Ελένη Γκόρα: μαμά μου

Page 1

1


2


μαμά μου πρωτόλεια της Ελένης Γκόρα

3


Τίτλος: “μαμά μου” Συγγραφέας: Ελένη Γκόρα ISBN: 978-960-93-6872-8 Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 127 Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Κοζάνη, 2015 Μέγεθος Αρχείου: 1,2 Mb Σελίδες: 32 Μορφή αρχείου: pdf Γραμματοσειρά: bookman old style Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού ή του εκδότη

4


οι ιστορίες μου είναι σαν τα μαλλιά μου

5


6


Τι κρίμα Για μέρες ολόκληρες δεν έκλεινα μάτι, αν πρώτα δεν καθόμουν να κοιτάξω το ταβάνι. Απ΄ άκρη σ’ άκρη. Απ΄ τη μια γωνιά ως την άλλη. Ξάπλωνα ανάσκελα, με τους αγκώνες ανοιχτούς, τα χέρια πίσω απ΄ το κεφάλι και τα δάχτυλα πλεγμένα μεταξύ τους. Έπλαθα και ξανάπλαθα ιστορίες μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Και το πρωί δεν θυμόμουν τίποτα. Μαμά μου, τι κρίμα!

7


Όνειρο παγερής νυκτός Ένα μικρό ρυάκι κυλούσε ορμητικά από τη μία άκρη του δωματίου μου ως την άλλη και έπεφτε απ' το μπαλκόνι. Κάτω βρισκόταν ένας τσομπάνης με καπέλο από κουνάβι, παλτό από χοντρό μαλλί και τσαρούχια από λαγό. Γέμιζε τα γκιούμια νερό και τα κρεμούσε στο γομάρι. Από δίπλα μέσα σ’ ένα καφάσι από βυσσινάδες μία μπλε γάτα με κόκκινες, κίτρινες και πράσινες βούλες καθάριζε με την πορτοκαλί γλώσσα της το μοβ νεογέννητο παιδί της. Μια νεαρή κοπέλα φύτευε στις γλάστρες της αστέρια, μισοφέγγαρα, πανσέληνους. Τα νερά πια έτρεχαν στο κεφάλι μου. Άλλες φορές ψαχούλευα στο πάτωμα για να βρω τα γυαλιά μου, τώρα όμως ήξερα ότι το νερό θα τα ‘χε παρασύρει. Έβλεπα θολά. Δυο καφετιά φτερά πετάριζαν μπρος στο πρόσωπό μου και έκρυβαν τη θέα από μπροστά μου. Μια μυρωδιά καμένου υφάσματος άρχισε να απλώνεται στο δωμάτιο. Μέσα στο καλάθι για τα περιοδικά και τις εφημερίδες καίγονταν τα τζιν μου. Από κάποιο άλλο δωμάτιο ακουγόταν ένα ακορντεόν. Κι ύστερα ο τοίχος δίπλα μου έγινε ένας πελώριος καθρέφτης. Έκανα να κοιταχτώ. Δεν μπόρεσα να δω τίποτα. Είχε θολώσει απ΄ την καπνούρα. Ένα γκρίζο χέρι βγήκε από τον καθρέφτη. Μου πλάκωνε το στήθος-βαρύ πολύ βαρύ. Ήθελα να φωνάξω και φωνή δεν έβγαινε. Προσπάθησα ξανά και ξανά. Τίποτα. Παραδόθηκα. Ο ήχος του ακορντεόν ακουγόταν πιο καθαρά. Χάθηκα στα χιόνια της τηλεόρασης. “Ακόμα δεν ξύπνησες; Μεσημέριασε, άντε έχεις να πας στο ταχυδρομείο”, μου είπε η μαμά μου. Ξύπνησα μέσα στο κρεβάτι φορώντας τη φούτερ που είχα βγάλει πριν κοιμηθώ, και με την αίσθηση διάφορων εικόνων. Και της είπα: “Μη σβήνεις τελείως τα καλοριφέρ!”.

8


θα θα θάλασσα Θα στριφογυρνάω αδιάκοπα σαν αρνί στη σούβλα, θα σκέφτομαι πόσο μου λείπει η θάλασσα και δεν θα καταφέρνω να κοιμηθώ. Βασικά, δεν θα μπορώ να κοιμηθώ γιατί θα πεινάω. Θα πει-νά-ω! Τι θα μου κάνει ένα κεσεδάκι γιαούρτι με ψωμί; αλλιώς Θα φάω πίτσα, θα φάω μία ολόκληρη πίτσα μόνη μου και θα πιω μισό λίτρο κόλα, θα δω και μια ρομαντική ταινία και θα σκουπίζω τα μάτια μου με πολύχρωμα χαρτομάντιλα, ροζ, κίτρινα, γαλάζια και από πάνω θα φάω και λίγο παγωτό. Μαμά μου μην φωνάζεις ότι ο κώλος μου θα γίνει ίσα με τον καναπέ! Κι ύστερα θα πέσω στο κρεβάτι και ο ύπνος θα με πιάσει αμέσως. Θα ξυπνήσω και το κύμα θα σκάει στην ψάθα μου και θα σκέφτομαι όλους εκείνους τους δύσμοιρους που προτιμούν άλλη μια μέρα δουλειάς/ δουλείας ακόμα κι αν είναι αργία. Γιατί είναι και εκείνες οι αργίες που, επειδή δεν είναι πια παιδιά, μόνο μελαγχολία τους φέρνουν. Καλοκαίρι αργείς;

