που την ξάφνιασε και την ίδια, έσυρε τη γλώσσα της στην κλείδα του, φίλησε απαλά την επουλωμένη πληγή στο μπράτσο του, έσυρε τις παλάμες της στο σκληρό στέρνο του και κάτω εκεί όπου έσμιγαν οι μηροί, εκεί όπου τα πάντα μαρτυρούσαν τη διέγερσή του. Και δίστασε. «Άγγιξέ με», την παρότρυνε με φωνή βραχνή, τραχιά. Το έκανε. Τον κύκλωσε, τον χάιδεψε, ώσπου εκείνος άφησε ένα μουγκρητό, της άρπαξε τα χέρια και τα καθήλω-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

151

σε πάνω από το κεφάλι της πριν αρχίσει τη δική του επίθεση. Η Χάριετ ρίγησε όταν το στόμα του κατηφόρισε στα πλευρά, στην κοιλιά της και ακόμα πιο κάτω. Τον άρπαξε από τους ώμους, τρομαγμένη. «Λουκ...» Εκείνος όμως συνέχισε, απτόητος, με έμπειρα δάχτυλα και γλώσσα, δεν την άφησε σε ησυχία ώσπου σπαρτάρησε και ξεφώνισε κάτω από τα πρωτόγνωρα χάδια του. Το στόμα του ρούφηξε την κραυγή της, το κορμί του βρέθηκε πάνω στο δικό της, ο ανδρισμός του σκληρός σαν ατσάλι. Και βαθιά μέσα της... «Κοίτα με!» την πρόσταξε τυλίγοντας τα μαλλιά της στα χέρια του, γύρω από τους καρπούς του σαν να ήταν αυτή που τον κρατούσε αιχμάλωτο. Τον κοίταξε στα μάτια –ήταν σκοτεινά, θολά από το πάθος. Και χάθηκε μέσα τους, βούλιαξε, καθώς η καρδιά της χτυπούσε στον ίδιο χρόνο με τη δική του. Οι ωθήσεις έγιναν πιο δυνατές, πιο βαθιές, πιο επιτακτικές –τώρα η ανάγκη προηγείτο από τη μέριμνα για την απειρία της. Ένιωσε όλο το κορμί της να συσπάται, να σφίγγεται γύρω του και ο έλεγχος δεν ήταν πια στις επιλογές του. Έπεσε από την κόψη του ξυραφιού, στο σκοτάδι, ανήμπορος, υπέροχα βυθισμένος στην υγρή ζεστασιά της, παίρνοντάς την μαζί του. «Λοιπόν, Κάπτεν Χάρι», μουρμούρισε όταν μπόρεσε να μιλήσει και την κοίταξε, καθώς έκλεινε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Λοιπόν;» Λίγο επιφυλακτική. Απόλυτα ικανοποιημένη. «Ήταν τόσο συναρπαστικό όσο μια γρήγορη βόλτα σε τρικυμισμένη θάλασσα;» Έγειρε το κεφάλι της, τον έκανε να περιμένει σαν να το σκεφτόταν. Και ύστερα χαμογέλασε. «Ναι», του απάντησε απλά.


152

ANNE O’BRIEN

«Κυρία Λαθρέμπορε... είσαι τόσο θελκτική όσο και όμορφη». Η Χάριετ γέλασε και τέντωσε τα χείλη της, σε μια βουβή πρόσκληση. «Μια αχόρταγη γυναίκα...» Μπορούσε να μη συμμορφωθεί; Όχι βέβαια...


ÊåöÜëáéï 6

Παράλογα ικανοποιημένος από τα συμβάντα της προηγούμενης μέρα, ο Λουκ τράβηξε για τους στάβλους του Λίντγιαρντ’ς Πράιντ να βρει κάποιον που θα μπορούσε να του εμπιστευτεί τη φροντίδα των αλόγων του. Ένα νυσταγμένο παλικαράκι –τον οποίο αναγνώρισε ότι ήταν ο Τομ, ο παραγιός του Αλεξάντερ Έλερντιν– αποδείχτηκε πρόθυμος αλλά ανίδεος κι έτσι ο Λουκ έβγαλε το σακάκι του, οδήγησε τα άλογα στην αυλή και βάλθηκε να τα ξυστρίζει με μια τρίχινη βούρτσα ενώ ο Τομ καταγινόταν με τα χάμουρα. Ήταν μια ευχάριστη αγγαρεία να ξυστρίζει τ’ άχυρα από τη χαίτη και την ουρά των αλόγων του, έτσι καθώς οι σκέψεις του γέμιζαν από τη Χάριετ. Το αποτέλεσμα δεν ανταποκρινόταν απόλυτα στις υψηλές απαιτήσεις του, αλλά δεν πείραζε. Έπιασε τον εαυτό του ιδιαίτερα ανεκτικό και αυτό τον διασκέδασε. Το χέρι του κινιόταν χαϊδευτικά στο βελουδένιο τρίχωμα του ζώου... ζεστό και τρεμάμενο σαν τα μαλλιά της Χάριετ, όταν είχε χώσει το πρόσωπό του στον λευκό, κύκνειο λαιμό της... «Βένμορ!» Ύψωσε το κεφάλι στο κάλεσμα τούτης της απρόσμενης φωνής με την προστακτική νότα. Ένας άντρας στεκόταν και τον παρατηρούσε από την είσοδο της αυλής. Όχι


154

ANNE O’BRIEN

επιθετικός, σκέφτηκε ο Λουκ, αλλά ούτε και φιλικός. Ο Λουκ ίσιωσε το ανάστημά του καθώς ο άντρας ερχόταν προς το μέρος του χαμογελώντας πλέον και έτεινε το χέρι του σε χαιρετισμό. «Είμαι ο Αλεξάντερ Έλερντιν, ο ξάδερφος της Χάριετ». «Ω, ναι, βέβαια». Του έσφιξε το χέρι. Έπρεπε να το είχε καταλάβει, δεν είχε παρεξηγήσει, προφανώς, τον ανταγωνισμό. Δεν υπήρχαν πολλές οικογενειακές ομοιότητες μεταξύ τους, εκτός από τα σκούρα μαλλιά και τη λυγερή κορμοστασιά, αλλά θυμόταν πως τον είχε δει στην εκκλησία. Ώστε αυτός ήταν ο ξάδερφος που, σύμφωνα με τα κουτσομπολιά των ντόπιων, μπορεί να ζευγάρωνε με τη Χάριετ... Η χειραψία του ήταν στέρεα, η έκφρασή του ανοιχτή, ευπροσήγορη. Ο Λουκ σκέφτηκε πως τα κουτσομπολιά και η πρώτη του εντύπωση ήταν λάθος. «Συγχαρητήρια για το γάμο σας, μυλόρδε. Δεν είχα την ευκαιρία να σας ευχηθώ χθες. Και πολλές ευχαριστίες». «Για ποιο πράγμα;» «Για την επιχείρηση διάσωσης χθες βράδυ. Μια επικίνδυνη στιγμή, θα είχαμε χάσει όλο το φορτίο». Το φιλικό χαμόγελο έγινε κάπως σαρδόνιο. «Ποτέ δεν ξέρεις με τους Τελωνοφύλακες και ο λοχαγός Ρόντμελ είναι ικανός αξιωματικός –ο καλύτερος που είχαμε στην περιοχή εδώ και πολλά χρόνια... ατυχώς. Κάποιος σφύριξε την πληροφορία και οι δραγόνοι εμφανίστηκαν εκεί που δεν τους περίμενες. Η Χάριετ όμως είναι πολύ ψύχραιμη στα δύσκολα». Ο Αλεξάντερ χάιδεψε το λαιμό ενός αλόγου. «Γι’ αυτό είμαι εδώ τώρα. Να συνεννοηθώ με τον Γουίγκινς για να μεταφέρουμε τα εμπορεύματα απόψε... Ωραία ζώα έχετε. Δε νομίζω να έχω δει καλύτερα». «Ναι, είναι. Εγχώριας εκτροφής. Έχω έναν καλό επιβήτορα στο Βένμορ». «Και ωραία άμαξα, επίσης». Ο Αλεξάντερ έσυρε το χέ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

155

ρι του στο λακαρισμένο κιγκλίδωμα του οχήματος. «Φιλοδοξία μου είναι ν’ αποκτήσω κι εγώ μία, αλλά δε νομίζω πως θα το πετύχω. Βλέπετε, οι δρόμοι σε τούτη τη μεριά του κόσμου δεν προσφέρονται για τίποτα καλύτερο από μόνιππα και κάρα». Ο Λουκ χαμογέλασε. «Ξέρω από πρώτο χέρι. Είχα την αμφίβολη ευχαρίστηση να ταξιδέψω μ’ ένα που μίσθωσα από το Σίλβερ Μπόουτ ως το Μπράιτον. Ο πληγωμένος ώμος μου και οι ταλαιπωρημένοι μύες μου το θυμούνται καλά». Ο Αλεξάντερ γέλασε. «Ναι, βέβαια». Γυρόφερε τ’ άλογα να τα περιεργαστεί καλύτερα. «Πάντως, οφείλω να πω πως σας θαυμάζω, μυλόρδε». Γύρισε και ακούμπησε στα πλευρά του ζώου καθώς ο Λουκ συνέχιζε το ξύστρισμα. «Με θαυμάζετε;» «Που πήρατε τη Χάριετ... λαμβάνοντας υπόψη τόσα πράγματα...» «Ποια πράγματα θα έπρεπε να λάβω υπόψη μου, δηλαδή;» ρώτησε ο Λουκ ήρεμα, με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση. «Ε, πρώτον το οικογενειακό υπόβαθρο... Θα πρέπει να το έχετε αντιληφθεί. Δε θα ήταν πρόθυμος ο κάθε άντρας να τη βάλει στην οικογένειά του». Ο Αλεξάντερ χαμογέλασε. «Οι Λίντγιαρντ δεν ήταν πάντα ευυπόληπτοι, παρά τη σεμνοτυφία και το στόμφο του Γουάλας. Και η Χάριετ δεν έχει προίκα ούτε καμιά κληρονομιά που θα δελέαζε ένα σύζυγο να παραβλέψει τις... δυσκολίες». «Ω; Και για ποιο οικογενειακό υπόβαθρο θα έπρεπε να είμαι ενήμερος;» ρώτησε ο Λουκ αδιάφορα, θαρρείς και συζητούσε κάτι για τη ράτσα των αλόγων του. Ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι, μια ανησυχία. Τελικά, όπως αποφάσισε, δεν ήταν λανθασμένη η πρώτη του εντύπωση. Κάτι


156

ANNE O’BRIEN

δεν του άρεσε στον Αλεξάντερ Έλερντιν, δεν του άρεσε καθόλου. «Ε, οι συγγενικοί δεσμοί με τον εχθρό στην άλλη μεριά του Καναλιού... Ξέρετε για τη μητέρα της Χάριετ, φαντάζομαι». «Ναι, ξέρω». Ο Αλεξάντερ ύψωσε τους ώμους του. «Δεν τους καλοβλέπουν όλοι, όταν σκοτώνουν τους στρατιώτες μας. Και ύστερα είναι το λαθρεμπόριο. Οι Λίντγιαρντ ήταν ανέκαθεν λαθρέμποροι. Η οικογένειά σας πρέπει να είναι πολύ ανεκτική, Βένμορ». Ο Λουκ πίεσε τον εαυτό του ν’ απαντήσει λακωνικά. «Η Χάριετ δε θα είναι η πρώτη Γαλλίδα που θα γίνει δεκτή στην αγγλική κοινωνία. Και αφού συμφώνησε ν’ αποσυρθεί, δε βλέπω γιατί χρειάζεται να διαδίδουμε πως έχει σχέση με τους λαθρέμπορους». Ο Αλεξάντερ μισόκλεισε ανεπαίσθητα τα μάτια του. «Συμφώνησε; Δεν το ήξερα... Αλλά και πάλι οι φήμες απλώνονται, έτσι δεν είναι; Μπορούν να φτάσουν μακριά ως το Λονδίνο». «Μόνον αν κάποιος κακόβουλος θέλει το κακό μας για να σπείρει την αμφιβολία και τη διχόνοια». Ο νεαρός άντρας χαμογέλασε λυπημένα και τα μάτια του άστραψαν. «Όχι, εγώ, μυλόρδε, αν αυτό υποπτεύεστε. Εγώ εύχομαι στη Χάριετ κάθε ευτυχία στο γάμο της, αλλά είναι κάποιοι που θα έβλεπαν το λαθρεμπόριο σαν κάτι ανάλογο με την προδοσία, μια και η Γαλλία είναι ο εχθρός». «Α, ναι;» Ο Λουκ ένιωσε παγωνιά να κυλάει στις φλέβες του. Πού το πήγαινε; Ο Έλερντιν έδινε ένα θαυμάσιο επιχείρημα για ν’ αμαυρώσει το όνομα όλων των λαθρεμπόρων και όμως οι τρόποι του έδειχναν ειλικρινείς. Τι ήταν, μια εσκεμμένη πρόκληση; Ή μια αθώα ανταλλαγή α-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

157

πόψεων; Εξάλλου ήξερε για τις δραστηριότητες της Χάριετ πριν την παντρευτεί. «Δεν προσυπογράφω ως προς αυτή τη σκέψη», συνέχισε ο Αλεξάντερ χαϊδεύοντας τη χαίτη του αλόγου. «Η ζωή είναι σκληρή για τους ψαράδες και χωρίς το εισόδημα από το Εμπόριο θα ήταν ακόμα πιο σκληρή. Η νομιμότητα από την παρανομία χωρίζονται από μια λεπτή γραμμή όταν η οικογένειά σου λιμοκτονεί και οι θάλασσες το χειμώνα είναι απαγορευτικές. Πόσο μετράει η νομιμοφροσύνη όταν το τσουκάλι είναι άδειο; Όλοι στο Ολντ Γουίνκομλι κάνουν τα στραβά μάτια στα σινιάλα από το Δωμάτιο του Πύργου». «Ναι, βέβαια», συμφώνησε ο Λουκ μετρώντας τα λόγια του. «Τα σινιάλα είναι βασικά, υποθέτω, για να φτάσει ένα πλεούμενο με ασφάλεια στον όρμο». «Σωστά. Αλλά τι υποθέτετε πως κάνουμε όταν δεν έχουμε φορτίο; Όταν τα πράγματα είναι δύσκολα με τις κακοκαιρίες και οι ντόπιοι πεινούν χωρίς εισόδημα». «Τι κάνετε;» «Για σκεφτείτε, μυλόρδε... Όλοι γνωρίζουν τους Κυρίους του Ελεύθερου Εμπορίου, αλλά και ποιος δεν έχει ακούσει ιστορίες για την Αδελφότητα των Ναυαγιαιρετών;» Η φωνή του Λουκ έμεινε ήρεμη στην προσπάθειά του να δείξει ένα απλό ενδιαφέρον. «Ναυαγιαιρέτες; Τι υπονοείτε, Έλερντιν;» Ο Αλεξάντερ απάντησε με την ίδια ηρεμία. «Αν ζούσατε σε αυτά τα μέρη, θα ξέρατε τι συμβαίνει. Είναι όλα μέρος της ζωής σε αυτή την ακτή, η οποία ανήκει στους Λίντγιαρντ εδώ και γενιές ολόκληρες. Τα σινιάλα που δίνονται μια σκοτεινή και θυελλώδη νύχτα δεν είναι πάντα για να φέρουν στον όρμο κάποιο από τα σκάφη μας... Πρόκειται για μια αιματηρή επιχείρηση, αλλά αρκετά συνηθισμένη και πολύ επικερδής».


158

ANNE O’BRIEN

«Λέτε πως η Χάριετ εμπλέκεται σε αυτό, Έλερντιν;» ρώτησε ο Λουκ ήρεμα καρφώνοντας τον πληροφοριοδότη του με τα ψυχρά πράσινα μάτια του. «Θα με συγχωρήσετε αν πω πως δε σας πιστεύω». «Α, ναι; Έχετε ακούσει για το Λιόν ντ’Ορ;» «Δε νομίζω...» Αλλά, πάλι, γιατί θα έπρεπε; «Ένα σκαρί από τη Διέππη μ’ ένα φορτίο μετάξι. Έπεσε στους βράχους εκεί, πριν από τρία χρόνια». Έδειξε τα βράχια της ακτής με μια πλατιά χειρονομία. «Το φορτίο πουλήθηκε στο Λονδίνο σε αρκετά υψηλή τιμή». «Και το πλήρωμα;» «Χάθηκε». Ο Αλεξάντερ ύψωσε τους ώμους του. «Συμβαίνουν αυτά. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα». «Ποιος άναψε το φως;» ρώτησε ο Λουκ, χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι έκανε κάτι τέτοιο. «Ποιος νομίζετε;» Ο Λουκ ανακάλυψε πως δεν άντεχε να δει το αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο του Έλερντιν. «Η λάμπα έλαμπε από το Δωμάτιο του Πύργου, στο Πράιντ, τραβώντας το Λιόν ντ’Ορ στον υγρό τάφο του». Ο Λουκ δεν είχε χρόνο να ρωτήσει περισσότερα. Και μήπως δεν είχε ακούσει αρκετά; Ανάλαφρα βήματα τον πληροφόρησαν πως η Χάριετ πλησίαζε στον στάβλο. Όταν έφτασε κοντά τους, ο Έλερντιν στράφηκε προς το μέρος της και υποκλίθηκε με αβρότητα. «Για σένα μιλούσαμε, ξαδέρφη. Λοιπόν, πώς είναι η κόμισσα του Βένμορ σήμερα το πρωί;» ρώτησε με μια δόση ειρωνείας και τη φίλησε στο μάγουλο. * * * Ο Αλεξάντερ τους άφησε για να βρει τον Γουίγκινς και να κανονίσει για την παραλαβή του φορτίου. Η Χάριετ στράφηκε στον Λουκ μ’ ένα δειλό χαμόγελο κι ένα χαρούμενο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

159

χτυποκάρδι, αλλά αντίκρισε την παγερή αδιαλλαξία μιας πέτρινης μορφής. Την κοίταζε τουλάχιστον κατηφής. Θαρρείς και είχε βουτήξει το πόδι της σε μια λιμνούλα ζεστή από τον ήλιο και βρήκε την επιφάνειά της καλυμμένη από ένα στρώμα πάγου. Ούτε τρυφερές ματιές ούτε τα γλυκά λόγια που περίμενε να την υποδεχτούν. «Είναι ώρα να φύγουμε, Χάριετ. Είσαι έτοιμη;» Λέξεις κοφτές, τυπικές. «Ναι, φυσικά». Η Χάριετ έσμιξε τα φρύδια της. «Συμβαίνει κάτι, Λουκ;» «Τι να συμβαίνει;» Τον παρατηρούσε καθώς πίεζε τους σφιγμένους ώμους του να χαλαρώσουν, το πρόσωπό του γλύκανε σ’ ένα φευγαλέο χαμόγελο –ένα χαμόγελο χωρίς ζεστασιά. «Πήγαινε να πάρεις τα ρούχα σου για το ταξίδι –ο αέρας θα είναι δροσερός. Η άμαξα θα έχει ετοιμαστεί ώσπου να γυρίσεις». «Έκανα κάτι που δεν εγκρίνεις;» «Όχι, τίποτα». Τα μάτια του όμως έμειναν ψυχρά, επιφυλακτικά. Σαν να είχε υψωθεί κάποιο αδιαπέραστο φράγμα ανάμεσά τους. «Τα όποια προβλήματα είναι δικά μου», συνέχισε, «συγχώρεσέ με αν φαίνομαι σκεπτικός». Τι εννοούσε; Τι είχε κάνει; Γιατί, σίγουρα, για κάτι τη μεμφόταν. Μετάνιωνε για το πάθος που της είχε χαρίσει σπάταλα στο κρεβάτι τους; Για το γάμο τους; Μετάνιωνε για όλα; Η Χάριετ ανακάλυψε με φρίκη ότι έπρεπε να δώσει μάχη με τα δάκρυά της. «Πήγαινε πάρε ό,τι σου χρειάζεται για το ταξίδι», επανέλαβε ο Λουκ. Το κενό που είχε ανοίξει τόσο ξαφνικά ανάμεσά τους έμοιαζε τεράστιο. Η Χάριετ γύρισε να κάνει αυτό που της είπε, γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα να πει. Αυτός ήταν ο άντρας που την είχε κρατήσει στην αγκαλιά του, που την είχε φιλήσει, που την είχε κάνει δική του; Αυτός ο


160

ANNE O’BRIEN

ψυχρός, απόμακρος άντρας ήταν εκείνος που της είχε μάθει με τόση επιδεξιότητα όλες τις δυνατές τέρψεις ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα, που την είχε ξυπνήσει με τα χέρια και τα χείλη του στο πρώτο φως της μέρας για ν’ ανανεώσει την εκπληκτική του επίθεση; Ήταν λάθος της να περιμένει κάποιο βαθμό ζεστασιάς από μέρους του τώρα, ακόμα και αν δεν την αγαπούσε; Ο κόσμος της Χάριετ ήρθε ξαφνικά τα πάνω κάτω. Τι είχε συμβεί και προκάλεσε αυτή την απόσταση; Θα στοιχημάτιζε πως δεν ήταν το λαθρεμπόριο. Όταν δούλεψαν για να σώσουν το φορτίο, δεν υπήρχε ένας άρρηκτος δεσμός μεταξύ τους; Δεν υπήρχε μια ζωντανή σχέση, λαμπερή και ψυχρή σαν ατσάλι, καυτή σαν τη φωτιά; Είχε κυλήσει στο αίμα τους, τους είχε ρίξει τον ένα στην αγκαλιά του άλλου. Σίγουρα δεν είχε παρερμηνεύσει αυτό τον σπινθηροβόλο δεσμό; Αυτός ο άντρας που είχε ενεργήσει τόσο έντιμα για να αποκαταστήσει την υπόληψή της, όταν δεν μπορούσε κανείς να τον μεμφθεί, αυτός ο άντρας που θα μπορούσε να της γυρίσει την πλάτη και να την εγκαταλείψει σε όποια προστυχιά επέλεγε η κοινωνία να φορτώσει στους ώμους της ήταν ο ίδιος άντρας που έβλεπε μπροστά της; Τότε, ίσως να είχε πέσει έξω στην κρίση της, να είχε βασιστεί στη μοιραία απειρία της για τη συμπεριφορά του συρμού. Ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος της καλής κοινωνίας, η τρυφερότητα στο κρεβάτι... Ένα ψέμα που μετατρεπόταν σε ψυχρή ανοχή στο φως της μέρας. Θα έπρεπε να θυμάται αυτό το μάθημα, γιατί θα ήταν φρικτό λάθος αν το ξεχνούσε ποτέ. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα χειρότερο από το να επιτρέψει στον Λουκ ν’ ανακαλύψει πως τα αισθήματά της γι’ αυτόν ήταν κάτι περισσότερο από αυτή την ίδια, ψυχρή ανοχή. Η Χάριετ γύρισε στο σπίτι αποφασισμένη να παρουσι-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

161

άσει το ίδιο ασυγκίνητο προσωπείο που της είχε δείξει τόσο επιδέξια ο σύζυγός της. Θα είμαι τόσο ευγενική όσο κι εκείνος, αν αυτό ζητάει από μένα. Όταν τα δάκρυα έτσουξαν πάλι τα βλέφαρά της, τα σκούπισε με το μανίκι της. Δε θα έκλαιγε. Όχι! Το λάθος ήταν δικό της. Θα υπέφερε τις συνέπειες, δε θα άφηνε κανέναν να δει τις ουλές που είχε αφήσει μια τέτοια προδοσία στην καρδιά της. Δεν της δόθηκε χρόνος να σκεφτεί τη δυστυχία της. Ο ξάδερφός της την περίμενε στο χολ, σαν να της είχε στήσει ενέδρα, λες και δεν είχε πάει τίποτα στραβά. «Πριν φύγεις, Χάρι... θα με αφήσεις να χρησιμοποιώ το Πράιντ κατά την απουσία σου;» Η Χάριετ αγωνίστηκε να εστιάσει στα λόγια του, τη στιγμή που οι σκέψεις της ήταν σαν σκόρπιος αφρός στο μελτέμι και η καρδιά της κομμάτια στο στήθος της. «Το Πράιντ;» «Ναι», είπε, την άρπαξε από το μπράτσο και την τράνταξε λίγο. «Άσε με να χρησιμοποιώ το σπίτι». Εκείνη το ήθελε αυτό; Το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ ήταν δικό της. Μπορεί να το χρησιμοποιούσε όταν απειλούσε κάποιος κίνδυνος, αλλά ήθελε να το χρησιμοποιούν ελεύθερα οι Κύριοι κατά την απουσία της, ακόμα και υπό τον έλεγχο του Αλεξάντερ; «Θα προτιμούσα όχι, Ζαν», απάντησε λυπημένη αλλά αποφασισμένη. «Δε θέλω να γίνει γνωστό ως στέκι λαθρεμπόρων και να κάνουν ο Ρόντμελ και οι άντρες του εφόδους κάθε τρεις και λίγο. Μπορείς να χρησιμοποιείς το Δωμάτιο του Πύργου, ο Γουίκγινς θα ανάβει τη λάμπα για σένα». «Θέλω να χρησιμοποιώ τα κελάρια...» Ο Αλεξάντερ της έσφιξε το μπράτσο για να τραβήξει την προσοχή της. «Όχι, δεν το θέλω αυτό, εκτός από περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Χρησιμοποίησε την εκκλησία, αν χρειαστεί. Ο αιδεσιμότατος Ντανς θα σε αφήσει. Το έχει ξανακάνει».


162

ANNE O’BRIEN

Ο Αλεξάντερ πήρε βαθιά ανάσα, λες και ετοιμαζόταν να δώσει τη μάχη του, ύστερα όμως ύψωσε τα χέρια και χαμογέλασε αποδοκιμαστικά. «Δε συμφωνώ, αλλά αφού αυτή είναι η απόφασή σου...» Η Χάριετ ένιωσε τη δυσαρέσκειά του, αλλά εκείνος τη φίλησε στο μάγουλο. «Κάθε ευτυχία στην καινούρια σου ζωή, ξαδερφούλα». Και με αυτά τα λόγια, άφησε τη Χάριετ να γυρίσει στην άδεια κι έρημη κρεβατοκάμαρά της, όπου είχε γνωρίσει τόση ευτυχία. Στάθηκε και κοίταξε τα αναστατωμένα σεντόνια στο κρεβάτι και αναρωτήθηκε αν τα είχε φανταστεί όλα... «Τι έγινε;» ρώτησε η Μέγκι, από την οποία δεν μπορούσε, προφανώς, να κρύψει τον πόνο της. «Τίποτα», είπε και χαμογέλασε γενναία. «Φεύγουμε». Έδεσε τις κορδέλες του απλού ψάθινου καπέλου της όπως όπως. «Άσ’ τα αυτά. Σε πλήγωσε, ε;» «Όχι, Μέγκι. Δεν έχω παράπονο. Πώς θα μπορούσα; Μήπως δεν πήγα σ’ αυτόν το γάμο ξέροντας τι κάνω;» Θα φροντίσω να μη με πονέσει ποτέ ξανά, ορκίστηκε βουβά. Αλλά, φυσικά, αυτό είχε γίνει ήδη. * * * Παρά την άρνησή του, ο Λουκ δεν μπορούσε να βγάλει τα λόγια του Έλερντιν από το μυαλό του. Ένα καράβι παρασυρμένο στα βράχια, όλο το πλήρωμα χαμένο, το φορτίο κατασχεμένο. Και η Χάριετ στη μέση όλης αυτής της επιχείρησης... Αδύνατον! επέμενε το ένστικτό του. Για ποιο λόγο θα έλεγε ψέματα ο Έλερντιν; απαντούσε το μυαλό του. Ξέρεις ήδη πολύ καλά πως είναι λαθρέμπορος! Υπήρχε μια πηγή στην οποία μπορούσε ν’ απευθυνθεί.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

163

Γιατί δεν έκανε μια προσπάθεια να μάθει την αλήθεια; Και ήταν αρκετά εύκολο, γιατί έπεσε πάνω σ’ αυτή την πηγή, στην κουζίνα, όπου έπινε ένα κύπελλο με μπίρα. «Μίλησέ μου για το Λιόν ντ’Ορ». Ο Λουκ κάθισε αντίκρυ στον Τζορτζ Γκέιντι με τη δική του μπίρα. «Το παρέσυραν από τη στεριά να πέσει στα βράχια;» «Δεν μπορώ να το πω αυτό, άρχοντά μου». Ο Γκέιντι σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη του χεριού του και περιέφερε το βλέμμα στο δωμάτιο, θαρρείς και ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν ακούει κανείς. «Ναυάγησε εδώ, σίγουρα... λίγα χρόνια πριν». Ο Λουκ έσκυψε πάνω από το τραπέζι και τον κάρφωσε με το βλέμμα του. «Ήταν μπλεγμένη η γυναίκα μου;» «Α, άρχοντά μου...» ο Γκέιντι έτριψε τη μύτη του, «ο Κάπτεν Χάρι έριξε το σκάφος στη θάλασσα για να σώσει το πλήρωμα... ένα κοριτσόπουλο ήταν τότε. Όχι πως είχε μείνει κανένας ζωντανός... Άγρια τούτα τα βράχια. Αλλά μαζέψαμε τα κουφάρια, τα θάψαμε στην αυλή της εκκλησίας, κατά πώς πρέπει... Και σώσαμε ό,τι μπορούσαμε. Μετάξι ήταν... Ο κύριος Αλεξάντερ έκανε τη δουλειά...» «Ήταν αναμμένη η λάμπα στον Πύργο;» Ο ναυτικός κοίταξε αλλού. «Δε θα μπορούσα να το πω αυτό, εντιμότατε. Ήμουν πολύ απασχολημένος... δεν πρόσεξα. Δεν έπρεπε να είναι –όχι μια τέτοια νύχτα». Του έλεγε την αλήθεια ή προστάτευε τη Χάριετ; είπε με το νου του ο Λουκ συνοφρυωμένος. Υποπτευόταν ότι ο Τζορτζ Γκέιντι θα ήταν αφοσιωμένος στον Κάπτεν Χάρι, όποιο και αν ήταν το έγκλημά του. Τι φοβερή εικόνα, η γυναίκα του να παρασύρει ανύποπτους θαλασσινούς στο θάνατό τους... Αν επέλεγε να το πιστέψει, φυσικά. Αλλά εκείνη η αγκίθα της αμφιβολίας στα σωθικά του είχε γίνει ιδιαίτερα επίμονη κι ενοχλητική.


164

ANNE O’BRIEN

«Κάτι άλλο, εντιμότατε;» Ο Λουκ δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Ό,τι άλλο μάθαινε θα προκαλούσε μεγαλύτερη θλίψη... * * * Ο Λουκ βοήθησε τη σύζυγό του να βολευτεί στην άμαξα και πήρε το δρόμο για το Λονδίνο έχοντας απόλυτη συναίσθηση της άκαμπτης φιγούρας που καθόταν δίπλα του, που δεν του είχε χαμογελάσει ούτε μια φορά, που δεν είχε πει λέξη από τη στιγμή που βρέθηκε στη θέση της. Του πέρασε από το νου πως, κατά κάποιον τρόπο, υπήρξε ένας ανόητος αφελής. Έπρεπε να είχε φροντίσει να μάθει περισσότερα για τη Χάριετ Λίντγιαρντ και τους ανυπόληπτους προγόνους της πριν προχωρήσει σ’ αυτόν το γάμο. Τα σχόλια του Έλερντιν συνέχιζαν να του τριβελίζουν το μυαλό, ασυναίσθητα. Τα χέρια του τραβούσαν τα χαλινάρια με ασυνήθιστη βιαιότητα, τόσο που τα άλογα σταμάτησαν και τίναξαν το κεφάλι τους. Ο Λουκ έπνιξε μια βρισιά και προσπάθησε να χαλαρώσει το κράτημά του. Η Χάριετ μέλος της ομάδας που αναζητούσε τη λεία της σε ναυαγισμένα σκάφη; Μπορούσε να ανεχθεί το λαθρεμπόριο και μάλιστα αφού δέχτηκε να το εγκαταλείψει. Αλλά τη δολιοφθορά; Δεν υπήρχε δικαιολογία για μια τέτοια απαίσια επιχείρηση. Το να παρασύρει κάποιος τα πλοία στα βράχια, για να τα κλέψει, να τα λεηλατήσει, αφήνοντας τους ναύτες στην τύχη τους, αυτό ήταν καθαρή δολοφονία. Δεν έβγαινε κέρδος από τη διάσωση των ναυτικών, από τη διάσωση του φορτίου όμως έβγαινε... Ο Λουκ ένιωσε να παγώνει το αίμα του. Η διαβεβαίωση του Τζορτζ Γκέιντι – αν ήταν διαβεβαίωση– δεν τον είχε βοηθήσει καθόλου, δεν τον είχε καθησυχάσει. Ήταν ικανή η Χάριετ για μια τόσο αποτρόπαιη πράξη;


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

165

Έριξε μια λοξή ματιά στο ωχρό, ανέκφραστο πρόσωπο της γυναίκας του, πλάι του. Τι ήξερε για τον Έλερντιν –εκτός από το ότι τον είχε αντιπαθήσει με την πρώτη ματιά; Ξάδερφος. Φίλος. Πιθανός μνηστήρας. Ήταν φανερό πως η Χάριετ έτρεφε κάποια στοργή γι’ αυτόν. Του Λουκ του φαινόταν πως η φιλία αυτού του άντρα είχε κάτι ύπουλο. Να προσφέρει τόσο αβίαστα μια πληροφορία που πλήγωνε, που ξέσκιζε... Γιατί να πιστέψει έναν άντρα που δε γνώριζε και που δε σεβόταν περισσότερο από τη Χάριετ; Ήταν πάντα απόλυτα ειλικρινής μαζί του. Σχεδόν. Δεν του είχε πει πως η μητέρα της ήταν Γαλλίδα... Δεν ήταν σημαντικό... Του έκρυβε και άλλα μυστικά, καλυμμένα κάτω από τη θηλυκότητα και τη γοητεία της; Υπήρχε μόνο μια γιατρειά. Έπρεπε να τη ρωτήσει ευθέως. Ήταν ανάγκη να μάθει... Αλλά αν το παραδεχόταν; Πώς θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με μια τέτοια διαπίστωση; Ωστόσο δεν είχε τη δύναμη να κάνει πίσω μπροστά στην αλήθεια. «Υπάρχουν πολλές συμμορίες λαθρεμπόρων στην ακτή;» ρώτησε τη Χάριετ, σπάζοντας τη σιωπή ανάμεσά τους. «Ναι», του απάντησε ψυχρά, «αρκετές για να κρατούν τους τελωνοφύλακες απασχολημένους». «Και υπάρχουν και κάποιες που ανελκύουν σκάφη από το βυθό για να λεηλατήσουν τα πολύτιμα φορτία τους, έχοντάς τα οδηγήσει οι ίδιες σε ναυάγιο;» «Ναι, ναυαγιαιρέτες, υπάρχουν κι αυτοί», απάντησε εκείνη με το ίδιο ύφος. «Συμβαίνει και στην περιοχή σας κάτι τέτοιο;» επέμεινε. «Φυσικά. Γιατί ρωτάς;» Ένιωσε το κοφτό, αγέλαστο βλέμμα της, αλλά δε γύρισε το κεφάλι του.


166

ANNE O’BRIEN

«Ξέρεις κανέναν από αυτούς;» «Ναι». «Πες μου». Τώρα την κοίταξε στα ίσια, ψάχνοντας το πρόσωπό της για κάποιο σημάδι ενοχής, αν και φοβόταν τι μπορεί να έβλεπε εκεί. «Η συμμορία του Ρότινγκντιν έχει τέτοια φήμη», του απάντησε χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα της. «Ο Κάπτεν Ντανκ είναι ο αρχηγός τους, χασάπης το επάγγελμα τη μέρα, αλλά πολλοί θα έλεγαν και τη νύχτα». «Και στο Ολντ Γουίνκομλι; Οι λαθρέμποροί σας θα παρέσυραν εσκεμμένα πλοία στα βράχια;» «Όχι. Γιατί ρωτάς;» Ένας μικρός δισταγμός. Και ύστερα, τη ρώτησε απότομα: «Θα το έκανες αν δινόταν η ευκαιρία;» Έπιασε τον εαυτό του να κρατάει την ανάσα του. «Όχι! Ποτέ!» Τα μάτια του είχαν τη σκληρή λάμψη του σμαραγδιού. Η Χάριετ το είχε αρνηθεί και με ζέση μάλιστα. Το βλέμμα της ήταν καθαρό, ευθύ. «Γιατί θα με θεωρούσες ένοχη για κάτι τόσο απαίσιο;» Μια μικρή ρυτίδα εμφανίστηκε ανάμεσα στα λεπτά φρύδια της. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Στο τέλος ύψωσε τους ώμους του αμήχανα και τα δάχτυλά του που έσφιγγαν τα λουριά χαλάρωσαν. Στο κάτω κάτω, δεν είχε αποδείξεις πως η Χάριετ εμπλεκόταν σε κάτι άλλο εκτός από τη μεταφορά των λαθραίων και στην παραπλάνηση των τελωνοφυλάκων. Τα ήξερε αυτά πριν την παντρευτεί και τα είχε δεχτεί. Γιατί, λοιπόν, είχε αντιρρήσεις τώρα; Μα τους διαβόλους της κόλασης! Του άρεσε, τη θαύμαζε, την ήθελε με τον πιο αρχέγονο τρόπο που μπορούσε να θέλει ένας άντρας μια γυναίκα.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

167

Χαιρόταν την οικειότητά τους, απόλαυσε το κορμί της... και η ανταπόκρισή της στις απαιτήσεις του ήταν μια αποκάλυψη. Το άρωμα των μαλλιών της, η αφή της επιδερμίδας της, η γεύση της... Ακόμα και τώρα που το θυμόταν, φούντωνε η σάρκα του. Είχε ξυπνήσει κάποια εξουσιαστική επιθυμία μέσα του να τη σώσει, να την προστατέψει, πέρα από την πρωτόγονη ανάγκη του να χαθεί μέσα της, να τη διεκδικήσει, να την πάρει. Μέσα σε μια νύχτα είχε ανακαλύψει πως αυτή η γυναίκα τον γέμιζε με μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. Θα το άφηνε αυτό να καταρρεύσει; Θα άλλαζε η γνώμη του για τη Χάριετ Λίντγιαρντ εξαιτίας μιας λέξης ενός άντρα που τον είχε αντιπαθήσει ενστικτωδώς, με την πρώτη ματιά; Ο Λουκ ατένιζε με μελαγχολία το μέλλον. Ο γάμος είχε γίνει, ήταν σύζυγός του πλέον και θα ήταν λάθος να την κατηγορεί για εγκλήματα για τα οποία δεν είχε αποδείξεις. Το μόνο που μπορούσε να κάνει μ’ αυτό τον αταίριαστο γάμο ήταν να βάλει τέλος στις διασυνδέσεις της με τους λαθρεμπόρους. Με την εγκατάστασή τους στο Λονδίνο, μακριά από το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, θα το πετύχαινε αυτό. Η Χάριετ δεν του είχε πει ποτέ ψέματα, έτσι δεν ήταν; Και όμως η μοίρα του Λιόν ντ’Ορ συνέχιζε να γεμίζει το κεφάλι του με τον κακόφωνο ήχο από πένθιμες καμπάνες. * * * Γκρόβενορ Σκουέαρ, το Μέγαρο Χόλαστον, μεγαλοπρεπές όσο και το όνομά του ήταν αρκετό για να εντυπωσιάσει τη Χάριετ με το πλακόστρωτο δάπεδό του, τον αστραφτερό πολυέλαιο, τη μεγαλόπρεπη κυκλική σκάλα και τον σκουροντυμένο μπάτλερ, τον Γκρέιβς, που την οδήγησε στη βιβλιοθήκη.


168

ANNE O’BRIEN

Υπάρχουν μυστικά σ’ αυτό το σπίτι, ήταν η πρώτη εντύπωση της Χάριετ, όπως κρατάει και ο Λουκ μυστικά από μένα. Απόηχοι πένθους και απώλειας. Κρέμονται στον αέρα σαν ιστοί αράχνης. Δεν υπάρχει ευτυχία εδώ. «Η κόμισσα του Βένμορ», ανάγγειλε ο Γκρέιβς ελέγχοντας θαυμάσια την έκπληξή του. «Μυλαίδη... ο λόρδος Άνταμ Χόλαστον». Κι εκείνη, εξουθενωμένη από την ταλαιπωρία και την ένταση της ημέρας, όρθωσε την πλάτη της και ετοιμάστηκε να γνωρίσει την καινούρια οικογένειά της. Ένα ζευγάρι μάτια στυλώθηκαν πάνω της μ’ ένα μείγμα σοκ και δυσπιστίας. Ο Άνταμ Χόλαστον, μικρότερός της σε ηλικία, σηκώθηκε αργά από τη βαθιά πολυθρόνα με τη μεταξωτή ταπετσαρία. Η ομοιότητα με τον Λουκ ήταν εκπληκτική, αν και ο Άνταμ είχε πιο ανοιχτά χρώματα και δεν ήταν ακόμα τόσο γεροδεμένος. Άφωνος για μια στιγμή, είχε ωστόσο την ετοιμότητα να πιάσει το χέρι της και να υποκλιθεί. Ο χαιρετισμός του ήταν εκπληκτικός. «Ώστε το έκανε επιτέλους!» Η Χάριετ τον κοίταξε ερωτηματικά. «Τι έκανε ακριβώς;» «Παντρεύτηκε!» «Δεν το περίμενες αυτό;» «Φυσικά», απάντησε ο Άνταμ κατηγορηματικά, «ήταν επόμενο να συμβεί. Υπήρχαν ένα σωρό νεαρές της καλής κοινωνίας που έριχναν δολώματα, αλλά αυτός δεν τσίμπησε κανένα». Η Χάριετ, που άρχιζε να το διασκεδάζει, αποφάσισε να πει την αλήθεια. «Δεν είμαι νεαρή της καλής κοινωνίας. Είμαι λαθρέμπορος». «Α...» ήρθε η πνιχτή απάντηση. «Και δεν τσάκωσα τον αδερφό σου με δόλωμα». «Όχι... δεν ήθελα να υπονοήσω...» Το πρόσωπό του λόρδου Άνταμ κοκκίνισε από αμηχανία. «Είναι που... α-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

169

πλώς δεν παντρευόμαστε νέοι στην οικογένεια Χόλαστον», μια άδολη απάντηση. «Ούτε ο Μάρκους ήταν παντρεμένος». «Ποιος είναι ο Μάρκους;» ρώτησε η Χάριετ. Μια σιωπή βαριά απλώθηκε στο πλούσιο δωμάτιο με τα γεμάτα βιβλία ράφια. Μια βαριά θλίψη, μάντεψε η Χάριετ, αλλά ο Άνταμ συνήλθε γρήγορα. «Ο Μάρκους ήταν αδερφός μας. Πέθανε πριν από ένα χρόνο, περίπου...» «Συγχώρεσέ με, δεν ήξερα...» Η Χάριετ ένιωσε χαμένη. Όλη η ανεξήγητη ένταση της ημέρας τής είχε κουρελιάσει τα νεύρα... και τώρα αυτό. Γιατί δεν της το είχε πει ο Λουκ; «Είσαι στ’ αλήθεια λαθρέμπορος;» «Ναι, είμαι». «Γιατί σε;...» Ο Άνταμ σταμάτησε απότομα πριν προφέρει κάποια ασυγχώρητη αγένεια, παρ’ όλο που τα μάτια του λίγο πιο σκούρα από του Λουκ, άστραφταν από ενδιαφέρον. «Γιατί με παντρεύτηκε ο κόμης;» συμπλήρωσε η Χάριετ. «Ε...» Ένα ζωηρό κόκκινο έβαψε πάλι τα μάγουλά του. «Εννοείς γιατί παντρεύτηκε εμένα, που δεν έχω καμιά σχέση με τις κομψές, κοσμικές κυρίες της υψηλής κοινωνίας;» «Α...» Η Χάριετ ανακάλυψε πως είχε ξεμείνει από εξηγήσεις. Δεν μπορούσε να του δώσει κάποια τετριμμένη εξήγηση, πως υπήρχε τάχα μια μακρόχρονη έλξη μεταξύ τους ούτε να προφασιστεί ένα ξαφνικό ακαταμάχητο πάθος. Τι μπορούσε να πει μετά από την παγερή σιωπή ανάμεσά τους τις τελευταίες ώρες; Ας έλεγε ο Λουκ ψέματα, αν ήταν ανάγκη.


170

ANNE O’BRIEN

«Ρώτησε τον αδερφό σου γι’ αυτό», του είπε. «Να τον ρωτήσει τι;» Δεν είχε ακούσει την πόρτα ν’ ανοίγει, ούτε τα βήματά του στο παχύ χαλί, αλλά ήταν εκεί, πλάι της, και ο σφυγμός της άρχισε να χτυπάει ξέφρενα, απλώς και μόνο επειδή ήταν τόσο κοντά της. Ψηλός, με το κεφάλι περήφανα στητό, με το όμορφο, αυστηρό πρόσωπό του, με την έμφυτη χάρη του... «Λουκ... επιτέλους!» Ο Άνταμ Χόλαστον χαμογέλασε. «Πιστεύω να καλωσόρισες τη σύζυγό μου με τον πρέποντα τρόπο. Το σακάκι σου είναι ένα αριστούργημα, Άνταμ». Ο Άνταμ, κομψός και μοντέρνος, είχε τη χάρη να γελάσει με τη φιλοφρόνηση για το υπέροχο ριγέ σακάκι του, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση της Χάριετ πως υπήρχε πραγματική στοργή ανάμεσα στ’ αδέρφια. Ίσως μετά την απώλεια του αδερφού τους να ένιωθαν έντονα την ανάγκη να προστατεύουν ο ένας τον άλλο. «Να με ρωτήσει τι;» επανέλαβε ο Λουκ. Έδειχνε ανήσυχος, εκνευρισμένος, σκέφτηκε η Χάριετ. Οι γραμμές πλάι στα χείλη του ήταν πιο βαθιές. Η επουλωμένη ουλή στο μάγουλό του πιο έντονη, σαν να είχε τεντωθεί το δέρμα πάνω στα οστά του προσώπου. Ίσιωσε τους ώμους του, λες και κουβαλούσε βαρύ φορτίο. Συμπόνια την πλημμύρισε πριν το καλοσκεφτεί, αλλά, εξουθενωμένη καθώς ήταν και η ίδια, την παραμέρισε και δεν του χαρίστηκε. «Ο αδερφός σου θα σε ρωτήσει γιατί με παντρεύτηκες, αφού απέχω τόσο από τις κυρίες που διεκδικούν συνήθως την προσοχή σου, αλλά που δεν τσίμπησες το δόλωμά τους ως τώρα. Ο λόρδος Άνταμ είναι περίεργος να μάθει. Με πληροφόρησε πως οι Χόλαστον δεν παντρεύονται νέοι». «Α, το πρόλαβε; Είναι αλήθεια. Όσο για την επιλογή της νύφης... δεν είναι δύσκολο να του το εξηγήσω». Το ή-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

171

ρεμο βλέμμα του Λουκ αντιμετώπισε το δικό της, το προκλητικό χωρίς ενδοιασμό, καθώς ύψωνε το χέρι της στα χείλη του. Το στόμα του ήταν τόσο ψυχρό όσο και το πρόσωπό του. «Είδα τη Χάριετ σε μια καταιγίδα, κοντά στη θάλασσα. Ήταν μούσκεμα ως το κόκαλο, τα μαλλιά της μπερδεμένα, τα σάρωνε ο άνεμος. Έμοιαζε με γοργόνα. Ένιωσα την ανάγκη να την παντρευτώ αμέσως». Δε χαμογελούσε. «Μου έσωσε τη ζωή εκείνη τη νύχτα και έτσι δέθηκα μαζί της κι εκείνη μαζί μου, αμετάκλητα και για πάντα». Μια γελοία ρομαντική εικόνα για να τη σώσει από την ταπείνωση. Ένα όμορφο παρασκεύασμα, με ελάχιστη δόση αλήθειας, εκτός από αυτό το... κοντά στη θάλασσα και το ότι κινδύνευε η ζωή του. Και η εικόνα είχε ζωγραφιστεί παγερά, σαν να μην έβρισκε καμιά ευχαρίστηση σ’ αυτήν. Η Χάριετ ένιωσε με φρίκη να πλημμυρίζουν τα μάτια της δάκρυα. Θα έπρεπε να ήταν πιο κουρασμένη απ’ όσο νόμιζε. Τα κατάπιε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε και φόρεσε ένα φωτεινό χαμόγελο. «Μια γοργόνα, ε; Τώρα, όσο για το αν έσωσα τη ζωή του αδερφού σου... » Το χαμόγελο έμεινε ανέπαφο καθώς απευθυνόταν στον Άνταμ «...το θέμα ήταν απλά να τον σώσω από ένα βρόμικο τάφο». * * * Αργότερα, όταν ανέβαινε τις σκάλες για την καινούρια κρεβατοκάμαρά της, η Χάριετ ένιωθε όλο το βάρος μιας ατέλειωτης μέρας στην καρδιά της. Μπορεί να αισθανόταν δεμένη αμετάκλητα και για πάντα με τον Λουκ, όπως εκείνος το είχε τόσο χαριτωμένα τοποθετήσει, αλλά η αντίδρασή του σε αυτήν, σε όλη τη διαδρομή από τον Ολντ Γουίνκομλι, της έδινε να καταλάβει με απόλυτη σαφήνεια


172

ANNE O’BRIEN

πως την έβλεπε σαν βάρος. Μια λάθος εκτίμηση από μέρους του. Μια αγχιστεία που δεν ήταν του γούστου του. Τι του είχε κάνει και άλλαξε γνώμη για το άτομό της; Ίσως και τίποτα, ίσως να έβλεπε πάντα με μεταμέλεια αυτόν το γάμο και εκείνη είχε παρερμηνεύσει την ευγένεια και την αβρότητά του όταν την είχε πάει στο κρεβάτι. Την είχε παντρευτεί επειδή αναγκάστηκε και τώρα, που είχε ξαναγυρίσει στην κανονική ζωή του, στο Λονδίνο, ευχόταν να μην το είχε κάνει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι που είχε κάνει ή είχε πει για να τον κάνει ν’ αναθεωρήσει την αρχική του γνώμη για το άτομό της. Δεν μπορούσε να τον μεμφθεί για τους τρόπους του, ήταν άψογοι, αλλά είχε αποδειχτεί τόσο απόμακρος, τόσο αδιαπέραστος σαν να είχε σηκωθεί ένα φυσικό φράγμα, ανάμεσά τους. Την είχε βρει ακατάλληλη και την είχε απορρίψει. Μια σκέψη που την έκανε να ντραπεί πέρασε από το μυαλό της. Δεν την είχε βρει του γούστου του ούτε στο κρεβάτι; Πώς μπορούσε να κρίνει; Η αβρότητά του μπορεί να έκρυβε τη δυσαρέσκειά του, την απέχθειά του. Της είχε πει πως ήταν όμορφη... λόγια... λόγια στο κάτω κάτω... Κι εκείνη τη στιγμή, η Χάριετ έδωσε ένα βουβό όρκο. Θα έπαιζε το ρόλο της σ’ αυτόν το γάμο, θα φερόταν με την αξιοπρέπεια που άρμοζε σε μια κόμισσα του Βένμορ, δε θα είχε απαιτήσεις από τον κόμη. Την είχε παντρευτεί, της είχε δώσει το όνομά του και μια θέση στην υψηλή κοινωνία, είτε το επιθυμούσε είτε όχι. Αυτά ήταν όσα μπορούσε να ζητήσει από αυτόν. Αυτό το γελοίο ξελόγιασμα – γιατί δεν ήταν δυνατόν να είναι έρωτας!– που είχε γεννηθεί όταν τον είδε τσακισμένο και βρόμικο στα πόδια της, αυτό το παραλυτικό συναίσθημα, θα έμενε κλειδωμένο στην καρδιά της για πάντα. Και αν έκλαιγε καμιά φορά για τις χαμένες ελπίδες της, θα το έκανε στα κρυφά. Ψύχραιμη. Ευγενική. Συγκρατημένη. Αυτή θα ήταν,


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

173

γιατί αυτό ήθελε εκείνος από τη σύζυγό του –ή από αυτήν την ίδια τουλάχιστον. Θα του ήταν ευγνώμων, αλλά θα κρατούσε μια τυπική απόσταση, δε θα απαιτούσε ποτέ το χρόνο του ή την παρουσία του, δε θα περίμενε να την υπηρετεί με ζήλο, δε θα του γινόταν ποτέ βάρος. Δεν πρόκειται να σε ενοχλήσω κατά κανέναν τρόπο. Έκανε πρόβα τα λόγια νοερά καθώς τον συνόδευε στη σκάλα, στα καινούρια δωμάτιά τους. Εκπλήρωσες το καθήκον σου απέναντί μου, μου έδωσες τόσα πολλά, που δεν μπορώ να ζητήσω και το χρόνο σου, μπορώ; Δε θα του έλεγε ποτέ, Σε θέλω, σ’ αγαπώ. Αγκάλιασέ με, Λουκ, φίλησέ με όπως έκανες στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ! Άγγιξέ το κορμί μου με αυτά τα έμπειρα χέρια, που με κάνουν να φλέγομαι για σένα. Πες μου πάλι πως είμαι όμορφη. Κάνε με να νιώσω γυναίκα, επιθυμητή. Δε θα το έλεγε ποτέ αυτό. * * * Ο Λουκ ήρθε στο δωμάτιό της –του το υπαγόρευε η ανατροφή του και η τιμή του σίγουρα, σκέφτηκε η Χάριετ με πικρία. Είχε ξαπλώσει, είχε διώξει την καινούρια καμαριέρα της και ξεφύλλιζε ένα βιβλίο με ποιήματα, αφηρημένα. Εκείνος χτύπησε, μπήκε, προχώρησε αργά και στάθηκε πλάι της, σιωπηλός. Μετά από μια στιγμή, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ναι, η Χάριετ είχε δίκιο, τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα, αλλά τώρα δεν ήταν ώρα για συμπάθεια. «Έχεις ό,τι σου χρειάζεται;» τη ρώτησε ευγενικά. «Φυσικά. Είσαι πολύ γενναιόδωρος». Ακούμπησε το βιβλίο της στο σκέπασμα και τον κοίταξε, προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις πίσω από τη σκυθρωπή έκφρασή του. Τι ήθελε από αυτήν; Θα ήταν τό-


