Αφιέρωμα στην Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς

Page 1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ

Αλωση χωρίς διαταγή εφόδου

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία των εξεγερμένων Ελλήνων

Τα παζάρια των οπλαρχηγών με τους Οθωμανούς

Το λουτρό αίματος μετά την πτώση της πόλης

Η καθημερινή ζωή και η πολεοδομική δομή πριν την απελευθέρωση

Ο ρόλος του Κολοκοτρώνη


14

50

Η άλωση της Τριπολιτσάς

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

|

23 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1821

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία Της Ζιζής Σαλίμπα*

Μέχρι τότε δεν είχε δοθεί καμιά ουσιαστική μάχη για την κατάληψη της πόλης. Οι Ελληνες περιορίζονταν σε ενέδρες (χωσιές), συνήθως από το μεσημέρι έως και το βράδυ έφταναν πέριξ των τειχών, εκεί που έβγαιναν οι Τούρκοι για να χορτολογήσουν –να βοσκήσουν τα άλογά τους και να συλλέξουν τρόφιμα–, τους φόνευαν, τους λήστευαν και μετά αποχωρούσαν

13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1821. Ολα έδειχναν ότι η πεντάμηνη πολιορκία της Τριπολιτσάς από τους εξεγερμένους Ελληνες αγωνιστές έβαινε προς το τέλος της. Μετά τις νικηφόρες μάχες των Ελλήνων στο Βαλτέτσι και στα Βέρβερα-Δολιανά, όλο και περισσότερο έσφιγγε ο κλοιός της πολιορκίας γύρω από την πόλη. Αρχιστράτηγος είχε ανακηρυχθεί ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όμως, με τα ηγετικά του προσόντα και τον στρατηγικό νου του, ήταν ο πραγματικός αρχηγός. Στις ελληνικές δυνάμεις ήταν ο Σκώτος φιλέλληνας Τhomas Gordon με άλλους φιλέλληνες εθελοντές, τρία πυροβόλα και εξακόσια τουφέκια, όπως και ο Γάλλος συνταγματάρχης και συγγραφέας Maxime Raybaud. Για την επικράτηση της Επανάστασης στον Μοριά, ο τοπικισμός των ηγεμόνων της και η πολυδιάσπαση των πολεμικών επιχειρήσεων παραμερίστηκε. Η απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, που ήταν το διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου, έγινε ο κεντρικός στόχος των επαναστατών. Στην πρωτεύουσα του Μοριά, οι πολιορκούμενοι Τούρκοι, Αρβανίτες και Εβραίοι είχαν εξαντληθεί από τις κακουχίες και από τον τύφο. Ο πληθυσμός της πόλης ασφυκτιούσε. Σύμφωνα με την απογραφή στις 2 Μαΐου, που έγινε για επισιτιστικούς λόγους στην πόλη, στην Τρίπολη βρέθηκαν 34.000 ψυχές. Ο άμαχος πληθυσμός ήταν 18.000, εκ των οποίων 10.000 ντόπιοι Τούρκοι, Εβραίοι και ελάχιστοι Ελληνες, καθώς και 8.000 Τούρκοι πρόσφυγες από τα μέρη που είχαν καταλάβει οι αγωνιστές της Επανάστασης. Οι πολιορκητές είχαν φτάσει από 10.000 στην αρχή της πολιορκίας στις 20.000, καθώς η παράδοσή της ήταν θέμα ημερών και αυτοί διψούσαν για λάφυρα. Οθωμανοί, Αλβανοί και Ελληνες συγκεντρώνονται για να διαπραγματευτούν τους όρους παράδοσης της πόλης. Εξω από την πύλη του Αγίου Αθανασίου, στα ριζά του Μαινάλου, στήθηκε μια σκηνή. Εκεί συναντήθηκαν οι εκπρόσωποι των πολιορκητών και των πολιορκουμένων και να διαπραγματευτούν τους όρους παράδοσης της πόλης. Οι πληροφορίες για το κλίμα των διαπραγματεύσεων μας μεταφέρονται από τον Γάλλο στρατιωτικό και συγγραφέα Maxime Raybaud, o οποίος βρισκόταν στο στρατόπεδο των Ελλήνων.

Προχωρούσαν αργά, έφιπποι, οι εκπρόσωποι των πολιορκουμένων, πέντε Τούρκοι και δύο Αλβανοί άρχοντες. Ηλικιωμένοι, με αξιοσέβαστο παρουσιαστικό, με περιποιημένη γενειάδα που έφτανε μέχρι το στήθος τους, με διαφόρων ειδών χρυσοΰφαντα σαρίκια στο κεφάλι τους. Φορούσαν καφτάνια από μεταξωτό ατλάζι και φορέματα με πολύχρωμη φόδρα και σαμαρόγουνα. Αφρικανοί σκλάβοι και πολυάριθμη συνοδεία τούς ακολουθούσαν πεζοί. Στις επάλξεις του χαμηλού τείχους της πόλης είχαν ανεβεί μερικές δεκάδες από τους πολιορκούμενους. Το θέαμα της ταπείνωσης των αρχηγών τους, που άλλοτε σκορπούσαν τρόμο, ήταν οδυνηρό. Το βλέμμα τους αλαφιασμένο, καθώς ήταν προφανές ότι βρίσκονταν στο κατώφλι του θανάτου. Τις τελευταίες μέρες γέροι, γυναίκες και παιδιά εξέρχονταν ομαδικώς από τις πύλες της πόλης ή γκρεμίζονταν από τα τείχη στην προσπάθειά τους να φύγουν. Οι ελάχιστοι χριστιανοί έκαναν το παν για να εξέλθουν. Οι Αλβανοί στις πύλες λήστευαν και μετά άφηναν ελεύθερους όσους επιθυμούσαν να φύγουν. Γύρω από τη μεγάλη σκηνή όπου θα ξεκινούσαν οι διαπραγματεύσεις είχαν τοποθετηθεί φρουροί για να απομακρύνουν τους περίεργους που όλο και περισσότερο πλήθαιναν. Για μια ολόκληρη ώρα οι αντιπρόσωποι των πολιορκουμένων παρέμειναν μόνοι τους στη σκηνή. Μόλις εισήλθαν οι Ελληνες αντιπρόσωποι, οι Τούρκοι σηκώθηκαν όρθιοι – σημάδι ότι αναγνώριζαν ως ισότιμο μέλος τους Ρωμιούς συνομιλητές τους. Ηταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εκ μέρους του κλήρου, ο Παναγιώτης Κρεββατάς και ο Αναγνώστης Δεληγιάννης εκ μέρους των προκρίτων, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς

εκ μέρους των στρατιωτικών και ο Π. Αναγνωστόπουλος, εκπρόσωπος του Δημητρίου Υψηλάντη. Χαιρετίστηκαν κατά τον ασιατικό τρόπο: φέρνοντας τα χέρια προ του στήθους. Μόνο ο Κολοκοτρώνης στάθηκε σκληρός, με έκφραση ειρωνείας και περιφρονητικότητας. Προσφέρθηκε καφές και με τη βοήθεια των σκλάβων ακολούθων των Τούρκων άναψαν τις πίπες. Οι Οθωμανοί εκπρόσωποι κάπνιζαν σιωπηλοί, καθώς ο χρόνος κυλούσε σαν να μην μετρούσε. Μετά από αρκετό διάστημα η σιωπή διακοπτόταν με ερωτήσεις που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για τα αίτια των πραγμάτων και αν πίσω από τους επαναστατημένους Ελληνες υπάρχει κάποια ευρωπαϊκή δύναμη που υποδαυλίζει τον ξεσηκωμό τους. Ο Κολοκοτρώνης έθεσε τέρμα στη συνάντηση, καθώς ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε καμιά διάθεση από τους εκπροσώπους των πολιορκουμένων να διαπραγματευτούν τους όρους παράδοσης της Τριπολιτσάς. Με τη βροντώδη φωνή του τάραξε την αταραξία των Οθωμανών αρχόντων: «Τι τα θέλετε αυτά. Αν τ’ άρματά μας τούς υποχρεώνουν να ομολογήσουν νικημένον τον εαυτόν τους, ας στοχαστούν καλά και ας παραδοθούν· αν δεν δώσουν τα’ άρματα, τους τα παίρνομεν!» Το χάσμα της στάσης και της συμπεριφοράς μεταξύ των κατακτητών και των κατακτημένων ήταν αγεφύρωτο. Οι Οθωμανοί εκπρόσωποι φαίνονται αδύναμοι να κατανοήσουν ότι δίνουν μάχη με τον χρόνο, αφού η πόλη δεν ήταν καλά οχυρωμένη, είχε ολιγάριθμη φρουρά, έλλειψη πυροβολικού, εφοδίων και τροφίμων. Σπεύδουν βραδέως, καπνίζουν, είναι νωχελικοί. Αντλούν δύναμη και πυγμή ως εκπρόσωποι μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν ότι απειλούνται.

Ίσως γιατί ο σουλτάνος είχε υποβαθμίσει την εξέγερση των Ελλήνων, γιατί ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο και τις ραδιουργίες του Αλή Πασά. Προφανώς, το σύνθημα των εξεγερμένων Ελλήνων «Ελευθερία ή θάνατος», είχε φτάσει στ’ αυτιά τους αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς αυτό σημαίνει. Η εμπειρία της επίσημης διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των Ελλήνων ήταν πρωτόγνωρη για τους Οθωμανούς· πώς δηλαδή ξαφνικά από εκεί που συνομιλούσαν ξεχωριστά με τους αρχηγούς της κάθε φατρίας και είχαν για συμμάχους τους κοτζαμπάσηδες, ξαφνικά όλοι οι εκπρόσωποι των κοινωνικών ομάδων – στρατιωτικοί, προεστοί, κλήρος, φιλικοί– είχαν τις ίδιες διεκδικήσεις. Επίσης, δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτή την ακμάδα, τη ζωτικότητα και την εμπιστοσύνη που απέπνεε ο Κολοκοτρώνης στους Ελληνες αγωνιστές. Μέχρι τότε δεν είχε δοθεί καμιά ουσιαστική μάχη για την κατάληψη της πόλης. Οι Ελληνες περιορίζονταν σε ενέδρες (χωσιές), συνήθως από το μεσημέρι έως και το βράδυ έφταναν πέριξ των τειχών, εκεί που έβγαιναν οι Τούρκοι για να χορτολογήσουν –να βοσκήσουν τα άλογά τους και να συλλέξουν τρόφιμα–, τους φόνευαν, τους λήστευαν και μετά αποχωρούσαν. Απών σ τη συνάντηση αυτή ήταν ο Δημ. Υψηλάντης. Είχε εκστρατεύσει στον Κορινθιακό κόλπο με 500 άντρες και τους γιους του Κολοκοτρώνη, Πάνο και Γενναίο, για να αναχαιτίσουν τυχόν απόβαση στρατιωτών από τον τουρκικό στόλο που κατέπλεε εκεί. Ηδη από τα τέλη Αυγούστου ο Υψηλάντης, βλέποντας τις επιδημίες, είχε διατυπώσει πρόταση για την παράδοση της πόλης, η οποία απορρίφθηκε από τους Τούρκους. Ο Υψηλάντης ήταν μια από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης· θερμός πατριώτης, έντιμος, ποτισμένος με τα εθνικά ιδεώδη και τον ιερό σκοπό του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν ύστερα από άλλες δύο άκαρπες συναντήσεις. Οι Ελληνες αντιλήφθηκαν και εκμεταλλεύτηκαν τις διαφωνίες των εκπροσώπων των πολιορκουμένων και προχώρησαν σε ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Αλβανούς, οι οποίες στις 19 Σεπτεμβρίου κατέληξαν σε συμφωνία. Οι Αλβανοί έδωσαν την μπέσα (λόγο τιμής) μαζί με 13 σφραγισμένα κιβώτια πολύτιμο υλικό που τα παρέλαβε ο Κολοκοτρώνης για να τους τα παραδώσει μετά την έξοδό


|

39 51

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

15

της επανάστασης του 1821

τους. Οι Αλβανοί θα έφευγαν με τα όπλα τους και τις αποσκευές τους, τα χαρέμια των πασάδων, τον Κεχαγιάμπεη και τους Τούρκους αξιωματούχους, τον καϊμακάμη, τον καδή. Υπόσχονταν ότι θα πολεμούσαν στο πλευρό του Αλή Πασά μόλις επέστρεφαν σώοι και αβλαβείς στην Ηπειρο. Η συμφωνία των Αλβανών με τους Ελληνες έσπειρε τη διχόνοια και τον πανικό στους κατοίκους της Τριπολιτσάς. Σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, συναγωνιστές και φιλέλληνες, M. Raybaud και Τh, Gordon, οι Ελληνες οπλαρχηγοί διαπραγματεύονταν με πλούσιους Τούρκους και Εβραίους την εξαγορά της ζωής τους με τεράστια ποσά και πολύτιμα αντικείμενα. Τις παραμονές της άλωσης, ζώα φορτωμένα με χρήματα και σκεύη μεταφέρονταν τη νύχτα στις σκηνές των οπλαρχηγών. Τότε άρχισαν τα

παράπονα και στο ελληνικό στρατόπεδο, καθώς οι απλοί στρατιώτες και οι μικροί οπλαρχηγοί έβλεπαν να φεύγουν μέσα από τα χέρια τους τα αναμενόμενα λάφυρα και οι θησαυροί των Αλβανών. Το θέμα των λαφύρων είχε καθοριστεί από τις 11 Σεπτεμβρίου με γραπτή συμφωνία από τους εκπροσώπους των Ελλήνων πολιορκητών. Από τα λάφυρα τα ¾ θα ήταν των στρατιωτών και το 1/4 θα πήγαινε στο Εθνικό Θησαυροφυλάκιο. Στις 23 Σεπτεμβρίου το πρωί επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση στην πόλη. Τούρκοι και Αλβανοί ετοιμάζονταν να υπογράψουν νέα συμφωνία με τους πολιορκητές. Καθώς κατευθύνονταν προς το σεράγι ο Ελμάζμπεης με Αλβανούς και τον Φωτάκο ακούστηκαν πυροβολισμοί από την ανατολική πλευρά της πόλης. Οι Ελληνες πολιορκητές έκαναν ξαφνική έφοδο

και εισέβαλαν από την Πύλη του Ναυπλίου στην πόλη. Με αστραπιαία ταχύτητα άνοιξαν και οι επτά πύλες του τείχους από τον ορμητικό χείμαρρο των Ελλήνων στρατιωτών. Μόλις αντιλήφθηκε την κατάσταση ο Κολοκοτρώνης, τήρησε τη συμφωνία και φρόντισε αμέσως για την ασφαλή αποχώρηση των Αλβανών. Η Τριπολιτσά παραδόθηκε. Κανένας από τους οπλαρχηγούς δεν μπόρεσε να επιβληθεί στο πλήθος των στρατιωτών που διψούσαν για εκδίκηση προς τους τυράννους τους και ποθούσαν λάφυρα. Οι πολιορκητές για τρεις μέρες εξαπέλυσαν άγρια σφαγή. …Και εντός της πόλης, εις τα οδούς και αυλάς, επί πολλάς τινάς ημέρας έκειντο τα πτώματα άταφα μένοντα και θέαμα οικτρόν και ελεεινόν, ικανοποιούν άλλως το πνεύμα της εθνικής εκδικήσεως…

Με την άλωση της Τριπολιτσάς σταθεροποιείται, γενικεύεται και επιβάλλεται η Ελληνική Επανάσταση. Είναι η πρώτη μεγάλη επιτυχία που σημειώνουν οι Ελληνες εναντίον των τακτικών πολεμικών δυνάμεων των Οθωμανών. Η ενδοχώρα της Πελοποννήσου περιέρχεται στον αποκλειστικό έλεγχο των επαναστατών. Η εξουσία του πασά καταλύεται και οι αρχηγοί των δυναστών σφαγιάζονται από τα πλήθη. Στο Εθνικό Ταμείο δεν μπήκαν χρήματα, όμως ο τόπος γέμισε από όπλα. Τώρα ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους δεν διεξάγεται με μαχαίρια. Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία εθνικού στρατού ξεκινούν. Οι Ελληνες αποκτούν συνείδηση της δύναμής τους και της αποστολής τους. *Δρ ιστορικός-οικονομολόγος

Η Τριπολιτσά παραδόθηκε. Κανένας από τους οπλαρχηγούς δεν μπόρεσε να επιβληθεί στο πλήθος των στρατιωτών που διψούσαν για εκδίκηση προς τους τυράννους τους και ποθούσαν λάφυρα. Οι πολιορκητές για τρεις μέρες εξαπέλυσαν άγρια σφαγή


16

52

Η άλωση της Τριπολιτσάς

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

|

ΠΟΡΘΗΤΗΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΠΛΟΣ ΛΑΟΣ

Η άλωση ως ένα ατυχές και Του Βασίλη Σιακωτού*

Ο

Οι σφαγές δεν θα είχαν λάβει αυτήν την έκταση, εάν οι απλοί πολιορκητές δεν είχαν αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς και δεν έβλεπαν το τελευταίο δεκαήμερο της άτυπης ανακωχής τα φορτία που έστελναν οι επιφανείς πολιορκούμενοι στους μεγάλους οπλαρχηγούς

Κυριάκος Σιμόπουλος υποστήριξε, με βάση τις πληροφορίες των αυ τοπ τών μαρ τ ύ ρων Louis Maxime Raybaud και Thomas Gordon, ότι η εισπήδηση στα τείχη της Τριπολιτσάς και η άλωση – απελευθέρωση πραγματοποιήθηκε από απρόβλεπτες συγκυρίες, απρογραμμάτιστα, με πρωτοβουλία των αγωνιστών και του αποθηριωμένου λαού, χωρίς τον έλεγχο της ηγεσίας (1). Επίσης, προξενεί εντύπωση πως οι απομνημονευματογράφοι και οι ιστορικοί του Αγώνα είναι φειδωλοί σε πληροφορίες για τα γεγονότα της ημέρας της εφόδου στις 23 Σεπτεμβρίου (π.ημ.). Κανένας από τους πρωταγωνιστές της κατάληψης δεν διεκδικεί για τον εαυτό του έναν κομβικό ρόλο στην επιτυχή έκβαση της πολιορκίας και δεν μνημονεύει κάποια διαταγή για έφοδο στην πόλη. Η περίπτωση του στρατηγού Θεοδώρου Κολοκοτρώνη είναι εξόχως χαρακτηριστική. Στην αφήγησή του προς τον Γ. Τερτσέτη είναι πολύ διεξοδικός για τη μάχη στα Δερβενάκια, μνημονεύει τοπωνύμια, ημερομηνίες, κινήσεις στρατιωτικών σωμάτων και πολλά ονόματα αγωνιστών, αντίθετα, για την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς είναι λακωνικός. Ο στρατηγός δηλαδή που συνέλαβε το σχέδιο της πολιορκίας της πόλης αποφεύγει να απονείμει στον εαυτό του τη διάκριση του στρατηγού – πορθητή. Γιατί; Διότι, όπως προκύπτει από το ανέκδοτο ημερολόγιο των διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης που κρατούσε ο Φιλικός Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και αποκάλυψε ο κ. Γιάννης Κόκκωνας (2), αλλά και από την κατάθεση ανώνυμου Γάλλου φιλέλληνα στον υποπρόξενο του Βατικανού στη Ζάκυνθο, μόλις σαράντα μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα, η άλωση της Τρίπολης είχε πορθητή μόνο τον απλό λαό. Τα δύο νέα αρχειακά τεκμήρια μας οδηγούν αναγκαστικά στην αναθεώρηση της ιστορίας των γεγονότων της 23ης Σεπτεμβρίου και, για την καλύτερη κατανόησή τους, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι οι πολιορκητές μπορεί να είχαν ελληνική συνείδηση, αλλά ως πρώην υπήκοοι του σουλτάνου δεν είχαν εθνική πολιτική συνείδηση. Το έλλειμμα πολιτικής συνείδησης φαίνεται καταρχήν στη διαφορετική πολιτική αντίληψη που ανέπτυξαν οι Ελλαδίτες προύχοντες σε σχέση με τους ομοεθνείς της διασποράς και εξηγεί τις αποκλίνουσες συμπεριφορές που ανέπτυξαν τοπικές ομάδες και κοινωνίες. Αυτό μπο-

Αναγνωσταράς

ρεί να κατανοηθεί καλύτερα όταν θα παρατηρήσει κάποιος τη δράση των Επτανησίων εθελοντών στις επαναστατημένες περιοχές. Συμπεριφέρονται πειθαρχημένα, ως τακτικός στρατός, χωρίς έκτροπα και λεηλασίες, διότι έχουν ήδη διανύσει ένα συνταγματικό βίο 24 περίπου χρόνων ως πολίτες, και όχι υπήκοοι, της Επτανήσου Πολιτείας. Οι λεηλασίες και οι σφαγές στην Τρίπολη κράτησαν 3 μέρες, ήταν πρωτοφανείς σε ωμότητα και πραγματοποιήθηκαν, αυθόρμητα, μόνο από τον λαό, την ίδια στιγμή που οι Ελληνες ισχυροί προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τους Οθωμανούς και να συγκρατήσουν το μαινόμενο χριστιανικό πλήθος. Φαίνεται όμως πιθανό πως η έκταση των σφαγών δεν θα είχε λάβει αυτήν την έκταση, εάν οι απλοί πολιορκητές δεν είχαν αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς και δεν έβλεπαν το τελευταίο δεκαήμερο της άτυπης ανακωχής τα φορτία που έστελναν οι επιφανείς πολιορκούμενοι στους μεγάλους οπλαρχηγούς. Επίσης, θα πρέπει, πριν χαρακτηρίσουμε με πολλά επίθετα και αναχρονισμούς τα αποτρόπαια γεγονότα της άλωσης, να δούμε τι έγινε στο παρελθόν σε αντίστοιχες περιπτώσεις στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Ας θυμηθούμε γρήγορα ποια

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης

ήταν η στάση των Ελλήνων απέναντι στους Οθωμανούς στις δύο προηγούμενες απόπειρες απελευθέρωσης της Πελοποννήσου από την κυριαρχία του σουλτάνου. Στην πολεμική προσπάθεια των Βενετών υπό τον Francesco Morosini (16851690) οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν σύσσωμοι τον Μοριά, ενώ όσοι προτίμησαν να παραμείνουν, λιγότεροι από 5.000, υποχρεωτικά εκχριστιανίστηκαν. Δεν προβλεπόταν κάποια συνύπαρξη με μουσουλμανικούς πληθυσμούς και το πιο σοβαρό έκτροπο που σημειώθηκε στον πόλεμο ήταν η παρασπονδία των βενετικών αρχών, σε αντίθεση με τα συμφωνηθέντα, να σκλαβώσουν τα γυναικόπαιδα του Μυστρά και να ρίξουν τον άρρενα πληθυσμό στις γαλέρες (3). Στα γεγονότα των Ορλωφικών την άνοιξη του 1770, οι Ελληνες με δική τους πρωτοβουλία, αρνούμενοι τις αντίθετες υποδείξεις των Ρώσων αξιωματικών, προβαίνουν σε μερικές των σφαγές Οθωμανών του Ναβαρίνου και της Αρκαδίας (Κυπαρισσία), στέλνουν τους υπόλοιπους στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, ενώ οι Μανιάτες σφάζουν όλους τους άρρενες μουσουλμάνους και Εβραίους του Μυστρά, δηλαδή για τους οθωμανικούς πληθυσμούς υπήρχε το δίλημμα σφαγή ή φυγή. Μετά τα Ορλωφικά οι Ελληνες,

αξιολογώντας την εμπειρία του 1770, διαπίστωσαν ότι για ένα νέο επαναστατικό εγχείρημα θα έπρεπε να οργανωθεί ο αγώνας στο Σούλι, ένα αγκάθι στα πλευρά των Τσάμηδων και λοιπών Αλβανών που δεν θα τους επέτρεπε μια νέα ανενόχλητη κάθοδο στο Μοριά (ένα σχέδιο που μπήκε σε εφαρμογή με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 και αργότερα με τον Χριστόφορο Περραιβό), ενώ οι Οθωμανοί εφάρμοσαν την προληπτική ομηρία των προεστών της Πελοποννήσου ως μέτρο αποτροπής εκδήλωσης επαναστατικών ενεργειών, τόσο το 1787 όσο και το 1821, ένα μέτρο που δεν είχε εφαρμοστεί το 1770. Η μαρτυρία που παρουσιάζουμε είναι ένα υπόμνημα για την Ελληνική Επανάσταση, το οποίο αποστέλλει στις 20 Νοεμβρίου (ν.ημ.) προς τη Γραμματεία του Παπικού Κράτους (Segreteria di Stato) ο υποπρόξενος του Βατικανού στη Ζάκυνθο ιππότης Domenico Moretti (4). Σύμφωνα με τον παπικό αξιωματούχο ο πληροφοριοδότης του κατείχε υψηλή θέση μεταξύ των Ελλήνων, φαίνεται ότι ήταν Γάλλος, δεδομένου ότι κατ’ αυτόν διάφοροι Γάλλοι υψηλής θέσης, οι οποίοι ευρίσκονταν ακόμα μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη, ήσαν έτοιμοι και αυτοί να τον μιμηθούν και να εγκαταλείψουν τον Αγώνα. Ο ανώνυ-


|

53 39

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

17

ταξικό γεγονός το πλείστον γυναίκες και παιδία, μετεφέρθησαν εκτός της πόλεως και του στρατοπέδου εις το οποίον είχον παραμείνει επί δύο ημέρας εις εν είδος υψώματος έξω των τειχών της πόλεως και εκεί απεγυμνώθησαν πάντες και κατεκρεουργήθησαν φρικτώς· αι κοιλίαι των εγκύων κατεσχίσθησαν, τα σώματα αυτών διεμελίσθησαν κατά τρόπον αποτρόπαιον, αι κεφαλαί των απεκόπησαν και ετοποθετήθησαν εις σώματα κυνών, ενώ κεφαλαί κυνών ετοποθετήθησαν εις τα σώματα εκείνων, ως και εις άλλα ιδιαίτερα μέρη. Δεν υπάρχει είδος σκληρότητος, το οποίον να μη υπέστησαν τα δυστυχή εκείνα πλάσματα ομού μετά των τέκνων των. Ουδέ ετερματίσθη τότε η σφαγή, αλλ’ εξηκολούθησεν επί πολλάς συνεχείς ημέρας, ο δε αριθμός των σφαγέντων υπολογίζεται ολίγον κατώτερος των 8.000….. Επιπροσθέτως προς τα λεχθέντα υπολείπεται ακόμη να λεχθή ότι πάντες οι Εβραίοι κάτοικοι της Τριπόλεως (χίλιοι περίπου), άνδρες, γυναίκες και παιδία, υπέστησαν βασανιστήρια και εν συνεχεία εκάησαν ζώντες, άνευ εξαιρέσεως τινος, καθ’ όν τρόπον υπηγόρευσεν η σκληρά ιδιοτροπία των Ελλήνων εκείνων εις χείρας των οποίων είχον καταλήξει». Γιατράκος

μος Γάλλος ανήκε στον κύκλο του Δ. Υψηλάντη και του Αλέξανδρου Καντακουζηνού, καθώς οι απόψεις του ανιχνεύονται και στις Επιστολές του πρίγκηπα Αλέξανδρου Καντακουζηνού και έφυγε από την Πελοπόννησο αηδιασμένος (in disgusto) όταν είδε τις σφαγές στο Ναβαρίνο και στην Τρίπολη, την εκτροπή δηλαδή της Επανάστασης. Ο κύκλος των Δ. Υψηλάντη και Αλ. Καντακουζηνού ήθελε την παράδοση των φρουρίων να γίνεται στο όνομα του έθνους, τη διάσωση των οθωμανικών πληθυσμών, αλλά και την ασφαλή απομάκρυνσή τους από τα ελληνικά εδάφη, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μονεμβασιάς (5). Η κατάθεση του ανώνυμου Γάλλου αυτόπτη μάρτυρα της 23ης Σεπτεμβρίου έχει ιδιαίτερη αξία διότι δεν διαμεσολαβεί ο χρόνος και τα κόσκινα της επιλεκτικής μνήμης, δεν έχει φανερή πολιτική σκοπιμότητα και, κυρίως, δεν έχει σκοπό έντυπης δημοσίευσης, καθώς ο γραπτός λόγος έχει τους δικούς του περιορισμούς και συναισθηματικούς, θυμικούς αποκλεισμούς· γι’ αυτό τον λόγο και είναι πιο ακριβής στις ωμότητες που διαπράχτηκαν κατά τη λεηλασία της πόλης. Επιπλέον, από μια άλλη αντίληψη επιβεβαιώνει και συμπληρώνει τα όσα σημειώνει στο ημερολόγιο του

*Ιστορικός

Καποδίστριας

ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, αλλά και όσα καταχωρεί ο Ιωάννης Φιλήμων σε ανέκδοτο έργο του αλλά προτίμησε να αποσιωπήσει και να μην τα δημοσιεύσει (6). Η αφήγηση του Γάλλου στον παπικό υποπρόξενο θυμίζει μια of the record συνέντευξη, όπου διαμείβονται σημαντικές πληροφορίες που αποκρύπτονται από το ευρύ κοινό. Σύμφωνα με την έκθεση του παπικού διπλωμάτη: «Ο αριθμός των προ της Τριπόλεως ενόπλων κατά την εποχήν της καταλήψεώς της υπελογίζετο εις 15 χιλιάδας, ο δε αριθμός των εντός των τειχών της ατόμων, περιλαμβανομένων και των προδοτών Αλβανών, υπελογίζετο ότι ανήρχετο εις 10 χιλιάδας. Συνεφωνήθη συνθηκολόγησις, και πράγματι αύτη κατηρτίσθη μεταξύ του Μπέη της Μάνης, του Κολοκοτρώνη και των πολιορκημένων (καίτοι δεν διετυπώθη γραπτώς), αύτη δε ώθησε τους δυστυχείς Τούρκους να μη προφυλάσσονται πλέον, δεδομένου ότι αρκεταί χιλιάδες εξ αυτών εγκατέλειπον την πόλιν και επί μια ή δύο ημέρας προσήρχοντο εις εν των ελληνικών πεδίων. Οι πολιορκούντες την πόλιν εκ της πλευράς του Αργους, βλέποντες τόσους Τούρκους να εξέρχωνται συνεχώς, ίνα συναντήσουν μερικούς γνω-

στούς των, και, φοβούμενοι μήπως δι’ αυτούς ουδέν απέμενε μερίδιον των λαφύρων, προέβησαν εις αιφνιδίαν έφοδον εξ ιδίας πρωτοβουλίας και αποφάσεως, χωρίς να κοινοποιήσουν τας διαθέσεις των εις τους λοιπούς, και, αφού κατέλαβον μιαν πύλην, και εν φρούριον, ανύψωσαν την χριστιανικήν σημαίαν. Μόλις εγένετο αντιληπτόν τούτο πάντες οι αποτελούντες το έτερον στρατόπεδον επετέθησαν κατά της πόλεως εξ όλων των πλευρών και κατέλαβον ταχέως ταύτην μετά ελαχίστην αντίστασιν εκ μέρους των Τούρκων, οίτινες ουδόλως ανέμενον τοιαύτην επίθεσιν, παρέδωσαν δε αμέσως τα όπλα των, ελπίζοντες να σώσουν την ζωήν των. Ομως ηπατήθησαν οικτρώς και, γενομένης τρομεράς σφαγής, εφονεύθησαν πολλαί χιλιάδες άνευ διακρίσεως. Οι Ελληνες επέτρεψαν να εξέλθουν ησύχως εκ της πόλεως εις 1.800 Αλβανούς, οίτινες εν τη πραγματικότητι είχον συμπεριφερθή ως προδόται έναντι των Τούρκων και είχον συμφωνήσει να μη παρακωλύσουν την είσοδον των Ελλήνων εις Τρίπολιν, αντιθέτως, μάλιστα, είχον συμφωνήσει να τους βοηθήσουν να εισέλθουν. Η φρικτωτέρα όμως εξ όλων των σκηνών επεφυλάχθη την επαύριον, ότε 3.000 περίπου πρόσωπα, κατά

ΥΠΟΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ 1. Κυριάκος Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21. Πρώτος τόμος: 1821-1822, σ. 250, 253. 2. Γιάννης Κόκκωνας,«Πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς: η μαρτυρία του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου για τις διαπραγματεύσεις και το “ρεσάλτο”», Οψεις της Επανάστασης του 1821. Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα 12 και 13 Ιουνίου 2015, Περιοδικό Μνήμων, Αθήνα 2018, σ. 21-44. 3. Κωνσταντίνος Μέρτζιος – Θωμάς Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του εις τα Αρχεία της Βενετίας κατά την Ενετοκρατίαν (1687-1715)», Λακωνικαί Σπουδαί τ. 9 (1988), σ. 235-237. 4. Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αρ. 10. Εγγραφα του Αρχείου Βατικανού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδιδόμενα υπό Γεωργίου Ζώρα, τόμος Α΄ 18201826, Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι 1979, σ. 186-191. 5. Δύο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση. Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα και ένα υπόμνημα του πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού, μετάφραση Χρίστος Μ. Οικονόμου, εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών – εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2015, σσ. 107, 243-244, 255. Θα πρέπει επίσης να επισημανθούν οι εύστοχες παρατηρήσεις του κ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου σχετικά με τον πρωταγωνιστικό ρόλο τού Ιωάννη Καποδίστρια στον σχεδιασμό της Επανάστασης του 1821, ό.π., σ. 124, 128-129, 136, 261. 6. Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σ. 37-38, 41.

Μόλις εγένετο αντιληπτόν τούτο πάντες οι αποτελούντες το έτερον στρατόπεδον επετέθησαν κατά της πόλεως εξ όλων των πλευρών και κατέλαβον ταχέως ταύτην μετά ελαχίστην αντίστασιν εκ μέρους των Τούρκων, οίτινες ουδόλως ανέμενον τοιαύτην επίθεσιν, παρέδωσαν δε αμέσως τα όπλα των, ελπίζοντες να σώσουν την ζωήν των. Ομως ηπατήθησαν οικτρώς και, γενομένης τρομεράς σφαγής, εφονεύθησαν πολλαί χιλιάδες άνευ διακρίσεως»


18

54

Η άλωση της Τριπολιτσάς

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

|

ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΠΟΛΗ

Η καθημερινή ζωή στην Τρ Της Εύας Γαλανιάδη*

Τ

Πριν από την άλωσή της αποτελούσε ένα «παράδοξον μωσαϊκόν» φυλών, εθνοτήτων και θρησκειών, αφού την κατοικούσαν Οθωμανοί, Ελληνες χριστιανοί ορθόδοξοι, Αλβανοί και Εβραίοι

ριπολιτσά. Η «μεγάλη τουρκόπολις», όπως τη χαρακτηρίζει ο Γριτσόπουλος, στην καρδιά της Πελοποννήσου, έδρα του πασαλικιού του Μορέως από τον 18ο αιώνα, έμελλε να γίνει το σύμβολο της Επανάστασης του 1821. Εδώ, θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε πτυχές της καθημερινότητας της πόλης με τη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική σημασία εκείνη την εποχή. Μιας πόλης πολύχρωμης και πολυσυλλεκτικής, ενός κέντρου διοικητικού, στρατιωτικού και οικονομικού. Η πόλη, πριν από την άλωση της 23ης Σεπτεμβρίου 1821, αποτελούσε ένα «παράδοξον μωσαϊκόν» φυλών, εθνοτήτων και θρησκειών, αφού την κατοικούσαν Οθωμανοί (διοίκηση), Ελληνες χριστιανοί ορθόδοξοι, Αλβανοί (στρατιώτες) και Εβραίοι. Οι πληθυσμοί αυτοί συμβίωναν, εργάζονταν (εκτός από την «παρασιτική ελίτ») και περνούσαν τις μέρες τους γύρω από το σεράι του πασά, το «περιβόλι περιτοιχισμένον με υψηλάς μάνδρας, κατά το τουρκικόν έθιμον», όπως το περιγράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Αρεως. Η ζωή μέσα στην πόλη χρωματιζόταν από τη διαφορετικότητα των κατοίκων της, ωστόσο, όπως αναφέρουν περιηγητές και απομνημονευματογράφοι, το τουρκικό στοιχείο επικρατούσε. Η Τριπολιτσά σήμερα, όπως και τον 18ο αιώνα, αναπτύσσεται επάνω σε τέσσερις κύριους οδικούς άξονες και διέθετε τείχος. Είχε επτά πόρτες (πύλες). Καθεμιά τους είχε μια τάπια με κανόνια. Τα λάβαρα με την Ημισέληνο ήταν ορατά από μακριά. Το μεγάλο τείχος που περιέκλειε την πόλη, ένα μικρό υπόλειμμα του οποίου λέγεται ότι σώζεται στο νεκροταφείο της Μεταμόρφωσης, στην πάλαι ποτέ Πύλη του Ναυπλίου από όπου εισέβαλαν οι επαναστάτες, ήταν χτισμένο με αγγαρεία Ελλήνων, από αρχαιότητες της Τεγέας. Μάλιστα, οι χτίστες, κατ’ εντολήν των Οθωμανών, είχαν τοποθετήσει τις κεφαλές ή τις επιγραφές των αρχαιοτήτων με τρόπο ώστε να μην είναι ορατές, για να μη σκανδαλίζονται οι Οθωμανοί. Εκεί ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville είχε αντικρίσει με φρίκη το 1799 την πυραμίδα με τις κεφαλές Αλβανών τους οποίους είχε σφάξει ο Χασάν πασάς το 1779. Σήμερα, στέκει εντός του νεκροταφείου ένα ταπεινό μνημείο που θυμίζει την είσοδο των επαναστατημένων στην πόλη, αφρόντιστο μάλλον από τους Τριπολίτες. Οπως ήταν συνηθισμένο για την εποχή που εξετάζουμε, οι περισσότεροι από τους κατοίκους ήταν γεωργοί,

ποιμένες και ημερόβιοι. «Εις δε την πόλιν μένουν μόνο οι βιομήχανοι», λέει ο Φώτης Χρυσανθόπουλος. Οπου βιομήχανοι, οι βιοτέχνες, στην πραγματικότητα. Ο πληθυσμός της πόλης παρουσίαζε αυξομοιώσεις, αφού από την άνοιξη και μετά έρχονταν προς αναζήτηση εργασίας χτίστες αλλά και έμποροι –εξ ου και η ύπαρξη τόσων πανδοχείων, όπως θα δούμε παρακάτω. Ο ίδιος αγωνιστής αφηγείται πως οι κάτοικοι είχαν τη συνήθεια να αγοράζουν τις τροφές τους από την αρχή του χειμώνα καθώς τότε τα τρόφιμα ήταν πιο φτηνά, διότι εκείνη την εποχή έφερναν στην πόλη τα δέκατα και τα τριτοδέκατα όχι μόνο αυτής της επαρχίας αλλά και από άλλες επαρ-

χίες. Τα γεννήματα έμεναν απούλητα στις αποθήκες. Τον Απρίλιο, όταν επέστρεφαν οι άνθρωποι από τα παράλια και τα χειμαδιά, τα προϊόντα πωλούνταν σε υψηλότερη τιμή, καθώς υπήρχε μεγαλύτερη ζήτηση. Αγορά γινόταν στην πόλη κάθε οκτώ ημέρες όπου «έκαστος αγόραζεν ώς και τυρί, βούτυρον και το λάδι της χρονιάς του». Από την εορτή του Αγίου Γεωργίου και μετά ξεκινούσαν οι μεγάλες εμποροπανηγύρεις οι οποίες συγκέντρωναν πλήθος εμπόρων. Η αγορά της πόλης ήταν καθαρά τουρκική. Το çarsi (σκεπαστοί εμπορικοί δρόμοι), ευθύγραμμο και ορθογώνιο, διαιρούσε την πόλη στα δύο από Βορρά προς Νότο. Η κυρίως αγορά ήταν στεγα-

σμένη, μεγάλο τμήμα της όμως ήταν υπαίθριο. Στους ίδιους δρόμους (χωμάτινοι, γεμάτοι σκόνη και λάσπη) βρίσκονταν τα εργαστήρια, 558 τον αριθμό, τα οποία κάλυπταν τις τοπικές ανάγκες για μαλλί, μεταξωτά νήματα, στρώση υποζυγίων και ένδυση. Ακόμα, υπήρχαν μαγαζιά που πουλούσαν καφέ και άλλα που τον καβούρδιζαν, μαγειρεία, χρυσοχοεία, ρολογάδικα, καταστήματα που πουλούσαν μπόζα, ένα είδος τοπικής μπίρας, σαλέπι και ρακί, μπουγατσάδικα και φούρνοι, μπακάλικα. Στο ακραίο σημείο της αγοράς βρισκόταν το ψαροπάζαρο και πίσω του τα υπαίθρια κρεοπωλεία. Σημαντική άνθηση γνώρισε η βυρσοδεψία στην Τριπολιτσά καθώς τα δέρματα ως πρώτη ύλη υπήρ-


|

59 39

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

19

ριπολιτσά τον 18ο αιώνα

χαν σε αφθονία. Το 1807 συναντάμε οργανωμένους σε συντροφία τους αμπατζήδες, δηλαδή τους ράπτες χονδρών μάλλινων υφασμάτων της πόλης. Εκτός από την υφαντουργία δημιουργήθηκε και σαπουνοποιία στην Τριπολιτσά. Οι Εβραίοι είχαν αναλάβει εξ ολοκλήρου το εσωτερικό εμπόριο, ενώ καταπιάνονταν δυναμικά και με το εξωτερικό. Αγόραζαν κυρίως τσόχινα υφάσματα τα οποία προωθούσαν στη συνέχεια στη Στερεά Ελλάδα. Το παζάρι της πόλης ο Μπόιερμαν το συγκρίνει με την εβδομαδιαία αγορά των μικρών πόλεων της Κεντρικής Ευρώπης. Ακόμη, υπήρχε μπεζεστένι, όπου γίνονταν αγοροπωλησίες και φυλάσσονταν εμπορεύματα, τέσσερα

