308 6-7 | 10 | 2018
Σύνθεση: Λουίζα Καραγεωργίου
Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι Μ Α Ζ Ι Μ Ε Τ Η Ν « Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Α Τ Ω Ν Σ Υ Ν ΤΑ Κ Τ Ω Ν » Τ Ο Υ Σ Α Β Β Α Τ Ο Κ Υ Ρ Ι Α Κ Ο Υ
2
38
6-7 Οκτωβρίου 2018
|
Η Επιμέλεια: Θανάσης Βασιλείου
H Κοινωνιολογία απέκτησε τους πιστούς της, τους δικούς της «ιερείς», τις σχολές της, τα δογματά της, τις πειθαρχήσεις της, Ολοι, εταίροι και θεράποντες, κάτι κόμισαν στην κοινωνική σκέψη. Συγκεκριμενοποίησαν αρχές και έννοιες για να βρουν κάτι από το πλήθος των πεδίων, για να προτείνουν, να αρνηθούν, να διακρίνουν...
σ υζήτηση για την Κοινωνιολογία δεν εξαντλείται σε τούτο το αφιέρωμα. Πολλά θέματα, που εκτείνονται από τα σχολικά βιβλία, τη διδασκαλία ή και εξέταση του μαθήματος μέχρι τα ζητήματα του κλάδου στην εκπαίδευση, δεν κουβεντιάζονται εδώ. Αφορμή στάθηκε ο τρόπος που επιχειρήθηκε η απόρριψη της Κοινωνιολογίας ως «περιττής διαπαιδαγώγησης κομμουνίλας στους νέους μας». Εκτός από πολιτικά ανόητος, ήταν ολωσδιόλου εκτός κοινωνίας, αφού μιλάμε για τη μεγαλύτερη παράδοση σκέψης που σημάδεψε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και γονιμοποίησε το βάθος και το εύρος της επιστήμης από τη στιγμή που ο άνθρωπος και οι κοινωνίες του άρχισαν να γίνονται επίκεντρα του ενδιαφέροντος ‒ πράγμα που ισχυροποιήθηκε καθόλη τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, ανακόπηκε με την επικράτηση του ναζισμού και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, για να συνεχιστεί, κατόπιν, έως τις μέρες μας. Πράγματι, ο Γάλλος φιλόσοφος Αύγουστος Κοντ ύστερα από πολυετή συνεργασία με τον θεωρητικό της επιστημονικής οργάνωσης της βιομηχανικής κοινωνίας, τον κόμη Σεν-Σιμόν, και χάρη στην επιρροή της φιλοσοφικοπολιτικής σκέψης του τελευταίου, έθεσε τα θεμέλια του θετικισμού και της κοινωνικής επιστήμης. Ο Ανρί ντε Σεν-Σιμόν υποστήριζε ότι «δεν φτιάχνουν οι νόμοι την κοινωνία αλλά η κοινωνία φτιάχνει τους νόμους» και μαζί με τον Κοντ επιχείρησαν να υποτάξουν τους νόμους «κάτω από τα πόδια του λαού και όχι πάνω από το κεφάλι του». Η εποχή τους, ο 19ος αιώνας, ήταν ο αιώνας της επιστήμης και της ενοποιητικής της ορμής. Και παρά το γεγονός ότι ο Βολτέρος μιλούσε για «αβύσσους υπερβολικά βαθιές για την ισχνή μας όραση», ο Σεν-Σιμόν ‒παράλληλα με τις ατυχείς προσπάθειές του να κατακτήσει την καρδιά της Μαντάμ ντε Σταέλ‒ έθετε για πρώτη φορά την ιδέα της οργάνωσης της κοινωνίας ως προϋπόθεσης μιας οιονεί διεθνούς διακυβέρνησης. Ηδη, το 1814 πρότεινε την ένωση «όλων των ευρωπαϊκών λαών σε μια ενιαία πολιτική οργάνωση». Πίστευε, όπως πολλοί σήμερα, ότι η ευρωπαϊκή ομοσπονδία ήταν το κλειδί για έναν κόσμο σταθερά προσηλωμένο στην ειρήνη, την αλληλεγγύη και την καλλιέργεια της αδελφικής αγάπης. Η νέα επιστήμη που καθιέρωσε ο Κοντ ως κορωνίδα «Κοινωνιολογία» προοριζόταν να παράσχει την εργαλειοθήκη για την ορθολογική διαχείριση της κοινωνικής αβύσσου. Σίγουρα ο Σεν-Σιμόν και ο Αύγ. Κοντ, όπως και ο Μπένθαμ, ο Στιούαρτ Μιλ, ο Μαρξ, ο Βέμπερ και ο Ντιρκέμ και πολλοί άλλοι, σήμερα θα
Ποιος φοβάται την Κοινωνιολογία; ένιωθαν άβολα στις Βρυξέλλες ή στα γραφεία του ΟΗΕ και στα λοιπά κέντρα του σύγχρονου διεθνισμού. Εκτοτε, η κοινωνιολογία απέκτησε τους πιστούς της, τους δικούς της «ιερείς», τις σχολές της, τα δόγματά της, τις πειθαρχήσεις της. Και όλοι, εταίροι και θεράποντες της κοινωνικής σκέψης στην Αμερική και την Ευρώπη, όπως οι θεμελιωτές, κάτι είπαν για την κοινωνία, κάτι κόμισαν. Ολοι τους, στα ίχνη των πρωτοπόρων, λειτούργησαν ως κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ανοιξαν μυαλά, έδειξαν αυτό που πολλές φορές δεν φαίνεται, παρέθεσαν τις καλύτερες κοινωνικές ιδέες και πρότειναν τις καλύτερες κοινωνικές πρακτικές. Δημιούργησαν μονοπάτια στον ανθρώπινο νου, μίλησαν για την άμβλυνση του κοινωνικού πόνου. Συγκεκριμενοποίησαν αρχές και έννοιες (το κοινωνικό γεγονός, την ανομία, τη συλλογική συνείδηση, το νόημα της ανθρώπινης δράσης, την αξιολογική ουδετερότητα, τους ιδεότυπους, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, φώτισαν τους ρόλους και τους κοινωνικούς θεσμούς, την κοινωνικοποίηση και τον έλεγχο, την εκπαίδευση και την ενσυναίσθηση, τις κοινωνικές συγκρούσεις, τα μέσα και τους κοινωνικούς σκοπούς κ.ο.κ.), για να βρουν κάτι
από το πλήθος των πεδίων και των διαφορετικών περιπτώσεων στον χώρο και τον χρόνο, να προτείνουν, να αρνηθούν, να διακρίνουν, να επιχειρηματολογήσουν, να διαλεχθούν κοινωνικά και πολιτικά∙ για να φτάσουν στο μεδούλι των πολιτισμών, της μικρής ομάδας, αλλά και στη μεγάλη εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας και της μετάβασής της από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα. Και στην Ελλάδα; Οντως, έγινε κάτι αντίστοιχο με διακυμάνσεις καθόλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα: μελέτες, βιβλία, μεταφράσεις κ.λπ. Μετακενώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο πλούτος της κοινωνικής σκέψης στη γλώσσα μας, στα πανεπιστημιακά τμήματα, τις σχολές, με τον κάματο και τη μέριμνα δεκάδων φωτισμένων δασκάλων. Πρόχειρα θα μνημονεύσω, για τη δική μας γενιά, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, τις μελέτες του Νίκου Μουζέλη, του Κων/νου Τσουκαλά, του Κώστα Βεργόπουλου, της Αννας Φραγκουδάκη, της Ιωάννας Λαμπίρη-Δημάκη, του Κώστα Τσαούση, του Νίκου Πουλαντζά, του Βασίλη Φίλια. Πολλοί νεότεροι είτε μέσω των τμημάτων τους είτε μέσω αυτοτελών εργασιών τους μίλησαν για πράγματα που αφορούν την Ελ-
λάδα, την αυτογνωσία μας, τον εκσυγχρονισμό μας, τα κουσούρια μας. Ωστόσο, η μεγάλη παραγωγή μελετών, μεταφράσεων, ερευνών, αφιερωμάτων, περιοδικών, μεγάλων εκδοτικών σειρών κ.λπ. δεν κινήθηκε παράλληλα με την αξιοποίηση του πλούτου που δημιουργήθηκε γύρω μας, ώριμος, ταξινομητικός και αυτοταξινομούμενος, που φωτίζει την κοινωνική αλλαγή, που τη μελετά αλλά και την επινοεί. Πολλές φορές μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους της εκπαίδευσης από την πολιτισμική ουσία της σε απλή πιστοποίηση ενός τίτλου. Το αποτέλεσμα ήταν μια επιπλέον μήτρα στρεβλώσεων και ένδειας: το παράδοξο, οι κοινωνικοί σχεδιαστές και οι πολιτικοί να μιλούν για την κοινωνία και να επιλέγουν τις δράσεις τους με πρωτοφανή άγνοια στοιχειωδών πραγμάτων της κοινωνίας τους. Λοιπόν, ποιος φοβάται την Κοινωνιολογία; Η απάντηση: Ολοι όσοι σιτίζονται από τις κοινωνικές αγκυλώσεις∙ όλοι όσοι θέλουν τη νέα γενιά στο σκότος∙ όσοι θέλουν τα προνόμιά τους∙ όσοι δεν μπορούν και δεν θέλουν να διαγνώσουν και να αποδεχθούν την κοινωνική αλλαγή∙ όλοι οι οπαδοί της αρχής του Τομάσι ντι Λαμπεντούζα: «Να τα αλλάξουμε όλα, αλλά χωρίς να αλλάξει τίποτα». Αυτό θέλουμε;