174

ANNE O’BRIEN

σο εύκολο ν’ ανοίξει τα μπράτσα της, ν’ αφεθεί στην αγκαλιά του, να χώσει τα δάχτυλά της στα πυκνά μαλλιά του, να μη ρωτήσει τίποτα. Να είναι απλά εκεί και ν’ απολαμβάνει. Αλλά δεν ήταν δυνατόν και δεν ήταν στο χαρακτήρα της να αγνοεί την απόσταση που εκείνος είχε βάλει ανάμεσά τους. «Θέλεις να μου μιλήσεις;» τον ρώτησε. Της έπιασε τα χέρια και γύρισε τις παλάμες της προς το μέρος του. Έσυρε τους αντίχειρές του πάνω τους, λες και ήθελε να διαβάσει κάποιο μήνυμα στις γραμμές τους. «Θέλεις να μείνω;» τη ρώτησε με άψογη ευγένεια. Θα προτιμούσε να μην είναι εδώ, σκέφτηκε η Χάριετ παρ’ όλο που η καρδιά της σκιρτούσε στο χάδι του. Είναι εξαιρετικά ευγενικός, αλλά δεν το κάνει με την καρδιά του. «Όχι», του απάντησε. Πόσο σκληρά ήταν τα λόγια. Πόσο δύσκολη η περηφάνια. «Ήταν πολύ μακρύ ταξίδι. Είμαι κουρασμένη». «Φυσικά», μουρμούρισε και άφησε τα χέρια της σαν να τον τσουρούφλιζαν. «Έπρεπε να το σκεφτώ. Θα μιλήσουμε όταν θα είσαι ξεκούραστη. Είναι ανάγκη να...» Δεν κουνήθηκε ούτε αποτέλειωσε τη σκέψη του, αλλά έσυρε απαλά τις αρθρώσεις του στο μάγουλό της, στο σαγόνι της, στο λαιμό της. Η Χάριετ έμεινε άκαμπτη. Θα ένιωθε σίγουρα το σφυγμό της που χτυπούσε τρελά κάτω από τα δάχτυλά του. Θα έβλεπε σίγουρα το αίμα που έβαφε τα μάγουλά της. Ο Λουκ έσκυψε και κόλλησε τα χείλη του στο σατινένιο δέρμα, στη βάση του λαιμού της, σ’ εκείνο το εύθραυστο βαθούλωμα όπου χτυπούσε βαριά η καρδιά της, ενώ η Χάριετ κρατούσε την ανάσα της. «Καληνύχτα, Χάριετ. Να κοιμηθείς καλά. Θα μιλήσουμε αύριο». Και σηκώθηκε, υποκλίθηκε, αινιγματικός και συγκρα-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

175

τημένος και απομακρύνθηκε. Μόνον όταν έφτασε στην πόρτα, η Χάριετ μίλησε και τον σταμάτησε. «Γιατί δε μου είπες για τον Μάρκους;» Έμεινε ακίνητος, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος της. Δε στράφηκε. «Δεν είχα τίποτα να πω». Κι έφυγε. Άκουσε τα βήματά του να σβήνουν στο διάδρομο προς το δωμάτιό του. Μπορεί να μη σκοτιζόταν για το χάσμα ανάμεσά τους, εκείνη όμως την ένοιαζε. Μπορεί το ένστικτό του να την απωθούσε για οποιονδήποτε λόγο, αλλά εκείνη χρειάστηκε όλη τη δύναμη της θέλησής της για να μην τον ικετέψει να μείνει και να την πάρει στην αγκαλιά του. Της ράγιζε την καρδιά. Έχωσε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι και έκλαψε όπως είχε να κλάψει από παιδί. * * * Ο Λουκ έκλεισε την πόρτα της κάμαράς του, ακούμπησε πάνω της με το κεφάλι γερμένο πίσω, με τα μάτια κλειστά, για να μη βλέπει το άδειο δωμάτιο. Η σιωπή γύρω του τον έπνιγε. Την ήθελε, όταν πήγε στο δωμάτιό της, παρά τις αμφιβολίες του; Θα είχε μείνει αν του είχε χαμογελάσει; Ναι, σίγουρα. Τα εύθραυστα μπράτσα της, τα λεπτά χέρια της ζητούσαν να τα σκεπάσει με φιλιά. Οι μπούκλες των καλοχτενισμένων μαλλιών της, η λάμψη της χλομής σάρκας πάνω από τη δαντέλα της νυχτικιάς της τον καλούσαν να τη χαϊδέψει. Φαινόταν σαν χαμένη μέσα στο πελώριο κρεβάτι, στην τεράστια κάμαρα με τις λουλουδάτες κουρτίνες. Το ένστικτό του τον έσπρωχνε να πετάξει τα ρούχα του και να την πάρει, εκεί. Να πιέσει το γυμνό κορμί της κάτω από το δικό του, πάνω στα σεντόνια και να χαθεί μέσα της, ξεχνώντας παρελθόν και μέλλον στην αγκαλιά της, όπως είχε κάνει στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. Να την αφήσει


176

ANNE O’BRIEN

να τον τυλίξει με τα απαλά μπράτσα της, με τους μηρούς της. Μιλούσε σε κάποια πρωτόγονη, βασική ανάγκη του που ζητούσε να την κάνει δική του. Να ερεθίσει τις θηλές της με τη γλώσσα και τα δόντια του, να ράνει με φιλιά εκείνη την απαλή κοιλάδα ανάμεσα στα στήθη της κατηφορίζοντας προς τ’ απόκρυφά της που μπορούσε να τα διεκδικήσει δικαιωματικά. Τα ήθελε όλα αυτά, τα ήθελε και τώρα. Ο Λουκ έσφιξε τα δόντια του, η διέγερσή του καταντούσε επώδυνη. Έπρεπε να μείνει μαζί της, να μετατρέψει τα ψυχρά λόγια της σε κραυγές ηδονής. Αλλά, καλύτερα έτσι. Υπήρχαν πάρα πολλά ανάμεσά τους για να τα υπερπηδήσει και να τ’ αγνοήσει. Καλύτερα έτσι, λοιπόν. Σωστά; Μα αφού ήταν τόσο σίγουρος, γιατί ένιωθε κομμάτια... σαν να είχε σκιστεί η καρδιά του στα δύο; Δεν ήταν πως την αγαπούσε ή πως ένιωθε κάτι περισσότερο γι’ αυτήν πέρα από καθήκον, μια βαριά υποχρέωση. Και όμως του ερχόταν να της ανοίξει την καρδιά του, να της μιλήσει για όλα αυτά που τον παγίδευαν, που τον περιόριζαν. Να της εξηγήσει γιατί, στα μάτια της, έπρεπε να παίξει φαινομενικά το ρόλο του προδότη και του κατασκόπου. Δεν μπορούσε, δεν έπρεπε. Είχε πει στη Χάριετ πως είχε έναν αδερφό στο Λονδίνο. Αυτό που δεν της είχε πει ήταν πως είχε κι ένα δεύτερο αδερφό, που ήταν νεκρός τώρα. Τον Μάρκους, που πολεμούσε με το βρετανικό στρατό υπό τον Ουέλινγκτον στον Πόλεμο της Χερσονήσου. Ο θάνατος του Μάρκους ήταν μια ανοιχτή πληγή που αρνιόταν να επουλωθεί, ένας θάνατος με συνέπειες διαρκείας που δε θα μπορούσε κανείς να τις προβλέψει και που τώρα απαιτούσαν να κάνει τις πιο δύσκολες επιλογές της ζωής του. Ο Λουκ αισθανόταν μόνος, χωρίς κάποιον να τον συμ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

177

βουλευτεί. Τραβήχτηκε από την πόρτα, έτριψε το πρόσωπό του, έχωσε τα δάχτυλα στα μαλλιά του και βόγκηξε καθώς πάσχιζε να διώξει από το μυαλό του το χαμογελαστό πρόσωπο του νεκρού αδερφού του. «Ω Θεέ μου, Μάρκους». Η τραχιά φωνή του έσπασε τη σιωπή. «Γιατί να πεθάνεις;» Και μετά: «Πώς θα τα βγάλω πέρα με αυτή τη γυναίκα που με τραβάει τόσο, αλλά που δεν τολμώ να την εμπιστευτώ;»


ÊåöÜëáéï 7

Το πρόγευμα στο Γκρόβενορ Σκουέαρ ήταν μια ήσυχη υπόθεση και αυτό εδώ, δυο μέρες αργότερα, δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ο Άνταμ ήταν... ε, ο Άνταμ ήταν όπου μπορεί να είναι ένας νεαρός τόσο νωρίς, πρωινιάτικα. Που σήμαινε ότι ο Λουκ και η Χάριετ ήταν οι μόνοι που μοιράζονταν το τραπέζι. Η κοσμική σεζόν του Λονδίνου είχε τελειώσει. Η υψηλή κοινωνία είχε... αλλάξει ομαδικά στρατόπεδο και τόπο διαμονής, προτιμώντας τα πιο δροσερά δωμάτια των εξοχικών σπιτιών, κοντά σε λίμνες ή ποτάμια στο πολυσύχναστο παραλιακό Μπράιτον. Όλα αυτά ήταν υπέρ της Χάριετ που δε χρειαζόταν να εμφανίζεται στο Όλμακ, να δείχνει πως δεν είχε ιδέα από χορό. Δεν ήταν υποχρεωμένη να υποκλίνεται σε κάποιο χορό ή σε κάποιο πρόγευμα στο ύπαιθρο όπου όλοι οι γαλαζοαίματοι της Αγγλίας θα την περνούσαν από το μικροσκόπιο. Κι ούτε ήταν αναγκασμένη να δέχεται κόσμο στο Γκρόβενορ Σκουέαρ για να δώσει το στίγμα της στη λονδρέζικη κοινωνία. Δεν έμενε κανένας στο Λονδίνο τον Αύγουστο. Εκτός από τους Βένμορ. Κάτι που την εξέπληττε. Σίγουρα, δεν ήταν αυτός ο συνηθισμένος τρόπος ζωής του κόμη του Βένμορ... Τι κρατούσε τον Λουκ στο Λονδίνο χωρίς πα-


180

ANNE O’BRIEN

ρέα; Υπήρχε κάτι, σίγουρα. Δεν πλανιόταν μόνον ένας αέρας μυστικότητας στο Μέγαρο Χόλαστον, αλλά και μια ανησυχία, μια αίσθηση προσμονής –και η Χάριετ διαισθανόταν πως δεν απασχολούσαν τον Λουκ οι υποθέσεις των κτημάτων. Να ήταν όλα δεμένα μ’ εκείνη την αποτυχημένη αποστολή του στη Γαλλία; Θυμόταν το παραλήρημα, την αγωνία του για μια γυναίκα που έψαχνε και δεν μπορούσε να τη βρει. Τη ΜαρίΚλοντ. Αυτή η άγνωστη κυρία ήταν η αφορμή της ψυχρότητας του Λουκ απέναντί της; Το είχε αρνηθεί, αλλά μήπως η Μαρί-Κλοντ στεκόταν ανάμεσά τους; Να την αγαπούσε άραγε ο Λουκ αυτή την άγνωστη; Δεν έχει ξανάρθει στο κρεβάτι της μετά από εκείνη, τη μάλλον, άκομψη απόκρουσή της. Η Χάριετ ένιωθε μόνη και πληγωμένη. Λαχταρούσε τον Λουκ, την οικειότητα που είχαν μοιραστεί τη νύχτα του γάμου τους, αλλά εκείνος δεν επρόκειτο να την πλησιάσει. Σκεφτόταν να παρατήσει κατά μέρος την περηφάνια της, να τον αρπάξει από τα πέτα του κομψού σακακιού του και να κολλήσει τα χείλη της σ’ αυτό το όμορφο, σουφρωμένο στόμα, αλλά δεν τολμούσε. Καθόταν και μελετούσε το σύζυγό της, που ήταν χωμένος κυριολεκτικά στη Μόρνινγκ Ποστ, στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Έβλεπε τον εαυτό της νοερά... ήταν ξαπλωμένη μπροστά του, στο κρεβάτι του. Έβλεπε τον Λουκ γυμνό, γονατισμένο πλάι της, καθώς τα χέρια και το στόμα του άρχιζαν την υπέροχη εξερεύνησή τους... Αν μπορούσε να είναι έτσι... Έκλεισε τα μάτια της για να διώξει την εικόνα. Για την ώρα, υπήρχαν άλλες προτεραιότητες. «Λουκ...» Ο Γκρέιβς έφερε έναν ασημένιο δίσκο μ’ ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί. Υποκλίθηκε και του το έδωσε. Μια ρυτί-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

181

δα χαράχτηκε ανάμεσα στα φρύδια του καθώς διάβαζε. Κούνησε το κεφάλι του αδιόρατα. Το στόμα του είχε μια αυστηρότητα, οι μύες στο σαγόνι του ήταν σφιγμένοι. «Χάριετ...» Δίπλωσε το σημείωμα προσεχτικά και το έχωσε στο τσεπάκι του κομψού σακακιού του. Υπήρχε μια παγερή, αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσά τους πάλι, το μυαλό του ήταν αλλού. Η Χάριετ το έβλεπε, το διαισθανόταν, το γευόταν σαν κάτι στυφό... λες κι εκείνος είχε αποτραβηχτεί σε κάποιο μακρινό μέρος όπου εκείνη δεν είχε δικαίωμα να πλησιάσει. Λες και οι σκέψεις του βρίσκονταν ακόμα στο περιεχόμενο αυτού του φύλλου χαρτιού. Τι είχε διαβάσει εκεί; Ήταν γυναικείος γραφικός χαρακτήρας; Της Μαρί-Κλοντ; Ή είχαν όλα σχέση με τους χειρισμούς που έπρεπε να τους κρατήσει μυστικούς από αυτήν; Το όνομα του Ζαν-Ζακ Νουάρ πέρασε από το μυαλό της και κούρνιασε πλάι σε αυτό της Μαρί-Κλοντ. «Από ποιον είναι το σημείωμα, Λουκ;» ρώτησε καχύποπτα. «Είναι από τη Γαλλία;» «Από τη Γαλλία; Όχι, γιατί να είναι από τη Γαλλία; Χάριετ, πρέπει να λείψω για λίγες μέρες». «Θα πας στο Βένμορ;» Δε θα την έπαιρνε μαζί του; «Όχι, πάω στο Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ». Δεν της έλεγε τίποτα αυτό. «Θα λείψω δυο τρεις μέρες το πολύ». «Ω!» Η απογοήτευση φώλιασε στην καρδιά της. «Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου; Δεν έχω πάει ποτέ στο Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ». Ο Λουκ όμως είχε σηκωθεί κιόλας, πετώντας την πετσέτα του στο τραπέζι. «Όχι. Όχι αυτή τη φορά, και είναι κοπιαστική δουλειά. Δε θα έχω χρόνο να σε συνοδεύω σε περιπάτους στην πόλη και δε θα ξέρεις τι να κάνεις μόνη σου. Καλύτερα να μείνεις εδώ. Ξέρω πως δεν είναι ευχάριστο, αλλά...» Για μια στιγμή, της φάνηκε πως θα έφευγε χωρίς άλλες εξηγήσεις, αλλά ύστερα, στα μισά προς την


182

ANNE O’BRIEN

πόρτα, έκανε μεταβολή και γύρισε κοντά της. Έσκυψε από πάνω της και έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. Απαλά, με αφάνταστη τρυφερότητα ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό της ανάμεσα στα φρύδια της και ύστερα στο στόμα της. «Συγχώρεσέ με, Χάριετ. Δεν το ήθελα αυτό, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή... Αλλά, όταν επιστρέψω...» Έσυρε τον αντίχειρά του στο κάτω χείλι της, ένα χάδι που το ακολούθησε άλλο ένα φιλί, παρατεταμένο και απαιτητικό που έκανε το σφυγμό της να καλπάσει. Και ύστερα την άφησε. Μια αβρή υπόκλιση και προχώρησε προς την πόρτα. «Λουκ...» Σταμάτησε με το χέρι στο πόμολο και την κοίταξε, με κάποια ανυπομονησία της φάνηκε, σαν να μην άντεχε να τον καθυστερούν. Και η Χάριετ δε βρήκε τι άλλο να πει εκτός από, «Πρόσεχε». «Φυσικά». Το χαμόγελό του της φάνηκε τυπικό, επιπόλαιο. «Κοίτα να διασκεδάσεις ξοδεύοντας χρήματα, ν’ αγοράσεις καινούρια φορέματα όσο θα λείπω». * * * Η Χάριετ έμεινε στην πρωινή τραπεζαρία, γερμένη στην πολυθρόνα της και αφουγκραζόταν τους ήχους της αναχώρησής του. Και ύστερα έφυγε, και εκείνη δεν είχε ιδέα τι έκανε. Πόσο εύκολο ήταν να αφήσει τον πόνο να φουσκώσει και να την πνίξει. Θα της έλειπε αφάνταστα, αλλά εκείνος το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να την ενθαρρύνει να βελτιώσει την γκαρνταρόμπα της! Και επιπλέον, όλες οι υποψίες της είχαν ενισχυθεί με την παραλαβή αυτού του γράμματος. Με αυτή την κακή ψυχική κατάσταση που απειλούσε να την τυλίξει σε μια αδιαπέραστη ομίχλη, η Χάριετ βγήκε


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

183

στο χολ τη στιγμή που ένας από τους υπηρέτες –ο Τσαρλς, νόμιζε– ανέβαινε τη σκάλα μ’ ένα βαρυφορτωμένο δίσκο. Αυτό τράβηξε την προσοχή της. «Τσαρλς; Πού το πας αυτό;» Ο νεαρός στάθηκε στο πλατύσκαλο και γύρισε τρομαγμένος σαν κουνέλι μπροστά στον κυνηγό. «Είναι δίσκος... με πρωινό, μυλαίδη...» Η Χάριετ χαμογέλασε. «Ναι, το αντιλαμβάνομαι. Αλλά πού τον πας; Έχουμε κάποιον φιλοξενούμενο;» Δε θα της το είχε πει ο Λουκ; «Ε... είναι για το λόρδο Άνταμ, μυλαίδη». «Τότε, μη σε καθυστερώ». Ο Τσαρλς ξεροκατάπιε και συνέχισε το δρόμο του. Και η Χάριετ έμεινε να σκέφτεται πως δεν πίστευε λέξη από την... αυτοσχέδια εξήγηση. Τόσο φαγητό; Ο Άνταμ μπορεί να ξενυχτούσε, αλλά δε θα ζητούσε να του πάνε ένα δίσκο στο δωμάτιό του. Η Χάριετ άφησε τον Τσαρλς να συνεχίσει το δρόμο του και ύστερα τον ακολούθησε διακριτικά, καταφεύγοντας στον πρώτο ξενώνα του διαδρόμου και αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη απ’ όπου μπορούσε ν’ ανακαλύψει, χωρίς δυσκολία, για πού προοριζόταν ο φορτωμένος δίσκος. Όταν ο υπηρέτης κατέβηκε τη σκάλα, η Χάριετ βγήκε στο διάδρομο, προχώρησε προς την κλειστή τώρα πόρτα και την άνοιξε. Τώρα, ποιος ξαφνιάστηκε περισσότερο, η Χάριετ δε θα μπορούσε να πει. «Μαντάμ...» Ένας νέος άντρας, καθισμένος στο τραπέζι πλάι στο παράθυρο με το δίσκο μπροστά του κι ένα πιρούνι στο χέρι, πετάχτηκε όρθιος. «Ποιος είστε;» τον ρώτησε η Χάριετ κατάπληκτη. «Ε...» Ο νέος πάγωσε, με το πιρούνι στο ένα χέρι, την πετσέτα στο άλλο.


184

ANNE O’BRIEN

«Αυτό είναι το σπίτι μου και απ’ ό,τι φαίνεται μένετε σ’ έναν από τους ξενώνες μου εν αγνοία μου και τρώτε πρόγευμα από την κουζίνα μου, κύριε. Ποιος είστε; Τι κάνετε εδώ;» «Μαντάμ... ζε μ’ απέλ...» ψέλλισε και σταμάτησε πάλι, με απόγνωση. «Το όνομά μου είναι Ανρί, μαντάμ. Λοχαγός Ανρί», συμπλήρωσε στ’ αγγλικά με βαριά προφορά. Η προφανώς γαλλική καταγωγή του νέου υποδαύλισε τις υποψίες της Χάριετ. «Μπορούμε να μιλήσουμε γαλλικά, αν θέλετε, κύριε. Θα είστε πιο άνετα. Η μητέρα μου ήταν Γαλλίδα». «Α, μαντάμ... είμαι ευγνώμων», είπε και πέρασε αμέσως στη μητρική του γλώσσα. «Αλλά δεν πρέπει να πω τίποτα. Δεν είναι φρόνιμο». «Τι δεν είναι φρόνιμο; Να συστηθώ. Είμαι η κόμισσα του Βένμορ». «Κυρία κόμισσα». Πέταξε πιρούνι και πετσέτα στο τραπέζι και εκτέλεσε μια άψογη στρατιωτική υπόκλιση. «Ανσαντέ... Χάρηκα». Οι εξαιρετικοί τρόποι του δεν απέσπασαν την προσοχή της Χάριετ. «Γιατί βρίσκεστε εδώ;» «Περιμένω την επιστροφή του μεσιέ Λουκ. Δεν έχω την ελευθερία να πω το γιατί». «Γιατί όχι;» «Θα ήταν πολύ επικίνδυνο. Δεν πρέπει να γίνει γνωστή η παρουσία μου εδώ». «Επικίνδυνο; Για εσάς ή για το σύζυγό μου;» «Και για τους δύο νομίζω, μαντάμ». «Μα ποιος είστε, λοχαγέ Ανρί;» Ήξερε ποιος ήταν –ή τουλάχιστον τι ήταν. Ο λοχαγός κούνησε το κεφάλι του, η όλη στάση του της ζητούσε να τον λυπηθεί. Και η Χάριετ στάθηκε μια στιγμή και εξέτασε τον φιλοξενούμενό της. Ήταν νέος, εί-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

185

κοσι, είκοσι ενός το πολύ, υπολόγισε. Και αδύνατος. Μάγουλα βουλιαγμένα, μια βασανισμένη έκφραση. Τα ρούχα του, καλής ποιότητας, κρέμονταν πάνω του, λες και δεν ήταν ραμμένα γι’ αυτόν. Η Χάριετ πρόσεξε επίσης πως στεκόταν άβολα, σαν να έφερε ένα πρόσφατο τραύμα στο μπράτσο ή τον ώμο. Υπήρχε μια περηφάνια, μια έμφυτη αξιοπρέπεια πάνω του, εκτός από τους άψογους τρόπους του, αλλά αυτή τη στιγμή ήταν φοβισμένος και έδειχνε απρόθυμος να μιλήσει. Θα ήταν ένα ωραίο παλικάρι πριν τον καταβάλουν οι ταλαιπωρίες του πολέμου. «Είστε αιχμάλωτος;» τον ρώτησε. Και άλλη υπόκλιση. «Ήμουν, κυρία κόμισσα. Δυστυχώς. Δεν έχει νόημα να το αρνηθώ. Είναι το μόνο που μπορώ να πω. Εκτός του ότι σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία σας. Και ζητώ συγνώμη για τους κακούς τρόπους μου. Αλλά οι συνθήκες, καταλαβαίνετε...» Όχι, δεν καταλάβαινε καθόλου. Τι γύρευε ένας αιχμάλωτος πολέμου από τις Ναπολεόντειες Δυνάμεις στον ξενώνα της; Φοβόταν την απάντηση. «Γνωρίζει ο κόμης του Βένμορ ότι μένετε εδώ;» «Α, ο μεσιέ Λουκ; Και βέβαια, μαντάμ». Τι δουλειά είχε ο Λουκ μ’ έναν αιχμάλωτο πολέμου; Απιστία... προδοσία... κατασκοπία. Οι φοβερές λέξεις χόρευαν γι’ άλλη μια φορά μπροστά στα μάτια της. Ήξερε πως αιχμάλωτοι διέφευγαν για τη Γαλλία, γλιστρούσαν σε κάποιο γαλλικό λιμάνι με πλαστά χαρτιά, μεταφέροντας στ’ αυτιά του Ναπολέοντα πληροφορίες για την άμυνα της Αγγλίας, πολεμικά σχέδια κατά του εχθρού. Η λογική εξήγηση –η μόνη εξήγηση σίγουρα– ήταν πως ο Λουκ εμπλεκόταν στην επιστροφή του νεαρού στη Γαλλία. Αλλά γιατί; Ήταν ο ίδιος πληρωμένος από τους Γάλλους, τροφοδοτούσε με εμπιστευτικές πληροφορίες τον Ναπολέοντα μέσω των Γάλλων αιχμαλώτων πολέμου;


186

ANNE O’BRIEN

Οι ενδείξεις εναντίον του ενισχύονταν. Και εκείνη τη στιγμή της σκανδαλώδους αποκάλυψης, η Χάριετ θα στοιχημάτιζε όλα τα λαθραία φορτία πως σε όλα αυτά εμπλεκόταν ο Ζαν-Ζακ Νουάρ. Αλλά ο λοχαγός Ανρί δεν επρόκειτο να τη διαφωτίσει. «Κυρία κόμισα;...» Η αγωνία του ήταν φανερή. «Τι σκοπεύετε να κάνετε; Θα με παραδώσετε στις Αρχές;» Η Χάριετ ανακάλυψε πως τον κοίταζε συνοφρυωμένη και προσπάθησε να γλυκάνει την έκφρασή της. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο αφού δεν είχε αδιάσειστες αποδείξεις. Όλο το είναι της αντιδρούσε, αρνιόταν να στιγματίσει τον Λουκ ως προδότη. «Είστε ασφαλής εδώ, λοχαγέ Ανρί», τον καθησύχασε. «Απολαύστε το φαγητό σας με την ησυχία σας». Τον άφησε με το μοναχικό πρόγευμά του και έκλεισε πίσω της την πόρτα, αθόρυβα. * * * Καθώς πήγαινε στους στάβλους να παραγγείλει να ζέψουν την άμαξά του, ο Λουκ είχε απόλυτη συναίσθηση της ερήμωσης που είχε αφήσει πίσω του, στην πρωινή τραπεζαρία, κάτι που συνέβη εξαιτίας του. Ούτε τρεις μέρες παντρεμένοι, καμιά κατανόηση μεταξύ τους, μάλλον μια βαθιά, απειλητική άβυσσος, κι εκείνος ετοιμαζόταν να την εγκαταλείψει. Είχε διαβάσει την απογοήτευσή της, ήθελε περισσότερο απ’ οτιδήποτε να την καθησυχάσει, να ξαναδεί τη σπίθα ευτυχίας που είχε διακρίνει στο πρόσωπό της την περιπετειώδη νύχτα του γάμου τους, αλλά, ώσπου να κανονιστεί αυτό το καταραμένο θέμα που βασάνιζε τη ζωή του, δεν μπορούσε να το κάνει. Ο ψυχρός πρωινός αέρας του δρόσιζε το πρόσωπο, αλλά εκείνος ένιωθε μόνο τη ζεστασιά των χειλιών της πάνω


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

187

στα δικά του, φαντάστηκε τα μέλη της μπερδεμένα με τα δικά του, το κορμί της ζεστό κάτω από το δικό του. Σταμάτησε απότομα με μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Η Χάριετ αφύπνιζε μέσα του κάποιο βασικό στοιχείο και όμως έφευγε επίτηδες μακριά της και είχε δει τον πόνο στα μάτια της. Ο Λουκ έσφιξε το σαγόνι του, ίσιωσε τους ώμους του και πίεσε τον εαυτό του να τιμήσει το κάλεσμα του χρέους, πριν πετάξει στους ανέμους τη σύνεση και γυρίσει πίσω, να τη φιλήσει και να ξαναφέρει το χρώμα στα ωχρά μάγουλά της. * * * Τις επόμενες δυο μέρες, η Χάριετ κράτησε το μυστικό της. Η μόνη βεβαιότητα στη μοναχική ζωή της ήταν ότι, εκτός από την ευχαρίστηση που της είχαν δώσει μερικά καινούρια φορέματα, της έλειπε ο Λουκ, της έλειπε αφάνταστα. Ούτε η καρδιά της της ανήκε πια ούτε τα όνειρά της που τα τάραζαν καταιγίδες και σκοτεινές μορφές, η μία του Ζαν-Ζακ Νουάρ... Ήταν και ο Λουκ εκεί, αλλά δεν την άκουγε όταν του φώναζε, χανόταν μέσα στην καταχνιά πάνω από τη θάλασσα αφήνοντάς τη μόνη. Ένιωθε ανακούφιση όταν ξημέρωνε και μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, κουρασμένη και αγχωμένη. Περιφερόταν στα δωμάτια ανησυχώντας μόνιμα για το τι μπορεί να έκανε ο Λουκ στο Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ. Ακόμα και στη βιβλιοθήκη, στο χώρο όπου κυρίως περνούσε την ώρα του εκείνος, δεν μπορούσε να νιώσει την παρουσία του. Το δωμάτιο με τη βαριά επίπλωση ήταν ήσυχο, σιωπηλό, με μόνον τη μυρωδιά της λεβάντας από το γυαλιστικό και του κερωμένου παρκέ. Δεν της έδινε την αίσθηση του Λουκ. Κι εκεί μπήκε και βρέθηκε να στέκει μπροστά σε δυο πορτραίτα.


188

ANNE O’BRIEN

Στο ένα, τύπου Κιτ Κατ –ένα είδος προσωπογραφίας που συνήθιζαν να παραγγέλλουν τα μέλη της ομώνυμης λέσχης, όπου το μοντέλο ποζάρει λοξά και απεικονίζεται όχι μόνον το πρόσωπο και το μπούστο, αλλά και το χέρι του–, η Χάριετ αντίκρισε την εικόνα ενός νεαρού άντρα... ίσως και του Λουκ σε μικρότερη ηλικία. Και τότε πρόσεξε τις διαφορές –πιο στρογγυλά μάγουλα, πιο σγουρά μαλλιά. Ένας νεαρός που δεν είχε τη σοβαρότητα του Λουκ. Ώστε αυτός ήταν ο Μάρκους. Τα γκριζοπράσινα μάτια του την κοίταζαν με μια αυτοπεποίθηση που την αναγνώρισε αμέσως. Τόσο ζωντανός... Της φαινόταν αδύνατον να είναι τώρα νεκρός ο Μάρκους Χόλαστον. Δίπλα, ένα πιο τυπικό πορτραίτο τράβηξε την προσοχή της. Αυτός ήταν ο Λουκ, δίχως καμιά αμφιβολία. Ο Λούσιους στεκόταν με φόντο ένα εξοχικό τοπίο, μ’ ένα σπάνιελ στα πόδια και τα δέντρα ενός πάρκου πίσω του –το Βένμορ σίγουρα. Την ατένιζε αφ’ υψηλού, σοβαρός, όμορφος, επιβλητικός. Η Χάριετ ένιωθε πως αυτά τα πράσινα μάτια που την κάρφωναν στο Ομπισόν χαλί, τη γνώριζαν, την κατείχαν, αλλά δε διέκρινε ούτε χιούμορ ούτε ίχνος στοργής μέσα τους. Ο κόμης του Βένμορ ήταν ψυχρός, επικριτικός. Άπλωσε το χέρι κι έσυρε το δάχτυλό της στο αψεγάδιαστο ζωγραφισμένο μάγουλο. Μια εξαιρετική απεικόνιση του άντρα που ήξερε... μια απεικόνιση που, όμως, δεν της άρεσε. Η πόρτα άνοιξε πίσω της. Η Χάριετ γύρισε απότομα λες και θ’ αντίκριζε τον Λουκ μπροστά της με σάρκα και οστά, να της χαμογελάει όπως της είχε χαμογελάσει κάποτε, όπως δε χαμογελούσε στο πορτραίτο. Στο κατώφλι όμως βρισκόταν ο Άνταμ. «Χάριετ, πού είναι ο Λουκ;» τη ρώτησε μόλις μπήκε στο δωμάτιο.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

189

«Πήγε στο Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ. Δε σου το είπε;» «Όχι. Ο Λουκ δε μου λέει και πολλά». Εκείνη έγειρε στο πλάι το κεφάλι, αναγνωρίζοντας την απότομη απάντηση, μη ξέροντας πόσα πολλά μπορούσε να ρωτήσει. «Γιατί, υποθέτεις, πως θα ήθελε να πάει στο Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ;» «Δεν έχω ιδέα. Ή τουλάχιστον...» Ο Άνταμ έσμιξε τα φρύδια του. «Κάτι μου θυμίζει αυτό το όνομα. Νομίζω πως το άκουσα πρόσφατα... Α, ναι... είναι μια πόλη με αιχμαλώτους πολέμου». «Αιχμαλώτους πολέμου;» Ο συσχετισμός με αυτό που ήξερε ήδη η Χάριετ ήταν πολύ απλός. Οι κρόταφοί της άρχισαν να χτυπούν, το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. «Ναι. Υπάρχουν προβλήματα εκεί... αιχμάλωτοι που ελευθερώνονται προσωρινά δίνοντας το λόγο της τιμής τους, τον οποίο στη συνέχεια αθετούν και διαφεύγουν στη Γαλλία... Κάτι τέτοιο». «Και τι κάνει εκεί ο Λουκ; Εσύ τι φαντάζεσαι;» «Ε... δε νομίζω πως η επίσκεψή του έχει κάποια σχέση με αυτά. Μπορεί να πήγε να δει έναν καινούργιο επιβήτορα». Ώστε ο Άνταμ δεν ήξερε τίποτα. Ήταν προφανώς και αυτός στο σκοτάδι, όπως και η ίδια άλλωστε. Η Χάριετ στράφηκε πάλι στο πορτραίτο και ο Άνταμ ήρθε και στάθηκε δίπλα της. «Φιλοτεχνήθηκε πέρυσι», της εξήγησε. «Είναι πολύ καλό. Τον δείχνει...» δίστασε. «Πολύ περήφανο;» συμπλήρωσε ο Άνταμ λοξοκοιτάζοντάς την. «Μμμ... αλαζονικό, θα έλεγα». «Ναι», συμφώνησε ο Άνταμ και στέναξε. «Δεν είναι, ξέρεις. Το πορτραίτο ζωγραφίστηκε λίγο μετά το θάνατο του Μάρκους. Ήταν δυστυχισμένος...»


190

ANNE O’BRIEN

Στράφηκαν και οι δυο συγχρονισμένα στον άλλο μεγάλο πίνακα, στο γελαστό πρόσωπο του Μάρκους Χόλαστον. «Άνταμ, μίλησέ μου για τον Μάρκους. Ο αδερφός σου δε μιλάει γι’ αυτόν. Το μόνο που ξέρω είναι πως σκοτώθηκε. Πες μου... εκτός και αν σου είναι πολύ οδυνηρό». «Θα σου πω όσα μπορώ». Ο Άνταμ σταύρωσε τα μπράτσα του, σε μια ανάλογη στάση, λες και μπορούσε να δει ακόμα τον αδερφό του ολοζώντανο σ’ αυτό το ίδιο δωμάτιο. «Ο Μάρκους ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερός μου, πιο κοντά με τον Λουκ σε ηλικία, και έτσι δε μεγαλώσαμε μαζί, αλλά ξέρω πως ήταν πάντα ξετρελαμένος με το Στρατό. Δεν έβλεπε την ώρα να καταταγεί στο 11ο Σώμα Ουσάρων». «Πολεμούσε στη Χερσόνησο;» «Ναι. Σκοτώθηκε στη Σαλαμάνκα, τον περασμένο Ιούλιο... Μας τσάκισε ο θάνατός του. Ο Λουκ κλείστηκε στον εαυτό του. Είναι πάντα στο μυαλό σου πως αυτά συμβαίνουν στον πόλεμο, αλλά δεν μπορείς να το πιστέψεις... Τον αγαπούσαν όλοι τον Μάρκους. Περιμένω ακόμα πως θα γυρίσει στο σπίτι φέρνοντας στις αποσκευές του ένα σωρό ιστορίες από τις περιπέτειές του για να τις διηγηθεί όπως τότε που ήμουν παιδί. Μου λείπει πολύ... Και του Λουκ του λείπει, ανυπόφορα». Η Χάριετ έκανε μια σύντομη σκιαγράφηση. Μια τραγική ιστορία ενός νεαρού άντρα, που πέθανε πριν της ώρας του, πολύ θλιβερή, αλλά πάντα αναμενόμενη σε καιρό πολέμου, μια κατάσταση που άγγιζε ένα σωρό οικογένειες σε όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. «Σ’ ευχαριστώ που μου μίλησες». Και τότε τα λόγια ξεχύθηκαν από το στόμα του Άνταμ, λες και το ενδιαφέρον της Χάριετ είχε βοηθήσει την καρδιά του ν’ ανοίξει, ν’ απελευθερωθεί απ’ ό,τι την έπνιγε. «Κάτι βασανίζει τον Λουκ. Δε νομίζω πως είναι ο Μάρκους, αλλά δε λέει. Είμαστε δεμένοι, εκείνος νοιαζόταν


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

191

πάντα για εμάς από τότε που πέθαναν και οι δυο γονείς μας... αλλά τώρα είναι σαν... δεν ξέρω. Ο Λουκ ήταν ανέκαθεν λιγομίλητος, συγκρατημένος, αλλά τώρα είναι απόμακρος και ανήσυχος. Δε θα εξηγήσει... δεν ήταν ποτέ τόσο απλησίαστος». «Το ξέρω», παραδέχτηκε η Χάριετ και τον άγγιξε στο μπράτσο. «Δεν μπορώ να σου δώσω καμιά συμβουλή, Άνταμ». «Με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να σε φορτώσω με τα προβλήματά μου... όχι πως είναι προβλήματα, αλλά, να, είναι που ήθελα τόσο να με εμπιστευτεί... Ελπίζω πως μιλάει σ’ εσένα». «Γιατί;» «Επειδή είσαι η γυναίκα του». «Όχι, Άνταμ, δε μου μιλάει», η Χάριετ γέλασε σιγανά, λυπημένα. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω». Τι να έλεγε σ’ αυτό τον στενοχωρημένο νεαρό; Ελπίζω να μιλάει σ’ εσένα, επειδή είσαι η γυναίκα του. Τι τραγική ειρωνεία! Πόσο μακριά από την αλήθεια ήταν ο Άνταμ! Τι ελπίδα είχε σ’ έναν τέτοιο γάμο; Κοιτάζοντας το αυστηρό πρόσωπό του κόμη του Βένμορ, στο οποίο δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε συμπόνια ούτε κατανόηση, αλλά μόνον αμείλικτη αποφασιστικότητα, κατάλαβε πως είχε κάνει ένα τρομερό λάθος. Η αγάπη δεν ήταν αρκετή. Μπορεί να φλεγόταν η σάρκα της στη σκέψη του αγγίγματός του, μπορεί η καρδιά της να ποθούσε να τον παρηγορήσει, να τον γιατρέψει από αυτό που τον βασάνιζε, αλλά μόνο αν εκείνος της το επέτρεπε. Αν ήταν ένας προδότης χωρίς αρχές και τιμή... πώς μπορούσε να το χειριστεί αυτό η αγάπη; Η Χάριετ υπολόγισε την επόμενη κίνησή της. Της πέρασε από το μυαλό ν’ ανέβει στον ξενώνα και ν’ αναγκάσει –με τρόπο που δεν είχε σκεφτεί ακόμα– το λοχαγό Αν-


192

ANNE O’BRIEN

ρί να της πει όσα ήξερε. Ετοιμαζόταν να το κάνει, όταν το ρόπτρο στην εξώπορτα ανήγγειλε έναν επισκέπτη, ένα μαυροντυμένο κύριο που ο Γκρέιβς τον είχε περάσει ήδη στο χολ. Ο Γκρέιβς την πλησίασε και υποκλίθηκε. «Από δω, ο κύριος Χάρβεϊ, μυλαίδη. Από την Τράπεζα Χόαρ. Όπως εξήγησα, ο κύριος κόμης δεν είναι στο σπίτι». «Ευχαριστώ, Γκρέιβς. Μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε Χάρβεϊ;» Κάποιο οικονομικό θέμα ανάμεσα στον κόμη και την τράπεζά του μπορούσε να περιμένει ώσπου να επιστρέψει ο Λουκ. Το ενδιαφέρον της ήταν τυπικά ευγενικό. «Έχω κάτι σημαντικό να παραδώσω στον κόμη του Βένμορ, μυλαίδη. Το περιμένει». Ο κύριος Χάρβεϊ χαμογέλασε διακριτικά δείχνοντας το ξύλινο ταξιδιωτικό κιβώτιο κάτω από τη μασχάλη του. «Θα είχατε την καλοσύνη να το φέρετε στο γραφείο του συζύγου μου ώστε να το βρει μόλις επιστρέψει, κύριε». Η Χάριετ κοίταξε γύρω για τον Γκρέιβς, αλλά είχε εξαφανιστεί προς τα διαμερίσματα των υπηρετών περιμένοντας προφανώς να χειριστεί εκείνη το θέμα. «Αν έρθετε μαζί μου, θα σας δείξω πού μπορείτε να το αφήσετε με ασφάλεια». Ο κύριος Χάρβεϊ την ακολούθησε στο μικρό σαλόνι με το σεκρετέρ και το ντουλάπι από ξύλο παλισσάνδρου όπου ο Λουκ φυλούσε τα έγγραφα του κτήματος. «Είμαι σίγουρος ότι μπορώ ν’ αφήσω ένα τόσο πολύτιμο κιβώτιο στη φροντίδα σας, μυλαίδη. Αν έχετε την καλοσύνη, υπογράψτε μου αυτή την απόδειξη. Και εδώ είναι το κλειδί, μυλαίδη, το παραδίδω στη φύλαξή σας». Ένα ταξιδιωτικό κιβώτιο κι ένα κλειδί. Η Χάριετ ένιωσε να της ανεβαίνει η πίεση, τα δάχτυλά της μυρμήγκιασαν, αλλά χαμογέλασε και υπέγραψε την απόδειξη παραλαβής. Ο κύριος Χάρβεϊ υποκλίθηκε κι έφυγε. Και εκείνη


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

193

έμεινε να κοιτάζει το απλό κουτί με το θολωτό καπάκι του και το έμβλημα της τράπεζας σταμπαρισμένο καθαρά κάτω από το οικόσημο στην περίτεχνα σκαλισμένη κλειδαριά. Αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλο, ήταν προφανώς αρκετά βαρύ. Ένιωσε ξαφνικά το κλειδί να της καίει το χέρι. Θα πείραζε πολύ αν το άνοιγε να δει το περιεχόμενό του; Στο κάτω κάτω σ’ εκείνη το παρέδωσαν στο όνομα του συζύγου της. Η περιέργειά της να δει το περιεχόμενο μεγάλωνε σε κάθε δευτερόλεπτο. Δεν είναι δική σου δουλειά. Θα έπρεπε να τον εμπιστεύεσαι. «Τον εμπιστεύομαι, αλλά είναι που...» Ο αιχμάλωτος πολέμου και το ταξίδι του στο Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ κέντρισαν τις υποψίες που περνούσαν από το μυαλό της. Η Χάριετ ενέργησε ασυνείδητα. Το κλειδί γλίστρησε εύκολα στην κλειδαριά. Κι εκείνη ανασήκωσε το καπάκι. Μέσα, τακτικά στριμωγμένα πουγκιά από κόκκινο βελούδο. Δε χρειαζόταν να μαντέψει περισσότερα. Έλυσε το κορδόνι ενός πουγκιού και άδειασε το περιεχόμενο στο λουστραρισμένο ξύλο του σερκετέρ. Αστραφτερές, χρυσές γκινέες. Η Χάριετ έμεινε ακίνητη μπροστά στη λαμπερή απόδειξη. Η καρδιά της χτυπούσε τρελά στο στήθος της. Μετρητά για τα καθημερινά έξοδα του κόμη του Βένμορ; Πολύ αμφέβαλλε. Μια ειδική παράδοση σφραγισμένη και κλειδωμένη; Τόσα πολλά σακούλια με χρυσά κέρματα; Δεν μπορούσε να φανταστεί πόσος πλούτος κειτόταν εκεί, μπροστά της. Μάζεψε αργά τα κέρματα και τα έβαλε πίσω στη θέση τους. Πλάι στο κιβώτιο, μια στοίβα κλειστά γράμματα που είχε αφήσει εκεί ο Γκρέιβς για τον κόμη. Το χέρι της Χάριετ πλανήθηκε πάνω τους, σταμάτησε, ξαναβρήκε τις ανα-


194

ANNE O’BRIEN

στολές της. Θα έψαχνε πραγματικά την αλληλογραφία του συζύγου της κατά την απουσία του; Ναι, θα το κάνω. Κοίταξε το γράμμα πάνω πάνω στη στοίβα. Προφανώς προερχόταν από τη Γαλλία. Ναι, θα το κάνω, σίγουρα! Το άνοιξε με τρεμάμενα δάχτυλα. Ήταν ένα σύντομο μήνυμα που απευθυνόταν στον κόμη του Βένμορ. Η δουλειά μας δεν τέλειωσε. Θα ορίσω χρόνο και τόπο και θα σε πληροφορήσω σχετικά. Θα είναι σε γαλλικό έδαφος. Γνωρίζεις ήδη τους όρους. Ο πόνος που πέρασες στα χέρια μου οφειλόταν στην αδιαλλαξία σου, επιχείρησες να με ξεγελάσεις. Την επόμενη φορά δε θα είμαι τόσο διαλλακτικός στις συναλλαγές μου. Μη με απογοητεύσεις. Ξέρεις το τίμημα. Το αποτέλεσμα δε θα είναι προς όφελος κανενός μας. Ούτε και για το τρίτο μέλος του οποίου το όνομα γνωρίζεις. Ξέρω πως δε χρειάζεται να σε προειδοποιήσω ότι δεν πρέπει να μιλήσεις σε κανέναν. Ζαν-Ζακ Νουάρ

Η Χάριετ δεν καταλάβαινε τους υπαινιγμούς, αλλά δεν ήταν ανάγκη. Η υπογραφή επιβεβαίωνε όλους τους φόβους τους. «Τι κάνει;» μονολόγησε και η ερώτησή της πλανήθηκε στο σιωπηλό δωμάτιο χωρίς να περιμένει φυσικά απάντηση από κανέναν. «Πώς μπορεί ν’ αγαπώ έναν άντρα που φαίνεται να τσαλαβουτάει σε πολύ λασπωμένα νερά». Μπορείς να τον αγαπάς, επειδή απλώς τον αγαπάς. Όσο παράλογο και λυπηρό μπορεί να είναι, έχασες την καρδιά σου τη στιγμή που έπεσε τσακισμένος και ματωμένος στα


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

195

πόδια σου. Και μπορείς να τον αγαπάς επειδή ελπίζεις πως τον έχεις παρεξηγήσει. Παρακαλάς οι διασυνδέσεις του με τη Γαλλία και αυτό το κάθαρμα τον Νουάρ να είναι εντελώς αθώες, της ψιθύρισε μια φωνή στο αυτί της. Η Χάριετ κούνησε το κεφάλι της για να τη διώξει. «Και βέβαια παρακαλώ να είναι αβάσιμες οι υποψίες μου, όπως παρακαλώ να παρεξήγησα το λόγο της ύπαρξης ενός κιβώτιου με χρυσάφι και μιας επιστολής από ένα απόβρασμα της Γαλλίας», απάντησε μεγαλόφωνα διπλώνοντας το επιβαρυντικό γράμμα. «Όπως παρακαλώ να παρεξήγησα την απομάκρυνσή του από μένα. Αλλά δεν...» Έσκυψε το κεφάλι και άφησε να πέσει το γράμμα στη στοίβα με τ’ άλλα, σαν να της βρόμιζε τα δάχτυλα. «Κάτι έχει αλλάξει μεταξύ μας από τη μέρα που σταθήκαμε πλάι πλάι στην εκκλησία του Ολντ Γουίνκομλι. Από τότε που με πήγε στο κρεβάτι με τόση τρυφερότητα, αλλά και τόση φωτιά στο αίμα. Δεν το φαντάστηκα αυτό! Ούτε τώρα τα φαντάζομαι όλα αυτά...» Σάρωσε με το χέρι της τα αντικείμενα στο γραφείο του Λουκ «...ούτε το Γάλλο που βρίσκεται ακόμα κάτω από τη στέγη μου!» Η Χάριετ σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό της.