τζαμιά, 18 χάνια (τα δύο τουρκικά), 2 menzil, που ήταν σταθμοί ανεφοδιασμού όπου ο ταξιδιώτης έβρισκε και φαγητό, πέντε χαμάμ και 22 κοινόχρηστες βρύσες. Ο περιηγητής Pouqueville αριθμεί πέντε ορθόδοξες εκκλησίες. Σύμφωνα με την περιγραφή του, οι δρόμοι ήταν λιθοστρωμένοι μόνο στο κέντρο. Οι πλούσιοι κάτοικοι είχαν χτίσει μεγάλα οικήματα χωρίς καλαισθησία και με φανταχτερά χρώματα, ενώ οι φτωχότεροι ζούσαν σε «καλύβες», δηλαδή σπίτια με ένα μόνο δωμάτιο, κοντά στο τείχος, φτιαγμένα με πλίνθους. Ο καπνός της εστίας τους έφευγε από τα κεραμίδια της σκεπής, καθώς δεν είχαν προνοήσει ούτε καν για καπνοδόχο. Κάθε σπίτι είχε το πηγάδι του, λέει ο περι-

ηγητής, αλλά το νερό δεν ήταν καλό, σε αντίθεση με το νερό των πηγών. Από τον Απρίλιο του 1821 «εγέμισεν η Τριπολιτσά πληθυσμόν τουρκικόν και ενόπλους», αφού οι Οθωμανοί επιζητούσαν την ασφάλεια του τείχους της. Ως προς τις σχέσεις του ελληνικού και του οθωμανικού στοιχείου, δεν είναι λίγες οι αναφορές στις πηγές που επισημαίνουν τη φιλία μεταξύ τους. Πριν από την άλωση, πολλές οικογένειες Οθωμανών ζήτησαν προστασία από τους γείτονες και φίλους Ελληνες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι Ελληνες δεν πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις παρά μόνο στα σπίτια τους, ενώ οι δημόσιες κρήνες και τα μαγαζιά ήταν τα μέρη όπου συναντιούνταν.

Πρέπει να πούμε, επίσης, ότι η ζωή στο σεράι διέφερε από τη ζωή εκτός αυτού. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές του Pouqueville για τη ζωή εντός του σεραγίου, όπου όλα περιστρέφονταν γύρω από τον πασά και όπου γίνονταν επίσημα δείπνα, με τις χανούμισσες να χορεύουν, με γελωτοποιούς και τραγούδια, κρέατα μαγειρεμένα με λίπος και καρυκεύματα, βαριά και με έντονη μυρωδιά. Και τα τραπέζια των Ελλήνων; Στην Τριπολιτσά έτρωγαν ελιές και χαβιάρι, το οποίο ο περιηγητής μας βρήκε «μαύρο και απαίσιο στην όψη», ενώ σημείωνε ότι προκαλούσε αηδία στους ξένους. Οι Ελληνες είχαν υιοθετήσει τη συνήθεια να τρώνε στον σοφρά, το χαμηλό τραπέζι, πολύ πρόχειρα, όλες τις ημέρες εκτός από τις γιορτινές, ενώ «έπιναν κρασί με τη σειρά γύρω γύρω και επανειλημμένα επί πολλή ώρα μετά το φαγητό». Τα αγγούρια τα έκοβαν κομματάκια και τα έριχναν στο γάλα. Είχαν και πολλά γλυκά: χαλβά, κουραμπιέδες, κανταΐφια, μπουρέκια, γιαούρτι και καϊμάκι, αλλά και σερμπέτια από φράουλες, βατόμουρα ή βερίκοκα. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι Ελληνες «μαγείρευαν» την επανάσταση ψήνοντας χοιρινό τις Απόκριες, καθώς εκείνες τις ημέρες οι Οθωμανοί δεν πλησίαζαν σε ελληνικά σπίτια, αφού θεωρούν το κρέας αυτό ακάθαρτο. Ο πόλεμος είναι πάντοτε μια βαθιά τομή. Στην πιο πάνω ειρηνική εικόνα, αντιπαραθέτουμε την περιγραφή του Raybaud μετά την άλωση: Παιδιά -τι σημασία ποιας εθνοτικής ομάδας;- πέφτουν μανιασμένα πάνω στις ρώγες σταφυλιού που είχαν φτύσει οι στρατιώτες στο τείχος για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Η Τριπολιτσά μετά την άλωση ήταν «κουρσεμένη, μια αμαρτωλή πόλη του μίσους, της οργής, της εκδικήσεως και του αίματος», με άταφους σωρούς οστών. Πείνα, τύφος, αβεβαιότητα. Σήμερα, πολλά τα απομεινάρια του οθωμανικού παρελθόντος της. Ενα από αυτά η αγορά στην πλατεία Βαλτετσίου, εκεί όπου υπήρχε το παζάρι, και τα πολλά σπίτια του 19ου αιώνα και του 20ού, χτισμένα μέσα σε ψηλή μάντρα, ένα καθαρά οθωμανικό στοιχείο που «παντρεύτηκε» με τον νεοκλασικισμό. Κάτω από τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην Αρεως, πάνω από τα παραχωσμένα οστά εκείνων που χάθηκαν στην άλωση, παίζουν ειρηνικά σήμερα παιδιά μουσουλμανικών οικογενειών. Η Ανατολή και η Δύση συναντιούνται ακόμα στο κέντρο της Πελοποννήσου εξαιτίας -και πάλι- του πολέμου. *Ιστορικός-δημοσιογράφος

Η Τριπολιτσά μετά την άλωση ήταν «κουρσεμένη, μια αμαρτωλή πόλη του μίσους, της οργής, της εκδικήσεως και του αίματος», με άταφους σωρούς οστών. Πείνα, τύφος, αβεβαιότητα


20

60

Η άλωση της Τριπολιτσάς

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

|

ΟΘΩΜΑΝΙΚΉ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ

Τα χαμένα κομμάτια ενός Toυ Παναγιώτη Τσακόπουλου*

Η

πολεοδομική εικόνα της τελευταίας οθωμανικής πρωτεύουσας του Μοριά παρέμεινε για πολλά χρόνια συγκεχυμένη. Τα φυσικά της ίχνη διαγράφηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον χώρο, αρχικά από τις διαδοχικές καταστροφές που προκάλεσαν τα

Τα φυσικά ίχνη της Τριπολιτσάς διαγράφηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον χώρο, αρχικά από τις διαδοχικές καταστροφές που προκάλεσαν τα γεγονότα της εξέγερσης του 1770 και της Ελληνικής Επανάστασης και, στη συνέχεια, από την προσπάθεια εξάλειψης κάθε οθωμανικής χωρικής μνήμης μετά την Ανεξαρτησία,

γεγονότα της εξέγερσης του 1770 και της Ελληνικής Επανάστασης και, στη συνέχεια, από την προσπάθεια εξάλειψης κάθε οθωμανικής χωρικής μνήμης μετά την Ανεξαρτησία, από τη συνειδητή άρνηση των πολιτών της να συγκρατήσουν την ανάμνηση εκείνης της πόλης: είναι εντυπωσιακή, για παράδειγμα, η ένδεια πληροφοριών για τον αστικό χώρο και τις λειτουργίες του

στους αυτόπτες ιστορικούς και στα απομνημονεύματα του Αγώνα. Επιπλέον, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, ιστοριοδίφες και ιστοριογράφοι δεν ενδιαφέρθηκαν τόσο να αναζητήσουν και να ανασυνθέσουν τα θραύσματα του οθωμανικού παρελθόντος της πόλης, όσο επέλεξαν να γράψουν γι’ αυτήν μέσα από το φίλτρο του εθνικού αφηγήματος. Βασικό μειονέκτημα, ακόμα και

των πιο συγκροτημένων προσεγγίσεων, όπως εκείνη του Arnold Boyerman, το 1957, ήταν η άγνοια των οθωμανικών αρχειακών πηγών, η πρόσβαση στις οποίες, από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και μετά, θα θέσει σε νέες βάσεις τις οθωμανικές ιστορικές σπουδές στον βαλκανικό χώρο και, λίγο αργότερα, και στην Ελλάδα. Ή πρώτη προσέγγιση της οθωμανι-

Barbié du Bocage, χειρόγραφο τοπογραφικό σκαρίφημα της Τριπολιτσάς, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Pouqueville (λεπτομέρεια) Πηγή: Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη


|

39 61

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

21

πολεοδομικού παζλ

«Plan of the Siege of Tripolizza by the Greeks in 1821», δημοσιευμένο στο: History of the Greek Revolution by Thomas Gordon, F.R.S. In Two Volumes [1832]

Τριπολιτσά- Ανασύσταση του οθωμανικού πολεοδομικού ιστού στις αρχές του 19ου αιώνα, σχέδιο συγγραφέα

κής ιστορίας της Τριπολιτσάς που βασίστηκε σε αδημοσίευτα φορολογικά και απογραφικά κατάστιχα των οθωμανικών αρχείων ήταν η σύντομη αλλά πυκνή μελέτη του Τούρκου ιστορικού Nejat Göyünc, το 1972, που αποτέλεσε στη συνέχεια κείμενο αναφοράς για Ελληνες και ξένους ερευνητές, όπως ιδιαίτερα ο Ολλανδός Machiel Kiel (2005) και ο ελληνικής καταγωγής Γιάννης Αλεξανδρόπουλος (John C. Alexander, 2006). Οι τελευταίοι βάσισαν επίσης τις μελέτες τους για την πόλη σε στοιχεία των οθωμανικών αρχείων. Παράλληλα, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι μόνες τοπογραφικές αναπαραστάσεις της οθωμανικής Τριπολιτσάς που ήταν γνωστές ήταν το τοπογραφικό σχέδιο του Barbié du Bocage που συνόδευε την ενδιαφέρουσα περιγραφή της πόλης από τον Pouqueville στο πρώτο του βιβλίο για τον Μοριά, το 1805, και τα σχέδια των Raybaud και Gordon που εικονογραφούσαν αντίστοιχα τις δικές τους ιστορίες της Ελληνικής Επανάστασης και της πολιορκίας της πόλης –άγνωστα παρέμεναν ακόμη τα χειρόγραφα τοπογραφικά σκαριφήματα του Γάλλου γεωγράφου από τη συλλογή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, πολύ πιο πλούσια σε πληροφορίες. Πε-

