Απόφαση για πόθεν έσχες δικαστών και εισαγγελέων

Page 1

Περίληψη των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το πόθεν έσχες των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών Με τις αποφάσεις

............................

της Ολομέλειας του Συμβουλίου της

Επικρατείας, οι οποίες εκδόθηκαν επί αιτήσεων των Ενώσεων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών για την ακύρωση της κατάστασης υπόχρεων σε υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και της απόφασης για την ανασυγκρότηση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, επιλύθηκαν τα εξής ζητήματα: α) Κρίθηκε ότι ούτε από το άρθρο 90 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε από τις άλλες συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, αποκλείεται η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να προβλέψει ότι ο ορισμός δικαστικών λειτουργών για τη συμμετοχή τους, κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση ή παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους, σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, γίνεται με απόφαση διάφορου από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας, όπως το όργανο διεύθυνσης του οικείου δικαστηρίου, χωρίς πάντως να αποκλείεται η δυνάμει διατάξεως νόμου πρόβλεψη απόφασης του ως άνω Συμβουλίου και για τη συμμετοχή αυτή. Εν όψει τούτων, κρίθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ν. 4571/2018, καθ’ ο μέρος με αυτές ορίζεται ότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, μέλη της Επιτροπής Ελέγχου

Δηλώσεων

Περιουσιακής

Κατάστασης

του

άρθρου

του

ν.

3213/2003, ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων Δικαστηρίων και με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, και όχι του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, δεν αντίκεινται στα άρθρα 26 και 87 έως 91 του Συντάγματος. β) Κρίθηκε, επίσης, ότι η ανάθεση με το άρθρο 5 του ν. 4571/2018 του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σε ενδεκαμελές συλλογικό όργανο συγκροτούμενο από τέσσερις (4) ανώτατους


δικαστές και δύο (2) ανώτατους εισαγγελείς, τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και δύο βουλευτές, ως τακτικά μέλη και με Πρόεδρο τον αρχαιότερο από τα μέλη δικαστικό λειτουργό, δεν αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι το εν προκειμένω όργανο, αποτελούμενο από πρόσωπα αυξημένου θεσμικού κύρους και

συγκροτούμενο

κατά

πλειοψηφία

από

ανώτατους

δικαστικούς

και

εισαγγελικούς λειτουργούς, παρέχει κατ’ αρχήν τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις. γ) Περαιτέρω, κρίθηκε (με την πρώτη απόφαση) ότι η θεσπισθείσα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003 (όπως οι περ. αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018) υποχρέωση δήλωσης φυλασσόμενων εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων μετρητών χρημάτων ύψους άνω των 30.000 ευρώ και κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ και η συναφώς θεσπισθείσα με τις διατάξείς του άρθρου 2Α παρ. 7 και 15 του ν. 3213/2003 (όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018) υποχρέωση εκτίμησης της αξίας των εν λόγω κινητών, για τα οποία οι υπόχρεοι δεν διαθέτουν παραστατικό της εμπορικής αξίας αυτών, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος). Ειδικότερα, κρίθηκε ότι κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, σε συμφωνία με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, τα οποία αποκτήθηκαν σε παλαιότερες χρήσεις, σε σχέση με εκείνη που αφορά η οικεία Δ.Π.Κ., περιορίζεται μόνο στη δήλωση των κινητών πραγμάτων, η αξία των οποίων κατά την καλόπιστη εκτίμηση του υποχρέου υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, χωρίς όμως να απαιτείται καταχώριση της αξίας τους. δ) Τέλος, δεν εξετάσθηκαν λόγοι ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας ή και αντίθεσης προς το ενωσιακό δίκαιο πλειόνων ρυθμίσεων του ν. 4571/2018, διότι κρίθηκε ότι οι το ανεφάρμοστο των εν λόγω ρυθμίσεων δεν συνεπάγεται


αμέσως καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συστήματος υποβολής Δ.Π.Κ., ώστε τυχόν αποδοχή τους να συνεπάγεται και την ακύρωση της προσβαλλόμενης ατομικής πράξης. Οι λόγοι αυτοί αφορούν: α) τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 7 παρ. 2 και 8 του ν. 4571/2018, τα οποία αναφέρονται σε ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που η αξία των δηλωτέων κινητών (40.000 ευρώ) υπερβαίνει την αξία (30.000 ευρώ) του περιουσιακού στοιχείου, του οποίου ο σκοπός απόκρυψης καθιστά διακεκριμένο το βασικό αδίκημα, β) τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 και 3Β παρ. 4 τελευταίο εδάφιο του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση της πρώτης και την προσθήκη του δεύτερου με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 6 παρ. 2, αντίστοιχα, του ν. 4571/2018, σχετικά με την κάμψη του κανόνα της πενταετούς προθεσμίας διενέργειας του ελέγχου και τη δυνατότητα μετά την παρέλευση πενταετίας ανάσυρσης υπόθεσης, που έχει αρχειοθετηθεί, όταν προκύπτουν

σοβαρές

ενδείξεις

τέλεσης

ή

απόπειρας

τέλεσης

του

κακουργήματος του άρθρου 6 παρ. 3 ή του άρθρου 6Α παρ. 2 του ν. 3213/2003, γ) τις διατάξεις του άρθρου 2Α παρ. 26 του ν. 3213/2003, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, σύμφωνα με την οποία τα δεδομένα που καταχωρίζονται στις Δ.Π.Κ. διατηρούνται κατά το χρόνο της περιόδου που απαιτείται, κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμόδιου για τον έλεγχο οργάνου, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής και της επεξεργασίας τους, δ) τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 4571/2018, σύμφωνα με τις οποίες η υποβολή των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των υποχρέων μετά την

πάροδο

της

νόμιμης

προθεσμίας

εξαρτάται

από

την

προηγούμενη

υποχρεωτική πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου, ε) τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ΄ και 19 του ν. 3213/2003, κατά το μέρος που με αυτό θεσπίζεται υποχρέωση δήλωσης της περιουσιακής κατάστασης και των οικονομικών συμφερόντων του εν διαστάσει συζύγου του υποχρέου, στ) την απαίτηση του νόμου για προσδιορισμό των ποσών των πηγών προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στους Πίνακες 5 και 7-13, ζ) τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, αναριθμούμενο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 4571/2018 περί της δυνατότητας συμπλήρωσης ελλείψεων ή ανακριβειών

της δήλωσης εντός


προθεσμίας ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων και, τέλος, η) τις διατάξεις των άρθρων 6 και 6Α του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν. 4571/2018, καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που, κατά τις αιτούσες Ενώσεις, αποδίδεται ποινική απαξία σε συμπεριφορά ανεξαρτήτως της φύσεως και του αποτελέσματος αυτής, καθώς και προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που δεν προέκυψε από εκμετάλλευση της ιδιότητας του υποχρέου.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.