ÊåöÜëáéï 8

Ο Λουκ γύρισε στο σπίτι από το Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ και κλείστηκε στο γραφείο του, αφήνοντας τη σιωπή του σπιτιού να τον τυλίξει. Αυτές οι λίγες μέρες ήταν εξοντωτικές, αλλά τα απαραίτητα χαρτιά για να περάσει μεταμφιεσμένος ο λοχαγός Ανρί στη Γαλλία ήταν έτοιμα. Ευτυχώς, η Χάριετ δεν βρισκόταν στο σπίτι. Δεν ήθελε να την αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή, δεν ήθελε να δει κανέναν. Τετριμμένες λέξεις, καλωσορίσματα, ερωτήσεις για το πώς πέρασε κατά την απουσία του, απλές, λογικές λέξεις ή ακόμα δικαιολογίες για την απουσία του δεν του έρχονταν στο μυαλό. Όσο για να την πάει στο κρεβάτι... Θα τον καταδίκαζε με το δίκιο της, αν ήξερε πως είχε γυρίσει σ’ αυτήν αφού κανόνισε τη διαφυγή ενός εχθρού της Αγγλίας. Ο λοχαγός Ανρί, κρυμμένος αυτή τη στιγμή σ’ έναν από τους ξενώνες τους, αιχμάλωτος πολέμου, ελεύθερος αφού έδωσε λόγο τιμής ότι δε θα επιχειρούσε να δραπετεύσει, είχε καταλύσει σε μια τοπική οικογένεια, είχε βρεθεί αναγκασμένος να πατήσει τον όρκο του και να επιστρέψει στη Γαλλία. Δεν ήταν η θέση του Λουκ ν’ ερευνήσει τους λόγους του άντρα. Η τιμή ήταν ένα ακριβό είδος, όπως είχε ανακαλύψει. Και ο λοχαγός Ανρί δεν είχε την πολυτέ-


198

ANNE O’BRIEN

λεια να σκεφτεί κάθε απόχρωση της λέξης τιμή –ούτε και ο ίδιος, δυστυχώς. Ο ίδιος ήταν παγιδευμένος σ’ έναν ιστό από ίντριγκες και ατιμίες, εντελώς αντίθετες με όλες τις αρχές της ανατροφής του. Ωστόσο καταχώνιασε αυτή τη σκέψη στα βάθη του μυαλού του παρ’ όλο που ήξερε πως θα ξαναρχόταν να τον στοιχειώσει τις σκοτεινές ώρες της νύχτας. Ο Μάρκους νεκρός, ο Ζαν-Ζακ Νουάρ να κατευθύνει τα γεγονότα... Ο Λουκ ήταν τόσο συνηθισμένος να καθορίζει ο ίδιος την πορεία της ζωής του... και όμως τώρα όλα έδειχναν πως αόρατα νήματα τον τραβούσαν αλλού. Και σαν μύγα πιασμένη σε ιστό αράχνης, δεν έβλεπε διέξοδο χωρίς κάποιο πόνο και απόγνωση γι’ αυτούς που αγαπούσε. Πώς συνέβησαν όλα αυτά; Η εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους είχε γίνει μείζον θέμα στη ζωή του. Και ύστερα ήταν η Χάριετ, φυσικά. Η Χάριετ... Έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια. Ο θαυμασμός του γι’ αυτήν πάλευε με το φόβο του πως μπορεί να του έλεγε ψέματα, ο σεβασμός με την αγωνία μήπως δεν ήταν αυτό που έδειχνε. Και όλα αυτά τα υπερκάλυπτε ένας δυνατός σαρκικός πόθος. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ένιωθε μια άσβηστη ανάγκη γι’ αυτήν και εκείνη ανταποκρινόταν με το ίδιο πάθος. Μα τους διαβόλους της κόλασης! Ο Λουκ δεν ήξερε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα του σε τούτο το τέλμα των αντιφάσεων. Το ποδοβολητό αλόγων έξω, στην πλατεία, τον ξαναγύρισε στο παρόν. Ο Λουκ ανασηκώθηκε και εστίασε την προσοχή του στο κιβώτιο με τις γκινέες, τη στοίβα τα γράμματα με πρώτο στην κορφή αυτό με τη γνώριμη μαύρη γραφή του Ζαν-Ζακ Νουάρ –τόσο ταιριαστή με το ψευδώνυμό του, ανάθεμά τον! Θα τέλειωνε ποτέ αυτός ο εφι-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

199

άλτης; Η επίσκεψη στο Μπίσοπ’ς Γουόλθαμ είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα, αλλά δε θα έβαζε στοίχημα ότι αυτό θα επέσπευδε το τέλος της φρίκης που ζούσε... Τον τσάκιζε η ανικανότητά του να βάλει τα γεγονότα στην τάξη που ήθελε. Η σκέψη του εστιάστηκε πάλι στον Μάρκους. Ποιος θα το πίστευε πως ο θάνατος του Μάρκους στη Σαλαμάνκα θα τον έριχνε σε τούτη τη δίνη; Ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια μέρα ακριβώς είχε μάθει πως ο Μάρκους ήταν νεκρός. Ήταν τόσος ο πόνος της απώλειας, που είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Αλλά η απώλεια ενός αγαπημένου αδερφού δεν έγραφε το τέλος της ιστορίας. Ο Λουκ άνοιξε ένα συρτάρι του σεκρετέρ και έβγαλε ένα επίσημο έγγραφο και μια μινιατούρα. Άφησε κατά μέρος το ταλαιπωρημένο ντοκουμέντο, που το περιεχόμενό του το ήξερε απέξω, και μελέτησε το όμορφο πρόσωπο. Υπέροχα ζωγραφισμένο, σε όμορφη κορνίζα, η γυναίκα που τον κοίταζε ήταν πολύ νέα, κορίτσι σχεδόν. Καθάρια γαλανά μάτια, ξανθές μπούκλες με κορδέλες που έπεφταν ως τους ώμους της. Μια ντελικάτη δαντέλα στο τελείωμα του φουστανιού τόνιζε το νεανικό, σχεδόν επίπεδο μπούστο της. Θα έλεγες ένα κορίτσι που μόλις είχε τελειώσει το σχολείο, αλλά, παρά την τρυφερή ηλικία της, υπήρχε μια αποφασιστικότητα στο πιγούνι και το στόμα. Το βλέμμα ξύπνιο, κοφτερό. Ένα κορίτσι που ήξερε τι ήθελε και πώς να το διεκδικήσει. Ένα κορίτσι που στο πρόσωπό του έλαμπε η χαρά της ζωής. Maρί-Kλοντ ντε λa Ρος έγραφε στο πίσω μέρος του πορτραίτου. Μετά από μια στιγμή, ο Λουκ έβαλε το ντοκουμέντο και την όμορφη μινιατούρα στο συρτάρι και το έκλεισε. Τι μπορούσε να κάνει, εκτός από τις αθέμιτες διαπραγματεύ-


200

ANNE O’BRIEN

σεις που είχε ήδη ξεκινήσει; Θα κανόνιζε να επιστρέψει ο λοχαγός Ανρί στη Γαλλία. Τον τρόμαζε ότι θα έδινε πρόθυμα το κιβώτιο με το χρυσάφι σ’ έναν τόσο ανέντιμο άντρα όσο ο Νουάρ, αλλά θα το έκανε, αν ήταν αναγκασμένος. Είχε ρισκάρει μια φορά τη ζωή του στο Πορ Σεν Μαρτέν και θα το ξανάκανε. Τι ελεεινό μπέρδεμα! Όσο για τη Χάριετ, αυτή ήδη υποψιαζόταν ότι ήταν κατάσκοπος στη δούλεψη του Ναπολέοντα. Τα χείλη του χάραξαν σ’ ένα χαμόγελο που έμοιαζε μάλλον με μορφασμό. Η Χάριετ... Ένιωσε ξαφνικά την παρόρμηση να της τα πει όλα. Τολμούσε όμως να το κάνει αυτό; Είχε απελπιστική ανάγκη από κάποιον να μοιραστεί τους φόβους του, να του δώσει μια αντικειμενική γνώμη. Γιατί ο ίδιος φοβόταν πως δεν ήταν πια σε θέση να κρίνει αμερόληπτα κάτι που άγγιζε τόσο στενά την οικογένειά του. Ενώ εκείνη θα του έδινε μια ψύχραιμη, καθαρή συμβουλή. Αν της μιλούσε... Η καρδιά του, που σκίρτησε ξαφνικά από ελπίδα, βούλιαξε πάλι στα τάρταρα. Ήταν πολύ επικίνδυνο να της μιλήσει για το μπλέξιμό του... Λαθρέμπορος ήταν και ίσως ναυαγιαιρέτης... Αν μετέφερε στον ξάδερφό της, τον Αλεξάντερ Έλερντιν, όσα ήξερε –και δεν υπήρχε καμιά εγγύηση πως δεν θα το έκανε–, αλίμονο! Ο Λουκ κατσούφιασε. Δεν είχε εμπιστοσύνη στον Έλερντιν ότι θα κρατούσε το στόμα του κλειστό. Και ύστερα, θα ήταν πολύ εύκολο να διαδοθεί στο συνάφι των λαθρεμπόρων... και από εκεί σε όλο τον κόσμο. Τι θα έκανε ο Νουάρ τότε; Ο Λουκ ήξερε τι θα έκανε ακριβώς –μήπως δεν τον είχε προειδοποιήσει; Δεν τολμούσε ούτε να συλλογιστεί τις τερατώδεις απειλές αυτού του διεστραμμένου. Καθόταν, λοιπόν, τώρα με το σκοτεινό γράμμα ενός Γάλλου κακοποιού, ένα σεντούκι με χρυσάφι κι ένα Γάλλο εχθρό στο σπίτι του και περίμενε τις επόμενες οδηγίες, που ήξερε πως δε θα του άρεσαν, αλλά που δε θα είχε άλ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

201

λη επιλογή από το να τις υπακούσει, να τις ακολουθήσει. Ένιωσε αηδία για τον εαυτό του που είχε βιαστεί τόσο ν’ αμφισβητήσει την τιμή της Χάριετ. Τι είχε απογίνει ο δικός του κώδικας τιμής; Πεθαμένος και θαμμένος κάτω από το βάρος της οικογενειακής πίστης! Δεν υπήρχε διέξοδος από αυτό το απίθανο μπέρδεμα; Ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. Η Χάριετ στεκόταν στο κατώφλι λες και την είχαν φέρει εκεί οι σκέψεις του. «Λουκ! Δεν ήξερα πως γύρισες». «Πριν από μια ώρα περίπου...» Ο πόθος τον χτύπησε κατάστηθα, ένα παράφορο χτύπημα, ένα ηδονικό χάδι. Απλώθηκε μέσα του, παντού, στην καρδιά, στο κορμί του. Την ήθελε, ήθελε να την κρατήσει, να τη φιλήσει, να τη γδύσει, να την υποτάξει... Είχε ιδέα τι όμορφη εικόνα παρουσίαζε; Καμιά σχέση ο θαλασσοδαρμένος νεαρός με τις μπότες και την παντελόνα με τούτη την οπτασία με το φόρεμα από μουσελίνα, τα μαλλιά χτενισμένα σε αιθέριες μπουκλίτσες που τράβηξαν το βλέμμα του στο μεθυστικό λαιμό της αντί να είναι χωμένα σ’ ένα μάλλινο σκούφο. Της χαμογέλασε, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και μετά από έναν ανεπαίσθητο δισταγμό – υπήρχε άραγε;– του χαμογέλασε κι εκείνη. Και πώς μπόρεσε να την υποπτευθεί, να πιστέψει ότι ήταν ένοχη θανάτου και καταστροφής; Και βέβαια θα τον βοηθούσε. Ήταν γυναίκα του και ήταν ελεύθερος να απλώσει το δίλημμα του Μάρκους στα πόδια της, να της ζητήσει μια καθαρή, αμερόληπτη συμβουλή. Έσπρωξε στο πλάι το κιβώτιο και τα γράμματα, σηκώθηκε και διέσχισε το δωμάτιο, μη δίνοντας στον εαυτό του άλλο χρόνο να σκεφτεί, ήθελε μόνο να νιώθει, να γεύεται τούτη τη στιγμή μετά το χωρισμό τους. Χωρίς λέξη, πέρασε το χέρι του γύρω από τον αυχένα της και την τράβηξε


202

ANNE O’BRIEN

κοντά του, μπλέκοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της. Ήταν τόσο απαλή, τόσο ποθητή! Ο Λουκ έσκυψε το κεφάλι του, σβήνοντας κάθε άλλη έγνοια, και ακούμπησε το στόμα του στο δικό της. Ένιωσε την έντασή της στην αρχή, αλλά το φιλί του έγινε πιο βαθύ, πιο επιτακτικό, ώσπου την αισθάνθηκε να χαλαρώνει, ν’ αφήνει την ανάσα που κρατούσε, μια γλυκιά πνοή στο δέρμα του. Η γλώσσα του εξερεύνησε, εξουσίασε και η Χάριετ στέναξε γερμένη πάνω του. Δε θα τον απωθούσε αυτή τη φορά. Καυτός πόθος τον πλημμύρισε, ο ανδρισμός του σκληρός πάνω της καθώς την κρατούσε σφιχτά για να νιώσει πόσο την ήθελε. Θα την πήγαινε στο κρεβάτι, θα ξεχνούσε όλα όσα τους χώριζαν, θα βυθιζόταν απλά στη ζεστασιά του λαχταριστού κορμιού της. «Μου έλειψες. Σε θέλω... Ξέρεις πόσο σε σκεφτόμουν;» μουρμούρισε πάνω σε αυτά τα χείλη που χώριζαν τόσο γλυκά κάτω από τα δικά του. Ύψωσε το κεφάλι του και μελέτησε το πρόσωπό της, το απαλό ρόδισμα στα μάγουλά της, τα χείλη που ζητούσαν κι άλλο φιλί... αλλά όχι τώρα, όχι ακόμα. Όχι προτού κάνει μια προσπάθεια να λειάνει το δρόμο μεταξύ τους. Κατέβασε τα χέρια του από τους ώμους της και την έσπρωξε απαλά, όχι πολύ, κρατώντας όμως πάντα τα χέρια της για να μη χάσει την επαφή. «Χάριετ... πρέπει να σου πω κάτι...» Το είδε αμέσως, ένιωσε την ένταση πάλι στα δάχτυλά της, που σφίχτηκαν γύρω από τα δικά του, στα γκρίζα μάτια της που σκιάστηκαν από τις σκούρες βλεφαρίδες, λες και φοβόταν την εξομολόγησή του. «Χάριετ...» «Κι εγώ... είναι ανάγκη να σε ρωτήσω κάτι», του απάντησε πριν προλάβει να συνεχίσει. Είδε την ανησυχία στα μάτια της όταν τον κοίταξε και ένα κακό προαίσθημα έσφιξε σαν γροθιά το στήθος του.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

203

«Τότε, ρώτα με», είπε καρτερικά ενώ τα δάχτυλά του σφίγγονταν γύρω από τους καρπούς της, εκεί όπου χτυπούσε βαριά ο σφυγμός της. «Δε νομίζω πως θα σου αρέσει», παραδέχτηκε κατσούφικα. «Ρώτα, έτσι κι αλλιώς». Δεν ήταν τυχερό. Ο Γκρέιβς χτύπησε την πόρτα και μπήκε. «Μυλόρδε, είναι ένας κύριος Έλερντιν εδώ και θέλει να δει τη λαίδη. Τον οδήγησα στο χρυσό σαλόνι». «Ο Αλεξάντερ!» Ένιωσε την αντίδρασή της στα δάχτυλά του, είδε το χαμόγελό της. «Τι γυρεύει στην πόλη;» Ούτε μπορούσε να του διαφύγει το πώς τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. Ο Έλερντιν, ο ξάδερφος, ο φίλος, ο σύντροφος σε απεχθείς πράξεις. «Θα πρέπει να πας να τον δεις ίσως», τη συμβούλεψε ψυχρά γυρνώντας να μαζέψει την αλληλογραφία του από το γραφείο. Αρνιόταν να παραδεχτεί την τεράστια απογοήτευσή του. Ή, ακόμα περισσότερο, το κέντρισμα της ζήλιας, επειδή αυτός ο άντρας κατείχε μια θέση στη ζωή της. Η Χάριετ όμως δεν κουνήθηκε. Τον κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια της. «Να πάω ή να του πούμε να περιμένει... ώσπου να τελειώσουμε εδώ;» «Γιατί να το κάνουμε αυτό; Είμαι σίγουρος πως επιθυμείς να τον δεις». «Ε, ναι, αλλά είπες πως είναι ανάγκη να μου πεις κάτι και...» «Δεν είναι σημαντικό». «Ω», αναφώνησε. Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό της. «Μπορεί να περιμένει, Χάριετ. Πήγαινε να μιλήσεις στον ξάδερφό σου. Είμαι σίγουρος πως θα έχεις πολλά να του πεις».


204

ANNE O’BRIEN

«Ναι». Αλλά και πάλι δεν κούνησε. «Θα συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση αργότερα, Χάριετ». «Φυσικά». Έφυγε μ’ έναν ανεπαίσθητο στεναγμό και τον άφησε συγκλονισμένο από τη δύναμη των συναισθημάτων που ξυπνούσε μέσα του. Δεν του άρεσαν καθόλου οι επαφές και η οικειότητά της με τον ΄Ελερντιν. Του ήταν αδύνατον ν’ αρνηθεί το δάγκωμα της ζήλιας όταν είδε το χαμόγελό της, το πώς φωτίστηκαν τα μάτια της όταν ανήγγειλαν το όνομά του. Και έχοντας αυτά υπόψη του, αναγκάστηκε ν’ αναθεωρήσει την απόφασή του. Δεν μπορούσε να της μιλήσει για τη Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος, μπορούσε; Τι ασυγχώρητο λάθος θα ήταν! Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να καθίσει και να περιμένει κάποιο άλλο μήνυμα από τον Ζαν-Ζακ Νουάρ, εκτός και αν ο Γάλλος αιχμάλωτος κατάφερνε ν’ ανακαλύψει κάτι για το μέρος όπου βρισκόταν το κορίτσι. Θα ήταν καταραμένος αν ενέδιδε σ’ αυτό το κάθαρμα τον Νουάρ –αλλά ίσως να μην είχε άλλη επιλογή, αν δεν μπορούσε να βρει τη δεσποινίδα Ντε λα Ρος. Ο Λουκ πέταξε μια βρισιά, καθώς διαπίστωνε γι’ άλλη μια φορά πόσο ανήμπορος ήταν και πως υπήρχε κάθε ενδεχόμενο για άλλη μια αποτυχία. Δεν έπρεπε όμως να το σκέφτεται αυτό τώρα. Ούτε τον λόγο της παρουσίας του Έλερντιν στο σπίτι του. Ή την ανησυχία στο πρόσωπο της Χάριετ όταν παραδέχτηκε πως δε θα του άρεσε η ερώτηση που θα του έκανε. Και σίγουρα, ούτε την ευχαρίστησή της στην προοπτική πως θα ξανάβλεπε τον ξάδερφό της. Αλλά τι άλλο μπορούσε να σκεφτεί; * * * Η Χάριετ βρήκε τον Αλεξάντερ με τον ώμο γερμένο στον


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

205

τοίχο, να χαζεύει από το παράθυρο τους κήπους μ’ ένα ποτήρι πόρτο στο χέρι. «Ξαναμμένη φαίνεσαι», σχολίασε. Ήταν η πρώτη του παρατήρηση –όχι και τόσο φιλική. «Ναι», του απάντησε ανήσυχη μεμιάς, «κατέβηκα τρέχοντας». Η Χάριετ έκλεισε προσεχτικά την πόρτα πίσω της και στάθηκε εκεί, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Ένιωθε τα μάγουλά της φουντωμένα και φαντάστηκε πως οι μπούκλες της θα πρέπει να ήταν ξεχτένιστες από τα δάχτυλα του Λουκ. Ακόμα και τα χείλη της τα ένιωθε ερεθισμένα από το πάθος των φιλιών του. Όσο για την καρδιά της, χοροπηδούσε τόσο κάτω από το κορσάζ από μουσελίνα, που της δυσκόλευε την αναπνοή. Η Χάριετ ύγρανε τα στεγνά χείλη της και πάσχισε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη –μάταια. Πόσο σαρωτική ήταν η παρουσία του Λουκ! Πέντα λεπτά κοντά του, στην αγκαλιά του και ο έλεγχός της ανύπαρκτος. Ένα φιλί του, ένα χάδι του και μπορούσε να φανταστεί πως τίποτα δεν ήταν ικανό να μπει ανάμεσά τους. Πόσο αδύναμη ήταν, πώς μπόρεσε να ξεχάσει την παρουσία του λοχαγού Ανρί, το κιβώτιο με το χρυσάφι, σαγηνεμένη από τα δυνατά μπράτσα του, από τα καυτά χείλη που θαρρείς και ρουφούσαν την ψυχή από το κορμί της. Και ύστερα, με την πιο τετριμμένη δικαιολογία, της είχε επιτρέψει να φύγει και εκείνη το είχε βάλει κυριολεκτικά στα πόδια. Θα ήταν όμως πολύ επικίνδυνο να μείνει, πολύ εύκολο να ξεχάσει να κρύψει τα συναισθήματά της από το ερευνητικό βλέμμα του. Τι ταπεινωτικό θα ήταν αν ανακάλυπτε ο Λουκ πως η καρδιά της του ανήκε, όταν εκείνος δεν την ήθελε. Άλλο πράγμα να φιλάς κι άλλο ν’ αγαπάς... Φαίνεται πως η ανάγκη του να της μιλήσει δεν ήταν


206

ANNE O’BRIEN

τόσο επείγουσα, τελικά. Την είχε σχεδόν διατάξει να φύγει από το δωμάτιο, λες και μετάνιωνε για τα φιλιά του. Η καρδιά της πονούσε. «Τι έγινε, η καθιστική ζωή της πόλης σε έκανε μαλθακή; Θυμάμαι πως μπορούσες ν’ αρμενίζεις όλη μέρα χωρίς να σου κόβεται η ανάσα», παρατήρησε ο Αλεξάντερ. Η Χάριετ έπιασε το επικριτικό υπονοούμενο, αλλά κούνησε απλά το κεφάλι της. «Πολλές τέρψεις, πολλή σαμπάνια πολύ... κόμισσα του Βένμορ, θα έλεγα. Σου είπα πως θα το μετάνιωνες, αλλά δε με άκουσες. Ήσουν πάντα πολύ ξεροκέφαλη και δε σου βγήκε σε καλό». Και πάλι μια οξύτητα στα λόγια του. Η Χάριετ τέντωσε τη ραχοκοκαλιά της. «Δεν το μετάνιωσα. Και δε μου αρέσει ο υπαινιγμός σου πως έκανα λάθος, Αλεξάντερ!» Εκείνος όμως ήταν τώρα πλάι της, άφησε το ποτήρι του σ’ ένα τραπεζάκι κι έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο με τη γνώριμη οικειότητα. «Δεν ήθελα να σε πειράξω», της είπε με πιο ήπιο τόνο. «Ίσως μου έλειψες περισσότερο απ’ όσο είχα συνειδητοποιήσει, Χάρι. Είσαι στις ομορφιές του, αλλιώτικη...» Η Χάριετ ξεφύσησε, ανακουφισμένη που δεν υπήρχε κακία ανάμεσά τους, και του χαμογέλασε, συγχωρώντας τον. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Ζαν. Τι σε φέρνει εδώ;» «Μια πολύ συμφέρουσα πώληση, θα την εγκρίνεις, σίγουρα», απάντησε και της έπιασε το χέρι συντροφικά. «Ένα πολύτιμο φορτίο. Σε λίγο θα βλέπεις τα μετάξια και τις δαντέλες μας να στολίζουν την υψηλή κοινωνία». «Ώστε οι δουλειές πάνε καλά». «Ναι. Και δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να επισκεφτώ την όμορφη ξαδέρφη μου και να βεβαιωθώ για την καλή της τύχη». Η Χάριετ ένιωσε μια ζεστασιά ν’ ανθίζει στο στήθος


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

207

της. Αντίθετα με τις τεταμένες σχέσεις της με τον Λουκ, εδώ είχε να κάνει με κάποιον που τον ήξερε από πάντα, που ένιωθε άνετα μαζί του, χωρίς εντάσεις ή δυσκολίες, χωρίς ν’ αναγκάζεται να κρύβει τις σκέψεις ή τα συναισθήματά της, να υποκρίνεται. Ο Ζαν ήταν φίλος, ήξερε τα ελαττώματα και τα προτερήματά της, όπως ήξερε κι εκείνη τα δικά του. Δεν την εξαπατούσε ο Αλεξάντερ, δεν επιχειρούσε να κρύψει τις σκοτεινές εκτός νόμου συναλλαγές του και έβρισκε πως της είχε λείψει, της είχε λείψει η χαλαρή κουβέντα τους. Ένιωσε με φρίκη δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της, να κυλούν στα μάγουλά της. «Χάριετ, τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Αλεξάντερ. «Τι έγινε, γιατί κλαις;» Πριν προλάβει να σκουπίσει τα δάκρυά της και να σκεφτεί μια αληθοφανή απάντηση, ο Αλεξάντερ πέρασε τα μπράτσα του γύρω της και εκείνη βρέθηκε να κλαίει στον ώμο του. Προσπάθησε ν’ αντισταθεί, αμήχανη, αλλά τα μπράτσα του ήταν ζεστά, συμπονετικά και εκείνο το σφίξιμο στο στήθος της άρχισε να χαλαρώνει, ενώ τα δάκρυα συνέχιζαν να κυλούν. Ώσπου ο Αλεξάντερ την τράβηξε σ’ ένα καναπεδάκι με επίχρυσα πόδια, κάθισε πλάι της, έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και σκούπισε τα δάκρυά της μ’επιδέξιες κινήσεις. «Η γενναία ξαδέρφη μου κλαίει; Τι μπορεί να πηγαίνει τόσο άσχημα; Πες μου, Χάριετ». «Τίποτα». Η Χάριετ πήρε το λινό μαντίλι και φύσηξε τη μύτη της, ντροπιασμένη, μετανιωμένη. «Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε». Η φωνή του ήταν απαλή σαν πουπουλένιο πάπλωμα μια χειμωνιάτική νύχτα και τυλιγόταν γύρω της παρήγορα. «Γιατί να μη γείρεις στον ώμο μου; Σε ποιον άλλο θα στρεφόσουν; Δε στηρίζαμε πάντα ο ένας τον άλλο από παιδιά;»


208

ANNE O’BRIEN

«Το ξέρω», του χαμογέλασε μέσ’ από τα δάκρυά της. Ένιωσε τα δάχτυλα του Αλεξάντερ να σφίγγουν τα δικά της. «Τι σου έκανε;» «Ο Λουκ; Τίποτα! Δε με χτυπάει, ξέρεις!» Προσπάθησε να το ρίξει στο αστείο. «Ο Λουκ μου φέρεται με μεγάλη φροντίδα, μου παρέχει όσα θα μπορούσα να χρειαστώ. Μόνο καλοσύνη και ευγένεια βρήκα εδώ. Δεν έχω παράπονα». «Κανένας δε σε καταλαβαίνει όπως εγώ. Δεν έπρεπε να τον παντρευτείς, Χάριετ, αλλά, όπως είπα, ήσουν πάντα πολύ ισχυρογνώμων». Μα τον αγαπώ. Απλά δεν είμαι πια σίγουρη πως η αγάπη είναι αρκετή! Κούνησε το κεφάλι της και δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει. «Μίλησέ μου», επανέλαβε ο Αλεξάντερ. Ήταν τόσο δελεαστικό, επειδή ήταν τόσο ευάλωτη, επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει για τις υποψίες της σε κανέναν στο σπιτικό των Χόλαστον, και επειδή ήταν ξάδερφός της. Έμπαινε στον πειρασμό να μιλήσει στον Ζαν για το Γάλλο στον ξενώνα. Για το κιβώτιο με τις χρυσές γκινέες. Για το γράμμα και για όσα ήξερε για εκείνον τον ελεεινό Ζαν-Ζακ Νουάρ. Για την επίσκεψη του Λουκ σε μια πόλη όπου κατέλυαν αιχμάλωτοι πολέμου, ελεύθεροι με αναστολή, δίνοντας το λόγο της τιμής τους... Δεν μπορούσε. Πώς ήταν δυνατόν να πει έστω και στον ξάδερφό της ότι ο Λουκ ήταν σ’ επικοινωνία με τον εχθρό, πως ίσως πληρωνόταν από τη Γαλλία, πως περνούσε πληροφορίες ή χρυσάφι –ή και τα δύο– στον Ναπολέοντα; Πως βοηθούσε Γάλλους αιχμαλώτους πολέμου να αθετήσουν το λόγο τους και να διαφύγουν για να ξαναπολεμήσουν πάλι, ίσως... Τα λόγια στέγνωσαν στα χείλη της, ήταν τόσο τερατώδη όλ’ αυτά.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

209

Εξάλλου μπορούσε να πιστέψει ότι ο Λουκ ήταν προδότης; Την είχε σώσει από τις συνέπειες ενός σκανδάλου και από τ’ αμείλικτα κουτσομπολιά. Δεν μπορεί, λοιπόν, όλη του η ζωή να ήταν ανέντιμη. Αλλά, πάλι, γιατί όχι; Μήπως δεν είχε διαπραγματευτεί μαζί της τη χρήση του Γκοστ; Μήπως δεν ταίριαζε αυτό με τη ζωή ενός κατασκόπου, με τη διασπορά απορρήτων της Αγγλίας στον εχθρό; «Δεν έχω τίποτα να πω», ψέλλισε και αναστέναξε. «Όταν σου έδωσα την ευκαιρία να ξεφύγεις από αυτόν το γάμο, έπρεπε να την πάρεις. Έπρεπε να είχες παντρευτεί εμένα, Χάριετ», την πείραξε. «Ίσως». Η Χάριετ ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα. «Είσαι πολύ καλός». «Όχι καλός, νοιάζομαι για σένα. Πάντα νοιαζόμουν». «Το ξέρω». Αλλά δε σ’ αγαπώ... και δε μ’ αγαπάς. Η Χάριετ κατάπιε τα καινούρια δάκρυα που την απειλούσαν και σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της. Ο Αλεξάντερ την έπιασε από το πιγούνι για να την αναγκάσει να τον κοιτάξει. «Θα ζούσαμε μαζί στο Πράιντ... Θα φτιάχναμε τη ζωή μας εκεί». Προσπάθησε να του χαμογελάσει. «Και θα κάναμε τι; Θα το βλέπαμε να πέφτει στα κεφάλια μας; Κανένας μας δεν έχει τόσα χρήματα για να το επισκευάσει». «Όχι, δεν έχουμε. Ακόμα και από τα κέρδη του λαθρεμπορίου... Όχι ακόμα, αλλά μια μέρα ίσως...» «Αυτά είναι όνειρα, Ζαν. Θα χρειαζόταν μια περιουσία». «Καημένη Χάριετ. Σε βασανίζουν οι αμφιβολίες». Το χέρι του ήταν ζεστό στο μάγουλό της, η φωνή του απαλή στο αυτί της. «Παράτα τα όλα. Γύρνα το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, μαζί μου. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πλούτη και πολυτέλεια, αλλά ξέρεις όλα τα ελαττώματά μου. Ο Βένμορ θα σε χωρίσει και θα μπορέσεις να με παντρευ-


210

ANNE O’BRIEN

τείς... αυτό που έπρεπε να κάνεις από την αρχή». Ο αντίχειράς του χάιδευε τα χείλη της. «Κάνε το, Χάρι». Ο σαγηνευτικός τόνος του, το χαϊδευτικό όνομα των παιδικών της χρόνων διέλυσαν την αυτοκυριαρχία της και η Χάριετ έκλαψε πάλι ώσπου ο Αλεξάντερ την πήρε στην αγκαλιά του. «Μην κλαις», της μουρμούρισε με το πρόσωπό του στην κορφή του κεφαλιού της. «Δεν του αξίζει». Ένιωσε τα χείλη του στα μαλλιά της. Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε απαλά. Ο Βένμορ στεκόταν στο κατώφλι. Η Χάριετ πετάχτηκε όρθια, αναψοκοκκινισμένη από ενοχή, έξω φρενών με τον εαυτό της που βρέθηκε έτσι εκτεθειμένη να δέχεται παρηγοριά από τον ξάδερφό της. Σκούπισε τα μάτια της χωρίς αποτέλεσμα, μ’ ένα μαντιλάκι από λινό και δαντέλα. Η ένταση πλανιόταν στο δωμάτιο. Ύψωσε το κεφάλι της και αντιμετώπισε το σύζυγό της. «Βλέπω πως διέκοψα», παρατήρησε εκείνος παγερά. «Τι παράλειψη από μέρους μου. Θα έπρεπε να το είχα συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν θέματα ανάμεσα σε ξαδέρφια που δεν είναι δική μου υπόθεση». Τι απαντάς σ’ αυτό; Η Χάριετ ζάρωσε μπροστά στο παγερό ύφος του Λουκ, στην περήφανη, αλαζονική στάση του κορμιού του, και ας τον μεμφόταν που είχε βγάλει λάθος συμπεράσματα. «Όχι, κύριέ μου, δεν υπάρχει κανένα θέμα». «Ξαδέρφια είμαστε, Βένμορ. Έχουμε περάσει μια ζωή μαζί. Χάριετ... πρέπει να φύγω» Ο Αλεξάντερ υποκλίθηκε στη Χάριετ και, προκλητικά, όπως τα λόγια του, έφερε το χέρι της στα χείλη του. Ύστερα στράφηκε στον κόμη. «Συγνώμη που καταχράστηκα το χρόνο σας, μυλόρδε». Και προχώρησε προς την πόρτα. Ωστόσο, πριν βγει, κοίταξε πίσω, πάνω από τον ώμο του. «Ξέρεις τη συμβουλή μου, Χάριετ. Η επιλογή είναι δική σου».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

211

Και η Χάριετ έμεινε μόνη ν’ αντιμετωπίσει τον Λουκ με όλη την απαίσια υποψία ανάμεσά τους, τόσο στέρεα όσο ένα νέοχτιστο οχυρό ανάμεσα σε αντίθετους στρατούς. Εκείνη περίμενε ν’ ακούσει τι θα έλεγε. Το μόνο που έβλεπε ήταν η μανία στα μάτια του, ο θυμός στις γραμμές του προσώπου του, που τον συγκρατούσε μόλις και μετά βίας. Στεκόταν άκαμπτος, με όλο του ύψος, υπέροχος και τρομακτικός σαν άγγελος-εκδικητής που θα χτυπούσε και θα πλήγωνε δίχως συμπόνια. Κι εκείνος συγκρατιόταν με κόπο. Να μπει στο δωμάτιο και να βρει τη Χάριετ στην αγκαλιά του αντιπαθέστατου ξάδερφού της... Ήταν λες και δέχτηκε γροθιά στο σαγόνι. Πριν από πέντε λεπτά μόλις, την κρατούσε στην αγκαλιά του και τη φιλούσε και σκεφτόταν πως θα ήταν μια ευλογία να καταθέσει τα αξεπέραστα προβλήματά του στα πόδια της. Και τώρα μπήκε και τη βρήκε σε μια τόσο οικεία συζήτηση με τον Αλεξάντερ Έλερντιν! Και ποια συμβουλή ακριβώς της είχε δώσει ο θρασύτατος κύριος Έλερντιν; Ο Λουκ κρατήθηκε να μην καγχάσει. Πώς μπορεί να είχε παραπλανηθεί τόσο, πόσο μπόρεσε να τον συνεπάρει τόσο; Δεν έδειχνε καθόλου μετανιωμένη. Μόνον ένοχη, αφού είχε πεταχτεί όρθια με την απόγνωση να σκιάζει τα όμορφα μάτια της. Τουλάχιστον είχε την ετοιμότητα να κρατήσει τη γλώσσα του, να μην της επιτεθεί, όπως τον έσπρωχνε η παρόρμησή του. Δεν την είχε αρπάξει από τους ώμους να την τραντάξει και να τη ρωτήσει γιατί δεν μπορούσε να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά του. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο τον αριστοτεχνικό έλεγχό του, για τον οποίο ήταν περήφανος. Και ήταν τόσο ηλίθιος, που σκέφτηκε να της μιλήσει για τη μοίρα της Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος και τις δικές του δόλιες προσπάθειες να τη σώσει. Δεν έβαζε καλύτερα μια


212

ANNE O’BRIEN

αγγελία στη Μόρνινγκ Ποστ; Και αν μέσω του Έλερντιν και των λαθρεμπόρων τα έπαιρνε είδηση ο Ζαν-Ζακ Νουάρ... Πώς μπόρεσε να τον προδώσει η Χάριετ με αυτό τον απροκάλυπτο τρόπο; Υπέθετε πως δε θα έπρεπε να τον εξέπληττε τόσο το ότι υπήρχε μια οικειότητα ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Αλεξάντερ Έλερντιν. Αλλά να πέσει στην αγκαλιά του στην πρώτη ευκαιρία... Και έκλαιγε. Αν είχε κάποιο πρόβλημα, αν ήταν στενοχωρημένη, γιατί δεν πήγε σ’ αυτόν; Να κλάψει στον δικό του ώμο; Να τον αφήσει να φιλήσει εκείνος τα δάκρυά της, όχι ο Αλεξάντερ Έλερντιν. Είχε τολμήσει να τη φιλήσει; Η σκέψη τον επανέφερε στην καρδιά του προβλήματος. Ήταν πολύ δεμένοι οι δυο τους. Συγγενείς και συνεργάτες. Λαθρέμποροι και ναυαγιαιρέτες. Για όνομα του Θεού! Τον είχε αφήσει να την αγγίξει, να τη φιλήσει! Βήματα και μουρμουρητά των υπηρετών πίσω από την πόρτα έφτασαν στ’ αυτιά του και τον παρότρυναν ν’ αποφασίσει. «Θα συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση κατ’ ιδίαν, στο δωμάτιό μας, κυρία». «Δεν έχω τίποτα να σου πω». Τον κοίταζε, αρνιόταν να στρέψει αλλού το βλέμμα της. «Εγώ όμως έχω πολλά να πω και εσύ έχεις πολλά να μου εξηγήσεις!» «Όχι, δε θα εξηγήσω τίποτα». Η Χάριετ έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά, με μια δρασκελιά, ο Λουκ μείωσε την απόσταση ανάμεσά τους και την άρπαξε από τον καρπό. Εκείνη πάσχισε να ελευθερωθεί, αλλά μάταια. Την ένιωσε να τρέμει, αλλά δεν τον φοβόταν. Τα μάτια της ήταν πελώρια, άφοβα, και του φάνηκε πως τον αψηφούσαν. «Αν δεν έρθεις μαζί μου, θα σε κουβαλήσω σηκωτή. Θα προτιμούσα να μας απαλλάξεις και τους δύο από αυτή την ταπείνωση».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

213

Στάθηκε εντελώς ακίνητη για μια στιγμή. «Πολύ καλά». Τον συνόδεψε χωρίς άλλη λέξη στις σκάλες, νιώθοντας σκληρά τα δάχτυλά του στον καρπό της. Όταν μπήκαν στο δωμάτιό της, την άφησε, κι εκείνη πήγε και κάθισε στην τουαλέτα της, γυρίζοντάς του την πλάτη. Μπορούσε όμως να τον παρατηρεί στον καθρέφτη. «Λοιπόν;» τη ρώτησε. «Δεν έχω τίποτα να πω». «Δε μου αρέσει να σε βλέπω στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα! Το καταλαβαίνεις; Δεν πρόκειται να το ανεχτώ, κυρία!» Η Χάριετ έσφιξε σπασμωδικά τη λαβή της φιλντισένιας βούρτσας της και τον κοίταξε μέσα στον καθρέφτη, υψώνοντας το πιγούνι της. Αν ήταν να συγκρουστούν μεταξύ τους, δε θα έκανε πίσω. «Δεν ήμουν στην αγκαλιά του με τον τρόπο που υπονοείς, κύριε», του απάντησε σιγανά, σε ήπιο τόνο. «Ο Αλεξάντερ είναι ξάδερφός μου». «Το έχω αντιληφθεί. Και τι σημασία έχει αυτό; Είναι ελκυστικός άντρας». «Τον ξέρω όλη μου τη ζωή!» «Και αυτό το γνωρίζω. Μακροχρόνια... σχέση». Τυπικός, παγερός σαν το χειμώνα, αλλά η Χάριετ ένιωθε πως κάτι κρυφόκαιγε κάτω από το σαρκασμό αυτών των χειλιών. Μια φλόγα που από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να ξεπηδήσει εκτός ελέγχου. Τα οργισμένα πράσινα μάτια που την κοίταζαν μέσα στον καθρέφτη την έκαναν ν’ ανατριχιάσει. Μάντευε πολύ καλά τις σκέψεις του όταν βρέθηκε μπροστά στο μικρό, ενοχοποιητικό ταμπλό. Το πρόσωπό του είχε γίνει μια μάσκα, τα λόγια του κοφτά και βίαια λες και την υποπτευόταν για την πιο χυδαία προδοσία. Μπορεί να μην ήταν εντελώς αδικαιολόγητος... Αλλά αυτό του έδινε το δικαίωμα να της απευθυνθεί με αυτό


214

ANNE O’BRIEN

τον αυταρχικό τόνο; Ν’ απειλεί πως θα τη κουβαλούσε σηκωτή στο δωμάτιό της; Συνέχισε να κάθεται μπροστά στον καθρέφτη, ανίδεη για τη χαριτωμένη εικόνα που παρουσίαζε. «Η σχέση μου με τον Αλεξάντερ, όπως το τοποθετείς, υπάρχει από τη μέρα που γεννήθηκα. Θα ήταν τόσο απίθανο να με παρηγορήσει;» «Και αυτό το έχω υπόψη μου. Είναι κοινό μυστικό στο Ολντ Γουίνκομλι πως εσύ και ξάδερφός σου θα γινόσαστε ζευγάρι». «Κοινό μυστικό;» Η Χάριετ έκανε μια περιστροφή στο σκαμνί και τον κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια της, έκπληκτη. «Ποιος σ’ το είπε αυτό; Είναι ψέμα». Ο Λουκ αγνόησε την άρνησή της. «Συμπεραίνω πως εύχεσαι να το είχες κάνει απ’ ό,τι είδα στο σαλόνι μου». «Δεν εύχομαι τίποτα τέτοιο!» Ήταν όρθια τώρα. Η βούρτσα έπεσε με βρόντο στην τουαλέτα. «Κάνεις λάθος στις κρίσεις σου. Πώς τολμάς να με υποπτεύεσαι, ν’ αμφισβητείς την ακεραιότητά μου; Πώς τολμάς να υπονοείς πως παραβίασα την ιερότητα των γαμήλιων όρκων;» Ο θυμός έβραζε τώρα επικίνδυνα στο αίμα της. Η ιδέα της συμφιλίωσης είχε ξεφύγει μαζί με τη βούρτσα. Βρέθηκε κοντά της μ’ ένα διασκελισμό, τόσο κοντά που τα βολάν του φουστανιού της άγγιξαν το μηρό του. Πριν προλάβει να κάνει πίσω, τα χέρια του βρέθηκαν στους ώμους της και την καθήλωσαν. Τα μάτια του έψαχναν το πρόσωπό της, τα δάχτυλά του μπήγονταν άγρια στη σάρκα της. Δεν υπήρχε τρυφερότητα ούτε γέλιο ούτε επιείκεια στην όψη του. «Δε θα το ανεχτώ, Χάριετ». «Ούτε εγώ θ’ ανεχτώ να με φορτώνεις με ενοχές που δε μου αξίζουν». «Είσαι γυναίκα μου. Θα φέρεσαι με διακριτικότητα».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

215

«Είπες πως θα ήμουν ελεύθερη να κανονίζω τη ζωή μου, όπως επιθυμούσα». «Δεν εννοούσα βέβαια να βρεις εραστή!» «Και δε βρήκα, βέβαια!» «Και ούτε πρόκειται. Δε θα το επιτρέψω. Είσαι σύζυγός μου. Είσαι δική μου». Είδε την αλλαγή στο πρόσωπό του, ένα σκίρτημα που ήταν κάτι περισσότερο από θυμό, πιο επικίνδυνο από μανία, τη στιγμή που χαμήλωσε το κεφάλι του και σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του. Φλογερός, παθιασμένος, δεν της χαρίστηκε ώσπου δεν αντιλαμβανόταν τίποτ’ άλλο εκτός από τη δύναμη του κορμιού του πάνω στο δικό της, την εξουσία της γλώσσας του. Το αίμα της πήρε φωτιά, κρεμάστηκε πάνω του, ανταποκρίθηκε, τεντώθηκε απαιτητικά παρά τις υποψίες της. «Χάριετ...» μουρμούρισε πάνω στο στόμα της καθώς τη σήκωνε να την πάει στο κρεβάτι. «Όχι...» Προσπάθησε να τον σπρώξει παλεύοντας με τα συγκρουόμενα συναισθήματά της. Πόσο εύκολο θα ήταν να τον αφήσει να την πάρει, να της χαρίσει ηδονή. Ήταν αυτό που ήθελε, αυτό που ποθούσε το μυαλό και το κορμί της. Πόσο εύκολο θα ήταν να κάνει κομμάτια όλες τις κατηγορίες και τις υποψίες που κρέμονταν ανάμεσά τους και να τις θάψει κάτω από τα σεντόνια του κρεβατιού. Αλλά, όταν θα την άφηνε, αυτό που τους χώριζε θα ήταν ακόμα εκεί, το βάρος στην καρδιά της θα παρέμενε. «Όχι», επανέλαβε πιο έντονα. Ο Λουκ ανασήκωσε το κεφάλι του, σαν να τον είχε χτυπήσει. Την άφησε να σταθεί στα πόδια της, και εκείνη, μέσα στην απόγνωσή της, άφησε όλους τους φόβους της να γίνουν λόγια. Ξεστόμισε, μοιραία, την πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό της.


216

ANNE O’BRIEN

«Δε θα πέσω στο κρεβάτι μ’ έναν άντρα που εμπλέκεται σε κατασκοπεία ή ακόμα χειρότερα σε προδοσία!» «Τι πράγμα;» Τα χέρια του έπεσαν στα πλευρά του. «Είπα, δε θα μοιραστώ το κρεβάτι μου μ’ έναν προδότη», του δήλωσε με όση ψυχραιμία μπορούσε να διαθέσει, γιατί ο λαιμός της είχε στεγνώσει και η καρδιά της φτερούγιζε από φόβο. «Δεν είμαι ένοχος για τα εγκλήματα που με κατηγορείς!» Τα φρύδια του ήταν μια μαύρη γραμμή. «Μα δε μου είπες την αλήθεια, Λουκ. Μην το αρνιέσαι». Έβαλε το χέρι της στο στήθος του για να μην τη διακόψει. Και η δική του καρδιά βροντούσε άγρια, όπως η δική της. «Ξέρω για το λοχαγό Ανρί, τον αιχμάλωτο πολέμου, που περιμένει τη μεταφορά του στη Γαλλία. Δε μου είπε τι έχετε συμφωνήσει, αλλά νομίζω πως μόνον ένας λόγος υπάρχει». «Κατάλαβα». Η πικρία της προδοσίας ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Έλειψα πολύ, φαίνεται. Και κατά την απουσία μου φρόντισες να με καταδικάσεις». «Ναι. Γιατί πρέπει». Έπρεπε να πει αυτό που είχε στην καρδιά της. Δεν μπορούσε να κρύψει άλλο τα γεγονότα. «Ξέρω για το χρυσάφι από την Τράπεζα Χόαρ που περιμένει στο γραφείο σου. Ξέρω ότι επισκέφτηκες μια πόλη όπου στρατωνίζονται αιχμάλωτοι πολέμου οι οποίοι αφήνονται ελεύθεροι δίνοντας το λόγο της τιμής τους... Μπορούν όλ’ αυτά να μην έχουν σχέση με τον αιχμάλωτό σου;» Όταν δεν πήρε απάντηση, συνέχισε: «Και ξέρω και για το γράμμα από τον Ζαν-Ζακ Νουάρ. Είσαι ακόμα σ’ επαφή μαζί του». Απ’ όλα όσα του αράδιασε, ο Λουκ στάθηκε σε μια λεπτομέρεια. «Διάβασες την αλληλογραφία μου;» τη ρώτησε με απροκάλυπτη περιφρόνηση. «Ναι». Αρνιόταν να νιώσει ντροπή και όμως τον παρα-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

217

καλούσε σιωπηρά ν’ αρνηθεί όλες τις κατηγορίες της. «Ο Μαρσέλ, στο Πορτ Σεν Μαρτέν, λέει ότι ο Νουάρ είναι άνθρωπος χωρίς αρχές και ηθική». «Χα!» Το γέλιο του ακούστηκε άγριο, σαν γάβγισμα. «Ηθική; Αρχές; Ωραία κατηγορία από τον αρχηγό μιας συμμορίας λαθρεμπόρων». «Μπορεί, αλλά ο Μαρσέλ δεν πουλάει τα μυστικά της χώρας του στον εχθρό. Ούτε βοηθάει το στρατό του εχθρού με χρυσό αφήνοντας αιχμαλώτους να δραπετεύουν». «Και αυτό κάνω εγώ, υποτίθεται». «Γιατί όχι; Αφού αρνιέσαι να μου εξηγήσεις, μπορώ να υποθέσω πως εμπλέκεσαι σε κάποια φριχτή προδοσία εναντίον της Αγγλίας». Ο Λουκ αγωνίστηκε να πάρει ανάσα, πληγωμένος αφάνταστα από την κατηγορία, αλλά και έκπληκτος από το πόσα είχε ανακαλύψει από τα καλά κρυμμένα μυστικά του. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Άλλο υποδαύλιζε το θυμό του. Είχε το θράσος να τον κατηγορεί τη στιγμή που την είχε βρει στην αγκαλιά του Έλερντιν! Η θύμηση του προκλητικού χαμόγελου του Έλερντιν σκόρπισε το τελευταίο ίχνος του ελέγχου που του απόμενε. Σπρωγμένος από καθαρά αντρική ζήλια, χωρίς να διαλέξει καν τις λέξεις, πέταξε την κατηγορία που τον έκαιγε από εκείνο το πρωί στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. «Και εσύ είσαι καλύτερη, είσαι πιο ηθική από μένα, Χάριετ; Αν είναι να μιλήσουμε για αρχές και ηθική, μπορείς να βάλεις τον εαυτό σου σε ψηλότερο βάθρο; Δε νομίζω. Μπορεί να είσαι όμορφη όταν θυμώνεις». Πήγε πάλι κοντά της, την άρπαξε και τη φίλησε, ξαφνικά, δυνατά, με πάθος. Ήταν δική του. Δε θ’ ανήκε ποτέ σ’ αυτό τον καταραμένο ξάδερφο! «Αλλά η ομορφιά δεν μπορεί να κρύψει όλες τις απάτες». Η Χάριετ τραβήχτηκε ασθμαίνοντας. «Δε σε καταλα-


218

ANNE O’BRIEN

βαίνω. Ήξερες πάντα τις διασυνδέσεις μου με το Ελεύθερο Εμπόριο». Ένιωθε το αίμα να καίει τα μάγουλά της. Ήταν τόσο κοντά της, τόσο θυμωμένος. Τόσο... μεγαλειωδώς εξαγριωμένος! Ένα κακό προαίσθημα την πλημμύρισε, ωστόσο συνέχισε ήρεμα: «Οι δραστηριότητές μου δεν κρατήθηκαν ποτέ μυστικές μεταξύ μας». «Είσαι τρομερά αφελής, αν νομίζεις ότι θα πίστευα πως εμπλέκεσαι μόνο σ’ αυτό». Η φωνή του απαλή σαν μετάξι, φονικά κοφτερή σαν λεπίδα. «Θα στέκεις εδώ με όλη την υπέροχη αθωότητά σου και θ’ αρνιέσαι πως είσαι μια ναυαγιαιρέτης;» Λες και είχε πέσει κεραυνός στο δωμάτιο. Λες και είχε ανοίξει μια σκοτεινή άβυσσος στα πόδια της. «Ναυαγιαιρέτης;» Ο Λουκ έβλεπε το αποτέλεσμα της κατηγορίας κι ένιωθε μια σιδερένια στεφάνη να σφίγγει την καρδιά του και όμως έκλεισε τις αισθήσεις του στη φρίκη που διάβαζε στα όμορφα μάτια της. «Οι γνώσεις μου επεκτάθηκαν σημαντικά στο σύντομο διάστημα της παραμονής μου στο Ολντ Γουίνκομλι. Όταν οι τρικυμίες εμποδίζουν το λαθρεμπόριο, υπάρχουν και αυτοί που σκέφτονται να παρασύρουν ένα καράβι σε κάποια αφιλόξενη ακτή... στα βράχια. Αυτοί που θεωρούν πως η ασφάλεια του φορτίου είναι υψίστης σημασίας σε σύγκριση με αυτή του πληρώματος, το οποίο μπορεί ν’ αφεθεί στην τύχη του, να βουλιάξει ή να κολυμπήσει. Ένα φως στο σκοτάδι μιας σκοτεινής, θυελλώδους νύχτας ίσως φανεί θεόσταλτο σημάδι για ένα πλεούμενο που παλεύει με τα κύματα. Νομίζω πως το Δωμάτιο του Πύργου στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τέτοιες απεχθείς δραστηριότητες». Η Χάριετ έμεινε εμβρόντητη. Της ήταν αδιανόητο πως μπορούσε να τη θεωρεί ικανή για τέτοιες φρικαλεότητες.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

219

Μα κι εσύ τον θεωρείς ικανό για προδοσία. Ποια η διαφορά; Απόδιωξε αυτή τη φωνή. «Πώς τολμάς;» «Το αρνείσαι;» «Και βέβαια! Θα το αρνιέμαι όσο υπάρχει πνοή στο κορμί μου! Τι απόδειξη έχεις; Ποιος ξεστόμισε τέτοια κατηγορία; Κανένας Λίντγιαρντ δε θα έδινε τη συγκατάθεσή του για μια τέτοια ενέργεια. Δε θα έκανα ποτέ τέτοιο πράγμα!» «Α, ναι; Και το Λιόν ντ’Ορ;» «Το θυμάμαι. Βυθίστηκε στον κόλπο». «Και το πλήρωμα». «Χάθηκε παρ’ όλες τις προσπάθειές μας». «Τι απέγινε το φορτίο;» «Το πούλησε ο Αλεξάντερ». «Σώσατε το φορτίο, αλλά όχι τις ζωές του πληρώματος», σχολίασε ο Λουκ σαρκαστικά. «Ποιος άναψε τη λάμπα στο Δωμάτιο του Πύργου, Χάριετ;» «Δεν ήταν αναμμένη». «Ο Τζορτζ Γκέιντι δεν ήταν τόσο σίγουρος όσο δείχνεις εσύ». «Δεν έπρεπε να είναι –όχι μια τέτοια νύχτα...» Ο θυμός που έβραζε στο αίμα της Χάριετ μετατράπηκε ξαφνικά σε παγωνιά. «Έτσι λες εσύ, αλλά το θέμα είναι, εγώ σε πιστεύω; Εσύ δε δυσκολεύτηκες καθόλου να με υποπτευθείς, κυρία κόμισσα». Ήταν σαν της ξέσκιζε την καρδιά με σιδερένια νύχια. Του το ανταπέδωσε, λοιπόν. «Ώστε με κατηγορείς τελικά; Όταν με ζήτησες σε γάμο τι είπες; Θα κάνουμε μια επαγγελματική συμφωνία. Την υπόληψή μου σε αντάλλαγμα της χρήσης του Γκοστ. Και οι δικές σου διαπραγματεύ-


220

ANNE O’BRIEN

σεις με τους Γάλλους συνδέσμους σου; Ήταν τόσο αθώες; Αρνήθηκες να μου εξηγήσεις, αν θυμάμαι καλά». «Δε χρησιμοποίησα ποτέ μέχρι σήμερα το Γκοστ!» «Ναι, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε θα το κάνεις από εδώ και μπρος. Ούτε εξηγεί την παρουσία του λοχαγού Ανρί. Και δεν προσπαθώ να κερδίσω από τα ναυαγισμένα πλοία! Δεν είμαι ναυαγιαιρέτης! Δεν ήμουν εκεί όταν έπεσε στα βράχια το Λιόν ντ’Ορ». Ένιωσε το θυμό της να λιώνει μέσα σ’ έναν αβάσταχτο πόνο. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Βρισκόμουν στο Γουάιτσκαρ Χολ, γιορτάζαμε τη γέννηση του πρώτου παιδιού του Γουάλας. Όλη η κομητεία βρισκόταν εκεί». Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της. Δεν ήταν ώρα για κλάματα. «Ναι... έφυγα από τη δεξίωση –ο Γουάλας ήταν έξαλλος, θυμάμαι– για να ρίξω το Γκοστ στο νερό, να προσπαθήσουμε να σώσουμε ζωές. Υποθέτω πως δε με πιστεύεις, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ανάθεμά σε, Λουκ», ψιθύρισε, «σου έχω πει ποτέ ψέματα;» Ο Λουκ ντράπηκε αφάνταστα. Η απλή εξήγηση της Χάριετ. Η απλή ερώτησή της στο τέλος. Οι κατηγορίες του τον γέμισαν ντροπή και περιφρόνηση. Πώς είχε επιτρέψει στον εαυτό του να φερθεί έτσι. Το τρέμουλο στη φωνή της, η απόγνωση στο πρόσωπό της και ας κρατούσε στητούς τους ώμους της... Ακόμα και μέσα στη θλίψη της είχε τη δύναμη να τον αντιμετωπίζει, ακόμα και όταν τα δάκρυά της μετέτρεπαν τα μάτια της σε ρευστό ασήμι που γλιστρούσε και σημάδευε το διάφανο δέρμα της. Ο Λουκ κατάπιε με δυσκολία. Πώς φέρθηκε τόσο ελεεινά; Το είχε παρατραβήξει... είχε περάσει τα όρια της τιμής και της ευπρέπειας, σπρωγμένος από άγρια ζήλια, πως η γυναίκα του είχε επιλέξει να ζητήσει παρηγοριά στην αγκαλιά του Έλερντιν... Και ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει έτσι που της είχε φερθεί; Την πίστευε; Ναι, την


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

221

πίστευε. Δεν υπήρχε τίποτα προσποιητό στη σύντομη αφήγησή της, καμιά έντεχνα κρυμμένη ενοχή, γι’ αυτό θα έπαιρνε όρκο. Όπου και αν στόχευαν οι υπαινιγμοί του Έλερντιν εκείνο το πρωί στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, ο Λουκ δεν έπρεπε να τους πιστέψει. Πώς μπόρεσε να τους πιστέψει; Πώς μπορούσε ν’ αμφιβάλλει για την κρυστάλλινη ακεραιότητά της, για την απόγνωση που είδε στα μάτια της; Τα φριχτά λόγια του την είχαν κάνει να κλάψει, έπρεπε να ντρέπεται που έκανε να υποφέρει μια γυναίκα με τόσο θάρρος και ειλικρίνεια. Ό,τι άλλο και αν υπήρχε μεταξύ τους, θα στοιχημάτιζε την τιμή του πως ήταν ειλικρινής η άρνησή της. «Σου είπα ποτέ ψέματα;» τον ξαναρώτησε η Χάριετ. «Όχι. Ποτέ». «Και όμως πίστεψες κάποια κακόβουλα κουτσομπολιά πριν πιστέψεις εμένα. Ποιος είπε τέτοια ψέματα για μένα;» Πίεσε το στήθος της με το χέρι της. «Με πόνεσε... με πόνεσε αφάνταστα». Και άλλα δάκρυα, που δεν πάσχισε καν να τα συγκρατήσει, κύλησαν στα μάγουλά της. Δεν κατέβασε όμως το βλέμμα της. Σαν να τον άφηνε να δει στην καρδιά της. «Στην τιμή μου, δεν είμαι ένοχη». Και ο Λουκ ευχήθηκε να μπορούσε να γυρίσει πίσω τους δείκτες του ορειχάλκινου ρολογιού στο πρεβάζι του τζακιού, πριν ξεστομίσει όσα είπε τόσο απερίσκεπτα. «Χάριετ... το ξέρω. Ήταν ασυγχώρητο από μέρους μου. Δεν έπρεπε να σε είχα κατηγορήσει ποτέ για κάτι τόσο απαίσιο». Εκείνη έκανε να του γυρίσει την πλάτη, αλλά τη σταμάτησε, μπήγοντάς τα δάχτυλά του στους ώμους της. Του έριξε μια κλεφτή ματιά. Δεν υπήρχε πια οργή στο πρόσωπό του, αλλά κάτι άλλο, πολύ πιο άμεσο που έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει, το δέρμα της να φουντώσει. Πριν προλάβει να πάρει ανάσα, την τράβηξε πάνω του


222

ANNE O’BRIEN

τσαλακώνοντας τα φίνα βολάν του φορέματός της. Το στόμα του ήταν τόσο κοντά στο δικό της, τα μάτια του πετούσαν πράσινες φλόγες, όχι φλόγες οργής σίγουρα. «Τι θέλεις από μένα, Λουκ;» Το μάτια του σάρωναν το πρόσωπό της. Πόσο λυπημένη έδειχνε! Πληγωμένη και σαστισμένη. Και έφταιγε αυτός. Θα μπορούσε να της πει πως ο Έλερντιν είχε πυροδοτήσει τις αμφιβολίες του, αλλά θα ήταν σαν να πετούσε τη μομφή από τους ώμους του. Τουλάχιστον, του είχε απομείνει αρκετή τιμή ώστε ν’ αρνηθεί να το κάνει αυτό. Η ντροπή ήταν δική του που είχε πιστέψει τον Έλερντιν αντί την ίδια του τη γυναίκα. Η ντροπή ήταν δική του που την είχε κατηγορήσει. Που είχε επιτρέψει στη ζήλια του να θολώσει την κρίση του. Δεν ήξερε τι να της πει. Και εκείνη τη στιγμή η Χάριετ ύψωσε το χέρι της και άγγιξε το μάγουλό του, σε μια ανοιχτή ικεσία. Η πιο οικεία, μικρή κίνηση. «Λουκ...» Η φωνή της έσπασε. Του έκλεψε την ανάσα και ξαφνικά ζήλια και ντροπή πέταξαν, έσβησαν. Ο πόθος έγινε ένα κύμα ασυγκράτητο έτσι όπως πιεζόταν το λεπτό κορμί της πάνω στο δικό του. «Χάριετ... μπορείς να με συγχωρέσεις;» Έμεινε ακίνητη στην αγκαλιά του. «Δεν ξέρω», παραδέχτηκε μ’ ένα λυγμό. «Αισθάνομαι πως πληγώθηκα αγιάτρευτα». «Και για όλα αυτά φταίω εγώ. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ζητήσω τη συγνώμη σου. Δεν έχω δικαιολογία για τη συμπεριφορά μου». «Τι θέλεις από μένα;» τον ξαναρώτησε. Τα χείλη του ήταν σκληρά, τα μπράτσα του ένας σιδερένιος κλοιός. «Αυτό!»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

223

Της λήστεψε τα λόγια, τις σκέψεις. Μόνον οι αισθήσεις έμειναν, ένα ρίγος από την κορφή του κεφαλιού ως την καμάρα των ποδιών. Μια αισθησιακή συγκίνηση που την κατακυρίευε και την τρόμαζε, γιατί δεν μπορούσε να ελέγξει την αντίδρασή της σ’ αυτόν. Τα χείλη της χώριζαν κάτω από την απαίτησή του κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο από το να σφίγγεται πάνω του. Ο Λουκ ύψωσε το κεφάλι του. Και η Χάριετ, πιότερο θυμωμένη με τον εαυτό της παρά μ’ εκείνον, ύψωσε το χέρι της ενστικτωδώς να χαστουκίσει την αλαζονεία του. Ο Λουκ όμως το άρπαξε από τον καρπό και το έφερε στα χείλη του. «Όχι! Δε θα με χαστουκίσεις. Και μου έχει μείνει αρκετή τιμή, άσχετα από το τι πιστεύεις». Έσυρε τα χείλη του από τον καρπό της, από εκεί όπου χτυπούσε ο σφυγμός της ως την παλάμη της. «Πες μου να φύγω, Χάριετ, και θα φύγω». Ο πόθος τού έκαιγε τα σπλάχνα, οι μύες του σκλήραιναν οδυνηρά. Στεκόταν, ίσια σαν βέλος, ντρεπόταν για τον εαυτό της... για τη δύναμη που ασκούσε πάνω της. «Δεν έπρεπε να το είχα κάνει αυτό». Πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τα στήθη της στο στέρνο της. «Με θέλεις ακόμα;» «Δε θα σου επιβληθώ με τη βία, Χάριετ. Πιστεύεις ότι στερούμαι τελείως ακεραιότητας;» Το στόμα του σκλάβωσε πάλι το δικό της, αναγκάζοντας τα χείλη της να χωρίσουν, εξουσιάζοντάς την με τη γλώσσα του, ξυπνώντας όλες τις αισθήσεις της, καταστρέφοντας τις άμυνές της. «Λοιπόν;» τη ρώτησε στο τέλος, λαχανιασμένος. «Να μείνω ή να φύγω;» Έπρεπε να του αρνηθεί. Το ήξερε, έπρεπε να του αρνηθεί. Αλλά το αίμα της είχε πάρει φωτιά, το δέρμα της φλεγόταν. «Ανάθεμά σε, Λουκ», μουρμούρισε και άφησε τον πό-


224

ANNE O’BRIEN

θο να την εξουσιάσει. Έδεσε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και τον άφησε να τη σπρώξει πίσω στο κρεβάτι. Ήταν μια συναρπαστική διαπίστωση –ο πόθος ανέτρεπε τη δύναμη της θέλησης. Ο τόπος, ο χρόνος, ακόμα και τα πικρά λόγια των τελευταίων λεπτών δεν είχαν πια νόημα. Τα ρούχα πετάχτηκαν δεξιά αριστερά στην ανάγκη τους να βρεθούν γυμνοί, σάρκα με σάρκα, καθώς τα χέρια και το στόμα του Λουκ την καταβρόχθιζαν. Κυλίστηκαν μαζί, ασθμαίνοντας, με τα κορμιά μπερδεμένα, ώσπου εκείνος την καθήλωσε με το βάρος του με τους μηρούς ορθάνοιχτους στο άπληστο βλέμμα του. Η Χάριετ έμεινε ακίνητη, ξέπνοη από προσμονή, εξουσιασμένη από το υπέροχο κορμί του. Ο Λουκ χαμήλωσε πάνω της και την υπέταξε. Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν ανάμεσα στους μηρούς της κι εκείνη ξεφώνισε καθώς τη διαπερνούσαν. Όλοι οι μύες της κοιλιάς της συσπώνταν από προσμονή, ενώ κολλούσε τα χείλη της στο λαιμό του, στους ώμους του. «Χάριετ!...» Ο Λουκ κοίταζε το όμορφο, αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της, τα τρυφερά, πρησμένα χείλη της. Τα ασημένια μάτια της έλαμπαν σαν διαμάντια. Δεν του είχε μείνει ίχνος λογικής, ίχνος ελέγχου, τον κυρίευε μόνον η ανάγκη να χαθεί μέσα της, ανάμεσα στους λεπτούς μηρούς της –ένας αρχέγονος πόθος που υπερίσχυε σε κάθε άλλη αίσθηση. «Κοίταξέ με!» της ζήτησε. Και το έκανε, έτσι που μπορούσε να δει το είδωλό του στα μάτια της. «Είσαι δική μου, κανενός άλλου. Και θα σε έχω... θα μου ανήκεις, όπως θα σου ανήκω κι εγώ, ολοκληρωτικά. Δεν είσαι του Έλερντιν... ούτε θα γίνεις ποτέ». Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του, στο στήθος του, καθώς συγκρατιόταν με κόπο. Ωστόσο, στο βάθος


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

225

του μυαλού του παρέμενε μια αχνή σκέψη, πως έπρεπε να μεριμνήσει, να νοιαστεί για εκείνη. Ήταν έτοιμη γι’ αυτόν, απίστευτα αναμμένη, μαγευτικά υγρή και όμως δεν έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει σπρωγμένος από τυφλό σαρκικό πόθο. Ωστόσο η απόφαση δεν ήταν πια δική του –η Χάριετ, με μια σβέλτη κίνηση, τον παγίδεψε, τέντωσε το κορμί της προς το δικό του, πάνω στην παλάμη του. Ήταν αρκετό για να διώξει κάθε σκέψη, έμεινε μόνο το πάθος που μάνιαζε ανάμεσά τους. Μια δυνατή ώθηση και ήταν δική του. Όχι χαυνωτικό ζευγάρωμα, όχι λιγωτικά παιχνίδια, αλλά μια καταλυτική, μια ορμητική ώθηση ως το τέλος, γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Γιατί τον κρατούσε, τα νύχια της έγδερναν τους γοφούς του, τα δόντια της δάγκωναν τον ώμο του. Ένιωθε τους μυς της να τεντώνονται και να ριγούν, να τον αγκαλιάζουν. Και μ’ ένα τελευταίο σκίρτημα άδειασε μέσα της έναν καυτό πίδακα. «Χάριετ... με πεθαίνεις...» Ξέπνοη, όσο κι εκείνος, συγκλονισμένη από το άρωμα του έρωτα και τη λαγνεία που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, από τη διάθεσή της να δοθεί άνευ όρων σ’ έναν τόσο άπληστο πόθο, η Χάριετ έμεινε εκεί, κολλημένη πάνω του. Να του δοθεί άνευ όρων; Όχι, δεν είχε ενδώσει σε κάτι, ήταν τόσο πεινασμένη όσο κι εκείνος. Kαθήκον και υπακοή; Αυτό ήταν; Ούτε συζήτηση! Ήταν η πιο άγρια επιθυμία, ήθελε να τον αγγίξει και να την αγγίξει, να τον εξουσιάσει και να την εξουσιάσει. Λόγια, τα δικά της που δεν τα είχε πει φωναχτά... μην τον αφήσεις να σε πάρει, γίνεσαι πολύ ευάλωτη­... τα δικά του... Χάριετ... με πεθαίνεις... ήρθαν στο μυαλό της. Το μετάνιωνε ναι ή όχι; Δεν ήξερε, ήξερε μόνο πως είχε σταθεί ανίκανη ν’ αντισταθεί στη δύναμη του άγριου πόθου που είχε ξεπηδήσει ανάμεσά τους.