να αποτελούσαν σημαντικά αξιοθέατα. Μοναδική μάλλον εξαίρεση είναι το σκίτσο που ο Αγγλος περιηγητής John Bacon Sawrey Morritt περιέλαβε το 1795 στις «Επιστολές» του, εκτελεσμένο εκ του φυσικού από τον Βιεννέζο σχεδιαστή που τον ακολουθούσε στο ταξίδι του, σκίτσο που δείχνει με αρκετό ρεαλισμό μια γενική άποψη της πόλης, του τείχους και των τζαμιών της από τα νοτιοανατολικά, με φόντο τις βουνοκορυφές του Μαινάλου. Ο εντοπισμός, στα τέλη του 1983, στα γαλλικά στρατιωτικά αρχεία, στο Παρίσι, του χειρόγραφου πολεοδομικού σχεδίου που, κατά παραγγελία του Καποδίστρια, συνέταξαν στα τέλη του 1828 ο Κερκυραίος λοχαγός του Επιτελείου Σταμάτης Βούλγαρης και ο Γάλλος λοχαγός του Μηχανικού Garnot, επέτρεψε να αποκτήσουμε ένα ακριβές χωρικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο θα μπορούσε πλέον να επιχειρηθεί η εγγραφή κάθε πληροφορίας που διαθέταμε για την πόλη της οθωμανικής περιόδου, από περιηγητικά κείμενα, καταγραμμένες προφορικές μαρτυρίες (όπως αυτές που διέσωσε ο Τάσος Αθανασιάδης), ιστοριογραφικές και αρχειακές πηγές (όπως οι πληροφορίες των

ρισσότερο τοπογραφικές «εικόνες» παρά τοπογραφικές αποτυπώσεις, τα δημοσιευμένα σχέδια περιείχαν αναμφισβήτητα σημαντικά στοιχεία –εικονοποιώντας το φυσικό ανάγλυφο, το τείχος και τους προμαχώνες του, το ακανόνιστο πλέγμα των δρόμων και τα βασικά αστικά τοπόσημα, όπως το παζάρι και τα μουσουλμανικά τεμένη–, περιείχαν όμως και παραπλανητικές ανακρίβειες – όπως, στην περίπτωση του σχεδίου του Barbié, το μακρόστενο, ωοειδές σχήμα του τείχους, η ωραιοποιημένη γεωμετρική σχηματοποίηση του Κάστρου και η εκτός

κλίμακας απόδοση των κτιρίων του σεραγίου. Θα προσθέσω ότι, σε αντίθεση με πόλεις του Μοριά με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως, για παράδειγμα η Κόρινθος, λείπουν σχεδόν εντελώς από τις περιηγητικές εκδόσεις πριν από την Επανάσταση, αλλά και από τις μέχρι σήμερα γνωστές χειρόγραφες αδημοσίευτες συλλογές, οι προοπτικές απόψεις της Τριπολιτσάς, κάτι αρκετά δυσεξήγητο για μια οθωμανική πρωτεύουσα, έστω επαρχιακή, όπου και μόνο το συγκρότημα του σεραγίου και τα κτίρια του παζαριού πρέπει

Tripolizza, 1795, Πηγή: G.E. Marindin (ed.), The letters of John B.S. Morritt of Rokeby, Descriptive of journeys in Europe and Asia Minor in the years 17941796

Γυρίστε σελίδα

Σε αντίθεση με πόλεις του Μοριά με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, για την Τριπολιτσά λείπουν σχεδόν εντελώς από τις περιηγητικές εκδόσεις πριν από την Επανάσταση, αλλά και από τις μέχρι σήμερα γνωστές χειρόγραφες αδημοσίευτες συλλογές, οι προοπτικές απόψεις, κάτι αρκετά δυσεξήγητο για μια οθωμανική πρωτεύουσα


22

62

Η άλωση της Τριπολιτσάς

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

|

ΟΘΩΜΑΝΙΚΉ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ

Μια θολή εικόνα Συνέχεια από την προηγούμενη σελίδα

Είμαστε ακόμη μακριά από το να έχουμε μια πλήρη εικόνα της Τριπολιτσάς στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, αφού δεν έχει μέχρι τώρα γίνει δυνατή από τους ερευνητές η ταυτοποίηση της ονομασίας και της θέσης στον χώρο του συνόλου των σημαινόντων κτιρίων της πόλης

βενετικών και των οθωμανικών καταστίχων ή το κατάστιχο του Ρήγα Παλαμήδη), αλλά και από την επεξεργασία των γεωμετρικών στοιχείων του σημερινού οικιστικού ιστού, στον οποίο είναι πάντα εμφανείς οι χαράξεις της οθωμανικής πόλης. Ή τοπογραφική αυτή αποτύπωση, πάνω στην οποία οι δύο στρατιωτικοί μηχανικοί χαράζουν μια ιδεατή ρυμοτομία για την πόλη της νέας εποχής, καταγράφει το ακριβές περίγραμμα του τείχους και τη θέση των πυλών του και εμφανίζει με αρκετή πληρότητα το συστρεφόμενο οικιστικό πλέγμα της οθωμανικής Τριπολιτσάς (που ήταν τότε εμφανώς ανιχνεύσιμο παρά τις εκτεταμένες καταστροφές του πολέμου), δίνει όμως ελάχιστες ή καθόλου πληροφορίες για τους μαχαλάδες και τις δημόσιες κρήνες της, για τα κοινωφελή και θρησκευτικά της κτίσματα, για το σεράι, τις αγορές και τις κατοικίες της. Ωστόσο, κειμενικές και σχεδιαστικές πηγές επιτρέπουν μια πρώτη ανασύνθεση της πολεοδομικής εικόνας της οθωμανικής πόλης: O οικισμός της Τριπολιτσάς δημιουργείται στα τέλη του 14ου αιώνα στις παρυφές του υψώματος όπου βρίσκεται ήδη το μικρό Κάστρο, που δεσπόζει του οροπεδίου στους πρόποδες του Μαινάλου. Μετά την κατάκτηση του Μοριά, το 1460, οι Οθωμανοί θα δημιουργήσουν τον νέο κεντρικό πυρήνα του (όπου και η αγορά και πιθανότατα ένας χώρος προσευχής –μεστζίτ– για τους πρώτους μουσουλμάνους κατοίκους), πέραν των ήδη κατοικημένων χριστιανικών συνοικιών, μετατοπισμένο σε μια απόσταση περίπου 600 μέτρων βορειοανατολικά από το Κάστρο. Ή ίδρυση ενός τζαμιού της Παρασκευής στην Τριπολιτσά θα γίνει αργότερα, και πάντως μετά το 1520. Στο τέλος της πρώτης οθωμανικής περιόδου (1685), ο πληθυσμός του οικισμού πλησιάζει τις 3.000 κατοίκους, η πόλη είναι έδρα καδή και διαθέτει ήδη, σύμφωνα με τις κρατικές αρχειακές πηγές, δύο τζαμιά, ένα λουτρό και ένα κατώτερο σχολείο, ενώ ο Evliya Celebi προσθέτει έξι μεστζίτια, δύο μονές δερβίσηδων (τεκέδες), δύο ιεροδιδασκαλεία (μεντρεσέδες) και τρία κατώτερα μουσουλμανικά σχολεία. Ο οθωμανικός χαρακτήρας της πόλης θα παγιωθεί μετά τη δεύτερη οθωμανική κατάκτηση, οπότε η μεταφορά σ’ αυτήν της έδρας του Μόρα Βαλεσή θα σημάνει τη ραγδαία δημογραφική και οικιστική της ανάπτυξη. Το συγκρότημα του σεραγίου, που κτίζεται σε διαδοχικές μάλλον φάσεις στη διάρκεια του 18ου αιώνα, φαίνεται να λειτουργεί

Η εμμονή του οθωμανικού πολεοδομικού ιστού στο σύγχρονο ρυμοτομικό πλέγμα: αεροφωτογραφία της Τρίπολης, 1975, πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Αθήνα

ως αντιδιαμετρικός, προς τον αρχικό πυρήνα της πόλης, πόλος έλξης προς τα βορειοανατολικά, ενώ βασικό μοχλό της πολεοδομικής διαμόρφωσης θα αποτελέσουν οι βακουφικές δωρεές κοινωφελών συγκροτημάτων από σημαίνοντες μουσουλμάνους αξιωματούχους, όπως, ιδιαίτερα, το εκτεταμένο kulliye του βαλή του Μοριά Μπεκήρ πασά (el-Hadj Ebu Βekir Paşa) στο κέντρο της πόλης, γύρω στο 1740. Είμαστε, ωστόσο, ακόμη μακριά από το να έχουμε μια πλήρη εικόνα της Τριπολιτσάς στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, αφού δεν έχει μέχρι τώρα γίνει δυνατή από τους ερευνητές η ταυτοποίηση της ονομασίας και της θέσης στον χώρο του συνόλου των σημαινόντων κτιρίων της πόλης, των περιοχών των μαχαλάδων και των αγορών της, κ.λπ. Ο εντοπισμός τους θα πρέπει να γίνει μέσα από την επίμονη αναζήτηση στα στοιχεία των οθωμανικών και των βενετικών καταστίχων, των μοναστικών και των προσωπικών αρχείων και των αρχείων της ελληνικής μετεπαναστατικής διοίκησης, μέσα από την υπομονετική συσχέτιση των πληροφοριών ως χαμένων κομματιών ενός πολεοδομικού παζλ. «Plan de Tripolitsa, levé par M.M. Garnot Cap.ne du Génie et M. Bulgari Cap.ne d’État-major», Αρχείο Ιστορικής Υπηρεσίας Στρατού

*Αρχιτέκτονας


|

39 63

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

Ενας αξιόπιστος αυτόπτης εξηγεί πώς η ηγεσία των πολιορκητών στην Τριπολιτσά έχασε τον έλεγχο του στρατεύματος τη μέρα της άλωσης

23

Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΗ ΕΡΩΤΗΣΗ

«Ποίος λαός είναι αυτός;»

Του Γιάννη Κόκκωνα*

22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1821, μία μέρα πριν από την άλωση της Τριπολιτσάς. Οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης έχουν τελειώσει, έχει συνταχθεί και το κείμενο της συμφωνίας. Ο Αναγνωσταράς ωστόσο είναι ανήσυχος και λέει στους ηγέτες των πολιορκητών να προσέξουν, γιατί φοβάται ότι το είδος των συναλλαγών τους με τους ευκατάστατους πολιορκημένους Τούρκους και Τουρκαλβανούς θα προκαλέσει την εκδήλωση γενικής δυσαρέσκειας «των επιλοίπων καπεταναίων και του λαού». Εκείνοι δεν συμμερίζονται τις ανησυχίες του και αντιδρούν με μια περιφρονητική ερώτηση: «Ποίος λαός είναι αυτός;» Το στιγμιότυπο μας το αφηγείται ένας αξιόπιστος αυτόπτης μάρτυρας, ο σημαντικός Φιλικός Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις και στο τέλος της κάθε ημέρας, μέχρι και την επομένη της άλωσης, κατέγραφε ό,τι θεωρούσε σημαντικό, προφανώς για να συντάξει αργότερα λεπτομερή αναφορά προς τον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος τον είχε ορίσει εκπρόσωπό του. Οι ημερολογιακές αυτές σημειώσεις, σπουδαίο ντοκουμέντο, έμειναν εν πολλοίς αναξιοποίητες στο αρχείο του ιστορικού της Επανάστασης Ιωάννη Φιλήμονα για περίπου 150 χρόνια· το γιατί θα το καταλάβουμε διαβάζοντας αμέσως παρακάτω ένα απόσπασμα: τέτοιου είδους πληροφορίες ούτε ο ιστορικός των μέσων του 19ου αιώνα ήθελε να αποκαλύψει, ούτε οι αναγνώστες του βιβλίου του θα ήθελαν τότε να διαβάσουν. «Τὰ κακὰ τὰ ὁποῖα ἄρχισαν νὰ γίνωνται σήμερον εἶναι ἀπερίγραπτα, εἰς τρόπον ὅτι ὁ αἰσθαντικὸς ἄνθρωπος νὰ κλαίῃ· αἱ πόρται τῆς Τριπολιτζᾶς ἄνοιξαν· ὅλα τὰ στρατόπεδα ὁμοιάζουν ὡσὰν πανηγύρια, οἱ ἐδικοί μας δίδουν μέσα τυρί, βούτυρον, σῦκα, ψωμί, καὶ ἄλλα ὅσα εἴδη εἶναι ἀναγκαῖα διὰ μίαν πολιορκίαν καθὼς ἐκείνη τῆς Τριπολιτζᾶς, λαμβάνουν ἀντ’ αὐτῶν πιστόλια, μαχαίρια, τουφέκια, ἄσπρα [χρήματα δηλαδή], φορέματα, καὶ εἴ τι ἄλλο τυχαίνει· ἡ Μπουμπουλίνα ἐφέρθη πολλὰ ἀχρεῖα εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν· αὐτὴ ἔστειλεν εἰς Τριπολιτζὰν ἀνθρώπους, καὶ ἐμπορεύεται· ἀγοράζει δακτυλίδια, πέτραις πολυτίμους κ.λπ. Ὅλοι οἱ καπετανέοι γενικῶς μετέρχονται τοῦτο τὸ νέον ἐμπόριον· οἱ ἄρχοντες ἀκολουθοῦν τὸν συνηθισμένον τρόπον τους· δὲν φαίνεται νὰ ᾖναι ἀθῶοι· ὑποκρίνονται ὅμως τὸν ἀθῶον· ἀπὸ ταὶς 15 μέχρι τὴν σήμερον ἔπαυσε πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ γίνεται πόλεμος, οἱ ἐδικοί μας μετὰ τῶν Τούρκων συνασπάζονται κατὰ τὸν

τρόπον ὁποῦ [ἀσπαζόμεθα] εἰς τὴν ἀνάστασιν· ὅλοι οἱ καλοὶ πατριῶται φωνάζουν, “Τι εἶναι αὐτό, εἰπέτε νὰ ἠξεύρωμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ”! “Ἐχάθη ἡ πατρίς”; ἠρώτουν καὶ ἐμὲ πολλοί· πλὴν τι νὰ τοὺς εἰπῶ καὶ ἐγώ, παρὰ ἐκεῖνο ὁποῦ μὲ ὁδηγοῦν αἱ ἀπὸ καιρὸν εἰς καιρὸν περιστάσεις· ἤκουσα ἀπὸ πολλοὺς νὰ λέγουν ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης ἔστειλε μέσα τὸν γραμματικόν του, καὶ ἐπραγματεύετο· εὔγαλε, λέγουν ἓξ φορτία πρᾶγμα, εὔγαλε τὸν πλουσιώτερον Ἑβραῖον, ὀνομαζόμενον Κανών, καὶ ἄλλα πολλά». Αυτά, σημειωμένα τρεις ημέρες πριν από την άλωση, το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου 1821, και άλλα παρόμοια είχε κατά νου ο Αναγνωσταράς όταν μιλούσε ανήσυχος για τη δυσαρέσκεια των μικρών καπεταναίων και του στρατεύματος· και δεν μας είναι εντελώς άγνωστα: δύο από τους Φιλέλληνες που συμμετείχαν στην πολιορκία, ο Louis-Maxime Raybaud και ο Thomas Gordon, είχαν δημοσιεύσει πληροφορίες παραπλήσιες, την αξιοπιστία των οποίων είχε ευθέως αμφισβητήσει ο ιστορικός της Τριπολιτσάς Τάσος Γριτσόπουλος: «Περιττόν να ασχοληθή κανείς με τας ειδήσεις ταύτας. Πάντως είναι λίαν υπερβολικαί». Καθώς φαίνεται όμως, αν θέλει κανείς πραγματικά να καταλάβει τι συνέβη στην Τριπολιτσά το βράδυ της 22ας και το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου 1821, δεν είναι καθόλου περιττό να ασχοληθεί «με τας ειδήσεις ταύτας». Αντιθέτως. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να θυμηθούμε και τη συμφωνία για τη διανομή των λαφύρων που είχαν υπογράψει οι πολιορκητές στις 11 Σεπτεμβρίου, παρόντος του Δ. Υψηλάντη: Αν η Τριπολιτσά παραδινόταν με συνθηκολόγηση, το ⅓ (33%) της

λείας θα παραδιδόταν στο εθνικό ταμείο και τα ⅔ (67%) θα μοιράζονταν στα στρατεύματα· αν καταλαμβανόταν με έφοδο, στο εθνικό ταμείο θα πήγαινε το ¼ (25%) και οι στρατιώτες θα μοιράζονταν τα ¾ (75%). Οσο διαρκούσαν όμως οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση, οι Ελληνες στρατιώτες μάθαιναν ότι κάποιοι από τους αρχηγούς τους φρόντιζαν να οικειοποιηθούν σημαντικό μέρος του πλούτου που υπήρχε στην πόλη με διάφορους τρόπους. Ενα παράδειγμα ακόμα, από τις σημειώσεις του Αναγνωστόπουλου: “Τῇ 21ῃ τὴν Τετάρτην εἶπαν μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἔστειλαν ἀπὸ μέσα τοῦ Κολοκοτρώνη μίαν χρυσῆν χασιάν, καὶ ἕνα ζευγάρι πιστόλια· τῆς Μπουμπουλίνας ἕνα δακτυλίδι διαμαντένιον, καὶ ἄλλα διάφορα». Με τις φήμες αυτές να οργιάζουν, στις 22 Σεπτεμβρίου το βράδυ οι αντιπρόσωποι των δύο πλευρών συναντήθηκαν για τελευταία φορά και, όπως είπαμε, κατέληξαν σε συμφωνία. Το κείμενο με τους όρους της παράδοσης συντάχθηκε, καθαρογράφηκε σε δύο αντίγραφα και έμεναν οι υπογραφές που θα έμπαιναν το πρωί της επόμενης μέρας· κανονίστηκε και η ώρα της συνάντησης. Τα νέα θα πρέπει να κυκλοφόρησαν στο στρατόπεδο τη νύχτα. Το επόμενο πρωί, στον προσδιορισμένο τόπο και στη συμφωνημένη ώρα, ο Κολοκοτρώνης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Αναγνωσταράς, ο Γιατράκος και ο Αναγνωστόπουλος περίμεναν τους εκπροσώπους των Τούρκων και των Τουρκαλβανών να υπογράψουν για να αρχίσει η αποχώρηση των πολιορκημένων κατά τα συμφωνηθέντα. Και εκείνη ακριβώς την ώρα, από την άλλη μεριά της πόλης έγινε το «ρεσάλτο»· ένα μέρος του «λαού», οι στρατιώτες της επαρχίας Κυνου-

ρίας υπό τον Παναγιωτάκη Ζαφειρόπουλο και τον Κωνσταντίνο Βαλσαμή, έμπαινε ορμητικά στην πόλη. Ακολούθησαν οι Μεσσήνιοι υπό τον Παναγιώτη Κεφάλα και σε λίγο όλες οι πύλες άνοιξαν από μέσα, για να ορμήσει από όλες τις κατευθύνσεις το στράτευμα και να γίνει ό,τι έγινε. Οι πρώτοι Ελληνες ιστορικοί της Επανάστασης, ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Ιωάννης Φιλήμων, δεν συνέδεσαν την έφοδο με τις αντιδράσεις των μικρών καπεταναίων και μέρους των στρατευμάτων και προτίμησαν να την παρουσιάσουν σαν «ένα απρόβλεπτο γεγονὸς μὲ αίσιο, και μαζὶ απαίσιο, τέλος, σαν αποτέλεσμα αὐθόρμητης πρωτοβουλίας» «κάποιων Ελλήνων» λέει ο πρώτος, ενός θαρραλέου και πονηρού στρατιώτη από τα μέρη της Τσακωνιάς γράφει ο δεύτερος. Με ελάχιστες εξαιρέσεις οι κατοπινοί ιστορικοί τούς ακολούθησαν, προτιμώντας να αγνοήσουν τα ολίγα διακριτικά και προσεκτικά, όσο και σαφή, είχε γράψει το 1839 ο Αμβρόσιος Φραντζής για το ζήτημα: «Τινές τῶν Ὀθωμανῶν ἐξερχόμενοι τοῦ τείχους, ἐλάμβανον συνεντεύξεις ἰδιαιτέρας μετά τῶν επισημοτέρων Ἑλλήνων περὶ τῆς ἀτομικῆς ἕκαστος ἀσφαλείας [...]. Εἰς τὰς συνεντεύξεις αυτὰς οἱ Ἕλληνες ἐκολάκευον τοὺς Ὀθωμανοὺς, διὰ νὰ ὠφεληθῇ ἕκαστος αὐτῶν ἰδίως ἀπὸ τὰ ἐλπιζόμενα λάφυρα, τὸ ὁποῖον τοῦτο ὑποπτεύσαντες πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων ὅτι οἱ λαμβάνοντες τὰς συχνὰς μετὰ τῶν Ὀθωμανῶν συνεντεύξεις ἤθελον ὠφεληθῇ ἐν μέρει ἀπὸ τὰ πολυτιμώτερα λάφυρα, ἔλαβον μέτρον τοῦ νὰ εἰσπηδήσωσιν εἰς τὸ φρούριον, ζητοῦντες ἁρμοδίαν εὐκαιρίαν τῆς ἐφόδου αὐτῆς». *Ιστορικός, καθηγητής Ιονίου

Οσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση, οι Ελληνες στρατιώτες μάθαιναν ότι κάποιοι από τους αρχηγούς τους φρόντιζαν να οικειοποιηθούν σημαντικό μέρος του πλούτου που υπήρχε στην πόλη, με διάφορους τρόπους


24

64

Η άλωση της Τριπολιτσάς

28-29 Σεπτεμβρίου 2019

|

Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Τα «πρόσωπα» του Κολοκοτρώνη Του Βασίλη Καρδάση*

Ο

«Κάθε Ελληνας είχε τα καπρίτζια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη κατά τους ανθρώπους»

Κολοκοτρώνης, αναμφισβήτητα ο κορυφαίος των οπλαρχηγών του Αγώνα, διακρίθηκε για μια αταλάντευτη πορεία στη διάρκεια των επεισοδίων της Επανάστασης. Ηγήθηκε στις πολεμικές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς του Μοριά, πρωτοστάτησε στα γεγονότα της εμφύλιας διαμάχης, υπήρξε το αντίπαλον δέος των κοτζαμπάσηδων, καταδίωξε τους Νενέκους στην προέλαση του Ιμπραήμ. Ο ίδιος στις διηγήσεις του μέσω Τερτσέτη φέρεται να δηλώνει «Σαν εκαθόμαστε εκεί, άλλα μπουλούκια κλέφταις μ’ έβαλαν αρματολόν εις την επαρχίαν του Λεονταριού κατά των κλεφτών, και εμπόδιζα το βιλαέτι με χατήρι. Δεκαπέντε χρόνων ήμουν τότε». Αναφέρεται συνεπώς στα 1785. Μετά άρχισε η προσπάθεια των Τούρκων να «χαλάσουν» την κατάσταση του Θ.Κ. Προτίμησε το κλέφτικο: «Εμείναμε δύω χρόνους κλέφταις, έπειτα είδαν πως δεν εμπορούν να μας κάμουν τίποτε και μας έβαλαν πάλι αρματολούς. Είχα το Λεοντάρι και την Καρύταινα, έκανα τέσσερους πέντε χρόνους αρματολός». «Εις τα Μαγούλια να εσκοτώσαμεν τους Τούρκους (έκαια τα χωριά). Οι προεστοί βάζουν τον Κόλλια [Πλαπούτα], διά να προσπέση να συμβιβασθούμε, να ησυχάσουμε. Mας έδωσαν το αρματολίκι». Ο αλύπητα αιχμηρός προς τους οπλαρχηγούς Κανέλλος Δεληγιάννης, μόνιμος αμφισβητίας του Κολοκοτρώνη, δίνει μια διαφορετική προσέγγιση αυτού του συμβάντος. [Οι Δεληγιανναίοι] κατόρθωσαν να τους διασώσουν από τη μανία των Οθωμανών «και εκατόρθωσαν ώστε να τους διορίσουν άπαντας εις τας επαρχίας με άδειαν της εξουσίας κάπους, ήτοι μεταβατικούς, να εμποδίζουν τάχα την ζωοκλοπήν». Ενας ανυπότακτος που διαθέτει διαφορετικές ιδιότητες, άλλοτε κλέφτης στα όρη και στις σπηλιές να αποσκοπεί στα λάφυρα της έκνομης δραστηριότητας, κι άλλοτε «νοικοκυραίος»σε καμπίσια μέρη να προστατεύει την περιουσία των προκρίτων. Οι περισσότερες ιστορικές έρευνες καταλήγουν ότι το φαινόμενο του αρματολισμού, όπως το γνωρίσαμε κυρίως στη Ρούμελη, δεν είχε τις αναλογίες του στην Πελοπόννησο. Οποιαδήποτε αναφορά γίνεται από απομνημονευματογράφους του Αγώνα δηλώνεται εκ των υστέρων, οπόταν η μυθοπλασία έχει επιβάλει τον όρο και την έννοια του αρματολού. Οπότε κατ’ ουσίαν ο Γέρος ανάλωσε ιδιότητες ανάμεσα στον κλέφτη και τον κάπο. Ο τελευταίος, εκτός από τη δίωξη της ζωοκλοπής, άσκησε

έναν ρόλο γενικής προστασίας της περιουσίας των προκρίτων από τους κλέφτες. Ισχυρίζεται ο ίδιος ότι «το κλέφτης εβγήκε από την εξουσία» κι ότι υπήρχε έκδηλη υποστήριξη των χωρικών στους κλέφτες. Δεν είναι έτσι. Η ληστεία ήταν γενικευμένο φαινόμενο στη προβιομηχανική εποχή κι ο «κλέφτης» ήταν μακριά από το να θεωρείται ένας «Ρομπέν των Δασών» της εποχής του. Η βιαιότητα, ο ληστρικός χαρακτήρας των επιδρομών, αλλά και ο τραχύς βίος των κλεφτών δεν άφηναν ανέγγιχτα τα λαϊκά αισθήματα. Αλλωστε οι πηγές μαρτυρούν πολλά περιστατικά ληστειών στον ελλαδικό χώρο της προεπαναστατικής περιόδου. Στη Ζάκυνθο, όπου κατέφυγε μετά τις διώξεις των κλεφτών και την καταστροφή της οικογένειάς του το 1806, μεταμορφώθηκε σε αξιωματικό τακτικού στρατού. Στην αρχή στην υπηρεσία των Ρώσων, μετά των Γάλλων και τελικά των Αγγλων, καθώς άλλαζε χέρια η ιδιοκτησία των Επτανήσων στη διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων. Να είναι «φρόνιμος» του παρήγγειλαν οι

στρατοί κατοχής «οσάκις έμβαινα εις δούλευσιν, έμβαινα πάντοτε με την συμφωνία, ότι από την Επτάνησον να μην απομακρύνωμαι, και να μην πολεμώ παρά εις Τούρκικο τόπο, και το φόρεμα [στολή αξιωματικού] να μην εβγάλω». Εκεί έμαθε ελάχιστα γράμματα, διάβασε –κατά τα λεγόμενά του- Ιστορία και ασπάστηκε τα νεωτερικά στοιχεία που απέφερε η Γαλλική Επανάσταση και η απελευθερωτική προέλαση του Ναπολέοντα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η αναφορά του στις διηγήσεις του είναι η καταληκτήρια της περιόδου του στα Επτάνησα, όπου ήρθε σε επαφή με τον δυτικό κόσμο, μέσω της επικοινωνίας του με τις δυνάμεις των Ξένων. Διαθέτει απίστευτη ικανότητα διακίνησης στον χώρο, γεγονός που δεν έχει αποτιμηθεί δεόντως από τους βιογράφους του. Ωκύπους κατά το ομηρικόν εμφανίζεται στις διηγήσεις του να καλύπτει εκτεταμένες αποστάσεις. Μόνιμη καταφυγή η Μάνη, γιατί αλήθεια; Μήπως η περιοχή παρέχει κάποιου τύπου άσυλο στην έκνομη δράση;

Η ηθική του, κατεξοχήν παραδοσιακή, υπαγορεύεται από πατρογονικές σχέσεις. Του υπαγορεύει να εγκαταλείψει προσωρινά τη Ζάκυνθο και να ’ρθει να πολεμήσει στο πλευρό του Αλή Φαρμάκη, Λαλιώτη Τουρκαλβανού, («δεν τον είχα ιδεί προσωπικώς»), εναντίον του Βελή πασά, Μοραβαλεσή (διοικητή του Μοριά), γιου του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Κι ο λόγος ήταν ότι οι παππούδες τους ήταν αδελφοποιτοί. Ο ίδιος ο Θ.Κ. ήταν αδελφοποιτός με τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Νικολάκη Δεληγιάννη κι αυτό, μαζί με τις κουμπαριές και τις επιγαμίες, με ισχυρούς οπλαρχηγούς πολλαπλασίαζε τη δύναμή του. Η ίδια ηθική τον διακατέχει στη διεύθυνση της μάχης. Κάνει συμφωνίες με έγκλειστους Αρβανίτες της φρουράς της Τριπολιτσάς για να αποδυναμώσει τους Τούρκους. Κι όταν στην άλωση αποχωρούν, απαιτεί να μη πειραχτούν «εγώ έμεινα πιστός εις τον λόγον της τιμής μου». Εκφράζει αποτροπιασμό όταν μιλάει για τη σφαγή που ακολούθησε την είσοδο των πολιορκητών. Το υπαγόρευε αυτή η παραδοσιακή ηθική, αλλά και σίγουρα η αίσθηση για τον αρνητικό αντίκτυπο στις ξένες πρωτεύουσες, όπως κι έγινε. Στις εμφύλιες διαμάχες επιδεικνύει εκδηλώνεται το πρόταγμα της πατρίδας. Συναντάει παντού ραδιουργίες, στις οποίες –εννοείταιεναντιώνεται, την ίδια στιγμή που εκείνον τον κατευθύνει το αίσθημα της απελευθέρωσης. Μα αυτό συναντάμε και στον Μακρυγιάννη, που ανήκει στην απέναντι μερίδα, κι είναι αυτό ένα δείγμα των διαφορετικοτήτων στις απόψεις και διαθέσεις σε σχέση με το κύριο διακύβευμα που σταδιακά συνέχει τον Αγώνα, το περιεχόμενο της εξουσίας στο προς ίδρυση κράτος. Στους διαλόγους, όπου μεταφέρει η γραφίδα του Τερτσέτη, γίνεται είρων και επιθετικός προς τους αντιπάλους με την απειλή του όπλου. Η σύγκρουση για τα πρωτεία του κατοπινού κράτους είχε ξεκινήσει για καλά. Ισως η κορυφαία εκδήλωση του εκρηκτικού του χαρακτήρα ήταν η καταδίωξη των προσκυνημένων στην προέλαση του Ιμπραήμ, όταν χάθηκε μεγάλο μέρος του Μοριά και η επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Για να σχολιάσει αργότερα με την ψυχραιμία της ύπαρξης του ελληνικού κράτους «Κάθε Ελληνας είχε τα καπρίτζια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη κατά τους ανθρώπους». Αυτό όλο το κατάφερε με τον τρόπο του κι αυτό τον ανήγαγε στη θέση που κατέχει στη νεότερη ελληνική Ιστορία. *Ιστορικός, καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.