9


Τοπική καλοκαιρία -Τι συμβαίνει, με ρώτησα; -Οι κάλτσες. -Τι; -Οι κάλτσες βράχηκαν! Πήγα μέχρι το καλοριφέρ, τις άπλωσα και κάθισα πάλι στο γραφείο. -Πώς τα κατάφερες, με ρώτησα ξανά. -Βγήκα έξω στο μπαλκόνι για τσιγάρο. -Και; -Έβρεχε. -Δεν το 'ξερες; -Όχι, νόμιζα πως ήταν καλοκαίρι και έβρεχα τα πόδια μου στη θάλασσα -Γράφε καμιά σειρά, γιατί καλοκαίρι δεν θα δεις. -Μαμά μου!

10


Μαμά, θέλω να γίνω συγγραφέας Η μαμά μου στεκόταν στη μέση της κουζίνας, που λουζόταν στο φως του Νοέμβρη. “Τρελάθηκες, Έλεν”, είπε. Φαινόταν σαν να είχε πανικοβληθεί, όταν το άκουσε. Αυτή τη συζήτηση την είχαμε κάνει τόσες φορές που ήξερα απ’ έξω τα λόγια της και τα λόγια μου, παπαγαλία. Στεκόταν απέναντι μου, εκεί στην κουζίνα, με τα μανίκια της μπλούζας ανεβασμένα ως τον αγκώνα και τα χέρια στημένα σε μπουνιές στους γοφούς. “Τι να σου πω, κάνε ό,τι θες”, συνέχισε. Αγωνιζόταν να συγκρατήσει τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματά της: εκνευρισμός, φόβος, αγάπη, στοργή. “Άσε που κι αυτά τα λίγα που γράφεις είναι μέσα στο ψέμα, μέσα στη βλακεία.” “Έλα βρε μαμά, εγώ ποτέ δεν λέω ψέματα, ούτε βλακείες:”, της απάντησα. Τόση ώρα έπινα τον καφέ μου και το διασκέδαζα. Έτσι κι αλλιώς μου αρέσει να την πειράζω. Ξέρει κατά βάθος πόσο τεμπέλα κόρη έχει. “Άντε μάστο από εδώ, πολύ έκατσες. Βγες έξω”, σχεδόν με πρόσταξε. Και το έμασα.

11


Όσα η νύχτα οφείλει Εγώ είμαι όλο έξω. Δεν με θεωρούσα ικανή για κάτι τέτοιο. Τώρα τελευταία αφήνω την βαρεμάρα μου στον καναπέ και βγαίνω. Και αυτή η απόφασή μου μού προκαλεί ταραχή. Καθισμένη πάντα σ’ ένα σκαμπό ή έστω σε μία γωνιά καπνίζοντας, κοιτάζω τον κόσμο να διασκεδάζει ή να κάνει ότι διασκεδάζει, να ψάχνει για κάτι χαμένο ή να ερευνά για κάτι νέο. Και εγώ χαμογελάω. Δεν θυμάμαι να χαμογελούσα ποτέ όταν έβγαινα έξω• δεν συνήθιζα να δείχνω ενθουσιασμό, το αντίθετο μάλιστα-νιώθω τώρα άραγε ενθουσιασμό; Εξάλλου το έξω το είχα πάντα συνδεδεμένο με μια ατέλειωτη παρέλαση. Από το ένα μαγαζί στο άλλο, από το άλλο στο παράλλο μέχρι το ξημέρωμα. Αυτό που στα αλήθεια μ΄ αρέσει να βλέπω όταν βγαίνω είναι αυτούς που δουλεύουν. Πάντα τους ταύτιζα με κάποιες θεότητες, που εκείνη τη στιγμή φτιάχνουν τον κόσμο από την αρχή, τον κουνούν, τον σταματούν, τον τρέφουν, τον ποτίζουν. Κι έτσι μένω ώρες ολόκληρες να τους παρατηρώ με τον φόβο μήπως κάποιος διάβολος έρθει και γκρεμίσει τον κόσμο που μόλις έφτιαξαν για ένα δολερό μέλλον. Παλιά δεν το διασκέδαζα, απλώς υπήρχα. Τώρα το διασκεδάζω. Απ’ ό,τι ξέρω το ίδιο κάνουν/έκαναν και οι φίλες μου.