226

ANNE O’BRIEN

Τον κοίταξε στα μάτια, τόσο κοντά που μπορούσε να δει μέσα τους την αντανάκλαση από τις φλόγες των κεριών. Δεν την είχε ρωτήσει αυτή τη φορά, αν ήθελε να τα σβήσει. Δεν είχε την αβρότητα, αλλά δεν είχε σημασία. Δεν το είχε προσέξει μέσα στη φρενίτιδα του πόθου. Η ντροπή την πλημμύρισε πάλι. Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι για να μη δει στα μάτια της πως μετάνιωνε που τον άφησε να την πάρει μέσα στην κάψα του θυμού και του πάθους, όχι με τρυφερότητα, με αγάπη... Ύψωσε τα χέρια της αμίλητη και τον έσπρωξε βάζοντας τις παλάμες στο στήθος του. Η καρδιά του βροντούσε, το κορμί του απίστευτα σκληρό ακόμα, την ήθελε κι άλλο, ωστόσο απάντησε στο σιωπηλό σινιάλο της και ανασηκώθηκε από πάνω της, γονατιστός, πνιγμένος από την ενοχή. Δεν είχε ποθήσει ποτέ μια γυναίκα όπως αυτό το αγριεμένο κορίτσι και την ήθελε ακόμα. Αν είχε πει μια λέξη, ένα όχι, μια άρνηση, θα την είχε αφήσει, αλλά δεν του είχε αρνηθεί, και αυτός είχε παρασυρθεί σε μια πράξη ανεξέλεγκτης, αχαλίνωτης σαρκικής ανάγκης. Γιατί δεν τον είχε αποκρούσει, γιατί δεν τον είχε σπρώξει όπως έκανε τώρα; Ήταν σαν να τον ήθελε κι εκείνη τόσο παθιασμένα όσο κι αυτός παρά τις αμφιβολίες της. Ο Λουκ χρονοτρίβησε μια στιγμή, με το χέρι του στα μαλλιά της, γύρισε απαλά το πρόσωπό της για να μπορεί να τον βλέπει, όσο θα της έλεγε το μόνο που είχε στο μυαλό του. «Είσαι δική μου, Χάριετ. Ό,τι κι αν υπάρχει μεταξύ μας, ό,τι κι αν μας χωρίζει, είσαι δική μου». Την άφησε απότομα, με τα λινά σεντόνια τσαλακωμένα από κάτω της, με τα μαλλιά της χυμένα στο μαξιλάρι. Γυμνός, σε όλο του το μεγαλείο, στάθηκε μια στιγμή στην πόρτα ανάμεσα στο δωμάτιό της και στο βεστιάριό του και την κοίταξε. Είδε δάκρυα στα όμορφα μάτια της. Δά-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

227

κρυα που τα είχε προκαλέσει αυτός. Πόσο σκληρά τα λόγια ανάμεσά τους... και τα δικά του χωρίς καμιά βάση. Και παρά την απολογία του, η αγκαλιά του δεν την είχε παρηγορήσει. Το είχε και αυτό σε βάρος του. Γιατί δεν μπορούσε να την παρηγορήσει, να της γαληνέψει την καρδιά; Ήταν τόση η περιφρόνηση για τον εαυτό του, που όταν μίλησε ο τόνος του βγήκε πιο κοφτός απ’ όσο σκόπευε. «Θα είμαι στου Μπρουκ’ς απόψε. Θα σου στείλω την καμαριέρα σου». Το πρόσωπό του ανέκφραστο. «Θα λείψω αύριο, θα πάρω και το Γάλλο μαζί μου. Φαντάζομαι πως θα χαρείς που δε θα έχεις πια την παρουσία του βάρος στη συνείδησή σου. Θα μπορείς, τουλάχιστον, να προσποιείσαι πως δεν έχεις αποδείξεις για να υποψιάζεσαι τη νομιμοφροσύνη μου απέναντι στη χώρα μου». «Κι εσύ θα μπορείς να προσποιείσαι το ίδιο;» του απάντησε η Χάριετ μ’ ένα λυγμό. «Θα προσποιείσαι πως δεν παρασύρω ανθρώπους στο θάνατο;» «Όχι, δε θα προσποιούμαι», της μουρμούρισε στενάζοντας. «Δε σε θεωρώ ικανή για κάτι τέτοιο, να στερήσεις τη ζωή ενός ανθρώπου, έτσι στα τυφλά, τόσο ύπουλα. Είσαι πολύ έντιμη και ακέραια. Είχες αρκετή συμπόνια για να μου σώσεις τη ζωή όταν μπορούσες να με πετάξεις στη θάλασσα, να ξεφορτωθείς έναν άντρα με αμφίβολη ηθική. Κανένας δε θα σε είχε κατηγορήσει. Ενώ εγώ σου φέρθηκα με τόσο λίγο σεβασμό και με τόσο λίγη αβρότητα... Το μόνο που μπορώ να ζητήσω είναι η συγνώμη σου, αν μπορείς να με συγχωρέσεις. Αν πάλι δεν μπορείς, πώς να σε κατηγορήσω γι’ αυτό; Μπορώ;» Ήταν ανίκανη να του απαντήσει. Δεν προσπάθησε να σκουπίσει την υγρασία από τα μάγουλά της ούτε να σκεπάσει το κορμί της. Τα λόγια του Λουκ δε σήμαιναν τίποτα γι’ αυτήν μέσα στην απόγνωσή της. Ήταν τόση η αντίθεσή τους με την πυρά του κορμιού του, με τη φλόγα των


228

ANNE O’BRIEN

φιλιών του που την έφεραν πίσω στην πραγματικότητα. Η δυσπιστία πλανιόταν βαριά ανάμεσά τους και θα υπήρχε πάντα, μια επικίνδυνη κινούμενη άμμος υποψίας και αμφιβολίας που περίμενε να τους ρουφήξει. Καραδοκούσε, μια τρίτη οντότητα στο δωμάτιο. Σαν φάντασμα στις σκιερές γωνιές κάποιου ερείπιου...


ÊåöÜëáéï 9

Η Χάριετ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Άκουσε την εξώπορτα που ανοιγόκλεισε, μουρμουρητά και ομιλίες στο χολ και αργότερα τα βήματα του Λουκ που ξαναγύριζε στη σκάλα. Τέλος, η σιωπή απλώθηκε στο σπίτι. Και όταν το πρώτο γκρίζο φως τρύπωσε στο δωμάτιο, πέταξε τα σκεπάσματα, σηκώθηκε και άνοιξε μια μικρή βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι, κοιτάζοντας με απόγνωση το άδειο εσωτερικό της... Θαρρείς πως τα λόγια του είχαν χαραχτεί στη μνήμη της με αίμα. «Αρνείσαι πως είσαι μια από αυτούς;» την είχε ρωτήσει ο Λουκ με μια απέχθεια που σημάδευε τη φωνή και το πρόσωπό του, εννοώντας τους ναυαγιαιρέτες, τους ανθρώπους που, αδιαφορώντας για το πλήρωμα ενός σκάφους που καταποντιζόταν, έστρεφαν την προσοχή τους στο πολύτιμο φορτίο που μετέφερε. Μπορεί να είχε πάρει πίσω τους ισχυρισμούς του, αλλά πώς του είχε καρφωθεί αυτή η υποψία στο μυαλό, αρχικά; Δεν μπορούσε να ζήσει με τέτοια προσβολή στην τιμή της. Τα δάχτυλά της γαντζώθηκαν στις άκρες της μικρής βαλίτσας. Ήταν τόσο δύσκολο ν’ αποφασίσει τι θα έπαιρνε μαζί της, το μυαλό της αρνιόταν να λειτουργήσει με τη


230

ANNE O’BRIEN

συνηθισμένη του διαύγεια, αλλά δε θα το έβαζε κάτω. Είχε πιστέψει άλλοτε ότι η αγάπη της γι’ αυτόν θα μπορούσε να μείνει ισχυρή παρά τις ενδείξεις πως εμπλεκόταν σε κάτι απαγορευμένο, παρά τα συγκρουόμενα συναισθήματα ανάμεσά τους. Πίστευε πως αρκούσε να είναι μαζί του. Λάθος. Πόσο έξω είχε πέσει –ήταν πολύ οδυνηρό. Ο Λουκ την έκανε να λιώνει, έκανε το αίμα της να παίρνει φωτιά, αλλά, αν δεν μπορούσε να της μιλήσει, να της εμπιστευτεί την αλήθεια, τι μέλλον είχαν μαζί; Ίσως υπήρχαν τρόποι να βγουν από αυτό το μπέρδεμα, αλλά για την ώρα, της διέφευγαν. Έπρεπε να βάλει κάποια απόσταση μεταξύ τους. Αν δεν το έκανε, θα τον κατηγορούσε πάλι με ασυγχώρητα λόγια ή θα έκλαιγε στο στήθος του και θα του έλεγε πως πίστευε όλα όσα της έλεγε. Τι αξιοθρήνητο πλάσμα θα καταντούσε, να κάνει τα στραβά μάτια σε ό,τι συνέβαινε! Δεν ήταν του χαρακτήρα της. Κανένας ναυτικός δεν κλείνει τα μάτια σε μια παλίρροια που καλπάζει ή σε μια ακτή που τη δέρνει η τρικυμία. Αλλάζει πορεία και αρμενίζει για ν’ αποφύγει τον κίνδυνο. Μια απόσταση μπορεί να τους βοηθούσε να δουν αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να σωθεί από το ναυάγιο. Δεν μπορούσε να μείνει, η καρδιά της ράγιζε στη σκέψη πως την είχε κρίνει λάθος πιστεύοντας την ενοχή της χωρίς αποδείξεις. Δεν είναι πιθανό να τον κρίνεις λάθος κι εσύ; Μα υπάρχουν ενδείξεις! Και πολλές μάλιστα! Υπήρχε μόνον ένα μέρος όπου μπορούσε να πάει για να βρει κάποια γαλήνη. Εκεί, θα μπορούσε να σκεφτεί. Άρχισε να ρίχνει τ’ απαραίτητα στη βαλίτσα. Αλλά πρώτα... Η Χάριετ προχώρησε ως την πόρτα του Λουκ. Δε θα έφευγε χωρίς να τον δει μια τελευταία φορά. Γύρισε το πόμολο αθόρυβα και τη μισάνοιξε κρατώντας την ανάσα της. Κοιμόταν. Ένα βιβλίο κειτόταν ανοι-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

231

χτό, μπρούμυτα πάνω στο σκέπασμα. Το ένα μπράτσο απλωμένο, το πρόσωπο γερμένο με το πλάι στο μαξιλάρι, το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Τον κοίταζε από απόσταση ασφαλείας και στο νου της ήρθαν εκείνες οι πρώτες μέρες που τον είχε στη φροντίδα της. Πληγωμένο και ευάλωτο... τότε δεν πλανιόνταν τόσο βαριά μυστικά ανάμεσά τους. Ήταν ελεύθερη να τον αγαπάει. Έβγαλε τα παπούτσια της και βάδισε ξυπόλητη στο παχύ χαλί. Στάθηκε πλάι στο κομψό κρεβάτι με τον ουρανό και τις πλούσιες κουρτίνες. Τα μάτια της ρούφηξαν κάθε λεπτομέρεια του αγαπημένου προσώπου του, τους ώμους, τα χέρια, την ουλή στο μάγουλό του –αθέατη σχεδόν στο απαλό φως του κεριού. Λουκ! Τον αγαπούσε παρά τις δυνάμεις που τον κινούσαν, παρ’ όλα όσα τους χώριζαν. «Λουκ!» Σχημάτισε το όνομά του με τα χείλη της, ύψωσε το χέρι της λες και ήθελε να χαϊδέψει τα μαλλιά του, αλλά στο τέλος δεν τόλμησε. «Αντίο, Λουκ, σ’ αγαπώ άσχετα απ’ όλα... σ’ αγαπώ ακόμα. Γιατί δεν μπορείς να με αγαπάς κι εσύ; Γιατί δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια ζωή μαζί χωρίς ψέματα και απάτη;» Η καρδιά της πονούσε. Ο Λουκ σάλεψε λίγο, σαν να είχε νιώσει την παρουσία της, και αυτό την ανάγκασε να τραβηχτεί βιαστικά ως την πόρτα. Εκεί στάθηκε και του έριξε μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο της. Αν της έλεγε την αλήθεια, θα γύριζε πίσω. Και αν όχι; Τότε θα έκοβε τους δεσμούς για πάντα, όποιο και αν ήταν το κόστος. * * * Είχαν χρειαστεί δύο ημερών διαπραγματεύσεις, με αντάλ-


232

ANNE O’BRIEN

λαγμα το χρυσάφι του, για να κανονίσει ο Λουκ το θέμα του Γάλλου αιχμαλώτου. Τα είχε καταφέρει τελικά. Με ευνοϊκό άνεμο και λίγη τύχη, και χωρίς να χρειαστεί το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ, ο λοχαγός Ανρί θα πατούσε σε γαλλικό έδαφος. Ο Λουκ ήλπιζε ότι ο λοχαγός θα του έφερνε κάποιες ζωτικές πληροφορίες. Αλλά όλες αυτές οι έγνοιες είχαν σβήσει από το μυαλό του. Πίεσε τα δάχτυλά του να μείνουν σταθερά καθώς ξεδίπλωνε τη σελίδα που βρήκε να τον περιμένει στο γραφείο του. Τα γράμματα έντονα, έτρεχαν στη σελίδα με μια μανιασμένη ενέργεια. Σαν και αυτήν, σκέφτηκε, αλλά δεν μπόρεσε να χαμογελάσει. Διάβασε τα γραφόμενα με μια ματιά, με μια αλλόκοτη έλλειψη συναισθημάτων, λες και δεν ήταν τίποτα σημαντικό... Χωρίς ίχνος συγκίνησης, λες και δεν ήταν μια ένδειξη ότι η ζωή του μπορεί να γινόταν κομμάτια. Όλες οι αισθήσεις του έμεναν παγωμένες. Πώς μπορούσε ν’ αντιδράσει, όταν οι σκέψεις της Χάριετ, διατυπωμένες σε αυτές τις λίγες γραμμές, δεν αποτελούσαν καμιά έκπληξη γι’ αυτόν; Δεν είχε φανταστεί πως θα τον περίμενε μια τέτοια ερημιά σε κάθε στιγμή του ταξιδιού; Σου έγραψα αυτό το σημείωμα, για την περιπτωση που θ’ ανησυχούσες για μένα. Θα ήταν λάθος μου να μη σου το πω.

Γιατί αυτές οι δυο γραμμές ανάδευαν τόσο τις τύψεις του, προκαλώντας του τόσο πόνο; Πίστευε πως νοιαζόταν τόσο λίγο γι’ αυτήν; Δεν είχε καταλάβει πως η ανάμνηση των σκληρών λόγων του τον πονούσε τόσο, που δεν τον άφηνε να ησυχάσει ούτε στιγμή; Πηγαίνω στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. Ξέρω πως μετάνιω-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

233

σες για τα σκληρά λόγια σου, αλλά με πονούν ακόμα περισσότερο απ’ όσο μπορώ να πω. Συγχώρεσέ με, αν αισθάνεσαι πως ανταπόδωσα τη γενναιδωρία με κάτι λιγότερο από ευγνωμοσύνη. Ξέρω πως ήθελες να με γλιτώσεις από μια δύσκολη κατάσταση. Υπάρχουν τόσα πολλά άλυτα θέματα μεταξύ μας και δε βλέπω τρόπο να βρεθεί κάποια λύση... Φεύγω, λοιπόν, σ’ αφήνω. Ήλπιζα πως θα μου έλεγες την αλήθεια, αλλά βλέπω πως δεν μπορείς να μου δείξεις εμπιστοσύνη. Δεν μπορώ να ελπίζω πως οι υποθέσεις σου θα έχουν αίσιο τέλος, φοβάμαι πολύ γι’ αυτές. Θα έχεις για πάντα τις ευχαριστίες μου –και πάντα την ειλικρινή στοργή μου, δεν μπορώ να την ξεγράψω αυτή. Δεν είμαι ναυαγιαιρέτης.

Υπήρχαν κάτι αχνοί λεκέδες στις τελευταίες γραμμές σαν να είχε περάσει το μανίκι της πάνω από το νωπό μελάνι ή το χέρι της σε μια ανυπόμονη κίνηση. Ο Λουκ δίπλωσε το χαρτί προσεχτικά και το έχωσε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του, κοντά στο μέρος της καρδιάς, σκέφτηκε. Αν είχε ακόμα καρδιά. Αυτή τη στιγμή ένιωθε να είχε γίνει πέτρα. Φεύγω, σε αφήνω. Οι λέξεις σφυροκοπούσαν το μυαλό του. Δεν είμαι ναυαγιαιρέτης. Δεν είχε δεχτεί την απολογία του. Ίσως μέσα στον καταιγισμό των συναισθημάτων να μην είχε καταλάβει τι της είχε πει, πως είχε αντιληφθεί το λάθος του. Ίσως να μην είχε δείξει καθαρά τη μεταμέλειά του. Ή πάλι μπορεί να μην τον συγχωρούσε ποτέ που είχε αμφιβάλει γι’ αυτήν. Ένα πράγμα ήταν σαφές –την είχε πληγώσει υπέρμετρα.


234

ANNE O’BRIEN

Κι έτσι, η Χάριετ είχε γυρίσει στην παλιά ζωή της. Μπορούσε να την κατηγορήσει γι’ αυτό; Ο Λουκ θυμόταν ταπεινωμένος τι είχε κάνει, τις κατηγορίες που της είχε εκτοξεύσει, τον υπαινιγμό του πως είχε εραστή τον Έλερντιν. Δεν ήταν προς τιμή του όλ’ αυτά. Κι εκείνη του είχε απαντήσει, φωτιά με φωτιά. Και καθώς αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο, πετώντας πικρά λόγια, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πόσο όμορφη ήταν όταν θύμωνε και η οργή έκανε τα υπέροχα μάτια της ν’ αστράφτουν. Πόσο ποθητή ήταν και πόσο την ήθελε. Κι έτσι στο τέλος, είχε κηρύξει ισοπαλία και την είχε πάρει, της είχε κάνει έρωτα με το κορμί του. Και ύστερα, ω Θεέ! Τι είχε κάνει; Είχε φύγει μακριά της, πριν ειπωθούν άλλα λόγια που θα μπορούσαν να πληγώσουν και να τους χωρίσουν –κατά τη γνώμη του. Εκείνη όμως θα σκέφτηκε πως την είχε εγκαταλείψει. Φεύγω, σε αφήνω. Θα έχεις πάντα την ειλικρινή στοργή μου. Ο Λουκ στύλωσε το βλέμμα του στο σβηστό τζάκι, με το μέτωπο ακουμπισμένο στο μπράτσο του. Ένιωθε τον πόνο της απώλειας τόσο δυνατό, όπως όταν έμαθε για το θάνατο του Μάρκους. Γιατί είχε μάθει μια αλήθεια μέσα σε όλο τούτο το πλέγμα του ψεύδους και της απάτης. Την αγαπούσε και έπρεπε να μαστιγωθεί που την είχε κάνει να πονέσει. Του φαινόταν αδύνατον πως είχε αγαπήσει μια γυναίκα, που τη γνώριζε τόσο λίγο χρόνο, λες και ήταν η αδερφή ψυχή. Η Χάριετ ήταν, πολύ απλά, απαραίτητη για την ευτυχία του. Είχε γλιστρήσει, κατά κάποιον τρόπο, χωρίς να το αντιληφθεί κάτω από το πετσί του, είχε καταλάβει μια θέση στο μυαλό του, στην καρδιά του, στο μεδούλι του, έτσι που συναισθανόταν την παρουσία της ακόμα και όταν βρίσκονταν χώρια. Ακόμα και τώρα μπορούσε να γευτεί τη γλύκα των χειλιών της, να μυρίσει τη λεβάντα


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

235

που χρησιμοποιούσε στα μαλλιά της. Πώς το είχε κάνει αυτό, ενώ πριν λίγες βδομάδες αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή της; Ίσως να την είχε ερωτευτεί από την αρχή, από τη μέρα που ανακάλυψε πως ήταν η Χάριετ Λίντγιαρντ και όχι ο Κάπτεν Χάρι του Λίντγιαρντ’ς Γκοστ. Να ήταν ο θαυμασμός που είχε γίνει αγάπη από την αρχή; Ποια θαυμαστή τροπή της τύχης είχε φέρει τη Χάριετ στο δρόμο του; Με όλα αυτά τα στοιχεία, που θα είχε απορρίψει η οικογένεια Χόλαστον σε μια νύφη για τον κόμη; Και όμως ήταν η επιλογή του. Η μόνη γυναίκα που είχε γνωρίσει και που επιθυμούσε να σταθεί στον πλευρό του. Και της είχε φερθεί με σκληρότητα, με έλλειψη σεβασμού μέχρι που την είχε διώξει. Πώς να την κατακρίνει; Ο Λουκ έβγαλε το σημείωμα και το ξαναδιάβασε. Ήταν απελπισμένη, παρά την ήρεμη διατύπωση των λόγων της, και έφταιγε αυτός. Δεν τον είχε πιστέψει όταν ομολόγησε το λάθος του; Φανταζόταν πόσο κουράγιο είχε χρειαστεί για να του γράψει αυτό το σημείωμα, να πνίγει τα δάκρυά της, για να βγάλει τον εαυτό της από μια κατάσταση που της έδινε τόσο πόνο. Και όλα αυτά, δικά του δημιουργήματα... Θεέ και Κύριε! Πως τα είχε θαλασσώσει έτσι; Βρόντησε τη γροθιά του στο λείο μάρμαρο αγνοώντας τον πόνο στις αρθρώσεις του και ύστερα γέμισε ένα ποτήρι μπράντι και το κατέβασε μονορούφι λες και η ζεστασιά στην κοιλιά του θα μπορούσε να λιώσει τον πάγο στην καρδιά του. Και τώρα τι; Ο Λουκ κάθισε και σκέφτηκε ψυχρά τα γεγονότα. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει να συνεχιστεί αυτό το αδιέξοδο ανάμεσά τους. Τουλάχιστον ήξερε πού ήταν και ότι ήταν ασφαλής –το μόνο παρήγορο σε τούτη την καταραμέ-


236

ANNE O’BRIEN

νη ιστορία, το μόνο φωτεινό σημάδι μέσα στο ζοφερό σκοτάδι, που τον έκανε να σκεφτεί καθαρά. Η πρώτη σκέψη του ήταν να διατάξει να ζέψουν την άμαξα, να πάει ίσια στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ και να τη φέρει πίσω. Κάθε κύτταρο του κορμιού του τον παρότρυνε να τρέξει κοντά της, να γειάνει τον πόνο της. Αλλά στο χέρι του, αφημένο και αυτό στο γραφείο του να το διαβάσει κατά την επιστροφή του, υπήρχε κι ένα άλλο σημείωμα, πιο σύντομο από της Χάριετ, που απαιτούσε την άμεση προσοχή του. Δε χρειαζόταν να το ξαναδιαβάσει. Πορ ντε Βιλέ. Πρώτη Τετάρτη του Αυγούστου. Δώδεκα το μεσημέρι. Ο Ζαν-Ζακ Νουάρ είχε απαντήσει επιτέλους. Μια βδομάδα από σήμερα. Το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι ξανάρχιζε, ένα παιχνίδι που ο Λουκ ήταν αποφασισμένος να το κερδίσει –γιατί δεν τολμούσε να το χάσει. * * * Αν η Χάριετ δεν ήταν τόσο μελαγχολική και κακόκεφη, θα είχε πετάξει από τη χαρά της αντικρίζοντας πάλι το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, με τον περήφανο πύργο του ορατό από μίλια μακριά, την τοιχοποιΐα του ν’αστράφτει στο καθαρό φως της θάλασσας. Θα έπρεπε να είναι μια στιγμή απέραντης χαράς, επέστρεφε στο πολυαγαπημένο σπίτι της, αλλά η Χάριετ ήταν αναγκασμένη να ομολογήσει πως η καρδιά της δεν ήταν πια εδώ. Η καρδιά της έμενε ακόμα στο Γκρόβενορ Σκουέαρ –σ’ ένα αριστοκρατικό, αυστηρό οίκημα, για το οποίο δεν έτρεφε καμιά στοργή και που δε θα λυπόταν αν δεν το ξανάβλεπε–, αλλά η καρδιά της ήταν ακόμα εκεί, σ’ ένα δύσκολο, αδιάλλακτο άντρα που δεν άνοιγε την πόρτα της δικής του καρδιάς να την αφήσει να μπει μέσα.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

237

Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, σήκωσε το μάνταλο, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο χολ με τις αράχνες του και τις σκόνες του. Άνοιξε την πόρτα της βιβλιοθήκης. Πόσο έρημη και άδεια της φάνηκε. Μετά ένα από τα σαλόνια. Γιατί όλα τα δωμάτια, παρ’ όλο που τα είχε σπάνια χρησιμοποιήσει, της θύμιζαν το χρόνο που είχε περάσει εδώ με τον Λουκ; Μετά ήρθε η σειρά του καθιστικού. Άνοιξε την πόρτα. Και στάθηκε κοκκαλωμένη στο κατώφλι μπροστά στην εικόνα που αντίκρισε. Τα έπιπλα, κάτω από τα χοντρά καλύμματα, ήταν σπρωγμένα στην άκρη, οι καρέκλες στοιβαγμένες μπροστά στους τοίχους, το φθαρμένο χαλί τυλιγμένο ρολό μπροστά στο τζάκι. Στη θέση τους, βαρέλια, δέματα και κούτες που, για το έμπειρο μάτι της, δεν μπορούσαν να είναι άλλο από προϊόντα λαθρεμπορίας. Οινοπνευματώδη και κρασί. Μετάξι και δαντέλα και τσάι. Όλα στοιβαγμένα στο καθιστικό της! Προχώρησε να επιθεωρήσει το λαθραίο θησαυρό. Τα βαρέλια είχαν λεκέδες από αρμύρα, αλλά ήταν καλά σφραγισμένα για να προστατέψουν το ντελικάτο περιεχόμενό τους. Λαθρεμπόριο, όλα ανοιχτά αποθηκευμένα, χωρίς καμιά προσπάθεια να κρυφτούν ή έστω να καλυφθούν κάτω από τα καλύμματα! Και τι γύρευαν εδώ; Θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο πρωί για να φύγουν από δω μέσα... μια τυχαία επίσκεψη από τους άντρες της Δίωξης Λαθρεμπορίου και θα τα ανακάλυπταν στη στιγμή –και τότε θα έμπαιναν όλοι στο στόχαστρο. Το όλο εγχείρημα θα έκλεινε με βαριές ποινές από τη δικαιοσύνη για όσους εμπλέκονταν –με μεγάλες απώλειες για όλη την κοινότητα. Θα ήταν η πρώτη Λίντγιαρντ που θα κατέληγε στο Νιούγκεϊτ; Τι γινόταν εδώ κατά την απουσία της; Ποιανού σχέδιο ήταν αυτό;


238

ANNE O’BRIEN

Η Χάριετ ανασήκωσε τις φούστες της κι ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, μ’ ένα κακό προαίσθημα στην καρδιά. Στο Δωμάτιο του Πύργου βρήκε ίχνη πρόσφατης κατάληψης. Το κρεβάτι ήταν ξέστρωτο. Ένα τσαλακωμένο πουκάμισο κρεμόταν στη ράχη μιας καρέκλας. Ένα καμένο κερί, μια στοίβα βιβλία στο κομοδίνο. Ήξερε ποιος ήταν ο ένοχος αυτής της καταπάτησης της ιδιοκτησίας της. Η Χάριετ έκανε μεταβολή κι έτρεξε κάτω να βρει τον Τζορτζ Γκέιντι. Καλύτερα να μάθαινε τι συνέβαινε πριν αρχίσει να εκτοξεύει κατηγορίες. Ήταν σαστισμένη και θυμωμένη με όλη αυτή την απερίσκεπτη οργάνωση. Δεν είχαν καθόλου μυαλό; Άλλο να χρησιμοποιούν το διπλό κελάρι του Πράιντ σε περίπτωση ανάγκης και άλλο να γεμίζουν το καθιστικό της με λαθραία! Οι αποδείξεις έβγαζαν μάτι! Και αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη, γιατί δεν είχαν χρησιμοποιήσει άλλες κρυψώνες –την κρύπτη της εκκλησίας, τα πατάρια του Σίλβερ Μπόουτ; Ποιος είχε το δικαίωμα να κατοικοεδρεύει στο σπίτι της κατά την απουσία της, χωρίς τη συγκατάθεσή της; Η Χάριετ διέσχισε την αψιδωτή είσοδο και κατευθύνθηκε στους σταβλους... και ανακάλυψε πως είχε έναν επισκέπτη. Δεν ήταν αυτό που ήθελε, τούτη τη συγκεκριμμένη στιγμή, αλλά δε θα έκανε πίσω μπροστά στο αναπόφευκτο. Ίσως ήταν προτιμότερο να πλευρίσει τον αρχηγό της επιχείρησης και ν’ ανακαλύψει τι μαγειρευόταν. «Αλεξάντερ!» Της είχε την πλάτη γυρισμένη, έτοιμος να ξεπεζέψει από το άλογο. Έστρεψε το κεφάλι του, φανερά έκπληκτος, ακούγοντας τη φωνή της. Ο Αλεξάντερ Έλερντιν πήδηξε από τη σέλα, πέταξε τα ηνία και προχώρησε προς το μέρος της. Στα δευτερόλετπα που του πήρε να καλύψει τη μικρή απόσταση, η Χάριετ παρατηρούσε το πρόσωπό του. Ώ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

239

σπου να τη φτάσει, τα μάτια του είχαν φωτιστεί από ένα ζεστό χαμόγελο. Το είχε φανταστεί το σφίξιμο του σαγονιού του, την αστραπή ανυπομονησίας στα μάτια του; Της έπιασε τα χέρια, τα κράτησε ανοιχτά για να την περιεργαστεί. «Χάριετ! Πολύ κομψή και της μόδας για το Ολντ Γουίνκομλι. Τι όμορφα φτερά!» Πέρασε τα δάχτυλά του στα φτερά του μπονέ της. «Δε σε περίμενα τόσο γρήγορα, όμορφη ξαδέρφη μου». «Ναι, το είδα». Δεν του αντιγύρισε ούτε το χαμόγελο ούτε το κοπλιμέντο. «Τι είναι αυτά στο καθιστικό μου;» «Λαθραία, φυσικά». Ο Αλεξάντερ της φίλησε τα ακροδάχτυλα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, σαν αγοράκι που το τσάκωσαν να κάνει κάποια πονηριά, αλλά εντελώς ατάραχος. Εντελώς αμετανόητος. Επιστρατεύοντας όλη τη γοητεία του. «Το ξέρω αυτό. Και εσύ θα έπρεπε να ξέρεις πως δε θα το ενέκρινα να αποθηκεύονται έτσι, ανοιχτά, μέσα στο σπίτι μου. Δε μου αρέσει καθόλου αυτό. Σε είχα προειδοποιήσει να μην το κάνεις, όταν έφυγα». «Το ξέρω. Λάθος μου, δεν το αρνούμαι. Ήταν ένας λάθος συναγερμός... Νομίσαμε πως είχαν φτάσει οι τελωνοφύλακες, αλλά αποδείχτηκε πως έγινε λάθος». Η Χάριετ ένιωσε να μεγαλώνει αντί να υποχωρεί η δυσαρέσκειά της με τις εύκολες απαντήσεις του. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, Ζαν! Δε θέλω να γίνει το Πράιντ στόχος των Αρχών. Είναι το σπίτι μου, όχι κρησφύγετο λαθρεμπόρων!» «Θα διορθωθεί αμέσως», είπε και τύλιξε το χέρι της στο μπράτσο του για να την οδηγήσει στο σπίτι. «Μην ανησυχείς, τα έχω όλα υπό έλεγχο». «Μένεις εδώ;» τον ρώτησε συνειδητοποιώντας πως ο ξάδερφός της δε θα παραδεχόταν ποτέ το λάθος του. «Όχι, όχι βέβαια». Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, σαν


240

ANNE O’BRIEN

να μελετούσε τα λόγια του. «Εννοείς, το Δωμάτιο του Πύργου, υποθέτω. Πέρασα μερικές ώρες εκεί. Ήταν ανάγκη ν’ ανάψω τη λάμπα». «Μπορεί να την κάνει ο Γουίγκινς αυτή τη δουλειά, ξέρει ν’ακολουθεί τις οδηγίες». «Ναι, πράγματι». Μια ρυτίδα χαράχτηκε ανάμεσα στα φρύδια του. «Πολύ καχύποπτη έγινες ξαφνικά. Δε σου κάνει κέφι πια το λαθρεμπόριο; Δε μου έχεις πια εμπιστοσύνη;» Μπορεί κι εκείνη να το παράκανε. Η Χάριετ αναστέναξε, δεν είχε διάθεση να καβγαδίζει με τον ξάδερφό της, γι’αυτό και προσπάθησε να επανορθώσει. «Συγχώρεσέ με... απλώς δεν περίμενα να βρω τα εμπορεύματα έτσι εκτεθειμένα... ολοφάνερα». «Θα μεταφερθούν το βράδυ, σ’ το υπόσχομαι». «Δε θέλω να ξανασυμβεί, Ζαν». Ο Αλεξάντερ ύψωσε εκφραστικά τα φρύδια του. «Και τι συνέβη και είσαι στις κακές σου; Τσακώθηκες πάλι με τον κόμη σου;» Ένας πόνος σούβλισε την καρδιά της. «Όχι», απάντησε. Δεν μπορούσε, δε θα μιλούσε γι’ αυτό. Ο Αλεξάντερ τη φίλησε στο μάγουλο και της χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι όπου ακουμπούσε στο μπράτσο του. «Έλα, λοιπόν, ας δοκιμάσουμε ένα ποτήρι από το εκλεκτό κρασί μας και να μου πεις γιατί είσαι εδώ και πόσο σκοπεύεις να μείνεις. Ήξερα πως θα γύριζες. Ο Βένμορ δεν είναι άντρας για σένα. Θα ξαναρχίσουμε το λαθρεμπόριο εσύ κι εγώ, όπως άλλοτε». Ωστόσο, καθώς γύριζε πίσω στο Πράιντ, η Χάριετ αποφάσισε πως δε θα έλεγε πάρα πολλά στον Αλεξάντερ, μόνο τόσα όσα χρειαζόταν για να ικανοποιηθεί η περιέργειά του. Γιατί έπρεπε να εξηγήσει για ποιο λόγο επέστρεφε... στο σπίτι της; Εξάλλου, δεν τον πίστευε πως τα λαθραία είχαν στοιβαχτεί βιαστικά, εξαιτίας τάχα ενός λάθος συνα-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

241

γερμού. Ήταν πολύ περισσότερα από μια αποστολή. Αν ήταν αληθινές οι υποψίες της, αποτελούσαν μέρος μιας σχεδιασμένης εκστρατείας. Τότε, γιατί δεν τον πίεζε να ξεκαθαρίσει το θέμα; Πολύ κουρασμένη, πολύ ανήσυχη με την επιπολαιότητα και την αναίδεια του Αλεξάντερ, επέλεξε μια συγκρατημένη υποχώρηση, βρίζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό της για τη δειλία της. Τώρα όμως που είχε γυρίσει πίσω, θα τα έβαζε όλα στη θέση τους. Έτσι θα έβγαζε και τον Λουκ από το μυαλό της. Ωστόσο, μια κατηγορία του Αλεξάντερ είχε πετύχει στόχο. Είχε χάσει το ενδιαφέρον της για το λαθρεμπόριο. Παρ’ όλ’ αυτά, θα της έκανε καλό να πάρει το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ και ν’ αφήσει τον αέρα και τη θάλασσα να σβήσουν τον καημό της. Τι να έκανε ο Λουκ τώρα, άραγε; Του έλειπε, την αναζητούσε; Η Χάριετ αμφέβαλλε. * * * Μ’ ένα ποτήρι μπράντι δίπλα στον αγκώνα του και μια πένα στο χέρι, ο Λουκ πάσχιζε ανεπιτυχώς να διώξει τη Χάριετ από το μυαλό του και να συγκεντρωθεί στο γεγονός ότι έπρεπε να βρίσκεται σε τρεις μέρες στο Πορ ντε Βιλέ, μεσημέρι. Το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ! Η εικόνα του σβέλτου μικρού ιστιοφόρου ήρθε στο μυαλό του. Θα ήταν η απάντηση σε όλα του τα προβλήματα τελικά. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα έλεγε η Χάριετ αν της ζητούσε να το ρίξει στο νερό γι’ αυτόν και να τον αφήσει να σαλπάρει για τη Γαλλία. Μπορούσε να το φανταστεί πολύ καλά! Ο ερχομός του Άνταμ διέκοψε τους ταραγμένους συλ-


242

ANNE O’BRIEN

λογισμούς του. Σκέφτηκε για μια στιγμή να στείλει τον αδερφό του στο διάβολο, αλλά μια ματιά στο πρόσωπό του και οι λέξεις στέγνωσαν στη γλώσσα του. Το αγόρι έδειχνε ανήσυχο, το χέρι του έσφιγγε την πόρτα της βιβλιοθήκης τόσο που είχαν ασπρίσει οι αρθρώσεις του, σαν να μην ήταν βέβαιο αν έπρεπε να μπει ή να φύγει και ξαφνικά, πέρασε από το μυαλό του Λουκ πως εδώ και, πολύ καιρό – πόσο αλήθεια;– δεν έδινε καμιά προσοχή στον μικρό αδερφό του. Από την άλλη όμως δεν ήταν η καλύτερη στιγμή για τον Λουκ ν’ ασχοληθεί με κάποια νεανική φάρσα που δεν είχε πάει καλά. Θα τον ξεφορτωνόταν. «Άνταμ; Με θέλεις κάτι; Είμαι πολύ απασχολημένος... εκτός και αν πρόκειται για κάτι επείγον...» «Είναι. Ή έτσι νομίζω. Αν δε μου πεις... πώς θα ξέρω; Είσαι πάντα πολύ απασχολημένος». Ξαφνιασμένος από τον τόνο του, ο Λουκ κοίταξε προσεχτικά τον αδερφό του. Το πρόσωπό του ήταν κατσουφιασμένο, τα μάτια του θυμωμένα –κάτι απρόσμενο και ασυνήθιστο για τον Άνταμ. «Τι να σου πω;» τον ρώτησε συγκρατημένα. «Τι είναι αυτό που συμβαίνει και μου το κρατάς κρυφό». «Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω...» «Ναι, καταλαβαίνεις». Ο Άνταμ προχώρησε στο δωμάτιο. «Κάτι συμβαίνει. Περίμενα ελπίζοντας ότι θα μου το εμπιστευόσουν, αλλά εσύ τίποτα. Και πού είναι η Χάριετ; Η Χάριετ λείπει εδώ και μέρες και εσύ δεν είπες πού είναι ή πότε θα γυρίσει. Τι συμβαίνει, Λουκ;» «A...» Αιφνιδιασμένος από την επιθετικότητα του Άνταμ, ο Λουκ τα’ χασε, δε βρήκε μια κατάλληλη εξήγηση. Ο μικρός δε φάνηκε να το πρόσεξε. «Και τώρα με πλευρίζει κάποιος αλλοδαπός σπιούνος, στο ίδιο μου το κατώφλι –το πιστεύεις;–, ανακατεμένος ο Θεός ξέρει σε τι. Πρό-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

243

κειται για κατασκοπεία, Λουκ; Αυτό είναι; Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό για σένα, αλλά...» Ο Λουκ πήρε μια αργή ανάσα. Από πού ν’ άρχιζε; Πόσο λίγα μπορούσε να πει; «Γιατί δε μου μιλάς, Λουκ;» ρώτησε ο Άνταμ και, τραβώντας μια καρέκλα, κάθισε και ακούμπησε τους αγκώνες στο γραφείο μπροστά του. «Είσαι τόσο απλησίαστος, που να πάρει! Δεν είμαι κανένα παιδί να το παραχαϊδεύεις, να το προφυλάσσεις. Δε μίλησα ως τώρα γιατί είναι φως φανάρι πως έχεις μπελάδες, αλλά δεν πάει άλλο. Και μη μου πεις πως είμαι πολύ μικρός!» Ο Λουκ σηκώθηκε από την καρέκλα του στενάζοντας, γέμισε άλλο ένα ποτήρι με μπράντι και το έδωσε στον μικρό αδερφό του που είχε ξαφνικά μεγαλώσει χωρίς να το προσέξει. Ο Άνταμ πήρε το ποτήρι, αλλά δεν ήπιε ούτε σταμάτησε την επίθεση. «Λοιπόν, θα μου πεις; Πού είναι η Χάριετ;» Ο Λουκ, βλέποντας το αναπόφευκτο και θαυμάζοντας το κουράγιο του Άνταμ να τον προκαλέσει με τέτοιο τρόπο, ξανακάθισε στην καρέκλα του. Ήταν όλα αλήθεια. Ήταν λιγομίλητος, απότραβηγμένος, απρόσιτος συχνά, κάτι έπρεπε να κάνει για να διορθώσει τα πράγματα. Ένα χαμόγελο αυτοσαρκασμού χάραξε τα χείλη του. «Ναι», παραδέχτηκε ωμά, αντιμετωπίζοντας τους δαίμονές του. «Έχασα ήδη τη Χάριετ, δεν τολμώ να διώξω και τον αδερφό μου». «Η Χάριετ; Την έχασες;» Ο Άνταμ τον κοίταξε εμβρόντητος. «Σε παράτησε;» Ανίκανος να καθίσει στη θέση του, ο Λουκ ακούμπησε το ποτήρι του, σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο με την τραβηγμένη κουρτίνα και κοίταξε χωρίς να βλέπει τη σκοτεινή πλατεία. «Γύρισε στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ», είπε και προσπάθησε να κρατήσει τον τόνο του αδιάφορο,


244

ANNE O’BRIEN

ασυγκίνητο. Αντί γι’ αυτό όμως, του βγήκε θλιμμένος, πένθιμος. «Δεν μπόρεσε να χωνέψει και αυτή τη μυστικότητα, ε;» «Όχι». Δεν είχε τίποτ’ άλλο να του πει. Ύστερα όμως θυμήθηκε και στράφηκε πάλι στον Άνταμ. «Είπες πως σε πλησίασε κάποιος στην πόρτα; Ποιος σε σταμάτησε;» «Δεν έχω ιδέα. Ένας άντρας περίμενε στην πλατεία. Με παρακολουθούσε, με ακολούθησε ώσπου είδε πως ετοιμαζόμουν ν’ ανοίξω την πόρτα. Με πρόλαβε στα σκαλοπάτια». Ο Άνταμ δίστασε. «Νομίζω πως πρέπει να ήταν Γάλλος από την προφορά του. Είπε πως πρέπει να σου δώσω αυτό... μόνο σ’ εσένα». Άπλωσε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί. «Τι συμβαίνει, Λουκ;» Εκείνος το άνοιξε χωρίς ν’ απαντήσει. Και ύστερα, το έσφιξε στη γροθιά του τσαλακώνοντάς το. «Αυτό τ’ αλλάζει όλα». «Από ποιον είναι;» επέμεινε ο Άνταμ. Ο Λουκ τον κοίταξε, πρόσεξε την κυνική έκφραση που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της στο πρόσωπο του αδερφού του και μαλάκωσε, γιατί είχε ξεμείνει από επιλογές. «Ωραία, ήθελες να μάθεις, ορίστε λοιπόν η αλήθεια. Σε αυτό είναι μπλεγμένος ο έντιμος αδερφός σου. Το σημείωμα είναι από ένα Γάλλο αιχμάλωτο πολέμου, το λοχαγό Ανρί, που αθέτησε το λόγο του και που τον βοήθησα να διαφύγει στη Γαλλία». Είδε τη φρίκη να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του Άνταμ. «Δεν το έκανες! Βοήθησες ένα Γάλλο να δραπετεύσει;» «Ναι». «Για τ’ όνομα του Θεού, Λουκ!» Ο Άνταμ πετάχτηκε όρθιος. «Τρελάθηκες; Είσαι πράγματι με το μέρος του εχθρού; Θα το αρνιόμουν ως την τελευταία μου ανάσα, αλλά...» «Ναι, βοήθησα ένα Γάλλο λοχαγό να το σκάσει», τον διέκοψε ο Λουκ. Ήταν ξαφνικά αφάνταστα κουρασμένος


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

245

απ’ όλη την υπόθεση. Πήρε το ποτήρι με το μπράντι, που το είχε ξεχάσει και το άδειασε μονορούφι. «Λουκ!» Ο Άνταμ ήταν εμβρόντητος. «Τους βοηθάς; Όταν ο Μάρκους σκοτώθηκε από γαλλική σφαίρα;» Ύστερα όμως βλέποντας τον πόνο στα μάτια του Λουκ, πρόσθεσε με άλλο ύφος: «Τι λεει ο λοχαγός Ανρί, γιατί είναι τόσο σημαντικό; Σε προειδοποιώ, Λουκ, δε θα βγω από αυτό το δωμάτιο ώσπου να μου πεις τι συμβαίνει». «Άνταμ...» «Είμαι αδερφός σου και έχεις μπλεξίματα, δεν είναι δυνατόν να μη θέλεις να σε βοηθήσω! Ξέρω, δεν είμαι ο Μάρκους...» η φωνή του έσπασε σχεδόν «...αλλά είμαι τόσο μεγάλος όσο κι εκείνος όταν κατατάχθηκε στους Ουσσάρους. Είμαι αρκετά μεγάλος για να παίξω το ρόλο μου σε ό,τι κι αν είναι αυτό». «Το ξέρω πως δεν είσαι ο Μάρκους», απάντησε ο Λουκ τρυφερά. «Είσαι άντρας με τη δική σου προσωπικότητα». Ήταν απλά άλλη μια πληγή στην καρδιά του Λουκ, που δεν είχε υπολογίσει τον πόνο του Άνταμ για την απώλεια του αδερφού τους και που είχε παίξει τόσο άσχημα αυτό το παιχνίδι. Ανίκανος να σκεφτεί κάποιο επιχείρημα, ο Λουκ έβαλε το αδερφό του να καθίσει πάλι με άλλο ένα ποτήρι μπράντι για τον καθένα και του τα είπε όλα. Πριν αποσυρθεί στο δωμάτιό του για τη νύχτα, παρήγγειλε να έχουν έτοιμη την άμαξα το πρωί. Τι έλεγε ο λοχαγός Ανρί; είχε ρωτήσει ο Άνταμ. Ήταν ένα αχνό, ένα ανεπαίσθητο φως στον ορίζοντα σ’ αυτό το λακωνικό σημείωμα. Μπορεί τελικά το ταξίδι του ν’ άξιζε τον κόπο. Ο Ζαν-Ζακ Νουάρ δε θα βρισκόταν στο Πορ λε Βιλέ, όπως είχε συμφωνηθεί να συναντηθούν. Είχε καταλύσει σ’ ένα πανδοχείο, στο Πορ Σεν Μαρτέν. Φαίνεται πως ο μεσιέ Νουάρ σχεδίαζε άλλο ένα κυνήγι αγριόχηνας για να


246

ANNE O’BRIEN

παρασύρει τον κόμη του Βένμορ και τις γκινέες του σε άλλη μια ενέδρα. Μπορεί όμως το Πορ Σεν Μαρτέν να ήταν απλά το κλειδί που θ’ άνοιγε την κλειδαριά. Γιατί ήταν η βάση των Γάλλων λαθρεμπόρων με τους οποίους είχε επαφές η Χάριετ. Θα μπορούσε να τον πάει εκεί, χωρίς να το αντιληφθεί ο Νουάρ. Και θα μπορούσε να τον φέρει πάλι πίσω. Για να το πετύχει όμως αυτό, ο Λουκ έπρεπε να της τα πει όλα, ν’ αφήσει κατά μέρος την περηφάνια του, τις δήθεν δικαιολογίες του για να σηκώσει όλο το βάρος στους ώμους του και να ζητήσει τη βοήθειά της. Αυτό σήμαινε πως θα χρησιμοποιούσε τη Χάριετ, ενώ προηγουμένως είχε αρνηθεί να την εμπλέξει σε κάτι που μύριζε απάτη και προδοσία. Θα σήμαινε επίσης ότι έπρεπε να την εμπιστεύεται, ίσως και την ίδια του τη ζωή, καθώς και αυτή μιας αθώας νέας γυναίκας που η μελλοντική ευτυχία της βρισκόταν στα χέρια του. Και η ζωή της Χάριετ; Θα την έβαζες τόσο απερίσκεπτα σε κίνδυνο; Ο Λουκ ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό του, που ευχόταν να μην το έβρισκε άδειο. Όχι, δε θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο τη ζωή της Χάριετ. Μπορεί να το σκεφτόταν να μπει ο ίδιος σε μια παγίδα, επειδή το απαιτούσε η συνείδησή του. Μπορεί να ρισκάριζε τη δική του ζωή, μπορεί ν’ αποτύχαινε, να μην κατάφερνε να σώσει τη Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος. Το αποτέλεσμα ήταν αβέβαιο, αμφίβολο. Για ένα όμως ήταν σίγουρος. Η ζωή της Χάριετ δεν έπρεπε να κινδυνεύσει. Η σκέψη πως μπορεί να πάθαινε κάτι κακό τού ήταν ανυπόφορη. «Θα το κάνει;» τον είχε ρωτήσει ο Άνταμ. «Δεν ξέρω». Ήταν μια σκληρή ομολογία. «Δε μου αξίζει να με πιστέψει ή να με βοηθήσει. Δεν της φέρθηκα καλά». Η Χάριετ θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη να τον


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

247

στείλει στο διάβολο με μερικές καλοδιαλεγμένες λέξεις για την περηφάνια και την αδιαλλαξία του. Ήλπιζε μόνο πως θα ήταν αρκετά μεγαλόψυχη για ν’ ακούσει την πρότασή του, μια πρόταση που θα της έκανε σε αντάλλαγμα της βοήθειάς της. Τη μισούσε αυτή την πρόταση, δε θα του έφερνε ευτυχία –όχι πως του άξιζε–, αλλά έπρεπε να γίνει. Η ανάγκη του, άγρια και επιτακτική, να πάρει τη Χάριετ στην αγκαλιά του και να γιατρέψει όλους τους καημούς της υπόβοσκε στο είναι του, αλλά ο Λουκ ήξερε πως έπρεπε να επανορθώσει και να της δώσει αυτό που επιθυμούσε, όσο και αν του κόστιζε.


