Αφιέρωμα: Οι Ρομά και η Τέχνη

Page 1

4

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 | ΝΗΣΙΔΕΣ

ROMALAND - ΑΝΕΣΤΗΣ ΑΖΑΣ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΙΝΙΚΟΡΗΣ

Μια παράσταση-αντίδοτο στον «τελευταίο αποδεκτό ρατσισμό στην Ευρώπη» «Στον Δενδροπόταμο δεν ήθελε κανένα ταξί να μας πάει...» παρατηρούν πικρά οι δυο δημιουργοί του «Romaland», που, έπειτα από μακρά έρευνα και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του θεάτρουντοκουμέντου, παρουσιάζουν στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης τους πραγματικούς ήρωες και μια αληθινή όψη τους, ελπίζοντας ότι θα καταλυθούν τα βολικά στερεότυπά μας, όπως αυτό που έχουμε «ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να ζουν έτσι. Ε, λοιπόν, δεν θέλουν!» ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΣΩΤΗΡΧΟΥ

Θ

α μπορούσε να είναι και ένα ρεπορτάζ για τους ανθρώπους που επειδή ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αντιμετωπίζονται ως «ζωές ανάξιες να βιωθούν», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ναζιστικού καθεστώτος. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα; Ας θυμηθούμε πολύ πρόσφατα περιστατικά κι ας αναρωτηθούμε... Τη νεκρή από σφαίρες «μπαλαμού» 13χρονη Γιαννούλα Καραχάλιου στην Αμφισσα. Τις «αδέσποτες» σφαίρες που έκοψαν το νήμα της ζωής ενός 11χρονου μαθητή το 2019 στις Αχαρνές-Μενίδι και μόλις τον περασμένο μήνα ενός 8χρονου στο Ζεφύρι. Την 8χρονη Ολγα στο Κερατσίνι, που εγκλωβίστηκε από μια πόρτα εργοστασίου και πέθανε αβοήθητη το 2021. Τους νεκρούς από πυρά αστυνομικών, κατόπιν καταδίωξης, του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη πριν από δυο χρόνια και του 16χρονου Κώστα Φραγκούλη πέρσι. Οι δυο τελευταίες δολοφονίες σόκαραν ακόμα περισσότερο τους σκηνοθέτες και δραματουργούς Ανέστη Αζά και Πρόδρομο Τσινικόρη, πυροδοτώντας την πολύμηνη έρευνά τους που τους έφερε στους συνοικισμούς-καταυλισμούς Ρομά σε Ζεφύρι, Ασπρόπυργο, Θεσσαλονίκη, Λάρισα και Σέρρες. Ο καρπός της δουλειάς τους, η παράσταση «Romaland» στη «Στέγη», είναι ένα ταξίδι στους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, μια απεικόνιση της σύγχρονης ιστορίας, μέσα από τα μάτια των Ρομά αυτή τη φορά, καθώς το έργο, μεταξύ μυθοπλασίας και θεάτρου ντοκιμαντέρ, χωρίς στερεότυπα και ρομαντικές ψευδαισθήσεις, τους δίνει τον λόγο. Στην κυριολεξία. Και οι πέντε πρωταγωνιστές, δύο άντρες και τρεις γυναίκες, είναι Ρομά και εκτός από έναν δεν

είναι επαγγελματίες ηθοποιοί. Κι από την ηλικιωμένη, που δεν πήγε σχολείο και δεν έμαθε να διαβάζει, μέχρι τον Αβραάμ, βοηθό σκηνοθέτη, βασικό αφηγητή και σπουδαστή στο Εθνικό, συνυπάρχουν και συνεργάζονται για το καλό της παράστασης. «Στην πραγματικότητα όταν λέμε “Ρομά”, αναφερόμαστε σε έναν χώρο με πολύ διαφορετικές κοινότητες και ομάδες ανθρώπων – δεν είναι όλοι ένα πράγμα. Είναι πολύ διαφορετικές οι συνθήκες για όσους ζούνε στην αστική Αγία Βαρβάρα, διαφορετικές στο Ζεφύρι, όπου τα πράγματα είναι λίγο πιο άγρια, μέχρι να φτάσουμε σε κάτι καταυλισμούς όπως στον Ασπρόπυργο, όπου τα πράγματα είναι άθλια», μας λένε οι δημιουργοί που, με πρωτογενές υλικό από 50 συνεντεύξεις, δόμησαν τον αφηγηματικό πυρήνα του έργου. Για εμάς μένει να αναρωτηθούμε, όπως ξεδιπλώνονται οι πραγματικές τους ιστορίες, τι γνωρίζουμε για τους Ρομά. Ανέμελοι, νομάδες, θύματα κοινωνικών κατασκευών/αποκλεισμών, επικίνδυνοι ή παραβατικοί; Τι απ’ όλα είναι και πάνω απ’ όλα, σε τούτη τη χώρα, «Roma lives matter»; Ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης, που μας μιλούν για όλα τα παραπάνω και όσα ακολουθούν, είναι επιφυλακτικοί. «Δεν σημαίνει ότι γίναμε ειδικοί επειδή ασχοληθήκαμε μερικούς μήνες με το θέμα», μας ξεκαθαρίζουν και ταυτόχρονα ανατρέπουν πολλές διαδεδομένες εσφαλμένες εντυπώσεις και ανάμεσά τους πρώτα πρώτα τούτη: «Δεν θέλουν να ζουν έτσι». Τι είναι αυτό που σας έκανε εντύπωση; Π.Τ.: «Είναι οι ερωτήσεις του τύπου “Πώς βγάζετε άκρη;” που μας κάνουν σχετικά με την παράσταση “μπαλαμοί”, άτομα που δεν το περιμέναμε να έχουν προκαταλή-

ψεις. Μπορεί και να μην έχουν συναντήσει ποτέ τους έναν Ρομά... Εννοείται πως έχουμε μια κανονική συνεργασία. Επίσης, μου έκανε εντύπωση ότι δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς τις συνθήκες σε έναν καταυλισμό αν δεν έχει πάει. Είναι τρομακτικό ότι 20΄ από το κέντρο της Αθήνας βρίσκεις ανθρώπους που ζουν έξω, χωρίς πρόσβαση σε ρεύμα, νερό, τουαλέτες, τις στοιχειώδεις υπηρεσίες του δήμου. Συναντήσαμε ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν δουλειά, αλλά μόλις δηλώσουν ότι είναι Ρομά δεν τους παίρνουν. Είναι εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο και αυτό το αφήγημα δεν το βλέπεις πουθενά. Θα πρέπει να γίνει ένα έγκλημα για να ασχοληθεί κάποιος με την καθημερινότητα ανθρώπων που έχουμε φροντίσει να μη ζούνε δίπλα μας». Α.Α.: «Ξεκινήσαμε την έρευνα από τον Δενδροπόταμο, που είναι η μεγαλύτερη συνοικία Τσιγγάνων στην Ελλάδα, ένα γκέτο, και δεν ήθελε κανένα ταξί να μας πάει... Θέλει όμως και προσοχή, να μην κάνουμε “poverty porn”: μπορεί οι συνθήκες στις οποίες ζουν να είναι πολύ άγριες αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν είναι. Το αντίθετο, είναι πολύ φιλικοί και έγιναν πολύ φιλόξενοι όταν κατάλαβαν τι πάμε να κάνουμε. Διαπιστώσαμε ότι αν προσφέρεις σωστές συνθήκες στους ανθρώπους, οι άνθρωποι ανταποκρίνονται». Υπάρχει κάποια κανονικότητα στη ζωή τους, υπό αυτές τις συνθήκες, λόγου χάρη πάνε σχολείο τα παιδιά; Α.Α.: «Υπάρχουν ειδικοί να μιλήσουν για το θέμα της σχολικής διαρροής. Οι νεότερες γενιές έχουν αναγνωρίσει την αξία της εκπαίδευσης και στέλνουν τα παιδιά σχολείο, τα πράγματα σιγά σιγά αλλάζουν. Σε με-

γάλο βαθμό, όμως, έχει να κάνει και με τις συνθήκες στις οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά. Δηλαδή αν δεν υπάρχει νερό να κάνει ένα παιδί μπάνιο και πάει στο σχολείο, θα του πούνε ότι βρομάει, θα έχει μια αρνητική εμπειρία και θα ξεκινήσει ένας φαύλος κύκλος. Παρατηρώντας πού βρίσκονται οι καταυλισμοί, όπου είναι άγριες οι συνθήκες, διαπιστώνεις και ένα καθεστώς περιβαλλοντικού ρατσισμού: βρίσκονται όπου βλέπεις μολυσμένο ρέμα ή πυλώνες υψηλής τάσης, εκτός πόλης, ώστε να μην εκδιωχθούν εύκολα. Κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία τους: δέκα χρόνια μικρότερο μέσο όρο ζωής, επιβαρυμένη υγεία, πολλές φορές δεν έχουν καν πρόσβαση στις δομές υγείας, σύμφωνα με τα στοιχεία που βρήκαμε από την έρευνά μας στην οποία μας βοήθησε πολύ το αρχείο του Γιώργου Τσιτιρίδη». Κατέπεσαν δικά σας στερεότυπα; Α.Α.: «Πάμε να δουλέψουμε με διάθεση να γνωρίσουμε τους ανθρώπους και τι συμβαίνει, χωρίς στερεότυπα – είμαστε ανοιχτοί. Ενα από τα μεγαλύτερα στερεότυπα που έχουμε εμείς είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να ζουν έτσι. Ε, λοιπόν, δεν θέλουν. Οι συνθήκες της ζωής τους είναι αποτέλεσμα πολύ μεγάλης φτώχειας, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι στη βάση του ο ρατσισμός είναι ταξικό πρόβλημα – το πρόβλημα είναι η φτώχεια. Δεν αντέχουν οικονομικά να νοικιάσουν κάπου αλλού ένα διαμέρισμα, ούτε νοικιάζουν εύκολα ένα σπίτι σε μια οικογένεια Τσιγγάνων. Φοβούνται». Τι μάθατε από την έρευνά σας; Α.Α.: «Παρά την παρουσία αιώνων στην Ευρώπη και ειδικά στον ελλαδικό χώρο ήδη από τα χρόνια του Βυζαντίου, μέχρι


ΟΙ ΡΟΜΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

ΝΗΣΙΔΕΣ | 11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

στην εφηβεία της ανακάλυψε πως είναι υιοθετημένη και πως οι πραγματικοί γονείς της είναι Ρομά και ξεκίνησε ένα ταξίδι αναζήτησης ταυτότητας...».

