27 Δεκεμβρίου 2021 Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Βασίλης Βασιλικός
23
Η Θάσος του Παπαδιαμάντη και ο Αμερικάνος Ενα κείμενο και ένα θεατρικό
Του ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ
εν είναι δύο όμορα νησιά η Θάσος και η Σκιάθος. Ομως εγώ από μικρός διαβάζοντας -και όχι «μνημονεύοντας»- Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, καθώς δεν αναφέρει πουθενά το γενέθλιο νησί του, μα μόνο τα τοπωνύμιά του, πίστευα πως όλα αυτά συμβαίνουν στο δικό μου το νησί.
Δ
ΟΜΟΡΑ ΝΗΣΙΑ είναι η Σκιάθος και η Σκόπελος. Οπως η Θάσος και η Σαμοθράκη. Ωστόσο τίποτα δεν είναι πιο κοντινό, μέσα από την πένα του κυρ Αλέξανδρου, από το δίδυμο Σκιάθος-Θάσος. Ακόμα κι αν τα αντιστρέψουμε: Σόθαικς-Σόσαθ. ΚΑΣΤΡΟ λέγεται το χωριό πάνω από τα σημερινά Λιμενάρια, ανύπαρκτα στην εποχή του κυρ Αλέξανδρου. Τη νουβέλα του «Στο Χριστό στο Κάστρο» εγώ την τοποθετούσα στην ονειροπόλα φαντασία μου στο Κάστρο του νησιού μου, κι ας το έβλεπα ερειπωμένο από τα παιδικά μου χρόνια.
Φωτογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τραβηγμένη από τον Παύλο Νιρβάνα
Το θεατρικό που έγραψε σε ηλικία 14 ετών ο Βασίλης Βασιλικός διασκευάζοντας το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο Αμερικάνος», κι ένα δικό του κείμενο που το συνόδευε όταν παρουσιάστηκε στο Θέατρο Φιλίππων (2009-2014)
ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΟΙΑΖΕ η γεωλογική ανομοιότητα. Με παρέσερνε η αφηγηματική δύναμη του συγγραφέα της «Φόνισσας» που οι ηρωίδες του είχαν ομοιοπαθητικά τα ίδια χαρακτηριστικά με τους ανθρώπους του νησιού μου. Τα γραΐδια και τα ναΰδρια ήταν όμοια. Η θεία μου η Βενετία, η γιαγιά μου η Λισσάβα, η θεία μου η Μαρία με τα ξωκλήσια της βρίσκονταν ατόφιες μέσα στα διηγήματά του. Το ίδιο και η φύση. Δυο καταπράσινα νησιά, η Σκιάθος και η Θάσος, μέσα στα άλλα ξερονήσια του βορεινού Αιγαίου. Η Καβάλα και ο Βόλος, τα δίδυμα λιμάνια τους, με την καπνεργατιά το πρώτο και με το προλεταριάτο το δεύτερο, όπου στο ένα γεννήθηκε ο ζωγράφος Ντε Κίρικο και στο άλλο ο γλύπτης Πολύγνωτος Βαγής. Και η κορυφή του Αθωνα ιδωμένη ένθεν κακείθεν ν’ αποτελεί την κορυφή ενός ισοσκελούς τριγώνου. ΘΥΜΑΜΑΙ τον πατέρα μου, όταν αρχές της δεκαετίας του ’50 με άλλους συγχωριανούς του από τον Θεολόγο πήγαιναν στις πηγές της Αγίας Βασιλικής και για μόνη τους παρηγοριά είχαν την ανάγνωση σελίδων του Παπαδιαμάντη
μεγαλόφωνα, μέσα στην απρόσβλητη ακόμα από τον τουρισμό παρθένα φύση κάτω από το Κουφόκαστρο. Οι αστικοποιημένοι χωριανοί, επιστήμονες πια και επιχειρηματίες, που δεν τους εκπροσωπούσε η λογοτεχνική Γενιά του ’30, με την απαστράπτουσα δημοτική και την προβληματολογία της πόλης, ψυχοθεραπεύονταν με την παπαδιαμαντική γλώσσα, το κράμα αυτό, σαν σπάνιο ηδύποτο, καμπερνέ και μερλό. ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ αργότερα στη Θεσσαλονίκη είχαμε έναν καθηγητή, τον Νίκο Παπαχατζή, πιο γνωστός στους νεότερους ως ο καλύτερος μεταφραστής του Παυσανία, που μια χρονιά ολόκληρη μας δίδαξε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, τον «Αμερικάνο». ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ήταν και το σχολείο, το «Ανατόλια», που έδινε στέγη και στοργή σε όλους τους κυνηγημένους αριστερούς της μετεμφυλιακής Ελλάδας, όπως ήταν ο Παπαχατζής, ο Γεωργοπαπαδάκος και τόσοι άλλοι. Η ΙΣΤΟΡΙΑ του παπαδιαμαντικού διηγήματος είναι απλή: ένας ξενιτεμένος από τη Θάσο-Σκιάθο στο Αμέρικα γυρίζει 20 χρόνια μετά στο νησί του, παραμονή Χριστούγεννα, και προσποιούμενος τον ξενομερίτη, ένα τον καίει, ένα τον τρομοκρατεί: άραγε η πριν τον ξενιτεμό αρραβωνιαστικιά του τον περιμένει ακόμα ανύπαντρη ή... Κι «ως εκ δεισιδαίμονος φόβου» αποφεύγει να ρωτήσει. Ωσπου... ΚΑΙ ΝΑ ΠΩΣ ΕΓΩ, σε ηλικία 14 ετών, διασκεύασα για το θέατρο το έργο και το ανέβασα στις 24/12/1949 από τη σκηνή του Κολεγίου «Ανατόλια». Απόψε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου, που είναι αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στα 100χρονα της εκδημίας του μεγάλου Σκιαθίτη, θα σας διαβάσουμε τη θεατρική διασκευή του «Αμερικάνου», κρατώντας εγώ τον ομότιτλο χαρακτήρα και ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, ποιητής, πεζογράφος, ηθοποιός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια, Θοδωρής Γκόνης, όλους τους υπόλοιπους. ΓΥΡΙΣΤΕ ΣΕΛΙΔΑ
↘
24
Βασίλης Βασιλικός
27 Δεκεμβρίου 2021 Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Ο Αμερικάνος ΣΚΗΝΗ Α' Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Του καπετάν Γιάννη
τη σκούνα την είδα που πέρασε τον κάβο κατά το γιόμα. [Τη στιγμή αυτή ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ιμβριώτης.] ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Γεια χαρά, παιδιά! Κα-
λώς σας βρήκα. ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καλώς τον καπετάν
Γιάννη. Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Την κουβέντα σου
είχαμε. Β' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Χρηστάκη, φέρε
μας, παιδί μου, μια μισή κι ένα καθαρό.
[Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Αμερικάνος.] ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Α! Να τος! [Μισοσηκώ-
νεται.] Μπόνο πράτιγο, σινιόρε. Αποφάσισες, βλέπω, και βγήκες. [Ο Αμερικάνος φαίνεται θορυβημένος. Κάνει σημείο χαιρετισμού.] Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Πλιζ, κάπτεν! [προ-
σφέροντας μια καρέκλα.] ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Θενκ γιου, σερ. [Δι-
ευθύνεται στον πάγκο. Ρίχνει πάνω στον πάγκο νόμισμα και λέει: «-Ρούμι». Επανέρχεται στο τραπέζι των πλοιάρχων με το ποτήρι στο χέρι.] ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: [Κομπιάζοντας.] Ευ-
Πώς τα πήγες με τον καιρό;
χαριστώ, κύριοι. Δεν είμαι να καθίσω να κάμω τοκ και δύσκολο σε μένα να κάμω τοκ ρωμαίικα.
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Τι να σας πω, ρε παι-
Γ' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: [Αποτεινόμενος
Γ' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι νέα, καπετάνιε;
διά. Ας έχει καλά ο Αϊ-Νικόλας και το σκαρί της «Γοργόνας» μου. Θα ’χα φουντάρει τρεις φορές ώς τώρα με τέτοιο διαολόκαιρο. Α/Γ έπιασε στ’ ανοιχτά απ’ τον Βόλο. Είχα κάμποσες ζημιές. Είπα μέσα μου: «Καπετάν Γιάννη, κακά τα ψέματα, τώρα δεν έχεις γλιτωμό». Μα έπιασα τον Βόλο, δόξα να ’χει. Αλλος μπελάς εκεί. Μέρες με χασομέρησαν οι Τούρκοι.