ÊåöÜëáéï 10

Η Χάριετ σκαρφάλωνε την απότομη ανηφόρα για το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ απολαμβάνοντας την ελευθερία κινήσεων που της χάριζαν το άνετο σακάκι, το φαρδύ παντελόνι και οι μπότες. Ήταν αδύνατον το ντύσιμο «της μόδας», αν ήθελε να ρίξει το μικρό ιστιοφόρο στο νερό, να μανουβράρει τα πανιά και το δοιάκι. Χαμογέλασε κατσούφικα –ο θαλασσής ταφτάς με τις κορδέλες και τις δαντέλες του δεν έκανε γι’ αυτή τη δουλειά. Με τη βοήθεια του Γκάμπριελ Γκέιντι είχε βγάλει το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ από τον κόλπο και κατά μήκος της ακτής και το είχε χαρεί, χωρίς κανέναν να την παρακολουθεί, να την κριτικάρει ή ν’ αμφισβητεί τις πράξεις της. Τι θα έλεγε ο Λουκ αν την έβλεπε;... Απόδιωξε τη σκέψη βιαστικά, και βάλθηκε να χαζεύει ένα ζευγάρι ρίσσες που βουτούσαν και παιχνίδιζαν συντροφικά στο τσουχτερό αγέρι. Κόντευε μια βδομάδα από τότε που είχε φύγει από το Γκρόβενορ Σκουέαρ –αποκλειστικά δική της επιλογή, γιατί λοιπόν δε δεχόταν τις συνέπειες της πράξης της; Αν έτρεφε ποτέ μια ελάχιστη ελπίδα πως ο Λουκ θα ερχόταν να τη βρει, αυτή είχε πεθάνει πια εδώ και μέρες. Η Χάριετ ανασήκωσε τους ώμους της κάτω από το χοντρό ύφασμα του σακακιού σαν να μπορούσε να


250

ANNE O’BRIEN

ξεφορτωθεί το βάρος του, καθώς και το βάρος της καρδιάς της. Η υγρασία στα μάγουλά της δεν οφειλόταν στον ψυχρό αέρα που φούσκωνε τα ρούχα της ή στον αφρό των κυμάτων που έσκαζαν στα βράχια, κάτω. * * * Η Χάριετ μπήκε στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, όπου ο Γουίγκινς, που απολάμβανε ένα ποτήρι από το πόρτο της κυράς του πετάχτηκε όρθιος θορυβημένος, ενώ η Τζένη, κατακόκκινη, έκανε μια βιαστική υπόκλιση. Συνέχισε στο διάδρομο προς το χολ τραβώντας το σκούφο για να λευτερώσει τα μαλλιά της. «Χάριετ!» Σταμάτησε απότομα, ξέπνοη στο άκουσμα της φωνής. «Άνταμ;» Εκείνος την πλησίασε άνετος και ζωηρός, λες και την καλημέριζε στο Γκρόβενορ Σκουέαρ μ’ ένα φιλί στο μάγουλο. «Ανεμοδαρμένη δείχνεις!» γέλασε και τα μάτια του άστραψαν από πονηριά. «Και διαφορετική! Να πω την αλήθεια; Δε σε πίστεψα πραγματικά όταν μου είπες πως είσαι λαθρέμπορος. Τώρα σε πιστεύω. Θα με πάρεις ν’ αρμενίσουμε μαζί με το σκάφος σου;» «Ναι, φυσικά. Είχα πάει... Μα τι κάνεις εδώ;» «Τον έφερα». Ο Λουκ. Στον ήχο της βαθιάς, γοητευτικής φωνής του, η Χάριετ ένιωσε να της κόβεται η ανάσα, η καρδιά σκίρτησε άγρια στο στήθος της. Της φάνηκε πως το αίμα είχε στραγγίξει από τις φλέβες της, αφήνοντάς την παγωμένη και τρεμάμενη. Γύρισε αργά και τον αντίκρισε καθώς προχωρούσε προς το μέρος της. Και είδε αμέσως πως δεν είχε εκείνη τη


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

251

συνηθισμένη του αυτοπεποίθηση. Υπήρχε μια ένταση, μια ανησυχία, μια αβεβαιότητα στο ύφος του. Εκείνη όμως το μόνο που πρόσεξε ήταν η γνώριμη κομψή φιγούρα ντυμένη μ’ ένα υπέροχο μπλε σακάκι και ένα άψογα ραμμένο παντελόνι. Οι μπότες του τέλεια γυαλισμένες, τα πλούσια μαλλιά του στιλπνά και μαύρα σαν τα φτερά των κορακιών που πετούσαν στους βράχους. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στα όμορφα, αυστηρά χαρακτηριστικά του. Το μακρύ πανωφόρι, με τις πολλές κάπες που έφτανε ως τους αστραγάλους του, τράβηξε την προσοχή της στο ύψος και εύρος του άντρα που στοίχειωνε τα όνειρά της και όχι μόνο. Η παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο, όπως γέμιζε και όλες τις αισθήσεις της. Πώς μπορούσε να γίνει αυτό μέσα σε τόσο μικρό διάστημα; Πριν από ένα μήνα δεν τον γνώριζε καν. Σε γνωρίζω, ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί, ξέρω το άγγιγμά σου, τη γεύση σου. «Μόλις φτάσαμε». «Λουκ...» Δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια. Για μια στιγμή, είχε σκεφτεί πως είχε έρθει για εκείνη. Για ποιον άλλο λόγο θα ερχόταν στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ; Τώρα όμως ήταν όλα καθαρά. Ή μάλλον δεν ήταν καθόλου καθαρά. Αν είχε έρθει, όπως είχε ονειρευτεί τόσο ανόητα, να της εξομολογηθεί τον αιώνιο έρωτά του και να γιατρέψει τις πληγές της, δε θα είχε φέρει ακροατήριο μαζί του, έτσι δεν ήταν; Δεν είχε κάνει ένα βήμα να την πλησιάσει, είχε σταματήσει σε μια μικρή απόσταση κάνοντας μια ευγενική, τυπική υπόκλιση. Το στόμα του ήταν αυστηρό. Ο Άνταμ της χαμογέλασε, της φίλησε το χέρι. Ο Λουκ στεκόταν σε απόσταση. Γυναίκα του ήταν, αλλά δεν άντεχε να την αγγίξει. Από πού της είχε έρθει εκείνη η γελοία ιδέα του αιώνιου έρωτα; Ωστόσο, η Χάριετ, η τέλεια οικοδέ-


252

ANNE O’BRIEN

σποινα παρά το ακατάλληλο ντύσιμό της, φόρεσε ένα χαμόγελο και τους καλωσόρισε. «Περάστε στη βιβλιοθήκη. Θα πρέπει να υπάρχει αναμμένη φωτιά εκεί. Σας φρόντισε κανείς; Χτύπησε το κουδούνι, Άνταμ, αν έχεις την καλοσύνη, θα έρθει ο Γουίγκινς. Μπορώ να σας προσφέρω μπράντι ή πόρτο. Το φαγητό θ’ αργήσει λίγο...» Άνοιξε την πόρτα νιώθοντας τον εκνευρισμό της να φουντώνει και σφάλισε τα χείλη της. Ο Λουκ είχε έρθει να τη βρει. Δεν υπήρχε λόγος ν’ αναλάβει εκείνη την πρωτοβουλία, να εξομαλύνει την κοινωνική αμηχανία. Ας έδινε εκείνος τις εξηγήσεις του. Ο Άνταμ έμεινε πίσω. «Πάω στην κουζίνα να δω τι μπορεί να προσφέρει». Έριξε μια ματιά στον αδερφό του. «Σας αφήνω τους δυο σας». Ήταν μόνοι στη βιβλιοθήκη, όπως το είχε φανταστεί τόσες φορές τις τελευταίες μέρες. Αλλά όχι όπως στη φαντασία της. Στα όνειρά της δεν υπήρχε αυτό το αδιαπέραστο φράγμα. «Λοιπόν;» Στράφηκε προς το μέρος του και είδε αμέσως πως έδειχνε κουρασμένος, αλλά κάτω από τα ίχνη της κόπωσης αναγνώρισε μια ατράνταχτη αποφασιστικότητα. Τα μάτια του την κοίταζαν σταθερά. Και ο Λουκ δεν απέφυγε το βλέμμα της. «Δεν πιστεύω πως είσαι ναυαγιαιρέτης», της δήλωσε κατηγορηματικά. «Όχι. Το είπες, το θυμάμαι». «Ήταν λάθος που το είπα και ακόμα πιο φοβερό λάθος που το σκέφτηκα. Και ξέρω πως σε πλήγωσα». «Ναι, με πλήγωσες, αλλά δεν έχει πια σημασία». Έκπληκτη, αγέλαστη, η Χάριετ πήρε μια βαθιά ανάσα, περήφανη για την ψυχραιμία της. «Έχει μεγάλη σημασία». Είδε τους μυς του σαγονιού


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

253

του να συσπώνται. «Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να σου πω, Χάριετ. Αν θέλεις να με ακούσεις». «Το συμπέρανα, αφού έκανες ολόκληρο ταξίδι ως εδώ. Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει... πως δεν είχαμε τι άλλο να πούμε. Αν θυμάμαι καλά, η τελευταία μας συζήτηση δεν ήταν και τόσο... φιλική». «Όχι, δεν ήταν». Είδε τα χέρια του να σφίγγονται στα πλευρά του, μια ανεπαίσθητη κίνηση πριν πιεστεί να χαλαρώσει. Η ράχη του ήταν άκαμπτη. «Θέλω να βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Είναι ανάγκη να σου πω την αλήθεια. Έπρεπε να το είχα κάνει πριν από βδομάδες». «Η αλήθεια; Τι είναι αυτό; Ξέρεις τη σημασία της λέξης;» Τα λόγια της ήχησαν σκληρά ακόμα και στα ίδια της τ’ αυτιά, αλλά δεν είχε την ψυχική διάθεση να του το κάνει πιο εύκολο. Τι μπορούσε να της πει για να βελτιωθεί η κατάσταση ανάμεσά τους; Γιατί θα της έλεγε τώρα την αλήθεια; Δεν την είχε αγγίξει ακόμα. Ούτε μια τυπική χειραψία, ενώ εκείνη ήθελε να ριχτεί στην αγκαλιά του και να τον πνίξει στα φιλιά. Θα τον άκουγε όμως. Η Χάριετ κάθισε –ευχήθηκε για μια στιγμή να φορούσε φούστες, να τις απλώσει με χάρη γύρω της–, σταύρωσε τα χέρια της και δέχτηκε καρτερικά να τον ακούσει, καθώς εκείνος άρχισε να μιλάει, συγκρατημένος και γοητευτικός όπως τον θυμόταν, με την ουλή στο μάγουλό του μόλις μια ασημένια γραμμή τώρα, με τη φωνή βαθιά, μετρημένη σαν να ζύγιζε κάθε λέξη. «Αυτά που θα πω, δε δικαιολογούν την άρνησή μου να σου ανοίξω την καρδιά μου, αλλά ελπίζω πως θα σου δώσουν κάποια εξήγηση. Νομίζω πως πρέπει να δεις αυτό πρώτα». Έβγαλε από την τσέπη του και της έδωσε μια μινιατούρα με περίτεχνα σκαλισμένο πλαίσιο, που χώρεσε στην παλάμη της. Η γυναίκα –κοριτσάκι σχεδόν– της χαμογε-


254

ANNE O’BRIEN

λούσε με δυο καταγάλανα μάτια. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν χτενισμένα σύμφωνα με τη μόδα, μπούκλες που έπεφταν ως τους ώμους της στερεωμένες στην κορφή με γαλάζια κορδέλα. Ένα όμορφο, γελαστό κορίτσι. Η Χάριετ γύρισε τη μινιατούρα. Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος. «Ώστε αυτή είναι η γυναίκα που ψάχνεις. Όμορφη...» Τον κοίταξε σαστισμένη κι ένιωθε λες και παγωμένα δάχτυλα τής έσφιγγαν το λαιμό. «Ποια είναι;» Θα της έλεγε, επιτέλους πως αυτή ήταν η γυναίκα που εξουσίαζε την καρδιά του; Έσυρε τη γλώσσα της στα ξεραμένα χείλη της. «Είναι η ερωμένη σου;» «Είναι...» Ο Λουκ δίστασε για μια στιγμή και ύστερα συνέχισε διαλέγοντας τα λόγια του. «Πιθανώς να είναι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρκους... Μπορεί να είναι η χήρα του αδερφού μου». Η Χάριετ ανακάλυψε πως μπορούσε ν’ αναπνεύσει πάλι. Η χήρα του Μάρκους. Η νύφη του Λουκ, όχι η ξένη και χαμένη αγάπη του. Και όμως τι σημασία είχε τώρα; Μπορεί η Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος να μη διεκδικούσε μια θέση στην καρδιά του Λουκ, παραδέχτηκε η Χάριετ κυνικά, αλλά ούτε κι εκείνη. Μετά, θυμήθηκε. «Μα ο Άνταμ είπε πως ούτε ο Μάρκους ήταν παντρεμένος». «Έτσι νομίζαμε. Και όμως μου είπαν πως αυτή είναι η νεαρή γυναίκα που ο Μάρκους παντρεύτηκε ανεξήγητα κάποια στιγμή κατά την εκστρατεία της Ισπανίας, πριν σκοτωθεί. Χωρίς να πει σε κανέναν από την οικογένεια ποια ήταν, πού την είχε γνωρίσει ή γιατί ένιωσε την ανάγκη να την παντρευτεί τόσο βιαστικά σε τόσο δύσκολους καιρούς. Ήρθε και αυτό στην κατοχή μου». Ο Λουκ ακούμπησε μπροστά της ένα χαρτί, λεκιασμένο, ταλαιπωρημένο, τσαλακωμένο. Η Χάριετ το ξεδίπλω-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

255

σε και το διάβασε. Ήταν το πιστοποιητικό γάμου του Μάρκους Χόλαστον και της Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να το κρατάς αυτό μυστικό», σχολίασε η Χάριετ ξερά. Ο Λουκ πήγε ως το παράθυρο, ξαναγύρισε και ακούμπησε στο σκαλιστό μάρμαρο του τζακιού με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του. «Σε κάποιο σημείο, μετά το θάνατο του Μάρκους, η Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος έπεσε στα χέρια ενός Γάλλου που ακούει στο όνομα Ζαν-Ζακ Νουάρ». Έγνεψε βλέποντας τη Χάριετ να γουρλώνει τα μάτια της. «Ναι, αυτός ο ίδιος. Ένας άνθρωπος που έσπευσε να μάθει την ιστορία της, να βρει τους συγγενείς της, τον κύκλο της. Και έτσι έφτασε ως εμένα. Ο Νουάρ μου έστειλε τη μινιατούρα και αυτό». Την πλησίασε και της έδωσε ένα γράμμα. «Βλέπεις, απευθύνεται σ’ εμένα, αποκλειστικά». Η Χάριετ ίσιωσε το τσαλακωμένο χαρτί και διάβασε: Αυτή είναι η Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος, η νόμιμη σύζυγος του λοχαγού Μάρκους Χόλαστον. Υπάρχει ένα παιδί από αυτόν το γάμο. Ένα αγόρι. Η γυναίκα και το παιδί προς το παρόν ζουν υπό την προστασία μου. Αν επιθυμείς να έρθεις σ’ επαφή μαζί της, θα πρέπει να πληρώσεις. Αν δεν είσαι πρόθυμος να πληρώσεις το τίμημά μου, δε θα την ξαναδείς ποτέ, ούτε αυτήν ούτε το παιδί, το γιο του αδερφού σου.

Η Χάριετ ύψωσε τα μάτια της. «Ώστε υπάρχει και παιδί;» «Έτσι φαίνεται». «Και αυτό είναι εκβιασμός;» «Ναι».


256

ANNE O’BRIEN

«Μα... πώς ξέρεις ότι είναι αλήθεια; Μπορεί να είναι το κόλπο κάποιου τυχοδιώχτη για να σου αποσπάσει χρήματα». «Θα μπορούσε να είναι. Διάβασε παρακάτω». Μπορεί να σκεφτείς πως όλα αυτά είναι μια απάτη, το πιστοποιητικό πλαστό και πως δεν έχω καμιά απόδειξη γι’ αυτά που ισχυρίζομαι. Τολμάς να το ρισκάρεις; Τολμάς ν’ αφήσεις ένα παιδί, το γιο του αδερφού σου και κληρονόμο σου, για την ώρα, να μεγαλώσει στα χέρια μου;

«Ο Νουάρ ξέρει πώς να στρίβει τη λεπίδα στην πληγή, ε;» Η Χάριετ ανατρίχιασε μπροστά σε τούτη τη συγκεκαλυμμένη απειλή. «Πιστεύεις πως το πιστοποιητικό γάμου είναι αυθεντικό;» «Μπορεί να είναι και πλαστό, αλλά τολμώ να το ρισκάρω; Κρατάει όλα τα χαρτιά. Και εγώ δουλεύω στα τυφλά, χορεύω στο ρυθμό που μου παίζει, γιατί, όπως λέει, δεν τολμώ να κάνω αλλιώς». «Το καταλαβαίνω αυτό, Λουκ. Αλλά γιατί δε μου το είπες; Γιατί με άφησες να σκεφτώ ότι είσαι μπλεγμένος σε κάτι τόσο απαίσιο όσο η κατασκοπεία για λογαριασμό του Ναπολέοντα;» «Διάβασε ως το τέλος», τη συμβούλεψε ο Λουκ, κοιτάζοντας πάλι, αφηρημένα, τους βράχους και τον ουρανό από το παράθυρο. Η Χάριετ συνέχισε και το αίμα της πάγωσε –ο τόνος του γράμματος γινόταν όλο και πιο απειλητικός. Θα σου κοστίσει ακριβά να απαγκιστρώσεις τη Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος από τον έλεγχό μου. Θα πληροφορηθείς τους όρους μου εγκαίρως. Σε συμβουλεύω να μη μιλήσεις γι’ αυτό σε κανέναν, να μην υποκινήσεις κά-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

257

ποια έρευνα. Αν πέσει στην αντίληψή μου κάτι τέτοιο, δε θα διστάσω να λάβω άμεσα μέτρα. Δε θα ήταν δύσκολο να σου κρύψω μια νέα γυναίκα και το παιδί της. Θα μπορούσε να μου είναι πολύ χρήσιμη. Υπάρχουν πολλές, αποδοτικές, ευκαιρίες για ένα τόσο όμορφο κορίτσι και τον προστάτη του σε μια πόλη όπου στρατωνίζεται γαλλικός στρατός. Τα νιάτα και η ομορφιά της θα πιάσουν καλές τιμές. Είμαι σίγουρος ότι με καταλαβαίνεις.

Και η Χάριετ –όπως και ο Λουκ φυσικά– καταλάβαινε πολύ καλά τι σήμαινε η απειλή. Τα μάτια της περιέτρεξαν γι’ άλλη μια φορά τη σελίδα, με το απαίσιο υπονοούμενο που πλανιόταν ανάμεσα στις γραμμές της. Η Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος θα πρέπει να στοίχειωσε στη σκέψη του Λουκ από τη στιγμή που έλαβε το γράμμα. Ποια ήταν, πού βρισκόταν αυτή τη στιγμή, αν υπήρχε πράγματι ένα παιδί από μια νόμιμη ένωση με τον αδερφό του –ο Λουκ δεν είχε πραγματικά ιδέα. Αλλά ο Ζαν-Ζακ Νουάρ είχε δίκιο, ο Λουκ δε θα το ρισκάριζε. Το κορίτσι βρισκόταν στο έλεος αυτού του άντρα, με τα νιάτα και την ομορφιά της προσφορά προς πώληση σε στρατιώτες σε μια στρατοκρατούμενη πόλη και ο Λουκ δε θα έκανε τίποτα για να το εμποδίσει; Δεν μπορούσε ούτε να το σκεφτεί. «Ώστε γι’ αυτό ήταν το χρυσάφι. Η τιμή του Νουάρ για την ελευθερία του κοριτσιού». «Ναι, θα εξαγόραζα τη γυναίκα και το παιδί παρά την εξωφρενική τιμή που ζητούσε ο Νουάρ, αν δεν μπορούσα να τους σώσω με άλλον τρόπο. Και αν το πιστοποιητικό γάμου είναι αυθεντικό... Δεν έχω άλλη επιλογή, έχω;» «Και εκείνο το γράμμα του... αυτό που διάβασα;» «Καθορίζει το χρόνο και τον τόπο της συναλλαγής». Η Χάριετ ζάρωσε τα φρύδια της. «Τότε, τι χρειαζόσουν το λοχαγό Ανρί; Είναι μπλεγμένος σε όλα αυτά;»


258

ANNE O’BRIEN

Ο Λουκ ρίχτηκε σε μια πολυθρόνα απέναντί της, ακούμπησε τα μπράτσα στους μηρούς του, στύλωσε τα μάτια στο πάτωμα και άρχισε να της εξηγεί με σύντομες, απλές φράσεις, κρύβοντας μια αγωνία που έκανε την καρδιά της Χάριετ να σφιχτεί. «Έπρεπε να κάνω κάτι για να ξαναπάρω την πρωτοβουλία σε αυτό το απαίσιο παιχνίδι. Κι εδώ κολλάει ο λοχαγός Ανρί Λεφέβρ –ο νεαρός που κρυβόταν σ’ έναν ξενώνα ώσπου να βρεθεί τρόπος να περάσει τη Μάγχη. Ήταν παραπάνω από πρόθυμος να αθετήσει το λόγο τιμής που είχε δώσει και να επιστρέψει στη Γαλλία και στην ελευθερία μ’ ένα πουγκί χρυσάφι και με οδηγίες να ταξιδέψει στα λιμάνια της περιοχής, ν’ αναζητήσει έναν άντρα που μετακινιόταν με μια γυναίκα και ένα μωρό». Την κοίταξε, το πρόσωπό του ήταν άψυχο σαν μάσκα. «Θα έπρεπε να έχω τύψεις συνειδήσεως που ζήτησα από έναν άντρα να αθετήσει το λόγο της τιμής του; Πολλοί θα έλεγαν πως είμαι ένοχος προδοσίας, πως βοήθησα έναν εχθρό, είχα όμως άλλη επιλογή; Το παλικάρι είχε ανάγκη να γυρίσει στην πατρίδα του για να φροντίσει τη μητέρα του και τις αδερφές του που δεν είχαν κανένα να τους προστατέψει, να τους συντηρήσει». Ο Λουκ ύψωσε τους ώμους του. «Θα έπρεπε να αισθάνομαι ένοχος, αλλά δεν μπορώ. Και, ναι, θα το ξανάκανα και αύριο αν μπορούσα ν’ ανακαλύψω και να σώσω τη Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος και το παιδί της. Ήταν μια εσκεμμένη απόφαση από μέρους μου. Δεν επέλεξα να δικαιολογηθώ, αφού αποφάσισα πως άξιζε το ρίσκο, ακόμα και αν στιγμάτιζε την τιμή και το όνομά μου. Ακόμα και αν μπλέχτηκα σε εκείνο το καταστροφικό επεισόδιο στο Πορ Σεν Μαρτέν». «Ώστε γι’ αυτό ήσουν στη Γαλλία», μουρμούρισε η Χάριετ. «Ο Νουάρ είχε υποσχεθεί να διαπραγματευτεί την παράδοση του κοριτσιού».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

259

«Ναι, και σε τι πανωλεθρία εξελίχθηκε! Ο Νουάρ έπαιξε μαζί μου, με παρέσυρε να τον συναντήσω για να με ληστέψει και να με κακοποιήσουν οι μπράβοι του. Μια οδυνηρή προειδοποίηση για το μέλλον, υποθέτω. Η σφαίρα στο μπράτσο δεν προοριζόταν για να σκοτώσει, αλλά για να προειδοποιήσει». Γέλασε –ένας τραχύς ήχος έσπασε τη σιωπή του ήσυχου δωματίου. «Ομολογώ ότι ήμουν εγκληματικά αφελής να πάω εκεί και να περιμένω να φέρω πίσω με ασφάλεια το κορίτσι, χωρίς βία και σύγκρουση. Τι περίμενα να πετύχω μόνος μου; Δεν ήμουν καν βέβαιος πως βρισκόταν εκεί με τον Νουάρ. Τρομερό λάθος από μέρους μου... Αλλά τώρα ο Νουάρ ανέβασε τη μίζα και δεν τολμώ ν’ αρνηθώ». «Το καταλαβαίνω πως δεν έχεις άλλη επιλογή από το να συμβιβαστείς με τις απαιτήσεις του». «Όχι, αν υπάρχει μια πιθανότητα να είναι το κορίτσι η χήρα του Μάρκους. Αν δεν έκανα τίποτα και την άφηνα εγκαταλελειμμένη στα χέρια του Νουάρ, να την εκμεταλλευτεί όπως απειλεί, τότε θα ήμουν υπεύθυνος για το χαμό της χήρας του Μάρκους και του παιδιού του... Δε θα το άντεχα αυτό. Η απώλεια του Μάρκους μου στοίχισε αφάνταστα. Δε θα μπορούσα να χάσω αυτή την κοπέλα και το παιδί της, αν υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να είναι πραγματικά η σύζυγος και ο γιος του Μάρκους». Η Χάριετ ένιωσε να την πλημμυρίζει η συμπόνια, αλλά επέλεξε να παίξει το δικηγόρο του διαβόλου. «Μπορεί να σε εκμεταλλεύονται, επειδή ο Νουάρ ξέρει πως είσαι αρκετά πλούσιος για να σε ξεζουμίσει και αρκετά έντιμος για να δαγκώσεις το δόλωμα». «Νομίζεις πως δεν το σκέφτηκα αυτό; Ξέρω πως είναι ένα κάθαρμα, πως έπρεπε να τον στείλω στο διάβολο... Δεν μπορώ όμως ν’ αγνοήσω τις απειλές του και να καταδικάσω, ίσως, μια αθώα κοπέλα στην πορνεία και την απειλή».


260

ANNE O’BRIEN

«Όχι, δεν μπορείς», παραδέχτηκε η Χάριετ. Ήταν πολύ έντιμος και ακέραιος, όπως το ήξερε πάντα κατά βάθος. Και νοιαζόταν πολύ αυτούς που αγαπούσε. Δίπλωσε προσεχτικά το γράμμα και το ακούμπησε στο τραπέζι. «Γιατί μου τα είπες αυτά; Γιατί μου τα είπες τώρα;» «Το γράμμα που διάβασες, ο Νουάρ το έστειλε για να με πληροφορήσει πως θα τα συμφωνήσουμε για τη γυναίκα στο Πορ λε Βιλέ, αλλά από τότε είχα νέα από το λοχαγό Ανρί που εκπλήρωσε θαυμάσια την αποστολή του. Ο Νουάρ δεν βρίσκεται στο Πορ Λε Βιλέ, μένει σ’ ένα πανδοχείο, το Πουασόν Ρουζ, στο Πορ Σεν Μαρτέν». «Στο Πορ Σεν Μαρτέν... Α, αρχίζω να καταλαβαίνω». «Συμπεραίνω πως πρόκειται για ενέδρα, να με στείλει σε λάθος μέρος, να με ληστέψει, ενώ δεν έχει σκοπό να παραδώσει τη γυναίκα που την κρατάει κάπου αλλού, υπό κάποιον περιορισμό ίσως. Αν μπορούσα να πάω στο Πορ Σεν Μαρτέν χωρίς να τραβήξω την προσοχή...» Η Χάριετ συμπλήρωσε τη σκέψη του. «Και εγώ έχω διασυνδέσεις στο Πορ Σεν Μαρτέν, με τον Μαρσέλ και τους λαθρεμπόρους...» «Ναι». «Χρειάζεσαι τη βοήθειά μου». «Ναι. Θα με βοηθήσεις, Χάριετ; Θα οργανώσεις ένα διάπλου με το Γκοστ για κάλυψη των κινήσεών μου; Θα μπορέσω να είμαι στο Πορ Σεν Μαρτέν την προηγούμενη νύχτα της ορισμένης συνάντησης με τον Νουάρ και έτσι δε θα υποπτευθεί τίποτα. Αν πάρει το αυτί του ότι θα γίνει κάποια μεταφορά λαθραίων, είναι μάλλον απίθανο να τη συνδέσει μ’ εμένα». Η Χάριετ καθόταν σιωπηλή, με τα μάτια στυλωμένα στα δεμένα χέρια της, επαναλαμβάνοντας νοερά όλα όσα είχε πει ο Λουκ, όλες τις αποκαλύψεις του. Ναι, καταλάβαινε το δίλημμά του. Την αγωνία του. Το γεγονός ότι της


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

261

είχε μιλήσει –αλλά μόνον επειδή χρειαζόταν τη βοήθειά της. Ήταν τόσο αποξενωμένοι όπως πάντα... Ξαφνικά, βρέθηκε εκεί μπροστά της γονατιστός κι έκλεισε τα χέρια της στα δικά του. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, θλιμμένα. «Κοίταξέ με, Χάριετ. Πες μου τι έχεις στην καρδιά σου». «Στην καρδιά μου;» Όχι, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Στο τέλος ύψωσε το βλέμμα της και χάθηκε στο δικό του, αλλά πίεσε τον εαυτό της ν’ απαντήσει με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία. «Έπρεπε να μου τα είχες πει όλ’ αυτά από την αρχή». «Ναι, έπρεπε». «Αλλά δε μ’ εμπιστευόσουν». Τα λόγια της ήταν αυστηρά. «Δεν έχω δικαιολογίες. Εκτός του ότι ήθελα να προστατέψω την κοπέλα». «Νόμιζες πως θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη σου;» «Δεν τολμούσα να εμπιστευτώ κανέναν». «Ε, ναι, το υποθέτω... αν πίστευες πως ανήκω και στην ομάδα που λεηλατεί ναυαγισμένα πλοία... πώς να μου έχεις εμπιστοσύνη. Μπορούσες;» Μια αγωνιώδης σιωπή έπεσε ανάμεσά τους, που την έσπασε ο Λουκ τελικά. «Το μόνο που μπορώ να σου ζητήσω είναι τη συμπόνια σου για μια νέα γυναίκα που τη χρησιμοποιούν σαν πιόνι σ’ ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ταπείνωση και την τελική καταστροφή της». Η Χάριετ έκανε μια γκριμάτσα. «Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ, μπορώ;» Ο Λουκ σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της. «Θα σου πρόσφερα ένα κίνητρο... Κάτι που νομίζω πως θα δυσκολευτείς να το απορρίψεις...» «Τι μπορείς να μου προσφέρεις, Λουκ;» Αν άκουσε την


262

ANNE O’BRIEN

κοφτή φράση της, δεν αντέδρασε, μόνον οι γραμμές πλάι στο στόμα του έγιναν πιο βαθιές. «Θα σου χαρίσω την ελευθερία σου, να ζήσεις τη ζωή που θέλεις. Σε παντρεύτηκα για να σε γλιτώσω από τα κουτσομπολιά και τα υπονοούμενα. Θα βάλω μπρος τη διαδικασία του διαζυγίου και θα πάρω όλη την ευθύνη πάνω μου, δε θα σε βαραίνει καμιά μομφή. Και θα σε αποκαταστήσω οικονομικά, θα σου δώσω ένα ποσό αρκετό για να επισκευάσεις αυτό το σπίτι ώστε να μπορείς να ζεις άνετα εδώ». Το σοκ ήταν τρομερό, σαν να είχε πέσει κεραυνός από το πουθενά. Ένα χαστούκι στο μάγουλό της. «Είσαι πολύ γενναιόδωρος», ψέλλισε. Σχεδιασμός ψυχρός σαν πάγος. Τόσο κοφτερός και ακριβής σαν λεπίδα μαχαιριού που κόβει, χωρίζει, διαιρεί. Να την αποκόψει, να την πετάξει ακυβέρνητη. «Δε νομίζω πως θα θέλεις να είσαι δεμένη πια μαζί μου». «Α, ναι; Δε με ρώτησες». «Σου είπα πράγματα... φοβερά, ασυγχώρητα. Δεν μπορώ να περιμένω πως θα θέλεις να ζήσεις μαζί μου, σωστά; Νομίζω πως σε πλήγωσα πάρα πολύ για να δεχτείς τις όποιες δικαιολογίες μου. Με εγκατέλειψες... το ξέρω πως το σφάλμα είναι όλο δικό μου». Η ένταση στο δωμάτιο γινόταν πιο βαριά με την προσθήκη της πικρίας. «Σε εγκατέλειψα, όπως είπες». Η Χάριετ πήρε μια ανάσα και την κράτησε ώσπου να βεβαιωθεί πως μπορούσε να ελέγξει τη φωνή της. Δεν τόλμησε ούτε ν’ανοιγοκλείσει τα μάτια της τη στιγμή που ο Λουκ της άπλωσε το χέρι, γιατί κατάλαβε ότι η συγκίνηση την είχε κυριεύσει. «Χάριετ...» Ο Άνταμ άνοιξε την πόρτα πάνω στην ώρα, και έτσι ό,τι ήταν να ειπωθεί, πήρε απότομα τέλος.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

263

«Το αποφάσισες, Χάριετ; Α, ναι, κανόνισα κάτι για φαγητό... όταν τελειώσει ο γερο-μπάτλερ σου το πόρτο του». «Αν αποφάσισα;» Έστειλε ένα αστραφτερό χαμόγελο στον Άνταμ, ελέγχοντας με αξιοθαύμαστο τρόπο τα αισθήματά της. Και με μια νότα περηφάνιας στη φωνή. «Πώς μπορούσα ν’ αρνηθώ; Να σώσω μια νέα γυναίκα και μάλιστα, μ’ ένα τέτοιο κίνητρο όπως η ελευθερία μου και μια γερή εξασφάλιση;» Το βλέμμα της στάθηκε στον Λουκ που το πρόσωπό του είχε μετατραπεί σε πέτρα. «Με τέτοια προσφορά και βέβαια θα το κάνω!» Ο Λουκ στέναξε, αργά, βαριά και, επιτέλους, έπιασε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μένα». «Ω, και βέβαια ξέρω τι σημαίνει για σένα. Η χήρα και ο γιος του Μάρκους σώοι και αβλαβείς. Κι εσύ θα έχεις εκπληρώσει το χρέος σου απέναντι στον νεκρό αδερφό σου με αντάλλαγμα την ελευθερία σου, και τη δική μου». «Όχι! Δεν είναι αυτό που...» «Δεν είναι αυτό που είπες, αλλά νομίζω πως είναι αυτό που εννοείς». Η Χάριετ πήγαινε κιόλας προς την πόρτα. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Τι χρειάστηκε για να ξεπεράσεις τον εγωισμό σου, Λουκ, και να ζητήσεις τη βοήθεια ενός λαθρέμπορου; Πώς θα το χωνέψει η περηφάνια των Χόλαστον; Αλλά θα το κάνω για χάρη της Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος και του παιδιού της. Θα σε πάω στο Πορ Σεν Μαρτέν». «Όχι!» Η Χάριετ σταμάτησε απότομα συνοφρυωμένη. «Μα αυτό δεν ήθελες;» «Όχι. Θέλω να κυβερνήσει ο Τζορτζ Γκέιντι το Γκοστ. Η δουλειά σου θα είναι να κανονίσεις τον διάπλου. Δε θα έρθεις μαζί μας».


264

ANNE O’BRIEN

«Και γιατί όχι;» Η φωνή της ακούστηκε ήρεμη, επικίνδυνα ήρεμη. Η Χάριετ γύρισε αργά προς το μέρος του. «Είναι πολύ επικίνδυνο, το αποτέλεσμα αβέβαιο. Δε θέλω να κινδυνέψει η ζωή σου, Χάριετ». «Το Γκοστ είναι δικό μου», του απάντησε κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Εγώ αποφασίζω ποιος θα το κουμαντάρει. Αν δεν το κυβερνήσω εγώ, δε θα σαλπάρει». «Δε θα σου επιτρέψω να βάλεις τη ζωή σου σε κίνδυνο». «Να μου επιτρέψεις; Δεν έχεις καμιά επιλογή πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Αν θέλεις το Γκοστ, Λουκ, θα πάρεις και τον Κάπτεν Χάρι μαζί». «Μπορεί να το κάνει ο Γκέιντι», επέμεινε εκείνος. «Ναι, και βέβαια μπορεί να το κάνει, αλλά δε θα μου υπαγορεύσεις εσύ ποιος θα σαλπάρει το Γκοστ, Λουκ». Δίστασε, αλλά μόνο όσο κρατάει ένα χτυποκάρδι. «Θα σαλπάρω χωρίς εσένα να σώσω τη χήρα, αν χρειαστεί». «Όχι, δε θα κάνεις!» «Θα το ρισκάριζες;» τον προκάλεσε. Οι παλάμες της είχαν ιδρώσει, αλλά είχε πάρει την απόφασή της. Ο Λουκ δε θ’ αρμένιζε ίσα στα σαγόνια του Ζαν-Ζακ Νουάρ χωρίς αυτήν. Και ο Λουκ δέχτηκε πως δεν είχε καμιά δύναμη ενάντια στην απόφασή της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ανάθεμά σε, Χάριετ! Δε μου αφήνεις άλλη επιλογή, έτσι δεν είναι;» Ένα ειρωνικό χαμόγελο, ίσως με κάποια θυμηδία για την παγίδα στην οποία είχε πέσει, άγγιξε τα χαρακτηριστικά του. «Ωραία, λοιπόν, θα σαλπάρουμε μαζί, αλλά όταν φτάσουμε θ’ ακολουθήσεις τις διαταγές μου. Η επιχείρηση είναι δική μου. Κατάλαβες;» Η Χάριετ τον κοίταξε επίμονα, ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Καταλαβαίνω απόλυτα και το δέχομαι. Τώρα, με συγχωρείς, πάω να ταρακουνήσω τον Γουίγκινς να πάρει τα πόδια του...»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

265

Και βγήκε από το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές πριν ουρλιάξει από πόνο. Ο Λουκ την παρατηρούσε και σκεφτόταν, καθώς έκλεινε η πόρτα πίσω της, πως είχε χάσει ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Όλα λάθος τα είχε κάνει. Τώρα ήταν η ευκαιρία να ξεμπερδεύει με τον Νουάρ και να λύσει το μυστήριο της Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος μια και καλή, και όμως δεν ένιωθε καμιά ικανοποίηση για τα σχέδιά του. Η Χάριετ είχε αρπάξει την ευκαιρία να ελευθερωθεί από αυτόν με εκπληκτική προθυμία, αλλά πάλι δεν μπορούσε να τη μεμφθεί, με τον τρόπο που της είχε προτείνει τη συμφωνία. Τι σιωπηρό μήνυμα της είχε μεταφέρει με την πρότασή του; Εκ των υστέρων, ήξερε πολύ καλά. Ω, ξέρω τι σημαίνει για σένα, του είχε πει, η διάσωση της χήρας και του γιου του Μάρκους... σε αντάλλαγμα της ελευθερίας σου, όπως και της δικής μου. Η ελευθερία του ήταν το τελευταίο που ήθελε. Είχε μόλις καταστρέψει τη δική του ευκαιρία για ευτυχία, αλλά θα επιχειρούσε να εξιλεωθεί στα μάτια της, αν όχι στα δικά του, δίνοντάς της αυτό που ποθούσε η καρδιά της, ένα βήμα που θα του κόστιζε περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του χωρίς αυτήν. «Ώστε εξασφαλίσαμε το πέρασμά μας για το Πορ Σεν Μαρτέν», παρατήρησε ο Άνταμ που είχε μαντέψει τις διαπραγματεύσεις που γίνονταν στο δωμάτιο. «Θα είναι επικίνδυνο;» «Ναι», απάντησε ο Λουκ τραχιά. «Αν δε σε πιάσουν οι τρικυμίες και οι παλίρροιες, αν γλιτώσεις από τα βράχια, θα σε τσακώσουν οι άντρες της Δίωξης. Και τώρα σχεδιάζουμε να πατήσουμε σ’ ένα ξένο λιμάνι, σε μια χώρα με την οποία βρισκόμαστε σε πόλεμο. Ναι, είναι επικίνδυνο». Για όλους. Για τη Χάριετ, αφού δεν του άφησε άλλη ε-


266

ANNE O’BRIEN

πιλογή από το να την πάρει μαζί του... Και αυτή ήταν άλλη μια ασήκωτη ευθύνη που θα βάραινε στη συνείδησή του. * * * Η Χάριετ κλείστηκε στο δωμάτιό της, κάθισε στο ξεφτισμένο καναπεδάκι μπροστά στο παράθυρο με θέα τον κόλπο, που εκείνη δεν τον έβλεπε ωστόσο από τα δάκρυα που θόλωναν τα μάτια της. Δάκρυα για τη νεαρή χήρα και το παιδί της, εγκαταλελειμμένη και αβοήθητη, χωρίς τον άντρα που είχε αγαπήσει τόσο ώστε να τον παντρευτεί μέσα στη δίνη του πολέμου που μάνιαζε στην Ισπανία, και τώρα στο έλεος ενός κακοποιού όπως ο Ζαν-Ζακ Νουάρ. Δάκρυα για τον Λουκ. Για την απόφαση που είχε αναγκαστεί να πάρει, για την αναγκαστική μυστικότητα που του είχε επιβληθεί και που τον εμπόδιζε να αποκαλύψει την αλήθεια και να μείνει μακριά από τα αρπακτικά νύχια του Νουάρ. Έκλαιγε και για τον Λουκ. Και για τον εαυτό της. Της είχε πει την αλήθεια. Το είχε ονειρευτεί αυτό, είχε ονειρευτεί πως ξεκαθάριζαν όλες οι παρεξηγήσεις μεταξύ τους και έτσι είχε γίνει, αλλά προς τι; Η αλήθεια μπορεί να είχε αποκαταστήσει την τιμή του Λουκ, αλλά ήταν πιο απόμακροι από ποτέ. Η προσφορά του ήταν παραπάνω από γενναιόδωρη. Θα τη χώριζε και θα σήκωνε το σκάνδαλο στους ώμους του, της είχε υποσχεθεί την ελευθερία της, την οικονομική αποκατάσταση, την ανεξαρτησία της. Τι άλλο μπορεί να ήθελε; «Θέλω τον Λουκ! Θέλω να είμαι η γυναίκα του, να τον αγαπώ, να είμαι δική του ως τη μέρα που θα πεθάνω», είπε στην αράχνη που έπλεκε τον ιστό της στη γωνιά του παράθυρου. Όπως τον ήθελε από τη στιγμή που είχε σκύψει πάνω από το αναίσθητο κορμί του, στα σανίδια του Λίντγιαρντ’ς Γκοστ.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

267

Ε, δεν μπορείς να τον έχεις. Πήρες όλα τ’ άλλα που ήθελες, έτσι δεν είναι; Έχεις την αλήθεια, είναι έντιμος, χωρίς το στίγμα της προδοσίας που τόσο φοβόσουν, αλλά δεν είναι για σένα. Δε σε θέλει. Σου είπε την αλήθεια μόνον επειδή χρειάζεται τη βοήθειά σου. Η Χάριετ έτριψε το πρόσωπό της με τα χέρια. Τι παράξενο. Τι ειρωνεία. Μια συμφωνία μεταξύ τους για να παντρευτούν, άλλη μία για να λήξει ο γάμος. Ένα θλιμμένο χαμόγελο χάραξε τα χείλη της. Ωραία, λοιπόν, θα τον πήγαινε στο Πορ Σεν Μαρτέν επειδή της το είχε ζητήσει. Και επειδή μπορεί να έσωζαν μια αθώα νεαρή γυναίκα. Θα το κανόνιζε ο Ζαν. Και ύστερα, θα τέλειωναν όλα. Τέρμα οι υποχρεώσεις της απέναντί του, η σχέση της με τον Λουκ Χόλαστον. Και τέλος η σχέση της με το Ελεύθερο Εμπόριο. Ο Αλεξάντερ μπορούσε να συνεχίσει μόνος, αν το επιθυμούσε. Εκείνη όχι! Είχε πάρει τις αποφάσεις της. Η ζωή της θα συνεχιζόταν καθαρή από ένα ατυχές ιντερλούδιο... Τότε γιατί ένιωθε τόσο απερίγραπτη θλίψη; Γιατί της φαινόταν πως είχε καταδικάσει τον εαυτό της σε δυστυχία μιας ζωής; Γιατί ένιωθε λες και η καρδιά της είχε γίνει χίλια κομμάτια, κομμάτια μυτερά και κοφτερά σαν σπασμένο γυαλί; * * * «Όχι, δεν το κάνω. Δεν εγκρίνω ένα τόσο επικίνδυνο σχέδιο». Η θερμοκρασία στη μικρή, ταλαιπωρημένη βιβλιοθήκη του Έλερντιν Μάνορ ανέβηκε καθώς φούντωνε ο θυμός του Αλεξάντερ. Τα μάτια του πέρασαν από τη Χάριετ στον Λουκ και πάλι στην πρώτη. «Τι μου ζητάς, Χάριετ; Δεν μπορώ να θέσω σε κίνδυνο όλη την επιχείρηση. Ξέρεις πώς λειτουργούμε. Αν είναι να συνεχίσουμε να βγάζουμε χρήματα από αυτή την περιπέτεια... κι ένας Θεός ξέρει πόσο τα


268

ANNE O’BRIEN

χρειάζομαι...» Έδειξε με μια πλατιά κίνηση τα σημάδια του χρόνου και της παραμέλησης στα έπιπλα, στις ταπετσαρίες «...γιατί να ρισκάρουμε να μας συλλάβουν;» Ο Λουκ είχε την πρόνοια να μείνει σιωπηλός, αφού δε θα ήταν υπέρ του αν εμπλεκόταν. Τι είχε πει στον Άνταμ πριν από λίγες ώρες; Φαίνεται πως εξασφαλίσαμε το πέρασμά μας στο Πορ Σεν Μαρτέν. Δεν μπορούσε να είχε πέσει πιο πολύ έξω. Η Χάριετ μπορεί να συμφωνούσε, αλλά ο Αλεξάντερ Έλερντιν είχε άλλες ιδέες. Το θέμα ήταν, μπορούσαν να κάνουν το εγχείρημα χωρίς τη στήριξη και την ανάμειξη του Έλερντιν; Η Χάριετ πίστευε πως όχι. Εξ ου και ο εκρηκτικός διάλογος ανάμεσα στη σύζυγό του και τον ξάδερφό της. «Ναι, θα το κάνουμε», επέμεινε εκείνη. «Σε δυο νύχτες, η παλίρροια και η σελήνη θα είναι στα καλύτερά τους για ένα διάπλου. Ο Μαρσέλ μπορεί πάντα να έχει έτοιμο ένα φορτίο, αν ειδοποιηθεί, έστω και σε λίγο χρόνο. Θέλω να επικοινωνήσεις μαζί του, Ζαν. Και θα μπούμε στο λιμάνι να το παραλάβουμε. Πού είναι η δυσκολία; Αφού δεν το έχουμε ξανακάνει, είναι μάλλον απίθανο να μας έχουν στήσει καρτέρι οι γαλλικές Αρχές. Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο εχθρικός». Η Χάριετ σε όλο το αυταρχικό μεγαλείο της, παρά την κόσμια εμφάνισή της με μουσελίνα ακουαμαρίν, μεταξωτές κορδέλες και τις μπούκλες μαζεμένες κάτω από ένα ψάθινο καπελάκι. Ο Λουκ θα είχε γελάσει με την ανακολουθία ανάμεσα στην ελκυστικά θηλυκή εμφάνισή της και τη δογματική δήλωση των προθέσεών της, σαν να μην ήταν μια τόσο κρίσιμη συνάντηση. Θα είχε γελάσει, αν δεν είχε προσφέρει σε τούτο το ζωηρό κορίτσι, που το ήθελε όσο τίποτ’ άλλο στη ζωή του, την ελευθερία του σε αντάλλαγμα. Πώς να γελάσει; Το γέλιο είχε στεγνώσει στα χείλη του. Ο Αλεξάντερ την αγριοκοίταξε. «Δε μου αρέσει καθό-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

269

λου αυτό. Για τ’ όνομα του Θεού, γιατί να μπεις στο λιμάνι; Γιατί να μη γίνει η ανταλλαγή στον κόλπο, όπως κάνουμε πάντα;» «Γιατί έτσι θέλω», απάντησε η Χάριετ ήρεμα. «Δε θα συμφωνήσει ο Μαρσέλ». «Θα συμφωνήσει. Γιατί να μη δεχτεί, με λιγότερο ρίσκο για τους άντρες του;» «Μα αυτό είναι το θέμα. Μπορεί να είναι λιγότερο ρίσκο γι’ αυτόν, αλλά μεγαλύτερο για σένα και το πλήρωμά μας αν μπεις στο λιμάνι. Αν σημάνει συναγερμός, πόσο εύκολο θα είναι να διαφύγεις; Μπορεί η συνεργασία μας με τον Μαρσέλ να τιναχτεί στον αέρα για πάντα». «Νομίζω πως το ρίσκο δεν είναι τόσο μεγάλο». Με τις γροθιές στους γοφούς, ο Αλεξάντερ στύλωνε το βλέμμα του στο πάτωμα σαν έψαχνε μια απάντηση. Ο Λουκ αναρωτήθηκε τι είχε πρώτο στο μυαλό του ο άνθρωπος –την ασφάλεια της Χάριετ ή της μικρής επιχείρησης που λειτουργούσε υπό την εποπτεία του; Δεν υπήρχε, σίγουρα, τίποτα το ερωτικό στην απόρριψη των επιχειρημάτων της Χάριετ. Όταν ύψωσε τα μάτια του, το βλέμμα του ήταν κοφτό, διαπεραστικό και εστιάστηκε στον Λουκ σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του και ο Λουκ απόρησε με το φαρμάκι που είδε μέσα τους. Και όμως η απάντησή του, μελιστάλαχτη, απευθυνόταν στη Χάριετ. «Και θα έρθει και ο λόρδος Βένμορ μαζί;» «Ναι, και ο αδερφός του». «Για όνομα του Θεού! Θέλεις ν’ αποτύχει το εγχείρημα; Πολλές δυσκολίες, Χάριετ». Και η σύγκρουση θελήσεων συνεχίστηκε. «Πολλοί εμπλέκονται... και μάλιστα άπειροι για τέτοιες δουλειές. Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο αδιάλλακτη». «Κι εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί μου πηγαίνεις τόσο κόντρα». Η Χάριετ έβαλε τέλος στη διαμάχη αρκετά ήρεμα,


270

ANNE O’BRIEN

αλλά μ’ ένα χαρακτηριστικό τίναγμα του κεφαλιού. «Και καθορίζω εγώ ποιος σαλπάρει με το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ!» κατέληξε ήπια μεν αλλά οριστικά και αμετάκλητα. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να στείλεις ένα μήνυμα στον Μαρσέλ και να κανονίσεις τα μετρητά για το φορτίο και ύστερα τη διασπορά και την αποθήκευση των εμπορευμάτων, όταν επιστρέψουμε». «Μα γιατί, Χάριετ;» Ο Έλερντιν φαινόταν αποφασισμένος να πιέσει άλλη μια φορά. Η Χάριετ στράφηκε, με βλέμμα σοβαρό και σφιγμένα χείλη και κοίταξε τον Λουκ γέρνοντας λίγο το κεφάλι σαν να συλλογιζόταν κάποια δυσάρεστη υπόθεση. Ύστερα στράφηκε πάλι στον ξάδερφό της. «Γιατί αυτή είναι η επιθυμία μου. Είναι ο τελευταίος διάπλους που κάνω. Αυτή τη νύχτα. Με αυτό τον τρόπο». Ο Λουκ έκρυψε την έκπληξή του. Δεν είχε ιδέα γι’ αυτή την απόφασή της. Ούτε και ο Έλερντιν προφανώς, γιατί ο θυμός του ξέσπασε γι’ άλλη μια φορά και η φωνή του αντιλάλησε στους τοίχους. «Τα παρατάς; Μα πώς μπορείς να το κάνεις αυτό; Τι γελοία σκέψη σού μπήκε στο κεφάλι τώρα; Είμαστε καλή ομάδα, Χάρι. Γιατί τα πετάς όλα στον αέρα χωρίς λόγο;» Ένας μορφασμός περιφρόνησης στράβωσε το στόμα του, ενώ κοίταζε με μια άγρια εχθρότητα τον Λουκ. «Αυτός σε έπεισε, τελικά; Σ’ το απαγόρεψε; Ντροπή σου, Χάρι, που πετάς όλα όσα είχαμε στήσει μαζί!» «Όχι. Η απόφαση είναι δική μου», δήλωσε εκείνη και τέντωσε το πιγούνι της. «Κόβω τις διασυνδέσεις μου με τους Ελεύθερους Εμπόρους και, ό,τι και αν πεις, δε θα με κάνεις ν’ αλλάξω γνώμη. Μην το επιχειρήσεις, λοιπόν. Θα το κάνεις αυτό για μένα, για τελευταία φορά;» Ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του –έτρεμε λιγάκι. «Σε παρακαλώ, Ζαν. Μη φέρνεις αντιρρήσεις. Κάνε το, απλά».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

271

Ο Λουκ παρατηρούσε την προσπάθεια του Έλερντιν να ελέγξει τα όποια συναισθήματά του. Οι μύες στο πρόσωπό του ήταν σφιγμένοι, αλλά στο τέλος γέλασε και ύψωσε τους ώμους του λες και δεχόταν την ήττα του. «Αφού επιμένεις τόσο... Θα το κάνω. Αλλά σε προειδοποιώ, Κάπτεν Χάρι, δε θα σε αφήσω να τα παρατήσεις αμαχητί». Αυτό το τελευταίο άφησε τον Λουκ ν’ αναρωτιέται αν η προειδοποίηση αφορούσε τη Χάριετ ή τον ίδιο. Όχι, ο Λουκ δεν εμπιστευόταν τον Αλεξάντερ Έλερντιν. Ούτε του άρεσε που θεωρούσε δεδομένο ότι η συγγένεια του επέτρεπε να κολλήσει τα χείλη του στην παλάμη της Χάριετ γι’ αποχαιρετισμό. Αυτό το προνόμιο ήταν αποκλειστικά δικό του. Το γεγονός ότι είχε παραιτηθεί από αυτό το προνόμιο του διέφευγε εντελώς. Πολύ θα ήθελε, λοιπόν, να κολλήσει μια γροθιά στο γελαστό πρόσωπο του Αλεξάντερ Έλερντιν!