«Romaland, ήταν και δεν ήταν» Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Τετάρτη έως Κυριακή στις 8.30, μέχρι τις 26/11. Ερευνα, κείμενο, σκηνοθεσία: Ανέστης Αζάς, Πρόδρομος Τσινικόρης. Σκηνικά & Κοστούμια: Διδώ Γκόγκου. Μουσική & ηχητικός σχεδιασμός: Παναγιώτης Μανουηλίδης. Μουσικός επί σκηνής: Γιώργος Δούσος. Βίντεο: Oliwia Twardowska. Eπιστημονικός σύμβουλος: Γιώργος Τσιτιρίδης. Παίζουν: Γιώργος Βιλανάκης, Θεοδοσία Γεωργοπούλου, Αβραάμ Γκουτζελούδης, Αγγελική Ευαγγελοπούλου, Μέλπω Σαΐνη

την πτώση της δικτατορίας, η πλειοψηφία τους ζούσε σε καθεστώς ανιθαγένειας – πολιτογραφήθηκαν μόλις το 1979. Οχι όλοι, γιατί υπάρχουν για παράδειγμα κοινότητες, όπως στις Σέρρες, που είχαν το καθεστώς του Ελληνα πολίτη. Οταν ένας πληθυσμός, παρά το γεγονός ότι ζει εδώ αιώνες, δεν έχει δικαιώματα, αναπτύσσει άλλους μηχανισμούς άμυνας και επιβίωσης απέναντι στην κυρίαρχη ομάδα, κάτι που δύσκολα αλλάζει μέσα σε 30-40 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, βλέπεις ότι, με τη βοήθεια του ίντερνετ, το TikTok το δουλεύουν περισσότερο απ’ όλους οι Ρομά, που σημαίνει ότι τα πράγματα και ο τρόπος που θέλουν να ζήσουν αλλάζει πλέον γρήγορα». Π.Τ.: «Επίσης δεν υπάρχει μια επίσημη καταγραφή τους στην Ιστορία μας, αν και ζουν αιώνες εδώ. Δηλαδή πώς συνέβαλαν στην ελληνική ιστορία, πώς συμμετείχαν στην Αντίσταση. Υπάρχει ένα γλυπτό μνημείο στη Χαμοστέρνας που αναφέρεται στον αντιστασιακό αγώνα των Ρομά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επειδή δεν ήταν Ελληνες πολίτες, αποκλείστηκαν από την επίσημη ιστορία της χώρας και από κοινωνικές λειτουργίες όπως η δημοκρατία, από δικαιώματα, οπότε αισθάνονταν ότι παραμένουν ξένοι. Μία ακόμη αποσιώπηση είναι σε ό,τι αφορά το δικό τους Ολοκαύτωμα, το “Ποράιμος” όπως λέγεται στη γλώσσα τους, ο αφανισμός: σχεδόν μισό εκατομμύριο Ρομά εξολόθρευσαν οι ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Πόσο σας προβλημάτισε το γεγονός ότι τα θύματα της κρατικής καταστολής θυματοποιήθηκαν επιπλέον, λες και πλήρωσαν την ταύτιση ενός ολόκληρου πληθυσμού με την παραβατικότητα,

λες και τους άξιζε ό,τι συνέβη για ένα αυτοκίνητο ή 20 ευρώ; Π.Τ.: «Προφανώς υπάρχει παραβατικότητα που σχετίζεται με τις συνθήκες υπό τις οποίες ζουν και επειδή δεν είναι η δική μας καθημερινότητα, δεν μπορούμε να το δούμε αυτό. Αντί να αναρωτιόμαστε για την πραγματικότητα, αυτό που κάνουμε σε όλες αυτές τις πλατφόρμες είναι να σχολιάζουμε την πραγματικότητα... Η ερώτηση στις δολοφονίες, του Σαμπάνη, του Φραγκούλη, της μικρής Ολγας, της Γιαννούλας, που πυροβολήθηκε επειδή κάποιος δεν ήθελε τους Ρομά στη γειτονιά του, είναι αν αυτά θα συνέβαιναν αν τα θύματα δεν ήταν Ρομά. Αν ο Ανέστης έφευγε από το βενζινάδικο χωρίς να έχει πληρώσει 20 ευρώ, θα τον κυνηγούσαν 20 αστυνομικοί για να τον σκοτώσουν; Η απάντηση είναι “όχι”. Προφανώς από τη στιγμή που η απάντηση είναι “όχι”, υποβόσκει ρατσισμός και είναι ρατσιστικό το κίνητρο». Α.Α.: «Μαθαίνεις ότι το “my story is your story”. Είναι επαναλαμβανόμενα τα περιστατικά αυθαιρεσίας όσο κάναμε την έρευνα. Και είναι κάτι που και οι ίδιοι, η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων δεν την επιθυμεί. Δεν θέλει να φοβάται ότι στον επόμενο πυροβολισμό θα την φάει ένα παιδάκι. Η γενίκευση επίσης είναι μεγάλο πρόβλημα, πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα ανά περίσταση και περιστατικό...». Σαν να υπάρχει ένα μοτίβο στην αντιμετώπισή τους ως ντε φάκτο υπεύθυνων ακόμη και ως θυμάτων; Α.Α:« Είναι ο τελευταίος αποδεκτός ρατσισμός στην Ευρώπη νομίζω, κανένας δεν αισθάνεται ντροπή να λέει τέτοια πράγματα δημόσια». Π.Τ.: «Τους Ρομά δεν θα βγει κανείς να τους υπερασπιστεί, είναι κάπως αφημένοι στην τύχη τους. Τους Παλαιστίνιους, τους πρόσφυγες, όλο και κάποιος θα βρεθεί να τους υπερασπιστεί. Κι όταν δεν υπάρχει κάποιος να σε υπερασπιστεί και υπάρχει μόνο ένα μονόπλευρο αφήγημα, εσύ με αυτό μεγαλώνεις, αυτό υιοθετείς και πορεύεσαι. Το να είσαι Ρομά είναι στίγμα, γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι που έχουν αυτή την καταγωγή το κρύβουν...». Τι μας δείχνει η παράστασή σας; Π.Τ.: «Ενα μωσαϊκό ιστοριών. Οι πρωταγωνιστές προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας, ανήκουν σε διαφορετικές φυλές Ρομά, διαφοροποιούνται ανάλογα με το πού και πώς ζουν, από την Ξάνθη μέχρι τις παρυφές της Αθήνας, τα επαγγέλματα, όλα έχουν κάποια επίδραση. Εχουμε την περίπτωση μιας νέας η οποία

Εχετε καταλήξει κάπου μέσα από την έρευνά σας; ΠΤ: «Αυτό που δεν μπορείς να κάνεις είναι γενικεύσεις. Οι Ρομά δεν είναι ένα... Μπορεί αρχικά να είναι καχύποπτοι απέναντι στους μπαλαμούς επειδή και ιστορικά έχουν δεχθεί πολλούς διωγμούς, όμως από τη στιγμή που θα δουν ότι οι προθέσεις είναι καλές, μας έχουν πει τη φράση ότι “ο Ρομά ανοίγει σαν τριαντάφυλλο” και αυτό ισχύει». Α.Α.: «Αυτό που κατάλαβα είναι ότι δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί τελικά. Αυτές οι κοινότητες ζούνε όπως ζούσαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας πριν από 60-70 χρόνια. Κι εμείς έχουμε στις οικογένειές μας προγόνους που δεν τελείωσαν το σχολείο, που παντρεύτηκαν χωρίς τη θέλησή τους και ίσως κάποιες κοινότητες, λόγω των αποκλεισμών που βίωναν, δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν με τις ίδιες ταχύτητες την αστικοποίηση που συντελούνταν. Στην επαρχία παλιότερα ζούσαν πολύ πιο κοντά στους Τσιγγάνους, όταν υπήρχαν τα παραδοσιακά επαγγέλματα, ήταν τεχνίτες ή δούλευαν εργάτες στα χωράφια ή ήταν έμποροι που γύριζαν στα χωριά και κάλυπταν ανάγκες. Αλλά

5

«Στην πραγματικότητα όταν λέμε “Ρομά”, αναφερόμαστε σε έναν χώρο με πολύ διαφορετικές κοινότητες και ομάδες ανθρώπων – δεν είναι όλοι ένα πράγμα. Είναι πολύ διαφορετικές οι συνθήκες για όσους ζούνε στην αστική Αγία Βαρβάρα, διαφορετικές στο Ζεφύρι, όπου τα πράγματα είναι λίγο πιο άγρια, μέχρι να φτάσουμε σε κάτι καταυλισμούς όπως στον Ασπρόπυργο, όπου τα πράγματα είναι άθλια» κάποια στιγμή, με την αστικοποίηση και το πόσο σημαντική έγινε η σημασία της εκπαίδευσης, επειδή καταλάβαμε ότι έτσι μπορείς να βγάλεις πιο πολλά χρήματα, εκείνοι μείνανε πίσω, γεγονός για το οποίο δεν φταίνε μόνο αυτοί αλλά και η κυρίαρχη ομάδα. Εχω την αίσθηση όμως ότι τα πράγματα αλλάζουν...»


6

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 | ΝΗΣΙΔΕΣ

ΣΙΝΕΜΑ

«Συνάντησα και... αληθινούς Τσιγγάνους» Από τον Πέτροβιτς, τον Γκάτλιφ και τον Κουστουρίτσα έως τον Καραμαγγιώλη κ.ά., τις τελευταίες δεκαετίες ο κινηματογράφος έχει να επιδείξει αρκετές περιπτώσεις δημιουργών που απέφυγαν τα στερεότυπα άλλων εποχών ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ

Ο

ι Ρομά, ένας νομαδικός λαός τόσο γνώριμος, με ιστορία που εκτείνεται από τα βάθη της Ινδίας έως και σήμερα, αποτελούσε πάντα πόλο έλξης για τις τέχνες. Από τη μουσική, τη λογοτεχνία, μέχρι τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο η αντισυμβατική ζωή τους, τα έθιμά τους, ο πολιτισμός τους, «μάγευαν» τους καλλιτέχνες που προσπαθούσαν να αποτυπώσουν τη ζωή τους. Μια ζωή όμως που πολλές φορές στην τέχνη αποτυπώνεται λανθασμένα ως εξωτική, μένοντας στην επιφανειακή προσέγγιση και στα στερεοτυπικά κλισέ, αγνοώντας τη σκληρή αλήθεια της καθημερινότητας αυτών των ανθρώπων: την περιθωριοποίησή τους, τον κοινωνικό ρατσισμό που βιώνουν, την οικονομική εξαθλίωσή τους, τους διωγμούς που έχουν υποστεί κατά καιρούς, καίρια ζητήματα που μέχρι και σήμερα είναι μπροστά μας. Ο κινηματογράφος δεν αποτέλεσε εξαίρεση από την παραπάνω συνθήκη. Ηδη από τα πρώτα χρόνια, οι Ρομά εμφανίζονται στη μεγάλη οθόνη ως κάτι εξωτικό, ως άνθρωποι που δεν αποτελούν μέρος της εκάστοτε κοινωνίας αλλά ζουν έξω από αυτήν και έχουν κοινά γνωρίσματα – αγνοείται έτσι ο πλουραλισμός τους και οι διαφορές που έχουν μεταξύ τους από χώρα σε χώρα και «ομογενοποιούνται». Για πολλά χρόνια στις ταινίες εμφανίζονται στερεοτυπικά και αρκετές φορές τούς προσδίδονται γκροτέσκα, αρνητικά χαρακτηριστικά ή διακωμωδούνται. Συνήθως στις ταινίες απεικονίζονται ως παράνομοι, παραβάτες, χωρίς παιδεία, με κύριο χαρακτηριστικό τα συνεχή γλέντια και την ενασχόλησή τους με την χειρομαντεία, τα χαρτιά ή τη μαγεία. Αυτά είναι από τα λίγα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που θα συναντήσει κανείς ειδικά σε mainstream ταινίες προορισμένες για το ευρύ κοινό, δημιουργώντας έτσι λανθασμένες εντυπώσεις, κάνοντας τον κινηματογράφο όχημα μεταφοράς προκατα-

λήψεων και διογκώνοντας το πρόβλημα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Οπως όμως συμβαίνει σε όλες τις τέχνες, με την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκαν δημιουργοί οι οποίοι είτε έχοντας καταγωγή Ρομά, όπως ο Τόνι Γκάτλιφ (Tony Gatlif), είτε θέλοντας να διαλύσουν τα στερεοτυπικά κλισέ, έφτιαξαν ταινίες που δείχνουν την πραγματικότητα, δίνοντας στους Ρομά πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια από τις πρώτες ταινίες μυθοπλασίας που τους έφερε στο επίκεντρο, επιδιώκοντας μια πραγματική απεικόνιση της ζωής τους, είναι η ταινία του Αλεξάνταρ Πέτροβιτς (Aleksandar Petrović), «Συνάντησα και ευτυχισμένους Τσιγγάνους» («I Even Met Happy Gypsies», 1967, 82΄). Ο Πέτροβιτς γύρισε την ταινία στη Βοϊβοντίνα της πρώην Γιουγκοσλαβίας χρησιμοποιώντας κυρίως τους Ρομά, κατοίκους της περιοχής. Οσοι υποδύονται τους ρόλους είναι ερασιτέχνες ηθοποιοί που μιλούν μια μείξη Ρομανί και σερβικών. Η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του Μπόρα, ενός εμπόρου φτερών χήνας, που ερωτεύεται τη νεαρή Τίσα.

