Ενας αντρας με πειθω

Page 1

ΛΡ \EKIN - ΧΡΥΣΑ No 865 Τ τλος πρω τοτύπου: Powerful Persuasion Z fip a : Μ & Β Presents Πρωτοεκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία από τη HARLEQUIN MILLS & BOON LTD. Copyright (c) 1996 by Margaret Mayo Ελληνική έκδοση (c) 1998 από τη ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ Ε<ΛΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. κατόπιν συμφωνίας με π - ARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. Ai rights reserved. Λετάφραση: Λένα Μαρή Ε~~μέλεια: Φωτεινή Μαΐτογλου Λορθω ση: Σ. Ντον - —αγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε --£ro. Οι χαρακτήρες είναι φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσω πα, που ζουν ή έχουν πεθάνει, είναι καθαρά συμπτωματική. Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. * ade and printed in Greece.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η Σελίνα ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά στο στήθος της καθώς έμπαινε στο γραφείο. Δεν μπορούσε να πει πώ ς ακριβώς είχε φανταστεί τον Λουτσιάνο Σεγκουρίνι, σίγουρα όμως δεν περίμενε ότι θα ήταν τόσο ψηλός, τόσο επιβλητικός και τόσο υπέροχος! Βέβαια, φανταζόταν ότι Θα συναντούσε έναν ισχυρό άν­ θρωπο, κάποιον που είχε μάθει να εξουσιάζει, έναν άντρα με •^ερβολική αυτοπεποίθηση. Εξάλλου, δε θα είχε φτάσει στη θέση όπου βρισκόταν σήμερα, αν δεν είχε αυτοπεποίθηση. Δεν —ερίμενε, όμως, ότι θα έβλεπε κάποιον που η παρουσία του θα πλημμύριζε το δωμάτιο με αισθησιασμό. Είχε λαμπερά μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, με χωρίστρα στο πλάι, τετράγωνο πιγούνι και βαθουλωμένα _σγουλα που τον έκαναν να φαίνεται κάπως ξερακιανός, ίσια μύτη, ελαφρώς ανοιχτά ρουθούνια και σαρκώδη χείλη. Δεν 'π α ν όμορφος με την κλασική έννοια, αλλά ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών τον έκανε εξαιρετικά ελκυστικό. Καλώς ήρθατε, δεσποινίς Κούλσντιν». Τα καστανά μάτια π>υ την κοίταξαν μ* έναν τρόπο που της έφερε αμηχανία καθώς της έσφιγγε δυνατά το χέρι. Η χειραψία κράτησε αρκετά κι έπειτα η Σελίνα χρειάστηκε να τρίψει τα δάχτυλά της για να επαναφέρει... την κυκλοφορία του αίματος. «Καθίστε, παρακαλώ». Με το επίθετο που είχε, η Σελίνα περίμενε ότι θα συναντού­ σε κάποιον που θα μιλούσε με ξενική προφορά* αντίθετα, όμως, τα αγγλικά του ήταν τέλεια και η φωνή του, βαθιά και σοβαρή, προκαλούσε επικίνδυνα αισθησιακά κύματα σ* όλο της το κορμί. Δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε. Εκείνη είχε πάει εκεί για να δώσει μία συνέντευξη, προκειμένου να την


Margaret Mayo - :οσ> : ; :α ν στη δουλειά, και α ντίγι’ αυτό ένιωθε ενοχλητικές ερατπχες ανησυχίες. ν.ετύ — διάλυση του αρραβώνα της με τον Αντριου Χολμς, να μην αφήνει κανέναν άντρα να την πλησιάζει. Ξ . τ^ν^ωδώ ς, είχε πάψ ει να εμπιστεύεται το αντρικό φύλο γ .· < 12 και είχε χτίσει ένα αμυντικό τείχος γύρω της, οπτοκλείο~ : "r τό τη ζωή της οποιονδήποτε επιχειρούσε έστω και ν’ : - ο μικρή χαραμάδα σ' αυτό. Ο κόσμος έλεγε π ω ς μετά - : - -~Ηου εκείνη είχε αλλάξει και ίσως να είχαν δίκιο, αλλά :γ. ο τρόπος της για να χειριστεί αυτή την κατάσταση, s. όταν οι γονείς της είχαν σκοτωθεί δύο χρόνια μετά, ν _τ**τας σκι, η Σελίνα χάρηκε που δεν τον είχε παντρευτεί. Η .. ο σ τερ η αδερφή της, η Νταβίνα, ήταν οικότρο(ρος σ’ ένα •5 icjtikd σχολείο και η Σελίνα αποφάσισε να την αφήσει να γ ί~ι σε π ς σπουδές της εκεί. Κάτι που ο Αντριου σίγουρα δε το το ενέκρινε- π άντα ήταν εναντίον της ιδιωτικής εκπαιδευ­ τήν Θεωρούσε ότι ήταν πεταμένα χρήματα, α π ’ τη στιγμή π : ν όπω ς έλεγε, υπήρχαν πάρα πολύ καλά δημόσια αχολεία. %ε\Ό\άς ότι και η ίδια η Σελίνα είχε πάει σε ιδιωτικό ήταν - όντα αφορμή για καβγάδες μεταξύ τους. Ξίαιτίας του Αντριου, δεν μπορούσε τώρα να καταλάβει την όρασή της απέναντι σε τούτο τον άντρα. Ή τα ν θαρρείς ε οωνε»α για όλες τις προσπάθειές της να μάθει να κρατιέται , ά από τους άντρες και πίστευε ότι θα τρομοκρατούνταν ν εκείνος αν ήξερε ποιες σκέψεις περνούσαν τούτη τη στιγμή α π ' το μυαλό της. Λεχτηκε με ανακούφιση το κάθισμα που της πρόσφερε, «Σας ε .’χαριστώ». Εκείνος την περίμενε μέχρι να καθίσει κι έπειτα κάθισε κι ο Τ-ος πίσω από το πελώριο, σκαλιστό, ξύλινο γραφείο, το : - : : ήταν φορτωμένο με διάφορα ηλεκτρονικά μηχανήματα. Οποιοσδήποτε άλλος θα έσβηνε μπροστά σ’ όλον αυτό τον ~ΞοσυγΧΡ°νο εξοπλισμό, αλλά όχι ο Λουτσιάνο Σεγκουρίνι. ν ν όταν άρχισε να πληκτρολογεί τα στοιχεία της, η Σελίνα ~ :·τεξε ότι είχε μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. : πόν, για να δούμε», μουρμούρισε εκείνος, σαν να μιλούσε ττον εαυτό του. «Λέγεστε Σελίνα Κούλσντιν, είστε ανύπαντρη, ι ν οχτώ ετών, έχετε τελειώσει το λύκειο και έχετε διαπρέ-


Ε νας Αντρας Μ ε Π είθω

7

je i στο σχέδιο και τις γραφικές τέχνες, στο Κολέγιο Μ πρά-τττον. Αρχίσατε να δουλεύετε...» «Με συγχωρείτε μια στιγμή», τον διέκοψε η Σελίνα με μια ενοχλημένη κίνηση και έσμιξε τα φρύδια της δύσπιστα. «Από πού πήρατε όλες αυτές τις πληροφορίες;» Ή τα ν απίστευτο. Για ποιο λόγο είχε θεωρήσει απαραίτητο να την ελέγξει κατ’ αυτό τον τρόπο; Τι άλλο ήξερε; Τι νούμερο ρούχα και π απού­ τσια φορούσε; Ποιο ήταν το αγαπημένο της άρωμα; Αρχισε . ' ανησυχεί σοβαρά. Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά σ’ αυτή τ~ν υπόθεση, κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. <ατ* αρχάς, της είχαν προσφέρει δουλειά ξαφνικά, τη στιγπου η ίδια δεν έψαχνε για δουλειά. Και τώρα, αυτός ο πληκτικός τύπος της αποκάλυπτε πω ς είχε ήδη στη διάθεΓ“ του ολόκληρο το φάκελο της. Η καρδιά της άρχισε πάλι να π πτάει δυνατά, αν και τούτη τη φορά για τελείως διάφορε~χους λόγους* είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα. ΕνΕίνος της χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα τέλεια, κατάλε 'χα δόντια του. Αν σκόπευε να την καθησυχάσει μ’ αυτό το : αυόγελο, δεν τα κατάφερε. Της χαμογέλασε σαν λύκος* εκεί: : π α ν το αρπακτικό κι αυτή το θύμα του! “ ζόσεχε, Λίνα, είπε μέσα της. Αυτός ο άνθρωπος είναι πάρα πολύ επικίνδυνος. 'Λεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορώ να εξακριβώσω, ν τττοτνίς Κούλσντιν... όταν θέλω, βέβαια. Ό π ω ς δεν υπάρχει * " ο τ α που να μην μπορώ να το πετύχω». - απίστευτη αυτοπεποίθησή του την άφησε άναυδη. Αρα: την απειλούσε; Πάντω ς τα λόγια του της είχαν φανεί — : λη σκά. Η Σελίνα σηκώθηκε, όρθωσε το ανάστημά της και -■ :: Is πίσω τα καστανοκόκκινα μαλλιά της, ενώ τα μάτια της — μ*ον το γκρίζο χρώμα της καταιγίδας. «Νομίζω ότι χάνουμε : δύο τον καιρό μας, κύριε Σεγκουρίνι. Δεν έπρεπε να : - Είμαι απόλυτα ικανοποιημένη από τη δουλειά που έχω. Ια ς ε χα ρ ισ τώ πολύ». - ~αν ντυμένη στα κόκκινα, ένα χρώμα που κανονικά θα ξ dctte να δημιουργεί πολύ έντονο συνδυασμό με τα καστα> ζχκινα μοΛλιά της, αλλά που σ’ εκείνη, κατά περίεργο - tttc (ραινόταν σωστό. Πέρασε την τσάντα στον ώμο της « 3 _:·:Λ>ηξε π ρος την πόρτα, αλλά κοντοστάθηκε ακούγοντάς α ~ης λέει επιτακτικά: «Περιμένετε!»


8

MARGARET MAYO

Η Σελίνα στράφηκε αργά και κοίταξε εχθρικά τα καστανά, χαμογελαστά του μάτια. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Πρέπει να φταίει η περίεργη κατάσταση στην οποία βρίσκο­ μαι και όχι αυτός, είπε μέσα της με μανία. «Προσβληθήκατε που φρόντισα να πάρω πληροφορίες για το άτομό σας;» Το γκρίζο κοστούμι του εφάρμοζε τέλεια πάνω του, όπω ς και το λευκό μεταξωτό πουκάμισο και η γκριζοκόκκινη μεταξωτή γραβάτα. «Για να είμαι ειλικρινής, ναι, προσβλήθηκα», του απάντησε και τρόμαξε όταν κατάλαβε πόσο βραχνή ήταν η φωνή της. Ξερόβηξε. «Δε δουλεύω καν για σας κι εσείς έχετε ήδη φτιάξει το φάκελό μου. Αυτό το θεωρώ τελείως απαράδεκτο». «Νομίζω ότι θα συμφωνείτε ότι στην εποχή μας οι περισσό­ τεροι βρισκόμαστε στους φακέλους κάποιων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Είναι εκπληκτικό πόσες πληροφορίες κρατούν στις διάφορες υπηρεσίες. Ο τραπεζίτης σας, για παράδειγμα, θα ξέρει για σας πολύ περισσότερα α π ’ όσα μπορείτε να φανταστείτε». «Ίσως», συμφώνησε εκείνη, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της. «Εσείς, όμως, γιατί;» Εκείνος χαμογέλασε πάλι, μ’ αυτό το χαμόγελο λύκου που της έφερνε ρίγη στη σπονδυλική της στήλη. «Για σκεφθείτε, δεσποινίς Κούλσντιν. Πώς θα μπορούσα να προσφέρω μια δουλειά, ιδιαίτερα μια τόσο σημαντική θέση, σε κάποιον για τον οποίο δε γνωρίζω τίποτα;» «Σύμφωνοι», απάντησε η Σελίνα, ενώ αναρωτιόταν τι εν­ νοούσε όταν έλεγε σημαντική θέση. «Πώς πήρατε, όμως, όλες αυτές τις πληροφορίες; Δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ, έτσι δεν είναι; Πώς γνωρίζετε όλα αυτά τα πράγματα για μένα; Γιατί θελήσατε να προσλάβετε ειδικά εμένα; Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι θα υπάρχουν πολλές άλλες κειμενσγράφοι, που θα έχουν τα προσόντα που ζητάτε». Εκείνος την κοίταξε για λίγο σκεφτικός. «Έχετε πολύ καλή φήμη. Οι διαφημίσεις που χειριστήκατε εσείς είναι οι πιο επιτυχημένες της εταιρείας σας». Η Σελίνα ήταν πάντα μετριόφρων σχετικά με τις επι τυχίι ς της. «Απλά έγραφα τις λέξεις». «Ναι, αλλά τι λέξεις γράψατε», αποκρίθηκε εκείνος, κοιτώ­ ντας την επιδοκιμαστικά. «Αυτό που δεν καταλαβαίνο) ι ίναι


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

9

γιατί έχετε επικεντρώσει το ενδιαφέρον σας σ’ αυτή την πλευρά της διαφήμισης, από τη στιγμή που έχετε ταλέντο στο σχέδιο». «Απλώς μ* αρέσει περισσότερο». «Κι εγώ απλώ ς σας Θέλω στην ομάδα μου», της απάντησε εκείνος. «Δεν υπάρχει τίποτα που να το θέλω και να μην μπορώ να το πετύχω», πρόσθεσε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια που της είχε πει προηγουμένως. Οπότε, την ήθελε και ήταν αποφασισμένος να την αποκτή­ σει, είτε της άρεσε αυτό είτε όχι! Κατ' αρχάς, όταν έλαβε την προσφορά του, η Σελίνα είχε νιώσει πολύ κολακευμένη, έκπληκτη, για την ακρίβεια είχε μείνει άναυδη, αλλά και περίεργη και ικανοποιημένη που εκεί­ νος τη θεωρούσε τόσο καλή για να εργαστεί στο Αους, ένα από τα πιο γνωστά και καλύτερα διαφημιστικά γραφεία της Αγ­ γλίας. Θα είναι προς όφελος σας, της είχε πει εκείνος και η Σελίνα είχε θεωρήσει ότι θα της έδινε υψηλότερη αμοιβή α π ’ <<ι π ή που έπαιρνε ήδη αν δεχόταν την πρότασή του* κάτι που ι ο είχε απόλυτα ανάγκη. Εδω και κάποιο διάστημα δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. "Εψαχνε να βρει τρόπο για να μπορέσει να πληρώσει 11*δίδακτρα στο σχολείο της Νταβίνα. Τα χρήματα που τους ι ιχαν αφήσει οι γονείς τους είχαν ήδη εξανεμιστεί, π α ρ’ ότι η Νιαβίνα δεν το γνώριζε αυτό και ήταν αποφασισμένη να δουλέψει νύχτα μέρα προκειμένου να μην την αφήσει να το καιαλάβει. Η Νταβίνα ήταν πολύ ευτυχισμένη στο σχολείο ιη*„ στο οποίο είχε πάει και η ίδια και θα είχε άσχημες « ιιιιιι <»><τεις πάνω της αν υποχρεωνόταν να φύγει από κει. Η > ι λίνα είχε αναρωτηθεί για ποιο λόγο ο Αουτσιάνο ΣεpMH.pivi είχε επιλέξει εκείνη γι’ αυτή τη δουλειά και πώ ς τα ι ι\ι μάθει όλα αυτά για το άτομό της, παρ’ ότι με τον ανταμιμσ που υπήρχε στις διαφημιστικές εταιρείες πάντα οι lit ι ΜΜιν 11\ ιταρακολουθούσαν από κοντά τους αντιπάλους

)

M ills·

< * Vim πιάνο είχε δίκιο όταν της είπε πω ς είχε κάποιες - ι ■··■■■ψ α ιις ιπ ιτυχίες στη δουλειά της. Για την ακρίβεια, η • ι πΐ| ιι μ*Χίλιιμ και Γζόουνς ήταν πολύ περήφανη γι' αυτή και ι ·μ.(Μ|Ιμ \ \ι (<ν 0 (χ την άφηναν να φύγει. Δεν τους είχε πει καν ι -" <»<· ιιήγι<ινί να δώσει αυτή τη συνέντευξη —άλλωστε είχε


1o

Margaret Mayo

πάει απλώ ς και μόνο από περιέργεια. Και τώρα, εξαιτίας της περίεργης αντίδρασής της απέναντι σ’ αυτό τον άνθρωπο και επειδή εκείνος γνώριζε ήδη τόσο πολλά γι' αυτή, είχε αρχίσει να μετανιώνει που είχε μπει στονπειρασμό. Τογεγονός ότι την είχαν ελέγξει τόσο σχολαστικά, της δημιουργούσε ένα πολύ κακό προαίσθημα. «Θέλω να δουλέψεις στο σπουδαιότερο εγχείρημα της ζωής μου». Η Σελίνα τον κοίταξε συνοφρυωμένη, χωρίς να καταλαβαίνει. «Είσαι ο άνθρωπος που έψαχνα. "Εχεις ακριβώς τα κατάλ­ ληλα προσόντα». «Πίστευα ότι, με τις επιτυχίες που έχει η εταιρεία σας όλα αυτά τα χρόνια, θα είχατε μια ομάδα που θα διέθετε όλα αυτά τα υψηλά προσόντα». «Πάντα υπάρχει χώρος για βελτίωση». «Εννοείτε καινούριο αίμα. Μ ήπως σας έχουν απογοητεύσει; Σας πρόδωσαν ή έχετε ανάγκη από υπαλλήλους;» Εκείνος χαμογέλασε αμήχανα. «Ναι, με πρόδωσαν φριχτά. Λοιπόν, Σελίνα, θα δεχτείς τη δουλειά που σου προσφέρω;» Εκείνη δεν πρόσεξε ότι της είχε μιλήσει στον ενικό και με το μικρό της όνομα. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο στόμα του —σ' εκείνα τα αισθησιακά, σαρκώδη χείλη— και αναρω­ τιόταν πώ ς θα ήταν αν τη φιλούσε. Ό ταν κατάλαβε ότι εκείνος περίμενε απάντηση, επανήλθε στην πραγματικότητα ξαφνιασμένη. «Με συγχωρείτε. Τι λέ­ γατε;» «Σου προσφέρω το διπλάσιο μισθό —όποιο και αν είναι το ποσό που παίρνεις αυτή τη στιγμή». Η Σελίνα ανασήκωσε το φρύδι της. «Ρίξτε μια ματιά στην οθόνη του υπολογιστή σας, κύριε Σεγκουρίνι. Είμαι βέβαιη ότι θα σας δείξει ακριβώς τι μισθό παίρνω». Εκείνος χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Για την ακρίβεια, ναι, υπάρχει στον υπολογιστή μου ο μισθός σου. Επίσης, βλέπω ότι δεν έχεις κάποιο φίλο αυτή τη στιγμή. Πώς αυτό; Είσαι ωραία γυναίκα, Σελίνα. Είσαι...» Τα μάτια της πέταξαν σπίθες. «Η ιδιωτική μου ζωή δεν έχει καμία σχέση με την επαγγελματική. Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να κάνετε τέτοιες ερωτήσεις». Αναρωτήθηκε αν ήξερε και για την αδερφή της και για τον αγώνα που έκανε να τα βγάλει


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

11

πέρα, οπότε θα γνώριζε ότι ο πειρασμός να δεχτεί την προ­ σφορά του ήταν πολύ μεγάλος. Ο Λουτσιάνο της χαμογέλασε πλατιά. «Μια απλή εικασία έκανα. Υποθέτω, όμως, βλέποντας την οργή σου, ότι έπεσα διάνα. Κι αυτό μ’ ευχαριστεί, διότι περιμένω από σένα να εργάζεσαι μέχρι αργά και δε θέλω να έχω κάποιον εξοργισμένο εραστή πάνω στην πλάτη μου». «Δεν είπα ακόμα ότι δέχομαι τη δουλειά», του απάντησε νευριασμένη η Σελίνα. «Θα ήταν ανοησία σου να μην τη δεχτείς. Μ’ αυτή τη δουλειά, θα εξασφαλιστείς για όλη σου τη ζωή». «Για όλη μου τη ζωή, κύριε Σεγκουρίνι; Δεν υπόσχομαι ότι ()α δουλεύω για σας μια ζωή». «Ενδιαφέρεσαι, όμως», αποκρίθηκε εκείνος, χαμογελώντας μι σιγουριά. «Έχω συμβόλαιο με...» «Που όμως μπορούμε εύκολα να το ακυρώσουμε», επέμεινε ι κείνος. «Και εν πάση περιπτώ σει, α π ’ ό,τι ξέρω, οι Χίλιερ και I ζόουνς μπήκαν σε επικίνδυνα μονοπάτια και έχουν αρχίσει να παραπαίουν. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα θα χρειαστεί να *Iμ«ξι ις για άλλη δουλειά». 11> ι λίνατου έριξε ένα καχύποπτο βλέμμα. «Αυτόπρώτη φορά μμ <κούω», δήλωσε, ενώ σκεφτόταν ότι της έλεγε ψέματα. Και όμως, είναι αλήθεια. Αοιπόν, ποια είναι η απάντησή σου;» •Λιν μπορώ να σας απαντήσω αμέσως. Δεν μπορώ να ιιάριι) μια τόσο σημαντική απόφαση χωρίς να το σκεφτώ ιι | ηιηγουμένως». I «»βλέμμα του ήταν διαρκώς καρφωμένο στο δικό της. «Μα, μ να ακίψτείς;» •I Ι<Αλί t πράγματα. Για παράδειγμα, αν θα εργάζομαι κάτω «mu δικές σας και μόνο εντολές». •ι ιμασίί ομάδα, Σελίνα», της αποκρίθηκε εκείνος και το χα|inyi \*» ι <>υ (χρπακτικού σχηματίστηκε πάλι στα χείλη του. ι·Λι μ»λι υουμε συλλογικά». ΙΙι (Ισια, μ' αυτό τον τρόπο δεν απαντούσε στην ερώτησή της. -1 · «<>ι<μ , ι ης είπε. «Θα ζητήσω από τη γραμματέα μου να ΙΗ ιι μ μι ι μ ι κι <φέ. Εχω μια συνάντηση με κάποιον* θα επιστρέ-

ψΐΜΐιι Κι κα λεπτά».