|
Αφιέρωμα
6-7 Οκτωβρίου 2018
39
3
Από τις προκαταλήψεις στον επιστημονικό στοχασμό
Α
ντί κάποιου ουσιαστικού λόγου, αφορμή για τη δημόσια συζήτηση περί Κοινωνιολογίας έδωσε η πολιτική επίθεση εναντίον ενός ολόκληρου γνωστικού πεδίου και επιστημονικού κλάδου. Εστω κι έτσι, αξίζει να συνεχίσουμε. Η επίθεση στην Κοινωνιολογία με την κατηγορία της αριστερής επιστήμης δείχνει το μέγεθος της άγνοιας του ομιλούντος. Το φαινόμενο, βεβαίως, δεν είναι νέο ούτε ελληνικό. Θεωρώ πως πηγάζει από το γεγονός ότι η επιστημονική γνώση της κοινωνίας συνδέεται με τη μεταβολή της και αντίστροφα. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει με όλες τις επιστήμες. Η ανάπτυξή τους συνδέεται με την αλλαγή των πραγμάτων. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, ο συντηρητικός νους να θεωρεί ως επαναστατική, κοντολογίς αριστερή, τη γνώση αυτή. Οι μη επαΐοντες θα εκπλαγούν περισσότερο αν μάθουν ότι κάποιοι είχαν προσάψει στην Κοινωνιολογία την ακριβώς αντίθετη κατηγορία, ότι πρόκειται για «αστική»-δεξιά επιστήμη, καθώς δεν προάγει την επαναστατική αλλαγή. Αυτή ήταν η επίσημη αντίληψη στην πρώην ΕΣΣΔ, που εναλλακτικά θεωρούσε ως επιστήμη τον ιστορικό υλισμό. Συνεπώς, ο πολιτικός χαρακτηρισμός είναι ένα τέχνασμα δυσφήμισης, όπως στην προπα-
γάνδα, και είναι τόσο έγκυρος όσο και το ξεμάτιασμα αντί της θεραπείας. Φυσικά, η Κοινωνιολογία είναι τόσο αριστερή όσο είναι αριστερή η Φιλολογία, η Βιολογία, η Πολιτική Επιστήμη κ.ο.κ. Αυτό θέλει πολλή εξήγηση. Μπορώ όμως να επισημάνω τα εξής: Ναι, στην Κοινωνιολογία υπάρχει ένα ριζοσπαστικό ρεύμα, με βάση το οποίο σε ιδεολογικό επίπεδο εκφράζονται αριστερές ιδεολογικές απόψεις, αλλά κοινωνιολογικά δεν ορίζεται ως αριστερό. Επιπλέον, ιδέες του τις ασπάζονται και ρεύματα που δεν είναι ριζοσπαστικά. Υπάρχει ένα εξίσου ευρύ, υποκειμενιστικό, ρεύμα, από το οποίο αντλούν ιδέες φιλελεύθερες ιδεολογικές απόψεις, αλλά κοινωνιολογικά δεν ορίζεται ως φιλελεύθερο. Υπάρχει επίσης ένα τρίτο, αντικειμενιστικό ή και βιολογίζον ρεύμα, σε παραδοχές του οποίου θεμελιώνουν τις δικές τους απόψεις συντηρητικοί ιδεολόγοι και πολιτικοί. Ούτε κι αυτό κατανοείται κοινωνιολογικά ως συντηρητικό. Υπάρχουν συνδυασμοί μεταξύ τους, από τους οποίους απορρέουν αναρχικές, φασιστικές, νεοφιλελεύθερες κ.λπ. ιδεολογικές αντιλήψεις. Ομως, κοινωνιολογικά δεν ορίζονται ως τέτοιες και, φυσικά, επικοινωνούν μεταξύ τους, ενώ οι ιδεολογικές τους μεταμορφώσεις μάχονται μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, στην Κοινωνιολογία, όπως και στις άλλες επιστήμες,
υπάρχουν ρεύματα από τα οποία αντλούνται ιδέες για τη συγκρότηση ιδεολογιών. Αλλά συνολικά η Κοινωνιολογία –ή άλλη επιστήμη– δεν ανήκει σε κανένα ιδεολογικό ρεύμα. Οι κοινωνιολόγοι έχουν ιδεολογία, αλλά όταν κάνουν τη δουλειά τους είναι επιστήμονες. Οπως και οι γιατροί μπορεί να πιστεύουν, αλλά δεν αφήνουν την τύχη του ασθενούς στον θεό. Ομως, πέρα από αυτά, το σημαντικότερο είναι να δούμε ποια μπορεί να είναι η σημασία της Κοινωνιολογίας σήμερα. Διαχρονικά, η Κοινωνιολογία συμβάλλει να κατανοήσουμε πώς διαμορφώνονται και εξελίσσονται οι κοινωνικοί θεσμοί, λ.χ. η οικογένεια, οι εκκλησίες, το σχολείο, τα κόμματα κ.ο.κ. Βοηθά να κατανοήσουμε την κοινωνική φύση των κοινωνικών φαινομένων και συμπεριφορών, όπως π.χ. της ανεργίας: ότι παρά τις ατομικές αδυναμίες, το να είναι κάποιος άνεργος δεν οφείλεται στην ανικανότητά του. Ή της αυτοκτονίας ή της παραβατικής συμπεριφοράς ή της φτώχειας ή των απεργιών, των κοινωνικών εκρήξεων κ.λπ. Με ποιο σκεπτικό ορισμένοι δεν αποδέχονται τις κοινωνικές ερμηνείες και, άρα, θεωρούν αριστερή ή περιττή την κοινωνική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων; Ποια ιδεολογία προστατεύουν; Φυσικά υπάρχουν και άλλοι λόγοι να καλλιεργήσουμε σήμερα την Κοι-
νωνιολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Πρώτον, ζούμε στην κοινωνία της πληροφορίας, παράγοντας και καταναλώνοντας αμέτρητες πληροφορίες. Κι όμως, εκείνο που λείπει είναι η σύνδεση αυτών των πληροφοριών μεταξύ τους σε ένα συνεκτικό σχήμα κατανόησης του κόσμου. Γνώση δεν είναι μόνο οι πληροφορίες, αλλά πρωτίστως αυτό το σχήμα. Δεύτερον, η σύγχρονη κοινωνία είναι παγκοσμιοποιημένη και ρευστή. Βρισκόμαστε μπροστά σε νέα φαινόμενα, όπως ο περιορισμός του εθνικού κράτους αλλά και οι νέοι εθνικισμοί, οι νέοι πόλεμοι, η αναγκαστική μετανάστευση, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η δομική ανεργία, η νέα φτώχεια, η διεθνής τρομοκρατία, οι νέες πολιτιστικές ροές, η παγκόσμια οικονομική κρίση κ.ά. Τρίτον και κυριότερο, είναι απαραίτητη η κατανόηση του νέου περιβάλλοντος για την ατομική και τη συλλογική του διαχείριση. Κι εδώ είναι το στοίχημα του ρόλου της Κοινωνιολογίας και των κοινωνικών επιστημών. Μπορούν να βοηθήσουν προκειμένου να χαράξουμε τις ατομικές διαδρομές μας στη μόρφωση, στο επάγγελμα, στην επιλογή τόπου κατοικίας, στη δημιουργία οικογένειας κ.λπ. αλλά και προκειμένου να συμμετέχουμε ως πολίτες στην εφαρμογή λύσεων ή στην πρόκληση των αλλαγών; Εκτός κι αν προτιμούμε τον αυτόματο πιλότο. Ομως, πού αλλού τον θέλουμε;
Του Γιώργου Πλειού, καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, προέδρου της Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας
Στην πρώην ΕΣΣΔ είχαν προσάψει στην Κοινωνιολογία την «κατηγορία» της «αστικής» δεξιάς επιστήμης Κρεμλίνο, 19ος αιώνας
4
40
6-7 Οκτωβρίου 2018
|
Θεμελιωτές και ΣΤΟ ΑΦΊΕΡΏΜΑ, ακολουθήσαμε τον «κανόνα» των περισσότερων πανεπιστημιακών εγχειριδίων για την παρουσίαση των «θεμελιωτών» της κοινωνιολογίας. Προφανώς, δεν παρατίθενται όλοι όσοι θα ’πρεπε σε τούτη την πινακοθήκη. Εκτός από τους λεγόμενους «κλασικούς» παραθέτουμε την Χάριετ Μαρτινό όχι μόνο επειδή είναι η «πρώτη γυναίκα» και τον Ου. Ε. Μπ. Ντι Μπουά όχι μόνο γιατί είναι ο «πρώτος μαύρος» του Χάρβαρντ, αλλά γιατί το έργο τους, παρότι σημαντικό, δεν έχει φτάσει στη χώρα μας. Βεβαίως, παραθέσαμε τον Πιερ Μπουρντιέ, για τον φιλελληνισμό του και τη συμβολή του στην οργάνωση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών. Για όλους, με αναλογίες, ισχύει ο αυτοσαρκασμός του Μ. Φουκό: «όχι, όχι, δεν είμαι εκεί που με παραμονεύετε, αλλά εδώ απ’ όπου σας κοιτάζω γελώντας». Αλλιώς, αν προτιμάτε για το έργο τους, ισχύει εξίσου και η φράση του Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Τα τσιτάτα στη δουλειά μου, είναι σαν τους ληστές, που ξεπετιούνται οπλισμένοι στον δρόμο κι απαλλάσσουν τον ράθυμο περιπατητή από τις πεποιθήσεις του». Θ.Β.