Η ιστορία αποτελεί απλώς μια αφορμή ώστε ο Πέτροβιτς να παρουσιάσει, με την πρωτότυπη σκηνοθεσία του, τη ζωή των κατοίκων της περιοχής: τη φτώχεια, τις προκαταλήψεις που συναντάνε ή ακόμα τις δύσκολες κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους καθώς και τον ρατσισμό και την κοινωνική περιθωριοποίηση που βιώνουν. Χρησιμοποιώντας κοντινά πλάνα και κινώντας την κάμερα ανάμεσα στους ερασιτέχνες ηθοποιούς, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να «αιχμαλωτίσει» τη στιγμή, δείχνοντας την πραγματική ζωή των ανθρώπων του χωριού. Ο Πέτροβιτς δίνει επίσης μεγάλη σημασία στο πώς οι κάτοικοι διαχειρίζονται το καθήκον να διατηρήσουν τα έθιμά τους αλλά και να συμβαδίσουν με τον τρόπο ζωής της υπόλοιπής κοινωνίας και να ενταχθούν σε αυτήν. Η ταινία ανήκει στο λεγόμενο Μαύρο Κύμα (Black Wave) του γιουγκο-

«Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος» (1998) του Εμίρ Κουστουρίτσα

«Ο καιρός των Τσιγγάνων» (1988) του Εμίρ Κουστουρίτσα

σλαβικού σινεμά και αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία, εισπρακτικά αλλά και φεστιβαλικά, κερδίζοντας το Βραβείο Κριτικής Επιτροπής (Grand Prix) στις Κάνες και φτάνοντας ακόμα και στις υποψηφιότητες των Οσκαρ του 1967.

Η αναγνωσιμότητα και η δυναμική της ταινίας του Πέτροβιτς λειτούργησε καταλυτικά στο άνοιγμα νέων δρόμων για την ενασχόληση και άλλων μεταγενέστερων σκηνοθετών με τη ζωή των Ρομά. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Εμίρ Κουστουρίτσα (Emir Kusturica). Οι δυο σημαντικές ταινίες του, «Ο καιρός των Τσιγγάνων» («Time of the Gypsies», 1988, 140΄) και «Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος» («Black Cat, White Cat», 1998, 135΄), αποτελούν ένα εξαιρετικό δείγμα μαγικού βαλκανικού ρεαλισμού. Ο Κουστουρίτσα σκη-

νοθετεί δύο ταινίες μυθοπλασίας που έχουν επίκεντρο τους Ρομά, τις παραδόσεις, τα έθιμά τους και περιστρέφονται γύρω από την προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη φτώχεια, επιδιώκοντας μια καλύτερη ζωή, αλλά και προσπαθώντας να μην αποκοπούν από τις ρίζες τους. Ο Κουστουρίτσα, σε αντίθεση με τον Πέτροβιτς, δεν προσεγγίζει τις θεματικές του με τη φόρμα του ντοκιμαντέρ, αλλά με πιο βατό, αφηγηματικό τρόπο. Και στις δύο ταινίες του υπάρχουν σενάριο, χαρακτήρες, πλοκή, αλλά όλα αυτά συντείνουν σε μια σουρεαλιστική/ονειρική προσέγγιση των γεγονότων. Ολα βασίζονται στη ζωή των Ρομά: οι ηθοποιοί μιλάνε τη γλώσσα τους, βλέπουμε τα έθιμά τους, τις προκαταλήψεις τους, τη βαθιά θρησκευτικότητά τους. Μέσα από την αφήγηση έρχονται στην επιφάνεια οι προβληματισμοί


ΟΙ ΡΟΜΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

ΝΗΣΙΔΕΣ | 11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

7

που υπάρχει και βοηθάει στην ουσιαστική προσέγγιση.

Εχουμε και στην Ελλάδα αντίστοιχα

«ROM» (1989) του Μενέλαου Καραμαγγιώλη

«Gadjo dilo - Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι» (1997) του Τόνι Γκάτλιφ

«Οι Πρίγκιπες» (1982) του Τόνι Γκάτλιφ

Οπως συμβαίνει σε όλες τις τέχνες, με την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκαν δημιουργοί οι οποίοι είτε έχοντας καταγωγή Ρομά, όπως ο Γκάτλιφ, είτε θέλοντας να διαλύσουν τα στερεοτυπικά κλισέ, έφτιαξαν ταινίες που δείχνουν την πραγματικότητα, δίνοντας στους Ρομά πρωταγωνιστικό ρόλο τους, η σκέψη τους πάνω στο πώς ζουν οι ίδιοι και ποια είναι η θέση τους στη δική τους κοινότητα, αλλά και πώς μπορούν να ενταχθούν στην κοινωνία. Ο σκηνοθέτης μπολιάζει τις ταινίες του με μαύρο χιούμορ και εξυψώνει την κοινότητα των Ρομά σε κάτι «μαγικό», όχι όμως με στερεοτυπική προσέγγιση. Προσδίδει μια αισιοδοξία στις ζωές τους παρά τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουν – είναι άλλωστε άνθρωποι με τις καλές και κακές στιγμές τους. Μέσα από τις ταινίες του παρουσιάζει την εθνογραφική και πλουραλιστι-

κή πολιτιστικά ζωή τους, δίνει έμφαση σε μουσική, χρώματα, χορό και ανθρώπους που ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, ασκώντας όμως και κριτική στα κακώς κείμενά τους. Αν και οι δύο ταινίες διαφέρουν ως προς την αφηγηματική τους προσέγγιση (η πρώτη είναι ένα δράμα με πυκνή αφήγηση, ενώ η δεύτερη είναι πιο ανάλαφρη, με μαύρο χιούμορ) δίνουν με τον τρόπο τους μια σφαιρική άποψη για τους Ρομά των Βαλκανίων.

Τα ίδια χαρακτηριστικά συναντάμε στο έργο του Τόνι Γκάτλιφ, το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του οποίου έχει ως κεντρικό άξονα τη ζωή των Ρομά, σε διάφορες χώρες: Ρουμανία, Γαλλία, Ισπανία. Πέντε χρόνια πριν από τον «Καιρό των Τσιγγάνων», ο Γκάτλιφ είχε σκηνοθετήσει την ταινία «Οι πρίγκιπες» («Les princes», 1983, 100΄), που αφηγείται τη ζωή ενός Ρομά πατέρα και της κόρης του στις εργατικές κατοικίες του Παρισιού, καθώς και την ταινία «Latcho Drom» («Safe Journey», 1993, 103΄), που δείχνει το ταξίδι των Ρομά από τα βορειοδυτικά της Ινδίας στην Ισπανία, ένα ντοκιμαντέρ με ελάχιστους διαλόγους, γεμάτο μουσική και εικόνες. Η ταινία όμως όπου αξίζει να επικεντρωθεί κάποιος είναι το «Υπάρχουν ακόμα γελαστοί Τσιγγάνοι» («Gadjo Dilo», 1997, 102΄), στην οποία ένας νεαρός Γάλλος, ο Στεφάν, ταξιδεύει στη Ρουμανία αναζητώντας την τραγουδίστρια Νόρα Λούκα, την οποία

άκουγε συνέχεια ο νεκρός πια πατέρας του. Μέσα από αυτή την αναζήτηση, ο νεαρός καταλήγει σε έναν καταυλισμό Ρομά, ενσωματώνεται στην κοινότητά τους και ζει μαζί τους, καθώς μαθαίνει τα έθιμα και τη μουσική τους και ερωτεύεται μια κοπέλα. Ο Γκάτλιφ εδώ αναπτύσσει όλες τις θεματικές του: τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την περιθωριοποίηση, την έλλειψη δικαιοσύνης και, αντίθετα με τον Κουστουρίτσα, παρουσιάζει αυτά τα στοιχεία με μεγαλύτερη ωμότητα και πιο ρεαλιστικά. Δεν μένει όμως μόνο στην παρουσίαση των δυσκολιών και στην ανάλυση του πολιτισμού τους. Παρουσιάζει και την οπτική τους όσο αναφορά τους «ξένους». Π.χ. τον Στεφάν στην αρχή δυσκολεύονται να τον αποδεχτούν, καθώς τον φοβούνται. Πιστεύουν ότι έχει έρθει να τους κλέψει και να τους κάνει κακό. Και πόσο ενδιαφέρον! Η ανασφάλεια που νιώθουν είναι η αντίστοιχη, γεμάτη προκαταλήψεις, ανασφάλεια που έχει η εκάστοτε κοινωνία απέναντι στους Ρομά.

Ετσι ο Γκάτλιφ σχολιάζει την αμφίδρομη καχυποψία που έχει αναπτυχθεί μέσα στα χρόνια. Αυτή η εκατέρωθεν έλλειψη εμπιστοσύνης στην κάμερα του Γκάτλιφ συνήθως γεφυρώνεται με τη μουσική και τον χορό – στοιχεία που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις ταινίες του. Η ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων γεφυρώνει το χάσμα

παραδείγματα. Το ντοκιμαντέρ «Rom» (1989, 75΄) του Μενέλαου Καραμαγγιώλη ασχολείται με την ιστορία και τον πολιτισμό των Ρομά. Ενα υβριδικό ντοκιμαντέρ που συνδυάζει πολλαπλές αφηγήσεις από διάφορους χαρακτήρες με φωτογραφικό υλικό και μυθοπλαστικά στοιχεία, αναδεικνύει όχι μόνο το ιστορικο-πολιτιστικό υπόβαθρο, αλλά και τη στερεοτυπική απεικόνισή τους από τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Καραμαγγιώλης δίνει μια ρεαλιστική απεικόνιση, με την κάμερα να εστιάζει στη σκληρή ζωή που βιώνουν εξαιτίας της φτώχειας, της προκατάληψης και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά ταυτόχρονα δίνει μια νότα αισιοδοξίας, φέρνοντας στο προσκήνιο τον μουσικό πολιτισμό τους, τα γλέντια τους και διαλύοντας με ένα εξαιρετικό τρόπο τα στερεότυπα. Υπάρχουν και άλλα ελληνικά ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με την κοινότητα των Ρομά παρουσιάζοντας τη ζωή τους μακριά από στερεότυπα και ωραιοποιήσεις. Ενδεικτικά: το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους της Μαρίνας Δανέζη, «Sam Roma» («Είμαστε Τσιγγάνοι», 2014, 40΄), το οποίο έκανε ψηφιακή πρεμιέρα στο επίσημο κανάλι YouTube του Ιδρύματος Ωνάση (Onassis Channel) και θα είναι διαθέσιμο δωρεάν μέχρι και την Τρίτη 30 Γενάρη του 2024, καθώς και το πρόσφατο ντοκιμαντέρ της Ευαγγελίας Γούλα «Oti Vakeresa Mange» («Everything you say about me» - «Ο,τι λες για μένα», 2023, 84΄).