12


Hameni sto ekso [ 1 ] Πίστευα ανέκαθεν πως, αν επρόκειτο να συμβεί κάτι το εγκληματολογικά ενδιαφέρον, θα συνέβαινε έξω και μάλιστα Παρασκευή άντε και Σάββατο. Ήμουν σίγουρη. Και μια μέρα θα ανταμειβόμουν για τις ώρες που διέθεσα βγαίνοντας έξω, έστω και με μια κονκάρδα. Παρακολουθούσα πάντα τον κόσμο. Μερικοί είχαν ανέκφραστα πρόσωπα και αυτό στα αλήθεια με ενοχλεί πολύ-είναι δυνατόν να είναι κανείς ανέκφραστος; Άλλοι είχαν ένα απλανές βλέμμα σαν να μην είχαν κανέναν απολύτως σκοπό ή μπορεί να είχαν και να τον είχαν κρυμμένο 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα που λένε, και να τον γνώριζαν μόνο αυτοί. Ήξερα πάντως πως μέσα σ’ αυτό τον κόσμο θα έβλεπα κάποιον με διαφορετική έκφραση προσώπου- οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό, μίσος, άγχος, πονηριά, εξυπνάδα, πόθο, και τότε θα καταλάβαινα πως θα ήταν ο ύποπτος, Παρατηρούσα λοιπόν τα πρόσωπα για τα τυχόν σημάδια, άλλες φορές τα διέκρινα καθαρά και άλλες καθόλου. Όποτε πάντως δεν έβρισκα κανέναν ύποπτο φούντωνα και έψαχνα να βρω την αιτία. Και αυτό είναι ένα κομμάτι από μια παλιά ιστορία του έξω που δεν είχε τέλος, ώσπου αποφάσισα να της δώσω εγώ ένα. Μπορεί βέβαια να μην είναι τόσο ενθαρρυντικό( ή μπορεί και να 'ναι) ή μπορεί να μην ανταποκρίνεται και τόσο στην πραγματικότητα (ή μπορεί και ναι), αλλά δεν παύει να είναι ένα τέλος. Μερικοί ύποπτοι είναι πιο πονηροί από τους παρατηρητές και τους αρέσει να κρύβονται και να παραφυλούν.

13


Hameni sto ekso [2] Υπάρχουν μάλιστα και κάποιοι που είκοσι λεπτά μετά την κατάποση του ποτού δείχνουν ή λένε πως είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα, να διασκεδάσουν, να χορέψουν, να φλερτάρουν. Είναι να μένω με το στόμα ανοιχτό. Μετά αφού συνέρχομαι από αυτήν την εκφραστική τους δήλωση μου έρχεται να τους ρωτήσω “έχεις φτάσει ποτέ στον πάτο;”, αλλά γρήγορα το μετανιώνω. Τους βλέπω να κάθονται ακούνητοι και αγέλαστοι και σκέφτομαι ότι ή κάποια στιγμή έφτασαν στον πάτο και δεν τους άρεσε καθόλου ή ότι δεν έχουν καμία όρεξη ή ότι ο πάτος δεν είναι για αυτούς, “έχουμε μάθει” λέει μια επιγραφή. Παλιότερα μου ερχόταν να πω ”κυλίσου στο πάτωμα», αλλά ποτέ δεν το είπα γιατί δεν είναι και πολύ ευγενικό. Σίγουρα κάποιοι θα το κατάλαβαν και θα σκέφτηκαν “μα καλά ποια νομίζει ότι είναι” και κάποιοι άλλοι θα σκέφτηκαν “ας κυλιστεί αυτή, να δούμε καλά είναι;” Και έτσι φεύγει η νύχτα, μιλώντας για τον καιρό, για τις δουλειές, για την κρίση, για τα κοινωνικά σχόλια, για, για, για... Τελικά, αυτό ΤΟ τα πάντα πΟΙΟ είναι;

14


Ο ταξιτζής Έσπρωξα τον κόσμο και γλίστρησα έξω. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει ψιλή και ανεπαίσθητη. Η υγρασία όμως, εμένα με πείραζε, οι μύξες μου έτρεχαν, τα κόκαλα με πονούσαν, ένα χάλι μαύρο. Το Βάκχο ή τον τιμάς ή δεν τον τιμάς. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. Ήταν που έλεγα πως θα πάω στο σπίτι με τα πόδια. Προχώρησα λίγο ακόμα για να βρω ταξί. Είπα τη διεύθυνση κι έκλεισα τα μάτια. Πίστευα ότι θα προτιμούσε την άλλη διαδρομή λόγω της κίνησης, μα έπεσα έξω. Στα μισά του δρόμου κι ό,τι έλεγα άντε φτάνω, θα γυρίσω στο κρεβάτι μου, θα βάλω τις πιτζάμες μου κτλ, ο ταξιτζής έκλεισε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Πανικός! Ανοίγω τα μάτια και τον βλέπω να με κοιτάει. “Ξέρεις”, μου κάνει “συνήθως ο κόσμος όταν μπαίνει στο ταξί ξεχνάει ότι υπάρχω. Ξέρεις τι έχω δει αυτές τις μέρες; Κόντεψα τη μια μέρα να μαζέψω σπέρματα, την άλλη αίματα και την παράλληλη κέρματα-το τελευταίο δεν θα με πείραζε.” “Δεν ξέρω”, συνέχισε χωρίς να πάρει ανάσα, χωρίς καν να περιμένει έστω ένα νεύμα μου, “αν αυτή δουλειά σε κάνει τελείως αναίσθητο, σχεδόν αγριάνθρωπο ή αν τελικά σε κάνει άνθρωπο”. “Δεν ήταν επιλογή μου να γίνω ταξιτζής, η κρίση μ΄ έκανε. Εγώ στην Αθήνα ζούσα. Φοιτήτρια είσαι και μένεις εκεί;” με ρωτάει δίχως καν να προλάβω να απαντήσω πάλι και συνεχίζει. “Εγώ διαβάζω καθώς περιμένω.” “Μου αρέσει πολύ η φιλοσοφία”, και μου δείχνει ένα βιβλίο. Στο μεταξύ εγώ καταριόμουν την τύχη μου που ήμουν με ταξί. “Μαμά μου, τι μου ‘τυχε πάλι!” Ευτυχώς, άρχισε ξανά η κυκλοφορία και έβαλε πάλι μπρος. Σε λιγότερο από δυο λεπτά ήμουν σπίτι. Με ευχαρίστησε που τον άκουσα και λίγο πριν κλείσω την πόρτα μου είπε: “Να δεις Ντε Νίρο και θα καταλάβεις.” Κατάλαβα.