Ανρί ντε Σεν-Σιμόν
Αύγουστος Κοντ
Χάριετ Μαρτινό
(1760-1825)
(1798-1857)
(1802-1876)
Συγκαλέστε το ένα συνέδριο μετά το άλλο, πολλαπλασιάστε τις συνθήκες, τις συμβάσεις, τους διακανονισμούς. Ολα όσα θα κάνετε θα καταλήγουν πάντα μόνο σε πόλεμο […] Σε όλες τις ενώσεις των λαών πρέπει να έχετε κοινούς θεσμούς, μια κάποια οργάνωση.
Ο Αύγουστος Κοντ ονειρευόταν ότι οι κοινωνιολόγοι θα γίνουν οι ιερείς της κοινωνίας. Αυτό, δόξα τω Θεώ, δεν έγινε ποτέ. Οι πραγματικοί κοινωνιολόγοι δεν μπορούν να επωμιστούν τον ρόλο των ειδημόνων επί παντός, και δεν θα πρέπει να θέλουν κάτι τέτοιο… άλλως, προωθούν ένα δόγμα.
Αποφάσισα ότι η βασική ενασχόληση στη ζωή μου θα είναι πλέον η καλλιέργεια των πνευματικών μου δυνατοτήτων, ώστε κάτι να μάθουν οι άλλοι από τα κείμενά μου. Εύχομαι ο Θεός να ευλογήσει αυτή μου την απόφαση... Δεν πιστεύω ότι διαθέτω ασυνήθιστα ταλέντα, δεν είμαι δα και ιδιοφυΐα∙ αλλά εφόσον μπορώ να γράψω για θέματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος και οι περιστάσεις μου επέτρεψαν να σκεφτώ με περισσότερη ακρίβεια από άλλες γυναίκες, γράφω για να ενημερώσω κάποιους και να ξεκουνήσω κάποιους άλλους... Για μεταθανάτια φήμη δεν έχω την παραμικρή προσδοκία. Μου αρκεί να φανώ χρήσιμη στη δική μου γενιά.
Henri de Saint-Simon, De la réorganisation de la société européenne, 1814. Ο ΚΛΟΝΤ ΑΝΡΊ ΝΤΕ ΡΟΥΒΡΟΥΑ, κόμης του Σεν-Σιμόν, υπήρξε σημαίνουσα μορφή των γαλλικών γραμμάτων του 18ου και 19ου αιώνα. Tο έργο του εγγράφεται στη συνέχεια των Εγκυκλοπαιδιστών, φέρει σημάδια της Γαλλικής Επανάστασης, της Ναπολεόντειας Αυτοκρατορίας, της Παλινόρθωσης και τροφοδοτεί πολλά φιλοσοφικο-πολιτικά ρεύματα (Φιλελευθερισμός, Σενσιμονισμός, Θετικισμός, Σοσιαλισμός κ.λπ.). Πρώτος θεμελίωσε μια δομική θεωρία προσπαθώντας να κατανοήσει και να εξηγήσει τα φαινόμενα που δημιουργήθηκαν από τη βιομηχανική επανάσταση στη βάση λειτουργίας μιας εσωτερικής οργανωμένης κοινωνικής λογικής, τονίζοντας τις επιρροές των δομών της νέας κοινωνίας. Μέσω των Μαρξ και Ενγκελς έμεινε γνωστός στην ιστορία της κοινωνικής σκέψης ως ένας «ουτοπιστής σοσιαλιστής»· μέσω των μαθητών του και του Ντιρκέμ έμεινε γνωστός ως ένας εκ των θεμελιωτών της γαλλικής κοινωνιολογίας.
Από το «Συζητήσεις του Ούλριχ Μπεκ με τον Γιοχάνες Βιλμς» (Καστανιώτης, 2000). ΓΑΛΛΟΣ ΦΊΛΟΣΟΦΟΣ και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, γνωστός ως ιδρυτής της Κοινωνιολογίας και του θετικισμού. Εως το 1824 στάθηκε πιστός γραμματέας στο πλευρό του κόμη Σεν-Σιμόν – γεγονός που επηρέασε τη σκέψη του. Αφησε ένα πληθωρικό έργο στο οποίο και επινόησε τον νεολογισμό «κοινωνιολογία» σε αντίθεση με τον όρο «κοινωνική φυσική», που χρησιμοποιούνταν ώς τότε. Ηταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη συνολική κίνηση και τον μετασχηματισμό της στρατιωτικής και παραδοσιακής κοινωνίας προς μια βιομηχανική και επιστημονική και την πορεία προς μια καινούργια τάξη πραγμάτων βασισμένη στα κεκτημένα της θετικιστικής σκέψης, όπου το ανθρώπινο πνεύμα, σε ωριμότητα πλέον, σταματάει την αναζήτηση της έσχατης αιτίας και λειτουργεί βάσει νόμων· δηλαδή, ορθολογικά στηριζόμενο στην παρατήρηση των γεγονότων. Ο θετικισμός του Κοντ είχε επηρεάσει τόσο πολύ τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, ώστε ο τελευταίος να θεωρείται ένας από τους εξέχοντες θετικιστές της εποχής του στην Αγγλία.
Harriet Martineau ΕΓΡΑΨΕ ΤΗΝ ΠΡΏΤΗ συστηματική μεθοδολογική κοινωνιολογική πραγματεία, μετέφρασε στην αγγλική έργα για τον φιλοσοφικό θετικισμό του Αύγουστου Κοντ, με σεβασμό για τη θετική κοινωνιολογία του και πίστη στην ιδέα της προόδου. Από πολλούς θεωρείται η πρώτη γυναίκα κοινωνιολόγος. Αποδείχθηκε αρκετά επιτυχημένη συγγραφέας σε διάφορα είδη που, εκτός από κοινωνιολογικές μελέτες, περιελάμβαναν δοκίμια, επιφυλλίδες, επιθεωρήσεις, μυθιστορήματα, δημοσιογραφική αρθρογραφία, ταξιδιωτικά ημερολόγια, βιογραφίες, χρηστικούς οδηγούς και παιδικές ιστορίες. Το 1829 δεσμεύτηκε στην επαγγελματική γραφή. Από το 1832 ασχολήθηκε με την κοινωνική θεωρία και τις αρχές της νέας επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. Στο Λονδίνο, υπήρξε εκλεκτό μέλος ενός αρκετά σημαντικού λογοτεχνικού κύκλου με τους Τσαρλς Μπάμπατζ, Τόμας Καρλάιλ, Τζορτζ Ελιοτ, Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ, Κάρολο Ντίκενς, Τόμας Μάλθους, Ουίλιαμ Ουόντσγουορθ, Καρλότα Μπροντέ και, βέβαια, τον Κάρολο Δαρβίνο.