12

Margaret Mayo

Αυτό ήταν το χρονικό περιθώριο που της έδινε! Τι θα κάνει, αναρωτήθηκε η Σελίνα, αν του πω ότι δε δέχομαι; Θα μου προσφέρει περισσότερα χρήματα; Ήδη ο μισθός που της πρόσφερε ήταν πολύ υψηλός* πολύ πιο υψηλός α π ’ όσο άξιζε πραγματικά. Αν και δεν είχε αντίρρηση βέβαια να δεχτεί αυτά τα χρήματα, που θα της ήταν φοβερά χρήσιμα. Για την ακρί­ βεια, η προσφορά του ήταν για κείνη σωσίβιο, ιδιαίτερα αν πράγματι οι Χίλιερ και Τζόουνς επρόκειτο να κλείσουν. Αυτό την μπέρδευε και την ξάφνιαζε ταυτόχρονα, καθώς δεν είχε ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Ωστόσο, το πρόβλημά της ήταν ο ίδιος ο Αουτσιάνο Σεγκουρίνι ή μάλλον η αντίδρασή της απέναντίτου. Αυτή η αντίδραση είχε κάνει να χτυπήσει δυνατά το καμπανάκι του κινδύνου στο μυαλό της. Την ανησυχούσε πολύ το γεγονός ότι είχε καταφέ­ ρει να σπάσει τις άμυνές της, χωρίς καν να το καταλάβει. Εκτός κι αν ανησυχώ άδικα, συλλογίστηκε. Ποτέ δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Χάουαρντ Χίλιερ, το διευθυντή της εταιρείας όπου εργαζόταν, οπότε κατά πάσα πιθανότητα θα συνέβαινε το ίδιο και με τον Σεγκουρίνι. Αρα θα ήταν τελείως κουτό από μέρους της να απορρίψει μια τέτοια προσφορά, απλά και μόνο επειδή φοβόταν αυτόν το χαρισματικό άνθρω­ πο, επειδή φοβόταν τα ίδια τα συναισθήματά της. Παρ' όλ’ αυτά, εξακολουθούσε ν' ανησυχεί και να υποψιάζεται ότι υπήρχε κάτι άλλο πίσω α π ' όλα αυτά, κάτι που εκείνος δεν της το έλεγε, κάτι περισσότερο από το γεγονός ότι χρειαζόταν μια καλή κειμενογράφο. / Τα δέκα λεπτά πέρασαν γρήγορα. Το μεγάλο γραφείο τής είχε φανεί άδειο μόλις έφυγε εκείνος, αλλά όταν επέστρεψε η ατμόσφαιρα γέμισε πάλι με ηλεκτρισμό. Και η Σελίνα δεν είχε αποφασίσει ακόμα. «Λοιπόν, Σελίνα;» Πρόσεξε για πρώτη φορά ότι της μιλούσε με το μικρό της όνομα και δεν ήξερε αν αυτή η οικειότητα της άρεσε ή όχι. Για την ακρίβεια, κανένας άλλος δεν την έλεγε «Σελίνα». Όλοι χρησιμοποιούσαν το υποκοριστικό της, δηλαδή «Λίνα». Ο Αουτσιάνο Σεγκουρίνι δεν κάθισε στη θέση του. Κάθισε στην άκρη του γραφείου του, ακριβώς απέναντί της. Ή ταν τόσο κοντά της που η Σελίνα μύριζε το διακριτικό, ακριβό άφτερ σέιβ του κι αυτό μεθούσε ακόμα περισσότερο τις


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

13

αισθήσεις της. Κανείς άλλος δεν την είχε επηρεάσει ποτέ έτσι, τόσο ξαφνικά και τόσο έντονα, τόσο παρά τη θέλησή της* ούτε καν ο Αντριου, με τον οποίο πίστευε ότι ήταν ερωτευμένη. Η καρδιά της πονούσε, το στήθος της ήταν σφιγμένο και ο λαιμός της κλεισμένος καθώς σήκωσε το βλέμμα της τρομο­ κρατημένη και τον κοίταξε. «Δεν μπορώ να δεχτώ τη δουλειά που μου προσφέρετε, κύριε Σεγκουρίνι». «Γιατί όχι, Σελίνα;» τη ρώτησε εκείνος χαμογελώντας ψυχρά, φανερά δυσαρεστημένος με την άρνησή της. «Πρέπει πρώ τα να μάθω αν είναι αλήθεια αυτό που μου είπατε για την εταιρεία Χίλιερ και Τζόουνς». «Και όταν εξακριβώσεις ότι είναι αλήθεια, ποια άλλη δικαιο­ λογία θα βρεις;» Η Σελίνα πήρε βαθιά ανάσα. «Είναι πολύ παράδοξα όλ’ αυτά, κύριε Σεγκουρίνι. Είναι επόμενο, λοιπόν, να είμαι καχύΐΓοπτη».

«θέλεις να πεις ότι τα επιπλέον χρήματα που σου προσφέI κι) δε σου είναι χρήσιμα;» Η φωνή του την έκανε ν' ανατριχιά<μ και της δημιουργούσε περίεργα συναισθήματα που την ιμόμαζαν. «Υποθέτω πω ς τα χρήματα πάντα είναι χρήσιμα, αλλά δεν η ναι πάντα και η μόνη λύση», αποκρίθηκε η Σελίνα. Μ α γιατί χρονοτριβώ; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν αρπάζω αμέσως αυτό ιιου μου προσφέρει; Θεέ μου, είμαι τελείως ηλίθια! I μ ίνος σηκώθηκε α π ’ το γραφείο του, την πλησίασε και ακουυπησε τα χέρια του στα μπράτσα της πολυθρόνας ο| I σκύψε προς το μέρος της, τόσο που το στόμα του •I μ ιν ιτολύ κοντά στο δικό της. «Είσαι εκπληκτική γυναίκα, ) ι λινά Κούλσντιν». Ιο λ<>γι<χ του πλημμύρισαν θαρρείς ολόκληρο το είναι της. Η } ι \ΐνο κοκχλάβαινε πολύ καλά τι προσπαθούσε να κάνει: yρι |οιμο11 οκ>ύσε τον αισθησιασμό και τη γοητεία του, βέβαιος υ «-1ι ου ι ο τον τρόπο θα μπορούσε να πετύχει το σκοπό του. Α| κ ιγι, ι χι ι καταλάβει ότι ήδη νιώθω περίεργα; Μήπως ΜμυδήΟηκπ; αναρωτήθηκε τρομοκρατημένη. Αλλά όχι, συνέ111 (ικι ψη της, απλώ ς παίζει παιχνιδάκια, βέβαιος πως (Μυ ιΓλυς ()ο μι καταφέρει. Σηκώθηκε απότομα α π ’ την Ιβρι κλο 111*» μ χι απομακρύνθηκε από κοντά του. «Αυτή η ι η * r v μ υξη ι ΐν< χι πολύ ανορθόδοξη, κύριε Σεγκουρίνι».


14

Margaret Mayo

«Είμαι ανορθόδοξος άνθρωπος», αποκρίθηκε εκείνος με φω­ νή τόσο βαθιά, που την έκανε ν’ ανατριχιάσει. «Πάντα χρησιμοποιείτε τη γοητεία σας για να πετύχετε αυτό που θέλετε;» τον ρώτησε με υπεροπτικό ύφος η Σελίνα. Μ ετά τον Άντριου, είχε αποκτήσει μεγάλη πείρα στο να κρατά μακριά τους... λύκους. Η Σελίνα ήταν αυτό που λέμε «γυναίκα με κλασική ομορφιά». Το πρόσωπό της, με τα έντονα ζυγωματικά, τα αμυγδαλωτά μάτια, τα σαρκώδη χείλη, σε συνδυασμό με το λεπτό, καλλί­ γραμμο κορμί της και τα καστανοκόκκινα μαλλιά της, τραβού­ σαν την προσοχή των αντρών. Αλλά εκείνη ήξερε να τους αποφεύγει. Έτσι, έριξε ένα φοβερά αποκαρδιωτικό βλέμμα στον Λουτσιάνο Σεγκουρίνι. Εκείνος χαμογέλασε πονηρά. «Αυτό έκανα;» «Εμένα, πάντω ς, αυτό μου φάνηκε ότι κάνατε», του αντιγυρισε νευριασμένη. «Δεν το αντιλήφθηκα». «Αλήθεια;» «Νομίζω ότι η φαντασία σου καλπάζει», της απάντησε ο Λουτσιάνο και κάθισε στην καρέκλα α π ’ την οποία είχε μόλις σηκωθεί εκείνη, ακουμπώντας τα πόδια του στο γραφείο του. «Παρ' όλα αυτά, αν προσπαθώ να σε πείσω μ' αυτό τον τρόπο να κάνεις τόσο στον εαυτό σου όσο και σ ' εμένα τη χάρη να δεχτείς αυτή τη δουλειά, τότε δεν είναι και τόσο κακό εκ μέρους μου». Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, απόλυτα ήρεμος και αυτοκυριαρχημένος. Η Σελίνα δεν ξεγελάστηκε α π ' τη συμπεριφορά του* εξακο­ λουθούσε να ελέγχει εκείνος την κατάσταση, π αρ' ότι η ίδια χαιρόταν για τη θαρραλέα της απάντηση και πολύ περισσό­ τερο για το γεγονός ότι εκείνος τώρα καθόταν, ενώ αυτή ήταν όρθια. Τον κοίταξε παγερά. «Δε με πείθετε μ' αυτό που κάνετε. Για την ακρίβεια, η συμπεριφορά σας μου δείχνει ότι θα έκανα ένα μοιραίο λάθος αν δεχόμουν την πρότασή σας». Εκείνος συνοφρυώθηκε και πετάχτηκε όρθιος. «Σας ζητώ συγνώμη, δεσποινίς Κούλσντιν. Πίστευα ότι μια κάποια οικειό­ τητα θα βοηθούσε. Προφανώς έκανα λάθος». Επέστρεψε στη θέση του, πίσω α π ' το γραφείο του και στάθηκε εκεί κοιτώ­ ντας τη. Στην έκφρασή του δεν υπήρχε τίποτα που να υπο­


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

15

δηλώνει ότι αυτό που γινόταν εκείνη τη στιγμή ήταν οτιδήποτε άλλο πέρα από μια τυπική συνέντευξη για δουλειά. «Επίσης, κάνετε λάθος αν νομίζετε ότι θα άρπαζα με χαρά αυτή την ευκαιρία», του είπε εκείνη. «Νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε. Καλή σας μέρα, κύριε Σεγκουρίνι», πρόσθεσε, μολονότι ήξερε ότι αργότερα θα μετάνιωνε για την άρνησή της. Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος την άφησε να φύγει δίχως να της πει λέξη. Αργότερα, όταν επέστρεψε στο γραφείο της και έκανε διακριτικά κάποιες ερωτήσεις, ανακάλυψε πω ς όσα της είχε πει ο Αουτσιάνο Σεγκουρίνι ήταν αλήθεια. Απ’ ό,τι (ραινόταν, θα έμενε χωρίς δουλειά κι έτσι η Νταβίνα θα ανα­ γκαζόταν να φύγει α π ’ το σχολείο της. Η σκέψη αυτή της έφερε απελπισία. *** I κείνο το βράδυ, μόλις έφτασε στο σπίτι της βρήκε ένα τερά<πιο μπουκέτο με λευκά τριαντάφυλλα να την περιμένει μπρο<μ ά στην πόρτα της. Το πήρε στα χέρια της και κοίταξε την κάρτα που το συνόδευε.

Στην πιο εκπληκτική γυναίκα που γνώρισα ποτέ. Η πρόιασή μου ισχύει ακόμα, σε περίπτωση που αλλάξεις γνώμη. Θα σου τηλεφωνήσω. 11 κάρτα δεν είχε υπογραφή* άλλωστε, δε χρειαζόταν. Και ινω ι’νκοσε ανακούφιση που της δινόταν η δυνατότητα να 1» ι μ j μ« tn τις οικονομικές της δυσκολίες, ταυτόχρονα η καρδιά ιης σφίχτηκε στη σκέψη ότι θα χρειαζόταν ν' αντιμετωπίσει μμ\ ι 11ιν πιο εκπληκτικό άντρα που είχε γνωρίσει ποτέ. < I μ <ν σκοτώθηκαν οι γονείς της, η Σελίνα πούλησε το |Ιικ ιομιανά σπίτι που είχαν στο Νόρφολκ και μετακόμισε σε I...... ιιμιοχή που βρισκόταν πιο κοντά στο Λονδίνο και τη ιιουλιιά iijs και σ' αυτό το μικρό σπίτι, που της ταίριαζε ΜΜθλίΜ <ι Αν δι ν ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει τα δίδακτρα yin ι ο σχολι ίο ι ης Νταβίνα, θα μπορούσε να ζει πολύ άνετα, •·Λ \<<» ιοι άιιω ς ι ίχ<χν τα πράγματα η ζωή ήταν ένας συνεχής

Hytrtvuv

Αψηοι η« λουλούδια στον πάγκο της κουζίνας, ενώ σκεφτό­


16

Margaret Mayo

ταν μήπως θα ήταν καλύτερα να τα πετάξει στο καλάθι των αχρήστων. Αν τα έβαζε στο βάζο, θα της θύμιζαν συνεχώς εκείνον, που την είχε επηρεάσει τόσο πολύ μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. "Εκανε ντους και φόρεσε μια άνετη φόρμα σε πράσινο σκούρο χρώμα. Ετοίμασε το βραδινό της — κρύο κοτόπουλο που είχε μείνει από την Κυριακή, σαλάτα και π α τά τες— και ακόμα τα μυρω­ δάτα τριαντάφυλλα ήταν επάνω στον πάγκο της κουζίνας. Μόλις είχε προλάβει να τελειώσει το φαγητό της, όταν χτύ­ πησε το κουδούνι. Καθώς την ενοχλούσαν συχνά διάφοροι επισκέπτες, η Σελίνα μπήκε στον πειρασμό να μην ανοίξει, μέχρι που το κουδούνι χτύπησε πάλι επίμονα. Συνήθως, πριν ανοίξει την πόρτα της, βεβαιωνόταν ότι η αλυσίδα ασφαλείας ήταν στη θέση της. Τούτη τη φορά, όμως, άνοιξε την πόρτα χωρίς να σκεφτεί, αποφασισμένη να τα ψάλει σ’ όποιον κι αν ήταν αυτός που της χτυπούσε το κουδούνι. "Εμεινε άναυδη. «Κύριε Σεγκουρίνι! Τι θέλετε εδώ;» Εκείνος της χαμογέλασε. «Ήρθα να δω αν έφτασαν τα λουλούδια μου». Η Σελίνα τον κοίταξε καχύποπτα. «Θα μπορούσατε να μου τηλεφωνήσετε για να το μάθετε. Ναι, έλαβα την ανθοδέσμη σας και σας ευχαριστώ πολύ, μόνο που δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο μου τη στείλατε». «Ελπίζω να σου αρέσουν τα τριαντάφυλλα». Την κοίταξε α π ’ την κορφή ως τα νύχια, μ’ αυτά τα μάτια με τις μακριές βλεφαρίδες, ξεκινώντας από τα ροζ νύχια των ποδιών της, σταματώντας για μια στιγμή στο στήθος της, έπειτα στο στόμα της και τέλος στα μάτια της. Η Σελίνα ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. «Ναι», ψιθύ­ ρισε. Τα λευκά τριαντάφυλλα ήταν τα λουλούδια που προτι­ μούσε, ωστόσο εκείνος δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό. «Είναι κρίμα που όταν κάποιος στέλνει λουλούδια, τελικά δεν τα βλέπει ποτέ». «Αν επιδιώκετε να σας καλέσω να περάσετε μέσα, τότε έχετε αποτύχει», του δήλωσε, ενώ πάσχιζε απεγνωσμένα να ηρεμήσει. Εκείνος φορούσε λεπτό παντελόνι σε μπλε χρώμα και μάλλινο πουλόβερ. Το απλό αυτό ντύσιμο αναδείκνυε ακόμα περισσότερο το γεροδεμένο κορμί του και τον έκανε πολύ πιο επικίνδυνο αντίπαλο. Η λογική της της έλεγε πως


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

17

δεν έπρεπε να τον εμπιστευτεί, αλλά το κορμί της δεν είχε καμία τέτοια αναστολή. «Σκέφτηκα μήπως θα μπορούσαμε να βγούμε για ένα ποτό, να γνωριστούμε καλύτερα και να συζητήσουμε με περισσότε­ ρες λεπτομέρειες την πρότασή μου». Της χαμογελούσε, ενώ τα καστανά μάτια του εξακολουθούσαν να την κοιτάζουν επίμονα. Γι θράσος! σκέφτηκε η Σελίνα και, ενώ η καρδιά της χτυπού­ σε τρελά, κατάφερε να συνοφρυωθεί και να του πει εκνευρι­ σμένη: «Δε δέχεστε ποτέ το όχι;» «"Οχι, όταν θέλω πολύ κάτι». «Και θέλετε εμένα;» Αυτό δεν έπρεπε να το πει* ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν, πράγμα που της φάνηκε τελείως ιιαράλογο, μια και είχε να κοκκινίσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. «Θέλω να πω , θέλετε εμένα στη δουλειά σας;» I κείνος κατάλαβε την αμηχανία της και χαμογέλασε. «Είστε 11 λι ια γι’ αυτή τη δουλειά». # 1χω την εντύπωση ότι υπάρχει κι άλλος λόγος», του αντι-

γύρισε. <) Σι γκουρίνι συνοφρυώθηκε. «Τι σας έκανε να πιστέψετε Μΐιι ιέτοιο;» μΙ 11

ττιμονήσας κατά πρώτο λόγο».