Οσο περνάνε τα χρόνια, σε όλες τις τέχνες η στερεοτυπική απεικόνιση των Ρομά αρχίζει να φθίνει και τη θέση της παίρνει μια ρεαλιστική ματιά που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε αυτό έχουν συμβάλει κατά πολύ οι ιστορικές/πολιτιστικές μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια πάνω στο θέμα της ταυτότητάς τους καθώς και η τεχνολογία που, με τη διάδοση της πληροφορίας, καθιστά δυνατή την έγκυρη, μη στερεοτυπική πληροφόρηση των κοινοτήτων. Στον κινηματογράφο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν κατά καιρούς οι ηχηρές βραβεύσεις ταινιών που είχαν ως επίκεντρο τους Ρομά με μια ξεκάθαρη ματιά για τα προβλήματά τους και μακριά από φαντασιακές εικόνες. Οι βραβεύσεις αυτές άνοιξαν τον δρόμο για να χρηματοδοτηθούν ταινίες με παρόμοια θεματική αλλά και να προβληθούν σε ένα ευρύ κοινό που μπορούσε πια να είναι δεκτικό στη διαφορετικότητα. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι έγιναν και οι κοινωνίες δεκτικές απέναντί τους. Δυστυχώς, ακόμα σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού τα στερεότυπα, ο φόβος, η ανάγκη της μετατόπισης των κοινωνικών προβλημάτων σε μια μειονότητα υφίστανται, οδηγώντας κάποιες φορές στην απομόνωση και την έξαρση βίας – (και) σε αυτή την περίπτωση, ο κινηματογράφος και όλες οι τέχνες λειτουργούν και ως απαραίτητο εργαλείο επιμόρφωσης


8

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 | ΝΗΣΙΔΕΣ

ΤΗΣ ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ ργησε, αλλά έστω κι ένα μεγάλο μουσείο, το Museum of Civilizations of Europe and the Mediterranean (MUCEM) στη Μασσαλία, έκανε το τολμηρό βήμα να οργανώσει μια έκθεση για την ιστορία και τον πολιτισμό των Ρομά, πέρα από στερεότυπα, προκαταλήψεις και μονόπλευρες προσεγγίσεις. Η έκθεση με τίτλο «Βarvalo» (σημαίνει «πλούσιος», «περήφανος»), που ολοκληρώθηκε μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, ήταν ένα συλλογικό, συμμετοχικό έργο, που είχε μια «αυθεντική» οπτική και αφήγηση: ανατέθηκε σε μια ομάδα 19 ειδικών, Ρομά και μη, να παρουσιάσει τον πλούτο και την ποικιλομορφία της πολιτιστικής και ιστορικής συνεισφοράς των πληθυσμών Ρομά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η έκθεση που περιλάμβανε έργα τέχνης και οπτικοακουστικό υλικό, ξεδίπλωνε τις πρώτες αφηγήσεις για την άφιξη των πληθυσμών Ρομά στην Ευρώπη, εστίαζε στις διώξεις που υπέστησαν με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα, πραγματεύτηκε τον ρόλο των στερεοτυπικών αναπαραστάσεων στις τέχνες και τη λαογραφία. Ταυτόχρονα, έδειξε πώς οι ομάδες Ρομά εκφράστηκαν, ειδικά μέσω μιας κοινής γλώσσας, και διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους σε αυτές τις καταπιεστικές καταστάσεις. Παράλληλα, τα έργα σύγχρονων καθιερωμένων Ρομά εικαστικών, όπως οι Luna De Rosa, Gabi Jimenez, Marina Rosselle, Mitch Miller, Emanuel Barica, Delaine Le Bas, Zoran Tairović, αποτέλεσαν αφετηρία για προβληματισμό γύρω από τις έννοιες του άλλου, του ανήκειν, της ταυτότητας. Χαρακτηριστικό το έργο «Ελέφαντας στο δωμάτιο» της Βρετανίδας-Ρομά Delaine Le Bas, μια αλληγορία για κάτι που θεωρείται αμφιλεγόμενο, κάτι που δεν προορίζεται να είναι εκεί, αλλά προκαλεί αναστάτωση, κάποιου είδους αλλαγή στο δεδομένο χρονικό πλαίσιο και περιβάλλον. Στην Ελλάδα ακόμα και σήμερα δεν μιλάμε για τέχνη σύγχρονων εικαστικών Ρομά, απλώς αναφερόμαστε σε έργα τέχνης με έμπνευση από τις κοινότητες των Ρομά. Συνοψίζουμε σε δύο καλλιτέχνιδες που ανακάλυψαν τυχαία τους καταυλισμούς τους στην Αττική, κατάφεραν όμως να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των κατοίκων τους, βίωσαν την καθημερινότητά τους, «πήραν και έδωσαν», κάνοντάς τους συμμέτοχους στο έργο τους. Πρόκειται για τη Μαρία Παπαδημητρίου και τη Λουκία Αλαβάνου και αξίζει να σημειωθεί πως τα συγκεκριμένα έργα τους πρωτοπαρουσιάστηκαν με επιτυχία σε διεθνείς διοργανώσεις: το Τ.Α.Μ.Α. της πρώτης στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 2002 και το «Στον δρόμο για τον Κολωνό» της δεύτερης στην Μπιενάλε Βενετίας το 2022. ● Για τη Μαρία Παπαδημητρίου όλα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ακολούθησε στην Αυλίζα μια φίλη της που έψαχνε να βρει παλιά έπιπλα. Το ενδιαφέρον της τράβηξε αυτή η παραμελημένη περιοχή της δυτικής Αττικής όπου μένουν νο-

Α

«Τσιγγάνος Πολεμιστής», έργο του περίφημου Γερμανού Ρομά καλλιτέχνη Κάλμαν Βαραντί, από το ίδρυμά του και όπως εκτέθηκε στο Mucem

«Ο ελέφαντας στο δωμάτιο» της Ντελέν Λε Μπα, MUCEM, Barvalo

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

Ο «Ελέφαντας στο δωμάτιο» και άλλες ιστορίες

Λουκία Αλαβάνου, «Στον δρόμο για τον Κολωνό»

Από την έκθεση στο Mucem και το πορτρέτο (από τον Εμανιέλ Μπαρίκα) του περίφημου Τζάνγκο Ράινχαρντ (1910 -1953) βιρτουόζου κιθαρίστα της τζαζ και συνθέτη, που, Ρομά και ο ίδιος, εφηύρε ένα εντελώς νέο στιλ τεχνικής τζαζ κιθάρας, παράδοση πλέον στη γαλλική ρομ κουλτούρα

μαδικοί πληθυσμοί, όπως οι Τσιγγάνοι και οι Βλαχορουμάνοι από τη Βέροια. Εντυπωσιάστηκε αμέσως από την «ακαταμάχητη δυναμική της εναλλασσόμενης συναισθηματικής τοπογραφίας της περιοχής, καθώς και από το μυστικό δέος που υποβόσκει στην ένταση των σχέσεων που αναπτύσσονται εκεί». Ετσι, έστησε επί τόπου ένα ομαδικό πρότζεκτ με γενικό τίτλο Τ.Α.Μ.Α. (Temporary Museum for All - Προσωρινό Αυτόνομο Μουσείο για Ολους) στο οποίο συμμετείχαν αρχιτέκτονες, κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, κινηματογραφιστές, καλλιτέχνες, αλλά και κάτοικοι της περιοχής, με στόχο τον σχεδιασμό και τη δημιουργία υποδομών, που θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής τους. Στο Σάο Πάολο η Μαρία Παπαδημητρίου μετέφερε με εικαστικό λόγο την εμπειρία της Αυλίζας, δημιουργώντας ένα περιβάλλον με βίντεο-προβολές (σε μία από αυτές έπαιζε ο Ρομά βιρτουόζος του κλαρίνου Γιώργος Μάγκας), φωτογραφίες και αντικείμενα καθημερινής χρήσης που χαρακτηρίζουν την αισθητική της κοινότητας, μουσική, αρχιτεκτονικές προτάσεις,


ΟΙ ΡΟΜΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

ΝΗΣΙΔΕΣ | 11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

Απόσπασμα από την αφίσα της έκθεσης Βarvalo στη Μασσαλία

«Εκτελέσεις στο δάσος του Αουσβιτς»: έργο της Ceija Stojka (1933 – 2013) που ήταν Αυστριακή-Ρομά συγγραφέας, ζωγράφος, μουσικός και επιζήσασα του Ολοκαυτώματος

● Η τύχη ευνόησε και τη Λουκία Αλαβάνου για το έργο της «Στον δρόμο για τον Κολωνό», όπου ο Οιδίπους γίνεται virtual reality ταινία με πρωταγωνιστές Ρομά και παρουσιάζεται τώρα, έως τις 30 Νοεμβρίου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. «Στη διάρκεια μιας επίσκεψής μου σε μια αχαρτογράφη-

ΓΙΟΖΕΦ ΚΟΥΝΤΕΛΚΑ

τεκμηρίωση για την αναδοχή και υλοποίηση των προτάσεων. Μία πολύχρωμη σκηνική κατασκευή που αφηγείται την ιστορία της κοινότητας και τη συνάντησή της με τη σύγχρονη τέχνη, μέσα στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον μιας μεγαλούπολης.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ άλλα παραδείγματα για τη σχέση των Ρομά (ή των Ελλήνων Τσιγγάνων όπως κάποιοι θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται) με τα εικαστικά, αλλά και των εικαστικών με τους Ρομά, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στην τέχνη της φωτογραφίας και από αυτήν ενδεικτικά και μόνον σε δυο τουλάχιστον ονόματα: ξεχωριστή θέση στην εργογραφία του Γιόζεφ Κουντέλκα, μαθητή του Μπρεσόν, φωτογράφου της «Ανοιξης της Πράγας» και βέβαια του καλλιτέχνη που ακολούθησε με τον φακό του τον Θόδωρο Αγγελόπουλο όταν εκείνος γύριζε «Το βλέμμα του Οδυσσέα», έχει η δουλειά του για τους Ρομά. Οι φωτογραφίες του από τους πληθυσμούς των Ρομά σε Ουγγαρία, Γαλλία, Ισπανία, Ρουμανία, Σλοβακία συγκροτούν ένα από τα φωτογραφικά ορόσημα του 20ού αιώνα. Αντιστοίχως και οι φωτογραφίες Ρομά της νότιας Γαλλίας με τον φακό του Γάλλου Λουσιέν Κλεργκ. Υπάρχουν και στην Ελλάδα αντίστοιχα παραδείγματα αλλά και πρωτοβουλίες, όπως αυτή του 2005 για την καταγραφή και παρουσίαση της καθημερινότητας των κατοίκων του καταυλισμού της Νέας Αλικαρνασσού, όπως την αντιλαμβάνονταν και τη βίωναν οι ίδιοι, αφού πρώτα εκπαιδεύθηκαν στην τεχνική και την τέχνη της φωτογραφίας από τον Μανόλη Πρινιανάκη.