ΜΟΥΤΣΟΣ: Ναι, μα σαν μ’ είδε να
λύνω τη φελούκα άλλαξε γνώμη. «-Παίρνεις εμένα βγάλεις έξω;», είπε. Τον πήρα και τον έβγαλα. Παράξενος άνθρωπος φαίνεται. Στο πέλαγο, όλο στο νησί τα μάτια του κι όλο ρώταγε πότε θα ’μαστε εδώ. Σαν φτάσαμε δεν ήθελε να το κουνήσει απ’ το καράβι. Μου φαίνεται πως περίμενε να νυχτώσει. Β' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Γιατί να νυχτώσει; ΜΟΥΤΣΟΣ: Ξέρω εγώ; Μη δεν είναι
καλός άνθρωπος; Γ' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Είδες πώς ξίνισε τα
μούτρα του σαν μας είδε; Εχει έναν σκοπό αυτός ο άνθρωπος. ΜΟΥΤΣΟΣ: Σαν τον έβγαλα με τη φε-
σκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας.
λούκα, λέω για πού να το ’βαλε αυτός; Και τον παίρνω καταπόδι. Πήρε κάτι στενοσόκακα. Εφτασε σ’ ένα χάλασμα. Σούρθηκα κι εγώ στον τοίχο για να μη με δει. Τον είδα. Εβγαλε το καπέλο, γονάτισε κι ακούμπησε το κεφάλι του σε κάτι λιθάρια. Ξεχάστηκε κάμποση ώρα εκεί. Φόρεσε έπειτα το καπέλο του και πήρε τον δρόμο για δω. Ημουνα εγώ απόξω όση ώρα έμενε μαζί σας.
στον καπετάν Γιάννη.] Τι λέει, δε θέλει να κάνει τόκα μαζί μας; ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Με συμπάθιο, κύριε!
Είπα να κάμω τοκ, κάμω κουβέντα σατσιόνε, πώς το λένε; ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Θέλει να πει πως δυ-
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Α! Ναι! Ξέχασα λόγια
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Για κακός δε φαίνεται,
Γ' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Απ’ τον Βόλο τον
ρωμαίικα.
μα θα δούμε.
είχες πρίμα;
Β' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: [Με απαίσια προ-
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Κατάπριμο! Λες κι ο
φορά.] Αντ γουέρ γιου κομ, σερ;
γιουλτζής που ’χα μαζί μου μού ’φερε γούρι.
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Στην ώρα εδώ ήλθα.
Β' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Α! Εφερες κι επιβά-
τη, πού ’ν’ τος; ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Δε θέλησε να ξεμπαρ-
κάρει. Εμεινε στη σκούνα. Του ’πα να τον πάρω μουσαφίρη σπίτι μου, μα δε θέλησε.
Υστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάνω. [Ο Β' Καπετάνιος τον κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει.] ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Δεν κάθεσαι, σινιόρε; ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Δεν κάθομαι, πάω να
Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Και για πού πάει;
κάμω γουόκ, να φέρω γύρο - πώς το λένε.
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Ως εδώ για την ώρα. Τον
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Να κάνεις σπάτσιο;
ρώτησα, δε θέλησε να μου πει. Γ' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Και τι δουλειά έχει
εδώ; Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι άνθρωπος είναι; Β' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Πώς σου φάνηκε; ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Είναι άνθρωπος με ξου-
ραφισμένο το μουστάκι και τα γένια. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος. Τα λίγα λόγια που μου ’πε, τα ’πε δύσκολα και συλλογισμένα, σαν να ’ξερε κάποτε ρωμαίικα και τα ξέχασε. Τις πλιότερες φορές συνεννοηθήκαμε με κάτι μισόλογα ιταλικά.
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Α! Ναι! Σπάτσιο. Βλέ-
πω σαν δεν ειπεί ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμαίικα. [Ο Αμερικάνος κάνει νεύμα χαιρετισμού και φεύγει. Ο μούτσος του Ιμβριώτη μπαίνει στην ταβέρνα και κατευθύνεται στο τραπέζι των εμποροπλοιάρχων.]
ΣΚΗΝΗ Β' [Ενα χωριατόσπιτο μ’ ένα φωτισμένο παράθυρο κι έναν σκοτεινό δρόμο. Μέσα φαίνονται η κόρη και η μάνα. Από μακριά ακούγονται χριστουγεννιάτικα κάλαντα· δυο μικρά παιδιά βαστώντας φανάρι πλησιάζουν την πόρτα και χτυπούν. Ο Αμερικάνος στέκεται παράμερα στο σκοτάδι.] νται βήματα και η πόρτα μισανοίγει.]