Ουίλιαμ Εντουαρντ Μπέργκχαρντ Ντι Μπουά (1868-1963) Είναι μια παράξενη αίσθηση αυτή η διπλή συνείδηση, η αίσθηση του ανθρώπου να βλέπει συνέχεια τον εαυτό του μέσα από τα μάτια των άλλων, να μετρά την ψυχή του με το μέτρο ενός κόσμου που κινείται ανάμεσα στην περιφρόνηση και τον οίκτο. Του ανθρώπου που πάντα βλέπει τη δυαδικότητά του – μία του Αμερικανού και μία άλλη του Νέγρου∙ δύο ψυχές, δύο σκέψεις, δύο ασυμβίβαστες αντίπαλες θέσεις∙ δύο αντιμαχόμενα ιδεώδη στριμωγμένα σ’ ένα μαύρο σώμα, που μόνον η αρρωστημένη δύναμή του το εμποδίζει από να σκιστεί στα δύο. W. E. B. Du Bois, The Souls of Black Folk, 1903. ΊΣΤΟΡΊΚΟΣ και κοινωνιολόγος∙ ο πρώτος Αφροαμερικανός ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μαύρων. Στις θέσεις του θεμελιώθηκε το κίνημα για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60. Στο έργο του «The Souls of Black Folk» (Οι ψυχές του κόσμου των μαύρων, 1903) ο Ντι Μπουά φωτίζει τις ψυχοκοινωνικές επιδράσεις του ρατσισμού δείχνοντας πώς είναι να μεγαλώνει ένας μαύρος στον κόσμο των λευκών. Προς τούτο, διατύπωσε δύο βασικές έννοιες της κοινωνιολογίας της φυλής: τη «διπλή συνείδηση» και το «πέπλο». Το «πέπλο» εμποδίζει τους μαύρους να έχουν αληθινή αυτοσυνείδηση και τους αναγκάζει να έχουν «διπλή συνείδηση».
|
Αφιέρωμα
6-7 Οκτωβρίου 2018
39 41
πρωτοπόροι
Καρλ Μαρξ
Εμίλ Ντιρκέμ
Μαξ Βέμπερ
Μισέλ Φουκό
Πιερ Μπουρντιέ
(1818-1883)
(1858-1917)
(1864-1920)
(1926-1984)
(1930-2002)
«Οποιος προβληματίζεται με το ζήτημα της κοινωνίας, θα συναντήσει άμεσα και αναπόφευκτα τον μαρξισμό». Ετσι ξεκινάει ο Κορνήλιος Καστοριάδης το έργο του «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας».
Η θρησκεία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας της. Η κυβερνητική εξουσία, αντί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή, έγινε εργαλείο και υπηρέτης της… Η βιομηχανία, αντί να θεωρείται ως μέσο απέναντι σε έναν σκοπό που την υπερβαίνει, έγινε ο ύψιστος σκοπός των ατόμων και των κοινωνιών. Ετσι όμως όπως έχουν διεγερθεί οι επιθυμίες, έχουν ξεπεράσει κάθε περιοριστική αρχή… Τελικά, αυτή η αποχαλίνωση των επιθυμιών επιδεινώθηκε από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και τη σχεδόν απεριόριστη επέκταση της αγοράς…
Κοινωνιολογία –όπως εννοούμε εδώ αυτή την άκρως πολυσήμαντη λέξη– θα ονομάζεται: μια επιστήμη που θέλει να κατανοήσει ερμηνευτικά το κοινωνικό πράττειν και, με τον τρόπο αυτό, να το εξηγήσει αιτιακά ως προς την πορεία και τις επιδράσεις του.
[…] Είναι καιρός να θυμηθούμε ότι ο Μ. Φουκό θέλησε να γράψει όχι τη γενική θεωρία μιας αρχαιολογίας της γνώσης, αλλά την εφαρμογή της στις επιστήμες του ανθρώπου, και έβαλε σκοπό να δείξει πότε και πώς ο άνθρωπος κατόρθωσε ν’ αποβεί αντικείμενο των επστημών[…]
Ο ΓΑΛΛΟΣ Πιερ Μπουρντιέ, κοινωνιολόγος, ακαδημαϊκός και φιλόσοφος, είναι από τους πιο μεταφρασμένους του τέλους του 20ού αιώνα. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ecole Normale Superieure. Το 1964 έγινε διευθυντής ερευνών στην Εcole des Hautes Etudes και, τέσσερα χρόνια μετά, ίδρυσε το Centre de Sociologie Europeenne. Το 1975 έγινε ιδρυτής και διευθυντής του περιοδικού Actes de la recherche en sciences sociales. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αναλαμβάνει την έδρα της Κοινωνιολογίας στο College de France. Το 1989 ίδρυσε και διηύθυνε την ευρωπαϊκή επιθεώρηση βιβλίου LIBER, και το 1996 τον εκδοτικό οίκο «Raison d'Agir». Υπήρξε μεγάλος φιλέλληνας και θα άξιζε μια συστηματική μελέτη των τρόπων με τους οποίους ο Μπουρντιέ κάνει χρήση της κλασικής ελληνικής κληρονομιάς. Αυτό που δεν ξέρουν οι περισσότεροι είναι ότι ο Μπουρντιέ, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, συνεργάστηκε με τον καθηγητή Ιωάννη Περιστιάνη για την ίδρυση του πρώτου Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών στην Ελλάδα: του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών (προδρόμου του σημερινού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών), αλλά και στην πρωτοδιαμορφούμενη τότε κοινωνιολογία της εκπαίδευσης στον τόπο μας, κυρίως μέσω της επιρροής που άσκησε το κλασικό έργο του «Οι Κληρονόμοι. Οι φοιτητές και η κουλτούρα» (1964). Συνεργάστηκε επίσης με το τότε ερευνητικό Κέντρο για τη διεξαγωγή μιας μεγάλης διαπολιτισμικής έρευνας στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η Ελλάδα. Τα πορίσματά της δημοσιεύτηκαν το 1966 στο βιβλίο του «Η αγάπη της τέχνης. Τα μουσεία και το κοινό τους».
«ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ στο οποίο κατέληξα, το οποίο άπαξ και κατακτήθηκε αποτελεί τον οδηγητικό μίτο των ερευνών μου, μπορεί να διατυπωθεί με συντομία ως εξής: στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι εισέρχονται σε σχέσεις καθορισμένες που είναι αναπόφευκτες και ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σχέσεις παραγωγής οι οποίες αντιστοιχούν σε ένα καθορισμένο στάδιο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το συνολικό άθροισμα αυτών των σχέσεων παραγωγής απαρτίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο επάνω στο οποίο υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και το οποίο αντιστοιχεί σε καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης… Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους [το είναι τους] αλλά, αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει την συνείδησή τους». Κ. Μαρξ, Πρόλογος σε μία Συμβολή της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Πρόλογος του 1859).
Εμίλ Ντιρκέμ, Η αυτοκτονία, 1897. Ο «ΘΕΟΛΟΓΟΣ» της νέας «θρησκείας της ανθρωπότητας» που εγκαινίασε ο Αύγουστος Κοντ. Φέρει τον τίτλο του «κλασικού» και του «ιδρυτή». Με το έργο του –που ικανοποίησε όλους τους οπαδούς του «κοινωνικού γεγονότος», δηλαδή, της υπεροχής της κοινωνίας έναντι του ατόμου– εξασφάλισε την αυτονομία της Κοινωνιολογίας ως επιστήμης τόσο από τη φιλοσοφία της ιστορίας όσο και από την ψυχολογία. Δημιούργησε από το 1897 μια πραγματική σχολή έρευνας και πνευματικών ανταλλαγών. Η στράτευσή του υπέρ του Ντρέιφους στην πολύκροτη υπόθεση, στοίχισε προσωπικές επιθέσεις και διαμαρτυρίες. Λίγο πριν από τον θάνατό του, και ενώ ο γιος του είχε μόλις σκοτωθεί στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης το 1916, ένας γερουσιαστής ζήτησε από την επιτροπή ελέγχου των ξένων στη Γαλλία να εξετάσει την περίπτωση αυτού του «καθηγητή στη Σορβόνη μας», «Γάλλου, ξένης καταγωγής, που μάλλον εκφράζει, τουλάχιστον έτσι λέγεται, το γερμανικό Kriegministerium (Υπουργείο Πολέμου)».
