Τ ο τ α ξ ίΤδοι τσ ατ ξηίνδ ιπ οσ ιτηητΤ νι οκπήοτ αιτηξοτίυδι κιεήλσλτηηονυνι κπ ε ολούλι ηττνοιπκ ίήοούυτ οτ υο πείλολυη ν ι κ ο ύ τ ο π ί ο υ
1
Το ταξίδι στην ποιητική του ελληνικού τοπίου
2
3
Π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α κ α δ η μ α ϊ κ ό Έ τ ο ς
Ε ρ ε υ ν η τ ι κ ή
Π α τ ρ ώ ν Μηχανικών 2020 - 2021
ε ρ γ α σ ί α
Το ταξίδι στην ποιητική του ελληνικού τοπίου Κοντογεωργοπούλου
Ευτυχία – Μαρία
Ε π ι β λ έ π ω ν κ α θ η γ η τ ή ς Α θ α ν ά σ ι ο ς Σ π α ν ο μ α ρ ί δ η ς
4
Πάτρα, Μάρτιος 2021
5
Σε εσένα
6
Το ταξίδι στην ποιητική του ελληνικού τοπίου
7
Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΠΡΏΤΟ Η πολυσύνθετη έννοια του τοπίου 1.1. Αναδρομή στον ιστορικό βίο της λέξης 1.2.Το βίωμα και η μνήμη του τόπου.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΔΕΎΤΕΡΟ Τόπος ο ελληνικός 2.1. “Η ελληνική γραμμή” 2.2. « ΕΛΛΑΣ »
ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΤΡΊΤΟ Το σώμα του τοπίου -Τόπο-Γραφία 3.1. Ποιητική 3.2. Ποίησις: Η ρυθμική δημιουργία του συναισθήματος
ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΤΈΤΑΡΤΟ Η γλώσσα 4.1 Το ποιητικό τοπίο 4.2. Τα ρεύματα
ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΠΈΜΠΤΟ Το ταξίδι πίσω από τις λέξεις 5.1. Η υδατογραφημένη καταγωγική μνήμη του ελληνικού τοπίο. 5.2. Τα τοπία των συναισθημάτων 5.2.α1.«Ελ» 5.2.α2. Τοπία του ηλίου και του φεγγαριού 5.2.β1. Νερό 5.2.β2.Τα τοπία της υδάτινης μεταμορφώσεως. 5.2.γ1. «Λας» 5.2.γ2.Τα τοπία της περιφραστικής πέτρας
ΕΠΊΜΕΤΡΟ Η αποκάλυψη της «άλλης» οράσεως *Υστερόγραφο
Βιβλιογραφία 8
Νικόλαος Λύτρας Θαλασσογραφία 1925
9
Πρόλογος
Σελίδες. Απλές, λευκές, άγραφες, αψεγάδιαστες, σχεδόν τέλειες. Ογδόντα δύο σελίδες, ογδόντα δύο προσπάθειες. Ποσό δύσκολο να ναι; «Αν θέλω να με γνωρίσεις, θα σε ταξιδέψω»1 σε τόπους που ο νους σου δεν μπορεί ακόμα να φανταστεί. Θα ανεβούμε στο τρεχαντήρι των λέξεων και θα αφεθούμε σε μια πορεία χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Κι όπως θα πλέουμε πάνω στις θάλασσες των αισθημάτων, θα αγναντεύουμε τα τοπία της πιο δικής μας Ελλάδας. Τα ποιητικά κύματα θα μας βρέχουν τα μαλλιά και τους αστραγάλους κι έτσι θα ερχόμαστε ολοένα και πιο κοντά στο νόημα των πραγμάτων, γνωρίζοντας και ξεχωρίζοντας μια δεύτερη, πιο ουσιαστική αλήθεια του κόσμου αυτού. Και θα πηγαίνουμε. Θα περνάμε μέσα από ορισμούς και απροσδιοριστίες στα αδιάβατα της έννοιας του τοπίου και κάπως έτσι, θα αντιλαμβανόμαστε πως κάποιες λέξεις δεν περιγράφουν μονάχα μια κατάσταση. Έτσι, θα διαλέγουμε για πυξίδα την πολυσημία και θα ακολουθούμε την διαδρομή της πιο διάφανης και κρυστάλλινης γραμμής· της ελληνικής. Όμως εμείς, θα αντιστρέψουμε τα όρια αυτής της διαφάνειας και θα καταφέρουμε να την ερμηνεύσουμε. Θα την αναλύσουμε στα πολυσύνθετα συστατικά της. Και θα τη γευτούμε στην αρμύρα της θάλασσας, θα την μυρίσουμε στο σκοτάδι σα νυχτολούλουδο, θα την αγγίξουμε στις πιο αιχμηρές προεξοχές των ακριβών πετρωμάτων της. Θα τη δούμε με όλα τα μάτια των αισθήσεων και το φως της θα μας τυφλώνει τόσο, που θα χάνουμε για λίγο το δρόμο. Μα θα επιστρέφουμε «μεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές», θα βρίσκουμε ξανά την κρυμμένη ταυτότητα του τόπου μας. Έπειτα, θα πορευθούμε στα ρεύματα της νεοελληνικής ποιητικής και θα γνωρίσουμε κάθε είδους γραφή, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε εκείνη τη μία, που δε μας χαρίζεται με τόση ευκολία. Αν γεμίσουν με τη τρικυμία τα χείλη μου μη φοβηθείς, ούτε αν το τρεχαντήρι μας πλημμυρίσει στη φουρτούνα. Θα είναι που θα συνθλιβόμαστε που και που, από 1 Κατσούρου Έφη, «Γεωγραφία Προσώπου», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 2017, απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου
10
κάτι πελώριες συμπληγάδες λέξεις που θα θυμίζουν κάτι από όσα ονειρευτήκαμε. Όχι, μην κάνεις πίσω τώρα. Θα δεις δεν θα μας ματώσουν πολύ… Λέξεις είναι άλλωστε. Κλείσε λίγο τα μάτια κι οραματίσου μαζί μου αυτό το ταξίδι.
«" Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. Ας υποθέσουμε πως είμαστε εκεί πέρα... Σε χώρες άγνωστες της δύσης, του βορρά, Ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα! " ... " Πίσω απ' τις σκηνοθεσίες της απέραντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω κόσμους παράξενους." " Απόκαμα ... θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους. Όμως ακόμη γράφω! " "Απ' όλα θέλω ελεύθερος να πλέω στα χάη του κόσμου" " Όχι με πλοίο. Καράβι θέλω! " " Εγώ! Για μένα! " " Με μίαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει." ... "Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους στα όρια της σιγής! Κι ας τραγουδήσουμε! " " Τουλάχιστον εδώ πέρα είμαστε μόνοι! Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει. Και μες στα μάτια μας ας διατηρούμε κάτι που δίνει στα πράγματα το χρώμα! " " Είναι η φλόγα στάχτη κρύα!" " Ας ανάψουμε τη φωτιά μας! "»2
2 Ποιητική σύνθεση στίχων από ποιήματα των Κώστα Καρυωτάκη, Charles Baudlaire, Μαρία Πολυδούρη, Heinrich Heine, Andre Spire
11
«Τα πορτρέτα της Ευτυχίας»
12
Κωνσταντίνος Μαλέας, «Λαύριο»
13
Κεφάλαιο πρώτο Η πολυσύνθετη έννοια του τοπιού 1.1. Αναδρομή στον ιστορικό βίο της λέξης
«Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι και πάρα πάνω το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη και πάρα πάνω ακόμη πολλές φορές το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.» («Μποτίλια στο πέλαγο» , Γιώργος Σεφέρης)
Στην ιστορία των γραφών, η έννοια του τοπίου μεταβάλλεται, λαμβάνοντας ένα μεγάλο εύρος ερμηνειών, πολύπλοκων και πολυδιάστατων, καθώς ο χρόνος που μεσολαβεί, μεταλλάσσει τα στοιχεία που θεωρούνται ως την εκάστοτε τρέχουσα χρονική στιγμή δεδομένα. Έτσι μπορούμε να ερευνήσουμε ένα συνονθύλευμα ορισμών και ερμηνειών, στην προσπάθεια να συσχετίσουμε τη γραφή του τόπου -τοπογραφία, με τον πολιτισμό. Ο Αριστοτέλης, αναφέρεται πρώτη φορά στην έννοια του τόπου και την συνδέει με την ύλη, χωρίς ωστόσο οι δυο έννοιες να λαμβάνονται ως ισοδύναμες. Τόπος ενός σώματος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί οτιδήποτε περιέχεται μέσα στα όριά του και ίσως να ταυτίζεται με τη μορφή του. Σύμφωνα με αυτό, τόπος είναι το «πρῶτο περιέχον» των πραγμάτων, ενώ ορίζεται ως το «πέρας του περιέχοντος σώματος» 3 . Συνεπώς, δεν αποτελεί αυθύπαρκτη έννοια, αφού εξαρτάται από την ύπαρξη των σωμάτων. Μέσω του ορισμού αυτού, ο Αριστοτέλης, ακυρώνει την ύπαρξη του κενού, δηλαδή του τόπου ο οποίος στερείτε σώματος μια και τέτοιος κόσμος (δίχως σώματα) δεν υφίσταται.
3
Αριστοτέλης, «Φυσικά», Δ.2,4
14
Στην αρχαιά Ελλάδα, οι Ίωνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «τοπείον» ή «τοπήιον»4 , για να περιγράψουν τον φραγμό που συνήθιζαν να κατασκευάζουν στους κήπους τους, ένα παρτέρι γεμάτο θάμνους καλοσχηματισμένους, οι οποίοι δημιουργούσαν ιδιαίτερες μορφές και συμπλέγματα. Ο φυσικός αυτός φράκτης, δεν αναφέρεται μόνο στην οριοθέτηση της ιδιοκτησίας και τον έλεγχο των φυσικών συνθηκών, αλλά περιγράφει μια προδιάθεση καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η πράξη αυτoύ του ορίου, μετασχηματίζει και μεταμορφώνει τη φύση, διαμορφώνοντας έναν τόπο και προσφέροντας ταυτόχρονα αισθητική ικανοποίηση. Η αρχαιοελληνική χρήση του όρου, δηλαδή, αναφέρεται στην υψηλή πνευματική δραστηριότητα, καθώς και την υλική και πρακτική διαδικασία, διεργασίες οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν περιεχόμενο του πολιτισμού. Στην νεοελληνική, τοπίο ορίζεται ως «ο υπαίθριος, συνήθως φυσικός χώρος ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά του, που τον καθιστούν αντικείμενο αισθητικής ανάλυσης από τον άνθρωπο, ως η ζωγραφική παράσταση τέτοιου χώρου, πολλές φορές πλαισιωμένου από πρόσωπα και τέλος, η γενικότερη κατάσταση πραγμάτων, το σκηνικό, ενώ η ετοιμολογία της λέξης, προέρχεται από τον ορό τόπο.» 5 Πέραν του ορισμού αυτού στην ευρωπαϊκή σύμβαση της Φλωρεντίας, που πραγματοποιήθηκε το 2000, κατοχυρώθηκε πως «με τον όρο τοπίο, νοείται ένα μέρος μίας γεωγραφικής περιοχής, έτσι όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τους ανθρώπους και του οποίου ο χαρακτήρας προκύπτει από τη δράση φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων, όπως και από τις αναμεταξύ τους αμοιβαίες επιδράσεις».6 Το «τοπίο», στη σύγχρονη νεοελληνική γλώσσα, έχει επηρεαστεί από την εξέλιξη ανάλογων λέξεων στις Δυτικές γλώσσες, όπως «landscape» ή «paysage», οι οποίες αναφέρονται τόσο στην αρχιτεκτονική του τοπίου όσο και στη ζωγραφική ή τη φωτογραφική του απεικόνιση, τη γραπτή έκφραση, αλλά και την 4 Πρβλ. Η. G. Lidell - R. Scott: Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα: 1907, λήμματα «τοπίον», «τοπείον», «τοπήιον» (Ιων.). 5 Γ. Δ. Μπαμπινιώτης, λεξικό της νέας ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 1998 6 Δουκέλης Παναγιώτης, Το Ελληνικό Τοπίο, Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου, τόπος, βιβλιοπωλείων της εστίας, σελ. 9
15
κινηματογραφική θεώρηση για τη νεότερη τοπιακή ευαισθησία. Ο Δημήτρης Φατούρος καταγράφει σε σημειώσεις του μια πληθώρα ορισμών, που φιλοδοξούν να ανταποκριθούν στην πολυπλοκότητα και το μεγαλείο της ιστορικής εξέλιξης της λέξης αυτής. «Το τοπίο είναι µία απειρία καταστάσεων, αλλά μπορεί να καταγραφεί, να αναλυθεί, να ταξινομηθεί, να μελετηθεί. Το τοπίο είναι ένας λαβύρινθος του βιωμένου και του φαντασιακού. Το τοπίο είναι πολλαπλή πολλαπλότητα: Οι οπτικές εικόνες, οι ήχοι, η αφή, η υγρασία, η ξηρότητα, οι φαντασιακές αναγνώσεις. Ένα τοπίο μπορεί να είναι το ανθρώπινο σώμα. Το σιωπηλό τοπίο ή το τοπίο της σιωπής και το τοπίο του θορύβου, των θορύβων. Οι θόρυβοι, οι παρεμβολές µη–σιωπής, είναι πολλοί και διαφορετικοί. Η σιωπή είναι µία αλλά μπορεί να έχει πολλαπλές αποχρώσεις από τα άλλα στοιχεία του τοπίου. Το τοπίο χρειάζεται προσεκτική ανάγνωση. Οι καθημερινές συνθήκες και συνήθειες δεν επιτρέπουν εύκολα να φαίνεται το τοπίο. Η καθημερινή ζωή συνήθως δεν «βλέπει» το τοπίο. Τα στερεότυπα καταδυναστεύουν και το τοπίο. Η επιστημονική μελέτη αποκαλύπτει το τοπίο αλλά και η τέχνη αποκαλύπτει το τοπίο (…) Το τοπίο είναι η φύση, ο φυσικός γεωγραφικός χώρος, το αποτέλεσμα της διαδρομής των φυσικών συνθηκών. Το τοπίο είναι και η σύνθετη ιστορική συγκρότηση της κατοικημένης από τον άνθρωπο φύσης. Με άλλους όρους: Το τοπίο–φύση, αυτό που έχω ονοµάσει η φύση–φύση, το τεχνητό τοπίο, άλλοτε ειδικά σχεδιασµένο, άλλοτε µε αυθαίρετο ή τυχαίο τρόπο κτλ και άλλοτε οι συνδυασµοί τους».7 Το τοπίο είναι η Φύση και «η φύση είναι η ατέρμονη συνάφεια των πράγματων. Η αδιάκοπη γένεση και καταστροφή των μορφών, η κυμαινόμενη ενότητα του γίγνεσθαι η οποία εκφράζεται με τη συνέχεια της ύπαρξης στο χώρο και το χρόνο. Η φύση αναδομείται ως η εκάστοτε ατομικότητα του τοπίου μέσω του ανθρώπινου βλέμματος, ενώ τοπίο είναι η ενική, χαρακτηριστική απόσπαση από τη μη κατατμήσιμη ολότητα της φύσης.»8 7 Το τοπίο: Ένας κατάλογος σηµειώσεων του ∆ηµήτρη Α. Φατούρου, Περιοδικό: Αρχιτέκτονες, Τεύχος: 49 / 2005, σελ. 52 8 Simmel, G., Ritter, J., Gombrich, E.H. [2004] Το τοπίο, Εκδ. Ποταμός, Αθήνα, σελ.
16
«Όταν η φύση εντείνει το μυστήριό της, η ψυχή πάσχει, και εις το βάθος τούτου του πάθους είναι η κατανόηση»… 9 Σε κάθε έναν από τους παραπάνω ορισμούς παρατηρείται η συμμετοχή του ανθρωπίνου σώματος αλλά και του νου, που μπορεί μέσω πολλαπλών αλλεπάλληλων διαδικασιών να παράξει τέχνη και κατ΄ επέκταση πολιτισμό, πάντα συνδιαλεγόμενος με το περιβάλλον που τοποθετείται. Κάθε μια από τις ερμηνείες μας δίνει κι ένα ακόμα στοιχείο για να κατανοήσουμε το μεγαλείο της έννοιας του τοπίου, αλλά και να αντιληφθούμε ότι τα συνθετικά του δεν υπόκεινται σε αντικειμενικά κριτήρια, καθώς εξαρτώνται από τη δράση και τη δημιουργικότητα των αισθημάτων και της φαντασίας του ανθρώπινου ψυχισμού. Αλώστε, « μέσα στη φύση κρύβεται ένα σχίσμα, ένα μέτρο, ένα όριο, και μια εγγενής δυνατότητα παραγωγής τους, η τέχνη».10
9 ΠΙΚΙΩΝΗΣ Δ. [1935], , Κείμενα, τόπος, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ, ΑΘΗΝΑ 2014, Συναισθηματική τοπογραφία, σελ 79 10 Martin Heidegger«Η προέλευση του έργου τέχνης»
17
18
Θεόδωρος Λαζαρής, «Πλαγιά του Παρνασσού Ελαιογραφία» Γιάννης Αδαμόπουλος, «Re-emergence-I», 2016 Γεώργιος Μαυροειδής
19
1.2.Το βίωμα και η μνήμη του τόπου
«Περπατώντας επάνω σε τούτη τη γη, η καρδιά μας χαίρεται με την πρώτη χαρά του νηπίου την κίνησή μας μέσα στο χώρο της πλάσης, την αλληλοδιάδοχη τούτη καταστροφή κι αποκατάσταση της ισορροπίας που είναι η περπατησιά. Χαίρεται το προχώρεμα του κορμιού επάνω απ’ την ανάγλυφη τούτη ταινία που είναι το έδαφος. Και το πνεύμα μας ευφραίνεται από τους άπειρους συνδυασμούς των τριών διαστάσεων του Χώρου, που μας συντυχαίνουν και αλλάζουν στο κάθε μας βήμα ένα γύρω μας, και που το πέρασμα ακόμα ενός συννέφου, ψηλά εις τον ουρανό είναι ικανό να τους μεταβάλει.» («Συναισθηματική τοπογραφία» απόσπασμα, Δημήτρης Πικιώνης)
Ποια όμως ερμηνεία αγγίζει πιο πολύ την πραγματική έννοια της λέξης; Ποια είναι η πιο σωστή, η πιο ουσιαστική; Μήπως η επιμονή μας να εξηγήσουμε το τοπίο με ακολουθίες λέξεων, δεν οδηγεί πάρα στην ανακύκλωση ενός νοήματος, που εγκλωβίζεται στην υπερπροσπάθεια της οριοθέτησης του; Το τοπίο είναι έννοια ελεύθερη. Δεν περιορίζεται, δεν μπαίνει σε καλούπια, ούτε σε γραμμές. Το τοπίο είναι η μοναδικότητα που δεν γενικεύεται. Μέρος του όλου και το «όλο» της στιγμής. Δεν εξηγείται, βιώνεται. Και οι αφηγήσεις του κρύβονται βαθιά στα κιτάπια της θύμησης. Οι μοναδικές λέξεις που μπορούν να το περιγράψουν δεν είναι πάρα εκείνες που πηγάζουν από τη βαθιά ανάγκη επικοινωνίας ενός τέτοιου έντονου βιώματος. Γιατί καμία εμπειρία στο χώρο δεν θα μπορούσε να είναι ανιαρή, ουδέτερη. Η ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου προσδίδει στις εμπειρίες μας αυτό το ξεχωριστό, που τις κάνει αξέχαστες. Το βίωμα γεννάει αισθήματα και τα αισθήματα με τη σειρά τους βιώματα, κι έτσι ο εκάστοτε χώρος αποκτά χαρακτήρα.