ÊåöÜëáéï 11

Η σελήνη, μια ασημένια φέτα μόλις, φώτιζε ελάχιστα το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ που γλιστρούσε κατά μήκος της γαλλικής ακτής, σε μια επίπεδη θάλασσα. Σκούρα πανιά, κανένα φως, καμιά φωνή, μόνο το τρίξιμο των σκοινιών και των καταρτιών. Η Χάριετ στεκόταν στην πλώρη, διέγερση, φόβος και προσμονή γι’ αυτό που έμελλε να συμβεί κυλούσαν στις φλέβες της. Δεν είχε νιώσει ποτέ της ναυτία, τόσα χρόνια στη θάλασσα, αλλά και πάλι δεν είχε ποτέ τόσα πολλά να χάσει. Ή να κερδίσει. Πλησίαζαν στο λιμάνι της μικρής πόλης του Πορ Σεν Μαρτέν, ένα μεγάλο ψαροχώρι όλο κι όλο, περιμένοντας το προκαθορισμένο σινιάλο, τις τέσσερις γαλάζιες αναλαμπές. Το είχε κάνει αυτό πολλές φορές ως τώρα, αλλά απόψε ήταν διαφορετικά. Θα έμπαιναν στο λιμάνι, θα έδεναν στην προβλήτα με τα άλλα ψαροκάικα και η έκβαση θα ήταν πολύ πιο κρίσιμη από το απλό φόρτωμα εμπορευμάτων. Γύρισε το κεφάλι της και είδε τον Λουκ που στεκόταν πίσω από τον ώμο της, το πρόσωπο του μια μαρμαρυγή μέσα στο σκοτάδι, το κορμί του καλυμμένο από μια μακριά κάπα. Ένιωθε έντονα την παρουσία του, σε ό,τι έκανε. Συνειδητοποιούσε πως ήταν η τελευταία φορά που τη χρειαζόταν ή που ήταν μαζί της. Μόλις θα επέστρεφαν στην Αγ-


274

ANNE O’BRIEN

γλία, θα έπαιρνε την κοπέλα στο Λονδίνο –αν ήταν τυχεροί και την έσωζαν– και μετά η ρύθμιση του γάμου τους θα περνούσε στα χέρια των δικηγόρων των Χόλαστον. Η Χάριετ κοίταζε ίσια μπροστά της στο λιμάνι που πλησίαζε προσπαθώντας να συγκεντρωθεί σε αυτό που τους περίμενε. Δεν ήταν ώρα για αυτολύπηση, έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλες τις ικανότητές της, αν ήταν να γυρίσουν στην Αγγλία με άθικτο φορτίο και ασφαλείς. Αν κατέληγε το πλήρωμα σε κανένα γαλλικό μπουντρούμι, δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της. Ακόμα και ο Λουκ είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί, όταν είχε εκθέσει τους κανόνες της επιχείρησής του, ότι τελικά είχε ανάγκη τις ικανότητές της για να φτάσει το σκάφος στο λιμάνι, χωρίς να σημάνει συναγερμός. Το μάτι της το έπιασε. Το σινιάλο, τέσσερις φωτεινές αναλαμπές. «Χαμηλώστε τα πανιά», ψιθύρισε και ο Τζορτζ Γκέιντι μουρμούρισε τη διαταγή. Το μικρό ιστιοφόρο πλεύρισε αθόρυβα στον πέτρινο τοίχο του λιμανιού σ’ ένα σκιερό σημείο. Η Χάριετ κράτησε την ανάσα της, όλες οι αισθήσεις της σε εγρήγορση μέσα στη σιωπή που την έσπαζε μόνον ο παφλασμός του κύματος, η τριβή του ξύλου στην πέτρα, οι μακρινές φωνές των μεθυσμένων από το πανδοχείο της κωμόπολης. Και ο βρόντος της καρδιάς της στο στήθος της, σαν κεραυνός στ’ αυτιά της. «Κάπτεν Χάρι;» Ένας βραχνός ψίθυρος από την αποβάθρα. «Ωραία μέρα για ιστιοπλοΐα». Ήταν το σύνθημα. «Μαρσέλ; Καλός θα ήταν κι ένας ζεστός νοτιάς». Η απάντηση. Η εύρωστη φιγούρα πήδηξε από το μόλο στο σκάφος και χτύπησε τη Χάριετ στον ώμο. «Γιατί η αλλαγή στα σχέδια, κάπτεν;»


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

275

Ο Λουκ ξεπρόβαλε από τη σκιά. «Ήταν απόφασή μου. Μια προσωπική υπόθεση. Να πάρουμε έναν επιβάτη». «Α, μεσιέ. Ξανασυναντιόμαστε βλέπω». Ο Μαρσέλ κατσούφιασε αναγνωρίζοντάς τον. «Δε θα έπαιρνα όρκο για την εντιμότητά σας –ούτε για τη ζωή σας– την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε». «Είμαι ο κόμης του Βένμορ», δήλωσε εκείνος χαμηλόφωνα, αλλά κανείς δε θα μπορούσε ν’ αμφιβάλλει για το κύρος του. «Απόψε, είναι η επιχείρησή μου». Ο Μαρσέλ κατσούφιασε περισσότερο. «Είναι ο σύζυγός μου ο Λουκ». Η Χάριετ έσφιξε το μπράτσο του λαθρέμπορου. «Μπορείς να τον εμπιστεύεσαι, Μαρσέλ». «Ε τότε, μυλόρδε... αν ο Κάπτεν Χάρι εγγυάται για σένα...» Ο Μαρσέλ χαμογέλασε και μια λευκή αστραπή φώτισε τα πυκνά γένια του. «Ας φορτώσουμε το “πράγμα”». Σήκωσε το χέρι του να δώσει σινιάλο σε μισή ντουζίνα άντρες που άρχισαν να μανουβράρουν βαρέλια και δέματα. Η Χάριετ έκανε να πηδήξει στην προβλήτα, όπου στεκόταν ήδη ο Άνταμ, αλλά δυο μπράτσα την άρπαξαν από το σακάκι και την τράβηξαν πίσω. «Τι στην;...» γύρισε απότομα. «Θα μας περιμένεις εδώ!» την πρόσταξε ο Λουκ σιγανά αλλά με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. «Βρίσκεσαι εδώ μόνο επειδή επέμενες και δεν μπορούσα να φτάσω με άλλο τρόπο. Δε θα πατήσεις πόδι στη στεριά. Με την παραμικρή υπόνοια πως κάτι δεν πάει καλά, πως μας έπιασαν ή κινδυνεύει η επιστροφή, θα τα παρατήσεις όλα και θα σαλπάρεις». «Όχι...» Η Χάριετ τράβηξε το ρούχο της από το κράτημά του, ζωσμένη από φόβο. «Θα περιμένουμε». Ο Λουκ όμως δε σάλεψε. «Με ή χωρίς φορτίο, θα σαλπάρεις. Με ή χωρίς εμένα και τον Άνταμ. Γκέιντι, μ’ α-


276

ANNE O’BRIEN

κούς;» Ύψωσε λίγο τη φωνή του. «Στον παραμικρό κίνδυνο για τον καπετάνιο σου, θ’ ανοιχτείς στη θάλασσα. Παράκουσε τις διαταγές του, αν χρειαστεί. Αλλά δε θα παρακούσεις τις δικές μου!» Ο Γκέιντι ύψωσε τα φρύδια του, αλλά έγνεψε καταφατικά βλέποντας την άγρια λάμψη στα μάτια του Λουκ. «Ναι... μάλιστα... εντιμότατε». Ο Λουκ στράφηκε πάλι στη Χάριετ. «Θέλω το λόγο σου, κάπτεν». Η Χάριετ στέναξε βλέποντάς τον αλύγιστο. «Πολύ καλά, έχεις το λόγο μου... Θα μείνω στο Γκοστ. Αυτός ο άντρας...» Έγνεψε σ’ έναν από τους άντρες του Μαρσέλ, του είπε κάτι στα γαλλικά κι αυτός κούνησε το κεφάλι του «...θα σας πάει, τον Άνταμ κι εσένα, στο πανδοχείο Πουασόν Ρουζ. Θα σας βοηθήσει». Ο Λουκ κοντοστάθηκε μια στιγμή, ενώ ο Άνταμ ακολουθούσε τον οδηγό τους. Το πρόσωπό του διαγραφόταν αδρό στο λιγοστό φως του φεγγαριού. Ήταν πιο σκυθρωπός απ’ όσο τον είχε δει ποτέ. «Ο Θεός να σε φυλάει, κάπτεν». «Κι εσένα». Και, εκπλήσσοντάς την, άρπαξε το χέρι της, που έσφιγγε έναν κάβο, και το έφερε στα χείλη του –μια αβρή κίνηση, λες και βρίσκονταν σε κάποιο αριστοκρατικό σαλόνι του Μέιφερ. «Πρόσεχε, Χάριετ, είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Δε θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου αν πάθεις κάτι». Κι έφυγε, παίρνοντας στο κατόπι τον οδηγό τους, ενώ εκείνη πιέστηκε να διώξει από το μυαλό της το ζεστό του στόμα πάνω στο δέρμα της και να στρέψει την προσοχή της στο φορτίο. Ο Γκέιντι ξεφύσησε βαριά δίπλα της. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε πολύ, κάπτεν. Όπου να ’ναι θ’ ανέβει η παλίρροια». «Μόνο λίγο ακόμα».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

277

Φωνές ξέσπασαν από τη μεριά της πόλης. «Ησυχία!» Η Χάριετ κατέβασε το μπράτσο της και όλοι κούρνιασαν εκεί όπου βρίσκονταν, Γάλλοι και Άγγλοι, στο σκάφος, στην προβλήτα, έγιναν ένα με τις σκιές. Για τον όποιο περίεργο, ήταν απλά ένα άδειο ψαροκάικο και ένα φορτίο που περίμενε. Ο σφυγμός της Χάριετ χτυπούσε στο λαιμό της σαν τα φτερά παγιδευμένου πουλιού. Σε τι κίνδυνο, σε ποια παγίδα πήγαινε να πέσει ο Λουκ; Ο φόβος, ένα μαύρο κενό στην καρδιά της. * * * Βάδιζαν γοργά κατά μήκος της προβλήτας, σταματούσαν πότε πότε στη σκιά και αφουγκράζονταν. Και ύστερα μπροστά τους, με τα παράθυρα φωτισμένα, την πόρτα ορθάνοιχτη, το Πουασόν Ρουζ. Ο Λουκ ξεφύσησε, με απέχθεια και ανακούφιση μαζί. Κανόνια να έπεφταν στο λιμάνι, δε θα έπαιρναν είδηση οι θαμώνες τούτης της ταβέρνας. Βραχνές φωνές, παράφωνα τραγούδια, ο στριγκός ήχος ενός βιολιού, μια φλογέρα. Το τσιριχτό γέλιο μιας γυναίκας. Ξεφάντωναν μ’ ένα απύθμενο βαρέλι ποτό. Κανένας δεν πήρε είδηση πως πλησίαζαν μέσα στο γενικό σαματά, αλλά πώς στο διάβολο θα έβρισκαν πού βρισκόταν μια γυναίκα κι ένα παιδί μέσα σ’ αυτόν το χαλασμό; Έγνεψε στον Άνταμ να προχωρήσει μπροστά και ύστερα τον συνάντησε στο πλάι του πανδοχείου. Δεν έπρεπε να σκέφτεται τη Χάριετ που περίμενε στο Γκοστ. Η δύσκολη, ισχυρογνώμων, η πεισματάρα Χάριετ. Η τόσο αγαπημένη του Χάριετ! Αν πάθαινε κάτι, δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του. Αρκεί να υπάκουε τις διαταγές του... Κόλλησαν τις πλάτες τους στον ξύλινο τοίχο, κάτω από τη σκοτεινή προεξοχή της στέγης της ταβέρνας. Δυο ά-


278

ANNE O’BRIEN

ντρες φύλαγαν στην πόρτα. Σωριασμένοι και οι δυο σε σκαμνιά, τύφλα στο μεθύσι. Δε θα ήταν δύσκολο να τους ξεφορτωθούν. Ο Λουκ έγνεψε στο Γάλλο οδηγό τους να πλησιάσει, να τους απασχολήσει, ενώ έβγαζε δυο πιστόλες από τις βαθιές τσέπες του πανωφοριού του. Ο λαθρέμπορος ύψωσε τους ώμους κεφάτος και προχώρησε. «Καλησπέρα σας, κύριοι. Έχω εδώ ένα όμορφο κορίτσι να σας κρατήσει συντροφιά. Ελάτε να δείτε...» Οι δυο μεθυσμένοι σηκώθηκαν παραπαίοντας και σύρθηκαν ως εκεί που περίμεναν ο Λουκ και ο Άνταμ. Ίσα που στέκονταν στα πόδια τους. Ο Λουκ άρπαξε τον έναν από το γιακά και του κατάφερε μια στο κεφάλι, με τη λαβή του περιστρόφου, σωριάζοντάς τον καταγής. Ο Άνταμ ανέλαβε τον δεύτερο. «Το μπράντι έκανε τη δουλειά για μας. Να ήταν και τα υπόλοιπα τόσο εύκολα!» Έσυραν τα αναίσθητα σώματα παράμερα στη σκιά. Δεν είχαν χρόνο να τους δέσουν ή να τους φιμώσουν. Παρακαλούσαν το Θεό να βρουν γρήγορα το κορίτσι. Ο Λουκ έσκυψε και κοίταξε από το βρομερό τζάμι ενός παράθυρου. Μια βαριά μπόχα από τη ζέστη και το πιοτό. Πλάι στη φωτιά καθόταν ένας άντρας, που τον αναγνώρισε αμέσως, μ’ ένα ποτήρι στο ένα χέρι, το άλλο μπράτσο περασμένο γύρω από τη μέση μιας σερβιτόρας που χαχάνιζε. Ο Ζαν-Ζακ Νουάρ. Ούτε ίχνος από μια κοπέλα με μωρό. Πώς να ήταν εκεί; «Μεσιέ, Λουκ». «Τι;» Ο ψίθυρος πίσω του τον έκανε να τιναχτεί. Γύρισε απότομα σφίγγοντας το πιστόλι του. «Γιατί αργήσατε τόσο;» Ένας χείμαρρος από μαύρα μαλλιά. Ένα πλατύ χαμόγελο. «Μεσιέ Ανρί! Δόξα τω Θεώ!» «Σας περίμενα από τότε που σας έστειλα τα νέα για την κυρία... τρεις νύχτες τώρα, περίμενα. Τι σας καθυστέρησε;


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

279

Αλλά δεν πειράζει...» κούνησε το χέρι του. «Εδώ, κάποιος για σας». Στο σινιάλο του, από το σκοτεινό σοκάκι στο πλάι του πανδοχείου, ξεπρόβαλλε μια λιγνή μορφή μ’ έναν μπόγο σφιγμένο στον ώμο. Ο Λουκ ανάσανε αργά. «Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος;» Μια αχνή φωνή, κάτι περισσότερο από ψίθυρος. «Με νον, μεσιέ! Όχι, κύριε! Μαρί-Κλοντ Χόλαστον». Ήταν αρκετό. Δεν υπήρχε χρόνος για περισσότερα. Πρώτα δράση και ύστερα ερωτήσεις, αποφάσισε ο Λουκ. «Πάμε», πρόσταξε πιάνοντας το κορίτσι από το μπράτσο. Και κίνησαν για την προκυμαία, για το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ, για την ελευθερία. * * * «Άκου!» Από το κατάστρωμα του Γκοστ, η Χάριετ ύψωσε το κεφάλι της, ευαίσθητη σε κάθε θόρυβο. «Τι είναι;» Ο Μαρσέλ βρέθηκε στη στιγμή στο πλευρό της. «Σε τι δουλειά μπλέχτηκε η ευγένειά του;» «Να εμποδίσει τον Ζαν-Ζακ Νουάρ να απαγάγει μια αθώα κοπέλα». Ο Μαρσέλ γρύλισε. «Αλήθεια; Τότε με μεγάλη μας χαρά να το σταματήσουμε το κάθαρμα!» «Ίσως χρειαστεί». Η Χάριετ άκουσε τρεχαλητό. «Ξεσήκωσε τους άντρες σου, Μαρσέλ, αν θέλεις». Μ’ ένα κοφτό γνέψιμο, ο Μαρσέλ άρχισε να πετάει οδηγίες στα γρήγορα, χαμηλόφωνα. Τα βήματα δυνάμωναν σε κάθε δευτερόλεπτο. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων πλησίαζε. Η Χάριετ, με την καρδιά να βροντάει και το στόμα ξερό, τράβηξε ένα μακρυλέπιδο μαχαίρι από την μπότα της και στράφηκε να τους αντιμετωπίσει. Ήταν τόσο δύσκολο ν’ αναγνωρίσει ποιος ήταν ποιος. Τέντωσε τα μάτια της καθώς ένα συννεφάκι άφηνε να πέσει μια αχτίδα φεγ-


280

ANNE O’BRIEN

γαριού. Και να, εκεί ήταν ο Λουκ, μπροστά με το πιστόλι στο χέρι. Ο Γάλλος λαθρέμπορος κουβαλούσε ένα μπογαλάκι σφιγμένο στο στήθος του, ενώ ο Άνταμ είχε το μπράτσο του γύρω από μια κουκουλωμένη μικροκαμωμένη φιγούρα και την παρότρυνε να τρέξει. Και ένας άλλος άντρας. Ο Ζαν-Ζακ Νουάρ; Όχι... Ο Λουκ αντάλλαξε δυο λόγια μαζί του πάνω από το κεφάλι της κουκουλωμένης φιγούρας και ο άντρας έγνεψε. Και ύστερα, ήταν όλοι εκεί, στην προβλήτα, πλάι στο Γκοστ, ξέπνοοι. «Την πήραμε». Ο Λουκ έσπρωξε απαλά την κουκουλωμένη μορφή προς τη Χάριετ και το σκάφος που περίμενε κι έδωσε το χέρι στον άντρα που τους συνόδευε. «Λοχαγέ Ανρί, τις άπειρες ευχαριστίες μου». «Χαρά μου που σας φάνηκα χρήσιμος, μεσιέ Λουκ». Υποκλίθηκε με στρατιωτική ακρίβεια. «Ήταν αρκετά εύκολο να ειδοποιήσω την κυρία να είναι έτοιμη. Κατά τ’ άλλα... η τύχη έβαλε το χέρι της, κράτησε τον Νουάρ και τους μπράβους του απασχολημένος μ’ ένα βαρελάκι μπράντι». Ο Ανρί χαμογέλασε κυνικά. «Είναι θαύμα που ένα τόσο μεγάλο βαρελάκι βρήκε το δρόμο του για το Πουασόν Ρουζ τρεις νύχτες στη σειρά, αυτό το συγκεκριμένο διάστημα! Αυτό μου το χρωστάτε, μεσιέ Λουκ. Και τώρα πηγαίνετε πριν... α! Πολύ αργά!» Φωνές που πλησίαζαν. Ένας πυροβολισμός. «Κάποιος μας είδε και σήμανε συναγερμό», παρατήρησε ο λοχαγός λακωνικά. «Αναμενόμενο...» «Βάλε τους στο πλοίο...» πρόσταξε ο Λουκ. Αλλά οι πυροβολισμοί επαναλήφθηκαν, πιο κοντά τώρα... «Πολύ αργά, πέστε κάτω!» Έσπρωξε τη γυναίκα να γονατίσει πίσω από τα δέματα με το τσάι, καθώς και το λαθρέμπορο που κρατούσε το παιδί, ενώ δεν τραβούσε το βλέμμα του από τη φιγούρα της Χάριετ, στο σκάφος ακόμα, που έμενε, όπως την είχε


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

281

διατάξει, καθισμένη στη σκιά του καταρτιού. Αρκεί να μπορούσε να την προστατέψει... Ύστερα όλη η προσοχή του στράφηκε στη συμμορία που πλησίαζε, έτοιμος να τους αντιμετωπίσει με τον Άνταμ και το λοχαγό Ανρί στο πλευρό του. Θα γλίτωναν από αυτή την περιπέτεια, θα τους γύριζε όλους πίσω με ασφάλεια; Δεν είχε όμως χρόνο να σκεφτεί τίποτ’ άλλο, γιατί ο εχθρός ήταν εκεί. Ο ΖανΖακ Νουάρ. Κοντός, γεροδεμένος, με το πιστόλι στο χέρι, και μια ομάδα εύσωμους τύπους με ρόπαλα και μαχαίρια στην πλάτη του. Αν και λαχανιασμένος, ο Νουάρ έριξε πίσω το κεφάλι του και γέλασε. Όλοι οι μύες του Λουκ τσιτώθηκαν, αλλά στάθηκε και περίμενε, σιωπηλός, σαν να τον προκαλούσε. «Πολύ έξυπνο, μυλόρδε», σφύριξε ο Νουάρ στ’ αγγλικά. «Δική σου ιδέα ήταν να φυτέψεις το μπράντι;» Ένας ζωώδης μορφασμός παραμόρφωσε το πρόσωπό του. «Δε θα την πάρεις, Βένμορ. Όχι χωρίς να πληρώσεις. Θα σε κάνω να πληρώσεις ακριβά την πονηριά σου. Και ξέρεις το κόστος αν δε δώσεις το χρυσάφι». «Το χρυσάφι δε θα μπει στις τσέπες σου», του φώναξε ο Λουκ. «Η κυρία θα έρθει μαζί μου στην Αγγλία». «Αν αντισταθείς, θα της ρίξω, πρώτα σ’ αυτήν και ύστερα στο παιδί». Ο Νουάρ ύψωσε το πιστόλι του. «Και ύστερα μπορεί να ρίξω και σ’ εσένα, που μ’ έβαλες σε τόσο μπελά χωρίς κέρδος». «Μα αν πυροβολήσεις τη γυναίκα, τι εργαλείο θα έχεις να διαπραγματευτείς;» τον ρώτησε ο Λουκ ήρεμα λες και συζητούσε για την αγορά ενός αλόγου, αλλά ύψωσε κι εκείνος το πιστόλι του. «Πάω στοίχημα πως η σφαίρα μου θα βρει τη μαύρη καρδιά σου πρώτα». «Χα! Δε θα το ρισκάρεις, Βένμορ. Όχι αν το παιδί είναι το κουτάβι του αδερφού σου. Δώσε μου την πίσω και μπο-


282

ANNE O’BRIEN

ρεί να σε αφήσω να φύγεις». Για πρώτη φορά μια νότα ανησυχίας ακούστηκε στη φωνή του Νουάρ. «Μπορεί και να διαπραγματευτώ την αξία της όμορφης χήρας... προς όφελός σου». «Και γιατί να σε εμπιστευτώ; Δε θα την άφηνα ποτέ στα χέρια σου!» «Αρκετά! Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε. Δώσε την! Τώρα!» Ο Νουάρ είχε χάσει την υπομονή του. Κούνησε το πιστόλι του γνέφοντας στους άντρες του. «Σκοτώστε όποιον σταθεί στο δρόμο σας». Καθώς ο Λουκ χαμήλωνε το όπλο του στο ύψος του Νουάρ αντιλήφθηκε ξαφνικά μια κίνηση πίσω από τον ώμο του. Η Χάριετ! Μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι που η λάμα του γυάλιζε στο φως του φεγγαριού. Ο φόβος τού έσφιξε την κοιλιά τη στιγμή που θαύμαζε το κουράγιο της. Είχε σπεύσει σε βοήθειά του, παρά τον κίνδυνο, παρά τις διαταγές του. Μα την πίστη του, του ερχόταν να τη χτυπήσει για την ισχυρογνωμοσύνη της!... Μα την πίστη του... την αγαπούσε! «Πριν κάνεις κάτι τόσο απερίσκεπτο, μεσιέ Νουάρ...» Η φωνή της ακούστηκε σταθερή, χωρίς ίχνος φόβου «...θα έπρεπε να δεις, εσύ και τα κουμάσια σου, ότι δεν είμαστε μόνοι εδώ». «Παλιό κόλπο», κάγχασε ο Νουάρ, «δε θα ξεγελάσει κανέναν». «Έτσι λες, μεσιέ; Λες να το έχουμε οργανώσει τόσο άσχημα ώστε να πέσουμε στην παγίδα σου; Κοίτα γύρω σου!» Οι σκιές σάλεψαν, έγιναν συμπαγείς μορφές. Ο Λουκ κράτησε την ανάσα του βλέποντας τι είχαν σκαρώσει η Χάριετ και ο Μαρσέλ. Πίσω από τον Νουάρ, οι λαθρέμποροι του Μαρσέλ κινιόνταν γρήγορα και τον κύκλωναν. Ο Λουκ γέλασε σιγανά πλημμυρισμένος από ανακού-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

283

φιση και σεβασμό. Η Χάριετ δεν είχε σπεύσει μόνο στο πλευρό του, αλλά είχε στήσει και μια όμορφη παγίδα. Έπιασε τη ματιά της και μια φλόγα σπίθισε ανάμεσά του. Αυτά όμως για αργότερα. Για την ώρα... «Επίθεση, φίλοι μου!» γρύλισε. Και στην προβλήτα ξέσπασε μάχη. Ο Λουκ με μια άκομψη σπρωξιά πέταξε τη Χάριετ πίσω από τα εμπορεύματα που περίμεναν, πριν ριχτεί στο χαλασμό. Χτυπήματα εξαπολύονταν δεξιά αριστερά μαζί με κραυγές, βογκητά και βρισιές αλλά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το τελικό αποτέλεσμα. Το μπράντι του λοχαγού Ανρί είχε κάνει καλή δουλειά και οι μεθυσμένοι κακοποιοί αφοπλίστηκαν στα γρήγορα από τους ενθουσιώδεις λαθρεμπόρους. Όταν ο Νουάρ ύψωσε το πιστόλι του, απελπισμένος, ο Λουκ δε δίστασε να χρησιμοποιήσει το δικό του. Χτυπημένος στον αγκώνα, ο Νουάρ ούρλιαξε και πέταξε το όπλο του, καθώς τον άρπαζαν και τον ακινητοποιούσαν δυο λαθρέμποροι. Ο Λουκ μάζεψε το πιστόλι του Νουάρ από το έδαφος. «Έχασες το παιχνίδι, μεσιέ», παρατήρησε. Η φωνή του ήταν ήπια, οι πράξεις του αυστηρά ελεγχόμενες. «Το έπαθλο είναι δικό μου. Μίλησες για πονηριά και όμως την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, με λήστεψες και μου φύτεψες μια σφαίρα στο μπράτσο. Ήταν βλακεία σου να προσπαθήσεις να με παγιδέψεις για δεύτερη φορά». «Ανάθεμά σε, προδότη Εγγλέζε!» Ο Νουάρ έφτυσε στο λιθόστρωτο της προβλήτας. «Τι θέλετε να τους κάνουμε αυτούς, μυλόρδε;» ρώτησε ο Μαρσέλ με μια επικίνδυνη λάμψη στα μάτια. «Να τους ξεκάνουμε όλους;» «Γιατί όχι;» απάντησε ο Λουκ απολαμβάνοντας το φόβο που απλώθηκε στη συμμορία. «Δεν τους αξίζει τίποτα καλύτερο για τη δυστυχία που προκάλεσαν». Για μια στιγμή, τα μάτια του άστραψαν από παγερή μανία. Ήταν ικα-


284

ANNE O’BRIEN

νός, εκείνη τη στιγμή, να σκοτώσει εν ψυχρώ. Αλλά ήταν μόνο μια στιγμή. «Άφησέ τον!» πρόσταξε. «Έ, όχι κι έτσι», είπε ο Μαρσέλ και κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας. «Να τον περιποιηθούμε λίγο που μας ταλαιπώρησε...» «Άφησέ τον», επανέλαβε ο Λουκ. Ο τόνος του ήταν τόσο επιτακτικός, που οι λαθρέμποροι τον άφησαν κι έκαναν πίσω. «Τι θα κάνεις; Θα με πυροβολήσεις εν ψυχρώ;» είπε ο Νουάρ, σταχτής από το φόβο του. «Όχι, για όνομα του Θεού. Έχω μεγάλη διάθεση να το κάνω, αλλά όχι...» Προχώρησε αργά προς το μέρος του. Δε θα έβαφε τα χέρια του με αίμα. «Ο μεσιέ Μαρσέλ θέλει λίγη ψυχαγωγία... Ελπίζω να ξέρεις κολύμπι». Η γροθιά του πέτυχε τον Νουάρ στο πιγούνι, τόσο δυνατή που ο άντρας τρέκλισε προς τα πίσω κι έπεσε στα βρόμικα νερά του λιμανιού μ’ ένα δυνατό παφλασμό. Μια κραυγή ενθουσιασμού υψώθηκε από τους λαθρέμπορους που έσπευσαν να ξαποστείλουν και την υπόλοιπη παρέα του Νουάρ στο νερό, μαζί του. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Η Χάριετ δεν είχε περιθώριο να θαυμάσει την τελική ταπείνωση του εχθρού του Λουκ. Όχι αίμα, όχι αιχμαλωσία για να θρέψει ένα μάρτυρα, αλλά ένα καλό μούλιασμα στις βρομιές και τα σκουπίδια του λιμανιού, ένα εξευτελιστικό σκαρφάλωμα στην προβλήτα. Ένα καλό ρεζιλίκι. Η Χάριετ ένιωθε το αίμα να κυλάει καυτό στις φλέβες της καθώς άρπαζε τη γυναίκα από το μπράτσο για να τη βοηθήσει ν’ ανέβει στο Γκοστ. Τη βόλεψε όσο καλύτερα μπορούσε δίπλα σε κάτι καραβόπανα στην πρύμνη και ύστερα πήρε το μπογαλάκι που κλαψούρισε από τον Άνταμ και το παρέδωσε στις φροντίδες της μητέρας του. «Μερσί, μεσιέ», ψέλλισε η κοπέλα διστακτικά.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

285

Και η Χάριετ της έσφιξε το χέρι, ενώ ο Λουκ αποχαιρετούσε το λοχαγό Ανρί στην προβλήτα. «Όταν τελειώσει ο πόλεμος, έλα να με βρεις στο Λονδίνο. Σου οφείλω πολλά, θα είμαι πάντα υπόχρεος». «Θα έρθω, κύριε». «Δεν έχουμε ώρα...» τους διέκοψε ο Τζορτζ με το μάτι στο νερό που φούσκωνε. «Ανεβαίνει η παλίρροια». Και ο Λουκ βρέθηκε στο πλευρό της, με μάτια που έλαμπαν, ξεχνώντας μέσα στη συγκίνηση της επιτυχίας την ανυπακοή της. «Τα καταφέραμε. Δόξα τω Θεώ, τα καταφέραμε!» Ο Μαρσέλ ύψωσε το χέρι του να τους χαιρετήσει, «Ορεβουάρ. Κάνουμε πάντα καλές δουλειές μαζί, Κάπτεν Χάρι. Μυλόρδε, τον χαρήκαμε τον καβγά! Θα τα ξαναπούμε». «Αντίο, Μαρσέλ». Η Χάριετ του κούνησε το χέρι. Δε θα υπήρχε επόμενη φορά. Το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ σαλπάρισε από το λιμάνι για το γυρισμό στην πατρίδα. Η Χάριετ έστρεψε το πρόσωπό της στον άνεμο. Το πλήρωμα ήταν ασφαλές, είχαν σώσει την κοπέλα, ο Νουάρ είχε κατατροπωθεί. Έπρεπε να χαίρεται. Τότε γιατί ένιωθε σαν όλος ο κόσμος της να είχε βουλιάξει κάτω από τα πόδια της; * * * Ο κόλπος μπορεί να ήταν αθέατος στο σκοτάδι, αλλά η λάμπα από το Δωμάτιο του Πύργου του Λίντγιαρντ’ς Πράιντ έφεγγε σταθερά, γνέφοντάς τους, καλωσορίζοντάς τους στην πατρίδα, σ’ ένα ασφαλές αραξοβόλι. Ένας αέρας ανάδευε τη θάλασσα και αγρίευε από λεπτό σε λεπτό. Ο Λουκ στύλωνε το βλέμμα του στο φως και η ανακούφιση κυλούσε γλυκά στις φλέβες του τώρα που η γυναίκα και το παιδί ήταν κάτω από τη δική του φροντίδα. Το αν ήταν


286

ANNE O’BRIEN

όντως η χήρα του Μάρκους... αυτό δεν το είχε ανακαλύψει ακόμα –ένα επικίνδυνο ταξίδι μ’ ένα ανοιχτό σκάφος δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος γι’ ανταλλαγή πληροφοριών–, αλλά δε βρίσκονταν πια στον έλεγχο και την κυριαρχία του Νουάρ. Ωστόσο η γλύκα της ανακούφισης δεν κράτησε πολύ, τη θέση της πήρε η πίκρα της απώλειας, όταν το βλέμμα του στράφηκε στη φιγούρα που στεκόταν μπροστά στο ιστίο. Μπορεί να είχε λύσει το ένα πρόβλημα, να είχε απαλλαγεί από ένα βάρος που τον βασάνιζε ολόκληρες βδομάδες, αλλά ένα άλλο πολύ μεγαλύτερο και πιο προσωπικό διαγραφόταν απειλητικά στον ορίζοντα. Η λύπη και η μεταμέλεια βάραιναν πάνω του. Βρήκε πέρασμα ανάμεσα στα στοιβαγμένα εμπορεύματα και την πλησίασε. «Χάριετ». Στράφηκε ξαφνιασμένη. Ύψωσε το χέρι της, αρνητικά. «Όχι... όχι εδώ». «Κάπτεν Χάρι, τότε, αν προτιμάς». Δεν μπορούσε να χαμογελάσει. «Τι;» Η προσοχή της ήταν αλλού, στη φουσκοθαλασσιά, στον αέρα που δυνάμωνε, στην αποβίβαση που πλησίαζε. Ο Λουκ ήξερε πως έπρεπε να υποχωρήσει, αλλά δεν μπορούσε. «Δεν μπορεί να περιμένει;» «Όχι. Πρέπει να ειπωθεί τώρα. Ό,τι και αν συμβεί...» «Ξέρω, είσαι ευγνώμων. Μου το είπες. Τώρα, είμαι απασχολημένη». Δεν το έβαλε κάτω. «Ναι, έχεις την ευγνωμοσύνη μου, αλλά είναι ανάγκη να...» «Δεν είναι ανάγκη να πεις περισσότερα». Τα μάτια της έλαμπαν, σκληρά σαν διαμάντια. Την είχε εύκολη την προσταγή, τα λόγια κοφτά, η ράχη στητή, καπετάνισσα με τα όλα της. «Έχεις την κοπέλα και το παιδί. Αν είναι η χή-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

287

ρα του Μάρκους, τότε έχεις κερδίσει μια νίκη». Έκανε να ξεμακρύνει προς την πλώρη. Αν και ενοχλημένος που δεν ήθελε να τον ακούσει, ο Λουκ δεν μπορούσε να μη σκεφτεί πόσο υπέροχη ήταν, πόσο αποφασισμένη να φέρει μ’ επιτυχία σε πέρας αυτή την επιχείρηση –γι’ αυτόν. Πώς δεν είχε προσέξει πότε πόσο αισθησιακό ήταν το στόμα της; Την ένιωθε τόσο έντονα, η παρουσία της γέμιζε όλο το κορμί του με αγάπη. Μια ζεστασιά κατακάθιζε ως το μεδούλι του και τούτη τη στιγμή σκέπαζε όλη την υπερένταση και το άγχος των τελευταίων ημερών. Χωρίς να σκεφτεί πού βρίσκονταν, το πλήρωμα γύρω τους, την έπιασε από τον καρπό, την κράτησε γερά την τράβηξε και την έσυρε στην αγκαλιά του. «Όχι!...» «Ναι! Κάπτεν Χάρι». Αντιλαμβανόταν το παράλογο της στιγμής καθώς το στόμα του σφράγιζε το δικό της και ο πόθος κυρίευε το κορμί του. Με τον άνεμο που όλο και δυνάμωνε να τους σφυροκοπάει, πιτσιλισμένοι από τον αφρό... κι εκείνος την έσφιγγε πάνω του καθώς τα χείλη της χώριζαν κάτω από τη δύναμη των δικών του, από τη γλώσσα του που διεκδικούσε τη δική της. Γεύτηκε την αλμύρα στο πρόσωπό της, τη φλόγα των χειλιών της. Όπως τη νύχτα του γάμου τους, στο Δωμάτιο του Πύργου, υγρό πυρ, μια καυτή ενέργεια κυλούσε μέσα του που τη μετέδιδε και σ’ εκείνη. Τα μπράτσα του ήταν σαν ατσάλινη μέγγενη που δεν άφηνε κενό ανάμεσά τους. Και η Χάριετ κρεμόταν πάνω του. Την ένιωθε ν’ ανταποκρίνεται, το κορμί της κολλημένο στο δικό του. Ώσπου ένα σκαμπανέβασμα του σκάφους τους τράνταξε και τον ανάγκασε να υψώσει το κεφάλι του. Και όμως τα μάτια του αιχμαλώτιζαν τα δικά της, άγρια σαν γερακιού, σκοτεινά από πόθο, ακόμα και καθώς πάλευαν να βρουν την ισορροπία τους.


288

ANNE O’BRIEN

«Ό,τι και αν συμβεί στη συνέχεια...» η φωνή του ακούστηκε τραχιά πάνω από μουγκρητό του αέρα «...μην ξεχνάς... Μην ξεχάσεις τι υπήρχε ανάμεσά μας. Πώς σ’ έκανα να νιώθεις». Τι τον έσπρωξε να το πει αυτό, δεν είχε ιδέα. Να της θυμίσει τη φλόγα, το πάθος που είχαν βρει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, τη θύελλα του πόθου που τους συγκλόνιζε, ακόμα και όταν σχεδίαζαν τον τελικό αποχωρισμό τους. Φανερά σαστισμένη, η Χάριετ έφερε το ένα χέρι στα χείλη της, ενώ με το άλλο γαντζωνόταν πάνω του. «Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ...» Σ’ αγαπώ, Χάριετ, σε λατρεύω... τα λόγια σχηματίστηκαν στο μυαλό του και θα τα είχε ξεστομίσει με υπόκρουση τον άνεμο. «Κάπτεν Χάρι!» Ο Τζορτζ Γκέιντι έβηξε διακριτικά. «Φώτα στον γκρεμό... και στο μονοπάτι που κατηφορίζει στον κόλπο... αλλά το σινιάλο από τον Πύργο σταθερό –όλα καλά, λέει». Ο Λουκ ένιωσε όλους τους μυς του κορμιού του να τεντώνονται σαν χορδές. Η Χάριετ τραβήχτηκε από την αγκαλιά του κι εκείνος την άφησε. «Κοίτα!» Ο Τζορτζ έδειξε τα φωτάκια σαν κεφαλάκια καρφίτσας. «Τι λες, κάπτεν;» Ο Λουκ ένιωσε το χέρι της να σφίγγει σπασμωδικά το μπράτσο του. Η απάντησή της μπορεί να ακούστηκε σοβαρή, αλλά εκείνος ένιωσε το φόβο να σφίγγει σαν κόμπος τα σωθικά του. «Λέω πως ο λοχαγός Ρόντμελ και οι άντρες του ήρθαν να μας υποδεχτούν». «Νόμιζα πως η δουλειά του Έλερντιν ήταν να μας προειδοποιήσει», παρατήρησε ο Λουκ διατυπώνοντας τη σκέψη όλων τους. «Ναι, αυτή είναι», παραδέχτηκε η Χάριετ άγρια. Έ-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

289

στρεψε το βλέμμα της από τη σειρά φωτάκια που τρεμόπαιζαν στα βράχια στον Λουκ. «Πρέπει να βγάλουμε έξω αυτό το σκάφος, το πλήρωμά του –και το φορτίο του– με ασφάλεια. Είναι πολύ αργά για να βάλουμε ρότα για τον επόμενο κόλπο... έρχεται καταιγίδα. Έχουμε δύσκολη δουλειά μπροστά μας, αν είναι να τα φέρουμε όλα σε πέρας σωστά». Ο Τζορτζ είχε καταπιαστεί κιόλας με βαρίδια και σκοινιά, τα έδενε στα βαρέλια. Η Χάριετ πήγε να τον βοηθήσει. Ο Λουκ άπλωσε το χέρι του και τη σταμάτησε. «Κάπτεν, πες μου τι θέλεις από μένα και θα το κάνω. Μπορεί να μην είμαι ναυτικός, αλλά μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο από το να κάθομαι και να περιμένω». Ένα χαμόγελο έσπασε την ένταση. Ο Λουκ ένιωσε τη ζεστασιά του. Του κράτησε το χέρι σφιχτά για μια στιγμή. «Πιάσε αυτό το σκοινί και κάνε ό,τι σου λέει ο Τζορτζ. Η επόμενη ώρα θα είναι πυρετώδης και επικίνδυνη, όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Καλώς όρισες στην αδελφότητα των Ελεύθερων Εμπόρων, λόρδε Βένμορ!» * * * Η Χάριετ αγωνιζόταν να κρατήσει το κεφάλι της καθαρό και να σκεφτεί όλες τις επιλογές. Δεν είχε πολλές. Καμιά, στην πραγματικότητα. Ο θυμός και η έκπληξη πάλευαν μέσα της. Ποτέ δεν είχε πάει τόσο άσχημα ένα ταξίδι, τα σινιάλα δεν ήταν ποτέ τόσο επικίνδυνα αντιφατικά. Η λάμπα στον Πύργο έφεγγε, σίγουρο σημάδι, ενώ τα φώτα στο βράχο, τόσα πολλά, δεν μπορεί να ήταν τίποτ’ άλλο εκτός από τους τελωνοφύλακες. Η ασφάλεια όλων, του πληρώματος, της Γαλλίδας χήρας και του παιδιού της, του Άνταμ και του Λουκ φυσικά, κρεμόταν στα χέρια της. Για τ’ όνομα του Θεού, τι έκανε ο Ζαν, πού είχε το


290

ANNE O’BRIEN

μυαλό του; Γιατί δεν έστειλε κάποια προειδοποίηση; Αφού μπορούσε αυτή να δει τη Δίωξη, πρέπει να την είχε δει κι εκείνος. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να στείλει ένα παιδί στον Γουίγκινς, που με τη σειρά του θα προχωρούσε αμέσως στο προειδοποιητικό σινιάλο. Δεν είχε ώρα να το σκεφτεί αυτό τώρα. Έγνεψε στον Τζορτζ που δε χρειαζόταν τη συμβουλή της. Πρέπει να είχε δει κι αυτός την αναγκαιότητα. «Να φουντάρουμε το “πράγμα”;» τη ρώτησε. «Ναι, και γρήγορα. Πρέπει να φτάσουμε στην ακτή πριν από τους δραγόνους». Το είχε ξανακάνει μόνο μια φορά ως τώρα, αλλά είχε εμπιστοσύνη στο πλήρωμά της. Και τώρα είχε παραπανίσια χέρια να βοηθήσουν. Πρόφτασε να ρίξει μια ματιά στη γυναίκα και το παιδί, ζαρωμένη κάτω από μια καραβίσια κάπα στην πρύμνη. Αρκετά ασφαλής. Και ήταν και ο Λουκ που έβριζε καθώς οι θηλιές του βρεγμένου σκοινιού σφίγγονταν γύρω από τα δάχτυλά του, ενώ αγωνιζόταν να κρατήσει την ισορροπία του κόντρα στα κύματα. Θα τα κατάφερνε αρκετά καλά, όπως ο οποιοσδήποτε ναυτικός, ακολουθώντας τις διαταγές. Ο λαιμός της σφίχτηκε καθώς τον παρακολουθούσε να τεντώνεται και να τραβάει ένα δύστροπο βαρέλι. Θα μπορούσε να δεχτεί, πράγματι, να ζήσει μόνη, χωρίς αυτόν; Αργότερα... Αυτά ήταν γι’ αργότερα... Γύρισε να ρίξει μια ματιά στον Άνταμ που μέσα στην έξαψη της δράσης είχε ξεχάσει το ανακατεμένο στομάχι του. Δεν είχε τίποτ’ άλλο να σκεφτεί, παρά μόνον τη δουλειά μπροστά τους. Το μικρό ιστιοφόρο, με την άγκυρα ριγμένη, σκαμπανέβαζε στα κύματα καθώς τα βαρέλια, δεμένα το ένα μετά το άλλο, με μια βαριά πέτρα στη μια άκρη, ρίχνονταν από το πλάι του πλεούμενου στο νερό.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

291

«Πώς θα ξέρετε πού είναι;» ρώτησε ο Λουκ λαχανιασμένος από την άσκηση, μουσκεμένος ως το κόκαλο όπως όλοι, με τα μαλλιά κολλημένα στο κρανίο, αλλά πάντα πανέμορφος στα μάτια της. Η απάντηση ήρθε από τον Άνταμ που είχε τα χέρια του γεμάτα. «Αυτό. Ο Γκάμπριελ είπε να χρησιμοποιήσουμε αυτό». «Άσε να το δέσω εγώ, παλικάρι μου». Ο Τζορτζ τον έσπρωξε στο πλάι χωρίς ενδοιασμούς. «Αν ξελυθεί, τα χάνουμε όλα. Θέλει γερό δέσιμο και δεν είσαι λαθρέμπορος ακόμα! Σε πέντε έξι χρονάκια, αν μείνεις κοντά μου...» Και ενώ ο Άνταμ χαμογελούσε ο Τζορτζ άρπαξε την άκρη του σκοινιού που ήταν δεμένα τα βαρέλια και έδεσε μια τούφα από φτερά στην άκρη. «Κι έτσι το πουλί θα σημαδεύει το σημείο», συμπέρανε ο Λουκ παρακολουθώντας το να χοροπηδάει στα κύματα. «Ακριβώς», είπε η Χάριετ κι έγνεψε ικανοποιημένη. «Θα έρθουμε να τα μαζέψουμε όταν περάσει ο κίνδυνος. Τώρα βγαίνουμε στη στεριά. Έχουμε ακόμα αυτά να ξεφορτωθούμε». Κοίταξε με ανησυχία καμιά ντουζίνα μικρά δέματα. «Δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο;» «Όχι, είναι δαντέλα, πολύ ευπαθής και τα δέματα δεν είναι αδιάβροχα, αλλά πολύ πολύτιμα για να τα εγκαταλείψουμε, εκτός και αν είναι μεγάλη ανάγκη. Μη φοβάσαι, οι άντρες της Δίωξης καθυστερούν πάντα». Ήλπιζε πως ακουγόταν πιο σίγουρη απ’ όσο ένιωθε. «Αν έχουμε την τύχη με το μέρος μας και τον Ζαν από κοντά, θα έχουμε φύγει ώσπου αυτοί να φτάσουν στην ακτή. Η χήρα σου θα είναι ασφαλής». * * *


292

ANNE O’BRIEN

Έβγαλαν το μικρό ιστιοφόρο στην ακτή πριν γυρίσει ο καιρός, όπως το είχαν κάνει πολλές φορές ως τώρα. Η Χάριετ πήδηξε στα ρηχά να βοηθήσει το πλήρωμα να το τραβήξουν όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Μέσα σε λίγα λεπτά, τα δέματα κείτονταν στα χαλίκια, η χήρα και το παιδί της είχαν μεταφερθεί από εύρωστα μπράτσα. Ένα απόλυτα ύποπτο μπουλούκι, αν τους πρόφταινε ο λοχαγός Ρόντμελ, παραδέχτηκε η Χάριετ. Κοίταξε γύρω της, τα μάτια της της έλεγαν αυτό που είχε φοβηθεί. Ούτε πόνι. Ούτε μεταφορείς. Τι είχε πάει στραβά; Τι έκανε ο Ζαν; Το μυαλό της πάσχισε να πιάσει όλες τις πιθανότητες αλλά απέτυχε. Οι δραγόνοι συνέχιζαν να κατηφορίζουν, με δυσκολία η αλήθεια, το απότομο μονοπάτι του γκρεμού. Άκουγε πέτρες που κατρακυλούσαν κάτω από τα πόδια τους, τις βρισιές τους από τ’ αριστερά. Είχαν ακόμα χρόνο να κρύψουν τα αποδεικτικά στοιχεία. Τα σύννεφα σκίστηκαν, μετακινήθηκαν, το φως του φεγγαριού τους έδινε εύκολο στόχο... Ο Τζορτζ και ο Γκάμπριελ έδεναν κιόλας από δυο μικρά δέματα στο στήθος και την πλάτη κάθε λαθρέμπορου. Η Χάριετ άρπαξε τον Λουκ από το μπράτσο να τραβήξει την προσοχή του, να μην πάρει ο αέρας τα λόγια της. «Λουκ... κι εσύ, Άνταμ... Βοηθήστε τους να μεταφέρουν τα δέματα...» Ένιωσε την αντίστασή του καθώς πετούσε τη διαταγή, πριν ακούσει την οργισμένη απάντησή του που δεν της άφηνε καμιά αμφιβολία. «Δε θα το κάνεις αυτό, Κάπτεν Χάρι! Δε θα με διώξεις με τα λαθραία για να σώσεις το τομάρι μου ενώ εσύ θα μείνεις εδώ να περιμένεις τη Δίωξη. Πιστεύεις πως θα σε άφηνα εδώ μόνη σου, ν’ αντιμετωπίσεις το νόμο; Δε θα το κάνω». «Είναι ανάγκη να μεταφέρεις τα δέματα», τον αντέκρουσε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ενώ το τριζοβόλημα των


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

293

χαλικιών από αριστερά ακουγόταν πιο κοντά και ο φόβος τής έζωνε τα σπλάχνα. «Δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ». Ο Λουκ την κρατούσε σφιχτά από τους ώμους. «Πρέπει. Ξέρω τι να κάνω, εσύ δεν ξέρεις. Πρέπει να φύγεις...» Ο Λουκ έμεινε αμετακίνητος. «Θα σε βρουν με το σκάφος... ντυμένη αντρικά. Τι θα συμπεράνει ο λοχαγός Ρόντμελ; Μην είσαι ανόητος, Κάπτεν Χάρι, ξέρεις πως θα σε υποπτευθεί αμέσως». «Όχι, έχω ένα σχέδιο...» Το κρακ μιας πιστολιάς ήχησε κοντά, πολύ κοντά, ξαφνιάζοντάς τους. Ερχόταν από τα δεξιά. Άμμος και βότσαλα τινάχτηκαν στα πόδια τους. Και ύστερα, άλλη μια αστραπή κι άλλος ένας ξερός κρότος και τα δύο από τη βάση του γκρεμού, στα δεξιά τους. Και άλλος ένα καταιγισμός άμμου από μια άστοχη σφαίρα. «Για το Θεό! Τι στην;...» φώναξε ο Λουκ γυρνώντας το κεφάλι του. Και η Χάριετ βρέθηκε, σηκωμένη σχεδόν από το έδαφος, με το σώμα του Λουκ να καλύπτει το δικό της καθώς στεκόταν ανάμεσα σ’ αυτήν και τον αθέατο σκοπευτή. Και πάλι ο ξηρός κρότος του πιστολιού. Πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά, και όχι από τη μεριά των αντρών της Δίωξης... Η σκέψη πέρασε από το μυαλό της διώχνοντας όλες τις άλλες. «Πέσε κάτω!» πρόσταξε ο Λουκ. Δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε πεσμένη στα χαλίκια, κάτω από το βάρος του, τη στιγμή ακριβώς που έπεφτε κι ένας τέταρτος πυροβολισμός. Ένας πόνος ξέσκισε τα πλευρά της, αλλά έσφιξε τα δόντια της και δε φώναξε, πήρε μόνο μια βαθιά εισπνοή. Περίμεναν τον επόμενο πυροβολισμό.


294

ANNE O’BRIEN

Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα. Δεν ήρθε. Σφιγμένη στην αγκαλιά του Λουκ, με το πρόσωπό της στο στήθος του, ν’ ανασαίνει τον αλμυρό ιδρώτα του, η Χάριετ ένιωθε παράλογα ασφαλής και προστατευμένη παρά τον κίνδυνο, παρά τον πόνο. Για μια στιγμή έμεινε εκεί, ανίκανη να σκεφτεί, νιώθοντας μόνο τη ζωτική ζεστασιά του και τη σουβλιά στο πλευρό της. Ύστερα, εκείνος ανακάθισε προσεχτικά και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. «Πληγώθηκες;» Έσυρε τα χέρια του από τον ώμο στον καρπό της, στο πρόσωπό της, στα μάγουλα, το σαγόνι της, στις μαύρες μπούκλες που ξέφευγαν από το σκούφο της. «Όχι», του είπε ψέματα, αδίστακτα. «Αλλά εσύ, μήπως χτυπήθηκες;» «Όχι». Άγγιξε το πρόσωπό του, απορώντας που δεν είχε πάθει τίποτα. Είχε πιάσει το αίμα του στα χέρια της, πριν τον αγαπήσει. Πόσο φριχτό θα ήταν, τώρα, που τον αγαπούσε, για όλη της τη ζωή. «Χάριετ... αν πληγωθείς εξαιτίας αυτού του...» «Ε, δεν έχω πληγωθεί...» τον διαβεβαίωσε σιγανά, αλλά επιτακτικά, καταφέρνοντας να κρύψει τον πόνο της. «Άφησέ με να σηκωθώ. Με τσακίζεις πάνω στα χαλίκια». Ο Λουκ σηκώθηκε και την τράβηξε να σηκωθεί κι εκείνη, τινάζοντας την άμμο από πάνω της, ώσπου τον σταμάτησε με το χέρι της, κοιτάζοντάς τον ικετευτικά. «Ξέρω τι να κάνω εδώ. Πήγαινε με τον Τζορτζ στην εκκλησία, πάρε και τον Άνταμ μαζί. Αν θέλεις να βγούμε σώοι και ανέπαφοι από αυτή την ιστορία, μείνε μακριά, ώσπου να τελειώσει. Δε θα μας βγει σε καλό αν πιαστεί ο κόμης του Βένμορ μ’ ένα φορτίο λαθραία. Λουκ! Δε σε θέλω εδώ!» Η καρδιά της σκίρτησε στη σκέψη ότι θα μπορούσε να κείτεται νεκρός, εδώ, στα πόδια της. «Πολύ καλά! Θα φύγω, όχι επειδή το θέλω, αλλά επει-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

295

δή καταλαβαίνω πως έχει κάποια λογική –ή νομίζω πως καταλαβαίνω. Όταν τελειώσει όμως αυτή η ιστορία...» «Όταν τελειώσει, θα το συζητήσουμε», συμπλήρωσε η Χάριετ. «Φύγε τώρα». Τα χέρια του βάραιναν στους ώμους της, ύστερα, τα μπράτσα του σφίχτηκαν γύρω της τόσο, που ο πόνος έγινε ανυπόφορος, το φιλί του τόσο καυτό και άγριο που έκανε το αίμα της να βράζει, πριν ξεμακρύνουν οι λαθρέμποροι στα γρήγορα, φορτωμένοι. Τον ακολούθησε για λίγο με το βλέμμα της. Δεν κινδύνευε τώρα, σίγουρα. Ύστερα, γύρισε την πλάτη της. Η Γαλλίδα χήρα και αυτή είχαν ένα ρόλο να παίξουν. Η Χάριετ έβγαλε το σκούφο και πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά της ώσπου ξεχύθηκαν στους ώμους της. Θα έπιανε. Έψαξε γύρω να δει τι χρειαζόταν, άρπαξε την πεταμένη κάπα και την έριξε πάνω της, τη σκέπασε από το λαιμό ως τα πόδια, κρύβοντας τα ενοχοποιητικά ρούχα και το αίμα που λέκιαζε το σακάκι της. Μπορεί να είχε περάσει απαρατήρητο ως τώρα, αλλά ένιωθε την υγρασία ν’ απλώνεται στο δέρμα της και ο λοχαγός Ρόντμελ είχε αετίσιο μάτι. Έσφιξε τα δόντια της και κάθισε μπροστά στην κοπέλα που την κοίταξε με δέος. Βουβή μπροστά σε όλα όσα είχαν προηγηθεί... θα πρέπει να είχε δει όμως το αγκάλιασμα του Λουκ. Η Χάριετ χαμογέλασε βλέποντας το σοκαρισμένο πρόσωπό της και επιστράτευσε τα γαλλικά της για να της εξηγήσει πιο εύκολα και προσευχήθηκε σιωπηρά να είχε η δεσποινίς Ντε λα Ρος και θάρρος και φαντασία. «Μπονσουάρ, μαντάμ. Με λένε Χάριετ και είστε η Μαρί-Κλοντ, σωστά;» «Μια γυναίκα... α! Μαντάμ; Συγχωρήστε με, δεν ήξερα...»


