Βιογραφικό συγγραφέα
Η Ολγα Μπαλαούρα είναι αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και ερευνήτρια. Είναι απόφοιτος του τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος (MSc Post-graduate Master in Urbanism) του Πανεπιστημίου Delft Ολλανδίας και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου IUAV Βενετίας. Η διδακτορική της διατριβή, υπό την επίβλεψη της Paola Viganò και της Ντίνα Βαΐου, αφορά στην καταγραφή της
μεταποιητικής δραστηριότητας και την διερεύνηση της λειτουργίας των τοπικών παραγωγικών
συστημάτων (συγκεντρώσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων) στον αστικό ιστό της Αθήνας.
Σήμερα διδάσκει ως Επισκέπτρια Επίκουρος Καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του
Πανεπιστημίου Κύπρου- UCY, και εργάζεται ως ερευνήτρια σε ευρωπαϊκά προγράμματα
σχετικά με την αστική γεωγραφία, την μελέτη των πόλεων και των σύγχρονων πολεοδομικών
προβλημάτων συμπεριλαμβανομένου του gentrification.
o.balaoura@gmail.com
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην Αθήνα, μελέτες για το gentrification εκπονούνται ήδη από τη δεκαετία του 2000, εντοπισμένες σε διαδικασίες με ποικίλα χαρακτηριστικά και χωρικές παραμέτρους. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα φάση ανάπτυξης του Αθηναϊκού τοπίου μέσα από διαδικασίες και μετασχηματισμούς που συνδέονται με τον αστικό τουρισμό. Η ανάπτυξη του τουρισμού, μετά από μια περίοδο μεγάλης υποτίμησης των ακινήτων μέσα στην κρίση, καθώς και άλλες διαδικασίες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτής, διαμόρφωσαν τους όρους για την αύξηση των τιμών γης και ενοικίων και προκάλεσαν αλλαγές στις οικονομικές και αστικές λειτουργίες της πόλης και την καθημερινότητα των πολιτών.
Οι μεταβολές στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας τα τελευταία χρόνια αναδεικνύουν μια νέα πραγματικότητα αντίστοιχη με περιπτώσεις κεντρικών περιοχών πόλεων οι οποίες πέρασαν διαδικασίες εξευγενισμού. Η μελέτη επιχειρεί την καταγραφή των σύγχρονων τάσεων και μετασχηματισμών οι οποίοι προσδιορίζουν τον χαρακτήρα της πόλης μέσω πολιτικών και διαδικασιών και επηρεάζουν τις χρήσεις, τις λειτουργίες, τα πρότυπα ιδιοκτησίας και κατοικίας και συνολικά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Ενδείξεις αυτής της αλλαγής είναι η δημιουργία ενός οιονεί «θεματικού πάρκου» με μεγάλο γεωγραφικό εκτόπισμα σε κεντρικές περιοχές, αποτελούμενο από χρήσεις κατανάλωσης, τουρισμού κι αναψυχής. Η εικόνα του κέντρου μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς σε κτίρια και χρήσεις με ιδιαίτερη δυναμική, καθοδηγούμενη από την ιδιωτική πρωτοβουλία, κυρίως τον κλάδο του real estate, τη δημόσια πολιτική και τις διεθνείς και τοπικές τάσεις της βιομηχανίας του τουρισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η επιτελούμενη αναμόρφωση της πόλης μεταβάλει την καθημερινότητα των κατοίκων, των επιχειρήσεων και εργαζομένων. Η κρίση στη κατοικία, η απώλεια σε μεγάλο βαθμό της χαρακτηριστικής πολυλειτουργικότητας της Αθήνας που προκύπτει από τη μίξη χρήσεων και οικονομικών δραστηριοτήτων, η μονοκαλλιέργεια των χρήσεων τουρισμού και αναψυχής σε μεγάλα τμήματα παραδοσιακών εμπορικών ζωνών και στις γειτονιές, όπου μαζί με την κατοικία επικρατεί η μικρή επιχειρηματική δραστηριότητα, αποτελούν ενδείξεις αστικής αναδιάρθρωσης με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο εκτοπισμό κατοίκων, χρηστών και χρήσεων.
Η νέα συνθήκη παράγει πολλαπλούς εκτοπισμούς που γεννούν κοινωνική και χωρική ανισότητα αλλά θέτουν επιπλέον και νέα ζητήματα και ερωτήματα για πολιτικές που να αναχαιτίζουν φαινόμενα gentrification και να ενθαρρύνουν την κοινωνική, περιβαλλοντική δικαιοσύνη και οικονομική βιωσιμότητα της πόλης.
Λέξεις - κλειδιά: εξευγενισμός, Αθήνα, μικρομεσαίες επιχειρήσεις
6
ABSTRACT
In Athens, research on gentrification has been carried out since the 2000s, focused on processes with diverse characteristics and spatial configurations. Currently a new phase of urban development is taking place through processes and transformations linked to urban tourism. The growth of urban tourism, after a period of great land devalaorization during the crisis, as well as other processes that preceded and followed it, shaped the conditions for increasing land prices and rents and caused changes in the economic and urban functions of the city and the daily life of citizens.
Changes in the urban environment of Athens in recent years highlight a new urban reality similar to those of central city areas undergone gentrification. The study attempts to document the contemporary trends and transformations that determine the character of the city through policies and processes that affect land uses, urban functions, property and housing patterns and overall access to urban resources. Indicator of such transformation is the creation of a quasi ‘theme park’ with a large geographical span in central areas, consisting of consumption, tourism and leisure. The image of the city is changing rapidly on buildings and functions with particular dynamism, driven by private initiative, mainly the real estate sector, public policy and international and local capital in tourism industry. In this context, the ongoing transformation of the city is affecting the daily lives of residents, businesses and employees. The crisis in housing, the loss to a large extent of the characteristic multifunctionality of Athens, resulting from land use mixture and economic functions, the monoculture of tourism and leisure in large parts of former traditional commercial areas and in neighbourhoods where small business activity predominates alongside housing, are signs of urban restructuring, resulting in the direct or indirect displacement of residents, users and uses.
These developments produce multiple displacements which generate social and spatial inequalities but also raise emerging issues and questions for policies to restrain gentrification and encourage social, environmental justice and economic sustainability of the city.
Keywords: gentrification, Athens, small and medium enterprises
7
8
Αθήνα και
στις ΜΜΕ
Gentrification στην
επιδράσεις
και τοπικές ιδιαιτερότητες
2.2. Ιστορικό του gentrification σε γειτονιές στις Αθήνας. Μεταβαλλόμενες γεωγραφίες
2.3. Κρίση και πόλη: Υποτίμηση, αποεπένδυση και
2.4. Σύγχρονες μεταλλαγές και φαινόμενα
9 Εισαγωγή 10 1. Gentrification 11 1.1. Οι ερμηνείες και η γενεαλογία του Gentrification 11 1.1.1. Ο ρόλος του κράτους και των δημόσιων πολιτικών 12 1.1.2. Εκτοπισμός 13 1.2. Παγκόσμιος χάρτης του φαινομένου και διεθνής εμπειρία 13 1.2.1. Τουριστικοποίηση και εξευγενισμός 13 1.3. Gentrification και ΜΜΕ 15 1.3.1. Commercial gentrification 16 2. Αθήνα και Gentrification 17 2.1. Αστική ανάπτυξη
17
19
η ανάδυση του αστικού τουρισμού 21
gentrification στην Αθήνα σήμερα 23 3.Συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής 25 3.1. Συμπεράσματα: Αθήνα και νέα αστική πραγματικότητα 25 3.2. Προς μια ολοκληρωμένη πολιτική για τη πόλη και τις ΜΜΕ 26 Βιβλιογραφία 28
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
Ο εξευγενισμός (gentrification), ως κίνημα «αστικής ανανέωσης», ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 στον Αγγλοσαξονικό κόσμο για να διεθνοποιηθεί και εξαπλωθεί σύντομα σε πλανητική κλίμακα (Lees et al., 2016). Συσσωρεμένη έρευνα, 60 χρόνια μετά, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, εντοπίζει τον όρο ως μια διαδικασία ταξικής αναδιάρθρωσης των πόλεων μέσω της αλλαγής στον πληθυσμό των χρηστών κατά τρόπο ώστε οι νέοι χρήστες να έχουν υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο από τους προηγούμενους χρήστες, σε συνδυασμό με αντίστοιχη επανεπένδυση πάγιου κεφαλαίου (Clark, 2005). Η παραπάνω ευρεία ερμηνεία του φαινομένου χρησιμοποιείται επί τούτου, προκειμένου να τονίσει τις διαφορετικές μορφές και τις διαφορετικές χρονικές συγκυρίες κάτω από τις οποίες επιτελείται το φαινόμενο κατά τόπους. Αυτή η σχέση τόπου και χρόνου αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες και το γεωγραφικό πλαίσιο του gentrification. Ο εξευγενισμός είναι μια από τις πιο σημαντικές, σύνθετες και κοινωνικά άδικες διαδικασίες αστικής αναδιάρθρωσης που επηρεάζουν τις πόλεις παγκοσμίως και απαιτεί, αφενός την κατανόηση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων για τις πραγματικές μορφές και τη φύση του φαινομένου και αφετέρου, την επεξεργασία πολιτικών προστασίας της τοπικής κοινότητας και των καθημερινών λειτουργιών από την αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση του χώρου.
10
Εικόνα 1. Αθήνα, εμπορικό τρίγωνο 2023.
Στην Αθήνα, μελέτες για το gentrification εκπονούνται ήδη από τη δεκαετία του 2000, εντοπισμένες σε διαδικασίες με ποικίλα χαρακτηριστικά και χωρικές παραμέτρους. Σήμερα, βρισκόμαστε σε
μια νέα φάση ανάπτυξης του Αθηναϊκού τοπίου μέσα από διαδικασίες και μετασχηματισμούς που
συνδέονται με τον αστικό τουρισμό. Η ανάπτυξη του τουρισμού, μετά από μια φάση μεγάλης υποτίμησης των ακινήτων μέσα στην κρίση, καθώς και άλλες διαδικασίες που προηγήθηκαν αυτής, διαμόρφωσαν τους όρους για την αύξηση των τιμών γης και ενοικίων και προκάλεσαν αλλαγές στις οικονομικές και αστικές λειτουργίες της πόλης και την καθημερινότητα των πολιτών.
Πολλοί ερευνητές έχουν αναπτύξει το ζήτημα του εξευγενισμού- ωστόσο, λίγοι εξέτασαν πώς ο εξευγενισμός επηρέασε τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων στον χώρο. Η απουσία μελετών, εστιασμένης ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας με γεωγραφικό πρόσημο σχετικά με τις επιπτώσεις του gentrification στις επιχειρήσεις, δυσχεραίνει την εις βάθος διερεύνηση του φαινομένου και την ανάπτυξη εντοπισμένων πολιτικών παρέμβασης. Ως εκ τούτου, η παρούσα μελέτη, λόγω της περιορισμένης έκτασης και πρόσβασης σε αναγκαία στοιχεία, συμβάλει σε μια πρώτη διερεύνηση και καταγραφή ευρύτερων τάσεων και διαδικασιών που συντελούνται σήμερα στην Αθήνα με σκοπό την ανάπτυξη προβληματισμού και ερωτημάτων που μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη
δράσεων σχετικά με τις ΜΜΕ.
1. Gentrification
1.1. Οι ερμηνείες και η γενεαλογία του Gentrification
Ο όρος gentrification επινοήθηκε για πρώτη φορά το 1964 από τη Βρετανή κοινωνιολόγο Ruth Glass για να περιγράψει τις αλλαγές που παρατήρησε στην κοινωνική δομή και την αγορά
κατοικίας, με την εισροή οικογενειών της μεσαίας τάξης στις εργατικές συνοικίες του Λονδίνου. Από τότε, ο εξευγενισμός, ως μια διαδικασία ταξικής «αναβάθμισης» των γειτονιών, εντοπίζεται σε ένα ευρύτερο φάσμα αστικών συνθηκών σε όλο τον κόσμο, δεδομένης της ικανότητάς του να αναβαθμίζει το κτισμένο περιβάλλον αλλά και να εκτοπίζει τους υπάρχοντες κατοίκους, χρήστες και τις υπάρχουσες δραστηριότητες.
Ο εξευγενισμός εντοπίστηκε σε μια συγκεκριμένη περίοδο μητροπολιτικής ανάπτυξης και συνδέεται με αλλαγές στην οικονομική βάση και την κοινωνική δομή των πόλεων κατά τη μετάβαση
από τη βιομηχανική στην μετα-βιομηχανική (μετα-φορντική) εποχή (Ley, 1981, 1996). Ως μέρος ευρύτερων διαδικασιών αστικής αναδιάρθρωσης (Smith και Williams 1986), ο εξευγενισμός είναι
η διαδικασία με την οποία οι φτωχές και εργατικές γειτονιές στο κέντρο της πόλης - οι οποίες προηγουμένως είχαν υποστεί απο-επένδυση και έξοδο της μεσαίας τάξης- ανακαινίζονται μέσω της εισροής ιδιωτικού κεφαλαίου και καταλαμβάνονται από αγοραστές και ενοικιαστές της ανώτερης μεσαίας τάξης (gentrifiers).