τη περιοχή της Δυτικής Αττικής, χάθηκα και βρέθηκα τυχαία στο γκέτο των Ρομά, το οποίο θεωρείται ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στην Ελλάδα», έχει πει η ίδια. «Αυτή η κοινότητα Ρομά εγκαταστάθηκε εκεί τη δεκαετία του 1980, ερχόμενη από τη Θήβα, όπως και ο Οιδίπους δηλαδή. Υπάρχει μάλιστα μια υπόθεση ότι η διαδρομή που ακολούθησε ο Οιδίπους, από τη Θήβα προς τον Κολωνό, περνούσε ακριβώς από αυτή την τοποθεσία, που έχει το ενδιαφέρον όνομα Νέα Ζωή». Η Λουκία Αλαβάνου χρειάστηκε να περάσει αρκετούς μήνες στην περιοχή μέχρι να γίνει αποδεκτή από τους κατοίκους, οι οποίοι ερμηνεύουν και τους ρόλους σε αυτό το πρότζεκτ, όπου κυριαρχούν οι ει-

9

Στην Ελλάδα ακόμα και σήμερα δεν μιλάμε για τέχνη σύγχρονων εικαστικών Ρομά, απλώς αναφερόμαστε σε έργα τέχνης με έμπνευση από τις κοινότητες των Ρομά, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις δημιουργίες της Μαρίας Παπαδημητρίου και της Λουκίας Αλαβάνου κόνες από την κοινότητα Νέας Ζωής. Ντοκιμαντέρ, μυθοπλασία, πτήσεις με drone, slapstick, βίντεο κλιπ εμπνευσμένα από τη διαβαλκανική ποπ κουλτούρα σύγχρονων Ρομά τραγουδιστών, τεχνολογία εικονικής πραγματικότητας, ημισφαιρικοί θόλοι και υβριδικά καθίσματα εμπνευσμένα από τον αρχιτέκτονα του μοντερνισμού Τάκη Ζενέτο συνθέτουν την εγκατάστασή της. Μία πρόσκληση για ένα ταξίδι στον χρόνο, με μια πλοκή που εκτυλίσσεται γύρω από τα θέματα των γηρατειών και του θανάτου, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της οικουμενικής ελευθερίας, με κυρίαρχη τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα της μετανάστευσης, του εκτοπισμού, των μειονοτήτων, των ανθρώπινων δικαιωμάτων.


10 ΑΦΙΕΡΩΜΑ

11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 | ΝΗΣΙΔΕΣ

Ο

ι γενικεύσεις και οι στερεοτυπικές αντιλήψεις, οι κατασκευές, διαπερνούν κάθε εθνική, εθνοτική, θρησκευτική, γλωσσοπολιτισμική ή άλλη διακριτή ομάδα. Προφανώς δηλαδή δεν σχετίζονται μόνο με τους Ρομά. Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι οι αντιλήψεις αυτές εδράζονται και αντικατοπτρίζουν μέρος της πραγματικότητας, που δεν είναι πάντα έτσι, σε κάθε περίπτωση γενικεύουν και αποδίδουν χαρακτηριστικά και συμπεριφορές στο σύνολο ενός πληθυσμού χωρίς να λαμβάνουν υπόψη στοιχειώδεις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των εθνικών, εθνοτικών και άλλων ομάδων στις οποίες αναφέρονται. Ετσι, ομάδες που ετεροπροσδιορίζονται από τους άλλους ως Γύφτοι βρίσκονται εγκαταστημένοι, και όχι «νομάδες», σε πόλεις και χωριά εδώ και πολλούς αιώνες, αρκετοί ως αγρότες, ενώ στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία κάποιες ομάδες θα ενταχθούν στη μισθωτή εργασία και μάλιστα θα αποτελέσουν τμήμα του νεοσυγκροτηθέντος «βιομηχανικού προλεταριάτου» στις βαλκανικές πόλεις. Πολλές θα αποτσιγγανοποιηθούν ή βρίσκονται ακόμη σε μια διαδικασία αποτσιγγανοποίησης. Αλλες ομάδες θα συνεχίσουν τις μετακινήσεις τους, και μερικές και ένα μοντέλο βιοπορισμού που συμπεριλάμβανε τη μικροκλοπή και την εξαπάτηση. Βέβαια, τόσο η μετακίνηση όσο και αυτά τα μοντέλα βιοπορισμού δεν ήταν άγνωστα, και στην Ελλάδα, και σε πολλές άλλες ομάδες μη Γύφτων. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι στην Ελλάδα απέναντι στη διαδεδομένη άποψη που βλέπει στους Ρομά σαν σύνολο με αυξημένη παραβατικότητα και ανθρώπους που «δεν αλλάζουν με τίποτα», αντιτείνεται μία άλλη κατασκευή που προσπαθεί να αντιστρέψει την εικόνα. Ιστορικά ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, συνήθως από πρόσωπα που σχετίζονταν με την Αριστερά. Προσδόθηκαν στους Ρομά ιδιαίτερα και θετικά χαρακτηριστικά, όχι της ρομαντικής τσιγγανολογίας, αλλά σε μερικές περιπτώσεις με δάνεια στοιχεία από αυτήν. Σε άλλες περιπτώσεις η τσιγγανικότητα των περιθωριοποιημένων ομάδων ταυτίστηκε με την «ταξική θέση» παραβλέποντας για παράδειγμα ότι άλλες ομάδες του ελληνικού πληθυσμού με παρόμοια κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά ανέπτυσσαν άλλες στρατηγικές εξόδου από την εξαθλίωση και κοινωνικής ανέλιξης. Εμβληματικό πεδίο αυτού του «καθήκοντος αποκατάστασης» ήταν η «συνεισφορά» στη μουσική, με πρωτοποριακό το βιβλίο του Τάκη Γιαννακόπουλου «Οι Γύφτοι και το δημοτικό μας τραγούδι». Συνολικά πρόκειται για μια προσπάθεια ένταξης των Ρομά στο ελληνικό εθνικό φαντασιακό και το πεδίο όπου θα μπορούσαν να ενταχθούν σχετίζεται με τον λαϊκό πολιτισμό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, και δικαίως, ότι και προο-

Από το ντοκιμαντέρ της Μαρίνας Δανέζη «Sam Roma»

«Δεν χρειαζόμαστε ακόμη μία κατασκευή για τους Ρομά» ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗ*

Ρομά στις αρχές του 20ού αιώνα

δευτικό είναι αυτό και δεν διαφέρει κατ’ ουσίαν σε τίποτα από ό,τι γίνεται για άλλες ομάδες: χωρίς τους Πελοποννήσιους ή τους Αρβανίτες δεν θα υπήρχε η Επανάσταση, οι Πόντιοι είναι το ηρωικότερο κομμάτι του έθνους, οι Σμυρνιοί και κατ’ επέκταση οι Μικρασιάτες φέραν τα φώτα στους άξεστους Ελληνες και ούτω καθεξής. Από την άλλη, όμως, η κατασκευή αυτή, και πάλι ανεξαρτήτως της όποιας βασιμότητας, δεν είναι

παρά μία ακόμη εθνική κατασκευή. Εξ αυτού του λόγου αποδέχεται, αν πάρουμε τη μουσική, ότι υπάρχει, για παράδειγμα, μία εν πολλοίς ενιαία «δημοτική μουσική», η οποία ως ελληνική είναι διακριτή από τις άλλες «εθνικές μουσικές». Πάνω σε αυτές τις κατασκευές τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια εισήχθη στην Ελλάδα και μια νέα αφήγηση που ξεκίνησε από ακτιβιστές, Ρομά

Τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια εισήχθη στην Ελλάδα και μια νέα αφήγηση που ξεκίνησε από ακτιβιστές, Ρομά και μη Ρομά, και υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση που διαφαίνεται να γίνεται αποδεκτή στην Ελλάδα τόσο από κάποιες ελίτ των Ρομά όσο ακόμη και από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι πρώτες με πολλή προσοχή, καθώς υπάρχει ο φόβος της μη αποδοχής τους στο ελληνικό έθνος ακόμη και σήμερα. Οπως όμως συμβαίνει και με άλλες ομάδες με χαρακτηριστικά ετερότητας, η δημιουργία τέτοιων αφηγήσεων είναι απαραίτητη για την υποδοχή τους σε μια εθνική γενεαλογία


ΟΙ ΡΟΜΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

ΝΗΣΙΔΕΣ | 11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

Η στερεοτυπική, θετική ωστόσο, αντίληψη για τους Ελληνες Τσιγγάνους στο σινεμά σε μία από τις χαρακτηριστικότερες σκηνές: «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955, Αλέκος Σακελλάριος, Φίνος Φιλμ)

και μη Ρομά, και υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτή η αφήγηση έχει τα χαρακτηριστικά μιας ιδιότυπης εθνογένεσης, και εν πολλοίς τα χαρακτηριστικά των άλλων εθνογενέσεων: κατασκευή ενός ενιαίου ιστορικού παρελθόντος, ένδοξες πτυχές της ιστορίας, «συνεισφορά» ειδικά στον πολιτισμό, θυματοποίηση, ιδίως μέσω της μαζικής εξόντωσης πάρα πολλών Ρομά από τους ναζί. Αυτό που διαφαίνεται τα τελευταία χρόνια είναι η αποδοχή αυτών των αφηγήσεων στην Ελλάδα, τόσο από κάποιες ελίτ των Ρομά όσο ακόμη και από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι πρώτες με πολλή προσοχή, καθώς υπάρχει ο φόβος της μη αποδοχής τους στο ελληνικό έθνος ακόμη και σήμερα. Οπως όμως συμβαίνει και με άλλες ομάδες με χαρακτηριστικά ετερότητας, η δημιουργία τέτοιων αφηγήσεων είναι απαραίτητη για την υποδοχή τους σε μία εθνική γενεαλογία. Σήμερα, λοιπόν, θα βρούμε κείμενα, αφηγήσεις ή και «μαρτυρίες» για τη μεγάλη συνεισφορά των Γύφτων στην Εθνική Αντίσταση ή στο πόσο υπέφεραν ή και πόσοι εκτελέστηκαν από τις δυνάμεις κατοχής. Ενάντια στη γνώση που έχουμε ότι δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτε-

ρη συμμετοχή Γύφτων (και εδώ δεν εννοώ τις μετακινούμενες ομάδες) στην Αντίσταση, ενάντια στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε ούτε τις μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις, ούτε τη μεταφορά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κάποιων Ρομά. Θα μου πείτε, πού είναι τo κακό σε όλα αυτά τα καινούργια; Ζούμε σε μια χώρα όπου η δημόσια ιστορία εξακολουθεί να βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την ακαδημαϊκή, που η επική πρόσληψη της ιστορίας κυριαρχεί μαζί με την υπερπαραγωγή και υπερκατανάλωση ηρώων και μαρτύρων, που χωρίς το ένδοξο παρελθόν νιώθουμε ανασφαλείς. Το να προσθέσουμε ένα ακόμη τέτοιο μοντέλο, αντί να αρχίσουμε να βλέπουμε κριτικά τα ήδη υπάρχοντα, συνιστά οπισθοδρόμηση για το πώς αντιλαμβανόμαστε την εθνική μας κοινότητα. * Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, όπου διδάσκει «Ιστορία των Μειονοτήτων στα Βαλκάνια,19ος20ός αιώνας» και ενταγμένο σε αυτό και το μάθημα «Οι Ρομά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: ιστορία και πολιτικές τον 19ο-20ό αιώνα»