στον ώμο.] Εχουμε το λοιπόν μία κι εξήντα.
ΘΕΙΑ-ΚΥΡΑΤΣΩ: Οχι, παιδάκια μ’!
ΘΑΝΑΣΗΣ: Και την πεντάρα της
Τι να τραγ’δήστε από μας; Εχουμε κι εμείς κανένανε; Να, πάρτ’ αυτή την πενταρίτσα και σύρτ’ αλλού να τραγ’δήστε.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Α, ναι. Μία κι εξήντα πέ-
ΠΑΙΔΙΑ: Να τα πούμε θεια; [Ακούγο-
[Η πόρτα κλείνει.] ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Τώρα έχουμε βρε Θα-
νάσ’ μία κι εξήντα πέντε.
ΜΟΥΤΣΟΣ: Γεια σας, καπεταναίοι.
ΘΑΝΑΣΗΣ: Καλά πάει η δουλειά.
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Γεια σου, Αντρέα.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Και πού ’σαι ακόμα, έχου-
Β' ΚΑΙ Γ' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ: Καλώς τον
Αντρέα. Κάτσε να σε κεράσουμε. [Ο μούτσος κάθεται.]
με και τη Μήτραινα που ’ναι και χουβαρντού, τη Δημήτραινα με τ’ αμύγδαλα, τη Νικόλαινα, τη...
Β' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Σού ’πε τ’ όνομά του;
απ’ εδώ; Βγήκες μαζί με τον επιβάτη;
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Στα χαρτιά τον πέρασα
ΜΟΥΤΣΟΣ: Βγήκαμε μαζί.
[Διακόπτοντάς τον.] Καλά, ρε Γληόρη, κι η μοιρασιά; Κοντεύω τσι δυο και κουβέντα δεν κάνεις;
ως Τζων Στόθισον με αμερικάνικο πασαπόρτι.
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Μα δεν έλεγε πως θα
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Αντε, ρε Θανάση, και με
’μενε στη σκούνα το βράδυ;
κατάφερες [χτυπώντας τον ελαφρά
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ: Τι τρέχει Αντρέα; Πώς
Εικονογράφηση του ΘΑΝΑΣΗ ΠΕΤΡΟΥ
ΘΑΝΑΣΗΣ:
γριάς; ντε. Επειδής όμως εγώ είμαι η κάσα, παίρνω δέκα παραπάν’. Εχουμε το λοιπόνε μία και πενήντα. Επειδής όμως κοντεύει να τρυπήσει η κάσα, δηλαδής η τσέπη μ’, παίρνω δεκαπέντε άλλες. Κι επειδής εγώ τραγούδησα πιο δυνατά κι η Μιχάλαινα είναι θεια μ’ παίρνω άλλες είκοσι. Μας μένουν το λοιπόν μία. Δηλαδής σαράντα ο ένας και σαράντα ο άλλος. ΘΑΝΑΣΗΣ: Καλά, ρε Γληόρ’, είπαμε
να είσαι η κάσα, όχι κι η μάσα. [Κλαψιάρικα.]. Θα μι βγάλεις και χρώστη. Ολου ζαβουλιές μού κάνεις. [Χαμηλώνει το κεφάλι του και γονατίζει κλαίγοντας. Εκείνη τη στιγμή εμ-
φανίζεται ο Αμερικάνος. Ο Γρηγόρης τρέπεται σε φυγή κουδουνίζοντας τις δεκάρες στην τσέπη του. Ο Θανάσης έντρομα σηκώνει το κεφάλι και βλέπει τον Αμερικάνο. Κάνει να φύγει αλλά τον συγκρατεί το δολάριο που του προσφέρεται.] ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Στάσου, πάρε αυτό
ντόλαρ. [Το παιδί σιγά σιγά ανασηκώνεται παίρνοντας θάρρος.] ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Δυο λόγια να ειπείς
θέλω. Αυτό σπίτι χτυπήσατε πρώτα, ποιος ζει; ΘΑΝΑΣΗΣ: Τι λες μπάρμπα; ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Χτυπήσατε τώρα
αυτή πόρτα. Η γριά ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζει αυτό σπίτι; ΘΑΝΑΣΗΣ: Εδώ; Είναι η θεια η Κυρα-
τσώ. Μας έδωσε και μια πεντάρα. Είναι και άλλη μια, δεν ξέρω τι την έχει.