Ο εξευγενισμός προκαλεί πολλές αλλαγές που επηρεάζουν τόσο τους ανθρώπους που ζουν σε περιοχές όπου αναπτύσσεται το φαινόμενο, όσο και εκείνους που διατηρούν μια μικρή επιχείρηση σε μια περιοχή (Lees et al., 2008). Αυτές οι αλλαγές περιλαμβάνουν εκτοπισμό μέσω του ενοικίου, αυξήσεις τιμών και δημογραφικές αλλαγές.
11
Ο εξευγενισµός µπορεί να περιγραφεί ως µια διαδικασία χωρικής και κοινωνικής διαφοροποίησης (Zukin, 1987). Ερμηνείες του φαινομένου αποδίδονται τόσο από την πλευρά της προσφοράς (παραγωγής) ή/και της ζήτησης (κατανάλωσης). Οι ερμηνείες «από την πλευρά της προσφοράς»
τονίζουν τους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που δημιουργούν μια ελκυστική προσφορά
κατοικιών στο κέντρο της πόλης για τη μεσαία τάξη. Ο Neil Smith ανέπτυξε τη θεωρία του κενού γαιοπροσόδου (rent gap) το οποίο προκύπτει ως συνέπεια της υποβάθμισης και εγκατάλειψης των περιοχών του κέντρου της πόλης. Το «κενό γαιοπροσόδου» (δυνητική αξίας της γης και της αξίας της υφιστάμενης χρήσης της), αυξάνεται έως ότου γίνεται δυνατό για τη κτηματαγορά (και άλλους παίχτες) να επενδύσουν στο κέντρο της πόλης και να αξιοποιήσουν κερδοφόρα την υποκείμενη αξία της γης µέσω της ανακαίνισης ή της ανάπλασης των κτιρίων.
Σύμφωνα με ερμηνείες «από την πλευρά της ζήτησης/ κατανάλωσης» (Ley, 1994), ο εξευγενισμός συνδέεται με την κουλτούρα και τη διαφοροποίηση του τρόπου ζωής της νέας μεσαίας τάξης (αστική εμπειρία και καταναλωτική συμπεριφορά με ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο). Αναδεικνύεται έτσι, η προτίμηση των καταναλωτών για δημογραφικούς, πολιτισμικούς ή λόγους συνδεδεμένους με πρότυπα εργασίας, στα κτίρια και τις περιοχές που αναβαθμίζονται. Η μεταβαλλόμενη δομή των πόλεων, από την βιομηχανία στην κυριαρχία των υπηρεσιών, προκαλεί και την ταυτόχρονη μεταβολή της κοινωνικής σύνθεσης των επαγγελμάτων και επομένως την κυριαρχία από ανώτερα διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενους στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, την πολιτιστική βιομηχανία και τις υπηρεσίες, οι οποίοι συγκεντρώνονται στις μεγάλες πόλεις (Butler, 1997· Ley 1981, 1996· Butler and Hamnett, 1994· McDowell, 1997· Caulfield, 1989). Οι συλλογικές επιλογές κατοικίας, οι χρήσεις που συγκεντρώνονταν γύρω από αυτές και η γενικώς υψηλή εκπαιδευτική και επαγγελματική κατάσταση των νέων κατοίκων, δομούνταν -και με τη σειρά τους εκφράζουν- ένα ιδιαίτερο habitus, μια ταξική κουλτούρα και ένα καινούριο περιβάλλον (Bourdieu 1984). Άλλα προβλήματα εισάγονται με την εξέταση της ιδιοκτησίας- συγκεκριμένα, τα διαφορετικά συμφέροντα των ιδιοκτητών ακινήτων και των ενοικιαστών - όταν η «αναβάθμιση» και από τις δύο ομάδες προκαλεί αύξηση των αξιών των ακινήτων (Zukin, 1987).
1.1.1. Ο ρόλος του κράτους και των δημόσιων πολιτικών Τάσεις εξευγενισμού συνδέονται με τον ιστορικά μεταβαλλόμενο ρόλο του κράτους.
Η «άνοδος και η πτώση» του κράτους πρόνοιας και η ανάδυση ενός νέου συνόλου αρχών στην οργάνωση του καπιταλισμού που ο Harvey ονομάζει «ευέλικτη συσσώρευση» (Harvey, 1987), συνέπεσαν με την παγκοσμιοποίηση των αγορών ακινήτων και τη νεοφιλελευθεροποίηση της πολεοδομίας (Fainstein, 2016· Peck and Tickell, 2002· Purcell, 2002), οι επιπτώσεις της οποίας είναι αισθητές παντού, αν και με διαφορετική ένταση και τοπικές αποχρώσεις. Αναπλάσεις στον δημόσιο χώρο, μέχρι μεγάλα αστικά έργα (urban renewal projects), αλλαγές στις χρήσεις γης, τους χαρακτηρισμούς ιστορικών περιοχών και τις εκτιμήσεις φόρου ακίνητης περιουσίας δείχνουν πόσο σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος του κράτους στον καθορισμό της οικονομικής και κοινωνικής αξίας μιας αστικής περιοχής. Οι στρατηγικές αλλαγές στην αστική διακυβέρνηση από τη δεκαετία
του 1970, υποστήριξαν την «επιστροφή στην πόλη» την ίδια στιγμή που η άνοδος του πληθωρισμού, το κόστος των καυσίμων και οι τιμές των κατασκευών καθιστούσαν την αποκατάσταση στο κέντρο της πόλης μια οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική λύση τόσο για τους ιδιοκτήτες κατοικιών όσο και για το real estate (Zukin, 1987).
12
1.1.2. Εκτοπισμός
Ο εξευγενισμός είναι μια πολύπλοκη, αμφιλεγόμενη και τραυματική διαδικασία για τον πληθυσμό που εκδιώκεται, στην οποία παρεμβαίνουν οι ισχυρές δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς, αλλά η οποία μπορεί επίσης να καθοδηγείται ή να ευνοείται από πολιτικές αστικής ανάπλασης. Διαδικασίες
που μοιάζουν με τον εξευγενισμό μπορεί να βιώνονται παγκοσμίως, αλλά όπως αναφέρει η
Shaw (2005), ο εξευγενισμός «εξελίσσεται διαφορετικά σε διαφορετικά μέρη και η διαδικασία επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το τοπικό πλαίσιο».
Ο εξευγενισμός μπορεί να προκαλέσει δύο μορφές εκτοπισμού την (i) Άμεση/φυσική εκδίωξη κατοίκων και επιχειρήσεων και (ii) τον έμμεσο/συμβολικό εκτοπισμό. Ο πρώτος προκαλείται από αυξήσεις του κόστους κατοικίας ή επαγγελματικής στέγασης και λειτουργίας ή από εξώσεις. Οι κάτοικοι με χαμηλότερο εισόδημα και οι μικρές επιχειρήσεις αναγκάζονται να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές με φθηνότερα ενοίκια. Η μετακίνηση από την περιοχή επηρεάζει τη συνέχεια της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής, των σχέσεων και των δικτύων των κατοίκων και επιχειρήσεων.
1.2. Παγκόσμιος χάρτης του φαινομένου και διεθνής εμπειρία
Καθώς περιπτώσεις εξευγενισμού καταγράφονται όλο και περισσότερο σε όλο τον κόσμο, ερευνητές εντοπίζουν την πληθώρα των μορφών του καθώς και την γεωγραφική του επέκταση
εκτός του κέντρου της πόλης, στα προάστια και στις αγροτικές κωμοπόλεις «rural gentrification» (Phillips, 2002, Lees 2003b, 2490). Άλλες έννοιες και περιγραφές εστιάζουν σε ορολογίες όπως «super gentrification» (Lees, 2003b) «residentialisation», «re-urbanisation», «studentification» (Smith and Holt, 2007) «embourgeoisement», «trendification», «hipeoisie» (Butler, 2007· Buzar et al., 2007· Lees, 2000· Smith, 2005· Smith and Butler, 2007, Shaw· 2008), «boutiquing» (Smith, 2002· Booza, Cutsinger, and Galster, 2006) κ.α.
Άλλοι μελετητές επισημαίνουν πως η εφαρμογή της λεγόμενες «πράσινης ατζέντας», η υλοποίηση δηλαδή δημοτικών στρατηγικών αποκατάστασης υποβαθμισμένων περιοχών μέσω χώρων πρασίνου ή ανάπτυξης πράσινων υποδομών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, οδηγούν σε εξευγενισμό.
Οι «πράσινες στρατηγικές» αυξάνουν την ελκυστικότητα μιας περιοχής, ενώ παράλληλα οδηγούν
σε αύξηση της αξίας των ακινήτων, των τιμών των κατοικιών και στον εκτοπισμό των κατοίκων.
Οι διαδικασίες αυτές είναι γνωστές ως πράσινος εξευγενισμός, περιβαλλοντικός εξευγενισμός ή κλιματικός εξευγενισμός («green gentrification», «environmental» ή «climate gentrification») (Gould & Lewis, 2017· Haase et al., 2017· Anguelovski et al., 2019· Shokry et al., 2020).
Όσον αφορά στην παρούσα μελέτη, στο πλαίσιο των μορφών και τάσεων εξευγενισμού που
συνδέονται με την Αθήνα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αξίζει να σημειωθεί η σημασία του «τουριστικού εξευγενισμού».
1.2.1. Τουριστικοποίηση και εξευγενισμός
Σε πολλά αστικά περιβάλλοντα σήμερα ο τουρισμός μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως διαδικασία εξευγενισμού, ή σαν σημαντικός μοχλός και αποτέλεσμα των τάσεων εξευγενισμού. Ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εξευγενισμένες περιοχές γίνονται τουριστικοί προορισμοί, σε άλλες, στρατηγικές προώθησης του αστικού τουρισμού παράγουν νέα περιβάλλοντα τα οποία προσελκύουν νέα στρώματα με νέα πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, ενθαρρύνοντας τις διαδικασίες
13
εξευγενισμού. Ο εξευγενισμός, ο οποίος συχνά συνδέεται με την αύξηση της εισροής τουριστών, πηγάζει από τη δυναμική της αγοράς κατοικίας, τις πρακτικές των επενδυτικών κεφαλαίων
που ενδιαφέρονται για νέα περιεχόμενα και από έργα αστικής ανάπλασης και προώθησης που
εκτελούνται από την ίδια την κεντρική ή τοπική διοίκηση.
Η εμφάνιση τόσο του αστικού τουρισμού όσο και του εξευγενισμού είναι συνέπεια της ίδιας διαδικασίας οικονομικής και χωρικής αναδιάρθρωσης, κατά την οποία οι αλλαγές στην πολιτική οικονομία των πόλεων συνοδεύονται από αλλαγές στα πρότυπα κατανάλωσης και απασχόλησης (Cocola- Gant, 2018), συνυπάρχοντας παράλληλα με άλλες διαδικασίες κατανάλωσης και παραγωγής του αστικού χώρου (Colomb and Novy, 2016).
Με τον αστικό τουρισμό επιτυγχάνεται ένας μεγάλος κύκλος επενδύσεων στο δομημένο περιβάλλον, με στόχο την αναζωογόνηση των αστικών περιοχών, φέρνοντας το κεφάλαιο και τη μεσαία τάξη πίσω στις πόλεις, «όχι ως φορολογούμενους μόνιμους κατοίκους, αλλά ως επισκέπτες που ξοδεύουν ελεύθερα» (Eisinger, 2000). Σύμφωνα με τον Judd (2003), ο τουρισμός συμπίπτει με μια παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα κατανάλωσης που υποστηρίζεται από συχνά μετακινούμενους εργαζόμενους και καταναλωτές που τείνουν να απαιτούν και, επομένως, να αναπαράγουν παρόμοια αστικά περιβάλλοντα όπου κι αν πάνε.
O εξευγενισμός του τουρισμού είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις οικονομίες που βασίζονται στον τουρισμό ως παράγοντα ανάπτυξης. Σε αυτές, η έλλειψη υψηλά αμειβόμενων επαγγελματικών θέσεων εργασίας προσφέρει λιγότερες δυνατότητες για την εμφάνιση του κλασικού εξευγενισμού (Cocola-Gant, 2018). Αντίθετα, ο τουριστικός εξευγενισμός, τείνει να εμφανίζεται σε μέρη όπου η αγοραστική δύναμη των επισκεπτών αντικαθιστά την έλλειψη τοπικής ζήτησης όπως στην περίπτωση της Νότιας Ευρώπης, όπου η άφιξη των επισκεπτών ανοίγει επενδυτικές ευκαιρίες στο δομημένο περιβάλλον (Cocola-Gant, 2016b· Franquesa, 2011· Garcia-Herrera et al., 2007· Janoschka et al., 2014· Morell, 2009· Vives Miro, 2011)
Η αγοραστική δύναμη των επισκεπτών τονώνει τις αγορές ακινήτων και, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο κλασικός εξευγενιστής - gentrifier- αντικαθίσταται από τους επισκέπτες- τουρίστες που γίνονται καταναλωτές των τόπων (Gant, 2018). Ωστόσο, και παρά το γεγονός πως οι επισκέπτες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο, είναι περισσότερο καταναλωτές παρά παραγωγοί της διαδικασίας.