11


12 ΑΦΙΕΡΩΜΑ

11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 | ΝΗΣΙΔΕΣ

ΤΗΣ ΤΙΤΙΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ*

ετυλίγοντας το κουβάρι της ταυτότητας του τρομερού Αλλου που αποτελούν διαχρονικά οι Ρομά στη νεοελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή κοινωνία, ο Χρήστος Κάτσικας και η Εύα Πολίτου διαπίστωναν στα τέλη του 20ού αιώνα ότι «το κράτος κατασκεύασε τους Τσιγγάνους ως ανιθαγενείς, η Εκκλησία ως απίστους, η Πρόνοια ως άπορους, το σχολείο ως αναλφάβητους, η δημόσια Υγεία ως αρρώστους και η αστυνομία ως παράνομους» («Τσιγγάνοι, μειονοτικοί, παλιννοστούντες και αλλοδαποί στην ελληνική εκπαίδευση: εκτός “τάξης” το “διαφορετικό”;» 1999, 78). Λίγες δεκαετίες μετά το Porajmos, το αποσιωπημένο ως επί το πλείστον τσιγγάνικο Ολοκαύτωμα, ενώ έχει παραχθεί ένας σημαντικός, σε ποιότητα και όγκο, αντιρρητικός λόγος ενάντια στη ρατσιστική αντι-επιστήμη, ενώ έχουν θεσπιστεί μια σειρά από εθνικές και υπερεθνικές πολιτικές για την καταπολέμηση όχι μόνο της κοινωνικής περιθωριοποίησης των Τσιγγάνων αλλά και του αντιτσιγγανικού ρατσισμού, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα αναβιώνει το «τσιγγάνικο ζήτημα», με τους ίδιους, παλαιότατους όρους, θέτοντας υπό αίρεση την υποτιθέμενη πρόοδο, τη βασισμένη στην αποτρόπαιη εμπειρία, που έχουν σημειώσει οι ευρωπαϊκής κοινωνίες σε επίπεδο δομών αλλά και συνείδησης. Υποτιθέμενη, λόγω της αναποτελεσματικότητας αλλά και της λογικής εν τέλει των όποιων πολιτικών – που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ευρωπαϊκά προγράμματα ένταξης των Ρομά· υποθετική λόγω της ευκολίας με την οποία εδραιώνονται ξανά φασιστικά προτάγματα σε ποικίλα επίπεδα, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση του επιζήσαντα του Μαουτχάουζεν Ιάκωβου Καμπανέλλη για τον ναζισμό σε ένα ανέκδοτο κείμενό του («Αυγή», 25.11.2012): «Ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ηταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι. Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι’ αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι’ αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί. Αλλά παντού όπου ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα τον τρέφουν». Αυτές τις νοσηρές αντιλήψεις, όπως συγκροτούνται, αναπτύσσονται και επιβιώνουν, αλλά μαζί και τις άλλες, που τις αντιπαλεύουν και μας δείχνουν τον δρόμο, μας βοηθάει να θυμηθούμε και να κατανοήσουμε η λογοτεχνία, όπως τις ανασυστήνει, σε διάλογο με τον κόσμο στην τάξη, στην τάξη του δικού της λόγου. Το ακόλουθο κείμενο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ανασύρθηκε προς υπεράσπιση του ρατσισμού σε μια σειρά ιστότοπους, με την ευκαιρία της ψήφισης του αντιρατσιστικού νόμου : «Αδεται ότι, αν ποτέ επί πλοίου, εν μακραίς

Ξ

Ταυτότητες των Ρομά στη νεοελληνική λογοτεχνία και υπερωκεανίοις θαλασσοπορίαις, ενσκήψη επιδημία, εκ δε των νοσούντων υπάρχη τις θανατηφόρως προσβεβλημένος, λάβρος, απαθής, αποτρόπαιος, εν αποστάσει τινί όπισθεν της πρύμνης, εμφανίζεται ο καρχαρίας, αλάνθαστος οιωνός του επικειμένου πένθους, μνήμα περιπλανώμενον, αδηφάγον, προσμένων να καταβροχθίση το πτώμα άμα παραδιδόμενον εις τα κύματα. Τοιούτος κατά τον μέγαν και φοβερόν διάπλουν του Ελληνισμού τυγχάνει ο Γύφτος. Υπήρξε το όργανον της στρεβλώσεως, ο βρόχος της αγχόνης, ο πολυμήχανος εφευρέτης των βασάνων εν ταις χερσί των κατακτητών και το έργον αυτού εξεπλήρωσεν εκθύμως, πιστώς, εντρυφών και αγαλλόμενος οσάκις εις τους όνυχας αυτού παρεδίδετο το σφάγιον. Αγνοώ αν η επικατάρατος αύτη φυλή, αρχαία ως ο Κάιν, κατά τας πολυειδείς φάσεις του μυστηριώδους βίου της, περιήλθέ ποτέ εις την εξαχρείωσιν εις ην έφθασε διοδεύουσα την Ελληνικήν χώραν, προαιώνιος ακόλουθος της καταστροφής και του ολέθρου. Υπάρχουσιν έτι παρ’ ημίν οι απαίσιοι ούτοι σκώληκες, αδιαπαύστως περιπλανώμενοι, πελιδνοί, δυσώδεις, ως αγέλαι ακατανομάστων κτηνών, οικτρά καταγώγια ρυπαρωτάτων διαδοχικών ασθενειών [...] Αθεοι, απάτορες, ακοινώνητοι, ουδέποτε μεριμνώντες περί της επιούσης, αγνοούντες πόθεν έρχονται ή πού πορεύονται, εν τη αποκτηνώσει αυτών ασεβώς εναγκαλιζόμενοι αντί της συζύγου την θυγατέρα· οσάκις προσέρχονται εις τινά

εκ των ημετέρων πόλεων συνήθως διαμένουσι σκηνίται εκτός του περιβόλου, ωσανεί συναισθανόμενοι την απέχθειαν ην αείποτε διεγείρει η παρουσία των, ή μη αποτολμώντες να ίδωσι κατά μέτωπον την κοινωνίαν ην εβασάνισαν. Τοιούτου ανθρωπομόρφου τέρατος δεν ηθέλησα να παραλείψω την απεικόνισιν […]» Εμβληματικό κείμενο του ελληνικού αντιτσιγγανισμού στον 19ο αιώνα, το απόσπασμα προέρχεται από τα εκτενή προλεγόμενα του Βαλαωρίτη στο ποίημά του «Αθα-

νάσης Διάκος» (1867, 47-49) και επεξηγεί την επιλογή του να συμπεριλάβει στους βασανιστές του Διάκου έναν γύφτο. Εννοιοποιώντας τους γύφτους ως ξένη φυλή που μάχεται εκ των έσω, εκ παραλλήλου με τους ξένους κατακτητές, το ηρωικό ελληνικό έθνος, ο παθιασμένος αυτός λόγος επινοεί τον Αλλον ως το απόλυτο κακό και τον κατασκευάζει, με όρους βιοπολιτικής, ως τέρας εκτός του πολιτισμού και της ανθρωπινότητας, προκειμένου να αυτοπροσδιοριστεί ως ελίτ, να πραγματώσει την (υπό αίρεση) ιδιότητά του ως νομίμου κατόχου της πατρίδας, αποφεύγοντας την (προβληματική) πραγματικότητα και την αφόρητη ευθύνη της διαχείρισής της. Το παραπάνω σχήμα προσαρμόζει προφανώς, mutatis mutandis και μερικώς, τη σαρτρική εξήγηση του αντισημιτισμού στους «γύφτους» –οι οποίοι είχαν άλλωστε, ως γνωστόν, συνεργαστεί με τους μιαρούς Εβραίους στη σταύρωση του Χριστού...– και δείχνει πώς ο Αλλος, ο γύφτος εδώ, κατασκευάζεται μέσα από τα μάτια αυτού που τον επινοεί, επειδή ακριβώς τον έχει απόλυτη ανάγκη για να υπάρξει ως το –εξαίρετο– αντίθετό του. Πολύ διαφορετική είναι η οπτική του Κωστή Παλαμά, ο οποίος εννοιοποιεί και θεματοποιεί στον «Δωδεκάλογο του γύφτου» (1907) τον γύφτο με όρους κατά Agamben «περιληπτικού αποκλεισμού», όπως εύστο-


ΟΙ ΡΟΜΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

ΝΗΣΙΔΕΣ | 11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

«Μπρούτζινος γύφτος –τράλαλα!– δίνει κλοτσιά στον ήλιο!» K.Γ. Καρυωτάκης χα σημειώνει ο Benedikt Wolf («Αντιτσιγγανισμός στην ελληνική λογοτεχνία. Μια γενεαλογική απόπειρα», Κονδυλοφόρος 12, 2013): Ο γύφτος, όντας αποκλεισμένος από το εθνικό σώμα, είναι ωστόσο ο μόνος που μπορεί να οραματιστεί το μέλλον του, πέρα από τους στείρους διχασμούς της αρχαιοελληνικής και χριστιανικής παράδοσης. «κι ονειρεύτηκα να ζήσω στο πλευρό τους. μα ώς κι αυτοί μου κράξαν: “Γύφτε, τράβα!” Ας με διώξαν. Τους δοξάζω. Εγώ είμαι γλώσσα της ωραίας αλήθειας, δε με σέρνει εκδίκηση λαοπλάνα» Ο γύφτος εδώ ορίζεται και πάλι εκτός πολιτισμού και εθνικού σώματος, αλλά με θετικούς όρους «ευγενούς αγρίου», ελεύθερου φυσικού ανθρώπου. Στον πρόλογό του, ο Παλαμάς παραθέτει το σημασιολογικό πεδίο της έννοιας «γύφτος», αναφέροντας πλάι στα άλλα προσδιοριστικά και «τ’ άγρια, τ’ αναρχικά, τ’ ανυπόταχτα, πάντα στον ολάνοιχτο αέρα, πάντα κάτω από τον ουρανό». Εξυψώνει αδιαμφισβήτητα τον γύφτο όχι μόνο με τη θέση που του προσδίδει στην εθνική διαδρομή, αλλά και συνδέοντας την ίδια την ποίησή του με τη γύφτικη δημιουργία, ειδικά τη μουσική – και θυμίζοντάς μας το υπέροχο απόσπασμα του μοιρολογιού που συνθέτει για τον πατέρα ο Αθίγγανος στο «Αμάρτημα της μητρός μου». Από διαφορετική οπτική γωνία, ο Μενέλαος Λουντέμης, στο πρώτο διήγημα της συλλογής του «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά» θα περιγράψει τη συστράτευση των γύφτων στην αντίσταση κατά των Γερμανών, με έμφαση στην αιτιολόγηση της απόφασής τους, στη βάση της συνοίκησης και της κοινής εμπειρίας και παρά τον αποκλεισμό. Στο συγκεκριμένο έργο, οι γύφτοι, χωρίς να απεμπολούν την ταυτότητά τους και χωρίς να ωραιοποιούν τη θέση τους στην ελληνική κοινωνία, αποφασίζουν συνειδητά να υπερασπιστούν τον τόπο ως πατρίδα, μαζί με τους Ελληνες, μπροστά στο υπέρτατο κακό, το οποίο ορίζει μια νέα αδελφοσύνη: «Eδώ δεν είχαμε πια λύκους. Δε μας διαγούμιζαν τσακάλια… Eδώ πούσι μάς κουβάλαγαν, χαμό φέρνανε. Eδώ σιδερένιες πατούσες θα ζουλάγανε τα στήθια μας. Kαι τι… όχι να πεις μια, να πεις δυο. Mιλιούνια πατούσες από μαντέμι που, “κιχ” να κάνεις, λιώμα σ’ το κάνουνε το πλεμόνι σου. Aμάν. Mπρε! εμείς τους αγαπάμε τους Γραικούς. Aς πά’ να μας κυνηγάνε με τις σόπες – δικά μας είναι τα παΐδια, μπα! Oι Aλαμάνοι τι μπερδεύουνται στα

νιτερέσα μας;» Μια αδελφοσύνη εθνική, αλλά και ταξική, όπως θα την περιγράψει μία δεκαετία αργότερα ο Λουντέμης στο «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα» (1956), με αναφορά στο πρόσωπο του καλοκάγαθου, στοργικού Μπίθρου. Θα την ονοματίσει συγκεκριμένα ο Δημήτρης Χατζής την ίδια περίοδο στο διήγημα «Ο Σιούλας ο ταμπάκος» (Νέα Ελλάδα 1953· Επιθεώρηση Τέχνης 1963) ως αλληλεγγύη των φτωχών ανθρώπων που τους ενώνει το δίκιο. Οταν η ανάγκη θα οδηγήσει τον ταμπάκο στον γύφτο, για να πουλήσει το αγαπημένο του τουφέκι, ο γύφτος θα αρνηθεί να το πάρει: «Χρόνια τρώω το ψωμί σας, όλο με τους φουκαράδες... Δώσ’ το σ’ άλλον. Δεν τα μολεύω τα χέρια μου...». Κι ο Σιούλας, αφού τον ευχαριστεί και του λέει ότι είναι καλός άνθρωπος, το παίρνει και ξεκινά για το σπίτι του: «Το κράταγε μέσα στη χούφτα του και μια γλύκα περνούσε σ’ όλη του την ψυχή, ώς το κορμί του την ένιωθε, σα μια ζέστα. Οχι που θα το πήγαινε σπίτι. Πιο πολύ γι’ αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων –πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμιά των φουκαράδων, που ‘πε κι ο γύφτος, πρώτη γνωριμία του εαυτού του– δεν είσαι άδικος, εσύ Σιούλα...». Με αφορμή ένα σύγχρονο έργο για τους Ρομά, τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χριστόπουλου «Ρομανό Τσορουπέ» (Ενεκεν, 2022), ο καθηγητής κοινωνιογλωσσολογίας Αργύρης Αρχάκης, που συντονίζει ένα σχετικό ερευνητικό έργο, θέτει το ζήτημα των επιθυμητών και ευκταίων τρόπων αναφοράς κι αναπαράστασης των μειονοτικών ανθρώπων, καθώς «ο ρατσισμός, ρευστός και μασκαρεμένος, κατορθώνει και εμφιλοχωρεί σε κείμενα που σε επίπεδο προθέσεων προσδιορίζονται ως αντιρατσιστικά» («Μια συλλογή διηγημάτων από τη ζωή των Ρομά», Χάρτης, 57, 2023). Πολλά λογοτεχνικά κείμενα του παρελθόντος, ακόμη και με θετική στάση απέναντι στους Ρομά, αναπαράγουν εν τούτοις και εδραιώνουν στερεοτυπικές αντιλήψεις, μέσα από την εξιδανίκευση και εξωτικοποίησή τους. Στα διηγήματα του Χριστόπουλου, διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, πώς η ίδια η κοινότητα των Ρομά αναπαράγει ετεροπροσδιοριστικά στερεότυπα, όπως η λευκότητα ως ύψιστη έκφανση του κάλλους, αλλά και καταπιεστικές δομές. Και αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το πόσο δύσκολος και πολυμέτωπος είναι ο αγώνας της χειραφέτησης που έχουμε να δώσουμε όλοι μαζί, για ένα καλύτερο μέλλον. *Καθηγήτρια ΕΚΠΑ, κριτικός λογοτεχνίας ● Το πλήρες κείμενο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα μας https://www.efsyn.gr/

13


14 ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗ

Ο

ταν βγάλαμε το «ντέφι» το 1982 με σκοπό να υποστηρίξουμε με τις δράσεις και τις απόψεις μας το λαϊκό τραγούδι, το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές αλλά εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται ως παρακατιανό από μεγάλη μερίδα παραγόντων που επηρεάζουν την κοινή γνώμη, δημοσιογράφων, πολιτικών, εν γένει ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, μουσικών συμπεριλαμβανομένων, ξέραμε ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις και ότι -ακολουθώντας την προσφιλή τους τακτική- οι επικριτές της λαϊκής κουλτούρας θα επέλεγαν τα σημεία που θεωρούν τα πιο αδύνατά της για να εξαπολύσουν τις βολές τους. Αυτό που δεν μπορούσε να υπολογιστεί ήταν ότι θα πολλαπλασίαζαν τις επιθέσεις τους εξοργισμένοι από την απήχηση που είχαν -ιδίως στη νεολαία- το περιοδικό και οι συναυλίες στον Λυκαβηττό. Ο χαρακτηρισμός «τουρκογύφτικο» συνόψιζε τις κριτικές εναντίον μας και εναντίον των καλλιτεχνών που συμμετείχαν. Αφ’ ενός γιατί τα λαϊκά τραγούδια έχουν άρωμα της Ανατολής και αφ’ ετέρου γιατί ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές στη σκηνή και στις σελίδες του περιοδικού ήταν Τσιγγάνοι, κάτι που συνιστούσε διπλή ασυγχώρητη αμαρτία! Επιπόλαια, άνθρωποι εγγράμματοι μέμφονταν με τους πιο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς καλλιτέχνες του διαμετρήματος Γιάννη Βασιλόπουλου, Αριστείδη Μόσχου, Λευτέρη Ζέρβα, Τάκη Σούκα, Ελένης Βιτάλη, Μανώλη Αγγελόπουλου, Γρηγόρη Καψάλη, Τάκη Χαρισιάδη, Μάνθου Σταυρόπουλου-Χαλκιά κ.ά. Κριτική η οποία υπερέβη κάθε όριο ευπρέπειας διολισθαίνοντας στο έλος των φυλετικών διακρίσεων. Τα «Νέα», που ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή στα πολιτικά και πολιτιστικά πράγματα, βγήκαν με πεντάστηλο τίτλο «Ο γύφτος στον Λυκαβηττό»! Και μπορεί ο Γιώργος Λιάνης να ζήτησε έκτοτε πολλές φορές συγγνώμη για το ατόπημά του, αλλά το δηλητηριώδες άρθρο του για τον «αρχιγύφτο Αγγελόπουλο» ήταν η πιο ωμή έκφραση μιας νοοτροπίας που κυριαρχούσε στα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα και εκδηλωνόταν όταν έβρισκε την ευκαιρία. Οχι μόνο δεν απολύθηκε, αλλά έγινε και υπουργός! Ακόμα κι ο Μίκης Θεοδωράκης εκχυδαΐζει με ρατσιστική υφή την πολεμική του κατηγορώντας το «ντέφι» για «τουρκοδημοτικογυφτομανία» και τον Βασίλη Βασιλικό, που επέτρεψε ως αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΕΡΤ την τηλεοπτική μετάδοση των συναυλιών με Τσιγγάνους, αλλά και με Χαρούλα Αλεξίου, Νίκο Παπάζογλου, Γλυκερία, Γαβαλά, Μητροπάνο, Σάββα Σιάτρα, Οπισθοδρομική, Ρεμπέτικη και Αθηναϊκή Κομπανία, Μπάμπη Γκολέ και τους άλλους που μετέβαλαν τον Λυκαβηττό σε «τουρκοδημοτικογύφτικο σκυλάδικο προς δόξαν και αγαλλίασιν εκατομμυρίων τηλεθεατών»! Εάν αυτή είναι η αντίληψη γνωστών δημοσιογράφων και καταξιωμένων καλλιτεχνών στη δεκαετία του 1980, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς κάτω από ποιες συνθήκες εργάζονταν και δημιουργούσαν οι Τσιγγάνοι την εποχή που το κλαρίνο ήταν απαγορευμένο στην Αθήνα! Παρεμπιπτόντως, αυτό εξηγεί γιατί μερικοί καλλιτέχνες απέφυγαν να παραδεχτούν ότι είναι Τσιγγάνοι. Ισως μόνο ο Κώστας Χατζής να έτυχε κα-

11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023 | ΝΗΣΙΔΕΣ

Στους Τσιγγάνους λέμε ναι! Ο Στέλιος Ελληνιάδης επισημαίνει πόσο πολύτιμη υπήρξε η συμβολή των Τσιγγάνων στη διαμόρφωση του ήχου της λαϊκής μουσικής και στη διάσωση του δημοτικού τραγουδιού, αλλά και πόσες δυσκολίες συνάντησε το περιοδικό «ντέφι», αρχές δεκαετίας του ΄80, από τους επικριτές της λαϊκής μουσικής και όσους ξιφουλκούσαν -ανάμεσά τους ο Γιώργος Λιάνης και ο Μίκης Θεοδωράκης- ενάντια στον «αρχιγύφτο Αγγελόπουλο» και στην «τουρκοδημοτικογυφτομανία»

Ο Μανώλης Αγγελόπουλος στη μεγάλη συναυλία που διοργάνωσε το «ντέφι» το 1983 στον Λυκαβηττό

λύτερης μεταχείρισης, αν και δεν αρνήθηκε τη φυλή του και την υπερασπίστηκε εξ αρχής με το συγκλονιστικό του τραγούδι «Οι γύφτοι καρφώσαν τα καρφιά» που καταγγέλλει την υποκρισία και τη μεροληψία των «λευκών» συμπολιτών του. Μπορεί και να εξασφάλισε την ανοχή όχι μόνο με το ταλέντο του αλλά και επειδή τραγουδούσε Θεοδωράκη και Χατζιδάκι στις μπουάτ όπου σύχναζαν διανοούμενοι και καλλιεργημένοι θαμώνες.

Στην Αμερική Στους Τσιγγάνους χρωστάμε ως επί το πλείστον, σύμφωνα με τους εγκυρότερους μουσικολόγους, Σαμουέλ Μπο-Μποβί, Φοίβο Ανωγειαννάκη, Δέσποινα Μαζαράκη και Μάρκο Δραγούμη, τη διάσωση, την ανανέωση, τον εμπλουτισμό και τη διάδοση του δημοτικού τραγουδιού, στη διάρκεια μιας μεγάλης περιόδου που κάθε τι έξω από τις δυτικές φόρμες θεωρούνταν κατωτέρας ποιότητος και ανάξιο λόγου. Κι αυτοί οι μουσικοί που, μεταξύ άλλων καινοτομιών, ενσωμάτωσαν αρμονικά το κλαρίνο στο δημοτικό τραγούδι, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη όλων των βασικών ρευμάτων της ελληνικής λαϊκής μουσικής, ποσοτικά και ποιοτικά, από το παραδοσιακό ώς το λαϊκό και το έντεχνο, ανοίγοντας δρόμους και συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του ύφους και του στιλ της μουσικής, των τραγουδιών και του χορού. Στη μεταπολεμική περίοδο, πολλοί Τσιγγάνοι μουσικοί ακολούθησαν τα μεταναστευτικά ρεύματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια άλλη φουρνιά είχε διαπρέψει στις ΗΠΑ στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Εκεί υπηρέτησαν τους Ελληνες μετανάστες και συνέβαλαν στη διατήρηση της ταυτότητάς τους. Ορισμένοι βιρτουόζοι εντυπωσία-

σαν γνωστούς μουσικούς της τζαζ. Με ατσαλάκωτο κοστούμι, λουστρίνια παπούτσια, άσπρο πουκάμισο με παπιγιόν και αμερικανικό όνομα, τίποτα δεν άλλαξε στην ψυχή, την καταγωγή και το ταλέντο του Κώστα Γκαντίνη από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, κι ας έγινε ο πιο διάσημος Ελληνας μουσικός χάρη στην ικανότητά του να παίζει με την ίδια αυθεντικότητα πολίτικα ζεϊμπέκικα, ηπειρώτικα μοιρολόγια, καραγκούνικα συρτά, ρουμάνικες πόλκες και τσιγγάνικα χασάπικα. Ο Κώστας ή Gus ή Charly δεν ήταν ο μόνος που θέλησε να ξεφύγει από τη φτώχεια που ήταν καθεστώς στο βασίλειο της Ελλάδας. Ο Τάσος Χαλκιάς, πατέρας του Λάκη Χαλκιά, της οικογένειας με τους 27 μουσικούς (!), ο Βασίλης Σαλέας, ο Πετρολούκας Χαλκιάς και ο Λευτέρης Ζέρβας ευτυχώς γύρισαν στην Ελλάδα και άσκησαν μεγάλη επιρροή στη μεταπολεμική άνθηση της λαϊκής μουσικής.