27 Δεκεμβρίου 2021 Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Βασίλης Βασιλικός
25
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Ναι! Μπορείς ελόγου
σου να κάμεις ποντς; ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ:
Μετά
χαράς. [Δίνει στον Αμερικάνο το ποτήρι με το ποντς, ενώ ο τελευταίος ρίπτει σελίνιον επί της τραπέζης.] ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ:
Πόσα
πάει αυτό; ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Δεν ξέρω εγώ μονέδα
του τόπου. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Σφάντζι
κο δε σας βρίσκεται, κύριε; ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Δεν έχω μονέδα άλλη
από Αγγλία και Αμέρικα. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Δε βγαί
νουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το αση μένιο σας. Αυτό θα πάει πιστεύω ώς μία και τριάντα πέντε, μία και σαρά ντα! Αύριο μου δίνετε είκοσι λεπτά. ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Κράτησέ την όλη, δε
θέλω ρέστα. [Μπαίνουν τρεις αχθοφόροι τρικλί ζοντας και τραγουδώντας.] Ο ΠΡΩΤΟΣ: [Τραγουδά υπερμεγα
λοφώνως.] Ντελμπεντέρισσα Βασίλω στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω! Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ: [Ομοίως.]
Το γελεκάκι που φορείς... ΒΑΓΓΕΛΗΣ (Ο ΤΡΙΤΟΣ): [Κοιτάζοντας
επίμονα τον ξένο.] Μωρέ κάπου τον είδα εγώ αυτόν! ΜΙΧΑΛΗΣ: Εβίβα, παιδιά!
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Θυγατέρα μαζί της ΘΑΝΑΣΗΣ: Θυγατέρα της πρέπει να
[Κακομοιριστά.] Αχ! Αλίμονο κι αλί, καημός του γεμιτζή ξενιτεμός.
’ναι, ναι.
ΘΕΙΑ-ΚΥΡΑΤΣΩ: Δε μαζώχνεις τον
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Είναι παντρεμένη η
νου σ’ θα πω, θυγατέρα. Ούλο θα κλαις πλιο;... Τα! Τι λογάτε; Σα σ’ ακούω, θυγατέρα!... Ξεχωρίσαμε από τον κόσμο πλιο;... Τι, μοναχή σ’ είσαι;... Οντις σε γυρεύανε τότες που ήτανε καιρός, που πήε σ’ν Αμέρικα ο προυκομμένος σ’, γιατί δε θέλσες κανένανε;... Δε σ’ τα ’λεγα εγώ;... Για τί δεν ακούς τ’ μάνα σ’; Σ’ τα ’λεγα ένα κιριμέ. Τώρα σαν μεγάλωσες ποιος φταίει;... Κι μοναχή σ’ είσι τάχα. Είναι άλλες μεγαλύτερες!!! Το Μυγδαλιώ της Μάχους και το Κρυσταλλιώ της Γιώργαινας. Τι σ’νέριο το έχεις εσύ;...
είναι;
θυγατέρα της; ΘΑΝΑΣΗΣ: Δεν ξέρω αν είναι πα
ντρεμένη. Δε φαίνεται να ’χει άντρα. ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Και πόσα χρόνια είν’
η θυγατέρα της; ΘΑΝΑΣΗΣ: Δεν ξέρω πόσα χρόνια
είναι, μα πρέπει να είναι από τότες που γεννήθηκε. [Ο Αμερικανός δίνει στον Θανάση το ντόλαρ που τρεχάτος τότε κόβει λάσπη. Ακούγονται βήματα από μα κριά και ο Αμερικάνος φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση που έφυγε και ο Θανάσης. Μέσα απ’ το φωτι σμένο παράθυρο ακούγεται συνο μιλία μάνας και κόρης.]
ΜΕΛΑΧΡΩ:
ΜΕΛΑΧΡΩ: Ασε με μάνα μ’ στον
καημό μ’. [Ακούγονται από μακριά χριστου γεννιάτικα κάλαντα.]
