Η ρεπόρτερ

Page 1

Λένα Μαυρουδή Μούλιου

η ρεπόρτερ





η ρεπόρτερ


η ρεπόρτερ

Λένα Μαυρουδή Μούλιου ISBN: 978-618-5348-11-3 © τοβιβλίο Αθήνα, 2021 εκδοτική επιμέλεια: Δήμος Χλωπτσιούδης επιμέλεια εξώφυλλου: Κώστας Θερμογιάννης e-mail: ekdoseis@tovivlio.net

[Αναφορά προέλευσης, Μη Εμπορική Χρήση, Παρόμοια Διανομή] ___________________ Το μυθ0ιστόρημα “η ρεπόρτερ” της Λένας Μαυρουδή Μούλιου διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons. Η αναφορά του ονόματος της συγγραφέως και του εκδότη είναι υποχρεωτική και το έργο διατίθεται μόνο για μη εμπορική χρήση. Επιτρέπεται ελεύθερα η αναδημοσίευση κεφαλαίων η αποσπασματική παρουσίαση της συλλογής με την προϋπόθεση αναφοράς προέλευσης και δημιουργών.



τΗς ιΔιΑς «Η Πόρτα στα δεξιά», εκδ. τοβιβλίο, 2016 «Υποψίες», εκδ. τοβιβλίο, 2017 «Θάνατος στο πάρκο», εκδ. τοβιβλίο, 2017 «Υδροχόος με Σκορπιό», εκδ. τοβιβλίο, 2018 «Το σπίτι με τις αλυσίδες», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2018 «Πλαγιά», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2018 «Η βιλα της Ιθακης», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2018 «Μαρί-να», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2018 «Άρωμα μπλαζέ», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2018 «Το τετράδιο», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2019 «Πέρσα Βουδούρη και Στέφανος Μακρής: Οι ντετέκτιβ», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2019 «Κάθε απόγευμα στις 5», εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2019 «Το τελευταίο τάνγκο», εκδ. τοβιβλίο, 2020.

ςΥΜΜΕτοΧΕς ςΕ ςΥΛΛογιΚΑ ΕργΑ εκδόσεις Μεταίχμιο 2015 μια από τις 12 νικήτριες του διαγωνισμού και συμμετοχή στο ebook «στο μυαλό των διάσημων ντετέκτιβ». Βιβλιόφιλοι Έδεσσας γ΄ έπαινος και συμμετοχή στο συλλογικό βιβλίο (το λογιστικό λάθος). εκδόσεις Ανάτυπο διάκριση και συμμετοχή στο συλλογικό βιβλίο «Μίλτος ο ταξιτζής». Πνευματικοί ορίζοντες διάκριση και συμμετοχή στο βιβλίο 2016 «χαϊκού». Audio book veramand (μία από τις 12 νικήτριες και συμμετοχή στο ebook «το στενό». Λογοτεχνικές πένες β’ βραβείο και συμμετοχή στο βιβλίο των νικητήριων διηγημάτων «ερώτημα αναπάντητο». «ιστορίες μπονσάι», εκδ. τοβιβλιο, 2016. «μονόλογοι», εκδ. τοβιβλιο , 2017. «γράμματα ανεπίδοτα», εκδ. Ελκυστής, 2019. «τα διηγήματα εγκλεισμού», εκδ. Άπαρσις, 2020. «πολύπτυχον», εκδ. Λινός, 2021. 8


η ρεπόρτερ

Λένα Μαυρουδή Μούλιου ISBN: 978-618-5348-11-3 Αθήνα, 2021

9


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Ευχαριστίες Ευχαριστώ θερμά τον μικρό μου δάσκαλο, τον Λέανδρο, χωρίς την βοήθεια του οποίου για την αντιμετώπιση των τεχνικών προβλημάτων, θα μού ήταν αδύνατον να γράψω. Στην Τζένη Κουκίδου και το koukidaki της που δημοσίευε κάθε Τετάρτη και επί έναν σχεδόν χρόνο την σειρά "Δανάη η Ρεπόρτερ". Πάνω στα διηγήματα εκείνα στηρίχθηκε και το μυθιστόρημα τούτο. Την ευχαριστώ θερμά. Και βέβαια, ευχαριστώ τον επιμελητή και κριτικό, τον καλό μου Δήμο Χλωπτσιούδη, το οποίου οι παρεμβάσεις και προτάσεις ήταν ουσιώδεις και πολύτιμες, όπως πάντα.

10


στον Λέανδρό μου

11


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

12


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μένω σπίτι; Το χιούμορ και τα περίεργα στη ζωή της Δανάης Προσχέδιο για χρονογράφημα Μάτια μπλε Επίκαιρο ρεπορτάζ κοινής γνώμης Η μυρωδιά του αίματος Κοίτα μη γίνεις σύννεφο Μέτρον άριστον Τα παραμύθια της γιαγιάς Πέρσας Τρεις νεκροί στο λιμάνι Ο αγροτικός γιατρός Η ικεσία της καρδερίνας Η κροτίδα Από τις σημειώσεις του αστυνομικού ρεπορτάζ Το κοστούμι του γάμου Το απαίσιο μυστικό Τρεις υπέροχες συνταγές του Πηλίου Φτου ξελευθερία Η μαυροσταχτούρα Η αλάνα Η σειρά συνεχίζεται Ο φύλακας άγγελος Το φλερτ Προσχέδιο για χρονογράφημα Η βέρα Σιωπηρή αγάπη Farewell to microphones Η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου

15 31 43 51 59 73 79 93 111 127 139 153 165 185 205 225 231 241 255 263 279 293 301 325 331 351 361 375

13


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

14


Η

Μένω σπίτι;

Δανάη, εγγονή της γνωστής ντετέκτιβ Πέρσας Βουδούρη, είχε προγραμματίσει το ρεπορτάζ της εβδομάδας και το έκανε πολύ κέφι. Ήταν ανάλαφρο σαν αεράκι, «μακριά από άσχημα γεγονότα, στατιστικές θανάτου μουρτζούφλες, θανατήλες, λοιμούς και καταποντισμούς». Ένα ρεπορτάζ ανοιξιάτικο σαν αυτό που ταίριαζε στην ηλικία και τον αισιόδοξο χαρακτήρα της. Όμως η πανδημία που εμφανίστηκε την ανάγκασε να αλλάξει ρότα και σκοπό. Πήρε στωικά το μικρόφωνο, πήρε τον κολλητό της οπερατέρ, το alter ego της όπως τον θεωρούσε, προστάτευσε μύτη και στόμα με μια καλή μάσκα και βγήκε στους δρόμους. Το ερώτημα ήταν «τι θα κάνετε τώρα που κατ’ ανάγκη θα μείνετε στα σπίτια λόγω του κορωνοϊού;» Οι περισσότεροι ερωτηθέντες μόνο που δεν την έφτυσαν. Κάποιος μάλιστα κινήθηκε απειλητικά εναντίον της και, αν δεν ήταν ο Διονύσης να του τρίξει τα δόντια, οι συνέπειες δε θα ’ταν καθόλου καλές για τη σωματική της ακεραιότητα. «Ήταν από εκείνους του τύπους που πρέσβευαν καταφανώς, ότι το ξύλο στη γυναίκα είναι ιερό καθήκον του άντρα του πολλά βαρύ». Ένας μεσήλικας απάντησε ευγενικά. 15


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Κοριτσάκι, δεν καταλαβαίνεις ότι με αυτή σου την ερώτηση ξύνεις πληγές που πυορροούν; Το να μείνεις σπίτι σου μια κουβέντα είναι. Αντέχεται νυχθημερόν η γκρίνια της συμβίας, που τώρα ευδοκίμησε η ευκαιρία να μας πιπιλίζει το μυαλό με παράπονα παλιά έως παλαιολιθικά, παράπονα νέα, έως και μελλούμενα; Προσωπικά αναρωτιέμαι μήπως θε να ’ταν καλύτερα να νοσήσω, να με κλείσουν μόνο μου σε έναν θάλαμο και να ακούω μόνο τον παλμογράφο, να μου θυμίζει ότι είμαι ακόμη ζωντανός και ήρεμος; Γι’ αυτό με βλέπεις να μην παίρνω ιδιαίτερες προφυλάξεις. Το μη χείρον βέλτιστον κατά πώς έλεγαν οι αρχαίοι μας, που και από λοιμούς γνώριζαν και από σεισμούς και καταποντισμούς. Και ο μέγιστος Έλληνας, ο Σωκράτης, γιατί λες προτίμησε να πιει το κώνειο, ενώ μπορούσε να φυγαδευτεί και να σώσει τον εαυτό του; Γιατί και στην εξορία του θα τον εύρισκε η Ξανθίππη. Θα τον ανάγκαζε να γίνει δολοφόνος, αμαυρώνοντας το καλό του όνομα και την υστεροφημία του, που καλά κρατεί τόσους αιώνες τώρα! Για μένα, αυτή είναι η πραγματική απειλή και γι’ αυτό όχι, στο σπίτι δε μένω. Και ξέρεις, ε; Ο άτιμος όταν βλέπει ότι τον αγνοείς, σε αγνοεί κι αυτός. Ζωντανό παράδειγμα εγώ ο ίδιος. Με βλέπεις; Είμαι καλύτερα από ποτέ». Και ο ταλαίπωρος κύριος έφυγε. Η Δανάη διάβασε στο βλέμμα του την απελπισία του και όλων των άλλων. Μία κυρία στο ρεπορτάζ δήλωσε και προβλημα16


η ρεπόρτερ

τισμένη και τρομοκρατημένη. «Βρε, μπας και έχουμε έναν ιδιότυπο πόλεμο και αντί να κλειστούμε στα καταφύγια, κλεινόμαστε στο σπίτι μας, το μόνο καταφύγιο κάθε ανθρώπου, με ανέσεις ή μη; Αλλά και πάλι σκέπτομαι ότι αν ήταν να καταστραφεί η ανθρωπότητα, αυτό δε θα γινόταν μια και έξω, και όχι αργά και βασανιστικά; Πόλεμος μικροβίων, αόρατων εχθρών που διέφυγαν από τα εργαστήρια προφανώς κάποιων και που στράφηκαν και εναντίον τους και ονόματα δε λέμε; Είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά επειδή ακόμη έχουμε να φάμε, δεν τον παίρνουμε χαμπάρι. Ο πόλεμος απλά άλλαξε μορφή αλλά δεν παύει να είναι πόλεμος και όπως συνηθίζω να λέω, είναι ένας και τρομερός! »Ή μπορεί να συμβαίνει και το άλλο. Πεθαίνουν επιλεκτικά οι γέροι για να ανακουφιστεί η παγκόσμια κοινότητα από το οικονομικό χάος που προξενεί η αλόγιστη χρήση φαρμάκων των ηλικιωμένων, οι οποίοι έχουν μετατρέψει τα ψυγεία σε μίνι φαρμακεία. Γέροι, άχρηστοι, που ό,τι είχαν να δώσουν, το έδωσαν και αντί να φεύγουν σιγά σιγά, κατσικώθηκαν πάνω στην άμαξα της ζωής εκτοπίζοντας τους νέους. Κάποιοι ίσως αυτό σκέφτηκαν και δημιούργησαν τον ιό, αλλά αυτός τους ξέφυγε, έγινε μπούμερανγκ και πια ξεσαλωμένος δε συμμαζεύεται. Πολλά κράτη υπέδειξαν άλλον τρόπο εξολόθρευσης του γήρατος, την ευθανασία, έτσι και αρρωστήσουν. Κι αυτό συμβαίνει σε κράτη "πολιτισμένα". Γιατί στα απολίτιστα, σαν αυτά της Αφρικής ας πούμε, ο γέροντας απο17


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

λαμβάνει τον σεβασμό των συνανθρώπων του και τη βοήθειά τους. Μένει σε μας να χαρακτηρίσουμε τι εστί πολιτισμός. Και ποιος είναι για τον Καιάδα και ποιος όχι. »Λέω λοιπόν να μείνω σπίτι, μπας και περιοριστεί το κακό, αλλά και να διαβάσω τις στοίβες των βιβλίων που αναμένουν μήνες –αν όχι χρόνια– μια ευκαιρία να αναγνωστούν. Μπορεί η συγκεκριμένη να είναι απεχθής, αλλά δεν παύει να είναι ευκαιρία. Σπίτι λοιπόν, θαλπωρή, αυτοσυγκέντρωση, καλό φαγητό, όσο καιρό υπάρχει κι αυτό, θερμοπομπός ελλείψει καλοριφέρ και "εδώ μέσα είναι ζεστά κι είναι τα ξώφυλλα κλειστά κι είναι τα φώτα ανοιχτά σαν μια αγκαλιά"». Ένας τσόγλανος, απ’ αυτούς που θα πρωτοστατούσαν, αν γινόταν, στον εξαφανισμό των γερόντων, την διέκοψε αναιδέστατα. «Άντε, κυρά μου, να πλύνεις κάνα σώβρακο στον γέρο σου, που μου θρονιάστηκες μπροστά στο μικρόφωνο και δε λες να φύγεις. Έλεγα να μη μιλήσω, σκεφτόμουν, δεν μπορεί όπου να ’ναι θα το βουλώσει η γριά και θα πάρουμε και εμείς σειρά να πούμε τη γνώμη μας, μα καλή, μα κακή δεν έχει σημασία, αλλά οι γέροι έτσι είναι. Έτσι και αρχίσουν να νουθετούν, σταματημό δεν έχουν, πού να τους πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι, από το δικό μου γέρο. Στο θέμα μας. »Και δε μου λες, δεσποινίς δημοσιογραφίνα, και τι είμαι εγώ για να κλειστώ μέσα σε τέσσερα 18


η ρεπόρτερ

ντουβάρια; Είμαι κανένα χούφταλο σαν τη γριά που μόλις έφυγε και μετράει μέρες; Ούτως ή άλλως κλεισμένη στο σπίτι δεν ήταν πριν παρθούν τα γνωστά μέτρα πρόληψης; Τι λέμε τώρα; Αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος, περίεργο ον. Μπορεί να μείνει μόνος του με την τηλεόραση αγκαλιά και να το απολαμβάνει, έτσι όμως και του το απαγορεύσεις, θα θέλει να βγει στους δρόμους και να διαδηλώσει, υψώνοντας σθεναρά τη σφιγμένη του γροθιά κατά της απαγόρευσης. Εγώ φύσει αδύνατον να μείνω σπίτι. Θα ετοιμάζω μια γερή φραπεδιά και θα την αράζω στα τραπεζάκια έξω από την κλειστή καφετέρια, που και ανοιχτά να ήταν τι περισσότερο θα μου πρόσφερε; Θα κάνω κι οικονομία στα ευρά μου και, όταν με το καλό αρθεί η απαγόρευση, θα είμαι ένας ’κονομημένος πελάτης άξιος σεβασμού. Αυτό ναι, είναι ένα απωθημένο μου. Το σύνδρομο της γεμάτης πορτοφόλας! Άντε ciao, όμορφη, χάρηκα». Μια άλλη ηλικιωμένη από την ομήγυρη με βαρηκοΐα πήρε τον λόγο. «Δεν πολυάκουσα τι είπε ο νεανίας, αλλά σε ό,τι με αφορά να πω ότι εγώ χωρίς τηλεόραση δε ζω. Η πρώτη μου φροντίδα το πρωί είναι να την ανοίξω και η τελευταία, αργά τη νύχτα, να την κλείσω. Έγινα ξεφτέρι όχι μόνο στα πολιτικά δρώμενα αλλά και στα θέματα υγείας. Βλέπω σειρές ανελλιπώς ακόμη και τις τουρκικές, που δε θα έπρεπε το ξέρω, είναι κατάντια του Έλληνα να βάζει στο σπίτι του μέσα τον Τούρκο, που φίλος δε γίνεται, όπως έλεγε 19


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

η μακαρίτισσα η γιαγιά μου. Αλλά άτιμο πράγμα η μοναξιά και η πλήξη, ξεδίνω με ό,τι βλέπω. Δε βλάπτω κανέναν παρά μόνο τον χρόνο που μου απόμεινε και πώς αλλιώς να τον περάσω; Γεια σου, κοκόνα μου, και να προσέχεις». Η Δανάη άρχισε να κουράζεται. «Μη νομίζεις, και το να ακούς τόση ώρα είναι κουραστικό, το ίδιο μάλιστα με το να μιλάς με την προσοχή σου εστιασμένη εκατό τα εκατό στα λεχθέντα, να μην ξεφύγει το ρεπορτάζ, καθώς είναι σε απευθείας μετάδοση του καναλιού». Οι live εκπομπές ήταν η αδυναμία της Δανάης. Πλησιάζει ένας ευτραφής πενηντάρης, όπως τον εκτίμησε, και παίρνει τον λόγο χωρίς ούτε την άδεια να ζητήσει. «Να πω την αμαρτία μου, χρόνια περίμενα την ευκαιρία, εκεί που σαν κατάδικος έσπαγα πέτρες στο νταμάρι. Ονειρευόμουν πώς είναι να είσαι αραχτός σε μία ριλάξ πολυθρόνα, να σηκώνεσαι από εκεί μόνο για κατούρημα, να έχεις τον προσωπικό σου οινοχόο να σου σερβίρει την παγωμένη αφρίζουσα σαμπάνια; Πώς είναι ο προσωπικός σου υδροχόος, όχι βρε το ζώδιο, να σου σερβίρει ένα παγωμένο νεράκι με παγάκια που να στραφταλίζουν από τις ακτίνες του ήλιου την ώρα της ηλιοθεραπείας, ενώ ένας αράπης να σε δροσίζει με μια τεράστια βεντάγια πάνω από το κεφάλι σου! Και η εικόνα του οράματός σου να ολοκληρώνεται σαν παζλ που κάτι του έλειπε, με δυο ουρί του παραδείσου κρύβοντας την απέχθειά 20


η ρεπόρτερ

τους επαγγελματικά για την πλαδαρότητα του κορμιού σου να σου κάνουν, το λιγότερο, ένα θεϊκό μασάζ! Να είσαι κοντολογίς σαν τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή με την απαίσια κοιλάρα, που κανείς δεν επιτρεπόταν να ψέξει, αλλά να την εκθειάζει σαν αποτέλεσμα καλοζωίας. Κι ύστερα σου λέει ο άλλος ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα. Ευτυχώς, να λες, που φεύγοντας δεν παίρνουμε μαζί και τις αναμνήσεις μας. Το ότι από το όραμά μου το μόνο εφικτό είναι η πολυθρόνα μου, δε με χαλάει, ξέρετε. Θα μένω σπίτι, θα παίρνω τις προφυλάξεις μου και συγκριτικά με τα νταμάρια, θα νιώθω πασάς, ιμιτασιόν βέβαια, αλλά πασάς! Και αν κάποια στιγμή στο κατ’ οίκον τεστ, διαγνωστώ με κορωνοϊό, δε θα χολοσκάσω. Θα απολαμβάνω ιδιαίτερες περιποιήσεις από τους οικείους μου έστω και αν είμαι σε καραντίνα. Τέτοιες πολυτέλειες πότε τις ξαναείχα, πέραν των οραμάτων μου; Και επειδή τυγχάνω γερός σαν ταύρος και δεν ελπίζω να νοσήσω, μήπως να αρχίσω να νιώθω κάπως, να ψευτοβήχω, να έχω ρίγη και όλα τα συνοδευτικά του ιού; Δεσποινίς μου, με βάλατε σε σκέψεις». «Διονύση μου, άλλον έναν φίλο και τελειώσαμε με το σημερινό ρεπορτάζ. Ονειρεύομαι μια φασολάδα που μου μαγείρεψε η Πέρσα και ένα ποτήρι λευκό κρασάκι. Ζήλεψες; Έλα να σε φιλέψω». Μια γηραιά κυρία έδωσε στη ρεπόρτερ μία αφοπλιστική απάντηση. «Ο γιος; Ας κάνει πως πλησιάζει και θα δει τι του ’λαχε να πάθει. Θα εξολοθρεύσω αυτόν και όλο του 21


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

το σκυλόσογο. Γι' αυτό και βγήκα στο σεργιάνι και δεν άκουσα τις συμβουλές να μείνουμε οι μιας κάποιας ηλικίας στο σπίτι. Βγήκα προς αναζήτησή του. Μη και ξέρεις πού μπορώ να τον βρω; Έχω από το πρωί που ψάχνω δεν τον βρίσκω πούπετα (πουθενά). Σου αφήνω όνομα και διεύθυνση, καθώς τα τηλέφωνά μου κινητά και ακούνητα. Στείλ' τον μου να με βρει και θα καλοπεράσει, θα το γράψεις πρώτη είδηση στην εφημερίδα σου ή στο κανάλι σου. Την βλέπεις την μπαστούνα μου; Δεν της αντιστάθηκε κανείς, ούτε ο τζαναμπέτης, μπρατσαράς, συγχωρεμένος άντρας μου. Και θα το κάνει ένας μικρός το δέμας μα αιμοβόρος γιος;» είπε και έφυγε στητή, όπως ήρθε. Την ώρα που συμμάζευαν τα πράγματά τους μαζεύτηκαν λίγοι περίεργοι. Η Δανάη τους είπε ευγενικά ότι «όπου να ’ναι κλείνει το μαγαζί». Ένας αστυφύλακας πλησίασε την ομήγυρη. «Όλοι στα σπίτια σας. Απαγορεύονται οι όποιες συγκεντρώσεις πέραν των τριών ατόμων, δεν ακούτε τις οδηγίες;» «Α, χούντα, που νόμιζες ότι δεν είχες αντίπαλο και έπαιζες μπάλα μονότερμα στο γήπεδο».

Στο αυτοκίνητο της επιστροφής η Δανάη θυμήθηκε την πρώτη της συνέντευξη. Γιόρταζε τα γενέθλιά της. Το σπίτι ολοστόλιστο περίμενε τους φίλους της μικρής να γιορτάσουν το κόψιμο της τούρτας με τα δέκα κεράκια. Και μόνο η παρουσία της Πέρσας

22


η ρεπόρτερ

από νωρίς το πρωί, σηματοδοτούσε τη σημασία της ξεχωριστής ημέρας για το παιδί, που είχε μια παθολογική αγάπη για τη γιαγιά της, την επονομαζόμενη Ελληνίδα miss Marple. Θα την είχε ολοδικιά της «μια ολόκληρη ημέρα. Λίγο το ’χεις;» Κόσμος πολύς. «Τι παιδομάνι; Μα τι στην ευχή; Όλο το σχολείο κάλεσε, πέρα από την τάξη της; Ξεκουφαίνουν τους λιγοστούς συνοδούς γονείς». «Και περίεργο, κανένα από τα παιδιά δεν έχει μαζί του κινητό τηλέφωνο, κατ’ απαίτηση και επιθυμία της εορτάζουσας». «Το είχε ζητήσει τόσο προφορικά όσο και στην πρόσκληση. Να εδώ την έχω» και άνοιξε την παιδική πρόσκληση. «Παρακαλούνται οι φίλοι και συμμαθητές, που θα με τιμήσουν με την παρουσία τους, να μη φέρουν μαζί κινητά τηλέφωνα επί ποινή κατάσχεσης αν δε συμμορφωθούν. Σήμερα εγώ γιορτάζω και δε θέλω αντιζήλους». «Και αυτά υπάκουσαν, μα ενώ τα βλέπεις να γελούν αμέριμνα, δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα χέρια τους! Συνήθειες μακροχρόνιες δεν κόβονται από τη μια στιγμή στη άλλη!» Κατά την κοπή της τούρτας η γιαγιά Πέρσα ζήτησε από την Δανάη να της αφιερώσει δυο λόγια ενώπιον τόσων αυτήκοων και αυτοπτών μαρτύρων, κάτι σαν κατάθεση ψυχής, σαν υπόσχεση, σαν όρκο. «Φίλες και φίλοι της λατρεμένης μου εγγονής, έχω να της δωρίσω κάτι σημαντικό φαντάζομαι για 23


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

εκείνη, πέρα από το συνηθισμένο της δώρο. Υπόσχομαι ότι από αυτή τη στιγμή κιόλας, θα περνώ όλο μου τον χρόνο μαζί της –ή έστω όσο με αντέχει– κρεμώντας τα ντετεκτιβικά μου παπούτσια∙ αυτά που γύρισαν τη Γη, λύνοντας υποθέσεις μυστηρίου και εγκλήματος, και άλλο περπάτημα δεν το αντέχουν. Τής χαρίζω ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι, που θα πάρει τη θέση των δικών μου και δεν είναι καθόλου νωρίς σας βεβαιώνω, για ένα λειτούργημα σαν αυτό που αγαπά και έχει ταλέντο, αυτό της ρεπόρτερ. Της εύχομαι να καταπλήξει τον κόσμο με το ταλέντο της και να τιμήσει επάξια την οικογενειακή παράδοση, πηγαίνοντας πάντα με το μέρος των αδυνάτων και των αδικημένων, κόντρα στον Μαμωνά και τα συμφέροντά του, που θα της εναντιώνονται. Είμαι στη διάθεσή της να την βοηθήσω από όποιο μετερίζι. Εύχομαι να έχει τύχη, με τον Θεό πλάι και μέσα της. Χρόνια καλά και πολλά. Σε λατρεύω, καμάρι μου». Το δυνατό χειροκρότημα ακούστηκε μέχρι τον δρόμο. Το παιδί σχεδόν δακρυσμένο αντιφώνησε από καρδιάς αυθόρμητα. «Γιαγιάκα μου, σε λατρεύω. Μου έκανες απόψε τη μεγαλύτερη έκπληξη, το καλύτερο δώρο. Πρόσφερες στους ανθρώπους τόσα πολλά, στερώντας από μένα την πολύτιμη παρουσία σου. Είσαι δικιά μου πια. Επίτρεψέ μου να σου κάνω κι εγώ ένα δώρο και ας μην έχεις τη γιορτή σου. Σου ζητώ απόψε αμέσως μόλις τελειώσει το πάρτι να μου παραχωρήσεις την 24


η ρεπόρτερ

πρώτη μου συνέντευξη». Οι γονείς του παιδιού παρακολουθούσαν άφωνοι τις φιλοφρονήσεις ένθεν κακείθεν κι εύχονταν ο Θεός να ’ναι πάντα μαζί τους. «Σίγουρα, γιαγιά Πέρσα, το μηλαράκι έπεσε κάτω από τη δική σου μηλίτσα, αφού ήδη έδειχνε δείγματα γραφής, του ταλέντου που είπες και που από σένα ειδικότερος να το διακρίνει, δεν υπάρχει κανείς».

Τικ τακ, τικ τακ. Παράξενος, αλλόκοτος κτύπος, ρυθμικός και συνεχής. Η Δανάη στην αρχή τον εξέλαβε σαν αυτόν του επιτραπέζιου ρολογιού, που της έκαναν δώρο τα παιδιά της για να τη βοηθάει στο πρωινό τους ξύπνημα για το σχολείο, γιατί ένα προβληματάκι το ’χε με το πρωινό ξύπνημα. Από τότε που ήταν παιδί, το μισάωρο χουζούρεμα πριν το οριστικό σήκωμα αποτελούσε γι’ αυτήν μια απόλαυση, που δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν τα καθήκοντά της ως μάνας και εργαζόμενης γυναίκας. Μέσα στα σκοτάδια του ύπνου, που τον αισθανόταν πολύ βαθύ, αλλά είχε επαφή με το περιβάλλον, άκουγε τον παράξενο κτύπο. Τικ τακ, τικ τακ. «Θα είναι από το εκκρεμές στο χολ. Κάποιος φρόντισε να το κουρδίσει κι αυτό ανακτώντας τις χαμένες του δυνάμεις. Ακούγεται σαν το Μπιγκ Μπεν», σκέφτηκε εφησυχασμένη. Σύντομα όμως συνειδητοποίησε ότι ήταν οι κτύποι της καρδιάς της, που τώρα τους άκουγε όλο και πιο καθαρά, παρά την ακινησία της και αυτό της έδωσε 25


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κουράγιο και ελπίδα. «Άρα είμαι ακόμη ζωντανή. Άρα τα πράγματα δεν είναι και τόσο δραματικά». Ήταν απρόσεκτη. Την προηγούμενη μέρα, μετά το ρεπορτάζ και παρά την πολύωρη ορθοστασία και μεγάλη κούραση, είχε παρκετάρει το δάπεδο του σπιτιού και είχε πέσει άσχημα. «Όμως κι εσύ, βρε κυρά μου, ας ήσουν λίγο πιο προσεκτική. Τι το ’θελες το παρκετάρισμα στο σαλόνι! Καλά σου ζητούσαν τα παιδιά να τους αγοράσεις παγοπέδιλα να κάνουν εξάσκηση. Αυτό δεν ήταν δάπεδο σπιτιού, αλλά πίστα παγοδρομίου. Να που το πάτωμα σε εκδικήθηκε για το πολύ τρίψε τρίψε και σε έκανε να πάρεις μια μεγαλόπρεπη τούμπα!» Μετά το άτσαλο πέσιμο, λιποθύμησε και τα παιδιά, σαν επέστρεψαν από το σχολείο, την βρήκαν ξέπνοη κατάχαμα. Τρόμαξαν νομίζοντάς την πεθαμένη. Ανακουφίστηκαν μόνο όταν ψηλάφισαν σφυγμό στον καρπό του χεριού και κάλεσαν το 166. Το ΕΚΑΒ κατέφθασε σχεδόν αμέσως. Την έβαλαν προσεκτικά στο φορείο, καθησυχάζοντας τα παιδιά. Ο γιατρός τα βεβαίωσε ότι η μαμά τους προφανώς έχει κάταγμα ισχίου και θα χρειαστεί χειρουργείο. Η λιποθυμία της οφείλονταν στο τραυματικό σοκ που υπέστη και απέφυγαν τα χειρότερα. Όπως το είπε ο γιατρός, έτσι και έγινε. Η Δανάη κατά τη διάρκεια της επέμβασης και της ανάνηψης, αισθανόταν σαν να βρίσκεται σε έναν κήπο απίστευτης ομορφιάς, με χρώματα και αρώματα της φύσης, 26


η ρεπόρτερ

που δεν είχε όχι μόνο ποτέ ξαναβρεθεί, αλλά ούτε είχε ποτέ δει στη μεγάλη ή μικρή οθόνη. «Να δεις που τώρα εγώ έχω πεθάνει και βρίσκομαι στον Παράδεισο. Ας μην είμαι αχάριστη. Μια χαρά είναι εδώ πέρα. Όμως άλλος κάτοικος δεν υπάρχει;» Και μόνο η σκέψη της μοναξιάς τής έκανε καλό. Έτσι που πονούσε το κεφάλι της, δεν είχε όρεξη για παρέες και συζητήσεις. «Και ο ίδιος ο Ύψιστος, μεγάλη η χάρη Του, να μου ζητούσε συνέντευξη, θα το έκανα χωρίς κέφι και ας με συγχωρούσε ο Πανάγαθος για τούτη την ασέβεια». Η Δανάη ανάπνευσε βαθιά, σαν να ήθελε να φυλακίσει μέσα της τα θεία αρώματα που μπροστά τους ωχριούσαν η Guerlain, η Givenchy και η madame Rosha. Έμεινε έκθαμβη από τη φωτεινότητα των χρωμάτων και θαύμαζε το «ανεπανάληπτο εκείνο το ροδί, το τουρκουάζ, το άλικο, το γαλάζιο, χρώματα θεϊκά, παραδεισένια». Μια μουσική συμφωνία χιλιάδων πουλιών συνόδευε την παραδεισένια εικόνα υπό την αόρατη μαγευτική μπαγκέτα αξεπέραστου μαέστρου. Η χειρουργημένη γυναίκα το εμπέδωσε απολύτως, επρόκειτο «για έναν παράδεισο νέου τύπου». «Παράδεισος σίγουρα... Μα, ούτε Εύα ούτε Αδάμ, ούτε κανείς από τους απογόνους αυτών;» Μια σουβλιά πόνου στο κεφάλι την οδήγησε σε άλλες παραστάσεις. Βρισκόταν πια σε έναν απρόσωπο παγωμένο ολόλευκο χώρο. Ποτέ δεν άρεσε το πάλλευκο χρώμα. Το θεωρούσε την προσωποποίηση του τίποτα. Συνήθιζε να λέει, ότι «ακόμη και το 27


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μαύρο είναι χρώμα. Το άσπρο είναι το μηδέν», μια άποψη που λίγοι άνθρωποι ενστερνίζονται. «Και τούτα τα διαστημικά όντα που τριγυρίζουν ολόγυρά μου με στολές εξωγήινων, τι ρόλο παίζουν;» Στην αρχή φοβήθηκε ότι την είχαν απαγάγει, για να της αφαιρέσουν κάποιο όργανο και να το μελετήσουν στα εργαστήριά τους. Έτσι εξήγησε την πλήρη ακινησία της στο χειρουργικό τραπέζι. «Με έχουν δεμένη και ακινητοποιημένη. Αν προσπαθούσα κάποιον να ρωτήσω για το πού βρίσκομαι, άραγε θα μου πει;» «Παρακαλώ, ας μου πει κάποιος πού βρίσκομαι; Τι ασπρίλα θανάτου είν’ τούτη; Είμαι νεκρή; Πέθανα; Και εσείς νεκροί σαν ελόγου μου; Τι άλλο να υποθέσω που το μόνο ζωντανό πάνω σας, είναι δυο μάτια σαν κάρβουνα αναμμένα πίσω από δυο απαίσιες σχισμές της ακόμη πιο απαίσιας μάσκας σας; Δεν απαντάτε, ε; Θέλω τον υπεύθυνο ή δεν υπάρχει υπεύθυνος εδώ; Είμαι μήπως στον προθάλαμο, τον χώρο ξεσκαρταρίσματος και η περίπτωσή μου ιδιάζουσα και δυσκολεύεστε να αποφασίσετε πού τελικά θα καταχωρηθώ; Εμ, τόσες βρισιές και αναθέματα που είχα στην Γη, όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοι δημοσιογράφοι από τους αναγνώστες, δε θα σας επηρέαζαν λες; Μα, βρε παιδιά, έλεος, αλλιώς τι ενδιαφέρον θα είχαν τα γραφτά μας; Λίγη κατανόηση αν δείξετε, θα σας ήμασταν υπόχρεοι. Προς τι οι διαστημικές στολές σε αποστειρωμένο θάλαμο αποσυμπίεσης, όπως πήρε το αυτί μου; Μη μου πείτε 28


η ρεπόρτερ

ότι ο κορωνοϊός έφτασε μέχρι εδώ». Ήχος όμως δεν έβγαινε από το στόμα της. Λίγο ο έντονος πόνος, λίγο η νάρκωση που ακόμα δεν έφυγε, δεν της επέτρεπαν να μιλάει καθαρά με ήχο. «Νιώθω το μυαλό μου όλο και πιο καθαρό. Βρε μπας και είμαι τελικά σε κανένα νοσοκομείο της Αθήνας; Μα και πάλι, στα χειρουργεία οι γιατροί δε φορούν πράσινες φόρμες; Τις δε μάσκες δεν τις φορούν μόνο κατά τη διάρκεια της επέμβασης; Τότε; Γιατί τούτοι εδώ οι τύποι περιφέρονται ασκόπως με μόνο τα μάτια τους γυμνά; Αχ αυτή μου η ακινησία! Και πόσο με πεθαίνει ο πόνος στα ισχία! Γιατί πονάω έτσι; Γιατί δεν έχω φωνή να φωνάξω, βρε αδερφέ; Και οι νοσοκόμες; Δεν υπάρχουν νοσηλεύτριες; Ή έχουν κηρύξει απεργία με τέτοια δουλειά που τους έχει προκύψει; Δε θα μου έκανε εντύπωση αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Κάποτε που περίμενα να χειρουργηθώ στο σπασμένο μου πόδι, έχοντας εισπράξει και μία κατευναστική προνάρκωση, οι νοσοκόμες κηρύττουν απεργία, παρατούν τα εργαλεία και την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Άφησαν τους γιατρούς να αναλάβουν τις υπηρεσίες τους». Και ξαναλιποθύμησε. Την άλλη μέρα συνειδητοποίησε ότι όντως ήταν στο νοσοκομείο. Είχε προσβληθεί από τον δυνητικά θανατηφόρο ιό. Άγνωστο πώς. Τον δώρισε «στους χειρουργούς, οι οποίοι τον μετέδωσαν στους βοηθούς με συνοπτικές διαδικασίες, αυτοί στους νοσοκόμους και οι νοσοκόμοι στους δεκάδες νοσηλευόμενους. 29


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Και το ντόμινο σταμάτησε εκεί, γιατί τέλειωσε με τον θάνατο». Το νοσοκομείο σε καραντίνα. Πρώτη είδηση στην τηλεόραση. «Κι εγώ σαν δημοσιογράφος ευχαριστώ τον Θεό που είμαι εκτός δουλειάς. Ποιος ξέρει τι νουβέλα θα έγραφα στην εφημερίδα μου!»

30


Η

το χιούμορ και τα περίεργα στη ζωή της Δανάης

Δανάη εκτός από δημοσιογράφος ήταν και μια πολλά υποσχόμενη συγγραφέας με δείγματα δουλειάς από την τρυφερή της ηλικία. Το ταλέντο είναι ένα θείο χάρισμα. «Ο συγγραφέας γεννιέται μ’ αυτό και εναπόκειται στη νοημοσύνη του να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να το δουλέψει για να αποδώσει. Αλλιώς είναι πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι στην πίστα της ζωής», συνήθιζε να λέει η γιαγιά της η Πέρσα. Κάποιος φίλος την προέτρεψε να στείλει κείμενά της σε μία γνωστή σελίδα λογοτεχνίας στο διαδίκτυο, η οποία σίγουρα, αν κάτι άξιζαν, θα την ενθάρρυνε να το εξελίξει. Θα της πρόσφερε βήμα και αναγνωστικό κοινό, αναρτώντας τα κείμενά της. «Αν, όμως, δε θέλεις να αναφέρεις το γνωστό όνομά της διάσημης γιαγιάς σου, σε περίπτωση που δεν λένε κάτι, ας τα στείλεις με ψευδώνυμο. Τον άκουσε η Δανάη και έκανε αυτό που της είπε. Παράλληλα δήλωσε συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό για νέους λογοτέχνες και μόλις που προλάβαινε, γιατί δεν είχε ακόμη καβατζάρει το όριο των είκοσι τεσσάρων ετών, που είχαν θέσει οι διοργανωτές. 31


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Έτσι σε περίπτωση επιτυχίας κανένας δε θα μπορούσε να την ειρωνευτεί ότι τάχα την επιτυχία της την όφειλε στην Πέρσα. Ο διαγωνισμός ήταν μεγάλου κύρους, αυστηρότατος στους όρους που έθετε και αναμφίβολα αδιάβλητος. Ήταν όλα αυτά εχέγγυα και πρόκληση για τη Δανάη να λάβει μέρος. Το διήγημά της αφορούσε μία δική της εμπειρία.

Κάποτε νοίκιαζε την γκαρσονιέρα της σε μία χωρισμένη μητέρα με την κόρη της. Αν όχι εύπορη, σίγουρα ήταν άνετη η οικογένεια της Δανάης. Καθηγήτρια της Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό η μητέρα, εκπαιδευτικός ο πατέρας. Παρά τους κατακερματισμένους μισθούς, τα κατάφερναν καλά περιορίζοντας κατά πολύ τα περιττά έξοδά τους. Εκείνη εργαζόταν καιρό πια ως ρεπόρτερ σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας με το μεγαλύτερο τιράζ της εποχής και σε τηλεοπτικό σταθμό. «Σχετικά μικρός ο μισθός, μα μεγάλο το μεράκι» και ήδη από την αρχή της καριέρας της όλα έδειχναν λαμπρή προοπτική εξέλιξης. Νοίκιαζε μια γκαρσονιέρα που αποτελούσε προέκταση του σπιτιού τους και το ενοίκιο ήταν δικό της. Μα αυτό το έσοδο κινδύνευε να χαθεί, αφού το διαμερισματάκι μετά από χρόνια ξενοικιάστηκε και για τη νεαρή δημοσιογράφο «στριμόκωλα τα πράγματα». Αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ξενοικιάσει και η ίδια τον χώρο που έμενε και να επιστρέψει στο

32


η ρεπόρτερ

παιδικό της δωμάτιο, ελπίζοντας σε καλύτερες ημέρες. Παρουσιάστηκε όμως η νοικάρισσα και η Δανάη ανέπνευσε βαθιά, σε αντίθεση με τους γονείς που δεν πρόλαβαν να χαρούν τον επαναπατρισμό της μοναχοκόρης τους για πολύ. «Δύσκολοι και μοντέρνοι καιροί και για τους γονείς με μοναχοπαίδια της παντρειάς!» Και για τους ιδιοκτήτες οι καιροί δύσκολοι, καθώς αναγκάζονταν να νοικιάσουν το ακίνητό τους σε ανθρώπους που μπορεί τελικά να τους στοίχιζαν πολύ περισσότερα από τα ενοίκια, αφήνοντας απλήρωτους λογαριασμούς τηλεφώνου, ΔΕΗ, κοινοχρήστων. «Ποιον άλλον θα ενοχλήσουν οι διάφορες υπηρεσίες παρά τον δόλιο ιδιοκτήτη;» Οι καινούριοι νοικάρηδες, μια μάνα με το παιδάκι της, έγιναν αμέσως αποδεκτοί στην καρδιά της Δανάης, που θεώρησε τον εαυτό της πολύ τυχερό για την ποιότητα των ανθρώπων αυτών. Μητέρα και Δανάη έγιναν φίλες και η μικρή έτρεχε να προλάβει την παραμικρή επιθυμία της δημοσιογράφου, που λάτρεψε. Επτά χρόνων η μικρή στη β' δημοτικού. Είχε όμως μια ιδιαιτερότητα η οποία προβλημάτισε τη ρεπόρτερ. Έβλεπε, για παράδειγμα, το παιδί εκεί που μιλούσε στη γλώσσα της ηλικίας της, να μιλά σαν μεγάλος άνθρωπος, με ένα αδιανόητο για την ηλικία της λεξιλόγιο. Η μητέρα του, αγράμματη κοπέλα του χωριού, 33


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

δεν έδωσε σημασία στο γεγονός, απλά γιατί δεν το κατάλαβε. Απέδιδε τις δύσκολες λέξεις «στη σχολική πρόοδο του παιδιού». Η ίδια, ούτε την υπογραφή της ήξερε να γράφει, κάνοντας την Δανάη να της υποσχεθεί ότι γράμματα θα της μάθαινε εκείνη. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι στη σημερινή εποχή υπάρχουν ακόμη αγράμματοι άνθρωποι». Η ιδιαιτερότητα του παιδιού έγινε πιο απτή, όταν τη μέρα που η δασκάλα θα έδινε τους ελέγχους, η Ελενίτσα παρακάλεσε την Δανάη να πάει αντ’ αυτής, γιατί εκείνη ήταν αδύνατον να φύγει από τη δουλειά της. Η δημοσιογράφος παρατήρησε ότι η δασκάλα ήταν σωστή γιατί, αντί να αρκεστεί σε μια τυπική διαδικασία παράδοσης του ελέγχου, έκανε σε κάθε γονιό και λίγα προφορικά σχόλια για τη συμπεριφορά κάθε παιδιού. Όταν ήρθε η δική της σειρά, η δασκάλα την παρακάλεσε να μη φύγει. «Όταν τελειώσει η όλη διαδικασία παράδοσης των ελέγχων, έχω κάτι πολύ σημαντικό να σας πω». Το μυαλό της Δανάης πήγε αμέσως σε εκείνο που και εκείνη είχε παρατηρήσει και μάλιστα απορούσε πώς δεν είχε κληθεί ο κηδεμόνας να ενημερωθεί μέχρι τότε. «Αρκεί, δεσποινίς μου, να σας πω μόνο τούτο. Είχα βέβαια προσέξει ότι αυτό το παιδί είχε κάτι το ιδιαίτερο, αλλά επειδή είναι ακόμη αρχή της σχολικής χρονιάς και τα παιδιά δεν τα γνωρίζω και τόσο καλά, είπα να το αφήσω για λίγο αργότερα αφού σι34


η ρεπόρτερ

γουρευτώ για τη σοβαρότητα του θέματος ή όχι. Έχω πει στους μαθητές μου ότι θα ήθελα από αυτούς στο πέρας κάθε μαθήματος να κάνουν όποιο σχόλιο νομίζουν ή ακόμη να διορθώνουν κάτι στραβό που εντέχνως είχα αφήσει να γίνει και τούτο για να οξύνω την κρίση τους και την παρατηρητικότητά τους. Σήμερα, λοιπόν, η Αδελαΐς σήκωσε το χεράκι της και μου είπε ότι ναι ήθελε κάτι να σχολιάσει αλλά στο διάλειμμα και κατ’ ιδίαν. Της είπα ότι αυτό ναι μεν είναι αντιδεοντολογικό, αλλά ότι για μια φορά και μόνο θα το δεχόμουν. Είμαι βλέπετε, παρά τα χρόνια που κουβαλώ στην πλάτη μου, φίλη μαζί τους, φίλη μιας κάποιας συντάξιμης ηλικίας βέβαια, χα χα. Ακούστε παρακαλώ τι μου είπε επί λέξη και με αναστάτωσε. Προσέξτε σας παρακαλώ το λεξιλόγιό της. »"Κυρία, επιτρέψτε μου να προβώ σε μια σημαντική διόρθωση. Κάνατε ένα πολύ σοβαρό ατόπημα στην εξιστόρηση των γεγονότων που άπτονται του τελευταίου κεφαλαίου της Γένεσης. Κανένας πανεπιστημιακός δάσκαλος της Θεολογικής ή Πατέρας του Χριστιανισμού δεν είπε αυτά που εσείς μας είπατε. Ανοίξτε όποια εγκυκλοπαίδεια θέλετε, ερευνήστε το ίντερνετ κι αν συναντήσετε εκδοχή σαν τη δική σας, εγώ να ζητήσω συγγνώμη τόσο από εσάς όσο και από τον εαυτό μου που σας αμφισβήτησα. Για το δικό σας καλό νοιάζομαι. Αν μαθευτεί θα σας χλευάζουν και θα είναι άδικο μετά από τα όσα κάνατε τόσα χρόνια για τους μαθητές σας. Και τώρα 35


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

επιτρέψτε μου, με φωνάζουν να παίξουμε. Με θέλετε κάτι άλλο;" »Να την ήθελα; Εγώ; Ειλικρινά σοκαρίστηκα. Νόμιζα ότι βρισκόμουν υπό το κράτος παραισθήσεως. Κατ’ αρχάς ο τρόπος ομιλίας της Αδελαΐδας και το λεξιλόγιό της καμία σχέση δεν είχαν με αυτό που εγώ γνώριζα και που σαφώς ήταν αποφοίτου λυκείου το λιγότερο. Κατά δεύτερον, τόσα χρόνια διδασκαλίας του κειμένου και, όπως αναγράφεται στα βιβλία δε σχολιάστηκε ποτέ δυσμενώς από Σχολικό Σύμβουλο. Σχεδόν πανικόβλητη έσπευσα να ελέγξω το θέμα με ό,τι είχα πρόχειρο, όπως τη βικιπαίδεια και, κατάπληκτη, είδα αυτό που χρόνια δεν είχα δει. Η μικρή είχε απόλυτο δίκιο! »Θεέ μεγαλοδύναμε, τι γίνεται εδώ; Απόρησα. Στο παρά πέντε για εγκεφαλικό, μπήκα στην τάξη, τα ψιλομπάλωσα, προφασίστηκα αδιαθεσία έτρεξαν τα παιδιά να μου φέρουν ένα ποτηράκι νερό και τα ’βαλα να ζωγραφίσουν τη... δασκάλα τους. Ένευσα "ευχαριστώ" στη μικρή, η οποία έδειξε ότι δεν κατάλαβε γιατί την ευχαριστούσα. Άλλη μία έκπληξη στις τόσες. Πού τα ήξερε όλα αυτά το παιδί; Ποιος στο σπίτι του μιλά τόσο σωστά και προχωρημένα ελληνικά και πώς αυτό συμβαίνει κατά περιόδους; Πριν αναφέρω το θέμα στον σχολικό σύμβουλο και για το καλό του ίδιου του παιδιού, σας παροτρύνω να το δει κάποιος ψυχολόγος, ειδικός με τέτοια θέματα και από εμένα δεν πρόκειται να διαρρεύσει λέξη.» 36


η ρεπόρτερ

Η Δανάη ρώτησε, έμαθε και πήγε στον γιατρό μόνη της χωρίς το παιδί. Ούτε τη μάνα του να αναστατώσει ήθελε, που δε θα καταλάβαινε και θα αναρωτιόταν δικαιολογημένα «αφού δεν είναι άρρωστο το παιδί, γιατί να το πάμε στον γιατρό;». Ήταν τόσο παραστατική που ο ψυχολόγος κατάλαβε μεμιάς τι συνέβαινε. Ένα φαινόμενο όχι και τόσο συχνό βέβαια. «Για να καταλάβετε, σαν να γίνεται μια παρεμβολή στο τηλέφωνο την ώρα που μιλάτε, ή στη συχνότητα ραδιοφώνου, για να μην μπούμε σε ιατρικές ορολογίες που δεν τις γνωρίζουν ακόμη και συνάδελφοι, και λυπάμαι που το λέω! Είναι μικρό το παιδί, επτά χρόνων δεν είπατε; Μείνετε ήσυχη το φαινόμενο θα μειώνεται με τον καιρό και στα δέκα του χρόνια θα είναι για σας μια ανάμνηση».

Οι μήνες περνούσαν, αλλά απάντηση από τη σελίδα καμιά. Το πήρε στωικά το θέμα. «Εγώ θα γράφω, όποτε έχω κάτι να πω, θα το βάζω stand by ή στο συρτάρι και αν έχει τύχη ή αν αξίζει, κάποια στιγμή θα δει ήλιου πρόσωπο. Αλλιώς και ο σάρακας κρίμα είναι να τρώει μόνο ξύλο, ας φάει και ένα χαρτί με πάνω του καρφωμένες λέξεις ψυχής, έτσι για ποικιλία». Το χιούμορ ήταν χαρακτηριστικό της οικογένειας «από καταβολής κόσμου ή καλύτερα από πάππου προς πάππο. Τα μέλη της οικογένειας ακόμη και σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους, που και πολλές 37


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ήταν και σοβαρές, το έριχναν στο αστείο». Η Δανάη θυμήθηκε μια ιστορία που της αφηγήθηκε η Πέρσα και γέλασε στη θύμησή της. Γινόταν, λέει, μια κηδεία. Εκείνη την εποχή τον νεκρό τον κρατούσαν στο σπίτι και τον ξενυχτούσαν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, μένοντας μαζί του μέχρι την εξόδιο ακολουθία και την ταφή. Ο κόσμος πολύς και η νύχτα δεν έλεγε να περάσει. Νύστα, αμηχανία, καθήκον και έθιμα έκαναν τον κόσμο κατηφή. Στενοχώρια ή ανθρώπινη και κατανοητή κούραση; Όλα αυτά μαζί. Άσχετα εάν ο αποδημήσας ήταν πλήρης ημερών. Δεν έπαυε να είναι απώλεια. «Ποιος είναι εκείνος που ορίζει το χρονικό όριο; Τον άνθρωπό σου δε θέλεις να τον χάσεις, ας είναι και Μαθουσάλας. Ίσα ίσα που όσο βλέπεις το λαδάκι να τελειώνει στο καντήλι του, τον κρατάς με νύχια και με δόντια, σε μια μάταιη πάλη». Ξάφνου τη νύχτα, τη γεμάτη λιβάνι και λιωμένο κερί, κόβει σαν μαχαίρι ένας αστεϊσμός που είπε μια γιαγιούλα, ο οποίος σε μια άλλη στιγμή ίσως να περνούσε και απαρατήρητος. Πήρε διαστάσεις, έγινε ένας απερίγραπτος πανδημικός κλαυσίγελος, αδύνατον να τιθασευτεί. Και τα γερόντια όσο δεν έκαναν προσπάθειες να το καταπνίξουν, τόσο αυτό φούντωνε «θαρρείς και υποδαύλιζε κανείς τη φωτιά ρίχνοντας της διαρκώς δαδί. Μια δε κυρία που ανήκε στις λεγόμενες ευπαθείς κατηγορίες πληθυσμού λιποθύμησε από τον ακατάσχετο γέλωτα». 38


η ρεπόρτερ

Εντωμεταξύ ο γιος της μεταστάσης, που είχε κλειστεί στο δωμάτιό του μην αντέχοντας τις μοιρολογίστρες, ακούγοντας το χαχανητό είχε μια φευγαλέα ελπίδα ότι η μάνα του νεκραναστήθηκε και ο κόσμος αγαλλιασμένος από το θαύμα, θα χτυπούσε από στιγμή σε στιγμή την πόρτα του να αναγγείλει το απίστευτο γεγονός. Όταν είδε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε, πετάχτηκε έξω να δει τι συμβαίνει. Αντίκρισε μία απίστευτη εικόνα. Άλλοι κρατούσαν την κοιλιά τους, άλλοι χτυπιόντουσαν στα πατώματα και μερικές γριές με το σύνηθες πρόβλημα του ουροποιητικού, αντιμετώπιζαν μικρά δράματα. Απόρησε. Θύμωσε. Μα επειδή το "μικρόβιο" ήταν ταχέως μεταδοτικό πρόσβαλε και τον ίδιο. Κάποια στιγμή μπόρεσε να ψελλίσει. «Α, ρε μάνα, σήκω να δεις τα χαΐρια του γιου σου και όλων όσοι νόμιζες πως σ’ αγαπούν... Εσύ ταξιδεύεις στο σύμπαν παρέα με τον φύλακα άγγελό σου και εμείς γελάμε βλέποντας το άψυχο σώμα, που άφησες φεύγοντας». Και ξαφνικά ο κόσμος κατελήφθη από υστερία. Είχε την παράκρουση ότι η νεκρή κουνήθηκε ενοχλημένη, μέσα στο φέρετρό της. «Ορέ, δε βλέπετε; Θύμωσε η μανούλα και επέστρεψε να πάρει μερικούς από μας μαζί της, για να μην ταξιδέψει μόνο με τον άγγελό της». Και οι παρευρισκόμενοι το έβαλαν στα πόδια. «Συγνώμη, βρε μάνα, με το ψέμα που αναγκάστηκα να πω, για να σταματήσει το ρεζιλίκι μας. Ήμασταν 39


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ικανοί να κάνουμε και τους παπάδες να γελάνε. Εγώ, αν θες να ξέρεις, νομίζω ότι η ψυχούλα σου προτιμούσε τα γέλια, αυτά τα ανόητα μα αυθόρμητα, από τις επί πληρωμή μοιρολογίστρες που ζητούν να προκαλέσουν ποταμούς δακρύων με τα ψεύτικα λυπητερά τους λόγια. Στον άλλο κόσμο τώρα που θα πας, κοίτα να μεταφέρεις το γέλιο εκεί». «Αυτός ήταν ο καλύτερος επικήδειος που έβγαλε για τη μάνα του ο προπάππος της γιαγιάς Πέρσας», χαμογέλασε η Δανάη. Είχε πια ξεχάσει τον λογοτεχνικό διαγωνισμό που έλαβε μέρος, καθώς τα αποτελέσματα αργούσαν πολύ. Μόνο κάπου κάπου, θυμόταν τη σελίδα και νευρίαζε με την αγένειά τους να την σνομπάρουν. «Γιατί τι άλλο από σνομπισμό δείχνει αυτή τους η προσβλητική σιωπή;» Είπε να ρίξει μια ματιά στις αναρτήσεις της ιστοσελίδας και να κάνει μια έντιμη σύγκριση αυτών με το δικό της κείμενο, «να δω πού υστερώ και ποια είναι τα θέματα που τους ενδιαφέρουν». Η πρώτη στιγμιαία της εντύπωση ήταν ότι το κείμενο που έβλεπε μπροστά της κάπου το ήξερε, για να ξεφωνίσει αμέσως μετά. «Θεέ και Κύριε, αυτό είναι το δικό μου κείμενο. Πειραγμένο μόνο στον τίτλο. Δεν παρέλειψαν ούτε ένα και. Τον δε τίτλο, να δεις, τον άλλαξαν γιατί σου λέει πού θα βρεθεί η συγγραφέας να το διαβάσει, αφού σπανίως διαβάζουμε κείμενα συναδέλφων; Το υπέγραφε κάποια ή κάποιος με ψευδώνυμο φυσικά. 40


η ρεπόρτερ

Και δε θα είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Το πώς και το γιατί, μένει να το ερευνήσω πάραυτα. Σηκώνω μανίκια κυρίες μου και κύριοι». Παρά ταύτα δε θύμωσε. Της απάντησαν ότι το κείμενό της άρεσε και γι’ αυτό το ανέβασαν, αλλά ήταν τόσο μικρή. Είχε μπροστά της χρόνο να γράψει εκατοντάδες κείμενα σαν αυτό. Εκτός από την κλοπή πνευματικής δουλειάς, ενθαρρύνθηκε «πράγμα που είναι απαραίτητος συνοδός της έμπνευσης». Υποσχέθηκε όμως στον εαυτό της να ερευνήσει το θέμα της λογοκλοπής. Δεν την ενδιέφερε να δημιουργήσει κάποιο σκάνδαλο. Άλλωστε, ήταν μέρος της δουλειάς της. Θα έδινε όμως ένα γερό μάθημα «στον ανόητο λογοκλόπο που ατάλαντος ο ίδιος και έχοντας επίγνωση προφανώς του κουσουριού του, επιδιώκει με δόλιους τρόπους να βγει από την αφάνεια σε βάρος άλλων».

41


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

42


Γ

Προσχέδιο για χρονογράφημα

κλιν γκλαν, ο ήχος σαν κρυστάλλινες καμπάνες στο καμπαναριό της εκκλησίας της γειτονιάς, νανούριζαν την Δανάη. Χουχούλιαζε στο κρεβάτι της, χωρίς να μπορεί να διώξει εντελώς τα σύννεφα του ύπνου που γέμιζαν το κεφάλι της. Εκείνο το αλλόκοτο πρωινό προμήναγε, αν μη τι άλλο, αλλαγές στην καθημερινότητά της. Κάπου βαθιά στη μνήμη της θυμόταν, ότι η ημέρα που χάραζε, ήταν ημέρα γιορτινή και δε θα πήγαινε στη δουλειά. Έτσι, απολάμβανε το αργό ξύπνημά της. Της φάνηκε εντελώς περίεργη η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε γύρω της, σαν το χιόνι που έπεσε σιωπηλά τη νύχτα και σκέπασε τη φύση με έναν κάτασπρο μανδύα. Την τρόμαζε η σκέψη ότι έστω για λίγο θα ήταν η φύση νεκρή. Την έβλεπε από το παράθυρό της παγωμένη και κουκουλωμένη με το σεντόνι που έριξε πάνω της ο Θεός «όπως κάνουν οι τραυματιοφορείς στους μεταστάντες». Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι οι καμπάνες που άκουσε, δεν είναι δυνατόν να ήταν αληθινές, αφού εδώ και καιρό είχαν και αυτές σιωπήσει. «Έχουν αποσυρθεί κατόπιν αιτήματος των δημοτών στον δήμαρχο, 43


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

που ίσως και να συμφωνούσε και μαζί τους». Του είχαν παραπονεθεί ότι εμφάνισαν ψυχολογικά προβλήματα. Έτσι χορωδιακά και με ένταση που χτυπούσαν οι καμπάνες, τους έκαναν να πετάγονται έντρομοι από τα κρεβάτια τους, μόλις χάραζε ο Θεός τη μέρα Του∙ πάνω στη γλύκα του πολύτιμου τέλους της νυχτερινής ξεκούρασης. «Δηλαδή, θα θύμωνε με τον καντηλανάφτη ο Θεός αν χτυπούσαν μια ώρα αργότερα;» έλεγαν. Κι έτσι κληρικοί και κοσμικοί άρχοντες αποφάσισαν να ενδώσουν. Πλησίαζαν οι δημοτικές εκλογές και ήθελαν να δείξουν ότι σέβονται τη θέληση των δημοτών πάνω από όλα, ακόμη και τα έθιμα. Μόνο Πάσχα και Χριστούγεννα, χτυπούσαν πια, θυμίζοντας στο χριστεπώνυμο πλήθος ότι οι γλυκές μελωδίες ήταν πλέον παρελθόν, στους δε ευνοϊκά διακείμενους ότι ο εφιάλτης τους πάει και πέρασε. Ψιθυρίζονταν δε, ότι ο μαρασμός που υπέπεσε επί της μεσήλικης κεφαλής του νεωκόρου, ήταν ακριβώς αυτή η σιωπή των καμπανών, τη μουσική των οποίων συνέθεσε ο ίδιος. Η Δανάη χασμουρήθηκε τεντώνοντας τα χέρια της χαμογελώντας. «Και πότε τούτος ο ευλογημένος λαός ομονόησε για ένα πράγμα έστω;» μονολόγησε, δίνοντας στον εαυτό της την πολυτέλεια να πάρει μια τζούρα πρωινού ύπνου. «Πότε θα μου ξαναδοθεί αυτή η ευκαιρία;». Αλλά τελικά το απρόβλεπτο μέλλον της επέβαλε να κλειστεί στο σπίτι της υποχρεωτικά για μέρες και μέρες για να αποφύγει την συνάντησή 44


η ρεπόρτερ

της με την πανδημία. «Ξέρουμε πια, το εμπεδώσαμε, ότι ο κορωνοϊός πλήττει περισσότερο τις ευπαθείς ομάδες της κοινότητας, όμως δεν κάνει κράτη μόνο σ’ αυτές. Που σημαίνει ότι ο τύπος δεν είναι επιλεκτικός, αλλά παμφάγος και στον στόμαχό το χωράμε όλοι», έγραφε η Δανάη στη στήλη της εφημερίδας που εργάζεται. «Οι επόμενες γενιές θα έχουν άφθονο υλικό να διηγούνται για τη λαίλαπα που ξέσπασε στην ανθρωπότητα ξαφνικά και έπεσε στα κεφάλια δικαίων και αδίκων. Θα έχουν όμως να λένε και αστείες ιστορίες για εκείνη την εποχή, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και έκαναν τους δυστυχείς να ξεχνιούνται και να ξεχνούν τη δαμόκλειο σπάθα που απειλούσε ανά πάσα στιγμή να τους αποκεφαλίσει με συνοπτικές διαδικασίες. Πώς αλλιώς, θε να ’βρισκαν μια κάποια ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου; Εδώ καταπολεμήθηκαν τόσες μορφές καρκίνου και ένας τόσο δα μικρός ιός θα μας αφανίσει; Θα μας κλείσει στα σπίτια μας, να πίνουμε νεράκι σκέτο και να τρώμε αέρα κοπανιστό, αν βγει φιρμάνι από τους αρμόδιους φορείς ότι πρέπει να κλείσουν και τα σούπερ μάρκετ;» έγραφε. «Ένας ιδιότυπος παγκόσμιος πόλεμος. Και να τα ανέκδοτα κι οι κωμωδίες για να καταπολεμηθεί με χιούμορ ο μικρός το δέμας αλλά πανίσχυρος αιμοδιψής ιός». Άρχισε να κρατά σημειώσεις για το επόμενο χρονογράφημα. 45


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Τίτλος: Εύα

«Παρντόν που ενοχλώ τέτοια ώρα νυχτιάτικα, αλλά επείγει να μιλήσω με τον Άνταμ, Αδάμ επί το ελληνικότερο. Είναι εκεί;» «Αυτή τη στιγμή απουσιάζει. Θα μπορούσα μήπως να σας εξυπηρετήσω εγώ; Είμαι η Εύα η σύντροφός του». «Ω, μα πόσο χαίρομαι που σου μιλώ, Εύα μου. Αν και τρόπον τινά είμαστε συγγενείς, δεν έτυχε ποτέ να ανταλλάξουμε δυο λόγια. Ξέρεις δα πως είναι αυτά τα χαζά με τα σόγια. Αλλά συγγνώμη που δε σου συστήθηκα ακόμη. Είμαι η πρώην σύζυγος του απογόνου σου, του Κάιν». «Πρώην είπες; Χώρισε το παλιόπαιδο και τίποτα δε μας είπε; Τώρα το πρώτο ακούω». «Κατ’ ευθείαν απόγονός σου είναι δεν μπορεί να μην ξέρεις τι απαίσιος χαρακτήρας είναι! Έχει πάρει ψηλά τον αμανέ ότι σαν πρωτότοκος, του ανήκουν τα πάντα, ακόμα και τα λίγα που ο γονιός του έδωσε και στον άλλο γιο του, τον Άβελ. Μοναχοφαγάς, άπληστος, αχόρταγος. Αργά τον κατάλαβα. Έχω ακόμα πολλά προβλήματα με δαύτον και δεν ξέρω κάποιον να μπορεί να στέρξει προς βοήθειά μου. Τον πρώτο που σκέφτηκα ήταν ο Άβελ, αλλά μου αρνήθηκε ευγενικά, καθώς δεν ήθελε άλλα μπερδέματα με τον αδερφό του. Άσε που δε δίνει του αγγέλου του νερό, αφού και αυτόν ακόμη ξεγέλασε εκμεταλλευόμενος την πείνα του και αντάλλαξε το βιος του 46


η ρεπόρτερ

έναντι πινακίου φακής και μάλιστα όχι βαθύ το πινάκιο αλλά θεόρηχο! Αδέρφια, σού λέει ο άλλος! Σοφή η ρήση "–Ωχ και ποιος σου ’βγαλε το μάτι; – Ο αδερφός μου –Αμ, γι’ αυτό στο ’βγαλε βαθιά!" »Εσύ, καημένη Εύα, πώς τα πας; Ο δικός σου ξεπέρασε το γεγονός ότι τον εξαπάτησες και σας έδιωξε ο Μεγάλος από την Εδέμ;» «Α, για να σου πω πρώην νύφη μου. Και τι ήταν ο Αδάμ για να τον εξαπατήσω, κανένα χαζό που θα υπάκουγε στις ικεσίες μου να κόψει το μήλο από την απαγορευμένη μηλιά; Μαζί το λιμπιστήκαμε και κοινή η απόφαση να φαγωθεί. Αλλά και εμείς πού να το φανταστούμε ότι θα πλήρωναν για το ατόπημά μας τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας για τους κατοπινούς αιώνες ες αεί; Το σκέπτεσαι να ζούσα αιωνίως με έναν άντρα πλάι μου, φερέφωνό μου, που θα τον έσερνα από τη μύτη, για να μην το πω πιο χυδαία. Εγώ τον σύντροφό μου τον θέλω στυλοβάτη του σπιτιού μου, φίλο μου και εραστή, να μοιράζομαι τόσο τα καλά όσο και τα κακά του κόσμου τούτου τουλάχιστον. Για τον άλλο που ’χει σκοπό να μας πάει, δεν ξέρω. Βλέποντας και κάνοντας... Κατάλαβες τι σου λέω; Μακριά από μένα οι αχυράνθρωποι, οι σάκοι του μποξ. »Αλλά είναι να μη σου βγει το όνομα. Απαξιώνεται η Εύα και κατ’ επέκταση το γυναικείο φύλο συλλήβδην και μένει το αρσενικό το καημένο εξαπατηθέν. Ναι μεν διοικεί τύποις τα του οίκου του, αλλά στην ουσία φέρεται και άγεται από το θηλυκό. Και να 47


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

δεις ότι στον αιώνα τον άπαντα αυτό θα συμβαίνει. Μια νομοτέλεια που αποκλείεται ο Ύψιστος εν τη σοφία Του να θέσπισε. Δε διανοούμαι ότι μπορεί να διέπραξε μια τέτοια χοντράδα μόνο και μόνο για να απαξιωθεί η γυναίκα που όμως, χιλιάδες χρόνια από τώρα θα Του φέρει τον Υιόν Του για να με λυτρώσει από την αμαρτία που διέπραξα τελικά. »Και δε μου λες, αφού σε χώρισε, ο Κάιν ξαναπαντρεύτηκε; Σίγουρα θα βρήκε άλλο κορόιδο να του πλένει τα σώβρακα». «Έμαθα ότι αρραβωνιάστηκε. Βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τον πεθερό, για την προίκα. Υπάρχει πιο συμφεροντολόγο πλάσμα από τον απόγονό σου; Ο πρώτος διδάξας του θεσμού της προίκας, αυτής της μάστιγας που θα κρατήσει όπως πιστεύω, χιλιάδες χρόνια. Εμένα έφαγε στον τζόγο με τους γελαδάρηδές του όλο μου το βιος. Γι’ αυτό θέλω να μιλήσω με τον Αδάμ. Αυτός, σαν Πρωτόπλαστος με κύρος, θα έχει τα κονέ του να με βοηθήσει να βρω μια αξιοπρεπή δουλειά να θρέψω τα πενήντα παιδιά μου, που εκείνος ούτε που να τα φτύσει τα καημένα που ζουν σαν ορφανά». «Τι λες, παιδί μου, πενήντα παιδιά; Μα καλά, εσείς χόμπι άλλο δεν είχατε; Δεν μπορούσες εσύ αντί να κάθεσαι να σου σπέρνει παιδιά, να ασχοληθείς με κάτι άλλο με το ίντερνετ, για παράδειγμα, όπως θα κάνουν οι κατοπινές γενιές; Να, με παρέσυρες και σου μαρτύρησα μια ενασχόληση του ανθρώπου του μέλλοντος. Και μου είχε εφιστήσει την προσοχή 48


η ρεπόρτερ

ο Αδάμ μη μου ξεφύγει σε κανέναν τούτο το σχέδιο που του εμπιστεύτηκε ο Μεγάλος και αυτός σε μένα. Αλλά τι να σου πω κι εγώ. Όλο μη και μη, μπούχτισα. Αυτές οι απαγορεύσεις υποψιάζομαι στην τελική ότι έγιναν για να παραβιάζονται και η ζωή να αποκτά ενδιαφέρον. Όχι πως θέλω να μην υπακούω στον Μέγιστο, αλλά μια ανυπακοή κατά καιρούς είναι σαν το πιπέρι σε ανούσιο φαγητό και βάζω στοίχημα ότι κι ’Εκείνος με κάνει χάζι και κρυφογελά! »Λοιπόν, τα λόγια τελειωμό δεν έχουν. Σε λίγο που θα έρθει ο καλός μου, θα μεταβιβάσω το αίτημά σου και αυτός θα κάνει ό,τι του πω εγώ... Άμε τώρα στο καλό, γιατί έχω να φτιάξω μηλόπιτα, πριν τα μήλα μου χαλάσουν. Ήταν να μη φάμε το πρώτο μηλαράκι. Έκτοτε, δε λέμε ποτέ όχι στη μηλόπιτα που φτιάχνω. Είναι πια μια συνήθεια που μ’ αρέσει, σαν να παίζω, ας πούμε, μπιρίμπα! Κι εσύ πάρε τούτο το καλάθι γέμισέ το μήλα και τάισε τα παιδάκια σου και, όποτε θέλεις, να έρχεσαι να παίρνεις χωρίς να ρωτάς. »Να σου πω ότι χάρηκα ιδιαιτέρως για τη γνωριμία, θα ήταν ψέμα. Ξέρεις, παρά την περί του αντιθέτου άποψη που κυκλοφορεί στους διαδρόμους, εμείς οι Εύες δε λέμε ποτέ ψέματα, όχι γιατί μας ενδιαφέρει τι θα πουν οι άλλοι, αλλά γιατί δε μας ενδιαφέρει τι θα πουν οι άλλοι! Άιντε στο καλό». Και η πρώην του Κάιν έφυγε πιο προβληματισμένη απ’ όσο ήρθε. Μια πικρία την διέκρινε στα λόγια της Πρώτης Κυρίας. Διέκρινε όμως και «μία απο49


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

φασιστικότητα να κρίνει τι είναι επιτρεπτό και μη. Αν και το μάθημά της δεν είναι ότι το πήρε και πάει πέρασε έτσι αβρόχοις ποσί. Το πληρώνουν και θα το πληρώνουν οι δισεκατομμύρια απόγονοι ες αεί». Διέκρινε και «μία πονηράδα, μία εξυπνάδα που θα κληρονομήσουν οι θηλυκοί της απόγονοι».

Το χρονογράφημα θα κλείνει, έγραψε η Δανάη, με το εξής: «Και τύποι σαν εμένα μένουμε να αναρωτιόμαστε, τότε προς τι οι θρησκείες, τα σωφρονιστήρια, οι πολιτισμοί, αν η τράπουλα είναι σημαδεμένη χωρίς προοπτική του να σβηστεί το σημάδι και το παιχνίδι να παιχτεί τίμια; Κάτι δε μου πάει, δεν κολλάει, δεν καταλαβαίνω».

50


«Θ

Μάτια μπλε

εέ και Κύριε, τι μάτια ήταν αυτά; Πόσο απόθεμα από μπλε είχες στην παλέτα Σου και το απόθεσες γενναιόδωρα σ’ αυτές τις πανώριες λίμνες των ματιών με τις καγκελωτές όχθες των βλεφάρων τους; Κι εκείνο το τσουλούφι το ίσιο σαν άχυρο που πέφτει επιμελώς ατημέλητα και ανέμελα στο φαρδύ του μέτωπο, ξέρει άραγε πόσο σέξι είναι; Για να μην πούμε για το λακκάκι, όχι στο θεληματικό του πηγούνι αλλά στο αδρό δεξί μάγουλο» είπε ολοκληρώνοντας τη ζωγραφιά η Δανάη, που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Πολύ ψηλός για τα ελληνικά δεδομένα, λιπόσαρκος, με πλάτες κολυμβητή πρωταθλήματος. Ένας Απόλλωνας. Να ήταν Έλληνας; Κάποιος συγγενής του θεού; Σίγουρα. Και το κορίτσι μελαγχόλησε. «Ποιο τυχερό θηλυκό αγκαλιάζεις, φίλε; Θα ξέρει βέβαια πόσο τυχερό είναι! Η πίκρα της τόσο συμπαγής, που κόβεται, θαρρείς, με το μαχαιράκι που κόβει τον μπακλαβά της. Αχ και βάσανα που τα ’χουν τα νεαρά κορίτσια» μονολόγησε. Δεν ήξερε τίποτα απολύτως γι’ αυτόν, ούτε τη μιλιά του είχε ακούσει, ούτε το όνομά του. Τον έβλεπε εδώ και μέρες ανάμεσα στους ερωτώμενους, μα ποτέ δεν είχε πλησιάσει το μικρόφωνο να μιλήσει. 51


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Τι σήμαινε αυτό; Το μόνο σίγουρο ότι και μόνο η παρουσία του της έφτιαχνε τη μέρα, τόσο από επαγγελματικής όσο και προσωπικής πλευράς. Και ένα μεσημέρι με ντάλα ήλιο να τους καίει και τον Διονύση να βογκά από το βάρος των μηχανημάτων στον ώμο του, δεν τον πήρε το μάτι της πουθενά τριγύρω. Για πότε ο γαλάζιος ουρανός έγινε γκρίζος, για πότε το καλοκαίρι έδωσε τη θέση του κόντρα στο καλαντάρι σε ένα φθινόπωρο μουντό και κρύο, δεν το κατάλαβε. Τέτοια απογοήτευση δεν την είχε ξανανιώσει. «Μα να είχε υπάρξει το πλάσμα αυτό στ’ αλήθεια ή ήταν αποκύημα μιας αχαλίνωτης ονειροπόλησης, σαν αυτές που στοιχειώνουν τα όνειρα των κοριτσιών της ηλικίας μου, που περιμένουν το πριγκιπόπουλο καβάλα στο άσπρο του άτι να τις πάρει στη χώρα του έρωτα;» Ζήτησε από τον Διονύση, τον οπερατέρ της, «να καθίσουμε κάπου, όχι σε κανένα καφέ», προτιμούσε το πεζούλι του σιντριβανιού της πλατείας. Πώς ήθελε τώρα, «παρά την αφόρητη ζέστη, μια κούπα ζεστή σοκολάτα. Ρόφημα καταπραϋντικό ερωτικών παθήσεων», σκέφτηκε και χαμογέλασε κάνοντας τον φίλο της να απορεί για το τι της συμβαίνει. «Ερωτευμένη! Πόσο έξω έπεσαν όλοι για τον συναισθηματικό μου κόσμο, εμού της ιδίας μη εξαιρουμένης!» συνέχισε τον εσωτερικό της μονόλογο. «Ρε συ, Δανάη, τι έχεις; Συμβαίνει κάτι;» «Ναι, φίλε μου, συμβαίνει, αλλά μη μου ζητάς να 52


η ρεπόρτερ

σου πω τι, αυτή τη στιγμή. Μόλις μπορέσω θα σου πω. Φίλους άλλους από σένα και τη Θεανώ δεν έχω». Και ξαφνικά τον βλέπει εκεί μπροστά της να την κοιτάζει επίμονα και να της λέει, γλυκά με μια φωνή «Γεια σου, Δανάη, τι κάνεις;» «Τώρα αυτό το άκουσα. Δεν είναι ψευδαίσθηση και ο ίδιος δεν είναι οπτασία, ε;. Κάτι πρέπει να πω κι εγώ κάτι, αν δεν κάνω λάθος. Θα τον ρωτήσω και βλέπουμε», ψιθύρισε στον Διονύση. «Γνωριζόμαστε; Πώς ξέρεις το όνομά μου;» «Μα όποιος ενδιαφέρεται ρωτά και μαθαίνει, Δανάη. Τι δεν καταλαβαίνεις;» Εκείνη θα ήθελε να του πει σαν έτοιμη από καιρό «εκείνο που ξέρω καλά είναι ότι σ’ αγαπάω εδώ και καιρό. Αν, δε, ήμουνα σίγουρη ότι ήσουν πρόσωπο υπαρκτό, ίσως και εγώ να ζητούσα να μάθω για σένα. Ναι, αλλά να ρωτούσα ποιον;» Αντ’ αυτού η απάντηση πού του έδωσε ήταν ελαφρά επιτιμητική: «Πώς σε λένε, φίλε;» «Ω, συγγνώμη δε συστήθηκα. Ρωμανό με λένε, μηδέ μία σχέση με τον γνωστό Μελωδό, Ρωμανός Ιατρού». «Και σίγουρα είσαι ποιητής συγγραφέας ή κάτι σχετικό;» «Έτσι ψιθυρίζεται. Συν το ότι τελειώνω τη Νομική και παράλληλα εργάζομαι σε μια ασήμαντη εταιρία για το ψωμί μου. Οι λέξεις, όπως θα ξέρεις, είτε σε 53


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ποίηση, είτε σε κείμενα, είναι μεν φιλόδοξες, αλλά εσύ δεν κερδίζεις τίποτα απ’ αυτές, ει μη μόνο τις βλέπεις κεντημένες σαν σε καμβά και αγγίζουν την ψυχή σου». Και αυτή ήταν η αρχή μιας ιστορίας αγάπης παλαιάς κοπής, που δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ακόμα υπάρχουν. Η σχέση προχώρησε, έμειναν μαζί όχι μόνο γιατί ήθελαν τις νύχτες να μοιράζονται πάνω στο ίδιο μαξιλάρι, όνειρα, σχέδια για την κοινή ζωή τους, αλλά και για λόγους πρακτικούς, να μοιράζονται το ενοίκιο της γκαρσονιέρας και να απολαμβάνουν σπιτικό φαγητό που μαγειρευόταν με πολλή αγάπη και από τους δυο. Πόσο πιο νόστιμο ήταν τούτο το φαγητό πασπαλισμένο με μπόλικο γέλιο! Οι απλές μακαρονάδες, οι ομελέτες, ακόμη και τα βραστά αυγά, έπαιρναν από τα χέρια τους φτιαγμένα γεύση αλλιώτικη, τέτοια που δεν είχε ξαναγευτεί τουλάχιστον η Δανάη, συγκρινόμενα ακόμη και με τα εδέσματα της Πέρσας που ήταν ξακουστή μαγείρισσα. «Όποιος υπήρξε έστω και μια φορά ερωτευμένος, ξέρει. Όποιος δεν υπήρξε, απλά δεν έζησε και είναι κρίμα». Όμως μια κοινή ερωτική συνύπαρξη, φέρνει και επακόλουθα. Έτσι η Δανάη διαγνώστηκε έγκυος. Αλλαγή ενδιαφερόντων, αλλαγή πλεύσης, δεδομένου ότι δε διανοήθηκαν καν να απαλλαγούν από τον καρπό μιας τέτοιας αγάπης. Απογοήτευση από πλευράς γονέων ένθεν κακείθεν, με μόνο την Πέρσα να δεί54


η ρεπόρτερ

χνει ενθουσιασμένη. «Αν θελήσετε νταντά παρακαλώ έχετε με υπόψη, προσφέρομαι εθελοντικώς και αμισθί. Παρακαλώ εξετάστε την προσφορά μου, είναι πιστέψτε με συμφέρουσα, λαμβανομένης επίσης υπόψη της καλής φυσικής μου κατάστασης. Εσύ, Δανάη, όπως κι εσύ, Ρωμανέ, να τελειώσετε τις Σχολές σας απερίσπαστοι, χωρίς άγχος. Το απαιτεί η υγεία της δισεγγόνας μου. Το μόνο που σας ζητώ, όταν αποφασίσετε γάμο, αυτός να είναι θρησκευτικός, κορωνοϊού επιτρέποντος. Θέτω και εδώ υποψηφιότητα κουμπάρας με δέλεαρ και εν είδει γαμήλιου δώρου, τα έξοδα άπαντα του μυστηρίου δικά μου. Το μόνο που με προβληματίζει είναι πώς θα φτάσουν τα στέφανα που θα κρατώ, τα ύψη της κεφαλής του γαμπρού! Στο σημείο αυτό θα ζητήσω τη βοήθεια του... κοινού, ον εστί μεθερμηνευόμενον τη βοήθεια της Θεανώς. Πώς ακούγεται η πρότασή μου; Έχω ελπίδες να την κάνετε αποδεκτή;» «Δες με τι τρόπο, με τι τακτ, διάλεξε αυτή η πανέξυπνη γραία να ανακουφίσει τα παιδιά από ένα οικονομικό κόστος δυσβάστακτο για την τσέπη τους. Αμ συνηθισμένη ήταν να λύνει τα προβλήματα ξένων και δε θα έλυνε αυτό που αφορούσε το πιο αγαπημένο της πλάσμα; "Του παιδιού σου το παιδί, δυο φορές παιδί σου" έτσι δε λένε;» Και πάνω στον βράχο π’ ασπρίζει, στο ξωκκλήσι του Άι Λια, μια Κυριακή απόγευμα, ήταν όλοι εκεί να παρακολουθήσουν την τελετή ενός μυστηρίου 55


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

όπου παπάδες και καλεσμένοι ένιωθαν κάθε λέξη των ψαλλομένων μέσα σε ένα ναό γεμάτο νιάτα και ομορφιά. Όλοι ήταν χαρούμενοι εκτός του Διονύση, που έκλαιγε βουβά. Ακόμη δεν κατάλαβε τι έγινε και έχασε το κορίτσι, που μαζί του ήταν τόσο καιρό ερωτευμένος. «Μα, βρε κουτό, αφού ήσουνα ερωτευμένος τι περίμενες και δεν της το έλεγες δηλαδή;», του είπε μια κοινή φίλη. «Τη βέβαιη άρνησή της; Και αν ένα τοις εκατό είχες ανταπόκριση; Γι’ αυτό το ένα δεν έπρεπε να δοκιμάσεις; Ιδού η αβεβαιότητα και ο δισταγμός σου, πού σε οδήγησαν. Τώρα κλαις, γιατί κλαις; Έ δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου!» «Για κοίτα εκείνη την ομορφούλα που αλλάζει τα στέφανα, τι νόστιμη που είναι! Είναι η Θεανώ, η φίλη της φίλης σου;» «Πώς ομόρφυνε έτσι;» «Μα, το κορίτσι δεν άλλαξε ξαφνικά. Πάντα το ίδιο όμορφο ήταν μόνο που εσύ αυτό δεν το ’βλεπες. Είχες μάτια μόνο για τη Δανάη σου, που τώρα ζει με άλλον τις στιγμές που κι εσύ ονειρεύτηκες. Έτσι είναι ο έρωτας, φίλε, δεν μπορεί να μένει στο stand by. Αγαπά την αποφασιστικότητα και το φως του ήλιου. Αλλιώς φεύγει και τον χάνεις καληώρα σαν και τώρα. Πρόσεξε τα επόμενα βήματά σου μην ξανακάνεις το ίδιο λάθος, καημένο παλικάρι». Στη δεξίωση που επακολούθησε βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι τα δύο αγαπημένα πρόσωπα της Δανάης, δάχτυλος της ίδιας. Θεανώ και Διονύσης σύσφιξαν 56


η ρεπόρτερ

τη γνωριμία τους, έγινε φιλία και τη φορά αυτή ο Διονύσης πήρε γρήγορες αποφάσεις, για να μην ξαναπάθει τα ίδια. Φρόντισε η φιλία να γίνει έρωτας. Και λόγω θρησκευτικών παρεκκλίσεων και των δύο, ο γάμος τους ήταν πολιτικός, αν και στο πίσω μέρος του κεφαλιού της Θεανώς υπήρχαν τα στέφανα.