20
Το μάτι, το βλέμμα, η οπτική, τα πρώτα εργαλεία της όρασης, μετατρέπουν κάθε εικόνα που περνά από μπροστά τους σε υποσυνείδητη έκφραση. Άλλωστε, «η σύγχρονη όραση έχει τις ρίζες της εις τη νέα τέχνη, γιατί τι άλλο ήταν και είναι, οι προσπάθειές της παρ’ η δημιουργία μιας οράσεως;».11 Έπειτα της οράσεως, έρχεται η ακοή. Μόνο με τους ήχους αντιλαμβανόμαστε το βάθος του τόπου, την απόσταση των σωμάτων και το πλησίασμα των ψυχών. Κι υστέρα από την ακοή έρχεται η αφή να συμπληρώσει το παιχνίδισμα των προηγουμένων αισθήσεων. Τα χέρια, είναι τα δεύτερα μάτια. Με αυτά αντιλαμβανόμαστε τις τρισδιάστατες καμπύλες της φύσης. Με αυτά κατανοούμε το αιχμηρό και το λείο, με αυτά νιώθουμε το ζεστό και το κρύο. Τέλος έρχονται η οσμή και η γεύση, οι αισθήσεις των απολαύσεων. Με αυτές καταλαβαίνουμε το γλυκό και το πικρό και τα ξεχωρίζουμε από το αλμυρό και το όξινο. Με αυτές συνδέουμε τους τόπους με τις ηδονές και ολοκληρώνουμε το παζλ της ύψιστης εμπειρίας του τοπίου. «Για τη συναισθηματική μας φύση, η σύλληψη της «ύλης» δεν είναι ανεξάρτητη από τη θερμοκρασία και την κράση της ατμόσφαιρας, από την ένταση και την ποιότητα του φωτός … Ο χώρος είναι για το συναίσθημα μικρότερος στη ζέστη και μεγαλύτερος στο κρύο. Το βάρος της ύλης είναι μεγαλύτερο στη ζέστη. Το σχήμα, οξύτερο στο κρύο.» 12
11 ΠΙΚΙΩΝΗΣ Δ. [1935], , Κείμενα, τόπος, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ, ΑΘΗΝΑ 2014, Το ιδεόγραμμα της οράσεως, σελ.82
ΠΙΚΙΩΝΗΣ Δ. [1935], , Κείμενα, τόπος, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ, ΑΘΗΝΑ 2014, Συναισθηματική τοπογραφία, σελ.75 10
21
Πάυλος Σάμιος Τοπίο Σαντορίνης
22
Ο κόσμος των υφών, των οσμών, των ήχων, των μορφών και των χρωμάτων, επιτρέπει την ανάδυση του κρυφού νοήματος των πραγμάτων, δημιουργώντας έναν εσωτερικό παλμό. Ο παλμός αυτός ξεχύνεται ορμητικά στη θάλασσα των αισθήσεων και τις παρασύρει, δημιουργώντας κύματα αναμνήσεων. Η αντίληψη μας, φιλτράρει τα βιώματα μας και τα μεταφράζει σε αναμνήσεις. Όμως τι διαλέγουμε να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Η θύμηση είναι η πιο σημαντική διαδικασία στο ανθρώπινο μυαλό. Άλλοτε ευχάριστη και άλλοτε δυσάρεστη. Μα πάντοτε η πιο ουσιαστική. «Μνήμη και λήθη συνεργάζονται. Η μία δίνει στη άλλη ό,τι της περισσεύει, ό,τι της είναι πολύ. Όταν η μνήμη παραφορτωθεί, περνάει τα δεδομένα της στη λήθη. Η λήθη έχει το ανεπιθύμητο. Μέσα σ’ αυτή υπάρχουν αισθήματα και αναμνήσεις που δε μπορεί να καταφάει και τα επιστρέφει στη μνήμη. Υπάρχουν αναμνήσεις που ενοχλούν τη λήθη, γι’ αυτό και ξεχνάμε για λίγο καιρό και μετά οι αναμνήσεις επιστρέφουν. Η λήθη δεν τις αντέχει και τις επιστρέφει στη μνήμη.».13 Κάθε μνήμη, θύμηση ενεργητική η ανάμνηση παθητική αφήνεται στην αγκαλιά του χρόνου. «Χρόνος είναι ότι μεσολαβεί και μετατρέπει. Διαιρείται σε στιγμές. Στιγμή είναι, βέβαια, ένα τίποτε του χρόνου. Όμως χωράει τα αποκορυφώματα.» 14 Αποτυπώνεται στη μνήμη και τεκμηριώνεται στη φθορά. Προσωποποιείται στο φως και γίνεται αντιληπτός όταν ήδη έχει περάσει πολύς… Η μνήμη διαστέλλει το χρόνο. Κάποτε επιλέγει να τον ξεχάσει, αλλά πάντοτε εκείνος αναδύεται μέσω μιας σειράς αλλεπάλληλων διαφανειών. Τα πρόσωπα του χρόνου σχίζουν τις προβολές των θραυσμάτων της νοσταλγίας μας. Εκεί όπου η μνήμη έχει κεντήσει με άπλετη συμμετρία τις μορφές του άχρονου οράματος. Του αέναου…Του πανταχού παρευρισκόμενου ονείρου.
13 Κική Δημουλά αποφθέγματα (https://www.reader.gr/stories/kiki-dimoylaapofthegmata-erota-mnimis-kai-prodosias ) 12
Κική Δημουλά, «Ορισμοί» [1998] 2000. Ποιήματα. 3η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
23
Και η δημιουργία, αγνό παιδί του ιδίου ονείρου, μπλέκεται αναμεσά στις αισθήσεις και τις αναμνήσεις φτιάχνοντας νέα τοπία, με εργαλείο τις τέχνες. Κι ίσως οι τέχνες όπως η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, ο κινηματογράφος, η ποίηση, να είναι το μοναδικό μέσο αντίληψης του πολυδιάστατου ονείρου για το τοπίο. Ίσως μόνον αυτές μπορούν να το εξηγήσουν, αφού μπορούν και το δημιουργούν, κάθε φορά από την αρχή.
24
Ξένος Γιώργος-Χωρίς Τίτλο, 1992
25
Κεφάλαιο δεύτερο Τόπος ο ελληνικός
«...Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τα αμπέλια του, σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως. Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος τής μάντρας είναι σίδερο. Μαρμάρωσαν τα δένδρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη τουήλιου...» (απόσπασμα από τη «Ρωμιοσύνη», Γιάννης Ρίτσος)
Η ερμηνεία για τον ελληνικό τόπο δε θα μπορούσε να αναζητηθεί παρά στα «ταπεινά κι αληθινά»15 της ελληνικής γης. Κι αυτά δεν είναι άλλα από τη φύση της, τις ευωδιές της, τους ήχους , τις μνήμες, τις αισθήσεις της, όλα εκείνα τα στοιχεία που δίνουν στον τόπο το νόημα και την ουσία. Η διαφορετική αυτή ιδεολογία αποκρυσταλλώνεται στην αισθητικοποίηση της φύσης, η οποία λογίζεται ως τοπίο, δηλαδή ως αισθητικό αντικείμενο. Συζητάμε λοιπόν, για μια ιδεοκεντρική θεώρηση για το ελληνικό τοπίο, η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει τον τόπο σύμφωνα με το πνεύμα του, τη συνθετική και την αισθητική του, χαρακτηριστικά που του δίνουν τη μορφή «του εθνοτοπίου» 16 . Η ιδεοποίηση του ελληνικού τοπίου, συνδέεται άμεσα με την έννοια της «ελληνικότητας» 17 , αναβαθμίζοντας τις σχέσεις που διαδραματίζονται σε ένα τόπο - σχέσεις τοπιακές - σε σχέσεις κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές καθώς και περιβαλλοντικές, δίνοντας πάντα έμφαση στην αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το τοπίο. Η αλληλεπίδραση αυτή, αποτελεί την κινητήριο δύναμη δημιουργίας της πιο ουσιαστικής γραφής του τόπου, της ιστορίας του.
16, 14, 15 λεξιλόγιο από το βιβλίο του Καπετάνιου Αντώνη, “Το ελληνικό τοπίο. Σπουδή και θεώρηση του ελληνικού τοπίου”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2018 17 Καζαντζάκης Ν., «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Καζαντζάκη (Νίκη Σταύρου), Αθήνα 2015, σελ. 203-204.
26
«Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας· έχει ένα όνομα το τοπίο –το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά– συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισμένο από ευτυχίες και δυστυχίες με παγκόσμιο αντίχτυπο, τόσο γεμάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε μάθημα αυστηρό και δε μπορείς να του ξεφύγεις˙ γίνεται κραυγή, και χρέος έχεις να την ακούσεις. »18
.
27
Παναγιώτης Τέτσης, «Παρακάμπτοντας τα Τσελεβίνια»|2008-09, Λάδι σε μουσαμά Παναγιώτης Τέτσης, «Βράχος στο Σαρωνικό», 2011
28
Σύνθεση εμπνευσμένη από τη «Χάρτα της Ελλάδος» του Ρήγα Φεραίου
29
2.1. “Η ελληνική γραμμή”
«Βάσις τῆς Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς εἶναι ἡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ. Κάθε Γῆ πλάττει τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Ἑαυτῆς. Θέλει τὸν ἄνθρωπόν της, ὅπως τὸ φυτόν της καὶ τὸ ζῷον της, ἐκδηλωτήν της. Κάθε Γῆς ἄνθρωπος εἶναι μόνον τὸ ὄργανον τῆς ἐκδηλώσεως Αὐτῆς. Ἡμεῖς, ἀπό της προϊστορικῆς ἡμῶν ἐμφανίσεως, αὐτὴν ἐξωτερικεύομεν δι᾿ ὅλων ἡμῶν τῶν κινήσεων, αὐτὴν ἀπεικονίζομεν δι᾿ ὅλων ἡμῶν τῶν ἐκδηλώσεων, εἴτε συναισθητῶν, εἴτε ἀσυναισθήτων. Πρώτη λοιπὸν κίνησις, πρὸς ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, εἶναι ἡ κίνησις πρὸς τὴν Γῆν. Καὶ πρῶτον βῆμα πρὸς αἴσθησιν, νόησιν τῆς Γῆς, ἐκ τῆς ὁποίας θὰ ἀπορρεύσῃ σαφὴς ἡ Αἰσθητική, εἶναι ὁ ἐνατενισμὸς Αὐτῆς, χιλιάδας χιλιάδων ὡρῶν. Μελετῶντες τὴν Γῆν καὶ ψυχολογοῦντες ἑαυτούς, βλέπομεν ὅτι πᾶσα ἐν Αὐτῇ ὑπάρχουσα ὡραιότης καὶ εὐγένεια ἐνυπάρχει καὶ ἐν ἡμῖν. Ὁμοίως πλασμένοι, ὁμοούσιοι, παρομοίας ἔχομεν καὶ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις. Τὴν Ἑλληνικήν μας Φύσιν ἔχοντες ὁδηγόν, ὡς θεότητα λατρεύοντες Αὐτήν, πιστεύοντες εἰς Αὐτὴν καὶ εἰς τὴν φύσιν ἡμῶν, τηροῦντες τὴν μίαν καὶ τὴν ἄλλην, ἀνεμποδίστως δὲ καὶ ὑπερηφάνως ἐκφράζοντες τὸν ἔσω καὶ ἔξω κόσμον ἡμῶν, ἐκφράζομεν καὶ ζωγραφίζομεν εἰς τὴν Ἀνθρωπότητα τὴν τελείαν Ὡραιότητα καὶ Εὐγένειαν τοῦ εἴδους ἡμῶν. » 19
19Ἑλληνικὴ
Γραμμή (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-5-1903, σελ. 416-422)
30
“Η ελληνική γραμμή”, λογοτεχνικό παιδί του Περικλή Γιαννόπουλου 20 , αποτελεί την πρώτη προσπάθεια αναζήτησης «της μυστικής ιστορίας της ‘‘ελληνικότητας’’»21. Στο δύσκολο αυτό μονοπάτι σύλληψης και ερμηνείας της έννοιας, το ελληνικό τοπίο γίνεται αντιληπτό ως πνευματικό τοπίο, ως τοπίο με αλλά λόγια που μορφολογικά, σχηματικά αλλά και ρυθμικά, γίνεται μέσο αντίληψης αντίστοιχων μορφών στο λόγο, την ύλη, τη φιλοσοφική σκέψη, καθώς και τη θρησκεία. «Βάσις τῆς Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς εἶναι ἡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ» και μιλώντας περί αισθητικής μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο από την οπτική τέρψη. Μιλώντας περί αισθητικής, μιλάμε περί εκφράσεως ψυχής -της ελληνικής ψυχήςη οποία γίνεται φανερή στον τόπο, μέσω της ανθρώπινης δημιουργίας. Εμπνεόμενοι λοιπόν από το αρχέτυπο της ελληνικής γης και αναδρομικά πορευμένοι με γνώμονα την ιστορική πραγματικότητά του ελληνισμού, οφείλουμε να κοιτάμε τον τόπο μας, με μάτια διερευνητικά, με μάτια που λάμπουν από τη βαθιά επιθυμία για γνώση της ελληνικής ταυτότητας . Έτσι, κάθε εικόνα που αντικρίζουμε μιλάει με τη δική της γλώσσα για την εξέλιξη της στο χρόνο, αποτελώντας καταγραφή της ζωής και κατ’ επέκταση της αξίας του λαού που δημιουργεί και διαμορφώνει τον τόπο που κατοικεί. Μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε τι εννοούσε ο Ελύτης λέγοντας ότι, το τοπίο είναι «η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη», με άλλα λόγια, το αποτύπωμα του ανθρώπινου βίου πάνω στον τόπο. Περπατώντας την ελληνική γη, μυρίζοντας το βρεγμένο χώμα της, ακούγοντας την βαρύγδουπη ιστορία κάτω από τους σμιλεμένους βράχους της, τυφλωμένοι από το ελληνικό φως, μία είναι πια η μόνη ανάγκη. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την εύρεση του τρόπου γραφής μιας γραμμής, τόσο δυνατής, μα ταυτόχρονα 20 «Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (Πάτραι 1871 - Ἀθῆναι 1910), ὑπῆρξε ἑλληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική. »” 21 Απόσπασμα από τα λόγια του Ίωνα Δραγούμη για το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου
31
τόσο αιθέριας, τόσο ξεκάθαρης αλλά και τόσο μυστηριώδους, τόσο απλής όσο και συνθέτης, τόσο κατάλληλης, ώστε να μπορέσει να εκφράσει το μεγαλείο του ελληνισμού. «Τώρα πῶς γράφονται; πῶς γράφουν τὴν φύσιν των; πῶς ἐκφράζουν τὴν φυσιογνωμίαν των; τί γράφουν; τί ἐκφράζουν καὶ τί λέγουν καὶ τί τραγουδοῦν ὅλαι αἱ ὗλαι τῶν χωμάτων, βραχωμάτων, ἀναιβοκαταιβασμάτων, τῶν λόφων, τῶν ὀρέων ὅλων ( ... ) Τί εἶναι, πῶς εἶναι, τί φωνάζει ὅλη αὐτὴ ἡ κοσμικὴ ὕλη;»22 Σε αυτήν την ολόζωη και διαρκή σύνθεση τοπίων, μορφών και ζωών, η ποικιλομορφία των αντιθέσεων είναι το χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει την ελληνική γη, κάνοντας την τόσο ιδιαίτερη. «Η ομορφιά της Ελλάδας έγκειται στην αντίθεση, αντίθεση ανάμεσα σε απότομα ακρωτήρια και γαλάζιους κόλπους, και ανάμεσα σε άγονες βουνοπλαγιές και εύμορφες κοιλάδες».23 Οι μορφολογικά, χρωματικά και πνευματικά αντιθετικοί άξονες που συνιστούν το ελληνικό τοπίο, αποτελούν την κατευθυντήρια πορεία προς την «ελληνική γραμμή». Μια γραμμή εξέχουσα, αυτόφωτη και αυτοσύστατη, μεστή από ουσία βιώματος και μύθου, πάντα προκύπτουσα από τη γονιμοποιό αρχή της δημιουργίας. Μια γραμμή περιγράφουσα της συνθετότερης απλότητας: της θάλασσας και του βουνού, του γόνιμου κάμπου και του γυμνού βράχου, της δροσιάς του αιγαίου στη θερμή αγκαλιά του καλοκαιριού, τη μουσική της λύρας του Απόλλωνα και την ομορφιά της Αφροδίτης. Μια γραμμή ξεχειλίζουσα από διάπυρο πόθο για τον έρωτα, την άνοιξη, την τέχνη, την αρμονία, τη σύνθεση, τη ζωή!
22 23
Ἑλληνικὴ Γραμμή (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-5-1903, σελ. 416-422) Steven Runciman
32
“Εἶναι φανερά, μία μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἁπαλωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν. Εἶναι μία μόνη γραμμὴ καμπύλη. Παντοῦ μία ἁπλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη, ὑγρὰ καὶ φευγαλέα σὰν τὰς μεγάλας καὶ ἡρέμους ἀναπνοὰς τῆς θαλάσσης, σὰν τὰ μεγάλα ἥμερα κύματα, παράγουσα μίαν βαθυτάτην αἰσθητικὴν ἡδονήν. (… Μία καμπύλη γραμμὴ λόφου, μαλακὰ καμπυλωμένος λαιμὸς γυναικός, εἶναι γραμμὴ γεννῶσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας, ἕλκουσα τὸ φίλημα, εἴτε γυναικὸς εἴτε λόφου γραμμὴ εἶναι ἡ ἕλκουσα προφανῶς τὸ χέρι διὰ τὴν ἁπαλὴν θωπείαν, ζητητικὴ θωπείας. ( … )Μία λοιπὸν γραμμὴ καμπύλη σαφεστάτη, ἁπλουστάτη, ἡδονικωτάτη, ἁρμονικωτάτη, μουσικωτάτη, μὲ μίαν αἰθεριωτάτην εὐγένειαν καὶ ἕνα μέθυ μελαγχολίας, παραλλάσσουσα εἰς κάθε βῆμα, ὅσον παραλλάσσει τὸ ἓν κῦμα ἀπὸ τὸ ἄλλο. ( … )”24
24
Ἑλληνικὴ Γραμμή (περ. «Ἀνατολή», ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-5-1903, σελ. 416-422)
33
Κωνσταντίνος Μαλέας, «Τοπίο Σαντορίνης» Κωνσταντίνος Μαλέας , «Λαύριο», 1915
34
Κώστας Γραμματόπουλος, «Αιγαίον VI», 1970
35
2.2. « ΕΛΛΑΣ »
«Περνώντας τα χρόνια, έχουμε δέσει, έχουμε στοιχειώσει και το τοπίο δε λέει να χορτάσει, απαιτητικό κι αβυσσαλέο έρχεται από μακριά κυλάει στο αίμα μας μας αναστατώνει κι ό,τι λέμε λευτερωθήκαμε μες τα υπόγεια ρεύματά του μας έχει παρασύρει. Κι άλλον τόπο απ’ την Ελλάδα ούτε να τον σκεφτούμε». («Ο τόπος μας», Γιάννης Νεγρεπόντης)
ΕΛΛΑΣ. Λέξη ζωηρή και βαρύγδουπη. Λέξη ιερή και βαθύτατα ιστορική. Λέξη γαλανόλευκη, κυματιστή. Λέξη ωραία. ΕΛΛΑΣ. Έννοια πολυσήμαντη, πνευματική, που σημαδεύει και συγκινεί. Έννοια ουσιαστική και ξεκάθαρη, μα ταυτόχρονα αποκρύπτουσα πολλαπλών μυστικών νοημάτων. ΕΛ-ΛΑΣ. Σύνθεση αναπόφευκτη, μα ιδανική. Προκύπτουσα από την ανεξέλεγκτη έλξη του ηλίου για τη γη. Θεμελιωμένη στο έλ του φωτός και το λάς της πέτρας. Και η πέτρα (λάς ή λάας), συνδεόμενη άρρηκτα με το άλς ή άλασς της θαλάσσης. Κι έτσι λάς είναι η πέτρα, εκείνη που τη χτυπά η θάλασσα και τη λειαίνει. Από το χτύπο, παράγεται ήχος κι από κει προκύπτει το ρήμα λαλάω, δηλαδή μιλάω, κάνω θόρυβο. ΕΛΛΑΣ. Γη λαλιστάτη, αδιακόπως ομιλητική. Γη που μιλά μέσω της ιστορίας της, μέσω του ζωτικού εκτοπίσματός της. Ο ελληνικός τόπος βιώνεται με αυθορμητισμό και περισσή συναισθηματική νοημοσύνη. Αποτελείται από όλα εκείνα τα στοιχεία που εμπεριέχουν την έννοια του ασύλληπτου, του άπιαστου, του μυστικιστικού, όπως το νερό, ο αέρας, το μάρμαρο, το φως, το φεγγάρι και τα αστέρια.
36
«Εδώ το έδαφος είναι σκληρό, πετρώδες, απότομο· το χώμα ξερό. ( … ) Εδώ οι πνοές, το ύψος και η σύσταση του εδάφους μας αναγγέλουν τη γειτνίαση της θάλασσας. ( … )Εδώ οι φυσικές δυνάμεις, η γεωμετρία τη γης, η ποιότητα του φωτός και του αιθέρα, προσδιορίζουν τούτο τον τόπο για κοιτίδα πολιτισμού.»25 Κάθε χαρακτηρισμός για την ΕΛΛΑΔΑ, κάθε προσδιορισμός που μπορεί να της αποδοθεί, σχετίζεται άμεσα με τα πιο ουσιαστικά στοιχεία του τόπου της. Συνδέεται απόλυτα με το τρίπτυχο φως νερό - πέτρα, ένα σύμπλεγμα που καθορίζει τη μορφή, την πνευματική διάσταση, αλλά και τη μοναδικότητα της φυσιογνωμίας του ελληνικού τοπίου. Το ελληνικό τοπίο όμως δεν μπορεί να ειδώνεται επιφανειακά. Δεν μπορεί να είναι απλά μια δελεαστική, άκρως σαγηνευτική εικόνα ενός τέτοιου συμπλέγματος. Το ελληνικό τοπίο είναι ζωντανός οργανισμός που διψά να συνδιαλλαγεί με τους ανθρώπους του. Μελετώντας την ελληνική γη, συνεπώς, οφείλουμε να μελετάμε το πνεύμα που αναδύεται από τον κάθε τόπο της, και σεβόμενοι την ουσία και τη βιωματική αξία της, έχουμε χρέος να την αναδεικνύουμε και να την εξελίσσουμε, προστατεύοντας τα θεμέλια που κρατούν ορθό τον πολιτισμό της.
25 ΠΙΚΙΩΝΗΣ Δ. [1935], , Κείμενα, τόπος, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ, ΑΘΗΝΑ 2014, Συναισθηματική τοπογραφία, σελ.75
37
Κωνσταντίνος Μαλέας, «Ακρόπλη», 1918-1920
Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, «φύσις κρύπτεσθαι φιλείν», δηλαδή η φύση αρέσκεται στο να κρύβεται, στο να παίζει παιδικά παιχνίδια με τον ανθρώπινο νου. Αρέσκεται στο να κρύβεται,
38
καθώς αρέσκεται και στο να φανερώνεται, μέσω της διαδικασίας μιας ατέρμονης αναζήτησης της αλήθειας, ανάμεσα στον κόσμο του ορατού και του αοράτου. Η κρυπτότητα λοιπόν, αποτελεί απόδειξη της σοφίας της φύσεως, η οποία μέσω των θραυσμάτων και των μυστηριωδών αναδιπλώσεών της, θέλει να κινητοποιήσει την ενεργητική θύμηση. Μέσα στο τοπίο λανθάνει η αβυσσαλέα ιστορική πραγματικότητα, η πρωταρχική διάσταση της ύπαρξής μας, που επιθυμεί να ειδωθεί και να αναγνωριστεί. «Πηγαίνετε ἐκεῖ, εἴτε ἕνα ξηρὸν ἀνέφελον ροδοξύπνημα ἡμέρας, εἴτε ἕνα πάμφωτον μεσημέρι, εἴτε καλλίτερον, τρεῖς ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ὅτε ὅλα διαβάζονται καθαρώτερα καὶ ἁπλούστερα ἀπὸ τοὺς ἀμυήτους ὀφθαλμούς. Μείνατε ἐκεῖ, δύο, τρεῖς, τέσσαρες, πέντε ὥρας. Δὲν θὰ πάθετε τίποτε διὰ μίαν φοράν. Εἶναι τόσον ὡραῖα, τόσον ἡδονικὰ νὰ κάθεται κανεὶς εἰς τὸ μητρικὸν χῶμα καὶ νὰ θωπεύῃ τὰ χόρτα καὶ τὰ ὡραῖα πετράδια, μὲ τὰ ὁποῖα τόσον γρήγορα γίνεται ἕνα. Καθίσατε χωρὶς καμμίαν σκέψιν, χωρὶς κανένα σκοπόν· ἀφήσατε τὴν ψυχήν σας ἐλευθέραν νὰ τέρπεται ἀπὸ τὰ ὁρώμενα ἀθύρματα καὶ τὸν ἐγκέφαλόν σας νὰ φωτογραφῇ εἰς τὸν σκοτεινὸν θάλαμον λόφους, βουνά, ἀκτάς, νερά, καπνούς, χρώματα, ὅ,τι φαίνεται. Τί βλέπετε; Ἕνα ὁλόκληρον κόσμον.» 26 Η ιστορία ενός τόπου όμως δεν προϋπάρχει της αφηγήσεώς του. Και έπειτα η αφήγηση, δεν αποτελεί παρά μια ιδεαλιστική θεώρηση κατά την οποία, το κοσμοϊστορικό πνεύμα προσπαθεί να ερμηνεύσει την αντικειμενική πραγματικότητα, άλλοτε μέσω μιας αφηγηματικής και άλλοτε μιας περιγραφικής συνέχειας. Αφορά την καταγωγή του τόπου, την αρχή του, το μύθο της δημιουργίας του και ίσως αποτελεί το μοναδικό μέσο ανάγνωσης και κατανόησης του.
39
Κωνσταντίνος Μαλέας, «Τοπίο»
40
Η αφήγηση όμως, μπορεί να λάβει αφθονία μορφών και εκφράσεων, οι οποίες προσωποποιούνται μέσω της τέχνης, είτε αυτή λέγεται αρχιτεκτονική, είτε ζωγραφική ή κινηματογράφος, είτε λέγεται φωτογραφία, μουσική ή ποίηση. Οι τέχνες του τοπίου το αναγνωρίζουν, το ερμηνεύουν και το συντάσσουν. Ανασύροντας από τη μνήμη τις πιο συνταρακτικές αναμνήσεις της ύψιστης τοπιακής εμπειρίας και αναβιώνοντάς τες με μια πληθώρα τεχνικών και αναπαραστατικών μέσων, καταφέρνουν και το αφηγούνται, αναδεικνύοντας την υποβλητική υπόσταση και το αναδυόμενο πνεύμα του εκάστοτε τόπου. Γράφει επ’ αυτού ο Πρερικλής Γιαννόπουλος: 27 «Ζητῶ τὴν προσοχὴν τοῦ κάθε ζωγράφου, γλύπτου, ἀρχιτέκτονος καὶ λογίου καὶ ποιητοῦ καὶ μουσικοῦ ἀκόμη, παντὸς καλλιτεχνοῦντος, φιλοτεχνοῦντος, παντὸς καλαισθήτου ἀνθρώπου διὰ τὰς γραμμὰς αὐτάς. Διότι, ἐάν, καθὼς πιστεύω, ἡ ἀντίληψίς μου εἶναι ὀρθή, ὅσον ὀρθὴ ἡ βάσις τὴν ὁποίαν θέτω, ὅταν ἀναλυθῇ καὶ μελετηθῇ παρ᾿ ὅλων ἡμῶν καθ᾿ ὅλας του τὰς λεπτομερείας τὸ τιθέμενον ἐδῶ ζήτημα, δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ καὶ τεθῇ ἀπὸ τώρα ἡ θεμελιώδης καὶ ἀδιάσειστος βάσις διὰ τὰς Ἑλληνικὰς Τέχνας τοῦ κάθε σήμερον καὶ τοῦ κάθε αὔριον καὶ χρησιμεύσῃ ὡς ἀφετηρία πρὸς κανονισμὸν τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἐπωάζεται καὶ ὁ ὁποῖος μοιραίως θὰ δημιουργηθῇ. ( …) Βάσις λοιπὸν θὰ εἶναι, ἡ ἑλληνικὴ αἰσθητική, τὴν ὁποίαν θὰ ζητήσετε πρῶτον, ἀπὸ τὴν φύσιν, ἡ Ἑλληνικὴ Γραμμή. ( … ) Ἐλεύθερα λοιπὸν πρέπει νὰ ἀναβλύσῃ ἀπὸ τὴν φύσιν μας καὶ ἀνεμπόδιστα ἀπὸ τὴν ψυχήν μας καὶ περιφρονητικὴ κάθε ἄλλης ξένης γραμμῆς, ἡ ἑλληνική, διὰ τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικὴν καὶ Ἀρχιτεκτονικήν, διὰ κάθε γραμμογραφίαν μας, γράφουσα ὁλόκληρον τὸν ἐξωτερικόν μας κόσμον, ἐν πλήρει ἁρμονία πρὸς αὐτήν.»
41
42
Παναγιώτης Τέτσης
43
Κεφάλαιο τρίτο
Το σώμα του τοπίου -Τόπο-Γραφία «Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας» Οδυσσέας Ελύτης
Ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή που χρήζει αποκρυπτογράφησης. Κάθε τόπος έχει τη δική του γλώσσα να επικοινωνεί και να συνδιαλέγεται με τους ανθρώπους του. Τα τοπία, όμως, δεν γνωρίζουν μόνο να μιλούν. Ξέρουν και να μιλιούνται. «Διαμορφωμένα από ιδεολογικό διάλογο, μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως κείμενα που αναλύονται με μέσα παρόμοια με εκείνα που τα λογοτεχνικά και άλλα κείμενα αναλύονται»28. Έχουν το δικό τους λεξιλόγιο εννοιών και μέσω αυτού προσπαθούν να αναδείξουν το αυτοδύναμο πνεύμα του τόπου, που αφορά στην αυστηρή επιλογή των στοιχείων που τον συνθέτουν. Το πνεύμα αυτό, μετουσιώνεται στην κρυμμένη διάσταση του χώρου, που δεν είναι άλλη από αυτή του σώματος. Κι ίσως, η διάσταση αυτή, να είναι η μονή που μπορεί να μας επιτρέψει την είσοδο στην αθέατη πλευρά και την όψη της άλλης «αλήθειας». Μιας αλήθειας, που δεν ορίζεται ως πραγματικότητα, αλλά ως μη κρυπτότητα, στρέφοντας το βλέμμα στις άρρητες και τις άυλες υφές που ενυπάρχουν στο τοπίο. Έτσι, το νόημα του τόπου, λαμβάνει τις βιωματικές διαστάσεις και τις αφηγηματικές ποιότητες μιας ποιητικής, μιας προνομιούχου γραμματικής, που επιτρέπει στον κόσμο του ορατού να μετατρέπεται σε κείμενο. Η ερμηνεία των τόπων ως γραπτές αφηγήσεις, δε θα μπορούσε, βέβαια, να είναι ανεξάρτητη της ερμηνείας των λόγων της τέχνης ως τοπία συναισθημάτων. Σύμφωνα με τον Joseph Frank η λογοτεχνία δεν πραγματεύεται απλώς μια χρονική αλληλουχία γεγονότων και νοημάτων. Είναι μια εσωτερική σχεσιακή λογική που εμπεριέχει χώρους λανθάνοντες, αφανής. Χώρους συναισθηματικούς, που γίνονται αντιληπτοί μέσω της 28
Τοπίο και πολιτισμός, Αθανάσιος Σπανομαρίδης
44
δημιουργίας σχέσεων μεταξύ των λέξεων και των πραγμάτων, αποκαλύπτοντας νέους ψυχικούς κόσμους, άμεσα συσχετιζόμενους με τη φαντασία και τη μνήμη. Η χρήση του λογοτεχνικού λόγου, όμως, δεν μπορεί να μεταφραστεί στη δηλωτική. Υπερβαίνει τις ατέλειες της πραγματικότητας χρωματίζοντας τους τόπους με τις συναισθηματικές ποιότητες των αναμνήσεων. Η αλληλουχία, αυτή, τοπίων και συναισθημάτων, οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό και την ανασυγκρότηση ενός τόπου, με στόχο την αναβίωσή του μέσω της αφήγησης. Ο όρος αφήγηση, προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων - από και ηγούμαι - και αναφέρεται στην «πράξη επικοινωνίας με την οποία παρουσιάζεται, προφορικά ή γραπτά, ένα γεγονός ή μια σειρά γεγονότων, πραγματικών ή μυθοπλαστικών» 29 . Η αφήγηση, όμως, δεν είναι μια απλή εξιστόρηση, «είναι η τέχνη του χρόνου, όπου κύριο μέλημα της είναι να απαντήσει στο πως εξελίσσεται μια κατάσταση» 30 . Η έννοια του σώματος στην αφήγηση του τόπου έχει πρωταρχικό ρόλο, καθώς σηματοδοτεί την χάραξη μιας συγκινησιακής γεωγραφίας με επίκεντρο τον άνθρωπο, μιας τόπο-γραφίας αφηγηματικής, με ιδιαίτερο λεξιλόγιο και τεχνικές, μιας γλώσσας διαπνεομένης συναισθήματος και ποιητικής.
29 30
Λεξικό λογοτεχνικών όρων , ΙΤΥΕ Διόφαντος, σελ.27 Αθανάσιος Σπανομαρίδης
45
Γιώργος Σεφέρης καλλιγράφημμα
46
3.1. Ποιητική «Περὶ ποιητικῆς αὐτῆς τε καὶ τῶν εἰδῶν αὐτῆς, ἥν τινα δύναμιν ἕκαστον ἔχει, καὶ πῶς δεῖ συνίστασθαι τοὺς μύθους εἰ μέλλει καλῶς ἕξειν ἡ ποίησις, ἔτι δὲ ἐκ πόσων καὶ ποίων ἐστὶ μορίων, ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τῶν ἄλλων ὅσα τῆς αὐτῆς ἐστι μεθόδου, λέγωμεν ἀρξάμενοι κατὰ φύσιν πρῶτον ἀπὸ τῶν πρώτων. ἐποποιία δὴ καὶ ἡ τῆς τραγῳδίας ποίησις ἔτι δὲ κωμῳδία καὶ ἡ διθυραμβοποιητικὴ καὶ τῆς αὐλητικῆς ἡ πλείστη καὶ κιθαριστικῆς πᾶσαι τυγχάνουσιν οὖσαι μιμήσεις τὸ σύνολον· διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων τρισίν, ἢ γὰρ τῷ ἐν ἑτέροις μιμεῖσθαι ἢ τῷ ἕτερα ἢ τῷ ἑτέρως καὶ μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον. ὥσπερ γὰρ καὶ χρώμασι καὶ σχήμασι πολλὰ μιμοῦνταί τινες ἀπεικάζοντες (οἱ μὲν διὰ τέχνης οἱ δὲ διὰ συνηθείας), ἕτεροι δὲ διὰ τῆς φωνῆς, οὕτω κἀν ταῖς εἰρημέναις τέχναις ἅπασαι μὲν ποιοῦνται τὴν μίμησιν ἐν ῥυθμῷ καὶ λόγῳ καὶ ἁρμονίᾳ, τούτοις δ᾽ ἢ χωρὶς ἢ μεμιγμένοις· οἷον ἁρμονίᾳ μὲν καὶ ῥυθμῷ χρώμεναι μόνον ἥ τε αὐλητικὴ καὶ ἡ κιθαριστικὴ κἂν εἴ τινες ἕτεραι τυγχάνωσιν οὖσαι τοιαῦται τὴν δύναμιν, οἷον ἡ τῶν συρίγγων, αὐτῷ δὲ τῷ ῥυθμῷ [μιμοῦνται] χωρὶς ἁρμονίας ἡ τῶν ὀρχηστῶν (καὶ γὰρ οὗτοι διὰ τῶν σχηματιζομένων ῥυθμῶν μιμοῦνται καὶ ἤθη καὶ πάθη καὶ πράξεις). (…)»31 Ο όρος «ποιητική» 32 έχει ταξιδέψει πολύ στο χρόνο και έχει γνωρίσει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Στην ιστορία είκοσι πέντε περίπου αιώνων χρήσης της, η ποιητική βρίσκει την πρώτη της εμφάνιση στα γραπτά του Αριστοτέλη, στο ομότιτλο έργο του και μετατρέπεται λίγο αργότερα σε δάνειο για τα λατινικά, αλλά και για όλες, σχεδόν, τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στο έργο του Αριστοτέλη, ο όρος δεν έχει τη μορφή ενός απλού επιθέτου που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τη λέξη «τέχνη» -την τέχνη της ποίησης- αλλά ενός ουσιαστικοποιημένου επιθέτου, που μιλά για πραγματική θεωρία της ποίησης, βασιζόμενης στα κυρίαρχα είδη της εποχής, που δεν ήταν άλλα από το έπος και την τραγωδία. Μιλά, δηλαδή, για μια συστηματική διαπραγμάτευση και ανάλυση της φύσης του ποιητικού λόγου, καθώς και της θεωρίας της συνθέσεώς του.
31ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, 32, 33
Ποιητική (1447a-1447b) Λεξικό λογοτεχνικών όρων , ΙΤΥΕ Διόφαντος, σελ.
47
Στους αιώνες που ακολουθούν, η έννοια του όρου φαίνεται να δέχεται την επιρροή μεγάλων Λατίνων συγγραφέων, με βασική φυσιογνωμία αυτή του Οράτιου. Έτσι, η ποιητική αναφέρεται σε σειρές κανόνων που διέπουν τον ποιητικό λόγο, ο οποίος μετατρέπεται σταδιακά σε «πραγματείες, μέσα από τις οποίες γίνεται προσπάθεια να δοθεί μια «συνταγή», θα λέγαμε, για τη δημιουργία ενός καλού ποιήματος»33. Η ποιητική δημιουργία όμως, δεν μπορεί να περιοριστεί στα καλούπια που της επιβάλλονται. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε δημιουργός προσπαθεί να συνθέσει δικούς του κανόνες, καταλήγοντας έτσι σε συγκεκριμένες τεχνοτροπίες. Άρχισαν, λοιπόν, να καλλιεργούνται ποικίλα σύνολα αισθητικών αρχών, που διαφοροποιούνται ειδολογικά, υφολογικά, αλλά και θεματολογικά, δημιουργώντας ποιητικές σχολές και ρεύματα, συγκρουόμενα και πολλές φορές, μάλιστα, αλληλοαναιρούμενα. Έτσι, μπορούμε πια να μιλάμε για την ποιητική ενός ή περισσοτέρων κινημάτων, που εκφράζουν την έμπνευση και τη δημιουργία μιας ολόκληρης γενιάς. Κατά τον 20ο αιώνα, όμως, ο όρος «ποιητική» λαμβάνει μια νέα ερμηνεία, προσπαθώντας να δηλώσει ένα γενικότερο προβληματισμό, σχετικά με το λογοτεχνικό λόγο και την ισχύ του. Εδώ, η ποιητική ταυτίζεται με τη «θεωρία της λογοτεχνίας». Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως συζητάμε για μια προσέγγιση πολύ κοντινή σε εκείνη του Αριστοτέλη, καθώς στην εποχή εκείνη, η ποίηση και η λογοτεχνία ήταν έννοιες ταυτόσημες. Η διεύρυνση της έννοιας, βέβαια, διακατέχεται από ερευνητικό ενδιαφέρον. Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια αέναη διαδικασία εύρεσης όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που συγκροτούν το λογοτεχνικό λόγο. Μια διαδικασία που αποσκοπεί στην επεξεργασία των τεχνικών, που θα επιτρέψουν την καλύτερη περιγραφή και ανάλυση του συνόλου των λογοτεχνικών έργων, δίνοντας τη βάση για τη σημασία τους.
48
Η σύγχρονη ποιητική, όμως, δεν περιορίζεται στην έρευνα γύρω από το λογοτεχνικό τοπίο και την εργοφραφία του. Πηγάζει από τη βαθιά ανάγκη επικοινωνίας με τα πρωτογενή στοιχεία που πυροδοτούν και γονιμοποιούν την έμπνευση και τη γραφή. Έτσι, ξεκινά μια αναζήτηση των γενικών νόμων της φύσης στην καρδιά του ποιητικού λόγου. Τις τελευταίες δεκαετίες λοιπόν, μπορούμε και μιλάμε για την ποιητική των υλικών στοιχείων ενός τοπίου , την ποιητική των συναισθημάτων που απορρέουν από αυτό και οδηγούν στη δημιουργία συγκινησιακά φορτισμένων κειμένων. Η ποιητική του νερού ή της φωτιάς, της νοσταλγίας ή του έρωτα δεν είναι παρά μια αποφασιστική πράξη αναδημιουργίας και αναγέννησης της φλόγας της έμπνευσης του τοπίου. Σε αυτήν την ποιητική, εμφανίζεται πολύ έντονο το στοιχείο της ερμηνείας και της υποκειμενικής θεώρησης των πραγμάτων, χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την ποίηση από τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη.
49
Σταύρος Ιωάννου, Αίγινα ,2007 Βασίλης Κύρκος, «Σαντορίνη -Τοπίο II», 1990 Oskar Kokoschka, The Bride of the Wind (or The Tempest) 1914
50
Γιώργος Σεφέρης καλλιγράφημμα
51
3.2. Ποίησις Η ρυθμική δημιουργία του συναισθήματος «Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις. Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε.» («Είμαστε κάτι» απόσπασμα, Κώστας Καρυωτάκης)
«Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν, και λέξεις που καίνε»34. «Έχει σώμα ζεστό κι ολοζώντανο και το αίμα της κυκλοφορεί όπως το όνειρο στον ύπνο και στις φλέβες.»35. Η έννοιά της είναι ρευστή και για αυτό, η προσπάθεια οριοθέτησης και ένταξής της σε ένα γλωσσικό περιβάλλον είναι σίγουρα πολύ δύσκολη, αν όχι, ανέφικτη. «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δε θα τραγούδαγε»36. Έτσι και η ποίηση, δεν είναι παρά μια εσωτερική δύναμη, που πηγάζει από την βαθιά ευαισθησία και ενσυναίσθηση της ανθρώπινης ψυχής, και παλεύει να εξωτερικευθεί μέσω των λέξεων. «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης –» 37 κι ίσως αυτή η εμπιστοσύνη να λανθάνει ανάμεσα στις συλλαβές, τις εισπνοές της γραφής και τις εκπνοές της ανάγνωσης. Γιατί η ανάσα είναι ο πρώτος ρυθμός της γέννησης· η διαρκής ένδειξη της ζωής· η πιο ουσιαστική ανάγκη του σώματος. Είναι ισχύς η ανάσα, τεμνική. Κι έχει την ικανότητα να διαιρεί σε μέτρα το λόγο, ξεχωρίζοντας το βάθος των λέξεων και ανακαλύπτοντας το κρυφό νόημα των στίξεων. Ο εναλλασσόμενος ρυθμός της ανάσας δίνει τη μουσικότητα στην ποίηση. Ορμώμενος από τα σημεία και τα αισθήματα, σηματοδοτεί το τέλος μιας κατάστασης και το ξεκίνημα μιας άλλης. Με τη σιωπή δηλώνει το άρρητο, το απόκρυφο, το Έντγκαρ Άλαν Πόε Αναγνωστάκης 36 Πωλ Βαλερύ 37 Απόσπασμα από την ομιλία του Γιώργου Σεφέρη για την απονομή του βραβείου Νόμπελ 34
35 Ν.
52
συγκινησιακό. Σ΄ αυτήν μετουσιώνεται η προσπάθεια απελευθέρωσης από τις δεσμεύσεις και τις αγκυλώσεις του ορατού. Όμως, το αόρατο καθορίζεται από το προσωπικό βίωμα κι έτσι η διάσταση της ερμηνείας επιδέχεται επανερμηνεία. Ποίηση είναι ο στοχασμός των αισθήσεων. Η αποκάλυψη ενός νέου ορίζοντα, μιας αθέατης πλευράς των πραγμάτων, ενός δεύτερου κόσμου που ζει και αναπτύσσεται παράλληλα με αυτόν που η πεζή όραση καταφέρνει να αντιλαμβάνεται. Το ορατό, όμως, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το πραγματικό. 38 Αποτελείται όχι μόνο από την ύλη, αλλά και από την βαθιά ουσία της, καθώς και από την αίσθηση που αποπνέει. Στον ποιητικό λόγο, δηλαδή, το ορατό και το αόρατο δεν είναι έννοιες αντιθετικές αλλά αλληλένδετες. Η μια εγκυμονεί την άλλη, ενώ παράλληλα μοιράζονται τις ίδιες καταστάσεις. Ο αισθητός κόσμος, λοιπόν, είναι μια αρμονική συνύπαρξη των δυο εννοιών. Μια σύμπραξη με συνδετικό κρίκο την εμπειρία του σώματος, που αποκαλύπτεται μέσα στον κόσμο της ποίησης. Τον κόσμο δηλαδή της τέχνης «να φτιάχνεις φανταστικά κλαδιά που πάνω τους όμως κάθονται αληθινά αηδόνια» 39 . Κι έτσι το μη ορατό, το αθέατο, το μη ιδωμένο, καταφέρνει και μετουσιώνεται σε ορατό, μέσω της προσωπικής εμπλοκής, είτε αυτή είναι η συγγραφή, είτε η ανάγνωση και η ερμηνεία. «Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι ‘τοπίο’ – η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι ‘διάρκεια’. Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δεν σ’ αφήνει να τη συλλάβεις.»40 Η ποίηση αποτελεί συνονθύλευμα ερμηνειών που πραγματώνονται σε εννοιολογικά δίπολα. Είναι το αέναο κυνήγι του φωτός, ενώ ταυτόχρονα, η ύψιστη προσπάθεια εξοικείωσης με τη φθορά και το θάνατο. Είναι η εξύμνηση του έρωτα και συνάμα το μοιρολόι για τους ανεκπλήρωτους πόθους και τα ναυαγισμένα όνειρα της ζωής. Είναι η νοσταλγία για το χαμένο παράδεισο, αλλά και το σκοτάδι των θλίψεων της πληγωμένης καρδίας. «Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες - πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια και πόρτες
38 39 40
Μerleau-Ponty Μουρ (παράφραση του Χ. Βλαβιανού) Οδυσσέας Ελύτης
53
ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές». 41 Πόρτες που στο ανοιγοκλείσιμό τους δίνουν την ευκαιρία σε αυτούς που τις κοιτάζουν να μαντέψουν τι φάνηκε για μια στιγμή. Κι έτσι, το ποίημα μπορεί και μετατρέπεται σε κάτι πολύ περισσότερο από ένα νοηματικό σύνολο στίχων. Απευθύνεται στον μυστηριακό χώρο των συναισθημάτων και έχει στόχο να λυτρώσει την παθιασμένη ψυχή, αλλά και να την γαλουχήσει, μέσω της απόλαυσης. «Η διοχέτευση του πόνου, της απόγνωσης, του μηδενισμού, της χαράς, της αισιοδοξίας καταλήγει στη μεταφυσική διάσταση του ποιητικού βιώματος»42. Κι είναι ακριβώς αυτό το βίωμα που ρίχνει τις φωτεινές αχτίδες του στα συννεφιασμένα αδιέξοδα της ζωής. Το ποίημα είναι εμποτισμένο με «τα μέσα της έναρθρης γλώσσας με τα οποία ο ποιητής προσπαθεί να απεικονίσει ό,τι στα σκοτεινά επιχειρούν να εκφράσουν τα δάκρυα -τα ωραία δάκρυα του κόσμου- οι σιωπές, οι αναστεναγμοί, οι θωπείες» 43 . «Όσο κι αν οι στίχοι φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται πάντα ένα φως που μοιάζει περισσότερο «με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως»44.»45 «Διαβάζοντας ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα αυτό προϋπήρχε μέσα μας.» 46 . Κι εδώ ίσως είναι η στιγμή να μιλήσουμε περί προσωπικής εμπλοκής. Σε ποιον ανήκει ένα ποίημα; Σε εκείνον που το εμπνέει, σε αυτόν που το γράφει ή μήπως σε έναν τρίτο που το διαβάζει; Κάθε ποίημα έχει μέσα του βαθιά ριζωμένη την ανάγκη αναδίπλωσης και αναμετάθεσης ενός κρυμμένου νοήματος, εκφραζόμενη πάντα από το εμπνεόμενο πρόσωπο είτε αυτό είναι ο δημιουργός είτε ο αναγνώστης. Η διαρκής περιστροφή γύρω από τον πυρήνα της λέξης άνθρωπος είναι και αυτή που δίνει την οικουμενικότητα στην ποίηση. Η οικειότητα που νιώθουμε με ένα ποίημα, ή η αδυναμία μας σε ένα άλλο, μπορεί και τα καθιστά με ένα τρόπο «δικά μας». Κάθε φορά που τα ακούμε ή που τα διαβάζουμε, νιώθουμε μια προσωπική Γιάννης Ρίτσος Εύα Γαλατσάνου, «Η Αθήνα στα μάτια των Ποιητών και Πεζογράφων» 43 Κική Δημουλά 44 Μανόλης Αναγνωστάκης 45 Λευτέρης Ασπρόπουλος, «Η ποιητική διάσταση της ζωής» 46 Μπορχες 41
42
54
ευχαρίστηση, σχεδόν όμοια με εκείνη της συγγραφής τους. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό πως η σχέση εμμένοντος και εμπνεόμενου προσώπου μέσω του διπόλου λέξεων και πράξεων, μετατρέπεται σε σχέση ανάλογη εκείνης των συγκοινωνούντων δοχείων. Έτσι λοιπόν, «αυτός που γράφει το ποίημα κι εκείνος που θα το διαβάσει μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε. Μέσα στο ποίημα βέβαια έχουν χαθεί κι οι τρεις.»47 Το προσωπικό βίωμα μπολιάζει την αναζήτηση και τον αναστοχασμό του νοήματος πίσω από τα θραύσματα των τοπίων, των λέξεων και των αναμνήσεων. Οι αισθήσεις δημιουργούν ένα ιδιαίτερο αποτύπωμα στη σκέψη. Ένα πύκνωμα, με άλλα λόγια, ένα απόσταγμα που μετατρέπεται σταδιακά σε χειρονομία. Η ένταση των συναισθημάτων παίρνει τη μορφή ενός εσωτερικού παλμού, αναδυόμενου από τη βαθιά επιθυμία για πλήρωση. Στο άκουσμα του, η αρχική προδιάθεση του δημιουργού, θυσιάζεται προς όφελος μιας φαντασίας, μιας ελευθερίας ερμηνειών με γνώμονα το προσωπικό βίωμα. Η αυθεντικότητα της μορφής ενός τοπίου, που περνά στο γραπτό λόγο μεταφρασμένη σύμφωνα με τη ματιά του εκάστοτε συγγραφέως, ίσως θα διαβρώσει την ταυτότητα του. Στη συνέχεια, η ανάγνωση και η ερμηνεία που θα δοθεί στο πνευματικό παιδί της έμπνευσης από το κοινό, ίσως επίσης, θα επιφέρει αλλοιώσεις στο κείμενο. Ίσως όμως, μέσω αυτής της διάβρωσης να επιτυγχάνεται και η υπόμνηση σε έναν κόσμο που ξεχειλίζει από δακρύβρεχτα συναισθήματα. Και ίσως το βούρκωμα που φέρνουν στα μάτια, να είναι και αυτή ακριβώς η πράξη της αποκάλυψης της ψυχής της τέχνης του ποιητικού λόγου. «Το ποίημα είναι ένα καρφί στην καρδιά του κόσμου. Ένα φωτεινό μαχαίρι μπηγμένο κάθετα στις πόλεις. Το ποίημα είναι σπαραγμός. Κομμάτι γυαλιστερό μέταλλο, πάγος, σκοτεινή πληγή, το ποίημα είναι σκληρό-πολυεδρικό διαμάντι. Συμπαγέςλαξευμένο μάρμαρο. Ορμητικός Ασιατικός ποταμός.»48 Ποίηση, με άλλα λόγια, είναι η εύρεση μιας γλώσσας προκύπτουσας από την κρισιμότητα των καταστάσεων. Και η αναπάντεχη χρήση αυτής, προσφέρεται για τη δημιουργία μιας εντύπωσης ενός κόσμου ξεχασμένου, την επαναφορά μιας μνήμης 47 48
Γιώργης παυλόπουλος, « Οι τρεις» Αναστάσης Βιστωνίτης, Ars poetica απόσπασμα
55
από τον πολύπαθο ανθρώπινο βίο, την ανάπτυξη ενός εκκωφαντικού επιφωνήματος. «Είναι μια συνεχής πρόσκληση, μια περιπέτεια χωρίς τέλος, που κατακλύζει την κάθε στιγμή της ζωής μας, την κάθε στιγμή που ένα μας συναίσθημα βρίσκει καθρέφτισμα σε λέξεις». 49 «Κυνηγημένη, ξέρει πού να 'βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης.»50
49 Οι ποιητές ”μιλούν” στις 21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, Ευφροσύνη Τσάκου 50 Απόσπασμα από την ομιλία του Γιώργου Σεφέρη για την απονομή του βραβείου Νόμπελ
56
Νίκος Εγγονόπουλος Ο ποιητής και η μούσα 1938
57
Κεφάλαιο τέταρτο
Η γλώσσα 4.1 Το ποιητικό τοπίο «Και μέσα στο τίποτα, υπάρχει μια γλώσσα. Περισσεύει το φως και μέσα στο τίποτα και ρέει προς τα έξω. Περνά στην καρδιά μου, φλεβίζει στο χέρι μου, ζητά να το ειπώ, να το γράψω, αλλά πώς; Δε βρίσκω τις λέξεις γιατ’ είν’ απ’ του κόσμου τον πλούτο πιο λίγες. Πιο λίγες απ’ τα γεγονότα της άνοιξης. Προσπαθώ, συμμετέχω, επιμένοντας μ’ όλα τα δάκρυα μου, μ’ όλους των φλεβών μου τους χτύπους. Προσπαθώ ν’ αποχτήσω μια επαφή με το φως, μ’ αυτές τις αμέτρητες λέξεις που λάμπουν, μια επαφή με τη γλώσσα που θα γραφα ένα προσκλητήριο, σαν την ανατολή του ηλίου: Με στίχους αχτίνες. Με στίχους σπαθιά. Με στίχους αγάπη» («Η γλώσσα και το προσκλητήριο», Νικηφόρος Βρεττάκος)
«Τα ποιήματα είναι αποφθέγματα πυκνής ουσίας που αποκρυσταλλώνονται με γνώση και κορυφαίο λόγο, με τέλεια εσωτερική ή εξωτερική αρμονία» 51 . Η επίτευξη μιας τέτοιας αρμονίας, δε θα μπορούσε παρά να οφείλεται στην μετατροπή της συναισθηματικής έντασης σε έκφραση, μεθοδευόμενη πάντα από την ευγλωττία του ποιητή. «Το κυρίως σπίτι του ποιητή είναι η γλώσσα. Χωρίς τη γλώσσα δεν παράγεται ποίηση» 52 . Όμως η γλώσσα της ποίησης είναι ξεχωριστή. Είναι μια «γλώσσα μέσα στην γλώσσα»53, που βρίσκεται πάντα λίγο υψηλοτέρα από την πραγματιστική. Και είναι η ποίηση ακριβώς που αναδύει το πνεύμα της γλώσσας. Χρησιμοποιώντας πληθώρα τεχνικών και αναπαραστατικών μέσων, ψάχνει την ανταπόκριση της σημασίας στον ήχο και τη μορφή. Το ποίημα, βέβαια, είναι μια παράθεση λέξεων, η μια ακριβώς δίπλα στην άλλη. Ο πειραματισμός της τοποθέτησής τους, παράγει και διαφορετικά νοήματα, διαφορετικές τάσεις και τεχνικές. Δεν είναι όμως αυτός που καθοδηγεί την ποιητική γλώσσα, μα «το όραμα μιας ποίησης που δεν περιγράφει μόνο, αλλά και θέτει ερωτήματα που ταράσσουν» 54 . Η αέναη ανάγκη αναζήτησης της συνοχής των λέξεων και των νοημάτων, η διαρκής εναντίωση στην επανάπαυση των γλωσσικών και λεξιλογικών συνδυασμών, η Μάλαμας Λ. Ντίνος Σιώτης, «Νέες τάσεις και τεχνικές στην ποίηση» Paul Valéry 54 Γιώργης Μανουσάκης, «Επίλογος» 51
52, 53
58
απροσδόκητη έμπνευση που τείνει στην υπέρβαση του τετριμμένου και του προκαθορισμένου λογού, είναι οι δυνάμεις που ανοίγουν κάθε φορά νέα μονοπάτια για την ποίηση. Αυτό που απομένει λοιπόν, είναι να βρούμε την σωστή σειρά των λέξεων που λανθάνουν στα τοπία μας και ξεπηδούν από τις κρυψώνες τους, μόλις κοιτάξουμε τον κόσμο με πόθο για διερεύνηση, αλλά και σεβασμό. «Οἱ λέξεις εἶναι πρίσματα πού μέ διαθλοῦνε: καθένας βλέπει κι ἄλλο χρῶμα τοῦ φάσματος. Ἄν μποροῦσα νά γράφω τούς στίχους μου μέ φθόγγους σιωπῆς, ἴσως κάπου κάπου κανένας κατόρθωνε εἰσχωρώντας στήν ἀδιαπέραστην ὕλη νά μέ συναντήσει ἀτεμάχιστο.»55 Κάθε λέξη, μικρή ή μεγάλη, κρύβει μέσα της χιλιάδες χροιές και γραφικούς χαρακτήρες. Σε αυτήν κατοικούν οι ιδέες και τα νοήματα που της προσδίδει η ακριβώς επόμενη στη σειρά. Πολυακουσμένη, πολυφορεμένη σε γλωσσικές ακολουθίες, η λέξη είναι πάντα το εισιτήριο για τα αλαργινά ταξίδια της ψυχής. Στην ποίηση, οι λέξεις χρωματίζονται με τα αισθήματα. Έτσι, κάθε ταξίδι είναι ξεχωριστό. Ακολουθεί την πορεία των εκφράσεων και γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον με το παιχνίδισμα των ήχων και των ρυθμών. Όταν φυσάει ο μπάτης τις λέξεις, έρχεται η ομοιοκαταληξία, ενώ στην άπνοια του αγέρα, ο ποιητής καπετάνιος βρίσκει άλλους τρόπους να δημιουργήσει την ένταση στη γραφή. Παρομοιώσεις, μεταφορές, εγκιβωτισμοί, αλληγορίες, αναδιπλώσεις, πλεονασμοί, μετωνυμίες, παραλληλισμοί, παρηχήσεις και δεκάδες ακόμη σχήματα του λογού, ανυψώνουν τη σημασία των λέξεων και αναδεικνύουν τον πρωταρχικό στόχο της χρήσης της ποιητικής γλώσσας· την αφομοίωση του βάθους και της ποιότητας των πράγματων, αλλά και την αναζήτηση του αποήχου του νοήματος μέσα στη ζωή. «Οι λέξεις γυμνές, δείχνουν τα κόκαλά τους σε μίαν αλλιώτικη διάταξη. Ανατομία των καθημερινών πραγμάτων φθαρμένων από τη φωτιά και τον ιδρώτα.»56 Τα ταξίδια πίσω και μέσα από τις λέξεις αναθέτονται πάντα στο πιο ζωηρό και στιβαρό τρεχαντήρι, που δεν είναι άλλο από αυτό της εικονοκλασίας. Ένας μεγάλος στίχος μπορεί και ξυπνάει 55 56
Τίτος Πατρίκιος Γιάννης Ρίτσος, «Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον», Τα ερωτικά, Κέδρος
59
σβησμένες εικόνες από το νου. Μπορεί ακόμα και δημιουργεί νέες. Αφήνοντας τα λόγια να ποτίσουν το πνεύμα, οι στίχοι ρέουν παρασύροντας τη φαντασία. Έτσι, στο μαραθώνιο των γραμμάτων, κάθε γνώριμη σκηνή, κάθε ανάμνηση, παραδίδεται στα διατρέχοντα ευφυολογήματα, μετατρέποντας κάθε σκιά του προσωπικού βιώματος σε εικόνα. Και είναι η εικόνα που καθιστά το φαντασιακό, το μοναδικό τρόπο αντίληψής του λόγου, άλλοτε μέσω της ερμηνείας κι άλλοτε μέσω της παράφρασης. Η σχέση του λόγου, βέβαια, με την εικόνα, είναι μια σχέση διαδοχικών αντιθέσεων και συμπράξεων, μια σχέση παραλληλίας αλλά ταυτόχρονα και τομής, αναπόφευκτη τόσο για τη γραφή όσο και για την ανάγνωση. Και κάπου εδώ μας έρχονται στο μυαλό οι ρήσεις περί ισοδυναμίας των λέξεων και των εικόνων, που είναι και η ακριβής περιγραφή της ποιητικής διαδικασίας. Μια εικόνα αντιστοιχεί σε χιλιάδες λέξεις, όπως ένα τοπίο γεννά εκατομμύρια σκέψεις στο νου των ποιητών, τις οποίες και μετουσιώνουν σε κείμενο. Έπειτα μια λέξη εμπεριέχει χιλιάδες εικόνες, οι οποίες κατακλύζουν τον ψυχισμό και τη νοημοσύνη των αναγνωστών, στην προσπάθεια αποκωδικοποίησης ενός ποιήματος. Η ποίηση επομένως, είναι μια ατέρμονη διαδικασία αναδημιουργίας εικόνων, ένας ιδιαίτερος τρόπος ανακύκλωσης του οπτικού ερεθίσματος, το οποίο μετατρέπεται σε λέξη και μέσω αυτής οδηγείται στην αναβίωση, στον κόσμο της φαντασίας. Έτσι, η ποιητική εικόνα καταφέρνει και κρατά ανοιχτό έναν εσωτερικό διάλογο μεταξύ της ατελούς ακρίβειας της αντικειμενικής πραγματικότητας και της ελευθέριας του ονείρου της ανθρώπινης ψυχής.
60
«Κ’ οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους αίμα τρέχει. Όταν σμίγουν οι λέξεις, το δέρμα του χαρτιού ανάβει κόκκινο. Όπως την ώρα του έρωτα το δέρμα του άντρα και της γυναίκας.»57 «Οι λέξεις πονούν, κλαίνε σε σοκάκια ερημικά, φυτεύουν σπόρους μέσα σε αυλάκια μοναξιάς συνθλίβουν κορμιά για να βγει το απόσταγμα ενός επικείμενου λάθους. (…) Οι λέξεις είναι άνεμος, βουή σε αυτιά που δεν έμαθαν να τις ακούν, βάρος σε ανεπίδοτα κατηγορώ, μα και γαλήνη για όσους τις ξεστόμισαν. Και αν είσαι ευλογημένος οι λέξεις θα σε βρουν, θα σε αγγίξουν και αν κάποιες από αυτές σε ματώσουν, μην τους κρατήσεις κακία. Είναι γιατί δεν κατάλαβες ποτέ που μπαίνει το κόμμα και που η τελεία σε κάθε στιγμή της ζωής σου. Και οι λέξεις…Φέρνουν λέξεις…»
57
Γιάννης Ρίτσος
61
Γιώργος Σεφέρης καλλιγράφημμα
62
4.2. Τα ρεύματα Πώς με κοιτάζει έτσι αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι… Πώς θροΐζει μέσα μου αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι… Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά δείχνει παντού και πουθενά τι θέλει το φεγγάρι… Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα κάνει τόση αντήχηση μέσα μου μού διογκώνει το Εγώ μου… Ποιανής σελήνης έκλειψη ποιου φεγγαριού η χάση μαζί σηκώνει μέσα μου άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου… πώς με κοιτ… Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης… («Πώς με κοιτάζει έτσι», Κατερίνα Γώγου)
Η ποιητική εικόνα έχει τη δική της γλώσσα να επικοινωνεί με τον ανθρώπινο νου. Παραγωγική ή προκύπτουσα, αποτελεί τη λεκτική αποτύπωση της εμπειρίας του τοπίου. Μέσω αυτής, μας δίνεται η δυνατότητα ενόρασης του άρρητου, του αθέατου, του άπιαστου ονείρου του υπερβατικού κόσμου της ποιητικής τέχνης. Ο τρόπος που οι εικόνες και τα υπόλοιπα ποιητικά μέσα χρησιμοποιούνται είναι και αυτός που συχνά διαχωρίζει τα ποιητικά ρεύματα. Επιχειρώντας μια αναδρομή στην ιστορία της νεότερης ελληνικής ποίησης παρατηρούμε διαφορετικές προσεγγίσεις από το πλήθος των κινημάτων, τόσο για την σημασία και το ρόλο του τοπίου σε αυτά, όσο και για την μορφή των ποιητικών τεχνοτροπιών. Ξεκινώντας από το μεσοπόλεμο και τον νεοσυμβολισμόνεορομαντισμό (1922 - 1930), παρατηρούμε ένα εκτεταμένο κλίμα μελαγχολίας και απαισιοδοξίας. Ο ποιητές ασφυκτιούν σε μια ζωή που τους κουράζει. Μέσα στις τάσεις φυγής που τους διακατέχουν, στρέφονται προς τα πράγματα και τα αισθητά. «Φυλακισμένοι» σε ελεγειακούς τόνους, η περιγραφή της άνοιξης και των λουλουδιών δίνει μια αχτίδα φως στα σκοτάδια της ψυχής τους. Πάντα με περίσσια ευαισθησία και ειλικρίνεια προσωπικού βιώματος, χρησιμοποιούν κάθε αντικείμενο του τοπίου, κρυφό ή φανερό, ως σύμβολο για να εκφράσουν τις πιο έντονες ψυχικές καταστάσεις. Είναι ανθρωποκεντρική η νεορομαντική ποίηση. Στοχεύει στην πιο ευγενική έκθεση του ανθρωπίνου πόνου. Οι λέξεις της είναι σπάνιες, πάντα προσεκτικά διαλεγμένες, μελωδικές · «χαλαρώνουν τη νοηματική συνοχή του στίχου και καταφεύγουν σε εικόνες σκόρπιες και
63
φευγαλέες»58, εικόνες που ίσως αντικατοπτρίζουν και τη θαμπή ζωή των ποιητών. Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούνται είναι άφθονα, ενώ οι στίχοι συνήθως ακολουθούν τόσο παραδοσιακά σχήματα και ρυθμούς, όπως η ομοιοκαταληξία, όσο και πεζολογικά χαρακτηριστικά, που προσδίδουν στο σύνολό τους τη μουσικότητα και την υποβλητικότητα στο λόγο. Οι κυριότεροι εκφραστές του κινήματος υπήρξαν ο Κώστας Καρυωτάκης, η Μαρία Πολυδούρη, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου και ο Τέλλος Άγρας. Την ίδια εποχή, μια δεκαετία περίπου αργότερα, βρίσκει τα πατήματα του το μοντέρνο κίνημα, το οποίο αντιτίθεται στα στοιχεία και τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης, όπως η ομοιομορφία, η ομοιοκαταληξία αλλά και η αλληλουχία νοημάτων. Οι ποιητές της γενιάς του ΄30, όπως ονομάστηκαν, χρησιμοποίησαν πρωτότυπα τις λέξεις τους, σχολιάζοντας τα τοπία των μύθων και της ιστορίας και μεταφέροντάς τα στο παρόν, ώστε να περιγράψουν τις σύγχρονες εμπειρίες. Το ύφος της ποίησης είναι ιδιαίτερα σκοτεινό, κάποιες φορές υπαινικτικό, πάντα βασιζόμενο στην πολυσημία των λέξεων και των συμβόλων. Η νοηματική συνέχεια απουσιάζει και οι στίχοι είναι πολλές φορές ελλιπείς. Κι αυτό γιατί παρακολουθούμε το ποίημα την ώρα της δημιουργίας του. Οι εικόνες δεν παρουσιάζονται πάντα ολοκληρωμένες, αλλά ατελείς, ασχημάτιστες, ενώ αρκετές φορές συνδέονται συνειρμικά. Και ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της μοντέρνας ποίησης. Η συνειρμική γραφή, η αυτόματη, δηλαδή, ακούσια ή και εκούσια σύνδεση των παραστάσεων που ενώνει τις λέξεις με τα αισθήματα. Βασικοί εκπρόσωποι του κινήματος υπήρξαν ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Το ρεύμα, βέβαια, που άλλαξε την αντίληψη που επικρατούσε έως τότε για την ποίηση, ήταν ο υπερρεαλισμός. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε το 1935 και είχε ως στόχο «την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου, με την καταγραφή ή την παράσταση των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών της εντυπώσεων, χωρίς την παρέμβαση της λογικής». 59 Η υπερφυσική θεματολογία, αφορά κυρίως τον έρωτα και το όραμα. Αγάθη Γεωργιάδου, «Η ποιητική περιπέτεια», Αθήνα(2005),Μεταίχμιο «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ τεύχος », «Νεότερη Ποίηση», Διόφαντος, σελ. 196 58
59
64
ΙΤΥΕ
Οι υπερρεαλιστές ποιητές, αναθέτουν τη γραφή τους στο μηχανισμό της τύχης κι έτσι οι στίχοι που δημιουργούνται δεν εμφανίζουν προκαθορισμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Οι λέξεις τους είναι αυτόνομες και ελεύθερες· δεν περιορίζουν τη σημασία τους σε σημεία στίξης, τα οποία κατά κύριο λόγο απορρίπτονται. Το ένστικτο και το υποσυνείδητο, μέσω της δυναμικής ορμής των λέξεων, ξεπερνά τα όρια του ορθολογισμού, οδηγώντας σε εντυπωσιακές εικονοκλασίες. Το παράλογο και τολμηρό ύφος των εικόνων, αναφερόμενων σε φαντασιακές ουτοπίες, θέτει το όνειρο, το μοναδικό τρόπο ερμηνείας των ποιημάτων. Συμπερασματικά, ο υπερρεαλισμός υπήρξε το σημαντικότερο ρεύμα του μεσοπολέμου που επηρέασε πολύ την νεότερη ποίηση. Γνήσιοι Έλληνες υπερρεαλιστές θεωρούνται ο Αντρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ωστόσο ποιητές όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μίλτος Σαχτούρης άντλησαν πολλά στοιχεία από το κίνημα αυτό για το έργο τους. Στρέφοντας το βλέμμα στην μεταπολεμική ποίηση, η οποία εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της κατοχής, διαπιστώνουμε μια έντονη επιρροή από τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής. Η γερμανική κατοχή, η αντίσταση καθώς και ο εμφύλιος, αφήνουν το στίγμα τους και στο χώρο των Γραμμάτων και μετατρέπονται σε τοπία αναφοράς για τους ποιητές. Η μεταπολεμική ποίηση αν και χωρίζεται σε δυο γενιές, ανάλογα με την δεκαετία γέννησης των ποιητών που τις εκπροσωπούν, χαρακτηρίζεται στο σύνολό της από μια τραγική σοβαρότητα, ενώ διέπεται από ένα γενικευμένο κλίμα θλίψης και απαισιοδοξίας, με ελαφριές νότες ρομαντικής τρυφερότητας. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά διαχωρίζεται σε τρεις ποιητικές τάσεις. Η πιο διαδεδομένη είναι η αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση. Σε αυτήν κυριαρχεί η αγωνιστική διάθεση των ποιητών, οι οποίοι παρά τις δυσκολίες της εποχής, καταγράφουν τα γεγονότα και με εργαλείο την αμφισβήτηση, καταφέρνουν να εκφράσουν την ελπίδα και το όραμα για ένα καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Κύριοι εκφραστές της είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Τάκης Σινόπουλος και ο Τίτος Πατρίκιος. Η δεύτερη τάση που
65
αναπτύσσεται είναι η νεοϋπερρεαλιστική, όπου οι ποιητές ανανεώνουν και διαφοροποιούν τα υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά του μεσοπολέμου, απαλλαγμένοι από δογματισμούς και ιδεολογικές διαμάχες. Πιο σημαντικοί εκπρόσωποι είναι οι Δημήτρης Παπαδίτσας, Έκτορας Κακναβάτος, Νάνος Βαλαωρίτης, Ελένη Βακαλό και Μίλτος Σαχτούρης. Η τελευταία τάση είναι η υπαρξιακή ή μεταφυσική, στην οποία οι ποιητές έρχονται αντιμέτωποι με μια μεταφυσική αγωνία και το φόβο της μοναξιάς, μπροστά στη φθορά και το θάνατο. Στην υπαρξιακή ποίηση εντάσσονται οι Όλγα Βότση, Γιώργης Κότσιρας και Νίκος Καρούζος. Όσον αφορά τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, οι ποιητές διαφοροποιούνται αισθητά από εκείνους της πρώτης, καθώς δεν έζησαν μέσα στα γεγονότα της κατοχής. Οι πολιτικοκοινωνικές όμως συνθήκες του εμφυλίου καθώς και του ψυχρού πολέμου, σημαδεύουν την ποίηση τους και με λόγο αιχμηρό ξεδιπλώνουν το κριτικό και έντονα σκεπτικιστικό πνεύμα τους. Επηρεασμένοι από το πρότυπο του Καρυωτάκη, στρέφονται στον ανθρώπινο ψυχισμό και στην εξιστόρηση των τραυμάτων της ψυχής και της θλίψης για τα χαμένα όνειρα και τους έρωτες. Χαρακτηριστικοί ποιητές της γενιάς αναδεικνύονται οι Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Κική Δημουλά, Μάνος Ελευθερίου, Βασίλης Καραβίτης και Ντίνος Χριστιανόπουλος. Στην ποίηση που αναπτύσσεται και στις δυο γενιές των ποιητών μετά τον πόλεμο, παρατηρείται μια τάση διακλάδωσης της εποχής σε δυο κύρια ρεύματα, τα οποία είναι ο μετασυμβολισμός και ο μεταϋπερεαλισμός. Ο μετασυμβολισμός είναι ένα κίνημα που συνδυάζει αρμονικά τα σύμβολα και την μνήμη, σε μια προσπάθεια ρεαλιστικής αντιμετώπισης των πραγμάτων. Η λιτότητα των εκφραστικών μέσων, και ο συγκρατημένος λυρισμός, σε συνδυασμό με τον έντονα στοχαστικό λόγο, είναι τα χαρακτηριστικά που φέρουν στην μετασυμβολική ποίηση την καθαρότητα των νοημάτων. Από την άλλη πλευρά, ο μεταϋπερεαλισμός αποτελεί μια μορφή ανανεωμένου υπερρεαλισμού. Το υπερφυσικό στοιχείο της ποίησης περιστρέφεται γύρω από την τραγική αίσθηση των γεγονότων που διαδραματίζονται και έτσι η ίδια λαμβάνει υπαρξιακές ανησυχίες. Η γλώσσα μιας τέτοιας ποίησης, δε θα μπορούσε παρά
66
να αποτελεί εργαλείο σύλληψης και έκφρασης της εφιαλτικής πραγματικότητάς. Ύστερα από τη μεταπολεμική ποίηση έρχεται εκείνη των γενεών του ’70 και του ’80. Οι ποιητές μεγαλωμένοι στα πλαίσια αποθέωσης της μαζικής λαϊκής κουλτούρας, του υπερκαταναλωτισμού, των νέων τεχνολογιών και της δυναστείας των ΜΜΕ επιλέγουν να μην ενταχθούν σε κάποιο κίνημα, διακατεχόμενοι από μια έντονη διάθεση αμφιβολίας και αμφισβήτησης. Το ανήσυχο κλίμα που επικρατεί σε συνδυασμό με τις τάσεις μηδενισμού και την απροσδιοριστία της θεματολογίας, οδηγεί στην ανάμειξη ποιητικών τεχνικών, με έντονες επιρροές τόσο από την παράδοση της ελληνικής ποίησης, όσο και από τη σύγχρονη αμερικανική. Η γλώσσα είναι εμπνευσμένη από την τρέχουσα ομιλία, ενώ το ύφος παρουσιάζεται εριστικό και έντονα σαρκαστικό, με λεξιλόγιο επηρεασμένο από ξενισμούς και βωμολοχίες. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ίσως συνδέουν την ποίηση αυτή με το κίνημα του μεταμοντέρνου. Παρόλα αυτά, οι γενιές των ’70 και ’80, εισήγαγαν την ποίηση σε μια εξελικτική διαδικασία, η οποία δεν έχει καταφέρει να αποκρυσταλλώσει ακόμη τα επιτεύγματά της. Οι καιροί μεταβάλλονται, παρασέρνοντας στο ρυθμό μεταβολής τους και την γλώσσα. Τι θα μπορούσε όμως να είναι η ποιητική γλώσσα δίχως την έμπνευση των εκφραστών της; Πως θα μπορούσε κάποιος να γράψει μέσα σε κλίμα απάθειας συναισθημάτων και απουσίας συγκίνησης; Οι εικόνες που σημαδεύουν τους ποιητές προέρχονται πάντοτε από τα τοπία της μνήμης και της φαντασίας και είναι αυτές που πυροδοτούν και φωτίζουν την ποιητική δημιουργία. Όσο μάλιστα μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της συγκίνησης, τόσο εξελίσσεται και η στιχουργική τέχνη. «Γιατί εκτός από το πιο εσωτερικό στοιχείο της γλώσσας: τα φωνήματα, στοιχεία μελωδικότητας (ή υπογράμμισης) όπως αυτό της ομοιοκαταληξίας, στοιχεία μετρικής (ή αναπνοής – βαδίσματος – κίνησης) που έχουν σχέση με το ρυθμό: τόνοι και ποσότητα των συλλαβών – αριθμός των στίχων και των στροφών, έρχονται για να ιδιαιτεροποιήσουν ή να εντείνουν την παραστατικότητα» 60 . Όπως οι ζωγράφοι 60 ,63 Μαρία Λαέρτη, «Σημειώσεις για τη μορφή», περιοδικό ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Χρόνος 38ος – Μάης – Ιούνης 2008 – Τεύχος 231
67
χρησιμοποιούν το χρώμα και το σχήμα για να επικοινωνήσουν το ανήσυχο πνεύμα τους, έτσι και οι ποιητές, με εργαλείο τη λέξη και την εκδήλωση αυτής μέσα και πέρα από το χρόνο, καταφέρνουν, με τα σχήματα του λόγου τους, να δημιουργούν την εντύπωση της φορτισμένης ιδέας τους. Γιατί η τέχνη του ποιητή δεν είναι να μετατρέψει τις σκέψεις του σε λέξεις, αλλά να αποτυπώσει τις εικόνες και τους ήχους, με τον πιο έντονο και εκφραστικό τρόπο. Για να κατορθώσει το ΠΟΙΗΜΑ να «μιλάει σε μύριες γλώσσες: σ’ αυτή τη μία: την ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ».61
68
Πάρις Πρέκας. Πανιά καϊκιών 1962
69
Κεφάλαιο πέμπτο Το ταξίδι πίσω από τις λέξεις
«Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου και στης νυκτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα! Να ’μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα. Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει, μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω, να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι, δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!» («Τελευταίο ταξίδι», Κώστας Καρυωτάκης)
Η ποίηση είναι ταξίδι· μέσα της ανασαίνει ο τόπος. Στην εκπνοή των ποιητών οι λέξεις και οι εικόνες περιπλέκονται για να ανακτήσουν το ξεχασμένο τους νόημα. Η ποίηση και το ταξίδι έχουν την ίδια υπόσταση. Και η ανάσα τους, πιο κοντά στη διαπνοή, ώστε στο ναρκισσιστικό κοίταγμα του αποστάγματος, το ποίημα να γίνεται ο καθρέφτης, που πάνω του συγκλίνει κάθε είδους τοπίο. Οι Έλληνες ποιητές σκαρφαλώνουν σε ανεμόσκαλες αμέτρητων λέξεων για να μας δώσουν τους προορισμούς των ταξιδιών τους. Η γραφή του καθενός, ξεχωριστή, συμβαδίζουσα πάντοτε με τα βήματα της εποχής, δοκιμάζει την διαφοροποίηση και αγωνίζεται να κατακτήσει την πολυπόθητη ιδιαιτερότητα. Μέσα στη διαφορετικότητα τους όμως, οι ποιητές συναντιούνται στο κοινό τους βίωμα, που δεν είναι άλλο από το ελληνικό τοπίο. «Είναι δεμένος ο Έλληνας ποιητής με τα βράχια, με τις πέτρες, τα χορτάρια, τα λουλούδια, τα ψηλά δέντρα του Κρυστάλη.»62. Είναι δεμένος με την ιστορία του τόπου αλλά και με την δική του πορεία πάνω σε αυτόν. Έτσι, κάθε ανάμνηση και κάθε εικόνα που τους σημάδεψε, μετατρέπεται αυτόματα σε χώρο ποιητικής έκφρασης· στο χώρο δηλαδή «στον οποίο προσέρχεται με ευλάβεια ο ποιητής και το ποίημα για να ολοκληρωθούν» 63 . Βέβαια, κάθε τοπίο πλήρως ορισμένο ή παντελώς απροσδιόριστο, διαβάζεται και διερμηνεύεται πολλαχώς. Αυτό, ακριβώς, το παιχνίδι του τοπίου με την ποίηση είναι που δίνει εν μέρει την ελευθερία της γραφής.
Ελένη Ζάχαρη, «Το ελληνικό τοπίο και ο ρόλος του στην ποίηση» Κωστής Παλαμάς
62, 65 66
70
Ο βιωμένος τόπος μεταμορφώνεται, μέσα από τα μάτια και τις λέξεις των ποιητών, σε ότι εκείνοι φαντασιώνονται και επιθυμούν. Τα μάτια της ψυχής τους «πάντ' ανοιχτά πάντα άγρυπνα» 64 , κρατούν την ευαισθησία και την αθωότητα του πρώτου ειδώματος. Και είναι η ψυχή το εισιτήριο της διείσδυσης στο τοπίο, της βαθιάς του ενατένισης, της ύψιστης αίσθησης της ένωσης με αυτό...
71
72
Σπυριδόύλα Ζαβιτσάνου 2019
73
5.1 Η υδατογραφημένη καταγωγική μνήμη του ελληνικού τοπίου. «...Εκεί στα λευκά σοκάκια θα ξαναγυρίσεις δροσερός έφηβος παιδί με το θαλασσινό πουκαμισάκι μ΄ ένα βασιλικό στο αίμα σου μ΄ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα μ΄ ένα λευκό ανεμόμυλο στο πράσινο μυαλό που θα γυρίζει ανάποδα τα χρόνια. Η μνήμη θα λυθεί και θα γυρίσει φορτωμένη με Υακίνθους. Τα πράγματα θα σπαρταρούν πανάκριβα στον ήλιο Τα αγάλματα θα είναι το άρωμα μιας άλλης ζωής. Κι ύστερα απ’ τη βαθιά της μήτρα η μέρα θα ξαναπροβάλλει. Κατορθωμένη στις αισθήσεις σου. Βαθιά. Λυσίκομη. Ελληνίδα.» («Θητεία στο φως», Μανόλης Πρακτικάκης )
Ποια είναι όμως η Ελλάδα; Ποια πυξίδα οδηγεί τους καπετάνιους ποιητές της; «Ποια τοπία της γυαλίζουν και ποια σκοτεινιάζουν κάτω από το συγγραφικό φεγγαρόφωτο;» 65 Ο τόπος είναι η έκφραση της πολλαπλότητας της ταυτότητας ενός λαού, ο ψυχικός χώρος πραγμάτωσης μιας εσώτερης ζωής, παράλληλης με την εμφανή. Η έμπνευση για τα ταξίδια του νου προέρχεται από κάθε υφή, κάθε χροιά, κάθε ποιότητα του ελληνικού τοπιού, μεταφρασμένη από την εύθραυστη ποιητική προσωπικότητα του δημιουργού. Τα τοπία που αγκαλιάζει το ποιητικό βλέμμα, υπαρκτά ή φαντασιακά, απειλητικά και δυστοπικά, ευδιάκριτα ή δυσδιάκριτα, απατηλά, φευγαλέα, ευαίσθητα ή αδρά, προσδιορίζονται με γεωγραφικές συντεταγμένες σε έναν νοερό χάρτη της ελληνικής ποιητικής, ηθογραφώντας το πολυσύνθετο πρόσωπο της πατρίδας μας. Η συνάντηση του ποιητικού λόγου με τα φυσικά και τα μυθολογικά στοιχεία της γεωγραφίας στην ιστορία της ποίησης, δημιουργεί ένα πλέγμα εικόνων, μέσα στο οποίο οι ποιότητες των αναμνήσεων μετατρέπονται «σε ισχυρούς αρμούς της ποιητικής γραφής». «Στα μέρη μας τα βότσαλα μιλούν. Τα παράφορα φεγγάρια κι οι φωνές των πουλιών δε μας άφησαν να μεγαλώσουμε». 66 «Στην ποιητική γλώσσα φιλοξενείται το όνειρο της ανέφικτης επιστροφής στην παιδική ηλικία αλλά και η ανάγκη για τη διατήρηση της καταγωγικής μνήμης. Η ποίηση αναπνέει με αυτή τη μνήμη και ακμάζει στο σταυροδρόμι αυτής της γλώσσας, εκεί όπου αντισταθμίζει την απώλεια του χρόνου με την παρηγοριά του λόγου».67 Τίνα Χριστίδη, «Τα τοπία ως Χάρτης νερού», «Για μια ποιητική του τοπίου», 2019 66 Μανόλης Πρακτικάκης 67 Δημηρούλης Δημήτρης, Ανδρέας Κάλβος Ωδαί, «Η καλβική νήσος», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009 67, 70, 71
74
Κάπως έτσι, το ποιητικό ανάγλυφο αποκρυσταλλώνεται σε αντιθετικά δίπολα, ακροβατώντας «ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, στο αρχαίο και το νέο, στο αστικό και στο επαρχιακό, στον Παράδεισο και στην Κόλαση, στον αυστηρά γεωδαιτημένο χώρο ενός αρκαδικού κήπου ή στον λαβυρινθώδη κήπο των αναμνήσεων»68. Σε κάθε περίπτωση «η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη λογοτεχνικά μετουσιωμένη χώρα, αν και χαμένες ενίοτε στην πρωινή αχλή, είναι περισσότερο τόποι ψυχικοί, και ως εκ τούτου, τόποι απολύτως υπαρκτοί. Και όσο ο χρόνος συστέλλεται, τόσο η καμπύλη των τοπίων θα διαστέλλεται σε αέναους, καλειδοσκοπικούς συνδυασμούς. Η ποιητική του τοπίου, μολονότι χάρτης πάνω στο νερό, δεν αλλάζει, δε διαφεύγει, δεν ξεφεύγει, δεν ξεγλιστρά. Ως πανάρχαια και πανανθρώπινη συντεταγμένη, απολύτως συνυφασμένη με την ανθρώπινη διάνοια και δημιουργία, ρίχνει άγκυρα και περιμένει να την αναζητήσουμε εμείς οι αναγνώστες, ως άλλοι αλιείς μαργαριταριών.»69
75
Μιχάλης Οικονόμου Θαλασσινό τοπίο 1920-1926
Κωνσταντίνος Μαλέας Νάξος
76
Gustav Klimt The Kiss 1907-1908
77
5.2. Τα τοπία των συναισθημάτων
«Ξεχασμένος στους ζεστούς άμμους της γενέτειρας, στα μυρωμένα χόρτα, καθώς τρέχω, μου υφαίνεται αίφνης κρυμμένη πλέξη στη φλέβα και στο βήμα το κομμένο νήμα. Κοιτώ τη θάλασσα που βλέπει τη θαλασσινή μου μεριά ν΄αντιγράφει τις άπειρες ανταύγειες, τους ανάλαφρους κυματισμούς της υποστάσεως. Λέω το σώμα σου πώς θηλυκώνει, πώς εφαρμόζεται στο σώμα μου! (Οι μικροί βράχοι του γιαλού, τ΄ αστραφτερά χαλίκια άφηναν στου οπτικού μου φλοιού τον ελαιώνα, τα βαθουλώματα και τα σμαράγδια τους)». («Οντοφάνεια», Μανόλης Πρακτικάκης )
Είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να υπάρξει ελληνική ποίηση χωρίς τη συνάντησή της με τον μεσόγειο τόπο και σχεδόν αδύνατον να νοηθεί ο τελευταίος, χωρίς την κυρίαρχη παρουσία των χαρακτηριστικών στοιχείων του. Όπως προαναφέρθηκε, Ελλάς είναι η απρόσμενη σύζευξη των μορφών, των υφών και των ήχων με τα συναισθήματα. Είναι η υπερφυσική ένωση των στοιχείων του νερού, της γης και της φωτιάς σε μια και μόλις λέξη με πολλαπλή σημασία. Τόσο η καταγωγή όσο και η ερμηνεία της, είναι βαθιά ριζωμένη στην νοσταλγική αναπόληση της ουσίας της ελληνικής ταυτότητας, καθώς και άρρηκτα συνδεδεμένη με τον έντονα αφηγηματικό χαρακτήρα του ελληνικού τοπίου. Φωτιά, γη και νερό συγκρούονται, δημιουργώντας μια σπάνια περιπλοκή στον αέρα. Μέσα στην εντυπωσιακή αυτή πλέξη γεννιούνται οι τραγικοί ήρωες των μυθολογικών αφηγήσεων. Εκεί γεννιέται ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, η Ελένη, η Αντιγόνη, η Ηλέκτρα! Εκεί, ανάμεσα στον πόλεμο και το νόστο, τον έρωτα και το θάνατο. Κάθε ένας από τους ήρωες πραγματοποιεί το δικό του ταξίδι, αφήνοντας το αποτύπωμα του τραγικού βίου του στον τόπο. Έτσι, ο Θησέας συνδέεται με τον λαβύρινθο και τον μινώταυρο στην Κρήτη, ο Ιάσωνας με την αργοναυτική εκστρατεία από την Ιωλκό έως την Κολχίδα του Εύξεινου πόντου, ο Φρίξος και η Έλλη με τον Ελλήσποντο και το χρυσόμαλλο δέρας, η Πυθία με το μαντείο των Δελφών, το δωδεκάθεο με τον Όλυμπο, αλλά και πολλοί ακόμη τόποι στιγματίζονται από το μύθο της δημιουργίας αλλά και της ονομασίας τους και σημαδεύονται από τα στοιχεία και τα συναισθήματα που τους διαπνέουν. Ο μύθος είναι βαθιά χαραγμένος, σα ρυτίδα στα πρόσωπα του ελληνικού τοπίου.
78
Καθοδηγούμενος από τους πιο δυνατούς πόθους θεών και θνητών, πάντα καταλήγει στους πιο τραγικούς θανάτους ηρώων αλλά και τόπων. Κι έτσι το «έλ» γίνεται το φως της φωτιάς που καίει τους έρωτές τους. Και το «λάς» γίνεται η πέτρα που σκοτώνει για το ίδιο πάθος. Και το νερό ξεπλένει το αίμα της πέτρας και σβήνει τη φωτιά, απαλύνει τον πόνο καλύπτοντας κόσμους ολόκληρους, τόπους ακόμη μυστικούς, ανεξερεύνητους, λησμονημένους. Κι έτσι η Ελλάς, πλέει ανάμεσα στα δάκρυα των λυγμών των πληγωμένων τόπων της. Φως, νερό και πέτρα λοιπόν συνθέτουν την Ελλάδα· στοιχεία με τους δικούς τους μύθους, στοιχεία με τη δική τους ποιητική. Καθένα από αυτά ξεχωριστό, μα ταυτόχρονα πολλαπλό, μεταλλασσόμενο, διασκευασμένο σε απειρίες μορφών και εκφράσεων που υπαγορεύει τόσο η ίδια η φυσική τους υπόσταση, όσο και η ασυγκράτητη φαντασία των ερμηνευτών τους. Για κάθε ποιητή, «καμιά άλλη στιγμήν δεν είναι πιο σημαντική για την ποιητική «ώρα» από εκείνη την πρωταρχική στιγμή όπου λέξεις και πράγματα συναντώνται στην αυγή της ζωής και αναζητούν τον «παράδεισο» του νοήματος». 70 Η επιθυμία της αέναης επανάληψης αυτής της σκηνής, ωθεί τα στοιχεία του ελληνικού τοπίου σε έναν διαρκή επαναπροσδιορισμό, σε μια επαναλαμβανομένη διαδικασία μετάλλαξης, διατηρώντας όμως πάντα την υλικότητα, την υφή, την ποιότητα της αρχικής τους καταγωγής. Στο ρυθμό αυτής της μεταμορφώσεως, μπλέκονται οι ψυχικές καταστάσεις, κι έτσι κάθε νέα μορφή, κάθε νέα προσωποποίηση των στοιχείων, εμπνέεται αλλά και εμπνέει τον παλμό της συναισθηματικής έντασης. Οδηγούμαστε λοιπόν, «σ’ ένα τρυφερό, σχεδόν ερωτικό, ψαύσιμο του αθέατου κόσμου, για να αποκαλυφθεί η αρχέγονη, η πρωτογενής και κοινή για κάθε ύπαρξη ουσία, αλλά και η σιωπή της να αρθρώσει λόγο. Το δικό της Λόγο. Κατάδυση στο χώρο του αθέατου και της σιωπής επιχειρείται, χωρίς όμως αυτή η κατάδυση να έχει το χαρακτήρα εξερεύνησης οργανωμένης και εξοπλισμένης από τον Ορθό Λόγο, αλλά περισσότερο να μοιάζει με εκείνη την ενστικτώδη κίνηση – κίνηση συσπείρωσης και συστροφής- της ύπαρξης, όταν αισθανθεί πως κινδυνεύει.»71 70 Δημηρούλης Δημήτρης, Ανδρέας Κάλβος Ωδαί, «Η καλβική νήσος», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009 71 Ευγενία Κουρουπάκη, «Μανόλης Πρατικάκης - Οντοφάνεια», «Γράμματα και τέχνες», Β' Περίοδος, Ιανονάριος-Μάιος 1990, αριθ. τεύχους 60, σελ.23
79
Σπύρος Παπαλουκάς, «To χωριό της Γέρας στη Μυτιλήνη» Σπύρος Παπαλουκάς, « Τοπίο Μυτιλήνης »
80
Σπύρος Παπαλουκάς Ξωκλήσι στην Αίγινα 1923
81
5.2.α1.«Ελ» «Υμνώ το φως γιατί το φως πηγάζει μέσα μου γιατί δεν έχω άλλη πατρίδα» («Γιατί το φως», απόσπασμα, Tόλης Νικηφόρου)
«Το ελληνικό φως έχει ακρίβεια, που σημαίνει πως είναι ένα. Το ελληνικό φως μεταλλάσσεται που σημαίνει πως είναι πολλαπλό. … Υπάρχει το φως το πρωινό, καθαρό, αλάνθαστο, τηλεσκοπικό, συμπιέζοντας τις αποστάσεις κι φέρνοντας κοντά μας κάθε λεπτομέρεια με αδρές σκιές, κάθε ατέλεια. (…) … Και το φως του μεσημεριού, φως χωρίς σκιά. Μόνο και κάθετο, καυτός τιμωρός θεός, φως εκδικητικό, κύματα ζέστης καταστρέφουν την ακμή του πρωινού ιδρύοντας την βασιλεία του χρώματος. (...) … Πέφτει το απογευματινό φως, το σχήμα του ουρανού, ο κόσμος όπως σχηματίσθηκε, (...) η μοναδική στιγμιαία ματιά σε κείνον τον άλλον κόσμο που δεν πρέπει να φαίνεται· o Άδης εδώ; Ο κόσμος που προβάλλεται στις αισθήσεις, από ένα τόσο ιδιόμορφο φως, αναπόφευκτα δημιουργεί τη δικιά του γλώσσα. Σκιά, χρώμα, γραμμή, σχήμα, όλα μια αιώνια μεταλλασσόμενη ύπαρξη -ύλη φωτός- (…)Το ελληνικό φως είναι ένα που σημαίνει πως έχει ακρίβεια, πως δεν μπορεί να ανεχθεί μια γραφή που είναι ανακριβής. Το ελληνικό φως είναι πολλαπλό, που σημαίνει πως μεταλλάσσεται, πως δεν μπορεί να καταδικάσει το νόημα στα πλαίσια ενός ορισμού, μιας μορφής. Σαν προσεχτικός χορευτής, ο νους τριγυρίζει την περιφέρεια και χαράζει το σχήμα των ορίων, συνέχεια, κλεφτά, κοιτώντας το Κέντρο, καθορίζει τον ορίζοντα του εσωτερικού-που-θα-είναι. Αυτό το ξεχείλισμα του γλωσσικού χορού είναι ένας σφαιρικός κόσμος όρασης. Οι έννοιες προβάλλοντας μέσα σ΄ αυτόν τον κόσμο, γίνονται ορισμοί εν κύκλω και πεθαίνουν. Παρ' όλα αυτά, ο χώρος κατανοεί τον θάνατο. Μέσα από τον θάνατο γίνεται ορατός, αληθινό βάθος. H σφαιρική αντίληψη του χώρου είναι η διείσδυση του αισθητού πάνω στην εικόνα του εαυτού του ταριχευμένου ως Γλώσσα. Η Γλώσσα είναι χώρος εικόνων-φωτός, που έχει οριοθετηθεί κάτω από την επίβλεψη του ματιού· κάθε λέξη-νόημα έχει μια τιμή Φωτός!»72 Το ελληνικό φως λοιπόν, είναι ένα, όμως συνάμα πολλαπλό. Η πολυσχιδής έκφραση των προσώπων του, αναδύεται μέσω της 72Αθανάσιος
Σπανομαρίδης, «Θάλασσα», Τεύχος 3
82
πολυσημίας των λέξεων και των νοημάτων, καθώς και της ποικιλίας των μέσων και των σχημάτων της ποιητικής γλώσσας. Τα τοπία που φωτίζει κάθε είδους αχτίδα, ακτινοβολούν και ξεχωρίζουν στα μάτια των ποιητών που τα καταγράφουν. Έτσι, το φως δεν πηγάζει μόνο από τον ήλιο, αλλά και από το φεγγάρι και τα αστέρια του ουρανού, από τις λάμπες ενός σκοτεινού δρόμου, από τις ιστορικές εγγραφές ενός πολιτισμού, από την σπιρτάδα ενός παιδικού βλέμματος, την γοητεία ενός χαμόγελου, την θέρμη μιας ερωτευμένης ψυχής... «Τό φῶς γιά νά βλέπω καί ν’ ἀγαπῶ τό βρίσκω παντοῦ: Στό λίγο ψωμί, στοῦ βουνοῦ τή γυμνότητα, στό λουλούδι τῆς γλάστρας, στό νερό τῆς πηγῆς, στό γιομάτο εὐγένεια ἀεράκι πού ἔρχεται καί θωπεύει τήν κούραση τῶν χεριῶν μου, στό λίγο ἐχέμυθο φῶς τοῦ σπιτιοῦ μου τή νύχτα, στήν παρουσία τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου πού προχωρεῖ στό ἀντικρυνό πεζοδρόμιο, στό ἄξαφνο ἔγχρωμο βεγγαλικό τῆς φωνῆς ἑνός παιδιοῦ πού δέν φαίνεται.»73 Η έννοια του φωτός έχει συνήθως θετική χροιά. Συνδέεται με την ευφορία, την ευδοκίμηση, την καλλιέργεια, την τέχνη, τη ζωή, τη χαρά, την αγάπη. Όμως, όπως κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, έτσι και το φως διαθέτει μια σκοτεινή πλευρά, που έχει να κάνει με την ξηρασία, το έγκαυμα, την τύφλωση. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το παράδειγμα του μύθου του Ικάρου, γιο του Δαιδάλου, ο οποίος χάθηκε στην προσπάθεια να διαφύγει μαζί με τον πατέρα του από τον λαβύρινθο, οπού ζούσαν φυλακισμένοι από τον Μίνωα. Για την επίτευξη της απόδρασής τους, ο Δαίδαλος κατασκεύασε δυο ζευγάρια από κέρινα φτερά, με τα οποία θα πετούσαν πάνω από το πέλαγος για να ξεφύγουν. Και τα κατάφεραν, ο Ίκαρος όμως κατά τη διάρκεια του πετάγματος, παρά τις προειδοποιήσεις του πατέρα του, ξεγελάστηκε από τον πόθο του για τον ήλιο και πετώντας με κέρινα φτερά όλο και πιο κοντά σε αυτόν, εκείνα πύρωσαν και έλιωσαν, ρίχνοντάς τον στο «Ικάριο» πέλαγος, οπού άφησε την τελευταία πνοή του.
73
Νικηφόρος Βρεττάκος, «Τα στοιχειώδη»
83
Peter Paul Rubens The Fall of Icarus 1636
«Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία. Αυτή (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας) επτέρωσε τον Ίκαρον· και αν έπεσεν ο πτερωθείς κ' επνίγη θαλασσωμένος· αφ' υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος. Αν γένης σφάγιον άτιμον ενός τυράννου, νόμιζε φρικτόν τον τάφον.»74
74
Ανδρέας Κάλβος «Εις Σάμον»
84
Αθανάσιος Σπανομαρίδης
85
5.2.γ1. «Λας» «Δεν ακούγεται τίποτα. Μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας.» («Ντίκ», απόσπασμα, Γ. Ρίτσος)
Η πέτρα «είναι ύλη, σκληρή, δύσκολη, άγονη, ίσως φτωχική και μάλλον περιφρονημένη – το μόνο που απομένει όταν όλα εξανεμίζονται, όταν φυσάει ο «ξαφνικός αγέρας». ( … ) Πολλές φορές οι πέτρες και τα βράχια, έννοιες συνυφασμένες με αυτές του ήλιου, της ελιάς, θα γίνουν τελικά σύμβολο συνεκδοχής ολάκερης της ελληνικής γης και της ρωμιοσύνης «αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα». (…) Έτσι ίσως όταν φαίνεται πως σχεδόν όλα χάνονται (…) αυτό που μένει είναι αυτές οι άβολες πέτρες, αυτή η μάλλον περιφρονημένη ύλη που παραδόθηκε τόσους αιώνες και διαμορφώνεται και διαμορφώνει τα πρόσωπα, τις υποστάσεις της ιδιαίτερης μα και κοινής μας φύσης. ».75 Η πέτρα συμβολίζει τη γη, την θνητή φύση του ανθρώπου. Είναι ύλη απτή, κατανοητή. Ύλη με χρώμα, σχήμα, μέγεθος, ουσία, υφές, θερμοκρασία. Ύλη αδιαπέραστη. Ύλη που συνθλίβει και συνθλίβεται. Ύλη ανθεκτική, που υπομένει τη διάβρωση και τη φθορά, προς τιμήν μιας σπουδαίας αφήγησης. Ύλη διαχειρίσιμη, δημιουργική, χαράσσεται και χαράσσει, χτίζεται και χτίζει. Ύλη στιβαρή, ακίνητη, παραμένει πάντα εκεί ως παράδοση, ως καμβάς της ιστορικής μας εξέλιξης. Για το ελληνικό τοπίο η πέτρα είναι πολύ σημαντική· χαρακτηρίζει την ακραία κατάσταση, τη σύνδεση μα και το χωρισμό με το απέραντο πέλαγος που την περιγράφει. Υπενθυμίζει την καταγωγή των μαρμάρων και συνδέεται με την πολύχρονη ιστορική γλυπτική τέχνη αλλά και την αρχιτεκτονική. Κάθε πέτρα είναι μια στιβαρή συμπαγής μάζα που αποτελεί προϊόν της ένωσης ενός ή περισσοτέρων ορυκτολογικών συστατικών. Στο βάθος των χρόνων, οι αλλεπάλληλες διαδικασίες δημιουργίας και καταστροφής των πετρωμάτων, ωθούν σε μια αέναη, δυναμικά μεταβαλλόμενη κατάσταση μετάπτωσης και μετασχηματισμού τους, σε πλήθος διαφορετικών μορφών. Έτσι, σιγά - σιγά, «η αρχέγονη πέτρα, ο ομηρικός "λάας", παίρνει τις διαστάσεις της ζωής.». Και οι πέτρες γίνονται 75 http://anaghrapho.blogspot.com/2011/08/blog-post_31.html
86
μαρμάρινα αγάλματα, μεγαλοπρεπείς δωρικοί κίονες που στηρίζουν την όψη του Παρθενώνα, γίνονται βοτσαλάκια αλμυρά της θάλασσας και χαλίκι ψιλό της ασφάλτου. Γίνονται ,ακόμη, κρύσταλλα ακριβά, από τα δάκρυα της βροχής, σμαράγδια κρυμμένα στα δάση κάτω από την πανσέληνο, μαργαριτάρια στα πιο δυσεύρετα σημεία του βυθού. Κι έπειτα πέτρες γίνονται κι οι πονεμένες καρδιές, τα αιχμηρά χέρια που επιτίθονται ριγμένα σε άνισο πόλεμο. « "Εν αρχή ην η πέτρα που"... Συνοδοιπόροι γίνανε μάχιμοι/ (που) στις φλέβες της το σφυγμό μάθαινε/ της ζωής... /... (και) με τις πέτρες της Παλαιστίνης/ με τ' αγκωνάρια της Αντίστασης/ με τα θρύψαλα των λευκών μαρμάρων/ με τα ριζώματα της Κεφαλονιάς/ με τα συντρίμμια του σεισμού,/ με τα βότσαλα του γιαλού/ με τα χαλίκια των ποταμιών, με τα πετράδια του κήπου (θα στολίσουμε τον Επιτάφιο)...", "Πέτρα μύριες φωνές απ' της Ιστορίας; τα βάθη... Πέτρα σπηλιά ολόζεστη για το βρεγμένο βοσκό... Πέτρα του αιμάτου και του θανάτου, της γέννας και της χαράς". "Και στου Αιγαίου τα πετρονήσια τα σύρματα γίνανε χορδές/ και τ' αγκάθια στεφάνια του Μαγιού..." . "... Στα ξόβεργα του γκρεμού/ όρθιοι/ βλέπω ξανά/ εσένα λαέ, της πέτρας βαφτισιμιέ/ να ορίζεις/ το διάβα του χρόνου".»76 Οι ποιότητες της πέτρας, σε κάθε της μορφή, συνδέονται με την κατασκευή, την τέχνη, τον πολιτισμό, την εξέλιξη. Όμως η μορφή και η υλικότητά της την κατέστησαν ως το κατεξοχήν αντικείμενο του πολέμου, επιφέροντας την φθορά, την ερείπωση, τον πόνο αλλά και το θάνατο. Σήμερα, η αναφορά στον όρο πέτρα, ξεφεύγει από την οικειότητα και την απτόητα της έννοιας της ύλης, αγγίζοντας τη σημασία της αποξένωσης και της διαφοροποίησης από την ανθρώπινη κατάσταση. Η πέτρα μπορεί να συμβολίζει τη θνητότητα και τη γείωση, αλλά εξακολουθεί να παραμένει άψυχη και παγερή. Έτσι, μετατρέπεται σε σύμβολο του θανάτου, όχι μόνο γιατί μπορεί να τον προκαλέσει, αλλά και γιατί η ψυχρή και απαθής υπόσταση της αποτελεί τον πιο σκληρό θάνατο· αυτόν της ψυχής και του συναισθήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου θανάτου είναι η ιστορία της βασίλισσας Νιόβης, μια ιστορία αλαζονείας θνητού ανθρώπου που προσπάθησε να συγκριθεί με τους θεούς. Η Νιόβη, θυγατέρα του βασιλιά της 76 Γ. Κ. Μωραΐτης, σχολιασμός για τη συλλογή «"Ωδή Στην Πέτρα", Πέτρος Πετράτος, Ποιήματα, Αθήνα 1995»
87
Λυδίας, Ταντάλου και της Διώνης, παντρεύτηκε τον Θηβαίο Αμφίονα, γιο του Δία και της Αντιόπης και γέννησε πλήθος τέκνων σύμφωνα με διάφορους μύθους. Υπερηφανευόμενη για την ευγονία της και για την ομορφιά των παιδιών της, τόλμησε να συγκριθεί με τη Λητώ, η οποία κίνησε εναντίον της τα δίδυμα τέκνα της, Άρτεμη και Απόλλωνα, ζητώντας τους να σκοτώσουν τα παιδιά της για να πάρουν εκδίκηση. Η Νιόβη μετά το μαρτύριο της όψης των άταφων, για δέκα ημέρες, παιδιών της, επέστεψε στη Σίπυλο, κοντά στον πατέρα της, όπου καθημερινά προσευχόταν στους θεούς να συμμεριστούν τον πόνο της. Εκείνοι τη μεταμόρφωσαν σε πέτρα για να τη λυτρώσουν από το θρήνο. Η πέτρα αυτή είχε δυο βαθουλώματα σαν μάτια, από τα οποία συνεχίζουν να τρέχουν δάκρυα νύχτα και μέρα.
88
«Πάει το στερνό παιδί της και πάει το καρδιοχτύπι μαζί και το στερνό της· τίποτε δεν τη δένει με τη ζωή του ανθρώπου… την πέτρωσεν η λύπη και πέτρα πάντα μένει. — Ω Πέτρα εσύ της λύπης, που δε γνωρίζεις ταίρι, γιατί δουλειά δεν είσαι περαστικού τεχνίτη, και σ’ έπλασεν ο πόνος, όχι μ’ ανθρώπου χέρι, μπροστά σου ο νους μου φρίττει. Ό,τι για σε έχει γράψει δεν το ξεγράφ’ η Μοίρα, καμιά δύναμη πλέον, καμιά δε σε ξυπνάει, ακόμη κι αν ακούσεις τ’ αντρός σου η θεία λύρα να σου χτυπά στο πλάι. Τ’ αντρός σου η θεία λύρα έκαμε να ξυπνήσει τη θεία ψυχή που μέσα βαστούν και τα λιθάρια που κρύβεται ή αστράφτει σ’ ολόκληρη τη φύση απ’ τ’ άστρα ώς τα χορτάρια. Αλλά η δική σου η νέκρα τέτοια προβάλλει εμπρός μου, που λέω: Δε σ’ ανασταίνει κανείς· μια ρημαγμένη μητέρα, σαν εσένα, μες στην ψυχή του κόσμου μόνη άψυχη απομένει.»77
77
Κωστής Παλαμάς, «Νιόβη», απόσπασμα
89
«The dying Niobid and the wrath of the gods»
90
Αθανάσιος Σπανομαρίδης, «Κυκλάδες»
91
5.2.β1. Νερό
Όποια θάλασσα κι αν πάρεις στα παράφορα νερά μου μέσα θα πνιγείς. (Χάρης Βλαβιανός)
«…Κλείνω τὰ μάτια γυρεύοντας τὸ μυστικὸ συναπάντημα τῶν νερῶν κάτω ἀπ᾿ τὸν πάγο τὸ χαμογέλιο τῆς θάλασσας, τὰ κλειστὰ πηγάδια ψηλαφώντας μὲ τὶς δικές μου φλέβες, τὶς φλέβες ἐκεῖνες ποὺ μοῦ ξεφεύγουν, ἐκεῖ ποὺ τελειώνουν τὰ νερολούλουδα κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ βηματίζει τυφλὸς πάνω στὸ χιόνι τῆς σιωπῆς. Κράτησα τὴ ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας τὸ νερὸ ποὺ σ᾿ ἀγγίζει στάλες βαρειὲς πάνω στὰ πράσινα φύλλα, στὸ πρόσωπό σου μέσα στὸν ἄδειο κῆπο, στάλες στὴν ἀκίνητη δεξαμενὴ βρίσκοντας ἕναν κύκνο νεκρὸ μέσα στὰ κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανὰ καὶ τὰ μάτια σου προσηλωμένα. Ὁ δρόμος αὐτὸς δὲν τελειώνει, δὲν ἔχει ἀλλαγή, ὅσο γυρεύεις νὰ θυμηθεῖς τὰ παιδικά σου χρόνια, ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν, ἐκείνους ποὺ χάθηκαν μέσα στὸν ὕπνο τοὺς πελαγίσιους τάφους, ὅσο ζητᾶς τὰ σώματα ποὺ ἀγάπησες νὰ σκύψουν κάτω ἀπὸ τὰ σκληρὰ κλωνάρια τῶν πλατάνων ἐκεῖ ποὺ στάθηκε μία ἀχτίδα τοῦ ἥλιου γυμνωμένη (…) , ὁ δρόμος δὲν ἔχει ἀλλαγή· κράτησα τὴ ζωή μου. Τὸ χιόνι καὶ τὸ νερὸ παγωμένο στὰ πατήματα τῶν ἀλόγων.»78
78
Γιώργος Σεφέρης, «Ἐπιφάνια, 1937» (απόσπασμα)
92
Το νερό είναι η αρχή του παντός, η ψυχή της γης, η κύρια οντολογική μεταμόρφωση ανάμεσα στη φωτιά και τη γη. Στοιχείο παρορμητικό, απρόβλεπτο, ασταθές, ασταμάτητο. Στοιχείο με ποιότητά ρευστή, υδαρή, διάφανη. Το νερό της Ελλάδας συνδέεται με τη θάλασσα. Τη διαχωρίζει, την περιβάλλει, την χαρακτηρίζει. Συμβολίζει τη φυγή και το όνειρο, το μύθο και την προσδοκία, το νόστο της επιστροφής. Συμβολίζει την βαθιά ιστορία και τον πολύπαθο πολιτισμό που προσπερνά κάθε φουρτούνα που θα βρεθεί στο διάβα του. Συμβολίζει τη μοίρα των ανθρώπων της. Είναι το στοιχείο της αλλαγής, της χαρακτηριστικής μεταμορφώσεως της ύλης σε έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο υγρασίας, εξάτμισης, πύκνωσης και πάλι υγρασίας. Συνδέεται με το κλίμα και με κάθε είδους καλλιέργεια που αυτό ευνοεί. Η αέναη κίνησή του παρασύρει αλλά και παρασύρεται, υπερνικώντας τη στερεότητα και προκαλώντας την διάβρωση και τη φθορά στο τοπίο. Στοιχείο της διάβασης και της μετάβασης, το νερό λαμβάνει πλήθος μορφών. Νερό γλυκό της λίμνης, νερό αρμυρό της θαλάσσης, καυτό της απαρνήσεως, ψυχρό της αθανασίας, νερό πικρό από τα δάκρια των θλίψεων, νερό υπεροπτικό της ναρκισσιστικής αντανακλάσεως, νερό ιπτάμενο του σύννεφου, πικρό της βροχής, δροσερό με κάθε «ρω» του έρωτα, νερό ματωμένο. Στοιχείο που σε κάθε του μορφή ή κατάσταση, κίνηση ή στάση, σφιχταγκαλιάζει διαλύοντας κάθε ουσία που θα βρεθεί μέσα του. Μεταφέρει, αναπτύσσει, θρέφει τη ζωή παντού. «Διάφανο νέκταρ τῆς ὀρχιδέας μπροστὰ ἐν ἀφθονίᾳ σὲ στιγμὲς ἀπόλαυσης, πορφυρὲς τοιχογραφίες ἀποκολλημένες ἀπὸ τὸ θόλο τῆς μητρόπολης τοῦ κορμιοῦ, κεχριμπαρένιο διήθημα ὑγρὸ θησαυροφυλάκειο τῶν ἀποβλήτων, υφάλμυρος ἱδρώτας πρωϊνὴ δροσιὰ ἐξαίσιου σώματος, δάκρυ παρατημένο στὴ βαρύτητα πυκνὴ σταγόνα τῆς αἰώνιας γυναικείας θλίψης, σάλιο γιὰ νὰ λειαίνονται καὶ νὰ μαλακώνουν οἱ λέξεις ποὺ προ(σ)φέρει, γάλα, λευκὸ ποτάμι τῆς πρώτης ἀγαλλίασης κάθε ἀνθρώπου. Οἱ μεταμορφώσεις τοῦ ταπεινοῦ νεροῦ στὰ ρυάκια λατρεμένου σώματος.»79
79
Γιάννης Στρατούλιας, «Οἱ μεταμορφώσεις τοῦ νεροῦ»
93
Μέσα από την αφθονία των μορφών του εμπνέει την ονειροπόληση και ωθεί στη δημιουργία του οράματος της βύθισης, που συνδέεται με το πεπρωμένο. Βέβαια η ουσία της ύπαρξης του υδάτινου στοιχείου είναι διττή· υποδηλώνει την κάθαρση αλλά και την αναδημιουργία, ξεδιψάει αλλά και διαβρώνει, νεκρανασταίνει αλλά και θανατώνει. «Ο πόνος του νερού είναι απέραντος»80 … Απέραντο και το νερό της Ελλάδας. Κι οι ιστορίες που το ακολουθούν αμέτρητες. Οι ποιητές εμπνέονται από κάθε υπόσταση του στοιχείου, από τα τρεχούμενα νερά της μετάλλαξης, από τα στάσιμα νερά της ύπνωσης, τα βαριά νερά της απόγνωσης, από τα νεκρά νερά του θανάτου. Πολλές είναι μάλιστα οι φορές που φαντασιώνονται τον ίδιο τους το θάνατο μέσα σε αυτά. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων. Παγιδευμένος σε μια ζωή που δεν του «πήγαινε», αβάσταχτα πληγωμένος από τον έρωτα, προσχεδίασε το θάνατό του στο νερό, δημιουργώντας μια σκηνή θανάτου τόσο ποιητική όσο και η ψυχοσύνθεσή του.
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου
80
Gaston Bachelard, «water and dreams»
94
«Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι και έκανε. Κατέβηκε στον Σκαραμαγκά με ένα νοικιασμένο κάρο, έλυσε το άλογο και έφιππος μπήκε στη θάλασσα, όπου αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν ντυμένος στα λευκά. Το ρολόι, που βρέθηκε στην τσέπη του είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. (…) Μία εβδομάδα ακριβώς πριν από την αυτοκτονία του, ο Γιαννόπουλος είχε στείλει επιστολή στον ίλαρχο Κρίτσα, με την οποία τον ενημέρωνε για την τελευταία του πράξη. Τον προειδοποίησε ότι θα μεταβεί στον Σκαραμαγκά να αυτοκτονήσει, καθώς «αηδίασε από τη ζωή». Τον παρακάλεσε μάλιστα αν το πτώμα του ξεβραστεί από τη θάλασσα να τον ρίξει πάλι. Δεν ήθελε να τον θάψουν αλλά το πτώμα του να γίνει τροφή για τα ψάρια. Δέκα ημέρες μετά την αυτοκτονία του, η σορός του Γιαννόπουλου βγήκε στη στεριά. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Πατρίς» έγραφε ότι το πτώμα, ήταν περιποιημένο, στολισμένο με ένα στεφάνι από λουλούδια και μυρωδιά από μύρα.
95
Κωνσταντίνος Μαλέας, «Σκαραμαγκάς» 1917-1920 Σοφία Λασκαρίδου, «Περικλής Γιαννόπουλος»
96
97
5.2.α2. Τοπία του ηλίου και του φεγγαριού Το φως χωρίζει και ενώνει. Το παιχνίδισμα της περιοδικής απουσίας και παρουσίας του, δίνει στα πράγματα τη μορφή, το σχήμα, το χρώμα, το νόημα. Άυλο και άπιαστο, χαρίζει στην όραση την τέρψη, την ολοκλήρωση της αίσθησης του πραγματικού. Όμως η αληθινή όψη δεν του χαρίζεται πάντα. Κι έτσι το μυστήριο του κόσμου του αθέατου, ίσως και να βρίσκεται λίγο μετά τη δύση του εκάστοτε ηλίου ή φεγγαριού. Γιατί «ένα ηλιοβασίλεμα επιδρά καταλυτικά σε ό,τι αγγίζουν οι μαβιές ακτίνες μα και στα θλιμμένα λουλούδια, στη σιωπή των τζιτζικιών το καλοκαίρι, στη μελαγχολία των ερωτευμένων.»
98
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Φως κτιστό», Κώστας Στεργιόπουλος, Τα τοπία του Ήλιου (1971) Πίνακες Αντώνιος Πολυκανδριώτης, «Αιγαιοπελαγίτικο Τοπίο», 1950 Θανάσης Μακρής Σπύρος Παπαλουκάς «Ξωκλήσι στην Αίγινα» 1923. J.M.W. Turner, "Storm Cloud over a River"
99
100
Φως κτιστό
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Θα βγει να σε μαλώσει», Κική Δημουλά, 2013 Πίνακες Έργα από την έκθεση « 9 lumen», του Γιάννη Αδαμάκου
101
102
Θα βγει να σε μαλώσει
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Η σονάτα του σεληνόφωτος» , Γιάννης Ρίτσος, 1956 Πίνακες Van Gogh, «starry night» λεπτομέρειες Van Gogh, «starry night over the Rhone»
103
104
Η σονάτα του σελληνόφωτος
105
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Περιφρόνηση», Νικηφόρος Βρεττάκος, 1933 Πίνακες Θανάσης Μακρής, «Αναζητώντας ένα άλλο φώς» Eugene Boudin, «Ουρανός στο ηλιοβασίλεμα», 1890 Lena Owens Trees, «Yellow Sky and Sun» Van Gogh, «the sower», λεπτομέρεια William Turner,«The Angel Standing in the Sun», 1846
106
107
Περιφρόνηση
108
109
5.2.γ2.Τα τοπία της περιφραστικής πέτρας Ποια είναι όμως η ηλικία της πέτρας; Πως μετριέται η ιστορικότητα της καταγωγής της; Τι δηλώνει ο χρόνος που απαιτείται για την επεξεργασία και τη μορφοποίηση της; Αλλάζει την ουσία της το σμίλευμα; Κι έπειτα, η λείανση επουλώνει της πληγές των τραυμάτων που προκάλεσε; «Τον βίαιο, σπάνιο σκληρό βράχο δεν τον κατεργάζεται η φωτιά. Αυτός που επεξεργάζεται τον βράχο τον αγαπά…»81 Η ποίηση ίσως είναι μια αχτίδα φωτός στα σκοτάδια της καρδιάς, εκεί όπου ο συμπαγής πόνος έγινε βράχος. Είναι ένας τρόπος τελικά να ψηλαφήσουμε έστω και ελάχιστα το ακατέργαστο κρυμμένο πετράδι του πυρήνα της ύπαρξης – το ανείπωτο.
81
Gaston Bachelard
110
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Άνθη της πέτρας», Γιώργος Σεφέρης, 1962 Πίνακες Αριστείδης Βαρριάς, «Άνθη της Πέτρας», γλυπτό Θανάσης Μακρής, «Άγιος-Ιωάννης-Ποταμια-Ναξος» Κωνσταντίνος Μαλέας, «Αιγύπτιες στο ύπαιθρο» Κωνσταντίνος Μαλέας, «Ακρόπλη», 1918-1920 Παναγιώτης Τέτσης, «Απόγευμα στην Ύδρα ΙΙ», 1985 Richard Claremont, «seascape»
111
112
Άνθη της πέτρας
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Το μονόγραμμα», απόσπασμα, Οδυσσέας Ελύτης, 1971 Πίνακες Αθανάσιος Σπανομαρίδης Παναγιώτης Τέτσης, «Ύδρα», 2011-2014, Παναγιώτης Τέτσης, «Ύδρα», λεπτομέρια Josef Kote, «Summer Breeze» «Αbstract-painting-pollution»
113
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…
Μονόγραμμα 114
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ…», Κώστας Καρυωτάκης, 1923 «Του Καρυωτάκη», Μαρία Πολυδούρη, 1925 Πίνακες Caspar David Friedrich, «Wanderer Above The Sea of Fog» Θανάσης Στεφόπουλος, «θάλασσα»
115
116
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ - Του Καρυωτάκη
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Η Μαρίνα των βράχων», Οδυσσέας Ελύτης, 1940 Πίνακες Παναγιώτης Τέτσης, Βράχια της Ύδρας II, 2011-2014, Παναγιώτης Τέτσης, ¨Ύδρα 1989 Joan Eardley, wave landscape
117
Η Μαρίνα των 118 βράχων
119
5.2.β2.Τα τοπία της υδάτινης μεταμορφώσεως. «Η αφιερωμένη στο νερό ύπαρξη είναι μια ύπαρξη σε παραζάλη. Πεθαίνει κάθε λεπτό, αδιάκοπα, κάποιο κομμάτι της ουσίας της καταρρέει. (…) Το νερό εξακολουθεί να κυλάει, το νερό συνεχίζει να πέφτει, καταλήγει πάντα σ' έναν οριζόντιο θάνατο»82. Από το θάνατο όμως ανασταίνεται και μεταλλάσσεται. Εξελίσσεται σε μια αέναη περιστροφή των μορφών, των υφών, των γεύσεων, των ποιοτήτων του.
82Gaston
Bachelard, «water and dreams»
120
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Είσαι νερό», Ορέστης Αλεξάκης, 1985 Πίνακες Παναγιώτης Σιάγκρης, «Βουτιά» Robert Thegerstrom, «σύννεφα της καταιγίδας» Erin Ward, «coast light» Erin Ward, «coast lines II»
121
Είσαι νερό 122
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Να σ’ αγναντεύω θάλασσα», Κώστας Βάρναλης, 1922 Πίνακες Πάρις Πρέκας, «Η θέα από τον Πύργο», Υδατογραφία Γιώργος Μαυροειδής, « Ύδρα» Παναγιώτης Τέτσης, θάλασσα
123
Να σ’ αγναντεύω θάλασσα 124
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Τα πάθη της βροχής», Κική Δημουλά, 1971 Πίνακες Michael Mazur, «night rain» Michael Mazur, «street rain» Michael Mazur, abstract
125
126
Τα πάθη της βροχής
127
Λεξιλόγιο σύνθεσης «Θάλασσα», Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1962 Πίνακες Θανάσης Στεφόπουλος, «Τοπίο με ουρανό» Caspar David Friedrich, «Monk by the Sea» Παναγιώτης Τέτσης, «Ύδρα, Θάλασσα. 1998
128
129
130
131
Επίμετρο Η αποκάλυψη της «άλλης» οράσεως Η πορεία προς την αποκρυπτογράφηση της υποστάσεως του ελληνικού τόπου, είναι μια μακροσκελής, επαναλαμβανομένη και περιπετειώδης διαδικασία. Επιχειρώντας μια βουτιά στον άδυτο κόσμο της ποίησης, σηματοδοτείται η έναρξη μιας προσπάθειας επαναπροσδιορισμού και αναγνώρισης της «άλλης» αλήθειας των πραγμάτων. Η κατανόηση και ο ενστερνισμός των αρχών και των αξιών της ποιητικής τέχνης, απελευθερώνει, εμπνέει και λυτρώνει την πεζή, επιφανειακή όραση, προσφέροντάς της το πολυπόθητο βάθος του μεταφυσικού «εν» της ενοράσεως. Κάθε στίχος ξεπλένει τα μάτιa, φροντίζοντας να τα προετοιμάσει κατάλληλα, για να δεχτούν την ιδιαίτερη αυτή αίσθηση της πλήρωσης και της ένωσης με τον αφηγούμενο τόπο. Μέσα στο ποίημα κατοικούν οι αναμνήσεις και τα αποτυπώματα των βιωμένων τοπίων, σε οποιαδήποτε μορφή κι αν αυτά παρουσιάζονται κάθε φορά. Διαβάζοντας τις λεκτικές ακολουθίες μεταφερόμαστε σε κόσμους άγνωστους, μα ταυτόχρονα τόσο οικείους που καταφέρνουν και μας συγκινούν βαθύτατα. Κι είναι αυτή η μετάβαση, που μας χαρίζει απλόχερα την πρόσβαση στο ποιητικό άρρητο της σιωπής, τη γνώσης, της υπέρβασης. Η ροή των γραμμάτων και η ρυθμική επανάληψη των λέξεων, συνδέονται άμεσα με την δημιουργία εικόνων, τόπων φανταστικών, αλλά και ήδη υπαρκτών. Η ερμηνεία του πολύτροπου των ποιητικών εικόνων, καθώς και γενικότερα των τεχνικών της ποίησης, αποκαλύπτει τις αθέατες ποιότητες των τοπίων, που αναφέρονται σε μια ιδιόμορφη παράσταση της πραγματικότητας. Στόχος αυτής της παράστασης είναι πάντα «η ανάδειξη της πολυπλοκότητας του τόπου ο οποίος συγκεντρώνει το ιστορικό, όπως και το μεταφυσικό στοιχείο, όσον αφορά στην πνευματική του διάσταση και καταγωγή, αποκαλύπτοντας την πραγματική τοπογραφία. Χαρακτηριστικό όλων των εννοιών του «νέου τοπίου» καθώς και των στοιχείων που το συνθέτουν ως ένα σύνολο, είναι οι αισθήσεις, η μνήμη και η αντίληψη.»83. Ύστερα από μια τέτοια βουτιά έρχεται η συνειδητοποίηση, πως η μνήμη είναι ίσως η μοναδική που καταφέρνει να διασφαλίζει το νόημα των αφηγημάτων και να επιβεβαιώσει την αυθεντικότητα της 83
Αθανάσιος Σπανομαρίδης
132
ταυτότητάς τους. Κάθε φορά λοιπόν που παρατηρούμε τον τόπο μας, βιώνουμε εκ νέου «το διατηρούμενο αέναο παρόν». «Οι τόποι της μνήμης συνεχίζουν να υφίστανται ακόμη και όταν η άμεση σύνδεση με το παρελθόν φαίνεται να έχει χαθεί, καθιστώντας δυνατή την ανάκτηση αναμνήσεων» 84 . Η βαθιά ουσία και η αφηγηματικά πλούσια ιστορία του τόπου μας λοιπόν, αναβιώνουν - αναγεννιούνται -ανασυγκροτούνται - ανασχηματίζονται μέσω της ποιητικής γλώσσας, αλλά και γενικότερα της ευαισθησίας της ποιητικής ματιάς στο τοπίο. Έχει όμως και το τοπίο τη δική του ξεχωριστή γραφή να επικοινωνεί με τις αναμνήσεις. Το λεξιλόγιο αυτής της ιδιόμορφης γλώσσας είναι χαραγμένο στα ίχνη της πληγής και της διάβρωσης του ελληνικού τόπου. Οφείλουμε λοιπόν να κοιτάζουμε με μάτια καθαρά και ορθάνοιχτα τον ελληνικό τόπο. Να αγκαλιάσουμε με το βλέμμα μας την ορατή αλλά και τη λανθάνουσα ποιητική των στοιχείων του. Να αναζητούμε μέσω της παρατήρησης την κατανόηση της βαθιάς ουσίας του. Μόνο με την προσεκτική ανάγνωση των ποιοτήτων του θα μας αποκαλυφθεί η πολυσυζητημένη δεύτερη αλήθεια του τοπίου. Κι όταν καταφέρουμε να την ερμηνεύσουμε θα είμαστε ικανοί να βρούμε την καταλληλότερη γραφή της γραμμής που θα χειρίζεται με σεβασμό τις ιστορικές εγγραφές και θα αποτυπώνει με καθαρότητα, σαφήνεια και αρμονία την πολυσύνθετη ταυτότητα της ελληνικής ποιητικής στο χώρο. «Τώρα, στρέψατε τὰ νῶτα πρὸς τὸν δύοντα ἥλιον καὶ παρατηρήσατε τὴν κατάφωτον Ἀκρόπολιν. Παρατηρήσατε τὸν ἀναβαίνοντα λόφον μὲ τὰ πεῦκα του, τὰς ἐλαίας, τοὺς ἀθανάτους, τὰς παραμικροτέρας γραμμάς. Παρατηρήσατε τὴν φεύγουσαν καμπυλωτὴν πλευρὰ τῶν ροδοπετάλων βράχων ἀπὸ τὴν θύραν της πρὸς τὸ θέατρον τοῦ Ἡρώδου καὶ πέραν· τὰ πάντα φέγγουν σὰν γράμματα Βαλτάσαρ. Παρατηρήσατε τὰ Προπύλαια, τὸν φαινόμενον Παρθενῶνα -ἕνα καλλιτεχνικὸν ἔργον, ἄνθος φυσικὸν θαυμάσιον, ἐναρμονιζόμενον καὶ ἐκφράζον αὐτὴν -τὰ πάντα φέγγουν, λάμπουν. Καὶ δὲν φαίνονται ὅσον ἐφαίνοντο, διότι ὁ καιρὸς ἐρροκάνισεν, ἡ βροχὴ ἐξέπλυνε τὰ χρώματα, τὸ πλήγωμα ἐχόνδρυνεν, ἐνίσχυσε τὰς γραμμάς. (…) Ὅλαι αἱ 84 Sharon Mac Donald (Επιστημονική Επιμέλεια), Δήμητρα Παπαβασιλείου (Μετάφραση), Συλλογική Έκδοση, "Μουσείο και Μουσειακές σπουδές, ένας πλήρης οδηγός", Εκδοτικός οίκος Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 2012, σελ. 167
133
ἀρχιτεκτονικαὶ καὶ γλυπτικαὶ λεπτομέρειαι, αἱ περίοδοι, αἱ φράσεις, αἱ λέξεις, αἱ τελεῖαι, τὰ κόμματα, οἱ τόνοι, τὰ πνεύματα, τὰ πάντα διαβάζονται ἀνέτως, ὅπως τὰ γράμματα κρατούμενης ἐφημερίδος εἰς τὰ χέρια σας. Εἶναι ἡ ἐντελὴς Ἑλληνικὴ τῶν πάντων εἰς τὰ πάντα: Σαφήνεια. Ἡ δύναμις λοιπὸν τοῦ Φωτός, ὁ διαπερασμὸς αὐτοῦ, ἡ διαφάνεια τοῦ ἀέρος, ἡ διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς εἶναι καταπληκτική. Εἰς οἱονδήποτε ὕψωμα καὶ ἂν ἀναβῆτε, βλέπετε ἕνα κόσμον ὁλόκληρον. Ἔχετε διὰ τῆς ὁράσεως τὴν αἴσθησιν παντὸς ὅ,τι σᾶς περιβάλλει. Ὅλα ἀπὸ τῶν μεγάλων μέχρι τῶν μικροσκοπικῶν: Φαίνονται. (…) Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τέχναι ὅλαι. (…) Λοιπὸν ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα. Ἄρα ὅλαι αἱ γραμμαί, ἄρα καὶ αἱ λεπτόταται. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς παντοῦ καὶ πανταχόθεν ἡδονικῆς γραμμῆς. Φαίνεται: ἄρα δυνατὸν νὰ λεπτυνθῇ ἐπ᾿ ἄπειρον. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς λεπτότητος. Φαίνεται ἄρα θὰ κτυπᾷ ἄσχημα κάθε ὑπερβολικὴ ἐξόγκωσις, κάθε φόρτωμα. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλλείψεως τοῦ πλήθους, τοῦ ὄγκου, τοῦ βάρους. Φαίνεται ζωηρότατα τὸ κάθε τι. Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν διὰ τῶν ἐλαφροτάτων κυμάνσεων τῆς γραμμῆς, ἡ περιγραφὴ καὶ ἔκφρασις ψυχικῶν καταστάσεων καὶ παθῶν. Φαίνεται: ἰδοὺ τὸ δυνατόν της ἐντελοῦς εὐγενείας δι᾿ ἐλαχίστων αἰθερίων γραμμῶν.»85
85
Περικλής Γιαννόπουλος, « Ἑλληνικὴ Γραμμή », περ. «Ἀνατολή», ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-51903, σελ. 416-422
134
Πάρις Πρέκας, «Η θέα από τον Πύργο», Υδατογραφία
135
*Υστερόγραφο «Αν θέλω να με γνωρίσεις, θα σε ταξιδέψω στα μέρη που φύτεψα τα θραύσματά μου. Ο μικρός Ναυτίλος μας βράχηκε, βρήκε το κύμα του και την καμπύλη κι ύστερα κολύμπησε στα νερά οραμάτων που δικαιωματικά του ανήκουν. Θα ήταν άδικη μια περαιτέρω παραμονή στη βιβλιοθήκη, πέρασαν χρόνια από εκείνο το πρώτο ταξείδι. Ακολούθησέ με.»86
Κάθε μονοπάτι που χαράσσεται στο νου, θα αποτυπώνεται νοερά στον υδατόμορφο χάρτη της ποιητικής του δικού μας τόπου. Καθώς οι διαδρομές θα κυλούν, οι εντυπώσεις θα παίρνουν το σχήμα του πιο εσωτερικού αισθήματος και θα μεταλλάσσονται. Τα χρώματα των αναμνήσεων θα στάζουν σα δάκρυα από τα μάτια μας, και θα γίνονται η πιο πικρή απόδειξη πως οι αποχρώσεις του χρόνου δεν επιστρέφουν, ούτε αναδημιουργούνται. Και τότε θα σταματήσουμε για λίγο· θα καθίσουμε σκυφτοί σε εκείνη τη βαθουλωτή πέτρα και θα κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας που δεν τις κοιτάξαμε όπως τους άξιζε την πρώτη φορά. Και καθώς τα δάκρυα θα πέφτουν πάνω στο νερό, ο χάρτης μας θα αγκαλιάζει κάθε θύμηση λειψή, απορροφώντας κάθε της σκιά, κάθε μορφή, κάθε ποιότητα, κάθε ένταση. Κι έτσι, όλες του κόσμου οι αποχρώσεις θα γίνουν ένα με αυτό το πικρό διάφανο νερό που θα καίει το πρόσωπο και την ψύχη. Οι αφηγήσεις του τόπου μας όμως, θα μας επιστρέφονται. Θα κατεβαίνουν κάθε που ο ουρανός θα γεμίζει με μαύρα σύννεφα, που θα κρύβουν κάθε υπόνοια φωτός, βρέχοντας χιλιάδες μνήμες και σκοτάδι. Τότε μέσα στη λύτρωση της νεροποντής, το μονοπάτι θα φαντάζει πιο μακρύ από όσο εξ αρχής ονειρευτήκαμε. Ο χάρτης μας θα μεγαλώνει, κι εμείς θα συνεχίζουμε την πορεία μας μουσκεμένοι και πολύχρωμοι. Η γραφή της απομακρύνσεως θα σχηματίζει μικρές δίνες στη διαδρομή, τόσο μικρές που να χωρούν όλον τον πόνο και την αβεβαιότητα της επιλογής. Κάθε γράμμα της μια αναδυόμενη πρόθεση, κάθε λέξη της μια ήδη διηγημένη συγκίνηση. Ο παλμός της ρυθμικής επαναλήψεως του λόγου, θα μας παρασύρει σε ένα χορό που κανείς δεν φανταζόταν. Η μουσική του γύρω και του 86
Κατσούρου Έφη, «Γεωγραφία Προσώπου», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 2017, απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου
136
μέσα μας τοπίου, θα μας συνοδεύει μέχρι το τέλος του δρόμου, που θα έρθει γρηγορότερα από όσο υπολογίζαμε. Από όσο υπολόγιζα. Κι εσύ έτσι απλά θα χαθείς. Θα με αφήσεις με ένα τραγούδι κι ένα παράπονο κι ούτε που θα καταλάβω πως έγινε και σε έχασα. Και θα μείνω μόνη στο σταυροδρόμι με ένα μετέωρο γιατί να με ταλανίζει. «Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς. Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα (…)Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς. Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς» 87 . Μη φεύγεις. Είναι νωρίς. Δεν τελειώσαμε ακόμα το χάρτη μας, και το ποίημα θα μείνει ατελές χωρίς εσένα. Μπορεί οι σελίδες μου να τελείωσαν, μα υπάρχουν τόσα ακόμη μέρη που ονειρεύονται να γίνουν με κάθε τρόπο δικά μας και τόσες λέξεις που ποθούν να ζήσουν το όνειρο της αφηγήσεως αυτών των τόπων. Θυμήσου, «τα πιο ωραία μας ταξίδια δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη. Σε περιμένω... ΕΛΑ. Θα μετρήσω ως το δέκα ....»88
87
Οδυσσέας Ελύτης, «Μονόγραμμα» απόσπασμα
88
Χρήστος Μπουλώτης, «Αγάπη… θυμάσαι;»
137
138
Ευχαριστήριο
Όταν διαβάζω κάτι που έχει δύναμη, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να το γράψω. Αν περιγράφει ένα ταξίδι που ίσως να το έζησα, ή αν μιλά για θάλασσες που ρούφηξαν κι εμένα. Αν ψιθυρίζει παραμύθια που διηγήθηκα κι εγώ, ή διαδρομές που αντήχησαν και από τα βήματά μου. Κι ωστόσο η απάντηση ουδόλως μ’ ενδιαφέρει. Μου αρκεί που ό,τι διάβασα, το έγραψες εσύ, και που στην αφιέρωση, είδα και τ’ όνομά μου. Μου αρκεί πως μου τραγούδησες – σε συναυλία ιδιωτική, και πως τα δικαιώματα παρέμειναν διαχρονικά δικά μου. («Ευγνωμοσύνη», Άρτεμις Μιχαηλίδου )
139
Θερμό ευχαριστήριο στους πιο δικούς μου και αγαπημένους ανθρώπους, τους δασκάλους και τους καθηγητές μου για την πολύτιμη στήριξη και βοήθεια που μου προσφέρουν, μα πάνω απ’ όλα που απλόχερα μου χαρίζουν, την έμπνευση, τον έρωτα, το όνειρο, το χαμόγελο, τη ζωή !
140
Βιβλιογραφία Βιβλία
v
Αγάθη Γεωργιάδου, Αθήνα(2005),Μεταίχμιο
«Η
v
Αντώνης Καπετάνιος, «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη χώρα…», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009
v
Γιάννης Ρίτσος, «Τα ερωτικά», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981
v
Γ. Δ. Μπαμπινιώτης, λεξικό της νέας ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 1998
v
Γιώργος Σεφέρης, Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη- Στ’ Ανατύπωση, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1993
v
Γιώργος Σεφέρης, «Ποιήματα», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2014
v
Δημηρούλης Δημήτρης, Ανδρέας Κάλβος Ωδαί, «Η καλβική νήσος», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009
v
Δουκέλης Παναγιώτης, Το Ελληνικό Τοπίο, Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου, τόπος, βιβλιοπωλείων της εστίας
v
Έλλη Αλεξίου, Γιώργης Πικρού, «Κ. Γ. Καρυωτάκη ποιήματα», εκδόσεις Οικονόμου, Αθήνα 1981
v
Έλλη Αλεξίου, Γιώργης Πικρού, «Μαρία Πολυδούρη ποιήματα», εκδόσεις Οικονόμου, Αθήνα 198;
v
Καζαντζάκης Ν., «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Καζαντζάκη (Νίκη Σταύρου), Αθήνα 2015
v
Κατσούρου Έφη, «Γεωγραφία Προσώπου», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 2017
v
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ τεύχος », «Νεότερη Ποίηση», ΙΤΥΕ Διόφαντος, 2013
v
«Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ τεύχος », «Νεότερη Ποίηση», ΙΤΥΕ Διόφαντος, 2015 141
ποιητική
περιπέτεια»,
v
Κική Δημουλά, «Ορισμοί», τρίτη έκδοση Ίκαρος, Αθήνα 2000
v
Λεξικό λογοτεχνικών όρων , ΙΤΥΕ Διόφαντος, Αθήνα 2015
v
Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος- Έκτη Έκδοση, Ίκαρος, Αθήνα 2007
v
Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002
v
Πέτρος Πετράτος, «Ωδή στην πέτρα», εκδόσεις Σίσυφος, Αθήνα 2000
v
ΠΙΚΙΩΝΗΣ Δ. [1935], , Κείμενα, τόπος, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ, ΑΘΗΝΑ 2014,
v
“Το ελληνικό τοπίο. Σπουδή και θεώρηση του ελληνικού τοπίου”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2018
v
Gaston Bachelard, «water and dreams», The Pegasus Foundation, Dallas 1983
v
Gaston Bachelard, « Η ποιητική του χώρου », εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1982
v
Η. G. Lidell - R. Scott: Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα: 1907,
v
Schechner Richard, «Η θεωρία της επιτέλεσης», Eκδόσεις Τελέθριο
v
Sharon Mac Donald (Επιστημονική Επιμέλεια), Δήμητρα Παπαβασιλείου (Μετάφραση), Συλλογική Έκδοση, "Μουσείο και Μουσειακές σπουδές, ένας πλήρης οδηγός", Εκδοτικός οίκος Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 2012
v
Simmel, G., Ritter, J., Gombrich, E.H. [2004] Το τοπίο, Εκδ. Ποταμός, Αθήνα
142
Ηλεκτρονικά άρθρα v
Γιάννης Σ. Παπαδάτος, «Στη γλώσσα που μας θρέψανε η άλς έγινε θάλασσα», Για την ποιητική συλλογή του Παύλου Δ. Πέζαρου «Ο αχός κι ο βυθός» (εκδ. Κέδρος), Ιανουάριος 2017
v
Γ. Κ. Μωραΐτης, σχολιασμός για τη συλλογή «"Ωδή Στην Πέτρα", Πέτρος Πετράτος, Ποιήματα, Αθήνα 1995»
v
Δήμητρας Μήττα, «Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας- Νιόβη»
v
Ελένη Ζάχαρη, «Το ελληνικό τοπίο και ο ρόλος του στην ποίηση»
v
Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, «Η ποιητική μυθολογία του Σεφέρη», 2014
v
Εύα Γαλατσάνου, «Η Αθήνα στα μάτια των Ποιητών και Πεζογράφων»
v
Ευροσύνη Τσάκου, «Οι ποιητές ”μιλούν” στις 21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης»
v
Έφη Αθανασοδημητροπούλου, «Εφτά Έλληνες ποιητές έγραψαν για τους δικούς τους έρωτες» 14-02-2020
v
Λευτέρης Ασπρόπουλος, «Η ποιητική διάσταση της ζωής»
v
Μαρία Πολίτου, «Βαθιά συμβολική και αλληγορική ποίηση», 2018
v
Ντίνος Σιώτης, «Νέες τάσεις και τεχνικές στην ποίηση»
v
Πάρης Σπίνου, «Για κάποιαν απόχρωση του μωβ...», 2011
v
Τίνα Χριστίδη, «Τα τοπία ως Χάρτης νερού», «Για μια ποιητική του τοπίου», 2019
v
Φρέντυ Γερμανός, «Ο αδιέξοδος έρωτας και η αυτοκτονία του Περικλή Γιαννόπουλου», 1961
143
Περιοδικά- Άρθρα v Αθανάσιος Σπανομαρίδης, «Θάλασσα», Τεύχος 3 v Άννα Κατσιγιάννη, « Διακειμενικές μεταμορφώσεις του αρχαίου
μύθου, ο Ίκαρος στη νεοελληνική ποίηση », Περιοδικό «Νέα Εστία», έτος 73ο, Τεύχος 1713, Ιούνιος 1999
v ∆ηµήτρης Φατούρος, «Το τοπίο: Ένας κατάλογος σηµειώσεων του
∆ηµήτρη Α. Φατούρου» Περιοδικό: Αρχιτέκτονες, Τεύχος: 49, 2005
v Ευγενία Κουρουπάκη, «Μανόλης Πρατικάκης - Οντοφάνεια»,
«Γράμματα και τέχνες»,
v Β' Περίοδος, Ιανονάριος-Μάιος 1990, αριθ. τεύχους 60 v Μαρία Λαέρτη, «Σημειώσεις για τη μορφή», περιοδικό ΑΙΟΛΙΚΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Χρόνος 38ος – Μάης – Ιούνης 2008 – Τεύχος 231 v Περικλής Γιαννόπουλος, «Ἑλληνικὴ Γραμμή», περιοδικό «Ἀνατολή»,
ἔτος Β', ἀρ. 1, 23-5-1903
v Περικλής Γιαννόπουλος, « Ἑλληνικὸν Χρῶμα», ἐφ. «Τὸ Ἄστυ»,11- 9-
1904
Σημειώσεις από τα μαθήματα του κ. Αθανάσιου Σπανομαρίδη Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός 7, 8 Σχηματισμοί στο τοπίο 1,2 Ανοιχτές διαλέξεις των μαθημάτων «αθέατη πλευρά» και «διάπλασις» Ομιλίες καθηγητών Αθανάσιος Σπανομαρίδης Αριάδνη Κλωνιζάκη Βασίλης Παπάς Γιάννης Γιαννούτσος Ιωάννης Ζαχαριάδης Νικόλαος Ίων Τερζόγλου Ιστοσελίδες
144
v
https://itzikas.wordpress.com/category/%CF%80%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7/
v
https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html
v
https://hdermi.blogspot.com/2010/01/blog-post_07.html
v
https://pheidias.antibaro.gr/Giannopoulos/book-gramme.html
v
https://pheidias.antibaro.gr/Giannopoulos/others.html#dragoumis
v
https://www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B3%CE%B1%CE%B9%CE%B1%CF%82%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%BC%CE%B1/%CF %84%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%BF-id8372
v
https://www.reader.gr/stories/kiki-dimoyla-apofthegmata-erota-mnimis-kai-prodosias
v
http://anaghrapho.blogspot.com/2011/08/blog-post_31.html
v
https://www.hellenicmythology.com/hades.html
v
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/george_seferis/kixlh.htm
v
http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=356
v
https://www.mixanitouxronou.gr/i-quot-poiitiki-aytoktonia-quot-toy-logotechni-perikligiannopoyloy-logo-erotikis-apogoiteysis-theoroyse-toys-ellines-xenomaneis-fragkoragiadeskai-i-skepsi-toy-epirease-simantikoys-dianooymenoys/
v
https://www.fractalart.gr/i-poiitiki-diastasi-tis-zois/
v
https://cunningest10.rssing.com/chan-6246917/all_p4.html
v
http://poetry-in-greece.blogspot.com/1997/05/1911-1996.html
v
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=515&author_id=7
v
http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/kyriaki-proi-m-ena-poiima-tou-karyotaki-tismarias-polydouri/
v
http://www.poiein.gr/2009/04/26/ethooao-ooanaeudhioeio-oa-oidhssa-oio-eeio-1971/
v
https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/2622/1/02_chapter_1.pdf
v
https://www.apotipomata.com/category/egrapsanistoria/
v
https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=1&text_id=76
145
146