296

ANNE O’BRIEN

«Δεν έχει σημασία, μπορείς να κλάψεις, Μαρί-Κλοντ; Από φόβο, από ευγνωμοσύνη...» «Ναι... μπορώ, σίγουρα». «Τότε, αυτό είναι που θέλω να κάνεις. Και τώρα άκουσε. Όταν φτάσει ο αξιωματικός της Δίωξης πείσε τον πως είσαι ανήμπορη, αβοήθητη. Κλάψε στο στήθος του, αν χρειαστεί». Χτύπησε ενθαρρυντικά το χέρι του κοριτσιού και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μπορεί να εξαρτηθούν όλα από σένα». «Ναι, μπορώ να το κάνω αυτό». Η προφορά της ήταν ξενική, αλλά τα αγγλικά της τέλεια. «Μα έχετε τραυματιστεί, μαντάμ!» Το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια του. «Δεν είναι τίποτα σοβαρό. Θα το κάνεις;» «Ναι, βέβαια!» Τα μάτια του κοριτσιού άστραψαν. Και η Χάριετ, πιέζοντας τα πλευρά της με το χέρι της κάτω από την κάπα που την τύλιγε, σηκώθηκε ν’ αντιμετωπίσει τους άντρες που πλησίαζαν κάνοντας τα χαλίκια να τρίζουν κάτω από τις μπότες τους. Την επόμενη στιγμή βρέθηκαν περικυκλωμένες από ένοπλους στρατιώτες. Και το λοχαγό Ρόντμελ. «Ακίνητοι!» παραμέρισε τους άντρες του ανοίγοντας δρόμο με τον ώμο του, με το πιστόλι στο χέρι. Σταμάτησε σαν αντίκρισε δυο γυναίκες ολομόναχες στην ακρογιαλιά. «Τι γίνεται εδώ;» Τα μάτια του πέρασαν από τη μια στην άλλη και μετά στο άδειο Λίντγιαρντ’ς Γκοστ, πλάι τους. «Λοχαγέ! Δόξα τω Θεώ! Μπορείτε να μας βοηθήσετε;» Η φωνή της ακούστηκε τσιριχτή, αγωνιώδης. «Να σας βοηθήσω;...» Κοίταξε ολόγυρα, ψάχνοντας για λαθρέμπορους προφανώς, και επειδή δεν είδε κανέναν, φάνηκε ξαφνικά δύσπιστος. Η Χάριετ όρθωσε το ανάστημά της, λες και είχε πληγωθεί η αξιοπρέπειά της. «Είμαι η κόμισσα του Βένμορ. Δε με αναγνωρίσατε ίσως».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

297

«Ξέρω πολύ καλά ποια είστε, μυλαίδη», της πέταξε απότομα. «Θυμάμαι πολύ καλά την ατυχή συνάντησή μας την ημέρα του γάμου σας. Τι κάνετε εδώ;» «Αυτή είναι η ξαδέρφη μου, η Μαρί-Κλοντ». Η Χάριετ τράβηξε μπροστά το κορίτσι που έκλαιγε ήδη. «Μόλις τη σώσαμε από τη μαύρη τύχη της... Την κρατούσε κλεισμένη ο απαίσιος ο άντρας της που της έφαγε την περιουσία της και απειλούσε να της πάρει και το παιδί της. Πρέπει να την πάω στο Πράιντ, αλλά είναι πολύ αδύναμη, δεν μπορεί ν’ ανέβει μόνη την ανηφόρα». Ο λοχαγός κοίταξε δύσπιστα το σκάφος. «Πού είναι το πλήρωμα που την έφερε εδώ;» «Έφυγε! Μας παράτησε!» Η Χάριετ έστριβε τα χέρια της με απόγνωση. «Μας παράτησαν, ζητούσαν περισσότερα χρήματα και δεν είχα να τους τα δώσω. Δεν μπορώ να βοηθήσω μόνη μου τη Μαρί-Κλοντ και το παιδί. Δεν ξέρω τι να κάνω... εκτός και αν με βοηθήσετε». Ένας λυγμός από την κυρία. «Μεσιέ λε Καπιτέν, σ’ιλ βου πλε... Κύριε λοχαγέ, σας παρακαλώ...» Δυο δακρύβρεχτα γαλανά μάτια στυλώθηκαν στο πρόσωπο του λοχαγού... και εκείνος χάθηκε. «Μαντάμ...» Ιππότης ως το κόκαλο, ο λοχαγός έπιασε το ντελικάτο χεράκι που του απλωνόταν. «Τι καλά που είστε εδώ! Βοηθήστε με, κύριε λοχαγέ. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι σκληρός ήταν ο σύζυγός μου. Με χτυπούσε... Ξέρω πως οι Άγγλοι δε θα φέρονταν ποτέ τόσο ελεεινά σε μια κυρία». Και ρίχτηκε στο στήθος του πνιγμένη στο κλάμα, σαν μην την κρατούσαν τα πόδια της. Και σαν συνεννοημένο, το μωρό, παρατημένο προσωρινά πάνω στα βότσαλα, άρχισε να σκούζει. Ο λοχαγός κοίταξε τη Χάριετ πανικόβλητος σχεδόν. «Τι να κάνω για να βοηθήσω, μυλαίδη;»


298

ANNE O’BRIEN

«Πηγαίνετέ μας στο Πράιντ. Δε χρειαζόμαστε τίποτ’ άλλο». Ο λοχαγός εξαπέλυσε διαταγές να βοηθήσουν δυο απροστάτευτες γυναίκες και ένα μωρό ν’ ανηφορίσουν το μονοπάτι ως το σπίτι, στην κορφή του γκρεμού. Το μόνο που είχε να κάνει η Χάριετ ήταν να σφίγγει τα δόντια της για να πνίγει τον πόνο, ν’ αναρωτιέται τι στην ευχή έκανε ο Ζαν και να ευχαριστεί το Θεό που ο Λουκ ήταν μακριά και ασφαλής.


ÊåöÜëáéï 12

Ο Λουκ προσπάθησε να μετακινηθεί, να τεντώσει τα μουδιασμένα μέλη του, αλλά ανακάλυψε και πάλι πως δεν μπορούσε. Στενός χώρος, περιορισμένος, πέτρινοι τοίχοι ολόγυρα. Σαν τάφος. Που αυτό ήταν στην πραγματικότητα. Σκόνη αράχνες και ιστοί, αλλά όχι οστά. Δόξα τω Θεώ! Και μαζί του κάμποσα δέματα με πολύτιμη γαλλική δαντέλα, χωμένα κάτω από τον ώμο και το μηρό του, που περιόριζαν ακόμα περισσότερο τις κινήσεις του. Μα τους διαβόλους της κόλασης! Τέντωσε τους μυς του αυχένα του, κούνησε τους ώμους του. Δε θα το ευχόταν αυτό ούτε στον χειρότερο εχθρό του. Αυτός ο εγκλεισμός, θαμμένος ζωντανός σ’ έναν τάφο... άξιζε το τίμημα; Όταν είχαν συρθεί ως το προαύλιο της εκκλησίας, λαχανιασμένοι, κατάκοποι από το βάρος των λαθραίων που κουβαλούσαν στις πλάτες και τα στήθη τους, με τις οδηγίες του Τζορτζ Γκέιντι είχαν σπρώξει την πέτρινη πλάκα και την ανασήκωσαν αρκετά για να δημιουργηθεί ένα άνοιγμα. Τους πήρε ώρα να κρύψουν τα δέματα, αλλά ύστερα, χωρίς ν’ απολογηθεί καν, ο Τζορτζ του υπέδειξε πως έπρεπε να χωθεί κι αυτός στην κρυψώνα. «Καλύτερα να κρυφτείτε κι εσείς, άρχοντά μου. Τι θα


300

ANNE O’BRIEN

έλεγε ο Κάπτεν Χάρι αν άφηνα να σας τσακώσουν οι άντρες της Δίωξης;» Και ο Λουκ είχε υπακούσει στενάζοντας καρτερικά. «Μην ανησυχείτε». Ο Τζορτζ και ο Γκάμπριελ έσερναν τη βαριά πλάκα στη θέση της, αφήνοντάς τον στο απόλυτο σκοτάδι. «Θα έρθουμε να σας βγάλουμε μόλις καθαρίσει η ακτή. Θα πιούμε κι ένα ποτήρι στην υγειά σας, μυλόρδε!» Μαύρο σκοτάδι και ο χρόνος σερνόταν ατέλειωτα. Ο Λουκ βόλεψε το κεφάλι του σ’ ένα δέμα και άφησε τις σκέψεις του να πετάξουν ελεύθερα. Θα μπορούσε κάλλιστα να αισθάνεται απέραντη ανακούφιση. Είχε φέρει τη νέα γυναίκα και το παιδί στην Αγγλία. Είχαν γλιτώσει από την αρπάγη του Νουάρ. Αν δεν ήταν η χήρα του Μάρκους, και δεν είχε ακόμα αποδείξεις πως ήταν, θα τη βόλευε σ’ ένα σπιτάκι στο Λονδίνο ή όπου αλλού επέλεγε να ζήσει. Υποπτευόταν πως ήταν και αυτή τόσο θύμα όσο και ο ίδιος. Για την ώρα, η Χάριετ και η Γαλλίδα χήρα ήταν ασφαλείς στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. Η ανακούφισή του όμως δεν κράτησε πολύ, τη θέση της πήρε η ανησυχία, υπήρχαν κάποια πράγματα που δεν κολλούσαν... Ή μήπως κολλούσαν... και αν ήταν έτσι, ο κίνδυνος καραδοκούσε. Ανατρίχιασε, όχι μόνο από το κρύο –τα υγρά ρούχα του περόνιαζαν τα κόκαλα– αλλά και από το φόβο, καθώς αναλογιζόταν πως υπήρχε πραγματική πιθανότητα να μην είναι η Χάριετ καθόλου ασφαλής. Ένιωσε κάτι σαν να του ξέσκιζαν την καρδιά σιδερένια νύχια σ’ αυτή τη σκέψη. Ποιος είχε ειδοποιήσει το λοχαγό Ρόντμελ; Κατά τα λεγόμενα της Χάριετ, αυτός και οι δραγόνοι του έκαναν σπάνια την εμφάνισή τους σ’ αυτό το κομμάτι της ακτής. Γιατί λοιπόν τώρα, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη διαδρομή; Ακόμα και δεν είχαν την τύχη με το μέρος τους, έπρεπε να


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

301

είχαν προειδοποιηθεί εγκαίρως για να πλεύσουν σε κάποιο διπλανό όρμο. Ποιος, λοιπόν, είχε προστάξει ν’ ανάψει η λάμπα στο Δωμάτιο του Πύργου και να την αφήσουν να καίει στέλνοντας το απατηλό σινιάλο της ως την τελευταία στιγμή, όταν οι άντρες της Δίωξης τους είχαν φτάσει σχεδόν; Και γιατί δεν υπήρχαν άντρες και ζώα στο γιαλό για να μεταφερθούν τα λαθραία και να εξαφανιστούν όλοι το γρηγορότερο; Η Χάριετ τους περίμενε σίγουρα εκεί, παρ’ όλο που δεν τράβηξε την προσοχή στην απουσία τους. Τον έπιασε απόγνωση έτσι όπως ήταν ανήμπορος, έγκλειστος, μέσα στο σκοτάδι. Είχε καταφέρει η Χάριετ να ξεγελάσει το λοχαγό Ρόντμελ και να φτάσει ασφαλής, με τη χήρα και το παιδί ως το σπίτι; Και αν όχι; Αν την είχαν συλλάβει, παρά το φύλο της και την κοινωνική θέση της; Αν αυτή τη στιγμή ήταν κλεισμένη σε κάποιο κελί, στο Λιούις; Κι εκείνος παγιδευμένος εδώ, να μην μπορεί να κάνει τίποτα να τη βοηθήσει. Δεν έπρεπε να την ακούσει, δεν έπρεπε να την αφήσει μόνη στην ακρογιαλιά! Πάντως, απ’ όλο τούτο το τέλμα που παραλίγο να τους καταπιεί όλους, για ένα πράγμα ήταν βέβαιος ο Λουκ. Η παρ’ ολίγο καταστροφή της προηγούμενης νύχτας δεν οφειλόταν σε ατύχημα. Και κατά τη γνώμη του, υπήρχε μόνο μια πηγή για την κακοτυχία τους. Και μόλις θα ελευθερωνόταν από τούτη τη φυλακή, θα ξεσκέπαζε τον ένοχο. * * * Επιτέλους! Η συμπαγής ταφόπλακα μετακινήθηκε αργά, συρτά, τρίζοντας και άφησε το γκρίζο φως της μέρας να πλημμυρίσει την κρύπτη. Ένα χέρι απλώθηκε, ο Λουκ το άρπαξε, σκαρφάλωσε στα τέσσερα σχεδόν και βγήκε έξω. Και είδε τον Τζορτζ και τον Γκάμπριελ Γκέιντι. Και τον Άνταμ.


302

ANNE O’BRIEN

«Η σύζυγός μου, πού είναι; Είναι καλά;» Αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια, ενώ άρπαζε τον Τζορτζ από το μπράτσο. «Δεν την είδα με τα μάτια μου, εντιμότατε, αλλά καλά θα είναι». «Πέρασα τις τελευταίες –πόσες ώρες;– με την έγνοια της. Τη φανταζόμουν στα σίδερα!» Ο Λουκ τέντωσε τους μουδιασμένους μυς του και πήρε μια βαθιά ανάσα τώρα που κάποιοι από τους φόβους του είχαν διαψευσθεί. Η Χάριετ βρισκόταν σώα, στο σπίτι της, στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. Και ήταν και ο Άνταμ εδώ, βρόμικος, τσαλακωμένος, ατημέλητος, χλομός από την αϋπνία, αλλά με μια λάμψη στα μάτια. «Και εσύ καλά την έβγαλες, αδερφέ. Βέβαια, αν έχω το δικό σου χάλι...» Πήγε να χαμογελάσει, αλλά του βγήκε μορφασμός –πονούσε όλο του κορμί από τις κράμπες. «Το έχεις», τον διαβεβαίωσε ο Άνταμ μ’ ένα χαμόγελο. «Και χειρότερο. Πέρασα τη νύχτα στο πατάρι του Σίλβερ Μπόουτ. Θα πρέπει να ήταν καλύτερα από τον τάφο». «Τυχερός ήσουν». Ο Λουκ τέντωσε τα μπράτσα, τους ώμους, χτύπησε τα πόδια του ώσπου κυκλοφόρησε το αίμα. Και ύστερα, καθώς έπαιρναν το δρόμο για το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, άρπαξε τον Τζορτζ Γκέιντι από τον ώμο και τον σταμάτησε. «Ήταν σχεδιασμένο ν’ αποτύχουμε χθες τη νύχτα, έτσι δεν είναι;» «Έτσι φαίνεται, άρχοντά μου», παραδέχτηκε ο Τζορτζ υψώνοντας τον ώμο του. «Θα σου πω ένα πράγμα», πετάχτηκε ο Άνταμ. «Οι πυροβολισμοί έπεσαν από την αντίθετη κατεύθυνση. Όχι από το μονοπάτι απ’ όπου κατηφόριζαν οι άντρες της Δίωξης. Δεν πυροβόλησαν αυτοί». Ο Λουκ τον κοίταξε επίμονα. «Είσαι σίγουρος, Άνταμ;» «Ναι, είδα τις λάμψεις. Ήταν από πιστόλι. Οι άλλοι δε χρησιμοποίησαν τα τουφέκια τους, παίρνω όρκο».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

303

«Πιστόλι! Πώς δεν το συνειδητοποίησα αυτό;» μουρμούρισε ο Λουκ. «Ήσουν... λίγο απασχολημένος», του θύμισε ο Άνταμ πειρακτικά. «Δε λέγατε να αφήσετε ο ένας τον άλλο, η Χάριετ κι εσύ...» Ο υπαινιγμός έδιωξε κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό του, ώσπου αντιλήφθηκε πως ο Άνταμ τον κοίταζε με μάτια πελώρια από φρίκη. «Λουκ;» «Τι είναι;» «Χτυπήθηκες; Σε πέτυχε κάποια από τις σφαίρες; Νόμιζα πως...» «Όχι, γιατί;» Ο Άνταμ έπιασε το πέτο του και το παραμέρισε. «Κοίτα, το πουκάμισό σου, το σακάκι σου...» Ο Λουκ χαμήλωσε το βλέμμα στα ρούχα του. Ήταν υγρά και βρόμικα, πασαλειμμένα άμμο και μουντζούρες. Αλλά στο γκρίζο φως της αυγής μπορούσαν να ξεχωρίσουν οι λεκέδες. Ξεραμένο αίμα, σκούρο, είχε κάνει κρούστα στο στήθος και στα μπράτσα του, στους μηρούς του. Αλλά δεν ήταν το δικό του αίμα. Η ανάσα του στάθηκε στους πνεύμονές του, ο φόβος τού έσφιξε την κοιλιά. Δεν το ήξερε. Όλες αυτές τις ώρες... και δεν είχε ιδέα. «Δεν είναι δικό μου... Η Χάριετ! Χτυπήθηκε η Χάριετ! Δικό της είναι το αίμα». Δεν του είχε πει τίποτα. Ή μάλλον το είχε αρνηθεί. Την είχε σπρώξει, την είχε ρίξει κάτω για να τη βγάλει από την τροχιά της σφαίρας, αλλά και πάλι την είχε βρει, αντί για εκείνον... Και ύστερα, τον είχε στείλει στην ασφάλεια, με τα λαθραία, ενώ εκείνη... Πόσο άσχημα ήταν λαβωμένη; Τελικά, είχε σώσει τη ζωή της χήρας του αδερφού του για να χάσει τη δική του σύζυγο; Ένας τρόμος που δεν είχε νιώσει ποτέ ως τώρα στη


304

ANNE O’BRIEN

ζωή του τον κυρίευσε. Άρχισε να τρέχει στο δρόμο που οδηγούσε από την εκκλησία στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ. Η νυχτερινή καταιγίδα είχε ξεθυμάνει. Το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ άστραφτε στην κορφή του γκρεμού, μέσα στην πρωινή καταχνιά, σε εγρήγορση θαρρείς, λες και κάτι σημαντικό βρισκόταν σε εξέλιξη μέσα στους τοίχους του. Ο Λουκ ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά και κοντοστάθηκε στην ξεφτισμένη εξώπορτα. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να έχουν έρθει τα κορίτσια από το χωριό και ο Γουίγκινς δε φαινόταν πουθενά. Θα έπρεπε να ψάξει μόνος του και αυτό έκανε. Έψαξε στο καθιστικό, στη βιβλιοθήκη, στα σαλόνια, έριξε μόνο μια ματιά. Τίποτα, όλα άδεια. Ίχνη αίματος πουθενά, ούτε καμιάς άλλης πρωινής τραγωδίας. Πώς θα μπορούσε να ζήσει ξέροντας πως εκείνη είχε τραυματιστεί; Πώς θα ζούσε την υπόλοιπη ζωή του χωρίς αυτήν... αν ήταν νεκρή; Πρέπει να είχε χάσει αρκετό αίμα, κρίνοντας από τους λεκέδες στα ρούχα του, ολοφάνεροι τώρα πια στο φως της μέρας. Το ένιωθε καθώς ανέβαινε τη σκάλα, ξεραμένο στο λινό πουκάμισό του, αδρό πάνω στο δέρμα του. Ποιος ξέρει τι ζημιά μπορούσε να της κάνει κάποιος τοπικός κομπογιανίτης; Μπορεί να είχε πεθάνει από αιμορραγία ως τα ξημερώματα, όσο εκείνος ήταν κλεισμένος σ’ εκείνο τον ξεχασμένο τάφο. Γιατί της επέτρεψε να του υπαγορεύσει τις κινήσεις του; Η αλήθεια ήταν πως εκείνη είχε πείρα, αλλά δεν έπρεπε να της δώσει τη συγκατάθεσή του. Μπορεί τώρα να κειτόταν νεκρή, στην κρεβατοκάμαρά της... Με αυτή τη σκέψη έτρεξε ίσια το δωμάτιό της. Δε στάθηκε καν να χτυπήσει την πόρτα, αλλά την ορθάνοιξε με φόρα. Και στάθηκε στο κατώφλι, με το στήθος του ν’ ανεβοκατεβαίνει μανιασμένα.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

305

* * * Η Χάριετ γύρισε ξαφνιασμένη από την εισβολή. Ύστερα, χαλάρωσε και χαμογέλασε. Το είχε μάθει πως ο Λουκ ήταν ασφαλής –ο Τζορτζ, στοχαστικός, είχε στείλει δυο λόγια στον Γουίγκινς–, αλλά με το πρόβλημα της Μαρί-Κλοντ και του λοχαγού Ρόντμελ ν’ απαιτεί την προσοχή της, δεν είχε σκεφτεί πόσο θα είχε ταλαιπωρηθεί τη νύχτα. Το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο, κομμένο από την ξαγρύπνια... δεν είχε βρει ανάπαυση μέσα σ’ εκείνο τον τάφο, όπως δεν είχε βρει κι εκείνη. Τα μαλλιά του ήταν ξεχτένιστα, το πρόσωπό του γεμάτο μουντζούρες και απείχε πολύ από τον κομψό αριστοκράτη της υψηλής λονδρέζικης κοινωνίας. Ρούχα σε κακό χάλι από το νερό και το αλάτι, γραβάτα σε κατάσταση απόλυτης παρακμής. Και εκεί στο στήθος, στο πανωφόρι, το σακάκι και το πουκάμισο, κάτι άσχημοι λεκέδες στο χρώμα της σκουριάς από το δικό της ξεραμένο αίμα. Και έτσι που τον έβλεπε, συλλογίστηκε πως δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ περισσότερο. Ήταν ζωντανός, ήταν ασφαλής, είχε ριχτεί ανάμεσα σ’ εκείνη και τις σφαίρες και τώρα είχε έρθει να τη βρει. Θα πρέπει να είχε ανεβεί τρέχοντας τις σκάλες. Από την έγνοια του για εκείνη; Για να τη βρει, να δει αν είναι καλά; Μια μικρούτσικη σπίθα ελπίδας πετάρισε στην καρδιά της. Παρά την ταλαιπωρία, παρά τον κίνδυνο που είχαν διατρέξει, παλλόταν από ενέργεια. Τα μάτια του ήταν ζωηρά, μια φωτιά έκαιγε στα βάθη τους. Πόσο υπέροχα αρρενωπός ήταν, πόσο λαχταρούσε να χωθεί στην αγκαλιά του και να μείνει εκεί. Ν’ αγγίξει το πρόσωπό του, τα μαλλιά του, να ρουφήξει τη γνώριμη μυρωδιά του. Δεν μπορούσε όμως. Η πραγματικότητα ήταν εδώ. Μήπως δεν είχαν μια συμ-


306

ANNE O’BRIEN

φωνία που ήταν τώρα τόσο κοντά στο πέρας της; Γι’ αυτόν το σκοπό θα είχε έρθει στο Πράιντ, να πάρει τη ΜαρίΚλοντ και ύστερα, θα έφευγε, θα την άφηνε. Είχε έρθει να βάλει τέλος. Τι ανόητη που ήταν να λαχταράει άλλα πράγματα! Και η μικρή σπίθα ελπίδας έσβησε. * * * Ο Λουκ βρήκε τη φωνή του. Η μόνη σκέψη στο κεφάλι του. «Νόμιζα πως ήσουν νεκρή». «Όχι, όπως βλέπεις». Η Χάριετ ήταν καθισμένη πλάι στη φωτιά, με μια ριχτή ρόμπα από φίνα δαντέλα. Η Μέγκι δίπλα της με σφιγμένα χείλη. Σ’ ένα τραπεζάκι, μια λεκάνη με ματωμένο νερό. Κι ένα ρολό λινούς επιδέσμους. Η Μέγκι κρατούσε ένα ψαλίδι. «Ξέρω πως σε χτύπησε μια σφαίρα». «Ναι». Το πρόσωπό της ήταν ωχρό, σαν το κερί πλάι της. Οι σκιές κάτω από τα μάτια της ήταν έντονες σαν μελανιές. Τα χείλη της σφιγμένα, άχρωμα σχεδόν, και στα μάτια της ζωγραφισμένος ο πόνος. «Πρέπει να ξεκουραστεί, μυλόρδε», είπε η Μέγκι και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Όχι πριν βεβαιωθώ πως είναι εντάξει». Ήταν τόση η ανακούφισή του, που του ερχόταν ζάλη και μαζί της ένας απρόσμενος θυμός. Θα μπορούσε να είναι νεκρή κι εκείνος να μην έχει ιδέα. Γιατί δεν του είπε πως είχε πληγωθεί, πως πονούσε; Η σκέψη πως είχε υποφέρει –πως υπέφερε ακόμα– χωρίς να το ξέρει εκείνος έριξε λάδι στη φωτιά. «Νομίζω πως πρέπει να ξαπλώσεις, κυρία μου!» Η Μέγκι έστρεψε το αυστηρό βλέμμα της στη Χάριετ. «Θα το αναλάβω εγώ αυτό, αλλά όχι πριν της μιλήσω».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

307

«Σε παρακαλώ, Μέγκι, πήγαινε», την παρότρυνε η Χάριετ, «δε θα πάθω τίποτα». Περνώντας από μπροστά του με τη λεκάνη και τους επιδέσμους, η Μέγκι του έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά. «Έχασε πολύ αίμα. Μην την πονέσετε, μην την ταράξετε, άρχοντά μου», τον επέπληξε. «Δεν έχω σκοπό να κάνω ούτε το ένα, ούτε το άλλο!» της απάντησε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ύστερα, διέσχισε το δωμάτιο και γονάτισε μπροστά στη Χάριετ και της έπιασε τα χέρια... και, όταν εκείνη προσπάθησε να τα τραβήξει, τα κράτησε. «Κάνε μου τη χάρη», της είπε φυλακίζοντάς τα στα δικά του. «Άσε να δω, να βεβαιωθώ πως είσαι καλά». «Δεν είναι ανάγκη, Λουκ». Η Χάριετ κοκκίνισε ως τις ρίζες των μαλλιών της. «Η Μέγκι υπερβάλλει». «Μα πληγώθηκες!» «Μια σφαίρα ξυστά στα πλευρά, αυτό ήταν όλο. Επιπόλαιο τραύμα, το έδεσε η Μέγκι». «Έχασες πολύ αίμα. Γιατί δε μου το είπες, γιατί δε μου είπες πως λαβώθηκες;» «Τι θα ωφελούσε αν σ’ το είχα πει; Οι δραγόνοι είχαν φτάσει σχεδόν στην ακτή. Ίσα που προλάβαμε. Έπρεπε ν’ απομακρυνθείτε, εσύ, το πλήρωμα και το εμπόρευμα». «Και αυτό έκανες». Ο Λουκ έσκυψε το κεφάλι του πάνω στα ενωμένα χέρια τους και ανάσανε βαθιά, αποδεχόμενος την αλήθεια των λόγων της. Είχε δει την ανάγκη και είχε ενεργήσει ανάλογα. Δεν ήξερε ακόμα πώς είχε καταφέρει να ξεφύγει, η ίδια και η χήρα, χωρίς να εγείρει υποψίες. «Να σου πω πόσο σε θαυμάζω;» Ύψωσε τα μάτια του στα δικά της, γλίστρησε τα χέρια του πιο πάνω, στους πήχεις, και έσκυψε πάλι το κεφάλι του να φιλήσει το διάφανο δέρμα των καρπών της και ξαφνιάστηκε όταν την άκουσε να ρουφάει την ανάσα της. Έσπρωξε τα φαρδιά μα-


308

ANNE O’BRIEN

νίκια της ρόμπας και τα δάχτυλά του κοκάλωσαν. Στο μέσα μέρος των μπράτσων της το δέρμα της ήταν αδρό, ξεγδαρμένο. «Τι στην ευχή;...» «Τα βότσαλα», του εξήγησε με μια υποψία χαμόγελου κι ένα σπάσιμο στη φωνή της, «όταν πέσαμε... θα πρέπει να σύρθηκα πάνω τους. Είναι σκληρά και κοφτερά με τα σπασμένα κοχύλια... Δεν είναι τίποτα, θα περάσει γρήγορα». «Χάριετ!» Την κοίταξε στα μάτια κι ένιωσε να καταποντίζεται στα καθάρια βάθη τους. Υπήρχε πόνος μέσα τους. Η λογική του του είπε να της φερθεί προσεχτικά, τρυφερά. Του είπε να κρατήσει κάποια απόσταση. Αλλά τι δύναμη έχει η λογική μπροστά σε μια γυναίκα που το θάρρος της δεν είχε προηγούμενο; Αυτή ήταν η γυναίκα που αγαπούσε με όλη του την ψυχή και θα την αγαπούσε ως τη στερνή του ανάσα. Πώς μπόρεσε να σκεφτεί να της προτείνει αυτή τη γελοία συμφωνία που θα της επέτρεπε να φύγει μακριά του; Σπρωγμένος από μια ακαταμάχητη ανάγκη να την κρατήσει στην αγκαλιά του, να την καθησυχάσει, κι εκείνη και τον εαυτό του με όλη τη ζωτική δύναμη που κυλούσε στο αίμα του, ο Λουκ σηκώθηκε και τη σήκωσε κι εκείνη. Τη φίλησε τρυφερά, κρατώντας την απαλά από τους ώμους, έχοντας συναίσθηση πόσο ευπαθής ήταν, ώσπου ξέχασε τα πάντα, εκτός από τον πόθο του γι’ αυτήν, όταν τα χείλη της χώρισαν κάτω από τα δικά του. Την τράβηξε, ασυναίσθητα, στην αγκαλιά του, τα φιλιά έγιναν πιο απαιτητικά, ασυγκράτητα, ώσπου εκείνη μουρμούρισε και μόρφασε. «Συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ με...» Χαλάρωσε το κράτημά του, αλλά δεν την άφησε. Δεν μπορούσε, την ένιωθε ευάλωτη, με τα χείλη της μισάνοιχτα κάτω από τα δικά του για ν’ αφήσουν τη γλώσσα του να γλιστρήσει στο στόμα της. Το αίμα του φλογιζόταν, ο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

309

ερεθισμός του τον πονούσε. Ήταν και οι δύο ζωντανοί και αυτό το απλό γεγονός ζητούσε να το γιορτάσουν. Την άφησε, επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη της θέλησής του. «Είσαι τόσο γλυκιά και επιθυμητή. Και τόσο κουρασμένη!» Τα βλέφαρά της βάραιναν, οι βλεφαρίδες της σκίαζαν τα μάγουλά της εκεί όπου τα ίχνη της κόπωσης ήταν ακόμα πιο εμφανή, το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο. «Σου χρειάζεται ύπνος». «Πρέπει να σου πω... για τις σφαίρες». «Αύριο...» Μα είχε κιόλας ξημερώσει. «Σήμερα, αργότερα... προφταίνουμε... Ηρέμησε, Χάριετ, μην το σκέφτεσαι. Ξέρω για τις σφαίρες». «Ναι, το φαντάστηκα...» Δε διαφώνησε, ήταν πολύ κουρασμένη, τρέκλιζε σχεδόν. Ο Λουκ τη σήκωσε με άπειρη φροντίδα, την πήγε στο κρεβάτι και την ξάπλωσε. Τη σκέπασε, τακτοποίησε τα μαξιλάρια για να είναι πιο άνετα. Την είχε πάρει σχεδόν ο ύπνος ώσπου να τελειώσει. «Τα καταφέραμε, Λουκ», του μουρμούρισε. «Τη σώσαμε...» «Εσύ την έσωσες», τη διόρθωσε. «Θα μου πεις τι έγινε με το λοχαγό Ρόντμελ όταν ξυπνήσεις». «Θα είσαι εδώ;» «Και βέβαια θα είμαι εδώ. Δε θα σε αφήσω». Το στήθος της ανασηκωνόταν ρυθμικά κάτω από τη φίνα ροζ δαντέλα και τα μάτια της έμεναν κλειστά. Ο Λουκ στεκόταν και την κοίταζε, αποτυπώνοντας κάθε λεπτομέρειά της. Ήταν ζωντανή και έπρεπε να ευχαριστεί το Θεό γι’ αυτό. Η αγάπη του γι’ αυτήν, τόσο άγουρη ακόμα όταν τον είχε εγκαταλείψει, είχε ανθίσει, είχε ωριμάσει, ξαφνιάζοντάς τον με τη δύναμή της. Περνούσαν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά και το μόνο που ήθελε ήταν να στέκει εκεί και να την τρώει με τα μάτια του όσο κοιμό-


310

ANNE O’BRIEN

ταν. Ήταν ερωτευμένος μαζί της, ολοκληρωτικά, αμετάκλητα και όμως, την ίδια στιγμή, της είχε προσφέρει την ελευθερία της! Και ως έντιμος άντρας, έπρεπε να κρατήσει το λόγο του. Δεν ήξερε τι να κάνει, μέσα στην απελπισία του. Έπρεπε να κάνει κάτι. Πήγε στο παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες για να μην μπαίνει ο ήλιος στο δωμάτιο. Τράβηξε μια καρέκλα –απίστευτα άβολη– πλάι στο κρεβάτι και κάθισε. Έπρεπε να φύγει, να την αφήσει να κοιμηθεί ανενόχλητη, αλλά δεν μπορούσε. Σκέπασε το χέρι της με το δικό του, εκεί όπου ακουμπούσε στο κάλυμμα, το γύρισε σέρνοντας τα δάχτυλά του στα δικά της. Άλλη μια αντίφαση εδώ. Χαμογέλασε. Χέρι λεπτό, γυναικείο και ταυτόχρονα αδρό, από τα σκοινιά και το δοιάκι, από την καθαρά χειρωνακτική δουλειά του ιστιοπλόου... Τόσο δραστήριο, τόσο όμορφο. Όπως και όλη η Χάριετ. Παραμέρισε μια μπούκλα από το πρόσωπό της, άφησε το χέρι του να χασομερήσει στη μεταξένια υφή του. Έσκυψε, τη φίλησε στο μέτωπο, στα χείλη. Θα έμενε μαζί της λίγο ακόμα. Δεν τον χρειαζόταν, αλλά θα έμενε να τη φυλάει. Τίποτα δεν έπρεπε να βλάψει ή να ενοχλήσει τη γυναίκα του. Αναλογίστηκε πάλι με φρίκη τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Η Χάριετ θα μπορούσε να ήταν νεκρή, οργανώνοντας μια επιχείρηση λαθρεμπορίου για χάρη του, για να σώσει μια γυναίκα που δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν, που μπορεί να ήταν μια αδίστακτη απατεώνας. Θα το είχε αντέξει αν πέθαινε η Χάριετ; Πώς θα ήταν η ζωή χωρίς αυτήν; Ανυπόφορη. Αδιανόητη. Αδύνατη. * * * Η κούραση τον νίκησε. Κοιμήθηκε κι εκείνος με το κεφάλι στα μπράτσα του, ακουμπισμένα στο κρεβάτι πλάι της,


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

311

όπως είχε κάνει κι εκείνη, όταν είχε ξενυχτήσει για να τον προσέχει. ΄Ωσπου τον ξύπνησε το χέρι της Μέγκι, στον ώμο του. «Τι είναι;» Πετάχτηκε, με τα μάτια του στη Χάριετ. «Είναι...» «Κοιμάται. Πρέπει κοιμηθείτε κι εσείς λίγο, άρχοντά μου». «Μιλάς σαν να μην έχω δικαίωμα να είμαι εδώ», της απάντησε εχθρικά. «Σύζυγός μου είναι!» «Ναι, είναι... αλλά έφυγε μακριά σας... Δεν ξέρω γιατί –και είμαι σίγουρη πως θα πείτε ότι δεν είναι δική μου δουλειά–, αλλά δε θα έκανε κάτι τέτοιο χωρίς λόγο». Ο Λουκ τεντώθηκε, άγγιξε τα δάχτυλα της Χάριετ ανάλαφρα. «Είχε κάθε λόγο». Έμεινε για λίγο ακόμα εκεί, πλάι στο κρεβάτι, πλάι στη γυναίκα του που κοιμόταν βαθιά. Δόξα τω Θεώ, δεν κινδύνευε η ζωή της. Της είχε υποσχεθεί πως θα έμενε μαζί της, αλλά τι ωφελούσε; Δεν τον χρειαζόταν τώρα και η Μέγκι δεν τον ήθελε εδώ. «Πρέπει να κάνετε ένα μπάνιο, ν’ αλλάξετε ρούχα. Να ξεκουραστείτε». Η φωνή της Μέγκι είχε γλυκάνει λίγο. «Θα την προσέχω εγώ». «Το ξέρω. Δε με χρειάζεται... Την αγαπάω, ξέρεις». «Αλήθεια; Το ξέρει;» «Δεν έχει σημασία». «Για το χατίρι σας το έκανε αυτό και λαβώθηκε. Θα της ραγίσετε και την καρδιά;» Λόγια ειπωμένα άγρια, ψιθυριστά. Ο Λουκ έφυγε, χωρίς απάντηση, αφήνοντας τη Χάριετ στη φροντίδα της Μέγκι, αλλά ένιωθε λες και του είχαν ξεριζώσει την καρδιά από το στήθος. Ύστερα, μ’ ένα στόχο κατά νου, αναζήτησε τον Γουίγκινς για να του αναθερμάνει τη μνήμη με μια μπουκάλα


312

ANNE O’BRIEN

μπράντι. Να συζητήσει με τον γέρο μπάτλερ τα γεγονότα μιας μακρινής νύχτας, τότε που το Λιόν ντ’Ορ, ένα γαλλικό καράβι από τη Διέππη, είχε φουντάρει στα βράχια του κόλπου. * * * Ήταν προχωρημένο πρωί όταν ξύπνησε η Χάριετ. Ο ήλιος ψηλά έλουζε το δωμάτιο και τη θάμπωνε καθώς πάσχιζε να βγει από τα πέπλα του ύπνου, να συμμαζέψει τις σκέψεις της. Θυμόταν πως είχε αποκοιμηθεί σαν να είχε πέσει σε μια μαύρη θάλασσα, μια νύχτα με τρικυμία. Καθώς έκανε να κινηθεί, να τεντωθεί, ένας πόνος στα πλευρά... Ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της και θυμήθηκε όλα τα συμβάντα της νύχτας. Ο Λουκ είχε υποσχεθεί πως θα έμενε μαζί της, αλλά ήταν μόνη στο δωμάτιο. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Άλλο πράγμα μια πετυχημένη επιχείρηση, άλλο ένα μέλλον μαζί... Άγγιξε τα χείλη της... θυμήθηκε το στόμα του πάνω στο δικό της. Αυτό δεν ήταν όνειρο. Αλλά δεν ήταν εδώ, είχε φύγει. Η Χάριετ ανακάθισε με κόπο. Όλες οι ελπίδες της είχαν σβηστεί όπως σβήνει το κερί. Η απόφασή της, όμως, ατράνταχτη. Σήμερα ήταν μια καινούρια μέρα. Και έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Έπρεπε να λυθεί το αίνιγμα της ΜαρίΚλοντ. Να μπει τέλος στη σχέση της με τον Λουκ Χόλαστον... Θα χτένιζε τα μαλλιά της, θα φορούσε ένα από τα λονδρέζικα φορέματά της και θα πήγαινε να τραβήξει μια γραμμή πάνω σ’ αυτό το κομμάτι της ζωής της. * * *


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

313

Από τη συζήτησή του με τον Γουίγκινς, απ’ όπου είχε βγάλει κάποια συμπεράσματα, ο Λουκ έστρεψε την προσοχή του στο άμεσο πρόβλημα που τον περίμενε στη βιβλιοθήκη. «Ξέρω πως δεν έχω αποδείξεις. Μπορεί να νομίζετε πως είμαι μια τυχοδιώχτρια, μια Γαλλίδα πόρνη που αρπάζει την ευκαιρία να εξασφαλίσει ένα μέλλον για τον εαυτό της και το μπάσταρδό της!» Η γυναίκα που στεκόταν στο μέσο της βιβλιοθήκης άπλωσε το χέρι της με μια δραματική κίνηση κι έδειξε το μωρό που κοιμόταν, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, στην αγκαλιά της Μέγκι. Ντόμπρες κουβέντες. Ο Λουκ δεν το περίμενε αυτό –όλες οι αμφιβολίες του διατυπωμένες ωμά, ξεκάθαρα από τούτη την όμορφη Γαλλίδα. Μικροσκοπική, καλοβαλμένη, ξανθομάλλα, γαλανομάτα, μπορεί να έδειχνε εύθραυστη, αλλά αποφασισμένη να υπερασπιστεί την περίπτωσή της σε πολύ καλύτερα αγγλικά απ’ ό,τι περίμενε ο Λουκ. Τέρμα τα δάκρυα της προηγούμενης νύχτας, τέρμα και ο πανικός όταν την άρπαξε από τα χέρια του Νουάρ... Εκτός και αν ήταν όλα αυτά μια πετυχημένη φαρσοκωμωδία... «Νομίζετε πως είμαι συνεννοημένη με τον Νουάρ», συνέχισε λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «Όχι, δεν είμαι! Είναι ένα τέρας! Ο Μάρκους είπε πως θα ερχόμαστε στην Αγγλία όταν θα είχε άδεια. Πως θα με καλοδεχόταν η οικογένειά του. Αυτό ήταν το σχέδιό του πριν... πριν σκοτωθεί. Τώρα όμως εκείνος δεν είναι εδώ και εγώ δεν είμαι καθόλου ευπρόσδεκτη! Είναι φανερό πως δε με θέλετε εδώ». «Μα ο Μάρκους σε παντρεύτηκε; Στην καρδιά του πολέμου;» Ο Άνταμ, ακουμπισμένος στην άκρη του γραφείου, με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος, διατύπωσε το σκεπτικισμό του Λουκ.


314

ANNE O’BRIEN

«Γνωριστήκαμε. Αγαπηθήκαμε». Ύψωσε το πιγούνι της, τα μπλε μάτια της προκαλούσαν τον Λουκ. «Ο Μάρκους δε θα με άφηνε απροστάτευτη, όταν η οικογένειά μου δολοφονήθηκε σε μια επίθεση ανταρτών στο κατάλυμά μας. Επέμενε να με παντρευτεί. Ένας γάμος μέσα στον αχό του πολέμου, μπροστά σ’ έναν ιερέα». Άλλοτε ο Λουκ θα το είχε απορρίψει αυτό –θα έκανε ο Μάρκους κάτι τόσο απερίσκεπτο, τόσο ανέφικτο; Τώρα, δεν ήταν τόσο σίγουρος. Ο έρωτας χτυπούσε στα τυφλά, μπορούσε να σπρώξει τους ανθρώπους σε κάθε είδους ασυγκράτητες πράξεις. Η πόρτα πίσω του άνοιξε αθόρυβα και κατάλαβε αμέσως ότι ήταν η Χάριετ. Τα μαλλιά της έπεφταν σε όμορφες, απαλές μπούκλες. Το φόρεμα, από κρεμ και λεμονί ριγέ μουσελίνα, με δαντελένια γαρνιτούρα της έδινε έναν αέρα απλής κομψότητας. Αλλά του Λουκ του φάνηκε πως μια πνοή ανέμου θα τη διέλυε. «Χάριετ! Θα έπρεπε να αναπαύεσαι». «Ξεκουράστηκα αρκετά». Το βλέμμα της ψυχρό, ο τόνος της δε σήκωνε αντίρρηση, λες και δεν είχε γαντζωθεί πάνω του, σαν να μην είχε ανταποκριθεί στα φιλιά του. Πλησίασε τη χήρα και της άγγιξε το χέρι. «Μαρί-Κλοντ, σε περιποιήθηκαν οι άνθρωποί μου;» «Ναι, δεν έχω κανένα παράπονο σε αυτό το σημείο, αλλά εδώ αμφισβητείται η ακεραιότητά μου, η ειλικρίνειά μου!» «Συγνώμη, μαντάμ...» Ο Λουκ ανέβαλε επ’ αόριστον τα δικά του προβλήματα και επικεντρώθηκε στο άμεσο, αναζητώντας κάποιο δρόμο ν’ ακολουθήσει. «Δεν έχετε τίποτα από... από το γάμο σας με τον αδερφό μου;» «Τίποτα, εκτός από το λόγο της τιμής μου. Και αυτό. Μου το έδωσε ο Μάρκους όταν παντρευτήκαμε, αλλά θα μπορούσα να το είχα κλέψει, έτσι δεν είναι; Και μάλιστα


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

315

πάνω από το νεκρό κορμί του!» Τράβηξε μια αλυσίδα από το λαιμό της, τρέμοντας από την προσβολή, και έβγαλε ένα δαχτυλίδι από το μπουστάκι του φουστανιού της. «Δεν έχετε κάποια χαρτιά;» ρώτησε ο Άνταμ. «Όχι, κύριε Άνταμ, δεν έχω. Αυτός ο άντρας μού πήρε το πιστοποιητικό του γάμου μου και τώρα ο αγαπημένος μου Μάρκους είναι νεκρός». Τα μάτια της Μαρί-Κλοντ υγράνθηκαν ξαφνικά, αλλά δεν έκλαψε. «Δεν έχω καμιά απόδειξη». Εντυπωσιασμένος από το θάρρος της, ο Λουκ έβγαλε το ντοκουμέντο που του είχε στείλει ο Νουάρ, από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και της το έτεινε. «Κυρία, αυτό είναι το χαρτί που σας έκλεψαν;» Η Μαρί-Κλοντ άφησε μια φωνούλα και άρπαξε το χαρτί. Το ξεδίπλωσε κι έσυρε το δάχτυλό της στις γραμμένες λέξεις. «Ναι, ω, ναι». Τα δάκρυα κυλούσαν τώρα στα μάγουλά της καθώς το έσφιγγε στην καρδιά της. Ο Λουκ, κατασυγκινημένος, την έπιασε από το μπράτσο, συμπονετικά. «Κυρία... θα είχατε την καλοσύνη να μου πείτε πώς πέσατε στα χέρια του Νουάρ;» τη ρώτησε. «Φυσικά. Όταν πέθανε ο Μάρκους αποφάσισα να έρθω στην Αγγλία, όπως το ήθελε. Δέχτηκα τη βοήθεια της συζύγου ενός Άγγλου αξιωματικού, που επέστρεφε στην πατρίδα της. Τι ταλαιπωρία... τ’ άλογα βούλιαζαν στη λάσπη, η άμαξα έσπασε, άχρηστη. Γέννησα το γιο μου –το γιο του Μάρκους– σε μια καλύβα με χωματένιο δάπεδο». Έσφιξε τα δάχτυλά της τόσο σε αυτή την ανάμνηση, που άσπρισαν οι αρθρώσεις. «Σαλπάραμε από τη Λισαβόνα, αλλά η τρικυμία μάς ανάγκασε να πιάσουμε στο Μπορντό. Εκεί έκανα ένα λάθος. Έπρεπε να περιμένω, αλλά ανυπομονούσα. Το πλοίο μας έπαθε βλάβη και δεν είχα άλλο μέσο και δεν ήθελα να περιμένω περισσότερο... Εκεί ήταν που συνάντησα αυτό τον ελεεινό τον Νουάρ. Τον συμπατριώτη


316

ANNE O’BRIEN

μου... τόσο μεγαλόψυχος, που με λυπήθηκε!» Γέλασε, ένα γέλιο τραχύ, σαρκαστικό. «Και προσφέρθηκε να σας στείλει με ασφάλεια στην Αγγλία», συμπλήρωσε ο Λουκ. «Ναι, μου φάνηκε καλός, συμπονετικός. Μου είπε πως ήθελε να με βοηθήσει γιατί θύμιζα την κόρη του που είχε πεθάνει πρόσφατα. Θεέ μου! Ήμουν τόσο ανόητη, που του μίλησα για τη δυσχερή θέση μου. Με πήρε υπό την προστασία του και μου υποσχέθηκε να με φέρει σ’ ένα από τα λιμάνια της Μάγχης και να με στείλει από εκεί στο Λονδίνο, με ασφάλεια. Μου φέρθηκε καλά, φρόντιζε να ταξιδέψω με άνεση, με δικό μου δωμάτιο στα πανδοχεία. Μόνον όταν φτάσαμε στα παράλια συνειδητοποίησα πως ο Νουάρ δεν είχε σκοπό να με αφήσει να φύγω. Θα με χρησιμοποιούσε σαν όπλο για να κάνει την τύχη του. Δε μου έκρυψε τα σχέδιά του. Κόμπαζε μάλιστα! Και δεν μπορούσα να του ξεφύγω. Δεν είχα χρήματα... αλλά ένα μωρό να προστατέψω. Έβαλε μια γυναίκα να με υπηρετεί και να του δίνει λογαριασμό για κάθε κίνησή μου, κοιμόταν στο δωμάτιό μου». Η Μαρί-Κλερ πήρε βαθιά ανάσα, και κοίταξε τον Λουκ επιτιμητικά. «Και τώρα είμαι εδώ και μου φαίνεται πως δε βρίσκομαι σε καλύτερη θέση. Δεν πιστεύετε πως ο Μάρκους με παντρεύτηκε!» Σκούπισε ένα δάκρυ. «Καταλαβαίνω ίσως την απροθυμία σας, αλλά έχω περάσει τόσα, που δεν ξέρω τι να κάνω ή πού να πάω, αν δε με βοηθήσετε». «Συγχωρήστε με αν φάνηκα κάπως τραχύς, κυρία, αλλά, ό,τι και αν συμβεί, δε θα σας αφήσω στους πέντε δρόμους». «Μα δε με πιστεύετε». Μπορεί να την πίστευε. Ήταν ο τύπος του κοριτσιού που θα μπορούσε να είχε ερωτευτεί ο Μάρκους. Όμορφη σαν ζωγραφιά, αλλά με μια αποφασιστική σπίθα στα μάτια, που αυτή τη στιγμή τον κοίταζαν με προφανή εχθρό-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

317

τητα. Και όμως τι απόδειξη είχε πως δεν ήταν, όπως είχε πει και η ίδια, μια τυχοδιώχτρια μ’ ένα νόθο που την είχε βάλει στο κόλπο ο Νουάρ; Στο μεταξύ, η νεαρή χήρα είχε υψώσει το μικροσκοπικό ανάστημά της. «Σας ευχαριστώ πολύ που με ελευθερώσατε από αυτό τον άνθρωπο και με φέρατε στην Αγγλία. Εσείς, κυρία Χάριετ, είστε η καλύτερη, δε θα το περίμενα μ’ αυτά τα ρούχα που φορούσατε... Τον ξεγελάσαμε τον καημένο το λοχαγό, ε; Αλλά τώρα δε θα σας επιβαρύνω περισσότερο. Δε θα σας φορτωθώ με το παιδί μου, τη στιγμή που δε με πιστεύετε, ούτε με θέλετε εδώ». Πλησίασε τη Μέγκι και το μωρό σφίγγοντας τις γροθιές της. «Αν μπορούσα να φτάσω ως την πιο κοντινή πόλη... Θα βρω κάπου στέγη και δουλειά... Δε θα γίνω βάρος σε κανέναν, ούτε εγώ ούτε το παιδί μου». «Όχι! Δε θα γίνει αυτό!» Ο Λουκ δεν ήξερε αν ήταν η σωστή απόφαση, αλλά ενέργησε σύμφωνα με το ένστικτό του. Δεν της άξιζε της κοπέλας να ταπεινωθεί, ή να πέσει θύμα για δεύτερη φορά. Όποια και αν ήταν η αλήθεια της ιστορίας της, δε θα την άφηνε στο δρόμο. «Όχι, κυρία! Πιστεύω πως ο Νουάρ σας εκμεταλλεύτηκε απαίσια και δε θα σας αφήσω μόνη σε ξένο τόπο. Είναι φανερό πως κατάγεστε από ευγενική γενιά...» «Από τις καλύτερες!» Το μικρό πιγούνι υψώθηκε περήφανα. «Είμαι μία Ντε λα Ρος!» «Και θα φροντίσω να μη σας λείψει τίποτα, ούτε σ’ εσάς ούτε στο παιδί σας, κυρία». Η κυρία όμως δεν παρηγορήθηκε. «Δε θα δεχτώ ελεημοσύνη». «Δε θα είναι ελεημοσύνη, κυρία. Δε θα γυρίσω την πλάτη μου σε μια κυρία σε απόγνωση, που έδειξε τόση γενναιότητα».