57


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

58


Ε

Επίκαιρο ρεπορτάζ κοινής γνώμης

κόντες άκοντες μένουμε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τυγχάνει δε πέντε στις δέκα φορές ο οίκος αυτός να είναι ένα κουτί λίγων τετραγωνικών, το οποίο μέχρι πρότινος συνηθίζαμε να λέμε ότι χρησιμεύει μόνο για έναν ύπνο. Δοξάζουμε θεούς, που υπάρχει έστω και αυτό το κεραμίδι άνωθεν της κεφαλής μας και όχι ένας έναστρος ουρανός να μετράμε τα άστρα του για να μας πάρει γλυκά ο ύπνος σε ένα παγκάκι του έρημου πάρκου. Με τον αναγκαστικό εγκλεισμό μας σ’ αυτό το ανήλιαγο κουτί, που το μισό βρίσκεται υπό της γης και μόλις το άλλο μισό πάνω απ’ αυτήν, με το ένα του και μοναδικό παράθυρο να ακουμπάει στο πεζοδρόμιο, καλούμαστε, αν θέλουμε να επιζήσουμε, να κλειστούμε μέσα, για μέρες για μήνες. Μοιάζει με φυλακή; Ο φυλακισμένος στο κελί του προσβλέπει στην ημέρα που θα βγει από κει μέσα να ζήσει πια ελεύθερος, ενώ ο «φυλακισμένος» του ημιυπόγειου, αν θέλει να ζήσει, οφείλει να ξεχάσει το έξω και τις τσάρκες του τις ελεύθερες, γιατί ο φονιάς τού την έχει στημένη. Είναι όμως διαφορετικό να ζεις σε εγκλεισμό στο ημιυπόγειο της πόλης και διαφορετικό να ζεις σε 59


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

χωριό ή νησί. Άλλο να βλέπεις από το παραθύρι σου μόνο τα πόδια των διαβατών και να αναπνέεις το καυσαέριο των χιλιάδων αυτοκινήτων, που περνούν από τη λεωφόρο, κι άλλο να βλέπεις το απέραντο γαλάζιο, με τις βαρκούλες να λικνίζονται στον μπάτη, τα γλαρόπουλα σε κάθετες εφορμήσεις για τον ψαρομεζέ τους και να νιώθεις την αλμύρα με το ιώδιο και ανυπέρβλητες οσμές να κατακλύζουν το σπιτικό σου. Αν δεν το βλέπεις, τότε πραγματικά έχεις την ανάγκη ενός καλού ψυχολόγου. Ας μην ξεθαρρεύουμε με τις καλές στατιστικές για τη πορεία του ιού στη χώρα μας και πάει στράφι η ιδιότυπη κλεισούρα μας, θα είναι κρίμα. Αν δεν παίζονται πολιτικά παιχνίδια πίσω από όλο τούτο, που πολύ φοβάμαι ότι παίζονται, κάποια στιγμή θα σταματήσει το κακό πού θα πάει; Καθημερινώς, γράφονται ποιήματα, δοκίμια και άρθρα. Ο ιός εμπνέει. Το σύνδρομο της θανατολαγνείας, του φόβου, της απειλής. Προσωπικά, αν ήμουν ποιήτρια θα έγραφα ένα ποίημα με μόνο τρεις τέσσερις λέξεις: ΑΤΙΤΛΟ Κουράγιο. Υπομονή Καλή Ανάσταση!

Ερώτηση συνεντεύξεων σε ρεπορτάζ δρόμου. «Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου ή και Τέταρτου Κόσμου ο υπερήλικας

60


η ρεπόρτερ

χαίρει μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης, σε όποια φυσική κατάσταση κι αν τον έχουν φέρει τα πάμπολλα χρόνια που κουβαλά στους ώμους του, ενώ στις πολιτισμένες θεωρείται σαν προϊόν που καβάτζαρε την ημερομηνία λήξεως και επομένως άχρηστο;» Ένας μεσήλικας ξαφνιασμένος βρήκε την αναπάντεχη ευκαιρία να βγει στην τηλεόραση. «Θα περίμενε κανείς ότι θα συνέβαινε το εντελώς αντίθετο και οι μορφωμένοι λαοί θα επωφελούνταν της σοφίας τους, που αποκτιέται μόνο με την πείρα του ξοδεμένου επωφελώς χρόνου και τους τη μεταλαμπαδεύει επαξίως. Αντ’ αυτού τον θεωρούν ξοφλημένο, που έδωσε ό,τι ήταν να δώσει. Θεωρούν πως τώρα το μόνο που κάνει είναι να επιβαρύνει τη οικονομία του κράτους με την αλόγιστη χρήση φαρμάκων για αρρώστιες πραγματικές ή της φαντασίας του και να κλέβει πολύτιμο χρόνο για τη φροντίδα του από τους δικούς του, που βογκούν από το άχρηστο βάρος του. Πώς το εξηγείτε εσείς αυτό; Αυτή η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, πού οφείλεται και τι την προκαλεί;» Ένας νεαρός ένστολος αστυφύλακας, που περιπολούσε στην περιοχή, άδραξε την ευκαιρία να πει τη γνώμη του. «Ο πολιτισμός, πρωτοπαίδι του υλισμού, αγαπά και σέβεται ό,τι έχει κάτι να του προσφέρει, κυρίως χρήμα βέβαια. Αν αυτό δεν υπάρχει είτε σαν μορφή κομποδέματος, είτε σύνταξης, τότε εκλείπει και ο σεβασμός και το ενδιαφέρον σε ένα μουσειακού 61


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

είδους απολίθωμα, το εναποθέτει τελείως παραγκωνισμένο σε μια γωνιά και το αφήνει να μετρά τις μέρες μέχρι το τέλος, θεωρώντας υπεραρκετό το πιάτο φαγητού που του προσφέρει. Να πούμε εδώ, ότι ο Αζόρ δέχεται πολύ περισσότερες περιποιήσεις και αγάπη, κυρίως αυτήν, που ο γέροντας λαχταρά βουβά σαν παιδί, μα κανείς δεν ακούει την ικεσία του! Και όταν το βάρος του γίνει αβάσταχτο και χρόνος για βοήθεια από την οικογένεια, που μεγάλωσε ο ίδιος, δε διατίθεται, εκών άκων οδηγείται σε ένα γηροκομείο, να κάνει παρέα με άλλους παρίες. Εκείνος ήθελε μόνο το χάδι του παιδιού ή του εγγονού του. Ένα χάδι σαν εκείνα που κάποτε κι αυτός τους πρόσφερε, τότε που το αποζητούσαν. »Ο γέροντας, τηρουμένων κάποιων αναλογιών δεν είναι παρά ένα νήπιο. Με την ειδοποιό διαφορά ότι το νήπιο έχει μπροστά του τη ζωή, που το καλεί να την γευτεί, ενώ τούτο δω το ραμολιμέντο την γεύτηκε και την άφησε πίσω του απομακρυσμένος απ’ αυτήν μέρα τη μέρα. Σαν ακροβάτης σε τσίρκο βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Μόνο που αυτό σε ένα σημείο του είναι φθαρμένο και όπου να ’ναι, μοιραίο είναι και επόμενο, να κοπεί και να τον αφανίσει. Ο γέρος πάει ξόφλησε σαν άνθρωπος, σαν μια σημαντική οντότητα που διέπρεψε σε έναν τομέα πνευματικό, καλλιτεχνικό, οικονομικό, επιστημονικό και ανάλωσε τη ζωή του εκεί. Δε θα έπρεπε τώρα να απολαμβάνει το αποτέλεσμα των κόπων του; Μα μόλις έπεσε η αυλαία και τα φώτα έσβησαν, έσβησε 62


η ρεπόρτερ

κι εκείνος. Δεν το περίμενε να συμβεί. Μα έτσι γίνεται πάντα, από τη μια στιγμή στην άλλη. »Και ερχόμαστε στον αντίποδα. Στον σεβάσμιο γέρο σοφό της Αφρικής, που και τον δάσκαλο ποιεί και τον μάγο και τον θεραπευτή με τα βοτάνια του την πείρα και τη σοφία του, και αποτελεί το σημαντικότερο μέλος της κάθε οικογένειας ο πιο στέρεος πυλώνας της. Απολαμβάνει εξαιρετικών τιμών, σεβασμού και αγάπης. Ποια πλευρά αντιμετώπισης του γήρατος είναι η σωστή; Και μην πει κανείς ότι η απάντηση είναι κάπου στη μέση, γιατί δε χωρούν μεσοβέζικα πράγματα σε τέτοια θέματα. Ή σέβεσαι ή δε σέβεσαι». «Καλά μάς τα λες, φίλε, συμφωνώ και επαυξάνω», πετάχτηκε ένας μεσήλικας που ήθελε να καταθέσει τη δική του άποψη. «Επιτρέψτε μου, βρε παιδιά, να σας πω τι μου συνέβη χθες. Δίνει μια απάντηση στα όσα καταμαρτύρησε ο προλαλήσας. Μπήκα σε ένα λεωφορείο, φίσκα από κόσμο. Έτσι γίνεται και η διασπορά του κορωνοϊού. Μα τι να κάνουμε; Μπορούμε όλοι να μετακινηθούμε με τα ποδήλατα; Δίπλα μου, λοιπόν, βογκούσε ένας γέροντας όρθιος. Μετά βίας στηριζόταν στο μπαστούνι του. Παρά δίπλα του ακριβώς καθόταν ένα παλιόπαιδο και με τα ακουστικά του απολάμβανε αραχτός τη μουσική του λικνιζόμενος στον ρυθμό της. Δεν μπορεί να μην είχε αντιληφθεί τον γέροντα και πολλώ μάλλον τον βόγγο του. Τα πήρα στο κρανίο πολύ άσχημα. 63


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

–Καλά, ρε μπάσταρδε, τσίπα πάνω σου δεν έχεις; του είπα χτυπώντας τον στον ώμο. –Σε μένα μιλάς, κύριος; Θέλεις κάτι; –Ναι, ρε συ θέλω, να σηκωθείς να καθίσει ο γέροντας δε βλέπεις πόσο υποφέρει; –Κι εγώ σαν τι φταίω; Αντί να καθίσει ο μπάρμπας στο καλύβι του, μου πήρε τους δρόμους και τα λεωφορεία; Ας έπαιρνε στην τελική μια ταξάρα να ’ριχνε κει μέσα και κανέναν λήθαργο. Θέλει vivere pericolosamente; Ας υποστεί τις συνέπειες της κουτουράδας του το τζόβενο. »Τού έριξα μια σφαλιάρα και πιαστήκαμε στα χέρια. Το κωλόπαιδο ούρλιαζε σαν γουρούνι. Ούρλιαζε στολίζοντάς με με ακατονόμαστες βρισιές που δεν ήξερα ότι υπάρχουν καν στην ελληνική γλώσσα. –Σας έχω όλους μάρτυρες ποιος άρχισε τον καβγά στα καλά καθούμενα, τσίριζε. »Ο οδηγός αναγκάστηκε να σταματήσει το λεωφορείο και προσπάθησε να παραμερίσει τους επιβάτες, να έρθει κοντά να κατευνάσει τα πνεύματα. Μα το θλιβερότερο ήταν που κανείς επιβάτης δεν πήρε θέση για το τι έφταιξε για τη σύρραξη. Κοίταζαν με εμβρίθεια τα αξιοθέατα έξω από το παράθυρο, που ήταν τρεις κάδοι σκουπιδιών πλάι στο σταματημένο όχημα και περί άλλων τύρβαζαν! Αηδίασα για την κατάντια μας και τον ωχαδερφισμό μας. Εντωμεταξύ ο γέροντας δεν άντεξε άλλο, και η μόνη βοήθεια που εισέπραξε από τους πολιτισμένους συνανθρώπους του, ήταν να παραμερίσουν και να τον αφήσουν να 64


η ρεπόρτερ

οριζοντιωθεί στο δάπεδο άπνους. –Τον καημένο τον παππούλη, είπαν μερικοί και έσπευσαν να μπουν στο επόμενο λεωφορείο πριν πλακώσει το 100 και ζητηθούν αυτόπτες μάρτυρες. Δεν είχαν χρόνο για μπλεξίματα. »Και ερωτώ. Το τσογλάνι έφταιγε ή οι γονείς του που του δίδαξαν να φέρεται έτσι στα γηρατειά, αρχής γενομένης πιθανόν από τον δικό τους γέροντα που η αδιαφορία τους τον ξέβρασε σε κανέναν οίκο ευγηρίας; Εκείνο που ελπίζω είναι οι δικαστές που θα κρίνουν τούτο το συμβάν να δείξουν τον προσήκοντα σεβασμό και συμπαράσταση προς την τέταρτη λεγόμενη ηλικία, γιατί η τρίτη στην εποχή μας, είναι κοτσονάτη και αντέχει ακόμη και να αντιμετωπίσει τον κορωνοϊό». Ένας νεαρός από την ομήγυρη είχε άλλη άποψη. «Δεν ξέρω αν μας φταίνε οι γέροντες. Μάλλον ενοχλούν την κοινωνία οι φτωχοί γέροι. Έναν πλούσιο γέρο τον θέλει η κοινωνία. Δες πόσοι κλαίνε για διάσημους και πλουσίους, όταν αρρωσταίνουν ή πεθαίνουν. Θέλουμε τον Σαουδάραβα να γίνει Έλληνας ή τον Ρώσο ολιγάρχη να αγοράσει σπίτι στη Χαλκιδική και τη Ρόδο ή την Κύπρο, αλλά όχι τον φτωχό εργάτη. Κανείς δε θέλει τον φτωχό πρόσφυγα, αλλά όλοι χαίρονται με τα ολυμπιακά μετάλλια προσφύγων που έγιναν Έλληνες. Έτσι και με τους γέροντες. Η γριά της γειτονιάς είναι περιττή, αλλά όχι η Τζέην Φόντα –δεν ξέρω κι αν ζει η γυναίκα». Η κίνηση και ο κόσμος που είχε μαζευτεί γύρω 65


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

από το μικρόφωνο της Δανάης ήταν πολύς, με μοιρασμένες απόψεις. Το κορίτσι όσο έβλεπε τα αίματα να ανάβουν έκανε ένα νόημα στον Διονύση, εκείνος το κατάλαβε. «Κυρίες και κύριοι, ευχαριστούμε που ανταποκριθήκατε τόσο πρόθυμα στο κάλεσμά μας και απαντήσατε στο ερώτημά μας. Δυστυχώς δεν μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο, μια βλάβη στην κάμερα η αιτία της διακοπής. Το βίντεο θα παιχθεί αύριο από το κανάλι μας ακριβώς μετά το δελτίο ειδήσεων των εννέα, το βράδυ. Γεια σας». Από: Δανάη Προς: Πέρσα Βουδούρη Θέμα: και η ιστορία επαναλαμβάνεται Γιαγιά μου, μόλις γύρισα από ένα εξουθενωτικό ρεπορτάζ για τον εγκλεισμό. Τώρα με την υποχρεωτική καραντίνα που επιβάλλαμε στον εαυτό μας για να περιορίσουμε την εξάπλωση του παγκόσμιου εφιάλτη, βρίσκω τον χρόνο (βλέπεις; δε λέω «ευκαιρία» που σημαίνει κάτι καλό), να στρέψω το μικρόφωνό μου ή αν θες το παλαιού τύπου δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι μου, πάνω σου και να σχολιάσεις ένα δυο κεφάλαια από τη δική σου ιστορία που είναι αυτή του Νεοέλληνα. Μπορεί να γράφτηκαν βιβλία για πάρτη σου, που με κάνουν υπερήφανη, μπορεί να έγινες πασίγνωστη στο διαδίκτυο, όμως στα δικά μου τα λημέρια, του καθημερινού τύπου,

66


η ρεπόρτερ

υπάρχει ελλιπής πληροφόρηση και είμαι να απορήσω, γιατί έχεις εξοβελιστεί από εδώ. Λοιπόν, είμαστε εδώ οι δυο μας ενώπιες ενωπίαις, δε μας ακούει κανείς πέραν της δισέγγονής σου Πέρσας Β’, η οποία βέβαια δεν καταλαβαίνει ακόμη τι λέμε, σε περίπτωση που μου διηγηθείς κάτι από τα πιπεράτα σου, που τα λατρεύω. Γιατί, βρε γιαγιά μου, η ίδια ιστορία, πικάντικη ή μη, από τα δικά σου χείλη ειπωμένη είναι χαριτωμένα αθυρόστομη ενώ στα χείλη άλλου είναι χυδαιολογία; Άλλο ένα από τα ταλέντα σου. Καταρχάς θα ήθελα να μου πεις αν βρίσκεις ομοιότητες της σημερινής κατάστασης που επικρατεί κυρίως στην Ευρώπη με εκείνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε ρωτάω, γιατί, σύμφωνα με τις κατά καιρούς διηγήσεις των όσων έζησες τότε στην ανατολή της ζωής σου ορισμένες μοιάζουν ανατριχιαστικά πολύ, με αυτές του σήμερα, στη δύση σου! Για παράδειγμα, σήμερα το πρωί θέλησε ο γαμπρός σου να πάει να πάρει δύο λίτρα γάλα να φτιάξουμε ρυζόγαλο, σπεσιαλιτέ μας, και ακόμη δυο τρία πραγματάκια που παραλείψαμε να πάρουμε χθες με τα ψώνια της εβδομάδας. Πριν πάει στη δουλειά του πετάχτηκε μέχρι τον μπακάλη, έτσι μου αρέσει να αποκαλώ το ξενόφερτο supermarket. Καθώς περίμενα τον Ρωμανό να γυρίσει να φύγουμε μαζί, ενώ παράλληλα ντυνόμουνα βιαστικά, συνειδητοποιώ ότι αργούσε να γυρίσει.

67


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Τι έγινε ο χριστιανός και αργεί τόσο;», αναρωτιόμουνα ανησυχώντας, και δικαίως, έτοιμη να βγω προς αναζήτησή του. Ακούω στην πόρτα τα κλειδιά του και σε πρώτη φάση εφησυχάζω. «Είναι ζωντανός, Χριστέ και Παναγιά μου», ξέρω κι εγώ τέτοιες δύσκολες και περίεργες ώρες που περνάμε, τι μπορεί να συνέβαινε; Τον βλέπω κατακόκκινο έτοιμο να εκραγεί. Εγώ, χαριτολογώντας και θέλοντας να αποφορτίσω την ατμόσφαιρα, για το τι θα άκουγα και δήθεν μόνο από απορία, ρωτάω χαζά. «Αγάπη μου, δεν έβαλα ραδιόφωνο και δεν άκουσα τι γίνεται εκεί έξω. Κατέβηκαν τίποτα τανκς ή κηρύχτηκε ο Γ’ Παγκόσμιος πόλεμος;» «Μάγος είσαι, κορίτσι μου; Αυτό σου λέω μονάχα. Ανησυχώ σε τι εποχές αντίξοες θα μεγαλώσει το παιδί μας! Θυμάμαι ένα βιβλίο της γιαγιάς σου, όπου είχα διαβάσει σκηνές από την καθημερινή ζωή των Αθηναίων, κυρίως αυτών, επί γερμανικής Κατοχής και είδα μία να ζωντανεύει σήμερα μπροστά μου. Είδα κόσμο έξω από το μάρκετ, οι πόρτες του οποίου ήταν κλειστές. Δεν κατάλαβα από την αρχή τι συνέβαινε, μέχρι που ανοίγει λίγο η πόρτα, και ακούω έναν υπάλληλο να φωνάζει κάτι αριθμούς. Σαν σε φλασιά θυμήθηκα της γιαγιάς σου τις διηγήσεις για την αγορά ειδών διατροφής με δελτίο. Ανατριχιάζοντας πήρα κι εγώ έναν αριθμό και περίμενα τη σειρά μου. Μα όταν αυτή ήρθε με το καλό, γάλατα στο γνωστό ράφι δεν υπήρχαν. Είχαν τελειώσει. Και από ένα

68


η ρεπόρτερ

μεγαφωνάκι ο ίδιος υπάλληλος ενημέρωσε τους πελάτες ότι από αύριο θα υπάρχει δελτίο και περιορισμός σε κάθε είδος για να εξυπηρετηθούν όλοι! »Θυμήθηκα εκείνο το ανέκδοτο από τα πολλά που λέγονταν τότε για να γελάσει το χειλάκι του πεινασμένου Αθηναίου: περίμεναν τα παιδάκια το συσσίτιο και όταν έφτανε η σειρά τους, αυτό είχε τελειώσει και να το τραγουδάκι: "πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ". Δεν μπορώ να το διανοηθώ ότι και η δικιά μας η γενιά θα ζήσει εικόνες τέτοιου απείρου κάλλους. »Νάτος, λοιπόν, ο εφιάλτης εμφανίστηκε ξανά, απόρροια ενός εχθρού αόρατου και επικινδυνότερου των Ναζί, ομοιάζων με κορώνα, αν σημαίνει αυτό κάτι, ή προφητεύει κάτι. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα ότι είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα σε ερευνητικό βιοχημικό εργαστήριο που άγνωστον πώς το έσκασε, πριν βρεθεί το αντίδοτό του και σπέρνει τον θάνατο σε όλη την ανθρωπότητα και κατά προτίμηση στη γηραιά ήπειρο και στους γέροντές της! »Και ρωτώ, ρε συ Δανάη. Τι να το κάνω που σ' αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν από το ’40, ο άνθρωπος ορθοπόδησε, πήγε στο φεγγάρι, έστειλε ρομπότ στον Άρη και μάζεψε δείγματα από το έδαφός του; Τι να την κάνω την πρόοδο της τεχνολογίας, την τρομακτική, όταν κατα-

69


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

φέρνουν να με νικούν και να με αφανίζουν τα ίδια μου τα έργα, που τα δημιουργώ μόνο και μόνο για να αποδείξω ότι εγώ είμαι το αφεντικό που διαφεντεύει τον πλανήτη; Τίποτα. Ο πολιτισμένος κόσμος βιώνει ένα νέου είδους πόλεμο και ελάχιστη απόδειξη, μία από τις πολλές, οι ουρές στα μπακάλικα. Το κλείσιμο σχολείων, μαγαζιών, θεάτρων που δεν έκλεισαν ούτε επί γερμανικής Κατοχής. Μόνο τις σειρήνες που δεν ακούσαμε ακόμα, θα τις ακούσουμε κι αυτές οσονούπω. Προσωπικά, δε θα εκπλαγώ διόλου στο άκουσμά τους. Και οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο που κάνουν οι αρμόδιοι φορείς, σειρήνες ιδιότυπες δεν είναι μήπως; Ένα τοσοδούλι μικρόβιο κατάφερε να ρεζιλέψει την επιστήμη. Ο άνθρωπος, αυτό το υπερφίαλο δημιούργημα, αυτοταπεινώνεται. Δημιουργεί εν γνώσει του αρρώστιες που τον σκοτώνουν και τις υπάρχουσες ανίατες, δεν τις καταπολεμά με την ίδια φιλοδοξία, τον ίδιο ζήλο! Μήπως να στέρξουμε να ζητήσουμε τη βοήθεια των γερόντων μας για τη χρήση των βοτάνων; Αν προλάβουν να επιζήσουν δηλαδή από την επίθεση του κορωνοϊού που τους έβαλε επιλεκτικά στο στόχαστρο». «Ηρέμησε, αγάπη μου, ηρέμησε. Κρίση είναι και θα περάσει», του είπα γλυκά. «Κι άλλη κρίση, βρε μωρό μου; Πόσες πια να αντέξει ο άνθρωπος; Χρόνια αργότερα, στο εγγύς μέλλον ίσως, οι άνθρωποι θα μιλούν για τον σημερινό λοιμό και θα φτύνουν τον κόρφο

70


η ρεπόρτερ

τους, σαν να θέλουν να ξορκίσουν το κακό που εμείς τώρα βρισκόμαστε ακριβώς στο μάτι του κυκλώνα του». Γιαγιάκα μου, η ώρα πέρασε πρέπει να πας τη μικρή στο μωροσχολειό, αν και νομίζω ότι θα είναι κι αυτό κλειστό. Φεύγω σφαίρα για την εφημερίδα και ελπίζω σήμερα να γυρίσω νωρίς. Να σου πω την αλήθεια έχω σκιαχθεί με τους φόβους του Ρωμανού.

71


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

72


Η

Η μυρωδιά του αίματος

Δανάη μια μέρα ανέσυρε από το αρχείο της το άρθρο της συναδέλφου της, της Ελένης, που είχε γράψει για έναν από τους συμμετέχοντες στην αποστολή ρίψης της πρώτης ατομικής βόμβας. Είχε αποβιώσει γεμάτος τύψεις. Η μεταμέλειά του είχε αφήσει άφωνη την ανθρωπότητα.

Καθώς το αεροπλάνο μας απομακρύνονταν από τον τόπο που κάποτε βρίσκονταν η Χιροσίμα, που σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφανίστηκε, είχα την αίσθηση ότι διέκρινα ανάμεσα στα σύννεφα του εφιαλτικού μανιταριού τον άγιο Πέτρο καταϊδρωμένο να προσπαθεί να φέρει βόλτα τις εκατοντάδες χιλιάδων ανθρώπινων αθώων ψυχών, που έφτασαν στην πύλη της επικράτειάς Του. Δεν αστειεύομαι. Τέτοια εγκλήματα δεν επιδέχονται αστεϊσμών. Ορκίστηκα ενάντια στη φρίκη της μοχθηρής μου μοίρας, τώρα που ασφαλώς ο πόλεμος θα τέλειωνε, να έρθω μια μέρα ειρηνικά στον τόπο που με διέταξαν να αφανίσω και να προσκυνήσω, ζητώντας συγχώρεση. Όλη η ανθρωπότητα είχε ανάγκη αυτή τη συγχώρεση. Αρρώστησα βαριά. Σίγουρα δε θα εύρισκα ποτέ ξανά τον εαυτό μου και αναπαμό δε θα ’χα μήτε νεκρός. Τι και αν δεν ήμουνα εγώ που πάτησε το 73


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κουμπί; Τι και αν πολλοί ρεαλιστές είπαν «ένα σου και ένα μου. Περλ Χάρμπορ, εσείς, Χιροσίμα και Ναγκασάκι εμείς» και γύρισαν πλευρό στον ύπνο του δικαίου, εφησυχασμένοι που αποδόθηκε «δικαιοσύνη». Η βεντέτα προς το παρόν έχει λουφάξει, με τους πρώην αντιπάλους να γίνονται όλο και πιο «πολιτισμένοι», ενώ ο όλεθρος συνεχίζεται, με τους καρκίνους που θέριεψαν από τη ραδιενέργεια που απλώθηκε στη ρημαγμένη νήσο. Μια τέτοια καταστροφή δε λογιέται νίκη, το πίστεψα βαθιά. Οι μεγάλοι αποφασίζουν πάντα για το αν πρέπει να ζήσουμε ή να πεθάνουμε και εμείς οι στρατιώτες ενεργούμε αντ’ αυτών, εκόντες άκοντες. Πιόνια στο σκάκι της ζωής. Απίστευτη χώρα η Ιαπωνία, μοιάζει διαστημική. Ο δε τόπος της καταστροφής ένα αξιοθέατο, ένα τεράστιο πάρκο μνήμης πια, με μόνο ελάχιστα συντηρημένα ερείπια για το φαίνεσθαι. Γολγοθάς χωρίς σταυρούς, γίνεται; Έσκυψα και φίλησα το χώμα της μαρτυρικής γης και το πότισα με τα δάκρυά μου για να αλαφρώσω την ψυχή μου. Δεν τα κατάφερα. Ποτέ δε θα τα καταφέρω, παρά την άφεση αμαρτιών των πρώην εχθρών και νυν συμμάχων. Ανόητο ον ο άνθρωπος, το χειρότερο της πλάσης. Μπήκα σε ένα απίστευτης ταχύτητας τρένο, ένα shinkansen, με μάτια θολά έπαιρνα μόνο μια υποψία τοπίου που έτρεχε ανάποδα, χωρίς λεπτομέρειες. Χρόνια πριν ο Βερν τα είχε προβλέψει αυτά τα «θηρία». Τον είπαν αιθεροβάμονα και μυθοπλάστη! Και τι ακόμα δεν έχουν να δουν τα μάτια των κοντινών μας απογόνων! Βυθισμένος στις μαύρες μου τις σκέψεις, ακούω 74


η ρεπόρτερ

μια λεπτή φωνούλα να λέει ευγενικά. «Συγγνώμη, κύριε, δε νιώθετε καλά; Τι μπορώ να κάνω για σας;» Τα έχασα. Το κοριτσάκι αυτό, ή κοπελίτσα, δεν μπορεί να μην ένιωθε ένα αγκάθι στην καρδιά αντικρίζοντας έναν από κείνους που σακάτεψαν τόσο φρικτά τη χώρα της, που σπέρνουν ακόμη τον θάνατο με αρρώστιες ανίατες, που ελλοχεύουν κάπου κοντά, έτοιμες να χτυπήσουν και την ίδια, ακόμη και μετά τόσο καιρό! Ο άνθρωπος ξεχνά. Θεέ μου, πώς μπορεί; Κάθισε δίπλα μου και πιάσαμε κουβέντα. Αμηχανία από τη δική μου πλευρά. Εκείνη άνετη, μου είπε αν ήθελα να μου προσφέρει τις υπηρεσίες της, αφού ήταν ξεναγός και θα την χρειαζόμουν. Δέχτηκα σχεδόν με χαρά. Στο μυαλό μου ήρθαν σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες με γκέισες και φαντάστηκα, ντρέπομαι που το λέω, ακόμη και μια νέα εκδοχή της όπερας Μπατερφλάι του Πουτσίνι με καλύτερο τέλος. Ευγενικός λαός. Ένιωσα τυχερός που γνώριζα ένα πλάσμα που όλη του η αύρα απέπνεε αχνά ένα είδος συγχώρεσης που το είχα τόση ανάγκη. Γίναμε φίλοι και πριν καλά καλά το καταλάβω, βρέθηκα να είμαι παραληρηματικά ερωτευμένος μαζί της. Είχα όμως το δικαίωμα να αφεθώ στην προοπτική μιας τέτοιας σχέσης; Δεν είχα. Όχι. Δεν είχα. Διένυα πλέον το τεσσαρακοστό τέταρτο έτος της ηλικίας μου και στο θέμα έρωτας ήμουν, έτσι νόμιζα, εξπέρ. Έλα όμως που η αγάπη με έκανε να νιώθω ότι ξέπλενε από πάνω μου την ενοχή. Για κείνη ήμουν σίγουρος ότι μπορεί και να με σκότωνε αν μάθαινε 75


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

την αλήθεια, αηδιασμένη για τη σχέση της με τον αιματοβαμμένο εκτελεστή. Δε θα ’χε δίκιο; Κάναμε έναν θείο έρωτα. Δε θα μπορούσα, μέχρι χθες ακόμη, να φανταστώ ότι μια Γιαπωνεζούλα, όμορφη σαν ζωγραφιά, θα με έκανε να επιθυμώ διακαώς ν’ ανεβώ στα ουράνια και να προσκυνήσω τον μικρούλη Θεό, που μ’ αξίωσε να την γνωρίσω και να την αγαπήσω τρελά. Έμοιαζε με παιδούλα, αλλά δεν ήταν. Σ’ αυτή τη χώρα, η γυναίκα θαρρείς και δε μεγαλώνει. Τι παιχνίδι μού έπαιζε η μοίρα; Το μετάνιωσε μήπως για το άνθος του κακού που φύτεψε πριν λίγο μόλις καιρό, στην ψυχή μου; Μοίρα μοχθηρή Δέξου το κατηγορώ Ερωτευμένου. Θανάτωσα αθώους. Ο άτυχος στρατιώτης Έγραψα τούτο το τάνγκα σε μια κάρτα και την απόθεσα στο μαξιλάρι της πάνω. Θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε περιμένοντάς με να έρθω να κοιμηθώ μαζί της. Ήταν μια έμμεση ομολογία μου, της την όφειλα. Και έφυγα. Έφυγα σαν κυνηγημένος. Η μυρωδιά του αίματος τόσων χιλιάδων αθώων, έπαιρνε την εκδίκησή του. Θα ζούσα στο εξής σαν ένας δραπέτης που άφησε τον παράδεισο για λόγους πολύ χειρότερους από κείνον του πανάρχαιου προγόνου! Οι ερινύες πια ξεσάλωσαν και χόρευαν ξέφρενο σουίνγκ. Γι’ αυτό και βάζω ένα, ελπίζω, λυτρωτικό τέλος σε μια ζωή που δεν έχω δικαίωμα να την ζήσω. Ίσως κάποτε το γράμμα τούτο βρεθεί. Κάποιοι, 76


η ρεπόρτερ

λιγότερο ρομαντικοί, θα πουν πως ό,τι έκανα, ήταν καλώς καμωμένο. Άλλοι πάλι ότι δεν ήμουν παρά ένας σαλεμένος αυτόχειρας. Η ηθική έχει περίεργες διαβαθμίσεις στην κλίμακα αξιών της. Άλλοι είναι ταγμένοι να πατήσουν τις πιο ψηλές της βαθμίδες και άλλοι δεν πάτησαν ποτέ ούτε καν το πρώτο της σκαλί.

77


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

78


Έ

Κοίτα μη γίνεις σύννεφο

τρεχε σαν τρελός και σε κάθε δρασκελισμό του άφηνε κατά γης μια χοντρή σταγόνα αίμα, που όσο πήγαινε μεγάλωνε κι άλλο. Όταν με τα πολλά κατάφερε να φτάσει στο νοσοκομείο πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Στάθηκε στο γκισέ της εισόδου για να πει το πρόβλημά του, που άλλωστε ήταν εμφανές. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του προφανώς από την πτώση του αιματοκρίτη, στα πόδια του είχε σχηματιστεί μια μικρή αιμάτινη λίμνη. Νοσηλευτές και γιατροί που έσπευσαν πάνω του, φοβήθηκαν στην αρχή για το χειρότερο, μα ο αδύναμος και υπαρκτός σφυγμός του τους γέμισε αισιοδοξία. Πήραν και αυτοί με τη σειρά τους ανάσα βαθιά. Μια αιμορραγία ήταν και θα την αντιμετώπιζαν. Οι τραυματιοφορείς τον έβαλαν σε ένα φορείο και τον πήγαν σε ένα χειρουργείο, ενώ οι καθαρίστριες με τα απορρυπαντικά προσπαθούσαν να καθαρίσουν τον τόπο, φοβούμενες συνάμα μη γλιστρήσουν στο κόκκινο υγρό με απρόβλεπτες συνέπειες για τη σωματική τους ακεραιότητα. Ο εφιαλτικός τόπος έμοιαζε με σφαγείο. Το αίμα σήμαινε ζωή, μπορεί όμως και να μεταδώσει κάποια ανίατη νόσο. Ωσότου 79


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

έβγαιναν οι αιματολογικές εξετάσεις και τα διάφορα τεστ, θα περνούσε λίγος χρόνος που όμως απαιτούσε τρομερή προφύλαξη. Η Δανάη έτυχε να βρίσκεται στο νοσοκομείο εκείνες τις ώρες επισκεπτόμενη ένα συγγενικό της πρόσωπο και σαν αυτόπτης μάρτυρας έδειξε και ανθρώπινο και επαγγελματικό ενδιαφέρον. Ζήτησε να μάθει τι συνέβη τελικά με τον τραυματία. Σαν σε απάντηση στο ερώτημά της μία έντονη κινητοποίηση την έκανε να κακοβάζει για την τύχη του. Ένας νεαρός γιατρός τής είπε ότι αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο του χειρουργείου, αφού η αιμορραγία καλά κρατούσε, μα το πρόβλημα ήταν αλλού. Δεν υπήρχε θέση στο χειρουργείο για άλλον ασθενή. «Και τι γίνεται τώρα, γιατρέ;» «Η εγχείρηση θα γίνει πάση θυσία. Έστω στον... διάδρομο», απάντησε και απομακρύνθηκε περατώνοντας τη στιχομυθία όταν αντιλήφθηκε και την ιδιότητά της. «Άτιμη φάρα οι δημοσιογράφοι» ψιθύρισε χαμηλόφωνα. «Το θέμα θα το μεγεθύνουν με διασυρμό του συστήματος υγείας. Κακώς της μίλησα. Ήταν όμως τόσο όμορφο το κορίτσι και τόσο ευγενικό». «Βρισκόμαστε σε συνθήκες πολέμου. Ποιον να πρωτοκοιτάξουν οι γιατροί; Σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, ήταν η απόλυτη ατυχία έτσι και αρρωστήσεις από κάτι άλλο. Οφείλεις να γίνεις γιατρός του εαυτού σου. Προέχει ο ιός. Ακόμη και για σοβαρότατες περιπτώσεις σαν αυτή του "τραυματία" που διαγνώ80


η ρεπόρτερ

στηκε τελικά με ανεύρυσμα στη μύτη». Η Δανάη κρατούσε σημειώσεις για το θέμα. Θα το αντιμετώπιζε στο ρεπορτάζ με σοβαρότητα και ανθρωπιά, χωρίς δημοσιογραφικά τσιτάτα και υπερβολή. Το πρωί που ήρθε στο νοσοκομείο να μάθει τι απέγινε με τον άγνωστο ασθενή, πληροφορήθηκε ότι σώθηκε στο παρά πέντε. Άρχισε να σημειώνει την εισαγωγή του χρονογραφήματός της. «Προσάπτουμε πολλά στους γιατρούς, το ότι όμως σώζουν ζωές είναι αναμφισβήτητο». Σήκωσε το στυλό και μονολόγησε «οφείλω να το γράψω αυτό». Και συνέχισε να σημειώνει στο μπλοκάκι της «το ότι ακόμη οι ερευνητές δε βρίσκουν το φάρμακο καταπολέμησης της πανδημίας δεν οφείλεται σε ελλιπείς γνώσεις, αλλά σε άγνωστο εχθρό. Θα πεθάνουν πολλοί, ωσότου βρεθεί το εμβόλιο και πρώτα από όλα ο κύριος εχθρός του η ζέστη. Διαλέγουμε λοιπόν και παίρνουμε: κορωνοϊό ή καύσωνα; Το μη χείρον βέλτιστον. »Καλύτερα να πήξει η θάλασσα από λαό όλων των ηλικιών, παχύσαρκων και λιπόσαρκων που υπό ομαλές συνθήκες προσβάλλουν την αισθητική μας, παρά η ατένιση των ραδικιών ανάποδα από τον φονιά ιό. Διαλέγουμε και παίρνουμε. Τέρμα η αναίτια γκρίνια. Χιονίζει; Γκρίνια. Βρέχει; Γκρίνια. Δε βρέχει και ξηρασία που καίει τα σπαρτά; Γκρίνια. Πολλή ζέστη; Γκρίνια. Λίγη ζέστη; Μα καλοκαίρι είν’ αυτό; Γκρίνια. Πάρε τώρα έναν κορωνάτο ιό να ’χεις να 81


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

πορεύεσαι, συνοπτικές οι διαδικασίες του. Ψεκάζει, σκουπίζει, τελείωσε. Συνάνθρωπε, στον άλλο κόσμο που θα πας κοίτα μη γίνεις σύννεφο». Επέστρεψε στο γραφείο για να συνεχίσει το χρονογράφημα. Τα ιατρικά ανακοινωθέντα, που άκουγε εν είδει πολεμικών κάθε τόσο και λιγάκι, κυρίως για τη γειτονική χώρα και πόσο τυχεροί στάθηκαν οι Έλληνες που συγκριτικά δεν είχανε τόσους θανάτους, έκαναν και την ίδια να ανατριχιάζει και να τρέμει «από δικαιολογημένο φόβο», όπως δικαιολογούνταν. «Σωστή τρομοκρατία». Αναβρασμός στα δημοσιογραφικά γραφεία εξαιτίας της καυτής επικαιρότητας που δεν επέτρεπε σε κανένα δημοσιογράφο να πάρει ανάσα. Άφησε το ιατρικό περιστατικό που είδε από κοντά και στράφηκε στις ειδήσεις για την πανδημία. Η είδηση ότι υπήρχαν θάνατοι, όπως σε όλο τον πλανήτη, από μόνη της αποτελούσε τεράστιας σημασίας είδηση. Φως δε, μα και ελπίδα να καλυτερέψουν τα πράγματα πριν μετατραπούν σε εκατόμβες νεκρών, δε διαφαινόταν από πουθενά. «Πώς ένας βοσκός σηκώνεται από τα χαράματα να πάει το κοπάδι του για βοσκή και αντικρίζει όλα τα πρόβατα νεκρά; Κάτι τέτοιο πάνω κάτω θυμίζει η όλη κατάσταση», είχε πει μα μέρα ένας γέρος σε μια συνέντευξη δρόμου. Όχι, «αιτία δεν είναι ο κακός ο λύκος, ένας εχθρός ορατός, μα ένας φονιάς που ανανεώνεται και απλώνεται 82


η ρεπόρτερ

συνεχώς καταστρέφοντας σαδιστικά και επιλεκτικά, τον άνθρωπο. Τι να γράψεις και πώς να μη φοβάσαι όταν βλέπεις πως πήρε φωτιά του σπίτι του γείτονα και είναι θέμα χρόνου να πάρει και το δικό σου; Αναρωτιέσαι πότε ξανά μολύνθηκε η οικουμένη ολόκληρη; Τι στην ευχή, την ψέκασαν με ιούς χωρίς αντίδοτο; ’Όλα αυτά τα μέχρι πρότινος φανταστικά σενάρια περνούσαν από το ανάστατο μυαλό και της Δανάης. Έκλινε προς το γεγονός ότι «τούτος εδώ ο εφιάλτης μόνο ανθρώπου κατασκεύασμα θα πρέπει να είναι. Μόνο αυτός είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο, ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του. Έβαλε τα χεράκια του και έβγαλε τα ματάκια τόσο ανεπανόρθωτα που δε χωρούσε καν μεταμόσχευση οπτικού νεύρου». Μια κούπα τσάι ανέγγιχτη στο γραφείο της πάνω και ένα ξεραμένο κρουασάν τής θύμισαν ότι κάτι έπρεπε να φάει, πριν καταρρεύσει όχι από τον ιό, αλλά από την πείνα. Δε θυμόταν από πότε είχε να βάλει στο στόμα της ζεστό σπιτικό φαγητό. «Α και να τα ’ξερε τα χάλια σου η Πέρσα!», μονολόγησε. Κουρασμένη έγειρε στο γραφείο. Πάλευε όλη μέρα πια να γράψει το κείμενο για τον κορωνοϊό. Άπλωσε το χέρι της μηχανικά προς το τηλέφωνο να παραγγείλει κάτι από το γειτονικό ντελίβερι, μα πριν προλάβει καν να σχηματίσει τον αριθμό, η είσοδος του διευθυντή σύνταξης την διέκοψε. Χάρηκε που τον είδε να μπαίνει στο γραφείο χαρούμενος. 83


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Κι εκεί στα ξαφνικά της ήρθε η ιδέα για ένα σαρκαστικό χρονογράφημα για τα μαντζούνια που κάποιοι πουλούσαν ως φάρμακα κατά του κορωνοϊού.

«Λοιπόν, κύριε Γενικέ;» «Μπορείς, αν θες και να με φιλήσεις. Ούτε καθ’ υποψία δεν περίμενα να βγει αρνητικό το τεστ, να σου πω, με τόσο κόσμο που έρχομαι σε επαφή». «Μπίνγκο ο παλαβός». «Ποιος παλαβός, κορίτσι μου; Τι λες;» «Κύριε Γενικέ, παρακαλώ διαθέστε μου μόνο λίγα λεπτά και θα σας εξηγήσω. Καθήκον μου να σας ενημερώνω για τα πάντα». Και του αφηγήθηκε τον διάλογο που είχε με έναν επισκέπτη. Εισέβαλε στο γραφείο μου ένας περίεργος τύπος με παράξενο ντύσιμο. «Να ευχηθώ "καλημέρα" θα ήταν χαζό και ευφημισμός, αφού μόνο καλή δεν είναι για κανέναν μας. Να πω "γεια σας" θα ήταν σαν να σας κορόιδευα, αφού κρίνοντας από το τραβηγμένο πρόσωπό σας μόνο καλή υγεία δεν έχετε. Κάτι όμως πρέπει και να πω σύμφωνα με το savoir vivre και καταλήγω στο "παρακαλώ μπορώ να μπω;"» «Μα εσείς, με την άδειά μου ή μη, έχετε ήδη κάνει κατάληψη του χώρου. Τι θα θέλατε, κύριε, πέστε μου περιληπτικά και αναλόγως βλέπουμε αν επεκταθείτε. Πνίγομαι στη δουλειά και...» «Αμ, το βλέπω δεν το βλέπω λέτε, δεσποινίς μου; Αγωνιώ όπως όλοι μας για τη γενοκτονία που γίνεται στην Ευρώπη, τη ναι μεν γηραιότερη αλλά και ωραιότερη ήπειρο του πλανήτη. Γνωρίζω όμως γιατί γίνεται αυτό το κακό και από ποιον. Πριν κάμποσα χρόνια η ανθρωπότητα έζησε κάτι ανάλογο 84


η ρεπόρτερ

και έτσι θα συμβαίνει πάντα κατά καιρούς, παρά την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. »Να σας ρωτήσω κάτι, παρατηρήσατε μήπως ότι ο ιός φονιάς, πλήττει ανθρώπους χωρίς μαλλιά; Παρακαλώ μην το εκλάβετε σαν γελοιότητα ή αστείο παλαβό. Η πλέον ευπαθής μερίδα των πολιτών είναι οι χωρίς μαλλιά ηλικιωμένοι και αν πάσχουν και από άλλα νοσήματα, σαν γέροι που είναι, επιβαρύνουν τη νόσο. Οι φαλακροί, λοιπόν, αλλά και οι νεαροί που ξυρίζουν το κεφάλι τους γουλί λόγω μόδας, είναι πρώτοι στις προτιμήσεις του μπασταρδοϊού. Κατόπιν ενδελεχούς στατιστικής έρευνας που έκανα αλλά και ψιθύρους που άκουσα σε ιατρικούς διαδρόμους, κατέληξα στο συμπέρασμα που σας είπα κατά ποσοστό συν πλην 98%. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ιός ξεγελιέται ο βλαξ, αν η τριχοφυΐα είναι τεχνητή, περούκα δηλαδή, ή δια εμφυτεύσεως, αρκεί να σκεπάζεται το κρανίο με τρίχες. Τι απωθημένο του και τούτο, ίσως από μια προηγούμενη πιθανόν μορφή ζωής που οι προγονοί του έζησαν και αυτός το φέρει στο DNA του! Όπως καταλαβαίνετε, επειδή το θέμα «τρίχες» είναι σοβαρότατο, και χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, θα ήθελα να μιλήσω με τον διευθυντή σας, γιατί έχω να του πω και κάτι ακόμα, απόρρητο. Μη μου πείτε ότι απουσιάζει γιατί το θέμα επείγει και λυπάμαι, αλλά αν και έχω προτίμηση στην εφημερίδα σας, θα χάσει την ευκαιρία, του πρωτοδημοσιευμένου». «Μα κύριε, κύριε...» «Λόλος Απολολίδης, δεσποινίς μου...» «Αλήθεια σας λέω, αυτή τη στιγμή απουσιάζει, έχει πάει να κάνει το τεστ, και μάλιστα επειδή άργησε, έχω αρχίσει να κακοβάζω με τον νου μου. 85


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Παρακαλώ, κύριε Παλα..., κύριε Λόλε, ήθελα να πω, καθίστε να τον περιμένετε, ανησυχώ δε σας το κρύβω». «Είναι φαλακρό το αφεντικό σας;» «Όχι, κάθε άλλο μάλιστα, δασύτριχος με μια φράντζα επιμελώς ατημέλητη στο μέτωπό του». «Τι στοίχημα ότι το τεστ θα είναι αρνητικό. Γι’ αυτό αργεί. Θα πήγε σε κανένα μπαρ να το γιορτάσει. Λυπάμαι, αλλά ήδη έχω αργήσει σε ένα μου ραντεβού. Αν μέσα στο επόμενο δίωρο δεν ειδοποιηθώ να έρθω, θα είμαι και συναισθηματικά ελεύθερος να πράξω τα δέοντα. Αφήνω το τηλέφωνό μου». «Την καλημέρα μου, κύριε Παλα... Συγγνώμη, κύριε Λόλε». «Δεν ανταποδίδω κάτι που δεν υπάρχει. Έφυγα». Ο διευθυντής θα καταλάβαινε πολλά περισσότερα απ’ ό,τι ή ίδια, η πείρα του τεράστια στην ερμηνεία των λέξεων. Εκείνος, έμεινε για λίγο σιωπηλός και μηχανικά έφερε το χέρι του στα μαλλιά του. «Ευτυχώς και ό,τι έλεγα να τα κουρέψω», ψιθύρισε πηγαίνοντας στο γραφείο του. «Δανάη, έλα μισό...» «Μάλιστα;» «Τηλεφώνησε στον τύπο και πες του να ’ρθει αμέσως». «Μάλιστα». Έτσι, ο κύριος Λόλος επανήλθε. Την χαιρέτησε με νεύμα της κεφαλής και οδηγήθηκε στο γραφείο του διευθυντή. Η Δανάη περίμενε ότι από στιγμή σε στιγμή ο λεγάμενος θα έβγαινε από κει μέσα σαν τη βρεγμένη γάτα. Μα η ώρα περνούσε και η πόρτα του γραφείου παρέμενε μυστηριωδώς κλειστή. 86


η ρεπόρτερ

Ανησυχώντας και με κάποια πιστευτή δικαιολογία, χτυπά την πόρτα και ανοίγοντας στο «εμπρός» που ακούστηκε, βλέπει τον διευθυντή της να κάθεται στον καναπέ δίπλα στον παλάβρα, πράγμα που συνήθιζε σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. Σταυροκοπήθηκε και πλέον πείστηκε ότι κάποια ψήγματα αλήθειας, θα πρέπει να υπήρχαν στα λόγια του παράξενου αυτού ανθρώπου... Τις αμέσως επόμενες ημέρες δικαιώθηκε πλήρως, όταν ο Διευθυντής, άνθρωπος από τους πιο μορφωμένους και σοβαρούς του χώρου, με λεπτότατους χειρισμούς διοχέτευσε δια ενός άρθρου του, την είδηση της αναγκαιότητας κάλυψης της κεφαλής δια τεχνητής ή φυσικής τρίχας, λόγω υπόνοιας μερίδας ειδικών τριχολόγων επιστημόνων ότι οι τρίχες αποτρέπουν τον ιό να πλησιάσει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και τα πλείστα των ζώων δε δέχθηκαν τον θανάσιμο εναγκαλισμό του φονιά της πανδημίας. Με τη δημοσίευση του άρθρου σε χρόνο μηδέν εξαφανίσθηκαν από τα ειδικά καταστήματα, περούκες, περουκίνια και ό,τι παρεμφερές υπήρχε. Οι γυναίκες με μακριά μαλλιά κυκλοφορούσαν ελεύθερα, χωρίς να φυλακίζονται. Και όπως γίνεται πάντα στις αναμπουμπούλες, είτε πολεμικές είναι αυτές είτε οικονομικές είτε υγείας, ορισμένοι επιχειρηματίες πλούτισαν. Στήθηκε από μέρους τους σχέδιο κουρέματος των ζώων που αφέθηκαν στη μήνη του ιού, ο οποίος άφησε τον άνθρωπο και επιτέθηκε στα κουρεμένα γουλί ζώα. Ο μαυραγορίτης που σε καιρούς χαλεπούς είναι ο πλέον ευυπόληπτος πολίτης και θεωρεί ότι επιτελεί κοινωνικό έργο, έγινε πάμπλουτος, όπως και ο παράξενος ανθρωπάκος που δεν άφησε αρνί για αρνί 87


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ακούρευτο στις στάνες του. Η καμπύλη θνησιμότητας του ανθρώπου έπεσε κατακόρυφα, εξαλείφοντας και θανάτους από άλλες αιτίες. Το φάρμακο κατά των ιογενών πανδημιών είχε βρεθεί. Ήρθε το καλοκαίρι, γέμισαν κόσμο οι παραλίες και η αρρώστια ήταν πια μια θλιβερή ανάμνηση. Ο άνθρωπος αναγκάστηκε να δει τη ζωή με άλλα μάτια, να αναθεωρήσει πολλές αξίες και κυρίως να γίνει πιο άνθρωπος.

Λίγες μέρες μετά από το γραφείο, για να αλλάξει παραστάσεις, κάλεσε στο skype τη Θεανώ. «Έλα, Θεανώ μου. Άκου με. Μαζί με τον γιόκα σου πάρε και το παιδάκι μου από το μωροσχολειό. Ναι, ναι, κάπως είμαι σήμερα και λέω να μη βγω και χειροτερέψω, κάνει και ένα ψοφόκρυο. Ή εγώ αισθάνομαι έτσι; Τι χειμώνας και τούτος, ρε παιδί μου. Πότε η γρίπη η κανονική, πότε η άλλη η επικίνδυνη. Και τώρα το αποκορύφωμα με τον ιό. Είπαν θα κλείσουν τα σχολεία. Μπράβο τους που το κατάλαβαν. Λες ρε συ να την έχω βουτήξει και εγώ; Έτσι είναι αυτά. Με το παραμικρό φτέρνισμα, εκεί θα πηγαίνει το μυαλό μας, Θεός φυλάξοι. »Ελάτε και έχω κάνει ένα παστίτσιο τ’ ονείρου. Στον Διονύση κάνεις μια ομελέτα με καμιά εικοσαριά αυγά, όπως αρέσει στα αρσενικά μας, και αν περισσέψει, του στέλνω ταπεράκι, μη λέει ότι μόνο για σένα νοιάζομαι. Μείνε μαζί μου τούτο το μεσημέρι σε χρειάζομαι. Ο καλός μου λείπει σε ταξίδι για δουλειά. Τα 88


η ρεπόρτερ

μισώ αυτά του τα ταξίδια χωρίς εμένα. Το ίδιο λέει και εκείνος και είναι βέβαια στη διακριτική μου ευχέρεια να τον πιστέψω ή όχι. Επιστρέφει το πρωί αύριο. Ζήτα συγγνώμη από τον Διονύση που του κλέβω τη συντροφιά του. Ας μην είναι και αχόρταγος, σε τρώει όλη νύχτα και όλη μέρα να μην πάρω κι εγώ, η καλύτερή σου φίλη, μια μπουκίτσα; Ναι το ξέρω θα του κακό ’ρθει, σωστά το λες. Αλλά άντε μην το μετανιώσω που σου τον γνώρισα, ορίστε μας». «Εσύ, ρε, μου τον γνώρισες; Μόνος του με είδε τότε που σε πάντρευα με τα "μπλε μάτια" και θαμπωμένος από την ομορφάδα μου, έσπευσε να με ερωτευτεί περισσότερο από όποιες άλλες και ονόματα δε λέω. Ήταν τυχερό κάποτε οι δρόμοι μας να συγκλίνουν. Χρόνια φίλος σου και δε μου τον γνώρισες ποτέ. Γιατί αλήθεια; Καμιά φορά να το συζητήσουμε το θέμα, αν δεν έχεις αντίρρηση... Τι σου τα λέω τώρα αυτά μην και δεν τα ξέρεις; Τώρα, λέγε τι σου συμβαίνει και αφού είμαι το λυσάρι και των πιο δύσκολων προβλημάτων, τι λες να μην μπορέσω να λύσω το όποιο μικρό δικό σου, λατρεμένη μου; Ακούω λέγε». «Μα αν δε σταματήσεις να μιλάς, πού να πάρω σειρά να σου πω; Η γιαγιά μου, μωρέ, η Πέρσα μου, φοβάμαι δεν είναι καλά. Την βλέπω να μην έχει όρεξη για τίποτα. Το γράψιμο ήταν για εκείνη πηγή ζωής και τώρα δεν πιάνει μολύβι. Η αρχή έγινε με το πιάνο της. Αυτή αν δεν έπαιζε ή δε συνέθετε κάτι μικρό ή 89


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μεγάλο, ήταν αδιανόητο. Τώρα, το κλαβιέ κλειδωμένο και το κλειδί χαμένο. Και να πεις ότι πρόκειται για κλειδάκι μικρό; Τεράστιο και εις διπλούν. Τελικά το βρήκε η μάνα μου. Το πολύ περίεργο είναι ότι η γιαγιά δεν έδειξε ούτε ενθουσιασμό ούτε αδιαφορία. Όταν της το έδειξα, είπε διάφορα "Ναι; και πού ήταν;"» Η Θεανώ έκανε έναν μορφασμό απορίας. Γνώριζε καλά την Πέρσα. «Ακολούθησε η συγγραφή. Εκεί που έγραφε συνεχώς από τα άγρια χαράματα, ακόμη και πριν λίγο μόλις καιρό, τώρα δεν πιάνει το μολύβι της. Ίσως μου πεις και εσύ και ο καθένας, ότι αυτό είναι φυσικό επακόλουθο της ηλικίας της. Μην το πεις, γιατί θα είναι για την Πέρσα μου λάθος. Το φυσικό είναι να γράφει το αφύσικο είναι αυτό που κάνει τώρα. Σκέφτηκα μήπως είναι κατάθλιψη. Ο γιατρός είπε δεν είναι.» «Εκείνη τι λέει;» «Κανένας μας δεν την ρωτά τι έχει και βέβαια αυτό δεν το εκλαμβάνει σαν αδιαφορία μας, ξέρει καλά την αδυναμία που της έχουμε όλοι και πάνω απ’ όλους εγώ. Θεανώ μου, έτσι και την χάσω για μένα η Γη θα έχει χάσει στροφές περί τον άξονά της και περί τον ήλιο. Αυτό το ξέρει και γι’ αυτό δεν παραιτείται ολοκληρωτικά για το χατίρι μου. Οι κατά καιρό μούσες της είναι εκεί, μα εν υπνώσει και η Πέρσα χωρίς αυτές δεν υπάρχει σαν συγγραφέας παρά το ότι δεν έχει ποτέ πρόβλημα με τη θυγατέρα 90


η ρεπόρτερ

τους την Έμπνευση. Ένα κλικ και το μολύβι εφ’ όπλου λόγχη, αρκεί η μούσα της να είναι εκεί. Εγώ εκεί κάνω focus. Πολύ πιθανόν να νομίζει ότι έπαψαν να την αγαπούν και για την Πέρσα αυτό είναι το τέλος. Χωρίς την αγάπη τους δεν υπάρχει σαν συγγραφέας τουλάχιστον. «Αναρωτιέμαι», απάντησε η Θεανώ, «ποιος από τους απογόνους σας θα ενδιαφερθεί για όλον αυτό τον χειρόγραφο πλούτο που θα αφήσει φεύγοντας. Να γιατί έκανε τα βιβλία της». «Στη ζωή της έδωσε άλλο νόημα. Τα γράμματα στο πρόχειρο χειρόγραφο, έτσι όπως έτρεχε το μολύβι της να προλάβει αυτά που της υπαγόρευε σαν ριπή πολυβόλου η σκέψη της, δεν... τα βγάζει ούτε και η ίδια». «Οι ιστορίες της, Δανάη μου, άλλες φανταστικές άλλες βιωματικές, την έκαναν να ζει τις αναμνήσεις της, γι’ αυτό και δεν ξέχασε τίποτα από μια ζωή εις διπλούν, τριπλούν ή και περισσότερο και γι’ αυτό μοιάζουν να είναι χθεσινές, αποπνέουν φρεσκάδα και δροσιά. Είμαι η πιο φανατική της αναγνώστρια και όχι μόνο γιατί την λατρεύω». «Θεανώ μου, δεν έχω δει άνθρωπο πιο ερωτευμένο με την αγάπη σαν τη γιαγιά μου. Καταλήγω, λοιπόν, ότι αυτό είναι το πρόβλημα. Επαναλαμβάνω ότι αυτό είναι που την παρέλυσε. Μαθημένη σε εκδηλώσεις λατρείας που έχουν εκλείψει, ποιος ξέρει, πώς το παίρνει στραβά. Αν, λοιπόν, βρίσκαμε κάποιον τρόπο να δει, να νοιώσει αναζωογονημένο τον «έρωτα,» θα 91


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ανάβλυζε αμέσως η χαρά της ζωής γι’ αυτήν. Βοήθησέ με, Θεανώ, μου να τον βρούμε τον άτιμο που κατά τα άλλα χρόνια δεν κοιτά, κατά πώς λένε, να της τον πάμε να χαρεί. Βοήθα, γιατί έχω χάσει τον ύπνο μου». «Δανάη μου, σε καταλαβαίνω. Πρέπει όμως κι εσύ να το πάρεις απόφαση, ότι η γιαγιά σου έχει προ πολλού καβατζάρει τον Ρουβίκωνα των ογδόντα και...» «Μη σ’ ακούσω και σένα να λες αυτό το ανατριχιαστικό πλήρης ημερών. Τον άνθρωπό σου τον θέλεις να υπάρχει για πάντα. Δε μετράς τη ζωή του με το καλαντάρι, την μετράς με τους χτύπους της καρδιάς σου για ’κείνον. Τη γιαγιά μου εγώ την θέλω γερή και ακμαία, χωρίς άνοιες και τα άλλα συνοδευτικά της ηλικίας Είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Ζητώ τη βοήθειά σου, φίλη της καρδιάς μου, να την κάνουμε να ανακτήσει το χαμένο ενδιαφέρον για τη ζωή. Βοήθα με και άλλο τίποτα δε θα σου ζητήσω ξανά».

92


Η

Μέτρον άριστον

ρεπόρτερ καθόταν στο γραφείο της "λιώμα από την κούραση". Μόλις είχε επιστρέψει από ένα δύσκολο ρεπορτάζ στους δρόμους της Αθήνας και ήταν τόση η κούρασή της που έπιασε τον εαυτό της να γλαρώνει. «Θεέ μου, ας μη μου ζητήσει το αφεντικό τίποτα τη στιγμή αυτή, γιατί θα είναι η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά, αν με διώξει, που θα του αρνηθώ. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου». Είχε υπερβάλει εαυτόν. Τα όποια όρια διαθέτει ο άνθρωπος τα είχε προ πολλού ξεπεράσει και το κορμί της παραδόθηκε σε έναν απρεπή ύπνο, πάνω στο έπιπλο του γραφείου της. Το μπαμ που έκανε το κεφάλι της πέφτοντας, την ξύπνησε προς στιγμή, για να την βυθίσει αμέσως μετά σε έναν λήθαργο τέτοιο που δεν ξεχώριζε αν κοιμάται ή αν έχει παραδώσει το πνεύμα. «Άιντα άιντα, ωραίο μέρος βρήκες να αγκαλιάσεις τον Μορφέα», της είπε μια φωνή που εκείνη δεν κάθισε να εξετάσει από πού ερχόταν. Ήταν τέτοια η ανάγκη της για ύπνο, που αν της έλεγαν ότι εκεί δίπλα της ήταν η βασίλισσα τη Αγγλίας που σχολίασε, η Δανάη απλά θα σήκωνε τους ώμους χωρίς να δώσει σημασία ούτε σ’ αυτή 93


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

της την καραμπινάτη απρέπεια που σε μια άλλη εποχή θα της στοίχιζε το κεφάλι από τον δήμιο των ανακτόρων. «Καλά, καλά κοιμήσου εσύ κι τύχη σου δουλεύει», ξαναείπε η φωνή και τη φορά αυτή η Δανάη θύμωσε πολύ. «Μα στραβ... έχεις, όποιος κι αν είσαι, δε βλέπεις πως κοιμάμαι; Αγένεια και η δική σου μια φορά». «Αγενής μπορεί και να ’μαι, αλλά σαν θεατής με κάποιο επίπεδο αισθητικής, οφείλω να σου πω ότι το θέαμα που παρουσιάζεις είναι αξιοθρήνητο. Μπορεί να είσαι ψόφια στην κούραση, αλλά αν όλοι οι κουρασμένοι της γης κοιμούνταν πάνω στα γραφεία τους κατά το ωράριο εργασίας τους, τότε θα σηκώνονταν τα κρεβάτια, να διαδηλώσουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απαξίωσή τους. Δεν μπορούσες να ζητήσεις με όποια πρόφαση, μια τρίωρη άδεια, αφού ούτως ή άλλως δεν προφέρεις εργασία, και αν γινόταν θα συμπλήρωνες μετά το κανονικό σου ωράριο και αυτό των χαμένων ωρών; »Το ξέρω θα μου πεις ότι ο δημοσιογράφος δεν έχει συγκεκριμένο ωράριο. Σύμφωνοι. Αλλά και πάλι θέαμα είναι αυτό; Ουαί και αλλοίμονό σου αν κάποιος φωτογράφος αντίπαλης εφημερίδας, σαν αυτές που τρώγεστε μεταξύ σας, σε έπιανε ο φακός του έτσι. Οι άσπονδοι συνάδελφοί σου αφορμή θα εύρισκαν να σε χλευάσουν και κυρίως στο πρόσωπό σου να χλευάσουν το αφεντικό, που εν εξάλλω καταστάσει θα ψάχνει τρύπα να τρουπώσει». 94


η ρεπόρτερ

«Ω, μα εσύ δεν υποφέρεσαι. Αυτά δε γίνονται. Όλοι γνωρίζουμε την κούραση στη δουλειά μας. Ορίστε τα κατάφερες να μου διώξεις την υπνηλία». Και η Δανάη, έψαξε με τα μάτια να δει τον προπέτη με την επικριτική φωνή. Στον διθέσιο καναπέ του δωματίου ένα αλλόκοτο ανθρωπάκι, μικρότερο στο μπόι κι από έναν νάνο, την κοιτούσε χαμογελαστά. «Αμ, δεν ξύπνησες καλή μου, δεν ξύπνησες. Νομίζεις ότι δεν κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου, του αδίκου, θα σε γελάσω, μα κοιμάσαι μακάρια. Εμένα με βλέπουν και με ακούν μόνο όσοι κοιμούνται. Άρα για να με βλέπεις εξυπακούεται ότι είσαι αλλού. Άιντε και μια και έκανες την αποκοτιά, σε αφήνω να την συνεχίσεις κι εγώ θα έχω τον νου μου μη μπει κανείς και σε δει σ’ αυτό το ασυνήθιστο είν’ η αλήθεια χάλι. Ό,τι και αν νομίζεις για μένα, εγώ νοιάζομαι για πάρτη σου. Μόνο άφησέ με να σου μιλάω. Είμαι ξέρεις από κείνες τις συντροφιές που, αν και κοιμισμένη, σε κρατούν σε εγρήγορση. Ανήκω σε μια από τις τρεις βασικές συντροφιές-ομάδες τ’ ανθρώπου. Σ’ αυτή που μέλη της είναι η κριτική, η συνείδηση, το ασυνείδητο κι η ενσυναίσθηση. Η δεύτερη ομάδα με την οποία έχω και μια συγγένεια είναι αυτή των συναισθημάτων με την αγάπη αρχηγό, τον έρωτα, τη φιλία, την καλοσύνη, το νοιάξιμο... Και η τρίτη, χμ η τρίτη, με το μίσος, την απανθρωπιά, την εκδίκηση, τη ζήλια, τον πόνο. Αυτή την τελευταία δεν την πάω καθόλου, αλλά το κάθε καλό στη φύση 95


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

έχει το αντίθετό του, το ωραίο το άσχημο, η ευτυχία τη δυστυχία, ο παράδεισος την κόλαση, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Αλλά σαν να κουράστηκα κι εγώ. Τόση ώρα μιλάω non stop. Άλλωστε κι εσύ όπου να ’ναι ξυπνάς κι εγώ τείνω να γίνω μια μεσημεριάτικη ανάμνηση. Γεια σου, θα ξαναβρεθούμε σίγουρα, αφού την κριτική την αγαπάς το ξέρω». Η Δανάη ανακλαδίστηκε, χασμουρήθηκε και με την ανάστροφη των χεριών της έτριψε τα μάτια της. «Όνειρο έβλεπα;» αναρωτήθηκε κοιτάζοντας τον άδειο καναπέ που λίγο πριν φιλοξενούσε την κριτική της σκέψη. Παράξενα τα όνειρα που με επισκέπτονται τελευταία. Και καλά να τα βλέπω τη νύχτα, μα και την ημέρα; Και αφού όπως λέγεται, εμείς είμαστε οι σκηνοθέτες των ονείρων, στα άδυτα των εργαστηρίων του υποσυνειδήτου, η φαντασία από πού προέρχεται; Πώς θα ήθελα τώρα έναν καφέ, έστω δίχως τσιγάρο και δυο ποτήρια νερό. Ένα να το πιω και ένα να καταβρέξω την αλογοουρά μου να την φέρω στα ίσια της για να μη θυμίζω άλογο!» «Κυρ-Μενέλαε, έναν καφέ ελληνικό και δυο νερά στο γραφείο του Διευθυντή. Γρήγορα, παρακαλώ. Ευχαριστώ...» Ο Διονύσης την βρήκε να απολαμβάνει τον καφέ της. Με τη Δανάη είχαν πέσει με τα μούτρα στον σχεδιασμό του πλάνου για το φιλόδοξο ρεπορτάζ της εβδομάδας που άρχιζε και θα τελείωνε με το πέρας της, καλώς εχόντων των πραγμάτων Παρασκευή βράδυ. 96


η ρεπόρτερ

Μακρινές αποστάσεις από στεριάς, θάλασσας και αέρος. Οι μετακινήσεις, περιλάμβαναν γαϊδουροκαβαλαρία στο χείλος απόκρημνων χαραδρών. «Τα ζωντανά αυτά, εκδικούμενα ίσως τον άνθρωπο και την απανθρωπιά του να τα φορτώνει με το βάρος του, κάνουν χάζι να μας κόβουν την ανάσα βαδίζοντας τόσο άκρη που σε πιάνει υστερία πανικού ότι να, όπου να ’ναι θα γκρεμοτσακιστούν!» Η Δανάη και μόνο από διηγήσεις έτρεμε τις στιγμές αυτές, καθώς ήταν και υψοφοβικό άτομο. Δεν άκουσε όμως και ποτέ να έχει συμβεί κανένα ατύχημα. «Φαίνεται ότι ναι μεν τα γαϊδουράκια εκδικούνται, αλλά αγαπούν και τη ζωή τους και προσέχουν πολύ!» Παρ’ όλα αυτά «και τα πόδια τι τα ’χω; Καλύτερα ψόφια στην κούραση, παρά αναπαυτικά ακροβατικά πάνω από το χάος». «Και δε μου λες, αγάπη μου, εγώ πώς θα τα φέρω βόλτα με τη δουλειά μου και το παιδί; Πάλι στην Πέρσα θα φορτωθούμε; Εγώ τι να σου πω, ντρέπομαι». Ο Ρωμανός. «Και δε μου λες, αγάπη μου, Εγώ πώς θα τα φέρω βόλτα μόνη μου με το παιδί;» Η Θεανώ. Πάντα το ίδιο παράπονο, με αυξητικές τάσεις, από τους ίδιους ανθρώπους και για τα ίδια θέματα. Και ήταν τελείως άδικο, γιατί τόσο η Δανάη όσο ο Διονύσης τους συντρόφους τους τούς είχαν κορώνα στο κεφάλι τους. Το αγκάθι στη σχέση και στον γάμο τους η δουλειά. Θα έπρεπε είτε να σταματήσουν να εργάζονται, πράγμα ασύμφορο, ή να αλλάξουν 97


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

επάγγελμα. Κοντολογίς να αλλάξουν ζωή. «Η δημοσιογραφία είναι μια λατρεμένη μα απαιτητική ερωμένη που σου ζητά παράδοση άνευ όρων, ζητά θυσίες και για χάρη της ταράσσεται η οικογενειακή γαλήνη». Δε γινόταν να αλλάξουν ρότα, άτομα φιλόδοξα και οι δυο. Παρά ταύτα πολλές ήταν οι φορές που η Δανάη απέφυγε να καλύψει ουσιαστικά θέματα της εφημερίδας με την ανοχή πάντα του Γενικού, που της είχε μια αδυναμία ορμώμενη από τον σεβασμό του στην αξιαγάπητη γιαγιά της. Πράγμα που έκανε τους συναδέλφους της να την κοιτούν με μισό μάτι. Μα ως πότε θα κρατούσε αυτό; Το συγκεκριμένο ρεπορτάζ ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της, το είχε μελετήσει σε βάθος και κανένας συνάδελφος δε θα τολμούσε να την αντικαταστήσει. Είχε προγραμματιστεί από καιρό και ήταν αδύνατο να ματαιωθεί μιας και όλοι το περίμεναν και πολλά παίζονταν γύρω από αυτό, για το πρεστίζ της εφημερίδας. «Αγάπη μου, σου το ζητώ σαν χάρη και ορκίζομαι είναι η τελευταία φορά που θα λείψω τόσες ημέρες από κοντά σας». «Δανάη, ξέρεις άραγε πόσες φορές αφότου με παντρεύτηκες, έχεις πατήσει τον όρκο σου; Έκανα ότι το άντεχα, μα άλλο δεν μπορώ». Τότε εκείνη συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που την προσφωνούσε χωρίς το κτητικό «μου», πράγμα που την αναστάτωσε. 98


η ρεπόρτερ

«Δεν μπορείς, Ρωμανέ; Τι ακριβώς δεν μπορείς; Υπάρχει και κάτι άλλο που θέλεις να μου πεις;» «Ναι, Δανάη, υπάρχει. Κινδυνεύει το καράβι της κοινής μας ζωής να βουλιάξει αύτανδρο. Έχει προσκρούσει τόσες φορές σε αχαρτογράφητους υφάλους που του προξένησαν ρωγμές τέτοιες που φοβάμαι ότι κανένα καρνάγιο δε θα αναλαμβάνει να επισκευάσει. Ποτέ δε διανοήθηκα ότι θα ερχόταν η στιγμή, που θα ξεστόμιζα αυτά που τώρα ακούνε τα αυτιά σου, και...» «Συνέχισε. Φτάσαμε στο δια ταύτα. Κάνω λάθος;» «Όχι, καλή μου, δεν κάνεις λάθος. Εσύ ποτέ δεν κάνεις λάθος. Εγώ το έχω το πρόβλημα τελικά. Καταντήσαμε να σε βλέπει ο Διονύσης περισσότερο από εμένα. Δεν το αντέχω αυτό, κορίτσι μου, άλλο. Με ξεπερνάει, τερμάτισα, πώς να σου το πω αλλιώς;» «Μάλιστα. Ζηλεύεις. Άρα δε με εμπιστεύεσαι. »Όντως το καράβι εκπέμπει SOS. Αλλά σε ώτα μη ακουόντων. Αυτό δεν είναι που προσπαθείς να μου πεις;» «Αυτό ακριβώς, Δανάη, και είναι πολύ οδυνηρό. Ελπίζω να με πιστεύεις». «Και νομίζεις ότι το να χωρίσουμε από τραπέζης και κλίνης, θα είναι λιγότερο οδυνηρό από το όποιο σου πρόβλημα βάσιμο ή φανταστικό; Άκου. Μπορεί να πεθαίνω με αυτά που ακούω και που ομολογώ αφελώς ότι από εσένα δεν το περίμενα ποτέ, αλλά δε 99


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

θα προσπαθήσω να σε μεταπείσω. Δε θα ’χε νόημα πια. Από τη στιγμή που έφτασες σε ακραίες αποφάσεις και δεν υπολόγισες παρά μόνο τα δικά σου συναισθήματα, δεν έχω τίποτα ούτε να πω ούτε να προσθέσω. Το ότι μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα, από μόνο του είναι κατόρθωμα. Μακάρι να μπορούσα να πω κι εγώ το ίδιο. Τελικά όλα έχουν ημερομηνία λήξης και αν δεν υπάρχει ανάλογα σοβαρός λόγος γι’ αυτό, απλά τον εφευρίσκεις. Κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ, όταν γυρίσω την Παρασκευή από το ρεπορτάζ μου, να μη βρω στο σπίτι, τίποτα δικό σου. Μόνο να μη μάθει τίποτα η Πέρσα μου, αυτή δε θα το αντέξει. Μην κοιτάς εμένα. Εγώ έχω το ένα τρίτο των χρόνων που κουβαλάει. Σε αγάπησα πολύ, πάρα πολύ. Ίσως να φταίω κι εγώ που δεν έδωσα και τόση σημασία στα λόγια του Κριτή μου. Πού να σου λέω τώρα! Μερικά πράγματα τα θεωρούμε δεδομένα και ακλόνητα. Άλλο ένα λάθος μου. Τα επί μέρους τα συζητάμε όταν καταλαγιάσει ο πόνος. Πώς το λένε στο χωριό μου να δεις: farewell to love», είπε τελειώνοντας η Δανάη. Μπορεί τα αλμυρά αγκάθια να τρυπούσαν τα μάτια της, δεν τα άφησε όμως να κυλήσουν. Είχε όλο τον καιρό δικό της να το κάνει στο εγγύς μέλλον. Το δάκρυ λειτουργεί λυτρωτικά, μειώνει την πίεση, κάτι σαν τη βαλβίδα ασφαλείας σε μια χύτρα ταχύτητος. Αλλοίμονο στα μάτια τα στεγνά, που το δάκρυ τους στάζει στην καρδιά και την ψυχή! Η ίδια πάνω κάτω σκηνή διαδραματίστηκε και 100


η ρεπόρτερ

στο σπίτι του Διονύση. Η Θεανώ δεν είχε απόλυτα πιστέψει ότι ο σύζυγός της είχε ξεπεράσει την Δανάη. Και τώρα που έσκασε σαν βόμβα υδρογόνου ο χωρισμός της, σκέφτηκε ότι ήταν ελεύθερη να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά του δικού της Διονύση, η φίλη της καρδιάς της, αυτό το κρίσιμο πενθήμερο στα όρη και τα βουνά για την κάλυψη του ρεπορτάζ τους. Όλη του η καταπιεσμένη αγάπη θα εύρισκε επιτέλους τον δρόμο της. Της ήρθε σαν τρέλα η ζήλεια. Φίδι φαρμακερό, θόλωσε την ψυχή της για τα δυο πιο λατρεμένα πλάσματα της ζωής της. «Πρέπει να της μιλήσω. Η Δανάη θα μου πει τι αληθινά παίζει, είναι αντράκι δεν ξέρει από ναι μεν και αλλά... Και... «Τι συμβαίνει, φίλη μου αγαπημένη; Εκτός από τον Διονύση χάνω και σένα;» «Χάνεις τον Διονύση; Γιατί με κοιτάς έτσι; Κατάλαβα. Να και η δεύτερη σφαλιάρα που μου επεφύλαξε η ζωή... Η φίλη μου, η αδερφή μου, ο άλλος μου εαυτός, αμφιβάλλει κι αυτή για μένα. Αυτό πώς το εξηγείς, κριτή μου; Απάντησέ μου τώρα που έχω την ανάγκη σου. Ώστε χάνω και σένα. Η περίφημη φιλία μας είχε και αυτή ημερομηνία λήξης; Ε, αυτό πια, τι να πω; Μια ζωή ή ο γιαλός ήταν στραβός, ή στραβά αρμένιζα; Με προδώσατε και οι δύο. Μη λες τίποτα. Θα βρω μια δικαιολογία σοβαρής αρρώστιας που δε θα απέχει και πολύ από την πραγματικότητα και θα ματαιώσω το ρεπορτάζ. Δε σταθήκατε και οι δύο 101


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

σας άξιοι για την αγάπη μου. Θα φύγω για λίγο, όχι για δουλειά, ο Διονύσης θα βρει τι θα κάνει. Θα το πάρω απάνω μου, όπως είναι και η αλήθεια, δε θα έχει αντίκτυπο σε εκείνον. Φεύγω, Θεανώ, σε διακοπές διαρκείας ο εαυτός μου κι εγώ. Ζήστε λοιπόν χωρίς εμένα... αδιανόητο, αλλά το μπορείτε».

Εκείνες τις δύσκολες μέρες του χωρισμού η Δανάη θυμήθηκε την πρόταση γάμου του Ρωμανού. Ήταν η μέρα των γενεθλίων της. Μέρα σημαδιακή, τόσο για τον ερχομό της στον κόσμο τούτο, όσο και για τον ερχομό του Ρωμανού στη ζωή της. Διπλή γιορτή λοιπόν και το σπίτι ολοστόλιστο επρόκειτο να δεχτεί τους φίλους και συμφοιτητές της, που θα της έδιναν τις ίδιες θερμές ευχές τους, όπως πέρσι, πρόπερσι, όπως πάντα, με μικρές παραλλαγές. Από το πρωί το τηλέφωνο δεν έπαψε να χτυπάει. Το messenger δε στις μεγάλες του δόξες. Το κορίτσι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενο για την ευτυχή συγκυρία των δύο επετείων και ας μην άντεχε να ακούει εκείνο «το ανεκδιήγητο χρόνια πολλά, πολύχρονη. Για στάσου, βρε φίλε, τι θα πει πολύχρονος; Δε σημαίνει χρόνια πολλά να έχεις; Πες λοιπόν ή το ένα ή το άλλο!» Δεν ήθελε να προσβάλει κανέναν, μα η ευχή αυτή της την έδινε στο δόξα πατρί. «Έλα, καημένη Δανάη, κι εσύ. Οι ευχές είναι ευπρόσδεκτες ακόμη και με κακοποιημένα ελληνικά».