«Δε μαζώχνεις τον νου σ’ θα πω, θυγατέρα. Ούλο θα κλαις πλιο;... Τα! Τι λογάτε; Σα σ’ ακούω, θυγατέρα!... Τι, μοναχή σ’ είσαι;... Οντις σε γυρεύανε τότες που ήτανε καιρός, που πήε σ’ν Αμέρικα ο προυκομμένος σ’, γιατί δε θέλσες κανένανε;... Δε σ’ τα ’λεγα εγώ;... Γιατί δεν ακούς τ’ μάνα σ’;»
ΣΚΗΝΗ Γ' [Το καφενείο του μπαρμπαΑναγνώ στη. Ο καφετζής σηκώνει τα τραπέ ζια και τις καρέκλες και ετοιμάζεται να κλείσει. Αυτή τη στιγμή μπαίνει ο Αμερικάνος και εξετάζοντας το περι βάλλον παραγγέλνει. ] ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: [Ρίχνοντας μια δεκά ρα μόνο στον δίσκο.] Ρούμι! ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: [Τείνει
το χέρι του για να επιστρέψει τη δε κάρα.] ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Νόου! Νόου! ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: [Συλλογι
ζόμενος.] Δε θα ξέρει ρωμαίικα, ως φαίνεται. [Και ύστερα πιο ζωηρά.] Τώρα, νεοφερμένος είστε; ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Εγώ σήμερα έφτασα
με καπετάν Γιάννη γαλέτα. ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Του κα
πετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
[Ανοίγει μια μικρή πόρτα από πίσω και προβάλλει ένα άσπρο κεφάλι που ολοκληρώνεται σε λίγο σ’ έναν μαχμουρλή σταφιδιασμένο γέρο με νυχτικιές.] ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: Μα πόσες φορές σ’ το
είπα, μωρ’ Αναγνώστη!... [Αγαναχτι σμένα.] Δε θα βάλεις γνώση; Χαλ νάς την ησυχία των νοικοκυραίων. Τι μέρα ξημερώνει αύριο κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και τι ώρα είναι τούτη!!! ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Τώρα θα φύγουμε, κα
πετάν Αναστάση. Δεν το καταδεχό μαστε εμείς να σου χαλάσουμε την ησυχία... ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: Σώπα εσύ, ζώο! ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: [Επεμβαίνων.] Τώρα
αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους. ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: [Εκρυθμα.] Τέτοια τί
μια μούτρα, χρειάζονται μεγάλες ΓΥΡΙΣΤΕ ΣΕΛΙΔΑ
↘
26
↘
Βασίλης Βασιλικός
27 Δεκεμβρίου 2021 Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
τσεριμώνιες μαζί τους.
ρίζει αυτός.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: [Ειρωνικά.] Α!
[Ενας απ’ το άλλο τραπέζι.]
Εμείς δε σε προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση. Η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβέλνεις. [Και σιγομουρμουρίζοντας.] Το νοίκι το θέλεις σωστό και ξέρεις να γυρεύεις και μπροστά. Μα, σαν δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα πώς θα σ’ το πληρώσει; ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Σωπάτε, τώρα έχει
δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα. [Ο Αναστάσης φεύγει.] Αλλες φορές όμως είναι σκληρός ο βλοημένος. [Οι τρεις αχθοφόροι βγαίνουν όπως μπήκαν. Πάει να φύγει και ο ξένος, ο μπαρμπα-Αναγνώστης όμως τον ανακαλεί.] ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Και πού θα κοιμη-
ΠΕΛΑΤΗΣ: Να τα μας! Αποκριές
έχουμε, ρε παιδιά; Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ: [Μισοτραγουδώ-
ντας.] Κυρ Γιάννη μου, Χριστούγεννα ξημερώνουν. Μετά Αϊ-Βασίλης έρχεται και ύστερις έχομεν Απόκρεας. [Μπαίνει ο Αμερικάνος και κατευθύνεται στον πάγκο.] ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: [Δίνοντας ένα νόμι-
σμα.] Ρούμι! [Ο Μπέρδες παίρνει το νόμισμα και το εξετάζει προσεκτικά.] ΜΠΕΡΔΕΣ: Πόσα πάει αυτό; ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: [Με κίνηση αδια-
φορίας.] Δε γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
θείτε απόψε; Εχετε μέρος να μείνετε; Εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε μείνετε ’δώ. Εχει ζέστη.