318

ANNE O’BRIEN

Η Χάριετ πρόσθεσε και αυτή την πειθώ της. «Δεν πρέπει να φύγεις, Μαρί-Κλοντ». Το μωρό στην αγκαλιά της Μέγκι άρχισε ν’ ανησυχεί, να κλαψουρίζει. Η Μαρί-Κλοντ το πήρε και το έσφιξε στην αγκαλιά της. Η κουβέρτα έπεσε και το παιδί έγειρε μπρος και άπλωσε τα χεράκια του στον Άνταμ. Και εκείνος άπλωσε το χέρι του στα μικρά δαχτυλάκια. Και γέλασε, απορημένος, έκπληκτος. «Λουκ... κοίτα!» Ο Λουκ πλησίασε το παιδί που η μητέρα του το κρατούσε ψηλά, στα μπράτσα της. Κοίταξε έκπληκτος μια τον αδερφό του, μια το μωρό. «Συγχωρήστε με, κυρία». Η φωνή του ήταν κατασυγκινημένη. «Γιατί... ξαφνικά, νομίζω πως δεν αμφιβάλλω καθόλου». Ο Λουκ και ο Άνταμ κοίταζαν το μωρό άφωνοι. Η ομοιότητα σ’ ένα τόσο μικρό πλασματάκι ήταν κάτι το απίστευτο. Μαύρα μαλλάκια, που σγούραιναν στις άκρες και σχημάτιζαν μπουκλίτσες. Το χρώμα των ματιών διέφερε –το παιδί είχε κληρονομήσει το ζωηρό γαλάζιο της μητέρας του. Αλλά η μύτη, το στόμα... Κι ενώ το παρατηρούσαν εξονυχιστικά, το μωρό χαμογέλασε κι ένα λακκάκι σχηματίστηκε στο ένα μάγουλο. Ο Λουκ ένιωσε αγαλλίαση και θλίψη να τον πλημμυρίζουν, να τον διαλύουν σχεδόν. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μαρί-Κλοντ, τυλίγοντας το γιο της προστατευτικά. «Τίποτα». Ο Άνταμ γέλασε καθώς το παιδί έχωνε τον αντίχειρά του στο φαφούτικο στοματάκι του και το πιπίλιζε. «Όχι, δε συμβαίνει τίποτα. Ω Θεέ μου, Μάρκους... ας ήταν να ζεις να τον δεις...» μουρμούρισε ο Λουκ αγγίζοντας το τρυφερό μαγουλάκι με τη ράχη των δαχτύλων του. «Τον λένε Ραούλ», είπε η Μαρί-Κλοντ με δάκρυα στη φωνή.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

319

«Καλώς όρισες στην οικογένεια Χόλαστον, Ραούλ», είπε ο Λουκ σιγανά χαϊδεύοντας τα μαύρα μαλλάκια του μικρού. Ύστερα, υποκλίθηκε στη Μαρί-Κλοντ ντε λα Ρος. «Συγχωρήστε με, κυρία, αν αμφέβαλλα για σας. Αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη. Είστε μια σπουδαία γυναίκα. Καταλαβαίνω τώρα γιατί σας παντρεύτηκε ο Μάρκους». «Ευχαριστώ, μυλόρδε». Η Μαρί-Κλοντ χαμογέλασε, επιτέλους. «Είστε πολύ ευγενικός και ζητώ συγνώμη αν έχασα την ψυχραιμία μου και...» Η πόρτα της βιβλιοθήκης άνοιξε και ο Τζορτζ Γκέιντι στάθηκε δισταχτικά στο κατώφλι, παίζοντας το σκούφο του στα ροζιασμένα δάχτυλά του. «Τζορτζ;» Η Χάριετ είδε πως ήταν ταραγμένος. «Οι μπάσταρδοι! Λυπάμαι πολύ, Κάπτεν Χάρι...» «Τι είναι;» «Το Γκοστ. Αυτοί οι καταραμένοι οι δραγόνοι... έβαλαν φωτιά στο Λίντγιαρντ’ς Γκοστ». «Το Γκοστ;» Η Χάριετ άσπρισε σαν πεθαμένη. «Ω, όχι, όχι!» Στεκόταν άκαμπτη, αδάκρυτη και όμως ο Λουκ έβλεπε πως η απώλεια την είχε πληγώσει πιο βαριά από τη σφαίρα. Τον κυρίεψε μαύρη λύσσα. Ακόμα και χωρίς αποδείξεις, ήξερε ποιανού το χέρι είχε πατήσει τη σκανδάλη. Ήξερε ποιος είχε ειδοποιήσει τη Δίωξη. Και η Χάριετ είχε πληρώσει δυο φορές το τίμημα. Το αίμα του έβραζε, ζητούσε εκδίκηση για εκείνη. Βγήκε από το δωμάτιο χωρίς λέξη. «Περίμενε! Πού πας;» Η φωνή της τον σταμάτησε. Είδε στο πρόσωπό της πως ήξερε, καθώς άπλωνε το χέρι της προς το μέρος του. Ο Λουκ έσκυψε και άγγιξε το μάγουλό της ανάλαφρα, σαν άγγιγμα φτερού. Η συμφωνία δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Υπήρχε ακόμα κάτι που έπρεπε να κανονίσει. Θα ξεσκέπαζε τη μικρή βρόμικη συνωμοσία που παραλίγο να τους καταστρέψει όλους.


320

ANNE O’BRIEN

«Ξέρεις πού πάω, Χάριετ», της είπε συγκρατώντας με κόπο το θυμό του. «Υπάρχει ένα χρέος εδώ που πρέπει να πληρωθεί και ξέρουμε και οι δυο ποιος πρέπει να το πληρώσει». «Όχι, όχι μόνος σου, θα έρθω μαζί σου». «Όχι, αγαπητό μου κορίτσι», παρά το γλυκόλογο, ο τόνος του ήταν απειλητικός. «Αυτό είναι κάτι που θα το τελειώσω εγώ».


ÊåöÜëáéï 13

Με τα λερωμένα και στραπατσαρισμένα ρούχα της περασμένης νύχτας ακόμα, ο Λουκ δανείστηκε ένα άλογο από το στάβλο και κάλπασε για το Έλερντιν Μάνορ, με τις υποψίες να φουντώνουν στο μυαλό του. Η επιχείρηση διάσωσης είχε κινδυνέψει, η Χάριετ είχε τραυματιστεί, είχε χάσει το πολύτιμο Γκοστ της –και όλα αυτά εξαιτίας ενός άντρα, του Αλεξάντερ Έλερντιν, που, για κάποιους δικούς του δόλιους λόγους, είχε προδώσει την εμπιστοσύνη της και είχε απειλήσει τη ζωή της. Αν ήταν να κάνει κάτι τελευταίο γι’ αυτήν, θα ήταν η τιμωρία του ξαδέρφου της. Ο Αλεξάντερ Έλερντιν δε θα έβγαινε αλώβητος από την προδοσία της προηγούμενης νύχτας. Πετώντας τις ευγένειες στον αέρα, ο Λουκ πήδηξε στα σκαλιά του Μάνορ και άνοιξε την πόρτα. «Πού είναι;» ρώτησε τον ξαφνιασμένο υπηρέτη και, χωρίς να περιμένει απάντηση, τράβηξε ίσια στη βιβλιοθήκη, που η πόρτα της ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξε και μπήκε μέσα. Βρήκε εκεί τον Αλεξάντερ Έλερντιν στρογγυλοκαθισμένο άνετα, με τις μπότες στο γραφείο και μια κούπα μπίρα στο χέρι. Για μια στιγμή ο Λουκ διέκρινε μια σκιά αβε-


322

ANNE O’BRIEN

βαιότητας στα μάτια του, αλλά ύστερα χάθηκε και το στόμα του χάραξε σ’ ένα ξινισμένο χαμόγελο. «Βένμορ, δεν περίμενα να σε δω εδώ. Νόμιζα πως θα ήσουν στο δρόμο για το Λονδίνο με τη χήρα». Ο Λουκ κάλυψε την απόσταση με δυο δρασκελιές. «Θέλω κάποιες απαντήσεις». «Και ποιες είναι αυτές;» Το χαμόγελο έγινε πιο πλατύ. «Δεν καταλαβαίνω πώς σου πέρασε η ιδέα ότι μπορώ να βοηθήσω». «Α, όχι;» Ο Λουκ προχώρησε, ο θυμός του ισορροπούσε επικίνδυνα. «Σήκω, Έλερντιν. Ακόμα και αυτή τη στιγμή δε μου πάει να χτυπήσω καθισμένο άντρα». Ο Αλεξάντερ δε σάλεψε. «Τι είναι αυτό; Μονομαχία;» «Μια υπόθεση μεταξύ τζέντλεμεν; Ω, όχι προς Θεού. Αυτό τον τίτλο τον έχασες χθες βράδυ». «Οι προσβολές δε θα σε βγάλουν πουθενά, Βένμορ. Η Χάριετ σ’ έστειλε;» Το χαμόγελο έγινε ύπουλο. «Όχι, δε με έστειλε η Χάριετ. Αυτή τη στιγμή πενθεί την απώλεια του αγαπημένου της σκάφους. Και όλα αυτά εξαιτίας σου! Το πυρπόλησαν οι τελωνοφύλακες. Υποθέτω πως αυτή η μικρή λεπτομέρεια δεν ήταν στα σχέδιά σου, Έλερντιν!» Ο Αλεξάντερ κατσούφιασε. «Το πυρπόλησαν; Όχι, για το Θεό...» Ωστόσο, συνήλθε γρήγορα. «Τι σε κάνει να νομίζεις πως έχω κάποια σχέση με τις χθεσινές κακοτυχίες;» «Είσαι ένα αλαζονικός ανόητος! Δεν έχεις μυαλό καθόλου;» γρύλισε ο Λουκ. «Δεν έχεις ιδέα πως μια από τις σφαίρες σου –που προορίζονταν για μένα– πέτυχε τη Χάριετ; Θα μπορούσε να είχε πεθάνει εκεί, πάνω στα βότσαλα της ακτής». Είδε τα δάχτυλά του να σφίγγονται γύρω από την κούπα. Ήταν αυτό που ήθελε να δει. Και ο θυμός του φούντωσε. Πήρε βαθιά εισπνοή για να πνίξει την παρόρμησή του να τον αρπάξει και να τον τραντάξει.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

323

«Λες ψέματα», κάγχασε ο Αλεξάντερ, «δεν έχει πάθει τίποτα». «Κι εσύ πώς το ξέρεις;» τον προκάλεσε ο Λουκ. «Ένα τραύμα στα πλευρά της λέει τη δική του ιστορία». «Όχι...» Ο Αλεξάντερ σηκώθηκε όρθιος, με μάτια αγριεμένα. «Δε θα είχα τέτοια πρόθεση...» Ήταν η απόδειξη που χρειαζόταν. Ο Λουκ πήδηξε μπρος με μια ταχύτητα και μια ακρίβεια που διέψευδε την ατημέλητη και ταλαιπωρημένη όψη του και εξαπέλυσε μια γροθιά στο σαγόνι του Έλερντιν και μια δεύτερη στην κοιλιά. Δε χρειάστηκαν περισσότερες, γιατί ο Αλεξάντερ, αιφνιδιασμένος, σωριάστηκε μ’ ένα γρύλισμα στο φθαρμένο χαλί. Ο Λουκ στάθηκε από πάνω του. «Eίναι ώρα να πούμε δυο κουβέντες, Έλερντιν». Τον τράβηξε, τον σήκωσε όρθιο και τον πέταξε πίσω στο κάθισμά του. «Δεν έχω να σου πω τίποτα», απάντησε και σκούπισε το αίμα με τη μανσέτα του. «Δε θα διστάσω να χρησιμοποιήσω περαιτέρω βία, Έλερντιν». Ο Λουκ έβγαλε ένα πιστόλι από την τσέπη του, έσπρωξε μια καρέκλα με το πόδι και κάθισε ακουμπώντας τα μπράτσα του στο γραφείο με το πιστόλι ανάμεσά τους. Και κάρφωσε το παγερό βλέμμα του στον Αλεξάντερ. «Θα με σκοτώσεις; Πολύ αμφιβάλλω», είπε εκείνος με σαρκασμό, αλλά δεν πέτυχε την εντύπωση που ήθελε. «Αμφιβάλλεις; Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος. Και αυτή τη στιγμή δε θα ήθελα τίποτα περισσότερο από το να φυτέψω μια σφαίρα στη μαύρη καρδιά σου, Έλερντιν. Αλλά όχι ακόμα. Πρώτα θα σε κάνω να συρθείς στα πόδια της Χάριετ. Σε εμπιστευόταν. Σε θεωρούσε άντρα με τιμή, με φιλότιμο. Δε θα σε αφήσω να την εξαπατάς περισσότερο». Τα μάτια του Λουκ πετούσαν φωτιές. «Λοιπόν, κύριε Έλερντιν... ας αρχίσουμε με το τι έκανες χθες τη νύχτα. Ό-


324

ANNE O’BRIEN

ταν έπρεπε να είχες ειδοποιήσει τη Χάριετ ότι ο Ρόντμελ και οι άντρες του βρίσκονταν στους βράχους...» * * * «Ο ξάδερφός σου έχει κάτι να σου πει, Χάριετ». Ο Λουκ πέταξε κυριολεκτικά τον Αλεξάντερ στο καθιστικό του Λίντγιαρντ’ς Πράιντ, έχοντας απόλυτη συναίσθηση ότι όσο αίμα της είχε απομείνει στράγγισε από το πρόσωπό της καθώς έκανε να σηκωθεί. Καθόταν στο καναπεδάκι μπροστά στο παράθυρο, περιμένοντας προφανώς το γυρισμό του. Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να την πάρει μακριά απ’ όλα αυτά, αλλά κρατούσε την αυτοκυριαρχία της και ο Λουκ συγκράτησε την ανυπομονησία του. Το πρόσωπό της δεν έδειξε καμιά έκπληξη, μόνο λύπη. Ο Λουκ φοβήθηκε πως θα τα έκανε χειρότερα, αλλά έπρεπε να μάθει την αλήθεια. «Ίσως θα έπρεπε να καθίσεις... Ο Έλερντιν αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τη θέση του». Η Χάριετ ξανάπεσε πίσω στα μαξιλάρια. Ο ξάδερφός της είχε μια πολύ άσχημη όψη με μια μελανιά που άρχιζε ν’ απλώνεται στο πιγούνι κι ένα σκίσιμο στο χείλι. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα, τα μαλλιά του αχτένιστα, αλλά και πάλι ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τον Λουκ που έφερε ακόμα όλα τα σημάδια της ταλαιπωρίας από την προηγούμενη νύχτα. Μόνο που το πρόσωπό του ήταν ανέπαφο... εκτός από τη σφραγίδα του συγκρατημένου με κόπο θυμού που βάθαινε τις γραμμές πλάι στο στόμα του. «Είπε πως πληγώθηκες», ήταν τα πρώτα λόγια του Αλεξάντερ πηγαίνοντας κοντά της, με μάτια άγρια, και προσπαθώντας να πάρει τα χέρια του στα δικά της. «Ναι, με χτύπησε μια σφαίρα χθες τη νύχτα. Ευτυχώς


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

325

όχι μοιραία, όπως βλέπεις. Με πέτυχε ξώφαλτσα». Η Χάριετ άπλωσε τα χέρια της, να τον σταματήσει. Ό,τι και αν είχε ανακαλύψει ο Λουκ, εκείνη ήξερε καλά ποιος ευθυνόταν για όλα. Και τώρα έπρεπε να περάσει και αυτό τον πόνο, να το ακούσει από το στόμα του ξαδέρφου της. «Μίλησέ μου για τα χθεσινοβραδινά, Ζαν. Πες μου τι έγινε; Γιατί πήγαν όλα τόσο άσχημα;» «Τι θέλεις να μάθεις;» Ο Αλεξάντερ ανασήκωσε τους ώμους του. «Τέλος καλό, όλα καλά». «Όχι, δεν πήγαν όλα καλά, Ζαν, έχασα το Γκοστ!» «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό», παραδέχτηκε εκείνος «Είναι σοβαρή απώλεια για μας». «Σοβαρή απώλεια; Αλεξάντερ, δεν είμαι ηλίθια. Τα σινιάλα ήταν λάθος. Δεν υπήρχε καμιά βοήθεια στην ακτή για να μεταφέρει το φορτίο, καμιά προστασία για εμάς. Και έπεσαν και πυροβολισμοί –εσκεμμένα, πάνω μας, όχι για προειδοποίηση. Και εσύ ήσουν απών από την όλη πανωλεθρία. Πώς μπόρεσες να μας αφήσεις με τους δραγόνους στο γιαλό σχεδόν και τη λάμπα στο Δωμάτιο του Πύργου να δείχνει πως ο δρόμος ήταν ανοιχτός; Λάθος ήταν αυτό;» «Πες της την αλήθεια, Έλερντιν», είπε ο Λουκ. Η φωνή του ήταν άχρωμη, ανέκφραστη, αλλά η απειλή σαφής. Ακούμπησε το περίστροφο σ’ ένα σκονισμένο πλαϊνό τραπεζάκι. «Πολύ καλά. Γιατί όχι;» Η αυτοπεποίθηση γλίστρησε σαν μάσκα από το πρόσωπό του Έλερντιν καθώς έστηνε τις γροθιές στους γοφούς του. «Ρωτάς αν έκανα λάθος; Όχι βέβαια! Δεν υπήρξε λάθος –μόνο ένα μικρό, μελετημένο σχέδιο για το μέλλον του λαθρεμπορίου από το Ολντ Γουίνκομλι. Για μια πιο στενή και αποδοτική συνεργασία με τον Μεσιέ Μαρσέλ και το Πορ Σεν Μαρτέν. Φήμη και πλούτη, με το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ για σπίτι μας, δικό σου


326

ANNE O’BRIEN

και δικό μου, Χάριετ, ανακαινισμένο, στο παλιό του μεγαλείο. Ο Κάπτεν Χάρι και ο Αλεξάντερ Έλερντιν μαζί, με περισσότερο χρήμα απ’ όσο θα μπορούσες να φανταστείς στα χέρια μας». Το χαμόγελό του άστραφτε από σιγουριά. «Τους πληροφόρησες για εμάς», τον κατηγόρησε η Χάριετ. «Άναψες τη λάμπα για να μας τραβήξεις στην παγίδα. Γιατί το έκανες αυτό; Θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί όλοι». «Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Είχα κάνει συμφωνία με το λοχαγό Ρόντμελ. Μια έγκαιρη επέμβαση και του έταξα πως μερικά δέματα και βαρέλια θα περνούσαν στα χέρια τους. Ήταν παραπάνω από πρόθυμος για ένα τέτοιο κόλπο για να κοκορεύεται στους ανωτέρους του. Και μπορεί να μην ήταν αυτό το μόνο του έπαθλο. Του πρόσφερα την ευκαιρία για ένα ακόμα μεγαλύτερης αξίας...» Το πρόσωπό της Χάριετ ήταν κάτωχρο στο φως του ήλιου, τραβηγμένο από την αγρύπνια και τον πόνο. Ο Λουκ έβλεπε τώρα τους μυς της να συσπώνται, τη χαραματιά ανάμεσα στα φρύδια της να βαθαίνει, αλλά δεν έκανε ούτ’ ένα μορφασμό. Τα σωθικά του έβραζαν, τα χέρια του σφίγγονταν λες και κύκλωναν το λαιμό του Έλερντιν, αλλά θα τον άφηνε να τα ξεράσει όλα. Η Χάριετ είχε δικαίωμα να μάθει για τι ήταν ικανός ο ξάδερφός της. «Μα δεν καταλαβαίνω γιατί θα έκανες κάτι τόσο ανεύθυνο; Να πέσει στα χέρια τους μέρος από το εμπόρευμα, να συρθούν ο Τζορτζ, ο Γκάμπριελ και οι άλλοι στο δικαστήριο...» «Όχι ο Τζορτζ και ο Γκάμπριελ... Ο κόμης του Βένμορ! Τέλειο σχέδιο. Θα ξεφορτωνόσουν μια και καλή τον περιττό σύζυγό σου. Η παρουσία του στη ζωή σου βλάπτει την όλη επιχείρηση που είχαμε στήσει και το ξέρεις. Από τότε που τον παντρεύτηκες δεν πήρες μέρος σε καμιά διαδρομή. Σε πήρε μακριά, σε κρατάει στο Λονδίνο, απειλεί να


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

327

σε πάει στο Βένμορ. Θα σε αναγκάσει να παρατήσεις το Εμπόριο. Έχω ανάγκη τις διασυνδέσεις σου, Χάριετ, την ευκολία σου στα γαλλικά». Έκανε πάλι ένα βήμα προς το μέρος της, με ύφος παρακλητικό αυτή τη φορά. «Δεν ήμουν σίγουρος πως τον παράτησες για τα καλά, αλλά σε χρειαζόμουν, Χάριετ, σε είχα ανάγκη εδώ. Χρειαζόμουν το Πράιντ. Χωρίς εσένα τα σχέδιά μου καθυστερούν. Είχα ανάγκη, λοιπόν, να βγάλω τον Βένμορ από τη σκηνή. Μια μικρή ταπείνωση για τον αριστοκράτη κόμη και τον εξίσου ευγενή αδερφό του, το όνομά τους κηλιδωμένο, τους φαντάζεσαι με την κατηγορία των κοινών λαθρεμπόρων μπροστά στον τοπικό δικαστή;... Οι ψαράδες του Ολντ Γουίνκομλι θα απολύονταν γρήγορα μ’ ένα καλό λάδωμα από μέρους μου, αλλά τι έπαθλο θα ήταν ο κόμης του Βένμορ και ο αδερφός του. Θα ξέκοβε για καλά από σένα. Σκέψου το σκάνδαλο!» Ο Αλεξάντερ γέλασε θλιμμένα. «Τι ατυχία που απέτυχε το καλοστημένο σχέδιό μου. Η οικογένεια Χόλαστον δε θα σήκωνε ποτέ πια κεφάλι». «Και όλα αυτά για να με φέρεις πίσω στο Λίντγιαρντ’ς Πράιντ;» «Φυσικά. Ο Βένμορ άλλο που δε θα ήθελε να σε ξεφορτωθεί μετά το ρεζιλίκι, όταν θα έπιαναν οι κουτσομπόληδες του Λονδίνου το όνομά του στο στόμα τους». Η Χάριετ φαινόταν κεραυνοβολημένη. Ο Λουκ μπορούσε να δει πώς άσπριζαν οι αρθρώσεις της καθώς έσφιγγε τα δάχτυλά της. Παρ’ όλο που ήξερε την εμπλοκή του Έλερντιν σε αυτή την ιστορία, το μέγεθος της μηχανορραφίας ήταν τρομακτικό. «Πες της για τους πυροβολισμούς, Έλερντιν», τον πίεσε ο Λουκ. «Νομίζω πως ξέρω ήδη». Η Χάριετ κοίταζε τον Αλεξάντερ με φρίκη. «Εσύ ήσουν, ε; Ήταν πυροβολισμοί από


328

ANNE O’BRIEN

περίστροφο, όχι από τα μουσκέτα του λοχαγού Ρόντμελ. Για ποιον προορίζονταν, Ζαν; Για τον Λουκ; Είπες πως θα ξεφορτωνόσουν τον άντρα μου. Ή μήπως είχαν εμένα στόχο;» «Για το Θεό! Δε θα σου έκανα ποτέ κακό, Χάριετ. Σ’ αγαπώ!» «Ώστε ήταν για τον Λουκ... Δεν μπορώ να το πιστέψω πως έκανες κάτι τόσο απαίσιο για να με φέρεις πίσω...» «Αρκετά, τελείωνε, Έλερντιν», φώναξε ο Λουκ νιώθοντας την απόγνωση της Χάριετ. «Ναι, εγώ πυροβόλησα! Ναι, τον Βένμορ είχα στόχο... μια φιλική προειδοποίηση! Εσύ φταις, Χάρι. Αν με είχες αφήσει να χρησιμοποιήσω το Πράιντ κατά την απουσία σου, δε θα είχα καταφύγει σ’ αυτό. Αλλά δε με άφησες. Αρνήθηκες. Και όταν ανακάλυψες πως είχα κρύψει εδώ τα λαθραία, έδειξες αμέσως τη δυσαρέσκειά σου. Αλλά έχω ανάγκη το Πράιντ και το χρειάζομαι τώρα». Η πικρία ήταν τώρα φανερή στο ύφος και τη φωνή του Αλεξάντερ. «Δεν έπρεπε να σ’ το είχε αφήσει η μητέρα μου. Έπρεπε να είχε περάσει στα δικά μου χέρια. Είμαι τόσο Λίντγιαρντ, όσο κι εσύ, αλλά εκείνη επέμενε πως έπρεπε να μείνει στα θηλυκά μέλη της οικογένειας, όπως ήταν η παράδοση, παρά τις διαμαρτυρίες μου. Έκανε, λοιπόν, του κεφαλιού της». Ύψωσε τα χέρια του σε μια κίνηση που θα μπορούσε να είναι μια χαριτωμένη αποδοκιμασία του ίδιου του του εαυτού, αν δεν έδειχνε την υπέρμετρη φιλοδοξία του. «Εδώ, λοιπόν, μπαίνεις εσύ, Χάριετ. Σε έχω ανάγκη, έχω ανάγκη το Πράιντ. Η αξία του για μένα και τα μελλοντικά σχέδιά μου είναι ανεκτίμητη». «Δεν μπορώ να το πιστέψω πως θα σκότωνες τον Λουκ για να βάλεις στο χέρι το Πράιντ!» «Να σκοτώσω τον Βένμορ; Ε, όχι, δεν επιδίωκα κάτι τέτοιο. Δεν είμαι φονιάς... αλλά μια σφαίρα σε κατάλληλο


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

329

σημείο μπορεί να τον ενθάρρυνε να σε αφήσει ελεύθερη!» Ο Αλεξάντερ γέλασε τραχιά. «Δεν τον αγαπάς. Τι θα σε πείραζε αν του φύτευα μια σφαίρα στο μπράτσο; Κοίτα, ξαδερφούλα. Την αλήθεια ήθελες, ορίστε, λοιπόν! Πέταξα τη χθεσινοβραδινή επιχείρηση στα σκυλιά. Μια βραχυπρόθεσμη αποτυχία, μακροπρόθεσμα κέρδη. Αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε ακόμα, οι δυο μας, εσύ κι εγώ. Έτσι και βγει ο κόμης από τη ζωή σου, θα καθίσουμε ήσυχα για κανένα μήνα, να ξεγελάσουμε τις Αρχές, και θα ξαναρχίσουμε πάλι την επιχείρηση. Μεγαλύτερη και καλύτερη από πριν». Έριξε μια μοχθηρή ματιά στον Λουκ, πριν στραφεί και πάλι στη Χάριετ. «Και όταν μείνεις ελεύθερη από αυτόν το γάμο-παρωδία... μπορούμε να παντρευτούμε». «Είπες πως μ’ αγαπάς και όμως μου προκάλεσες τόσο πόνο...» Ο Λουκ δεν μπορούσε ν’ αντέξει τον πόνο στα μάτια και τη φωνή της Χάριετ. Έσφιξε τόσο τις γροθιές του, που τα νύχια μπήχτηκαν στη σάρκα του. «Σε εμπιστεύτηκα, Ζαν», ψιθύρισε η Χάριετ και τα μάτια της βούρκωσαν. Ο Λουκ βρέθηκε δίπλα της. Την έπιασε και τη σήκωσε περνώντας το μπράτσο του γύρω της για να τη στηρίξει. «Είσαι αρκετά δυνατή;» τη ρώτησε. «Ναι, δε θα ησυχάσω ώσπου να τελειώσουν όλ’ αυτά». Η απάντησή της ήταν δυνατή, παρ’ όλο που τα χείλη της ήταν κάτασπρα. «Όχι, ώσπου ν’ ακούσουμε και τα υπόλοιπα σχέδια του Αλεξάντερ για μένα και το σπίτι μου». Ο Αλεξάντερ έριξε μια ματιά στον Λουκ και διάλεξε προσεχτικά τα λόγια του. «Ω, νομίζω πως είπα αρκετά. Και δεν υπάρχουν αποδείξεις για να με σύρεις στο δικαστήριο. Είναι ο λόγος σου ενάντια στο δικό μου, Βένμορ». «Σωστά, αλλά νομίζω πως δεν εξομολογήθηκες όλα όσα βαραίνουν την ψυχή σου. Είπες στη σύζυγό μου ότι εσύ με πληροφόρησες, σαν άντρας προς άντρα, χωρίς υστεροβουλία, πως ήταν μέλος αυτής της ελεεινής... Αδελφότητας


330

ANNE O’BRIEN

των Ναυαγιαιρετών; Της είπες πως προσπάθησες να καταστρέψεις το γάμο μας από την αρχή;» «Δεν έκανα κάτι τέτοιο...» δήλωσε εκείνος και στύλωσε το βλέμμα του στη Χάριετ. «Η Χάριετ δε θα το πίστευε αυτό ποτέ για μένα». «Και πάλι ο λόγος σου ενάντια στον δικό μου, Έλερντιν». Τα λόγια του Λουκ κοφτερά σαν ατσάλι. «Και νομίζω πως η σύζυγός μου μπορεί ν’ αναρωτηθεί για τα λεγόμενά σου, μετά από όσα έμαθε σήμερα». «Του είπες πως ανήκω στην ομάδα που λεηλατεί ναυαγισμένα πλοία;» ρώτησε η Χάριετ γουρλώνοντας τα μάτια της από την έκπληξη. «Πώς μπόρεσες να υπαινιχθείς πως είμαι ικανή για μια τέτοια φρικαλεότητα;» «Και αν το έκανα, τι σημαίνει αυτό;» κάγχασε ο Αλεξάντερ. «Ο αριστοκράτης σύζυγός σου δεν άργησε και πολύ να πιστέψει την ενοχή σου». «Ναι, το πίστεψα στην αρχή και θα μετανιώνω όλη μου τη ζωή γι’ αυτό. Επειδή μου έδωσες αρκετές ακριβείς πληροφορίες που μπορούσαν να ελεγχθούν και να εξακριβωθούν –το ναυάγιο του Λιόν ντ’Ορ. Αλλά ξέρω πως η Χάριετ δεν είχε καμιά ανάμειξη. Και αν δεν είχε εκείνη...» «Θα μου κολλήσεις εμένα τη ρετσινιά; Αν η Χάριετ είναι αθώα, τότε εγώ είμαι ο ένοχος; Αυτό θέλεις να πω; Δε θα το φορτώσεις σ’ εμένα αυτό, Βένμορ». Ο Λουκ έσφιξε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της Χάριετ νιώθοντας τη δύναμη της να κάμπτεται. «Μίλησα με τον Γουίγκινς σχετικά. Τη λάμπα δεν την άναψε η Χάριετ εκείνο το βράδυ». «Τότε, υποθέτω πως θα πρέπει να την άναψε ο Γουίγκινς... Δε θα ήταν η πρώτη φορά άλλωστε». «Ποιος έδωσε τη διαταγή; Ο Γουίγκινς δεν την ανάβει χωρίς οδηγίες». Ο Αλεξάντερ ύψωσε τα φρύδια του. «Τι θυμάται ο Γου-


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

331

ίγκινς; Ένας γέρος με μεγάλη αδυναμία στα προϊόντα του λαθρεμπορίου μας. Αυτός δε θυμάται ούτε το όνομά του καλά καλά μετά από μια μπουκάλα πόρτο!» «Ο Γουίγκινς θυμάται πολύ καλά. Έστειλες τον Τομ, τον παραγιό σου, και του παρήγγειλες ν’ ανάψει τη λάμπα. Την άναψε, λοιπόν, και το Λιόν ντ’Ορ μπήκε στον κόλπο και τσακίστηκε στα βράχια». Το χέρι της Χάριετ έσφιξε σπασμωδικά το μπράτσο του Λουκ. «Είναι αλήθεια, Ζαν;» «Ναι, μα το Θεό, είναι», ορκίστηκε ο Λουκ. «Ήταν ένας ύπουλος τρόπος να διαλύσει την εμπιστοσύνη, την κατανόηση ανάμεσά μας. Ποιος άντρας θα ήθελε ν’ ακούσει πως η γυναίκα του παρέσυρε αθώους ανθρώπους στο θάνατο;» «Ναι, είπα ένα ψέμα στον Βένμορ! Θα έλεγα οτιδήποτε για να σε φέρω στα λογικά σου, να γυρίσεις στο Πράιντ», παραδέχτηκε ο Αλεξάντερ και της έτεινε το χέρι του. «Αυτό δεν αλλάζει τίποτα, Χάριετ. Τώρα είσαι πίσω και πάω στοίχημα πως ο λόρδος σου θα πάρει το δρόμο για το Λονδίνο μόλις ζέψουν τ’ άλογά του στην καρότσα. Σε θέλω ακόμα, Χάριετ. Μην πετάς όλα όσα φτιάξαμε μαζί. Σ’ αγαπώ, Χάριετ». «Μ’ αγαπάς; Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αγάπη. Και σίγουρα, αγαπάς το Λίντγιαρντ’ς Πράιντ περισσότερο από μένα». Η Χάριετ έστρεψε το πρόσωπό της στον ώμο του Λουκ. «Σε λυπάμαι, Ζαν. Δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή σου εκτός από φιλοδοξία και απληστία. Κι αυτά θα σε καταστρέψουν». «Φύγε από δω!» τον πρόσταξε σιγανά ο Λουκ, νιώθοντας πως οι δυνάμεις της Χάριετ την εγκατέλειπαν. «Βγες από αυτό το σπίτι πριν σε πετάξω έξω με τις κλοτσιές». Και όταν ο Έλερντιν βγήκε, έξαλλος, από το δωμάτιο, ο Λουκ κάθισε τη Χάριετ στα μαξιλάρια και τον ακολούθησε ως τα σκαλοπάτια όπου περίμενε το άλογό του.


332

ANNE O’BRIEN

Ο Αλεξάντερ στράφηκε και κοίταξε πίσω του, με το ένα χέρι στο χαλινάρι και το ένα πόδι στον αναβολέα. «Δεν μπορείς να με βλάψεις, ξέρεις... Είμαστε όλοι μπλεγμένοι σ’ αυτό». «Αυτός είναι ο μόνος λόγος που δε σε παραδίνω στις Αρχές». «Δεν τολμάς. Δε θα διστάσω να τους πω πως ο κόμης του Βένμορ σαλπάρισε με το Λίντγιαρντ’ς Γκοστ για να φέρει μια Γαλλίδα κι ένα λαθραίο φορτίο στην Αγγλία». «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, δε θα σε βγάλει πουθενά. Έχω υποστεί τόσους εκβιασμούς που μου αρκούν για μια ζωή». Ο Λουκ άδραξε με το ένα χέρι τα γκέμια, με το άλλο το μανίκι του Αλεξάντερ. «Δε θα σε αγγίξω, για χάρη της. Όχι σήμερα, αλλά το νου σου! Μπορεί να μην μπορέσω να συγκρατηθώ για πολύ». Ο Έλερντιν πήδησε στη σέλα. «Ένα πράγμα έχω να σου πω, Βένμορ. Ό,τι και αν λένε οι ενδείξεις, δεν είμαι ναυαγιαιρέτης. Αυτό είναι απαράδεκτο, ξεπερνάει τα όρια, ακόμα και για μένα», δήλωσε με κυνισμό. «Και δεν πυροβόλησα για να σκοτώσω. Δεν είμαι φονιάς, αλλά δεν περιμένω να το πιστέψεις. Ανάθεμά σε! » Τράβηξε δυνατά τα γκέμια από τα χέρια του Λουκ. «Άσε το άλογό μου!» Και σπιρουνίζοντας το ζώο του, πήδησε τον χαμηλό τοίχο και βγήκε στη δημοσιά. * * * Η Χάριετ δεν άντεχε να μείνει κλεισμένη στο καθιστικό. Ήταν πολύ ανήσυχη, πολύ αναστατωμένη απ’ όσα είχε μάθει –από την ωμή αλήθεια. Και αφού ο ουρανός είχε καθαρίσει και ο ήλιος έλαμπε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στην πλακόστρωτη βεράντα. Ο ξύλινος πάγκος κάτω από τη


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

333

φυλλωσιά της πέργολας ήταν αρκετό απάγκιο από το τσουχτερό αγέρι. Αν ο Λουκ ήθελε να τη βρει, θα την έβρισκε. Πόσο θα σιχαινόταν όλους τους Λίντγιαρντ! Και να, εκεί ήταν, διέσχιζε τη βεράντα, ερχόταν προς το μέρος της, με τα μαύρα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στον αέρα, με τα μάτια μισόκλειστα ενάντια στο φως που αντανακλούσε από τη θάλασσα. Η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα, το δέρμα της ρίγησε. Αυτό ήταν, το τέλος, αυτό ήθελε ο Λουκ. Η συμφωνία τους είχε ολοκληρωθεί. Έπρεπε να τελειώνουν... * * * Ο Λουκ στάθηκε στο ανοιχτό παράθυρο του καθιστικού και είδε την αγαπημένη του καθισμένη κάτω από τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές. Δεν υπήρχε ευτυχία πάνω της. Μόνο μια τεταμένη ακινησία, σαν να περίμενε μια έκβαση που δε θα της έφερνε καμιά ευχαρίστηση. Τι κάνω τώρα; συλλογίστηκε. Είχε μια υπόσχεση να εκπληρώσει. Έπρεπε να της δώσει την ελευθερία της. Είχε δώσει το λόγο του, έπρεπε να τιμήσει τη συμφωνία τους, να φύγει μακριά από τη γυναίκα που αγαπούσε. Αλλά αν... Παρατηρούσε τη Χάριετ που έφερνε το χέρι στο κεφάλι, να διορθώσει τα μαλλιά της που τ’ αναστάτωνε ο άνεμος. Μια χαριτωμένη εικόνα, αλλά τα μάτια της ήταν σκοτεινά. Φυσικά δεν μπορούσε να είναι ευτυχισμένη μαθαίνοντας την προδοσία του ξαδέρφου της. Και είχε χάσει το Γκοστ. Την είδε να φέρνει τα χέρια στα χείλη της, λες και πετούσαν αλλού οι σκέψεις της. Να είχε άραγε κάποια αισθήματα γι’ αυτόν; Μπορούσε μια γυναίκα που αδιαφορούσε γι’ αυτόν να έλεγε ψέματα, να κρύψει τον τραυματισμό της για χάρη


334

ANNE O’BRIEN

της δικής του ασφάλειας; Θα ρισκάριζε τη ζωή της για να ένα δικό του χρέος τιμής, για μια γυναίκα που δε γνώριζε; Θα νοιαζόταν τόσο πολύ για την ασφάλειά του, που τον έδιωξε και αντιμετώπισε το λοχαγό Ρόντμελ και τους άντρες του μόνη της; Θα ρισκάριζε το αγαπημένο της σκάφος για χάρη του; Δεν ήταν αυτά απόδειξη αγάπης; Μπορεί η απάντηση να ήταν αρνητική. Μπορεί να κορόιδευε τον εαυτό του. Αλλά ο Λουκ αποφάσισε ξαφνικά πως θα το ριψοκινδύνευε, θα έπαιζε τα πάντα, το μέλλον του, την ευτυχία του σε τούτη την τελευταία παρτίδα.


ÊåöÜëáéï 14

«Έφυγε ο Αλεξάντερ;» ρώτησε η Χάριετ, αδιαφορώντας ξαφνικά. «Ναι... μετά από μια θεαματική απόπειρα εκβιασμού. Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να τον βγάλει πουθενά αυτό». «Τώρα τα ξέρεις όλα», μουρμούρισε η Χάριετ καταπονημένη από όλη αυτή την ασχήμια. «Ναι. Δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον Έλερντιν. Το ξέραμε και οι δύο. Νομίζω πως δεν τον ένοιαζε το πόσο κακό θα έκανε, αρκεί να έπαιρνε αυτό το σπίτι στα χέρια του». Ο Λουκ ακουμπούσε στο στηθαίο, με τα μπράτσα σταυρωμένα και μελετούσε τις μπότες τους, που ήταν σε κακό χάλι. Κρατάει απόσταση, συμπέρανε η Χάριετ. Και ποιος μπορούσε να τον κατακρίνει; Η οικογένειά της δεν είχε αποδειχθεί και τόσο αξιοσέβαστη, τελικά. «Θα πρέπει να αισθάνεσαι ικανοποιημένος». Ο Λουκ ύψωσε το βλέμμα του απότομα. «Θα πρέπει;» «Πέτυχες αυτό που επιδίωκες. Η Μαρί-Κλοντ και το παιδί της γλίτωσαν από τα χέρια του Νουάρ, πείστηκες για την πατρότητα του Ραούλ...» Η Χάριετ κατάπιε με κόπο, αλλά συνέχισε. «Τώρα, ζητώ την ελευθερία μου, και θα έχεις τη δική σου, σε αντάλλαγμα, όπως συμφωνήσαμε».


336

ANNE O’BRIEN

«Ναι, το συμφωνήσαμε, έτσι δεν είναι;» Ο Λουκ περιεργάστηκε γι’ άλλη μια φορά τις στραπατσαρισμένες μπότες του. «Αλλά άλλαξα γνώμη». Όταν ύψωσε το βλέμμα του αυτή τη φορά, την κοίταξε ίσια στα μάτια. «Δε σου δίνω την ελευθερία σου». «Μα...» Η Χάριετ έψαξε να βρει κάτι λογικό να πει, αλλά της διέφευγε, έτσι σαστισμένη που ήταν. «Δε με θέλεις ως σύζυγο. Δε με ήθελες ποτέ και μη μου πεις πως το θεωρείς χρέος σου επειδή σου έσωσα τη... Αυτό είναι ευγνωμοσύνη απλά, όχι λόγος ν’ αλλάξεις την απόφασή σου». «Τότε δε θα το πω». Κινήθηκε μ’ εκπληκτική ταχύτητα, βρέθηκε κοντά της πριν προλάβει να βλεφαρίσει καν και τη σήκωσε πιάνοντάς την από τα μπράτσα, προσέχοντας να μην την πονέσει. «Εσύ μπορεί να θέλεις να κλείσει η συμφωνία, αλλά εγώ δε θέλω». «Γιατί;» «Σ’ αγαπώ». «Όχι...» Η φωνή της έσπασε. Δεν άντεχε την καλοσύνη του, το προστατευτικό ένστικτό του. Ο Λουκ έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη της για να την κάνει να σωπάσει. «Δεν είναι ευγνωμοσύνη. Ανακάλυψα πως δεν έχω όλα όσα θέλω. Και θέλω εσένα. Γι’ αυτό δε θα κρατήσω την υπόσχεσή μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου θ’ αθετήσω το λόγο μου σαν τζέντλεμαν και έτσι μπορείς να με καταδικάσεις, να με κατηγορήσεις γι’ ανέντιμο αν επιθυμείς. Αλλά σε θέλω, Χάριετ, σ’ αγαπώ. Και δεν πρόκειται να ζήσω χωρίς εσένα εξαιτίας μιας υπόσχεσης που δόθηκε υπό πίεση», τη φίλησε, αγέλαστος, με μια εξοργιστική σοβαρότητα που της στέρησε όση ανάσα της είχε απομείνει. «Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να σου δώσω την ελευθερία σου... μόνο αν μου πεις πως δε μ’ αγαπάς... πως δεν μπορείς να μου ανταποδώσεις την αγάπη μου». «Όχι... δε σε πιστεύω».


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

337

«Μ’ αγαπάς;» Ο Λουκ την κρατούσε γερά, σαν να μην επρόκειτο να την αφήσει ποτέ, τα μάτια του ήταν πιότερο γκρι από πράσινα και απαιτούσαν μια απάντηση, την αλήθεια, ενώ οι γραμμές έντασης πλάι στο στόμα του έλεγαν τη δική τους ιστορία. Κάτω από τη συνηθισμένη συγκρατημένη μάσκα του, η Χάριετ έβλεπε μια μοναξιά που της μάτωνε την καρδιά. Είχε σηκώσει στους ώμους του όλο το βάρος, μόνος, επειδή δεν έβλεπε άλλο τρόπο να προστατέψει αυτούς που εμπλέκονταν, και σ’ αυτούς περιλαμβανόταν και η ίδια. Τώρα όμως έβρισκε το κουράγιο να της ομολογήσει τον έρωτά του και την απόφασή του και έπρεπε κι εκείνη να του ανοίξει την καρδιά της, καταστρέφοντας όλες τις άμυνές της. «Πες μου την αλήθεια», την πίεσε. «Είσαι υπό τις διαταγές μου εδώ, Κάπτεν Χάρι. Μ’ αγαπάς; Δε θα επιτρέψω ούτε απόκρυψη ούτε υποκρισία... πέρασε ο καιρός γι’ αυτά». «Α... Λουκ!» «Λοιπόν, μ’ αγαπάς;» «Ναι», του απάντησε απλά, επιτέλους. «Σ’ ερωτεύτηκα από τη στιγμή που σε πρωτοείδα, ματωμένο και αναίσθητο. Όταν νόμιζα πως είσαι ένας άντρας χωρίς τιμή, ένας προδότης». Η Χάριετ έβλεπε τα μάτια του να φωτίζονται από ένα χαμόγελο ανακούφισης, να ξαναβρίσκουν το λαμπερό σμαραγδί χρώμα τους, αλλά η ένταση παρέμενε σε κάθε μυ του κορμιού του. Το βλέμμα του χαμήλωσε στα ενωμένα χέρια τους, στο δαχτυλίδι που της είχε φορέσει πριν από λίγες βδομάδες. «Μπορείς να με συγχωρέσεις που δε σ’ εμπιστεύτηκα, που δε σου εκμυστηρεύτηκα τι με βασάνιζε;» τη ρώτησε τρυφερά.


338

ANNE O’BRIEN

«Ναι. Γιατί μήπως κι εγώ δεν πίστεψα ότι ήσουν ικανός για προδοσία;» «Δεν είναι δικαιολογία για την καταραμένη περηφάνια μου». Η Χάριετ έσκυψε κι έτριψε το μάγουλό της στα δεμένα δάχτυλά τους. «Δεν το πιστεύω πως με θέλεις ακόμα». «Σε θέλω και θα σ’ το αποδείξω». Τη σήκωσε στα μπράτσα του, παρά τις διαμαρτυρίες της πως δεν ήταν ανήμπορη, πως μπορούσε να περπατήσει και την κουβάλησε στην κάμαρά της. «Θα έπρεπε να σε αφήσω εδώ, να κοιμηθείς». Και αυτό θα έκανε, όσο και αν του κόστιζε, αν του το ζητούσε. «Όχι, μη φύγεις», ψιθύρισε η Χάριετ κι άπλωσε τα χέρια της –μια ακαταμάχητη πρόσκληση. «Μπορεί να σε πονέσω». Η καρδιά του χτυπούσε άγρια. Ήξερε τα όριά του, πόσο μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. «Θα με πονέσεις περισσότερο αν με αφήσεις μόνη. Σ’ αγαπώ, Λουκ. Σε λατρεύω. Θέλω να γείρω στην αγκαλιά σου και να ξέρω πως η αγάπη σου δεν είναι δημιούργημα της φαντασίας μου... δεν είναι ένας χάρτινος πύργος που θα σωριαστεί στα πόδια μου... ένα απραγματοποίητο όνειρο, όταν ξυπνήσω». Ο Λουκ κλείδωσε την πόρτα. Ήταν πολύ προσεχτικός, πολύ τρυφερός μαζί της, θαρρείς και ήταν κάποιο εύθραυστο λουλούδι, που τα μισάνοιχτα ακόμα πέταλά του τ’ απειλούσε άγρια θύελλα. Γυμνοί και οι δύο, με το κεφάλι της κουρνιασμένο στον ώμο του έμειναν για ώρα αμίλητοι –δε χρειάζονταν λόγια. Ακίνητοι, εκτός από το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα της ανάσας τους, γεύονταν την επαφή, την πίεση του απαλού γυναικείου κορμιού με τις καμπύλες του πάνω στους σκληρούς αντρίκιους μυς, τη ζεστασιά της πνοής τους.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

339

Ώσπου ο Λουκ δεν άντεξε άλλο αυτή την εγγύτητα. Ο ανδρισμός του, επίμονος, ζητούσε λύτρωση. Τραβήχτηκε λίγο από κοντά της, λίγα εκατοστά που έμοιαζαν σαν μίλια ανάμεσά τους... και το μετάνιωσε αμέσως νιώθοντας τη σάρκα του να παγώνει. «Λουκ;...» Η Χάριετ, αβέβαιη ακόμα για τούτη τη νιόφερτη αγάπη, τον κοίταξε ανήσυχη. «Αγάπη μου...» Έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο, καθησυχαστικά. «Σε θέλω, αλλά δεν μπορώ». «Γιατί;» «Μα να σε ταλαιπωρήσω, να σε πονέσω περισσότερο απ’ όσο πονάς ήδη;» Έβλεπε την αγάπη του γι’ αυτήν να φέγγει στα μάτια του. Η Χάριετ ακούμπησε τα δάχτυλά της στο στήθος του, τον χάιδεψε, καθυστέρησε λίγο στους γοφούς του, πριν περιπλανηθεί στην κοιλιά του και τον αγκαλιάσει. Κόλλησε τα χείλη της στη φλέβα που σφυροκοπούσε στη βάση του λαιμού του και έδειχνε το σφυγμό του. «Γιατί δεν μπορείς;» τον ξαναρώτησε. Και αυτό τον αποτέλειωσε. Την ανασήκωσε, πιάνοντάς την από τη μέση, και τη χαμήλωσε αργά πάνω του, προσεχτικά, ζυγίζοντας το βάρος της στα μπράτσα του, ώσπου τον σκέπασε, τον τύλιξε. Ώσπου τον δέχτηκε, βυθίζοντάς τον μέσα στο σατινένιο σκοτάδι της και κλέβοντάς του παράλληλα κάθε σκέψη. Ήταν καυτή και υγρή και ζητούσε να τη γεμίσει, να την εξουσιάσει καθώς επέβαλλε το δικό της ρυθμό κι εκείνος την άφησε... αφού δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο. Η Χάριετ έσκυψε και τον φίλησε στο στόμα, ενώ τα μαλλιά της τον τύλιγαν, μια στιλπνή κουρτίνα από ζωντανό μετάξι. «Βλέπεις; Δεν είμαι τόσο διαλυμένη, που να μην μπορείς να με αγγίξεις», τον πείραξε.


340

ANNE O’BRIEN

«Ναι, αλλά είσαι πληγωμένη και πρέπει να σε έχω έγνοια». «Εσύ με γιάτρεψες». Τα μάτια της έλαμπαν. Ο Λουκ κινήθηκε μαζί της, προσέχοντας τους λινούς επιδέσμους της. Πόσο όμορφη ήταν, πόσο θελκτική... Αδύνατον να της αντισταθεί. Δε θα της αρνιόταν ακόμα και αν το ήθελε. Κρατιόταν με τα δόντια, μετέωρος στην κόψη μιας αδυσώπητης ανάγκης. Και η Χάριετ τον παρακινούσε ανελέητα, κι εκείνος, κρατώντας τη γερά από τους γοφούς, απαντούσε σε κάθε ώθηση με ώθηση, ώσπου ένιωσε τους μυς της να συσπώνται γύρω του. Εκείνη σπαρτάρισε και ξεφώνισε και αυτός δεν μπόρεσε πια να κρατηθεί άλλο. Βούλιαξε στο σκοτάδι της ηδονής ξέροντας πως η κραυγή της δεν έδειχνε πόνο, αλλά ικανοποίηση, καθώς την έσφιγγε στο στήθος του και έχωνε το πρόσωπό του στα μαλλιά της. * * * Σηκώθηκαν μαζί, σαν συνεννοημένοι, ντύθηκαν και –ενώ ο Λουκ κρατούσε ένα μάτσο κεριά– πήραν το δρόμο για το Δωμάτιο του Πύργου. Εκείνος τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της και κάθε τόσο τη σταματούσε σε κάθε βολική γωνιά για ν’ ανταλλάξουν φιλιά και ψιθυρίσματα. Όταν έφτασαν, αδιαφορώντας για τη σκόνη και τις αράχνες, στάθηκαν μπροστά στο παράθυρο απ’ όπου μπορούσαν ν’ αγναντέψουν το σούρουπο που έπεφτε αγκαλιάζοντας τη θάλασσα, τους βράχους, τυλίγοντας τα πάντα στην ανωνυμία. Παρατηρώντας την εικόνα τους στο σκοτεινό τζάμι, τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, με τον Λουκ να την αγκαλιάζει προστατευτικά, η Χάριετ ήξερε τι έπρεπε να πει και μίλησε σαν να απευθυνόταν στο είδωλό τους.


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΗΣ

341

«Αυτός ήταν ο τελευταίος μου διάπλους, Λουκ. Στο λόγο της τιμής μου. Τέλος το λαθρεμπόριο. Τέλος ο Κάπτεν Χάρι». Ο Λουκ μελετούσε το πρόσωπό της στο τζάμι. Αυτή την απόφαση ήθελε από εκείνη, αλλά δε θα την είχε πιέσει να την πάρει. Όχι πια λαθρεμπόριο, όχι χορός με το θάνατο ή τη σύλληψη. Όχι ρίσκα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα και επικίνδυνα βράχια τις σκοτεινές νύχτες. Δεν τα είχε απαιτήσει εκείνος αυτά, ήταν δική της απόφαση και είχε έρθει με την ώρα της και όμως κρατήθηκε για να μη θριαμβολογήσει. «Δε θα σου λείψουν; Η διέγερση, η περιπέτεια, η άγρια συγκίνηση να ξεγελάσεις τους τελωνοφύλακες;» «Όχι», τον διαβεβαίωσε η Χάριετ αβίαστα. «Κάποτε ίσως, τώρα όμως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν». Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του, πήρε τη λάμπα από το τραπέζι και την ακούμπησε στο πάτωμα, σε μια γωνιά του δωματίου. Μετά, έκλεισε και αμπάρωσε τα παντζούρια, έτσι που να μην μπορεί να φέγγει κανένα φως από Δωμάτιο του Πύργου. Μια τόσο απλή κίνηση και όμως τόσο συμβολική για την καινούρια τους κοινή ζωή. Γύρισε κοντά του και στάθηκε πλάι του πιάνοντάς του το χέρι. «Δε μετανιώνεις;» τη ρώτησε. «Που έσωσα ένα μουσκεμένο, ματωμένο κατάσκοπο; Όχι, καθόλου». Ο Λουκ κόλλησε τα χείλη του στο πρόσωπό της. Ένας ψίθυρος αγάπης στα μάγουλα, στο σαγόνι, στην κομψή γραμμή του λαιμού της, στα κλειστά μάτια της... όπου γεύτηκε την αλμύρα των δακρύων της. «Α, Χάριετ... σου φέρνουν δάκρυα τα φιλιά μου;» «Όχι». Αλλά τα μάτια της έλαμπαν ασημένια στο φως. «Ω Λουκ, έχασα το Γκοστ και το αγαπούσα πολύ. Πώς θα μάθω στα παιδιά μας ιστιοπλοΐα;»


342

ANNE O’BRIEN

Ο Λουκ της φίλησε τα δάκρυα αφάνταστα συγκινημένος. «Θα έχεις ένα άλλο», τη διαβεβαίωσε μ’ ένα χαμόγελο. «Ποιος θα το πίστευε πως θα έπαιρνα μια γυναίκα που προτιμάει μαδέρια και κάβους από ένα διαμαντένιο περιδέραιο! Αλλά υπό έναν όρο...» Της ύψωσε το πιγούνι, για να μπορεί να βλέπει το πρόσωπό της. «Θα σου πάρω ένα καινούριο σκαρί με ένα καινούριο όνομα». «Πώς θα το ονομάσεις;» «Βένμορ’ς Πράιζ. Γιατί αυτό είσαι για μένα, αγαπημένη μου. Ένα έπαθλο, ένα πολύτιμο δώρο που θα το λατρεύω τις υπόλοιπες μέρες μου σ’ αυτή τη γη κι ακόμα περισσότερο». Και η Χάριετ, κλεισμένη στα δυνατά μπράτσα του, ένιωσε σαν να είχε φτάσει, επιτέλους, ασφαλής στο λιμάνι της καρδιάς της.


Τίτλος πρωτοτύπου: Compromised Miss Copyright © Anne O’Brien 2009 © 2010 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ

για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V. / S.à.r.l. ISBN 978-960-620-217-9 Μετάφραση: Θ. Σιδέρης Επιμέλεια: Στέλλα Δαπέργολα Διόρθωση: Ρήγας Καραλής ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ - ΤΕΥΧΟΣ 8

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.