102


η ρεπόρτερ

Ο Ρωμανός τής έστειλε με κούριερ το δωράκι του, με ειδική εντολή να επιδοθεί συγκεκριμένη ώρα του πρωινού ετούτης της ημέρας, την ώρα δηλαδή που γνωρίστηκαν πριν κάποιους μήνες. «Ευαισθησίες ερωτευμένων». Γεμάτη χαρά και έκπληξη για το πακέτο, το ανοίγει και εμβρόντητη διαβάζει σε μια καρτούλα πάνω σε ένα μεγάλο κοχύλι. «Αγάπη μου, με τούτο το όστρακο θα ακούς τη θάλασσα να σού στέλνει τα μηνύματά μου, όταν βρίσκομαι μακριά σου σε ταξίδι που αφορά την απαιτητική δουλειά μου. Περισσότερες λεπτομέρειες το βραδάκι που φτάνω. Δικός σου για πάντα. Ρωμανός». «Ω, τι ρομαντικό που ήταν το αγόρι σου, που πιστεύει τις ιστορίες που άκουσε από το στόμα του νησιώτη παππού του. Για τα ανθρωπόμορφα όντα που ζουν στις μεγάλες θάλασσες των πέντε ηπείρων και επτά θαλασσών, τις Νηρηίδες, παρατρεχάμενες του θεού Ποσειδώνα παλιά και του Άι Νικόλα τα νεότερα χρόνια, εντεταλμένες να τους πληροφορούν μέσω αυτών των μεγάλων οστράκων που μοιάζουν με ανθρώπινα αυτιά για το οτιδήποτε καλό ή κακό συνέβαινε στην επικράτειά τους. «Άκου εκεί "θα σού φέρνει η θάλασσα τα μηνύματά μου"», σχολίασε κάποιος παρευρισκόμενος. «Ασφαλώς θα πρέπει να έχει ακούσει την άποψη των επιστημόνων ότι ο παφλασμός που ακούγεται όταν βάλεις στα αυτιά σου το όστρακο, όντως μοιάζει με θαλάσσιο κυ103


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ματισμό. Μα φευ δεν είναι παρά η κυκλοφορία του αίματος στα αιμοφόρα αγγεία του ωτός! Αλλά οι μύθοι και οι παραδόσεις είναι τόσο ριζωμένες στην ψυχή των νησιωτών, είναι τόσο πειστικοί στις διηγήσεις τους, που είναι αδύνατον να μην επηρεαστείς και να πεις "λες;"». Η Δανάη χαμογελώντας στη σκέψη του καλού της, πήρε το κοχύλι και το έβαλε στ’ αυτί της. Και έμεινε ενεή ακούγοντας τη φωνή του Ρωμανού της να τής ψιθυρίζει. «Δεν είναι το αίμα σου, αγάπη μου. Είμαι εγώ και σ’ αγαπάω». «Ώρες είναι να έχω παραισθήσεις τώρα» ήταν η πρώτη αντίδρασή της. «Μωρέ, καλά λένε τελικά ότι ο έρωτας τρελαίνει. Μα και πάλι, όποιος δε βιώσει τούτη την τρέλα στη ζωή του τη σύντομη, απλά δεν έχει ζήσει» αποτελείωσε η Δανάη τον στοχασμό της. Και για να επιβεβαιώσει αυτόν τον στοχασμό που της δημιούργησε την παραίσθηση, ξαναβάζει το κοχύλι στο αυτάκι της. Και, «Κύριε των δυνάμεων, νάτη πάλι η φωνή». «Δε με πίστεψες, αγάπη μου. Σ' αγαπάω. Και όσο θα βρίσκομαι έστω και λίγα μέτρα μακριά σου, θα σου ψιθυρίζω με της θάλασσας τα κύματα αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Παραδέχομαι ότι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας δεν είναι κάτι το σύνηθες, μα το κοχύλι τούτο είναι μαγικό. Το αλίευσε ο ίδιος ο γκουρού μου από τον Ινδικό ωκεανό και μού το χάρισε, για 104


η ρεπόρτερ

να το δωρίσω με τη σειρά μου στο κορίτσι που θα μάγευε τη ζωή μου. Ήρθες λοιπόν και να ’μαι. Το κοχύλι, αγάπη μου, είμαι εγώ. Έχει διττή ύπαρξη, θαλάσσια και γήινη και σ’ αγαπάνε... Χρόνια μας πολλά». Η Δανάη ένιωσε λιποθυμία. «Τι μου συμβαίνει, Παναγιά μου;» βόγκηξε. «Είπαμε ερωτική τρέλα, αλλά το είπαμε μεταφορικά. Όχι να μού στρίψει και να σαλτάρω στ’ αλήθεια». Άφησε το όστρακο πάνω στο πιάνο και μηχανικά βιάστηκε να τελειώνει με τις τόσες προετοιμασίες που είχαν μείνει πίσω με τούτα και με τ’ άλλα για την αποψινή γιορτή. Και ο Ρωμανός θα της εξηγήσει το βράδυ που θα ’ρθει, γυρίζοντας από το Νέο Δελχί, με την απογευματινή πτήση, δύο ολόκληρες ημέρες νωρίτερα από το πρόγραμμά του, τι σημαίνουν όλα αυτά. Μεθυσμένη από έρωτα, μυστικιστική διάθεση παραμυθιού, απαντούσε σχεδόν κοφτά στις τηλεφωνικές ευχές που έρχονταν πυρ ορυμαγδών. Μα το απόγευμα πέρασε, η γιορτή άρχισε με τους φίλους να καταφθάνουν και ο Ρωμανός «μήτε φωνή μήτε σημάδι μήτε κανένα μήνυμά του, που να δικαιολογεί την απουσία του». Απογοητευμένη, αποθαρρημένη μα και ανήσυχη, τηλεφωνεί στο «Βενιζέλος» να ρωτήσει. Μα πριν το κάνει, από μια παράξενη παρόρμηση, σπεύδει να αναζητήσει το όστρακό της. Βλέπει τον Διονύση να το κρατά και να το περιεργάζεται. Είχε ο ίδιος μια 105


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

συλλογή οστράκων, αλλά όπως της είπε «κανένα σαν κι αυτό». Η Δανάη ίσως και να περίμενε την αντίδραση του φίλου της, όταν άκουγε τη φωνή που είχε στοιχειώσει τη δική της μέρα, μα εκείνος της το έδωσε λέγοντας απαθώς. «Ωραίο, Δανάη. Το πουλάς; Θα είναι ξεχωριστό κόσμημα στη συλλογή μου». Πασιφανώς εκείνος δεν είχε ακούσει πέρα από τον γνωστό παφλασμό, καμιά φωνή. Εκείνη παίρνει το κοχύλι και κλείνεται στο μπάνιο. «Άντε και να δούμε τι έχεις τώρα να μου πεις. Ίσως μέσα από αυτό ακούσεις την καρδιά μου, που πάει να σπάσει από την ανησυχία μην και σού συμβαίνει κάτι». Βάζει το όστρακο στο αυτί της και ακούει τη λατρεμένη του φωνή να της μιλάει ξανά. «Ναι, μωρό μου, κάτι συμβαίνει, έχουμε αεροπειρατεία στο σκάφος και δεν ξέρω πώς θα λήξει και πότε, αυτή η περίεργη ιστορία, ελπίζω καλά. Γι’ αυτό μην ανησυχείς. Σού είπα σήμερα ότι σ’ αγαπάω;» Η Δανάη βλέπει την μπανιέρα, τον νιπτήρα, τη λεκάνη, να στήνουν έναν περίεργο χορό που έμοιαζε περισσότερο με τρελό αμερικάνικο σουίνγκ. Και αυτή ήταν η τελευταία της σκέψη, πριν χάσει τις αισθήσεις της. Ευτυχώς δεν είχε κλειδώσει την πόρτα μπαίνοντας, πράγμα που απαγορεύεται ούτως ή άλλως γι’ αυτόν τον χώρο, εκτός και αν υπάρχει το γνωστό παραλληλόγραμμο τζάμι που το σπάζουν 106


η ρεπόρτερ

σε ώρα ανάγκης, βάζουν το χέρι απ’ έξω, ξεκλειδώνουν και ο χώρος παραδίδεται άνευ όρων και περιορισμών στους οικείους σου που βοηθούν να συνέλθεις. Οι φίλοι της ανησυχώντας με την απουσία της, την αναζήτησαν στο ούτως ή άλλως μικρό διαμέρισμα και μην παίρνοντας απάντηση είπαν να ρίξουν μια ματιά και στην τουαλέτα. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και δε χρειάστηκε να σπάσουν το τζάμι. Βλέπουν την Δανάη να κείται στο πατάκι της μπανιέρας. Ένα παιδί από την παρέα, τελειόφοιτος την Ιατρικής Σχολής του Καποδιστριακού, έδωσε τις πρώτες βοήθειες που ευδοκίμησαν στο να βρει το κορίτσι γρήγορα τις αισθήσεις του. «Τίποτα το σοβαρό, παιδιά, φαίνεται το κορίτσι μας κουράστηκε με τις ετοιμασίες της γιορτής, έπεσε και η πίεσή της συμπεραίνω Ε, δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος, δεν είν’ έτσι;» Η Δανάη, μόλις συνήλθε, αναζήτησε το κοχύλι της, μα δεν το είδε πουθενά. Πανικόβλητη ρωτάει τον Διονύση που λίγο πριν το περιεργαζόταν και εμβρόντητη τον ακούει να της απαντά. «Δανάη μου, είσαι καλά; Εγώ κρατούσα κανένα κοχύλι; Έχω σπίτι χίλια από δαύτα και μάλιστα, επειδή τα βαρέθηκα, προτίθεμαι να χαρίσω τη συλλογή μου στο Ναυτικό Μουσείο. Τα μαλάκια και οι μαλακίες που ακούω δε με αφορούν και συγγνώμη για την αθυροστομία μου». «Α, μα εδώ κάτι γίνεται», μουρμούρισε το κορίτσι σπεύδοντας να τηλεφωνήσει στο αεροδρόμιο μήπως 107


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

εκεί ξέρουν κάτι. «Αν όχι αυτοί, τότε ποιος;» Άναυδη ακούει μια ευγενική γυναικεία φωνή. «Ζητούμε συγγνώμη από συγγενείς και φίλους της απογευματινής πτήσης από Νέο Δελχί, για τη σχεδόν τρίωρη καθυστέρηση, ενώ το αεροπλάνο βρισκόταν εν πτήσει. Αλλά το πρόβλημα αποκαταστάθηκε και το σκάφος προσγειώνεται ήδη στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Θα ενημερωθείτε από τους ίδιους τους επιβάτες που είναι όλοι καλά». Η Δανάη δεν ξαναλιποθύμησε. Είχε προχωρήσει πια η ώρα και, ενώ οι περισσότεροι φίλοι είχαν φύγει από ένα πάρτι που δε θα το ’λεγαν και επιτυχές, διαισθανόμενοι ότι αυτό ήταν το καλύτερο που είχαν να κάνουν για τη φίλη τους, εκείνη ξάφνου βλέπει να καταφθάνει ο Ρωμανός κρατώντας στην αγκαλιά του έναν τριανταφυλλώνα από κόκκινα ευωδιαστά λουλούδια και να τον εναποθέτει στα πόδια της. Εκείνη αμίλητη σκύβει και ανασύρει μέσα από τα τριαντάφυλλα ένα μικρό κουτάκι με μια καρτούλα καρφιτσωμένη πάνω του που έγραφε: «Σε παρακαλώ, θησαυρέ μου, παντρέψου με». Με ένα φιλί εκείνη, που τού έκοψε την ανάσα τού απαντά βάζοντας το μονόπετρο στο χεράκι της υπό τις επευφημίες των λιγοστών φίλων. «Α, μα πώς και δε μού το είπε αυτό το κοχύλι σου; Η απάντησή μου είναι Yes I dο, λατρεμένε μου». «Αγάπη μου, αδύνατον να υπάρχει στη Γη πιο 108


η ρεπόρτερ

ευτυχισμένος, πιο τυχερός άντρας από εμένα. Αλλά, για ποιο κοχύλι μού μιλάς;»

109


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

110


Τ

τα παραμύθια της γιαγιάς Πέρσας

α παιδιά της Δανάης και της Θεανώς λάτρευαν πάντα να ακούν παραμύθια από την Πέρσα. Σε μία επίσκεψη η γιαγιά αφηγήθηκε ένα δικό της παραμύθι, την «Ρούσσα την Πιτσιλομάγουλη».

Μια φορά και έναν καιρό, μια νεραϊδούλα ζούσε με την οικογένειά της, τους γονείς και τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της σε ένα βαθύσκιωτο, πανέμορφο πευκοδάσος, που δεν είχε πατήσει ανθρώπου πόδι. Μόνιμοι κάτοικοι ο νεραϊδόκοσμος και λογής λογής ζώα, ήμερα και άγρια, που δεν είχε και καμιά διαφορά αυτό για τους κατοίκους, αφού δεν κινδύνευαν να πάθουν κακό, σαν αερικά που ήταν. Δέντρα υπεραιωνόβια, αφού και αυτά δεν είχαν ποτέ γνωρίσει τον κίνδυνο από το πριόνι υλοτόμων νόμιμων ή και παράνομων. Με λίγα λόγια το πευκοδάσος ήταν αόρατο για τον άνθρωπο που ούτε καν υποπτευόταν την ύπαρξή του, αν και βρισκόταν σχετικά κοντά στα γειτονικά του χωριά. Σαν να λέμε ήταν ένας μαγικός δρυμός τόσο σαν τοπίο όσο και κυριολεκτικά. Το νεραϊδάκι θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένο. Τα είχε όλα και το κυριότερο αγάπη, τόσο από τους δικούς του όσο από τα ξωτικά. Εκείνα, ενώ ειδι111


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κεύονταν στην αρπαγή μικρών παιδιών, τούτο το κοριτσάκι το αντίκριζαν με δέος όχι μόνο για την ανεπανάληπτη ομορφιά του, αλλά και την καλοσύνη και ευγένειά του. Μα ευτυχισμένο, όχι, δεν ήταν. Και αυτό, γιατί εποχή παρά εποχή άλλαζε υπόσταση, μετατρεπόταν σε άνθρωπο, που όμως δε θυμόταν απολύτως τίποτα από την προηγούμενη ζωή του πέρα από κάτι αχνές εικόνες αλλόκοτων υπάρξεων που περιδιάβαιναν, σε τοπία πολύ γνωστά. Είπαμε εποχή παρά εποχή μα και τούτος ο χρόνος μετριόταν διαφορετικά τόσο από τη νεραϊδούλα όσο από την ανθρώπινη ζωή της. Τέσσερις μήνες άνθρωπος ίσον μία ημέρα σαν αερικό. Έτσι εξηγείται η έλλειψη ιδιαίτερης απορίας και ανησυχίας, η ημερήσια φυγή της από τους δικούς της που την απέδιδαν στην ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα της. Οι γηραιότεροι, δε, μην μπορώντας να δώσουν μία λογική εξήγηση για το γεγονός, αρκούνταν στο να το καταγράφουν στα παμπάλαια βιβλία τους. Τις ημέρες που ζούσε σαν άνθρωπος, περιπλανιόταν κατάμονη με μοναδική της συντροφιά τα ήμερα και άγρια ζώα που την τάιζαν γάλα, μέλι και ψωμί που το ’φτιαχνε η γυναίκα του βασιλιά των ζώων, η κυραλέαινα. Κολλητή της φίλη, η καστανόμαλλη αλεπουδίτσα με τη πιο φουντωτή ουρά που είχε ποτέ δει κανείς στο βασίλειο των ζώων. Όπως ξαναείπαμε, οι γονείς της δεν ανησυχούσαν και πάρα πολύ με τις μονοήμερες αποδράσεις της, 112


η ρεπόρτερ

ούτε αναρωτιούνταν πού πήγαινε και τι έκανε μια ολόκληρη μέρα. Το απέδιδαν στην ιδιαιτερότητά της, πράγμα που λίγο πολύ συνέβαινε και σε άλλα κοριτσάκια τους, έτσι νόμιζαν τουλάχιστον. Ήταν ένα πανέμορφο παιδάκι με γαλάζια μάτια, που έπαιρναν θαρρείς λάμψη από τη λάμψη των κόκκινων σαν τη φωτιά μακριών μαλλιών της. Τη μαγική της ομορφιά συμπλήρωναν κάτι ροδοκόκκινα μαγουλάκια σαν φρεσκοψημένα μπέργκερ με φακιδούλες πάνω τους και στο πλάι της μύτης. Σού ερχόταν η επιθυμία να τα φας πραγματικά. Μια ζωγραφιά. Είχε επίγνωση της ομορφιάς της, που την έβλεπε να καθρεφτίζεται στα αρυτίδωτα νερά της γαλάζιας λίμνης κάθε πρωί που έπαιρνε το μπάνιο της. Και ενώ όλα έμοιαζαν με παραμύθι έρχονταν στην οθόνη των ματιών της να αμαυρώνουν τη ζωγραφιά οι συγκεχυμένες εικόνες που λέγαμε και που η ίδια δεν ήξερε από πού πήγαζαν και τι σήμαιναν. Μόλις, δηλαδή, πλησίαζε να θυμηθεί κάτι, ξαφνικά ένα μαύρο παραβάν σκέπαζε την εικόνα, βάζοντας τέλος στις όποιες θύμησες, πράγμα που την έκανε να κλαίει απελπισμένα. «Πώς κι εγώ είμαι μόνη μου;» μονολογούσε. «Η αλεπουδίτσα ζει ευτυχισμένα με την οικογένειά της, το λιοντάρι το ίδιο, όπως και ο κάθε φίλος μου, εγώ γιατί όχι; Δε θέλω να ζω, δε θέλω όχι. Λέγεται αυτό ευτυχία;» Οι φίλοι της τα ζώα την έβλεπαν έτσι δυστυχισμένη 113


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

και δεν ήξεραν τι να της πουν. Μα μήπως και να ήξεραν, πώς να της το ’λεγαν; Τόσες ντοπιολαλιές όσες και τα ζώα και καμιά δεν έμοιαζε με τη δική της. Είχε αναπτύξει μία τεχνική, κάτι σαν παντομίμα, που για αυτοδίδακτη τα κατάφερνε μια χαρά, για να συνεννοείται μαζί τους. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. «Αν δεν ομιλώ έστω και μόνη μου, θα ξεχάσω και τη γλώσσα μου» μονολογούσε αποθαρρημένη. Για να αποδειχτεί ακόμη μια φορά πως μόνος του κανείς ούτε και στον παράδεισο. Έτσι είχαν τα πράγματα, με τον καιρό να περνά και να φεύγει. Και όσο αυτός περνούσε το κοριτσάκι μεγάλωνε. Τώρα πια ήταν μια νέα κοπέλα, μια νεράιδα που όμοιά της δεν είχε κανείς ματαδεί. Ώσπου μια μέρα, ξεστρατισμένη μια γριά μάγισσα, με μια καμπούρα σαν αυτή της καμήλας, πέρασε από το καλύβι του κοριτσιού και κτύπησε με το ραβδί της την πόρτα ξεψυχισμένη από την κούραση. «Κόρη μου, που να ’χεις την ευχή μου, ένα ποτήρι νεράκι, έχει ξεραθεί το στόμα μου», είπε η πανάσχημη γριά, που την περνούσες δεν την περνούσες για άνθρωπο. Με άλλα λόγια, αν μετριόταν η ομορφιά και η ασχήμια, η μία θε να ’ταν στη μια άκρη του μαγικού ραβδιού της γριάς μάγισσας και η άλλη στην άλλη. Η κοπέλα δε νοιάστηκε όμως γι’ αυτό, ούτε το σπουδαιολόγησε. Της έφτανε που είχε απέναντί της έναν άνθρωπο, που όση ασχήμια φανέρωνε, τόση 114


η ρεπόρτερ

ευγένεια ψυχής διέθετε. Αυτό της γλύκαινε τις σωματικές ατέλειες και την έκανε συμπαθητική. Κουβέντα στην κουβέντα, επόμενο ήταν, η κοπέλα να εμπιστευτεί τη γριά τόσο ώστε να της εξομολογηθεί τον καημό που μάραινε τα νιάτα της. Επιτέλους, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, δεν μπορεί να μην της έβγαινε αυτό σε καλό. Λίγες ώρες μετά είχαν γίνει φίλες και η γριά το ’βαλε σκοπό της υπόλοιπης ζωής που της απέμενε, να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια, να φωτίσει τις αραχνιασμένες κρυφές γωνιές του μυαλού της κοπέλας, που δεν ήξερε ούτε ποια είναι, ούτε από πού ερχόταν και πού πήγαινε, ούτε και αν είχε όνομα. «Αλήθεια πώς να με λένε άραγε, γιαγιά;» «Τι όμορφα που ακούγεται η λέξη γιαγιά από το στόμα σου, Ρούσσα μου! Στοιχηματίζω ότι θα πρέπει να σε λένε Ρούσσα, ποιο άλλο όνομα θα ταίριαζε καλύτερα στην ομορφιά σου που είναι κόκκινη σαν φλόγα;» Κι αφού βρήκαμε όνομα, σιγά σιγά θα βρούμε όλα τα άλλα. «Έλα τώρα να πιούμε ένα τσάι, στέγνωσε η γλώσσα μου από το πες πες αλλά και την πολλή σκέψη. Έτσι μου συμβαίνει πάντα». Γέλασαν σχεδόν ξέγνοιαστα και οι δυο και δε θυμόντουσαν από πότε είχε να σκάσει στα χείλη τους ένα κάποιο χαμόγελο. «Δώσε μου και ένα ψωμάκι από τα μαγουλάκια σου, καλή μου Ρούσσα. Χα χα χα». 115


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Καλό μού ακούγεται το όνομα, γιαγιά μου, σ' αγαπάω»... Η Ρούσσα παρακάλεσε τη γριά φίλη της να μείνει λίγες ημέρες μαζί της και η γριούλα άλλο που δεν ήθελε. Θείο δώρο για να σπάσει και η δική της αφόρητη μοναξιά. Τόσο τα καλά, όσο και τα κακά, σαν τα μοιράζεσαι έχουν άλλη αξία. Και μια μέρα! Ω, μια μέρα! Όπως η Ρούσσα λουζόταν στη λίμνη, ακούει χλιμίντρισμα αλόγου. Έκπληκτη, βλέπει ένα παλικάρι πάνω σε ένα κάτασπρο άτι να την κοιτάζει θαμπωμένο, σαν να κοιτούσε χωρίς γυαλιά τον ήλιο κατάματα! Δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Και άλλη ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε λίγες ημέρες;» Έμεινε να τον κοιτάζει και αυτή μαγεμένη, και με παντομίμα του έγνεψε να αποτρέψει το πρόσωπό του από πάνω της για να σκεπάσει τη γύμνια της με ένα αραχνοΰφαντο μακρύ φόρεμα, που άγνωστο πώς βρέθηκε εκεί στην όχθη της γαλάζιας λίμνης. Μα θυμόταν καλά. Εκείνη είχε αφήσει εκεί στην όχθη μια πουκαμίσα υφαντή, που της είχε χαρίσει η φίλη της, μαζί με μια εσάρπα, για να σκεπάζει το λυγερό κορμί της, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι άνθρωποι. Έτσι της είχε πει η γριά. Να που όντως ήταν μάγισσα και μετάλλαξε μια χωριάτικη φορεσιά σε ένα θείο φόρεμα κατάλληλο για την περίσταση. Τέτοιο ρούχο δε θυμόταν να ’χει ξαναδεί ούτε σαν άνθρωπος. Καλά το είχε υποπτευθεί. Ήταν μια άδολη, μια αγαθή μάγισσα. Όχι βέβαια πως αυτή η 116


η ρεπόρτερ

επιβεβαίωση θα άλλαζε γραμμή από τα αισθήματά της για την «γλυκιά γριούλα», όπως την έβλεπε με τα μάτια της αγάπης. «Μα για στάσου, Ρούσσα. Τι είπες τώρα δα; Δεν είπες "και άνθρωπος;" Σαν να πούμε δηλαδή ότι είσαι και κάτι άλλο, γι’ αυτό είπες αυθόρμητα το "και". Είπες για δεν είπες;» τέλειωσε η πεντάμορφη τον εσωτερικό της μονόλογο, όπως συνήθισε να κάνει στα τόσα χρόνια της μοναξιάς της. Ορισμένες συνήθειες δεν κόβονται έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη, ακόμη και τώρα που είχε μπροστά στα μάτια της ένα όνειρο που το έβλεπε ξυπνητή. Το μόνο που ήξερε τώρα, που διαισθανόταν, ήταν ότι τέλειωνε όπου να ’ναι το τετράμηνο της ανθρώπινης υπόστασής της και θα έχανε από τη ζωή της τα δυο πλάσματα που αγάπησε κεραυνοβόλα, την πανάσχημη γριά καμπούρα και το πανέμορφο παλικάρι, που θα το θυμόταν με νοσταλγία πάνω στο άσπρο του άλογο και στην άλλη μορφή της, όποια και αν ήταν αυτή. Και για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωσε θυμό. Όχι, δε θα έχανε αυτά τα δύο πλάσματα που ήρθαν για να δώσουν νόημα σε μια ζωή άδεια κι ας την ζήλευαν ακόμη και τα αστέρια. Και όταν ο καβαλάρης την πήρε στην αγκαλιά του και την πρωτοφίλησε, ένιωσε ότι ήρθε η αγάπη να την βοηθήσει με την τεράστιά της δύναμη, να παραμείνει άνθρωπος και ευχήθηκε να μη μεταλλαχθεί ποτέ ξανά. 117


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Φαίνεται δε ότι την ώρα που έκανε αυτή την ευχή, οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί και έφτασε κατ’ ευθείαν στα αυτιά των αρμοδίων που καθορίζουν τη ζωή ανθρώπων, ζώων, αερικών, των πάντων και πραγματοποίησαν την ευχή της. Έφτιαξαν μια μεγαλύτερη καλύβα, όπου έζησαν για χρόνια πολλά σ’ αυτό το δάσος, που δε θα το άλλαζαν με καμιά σύγχρονη πολυτέλεια που το παλικάρι ήταν σε θέση να της προσφέρει. Έκαναν παιδιά και τους ευχήθηκαν να κάνουν κι αυτά κάποια στιγμή τη σωστή επιλογή του τρόπου ζωής τους. Και τη γριά μάγισσα όσο περνούσαν τα χρόνια, την έβλεπε να παραμένει το ίδιο άσχημη, μα με την πιο καλή καρδιά να χτυπά σωστά στο στήθος της. Ήταν και αυτή ευτυχισμένη, με τόση αγάπη γύρω της κι εντός της. Ω Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη. Έτσι και είσαι σε κέφια και το άσχημο το κάνεις να μοιάζει ωραίο και το ωραίο μαγικά αξεπέραστο.

«Κι άλλο, κι άλλο παραμύθι, γιαγιά Πέρσα. Θέλουμε κι άλλο». Και η Πέρσα άνοιξε το τεφτέρι με τα παραμύθια της και αφηγήθηκε ακόμη ένα, για μεγαλύτερα παιδιά αυτή τη φορά, «το μαγικό παγοπέδιλο».

Η Μαντώ ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι έξι ετών. Το μόνο που της άρεσε να κάνει ολημερίς και

118


η ρεπόρτερ

ίσως ολονυχτίς στον ύπνο της ήταν να χορεύει. Χόρευε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη της κάμαρας των γονιών της και ονειρευόταν τις σκηνές των παγκόσμιων θεάτρων, υπό τη μουσική υπόκρουση μιας περίεργης μουσικής που της έφερε ο παππούς σε CD από το τελευταίο του ταξίδι στην Αφρική λίγο πριν τον θάνατό του. Το μικρό παιδί μαγεύτηκε και τη μαγεία την μετουσίωσε σε αυτοσχεδιασμούς τέτοιους, που όσοι είχαν την τύχη να τη δουν έμεναν ενεοί, με την αρμονία, την πλαστικότητα των κινήσεών της και την αύρα της θείας φλόγας που εξέπεμπε. Την παρομοίαζαν με μικρή θεά ή με την ίδια την Τερψιχόρη που ήρθε στη γη να δείξει πώς χορεύουν οι θεοί! Έκανε με τη φαντασία της ταξίδια στον κόσμο χορεύοντας, αυτή που το μόνο μέρος μακριά από το σπίτι της που είχε πάει, ήταν των παππούδων το χωριό, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ενός πευκόφυτου γκρεμού! Είχε δει εκείνη την απίστευτη Ρωσίδα στην τηλεόραση, που το όνομά της θύμιζε την ντοπιολαλιά της γιαγιάς της, που το "όλα", το έλεγε "ούλα". Την έλεγαν Ουλάνοβα και ονειρευόταν τη στιγμή που θα την έβλεπε από κοντά. Ήταν σίγουρη πως θα γινόταν μια ημέρα. Η μητέρα της, καλλιτεχνική φύση κι εκείνη, βλέποντας το πάθος του παιδιού, έκανε αυτό που θα έκανε κάθε γονιός. Την πήγε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού, με ειδικότητα σε χαρισματικά παιδιά. 119


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Κατόπιν μιας, ας την πούμε, οντισιόν επιβεβαίωνε το ταλέντο τους και τα κατέτασσε στην ανάλογη τάξη. Το πήγε λοιπόν, χωρίς να διανοηθεί αυτό που θα άκουγε από τα χείλη της γνωστής και έμπειρης διευθύντριας της Σχολής, που έμεινε να κοιτάζει το παιδί να χορεύει εμβρόντητη. «Ακούστε με, παρακαλώ. Κάποιος μπορεί να έχει ιδιαίτερες ικανότητες και περίσσιο ταλέντο. Αλλά υπάρχει μία σπάνια, σπανιότατη θα έλεγα κατηγορία χορευτών, που η ικανότητα και το ταλέντο τους συνδυάζονται με τη θεία φλόγα πέραν από τα γήινα και τα κατατάσσει σ’ αυτό που συνηθίζουμε να λέμε παιδιά θαύματα... Παιδί θαύμα δε λογιέται ένα δίχρονο που διευθύνει συμφωνική ορχήστρα; Ή στα τρία του χρόνια παίζει άνετα σε ένα μουσικό όργανο έργα που ένας προικισμένος καλλιτέχνης για να τα μάθει και μάλιστα να τα ερμηνεύσει από μνήμης, θέλει αρκετό χρόνο και ατέλειωτες ώρες εξάσκησης; »Ε, λοιπόν, το δικό σας παιδί είναι ακόμη μεγαλύτερης κλάσης. Λένε ότι είμαι μια καλή δασκάλα και χωρίς σεμνοτυφίες. Το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Μα τη μικρή δεν μπορώ να την διδάξω, αφού εκείνη είναι μακράν ανώτερη από εμένα. Ομολογώ ότι σε όποια σχολή κι αν δίδαξα στα χρόνια που κουβαλώ στην πλάτη μου, τέτοιο φαινόμενο, ναι για φαινόμενο πρόκειται, δε ματάδα, μα ούτε και φανταζόμουν ότι υπάρχει κάτι σαν αυτό στον κόσμο όλο. Σας παραπέμπω στον μεγαλύτερο δάσκαλο χορού του αιώνα, των μπαλέτων Μπολσόι και ό,τι σας πει εκείνος 120


η ρεπόρτερ

αυτό και να πράξετε. Μη διστάσετε, είστε υποχρεωμένοι στο όνομα της Τερψιχόρης να ακούσετε τη συμβουλή-προτροπή μου». Η κατάπληκτη μητέρα άκουσε αυτά που η δασκάλα τη συμβούλευσε. Έφυγαν και πήγαν Ρωσία μεριά. Προβληματισμένοι οι γονείς της και ελάχιστα ενθουσιασμένοι. Δεν ήθελαν το παιδί τους να είναι ένα θαύμα, αλλά κάτι φυσιολογικό που έπρεπε να ζήσει κυρίως την παιδική του ηλικία φυσιολογικά και όχι να το προσκυνούν σαν θεότητα! Ευτυχώς ο δάσκαλος την εποχή αυτή ήταν στη Μόσχα και έδωσε πολλή μεγάλη σημασία στην επιστολή που τού παρέδωσε η μητέρα του παιδιού εκ μέρους της ονομαστής Ελληνίδας δασκάλας, που υπήρξε από τις καλύτερες του μαθήτριες και διατηρούσαν άριστες σχέσεις από τότε. Κι αν δεν είχαν δει τα μάτια του, πράγματα και θαύματα, από το υψηλό του πόστο. Το όνομά του και μόνο να συνέδεε ένας χορευτής με τον Γέρο, όπως τον αποκαλούσαν τρυφερά, ήταν η πεμπτουσία της καταξίωσης, μεγαλύτερης από την όποια περγαμηνή. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε «τίποτα πια δε με εκπλήσσει, τίποτα που να μην το έχω δει». Και ήρθε αυτή η μικρή θεά να τον κάνει να βάλει τα κλάματα. «Αφού υπάρχουν στη γη τέτοιες υπάρξεις, δεν τέλειωσαν για μένα όλα» είπε και τα μάτια του καταρράκτες δεν έπαψαν να τρέχουν όσο έβλεπε τη μικρή 121


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

να ξεδιπλώνει τη φλόγα της και να του τσουρουφλίζει τα μάτια. «Απίστευτο» είπε στους άναυδους γονείς, που πια δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν το όλο θέμα, το οποίο εδώ και τόσες ημέρες τους είχε ξεπεράσει, πηγαίνοντάς τους από έκπληξη σε έκπληξη. «Δεν έχω να διδάξω τίποτα τη μικρή, αλλά εκείνη εμένα», είπε με φωνή που μετά βίας έβγαινε από το στόμα του σε σημείο να φοβηθούν οι άνθρωποί του και να στέρξουν προς βοήθειά του. «Το μόνο ίσως που μπορώ να προσφέρω είναι να χαλιναγωγήσω τη φλόγα της, μην και κάψει και την ίδια», είπε δίνοντας ένα τέλος στην ακρόαση. Γέρος και παιδί έγιναν οι καλύτεροι φίλοι σαν να μην τους χώριζαν τόσα χρόνια. Τον λάτρεψε η μικρούλα, παίρνοντας τη θέση του παππού της στην καρδιά και τη ζωή της. Και μια μέρα, δέησε η Ουλάνοβα να τους δεχτεί. Ντίβες! με το εγώ τους ψηλότερα από την ψηλότερη κορυφή του Έβερεστ. Μία συνάντηση που όμως δεν έγινε ποτέ. Γιατί καθώς πήγαιναν να την συναντήσουν είχαν αυτοκινητικό ατύχημα, στο οποίο κανείς εκτός της μικρής έπαθε το παραμικρό. Η μοίρα χαιρέκακη και ζηλιάρα θέλησε να το χτυπήσει το παιδάκι στα πόδια αρκετά σοβαρά. Αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι δε θέλει τα ανθρωπάκια να ξεπερνούν τα εσκαμμένα και τα προσγειώνει στη μετριότητα που της είναι αρεστή. 122


η ρεπόρτερ

Η πρώτη σκέψη όλων ήταν ότι το θαύμα τελείωσε, τόσο ήταν να κρατήσει, προτού αρχίσει να καταυγάζει τη Γη. Επί του παρόντος προείχε η ζωή της μικρής, με τις επαπειλούμενες εμβολές που συνοδεύουν τέτοια τραύματα. Δύο αποτυχημένες εγχειρήσεις με την τρίτη να ελπίζουν όλοι ότι το «κουσούρι» που ναι μεν θα άφηνε θα ήταν μικρό, για την τελειότητά της όμως κολοσσιαίας σημασίας. Μα θες γιατί και η ίδια η μοίρα σκιάχτηκε με τα αποτελέσματα της σκληρότητάς της, θες γιατί έδωσε σημασία στο ότι άρχισαν να της προσάπτουν εσκεμμένη ενέργεια και τα ανθρωπάκια να την βρίζουν χυδαία, κάθισε στα ουράνια παλάτια της και έβαλε το μυαλό της να ψάξει και να βρει πώς μπορεί να επανορθώσει έστω και μερικώς. Χορός δεν ήταν η ζωή της Μαντώς; Ωραία θα τον είχε και ας ήταν επί πάγου. Το μικρό της κουσούρι το φυλάκισε σε γερά παγοπέδιλα. Τα παγοπέδιλα δε μείωναν καθόλου την άρτιά της απόδοση. Αυτά και η αδάμαστη θέλησή της, συν το πάθος που δεν έλεγε να καταλαγιάσει, την έχρισαν πρωταθλήτρια κόσμου στα δεκατέσσερά της χρόνια, με τα πλήθη να συνωστίζονται να την απολαύσουν να ξετυλίγει το θείο της ταλέντο στα μεγαλύτερα παγοδρόμια της Γης. Συνέχεια δεχόταν προτάσεις από μουσικοσυνθέτες, που θεωρούσαν απόδειξη της καταξίωσή τους, να συνθέσουν μουσική για εκείνη. Και κανείς δε σκεπτόταν 123


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

καν το μικρό της τραύμα, που το ταλέντο συν την αδάμαστη θέλησή της, δε γινόταν σε καμία περίπτωση αισθητό. Και ο άνθρωπος. Α, ο άνθρωπος! Το πιο μιμητικό ον του ζωικού βασιλείου, κυρίως για κάτι που θαυμάζει, έκανε κι εδώ το θαύμα του... Οι κοπελίτσες θεωρούσαν πολύ γοητευτικό το «τικ του κουτσέματος» και για να είναι must προσπαθούσαν να το ξεσηκώσουν. Παγκόσμια εφηβική τρέλα, είπαν οι ψυχολόγοι, την οποία μόνο τα Αφρικανόπουλα δεν υιοθέτησαν. Εκείνα είχαν δυστυχώς σοβαρότερα πράγματα να τους απασχολούν. Τα must αυτά, ενδημούν μόνο στον δυτικό κόσμο, τον λεγόμενο πολιτισμένο! Μα η Μαντώ έδωσε και ένα άλλο παγκόσμιο ρεσιτάλ. Το πώς μπορείς να ξεπεράσεις εμπόδια, που θεωρούνται ανυπέρβλητα με τη δύναμη της ψυχής, με τη θέληση και την πίστη σε αυτό που αγαπάς. Δεν έχει ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα όριά του αν χρειαστεί. Η Μαντώ δεν παρέμεινε ένα παιδί-θαύμα που, όταν μεγάλωσε, ξεφούσκωσε σαν πομφόλυγα. Ανοδική η πορεία της και διαρκώς μεγάλωνε, με αποτέλεσμα να κερδίσει δόξα και τιμές και να την αποκαλούν πρωθιέρεια του χορού. Όπως, δε, αποφαίνονταν οι ειδικοί οι παρεπιδημούντες την Ιερουσαλήμ –αυτοί πάντα θα υπάρχουν– τέτοια ταλέντα εμφανίζονται ένα ανά δύο αιώνες. Τον έναν αιώνα τον περάσαμε και Μαντώ νέα δε 124


η ρεπόρτερ

φάνηκε. Μακάρι να συμβεί κάτι στον αιώνα που ανέτειλε. Και ας μη ζούμε εμείς για να υμνήσουμε την εξαίσια ανθρώπινη θέληση και ομορφιά».

Αυτή τη φορά χειροκρότησαν οι μαμάδες. Τα μικρά είχαν κοιμηθεί μαγεμένα από την ιστορία και ονειρεύονταν χορούς και παγοπέδιλα.

125


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

126


«Κ

τρεις νεκροί στο λιμάνι

αλώς εχόντων των πραγμάτων σε δύο ώρες από τώρα θα βρίσκομαι στο γραφείο μου στην εφημερίδα. Λίγο ύπνο ακόμη θα τον ήθελα, μα δεν το μπορώ. Αϋπνίες του κερατά». Ακούστηκε το τηλέφωνο. «Ποιος να ’ναι πρωινιάτικα;» «Δανάη, λυπάμαι που δε σου λέω καλημέρα, γιατί δεν προβλέπεται να είναι καλή». «Εσύ είσαι αφεντικό; Σιγά γιατί δεν μπορώ ακόμη να συντονίσω τη φωνή σου με το μυαλό μου. Να βλέπω όνειρο, λες; Τι συμβαίνει; Αν συμβαίνει δηλαδή και δε μου κρούει την πόρτα του συνειδητού καμιά νέα παραίσθηση σαν τις τόσες του τελευταίου καιρού!» «Κορίτσι μου, σε πέντε λεπτά από τώρα θα έχεις φύγει για το λιμάνι του Πειραιά. Ειδοποίησε και τον Διονύση. Κάτι πολύ σοβαρό έγινε. Ετοιμάζεται έκτακτο πρωινό παράρτημα κι ακόμα δεν κυκλοφόρησε το κανονικό φύλλο. Άτιμη επικαιρότητα αλλάζει από λεπτό σε λεπτό. Ακόμα εκεί είσαι;» «Μα boss, το λιμάνι είναι μεγάλη περιοχή. Πού ακριβώς να πάω, να πω και στον Διονύση;» Μα ο διευθυντής σύνταξης δεν απάντησε. Αντ’ 127


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

αυτού, η Δανάη έμεινε να ακούει τον χαρακτηριστικό ήχο του κλειστού τηλεφώνου, κατορθώνοντας τελικά να συνειδητοποιήσει τι της είπε ο διευθυντής. «Αναστατωμένος πολύ. Πανικόβλητος, καλύτερα». Έβαλε το τζιν της και ένα φουτεράκι χωρίς σουτιέν, άφησε δυο λέξεις στο ψυγείο για τον Ρωμανό, έβαλε τα πόδια της στους ώμους και όρμησε να πάρει το φιατάκι της. Ευτυχώς θυμήθηκε αμέσως πού το είχε παρκάρει. Καθώς έτρεχε και απορούσε που δεν την έπιασε κανένα περιπολικό μέχρι τώρα, προσπάθησε να επικοινωνήσει κατ’ επανάληψη με τον διευθυντή, αλλά όλα τα τηλέφωνα νεκρά. Ακόμη και το προσωπικό του τηλέφωνο, εκείνο που χρησιμοποιούσε σε ώρα ανάγκης. Μα και τούτη, κατά πώς τον άκουσε, ώρα ανάγκης ήταν, μα το τηλέφωνο τον ύπνο του δικαίου. «Τι γίνεται, ρε συ Διονύση; Μαύρες σκέψεις μού ’χουν σκιάσει τούτο το πρωινό. Τι να συμβαίνει λες;» «Δανάη, κορίτσι μου, ηρέμησε. Σε πολύ λίγο από τώρα θα ξέρουμε, κούλαρε. Βάλε λίγη μουσική στο υπέροχο σου cd player Και πού ’σαι, μη βάλεις ραδιόφωνο για ειδήσεις. Αφού εμείς τελούμε ακόμη υπό άγνοια, κανείς άλλος δε θα ξέρει. Μια υπόθεση σαν όλες θα ’ναι και τούτη, θα το δεις. Το αφεντικό μέσα στο πάθος του για πρωτιά συχνά πυκνά υπερβάλει. Έλα σ’ αφήνω, μιλάμε τόση ώρα. Μη σκοτω128


η ρεπόρτερ

θούμε κιόλας έτσι που τρέχουμε. Οι άδειοι δρόμοι είναι πιο επικίνδυνοι. Επαναπαύεσαι και την πατάς... Φιλιά από την Θεανώ. Τα δικά μου θα σου τα δώσω σε λιγάκι. Τσάο». «Αχ, Διονύση, πώς τα καταφέρνεις πάντα να με ηρεμείς. Δίκιο έχεις, όλα θα πάνε καλά». Μα τα νέα ήταν πολύ άσχημα. Λίγη ώρα πριν είχε ξεβραστεί στο πρώτο λιμάνι της χώρας το πτώμα του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και μόλις πριν δευτερόλεπτα το πτώμα μιας γυναίκας και ενός ακόμα άνδρα. Τόσο η γυναίκα όσο και ο Υπουργός φορούσαν επίσημο ένδυμα, ενώ «ο άλλος άνδρας, στολή καμαρώτου, μπάτλερ, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων». «Τι είν’ τούτο, βρε παιδιά; Τι μακελειό είν’ τούτο;» ρώτησε η Δανάη τον Λιμενάρχη που τα είχε χαμένα, για να εισπράξει ένα απαξιωτικό δίφρασο. «Άφησέ μας να κάνουμε τη δουλειά μας, κορίτσι μου. Μου ήρθες συνάμενη κουνάμενη με τα μαρκούτσια σου, αντί να ετοιμάσεις τα παιδιά για το σχολειό. Άντε και θα χτύπησε το κουδούνι εδώ και ώρα. Άσε εμάς να βολοδέρνουμε σαν τα στοιχειά των Νηρηίδων, που μόνο αυτά ξέρουν πώς και γιατί έγινε το μακελειό, που πολύ ορθά είπες». «Αφεντικό, είναι ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας. Και πώς βγάζεις είδηση ότι στα άγρια χαράματα πνίγηκε ο Υπουργός; Ότι ίσως δολοφονήθηκε; Πέθανε, πνίγηκε ή δολοφονήθηκε, δεν ξέρω ακόμα. Σίγουρα πάντως είναι ο Υπουργός Εμπορικής Ναυ129


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τιλίας. Είναι πέρα για πέρα αδιαμφισβήτητο, το μόνο που μέχρι τώρα ξέρουμε, ακούμε και βλέπουμε. Θα συνεχίσουμε το ρεπορτάζ ρωτώντας παντού. Μόλις έχουμε νεότερα σε ξαναπαίρνουμε, boss». Ο Λιμενάρχης που μισούσε τον όποιον του έφερνε κακά μαντάτα, τώρα θα ήταν και ο ίδιος αγγελιοφόρος κακών ειδήσεων. «Να που σε εκδικούνται οι απανταχού κακές ειδήσεις, αξιωματικέ του Ελληνικού Κράτους! Και ακόμη δεν έχεις προλάβει να πιεις έναν έρημο καφέ, να ξελαμπικάρεις το γεμάτο νέφη ύπνου κεφάλι σου, έτσι που σου ’λαχε να είσαι απόψε και ολονύχτια βάρδια!» «Από πού να έπεσαν στο νερό;» αναρωτιούνταν οι λιμενικοί. «Να ήταν από σκάφος; Κι αν δεν ήταν από σκάφος; Κι από πού να ήταν;» «Να έπεσαν από αυτοκίνητο; Αδύνατον. Και γιατί να είναι αδύνατο, αν το αυτοκίνητο βρίσκονταν σε σκάφος; Να εκπαραθυρώθηκαν από αεροσκάφος, από ελικόπτερο; «Την απάντηση μόνο οι αρχόντισσες των υδάτων οι Νηρηίδες την γνωρίζουν, άντε και κανένας βράχος, αν το φονικό έγινε στα ρηχά». «Και γιατί να πηγαίνει το μυαλό μας στο έγκλημα και να μη βούλιαξε κανένα από τα πολυτελή κότερα που βρίθουν στη Καστέλα ή κάπου εκεί;» «Και χωρίς να εκπέμψει ένα SOS;» «Δεν είναι και αυτό απίθανο». 130


η ρεπόρτερ

«Διονύση, ξέρεις ποια είναι η νεκρή; Η διάσημη ντίβα του ιταλικού τραγουδιού, Ντορίνα Μοσκάου. Να είναι καμιά σωσίας της δεν το νομίζω. Αν συμβαίνει αυτό θα τα έχω όλα δει στη ζωή τούτη». «Αυτό πάλι πώς σου ήρθε στο ωραίο σου κεφαλάκι; Όπου να ’ναι θα έρθει ο καθ’ ύλην αρμόδιος και μια πρώτη εντύπωση από επίσημα χείλη θα την έχουμε». «Που είναι ποιος, ρε συ Διονύση;» «Άιντα άιντα! Ο ιατροδικαστής, παιδί μου. Κάτι ερωτήσεις που τις κάνεις τέτοιες ώρες! Δεν έχει πάρει τελείως μπρος το μηχάνημα, καλή μου;» «Δίκιο έχεις, Κοιμήθηκα στις τρεις το πρωί, ξύπνησα στις πέντε. Ύπνο τον λες αυτόν; Σε λίγο, παρά το ανέβασμα της αδρεναλίνης στα ύψη, θα κοιμηθώ όρθια. Άσε που άρχισα ήδη να τα βλέπω όλα διπλά... Είμαι στα όριά μου. Μην πω ότι τα ξεπέρασα. Έτσι και αρρωστήσω, ποιος ακούει την Πέρσα, και θα έχει και δίκιο. Ρεπόρτερ και μάνα δε συνάδουν, πώς να το κάνουμε; Άσε κι έχω μια ελπίδα να τα ξαναβρούμε με τον Ρωμανό. Και ο έρωτας θα μου πεις; Θα βουλιάξει και αυτός αύτανδρος; Όπως πολύ πιθανόν συνέβη με το κότερο των νεκρών; Αλλά όχι άλλες μαύρες σκέψεις. Ήδη έχουμε πάρει over dose από δαύτες. Να, έρχεται ο δικός σου με τη μεγάλη του τσάντα». «Γνωστός τοις πάσι ο ιατροδικαστής κι εσύ από την τσάντα του υπέθεσες ότι είναι αυτός; Κύριε ήμαρτον, τι λέει η φιλενάδα μου πρωινιάτικα. Αν τα 131


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

πω στη Θεανώ, θα τα βάλει μαζί μου που δε σε προσέχω». «Διονύση μου, αν πήγαινα στο αυτοκίνητο λίγο να κλείσω τα μάτια μου, μπορώ;» «Αυτό είναι το μόνο σίγουρο ότι τώρα δεν το μπορείς. Να και οι γιατροί από το ΕΚΑΒ, σε πολύ λίγο κάτι θα ξέρουμε». «Πάρε το αφεντικό και πες του τα όσα μέχρι στιγμής γνωρίζουμε». «Περίμενε...» «Κύριε διευθυντά, το ένα θύμα είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ο Υπουργός. Η γυναίκα η Ιταλίδα Ντορίνα Μοσκάου και ο μπάτλερ της». «Πνιγμένοι και οι τρεις;» «Όχι, ούτε σταγόνα νερού στους πνεύμονες, δολοφονημένοι άπαντες. Το πώς και από τι, θα μας το πουν οι ιατροδικαστικές εξετάσεις. Αφεντικό. Γράψε: Άγρια δολοφονία στο πρώτο λιμάνι της χώρας, κεντρικός τίτλος. Νεκρός ο Υπουργός εμπορικής Ναυτιλίας και η Ιταλίδα τραγουδίστρια Μοσκάου, υπέρτιτλος. »Πρώτο θύμα, ο Έλληνας Υπουργός Γιάννης Χρήστου, Δεύτερο θύμα, η Ντίβα Ντορίνα Μοσκάου. Τρίτο θύμα ο «μπάτλερ» ή ό,τι άλλο ήταν ο καημένος». «Λοιπόν γιατρέ;» «Λοιπόν, τους σκότωσαν και τους πέταξαν στο νερό ξέροντας ότι γρήγορα οι γιατροί θα αποφαίνονταν ότι δεν επρόκειτο για πνιγμό. Επιμένω στο ρήμα 132


η ρεπόρτερ

"πέταξαν" φανερό, ότι ήθελαν να τους απαξιώσουν. Το περίεργο είναι ότι ο θάνατος του Υπουργού, απέχει τουλάχιστον δύο ώρες από των άλλων! Ανατρέπονται πολλά, όπως καταλαβαίνετε. Μην αμφιβάλλετε όμως ότι απαντήσεις θα έχουμε και για το πιο δύσκολο ερώτημα και απορία...» Και γύρισε σε έναν φωνάζοντας. «Για το όνομα του Θεού, Δημήτρη, βρες στο αμάξι τρία σεντόνια να σκεπάσουμε τους νεκρούς, δεν είναι αξιοθέατο η έκθεσή τους» και αμέσως οι νοσοκόμοι του ΕΚΑΒ άρχισαν να τους σκεπάζουν. «Παιδιά, τα υπόλοιπα, δουλειά του Λιμενικού και των ανακριτικών υπηρεσιών. Πολύ σύντομα θα σας πούμε περισσότερα». Εντωμεταξύ ένα υπέροχο πρωινό, είχε παραχωρήσει τη θέση του σε ένα υπέροχο τοπίο με πλήθος κόσμου γύρω από τα τρία σκεπασμένα θύματα, σαν σε χορό αρχαίας τραγωδίας. Μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στα νοσοκομειακά. Αυτά ουρλιάζοντας με τις σειρήνες τους έκοβαν σαν με μαχαίρι την ησυχία του πρωινού. «Μα γιατί έβαλαν τις σειρήνες, μην και δεν προλάβουν τι; Εμποδιζόμενα από την κυκλοφορία που άρχισε να πυκνώνει; Αγριεμός Κυρίου να τις ακούς, μα την αλήθεια!», αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα η Δανάη. «Διονύση, για να κάνω μία ερώτηση βάσει των όσων μέχρι τώρα ξέρουμε: Βγαίνει από κάπου ότι τα τρία άτομα δολοφονήθηκαν; Αποκλείεται δηλαδή 133


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ή να είναι ατύχημα ή και να μην έχουν μεταξύ τους την παραμικρή σχέση; Αυτό που λέμε διαβολική σύμπτωση; Μπορεί όλα να συνηγορούν στο ότι πρόκειται για στυγερό ομαδικό έγκλημα, μα μπορεί και να μην είναι, λίγα έχουν δει τα μάτια μας;» «Η πιθανότητα που λες υπάρχει, μα όλα δείχνουν τι παίχτηκε. Θα δούμε τι θα πουν οι γιατροί. Ενημέρωσε το αφεντικό κι εν συνεχεία ολοταχώς για το νεκροτομείο, ακολούθα με. Μεγάλη προβλέπεται η μέρα η σημερινή και ήδη ο κόσμος θα είναι ανάστατος ακούγοντας ειδήσεις. Άσε τα σενάρια που θα κυκλοφορούν, με υλικό τόσο, ώστε να γράψεις μυθιστόρημα. Φύγαμε». «Διονύση, και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Εμάς τα άγρια χαράματα μας ενημέρωσε το αφεντικό, εκείνον ποιος; Ήξερε και ποια ήταν τα θύματα; Εμένα πάντως δε μου έδωσε αυτή την εντύπωση. Να τον ρωτούσαμε, λες; Όχι, γιατί αν ήξερε, το πράγμα αλλάζει. Το αφεντικό ξέρουμε ότι δεν κατεβάζει αμάσητες τις πληροφορίες των πηγών του». «Ας φεύγουμε λοιπόν. Τι άλλο να περιμένουμε εδώ; Να μας πουν τι έπαιξε, τα βράχια ή η αδερφή του Μεγαλέξανδρου, αν κάτι πήρε το μάτι της την ώρα που ’ψαχνε για τον αδερφό της; Ό,τι και αν συνέβη, θα το ανακαλύψει το αχτύπητο τρίο: το αφεντικό, εσύ και η ταπεινότητά μου. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένα άλλο σενάριο που έχει κατσικωθεί στον νου μου, είναι αυτό της ερωτικής αντιζηλίας. Οι άνθρωποι της πολιτικής, του χρήματος, 134


η ρεπόρτερ

του θεάματος, οι προβεβλημένοι ας τους πούμε, αρέσκονται να μπλέκουν μεταξύ τους σε σενάρια πιπεράτα. Για να ξεφύγουν κατά κάποιο τρόπο από το στερεότυπο του κυνηγητού της δόξας σε κάτι πιο ανθρώπινο, ας το πούμε έτσι, που όμως να τους ιντριγκάρει. Μπορεί να είναι κάτι τέτοιο. Διονύση, τράβα Ιταλία μεριά και ερεύνησε όπως μόνο εσύ ξέρεις, τη ζωή της Ντορίνα Μοσκάου τους τελευταίους μήνες. Εγώ δεν τολμώ να πάω, ο Ρωμανός πάνω που ελπίζω να τα βρούμε –αν βέβαια έρθει στα γενέθλια της μικρής– θα με χωρίσει αμετάκλητα πια. Φύγε ει δυνατόν με την αποψινή πτήση. Σε δυο μέρες θα είσαι πίσω, δε θα είναι δύσκολο, τα κουτσομπολιά καμιά φορά κρύβουν μεγάλες αλήθειες. Θα ενημερώσω το αφεντικό και δεν πρόκειται να σε ψέξει όταν του πω ότι εγώ σε παρότρυνα γιατί αυτό μου υπαγόρευσε η διαίσθησή μου. Στο boss αρέσει οι δημοσιογράφοι του να παίρνουν πρωτοβουλίες». «Κοίτα μη με απολύσει και βρεθώ χωρίς δουλειά. Έχω γυναίκα και παιδί, ε;» «Άκου να σε απολύσει! Παράσημο θα πάρουμε και μια αυξησούλα που την έχουμε κι οι δυο μας τόση ανάγκη. Θα το δεις».

Ο Διονύσης επέστρεψε από την Ιταλία την επομένη το βράδυ. «Τι είστε εσείς οι γυναίκες μια φορά! Δανάη, είχες απόλυτο δίκιο. Η Ντίβα και ο δικός μας, ήταν όπως ψιθυρίζεται ζευγάρι και θα ήταν κάτι σοβαρό 135


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

σαν δεσμός, γιατί όπως μαθεύτηκε εκείνη ζήτησε από τον σύζυγο της διαζύγιο. Μα στάσου να ενημερώσω το αφεντικό και σου λέω κι άλλα». «Παίζει και η ερωτική αντιζηλία, αφεντικό. Την τρομοκρατική ενέργεια μάλλον την αποκλείουν». «Διονύση, πάρε τη φίλη σου και ολοταχώς για την Βουλιαγμένη. Βούλιαξε στα ρηχά ένα από αυτά τα μεγάλα κότερα που μοιάζουν με σπίτια. Γίνονται προσπάθειες ανέλκυσής του. Ελπίζω να μην υπάρχουν και εδώ νεκροί, αν και εμένα το ευφάνταστο μυαλό μου, λέει ότι μπορεί και να έχουμε. Σβέλτα και πάρε με αμέσως μόλις φτάσεις». Εντωμεταξύ στο λιμεναρχείο ένας φουκαράς καπετάνιος υπό το κράτος σοκ, ζήτησε από τον Λιμενάρχη να κάνει μια κατάθεση. Ο άνθρωπος μιλούσε σπασμένα ελληνικά και ήταν Ιταλός. Είπε ότι πριν τρεις ημέρες του ζητήθηκε έναντι αστρονομικού ποσού από συνάδελφο καπετάνιο να παραχωρήσει τη θέση του στο πηδάλιο του κότερου «Ντίβα», όσο αυτό θα έπλεε στα ελληνικά ύδατα και ότι αν ήθελε μετά, μπορούσε να ξαναπάρει τη θέση του. «Δεν πήγε το μυαλό μου σε κακό», όπως είπε. «Συμβαίνουν τέτοιες ιστορίες στα κότερα των πλουσίων. Και αν δεν έχουν δει τα μάτια μου κι ακούσει τα αυτιά μου. Μα δεν είναι λίγη ώρα που έμαθα ποια ήταν τα θύματα που βρέθηκαν πιθανόν δολοφονημένα στο λιμάνι και έχασα τον κόσμο από εμπρός μου», είπε χαρακτηριστικά τελειώνοντας την 136


η ρεπόρτερ

κατάθεσή του. Θεώρησε καθήκον του να καταθέσει και ίσως βοηθούσε στην εξιχνίαση του γρίφου του θανάτου των τριών επιβατών του κότερου που επενοικίασε τρόπον τινά. «Το πράγμα αχνά, αρχίζει να ξεκαθαρίζει» είπε η Δανάη, «να δεις που θα έχουμε και τέταρτο νεκρό με την ανέλκυση του πλοίου». «Νεκρός άνδρας με σφαίρα στον κρόταφο». «Αφεντικό, κάτι μου λέει ότι το νέο θύμα είναι ο Ιταλός σύζυγος της ντίβας, Τζιοβάνι Μοσκάου, που πήρε τη ζωή του, σαν συμπλήρωμα των τριών άλλων ζωών που μακέλεψε. Σε ενημερώνω, πριν δουν οι αρχές το ποιος ασφαλώς είναι. Υπόθεση εκδίκησης ερωτικού πάθους, ζήλειας και τα γνωστά. Το όνομα του σκάφους "Ντίβα"».

137


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

138


«Α

ο αγροτικός γιατρός

ν κάτι αξίζει, δε χάνεται. Αν χαθεί θα πει δεν άξιζε». Αυτό ήταν το μότο της Δανάης, που αφορούσε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και κυρίως της αγάπης. Από μικρή, όταν μάλωνε με τους φίλους της και έπεφτε του θανατά, κατέφευγε στην αγκαλιά της Πέρσας, που την καθησύχαζε λέγοντάς της αυτή τη ρήση, που καταλάγιαζε τον πόνο της και διέγραφε σαν με σφουγγάρι τις ενοχές της. Τότε ακόμη οι φίλοι έπαιζαν πρωτεύοντα πόλο στη ζωή της. Έτσι και τώρα, στην πιο δύσκολη καμπή του έγγαμου βίου μα και της φιλίας της, σαν σε προσευχή, με αυτή τη ρήση παρηγορούνταν, με τη διαφορά ότι δεν κατέφευγε πια στην αγκαλιά της γιαγιάς για να μην την στενοχωρεί. Ήλπιζε ότι σαν από θαύμα το "καράβι" που βούλιαξε, αν άξιζε σαν σκαρί έστω και μετά από έναν μήνα στα κύματα, δε θα αφήνονταν στον βυθό, θα το ανέλκυε η αγάπη. Ήλπιζε ότι θα επουλώνονταν οι ρωγμές και θα παραδίδονταν στους πλοιοκτήτες γερό, αξιόπλοο, ασφαλές, σαν έτοιμο από καιρό να αντιπαλέψει με τις όποιες φουρτούνες κι αν έστελνε στην επικράτειά του ο ίδιος ο Ποσειδώνας. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από εκείνη τη φρι139


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κτή εβδομάδα που στοίχειωσε τον ύπνο και το ξύπνιο της και η αίσθησή της ήταν ότι το ίδιο αισθανόταν τόσο ο Ρωμανός όσο και η Θεανώ της. Πόσο της έλειπαν και οι δυο! Δύο σπίτια, δύο εκκλησιές, δεν άντεξαν στον καταστροφικό σεισμό που τα διέλυσε σαν να ήταν χάρτινα, για να αποδειχτεί ακόμη μια φορά ότι η ζήλια, είναι ένα φίδι τόσο δηλητηριώδες και ύπουλο χειρότερο από τον χείριστο εφιάλτη. Αλλά και η Δανάη είχε τον καιρό να εμπεδώσει ότι και το απόλυτο του δικού της χαρακτήρα, ήταν εξίσου επικίνδυνο. Καλό ήταν να μάθει να νερώνει λίγο την αψάδα του κρασιού της. Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι που το κρασί τους το έπιναν νερωμένο στα συμπόσιά τους. Έπιναν και ξανάπιναν χωρίς να μεθούν, κάνοντας μόνο «κεφάλι,» που γεννούσε τις σοφίες τους! Ήταν τα γενέθλια της μικρής Πέρσας. Ο γιος της Θεανώς δεν μπορούσε να μην είναι καλεσμένος. Έφτασε με τη μαμά του, όπως οι μανάδες της πιτσιρικιαρίας. «Νονά μου, νονά μου, μου έλειψες. Να ξέρεις ότι πολύ στενοχωριόμουν και έλεγα στη μαμά ότι έπαψες να μ’ αγαπάς, ότι με τιμωρείς για κάτι που έκανα». «Λατρεμένο μου, είναι ποτέ δυνατόν να συμβαίνει τέτοιο πράγμα; Πριγκίπισσά μου αγαπημένη, κάποια στιγμή θα απολογηθώ, θα σου εξηγήσω, λίγο να μεγαλώσεις ακόμα. Δικό μου ήταν μωρό μου το λάθος, αυτό σου λέω μονάχα». Και γύρισε στην Δανάη που παρακολουθούσε 140


η ρεπόρτερ

κατάχλομη. «Καρδιά μου, προσπάθησα αλλά μάταια. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα και την αγάπη σου. Έχασα την εκτίμησή σου το ξέρω, μα την αγάπη σου αποκλείεται. Αυτό μου λέει η καρδιά μου. Κάνει λάθος; Η άνοιξη η φετινή μπορεί να κραυγάζει στη φύση πως ήρθε. Μα εγώ δε βλέπω παρά μια άχρωμη και άοσμη νεκρή φύση. Μόνο εσύ μπορείς να της επιστρέψεις τα χρώματά και τα αρώματά της. Συγχώρα με, αγάπη μου. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να σε πληγώσω τόσο;» Η Δανάη την αγκάλιασε και με δάκρυα που δεν προσπάθησε να κρύψει απάντησε «Σ’ αγαπάω, δεν ξέρεις πόσο! Αν μπορείς συγχώρα με». Και πώς να εξηγούσαν στον κόσμο, που τις έβλεπε να είναι αγκαλιασμένες, τι κοσμογονία λάβαινε χώρα εκεί μπροστά τους. Κι επειδή ενός καλού μύρια έπονται, κάτι σαν αλυσίδα, σαν ντόμινο, ένας κούριερ έφερε μια μικρή ανθοδέσμη με μια καρτούλα που έλεγε «Μπορώ να μπω;» Στην ανοιχτή πόρτα στεκόταν ο Ρωμανός, λίγο σκυφτός, με αφημένα γενάκια, και με γκρίζα τα μπλε του μάτια προφανώς περίμεναν κι αυτά σαν την άνοιξη να ξαναβρούν το φυσικό τους χρώμα. «Μα φυσικά και μπορείς. Σε περιμέναμε άλλωστε και οι τρεις μας...» «Μπαμπά μου, μπαμπά, ευχαριστώ που ήρθες. Εσένα περιμέναμε για να κόψουμε την τούρτα». Και όταν κάποτε κόπασαν οι αγκαλιές, τα φιλιά, 141


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

οι εκδηλώσεις αγάπης, αυτές που κάνουν τη ζωή να γιομίζει ομορφιά, μουσική κι αρώματα, ο Ρωμανός απευθύνθηκε στη Δανάη. «Είπες τρεις. Είναι εδώ η Πέρσα σου;» «Όχι, ήταν λίγο κρυωμένη και δε θέλησε να έρθει. Είπα τρεις ναι. Μία εγώ, μία η μικρή και το αγοράκι μας, που παίζει κρυφτό επί του παρόντος, τρεις δε μας κάνουν; Απλά μαθηματικά». «Ω χαρά μου, γυναίκα της ζωής μου, πώς αφήσαμε να μας συμβεί αυτό;» «Μπαμπά μου, γιατί άργησες; Έπρεπε να έχω τα γενέθλιά μου για να σε δω;» «Ήμουνα ταξίδι μακρινό με τη δουλειά μου, μωράκι, και λίγο ακόμη να μην εύρισκα εισιτήριο επιστροφής. Νόμιζα ότι όλες οι θέσεις στο αεροπλάνο ήταν κατειλημμένες. Η αγάπη με βοήθησε και βρήκα ένα την τελευταία στιγμή και να ’μαι». «Δεν κατάλαβα ακριβώς τι ακριβώς εννοούν τα λόγια σου τα μεγαλίστικα, αλλά μένω στο να ’μαι. Μου είναι υπεραρκετό. Ελάτε να κόψουμε την τούρτα, τα παιδιά ανυπομονούν και γκρινιάζουν».

Τα βρήκαν και αποφάσισαν να κάνουν ένα ταξίδι επανένωσης. Ήθελαν να καλύψουν τον χαμένο μήνα. Η πάντα πρόθυμη Πέρσα ανέλαβε να προσέχει τα παιδιά για το σαββατοκύριακο. Η Δανάη, όπως η γιαγιά της, έλκυε σαν αλεξικέραυνο περιπέτειες και αστυνομικές ιστορίες. Και σαν δημοσιογράφος ήθελε να τις εξιχνιάσει.

142


η ρεπόρτερ

Μετά τις οικογενειακές περιπέτειες και μια υποχρεωτική αναρρωτική άδεια, εξαιτίας μιας ήπιας γρίπης που την ταλαιπώρησε, αποφάσισαν με τον Ρωμανό να αποδράσουν για μίνι διακοπές άνευ τέκνων στο χωριό των παππούδων του. Να αναπνεύσουν οξυγόνο και να απολαύσουν την ηρεμία μακριά από τα τεχνολογικά θαύματα των τελευταίων δεκαετιών. Καμιά εικοσαριά κάτοικοι όλοι κι όλοι στο ορεινό χωριό, που τα πέτρινα σπίτια του που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, έφεραν τα τραύματα της εγκατάλειψης και του χρόνου, που δύσκολα επουλώνονταν. Όσα όμως παρέμεναν κατοικήσιμα έλαμπαν από καθαριότητα και αρχοντιά, όσο οι χωρικοί που φύλαγαν Θερμοπύλες έμεναν σ’ αυτά, με τη μοίρα τους προδιαγεγραμμένη. «Σε λίγα χρόνια από τώρα, θα είναι χωριά φαντάσματα». Δεν ήταν δυνατόν να αλλάξει αυτή η μοίρα με το να «έρχονται εκεί κάποιοι από τους απογόνους με ευαισθησίες μονάχα το καλοκαίρι». Η γιαγιά και η προγιαγιά με τον παππού άντεχαν ακόμα, σαν τις αιωνόβιες ελιές και τα πεύκα και αρνούνταν πεισματικά να γίνουν κοινωνοί της σύγχρονης τεχνολογίας, εκτός ορισμένων βασικών οικιακών συσκευών που διευκόλυναν τη ζωή τους. Η Δανάη και ο Ρωμανός ήταν σχεδόν ευτυχισμένοι με τον ερχομό τους στο χωριό και τα πρώτα δύο εικοσιτετράωρα έμειναν στο κρεβάτι χουζουρεύοντας και απολαμβάνοντας στρωσίδια που μοσχοβολούσαν λεβάντα και πράσινο σαπούνι σκεπασμένοι με φλο143


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κάτες φρεσκοπλυμένες και στεγνωμένες για μέρες στον αξεπέραστο ελληνικό ήλιο. Σηκώνονταν μόνο για φαγητό. Ιδανικός τρόπος ανάκτησης δυνάμεων. Απόλυτη σιγή και μόνο ένας κόκορας κακάριζε με κάποιους γνωστούς του από μακριά να του απαντούν. Βέβαια η μουσική ποικίλης τεχνοτροπίας από εκατοντάδες τιτιβίσματα πουλιών έκαναν πρίμο σεκόντο με τη σιωπή και νανούριζε γλυκά τους νεοφερμένους. Θα ήταν το τρίτο χάραμα όταν, πριν λαλήσει ο κόκορας, την απόλυτη σιγή διαπέρασε μια ανθρώπινη στριγκλιά, που ναι μεν σαφώς ανθρώπινη, μα δεν έμοιαζε με τέτοια! Μια χωρική έκλαιγε και οδύρονταν. Στο κοτέτσι της, που πήγε να ταΐσει τις πουλάδες της, πηγή πρωτεΐνης με τα αυγουλάκια τους γι’ αυτήν και τον γέρο της, τα βρήκε όλα νεκρά, πλην του κόκορα που περιφέρονταν σαν ξεπουπουλιασμένη όρνιθα μην μπορώντας να εξηγήσει, ή και αν ήξερε πώς να το πει, τι συνέβη στο χαρέμι του. Ήταν να λυπάται κανείς την άμοιρη γριούλα, που κλαίγοντας εκλιπαρούσε την Πιτσιλωτή να σηκωθεί από τη νεκρική ακινησία της και την Μαυρούλα να αναστηθεί και να της δώσει το μελάτο αυγό του άρρωστου γέροντά της με τον πρωινό καφέ του, όπως έκανε εδώ και μήνες όπου κείτονταν ανήμπορος από τα αρθριτικά και τα γεροντάματά του. Της υπόσχονταν δε, ότι αν σηκωνόταν, ποτέ πια δε θα την ξαναμάλωνε που αλήτευε στα περιβόλια και 144


η ρεπόρτερ

έφτυνε η γριά αίμα εωσότου καταφέρει να την ξαναμαντρώσει την αλήτισσα, στο κοτέτσι. «Ατίθασο πουλερικό. Θαρρείς ακόμη και με τον θάνατο όταν ήρθε αντιμέτωπο, θέλησε και προσπάθησε να ξεφύγει, γιατί βρέθηκε άκρη άκρη στο μεγάλο κοτέτσι από όπου όμως τη φορά αυτή δεν πρόλαβε να ξεφύγει». «Είναι γνωστό πόσο δένονται οι χωρικοί με τα ζωντανά τους. Τα φωνάζουν με τα ονόματά τους και αυτά ανταποκρίνονται στο κάλεσμα με την όποια νοημοσύνη διαθέτουν. Τώρα το κοτέτσι θυμίζει σφαγείο και θα πρέπει ο δράστης να μην είχε τίποτα τα ανθρώπινο πάνω του». Η Δανάη βλέποντας τον σπαραγμό τη γραίας και θυμούμενη τη δική της γιαγιά στην ασφάλεια του σπιτιού της, υποσχέθηκε στη γερόντισσα ότι την επομένη κιόλας όλες οι νεκρές κοτούλες θα είχαν αντικατασταθεί από άλλες, που η ίδια θα διάλεγε από το ορνιθοτροφείο του γειτονικού κεφαλοχωριού. Ήταν και αυτό μια παρηγοριά, αν και η απώλεια δε μετριόταν στο πόσες κότες χάθηκαν, αλλά πόσες φίλες. Όταν καταλάγιασε κάπως η έκπληξη και ο οδυρμός, πρώτη η Δανάη αναρωτήθηκε πώς «ο δράστης δεν άφησε κότα για κότα ζωντανή από τις τριάντα του κοτετσιού, δεν άγγιξε τον κόκορα, τη μόνη αρσενική ύπαρξη κει μέσα και μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα του μακελειού». Πέρασαν λίγες ημέρες και το κοτέτσι ξαναβρήκε 145


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τη ζωντάνια του με τις νεοφερμένες. Μόνο ο κόκορας έμοιαζε πανευτυχής ανάμεσα σε τόσες νέες ομορφιές. Tην έβδομη ημέρα παραμονής στο χωριό, ένα πρωινό που μοσχοβόλαγε ο τόπος φρεσκοψημένο ψωμί στον αυτοσχέδιο φούρνο της τεράστιας αυλής, πάλι κλάματα και οδυρμοί, σε άλλο σπίτι τούτη τη φορά. Πήγε η βάβω να αρμέξει τα κατσίκια της και να μοιράσει το γαλατάκι στους λιγοστούς κατοίκους να φτιάξουν οι νοικοκυρές τον τραχανά τους και βλέπει με φρίκη τις κατσίκες σφαγμένες και το τραγί περίλυπο να βελάζει θρηνώντας τις συντρόφισσές του. «Αχ Μπιρμπίλομ, αχ Μαργαρόμ, ποιος κακούργος πήρε την αθώα ζωούλα σας που να τον φάει ο Εξαποδό ζωντανό; Ποιος το ’κανε, βρε τραγόπουλο, πες μου και θα δει τι θα του κάμω. Δε μιλάς ε; Γιατί; Φοβάσαι κι εσύ έρμομ, ε; Εσύ τη σκαπούλαρες, πώς και έτσι; Δε μιλάς, άλλες φορές όλο "μπεε" και "μπεε" ήσουν και τώρα έχασες από την τρομάρα σου το βέλασμά σου, που την κατάρα μου να ’χει ο Βελζεβούλ και το σινάφι του ούλο. Τι θα δίνω τώρα στον γέρο μ’, που είναι και άρρωστος; Φοβάμαι ότι μετράει μέρες. Σαν το νήπιο κι αυτός, το γάλα τον κρατά ζωντανό, μα το νήπιο την έχει τη ζωή ομπρός, ο γέρος μου οπίσω, όχου και συμφορά που με βρήκε την έρμη...» «Μα τι στην ευχή γίνεται εδώ, ορέ παιδιά; Εδώ έχουμε έναν κατά συρροή δολοφόνο μόνο θηλυκών 146


η ρεπόρτερ

υπάρξεων. Και γεννιέται το εύλογο ερώτημα: αν αρχίσει να μακελεύει και ανθρώπους; Που σημαίνει ότι κινδυνεύουν όλες οι γυναίκες του χωριού, μηδέ της Δανάης εξαιρουμένης». Ο φόβος, σαν μαύρος μανδύας σκέπασε τους ώμους των γραιών που ταμπουρώθηκαν στα σπίτια τους. Ως και ο μικροκαφενές, τόπος συγκέντρωσης των χωρικών, παρέμεινε αδειανός με τα γερόντια να μένουν σπίτι, συμπαραστεκόμενα στις γυναίκες τους. «Στο χωριό δεν κυκλοφορούν παρά μόνο αρσενικοί γάτοι και σκύλοι! Ως εδώ, Ρωμανέ. Έχουμε να κάνουμε με άτομο ψυχοπαθές, που τρέφει άσβεστο μίσος για τη θηλυκή πανίδα, όποιου βαθμού και κατηγορίας. Εμείς δε μασάμε εύκολα, έτσι δεν είναι; Θα του στήσουμε παγίδα. Θα βγαίνω και θα περιδιαβαίνω δήθεν μόνη μου, με σένα να με ακολουθείς κρυφά και σε απόσταση ασφαλείας. Τα μάτια σου δεκατέσσερα επάνω μου, αν θες να με έχεις. Αν όμως με βαρέθηκες, σου δίνεται τρομερή ευκαιρία να με ξεφορτωθείς. Επειδή όμως εγώ είμαι σίγουρη ότι σου είμαι πολύτιμη, ναι μεν θα είμαι προσεκτική, αλλά ξέροντας ότι ο φύλακας άγγελός μου είναι κάπου κοντά, δε θα φοβάμαι και τόσο. Δεν παριστάνω τη γενναία, αλλά είναι το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τούτους τους αγνούς ανθρώπους από το κακό που τους βρήκε και που είναι αμάθητοι σε τέτοιες καταστάσεις, εφάμιλλες του κορωνοϊού που φόβισε κι εμάς! Ξέρεις, ο φόβος έχει μυρωδιά που εξιτάρει όχι μόνο ορισμένα ζώα 147


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

και κήτη, όπως το αίμα τα καρχαριοειδή, αλλά και μια μερίδα ανθρώπων άρρωστων στην ουσία. Αν, όπως νομίζω, πρόκειται για ένα τέτοιο άτομο, αποκλείεται να μη μου επιτεθεί. Θα το πάρω και σαν προσβολή κατά της θηλυκότητάς μου, αν δεν το κάνει! Εσύ, ως ο πλέον ειδικός επί του θέματος, τι λες θα τον εξιτάρω σαν θηλυκό; Πρόσεξε τι θα απαντήσεις μην έχουμε άλλου είδους δράματα». Έβγαινε η Δανάη, απολάμβανε την καλοκαιρία και ο καλός της την ακολουθούσε. Τα σχέδιά τους όμως ανατράπηκαν γιατί ο Ρωμανός έχοντας στρέψει όλη του την προσοχή στο κορίτσι που λάτρευε, δεν πρόσεξε μια κοτρόνα που βρέθηκε μπροστά του, έπεσε, στραμπούλιξε, στην καλύτερη περίπτωση, το πόδι του, οπότε η παρακολούθηση διακόπηκε. Δεν μπόρεσε να την ενημερώσει και να της ζητήσει να γυρίσει πίσω. Το κινητό δεν έπιανε σήμα. Η Δανάη βάδιζε σχεδόν αμέριμνα στα έρημα χωράφια, που τα στάχυα από την εγκατάλειψη είχαν θεριέψει. Παρατήρησε όμως μερικά μόνο στάχυα να κινούνται περίεργα. Ούτε φυσούσε, ούτε άλλος λόγος και αιτία υπήρχε γι’ αυτό το επιλεκτικό ταλάντεμα. Παράλληλα αισθανόταν ότι ο ήλιος την είχε πειράξει λίγο και ίσως γι’ αυτό να έβλεπε παράξενα πράγματα. «Ίσως κανένα ζωντανό ή ακόμη και άνθρωπος να είναι κάπου εδώ κοντά μου», σκέφτηκε αγριεμένη. Δεν έκανε λάθος. Μπροστά της φάνηκε μια μορφή που έμοιαζε ανθρώπινη μα σίγουρα άνθρωπος δεν 148


η ρεπόρτερ

ήταν. Αν πίστευε σε δεισιδαιμονίες και ξωτικά θα έλεγε ότι ήταν ένα από δαύτα. Και αν δεν είχε ακούσει από την Πέρσα της παραμύθια που της τα διηγούταν επηρεασμένη κι εκείνη από αφηγήσεις χωρικών. Μα η Δανάη δεν τα πίστευε. «Ώπα, να ’τον ο φίλος» σκέφτηκε. «Τώρα αν δεν ήξερα ότι ο Ρωμανός μου είναι κάπου εδώ κοντά θα τα είχα παίξει για τα καλά ή όχι;» μονολόγησε. «Και τα δυο του κέρατα στο κρανίο του πάνω, κάπου παραπέμπουν αλλά σίγουρα είναι επιπρόσθετα για εντυπωσιασμό». «Καλώς μου την, την όμορφη. Σαν τι ζητάς στα μέρη μου, ομορφιά μου;» «Στα μέρη σου; Και ποια είναι αυτά τα μέρη, άνθρωπέ μου;» «Άνθρωπέ μου, είπες; Τέλος πάντων, ας δεχτώ την προσβολή». «Τι δηλαδή δεν είσαι άνθρωπος; Αλλά τι λέω; Απάνθρωπος είσαι, αφού μακέλεψες με τέτοιο άγριο τρόπο το κοτέτσι της φτωχιάς και τα κατσίκια μιας άλλης, σκορπίζοντας τόσο πόνο, μόνο και μόνο για να κάνεις το κέφι σου; Δίκιο έχεις, δεν είσαι άνθρωπος». «Ευχαριστώ, μα δεν κατάλαβες γιατί αφάνισα όλα τα θηλυκά; Το έκανα για να σε προϊδεάσω για το τι πρόκειται να κάνω σε σένα, βρε κουτό. Γι’ αυτό και οδήγησα τη σκέψη σου που σε έφερε στα μέρη τα δικά μου. Είμαι για να ξέρεις ο Άρχοντας του 149


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Κακού που διαφεντεύω τον τόπο, όπου ήρθες να μείνεις χωρίς να λάβεις την άδειά μου. Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να διαταράσσεις την ησυχία των χωριανών; Δε σας φτάνει το ξεσάλωμα του καλοκαιριού, αλώνετε τώρα και την άνοιξη; Δεν το επιτρέπω. Γι’ αυτό και θα σε σκοτώσω να παίρνουν το μάθημά τους όλες οι ομορφονιές. Σου δίνω το δικαίωμα επιλογής του τρόπου εκτέλεσης. Ειδικεύομαι όπως σου έδωσα να καταλάβεις στο στρίψιμο του λαρυγγιού και το μαχαίρι στον λαιμό. Αν θέλεις τη γνώμη μου, προτίμησε την κουρτίνα Άλφα δεν επηρεάζει την ομορφιά και...». «Μα πού στην ευχή είσαι, βρε Ρωμανέ; Τι περιμένεις δηλαδή να με σκοτώσει πρώτα;» «Ρωμανέ, βοήθειαα». Τόσο η οπτασία που εξαφανίστηκε μεμιάς, όσο και ο Ρωμανός που ήταν άφαντος, την έκαναν να σκεφτεί, «Λες μωρέ, λες;» Και το ’βαλε στα πόδια του σκοτωμού. Έτρεχε, έτρεχε και κάθε τόσο γύριζε το κεφάλι της να δει αν έτρεχε ξοπίσω της και το ανθρωποειδές. Με τη φυγή της κατάλαβε πόσο πολύ είχε απομακρυνθεί από τα όρια του χωριού και αυτό ίσως να ήταν η αιτία της εξαφάνισης του Ρωμανού, απλά την είχε χάσει. Φοβισμένη και μούσκεμα στον ιδρώτα ξαναβγάζει φωνή μεγάλη. «Ρωμανέεε...» «Ησύχασε, αγάπη μου, εδώ είμαι. Δόξα σοι ο 150


η ρεπόρτερ

Θεός άρχισε να πέφτει και ο πυρετός, ξεπέρασες το σαραντάρι. Φύγαμε να αποφύγουμε τον ιό, αλλά άλλος ιός ήταν κρυμμένος κατά πώς φαίνεται στις αποσκευές μας. Δε θα βγεις για λίγες μέρες από το δωμάτιο, μωρό μου. Μην κολλήσουμε τους γέρους, που είναι και η προτίμησή των ιών. Να σου βάλω άλλη μια κομπρέσα με ξιδόνερο να πάρει όλη την κάψα. Να σου πω και κάτι που θα σε χαροποιήσει. Πιάστηκε ο μακελάρης των ορνίθων και αμνοεριφίων. Μεγάλωσε υπό την κηδεμονία κακιάς μητριάς και τρέφει άσβεστο μίσος για ό,τι το θηλυκό». «Ρωμανέ, πού ήσουνα όταν σε φώναζα;» «Εδώ, αγάπη μου, αλλά στη βιασύνη μου πάνω να έρθω, κτύπησα λίγο άσχημα το πόδι μου στη γωνιά του ντιβανομπάουλου της γιαγιάς μου. Και άκου. Μη μου ζητήσεις να γυρίσουμε Αθήνα, αν πρώτα δε συνέλθεις εντελώς. Γιατί μια δεύτερη υποτροπή της γριπούλας ίσως μας βάλει σε μπελάδες, όπως είπε ο αγροτικός γιατρός του διπλανού χωριού που τον φώναξα να σε δει. Περίεργος τύπος. Φοράει κάτι γυαλιά μονίμως καρφωμένα στο κρανίο του και φευγαλέα σου θυμίζουν κέρατα».

151


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

152


Η ικεσία της καρδερίνας

Από: Δανάη Προς: Θεανώ Θέμα: και μετά τι; Θεανώ μου, το ότι δε θα σε βλέπω παρά στο skype, και σου μιλώ μόνο από το τηλέφωνο, καθότι άπαντες κλεισμένοι στα σπίτια μας ούτε στα πιο εφιαλτικά όνειρά μου. Προσωπικά, αυτή την εικονική πραγματικότητα που ήρθε να αντικαταστήσει αναγκαστικά την πραγματική, την απεχθάνομαι μεν, αλλά και πάλι παρηγοριέμαι λέγοντας ευτυχώς που υπάρχει κι αυτή... Έχω αγχωθεί και με την Πέρσα, που μπορεί να την βλέπω στο messenger, αλλά τόσο εγώ όσο κι αυτή είμαστε οπαδοί του απτού, του άμεσου. Μου λείπει το άρωμά της προσωπικότητάς της και πάνω από όλα μου λείπει η αγκαλιά και το φιλί της. Το μόνο καλό από αυτή την απομόνωση είναι ότι έχω όσο χρόνο θέλω και θέλει να της διαθέσω, πράγμα που δεν είχα πριν και ένιωθα το παράπονό της, που ποτέ δε μου το εκδήλωνε για να μη με στενοχωρήσει. Με παρηγορεί επίσης το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα και μέσα στον περιορισμό, βρίσκει πια παρέα με τους ήρωες των κειμένων της, που τους ζωντανεύει με την πένα της και μεταλλάσσουν την εικονική πραγματικότητα σε live συντροφιά. Ακόμη και 153


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

η κουβέντα που πιάνει με τον εαυτό της έχει ενδιαφέρον. Και χαίρεται σαν παιδί όταν βλέπει τις σκέψεις της, πληκτρολογημένες στις πολλές σελίδες των φίλων της μοιράζοντας μαζί τους τα γραφτά της. Χθες έγραψε πάλι κάτι που μου άρεσε. Επειδή, δε, ξέρω ότι η Πέρσα είναι και δική σου αγαπημένη συγγραφέας, σου στέλνω να διαβάσεις ένα κείμενο που το έβαλα και στην εφημερίδα, στη θέση του εβδομαδιαίου δικού μου. Αφορμή το έρεβος που σκοτείνιασε τη ζωή μας.