ΜΠΕΡΔΕΣ: Αυτό δεν είναι σύμφωνο
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Δεν έχω ύπνο. Εγώ
κέιρ, και... [Προσθέτει δυνατά.] Δε με μέλει εμένα. [Ο Μπέρδες τού επιστρέφει τα ρέστα.]
θα φέρω γύρο και ύστερα βλέπουμε. ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Οποτε αγαπάτε,
χτυπήστε την πόρτα να σηκωθώ να σας ανοίξω. Εχω και ρούχα να σας δώσω.
ΣΚΗΝΗ Δ' [Το μαγαζί του Μπέρδε. Τέσσερα τραπέζια, εκ των οποίων τα δύο είναι άδεια. Σ’ ένα τραπέζι κάθονται τρεις πελάτες και συζητούν με χαμηλή φωνή. Στο άλλο τραπέζι κάθονται ένας φαντάρος και πολιτοφύλακες ντυμένοι στα χακί. Ο Μπέρδες με μεγάλη συγκίνηση μετρά τα χρήματα ενώ ο παραγιός ακουμπισμένος κάπου παράμερα μισοκοιμάται.] ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΞ: [Σηκώνει το
ποτήρι του και το βρίσκει άδειο.] Χρήστο, φέρε κάτι να πιούμε, παιδί μου. [Ο Μπέρδες διακόπτει το μέτρημα, βρίσκει τον Χρήστο να κοιμάται και του φωνάζει χτυπώντας τον πάγκο.] ΜΠΕΡΔΕΣ: Αντε Χρήστο, κουνή-
σου, φέρε κρασί! [Μισοκοιμισμένος.] Αμές. [Εκτελεί το παράγγελμα.] ΧΡΗΣΤΟΣ:
[Ο Μπέρδες ξαναρχίζει το μέτρημα και ο Χρήστος ξανακάθεται στη θέση του. Ξάφνου η πόρτα ανοίγει και εισβάλλουν στον καφενέ οι τρεις αχθοφόροι. Ο ένας χορεύει και οι άλλοι τον συνοδεύουν με τραγούδια.] Ο ΠΡΩΤΟΣ: Ντελμπεντέρισσα Βασίλω, στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Εβγα να δεις, έβγα
να δεις σκύλα, κορμί που τυραγνείς. [Τρικλίζοντας ο Βαγγέλης διευθύνεται προς τον πάγκο. Πίνει κρασί από ένα κανάτι. Αφού πιει μονολογεί συλλογισμένα.] ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Μες στον νου μου γυ-
με τη μονέδα μας και δεν περνάει. Αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή. ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: [Αδιάφορα.] Αϊ ντοντ
Κάστρο, Θάσος
[Σ’ όλο τούτο το διάστημα ο Βαγγέλης κοιτάζει επίμονα τον Αμερικάνο. Και σε μια στιγμή γυρνώντας προς τους πελάτες λέει.] ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Βρε παιδιά, θυμάται κα-
νένας από σας τον Γιάννη τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια; [Μόλις άκουσε τ’ όνομα αυτό ο Αμερικάνος γύρισε προς τον Βαγγέλη, προσπάθησε όμως να κρύψει την ταραχή του και να φανεί αδιάφορος. Αναψε ένα πούρο και αποσύρθηκε στην άκρη του πάγκου, ακουμπώντας επάνω με τον αγκώνα του. Κι ο Βαγγέλης εξακολούθησε.] ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Πού να θυμάστε εσείς!
Είστε όλοι μικρότεροί μου, εξόν από τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ημουν ώς δεκαοχτώ χρονώ όταν ξενιτεύτηκε ο γιος του Μοθωνιού, κι εκείνος θα ήτο τότε ώς είκοσι πέντε. Μα μου φαίνεται να τον έβλεπα τώρα δα, θα τον εγνώριζα. Πέθαναν με τον καημό του Γιάννη τους κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης κι η γυναίκα του. Θεός σχωρέσ’ τους. Και το σπιτάκι του απόμεινε ’ρείπιο και χάλασμα, με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς τον μαχαλά, και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά, που ήταν ένα καιρό η πυροστιά τους. Και ο γιος τους έριξε πέτρα πίσω του. Μα ώς πόσος κόσμος να χάνεται ωστόσο στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος; ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Και ποια είχε;
[Ο Αμερικάνος σταματά το κάπνισμα και η στάση του προδίδει το μεγάλο του ενδιαφέρον για την κουβέντα.] ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είχε το Μελαχρώ της
θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε κι απέρασαν δυο-τρία χρόνια, τη γύρεψαν πολλοί
γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήταν, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησι κανένανε, όσο που πέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το «αχ!» και με το «βαχ!» αδυνάτισε τώρα και χλώμιανε, μα ωστόσο, όταν η γυναίκα έχει γερό σκαρί δύσκολα γεράσκει. Θα είναι τώρα παραπάνω από τριάντα πέντε και φαίνεται ως να είναι είκοσι πέντε. Ετυχι μια μέρα να την ιδώ, που τους κουβάλησα ένα σακί αλεύρι, όσο την κοιτάζεις τόσο νοστιμίζει.