■ Και κατά δεύτερο;» ■I υναικεία διαίσθηση». Ο τόνος της φωνής της ήταν ψυ\\ ημ, I ίχι καταφέρει να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό της. I μ ΐνικ, της χαμογέλασε. «Α, αυτό». ΐ'Ν« ιι, αυτό», του αποκρίθηκε. «Αρνείστε ότι έχω δίκιο;» •I ivmi μια πολύ ενδιαφέρουσα θεωρία. Τι θα λέγατε να Hyulvi ιι κάπου για να τη συζητήσουμε;» Μ ) ι \ΐν< <<κναστέναξε νευριασμένη. «Δε θέλω να βγω. ΠέραΙ νι ιιυλυ δύσκολη μέρα και σκοπεύω να κοιμηθώ νωρίς το | Ι , η ι /μ >μ

ι » ι γκουρίνι έριξε μια ματιά στο ρολόι του* ένα ακριβό, Ιι ...... | η>\< >ι, κατά πάσα πιθανότητα Καρτιέ. Ό λα πάνω του Ρ^ΜυρυΟσαν ιυμάρεια και α π ' ό,τι φαινόταν πίστευε πως |· μ.., μ„ μμ να ιξίχγοράσει τα πάντα με τα χρήματά του. Η It \i .. /.r ν ,ιριρι |iciWt ότι σκόπευε να της προσφέρει ακόμα |Η yuM Hipo μισθό. itfVni Μ,,,ι.,Μκυρπ μόλις περασμένες οχτώ. Ίσω ς, αν θέλε­


18

Margaret Mayo

τε, μπορούμε να μιλήσουμε εδώ. Σας υπόσχομαι να μη σας απασχολήσω περισσότερο από μία ώρα». «Δεν επιτρέπω ποτέ σε ξένους να μπαίνουν στο σπίτι μου». Την κοίταξε ανασηκώνοντας απορημένος το φρύδι του. «Δε νομίζω ότι είμαστε ξένοι και σας υπόσχομαι, δεσποινίς Κούλσντιν, ότι οι προθέσεις μου είναι αγαθές», της δήλωσε, γελώ­ ντας σιγανά. «Κάπως, παρωχημένη αυτή η έκφραση για την εποχή μας. Επιτρέψτε μου να το θέσω διαφορετικά. Δεν έχω βλέψεις στο κορμί σας, όσο όμορφο κι αν είναι. Είστε απόλυτα ασφαλής». Η Σελίνα τον πίστεψε, κάτι που παραξένεψε ακόμα και την ίδια. Τον θεωρούσε επικίνδυνο, αλλά ενστικτωδώς πίστευε ότι μπορούσε να αποδεχτεί τις διαβεβαιώσεις του σ' αυτή την περίπτω ση. «Πολύ καλά», του είπε, παραμερίζοντας για να τον αφήσει να περάσει. «Αν και σας λέω εξαρχής ότι χάνετε τον καιρό σας. Ποτέ δεν αναθεωρώ τις αποφάσεις μου». «Κι εγώ δε δέχομαι ποτέ να μου λένε όχι. Θα χαρώ πολύ να δω ποιος α π ’ τους δυο μας θα κερδίσει». Η ατμόσφαιρα άλλαξε, θαρρείς, μόλις εκείνος μπήκε μέσα. Πάντα ένιωθε γαλήνη και άνεση σ’ αυτό το σπίτι, αλλά μόλις πάτησε το πόδι του ο Σεγκουρίνι, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε, όπω ς ακριβώς είχε συμβεί και στο γραφείο του. Η συνάντηση αυτή θα είναι πάρα πολύ δύσκολη, κατέληξε η Σελίνα. Τον οδήγησε στο καθιστικό που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού και έβλεπε στον κήπο, όπου είχε φυτέψει μέσα σε γλάστρες και δοχεία πολύχρωμα φυτά και λουλούδια, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα σχεδόν μεσογειακή. «Καθίστε, παρακαλώ». Του έδειξε μια παλιά πολυθρόνα που την είχε σκεπάσει με ύφασμα σε πράσινο χρώμα της σκουριάς κι εκείνη κάθισε απέναντί του σε μια ξύλινη καρέκλα, με την πλάτη της γυρισμένη στην μπαλκονόπορτα. Αυτό τον έβαζε σε μειονεκτική θέση, καθώς το φως της δύσης έπεφτε ακριβώς στα μάτια του. Φαίνεται όμως πω ς κατάλαβε την τακτική της, γιατί σηκώ­ θηκε και, χαμογελώντας μ’ εκείνο το χαμόγελο του λύκου που υποδήλωνε ότι είχε τον απόλυτο έλεγχο, της είπε: «Καθίστε εσείς στην πολυθρόνα, είναι πιο αναπαυτικά». Της έδωσε το χέρι του κι έτσι η Σελίνα δεν είχε άλλη επιλογή α π ’ το να υπακούσει. Ωστόσο, πρόλαβε να κλείσει λίγο την


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

19

κουρτίνα πριν καθίσει στην πολυθρόνα. Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό, για τί ο ήλίος συνέχιζε να πέφτει πάνω της, αναγκάζοντάς τη να μισοκλείνει τα μάτια της. «Καλή η προσπάθεια, δεσποινίς Κούλσντιν», δήλωσε εκείνος ειρωνικά, «προτιμώ, όμως, να ελέγχω εγώ την κατάσταση». Η Σελίνα δεν αποκρίθηκε. Κατάφερε να κρύψει την αμη­ χανία της και να τον κοιτάξει με σκοτεινό βλέμμα και σφιγ­ μένα χείλη. «Ωραία, λοιπόν, μπορείτε να μου κάνετε την προσφορά σας». Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και η καρδιά της Σελίνα άρχισε να χτυπ ά δυνατά. «Νομίζω ότι πρώ τα α π ’ όλα πρέπει να αναλύσουμε τους λόγους που σ ’ έκαναν ν’ αρνηθείς την προσφορά μου». «Δεν υπάρχει τίποτα ν' αναλύσουμε». «Ωστε δεν υπάρχει, ε;» μουρμούρισε εκείνος σκεφτικός. «Ωστόσο, κανείς δε θα αρνιόταν μια πρόταση να κερδίσει in ρισσότερα χρήματα, εκτός κι ήταν πάρα πολύ πλούσιος». I cx μάτια της Σελίνα πέταξαν αστραπές. «Κι εσείς ανήκετε σ’ αυτή την κατηγορία της ελίτ που πιστεύει ότι με τα χρήματα μπυρείν’ αγοράσει ό,τι επιθυμεί η καρδιά της. Θα σας πω κάτι, κυμιι Σεγκουρίνι: δεν πουλιέμαι. Καταλάβατε;» <I λεγξες ποια είναι η κατάσταση της εταιρείας όπου εργά«μ «ιι τώρα;» >' αυτό είχατε δίκιο», ομολόγησε η Σελίνα. «Και αυτό το σπίτι το χρωστάς ακόμα στην τράπεζα». ««Λυτό δε νομίζω ότι σας αφορά», αποκρίθηκε η Σελίνα αιιΟιυμα. Έτσι κι αλλιώς, εκείνος σίγουρα το γνώριζε αυτό, ι Μαν ιιούλησε το πατρικό της, τα χρήματα που είχε πάρει h$ ν »ψταναν για ν’ αγοράσει σπίτι στο Αονδίνο κι έτσι είχε * αγκα< 11 εί να πάρει δάνειο για να συμπληρώσει το ποσό. «Κι ιι βέβαια είναι και τα δίδακτρα για το σχολείο της αδερ­ φή», που Οα πρέπει να τα βγάζεις πέρα πολύ δύσκολα, Ιιλίνα». I κι iVi) έμι ινι μ’ ανοιχτό το στόμα. Αν και περίμενε πω ς κατά m ι. μι 11ilk ινόιητα θα το γνώριζε κι αυτό κι έτσι δεν έπρεπε ν*......μάξι νιυτεί, πετάχτηκε όρθια α π ’ την καρέκλα της και Ι»ιυ δηλωοι ι ξ(ο φρενών: «Έξω α π ’ το σπίτι μου. Δεν έχεις μ «ν* vm δικαίωμα να κατασκοπεύεις...» «ι *» ιιυλύ πιο όμορφη όταν θυμώνεις», τη διέκοψε εκείνος


20

Margaret Mayo

απτόητος. «Εκπλήσσομαι που δεν έχει βρ*Όι ι κάποιος να σ’ αρπάξει. Χρειάζεσαι τη δουλειά, Σελίνα.! ια ι ί, λοιπόν, δεν την παίρνεις;» Εκείνος είχε δίκιο. Πράγματι, τη χρειαζόι <*ν αι >τή τη δουλειά. Ωστόσο, του δήλωσε κοφτά: «Μόνο (χν τριπλασιάσετε το μισθό μου». "Ενα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα σκληρά χαρακτηριστι­ κά του. «"Εγινε». Σηκώθηκε κι αυτός και της έδωσε το χέρι του. «Το ήξερα ότι θα λογικευόσουν. Όλοι και όλα έχουν μια τιμή». Η χειραψία του της έλιωσε το χέρι, αλλά εκείνο που την τάραξε περισσότερο ήταν τα ηλεκτρικά κύματα που διέτρεξαν το κορμί της, η ίδια αντίδραση που είχε νιώσει και στο γραφείο του. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να μη διασταυρώ­ νονται οι δρόμοι μας πολύ συχνά, ικέτευσε μέσα της.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ένα μήνα μετά, η Σελίνα άρχισε να δουλεύει για την εταιρεία Λους και την πρώτη εβδομάδα, προς μεγάλη της ανακούφιση, δε συνάντησε καθόλου τον Λουτσιάνο, π αρ’ ότι το όνομά του βρισκόταν διαρκώς στα χείλη όλων των υπαλλήλων: ο Λουτσιάνο έκανε αυτό, ο Λουτσιάνο πέτυχε εκείνο, στον Λουτσιάνο θ' αρέσει αυτό και πάει λέγοντας. Επίσης, την παίδευαν με ατέλειωτες ερωτήσεις για το πώ ς είχε πάρει τη δουλειά. Κανένας δεν είχε φύγει και δεν υπήρχε κενή θέση. Προφανώς είχαν δημιουργήσει τη θέση για την ίδια. Αυτό τους μπέρδευε όλους όπως και την ίδια. Της έστειλαν μια δεύτερη ανθοδέσμη με λευκά τριαντάφυλλα και τούτη τη φορά η κάρτα έγραφε απλώς: «Ευχαριστώ». Έπειτα ήρθε η στιγμή που την κάλεσαν στο γραφείο του «μεγάλου». Η Σελίνα ένιωσε την καρδιά της να χτυπά τρελά πριν ακόμα φτάσει στο τέρμα του διαδρόμου που οδηγούσε στο γραφείο του. Κοντοστάθηκε μια στιγμή απέξω για να ηρεμήσει, παίρνοντας βαθιές ανάσες, όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά. «Μα τι κάνετε, δεσποινίς Κούλσντιν;» τη ρώτησε ο Λουτσιάνο Σεγκουρίνι, έτοιμος να βάλει τα γέλια. «Παίρνετε θάρρος για ν' αντιμετωπίσετε το λιοντάρι μέσα στο άντρο του;» Είχε πετύχε ι διάνα και για να μην ντροπιαστεί περισσότερο η Σελίνα του είπε: «Φυσικά. Σας εκτιμούν πάρα πολύ, κύριε Σεγκουρίνι. Μια πρόσκληση στο άδυτό σας, δεν μπορεί κανείς να μην την πάρει στα σοβαρά. Τι με θέλετε; Θα με διώξετε ή Οα αυξήσετε το μισθό μου;» Εκείνος χαμογέλασε και της έκανε νόημα να περάσει. «Ελά­ χιστοι από τους υπαλλήλους μου θα τολμούσαν να μου μιλή­ σουν έτσι».


§ 22

MARGAK1 1 MAYO

«Σοβαρά; Δε μου είπατε, όταν δέχτηκα αυτί] r\ | δουλειά, ότι όλοι εδώ είστε μια χαρούμενη οικογένεια; Ό ιι διν υπάρχει κανένας ταξικός διαχωρισμός; Σ’ αυτή την περίπτωση, δε βλέπω το λόγο να μη λέω ό,τι θέλω». «Δεν έχει σημασία». Της έκανε νόημα να καθίσει και κάθισε κι εκείνος πίσω α π ’ το γραφείο του, όπω ς είχε κάνει και την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει. Και τώρα, όπως και τότε, η Σελίνα ένιωσε το κορμί της να ανατριχιάζει, αισθάνθηκε τον απίστευτο μαγνητισμό του και έμεινε για άλλη μια φορά άναυδη με την απρόσμενη ανταπόκρισή της. «Έχεις κάποια άμεσα σχέδια, Σελίνα;» Εκείνη τον κοίταξε συνοφρυωμένη, χωρίς να καταλαβαίνει τι ακριβώς εννοούσε μ* αυτή την ερώτηση. «Εννοώ προσωπικά σχέδια. Να π α ς διακοπές, για παράδειγ­ μα». Ο τόνος της φωνής του ήταν ψυχρός και την αντιμετώ­ πιζε καθαρά επαγγελματικά, πράγμα που την ανακούφιζε. «Όχι». «Ωραία, γιατί θα ήθελα να με συνοδεύσεις στη Σικελία». «Στη Σικελία;» επανέλαβε εκείνη κατάπληκτη. «Ναι, στην πατρίδα μου». «Και για ποιο λόγο θα πρέπει να σας συνοδεύσω εγώ;» «Για καθαρά επαγγελματικούς λόγους, βέβαια. Κάνω διάφο­ ρες διαφημίσεις σ' εκείνη την περιοχή». «Κι εμένα τι με χρειάζεστε;» «Δεν είναι προφανές;» τη ρώτησε εκείνος κοφτά, σαν να τη θεωρούσε ηλίθια που δεν καταλάβαινε το λόγο. «Έχεις τις γνώσεις που απαιτούνται και θα γλιτώσουμε κι οι δύο χρόνο και εγώ επιπλέον χρήματα, αν έρθεις μαζί μου και μου εκφρά­ σεις τις ιδέες σου αμέσως». Η Σελίνα τον κοίταξε καχύποπτα. «Αυτό το είχατε κατά νου α π ’ την αρχή; Και γιατί δεν το λέγατε;» «Θα δεχόσουν να δουλέψεις για μένα, αν ήξερες ότι σκόπευα να σε πάρω στο εξωτερικό;» τη ρώτησε εκείνος, κοιτώντας την επίμονα. Η Σελίνα χαμογέλασε αχνά. «Ίσω ς όχι. Απ’ την άλλη, όμως, μπορεί και να το έβλεπα σαν μια ενδιαφέρουσα ευκαιρία». «Ω στε δέχεσαι ευχαρίστως να με συνοδεύσεις;» Η Σελίνα θεώρησε πω ς θα ήταν μάταιο ν' αρνηθεί. Έτσι κι


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

23

αλλιώς, στο τέλος θα περνούσε το δικό του. «Φτάνει οι λόγοι να είναι καθαρά επαγγελματικοί». «Σ’ το υπόσχομαι», τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Πόσο καιρό θα λείψουμε;» «Μια δυο μέρες, μέχρι να τελειώσω τις δουλειές μου». *** Το ταξίδι με το αεροπλάνο κράτησε δυόμισι ώρες. Έκλεισαν δωμάτια σ’ ένα ξενοδοχείο στο Παλέρμο και την ώρα που δειπνούσαν ο Λουτσιάνο την εξέπληξε αρχίζοντας να της μιλά για την παιδική του ηλικία. «Εδώ οι οικογένειες είναι πολύ δεμένες, όπως θα ξέρεις βέβαια. Η μητέρα μου πέθανε όταν εγώ ήμουν τεσσάρων ετών και με μεγάλωσαν οι γονείς της, μαζί με την προγιαγιά μου. Παρ' ότι ούτε ο πατέρας μου ούτε ο παππούς και η γιαγιά μου ζουν τώρα, η προγιαγιά μου ζει ακόμα κι εφέτος θα ιΛείσει τα ενενήντα τρία της χρόνια». Έδειχνε ν’ αγαπά πολύ την προγιαγιά του και η Σελίνα ζήλεψε για μια στιγμή, καθώς η ίδια δεν είχε ούτε παππούδες ούτε γιαγιάδες, γιατί είχαν πεθάνει όταν εκείνη ήταν πολύ μικρή, πριν ακόμα γεννηθεί η Νταβίνα. «Πήγα στην Αγγλία για να τελειώσω τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης», συνέχισε ο Αουτσιάνο, «και μου άρεσε τόσο πολύ η χώρα σου, ώστε έμεινα εκεί μόνιμα. Βέβαια, έρχομαι συχνά εδώ* η οικογένειά μου δε θα με συγχωρούσε ποτέ αν δεν ερχόμουν». «Έχετε αδέρφια;» «Δύο αδερφούς και μία αδερφή: την Γκαμπριέλα* είναι η νεότερη. Μ ετά είναι ο Πάολο και μετά ο Φ ιλίππο. Θα τους δούμε αύριο». Η Σελίνα συνοφρυώθηκε. «Θα κάνουμε επίσκεψη στην οικογένειά σας;» «Φυσικά. Δεν είναι δυνατό να έρθω στη Σικελία και να μην πάω να τους δω». «Μα μου είπατε ότι το ταξίδι ήταν καθαρά επαγγελματικό», τον κατηγόρησε εκείνη. Ο Αουτσιάνο χαμογέλασε. «Βλέπεις τίποτα το κακό στο να συνδυάσεις τη δουλειά με την ευχαρίστηση; Πάρε αυτό το διάλειμμα σαν ένα πρόσθετο δώρο».