«Εμείς οι παλαιότεροι, που έχουμε περάσει τον Ρουβίκωνα των ογδόντα χρόνων, θυμόμαστε με φρίκη την πείνα και τις ατέλειωτες ουρές έξω από μαγαζιά τροφίμων, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Σκηνές που έμειναν ανεξίτηλα γραμμένες στο μυαλό μα κυρίως στις ψυχές μας. Τα παιδιά και τα εγγόνια μας βλέποντας σήμερα ουρές έξω από τα μάρκετ δε νιώθουν την ίδια με μας απέχθεια, ει μη μόνο μια απορία, ίσως μια ενόχληση και τούτο γιατί δεν έχουν σαν εμάς τα ίδια βιώματα. Όταν σήμερα το όργανο της τάξης κάνει παρατήρηση ότι καλό είναι να αποφεύγονται οι δημόσιες συντροφιές πέραν των δύο το πολύ τριών ατόμων, προς αποφυγή μετάδοσης του ιού, στην περίπτωση που δεν υποπτεύονται καν ότι είναι θετικοί στη νόσο, το μυαλό μας γύρισε πίσω στην Κατοχή και αρ154


η ρεπόρτερ

γότερα στη χούντα. Την ίδια ώρα άλλοι Νεοέλληνες, μες στην απορία μιλούν για συνομωσίες και τα ρέστα. Τώρα που το μέτρο είναι αναγκαίο, επαναστατούμε και, όταν έπρεπε, το βουλώναμε πάλι από φόβο όχι μικροβίου αλλά του ίδιου του ανθρώπου, που με τη μπότα του πάνω μας ταπείνωνε την ύπαρξή μας. Τα παιδιά του παρόντος και ενήλικες του μέλλοντος με τη σειρά τους, θα συνδέουν με απέχθεια ό,τι με τον άλφα ή βήτα τρόπο είχε σχέση με εκείνες τις ζοφερές ημέρες του αναγκαστικού εγκλεισμού που σκοπό είχε το σπάσιμο του ντόμινο, της αλυσίδας μετάδοσης του φονικού ιού. Και εδώ είναι που φοβάμαι όταν ακούω την προτροπή: «ευκαιρία να διαβάσουμε βιβλία». Κατ’ αρχάς, η λέξη «ευκαιρία» είναι, πέρα για πέρα ατυχής, σημαίνει «ευνοϊκή συγκυρία» πράγμα που καλύτερα να μας έλειπε στην περίπτωση του αναγκαίου εγκλεισμού. Και εδώ είναι η γοητεία της ανάγνωσης ενός βιβλίου, η συνειδητοποίηση ότι δεν το διαβάζουμε γιατί απλώς δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε, αλλά γιατί αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, με όποιον καιρό, με άνοιξη ή βαρυχειμωνιά, με φουρτούνα ή με μπουνάτσα. Η ως άνω προτροπή βλάπτει σοβαρά την ελεύθερη βούληση και είναι όλως διόλου περιττή. Γνώμη μου. Τώρα, το γεγονός ότι θεωρούμε μαγκιά τη μη συμμόρφωση να μείνουμε στα σπίτια μας, τι να πω; Είναι ηλιθιότητα, ανευθυνότητα και λεονταρισμός, 155


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

αφού εκεί έξω καραδοκεί ο δολοφόνος. Και στην τελική, αν δε μας νοιάζει ή δεν πιστεύουμε ότι θα πεθάνουμε, αν κάνουμε ότι δεν ακούσαμε, ας σεβαστούμε τον συνάνθρωπό μας που το πιστεύει και που τα παραδείγματα τα βλέπει μπροστά του. Εκατόμβες νεκρών. Το ξέρουμε όλοι ότι εκεί έξω η άνοιξη βρίσκεται σε πλήρη οργασμό και τον ήλιο τον απολαμβάνει όλη η χλωρίδα και η πανίδα της φύσης εκτός από το πιο νοήμον πλάσμα της, τον άνθρωπο. Δεν είναι δικό της το λάθος, αλλά η ματαιοδοξία αυτού του όντος του πλέον ανόητου τελικά στον πλανήτη. Η κυρία επιστήμη, πού είναι τώρα που ο άνθρωπος ανά την υφήλιο την έχει ανάγκη; Η πλήρης ταπείνωση για την ανικανότητά της να καταπολεμήσει ένα μικροβιάκι που θεριεύει και πολλαπλασιάζεται έτσι και σε αγγίξει, προκαλώντας σου έναν οδυνηρό θάνατο. Που είναι λοιπόν αυτή η κυρία που παίζει τον ρόλο του χαλίφη στη θέση του χαλίφη; Τι όφελος είχε ο άνθρωπος να ξέρω ότι πήγε στο φεγγάρι; Μη και ήθελε να πείσει τους ποιητές να πάψουν να ασχολούνται με έναν νεκρό πλανήτη αντί να υμνούν τον παράδεισο όπου ζουν; Τι ανωμαλία κουβαλάει αυτό το νοήμον ζωντόβολο, το μόνο που ξέρει μεν να γελά, αλλά όχι με τα χάλια του; Πήγε και μάζεψε κοτρόνια από τον κόκκινο πλανήτη, πράγματα αδιανόητα, μα ανώφελα. Σε ποιον θέλησε να αποδείξει τη δύναμη του μυαλού του; Εγώ, μία ασήμαντη οντότητα, θα έλεγα στην επιστήμη «μπράβο σου και 156


η ρεπόρτερ

μαγκιά σου που κατάφερες το αδιανόητο, αν πρωτίστως είχες αποκτήσει τη γνώση για το πώς να καταπολεμάς ένα ασήμαντο μικροβιάκι. Δεν αμφιβάλω ότι κάποια στιγμή θα την έχεις αυτή τη γνώση, ναι αλλά όχι κατόπιν εορτής». Εκτός, χμ, και αν η φύση κουράστηκε να αντέχει το υπερβολικό βάρος των δισεκατομμυρίων ανθρώπων, τη στιγμή που μειώθηκε δραματικά ο πληθυσμός της υπόλοιπης πανίδας και έστειλε στην ανθρωπότητα έναν εξολοθρευτή, για να επιφέρει μια κάποια ισορροπία! Γιατί να μην παίζει και τούτη η εκδοχή; Θα περάσει κι τούτος ο εφιάλτης όπως τόσες πανδημίες, όπως τόσοι πόλεμοι παγκόσμιοι και εμφύλιοι που έμεινε μια μόνο ανάμνησή τους, ένα κεφάλαιο μικρό ή μεγάλο στο βαθύ της Ιστορίας. Υπομονή. Και αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Κέρδος μας αν από αυτή τη ιστορία πάρουμε και λίγα μαθήματα και αλλάξουμε ζωή». Σε κάλυψε, Θεανώ μου, ή όχι ο λόγος αυτής της νεαρής γραίας; Πόσο θα μου λείψει, όταν μια μέρα μού φύγει! Κάνε, Θεέ μου, να αργήσει να ’ρθει η μέρα αυτή...

Αντί απάντησης στο μέιλ η Θεανώ κάλεσε τη Δανάη στο skype. Προτιμούσε πάντα να μιλά σε κάποιον, έστω και μέσα από μια οθόνη, παρά να γράφει. «Έλα, καλή μου. Το περίμενα ότι θα με πάρεις. 157


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Μετά έχω προγραμματίσει να πάω στο σούπερ μάρκετ. Δε μου λες, βρε φιλενάδα, ποια λογική προστασίας μου από τον εστεμμένο, κρύβει το γεγονός να μπορώ να έρθω μεν σε επαφή με μια ουρά τεράστια έξω από το μαγαζί και μετά με τους υπαλλήλους του, αλλά να μην μπορώ δε να ’ρθω σπίτι σου και εσύ στο δικό μου; Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτό το μένουμε σπίτι. Αφού δε μένουμε, για τον άλφα ή βήτα λόγο, γιατί το κάνουμε επιλεκτικά;» Η Δανάη άκουσε το νερό που έβραζε. «Δεν ξέρω, αγάπη μου, δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν αντέχω άλλο μακριά σου και από την Πέρσα Β’. Αφού σκέφτηκα να διαθέτω τον μισό μου μισθό, να κάνω το τεστ και αν είναι αρνητικό να σας έρχομαι, να μένω καναδυό μέρες μαζί σας, να γεμίζω μπαταρίες και, όταν με πιάνει το στερητικό μου να επαναλαμβάνω το τεστ και πάει λέγοντας. Τι λες; Με αυτόν τον τρόπο, ναι, κάπως παλεύεται ο εγκλεισμός. Μήπως και πριν ληφθούν τα αναγκαστικά μέτρα κάναμε κάτι το διαφορετικό; Καμιά βόλτα ποδαράτο ή με το αυτοκίνητο, κανένα ταβερνάκι στη χάση και στη φέξη και εγώ σπίτι σου κι εσύ στο δικό μου. Αφού επιτρέπεται η βόλτα άσκηση, ας επωφεληθούμε πριν απαγορευτεί κι αυτή. Εξάλλου, ας μην παραβλέψουμε το γεγονός ότι σαν νέα κορίτσια, δεν είμαστε ως φαίνεται του γούστου του, δε μας πολυπάει ο εστεμμένος! Άντε και οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι σε φουλ απασχόληση. Το συντομότερο ραντεβού μαζί τους σε κανέναν χρόνο, όταν θα έχουμε πλέον ιδρυ158


η ρεπόρτερ

ματοποιηθεί για τα καλά!» Πριν προλάβει να απαντήσει η Δανάη, συνέχισε. «Τώρα κάτι άσχετο με τα λεχθέντα. Καμιά φορά, ρε συ Δανάη, σε πειράζω που το ευφάνταστο μυαλουδάκι σου πλάθει ιστορίες παράξενες. Βλέπεις παράξενα όνειρα και γράφεις νουβέλες. Φαίνεται όμως ότι καταντά κολλητικό το πράγμα. Το άρπαξα κι εγώ, σαν γνήσιος οπαδός του "μ’ όποιον δάσκαλο θα κάτσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις", και άκου τι όνειρο είδα σήμερα. »Κάνε έναν καφέ πρώτα και σε παίρνω σε πέντε λεπτά. Έχει ενδιαφέρον τόσο, που σκέπτομαι να αποταθώ σε ειδικό εξηγησιολόγο ονείρων να το πω, οπτασιολόγο να τον πω; Τον λέω Δανάη και καθάρισα. Θα με ακούσεις υπομονετικά, άλλωστε δεν έχεις και κάτι καλύτερο να κάνεις, γιατί δε φαντάζομαι να θεωρείς το σούπερ μάρκετ με τη σημερινή του μορφή καλύτερο από μένα, που βρέξει χιονίσει δεν αλλάζω διάθεση όταν πρόκειται για σένα. Και αφού σε καλόπιασα, αρχίζω». Η Δανάη πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε τον καφέ, χωρίς να διακόψει τη σύνδεση. Αν τη διακόψουμε, δεν είμαστε και σίγουροι ότι θα ξανασυνδεθούμε, με τέτοιο φόρτο που έχουν οι γραμμές , σκέφτηκε. «Φαντάζομαι κάποια στιγμή στη ζωή σου αναρωτήθηκες, τι είναι εκείνο που κάνει τα παιδιά, μικρά ή μεγάλα, να αγαπούν τόσο πολύ τα παραμύθια, τα περισσότερα των οποίων είναι αγριευτικά, με 159


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

δράκους και ξωτικά, με λύκους, με τέρατα και δε συμμαζεύεται. Από ένστικτο θες, από το ό,τι τα έχουν χιλιοακούσει και ξέρουν ότι οι ήρωές τους δε θα πάθουν κακό και το τέλος θα είναι πάντα αίσιο, δεν τα φοβούνται. "Έλα, κακέ λύκε, και φάε τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας, εγώ πριτς που θα στενοχωρηθώ, αφού ξέρω πως θα έρθει ο καλός ο κυνηγός πάνω στην ώρα και θα σκοτώσει τον λύκο, θ’ ανοίξει το φερμουάρ στην κοιλάρα του και θα βγει η γιαγιά άφοβη κι ωραία, όπως ήταν και πριν φαγωθεί, και ορεξάτη θα φάει τα καλούδια που της έφερε το κοριτσάκι της, θα γίνει καλά που ήταν αρρωστούλα". Σημείωση: το ότι ζούσε κατάμονη σε μια καλύβα δε θυμάμαι να δικαιολογείται στο παραμύθι. Τέλος πάντων, και θα ζήσουν καλά κι εμείς καλύτερα, που είναι άλλο παραμύθι βέβαια. Το παιδί ακούει και ενδόμυχα πιστεύει και ελπίζει ότι και στη ζωή του πάντα θα υπάρχει ένας κυνηγός που θα του φέρνει πίσω τους αγαπημένους του, που ο κακός λύκος πήγε στο λημέρι του. Κάποτε αντιλαμβάνεται ότι τέτοιοι κυνηγοί δεν υπάρχουν και τότε είναι η εποχή που παύει να πιστεύει πια σε παραμύθια». Η Δανάη ήπιε μια γενναία γουλιά από τον αχνιστό καφέ και άκουγε με προσοχή την δραματικό μονόλογο. «Κάπως έτσι και οι μεγάλοι αγαπούν τις μελό ιστορίες-παραμύθια. Αφού κλάψουν με τα πάθη των ηρώων τους μέχρι που να το φχαριστηθεί το κλάμα η ψυχή τους, στο τέλος θα έρθει το πριγκιπόπουλο 160


η ρεπόρτερ

στο άσπρο άτι του καβάλα, θα κατατροπώσει το όποιο κακό, θα πάρει στη σέλα του τη φτωχή πλην τίμια κοπελιά και τα βάσανα ηρώων και αναγνωστών ή θεατών, θα τελειώσουν, με το γνωστό happy end. »Αυτά σκεπτόμουνα χθες καθώς καθόμουνα στη λουλουδιασμένη και πάντα έμορφη αυλή μου, ευχαριστώντας την καλή μου τύχη, που δεν είμαι αναγκασμένη να ζω σε ένα ημιυπόγειο και ανήλιαγο σπίτι, ώστε από το μοναδικό του παράθυρο να βλέπω μόνο τα πόδια των διαβατών και να εισπνέω το καυσαέριο των εκατοντάδων αυτοκινήτων της μεγάλης λεωφόρου. »Μάλλον θα γλάρωσα από τον ανοιξιάτικο ήλιο, που με χάιδευε και τα αρώματα των λουλουδιών στην πλήρη τους άνθηση και ποικιλία χρωμάτων, και βλέπω, σαν τι λες; Την καρδερίνα μου καθισμένη στον ώμο μου και τιτιβίζοντας να μου λέει σε απευθείας μετάφραση από αόρατο μεταφραστή τιτιβισμάτων, πόσο λυπημένη είναι για τη γενοκτονία όχι μόνο των ανθρώπων στη γειτονική Ιταλία αλλά και των πουλιών και άλλων κατοικίδιων, που με τον θάνατο των αφεντικών τους παρέμειναν αβοήθητα και πέθαναν από ασιτία όπως και οι άνθρωποι στα σπίτια κλουβιά τους. »Το φαντάζεσαι; Θάνατος από πείνα και δίψα, όπως στην Αφρική που ακούμε και δεν τα πιστεύουμε... Μα δεν είναι κρίμα, βρε Θεανώ μου, αφού ούτως ή άλλως εμάς τα πουλιά όπως και τα σκυλιά και τα γατιά και όποια άλλα κατοικίδια συντροφεύουν τις 161


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μοναχικές ανθρώπινες υπάρξεις, δε μας εχθρεύεται ο εστεμμένος πρέπει ντε και καλά να πεθαίνουμε αβοήθητα από ασπλαχνία και ανθρώπινο πανικό, κλεισμένα και ξεχασμένα στα κλουβιά μας; Θάνατος όχι μια κι έξω και ησυχάσαμε, αλλά από έλλειψη φαγητού και νερού καταδικασμένα σε θάνατο αργό και βασανιστικό, τη στιγμή που η φύση σε ανοιξιάτικο όργιο τροφής μάς καλεί; Γιατί δε σκέφτηκε κάποιος να κάνει, έτσι, μια απλή κίνηση, ανοίγοντας την πόρτα της φυλακής μας; Μου θυμίζει τη θηριωδία των παλιών Ινδών που με τον θάνατο του αφέντησυζύγου και το κάψιμό του νεκρού στην πυρά, έκαιγαν και τη σύζυγο, να πάει ζωντανή, όχι νεκρή, μαζί του παρέα στον θάνατο! Πολύ σκληρό ον τελικά ο άνθρωπος από όποια πλευρά και αν το δεις. Ποιος ξέρει τι προαιώνια απωθημένα έχει και ο κορωνοϊός και τώρα τον εκδικείται!» Η Δανάη συνειδητοποίησε ότι βρήκε το επόμενο θέμα. Δεν είναι μόνο τα θύματα του κορωνοϊού, αλλά και τα κατοικίδια που μένουν χωρίς φροντίδα ή οι ασυνείδητοι συγγενείς που τα εγκαταλείπουν στον δρόμο. Συνέχισε να ακούει με προσοχή τη φίλη της, απολαμβάνοντας τον καφέ. «Και η καρδερίνα, μέσα στον ύπνο μου, μου ζήτησε να ειδοποιήσω και να κοινοποιήσω την παράκλησή της στο ίντερνετ, όσοι από τους γέροντες, που επαναλαμβάνω είναι στο στόχαστρο του ιού αλλά δεν έχουν ακόμη νοσήσει, να ανοίξουν πάραυτα τις πόρτες των κλουβιών μας, μην πάθουνε τα ίδια 162


η ρεπόρτερ

με τα κατοικίδια αδικοχαμένα αδέρφια τους. Πριν το αναπόφευκτο τέλος τους οι γέροντες, ας κάνουν αυτή την καλή πράξη, έτσι που να αγιάσει η ψυχούλα τους». »Άκουγα, Δανάη μου, την καρδερίνα να μου λέει αυτά τα ανήκουστα λόγια και αναρωτιόμουνα πώς πληροφορήθηκε το πουλί αυτά που εμείς μαθαίνουμε κάθε απόγευμα στις έξι, σε ειδική εκπομπή της τηλεόρασης; Δεν το πολυσκάλισα το πράγμα στον ύπνο μου. Αλλιώς τι όνειρο θε να ’ταν; Έσπευσα μόνο να της υποσχεθώ ότι μόλις ξυπνούσα, θα τσακιζόμουν να ικανοποιήσω την ικεσία της, που και λογική ήταν και πολύ πιο ανθρώπινη από πολλούς ωχαδελφιστές συνανθρώπους μου». Ήδη η Δανάη είχε σχηματίσει το άρθρο στο μυαλό της. Μόλις τελείωνε με την επικοινωνία, θα το έγραφε. Ας πήγαινε πιο μετά να ψωνίσει. Η Θεανώ συνέχιζε ασταμάτητη. «Ένα χάδι στον ώμο μου με έκανε να πεταχτώ και να ξυπνήσω, ή και το αντίστροφο. Ήταν ο Διονύσης. Είχατε, λέει, παύση εργασίας λόγω των γνωστών μέτρων που έλαβαν οι αρχές. »Εξυπακούεται ότι το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανοίξω το πορτάκι του κλουβιού. Η καρδερίνα κατάπληκτη έμεινε ακίνητη στην αρχή να με κοιτάζει προσπαθώντας να κατανοήσει την απίστευτη κίνησή μου και στη συνέχεια ήρθε και στάθηκε στην άκρη της πορτούλας. Μετά πέταξε έξω στην αυλή σε χαμηλή πτήση δοκιμάζοντας τα αγύμναστα φτερά 163


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

της, για να φύγει ακολούθως στους ανοιχτούς ορίζοντες και την ελευθερία της. »Της ευχήθηκα να μη βρεθεί αντιμέτωπη με καμιά νυχτερίδα, να προσέχει, και μόνη της έγνοια να είναι πώς να βρίσκει τροφή, αλλιώτικη βέβαια από την άφθονη που είχε συνηθίσει, αλλά πολύ πιο νόστιμη με τη γεύση την επιλογής που θα είχε και το αξεπέραστο άρωμα της φύσης και της λευτεριάς. Της ευχήθηκα φωνακτά μπροστά στο κατάπληκτο Διονύση το ορμέμφυτό της να την οδηγήσει σωστά. »Φιλενάδα είχα την ελπίδα ότι θα σε συγκινούσε το όνειρό μου και θα έγραφες κάτι σχετικό, στη διάσημη στήλη σου στην εφημερίδα. Πρέπει πάση θυσία να βρω τρόπους να ειδοποιήσω τους μοναχικούς γέροντες που έχουν κατοικίδια να τα ελευθερώσουν. Κι αν τα πράγματα πάνε καλά και ο εφιάλτης περάσει, το μόνο εύκολο να ξαναβρούν μια καρδερίνα, ένα κουταβάκι, ένα γατόνι να υιοθετήσουν... Τι λες κι εσύ;» «Εγώ τι να πω αγαπημένη μου; Τα είπες εσύ όλα... Αλλά μου έδωσες πολύ καλές ιδέες. Να ικανοποιήσουμε και το αίτημα της καρδερίνας σου».

164


Γ

Η κροτίδα

ιορτινές ημέρες. Πλησίαζε Πάσχα και οι νονές με τους νονούς εφ’ όπλου λόγχη να πάνε στα παιχνιδάδικα για το καθιερωμένο δωράκι με τη λαμπάδα της Ανάστασης, που θα μείνει μετά το Χριστός Ανέστη κρεμασμένη στο προσκεφάλι του παιδικού κρεβατιού, να φωτίζει έστω και σβηστή, τα όνειρά του. Είναι και το σοκολατένιο αυγό, το παραγεμισμένο με λαχταριστές καραμέλες, που πολλές φορές "όλως τυχαία" σπάζει, πριν την Ανάσταση, μην αντέχοντας άλλο το πιτσιρίκι την πρόκληση. «Κακά τα ψέματα. Για την πιτσιρικαρία αυτό σημαίνει νονός. Κι εκείνα τα περί πνευματικών γονέων τα ακούνε βερεσέ, που λένε. Σκέψου να έχεις πέντε έξι βαφτιστήρια. Πάει ο μισθός σου στη φαρδιά τσέπη του μαγαζάτορα!» Στο κατάστημα πλήθος πελατών και οι υπάλληλοι επί άποδός να ανανεώνουν συνεχώς το εμπόρευμα. «Νονά, και πάλι καλά να λες. Σε σχέση με τα παλιά έθιμα πάλι φτηνά τη βγάζεις. Παλιά, στα προαναφερθέντα δωράκια, προσθέτανε ακριβά παπούτσια και ρούχα για την ήδη αφιχθείσα άνοιξη, που όμως αν δε συνοδεύονταν με τα αναμενόμενα δωράκια άφηναν τα παιδιά αδιάφορα. Γι’ αυτά δώρο σήμαινε 165


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

και σημαίνει παιχνίδι». Η Δανάη θυμήθηκε τότε που η Θεανώ εργάζονταν περιστασιακά στο παιχνιδάδικο. Η ίδια ήταν μόλις 19 χρόνων και μελαγχολούσε μένοντας μόνη της. Η Θεανώ έπιανε δουλειά στο εν λόγω κατάστημα, μόνο για τις γιορτινές ημέρες, για να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις της σαν νονά. Έμενε η φοιτήτρια δημοσιογραφίας μόνη, με συντροφιά τα χαρτιά και τα μολύβια της, καθώς η σχολή ήταν κλειστή λόγω των εορτών. Κάτι θα εύρισκε να γράψει, αφού η έμπνευση ήταν η άλλη κολλητή της και πιστή φίλη. Όταν έγραφε, ήταν σαν να μεταφερόταν σε άλλο σύμπαν που την απορροφούσε ολοσχερώς και οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβει. Στρώθηκε στο γραφείο της, παρέα με ένα σακουλάκι σοκολατάκια και καραμέλες φραμπουάζ για τη λιγούρα και άρχισε. Ήταν και πάλι πασχαλιά και η Θεανώ ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του ίδιου αυτού παιχνιδάδικου για part time απασχόληση. Τέσσερις με εννιά έναντι δελεαστικής αμοιβής, λόγω του τεράστιου φόρτου δουλειάς αφενός και της γρίπης που έπληξε υπαλλήλους αφετέρου. Τα αφεντικά δεν προλάβαιναν να εξυπηρετήσουν τους πελάτες. Τα μαγαζιά αυτού του είδους, που πουλάνε όνειρα στα παιδιά, ποτέ δεν έχουν αναδουλειές. Οι έκτακτοι υπάλληλοι ποτέ δεν έφευγαν πριν τις εννιά το βράδυ. Δούλευαν υπερωριακά για τουλάχιστον μια ώρα ακόμη, προκειμένου να συμμαζέψουν το 166


η ρεπόρτερ

μαγαζί που έμοιαζε βομβαρδισμένο. Το ίδιο και τα ταμεία. Είχαν να ελέγξουν ταμίες και οι λογιστές τις εισπράξεις της ημέρας και να κάνουν έναν τελικό έλεγχο στο κλείσιμο. Η ταμίας άψογη στη δουλειά της έχαιρε πλήρους εκτιμήσεως από τα αφεντικά. Εργαζόταν στον κολοσσό αυτό από τότε που ήταν ένα μικρομάγαζο της γειτονιάς. Να, όμως που έρχεται και μια στιγμή να αμφισβητηθούν τιμές και υπολήψεις σαν αυτή που συνέβη τη δεύτερη βδομάδα που εργαζόταν εκεί η Θεανώ. Στον εβδομαδιαίο έλεγχο παρουσιάστηκε έλλειμμα της τάξεως των 2.000 ευρώ. Και το ποσό μεν αυτό δεν ήταν αμελητέο ούτε για μια τέτοια επιχείρηση. Σαν γεγονός ηθικής υπαλληλικής τάξης ήταν τεράστιας σημασίας. Κάποιος από όλους είχε σαφώς λερωμένη τη φωλιά του. Μα να ήταν από το ανώτατο προσωπικό, μα να ήταν από το κατώτερο στο οποίο υπαγόταν και η έκτακτη Θεανώ, δεν είχε σημασία. Ο υπεξαιρέσας ήταν απλά βλαβερό στοιχείο της εύρυθμης λειτουργίας του πολυκαταστήματος και έπρεπε να εντοπιστεί και να εξοστρακιστεί αμέσως. Η καχυποψία επέπεσε επί δικαίων και αδίκων, σαν σμήνος πεινασμένων ακρίδων. Κλέφτης αδίστακτος ανάμεσά τους. Κι επόμενο ήταν οι περισσότερες υποψίες να στραφούν κατά των εκτάκτων, αφού οι παλιοί είχαν χρόνια στη δουλειά και ήταν όλοι τους υπεράνω υποψίας! Και η μεν ταμίας ανήκε στους πιο παλιούς, όμως ήταν η «υπεύθυνη αν και σίγουρα αθώα». 167


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Έφερε όμως ακέραιη την ευθύνη που δεν αντιλήφθηκε την κλοπή. Και άλλο δεν της έμενε παρά να μιλήσει με τα αφεντικά για την παραίτησή της λόγω ευθιξίας ή προτιμούσαν να παραμείνει και να της κρατηθούν οι μισθοί δύο και παραπάνω μηνών σαν πέναλτι αποζημίωσης; «Και καλά να παραιτηθεί και να φύγει ένοχη ή μη, μα τι θα πει στον επόμενο εργοδότη όταν την ρωτήσει γιατί έφυγε από την άλλη της δουλειά; Ότι δε σήκωνε πολλά πολλά και δεν άντεχε να βρίσκεται μεταξύ των υπόπτων;» Μια μικροκοινωνία στα πρόθυρα σύρραξης, αφού ο ένας έβλεπε τον άλλο καχύποπτα, με μόνο τον εαυτό του στο απυρόβλητο. Η δεκαεξάχρονη τότε Θεανώ έπεσε του θανατά και σε ποιον να πει τον πόνο της, εκτός από τη φίλη της την Δανάη; Όλα τα παιδιά σ’ αυτήν προσέτρεχαν να τα βοηθήσει όταν είχαν ανάγκη. Στη μητέρα της που έπασχε από σοβαρή καρδιοπάθεια ή στον φαντάρο αδερφό της, που έπρεπε να έχει καθαρό μυαλό, δεν μπορούσε να μιλήσει. Και η Δανάη θύμωσε. «Δεν είναι δίκαιο να στοχοποιείσαι, να αμαυρώνεται η υπόληψή σου, γιατί κάποιος θέλει να κάνει δικά του δύο χιλιάδες ευρώ, χωρίς να τα δικαιούται». Και ενώ συνέβαιναν τούτα, ήρθε και το επόμενο Σάββατο, πριν του Λαζάρου, και όλοι εναγωνίως περίμεναν το βδομαδιάτικο κοντρόλ στα ταμεία. Και πάλι έλλειμμα δύο χιλιάδες ευρώ. 168


η ρεπόρτερ

Οι διευθυντές εν εξάλλω καταστάσει θέτουν σε διαθεσιμότητα όλο το προσωπικό του συγκεκριμένου τμήματος και βγάζουν ανακοίνωση για την πρόσληψη καινούριων υπαλλήλων για εργασία ενός μηνός με προοπτικές παράτασης της απασχόλησης και άλλα δελεαστικά μπόνους. Η Δανάη ζήτησε να προσληφθεί. Έγινε δεκτή και εκ των έσω πια κοιτάζει πώς θα λύσει το πρόβλημα. «Βάζω στοίχημα ότι είναι απλούστατο και μπροστά στα μάτια τους, μα κανείς δεν το βλέπει». Με το δαιμόνιο έμπειρου ρεπόρτερ και με τις διακριτικές της ερωτήσεις περίμενε να δει τι θα γινόταν και αν το μεγάλο Σάββατο ο κλεφταράκος θα συνέχιζε «τις αναλήψεις ή θα φοβόταν. Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη τρεις και τον τσακώσαμε και στη φυλακή τον χώσαμε;» Και για τρίτη εβδομάδα άφαντα τα δύο χιλιάρικα. «Μα, κύριε προϊστάμενε, επιτρέψτε μου παρακαλώ μία ερώτηση που είναι και απορία. Γιατί πάντοτε το έλλειμμα είναι 2000 ευρώ και όχι ας πούμε 2001 ή 1999 ευρώ; Κάθεται ο κλέφτης και τα μετράει; Πότε;» «Μμμ». «Μήπως, κύριε προϊστάμενε, να φωνάζαμε έναν τεχνικό να ελέγξει τη συγκεκριμένη ταμιακή μηχανή;» «Και τι άλλο να κάνουμε, αν και τείνω να πιστέψω το απίστευτο». 169


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Και προς έκπληξη όλων ο τεχνικός αποφάνθηκε ότι «ένα πλήκτρο κολλούσε εκεί κατά την αυτόματη καταμέτρηση». «Ποιος είπε ότι και η τεχνολογία δε θέλει μέτρο και αντέχει την αλόγιστη χρήση; Έρχεται μια στιγμή και εκδικείται τον άνθρωπο τον άπληστο, τον αχόρταγο».

Αυτό το Πάσχα όμως ήταν διαφορετικό. Η κίνηση στην αγορά περιορισμένη και οι πιστοί έψαλαν τους αναστάσιμους ύμνους από το μπαλκόνι τους. Ήταν ένα διαφορετικό Πάσχα. Τα λίγα βεγγαλικά που είδε εκείνη τη νύχτα η Δανάη από το σπίτι της, τής θύμισαν την εποχή που ο γιορτασμός της Ανάστασης μετατρεπόταν σε πόλεμο εντυπωσιασμού με τη χρήση όλο και περισσότερων βεγγαλικών και κροτίδων μεταξύ ομάδων νεαρών. Την προηγούμενη χρονιά όλα ήταν ελεύθερα. Οι σχετικές διατάξεις ήταν σαφέστατες. Οι αντιρρησίες έφεραν ακέραιη την ευθύνη για όποιες ποινές επιβάλλονταν και που θα ήταν αυστηρότατες και κυρίως χρηματικές, γιατί αυτές είναι που... πονάνε περισσότερο. Απαγορεύονταν λοιπόν οι κροτίδες, τα βεγγαλικά, που υπό ομαλές συνθήκες θύμιζαν, στα μικρά παιδιά πρωτίστως, πεδίο μάχης την αυλή της εκκλησιάς. Δευτερόλεπτα όμως πριν ο παπάς ψάλλει το Χριστός Ανέστη, με τον κόσμο και τον λαό να βρίσκεται μέσα και έξω από τον ναό, ένας κρότος που ισοδυ170


η ρεπόρτερ

ναμούσε όσο με εκατό κροτίδες μαζί, αναστάτωσε τον κόσμο και δεν άφησε τζάμι για τζάμι γερό στη μικρή γειτονιά της Δανάης. Ευνόητο ήταν ότι μόλις πέρασαν τα πρώτα λεπτά πανικού, οι κάτοικοι διαπίστωσαν ότι δε γινόταν βομβαρδισμός και ξεθάρρεψαν. Βλέποντας τις ζημιές στις τζαμαρίες τους έγιναν έξαλλοι από θυμό και ζητούσαν από τους αστυνομικούς που κατέφτασαν τη σύλληψη του ταραξία ασεβή ή τρομοκράτη. Διακόπηκε η θεία λειτουργία και οι κάτοικοι ταμπουρώθηκαν στα διάτρητα σπίτια τους φοβούμενοι πιθανή συνέχεια του φαινομένου. Κανείς δε θυμόταν να έχει ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο μια τέτοια ιερή στιγμή, πράγμα που τους έκανε να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ήταν «έργο τρομοκράτη και μάλιστα αλλόθρησκου ή άθεου που δεν πιστεύει σε ιερά και όσια». Άρχισαν επιφυλακτικά στην αρχή, απροκάλυπτα στη συνέχεια, να υποπτεύονται τον μουσουλμάνο τυρέμπορο γείτονά τους. «Είναι φονταμενταλιστής. Τον θυμάσαι που σε ανύποπτες στιγμές μιλούσε με πάθος για την αναγκαιότητα της εξάπλωσης του Ισλάμ ανά την υφήλιο;» Μέσα στον πανικό τους οι άνθρωποι πάντα βρίσκουν έναν εύκολο στόχο που διαφέρει, είτε αφορά θρησκεία είτε χρώμα μαλλιών και καταγωγή. «Μα πώς τον ανέχονται οι αρχές να καταφέρεται κατά του Χριστιανισμού και να ομολογεί ότι ήταν 171


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ταγμένος και απηνής εχθρός του;» «Αφού αυτός ούτως ή άλλως δεν παραδέχεται ότι ο Ιησούς υπήρξε Υιός του Θεού τι ασχολείται μαζί Του;» Βέβαια, οι καημένοι δεν ήξεραν ότι οι Μουσουλμάνοι δέχονται την ύπαρξη του Ιησού. Απλά δεν τον βλέπουν ως Υιό του Θεού. Ο Αλλάχ δεν έχει γιο. Ο Ιησούς για εκείνους είναι ο προτελευταίος προφήτης πριν τον Μωάμεθ. Έτσι τον αναζήτησαν με άσχημες προθέσεις, σίγουροι για την ενοχή του. Ζητούσαν πρώτα να του δημεύσουν οι αρχές την περιουσία για να αποζημιωθούν τα τόσα νοικοκυριά που επλήγησαν, όπως βάναυσα επλήγη και η θρησκευτικότητα των πιστών. «Να πού οδηγεί η υπερβολική ανεκτικότητα κι ο μη φραγμός των τζιχαντιστών», μουρμούριζαν άλλοι κρυφά άλλοι φανερά. Τον αναζήτησαν, μα δεν τον βρήκαν πουθενά. «Ορίστε κι άλλη μία απόδειξη της ενοχής του. Έκανε το κέφι του το κάθαρμα και τώρα λούφαξε περιμένοντας να περάσει ο αχός που συνήθως κρατάει δέκα μέρες και μετά σιωπή, όπως έλεγε αείμνηστος πολιτικός». Η Δανάη ήταν πολύ θυμωμένη τόσο για τα έξοδα αποκατάστασης της τζαμαρίας, όσο για την ασέβεια του δράστη. Έδωσε ιερή υπόσχεση ότι όπου κι αν είχε κρυφτεί το κτήνος θα το ξετρύπωνε για να τιμωρηθεί αλλά και να πληρώσει μέχρι και το τελευταίο τζαμάκι σπιτιού. 172


η ρεπόρτερ

Η τζαμαρία του σπιτιού ήταν πανάκριβη και της ήταν ιδιαίτερα αρεστή, γιατί η όλη κατασκευή ήταν δώρο της γιαγιάς Πέρσας για το πτυχίο δημοσιογραφίας που πήρε η αγαπημένη της εγγονή. Συνετέλεσε στο να γίνει το σπιτικό ένας μικρός παράδεισος ησυχίας με τη μόνωση που παρείχε και που ξεκούραζε το κορίτσι από τους θορύβους της πολύβουης γειτονιάς. «Και τώρα, τα τζάμια θρύψαλα». «Θα τα αντικαταστήσω βέβαια, γιατί πέρα από τη σημειολογία δωρεάς και δωροθέτη υπάρχει και το πρόβλημα της ασφάλειας του σπιτιού και εμού της ίδιας. Χρίζει άμεσης βοήθειας, όπως και αυτά των άλλων κατοίκων που εν μέσω άνοιξης είχαν γίνει καλοκαιρινά!» Ωσότου δε γινόταν η παραγγελία και ερχόταν η σειρά του καθενός, θα περνούσε κάμποσος καιρός. Δεν έφταναν οι τόσες έγνοιες που είχε ο κόσμος, άλλη μία τώρα που προέκυψε από το πουθενά, με την ευκαιρία ενός γελοίου εθίμου, λες και μετέφεραν τον σαϊτοπόλεμο από την Καλαμάτα ή τον ρουκετοπόλεμο από το Βροντάδο της Χίου στην Αθήνα. Που βέβαια κι εκεί δεν είναι λίγες οι φορές που προκάλεσε τραυματισμούς και ακρωτηριασμούς ακόμη. Ο μόνος τυχερός της ιστορίας ο τζαμτζής της περιοχής, ο κ. Αρτέμης Παρετεμπίου, που με τις χρυσές δουλειές που προέκυψαν, επαναπροσέλαβε τους υπαλλήλους που είχε απολύσει λόγω αναδουλειάς, όπως τόσοι και τόσοι επιχειρηματίες ένεκα της 173


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κρίσης. Μπορεί ίσως να μην το ομολογούσε ούτε στον εαυτό του τον ίδιο, αλλά ενδόμυχα ευγνωμονούσε τον δολιοφθορέα που ξανάδωσε ζωή σε μια ετοιμοθάνατη επιχείρηση και κατ’ επέκταση ψωμί σε τόσους συνανθρώπους του. Η Δανάη έθεσε στον εαυτό της ένα εύλογο ερώτημα. «Ποιος έβγαινε κερδισμένος από τη ζημιά;» Πρώτος στο στόχαστρο ο μουσουλμάνος τυρέμπορος, που κατηγορούνταν ότι «κατάφερε να καταστρέψει μια ιερή στιγμή, την ιερότερη ίσως της χριστιανοσύνης, που μετατέθηκε μια ολόκληρη ώρα αργότερα». Ο γείτονας στο μπαλκόνι εχθές της μιλούσε για αυτόν με μίσος και οργή. «Την έκανε τη ζημιά του ο αδίστακτος πληγώνοντας το θρησκευτικό φρόνημα του λαού που τον φιλοξενεί προσφέροντάς του άσυλο, όταν ζήτησε την προστασία της ελληνικής πολιτείας κυνηγημένος από τους ομοϊδεάτες και ομόθρησκους συμπατριώτες του». «Μα όχι δεν είναι αυτός ο δολιοφθορέας» ανταπάντησε η Δανάη. «Αποδείχτηκε ότι εδώ και μία εβδομάδα ότι νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στη ΜΕΘ μεγάλου νοσοκομείου από τροχαίο. Στην κατάσταση που βρισκόταν ήταν αδύνατο ακόμα και να είχε αναθέσει σε κάποιον άλλο να ενεργήσει αντ’ αυτού!» Δεν ήταν λοιπόν αυτός. Όχι. «Μα τότε; Ποιος είχε συμφέρον από την υλική καταστροφή αλλά και τη θρησκευτική;» 174


η ρεπόρτερ

«Η τρομοκρατία, τι άλλο;» «Λες;» «Σε ώρες ιερής κατάνυξης κάποια τρομοκρατική οργάνωση ήθελε να φέρει αναταραχή και αναμπουμπούλα, στο χριστεπώνυμο πλήθος. Πάλι καλά που δεν υπήρχαν και νεκροί, κατά την προσφιλή τους συνήθεια». «Μα τρομοκρατία τόσες μέρες πια χωρίς προκήρυξη, που να περνάει το πολιτειακό σύστημα γενεές δεκατέσσερις; Δε νοείται κάτι τέτοιο και τέτοια προκήρυξη δεν έχει σταλεί σε εφημερίδες ούτε έχει αναρτηθεί πουθενά». Μα ο λαός είχε αγριέψει αφήνοντας τους καναπέδες του και διαμαρτύρονταν σε πλατείες, καφενεία και δημαρχείο. Απαιτούσε την άμεση σύλληψη των υπαιτίων, την ανάκρισή τους και παραδειγματική τιμωρία τους. Δύο τρομοκρατικές οργανώσεις αναγκάστηκαν να στείλουν προκήρυξη, που όμως πολύ απείχε από αυτή που όλοι περίμεναν. Ούτε λίγο ούτε πολύ διαβεβαίωναν ότι «δεν είχαν την παραμικρή ανάμειξη με τέτοιες φτηνές υποθέσεις». «Μα τότε, Δανάη, ποιος; Όχι θρησκευτικό μίσος... Όχι τρομοκρατικό μένος... Ποιος λοιπόν;» «Κυρία, κυρία, ο Μιχαλάκης θα ήταν. Βρε τον μπαγάσα, το ’πε και το ’κανε. Μας έλεγε πόσο πολύ ζήλευε τον σαϊτοπόλεμο της Καλαμάτας και ότι αυτές οι στρακαστρούκες και τα βαρελότα της πόλης δεν είναι παρά μόνο αυτό που είπε, στρακαστρούκες 175


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

για βρέφη». Η πληροφορία οδήγησε τον Μιχαλάκη με τη συνοδεία των γονέων του στον Εισαγγελέα Ανηλίκων για προανάκριση. «Δεν είμαι αυτός που ψάχνετε. Τι, δηλαδή, πήρα ένα μπουρλότο έστω και μεγάλης ισχύος και το άναψα για να καταστρέψω νοικοκυριά και ανάμεσα σ’ αυτά και το δικό μου; Προκαλείς έτσι τον θαυμασμό; Ποιων; Να βλέπω τη μάνα να κλαίει μαζεύοντας με σκούπα και φαράσι το κομφετί από γυαλί; Δεν μπορώ να βλέπω γυναίκες να κλαίνε πόσο μάλλον τη μάνα μου. Δεν είμαι εγώ, κύριε, στο λέω και αμαρτία ουκ έχω, που λέει η γιαγιά μου. Μη χάνεις τον καιρό σου μαζί μου. Να, σου φιλάω σταυρό. Μα τω Θεώ σου λέω». Και ο εισαγγελέας με τον ανακριτή, μαθημένοι να διαβάζουν πίσω από τις λέξεις και κάτω από τις γραμμές, τον πίστεψαν. «Ούτε ο Μιχαλιός λοιπόν... Α μα ποιος, ρε συ Δανάη;», μονολογούσε η δημοσιογράφος. «Μήπως να ζητούσαμε τη βοήθεια της Πέρσας σου;», αναρωτήθηκε. «Γιαγιάκα μου, τι λες κι εσύ; Δεν αφήσαμε κάποιον που να μην τον υποπτευτούμε». «Μωρό μου, εμένα κάπου πηγαίνει το μυαλό μου είναι τόσο απλή η σκέψη που έκανα και θα κάνατε ίσως κι εσείς και γι’ αυτό σας δυσκολεύει. Δε θα σου πω. Αφήνω τη δόξα σε εσένα. Σε μία ώρα από τώρα θα σε πάρω να μου πεις. Μη με απογοητεύσεις σε 176


η ρεπόρτερ

παρακαλώ, που να ’χεις την ευχή μου. Και αν δε συμφωνήσεις μαζί μου θα σημαίνει ότι αποτύχαμε και οι δυο μας. Σ’ αγαπάω και τα λέμε. Σε μία ώρα είπαμε». «Γιαγιά, γιαγιά μου, τον βρήκα τον κανάγια. Είμαι σίγουρη ότι θα συμφωνήσεις μαζί μου. Είναι ο τζαμάς, ε γιαγιά; Σε καιρό ισχνών αγελάδων, αυτός θα τρώει με χρυσά κουτάλια που λένε, αφού του έπεσε τόση πολλή δουλειά μαζεμένη»... «Μπίνγκο, το μηλαράκι μου που έπεσε ακριβώς κάτω από τη μηλιά. Ήταν ποτέ δυνατόν να παρεκκλίνει;» «Πώς όμως το αποδεικνύουμε αυτό; Έχουμε μόνο μία υποψία απόδειξη καμία». «Θα τον αιφνιδιάσουμε κατόπιν αδείας που θα πάρουμε από τον Αρχηγό της ΕΛΑΣ που τυγχάνει και αυτός φίλος μου, γιος του αείμνηστου Γεωργίου που τον εκτιμούσα τόσο. Δεν πέσαμε λοιπόν έξω. Τα μυαλά μας ένα εκρηκτικό δίδυμο πολύ ισχυρότερο της κροτίδας του τζαμοκαταστροφέα, που διάλεξε αυτή τη συγκυρία για να θεωρηθεί σαν ένα από τα έθιμα και δεν αποσκοπούσε σε οφέλη επαγγελματικά. »Θα πας στο μαγαζί του, με συνοδεία δύο αστυνομικών, που παρά τις διαμαρτυρίες του θα του φορέσουν χειροπέδες και πού θα πάει, κάποια στιγμή θα σπάσει. Και αν μία στο εκατομμύριο αποδειχτεί ότι πέσαμε έξω και δεν είναι αυτός ο δράστης, θα ζητήσουμε ταπεινά συγγνώμη και θα ισχυριστούμε 177


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ότι η κίνησή μας αποσκοπούσε στο ξεγέλασμα του πραγματικού καταστροφέα ότι βρέθηκε ο ένοχος και να αποσείσει την όποια πιθανή υποψία από το άτομό του των ανακριτικών αρχών. Το θέμα χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς και άπτεται των ικανοτήτων των ειδικών αρχών, εισαγγελέα, Αρχηγού της Αστυνομίας και ανακριτού. Εμείς τελειώσαμε, εγγονή μου, αγαπημένη».

Χαρούμενη που κατάφερε να λύσει το μυστήριο, αποφάσισε να ανάψει ένα κεράκι στην εκκλησία της γειτονιάς. Είχε αποκτήσει νέες επαφές στην αστυνομία. Αν και δεν είχε διαπίστευση, ήταν πλέον βέβαιο ότι θα λάμβανε τις αναγκαίες πληροφορίες, όποτε τις είχε ανάγκη για κάποια υπόθεση που ερευνούσε. Εκεί όμως κάτι την ξάφνιασε. Δεν έκανε λάθος. Δεν μπορεί να έκανε τόσο λάθος. Μέσα από το βιτρό της εκκλησίας διέκρινε καθαρά μια σκιά. Στεκόταν εντελώς ακίνητη σε στάση προσευχής και έμοιαζε να είναι γυναικεία, αν έκρινε από τη κεφαλομαντίλα. «Προσεύχεται με κατάνυξη; Κοιμάται όρθια; Ό,τι και αν κάνει πάντως δεν είναι φυσιολογική αυτή η ακινησία. Δίνει την αίσθηση ότι κάπου στηρίζεται και γι’ αυτό κατορθώνει να μη σωριαστεί στο δάπεδο διαλυμένη». Ξάφνου και πριν η Δανάη κάνει οποιαδήποτε άλλη υπόθεση και σκέψη, η σκιά εξαφανίστηκε. Κατάπληκτη παρέμεινε εκεί, περίεργη να δει αν ξανα178


η ρεπόρτερ

εμφανιζόταν. Όταν είδε ότι δεν έγινε αυτό, έκανε τον γύρο του ναού μήπως μπορούσε να μπει μέσα. Μα όλες του οι πόρτες διπλοκλειδωμένες. Πάνω στην ώρα φάνηκε από το πουθενά η καντηλανάφτισσα, η οποία άνοιξε την κεντρική πόρτα εκ των έξω και όχι εκ των έσω, όπως θα περίμενε κανείς να πούμε. Πού σημαίνει ότι η σκιά δεν ήταν δική της. «Καλημέρα, γερόντισσα, τέτοια ώρα ανοίγει η εκκλησιά; Και τι ώρα κλείνει;» «Κλείνει στις δώδεκα ακριβώς, βρέξει χιονίσει. Εντολή του Μητροπολίτη. Πηγαίνω τώρα να ανάψω τα καντήλια. Ίσως σήμερα μας επισκεφθεί ο άγιος πατέρας και πρέπει να έχουμε τα πάντα στην εντέλεια». «Κυρούλα, τώρα πρωτομπαίνεις στην εκκλησιά; Για σήμερα εννοώ;» «Μα ναι. Είναι η πρωινή μου βάρδια. Η άλλη είναι στον εσπερινό». «Για να καταλάβω. Μου λες δηλαδή, ότι μέχρι τη στιγμή, αυτή δεν ήταν κανείς μέσα;» «Και βέβαια κανείς. Μόνο εγώ κλειδώνω και ξεκλειδώνω την εξώθυρα. Οι άλλες πόρτες είναι μονίμως κλειστές, ανοίγουν μόνο Κυριακές και γιορτές. Μα γιατί τόσες ερωτήσεις; Ούτε δημοσιογράφος να ήσουν». «Μμ, ναι...» «Τι συμβαίνει, κοκόνα μου; Είδες κάτι περίεργο;» 179


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Θα σου πω, κυρά μου, θα σου πω». «Που λες, τρέμει η ψυχή μου τους ληστές. Καμώνονται τους πιστούς, ελέγχουν τον χώρο και κάποια στιγμή εισορμούν σπάζοντας κλειδαριές και αλυσίδες ασφαλείας. Έχουμε βέβαια ισχυρούς συναγερμούς που με την απόκοσμη σειρήνα τους που μοιάζει οργή Θεού, τρέπει τους κακοποιούς σε άτακτο φυγή. Οι αθεόφοβοι κλέβουν τις ιερές εικόνες και με μια επεξεργασία που τους κάνουν ειδικοί συνεργοί τους, τις κάνουν να μοιάζουν παμπάλαιες και τις πουλούν στους ξένους που τρελαίνονται μ’ αυτές τις αγιογραφίες. Ευτυχώς που έχουμε τους συναγερμούς, που σου είπα, και κάπως ησυχάζω κι εγώ, όταν δεν είμαι μέσα και είναι κλειστά. Υπήρξαν φορές που σκέφτηκα σοβαρά να βάλω ένα ράντζο και να κοιμάμαι μέσα, φύλακας και φρουρός. Κι ας τολμούσε κανείς να μπει. Μα έχω οικογένεια να κοιτάξω, όλα από μένα τα περιμένουν, κόρη μου. Φταίω και εγώ που τους έμαθα έτσι». «Και σήμερα ας πούμε, αν κάποιος επιχειρούσε να μπει, ο συναγερμός θα λειτουργούσε και θα έτρεπε τον εισβολέα σε φυγή;» «Α, μα αυτό δε σου λέω τόση ώρα; Θα τον άκουγα κι εγώ, κάθομαι δίπλα. Θα έτρεχα να δω τι συμβαίνει, παράλληλα θα έρχονταν η αστυνομία, γιατί το σύστημα είναι συνδεδεμένο με το Αστυνομικό Τμήμα. Επικίνδυνη η θέση η δική μου βέβαια, αφού οι άνθρωποι αυτοί είναι αδίστακτοι, μα εγώ τη ζωή μου την αφιέρωσα στον ναό και δε φοβάμαι, ξέροντας 180


η ρεπόρτερ

ότι τόσοι άγιοι θα με προστατέψουν... Εγώ μόνο τον Θεό φοβάμαι, με την έννοια του σέβομαι. Μα και πάλι σε ρωτώ. Είδες, άκουσες κάτι περίεργο;» «Άκου, κυρούλα. Περνούσα και είπα να ανάψω ένα κεράκι, προτού πάω στη δουλειά μου. Να ευχαριστήσω τον Κύριο για όλα τα καλά που μου ’χει δώσει. Απογοητεύτηκα που ήταν κλειστά, αλλά και σκέφτηκα ότι και απ’ έξω να Του έλεγα ευχαριστώ, θα με άκουγε το ίδιο. Και όπως στάθηκα να κάνω τον σταυρό μου και να ψελλίσω δυο λόγια προσευχής, βλέπω μια σκιά στο βιτρό να στέκεται ακίνητη. Καθαρά γυναικεία φιγούρα, αφού ήταν μαντιλοφορούσα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να χαρώ ότι θα μου άνοιγε επιτέλους κάποιος να μπω, μα ωσότου το σκεφτώ, η σκιά χάθηκε. Έκανα τον γύρο του ναού, δοκίμασα όλες τις πόρτες. Μα ήταν όλες όπως και πριν, κλειστές. Αμέσως μετά ήρθες εσύ. Αυτό είχα να σου πω». «Θεέ, Μεγαλοδύναμε, η Παναγιά ήταν σίγουρα. Κανένας άλλος από αυτήν δεν μπορούσε να είναι. Έχει ξαναφανεί, όπως μου έχουν πει ενορίτες. Τι να πω, κόρη μου; Θα πρέπει να είσαι καλό παιδί για να αξιωθείς να δεις τη σκιά Της. Εγώ τόσα χρόνια εδώ μέσα, ποτέ μου δεν Την είδα, η αμαρτωλή». «Μπορώ να μπω μαζί σου να σου δείξω πού ακριβώς στεκόταν όρθια και ακίνητη;» Μπήκαν και οι δυο γυναίκες μαζί η κάθε μια με χώρια σκέψεις. Η Δανάη πρώτη φορά αισθανόταν τέτοια κατάνυξη. Ξάφνου βλέπει την καντηλανάφτισσα 181


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

να γονατίζει μπροστά στο ιερό και να προσεύχεται δακρυσμένη. «Τι συμβαίνει, κυρά μου; Γιατί κλαις;» «Συμβαίνει ότι έχω να μπω στην εκκλησιά από χθες στον εσπερινό. Όπως κάνω πάντα, φεύγοντας, έσβησα όλα τα κεριά και όλα ανεξαιρέτως τα καντήλια, για τον φόβο πυρκαγιάς ή αν ο μη γένοιτο συνέβαινε κανένας σεισμός. Και τώρα βλέπω τη μεγάλη καντήλα αναμμένη. Σίγουρα, κόρη μου, δεν την άναψες εσύ;» «Εγώ το κεράκι μου μονάχα άναψα που κοντεύει και να λιώσει». «Α, δε γίνεται. Πρέπει να ειδοποιήσω τον άγιο Δέσποτα. Το δικό μου το μυαλό είναι πάρα πολύ μικρό για να χωρέσει όλα τούτα που συμβαίνουν στον Οίκο του Θεού». Στο γραφείο του εφημέριου ήταν μόνο ο διάκος, ο οποίος πληροφορούμενος τα καθέκαστα έσπευσε να ενημερώσει τον Μητροπολίτη. Εκείνος, ψύχραιμα απάντησε ότι δε γίνεται να δίνει βάση στα όσα ο κάθε ενορίτης νομίζει ότι βλέπει καλή τη πίστη βέβαια, και είναι πέρα από το φυσιολογικό. Συνέχισε δε λέγοντας, ότι πιθανότατα η σκιά να ήταν ένα παιχνίδισμα των χρωμάτων του βιτρό, καθώς οι πρωινές ακτίνες του ήλιου το ακουμπούσαν. Μια φωτοσκίαση και άλλο ουδέν. Όφειλαν όλοι να είναι πολύ προσεκτικοί σε τέτοια ζητήματα για να μην προκαλούν τη χλεύη των απίστων και τις ειρωνείες τους. Όπως και να ’χει σε λίγο που θα 182


η ρεπόρτερ

πήγαινε στον ναό, όπως ήταν καθορισμένο, θα έκανε ένα ευχέλαιο. Πάντως, έδειξε προβληματισμένος γιατί την ίδια ιστορία την είχε ξανακούσει και από άλλους ευσεβείς ενορίτες... «Και, άγιε Πατέρα, πώς βρέθηκε η καντήλα αναμμένη;» «Καλή μου γερόντισσα, θα την ξέχασες αναμμένη από χθες». «Μα και αν έτσι έγινε, θα έπρεπε το λαδάκι μέσα της να είχε τελειώσει μετά από τόσες ώρες. Και το λάδι ήταν σαν να το έβαλα μόλις τώρα!» «Τι να σου πω, δεν ξέρω». Η καντηλανάφτισσα μετέφερε τη στιχομυθία της με τον ιεράρχη στην Δανάη και αποχαιρετίστηκαν σκεπτικές. Η κοπέλα, ανήσυχο πνεύμα, το επόμενο πρωί, την ίδια ακριβώς ώρα και με τις ίδιες καιρικές συνθήκες, ξαναπέρασε από την εκκλησιά ελπίζοντας κι εκείνη δεν ήξερε τι. Μα δε διέκρινε κάτι, ούτε φωτοσκίαση, όπως είπε ο παπάς. Περίμενε την άφιξη της γερόντισσας. Την καλημέρισε και μπήκε μαζί της στην εκκλησιά. Άναψε τη μεγάλη λαμπάδα που είχε φέρει, έκανε τον σταυρό της και έφυγε για την εφημερίδα. Ήταν ένα αλλιώτικο, ένα θαυμάσιο, απριλιάτικο πρωινό. Αισθανόταν μία υπέροχη πρωτόγνωρη πληρότητα.

183


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

184


Σ

Από τις σημειώσεις του αστυνομικού ρεπορτάζ

την παρέα του Χριστόφορου ανήκαν πολλοί του συνάδελφοι από τον δικηγορικό κόσμο της Αθήνας. Υπήρχε όμως και μια άλλη παρέα πιο στενή, στην οποία με πολλή υπερηφάνεια ανήκαν επιφανείς Έλληνες. Ήταν οι φίλοι του, πράγμα που δεν άλλαξε με τα χρόνια, αρχής γενομένης από τότε που ήταν φοιτητές. Τότε που μοιράζονταν το κουλούρι για να καταπραΰνουν τις διαμαρτυρίες του στομαχιού. «Πώς λοιπόν ολόκληρα παλικάρια να καθίσουμε ήσυχα στο αμφιθέατρο και να ακούσουμε τον καθηγητή να ομιλεί για κάτι που πολύ απείχε από το πώς θα ικανοποιούνταν οι προσωπικές μας ανάγκες; Το πατρικό μηνιαίο έμβασμα κρατούσε το πολύ ένα δεκαπενθήμερο. Από κει και ύστερα, φαγητό ρεφενέ και από σπόντα. Πού κέφι για διάβασμα...» Κι όμως αξέχαστα εκείνα τα χρόνια της αθωότητας που ευχαρίστως θα τα αντάλλασσαν με τα τωρινά της ευμάρειας, αποτέλεσμα του κυνηγητού του χρήματος. Στη στενή συντροφιά του Χριστόφορου ανήκε και ο Στέφανος Μακρής, ο ονομαστός ντετέκτιβ ερευνητής και η φίλη του ερασιτέχνης ερευνήτρια 185


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Πέρσα Βουδούρη. Ο δικηγόρος τούς θεωρούσε οικογένειά του και είχε φροντίσει να συσφίξει τη σχέση του μαζί τους, εκτός από τους φιλικούς δεσμούς και με συγγενικούς κάνοντας κουμπαριές. Βάφτισε τον γιο του Μακρή και την εγγόνα της Πέρσας. Τη συντροφιά ολοκλήρωνε η δικαστίνα Μυρσίνη, η οποία κατάφερε να καταλύσει τις εμμονές του για εργένικο βίο και τον πάντρεψε με την καλή της φίλη επίσης δικαστίνα την Δόμνα Ματσίου. Αγαπιόντουσαν, πέραν του γεγονότος ότι και στα επαγγελματικά τους οσάκις χρειάζονταν ο ένας τη βοήθεια του άλλου, την ζητούσαν, βέβαιοι πως δε θα προσέκρουαν σε ώτα μη ακουόντων. Απορούσαν κι οι ίδιοι πώς και δεν είχαν ιδρύσει μια εταιρεία στελεχωμένη από τόσες ειδικότητες. Ήταν ένα από τα όνειρά τους, ένα απωθημένο τους. Δεσμοί συγγενικοί, φιλίας, επαγγελματικοί, που κανείς δεν τους επέβαλε. Ήταν καθαρά δική τους επιλογή. Πράγμα ομολογουμένως σπάνιο σήμερα, που καθένας νοιάζεται για τον εαυτούλη του και μόνο. Και το πρόσεχαν μη χαθεί, τοποθετώντας το με τα ακριβά τους. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό με έναν ολόλαμπρο ήλιο, την ώρα που ο Χριστόφορος ήταν σε μια συνάντηση με τον εντολέα μιας πολύ σοβαρής υπόθεσης, το κινητό του, αν και σε σίγαση το ένιωθε να δονείται συνεχώς. «Ε, όχι, ρε φίλε, όποιος και να ’σαι, βλέπεις ότι δεν απαντώ, εσύ όμως το βιολί σου, μα Στραντιβάριους 186


η ρεπόρτερ

είναι αυτό, μα Αμάτι, δε σου κάνω τη χάρη να απαντήσω στην επιμονή σου αυτήν την αγενέστατη». Έλα όμως που ο καλών δεν το ’χε σκοπό να σταματήσει. Ζήτησε συγγνώμη λοιπόν από τον πελάτη του και με ψυχρή επιτιμητική φωνή είπε «Λέγετε...» «Άνθρωπέ μου, δε σε καλούμε έτσι για το κέφι μας. Εδώ χαλάει ο κόσμος με τη φωτιά που μαίνεται στο γραφείο σου κι εσύ πέρα βρέχει. Είμαι ο Μίλτος ο ταξιτζής σου και πονάω που βλέπω την καταστροφή. Οι πυροσβέστες κάνουν ό,τι μπορούν για να μην επεκταθεί η φωτιά και στα διπλανά γραφεία. Άκουσαν λέει κάτι σαν έκρηξη και αμέσως μετά η φωτιά. Τυχερός θα ’σαι, αν κάτι σωθεί από το βιος σου. Συμπάθα με για τα κακά μαντάτα, κάποιος όμως όφειλε να σε ενημερώσει. Άστα όλα και έλα». Ο Χριστόφορος έκλεισε το κινητό αναστατωμένος και αμήχανος. Κάποιος από τους αντιδίκους φαίνεται τον μισούσε πιότερο απ’ ό,τι φανταζόταν. Όλοι σχεδόν οι ποινικολόγοι δέχονται απειλές κατά καιρούς, αλλά λίγες από αυτές υλοποιούνται, εκτός ολίγων εξαιρέσεων καλή ώρα σαν ετούτη. Δύσκολες εποχές για τους υπηρέτες της Θέμιδος. «Ευτυχώς να λέμε που δεν υπήρχε κανείς στο γραφείο τη μοιραία στιγμή του εμπρησμού». Τόσο η ιδιαιτέρα του όσο και η νεαρή ασκούμενη δικηγόρος απουσίαζαν λόγω γρίπης. Από τις τυχερές των επιδημιών. Ο μεγαλοδικηγόρος αλλόφρων όρμησε στη λεω187


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

φόρο για ταξί και βρήκε αμέσως, σαν τον περίμενε κάποιο. «Από τα καλά συνεπακόλουθα της κρίσης, που τα ταξί σχηματίζουν ουρές αναμονής για επιβάτη, που πια δεν του περισσεύουν και πολλά για τις μετακινήσεις του με αυτό το μέσο. Ποδήλατο Έλληνα, γιατί όχι; Τόσοι Ευρωπαίοι με ανθηρά τα οικονομικά τους το χρησιμοποιούν γυμνάζοντας παράλληλα κα το κορμί τους, εσύ τεμπέλαρε δεν το μπορείς; Άσε που θα ελαφρύνεις και την ατμοσφαιρική ρύπανση, κάνοντας καλό στους συμπολίτες σου...» Εκείνο που τώρα προείχε ήταν να ζητήσει τη βοήθεια των φίλων του ντετέκτιβ, του Στέφανου και της Πέρσας και της Δανάης. Στις δραματικές ώρες που τον περίμεναν, αλλιώς θα ήταν να τις περνούσε μόνος και αλλιώς να τις μοιραζόταν με την οικογένειά του, όπως θεωρούσε τους φίλους του. Έφθασαν σχεδόν συγχρόνως στον τόπο του συμβάντος. Από το γραφείο δεν είχε μείνει τίποτα. Στάχτες και αποκαΐδια που ακόμη κάπνιζαν παρά τους τόνους νερού που δέχτηκαν και έκαναν τον χώρο να μοιάζει με μία μαυριδερή μισοαδειανή πισίνα. Οι δύο ερευνητές μαζί με τους πυροτεχνουργούς και τους άντρες της σήμανσης, που τους αντιμετώπιζαν με δέος, καθώς αποτελούσαν κάτι σαν θρύλο στο αστυνομικό σώμα απ’ όπου άρχισε η λαμπρή τους καριέρα, περιδιάβαιναν τον χώρο τσαλαβουτώντας στα βρωμόνερα. Κάθε τόσο έσκυβαν και μάζευαν κάτι σημαντικό γι’ αυτούς που θα τους οδηγούσε πι188


η ρεπόρτερ

θανόν στον δράστη. Ο Χριστόφορος εύρωστος οικονομικά, θα το ξανάφτιαχνε το γραφείο του παίρνοντας και μεγάλη αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία. Μα αυτό δε μετρίαζε τον πόνο του. Ευτυχώς όλα του τα αρχεία είχαν περαστεί με back up στον υπολογιστή με αποτέλεσμα να μπορούν με τη βοήθεια και κάποιου ειδικού τεχνικού, να μεταφερθούν στον καινούριο υπολογιστή που θα αγόραζε αύριο κιόλας. Το μυαλό των πάντων εστίασε στην έκρηξη που προϋπήρξε της φωτιάς. «Ασφαλώς εμπρηστικός μηχανισμός. Ή κάτι άλλο;» Για να ξέχασε κανείς αναμμένο τσιγάρο δεν έπαιζε, αφού ο δικηγόρος ήταν φανατικός αντικαπνιστής. Ούτε πελάτης επιτρεπόταν να καπνίσει. Απαγορευόταν αυστηρά και όλοι τηρούσαν την απαγόρευση με σεβασμό και κατανόηση. Κάποια στιγμή η Πέρσα δείχνει στον Μακρή ένα δικό της εύρημα. Μία μικρούλα μπαταρία ρολογιού από αυτές που έχουν τα φθηνορόλογα, που έτσι και χαλάσουν δεν επιδέχονται διόρθωσης και ούτε ο ρολογάς συμφέρει, αφού ούτως η άλλως είναι πάμφθηνα. «Υπήρχε, Χριστόφορε, στο γραφείο κανένα πρόχειρο ρολογάκι; Βάζω στοίχημα. Κάποιος ωρολογιακός εκρηκτικός μηχανισμός έκανε την πυροδότηση σε επίσης προχειροφτιαγμένη βόμβα». «Ρολογάκι είπες, Πέρσα μου; Ρολογάκια για την ακρίβεια. Η συλλογή μου από ρολόγια τσέπης που 189


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

την πρόσεχα σαν τα μάτια μου και την είχα αγοράσει παλικαρόπουλο κομμάτι κομμάτι με το λιγοστό μου χαρτζιλίκι. Τη συλλογή μου αυτή κλαίω και την επίσης λατρεμένη μου εκείνη με τα αντίγραφα πενών μεγάλων προσωπικοτήτων του αιώνα μας. Αυτή την απώλεια θρηνώ στ' αλήθεια, πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο εδώ μέσα. Ένα κομμάτι της ζωής μου από την εποχή της αθωότητας πέθανε απόψε εδώ μέσα». Και πήραν τα κλάματα τον έμπειρο δικηγόρο, που φανέρωσε ότι όλοι μας κρύβουμε μέσα μας ένα παιδί, όσα χρόνια και αν περάσουν στο καλαντάρι της ζωής μας. «Όμως, για να μην κουράζω τον μηχανισμό, τα είχα όλα χωρίς μπαταρία. Όχι, Πέρσα μου, η μπαταρία τούτη δεν είναι από τα ρολόγια μου». «Δικηγόρος, ποινικολόγος από τους καλύτερους, είχες μεταξύ των εντολέων σου, πολίτες επιφανείς αλλά και μεγαλοαπατεώνες και μαφιόζους, όσο και αν προσπαθούσες να τους αποφύγεις. Κανείς από αυτούς δε θα ήθελε να σε καταστρέψει, για τον απλούστατο λόγο ότι είχαν την ανάγκη σου. Ποιος λοιπόν ο δράστης;» Η Πέρσα ζήτησε από τον Χριστόφορο έναν κατάλογο των πιο πρόσφατων πελατών του μετά των αντιδίκων τους. Εκείνος παρέδωσε μία λίστα με τα ονόματα, χωρίς τους φακέλους λόγω του απορρήτου. «Στέφανε, μισοί δικοί μου και οι άλλοι δικοί σου. Ας δούμε ποιο μπουμπούκι έκανε τούτη εδώ την 190


η ρεπόρτερ

καταστροφή και γιατί». «Τελικά το επάγγελμα του δικηγόρου είναι από τα πιο περίεργα. Υποχρεούται πολλές φορές ο επιστήμων να μοχθήσει για την αθώωση πελάτη που προσποιείται την αθώα περιστερά, ενώ ο συνήγορός του έχει βάσιμες υποψίες ότι πρόκειται περί ενός μπουμπουκιού που άνθισε ξεγελασμένο από πρώιμη καλοκαιρία θερμοκηπίου αμφιλεγόμενης προστασίας και ποιότητας». Τις απέφευγε γενικώς τις υποθέσεις, που δεν του άρεσε το άρωμά τους, μα έτσι και τις αναλάμβανε, έδινε και τον εαυτό του για να κριθούν οι εντολείς του δίκαια, αναζητώντας ελαφρυντικά. Είπε στο δίδυμο των φίλων του ότι το πρώτο όνομα που του έρχονταν στον νου, ήταν αυτό του συζύγου μιας κυρίας, της οποίας είχε αναλάβει το διαζύγιο. Και τούτο γιατί «ενώ έμεσε τα μύρια όσα εναντίον της πρώην του, αξίωσε από εμένα να βγει το διαζύγιο υπέρ αυτού, ζητώντας μάλιστα και διατροφή καθώς και απαλλαγή δικαστικών εξόδων, καθότι ήταν ένα άνεργο τεμπελόσκυλο που μέχρι πρότινος και για χρόνια τον έτρεφε η κυρία. »Ο δικός του συνήγορος τον συμβούλευε να συμμαζέψει τον οχετό που εκτόξευε προς όποια και όποιον θεωρούσε ότι ήταν απέναντι, μα αυτόν, θαρρείς, και οι συμβουλές έτρεφαν το μίσος του και γινόταν ολοένα και πιο απειλητικός. Έτσι, θεώρησε ως number one εχθρό του εμένα και μου μηνούσε 191


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

με χίλιους δύο τρόπους ότι θα με εξόντωνε, κατηγορώντας με συνάμα ότι είμαι και γκόμενος της κυρίας, βάζοντας σε κίνδυνο την επαγγελματική και προσωπική μου ζωή, ως δικηγόρου δηλαδή και ως παντρεμένου με έναν γάμο ανέφελο μέχρι τότε. Ξέρετε πώς είναι αυτά. Η γνωστή μέθοδος της λάσπης στον ανεμιστήρα». Μα οι ερευνητές αποφάνθηκαν ότι όχι, δεν ήταν αυτός ο ένοχος του εμπρησμού. «Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει, επειδή είναι απασχολημένο με το γάβγισμα». Ο πυροτεχνουργός που ερευνούσε τον χώρο αποφάνθηκε ότι «η αιτία του δράματος ήταν ο εκρηκτικός μηχανισμός. Αποτελούνταν από αυτοσχέδια βόμβα πολύ μικρής ισχύος και ένα ρολογάκι, μάλλον γυναικείας χειρός. Προφανώς δεν αποσκοπούσε παρά σε μικρής έκτασης ζημιές. Ο εμπρηστής δε σπουδαιολόγησε το χαρτομάνι πάνω στο έπιπλο του γραφείου και κυρίως τις πλούσιες εύφλεκτες κουρτίνες, που παίρνοντας φωτιά την μετέδωσαν παντού. Από την ανάφλεξη αυτών των κουρτινών και μετά, καμιά δύναμη δεν μπορούσε να τιθασεύσει τη φωτιά, που σε χρόνο απίστευτα μικρό "έφαγε" τα πάντα». «Ο δράστης, τώρα που μιλάμε, θα πρέπει να έχει βάλει φτερά στα πόδια του, να έχει γίνει μπουχός που λένε, η μία περίπτωση. Η έτερη, μπορεί να είναι κάπου πολύ κοντά για να αποσείσει από το άτομό του τις όποιες πιθανόν υποψίες. Η γνωστή ρήση για τον εγκληματία που τριγυρνά στον τόπο του εγκλή192


η ρεπόρτερ

ματος». Η Πέρσα με τον Στέφανο πήραν πολύ σοβαρά τούτη τη γνώμη του πολύπειρου επικεφαλής του ανακριτικού της πυροσβεστικής. «Κι αν δεν έχουν δει τα μάτια του πράγματα και θάματα». Συνέστησαν στον Χριστόφορο, επαγρύπνηση, παρατηρητικότητα, για όλους όσοι έσπευδαν να τον συλλυπηθούν χύνοντας οι περισσότεροι κροκοδείλια δάκρυα συμπαράστασης. Γιατί πολλοί ήταν οι άσπονδοι φίλοι που από μέσα τους απολάμβαναν το θέαμα της καταστροφής. Τελικά λίγοι ήρθαν να τον δουν από κοντά και μεταξύ αυτών ο απειλών επίδοξος καταστροφέας του δικηγόρου, όπως και η πρώην γυναίκα του. «Ουάου γουστάρω. Το πόσο χαίρομαι δε λέγεται, αλλά, βρε παιδάκι μου, χάθηκε να σε ταβλιάσουν και σένα; Τς τς τς... Εμ, άγνωστε χρυσοχέρη, έκανες τι έκανες και μπράβο σου, αλλά ψιλά γράμματα για τον μεγάλο δικηγόρο μας, παρωνυχίδα στα οικονομικά του. Αύριο κιόλας θα ξαναστήσει το γραφείο του, παίρνοντας και τα κέρατά του από την ασφαλιστική. Που σημαίνει ότι έκανες μια τρύπα στο νερό. Και μόνο γι’ αυτό, απαλλάσσομαι από πιθανόν υποψίες ότι είμαι ο δράστης. Κρίμα ρε σεις. Έχασα την ευχαρίστηση να είμαι εγώ ο αίτιος... Κρίμα και κατάκριμα. Αλλά πού ’σαι. Πώς το λένε να δεις "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά". Άντε γεια. See you soon». «Για μια στιγμή, μικρέ, για μια στιγμή», είπε ο Μακρής που έτυχε να είναι μπροστά στη σκηνή. 193


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Σε ενημερώνω ότι αυτά που έμεσες καταγράφηκαν από αυτό το εργαλείο και θα ληφθούν υπόψη του δικαστηρίου, όπου σε λίγο θα βρεθείς ως ένας ακόμη ύποπτος για τον εμπρησμό. Την έβαψες, φίλε, ενώ αν είχες βάλει το φίμωτρο, που βάζεις στον Αζόρ σου, θα είχες γλιτώσει από πολλά δεινά». «Και ελόγου σου ποιος είσαι, κύριος; Ο δικηγόρος του δικηγόρου, που ο διάβολος να πάρει τη φάρα σας, ή η αδερφή Τερέζα που προστατεύει τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας, ή μήπως ο κηδεμόνας του χούφταλου; Χάρισέ μας το ονοματάκι σου να το καταχωρήσουμε στο λίβρο ντ’ όρο των οχτρών μας». «Και ότι θα σου το έλεγα, Στέφανος Μακρής ερευνητής και η κυρία δίπλα μου η Πέρσα Βουδούρη, επίσης ερευνήτρια. Μη μου πεις ότι χάρηκες για τη γνωριμία, γιατί άνθρωποι του συναφιού σου προσπαθούν, επειδή το επιτάσσει η δική σου φάρα, να αποφεύγουν τον συνωστισμό μαζί μας πάση θυσία γιατί δεν τους βγαίνει σε καλό». «Ω μα βέβαια το γνωστό δίδυμο των ντετέκτιβ. Δε χάρηκα λοιπόν όντως για τη γνωριμία, αλλά από σεβασμό να σας πω ακόμη μια φορά ότι αν δεν του βάλετε μυαλό του μάγκα, εγώ θα τον σκοτώσω αργά ή γρήγορα». Εντωμεταξύ είχε έρθει και η πρώην του φωνακλά και αυτό πυροδότησε ακόμη μία του έκρηξη. «Ιδού και η αδερφή του ελέους που πολύ αμφιβάλω αν λυπάται στ’ αλήθεια γι’ αυτά που βλέπει. Αηδιάζω 194


η ρεπόρτερ

στη θέα αυτών των ανθρώπων και την κάνω από δω. Για ό,τι με θελήσετε ιδού η κάρτα μου, τηλεφωνείτε, και φθάνω πάραυτα», είπε εν εξάλλω καταστάσει ο πρώην σύζυγος της κυρίας. Εκείνη δε κατάχλομη και με τρεμάμενα χέρια δεν είχε βγάλει μιλιά. «Τι σου είναι μια φορά οι ανθρώπινες σχέσεις», σχολίασε σχεδόν ψιθυριστά η Πέρσα. «Πώς αρχίζουν και πώς καταλήγουν πολλές φορές! Ο άνθρωπος φέρνει στην επιφάνεια το κτήνος που κουβαλάμε μέσα μας, που ναι μεν βρίσκεται εν υπνώσει, αλλά κάπου κρύβεται». Οι πυροτεχνουργοί συνέχιζαν την έρευνά τους. Το ίδιο και οι της σήμανσης. Ο Χριστόφορος πρότεινε στους φίλους και την πελάτισσά του να πάνε στο γειτονικό καφέ να πιουν έναν καφέ και λίγο δροσερό νεράκι, να μαλακώσουν από τον λάρυγγα τη γεύση της καταστροφής. «Σκοτάδι πυκνό, φίλοι μου», είπε ο Μακρής, «αν και για να είμαι ειλικρινής, για μια φευγαλέα στιγμή, κάπου πήγε το μυαλό μου, μα η σκέψη μου ήταν τόσο μα τόσο ακραία, που την απόδιωξα». «Να δεις, φίλε μου, που θα έλεγα και εγώ το ίδιο. Με τη διαφορά ότι εγώ τη σκέψη μου δεν την απόδιωξα», είπε η Πέρσα και γυρίζοντας προς την κυρία της είπε «Τι λέτε; Είμαι σε καλό δρόμο;» «Μα τι λέτε δε σας καταλαβαίνω. Γιατί ρωτάτε εμένα ειδικά;» «Αμέσως θα αναλύσω τη σκέψη μου. Ελπίζατε ότι μετά τις κατηγόριες που ο πρώην σας εκτόξευε 195


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

συνεχώς, θα θεωρούνταν ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος και θα συλλαμβάνονταν αμέσως. Μα δεν έγινε έτσι, γιατί ο εμπρηστής που ψάχνουμε είναι εδώ μπροστά μας. Εσείς, κυρία μου. Ελπίζατε ότι θα γλυτώνατε τόσο από αυτόν, όσο και από δικηγορικά έξοδα με ένα διαζύγιο που θα τραβούσε σε μάκρος. Με την κατηγόρια που θα του απέδιδαν δε θα είχε κανένα ελαφρυντικό και τα πράγματα θα πήγαιναν κατ’ ευχή για σας. Και αν κάποια στιγμή αποδεικνύονταν η αθωότητά του, εσείς θα είχατε δρομολογήσει τη ζωή σας χωρίς τον αντιπαθέστατο σύζυγό σας. Το θέμα θα πήγαινε στις καλένδες, που λένε, και η φάση θα αποδιδόταν σε κάποιον αντίδικο εξίσου δυσαρεστημένο με τον πρώην σας. Θα έψαχναν θα έψαχναν και στο τέλος θα κλείνονταν η υπόθεση σε κανένα συρτάρι και θα ξεχνιόταν. Σκοπός σας δεν ήταν η πλήρης καταστροφή του γραφείου, αλλά μια μικροφωτιά που θα την έσβηναν μεν έγκαιρα, μα που θα ’ταν αρκετή για να ενοχοποιηθεί ο σύζυγός σας. Τα λέω καλά; Για μένα το θέμα θεωρείται λήξαν. Τι θα θελήσει να κάνει ο Χριστόφορος it’s up to him, που λένε στο χωριό της εγγονής μου». Το μόνο που πήρε τα αυτί της Πέρσας ήταν ένα «παλιόγρια, θα σου δείξω εγώ». Είχαν μείνει όλοι άναυδοι. «Και τώρα, φίλοι μου, επιτρέψτε μου να φύγω από τη συντροφιά σας», είπε η Πέρσα. «Χρειάζομαι επειγόντως να αναπνεύσω καθαρό αέρα και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Θα εγκατασταθώ στο νησάκι 196


η ρεπόρτερ

μου στην άγονη γραμμή και θα ασχοληθώ με το ψάρεμα».

Φεύγοντας από το δικηγορικό γραφείο του Χριστόφορου, αφού συγκέντρωσε υλικό για το ρεπορτάζ, η Δανάη θυμήθηκε ότι έπρεπε να τελειώσει εκείνο που είχε αναλάβει για τα κατοικίδια ζώα. Είχε κανονίσει επίσκεψη σε έναν συνταξιούχο εκτροφέα σκύλων και ήδη με το απρόοπτο της πυρκαγιάς είχε περάσει η ώρα. Ο εκτροφέας είχε αρχίσει να διηγείται διάφορα περιστατικά από αγοραστές. Μέσα στις ιστορίες που της έλεγε για τα ζώα, της μετέφερε και την ιστορία του Δημητρού και του Ντόγκυ. Ο Δημητράκης ήταν ένα μοναχικό αγόρι επτά χρόνων. Δεν ήταν μονόχνοτος. Παρά ταύτα δεν έκανε παρέες και φίλους, ούτε εύκολα ούτε δύσκολα. Στα διαλείμματα του σχολείου, συμμετείχε μεν στα ομαδικά παιχνίδια των συμμαθητών του, μα μόλις ακουγόταν το τελευταίο κουδούνι, έφευγε για το σπίτι του μόνος και σκυφτός, τόσο από το βάρος των σκέψεων που τον βασάνιζαν, όσο και από την ασήκωτη σάκα του στην πλάτη, σαν το καβούκι της χελώνας του γείτονά του, του κυρ-Θωμά. Στο σπίτι του σαν έφθανε, χαιρετούσε ευγενικά την κυρα-Χαρούλα, που φρόντιζε αυτόν και το σπιτικό του, έτρωγε σιωπηλά και αμέσως μετά κλεινόταν στο δωμάτιό του να διαβάσει ή και να παίξει, όπως τα πιο πολλά παιδιά, με το κινητό και τον 197


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

υπολογιστή του, πιστούς αλλά απρόσωπους συντρόφους της μοναξιάς του. Κατά τα άλλα, σε τίποτα δε διέφερε από τους συμμαθητές του, μόνο που απέφευγε τα πολλά πολλά μαζί τους. Ως μαθητής της Β' Τάξης αρκετά καλός, αλλά στην έκθεση ασύγκριτος παρά την πολύ μικρή του ηλικία. Κάθε φορά που ο δάσκαλος διάβαζε το κείμενό του ενώπιον όλων των μαθητών, ο Δημητράκης ένιωθε ανείπωτη χαρά. Του άρεσε να ακούει από το στόμα του σοφού δασκάλου τις σκέψεις που είχε χαράξει με το μολύβι του στο «τετράδιο εκθέσεων του μαθητή της Β' Τάξης Δημοτικού, Δημητρίου Αγκονά». Και ο κύριος Οικονόμου, ο δάσκαλος, αν δεν έγραφε το παιδάκι την έκθεση εκεί μπροστά του, όσο και να το ήθελε δε θα μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το γραπτό το έγραψε ένα αγόρι επτά ετών και κάτι ψιλά, χωρίς κάποια βοήθεια. Το τι δρόμο θα ακολουθούσε στη ζωή του το είχε βέβαιο. Από οικονομικής πλευράς δεν υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα, τίποτα υλικό δεν του έλειπε. Οι γονείς του διατηρούσαν μια βιοτεχνία ενδυμάτων. Αλλά στην πιο τρυφερή του ηλικία των πέντε ετών, βίωσε τον θάνατό τους σε αυτοκινητικό δυστύχημα από το οποίο βγήκε ο ίδιος λαβωμένος με ακρωτηριασμένο το ένα του πόδι. «Τη βιοτεχνία την ανέλαβε ο θείος του παιδιού και αδερφός του πατέρα του. Είναι ένας άψογος και 198


η ρεπόρτερ

τίμιος άνθρωπος που αγαπά τον Δημήτρη, όπως και τα δικά του παιδιά. Ευτυχώς να λέμε, αλλά όσο να ’ναι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αγάπη και τη φροντίδα των γονιών, που τού έλειπαν». «Πώς λοιπόν να γελάσει;» Και ο καιρός περνούσε, όπως το συνηθίζει. Και ο μικρός μεγάλωνε, κλεισμένος στη μοναξιά του. Ήταν μια συνειδητοποιημένη επιλογή, που όμως έκανε κακό στην ψυχοσύνθεσή του με τον θείο να ανησυχεί σοβαρά. «Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα κοινωνικό», έλεγε και φοβόταν ότι η απομόνωση αυτή θα έκανε, όσο τίποτα άλλο, κακό στον νεαρό που πλησίαζε την εφηβεία. Μια μέρα ένας συμμαθητής αναφέρθηκε στο κατοικίδιό του. «Ρε σεις, δε φαντάζεστε τι έξυπνο σκυλί είναι ο Τζότζεφ μου. Μόνο η ανθρώπινη λαλιά τού λείπει. Καταλαβαίνει τα πάντα και όσο για αγάπη μην τα ρωτάτε. Με αγαπά πιότερο από τον αδερφό μου, που όλο με καρπαζώνει. Μόλις δε ο σκυλάκος μου αντιληφθεί τη στενοχώρια μου, του αγριεύει γρυλίζοντας, σαν να του λέει "Α, για να σου πω, μην ξανακαρπαζώσεις τον φίλο μου, γιατί μαύρο φίδι που σε έφαγε". Και να δείτε που η απειλή του έπιασε τόπο τελικά και με τον μεγάλο τα πάμε τώρα μια χαρά». Ο συμμαθητής διηγούταν ιστορίες και κατορθώματα από τον βίο και την πολιτεία του τετράποδου φίλου του, που έκανε τα παιδιά να ξεραίνονται στα 199


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

γέλια, έτσι όπως ήταν παραστατικός στην αφήγηση. Και τα μισά απ’ όσα αφηγούταν να ήταν πραγματικά θα ήταν πολλά κι εντυπωσιακά. Και ο Δημήτρης επηρεάστηκε πολύ. Πώς και αυτός δεν το είχε σκεφτεί τόσα χρόνια να ’χει μια τέτοια συντροφιά, έτσι που ήταν κλεισμένος στον εαυτό του από τον ανείπωτο πόνο. Ίσως να νόμιζε ότι με την αναπηρία του δε θα ήταν καλό αφεντικό για έναν σκύλο, ότι ίσως και δε θα τα έβγαζε πέρα με τις ανάγκες που ’χει ένα σκυλί, να το πηγαίνει βόλτα, να φροντίζει για την καθαριότητά του, για το φαγητό του. «Το τετράποδο θέλει φροντίδα, αυτή τη φροντίδα που στέρησε από τον ίδιο μια κακιά μοίρα. Δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι μια αχυρένια κούκλα, είναι ένα πιστό ον και το ένιωθε, αν είχε κι αυτός ένα, θα ήταν ο πρώτος φίλος που θα αποκτούσε στη ζωή του». «Και γιατί όχι, Δημήτρη; Σε εμπόδισε εσένα η προσθήκη τεχνητού μέλους να ζεις απόλυτα φυσιολογικά; Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα στο μπατζάκι σου κρύβεις μια τέτοια πληγή που πυορροεί περισσότερο βέβαια μέσα στην ψυχή σου!» Ζήτησε και έμαθε πού μπορεί να πάει και να αγοράσει «ή μάλλον να υιοθετήσω έναν τετράποδο φίλο». Τον παρέπεμψαν στον κυρ-Δημοσθένη, τον κηπουρό που μεγάλωνε στον κήπο του είκοσι σκύλους. Ήταν πολλοί περισσότεροι, αλλά κάθε τόσο χάριζε και έναν, όταν κάποιος του ζητούσε. Έτσι, ένα Σαββατιάτικο πρωινό που δεν είχε 200


η ρεπόρτερ

σχολείο, παρακάλεσε την κυρα-Χαρούλα να τον πάει με το αυτοκίνητό της μέχρι τον Βοτανικό που ζούσε ο κυρ-Δημοσθένης με τους είκοσι τετράποδους φίλους του. Πράγματι εκείνη ευχαρίστως έκανε αυτό που με τόση ευγένεια τής ζήτησε, αν και ήταν μέσα στις υποχρεώσεις της, τής ζήτησε δε να έρθει να πάρει αυτόν και τον φίλο που είχε την ελπίδα ότι θα έπαιρναν μαζί τους στον γυρισμό, όταν της τηλεφωνούσε. Γνωρίστηκε με έναν γελαστό και ακμαιότατο γέροντα κι η κουβέντα ανάμεσα στη δύση και την ανατολή της ζωής κύλησε ευχάριστα παρά το χρονικό χάσμα που τούς χώριζε. Έφερνε και φυσιογνωμικά με τον παππού του που τον θυμόταν αμυδρά και αυτό πρόσθετε στην οικειότητα που από την πρώτη στιγμή ένιωσε το παιδί. Εκείνος ένιωσε ότι ο Δημήτρης πληρούσε τους όρους του καλού αφεντικού και το σκυλάκι του θα εύρισκε την ίδια στοργή που και αυτός του είχε χαρίσει. Μέλημά του ήταν πριν "φύγει", καθώς είχε καβατζάρει τα ογδόντα πέντε χρόνια, να έχει βρει είκοσι Ανθρώπους, όπως αυτός εννοούσε τον άνθρωπο. Μόνο τότε θα αποφάσιζε και αυτός να "φύγει" για να βρει αναπαμό η ψυχή του, εκεί που θα πήγαινε. Ο κυρ-Δημοσθένης του είπε ότι θα έφερνε δύο δύο τα αγαπημένα του ζώα και ας διάλεγε εκείνο που θα του έκανε κλικ, είτε για την ομορφάδα του, είτε για την τσαχπινιά του, ή για ό,τι άλλο τέλος πάντων. 201


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Σε λίγο, σαν σε πασαρέλα επίδειξης μόδας ή ομορφιάς, άρχισαν να παρουσιάζονται ανά δυάδες τα πεντακάθαρα και όμορφα ζωντανά, φρόνιμα και υπάκουα χωρίς γαβγίσματα σαν να διαισθάνονταν ότι παιζόταν η τύχη τους. «Να παρακαλούσαν άραγε το καθένα, να μην είναι αυτό που το συμπαθέστατο αγόρι θα έπαιρνε μαζί του σε λίγο; Ποιος ξέρει. Άλλωστε αυτή τη σκηνή την είχαν ζήσει και άλλες φορές. Και τι να κάνουν, αυτή ήταν η μοίρα τους. Ήξεραν σαν από διαίσθηση όμως, ότι ο γέροντας ό,τι έκανε, ήταν από περίσσια αγάπη γι’ αυτά». Ήταν μια υπέροχη όσο και δραματική σκηνή η όλη φάση, έτσι που τα καλούσε με τα ονόματά τους, ερχόντουσαν, κάθονταν στα πίσω πόδια τους για λίγο, με τη γλώσσα τους έξω και ήσυχα ήσυχα επέστρεφαν στη θέση τους περιμένοντας υπομονετικά την ετυμηγορία της Μοίρας. Μα ο Δημήτρης δεν αποφάσιζε ακόμα. Να γινόταν να τα έπαιρνε και τα είκοσι λέει! «Μα για στάσου, κυρ-Δημοσθένη, αυτά είναι δέκα εννιά. Όταν ήρθα, μου είπες ότι έχεις είκοσι, που τον έχεις κρυμμένο τον εικοστό φιλαράκο σου και γιατί; Κάνω μήπως λάθος;» «Λάθος δεν κάνεις, αγόρι μου. Μα ξέρεις ο Ντόγκυ μου έχει κάποιο πρόβλημα». «Σαν τι πρόβλημα, παππούλη;» «Αφού θέλεις να μάθεις έννοια σου και θα δεις. Ντόγκυ, αγόρι μου, έλα εδώ και κάνε ό,τι έκαναν όλοι σου οι φίλοι» είπε λυπημένα.

202


η ρεπόρτερ

Ο Ντόγκυ χωρίς να χάνει καιρό και αντιλαμβανόμενος τι του ζήτησε το αφεντικό του πλησίασε, κάθισε στα πίσω του πόδια μα από μπροστά έλειπε το ένα του ποδαράκι. «Το έχασε, όταν ήταν κουταβάκι, σε ατύχημα. Κατάλαβες τώρα γιατί δε σού το έφερα, Δημητρό μου;» Ο Δημήτρης άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του, χάιδεψε το κεφάλι του ζώου με δάκρυα στα μάτια που δεν προσπάθησε να κρύψει. «Κυρ-Δημοσθένη, θα μου δώσεις μεγάλη χαρά, αν μου εμπιστευτείς τούτον εδώ τον φίλο». Ο άνθρωπος τα έχασε. «Μα τι είναι αυτά που ακούω, αγόρι μου;» «Τι λέω, παππού; Κατάλαβα. Τον αγαπάς τόσο και κάνεις προσπάθεια να με αποτρέψεις να σου τον πάρω». «Είναι κι αυτό, μα δε βλέπεις;» «Τι να δω, παππούλη;» «Μα είναι ανάπηρο το καημένο». «Και λοιπόν; Γιατί να μην έχει και αυτό ίσες ευκαιρίες να πέσει σε καλά χέρια όπως και τα δικά σου; Θα του αγοράσω τεχνητό μέλος και θα παίζει και ποδόσφαιρο μαζί μου. Θα του αλλάξει τη ζωή, όπως άλλαξε και τη δική μου», είπε και σήκωσε μέχρι πάνω το μπατζάκι του παντελονιού του και απλά είπε «κοίταξε». «Ύψιστε! Αν δε με πονούσε η μέση μου και τα γόνατά μου που κινδυνεύουν να σπάσουν, θα υπο203


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κλινόμουνα μπροστά σε τέτοια ανθρωπιά, που παρόμοιά της δεν ξανάδα, τόσα χρόνια που κουβαλώ στην πλάτη μου. Δικός σου, αγόρι μου, χαλάλι σου και ας είναι ο πολυαγαπημένος μου. Να μου τον φέρνεις πού και πού να τον βλέπω. Θα μου λείψει. Θα μου λείψει πολύ, μα την αλήθεια».

204


το κοστούμι του γάμου

Από: Δανάη Προς: Πέρσα Βουδούρη Θέμα: καιρός για ψώνια Καλή μου, Πέρσα. Αρκετά κάτσαμε μέσα. Νομίζω είναι η ώρα να πάμε για ψώνια. Να δούμε λίγο κόσμο. Με όλες βέβαια τις προφυλάξεις. Φοβάμαι πολύ, αλλά και τόσο μέσα δεν αντέχεται. Τι λες;

Από: Πέρσα Βουδούρη Προς: Δανάη Θέμα: το κοστούμι του γάμου Δανάη μου, το ξέρεις καλά ότι, αν και γιαγιά και νενέ που είμαι, δεν ανήκω στη συνομοταξία των γερόντων που όλο δίνουν συμβουλές, τις οποίες εγώ χαρακτηρίζω σαν γνώμες και όχι συμβουλές. Γνώμη μου λοιπόν τώρα, με τον αναγκαστικό εγκλεισμό μας, είναι ότι μας δίνεται ο χρόνος (πρόσεξε, δε λέω «ευκαιρία»), να κάνουμε πράγματα που στο «γεμάτο» παρελθόν μας συνεχώς αναβάλαμε και αναβάλαμε, για να υλοποιηθούν εν ευθέτω χρόνω. Συνήθως πράγματα βαρετά, που όμως ήταν και είναι αναγκαίο να τύχουν μιας κάποιας αντιμετώπισης. 205


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Για παράδειγμα να αδειάσουμε ντουλάπες, ντουλάπια και συρτάρια, που ασφυκτιούν από πράγματα που τα έχουμε φορτώσει και δεν τα χρησιμοποιούμε πια. Να ’ναι γιατί συναισθηματικά μας συνδέουν με εποχές που μας ήταν απαραίτητα ή κατάλοιπο δύσκολων χρόνων οικονομικά, που δεν πετούσαμε ούτε κουρελάκι; Και κυριολεκτώ λέγοντας κουρελάκι. Μπάλες ολόκληρες από δαύτα, χρωματιστές και ποικίλης ύλης που χρησίμευαν και ίσως ακόμη χρησιμεύουν στα χωριά μας στο φτιάξιμο ιδιότυπων χαλιών, των κουρελούδων. Αναβάλουμε λοιπόν συνεχώς το "ξεφόρτωμά" τους με διάφορες πάντα δικαιολογίες, με αποτέλεσμα οι κρεμάστρες να λυγίζουν από το απίστευτο βάρος που τους έχουμε φορτώσει. Και να έχεις και τον άντρα αφέντη να σου μουρμουρά συνεχώς. «Λεφτά, ρε γυναίκα, πάλι για ρουχισμό; Και τούτον όλο που έχεις στοιβάξει μέχρι ασφυξίας στις ντουλάπες σου, τι θα τον κάνες να ’ξερα! Βεβαίως και μη διανοηθείς να τα πετάξεις, το πορτοφόλι μου μόνο ξέρει τι ζόρια τράβηξε για να έχεις εσύ απαξιωμένα τόσα ολοκαίνουρια ρούχα που ζήτημα αν τα φόρεσες, εκτός σπανίων περιπτώσεων, πάνω από πέντε φορές.» «Και γιατί να τα πετάξω; Αλίμονο, μνήμες μας είναι», ανταπάντησα. «Και δε μιλώ για τα δεκάδες ζευγάρια αφόρετων σχεδόν παπουτσιών που τύφλα να ’χει ο Πετρίδης, ο Γαρύφαλλος, ο Σεβαστάκης, από

206


η ρεπόρτερ

τους μεγαλύτερους υποδηματοποιούς της Αθήνας. Δε χωράς λες στα πανέμορφα αυτά φουστάνια; Γιατί, ρε γυναίκα; Τα φουστάνια φταίνε ή που στενάζουν οι πιτσαρίες και τα σουβλατζίδικα που τα αφανίζετε με τις φίλες σου κάθε βράδυ, ενώ το σπιτικό μας φαγητό θα το φάει ο Ρεξ και η γαλιάντρα η ψιψίνα μας κι εγώ ο αρχιβλάκας. Ε, σ’ αυτό, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ίσως και να υπάρχει δικαιολογία, δεν τρώγεται το άτιμο!» «Μα...» «Και για να τελειώνουμε την ανιαρή κουβέντα μας, πάρε το απόφαση ότι λεφτά, δεν υπάρχουν. Φώναξε καμιά από τις τόσες εναπομείνασες μοδίστρες να κάνουν τα μαγικά τους κόλπα και κάθε φουστανάκι που διορθώνουν προσθέτοντας και μια σημερινή πινελιά θα μοιάζει με ακριβό μοντέλο άρτι αφιχθέν από τα Παρίσια της haute couture. Με είδες εμένα να αγοράζω για τον εαυτό μου πέρα από ένα, άντε δυο πουκάμισα, ακριβό ένδυμα; Τα κοστούμια μου χρονολογούνται από την εποχή του Όθωνα, τότε που καλεσμένοι στα παλάτια ε έπρεπε να φορούμε και κάτι καινούριο την κάθε φορά. Σαχλαμάρες που με κάνεις να λέω, βρε αγάπη μου. Σκέπτομαι αν ζητούσα καμιά αύξηση ίσως και να μου την έδινε το αφεντικό, αν του έλεγα ότι πρόκειται για ιερό σκοπό. Θα αποσυμφορούσαμε λίγο τις ντουλάπες τούτες, μεταφέροντας το φορτίο τους σε ένα σπίτι ειδικού σκοπού. Αν και εκείνος είναι ομοιοπαθών ίσως

207


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

νιώσει την αγανάκτησή μου, ορέ γυναίκα». Μα αύξηση δε θυμάμαι ποτέ να πήρε ο καλός μου και ενώ λεφτά δεν υπήρχαν, στις ντουλάπες συσσωρεύονταν με μαγικό τρόπο και άλλα ρούχα, με τη συλλογή να λέει «θα σκάσω, βοήθεια». Και τα ανωτέρω συνέβαιναν είτε σε εποχές παχιών αγελάδων είτε of course ισχνών. Μέχρι που ο καλός μου «έφυγε» και όχι βέβαια εξαιτίας των ντουλαπών μου. Ίσως εδώ να νομίζεις ότι θα πω ότι πλέον ήμουν ελεύθερη να ξεφορτωθώ όλο αυτόν τον θησαυρό του μακαρίτη του άντρα μου, μαζί με τον δικό μου ρουχισμό έστω και ακατάλληλο, αλλά ικανό να ντύσει ένα πλοιάριο μεταναστών αντικαθιστώντας τα βρεγμένα δικά τους ρούχα. Από το τίποτα καλή κι η Παναγιώταινα, που λέει κι η παροιμία. Όμως συνήθειες που μου είχε εμφυσήσει ο αείμνηστος περί οικονομίας, με έκαναν να διστάζω. Και αφού είχα άρνηση από την εκκλησία, άρνηση από τον δήμο, άρνηση –απίστευτο– και από τους συλλόγους προσφύγων να τα δεχτούν, γιατί λέει είχαν ήδη μεγάλο στοκ στις αποθήκες τους, απευθύνθηκα σε παλιατζήδες. Όχι αυτούς που ξέρουμε σήμερα που τους πληρώνεις από πάνω για να πάρουν το παλιό σου ψυγείο, την ολόγερη τηλεόρασή σου και ό,τι άλλο ανακυκλώσιμο ή μη, αλλά κάποιον από τους επιχειρηματίες παλιατζήδες, απογόνους εκείνων των παλαιών γνωστών μας, που

208


η ρεπόρτερ

αλώνιζαν τις γειτονιές τραγουδώντας το τραγούδι του Νίκου Γούναρη. «Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω / Και τις γειτονιές γυρίζω / Κι ό,τι βρω παλιό ψωνίζω. / Και παπούτσια και χαλιά / Κι ό,τι βρω εγώ παλιά / Μες στο τρύπιο μου τσουβάλι / μπαίνουν περασμένα κάλλη...» Σήμερα ο παλιατζής είναι ένας μικρέμπορος του Μοναστηρακίου και αγοράζει καινούρια ρούχα σε εξευτελιστικές τιμές και δεν τα συσσωρεύει στο τρύπιο του τσουβάλι, αλλά στο απαστράπτον πολλών ίππων ΙΧ του. Τελικά κατάφερα να βρω έναν. Έτσι ένα πρωινό τ’ Απρίλη, καλή ώρα, παρκάρει έξω από την πολυκατοικία που ακόμα μένω μία απαστράπτουσα αμαξάρα. Χτυπάει το κουδούνι μου ένας καλοβαλμένος νεαρός, όπως τον βλέπω από το κύκλωμα της θυροτηλεόρασης, και μου λέει «κυρία Βουδούρη, ήρθε ο παλιατζής σας». Φευγαλέα μου πέρασε από το μυαλό μπας και με δούλευε ο νεανίας. Βλέποντάς τον όμως να στέκεται και να περιμένει να του ανοίξω, το κάνω. Μπαίνει καλημερίζοντάς με ευγενικά κι εγώ τον οδηγώ πάραυτα στην κρεβατοκάμαρα. Βλέπει με έμπειρο μάτι τις ξέχειλες ντουλάπες εντοιχισμένες και μη. Και τελείως επαγγελματικά λέει «ένα κατοστάρι γι’ αυτές τις δύο και ένα πενηντάρι για τις υπόλοιπες». Είπα να το παζαρέψω λίγο το πράγμα, αν μη τι άλλο, να έβγαζα τα έξοδα του μνημόσυνου

209


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

που θα έκανα για τον καημένο τον άντρα μου με σκοπό να του ζητήσω συγνώμη για την τύχη που θα είχαν δικά του και δικά μου ρούχα που δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσα χρήματα είχαν στοιχίσει. «Μα τι λες, αγόρι μου, δύο κατοστάρικα θα κοστίζουν μόνο τα κουμπιά από τούτα τα κοστούμια προτιμώ να σου τα χαρίσω, φαίνεσαι καλό παιδί». «Δύσκολοι καιροί και για το επάγγελμά μας, κυρία Βουδούρη. Λυπάμαι δεν μπορώ να σας δώσω περισσότερα χρήματα. Μπορεί να έχετε δίκιο ως προς την ποιότητα του υλικού, αλλά είναι παλιομοδίτικα και θα χρειαστούν οι ραφτάδες μας του κόσμου να λεφτά να τα διορθώσουν, όσο παίρνει, και να τους προσθέσουν μία σημερινή πινελιά». Έλεγε, έλεγε ο νεαρός κι εγώ είχα τον δικό μου εσωτερικό διάλογο με τον «απελθόντα» σύντροφό μου. «Πού είσαι, καλέ μου, να δεις πόσο αποτιμώνται οι ξέχειλες ντουλάπες μας για τις οποίες διαμαρτυρόσουν...» Τελικά, συμφωνήσαμε να έρθει την επομένη την ίδια ώρα. «Και γιατί μην αρχίσουμε από τώρα, καλέ κυρά; Νομίζεις θα μας φτάσει η αυριανή μόνο ημέρα;» «Για να χωνέψω, αγόρι μου, αυτό που πάω να κάνω». Στην πραγματικότητα ήθελα να ψάξω στις τσέπες μην τυχόν υπήρχε κάτι από τη ζωή του,

210


η ρεπόρτερ

ξεχασμένο εκεί μέσα. Σε τέτοια κίνηση στ’ ορκίζομαι, δεν είχα ποτέ καταδεχτεί να προβώ όσο ζούσε. Το έβρισκα φθηνό, τώρα όμως ήταν αλλιώς. Και δεν ομιλώ για χρήματα σε ξεχασμένα πορτοφόλια, γιατί και να υπήρχαν, παλιομοδίτικα θα ήταν κι αυτά άνευ αξίας με την κατάργηση της δραχμής. Άρχισα από το κοστούμι του γάμου μας, ένα υπέροχο ρούχο ραμμένο από δεξιοτέχνη γνωστό ράφτη των Αθηνών, με ένα ύφασμα που πιο άριστο δε γινόταν. Είναι ζήτημα, αν σε όλα τα χρόνια του γάμου μας να το φόρεσε πάνω από τρεις φορές. Ούτε στον γάμο της κόρης μας και μάνας σου το έβαλε. Γιατί άραγε; Να θεωρούσε ότι τίποτα δεν ήταν ισάξιο του δικού του γάμου; Πολύ πιθανόν. Δεν τον ρώτησα ποτέ, αλλά ίσως και ίδιος να μην ήξερε στ’ αλήθεια να μου πει γιατί. Στο πέτο του ήταν ακόμη καρφιτσωμένη η καρφίτσα, σήμα κατατεθέν του ξενοδοχείου, που περάσαμε τον μήνα του μέλιτος στην υπέροχη Ρόδο. Η συγκίνησή μου συνεχίστηκε, με ένα κουφέτο, από τον γάμο μας σίγουρα, που ήρθε και τρύπωσε στην τσέπη του, ένα από τα τόσα που μας έραναν στον χορό του Ησαΐα. Αλλά το ρούχο που πραγματικά λάτρευε και δε θα το άλλαζε με τίποτα, ήταν η στρατιωτική χλαίνη, που είχε κρατήσει να του θυμίζει τη θητεία του στην αεροπορία και κατ’ επέκταση στην ωρίμανσή του. Βέβαια δε θα καθίσω τώρα να σου περι-

211


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

γράψω ρούχο ρούχο που καθένα του είχε σημασία για εκείνον που του ανήκε και δευτερευόντως για εμένα. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έσπευσα να απλώσω τους δικούς μου θησαυρούς στις άδειες δικές του ντουλάπες. Συναισθηματισμοί! Τα χρόνια πέρασαν. Εσύ ήσουν πια μαθήτρια της ΣΤ΄ Δημοτικού. Έδινες με την τάξη σου μια φιλόδοξη θεατρική παράσταση αποχαιρετώντας με τον καλύτερο τρόπο το σχολείο των πρώτων χρόνων της ζωής σου. Θέλησα να βοηθήσω για το στήσιμο της παράστασης αναλαμβάνοντας τον ενδυματολογικό τομέα, βάζοντας τον σκηνοθέτη και σκηνογράφο να διαλέξει από τις ντουλάπες μου φουστάνια εποχής, τα οποία και χάρισα στο σχολείο με την ελπίδα να χρησιμεύσουν την επόμενη χρονιά. Καλύτερη τύχη γι’ αυτά δεν υπήρχε. Μακάρι να τα έπαιρναν όλα... Δυστυχώς δεν μπορούσα να κάνω το ίδιο και για τα αγόρια ηθοποιούς μου, αφού τα αντρικά τα είχε πάρει ο παλιατζής! Μια κυρία του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων με συμβούλευσε να πάμε μαζί στο Μοναστηράκι και στο γιουσουρούμ θα βρίσκαμε σε καλές τιμές αυτό που ζητούσαμε με χρήματα που θα κάλυπτε ο σύλλογος. Και πήγαμε εκεί όπου πωλούνται αναμνήσεις σε τιμές ευκαιρίας. Και ξάφνου κοκαλώνω. Αποκλείεται να έκανα λάθος. Το κοστούμι που

212


η ρεπόρτερ

κρεμόταν εκεί μπροστά μου, ήταν το γαμπριάτικο του μακαρίτη του παππού σου. Ακόμη κι η καρφίτσα με τη φίρμα του ξενοδοχείου ήταν στο πέτο. Κατασυγκινημένη ρωτώ τον παλιατζή πόσο κοστίζει το κοστούμι αυτό, για να πάρω μια απάντηση που ούτε η γόνιμη και πολλές φορές υπερφίαλη φαντασία μου θα μπορούσε να σκεφθεί. «Μανδάμ, τούτο το κοστούμι δεν πωλείται. Το έχω για κράχτη. Ανήκε στον συγχωρεμένο τον γιο μου. Το φόρεσε στον γάμο του με την Δαφνούλα που δεν πρόλαβε να την χαρεί. Τον "έφαγε" η άλλη αγάπη, αυτή για τη μοτοσυκλέτα του μεγάλου κυβισμού!». Καλή μου Δανάη, όπως καταλαβαίνεις, με τις αναμνήσεις αυτές δεν έχω διάθεση για έξοδο σήμερα.

Η Δανάη, λίγο τον θυμόταν τον παππού της. Διατηρεί μια πολύ τρυφερή ανάμνηση από εκείνον. Οι ιστορίες που είχε ακούσει από τα χείλη του μένουν φρέσκες, με το να τις ανακαλεί στη μνήμη της συχνά πυκνά. «Αυτό δε συμβαίνει πάντα όταν ένα γεγονός του παρελθόντος το διηγείσαι ξανά και ξανά; Αναπαλαιώνεται και παραμένει νωπό. Φωτίζονται, με την αναπαλαίωση, όλες οι αραχνιασμένες, ξεχασμένες γωνιές του συμβάντος και ξεκαθαρίζει ο λόγος που έγινε, πότε ακριβώς, το εξιδανικεύουμε ίσως και πε213


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ρισσότερο από ό,τι του αξίζει, και το παρουσιάζουμε χωρίς ψεγάδια!» Ο παππούς δεν ήταν ιδιαίτερα ρομαντικός τύπος. Έφεδρος αξιωματικός της αεροπορίας στα νιάτα του. Ρεαλιστής, δίκαιος και αμερόληπτος, είχε το χάρισμα να αφηγείται τις ιστορίες του, έτσι που να ελκύουν το ενδιαφέρον μεγάλων και μικρών, κυρίως μικρών. Ιστορίες από τον στρατό, απ’ όταν ήταν πρόσκοπος και ακόμη πιο πριν, μικρούλης έξι ετών στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Της αφηγούνταν τόσο γλαφυρά και τόσο παραστατικά, που είχε την αίσθηση ότι οι Γερμαναράδες μόλις ξεκουμπίστηκαν από την Ελλάδα, θυμίζοντας τη Μέρκελ που ήρθε να αντικαταστήσει τον Χίτλερ, αφού ήταν πια μια χούφτα χώμα. Το χωριό του ήταν «ένα τσιγάρο δρόμος από τα αλβανικά σύνορα» και η παραμονή σε αυτό, της οικογένειας του καθώς και των άλλων συγχωριανών « επικίνδυνη, αφού ελλόχευαν απειλές παρά τις λαμπρές νίκες του ελληνικού στρατού στα βουνά της γείτονος». Ο πατέρας του, γονιός τεσσάρων ανήλικων παιδιών, ντύθηκε φαντάρος και σε μια άδειά του πήγε στο χωριό, πήρε γυναίκα και παιδιά και με τα πόδια, διαβαίνοντας όρη και βουνά, κατέφθασαν στην κοντινή πόλη νιώθοντας πιο ασφαλείς. Όλο τους το βιος φορτωμένο πάνω σε έναν γάιδαρο που βρέθηκε παντέρημος σε ένα χωράφι, και τότε ήταν που παίχτηκε ένα δράμα για τον μικρό εξάχρονο που του άφησε βαθιές πληγές, που δεν έκλεισαν ποτέ για όλη 214


η ρεπόρτερ

τη μετέπειτα ζωή του. Λίγο πριν κηρυχθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πλούσιος νονός του μικρούλη, του έκανε δώρο ένα ποδηλατάκι, από κείνα με τις δύο βοηθητικές ρόδες για πρωτάρηδες. Σχεδόν αμέσως έγινε τέλειος ποδηλάτης πετώντας τις βοηθητικές. Έτρεχε πάνω του και αισθανόταν σαν τον καβαλάρη του παραμυθιού, που του έλεγε η Βάβω του. Τέτοιο «πλούσιο» δώρο δεν έλαβε «ποτέ ξανά από κανέναν», γιατί ακολούθησαν μέρες πικρές και μεγάλη φτώχια. Ο μικρός το λάτρευε το δίτροχό του και η σχέση παιδιού και ποδηλάτου σχεδόν ανθρώπινη. Το ένιωθε να μεγαλώνει μαζί του, μέρα με τη μέρα. Το κανάκευε, το περιποιούνταν με δύο τσόχινα πανάκια και έκανε τα ζωηρά του χρώματα να λάμπουν έτι περισσότερο. Ούτε ίχνος σκόνης πάνω του. Ένας ύπνος χώριζε αυτούς τους δύο φίλους και χωρίς υπερβολή, αν του επιτρεπόταν θα το σκέπαζε πλάι στο σώμα του με τη βαριά βελέντζα να μην κρυώνει. Συμβιβάστηκε τελικά στο να είναι στα πόδια του κρεβατιού του. Δεν έλειπε ούτε από τα όνειρά του. Την ώρα της μεγάλης φυγής, οι γονείς ήταν κάθετοι. Το ποδήλατο αποκλείεται να το έπαιρναν μαζί τους. Λυπόταν, μα στον γάιδαρο ή το μωρό τους θα έβαζαν ή το ποδήλατο. Και τα δυο μαζί αδύνατο. Ήδη ήταν παραφορτωμένος ο φτωχός όνος, που καλύτερο το ’χε να παραμείνει μόνος του στο χωράφι. Αν και δεν τον εξέπληξε η απονιά των ανθρώπων. Μια ζωή κουβαλούσε τα βάρη τους, απλά 215


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τώρα τον είχαν πάρει και τα χρόνια και είχε χάσει τις αντοχές και την παροιμιώδη καρτερία του. Έθεσαν στον μικρό το δίλημμα «το ποδήλατο ή το νεογέννητο μωρό». Ανταπάντησε ότι δεν έπρεπε να το θέτουν άσπρο ή μαύρο, υπήρχαν τόσα ενδιάμεσα χρώματα. «Μπορώ να σας ακολουθώ με το ποδήλατο». «Μα είναι τέτοιοι οι κατσικόδρομοι που ακόμη και ο κυρ-Μένιος θα δυσκολευτεί, αν και είναι μαθημένος να βαδίζει άκρη άκρη σε γκρεμούς, από ένστικτο ή απλά επειδή τα καταφέρνει, δεν ξέρω. Θα περάσουμε χαράδρες που δεν τις έχουν ματαδεί τα μάτια σου, γιε μου. Για σένα δε θα είναι το ίδιο. Το παραμικρό πετραδάκι θα σου είναι εμπόδιο, το ποδηλατάκι θα σε κουβαλάει ή εσύ εκείνο και για πόσες ώρες λες, μία, δύο; Αν φτάσουμε σε μία μέρα, να πούμε και δόξα Σοι ο Θεός. Θα αναγκαστείς να το εγκαταλείψεις σε κανένα σκληροτράχηλο βουνό. Ενώ αν μείνει σπίτι μας ίσως, λέω ίσως, όταν τελειώσουν όλα και γυρίσουμε, να το ξαναβρούμε». Με πόνο καρδιάς ο μικρούλης αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι οι μεγάλοι είχαν δίκιο. Αυτή τη στιγμή του αποχωρισμού το παιδί δεν την ξέχασε. Είχε τη βεβαιότητα ότι πρόδιδε τον καλύτερο φίλο του και έκανε πολλά χρόνια να αποβάλει τη βεβαιότητα αυτή και να τη μετασχηματίσει σε ανάγκη. Ο πόλεμος είχε αμβλύνει αναγκαστικά τα συναισθήματά του, είχε χάσει την πολυτέλεια της άγνοιας, της αθωότητας και του γιατί. 216


η ρεπόρτερ

Τα έφερε έτσι η ζωή που η επιστροφή στο χωριό, την οποία νόμιζαν εφικτή, δεν έγινε ποτέ. Τους αφομοίωσε η μεγάλη πόλη. Ο κόσμος έγλειφε τα τραύματά του, σώματος και ψυχής, και η βιοποριστική πάλη απόδιωχνε συναισθηματισμούς και ταξίδια «γιατί, ας μην ξεχνάμε, ότι ένα ταξίδι που σήμερα κρατάει μισή ώρα, τότε κρατούσε μέρες με ενδιάμεσους σταθμούς». Ο παππούς αργότερα ως έφεδρος βαθμοφόρος βρέθηκε με τη μονάδα του κοντά στα πάτρια εδάφη και θέλησε να κάνει ένα προσκύνημα ιερό σε αυτά, ελπίζοντας μέσα του και φοβούμενος συνάμα το πιθανό σμίξιμο με τον αγαπημένο «φίλο» της παιδικής του ηλικίας. Μα στο χωριό δε βρήκε ούτε το ποδήλατο αλλά ούτε και πέτρα από το πατρικό του σπίτι. Τα υλικά του χρησίμευσαν στο ξαναχτίσιμο του χωριού που είχε υποστεί τις συνέπειες της εγκατάλειψης. Πήρε μια χούφτα χώμα από τη γη του, γέμισε την τσέπη του δακρυσμένος και έδωσε να του φτιάξουν με αυτό ένα φυλακτό που θα έφερε ίχνη από τις ρόδες του παλιού του φίλου. Χώμα, το μόνο στοιχείο επαφής γης και τροχοφόρου. Και λίγο πριν τελειώσει τη θητεία του στην αεροπορία, σε μια άσκηση σκοποβολής, εξοστρακίζεται μια σφαίρα και τον χτυπά κατάστηθα προσκρούοντας στα ευμέγεθες σκληρό σαν πέτρα φυλακτό. Τραυματίστηκε μόνο ελαφρά, «ελαφρότατα, σαν γρατζουνιά ένα πράγμα», όπως συνήθιζε να λέει. Κανείς δεν κα217


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τάλαβε πώς έγινε ένα τέτοιο θαύμα. Ο παππούς όμως ήξερε ποιος ήταν που τον έσωσε. «Ποιος είπε ότι και τα αντικείμενα εκείνα που παίρνουν και δίνουν αγάπη, δεν έχουν ένα είδος οντότητας που αυτή δημιούργησε και κάνουν ακόμη και θαύματα!» Σαν ευχαριστία στον Θεό και τάμα στην πατρίδα, όταν γεννήθηκε η Δανάη, ο παππούς Βουδούρης φύτεψε λίγο έξω από την είσοδο του σπιτιού της κόρης του μια γαζία. Μεγάλωνε η μικρή, μεγάλωνε και το δεντράκι, σκορπώντας το μεθυστικό του άρωμα, όχι μόνο στην αυλή αλλά και στη γειτονιά. Παράλληλα με το άρωμα, πρόσφερε μια ευεργετική σκιά στο παράθυρο της Δανάης και μια απίστευτη δροσιά το καλοκαίρι. Στα χαμηλά της κλαδιά στην αρχή, στα ολοένα και ψηλότερα σε λίγο, ο παππούς έδεσε την κούνια της και την έσπρωχνε να φτάσει «ψηλά πολύ ψηλά, μέχρι το σύννεφο, άντε λίγο χαμηλότερα», τής έλεγε και έσκαγαν κι οι δυο στα γέλια. Από: Δανάη Προς: Πέρσα Βουδούρη Θέμα: εγώ και οι φίλοι μου Θυμάμαι τον παππού να παίζει μαζί μου σαν συνομήλικος και με τούτα και με εκείνα να ξεχνά τους πόνους του στις αρθρώσεις. Η δε χαρά του, απερίγραπτη όταν εγώ σαν μικρούλα, αφηνόμουν στην φροντίδα του απο-

218


η ρεπόρτερ

λαμβάνοντας συν τοις άλλοις και τον πηγαιμό μου στο σχολειό επί καθημερινής βάσης. Όταν εκείνος απρόσμενα «έφυγε», μικρούλα έβρισκα παρηγοριά στο δέντρο μου σκαρφαλωμένη στα χαμηλά κλαδάκια. Δε θέλησα ποτέ μετά να ξανακάνω κούνια, ούτε να φτάσω τα σύννεφα. Ωρίμασα οδυνηρά και απότομα. Μιλούσα στο δέντρο της, του έλεγα τον πόνο μου, τη λύπη μου και ήμουν απολύτως σίγουρη ότι η γαζία όχι μόνο με άκουγε και μου συμπαραστεκόταν σαν άνθρωπος, αλλά ότι κι εκείνη πονούσε πολύ, γιατί είχε ψυχή. Ήταν τότε που στο δέντρο παρουσιάστηκε μια ιδιομορφία. Ενώ ήταν φουντωτό και πυκνόφυλλο, σε ένα σημείο του σχηματίστηκε, αμυδρά στην αρχή εντονότερα με τον καιρό, ένα περίεργο μικρό κενό. Και κάθε πρωί, μα κάθε πρωί απαρέγκλιτα, λίγο μετά την ανατολή του ήλιου μια δέσμη ηλιαχτίδων περνούσε από το κενό αυτό και στο παραθύρι του παιδικού. Έδινε την εντύπωση προβολέα, που πρώτη παρατήρησα, εκλαμβάνοντάς την σαν την καλημέρα που μου έστελνε ο παππούς μου από κάπου ψηλά. Έλεγα ότι εκείνος είχε καταφέρει να φτάσει, πράγμα που εγώ δεν το μπόρεσα τότε που τα γέρικα χέρια του έσπρωχναν την κούνια... Από κείνη τη στιγμή και μέχρι τώρα που μεγάλωσα, δεν έλλειψα από αυτό το ιδιότυπο ραντεβού, παρά μόνο όταν παντρεύτηκα και πήγα ταξίδι ή όταν γέννησα την Πέρσα Β΄ και

219


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

όταν η δουλειά μου το απαιτούσε, ζητώντας από το φυτό συγγνώμη και κατανόηση. Η εικόνα πάντα η ίδια. Έβγαινα κοριτσάκι στη βεράντα με μια κούπα γάλα στα χέρια μου και αργότερα με μια κούπα καφέ au lait, άναβα το πρώτο μου τσιγάρο, συνήθεια που ευτυχώς σχετικά γρήγορα διέγραψα από τη ζωή μου. Καλημέριζα τον ήλιο-παππού και το δέντρο μου, τους έλεγα τις τρυφεράδες της καρδιάς μου και έφευγα είτε για το σχολειό είτε στη συνέχεια για τη δουλειά, παίρνοντας μαζί μου και βλέποντας με τα μάτια του νου την εικόνα των δυο ασύγκριτων φίλων μου, που με συντρόφευαν από μακριά. Κάποιο πρωί, λίγο πριν τη συνηθισμένη ιεροτελεστία του καλημερίσματος, σαν να πήρε το αυτί μου ομιλίες. Απόρησα γιατί την ησυχία της γειτονιάς σπάνια τραυμάτιζαν θόρυβοι και μάλιστα σε ώρες κοινής ησυχίας. Με την τσίμπλα στο μάτι, που λένε, βγαίνω αγουροξυπνημένη στη βεράντα να δω τι συμβαίνει. Ένα συνεργείο του Δήμου, αν κρίνω από τις φόρμες που φορούσαν, κλάδευε με άτσαλο τρόπο τις δεντροστοιχίες και τα κομμένα κλαδιά σε σωρό πάνω στο πεζοδρόμιο, έμοιαζαν με σκοτωμένους στρατιώτες που ανέμεναν ομαδική ταφή. Σίγουρα τα δέντρα χρειάζονται την περιποίησή τους όπως και κάθε ζων οργανισμός, αλλά τούτο δω το μακελειό δήλωνε άγνοια, που μάλλον κακό θα επέφερε στα τραυματισμένα

220


η ρεπόρτερ

βαναύσως φυτά. Ανατρίχιασα στη σκέψη ότι η ίδια τύχη ανέμενε και τη γαζία μου και τρελάθηκα. Ρίχνω μια ζακετούλα πάνω από τις πιτζάμες και βγαίνω αναστατωμένη στον δρόμο. «Βρε καλώς την ομορφούλα. Μπορούμε κάτι να κάνουμε για σένα; Θέλεις κάτι;» «Ναι θέλω κάτι και το θέλω πολύ. Απαγορεύεται ν’ αγγίξετε τούτη τη γαζία, είναι δικιά μου». «Και ο λόγος ποιος, περικαλώ;» «Έχω καλέσει ειδικό γεωπόνο να επιληφθεί του θέματος και τον έχω ήδη προπληρώσει» «Κι εμείς εδώ τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε;» είπε γελώντας με το πανέξυπνο αστειάκι του. «Δεσποσύνη, να σε ενημερώσουμε ότι διαταγή του Δημάρχου είναι να μην αφήσουμε ακλάδευτο δέντρο για δέντρο. Αλλιώς την απόλυσή μου την έχω σίγουρη». Μόλις το άκουσα, έβαλα τα κλάματα. Οι άνθρωποι τα έχασαν. Δεν ήταν αναίσθητοι. Έβλεπαν μπροστά τους μια κοπέλα να υποφέρει στ’ αλήθεια. Τι στην ευχή μία εξαίρεση να κάνουν δε γινόταν; «Καλώς. Να σου κάνουμε τη χάρη, μόνο κοίτα να έρθει σήμερα κιόλας ο επιστήμονας, που κάνει ως φαίνεται πολύ καλύτερα από ελόγου μας τη δουλειά, γιατί έτσι και θελήσει το αφεντικό να ρίξει μια ματιά στα έργα μας και δει το δέντρο σου ακλάδευτο, την έχουμε βαμμένη. Θα μας την πέσει άσχημα και τότε

221


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

άντε να δούμε ποιος θα κλάψει για πάρτη μας. Χαλάλι σου όμως, κοπελιά. Είσαι τυχερή που είμαι ψυχοπονιάρης και μη δω γυναίκα να κλαίει για τον όποιο λόγο. Πόσο μάλλον να ξέρω ότι εγώ είμαι η αιτία». Τον χαιρέτησα και ήταν τόσο ειλικρινές το «ευχαριστώ», από καρδιάς, που ο άνθρωπος κατασυγκινήθηκε. «Αφού υπάρχει ακόμη νεολαία με ευαισθησίες σαν τις δικές σου, κοπελιά, και... τις δικές μου, μην ακούσω ότι δεν υπάρχει μέλλον για τούτον εδώ τον πανευλογημένο τόπο», θυμάμαι ότι μου είπε. Έτρεξα στη γαζία. «Κανείς δε θα σε πονέσει, αγαπημένη μου. Μόνο που μερικά κλαδάκια σου θέλουν κόψιμο πράγματι, για να δυναμώσεις λίγο ακόμη. Θα πρέπει νομίζω να το βλέπεις κι εσύ! Όπως και να ’χει, ο κίνδυνος πέρασε. Αλλά με τούτα και μ’ εκείνα ξεχαστήκαμε, και λίγο ακόμη να μην προσέξουμε πόσο λαμπυρίζει ο φίλος μας ο ήλιος σήμερα! Να δεις ότι κάτι το θαυμάσιο του συνέβη και είναι τόσο χαρούμενος που μας ζητά να μοιραστούμε τη χαρά του». Ένιωσα σαν να μου μίλησε. «Ναι, ναι το πρόσεξα, καλή μου Δανάη, τον λατρεύω τούτο τον φωτεινό ήλιο, τον ωραιότερο της οικουμένης. Και τότε ακόμη ζεσταίνει την καρδιά μας με την ανυπέρβλητη ολόξανθη ομορφιά του. Προς τιμήν του έκανα τα άνθη μου στρογγυλά και ξανθά να μου τον θυμί-

222


η ρεπόρτερ

ζουν». Και πάνω στη νοερή και κωδικοποιημένη μας κουβέντα, να σου που ήρθε ένας κότσυφας. Κάθισε στο μαγικό κλαδάκι, αυτό που τόση ώρα φιλούσε ο ίδιος ο Απόλλωνας, και μας είπε με καλοπροαίρετη ειρωνεία. «Ομολογώ ότι τόση ώρα που ακούω την κουβέντα σας την χαίρομαι. Η ζωή μπορεί να μην είναι μεγάλη, αλλά τόσο μα τόσο όμορφη. Το δυστύχημα με πανίδα και χλωρίδα είναι ότι αργούμε να τη ζήσουμε. Κι συ, Δανάη, δεν το πήρες είδηση, μα με το κουβεντολόγι σας έχεις ήδη χάσει την πρώτη ώρα του σχολείου σου και είχατε διαγώνισμα!». Από το πρωί εκείνο, και κάθε πρωί εκεί λίγο μετά την ανατολή του ήλιου, ακόμη και με συννεφιά οι τέσσερις φίλοι, ήλιος, γαζία, κότσυφας και εγώ δεν πάψαμε, σαν κουαρτέτο σε μουσική υπαίθρου, να λέμε καλημέρα, ομορφαίνοντας ο ένας τη ζωή του άλλου για όσον καιρό μάς έταξε η μοίρα.

223


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

224


Ο

το απαίσιο μυστικό

καιρός περνούσε πολύ αργά. Κλειδωμένοι οι άνθρωποι στο σπίτι τους από τον φόβο του κορωνοϊού, τον έβλεπαν να κυλά σαν θάλασσα σε νηνεμία. Η Δανάη μεταξύ ρεπορτάζ, καραντίνας και συνεχών τεστ, είχε χάσει τη Θεανώ. Η ειδησεογραφία των ημερών αφορούσε νέες καταγγελίες για βιασμό ανηλίκου από κάποιο συγγενή. Από: Δανάη Προς: Θεανώ Θέμα: το απαίσιο μυστικό Θυμάμαι, Θεανώ μου, τα εφηβικά μας χρόνια και πολλές φορές έχω την αίσθηση, όταν μιλώ γι’ αυτά, ότι πρόκειται για πρόσωπα που καμία σχέση δεν έχουν με εμένα, εκτός από το γεγονός που δεν αλλάζει ποτέ στο σκηνικό του κάδρου των αναμνήσεων, που αφορά το κεφάλαιο το δικό σου και που σε θεωρούσα τον πιο κοντινό μου άνθρωπο. Ήσουνα και θα είσαι για πάντα η κολλητή μου, η φίλη της καρδιάς μου. Είναι προς εξερεύνηση τι είναι εκείνο που κάνει όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό, ως και τα όνειρά μου να περιστρέφονται λίγο πολύ στην εποχή εκείνη, γύρω στα δεκαέξι μας χρόνια.

225


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Σου είχα πάντα τυφλή εμπιστοσύνη και δε διστάζω να πω ότι σε είχα πιο πάνω και από τα αδέρφια μου. Νιώθω ευλογημένη που δε διαψεύστηκα, ήσουν όντως άξια της αγάπης μου και της αφοσίωσής μου. Είσαι αναπόσπαστο μέλος της οικογένειάς μου, με πάντρεψες, βάφτισες την Πέρσα μου και πέρα από κάθε αμφιβολία με αγαπάς κι εσύ το ίδιο. Θυμάμαι πόσο ζήλευε η τρίτη της συντροφιάς μας, η Ναταλίτσα, όταν της έλεγα ότι εκείνη ήταν η πρώτη αναπληρωματική. Μέχρι που είδε κι αποείδε και το πήρε απόφαση ότι ορισμένες σχέσεις είναι καρμικές και δε γίνεται να αλλάξουν. Ειλικρινά σου λέω ότι, αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, παρακαλώ τον Ύψιστο να σε έχω πάλι δίπλα μου, με όποια ιδιότητα, σαν φίλη, σαν αδερφή, σαν δικό μου άνθρωπο τέλος πάντων. Σήμερα τι θυμήθηκα λες; Το πόσο αυστηροί ήταν οι γονείς της φίλης μας κυρίως ο πατέρας της. Τον έτρεμε κυριολεκτικά. Σε προϊδεάζω να ακούσεις ένα μυστικό που έχω θάψει βαθιά στην ψυχή μου και που αν το φανέρωνα θα κατέστρεφα πολλές ζωές, με πρώτη αυτή της φίλης μας της Ναταλίας. Φυσικό είναι να αναρωτηθείς γιατί το κάνω τώρα. Κυρίως γιατί εκείνη έφυγε τόσο μα τόσο νωρίς, αλλά χωρίς να κουβαλά στην ψυχή της ασήκωτο βάρος. Και ακόμα γιατί είναι το μόνο που δεν έμαθες εσύ ποτέ, όπως και κανένας

226


άλλος εξυπακούεται.

η ρεπόρτερ

Ήταν θυμάμαι Κυριακή απομεσήμερο.

Εσύ είχες πάει κάπου με τους γονείς σου προς μεγάλη λύπη και των τριών μας, που είχαμε άλλα σχέδια, αλλά μας τα χαλούσαν αι βουλαί των μεγάλων που ενεργούσαν τελείως δικτατορικά πάνω στα δικά μας θέλω. Να θυμίσω ότι η Κυριακή δεν ήταν και το καλύτερό μας, αφού κάθε Σάββατο είχαμε φροντιστήριο, το απόγευμα ωδείο και μετά διάβασμα. Που σημαίνει ελάχιστες ώρες ελεύθερες και μας τις έτρωγαν οι άλλοι κατά πώς ήθελαν. Ωραία χρόνια, σου λέει ο άλλος. Πώς αμέ; Λαχταρίσαμε να πάμε σινεμά, ήταν η μόνη μας εβδομαδιαία διαφυγή από την κλεισούρα του σχολείου. Και το φοβερό τεφτέρι του καθηγητή που σου την είχε στημένη να αναγγείλει το όνομά σου πράγμα που εσύ δεν περίμενες μιας και σε είχε σηκώσει την προηγούμενη. Σαδισμός. Για να σε τσακώσει αδιάβαστη! Παρακάλεσε, λοιπόν, η φίλη μου του δικούς της να μας επιτρέψουν να πάμε στον κινηματογράφο της γειτονιάς μας, κοπέλες δεκαέξι χρόνων, μα αυτοί ανένδοτοι. Είπαν «όχι πάει και τελείωσε». Βρε βουρκώσαμε. Βρε ψευτοαυθαδιάσαμε, αφού το παιχνίδι το είχαμε χαμένο έτσι και αλλιώς... Τίποτα. Προσβλέποντας σε ένα πληκτικό απόγευμα με την τηλεόραση και την ακόμη ανιαρότερη συντροφιά τους και με το πρόγραμμα της αρεσκείας τους, βεβαίως βεβαίως. 227


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Χούντα σκέτη. Έκανα να φύγω, αλλά ο πατέρας της βλέποντας ίσως ότι το παράκανε, υπαναχώρησε μεν αλλά με όρους. Να έρθει και εκείνος μαζί μας! Αυτό αφαίρεσε το μισό από τη μελλούμενη διασκέδασή μας, αλλά τι να κάνουμε, διαταγή και τα σκυλιά δεμένα. Πόσο καλύτερα θα ήταν τελικά να είχαν επιμείνει στην άρνησή τους, θα είχα αποφύγει τον εφιάλτη που θα ακολουθούσε και δεν μπορούσα να προβλέψω μέσα στην αθωότητα των δεκάξι μου χρόνων. Στο σινεμά η ουρά έξω στο ταμείο ατέλειωτη. Αμίλητος ο πατέρας της Ναταλίτσας τόσο που περιμέναμε να πει «πάμε να φύγουμε από δω». Δεν το είπε. Δυστυχώς! Κάποτε τελείωσε η προηγούμενη προβολή, αυτή του μεσημεριού και παρά το γεγονός που πολλοί ήταν εκείνοι που έμεναν να δουν το έργο και δεύτερη φορά για να το εμπεδώσουν, καταφέραμε και βρήκαμε θέσεις. Καθίσαμε. Στη μέση ο πατήρ, δεξιά του η φίλη μου, εξ ευωνύμων εγώ. Και άλλο ένα μείον στην ιστορία, γιατί έτσι χάναμε τον χαμηλόφωνο σχολιασμό των τεκταινομένων στη μεγάλη οθόνη, όπως το συνηθίζαμε, συμμετέχοντας στη δράση, ακολουθώντας τον ρόλο εκείνον που προτιμούσαμε. Κοντολογίς δε θέλαμε να είμαστε παθητικοί θεατές ή φανταστικοί κομπάρσοι αλλά μέρος του καστ των πρωταγωνιστών τρόπον τινά. Illusion συμμετοχής δη-

228


η ρεπόρτερ

λαδή που σ’ αυτή την περίπτωση πήγαινε χαμένη. Αρχίζει το έργο, γίνεται διάλειμμα πάνω στο ωραίο σημείο, μας κερνάει από μια σακουλίτσα ποπ κορν ο γονιός και αρχίζει το δεύτερο μέρος μαζί με τον εφιάλτη που καλά φυλάει, δεκάδες χρόνια τώρα, το απαίσιο μυστικό του. Ξαφνικά αισθάνομαι το χέρι του πατέρα πάνω στο μπούτι μου και τρελαίνομαι. Αρπάζω έξαλλη το βρώμικο χέρι, του κατά τ’ άλλα αυστηρού πατέρα, και το τινάζω από πάνω μου σαν βρωμερό έντομο. Με πιάσανε τα κλάματα για την προσβολή αφενός στο πρόσωπό μου και αφετέρου για τον ηθικό φαρισαϊσμό, στον οποίο είχε εγκλωβίσει τις κόρες του, τον γιο του και τη γυναίκα του και ακόμη για την αγωνία μου μην πάρει είδηση η Ναταλίτσα και της κατέστρεφε τη ζωή τούτη εδώ η κοσμογονία. Αν το μάθαινε, Θεέ μου, δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα γινόταν, πέρα από το συναισθηματικό χάος στο οποίο θα καταβαραθρώνονταν. Πώς, δηλαδή, θα ξαναντίκριζε τον πατέρα της, διαζύγια ίσως με τη μητέρα και τόσες επιμέρους επιπτώσεις που το τέρας αγνόησε. Είμαι πλέον σίγουρη ότι δε φοβήθηκε τον διασυρμό του. Ήταν σίγουρος ότι δε θα τον μαρτυρούσα, ξέροντας τη δική μου ηθική, αλλά και την αγάπη μου στην κόρη του, τη ζωή της οποίας δε θα διανοούμουν να καταστρέψω. Η κοινή μας φίλη, Θεανώ μου, μέχρι που

229


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

"έφυγε" από τον κόσμο τούτο, δεν έμαθε το παραμικρό για αυτό το μυστικό, που κράτησα κι από σένα ακόμη, που ήξερες όπως κι εκείνη πότε φτερνιζόμουνα. Με πόνο ψυχής απομακρύνθηκα από το περιβάλλον της και το έφερε βαρέως ότι έμενα κολλητή σε σένα, ενώ μ’ εκείνη τέλος. Υπήρξε όμως μια στιγμή που λίγο ακόμη και να της έλεγα την αλήθεια, όταν φτιάχνοντάς τα με ένα γειτονόπουλό της, εισέπραξε απίστευτες, όπως μάθαινα τιμωρίες και ταπεινώσεις από τον «ηθικό» γονιό, που το δικό του κούτελο το ήθελε ο αρχιφαρισαίος καθαρό, να μην το λερώσει η κόρη του με την πανέμορφη πρώτη της αγάπη. Κανείς μέχρι τώρα δεν έμαθε το μυστικό μου. Και αν σου το εξομολογούμαι τώρα είναι γιατί γνωρίζοντας εσένα τόσο καλά πια, θα είναι σαν να μην το άκουσες ποτέ και ας με κοιτάς με τούτο το βλέμμα του σπαραγμού και της οδυνηρής έκπληξης. Εκτός... Εκτός αν την είχε πέσει και σ’ εσένα. Δε θα μου έκανε καμιά εντύπωση, αν μου έλεγες κάτι τέτοιο.

230


τρεις υπέροχες συνταγές του Πηλίου

Ο Ρωμανός μια ολόκληρη εβδομάδα ήταν εκτός έδρας. Πιο συγκεκριμένα κάπου στην Προβηγκία, λόγω δουλειάς. Πρόταση του Γενικού Διευθυντή της εταιρείας ήταν αν ήθελε να έχει τη σύντροφό του μαζί. Η Δανάη δεν αποδέχτηκε την πρόταση, η οποία παρά το ότι ακουγόταν ελκυστική δεν ήταν και τόσο. Όλη την ημέρα οι υπάλληλοι θα ήταν απασχολημένοι, αρχής γενομένης από τα ξημερώματα σχεδόν. «Με τέτοια κούραση, λοιπόν, στην επιστροφή, δε θα θέλω μια ωρίτσα ύπνου; Και τι μένει μετά; Κάνα μισάωρο να πάμε καμιά βόλτα, με τον Ρωμανό κι εκείνος να ονειρεύεται το κρεβάτι, ακόμη και αυτό του ξενοδοχείου. Κρεβάτι να ’ναι και όπου δη». Η Δανάη είχε έτοιμη τη δικαιολογία. Τα παιδιά με το σχολείο τους, τους γονείς της να είναι απασχολημένοι με τις δουλειές τους και να δυσκολεύονται να τα αναλάβουν για τόσες ημέρες και η Πέρσα, παρά το γεγονός ότι το πρότεινε, δεν ήταν σίγουρο πως θα τα κατάφερνε με τα κινητικά προβλήματα που είχε και είχαν χειροτερέψει τον τελευταίο καιρό. «Τώρα αν χάρηκε και ο Ρωμανός με την άρνηση ή όχι, δε θα το κατάλαβα, Θεανώ μου. Εκείνο που 231


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ξέρω πάντως είναι εκείνο που λέει συχνά η γιαγιά μου, πως όταν ένα ζευγάρι αρχίζει να μπορεί να ζει χωριστά, δεν είναι καθόλου ευοίωνο για την κοινή του ζωή γενικά». Δεν έλεγε ψέματα η Δανάη για τον φόρτο των καθηκόντων της «απέναντι σε τόσους ανθρώπους, όπως άλλωστε συμβαίνει με το πλείστο των γυναικών που επωμίζονται πολύ περισσότερα βάρη απ’ όσα τους αναλογούν». «Μεγάλοι μουσουργοί, μεγάλοι συγγραφείς, μεγάλοι επιστήμονες, τι είναι;», της απάντησε η παιδική φίλη. «Όλοι άντρες. Γιατί; Είναι πιο έξυπνοι, πιο άξιοι, πιο κατάλληλοι, για όλες τις τέχνες και για όλες τις επαγγελματικές ενασχολήσεις τους; Μα non. Είναι διότι και το μερίδιο των καθηκόντων που τους αναλογεί, το επωμίζεται το θηλυκό, για να αφήσει τον άντρα αφέντη να δοθεί απερίσπαστα, σε πιο ουράνια, πιο ουσιώδη πράγματα από το χτίσιμο ας πούμε, μιας οικογένειας και άλλα πράγματα πεζά δευτερευούσης σημασίας! Ο άντρας είναι για τα μεγάλα και η γυναίκα ένα απλό πλευρό στο σώμα του Αδάμ. Γνωστά». Δόθηκε όμως στην Δανάη η ευκαιρία και να αποδράσει, έστω για ένα Π/Σ/Κ και να πραγματοποιήσει ένα ρεπορτάζ, που ουδέποτε βρήκε την ευκαιρία πραγματοποίησής του. Τρεις μέρες μόνο, χωρίς κατεβασμένα μούτρα, παράπονα και θυμούς... «Φτου ξελευτερία λοιπόν, γιαγιά...». «Διονύση, τα σύνεργά σου και φύγαμε. Έλα 232


η ρεπόρτερ

προτού το μετανιώσω και πριν με πιάσουν οι τύψεις που ήδη άρχισαν να με τρώνε. Αν δεν το είχα πει και στο boss να με μέμφεται μετά, για τις αναίτιες, όπως θα έλεγε υπαναχωρήσεις μου, δε θα σου το πρότεινα καν». Και έφυγαν και πήγαν στην Ζαγορά του Πηλίου, σαν ορμητήριο και από εκεί σε όλο το βουνό των βουνών, όπως το αποκαλεί ο Δροσίνης σε ένα ποίημά του. Σκοπός τούτου του οδοιπορικού ήταν να μαζέψει η Δανάη αυθεντικές συνταγές ζαχαροπλαστικής και μαγειρικής, που θυμόταν σαν παιδί από τις καλοκαιρινές οικογενειακές διακοπές στα μέρη αυτά και είχαν στοιχειώσει θεϊκά τον ουρανίσκο της. Η Ζαγορίτισσα κυρία Μαρίτσα που είχε φιλοξενήσει την οικογένεια πριν πολλά χρόνια, την θυμήθηκε αμέσως. Τότε της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που η κοπελίτσα τότε άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον διάφορες αφηγήσεις της, την ώρα που τα άλλα παιδιά της ηλικίας της το μόνο που είχαν στο μυαλό τους ήταν το παιχνίδι και το κολύμπι στα καταγάλανα νερά του Χορευτού. Οι θύμισες εκείνες ξύπνησαν μονομιάς και πλημύρισαν την καρδιά της γυναίκας. Όταν δε η Δανάη τής ζήτησε τη «συνταγή για το θεϊκό γλυκό ψυγείου που ήταν η σπεσιαλιτέ» της νοικοκυράς που είχε κρατήσει από τους μακρινούς προγόνους από τα ιερά χώματα των χαμένων πατρίδων, για μια φορά ακόμη κολακευμένη ίσως από το ενδιαφέρον της 233


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Δανάης στο πρόσωπό της, έδειξε μεγάλη χαρά. «Για τις τρούφες μου θα μιλάς ασφαλώς. Πάρε, κυρά μου, χαρτί και μολύβι και γράφε να σε χαρώ».

ΤΡΟΥΦΕΣ (Ανάλογα με πόσα κομμάτια θέλεις να φτιάξεις. Αν θέλεις, για παράδειγμα, δεκαπέντε θα χρειαστείς τριάντα σαβαγιάρ). 200 με 300 γραμμάρια κοπανισμένο αμύγδαλο. (θα το κοπανίσεις μόνη σου) Δυο κουταλιές της σούπας ζάχαρη ψιλή, Έναν κρόκο αβγού Μιάμιση κουταλιά φρέσκο βούτυρο Κάνεις έτσι μία γέμιση που θα βάλεις σαν σε σάντουιτς στα σαβαγιάρ, τα οποία έχεις εντωμεταξύ ψεκάσει με ένα μείγμα μικρό, γάλατος και κονιάκ. Ελαφρό ράντισμα, πρόσεχε, για να μη μουλιάσουν τα σαβαγιάρ και σου διαλύονται. Σε μπεν μαρίν λιώνεις μία σοκολάτα κουβερτούρα και καμιά κουταλιά κακάο με μία κουταλιά φρέσκο βούτυρο και λίγο γάλα. Βάζεις αυτή τη σάλτσα σε ένα μπολ, πασαλείφεις ένα ένα σάντουιτς να πάει η σοκολάτα παντού. Σε ένα δοχείο πλατύ, έχεις απλώσει μπόλικη τρούφα, την οποία ενισχύεις κάθε λίγο και τυλίγεις το σοκολατένιο σάντουιτς να πάει η τρούφα παντού. Ένα ένα γλυκό το τοποθετείς σε μια όμορφη πιατέλα και, όταν μπούνε όλα, την βάζεις στο ψυγείο.

«Η επιτυχία αυτού του γλυκού, έγκειται κατά κύριο λόγο στον τρόπο εκτέλεσης της συνταγής, για

234


η ρεπόρτερ

παράδειγμα να μην αφήνεις πολύ σάλτσα στα χέρια σου επάνω και μουλιάζεις το σκουληκάκι το οποίο έτσι και βραχεί δεν κολλάει με τίποτα στο σοκολατένιο σάντουιτς. »Η συγχωρεμένη η μάνα μου συνήθιζε να λέει, ότι για την κατασκευή του χρειάζονται δύο άτομα το ένα θα «βαφτίζει» το σάντουιτς στη λιωμένη σοκολάτα και το άλλο με πιο στεγνά χέρια θα το τυλίγει στην τρούφα. Αυτό το γλυκό ψυγείου έχει ταξιδέψει μέχρι την Αμερική, μέχρι τη Γαλλία, που ζητούσαν τη συνταγή από τη μάνα, έτσι και το δοκίμαζαν». Η Δανάη και μόνο με την περιγραφή της εκτέλεσης, θυμήθηκε μεμιάς την ανεπανάληπτη γεύση. Ο ουρανίσκος δεν ξεχνά τη γεύση αυτή που τον στοίχειωσε όσα χρόνια και αν περάσουν. Όταν οι δυο νέοι έβγαλαν τις φωτογραφίες που ήθελαν, εξερεύνησαν το γύρω τοπίο και πήραν καναδυό λόγια από τους Ζαγορίτες στον καφενέ. Είπαν να μείνουν εκεί όλη την ημέρα. Θα συνέχιζαν το οδοιπορικό τους την επαύριο στις Μηλιές. Είχαν ακόμη ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο μπροστά τους. Υπεραρκετό. Στον γυρισμό την Δανάη την περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Η κυρία Μαρίτσα είχε αγοράσει τα υλικά και την κάλεσε να φτιάξουν το γλυκό, γατί «άλλο η περιγραφή και άλλο η εμπειρία», όπως είπε η ευγενική και φιλόξενη Ζαγορίτισσα. Ο Διονύσης τούς έδωσε συγχαρητήρια και είπε ότι τέτοιο γλυκό 235


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

δε ματάφαγε ούτε από τον Παρλιάρο, τον γνωστό ζαχαροπλάστη. «Έννοια σου και θα την διδάξω την Θεανώ να σου το φτιάχνει συχνά. Δεν παχαίνει και τόσο!... Έτσι, κυρία Μαρίτσα μου;» γέλασε η Δανάη. Αφού απόλαυσαν έναν ονειρεμένο ύπνο σε μοσχομυριστά κλινοσκεπάσματα, πρωί πρωί ξεκίνησαν για τις Μηλιές. Δύο φαγητά θυμόταν από το Πήλιο η δημοσιογράφος, που στον έγγαμο βίο της τα προσπάθησε, τα πλησίασε, «αλλά... άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας!» Το είχε καημό και απωθημένο. «Ας ήξερα τι έφταιγε και ο ουρανίσκος της δε θυμόταν Χριστό». Στις Μηλιές, η πρώτη διδάξασα, η κυρία Παναγιώτα δεν υπήρχε πια, αλλά υπήρχε η κόρη της, που όπως αποδείχτηκε, της μετέδωσε το μυστικό. ΚΕΦΤΕΔΑΚΙΑ

Υλικά Ένα κιλό μοσχαρίσιος κιμάς. Τέσσερις φέτες μουλιασμένο ψωμί (και αφού μουλιάσει, το στύβεις να φύγουν τα νερά). Ένα μεγάλο αυγό ή δύο μικρά Ένα μέτριο ψιλοκομμένο κρεμμύδι Δυο τρεις κουταλιές λάδι (αν ο κιμάς έχει παχάκια βάζεις λιγότερο λάδι). Ένα φλιτζανάκι του καφέ νερό Μπόλικο ψιλοκομμένο δυόσμο φρέσκο ή και ξερό Λίγη ρίγανη, αλάτι και πιπέρι 236


η ρεπόρτερ

Ανακατεύεις το μείγμα καλά (αν δεις ότι έγινε πολύ αραιό και διαλύεται βάλε λίγη κοπανισμένη φρυγανιά για να σφίξει. Γι’ αυτό να προσέξεις όταν βάλεις το νεράκι, βάζε το λίγο λίγο). Παίρνεις με ένα κουτάλι της σούπας υλικό, ανάλογα πώς τα θέλεις μεγάλα ή μικρά, πλάθεις ένα μπαλάκι, το βουτάς σε μπόλικο αλεύρι που μετά το τινάζεις για να μη γεμίσει το τηγάνι με αλεύρι και χαλάσει η υφή του λαδιού. Τα τηγανίζεις σε καυτό λάδι, είτε ελαιόλαδο είτε για πιο ελαφριά σε ηλιέλαιο. Μόλις ψηθούν από τη μια, τα γυρίζεις από την άλλη με μία σπάτουλα και ένα πιρούνι για ευκολία, βάζεις τα έτοιμα σε απορροφητικό χαρτί.

«Κάνεις και τηγανιτές πατάτες, αν το λάδι που έχει μείνει στο τηγάνι είναι αρκετό, αλλιώς καθαρίζεις το τηγάνι σου και βάζεις καινούριο λάδι, που είναι προτιμότερο και πιο υγιεινό. Σου λέω βέβαια αυτονόητα πράγματα γιατί δεν ξέρω πόσο καλή μαγείρισσα είσαι. Αν θέλετε, αγοράζετε τα υλικά και τα φτιάνουμε μαζί να τα δεις στην πράξη. Πηγαίνετε στη δουλειά σας και, όταν κρίνετε ότι άλλο δε χορεύει νηστικό τ’ αρκούδι, έρχεστε και τα φτιάχνουμε μαζί. Να είστε σίγουροι ότι θα μοσχοβολήσει το βουνό. Η αυλή μου θα γεμίσει γατιά περιμένοντας μεζέ, που δε νομίζω να περισσέψει...» Έτσι, η ρεπόρτερ βρήκε ένα καινούριο ενδιαφέρον. Επισκέψεις σε πόλεις, χωριά και νησιά, ανά την Ελλάδα, προς άγρα συνταγών όχι ανωνύμων, αλλά εκείνων που είναι συνδεδεμένες με τις αναμνήσεις 237


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

της. Δεν ήταν το φαγητό αυτό καθ’ εαυτό που το έκανε ανεπανάληπτο από τις δεκάδες ομοίων του σε βιβλία του είδους, με τα οποία ήταν γεμάτες οι βιβλιοθήκες της. Τα είχε συνδυάσει «με κάποια ανάμνηση, συνήθως καλή, αλλιώς γιατί να το αναπολώ;» Ο Διονύσης τα είχε χαμένα. Μέχρι σήμερα, τίποτα δεν είχε στοιχειώσει σαγηνευτικά τον ουρανίσκο του, πράγμα που άρχισε ήδη από χθες. Μαζί με τη Θεανώ θα εκτελούσαν τις περίφημες συνταγές για να μοιραστεί μ’ εκείνη την εμπειρία του. Ναι, ναι, αυτό θα έκανε μόλις έφθανε στην Αθήνα, τη «ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι» κατά τον Παλαμά, που δεν την άλλαζε ούτε με τα «βουνά των βουνών», ούτε με τα νησιά της Ελλάδας όλης. Την τρίτη και τελευταία ημέρα το πρόγραμμα έλεγε Μακρινίτσα, το «μπαλκόνι του Πηλίου». Είχαν ειδοποιήσει και τους περίμενε η Βασώ. «Τι να σας ετοιμάσω για μεσημέρι, τζιγέρια μου; Όταν ερχόταν κατά δω η μάνα σου τρελαινόταν για τα σουτζουκάκια μου, συνταγή της προγιαγιάς μου, της Αννιώς της Σμυρνιάς. Να σας φτιάξω; Θα σας μείνουν αλησμόνητα. Θα σας τα ετοιμάσω κι όταν γυρίσετε από τη βόλτα σας στο βουνό θα σας περιμένουν να τα γευτείτε, καλύτερα και από την αμβροσία των αρχαίων θεών. Επειδή σίγουρα θα μου ζητήσεις τη συνταγή τους θα στην έχω κι αυτή γραμμένη. Πάω κιόλας να τη γράψω μην το ξεχάσω, γιατί σαν να μη θυμάμαι και τόσο καλά τον τελευταίο καιρό». 238


η ρεπόρτερ

ΣΟΥΤΖΟΥΚΑΚΙΑ ΣΜΥΡΝΕΪΚΑ

Τρώγονται είτε σκέτα είτε με σάλτσα ντομάτας και πράσινες τσακιστές ελιές. ΥΛΙΚΑ Ένα κιλό μοσχαρίσιο κιμά. 5 φέτες μουλιασμένο και στυμμένο ψωμί. 2-3 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο. λίγο κύμινο. Αλάτι, πιπέρι. Λίγη ρίγανη, 2 κουταλιές ελαιόλαδο Και μισό ή και λιγότερο φλιτζανάκι του καφέ νερό. Πλάθουμε τα σουτζούκια και τους δίνουμε το γνωστό μακρόστενο σχήμα (σημ. με το τηγάνισμα μικραίνουν αρκετά). Εκτέλεση – α’ φάση Σε ζεματιστό λάδι στο τηγάνι βάζουμε ένα ένα τα σουτζουκάκια (χωρίς να τα αλευρώσουμε), με βρεγμένες χούφτες κατά προτίμηση με κρασί. Τα τηγανίζουμε σε καυτό λάδι. Εδώ τελειώνει η πρώτη φάση. Εκτέλεση – β' φάση Έχουμε αγοράσει μισό κιλό πράσινες ελιές τσακιστές, τις οποίες βράζουμε αλλάζοντας 2-3 φορές το νερό τους να φύγει το αλάτι τους και επιπλέον να μαλακώσουν. Έχουμε φτιάξει αρκετή σάλτσα ντομάτας σαν αυτή της μακαρονάδας και όταν ακόμη δεν είναι εντελώς έτοιμη, βάζουμε μέσα τις ελιές, τα σουτζουκάκια και λίγο λάδι τηγανίσματος και αφήνουμε να πάρουν 1-2 βράσεις για να σμίξουν οι ουσίες. Είναι έτοιμα όταν η σάλτσα μείνει με μόνο το λάδι της, χωρίς πολλά υγρά. 239


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Άντε τώρα, Διονύση, και πες μου αν σου έλαχε άλλοτε δουλειά με τέτοιες ασύλληπτες γεύσεις. Με αυτές θα καταπλήξω και τον άντρα μου, όταν γυρίσουμε με το καλό και οι δυο στο σπίτι μας. Κάποτε γκρινιάζαμε, όταν μέναμε μόνοι μας μακριά ο ένας από τον άλλο λόγω δουλειάς. Τώρα φαίνεται να μη μας νοιάζει αυτό και τόσο. Η σκέψη αυτή λίγο με προβληματίζει βέβαια και μακάρι να μείνει μόνο σαν σκέψη».

240


Φτου ξελευθερία

Η Δανάη είχε επισκεφτεί την Πέρσα. Με την πρόφαση ότι σπεύδει να βοηθήσει υπερήλικα που χρήζει ανάγκης, κατάφερε να βγει από το σπίτι. Όταν έφτασε στη γιαγιά της όμως ήδη εκεί βρίσκονταν η καλή της φίλη, η Μυρσίνη. Είχαν το εβδομαδιαίο καφεδάκι τους. Κανένας ιός δεν τις εμπόδιζε να συναντιούνται κάπου κάπου, αν κι όχι όσο τακτικά προ πανδημίας. Έμεινε σε μία γωνιά ήσυχη κι απολάμβανε τη συζήτηση των δύο φιλενάδων. «Χαμηλό βαρομετρικό εξαγγέλλουν οι μετεωρολόγοι, ο ουρανός ταβάνι και η Κυριακή πιο συννεφιασμένη και από εκείνην του συγχωρεμένου τραγουδοποιού. Καπάκι, η συμφωνία της μουρμούρας σου a capella, να κάνει έναρξη της συναυλίας παρέα με τη θεία Λένα "καλημέρα σας παιδιά" πολύ πριν την άλλοτε κανονική ώρα της εκπομπής. Χιλιοστή επανάληψη. Κυριακή αργία. Μάλιστα. Για λέγε μας λοιπόν, Πέρσα, τι έχεις και μουρμουράς σε la minore; Πώς να αντέξω σ’ αυτή την εξωγήινη κατάσταση; Να το ξέρεις, θα ’ρθει γρήγορα η στιγμή που θα σαλτάρω και τότε πες μου αν βρεθεί κανείς χριστιανός να πάρει τη θέση μου ακούγοντάς σε να μουρμουράς non stop, έτσι όπως είσαι κι ελόγου σου με το ’να πόδι στον τάφο!» 241


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Μυρσίνη, σκάσε και άκου. Δεν την αντέχω άλλο αυτήν την εφιαλτική κλεισούρα. Έχει τις ανέσεις της, δε λέω. Ούτε σύγκριση με εκείνην της Κατοχής προς αποφυγήν των βομβών. Ναι, μα τότε είχαμε πόλεμο και μάλιστα παγκόσμιο. Τώρα πόλεμο έχουμε και δεν τον πήρα χαμπάρι;» «Αμέ και τι έχουμε λες; Πανδημία, παγκόσμια επίθεση εναντίον της ανθρωπότητας από έναν μικρό, αόρατο εχθρό, που μας παίζει μονότερμα στο δικό του γήπεδο. Όμως, μια απορία, βρε Πέρσα μου, την έχω. Εσύ, μέχρι πριν τις απαγορεύσεις και τους αναγκαστικούς εγκλεισμούς, αρνιόσουν να βγεις ακόμα και την ηλιόλουστη αυλή σου. Σε τέτοιο σημείο ώστε να ξεχνάς πλείστες όσες φορές το φαγητό στη φουφού και να την βγάζεις, μ’ εμένα καλεσμένη σου, με ψωμοτύρι. Το πρωί ήσουν απασχολημένη με τα πρωινάδικα της τηλεόρασης και τον γοητευτικό σεφ για το πώς μαγειρεύεται σωστά το ιμάμ μπαϊλντί και πώς η κολοκυθόπιτα, σε συνταγή της αξεπέραστης μαγείρισσας που ήταν η συγχωρεμένη η γιαγιά του. Τη δε ώρα της μεσημεριανής σιέστας απειλούσες με εξοστρακισμό από το σπίτι εκείνον τον αφελή που θα τολμούσε να διαταράξει την ιερή ώρα της κοινής ησυχίας, εξαιρουμένων των τηλεφωνικών διαφημιστών που δε σέβονται μήτε ιερά μήτε όσια∙ είναι κι αυτοί σαν τον ιό, αόρατοι και δεν τιμωρούνται, οι αθεόφοβοι! »Να συνεχίσω; Μόλις ξυπνήσεις, καφεδάκι ελληνικό, βαρύ γλυκό μερακλίδικο, να διώξει τα τελευταία 242


η ρεπόρτερ

νέφη του ύπνου και στρώσιμο στην τηλεόραση για τις απογευματινές ειδήσεις. Ακούς με προσήλωση τα όσα θλιβερά και μακάβρια συμβαίνουν ανά την υφήλιο, αλλά αυτά δεν αφορούν εμάς. Το δικό μας πρόβλημα είναι η κλεισούρα. Μετά, η άλλη ιερή στιγμή, αυτή της τουρκικής σειράς –την βλέπεις ανερυθρίαστα, σαν δεν ντρέπεσαι η γυναίκα–, ακολουθεί μια ελληνική, για να μην έχουμε και ρατσιστικές διαμαρτυρίες, ακολουθούν οι ειδήσεις των εννιά και κατεβάζεις ρολά στις μισές από δαύτες, γιατί πλέον είσαι κατάκοπη. Αμέσως μετά, αφήνεσαι να σε πάρει αγκαλιά ο Μορφέας. Και να σκεφτεί κανείς ότι χαρίσαμε τον σκυλάκο μας, τον Άρη, στη φίλη μας την Αργυρώ γιατί δεν είχαμε χρόνο για την περιποίησή του!» Η Δανάη έκανε χάζι τον τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους οι δύο γιαγιάδες. “Αγόραζε” υλικό για το επόμενο χρονογράφημα. «Τώρα λοιπόν τι σε έπιασε και τα έβαλες με τους αρμόδιους που στο κάτω κάτω μάχονται αυτοί μόνο για τη διαφύλαξη της πολύτιμης υγείας μας; Μέχρι πρότινος νομίζαμε ότι ο ύπουλος αυτός εχθρός τα είχε βάλει με εμάς τα γερόντια, ίσως για να ελαφρύνει την Γη από τον υπερπληθυσμό της. Βλέπουμε όμως ότι δεν εξαιρεί κανέναν άνθρωπο, ακόμη και ζώα, όπως τα δύστυχα μινκ που αποφασίστηκε ο αφανισμός τους. Κάποιος έριξε στο τραπέζι μία ιδέα, μια υποψία, μην και καλά ο ιός τα έχει βάλει ακόμη και με τον εαυτό του και μακάρι να μη διαψευστεί και 243


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

να αυτοκαταστραφεί. Τα παραμύθια ανέκαθεν γοήτευαν το πλέον ανόητο, το πλέον εύπιστο ον της πανίδας. Να λοιπόν, που ένας επουσιώδης μικροοργανισμός τού πήρε τα ηνία σε πονηράδα και μόλις ο επιστήμονας αναφώνησε τρεις "σε έπιασα", ο ιός που του την είχε φυλαγμένη, πήρε άλλη μορφή και μην τον είδατε. Οι αρμόδιοι λοιπόν φροντίζουν για εμάς, εμείς γιατί να τους πηγαίνουμε κόντρα; Θέλεις να βγεις από το σπίτι ξέροντας ότι ο Άρχοντας του Σκότους καιροφυλακτεί κάπου απ’ έξω στην αυλή, μη σου πω και μέσα απ’ αυτή!» «Α, Μυρσίνη, δεν ξέρω τι λες, αλλά εγώ αύριο θα πάω στο κομμωτήριο και γαία πυρί μιχθήτω. Δεν μπορώ να βλέπω τα μαλλιά μου έτσι. Κι εσύ δεν είσαι ο Σακελάριος να μου τραγουδάς "Άσε τα μαλλάκια σου ανακατωμένα". Χθες μου είπες, όχι θυμάσαι τι μου είπες απαξιωτικά; "Ρε συ Πέρσα, πώς είναι έτσι τα μαλλιά σου; Μήτε σχήμα έχουνε μήτε χρώμα. Βρε μπας και έβαλες περούκα;" Εγώ τι θέλεις να κάνω μετά από αυτό; Όχι πως δεν είχες δίκιο, αλλά, βρε φιλενάδα, λίγο τακτ από καιρού σε καιρό, το συστήνει και ο σαβουαρβιβρολόγος Ζαμπούνης!» «Μα καλά, βρε κορίτσι μου. Άκου εκεί κορίτσι... Λέμε τώρα. Τέλος πάντων. Από αυτά που ακούς στις ειδήσεις τίποτα μα τίποτα, δεν τυπώνεται στο μυαλό σου; Και τα κομμωτήρια κλειστά δυστυχώς, δεν το άκουσες;». «Ε, και; Το ξέρω. Θα πάω ιδιωτικά στο σπίτι της 244


η ρεπόρτερ

Φωφώς, κατόπιν ραντεβού. Να ’ναι καλά το κορίτσι, επιτελεί κοινωνικό έργο». «Εγώ δεν υποφέρω, λες, που μου στερούν το υπέρτατο αγαθό, αυτό της ελευθερίας; Πώς αφήσαμε όμως τη ζωή μας να κυλήσει έτσι άσκοπα, κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους; Θυμάμαι κάτι κυριακάτικα δειλινά που πηγαίναμε στο Άλσος του Πεδίου του Άρεως να απολαύσουμε τον Γιώργο Οικονομίδη ή να γευτούμε μια πάστα Σεράνο στο Πέτρογραδ του Νίκυ Γιάκοβλεφ, που η γλύκα της στοίχειωνε τον ουρανίσκο μας μέχρι την επόμενη Κυριακή! Αλλά τότε να μου πεις δεν υπήρχαν τηλεοπτικές σειρήνες να μας καλούν». «Αρχαία ιστορία, σκέφτηκε η Δανάη, αλλά δεν ήθελε να παρέμβει επουδενί λόγω. Απολάμβανε τις αναπολήσεις και την ανάλυση της επικαιρότητας. «Βέβαια, αυτά τα λέω τώρα. Γιατί και τότε όλο και κάτι βρίσκαμε για να μουρμουράμε, όχι ακριβώς εμείς, που σαν νεαρά κοριτσόπουλα είχαμε άλλα να σκεφτούμε πιο γοητευτικά, αλλά οι μεγάλοι. Είπαμε αλλοπρόσαλλο ον ο άνθρωπος, ανικανοποίητο, επαναστατικό, ηρωικό, και και... Επί τη ευκαιρία να πω και κάτι που είχα διαβάσει και μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που ο σκληρός δίσκος της μνήμης μου δεν του έκανε delete. Ο ήρωας έχει μια δόση τρέλας. Την ώρα της ηρωικής του πράξης δε σκέπτεται τον θάνατο ή τον κίνδυνο της παρατολμίας του, εκείνη τη στιγμή δεν είναι του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό και μετά, αν επιζήσει, αναρωτιέται και ο ίδιος, 245


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

πώς ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να κάνει ότι έκανε. Λες να κόλλησες αυτό το μικρόβιο; »Και για να κλείνουμε την ωραία τούτη κουβέντα να πω ότι μπορεί κάποιος να μη νιώθει ελεύθερος, κλεισμένος οικειοθελώς στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του, ενώ αντίθετα να νιώθει ελεύθερος φυλακισμένος σε ανήλια φυλακή με την καρδιά και την ψυχή του να φτερουγίζουν αδέσμευτα με την αίσθηση ότι υπήρξε αθώος κι όπου να ’ναι θα αποφυλακιστεί. Υποκειμενική η έννοια της ελευθερίας. Για κάποιον αρχίζει, εκεί, που για κάποιον άλλον τελειώνει για Χ λόγους. »Καλή σου μέρα Πέρσα. Εγώ, είναι ώρα να σου αδειάζω τη γωνιά μην και μου τον κολλήσεις τον λεγάμενο, σε περίπτωση που είσαι θετική και δεν το ξέρεις. Παίζει και αυτό. Δική σου η ζωή, εσύ αποφασίζεις αν τη θέλεις ή αν επιθυμείς να τη δωρίσεις στον τσαχπίνη μικροοργανισμό, που έχει στήσει παγανιά εκεί έξω, σε όλους μας. Τον παρομοιάζω με εκείνα τα σατανικά βλήματα που μπαίνοντας στον οργανισμό μας από πυροβόλο όπλο, εκρήγνυνται σε άπειρα κομμάτια που κομματιάζουν το ανθρώπινο σώμα. Διαφέρει ο covid σε κάτι; Πολύ χειρότερος να λες... Βελζεβούλ σε μοχθηρία ο καταραμένος. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά δε θα ’χω και κανέναν να μου δώσει ένα ποτήρι νερό, πάνω στο άνθος των γηρατειών μου και πριν τον Μεγάλο Περίπατο αγκαζέ με τον covid!» «Και στον θάνατο μόνοι», μονολόγησε η Δανάη. 246


η ρεπόρτερ

«Και το εμβόλιο αργεί. Γιατί αργεί πού να πάρει; Αυτά βλέπει ο ιός, ο εκ Κίνας ορμώμενος μικρός – ο μέγας– και ξεσαλώνει αδιάντροπα, εξευτελίζοντας την ανθρωπότητα». Αφού έμειναν μόνες η Δανάη και η Πέρσα, η νεαρή δημοσιογράφος θυμήθηκε ένα περιστατικό που έμαθε σε ένα από τα χωριά που επισκεπτόταν τακτικά για τις ανάγκες μιας σειράς ρεπορτάζ και αφορούσε έναν κοκκινομάλλη νεαρό. Το γεγονός ότι είχε κόκκινα μαλλιά δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν, μιας και η οικογένεια πέραν αυτού του αγοριού με τα φλογισμένα μαλλιά δεν είχε παρόμοιο μέλος, κι από τις δυο μεριές των γονέων μέχρι το βαθύ του χρόνου όπου έψαχναν οι γεροντότεροι. Τη μάνα του, κλασσική χωρική παλαιάς κοπής, δε θυμόταν κανείς συγχωριανός της να την έχει ποτέ δει έξω από τα ασφυκτικά όρια του χωριού της. Τα γειτονικά χωριά ήταν γι’ αυτήν ό,τι το εξωτερικό για τον σημερινό Έλληνα. Παράλληλα, κανένας δεν είδε κοκκινοτρίχη επισκέπτη ή πραγματευτή από αυτούς τους γενικού εμπορίου που γυρίζουν την πραμάτεια τους από χωρίου σε χωρίον και δημιουργούν περαστικούς δεσμούς με ανύμφευτες αλλά και παντρεμένες χωριανές, για να περάσει από το μυαλό του ότι η γυναίκα αυτή έκανε τη ζαβολιά της, έτσι όπως ήταν ένα ον απροσδιορίστου ηλικίας ακόμη και σαν κοπέλα. Ο νονός, όταν ήρθε η ώρα της κολυμπήθρας, 247


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

απαίτησε από τον κατάπληκτο παπά να το ονομάσουν Ρέντχερ (Redhair, κοκκινομάλλη) για να τιμήσουν τη φύση, που θέλησε προφανώς με την παραξενιά της αυτή κάτι να μηνύσει στους δικούς του παιδιού. Ο παπάς ανένδοτος, ο νονός επίσης. Απείλησε μάλιστα μέχρι αλλαγή θρησκεύματος, αν ο παπάς δεν υπαναχωρούσε. Απειλήθηκε σύρραξη μεταξύ των κατοίκων. Εκείνη την εποχή υπήρχαν ακόμη αρκετοί κάτοικοι στα ορεινά χωριά. Κι έτσι ο ιερέας κατέφυγε στον Μητροπολίτη να δώσει σοφή λύση. Και ενώ ο καθένας θα περίμενε να υπεραμυνόταν με την άποψη του γερο-παπά, μπροστά στον σάλο που δημιουργήθηκε, αναγκάστηκε να δώσει τη λύση. «Να ξέρει όμως το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Αγίας Εκκλησίας, ότι αυτή δεν είναι παρά μία εξαίρεση που ταιριάζει με αυτή της φύσεως». Σε μια εποχή που η εκκλησία βαλλόταν πανταχόθεν, ο νουνεχής Δεσπότης θέλησε να εξομαλύνει την κατάσταση. Δε θα χανόταν και ο κόσμος, αν κατ’ εξαίρεση τον ονόμαζαν κοκκινομάλλη ή ξανθομάλλη ή όπως αλλιώς γούσταραν οι δικοί του να το πουν το παιδί. Αρκεί δίπλα στο «κοκκινομάλλης» να πρόσθεταν και όνομα χριστιανικό, όπως πρόσταζε ο εκκλησιαστικός νόμος. Ρέντχερ Γιώργη, τον ονόμασαν λοιπόν και τον γιόρταζαν, κατ’ εξαίρεση πάντα, των Αγίων Πάντων! Η φύση έκανε τη ζαβολιά της, αλλά όχι μόνο στο εξωτερικό μέρος του κεφαλιού του μικρούλη κοκκινοτρίχη αλλά και στο μυαλό του. Ήταν οι σκέψεις 248


η ρεπόρτερ

του και η σχολική του γνώση, πολύ πιο προχωρημένη, τουλάχιστον κατά πέντε χρόνια από τα παιδιά της ηλικίας του. Όταν κάποτε δημοσιογράφος που του έπαιρνε συνέντευξη, πέντε χρόνων νήπιο, τον ρώτησε τι λένε γι’ αυτόν οι φίλοι του, εκείνος απόλυτα φυσιολογικά απάντησε «μα δεν έχω φίλους»! Όταν η Δανάη άκουσε αυτή τη φράση από το βίντεο του συναδέλφου της συγκλονίστηκε, αρρώστησε στη σκέψη της μοναξιάς αυτού του μικρούλη. Θέλησε να τον γνωρίσει. Πήγε μέχρι το χωριουδάκι και από τη στιγμή που συναντήθηκαν κατάλαβαν και οι δυο καθένας με τον τρόπο του ότι θα γίνονταν «φίλοι καρδιακοί». Ο μικρός, κολακευμένος από το ενδιαφέρον που έδειχνε η κοπελιά, έκανε ό,τι μπορούσε να την ευχαριστήσει αλλά και να την εντυπωσιάσει πέρα από τα κατακόκκινα μαλλιά και τις γουστόζικες φακίδες της ωραίας του μύτης. Και να που η τύχη τον βοήθησε σ’ αυτό. Άγνωστο πώς, βρήκε στο σπίτι του παππού του μια παλιά κιθάρα, παλιά μεν αλλά με όλες τις χορδές στη θέση τους. Ξεκούρδιστη, με μια όμως γλυκιά παραφωνία που μαρτυρούσε μεγάλες δυνατότητες, εφόσον κουρδιζόταν σωστά. Από κείνη τη στιγμή και μετά η κιθάρα ήταν κάτι σαν προέκταση του εαυτού του. Δεν έφευγε από τα χέρια του και κοιμόταν μαζί της αγκαλιά. Ενστικτωδώς κατάλαβε ότι για να πάψει να φαλ249


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τσάρει τόσο χαριτωμένα, όφειλε εκείνος να της σφίξει τα κλειδιά. Πολύ γρήγορα άρχισε να συνθέτει δικές του μελωδίες, χωρίς να έχει κάνει μαθήματα σε κάποιο ωδείο, μόνο με τα μουσικά ακούσματα από τον περίγυρό του. «Πώς ένας βοσκός κάνει τη φλογέρα του να κελαηδά, μαγεύοντας τη φύση, με την αντήχηση της μουσικής του πάνω στα σκληροτράχηλα βουνά, κάνοντας πρίμο σεκόντο με τα βελάσματα του κοπαδιού του, που τον ακούει μαγεμένο; Τον δίδαξε ποτέ κανείς πώς να το κάνει; Μελωδίες που μιμούνται τον αγέρα τον ήλιο και τη βροχή, το αηδόνι στις ρεματιές, τον κεραυνό και την αστραπή, μα και την προσμονή του σμιξίματος με τη βοσκοπούλα του σαν αργά γυρίσει στο σπιτικό του αργά το απόγευμα, να ξαποστάσει. Αυτές είναι οι παρτιτούρες του για σόλο φλογέρα, με τη συμφωνική ορχήστρα της φύσης υπό τη διεύθυνση αόρατου μαέστρου. Έτσι και ο Ρέντχερ. Πήρε στα χεράκια του ένα όργανο χωρίς ζωή, το ανάστησε και το έκανε να μαγεύει τον όποιο τον άκουγε, φιλόμουσο ή μη». Η Δανάη όταν τον πρωτοάκουσε, ενθουσιάστηκε. Φιλόμουση και η ίδια, αλλά δίχως περγαμηνές ταλέντου στο πιάνο, βάλθηκε να βοηθήσει τον μικρούλη να ξεφύγει από τα όρια της στενοκεφαλιάς του πατέρα κυρίως, ο οποίος δεν ήθελε όπως έλεγε να δει τον γιο του μουσικάντη, αλλά «βαθμοφόρο της αστυνομίας για να μη λείψει ποτέ το ψωμί από το τραπέζι του». Και συνέχιζε «αν θέλει να παίζει κιθάρα 250


η ρεπόρτερ

για το γούστο και το κέφι του στο σπίτι και στα πανηγύρια καλώς, να το κάνει, αλλά μέχρις εκεί». Ο μικρός υπέφερε από αυτές τις απαγορεύσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γενικώς, αλλά και πώς να μην υποταγεί στον πατέρα αφέντη. «Και εδώ γεννιέται το εύλογο ερώτημα: πώς ένα παιδί χωρίς κανέναν μουσικό στην οικογένεια, χωρίς τα στοιχειώδη ακούσματα, να μπορεί να παίζει εύκολα και από μνήμης Αντρέ Σεκόβια, Αλμπένιθ και έργα μεγάλων Ισπανών συνθετών, αφού τα άκουγε μαγεμένος πεντέξι φορές; Για όποιον ξέρει από μουσική, πρόκειται για μία μεταφυσική, ίσως υπερφυσική κατάσταση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ένας νορμάλ ενήλικας χρειάζεται ώρες και ώρες, μελέτης, και άριστη τεχνική κατάρτιση για να το πετύχει». Την Δανάη, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, τα χαρισματικά παιδιά τη φόβιζαν, αλλά και τα λυπόταν. Την ώρα που τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους απολαμβάνουν παιχνίδι και ξεγνοιασιά, πράγματα αναντικατάστατα, τα ίδια κάθονται σαν μαγεμένα και κυρίως αγόγγυστα μπροστά σε ένα πιάνο ή αγκαλιά με ένα βιολί, μια κιθάρα κτλ. και μελετούν, αν θέλουν να εξελίξουν το δώρο που τους χαρίστηκε και που παραμένει, όπως είπαμε, ανεξήγητο. Θεώρησε χρέος της να πάει τον μικρό να τον ακούσει ένας ειδικός, πεπειραμένος δάσκαλος, κρυφά από τον γονιό, ρισκάροντας ακόμη και τη φιλία 251


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τους. Εκείνος έμεινε κατάπληκτος, παρά την επιφυλακτικότητα που είχε αποκτήσει μετά από χρόνια διδασκαλίας. Κυριολεκτικά μαγεύτηκε, σε σημείο να θέλει να υποκλιθεί μπροστά στη «μικρή θεότητα», όπως αποκάλεσε τον Ρέντχερ. «Ακούστε, δεσποινίς Βουδούρη. Θα σας συνιστούσα να αφήσετε εμένα να χειριστώ το εμπόδιο του πατέρα. Εμείς οι άντρες έχουμε συγκεκριμένους κώδικες επικοινωνίας και εμπιστευόμαστε αλλήλους». Ο πατέρας όταν άκουσε για μαθήματα κιθάρας άνευ αμοιβής λόγω ιδιαίτερου ταλέντου και καμάρωσε και ενέδωσε. «Δε βαριέσαι. Μπορεί ο μικρός κοκκινομάλλης με τούτη του την ενασχόληση να ξεφύγει από την τηλεόραση και το τάμπλετ, όπως τα αδέρφια του. Και μόνο γι’ αυτό τον λόγο ας κάνει το κέφι του», σκέφτηκε. Πανευτυχής πλέον ο δάσκαλος είπε στον πατέρα ότι θα πάει τον μικρό σε ειδικό σχολείο για χαρισματικά παιδιά και τα όποια έξοδα δικά του. Ήταν το καμάρι του, πέρα και από τη δική του την προσωπική προβολή. Με υπερηφάνεια θα ’λεγε δε, στο εγγύς μέλλον, ότι αυτό το φαινόμενο υπήρξε μαθητής του. Λίγο το ’χες; Πήρε υποτροφία από το Ίδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης και σε ηλικία οκτώ χρόνων ήταν ήδη ένας φτασμένος κιθαρίστας. Έπαιζε με αξιοζήλευτη ευχέρεια έργα Μεγάλων Δημιουργών αλλά και τζαζ και σημερινά ακούσματα, δοξάζοντας όχι μόνο την 252


η ρεπόρτερ

οικογένεια αλλά και το μικρό ορεινό χωριό του. Δεκαετίες μετά η Δανάη θα θυμόταν την εξομολόγηση του μικρού. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, αλλά ο νεαρός πια βιρτουόζος ουδέποτε ξέχασε την Δανάη, στην οποία χρωστούσε τα πάντα. Ούτε τον έρωτα που της είχε παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ήταν η μούσα του, η έμπνευσή του. Γι’ αυτήν έγραψε τα διάσημα έργα του. Της το χρωστούσε. «Δανάη μου, είσαι η θεά μου, σου οφείλω αυτό που έγινα. Δε θέλω να νιώσεις κάπως, μα θα σου το πω. Είσαι η πρώτη μου μεγάλη αγάπη. Δεν ήταν δύσκολο καθόλου μάλιστα, ο έρωτας να χτυπήσει την πόρτα της καρδιάς μου. Άραγε ο Ρωμανός σου ξέρει τι θησαυρό έχει παντρευτεί; Είσαι ξεχωριστή και όχι βέβαια μόνο για τα υπέροχα κόκκινα μαλλιά σου! Να το ’χει το χρώμα λες; Δε νομίζω. Το ’χει η καρδιά με το δικό της άλικο χρώμα».

253


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

254


Η μαυροσταχτούρα

Με μια διάθεση αναπόλησης της ζωής που κύλησε αφήνοντάς της γλυκές και πικρές αναμνήσεις, καθόταν η Πέρσα, σ’ αυτή την αυλή που έζησε τα πιο όμορφα παιδικά της χρόνια. Ίσως έφταιγε το φθινόπωρο για τη μελαγχολία της αυτή, μια εποχή που μελαγχολεί τον καθένα για όλα τα ωραία που πέρασαν και πάνε. «Αλλοπρόσαλλη εποχή η άτιμη. Τη μια θυμίζει μικρό καλοκαιράκι, σαν να σε παρηγορεί για το μεγάλο καλοκαίρι που πέρασε και από την άλλη αλλάζει, μοιάζοντας με πρώιμο χειμώνα. Μα μόνο η εποχή είναι αλλοπρόσαλλη; Πριν λίγες ημέρες δεν ήταν, που τον άνθρωπο τον τυραννούσε η αφόρητη ζέστη με έναν ήλιο καμίνι μισητό και ανυπόφορο ξορκίζοντάς τον στο πυρ το εξώτερο, ενώ τώρα τον παρακαλά να γυρίσει να του ζεστάνει το κορμί και τα κόκαλά του, που τρίζουν από τα αρθριτικά σαν αγρασάριστες μηχανές;» Στο μαρμάρινο τραπεζάκι της αυλής άπλωσε μια διπλή εφημερίδα και πάνω της απόθεσε δυο χουφτιές ψιχουλάκια από ψωμί και κέικ για τα πουλιά, που θα ’ρχονταν σίγουρα να τα καταβροχθίσουν χωρίς να νοιάζονται ή να φοβούνται την παρουσία του ανθρώπου. «Με τον ψεκασμό που έκαναν εχθές τα δύο 255


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

θηριώδη αεροπλάνα σε χαμηλή πτήση, εξολοθρεύθηκε σχεδόν το μενού τους από έντομα και φυσικές λιχουδιές. Έπεσε πείνα στο πτερωτό βασίλειο και τα πουλιά», αναγκαστικά θα κατέφευγαν στον άνθρωπο για βοήθεια. «Ίσως από ένστικτο να καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν και Άνθρωποι, με άλφα κεφαλαίο, να τα βοηθούν. Ευτυχώς που τα αποδημητικά έχουν προλάβει να φύγουν για τη ζεστή Αφρική. Εκεί και η τροφή σε έντομα είναι άφθονη, προς μεγάλη απελπισία των ανθρώπων. Έντομα, πόρος ζωής για τμήμα της πανίδας και αιτία μολυσματικών νόσων για άλλο. Ισορροπία της φύσης!», μουρμούρισε η Πέρσα. Η Δανάη καθόταν και ρέμβαζε, περιμένοντας τη γιαγιά της να τελειώσει κάτι που έγραφε και δεν έπαιρνε αναβολή, για να πάνε στον καρδιολόγο για προγραμματισμένο ραντεβού τσεκαρίσματος στο «μοτεράκι που τελευταία δεν έπαιρνε και τόσο σωστές στροφές», βάζοντας την οικογένεια σε μεγάλη ανησυχία. «Όπως το περίμενα». Με κάθετες εφορμήσεις, μια συμμορία από καμιά δεκαριά σπουργίτες επέπεσαν στη λαχταριστή τροφή και σε χρόνο μηδέν δεν είχε μείνει ψίχουλο για ψίχουλο πάνω στο χαρτί. Μα δεν έφευγαν. Περίμεναν και περίσσευμα συσσιτίου που η κοπέλα έσπευσε να προσφέρει. Τότε μόνο πρόσεξε ότι ανάμεσά τους υπήρχε και ένα πουλί που έμοιαζε με χελιδόνι μα που χελιδόνι δεν ήταν, με κάτι μικρούλια κοντά πο256


η ρεπόρτερ

δαράκια, τόσο κοντά που νόμιζε πως η κοιλιά του θα ακουμπήσει στο μάρμαρο πάνω. Η Δανάη είδε το πουλί περιμένοντας στην αυλή και απόρησε. «Όχι χελιδόνι δεν είναι». Πλησίασε να δει καλύτερα και αυτό φοβισμένο πέταξε στον κάθετο τοίχο του απέναντι κτηρίου αναρριχόμενο πάνω του. Τέτοια προσγείωση πουλιού σε τοίχο, πρώτη φορά έβλεπε. Σαν να είχε στις πατούσες του βεντούζες. Της έκανε μεγάλη εντύπωση η όλη συμπεριφορά του.

Γιαγιά και εγγονή πήγαν στον γιατρό, που βρήκε την Πέρσα παρά την ηλικία της μια χαρά. Με το που επέστρεψαν, αψηφώντας την έντονη φθινοπωρινή δροσιά, κάθισαν για λίγο στην αυλή να απολαύσουν τις ηλιαχτίδες, ξέροντας ότι σε λίγο καιρό δε θα το μπορούσαν. Η Πέρσα όπως και πριν ένα δίωρο, επανέλαβε το κάλεσμα για τροφή των πτερωτών της φίλων. Η ίδια ακριβώς σκηνή. Ένα τσούρμο τσαχπίνικων σπουργιτιών και στη μέση η παράξενη χελιδόνα. «Γιαγιά μου, κοίταξε σε παρακαλώ τούτο το παράξενο πουλί, μοιάζει με χελιδόνι μα χελιδόνι δεν είναι, απ’ όσο τα γνωρίζω λίγο πολύ». «Μια μαυροσταχτούρα είναι, μωρό μου. Μα μου φαίνεται περίεργο, πώς ακόμη δεν έχει αποδημήσει για Αφρική. Πώς και έχει ξεμείνει αυτό μόνο, κατά πώς φαίνεται, χωρίς τους ομοίους του; Αυτά τα πουλιά τρέφονται μόνο με έντομα που βρίσκουν 257


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

στον αέρα, όπου και περνούν όλη τους τη μέρα, ακόμη και τον ύπνο τους στον αέρα πετώντας τον παίρνουν. Θα πρέπει κάτι να του συνέβη και δεν μπόρεσε να φύγει και με τον προχθεσινό ψεκασμό έχασε και την τροφή του. Το καημένο είναι καταδικασμένο, ούτως ή άλλως, αφού και τροφή να είχε, το κορμάκι του δεν το αντέχει το κρύο. Εμείς, παιδάκι μου, τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, δυστυχώς». Την επόμενη ημέρα η Δανάη έφερε τις αιματολογικές εξετάσεις της Πέρσας, που ήταν καλές σχετικά και την βρήκε συλλογισμένη. «Τι είναι, Πέρσα, κορίτσι μου; Έγινε κάτι;» «Βρε Δανάη μου, σε μεγάλο μπελά με έβαλε το μαυροπούλι. Σήμερα η παρέα των σπουργιτιών ήρθε στην αυλή με τη μαυροσταχτούρα. Πάλι στη μέση ενός κύκλου προστατευτικού, θυμίζοντας τη "μικρή Ελένη που κάθεται και κλαίει που δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της". Έπιασαν το τραπέζι και δεν το ’χαν σκοπό να φύγουν, αν δεν τα τάιζα. Και οι σπουργίτες πάντα γύρω από τη μαυροσταχτούρα σαν προστατευτικός κλοιός. Σε λίγο τι συνέβη λες; Ένα άλλο σπουργίτι που το περίμεναν, ως φαίνεται όλοι να έρθει να τους συναντήσει, πλησίασε τη μαυροσταχτούρα. Εκείνη άνοιξε το ράμφος της και καταβρόχθισε αστραπιαία το σκουλήκι που γι’ αρκετή ώρα θα της έκοβε την αφόρητη πείνα, όπως όλα έδειχναν. Έμεινα ενεή με τη συγκινητική σκηνή που εξελίχτηκε μπροστά μου, μα είχε και συνέχεια». 258


η ρεπόρτερ

Ένας άλλος κουβαλητής σπουργίτης είχε φέρει κάτι πιο σπουδαίο, γιατί όλα τα πουλιά φτερούγιζαν με χαρά γύρω από το ταϊσμένο πια μαυροπούλι. Και τότε μόνο έφαγαν την τροφή που τους πρόσφερε η Πέρσα. «Δεν άφησαν ίχνος ψίχουλου στο τραπέζι επάνω. Και με μια κυκλική περιστροφή σαν σε χορό γύρω από τον φίλο τους με ένα χαρούμενο τιτίβισμα έκαναν έτσι μια και πέταξαν μακριά. Η μαυροσταχτούρα έμεινε μόνη της στο τραπέζι. Θεώρησαν ότι το καθήκον τους είχε ολοκληρωθεί και ίσως εμμέσως να υποδείκνυαν σε μένα ότι τώρα άρχιζε το δικό μου το καθήκον προστασίας ενός ανήμπορου πλάσματος». Η Δανάη απόρησε, αλλά η Πέρσα συνέχισε να αφηγείται. «Πες μου ό,τι θες, όμως εγώ έτσι εξέλαβα τη στάση τους. Με ξέρεις ότι προσωπικά μισώ την ιδέα του φυλακισμένου, είτε πουλιού είτε οποιουδήποτε ζωντανού. Όφειλα όμως κάτι να κάνω, ωσότου βρεθεί καλύτερη λύση». Το πουλί βρισκόταν εκτεθειμένο στις ορέξεις αιλουροειδών και σκύλων. Το έβαλε προσεκτικά σε ένα τεράστιο κλουβί στην αποθήκη, όπου πριν πολλά χρόνια ο παππούς της Δανάης κρατούσε κάτι παπαγαλάκια. Το περιποιήθηκε, το κρέμασε στον τοίχο και σε διάφορα πιατάκια έβαλε σπόρια που αγόρασε και νεράκι που ανανέωνε συχνά πυκνά. Άφησε τις πορτούλες ολάνοιχτες και το κάλεσε μιλώντας του 259


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

σαν χαζή, να βρει εκεί μέσα προσωρινό καταφύγιο. «Θα έχω να το λέω ότι κατάλαβε πλήρως την όλη μου συμπεριφορά». Επέστρεψε από μια πτήση δευτερολέπτων, δεν μπορούσε περισσότερο. Μπήκε να φάει. «Έχω σκοπό να το πάω σε έναν ορνιθολόγο κτηνίατρο να το εξετάσει, να δούμε τι συμβαίνει. Και βλέποντας και κάνοντας. Ήρθε στην αυλή μου ζητώντας ενστικτωδώς βοήθεια. Θα του την δώσω. Άλλο τίποτα δεν μπορώ να κάνω για πάρτη του. Παρεμπιπτόντως τι έδειξαν οι εξετάσεις μου; Θα ζήσω; Ή θα αρχίσω κι εγώ τα σούρτα φέρτα με τους γιατρούς που είναι το χειρότερό μου;» Ο κτηνίατρος που το εξέτασε, βρήκε το φτερό του πληγωμένο και πως το σκάγι που έκανε τη ζημιά ήταν ακόμη καρφωμένο πάνω του. Έκανε την επέμβαση, «τα μαγικά του», όπως είπε η Πέρσα, και σε δυο εβδομάδες το πουλί ήταν πλέον υγιές κι ελεύθερο. Εντωμεταξύ είχε εξοικειωθεί με την αυλή και το κρεμαστό του σπίτι στο οποίο μπαινόβγαινε, όποτε του έκανε κέφι. Όταν πιάσανε τα κρύα, με ένα χειμώνα βαρύ, η Δανάη το έφερε στη ζεστασιά του δικού της σπιτιού, για να το φροντίσει πιο εύκολα από την Πέρσα. Εκεί ήταν ελεύθερο με ανοιχτό το κλουβί. Συνεχώς πετούσε. Δεν περπατούσε σχεδόν ποτέ. Έτρωγε την τροφή που συνέστησε ο γιατρός, την οποία συμπλήρωνε με κανένα σπάνιο κουνουπάκι «από αυτά που θρασύτατα σου ρουφάνε το αίμα και σφυρίζουν μέσα 260


η ρεπόρτερ

στ’ αυτιά σου παρά τα αντικουνουπικά φιδάκια που λιβανίζουν τον χώρο» και ο καιρός περνούσε. «Να δεις που σε λίγο θα σταματήσω να πασαλείβομαι με εντομοαπωθητικά. Το μαυροπούλι τα έχει εξαφανίσει», ομολόγησε μια μέρα στη γιαγιά της. «Αν και το καλοκαίρι κάνει τα ίδια, τότε θα σου το φέρω πίσω να απολαμβάνεις η γραία τις βεγγέρες στην αυλή σου, που αλλιώς δεν τολμούσες να καθίσεις από τον φόβο των πτερωτών βαμπίρ! Το ερώτημα είναι γατί η άσπρη γαλιάντρα, που μπορεί να ζηλεύει, μα δεν τόλμησε ποτέ είτε φανερά είτε κρυφά να βλάψει τον φτερωτό μουσαφίρη. Την είχα βέβαια προειδοποιήσει. "Έτσι και βλάψεις το πουλί, μαύρο φίδι που σε έφαγε, κακομοίρα μου". Και να δεις που η γάτα κατάλαβε και τις απειλές και τις νουθεσίες και καθότανε στ’ αυγά της, τρόπος του λέγειν δηλαδή». Κάποτε πέρασε ο χειμώνας και εκεί λίγο μετά τον Φλεβάρη αρχές Μάρτη, η Δανάη βρήκε το κλουβί αδειανό. Κοίταξε τη γαλιάντρα απειλητικά, μα εκείνη της ανταπέδωσε το βλέμμα αθώα και χωρίς να κατεβάσει τα βλέφαρα. Δεν ήταν ένοχη για την απουσία του πουλιού. Μετά 3-4 ημέρες, όπως άνοιξε το παράθυρο να αερίσει το σπίτι, βλέπει τη μαυροσταχτούρα να κάθεται στο περβάζι. Η Δανάη μέσα στην τρελή χαρά της. «Αλήτισσα, που ήσουνα, μωρέ, και με έσκασες;» Μα δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο. Πλάι της 261


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ήρθε και κάθισε μια άλλη, ή μάλλον ένας άλλος μαυροσταχτούρης άρτι αφιχθείς εξ Αιγύπτου. «Σε λίγο θα έχουν και τα μωρά τους... Και το φθινόπωρο θα φύγουν για την Αίγυπτο όλοι μαζί. Νομοτέλεια. Η φύση έδωσε τις λύσεις και εμείς, Πέρσα μου, απλά δώσαμε ένα χεράκι να μη μείνουν άλυτα ορισμένα προβλήματα που φάνταζαν δύσκολα στη λύση τους», της είπε στο τηλέφωνο.

262


Η αλάνα

Αν για κάτι όμως ήταν υπερήφανη η Δανάη, ήταν το μικρό της διαμέρισμα-γραφείο στον πέμπτο όροφο μιας καλαίσθητα κτισμένης πολυκατοικίας με τελείως ανεμπόδιστη θέα στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας του Σαρωνικού. Πέραν του κυρίως σπιτιού, τούτο δω το διαμερισματάκι ήταν αποκλειστικά δικός της χώρος, που εκτός της υπέροχης θέας προσέφερε και απόλυτη ησυχία για να ασχοληθεί με τα γραφτά της, το χρονογράφημα και τη λογοτεχνική της στήλη στη μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα. Της έδινε έμπνευση η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όπου δεν έφταναν οι ήχοι του δρόμου από τη φυσική μόνωση, η οποία εγκλώβιζε τους ενοχλητικούς θορύβους. Μα όμως ένα απρόσμενο γεγονός ήρθε ένα πρωί να ταράξει την ησυχία της και να την κάνει να χάσει την παροιμιώδη ψυχραιμία της. Λίγο μετά το μεσημέρι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της, για να πάει στο κυρίως σπίτι και τις εκεί υποχρεώσεις και καθήκοντά της σαν μητέρα και σύζυγος. Το παράθυρο λούζονταν από τον ήλιο και έμοιαζε με κάδρο ενός ανεπανάληπτης δεξιοτεχνίας πίνακα ζωγραφικής. Όταν όμως έκανε να κλείσει το πλατύφυλλο παραθύρι βλέπει την «ευλογημένη αλάνα» 263


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μπροστά της να έχει καταληφθεί από ένα συνεργείο ατόμων. Άλλοι φωτογράφιζαν τον χώρο και άλλοι μετρούσαν τις πλευρές της. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει ότι σε λίγο την «ανεμπόδιστη θέα» θα εμπόδιζε μια πολυκατοικία σαν τη δική της και αντί για το απέραντο γαλάζιο του Σαρωνικού θα αντίκριζε τους πλαϊνούς τοίχους ενός νεόδμητου κτιρίου. Την έπιασαν τα κλάματα. «Πώς μέχρι τώρα βαυκαλιζόμουν στην ιδέα ότι η αλάνα θα παρέμενε κενή, τη στιγμή που κάθε τετραγωνικό μέτρο στην περιοχή κόστιζε χρυσάφι;» Γνώριζε ότι το τεράστιο οικόπεδο ανήκε στον Δήμο και θυμήθηκε που έλεγε με κρυφή χαρά «και σαν πόσα λεφτά θα είχε πια να διαθέσει αυτός για την αξιοποίηση του χώρου;» Την έπιασε πονοκέφαλος. Αυτό συνέβαινε πάντα, όταν της τύχαιναν δυσάρεστα γεγονότα. Και η κατάληψη τη αλάνας ήταν ένα απ’ αυτά. Σε λίγη ώρα αισθανόταν τόσο χάλια, ώστε έφτασε στο σημείο να υποπτευθεί μην και την είχε χτυπήσει ο covid-19. Έκανε έναν espresso να στανιάρει κάπως και πήρε τηλέφωνο τον διαχειριστή. «Γεια σου, κυρ-Παντελή. Τι κακό μας βρήκε απογευματιάτικα; Πολυκατοικία βέβαια, ε;» «Όχι μαντάμ, ευτυχώς, εν μέρει. Βρίσκονται μεταξύ ενός νηπιαγωγείου για άπορους γονείς και μιας πρότυπης παιδικής χαράς. Δεκάδες παιδικές φωνούλες είτε με το ένα, είτε με τ’ άλλο, θα μας 264


η ρεπόρτερ

παίρνουν το κεφάλι. Που σημαίνει, η πολύτιμη και αξιοζήλευτη ησυχία της περιοχής μας πάει περίπατο. Θα το συνηθίσουμε κι αυτό τι να κάνουμε;» Η Δανάη ενθουσιάστηκε. «Ένα ισόγειο κτίριο, μεγάλο μεν αλλά σε έκταση και όχι σε ύψος, θα είναι ό,τι το καλύτερο. Και το κάδρο θα είναι ακόμη καλύτερο στην περίπτωση παιδικής χαράς». Τώρα, τι εννοούσε ο κυρ-Παντελής λέγοντας «πρότυπη» δεν μπορούσε να φανταστεί. «Όπως και να ’χει, καλό ακούγεται πάντως. Αλλά και πάλι, μια "γυμνή" από πράσινο παιδική χαρά, με έναν αδυσώπητο καλοκαιρινό ήλιο να καίει τα τσιμέντα; Ο γιατρός που φυσικά θα υπάρχει στον χώρο, δε θα προλαβαίνει να μετράει θερμοπληξίες και ηλιάσεις, παρά τη ζωογόνο αύρα της γειτονικής θάλασσας». Από το επόμενο κιόλας πρωί ένας οργασμός εργασιών άρχισε. Πλησίαζαν δημοτικές εκλογές και το απερχόμενο δημοτικό σχήμα, που φιλοδοξούσε να επανεκλεγεί, όφειλε να επιδείξει καραμπινάτο έργο. Τα γκρέιντερ και οι εκσκαφείς τρυπούσαν ένα έδαφος σκληρό σαν τσιμέντο. Απ’ ό,τι θυμούνται οι γεροντότεροι, το χώμα είχε σκληρύνει από το αίμα άμοιρων ζώων. Ο τόπος παλιά, πολύ παλιά, ήταν σφαγείο μοσχαριών και αμνοεριφίων. «Να γιατί δε φυτρώνει πάνω του χαμομήλι, πρασινάδα, ούτε μια τσουκνίδα ή έστω ένα γαϊδουράγ265


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

καθο». Τα παιδιά την αλάνα την έβλεπαν αλλιώς. Ήταν ο κατάλληλος χώρος για ποδόσφαιρο. «Έτσι γλυτώνουν και οι τζαμαρίες των γύρω καταστημάτων από κανένα οφσάιντ της μπάλας». Η Δανάη πριν ανέβει στην γκαρσονιέρα της, πλησίασε τον επικεφαλής του συνεργείου και με την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου του ζήτησε ένα σχετικό ρεπορτάζ τόσο για την εφημερίδα της όσο και για το κανάλι με την υψηλή τηλεθέαση. Άλλο που δεν ήθελε ο τύπος. «Υπάρχουν άνθρωποι που τρελαίνονται για την προβολή τους και ο αρχιεργάτης ήταν ένας απ’ αυτούς», μουρμούρισε. Ειδοποίησε και τον Διονύση. Ο εργοδηγός χάρηκε. «Όσο να ’ναι άλλη βαρύτητα και επισημότητα αποκτά η σύλληψη του ήχου και της εικόνας από το τεράστιο μηχάνημα ενός οπερατέρ και άλλη η εγγραφή με μολύβι και χαρτί ή μικρού κασετόφωνου που κρατάει μια όμορφη δημοσιογραφίνα». Η Δανάη συμφώνησαν με τον υπεύθυνο μηχανικό του έργου να κάνουν τη συνέντευξη την επομένη το πρωί και του παρέδωσε το πλάνο των ερωτήσεων που θα του έκανε, για να μην πιαστεί ο άνθρωπος αδιάβαστος. «Η μετάδοση θα είναι απευθείας και δεν επιδέχεται διορθώσεων. Συμβαίνει συχνά να αλιεύεις τόσα λεκτικά μαργαριτάρια που κάνεις διπλό κολιέ! Εκείνο το πολύπαθο επίθετο το απεχθές, το λατρεύουν ιδι266


η ρεπόρτερ

αίτερα. Βρε, τους το διορθώνεις κομψά και με τακτ, αυτοί το βιολί τους: το απεχθή, αντί του σωστού το απεχθές, το αφιχθέν τους λες. Το αφιχθή το βρίσκουν φαίνεται πιο όμορφο. Κάτι τέτοια στοιχειώδη λάθη δίνουν το δικαίωμα στον τηλεθεατή να χάνει το ενδιαφέρον του και να μη δίνει σημασία στα όσα λες και τελικά δηλώνουν σαφή αγραμματοσύνη. Αφηγήθηκε στον μηχανικό, κερνώντας του καφέ από την καντίνα που ήδη στήθηκε στη γειτονιά, ένα περιστατικό με έναν υπουργό. «Δε θα αναφερθώ σε ονόματα, το θέμα, όπως θα δείτε, είναι λεπτό και χρίζει της ανάλογης αντιμετώπισης. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές είχαν τελειώσει. Εξελέγη καινούρια κυβέρνηση και είπαμε να πάρουμε μια ανάσα ανακούφισης και κυρίως προσδοκίας ότι θα καλυτέρευε η κατάσταση στη χώρα σε όλα τα επίπεδα, πράγμα κομματάκι δύσκολο βέβαια. Αυτό, δε συμβαίνει πάντοτε από αρχαιοτάτων χρόνων; Η απογοήτευση δεν έρχεται άμεσα, ούτε η μουρμούρα, η γκρίνια και οι απεργίες, βρισκόμασταν σε περίοδο χάριτος και αναμονής. »Τα μέλη της καινούριας κυβέρνησης, έπεσαν με τα μούτρα όχι στη δουλειά, αλλά στην υποστήριξη της επικοινωνιακής τους εικόνας και το στέριωμα της "καρέκλας" τους όσο το δυνατόν καλύτερα. Η πραγματική δουλειά μπορούσε λίγο να περιμένει. Και να καλοντυμένοι και μακιγιαρισμένοι σε συνεντεύξεις και παρουσιάσεις στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο,. Θαρρείς και θα πήγαιναν σε καλλιστεία ομορ267


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

φιάς. Όχι πως και η ομορφιά δεν παίζει και έναν άλφα ρόλο σε αυτή την περίπτωση. Πολλοί κυβερνητικοί μάθαιναν για πρώτη φορά στη ζωή τους το μακιγιάζ και πόσο απαραίτητο είναι. Την εφημερίδα μου και το κανάλι μου, διάλεξε ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων για να δώσει την πρώτη, την παρθενική του, συνέντευξη και αυτό μας τίμησε ιδιαίτερα. »Απομεσήμερο και μόλις άρχιζε η πέψη στον στόμαχο του Υπουργού, γιατί στον δικό μου στόμαχο από το στρες, δεν είχα βάλει μπουκιά και φοβόμουν μην ακούγονταν και οι γνωστές διαμαρτυρίες του αγενέστατου αυτού ανθρώπινου οργάνου και γινόμουνα ρεζίλι. Το ήξερα, μα αδύνατον να καταπιώ μπουκιά και πέραν ολίγου ύδατος, ουδέν άλλο». Η συνάντησή καθορίστηκε σε ένα από τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας. Και αυτό «προσέδιδε περεταίρω αίγλη στη εφημερίδα μου και σε μένα ως εκπρόσωπό της, όπως είναι φυσικό. »Συστηθήκαμε. Φιλικός ο Υπουργός, ένας τύπος ανδρός που μου αρέσει, κυρίως γιατί απέπνεε σιγουριά και αυτοπεποίθηση πέρα από την όποια αντρική του ομορφιά. Καλή με άλλα λόγια η χημεία ανάμεσά μας. Οφείλαμε να αρχίσουμε αμέσως, γιατί όπως μου είπε μέχρι νωρίς το βράδυ είχε άλλες τρεις συνεντεύξεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Αυτό θα πει διασημότητα και προβολή. Χωρίς αυτή πού να σε ξέρει ο ψηφοφόρος για να σε στηρίξει την ερχόμενη φορά;» 268


η ρεπόρτερ

–Αγαπητή Δανάη, ας αρχίσουμε και καλή μας επιτυχία. «Όπα, λέω, να το πρώτο λεκτικό μαργαριτάρι. Τι να του πω τώρα ολόκληρου Υπουργού Παιδείας, ότι η επιτυχία είναι καλή από μόνη της και είναι πλεονασμός να το λες; Ας έλεγε καλή τύχη, καλή προσπάθεια, να πάνε όλα καλά... Όχι καλή επιτυχία!» Ήταν το πρώτο μείον στην αξιολόγηση. «Ευτυχώς που η συνέντευξη δεν ήταν live, που λέμε ελληνιστί, και θα το διόρθωνα, όταν έκανα τη σχετική επιμέλεια. Μα δεν πρόλαβα να συνέλθω από την έκπληξη όταν και άλλο μαργαριτάρι προστέθηκε στο κατά πώς φαινόταν, υπό κατασκευή κολιέ». –Είμαι πολύ τυχερός για το επιτευχθή αποτέλεσμα της αγοραπωλησίας που σου είπα. «Αχ, πολύπαθο ουδέτερο επιθέτου τι τραβάς και από υποτίθεται γραμματιζούμενους ανθρώπους... Ο Τριανταφυλλίδης πάντως έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει, Θεός σ’γχώρεσ’ τον. Δεν τον διόρθωσα εμφανώς, αλλά προσπάθησα να το κάνω εντέχνως. –Υπουργέ μου, μπορεί το επιτευχθέν αποτέλεσμα να... «Και κάτι είπα στη συνέχεια, δεν το θυμάμαι τώρα. Αλλά δε φάνηκε να αντιλήφθηκε τη διόρθωση. Τώρα ο άνθρωπος, είτε με δούλευε, είτε όντως ήταν γκάου. Τι άλλη εξήγηση να έδινα στο φαινόμενο; «Άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. Μα δεν ήταν δυνατόν. Αν όχι πανεπιστήμιο, ένα λύκειο θα το είχε βγάλει για τα βασικά. Αυτά τα λάθη θα πρέπει 269


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

να τα είχε ξανακάνει. Δε βρέθηκε ποτέ δικός του άνθρωπος ή τολμηρός ψηφοφόρος του να τα επισημάνει; Έπιασε την αμηχανία μου στον αέρα και με ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον. –Σας συμβαίνει κάτι; Μπορούμε να διακόψουμε. –Ευχαριστώ, Υπουργέ μου, για το ειλικρινές σας ενδιαφέρον, είμαι να λίγο κουρασμένη, αλλά θα τα καταφέρω. –Αστειεύεστε; Η παρών συνέντευξη μπορεί να περιμένει έχουμε τέσσερα ολόκληρα χρόνια να τα λέμε... –Θερμά ευχαριστώ για την κατανόηση. Θα ήταν ψέμα αν σας έλεγα ότι την παρούσα στιγμή όλα βαίνουν καλώς. Τα σέβη μου. Γεια σας. «Η αηδία μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Επαναλαμβάνω ότι ο άνθρωπος, πάμπλουτος μεν, αλλά σκράπας και δολοφόνος της ελληνικής γλώσσας, αν δεν έσπαγε πλάκα μαζί μου. Πώς να στηρίζονται πάνω του εκπαιδευτικοί, μαθητές και γενικώς άνθρωποι των γραμμάτων; Στο πιο ευαίσθητο υπουργείο τοποθετημένος; Ε, δεν είχα ξανακούσει τέτοιο πράγμα». »Θα ήταν γύρω στις 10 το βράδυ, όταν το κινητό μου άρχισε τρελό χορό. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πραγματική ανάπαυλα και δεν ήμουνα διατεθειμένη να αθετήσω την υπόσχεσή μου αυτή. Εγώ. Γιατί το κινητό είχε άλλα σχέδια. Το σήκωσα. Τι το ’θελα; Ήταν ο ίδιος ο υπουργός. –Πρέπει, κορίτσι μου, να σε δω αμέσως, τώρα. Τη συνέντευξη, είπες, θα την δημοσιοποιήσεις αύριο. 270


η ρεπόρτερ

Έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν δε θα το κάνεις, αν δε σου πω εγώ. –Μα την έχω προγραμματίσει, Υπουργέ μου... –Δημοσιογραφίνα, σου το απαγορεύω. –Αν επιτρέπεται, γιατί αυτό, εξοχότατε; –Διότι είναι γεμάτη λεκτικά λάθη και θα με κάνεις ρεζίλι, Γι’ αυτό. Συνεννοηθήκαμε; –Μα εγώ γιατί είμαι εδώ; Για να διορθώνω τα κακώς κείμενα. –Θέλεις, δηλαδή, να μου πεις ότι τα αντελήφθης κι εσύ; –Εγώ πρώτη απ’ όλους, Υπουργέ μου. –Και γιατί δεν επενέβης; –Πού ακούστηκε μια απλή δημοσιογράφος να διορθώνει τον καθ’ ύλην αρμόδιο, πολιτικό προϊστάμενο του Υπουργείου Παιδείας; Θα ήταν το λιγότερο αγενές και αφύσικο... –Ενώ το να ρεζιλευτώ θα είναι φυσικότατη συνέπεια των απαράδεκτων, το ομολογώ, λαθών μου! –Μα αν άφηνα να συμβεί κάτι τέτοιο θα είχε επιπτώσεις και στη δική μου καριέρα, αφού σαν επιμελήτρια του κειμένου θα τα είχα κάνει ρόιδο που λένε. Αν δεν είμαι αδιάκριτη, ποιος σας ενημέρωσε για τα αρκετά είναι η αλήθεια, λάθη σας; Ο γιος μου, μαθητής του Αρσάκειου στη δευτέρα λυκείου, ζήτησε να ακούσει το CD της κουβέντας μας και τραβούσε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του, κατά πώς προστάζει η εφηβική μόδα, για τα λάθη μου που δεν μπορούσε να το πιστέψει πώς τα έκανα! 271


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

–Μπράβο το αγόρι το καλό. Βλέπετε άλλη η οικειότητα η δική σας και άλλη η δική μου. –Κυρία μου, σας ευχαριστώ. Αν ήθελες μπορούσες να γίνεις διάσημη καταστρέφοντάς με. Επί τη ευκαιρία να σε ρωτήσω, τι μισθό παίρνεις από την εργασία σου; Σου προσφέρω τα τριπλάσια και θα ’χεις την τιμή να είσαι ιδιαιτέρα μου γραμματέας». –Υπουργέ μου, με δωροδοκείτε; Ησυχάστε δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να σας εκθέσω. –Καλό κορίτσι. Έναν κάποιο τρόπο συνεργασίας θα τον βρούμε. Χρειάζομαι επειγόντως έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης για δάσκαλο να με βοηθά στις συνεντεύξεις. Και νομίζω τον βρήκα. Μη, μην πεις όχι, στο απαγορεύω. –Σας λέω λοιπόν, ναι και τούτο, όχι επειδή το απαιτείτε, αλλά επειδή τελικά μου είστε συμπαθής και θέλω να βοηθήσω. Πότε αρχίζουμε ιδιαίτερα μαθήματα;

Ο εργοδηγός δεν μπορούσε να μαζέψει τα γέλια του. Όλο το συνεργείο είχε μαζευτεί στην καντίνα και απολάμβανε την ιστορία της Δανάης. Όταν μετά από ώρα ο μηχανικός τούς έδειξε τη μακέτα του έργου, μιας παιδικής χαράς τελικά, θαύμασαν την αρτιότητά του και στις μικρότερες λεπτομέρειες. Αν υλοποιούνταν το σχέδιο, θα ήταν ό, τι καλύτερο είχε ποτέ κατασκευαστεί στον ελλαδικό χώρο. Μίλησαν για πολλά, δεν υπήρξαν λεκτικά λάθη και η Δανάη, περισσότερο σαν κάτοικος της πε-

272


η ρεπόρτερ

ριοχής παρά ως δημοσιογράφος, εντυπωσιάστηκε.

Με γοργούς ρυθμούς ολοκληρώθηκε το όλο έργο, μπήκε το κάθε τι στη θέση του, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου βαμμένο και χρωμάτισε τη γύρω περιοχή. Τοποθετήθηκε ένας τάπητας που εγγυόταν αχτύπητα γόνατα και άλλες γρατζουνιές. «Αριστούργημα». Τα παρτέρια δεντροφυτεύτηκαν με δέντρα ταχείας ανάπτυξης, στη βάση των οποίων θα τοποθετούνταν παγκάκια για τους συνοδούς των παιδιών και όποιον ήθελε να απολαύσει τον χώρο. Κάποια στιγμή έγιναν και τα εγκαίνια και το έργο παραδόθηκε στην ευτυχή πιτσιρικαρία. Ένα πρωί η Δανάη σηκώθηκε βαρύθυμη να πάει στη δουλειά της, αφού ο σύζυγός της και τα παιδιά είχαν πάει στις δικές τους. Σαν κάτι να πλάκωνε την κακόκεφη καρδιά της. «Αν δεν ήταν απαραίτητη σήμερα η παρουσία μου στο κανάλι θα καθόμουν σπίτι, με μια πιστευτή δικαιολογία που απηχεί και την πραγματικότητα. Άνθρωπος είμαι, όχι ρομπότ και κάτι θα μου συμβεί, ρε αδερφέ, μια στις τόσες». Την ώρα που άνοιγε το παράθυρο στον μικρό της ιδιωτικό παράδεισο που της έφτιαχνε τη μέρα, έφτασε μέχρι τόσο ψηλά μια στριγκλιά από τον παιδότοπο. «Κωστήηη. Πού είσαι, βρε παλιόπαιδο, και μ’ έχεις κοψοχολιάσει. Κωστήηη...Θεέ μου, χριστιανοί, 273


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

βοήθεια». Μα ο Κωστής, μήτε φωνή μήτε σημάδι. Η Δανάη, μάνα και η ίδια, με ευαισθησία μα κρατώντας και μια σχετική ψυχραιμία καλεί πρώτα το 100. Και επειδή από τόσο ψηλά δεν είχε καθαρή εικόνα, αφήνει όπως όπως τον χαρτοφύλακά που ακόμα κρατούσε, ανοίγει την εξώθυρα και χωρίς να περιμένει το ασανσέρ που έδειχνε κατειλημμένο, ορμάει στο κλιμακοστάσιο κατεβαίνοντας δύο δύο τα σκαλιά. Σε αλλόφρονα κατάσταση η νταντά λιποθυμούσε, την κατάβρεχαν, συνερχόταν και μόλις συνειδητοποιούσε το κακό που την βρήκε, ξανάχανε τις αισθήσεις της. Ο παράδεισος, θύμιζε πλέον κόλαση. «Αμ, το φοβόμουνα το κακό εγώ, αυτός ο τόπος που έχει βιώσει τόσο θάνατο, είναι καταραμένος δεν έκανε για αναψυχή. Καλά το λένε οι παλιοί, αλλά ποιος να τους ακούσει;» είπε ένας από το πλήθος, που σιγά σιγά μεγάλωνε με τον καθένα να λέει τη δική του άποψη για την εξαφάνιση του μικρού. Οι αστυνομικοί που κατέφθασαν, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον κόσμο αλλά μάταια. Αγρίεψαν. «Ησυχία. Όποιος έχει να πει κάτι το ουσιώδες να σηκώσει το χέρι του, οι υπόλοιποι σκασμός» ούρλιαξαν με την ντουντούκα. «Πόσων χρόνων, είπαμε, ο μικρός; Τεσσάρων; Ολόκληρος άντρας δηλαδή». «Ψάξαμε παντού, όργανο. Στις τουαλέτες μέσα κι όξω, στα αναψυκτήρια, στις "φωλιές" παιχνίδια, 274


η ρεπόρτερ

μην και το πήρε ο ύπνος εκεί μέσα. Τίποτα. Άφαντο. Μην κάνετε τον κόπο να ψάξετε τον χώρο, άδικος κόπος. Και βελόνα να ήταν, θα την είχαμε ανακαλύψει. Φως φανάρι πρόκειται για απαγωγή. Όσο εμείς ψάχνουμε εδώ γύρω, ο απαγωγέας απομακρύνεται». Και ενώ τα λεπτά, που περνούσαν, έμοιαζαν με ώρες, καμιά πρόοδος δε σημειώθηκε στις έρευνες. «Μα καλά, κυρά μου. Συνόδευες ένα μικρό παιδί. Δεν παρακολουθούσες τις κινήσεις του;» «Μα τι λες, κυρ-αστυνόμε; Για μία στιγμή μόνο του είπα να με περιμένει που πήγα για την ανάγκη μου. Μη και έπρεπε να τον πάρω εκεί μέσα μαζί μου ή να τον έδενα με αλυσίδα στο δέντρο και να πάτε μετά εμένα αλυσοδεμένη στη φυλακή; Σίγουρα το αφεντικό τώρα θα με σκοτώσει και θα έχει τα δίκια του. Άρα καλύτερα να τον είχα δεμένο και στη φυλακή, παρά στον τάφο. Όχου συμφορά που με βρήκε!», έλεγε αξιολύπητη. Οι αστυνομικοί ειδοποίησαν συναδέλφους και σε λίγο ο τόπος γέμισε με ένστολους, με αστυνόμους της ασφάλειας με πολιτικά και καμιά δεκαριά περιπολικά. Κρατούσαν την ψυχραιμία τους. «Άλλωστε η ψυχραιμία είναι απαραίτητο στοιχείο της δουλειάς μας». Άρχισαν τις συνήθεις ερωτήσεις, για να βγάλουν την ανακοίνωση της εξαφάνισης. Την ακριβή ηλικία του παιδιού, και επέμεναν στην ερώτηση αυτή, τι φορούσε, τα χαρακτηριστικά του, όνομα, διεύθυνση και ό,τι άλλο θεωρούσαν σημαντικό και βέβαια αν 275


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ειδοποιήθηκαν οι γονείς του. «Όχι, κύριε αστυνόμε, δεν ειδοποιήθηκαν». «Και τότε πώς κατέφθασαν αλλόφρονες;» «Άλλο και τούτο το κουφό». «Και πέστε μας παρακαλούμε άντρας ή γυναίκα σας κάλεσε;» «Μα τι λες, ρε συ όργανο; Το ίδιο το παιδί μου μού τηλεφώνησε και μου είπε ότι η νταντά του τον άφησε μόνο και φοβόταν». «Και από πού σας τηλεφώνησε, έχει κινητό το τετράχρονο;» «Από το σταθερό ενός διαμερίσματος κάπου εδώ τριγύρω». Οι ακούοντες περίοικοι τα έχασαν. «Διαμέρισμα;» «Πάει το πρωινό μου, άντε και να πεισθεί ο boss με όσα απίστευτα συνέβησαν στην πόρτα μου και δεν τον ειδοποίησα, έτσι όπως έφυγα άρον άρον από το γραφείο μου. Ενώ αν τον είχα ενημερώσει για έκτακτο ρεπορτάζ, θα με επαινούσε κι από πάνω για την αμεσότητα των αντανακλαστικών μου. Να τι σου κάνει ο πανικός. Τώρα θα με σκυλοβρίζει και με τα δίκια του ο άνθρωπος, χάνοντας τη γαλατική του ευγένεια. Είναι αλήθεια ότι τέτοια ζητήματα με αποσυντονίζουν και ενεργώ αλλόκοτα», μουρμούρισε. Και συνέχισε μονολογώντας. «Πρέπει να τον ειδοποιήσω, έστω και με καθυστέρηση δύο ωρών, γιατί δε με βλέπω να φεύγω από 276


η ρεπόρτερ

την καταραμένη παιδική χαρά, αν και οι αστυνομικοί έχουν αποκλείσει τον όλο χώρο με τη χαρακτηριστική κόκκινη ταινία. Τα κλειδιά μου; Πού ’ν’ τα τα κλειδιά μου; Κύριε των Δυνάμεων, θα τα άφησα πάνω στο γραφείο μου, έτσι όπως έφυγα σαν τρελή. Αν έκλεισα και την πόρτα φεύγοντας, πάει την έκατσα τη βάρκα». Αυτές τις σκέψεις έκανε η Δανάη, καθώς ανέβαινε αγκομαχώντας τα σκαλιά δυο δυο. Κάποτε τα καταφέρνει τελειώνοντας την ανάβαση να φτάσει στο γραφείο. Είχε αφήσει τελικά την πόρτα ανοικτή. Μπαίνει, πετώντας τα παπούτσια της μέχρι το ταβάνι και κάνοντας να βρει τις παντούφλες της μένει εμβρόντητη. Στην πολυθρόνα του γραφείου της καθόταν «ο Κωστής, προφανώς!» «Συγγνώμη που χρησιμοποίησα το τηλέφωνό σου, μα αφού δω μέσα δεν ήταν κανείς από ποιον να το ζητούσα;» Η Δανάη ξέπνοη παίρνει το 100 και ειδοποιεί ότι ο μικρός που χάθηκε από την παιδική χαρά εντοπίστηκε σώος και αβλαβής. Τους κάλεσε να ανέβουν μέχρι τον πέμπτο να τον παραλάβουν, «διότι η ίδια είμαι αλλού κι αλλού και δεν ξέρω πότε θα συνέρθω. Θα σας πει ο ίδιος τι συνέβη, εγώ δεν προλαβαίνω. Επιτρέψτε μου να λιποθυμήσω πρώτα και όταν συνέλθω συμπληρώνω τα όποια κενά». Όπως εξήγησε ο μικρός, βλέποντας ότι η νταντά του αργούσε, φοβήθηκε ότι τον εγκατέλειψε και 277


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

πήγε να ζητήσει βοήθεια στην πολυκατοικία. Μα δεν έφθανε να χτυπήσει τα κουδούνια, ενώ θυρωρός δεν υπήρχε. Όμως για καλή του τύχη, ένα διαμέρισμα ήταν ανοικτό και από εκεί τηλεφώνησε του daddy. Υποσχέθηκε δε, ότι ποτέ ξανά δε θα ξεχάσει το κινητό του, όταν βγαίνει από το σπίτι του.

278


Α

Η σειρά συνεχίζεται

πόβραδο μιας Παρασκευής, σαν όλες τις Παρασκευές του καλανταριού, εκτός της Μεγάλης. Χειμώνας βαρύς και παγωμένο χιονόνερο. Όπου και αν έπεφτε σε γυμνό μέρος του σώματος, τρυπούσε σαν σουβλί. Θερμοκρασίες που πλησίαζαν το μηδέν και το χιόνι, που θα έπεφτε τη νύχτα ήταν αναμενόμενο. Αραιά και πού κανένας διαβάτης στον δρόμο, αν και δεν έπιασε ακόμα η νύχτα, η ατέλειωτη χειμωνιάτικη νύχτα, που την έδινε στα νεύρα της Δανάης. Ώρα εννέα, αυτή των ειδήσεων, απ’ όπου δεν περίμενε κανείς ν’ ακούσει και κάτι καλό, αφού και καλά νέα να υπήρχαν, απλά δεν "πουλούσαν" και περνούσαν στα "ψιλά". Την περιρρέουσα βαρύθυμη ατμόσφαιρα απείλησε και ένας κίνδυνος black out λόγω υπερφόρτωσης του δικτύου, ο οποίος αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή. Με τέτοιες καιρικές συνθήκες η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος θα ήταν εφιαλτική. Η Δανάη μάζεψε τα πράγματά της βιαστικά και ετοιμαζόταν να φύγει πολύ αργοπορημένη. Ετοιμαζόταν για το ρεπορτάζ της επομένης Δευτέρας, που θα ήταν ζωντανό και αφορούσε μια έρευνα κόλαφο για το ποδόσφαιρο γενικώς, αλλά και ειδικώς για 279


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

αυτό της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας ή Super League του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Είχε γνώση του θέματος. Η Δανάη στο ξεκίνημα της καριέρας της είχε ασχοληθεί με το αθλητικό ρεπορτάζ. Της άρεσε μεν, αλλά δεν έπαυε να το θεωρεί ανδροκρατούμενη περιοχή. Όχι απαραίτητα όσον αφορούσε τις γνώσεις της επί του αντικειμένου, είτε στίβος λεγόταν αυτό, είτε ομαδικό άθλημα, αλλά για τον τρόπο περιγραφής τους σε έναν αγώνα. Δεν της άρεσε, για παράδειγμα, να γράφει στην εφημερίδα της την υπερβολή και τους πηχυαίους τίτλους και χαρακτηρισμούς των αθλητών. Θυμόταν ακόμα τον τίτλο που είχε μια εφημερίδα: «Ανίκητος και πάλι ο θεός Άρης, κατατρόπωσε τον ημίθεο ΠΑΟΚ που μετά από τιτάνια αντίσταση υποχρεώθηκε να σηκώσει το βάρος του Άτλαντα των τριών γκολ». Οι συνάδελφοι ακολουθούσαν αυτή την πεπατημένη την οποία εκείνη πεισματικά αρνούνταν, καθώς δεν ταίριαζε με την αισθητική της. Μόλις της δόθηκε η ευκαιρία, στράφηκε στο αστυνομικό ρεπορτάζ δίνοντας προσοχή στις πραγματικές και ανθρώπινες διαστάσεις του. Απέκτησε την απαιτούμενη πείρα και διέπρεψε στον τομέα αυτό, ακολουθώντας τα χνάρια της γιαγιάς της Πέρσας Βουδούρη, της επονομαζόμενης και Ελληνίδας miss Marple. Όσο ήταν στα αθλητικά της άρεσε να κάνει αυστηρή κριτική για τις επιδόσεις των αθλητών και 280


η ρεπόρτερ

όπως έλεγαν «δε χαρίζει κάστανα σε κανέναν, ακόμα και να ’ταν αδερφός της». Απεχθάνονταν όποιο αθλητή καβαλούσε καλάμι και όσο αυτός το ίππευε χωρίς να υπολογίζει κριτικές και υποδείξεις τόσο εκείνη γινόταν «σκύλα» και ήταν φωτιά και λαύρα στα γραφόμενα της. Είχαν δε τέτοιο αντίκτυπο στην καριέρα του αθλητή, που έτρεμαν την πένα της. Οι κακόβουλοι την είχαν βαφτίσει «Μάξγουελ του αθλητισμού» και αυτό δεν απηχούσε την πραγματικότητα, γιατί η Δανάη ήταν ακριβοδίκαιη –ή έτσι αισθανόταν. Υπήρξε εποχή που είχε βάλει στο στόχαστρό της, έναν πολύ προβεβλημένο ποδοσφαιριστή, ο οποίος φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να διαχειριστεί σωστά τη δόξα του. «Δε θέλει και πολύ η ματαιοδοξία, η μωροφιλοδοξία, του ανθρώπου για να σαλτάρει, να του φύγει το μυαλό και να πετάξει, από τον πολύ αέρα που το γέμισε!» Έβλεπε με υπεροψία τους συναθλητές της ομάδας του και των άλλων ομάδων, ενώ έδειχνε μέγιστη υποταγή σε προέδρους και παράγοντες του χώρου. Τον λάτρευαν και τον απεχθάνονταν οι φίλαθλοι. Είχε γίνει ίνδαλμα στους νέους. Οι γονείς αποδέχονταν τις χαμηλές σχολικές επιδόσεις των γιων τους, επειδή κρυφά φιλοδοξούσαν να μοιάσουν στον εν λόγω α-θλητή, που μετά βίας είχε ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Τέτοιες οι ιστορίες κυκλοφορούσαν πολλές σαν ανέκδοτα στα δημοσιο281


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

γραφικά γραφεία και έκαναν την αντιπάθεια της ρεπόρτερ να αυξάνεται. Κάποιος κοινός φίλος τού σφύριξε την απέχθεια της Δανάης. Αυτό εξίταρε τον ποδοσφαιριστή, κυρίως για το αν ο φίλος του τού έλεγε αλήθεια και έβαλε λυτούς και δεμένους να του γνωρίσουν την ανόητη ασεβή. Μέσα στον αυτοθαυμασμό του αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο που την απωθούσε σ’ αυτόν, τη στιγμή που όλοι τον θαύμαζαν. Είχε άραγε να κάνει με καμιά κομπλεξική που ήθελε να τραβήξει την προσοχή με την αρνητική κριτική της; Δεν πήγαινε καν το μυαλό του ότι ίσως και κάπου να το είχε κι εκείνος παρακάνει. Ήταν σίγουρος ότι κάποια στιγμή όταν τον γνώριζε καλύτερα, θα μεταλλάσσονταν η αντιπάθειά της σε αγάπη και θαυμασμό. Κάποτε δεν άντεξε και έστειλε ανοικτή επιστολή στην εφημερίδα, όπου "φωτογράφιζε" τόσο καθαρά ώστε κάθε αναφορά να είναι περιττή. Της κόλλησε το παρατσούκλι Μάξγουελ του αθλητισμού. Ο φίλαθλος κόσμος χωρίστηκε. Το τιράζ της εφημερίδας διπλασιάστηκε. Ο κόσμος αγόραζε την εφημερίδα όχι για να ενημερωθεί για τα αθλητικά, υπήρχαν και άλλες πηγές γι’ αυτό, αλλά για να παρακολουθεί τον πόλεμο με τις υπερβολές και την αστεία εκδοχή του. Μέχρι που η ομάδα του ποδοσφαιριστή βρέθηκε στον τελικό του πρωταθλήματος. Την περιγραφή του αγώνα κάλυπτε η Δανάη, η οποία σε καμία φάση του δεν αναφέρθηκε στο όνομα του αθλητή, 282


η ρεπόρτερ

ούτε και όταν έβαλε το νικητήριο γκολ. Ήταν σαν να μην υπήρχε. Στα αποδυτήρια, και ενώ ντυνόταν, παρακολουθούσε το βίντεο του αγώνα και έγινε κοινωνός της απαξίωσης της δημοσιογράφου. Παραήταν αυτό, καταντούσε καταστροφικό για την καριέρα του. «Έτρεξε» το βίντεο στη στιγμή του γκολ και κατάπληκτος διαπίστωσε ότι ούτε και τότε αναφέρθηκε στο όνομά του. Σε έξαλλη κατάσταση κινήθηκε εναντίον της. Την αναζήτησε ανάμεσα στο πλήθος των συναδέλφων της, που έπαιρναν συνεντεύξεις από νικητές και ηττημένους. Εκείνη, ειδοποιημένη, φρόντισε να φύγει από το γήπεδο, πριν γίνει μακελειό, και κατέφυγε στην πρώτη πόρτα σπιτιού που βρήκε ως εκ θαύματος ανοικτή μπροστά της, ζητώντας άσυλο. Η νοικοκυρά του σπιτιού, μια σεβάσμια γηραιά κυρία, έστερξε προς βοήθειά της υπό τους ήχους των ομαδικών ιαχών σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, τόσο από το γήπεδο όσο και από το σπίτι της. Αυτό βέβαια παραξένεψε την έντρομη Δανάη. «Μωρέ, μπράβο. Ποδοσφαιρόφιλη η κυρία και σε τέτοια ηλικία, ενώ η μητέρα μου ζήτημα να ξέρει και το όνομα των ομάδων που πάλεψαν για τον τελικό». Όταν με τα πολλά βρήκε την αναπνοή της, απάντησε στο εύλογο ερώτημα τη κυρίας για το τι συνέβαινε. «Το κάθαρμα, τον άξεστο, εγώ ούτε καν αναφέρ283


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

θηκα στο όνομά του. Αλλά έτσι είναι qui se sent la mouche s’ est mouche». «Ποιος παιδάκι μου έχει τη μύγα και μυγιάζεται;» «Ο Μωλτσιός, κυρία μου. Με κυνηγάει να με ξυλοκοπήσει γιατί τον αγνόησα. Τόσο ναρκισσισμός τέτοια εγωπάθεια είναι και συμπατριώτης σας και να με συγχωρείτε. Νομίζει ότι χωρίς αυτόν θα σταματήσει η γη να στρέφεται γύρω τον άξονά της και γύρω από τον ήλιο. Σπάνια να έχω δει άλλο τέτοιο άτομο στον χώρο του αθλητισμού». «Μα συγγνώμη που ρωτάω, αλλά αν είναι έτσι όπως τον χαρακτηρίζεις πώς και τον λατρεύουν οι φίλαθλοι, η οικογένειά του και οι δικοί του άνθρωποι; Σε όλους τους χώρους πάντα θα άρχουν οι φιλικά διακείμενοι και οι εχθρικά, για τους δικούς του λόγους ο καθένας. Είναι ένα παιδί πονόψυχο που μόνο του έγινε αυτό που είναι, χωρίς ποτέ να φιλήσει κατουρημένες ποδιές, χωρίς οσφυοκαμψίες και yes sir. Προσωπικά μου αρέσει πολύ». «Γούστα είναι αυτά. Αλλά επιτρέψτε μου το γούστο σας από κάπου μπάζει» παρατήρησε η Δανάη καταφανώς ενοχλημένη. «Σ’ αυτό έχεις μάλλον δίκιο. Πάντα η κουκουβάγια θα νομίζει τα παιδιά της τα ωραιότερα και τα καλύτερα του κόσμου, το ίδιο η χελώνα, το ίδιο κι εγώ!» Η Δανάη δεν αντιλήφθηκε αμέσως την ακροτελεύτια φράση της οικοδέσποινας. Γρήγορα όμως αναπήδησε 284


η ρεπόρτερ

έντρομη και ντροπιασμένη. «Είναι, είναι... είναι γιος σας;» «Ναι, κόρη μου, μα μη σκιάζεσαι, δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλους. Ακούω το αυτοκίνητό του να παρκάρει. Μη φοβάσαι, δε θα σε φανερώσω. Πήγαινε στην κρεβατοκάμαρά μου και μείνε μέχρι να φύγει. Σίγουρα ήρθε να με πείσει να παραβρεθώ στο κέντρο, όπου θα γιορτάσουν τη νίκη τους. Μπορεί να πάω μπορεί και όχι. Έχω πρόβλημα με τη μέση μου και η διάθεσή μου πεσμένη. Μάλλον θα δω από την τηλεόραση τον γιορτασμό των επινίκιων». Η Δανάη τα είχε τελείως χαμένα. «Η μοίρα, η τύχη, ασφαλώς με γελάει, σπάει πλάκα μαζί μου. Οδήγησαν τα βήματά μου στο μόνο μέρος της πόλης που δεν έπρεπε να πάω. Και αν η κυρία αυτή, πραγματικά εννοούσε αυτά που είπε, θα είναι ένα γερό μάθημα ζωής που παίρνω, να μην είμαι τόσο απόλυτη, εμπαθής και αδέκαστος κριτής των ανθρώπων που γνωρίζω μόνο επιδερμικά. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω». Τα χρόνια πέρασαν και ναι μεν η Δανάη στο πόστο της στην εφημερίδα, αλλά σε έναν κλάδο που δεν είχε καμία σχέση με τον αθλητισμό. Παντρεύτηκε και γέννησε έκανε την Πέρσα Β΄. Όταν κάποια ημέρα που πήγε να την πάρει από τα νήπια, η μικρή τής είπε «Μανούλα, όταν μεγαλώσω θα παντρευτώ τον Αλέξανδρο, το καλύτερο και ομορφότερο αγόρι, στην τάξη μου. Έχει έναν 285


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μπαμπά που τον θαυμάζει πολύ, όπως εγώ εσένα. Είναι γιός του Μωλτσιού, του ποδοσφαιριστή, αν τον έχεις ακουστά! Είναι λέει, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου».

Στο ρεπορτάζ αυτής της Δευτέρας θα ανακοίνωνε «με λεπτούς χειρισμούς» την έρευνα που είχε κάνει. Σκόπευε να την παρουσιάσει αναλυτικά αμέσως μετά τις γιορτές, μη θέλοντας να αμαυρώσει το ιερό πνεύμα των Χριστουγέννων. Θα άφηνε να εννοηθεί εμμέσως πλην σαφώς, ότι «θα κλείσουν πολλά σπίτια, που όφειλαν να είναι κλειστά, για να ανοίξουν κάποια άλλα που το δικαιούνταν...» Καληνύχτισε τον διευθυντή της. Ήταν άγνωστο τι ώρα θα έφευγε απόψε, κι αν έφευγε τελικά. «Αν με χρειαστείτε για κάτι, παρακαλώ, μη διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε ό,τι ώρα και αν είναι» του είπε τρυφερά. «Καλό κορίτσι. Καλά να περάσεις το Σαββατοκύριακό σου γιατί τη Δευτέρα θα αρχίσουν τα τσάμικα και τα κλαρίνα κι όποιον πάρει ο Χάρος!» «Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται αφεντικό. Καληνύχτα». Βγήκε στον δρόμο επιταχύνοντας τον βηματισμό της για να βρει το αμάξι της. Όπως θυμόταν το είχε παρκάρει κάπου κοντά. Είχε νιώσει τυχερή για την κενή θέση που βρήκε. «Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να πάρω ποτέ λιμουζίνα!», αστειεύτηκε. Και ακριβώς 286


η ρεπόρτερ

εκείνην τη στιγμή τον πρόσεξε. Ένας τύπος με μια καμπαρντίνα, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους, και τον γιακά σηκωμένο και ένα παλιομοδίτικο καπέλο που θύμιζε ήρωες αστυνομικού διηγήματος του Στέφανου Μακρή, του σπουδαίου ντεντέκτιβ, και κολλητού φίλου της γιαγιάς της Πέρσας Βουδούρη, που αποτελούσαν το πιο ακτύπητο δίδυμο που είχε δει ποτέ ο αστυνομικός χώρος, λίγα χρόνια πριν. Την πήρε το κατόπι και περίεργο, μα δεν τηρούσε καν τα προσχήματα, δήλωνε την παρουσία του με καραμπινάτο τρόπο. «Νάτα, νάτα, τα παιδιά τα δικά μας», μουρμούρισε ψαχουλεύοντας στην τσέπη το μικρό της περίστροφο. Η απόκτηση άδειας για το πιστόλι είχε κριθεί απαραίτητη, λόγω των απειλών που κατά καιρούς στρέφονταν κατά του προσώπου της. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου της δεν άντεξε στον πειρασμό να μη ρίξει μια φευγαλέα έστω ματιά στον τύπο. Τον είδε να καπνίζει κάτι σαν μεγάλο πούρο, καθώς στεκόταν κάτω από τον φανοστάτη. Ο καπνός που έβγαινε με την εκπνοή του, έμοιαζε να παίρνει στερεά μορφή, καθώς φωτίζονταν παγωμένη από το έντονο φως. «Μπορεί να είναι παρά ένας γκομενιάρης που βγήκε προς άγραν θηλυκού. Σε κάθε περίπτωση οι κινήσεις του δεν παραπέμπουν σε κακοποιό στοιχείο» μονολόγησε κατά την προσφιλή της συνήθεια. Έβαλε μπρος και «ω του θαύματος» το αμάξι 287


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τραγούδησε χαρμόσυνα. Από τον καθρέφτη έριξε μια ματιά στον φανοστάτη, μα ο τύπος είχε εξαφανιστεί σαν αερικό. «Μπορεί να ήταν και η ιδέα μου και ο άνθρωπος να ήταν απλά ένας νυχτερινός περιπατητής που αψηφούσε το φοβερό κρύο», τέλειωσε τον μονόλογό της. Όπως όλοι περίμεναν, τη νύχτα έριξε πολύ χιόνι που σχημάτιζε φράκτες στην άκρη των πεζοδρομίων, καθώς τα εκχιονιστικά μηχανήματα το συσσώρευαν εκεί, διευκολύνοντας και τις αλατιέρες που βοηθούσαν αποτελεσματικά στο να μην κλείσουν οι δρόμοι, οι κεντρικοί τουλάχιστον. «Πού να τους προλάβουν όλους! Κάνουν άριστα τη δουλειά τους και όταν έχεις έναν δήμαρχο που παραμένει άγρυπνος, δίνοντας κατευθυντήριες οδηγίες, λες μπράβο του και άξιος ο μισθός του. Στα δύσκολα δοκιμάζεται κανείς και τούτο είναι ένα ακραίο μεν καιρικό φαινόμενο, που το κάνει να μοιάζει αντιμετωπίσιμο», συλλογίστηκε προς στιγμή. Με την προσοχή της στο έπακρο στραμμένη στην επικίνδυνη ολισθηρότητα του δρόμου, ξέχασε τον περίεργο τύπο. Απόθεσε την ύπαρξή του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Αυτό τής είχε διδάξει η πείρα της δουλειάς, να θυμάται τα πάντα, έστω και αμυδρά. Στο «όμορφο σπιτάκι» της την υποδέχτηκαν με χαρούμενες φωνές και αγκαλιές και το υπόλοιπο βράδυ, όπως και η νύχτα, κύλησε ομαλά. Απόλαυσε 288


η ρεπόρτερ

ένα σαββατοκύριακο γιομάτο θαλπωρή. Ο Ρωμανός κατέβασε από το πατάρι το δέντρο. Δεν έπαιρναν ποτέ αληθινό, γιατί δεν άντεχαν να το δουν μετά τις γιορτές να το παίρνει ο σκουπιδιάρης. Τούτη τη φορά «παραδόξως δε σπάσαμε ούτε μία μπάλα, ακόμη και ο Ρωμανός, με τις μεγάλες αντρικές και άτσαλες χερούκλες!» Τη Δευτέρα η θερμοκρασία σε μικρή άνοδο και η παγωνιά υποφερτή. Μόνο τα χέρια δεν έλεγαν να ζεσταθούν έτσι καθώς ακουμπούσαν στο τιμόνι του μικρού αυτοκινήτου της. Και λίγο πριν ανέβει στον όροφο του δικού της γραφείου περιμένοντας το ασανσέρ τον είδε ξανά. Στεκόταν λίγο πιο μακριά από την είσοδο της πολυκατοικίας καπνίζοντας αρειμανίως το τεράστιο πούρο του. «Αν μη τι άλλο, δεν επιδιώκει να περάσει απαρατήρητος». Τον κοίταξε, την κοίταξε και με μία αδιόρατη κίνηση πιάνοντας το γείσο του καπέλου του την χαιρέτησε σαν gentleman. Έτσι τουλάχιστον το εξέλαβε η ρεπόρτερ. Δεν του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Σαν κατάλοιπο της παιδικής της ηλικίας, θυμήθηκε που η γιαγιά την συμβούλευε να μη συναγελάζεται με ύποπτους τύπους και γέλασε. «Και πιο ύποπτος από τούτον εδώ τον ξένο υπάρχει; Αμ, δεν υπάρχει βέβαια». Μετά ένα μισάωρο έφυγε για την εφημερίδα της, μα ο άγνωστος ευτυχώς δεν ήταν πουθενά, πράγμα που η Δανάη ερεύνησε με το «εσωτερικό αόρατο βιονικό 289


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

περισκόπιο», όπως έλεγε γελώντας ο Διονύσης. Τον συνάντησε και τον καλημέρισε. Το αφεντικό είχε μία σημαντική συνάντηση στο γραφείο του. Εν τάχει περιέγραψε στον συνεργάτη της την εμπειρία της με τον καμπαρντινοφορούντα τύπο. «Διονύση μου, πήγαινε και ρίξε μια ματιά αν είναι απ’ έξω. Πριν λίγα λεπτά ήταν έξω από το άλλο μου γραφείο. Έχει γίνει σκιά μου ένα πράγμα, τι στον δαίμονα θέλει πού να τον πάρει;» Ήταν πολύ ταραγμένη. Οι δημοσιογράφοι είχαν κηρύξει απεργία διαρκείας και δεν μπορούσε να κάνει προς το παρόν καμία δήλωση από αυτές που είχε εξαγγείλει. Ο Διονύσης πήγε, μα δε βρήκε κανέναν να μοιάζει στην περιγραφή που έκανε η φίλη του, που έτρεμε για τη ζωή της με τη φόρα που είχε πάρει να θέλει να καθαρίσει τους στάβλους του Αυγεία από τη συσσωρευμένη για χρόνια και χρόνια κοπριά. Μα όταν εκείνη έφυγε από το γραφείο της, νωρίς σχετικά, βρήκε τον τύπο να την περιμένει. Η Δανάη θύμωσε. Και θύμωσε πολύ. Του έριξε μια ματιά άγρια. Μα αυτός ευγενικά ανταποκρίθηκε με τον άψογο χαιρετισμό ενός gentleman παλιάς κοπής. «Gentleman και χαφιές ή κακοποιός της σχολής Αλ Καπόνε συνάδουν; Αμ δε» μονολόγησε. «Τότε; Χαφιές τσου, κακοποιός τσου, γκόμενος αρχαίας σχολής φλερτ τσου επίσης. Τι είναι; Για να θέλει να με βλάψει δεν έχω τέτοιες ενδείξεις, και ξανά μανά 290


η ρεπόρτερ

τότε τι είναι;» Ο Διονύσης είχε προβληματιστεί πολύ και ας ήθελε να πιστεύει ότι το κορίτσι έβλεπε παντού υπόπτους μετά τον πόλεμο που είχε κηρύξει ενάντια σε συμφέροντα που δεν άντεχαν να σηκώσουν οι όμορφοι ντελικάτοι της ώμοι. Και όταν την επομένη την ρώτησε με τακτ αν είχε κανένα νέο συναπάντημα, εκείνη αρκέστηκε να του πει «θα σου πω». Πέρασαν και οι γιορτές έληξε και η απεργία των δημοσιογράφων. «Μικροί και μεγάλοι τα κεφάλια κάτω και στα καθήκοντά τους. Μακάρι να κρατούσαν περισσότερο οι άγιες μέρες αλλά αυτό συμβαίνει μόνο σε κάτι χαζά παραμύθια». Το ποδόσφαιρο ως θέμα τέθηκε ξανά στην επικαιρότητα και ο φίλαθλος κόσμος ανάστατος. Η Δανάη είχε πάρει φωτιά και απειλούσε με όλο και περισσότερες αποκαλύψεις. Δεν το έκανε από κουτσομπολίστικη διάθεση. Πονούσε στ’ αλήθεια, γιατί αγαπούσε τον χώρο. Ώσπου ένα πρωί την ώρα που πήγε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου της, δευτερόλεπτα πριν, βλέπει τον γνωστό τύπο να πέφτει κυριολεκτικά πάνω της να την ρίχνει κάτω, καλύπτοντάς την με το κορμί του, και να την απομακρύνει, κλάσματα δευτερολέπτου πριν τους χτυπήσει το ωστικό κύμα μιας έκρηξης. Κατατρομαγμένη και κατάπληκτη βλέπει τον σωτήρα της να απομακρύνεται με ελαφρώς ασταθή βήματα τη στιγμή που κατέφθαναν τα περιπολικά και η αντιτρομοκρατική. 291


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Στο αστυνομικό τμήμα, όπου βρίσκονταν η ρεπόρτερ, έφτασαν ασθμαίνοντες ο Διονύσης με τον διευθυντή έκδοσης. O Διονύσης όταν την είδε, ναι μεν τσαλακωμένη μα γερή, έβαλε τα κλάματα, πράγμα που δεν απέφυγε ούτε το αφεντικό. Ο ίδιος ο Αρχηγός την ρώτησε αν είχε δεχτεί απειλές πραγματικές και όχι τις συνήθεις βρισιές των οπαδών. Εκείνη ένευσε αρνητικά. Δεν ανέφερε τον τύπο που την παρακολουθούσε και που ηλίου φαεινότερο ήταν εκεί για να την προστατεύει από κάτι που ήξερε ότι απειλούνταν... Η αστυνομία δεν κατάφερε ποτέ να βρει τον υπεύθυνο για την έκρηξη. Ωστόσο, η Δανάη και η εφημερίδα γνώριζαν ότι στον χώρο του αθλητισμού υπήρχαν εκείνοι που δεν ήθελαν τις αποκαλύψεις της εφημερίδας, αλλά κι εκείνοι που ήθελαν κάθαρση στον χώρο. Η έκρηξη ήταν μια προειδοποίηση. Αλλά έμεινε εκεί. Οι αποκαλύψεις συντάραξαν τον επαγγελματικό αθλητισμό χωρίς άλλες εκπλήξεις, πέρα από τα σποραδικά απειλητικά τηλεφωνήματα και τις ύβρεις οπαδών.

292


ο φύλακας άγγελος

Σάββατο, 12 Σεπτεμβρίου Όποιος έχει διαβάσει ιστορίες με την Πέρσα Βουδούρη, την επονομαζόμενη Ελληνίδα miss Marple, θα θυμάται εκείνο το αέρινο χάδι στον αριστερό της ώμο πάντα, που ήταν ένας προάγγελος της επαφής της με εξωγήινους τύπους που μέσω αυτής έφερναν στη γη μηνύματά τους. Αυτό το ίδιο χάδι λοιπόν κληρονομικώ δικαίω το αισθάνομαι κι εγώ μερικές φορές, χωρίς όμως μέχρι στιγμής που γράφω αυτές τις γραμμές να έχω δεχτεί καμία εξωγήινη επίσκεψη. Μα εχθές ένιωσα κάτι. Ένα χαδάκι στον αριστερό μου ώμο. Κάτι σαν απάντηση στην εύλογη απορία μου τι να σημαίνει άραγε αυτό, αφού ούτε αερικά με επισκέπτονται ούτε υπάρξεις από άλλους πλανήτες, με ανθρώπινη μορφή ή ως πνεύματα, τίποτα. Να μη με εμπιστεύονται λες ακόμα; Καλά κάνουν, γιατί εγώ δεν είμαι και τόσο φαν τους και το έχουν φαίνεται μυριστεί. Σαν απάντηση ξαναγράφω την απορία μου τι να σημαίνει αυτό. Διάβασα στο ίντερνετ κάτι που με άφησε άναυδη και μου ’κοψε την ανάσα. Το ρεπορτάζ έγραφε «αν νιώσατε κάτι σαν αέρινο χάδι πάνω σας, μην τρομάξετε. Είναι ο φύλακας άγγελός σας, που σας στέλνει μήνυμα ότι είναι δίπλα σας και σας προστατεύει. Αν πάλι ακούσετε κάτι 293


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

σαν καμπανάκια, πάλι εκείνος είναι και κατά κάποιο τρόπο θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία του». Αν αυτά που διάβασα, προηγούνταν αυτών που εγώ βιώνω, θα ’λεγα ότι επηρεάστηκα. Γιατί καιρό τώρα ακούω και καμπανάκια. Ας σημειωθεί ότι έχω κρεμασμένα στο πόμολο της εξώπορτάς μου τρία κουδουνάκια, ούτως ώστε αν μπει σπίτι μου απρόσκλητος λωποδύτης να μη με πιάσει εξαπίνης τουλάχιστον. Ακούω σύντομα κουδουνίσματα, σηκώνομαι νυχτιάτικα και με κίνδυνο μήπως οι φόβοι μου επαληθευτούν και έχω δεχτεί επίθεση ληστείας, ρίχνω ματιά στην πόρτα, αλλά δε διακρίνω κανενός είδους παραβίασή της. Στην απορία μου τι να σήμαινε ο ήχος ο γνωστός μου χωρίς ανοιγόκλεισμα της πόρτας, ήρθε το ίντερνετ να μου απαντήσει, όπως έγραψα λίγο πριν. Για την ιστορία να πω ότι στο ίντερνετ υπήρχαν και άλλα πολλά «αν» για την αόρατη παρουσία του προσωπικού μου φύλακα, μα δεν άπτονται των δικών μου εμπειριών και γι’ αυτό δεν τα αναφέρω. Σε κάθε περίπτωση είναι παρήγορο να αισθάνεσαι ότι κάποιος σε προστατεύει από κάτι που επιβουλεύεται την ύπαρξή σου την αμαρτωλή. Κάνεις τον σταυρό σου και ευχαριστείς τον Κύριο... Έτσι και τούτη την τελευταία φορά όπως καθόμουν στο γραφείο μου, ένιωσα στην αριστερή μου ωμοπλάτη το γνωστό χάδι. Δεν κοιμόμουν για να πω ότι επρόκειτο για ενύπνια φαντασία, κάτι σαν όνειρο, κάτι φευγάτο. Και ακούω κατάπληκτη τον εαυτό μου να ρωτά νοερά: 294


η ρεπόρτερ

«Τι είναι πάλι, φίλε μου, θέλεις κάτι να μου πεις; Αποκλείεται να ήρθες για κακό, το μόνο σίγουρο. Μίλα λοιπόν μυστικό το κρατάς; Αχ, βρε αγγελούδι μου, και τι δε θα ’δινα να μπορούσα να αποκωδικοποιήσω την αέρινη παρουσία σου, τούτο το θεϊκό σου σινιάλο. Ωραία, συμβιβάζομαι με το "πίστευε και μη ερεύνα" αλλά άνθρωπος είμαι. Να μην μπορώ να σε ευχαριστήσω που τριγυρνάς εδώ γύρω μου με προστατεύεις, θα το λέω και θα το ξαναλέω, από όλα τα κακά που επέπεσαν επί της κεφαλής των άμοιρων πλασμάτων της πανίδας της Γης; Έστω... Σ ’ευχαριστώ και να ξέρεις ότι άλλοτε σκιαζόμουνα. Τώρα που μεγάλωσα, τα υπερφυσικά δε με τρομάζουν πια. Με λένε αλαφροΐσκιωτη. Ίσως και να έχουν δίκιο, αλλά αυτό κανέναν δε βλάπτει παρά μόνο τη μοναξιά μου, της προξενεί ανήκεστο βλάβη. Λίγο το ’χεις;»

Η Δανάη έκλεισε το ημερολόγιο και έπιασε το σημειωματάριο με τα διηγήματα.

Και ο δεσμός διαλύθηκε. Τόσο απλά. Διαλύθηκε στους πέντε ανέμους, ως μη γενόμενος. Τον διέλυσε εκείνη, όχι γιατί δεν τον αγαπούσε, αλλά διότι δεν μπορούσε να ανεχθεί ναι μεν να είναι εκείνος η πρώτη της ή έστω από τις πρώτες της προτεραιότητες και αυτή τίποτα πάρα πάνω γι’ αυτόν, από μία εκ των εναλλακτικών του λύσεων. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα λοιπόν τα «σ’ αγαπώ» τους, τα «για πάντα» τους, τα όνειρά 295


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τους. Παράξενο, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ούτε δράματα, ούτε δάκρυα και απελπισίες, ούτε το τέλος του κόσμου. Ένας χωρισμός σαν τόσους και τόσους που είτε βιώνουμε είτε ακούμε και διαβάζουμε καθημερινά. Απλά και πολιτισμένα. Δεν μπόρεσε να τον κάνει να μείνει σε μια σχέση που αλλιώς την είχε φανταστεί στα όνειρά της. Δε μετάνιωσε πολύ και τουλάχιστον πόνεσε πολύ πιο λίγο απ’ ό,τι ανέμενε. Αν για κάτι μετάνιωσε είναι ότι τότε που μπορούσε, τότε που υπήρχε χώρος γι’ αυτήν στη ζωή του, δεν του είπε αυτά που είχε επισημάνει και έπρεπε να του τα κάνει γνωστά. «Να κιότεψα, λες; Δεν τα έβγαλα από την καρδιά και το μυαλό μου εκεί που τα είχα κρυφά βαλμένα. Και αυτό είναι το λάθος σε μια σχέση. Κρατάς ουσιαστικά πράγματα κρυμμένα. Σκέψεις, συναισθήματα, που αποζητούν το φως, μα μένουν σε ανήλιαγες θεοσκότεινες γωνιές θαμμένα και μόνο από τύχη ανασκάπτονται πολλές φορές και εμφανίζονται, όταν καμιά αξία δεν έχουν πια όταν τίποτα δε σημαίνει ο γερασμένος τους λόγος. Μα ο άλλος πώς να ξέρει να διορθώσει πιθανόν κάποια από τα κακώς κατά τον άλλο, κείμενα, όταν εσύ του επέτρεπες να δει μόνο τα θετικά στοιχεία; Γιατί αλήθεια το κάνεις αυτό; Για να μη σε πει γκρινιάρα, απαιτητική και πιεστική ίσως; Υπάρχει εξήγηση. Το κάνεις από υπερηφάνεια, αξιοπρέπεια από καλώς εννοούμενο εγωισμό. Ωραία μεν συναισθήματα απαράδεκτα δε σε μία σχέση αληθινή, είτε έρωτας είναι αυτός είτε φιλία». 296


η ρεπόρτερ

Στην αρχή αυτός δεν ήταν που όλο ζητούσε και αυτή έδινε και έδινε ακόμη και χωρίς να έχει, καταπονώντας τον εαυτό της μόνο και μόνο για να του είναι αρεστή; «Του είπες ποτέ μη; Μη με πιέζεις; Δώσε μου και ας μην έχεις; Άφησέ με να κλάψω να γκρινιάσω να μουρμουράω; Βλέπεις, ήθελε όσο τίποτα, η σχέση μας να πετύχει, να ζήσει, να αντέξει και επένδυσα πάνω της πολλά. Λάθος μου μεγάλο. Στο μυαλό μου ήταν όλα. Το ήξερα, μα εθελοτυφλούσα. Έδινα, έδινα, μα δεν έπαιρνα τίποτα. Απαγόρευες όμως στον εαυτό σου να το δει». Αυτά τα πράγματα όμως είναι βραχύβια με ημερομηνία λήξης. Αλλά και πώς να πάρει αφού εκείνος δεν είχε τίποτα να δώσει ή και αν είχε δεν το είχε πάντως προς διάθεση; Κλεισμένος σε έναν κόσμο δικό του, άχαρο άνυδρο χέρσο και στείρο όπως αποδείχτηκε, στην αρχή φάνηκε να της επιτρέπει να τρυπώσει στη ζωή του σαν μια ζωογόνα ηλιαχτίδα σαν αυτές που με λαχτάρα περιμένει ο φυλακισμένος στο ανήλιαγο κελί της φυλακής του υψίστης ασφαλείας. Του έδιωξε, καθώς φάνηκε ένα μέρος από τα σκοτάδια του. Μα η ηλιαχτίδα αυτή πάγωσε μέσα στην τόση παγωνιά, παγωνιά αιώνων. Και έσβησε. Φέρνει στο μυαλό της, τις μέρες που πέρασαν και προσπαθεί να ξεδιαλύνει σε τι διαφέρουν οι ημέρες εκείνες από τις σημερινές. Αν είναι ειλικρινής με τον εαυτό της οφείλει να παραδεχτεί ότι τίποτα δεν άλλαξε. Ημέρες ίδιες είναι, χωρίς ταυτότητα χωρίς γοητεία χωρίς αυτό το κάτι που έχει την ικα297


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

νότητα να τις κάνει να φαίνονται διαφορετικές. Αυτό λοιπόν είναι που χάθηκε και πάει. Και αν εκείνος αυτό δεν το κατάλαβε, είναι γιατί ούτε κατά υποψία το έζησε ποτέ, τουλάχιστον μαζί της. Τελικά το κάτι αυτό περιείχε μόνο το δικό της μερίδιο, περισσότερο ίσως από αυτό που της αναλογούσε. Για το δικό του μερίδιο, ο χώρος έμεινε κενός. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν κατάλαβε ποτέ την αιτία που εκείνη προτίμησε να φύγει. Και αυτός έχει μεν τις εναλλακτικές του λύσεις. «Δε μιλάμε για αισθήματα βέβαια, γιατί δεν ξέρει ούτε τι σημαίνουν αυτά. Ίσως δε, να τα βάζει και με την κακιά του μοίρα που έμεινε μόνος, χωρίς αυτή στη ζωή του». Μόνος πάντως δεν μπορεί να πει ότι έμεινε, γιατί έτσι ήταν πάντα. Πεισματικά περιφραγμένος ψυχικά και σωματικά σε ένα δικό του σύμπαν που στην ουσία γι’ αυτό μόνο νοιαζόταν και νοιάζεται και αναλώνεται και ζει. Δεν άφησε ένα τόσο δα μικρό κομμάτι να διαρραγεί, να αποσπαστεί και να το κάνει δώρο σε μια αυταπάτη σε μια φαντασίωση. Ρεαλισμός, ρεαλισμός, ρεαλισμός. Δεν ένιωσε χαμένος μετά το τέλος. Χαμένος είναι κάποιος που χάνει κάτι από τη πίτα της ζωής του. Με τη φυγή εκείνης, η πίτα παρέμεινε ακέραιη, κανένα κομμάτι της δεν είναι φαγωμένο. Και είναι φυσικό, απλά και μόνο, γιατί δεν της επέτρεψε να το γευτεί. Και το κουτί της Πανδώρας, και αυτό γεμάτο μέχρι επάνω. Δε λείπει από μέσα του τίποτα μήτε καλό μήτε κακό. Μήτε από αυτό της προσέφερε τί298


η ρεπόρτερ

ποτα. Ας κρατήσει, λοιπόν, την πίτα του, τα μαγικά κουτιά του και πού ξέρει, ίσως στη ζωή του κάποια στιγμή, μία άλλη ακτίνα του ήλιου φερμένη από άλλον μεσημβρινό της Γης, φανεί πιο ισχυρή και τρυπώνοντας στον ακίνητο και παγωμένο του κόσμο καταφέρει να λιώσει τους πάγους του.

299


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

300


«Ό

το φλερτ

ταν θέλεις να περάσει όμορφα ένα κατά τα άλλα ανιαρό βράδυ, κλεισμένη αναγκαστικά στο σπίτι σου λόγω κορωνοϊού, ή παίζεις μπιρίμπα σε στιγμές ανάπαυλας ή κάθεσαι με τους αγαπημένους σου κοντά στο τζάκι αγκαλιά στην πολυθρόνα και αφήνεσαι σε αναμνήσεις, που ξεπηδούν από το πουθενά ενός εαυτού φοβισμένου και τον απαλύνουν ευχάριστα», είπε στις φίλες της η Θεανώ. Και επειδή ήταν καλή παραμυθού, την ικέτεψαν να ανασύρει από τη μνήμη της καμιά από αυτές τις αναμνήσεις και να τους τη σερβίρει γοητευτικά, όπως μόνο εκείνη ήξερε. «Ο έρωτας είναι ένα βιβλίο best seller ως γνωστόν. Ένα από τα πρώτα του κεφάλαια είναι το φλερτ. Αυτό, είναι το πασπαρτού που όσο πιο περίτεχνα είναι φτιαγμένο και καλοδουλεμένο τόσο ευκολότερα ανοίγει τις πόρτες του έρωτα». «Τις παλιότερες εποχές, έρωτας χωρίς φλερτ ήταν κάτι το αδιανόητο. Ήταν πανέμορφο και πανεπιστημιακού επιπέδου. Το “ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε” ήταν άγνωστο και σαν σλόγκαν ακόμα, αφού το "Άζαξ” ακόμη δεν είχε εφευρεθεί!» Γιαγιά και εγγονή γέλασαν αυθόρμητα και προ301


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μηνύονταν περισσότερα γέλια. «Το φλερτ, λοιπόν, ήταν ένα πρελούδιο, να το πω; Μια ουβερτούρα, να την πω; Μία εισαγωγή να την πω καλύτερα, επί το ελληνικότερο. Ήταν κάτι απίθανα όμορφο και δεν είχε απαραίτητα σαν απώτερο σκοπό του την κατάκτηση σώνει και καλά του λεγόμενου ωραίου φύλου. Ναι μεν παρέπεμπε προς τα εκεί η πρόθεσή του, αλλά πάντως άγνωστη η έκβασή του. Ευτυχώς σε λίγες περιπτώσεις μόνο εκχυδαΐστηκε και εξελίχθηκε στο χοντροειδέστατο και γελοίο καμάκι τύπου "do you like matmazel the Greece;", αν πρόκειται για αλλοδαπές βέβαια. »Η τέχνη του φλερτ είναι σημαντική και ένας από τους κανόνες του είναι όχι μόνο πότε να το αρχίζεις και σε ποια περίσταση, μα και πότε να το τελειώνεις και να αποσύρεσαι, ενώ ακόμη στην ατμόσφαιρα αιωρείται το παιχνιδιάρικο πλησίασμα και ένα κάποιο μυστήριο που το κάνει το φλερτ αποδεκτό και πάντως δεν περνά στο ντούκου που λένε. »Βρίσκουμε έξυπνο τον τρόπο που ναι μεν το αρχίζει κάποιος με τακτ, αλλά και που αποσύρεται πριν αρχίσει να γίνεται φορτικός. Αν αφήσει ελκυστικές εντυπώσεις, δύο πράγματα μέλλουν να συμβούν: πρώτον γίνεται ευκολότερη η αποδοχή του, εάν μετά από λίγο επιστρέψει και συνεχίσει από εκεί που το σταμάτησε, και δεύτερον, μία απογοήτευση, επειδή το σταμάτησε τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος άρχισε να “τσιμπάει”! Όπως και να έχει πάντως, οι άνθρωποι που νοιάζονται για μας, πάντα βρίσκουν 302


η ρεπόρτερ

ένα τρόπο να μπουν στη ζωή μας». «Σήμερα όλα έγιναν τσόντα πια», διέκοψε η Δανάη. «Τώρα το φλερτ πορνό, για μένα, είναι απαίσιο και γενικώς γίνεται αποδεκτό μόνο από άτομα του ιδίου επιπέδου,. Το ωραίο και αδύνατο φύλο, αρέσκεται συνήθως σε μια εγκεφαλική επικοινωνία και έναν έστω υποβόσκοντα ρομαντισμό που δίνει περιθώρια ονείρου και βέβαια αναμονής προσμονής για το τι πρόκειται να συμβεί πάρα κάτω. Όσο πιο ευφάνταστος είναι ο αρσενικός, όσο πιο έξυπνες και ασυνήθιστες είναι οι ατάκες του, τόσο πιο ελπιδοφόρο και επιτυχημένο το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Συμβαίνουν όμως και ατυχίες. »Παραθέριζα κάποτε σε ένα νησί με τη μάνα μου, που είχε πάει να κάνει τα ιαματικά λουτρά της, όπως έκανε κάθε χρόνο. Παρεμπιπτόντως δεν προσφέρουν τελικά απολύτως τίποτα, εκτός από κάποιες ελπίδες ίσως, ότι θα καλυτερεύσουν τα αρθριτικά σου. »Ήταν οι πρώτες ημέρες του Οκτώβρη και το καλοκαίρι καλά κρατούσε ακόμα, εκτός από μια κάποια ελαφριά δροσούλα το βραδάκι, που απαιτούσε μια ζακετούλα. Στο νησί ο κόσμος βέβαια πολύ λιγότερος και το σέρβις στα εστιατόρια και τις καφετέριες πολύ πιο άνετο και καθόλου εκνευριστικό. Έτρωγες και έπινες την ώρα ακριβώς που το ήθελες, χωρίς στρίμωγμα. Και κυρίως χωρίς να σιχτιρίζεις τα γκαρσόνια που, ωσότου σου φέρουν να φας, έχεις 303


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ήδη χορτάσει με τις ψωμάρες που είχες καταβροχθίσει από το καλαθάκι που άφησαν γρήγορα γρήγορα μόλις παλουκώθηκες στην καρέκλα, και μετά σε ξέχασαν. Ό,τι και να έκανες πια, έτσι και έφαγες το ψωμί τους είσαι δικός τους, και κάποια στιγμή θα έρθει η σειρά σου να σερβιριστείς. Αν έρθει, δηλαδή, και δεν έχει εντωμεταξύ τελειώσει το φαγητό που τους είχες παραγγείλει μισό αιώνα πριν πάνω κάτω». Τα γέλια των δύο γυναικών ακούστηκαν μέχρι τον δρόμο. Ήταν μια όμορφη βραδιά που αποκτούσε και τον αναγκαίο εύθυμο χαρακτήρα με την αφήγηση της Θεανώς. «Έκανα λοιπόν το μπάνιο μου σε μια θάλασσα πεντακάθαρη και πρασινογάλανη, που έμπαινες και δε σου έκανε καρδιά να βγεις. Ήταν ζήτημα αν υπήρχαν πια δυο τρεις παρέες στην παραλία. Τα σχολεία είχαν ήδη ανοίξει και τα πιτσιρίκια, που πριν χαλούσαν τον κόσμο με τα ξεφωνητά τους με τις μανάδες τους να ξεφωνίζουν πιο δυνατά απ’ αυτά, αποτρέποντάς τα να κάνουν τις βουτιές, ήταν απόντα. Ναυαγοσώστες, εκείνη την προϊστορική εποχή που διηγούμαι, δεν υπήρχαν, ούτε που τους είχαμε ακουστά. Είχαν φύγει τα γυναικόπαιδα ευχόμενα αλλήλους «καλό χειμώνα». Μιλάμε για μια ευχή που πάντοτε μου τη δίνει στα νεύρα, όταν την ακούω. Ο ήλιος κατακαίει και στον γαλανό ουρανό ούτε υποψία σύννεφου ακόμα. Όχι, κυράδες μου, ο χειμώνας αργεί. Εμείς οι Έλληνες απολαμβάνουμε σε αυτόν τον πα304


η ρεπόρτερ

ράδεισο που λέγεται Ελλάδα από πλευράς φυσικού κάλλους και φυσικών φαινομένων, να εξηγούμεθα και μια άλλη εποχή ξεχασμένη για πολλούς ξένους, το φθινόπωρο, που έχει τη δικιά του γλύκα» «Μα το πιο ωραίο είναι ο τρόπος που τα αφηγείται και τα σχόλια που παρεισφρέουν μέσα στη διήγηση», είπε γελώντας η Πέρσα στην Δανάη. «Απολάμβανα, λοιπόν, την ηλιοθεραπεία μου, αν και ειλικρινά είχα μετατραπεί σε μιγάδα. Να σκεφτείτε ένας εξάδελφός μου, όταν γύρισα στην Αθήνα, με είδε και δε με γνώρισε». Νέα γέλια αντήχησαν στο σαλόνι. «Τότε κάνει την εμφάνισή του ένα πανέμορφο παλικάρι, δε θα τον έλεγα νεαρό, και κάθεται στην άμμο σε κοντινή απόσταση από μένα. Τον πήρε το μάτι μου βέβαια, αλλά έκανα σαν να μην είχα αντιληφθεί την παρουσία του. Κάποια στιγμή σηκώθηκα να πέσω στο νερό και εκείνος ευγενικά με χαιρέτησε. –Παρακαλώ, μου δίνετε το περιοδικό σας να ρίξω μια ματιά; »Φυσικά και του το έδωσα, χωρίς όμως η αγενέστατη να του πω λέξη και ακόμη πιο αγενώς μπήκα στη θάλασσα και έμεινα πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο μου. Δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν σε κάποιον που ήξερε να διαβάζει πίσω από τις γραμμές ότι δεν επιθυμούσα περαιτέρω χαζοκουβέντες. Αυτός όμως δεν έφευγε. Έμεινε και μάλλον με περίμενε. Κάποτε βέβαια αναγκάστηκα να βγω, αφού 305


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

είχα παπαριάσει και όπου να ’ναι θα έβγαινε και η μάνα μου στη βεράντα να με φωνάξει για φαγητό. »Μα γιατί φερόμουν έτσι; Όχι φίλε, λάθος διάβασες πίσω από τις γραμμές ότι επρόκειτο για αδιαφορία. Το αντίθετο συνέβαινε. Μου άρεσε ο κύριος και πολύ μάλιστα. Και βέβαια η επιστροφή του περιοδικού συνοδεύτηκε από μια μικρή εισαγωγή βιογραφικού. Βλακείες λέω. Ο άνθρωπος σαν gentleman μου συστήθηκε. –Σμηναγός, Κώστας Ζαφειρίου. Χάρηκα για τη γνωριμία, δεσποινίς Θεανώ. Ευχαριστώ για τη συντροφιά που μου κράτησε το περιοδικό σας, όσο και εσείς, έστω και εκ του μακρόθεν, συμπλήρωσε με ένα μικρό ελκυστικότατο μειδίαμα. –Το όνομά μου; Πώς ξέρετε το όνομά μου; Δε θυμάμαι να σας έχω συστηθεί, είπα με έκδηλη απορία. –Μα δεν ακούσατε μια κυρία που σας φώναξε από τη βεράντα του σπιτιού πίσω μας; Μένετε εδώ; Τι σύμπτωση! Είμαστε γείτονες. Μένω στο σπίτι ακριβώς δίπλα στο δικό σας. Γεια σας και καλή σας όρεξη. Τα λέμε», είπε και σηκώθηκε. Έφυγε απότομα, όπως ακριβώς είχε έρθει. »Ακριβώς αυτό που λέω πάντα. Το σωστό timing, να ξέρεις πότε να αναχωρείς. Αφήνεις πίσω σου ένα άρωμα μυστηρίου. Και ο κύριος, έμπειρος σε τέτοιες συμπεριφορές, ως φαίνεται, τα κατάφερνε άριστα. Μου είχε εξάψει τη φαντασία. Έλεγα για να με φλερτάρει έστω και τόσο λίγο, δεν μπορεί θα πρέπει 306


η ρεπόρτερ

να του άρεσα. Άρα αυτό το “τα λέμε", σημαίνει ότι θα με ξαναπλησιάσει. Η ιστορία είχε αρχίσει να αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον για τις δύο φίλες. Η Δανάη αυτή την ιστορία πρώτη φορά την άκουγε. «Και άρχισε η αναμονή της επόμενης ημέρας. Μα την επόμενη ημέρα δεν ήρθε. Βρε τον κερατά. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον, πράγμα περίεργο με τον χαρακτήρα μου που ούτε εύκολα με συγκινούσε κάποιος μα ούτε και μου άρεσαν οι άντρες οι πολύ μεγαλύτεροί μου. Δε θα ήταν τριάντα χρόνων το λιγότερο; Ίσως και περισσότερο, για να είναι αεροπόρος με τόσο μεγάλο βαθμό. »Και τι έγινε; Λες να έφυγε από το νησί; Ίσως να έγινε κι αυτό. Το απόγευμα με τη μάνα μου, παρέα και με ντόπιους νησιώτες φίλους, πίναμε το ουζάκι μας σε μια ταβερνίτσα πάνω στο κύμα, με τους τσίρους να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια μας και να ξεραίνονται στον ήλιο και τον αγέρα, όταν τον πήρε το μάτι μου σε κάποια απόσταση πιασμένο χεράκι χεράκι με μια κοπελιά. »Μου ανέβηκε τα αίμα στο κεφάλι». «Βρε τον κανάγια, το αρσενικό, που δεν αρκείται σε αυτά που έχει, σκέφτηκα, και λυπήθηκα (ορκίζομαι δε ζήλεψα) το κορίτσι που ήταν στο πλάι του». «Να τον έχει να τον χαίρεται τον πασά της που ήθελε χαρέμι», μουρμούρισε η Πέρσα. «Την επόμενη ημέρα ήταν εκεί, όταν πήγα για μπάνιο. Ήταν ντυμένος και καθισμένος στην αμμουδιά. 307


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

–Μα τι στον διάβολο, μπάνιο δεν κάνει;. Σκέφτηκα. »Ανταλλάξαμε ένα κοινωνικότατο γεια και εκείνος πρόσθεσε κάτι τετριμμένες λέξεις που δεν είναι δυνατόν να τις θυμάμαι πια. Η αφεντιά μου σοβαρή και απρόσιτη και εκείνος ολοφάνερα να ψάχνει αφορμή για να μου πιάσει κουβέντα. Δεν του την έδωσα. Είδε κι απόειδε, τα μάζεψε κι έφυγε, όταν με είδε να μπαίνω στο νερό και να απομακρύνομαι. Ήμουν πυρ και μανία μαζί του. »Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι στον τομέα του φλερτ, ήμουν ολίγο κακομαθημένη. Συνηθισμένη μεν να ακούω όμορφα λόγια, όπως φαντάζομαι συνέβαινε με τα περισσότερα κορίτσια της ηλικίας μου, μα τα λόγια εκείνα να καταλήγουν και κάποια στιγμή σε κάτι πιο ξεκάθαρο. Σε μια ερωτική εξομολόγηση ας πούμε, οπόταν το αρσενικό ελάμβανε μια μεγαλόπρεπη χυλόπιτα και τέλειωνε το φλερτ και η φάση όλη, στο σημείο εκείνο. »Με τούτο τον αεροπόρο είχα μπερδευτεί. Αν και μικρή, ήμουν οπαδός της ρήσης "αν σε ενδιαφέρει κάποιος πες του το. Η καρδιά ραγίζει από λόγια που δε λέγονται". Αυτός, γιατί δε μιλούσε; »Την επόμενη ημέρα ήταν πάλι εκεί, ντυμένος και μυστήριος. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε. Ένα τυπικό γεια. Εγώ κολύμπι. Απομακρύνθηκα αρκετά. Τον έβλεπα να έχει σηκωθεί από τη θέση του και να παίζει, ρίχνοντας στη θάλασσα πέτρες που έκαναν πηδηματάκια στην επιφάνεια του νερού. Ήθελε επι308


η ρεπόρτερ

δεξιότητα η αθλοπαιδιά αυτή. Όσο περισσότερα πηδηματάκια η πέτρα, τόσο πιο πετυχημένη η πετριά. »Άρχισα να επιστρέφω. Ξάφνου... Θεέ μου, τι ήταν αυτό; Ένιωσα να σκοτεινιάζει ο κόσμος γύρω μου. Κάτι με κτύπησε στο κεφάλι και ζαλίστηκα. Πρόλαβα και φώναξα βοήθεια, πριν χάσω όπως κατάλαβα τις αισθήσεις μου. Σαν σε όνειρο είδα σε δευτερόλεπτα δίπλα μου τον παράξενο γείτονα αεροπόρο, έτσι ντυμένο όπως ήταν με τα ρούχα του. –Για τον Θεό, κορίτσι μου, είσαι καλά; Δεν το έκανα επίτηδες. Σου δίνω τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής». «Σε χτύπησε με την πέτρα ο αθεόφοβος;», ρώτησε η Δανάη. «Στην αρχή, έτσι ζαλισμένη που ήμουν αναρωτήθηκα σαν τι είναι αυτά που μου λέει ο χριστιανός. Στη συνέχεια συνειδητοποίησα τι ακριβώς είχε συμβεί. Είχα φάει κατακέφαλα την όμορφη επίπεδη κοτρόνα, που έριχνε το παιδόπουλο στη θάλασσα για να διασκεδάσει την ανία του, την αμηχανία του και τη βλακεία του. Για να το πω φλερτ το παιχνίδι του, ε, πολύ απείχε από το να είναι κάτι τέτοιο. Για τα δικά μου μέτρα και σταθμά τουλάχιστον. »Δε θυμάμαι πια τι ακριβώς του είπα, μετά τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει από τότε, αλλά πάντως θα πρέπει να ήταν κάτι προσβλητικό μεν, αλλά απόλυτα δικαιολογημένο. Όσο έπιανα δε το καρούμπαλο στο μουσκεμένο και ξεμαλλιασμένο 309


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

κεφάλι μου τόσο ευχαριστιόμουνα για τα προσβλητικά λόγια μου που ξεστόμισα. »Και γίναμε φίλοι! Απίστευτο. Πίστεψα στον λόγο της τιμής του, που και για μένα ήταν κάτι ιερό. Έτσι και τον έδινα τον λόγο μου, τον κρατούσα. Έτσι που τον έβλεπα σαν ναυαγό, αξιολύπητο και μεταμελημένο, θαρρείς και μέσα μου ξύπνησε μια υπόνοια μητρικού ενστίκτου για ένα γιο, που κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον μου θα ήθελα να αποκτήσω!» Η Δανάη με την Πέρσα ούτε να ανασάνουν δεν ήθελαν, για να μη διακόψουν την αφήγηση. «Είπαμε διάφορα τις επόμενες δυο τρεις ημέρες που απέμεναν, ωσότου φύγω. Το φλερτ έφτασε σε επίπεδο ανταλλαγής τηλεφώνων. Μου υποσχέθηκε δε να μου δώσει και φωτογραφίες μου, που τράβηξε χωρίς να το πάρω είδηση. Μου άφησε και το τηλέφωνο ενός φίλου του σε περίπτωση που εκείνος έλειπε με αποστολή να μου τις δώσει εκείνος. Ούτε αυτόματες πολαρόιντ είχαμε τότε ούτε άλλου είδους αυτόματες φωτογραφικές μηχανές. Το φιλμ έπρεπε να πάει σε φωτογραφείο να εμφανιστεί και τα γνωστά. »Αποχαιρετιστήκαμε ζεστά και πολιτισμένα, θα έλεγα, με μια αδιόρατη υποψία υπόσχεσης εκ μέρους μου, ότι ίσως και να υπάρξει συνέχεια. Όπως καθόμουνα στο κατάστρωμα του πλοίου, βλέποντας το νησί να χάνεται σιγά σιγά, σκεπτόμουν διάφορα, και δεν κρύβω πως μέσα στα διάφορα αυτά ήταν και ο παράξενος αεροπόρος μου, όταν με πλησιάζει μια 310


η ρεπόρτερ

όμορφη κοπέλα καταφανώς πολύ μεγαλύτερη από μένα που με αυτά που μου είπε με άφησε κάγκελο. –Γεια σου, κορίτσι μου. Η Θεανώ δεν είσαι; »Της ένευσα καταφατικά ρωτώντας την με το βλέμμα ποια ήταν και πώς με ξέρει. Δε θυμόμουν να έχω καμία απολύτως γνωριμία μαζί της. Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ μου. –Είμαι η Μίνα και είμαι το κορίτσι του Κώστα, μου λέει». «Καλά είπα εγώ, χαρέμι ήθελε να κάνει», αναφώνησε η Πέρσα. «Κάτσε να δεις και τη συνέχεια», αναφώνησε η Θεανώ και συνέχισε. –Δεν το ξέρεις, καλή μου, μα ο δικός μου είναι ερωτευμένος μαζί σου. Έφυγα από το νησί με κάποιο πρόσχημα μόνο και μόνο να σε βρω μόνη σου στο πλοίο και να σου μιλήσω. Θεανώ, σε παρακαλώ άφησέ μου τον. Είσαι μικρή και έχεις τόσα πολλά περιθώρια χρονικά στη ζωή σου. Τα δικά μου τελειώνουν. »Την κοιτούσα και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. –Να σου αφήσω ποιον, κορίτσι μου; Έχω κάποιον εγώ και δεν το ξέρω; Τι μου είναι εμένα ο αεροπόρος σου πέρα από μια καλοκαιρινή γνωριμία που έγινε μετά από ένα ατυχές περιστατικό;, της απάντησα. –Ναι, το ξέρω, το ξέρω. Όλα μου τα έχει πει. Και για την πέτρα και τις καθημερινές βόλτες του στην παραλία. Δεν ξέρω. Είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω έτσι και φοβάμαι μην τον χάσω. 311


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

»Μου είχε συστηθεί ως Μίνα. Το όνομα εκείνου το έχω αλλάξει. –Μίνα μου, για το ότι θα τον χάσεις είναι το μόνο σίγουρο. Αλλά όχι από μένα, όχι εξαιτίας μου. Εμένα, μήτε κανένα γεωμετρικό σχήμα, όπως τα τρίγωνα μου αρέσει, ούτε τα πολύγωνα, πόσο μάλλον να μπω ανάμεσα σε ζευγάρια και να τα χωρίσω. Δεν είμαι μοιραία γυναίκα, κορίτσι μου, και δε μου κάνει καθόλου κόπο να σου πω ότι τον δικό σου δεν πρόκειται να τον ξαναδώ, που ο τελευταίος άντρας να είναι που απέμεινε στο πλανήτη. –Σε πιστεύω, σε πιστεύω. Όμως μου δίνεις τον λόγο σου;» –Είναι που με πιστεύεις! Ας είναι. Σου τον δίνω». »Τη Μίνα, δεν την ξαναείδα καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, που ήταν και πολύωρο. Θαρρείς και άνοιξε το στόμα της καμιά θαλάσσια ρουφήχτρα και την κατάπιε. Μωρέ, λες από τη χαρά της που μου απέσπασε μια τέτοια υπόσχεση και αφού ο σκοπός της επετεύχθη να πήδηξε στη θάλασσα και να γύρισε κολυμπώντας στο νησί; Κομματάκι απίθανο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ποια άλλη εξήγηση να δώσω για την εξαφάνισή της; Αν εξακολουθούσε να βρίσκεται μεταξύ των επιβατών η εξαφάνισή της δήλωνε αγένεια, αγνωμοσύνη, αν μη τι άλλο. »Το ενδιαφέρον της προς το πρόσωπό μου, οι ευγένειες και τα κροκοδείλια δάκρυα κράτησαν, όπως ξαναείπα, μέχρι να αποσπάσει τον λόγο μου. Και όπως φαίνεται ήταν και φυσιογνώστρια. Θα διάβασε 312


η ρεπόρτερ

στο πρόσωπό μου και την αλήθεια των λόγων μου. Μπράβο της όμως. Η κοπέλα ήξερε να διεκδικεί και να κερδίζει τον άντρα που αγαπά. Της το αναγνωρίζω. Εγώ δε θα το έκανα αυτό, που να μου έλεγε κάποιος ότι θα έμενα στα αζήτητα, αν δεν το επιχειρούσα. »Τον αεροπόρο, δεν τον ξαναείδα. Τις φωτογραφίες μου τις πήρα από τον φίλο του, ο οποίος με πληροφόρησε χωρίς να τον ρωτήσω, ότι ο Κώστας έλειπε σε ξαφνική και επικίνδυνη αποστολή. Την κοπελιά δεν την ζήλεψα καθόλου. Η ζωή που εγώ ήθελα να ζήσω δεν περιείχε μυστήριους και γοητευτικούς φλερτάκηδες. Το vivere pericolosamente δεν ήταν για τις αντοχές και τις διεκδικήσεις μου τύπου Μίνας». Η Πέρσα με τη Δανάη γελούσαν. Είχαν κι αυτές δικές τους ανάλογες ιστορίες με άνδρες που ήθελαν να τρυγούν από κάθε λουλούδι. Μια τέτοια μέρα που ήταν έγκλειστες λόγω covid-19 στο σπίτι, τις έπιασε το φιλοσοφικό τους. «Θυμάμαι όσο μεγαλώνω», είπε η Δανάη στη γιαγιά και τη Θεανώ, «όλο και πιο έντονα κουβέντες που με σημάδεψαν. Συζητήσεις που είχα με πρόσωπα που αγαπούσα και εξακολουθώ να αγαπώ και να εκτιμώ, άσχετα αν οι απόψεις τους διέφεραν από τις δικές μου», συνέχισε η δημοσιογράφος. –Ζήσε, βρε κουτό, ζήσε, μου έλεγε η καλή μου η δασκάλα. –Τι νομίζεις πως είναι η ζωή; Μια αστραπή είναι. 313


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Όμως προλαβαίνεις να κάνεις τόσα πράγματα σ’ αυτήν. Μα να ξέρεις ότι η αστραπή είναι έννοια σχετική. Για άλλους κρατάει πολύ. Για άλλους δεν προλαβαίνει να γίνει αντιληπτή και πάει τελειώνει. Δώσε χώρο μέσα σου για πράγματα ουσίας, που θα σε κάνουν να νιώθεις γεμάτη. Όπως η αγάπη, η φιλία. –Και ο έρωτας; –Γιατί να χάσεις τον καιρό σου για κάτι που θα κρατήσει τόσο μα τόσο λίγο; Σε ένα τόσο ασφυκτικά μικρό διάστημα μόνο η αγάπη και η φιλία κάνουν την αστραπή να έχει μια σχετική διάρκεια τόσο μεστή, που εσύ να νιώθεις γεμάτη και πλήρης. –Και ποια η διαφορά του έρωτα από την αγάπη; –Μην ακούω κουταμάρες, κορίτσι μου. Ο έρωτας εμπεριέχει και το σεξ τρόπον τινά. Για την αγάπη δεν είναι απαραίτητο. Αυτή έχει αποδέκτες τους πάντες, ο έρωτας συνήθως έλκει το αντίθετο φύλο και βέβαια σε άλλες περιπτώσεις και... το ίδιο. »Η δασκάλα μου με έβαλε σε σκέψεις. Άκου να μην ασχοληθώ με τον έρωτα γιατί κρατάει φευγαλέα σε μια ζωή που κι αυτή είναι σύντομη. –Μα ουκ εν τω πολλώ το ευ, αγαπημένη μου. Εγώ θέλω να ζήσω τον έρωτα και ας κρατήσει όσο μια ανάσα. Αυτό σημαίνει ότι ποτέ δε θα με κάνει να πλήξω με τη μεγάλη του διάρκεια. »Αυτό δεν το είπα. Το σκέφτηκα μόνο. Αν μου έλεγε να ζήσω τον έρωτα που κάποια στιγμή θα έδινε τη θέση του στην αγάπη, τότε ναι θα συμφωνούσα. Να μου πει όμως ότι δεν αξίζει τον κόπο... 314


η ρεπόρτερ

Αυτό όχι δεν το δέχομαι. Θα πρέπει η καλή μου να έχει πολύ απογοητευτεί από τον φτερωτό θεό για να μιλάει έτσι. Θα πρέπει να έχει βιώσει μια απόρριψη, έναν μεγάλο πόνο. »Εγώ είμαι άτομο ελεύθερο. Μπορώ να φτιάξω τη ζωή μου έτσι όπως την θέλω εγώ. Προσωπική υπόθεση του καθενός μας είναι και όπως λέει ο Καζαντζάκης "έχεις τα πινέλα έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα". Αυτό έχω σκοπό να κάνω. Ας απογοητευτώ. Ας κάνω λάθος. Αν λάθος δεν κάνω, πώς θα ξέρω, χωρίς να δοκιμάσω καν. Πώς από φόβο και μόνο να μην αφεθώ σε μια γοητεία, να κιοτέψω και να μην τον συναντήσω; Αν δεν τον ζήσω πώς θα έχω γνώση για κάτι που δεν έμαθα; Και τέλος, η γνώση, (και τι γνώση), μέσα από δοκιμασίες σωστές ή λαθεμένες δεν αποκτιέται;» Η Θεανώ με την Πέρσα συμφωνούσαν με νεύματα του κεφαλιού με όσα έλεγε η νεαρή δημοσιογράφος. «Θα ζω με την εμπειρία και τα αποφθέγματα των σοφών μου δασκάλων; Και αυτοί; Από πού έμαθαν αυτοί; Δεν ήξεραν ότι κάποια στιγμή ίσως και να έσπαγαν τα μούτρα τους; Τότε γιατί αφέθηκαν να δοκιμάσουν; Αυτό λοιπόν θα κάνω κι εγώ. Θα δοκιμάσω. Και μετά ας έρθει η σειρά μου να πω στους νεότερους τα σοφά μου συμπεράσματα. Μου αρέσει εκείνο που είπε ο Δαλάι Λάμα, ο πνευματικός και πολιτικός ηγέτης του Θιβέτ. –Ο πλανήτης δε χρειάζεται ανθρώπους επιτυχη315


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μένους. Χρειάζεται απεγνωσμένα ειρηνοποιούς, γιατρούς, μαστόρους, παραμυθάδες, και ερωτευμένους. »Δε γνωρίζω εάν είχε προσωπική πείρα, αν δηλαδή το αξίωμά του το επέτρεπε ή όχι, έχω παντελή άγνοια και το ομολογώ. Αλλά για να το λέει θα πρέπει να είχε απόλυτη γνώση της αλήθειας των λεγομένων του. »Λάθος είναι ότι ο πλανήτης μας χρειάζεται ανθρώπους λάτρεις της ειρήνης, οι οποίοι δεν κρύβονται πίσω από μεγαλοστομίες περί δημοκρατίας και την ίδια στιγμή να είναι δικτάτορες που καταδυναστεύουν τους λαούς; Δεν έχει ανάγκη από σωστούς γιατρούς αληθινούς υπηρέτες της υγείας που η επιστημοσύνη τους δεν εξαντλείται σε συνδικαλιστικούς αγώνες για τη διεκδίκηση πιο παχέος μισθού, μα το μέλημά τους να είναι η έρευνα για την καταπολέμηση του ανθρώπινου πόνου που δε μας αφήνει να χαρούμε την όντως μικρής διάρκειας ζωή μας, χωρίς τον φόβο της απρόσμενης αρρώστιας να σου χτυπά την πόρτα και τη σύντομη ζωή μας να την κάνει συντομότερη; »Δεν έχει ανάγκη από μαστόρους και κυριολεκτικά και μεταφορικά να διορθώνουν τα κακώς κείμενα του κόσμου μας; Και κυρίως, δεν έχει ανάγκη τους παραμυθάδες να τον νανουρίζουν με το ονειρεμένο και φανταστικό έστω κόσμο τους; Όσο για το ότι έχει ανάγκη από ερωτευμένους, έχει απόλυτο δίκιο. Ένας κόσμος χωρίς την τρέλα του έρωτα είναι ένας κόσμος στεγνός στείρος χωρίς έμπνευση, χωρίς φαντασία χωρίς γενναιοδωρία. 316


η ρεπόρτερ

»Ο ερωτευμένος είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, όσο λίγο και αν κρατήσει η ευτυχία του. Τον υπόλοιπο χρόνο μπορεί να τον ζήσει με τη θύμηση και μόνο. Τότε που ο έρωτας γίνεται αγάπη. Υπάρχει λόγος να θέλεις να ξεχάσεις; «Γιατί να ξεγράψεις από τη μνήμη κάποιον που ερωτεύτηκες; Είναι σαν να προσπαθείς να θυμηθείς κάποιον που δε γνώρισες. Και τέλος, το να κάνεις έρωτα σε ένα κορμί είναι σχετικά εύκολο και ικανοποιεί βιολογικές ανάγκες. Το να κάνεις έρωτα στο μυαλό στην καρδιά στη σκέψη κάποιου είναι η επιτομή της κατάκτησης της αγάπης της αλήθειας. Και κάτι τελευταίο, καλή και αγαπημένη μου δασκάλα, αν είναι να ’ρθει ο έρωτας θε να ’ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει...» Η Πέρσα και η Θεανώ συμφώνησαν με τη δημοσιογράφο. Τον λόγο πήρε η Πέρσα. Η Δανάη με τη Θεανώ λάτρευαν τους μονολόγους της Πέρσας, κρέμονταν από τα χείλη της. Ήταν το καλύτερό τους. Κι η Πέρσα αυτό το ήξερε, την κολάκευε, το χαιρόταν ο υποβόσκων ναρκισσισμός της, παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλούσε στην κυρτωμένη πλέον πλάτη της. Παίρνοντας αφορμή από ένα «κάτι», ένα «τίποτα» για τους άλλους, άρχιζε να μιλάει και αυτό το ένιωθε σαν ένεση ενδοφλέβια άμεσης αναζωπύρωσης της ενέργειάς της και του ενδιαφέροντός της για συμμετοχή στο σήμερα και κατ' επέκταση στη ζωή. Θέμα σημερινό της, η τέχνη του να ξέρεις πώς να 317


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

αποχωρείς από μια σχέση στο σωστό timing και με τον σωστό τρόπο. «...Και δε μου λες; Εσύ η υπερήφανη, η εγωίστρια –με την καλή έννοια η λέξη– εσύ που δε δεχόσουν μύγα στο σπαθί σου, τι κάνεις όταν ο άλλος δεν κουνάει το δαχτυλάκι του, που λένε, για να σε πάρει ένα τηλέφωνο έστω, με τις προφάσεις πάντα παρούσες σε πρώτη ζήτηση; Τι κάνεις όταν για να βρει να σου διαθέσει λίγες στιγμές από τον χρόνο του, πρέπει να συμβούν σημεία και τέρατα και τέτοιες συγκυρίες που να μοιάζουν κατά κάποιον τρόπο σαν θεσμοθετημένες; Τι κάνεις όταν ξέρεις ότι, όταν κάποιος θέλει μπορεί, μηδενίζοντας ακόμη και το κοντέρ της εδαφικής απόστασης; Δεν ξέρεις τι κάνεις; Σοβαρά; Ανοίγεις τα πέντε σου δαχτυλάκια και του λες γενναιόδωρα «όρσε και άντε γεια». Και τούτο το άντε γεια, είναι το τελευταίο σου αντίο. Προηγήθηκαν και άλλα, μικρότερα, μα επώδυνα στην αρχή τους, τα οποία στη συνέχεια, σαν από συνήθεια, έγιναν λιγότερο οδυνηρά, που τα έπαιρνες να πούμε ξώφαλτσα και που ο άλλος έκανε πως δεν το αντελήφθη. Τα ψέματά του, που στην αρχή τα πίστευες ως αληθινά δεν τα πιστεύεις πια. «Φίλος» ας πούμε, λογιέται ο άλλος! Φίλος που σου ορκιζόταν ότι θα είναι πάντα εκεί για σένα, ενώ εσύ ήθελες την αγάπη και τη στοργή του να είναι εκεί. Το έλεγες, μα χαρακτηριζόσουν σαν καταπιεστική, 318


η ρεπόρτερ

απαιτητική, ανικανοποίητη. Μα να ’χε δίκιο; Όχι δεν είχε. Και επιτέλους εδέησε να καταλάβεις ότι δεν ήσουν παρά η εναλλακτική του λύση. Και είπες: «Θα φύγω». Και τούτο, όχι γιατί το δικό σου δίκιο και ενδιαφέρον σου μειώθηκε, αλλά γιατί είχες αξιοπρέπεια. Να έμενες να κάνεις τι; Να πάρεις τι εκ του μη έχοντος; Και έφυγες. Με τον πόνο σου να γίνεται ποίημα, τραγούδι, βιβλίο, έστω και αν το διαβάζει μόνο ο στενός σου περίγυρος. Έφτιαξες έναν δικό σου αποκλειστικά κόσμο, ο πραγματικός δε σου ταίριαζε ή δεν τον πήγαινες. Κλείστηκες στους κόλπους του και βρήκες μια ισορροπία, μια διέξοδο, σε μια έξοδο κινδύνου. Σ’ αυτόν τον κόσμο σου, δεν παρεισφρέει κάποιος που δεν τον εγκρίνεις, που δε σου αρέσει, αδερφέ. Όπως και να ’χει, μόνη σου δε θα ’σαι. Φίλους σου έχεις τους ήρωες των βιβλίων σου που σου κρατούν συντροφιά. Μαλώνετε, κλαίτε μαζί, γελάτε, πλήξη τι θα πει δε γνωρίζεις. Ίσως και να μην είχες πλέον αντοχές για φιλίες και σχέσεις δίχως νόημα και ουσία. Προτίμησες τη σιωπή από τους καβγάδες και τους σπαραξικάρδιους χωρισμούς. Το αντίο της σιωπής. Και αυτή σου η εκκωφαντική σιωπή είναι η απάντηση, η «τελεία» σου, που αντικατέστησε την άνω τελεία της αβεβαιότητας και της καρτερίας που όμως σε κρατούσε «ζωντανή», και που την διαφύλαττες 319


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

με νύχια και με δόντια. Η Δανάη μετά τη συνάντηση με την Θεανώ και την Πέρσα, επέστρεψε στο σπίτι της. Στη μεταμεσονύχτια ησυχία έπιασε το ημερολόγιό της. Το ημερολόγιο ήταν ένα πρώτης τάξεως εργαλείο, όπου κατέγραφε μνήμες και περιστατικά, ώστε να μην τα ξεχάσει. Ως υλικό συχνά τα χρησιμοποιούσε σε μυθιστορήματα ή χρονογραφήματα.

Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου τίτλος: διαγωνισμός ατυχίας Είχα μια φίλη από τη Σχολή, την Ελένη, που πάντα διαμαρτύρονταν για την ατυχία της. «Δε θυμάμαι να έχω βρει στον δρόμο κάτι που να με κάνει να χαρώ και ούτε θυμάμαι ποτέ να έχω κερδίσει ένα λαχείο, ας πούμε», άρχισε μια φορά την κουβέντα η Ελένη, δίνοντας αφορμή στην παρέα να ειπωθούν πράγματα, άλλα έξυπνα και ενδιαφέροντα και άλλα που τα εύρισκε χαριτωμένα μόνο αυτός που τα έλεγε. «Για να σας δώσω να καταλάβετε», συνέχισε η Ελένη, «είχα πάει σε έναν χορό αποκριάτικο, στον οποίο ως είθισται υπήρχε μια λαχειοφόρος αγορά. Οι παρευρισκόμενοι, γύρω στα διακόσια άτομα, και οι αγορασθέντες λαχνοί εκατόν ενενήντα εννιά, όσοι και τα δώρα. Τουτέστιν μόνο ένας λαχνός εκτός εύνοιας τύχης. Ε, λοιπόν δε θα το πιστέψετε. Αυτός ο λαχνός, που τίποτα δεν κέρδιζε, ήταν ο δικός μου. »Σε έναν άλλο χορό πάλι, σε περίοδο Αποκριάς, ναι μεν κέρδισα ένα χρήσιμο εργαλείο για το μαγαζί 320


η ρεπόρτερ

του άντρα μου, που όμως δεν είχε για μένα κανένα αντίκρισμα, αφού δε φάνηκαν διατεθειμένοι αυτός και οι συνέταιροί του να τους το διαθέσω με μεγάλη έκπτωση ή σε τιμή ευκαιρίας! Ήταν σαν να μην κέρδισα τίποτα λοιπόν. Μια άλλη φορά, ξεκίνησα να πάω στο σπίτι μιας φίλης και δευτερόλεπτα μετά από μένα με ακολούθησε η αδελφή μου. Όπως βαδίζαμε, μπροστά εγώ πίσω μου εκείνη, αντιλαμβάνεται να κυλούν στον δρόμο δύο μικρά ρολά χαρτιού μπροστά της, που έμοιαζαν με χρήματα. Τρέχει πίσω τους να τα φτάσει, έτσι όπως τα παρέσυρε και ο αέρας που φυσούσε δυνατά. Ήταν δύο κατοστάρικα ευρώ. Τα βρήκε εκείνη. Δε θα μπορούσα να τα είχα βρει εγώ; Από το ίδιο σημείο περάσαμε, την ίδια διαδρομή ακολουθήσαμε, και την ίδια ώρα πάνω κάτω. Μα όχι. Δεν ήμουν η συμπάθεια της τύχης. Φως φανάρι...» Και η Ελένη συνέχισε. «Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί κάτι παρόμοιο με αυτό της αδελφής μου μού συνέβη κι εμένα, με μία σοβαρή διαφορά. Είναι τέτοια η πλάκα που κάνει η τύχη μαζί μου, ώστε τα χρήματα που ρόλαραν μπροστά μου, σαν αυτά της αδελφής μου, όσο πήγαινα να τα πιάσω, τόσο αυτά απομακρύνονταν. Τελικά διαπίστωσα ότι είχα γίνει ρεζίλι από μια παρέα κωλόπαιδων, που τα είχαν ρίξει μπροστά μου δεμένα με έναν αόρατο σπάγκο και τα κινούσαν σαν μαριονέττες, σπάζοντας πλάκα με μένα που προσπαθούσα να τα πιάσω. Που σημαίνει, ότι αν αντί της αδελφής μου, χρόνια μετά, συνέβαινε σε μένα το περιστατικό με τα ευρώ, αμφίβολο αν τα κυνηγούσα, φοβούμενη 321


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μια καινούρια πλάκα που μου κάνουν στο ίδιο σημείο του δρόμου άλλα κωλόπαιδα». Και η Ελένη συνέχισε τις ιστορίες της. «Μια άλλη φορά βρήκα στη Τήνο έναν χρυσό σταυρό. Δεν τον κράτησα, Τον βρήκα στο νησί της Παναγιάς. Ήταν δυνατόν να τον κρατήσω; Τον πήγα στο ίδρυμα που υπάρχει στη χάρη Της». »Μόνο μία και μοναδική φορά με καταδέχτηκε η Τύχη. Και πάλι κατά κάποιο τρόπο, θα πω. Ήμουν στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων και είχαμε βγει σε ομάδες, να συλλέξουμε δώρα από τους καταστηματάρχες της περιοχής για τη λαχειοφόρο αγορά μας σε μια εκδήλωση του σχολείου μας. Αφού εισπράξαμε γενναιόδωρες προσφορές, αλλά και γενναιόδωρες γαϊδουρινές αρνήσεις σε μια εποχή παχιών αγελάδων από οικονομική άποψη, μπήκαμε σε ένα κοσμηματοπωλείο, μην ελπίζοντας βέβαια ότι θα μας έδινε ο άνθρωπος κάτι πολύτιμο από το εμπόρευμά του. Και όμως. Μας έδωσε ένα κομψό ασημένιο βραχιόλι με κάτι περίεργες μακρόστενες ροζ μωβ πέτρες πολύ κομψό πράγματι. Και τη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου ευχαριστώντας τον καταστηματάρχη ακούω τον εαυτό μου να λέει ότι το βραχιόλι αυτό θα το κερδίσω εγώ. »Και το κέρδισα. »Δε μου λέτε, βρε παιδιά, εσείς τι θα βάζατε με τον νου σας, μα την αλήθεια σε περίπτωση που ο κοσμηματοπώλης σάς ρωτούσε την επομένη της εκδήλωσης ποια ήταν η τύχη του βραχιολιού του, και του απαντούσατε ότι το κέρδισε η Ελένη; Γιατί αυτό είχε συμβεί. Δε θα σας περνούσε από το μυαλό ότι 322


η ρεπόρτερ

το απέκτησα με κάποιο δόλο, αφού άλλωστε είχα προαναγγείλει κατά κάποιον τρόπο την περίπτωση αυτή, εις επήκοον όλης της συντροφιάς μου; Εμένα, το βρώμικο μυαλό μου πάντως θα το σκεφτόταν. »Το ανέφερα αυτό, για να δείξω ότι ακόμη και αυτό το βραχιολάκι που από μια περίεργη εύνοια της τύχης έγινε δικό μου με τον τιμιότερο και τον πιο άψογο τρόπο, αλλά δεν μπόρεσα να το χαρώ. Η σύμπτωση ήταν τόσο καραμπινάτα ύποπτη, που απέφυγα να το φορώ, για να μην προκαλώ πιθανά ύποπτα σχόλια. Και άλλο ένα δώρον άδωρον λοιπόν. Και το χάρισα, δε θυμάμαι σε ποιον. »Χρόνια μετά και δε θυμάμαι πάλι το πώς, το βραχιόλι ξαναγύρισε στην κατοχή μου, το φόρεσα και το χάρηκα, γιατί δεν ήταν πια παρά κάτι σαν δώρο που μου έκαναν και όχι κάτι που κέρδισα από τύχη, πράγμα που έχει και την ανάλογη ειδοποιό διαφορά και συνέπεια. Πολλές φορές πάντως, ακούγοντας διάφορες ιστορίες για αντικείμενα που βρέθηκαν ή και πορτοφόλια γεμάτα χρήματα αφηρημένων και απρόσεκτων ανθρώπων που επίσης βρέθηκαν, αναρωτήθηκα τι θα έκανα, εάν έβρισκα κι εγώ κάποιον θησαυρό τέτοιο. »Για να αντιληφθείτε πάντως τι UFO είμαι, θα σας ομολογήσω ότι δε θέλησα ποτέ να παραπονεθώ στην τύχη μου που δε με αξίωσε μιας τέτοιας εύνοιας. Η τύχη μου, βλέπετε, ήξερε καλύτερα και από μένα την ίδια, ότι θα τραβούσε τον διάβολό της μαζί μου σε περίπτωση που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δηλαδή, θα έπεφτα του θανατά από τη στενοχώρια μου, ωσότου βρω τον άτυχο που απώλεσε 323


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τον θησαυρό μικρό ή μεγάλο. Και καλά να τον εύρισκα και αποδεδειγμένα με στοιχεία και βούλες, να με έπειθαν ότι είναι αυτός που έψαχνα. Αν δεν ήταν; Άντε τραβήγματα με αστυνομίες, άντε να με βλέπουν και να κουνούν το κεφάλι τους για την ανοησία μου να επιμένω στο να επιστρέψω κάτι, σε ανύπαρκτο κάτοχο, τη στιγμή που εμένα δεν τρέχουν καθόλου τα χρήματα από τα μπατζάκια μου. »Έτσι έβγαλα το συμπέρασμα ότι αυτός είναι και ο λόγος που η θεά Τύχη δεν ήθελε μαζί μου και μπλεξίματα. Και αυτή είναι η αιτία που ποτέ δε βρίσκω τίποτα. Έτσι έχει, τόσο αυτή, όσο και εγώ, το κεφάλι της ήσυχο. Όμως. Καλά να μη βρω, μα και να μην κερδίσω; Δεν είναι άλλο το ένα και άλλο το άλλο; Μα ίσως φαίνεται η Τύχη να έχει αηδιάσει μαζί μου με την περί ηθικής αντίληψη, και με εκδικείται σαν να μου λέει «Βρε ζώο, δε σου αξίζω. Ξέχνα με». Και επειδή κάπως έτσι έχουν τα πράγματα σταμάτησα να παραπονιέμαι και να ελπίζω. Με αγνόησε και την ξέχασα» είπε η Ελένη, προβληματισμένη, μπροστά σε ακροατήριο αυτή τη φορά.

324


Προσχέδιο για χρονογράφημα Καθυστερημένες τύψεις

Δεν ξέρω γιατί, όταν αναφερόμαστε σε μια γιαγιά, όποια γιαγιά, στον νου μας έρχεται μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα καθισμένη σε αναπαυτική πολυθρόνα να πλέκει περίτεχνες νταντέλες με το βελονάκι. Τα εγγόνια της καθισμένα στα πόδια της ακούνε μαγεμένα τα παραμύθια που τους λέει και που τα έχουν ακούσει ξανά και ξανά, μα έχει την τέχνη να τα κάνει πρωτόφαντα, χωρίς τα μικρά να δυσανασχετούν από τις μύριες όσες επαναλήψεις. Το αντίθετο μάλιστα. Η εικόνα αυτή ανήκει πια στο παρελθόν. Με το προσδόκιμο της ζωής να έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, παρόμοια εικόνα ναι μεν υπάρχει, αλλά δεν πρόκειται για γιαγιά αλλά για προ γιαγιά, νενέ την λέγανε οι παλιοί. Έχω φίλη που είναι προγιαγιά που αν ζήσει ακόμη 10 χρόνια που σίγουρα θα το κάνει, γιατί είναι γερή σαν ταύρος, θα έχει και τρισέγγονα, αν αυτά ακολουθήσουν το ρητό που πρέσβευαν οι γονείς τους: «ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Ίσως τότε να μοιάζει με την ηλικιωμένη που στην κουνιστή της πολυθρόνα πλέκει νταντέλες λέγοντας στα τρισέγγονά της ιστορίες από τη ζωή της, που 325


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

μοιάζουν με παραμύθια, μα που πια, αποτελούν μουσειακό είδος αφήγησης. Η γιαγιά τους σήμερα παίζει ακόμα πιάνο, συνθέτει τραγούδια και γράφει βιβλία που μοιάζουν γραμμένα από νεανικό χέρι και τούτο γιατί και εκείνη νέα αισθάνεται, όταν χορεύει ή όταν χαρτοπαίζει με τις παρέες της, που κατά κανόνα αποτελούνται από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Το μόνο που στερείται είναι το τσιγάρο, για να μην έχει προβλήματα όταν... γεράσει. Μπορεί ακόμη, και είναι σημαντικό, να ερωτεύεται και να νιώθει την αναζωογόνηση της λίμπιντο και μέχρι τα εκατό της. Ευλογημένη από τη φύση γι’ αυτό το «αγαθό» που ο άρρεν συνομήλικός μόλις που θυμάται τις επιδόσεις του και αθυμώντας τις κλαίει! Η νενέ, λοιπόν, η μόνη παραχώρηση που έκανε στον χρόνο είναι κάτι ποναλάκια στα γόνατα, στη μέση της, άντε και σε πολλές άλλες αρθρώσεις της. Μεθερμηνευόμενον εστί, τίποτα το ανησυχητικό! Είναι ενεργή και παρούσα τόσο στο πνευματικό και καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του τόπου της, μα και στον αισθηματικό τομέα. Η ζωή της τηρουμένων κάποιων αναλογιών είναι ωραία. Μπορεί να μην εμπνέει η φιγούρα της πια τους ποιητές και τους ζωγράφους όπως αυτή του παρελθόντος, ε και λοιπόν; Κέρδος έχει η ίδια η ζωή που την τρώει λαίμαργα με την κουτάλα και όχι με το κουταλάκι, που έτρωγε το ρυζάκι της και ανακάτευε το χαμόμηλο και το φασκόμηλο, αποφεύγοντας τους καφέδες που κάνουν, 326


η ρεπόρτερ

λέει, κακό στα γηρατειά της, αφαιρώντας τους το πιπεράκι και το αλατάκι από την ανούσια ούτως ή άλλως τελειωμένη της ζωή. Το χώμα της όπου πατούμε κι όλοι μέσα της θα μπούμε. Μια τέτοια προγιαγιά λοιπόν, λίγο πριν μείνει χήρα, ερωτεύτηκε σφόδρα έναν κοτσονάτο κύριο περί τα δέκα χρόνια μικρότερό της. Όχι, δεν απάτησε τον υπερήλικα σύζυγό της. Το κούτελό του παρέμεινε μέχρι που απεβίωσε χωρίς τα γνωστά διακοσμητικά των ταράνδων στο κούτελό του, αυτά που αποτελούν σήμα κατατεθέν των απανταχού απατημένων της Γης. Η κυρία δε χάρηκε καθόλου μα καθόλου για τον άντρα της που έφυγε ευγενώς, για να την αφήσει ελεύθερη να ζήσει τον έρωτά της. Βέβαια, ο εραστής δεν είχε απολύτως κανέναν ενδοιασμό να κερατώσει τη νόμιμη σύζυγό του, με την ίδια πάντα δικαιολογία που έχουν οι τύποι αυτοί, ότι και καλά δεν της άρεσε το σεξ που γι’ αυτόν ήταν το οξυγόνο του. Ας σημειώσουμε ότι η δε απατημένη ήταν δέκα χρόνια μικρότερη του συζύγου και φυσικά είκοσι έτη μικρότερη από την ερωμένη. Για να επαληθευτεί το ρητό ότι ο έρως χρόνια δεν κοιτά και το παν είναι η χημεία του, που ποτέ κανείς δεν έδωσε λογική εξήγηση για τη λογική της. Για παράδειγμα ο Κάρολος προτίμησε την Καμίλα από τη νεράιδα Νταϊάνα, που είχε τα μισά ίσως και λιγότερα χρόνια από την πρώτη. Και οσονούπω θα την κάνει και βασίλισσα (όχι σχήμα λόγου ενός ερωτευμένου ανθρώπου, αλλά κυριολεκτικά. Αψηφώντας νόμους, συνήθειες 327


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

και status quo ενός βασιλείου ισχυρού, υπερπολιτισμένου και όχι τριτοκοσμικού!) Ο μόνος πραγματικός φόβος του εραστή ήταν να μη μαθευτεί ο δεσμός. Γιατί άραγε; Ίσως να παλιμπαίδιζε, ενθυμούμενος τους ερωτικούς δεσμούς της νιότης του, που ήταν απαγορευμένοι. Ίσως πάλι αυτό το κρυφτό να ερέθιζε το ερωτικό του ενδιαφέρον. Και ξαφνικά πεθαίνει η σύζυγος, με τον άπιστο απαρηγόρητο και να πέφτει του θανατά. Και ενώ θα περίμενε ένας λογικός άνθρωπος ότι τώρα είχε το ελεύθερο ακόμη και να νομιμοποιήσει τον δεσμό με την ερωμένη. Δεσμός που κρατούσε τέσσερα συναπτά και ανέφελα έτη, τυλιγμένα με χρυσόσκονη ρομαντισμού και όρκους αιώνιας αγάπης. Ξαφνικά ο χήρος κατακλύστηκε από βαρύτατης μορφής τύψεις. Ίσως γιατί δεν πρόλαβε να της ζητήσει μια τόσο δα μικρή αντρίκια συγνώμη για το ρεζίλεμα που της έκανε, τόσο με τις ευκαιριακές πολυαγαπημένες όσο και με τους σοβαρότερους δεσμούς του, κατηγορώντας την για ανυπαρξία έρωτα, αυτή τη μάνα των κοριτσιών του. Με τι μέτρα και σταθμά μετράει κανείς τις τύψεις του, δεν μπορούμε να ξέρουμε βέβαια. Αραίωσε τις συναντήσεις του με την κυρία και η σχέση κρατάει μόνο σε επίπεδο τηλεφωνημάτων, στα οποία αυτός και μόνο καλεί. Να τιμωρεί έτσι τον εαυτό του ή και την ερωμένη ερωτευμένη νενέ, που υπήρξε η τελευταία συνένοχος αυτής της περίεργης μοιχείας; Πολύ πιθανόν. Οι συμπεριφορές του προς τα εκεί συγκλίνουν. Τύψεις 328


η ρεπόρτερ

κατόπιν εορτής και πλήρους εξαφάνισης ερωτικού ενδιαφέροντος προς την αγαπημένη του, μιας και έπαψε να υπάρχει ο σάκος του μποξ πάνω στον οποίο έβγαζε τον περίεργο ψυχισμό του. Και ο καιρός κυλάει και ενώ τα χρονικά περιθώρια στενεύουν συσσωρευόμενα στις ράχες τους με το βιολογικό ρολόι να τείνει οσονούπω να μείνει ξεκούρδιστο, τίποτα στη σχέση αυτή δεν αλλάζει. Προσπαθήσαμε εμείς οι στενοί φίλοι να την πείσουμε να βγει από τον ασφυκτικό κλοιό που της αφαιρεί ζωντάνια. Η απάντησή της ήταν αφοπλιστική για γυναίκα, ναι μεν καλοστεκούμενη όμως να που το καλαντάρι της δείχνει τις τελευταίες αναλαμπές της όγδοης δεκαετίας της. «Παιδιά, τη μονοτονία της άδειας μου μέρας σπάζουν αυτά τα λατρεμένα τηλεφωνήματα που με κάνουν να σκέπτομαι ότι υπάρχω σαν γυναίκα. Όσο και αν μεγάλωσα, δε θα πω ποτέ γέρασα και ας κουνάτε το κεφάλι σας με οίκτο. Λέτε να μη βλέπω τα αδύνατα σημεία της σχέσης μου; Μα άτιμο πράγμα η μοναξιά, και τα τηλεφωνήματα αυτά σχίζουν την απραξία της μέρας μου, κοντολογίς μου δίνουν ζωή και τα αγαπάω και τα περιμένω, ω πόσο τα περιμένω να ξέρατε μου είναι αρκετά. Η μη επαφή μας, αφήνει και περιθώρια φαντασίας, αν γίνομαι κατανοητή». Πιθανόν ο πολύπειρος ερωτικά κύριος, νιώθει αυτή την ανάγκη της και δε φοβάται μην του φύγει και ουσιαστικά και μεταφορικά. Ίσως φοβάται μήπως επαναληφθεί το θέμα των τύψεών του. Ή συνήθισε 329


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

να ζει μ’ αυτές και να παριστάνει το άτυχο θύμα.

330


Μ

Η βέρα

ια χειμωνιάτικη βραδιά από εκείνες που ενδείκνυνται για παραμύθια μπροστά στο τζάκι, από τα χείλη της γιαγιάς, ήταν και

τούτη. Τα παιδιά της Θεανώς και της Δανάης κρέμονταν από το στόμα της Πέρσας, που από νωρίς το απόγευμα τούς είχε υποσχεθεί ένα παραμύθι με την προϋπόθεση να κάθονταν ήσυχα και να την περιμένουν να τελειώσει κάτι που έπρεπε να γράψει και δεν έπαιρνε αναβολή. «Γνωστό ότι η πολυτάλαντη γραία ξέρει πώς να φερθεί στα παιδιά την κατάλληλη στιγμή και ώρα, πράγμα που δεν είναι πάντα το ίδιο βέβαια, ξέρει από παιδική ψυχολογία. Αλλά μήπως και υπήρχε κάτι που δεν το ήξερε η φημισμένη μεν, εν αποστρατεία δε, Ελληνίδα miss Marple;», χαχάνισε η Θεανώ. Τα μικρά ήρθαν κρατώντας από ένα μπολ με κρέμα καραμελέ στα χεράκια τους και κάθισαν στα πόδια της. Δεν έκριναν αναγκαίο να της το ζητήσουν. Ήξεραν ότι η Πέρσα δεν υπήρχε περίπτωση να μην κρατήσει την υπόσχεσή της. Εκείνη άφησε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι μπροστά της και παίρνοντας μια βαθιά κάπως θεατράλε ανάσα, 331


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

άρχισε.

Ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα σαν αυτή. Έκανε πολύ κρύο και το χιόνι είχε σκεπάσει πολύ γρήγορα τα πάντα, μα μέσα στο σπίτι ήταν ζεστά. Όλοι κοιμόντουσαν γιατί και η ώρα ήταν περασμένη. Στο δε τζάκι άναβε ακόμα το τελευταίο κούτσουρο που δεν έλεγε να τελειώσει. Είχα ξεμείνει στο σπίτι της κόρης μου. Οι δρόμοι είχαν κλείσει από τη συνεχή χιονόπτωση, πράγμα που με στενοχωρούσε. Είμαι παράξενη σε αυτά, ξέρετε. Θέλω το σπιτάκι μου, τη γωνίτσα μου, τον χώρο τον δικό μου. Είπα δε βαριέσαι μια νύχτα είναι και θα περάσει και κάθισα να απολαύσω τις τελευταίες αναλαμπές του μισοσβησμένου τζακιού. Σκεπάστηκα καλά με μια πολύχρωμη ζεστή κουβερτούλα και γρήγορα μια γλυκιά υπνηλία με κατέλαβε. Μα όταν έκλεισα τα μάτια μου και νομίζω ότι άρχισα και να ροχαλίζω, μου φάνηκε σαν να άκουσα ομιλίες να βγαίνουν από το τζάκι. Τέτοιο πράγμα δεν το ματάχα δει. Ομιλίες μέσα από το τζάκι; Τέντωσα καλύτερα τα αυτιά μου μπας και έπιανα καμιά καθαρή λέξη, μα τίποτα. Λίγο λίγο οι φωνές δυνάμωναν και όχι μονάχα αυτό, αλλά πλήθαιναν σε αριθμό. Καθώς υπολόγιζα θα πρέπει να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα. Φως φανάρι ότι είτε επρόκειτο για πάρτι, είτε για μια μάζωξη απ’ αυτές που οι άνθρωποι όρθιοι και με ένα ποτήρι με ποτό στα χέρια, ομιλούν για ανούσια και 332


η ρεπόρτερ

χωρίς ενδιαφέρον πράγματα. Ξαφνικά ακούστηκε ένα κουδούνι, μετά ένα δεύτερο, και στο τρίτο, όπως γίνεται στο θέατρο, αν σας έχουν πάει οι γονείς σας, ανοίγει μια μεγαλόπρεπη αυλαία και εμφανίζεται όχι η σκηνή, μα το τεράστιο σαλόνι ενός μεγάρου. Μεγαλοπρέπεια και όλοι ντυμένοι με απίθανα ωραία ενδύματα, από αυτά που διαβάζεις μόνο σε παραμύθια, καλή ώρα σαν αυτό που αφηγούμαι τώρα. Σε ένα πιάνο Στέινγουει με ουρά 4/4, ένας ταλαντούχος πιανίστας έπαιζε μουσική σαν αυτή του γούστου μου και του δικού σας, που την ακούτε στο μπαλέτο και σας μαγεύει, όπως μου έχετε πει. Τα σαλόνια φωτισμένα σαν από δέκα ήλιους. Πονούσαν τα μάτια από το πολύ το φως. Όπως ήταν φυσικό, αναρωτήθηκα ποιοι ήταν αυτοί και τι γιόρταζαν, αν γιόρταζαν κάτι. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιο υπερσύγχρονης τεχνολογίας μηχάνημα που διάβαζε τη σκέψη. Αμέσως σαν απάντηση στην απορία μου εμφανίστηκε ένας άψογος παρουσιαστής. «Αγαπητοί φίλες και φίλοι, ήρωες των παραμυθιών που έγραψε η Πέρσα Βουδούρη για τους μικρούς της φίλους, σας καλωσορίζω. Ελπίζω ότι παράλληλα με τη διασκέδασή σας να γνωριστείτε και ζωντανά μεταξύ σας και να αλλάξετε ενδεχομένως απόψεις ή σχόλια ή και αντιρρήσεις όσον αφορά την πλοκή ενός παραμυθιού της, ειλικρινά θα χαρεί πολύ αν το κάνετε. Εύχομαι να περάσετε τέλεια, η γιορτή μόλις 333


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

άρχισε». Στην αρχή, να πω την αλήθεια, δεν πολυκατάλαβα τι σχέση είχαν οι δικοί μου ήρωες με τούτους εδώ, όταν όμως πρόσεξα καλύτερα ένιωσα τέτοιο μα τέτοιο ενθουσιασμό που σχεδόν δάκρυσα. Διέκρινα τον μικρούλη Μάρκο, από την "Δαμασκηνίτσα" μου, τον κυνηγημένο "βασιλιά", την ξανθιά νεράιδα που έδωσε τη λίρα στον μπαρμπα-Χατσή τον φτωχό τσαγκάρη από το "λουστρινένιο γοβάκι" και όλους μα όλους τους φίλους μου. Όποιος έκανε αυτή τη σκέψη να τους καλέσει όλους σ’ αυτή τη γιορτή, τον ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Τους έβλεπα να γλεντούν με την ψυχή τους και η χαρά τους έκδηλη που γνωρίζονταν και διά ζώσης, γιατί όλα μου τα παραμύθια τα είχαν διαβάσει και είχαν αγαπήσει και αγαπηθεί από τους ήρωές μου αληθινά. Κάποια στιγμή ο κατατρεγμένος και κυνηγημένος βασιλιάς πήρε τον λόγο και μίλησε με το μικρόφωνο, που του έδωσε ένα πιτσιρίκι, αν και δε θυμόμουνα από ποιο παραμύθι γεννήθηκε. «Αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες. Έχω να σας κάνω μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση. Να ενωθούμε όλοι μαζί και να δημιουργήσουμε ένα πρωτότυπο μεγάλο παραμύθι όμοιο του οποίου κανένας παραμυθάς δεν έχει σκεφτεί να γράψει. Η πρωτοτυπία του θα έγκειται στο γεγονός ότι οι ήρωες θα αλλάξουν ρόλους. Για παράδειγμα, εγώ θα γίνω ο γερο-βοσκός που με φιλοξένησε στην καλύβα του κι εκείνος θα 334


η ρεπόρτερ

στεφτεί βασιλιάς, κυνηγημένος ή μη δεν έχει σημασία. Οι ρόλοι θα είναι επιτυχημένοι ανάλογα με το πώς τους μετέφρασε καθένας από εμάς. Στο τέλος του παραμυθιού που θα είναι μία συρραφή από μικρούλια παραμύθια, σε ένα CD θα γράψουμε σχόλια κι εντυπώσεις». «Μα θα δεχτεί η Πέρσα μας την πρότασή σου, Μεγαλειότατε;» «Μα γιατί όχι; Εμείς πώς την υπακούσαμε τυφλά και δεν παραλείψαμε ούτε ένα "και" από ό,τι μας έλεγε η πένα της; Έτσι είναι το σωστό και το τίμιο, αμφίδρομα είναι τα πράγματα, φίλοι μου». «Και ποιο θα είναι το θέμα, το στόρι, του παραμυθιού και ποιος ο τίτλος;» πετάχτηκε ο ναυτικός παππούς από το "μπουρίνι". «Προτείνω: "Το παραμύθι των παραμυθιών" και θέμα του η πορεία του κάθε ενός από μας στον χωροχρόνο, εν συντομία όπως είπαμε». «Ζήτωω», φώναξαν όλοι ενθουσιασμένοι και άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν ξέφρενα. Ήταν τόσο ωραία που για μια στιγμή ξεχνώντας και τους πόνους στη μέση μου είπα να σηκωθώ να χορέψω κι ελόγου μου. Απλά δεν το έκανα γιατί εγώ ήμουνα ο σκηνοθέτης της ιστορίας που σας διηγούμαι, ο ενδυματολόγος, ο σεναριογράφος βέβαια, ο μουσικός, ο φωτογράφος και όποια άλλη ειδικότητα υπάρχει. Αν εγκατέλειπα το διευθυντικό μου πόστο, ο χορός θα έπαιρνε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Κάποια στιγμή ένιωσα κάποιον να με χτυπά ελαφρά στον 335


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ώμο. Ήταν το παιδί μου.

«Άντε μανούλα μου, στο κρεβατάκι σου μη μου κρυώσεις. Το τζάκι έσβησε εδώ και ώρα, δεν το ’νιωσες;» «Έσβησε; Και το όνειρό μου επίσης. Μου έδωσε όμως ιδέες...»

Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου Τίτλος: παράξενο ρεπορτάζ Αυτό το κλείσιμο των ανθρώπων σε κάτι μικρά δωματιάκια, που τα αποκαλούν γραφεία είκοσι τετραγωνικών μέτρων στην καλύτερη περίπτωση, πάντοτε μου έφερνε και μόνο σαν σκέψη, αηδία. Όχι πως είμαι κλειστοφοβικός τύπος, κάθε άλλο μάλιστα. Η στριφογυριστή πολυθρόνα μου μοιάζει με ένα καρούμπαλο στο πάτωμα, που όταν έχτισαν την πολυκατοικία όφειλαν να γράψουν πάνω του ημερομηνία λήξεως. Λες και ήξεραν από τότε τη συνεχή καταπάτησή του είτε από ψηλοτάκουνες γόβες είτε από αρβύλες φαντάρου είτε κανονικών παπουτσιών. Και τούτο γατί σαν επαγγελματική στέγη η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη. Όμως, εσύ, το φτωχαδάκι ο δικηγόρος ή ο δημοσιογράφος για τόλμησε να ρωτήσεις τον ιδιοκτήτη του αν βρεθεί ανοίκιαστο για δυο τρεις ημέρες, πόσα ευρώ το νοικιάζει και εγώ θα είμαι κάπου κοντά να σου φέρω αιθέρα να σε συνεφέρω από τη λιποθυμία, μόλις ακούσεις την τιμή που θα σου πει. Αυτό το κελί, λοιπόν, με το ένα μοναδικό παράθυρο που βλέπει σε έναν παμβρώμικο 336


η ρεπόρτερ

ακάλυπτο, θα είναι το βασίλειό σου όπου θα θάψεις τα ωραιότερα χρόνια της ζωής σαν σε φυλακή. Και επειδή το πορτοφόλι του μπαμπά δε φτάνει για να σε βοηθήσει να το νοικιάσεις, απογοητεύεσαι και θεωρείς τον εαυτό σου άτυχο που δεν τα κατάφερες να γίνεις ένοικός του. Είσαι με τα καλά σου άνθρωπε, είσαι; Στην εφημερίδα που εργάζομαι ένα τέτοιο αίσχος μου διέθεσαν και τούτο από υποχρέωση στη γιαγιά μου την Πέρσα. Σκέψου αν δεν είχαν και υποχρέωση. Είπα κι εγώ «ευχαριστώ, με υποχρεώσατε», πήρα το μαρκούτσι μου, όπως έλεγε το μικρόφωνο ο μακαρίτης ο Ράλλης, και βγήκα στους δρόμους να κάνω τη δουλειά που μου αρέσει, υπό το φως του ήλιου ή υπό βροχή, με κρύο και με χιόνι. Ένα εκατομμύριο φορές αυτή η δουλειά παρά το βίδωμα στην «πολυθρόνα καρούμπαλο» σε έναν χώρο που άλλη καρέκλα να καθίσει άνθρωπος δε χωράει εκεί μέσα, τόσο απλά. Σαν σήμερα έναν χρόνο πριν, έπιασα στα χέρια μου το μικρόφωνο του ρεπόρτερ για πρώτη φορά, παρέα με έναν φίλο μου οπερατέρ, για ένα ρεπορτάζ με θέμα τους εξωγήινους και πιο συγκεκριμένα αν ποτέ είχαν οι ερωτώμενοι κάποια εμπειρία με δαύτους. Η Πέρσα αγαπάει τις ιστορίες αυτές και εγώ σαν fan της και γνήσια απόγονός της κληρονόμησα αυτή την αγάπη. Προσωπικά είμαι σίγουρη ότι αυτά τα όντα, πώς αλλιώς να τα πω, υπάρχουν. Και αν επισκέπτονται τον μικρό μας πλανήτη είτε σαν μελετητές της φύσης γενικώς, χλωρίδας και πανίδας, είτε σαν τουρίστες 337


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ή ακόμη για να κάνουν διαστημικό ρεπορτάζ. Αυτό σημαίνει ότι η Γη μας, αυτή η μικρή κουκίδα του σύμπαντος, είναι ονομαστή στην απεραντοσύνη των πλανητών. Ήταν λοιπόν τότε, όταν μου συνέβη το εξής παράλογο. Άλλοι από τους διαβάτες μού έδιναν σημασία, οι περισσότεροι με αγνοούσαν, καναδυό έκαναν χαβαλέ λέγοντάς μου βλακείες. Τότε ένα ζευγάρι, που προφανώς παρακολουθούσε την προσπάθειά μου, με πλησίασε χωρίς εγώ να τους γίνω φόρτωμα. Εκείνος ένας ώριμος νέος γύρω στα σαράντα κι εκείνη μια καλλονή τριαντάρα, όπως την έκοβα, άπλωσε το χέρι του για μία χειραψία οικειότητας και μου έκανε εντύπωση πόσο παγωμένο ήταν παρά τη ζέστη. Ήταν έκπληξη για μένα η προθυμία τους να απαντήσουν σε τρεις τέσσερις ερωτήσεις που θα τους έκανα. Και φαίνεται ήξεραν καλά από ψυχολογία και κατάλαβαν ότι η συμπεριφορά μου απέναντί τους ήταν γνήσια, έστω και μετά από τόση άρνηση και απαξίωση που είχα δεχθεί από τους συνανθρώπους μου. Ερώτηση 1η και βασική: «Η γνώμη σας για εξωγήινη ζωή, όπως εμείς τουλάχιστον οι γήινοι την ξέρουμε, υπάρχει;» «Εγώ αντιστρέφω την ερώτηση και ρωτώ εσάς δεσποινίς, τι πιστεύετε υπάρχει;» «Είμαι δημοσιογράφος κύριε, μπορώ να έχω προσωπική άποψη αλλά δεν επιτρέπεται να πάρω θέση». Και ερώτηση 2η: «Αν πιστεύετε ότι υπάρχει, έχετε έρθει ποτέ σε 338


η ρεπόρτερ

επαφή μαζί τους με κάποιον τρόπο;» «Μα και βέβαια, αν και είναι δύσκολο να ’ρθει κανείς σε επαφή με τον εαυτό του, τις περισσότερες φορές». Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ακριβώς μου είπε, το πέρασα σαν ευφυολόγημα και ψιλογέλασα σε ένδειξη αποδοχής του χιούμορ του. «Δηλαδή;» «Τι "δηλαδή", δεσποινίς μου; Κάτι με ρωτήσατε και σας απάντησα. Τι δεν καταλαβαίνετε;» Και γυρίζοντας στην καλλονή και μετά σε μένα είπε: «Τι θα λέγατε για ένα δροσερό αναψυκτικό σ’ εκείνο τo cafe; Στέγνωσε το στόμα μου από τη ζέστη... Πώς την αντέχετε;» «Όπως όλος ο κόσμος λίγο πολύ. Μισό να το πω και στον οπερατέρ μου. Πηγαίνετε εσείς με τη συνοδό σας και σε ένα λεπτό ερχόμαστε κι εμείς» του είπα ευγενικά. Μα δεν είχα προλάβει να κάνω δυο βήματα πίσω, όταν ένα μηχανάκι με φουλ τα γκάζια, ήρθε και έπεσε πάνω στο ζευγάρι και σε έναν ηλικιωμένο κύριο που κατέβαινε από το πεζοδρόμιο, εκεί που δευτερόλεπτα πριν βρισκόμουνα εγώ! Φωνές, στριγκλιές, φασαρία, γυρίζω έτοιμη να δεχτώ αυτό που αστραπιαία φοβόμουν και αντικρίζω το ευγενικό ζευγάρι κατάχαμα με εντελώς χαμένες τις αισθήσεις και έναν άτυχο γέροντα βουτηγμένο στο αίμα να βογκάει και να κοιτάζει σαν χαμένος το σχεδόν ακρωτηριασμένο πόδι του, έπαθα σοκ. To ΕΚΑΒ έφθασε σχεδόν αμέσως, θαρρείς έτοιμο από καιρό, έβαλε προσεκτικά τον ηλικιωμένο σε 339


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

ένα φορείο και έφυγε σφαίρα, ενώ άλλο ένα ασθενοφόρο πήρε τους μάλλον νεκρούς συνεντευξιαζόμενους μου και έφυγε με πυραυλική ταχύτητα, με τη σειρήνα του να ουρλιάζει και να σου κόβει το αίμα. Όλα αυτά δεν πήραν πάνω από ένα εφιαλτικό τέταρτο που μου φάνηκε ώρα. Μια μικρή λίμνη αίματος από τον γέροντα και μόνο, παρέμεινε στη σκηνή του δράματος να επιβεβαιώνει ότι όλα αυτά συνέβησαν πράγματι και δεν ήταν αποτέλεσμα της ζέστης που μας κτύπησε κατακέφαλα. Από τους «φίλους» μου, δεν απέμεινε ούτε στάλα αίματος. Η εσωτερική τους αιμορραγία ήταν σίγουρα χειρότερη. Χωρίς να χάνω καιρό αφήνω τα «εργαλεία» μου στον οπερατέρ, ανεβαίνω στο αυτοκινητάκι μου και παίρνω στο κατόπιν τα ασθενοφόρα παρά την αναστάτωση, που με διακατείχε. Λίγο ακόμη και θα ήμουνα κι εγώ σε ένα από αυτά τα δύο ασθενοφόρα στη θέση του γέροντα και η ζωή μου θα τελείωνε τόσο απρόσμενα, τόσο άδικα. Δεν ξέρω αν έπρεπε να ευχαριστήσω τον Θεό ή όχι για τη σωτηρία μου. Και τον ευχαρίστησα. Εκεί στο νοσοκομείο έβαλαν τον γέροντα με συνοπτικές διαδικασίες στο χειρουργείο και το ζευγάρι, αφού επιβεβαιώθηκε ο θάνατός τους, πήρε τον δρόμο για το νεκροτομείο. Από ένα φίλο μου γιατρό που εφημέρευε έμαθα ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Ο γιατρός μού αποκάλυψε κάτι που όσο και ταλαντούχα φαντασία αν είχε κανείς δε θα το φανταζόταν: «Φιλενάδα, πρόσεξε τι θα σου πω και για τον 340


η ρεπόρτερ

Θεό μην πεις ακόμα λέξη στην εφημερίδα σου. Μυστικό του κράτους σου αποκαλύπτω και αυτό, επειδή γνωρίζω την παροιμιώδη εχεμύθεια και μπέσα που κληρονόμησες από τη γιαγιά σου, στην οποία καθώς ξέρεις οφείλω πολλά. Το ανατομείο ανάστατο, διότι το ζευγάρι, δεν είναι άνθρωποι, ρε συ Δανάη, αλλά οντότητες με μορφή, περίβλημα, ανθρώπινο. Κάτι σαν κέρινα ομοιώματα της μαντάμ Τισώ στο Λονδίνο. Να γιατί δεν είδες αίμα. Και βέβαια κατάφερε η όποια οντότητά τους να δραπετεύσει τρόπον τινά από το ψεύτικο ανθρώπινο σώμα και να αφήσει εμάς στην τρέλα μας... Αν τον μαρτυρήσεις, γίνεσαι διάσημη αστραπιαία και παγκοσμίως. Όμως με χάνεις από φίλο και ξοφλάω τα οφειλόμενα στη κυρία Πέρσα με μια μου επαίσχυντη παραίτηση από Τον Ιατρικό Σύλλογο. It’s up to you». Είχα μείνει άφωνη και μάλιστα με τον φόβο πως δε θα ξανάβρισκα τη μιλιά μου. Σαν πόσα σοκ να άντεχα η άμοιρη τούτη δω τη μέρα; Εγώ ήμουν άνθρωπος με όριο προδιαγραφών αντοχής που το ’χα ξεπεράσει με τη φλασιά που με αποτελείωσε. Η φράση εκείνη που μου είπε ο εξωγήινος και που έχει στοιχειώσει τις αναμνήσεις μου. «Και βέβαια αν και τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να έχεις επαφή με τον εαυτό σου!» Τελικά κυκλοφορούν ανάμεσά μας με ανθρώπινη μορφή. Κάποτε στο μέλλον ίσως κι εμείς κάνουμε κάτι ανάλογο σε κάποιον πλανήτη που θα πάμε. Προς το παρόν τα κεφάλια κάτω, γιατί σε σύγκριση με αυτούς είμαστε στα προνήπια! 341


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Ημέρες γιορτινές και οι γειτονιές σε πόλεις και χωριά μοσχοβολούσαν κανέλα, γαρύφαλλο, βανίλια και μαχλέπι, τα αρώματα του φρεσκοψημένου τσουρεκιού και της βασιλόπιτας, ζυμωμένης ανάλογα με τα έθιμα του κάθε τόπου. Σκοπός της να υποδεχτεί τον καινούριο χρόνο με νοστιμιές, προσφέροντας συνάμα και στον τυχερό το φλουρί που ήταν κρυμμένο κάπου στα σωθικά της. Μεγάλη η σημασία του φλουριού, προοιωνίζοντας όλα τα καλά για τη νέα χρονιά, στον τυχερό που θα έπεφτε στο κομμάτι του. «Κυρ-Χρήστο μου, θέλω ένα τσουρέκι φρεσκοψημένο» είπε η Δανάη στον βοηθό του φούρναρη, στον μοναδικό φούρνο στο χωριό. «Δανάη, τα δικά μας τσουρέκια τέλειωσαν από νωρίς κι ας είχαμε βγάλει περισσότερα από άλλες χρονιές, ούτε πρόκειται να βγάλουμε άλλα. Βλέπεις, οι αρτεργάτες έφυγαν για τα χωριά τους. Όμως μην απογοητεύεσαι. Δε θα μείνει στο χωριό μας κανείς χωρίς το τσουρέκι του. Τα αφεντικό παράγγειλε μια παρτίδα στον φούρνο του κοντινού μας νησιού και θα την παραλάβουμε με το πλοίο της γραμμής, νωρίς το απομεσήμερο. Τον ρώτησα βέβαια γιατί πια τόση ευαισθησία με την πίτα; Ας φρόντιζαν οι συγχωριανοί να την είχαν προμηθευτεί εγκαίρως κι εσύ να αναπαύεσαι στο σπιτάκι σου με το μαγαζί κλειστό, αφού έχεις ξεπουλήσει. »Θέλεις να σου διηγηθώ μια ιστορία. που ναι μεν την έχω πει πολλές φορές μα που ποτέ δεν κουράζομαι 342


η ρεπόρτερ

να την λέω ξανά και ξανά;» Αν δε βαριέσαι, κοπελιά, να σου την πω με τη σειρά μου, καθώς απηχεί πολύ έντονα το Πνεύμα της Πρωτοχρονιάς και την βρίσκω ενδιαφέρουσα». «Μέρες που είναι κυρ-Χρήστο κι εμένα η γιαγιά μου όλο ιστορίες μάς λέει και είναι ενδιαφέρουσες σαν αυτή που τώρα θα μου αφηγηθείς. Σε ακούω λοιπόν». Την Παραμονή κάποιας Πρωτοχρονιάς, στο μαγαζί δεν είχε μείνει μήτε ψίχουλο, καληώρα σαν και τώρα. Όχι πίτα, όχι κουλούρι, όχι ψωμί, δεν έμεινε κάτι ούτε για δείγμα. Είχε έρθει στο χωριό μας μια μεγάλη παρέα από εκδρομείς και είχαν επιπέσει πάνω στα προϊόντα του σαν σμήνος από ακρίδες. Η χαρά του μαγαζάτορα! Έλα όμως που πολλοί δικοί μας έμειναν χωρίς την πίτα τους και τα καλούδια που πρόσταζε η μέρα και το έθιμο. Μαζί με αυτούς και η οικογένειά μου, γιατί είχε αρρωστήσει και η μάνα για να πεις ότι θα έφτιαχνε εκείνη μία με τη δική της σμυρναίικη συνταγή, όπως έκανε συνήθως. Η πίτα της μάνας του, Δανάη μου, ασύγκριτη. Δεν την έβγαλε στο εμπόριο ποτέ, γιατί απαιτούσε ακριβά υλικά και συνάμα απαιτούσε πολύ χρόνο η κατασκευή της. Δε συνέφερε όσο και να την πουλούσα. Δε θα είχε δραχμή κέρδος. Η αδερφούλα του να πέσει του θανατά. «Και θα μείνει το σπίτι χωρίς τη βασιλόπιτά του, Αργύρη μου; Δεν το ’χω σε καλό» κλαψούριζε. Οι γνωστές 343


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

δεισιδαιμονίες απλοϊκών αγαθών ανθρώπων. Και τότε, όπως και τώρα, παράγγειλα στον φούρνο της χώρας, μια παρτίδα τσουρεκιών, να μη μείνει κανένας πικραμένος. Και έρχεται η στιγμή της κοπής της. Εκείνος ως είθισται, σαν ο μόνος άντρας του σπιτιού και στυλοβάτης του, αφού ο πατέρας του τους είχε αφήσει χρόνους, με το μεγάλο κουζινομάχαιρο πήρε να σταυρώνει την πίτα και να μοιράζει τα κομμάτια ονοματίζοντας τον καθένα με το επίσημο όνομά του, και όχι με αηδίες υποκοριστικά. Η αδερφή του, η Χρυσάνθη, ζήτησε και της έδωσε ένα κομμάτι για τον καλό της, τον μετέπειτα άντρα της και γαμπρό μου. Τα ξεφωνητά οι αγκαλιές, τα φιλιά και οι αγκαλιές έπεφταν βροχή. Βλέπεις, εμείς τότε δίναμε μεγάλη σημασία στα έθιμα και αυτό της βασιλόπιτας ήταν το βασικότερο, ας πούμε, της σπουδαίας ημέρας της Πρώτης του Χρόνου. Ξαφνικά η Χρυσάνθη εκεί που μασούλαγε την πίτα της, βγάζει φωνή μεγάλη: «Τι είν’ τούτο, άγιε μου Βασίλη;» «Ποιο, αδερφή; Τι έπαθες και σκούζεις;» ρώτησε απορώντας με τις τσιρίδες της, μια και η αδερφούλα του ήταν ένα κορίτσι μετρημένο και όχι πολύ εκδηλωτικό, θα έλεγα. «Λίγο έλειψε να την καταπιώ!», και δείχνει μια βέρα ολόχρυση. «Βρε τον φουκαρά, τον αρτεργάτη που την έχασε! Φανερό πώς καθώς ζύμωνε, του γλίστρησε από το χέρι και έπεσε στο ζυμάρι. Για να δούμε έχει όνομα 344


η ρεπόρτερ

ως είθισται;» «Μάλιστα». «Τι γράφει λοιπόν;» «Γράφει "η Αργυρώ σου". Για να δούμε πώς θα πάρει την απώλειά της η Αργυρώ του! Αν είναι κακοπροαίρετος άνθρωπος, δε θα πιστέψει ότι την έχασε ο άντρας της, αλλά της έδωσε μια και την ξεφορτώθηκε και αυτή ήρθε κι έπεσε στην πίτα και παραλίγο στο στομάχι μου. Ορέ βάσανα που τα ’χει ο κόσμος γιορτερές μέρες. Αν πάλι τον πιστέψει, το πιθανότερο να αγοράσουν καινούρια βέρα, αν και δε θα του περισσεύουν λεφτά του δόλιου αρτεργάτη. Αυτά όμως είναι σενάρια που ο καθένας μας πλάθει ανάλογα με τη φαντασία του. Εκείνο που προέχει είναι να τον βρούμε τον άμοιρο. Τίποτα, τίποτα. Θα πεταχτώ μέχρι τη Χώρα, ρωτώντας τον συνάδερφό σου ποιος εργάτης του, έχει σύζυγο ή αρραβωνιαστικιά ονόματι Αργυρώ και πού θα πάει, θα τον εντοπίσουμε». «Χρυσάνθη, σου ’στριψε; Μ’ αυτή την τρικυμία θα φουντάρεις και δε θα σε βρούμε παρά μετά από μέρες ξεβρασμένη σε καμιά ακτή κοντινή ή μακρινή. Και πουλί πετάμενο να ’σουν, θα έπρεπε να το σκεφτείς πρώτα καλά, πριν ανοίξεις τα φτερά σου. Οι γεροντότεροι λένε ότι τέτοιο παλιόκαιρο δεν τον ματάδαν. Κάθισε λοιπόν στ' αυγά σου και μόλις λίγο ανοίξει ο καιρός, θα σε πάω εγώ ο ίδιος. Αλλά λέμε, λέμε και δεν κάνουμε οι χαζοί κάτι απλό. Να τηλεφωνήσουμε, να τους πούμε το και το και να βγά345


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

λουνε μια άκρη. Αν το δαχτυλίδι χάθηκε εκεί, μη σκιάζεσαι, πρώτη είδηση θα ’ναι στους καφενέδες και τα τσιπουράδικα της περιοχής». Τηλεφωνήσανε, λοιπόν, μα θες γιατί τα μαγαζιά ήταν κλειστά, αφού είχαν ξεπουλήσει την πραμάτεια τους, μα θες ήταν κλειστά λόγω του προχωρημένου της ώρας, δεν απαντούσε κανείς. Η Χρυσάνθη έχει χάσει το κέφι της και με τις δεισιδαιμονίες, που μαστίζουν τη ζωή του χωρικού, τη φάση την εξέλαβε σαν κακό οιωνό. «Και γιατί σαν να λέμε κακό σημάδι και όχι καλό, ρε συ αδερφή; Δαχτυλίδι γάμου και μάλιστα χρυσό. Να μου το θυμηθείς. Για να το βρεις εσύ θα έχουνε χαρές και πανηγύρια γάμου με τον Λίλο σου», της είπε για να την παρηγορήσει με πράγματα που κανένας μας δεν πίστευε. Ανήμερα Πρωτοχρονιάς, ξημέρωσε με έναν ολόλαμπρο ήλιο και μια θάλασσα μπουνάτσα να την πιεις στο ποτήρι, που λένε. Η Χρυσάνθη ζήτησε από τον συγχωρεμένο Μενέλαο, τον καλοκάγαθο ψαρά, να την πετάξει μέχρι απέναντι, ένα τσιγάρο η απόσταση από το νησί μας. Εκείνος δέχτηκε με χαρά, καθώς το γεγονός είχε πια μαθευτεί και όλοι ήθελαν να βοηθήσουν στη λύση του μυστηρίου του περίεργου δαχτυλιδιού. Μα εκεί που πήγαν, το μαγαζί μέρα που ήταν, βρέθηκε κλειστό, αυτό πώς και δεν το σκέφτηκε κανείς; Άλλο μυστήριο και τούτο. Η Χρυσάνθη τρελάθηκε. Αποφάσισε τελικά, αν 346


η ρεπόρτερ

και πολύ πρωί ακόμα, να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του φούρναρη, του Ζήση με τ’ όνομα. Δε βαστούσε άλλο. Η βέρα μέσα στην τσέπη του μπουφάν, θαρρείς και την έκαιγε. «Ήσυχα φιλενάδα, Αργυρώ, θα την βρούμε την άκρη, ο κόσμος να έρθει τούμπα», μονολόγησε. Μα ποια η απελπισία της όταν ο κυρ-Ζήσης την βεβαίωσε ότι κανείς αρτεργάτης που είχε στη δούλεψή του δεν είχε χάσει βέρα, είτε αρραβωνιασμένος είτε παντρεμένος ήταν ελόγου του. «Και τώρα τι κάνουμε, Χρυσάνθη;», αναρωτήθηκε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Μα για στάσου, κορίτσι μου» είπε ο κυρ-Ζήσης. «Η παρτίδα τσουρεκιών που σας στείλαμε ήταν από το εργοστάσιο αρτοσκευασμάτων των αδελφών Μούντιου, με έδρα τον Περαία. Ναι ναι, παρέλαβα μια παρτίδα της τελευταίας στιγμής για να ανταπεξέλθω στη μεγάλη ζήτηση, που παρόμοιά της δεν είχα ματαδεί. Τι έπαθε ο κόσμος με το τσουρέκι τούτη τη χρονιά; Σε κάθε περίπτωση τσουρέκι τυποποιημένο ή σπιτικό, το έθιμο να τηρείται να καταλαγιάζουν και οι δεισιδαιμονίες των νησιωτών. Τα λέω καλά, κοπελιά;» Και ο κυρ-Ζήσης υποσχέθηκε στην Χρυσάνθη τη μεθαυριανή ημέρα, τρεις του Γενάρη να έστελνε μήνυμα στη διεύθυνση του εργοστασίου και από κει όλο και κάτι θα μάθαιναν. Αν η βέρα χάθηκε στα δικά τους ζυμάρια, δε θα το είχαν ακούσει από τους ανθρώπους τους; 347


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Η Χρυσάνθη γύρισε στο νησί μας απογοητευμένη. Η υπόθεση αυτή στοίχειωσε τα νιάτα της, της έγινε κάτι σαν έμμονη ιδέα. Το επόμενο μεσημέρι ανέβασε πυρετό σαράντα. Πούντιασε η άμοιρη με τα σούρτα φέρτα στις θάλασσες και τα χιονισμένα νησιά και η στενοχώρια της υποδαύλιζε την αρρώστια της σίγουρα. Την ώρα που η μάνα μας της έβαζε στο μέτωπο μια κομπρέσα με ξιδόνερο να πάρει λίγο την κάψα του πυρετού και να απαλύνει μαγικά το βογγητό του κοριτσιού, χτυπάει το τηλέφωνο, που το είχαμε ντούμπλεξ με το αρτοποιείο μας. Ήταν ο κυρ-Ζήσης. Ζήτησε να μιλήσει με την Χρυσάνθη. «Κορίτσι μου, βρέθηκε ο απωλέσας τον κρίκο. Δεν ήταν άντρας, όμως του ανήκε πριν φύγει τρία χρόνια πριν. Η χήρα του, η Αργυρώ, την φορούσε μαζί με τη δικιά της βέρα που έγραφε "ο Διονύσης σου για πάντα" και όπως ήταν μεγαλύτερη γλίστρησε την ώρα της δουλειάς, καθώς ζύμωνε τα τσουρέκια». Η Χρυσάνθη, όπως ήταν και ρομαντικός τύπος, απογοητεύτηκε πολύ. Αυτό το σενάριο δεν το είχε ποτέ σκεφτεί. Μόλις έγινε καλά, έβαλε τη βέρα σε ένα κομψό κουτάκι κοσμηματοπωλείου και συστημένο το έστειλε στη διεύθυνση που της έδωσε ο Ζήσης. Η απάντηση που πήρε ήταν άμεση, την κατασυγκίνησε: «Ευχαριστώ, κυρά μου. Να σε έχει ο Θεός καλά. Ξαναείμαστε μαζί με τον Διονύση μου. Τίποτα δε 348


η ρεπόρτερ

θα μας ξαναχωρίσει. Και τούτο, χάρη σε σας, ανθρώπους που έχουν ανθρωπιά και ευαισθησίες. Είναι σήμερα εννιά του Γενάρη αλλά για μένα είναι Πρωτοχρονιά. Ευχαριστώ. Αργυρώ Διονυσίου Μάγλαμα».

349


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

350


ςιωπηρή αγάπη

Έτσι όπως κάθονταν μπροστά στο τζάκι, η Πέρσα, η Θεανώ και η Δανάη ακούνε τη Θεανώ να τους λέει ντροπαλά «κορίτσια θα σας πω κάτι, αλλά μην τολμήσετε να γελάσετε, να σχολιάσετε αρνητικά και να με ειρωνευτείτε, γιατί λόγω τιμής θα αναθεωρήσω το βάθος των αισθημάτων που τρέφω προς το πρόσωπό σας...» «Θεανώ μου, μπράβο. Υποτίθεται ότι με ξέρεις. Θα έκανα εγώ ποτέ κάτι τέτοιο για τη φίλη της καρδιάς μου;» είπε η Δανάη. «Μα ακριβώς επειδή ξέρω τι πειραχτήρι είσαι, γι’ αυτό είπα ό,τι είπα. Παρακαλώ μη με απαξιώσετε, αν πρώτα δεν ακούσετε το κείμενο που θα σας διηγηθώ. Κριτική να δεχτώ ευχαρίστως, αποθάρρυνση μη δω. Ζήλεψα και τις δυο σας και είπα να δοκιμάσω και η ίδια. Αν το βρείτε καλό, θα είμαι πανευτυχής συνεχίζοντας την προσπάθεια. Αν πάλι όχι, δε θα πέσω και να πεθάνω. Η ανία μου θα βρει άλλες διεξόδους σίγουρα». «Με μεγάλη μου χαρά να το ακούσω. Κάτι μου λέει ότι θα είναι εξαίσιο. Θυμάμαι τις εκθέσεις που έγραφες στο Λύκειο. Είχα εντυπωσιαστεί. Καλά έκανες, μόνο που άργησες λίγο...», την διέκοψε η Πέρσα. 351


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Και η Θεανώ άρχισε να διαβάζει.

«Θα την πλησιάσω», σκέφτηκε ο Δημήτρης. «Αν δεν πάρω το ρίσκο, ίσως να το μετανιώνω μια ζωή. Ωραία. Έχει τη φήμη της πολύ δύσκολης. Μα δεν παύει να είναι, όπως την κόβω ένα ευαίσθητο κορίτσι». Διαβάσαμε κάπου ότι «η αγάπη δεν ξέρει από αξιοπρέπειες. Είναι μεγαλειώδης και τολμηρή και ένας άντρας που έχει εκτός των βασικών προσόντων και... μυαλό, μπορεί να κάνει μια γυναίκα να χάσει το δικό της για χάρη του». Ο Δημήτρης όμως γνωρίζει ότι «αυτό συμβαίνει μόνο στην περίπτωση που το κορίτσι των ονείρων σου, έστω κρυφά και ανομολόγητα ενδιαφέρεται για σένα». Σχετικά είναι όλα. Έσπαζε το κεφάλι του να βρει τρόπους να την πλευρίσει. Όμως ούτε κοινούς γνωστούς είχαν. Απ' ό,τι φαινόταν ανήκαν και σε διαφορετικές κοινωνικές ανήκαν. Ως και με διαφορετικά σπορ ασχολούνταν. Εκείνη τένις. Εκείνος κολύμπι. Στο μόνο που συνέπιπταν ήταν η ομορφιά τους. Κούκλα αυτή, κούκλος και αυτός χωρίς εκείνη την επιδεικτική ομορφιά ορισμένων αντρών που παραπέμπει σε κάτι άλλο... Ο άντρας ναι μεν είναι γεννημένος κυνηγός αλλά πώς να κυνηγήσεις ένα κορίτσι που το μόνο που ξέρεις γι’ αυτό είναι ότι δύσκολα πλησιάζεται; Εκτός τούτου δεν ήξερε γι’ αυτήν τίποτα άλλο. Στη σημερινή 352


η ρεπόρτερ

εποχή που ο καθένας γνωρίζει τη ζωή του άλλου σαν ανοιχτό βιβλίο, το να μην ξέρεις τίποτα για το αντικείμενο του πόθου, μοιάζει ακατανόητο, αν μη τι άλλο. «Μα τι στο καλό; Καλά, αυτή δεν μπορείς να την πλησιάσεις. Τους φίλους της όμως; Την παρέα της;» Όσο ο καιρός περνούσε και δε διαφαινόταν στον ορίζοντα καμία εξέλιξη, τόσο απομακρύνονταν η πιθανότητα να γνωριστούν. Αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Όπου βρισκόταν εκείνη, φρόντιζε να βρίσκεται και αυτός, προσδοκώντας ότι ίσως κάποια στιγμή γινόταν κάτι αναπάντεχο, που αν μη τι άλλο θα τους έκανε να έρθουν κοντά. Στο τερέν εκείνη; Στις κερκίδες αυτός. Σε συναυλία εκείνη; Κάπου μεταξύ των θεατών αυτός. Είχε γίνει η σκιά της. Όταν κάποιον τον βλέπεις παντού, όπου και αν πας, θέλεις δε θέλεις τα μάτια σου έλκονται από την παρουσία του, η οποία δεν ήταν κάποια που περνούσε απαρατήρητη. «Αν δε θυμάσαι τις τρέλες που η αγάπη σε ανάγκασε να κάνεις τότε στ’ αλήθεια δεν αγάπησες», έτσι δεν είναι Δημητρό; Πόσες τρέλες μπορούσες να κάνεις για χάρη της! Μια μέρα σε έναν σημαντικό αγώνα τένις, που η κοπέλα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι τους ημιτελικούς και, ενώ το ματς τελείωνε οσονούπω και ήταν ισόπαλες οι κοπέλες στα games χωρίς κάποια από τις δύο να παίρνει το προβάδισμα, φτάνουν στο tie 353


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

break. Αμφίρροπη η εξέλιξη και η αγωνία αγωνιζομένων και θεατών, κυρίως των δικών τους ανθρώπων, στο έπακρο. Η σειρά της κοπέλας, που τον ενδιέφερε, να σερβίρει και πετυχαίνει άσο. Όμως αμφισβητείται το γεγονός. Η μπάλα μέσα ή έξω από τις γραμμές του τερέν; Και βέβαια με την αντίπαλο να ισχυρίζεται το δεύτερο. Καθένας στη θέση της το ίδιο θα έκανε. Διακόπτεται ο αγώνας. Εξετάζεται ενδελεχώς το σημείο της πτώσης της μπάλας. Οι μεν ισχυρίζονται «μέσα», οι δε «έξω». Εξετάζεται το βίντεο του αγώνα, μα και αυτό δεν ήταν από την κατάλληλη γωνία βγαλμένο για να τους διαφωτίσει, ούτε και ο διαιτητής να αποφανθεί υπέρ ενός «yes» or «no». Έλα όμως που ο Δημήτρης είχε βιντεοσκοπήσει τη κοπέλα που αγαπούσε για να την βλέπει έστω, αφού δεν μπορούσε να την έχει. Και επειδή έτσι το θέλησε η μοίρα, το video αυτό, ήταν από τη σωστή γωνία παρμένο. Το έδειξε στους αρμοδίους και ήταν άκρως αποκαλυπτικό. Πείστηκαν, μαζί και η της αντίπαλος, ότι το μπαλάκι ήταν προς όφελος της κοπελιάς και ο κρίσιμος πόντος δικός της. Η χαρά της μεγάλη και είχε σαν αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό και το κουράγιο της και βέβαια να αποκτήσει ένα σταθερό και ολοένα αυξανόμενο προβάδισμα. Αντίθετα, η άλλη κοπέλα αποθαρρυνόμενη είδε να μειώνονται οι αντοχές και η πίστη της για τη νίκη, με συνέπεια να χάνει εύκολους 354


η ρεπόρτερ

πόντους και στο τέλος να χάνει και το ματς. Έτσι γνωρίστηκε ο Δημήτρης με τη Φαίη, η οποία τον αποκάλεσε από μηχανής θεό και τον ευχαρίστησε θερμά. Και ήρθαν όλα φυσιολογικά. Το πρώτο βήμα ήταν να συνειδητοποιήσει η Φαίη την ύπαρξή του, και ψάχνοντας στις εικόνες της μνήμης της να δει ότι σε όλες τις εικόνες αυτές η παρουσία του ήταν εμφανής. «Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση», σκέφτηκε. Αλλά πάλι απογοητευμένη όπως ήταν από μία προσωπική της ιστορία που της είχε κάψει τα φτερά, αισθανόταν ότι δεν είχε ενέργεια ούτε και επιθυμία για μία νέα γνωριμία, ίσως χωρίς νόημα, ούτε για κουβέντες και κοινωνικές επαφές περιττές. Και αυτό ήταν ένα αποφασιστικό στοπ στις ευχαριστίες της για τη συμβολή του στο να κερδίσει τον αγώνα της. Μέχρι εκεί. Αδιαπέραστο τείχος στο κάστρο της απομόνωσής της. Ευγενική μα ψυχρά απόμακρη. Ο Δημήτρης συνειδητοποιεί ότι η υπόθεση δεν εξελίσσεται, αντίθετα απομακρύνεται όλως περιέργως η όποια ελπίδα και το όποιο φως είχε διαφανεί με τη γνωριμία τους. Δυστυχώς παρέμεινε ακριβώς σε αυτό ακριβώς που εννοεί η λέξη «γνωριμία». Απογοητευμένος, μα με το ενδιαφέρον του να μεγαλώνει, είδε να φθάνει η ημέρα του τελικού. Η νικήτρια, εκτός του ότι θα ανακηρύσσονταν πρωταθλήτρια, θα ήταν εκείνη που θα αντιπροσώπευε την Ελλάδα σε σημαντικό τουρνουά 355


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

στο εξωτερικό που δίνει βαθμούς στην παγκόσμια κατάταξη. Η προπόνηση εξοντωτική. Εκείνη πρωί βράδυ στο γήπεδο. Πρωί βράδυ στις κερκίδες εκείνος. «Όχι, κορίτσι μου, ζήτουλας εγώ δε γίνομαι. Αν δεν έχεις καταλάβει πόσο νοιάζομαι για σένα και πόσο σ’ αγαπώ δικό σου το πρόβλημα, όχι δικό μου», σκεφτόταν. Και αυθόρμητα του ήρθε στο μυαλό κάτι που διάβασε και που του ταίριαζε γάντι: «Όσοι αγαπούν: ούτε απατούν, ούτε απαιτούν, ούτε επαιτούν». Και αποφάσισε να το τηρήσει μαζί της πάση θυσία αυτό. Και ας λένε πως η αγάπη δε συνάδει με την αξιοπρέπεια μα με την τόλμη. Ο Δημήτρης ήταν υπερήφανος. Ερωτευμένος ναι. Μα ζήτουλας δε θα γινόταν, μακάρι να μη γύριζε αυτή να τον ξανακοιτάξει. Και ήρθε η ημέρα του τελικού και φυσικά δεν ήταν δυνατόν να μην είναι παρών. Ήξερε από αγώνες και συμμερίζονταν την αγωνία που σίγουρα περνούσε η αγάπη του. Να γινόταν να την είχε λίγο στην αγκαλιά του, να την φιλούσε να την ενθάρρυνε. Μα αυτό, φοβόταν, δε θα γινόταν ποτέ. Δεν πειράζει. Εκεί που καθόταν στην κερκίδα του και που επέλεγε να είναι πάντοτε η ίδια, του ήρθε η φαεινή ιδέα να πάει στα αποδυτήρια να την δει και απλά 356


η ρεπόρτερ

κοινωνικά να της ευχηθεί «καλή τύχη». Ήταν και αυτός αθλητής και ήξερε πόσο ανάγκη αυτής της ευχής την είχαν οι παίχτες. Πλήθος εκεί κάτω και η Φαίη αγκαλιά με έναν παίδαρο, ο οποίος πότε της διόρθωνε τη φουστίτσα και τη μπλούζα, σαν να ήταν ο στυλίστας της, πότε έλεγχε τις ρακέτες της. Σκοτείνιασε το φως για τον Δημήτρη. Κάπου μέσα του φοβόταν αυτό το ενδεχόμενο, μα το απωθούσε ή εθελοτυφλούσε. Τον είχε ποτέ βεβαιώσει κανείς ότι η κοπέλα δεν είχε δεσμό; Όχι βέβαια. Ας μην ήταν τόσο ρομαντικός. Ας ήταν αξιοπρεπώς τολμηρός να την διεκδικούσε έστω. Την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε την είχε αδράξει. Μα κάθε μέρα δεν είναι γιορτή. Και τώρα πια, καταλάβαινε και την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους της. Δεν μπορεί το κορίτσι να μην είχε αντιληφθεί το αίσθημα του νεαρού. Οι γυναίκες έχουν ένα ένστικτο αλάθητο σε αυτόν τον τομέα. Αδύνατο να μην έχει αντιληφθεί η κοπελιά τι συνέβαινε με τον νεαρό. Αυτός είχε γίνει η σκιά της. Ήταν σίγουρη. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Και τι παιζόταν με τον μορφονιό που την αγκάλιαζε και την κανάκευε τόσο τρυφερά; Αν ρωτούσε θα μάθαινε ότι δεν ήταν ο μάνατζέρ της, ούτε ο προπονητής της, το ήξερε αυτό, ούτε κάποιος φύλακας άγγελός της. Δεν ήταν ούτε το αγόρι της. Ήταν ο λατρεμένος της αδελφός, ο δίδυμός της, που μοιραζόταν μαζί του τα πάντα εκτός από τον 357


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

έρωτα. Και όταν αυτός έφαγε τα μούτρα του που λένε, από μια σχέση που δεν του ταίριαζε, πιο πολύ από εκείνον πόνεσε η αδελφή του και ορκίστηκε ότι δε θα άφηνε ποτέ να πάθει κι εκείνη τα ίδια. Αυτό όμως δεν το ήξερε ο Δημήτρης. Μην αντέχοντας να βλέπει το τρυφερό ενδιαφέρον του νεαρού για τη Φαίη, σηκώθηκε και έφυγε από το στάδιο και ορκίστηκε να φύγει και από τη ζωή της. Συνηθισμένη δε η Φαίη από τη σιωπηρή του παρουσία και μη βλέποντάς τον στη συνηθισμένη θέση του κάπου στις κερκίδες, όπου συνήθως τον εντόπιζε, όπως κάνει ένας ηθοποιός με έναν φανατικό θαυμαστή του που έρχεται στο θέατρο να δει αυτόν και όχι το έργο που το έχει δει πενήντα φορές, απόρησε, πειράχτηκε, μα δεν πέθανε κιόλας. «Και βρήκε να απουσιάσει σήμερα;», αναρωτήθηκε. Και βγάζοντας τον από το μυαλό της βάλθηκε να αυτοσυγκεντρώνεται για τον δύσκολο αγώνα που θα άρχιζε σε λίγα λεπτά. Ήταν όμως, καθώς φαίνεται, μια άτυχη ημέρα. Τόσο αυτή όσο και οι περισσότεροι αθλητές είχαν το γούρι τους. Γι’ αυτήν ο παράξενος σιωπηρός νεαρός είχε γίνει το φετίχ της. Καλοκαιριάτικα πιάνει μια τέτοια νεροποντή, που ναι μεν δεν κράτησε παραπάνω από μισή ώρα, αλλά μετέτρεψε το τερέν σε πισίνα και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Οι ειδήμονες έλεγαν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να ξαναγίνει ο χώρος, όπως πριν, αν δεν περνούσαν μέρες και μέρες ξηρασίας και να 358


η ρεπόρτερ

ανακατασκευαστεί. Δόθηκε καινούρια ημερομηνία για τον τελικό, που φιλοξενήθηκε σε ένα γειτονικό στάδιο. Εάν ήξερε το τηλέφωνο του παράξενου νεαρού, που εδώ και τόσες ημέρες είχε εξαφανιστεί, θα τον έπαιρνε να του ζητήσει να παρευρεθεί, γιατί... Αλήθεια, ποιο θα ήταν αυτό το «γιατί» της; Τι θα του έλεγε; Δεν ήταν λογικό να την περάσει για καμιά χαζούλα που πιστεύει σε γούρια και μεταφυσικά ίσως; Μα εκείνο που δεν ντρεπόταν να ομολογήσει στον εαυτό της ήταν ότι της έλλειπε η σιωπηρή του παρουσία. Ήταν το φετίχ της, η μούσα της η αρσενική που την ενέπνεε στο παιχνίδι και δεν ήταν λίγες οι φορές που έπαιζε γι’ αυτόν. Το γιατί δεν το ήξερε. Η ημέρα του τελικού ήρθε και η πρώτη ματιά που έριξε στη κερκίδα, την απογοήτευσε. Η δεύτερη όμως ματιά έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. Ήταν εκεί και αυθόρμητα του έστειλε ένα χαιρετισμό με ένα χαμόγελο. Ο Δημήτρης τρελάθηκε. Γυρίζει πίσω του να δει σε ποιον απευθύνει το χαμόγελό της, δε βλέπει κανέναν να ανταποκρίνεται και στρεφόμενος, την ρωτά με παντομίμα «εμένα χαιρετάς;» Και η καταφατική της απάντηση τον έκανε ευτυχέστερο ακόμη και από εκείνη, που σίγουρα θα σήκωνε το έπαθλο σε λίγο. Ήταν τόσο βέβαιος γι’ αυτό, που της στέλνει με τη νοηματική ένα μήνυμα, «θα νικήσεις», για να 359


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

λάβει μια απάντηση που έμοιαζε να εκείνος ερμήνευσε ως «αφού είσαι εδώ εσύ σίγουρα». Και έτσι άρχισε μια αγάπη που επέπρωτο να κρατήσει μια ζωή. Μπορεί η αγάπη να αλλάζει με τα χρόνια μα στην ουσία παραμένει η ίδια. Η ουσία είναι να ξέρεις να αγαπάς. Η δική τους αγάπη είχε τέτοια ποιότητα, που οι άνθρωποι που τους γνώριζαν έλεγαν ότι τους έδινε το δικαίωμα να πιστεύουν πως υπάρχει ακόμα ελπίδα στο κόσμο.

Η Δανάη και η Πέρσα άρχισαν να χειροκροτούν τη συγγραφέα. Η χειμωνιάτικη νύχτα θύμιζε πια κάτι από εκείνες της παράδοσης που η γιαγιά έλεγε μια ιστορία ή ένα παραμύθι στα εγγόνια της. Τον ρόλο του παραμυθά είχε πια αναλάβει η συγγραφέας. «Άλλωστε, όλοι θέλουν να γίνουν παιδιά και να ζήσουν μια όμορφη ιστορία».

360


Κ

Farewell to microphones

αι εκεί που καθόταν στο γραφείο της η Δανάη, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να διώξει από πάνω της μια περίεργη υπνηλία, έρχεται καπάκι μια απειλητική κρίση εμετού και μόλις που πρόλαβε να τον υποδεχτεί το καλαθάκι των αχρήστων της. Τρόμαξε. «Ώρες είναι να με επισκέπτεται ο βλαμμένος ο ιός που δε λέει να μας αφήσει να ζούμε σε μια υποφερτή κανονικότητα... Παναγιά μου! Να με τρέχουν, λέει, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και να μην υπάρχει ούτε ράντζο να εναποθέσω το πονεμένο μου κορμάκι. Το ακούς να συμβαίνει γύρω σου, τρέμεις, μα όταν συμβεί και σε σένα, δε λες να το χωνέψεις. Ας μην το καθυστερώ άλλο...» Σηκώνει το ακουστικό, που της φάνηκε βαρύ κι ασήκωτο, και λέει ξεψυχισμένα στον φίλο γιατρό της. «Δήμο μου, αγαπημένε πεθαίνω. Έτσι τουλάχιστον νομίζω. Έλα μπας και με προλάβεις ζωντανή, να κάνεις τα μαγικά σου και να μου ξαναδώσεις τη ζωή μου, που με εγκαταλείπει απροειδοποίητα και άπονα...» Αφήνει το τηλέφωνο, χωρίς να θυμάται αν έβαλε 361


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

το ακουστικό στη θέση του, κλείνει τα μάτια της και προτού βυθιστεί σε ένα λυτρωτικό λήθαργο, ακούει τον Δήμο να της λέει καθησυχαστικά «Ηρέμησε! Κλείσε κι έρχομαι, μωρό μου...» Και τούτα τα αγαπημένα λόγια του φίλου ήταν τα τελευταία που πήρε μαζί στο λιποθυμικό της ταξίδι. Δεν πρέπει να πέρασαν παραπάνω από λίγα λεπτά και ο Δήμος σαν να διακτινίστηκε, έφτασε στο γραφείο της. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί τι έπαθε το κορίτσι. Ο καθένας στο πόστο του και στα δικά του ενδιαφέροντα και καθήκοντα. Από την πλευρά της Δανάης καλούτσικα τα πράγματα. Είχε αρχίσει να συνέρχεται. Πέρα από το κάτασπρο πρόσωπο, ήταν σαν να της είχαν κάνει αφαίμαξη. Ο καλός της φίλος και γιατρός, αφού την εξέτασε, ενώ η Δανάη με αστείρευτο χιούμορ έβλεπε τα πάντα από την αστεία γωνία τους, της απευθύνθηκε τρυφερά. «Δανάη, μεγάλη μου αγάπη, πες γρήγορα στον τυχεράκια τον άντρα σου ότι αυξάνονται τα μέλη της οικογένειάς του και, αν δε με ξεγελά ο ενθουσιασμός μου, τα επερχόμενα Ρωμανάκια είναι περισσότερα του ενός». «Έλα, Δήμο μου, κόψε την πλάκα, δεν είναι ώρα να ακούω τέτοια... Πώς σου ’ρθε τώρα αυτό;» «Ποιο "αυτό", βρε Δανάη; Ως γιατρός όλο και κάτι ξέρω από αρρώστιες αληθινές και αρρώστιες μαϊμού, σαν τη δική σου». 362


η ρεπόρτερ

«Δήμο μου, δεν είμαι καμιά πρωτάρα. Μην ξεχνάς ότι ξέρω από γέννες. Έχω ήδη δυο παιδιά. Τέτοιο πράγμα δεν το έχω ξανανιώσει». «Συμφωνώ απόλυτα ως προς αυτό. Όντως είναι κάτι πολύ, μα πολύ διαφορετικό. Σήκω να πάμε τώρα αμέσως στον φίλο μας τον Νικολάου να σου κάνει έναν υπέρηχο. Ο Νικολάου είναι καλός φίλος, θα σε δεχθεί και χωρίς ραντεβού ως έκτακτο περιστατικό». Αυτό που άκουσαν από τα χείλη του τους κεραυνοβόλησε. «Ρε παιδιά, σε περίοδο καραντίνας και απαγόρευσης συνωστισμού, βρήκαμε τον τρόπο να παρανομήσουμε; Εδώ δεν έχουμε ένα, δεν έχουμε δύο, αλλά τρία, αν θυμάμαι καλά πώς να μετράω, Αθηναιόπουλα, ένα λιγότερο από τα παιδιά του Πειραιά, και σε λίγο θα σκάσουν μύτη. Σε έξι μήνες που θα έχουμε άρση της απαγόρευσης θα έχουμε και τη χαρά να τα υποδεχτούμε. Η επιστήμη απεφάνθη και εκφράζει τα συγχαρητήριά της. Και τώρα αδειάστε μου τη γωνιά, γιατί πνίγομαι. Οι ασθενείς στο σαλόνι άρχισαν να αδημονούν και δε θέλω να διαρραγούν οι καλές μου σχέσεις μαζί τους. Δανάη, σε ένα μήνα θα σε ξαναδώ. Άντε στην ευχή του Θεού. Και μη νομίζετε. Προσπαθώ τόση ώρα να φανώ cool, αλλά της ψυχής μου τον τάραχο τον ένιωσα κι ελόγου μου αυτό το απόγευμα. Γεια σας». Η Δανάη μετά το σοκ που υπέστη, πήρε το θέμα από την αισιόδοξη πλευρά του. 363


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

«Εδώ εγώ φοβήθηκα μη χαθώ και αντ’ αυτού αυξάνω τον πληθυσμό της οικογένειάς μου. Και τώρα; Τώρα πώς τη λένε αυτή την κοσμογονία στον Ρωμανό, που είναι και σε μια ευαίσθητη ηλικία; Θεέ μου, ας αποφύγει το έμφραγμα και ας πάρει την υπόθεση αντρίκια. Ο καλός μου είναι ένα υπεύθυνο παλικάρι που δεν αποποιείται των... ευθυνών του. Αν δεν ήθελε άλλα παιδιά, ας πρόσεχε λίγο περισσότερο στην ώρα της αγάπης! Δεν το πρόσεχε εκείνος και η φύση κάνει το δικό της χρέος, φιλοδωρώντας τον με τόσους καρπούς». Χαρές και πανηγύρια όχι μόνο στο σπιτικό του ζευγαριού και σ’ αυτό της μαμάς και της γιαγιάς Πέρσας, αλλά και στους κύκλους φίλων και γνωστών τους όπου έχαιραν αγάπης και εκτίμησης. Και το ρεπορτάζ; Η δημοσιογραφία γενικώς; «Α, Δανάη, δεν παίζουνε με τέτοια πράγματα οι μέλλουσες πολύτεκνες μανούλες. Ξέρω, αγαπάς την καριέρα σου, μα κι εγώ σαν φίλος σου πρώτα και σαν γιατρός μετά, συνιστώ πλήρη αποχή από μικρόφωνα και τρεχάλα στους δρόμους». «Μα, Δήμο μου, έγκυος είμαι η γυναίκα, δεν είμαι άρρωστη, δεν είν’ έτσι; Για λίγους μήνες μπορώ ακόμη να είμαι στις επάλξεις». «Κατηγορηματικά λέω όχι. Από αυτή τη στιγμή, σε θέτω υπό έναν ιδιότυπο περιορισμό. Ευνοεί και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι προφυλάξεις. Ό,τι ισχύει για όλους, ισχύει και για σένα και άφησε τους λεονταρισμούς, ανυπάκουο πλάσμα. Έγκυος σε αυτές 364


η ρεπόρτερ

τις συνθήκες με τον κορωνοϊό, δε βγαίνεις έξω. Ανήκεις πια στις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού. Και για να γυρίσουμε στα ευχάριστα, εγώ με τη σειρά μου θέτω υποψηφιότητα για νονός και των τριών, μη σφαχτούνε στο μέλλον που έδειξα προτίμηση σε κάποιο εξ αυτών». Και η Δανάη, με τη δημιουργία στο αίμα της που την καλούσε, κάθισε στο σπιτικό γραφείο, πήρε μολύβια και χαρτιά και ρίχτηκε με τα μούτρα στη συγγραφή, τώρα πια θα είχε άφθονο χρόνο. «Farewell to the microphones λοιπόν», μονολόγησε η Δανάη. «Καλωσόρισες στον μυθικό κόσμο της συγγραφής», απάντησε η γιαγιά Πέρσα. Η γέρικη μηλιά έβλεπε το μηλαράκι της να πέφτει από κάτω από το δικό της δέντρο και μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, να γίνεται μια σπουδαία συγγραφέας. Το ταλέντο πάντοτε βρίσκει τον τρόπο να βγει από την αφάνεια και να δει στο φως. Λίγο καιρό μετά η Δανάη έμαθε ορισμένα συνταρακτικά νέα για την εφημερίδα που μέχρι πρότινος εργάζονταν. Στην αρχή για κάποιο καιρό επικρατούσε μια εύλογη και έρπουσα ανησυχία, ένας αναβρασμός στην εφημερίδα, που απλωνόταν από τον πιο νέο δημοσιογραφίσκο μέχρι τα ανώτατα στελέχη και τον διευθυντή. Δεν μπορούσε κανείς να συγκεκριμενοποιήσει τι ήταν ακριβώς αυτό που έκανε τους πάντες εκεί μέσα 365


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

να έχουν χάσει τους ρυθμούς της δουλειάς και τον ύπνο τους ακόμη. Πράγμα πρωτόγνωρο για ένα ιστορικό και δημοφιλέστατο έντυπο σαν και τούτο. Έως πριν ένα δίμηνο τα πάντα κυλούσαν απρόσκοπτα. Μέχρι την αποφράδα ημέρα που ο ένας από τους δύο διευθυντές "έφυγε" ξαφνικά. Εκτός από το φυσικό μούδιασμα, τη λύπη την ανθρώπινη, την απελπισία των πάντων, διάχυτος ήταν ο φόβος μην και το περιοδικό "φύγει" κι αυτό μαζί με τον εκδότη του και διευθυντή, που υπήρξε η ψυχή του από την αρχή της καριέρας του. Νεαρούλης παρέλαβε τα ηνία από τον αποβιώσαντα πατέρα του, με τη βοήθεια του εξαδέλφου του, γιου του θείου, αδελφού του πατέρα. Είχε αναβαθμίσει το έντυπο, το είχε εκμοντερνίσει, το έκανε διάσημο τόσο που και ο ελληνισμός απανταχού της Γης το αγόραζε ανελλιπώς μια φορά τον μήνα και αποτελούσε τον ομφάλιο λώρο με τη μητέρα πατρίδα, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση ότι δεν είναι τελικά αποκομμένος και αποξενωμένος από τη γη των πατέρων του. Το δυναμικό με το οποίο το στελέχωσε θεωρήθηκε «ό,τι καλύτερο μπορούσε να υπάρξει σ’ αυτόν τον τομέα, τόσο από μορφωτικής άποψης όσο και εντιμότητας, ταλέντου και πάθους για το αντικείμενο». Κοντολογίς το έντυπο δεν έγινε απλά ένα κερδοφόρο και σπουδαίο μηνιαίο περιοδικό, αλλά επιτελούσε και έναν εθνικό σκοπό. Όλα αυτά και άλλα τόσα κινδύνευαν τώρα να χαθούν και ήταν κρίμα. Όχι μόνο για τους ίδιους 366


η ρεπόρτερ

τους εργαζόμενους που πιθανότατα θα έχαναν τη σίγουρη δουλειά τους εν καιρώ κρίσης, αλλά κυρίως για τους χιλιάδες αναγνώστες. Γράμματα από κάθε γωνιά της γης έφθαναν στη Γραμματεία. Ενθάρρυναν με συγκινητικά λόγια τη διεύθυνση να αντέξει την απώλεια και όλοι μαζί ενωμένοι σαν μία γροθιά να τιμήσουν τόσο τη μνήμη του αποβιώσαντα όσο και τη φήμη του διάσημου εντύπου. Θέληση υπήρχε χωρίς άλλο, μα η ανησυχία μεγάλη. Σιγά σιγά, άρχισε να διαφαίνεται ένα κάποιο φως στο έρεβος της απελπισίας. Προτάθηκε από τον ξάδελφο του αποβιώσαντος να γίνουν εκλογές για το ποιος θα είναι ο γενικός Διευθυντής. Και ήταν αυτός που τις κέρδισε. Αν και δεν ήταν τόσο αγαπητός, πίστευαν ότι είχε στιβαρό χέρι. Άτομο εκ διαμέτρου αντίθετο σε γοητεία από τον εξάδελφό του∙ απόμακρος, άφιλος, μονόχνοτος, αλλά όχι απλά μορφωμένος, μα αυθεντία στον τομέα του περιοδικού τύπου με ιδιαίτερο ταλέντο να πιάνει τον σφυγμό του αναγνωστικού κοινού. Κέρδισε στις εκλογές τη Γενική Διεύθυνση και την παντοδυναμία, αναλαμβάνοντας συνάμα τις πιο ενδιαφέρουσες στήλες και σελίδες, παραμερίζοντας σπουδαία στελέχη, που τις κατείχαν μέχρι τότε. «Μα πώς είναι δυνατόν να ανταπεξέλθει σε τόσο φόρτο δουλειάς μόνος του;» Το ερώτημα τούτο επικρεμόταν στα χείλη και τη σκέψη πάντων. Σε κάθε 367


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

στήλη πρώτου ενδιαφέροντος ναι μεν η υπογραφή ήταν δική του, μα το κείμενο μόνο στην αρχή ήταν δικό του και στη συνέχεια προϊόν υπεξαίρεσης. Το σκάνδαλο τεράστιο αλλά, όπως συμβαίνει τις πιο πολλές φορές, επικράτησε το δίκαιο του ισχυρότερου. Αποτέλεσμα ήταν ο δημοσιογράφος που το έφερε στην επιφάνεια, όχι μόνο να χάσει τη δουλειά του, αλλά να μην μπορεί και πουθενά αλλού να ξαναβρεί δουλειά. Το δίκτυο του διευθυντή ήταν απλωμένο σαν εφιαλτικά πλοκάμια τερατώδους χταποδιού και εκτελούσε χρέη ιδιότυπης δημοσιογραφικής χούντας. Απελπισμένος και θιγμένος ο άνθρωπος έβαλε τέρμα στη ζωή του. Αλλά, ακόμη και ο θάνατός του εντέχνως ερμηνεύτηκε σαν έμμεση ομολογία της "συκοφαντίας" του. Ήταν τέτοιος ο οχετός που κυκλοφορούσε, ώστε ακόμη και όσοι ήξεραν αναρωτιόντουσαν «Μωρέ λες; Υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά;» «Πώς τόλμησε αυτός ο ασήμαντος γραφιάς να τα βάλει με έναν κολοσσό και να του τη βγει με μια τέτοια κατηγορία; Κατάλαβε το λάθος του και πήρε μόνος του την ίδια τη ζωή του», είπαν και τα στόματα έκλεισαν. Ήταν το πρώτο θύμα. Και ναι μεν οι ψίθυροι κατά του εκδότη και διευθυντή σύνταξης σταμάτησαν, κυρίως από τον φόβο παρόμοιας τύχης, αλλά το περιοδικό έχανε μέρα με τη μέρα την αίγλη του, την πίστη των αναγνωστών 368


η ρεπόρτερ

του για την αμεροληψία του. Οι πωλήσεις βρέθηκαν σε ελεύθερη πτώση. Και ξαναεμφανίστηκαν περίεργα φαινόμενα. Η στήλη του χρονογραφήματος, που πριν την αναλάβει ο καινούριος διευθυντής απολάμβαναν οι αναγνώστες, μετατράπηκε σε ένα αδιάφορο γενικόλογο κείμενο που το μόνο περίτεχνο στολίδι σ’ αυτό, ήταν η υπογραφή του. Επειδή όμως γνώριζε την αδυναμία του, είχε φιλαυτία αλλά και αυτογνωσία, απαίτησε από τη δημοσιογράφο που έγραφε πριν το χρονογράφημα, να το γράφει ξανά αυτή, με τη δική του όμως υπογραφή. Η υποκλοπή γινόταν πια ανερυθρίαστα με απειλή απόλυσης και δικαστηρίων σε περίπτωση που κάποιος τον κατήγγελλε όπως και το πρώτο θύμα, ο αυτόχειρας. Αυτόν τον τρόπο υιοθέτησε ο διευθυντής και για τις άλλες, τις πλέον σημαντικές, στήλες. Άλλοι έγραφαν τα κείμενα και αυτός τις υπέγραφε και η ποιότητα, άσχετα με την υπεξαίρεση άρχισε να ανακτά την πρώην της λάμψη. Και μια ημέρα άρχισαν σκέψεις για στάση εργασίας. «Όλα τα αντέχει κανείς, μα όχι και το πούλημα του εαυτού, το πούλημα της ψυχής και της σκέψης του». Η στάση όμως καταπνίγηκε εν τη γενέσει της και έπεσαν κεφάλια. Η δημοσιογράφος που έγραφε για τον διευθυντή το χρονογράφημα, βρέθηκε νεκρή με μια σύριγγα καρφωμένη στο μπράτσο της και ο υπεύθυνος του αστυνομικού ρεπορτάζ σκοτώθηκε σε τροχαίο. 369


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Φόβος και τρόμος κατέλαβε τους πάντες. Η υπόθεση δε σήκωνε νταϊλίκια και επαναστάσεις. «Όχι μόνο δημοκρατία δεν υπάρχει πια στους κόλπους του εντύπου αλλά ούτε μία έστω ανεκτή ιδιότυπη δικτατορία. Σαν χιτλερικά SS που σημαίνει ότι και για να ανασάνεις, οφείλεις να ζητήσεις την άδεια και λίγα λέμε». «Ναι, μα όταν πρόκειται για δουλειά πνευματική, πώς γίνεται να μην έχει επιπτώσεις, αντίκτυπο, στην ποιότητα του έργου μας;» Άρχισαν ένας ένας με κάποιο πιστευτό πρόσχημα να εγκαταλείπουν το περιοδικό προτιμώντας την ανεργία και ίσως τον κατατρεγμό από τον διευθυντή. «Προτιμότερο αυτό, παρά να βλέπω τον εξευτελισμό, τον ξεπεσμό, που πια δεν αντέχεται». Μα μέσα σε τέτοιες αντίξοες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις γεννιούνται οι ήρωες, όταν φτάσει ο θυμός να γίνει οργή. Έχοντας επίγνωση τι τον περιμένει, ένας φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, σκιτσογράφος και μακετίστας, κατηγόρησε ευθέως τον Διευθυντή ότι υπέκλεψε ένα κείμενο φίλου του δημοσιογράφου και το υπέγραψε σαν δικό του. Συνήθως τα κείμενα του φίλου αυτού συνοδεύονταν από σκίτσα χιουμοριστικά του ίδιου του φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών. Ήταν ευφυέστατα και προκαλούσαν γέλιο και θαυμασμό με τις λεζάντες τους. Τα ίδια τα σκίτσα ήταν αληθινά έργα τέχνης εμπνευσμένα από τα κείμενα του φίλου του δημοσιογράφου. 370


η ρεπόρτερ

Σε καθένα από αυτά τα σκίτσα εν είδει μαγικής εικόνας έβαλε εκτός της υπογραφής του το αποτύπωμα του δείκτη του, πράγμα που δε θα μπορούσε να αλλοιωθεί, ακόμη και αν «ο αξιότιμος διευθυντής και εκδότης το πάρει χαμπάρι». Την υπογραφή του σκιτσογράφου μπορούσε να την παραχαράξει, το αποτύπωμα όχι. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν ούτε καν στον φίλο του. Μόνο ένας σφραγισμένος με βουλοκέρι φάκελος κατατέθηκε στο γραφείο μεγάλου συμβολαιογράφου των Αθηνών λέγοντας ότι σε περίπτωση ξαφνικού θανάτου του να ελεγχθεί η γνησιότητα των κειμένων, αναφέροντας λεπτομέρειες της καταγγελίας. Τον ενημέρωσε και για το σημάδι γνησιότητας, για το αποτύπωμά του, αντί όχι της υπογραφής του, που κρυβόταν εντέχνως και ανεξίτηλα μέσα στα σκίτσα. Παρότρυνε δε να ελεγχθεί το ποιόν του διευθυντή που τον κατονόμαζε σαν δολοφόνο τόσο των άλλων όσο και του εαυτού του. «Γυρίζω το ρολόι του χρόνου πίσω, τότε που η αγράμματη παγκόσμια κοινότητα αντί υπογραφής χρησιμοποιούσε είτε έναν σταυρό είτε το αποτύπωμα του δείκτη του». Συμπλήρωνε δε ότι «μια φωνή μέσα από τον τάφο δεν ψεύδεται, γιατί οι ίντριγκες των ζωντανών δεν την αγγίζουν». Ο υποκλοπέας διευθυντής είχε υπολογίσει τα πάντα, πλην της γνησιότητας του δαχτυλικού αποτυπώματος του σκιτσογράφου. Τον κυνήγησε λυσσαλέα μέχρι που τον έστειλε, χωρίς κανείς να κατηγορήσει 371


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

τον δολοφόνο, να συναντήσει τους συναδέλφους του στο έντυπο. Ακριβώς δηλαδή όπως το είχε προβλέψει ο φοιτητής. Όταν έγινε και αυτός ο φόνος για τον οποίο όλοι είχαν υπόνοιες αλλά όχι και αποδείξεις, έγινε πιο ενδελεχής έλεγχος. Παραήταν πολλοί οι φόνοι για να είναι τυχαίοι και συμπτωματικοί. Και ενώ προς τα εκεί πήγαιναν τα πράγματα, ήρθε το σωτήριο σφραγισμένο γράμμα του νεκρού σκιτσογράφου, που ανοίχτηκε από τον συμβολαιογράφο και τον εισαγγελέα. Διάβασε τις λίγες αράδες του φοιτητή που κραύγαζε μέσα από τον τάφο του και κατάλαβε ότι η στιγμή της κάθαρσης πλησίαζε.

«Πέστε μας, κατηγορούμενε. Τα σκίτσα που συνοδεύουν τα περί ου ο λόγος κείμενα είναι και αυτά δικά σας;» «Μμ, θα μπορούσα να το πω και έτσι. Όχι βέβαια τόσο επιτυχημένα όσο του αποθανόντος». «Και η υπογραφή και αυτή δική σας φαντάζομαι». «Σωστά φαντάζεστε». «Προσέξατε. Υπενθυμίζω ότι έχετε ορκιστεί...» «Και σωστά έπραξα» «Ναι μα εδώ υπάρχει και ένας άλλος όρκος με μεγαλύτερη ισχύ από τον δικό σας. Έρχεται από τον άλλο κόσμο και είναι καταπέλτης εναντίον σας», είπε ο εισαγγελέας της έδρας. «Και ο γραφολόγος επιβεβαιώνει τη γνησιότητα της υπογραφής και ο 372


η ρεπόρτερ

αστυνομικός αναλυτής τη γνησιότητα του αποτυπώματος του θανόντος στα επίμαχα σκίτσα». Και τότε ο μεγαλομανής υποκλοπέας, όπως αποδείχτηκε με την εξέταση των εμπειρογνωμόνων Γενικός Διευθυντής, έφτασε στο σημείο να αφήσει τα δικά του αποτυπώματα στις φυλακές, όπου οδηγήθηκε λίγο πριν φορέσει «το ριγέ μοντελάκι των φυλακισμένων». Βαριές οι ποινές. Και οι υπάλληλοι της εφημερίδας συζητούσαν ήσυχοι πια για την ασφάλειά τους. «Να που υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο τούτο, παρά τις περί του αντιθέτου γνώμες των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους από το αιματοβαμμένο χέρι του διευθυντή». «Ναι, όμως και κάποιος άλλος δε φταίει;» «Σωστή η ερώτηση». «Ποιος δηλαδή;» «Αυτοί που τον εξέλεξαν γι’ αυτή τη θέση. Γιατί, καλά είν’ τα φαρδομάνικα μα είν’ για δεσποτάδες». «Μωροφιλοδοξία;» «Τίποτα το πιο ανώφελο, που οδηγεί κατ’ ευθείαν σε έγκλημα παντός είδους ή και αυτοκαταστροφής. Την ιστορία την είχε διηγηθεί στην Δανάη μία νεοπροσληφθείσα δημοσιογράφος, η οποία άφησε να εννοηθεί ότι είναι απόγονος ενός εκ των δολοφονημένων, χωρίς να τον κατονομάσει. «Από φόβο, μετά τόσο καιρό; Μπορεί. Υπάρχουν δολοφόνοι, που εξακολουθούν να υπηρετούν τον Χάροντα, όντες φαινομενικά ανήμποροι, πίσω από 373


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

της φυλακής τα σίδερα!»

374


Ό

Η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου

ταν η Δανάη ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί αποτόλμησε ένα μακρινό ταξίδι στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, ενώ. Το είχαν ονειρευτεί από το Πανεπιστήμιο, το σχεδίαζαν επί χάρτου, μα όλο κάτι τους τύχαινε και το ανέβαλλαν και τη θέση του ονείρου την έπαιρνε ένα κοντινό αγαπημένο ελληνικό νησάκι. Συμβιβάζονταν και δεν το μετάνιωναν, απολαμβάνοντας τα μαγευτικά σμαραγδένια θαλασσόνερα και τον ανεπανάληπτο ελληνικό ήλιο. «Η Ιαπωνία μπορεί να περιμένει, εκεί θα είναι, δε θα φύγει από τη σεισμογενή θέση που την έχει εναποθέσει ο Πανάγαθος», έλεγαν παρηγορούμενοι. Ο γυναικολόγος ήταν επιφυλακτικός, μα η Δανάη ανένδοτη. «Δεν είμαι άρρωστη, φίλε μου, είμαι; Στην χώρα του μεταξιού θα πάμε, μα μεταξένια εγώ δεν είμαι», έλεγε ευφυολογώντας. Τελικά ο γιατρός έδωσε το πράσινο φως και άρχισαν τις ετοιμασίες. «Κατ’ αρχάς πρέπει να πάμε διαβασμένοι. Γιατί οι γνώσεις μας περιορίζονται μόνο σε επωνυμίες οικιακών συσκευών, ηλεκτρονικών μηχανημάτων, αυτοκινήτων, πιάνων Yamaha και μοτοσυκλετών μικρού 375


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

και μεγάλου κυβισμού. Και σχετικά με διάφορες απίστευτες εφευρέσεις». Η Μέκκα της εφεύρεσης και του αυτοματισμού, ως και αυτόματο μπακάλικο και μανάβικο υπάρχει, όπως μαθαίνανε. Με τέτοια πλούσια οικονομία το μυαλό τους δε βασανίζεται από χρέη και άδειο πορτοφόλι. Πώς να μη βάλουν το μυαλό τους να ακονιστεί και να φτιάξουν πράγματα και θαύματα, που να χάνεις τον νου σου; «Πακτωλός χρημάτων εισρέει στη χώρα από όλα τα μέρη της Γης. Είναι λέει, η πιο πλούσια οικονομία του πλανήτη...» «Οι άνθρωποι πεθαίνουν σε βαθιά γεράματα, ενώ η βρεφική θνησιμότητα σχεδόν ανύπαρκτη». Έφερναν στο νου τους την Ιαπωνία και αμέσως ξεπηδούσαν εικόνες παλιές, με γκέισες και σαμουράι. Όλες οι επιστήμες σε άνθιση, μα εκείνο που τους έκανε πασίγνωστους στον δυτικό κυρίως κόσμο ήταν η απόλαυση των ανδρών από τις γκέισες, τόσο από σεξουαλικής πλευράς όσο από πνευματικής. «Εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου στον βωμό της "εξυπηρέτησης" του υπέρτατου όντος στον πλανήτη, του ανδρός, με τρόπο φινετσάτο εκλεπτυσμένο και εκτελεσμένο με θρησκευτική ευλάβεια. Στον αντίποδα δηλαδή με τα μουσουλμανικά πρότυπα χαρέμια, όπου κύρια επιδίωξη είναι το σεξ. Η γκέισα θα του διαβάσει δική της ποίηση, ποιήτρια η ίδια, θα παίξει μουσική που την έχει σπουδάσει, θα του χορέψει σαν πρίμα μπαλαρίνα, και ίσως του 376


η ρεπόρτερ

κάνει και έρωτα που κι αυτόν θα τον έχει σπουδάσει, κατά πάσα βεβαιότητα. Τώρα το πώς ο Γιαπωνέζος μετά την συνεύρεσή του με ένα τέτοιο όνειρο τα καταφέρνει να αρκείται με την συμβία του χμ, δεν είναι χρέος του σοβαρού τούτου πονήματος να το απαντήσει!» «Γκέισα, μια αριστοκρατική ιερόδουλη χωρίς τίποτα το φτηνό και το χυδαίο πάνω της, κάτι σαν τις ιέρειες τις αρχαιότητας τύπου Ασπασίας» «Άλλο αξιοσημείωτο, είναι η αντιμετώπιση των γερόντων που φανερώνει πολιτισμό υψηλού επιπέδου. Ο γέροντας είναι πρόσωπο σεβαστό και χαίρει του σεβασμού και της αγάπης των απογόνων του. Για την γερόντισσα δεν ξέρω, θα σας γελάσω!» «Πώς λοιπόν μία χώρα να μην πάει καλά, όταν δεν αφήνεται να αναλώνει το μυαλό της στο πού να βρει ειδικό σκουπιδιάρικο ή σκουπιδοφάγο, να ξεφορτωθεί τα "απόβλητα" της τέταρτης ηλικίας αδειάζοντας τα ταμεία του κράτους σε γηροκομεία και άλλα ευαγή ιδρύματα προθαλάμους κοιμητηρίων στην ουσία;» Αυτά μόνο γνώριζαν για τη χώρα που θα επισκέπτονταν, συν ότι το Τόκιο είναι η πολυπληθέστερη πόλη του Κόσμου. Γι’ αυτό επήγε να ρίξουν μια ματιά στο διαδίκτυο, να μάθουν δυο πράγματα.

«Αυτή δεν είναι μια φυσιολογική μεγαλούπολη από αυτές που έχει κανείς ίσως δει. Είναι μια από αυτές που βλέπεις σε ταινίες, όπου η φαντασία σκη377


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

νοθέτη, σκηνογράφου, σεναριογράφου, οργιάζει, τα πάντα στον υπερθετικό βαθμό». Μπήκαν σε ένα απίστευτης ταχύτητας τρένο shinkansen και μέχρι την τρίτη τους ανάσα κάλυψαν τα 14 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο για να φτάσουν στο Τόκιο. Σύγκριναν το τραίνο αυτό, με αστραπή, «κάτι σαν την σκέψη, που σε πάει σε χρόνο μηδέν όπου και αν την οδηγήσεις...» Υπερυψωμένες λεωφόροι, πολυώροφα πολυκαταστήματα απλωμένα σε ουρανοξύστες, μεγαλύτερους από τον Empire State Building. Ξύνουν τις ουράνιες πύλες και «κόσμος πολύς, μιλιούνια». «Επίσημος πληθυσμός οκτώμιση εκατομμύρια ψυχές και άκουσον άκουσον, τριάντα πέντε εκατομμύρια οι καθημερινοί επισκέπτες σ’ αυτή την τερατούπολη». «Όσο και αν είσαι προετοιμασμένος, όσο και αν σε έχουν προϊδεάσει οι πληροφορίες σου για το τι πρόκειται να αντικρίσεις, δε σταματάς να ξαφνιάζεσαι. Κάπου καταντά εκνευριστικό πια, αυτό το πλατάγιασμα της γλώσσας σου. Τα χάνεις, σαν το επαρχιωτόπουλο που για πρώτη φορά αντικρίζει πολιτεία». Οι κάτοικοι ευγενικοί και ταπεινοί. Βλέποντας αυτή την Βαβέλ δε διανοήθηκαν τους σεισμούς των οκτώμιση ρίχτερ που την έπληξαν και το εφιαλτικό τσουνάμι που ακολούθησε. Απόρησαν «μα καλά δε φοβούνται οι άνθρωποι αυτοί μην και κάνα δυο ουρανοξύστες πέσουν και θάψουν χιλιάδες κατοίκους κάτω από ερείπια βουνά;» 378


η ρεπόρτερ

Βλέποντας το Τόκιο πήραν μια ιδέα για την δύναμη, την ευρωστία αυτής της χώρας. Ζήλευαν και δεν το ομολογούσαν. Αυτή την υπερβολή την κραυγαλέα δεν την άντεχαν. Άρχισαν να φοβούνται ότι όλα αυτά τα υπερβολικά θα επηρέαζαν την ισορροπία τους. «Πώς να αντέξει κανείς τις τόσες εκπλήξεις σε κάθε του βήμα...» Είπαν να ξεκουράσουν τα μάτια τους από τη δύναμη της εικόνας. Στο ξενοδοχείο συναντήθηκαν με μια παρέα Ελλήνων. «Δεν υπάρχει περίπτωση να πας κάπου και να μη συναντήσεις πατριωτάκια...» Κάνανε δυνατή παρέα. «Οι Έλληνες εκτός Ελλάδας νιώθουν σαν αδέρφια, εντός τα χαλάνε ολίγον». Αποφάσισαν τις δύο επόμενες ημέρες να μην κάνουν απολύτως τίποτα πέρα από φαγητό και ύπνο. Αναλάμβαναν δυνάμεις και η διάθεσή τους συνεπικουρούμενη από την προσπάθεια του ξεναγού, που «δίνει τα ρέστα του στο να μας μείνει αξέχαστη αυτή η απόδραση», απάλυνε τον κρυφό τους φόβο για την κατάσταση του εμβρύου. Και ήταν τότε που άρχισε να κλωτσάει τρομοκρατώντας την καημένη τη Δανάη. «Το ρωτήσαμε οι αναίσθητοι γονείς, αν εκείν συμφωνεί με τις ατέρμονες βολτίτσες;» Μα ο γυναικολόγος που τον ξυπνήσανε περασμένα μεσάνυχτα, τους καθησύχασε ότι αυτές είναι κλωτσιές αναμενόμενες και δικαιολογημένες. 379


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Οι ξεναγήσεις σε τερατουπόλεις τους κούραζαν. Είχαν την αίσθηση ότι παίρνουν «μια έστω μικρή τζούρα από τους ουσιαστικούς ρυθμούς τους, μια επιδερμική γνωριμία». Όλη η ελληνοπαρέα πήγε διήμερη εκδρομή στο Κιότο και τη Νάρα. Έμειναν έκπληκτοι από την πομπώδη, μα όχι χυδαία, ομορφιά. Σαν μια γυναίκα εκπάγλου ομορφιάς με καλυμμένα όλα της τα μέλη από βαρύτιμα χρυσαφικά! Έτσι τους φάνταζε η Ιαπωνία. Την μεθεπόμενη ανέβηκαν στο παρατηρητήριο, στο ’’κατάστρωμα παρατήρησης" του Τόκιο Tower απ’ όπου είχαν πανοραμική θέα της αχανούς πόλης. Δεν παρέλειψαν να επισκεφτούν ούτε το Imperial Palace που το είχαν θαυμάσει σε μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή κάτι χρόνια πριν. Μα πλέον όλο αυτό το ξεσάλωμα κούρασε τη Δανάη. Ήρθαν στο μυαλό τους τα λόγια του γιατρού «νιάτα, τολμηρά και ίσως ολίγον απερίσκεπτα». Ο ξεναγός προθυμοποιήθηκε να τους διαθέσει την άνεση του υπέροχου σπιτιού του και «κυρίως το φανταστικό και απίστευτο video wall» του. Εικόνα τέλειας ευκρίνειας, τρισδιάστατη. Είχαν την ψευδαίσθηση ότι ήταν κι εκείνοι μέσα μαζί με τα παιδιά της παρέας τη στιγμή που εκείνα συνέχιζαν την βόλτα τους. Υπήρξαν στιγμές, και δεν ντρέπονταν να το πουν, που άγγιξαν την οθόνη να δουν αν είναι ανάγλυφη ή επίπεδη. Στο σπίτι τους είχαν ένα home video, τελευταίο μοντέλο, για το οποίο ο Ρωμανός καυχιόταν. «Μα 380


η ρεπόρτερ

σε σύγκριση με τούτο εδώ, είναι ένα μουσειακό εργαλείο! Σαν να ψήνεις τη φασολάδα σου όχι στην υπερσύγχρονη κουζίνα σου αλλά στη φουφού». Αυτή δεν ήταν μια μοντέρνα εξέλιξη της τεχνολογίας μια τελειότητα, ήταν «ένα θαύμα». Είχαν την αίσθηση ότι περπατούσαν με τα άλλα παιδιά στους δρόμους του Τόκιο, μα καθισμένοι σε αναπαυτικές πολυθρόνες. Και ξαφνικά, το ποτήρι το κρυστάλλινο με το ουίσκι και τα παγάκια που κρατούσε ο Ρωμανός, όπως και το μπολ με τους ξηρούς καρπούς στο τραπεζάκι μπροστά του, άρχισαν να χορεύουν ένα ξέφρενο σέικ... «Σεισμός». Οι πολυθρόνες τους όμως δε μετατοπίστηκαν ούτε πόντο. Έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι ήταν βιδωμένες στο πάτωμα, όπως και κάθε έπιπλο, μικρό ή μεγάλο, όπως και το κάθε τι στους τοίχους ή αλλού. «Να γιατί οι συμπαθέστατοι Γιαπωνέζοι δεν έχουν τραυματισμούς από ιπτάμενα αντικείμενα, που φεύγουν από τη θέση τους». Παρά την τρομάρα τους, Δανάη και Ρωμανός αγκαλιά στην πολυθρόνα σκάρωσαν ένα τάνγκα σαν για να εξορκίσουν τον Εγκέλαδο που τους απειλούσε και που σύμφωνα με τον υπηρέτη που ήταν απολύτως ψύχραιμος, θα πρέπει να ήταν της τάξης των επτά ρίχτερ. - Πώς το αντέχεις 381


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Τόσο κούνημα γερό;» - Συνήθισα», λες. - Γυρνάς πλευρό στα επτά, Και χάνομαι στα πέντε. Πράγματι σε ένα μικρό τετράγωνο πλαίσιο στο κάτω μέρος της οθόνης ένας παρουσιαστής ενημέρωνε τον πληθυσμό ότι ο σεισμός ήταν οκτώ ρίχτερ ακριβώς. Τελικά «όχι, δε μας πήγαινε η Ιαπωνία». Νοστάλγησαν την «Ελλαδίτσα» τους, δεν έβλεπαν την ώρα να γυρίσουν. «Η χώρα τούτη δεν είναι στα μέτρα μας, είναι στα μέτρα του Ιάπωνα. Καθένας εφ’ ω ετάχθη». Έμειναν ακόμη δύο ημέρες. Μετά «αντίο Japan».

Περνούσε ο καιρός με τη Δανάη να βρίσκεται σε οργασμική έμπνευση. Τα βιβλία της διαδέχονταν το ένα το άλλο. Συλλογές διηγημάτων, νουβέλες, μυθιστορήματα που τα καμάρωνε σαν τα παιδιά της. Ορισμένοι φίλοι αναρωτιόντουσαν «μα καλά, πού τον εύρισκε τον χρόνο να γράφει με τόσο παιδομάνι που μεγάλωνε;» Το μότο της ήταν «where there is will there is a way». Κάτι αντίστοιχο με ένα ελληνικό απόφθεγμα που πίστευε βαθιά «έχεις χρόνο για όποιον θέλεις, για όποιον δε θέλεις έχεις δουλειά». Έγραφε ασταμάτητα, μα πάντα θυμόταν με τρυφερότητα ξεχωριστή το πρώτο πρώτο της μυθιστόρημα, που όταν εκδόθηκε έκανε αίσθηση: «Η βίλα της Ιθάκης». Το αγάπησε τόσο, που του έδωσε ένα 382


η ρεπόρτερ

"αδερφάκι" σαν συνέχεια, τη «Μα-ρίνα». Έκανε και δειλές απόπειρες να γράψει ποίηση. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα, τα οποία δεν επέτρεψε να δουν το φως της δημοσιότητας. Το μόνο που επέτρεψε στον εαυτό της να εκδώσει ήταν μία έμμετρη σύνθεση. Ώρες Χαμένες Νομίζω όταν γυρίσω, θα σε δω να χάνεσαι στο σβήσιμο του δρόμου, νομίζω όποιο τραγούδι και να πω, θα πνίγεται, μες στο λυγμό του πόνου.

Ώρες χαμένες, ώρες σπασμένες, φτερά ρημάδια πουλί μικρό, καρδούλα μόνη, το χελιδόνι που σ’ είχε φέρει, είναι νεκρό.

Νομίζω απ’ τη ζεστή σου τη ματιά μια παγωνιά μες στην ψυχή απομένει, νομίζω όταν φωνάξω τη χαρά θα ’ρθει η ηχώ με πίκρα φορτωμένη. Ώρες χαμένες, ώρες σπασμένες, φτερά ρημάδια πουλί μικρό, καρδούλα μόνη το χελιδόνι, που σ’ είχε φέρει είναι νεκρό...

383


Λένα Μαυρουδή Μούλιου

384


η ρεπόρτερ

Η Λένα Μαυρουδή Μούλιου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι παντρεμένη με παιδιά και εγγόνια. Συνταξιούχος δασκάλα πιάνου, πτυχιούχος και συνθέτις του Εθνικού Ωδείου Αθηνών (Μανόλης Καλομοίρης). Έγραψε πολλή ορχηστική μουσική και πάρα πολλά τραγούδια. Σαν συγγραφέας έχει πλούσιο έργο. Έγραψε (και συνεχίζει να γράφει) είκοσι βιβλία όπως: Αφηγήματα, μυθιστορήματα, νουβέλες, συλλογές διηγημάτων και ποιήματα. Συμμετέχει επίσης σε πολλές συλλογικές εκδόσεις. Έχει διακριθεί σε πάρα πολλούς διαγωνισμούς με αριστεία, βραβεία, επαίνους και διακρίσεις. Βιβλία της βρίσκονται υπό έκδοση. Συνεργάζεται με πολλά ηλεκτρονικά περιοδικά και διαδικτυακές σελίδες, που σε καθημερινή σχεδόν βάση ανεβάζουν έργα της.


386


ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕνΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ “Η ΡΕΠΟΡΤΕΡ” ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ γΙΑ ΛΟγΑΡΙΑΣΜΟ Των ΕΚΔΟΣΕων ΤΟΒΙΒΛΙΟ. ISBN: 978-618-5348-11-3




Μια νεαρή δημοσιογράφος στην εποχή της καραντίνας αναζητά την αλήθεια μέσα από ρεπορτάζ και καταγραφή των διαφορετικών οπτικών για τον κορωνοϊό και όχι μόνο. Ρεπορτάζ, μύθοι και συνωμοσίες, απόψεις και μνήμες διασταυρώνονται σε ένα μυθιστόρημα, που διαβάζεται μονομιάς. Η επικαιρότητα και η μυθοπλασία, το χιούμορ και το σοβαρό συμπλέκονται στους αφηγηματικούς νεωτερισμούς και την κειμενική πολυφωνία. Η απολαυστική αφήγηση της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου, με την ιδιαίτερη ζωντάνια που χρόνια πια τη διακρίνει, κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.