Οικογένειες μουσικών Από την «Κουμπανία Αδερφοί Σούκα» το 1955 στην Αρτα και στο Αγρίνιο, με τον Βασίλη και τον Βαγγέλη κλαρίνο, τον Φώτη και τον Ηλία βιολί, τον Κώστα και τον Γιώργο κιθάρα και τον Στάθη ακορντεόν, ο Τάκης Σούκας έμελλε να παίξει σαντούρι και ακορντεόν με Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Διονυσίου, Βοσκόπουλο και Πάριο, Καίτη Γκρέυ, Σεβάς Χανούμ, Πόλυ Πάνου, Μαίρη Λίντα, Γιώτα Λύδια, Χαρούλα Λαμπράκη, Λίτσα Διαμάντη, Μαρινέλλα κ.ά. σε συνθέσεις Καλδάρα, Χιώτη, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου κ.λπ. και είναι συνθέτης τεράστιων επιτυχιών, όπως «Μια ζωή μέσα στους δρόμους» (στίχοι Βασίλη Παπαδόπουλου) που τραγούδησε η Αλεξίου, «Βάρα μου το ντέφι» (Ν. Λουκά) με τη Βιτάλη, οκτώ εξαιρετικά τραγούδια στον δίσκο του Καζαντζίδη «Ελεύ-

θερος» και πάρα πολλά άλλα. Και ο ξάδελφός του κλαρινίστας Βασίλης Σούκας έπαιξε δισκογραφικά σε χιλιάδες τραγούδια, ηχογράφησε δικές του συνθέσεις, άνοιξε κέντρο διασκέδασης και απέδωσε, με την ίδια άνεση, τη «Λυρική σουίτα» και τις «Διπλοχρωμίες» του συνθέτη Κυριάκου Σφέτσα. Από τους πιο σπουδαίους είναι και ο Αριστείδης Μόσχος, ο γιος του Φουσκομπούκα, που έπαιξε σαντούρι σε πάμπολλους δίσκους, έγραψε τραγούδια, λάνσαρε τον ύμνο «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία», διαμόρφωσε τον ήχο στα «Σμυρνέικα» που τραγούδησε η Γλυκερία επαναφέροντας στο προσκήνιο τον πλούτο της Σμύρνης, συνεργάστηκε με το Λύκειο Ελληνίδων και τον Γιάννη Μαρκόπουλο και ίδρυσε τη Λαϊκή Σχολή Παραδοσιακής Μουσικής στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου. Το βιογραφικό του στη Wikipedia τον αδικεί κατάφωρα. Ο νεότερος Βασίλης Σαλέας διακρίθηκε ξεκινώντας από τα πανηγύρια στα οποία ζυμώθηκε, πέρασε στη λαϊκή και έντεχνη μουσική εκτελώντας έργα του Διονύση Σαββόπουλου, του Σταμάτη Σπανουδάκη και του Βαγγέλη Παπαθανασίου με μεγάλη αποδοχή. Στο ρεπερτόριό του περιλαμβάνονται βυζαντινοί ύμνοι και μουσικά κομμάτια για τον κινηματογράφο, όπως τα «Πέτρινα χρόνια» για την ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη. Επίσης, συνέβαλε στην ενδυνάμωση του λαϊκοδημοτικού είδους με εμφανίσεις σε κέντρα διασκέδασης και με τραγούδια τα οποία συνέθετε ή διασκεύαζε, όπως το «Να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες», σε στίχους του Ανδρέα Σπυρόπουλου, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του 1980. Ο Σαλέας το πρωί ηχογραφούσε στο στούντιο το «Ω γλυκύ μου έαρ» μαζί με τον Λευτέρη Ζέρβα και το βράδυ αμφότεροι έπαιζαν με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο στις «Αμπάρες»! Οι αποστάσεις από την παραδοσιακή «Ιτιά» στο «Ας κρατήσουν οι χοροί» και από εκεί στο «Αξιον Εστί» μπορεί να είναι μεγάλες, αλλά δεν είναι καθόλου απροσπέλαστες για τέτοιας ποιότητας μουσικούς. Ο Γιάννης Βασιλόπουλος, το «Χρυσό Κλαρίνο», ξεκίνησε με τον περίφημο Γιώργο Παπασιδέρη, αλλά έπαιζε ταυτόχρονα σε τραγούδια όπως το «Αγριολούλουδο» που ηχογραφούσε ο Καζαντζίδης, καθώς και, από το 1964, σε τραγούδια και μουσικές του Ξαρχάκου που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως «Η Ελλάδα της Μελίνας». Εκτοτε, έγραψε τραγούδια και συνεργάστηκε με σπουδαίους ερμηνευτές του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού επιπέδου Τάκη Καρναβά, Τασίας Βέρρα και Γιάννη Κωνσταντίνου, αλλά και Αλεξίου, Γλυκερίας και Βιτάλη. Για τις εκδόσεις «ντέφι» ηχογραφήσαμε αυτοσχεδιασμούς του Βασιλόπουλου και βυζαντινούς ύμνους με κλαρίνο. Η οικογένεια Ζούμπα, οι Λαβιδαίοι, ο


ΝΗΣΙΔΕΣ | 11-12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023

ΟΙ ΡΟΜΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

Γιώργος Μάγκας, ο Πέτρος Καλύβας, ο Μάκης Μπέκος, ο Θανάσης Χάρος, ο Κώστας Αριστόπουλος και εκατοντάδες άλλοι Τσιγγάνοι μουσικοί, γνωστοί και άγνωστοι, συμπληρώνουν αυτό το θείο δώρο στην ελληνική μουσική!

Πολιτιστικό κράμα Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Τσιγγάνοι έπιασαν και τον κρυφό σφυγμό της εσωτερικής μετανάστευσης, την πολιτισμική μετάλλαξη του αγρότη σε κάτοικο των αστικών κέντρων, εκατομμυρίων ανθρώπων που ήταν αναγκασμένοι να συγχωνεύσουν ή να βιώνουν παράλληλα δύο διαφορετικές κουλτούρες. Στη μουσική του έκφραση, αποκαλέσαμε το φαινόμενο λαϊκοδημοτικό τραγούδι, το οποίο είναι δύσπεπτο για τους γεννημένους στην πόλη, ένα ιδίωμα που προέκυψε κυρίως από τη σύμπραξη Τσιγγάνων (Κώστας Σούκας, Λευτέρης Ζέρβας, Μάκης Χριστοδουλόπουλος κ.λπ.) και Αρβανιτών (Κώστας Σκαφίδας, Βάσω Χατζή κ.ά.). Τραγούδια που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου των πανηγυριών στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και στα μαγαζιά. Τραγουδιστές όπως ο Ζαφείρης Μελάς, η Πάολα, ο Στάθης Αγγελόπουλος, ο Βασίλης Παϊτέρης κ.ά. είναι επίσης Τσιγγάνοι.

Τραγούδια για Τσιγγάνους Το «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» του Μάνου Χατζιδάκι και του Αλέκου Σακελλάριου, από την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», το 1955, αποτελεί την καλύτερη επιβεβαίωση της γοητείας που ασκούσε το τσιγγάνικο μπρίο. Φαίνεται αυτό στα δεκάδες αισθηματικά τραγούδια που έγραψε ο Βαμβακάρης («Ρίξε Τσιγγάνα τα χαρτιά»), ο Τσιτσάνης («Τσιγγάνε σπάσε το βιολί»), ο Χιώτης με τον Κολοκοτρώνη («Μελαχρινή Τσιγγάνα»), ο Μητσάκης («Κατσιβέλα μου γλυκιά»), ο Ζαμπέτας με τον Αλέκο Καγιάντα («Η Τσιγγάνα»), αλλά και ο Μαρκόπουλος με τον Βίρβο («Ο αρκουδιάρης»), η Μαρίζα Κωχ («Φάτα Μοργκάνα» σε στίχους Νίκου Καββαδία), ο Μάνος Λοΐζος («Γύφτισσα τον εβύζαξε» του Μανώλη Ρασούλη), ο Διονύσης Τσακνής («Το τραγούδι των γύφτων - Μπαλαμός») κ.ά. Με τη «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» του Γιώργου Μπάτη που ξανατραγούδησε η Γλυκερία σείστηκε η Ελλάδα! Και με την ατάκα του Κηλαηδόνη «στους γύφτους λέμε ναι» σφραγίστηκε η εκτίμησή μας γι’ αυτή την τόσο δη-

μιουργική και τόσο ελληνική -μέσα στην Ελλάδα- μειονότητα!

Δίσκοι και συναυλίες Ακόμα κι αν οι νότες είναι οι ίδιες, οι Τσιγγάνοι παίζουν αλλιώς τα μουσικά κομμάτια. Εξ αυτού, συνθέτες, ενορχηστρωτές και ερμηνευτές που επιζητούν αυτή την ιδιότυπη χροιά προτιμούν τους αυτοδίδακτους Τσιγγάνους από μουσικούς του ωδείου που παίζουν σωστά αλλά «στρογγυλά» τις νότες. Γι’ αυτό η συμβολή των Τσιγγάνων στη διαμόρφωση του ήχου της λαϊκής μουσικής είναι απαράμιλλη. Και μόνο «σκανάροντας» το ενεργητικό Βασιλόπουλου, Ζέρβα, Σαλέα και Σούκα, γίνεται ολοφάνερος ο ρόλος τους στη διαμόρφωση της μορφής και του ύφους των τραγουδιών. Απτό παράδειγμα, η συμμετοχή Μικρή τους σε παραστάσεις και βιβλιογραφία: δίσκους που έδωσαν με ● Περιοδικό το χρώμα τους το στίγμα «ντέφι» (τεύχη 1, της εποχής. 2, 7, 9) Ενδεικτικά, στα «Νη● Δέσποινα σιώτικα» με τον Πάριο Μαζαράκη «Το σαντούρι παίζει ο Τάκης λαϊκό κλαρίνο», Σούκας και στους δύο δίεκδ. Κέδρος σκους με δημοτικά της ● Γιώργης Αλεξίου παίζουν ο ΒασιΕξαρχος λόπουλος και πέντε Σου«Αυτοί είναι οι καίοι! Ο Βασιλόπουλος Τσιγγάνοι», εκδ. είναι σολίστ, μαζί με τον Νεφέλη Κόρο, και στο διπλό άλ● Μίκη μπουμ της Γλυκερίας Θεοδωράκη «Βόλτα στην Ελλάδα». «Σταρ Σύστεμ», Η Βιτάλη ηχογραφεί στο εκδ. Κάκτος κέντρο «ντέφι» το «Χορέψτε γιατί χανόμαστε» με σολίστα τον Σαλέα, αλλά τραγουδάει και το «Πάμε γι’ άλλες πολιτείες» και –υπό τους ήχους των Λευτέρη Ζέρβα, Βασίλη και Σαράντη Σαλέα– το «Κύριε των δυνάμεων» του Σπανουδάκη, όπως και το τραγούδι «Ξαφνικός έρωτας» στην ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου. Ο Νταλάρας στα πιο εμπορικά του «live» (Ορφέας, Περοκέ, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας κ.λπ.) έχει τον Ζέρβα στο βιολί και τον Μάκη Μπέκο στο κλαρίνο. Κι αν ψάξεις τον Καζαντζίδη, τον Διονυσίου, τον Χριστοδουλόπουλο και όλους τους πρώτους ερμηνευτές, ο Βασιλόπουλος, ο Ζέρβας, ο Σαλέας, οι Σουκαίοι, όλοι οι δικοί μας Τσιγγάνοι είναι πίσω από όποιον δίσκο κι αν σηκώσεις!


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.