Max Weber, Οικονομία και Κοινωνία, Τομ. 1ος, μτφρ. Θ. Γκιούρας, Σαββάλας, 2005. ΣΧΕΤΙΚΑ με την Κοινωνιολογία ο Βέμπερ ενδιαφέρθηκε σοβαρά για την καθιέρωσή της ως «αντικειμενικής κοινωνικής επιστήμης», αντιστεκόμενος σθεναρά στη μετατροπή της αίθουσας διδασκαλίας σε χώρο κομματικής ζύμωσης και στις προσπάθειες εμφύτευσης μονόπλευρων ιδεολογικο-πολιτικών στρατεύσεων εν ονόματι της κοινωνιολογίας. Υπήρξε από τους θεωρητικούς που ήξεραν να σφυρηλατούν έννοιες-τροχιές πάνω στις οποίες ταξιδεύει ακόμα και σήμερα η Κοινωνιολογία. Εκτός από το τεράστιο επιστημονικό του έργο, σημαντική υπήρξε η συνεισφορά του στο φιλειρηνικό κίνημα την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Συνεργάστηκε στη σύνταξη του προσχεδίου του «Συντάγματος της Βαϊμάρης» και υπήρξε ένας εκ των ιδρυτών του Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος. Το έργο του «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού» θεωρείται από τα σημαντικότερα κοινωνιολογικά κείμενα έως σήμερα.
Από το Επίμετρο του G. Canguilhem στο «Η αρχαιολογία της γνώσης» του M. Foucault, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Εξάντας, 1987. «Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ κοινωνιολογία, ήτοι η κοινωνιολογία ντιρκεμιανού τύπου, θέτει το πρόβλημα κατά τον ακόλουθο τρόπο: πώς μπορεί η κοινωνία να δημιουργήσει συνεκτικότητα μεταξύ των ατόμων; Ποια είναι η μορφή σχέσης, συμβολικής ή συναισθηματικής επικοινωνίας, που εγκαθιδρύεται ανάμεσα στα άτομα; Ποιο είναι το σύστημα οργάνωσης που επιτρέπει στην κοινωνία να αποτελεί ολότητα; Οσο για μένα, ενδιαφέρομαι, τρόπον τινά, για το αντίστροφο πρόβλημα ή, αν προτιμάτε, για την αντίστροφη απάντηση: διά μέσου ποιου συστήματος αποκλεισμού, περιορίζοντας ποιους ακριβώς, δημιουργώντας ποια ακριβώς διάκριση, διά μέσου ποιου παιχνιδιού άρνησης και απόρριψης μπορεί η κοινωνία να αρχίσει να λειτουργεί;» Μισέλ Φουκό, από τα Dits et Écrits, μτφρ. Θαν. Λάγιος, εκδ. Στιγμή, 2011.
5
6
42
6-7 Οκτωβρίου 2018
|
Επιστημολογική θεμελίωση και μεθοδολογική αμεροληψία
Α Του Νίκου Δεμερτζή, καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ
H Κοινωνιολογία βοηθά να σεβόμαστε τη διάκριση ανάμεσα στο «απλώς αναγνωρίσιμο» και στο «όντως γνωστό», να συνειδητο ποιήσουμε δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα σε γνώμη και γνώση.
πλά μιλώντας, Κοινωνιολογία νοείται ο βάσει θεωρίας και συστηματικής μεθόδου ελεγχόμενος τρόπος γνώσης της νεωτερικής και μετα-νεωτερικής κοινωνίας. Από την ίδρυσή της, το 1822, η επιστήμη της Κοινωνιολογίας ακολουθεί συγκεκριμένα ερευνητικά πρωτόκολλα μεθοδολογικής αξιοπιστίας και εγκυρότητας κατ’ αντιστοιχία προς το εκάστοτε θεωρητικό αναλυτικό πλαίσιο (θετικισμός, λειτουργισμός, δομισμός, μαρξισμός, κονστρουξιονισμός, συστημισμός κ.λπ.). Για έναν από τους θεμελιωτές της, τον Μαξ Βέμπερ, αντικείμενο της Κοινωνιολογίας είναι η αιτιακή επεξήγηση και η ερμηνευτική κατανόηση της κοινωνικής δράσης. Εν προκειμένω, κοινωνική δράση είναι μια σχέση μεταξύ ανθρώπων, γυναικών και ανδρών, όπου καθόσον βιώνουν την καθημερινή τους ζωή με βάση τις αξίες, τις επιθυμίες, τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις τους, δίνοντας έτσι νόημα στη συμπεριφορά τους, λαμβάνουν αμοιβαίως υπόψη το υποκειμενικό νόημα της συμπεριφοράς του άλλου/-ων. Τι σημαίνει αυτό; Ως κοινωνικά όντα οι άνθρωποι διάγουμε την κοινή ζωή μας και δίνουμε σημασία σε ό,τι κάνουμε, μέσα από συνεργασίες και συγκρούσεις, κατανοώντας το νόημα που κινεί τις πράξεις των άλλων. Και ερχόμαστε έτσι σε έναν άλλο, μεγάλο αυτή τη φορά, έναν φιλόσοφο της κοινωνίας και της οικονομίας, τον Ανταμ Σμιθ. Για τον Σμιθ η πεμπτουσία της κοινωνικότητας έγκειται στη συμπάθεια, δηλαδή στην ικανότητα της ενσυναίσθησης, στο να μπορεί κανείς να μπαίνει στη θέση του άλλου, να βλέπει τον κόσμο από τη σκοπιά των άλλων και να αισθάνεται χαρά ή λύπη όταν τα άτομα που τον ενδιαφέρουν ευτυχούν ή δεινοπαθούν. Πρόκειται για μια ανθρωπολογική σταθερά. Ως νεωτερική επιστήμη, λοιπόν, η Κοινωνιολογία μελετά το νόημα των ανθρώπινων σχέσεων στο πλαίσιο θεσμών και ομάδων και πρώτη ύλη της –σε τελευταία ανάλυση– είναι οι αξίες, τα συναισθήματα, οι ιδέες και τα συμφέροντα (το νόημα) μέσω και βάσει των οποίων οι άνθρωποι ερμηνεύουν την κοινωνική πραγματικότητα την οποία συνάμα και διαμορφώνουν με τη δράση τους. Οι κοινωνιολόγοι εξηγούν συστηματικά και ερμηνεύουν ενδοσκοπικά σε δεύτερο χρόνο έναν ήδη ερμηνευμένο από τα ατομικά και συλλογικά υποκείμενα κόσμο νοημάτων που αποτυπώνονται σε θεσμούς, ποικίλες ομάδες, σχέσεις εξουσίας και πεδία συνεργασίας, καθώς και σε δια-
δικασίες διαμόρφωσης ταυτοτήτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Κοινωνιολογία δεν είναι μία και ενιαία. Και αυτό διότι το εύρος των αντικειμένων της μεγαλώνει καθώς περνάμε από τη νεωτερική στη μετα-νεωτερική κοινωνία. Οπως στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα αντιμετώπισε το πολύπλοκο πέρασμα από την παραδοσιακή στη νεωτερική κοινωνία, έτσι και τώρα, διακόσια χρόνια μετά, καλείται να κατανοήσει τη μετάβαση της σύγχρονης κοινωνίας από το νεωτερικό στο μετανεωτερικό μοντέλο οργάνωσης και να συμβάλει στον τρόπο που οι άνθρωποι εντός αυτού πλάθουν και συνειδητοποιούν τον εαυτό τους, επικοινωνούν και συγκρούονται με τους συνανθρώπους τους. Ολα αυτά συμβαίνουν σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον. Ενας άλλος λόγος που εξηγεί τον πλουραλισμό στην Κοινωνιολογία είναι ότι αυτή διαμορφώνεται ανάλογα με: α) Τις επιστημολογικές της προδιαγραφές (κριτική, αναστοχαστική, φαινομενολογική, μαθηματική, θεωρητική, εφαρμοσμένη, λειτουργιστική, κ.λπ.). β) Τα αντικείμενα στα οποία
επικεντρώνεται (π.χ. αστική, αγροτική, οικονομική, πολιτισμική, κοινωνιολογία της γνώσης, του δικαίου, των συγκινήσεων κ.ο.κ.). γ) Τις χώρες στα ακαδημαϊκά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα των οποίων αναπτύσσεται κοινωνιολογικός στοχασμός (π.χ. αμερικανική, γαλλική, βρετανική, γερμανική κοινωνιολογία κ.ο.κ.). Οφείλουμε, τέλος, να τονίσουμε και κάτι άλλο. Η μελέτη των κοινωνικών φαινομένων δεν συντελείται έξωθεν. Ο κοινωνιολόγος όταν μετρά, αναλύει και ερμηνεύει το εκάστοτε αντικείμενο, δεν είναι εκτός κοινωνίας. Η κοινωνιολογική πρακτική είναι σαν ένα μπαλόνι που το φουσκώνουμε από μέσα. Υπάρχει, τουτέστιν, πάντα μια αναπόφευκτη αξιακή-ηθική σχέση με το τι θα επιλέξει να ασχοληθεί κάθε φορά ένας κοινωνιολόγος, αλλά και οποιοσδήποτε κοινωνικός ή πολιτικός επιστήμονας. Αυτή είναι η επιστημολογική και κανονιστική θεμελίωση του εκάστοτε κοινωνιολογικού εγχειρήματος. Αν όμως αυτό αρκούσε, δεν θα μιλούσαμε για επιστήμη αλλά για κάτι άλλο και πάντως για μια μη ελεγχόμενη μορφή γνώσης. Για