Υπό αυτή την έννοια, πολλοί μελετητές δίνουν έμφαση στη δράση του κράτους και του κεφαλαίου στη δημιουργία τουριστικών προορισμών, ως στοιχείο για τη γεωγραφική επέκταση του καπιταλισμού (Britton, 1991- Gotham, 2005- Janoschka et al., 2014).
Μέρος του φαινομένου του «τουριστικού εξευγενισμού» ή της «τουριστικοποίησης» αποτελεί
η ραγδαία εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης οδηγώντας σε ακραία εμπορευματοποίηση του οικιστικού αποθέματος και των αστικών κοινών. Η εκδήλωση και επιτυχία της βραχυχρόνιας μίσθωσης μέσω πλατφορμών τύπου Airbnb («platformization») την τελευταία δεκαετία, ενίσχυσε την κατανάλωση και την συνεπακόλουθη χρήση των κατοικιών ως τουριστικών καταλυμάτων. Η
βραχυχρόνια μίσθωση τείνει να αυξάνει τις τιμές των ενοικίων, όχι μόνο για τις βραχυχρόνιες ενοικιάσεις αλλά και για τις μακροχρόνιες (Balabanidis et al., 2019, Davidson and Infranca 2016Gurran and Phibbs 2017- Lee 2016- Meleo, Romolini, and De Marco 2016) οδηγώντας σε εκτοπισμούς. Το «μοίρασμα» του χώρου της πόλης μεταξύ κατοίκων και τουριστών έχει συχνά αποτελέσει πηγή συγκρούσεων που περιστρέφονται γύρω από τον ανταγωνισμό που προκύπτει όχι μόνο από
14
την πρόσβαση στην κατοικία αλλά συνολικά στους αστικούς πόρους, τις εγκαταστάσεις και τα δικαιώματα πρόσβασης σε αυτές (Robinson, 2001).
Ο μετασχηματισμός αστικών περιοχών κατοικίας και μικτής χρήσης σε τουριστικές ζώνες συμβαίνει συχνά ανεξάρτητα από τις δημόσιες πρωτοβουλίες σχεδιασμού. Καθώς οι τουρίστες
επεκτείνουν όλο και περισσότερο τη διαμονή και τις δραστηριότητές τους εκτός των «παραδοσιακών
τουριστικών φυσαλίδων» (Stors and Kagermeier 2013), οι διαδικασίες «τουριστικοποίησης» αναπτύσσονται μέσω πολυεπίπεδων και σύνθετων καναλιών που περιλαμβάνουν αλλαγές στις συνθήκες στέγασης και λειτουργικές αλλαγές στην οικονομική δραστηριότητα και τις χρήσεις γης (Balabanidis et al., 2019).
1.3. Gentrification και ΜΜΕ
Ο εξευγενισμός επηρεάζει αμφότερα την κατοικία και τις επιχειρήσεις σε μία περιοχή καθώς αλλάζει τον δημογραφικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της (Beauregard, 1986). Σε ότι αφορά στις επιχειρήσεις, οι διαδικασίες εξευγενισμού φέρνουν αλλαγές οι οποίες συνδέονται με τις καταναλωτικές προτιμήσεις και το lifestyle των εξευγενιστών. Οι αποφάσεις για τη χωροθέτηση των επιχειρήσεων και η επακόλουθη επιβίωσή τους είναι συνάρτηση της υπάρχουσας (και δυνητικής) καταναλωτικής βάσης σε μια περιοχή (Meltzer and Schuetz, 2012Waldfogel, 2008). Η μετατόπιση της σύνθεσής της από τον εξευγενισμό, σίγουρα από οικονομική άποψη και συχνά από φυλετική/εθνοτική (Meltzer, 2016), προκαλεί αλλαγές που διακυβεύουν την επιβίωση των τοπικών επιχειρήσεων.
Το δημογραφικό τοπίο μιας κοινότητας αλλάζει δραστικά όταν ο εξευγενισμός έρχεται σε μια κοινότητα (Lees et al., 2008). Στην αρχή και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του εξευγενισμού οι παλαιότερες χρήσεις και οι παλαιότεροι κάτοικοι, με τις καθημερινότητες τους και τους τρόπους ζωής τους, προσδίδουν μια αίσθηση «αυθεντικότητας» που αυξάνει την ιδιαιτερότητα και ελκυστικότατα του αστικού τοπίου. Στην πορεία, συγκρούσεις συμφερόντων για τη γη και τα ακίνητα, ή/ και η αδυναμία των παλαιών κατοίκων και επιχειρηματιών να ανταποκριθούν στο νέο περιεχόμενο, τις ανατιμήσεις και τη νέα εικόνα της γειτονιάς, σιγά σιγά οδηγούν τους τελευταίους στον εκτοπισμό.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα και η οικιστική σύνθεση μιας γειτονιάς είναι στενά συνδεδεμένες και, όταν μια γειτονιά εξευγενίζεται, η καταναλωτική βάση και το κόστος λειτουργίας μιας τοπικής επιχείρησης μπορεί επίσης να αλλάξει (Carree and Thurik, 1996· Hotelling, 1929· Meltzer and Schuetz, 2012· Zukin, 2008). Εάν, επομένως, η τοπική καταναλωτική βάση έχει προτιμήσεις που δεν ευθυγραμμίζονται με τις υπηρεσίες ή τα αγαθά που παρέχουν οι υφιστάμενες επιχειρήσεις, τότε οι τοπικές επιχειρήσεις δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουν. Οι αλλαγές στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των κατοίκων και χρηστών, μπορεί να προκαλέσουν μετατόπιση της αγοραστικής δύναμης και των προτιμήσεων, μειώνοντας έτσι τους πελάτες των υφιστάμενων επιχειρήσεων. Ενώ η παραδοσιακή πελατεία των τοπικών μικρών επιχειρήσεων αντικαθίσταται από κατοίκους και χρήστες με διαφορετικά γούστα και προτιμήσεις, οι τοπικές επιχειρήσεις πρέπει να ανταγωνιστούν νέες επιχειρήσεις με προϊόντα που ταιριάζουν στις νέες συνθήκες, μαζί με μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων και την «24/7» λειτουργία εμπορικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
Η αύξηση του λεγόμενου «boutiquing», αντανακλά ιδιαίτερα τη στρατηγική στροφή των καταναλωτικών βιομηχανιών προς το εξειδικευμένο μάρκετινγκ και τα εξατομικευμένα αγαθά, η
15
οποία μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονη στις αστικές περιοχές όπου οι κάτοικοι διαμορφώνουν
πρότυπα στυλ και κατανάλωσης (Zukin, 2009).
Επιχειρήσεις μιας νέας αισθητικής και κοσμοπολίτικης ατμόσφαιρας ενισχύουν την αίσθηση
της δημιουργικής πολιτιστικής διάκρισης της γειτονιάς (Florida, 2002- Zukin and Kosta, 2004).
Όποια κι αν είναι η συγκεκριμένη μορφή και δραστηριότητα τους, από επιχειρήσεις τροφίμων, ρούχων, μπαρ, καφέ, ξενοδοχειακών μονάδων, οι νέες «μπουτίκ» έρχονται σε αντίθεση με τα παλαιότερα καταστήματα που απευθύνονται σε μια φτωχότερη, πιο παραδοσιακή και λιγότερο κινητική πελατεία. Αυτοί οι τύποι χρήσεων και καταστημάτων έχουν αναδειχθεί σε ιδιαίτερα ορατά σημάδια εξευγενισμού σε πόλεις σε όλο τον κόσμο. Στο πρώτο επίπεδο, οι νέοι χώροι κατανάλωσης
αφενός καλύπτουν τις υλικές ανάγκες των πιο εύπορων κατοίκων και των νέων χρηστών (Bridge and Dowling, 2001) και αφετέρου τις λιγότερο απτές ανάγκες τους για κοινωνικό και πολιτιστικό κεφάλαιο (Zukin, 1991- Patch, 2008).
Πέραν της ασυμφωνίας τους με τα νέα καταναλωτικά πρότυπα, οι τοπικές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά ευάλωτες σε εκτοπισμούς λόγω των πιέσεων από την αύξηση των τιμών ενοικίων που προκαλείται από τις τάσεις εξευγενισμού οι οποίες δυσχεραίνουν, αν όχι καθιστούν αδύνατη, τη λειτουργία μιας μικρής επιχείρησης που δραστηριοποιείται σε μια περιοχή.
1.3.1. Commercial gentrification
Ο λεγόμενος εμπορικός εξευγενισμός (commercial gentrification) είναι ο μετασχηματισμός οικιστικών, εμπορικών ή βιομηχανικών χώρων σε χώρους με επιχειρήσεις λιανικής υψηλότερης αξίας. H διαδικασία αυτή συνεπάγεται συχνά τον εκτοπισμό των ντόπιων κατοίκων και ιδιοκτητών επιχειρήσεων (Gonzalez and Waley, 2013- Zukin et al., 2009). Ο εμπορικός εξευγενισμός, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας συμβολικού εξευγενισμού (Bolzoni, 2014- Janoschka, Sequera, & Salinas, 2014- Rousseau, 2009). Σε αυτή τη συμβολική αλλαγή, η εμπορική αναβάθμιση των οικιστικών περιοχών και η συνακόλουθη μετατροπή περιοχών σε χώρους ψυχαγωγίας και κατανάλωσης
για εύπορους χρήστες ή χρήστες με νέα καταναλωτικά πρότυπα, είναι η αιτία για εκτεταμένες μετακινήσεις των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτές.
Στις διαδικασίες αναζωογόνησης, οι φορείς της αλλαγής μπορεί να είναι οι νέοι εύποροι κάτοικοι και χρήστες μιας περιοχής, ή οι νέοι χώροι και οι υπηρεσίες που αποσκοπούν στην προσέλκυση τους. Ενώ οι αλλαγές αυτές μπορεί να φέρουν νέες υπηρεσίες και πρόσβαση σε μια ευρύτερη επιλογή βασικών αγαθών, ασφαλές και ανακαινισμένο αστικό περιβάλλον, ακόμη και τοπικές ευκαιρίες απασχόλησης, ο εξευγενισμός, μπορεί επίσης να διαταράξει τις εμπορικά εμπεδωμένες ταυτότητες της γειτονιάς και να εισαγάγει υπηρεσίες και προϊόντα που δεν εξυπηρετούν τους υφιστάμενους κατοίκους (Meltzer, 2016). Ερευνητές του φαινομένου υποστηρίζουν ακόμα ότι εξευγενισμός και τουριστικοποίηση, δεν εκτοπίζουν μόνο τις επιχειρήσεις αλλά και τους κατοίκους οι οποίοι μετακινούνται λόγω του μετασχηματισμού των χρήσεων και των χρηστών στις γειτονιές τους και όχι μόνο λόγω της δυναμικής της αγοράς κατοικίας (Cocola- Gant, 2018).
Εκτός από την ανταπόκριση σε μια διαφορετική καταναλωτική βάση, οι αλλαγές στο τοπίο των επιχειρήσεων, αντανακλούν διαρθρωτικές αλλαγές στον κλάδο συνολικά: την εξαφάνιση των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων- την επέκταση μεγάλων αλυσίδων (Zukin, 2004- Fishman, 2006)- και τις απόψεις για την εμπορική βιωσιμότητα των πόλεων (Porter, 1995). Οι αλλαγές αυτές,
16
επηρεάζουν τόσο το μέγεθος των επιχειρήσεων (αντικατάσταση MME από μεγάλες αλυσίδες franchising), τη δραστηριότητα τους (αντικατάσταση από χρήσεις σχετικές με την κατανάλωση, τη
διασκέδαση, τον πολιτισμό και τον τουρισμό), αλλά και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που τις
συνοδεύουν («αναβαθμισμένο» προϊόν σύμφωνα με τις παγκόσμιες τρέχουσες τάσεις μόδας για την αστική κατανάλωση).
2. Αθήνα και Gentrification
2.1. Αστική ανάπτυξη και τοπικές ιδιαιτερότητες
Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, διαδικασίες συναφείς στο gentrification, αναπτύσσονται σε γειτονιές του Ιστορικού Κέντρου, προκαλώντας έντονες αναδιαρθρώσεις και αλλαγές στο κοινωνικό
και χωρικό περιεχόμενο των περιοχών αυτών. Ερευνητές του φαινομένου για την Αθήνα, ισχυρίζονται ότι τουλάχιστον μέχρι πρότινος, αυτές οι μορφές gentrification λάμβαναν χαρακτήρα σημειακό και περιορισμένο, γεγονός που αποδίδεται στα δομικά χαρακτηριστικά της πόλης όπως αυτά διαμορφώθηκαν και αναπαράχθηκαν κυρίως από το ιδιοκτησιακό καθεστώς κατοικίας και γης και την κοινωνική και λειτουργική ποικιλομορφία της Αθήνας, τα οποία δεν επέτρεψαν την ένταση και εξάπλωσή του.