24

Margaret Mayo

Σιγά το δώρο, συλλογίστηκε η Σελίνα. «Είναι παντρεμένα τ’ αδέρφια σας;» «Όλα». «Κι εσείς πώ ς δεν παντρευτήκατε;» Δεν έπρεπε να του κάνει αυτή την ερώτηση* φανέρωνε μεγάλη περιέργεια εκ μέρους της, καθώς εκείνος ήταν ο εργοδότης της. Η έκφρασή του, που ξαφνικά σκλήρυνε, επιβεβαίωσε την ανησυχία της. «Με συγχωρείτε», του είπε βιαστικά. «Ξεχάστε την ερώτηση. Αυτή η μακαρονάδα είναι πάρα πολύ καλή». «Είναι φυσικό. Περίμενε, όμως, μέχρι να δοκιμάσεις τη δική μας μακαρονάδα. Στο σπίτι μου φτιάχνουν σπαγγέτι μπολονιέζε με μια ειδική συνταγή. Είναι μεραβιλιόζα». Προφανώς υπήρχε κάποιος λόγος που δεν είχε παντρευτεί και η Σελίνα αναρωτήθηκε ποιος ήταν αυτός ο λόγος. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα με τριάντα πέντε και της φαινόταν παράξενο που εξακολουθούσε να είναι εργένης. Ή τα ν κατάλληλος για σύζυγος και απορούσε που δεν είχε βρεθεί κάποια να τον αρπάξει. Μάλλον το λάθος θα ήταν δικό του. Ίσω ς να ασχολιόταν πολύ με τη δουλειά του. Ίσω ς πάλι να είχε κάποια κακή εμπειρία και ίσως... Τέλος πάντων, θα υπήρχαν χιλιάδες εξηγήσεις. * * *

Εκείνο το βράδυ, όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι της, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που βρισκόταν δίπλα στο δωμάτιο του Λουτσιάνο, η Σελίνα δεν μπορούσε να τον βγάλει α π ’ το μυαλό της. Ή τα ν ο πιο ενδιαφέρων τύπος που είχε γνωρίσει στη ζωή της* όμορφος, αισθησιακός, πλούσιος, είχε όλα όσα θα μπο­ ρούσε να ονειρεύεται μια κοπέλα. Την απασχολούσε το γεγονός ότι την επηρέαζε τόσο πολύ, ότι έριχνε σε τέτοιο βαθμό τις άμυνές της. Από τότε που ανακάλυψε ότι ο Άντριου έβγαινε κρυφά με μια άλλη γυναίκα, πίστευε ότι είχε πάθει ανοσία σ ’ αυτά τα πράγματα. Αυτό μαζί με το γεγονός ότι εκείνη η γυναίκα ήταν η κοίλύτερη φίλη της την είχαν κάνει να ορκιστεί ότι δε θα ξαναπίστευε ποτέ κανέναν. Είχε ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά της και κανείς από τότε δεν είχε καταφέρει να της ξυπνήσει κάποιο συναί­ σθημα. Της είχαν βγάλει κιόλας το παρατσούκλι «παγόβουνο». Η σύντομη πτήση από την Αγγλία, με το προσωπικό τζετ


Ενας Αντρας Μ ε Π ειθώ

25

του Λουτσιάνο, ήταν για κείνη μοναδική εμπειρία. Ό χι μόνο την είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι είχε δικό του αεροπλάνο, αλλά είχε μείνει άφωνη από τη δύναμη της προσωπικότητάς του. Κάθε φορά που συναντιόνταν, η ατμόσφαιρα φορτιζόταν, αλλά μέσα στο τζετ η Σελίνα ένιωθε αυτή τη φόρτιση ακόμα πιο έντονα. Δυσκολευόταν ν' αναπνεύσει, λες και δεν υπήρχε οξυγόνο στο αεροπλάνο. Εκείνος γέμιζε κυριολεκτικά το χώρο με την παρουσία του και, π α ρ’ ότι δούλευε στο κομπιουτερ του, ήταν αδύνατο να τον αγνοήσει. Και τώρα, μόλο που τους χώριζε ένας ολόκληρος τοίχος, η Σελίνα εξακολουθούσε να τον νιώθει, εξακολουθούσε να αι­ σθάνεται τη δύναμη που απέπνεε. Αυτό την απασχολούσε πάρα πολύ* ο Αουτσιάνο διέθετε μια δύναμη που δεν μπορού­ σε να περάσει απαρατήρητη. *** Η έλλειψη ύπνου, το γεγονός ότι είχαν σηκωθεί πολύ πρω ί την επομένη, καθώς και η ανησυχία της σχετικά με τον Αουτσιάνο, της είχαν προκαλέσει εκνευρισμό και όταν συναντήθηκε μαζί του για να πάρουν το πρωινό τους ήταν μουτρωμένη. «Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά;» τη ρώτησε εκείνος, που φαινόταν ξεκούραστος και ζωντανός* φορούσε λευκό πουκά­ μισο, σκούρο λινό παντελόνι και τα μαύρα μαλλιά του ήταν ακόμα υγρά από το ντους. «"Εχω πονοκέφαλο», δικαιολογήθηκε η Σελίνα, καθώς δεν μπορούσε να του πει ότι είχε μείνει ξύπνια και τον σκεφτόταν. "Ηταν μέρος της ζωής της εδώ και έξι εβδομάδες, τον είχε συναντήσει μόνο τρεις φορές πριν α π ’ αυτό το ταξίδι και όμως της είχε πάρει κυριολεκτικά το μυαλό. "Ηταν τελείως τρελό. Τουλάχιστον είχε κρατήσει το λόγο του και μέχρι στιγμής δεν της είχε κάνει καμία περίεργη πρόταση. «"Εχεις συχνά πονοκεφάλους;» τη ρώτησε κοφτά. «Υποφέ­ ρεις από ημικρανίες;» Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τότε, θα φταίει το ταξίδι και η αλλαγή. Πάρε δύο ασπιρίνες και θα σου περάσει αμέσως». «Ποια είναι τα σχέδιά μας για σήμερα;» τον ρώτησε. "Ενιωθε αμήχανη που θα τη σύστηνε στους συγγενείς του. Αραγε


26

MARGARET MAYO

εκείνοι θα πίστευαν αυτό το σενάριο του επαγγελματικού ταξιδιού; Ή θα τη θεωρούσαν φιλενάδα του; Πήγαινε συχνά φιλενάδες στο σπίτι του; Η Σελίνα απέρριψε αμέσως αυτή τη σκέψη. Της είχε πει ότι προερχόταν από πολύ παλιά, αριστοκρατική οικογένεια της Σικελίας, με συντηρητικές αντιλήψεις σχετικά με τις φιλενάδες και το γάμο. «Τώρα το πρω ί θ' ασχοληθούμε με δουλειές», της απάντησε εκείνος. «Το απόγευμα θα πάμε να επισκεφτούμε την οικογένειά μου». Ό σο μιλούσε, την κοιτούσε επίμονα. «Μην ανησυ­ χείς, Σελίνα* θα τους αρέσεις πάρα πολύ». Εκείνη συνοφρυώθηκε. Θ α τους αρέσω; αναρωτήθηκε. Και τι σημασία έχει αν τους αρέσω ή όχι; Μια απλή συνεργάτης του είμαι. Από την αρχή ήταν ανήσυχη για όλη αυτή την ιστορία* για τη δουλειά που της είχε προσφέρει, τον απίστευτα υψηλό μισθό που της έδινε και τελικά για τούτο το ταξίδι στη Σικελία. Μ ήπως είχε δίκιο ν’ ανησυχεί; «Μήπως υπάρχει κάτι που δε μου το είπατε, κύριε Σεγκουρίνι;» «Λέγε με Λουτσιάνο, σε παρακαλώ». «Για ποιο λόγο;» Τα γκρίζα μάτια της (ραίνονταν ανήσυχα σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. «Τι θα πει για ποιο λόγο;» τη ρώτησε εκείνος συνοφρυωμένος. «Για ποιο λόγο να σας λέω Λουτσιάνο, τη στιγμή που είστε ο ιδιοκτήτης της εταιρείας στην οποία εργάζομαι; Πιστεύω ότι δεν είναι σωστό να έχουμε τόση οικειότητα, εφόσον είμαι α π ’ τα νεότερα μέλη της ομάδας σας και ιδιαίτερα εφόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για καθαρά επαγγελματικό ταξίδι». «Συνδυασμός δουλειάς και ευχαρίστησης», της υπενθύμισε εκείνος. «Πάντα χαίρομαι όταν βρίσκομαι με την οικογένειά μου». «Και πάντα παίρνετε μια γυναίκα μαζί σας;» τον ρώτησε κοφτά η Σελίνα. «Ό χι», της απάντησε εκείνος κι έπειτα την κοίταξε για μια στιγμή συλλογισμένος. «Ποτέ δεν έχω πάει γυναίκα στο σπ ίτι μου». Τουλάχιστον αυτό απαντούσε στη μία της ερώτηση. «Θέλε­ τε να πείτε ότι ποτέ δεν είχατε σοβαρό δεσμό με κάποια γυναίκα;»


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

27

Ο Λουτσιάνο έσφιξε τα δόντια του. «Όχι, δε θέλω να πω αυτό. Είχα σοβαρό δεσμό με κάποια γυναίκα αλλά δεν προχώ­ ρησε. Θα προτιμούσα να μην το συζητώ. Τελείωσες με το πρόγευμά σου; Θα ήθελα να ξεκινήσουμε σύντομα». Η Σελίνα κατάλαβε πω ς είχε χτυπήσει, ασυναίσθητα, κά­ ποια πληγή, αλλά σκέφτηκε, π α ρ’ ότι ήταν περίεργη να μάθει, ότι δε θα ήταν φρόνιμο να πιέσει τα πράγματα. Ίσω ς αργότε­ ρα, όταν θα τον γνώριζε καλύτερα, να μάθαινε γι’ αυτή τη γυναίκα που τον είχε πληγώσει τόσο πολύ. Προφανώς εκείνη ήταν ο λόγος που δεν είχε παντρευτεί. *** Πήγαν σ’ ένα ραντεβού που είχαν κλείσει με μια πολύ γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία και η σύσκεψη ήταν συναρπαστική· η Σελίνα αισθάνθηκε πω ς την τιμούσε το γεγονός ότι της είχαν ζητήσει να πάρει μέρος σ ’ αυτή τη σύσκεψη. Ένα α π ό τα προσόντα της ήταν το γεγονός ότι ήξερε ιταλικά. Σίγουρα ο Λουτσιάνο θα το ήξερε κι αυτό όταν μου ζήτησε ν ' αναλάβω τη δουλειά, συλλογίστηκε κι αυτό εν­ νοούσε όταν μου είπε ότι είχα τα κατάλληλα προσόντα για να έρθω μαζί του σ’ αυτό το ταξίδι. Παρ’ ότι η σικελιάνικη διάλεκτος διέφερε από τα κλασικά ιταλικά, η Σελίνα μπο­ ρούσε να τους καταλαβαίνει και οι Σικελοί εντυπω σιάστη­ καν που ήξερε τη γλώσσα τους. Γενικώς, τους έκανε πάρα πολύ καλή εντύπω ση. Αργότερα πήγαν για φαγητό σ’ ένα εστιατόριο έξω α π ’ το Παλέρμο και ο Λουτσιάνο τη συγχάρηκε για την επιτυχία της, χωρίς ωστόσο να μακρηγορήσει πάνω σ’ αυτό το θέμα* ήταν φανερό ότι αδημονούσε να δει τους δικούς του και ιδιαίτερα την προγιαγιά του. Μιλούσε για κείνη πολύ συχνά και ήταν ξεκάθαρο πω ς υπήρχε πάρα πολύ στενός δεσμός ανάμεσά τους. Ο Λουτσιάνο πήρε ένα δρόμο παράλληλα με τον ποταμό Χιμέρα και σε λίγο έφτασαν στην Έννα, που την περιέβαλλαν το κάστρο και ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Παρκάρισε το αυτοκίνητο μπροστά σ’ ένα πολάτσο, στις παρυφές της πόλης. Η Σελίνα κοίταξε έκθαμβη την πέτρινη έπαυλη με τις αψίδες και τους κίονες, τις δυτικές και ανατολι­ κές πτέρυγες κι ένας θεός ήξερε τι άλλο. Προφανώς ήταν


28

Margaret Mayo

παλιά ένα υπέροχο κτίριο, αλλά τώρα φαινόταν παραμελημένο, λες και κανένας δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό. Παρ' όλ’ αυτά, η Σελίνα είχε εντυπωσιαστεί αφάνταστα. Δεν της είχε περάσει ποτέ α π ’ το μυαλό ότι θα ήταν τόσο μεγαλοπρεπές. Η πόρτα άνοιξε αργά μόλις πλησίασαν και μια νεαρή γυναί­ κα, ντυμένη στα μαύρα, χαμογέλασε ντροπαλά στον Λουτσιάνο και κοίταξε με περιέργεια τη Σελίνα. «Μπον τζόρνο, Φραντσέσκα», της είπε ο Λουτσιάνο και τη ρώτησε, εξακολουθώντας να μιλά στα ιταλικά, αν η προγιαγιά του τους περίμενε. Η Φραντσέσκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, χαμο­ γελώντας του με λατρεία. Εκείνος, αφού σύστησε τη Σελίνα, την οδήγησε σε μια εντυ­ πωσιακά μεγάλη, κυκλική σκάλα. Στην κορυφή υπήρχε ένα παράθυρο με βιτρό α π ’ όπου ο ήλιος σκορπούσε μυριάδες μαγευτικά χρώματα. Η Σελίνα ένιωσε σαν να είχε μπει σ’ έναν κόσμο παραμυθιού. Διέσχισαν ένα διάδρομο στρωμένο με κόκκινο χαλί και αφού πέρασαν μια πόρτα και κατηφόρισαν έναν ακόμα διάδρομο διακοσμημένο με σκαλιστά γύψινα και πανέμορφους κρυστάλ­ λινους πολυελαίους, βρέθηκαν μπροστά σε μια βαριά, ξύλινη πόρτα. Ο Λουτσιάνο χτύπησε την πόρτα.

«Αβάντι». Η Σελίνα περίμενε ότι θα άκουγε ένα σιγανό, τρεμουλιαστό ψίθυρο και όχι αυτή τη βροντερή, αυταρχική φωνή. "Εριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Λουτσιάνο, αλλά εκείνος απλώς της χαμογέλασε καθησυχαστικά και της έκανε νόημα να περάσει στο σκιερό δωμάτιο. Η προγιαγιά Σεγκουρίνι ήταν μια μικροσκοπική γυναίκα που καθόταν ευθυτενής σε μια κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα. "Η­ ταν ντυμένη στα μαύρα και τα λευκά μαλλιά της ήταν καλυμ­ μένα με μαύρη δαντελένια μαντίλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα και βαθουλωμένα, αλλά π α ρ’ όλ’ αυτά είχαν μια αυταρχική έκφραση που έδειχνε ότι αυτή η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι η αδιαμφισβήτητη κυρία της οικογένειας. Μόλις είδε τον εγγονό της, τα μάτια της έλαμψαν κι εκείνος την πλησίασε γρήγορα, τη φίλησε στο μάγουλο και την αγκάλιασε με αγάπη. «Επιτέλους ήρθες», του είπε στα ιταλικά. «Σε περίμενα τόσο


Ενας Αντρας

με

Π είθω

29

καιρό, Λουτσιάνο. Κι αυτή είναι η Σελίνα; Πλησίασε, παιδί μου* άσε με να σε κοιτάξω καλύτερα». Η Σελίνα πλησίασε υπάκουα, έκπληκτη που ο Λουτσιάνο είχε ήδη μιλήσει γΓ αυτή στη γιαγιά του. «Θεέ μου, εσύ είσαι πιο όμορφη α π ’ ό,τι στη φωτογραφία!» αναφώνησε η ηλικιωμένη γυναίκα. Στη φωτογραφία; Ποια φωτογραφία; αναρωτήθηκε η Σελί­ να και κοίταξε συνοφρυωμένη τον Λουτσιάνο, αλλά εκείνος κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι του και της έκανε νόημα να μην πει τίποτα. Η Σελίνα σκέφτηκε πω ς η φωτογραφία για την οποία μιλούσε η ηλικιωμένη γυναίκα θα πρέπει να ήταν η φωτογραφία κάποιας παλαιότερης φιλενάδας του και τώρα δεν ήθελε να προσβάλει τη γιαγιά του, γι’ αυτό δεν της είπε τί.τοτα. Προφανώς η Σελίνα κι εκείνη η κοπέλα έμοιαζαν πολύ, γι’ αυτό η γιαγιά του είχε κάνει αυτό το λάθος. Καθώς τα μάτια της Σελίνα είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στο μισοσκόταδο, κατάφερε να δει πιο καθαρά την Τζιάκομα Σεγκουρίνι. Τα ισχνά, παραμορφωμένα δάχτυλά της ήταν γεμάτα με διαμαντένια δαχτυλίδια και επίσης διαμαντένια κοσμήματα στόλιζαν το λαιμό και τ ’ αυτιά της. Καθόταν σαν βασίλισσα στο θρόνο της και η Σελίνα δεν είχε καμία αμφιβολία πόας έτσι τη θεωρούσε η οικογένεια. Αλλά, παρά την ευθυτενή στάση της και το αυταρχικό της ύφος, η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν χλομή και αδύναμη, λες και η προσπάθειά της να κρατη­ θεί στη ζωή ήταν φοβερά επίπονη. Η Τζιάκομα Σεγκουρίνι της έτεινε το χέρι και η Σελίνα πλη­ σίασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Ο Λουτσιάνο έκανε πολύ καλή επιλογή», είπε, χαμογελώντας χαρούμενα. «Όλοι περιμέναμε με ανυπομονησία να σε γνωρίσουμε». «Μα, ξέρετε, δεν είμαι εγώ αυτή που...» άρχισε να λέει η Σελίνα, θέλοντας να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Λουτσιάνο να ταράζεται, αλλά δεν του έδωσε σημασία. Δεν ήταν σωστό εκ μέρους του να κοροϊδεύει τη γιαγιά του. Γιατί να μην της πει την αλήθεια; Αλλά η ηλικιωμένη γυναίκα αγνόησε πλήρως τα λόγια της. «Θα σου είπε, βέβαια, ότι είναι ο μεγαλύτερος και πιο αγαπημένος δισέγγονος μου». «Ναι, αλλά θα πρέπει...» «Ωστόσο, με απογοήτευσε που δεν έχει παντρευτεί ακόμα.


30

MARGARET MAYO

Είναι τριάντα εφτά χρόνων. Ο άντρας μου ήταν είκοσι δυο όταν τον παντρεύτηκα κι εγώ ήμουν είκοσι. Ό ταν εκείνος ήταν στην ηλικία του Λουτσιάνο, ο μεγαλύτερος γιος μας ήταν ήδη δεκατεσσάρων ετών και είχαμε άλλα τρία παιδιά. Εσύ πόσων χρόνων είσαι, Σελίνα;» «Είκοσι οχτώ», της απάντησε εκείνη διατακτικά. Ή ταν προ­ φανές πω ς δε θα της έδινε την ευκαιρία να μιλήσει. «Μα εσείς οι σύγχρονοι άνθρωποι τι έχετε πάθει; Πού πήγαν οι αγάπες και τα ρομάντσα; Ό λο δουλεύετε, δουλεύετε, περ­ νάτε όλη σας τη ζωή στα γραφεία, αντί να φτιάχνετε οικογέ­ νειες. Ειλικρινά, δε σας καταλαβαίνω». «Τα πράγματα έχουν αλλάξει, γιαγιά», είπε ο Λουτσιάνο. «Ίσως, αλλά δε μου αρέσουν έτσι όπως είναι. Δεν το εγκρίνω αυτό. Τουλάχιστον εσύ λογικεύτηκες τώρα και διάλεξες μια όμορφη κοπέλα. Αφησέ μας μόνες μας, Λουτσιάνο* θέλω να μιλήσω με τη Σελίνα». «Όχι τώρα, γιαγιά», αποκρίθηκε εκείνος, προς μεγάλη αγα­ νάκτηση της Σελίνα. Θ α ήταν για κείνη μοναδική ευκαιρία να αποκαλύψει σε τούτη την αξιοθαύμαστη ηλικιωμένη γυναίκα ποια ήταν. «Ξυπνήσαμε νωρίς και είχαμε πάρα πολλή δουλειά. Η Σελίνα σίγουρα θα θέλει ν' αναπαυτεί». «Τότε αργότερα», αποκρίθηκε η Τζιάκομα Σεγκουρίνι με ευγένεια. Μόλις βγήκαν α π ’ το δωμάτιο, η Σελίνα στράφηκε έξω φρενών και κοίταξε τον Λουτσιάνο. «Τι είδους παιχνίδια είναι αυτά που παίζεις και αφήνεις τη γιαγιά σου να νομίζει ότι είμαι φιλενάδα σου;» «Ένα μικρό ψέμα είναι», αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν είναι κακό». «Εγώ διαφωνώ», του αντιγύρισε η Σελίνα. «Πώς θα νιώσει αυτή η γυναίκα όταν ανακαλύψει πω ς δεν είμαι τίποτα περισσότερο από υπάλληλός σου; Φαίνεται τόσο αδύναμη και άρρωστη, που είναι πολύ πιθανό να τη σκοτώσει αυτό το σοκ». «Τότε, ίσως δεν πρέπει να της πούμε τίποτα». Η Σελίνα τον κοίταξε τρομαγμένη. «Θα αστειεύεσαι, φαντά­ ζομαι». «Καθόλου», δήλωσε εκείνος. «Είναι το πιο εξωφρενικό πράγμα που έχω ακούσει στη ζωή