15


Ένα σκουλήκι στο παπούτσι μου Τα τακούνια μου ακούγονταν καθώς πλησίαζα στην εξώπορτα, αλλά ο πατέρας μου δεν σηκωνόταν να μου ανοίξει. Τον είχα αφήσει να μελετά τον χάρτη της Ρωσίας. Σίγουρα με άκουγε καθώς έψαχνα τα κλειδιά μέσα στην τσάντα και παραμιλούσα. Ευτυχώς τα βρήκα. Γύρισα δυο φορές το κλειδί και άνοιξα την πόρτα. “Ήρθα”, είπα. “Καλώς το”, μου απάντησε από μέσα. Έσκυψα να βγάλω τα παπούτσια μου και κρέμασα την τσάντα από την κουπαστή της σκάλας. Ευκαιρία τώρα που έλειπε η μαμά μου, γιατί όταν με έβλεπε να το κάνω αυτό με μάλωνε. “Λερώνεται ο τοίχος”, έλεγε αυστηρά. Έβγαλα το ένα παπούτσι και μετά το άλλο. Στο δεύτερο με περίμενε μία έκπληξη, ένα σκουλήκι. Σκουλήκι στο παπούτσι μου. Ω ναι, ναι, τα είχα αφήσει έξω και πρέπει να σκαρφάλωσε, άρα γι΄ αυτό με ενοχλούσε κάτι. “Μπαμπά, έλα γρήγορα, έλα, έλα”, φώναξα. “Έχει ένα σκουλήκι, έλα να το βγάλεις”, γκρίνιαξα. Έκανε πως δεν άκουσε. “Έλα”, παρακάλεσα. Δεν ήρθε, οπότε γύρισα το παπούτσι ανάποδα για να πέσει κάτω. Έβαλα παντόφλες και ανέβηκα πάνω. “Δεν με άκουγες που φώναζα”, παραπονέθηκα. “Η βότκα φτιάχνεται και από απόσταγμα πατάτας”, μου είπε και γέλασε.

16


Του σκασμού Ένιωθα πολύ κουρασμένη. Μαμά μου! Λίγο ακόμα και οι πνεύμονές μου θα άρχιζαν ένα μακρύ σφυριχτό και δεν ήμουν για τέτοια τώρα. Ο δρόμος γινόταν ολοένα πιο στενός κι ολοένα πιο ανηφορικός. Είχε και μερικές διακλαδώσεις, αλλά μου φαινόταν ακόμα πιο σκοτεινές, ακόμα πιο άσκοπες, οπότε προτίμησα να μην στρίψω πουθενά. Τι στο καλό μού έλεγαν πως η ευθεία είναι η συντομότερη οδός; Αυτή η φράση μου πιπιλούσε το μυαλό, που μου ερχόταν νά έτσι να τη δαγκάσω για να βγάλω τον ανήφορο. Στενά, ετοιμόρροπα μπαλκόνια πάνω απ΄ το κεφάλι μου, έτοιμα να με πασπαλίσουν και να γίνω σαν κουραμπιές ξεχασμένος απ’ τα Χριστούγεννα. Λίγο πιο πέρα ένας γάτος πήδηξε από μία στέγη. “Εγώ θα σταματήσω εδώ”, είπα. Ο γάτος συνέχισε το δρόμο του χωρίς να απαντήσει. “Έτσι ε;” πείσμωσα και άρχισα να τρέχω ξοπίσω του. Τον πρόλαβα σ΄ ένα ξέφωτο της πόλης. -Με 'φτασες, μου κάνει -Σκάσε, απαντώ Και σκάει ένα χαμόγελο.

17


Θέμα διάθεσης Με ξυπνάει το επίμονο ντριν του σταθερού πράγμα που σημαίνει ότι η μαμά μου κάνει δουλειές και δεν το ακούει. Χθες βράδυ γύρισα και κοιμήθηκα αμέσως. Δεν σκέφτηκα να χαμηλώσω τον ήχο και νάτο τώρα χτυπάει. Ποιος να ‘ναι; Ψαχουλεύω τα γυαλιά μου στο πάτωμα με το ένα μάτι κλειστό και με το άλλο το “γερό” ανοιχτό. Όταν επιτέλους τα βρίσκω, τα φοράω και κοιτάω την ώρα. Είναι δέκα. Ξεροτανίζομαι σαν αγριόγατα για πέντε ολόκληρα λεπτάίσως και παραπάνω- κι έπειτα σηκώνω το μαξιλάρι, το ακουμπάω στο κεφαλάρι και σκέφτομαι: Αχ! Πώς θα 'θελα να μου έφερναν τον καφέ στο κρεβάτι. Όμως αυτή είναι εικόνα από μία άλλη σελίδα του παραμυθιού που δεν ταιριάζει εδώ. Οπότε κατεβαίνω στην κουζίνα και ρωτάω: -Καφέ; -Αμέ, μου απαντάει η μαμά μου. Κάνε και λίγο παραπάνω. Κάπως έτσι κατάλαβα ότι όταν θες κάτι πολύ δεν ρωτάς και ότι η προστακτική πού και πού είναι καλή. Καφέ, λοιπόν! Καφέ!

18


Εθισμός στην facebook-ιτίνη -Πόση ώρα κάθεσαι πάνω απ’ αυτό; -Όχι πολλή. Μπορεί μιάμιση ώρα. Σήμερα τουλάχιστον. Η μαμά μου σάστισε. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να χωνέψει αυτό που της είπα και έπειτα συνέχισε. -Έχεις γράψει τίποτα σήμερα; Άνοιξα υπάκουα ένα έγγραφο κειμένου και έκανα πως διάβασα κάτι που έγραψα. -15:45: Ένας σκύλος κάνει την τουαλέτα του μπροστά στην καγκελόπορτά μας. -Αυτό; -Μέχρι στιγμής ναι. Πρωτύτερα πέρασαν και 2 κοριτσάκια. Περπατούσαν σκυφτά μπροστά απ΄ το σπίτι μας για να μην τα δουν τα σκυλιά μας και τα γαβγίσουν. Αλλά δεν το βρήκα και πολύ ενδιαφέρον για να το σημειώσω. Ξερόβηξε και έφυγε ενοχλημένη. Τόσο απλό, είπα. Και συνέχισα τη βόλτα μου στο φουμπού ανενόχλητη.

19


Πώς με τόνο Άλλη μία φορά να με ρωτήσει γιατί γράφω, δεν ξέρω και ‘γω τι θα γίνει! Δεν θα φάω ξανά μπισκότο της ακόμα κι αν έχει βγει μόλις απ' τον φούρνο. Δεν θα φάω ξανά μπισκότο της που να το φέρνει κάτω απ΄ τη μύτη μου και να με παρακαλάει να το δοκιμάσω! Όχι, δεν θα ξαναφανώ, Το λέω και το εννοώ. Καλά θα ήταν, αλλά από απειλές και από μεγάλα λόγια είμαι άλλο τίποτα. -Έλεν, γιατί γράφεις; Μαμά μου! Τι να της απαντήσω; Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί. Ίσως γιατί δεν μου ταιριάζει κάτι άλλο να κάνω, ίσως γιατί έτσι θέλω να περνάω την ώρα μου, ίσως γιατί έτσι κυλάνε απ' τα χείλια μου πολλά ψέματα και μερικές αλήθειες, πολλές αλήθειες και μερικά ψέματα ανάλογα με την περίπτωση. Τίποτε όμως απ΄ όλα αυτά δεν είναι μια καλή απάντηση. Αν κιόλας της πω ότι γράφω γιατί έτσι την βρίσκω, τότε είναι που θα πειστεί 100% -με το δίκιο της- ότι έχει μία κόρη τρελή κατά κόσμον και θεότρελη κατ’ οίκον. Μικρή η διαφορά, δεν βαριέσαι! Αυτό όμως που δεν με ρώτησε ποτέ ούτε αυτή. ούτε άλλος κανείς είναι το πώς. Το γιατί δεν πρέπει να νοιάζει κανέναν, το πώς είναι το θέμα. Πώς γράφω; Με δυσκολία και υπερβολή. Χωρίς δικό μου σπίτι, χωρίς λεφτά. Γιατί καλό-χρυσό δεν θα το ‘λεγα- και το ιδιαίτερο, αλλά σταθερό και κερδοφόρο δεν είναι, ο καφές και τα τσιγάρα. Είναι μια εποχιακή και σκληρή δουλειά με άγχος και προετοιμασία. Χρειάζεται υπευθυνότητα, μεταδοτικότητα, γνωριμίες, επιτυχίες, ανταγωνιστικότητα, ουφ, αχ, λέλε και άντε πότε θα ‘ρθει το καλοκαίρι. Το ‘πε και η Βιρτζίνια Γουλφ. Για να γράψει (=δημιουργήσει) μια γυναίκα και ο οποιοσδήποτε πρέπει να έχει λεφτά κι ένα δικό της/του δωμάτιο. Πώς θα γίνει δηλαδή;

20


Όπως μόνο εγώ ξέρω Γύρισα γύρω στις 7 το απόγευμα. Στα πλακάκια της κουζίνας είχαν πέσει το μεσημέρι 2, 3, 4, 5, 6 σπόρια από ρόδι και το τραπεζομάντιλο είχε μερικές σταξιές. “Δεν προσέχεις όταν τα καθαρίζεις;” με ρώτησε η μαμά. Μου το κρατούσε φαίνεται και άνοιξε το ραδιόφωνο να βρει κάποιο σταθμό της προκοπής. Κοίταξα έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Μια γυναίκα-δεν μπορούσα να καταλάβω ποια- ανέβαινε τα σκαλιά, φαινόταν κουρασμένη. Κάθε λίγο σταματούσε να πάρει μιαν ανάσα. Στο χέρι της κρατούσε μία σακούλα. Όταν τα ανέβηκε, ίσιωσε τα μαλλιά της, τίναξε το πέτο από το παλτό της και χτύπησε δύο φορές το κουδούνι. Της άνοιξα. Μπήκε μέσα. Η πόρτα βρόντηξε πίσω της από τον αέρα. “Θα χιονίσει”, είπε για να πει κάτι. “Πέρασε, σε περιμένει, έκανε τσάι”, της είπα. Μου ζήτησε να της δώσω παντόφλες, δεν άντεχε άλλο τα παπούτσια της. Η μαμά μου γκρίνιαζε στην κουζίνα “όλοι οι σταθμοί είναι του κώλου” καλά δεν το είπε έτσι, αλλά αυτό εννοούσε, “δεν μπορείς να ακούσεις πουθενά μουσική της προκοπής”, γρύλισε και έκλεισε το ραδιόφωνο. “Α, ήρθες”, είπε στη φίλη της. “Σας έφερα ρόδια”, απάντησε εκείνη. “Ναι της αρέσουν πολύ της Έλεν, άλλα τα κάνει όλα χάλια”. “Ευχαριστώ θα τα τιμήσω”, προσπάθησα να με σώσω από μία βέβαιη κατηγορία και από μία λίστα παραπόνων. Με κοίταξε με την άκρη του ματιού της, σαν να μου έλεγε μην χάσεις εσύ αμέσως και ύστερα μου είπε “Άντε καθάρισε τα να φάμε όλες μαζί”. “Πώς να τα καθαρίσω”; “Όπως μόνο εσύ ξέρεις”, μου απάντησε και γέλασε.

21


Πριν την ώρα μου Ήταν μια περίεργη μέρα και η προηγούμενη επίσης. Δεν είχα προλάβει να της πω τίποτα. Όταν γύρισα κοιμόταν. Έτσι κι εγώ γλίστρησα μέσα στο κρεβάτι μου και πριν προλάβω καλά καλά να βολέψω το κεφάλι και τα χέρια μου στο μαξιλάρι με πήρε ο ύπνος. Το πρωί γύρω στις 9 και μισή μπήκε μέσα στο δωμάτιο, με σκούντηξε και μου είπε: “Έλεν φεύγω, αν αργήσω το φαγητό είναι έτοιμο.” “Αχ μαμά μου πού βρίσκεις το κουράγιο και τα προλαβαίνεις όλα;” ήθελα να της πω. Όμως, ήταν πολύ μεγάλη πρόταση και απάντησα μ’ ένα ξερό καλά. Γλίστρησα πιο βαθιά κάτω απ' το πάπλωμα και προσπάθησα να κοιμηθώ πάλι. Τα παντζούρια τα αφήνω πάντα ανοιχτά. Από τις κουρτίνες έμπαιναν οι ακτίνες του ήλιου σαν μικρές ζεστές σταγόνες από σιρόπι. Γλυκάθηκα και αποφάσισα να κοιμηθώ ακόμα λίγο. Ήταν πάρα πολύ νωρίς για τα δικά μου δεδομένα, σχεδόν χάραμα θα ΄λεγα με θράσος. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να απολαύσω τη μοναδική πολυτέλεια που μου 'χει παραχωρήσει το κράτος και η δουλειά μου, να κοιμάμαι δηλαδή μέχρι όποια ώρα θέλω. Κάτι δεν μ’ άφηνε. Και αυτό το κάτι ανήκει σ’ εκείνον τον άξονα του χρόνου που έχει περάσει, αλλά θα ήθελα να μην έχει υπάρξει. Τα παλιά με τα παλιά και τα καινούρια με τα καινούρια, λέω πάντα στον εαυτό μου. Τι γίνεται όμως όταν ένα παλιό θέλει μία θέση στο καινούριο; Άλλαξα πλευρό για να το αποτρέψω και του ευχήθηκα καλημέρα. Δεν πήρα απάντηση ή τουλάχιστον εγώ δεν την άκουσα. Έτσι, σηκώθηκα πριν την ώρα μου. Κακό αυτό.

22


Μαμά μου Το σπίτι έχει μια ρουτίνα. Υπάρχουν πάντα ρούχα για πλύσιμο, μπουγάδες για άπλωμα, μπλούζες και παντελόνια για σίδερο, φαγητά για μαγείρεμα, πιάτα, παπλώματα για τίναγμα, χαρτιά για πέταμα και πολλά πολλά άλλα. Όλη αυτή η ρουτίνα δεν με παρέσερνε για πολύ καιρό. Η αλήθεια είναι ότι είχα βολευτεί εκεί που ήμουν. Πέρασαν αρκετές μέρες για να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχα ασχοληθεί με τίποτα απ΄ όλα αυτά. Βασικά δεν θα το συνειδητοποιούσα, αν δεν μου το υπενθύμιζε. “Έλεν, ζεις και συ εδώ, το ξέχασες;” “Βάζω τα δυνατά μου για να το ξεχάσω”, θα 'θελα να απαντήσω, αλλά σκέφτηκα ότι δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα. Και προτίμησα να πω αυτό: “Μαμά μου...” Και αυτή θα ήταν μία πολύ καλή απάντηση, αν ήθελα να χρησιμοποιήσω την επιλογή της βοήθειας της μαμάς, αλλά μόλις την είχα εξαντλήσει. Όταν δέ, είδα τα γυαλιά της να 'χουν γλιστρήσει ως κάτω στα ρουθούνια και να με κοιτάει, τρόμαξα και είπα ξανά: “Μαμά μου!” Και μετά έπιασα τον εαυτό μου να ‘χει τύψεις για την τεμπελιά μου. Έτσι προσπάθησα να κάνω και γω τίποτα, αλλά όλo και κάτι δεν έκανα καλά. Και ίσως αυτό είναι το χειρότερο. Που δεν τα κάνω τόσο καλά σαν τη μάμα μου. “Μαμά μου;”

23


Ο ήλιος ο ηλιάτορας ο θερμοσυμφωνάτορας Εγώ πάλι σήμερα το πρωί σηκώθηκα λιγάκι ανάποδα για δύο λόγους: α) σκεπάστηκα με δυο παπλώματα και έσκασα, και β) έξω από την πόρτα του δωματίου μου είχαν στήσει μία σκάλα για να ανέβουν στη σκεπή και να περάσουν τον ηλιακό. Γκαπ γκουπ, μπουρ μπουρ πώς να κοιμηθώ; Κι αυτό είναι το χειρότερό μου. Να θέλω να χορτάσω χουζούρι και να ακούω φασαρία. Να θέλω να βγω απ΄ το δωμάτιο με μαλλιά μέδουσας, με τσίμπλες, με πιτζάμες ξεχειλωμένες και να μην μπορώ. Ε άι στην ενέργεια! Στυλώνω το βλέμμα στον υδραυλικό και στο βοηθό του που κάνουν φασαρία. Ανεβοκατεβαίνουν αδιάκοπα τα σκαλιά, μεταφέρουν εργαλεία και βρίζουν. Στην πραγματικότητα δεν τους βλέπω καν μιας και είμαι πίσω από την πόρτα, αλλά αυτό το πηγαινέλα μού τη δίνει στα νεύρα. “Κάντε μου τη χάρη, σώντε μ’ αυτό. Ξέρετε χωρίς καφέ δεν... χωρίς καφέ δεν μπορώ να ανεχτώ τίποτα”, θέλησα να γκρινιάξω. Κι ύστερα το σκέφτηκα: Θα αφήνω το νερό να τρέχει πάνω μου μέχρι να γίνω καβούρι, θα περνάω 3 χέρια τα μαλλιά μου-2 με σαμπουάν &1 με κρέμα-, θα βγαίνω απ΄ την μπανιέρα κάνοντας πλιατς πλιουτς και γενικά θα μπαίνω και θα βγαίνω στην μπανιέρα. Όποτε θέλω. Και μετά το ξανασκέφτηκα: Μαμά μου! Μήπως τελικά τζάμπα ο συλλέκτης; Τζάμπα η εξοικονόμηση; Τζάμπα η δήθεν προστασία του περιβάλλοντος; Όλα τζάμπα; Ήλιε μου, καλέ μου ήλιε θες να κάνουμε μια συμφωνία; Να με ξυπνάς κάθε πρωί και να μην μ΄ αφήσεις να σε εκμεταλλευτώ πολύ! Γίνεται;

24


Μεθεόρτιο -Λοιπόν, ωραία μου Ελένη; Σε τι οφείλω την επίσκεψη; Αμάν πια μ’ αυτό το Ελένη. Και μην έρθεις να μου πεις ότι τ' όνομά μου είναι ωραίο και εύηχο επειδή έχει ένα 'λ' και ένα 'ν'. Καταστροφικό είναι. Ο,τι γίνεται, “Ελένη”; Και ξέρεις γιατί συμβαίνει; Έχει το στίγμα πάνω του. Μια ολάκερη Τροία έριξε! Καλά δεν θα ‘θελα και να με λένε Τερέζα. Θα προτιμούσα όμως, να χρησιμοποιούν το επώνυμό μου, τουλάχιστον σε μερικές περιπτώσεις. Αλλά, εδώ μια ζωή, Ελένη, Ελενίτσα, Έλενα, Έλεν, Λένα, Λενάκι! Τι διάολο! Ανάλογα με την φάση κόβεται ή μεγαλώνει το όνομα. Προσπαθώ να μείνω ήρεμη και κυρίως να χρησιμοποιήσω όσο πιο απρόσωπο τόνο, γίνεται, γιατί αν καταλάβει ότι το ‘χω πάρει ζεστά το θέμα, θα με κυνηγάει και με το δίκιο της. Ένα μεγάλο τάπερ ρεβανί βρίσκεται στο δεύτερο ράφι του ψυγείου και είναι κρίμα να μείνει αφάγωτο. Ε, να μην βάλω το πιρουνάκι μου; -Δεν είπες ότι θα τρως λιγότερα γλυκά και θα αρχίσεις το περπάτημα; -Ναι! -Τότε; -Λίγο να τσιμπήσω για να μου ευχηθώ... -Παλαβό, ε παλαβό! Μαμά μου, τι να κάνουμε; Είμαι γλυκατζού. Να με χαίρεσαιπου με χαίρεσαι δηλαδή. Έτσι κι αλλιώς μόνο εμείς οι δυο θα φάμε το ρεβανί και θα πούμε κι ένα τραγούδι. Και ξέρεις πώς θα ξεκινάει; Είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας/ ποιος είναι αυτός που δεν λαχτάρησε να πιει... Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσιν τέκνα.

25


Η κριτική -Αυτό ήταν όλο, με ρώτησε; -Αυτό, απάντησα. -Τρίχες γράφεις! Πότε για σένα, πότε για μένα, πότε για καλοκαίρια. -Κι εγώ τι φταίω; θύμωσα. Τι, με πέρασες; Δεν θύμωσα όμως τόσο πολύ. Μα και εγώ η ίδια φταίω. Παρασέρνομαι από τις ονειροπολήσεις μου. Μάλιστα, μου φαίνεται ότι τα γράφω τόσο τέλεια στο μυαλό μου, που όταν φτάνει η ώρα να τα γράψω στον υπολογιστή, δεν έχω τι να γράψω. Και όταν καταφέρνω να γράψω κάτι, μου φτάνουν λίγες γραμμές. Το λοιπόν... Θα θελα να υπήρχε ένας χώρος που θα ήταν γεμάτος με ράφια. Τα ράφια αυτά θα ήταν άδεια και θα περίμεναν όσους τώρα ξεκινούν να γράφουν. Θα έμοιαζε με βιβλιοθήκη. Μια βιβλιοθήκη άσυλο. Θα έμπαινα μέσα. Με τη μία θα μου έρχονταν οι ιδέες. Θα τις έγραφα και έπειτα θα τις άφηνα σ’ ένα ράφι. Όλοι όσοι θα έγραφαν εκεί, θα ήταν εύθυμοι και χαλαροί. Θα μου χτυπούσαν την πλάτη και θα μου έλεγαν: “Γράφε, όσο θες, έχουμε μπόλικα ράφια.” Όταν πια θα γέμιζαν τα ράφια, θα ερχόταν ένα τσακάλι. Θα έμπαινε μέσα στη βιβλιοθήκη άσυλο και θα χτένιζε όλα τα ράφια. «Είναι αδύνατο. Χωρίς άλλα βιβλία, χωρίς ειδική προετοιμασία. Με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να γεμίσει ένας τέτοιος χώρος. Ούτε οι πιο έμπειροι γραφιάδες όλου του κόσμου δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. “θα ‘λεγε. Και μετά θα γούρλωνε τα μάτια και θα φώναζε: “Θαύμα, θαύμα, γέμισαν τα ράφια! Μου 'ρχεται να τα καταβροχθίσω όλα!” Και γω θα ‘τρεχα στη μαμά μου και θα της έλεγα: “Μάνα μου καλή, καλή μου μάνα, έγινε θαύμα, το είπε και το τσακάλι!”. “Πεινασμένο θα ‘ταν”, θα μου απαντούσε. Και φτου κι απ΄ την αρχή.

26


στις χτένες

27


28


Περιεχόμενα

Τι κρίμα ............................................................................. 7 Όνειρο παγερής νυκτός ....................................................... 8 θα θα θάλασσα .................................................................... 9 Τοπική καλοκαιρία ........................................................... 10 Μαμά, θέλω να γίνω συγγραφέας ....................................... 11 Όσα η νύχτα οφείλει .......................................................... 12 Hameni sto ekso [ 1 ] ....................................................... 13 Hameni sto ekso [2] .......................................................... 14 Ο ταξιτζής ......................................................................... 15 Ένα σκουλήκι στο παπούτσι μου ....................................... 16 Του σκασμού .................................................................... 17 Θέμα διάθεσης .................................................................. 18 Εθισμός στην facebook-ιτίνη.............................................. 19 Πώς με τόνο ...................................................................... 20 Όπως μόνο εγώ ξέρω.......................................................... 21 Πριν την ώρα μου .............................................................. 22 Μαμά μου ........................................................................ 23 Ο ήλιος ο ηλιάτορας ο θερμοσυμφωνάτορας ....................... 24 Μεθεόρτιο ......................................................................... 25 Η κριτική .......................................................................... 26

29


30


31


Γεννήθηκε το 1988 στην Κοζάνη όπου ζει, εργάζεται και συμμετέχει εθελοντικά σε διάφορες δράσεις. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δ. Π. Θ. και είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Της ιδίας: "Τα ιδιαίτερα θησαυρίσματα της Ελένης Γκόρα", www.24grammata.com, σειρά: εν καινώ, αριθμός σειράς 112.

ISBN: 978-960-93-6872-8 νέο e-book

24grammata.com σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 127

32


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.