Η Αθήνα -και ειδικά το κέντρο της-χαρακτηρίζεται ιστορικά από κοινωνική μίξη και μίξη λειτουργιών. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο οι μηχανισμοί πρόσβασης στην κατοικία στην Ελλάδα, όσο και η καθοριστική παρουσία της τοπικής οικονομίας με το πλήθος των μικρών επιχειρήσεων αποτελούμενων από διαφορετικές δραστηριότητες (εμπόριο, βιοτεχνία, υπηρεσίες) διάσπαρτες στον ιστό της πόλης. Η επίδραση της κάθετης κοινωνικής διαφοροποίησης- της πολυκατοικίας μέσω της αντιπαροχής- και η διασπορά των αγορών εργασίας και των οικονομικών δραστηριοτήτων στον αστικό ιστό της Αθήνας, ευνόησαν συνθήκες κοινωνικής μίξης και αποφυγής διαδικασιών κοινωνικο-χωρικής διαίρεσης.
Οι τοπικές συνθήκες χαρακτηρίζονται από προσιτές ευκαιρίες στέγασης που δεν προέκυψαν ωστόσο από πολιτικές κοινωνικής στεγαστικής πρόνοιας (Emmanuel 2006), αλλά από συγκεκριμένους μηχανισμούς παραγωγής κατοικίας που επέτρεπαν την κοινωνική διάχυση της προσόδου και της ιδιοκατοίκησης. Η ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας εντάχθηκε μέσα στους κυριάρχους τρόπους ανάπτυξης του αστικού χώρου που ήταν η αντιπαροχή και η μικρή κλίμακα κεφαλαίου και ιδιοκτησίας. Η μικρή επιχειρηματικότητα αναπτύσσεται μέσα στα κελύφη της πολυκατοικίας και ασκείται από τους μικροϊδιοκτήτες της, ή από ενοικιαστές αυτών, ενώ πολλαπλασιάζεται χωρικά μέσα από τα ισόγεια ή τα διαμερίσματα σε μεγάλο τμήμα του αστικού χώρου οργανωμένη σε πυκνά κοινωνικά και οικονομικά δίκτυα.
Η χωρική εγγύτητα και η μείξη της οικονομικής δραστηριότητας με την κατοικία και άλλες κεντρικές χρήσεις της πόλης, αποτελούν ζωτικό παράγοντα και συγκροτητικό χαρακτηριστικό της πολυλειτουργικότητας της Αθήνας και της κοινωνικής της δυναμικής σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. H παρουσία, συνήθως με μεγάλο ιστορικό βάθος, μικρών επιχειρήσεων, διαφορετικών, ομοειδών και αλληλένδετων κλάδων, οργανωμένες σε πιάτσες, οι οποίες μέσω των τοπικών και ευρύτερων δικτύων που δημιουργούν, συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση ολόκληρων περιοχών, εντός και πέρα των φυσικών τους ορίων. Η κοινωνική και γεωγραφική διάχυση της ιδιοκατοίκησης, σε συνδυασμό με τη διασπορά των μικρών επιχειρήσεων,
17
Εικόνα 2. Μικρές επιχειρήσεις στο Εμπορικό Τρίγωνο. Οδός Ευριπίδου, 2023.
στηριζόμενες σε δομές οικογενειακών δικτύων, αποδείχθηκε ένα ιδιαίτερο λειτουργικό καθεστώς κοινωνικής αναπαραγωγής για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι πολυσχιδείς δραστηριότητες της οικογένειας αποτελούν κλειδί για την κατανόηση των διαδικασιών αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, καθώς με το θεσμό της οικογένειας συναρτώνται ουσιαστικά οι κυρίαρχοι τύποι παραγωγής κατοικίας και η μικροϊδιοκτησία της γης. Η διασπορά της μικρο-ιδιοκτησίας και η «σταθερότητα» των οικογενειών στην πόλη, η διάχυση των οικογενειακών επιχειρήσεων στο χώρο, η ποικιλία και πολυπλοκότητα των λειτουργιών ακόμη και μέσα σε κάθε ένα κτίριο, συμβάλλουν στην οικειοποίηση του αστικού χώρου από τους κατοίκους και στην ενσωμάτωσή τους στον αστικό τρόπο ζωής, έστω και αν αυτό πραγματοποιείται με άνισους τρόπους (Βαΐου, Μαντουβάλου, Μαυρίδου, 1995)
Η πολιτική της αντιπαροχής, δημιούργησε έναν προνομιακό χώρο -προστατευμένο από την εισδοχή μεγάλων παικτών, όπως οι ιδιωτικές τράπεζες και οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείεςόπου μπόρεσαν να αναπτύξουν πρωτοβουλία πολύ ευρείες κοινωνικές ομάδες στις οποίες
18
εντάσσονταν οι νέοι οικιστές, οι πολυάριθμοι μικροϊδιοκτήτες γης, οι μικροεργολάβοι και οι επίσης πολυάριθμοι λοιποί απασχολούμενοι στον οικοδομικό τομέα (Οικονόμου 1988). Οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, αντίστοιχα, ενισχύθηκαν ποικιλοτρόπως ως αντιστάθμισμα στις ελλιπείς κρατικές πολιτικές πρόνοιας και την υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων και συλλογικών διαπραγματεύσεων (Γκιαλής, 2008). Το πρότυπο προνοιακών ρυθμίσεων που αναπτύχθηκε -με σημαντικές ομοιότητες και στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη (Mingione, 1995· Ferrara, 1996), ενίσχυσε τον οργανωτικό και επενδυτικό ρόλο της οικογένειας με πόρους που το κράτος μεταβίβαζε συχνά με πελατειακές διαδικασίες, με σκοπό την αναπαραγωγή του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος (Μαλούτας, 2011). Σε αντίθεση δηλαδή με το Βορρά , στη Νότια Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα, η οικογένεια μέσω επίσημων και «άτυπων καναλιών» διατήρησε τη σημασία της ως παραγωγική μονάδα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη μεγάλου αριθμού μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων που στηρίζουν την ανάπτυξη σε ορισμένους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, σε πολλές αστικές περιοχές (Βαΐου, Μαντουβάλου, Μαυρίδου, 1995).
Σε επίπεδο σχεδιασμού, η πολιτική χρήσεων γης στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την ζωνοποίηση και άλλες «άκαμπτες» νομοθεσίες της βορειοευρωπαϊκής πόλης, ακολούθησε τη λογική της ελάχιστης εστίασης στη γεωγραφική εξειδίκευση των δραστηριοτήτων που σε συνδυασμό με την απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών παρακολούθησης των χρήσεων γης, επέτρεψε την εκτεταμένη ανάμειξη και διασπορά τους. Ως εκ τούτου, οι μικτές χρήσεις γης είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο στην Αθήνα. Η βιοτεχνία και το εμπόριο αποτέλεσαν δραστήριους τομείς ανάπτυξης των κεντρικών περιοχών της πόλης και συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία σημαντικών τοπικών αγορών σε προαστιακές περιοχές. Αυτό το μωσαϊκό των διάσπαρτων μικτών χρήσεων αποτελούμενο από μικρές μονάδες μεταποίησης και εμπορίου, κατοικία, υπηρεσίες και άλλες λειτουργίες- πολλές εκ των οποίων «άτυπες», μαζί με τον περιορισμένο πολεοδομικό σχεδιασμό, αποτέλεσαν τυπικά στοιχεία της εξέλιξης της πόλης, προσδίδοντας χαρακτηριστική ζωτικότητα και κοινωνική βιωσιμότητα (Μπαλαούρα, 2018, 2021).
2.2. Ιστορικό του gentrification σε γειτονιές στις Αθήνας. Μεταβαλλόμενες γεωγραφίες
Από την περίοδο της μεταπολίτευσης και ειδικά κατά τη δεκαετία του 1980, αρχίζει μια συντονισμένη
προσπάθεια από μεριάς του κράτους για τη συγκρότηση ενός ενιαίου συστήματος σχεδιασμού στην Ελλάδα. Τομή αποτέλεσε το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ) του 1983 (ν.1515/1985, ΦΕΚ 18Α/1985) το οποίο περιελάβανε την «ανακατανομή λειτουργιών», την «πολυκεντρική δομή», την αποκέντρωση υπηρεσιών, τον περιορισμό και την αποσυμφόρηση κεντρικών περιοχών. Το ΡΣΑ έδινε έμφαση στην περιβαλλοντική προστασία, τον ιστορικό χαρακτήρα του κέντρου, περιλάμβανε μέτρα για τον «μικρό δακτύλιο»,την αποθάρρυνση της κυκλοφορίας των Ι.Χ. αυτοκινήτων στο κέντρο μέσω δικτύου πεζοδρομήσεων και του κυκλικού τραμ (Τάσσης, 2010), καθώς και την αποκέντρωση των οχλουσών μεταποιητικών δραστηριοτήτων, του χονδρεμπορίου κ.ά . Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, προγράμματα αστικής αναγέννησης, ακολουθώντας άλλα ευρωπαϊκά παραδείγματα (Healey, 2004), μπαίνουν στην ατζέντα του χωρικού σχεδιασμού. Πλήθος παρεμβάσεων του οράματος για την αστική αναγέννηση της Αθήνας, εφαρμόζεται μια δεκαετία αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, με στόχο την αξιοποίηση της «συμβολικής οικονομίας» (Zukin, 1995) της πρωτεύουσας (Μπαλαούρα, 2020).
19
Φαινόμενα gentrification εμφανίζονται σε κεντρικές περιοχής της Αθήνας. Η περιοχή της Πλάκας αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση οικιστικού εξευγενισμού, με διαδικασίες δημόσιων παρεμβάσεων να επιδρούν καταλυτικά στην αποκατάσταση του οικιστικού αποθέματος και στην αναβάθμιση του δημόσιου χώρου, ενεργοποιώντας ιδιωτικά κεφάλαια και προκαλώντας αλλαγές στα πολιτισμικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής καθώς και εκτοπισμό κατοίκων και χρήσεων.
Η πεζοδρόμηση της Ερμού το 1997, μπορούμε να ισχυριστούμε πως αποτελεί ζωντανή περίπτωση commercial gentrification. Η ανάπλαση μιας από τις πιο κεντρικές οδούς στο εμπορικό κέντρο της
πόλης εκτόξευσε τις τιμές της γης, εκδιώκοντας τη μικρή μεταποιητική παραγωγή και τις χρήσεις
μικρού παραδοσιακού εμπορίου- οι οποίες δεν προστατεύτηκαν- αντικαθιστώντας τις με μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων. Σήμερα η Ερμού κατατάσσεται στην 14η θέση παγκοσμίως στη λίστα με τους πιο ακριβούς εμπορικούς δρόμους.
Σε επίπεδο κανονιστικου σχεδιασμου, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι τη δεκαετία του 2000, εκπονείται μια σειρά από σχέδια που εξειδικεύουν τις κατευθύνσεις του ΡΣΑ για το κέντρο της Αθήνας (Τριάντης, 2017). Το Γενικο Πολεοδομικο Σχέδιο (ΓΠΣ) του Δήμου Αθηναίων του 1988 (ΥΑ 255/45/1988, ΦΕΚ 80Δ/1988, με τροποποιήσεις) και τα Προεδρικα Διατάγματα (ΠΔ) καθορισμου χρήσεων γης για γειτονιές του κέντρου (Εμπορικο Τρίγωνο, Ψυρρή/ Ομόνοια, Μεταξουργείο, οδός Πειραιώς) επιχείρησαν -και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν- την εκδίωξη πλήθους επαγγελματικών δραστηριοτήτων (μεταποίηση, χονδρεμπόριο), ενώ έθεσαν περιορισμούς στη χωροθέτηση γραφείων και εμπορίου.
Η αποκέντρωση των μικρών μεταποιητικών μονάδων και σημαντικών υπηρεσιών, η αναδιάρθρωση
του λιανικού εμπορίου, μαζί με αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα, επέφεραν αλλαγές που μαζί με τον καταναλωτικό προσανατολισμό του κέντρου (αναψυχή, τουρισμός, πολιτισμός) οδήγησαν
σε μεγάλο βαθμό στην αποδυνάμωση του πολυσυλλειτουργικού του χαρακτήρα. Οι εκτεταμένες αναπλάσεις δημόσιου χώρου, η δημιουργία δικτύου Μετρό, οι αλλαγές στις χρήσεις γης, οι δημόσιες αναπλάσεις και οι γενικότερες τάσεις προώθησης του τουριστικού χαρακτήρα του κέντρου, με την απουσία παράλληλων μέτρων κοινωνικού σχεδιασμού (Maloutas et al., 2013), οδήγησαν σε αύξηση των τιμών γης και ενθάρρυναν την δημιουργία κενού γαιοπροσόδου.
Την περίοδο μετά το 2000, τάσεις εξευγενισμού εντοπίζονται γύρω από το Ιστορικό Κέντρο σε συνοικίες όπως ο Ψυρρής, το Γκάζι, το Μεταξουργείο, τα Πετράλωνα κ.α. Πρώην εργατικές γειτονιές της δυτικής Αθήνας μετατρέπονται σε μονοθεματικούς τόπους διασκέδασης (Ψυρρής, Γκάζι). Άλλες περιοχές, όπως το Μεταξουργείο, εμφανίζουν φαινόμενα οικιστικού gentrification, μέσα από διαδικασίες επανεπένδυσης κεφαλαίων από νέους εύπορους κατοίκους και εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αγορά ακινήτων, με την αρωγή του Δήμου και του Κράτους για διευκολύνσεις χρηματοδότησης σε προγράμματα αστικής αναζωογόνησης. Άλλες, λαϊκές περιοχές κατοικίας, μετατράπηκαν σε νέο-τρέντυ προορισμούς φαγητού, ποτού και κατοικίας για εύπορα στρώματα (Πετράλωνα). Οι παραπάνω μετασχηματισμοί, παρά τις αντιφάσεις που προκύπτουν από την συνύπαρξη ετερόκλητων κοινωνικά πληθυσμών, επέδρασσαν καταλυτικά στον αστικό και κοινωνικό χαρακτήρα των περιοχών αυτών, οδηγώντας σε εκτοπισμό κατοίκους, χρήστες και δραστηριότητες.
20
2.3. Κρίση και πόλη: Υποτίμηση, αποεπένδυση και η ανάδυση του αστικού
τουρισμού
Η ελληνική κρίση και η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση που ακολούθησε, σε συνδυασμό με τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια, διαμόρφωσαν ένα τοπίο
«αστικής λιτότητας» στην Αθήνα. Ο χώρος της πόλης βρέθηκε στο επίκεντρο ραγδαίων αλλαγών
που συνδέονται με οικονομικές, πολιτικές και παραγωγικές αναδιαρθρώσεις. Η υποβάθμιση της ζωής και της καθημερινότητας εντάθηκε μετά τη διάλυση των κρατικών μηχανισμών και την
κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών της πόλης καθώς και της απουσίας έργων ανανέωσης
του αστικού ιστού. Σε ό,τι αφορά στα θέματα που απασχολούν στη παρούσα μελέτη, η υποτίμηση και αποεπένδυση που έφερε η κρίση προκάλεσαν πρωτοφανή μείωση τιμών στα ακίνητα και επηρέασαν το παραγωγικό και ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Κατά́ τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι επιχειρήσεις μικρομεσαίας κλίμακας αντιμετώπισαν σοβαρά́ προβλήματα εξαιτίας της συνεχιζόμενης οικονομικής ύφεσης. Η αναδιάρθρωση των μεριδίων αγοράς στους περισσοτέρους τομείς, η μειωμένη ζήτηση εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης, η έλλειψη ρευστότητας που γίνεται εντονότερη λόγω της αδυναμίας στήριξης από́ τις τράπεζες, η έξοδος από την αγορά́ ενός αριθμού́ μεγάλων επιχειρήσεων και η επιδείνωση του επιπέδου απασχόλησης αποτελούν ορισμένα άμεσα και ορατά́ αποτελέσματα (Παπαθεοδώρου κ.α.).
Οι κλάδοι των ΜΜΕ επλήγησαν περισσότερο από́ την κρίση σε σχέση με το σύνολο των κλάδων όλης της οικονομίας1 (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, 2019). Σε μελέτη του του ΙΝ.ΕΜ.Υ για το 2018, έτος που βγήκε η Ελλάδα από τον Μηχανισμό Επιτήρησης, καταγράφεται ότι η αναλογία κλειστών επαγγελματικών στεγών στην εμπορική αγορά της Αθήνας έφτασε στην κορύφωση της το 2013 με ποσοστό 32,3%. Από το 2016, η τάση αυτή μειώνεται με το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων να είναι μικρότερο από 25%. Το 2018, στις τέσσερις εμπορικές ζώνες που ορίζονται από τη μελέτη, εκ των οποίων η καθεμία έχει διαφορετική ανθεκτικότητα απέναντι στο φαινόμενο των κλειστών επαγγελματικών στεγών, το «Εμπορικό Τρίγωνο», συγκριτικά με τις υπόλοιπες εμπορικές ζώνες, συνεχίζει να παρουσιάζει το μικρότερο ποσοστό κλειστών επιχειρήσεων, με το 22% να είναι ανενεργές, ακολουθεί το «Κολωνάκι» με 23,3%, ενώ στη δυσμενέστερη
θέση βρίσκεται η ζώνη των «Εξαρχείων» με 34,7% κλειστά καταστήματα και η ζώνη Κεντρικών Οδικών Αρτηριών (Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας) με 30,5%.
Ταυτόχρονα με τα κενά καταστήματα, ο αριθμός των κενών κατοικιών στην περιφέρεια Αττικής το 2011 αυξήθηκε σημαντικά (έως και 77,3%, σε σύγκριση με τον απόλυτο αριθμό τους το 2001), ενώ στο Δήμο Αθηναίων ο αριθμός των κενών κατοικιών ανήλθε σε 132.000 (Μαλούτας και Σπυρέλλης, 2016) υποδηλώνοντας, μεταξύ άλλων, τη σημαντική μείωση του πληθυσμού.
Την περίοδο της κρίσης ο αστικός τουρισμός αναδεικνύεται σε μετασχηματιστική δύναμη του αστικού χώρου και της αστικής οικονομίας. Μέσα στην κρίση, από το 2013 και μετά, ο αστικός
1. Χαρακτηριστικό είναι ότι μεταξύ του 2008- 2016, στους κλάδους όπου κατά βάση δραστηριοποιούνται οι ΜμΕ (1. μεταποίηση, 2. χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών, 3. δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης, 4. διαχείριση ακίνητης περιουσίας και 5. κατασκευές) η μείωση ήταν σχεδόν τριπλάσια της γενικής κι έφτασε το 28,36% (από 644.051 επιχειρήσεις σε 461.357)
21
τουρισμός μεγεθύνεται στην Αθήνα, και ειδικά την περίοδο 2016 - 2019 η αύξηση του εμφανίζεται
μεγαλύτερη απ ότι στο σύνολο της Ελλάδας. Οι αφίξεις των ξένων επισκεπτών στην Αθήνα
αυξήθηκαν από 4,5 εκατ. σε 6 εκατ., ενώ οι αφίξεις στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών αυξήθηκαν
κατά 27% (INSETE, 2022). Η Αθήνα κερδίζει συνεχώς έδαφος στην παγκόσμια τουριστική αγορά , τόσο ως ξεχωριστό «brand» και «city break» προορισμός για όλο το χρόνο. Η αύξηση του τουρισμού συμπίπτει με την εμφάνιση και εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης η οποία αρχικά αναπτύσσεται ως δραστηριότητα που επιφέρει ένα συμπληρωματικό εισόδημα σε μεμονωμένους
ιδιοκτήτες, ανάλογο της τοποθεσίας, σύντομα όμως παίρνει διαστάσεις βιομηχανίας μέσω της υπερσυγκέντρωσης δεκάδων ή εκατοντάδων ακινήτων σε εταιρίες διαχείρισης. Συνολικά στην πλατφόρμα του Airbnb, στην περιοχή της Αθήνας, είναι καταχωρημένα περίπου 12 χιλιάδες καταλύματα με αυξανόμενη προσφορά καταλυμάτων σε σχέση με την περσινή χρονιά (+25% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2021) (Tourix, 2022). Παράλληλα, το ξενοδοχειακό δυναμικό της πόλης αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2016 και 2020, ιδιαίτερα στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών (+19% σε μονάδες και +13% σε δωμάτια) και ιδιαίτερα στην κατηγορία 4 αστέρων (+62% / +37% αντίστοιχα) (INSETE, 2022).
Ο αντίκτυπος της τουριστικοποίησης στην Αθήνα έχει πολλαπλές επιπτώσεις που επηρεάζουν τόσο την αγορά κατοικίας, όσο και την οικονομική ζωή και τη συνολική διαμόρφωση του αστικού χώρου. Η μετατροπή κατοικιών σε τουριστικό προϊόν, περιόρισε την προσφορά κατοικίας για μακροχρόνια μίσθωση στην αγορά και οδήγησε σε αύξηση των τιμών. Εκτός από τη κατοικία, χρήσεις συνδεδεμένες με τον τουρισμό και την κατανάλωση (Airbnb, εστίαση) επηρέασαν και προκάλεσαν άμεσους ή έμμεσους εκτοπισμούς και αλλαγές χρήσεων σε οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε κεντρικές αγορές και πιάτσες και αφορούν σε χρήσεις εξειδικευμένου εμπορίου και μικρής βιοτεχνίας (εργαστήρια). Αλλαγές παρατηρούνται τόσο στα ισόγεια καταστήματα, όσο και στους ορόφους πολυκατοικιών όπου παραδοσιακά είναι εγκατεστημένα εργαστήρια τόσο στο εμπορικό τρίγωνο και άλλους εμπορικούς δρόμους (Πανεπιστημίου, Σταδίου κ.α.).
Παρόλα αυτά και σύμφωνα με μελέτη για τις δημιουργικές βιομηχανίες στο κέντρο της Αθήνας (Δεμερτζή, 2022), μέχρι το 2017, ο Δήμος Αθηναίων παραμένει ένα αστικό κέντρο υπηρεσιών κι εμπορίου όπου επικρατούν εμπορικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις υπηρεσιών και επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες. Επιπλέον, οι μεταποιητικές δραστηριότητες παράγουν ένα αξιοσημείωτο μέρος του παραγόμενου προϊόντος στην Αθήνα ~ 10% 2.
2. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Ιστορικό Κέντρο παράγεται το 30% του Δημιουργικού Τομέα (εκδόσεις, λιανικό εμπόριο πολιτιστικών αγαθών & οι εκτυπώσεις- χειροτεχνικές κατασκευές).
22
2.4. Σύγχρονες μεταλλαγές και φαινόμενα gentrification στην Αθήνα σήμερα
Εικόνα 3. Σύγχρονες μεταλλαγές του χώρου. Οδός Αιόλου, 2023.
Η κατοικία αλλάζει χαρακτήρα και χέρια: Η καθίζηση της κτηματαγοράς και η υποτίμηση της τιμής της κατοικίας την περίοδο της κρίσης καθώς και η αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό, δημιούργησε ευκαιρίες για επενδύσεις από νέους «παίχτες», που εμφανίζονται σήμερα στην κατασκευή και τη διαχείριση ακινήτων. Τα κεφάλαια αυτά είναι διαφορετικά από τους παραδοσιακούς μικρούς και μεσαίους εργολάβους που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο μέχρι πρόσφατα. Διαμορφώνεται έτσι ένα νέο οικοσύστημα από μεγάλης κλίμακας κεφάλαια, εταιρίες ή πρόσωπα (με μεγάλο χαρτοφυλάκιο ακινήτων) και την διαμεσολάβηση και άμεση εμπλοκή του τραπεζικού κεφαλαίου (δανεισμός, Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία, διαχειριστές «κόκκινων» δανείων- servicers κ.α.). Η «απουσία» ρυθμιστικού πλαισίου, τόσο κατά τη φάση της υποτίμησης την περίοδο της κρίσης, όσο και των σημερινών ανατιμήσεων, οδήγησε στην αυτορρύθμιση της κτηματαγοράς και στη δημιουργία συνθήκων συσσώρευσης κτιριακού αποθέματος σε λίγα χέρια. Το σχετικά πρόσφατο νομοθετικό πλαίσιο (Πτωχευτικός Νόμος/ πλειστηριασμοί κατασχεμένων οικιστικών ακινήτων από κόκκινα δάνεια) και η θεσμοθέτηση της Golden Visa την περίοδο της κρίσης, δημιούργησαν προνομιακό έδαφος για επενδυτικές ευκαιρίες σε οικιστικά ακίνητα από ντόπιους και ξένους επενδυτές. Η αγορά κατοικίας αποκτά σταδιακά πιο επενδυτικό χαρακτήρα,
23
τον οποίο τροφοδότησαν οι αυξητικές τάσεις στις τιμές. Η πανδημία δεν επηρέασε την άνοδο των
τιμών ενώ σήμερα εντοπίζεται μεγαλύτερη εξάρτηση της εγχώριας κτηματαγοράς από την ζήτηση
από το εξωτερικό και την πορεία της οικονομίας και του τουρισμού. Η στροφή αυτή στην αγορά, ενισχυμένη από δημόσιες πολιτικές, οδηγεί σε διαδικασίες χρηματιστικοποίησης της κατοικίας
και του μετασχηματισμού της σε επενδυτικό και επιχειρηματικό προϊόν. Η μεταπολεμική συνθήκη
της «κοινωνικής συγκατοίκησης» (Μαλούτας, 2011) η οποία αναχαίτισε φαινόμενα gentrification
στο παρελθόν, φαίνεται να μεταστρέφεται σε γειτονιές του κέντρου και να οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις στην αλλοίωση της κοινωνικής τους μίξης.
Μεταλλαγές του κέντρου μέσω της τουριστικοποίησης. Η αύξηση του τουρισμού συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την τροχιά. Το Airbnb και η εκθετική ανάπτυξη χρήσεων συναφών με τον τουρισμό και την αναψυχή (ξενοδοχεία, καφέ, μπαρ, εστίαση) επιφέρουν αλλαγές όχι μόνο στα ενοίκια και στον εκτοπισμό των χρήσεων κατοικίας, αλλά συνιστούν παράγοντα κινητοποίησης μιας ευρύτερης αγοράς με αναφορά στον τουρισμό και τη διασκέδαση, που αλλάζει τις υπάρχουσες δραστηριότητες στις γειτονιές αυτές. Τουρισμός και Airbnb έδωσαν ώθηση σε ένα ευρύ φάσμα επαγγελματιών, μέσω επίσημων και «άτυπων» δικτύων, συνδεδεμένων με την οικοδομή και την προώθηση/ συντήρηση/ διαχείριση ακινήτων, των οποίων η δραστηριότητα είχε πληγεί σοβαρά από την κρίση, ενώ ενεργοποίησαν μέρος του κλάδου του εμπορίου, με νέες χρήσεις συναφείς με τον τουρισμό, αντικαθιστώντας ορισμένες από τις πολυάριθμες επιχειρήσεις που έκλεισαν μέσα στη κρίση (Balampanidis, Maloutas, Papatzani & Pettas, 2019). Ωστόσο, κεντρικές περιοχές (Ιστορικό Κέντρο, Κουκάκι, Εξάρχεια), αλλά και άλλες, που επηρεάζονται από τον συνολικό αντίκτυπο των πρόσφατων μεταμορφώσεων που προκαλεί ο τουρισμός και η καταναλωτική ηγεμονία στην πόλη (Παγκράτι, Κυψέλη), μεταμορφώνονται σε μονοθεματικές περιοχές, με ποικίλες αλλαγές τόσο στη δημογραφική και κοινωνική τους σύνθεση όσο και στις χρήσεις γης. Οι αλλαγές αυτές, αφορούν είτε σε μείωση της εμπορικής και παραγωγικής δραστηριότητας3 είτε σε εκτεταμένους μετασχηματισμούς στο εμπορικό προϊόν, συναφείς στον τουρισμό και την διασκέδαση με ομογενοποιημένα περιεχόμενα και αισθητική ανάλογα των διεθνών τάσεων, καθώς και σε αλλαγές στην κλίμακα των κεφαλαίων που επενδύονται (franchise, παγκόσμια branches), κυρίως στις εμπορικές ζώνες. Οι μεταβολές επηρεάζουν την τοπική οικονομία και την επιχειρηματικότητα, προκαλώντας πολλαπλές πιέσεις στις επιχειρήσεις που προέρχονται από την αύξηση των ενοικίων και την αλλαγή στον χαρακτήρα της ζήτησης. Προκαλούν όμως και μετάλλαξη της γειτονιάς και της καθημερινότητας όσων ζουν και δραστηριοποιούνται σε αυτή (μετασχηματισμός χρήσεων, θόρυβος, απώλεια αίσθησης γειτονιάς) συμπεριλαμβανομένης της απώλειας λειτουργιών στις οποίες βασίζονται οι κάτοικοι με χαμηλό εισόδημα για την καθημερινή τους ζωή, της εμπορευματοποίησης του δημόσιου χώρου ή της οικονομικής προσβασιμότητας σε τόπους και υπηρεσίες. Τέλος, η εξάρτηση της αστικής οικονομίας από τον τουρισμό εγείρει ποικίλα ζητήματα σχετικά με τη περιβαλλοντική, και οικονομική βιωσιμότητα των πόλεων που στηρίζονται είτε αποκλειστικά ή σε μεγάλο βαθμό σε αυτόν. Οι τάσεις που περιεγράφηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με την ύφεση κατά την πανδημία της Covid- 19 και την πρόσφατη ταχεία επάνοδο του τουρισμού στην Ελλάδα και διεθνώς, είναι ενδεικτικές της όλο και πιο βαρύνουσας δυναμικής και 3. Σε απογραφή του 2015 από τον δήμο Αθηναίων για 537 καταστημάτα, το 65% των καταστημάτων είχε εμπορική χρήση έναντι του 49% σήμερα, το 17% ήταν κλειστά, το 22,4% σήμερα, ενώ παρατηρείται μια σημαντική μεταβολή στον αριθμό των καταστημάτων εστίασης από 8% πριν από 7 χρόνια σε 15% σήμερα.
24
καθοριστικής βαρύτητας που έχει αποκτήσει στις διαδικασίες ανάπτυξης του αστικού χώρου.
Πολιτικές και πρακτικές προώθησης του αστικού́ τουρισμού́ στο κέντρο της Αθήνας ενίσχυσαν τις τάσεις αυτές. Οι πολιτικές αυτές χαρακτηρίζονται από δύο βασικές κατευθύνσεις. Η μία αφορά στην απουσία ολοκληρωμένης πολιτικής και σχεδιασμού για τον Δήμο Αθηναίων συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης των χρήσεων γης. Παράδειγμα αποτελεί η ανυπαρξία ενός επικαιροποιημένου θεσμικού
εργαλείου όπως το ΓΠΣ (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο) το οποίο θεσπίστηκε την δεκαετία του 1980 και
αναφέρεται σε μια διαφορετική πόλη από τη σημερινή. Αντιθέτως, επικράτησε η απουσία σχεδιασμού και ρύθμισης ή αλλιώς ο «μη σχεδιασμός» ως ρύθμιση. Το γεγονός αυτό, μαζί με στρατηγικές
προώθησης επιχειρηματικών επιλογών (pro market), συνεπικουρούμενες από την επικοινωνιακή
ενθάρρυνση του τουριστικού προϊόντος της Αθήνας εκ μέρους της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενέτειναν
ιδιωτικά κατευθυνόμενες διαδικασίες επενδύσεων στον χώρο του real estate, ειδικά τα τελευταία χρόνια. H δεύτερη κατεύθυνση αφορά στην προώθηση έργων ανάπλασης μέσω ad hoc διαδικασιών και κύριο επισπεύδοντα την ιδιωτική πρωτοβουλία (π.χ. το έργο «Μεγάλος Περίπατος», η ανάπλαση της πλατείας Ομονοίας, του Λόφου Στρέφη κ.α.). Στο πνεύμα της ενίσχυσης του τουριστικούεπιχειρηματικού χαρακτήρα του κέντρου, εντάσσεται και η θέσπιση Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΕΠΣ), ως κεντρική πολιτική, για τη δημιουργία «κυβερνητικού πάρκου» στις εγκαταστάσεις της ΠΥΡΚΑΛ στο Δήμο Δάφνης-Υμηττού. Με επιλεκτική προσέγγιση στον σχεδιασμό και κατά παράκαμψη του υπερκείμενου χωροταξικού σχεδιασμού (Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής), το κράτος εντείνει την αποκέντρωση λειτουργιών μέσω της απομάκρυνσης κεντρικών διοικητικών χρήσεων και των οικονομιών κλίμακας που τις συνοδεύουν, απελευθερώνοντας πολλά ακίνητα στο κέντρο της πόλης.
3. Συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής
3.1. Αθήνα και νέα αστική πραγματικότητα
Οι μεταβολές στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας τα τελευταία χρόνια αναδεικνύουν μια νέα πραγματικότητα αντίστοιχη με περιπτώσεις κεντρικών περιοχών πόλεων οι οποίες πέρασαν διαδικασίες εξευγενισμού. Η κρίση επαναπροσδιόρισε τον χαρακτήρα της πόλης μέσω πολιτικών και διαδικασιών που αναπτύχθηκαν παραπάνω και επηρέασαν και επηρεάζουν τις χρήσεις, τις λειτουργίες, τα πρότυπα ιδιοκτησίας και κατοικίας και συνολικά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Ενδείξεις αυτής της αλλαγής είναι, όπως προκύπτει από μια απλή εμπειρική παρατήρηση, η δημιουργία ενός οιονεί «θεματικού πάρκου» με μεγάλο γεωγραφικό εκτόπισμα σε κεντρικές περιοχές, αποτελούμενο από χρήσεις κατανάλωσης, τουρισμού κι αναψυχής. Η εικόνα του κέντρου μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς σε κτίρια και χρήσεις με ιδιαίτερη δυναμική καθοδηγούμενη από την ιδιωτική πρωτοβουλία, κυρίως τον κλάδο του real estate, τη δημόσια πολιτική και τις διεθνείς
και τοπικές τάσεις της βιομηχανίας του τουρισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η επιτελούμενη αναμόρφωση
της πόλης μεταβάλει την καθημερινότητα των κατοίκων, των επιχειρήσεων και εργαζομένων. Η
κρίση στη κατοικία, η απώλεια σε μεγάλο βαθμό της χαρακτηριστικής πολυλειτουργικότητας της Αθήνας που προκύπτει από τη μίξη χρήσεων και οικονομικών δραστηριοτήτων, η μονοκαλλιέργεια των χρήσεων τουρισμού και αναψυχής σε μεγάλα τμήματα παραδοσιακών εμπορικών ζωνών και στις γειτονιές, όπου μαζί με την κατοικία επικρατεί η μικρή επιχειρηματική δραστηριότητα, αποτελούν ενδείξεις αστικής αναδιάρθρωσης με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο εκτοπισμό κατοίκων, χρηστών και χρήσεων.
25
Στο πλαίσιο αυτό, οι επιπτώσεις για τις μικρές επιχειρήσεις είναι πολλαπλές. Οι ραγδαίες αλλαγές και οι μετασχηματισμοί στο εμπόριο τα τελευταία χρόνια, αλλοιώνουν την ιστορική του δομή και ανθεκτικότητα που είχε για πολλές δεκαετίες. Καταστήματα εξειδικευμένου εμπορίου, με μεγάλο ιστορικό βάθος, βασισμένα σε παραγωγικά δίκτυα, κλείνουν από την επέλαση της βραχυχρόνιας
οικονομικής δραστηριότητας όπως της εστίασης αλλά και την τουριστική δραστηριότητα που ασκεί ανισομερείς πιέσεις στις τοπικές αγορές. Οι παραπάνω εκτοπισμοί, άμεσοι (μέσω της αύξησης
των ενοικίων, τις αλλαγές στη χρήση των καταστημάτων ή της μετατροπής ολοκλήρων κτιρίων σε ξενοδοχειακές μονάδες) ή έμμεσοι, μέσω των μεταλλαγών που υφίστανται οι χρήσεις και οι
πιάτσες και επηρεάζουν τα εσωτερικά και εξωτερικά σε αυτές δίκτυα, τις αλλαγές στη ζήτηση και τις προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού κ.α., συντελούνται με ταχείς ρυθμούς επηρεάζοντας
ακόμα και επιχειρήσεις που άντεξαν μέσα στη κρίση. Στη διαμόρφωση του νέου τοπίου συντελούν η ανάπτυξη του «boutiquing» με το εξειδικευμένο μάρκετινγκ και τα εξατομικευμένα αγαθά, η διάδοση την ψηφιοποίησης (digitalization) και ο ανταγωνισμός που προκαλείται από τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων.
Στις παραπάνω αλλαγές έρχονται να προστεθούν οι συνολικές ανατιμήσεις και ο πληθωρισμόςειδικά σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, το καθεστώς φορολογίας (έμμεσης και άμεσης), το κόστος ενέργειας και ενοικίου που δυσχεραίνουν την επιβίωση κατοίκων και επιχειρήσεων στην πόλη της Αθήνας. Η νέα συνθήκη παράγει πολλαπλούς εκτοπισμούς που γεννούν κοινωνική και χωρική ανισότητα αλλά θέτουν επιπλέον και νέα ζητήματα και ερωτήματα για πολιτικές που να αναχαιτίζουν φαινόμενα gentrification και να ενθαρρύνουν την κοινωνική, περιβαλλοντική δικαιοσύνη και οικονομική βιωσιμότητα της πόλης.
3.2. Προς μια ολοκληρωμένη πολιτική για τη πόλη και τις ΜΜΕ
Μια τέτοια παρέμβαση προϋποθέτει μια ολοκληρωμένη πολιτική, η οποία προσφέρει σε βάθος καταγραφή των νέων δεδομένων (γεωγραφικών, πολεοδομικών, οικονομικών) με μελέτες
περίπτωσης και δεδομένα σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις εμπειρίες των τοπικών αγορών καθώς και τις επιπτώσεις από την τουριστικοποίηση και τον εξευγενισμό. Η διαδικασία αυτή αφενός καταγράφει και παρακολουθεί τις εξελίξεις της τοπικής κοινωνικο-χωρικής και οικονομικής πραγματικότητας και αφετέρου χαράζει ενεργητική πολιτική για τη στήριξη και ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της διατήρησης και ενθάρρυνσης της κοινωνικής μίξης και αστικής πολυλειτουργικότητας.
Εντοπίζονται τέσσερα πεδία στα οποία μπορεί να επικεντρωθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο χάραξης πολιτικής στηριζόμενο και στην πλούσια πρόσφατη εμπειρία από τον ευρωπαϊκό χώρο, ο οποίος δίνει παραδείγματα και εναλλακτικές που ανταποκρίνονται στη συγκυρία.
▪ Το πρώτο πεδίο αφορά στην καταγραφή των δεδομένων που αφορούν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (μεγέθη, κλάδος, χωροθέτηση, δυναμική, οικονομικά δεδομένα, δίκτυα κ.α.) καθώς και στην ταξινόμηση δεδομένων του κλάδου σε μία ενιαία βάση. Αυτή η διαδικασία μπορεί να αποτελέσει βάση για τη χάραξη πολιτικών με πραγματικά δεδομένα. Η καταγραφή μπορεί να υλοποιηθεί μέσω διαφορετικών εργαλείων (μητρώο/ παρατηρητήριο) τα οποία κατά καιρούς έχουν εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά και να υλοποιείται από διαφορετικούς φορείς (π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση, συνομοσπονδίες και επαγγελματικούς φορείς, ινστιτούτα, κρατικές δομές). Είναι σημαντικό η καταγραφή αυτή να είναι δυναμική
26
και να συνδέεται με ψηφιακή πλατφόρμα, να έχει γεωχωρική αναφορά και να είναι φιλική στους χρήστες και επιχειρηματίες.
▪ Το δεύτερο πεδίο πολιτικής αφορά σε ρυθμίσεις, όρους και περιορισμούς λειτουργίας και ανάπτυξης δραστηριοτήτων και προστασίας χρήσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να είναι πολεοδομικού χαρακτήρα ή να εντάσσονται σε εργαλεία πολεοδομικού σχεδιασμού και αναπτυξιακού στρατηγικού σχεδιασμού (Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, Ειδικές Πολεοδομικές Μελέτες, ΟΧΕ, ΣΒΑΑ, ΣΟΑΠ). Τα παραπάνω εργαλεία, μπορούν να ρυθμίζουν την ανάπτυξη των χρήσεων κατοικίας, εμπορίου, τουρισμού- αναψυχής, μεταποίησης, διοίκησης και να εξειδικεύουν μεγέθη, κλίμακες, συνδυασμούς χρήσεων, κορεσμό κ.α. Στο σημείο αυτό εξέχουσα σημασία έχουν οι αστικές αναπλάσεις και ο εξοπλισμός, ο σχεδιασμός των δημοσίων χώρων, των ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου, του δικτύου δημόσιας συγκοινωνίας και βιώσιμης κινητικότητας και των μεταφορικών δικτύων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία η ρύθμιση παραμέτρων που επηρεάζουν τις χρήσεις γης και οι οποίες δεν είναι ενταγμένες στη πολεοδομική νομοθεσία (καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης). Εδώ είναι πολύ χρήσιμη η εμπειρία του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου για Τουριστικά Καταλύματα (PEUAT) που εισήγαγε ο Δήμος της Βαρκελώνης. Το PEUAT λειτουργεί σε τέσσερις διακριτές ζώνες με ειδικούς κανονισμούς που αποσκοπούν στην επίτευξη μιας αστικής ισορροπίας, η οποία αποτελεί βιώσιμο μείγμα του τουριστικού τομέα σε σχέση με άλλες οικονομικές δραστηριότητες και τη ποιότητα ζωής στην πόλη. Κάθε ζώνη εξαρτάται από την κατανομή των καταλυμάτων σε αυτή, την αναλογία μεταξύ του αριθμού των προσφερόμενων τουριστικών κατοικιών και του μόνιμου πληθυσμού, τη σχέση και τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπονται ορισμένες χρήσεις, τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων στους δημόσιους χώρους και την παρουσία τουριστικών αξιοθέατων.
▪ Το τρίτο πεδίο είναι η ενεργητική προώθηση των ΜΜΕ μέσω προγραμμάτων στήριξης και ενίσχυσης με κίνητρα για τις υφιστάμενες και καινούριες επιχειρήσεις. Η παρέμβαση ενεργοποιεί χρηματοδοτικά εργαλεία, πιλοτικά προγράμματα αστικής ανάπτυξης με την ένταξη των ΜΜΕ ως μοχλό τοπικής οικονομικής ανάπτυξης (βλ. Ελαιώνας) και παρέχει ένταξη και ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Επιπλέον περιλαμβάνει προγράμματα αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος (ανακαίνιση, ενεργειακή αναβάθμιση, εξοπλισμός) με παράλληλη προστασία και πρόβλεψη διατήρησης των επιχειρήσεων.
Η καταγραφή των δεδομένων σε προηγούμενο στάδιο, μπορεί να οδηγήσει σε αναπτυξιακές προτάσεις για στρατηγικού τύπου ανακατευθύνσεις, εξειδικεύσεις και διασυνδέσειςσυνεργίες των επιχειρήσεων με άλλες χρήσεις, λειτουργίες και αγορές εργασίας.
▪ Το τελευταίο πεδίο αφορά στους φορείς διακυβέρνησης που αναλαμβάνουν την προώθηση και υλοποίηση των πολιτικών αυτών. Η Ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η αποτελεσματικότερη εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων προέρχεται από την τοπική αυτοδιοίκηση η οποία αναλαμβάνει έναν τέτοιο ρόλο. Αυτό προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός σχήματος διαβούλευσης με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στη διαδικασία τοπικής οικονομικής ανάπτυξης με συμπερίληψη και διαφάνεια.
Τέλος, οι παραπάνω προτάσεις είναι σκόπιμο να εντάσσονται μέσα σε έναν ολοκληρωμένο στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος με συντονισμένο τρόπο θα μπορεί να συνεκτιμά τις αλληλεπιδράσεις
των χρήσεων και να εξισορροπεί συμφέροντα και συγκρούσεις.
27
Βιβλιογραφία
Ελληνική βιβλιογραφία
Αγγελάκης, Α., Βαρδαρός, Σ., Βατικιώτης, Λ., Γεωργόπουλος, Δ., Γιακούλας, Δ., Δασκαλάκης, Ν., Θανόπουλος Γ., Λαμπριανίδης, Λ., (2021) Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις επιχειρήσεις, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2021.
Βαΐου, Ν., Μ. Μαντουβάλου, Μ. και Μαυρίδου, Μ. (1995) Κοινωνική ενσωμάτωση & ανάπτυξη του αστικού χώρου στην Ελλάδα: τα τοπικά δεδομένα στην ενωμένη Ευρώπη, Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, τ.16.
Βατικιώτης, Λ., Γιακούλας, Δ., Δασκαλάκης, Ν., Θανόπουλος Γ., (2019) Έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2021.
Γκιαλής, Σ. (2008) Κοινωνικο- χωρικές διαστάσεις της άτυπης εργασίας στο Ελληνικό πρότυπο συσσώρευσης: Η περίοδος «Ανάδυσης και Εδραίωσης» (1880- 1940) και η Μεταπολεμική Περίοδος «Δυναμικής Επέκτασης» (1950- 1973), Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων, σ. 13-31.
Δεμερτζή, Α. (2022) Η Συμβολική Οικονομία των Πόλεων: Η εξέλιξη των ταυτοτήτων της Αθήνας μέσα από τις μικρο-μεταποιητικές δραστηριότητες και την τουριστική ανάπτυξη. Η περίπτωση της αργυροχρυσοχοΐας. Συνέδριο 22 χρόνια Γεωγραφίες, Κρίσεις, Αντιστάσεις, Προοπτικές, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 24-26 Νοεμβρίου 2022.
Εμμανουήλ, Δ. (2016) H κοινωνική πολιτική κατοικίας στην Ελλάδα: Οι διαστάσεις μιας απουσίας. The Greek Review of Social Research 120: 3-35.
Εξαμηνιαίο Δελτίο- Ποσοτικά Στοιχεία και Χαρτογράφηση Βασικών Εμπορικών Αγορών (Κεντρικές/ Τοπικές) της Ελλάδας. Η περίπτωση της Αθήνας και του Πειραιά. Παραδοτέο 1.3: «Έρευνες
καταγραφής εμπορικής δραστηριότητας και επαγγελματικών στεγών σε εμπορικούς πόλους», ΙΝ.ΕΜ.Υ- ΕΣΕΕ 2018.
Ετήσια έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2019, Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ.
Μαλούτας, Θ. (2011) Χωρικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης στην Αθήνα. Από τις ρυθμίσεις του πελατειακού κράτους στην κρίση των ελλειμάτων, Eπιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 134135, Α ́- Β 2011, 51-70.
Μπαλαούρα, Ο. (2020) Ο μεγάλος περίπατος της κρίσης του χώρου, Μελέτες Ινστιτούτο ΕΝΑ, https://www.enainstitute.org/wp-content/uploads/2020/07/ENA_Ο-ΜΕΓΑΛΟΣ-ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ_ FIN_2.pdf
Οικονόμου, Δ. (1988) Σύστημα γης και κατοικίας, στο Θ. Μαλούτας, Δ. Οικονόμου (επιμ.) Προβλήματα ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα. Χωρικές και τομεακές προσεγγίσεις, Αθήνα, Εξάντας.
Παπαθεοδώρου, Χ., Μισσός, Β., Παπαναστασίου, Σ. (2021) Μελέτη των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των μικρών επιχειρηματιών και αυτοαπασχολουμένων: νέες μορφές ανισοτήτων, κίνδυνος φτώχειας και ο ρόλος του κοινωνικού κράτους, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
28
Τάσσης, Χ. (2010) Η ελλάδα τη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Το πέρασμα.
Τουρισμός στην Αθήνα 2η Τριμηνιαία έκθεση, ΙΝΣΕΤΕ για τον Δήμο Αθηναίων: «Δράση Ενημέρωσης
και Ευαισθητοποίησης των μελών / τουριστικών επιχειρήσεων στα νέα δεδομένα και ανάγκες της αγοράς: Ευέλικτη και Εξειδικευμένη πληροφόρηση των φορέων και Επιχειρήσεων.
Στοχευμένη και οργανωμένη διάθεση δεδομένων επιχειρηματικότητας», Μάιος 2022. https:// insete.gr/wp-content/uploads/2022/07/2206-2st_Quarterly_Athens-May_2022.pdf
Τριάντης, Λ., 2017, Το θεσμικό πλαίσιο του
σχεδιασμού για Κέντρο της Αθήνας: Όψεις του στρατηγικού και του κανονιστικού σχεδιασμού, Athens Social Atlas. https://www. athenssocialatlas.gr/άρθρο/xωρικός-σχεδιασμός/
χωρικού
Στην 14η θέση παγκοσμίως η Ερμού στη λίστα με τους ακριβότερους εμπορικούς δρόμους https:// www.newmoney.gr/roh/palmos-oikonomias/tourismos/stin-14i-thesi-pagkosmios-i-ermou-stilista-me-tous-akrivoterous-emporikous-dromous-pinakas/
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Anguelovski, I., Connolly, J., Garcia Lamarca, M., Cole, H., Pearsall, H. (2019) New scholarly pathways on green gentrification: What does the urban “green turn” mean and where is it going? Prog. Huma. Geography 43: 1064-1086.
Arapoglou, V., Karadimitriou, N., Maloutas, T., Sayas, J. (2021) Multiple deprivation in Athens: a legacy of persisting and deepening spatial divisions. Hellenic Observatory Discussion Papers on Greece and Southeast Europe (157). Hellenic Observatory, London School of Economics and Political Science, London, UK.
Balaoura, O. (2018) Monitoring the geography of manufacturing in Athens. Regional analysis and empirical research in a local production system in times of crises, PhD Thesis, IUAV, Venice.
Balaoura, O. (2021) Η γεωγραφία της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Αθήνα της κρίσης, Athens Social Atlas, 2021, https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-μεταποίηση-στην-αθήνα/
Beauregard, R. A. (1986) The chaos and complexity of gentrification. In N. Smith & P. Williams (Eds.). Gentrification of the city, 35-55.
Bolzoni, M. (2014) Whose Street Is This? Commercial Gentrification, Symbolic Ownership and Legitimate Uses of Public Spaces in a Changing Neighbourhood of Turin, Italy. In XVIII ISA World Congress of Sociology (July 13-19, 2014). ISA Conf.
Booza, J. C., Cutsinger, J., and Galster, G. (2006) Where Did They Go? The Decline of Middle-Income Neighborhoods in Metropolitan America. Washington, DC: Brookings Institution.
Bourdieu, P. (1984) Distinction: A Social Critique of the Judgement of Taste, tr.R. Nice.
Bridge, G., and Dowling, R. (2001) Microgeographies of Retail and Gentrification, Australian Geographer 32(1): 93-107.
Britton, S. (1991) Tourism, capital, and place: Towards a critical geography of tourism. Environment and Planning D 9(4): 451-478.
29
Butler, T. (1997) Gentrification and the Middle Classes. Ashford: Ashgate.
Butler, T. and Hamnett, C. (1994) Gentrification, class and gender, Environment and Planning D 12: 477-493.
Buzar, S., Hall, R. and Ogden, E. (2007) Beyond gentrification: the demographic reurbanisation of Bologna. Environment and Planning A 39(1): 64-85.
Carree, M. and Thurik, R. (1996) Entry and Exit in Retailing: Incentives, Barriers, Displacement and Replacement, Review of Industrial Organization 11 (2): 155-172.
Caulfield, J. (1989) Gentrification and desire. Canadian Review of Sociology/Revue canadienne de sociologie, 26: 617-632.
Clark, E. (2005) The order and simplicity of gentrification: a political challenge. In: Atkinson R and Bridge G (eds) Gentrification in a Global Context: The New Urban Colonialism. London: Routledge, 256-264.
Cocola-Gant, A. (2016b) Holiday Rentals: The New Gentrification Battlefront. Sociological Research Online 21(3): 10.
Cocola-Gant, A. (2018) Struggling with the leisure class: Tourism, gentrification and displacement, PhD Thesis, School of Geography and Planning Cardiff University.
Colomb, C. and Novy, J. (2016) Urban tourism and its discontents: an introduction. In: Colomb C and Novy J (eds), Protest and Resistance in the Tourist City, London: Routledge, 1-30.
Davidson, N.M. and Infranca J.J. (2016) The Sharing Economy as an Urban Phenomenon. Yale Law & Policy Review 34 (2): 216-262.
Eisinger, P. (2000) The politics of bread and circuses: building the city for the visitor class. Urban Affairs Review 35(3): 316-333.
Emmanuel, D. (2014) The Greek System of Home Ownership and the Post-2008 Crisis in Athens. Région et Développement 39: 167-182.
Fainstein, S. (2016) Financialisation and justice in the city. Urban studies 53(7): 1503-1508.
Ferrara, M. (1996) The “Southern” model of welfare in social Europe, Journal of European Social Policy 6: 17-37.
Fishman, C. (2006) The Wal-Mart Effect. New York: Penguin.
Florida, R.L. (2002) The rise of the creative class: and how it’s transforming work, leisure, community and everyday life. New York: Basic Books.
Franquesa, J. (2011) ‘We’ve Lost Our Bearings”: Place, Tourism, and the Limits of the “Mobility Turn”. Antipode 43(4): 1012-1033.
García-Herrera L.M., Smith N. and Mejías- Vera M.Á. (2007) Gentrification, displacement, and tourism in Santa Cruz de Tenerife. Urban Geography 28(3): 276-298.
Glass, R. (1964) London: Aspects of Change. London: Centre for Urban Studies.
30
Gonzalez, S. and Waley, P. (2013) Traditional Retail Markets: The New Gentrification Frontier? Antipode 45(4): 965-983.
Gotham, K. F. (2005) Tourism gentrification: The case of new Orleans’ vieux carre (French Quarter). Urban Studies 42(7): 1099-1121.
Gould, K. A. and Lewis, T. L. (2017) Green Gentrification: Urban Sustainability and the Struggle for Environmental Justice, Routledge.
Gould, K. A. and Lewis, T. L. (2018) From green gentrification to resilience gentrification: an example from Brooklyn 1. City Commun 17, 12-15.
Gravari-Barbas, M. and Guinand, S. (ed.) 2017. Tourism and Gentrification in Contemporary Metropolises. International Perspectives. London: Routledge.
Gurran, N. and Phibbs P. (2017) When Tourists Move In: How Should Urban Planners Respond to Airbnb? Journal of the American Planning Association 83 (1): 80-92.
Haase, D. et al. (2017) Greening cities-To be socially inclusive? About the alleged paradox of society and ecology in cities. Habitat International 64, 41-48.
Hamnett, C. (2003) Gentrification and the Middle-class Remaking of Inner London, 1961-2001, Urban Studies 40:12, 2401-2426.
Harvey, D. (1987) Flexible Accumulation through Urbanization: Reflections on ‘Post- Modernism’ in the Americaan City. Antipode 19: 260-286.
Healey, P. (2004) The Treatment of Space and Place in the new Strategic Spatial Planning in Europe, International Journal of urban and Regional Research 28 (1): 45-67.
Hotelling, H. (1929) Stability in Competition. Economic Journal 39: 41–57.
Janoschka, M. and Haas, H. (2014) Contested spatialities of lifestyle migration. Approaches and research questions. In: Janoschka M and Haas H (eds), Contested spatialities, lifestyle migration and residential tourism, New York: Routledge, pp. 1-12.
Janoschka, M., Sequera, J. and Salinas, L. (2014) Gentrification in Spain and Latin America—a Critical Dialogue. International journal of urban and regional research 38(4): 1234-1265.
Judd, D.R. (2003) Visitors and the spatial ecology of the city. In: Hoffman L, Fainstein S, and Judd DR (eds), Cities and visitors: Regulating people, markets, and city space, Oxford: Blackwell, pp. 23-38.
Lee, D. (2016) How Airbnb Short-Term Rentals Exacerbate Los Angeles’s Affordable Housing Crisis: Analysis and Policy Recommendations. Harvard Law & Policy Review 10 (1): 229-254.
Lees, L. (2000) A reappraisal of gentrification: towards a ‘geography of gentrification’. Progress in Human Geography 24(3): 389–408.
Lees, L. (2003) Super-gentrification: The case of Brooklyn heights, New York city. Urban Studies 40(12): 2487-2509.
31
Lees, L., Annunziata, S. and Alonso, C. (2018) Resisting Planetary Gentrification: The Value of Survivability in the Fight to Stay Put, Annals of the American Association of Geographers 108:2, 346-355.
Lees, L., Slater, T. and Wyly, E. (2008) Gentrification. London: Routledge.
Ley, D. (1981) Inner-city revitalization in Canada: a Vancouver case study, Canadian Geographer 25(2), pp. 124-148.
Ley, D. (1994) Gentrification and the Politics of the New Middle Class. Environment and Planning D Society and Space, 12(1): 53-74.
Ley, D. (1996) The New Middle Class and the Remaking of the Central City. Oxford: Oxford University Press.
Meltzer, R. and Schuetz J. (2012) Bodegas or Bagel Shops? Neighborhood Differences in Retail and Household Services, Economic Development Quarterly 26 (1): 73-94.
Maloutas, T. (2011) Contextual Diversity in Gentrification Research, Critical Sociology 38(1): 33-48.
Maloutas T., Souliotis N., Alexandri G., Kandylis G. and Petrou, Μ. (2013) DIVERCITIES: Governing urban diversities, Assessment of Urban Policies in Athens, Greece: EKKE (In Greek).
Maloutas, T. and Spyrellis, S. (2016) “Vacant Houses.” Athens Social Atlas 2018, http://www. athenssocialatlas.gr/en/article/vacant-houses/
McDowell, L. (1997) The new service class: housing, consumption and lifestyle among London bankers in the 1990s, Environment and Planning A, 29:2061-2078.
Meleo, L., Romolini, A. and Marco D.M. (2016) The Sharing Economy Revolution and Peer-to- Peer Online Platforms. In Exploring Services Science, edited by T. Borangiu, M. Dragoicea, and H. Nóvoa, 561-570. New York: Springer.
Meltzer, R. (2016) Gentrification and Small Business: Threat or Opportunity?, Cityscape 18 (3): 57-86.
Meltzer, R., and Schuetz, J. (2012) “Bodegas or Bagel Shops? Neighborhood Differences in Retail and Household Services,” Economic Development Quarterly 26 (1): 73-94.
Mingione, E. (1995) Labour market segmentation and informal work in southern Europe. European Urban and Regional Studies 2 (2): 121-143.
Morell, M. (2009) Fent barri: heritage tourism policy and neighbourhood scaling in Ciutat de Mallorca. Etnográfica 13(2): 343-372.
Patch, J. (2008) Ladies and Gentrification: New Stores, Residents, and Relationships in Neighborhood Change, in J. DeSena (ed.), Gender in an Urban World, Research in Urban Sociology 9: 103-126. Amsterdam: Elsevier, JAI Press.
Peck, J. and Tickell, A. (2002) Neoliberalizing Space. Antipode 34(3): 380-404.
Porter, M. (1995) The Competitive Advantage of the Inner City, Harvard Business Review 73(3): 55.
Purcell, M. (2002) Excavating Lefebvre: the right to the city and its urban politics of the inhabitant, Geojournal 58: 99-108.
32
Phillips, M. (2004) Other geographies of gentrification. Progress in Human Geography 28(1): 5-30.
Rajagopalan, M. (2002) Dismembered Geographies: The Politics of Segregation in Three Mixed Cities in Israel, TDSR XIII (2).
Robinson, M. (2001) Tourism encounters: Inter-and intra-cultural conflicts and the world’s largest industry. In: AlSayyad N (ed.), Consuming tradition, manufacturing heritage: Global norms and urban forms in the age of tourism, London and New York: Routledge, pp. 34-67.
Rousseau, M. (2009) Re-imaging the City Centre for the Middle Classes: Regeneration, Gentrification and Symbolic Policies in “Loser Cities.” International Journal of Urban and Regional Research, 33(3): 770-788.
Shaw, K. (2005) Local limits to gentrification: implications for a new urban policy. In: Atkinson R and Bridge G (eds) Gentrification in a Global Context: The New Urban Colonialism. London: Routledge, 168-184.
Shaw, K. (2008) A response to ‘The eviction of critical perspectives from gentrification research’. International Journal of Urban and Regional Research 32(1): 192-194.
Shokry, G., Connolly, J. J. and Anguelovski, I. (2020) Understanding climate gentrification and shifting landscapes of protection and vulnerability in green resilient Philadelphia. Urban Climate 31.
Smith, N. and Williams, P. (eds) (1986) Gentrification of the City. London: Allen and Unwin.
Smith, N. (1996) The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City. London: Routledge.
Smith, N. (2002) New Globalism, New Urbanism: Gentrification as Global Urban Strategy, Antipode 34(3): 427-450.
Smith, D.P. (2005) ‘Studentification’: the gentrification factory? In: Atkinson R and Bridge G (eds) Gentrification in a Global Context: The New Urban Colonialism. London: Routledge, 72-89.
Smith, D.P. and Butler, T. (2007) Conceptualising the socio-spatial diversity of gentrification: ‘to boldly go’ into contemporary gentrified spaces, the ‘final frontier’? Environment and Planning A 39(1): 2-9.
Smith, D.P. and Holt, L. (2007) Studentification and ‘apprentice’ gentrifiers within Britain’s provincial towns and cities: extending the meaning of gentrification. Environment and Planning A 39(1): 142-161.
Stors, N., and Kagermeier A. (2013) Crossing the Border of the Tourist Bubble: Touristification in Copenhagen. In Tourismus und Grenzen, edited by T. Thimm, 115-131. Mannheim: MetaGis.
Tourix, Αθήνα: Έρευνα για τα καταλύματα Airbnb (Φθινόπωρο 2022). https://www.tourix.gr/el/ airbnb_athens_2022/
Verlaan, T. and Hochstenbach, C. (2022) Gentrification through the ages, City 26 (2-3): 439-449.
Vives- Miró, S. (2011) Producing a ‘Successful City’: Neoliberal Urbanism and Gentrification in the Tourist City—The Case of Palma (Majorca). Urban Studies Research: 1-13.
33
Waldfogel, J. (2008) The Median Voter and the Median Consumer: Local Private Goods and Population Composition, Journal of Urban Economics 63 (2): 567-582.
Zukin, S. (1987) Gentrification: Culture and Capital in the Urban Core, Annual Review of Sociology 13: 129-147
Zukin, S. (1991) Landscapes of Power: From Detroit to Disney World. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
Zukin, S. (1995) The cultures of cities, Oxford, Blackwell.
Zukin, S. (2004) Point of Purchase: How Shopping Changed American Culture. New York and London: Routledge.
Zukin, S. (2009) New Retail Capital and Neighborhood Change: Boutiques and Gentrification in New York City, City & Community 8:1.
Zukin, S. (2008) Consuming Authenticity: From Outposts of Difference to Means of Exclusion, Cultural Studies 22 (5): 724–748.
Zukin, S. and Kosta, E. (2004) Bourdieu Off-Broadway: Managing Distinction on a Shopping Block in the East Village, City and Community 3(2): 101–114.
34
35
Το παρόν ερευνητικό κείμενο εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Υποέργου 1: "Μηχανισμός μελέτης και ανάλυσης οικονομικού περιβάλλοντος λειτουργίας μικρομεσαίων επιχειρήσεων" της Πράξης "Παρεμβάσεις της ΓΣΕΒΕΕ για τη συστηματική παρακολούθηση και πρόγνωση αλλαγών του παραγωγικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων" με κωδικό ΟΠΣ 5003864, του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία (ΕΠΑΝΕΚ)
imegsevee.gr
Αθήνα
Αριστοτέλους 46, 104 33 210-8846852 info@imegsevee.gr
Θεσσαλονίκη
Κωλέττη 24, 54627 2310-545967, 2310-517843 thessaloniki@imegsevee.gr
Πάτρα
Πανεπιστημίου 170, 264 43 2610-438557 patra@imegsevee.gr
Ηράκλειο
Βασιλείου Πατρικίου 11, 71409 2810-361040, 2810-361080 iraklio@imegsevee.gr
Λάρισα Καστοριάς 2α, 41335 2410-579876-7 larisa@imegsevee.gr
Ιωάννινα Σταύρου Νιάρχου 94, 45500 26510-44727 ioannina@imegsevee.gr