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

31

μου. Δε θέλω να έχω καμία ανάμειξη σ' αυτό. Επιμένω να της πεις την αλήθεια αμέσως». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Σελίνα», της αποκρίθηκε εκείνος, κοιτώντας τη στα μάτια. «Τότε, θα της το πω εγώ», του είπε αποφασιστικά και έκανε ένα βήμα προς τον πόρτα. «'Οχι, ούτε εσύ θα της το πεις», την αντέκρουσε ο Λουτσιάνο και, πιάνοντάς την από το μπράτσο, την οδήγησε βιαστικά σ’ ένα γραφείο στο ισόγειο. Εκεί, την έβαλε να καθίσει σε μια δερμάτινη πολυθρόνα και την κοίταξε ανήλεα. «Θέλω όλη μου η οικογένεια να πιστέψει ότι είσαι φιλενάδα μου». Η Σελίνα πάγωσε. «Ώ στε δεν ήταν τυχαίο αυτό, ε;» τον ρώτησε ξέπνοα. «Με παγίδευσες. Η δουλειά που μου πρόσφερες δεν ήταν τίποτα περισσότερα από δόλωμα». Είχε μαντέψει πω ς κάτι δεν πήγαινε καλά, ήξερε ότι εκείνος δε θα της έδινε τόσο υψηλό μισθό για το τίποτα, αλλά ποτέ δεν περίμενε ότι θα βρισκόταν σε τόσο δυσάρεστη θέση. «Εγώ δε θα το έθετα έτσι», της είπε εκείνος, με την ίδια ανεξιχνίαστη έκφραση. «Είσαι ήδη σημαντική για την ομάδα* αξίζεις πολλά. Αυτό είναι απλώς μια μηδαμινή εξυπηρέτηση που θα ήθελα να μου κάνεις». «Μηδαμινή;» επανέλαβε εκείνη νευριασμένη. «Δε θεωρώ μηδαμινή αυτή την απάτη. Είναι εξωφρενικό. Αρνούμαι να συμμετάσχω σε κάτι τόσο ελεεινό». «Θέλεις να κάνεις κακό στη γιαγιά μου; 'Ο πω ς είπες και μόνη σου, το σοκ μπορεί να τη σκοτώσει. Ό σο για μένα, ό,τι έκανα το έκανα για να δώσω χαρά σε μια ηλικιωμένη γυναίκα». «Ναι, αλλά για τί διάλεξες εμένα;» τον ρώτησε η Σελίνα. «Επειδή...» Κάθισε δίπλα της και έκανε να της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη τραβήχτηκε νευριασμένη. «Επειδή μοιάζεις πολύ με τη Σιμόν». «Την κοπέλα στη φωτογραφία;» «Ναι». «Εκείνη για την οποία δε θέλεις να μιλάς;» «Αυτή ακριβώς». «Νομίζω ότι μου οφείλεις μια εξήγηση», είπε παγερά η Σελίνα. Ο Λουτσιάνο σώπασε για μια στιγμή και μετά της είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν: «Πριν από έξι μήνες, πίστευα ότι


32

Margaret Mayo

ήμουν ερωτευμένος με τη Σιμόν είχε όλα όσα ήθελα σε μια γυναίκα* ήταν όμορφη, ευγενική, αξιαγάπητη. Ό λα αυτά τα χρόνια, είχα διάφορες φίλες, αλλά η Σιμόν ήταν κάτι μοναδικό». «Λοιπόν, τι συνέβη;» Ξαφνικά τα μάτια του σκοτείνιασαν έγιναν δυο μαύρες, άδειες τρύπες που αντανακλούσαν τον πόνο που κρυβόταν στην καρδιά του. «Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω πω ς είχα κάνει λάθος γι’ αυτή, ότι ήταν κενή, εγωίστρια, ότι δεν ήταν καθόλου η γυναίκα που είχα φανταστεί. Αλλά το κατάλαβα μόνο όταν μ’ εγκατέλειψε, για να πάει με κάποιον που ήταν π ιο πλούσιος από μένα και πολύ π ιο μεγάλος στην ηλικία. Αντιλήφθηκα ότι με είχε ξεγελάσει. Ή τα ν μια ακόμα συμφεροντολόγος, μια α π ’ τις πολλές που είχα γνω­ ρίσει* μια πανέξυπνη και πολύ ταλαντούχος συμφεροντο­ λόγος. Αυτό με δίδαξε μερικά πράγματα. Δεν πρόκειται να ερωτευτώ π οτέ ξανά στη ζωή μου και σκοπεύω να παρα­ μείνω εργένης μέχρι να πεθάνω». «Είχες μια άσχημη εμπειρία», συμφώνησε η Σελίνα, «αλλά εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να παίξω εγώ το ρόλο της Σιμόν. Γιατί να μην π εις την αλήθεια στην οικσγένειά σου;» «Επειδή», της απάντησε αργά, «σε περίμεναν».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

«Με περίυεναν;» τον ρώτησε η Σελίνα με στριγκιά φωνή. «Μα δεν καταλαβαίνω». «Τους είχα πει ήδη ότι θα συναντούσα μια καταπληκτική κοπέλα και ήταν φυσικό να περιμένουν ότι θα την έπαιρνα μαζί μου σ ' αυτή την επίσκεψη που θα τους έκανα. Δεν μπορούσα ν’ απογοητεύσω τη γιαγιά. Ή τα ν τόσο ενθουσια­ σμένη από τότε που έμαθε ότι επιτέλους είχα δημιουργήσει σοβαρό δεσμό». Η Σελίνα κατάλαβε ότι αγαπούσε πολύ τη γιαγιά του, ώστε να θέλει να παίξει αυτό το θέατρογιαχάρη της. Αυτή η πλευρά του χαρακτήρα του την εξέπληξε. Δεν περίμενε ότι θα μπο­ ρούσε να έχει τόσο τρυφερά συναισθήματα. Αυτό την έκανε κάπως πιο ανεκτική απέναντί του, αλλά εξακολουθούσε να έχει αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να πάρει μέρος σ’ αυτό το πονηρό σχέδιο. «Δεν το βλέπω να πετυχαίνει. Σίγουρα θα καταλάβουν ότι δεν είμαστε ερωτευμένοι». «Θα ήθελα να προσποιηθείς», είπε εκείνος ψιθυριστά, ενώ την κοιτούσε επίμονα στα μάτια. Η έντασή του την τάραξε βαθιά. Κανένας, ούτε καν ο Αντριου δεν είχε καταφέρει να τη συγκινήσει τόσο, αλλάζοντας απλώ ς τον τόνο της φωνής του. «Δε γίνεται. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», του δήλωσε ξέπνοα. «Τόσο αποκρουστικός σου είμαι;» Ή ταν μια αναπάντεχη ερώτηση, που σάρωσε τις άμυνές της και της προκάλεσε πανικό. «Όχι», του απάντησε βραχνά και, ξεροκαταπίνοντας για να καθαρίσει τη φωνή της, πρόσθεσε: «Όχι, δε μου είσαι απο­ κρουστικός, αλλά είμαστε δύο ξένοι. Δε θα μπορούσα ποτέ...»


34

Margaret Mayo

Έκανε μια στιγμιαία παύση κι έπειτα του είπε με πιο δυνατή φωνή: «Μακάρι να ήσουν ειλικρινής μαζί μου α π ’ την αρχή». «Θα ήταν αδύνατο να ζητήσω από μια άγνωστη να παίξει το ρόλο της μέλλουσας γυναίκας μου». — «Κι έτσι σκέφτηκες αυτή τη δουλειά κι έπειτα μ’ έφερες εδώ, ελπίζοντας πω ς όταν θα έβλεπα τη γιαγιά σου θα συμφωνού­ σα να κάνω αυτό που ήθελες», τον κατηγόρησε εκείνη με πάθος. «Ναι, αυτό ήταν το σχέδιό μου. Είναι καταπληκτικός άνθρω­ πος η γιαγιά μου, δε συμφωνείς;» Η σκέψη ότι την παρακολουθούσε για κάποιο χρονικό διά­ στημα της έφερε ένα αίσθημα ανησυχίας. Δεν της άρεσε το γεγονός ότι την παρατηρούσε, ότι μιλούσε γι’ αυτή, συγκέ­ ντρωνε πληροφορίες για το άτομό της, ενώ η ίδια δεν ήξερε τίποτα. Δε θυμόταν να τον είχε ξαναδεί ποτέ και όμως εκείνος τη γνώριζε. Την είχε επιλέξει επειδή έμοιαζε καταπληκτικά με τη Σιμόν. Η Σελίνα έδιωξε αυτές τις σκέψεις α π ’ το μυαλό της και προσπάθησε να φανταστεί πώ ς θα ήταν να παίξει αυτό το ρόλο. Πώς θα ένιωθε όταν θα συναντούσε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. «Δεν είμαι ηθοποιός», είπε, εκφρά­ ζοντας δυνατά τις σκέψεις της. «Δεν είμαι σίγουρη αν θα τα καταφέρω, κύριε Σεγκουρίνι». Εκείνος ξεφύσηξε νευριασμένος. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να με λες Λουτσιάνο; Και βέβαια θα τα καταφέρεις. Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Απλώς ξέχνα ότι είμαι εργοδότης σου* να με σκέφτεσαι σαν φίλο... σαν ένα στενό φίλο σου». Η Σελίνα αναρωτήθηκε αν συνειδητοποιούσε πόσο δύσκολο ήταν αυτό που της ζητούσε να κάνει. Ή ταν άδικο, παράλογο, αλλά π α ρ’ όλα αυτά δεν ήθελε ούτε καν να σκέφτεται πω ς η ηλικιωμένη γυναίκα μπορούσε να πληγωθεί, να σπάσει αυτό το λεπτό νήμα που την κρατούσε στη ζωή, όλα αυτά τα χρόνια που περίμενε και ήλπιζε πω ς ο Λουτσιάνο θα έβρισκε μια σύζυγο. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα το είχε βάρος στη συνείδησή της για όλη της τη ζωή. Σίγουρα δεν ήταν κακό να παίξει αυτό το παιχνίδι για μια δυο μέρες. Επίσης, αν αρνιόταν, εκείνος θα μπορούσε άνετα να σταμαπ|<»ι ι π) συνεργασία τους. Καιτότετιθαέκανε; Και ηΝταβίνα; ) ιπ ηΐ μ π» όπερά της, η αδερφή της ήταν η καλύτερη μαθή-


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

35

τρία στην τάξη της και είχε θαυμάσιες προοπτικές να γίνει γιατρός, όπω ς ονειρευόταν πάντα. Ή τα ν δυνατό να φερθεί τόσο εγωιστικά και να καταστρέφει τα όνειρά της; Η Σελίνα αναστέναξε και ο Λουτσιάνο πρέπει να είδε την αποδοχή στο βλέμμα της, για τί τη ρώτησε: «Δέχεσαι, λοιπόν;» «Απλώς ελπίζω να μην το μετανιώσω αργότερα», μουρμού­ ρισε η Σελίνα. «Θα τους καταπλήξεις όλους», δήλωσε εκείνος. «Και τώρα νομίζω ότι είναι καιρός να σφραγίσουμε τη συμφωνία μας. Θα κάνουμε μια πρόβα». Η Σελίνα δεν κατάλαβε τι εννοούσε μέχρι που την έσφιξε στην αγκαλιά του. "Εκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνος της έκλεισε το στόμα μ* ένα αισθησιακό φιλί που φλόγισε όλο της το είναι. Χρειάστηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να μη φανερώσει αυτά που ένιωθε. Τελικά, ο λουτσιάνο τραβήχτηκε από κοντά της και της είπε: «Δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα, ε;» «Νομίζω ότι πήρες πολλά δικαιώματα», του απάντησε εκεί­ νη, κοιτώντας τον νευριασμένη. «Τουλάχιστον απέδειξα ότι δε με θεωρείς τελείως αποκρουσπκό», της αντιγυρισε εκείνος, ικανοποιημένος με τον εαυτό του. «Καλά θα κάνεις να μην το κάνεις πολύ συχνά αυτό». «Μ’ αρέσει να ξεκαθαρίζω τα πράγματα, Σελίνα». «Σου συνιστώ ν' αλλάξεις τακτική όσον αφορά το άτομό μου», του απάντησε εκείνη θυμωμένη, «αλλιώς θα γίνεις ρεζίλι κάποια στιγμή». «Μη με απογοητεύσεις, Σελίνα», της είπε εκείνος ψιθυριστά, αλλά υπήρχε προειδοποιητικός τόνος στη φωνή του. «Είναι το πια δύσκολο πράγμα που μου έχουν ζητήσει να κάνω». «Είναι κάπως ασυνήθιστο, συμφωνώ. Αλλά δε νομίζω ότι θα είναι δύσκολο, και βέβαια εγώ θα σε αποζημιώσω για τις προσπάθειές σου». Η Σελίνα πετάχτηκε όρθια οργισμένη. «Γιατί θα πρέπει πάντα να καταλήγουμε στα χρήματα; Σε ό,τι αφορά εμένα, αυτό που θα κάνω θα είναι ένα μέρος της δουλειάς μου. Δε θέλω να με πληρώσεις επιπλέον γι' αυτό. Το να δεχτώ χρήμα­ τα για να με φιλάς, θα με κάνει να νιώθω σαν...»


36

Margaret Mayo

«Κατάλαβα, Σελίνα», τη διέκοψε εκείνος και σηκώθηκε α π ’ την καρέκλα του. «Απλούς έχω συνηθίσει...» «Ν’ αγοράζεις ό,τι θέλεις», συμπλήρωσε εκείνη κοφτά. «Δεν εντυπωσιάζομαι. Μην ξεχνάς ότι εγώ δε λέγομαι Σιμόν. Υπάρ­ χουν κάποια πράγματα που δεν μπορείς να τ’ αγοράσεις, Λουτσιάνο. Να πάρει η ευχή, αυτό το όνομα είναι πολύ μεγάλο. Θα σε λέω Λουκ». Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Όπως θέλεις». «Τι θα γίνει όταν θα έχω εκπληρώσει το σκοπό μου;» τον ρώτησε απότομα. «Θα μου δώσεις τα παπούτσια στο χέρι;» «Η δουλειά θα είναι δική σου όσο θα τη θέλεις». «Πολύ ακριβό το τίμημα για να παίξει κάποια το ρόλο της φιλενάδας σου για μερικές μέρες», του αντιγύρισε εκείνη. «Τυχαίνει να πιστεύω ότι αξίζεις αυτά τα χρήματα», της απάντησε οργισμένος. «Αρκετά τώρα μ’ αυτή τη συζήτηση. Η Φραντσέσκα θα σου δείξει το δωμάτιό σου. Απόψε θα γευμα­ τίσουμε μαζί με όλη την οικογένεια. Σε παρακαλώ να ντυθείς ανάλογα». Τούτη τη στιγμή ήταν καθ’ όλα ο Σικελός αριστο­ κράτης και η Σελίνα τον μίσησε γι’ αυτό. Αφού διέσχισαν έναν τεράστιο διάδρομο, η νεαρή καμαριέρα της έδειξε το δωμάτιό της. Αλλά όταν της πρότεινε να τακτο­ ποιήσει τα ρούχα της, η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, χαμογελώντας αμήχανα. «Σ’ ευχαριστώ, αλλά δε χρειάζε­ ται* δεν έχω πολλά ρούχα μαζί μου». Και βέβαια δεν είχε τίποτα κατάλληλο για ένα δείπνο με την οικογένεια Σεγκουρίνι. * Το δωμάτιό της ήταν πελώριο, ψηλοτάβανο, με σκαλιστή οροφή και υπέροχα παλιά έπιπλα. Το καλογυαλισμένο ξύλινο δάπεδο ήταν στρωμένο με βαμβακερό χαλί. Οι κουρτίνες ήταν σε μπλε χρώμα και σκορπούσαν ένα ευχάριστο φως στο δωμάτιο, αλλά η Σελίνα ήταν πολύ ταραγμένη για να το εκτιμήσει. Το σπίτι βρισκόταν στην πλαγιά του βουνού και από τα ψηλά παράθυρα η θέα ήταν καταπληκτική. Στο βάθος φαινό­ ταν η Αίτνα και στην άλλη πλευρά απλωνόταν η γαλάζια θάλασσα και τα αμέτρητα πολύχρωμα αγριολούλουδα στην ιτλίχγιά του βουνού. 11 Σελίνα έμεινε αρκετή ώρα εκεί, κοιτώντας τη θέα, ενώ οκιψ τόια ν ιην υποχρέωση που είχε αναλάβει. Τα πάντα


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

37

είχαν συνωμοτήσει για να την κάνουν να δεχτεί* η κακή υγεία της Τζιάκομα, τα δίδακτρα για το σχολείο της Νταβίνα, ο φόβος της μήπως μείνει χωρίς δουλειά. Το μόνο που ήλπιζε ήταν να μην το μετανιώσει αργότερα. Μπήκε στο ντους κι έπειτα φόρεσε ένα πράσινο μεταξωτό φόρεμα που το είχε πάρει μαζί της για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να δειπνήσει κάπου επίσημα. Βέβαια, δε θα το είχε επιλέξει αν ήξερε ότι θα έτρωγε με τους συγγενείς του Λουτσιάνο, αλλά δεν είχε μαζί της τίποτα πιο κατάλληλο. Ό ταν τελείωσε με το ντύσιμό της, πήγε και κάθισε μπροστά στο παράθυρο. Ο ήλιος έδυε τώρα και πολύ σύντομα θα σκοτείνιαζε. Ό ταν ο Λουτσιάνο μπήκε στο δωμάτιό της, αφού προηγουμένως χτύπησε ελαφρά την πόρτα, εκείνη πετάχτηκε α π ’ την καρέκλα της και τον κοίταξε νευριασμένη. «"Επρεπε να περιμένεις μέχρι να σου πω να περάσεις. Μ πορεί να ήμουν γυμνή». «Υπέθεσα ότι θα είχες ήδη ντυθεί και θα περίμενες», της εξήγησε εκείνος με άνεση, πηγαίνοντας προς το μέρος της. Φορούσε γκρίζο πουκάμισο και γκρι σπορ ποτντελόνι και ήταν εκπληκτικός, αλλά η Σελίνα συνέχισε να τον αγριοκοιτάζει. «Είμαι έτοιμη, αλλά δεν ανυπομονούσα καθόλου να έρθεις. Δεν μπορώ να πιστέψω ακόμα ότι σε άφησα να με πείσεις να παίξω αυτόν το ρόλο». Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Η οικογένειά μου αδημονεί να σε γνωρίσει. Θα σε παρακαλούσα ν’ αφήσεις αυτό το ύφος». «Αισθάνομαι πιεσμένη». Εκείνος την έπιασε α π ’ τους ώμους και η Σελίνα φαντάστηκε ότι θα την ταρακουνούσε. Αντί γι’ αυτό, όμως, ο Λουτσιάνο της είπε με εκπληκτική τρυφερότητα: «Δεν υπάρχει λόγος». Η Σελίνα ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική της στήλη. Παρ’ όλους τους φόβους της, δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει τα συναισθήματα που της ξυπνούσε ο Λουτσιάνο. Πλημμύρι­ ζαν όλο της το κορμί και την έκαναν να ριγεί από προσμονή. «Εσύ τρέμεις», της είπε έκπληκτος εκείνος. «Μα στ’ αλήθεια φοβάσαι τόσο πολύ;» Η Σελίνα αρπάχτηκε α π ’ αυτή τη δικαιολογία. «Φυσικά και φοβάμαι», του ψιθύρισε με φωνή που έτρε*,c «Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», την κ<


38

Margaret Mayo

τσιάνο. «Η οικογένεια μου είναι πολύ απλοί άνθρωποι* όπως εσύ κι εγώ». Απλός! Ή τα ν ένας Σικελός αριστοκράτης! Πώς ήταν δυνατό να είναι απλός! «Θα είμαι το επίκεντρο της προσοχής όλων», του είπε. «Θα με παρατηρούν, θα με κρίνουν, θα με...» «Θα σε λατρέψουν», τη διέκοψε εκείνος αποφασιστικά. Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είσαι ο μεγαλύ­ τερος γιος της οικογένειας* τους έχεις αφήσει να περιμένουν πάρα πολύ καιρό. Θα πρέπει να έχω πολλά προσόντα για να φανώ αντάξια των προσδοκιών τους. Σίγουρα θα περιμένουν μια εκπληκτική γυναίκα, αφού τόσα χρόνια δεν είχες παρου­ σιάσει καμία εδώ». «Είσαι εκπληκτική», της είπε ο Λουτσιάνο. «Ναι, αλλά όχι με τον τρόπο που φαντάζονται εκείνοι». «Είσαι εξωφρενική», δήλωσε εκείνος εκνευρισμένος. «Μην ανησυχείς, θα είμαι εγώ δίπλα σου. Δε θα νιώσεις ούτε για μια στιγμή μόνη σου». Και βέβαια θα είναι δίπλα μου, συλλογίστηκε η Σελίνα. Θα με παρακολουθεί άγρυπνα σαν γεράκι, για να είναι σίγουρος ότι δε θα τον απογοητεύσω. Τον έσπρωξε απότομα, ενώ τα μάτια της πετούσαν σπίθες. «Αν το πράγμα τραβήξει πολύ και αποτύχω, τότε μην κατηγορήσεις εμένα». «Δε θα μ* απογοητεύσεις, Σελίνα». Εκείνη τη στιγμή ήταν αυταρχικός σαν την προγιαγιά του και η Σελίνα κατάλαβε αμέσως από πού είχε κληρονομήσει τη δύναμη και τη σιγουριά ότι μπορούσε ν' αποκτήσει ό,τι ήθελε. Το δείπνο κύλησε δύσκολα όπω ς ακριβώς το περίμενε η Σελίνα. Η Τζιάκομα δεν εμφανίστηκε, αλλά ο Φιλίππο, ο Πάολο και η Γκαμπριέλα, τ ’ αδέρφια του Αουκ, την κατέκλυσαν με ερωτήσεις. Ή τα ν μαζί τους και οι σύζυγοί τους και όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα επάνω της. ΐΤΣελίνα ένιωθε σαν να περνούσε από την Ιερά Εξέταση. «Πως γνώρισες τον Λου ιπιάνο;» τη ρώτησε η Γκαμπριέλα.

«Πόσο καιρό γνω ρίζιοιι;» ουνέχιοι ο Φιλίππο. "I Ι<μ ι (ικ(μ111μ ιι ν<< ιιανιμι οι» ι II;» ιιήμι τη σκυτάλη Ο

I Ιαολυ,

«I πγαζί οαι;» - 1χιις <ιδιμψια;» «Ιι υκι'ψ ιυνιαι οι γονι ι<, που για ιον Αουτσιάνο;»


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

39

Και όλες αυτές οι ερωτήσεις συνεχίζονταν αδιάκοπα, σε σημείο που το κεφάλι της Σελίνα άρχισε να γυρίζει και δεν μπορούσε πια ούτε να φάει ούτε να πιει ούτε ν’ απαντήσει. Ο Λουτσιάνο έκανε μια κίνηση με το χέρι του. «Νομίζω ότι φτάνει γΓ απόψε», δήλωσε με αυταρχικό τόνο. «Έχουμε καιρό να μιλήσετε με τη Σελίνα». «Μα, βέβαια», είπε η Γκαμπριέλα με κατανόηση. «Σίγουρα σε ζαλίσαμε. Αλλά περιμέναμε τόσο καιρό μέχρι να μας πει ο Λουτσιάνο ότι αποφάσισε να παντρευτεί. Τώρα καταλαβαί­ νουμε γιατί άργησε. Είσαι πάρα πολύ όμορφη, Σελίνα. Το πάρτι των αρραβώνων σας Θα είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός της χρονιάς. Θα έρθουν όλοι». Η Σελίνα ένιωσε την καρδιά της να χτυπ ά δυνατά και έριξε ένα επικριτικό βλέμμα στον λουτσιάνο. Μα για ποιο πάρτι αρραβώνων μιλούσαν; «Πρέπει να μιλήσουμε», του είπε ψιθυριστά. «Αργότερα», της αποκρίθηκε εκείνος στον ίδιο τόνο. «Τώρα!» επέμεινε η Σελίνα. Εκείνος στράφηκε χαμογελαστός στους άλλους. «Δυστυ­ χώς, η Σελίνα μου λέει ότι έχει πονοκέφαλο. Συγχωρήστε μας, αλλά πρέπει ν’ αποσυρθούμε». Την οδήγησε έξω στον κλειστό κήπο που φωτιζόταν από όμορφα, κομψά φανάρια. Στράφηκε και τον κοίταξε με κακία, «λυτό ήταν κάτι ακόμα που ξέχασες να μου πεις, ε;» Ο Λουτσιάνο ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και σήκωσε ψηλά τα χέρια, σε μια τυπική, λατινική χειρονομία. «Μα δεν είναι τίποτα». «Αρραβωνιάζεσαι και λες ότι δεν είναι τίποτα; Με παρέσυ­ ρες σ’ αυτή την ιστορία, ξέροντας πω ς αν μου το έλεγες α π ’ την αρχή δε θα συμφωνούσα. Θεέ μου, σε μισώ! Πώς μπόρε­ σες να κάνεις κάτι τέτοιο; Πότε θα μου μιλούσες για τον ‘αρραβώνα' μας; Μία ώρα πριν γίνει; Δεν το δέχομαι αυτό. Είναι απίστευτο. Μη μου πεις ότι έχεις κανονίσει και ημερομη­ νία για το ‘γάμο' μας;» Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, Σελίνα». «Δε θα το έκανες; Από σένα όλα τα περιμένω! Θεέ μου! Μα είναι τόσο σημαντικό να τους πεις ότι παντρεύεσαι;» «Για μένα είναι σημαντικό».


40

Margaret Mayo

«Επειδή αγαπάς τη γιαγιά σου». «Ακριβώς». Η Σελίνα τον θαύμαζε γι’ αυτό, αλλά εξακολουθούσε να είναι έξω φρένων. «Την αγαπάς τόσο ώστε να πεις ψέματα, να περιμαζέψεις μια άγνωστη γυναίκα α π ' το δρόμο και να παραστήσεις ότι είναι ο έρωτας της ζωής σου;» Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν μπορώ να τα πιστέψω όλ’ αυτά. Είναι σαν εφιάλτης* και ελπίζω να είναι εφιάλτης. Εύχομαι να ξυπνήσω και να βρεθώ στο σπίτι μου, στην παλιά μου δουλειά και να μην έχω ακούσει ποτέ το όνομα Λουτσιάνο Σεγκουρίνι». Του γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται. «Σε μισώ, Λουτσιάνο». «Δε σε περιμάζεψα α π ’ το δρόμο, Σελίνα», της είπε εκείνος κάπως εκνευρισμένος. «Σε διάλεξα, ξέρεις». «Επειδή μοιάζω στη Σιμόν;» τον ρώτησε έξαλλη εκείνη χωρίς να τον κοιτάζει. Ο Λουτσιάνο αναστέναξε απαυδισμένος. «Ή ταν κι αυτό ένας λόγος». Η Σελίνα στράφηκε και τον κοίταξε ειρωνικά. «Και πότε με είδες και κατάλαβες ότι έμοιαζα ακριβώς με την πρώην αγαπητικιά σου;» «Σ’ ένα συνέδριο διαφημιστών στο Μπέρμιγχαμ». Τον κοίταξε, ανασηκώνοντας τα λεπτά φρύδια της. «Το συνέδριο αυτό έγινε πριν από έξι μήνες. Τότε είχες ακόμα σχέσεις με τη Σιμόν». «Το ξέρω». ΑυΤό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να κοιτάζει κι άλλες γυναίκες, συλλογίστηκε νευριασμένη η Σελίνα. «Κι έτσι, όταν η σχέση σου μαζί της διαλύθηκε σκέφτηκες αμέσως εμένα* αυτό δε μου λες τώρα;» τον ρώτησε παγερά. Της φαινόταν ότι την κοροΐδευε* σίγουρα της έλεγε ψέματα. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Θα πρέπει να σου έκανα μεγάλη εντύπωση», του είπε σκληρά. 5 «Δεν ήταν η πρώτη φορά που σ ’ έβλεπα ή που άκουγα να μιλούν για σένα», της ομολόγησε. «Ο Κλέιτον Σμίιθ είναι φίλος μου». Ο προϊστάμενός της στη Χίλιερ και Τζόουνς! Στράφηκε και


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

41

τον κοίταξε κατάπληκτη. «Δε μου το είπε ποτέ* ούτε καν όταν του υπέβαλα την παραίτησή μου. Γνώριζε τα σχέδιά σου;» «Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελα να δουλέψεις για μένα», της απάντησε. Δόξα τω Θεώ, συλλογίστηκε η Σελίνα. Μου αρκεί που π ιά ­ στηκα κορόιδο. Θα ήταν πάρα πολύ αν το ήξερε αυτό και κάποιος άλλος, «Νομίζω ότι είσαι πολύ ύπουλος τύπος», του δήλωσε έξω φρένων. «Δε Θα με απογοητεύσεις όμως», είπε εκείνος και τα μάτια του έλαμψαν επικίνδυνα. Φαινόταν πολύ ήρεμος, αλλά αν τολμούσε ν' αρνηθεί ήταν σίγουρη πω ς θα γινόταν χαλασμός. Τον κοίταξε υπεροπτικά. «Βρίσκομαι μπροστά σε δίλημμα, ε; Κατάφερες να με στήσεις στον τοίχο. "Εχω μόνο δύο λύσεις: ή να πω σε όλους πόσο παλιάνθρω πος είσαι και να πληγώσω τη λατρευτή προγιαγιά σου ή να παίξω το παιχνίδι σου. Δεν έχω άλλη επιλογή». Και το πρόβλημα ήταν πω ς και η ίδια είχε ήδη αρχίσει να συμπαθεί την Τζιάκομα. Δεν ήθελε με τίποτα να πληγώσει αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα. «Το θέμα είναι, Λουκ, πόσο καιρό περιμένεις να συνεχίσω να παίζω αυτή την κωμωδία». «Μέχρι να γίνει η δεξίωση των αρραβώνων». Μα, μπορώ να τον πιστέψω ; αναρωτήθηκε η Σελίνα. Ποτέ δε μου είπε την αλήθεια. Στην αρχή μου μίλησε μόνο για δουλειά, μετά με παρακάλεσε να προσποιηθώ ότι είμαι φιλε­ νάδα του και τώρα θέλει να παραστήσω τη μνηστή του. Τι άλλο θα μου ζητήσει ακόμα; Είχε αρνηθεί ότι θα έφτανε μέχρι το γάμο, αλλά μήπως στην πραγματικότητα είχε και κάτι τέτοιο στο μυαλό του; Μ ήπως βρισκόταν μπερδεμένη μ* αυτό το παιχνίδι που είχε δεχτεί να παίξει; Μ ήπως κατέληγε στο κρεβάτι του και στο τέλος μητέρα των παιδιών του; Την τρόμαζε και που το σκεφτόταν. «Πώς μπορώ να σε πιστέψω ;» τον ρώτησε και τα γκρίζα μάτια της πετούσαν σπίθες οργής. «Ήδη με ανάγκασες να έρθω εδώ, ίσως όχι ασκώντας σωματική βία, αλλά με έξυπνα λόγια και λεπτούς χειρισμούς». «Σε ανάγκασα, Σελίνα;» τη ρώτησε εκείνος, ανασηκώνοντας τα μαύρα φρύδια του. «Εσύ το αποφάσισες και κανένας άλλος.


42

MARGARET MAYO

Θέλεις να πεις ότι είσαι α π ' τους ανθρώπους που παρασύρονται εύκολα;» «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί σου* είμαι χαμένη, έτσι δεν είναι;» «Δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Το μόνο που σου ζητώ είναι να μου κάνεις μια χάρη και θα σ’ ανταμείψω γενναιόδωρα». «Δε θέλω καμία ανταμοιβή. Δε θέλω τίποτα. Το μόνο που ζητώ είναι να μ’ αφήσεις στην ησυχία μου, να συνεχίσω τη ζωή μου όπω ς παλιά». «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το ρολόι». «Αυτό είναι το δυστύχημα», του απάντησε. «Καταριέμαι την ημέρα που πάτησα το πόδι μου στο γραφείο σου». Θα μπο­ ρούσε, βέβαια, να σηκωθεί και να φύγει και να τον αφήσει ν' αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πράξης του, αλλά επειδή η ενέργειά της θα είχε επιπτώ σεις και σε άλλους, ήξερε ότι δε θα το έκανε ποτέ. Απομακρύνθηκε από κοντά του και κάρφω­ σε το βλέμμα της στο δάπεδο συλλογισμένη. Αρχισε να βημα­ τίζει νευρικά κι έπειτα πήγε και στάθηκε μπροστά του. «Αοιπόν;» τη ρώτησε εκείνος ανυπόμονα. Η Σελίνα αναστέναξε βαριά. Είχε πάρει την απόφασή της. Δυο λαμπερά μάτια και δυο χέρια με λεπτά, παραμορφωμένα δάχτυλα την είχαν πείσει. «Θα συνεχίσω να παίζω αυτόν το ρόλο», του είπε με σιγανή φωνή. Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν αμέσως και της έπιασε το χέρι. «Δε θα το μετανιώσεις ποτέ, Σελίνα». «Το έχω ήδη μετανιώσει», του αντιγύρισε εκείνη, τραβώντας απότομα το χέρι της. «Το κάνω μόνο για τη γιαγιά σου». «Κι εγώ γΓ αυτό το κάνω», της υπενθύμισε με πάθος ο Αουτσιάνο. Περπάτησαν για λίγο μαζί στην αυλή, όπου η Σελίνα θαύ­ μασε τα λεπτά λευκά άνθη της κυδωνιάς, τα ώριμα, κίτρινα λεμόνια που έβλεπε πρώτη φορά στα δέντρα και τις λεβάντες που μόλις είχαν αρχίσει ν’ ανθίζουν. Θα μπορούσε να ήταν ένα πολύ γαλήνιο μέρος, αν δε βρισκόταν μαζί της ο Αουτσιάνο. Η παρουσία του την τάραζε αφάνταστα. Ό σο περνούσε ο καιρός η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Αυτό που είχε ξεκινήσει σαν συναρπαστική, καινούρια δουλειά, είχε καταλήξει σε υπόσχεση γάμου, τουλάχιστον μπροστά o jq μάτια της οικογένειας του Αουτσιάνο!


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

43

Η Γκαμπριέλα βγήκε στον κήπο για να τους βρει. Είχε κι εκείνη, όπω ς και τ ’ άλλα αδέρφια του, μαύρα μαλλιά και καστανό δέρμα, αν και το σχήμα του προσώπου της ήταν πιο στρογγυλό από ό,τι του μεγαλύτερου αδερφού της και σίγου­ ρα δεν ήταν τόσο ψηλή όσο αυτός. Για την ακρίβεια, ήταν μάλλον κοντή. Ή τα ν θερμή και φιλική και τώρα κοίταζε τη Σελίνα με αγωνία. «Ανησυχήσαμε όλοι για σένα, Σελίνα. Μιλούσαμε πολύ. Πι­ στεύουμε ότι εμείς φταίμε που σ' έπιασε πονοκέφαλος. Πώς αισθάνεσαι; Ίσω ς πρέπει να π α ς να ξαπλώσεις. Θα πω στη Φραντσέσκα να σου φέρει παυσίπονα». «Όχι, δε φταίτε καθόλου εσείς», αποκρίθηκε η Σελίνα. «Μάλ­ λον θα φταίει το γεγονός ότι περάσαμε πολλές ώρες στο αυτοκίνητο σήμερα». «Πρέπει να την προσέχεις, Αουτσιάνο», είπε η Γκαμπριέλα στον αδερφό της. «Πράγματι, αυτό σκοπεύω να κάνω», απάντησε εκείνος, αγκαλιάζοντας τη Σελίνα. «Είναι το πιο σημαντικό πλάσμα στη ζωή μου», πρόσθεσε, φιλώντας τη στο μέτωπο. «Κι έτσι πρέπει να είναι», σχολίασε η αδερφή του. «Αρκετά περιμέναμε για να βρεις μια σύζυγο. Είναι φοβερά επιλεκτι­ κός», πρόσθεσε, γυρίζοντας στη Σελίνα. «Του βρήκαμε ένα σωρό γυναίκες όλ’ αυτά τα χρόνια, αλλά εκείνος τίποτα. Ήθελε να βρει την κατάλληλη. Και αυτή είσαι εσύ. Όλοι σε εγκρίνουμε. Νομίζω ότι πρέπει να το έχεις καταλάβει αυτό. Περιμένουμε με ανυπομονησία τη δεξίωση για τους αρραβώ­ νες σας αύριο». Αύριο; είπε μέσα της η Σελίνα. Κι άλλη βόμβα. Προσπάθησε ν' απομακρυνθεί από τον Αουτσιάνο, αλλά εκείνος την κράτη­ σε σφιχτά κι έτσι χρειάστηκε να περιμένει μέχρι να μείνουν μόνοι. «Δε μου είπες ότι το πάρτι θα γίνει αύριο», του είπε με επ>κριτικό τόνο. Δεν της είχε αφήσει καν τον καιρό να συνηθί­ σει στην ιδέα. «Από πότε το έχετε κανονίσει;» «Εδώ και ένα μήνα περίπου», απάντησε εκείνος, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «"Εχει καμιά σημασία αυτό;» «Φυσικά και έχει σημασία», του αντιγύρισε η Σελίνα. 'Ενας μήνας. Αμέσως μόλις δέχτηκε τη δουλειά που της πρόσφερε. Αυτός ο άνθρωπος έχει φοβερή αυτοπεποίθηση, είπε μέσα


44

Margaret Mayo

της. Κι εγώ πώ ς ήμουν τόσο τυφλή και δεν υποψιάστηκα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε; «Πόσοι θα έρθουν στη δεξίωση;» τον ρώτησε παγερά. «Δεν έχω ιδέα. "Εχουμε πολλούς συγγενείς και φίλους, αν­ θρώπους που με γνωρίζουν από τότε που ήμουν μικρός. Υποθέτω ότι θα είναι γύρω στα εκατό άτομα». Η Σελίνα βόγκηξε και έκλεισε τα μάτια της. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα τη γνώριζαν και θα μιλούσαν για κείνη. «"Εχεις ιδέα πόσο φριχτό είναι αυτό που μου ζητάς να κάνω;» «Θα σε βοηθήσω. Σου έχω εμπιστοσύνη». Αυτό δεν την παρηγορούσε καθόλου. Η κατάσταση θα παρέμενε πολύ δύσκολη για κείνη. Πώς θα μπορούσε να προσποιηθεί ότι ήταν ερωτευμένη, τη στιγμή που δε συνέβαινε κάτι τέτοιο; Ο Λουτσιάνο ήταν ο εργοδότης της, όχι ο εραστής της. Την πλήρωνε για να κάνει μια δουλειά* αυτό ήταν όλο. "Ισως αν συνέχιζε να το επαναλαμβάνει, αν συνέχιζε να υπενθυμίζει στον εαυτό της ότι δε θα πληρωνόταν αν δεν έκανε σωστά αυτή τη δουλειά, ίσως τότε να κατάφερνε να τα βγάλει πέρα τις επόμενες δύο μέρες. «Θα ήθελα να πάω στο δωμάτιό μου», του είπε. "Ενιωθε εξουθενωμένη και το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει σ' εκείνα τα δροσερά, μυρωδάτα σεντόνια. «Θα σε συνοδεύσω», της απάντησε εκείνος. «Δε χρειάζεται να κάνεις τον κόπο». «Και πρέπει να καληνυχτίσεις τους άλλους». Η Σελίνα δάγκωσε τα χείλη της στη σκέψη ότι θ’ αντιμετώ­ πιζε ξανά την οικογένειά του, αλλά δεν του έφερε αντίρρηση. "Ετσι μπήκε στο δωμάτιο και τους καληνύχτισε όλους ευγενικά κι εκείνοι της ευχήθηκαν περαστικά, κάνοντάς τη να νιώσει κάπως καλύτερα. «Τώρα πρέπει να π α ς και στη γιαγιά», της είπε εκείνος. Η Τζιάκομα ήταν ήδη έτοιμη για ύπνο, ντυμένη μ’ ένα μακρύ, φαρδύ νυχτικό κι ένα δαντελένιο σάλι στους ώμους της. «Μπουόνα νότε, παιδί μου. "Ονειρα γλυκά και αύριο θα συζη­ τήσουμε. Θα σου ευχηθώ προσωπικά, καθώς δε θα εμφανι­ στώ παρά μόνο για ένα δύο λεπτά στη δεξίωσή σας* δε νιώθω πολύ καλά ώστε να παραβρίσκομαι σε κοσμικές συγκεντρώ­ σεις αυτή την εποχή». ,


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

45

«Νομίζω ότι είστε υπέροχη», της είπε η Σελίνα και τη φίλησε στο ρυτιδιασμένο της μάγουλο. Η Τζιάκομα φάνηκε ικανοποιημένη, το ίδιο και ο Λουτσιάνο. «Είπες αυτό ακριβώς που έπρεπε να πεις. Σ’ ευχαριστώ», της είπε μόλις έμειναν μόνοι. «Δεν έπαιζα θέατρο», του οητοκρίθηκε. «Το πίστευα αυτό που είπα. Τη συμπαθώ πολύ». «Κι εκείνη φαίνεται να σε συμπαθεί πάρα πολύ». Φαινόταν απόλυτα ικανοποιημένος με τον τρόπο που εξελίσσονταν τα πράγματα. Έφτασαν μπροστά στην πόρτα της. «Καληνύχτα», του είπε σφιγμένη η Σελίνα. «Με διώχνεις;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος εκείνος. «Ακριβώς», του απάντησε. «Δε θα μου δώσεις ούτε ένα φιλί για καληνύχτα; Στο κάτω κάτω, όπου να ’ναι θ’ αρραβωνιαστούμε». «Παίζω το παιχνίδι σου μόνο όταν είναι μπροστά οι άλλοι». Όλως παραδόξως, εκείνος χαμογέλασε. «Νομίζω ότι πρέπει να εξασκηθείς, μην τυχόν και κάνεις κάνα λάθος». «Κι εγώ νομίζω ότι έχεις πάρει πολύ θάρρος», του αντιγύρισε νευριασμένη η Σελίνα, αλλά ταυτόχρονα στη σκέψη των φι­ λιών του ένα ρίγος διέτρεξε το κορμί της και έκανε τα πόδια της να λυγίσουν. «Έχεις πολύ όμορφο στόμα». Ο σφυγμός της έγινε πιο γρήγορος. «Είναι σαν να λαχταρά να το φιλήσουν». Η Σελίνα πανικοβλήθηκε. «Νυστάζω... Θέλω να...» «Σίγουρα, όμως, δε νυστάζεις τόσο πολύ ώστε να μην μπο­ ρείς να κάνεις αυτό». Το βλέμμα του σκοτείνιασε και, παίρνο­ ντας το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες του, έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος της.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η Σέλινα κοκάλωσε καθώς το στόμα του Λουκ πλησίαζε στο δικό της* η αναπνοή της έγινε ακανόνιστη και όλο της το κορμί βρέθηκε σε αναμονή, και π α ρ’ ότι ήξερε ότι αυτό ήταν λάθος, ότι έπρεπε να του αντισταθεί, να ορμήσει μέσα στο δωμάτιό της και να κλείσει πίσω της την πόρτα, δεν έκανε καμία κίνηση. Αραγε ακούει το δυνατό καρδιοχτύπι μου; αναρωτήθηκε. Μ ήπως προδίδω την εσωτερική μου ταραχή, μήπως του δείχνω πόσο εύκολα μπορεί να με αναστατώνει; Το άγγιγμα των χειλιών του στα δικά της ήταν ένα γλυκό βασανιστήριο. "Εκλεισε σφιχτά τα μάτια της και πάσχισε να μην ανταποκριθεί, αλλά το φιλί κράτησε περισσότερο α π ’ ό,τι περίμενε, τρυφερό κι ωστόσο παθιασμένο, απαλό και γλυκό, αλλά που τη σφράγισε σαν πυρωμένο σίδερο. Προσπαθούσε επιδέξια να την κατακτήσει, να βεβαιωθεί ότι δε θα τον απο­ γοήτευε μπροστά στην οικογένειά του. Η Σελίνα προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνος συ­ νέχισε το φιλί του. Τον έσπρωξε στο στήθος, αλλά μάταια. Αντίθετα, τα χέρια του γλίστρησαν στην πλάτη της, έτσι που βρέθηκε φυλακισμένη μέσα στην αγκαλιά του, ενώ το στόμα του συνέχιζε να τρυγά το δικό της. Α π’ τον κάτω όροφο ακούστηκαν ομιλίες, καθώς ετοιμάζο­ νταν και οι άλλοι να πάνε στα δωμάτιά τους. Είχαν όλοι τα δικά τους διαμερίσματα και ο Λουτσιάνο την είχε διαβεβαιώσει πω ς αυτό το σύστημα λειτουργούσε θαυμάσια, πω ς το σπίτι ήταν αρκετά μεγάλο για να μπορούν να ζουν όλοι εκεί, χωρίς να μπλέκονται ο ένας στα πόδια του άλλου. Η Σελίνα δεν κατάλαβε πώ ς έγινε αυτό, αλλά ξαφνικά βρέθηκε μέσα στο δωμάτιό της, ενώ η πόρτα ήταν κλειστή. /


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

47

Ή ταν κολλημένη στον τοίχο και τα φιλιά του Λουτσιάνο γίνο­ νταν πιο επίμονα. Προσπάθησε πάλι να του ξεφύγει, αλλά μάταια. Ό λα αυτά ήταν παράλογα* δεν έπρεπε να τον αφήσει να τη φιλήσει. Κατάφερε να ελευθερώσει το στόμα της. «Λουτσιάνο, σταμάτα! Αφησε με. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». «Μπορώ», αποκρίθηκε εκείνος, χαμογελώντας με σιγουριά. «Το βρίσκω άλλωστε πολύ ευχάριστο». «Εγώ, όμως, όχι, και απαιτώ...» Της έκλεισε το στόμα μ* ένα φιλί, διακόπτοντας τη φράση της. Ή τα ν ένα φιλί γεμάτο πάθος, που της δημιούργησε συναισθήματα που απειλούσαν να ξεφύγουν από κάθε έλεγ­ χο. "Επρεπε να κάνει κάτι. Τον έσπρωξε μ' όλη της τη δύναμη. «Αφησέ με, παλιάνθρω­ πε!» του είπε με σφιγμένα δόντια. «Κρίμα που δε σ ’ αρέσει κι εσένα. Αυτό θα άλλαζε τα πάντα». «Θα προτιμούσα να με είχε φιλήσει ένας κροταλίας», του πέταξε θυμωμένη. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να το κάνεις αυτό. Δε συμφωνήσαμε για κάτι τέτοιο». «Πώς θα παραστήσουμε με επιτυχία τους αρραβωνιασμένους, αν με αποφεύγεις έτσι;» τη ρώτησε εκείνος και ενώ η φωνή του ήταν απαλή, κάτω α π ’ το βελούδο της διαφαινόταν ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με την αντίδρασή της. «Αυτό που θα κάνουμε μπροστά στην οικογένειά σου, δια­ φέρει απόλυτα α π ’ αυτό που συμβαίνει όταν είμαστε μόνοι μας. Βγες έξω αμέσως, αλλιώς θα σταματήσω να παίζω το παιχνίδι σου». Το βλέμμα του σκλήρυνε. «Μη με απειλείς, Σελίνα. "Εχεις προχωρήσει πάρα πολύ πλέον για να κάνεις πίσω». «Τότε, μη με πιέζεις», του δήλωσε εκείνη κοφτά. «Ακολουθείς τελείως λαθεμένη τακτική, αν θέλεις να με πάρεις με το μέρος σου». Την κοίταξε καχύποπτα. «Μήπως θέλεις να μου πεις τι πρέπει να κάνω;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Να μ’ αφήνεις στην ησυχία μου. Να μη μ’ ενοχλείς, παρά μόνο όταν είναι απόλυτα απαραίτητο». «Αυτό, όμως, θα δημιουργήσει αμηχανία ανάμεσά μας. Θέλω να νιώθουμε άνετα μαζί. Θέλω να απολαμβάνεις την αίσθηση


48

MARGARET MAYO

του κορμιού μου όταν αγγίζω το δικό σου, θέλω να φαίνεται φυσικό και...» «Πιστεύεις πω ς φιλώντας με με το ζόρι θα...» «Δεν κατάλαβα ότι σε φιλούσα χωρίς να το θέλεις», τη διέκοψε εκείνος. «Προσπαθείς να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, Σελίνα. Ξέρω ότι δεν είσαι τελείως αδιάφορη απέναντι' μου. Ξέρω πω ς, αν χαλαρώσεις, θα σου αρέσουν τα φιλιά μου. Αυτό σου ζητώ μόνο και τίποτα περισσότερο». Προς το παρόν, συλλογίστηκε εκείνη με πικρία. Αυτά τα πράγματα είναι σαν χιονοστιβάδα. Το ένα φιλί φέρνει το άλλο και όλα αυτά οδηγούν στον έρωτα. Θα ήταν πολύ εύκολο να παρασυρθεί, όταν το κορμί της αντιδρούσε έτσι όπω ς αντιδρούσε. Έ πρεπε να είναι δυνατή. Για το καλό της, έπρεπε να κρατήσει καλά κρυμμένα τα συναισθήματά της. «Δεν πρόκειται να σε απογοητεύσω», δήλωσε. «Φρόντισε να τηρήσεις την υπόσχεσή σου», είπε εκείνος και βγήκε α π ’ το δωμάτιο. Δεν την ενδιέφερε που είχε εξοργιστεί. Ή τα ν πάρα πολύ σημαντικό για κείνη να ξεκαθαρίσει τη θέση της. Δεν ήθελε να τη φιλά όπου και όποτε του άρεσε. Δε συμφωνούσε πω ς αυτό ήταν απαραίτητο για το σχέδιό του. Αντίθετα, πίστευε ότι την εκμεταλλευόταν. Και ήξερε ότι, μόλο που την ερέθιζε φοβερά, δε θα έβγαινε τίποτα καλό αν υπέκυπτε στα φιλιά του. Ωστόσο, το δωμάτιο της φάνηκε άδειο μόλις έφυγε εκείνος. Γδύθηκε και έκανε ντους τρίβοντας με μανία το δέρμα της, για ν’ απαλλαγεί α π ’ την αίσθησή του. Αυτό, όμως, στάθηκε αδύνατο. Της φαινόταν ότι μύριζε ακόμα το άρωμά του. Και τώρα, πώ ς θα μπορούσε να την πάρει ο ύπνος, νιώθοντας έτσι όπω ς ένιωθε; Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο με το νυχτικό της, κοιτώ­ ντας έξω το σικελιάνικο τοπίο, πάνω από μισή ώρα. Έβλεπε κάποιο φως πού και πού, αλλά κυρίως επικρατούσε σκοτάδι και μυστήριο. Κατά πάσα πιθανότητα κι αυτό το δωμάτιο κρατούσε πολ­ λά μυστικά, αλλά να υπήρχε άραγε κάποιο μυστικό τόσο παράξενο όσο η συμφωνία που είχε κάνει η ίδια με τον Λουκ; Σίγουρα ήταν κάτι που θα το θυμόταν σ’ όλη της τη ζωή. Τελικά έπεσε στο κρεβάτι, αλλά ο ύπνος δεν ήρθε εύκολα. Η σκέψη της αυριανής ημέρας και η δεξίωση την ανησυχούσαν


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

49

βαθιά. Αλλο να παριστάνει τη φιλενάδα του Αουκ και άλλο την επίσημη μνηστή του. Δεν ήταν στη φύση της να παίρνει μέρος σε τέτοιες απάτες. *** Την επομένη στο πρόγευμα ήταν μόνη της με τον Αουκ. Την είχε ξυπνήσει η Φραντσέσκα φέρνοντάς της τσάι στο κρεβάτι και είχε κατεβεί για να πάρει το πρωινό της με τον Αουκ. «Η γιαγιά παίρνει πάντα το πρωινό της στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της», την πληροφόρησε εκείνος, όταν τον ρώτησε γιατί ήταν μόνοι. «Για την ακρίβεια, σπάνια βγαίνει α π ’ το δωμάτιό της αυτή την εποχή. Ζήτησε να π α ς να τη δεις όταν τελειώσεις το πρωινό σου. Την εντυπώσιασες πολύ χθες». «Είναι απαραίτητο να γίνει αυτός ο ηλίθιος αρραβώνας;» τον ρώτησε η Σελίνα, καθώς έπαιρνε ένα κρουασάν. «Φυσικά. Αλλωστε, γΓ αυτόν το λόγο ήρθαμε εδώ», δήλωσε εκείνος κοφτά. «Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ που μ’ εξαπάτησες», του απάντησε. Εκείνος έσφιξε τα δόντια του. «"Εχεις αρχίσει να με κουρά­ ζεις, Σελίνα. Σου είπα ότι έπρεπε να το κάνω». «Και τι θα φορέσω; Δεν περίμενα ότι θα έπαιρνα μέρος σε μια τέτοια κωμωδία». «Θα πάμε μαζί να ψωνίσουμε. Στο μεταξύ, θα χαρώ να σου δείξω το όμορφο νησί μας». Την πήγε στην Κατάνια, στις καλύτερες μπουτίκ, για να κάνει τα ψώνια της. Παντού οι υπάλληλοι σκοτώνονταν να τους εξυπηρετήσουν. Ο Δουκ της διάλεξε ένα απλό μαύρο φόρεμα με λεπτές τιράντες που αγκάλιαζε όμορφα το κορμί της. Η φούστα, μέχρι το γόνατο, αλλά με μακριά ουρά, ήταν από μεταξωτό ταφτά και θρόιζε γύρω της καθώς περπατούσε. "Ενα ζευγάρι μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες συμπλήρωναν την εμφάνισή της. Δεν ήταν κάτι που θα το διάλεγε η ίδια, αλλά οφείλε να ομολογήσει ότι ήταν όμορφο. Κανένα από τα φορέματα δεν είχε τιμή, η Σελίνα όμως κατάλαβε ότι ήταν πανάκριβα. "Αλλω­ στε, η μπουτίκ ήταν πολυτελής. «Μήπως χρειάζεσαι και κάτι άλλο;» τη ρώτησε εκείνος. Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.


50

Margaret Mayo

«Μήπως θέλεις να φτιάξεις τα μαλλιά σου; : ίέρω ότι εσείς οι γυναίκες δίνετε μεγάλη σημασία ο* τέτοια ιιράγμ<χτα». «Μπορώ να τα χτενίσω μονή μου», «Υπάρχει ένα πάρα πολύ καλό κομμωτήριο ι δω...» «Όχι, θα τα καταφέρω μόνη μου», ι ιιΓμι ινι ι κείνη. «Κάτι για το μακιγιάζ, εσώρουχα, οτ ιδήτκ μ » ι έλος υάντων». «Όχι». Την κοίταξε έκπλη κτος. «Δι ν υ 11ά(>χ< ιυν 111ιλλέ ς γι ivc χίκες σαν εσένα, Σελίνα». «Δεν προτίθεμαι να σ ’ αφήσω να ιι ι ιαξι ις χρήματα. Ήδη έχεις ξοδέψει περισσότερα ιο ι' ό<ια χρι ιαζό 11ιν» Εκείνος ανασήκωσε η ρωνικα ro φρύδι ιο υ .« ()λοκχπόψεθα είναι ντυμένοι επίσημα. Ό π ω ς τόνισι η αδιρφή μου, είναι η πιο σπουδαία βραδιά στο ημι ρολόγιό ιούς* «Κι όλα α υ τα για μια ψευιιά», ικχ()ίχιήρηοι ΐ) >ι λΓν<χ. «Ναι, αλλά κανένας δι ν το ξέρι im m K απυκριΟηκι ι κείνος. «Θα είσαι η πιο όμορφη γυναίκα ιης βραδιάς θα ι ίμαι περή­ φανος για σένα κ<χι μι ι ιμα το γι γονός ό ι1 (ιυμςχιινησες να μου κάνεις αυτή την εξυπηρί ιηοη. Η γιαγιά μου ιίνιχι κι αυτή ευτυχισμένη. Ί:χπ ενΟουσιαστιι μι ιη νι πιλογή μου Ιηνεντυπωσίασες αληθινά». Η Σελίνα χαμογέλαοι αχνά «Κ(<ι τώρα, (χς ι ξι ρι υνήσουμι ιην ιιολιμ ιης ιιρότεινε ο Λουτσιάνο, αλλάζοντας α ιιόιομ α θέμα Αι νομίζω ότι προ­ λαβαίνω ν(χ οι πάω σ τ η ν Αίτνα* ίσως μια άλλη μίρ<χ». Ιοως και όχι, ουλλογίυιηκι ΐ| > ι λινά I ην ιιιομένη, αν είχε τύχη, θα βρισκόταν στο (π ιίιι ιης Η Κατάνια ή ια ν μια μουνιή γκρίζα πόλη, καθώς τόσο τα κτίρια όσο κ<χι οι δρόμοι ήιαν ψ ιιαγμινα m in ιη λάβα της Αίτν<χς. Εριξαν μια ματιά στον καθι δρικό ν< <ό κι ι ιι ι ικχ πήγαν στη Βία Ίλ ν ια , τον κενιρΐΜ> δρομο της πόλης I Μχναν μια βόλτα στο κάστρο και π ιο μούσι ίο, ι ψαγπν για μιοημέρι σ' ένχχ μικρό ι ο τιαι όριο και ι »λικ< α κι ΐνοςδήλωσι ιιω ς η κχνώρα νιχ ι πιοτρέψουν m o m in i «Κ<χλι»11 μα να ξι κούρασα ις Α» θέλω να ι ίσαι κατάκοπη και να μην απολπόσι ις ιη δι ξιωοή μας a m k jji», · ΐιυ II Σιλίνα δι ν έκανι κανένα σχόλιο I ιυι κι αλλιώς, δεν υπήμχι ιιιμίτπω ση να ιης αρ#σι ι η δι ξΐωοη Ηταν σίγουρη πω ς 0 α ή ια ν το μι γα λόιιρσ μαριόρισ ιης ζωής ιης. s