να καταστεί επιστημονική η κοινωνιολογική ανάλυση απαιτείται μεθοδολογική αμεροληψία στη συλλογή του ερευνητικού υλικού, η εις βάθος μελέτη του και η συνέπεια στη χρήση των εννοιών. Αρα, ευκρίνεια και σαφήνεια στον τρόπο ανάλυσης και στον τρόπο παρουσίασης των αποτελεσμάτων. Γιατί λοιπόν η Κοινωνιολογία; Πρώτον, διότι στα κοινωνικά πράγματα μας βοηθά να σεβόμαστε τη διάκριση ανάμεσα στο «απλώς αναγνωρίσιμο» και στο «όντως γνωστό», να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα σε γνώμη και γνώση. Βλέπε την κατά Πλάτωνα διάκριση μεταξύ «δόξας» και «σοφίας». Δεύτερον, διότι μέσω αυτού που έχει προσφυώς αποκληθεί «κοινωνιολογική φαντασία» μπορούμε να κατανοήσουμε πως ό,τι ισχύει σήμερα εδώ και τώρα δεν ήταν έτσι στο παρελθόν, δεν είναι έτσι για άλλους ανθρώπους αλλού σε τρέχοντα χρόνο, καθώς και ότι δεν είναι απαραίτητο να ισχύει και στο μέλλον. Τρίτον, διότι συμβάλλει στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης σε μια εποχή που η απελευθερωτική εξατομίκευση εκτρέπεται συχνά σε εγωτικό ατομισμό.
|
6-7 Οκτωβρίου 2018
Αφιέρωμα
39 43
7
Γιατί η Κοινωνιολογία
Μ
ια διαφορά (όχι η μόνη) μεταξύ Κοινωνιολογίας και των άλλων κοινωνικών πειθαρχιών (όπως για παράδειγμα της οικονομικής επιστήμης) είναι ο ολιστικός προσανατολισμός. Η Κοινωνιολογία προσπαθεί να εξετάσει πώς συνδέονται μεταξύ τους οι χώροι της οικονομίας, της πολιτικής, της κοινωνικής οργάνωσης και του πολιτισμού. Πώς δηλαδή οι ξέχωρες καταβολές, δυναμικές και αξίες του κάθε χώρου επιδρούν πάνω στους άλλους σχηματίζοντας ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύνολο· σύνολο που πρέπει να ερευνηθεί και στο επίπεδο των θεσμών και σε αυτό των φορέων δράσης, αφού θεσμοί και φορείς δράσης αλληλοδιαμορφώνονται κατά διαλεκτικό τρόπο. Κυρίως στις εξαιρετικά διαφοροποιημένες κοινωνίες της νεωτερικότητας είναι σημαντικό οι μαθητές να μαθαίνουν πώς ο ρόλος που παίζουν στο σχολείο συνδέεται με αυτόν που παίζουν στον χώρο της οικογένειας, των εξοσχολικών συναναστροφών, της οικονομίας (π.χ. οικονομική κατάσταση των γονιών), της πολιτικής (συμμετοχή ή απάθεια προς τα πολιτικά δρώμενα) και του πολιτισμού. Μια συστηματική, σε βάθος ενασχόληση με τα παραπάνω δίνει στον έφηβο μια καλύτερη γνώση του εαυτού, του ποιος είναι, πού βρίσκεται σήμερα και πού μπορεί να πάει. Η Κοινωνιολογία ασχολείται συστηματικά με τους ρόλους και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Εξετάζει πώς τα δρώντα υποκείμενα αντιμετωπίζουν τις αναπόφευκτες δυσκολίες και τα διλήμματα που δημιουργούν οι συχνά αντικρουόμενες απαιτήσεις διαφορετικών ρόλων. Περνώντας τώρα στη μαθησιακή διαδικασία, ο ολιστικός και συγχρόνως συγκριτικός χαρακτήρας της κοινωνιολογικής ανάλυσης συμβάλλει σε έναν εναλλακτικό τρόπο μετάδοσης της γνώσης. Η κοινωνιολογική έμφαση στις διασυνδέσεις και στο ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις αναφορές σε γεγονότα, πρόσωπα και εξελίξεις (πολιτικές, κοινωνικο-οικονομικές κ.λπ.) χωρίς να τις εντάξουμε σε ευρύτερο πλαίσιο, βοηθάει τον δάσκαλο και τους μαθητές να αποφεύγουν μια βασική αδυναμία του σχολικού προγράμματος: την αποπλαισιοποίηση. Για να δώσω μερικά παραδείγματα, στον χώρο της λογοτεχνίας δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον Παπαδιαμάντη έξω από το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του. Οσο για την Ιστορία, όταν η έμφαση δίνεται στις χρονολογίες, στα δραματικά γεγονότα και στα σημαίνοντα πρόσωπα, χωρίς την ένταξή τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι γνώσεις είναι βαρετές και ξεχνιούνται γρήγορα. Το ίδιο ισχύει για τη διασύνδεση της Γεωγραφίας με την κοινωνία και την Ιστορία. Για να μπορέσει αυτό που μαθαίνει ο μαθητής να αποκτήσει νόημα θα πρέπει η κοινωνική διάσταση να είναι πάντα παρούσα. Μόνον έτσι θα μπορεί ο διδασκόμενος να εμβαθύνει, να θυμάται και να κατακτά αυτό που διδάσκεται. Αλλιώς, η μάθηση επιδιώκεται μέσα από στείρα απομνημόνευση. Βέβαια, σήμερα, σε ό,τι αφορά την Ιστορία και άλλα μαθήματα, τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Υπάρχει όμως ακόμα πολύς δρόμος για να ξεπεραστεί ο αποσπασματικός, μονοδιάστατος τρόπος διδασκαλίας. Αυτό φαίνεται καθαρά από τον φορμαλιστικό τρόπο που, στις τελευταίες τάξεις, οι μαθητές του Λυκείου προετοιμάζονται πυρετωδώς για τις εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εδώ, συχνά οι απαντήσεις στις ερωτήσεις βασίζονται λιγότερο στην κριτική σκέψη και περισσότερο στην αποστήθιση. Με δυο λόγια, η κυριαρχία της φόρμας πάνω στην ουσία δεν χαρακτηρίζει μόνο τη δημόσια γραφειοκρατία αλλά, σε μικρότερο βαθμό, χαρακτηρίζει και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – δημόσια και ιδιωτική. Τελειώνω τονίζοντας πως η εισαγωγή της Κοινωνιολογίας χαρακτηρίζεται από στοιχεία που αποθαρρύνουν τον φορμαλισμό και ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη. Σωστά, λοιπόν, ο υπουργός Παιδείας αποφάσισε να την εντάξει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Του Νίκου Μουζέλη, ομότιμου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο LSE
Ο ολιστικός και συγχρόνως συγκριτικός χαρακτήρας της κοινωνιολογικής ανάλυσης συμβάλλει σε έναν εναλλακτικό τρόπο μετάδοσης της γνώσης
8
44
6-7 Οκτωβρίου 2018
Του Κώστα Θεριανού Εκπαιδευτικού - κοινωνιολόγου
Η περιπέτεια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Η H χούντα την «εξόρισε» για να την επαναφέρει το 1982 το ΠΑΣΟΚ. Εκτοτε τα βιβλία άλλαξαν έως το 1992 που σταμάτησε να εξετάζεται σε πανελλαδικό επίπεδο για να γίνει το 1997 μάθημα επιλογής
Κοινωνιολογία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει σχετικά μικρή αλλά ενδιαφέρουσα ιστορία. Κάνει την εμφάνισή της στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών της μεταρρύθμισης της Ενωσης Κέντρου (1964). Προβλεπόταν διδασκαλία τριών διακριτών αντικειμένων: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, Στοιχεία Δημοκρατικού Πολιτεύματος και Δικαίου, Στοιχεία Οικονομικής Επιστήμης. Η χούντα κατάργησε τη διδασκαλία του μαθήματος. Το μάθημα εισάγεται από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 1982, στην Γ' Λυκείου, στη Δ' Δέσμη, ως πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα για τους υποψηφίους των σχολών οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών επιστημών. Προσωρινά, χρησιμοποιήθηκε το κυπριακό σχολικό βιβλίο «Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία» – ένα τεύχος 75 σελίδων, γραμμένο από Κύπριους εκπαιδευτικούς, που περιείχε βασικές έννοιες και βασικούς θεωρητικούς.
Το 1983 εισήχθη στα σχολεία νέο εγχειρίδιο. Συντονιστής του σχολικού της Κοινωνιολογίας (άρχισε να διδάσκεται το 1984) ήταν ο καθηγητής Βασίλης Φίλιας, με συγγραφική ομάδα τους Γ. Ρούσση, Κ. Κασιμάτη, Φ. Τσαλίκογλου κ.ά. Το βιβλίο ως προς το περιεχόμενο ήταν τομή στη σχολική εκπαίδευση. Για πρώτη φορά οι μαθητές έρχονται σε επαφή με τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στη βιομηχανική κοινωνία, με έννοιες όπως κοινωνικές τάξεις, ταξική σύγκρουση, πελατειακές σχέσεις, ιδεολογία, ανάπτυξη/υπανάπτυξη, στερεότυπα, προκαταλήψεις, μητρόπολη και περιφέρεια του καπιταλιστικού κόσμου κ.λπ. Στα Ενιαία Πολυκλαδικά Λύκεια χρησιμοποιήθηκε ως διδακτικό εγχειρίδιο το βιβλίο «Προβλήματα της κοινωνίας και του ατόμου. Αναφορά στις Κοινωνικές Επιστήμες». Συντονιστές της ύλης ήταν οι Θ. Βακαλιός και Σ. Γεδεών, ενώ στη συγγραφική ομάδα συμμετείχαν οι Γ. Κοντογιαννοπούλου–Πολυδωρίδου, Β. Γκιζελή
κ.ά. Οι θεματικές ενότητες του βιβλίου ήταν η εργασία και η ανεργία, η τεχνολογία και η κοινωνία, η ισότητα εκπαιδευτικών ευκαιριών, οι μηχανισμοί επηρεασμού των ατόμων από τα ΜΜΕ, μετανάστευση κ.ά. Θα έδινε μια στρεβλή εικόνα της εποχής η εστίαση μόνο στο μάθημα της Κοινωνιολογίας. Στην πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ υπήρχε ένας γενικός προσανατολισμός στην κοινωνική διάσταση της σχολικής γνώσης. Το 1982 εισήχθη το βιβλίο «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τη Β' Λυκείου» που περιείχε κείμενα των Γληνού, Βάρναλη, Λαπαθιώτη, ποιήματα του Σινόπουλου, της Βακαλό, του Αρη Αλεξάνδρου, του Τάσου Λειβαδίτη, του Παπαδίτσα. Στο βιβλίο της Γ' Λυκείου (σχολική χρονιά 19831984) εισήχθησαν ένα απόσπασμα από τη Δίκη του Κάφκα, ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου κ.ά. Τα σχολικά βιβλία Ιστορίας των Σκουλάτου - Δημακόπουλου - Κόνδη, που αποτελούσαν την Ιστορία Κορμού των τριών τάξεων του Λυκείου, εισήγαγαν τη
|
διδασκαλία των επαναστάσεων, των ριζοσπαστικών ιδεών που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη μετά τον 18ο αιώνα, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου. Επίσης, υπήρχε και το βιβλίο «Εισαγωγή στις Ιστορικές Σπουδές» (Γ. Γιαννόπουλος, Ξ. Οικονομοπούλου, Θ. Κατσουλάκος) που διδάσκονταν στις Γ' και Δ' Δέσμη της τρίτης τάξης Λυκείου. Πρόκειται για ένα βιβλίο μεθοδολογίας της ιστορίας, το οποίο εισήγαγε στο σχολείο τη σύγχρονη προβληματική της ιστορικής επιστήμης (κοινωνική, οικονομική ιστορία, σχολή των Annales, απόψεις του Αγγλου ιστορικού Ε. Χ. Καρ για την ιστορία κ.λπ.). Τέλος, στο πλαίσιο της λογικής της ενίσχυσης της κριτικής σκέψης των μαθητών εισήχθη στην Α' Λυκείου το βιβλίο του Λ. Σταυριανού «Ιστορία του Ανθρώπινου Γένους». Προσπαθούσε να «αφηγηθεί» την ιστορία του ανθρώπινου γένους πατώντας στη θεωρία της εξέλιξης, στην αντίληψη που είχε υιοθετήσει και ο Ενγκελς στη «Διαλεκτική της Φύσης», ότι ο άνθρωπος δημιούργησε πολιτισμό με την εργασία κ.λπ. Ωστόσο, οι αναλυτικές κατηγορίες του ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας, της ταξικής ανισότητας που χρησιμοποιούσε ο Σταυριανός για να «αφηγηθεί» συνοπτικά την ιστορία του ανθρώπινου γένους, συσπείρωσαν τους ιδεολογικά και πολιτικά αντίπαλους τέτοιων αφηγήσεων. Το βιβλίο αποσύρθηκε κατόπιν διαμαρτυριών που προήλθαν από τη Νέα Δημοκρατία και την Ιερά Σύνοδο. Η δεκαετία του 1990 ακύρωσε όλες αυτές τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Η Κοινωνιολογία σταμάτησε να εξετάζεται πανελλαδικά το 1992. Το 1993 εισήχθη ως εγχειρίδιο το βιβλίο της Βίκας Γκιζελή «Απλά Μαθήματα Κοινωνιολογίας», με διαφορετική θεματολογία και προσέγγιση από το προηγούμενο. Προσέγγιζε τα κοινωνικά φαινόμενα ολιστικά, υποβαθμίζοντας όμως την ταξική διάστασή τους, κάτι που έκανε έντονα το προηγούμενο βιβλίο. Το 1997, το μάθημα της Κοινωνιολογίας έγινε επιλογής και ουσιαστικά εξαφανίστηκε από τις σχολικές αίθουσες. Ετσι, το νέο σχολικό εγχειρίδιο που εκδόθηκε το 1998 ουσιαστικά δεν διδάχτηκε, παρά σε ελάχιστα σχολεία που σχημάτισαν τμήματα Κοινωνιολογίας ως μάθημα επιλογής (συγγραφείς Στ. Βλαχόπουλος, Α. Γεωργούλας, Ν. Ιντζεσίλογλου, Α. Κάλφας, Ε. Μπρίκα). Το 2001 η Κοινωνιολογία επανήλθε στα μαθήματα Γενικής Παιδείας της Γ' Λυκείου, όπου παρέμεινε έως το 2015 που έγινε μάθημα κατεύθυνσης στη Θεωρητική Κατεύθυνση και στην Κατεύθυνση Οικονομίας-Πληροφορικής. Το 2004 γράφτηκε νέο σχολικό εγχειρίδιο από τους Ρ. Κασιμάτη, Στρ. Γεωργούλα, Ι. Πράνταλο και Μ. Παπαϊωάννου, το οποίο χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ισορροπημένη ανάπτυξη των θεωρητικών ζητημάτων και των θεμάτων των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτό το εγχειρίδιο είναι το μακροβιότερο από όλα τα προηγούμενα και χρησιμοποιείται έως σήμερα στα σχολεία.
|
Αφιέρωμα
6-7 Οκτωβρίου 2018
39 45
9
ΠΑΝΑΓΙΏΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΌΠΌΥΛΌΣ
Η πρώτη έδρα Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ο
Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986), με μεταπτυχιακές σπουδές στη Χαϊδελβέργη, ήταν ο πρώτος καθηγητής στην έδρα της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διέπρεπε ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η Κοινωνιολογία μόλις είχε προβάλει ως αυτόνομη επιστημονική αρχή στη Γερμανία. Η αυτονόμησή της ως επιστήμης πρόσφερε την εγκυρότητα ώστε να αξιοποιηθεί ιδεολογικά στην πολιτική. Το ενδιαφέρον των Ελλήνων διανοουμένων στράφηκε κατεξοχήν σε Γερμανούς στοχαστές-κοινωνιολόγους και στις γερμανικές κοινωνικο-επιστημονικές εξελίξεις, καθώς αυτός ο νέος επιστημονικός κλάδος έθετε τόσο επιστημονικές όσο και πολιτικές αξιώσεις. Ηδη από το 1920 –και έως το 1936– η Εταιρεία των Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, συγκροτημένη από τον κύκλο της Κοινωνιολογικής Εταιρείας (1908), φιλοδοξούσε να συσφίξει τις σχέσεις κοινωνιολογίας και πολιτικής, αξιοποιώντας στοχευμένα την κοινωνιολογική σκέψη υπέρ των εκσυγχρονιστικών πολιτικών ιδεολογιών. Το 1925 ο Π. Κανελλόπουλος δημοσίευσε την πρώτη του κοινωνιολογική πραγματεία στο Αρχείο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών και έγινε έτσι μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών με πρόταση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του Δημήτριου Καλιτσουνάκη και του Αριστοτέλη Σίδερη. Το 1929 ανέλαβε καθήκοντα υφηγητή Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1933 η επιτροπή για την έδρα Κοινωνιολογίας της Νομικής Σχολής (καθηγητές Στυλιανός Σεφεριάδης, Κυριάκος Βαρβαρέσος και Αλέξανδρος Σβώλος) έκανε δεκτή την αίτηση του Π. Κανελλόπουλου, «χωρίς βεβαίως εκ της ομοψήφου προτάσεως ταύτης να εξυπακούεται ότι συμμερίζεται απολύτως και απάσας τας γνώμας του λίαν εκλεκτού επιστήμονος», ο οποίος στην τελετή διορισμού του εκφώνησε την ομιλία «Η Κοινωνιολογία και οι επί την γένεσιν και διαμόρφωσίν της επιδράσαντες πολιτικοί παράγοντες». Μέσα από το διδακτικό και συγγραφικό του έργο εισήγαγε στην Ελλάδα τους επιφανέστερους θεμελιωτές της Κοινωνιολογίας. Αξιοποιώντας τον νεοκαντιανισμό της Χαϊδελβέργης, άσκησε δριμεία κρι-
Της Κατερίνας Πάπαρη, διδάκτορος Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και ερευνήτριας
τική εναντίον του μαρξισμού και των μαρξιστών κοινωνιολόγων∙ υπήρξε φανατικός πολέμιος της θεωρίας του ιστορικού υλισμού. Τα μαθήματά του στη Νομική Σχολή, όπως ανέφερε ο Κ. Δεσποτόπουλος, «σύντομα εξελίχθηκαν σε θεσμό της αθηναϊκής πνευματικής ζωής» και οι μαρξιστές φοιτητές τα παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το 1930, το Φροντιστήριο του Κανελλόπουλου ήταν αφιερωμένο στην οικονομική θεωρία του Μαρξ, ενώ το 1932/33 ο Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος οργάνωσαν από κοινού φροντιστήρια με θέμα τον Ιστορικό Υλισμό, τη διάκριση Ηθικής και Δικαίου, τη σχέση Ιδέας και Αιτιότητος. Προέκταση του Φροντιστηρίου ήταν ο «Κύκλος» των Φιλοσοφικών Συμποσίων, τον οποίο οργάνωσαν ο Κανελλόπουλος, ο Συκουτρής και ο Θεοδωρακόπουλος, και απευθυνόταν σε επίλεκτους φοιτητές και πτυχιούχους με ιδιαίτερη καλλιέργεια, ευαισθησία και ευρυμάθεια. Κοινός φιλοσοφικός και επιστημολογικός προσανατολισμός του Κανελλόπουλου ήταν ο ιδεαλισμός ως φιλοσοφικό και πολιτικό ανάχωμα στον ιστορικό υλισμό. Στις διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο, στα ακαδημαϊκά φροντιστήρια –αργότερα και στα πολιτικά φροντιστήρια– αυ-
τός ο προσανατολισμός διαπερνούσε τις θέσεις του για τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την ιστορία. Σύντομα, ο προσανατολισμός αυτός έγινε αφορμή να εκφραστεί η αντίθεση μιας μερίδας αριστερών φοιτητών. Οπως κατήγγειλαν, τα φροντιστήρια με θέμα τη θεωρία του μαρξισμού είχαν πολιτικό στόχο, να ανατρέψουν τη μαρξιστική θεωρία προκειμένου να απαγκιστρωθεί από αυτήν μεγάλη μερίδα φοιτητών που ασπαζόταν τις ιδέες του διαλεκτικού υλισμού. Αλλωστε, τη δεκαετία του 1930 –με τον αστικό Τύπο κυρίως να επικροτεί– είχε σημειωθεί μαζική εκκαθάριση περίπου 70 αριστεριζόντων φοιτητών από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τον Π. Κανελλόπουλο να συνοψίζει το παιδευτικό του έργο εναντίον του ιστορικού υλισμού στο υπόμνημά του προς τον βασιλιά Γεώργιο Β' τον Ιανουάριο του 1937 ως ακολούθως: «[…] ηγωνίσθην βοηθούμενος, δυστυχώς υπό ελαχίστων, διά τον εκτοπισμόν της υλιστικής κοσμοθεωρίας από την συνείδησιν των νέων, συνείδησιν την οποίαν δυστυχώς η κοσμοθεωρία αύτη υπό το ένδυμα του Μαρξισμού, χρησιμοποιών την Πατρίδα, την Οικογένειαν και την Θρησκείαν ως κενάς και πομπώ-
δεις λέξεις […] συστηματικώς παρέδιδεν ες τας αγκάλας του ιστορικού υλισμού». Η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Κανελλόπουλου ως κοινωνιολόγου ήταν ενδεικτική του χαρακτήρα που είχε λάβει η σύζευξη πολιτικής και επιστήμης στον Μεσοπόλεμο. Η πρόσληψή του για τον ρόλο του ακαδημαϊκού, του κοινωνιολόγου και του διανοούμενου δεν απείχε από τη σχετική συζήτηση στη Γερμανία. Θεωρούσε –δίχως να είναι ο μόνος– ότι η πολιτική αναγκαιότητα όχι μόνον επέβαλλε την ενεργό ανάμειξη της διανόησης στην πολιτική, αλλά θεωρούνταν ως το κατεξοχήν πεδίο στο οποίο ο διανοούμενος όφειλε να εκπληρώσει την ιστορική αποστολή του σε μια βουλησιαρχική αντίληψη της ιστορίας. Ο ίδιος με το προσωπικό του παράδειγμα δοκίμασε τις πεποιθήσεις του στην πράξη. Το 1935 εγκατέλειψε οριστικά τα πανεπιστημιακά έδρανα και στράφηκε στην πολιτική δράση με έμβλημά του τη στρατολόγηση της πνευματικής ηγεσίας. Πηγή: Κ. Πάπαρη, «Ελληνικότητα και αστική διανόηση στον Μεσοπόλεμο. Το πολιτικό πρόγραμμα του Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Κ. Τσάτσου», Αθήνα, Ασίνη 2017.
Κοινός φιλοσοφικός και επιστημολογικός προσανατολισμός του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ήταν ο ιδεαλισμός ως φιλοσοφικό και πολιτικό ανάχωμα στον ιστορικό υλισμό