τ’ Μοθωνιού. Οντας ήλθες κι αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου ήταν φευγάτος και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, τον μπαρμπα-Στάθη, τον πρόφτασες θαρρώ.
[Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Αμερικάνος δείχνει φανερή ευχαρίστηση. Ο κλητήρας με τους πολιτοφύλακες σηκώνεται να φύγει. Προς τον Μπέρδε.]
[Ο Αμερικάνος, ως εκ προμελέτης, κρατούσε στα χέρια του μια χρυσή αγγλική. Τη ρίχνει τώρα με χαρά και προθυμία στην ανοιχτή παλάμη του Βαγγέλη. Ο τελευταίος ολόχαρος φεύγει και η αυλαία πέφτει.]
ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Ελα κάμε γλήγορα,
«Και σαν έφυγε κι απέρασαν δυο-τρία χρόνια, τη γύρεψαν πολλοί γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήταν, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησι κανένανε, όσο που πέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο»
Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα... [Προς τους αχθοφόρους.] Αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά. Δεν είναι Αποκριές. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γλήγορα, Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος. Θα σηκωθούν στις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά. [Δείχνοντας τον Αμερικάνο.] Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθεί; ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Εννοια σου μπαρ-
μπα-Τριαντάφυλλε, του είπε ο μπαρμπα-Αναγνώστης ο καφετζής να πάει να κοιμηθεί στον καφενέ του. Μα, μη σε μέλει ωστόσο για τον κύριο. [Κλείνοντας το μάτι στον κλητήρα.] ΚΛΗΤΗΡΑΣ: [Πλησιάζει περισσότε-
ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Ναι! Τον πρόφτασα.
[Και ύστερα δυνατά.] Αντε, κάμε γλήγορα, Δημήτρη. [Μαζί με τον κλητήρα και τους πολιτοφύλακες βγήκαν και οι δυο άλλοι αχθοφόροι. Ξαφνικά ο Βαγγέλης πλησιάζει τον Αμερικάνο.] ΒΑΓΓΕΛΗΣ: [Με χαμηλή φωνή.] Τι
μου δίνεις αφεντικό να πάω να σου φέρω τα συγχαρίκια;
ΣΚΗΝΗ Ε' [Το σπίτι της Μελαχρώς έντονα φωτισμένο απέξω. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μακριά ακούγονται πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Στην πόρτα του σπιτιού, ψηλά, δυο φανάρια σκορπίζουν άφθονο φως. Από το παράθυρο διακρίνονται χαρούμενες μορφές που πηγαινοέρχονται βιαστικά. Φαίνεται μια στιγμή ο Αμερικάνος γε λαστός. Η γριά βγαίνει στην πόρτα εύθυμη με μαντίλα χρωματιστή και φωνάζει έναν μεγάλο όμιλο παιδιών που περνούν για να της ψάλουν τα κάλαντα.]
ρο και λέει σιγανότερα.] Τι τρέχει;
ΓΡΙΑ: Ελάτε, παιδιά μ’, να τραγ’δή-
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είναι από ’δώ, ντόπιος.
στε!
ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Και πώς το ξέρεις;
[Η χορωδία πλησιάζει και ψάλλει τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, ενώ ο Αμερικάνος με τη σύζυγό του παρουσιάζονται γελαστοί στο παράθυρο. Και ενώ η χορωδία εξακολουθεί να ψάλλει τα κάλαντα πέφτει η αυλαία.]
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είχα δεν είχα, τον γνώ-
ρισα. ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Και ποιος είναι; ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Εκείνος που σας έλεγα
πριν: ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη