Ομιλία Ν. Φίλη στην εκδήλωση του Τhe Catalyst

Page 1

Αξιοκρατία και δημοκρατία Ομιλία του Νίκου Φίλη, βουλευτή Α΄ Αθήνας και μέλους του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, τ. Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων στην εκδήλωση του ΤHE CATALYST με τίτλο «Αξιοκρατία και Δημοκρατία», την Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018, στο βιβλιοπωλείο PUBLIC, Πλατ. Συντάγματος.

Φίλοι και φίλες, Ευχαριστώ τους διοργανωτές για την πρόσκληση και τους συνομιλητές για τη συμμετοχή τους στην ενδιαφέρουσα εκδήλωση. Είναι ιδιαίτερη τιμή για όλους μας να συνομιλούμε απόψε με την κυρία Berit Reiss- Andersen, την διακεκριμένη πρόεδρο της επιτροπής απονομής Nobel Ειρήνης. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με κάτι που ακούγεται ως αφορισμός. «Τα προνόμια πέθαναν και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη δημοκρατία. Οι ανώτερες τάξεις, όπως αυτοαποκαλούνται, είναι υποχρεωμένες να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Θα κατορθώσουν, όμως, να διατηρήσουν την πολιτική τους κυριαρχία, αν επικαλεσθούν το δικαίωμα του πιο ικανού. Πίσω από τις ετοιμόρροπες επάλξεις των προνομίων και της παράδοσης, ο χείμαρρος της Δημοκρατίας πρέπει να συναντήσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας, χτισμένη από πασίδηλες και χρήσιμες ικανότητες, από ανώτερες ιδιότητες που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος τους». Είναι τα λόγια ενός φιλελεύθερου, του Εμίλ Μπουτμύ (Emile Boutmy), ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα ίδρυσε έναν εκπαιδευτικό θεσμό από τον οποίο αποφοιτά ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της γαλλικής πολιτικής ελίτ. Μια σχολή αριστείας και αναπαραγωγής με άλλον τρόπο των κοινωνικών προνομίων ήθελε ο Μπουτμύ. Από τότε, όμως, έχουν περάσει πολλά χρόνια που έχουν σφραγιστεί με αγώνες στα πεδία των ιδεών, των ταξικών ανταγωνισμών αλλά και των πολέμων.

Δημοκρατία χωρίς αξιοκρατία, αξιοκρατία χωρίς δημοκρατία; Νομιμοποιούμαστε, λοιπόν, με όλο αυτό το ιστορικό βάρος να θέσουμε τα ερωτήματα. Νοείται δημοκρατία χωρίς αξιοκρατία; Αλλά και αντίστροφα, μήπως η αξιοκρατία είναι 1


προγραμματικά ασύμβατη με τη δημοκρατική ισότητα; Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που μας απασχολούν τέτοιου είδους ερωτήματα. Αντίθετα, είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η συζήτηση για το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο διαμορφώθηκε στην

κλασσική

αρχαιότητα σε δυναμική συσχέτιση με την αριστοκρατική έννοια της αριστείας. Δεν είναι εδώ το θέμα μας να καταπιαστούμε με την ιστορικότητα των φιλοσοφικών συζητήσεων σχετικά με τη διαμόρφωση και λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Θα πρέπει όμως να κρατήσουμε κατά νου ότι, παρά τις όποιες διαφορετικές προσεγγίσεις, στον πυρήνα της δημοκρατίας, ως συστατικά στοιχεία της χωρίς τα οποία δεν μπορεί υπάρξει, βρίσκονται η ισονομία, η ισηγορία και η ισοπολιτεία. Συνεπώς, αν θέλουμε να σκεφθούμε τη συνάντηση της δημοκρατίας με την αξιοκρατία, θα πρέπει να την σκεφθούμε σε συνάρτηση με αυτές τις τρεις προϋποθέσεις. Σήμερα, το να υποστηρίζει κανείς ότι η αξιοκρατία είναι απαραίτητο συστατικό της δημοκρατίας, είναι σαν να παραβιάζει ανοιχτές θύρες. Ποιος θα διανοούνταν να υποστηρίξει καθεστώτα φαυλοκρατίας, διαφθοράς, αυλικών; Πώς όμως αντιλαμβανόμαστε την αξιοκρατία; Ποιος και με ποια κριτήρια θεωρείται άξιος και πώς διασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ της ισότητας της δημοκρατίας και της ιεραρχίας της αξιοκρατίας; Σκεπτόμενοι τη δημοκρατία, συνειρμικά σχεδόν σκεφτόμαστε την αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία ως ιδεότυπο. Μια δημοκρατία δηλαδή άμεση, όπου οι νόμοι εξασφάλιζαν τη δυνατότητα της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, η οποία ταυτόχρονα νοούνταν ως υποχρέωση. Ο καλός καγαθός πολίτης δεν ήταν αυτός που ιδιώτευε, αλλά αυτός που έμπρακτα ασχολούνταν με τα κοινά, με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον. Στην Αθηναϊκή δημοκρατία η κλήρωση αποτελούσε την εγγύηση ότι η ισότητα των ευκαιριών να αναδειχθούν σε δημόσιο αξίωμα λειτουργούσε για όλους τους πολίτες. Ταυτόχρονα, βεβαίως, η θητεία στα δημόσια αξιώματα και το δικαίωμα συμμετοχής συμπληρωνόταν από την λογοδοσία στην εκκλησία του δήμου. Ως κριτική στον δημοκρατικό εξισωτισμό, διαμορφώθηκαν φιλοσοφικές προσεγγίσεις που συνηγορούσαν στην ανάγκη διασφάλισης ενός σχετικού ελέγχου για το ποιος πολίτης θα βρεθεί τελικά σε θέση ευθύνης. Πολλοί από τους μεγάλους φιλοσόφους της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο Αριστοτέλης, ήταν δύσπιστοι απέναντι σε μια απολύτως εξισωτική δημοκρατία. Η δημοκρατία, κατά τον Αριστοτέλη, ανήκει στις ημαρτημένες πολιτείες. Μεταφέροντας την έννοια της αριστείας από τα πεδία των μαχών στην πολιτική ζωή, ο Αριστοτέλης προκρίνει ως άριστο πολίτευμα όχι τη δημοκρατία, αλλά την «πολιτεία», μια μορφή μετριοπαθούς ολιγαρχίας όπου οι εκλεγμένοι (και όχι κληρωτοί) άρχοντες, οι άριστοι από άποψη ήθους και σοφίας, θα


φρόντιζαν για το κοινό και όχι το ατομικό τους συμφέρον. Η διαδικασία της εκλογής των αρίστων, στο πλαίσιο αυτό, θα αποτελούσε την ασφαλιστική δικλείδα που θα προστάτευε το κοινό συμφέρον από την ανικανότητα ή την ιδιοτέλεια του πλήθους. Την ίδια περίπου εποχή, λίγο αργότερα, διαμορφώθηκε και η ρωμαϊκή res publica, που αναγνώριζε τη συμμετοχή των πληβείων στη διακυβέρνηση της πόλης, ωστόσο με δικλείδες και προβλέψεις που δεν επέτρεπαν να ανατραπεί ο αριστοκρατικός χαρακτήρας της διακυβέρνησης, που ουσιαστικά κατοχυρωνόταν από τη Σύγκλητο. Όταν στην περίοδο του Διαφωτισμού, η Ευρώπη και η Αμερική ξαναγύρισαν στην αναζήτηση δημοκρατικών προτύπων, ήταν στην πραγματικότητα η ρωμαϊκή res publica που αποτέλεσε το πρότυπο και όχι η ριζοσπαστικοποιημένη φάση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Την πρόσληψη συμπλήρωναν τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, που επίσης όπως είδαμε μιλούσαν για μια μορφή της δημοκρατίας όπου την διακυβέρνηση την ασκούν αυτοί που θεωρούνται κάθε φορά οι αξιότεροι να το κάνουν. Η άνοδος της αστικής τάξης και η επαναστατική διεκδίκηση της συμμετοχής της μαζών στην πολιτική εξουσία στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης έφερε στο προσκήνιο εκ νέου το αίτημα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που αυτή τη φορά ήταν αποσυνδεδεμένη από την αριστεία. Μιας δημοκρατίας ριζοσπαστικής, της οποίας η φάση της τρομοκρατίας δεν ήταν παρεκτροπή, αλλά συστατικό της στοιχείο. Η Παλινόρθωση πολύ γρήγορα χρησιμοποίησε αυτήν την εμπειρία ως έναυσμα για την ιδεολογική θεμελίωση του αποκλεισμού των μαζών από την εξουσία. Κατά τον 19ο αιώνα, η έννοια της αριστείας χρησιμοποιήθηκε για να μετριάσει την «επέλαση» του προλεταριάτου στην πολιτική και να διατηρήσει τα προνόμια της εγκατεστημένης πια στην εξουσία αστικής τάξης. Οι λογικές αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως το ιδεολογικό θεμέλιο για την διαμόρφωση και διάχυση ιδεών κοινωνικού δαρβινισμού, με περισσότερο επιστημονικοφανείς εκφάνσεις, όπως αυτή του Σπένσερ για την φυσική ιεράρχηση των ανθρώπινων κοινωνιών, ως απόλυτα ακραίες, όπως αυτή του ναζισμού, της Άριας Φυλής και της φυσικής εξόντωσης όσων θεωρούνταν αδύναμοι. Η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η οικονομική ανάπτυξη των επόμενων δεκαετιών αποτέλεσαν το φόντο καθιέρωσης ενός κοινωνικού κράτους, όπου από τη μια καθιερώνονταν δίχτυα ασφαλείας για τις μη προνομιούχες τάξεις, γενικεύονταν τα πολιτικά δικαιώματα σε ομάδες ως τότε αποκλεισμένες, άρχισε να γίνεται λόγος για ατομικά δικαιώματα κλπ, αλλά από την άλλη, η νομή της εξουσίας ήταν καλά προφυλαγμένη από την εισβολή όσων θεωρούνταν για οποιονδήποτε λόγο απόκληροι.

3


Νεοφιλελευθερισμός, αριστεία και ταξικές ανισότητες Φίλοι και φίλες Η σύντομη ανασκόπηση στον τρόπο που σχετίστηκε η έννοια της δημοκρατίας με την έννοια της αξιοκρατίας στο παρελθόν υποδεικνύει αφενός ότι ιστορικά δεν πραγματώθηκε παρά σε ελάχιστες, πολύ σύντομες φάσεις, δημοκρατικό πολίτευμα χωρίς κάποιας μορφής αξιοκρατία και αφετέρου ότι το πώς θα συνταιριαστούν η δημοκρατία με την αξιοκρατία αποτελεί πεδίο συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης, με σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά διακυβεύματα. Στη σημερινή συγκυρία, ο λόγος περί αξιοκρατίας συναντά τον λόγο περί αριστείας. Σχεδόν ευθύγραμμα, με το πρόσχημα της διασφάλισης της αντικειμενικότητας, η αριστεία εξισώνεται με την αξιοκρατία. Όσοι συγκεντρώνουν τα περισσότερα τυπικά προσόντα θεωρούνται αυτονοήτως και οι περισσότερο άξιοι. Αυτή η εξίσωση ωστόσο δεν είναι πολιτικά ουδέτερη. Πρόκειται ουσιαστικά για μια προσπάθεια συναίρεσης του πολιτικού σε τεχνογνωσία, της παιδείας σε δεξιότητες και του κοινωνικού συμβολαίου σε αρένα αλληλοεξόντωσης. Το ζήτημα είναι σύνθετο. Η ίδια η έννοια της αριστείας, είναι μια έννοια που χρειάζεται να συζητηθεί. Στην κλασσική εκδοχή της, που τόσο συχνά επικαλούνται όσοι την υποστηρίζουν, η αριστεία είναι μια έννοια που ανήκει στο πολιτισμικό σύμπαν της αριστοκρατίας, προϋποθέτει την αριστοκρατική καταγωγή, και επιτελείται με τρόπο που υπερβαίνει τις συμβάσεις των ανθρώπινων νόμων. Ο «άριστος» μπορεί να βοηθά εκ του αποτελέσματος την κοινότητά του, ο ίδιος όμως φθάνει στερεοτυπικά σχεδόν σε ύβρη. Η αριστεία είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική, σε σημείο που η άνοδος του ήρωα προϋποθέτει την πραγματική και συμβολική εξόντωση του αντιπάλου. Ας μην ξεχνάμε ότι το να σκυλεύονται οι νεκροί ήταν συστατικό κομμάτι του κύκλου της αριστείας. Για να διασφαλίσει την υστεροφημία του ο άριστος, πρέπει πρώτα να πεθάνει. Φιλοσοφικά, η αριστεία δεν νοείται ως κοινωνική πρακτική που επιτελείται επαναλαμβανόμενα από τα πιο άξια μέλη της κοινότητας. Η επιτέλεσή της συνεπάγεται και τον αφανισμό τους. Σήμερα, η έννοια της αριστείας και ο εξ αυτής εκπορευόμενος λόγος υπέρ των ταξικών ανισοτήτων,

έχει καλλιεργηθεί κατεξοχήν στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου λόγου.

Θυμίζω, την τουλάχιστον προκλητική δήλωση του αρχηγού της ΝΔ Κυριάκου Μητσοτάκη ότι


η ισότητα είναι αντίθετη στην ανθρώπινη φύση. Και, αν το πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό από το πολιτισμικό σύμπαν της αρχαιότητας, η έννοια της αριστείας διατηρεί κάποια από τα αρχικά της χαρακτηριστικά. Στον σύγχρονο πολιτικό λόγο, οι άριστοι αποσπώνται από τις «μάζες», ακριβώς λόγω της αριστείας τους. Οι ικανότητές τους καλλιεργούνται σε κλειστά συστήματα εκπαίδευσης, στα οποία έχουν πρόσβαση λόγω της αριστείας ή και της καταγωγής τους. Η συνεχής διάκριση, η επαναλαμβανόμενη απόδειξη της αριστείας, συνιστά ωστόσο από μόνη της πρακτική που τους εξαιρεί από τα υπόλοιπα πεδία του κοινωνικού και του πολιτικού. Ο ανταγωνισμός και σε αυτήν την περίπτωση καλλιεργείται ως συστατικό στοιχείο της αριστείας. Η ανάδειξη του υποκειμένου προϋποθέτει την συμβολική εξόντωση του αντιπάλου. Η τεχνογνωσία μετατρέπεται σε αντιστάθμισμα της πολιτικής σκέψης, και σε πολλές περιπτώσεις και της πολιτικής ηθικής. Η αριστεία, με άλλα λόγια, προϋποθέτει και σε αυτήν την περίπτωση, τον συμβολικό θάνατο του αρίστου, τουλάχιστον ως πολιτικού υποκειμένου. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: Μια Βορειοκορεάτισσα αθλήτρια, η οποία σε Ολυμπιακούς αγώνες πήρε χάλκινο, ξέσπασε απαρηγόρητη σε κλάματα γιατί δεν πήρε το χρυσό. Ο πρώτος είναι όλα, ο δεύτερος ή ο τρίτος τίποτα.

Άξιος ο δημοκρατικός πολίτης Φίλοι και φίλες Αν αυτοί είναι οι άριστοι που ετοιμάζονται από τους μηχανισμούς αναπαραγωγής των κοινωνικών ελίτ, είναι άραγε αυτοί τους οποίους θα πρέπει να θεωρήσουμε και τους πιο άξιους για ανάληψη δημόσιων καθηκόντων; Κι αν η αριστεία δεν είναι το κλειδί, τότε ποιο μπορεί να είναι; Νομίζω ότι στο σύνθετο αυτό ζήτημα θα πρέπει να έχουμε κατά νου δύο κινδύνους: αφενός μήπως, στην αναζήτηση των αξιοτέρων ή των αρίστων, επιτρέψουμε να μετατραπεί η αριστεία σε εργαλείο κοινωνικού δαρβινισμού και από την άλλη μήπως, στο όνομα της δημοκρατικής ισότητας, φθάσουμε σε κοινωνικό εξισωτισμό. Η δικλείδα που θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε και τους δύο αυτούς σκοπέλους είναι η επαναφορά της ηθικής ως κεντρικής συνιστώσας του πεδίου του πολιτικού. Στο μυαλό μου έρχεται το εγκώμιο της Δημοκρατίας από την Ηθική του Σπινόζα: Η Δημοκρατία ως παραγωγική δύναμη.

5


Όπως είπαμε και στην αρχή αυτής της εισήγησης, το να υπάρχει ισηγορία, ισοπολιτεία και ισονομία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι θεμελιακό. Πέρα από την παιδεία, τις δεξιότητες, την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση, το επάγγελμα, την περιουσία, την καταγωγή κλπ, όλοι οι πολίτες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε θεμελιώδη αγαθά της κοινωνίας. Με ουσιαστικό, όχι επιφανειακό τρόπο. Στην παιδεία, για παράδειγμα, αυτό δεν θα σήμαινε ίδια σχολεία παντού, αλλά ενίσχυση του δημόσιου σχολείου στοχευμένα εκεί που υπάρχουν τα περισσότερα κοινωνικά προβλήματα. Αυτό είχαμε κατά νου όταν στο Υπουργείο Παιδείας επί των ημερών μου ενισχύσαμε με πρωτόγνωρο τρόπο τα σχολεία της Ειδικής Αγωγής, που υποδέχονται τα παιδιά με αναπηρίες ή με μαθησιακές δυσκολίες. Η ισότητα όχι ως προς την αρχική παροχή, αλλά ως προς το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Από κει και πέρα, θα πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε το πώς φανταζόμαστε την αριστεία. Θέλουμε μια αριστεία που να προάγει την εξέλιξη και διάκριση του ατόμου όχι αποκομμένα από την κοινωνική του ομάδα, αλλά πρώτιστα ως μέλος της. Μια αριστεία που δεν επιστρέφει μόνο στο ίδιο το υποκείμενο, αλλά λειτουργεί ως όχημα για την προαγωγή ολόκληρης της ομάδας. Και που δεν αφορά μόνο το μετρήσιμο αποτέλεσμα, αλλά και την προσπάθεια, την δέσμευση, το όραμα, την προσφορά στο σύνολο. Μια αριστεία που δεν είναι ανταγωνιστική, αλλά περισσότερο πραγματώνεται ως άμιλλα, που δεν αποκόπτει το άτομο από την ομάδα, αλλά γίνεται αφορμή για ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των μελών της. Μια αριστεία τέλος που είναι συλλογικό κατόρθωμα και όχι ατομικό έπαθλο. Αν η αριστεία δεν είναι έπαθλο, αν είναι συνεχής επιτέλεση, τότε δεν μπορεί να εξαγοράζεται ως «αξία». Βεβαίως οι κοινωνίες έχουν ανάγκη την αξιοκρατία για να μπορέσουν να προχωρήσουν. Με βάση την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών δε, η αξιοκρατία λειτουργεί και ως εγγύηση κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν όμως θέλουμε η αξιοκρατία να λειτουργεί ενισχυτικά και όχι ανταγωνιστικά με τα δημοκρατικά ιδεώδη, θα πρέπει να την απελευθερώσουμε από τον σφιχτό εναγκαλισμό των τυπικών προσόντων. Τα προσόντα αυτά, η διάκριση, η αριστεία, είναι οι προϋποθέσεις που χρειαζόμαστε για να γίνουμε «άξιοι». Άξιοι για το έργο που καλούμαστε να αναλάβουμε κάθε φορά και προπαντός άξιοι στον πιο βασικό μας ρόλο, αυτόν του δημοκρατικού πολίτη. Η αξιοκρατία στη δημοκρατία προστατεύει μεν τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, αλλά κοιτάει προς το συμφέρον του συνόλου. Δεν παγιδεύεται στο μέτρημα τυπικών προσόντων, δεν γίνεται αφορμή για να δημιουργούνται αρένες όπου διαλύεται κάθε έννοια κοινωνικής αλληλεγγύης, δεν ευνοεί τη δημιουργία συντεχνιακών λογικών. Η αξιοκρατία στη δημοκρατία ξεκινά από την καλλιέργεια ικανών, με κριτική σκέψη, δημοκρατικών πολιτών, δημιουργεί την βεβαιότητα ότι η πρόοδος του ατόμου δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο


μέσα από την πρόοδο του συνόλου και καταλήγει στην ανάθεση ρόλων στους πολίτες αυτούς προς όφελος του συνόλου.

Υπεράσπιση και υπέρβαση ως πρόπλασμα μιας δίκαιης κοινωνίας Φίλοι και φίλες Ξεκίνησα την ομιλία μου με τον αφορισμό του Eμίλ Μπουτμύ. Παρά τις εμπειρίες και τις κατακτήσεις ενός ολόκληρου αιώνα, που επέτρεψαν στον «χείμαρρο της Δημοκρατίας» να κατακλύσει πεδία αδιανόητα για εκείνη την εποχή, τα τελευταία τριάντα χρόνια βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αντιλήψεις ενός παλινορθωτικού λόγου, σύμφωνα με τον οποίο η εναπόθεση της εξουσίας στο λαό συνιστά λαϊκισμό και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με θεοκρατικού τύπου επιθέσεις κατά της έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Γιατί, τι άλλο σηματοδοτεί η αναζήτηση σχημάτων για την υπερβατική θεμελίωση αξιών, η τροφοδότηση της κριτικής για τη δημοκρατία, με στόχο διαρκώς εκτενέστερους συμβιβασμούς με αριστοκρατικά πρότυπα; Ας ακούσουμε τις ασυγκράτητες ρητορείες περί «αριστείας» στην εκπαίδευση που οδηγούν σε σχολεία πολλών ταχυτήτων και έχουν ως στόχο να μετατρέψουν τους μαθητές σε «πελάτες» (για να θυμηθούμε ξανά τον κ. Μητσοτάκη) και τελικώς να επιβάλουν την καθιέρωση διδάκτρων σε όλο το εκπαιδευτικό οικοδόμημα, αναιρώντας το δημόσιο, ισότιμο και καθολικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, μέσω του μηχανισμού της δήθεν αξιοκρατικής αξιολόγησής του. Ας σταθούμε στη ρητορική περί του ιδεώδους της αξιοκρατίας που συχνά μεταφράζεται σε κυριαρχία των τεχνοκρατών και των ειδικών, στην αναζήτηση χαρισματικών ηγετών, στον περιορισμό των δυνατοτήτων και των ευθυνών των Κοινοβουλίων, στις τάσεις βοναπαρτισμού της εκτελεστικής εξουσίας. Όλα αυτά, που συνθέτουν τελικά τη μεταδημοκρατική συνθήκη, από την οποία επωφελούνται οι αρνητές της Δημοκρατίας, οι τσαρλατάνοι της αντιπολιτικής και οι χυδαίοι εκπρόσωποι του ακροδεξιού λαϊκισμού. Όλα αυτά που συνιστούν το μίσος προς τη Δημοκρατία, μίσος πολλές φορές απροκάλυπτο που παίρνει διάφορες μορφές : μίσος των μηχανισμών κατά των πολιτών, του κράτους κατά του δήμου, της πολιτικής κατά της κοινωνίας, των ανεξέλεγκτων υπερεθνικών άτυπων θεσμών κατά των εθνικά συγκροτημένων θεσμών άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας. Μίσος ακόμα πιο έντονο όταν δεν μπορεί να εκστομιστεί

7


νόμιμα και επενδύεται με προπέτασμα ψευδο-ορθολογικότητας και ανάλογο ύφος: μα μπορεί τώρα να αποφασίσουν για τόσο σύνθετα ζητήματα οι απαίδευτοι πολίτες; μπορεί να κρίνει ο λαός όταν δεν μπορεί να καταλάβει τι διακυβεύεται, μπορεί να οδηγεί τις εξελίξεις η μάζα που παρασύρεται από την κάθε ρητορική; μπορεί η ιδιότητα του πολίτη να αποδοθεί ουσιαστικά σε απλούς καταναλωτές, να αναχθεί σε μια προϋπόθεση απόλαυσης; είναι δυνατόν να αφήσουμε τους Γάλλους να αποφασίσουν για το ευρωπαϊκό σύνταγμα, τους Έλληνες για το μνημόνιο, τους Ιταλούς για την κυβέρνησή τους; Η δημοκρατία δεν είναι άλλωστε υπεύθυνη για την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί; Και βεβαίως όλα αυτά έχουν μια γνωστή επωδό καταγγελίας: λαϊκισμός – η λαϊκή θέληση ως πηγή και προϊόν λαϊκισμού. Αυτό το μίσος, που, όπως επισημαίνει στο βιβλίο του «Φασισμός και Δημοκρατία» ο καθηγητής Γεράσιμος Κουζέλης στρέφει τη μια όψη της δημοκρατίας, την εργαλειακή, αυτή δηλαδή της διακυβέρνησης κατά της άλλης, κατά του κυρίαρχου λαού, εκφράζεται σήμερα ανοιχτά. Ακόμα κι αυτή η στοιχειώδης διαδικασία της πρόσκλησης στην κάλπη θεωρείται εντός αυτού του λόγου υπερβολή. Και έχει σημασία να θυμόμαστε ότι το σκάνδαλο που συνεχώς υποδαυλίζει αυτό το μίσος είναι το σκάνδαλο της ισότητας, ισότητα της ψήφου, ισότητα της γνώμης, ισότητα δικαιωμάτων, ισότητα ακόμα και στην κατανάλωση – το εγγεγραμμένο δηλαδή στη δημοκρατία σκάνδαλο της αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας. Τι μπορούμε να κάνουμε; Πως απαντάμε στην επίθεση εναντίον της δημοκρατίας; Κατά τη γνώμη μου η καλύτερη υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι εκείνη που ξεκινά από το οντολογικό της περιεχόμενο. Την

υπερασπιζόμαστε με αυτό που η ίδια αξιώνει να

σημαίνει. Υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα γιατί παγιώνει κανονιστικά έναν συσχετισμό δημοκρατίας

διακυβέρνησης-

συσχετισμό και

δημοκρατικής

επιτρέπει

τη

κοινωνίας

δυνητική

πρωτίστως

νομιμοποίηση

του

και

λιγότερο

πολιτεύματος.

Υπερασπιζόμαστε, συνεπώς, μια δημοκρατία οι βασικές της αρχές της οποίας είναι οι αρχές των αστικών επαναστάσεων, απέναντι στο αυταρχικό περιεχόμενο ή στη ροπή προς το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που με πρόσχημα την κρίση θέλουν να της επιβάλλουν οι δυνάμεις του κεφαλαίου και ενάντια στον φασισμό που την απειλεί. Την υπερασπιζόμαστε όμως και ως πρόπλασμα μιας άλλης δυνατής κοινωνίας , ως όρο διεύρυνσης και υπέρβασής της, όταν οι συνθήκες και άλλοι συσχετισμοί δυνάμεων την

κάνουν εφικτή.

Υπερασπιζόμαστε, ως αριστεροί, κάθε πτυχή της αστικής δημοκρατίας, που μπορεί να ανασημασιοδοτηθεί υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και των λαϊκών τάξεων και μπορεί να χωρέσει και να εκπροσωπήσει αιτήματα ουσιαστικής ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.


Αν πολιτικός είναι και ο αγώνας για την ιδιοποίηση λέξεων, κι αν η ουσία των πολιτικών εννοιών έγκειται ακριβώς στο αγωνιστικό τους καθεστώς, τότε η δημοκρατία είναι ο κατεξοχήν εννοιολογικός όρος άσκησης πολιτικής και η έννοιά της μας ανήκει.

9


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.