Το νομοσχέδιο του υπ. Δικαιοσύνης: αναμόρφωση ή παραμόρφωση του ποινικού συστήματος; Συντονίστρια της εκδήλωσης Μαρία Καιάφα-Γκμπάντι (ομ. Καθηγήτρια ΑΠΘ) Η ΕΕΠΔ και η ΕΕΠ με τη σημερινή εκδήλωση αποβλέπουν να παρέμβουν στη διαβούλευση για το νομοσχέδιο του υπ. Δικαιοσύνης αναφορικά με την για πολλοστή φορά πλέον τροποποίηση των δύο βασικών νομοθετημάτων της χώρας που ρυθμίζουν την ποινική καταστολή . Παράλληλα όμως αποβλέπουν να αναδείξουν τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει η θεσμικά επιβεβλημένη καλή νομοθέτηση αλλά και τις συνέπειες που έχουν οι τυχόν αποκλίσεις από αυτήν με απώτερο στόχο να συμβάλλουμε σε ένα ουσιαστικό και νηφάλιο διάλογο για τον –όπως φαίνεταιεπιβεβλημένο επανέλεγχο του σχν από τους αρμόδιους. Επιτρέψτε μου να θυμίσω ότι η καλή νομοθέτηση είναι κομβική έκφραση της ασκησης νομοθετικής εξουσίας σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία γι αυτό και ρυθμίζεται θεσμικά και στη χώρα μας (Ν. 4048/2012 και 4622/2019 για το επιτελικό κράτος). Πέρα από διαφάνεια λογοδοσία και νομοτεχνική αρτιότητα στη σχετική διαδικασία η καλή νομοθέτηση απαιτεί από άποψη ουσίας πρώτιστα απόλυτο σεβασμό όλων ανεξαιρέτως των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου. Γι’ αυτό εξάλλου ο νόμος 4622/2019 για το επιτελικό κράτος όπως μάλιστα τροποποιήθηκε το 2020 πέρα από τις ουσιαστικές αρχές καλής νομοθέτησης προβλέπει στο αρ. 64 επιτροπή αξιολόγησης ποιότητας της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας η οποία διερευνά πρωτίστως την συνταγματικότητα των ρυθμίσεων και τη συμβατότητα με το δίκαιο της ΕΕ και το διεθνές δίκαιο, ιδιαίτερα δε με τους κανόνες της ΕΣΔΑ ενώ ελέγχει επίσης την πληρότητα των ρυθμίσεων, τις τυχόν επικαλύψεις κλπ. των θεσμικών παραμέτρων του κράτους δικαίου και ειδικά για τις νομοπαρασκευαστικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την τήρηση του Συντάγματος και τη συμβατότητα με της ΕΣΔΑ, με το διεθνές δίκαιο κλπ. Έτσι όσοι υπηρετούμε το δίκαιο οφείλουμε να αναρωτηθούμε: όταν οι δικαιοπολιτικές επιλογές που αφορούν το ποινικό δίκαιο αποβλέπουν με έμφαση στην αποτελεσματική πάταξη του εγκλήματος μέσω μιας συστημικής αυστηροποίησης των ποινών τόσο σε επίπεδο απειλής όσο και επιβολής αλλά και έκτισης, μήπως θέτουν ζήτημα αναφορικά με τη συνταγματική δέσμευση που απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας, την κατάσταση των ελληνικών φυλακών, τις σχετικές καταδίκες της χώρας από το ΕΔΔΑ αλλά και την ιστορική πραγματικότητα της Ελλάδας στην οποία το έγκλημα ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά μέσω της αυστηροποίησης των ποινών. Το τελευταίο στοιχείο τεκμηριώνεται χαρακτηριστικά από τους νόμους για τα ναρκωτικά, την παράνομη μετανάστευση αλλά και τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΑΣ που δείχνουν ότι η αυστηροποίηση την ποινικής νομοθεσίας του 2021 δεν επέφερε μείωση της εγκληματικότητας αλλά παρατηρήθηκε αύξηση περίπου στο 25%. Απ’ την άλλη πλευρά όταν το νομοθετικό έργο δημιουργεί τουλάχιστον αμφιβολίες για την τήρηση αρχών της καλής νομοθέτησης πρέπει να είναι σαφές ότι δυσκολεύει επίσης το δικαστικό έργο, δημιούργει πρόσφορο έδαφος για καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης επειδή μεγιστοποιεί τις προκλήσεις για το σεβασμό του κράτους δικαίου απ’ το δικαστή ο οποίος οφείλει μέσω του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας να εγγυηθεί την πραγματική υπερίσχυση των θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου. Τυχόν αμφισβήτηση των αρχών της καλής νομοθέτησης
νομοθετικών ρυθμίσεων στην πράξη δεν υπηρετεί όμως και τον παιδευτικό ρόλο που καλείται να παίξει ο νόμος απέναντι στους πολίτες. Διότι όταν αμφισβητούνται θεσμικά επιβεβλημένες αρχές της δικαιοσύνης αυτό λειτουργεί μακροπρόθεσμα αποδομητικά για μια κοινωνία που αποβλέπει να περιορίσει το έγκλημα και να υποστηρίξει τη σύννομη συμπεριφορά των πολιτών της. Η υπηρέτηση διαφόρων παραμέτρων που μπορεί να εμφανίζονται χρήσιμες στην εκάστοτε πολιτική σκηνή μεταξύ των οποίων ακόμα και η ικανοποίηση του λεγόμενου κοινού αισθήματος δικαίου που ζητά διαρκώς παραδειγματική τιμωρία για να αντιμετωπίσει το έγκλημα είναι ασύμβατη με μια νηφάλια και καλή νομοθέτηση στο κράτος δικαίου. Αυτή ειδικά όταν αφορά το ποινικό δίκαιο οφείλει να εκφράζει όχι μόνο το μέτρο προστασίας των έννομων αγαθών και συνακόλουθα να εγγυάται την προστασία των θυμάτων αλλά παράλληλα να εκφράζει και το μέτρο ελευθερίας των πολιτών. Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο οι εισηγητές θα προσπαθήσουν να αναδείξουν τα χαρακτηριστικά του προτεινόμενου νομοσχεδίου αναφορικά με τις τροποποιήσεις του ΠΚ και του ΚΠΔ με σημείο αναφοράς αυτό που επιβάλεται σε όλους μας και στον επιστημονικό λόγο από το Συνταγμα, τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου που κατοχυρώνονται σε αυτό και θα μας βοηθήσουν έτσι να κατανοήσουμε προς τα πού οδεύουν οι σχετικές παρεμβάσεις συγκριτικά με τους ΠΚ που εισήχθησαν στη χώρα μας το 2019. Ιωάννης Γιαννίδης (πρόεδρος ΕΕΠΔ, ομ. καθηγητής ΕΚΠΑ) Θα θίξω ορισμένα κεντρικά σημεία προσπαθώντας να ζωγραφίσω μερικά κομβικά σημεία για το σχέδιο νόμου. Η κοινή αυτή εκδήλωση έχει σκοπό την ανάδειξη του βαθύτατα προβληματικού κι όχι μόνο νομικά αλλά και εγκληματολογικά χαρακτήρα του σχεδίου για παρεμβάσεις στον Π.Κ. και στον ΚΠΔ . Οι εισηγήσεις των συναδέλφων που θα ακολουθήσουν θα αποδείξουν τις εγγενείς αδυναμίες ενός πρωτόγονου πολιτικού βολονταρισμού (που σημαίνει ότι το πρωτείο δίνεται στη βούληση και όχι στο νου) και νομίζω ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό του νομοσχεδίου. Αυτές οι αδυναμίες θα ήταν γραφικές αν δεν ήταν επικίνδυνες. Η ΕΕΠΔ το 2024 κλείνει τρία τέταρτα του αιώνα ζωής και θα ήθελα εξ αρχής να ξεκαθαρίσω τα εξής: Η ΕΕΠΔ έχει την άποψη ότι θα πρέπει να περιορίζει το λόγο της στα πλαίσια της επιστήμης του ποινικού δικαίου και ειδικότερα της δογματικής του ουσιαστικού και δικονομικού του σκέλους. Αποφεύγει εν πολλοίς τον μετανομικό λόγο δλδ τα επιχειρήματα που όπως και να το κάνουμε υπερβαίνουν την εσωτερική ανάλυση του θετικού δικαίου και ερευνούν τις ηθικές κοινωνιολογικές και πολιτικές θεμελιώσεις του. Ρητά όμως η ΕΕΠΔ τάσσει τον εαυτό της στην υπηρεσία του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου εννοώντας με τον όριο φιλελεύθερο, αυτήν την πολυβιασμένη στην εποχή μας λέξη, στην πίστη στην πρωτοκαθεδρία του πολίτη κι όχι κάποιων αόριστων συλλογικών οντοτήτων, στην υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων και αγαθών , στην εναντίωση σε κάθε μορφή αυθαιρεσίας και τελικά στο πεδίο μας στο ποινικό δίκαιο της πράξης και όχι το ποινικό δίκαιο του εγκληματία. Με αυτή την πίστη και την διακήρυξη της η Ένωση παίρνει βεβαίως μια σαφή πολιτική θέση. Αυτό έγινε εμφανές όταν κατά τη διάρκεια της χούντας σταμάτησε να λειτουργεί ενώ μέσα από τα μέλη της αναδείχθηκαν επιστήμονες με έμπρακτη φιλελεύθερη θέση όπως ο αείμνηστος Γ.Α. Μαγκάκης. Αυτή η υπεράσπιση του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου είναι ο κοινός παρανομαστής μας με την επιστημονική ένωση των ποινικών δικηγόρων, στρατιωτών της ελευθερίας και τελευταίο καταφύγιο ενάντια στην αυθαιρεσία. Θα έλεγα μάλιστα ότι στην σημερινή εποχή η συνειδητοποίηση ότι κάθε
επιστημονική θέση μας αυτομάτως σημαίνει και πολιτική θέση μας έκανε συγχρόνως πιο ανοιχτούς στην επιστημονική συζήτηση, πιο αυστηρούς στον έλεγχο των πολιτικών συνεπειών των θέσεων μας και συγχρόνως και πιο ευάλωτους. Άλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πολιτικές θέσεις δεν αποτελούν αποκλειστικό τιμάριο κάποιου συγκεκριμένου πολιτικού φορέα εξουσίας. Με τις σκέψεις αυτές έρχομαι στο σχέδιο Νόμου. Περιλαμβάνει και αυτό όπως πιθανότητα κάθε σχέδιο νομοί κάποιες θέσεις θετικές ή εν πάσει περιπτώσει συζητήσιμες διατάξεις. Δεν θα ασχοληθώ με αυτές όχι γιατί θέλω να τις υποτιμήσω ή να μην τις προβάλλω αλλά δεν θέλω με κανένα τρόπο να εμφανιστώ ως μισοαπολογητής του σχεδίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιοι συνάδελφοι θα αναλάβουνε αυτό το ρόλο. Μισοαπολογητές ωστόσο διότι κανείς μέχρι αυτή τη στιγμή δεν διανοήθηκε να υπερασπιστεί το σύνολο του νομοσχεδίου και ειδικότερα το δικονομικό του σκέλος. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σκεφτώ τι θέση θα έπαιρνε γι’ αυτό ο μακαρίτης ο Λάμπρος Μαργαρίτης εμπνευστής της αρχικής διάταξης για έναν περιορισμένο ρόλο του μονοπρόσωπου εφετείου και συντάκτης των νομοσχεδίου του προηγούμενου υπουργού δικαιοσύνης (Κ. Τσιάρα) άρα άνθρωπος κατ’ αρχή φιλικά προσκείμενος προς κάποια τεχνικά στοιχεία του νομοσχεδίου. Θεωρώ όμως αδύνατον ότι θα δεχόταν να προσυπογράψει αυτό το νομοθέτημα. Κι έρχομαι τώρα στο πρώτο και όχι μόνο τεχνικής φύσης ερώτημα. Τα μέχρι σήμερα σχεδία Ποινικών Κωδίκων (και το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, που συζητάμε σήμερα έχει από πλευράς σημασίας των συνεπειών του, περιωπή κώδικα) συντασσόντουσαν από διάφορες κατά καιρούς επιτροπές τις οποίες λάμπρυναν προσωπικότητες όπως ο Ν. Ανδρουλάκης και ο Ι. Μανωλεδάκης καθώς και πλειάδα φωτισμένων δικαστών εισαγγελέων δικηγόρων και μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ασφαλώς κάποιοι συνέταξαν και το υπό κρίση νομοσχέδιο. Δεν επιθυμώ να κρίνω την ηθική και επιστημονική τους κατάρτιση διότι δεν τους γνωρίζω. Επειδή όμως ευκολότερα κρίνεται ή τουλάχιστον αυτό θεωρούμε όταν κάποιος είναι γνωστός δεν θα έπρεπε άραγε να είναι γνωστοί οι συγκεκριμένοι συντάκτες; Επαναλαμβάνω όπως υποστήριξα και στην ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων: Οφείλουμε ηθικώς κατ’ αρχή να ξεκινάμε από την υπόθεση ότι οι συντάκτες του νομοσχεδίου και η πολιτικώς καλύπτουσα αυτούς εξουσία είναι καλοπροαίρετοι. Ωστόσο κατά το κοινώς λεγόμενο ο δρόμος για την απώλεια είναι στρωμένος με καλές προθέσεις. Ας περάσουμε τώρα σε μια γενική κριτική των διατάξεων του ουσιαστικού μέρους του νομοσχεδίου. Το σχέδιο νόμου εμπνέεται από το ιδεώδες του Νόμου και της Τάξης . Κάνει κέντρο της αντεγκληματικής πολιτικής του τον φιλήσυχο πολίτη και την οικογένειά του που δεν θέλει να υφίσταται βία, κλοπές, ληστείες κλπ. και οτιδήποτε εγκυμονεί κινδύνους για την ειρηνική και σύννομη ζωή του. Προστατεύοντας τον ειρηνικό και φιλήσυχο πολίτη το σχέδιο νόμου επιδιώκει την εκρίζωση της διαλυτικής για τον κοινωνικό ιστό μικρομεσαίας εγκληματικότητας παραλλήλως βεβαίως και με τον έλεγχο της βαρύτερης εγκληματικότητας. Προς τούτο εισάγει ως κεντρικό μοχλό τις βραχυχρόνιας κατά της ελευθερίας ποινές. Οι συνάδελφοι θα μιλήσουν στη συνέχεια για το κατά πόσο η προτίμηση στις βραχυχρόνιες ποινές προσφέρει τα όσα το νομοσχέδιο υπόσχεται και τις απόψεις που επικρατούν σχετικά στη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών. Η δική μου προσέγγιση και στο σημείο αυτό, όπως και σε όλα το νομοσχέδιο εδώ και τώρα, είναι η προσέγγιση του δάσους και όχι των δέντρων. Πιστεύω ακόμη ότι ο νομοθέτης επιδιώκει τη διατήρηση και οργάνωση των εναλλακτικών της στέρησης της ελευθερίας ποινών ως αντίβαρο στην πολιτική του νόμου και της τάξης. Ορθώς διαγιγνώσκει ότι κεντρικό πρόβλημα των εναλλακτικών ποινών είναι η οργάνωσή τους. Εδώ κάνει δύο κατά τη
γνώμη μου λάθη: πρώτον στην επανεισαγωγή του φονέως των εναλλακτικών ποινών δηλαδή της μετατροπής. Είχε καταστεί εδώ και πολλά χρόνια κοινή πεποίθηση ότι η μετατροπή ουσιαστικά μαραζώνει όλες τις άλλες εναλλακτικές ποινές ώστε στο τέλος να μένει μόνο αυτή και ενδεχομένως η κοινωφελής εργασία για όσους δεν έχουν να πληρώσουν. Το δεύτερο σφάλμα είναι το να επαφίεται κανείς για την οργάνωση της κοινωφελούς εργασίας στη δικαστική αστυνομία. Σε καμία χώρα εξ όσων γνωρίζω που έχει το θεσμό της κοινωφελούς εργασίας δεν τη θεωρεί ως οργανωτικό καθήκον της αστυνομίας. Και γιατί άλλωστε πηγαίνοντας παραπέρα να μην ριχτεί βάρος και στην οργάνωση των ημερησίων προστίμων ώστε να αποφευχθεί η επανεισαγωγή της μετατροπής. Στο ουσιαστικό μέρος είμαι σίγουρος ότι θα προκύψουν πιο συγκεκριμένες παρουσιάσεις στη συνέχεια. Μαζική αντίδραση προκάλεσαν και οι αλλαγές στο χώρο της ποινικής δικονομίας. Η εισαγωγή σε μεγάλη έκταση της μονοπρόσωπης σύνθεσης των δικαστηρίων αποτελεί και αυτή ευρωπαϊκή πρωτοτυπία και είναι εκτεθειμένη σε θεωρητική και πρακτική κριτική. Το να δηλώνει κανείς την πίστη του στις ικανότητες του Έλληνα δικαστή δεν δικαιολογεί αυτή την πρωτοτυπία. Ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα! Κι αν ακόμα αυξηθεί ο αριθμός των δικαστών αυτό δεν εξασφαλίζει από τα ελαττώματα της μονοπρόσωπης κρίσης, πέρα από το ότι η απελευθέρωση αριθμού δικαστών για την αύξηση των συνθέσεων προϋπόθετε την αντίστοιχη αύξηση του οργανωτικού μηχανισμού από πλευράς γραμματιακής και κτηριακής υποστήριξης. Εξάλλου το πείραμα της εισαγωγής δύσκολων και πολύπλοκων υποθέσεων στα ακροατήρια του εφετείου με κατευθείαν κλίση έχει γίνει στο παρελθόν με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εισαγωγή κακουργήματος με κλίση στο ακροατήριο δεν σημαίνει τίποτε άλλο στην πράξη από επανάληψη του ανακριτικού κατηγορητηρίου ως κλητήριου θεσπίσματος. Το τι σημαίνει εξοβελισμός των δικαστικών συμβουλίων γίνεται σαφές όχι από τις υποθέσεις που από δεκαετίας αρκούσε η σύμφωνη γνώμη εισαγγελέως και ανακριτών που αποτέλεσαν και την αρχική ύλη των μονοπρόσωπων επετείων αλλά εκεί που η κρίση του συμβουλίου είναι απαραίτητη για να ζυγίσει και να αποκρυσταλλώσει τα όσα συλλέχτηκαν και ειπώθηκαν στην προανάκριση. Ουσιαστικά η άνευ κρίσεως του Συμβουλίου με απευθείας κλήση εισαγόμενη στο ακροατήριο του εφετείου δύσκολη και περίπλοκη υπόθεση στερείται ακόμα και αυτών των πλεονεκτημάτων της ανάκρισης για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας αφού καλείται ο δικαστής του ακροατηρίου το πρώτον να επεξεργαστεί το ανακριτικό υλικό. Δεν θα πρέπει επίσης να παρωράται ότι η συχνά μηχανιστική διεκπεραίωση της προκαταρκτικής εξέτασης κυρίως επί κακουργημάτων αφαιρεί για όσα παραπέμπονται με απευθείας κλήση τη δυνατότητα απαλλακτικών κρίσεων και της δι’ αυτού του τρόπου πραγματικής επιτάχυνσης της διαδικασίας. Αντιθέτως το εφετείο τριμελές και μονομελές (ακόμα περισσότερο) θα πελαγώσει προκειμένου να επεξεργαστή το ανακριτικό υλικό άραγμα που θα είχε κάνει το συμβούλιο ώστε οι λίγοι μήνες που θα εξοικονομηθούν με την κατάργηση των συμβουλίων θα χαθούν σε μια διαδικασία στο ακροατήριο που θα υποκαθιστά και την ενδιάμεση διαδικασία. Ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αποπροφορικοποίησης και εγκατάλειψης της αμεσότητας της ποινικής δίκης δύο από τις θεμελιώδεις αρχές (προφορικότητα και αμεσότητα) αποτελεί το αρ. 63 του σχεδίου εισάγοντας ως κανόνα και όχι ως εξαίρεση την μη εμφάνιση των μαρτύρων αστυνομικών στο ακροατήριο καταργώντας βασικές αρχές της κατ’ αντιδικία ποινικής δίκης και ερχόμενο σε άμεση σύγκρουση με το αρ. 6 παρ. 3 εδ. Δ της ΕΣΔΑ. Έτσι έχουμε τον Έλληνα νομοθέτη εν έτη 2024 αν περάσει το νομοσχέδιο να νομοθετεί ευθέως κατά των αποφάσεων του Ευρ. Δικαστηρίου. Επίσης προβληματική είναι η αρμοδιότητα της εφέσεως επί
αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου οι οποίες -λίγες θα μείνουν βεβαίωςμια και το 95% με 98% πάει στα μονομελή και η έφεση του στα τριμελή πλημμελειοδικεία. Αυτές πάντως οι λίγες θα εκδικάζονται από το μονομελές εφετείο; Έχουμε εδώ ένα νέο μαθηματικό προσδιορισμό της κριτικής ικανότητας των δικαστών. Η κρίση ενός Εφέτη είναι ανώτερη της συλλογικής κρίσεως ενός προέδρου πλημμελειοδικών και δύο πλημμελειοδικών. Με όσα σταχυολόγησα αναφέρομαι όχι σε όλες αλλά στις παρεμβάσεις με τις βαρύτερες συνέπειες. Εκείνο το οποίο προκύπτει από την ενδεικτική αναφορά στις βασικές αυτές παρεμβάσεις στον κώδικα είναι οι ιδιότητες και το πνεύμα του νομοθετήματος. Το σχέδιο νόμου χαρακτηρίζεται από ασύμμετρη τιμωρητικότητα τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και εσωτερικά. Επιβαρύνει ασύμμετρα την μικρή εγκληματικότητα , επιβαρύνει κατά τα παλαιά πρότυπα τη βαριά εγκληματικότητα και ουσιαστικά δεν θίγει, αν εξαιρέσει κανείς το κεφάλαιο των ελαφρυντικών, πράγμα που ισχύει όμως και για όλες τις άλλες εγκληματικότητες, τη μεσάλια εγκληματικότητα δηλαδή τα ελαφρύτερα κακουργήματα. Γιατί άραγε αυτή η έλλειψη αναλογικότητας; Μα απλώς διότι το νομοθέτη τον ενδιαφέρουν προφανώς πρωτίστως δύο αράγματα: ο εγκλεισμός στις φυλακές ο οποίος αυξάνεται για ποινές φυλάκισης αδιακρίτως μέχρις 3 χρόνια και η συμβολική σημασία της αύξησης που φαίνεται στην αυξήσει της απώτατης ποινής από τα 15 στα 20 χρόνια. Αν εξαιρέσει κανείς τις επιπτώσεις αυτής της αλλαγής στην υφ’ ορο απόλυση η τελευταία αυτή αύξηση είναι συμβολική γιατί τα αποτελέσματα της θα φανούν τουλάχιστον μετά από δεκαετία . Δεν γνωρίζουμε βέβαιος αν ο νόμος θα γιορτάσει τα 10α γενέθλια τουλάχιστον όπως είναι. Είναι όμως προφανές ότι δεν τον ενδιαφέρουν αλλαγές στα μικρά κακουργήματα. Αυτά μπορούσαν ούτως ή άλλως να καταλήγουν στη φυλακή από μόνα τους και βέβαιος δεν τον απασχολούν Καρόλου θέματα αναλογικότητας. Η τιμωρητικότητα του νομοί δεν συνδυάζεται καν με την ανάπτυξη εναλλακτικών ποινών. Η νεκρανάσταση της μετατροπής καταδικάζει ουσιαστικά σε θάνατο τις πραγματικές εναλλακτικές ποινές με την ισοπεδωτική της λειτουργία. Ο νόμος δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης αφού ευνοεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις μονοπρόσωπες συνθέσεις. Υποβαθμίζει δε σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα χρίσεως των δικαστηρίων δευτέρου βαθμού. Πλανάται πλάνη και ως τον βασικό του στόχο την επιτάχυνση η οποία δεν είναι μόνο θέμα μειώσεως των μελών των συνθέσεων ή απείθειας κλήσεων στο δικαστήριο. Όλα αυτά όμως αποκαλύπτουν το όραμα του Νόμου: Οραμα αντιμεταρρυθμιστικό προσανατολισμένο σε εγκληματολογικές αντιλήψεις παρωχημένων εποχών, αποτυχημένες και με τη λογική ότι η απλοποίηση λύνει τα προβλήματα. Και μέσα από το όραμα αυτό διακρίνεται το θλιβερό πρόσωπο του ποινικού λαϊκισμού αυτού που υποτίθεται ότι θεραπεύει και υπηρετεί τη λαϊκή βούληση. Ποια άραγε και πώς; Ενώ συγχρόνως την επηρεάζει και την καθορίζει ώστε να επαληθεύεται κατά το δοκούν. Αναδύεται ακόμα η βαθειά περιφρόνηση προς τον επιστημονικό λόγο μέσα από έναν επιεικώς απληροφόρητο βολονταρισμό. Αναδεικνύεται η επίσης βαθειά περιφρόνηση προς οτιδήποτε έχει καταστεί ευρωπαϊκή σωφρονιστική πολιτική όπως αυτή ύπαρχοι μέσα από μια σαφή προσήλωση σε ανθρωπιστικά και σωφρονιστικά ιδεώδη. Τον 19ο αιώνα όταν οι σπουδασμένοι στις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης Έλληνες ανεμειγνύοντο στην εσωτερική πολιτική προκαλούσαν την απόρριψη, λειριά και υποτίμηση των ξενόφερτων ιδεών εκ μέρους της εκ τουρκοκρατίας προερχόμενης κυβερνούσας τάξης. Αυτό το στάδιο το ξεπεράσαμε κυρίως φραστικά. Όλοι υποθέτω και οι συντάκτες του νομοσχεδίου δεν θα αρνηθούν ότι ανήκουν στην Ευρώπη. Αν όμως παρθούμε ως κριτήριο το σχέδιο νόμου και την ιδεολογία του στην πραγματικότητα
βλέπουμε ότι ανήκουμε στην Ευρώπη όσο ανήκαν και οι ντόπιοι προύχοντες του 1830 στη εσπερία! Ηλίας Αναγνωστόπουλος (πρόεδρος ΕΕΠ, ομ. καθηγητής ΕΚΠΑ) Θέλω να ζητήσω συγγνώμη για την χρονική σύμπτωση πολλών παρόμοιων εκδηλώσεων. Η παρουσία σας ενθαρρύνει διότι δείχνει πόσο σημαντικό είναι να συζητήσουμε αυτό το σχέδιο νόμου το οποίο έχει και μία πρωτοτυπία –το εννοώ αρνητικά- στον τίτλο του που τιτλοφορείται ως παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα! Έχουμε δηλαδή ένα νομοθέτημα με το οποίο ο νομοθέτης δεν θέλει να τροποποιήσει θέλει να παρέμβει. Πιθανό να ταίριαζε ακόμα καλύτερα η λέξη να επέμβει! Διότι περί αυτού πρόκειται εδώ. Έχουμε δύο κώδικες με τη συνοχή που τους διακρίνει παρά κάποιες τροποποιήσεις που έγιναν στη διάρκεια ζωή τους μόλις από το 2019 και τώρα έρχεται ο νομοθέτης και λέει παρεμβαίνω δηλαδή μπαίνω μέσα και κάνω ότι θέλω. Προδίδει δηλαδή ο τίτλος και την στόχευση και την αντίληψη που συνοδεύει αυτό το νομοσχέδιο. Στην αίθουσα αυτή βρίσκονται πάρα πολλοί δικαστικοί, εισαγγελικοί λειτουργοί πανεπιστημιακοί και δικηγόροι που έχουν και έχουμε συμμετάσχει κατά καιρούς σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Θυμάμαι η πρώτη φορά που κλήθηκα και ανταποκρίθηκα με χαρά σε αυτή την πρόσκληση ήταν το 1986 επί υπουργίας Γ. Α. Μαγκάκη […] Τελευταία συμμετείχα ήδη από την εποχή της προεδρίας Μανωλεδάκη στις σχετικές επιτροπές μέχρι την ολοκλήρωση του έργου των Ποινικών Κωδίκων το 2019. Ήταν πάντα εντυπωσιακή η προθυμία όλων των μελών να συμβάλλουν στο καλώς νομοθετείν αντιλαμβανόμενοι τη δυσκολία αυτής της δραστηριότητας ακόμα και για όσους έχουν την κατάρτιση και την εποπτεία και τη θέληση να νομοθετήσουν σωστά. Πάντοτε με όση προσπάθεια κι αν καταβάλαμε για να αποφύγουμε λάθη δυσαρμονίες κλπ. δυστυχώς δεν είναι ποτέ δυνατό το να τα αποφύγει κανείς. Αυτή την εργασία, όλα τα μέλη των κατά καιρούς νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, την έχουν προσφέρει εθελοντικά και υπό συνθήκες που δεν ήταν πάντα οι καλύτερες. Στην τελευταία συμμετοχή μας στην επιτροπή του Ποινικού Κώδικα φέρναμε εκ περιτροπής από το σπίτι μας ακόμα και νερό διότι το υπουργείο δεν μας το διέθετε. Εννοείται ότι έκανε κρύο εννοείται, ότι δεν υπήρχε υπάλληλος που ως γραμματέας να τηρεί πρακτικά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες όλες οι κατά καιρούς επιτροπές με τη σύμμετρη σύνθεση τους από πανεπιστημιακούς, δικαστικούς και δικηγόρους έχουν προσφέρει τις υπηρεσίες τους. Αυτοί που χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο είναι, όποιοι είναι μια και δεν ξέρουμε ποιοι το συνέταξαν, πρώτα από όλα δεν έχουν εποπτεία των δύο Κωδίκων. Αυτό είναι φανερό εξ ου και υπάρχουν και χοντρά λάθη . Θα πω ένα παράδειγμα: Καταργείται η απλή δυσφήμιση (αρ.362) ως αξιόποινη πράξη. Δεν ξέρω ποιος το εμπνεύστηκε αυτό και για ποιο λόγο το έκανε. Από την άλλη πλευρά το αρ.366 που αναφέρεται στην αλήθεια του γεγονότος, στην απαγόρευση απόδειξης της αλήθειας, αν αυτό αφορά τον οικογενειακό βίο κοκ έχει παραμείνει άθικτο. Άρα εδώ ο αόρατος νομοθέτης ο οποίος διέγραψε το 362 δεν διάβασε λίγα άρθρα παρακάτω, έφτασε στο 362 αλλά δεν προχώρησε μέχρι το 366! Αυτό είναι ένα δείγμα της ποιότητας του νομοθετείν σε αυτό το νομοσχέδιο. Θα έρθω τώρα ενδεικτικά διότι δεν επιτρέπει ο χρόνος να αναφερθώ σε όλα τα σημεία που είναι προβληματικά μια και το νομοσχέδιο είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις που υπηρετούν ένα κάποιο θετικό σκοπό, κυρίως νομοσχέδιο προβληματικών διατάξεων. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο 102 άρθρων που με δυσκολία ψάχνει κανείς να εντοπίσει ένα άρθρο που να είναι καλό. Είναι ένα κακό νομοσχέδιο και νομοτεχνικά και κατά περιεχόμενο. Όπως επισήμανε και ο κ. Γιαννίδης είναι και ένα νομοσχέδιο ανησυχητικά οπισθοδρομικό. Επαναφέρει
στη ζωή αποτυχημένους θεσμούς του παρελθόντος εφαρμόζει αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος, και για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και για το δικονομικό ποινικό δίκαιο, και διαπνέεται γενικώς κι από μια νοοτροπία ας επαναφέρουμε τα παλιά κακώς κείμενα γιατί αυτά είχαμε συνηθίσει αυτά είχαμε μάθει και δεν θέλουμε να μας τα αλλάζουν. Είναι χαρακτηριστικό αυτό το πνεύμα σε όλες τις διατάξεις του νομοσχεδίου. Ερχομαι τώρα σε ορισμένες εξ αυτών. - Άρθρο 14 ελαφρυντικές περιστάσεις. Επαναφορά του προτέρου εντίμου βίου αντί του σύννομου βίου. Ο Π.Κ. του 2019 είχε ένα σκεπτικό, ότι ο όρος έντιμος εμπεριέχει ηθικά ή ηθικολογικά στοιχεία τα οποία δεν αρμόζουν σε μια δικαστική κρίση και γι αυτό προτιμήθηκε ο όρος σύννομος. Ήταν μια καινούργια διάταξη απασχολήθηκε η νομολογία ουσιαστικών δικαστηρίων και Αρείου Πάγου για το τι σημαίνει ο σύννομος βίος, γράφτηκαν άρθρα σε νομικά περιοδικά, ανταλλάχτηκαν απόψεις, υπήρξε κριτική και διαφωνία έτσι όπως είναι υγιές να συμβαίνει με κάτι νέο. Καταστάλαξε επιστημονικά και νομολογιακά το πράγμα και ενώ αυτή είναι η παρούσα κατάσταση έρχεται και ανασταίνεις τον πρότερο έντιμο βίο, Γιατί; Αραγε να υποθέσω ότι είναι γι αυτό που πανηγυρίζουν ορισμένα ΜΜΕ και λένε ότι τώρα ο Κορκονέας θα φάει πάλι ισόβια; Δεν θέλω να αποδώσω τέτοια πρόθεση στους άγνωστους νομοθέτες αλλά όπως και να έχει το πράγμα η επαναφορά αυτή δεν έχει κανένα απολύτως έρεισμα και καμία απολύτως δικαιολογία. Εμπεριέχει δε όπως και άλλες διατάξεις και μια αδιαφορία και ίσος περιφρόνηση και προς τη νομολογία και προς την επιστήμη και προς το διάλογο που διεξάγεται όταν θεσπίζεται μια νέα διάταξη. -Αυτό ισχύει και για την απλή δυσφήμιση και με την νομοθετική πλέον ρύθμιση του ποιος θεωρείται τρίτος στα εγκλήματα κατά της τιμής. Ασχολήθηκε η επιστήμη η νομολογία υπήρξαν αντίθετες αποφάσεις. Επελήφθη μέχρι και η ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Αποφάνθηκε, θεωρώ ορθώς, ότι δεν μπορεί να μην θεωρούνται τρίτοι τα δικαστικά πρόσωπα τα οποία υπό την ευρεία έννοια συμπράττουν σε μια διαδικασία. Αυτό δεν αρέσει στο νομοθέτη και λέει : εγώ λέω ότι αυτοί δεν είναι τρίτοι ! Είναι μια άμετρη επέμβαση σε έργα τα οποία δεν ανήκουν στον νομοθέτη αλλά στην επιστήμη και τη νομολογία. Επίσης μέσα σε μια καταιγίδα ποινικοποίησης αυστηρότερων ποινών κοκ έχουμε και μια περίεργη θα έλεγα ποινικοποίηση: καταργείται η απλή δυσφήμηση. Δηλαδή μπορεί κάποιος με ενδεχόμενο δόλο να ψεύδεται ατιμώρητος ( γιατί η συκοφαντική δυσφήμηση απαιτεί άμεσο δόλο) άρα με ενδεχόμενο δόλος ψεύδομαι ελεύθερα χωρίς κανένα περιορισμό, μπορώ να συκοφαντώ όποιον θέλω, όπως θέλω και να επικαλούμαι απλώς την έλλειψη άμεσου δόλου όπως επίσης δικαιούμαι αληθή γεγονότα να τα λέω ελεύθερα όπως προϋποθέτει η συκοφαντική δυσφήμηση και να παραμένω ατιμώρητος. Όπως επίσης δικαιούμαι αν ισχυρίζομαι αληθή γεγονότα να τα λέω ελεύθερα χωρίς κανένα περιορισμό. Είχε απασχολήσει τη δεκαετία του ‘50 τη νομολογία μας αν ο ισχυρισμός από έναν πρώην μνηστήρα ότι χώρισε τη μνηστή του γιατί βρομούσαν τα χνώτα της, έτσι είχε πει αυτός ότι μύριζαν, συνιστούσε δυσφήμηση και αν επιτρεπόταν η απόδειξη της αλήθειας. Σωστά το δικαστήριο είπε τότε ότι όχι, αυτό είναι δυσφημιστικό και δεν επιτρέπεται η απόδειξη της αληθείας, αφορά τον ιδιωτικό βίο. Σκεφτείτε με τη νέα διάταξη τι θα δικαιούνται όλοι να ισχυρίζονται; Οτι ο Α ή η Β εκτός του ότι μυρίζουν τα χνώτα τους αφεδροκροτούν νύχτωρ κατ’ εξακολούθηση. Αφού το γεγονός είναι αληθές δεν υπάρχει και πρόβλημα και άρα μπορεί να αποδειχτεί κιόλας η αλήθεια του γεγονότος ! Δεν θέλω να φανταστώ τι έχει να γίνει με την κατάργηση των δικαστικών προσώπων ως τρίτων στα δικογραφία τα οποία ανταλλάσσονται στις διαδικασίες.. Δεν διακρίνονται και οι συνάδελφοι μας δικηγόροι
για τη μετριοπάθεια των εκφράσεων τους στα δικόγραφα. Θα μπορεί τώρα κάποιους να λέει πως αυτός που έχει γνωστό παιδεραστικό παρελθόν, που μπορεί να είναι γεγονός αλλά δεν είναι χαρακτηρισμός, αποφάσισε και σε αυτή την υπόθεση να κάνη το α ή το β. Δηλαδή ελεύθερες οι συκοφαντίες στα δικόγραφα δεν είναι αυτό δείγμα πολιτισμού. Σε αυτή τη ρύθμιση γιατί στην έκθεση που συνοδεύει το σχν ή μάλλον στις εξηγήσεις γιατί αυτό δεν μπορεί να λέγεται έκθεση, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, δεν αναγράφεται το κίνητρο. Αν το κίνητρο είναι να μειωθεί είναι να μειώσει η δουλειά των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών δεν μπορεί αυτό το κίνητρο να δικαιολογεί αυτού του είδους τις επεμβάσεις . -Ας έρθουμε τώρα στο θέμα της εγκληματικής οργάνωσης. Απεργούν οι δικηγορικοί σύλλογοι και ο νομοθέτης έρχεται και τροποποιεί τη διάταξη 187 παρ 6 [εννοεί εδώ την προσθήκη στο άρ. που έγινε με το Νόμο Αυγενάκη] , αλλά τι κάνει και μόνο; Εξαιρεί από την τριπλή απαγόρευση αναστολής, μετατροπής της ποινής και ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης μόνο το πλημμέλημα της συμμορίας. Ωδινε ορός και έτεκε μυ! Τίποτε δηλαδή. Επί καταδίκης για εγκληματική οργάνωση απαγορεύεται να δοθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση από το δικαστήριο. Η ελληνική νομοθεσία όταν ίσχυαν οι παλαιοί κώδικες και μέχρι τη δεκαετία του 80 υπέφερε από αυτή την τρίδυμη συνταγή των απαγορεύσεων. Όπου ο νομοθετείς έκρινε ότι συντρέχει λόγος αυστηρής μεταχείρισης έλεγε: απαγορεύεται η μετατροπή, απαγορεύεται η αναστολή της ποινής και απαγορεύεται και το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης. Γι αυτό το θέμα ο Νικόλαος Ανδρουλάκης σε μελέτη του για την επίδραση του Συντάγματος του 1975 επί του ποινικού δικαίου είχε γράψει ότι προκειται για μια συνταγή των παρ’ ημίν μαθητευομένων μάργων της νομοθεσίας οι οποίοι με τον τρόπω αυτό παραβιάζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια διότι υποχρεώνουν το δικαστή να μεταχειριστεί τον κατηγορούμενο ως εργαλείου για τον εκφοβισμό των πολλών. Περί αυτού προκειται. Προσβολή της αξίας του ανθρώπου και έχουν υπάρξει ήδη και δικογραφία και δικαστικές αποφάσεις ότι πλήττεται η δικαστική ανεξαρτησία διότι ενώ η προσαρμογή της ποινής η απόφαση για το ανασταλτικό ή μη πρέπει να είναι και μπορεί να είναι μόνον έργο του δικαστή το κάνει προκαταβολικά ο νομοθέτης χωρίς να επιτρέπει την ενασχόληση με την προσωπικότητα του συγκεκριμένου κατηγορουμένου. Και βεβαίως προσβάλλει βαρύτατα και το τεκμήριο αθωότητας διότι ναι μεν επιτρέπεται κατ’ απόκλιση η κατά περίπτωση εκτέλεση της πρωτοβάθμιας απόφασης αλλά ο κανόνας παραμένει στην ποινική δικονομία ότι το δεδικασμένο παράγεται με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση και όχι με την πρωτοβάθμια. Έχουμε λοιπόν αυτή την επιμονή κι εδώ υπενθυμίζω ότι οι απαγορεύσεις μετατροπής καταργήθηκαν με το ν. 1419/1984 επί υπουργίας Γ.Α. Μαγκάκη και όλες οι απαγορεύσεις του ανασταλτικού χαρακτήρα της εφέσεως επί υπουργίας Β. Βενιζέλου με το ν.2408/1996. Κι έτσι αποκαθάρθηκε η νομοθεσία μας από αυτό το τρίδυμο το οποίο συνδέεται και με τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής Ελλάδος, με τα τότε χαρακτηριστικά του πολιτεύματος και τα τραύματα του παρελθόντος. Ενώ λοιπόν απαλλαχθήκαμε από αυτές τις συνταγές επανέρχεται ο νομοθέτης δεκαετίες μετά, τις θυμάται και τις επαναφέρει και μάλιστα η αγωνία του εκδηλώνεται και με το ότι πλέον δεν θα επιτρέπεται με κανένα τρόπο η μετατροπή της ποινής. Μη τυχόν και εφεύρει κανείς δικαστής κάποιο τρόπο που δεν τον έχει σκεφτεί ο προνοητικός νομοθέτης και μετατραπεί μία ποινή! Κι αυτό βέβαια συνοδεύεται με το σύνθημα, εσχάτως με ένα τρόπο προσβλητικό για τους δικαστές, να ξεκουνηθούν και να αρχίσουν να στέλνουν κόσμο στη φυλακή. Αυτή είναι η εντολή της εκτελεστικής εξουσίας προς τη δικαστική. Αυτά για το αρ. 187.
-Τώρα έχουμε στην ανθρωποκτονία εξ αμελείας ότι το κατώτατο όριο ανεβαίνει από τρεις μήνες που είναι τώρα στα δύο χρόνια και σε συνδυασμό με την εξαγγελία ότι οι ποινές δύο ετών θα εκτίονται. Το ερώτημα είναι γιατί; Φοβάται ο νομοθέτης ότι σε μια σοβαρή υπόθεση ανθρωποκτονίας εξ αμελείας ο δικαστής δεν θα έχει τη σύνεση και την αντίληψη να μην επιβάλλει ποινή 3 ή 5 μηνών; Άλλωστε από την πρακτική γνωρίζουμε ότι οι συνήθεις ποινές για τις ανθρωποκτονίες εξ αμελείας κι εκεί όπου υπάρχει συνυπαιτιότητα του θύματος δεν είναι συνήθως ποινές μηνών αλλά βαρύτερες από έτος και ανάλογα κλιμακώνονται προς τα πάνω. Γιατί λοιπόν αυτή η επέμβαση εδώ; Και άραγε οι τρεις μήνες που ήταν το ελάχιστο όριο και στον Π.Κ. του 1951, κι εκείνος ο νομοθέτης ήταν υπέρ της ατιμωρησίας και ήθελε να μην τιμωρούνται οι δράστες ανθρωποκτονιών εξ αμελείας; Εκ παραλλήλου αντιλαμβανόμενος ο νομοθέτης ότι αυτή η ρύθμιση μπορεί να δημιουργήσει παράλογες καταστάσεις επαναφέρει τη διάταξη δικαστικής άφεσης της ποινής αν ο παθών είναι συγγενής του δράστη. Τι το θέλουμε αυτό; Με τους 3 μήνες ελάχιστη ποινή μπορεί ο δικαστής να επιμετρήσει την ποινή όπως πρέπει και στο κάτω κάτω ο πόνος για την απώλεια συγγενούς ενός θύματος, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι εξαλείφεται η ανάγκη για κάποιας μορφής τιμωρία που ασφαλώς λαμβάνει υπόψη και την pena naturale (πόνο) που υπέστη ο δράστης από την απώλεια του προσφιλούς του προσώπου. Το τρίδυμο των απαγορεύσεων επαναλαμβάνεται και στους εμπρησμούς όπου η ηλικιωμένη αγρότισσα που έβαλε φωτιά από αμέλεια θα πρέπει να πάει στη φυλακή για να σωφρονιστεί! Και να δημευτεί και η περιουσία της, τα πρόβατα και ο αγρός για να μην το ξανακάνει. Αυτά είναι τα σενάρια που εμπνέουν το νομοθέτη. -Κι έρχομαι σε ένα τελευταίο. Επαναφέρεται η αυτεπάγγελτη δίωξη σε πολλά περιουσιακά εγκλήματα, επίσης η αυτεπάγγελτη δίωξη κατά στελεχών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έγινε λόγος για ακαταδίωκτο των προσώπων αυτών -η ορολογία είναι παραπλανητική- ποτέ δεν υπήρξε ακαταδίωκτο, αλλά είχε προβλεφθεί κατ’ έγκληση δίωξη. Εν πάσει περιπτώσει αυτό που εδώ θέλω να πω είναι το εξής: Δεν χωρεί αμφιβολία ότι επιχειρήματα υπέρ της αυτεπάγγελτης δίωξης υπάρχουν και είναι σοβαρά, όπως και κάθε καλόπιστος θα αναγνωρίσει ότι υπάρχουν και σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της κατ’ έγκλιση δίωξης. Έκανε μία επιλογή ο νομοθέτης. Το ορθώς νομοθετείν επιβάλλει να αναμείνει κανείς την εφαρμογή των νέων διατάξεων για να δει πώς λειτουργούν στην πράξη, προκαλούν προβλήματα; Έχουμε θέματα; Έτσι ώστε σε εύθετο χρόνο αν θεωρηθεί ότι η επιλογή αυτή υπήρξε εσφαλμένη να γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις. Το να σπεύδει αμέσως μετά δημιουργώντας και όλα αυτά τα πελώρια ζητήματα διαχρονικού δικαίου και την ανασφάλεια δικαίου πραγματικά λυπόμαστε και τους εαυτούς μας αλλά και τους εισαγγελείς και τους δικαστές που πρέπει να ανεβαίνουν πλέον στην εδρα νομίζω με 12 εκδόσεις κωδίκων για να δουν τι θα κάνουν, ενώ ίσως ακόμα και επί έδρας να λαμβάνουν στα κινητά τους μηνύματα νέων τροποποιήσεων που μπορεί να ψηφίστηκαν την προηγουμένη μέρα. Εισαγόμαστε σε μια τέτοια κατάσταση διαρκούς μεταρρύθμισης. Αυτή η βιασύνη χωρίς στοιχεία χωρίς τεκμηρίωση χωρίς εμπειρία από την εφαρμογή τους σε συνδυασμό με τα τεράστια προβλήματα δικαίου που προκαλεί είναι πραγματικά ακατανόητη και ασύμβατη με την ορθή νομοθέτηση. Ολοκληρώνω λέγοντας ότι προκειται για ένα οπισθοδρομικό νομοθέτημα το οποίο είναι αντιμεταρρυθμιστικό, δεν είναι καθόλου φιλελεύθερο είναι αντιφιλελεύθερο ανατρέπει το σύστημα των Κωδίκων και δημιουργεί ένα συνονθύλευμα το οποίο θα προκαλέσει αφόρητη ανασφάλεια δικαίου, ανισότητα στην εφαρμογή του δικαίου, οι κατηγορούμενοι και οι κρατούμενοι θα κρίνονται με έξι ή εφτά διαφορετικά καθεστώτα ανάλογα με το πότε έχουν τελέσει την πράξη τους. Αυτό θα έχει και άλλες συνέπειες εντός των
φυλακών και γενικότερα για τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος. Γι αυτό και η άποψη που υποστηρίζουμε, και είδα ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι υποστηρίζουν, είναι ότι αυτό το νομοσχέδιο δεν είναι δεκτικό βελτιώσεων πρέπει να αποσυρθεί και η συζήτηση να ξεκινήσει από την αρχή και βεβαίως να συγκροτηθεί μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή με σύμμετρη εκπροσώπηση όλων των κλάδων λειτουργίας της δικαιοσύνης για να τηρηθεί η καλή νομοθετική παράδοση που χαρακτηρίζει προηγούμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Αλέξανδρος Δημάκης (γ.γ. ΕΕΠΔ, αν. καθηγητής ΕΚΠΑ) Θα επικεντρωθώ σε τρία ειδικότερα ζητήματα του σχεδίου νόμου. Το πρώτο ζήτημα είναι ένα ζήτημα δογματικό που εκ πρώτης όψεως λέει κανείς αυτό ήταν το πρόβλημα μας, έρχεται ο νομοθέτης λοιπόν και προτείνει τροποποίηση του άρθρου της απόπειρας έτσι ώστε στην απόπειρα να μπορεί να δοθεί ακόμα και η ίδια ποινή με εκείνη της απόπειρας. Παρομοίως προτείνεται η τροποποίηση του αρ. 47 εις τρόπον ώστε στη συνέργεια την απλή να μπορεί και εκεί να επιβληθεί η πλήρης ποινή. Αυτές οι προβλέψεις υπήρχαν και σε προισχύσαντα Π.Κ. είχαν όμως εγείρει πάρα πολλές ενστάσεις και ήταν προβλέψεις οι οποίες κατά τη σύλληψη των συντακτών του και ιδίως του Χωραφά είχαν λόγους ιδεολογικοπροληπτικούς και μόνο. Γιατί το κάνει αυτό ο νομοθέτης μας; Γιατί έρχεται και λέει ξέρετε υπάρχουν περιπτώσεις βαριάς εγκληματικότητας στις οποίες η απαξία της απόπειρας είναι ίδια με την απαξία του τετελεσμένου εγκλήματος και το ίδιο για τη συνέργεια. Αυτό είναι το πρώτο του επιχείρημα. Υπάρχει κι ένα δεύτερο που θα το δούμε στη συνέχεια . Αυτό είναι εντελώς λάθος. Με καμία θεωρία για την απόπειρα και υπάρχουν πολλές για το δικαιολογητικό της απόπειρας, που δεν είναι του παρόντος να εκτιμήσουμε, δεν εξισώνεται η απαξία της απόπειρας με αυτήν του τετελεσμένου εγκλήματος, πλην μόνο μιας. Θεωρείται ότι η απόπειρα έχει μειωμένη απαξία είτε διότι πρόκειται περί διακινδυνεύσεως του εννόμου αγαθού και όχι βλάβης είτε πιοτί προκαλείται εγκληματική εντύπωση και οτιδήποτε άλλο. Όλες αυτές οι θεωρίες όμως δέχονται την μειωμένη απαξία της απόπειρας εκτός από μια θεωρία: την υποκειμενική. Που λέει ότι ο λόγος τιμώρησης της απόπειρας είναι η εγκληματική βούληση του δράστη για το έννομο αγαθό και αυτή η θεωρία οδηγεί πράγματι στην πλήρη ποινή. Αυτή όμως η θεωρία ποτέ δεν υποστηρίχτηκε στην Ελλάδα και δεν φαίνεται να χαρακτηρίζει και το νομοσχέδιο. Άρα πρώτο λάθος! Δεύτερο λάθος στη συνέργεια έρχεται και λέει η αιτιολογική έκθεση: ξέρετε υπάρχουν περιπτώσεις άμεσης συνέργειας των οποίων η απαξία είναι ίδια με την απαξία της φυσικής αυτουργίας. Παράδειγμα φωτίζει κάποιος σε μία διάρρηξη το χώρο για να μπορεί ο δράστης να διαρρήξει το χρηματοκιβώτιο. Αυτό δεν μπορούμε να το τιμωρήσουμε ως άμεση συνέργεια διότι σήμερα η άμεση συνέργεια προβλέπει να θέτει ο άμεσος συνεργός το έννομο αντικείμενο στη διάθεση του φυσικού αυτουργού. Άρα αφού είναι απλή συνέργεια αλλά έχει τέτοια απαξία να αυξήσουμε την ποινή! Αυτό είναι λάθος, αν έχουμε πρόβλημα με την άμεση συνέργεια και πολλοί έχουν εκφράσει επιφυλάξεις με το κριτήριο να θέτει ο συνεργός το έννομο αγαθό στη διάθεση του φυσικού αυτουργού, ας κάτσουμε να δούμε τι πάει λάθος με την άμεση συνέργεια και όχι να τροποποιούμε τη διάταξη για την απλή συνέργεια της οποίας η απαξία ουδέποτε εξισώνεται με τη φυσικά αυτουργία. Γιατί τα κάνει αυτά ο νομοθέτης; Διότι χρησιμοποιεί μετά κι ένα δικονομικό επιχείρημα κι εδώ είναι η ουσία: Η μειωμένη ποινή της απλής συνεργείας και της απόπειρας στα εγκλήματα στα οποία προβλέπεται
ανώτατη ποινή 15 ετών (που τώρα θα γίνουν 20). Ποιο είναι το ανώτατο όριο σήμερα για την απλή συνέργεια και την απόπειρα; Τα οκτώ χρόνια. Τι συμβαίνει αν στην απόπειρα σε έγκλημα όπως ο βιασμός που προβλέπεται ποινή μέχρι 15 (τώρα 20) χρόνια ανώτατο όριο της απόπειρας ή της απλής συνεργείας είναι τα 8 χρόνια; Τι συμβαίνει τώρα εδώ; Αν το ανώτατο όριο είναι τα 8 χρόνια στην προσωρινή κράτηση μπορούμε να πάμε στους 12 μήνες αλλά όχι στους 18. Τι συμβαίνει λοιπόν στην περίπτωσή μας; Νομοθετούμε με βάση την επικαιρότητα. Αφέθηκε κάποιος κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού ελεύθερος διότι δεν μπορούσε να κρατηθεί πέραν των 12 μηνών και τούτο οδηγεί το νομοθέτη, ρητά το λέει, να πει ότι αυτή είναι πράγματι μια αμφιλεγόμενη νομοθετική αντιμετώπιση και τι θα κάνουμε; Επειδή έχουμε πρόβλημα με την προσωρινή κράτηση θα αυξήσουμε την ποινή στην απόπειρα και στη συνέργεια ! Με συγχωρείτε πολύ αλλά την ποινή στη συνεργία και όλα τα άλλα που ακούσαμε πριν για την απαξία είναι προφάσεις. Δεν μπορούμε όμως επειδή θέλουμε να προσωποκρατούμε στην απόπειρα και στη συνέργεια με προσωρινή κράτηση διάρκειας 18 μηνών να αλλάζουμε τη σχετική διάταξη. Αν έχουμε πρόβλημα ας αλλάξουμε τη διάταξη για την προσωρινή κράτηση. Κατ’ αποτέλεσμα επαναφέρουμε διατάξεις οι οποίες είχαν επικριθεί ως αντισυνταγματικές. Ο Ανδρουλάκης, ο Μανωλεδάκης και ο Μυλωνόπουλος έχουν έτσι χαρακτηρίσει αυτές τις διατάξεις διότι αντιφάσκουν στην αρχή της αναλογικότητας, αντιβαίνουν στην αρχή της ενοχής, όταν για μειωμένη απαξία βάζεις πλήρη ποινή, και αντιβαίνουν και στο αρ 7 διότι προκειται για αποφάσεις προγνωστικού χαρακτήρα που δεν τιμωρούν κάτι το οποίο έγινε αλλά κάτι το οποίο πάει να γίνει. Δεύτερο ζήτημα πάρα πολύ σημαντικό και προκειται για μια καινοφανή θα έλεγα διάταξη που πάει να ψηφιστεί. Στον Π.Κ. προτείνεται σε σχέση με το έγκλημα εμπρησμού δασών η εισαγωγή ενός άρθρου 265Α το οποίο θα αφορά δήμευση τόσο στον εμπρησμό από πρόθεση όσο και στον εμπρησμό από αμέλεια. Τι είδους δήμευση όμως; Όχι αυτή που μέχρι τώρα ξέραμε, διότι ξέρουμε στον Π.Κ. δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος, του τιμήματος , των εργαλείων όλα αυτά είναι γνωστά. Έχουμε δήμευση της περιουσίας που παρήχθη από πράξεις νομιμοποίησης στο ξέπλυμα, έχουμε δημεύσεις στους δασικούς νόμους όταν πάει κάποιος και κάνει παράνομη θήρα κλπ. Αλλού είδους δήμευση τώρα. Δήμευση της περιουσίας του δράστη! Αποφασίζει το δικαστήριο τη δήμευση κατά την κρίση του της περιουσίας ή τμήματος της περιουσίας του αυτουργού και την προσδιορίζει με βάση τη βλάβη που προκλήθηκε αφού σταθμίσει για τον υπολογισμό και τα κριτήρια (αρ. 79). Το πολύ να εξαιρέσει κάποια περιουσιακά αντικείμενα απαραίτητα για τη διαβίωση. Τέτοιου είδους δήμευση περιουσίας άσχετης, εντελώς άσχετης προς το τελεσθέν έγκλημα και χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιουσιακά αντικείμενα αλλά εν γένει στις περιουσίες. δεν έχουμε πουθενά στο δίκαιο μας. Κατά την αιτιολογική έκθεση, εντός εισαγωγικών αιτιολογική έκθεση, είναι ένας αποζημιωτικός χαρακτήρας, αναγράφεται να καλυφθεί στο μέτρο του δυνατού η προκληθείσα βλάβη της δημόσιας περιουσίας και να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι πόροι για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος στην πρότερη κατάσταση. Εάν προκειται για αποζημιωτικού χαρακτήρας δήμευση τότε έχουμε να κάνουμε με μια αντισυνταγματικού χαρακτήρα ρύθμιση. Και γιατί έχουμε να κάνουμε με αντισυνταγματικού χαρακτήρα ρύθμιση; Διότι δεν είναι στη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων να επιδικάζουν αποζημιώσεις,. Το Σύνταγμα (αρ.93 παρ 1) ξεχωρίζει τις δικαιοδοσίες και μια αποζημιωτική διαφορά τη θεωρεί διαφορά ιδιωτικού δικαίου και την υπάγει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (αρ. 94). Και περαιτέρω προβλήματα. Προσέξτε να δείτε: να δημεύεται η
περιουσία για να αποζημιωθεί το δημόσιο στον εμπρησμό δασών. Εμπρησμός δασών όμως τελείται και προκειμένου περί ιδιωτικού δάσους κι όταν κάψει κάποιος το δικό του δάσος. Δεν είναι στοιχείο του εμπρησμού δασών το να έχουμε δημόσια περιουσία. Τι θα κάνουμε εκεί λοιπόν; Κάηκε ιδιωτικό δάσος και θα δημεύσουμε την περιουσία για το δημόσιο; Περαιτέρω όταν πρόκειται περί αποζημιώσεως θα έπρεπε να έχουμε κάποιες στοιχειώδεις διαδικασίες για τον υπολογισμό τη ζημίας και της περιουσίας, εδώ λείπει οποιαδήποτε διαγνωστική διαδικασία για τον προσδιορισμό της αξίας του δάσους. Λείπει οποιαδήποτε διαγνωστική διαδικασία για τον προσδιορισμός της αξίας της δεσμευμένης περιουσίας. Πώς θα γίνουν όλα αυτά σε μια ποινική δίκη; Δεν έχει ο δράστης τη δυνατότητα να προτείνει ενστάσεις, πως θα προτείνει ενστάσεις συνυπαιτιότητας, πώς θα επικαλεστεί τρίτους ως ενδεχόμενους ελεγχόμενους, πώς θα επικαλεστεί νομικούς εγγυητές; Όλα αυτά τι σημαίνουν; Σημαίνουν και στέρηση δυνατότητας ακροάσεως. Εκτός από την προσβολή του αρ. 94 προσβάλλεται και το δικαίωμα ακροάσεως και εν πάσει περιπτώσει στο δίκαιο μας δεν έχουμε αποζημίωση με επιδίκαση περιουσίας κατά κανόνα. Έχουμε αποζημίωση που καταβάλλεται σε χρήμα κατά το αρ.297 όχι όμως αυτό. Στην πραγματικότητα λοιπόν δεν πρόκειται για αποζημίωση πρόκειται για μια καθαρή ποινή και η ποινή αυτή είναι αντισυνταγματική. Πέραν των προβλημάτων συνταγματικότητας, πρώτον λόγω αοριστίας, η απειλούμενη ποινική διάταξη πρέπει να είναι ορισμένη όχι μόνο ως προς τα στοιχεία αξιόποινης συμπεριφοράς αλλά και ως προς την απειλούμενη έννομη συνέπεια. Εδώ ούτε ανώτερο ούτε κατώτερο όριο της ποινής προβλέπεται. Δημεύεται όση περιουσία έχεις με μόνο όριο τη βλάβη. Αν έχεις λίγη περιουσία δημεύεται λίγη αν έχεις μεγάλη δημεύεται πολύ. Άρα προσδιορίζεται το ύψος της ποινής στη συγκεκριμένη περίπτωση και όχι αφηρημένα. Αυτό σημαίνει προσβολή της αρχής του άρ. 7 του Συντάγματος και αυτό έγινε δεκτό σε παρεμφερή υπόθεση αόριστης χρηματικής ποινής στη Γερμανία από το Συνταγματικό Δικαστήριο με απόφαση του 2002. Προσβάλλεται όμως και το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο του ΕΔΔΑ. Υπάρχει απόφαση Μάρκους κατά Λετονίας (11.6.2020) που λέει ότι σε περίπτωση δωροδοκίας στη Λετονία προβλεπόταν εκτός από τη στερητική της ελευθερίας ποινή, η δήμευση της περιουσίας του δράστη, άσχετης με το έγκλημα περιουσίας. Το ΕΔΔΑ είπε ότι η δήμευση αυτή προσβάλλει το πρωτόκολλο διότι δημιουργεί τεράστιο ασάφεια ως εύρος αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Η ποινή αυτή δεν είναι προβλέψιμη και δεν παρέχεται προστασία απέναντι στην αυθαιρεσία . Πρόσθετη αντισυνταγματικότητα , κι εδώ είναι το κορύφωμα, τι εισάγεται ουσιαστικά με αυτήν την ποινή; Εισάγεται μια γενική δήμευση. Προσέξτε! Δεν εισάγεται δήμευση συγκεκριμένων αντικειμένων ή περιουσιακών στοιχείων τα οποία συνδέονται με το έγκλημα. Αφηρημένα δημεύεται η περιουσία του δράστη. Αυτή όμως η γενική δήμευση απαγορεύεται από το Σύνταγμα (αρ. 7) . Εδώ έχουμε κάτι καθαρά επικοινωνιακό στον εμπρησμό δασών. Αφού προβλέπουμε δρακόντειες ποινές, αφού απαγορεύουμε με τη γνωστή τριπλέτα (όχι μετατροπή, όχι αναστολή, όχι έφεση ) στην οποία αναφέρθηκε ο Η. Αναγνωστόπουλος, τι μας έλειπε επικοινωνιακά; Θα σου δημεύσουμε κι την περιουσία κι ας μην έχει καμία σχέση. Πρόκειται λοιπόν για γενική δήμευση και η δυνατότητα που υπάρχει να εφαρμοστεί και προβλέπει εδώ τον κίνδυνο η αιτιολογική έκθεση και λέει ναι αλλά ξέρετε θα εφαρμόζονται τα κριτήρια του αρ.79 ΠΚ. Όμως αυτά τα κριτήρια θέλουν συγκεκριμένο πλαίσιο. Το αρ79 του Π.Κ. για την επιμέτρηση της ποινής ομιλεί για επιμέτρηση εντός πλαισίου όχι έτσι αφηρημένα και δεν στερεί ο χαρακτήρας του αρ.79 από το μέτρο αυτό, το χαρακτήρα της γενικής δήμευσης. Ακούστε να δείτε εδώ έχουμε μια πάρα πολύ προβληματική διάταξη η
οποία πάει να δημιουργήσει ένα ρήγμα στη συνταγματική μας τάξη. Ξεκινάει από ένα πιασάρικο σημείο εμπρησμός δασών. Ποιός δεν θέλει να τιμωρούνται οι εμπρηστές των δασών; Αυτό αύριο θα επεκταθεί θα πάμε και σε άλλα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και μετά θα λέμε κι εκεί να δημευτεί. Μετά θα πάμε στη διατάραξη οικιακής ειρήνης κι εκεί να δημευτεί η περιουσία όσων τελούν τη διατάραξη οικιακής ειρήνης. Μετά θα πάμε στους χούλιγκαν. Έτσι ξεκινάει ένα ρήγμα και γίνεται ένα ολόκληρο πρόβλημα. Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω με τη γενική δήμευσή λέγοντας σας το εξής. Έψαξα να βρω πότε είχαμε γενική δήμευση στο σύστημά μας. Είχαμε σε εποχές πολιτειακής ανωμαλίας που όλοι θέλουν να ξεχάσουν. Μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου το ‘35 επιβλήθηκε γενική δήμευση των στασιαστών. Μετά την απελευθέρωση επιβλήθηκε γενική δήμευση των δωσίλογων. Το 1948 με ψήφισμα επιβλήθηκε γενική δήμευση των συμμετεχόντων στον συμμοριακό αγώνα. Πέρασαν 75 χρόνια από τότε και θα ήταν πολύ μεγάλο σφάλμα σε περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας να επαναφέρουμε τη γενική δήμευση. Τρίτο και τελευταίο: η περιστολή της αρμοδιότητας των ενόρκων και του Ορκωτού Μεικτού Δικαστηρίου (ΜΟΔ) προς όφελος των τακτικών δικαστών. Τι προβλέπεται σήμερα; Προβλέπεται ότι το ΜΟΔ συγκείμενο από ενόρκους και τακτικούς δικαστές αποφασίζει για την κατηγορία, για τις περιστάσεις –κι εδώ είναι το σημαντικό- από τις οποίες εξαρτάται το είδος και το μέτρο της ποινής και τους λόγους αύξησης ή μείωσης, για την κύρια ποινή, την παρεπόμενη ποινή, τα μέτρα ασφαλείας, για τη μετατροπή ή την αναστολή, για τη συνολική ποινή και κυρίως το τεκμήριο αρμοδιότητας για κάθε θέμα που δεν έχει υπαχθεί κανονικά στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών. Τι λέει το νομοσχέδιο; Περιορίζω το εύρος της αρμοδιότητας των ενόρκων και του Μεικτού Ορκωτού και θα έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν μόνο για την κατηγορία και μόνο για την κύρια ποινή. Όλα τα άλλα φεύγουν από τους ενόρκους κι απ’ το ΜΟΔ και πάνε στους τακτικούς δικαστές. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα προβληματική ρύθμιση, αποψιλώνεται το μεικτό ορκωτό από σημαντικές αρμοδιότητες, δεν έχει πια την αρμοδιότητα να κρίνει τη συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων, δεν έχει την αρμοδιότητα για επιβολή παρεπομένων ποινών για αναστολή ή μετατροπή και χάνει και το τεκμήριο αρμοδιότητας. Έτσι καθίσταται το ΜΟΔ ένα κουτσουρεμένο δικαστήριο που στερείται βασικών αρμοδιοτήτων . Δεν είναι δικαστήριο αυτό το οποίο κρίνει για την ενοχή για την κατηγορία αλλά όχι για τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Κρίνει για την κύρια ποινή αλλά όχι για τις παρεπόμενες ποινές. Ποια είναι η αιτιολογία; Η αιτιολογία είναι ότι οι ένορκοι δεν έχουν τη νομική κατάρτιση και τη νομολογιακή εμπειρία να κρίνουν γι αυτά. Γνωστό αυτό, είναι χαρακτηριστικό των ενόρκων ανέκαθεν από της συστάσεως των ορκωτών δικαστηρίων και βέβαια ήταν γνωστό και στο συνταγματικό μας νομοθέτη. Όταν ο συνταγματικός νομοθέτης το 1975 επιλέγει τα ΜΟΔ αντί για τα αμιγή ορκωτά ξέρει ότι οι ένορκοι στερούνται της νομικής παιδείας. Παρά ταύτα επιλέγει αυτό το σύστημα. Με την ίδια λογική αφού δεν ξέρουν νομικά οι ένορκοι γιατί να αποφασίζουν για την κατηγορία; Γιατί να αποφασίζουν αν πληρούνται τα στοιχεία τους εγκλήματος; Να τους το βγάλουμε κι αυτό, να τους βγάλουμε και την ποινή. Τότε όμως καταργούμε το ΜΟΔ. Ακούστε, σε πάρα πολλούς το ΜΟΔ δεν αρέσει όμως αν δεν μας αρέσει ας αλλάξουμε το Σύνταγμα. Εφόσον όμως το Σύνταγμα το προβλέπει πρέπει να έχει και στοιχειώδεις αρμοδιότητες. Εδώ έρχεται πάλι ένα μείζων πρόβλημα αντισυνταγματικότητας σε αυτή τη ρύθμιση και αυτό το πρόβλημα αντισυνταγματικότητας το βλέπει κανείς αν ανατρέξει λίγο στην ιστορία των ΜΟΔ και στα χαρακτηριστικά διαχρονικά του ορκωτικού συστήματος. Πάντοτε
και στο αμιγές ορκωτό σύστημα είχαν οι ένορκοι και υπό το καθεστώς του προισχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το αρ. 383 στην αρχική του μορφή τη δυνατότητα να αποφαίνονται για την ενοχή και για τις περιστάσεις που αποκλείουν τον καταλογισμό και για τις ελαφρυντικές περιστάσεις ακόμα και στο αμιγές ορκωτό την είχαν την αρμοδιότητα για τις ελαφρυντικές περιστάσεις και το δικαστήριο των συνέδρων είχε άλλες αρμοδιότητες. Πέρα όμως από το αμιγές ορκωτό στο μεικτό ορκωτό που δεν είναι δημιούργημα πρόσφατο και ισχύει, από το 1935 έχουμε ΜΟΔ στην Ελλάδα, με συγκεκριμένη δικαιοδοσία να κρίνουν τα αδικήματα Τύπου προσώπων που σχετίζονταν με πρόσωπα που ασκούσανε δημόσια λειτουργία και αφορούσαν το δημόσιο βίο τους. Γι αυτά τα αδικήματα Τύπου έχουμε ΜΟΔ και διατηρήθηκαν αυτά και υπό το καθεστώς της παλιάς ποινικής δικονομίας μέχρι το 1967. Άρα μέχρι το 1967 έχουμε ΜΟΔ για τα αδικήματα Τύπου και ορκωτά για όλα τα άλλα κακουργήματα εκτός όσων έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Εφετείων. Το 1967 η δικτατορία καταργεί τα αμιγή ορκωτά και δημιουργεί τα μεικτά ορκωτά και αυτή η κατάσταση συνεχίζεται και μετά τη μεταπολίτευση. Τι έχει λοιπόν μπροστά του ο ποινικός μας νομοθέτης, ο συνταγματικός μας νομοθέτης το 1975; Έχει μια παράδοσης σαράντα ετών στα ΜΟΔ τα οποία έχουν κάποια συγκεκριμένη δυνατότητα –αρμοδιότητα. Οι αρμοδιότητές τους όλα αυτά τα χρόνια αφορούσαν και την κυρία ποινή και τις παρεπόμενες και τις ελαφρυντικές περιστάσεις . Αυτό το ΜΟΔ ξερή ο συνταγματικός νομοθέτης το 1975. Εάν έρχεται λοιπόν σήμερα ο νομοθέτης του νομοσχεδίου και βαφτίζει ως ΜΟΔ και αποψιλώνει τους ενόρκους από αυτές τις αρμοδιότητες δημιουργεί ένα άλλο δικαστήριο από αυτό που είχε τότε υ Η υπεράσπιση του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου είναι ο κοινός παρανομαστής μας με την επιστημονική ένωση των ποινικών δικηγόρων, στρατιωτών της ελευθερίας και τελευταίο καταφύγιο ενάντια στην αυθαιρεσία. Και αυτό είναι αντισυνταγματικό και πέρα από την αντισυνταγματικότητα υπάρχει κι ένα ζήτημα σκοπιμότητας. Εάν έρθει ο νομοθέτης και πει δεν θα αφήνω τους ενόρκους να αποφασίζουν για τις ελαφρυντικές περιστάσεις ξέρετε τι θα γίνει; Θα αθωώνουν! Γιατί αν ο ένορκος δεν θέλει να επιβάλει την υψηλή ποινή δλδ τα ισόβια και δεν έχει δυνατότητα να διαγνώσει τις ελαφρυντικές θα αθωώνει κι αυτό δεν το βγάζω από τη φαντασία μου, είναι αποδεδειγμένη ιστορικά πρακτική. Ξέρετε κάτι, το 1947 και θυμίζω ότι είπαμε πως στο αμιγές ορκωτό αποφάσιζαν οι ένορκοι για τις ελαφρυντικές, κι αυτό έγινε γιατί υπήρχε μια διάταξη στις διαβουλεύσεις για τον κώδικα του ‘50 ετέθη το θέμα για το αν θα πρέπει να αποφασίζουν οι ένορκοι και για τις ελαφρυντικές περιστάσεις και είπε ο Γιώτης (μέλος της τότε νομοπαρασκευαστικής) ναι, διότι έτσι θα αποφύγουμε τις αδικαιολόγητες αθωώσεις και λείπε και ο Ιακωβος Ζαγκαρόλας θα τους δώσετε τη δυνατότητα να κρίνουν επί των ελαφρυντικών περιστάσεων διότι αλλιώς τι κάνουνε; Δέχονται σε πάρα πολλές περιπτώσεις μέτρια σύγχυση δηλαδή μειωμένοι ικανότητα προς καταλογισμό για να αποφύγουν τις σκληρές ποινές. Τα ίδια κινδυνεύσουμε να πλάθουμε και σήμερα. Καλό είναι λοιπόν προτού νομοθετήσουμε να αρκούμε και την επιστήμη . Κάτι έχει να πει κι αυτή! Τόνια Τζαννετάκη (επ. καθηγήτρια ΕΚΠΑ) Η βασική τροπολογία για τις τροποποιήσεις στο πεδίο των ποινών είναι η υπάρχουσα ατιμωρησία στη μικρομεσαία εγκληματικότητα –αυτό λέγεται ευθέως- και υπονοείται και η ανεπαρκής τιμωρία για τη βαριά εγκληματικότητα. Η ατιμωρησία εφόσον υπάρχει, δηλώνει έλλειψη μέτρου στην αντίδραση της πολιτείας απέναντι στο έγκλημα. Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι ζητούμενο από την ποινική πολιτική
είναι η τήρηση του (σωστού) μέτρου στην τιμώρηση, θα πρέπει να θεωρήσουμε προβληματική τόσο την ατιμωρησία όσο και την τιμωρητικότητα, τόσο το έλλειμμα όσο και την υπερβολή. Η ατιμωρησία προσβάλλει την αίσθηση δικαίου καθώς υποδηλοί αδιαφορία για σημαντικές αξίες που παραβιάστηκαν, υποδηλοί ακόμη αδιαφορία για τη προστασία σημαντικών συμφερόντων μας που θίγονται από την εγκληματική συμπεριφορά, ενώ υπονομεύει βεβαίως τη θεσμική εμπιστοσύνη, με ότι αυτό συνεπάγεται. Υπάρχει πράγματι ατιμωρησία, και αν ναι, πού εντοπίζεται; Και πόσο εύστοχες είναι οι προτεινόμενες αλλαγές για την αντιμετώπισή της; Ατιμωρησία με την κυριολεκτική έννοια του όρου υπάρχει όταν οι δράστες δεν συλλαμβάνονται και οι ένοχοι δεν καταδικάζονται. Η πιθανότητα σύλληψης (υποκειμενική εκτίμηση) και η πιθανότητα καταδίκης, η βεβαιότητα δηλαδή της ποινής, αποτελούν τους δύο κρίσιμους για τη γενική αποτροπή παράγοντες – ο τρίτος είναι η βαρύτητα της ποινής, πέρα ενός μίνιμουμ δεν ενισχύει την αποτροπή. Οι προτεινόμενες αλλαγές στις ποινές δεν επηρεάζουν βεβαίως τα δύο πρώτα ρίσκα στον νου των υποψηφίων δραστών επηρεάζουν μόνο το τρίτο. Υπάρχει ευρύτατη επιστημονική συναίνεση σήμερα ότι η επίταση της βαρύτητας της ποινής δεν ενισχύει την αποτρεπτική της λειτουργία Θα μπορούσαμε έτσι να πούμε ότι «ατιμωρησία», σε εισαγωγικά, υπάρχει όταν το κόστος που επιφέρουν οι ποινές στον δράστη είναι αμελητέο, μην μπορώντας έτσι να λειτουργήσει ως απτό, απευθυνόμενο στη φρόνησή του αντικίνητρο για τη διάπραξη ενός εγκλήματος, ή και, από τη σκοπιά της δίκαιης ανταπόδοσης, όταν ο βαθμός αποδοκιμασίας που εκφράζει η βαρύτητα της ποινής είναι προφανώς ανεπαρκής σε σχέση με την απαξία του εγκλήματος, κρίση που συναρτάται βέβαια με την κρατούσα σε κάθε χώρα κοινωνική σύμβαση. Ατιμωρησία υπήρξε καταρχάς στο πεδίο των πλημμεληματικών πράξεων μέχρι τον ΠΚ του ’19, ένα φαινόμενο που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και διογκώθηκε σταδιακά. Ατιμωρησία στο ίδιο πάντα πεδίο της μικρομεσαίας εγκληματικότητας συνέχισε να υφίσταται σε πιο περιορισμένο βαθμό μέχρι σήμερα, ως αποτέλεσμα της μη εφαρμογής κομβικών ρυθμίσεων του ΠΚ ’19, οι οποίες αυστηροποιούσαν πολύ σημαντικά τις πλημμεληματικές ποινές: αναφέρομαι στην αναστολή εφαρμογής των θεσμών της αναστολής υπό την προβλεπόμενη από τον ΠΚ ’19 μορφή, της παροχής κοινωφελούς εργασίας, της αναλογικής χρηματικής ποινής και της υφ’ όρον απόλυσης, και, αντ’ αυτών, τη συνέχιση εφαρμογής των πολύ ευμενέστερων διατάξεών του προϊσχύοντος ΠΚ για τη μετατροπή, μεταξύ άλλων. Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια πολύ σύντομη αναδρομή στην εξέλιξη της νομοθεσίας για τις ποινές από τη δεκαετία του ’90, καθώς και στις παθογένειες που δημιούργησαν οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του ΠΚ, σημαντική μεταξύ των οποίων ήταν και η περί ης ο λόγος ατιμωρησία των πλημμελημάτων. Μολονότι τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη συζητηθεί σε κάποιο βαθμό, δεν έχουν νομίζω γίνει επαρκώς κατανοητά ή και προκαλείται σκοπίμως σύγχυση γι’ αυτά. Η κατανόησή τους αποτελεί όμως προαπαιτούμενο για την τοποθέτησή μας επί του νομοσχεδίου. Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τον οξύτατο και κατόπιν και χρόνιο υπερπληθυσμό των φυλακών, μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί στα χέρια των υπουργών όλων των κυβερνήσεων, η Διοίκηση και ο νομοθέτης αναλώθηκαν εν πολλοίς στην ανάπτυξη μιας στρατηγικής έμμεσης μείωσης των ποινών, όπως την έχω βαφτίσει, η οποία δεν θα έπρεπε να είναι εύκολα ορατή στο ευρύ κοινό. Η στρατηγική αυτή δεν σχεδιάστηκε στην ολότητα της εξαρχής, αλλά αναδύθηκε σταδιακά μέσα από επαναλαμβανόμενες, περιορισμένης κλίμακας νομοθετικές παρεμβάσεις στο σύστημα ποινών, οι οποίες έγιναν με τον χρόνο μοτίβα δράσης. Όλοι οι θεσμοί που απέτρεπαν
την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, κυρίως η αναστολή και η μετατροπή σε χρηματική, ή που μείωναν τη διάρκεια της, όπως η υφ’ όρον απόλυση, ο ευεργετικός υπολογισμός, η μεταγωγή σε αγροτικές φυλακές και άλλοι, χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής διαχειριστικά και εντελώς καταχρηστικά, μέσω ημιμόνιμων, πρόσκαιρων σε μεγάλο βαθμό, ρυθμίσεων, παραβιάζοντας τελικά και αυτή τη διάκριση των εξουσιών, αφού οι σχετικές ρυθμίσεις περιόριζαν ασφυκτικά τα περιθώρια της δικαιοδοτικής κρίσης των δικαστηρίων. Ως αντιστάθμισμα στις μειώσεις αυτές, οι δικαστές επέβαλλαν βαρύτερες ποινές και ο νομοθέτης επανερχόταν με νέες δραστικότερες μειώσεις, θέτοντας σε κίνηση έναν φαύλο κύκλο ολοένα αυξανόμενων πληθωριστικών πιέσεων στη βαρύτητα των επιβαλλόμενων ποινών. Η πολιτική αυτή εστίασε αρχικά περισσότερο στους θεσμούς αποτροπής της έκτισης, και όταν τα περιθώρια μείωσης του αριθμού κρατουμένων που αυτοί προσέφεραν εξαντλήθηκαν, αφού είχαν απομείνει στις φυλακές ελάχιστοι πλέον κρατούμενοι με ποινές έως 5 ετών, το βάρος μετατέθηκε στη μείωση της διάρκειας των ποινών, καθώς ο υπερπληθυσμός συναρτάτο με αυτήν πλέον μόνον. Οι πολυάριθμες και αποσπασματικές παρεμβάσεις στο σύστημα ποινών (ΣΠ) είχαν βεβαίως σοβαρότατες παράπλευρες συνέπειες. Αυτές ήταν επιγραμματικά πέραν της προφανούς διάρρηξης της συνοχής και συνέπειας του ΣΠ, η δραματική αύξηση της διάρκειας των επιβαλλόμενων ποινών - φτάσαμε να έχουμε τις μεγαλύτερες ποινές από όλες τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης - η ατιμωρησία των δραστών πλημμελημάτων, η τεράστια απόκλιση των επιβαλλόμενων από τις εκτιόμενες ποινές, η εξαιρετικά προβληματική ισορροπία των 3 εξουσιών. Μεμονωμένα στοιχεία της ευρύτερης αυτής στρατηγικής ταυτίστηκαν στην κοινή συνείδηση με τον νόμο Παρασκευόπουλου. Η ταύτιση αυτή είναι υπερβολικά απλουστευτική και βλαπτική, καθώς μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τις βασικές παραμέτρους της εξαιρετικά προβληματικής εθνικής ποινικής πολιτικής της τελευταίας τριακονταετίας και τις στρεβλώσεις που αυτή παρήγαγε. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η εν λόγω πολιτική δεν είχε κομματικό χρώμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Νόμος 4274 του ’14, ο οποίος έκανε πρώτος το άλμα της ακραίας μείωσης των χρονικών προϋποθέσεων της υφ’ όρον απόλυσης και για τους δράστες κακουργήματων του νόμου περί ναρκωτικών με ποινές άνω των 10 ετών, ρύθμιση που υιοθέτησε στη συνέχεια αυτούσια ο νόμος Παρασκευόπουλου (4322 του ’15) επεκτείνοντάς την και στα υπόλοιπα κακουργήματα, με χρονικό ορίζοντα ωστόσο την ολοκλήρωση των εργασιών της επιτροπής αναθεώρησης του ΠΚ και την ψήφιση του νέου νόμου. Κομματικό χρώμα δεν είχαν ούτε οι πέντε επιτροπές αναθεώρησης των ποινικών κωδίκων, βασικός λόγος σύστασης των οποίων ήταν η θεραπεία του βαρέως πάσχοντος συστήματος ποινών. Οι επιτροπές αυτές επιχείρησαν να εκσυγχρονίσουν ένα νομοθέτημα εβδομήντα ετών, η αναχρονιστικότητα του οποίου ήταν εμφανής στις ποινές και όχι στο δογματικό του μέρος, που από τη φύση του είναι εν γένει κλειστό σε ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και επιρροές, καθώς και στις επιστημονικές εξελίξεις στα πεδία μελέτης του εγκλήματος και της αντιμετώπισης του. Οι επιτροπές αυτές επιχείρησαν να ανασυγκροτήσουν το περί ποινών τμήμα του ΠΚ σε σύστημα και πάλι, προσανατολισμένο σε αρχές, κυρίως αυτήν της αναλογικότητας, να αντιμετωπίσουν επαρκώς την ατιμωρησία των πλημμελημάτων, να μειώσουν την εν γένει βαρύτητα των ποινών φέρνοντάς τες εγγύτερα στα ευρωπαϊκά μέτρα, να μειώσουν την ακραία ανειλικρίνεια / εικονικότητα των επιβαλλόμενων ποινών. Ακόμη, να επιφέρουν μια καλύτερη
ισορροπία μεταξύ των τριών εξουσιών, νομοθετικής και δικαστικής όσο και νομοθετικής και εκτελεστικής, με την έννοια ότι η τελευταία θα έπρεπε να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για την εφαρμογή των θεσμών του ΠΚ, χωρίς να στηρίζεται πλέον στον νομοθέτη για την επίλυση των ενδοσυστημικών προβλημάτων του σωφρονιστικού συστήματος. Κοινός άξονας όλων των επιτροπών ήταν η μετριοπάθεια στις ποινές – όχι μια γενικευμένη επιείκεια. Η πρώτη επιτροπή που αντικαταστάθηκε χωρίς να παραδώσει ολοκληρωμένο σχέδιο, η επιτροπή Ανδρουλάκη, ήταν πρωτοπόρα. Πρότεινε ήδη τη διετία 2005-7, δηλαδή 14 χρόνια πριν από τον ΠΚ ’19 και 18 από σήμερα, τη μείωση του ανώτατου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης στα 15 έτη, μείωσε το εύρος πρόβλεψης των ισοβίων, πρότεινε την διαζευκτική πρόβλεψη ισοβίων και πρόσκαιρης κάθειρξης, την κατάργηση της μετατροπής, καθώς και την αναλογική χρηματική ποινή, αλλά και την κατ' εξαίρεση δυνατότητα έκτισης βραχυχρόνιων πλημμεληματικών ποινών ή και της ποινής στο σύνολό της. Παρά τις μεταξύ τους όχι ασήμαντες διαφορές, οι πέντε επιτροπές είχαν κοινή προσέγγιση σε σχέση με τα προαναφερθέντα, έτσι ώστε να μην μπορούμε δικαιολογημένα να ισχυριστούμε ότι το ΣΠ του ΠΚ του ’19 εκφράζει ένα διαφορετικό από αυτές πνεύμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη σταθερή στάση του Νικολάου Ανδρουλάκη σε σχέση με την αναγκαιότητα αυτών των αλλαγών. Καθώς η εφαρμογή κομβικών θεσμών του ΠΚ ’19 για τα πλημμελήματα ανεστάλη για 4 μέχρι στιγμής χρόνια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η σχετική ατιμωρησία των πλημμελημάτων οφείλεται σήμερα στη μη εφαρμογή των κατά την άποψη μου επαρκέστατων για την αντιμετώπιση της ατιμωρησίας των πλημμελημάτων ποινών και ποινικών μέτρων που προέβλεπε το γενικό μέρος του ΠΚ ’19. Οι συντάκτες του υπό συζήτηση νομοσχέδιου επέλεξαν ωστόσο την αλλαγή παραδείγματος. Στη θέση ενός εναρμονισμένου με τα ευρωπαϊκά δεδομένα συστήματος ποινών, ακολούθησαν, συνειδητά ή ίσως και όχι, μια αμερικανικού τύπου συνταγή, η οποία στηρίζεται στο δίπολο "τιμωρητικότητα και αχρήστευση", πολιτική που κατέστησε τις ΗΠΑ την πλέον τιμωρητική χώρα παγκοσμίως, με δεκαπλάσιο περίπου ποσοστό φυλάκισης από εκείνο ορισμένων δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Την ευρωπαϊκή αντίληψη για τον ρόλο της στερητικής της ελευθερίας ποινής ως έσχατης λύσης, μέσω της ενίσχυσης και ανάπτυξης στον μέγιστο δυνατό βαθμό των εκτιόμενων στην κοινότητα ποινών, καθώς και την αντίληψη για τη σημασία της αρχής της φειδούς σε σχέση με τη διάρκεια της, αντικατέστησε με το επιστημονικά όχι απλώς ατεκμηρίωτο αλλά εξοβελιστέο δόγμα ότι prison works: η φυλακή είναι αποτελεσματική. Παρέβλεψε τέλος πλήρως την ευρωπαϊκή αντίληψη ότι οι ποινές, τόσο η στερητική της ελευθερίας όσο και οι κοινοτικές, πρέπει να έχουν κατά το δυνατό και μια άλλη στόχευση και διάσταση αυτή της βελτίωσης και επανένταξης. Παρατηρήσεις σε σχέση με τις νέες ρυθμίσεις. Θα αναφερθώ επιλεκτικά σε ορισμένες μόνο από αυτές, τις πιο χαρακτηριστικές της δομής και φιλοσοφίας του νεου ΣΠ. Πρώτον: Περιορισμός της δυνατότητας χορήγησης της αναστολής για ποινές φυλάκισης μέχρι ενός έτους αντί για τρία που προέβλεπε ο ΠΚ του ’19, όπως και περιορισμός της κατά βάση μόνο για τους μη υπότροπους δράστες. Η τροποποίηση αυτή περιορίζει υπέρμετρα την αξιοποίηση ενός χρήσιμου ειδικοπροληπτικά θεσμού για πολλούς δράστες. Η αναστολή συνδέεται με σαφώς μικρότερο ποσοστό υποτροπής σε σύγκριση με εκείνο των βραχυχρόνιων ποινών για δράστες που καταδικάστηκαν για το ίδιο έγκλημα. Στην αναστολή μπορούν επιπλέον να
προστεθούν ποικίλοι απαιτητικοί πρόσθετοι όροι, ορισμένοι εκ των οποίων επιτρέπουν την εξατομικευμένη μεταχείριση των δραστών βάσει των ιδιαίτερων αναγκών τους, όπως η παρακολούθηση προγράμματος απεξάρτησης ή η επιτήρηση από επιμελητή. Ο αποκλεισμός της αναστολής για τους μη υπότροπους έρχεται ακόμη σε αντίθεση με τον βασικό προσανατολισμό του ΠΚ στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 79) η οποία υπαγορεύει την επικέντρωση στη βαρύτητα της πράξης μάλλον παρά στην υποτροπή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τελευταία δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Βάσει των υπαρχόντων ερευνητικών στοιχείων, η αναστολή μπορεί είναι αποτελεσματικότερη από τη φυλάκιση στην περίπτωση δραστών με περισσότερες από μια προηγούμενες καταδίκες (1-4). Σε δέκα χώρες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης των οποίων έλεγξα προσφάτως τις σχετικές ρυθμίσεις, η αναστολή προβλέπεται για ποινές 2 ετών και άνω, ενώ μία μόνο χώρα την περιορίζει στους μη υποτρόπους. Ο μεγάλος περιορισμός του εύρους εφαρμογής της αναστολής δεν έχει επομένως, από ειδικοπρολητική τουλάχιστον σκοπιά, κανένα νόημα, ενώ είναι επιπλέον λανθασμένος. Δεύτερον: Επαναφορά της μετατροπής της φυλάκισης σε χρηματική. Αρκεί νομίζω να πούμε ότι αυτή θα εξοβελίσει, όπως και παλαιότερα, σχεδόν πλήρως τη χρηματική ποινή ως κύρια ποινή, όπου αυτή προβλέπεται διαζευκτικά με τη στερητική της ελευθερίας, ενώ θα κυριαρχήσει πιθανότατα έναντι της μετατροπής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, η οποία προϋποθέτει άλλωστε τη συναίνεση του δράστη. Η μετατροπή σε χρηματική ή η εξαγορά, όπως δικαιολογημένα έχει επικρατήσει να λέγεται, δεν είναι απλώς ένας ελληνικής έμπνευσης θεσμός που σε καμιά άλλη χώρα δεν υιοθετήθηκε, αλλά κι ένας θεσμός που αποτελεί περισσότερο από κάθε άλλον φενάκη, καθώς συνδυάζει την εικονική αυστηρότητα με την υπέρμετρη επιείκεια. Και έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι. Η μετατροπή δεν απαιτεί άλλωστε σύνθετη οργανωτική υποδομή, όπως η κοινωφελής εργασία ή, σε πολύ μικρότερο βαθμό, η αναλογική χρηματική ποινή, την οποία καταργεί το νομοσχέδιο. Αρκεί μια διάταξη του νόμου που να την προβλέπει ,ενώ βεβαίως αποφέρει και κάποια έσοδα στο δημόσιο ταμείο. Τρίτον: Περιορισμός της δυνατότητας μετατροπής της φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας από τα τρία στα δύο χρόνια. Μια αρνητική επίσης εξέλιξη. Στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος ποινών όπου το σημείο τομής πλημμεληματικών - κακουργηματικών ποινών είναι σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες υψηλό, δηλαδή πέντε χρόνια, η κοινωφελής εργασία θα επιβάλλεται σε δράστες μικρής μόνο βαρύτητας πλημμελημάτων, δηλαδή για ποινές 10 ημερών έως δύο ετών. Ο αριθμός των προβλεπομένων ωρών εργασίας παραμένει ακόμη εξαιρετικά μεγάλος, 1.200 ώρες κατά μέγιστο μεγαλύτερος από ό,τι στη μεγάλη πλειοψηφία των άλλων χωρών που την εφαρμόζουν. Τα παραπάνω καθιστούν την κοινωφελή εργασία βαριά πλημμεληματική ποινή, ενώ δυσχεραίνουν την αποτελεσματική ολοκλήρωσή της. Η συμμόρφωση των καταδικασθέντων με τους απαιτητικούς όρους της ποινής αυτής προϋποθέτει, όπως διδάσκει με σαφήνεια η διεθνής εμπειρία, την αντιστοίχηση των δεξιοτήτων και άλλων χαρακτηριστικών του δράστη με τον πάροχο εργασίας και το αντικείμενο αυτής. Προϋποθέτει επίσης τη συστηματική επίβλεψη, υποστήριξη και καθοδήγηση του καταδικασθέντος στη διαδρομή. Το ότι το έργο αυτό αναλαμβάνει η μη λειτουργούσα ακόμη δικαστική αστυνομία υποδηλώνει άγνοια της φύσης και των λειτουργικών προϋποθέσεων της συγκεκριμένης ποινής. Δηλώνει όμως και αδιαφορία για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της όσον αφορά την επανεντακτική και επανορθωτική προς την κοινωνία λειτουργία της. Δεν έχω υπόψη μου άλλη χώρα όπου η επίβλεψη των καταδικασθέντων σε κοινωφελή εργασία να μη γίνεται από εξειδικευμένο
προσωπικό, όπως είναι το probation service στην Αγγλία ή οι δικοί μας επιμελητές κοινωνικής αρωγής. Όμως αντί της πρόσληψης και συστηματικής εκπαίδευσης σημαντικού αριθμού επιμελητών κοινωνικής αρωγής, εμείς επιλέγουμε να αναθέσουμε τα καθήκοντα αυτά στην δικαστική αστυνομία. Είναι κατά το μάλλον η ήττον βέβαιο κατά τη γνώμη μου ότι η κοινωφελής εργασία στην Ελλάδα θα λειτουργήσει ως μια χαμηλών προδιαγραφών ποινή με μεγάλο ποσοστό ανεπιτυχούς ολοκλήρωσης της από τους καταδικασθέντες σε αυτήν. Τέταρτον: Πρόβλεψη της έκτισης της ποινής μέχρι έξι κατά κανόνα μήνες, για το σύνολο των καταδικασθέντων, σε δύο έως τρία χρόνια φυλάκισης. Μια εξόχως προβληματική ρύθμιση από πλευράς ειδικής πρόληψης τουλάχιστον. Τα ποσοστά υποτροπής των βραχυχρόνιων ποινών είναι διεθνώς πολύ υψηλά, διαπίστωση που έχει στρέψει πολλές χώρες στην κατ’ εξαίρεση μόνο χρήση τους, ενώ εμείς πρόκειται να την εφαρμόσουμε σε όλους τους καταδικασθέντες σε ποινές 2-3 ετών. Μόνη δικαιολογητική βάση της επιλογής αυτής μπορεί να είναι η αυστηρή τιμώρηση καθ’ εαυτήν. Ιδιαίτερα σημαντική όμως στα πλαίσια του Νόμου είναι και η συμβολική λειτουργία της συγκεκριμένης ρύθμισης καθώς μέσω αυτής αναδεικνύεται η τιμωρητικότητα του νόμου ιδιαίτερα στο πεδίο της μικρομεσαίας εγκληματικότητας. Πέμπτον: Επαναφορά των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης. Η ανάπτυξη της όποιας προβληματικής για τον θεσμό αυτόν χρειάζεται μια εισήγηση από μόνη της, οπότε θα αναφέρω επιγραμματικά μόνον κάποιες σκέψεις. Η υφ’ όρον απόλυση αποτελεί το πιο ακανθώδες κατά την άποψή μου πρόβλημα για τον νομοθέτη στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων, καθώς έχει να κάνει με την έννοια της επικινδυνότητας, η οποία, μολονότι δεν συνάδει με το δίκαιο της πράξης, δεν μπορεί εύκολα να αγνοηθεί. Όμως οι προγνωστικές κρίσεις βάσει των οποίων αποφασίζεται η χορήγησή της ενέχουν οι ίδιες επικινδυνότητα. Η πιθανότητα λανθασμένης προγνωστικής κρίσης είναι υψηλή με ή χωρίς τη χρήση των πιο εξελιγμένων σήμερα εργαλείων, οι πιθανότητες (odds) μπορεί να είναι μοιρασμένες, ενώ βεβαίως στη χώρα μας λείπει το στοιχειώδες προαπαιτούμενο για μια προγνωστική κρίση, δηλαδή η πληροφορία, η δυνατότητα να διαμορφώσει κανείς εικόνα για τον κρατούμενο. Κατά τη γνώμη μου, η συμπερίληψη και άλλων ουσιαστικών κριτηρίων για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης πέραν της διαγωγής στη φυλακή είναι καταρχήν σωστή υπό προϋποθέσεις, για ορισμένες τουλάχιστον κατηγορίες δραστών, κυρίως τους δράστες εγκλημάτων βίας και κατά της γενετήσιας ζωής, πλην όμως οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται στις ελληνικές φυλακές. Κι αυτό καθιστά τον κίνδυνο λήψης αυθαίρετων αποφάσεων σοβαρό. Αντί να προσπαθεί επομένως ο νομοθέτης να επιλύσει αδιέξοδα προβλήματα δια της μεθόδου της κοπής του γόρδιου δεσμού, ας επιδείξει επιτέλους πρώτα η πολιτική εξουσία και η διοίκηση την αληθινή της βούληση για την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών του σωφρονιστικού συστήματος.. Η κατασκευή νέων φυλακών και η συντήρηση σημαντικά μεγαλύτερου αριθμού κρατουμένων, τα οποία συνεπάγεται, εφόσον ψηφιστεί, το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, συνιστούν λανθασμένη προτεραιοποίηση. Έκτον: Η αύξηση των ανώτατων ορίων της πρόσκαιρης κάθειρξης και η κατάργηση της διαζευκτικής πρόβλεψης ισοβίων και πρόσκαιρης κάθειρξης την οποία προέβλεψε προηγούμενος νόμος. Η εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων θα αυξήσει στο απώτερο μέλλον δραματικά τον αριθμό κρατουμένων. Με βάση τα σημερινά συγκριτικά ποσοστά φυλάκισης των ευρωπαϊκών χωρών η Ελλάδα δεν θα δυσκολευτεί να ανέβει σε μια από τις πρώτες θέσεις στη σχετική κατάταξη, επιτυγχάνοντας ίσως και διπλάσια ποσοστά φυλάκισης από αυτά της Γερμανίας. Η πρακτική σημασία των ρυθμίσεων είναι όμως μικρή καθώς η εξέλιξη αυτή δεν είναι
και τόσο πιθανή μέχρις ότου φτάσουν οι νέοι δράστες στους οποίους θα επιβληθούν οι αυξημένες ποινές να εκτίσουν το πέρα των 15 ετών τμήμα αυτών ο ΠΚ θα έχει πιθανότατα τροποποιηθεί, άγνωστο πόσες φορές. Αυτές είναι επομένως ανέξοδες πρακτικά τροποποιήσεις βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Έχουν όμως μεγάλη συμβολική σημασία. Συμβολίζουν την αποφασιστικότητα του κράτους να πατάξει την εγκληματικότητα μέσω σκληρής τιμώρησης και αχρήστευσης Νομίζω ότι στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να ξανασκεφτούμε τι επιτέλους θέλουμε από την ποινή. Μια μελέτη των ποινών σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους αποκαλύπτει μια διχοτομία μεταξύ δυο προσεγγίσεων. Από τη μια πλευρά, έχουμε το αμερικανικό πρότυπο, το οποίο πρακτικά συλλαμβάνει την ποινή ως διάρρηξη σχέσεων με τον παραβάτη και αποκλεισμό του από την κοινότητα. Από την άλλη, έχουμε συστήματα ποινικής δικαιοσύνης, όπως αυτά της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, του Καναδά και προφανώς των σκανδιναβικών χωρών, όπως και τις θέσεις που υιοθετούν το Συμβούλιο της Ευρώπης και το ΕΔΔΑ. Τα συστήματα αυτά λειτουργούν στη βάση της αντίστροφης υπόθεσης, ότι δηλαδή, παρά τη διάπραξη ενός εγκλήματος, η διάρρηξη σχέσεων με τον παραβάτη δεν νοείται ως επιλογή: παραμένει μέλος της κοινότητάς μας και η κοινή μας ζωή θα πρέπει να συνεχιστεί. Έχει αξία λοιπόν να εξασφαλίσουμε ότι ο παραβάτης θα αντιμετωπίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εφικτό ένα κοινό μέλλον. Οι νέες αλλαγές στο σχέδιο νόμου σαφώς κλίνουν προς το αμερικανικό μοντέλο τιμωρητικότητας και αποκλεισμού, και μας απομακρύνουν από την ευρωπαϊκή συμπεριληπτική προσέγγιση. Νομίζω ότι αυτό είναι εξαιρετικά προβληματικό για δυο λόγους. Πρώτον, όπως πολλά συνταγματικά δικαστήρια στην Ευρώπη έχουν ήδη αναγνωρίσει, η συμπερίληψη και επανένταξη των παραβατών είναι προαπαιτούμενα των φιλελεύθερων συνταγματικών κρατών. Δεύτερον, η συμπεριληπτική τιμωρία είναι η μόνη πραγματιστική λύση. Δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε τους παραβάτες, πρέπει να ζήσουμε μαζί τους, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η τιμώρηση των ήδη αποκλεισμένων με τρόπο που τους υποβαθμίζει και τους αποκλείει κι άλλο, το ίδιο και τις οικογένειές τους και ολόκληρες κοινότητες, έχει αποδειχθεί εμπειρικά ότι διαιωνίζει το έγκλημα, το μίσος και έναν κύκλο βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη έθεσε ως παγκόσμιο στόχο βιώσιμης ανάπτυξης τη δημιουργία συστημάτων ποινικής δικαιοσύνης που δεν προωθούν και δεν επιδεινώνουν τη φτώχεια και τον αποκλεισμό. Η επιλογή μεταξύ αποκλεισμού και συμπερίληψης, τιμωρητικότητας και μετριοπάθειας, είναι πέρα από τις πολιτικές ιδεολογίες, είναι στοιχείο που δείχνει τον πραγματικό πολιτικό. Γι’ αυτό θα ήθελα να κλείσω αντιδιαστέλλοντας τα λόγια της Suella Braverman, μέχρι πρόσφατα υπουργού Εσωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, με τα λόγια του Winston Churchill. Την περασμένη εβδομάδα, η Braverman έγραψε στο Twitter: «Η φυλακή είναι αποτελεσματική. Απομακρύνει τους εγκληματίες από τους δρόμους και είναι δικαιοσύνη για τα θύματά τους. Η λύση στο πρόβλημα [του υπερπληθυσμού] είναι να φτιάξουμε περισσότερες φυλακές, όχι να αφήνουμε τους εγκληματίες να τη γλιτώνουν». Σε ένα λόγο του στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1910, ο Winston Churchill ως υπουργός εσωτερικών έλεγε: "Ψύχραιμη, νηφάλια αναγνώριση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ακόμα και του καταδικασμένου εγκληματία, ακούραστες προσπάθειες για την εύρεση θεραπευτικών και αναγεννητικών μεθόδων, ακλόνητη πίστη ότι στην καρδιά κάθε ανθρώπου υπάρχει ένας θησαυρός, αρκεί να μπορεί κανείς να τον βρει. Στην αντιμετώπιση του
εγκλήματος και του εγκληματία, αυτά είναι τα σύμβολα που δείχνουν και μετρούν τη συσσωρευμένη δύναμη ενός έθνους, όντας σημάδι και απόδειξη της ζώσας αρετής μέσα του». Ποιος από τους δύο θέλουμε να είμαστε; Ποιος μας εκπροσωπεί; Χάρης Δαλακούρας (αντιπρόεδρος ΕΕΠΔ, καθηγητής ΔΠΘ) Με άμεση ή έμμεση στόχευση, επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας. Τέσσερα χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ του νέου και εξευρωπαϊσμένου Κώδικα Ποινικής Διαδικασίας και ύστερα από οκτώ ενδιάμεσες νομοθετικές μεταβολές στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου γίνεται λόγος για πρώτη φορά για την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης, εκτός της επιτάχυνσης. Ποιοτική αναβάθμιση, η οποία ωστόσο δεν συνδέεται ούτε με τις τρέχουσες στην ΕΕ νομοθετικές κινήσεις για ηλεκτρονική δικαιοσύνη ούτε με τη διαδικασία ψηφιοποίησης και χρήσης ψηφιακών υπηρεσιών, με εξαίρεση μια ρύθμιση για την εξέταση με οπτικοακουστικά μέσα, ούτε όμως στην ενεστώσα υλικοτεχνική υποδομή και την ενίσχυση ειδικών υπηρεσιών ούτε βέβαια στη μετεκπαίδευση-επιμόρφωση δικαστικών λειτουργών και συλλειτουργών και βεβαίως με την απλή αναφορά στην προσδοκία ταυτόχρονης εκδίκασης των εγκλημάτων, την ίδια ώρα από πολλές μονομελείς ή ολιγάριθμες συνθέσεις. Είναι αφ’ εαυτής η εν λόγω διαπιστωτική κρίση θέτει μια σειρά ερωτημάτων, τόσο σε σχέση με τη σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα μια τέτοιας τροποποίησης, όσο όμως και σε σχέση με την ειδικότερη αξιακή εναρμόνισή της με την ευρωπαϊκή δικαιοταξία και τον υφιστάμενο ΚΠΔ, καθώς εντέλει όμως και σε σχέση με τους κανόνες νομοθέτησης. Η επιτάχυνση ως διαρκές διακύβευμα. Η επιτάχυνση κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου Νομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων. Η αξίωση για επιτάχυνση –αυτονόητο είναι άλλωστε- της ποινικής διαδικασίας οριοθετείται με βάση συγκεκριμένες αρχές. Την αρχή της δικαιότητας, την αρχή της δικαιοκρατικότητας και βεβαίως της ουσιαστικής αναζήτησης της αλήθειας. Υπό την έννοια αυτή, η υπέρβαση των ορίων που θέτουν οι τρεις αρχές αυτομάτως καθιστά έωλη οποιαδήποτε διαδικασία επικαλούμενης επιτάχυνσης. Η ανάγκη για επιτάχυνση βρίσκει το όριό της και στην αξίωση αναζήτησης της αλήθειας, αφού νομιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό διερεύνησης του εγκλήματος μέσω του μηχανισμού των υπονοιών ενοχής, αλλά βεβαίως και το διαγνωστικό καθήκον του δικαστή. Τούτων ούτως εχόντων, η επιτάχυνση της ποινικής δίκης εμφανίζεται ως ζητούμενο που βρίσκει τα όριά του στις παραπάνω αξιώσεις, με τις οποίες εδραιώνεται η μορφή μιας προβλέψιμης και ελέγξιμης ποινικής δίκης στο πλαίσιο ενός αξιόπιστου δικονομικού συστήματος. Συνεπώς, εφόσον τηρούνται τα εν λόγω όρια, η εύλογη διάρκεια της δίκης μπορεί να λειτουργεί προσθετικά στην αξιοπιστία του δικονομικού συστήματος. Δεν ισχύει το ίδιο όμως, όταν με την επίκληση της επιτάχυνσης αναιρούνται τα εν λόγω όρια, και ειδικότερες αξιακές πτυχές του συστήματος. Ετσι, αυξανόμενες περικοπές υπερασπιστικών δικαιωμάτων, συρρίκνωση ενδίκων μέσων, περιορισμός λειτουργικής αρμοδιότητας συμβουλίων, κατάργηση διατάξεων σχετικών με ελεγκτικούς μηχανισμούς -και θα σταθώ λίγο ιδιαίτερα σ’ αυτό το σημείο- αλλά και διεύρυνση της ύλης δικαστηρίων μονομελούς σύνθεσης, καθίστανται εξ υπαρχής προβληματικές, αφού θέτουν εν αμφιβόλω όχι μόνο δομικές συνιστώσες του δικονομικού συστήματος, αλλά και την ίδια την εμπιστοσύνη του κοινού στον μηχανισμό απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Πολύς λόγος έχει γίνει
διαχρονικά για συντελεστές αποτελεσματικότητας αυτού του αιτήματος επιτάχυνσης. Εντελώς κομβικά, αυτοί οι συντελεστές αλλάζουν κάθε φορά γιατί μεταβάλλεται το ίδιο το περιεχόμενο του ποινικού δικαίου, και το ίδιο το περιεχόμενο της ποινικής ύλης. Απευθύνεται δηλαδή η επιτάχυνση σε ένα μεταβαλλόμενο από άποψη αντικειμένων και δομών δικονομικό σύστημα και σε ένα σύστημα που στην αρχική του δόμηση, ιστορικά –δεν πάω στο 1835 αλλά στο 1950- ούτε τη σημερινή διόγκωση εγκληματικής ύλης γνώριζε, ούτε τη μαζική κακουργιοποίηση των αξιόποινων πράξεων των τελευταίων ετών μπορούσε να προβλέψει, ούτε βέβαια τη διεύρυνση των ανακριτικών πράξεων αλλά και των διωκτικών αρχών γνώριζε και μπορούσε να προβλέψει. Εντελώς κομβικά αναφέρονται συγκεκριμένα σημεία, τα οποία στο Σ/Ν δεν αναφέρονται καν. Διάθεση κατάλληλου διαρθρώσεων υπηρεσιών πηγών προσωπικού, έτσι ώστε να έχουμε μία πιο εξελιγμένη και επιστημονική επιτάχυνση και όχι αφηρημένη. Συστηματική επιμόρφωση και δικαστικών λειτουργών και συλλειτουργών. Παράδειγμα στον τομέα των ελεγκτικών διαδικασιών όλοι χρειάζονται επιμόρφωση, εφόσον στο όλο σύστημα άρκεσε μια εισαγγελική σύσταση για να αρχίσουν να συλλέγονται στατιστικά στοιχεία . Ολοι χρειάζονται επιμόρφωση στο σημείο αυτό. Εξορθολογισμός των διαδικαστικών ενεργειών ως αποτέλεσμα όλων αυτών των πολλαπλών ανακριτικών φορέων. Ιδίως στο οικονομικό έγκλημα δεν είναι καν αρχικώς μετρήσιμη σε αυτά. Θέλει κάτι παραπάνω. Προσφερόμενοι τομείς. Επιστημονικό προσωπικό. Πάρα πολλοί το λένε, ελάχιστοι το έχουν υλοποιήσει. Στις υπηρεσίες κατά της βίας, στις 2800 καταγγελίες μόνο στην Αθήνα πέρυσι έγιναν 100 φάκελοι. Ελλείψει προσωπικού Πρόβλεψη ευρύτατων περιπτώσεων αποχής, εναλλακτικών διαδικασιών ποινικής διαπραγμάτευσης. Θα επανέλθω σε αυτά. Ενόψει τούτου, η επιχειρούμενη με το Σ/Ν τροποποίηση, με την άδηλη αυτή επιστημονική επιτροπή, προβληματίζει έντονα εξ υπαρχής. Πρώτον, γιατί μεταλλάσσει ευθέως σε καίρια σημεία τον ελεύθερο χαρακτήρα και τη δικαιοκρατική φυσιογνωμία του ΚΠΔ. Δεύτερον, γιατί προωθεί εμφανώς διεκπεραιωτικού χαρακτήρα διαδικασίες εκδίκασης των εγκλημάτων που αναιρούν την ίδια την αξιοπιστία του συστήματος. Όταν ο πολίτης δεν πιστεύει ότι θα δικαστεί δίκαια από έναν δικαστή, αισθάνεται αυτομάτως ότι καταπίπτει το ίδιο το σύστημα. Τρίτον, γιατί προωθεί με τον μανδύα της επιτάχυνσης πολλαπλές συντεχνιακού χαρακτήρα ρυθμίσεις, ιδίως για τον εισαγγελέα και αστυνομικούς ωσάν να το ήθελαν όλοι οι εισαγγελείς. Λέω σαν, γιατί θα επανέλθω στο σημείο αυτό. Και τέταρτον, γιατί στοχοποιεί τους δικηγόρους θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον ρόλο τους ως συλλειτουργών της δικαιοσύνης –παράδειγμα επί αναβολών, ωσάν οι αναβολές να είναι ένα ζήτημα δικηγορικής διαχείρισης- και βεβαίως πειθαρχικής αντιομετώπισης. Ερχομαι ειδικότερα, έστω και τηλεγραφικά, στην αναφορά των περισσότερων εξ αυτών των ρυθμίσεων που πραγματικά μας δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Μάλλον δεν μας βολεύει η δικαιοκρατία. Κάτι δεν πάει καλά. Η κατάργηση του Πενταμελούς Εφετείου με τη μεταφορά της ύλης στο Τριμελές Εφετείο, που θα συγκροτείται από τον Πρόεδρο Εφετών, αρχαιότερο από εκείνον που συμμετείχε, εξ υπαρχής αντίκειται –είναι και αντισυνταγματική- και αντίκειται στο άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου του ΕΣΔΑ. Διότι απλούστατα εκεί η αναφορά είναι περιοριστική. Ανώτερο Δικαστήριο. Ανώτερο Δικαστήριο είναι σαφώς διαχρονικά το συντιθέμενο από περισσότερους ακόμα και ομοιόβαθμους Μονομελές Πρωτοδικείο, Μονομελές Πλημμελειοδικείο, Τριμελές
Πλημμελειοδικείο, αλλά δεν είναι από ανώτερους, αλλά δεν είναι το συντιθέμενο από εμπειρότερους δικαστές. Με τη λογική αυτή, το ΜΟΔ θα μπορούσε να συντίθεται από τρεις πλημμελειοδίκες και τους ενόρκους και σε δεύτερο βαθμό από τρεις εμπειρότερους πλημμελειοδίκες και τους ενόρκους. Γιατί να πάμε στο Εφετείο; Το κάνουμε καλύτερο έτσι. Χειρότερα. Το Μονομελές –ναι, βάζω ιδέες κακές όμως, ανατρεπτικές- το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων θα συντίθεται από έναν εφέτη πρώτων χρόνων, και σε δεύτερο βαθμό, αντί για Τριμελές Εφετείο, ας το καταργήσουμε κι αυτό, να βάλουμε Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, συντιθέμενο από τον πρόεδρο, τον αρχαιότερο δικαστή. Ετσι θα φτάσουμε σε ένα μότο που φοβάμαι ότι θα έχουμε μονομελείς συνθέσεις ως κυρίαρχο πεδίο. Δεν περιποιεί τιμή στον πολιτισμό μας, γιατί δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα, υπάρχει Μονομελές μόνο στη Μάλτα, αλλά με αγγλοσαξονική παράδοση. Άλλη μια πρωτοτυπία μας. Αν το γενικεύσουμε δε, τεράστια πρωτοτυπία. Δεύτερη παρατήρηση. Υποχρέωση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών επί αρχειοθέτησης μήνυσης ή αναφοράς, να υποβάλει, να αρχειοθετήσει δηλαδή χωρίς την ιστορική κλασική διαδικασία αναφοράς στον ανώτερο εισαγγελέα, η οποία δεν είναι απλά κομβική, είναι αναφορά αξιοπιστίας και οχύρωσης του ιδίου του εισαγγελέα. Διότι άλλως ο εισαγγελέας καθίσταται ευάλωτος, όταν αρχειοθετεί με το έτσι θέλω, χωρίς να αναφέρει και χωρίς να έχει την αναφορά της έγκρισης εκ των άνω. Αυτό λοιπόν αναιρεί τη δικαιοκρατική αξίωση ελεγξιμότητας της διαδικασίας, όπως την αναιρεί επίσης η άλλη, συντεχνιακού χαρακτήρα ρύθμιση για τον εισαγγελέα, η πρόβλεψη για συνοπτικά αιτιολογημένη αρχειοθέτηση, κι όπως την αναιρεί, άλλη μία, η πρόβλεψη για μη υποχρέωση γραπτής γνώμης του εισαγγελέα στις περιπτώσεις αιτήσεων αντικατάστασης προσωρινής κράτησης. Εάν αρχίσουμε τέτοιου είδους περικοπές ως προς την αιτιολογία, η επόμενη αξίωση θα είναι απ’ τον δικαστή να λέει “εμένα τι θα μου κόψετε από το έργο μου;” Τρίτη περίπτωση. Η επαναφορά στο άρθρο 51 για την εξάρτηση παραδεκτού έγκλησης κι εδώ λάθος. Επρεπε να πάει εκεί που είναι δικονομική προϋπόθεση, στο 53 και όχι στο 51, αλλά έστω, να το διορθώσουμε αυτό. Η εξάρτηση από την κατάθεση του παραβόλου και γενικώς η εξάρτηση άσκησης δικαιωμάτων ή εξάρτηση από τέτοιου είδους καταστάσεις είναι παλαιό φαινόμενο. Στο πλαίσιο του νέου Κώδικα καταργήθηκε με μία απλή αιτιολογική σκέψη ότι εμφανίζει πρόβλημα μια τέτοια ρύθμιση τόσο σε σχέση με το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη που με τα 100 δεν φαίνεται πολύ. Με τα 600 της προσφυγής φαίνεται λίγο περισσότερο. Αν αυτά όμως επειδή μεταβάλλεται το κάνουμε 1.000 ευρώ, τότε η πρόσβαση και παραβίαση το άρθρο 20 του Συντάγματος θα είναι ορατή. Τέταρτη περίπτωση. Στο άρθρο 52 το παράβολο των 250 γίνεται 600 ευρώ, αλλά τοσούτω μάλλον η τάση που κυριαρχεί είναι η ρύθμιση στο άρθρο στο 577, εκεί τα δικαστικά έξοδα πλέον ανέρχονται στο ποσό των 4.000 ευρώ, προσδίδοντας μία έντονη οικονομική και φοβική διάσταση στην απονομή της δικαιοσύνης. Γιατί να πάρω στο Εφετείο 2 ή 4.000 ευρώ που θα βεβαιωθούν; Βεβαίως στην εφορία δεν θα εισπραχθούν ποτέ αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Πέμπτη, η αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων με συμπερίληψη εγκλημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του νόμου 4002 φορολογικής διαδικασίας τελωνειακού κώδικα και του νόμου 4830/2021 επιβεβαιώνει πλήρως τους φόβους όσους έβλεπαν ότι η διάνοιξη της κερκόπορτας θα συνεχιστεί και θα επεκταθεί. Είχε δικαιολογηθεί μάλιστα η συγκεκριμένη εκ των υστέρων έτσι διάνοιξη αυτής της κερκόπορτας με τη σκέψη ότι δίνεται η δυνατότητα έτσι μέχρι να εμπεδωθούν οι νέοι εναλλακτική θεσμοί. Η νέα διεύρυνση συνδέεται με συστηματικής εναρμόνισης καθόσον ούτε η ανάθεση στο Μονομελές Εφετείο ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο για
εκδίκαση εφέσεων κατά του Τριμελούς εμφανίζεται ως συστηματικά ανεκτή αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέχει περισσότερες εγγυήσεις από το δευτεροβάθμιο. Ούτε όμως και η εκδίκαση των κακουργημάτων των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας που εισάγεται και εδώ καινοτομικώς παρέχει ίδιες εγγυήσεις. Τα πρόσωπα της ιδιάζουσας δωσιδικίας για τα πλημμελήματά τους δικάζονταν από ανώτερο δικαστήριο. Εδώ για το κακούργημα δικάζεται από το Μονομελές. Αν έπρεπε να τηρήσουμε την παλιά ιστορική αναφορά θα έπρεπε να τα πάμε Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Ούτε εδώ συστηματική εναρμόνιση. Εκτο. Ορθή είναι μία από τις λίγες ορθές, η ρύθμιση στο 245 για την περίπτωση εκεί της προκαταρκτικής εξέτασης και της αυτεπάγγελτης προανάκρισης. Τι λέει στο σχέδιο νόμου επί περιπτώσεων υποβολής αιτήματος ποινικής διαπραγμάτευσης. Εδώ έχει νόημα πράγματι στην αυτεπάγγελτη προανάκριση ακριβώς γιατί εκεί έχουμε ένα αντικείμενο της δίκης ορισμένο. Στην προκαταρκτική θα έχουμε ζητήματα ακριβώς γιατί δεν είναι ορισμένο το αντικείμενο της δίκης για να μπορεί κάποιος να σπεύδει για τέτοιου είδους ποινική διαπραγμάτευση. Αντίθετα στο σχέδιο νόμου η πρωτοβουλία -αυτό που δεν είχαμε κάνει στο πλαίσιο του νέου κώδικα- η πρωτοβουλία στον εισαγγελέα να καλεί και να προσφέρει ποινική διαπραγμάτευση, πέραν του ότι έχω έντονες επιφυλάξεις αν θα αγκαλιαστεί από τους εισαγγελείς, έχω την αίσθηση ότι θίγει ζητήματα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, τόσο ζητήματα τεκμηρίου αθωότητας, μη αυτοενοχοποίησης όσο και ζητήματα ελεύθερης αποδοχής της συγκεκριμένης ποινικής διαπραγμάτευσης. Μία πάρα πολύ απλή λύση υπάρχει και αν πραγματικά σε όλο αυτό το καθεστώς της αυστηροποίησης θέλουμε να προχωρήσει η ποινική διαπραγμάτευση η λύση είναι πάρα πολύ απλή. Οσοι καταδικάζονται με ποινική διαπραγμάτευση να εκτίουν ευνοϊκά αντί για τέσσερα πέμπτα τρία πέμπτα, αντί για τρία πέμπτα δύο πέμπτα, έτσι ώστε να προωθηθεί συλλήβδην ο θεσμός. Ογδοο, οι περιπτώσεις απευθείας κλήσης στο ακροατήριο με σύμφωνη γνώμη του προέδρου θα τα αναπτύξει ο αγαπητός συνάδελφος ο κύριος Τζανετής. Εδώ μία παρατήρηση. Αν αυτό λέγεται αιτιολογική σκέψη, αναφέρεται στο σχέδιο ότι το ελάττωμα των Συμβουλίων είναι ότι παρασύρουν τους δικαστές που δικάζουν μετά. Τέτοια ανατροπή δεν έχω ξανακούσει. Τα Συμβούλια καθιερώνουν το αντικείμενο της δίκης και εδώ έχουμε ότι επηρεάζουν το δικαστή που θα δικάσει ενώ δεν έχει συμβούλιο. Να κάνει ό,τι θέλει, αυτό είναι το ζητούμενο. Ενατο. Προβληματική λόγω του φοβικού χαρακτήρα είναι η ρύθμιση αυτή για δυνατότητα επιβολής πειθαρχικής ποινής από το δικαστήριο σε συνήγορο που θορυβεί. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις ιστορικά. Σε πλήρη αντίθεση όμως μεγαλύτερη έρχεται η διαδικασία που ορίζει εκεί για την πειθαρχική. Ο Πρόεδρος, λέει, αφήνει να απολογηθεί ο συνήγορος αφού τελειώσει τη δίκη για να τον δικάσει αμέσως μετά. Ούτε καδής. Ο ίδιος που δημιουργήθηκε το πρόβλημα θα δικάσει. Δέκατο. Και εδώ το ανέφερε ο αγαπητός Αλέξανδρος ο Δημάκης για το Μικτό Ορκωτό που αποφασίζει. Στο πρώτο κείμενο έλεγε μόνο για την κατηγορία. Κάποιος από τους άδηλους αυτούς εισηγητές του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου ήταν παρών σε μία εκδήλωση που κάναμε στη Θεσσαλονίκη και άκουσε μία κριτική εκ μέρους μου για δυισμό, ότι αυτό είναι ένας δυισμός και θα είναι μία παγκόσμια πρωτοτυπία να έχουμε στο ίδιο δικαστήριο μία τέτοια διαχωριστική τάση και να λέει ο Πρόεδρος μετά, τώρα κύριοι ένορκοι μετά την κρίση περί ενοχής φύγετε εσείς να μείνουμε εμείς να κάνουμε τα δεδομένα. Και έτσι προστέθηκε η κύρια ποινή. Όχι ότι τό ’σωσε -τα είπε ο κύριος ΔημάκηςΕνδέκατο. Η αφαίμαξη ύλης απ’ το ΜΟΔ θίγει ευθέως ζήτημα προσβολής του τεκμηρίου αρμοδιότητας του ΜΟΔ για εκδίκαση κακουργημάτων προσβολής
του άρθρου 97. Εδώ έχουμε μία περαιτέρω αφαίμαξη, αφού αφαιρούνται συλλήβδην όλα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων. Δωδέκατο. Προδήλως ισοπεδωτική και διεκπεραιωτική είναι η ρύθμιση που τροποποιεί το 115 παρέχοντας στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο γενική αρμοδιότητα εκδίκασης. Αυτά που μένουν ουσιαστικά είναι 4 ή 5, συν αυτά που μένουν, τα πλημμελήματα που μένουν στο ΜΟΔ. Η λογική αυτή αν δεν συνδυαστεί, αν είναι να περάσει όπως είναι, ας γίνουν τουλάχιστον δύο απαράβατες κινήσεις. Η πρώτη είναι να επανέλθει η ρύθμιση εκείνη που έλεγε υποχρεωτική προκαταρκτική στα τουλάχιστον τιμωρούμενα με τρεις μήνες πλημμελήματα, διότι άλλως κινδυνεύουμε στην πλειοψηφία των εγκλημάτων, στα 97-98% χωρίς προκαταρκτική εξέταση, χωρίς δυνατότητα προσφυγής του κλητηρίου θεσπίσματος που προβλέπεται μόνο για το Τριμελές Πλημμελειοδικείο να οδηγείται κάποιος κατευθείαν από την υποβολή μιας έγκλησης ή μηνυτήριας αναφοράς στο ακροατήριο. Αν αυτό είναι επιτάχυνση πρέπει να απευθύνεται σε άλλο δικαστήριο και σε άλλο σύστημα. Επομένως, επαναφορά υποχρεωτικά προκαταρκτικής εξέτασης για πλημμελήματα τουλάχιστον τριών ετών τιμωρούμενα, ένα, και δεύτερον, στα ίδια υποχρέωση να διευρυνθεί και όχι μόνο στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο και σε όλα αυτά να προβλέπεται το δικαίωμα προσφυγής. Δέκατο τρίτο. Ολως προβληματική και εντελώς συντεχνιακή η ρύθμιση που ειπώθηκε από τον αγαπητό συνάδελφο τον κύριο Γιαννίδη για τις μαρτυρίες των αστυνομικών τη μη κλήτευσή τους. Εδώ το πρότυπο ήταν, η αντιγραφή δηλαδή έγινε από την αντίστοιχη ρύθμιση για τους μάρτυρες επιθεωρητές και επειδή γιατί εκείνοι και όχι εμείς ξεχάσαμε να προτάσσουμε το υπαλληλικό καθήκον στο πλαίσιο των γραφείων έναντι του καθήκοντος της δικαιοσύνης. Γιατί με τη βούλα του υπουργείου. Αν μάλιστα συνδυαστεί η ρύθμιση αυτή -εδώ έχω ιδιαίτερη ευαισθησία- αν συνδυαστεί η ρύθμιση αυτή με τη διάταξη του άρθρου 224 που επιτρέπει στους αστυνομικούς τη μη αποκάλυψη των ποινών μετά αυτή τη διορθωτική αν από άλλο κατονομαζόμενο, κλπ. Εδώ έχουμε τεράστιο κίνδυνο, επωάζεται κίνδυνος μυστικής γνώσης των αστυνομικών και κρυφών αποδείξεων στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης που θα καταθέτουν αρχικώς, δεν θα αποκαλύπτουν εκεί τις πηγές και δεν θα μπορεί να ελεγχθεί σε κανένα σημείο της διοίκησης η αξιοπιστία, δημιουργώντας έτσι ψευδή αποδεικτική βάση. Στην ίδια κριτική εντάσσεται η κλήτευση μαρτύρων να είναι προαιρετική στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Για πολλούς λόγους. Ο κύριος λόγος είναι ότι δεν μπορούμε να έχουμε δευτεροβάθμια δίκη, περικεκομμένη δίκη δεν προβλέπεται, πρέπει να αλλάξουμε και εκείνες τις ρυθμίσεις. Δεν το κάνουν. Στις ρυθμίσεις για τα δευτεροβάθμια δικαστήρια λέμε ότι επαναλαμβάνεται η διαδικασία. Λέμε ότι εξελίσσεται εξ υπαρχής η έρευνα του αντικειμένου της δίκης. Δεν μιλάει για περικεκομμένη δίκη. Δέκατο πέμπτο. Η προωθούμενη αύξηση των ορίων του εκκλητού στο 489 από δύο μήνες σε πέντε μήνες από τα πλημμελήματα προσώπων ιδιάζουσας από 4, 8 και στις περιπτώσεις του ΜΟΔ από δύο σε τρία έτη, τέθηκε ζήτημα συμβατότητας με το έβδομο πρωτόκολλο. Γιατί όταν θέσαμε την επιφύλαξη -η επιφύλαξή μας ήταν, σας θυμίζω, 30 ημέρες για το Μονομελές, τρεις μήνες και δύο έτη. Δεν ξέρω πόσο επιτρέπεται όλη αυτή η διεύρυνση αλόγιστα. Δέκατο Εκτο. Η επιβολή εξόδων σε βάρος όσων έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση με την περίπτωση στο 580 με την προσθήκη μιας καινοτομίας από τάση δικομανίας όσοι το κάναν, είναι αμφίβολο αν θα εφαρμοστεί όπως θα εφαρμοστεί, ελάχιστες ήταν, λίγες ήταν οι περιπτώσεις ιστορικά, υπήρχε αντίστοιχη διάταξη, τάση δικομανίας δεν υπήρχε, αυτό προστίθεται.
Εδώ όμως θα ’θελα πολύ σύντομα φτάνοντας στον επίλογο χωρίς να αναλύσω να προσθέσω δύο προβληματισμούς. Ο ένας προβληματισμός είναι η επέκταση της δυνατότητας λήψης ειδικών ανακριτικών πράξεων στο πρώτο πλημμέλημα εδώ, στο άρθρο 211 στην παραχάραξη. Και εδώ ανοίγει η κερκόπορτα τις ειδικές ανακριτικές δηλαδή το εξαιρετικό που ήδη έχει διευρυνθεί να το επεκτείνουμε και στα πλημμελήματα, έτσι ώστε να αλλάξουμε εντελώς τη φυσιογνωμία διότι ειδικές ανακριτικές πράξεις σημαίνουν μυστικό χαρακτήρα, προληπτικό χαρακτήρα. Επίσης η ρύθμιση των αναβολών εναπόκειται στους δικηγορικούς συλλόγους να το αντιμετωπίσουν, διώχνοντας όλοι αυτοί είναι υπαίτιοι. Σταματώντας έτσι, ξέρω όλα αυτά, ιδίως το πρόστιμο, γιατί πρόστιμο το λέω όταν γίνεται δεκτό το αίτημα. Άμα δεν γίνει δεν πληρώνει, άμα γίνει πληρώνει. Αυτό το πρόστιμο, δεν ξέρω αυτές που πάνε εκ του πινακίου μετά τι θα κάνουμε, θα βάλουμε πρόστιμο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Στον δικαστή δεν θέλω να βάλουμε. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης θα βάλουμε ένα πρόστιμο όμως που θα λέει δεν έκανε τους μηχανισμούς για να μπορέσει να εκδικαστεί το σύνολο του πινακίου; Θεωρώ αναγκαία, τελευταία, Δέκατη όγδοη την αύξηση των οργανικών θέσεων των εισαγγελικών λειτουργών, κυρίως ενόψει των διευρυμένων καθηκόντων στις εναλλακτικές διαδικασίες. Αρκεί βέβαια να μην εξελιχθεί με συντεχνιακές πρακτικές και μονομερείς δράσεις, αλλά να αποτελέσει έναυσμα ποιοτικής αναβάθμισης των προτάσεών τους και του λειτουργικού ρόλου, ιδίως κατά τον έλεγχο νομιμότητας όχι μόνο των ειδικών ανακριτικών πράξεων αλλά όλων των αντίστοιχων πράξεων που έρχονται και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Επίλογος. Η νομοθέτηση στο χώρο του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου αξιώνει την επίπονη δόμηση ενός νομοθετικού προγράμματος που θα υπακούει σε δικαιοκρατικές απαιτήσεις. Επιτάχυνση με περικοπές διαδικαστικών φάσεων, με αλλοιώσεις της αξιακής δομής της δίκης, με επεμβάσεις στη φιλελεύθερη φυσιογνωμία της, με νοθεύσεις στις αρχές του φυσικού δικαστή και με συντεχνιακού χαρακτήρα ρυθμίσεις που διασπούν την ελεγξιμότητα του συστήματος δεν είναι επιτάχυνση αλλά αποδιοργάνωση. Στη ζώσα νομική πραγματικότητα της περιπλοκότητας και πολλαπλότητας των υποθέσεων η αξίωση για ενίσχυση των υποδομών απονομής, για εκσυγχρονισμό υπηρεσιών και δράσεων και για εμπέδωση εναλλακτικών θεσμών αποτελεί μονοδρομική αξίωση. Αντίθετα δε με όσους αναπολούν αντιφιλελεύθερες πρακτικές του παρελθόντος που εξασφαλίζουν την ταχύτητα μιας αποστεωμένης από δικαιώματα και δικανική μορφή διαδικασίας, η αξίωση αυτή οφείλει να υλοποιηθεί από το σύνολο των λειτουργών και συλλειτουργών της δικαιοσύνης. Σας ευχαριστώ Αριστομένης Τζαννετής (γ.γ. ΕΕΠ, αν. καθηγητής ΕΚΠΑ Καταρχάς να διευκρινίσω ότι ο κύριος Δαλακούρας και εγώ είμαστε της ιστάμενης κριτικής, όχι γιατί θέλουμε να διαφοροποιηθούμε από τους συναδέλφους, αλλά γιατί είμαστε στην άκρη του τραπεζιού και χωροταξικά δεν μπορούμε να μιλήσουμε καθήμενοι. Πρώτον αυτό. Δεύτερον, αντέχετε άλλη κριτική; Εντάξει. Γιατί πέρασε και η ώρα και με τόσα που άκουσα αρχίζω και αισθάνομαι οίκτο και για το νομοθέτημα με τόσα που έχει ακούσει να προσθέσω και εγώ τότε την κριτική μου αφού αντέχετε και εσείς. Να ξεκινήσω από τον τίτλο, ο οποίος, αν δει κανείς το άρθρο 2 του νομοθετήματος που αναφέρει τους στόχους, διαβάζουμε ότι στόχος είναι η ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας με την
αυστηροποίηση των ποινών αφενός και αφετέρου με την ουσιαστικότερη, αμεσότερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης. Αυτό το ζεύγος επιδιώξεών καταρχάς είναι παράταιρο και δεν έχει θέση σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου. Οταν αυστηροποιούμε το νομικό πλαίσιο, αυτό θα πρέπει να αντισταθμίζεται με ενίσχυση των δικονομικών εγγυήσεων και όχι να προσδένεται στο άρμα ταχέων διαδικασιών -ταχέων εντός εισαγωγικών- γιατί αυτό που παρέβλεψε ο νομοθέτης είναι ότι ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας με τις εναλλακτικές διαδικασίες και κυρίως με την ποινική διαπραγμάτευση αλλά και την αποχή από την ποινική δίωξη έχει δημιουργήσει μία οδό ταχείας κυκλοφορίας, στην οποία μπορούν να διεκπεραιώνονται γρήγορα και ταχέως οι υποθέσεις. Ο νομοθέτης τώρα επιχειρεί να επιτύχει την επιτάχυνση μέσα από τους μποτιλιαρισμένους δρόμους της κλασικής ποινικής δίκης. Ε αυτό δεν γίνεται. Οποια επιτάχυνση θέλουμε να επιφέρουμε θα την επιφέρουμε σε αυτή την οδό της ταχείας κυκλοφορίας και όχι στην παραδοσιακή ποινική δίκη. Τώρα στο κυνήγι αυτής της χίμαιρας της επιτάχυνσης που είναι ο μονίμως δεδηλωμένος αλλά απραγματοποίητος στόχος όλων των προηγούμενων νομοθετημάτων, ο νομοθέτης αυτού του νομοθετήματος, ο άγνωστος νομοθέτης όπως ακούστηκε, εν πολλοίς καταφεύγει σε παλιές συνταγές. Σε δύο από αυτές θα αναφερθώ δηλαδή στην αναβάθμιση της απευθείας παραπομπής κακουργημάτων στο ακροατήριο και τον περιορισμό του αριθμού των αναβολών. Βέβαια έχει και μία επινόηση μία καινοτομία, αυτή στην οποία αναφέρθηκε ο κύριος Δαλακούρας, δηλαδή την συγκρότηση δικαστηρίων με όσο το δυνατόν ολιγομελείς συνθέσεις. Αυτή είναι μία επινόηση η οποία είναι εκ φύσεως προβληματική. Σας τα ανέπτυξε ο κύριος Δαλακούρας δεν έχω λόγο να επανέλθω σε αυτό. Εγώ θα αναφερθώ σ’ αυτές τις δύο λοιπόν, στην παραπομπή και στην αναβολή και σε μία ακόμα την οποία τη διάβασα και μου ’κανε κατάπληξη το περιεχόμενό της και στη δυνατότητα άρσης της αναστολής του 497 σε περίπτωση τέλεσης νέων εγκλημάτων στο χρόνο της αναστολής. Σ’ αυτά τα τρία θέματα θα αναφερθώ όσο αντέχετε. Το πρώτο, το ζήτημα της παραπομπής. Τι λέει το ισχύον άρθρο 309. Το 309 περιορίζει τη δυνατότητα απευθείας κλήσης κακουργημάτων στο ακροατήριο σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Τα γνωρίζετε, είναι τα φορολογικά, τα τελωνειακά, τα ναρκωτικά. Με ποιο κριτήριο; Τη μαζικότητα των παραβάσεων, την αποδεικτική ευκολία, τη σχετική εν πάση περιπτώσει αποδεικτική ευκολία και τη συχνότητα των παραπομπών. Ερχεται τώρα το νομοσχέδιο και τι προτείνει; Να διευρυνθεί η απευθείας κλήση κακουργημάτων στο ακροατήριο. Προσέξτε, με όλα τα κακουργήματα τα οποία προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Αδιακρίτως. Αυτό είναι από τη φύση του προβληματικό, διότι αυτά τα κακουργήματα -και να θυμηθούμε ποια είναι: νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, παραβίαση προσωπικών δεδομένων, πνευματική ιδιοκτησία, αρχαιότητες, απάτη σε βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα αυτά λοιπόν θα πηγαίνουνε με απευθείας κλήση με κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Εφετών στο ακροατήριο. Με κανένα κοινό συνδετικό στοιχείο αυτά τα εγκλήματα, ούτε τη μαζικότητα των παραβάσεων έχουν ούτε την αποδεικτική ευκολία. Κάθε άλλο ορισμένα από αυτά. Το μόνο κοινό συνεκτικό τους στοιχείο είναι το τυχαίο γεγονός ότι τυχαίνει να τυποποιούνται σε κάποιον ειδικό Ποινικό Νόμο και όχι στο σώμα του Ποινικού Κώδικα. Κοιτάξτε όμως τα παράδοξα τα οποία δημιουργεί αυτή η ρύθμιση. Και ξέχασα να σας πω το σπουδαιότερο, προστίθενται σε αυτά τα εγκλήματα και τα προβλεπόμενα στο 13ο και 14ο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα. Ποια εγκλήματα είναι αυτά παρακαλώ; Είναι τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας
των συγκοινωνιών των επικοινωνιών και τα λοιπά. Αν σας θυμίζει κάτι αυτό από την τρέχουσα επικαιρότητα είναι εντελώς τυχαίο σας διαβεβαιώ δεν έχει καμία σχέση. Λοιπόν όλα αυτά τα εγκλήματα που δεν έχουνε κανένα κοινό στοιχείο παραπέμπονται απευθείας. Και κοιτάξτε τα παράδοξα. Η κοινή απάτη θα παραπέμπεται κλασικά με βούλευμα όσο ακόμα διαρκούν τα βουλεύματα, διότι θα μου επιτρέψετε μία δυσοίωνη πρόβλεψη, επειδή το πουλόβερ ξηλώνεται σιγάσιγά το επόμενο βήμα θα είναι να καταργηθούν τελείως τα βουλεύματα. Εκεί βαίνει το πράγμα. Η απάτη λοιπόν η κοινή θα παραπέμπεται με βούλευμα στο ακροατήριο, η απάτη σε βάρος των ευρωπαϊκών κοινοτήτων θα παραπέμπεται με κλητήριο θέσπισμα. Βλέπετε κανένα λόγο που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση; Όχι. Αλλο παράδειγμα, άλλο παράδοξο. Η κοινή απάτη ή υπεξαίρεση ή πλαστογραφία που τιμωρείται με κάθειρξη -σε βάρος ιδιωτών όχι σε βάρος του δημοσίου- που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. μόνη της θα παραπέμπεται με βούλευμα. Εάν τυχόν όμως συνοδεύεται από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα -όχι και τόσο σπάνιο- η οποία νομιμοποίηση όταν τελείται κατ’ επάγγελμα έχει κάθειρξη μέχρι 15 έτη, άρα είναι βαρύτερο έγκλημα και επειδή τυποποιείται σε πληθυντικό Ποινικό Νόμο θα συμπαρασύρει στον τρόπο παραπομπής το βασικό, θα έχουμε παραπομπή με κλητήριο. Αυτά τα ωραία μας περιμένουν σε περίπτωση που η διάταξη αυτή γίνει νόμος του κράτους και υπάρχει και μία κερκόπορτα σε αυτή τη διάταξη, ότι η δυνατότητα απευθείας παραπομπής παρέχεται και σε όσες περιπτώσεις έχει επιληφθεί η ολομέλεια του Συμβουλίου Εφετών και έχει ασκηθεί δίωξη με το άρθρο 21 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Και επειδή, όπως ξέρουμε, η ολομέλεια των Εφετών συνήθως συγκαλείται για υποθέσεις προβεβλημένες που απασχολούν την επικαιρότητα, να και ένας τρόπος με τον οποίο η αρνητική δημοσιότητα μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο παραπομπής μιας υπόθεσης στο ακροατήριο. Τι λέει σε όλα αυτά η εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου; Λέει ότι όλα αυτά τα ωραία γίνονται προκειμένου να αποσυμφορηθεί η ποινική δίκη με τη συντομότερη δίωξη και εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, να παρακαμφθεί η πολύμηνη διαδικασία των Συμβουλίων και να μην προκαταβάλλονται οι αποφάσεις των δικαστηρίων από τις κρίσεις των Συμβουλίων. Αυτή είναι η αιτιολόγηση η οποία, επιτρέψτε μου, είναι και εξωπραγματική και προσχηματική. Παραβλέπει τον σημαντικό ρόλο της ενδιάμεσης διαδικασία. Πριν από δύο χρόνια περίπου, το 2009, είχαμε κάνει στην Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων μία εκδήλωση ειδικά για το θέμα της ενδιάμεσης διαδικασία στην οποία είχε μιλήσει και ο κύριος Χαράλαμπος Σεβαστίδης που τον βλέπω ότι είναι παρών σήμερα, ο οποίος μας είχε δώσει κάποια στατιστικά στοιχεία τα οποία εμένα προσωπικά με εντυπωσίασαν. Δεν είχα επίγνωση του βαθμού συμβολής του δικαστικού Συμβουλίου στην αποφόρτιση της ποινικής διαδικασίας. Μας είχε πει λοιπόν με τα στοιχεία αυτά που είχαν ληφθεί από τα πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης ότι το 50% των βουλευμάτων παρακαλώ είναι μη παραπεμπτικά και εξ αυτών ένα ποσοστό γύρω στο 30-35% είναι απαλλακτικά, όπερ σημαίνει ότι μία στις τρεις υποθέσεις δεν φτάνει στο ακροατήριο λόγω ακριβώς της παρεμβολής του Συμβουλίου. Αυτό παραβλέπεται τελείως και για να αποφευχθεί αυτή η πολύμηνη -όπως λέει η αιτιολογική έκθεση- καθυστέρηση ωσάν αυτή η πολύμηνη καθυστέρηση να έχει αντανάκλαση και στη συνολική διάρκεια της ποινικής δίκης –αν είναι ποτέ δυνατόν- αυτή η πολύμηνη καθυστέρηση εξαργυρώνεται με αθρόα παραπομπή στο ακροατήριο. Διότι, μη γελιόμαστε, αν καταργηθούν τα συμβούλια και επιλεγεί η οδός του κλητηρίου θεσπίσματος, το αποτέλεσμα θα είναι αυτό, αυτό το οποίο λέει η συντομότερη αγωγή των υποθέσεων στο ακροατήριο με μαθηματική βεβαιότητα το
συντομότερη σημαίνει μαζικότερη μη γελιόμαστε. Πόσα απαλλακτικά βουλεύματα έχετε δει τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται η παραπομπή με κλητήριο; Εχετε δει ποτέ απαλλακτικό βούλευμα σε ναρκωτικά, σε ληστεία σε κλοπή; Όχι. Γιατί ξέρετε η εύκολη λύση είναι και θελκτική, μη γελιόμαστε. Ή, αν θέλει κάποιος πραγματικά να συντομεύσει θα πρέπει να βρει δικονομικά μοντέλα τέτοια τα οποία να απαιτούν ισόχρονη απασχόληση είτε για την παραπομπή είτε για το κλείσιμο της υπόθεσης. Τώρα πάμε στις αναβολές. Τώρα εδώ τι να πει κανείς; Ενάμιση χρόνο μετά τον 4947 του 2022 ο οποίος περιόρισε ακόμα περισσότερο τον αριθμό των αναβολών, έκανε δύο μάξιμουμ τις αναβολές έρχεται το νομοσχέδιο και λέει μέχρι μία. Παλιά δοκιμασμένη συνταγή. Το έχουμε δει το έργο. Πολλά χρόνια ίσχυε μία διάταξη η οποία έβαζε ένα πλαφόν στις αναβολές. Ήτανε δύο το πολύ τρεις, κανείς δεν το εφάρμοζε, γιατί δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη. Σε μία πολυπρόσωπη δίκη δεν μπορεί να βάλεις περιορισμό στον αριθμό των αναβολών. Τίθεται σε καλύτερη μοίρα αυτός ο οποίος ζητά πρώτος. Ούτε μπορεί να τηρηθεί αυτό το οποίο λέει η ισχύουσα διάταξη σήμερα, αναβολή μέχρι 8 μήνες. Ξέρετε πολύ καλά ότι αναβολές που δίνονται για λόγους οργανωτικούς, όχι για πρόθεση παραβίασης του νόμου, υπερβαίνουν κατά πολύ αυτό το χρονικό όριο. Και έρχεται η αιτιολογική έκθεση και λέει γιατί γίνονται όλα αυτά; Πέρα από την επιζητούμενη επιτάχυνση για να αποφευχθεί η καθυστέρηση, λέει, ακούστε, για την εξοικονόμηση δημόσιας δαπάνης που απαιτείται για τις κλήσεις και τον επαναπροσδιορισμό και για την αποφυγή της ταλαιπωρίας των διαδίκων και των μαρτύρων που απουσιάζουν από την εργασία τους. Ομως αυτή η δαπάνη και η ταλαιπωρία, η οποία πράγματι υπάρχει, δεν το αρνείται κανείς, δημιουργείται πρωτογενώς, όταν οι υποθέσεις παραπέμπονται σωρηδόν στο ακροατήριο. Αυτό πρέπει να καταπολεμήσουμε, το φιλτράρισμα αυτό πρέπει να επιδιώξουμε. Δεν δημιουργούνται το πρώτον με τις αναβολές. Και πρέπει, το ζήτημα των αναβολών στο οποίο φαίνεται ότι αποπνέει το νομοσχέδιο και την αίσθηση ότι για όλα ευθύνονται οι δικηγόροι και όλα τα αιτήματα είναι προσχηματικά. Δεν είναι όλα προσχηματικά και δεν ευθύνονται οι αναβολές για την καθυστέρηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Ξέρετε τι ευθύνεται; Πόσες έχετε δει υποθέσεις που δικάζονται σε πρώτο βαθμό και λένε όλοι οι παράγοντες της δίκης και το δικαστήριο ακόμα δεν έπρεπε να είχε φτάσει στο ακροατήριο. Πόσες φορές έχετε δει δευτεροβάθμιο δικαστήριο το οποίο λέει κακώς καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό ο κατηγορούμενος. Εκεί είναι η κακοδαιμονία του συστήματος και για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα πρέπει να ενισχυθεί το αίσθημα ευθύνης των δικαστών. Ο Δικαστής ή ο Εισαγγελέας ο οποίος επεξεργάζεται μία υπόθεση θα πρέπει με αίσθημα ευθύνης αν είναι να την περάτωση με την περάτωση και να μη μετακυλίει την ευθύνη στον συνάδελφό του ο οποίος θα επιληφθεί στο επόμενο στάδιο. Και το αίτημα αναβολής να το αντιμετωπίσει με τη δέουσα αυστηρότητα και ούτε με φυγόπονη διάθεση -γιατί και αυτό γίνεται πολλές φορές- ούτε και με υπερβολική αυστηρότητα. Τώρα, για το παράβολο σας τα είπε και ο κύριος Δαλακούρας. Αλλη πρωτοτυπία αυτή της ρύθμισης. Μία ρύθμιση με καθαρά δημοσιονομική στόχευση μπαίνει σε ένα ζήτημα το οποίο –προσέξτε- άπτεται και ενός θεμελιώδους δικαιώματος του κατηγορουμένου, το δικαίωμα σε υπεράσπιση είναι δικαίωμα το οποίο προβλέπεται από την ΕΣΔΑ. Κινείται λοιπόν σε ένα πολύ ευαίσθητο δικαιοπολιτικό πεδίο, το οποίο δεν επιτρέπεται να νοθεύεται με κριτήρια δημοσιονομικού τύπου, όπως το παράβολο, το οποίο παράβολο –σημειωτέον, για να δείτε και τον παραλογισμό της ρύθμισης- επιστρέφεται λέει σε περίπτωση απόρριψης. Άρα ενισχύεται η τάση αποδοχής των αιτημάτων αναβολής εάν ο σκοπός είναι δημοσιονομικός.
Πάμε στο τελευταίο, στο ζήτημα του ανασταλτικού. Μ’ αυτό -είναι το προτελευταίοθα κάνω και μία τοποθέτηση και με αυτό θα ολοκληρώσω. Εδώ έχουμε μία καινοφανή ρύθμιση στην οποία τι προβλέπεται; Γνωρίζουμε σήμερα ότι άρση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης που δόθηκε με το 497 έχουμε μόνο στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος παραβιάσει τον περιοριστικό όρο ο οποίος έχει τυχόν τεθεί. Εδώ έχουμε μία ρύθμιση η όποια τι μας λέει; Οτι αν τυχόν αυτός στον οποίον χορηγήθηκε το ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά τον χρόνο του ανασταλτικού αποτελέσματος διωχθεί, προσέξτε, απλώς διωχθεί ή καταδικαστεί -αντιφατική ρύθμιση, η μία το ένα αναιρεί το άλλο εάν αρκεί η δίωξη δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε για καταδίκη- αν λοιπόν διωχθεί ή καταδικαστεί για κακούργημα ή πλημμέλημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών τότε παρέχεται η δυνατότητα άρσης της αναστολής. Δημιουργείται δηλαδή μία παρά φύση περίοδος δοκιμασίας ουσιαστικά στο ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, αντίστοιχο με εκείνο που υπάρχει στην αναστολή του 99 και στην υφ’ όρον απόλυση, δηλαδή αντίστοιχη ρύθμιση με το 102 και το 108 που εκεί είναι δικαιολογημένο διότι εκεί έχουμε μία αμετακλήτως επιβληθείσα ποινή, στην οποία διαψεύδεται η προσδοκία σύννομης συμπεριφοράς κατά τον χρόνο της δοκιμασίας αυτής. Εδώ όμως δεν έχουμε μία αμετάκλητη ποινή, εδώ έχουμε μία πρωτόδικη ποινή. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα προβλέπεται ως κανόνας επειδή ακριβώς ισχύει το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή της δίκαιης δίκης. Και μόνο σε περίπτωση κατ’ εξαίρεση αν συντρέχει κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων ή υπέρμετρη ανεπανόρθωτη βλάβη, τότε δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εδώ λοιπόν έχουμε μία περίεργη περίοδο δοκιμασίας, η οποία τίθεται και δεν συμβιβάζεται ούτε καν με το κριτήριο της υπέρμετρης ή ανεπανόρθωτης βλάβης. Μπορεί να έχει χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα για αυτό το λόγο, όχι μόνο για το ότι υπάρχει κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων. Πώς θα αρθεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα με μόνη –προσέξτε- τη δίωξη; Εάν κάνει κάποιος μία ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά το χρόνο του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης, κινδυνεύει με άρση του ανασταλτικού αποτελέσματος. Και αυτή η πρόβλεψη πλαισιώνεται με μία συμπληρωματική άλλη ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε ποινή φυλάκισης η οποία υπερβαίνει το ένα έτος για έγκλημα το οποίο τελέστηκε κατά το χρόνο ισχύος του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης. Δηλαδή για ένα πλημμέλημα για το οποίο έχει επιβληθεί μία ποινή φυλάκισης δύο μηνών είναι δυνατόν να μη χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ακόμα και αν συντρέχει υπέρμετρη ανεπανόρθωτη βλάβη, ακόμα κι αν δεν συντρέχει κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων. Είναι σαφές ότι είναι μία ρύθμιση η οποία είναι εγκλωβισμένη σε μία ανελαστική κατασταλτική λογική η οποία ενδιαφέρεται περισσότερο για τον επικοινωνιακό απόηχο, δηλαδή ότι την πρόληψη του εγκλήματος την επιτυγχάνουμε με τον εγκλεισμό στη φυλακή και πολύ απέχει από την εξατομικευμένη αντιμετώπιση κάθε κατηγορουμένου χωριστά. Γιατί κάθε υπόθεση και κάθε κατηγορούμενος έχει τις ιδιαιτερότητές της. Λοιπόν. Επίλογος. Μία συνολική παρατήρηση. Είναι σαφές ότι η καμπύλη αυτού του νομοσχεδίου διαμορφώνεται από επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά όπου ο Έλληνας νομοθέτης σύρεται πίσω από την επικαιρότητα. Εχουμε –και αυτό είναι μία νοσηρή και δυστοπική κατάσταση- έχουμε έναν μεγεθυντικό δημοσιογραφικό φακό, ο οποίος διογκώνει τις υποθέσεις και καλλιεργεί στο κοινό το αίσθημα της ατιμωρησίας ή της πρόβλεψης επιεικών ποινών. Τη σκυτάλη λοιπόν παίρνει ο νομοθέτης, ο οποίος για να εναρμονιστεί με αυτό το κοινό περί δικαίου αίσθημα, το οποίο έχει ήδη καλλιεργηθεί από τη
δημοσιογραφική προβολή των υποθέσεων, έρχεται και αυστηροποιεί το πλαίσιο ποινών. Μέχρι να τελεστεί ένα άλλο βαρύτερο έγκλημα -που είναι ή εμφανίζεται βαρύτερο- που να φαίνονται οι προηγούμενες αυστηρές ποινές επιεικείς και ούτω καθεξής. Βρισκόμαστε λοιπόν σε έναν φαύλο κύκλο τον κύκλο των χαμένων νομοθετών. Πώς ήταν η ταινία “Ο κύκλος των χαμένων ποιητών”, εδώ έχουμε τον φαύλο κύκλο των χαμένων νομοθετών, οι οποίοι είτε αποτυγχάνουν είτε ακυρώνονται. Ερχεται ο επόμενος και ακυρώνει τον προηγούμενο. Τουλάχιστον όμως μέχρι σήμερα οι “χαμένοι νομοθέτες” ήσαν γνωστοί, είχαν ονοματεπώνυμο, ήταν ανοιχτοί στην κριτική. Εμείς με τον κ. Δαλακούρα ας πούμε και τον κ. Γιαννίδη ήμασταν στην επιτροπή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αυτά κάναμε, είμαστε ανοιχτοί στην κριτική για αυτά που κάναμε. Εδώ, ποιος είναι αυτός ο άγνωστος νομοθέτης ο οποίος έχει εφεύρει αυτά τα πολύ ευρηματικά νέα, αυτές τις ευρηματικές νέες προβλέψεις; Ο κ. Αναγνωστόπουλος το περασμένο Σάββατο έγραψε ένα άρθρο στην “Καθημερινή”, το οποίο επιγράφεται “Στην κουζίνα του υπουργείου”, θέλοντας να πει ότι αυτό το νομοθέτημα μαγειρεύτηκε σε μία κουζίνα χωρίς να ξέρουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες μαγειρεύτηκε. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, λοιπόν, βγαίνει και λέει ότι “ τουλάχιστον η κουζίνα μας ήταν καθαρή”. Ωραία. Ηταν καθαρή η κουζίνα. Αλλά, ξέρετε, όταν πάει κανείς να φάει σε ένα εστιατόριο, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι και η ποιότητα του φαγητού. Ετσι δεν είναι; Δεν με ενδιαφέρει εμένα μόνο αν είναι καθαρή η κουζίνα. Το φαγητό το οποίο παρασκευάστηκε και μας προσφέρεται και άνοστο είναι και κακό για την υγεία της δικαιοσύνης. Και κακό κάνει και ψάχνουμε τον μάγειρα.