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

51

Σε όλη τη διάρκεια της επιστροφής, η Σέλινα παρέμεινε σιωπηλή, αγνοώντας κάθε προσπάθεια που έκανε οΛουτσιάνο ν' ανοίξει συζήτηση και όσο πλησίαζαν στην Έννα τόσο πιο δυστυχισμένη ένιωθε. Ό ταν έφτασαν στη βίλα, βγήκε βιαστι­ κά α π ' το αυτοκίνητο και έτρεξε στο σπίτι, χωρίς να δώσει σημασία στον Λουτσιάνο που της φώναξε να τον περιμένει. Ήθελε να απαλλαγεί α π ' την παρουσία του έστω για λίγο. Ήθελε να μείνει μόνη της, να συγκεντρώσει τις σκέψεις της, να μαζέψει το κουράγιο της για τη βραδιά που την περίμενε. Δεν κατάφερε, όμως, να του ξεφύγει. Την ακολούθησε στο δωμάτιό της και έκλεισε πίσω του την πόρτα. «Σελίνα, συγκε­ ντρώσου», τη διέταξε. «Πώς είναι δυνατό, κάτω α π ' αυτές τις συνθήκες;» «Κάνεις τα πράγματα πολύ δύσκολα για μένα». «Νομίζεις ότι για μένα δεν είναι δύσκολα;» του αντιγύρισε. «Το μόνο που σου ζητώ είναι να μου διαθέσεις ένα ελάχιστο μέρος από το χρόνο σου* να κάνεις λίγες ώρες υπομονή. Τόσο πολύ είναι αυτό που σου ζητώ;» Τον κοίταξε παγερά. «Και ποιος μου λέει ότι δε θα μου ζητήσεις περισσότερα;» Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Αυτό σε ανησυχεί;» «Όλα με ανησυχούν», του απάντησε με θυμό. «Πίστευα πω ς θα είχες συνηθίσει ήδη στην ιδέα». «Δεν έχω συνηθίσει και δεν πρόκειται να συνηθίσω ποτέ. Ενήργησες λαθεμένα και δεν μπορώ να το δεχτώ». Το πρόσωπό του σκλήρυνε και τα μαύρα μάτια του άστρα­ ψαν από θυμό. «Δεν μπορείς να κάνεις πίσω τώρα· σου το απαγορεύω». «Μου το απαγορεύεις;» τον ρώτησε η Σελίνα, μη πιστεύο­ ντας στ' αυτιά της. «Σε πληροφορώ ότι αν αποφασίσω να σηκωθώ και να φύγω τούτη τη στιγμή, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να μ' εμποδίσεις». «"Ετσι νομίζεις;» Υπήρχε μια σκληρή έκφραση στο βλέμμα του. «Μπήκα σε πολλές φασαρίες για να δω ευτυχισμένη τη γιαγιά μου· δε θα σ’ αφήσω να τα καταστρέφεις όλα την τελευταία στιγμή». Η Σελίνα αισθανθηκε ένα κύμα φόβου να διατρέχει το κορμί της. «Τι εννοείς;» «Εννοώ πω ς, αν χρειαστεί, θα σε κρατήσω εδώ διά της βίας»,


52

Margaret Mayo

της απάντησε βλοσυρός. «Δε θα σ' αφήσω να μ* εξευτελίσεις ούτε να πληγώσεις τη γιαγιά. Θα παραστήσεις τη μνηστή μου είτε σ' αρέσει είτε όχι. Κατάλαβες;» Η Σελίνα τον κοίταξε επιθετικά. «Μπορείς να με κρατήσεις εδώ διά της βίας, αλλά δεν μπορείς να μ' αναγκάσεις να συνεργαστώ». «Ναι, αλλά θα συνεργαστείς». Εκείνη ανασήκωσε τους λεπτούς της ώμους. «Νομίζω ότι θα μ* αρέσει πολύ να σε δω να υποφέρεις». «Δε θα υποφέρω μόνο εγώ», βρυχήθηκε εκείνος. «Θα υπο­ φέρει και η γιαγιά μου κι αυτό δεν πρόκειται να το επιτρέψω σε καμία περίπτωση». Κατά βάθος, ούτε η Σελίνα ήθελε να πληγώσει την ηλικιω­ μένη γυναίκα. Αραγε, όμως, εκείνος δεν καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν αυτό που της ζητούσε; Ίσω ς να τα κατάφερνε αν επρόκειτο για μια απλή οικογενειακή συγκέντρωση. Αλλά μπροστά σε εκατό άτομα, που όλοι περίμεναν να τη γνωρί­ σουν και όλοι θα την κοιτούσαν με περιέργεια, θα μπορούσε άραγε να παίξει επιτυχώ ς το ρόλο της; «Σελίνα», είπε εκείνος και ο τόνος της φωνής του έγινε ξαφνικά απαλός, «κάν* το για χάρη της Τζιάκομα, αν όχι για μένα». Εκείνη έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώ ντας απεγνωσμένα να χαλαρώσει, αλλά αναπήδησε ξαφνιασμένη καθώς ένιωσε τις παλάμες του στα μάγουλά της. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα, όχι από φόβο αλλά επειδή το άγγιγμά του της προκάλεσε εκείνη τη γνώριμη αντίδραση που την κυρίευε πάντα όταν την άγγιζε. "Ενιωθε να τρέμει από τη συγκίνηση και όταν τα χείλη του πλησίασαν τα δικά της κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε ν' αντισταθεί περισσότερο. Το φιλί του κράτησε μια αιωνιότητα. Μεθυσμένη από τα φιλιά του, ένιωσε τα χείλη της να μισανοίγουν και το κορμί της να σφίγγεται πάνω στο δικό του. «Τώρα είναι καλύτερα», μουρμούρισε εκείνος βραχνά. «Πολύ καλύτερα. Συνέχισε έτσι, Σελίνα, και δε θα έχουμε κανένα πρόβλημα». «Είσαι απαίσιος», του απάντησε με θυμό, σε μια απεγνω­ σμένη αλλά μάταιη προσπάθεια να τον απορρίψει. «Κι εσύ είσαι εκπληκτικά αισθησιακή. Η ανταπόκρισή σου


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω 53 f ίναι ένα τελείως αναπάντεχο δώρο για μένα». Χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Τώρα που ανακάλυψα το μυστικό σου, ίσως να μη δυσκολευτείς πολύ να παραστήσεις τη μνηστή μου». Τον κοίταξε αγριεμένη. «Αν νομίζεις ότι θα σ’ αφήσω να με χ( χ'ιδολογάς μπροστά στην οικογένειά σου, κάνεις μεγάλο λάθος». «Νομίζω ότι θα τους άρεσε να μας βλέπουν να φιλιόμαστε». «Κι εγώ νομίζω ότι είσαι κάθαρ...» Της έκλεισε το στόμα με το δικό του, αναστατώνοντας για άλλη μια φορά τις αισθήσεις της. Ο Λουτσιάνο, γνωρίζοντας την επίδραση που ασκούσε πάνω της, άρχισε να τη χαϊδεύει απαλά. Η Σελίνα ένιωσε ν’ ανταποκρίνεται, ένιωσε τον πυρετό να κυλά στις φλέβες της. Κι όταν το χέρι του γλίστρησε στο στήθος της, όταν ο αντίχειράς του άγγιξε τη θηλή της, ένα βογκητό ξέφυγε α π ’ τα χείλη της και σφίχτηκε επάνω του. «Σελίνα, είσαι τόσο όμορφη!» μουρμούρισε εκείνος κατεβά­ ζοντας τις τιράντες α π ’ το μπλουζάκι της και τη φίλησε στο λαιμό. Οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες και η Σελίνα σκέφτηκε ότι δεν πήγαινε άλλο. "Επρεπε να τον σταματήσει πριν τα πράγ­ ματα ξεφύγουν α π ’ τον έλεγχό της, πριν επιτρέψει κάποιες οικειότητες για τις οποίες θα μετάνιωνε αργότερα. Δεν είχε ενδώσει ποτέ άλλοτε τόσο πολύ στις επιθυμίες του κορμιού της, δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τόσο έντονη αντίδραση και το να επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να ικανο­ ποιήσει τη γιαγιά του και να πείσει τους φίλους και τους συγγενείς του ότι είχε βρει επιτέλους τη γυναίκα που ήθελε να τιαντρευτεί, ξεπερνούσε κάθε όριο. «Παράτα με, Αουκ», του είπε με θυμό. «Τι είν’ αυτά τα παιχνίδια που παίζεις;» «Σε βοηθώ», της αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας κυνικά. «Να μου λείπει αυτή η βοήθεια». «Θέλω να σιγουρευτώ ότι δε θα τα καταστρέφεις όλα απόψε». «Αν συνεχίσεις έτσι, όχι μόνο θα τα καταστρέψω, αλλά θα κάνω και κάτι περισσότερο», τον προειδοποίησε. Ο Λουτσιάνο χαμογέλασε. «Δε σου αρέσει που ξέρω πόσο αισθησιακό γατάκι είσαι;» «Είσαι απαίσιος», του αντιγύρισε έξαλλη.


54

Margaret Mayo

Ξαφνικά, το χαμόγελο χάθηκε α π ’ το πρόσωπό του. «Να είσαι έτοιμη στις οχτώ, Σελίνα. Και μην ξεχνάς ότι είσαι το αστέρι της παράστασης». Βγήκε βιαστικά α π ’ το δωμάτιο και η Σελίνα σωριάστηκε στο κρεβάτι. "Ενιωθε εξευτελισμένη. Πώς μπόρεσε να φερθεί τόσο ηλίθια και να του δείξει τα συναισθήματά της; Αναμφίβολα εκείνος θα εκμεταλλευόταν την αδυναμία της. Θα τη χρησιμοποιούσε για δικό του όφελος σε κάθε ευκαιρία. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεωύγει α π ’ αυτή την κατάσταση. Έγειρε στο κρεβάτι και εκλεισε τα μάτια της, αλλά η εικόνα του Λουτσιάνο ήταν τόσο καθαρή στο μυαλό της, λες και I'»()|<ϊκόι (χν (χκόμοι ο ίο δ<ομά ι ιο. 11\ν ι ίχ* m i η άσει τόσο πολύ μέσα σι τόσο μικοό χρονικό διάστημα, που θα ένιωθε την παρουσία του σ ' όλη τ ης τη ζωή. Αμς>έβαλλε αν θα μπορούσε να συναντήσει κάποιον άντρα που θα είχε τόσο άμεση και καταλυτική επιρροή πάνα) της. Αργότερα, η Φραντσέσκα της έφερε ένα δίσκο με τσάι και σπιτικά μακαρόνια, που ήταν νοστιμότατα. Με πολύ κόπο, κατάφερε να σηκωθεί τελικά, να κάνει ντους και να λουστεί. Σκέφτηκε για λίγο αν θα 'πρεπε να αφήσε ι λυτά τα μαλλιά της όπως συνήθιζε ή να τα μαζέψει σε κότσο. Δοκίμασε το φόρεμα και τελικά αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να προτιμήσει τον κότσο. Στις οχτώ παρά πέντε, όταν ο Λουτσιάνο χτύπησε την πόρτα της, εκείνη ήταν έτοιμη. "Εριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και αντίκρισε μια ψηλή, εξεζητημένη άγνωστη, με πελώρια γκρίζα μάτια, σκούρο κόκκινο κραγιόν στα χείλη και χρυσά κρεμαστά σκουλαρίκια στ’ αυτιά. Δε φανέρωνε κανέναν από τους φόβους της* (ραινόταν ήρεμη, συγκροτημένη, κυριολεκτικά άλλος άνθρωπος. Το ακρι­ βό φόρεμα, αντίθετα με όσα είχε φορέσει μέχρι τότε, της είχε δώσει αυτοπεποίθηση και στάθηκε στο ύψος της αντιμετω­ πίζοντας με θάρρος τον Λουτσιάνο. Εκείνος τη θαύμασε σιωπηλός, προσέχοντας κάθε λεπτομέ­ ρεια επάνω της και δημιουργώντας της με το βλέμμα του έναν άφατο αισθησιασμό. «Είσαι ό,τι ονειρεύεται κάθε άντρας, Σελίνα. Είμαι περήφα­ νος για σένα». Παρ' ότι τα λόγια του δε σήμαιναν τίποτα, π αρ' ότι ήταν


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

55

απλώς ευχαριστίες για το γεγονός ότι είχε παίξει το ρόλο που της είχε αναθέσει, άθελα της ένιωσε ικανοποίηση. Του χαμο­ γέλασε αχνά. «Σ’ ευχαριστώ». Ο Λουτσιάνο ήταν πολύ όμορφος και κομψός* φορούσε μαύρο τκχντελόνι και λευκό βραδινό σακάκι και η Σελίνα μόλις και μετά βίας κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του. Εκείνος έκλεισε την πόρτα και την πλησίασε. Η Σελίνα ένιωσε να την κυριεύει πανικός. Παρακάλεσε το Θεό να μην επιχει­ ρούσε να τη φιλήσει πάλι. Αλλωστε θα ήταν περιττό. Η Σελίνα ήταν ήδη προετοιμασμένη να παίξει τέλεια το ρόλο της μνη(ττής του. Το μόνο που σκεφτόταν τις τελευταίες ώρες ήταν εκείνος. Το μόνο που θυμόταν ήταν τα φιλιά του και τα χάδια του. Τον ένιωθε ως το τελευταίο κύτταρο του κορμιού της, που παλλόταν και τρεμούλιαζε με το παραμικρό άγγιγμά του. «Θα ήθελα να φορέσεις αυτά», της είπε εκείνος, δίνοντάς της ένα παλιό, δερμάτινο κουτί που περιείχε ένα σετ από δκχμαντένια σκουλαρίκια και περιδέραιο. «Είναι της γιαγιάς* μου είπε ότι θέλει να σου τα χαρίσει». Τα κοσμήματα ήταν υπέροχα και προφανώς κόστιζαν μια περιουσία. Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν μπορώ να τα δεχτώ. Δεν είναι σωστό», είπε. «Αν αρνηθείς, θα στενοχωρηθεί». «Μα, κάτω α π ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δυνατό...» «Κανείς δε γνωρίζει τις συνθήκες», τη διέκοψε εκείνος απότομα. «Κι αν τα χάσω; Αν...» «Μη λες ανοησίες», τη διέκοψε πάλι εκείνος. «Δεν έχει καμιά σημασία αν τα χάσεις ή αν πάθουν οτιδήποτε άλλο». «Θέλεις να π εις ότι η Τζιάκομα μου τα χαρίζει;» «Είναι δώρο για τον αρραβώνα μας». «Μα δεν μπορώ να το κάνω αυτό», επέμεινε εκείνη. «Είναι κι αυτό ένα μέρος του ρόλου σου». Η Σελίνα τον κοίταξε στα μάτια και μετά έκανε έναν πικρό μορφασμό. «Ναι, βέβαια». Φυσικά, εκείνος θα τα έπαιρνε πίσω, μόλις θα τελείωνε αυτή η κωμωδία. Έβγαλε με αργές κινήσεις τα χρυσά κρεμαστά σκουλαρίκια της και άπλωσε το χέρι της για να της δώσει ο Λουτσιάνο τα σκουλαρίκια της γιαγιάς του. Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος επέμεινε να της τα φορέσει.


56

Margaret Mayo

To άγγιγμα των δάχτυλων του στο λαιμό και τ ’ αυτιά της ξύπνησε τον πόθο στο κορμί της και η λαχτάρα της να την αγγίξει ήταν σχεδόν αβάσταχτη. «Ας πηγαίνουμε», της είπε εκείνος όταν τέλειωσε και καθώς κατέβαιναν τη σκάλα η Σελίνα άκουσε το παλιό ρολόι να σημαίνει οχτώ. Ο Λουτσιάνο την έπιασε αγκαζέ καθώς κατέβαιναν τη σκα­ λιστή σκάλα και την οδήγησε σε μια πόρτα που προηγουμένως ήταν κλειστή. Η Σελίνα δεν περίμενε ότι θα αντίκριζε αυτή την πελώρια αίθουσα χορού, πλημμυρισμένη από ανθρώπους που όλοι κοιτούσαν προς το μέρος τους με ανυπομονησία.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Ή ταν λες και κάποιος τους είχε αναγγείλει και, αν ο Λουτσιάνο δεν την κρατούσε αγκαζέ, η Σέλινα θα το είχε βάλει στα πόδια και Θα είχε εξαφανιστεί. Περίμενε ότι εκείνη η βραδιά θα ήταν κουραστική γι’ αυτή, σίγουρα όμως δεν περίμενε αυτό το μαρτύριο. Ή λπιζε ότι θα μπορούσαν να γλιστρήσουν απαρα­ τήρητοι ανάμεσα στους καλεσμένους και εκείνος θα τη σύστη­ νε διακριτικά* δεν είχε φανταστεί ούτε για μια στιγμή αυτή τη μεγαλοπρεπή είσοδο. Ανέβηκαν μια σκάλα και για μια στιγμή έπεσε σιωπή στην αίθουσα, ενώ όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα στη Σελίνα. Έ πειτα ακούστηκαν ψίθυροι επιδοκιμασίας για την όμορφη κοπέλα που είχε διαλέξει ο Λουτσιάνο. Εκείνος την κοίταξε ικανοποιημένος κι εκεί, επάνω στη σκά­ λα, έσκυψε και τη φίλησε. Οι καλεσμένοι χειροκρότησαν. Ο Λουτσιάνο ύψωσε το χέρι του και ενώ έπεφτε πάλι σιωπή, τους παρουσίασε τη Σελίνα. Εκείνη ευχήθηκε να άνοιγε η γη να την καταπιεί. Και όταν αυτός έβγαλε α π ' την τσέπη του ένα μικρό δερμάτινο κουτί που περιείχε ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι το οποίο ταίριαζε απόλυτα με το περιδέραιο και τα σκουλαρίκια, η Σελίνα ένιωσε ακόμα πιο αμήχανη. Ακολούθησε σιωπή, καθώς εκείνος της έπιασε το χέρι και πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. Μετά, ακούστηκαν ζητωκραυγές και χειροκροτήματα και εμφανίστηκε η σαμπά­ νια που στραφτάλιζε στα υπέροχα κρυστάλλινα ποτήρια με το οικόσημο των Σεγκουρίνι. Η Τζιάκομα παρουσιάστηκε ξαφ­ νικά δίπλα τους και περήφανα έκανε την πρόποση: «Εύχομαι κάθε ευτυχία στον αγαπημένο μου Λουτσιάνο και την όμορφη Σελίνα του».


58

Margaret

mayo

«Να ευτυχήσετε!» φώναξαν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Ο Λουτσιάνο την οδήγησε στην πίστα για ν' ανοίξουν το χορό. Ή ταν τέλειος χορευτής και η Σέλινα τον ακολουθούσε με άνεση. Ή ταν λες και τα πόδια της είχαν βγάλει φτερά και ένιωθε ανάλαφρη σαν πούπουλο. Αν έκλεινε τα μάτια της, μπορούσε σχεδόν να ξεχάσει τα πρόσωπα που τους κοιτούσαν. «Είσαι μαγευτική», της ψιθύρισε εκείνος στο αυτί, αλλά η Σελίνα ήξερε ότι ήταν κι αυτό ένα μέρος του παιχνιδιού. Και καθώς οι διάφοροι φίλοι και συγγενείς άρχισαν να πλησιάζουν για να της συστηθούν, εκείνη νόμιζε ότι η βραδιά δε θα τέλειωνε ποτέ. Το πρόσω πό της είχε αρχίσει να πονά α π ’ την προσπάθεια που έκανε να χαμογελά. Ή τα ν φοβερά δύσκολο να θυμάται τα ονόματά τους, αλλά το δυσκολότερο ήταν να προσποιείται πω ς ήταν ερωτευμένη με τον Λουτσιάνο. Αν εκείνος δε στεκόταν στο πλευρό της, αν δεν απαντούσε στις ερωτήσεις που η ίδια δεν μπορούσε ν' απαντήσει, αν δεν της χαμογελούσε συνέχεια, δεν την κρατούσε αγκαλιά και δεν τη φιλούσε απαλά στο μάγουλο, η Σελίνα σίγουρα θα είχε αποτύχει. Εκείνος κρατούσε τη φλόγα ζωντανή μέσα της με τις τρυφερότητες και τις φροντίδες του και, έτσι όπως την κρατούσε αγκαλιά, της ήταν εύκολο να προσποιείται. Κάπου στη μέση της βραδιάς εκείνος της πρότεινε να πάνε μια βόλτα στον κήπο. Μόλις βρέθηκαν μόνοι, ο Λουτσιάνο έπαψε να την κρατά αγκαζέ, δείχνοντάς της ξεκάθαρα πω ς όλη αυτή η προσοχή που της έδειχνε όσο βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα ήταν ένα θέατρο. Ξαφνικά, η Σελίνα ένιωσε μόνη της. Είχε ελπίσει αδιόρατα πω ς αυτό που είχε ξεκινήσει σαν κωμωδία θα κατέ­ ληγε σε συμπάθεια από μέρους του για κείνη. Τ !τ(χν φανερό πω ς δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Λουτσιάνο απομακρύνθηκε λίγο από κοντά της, ακούμπησε στο κάγκελο της βεράντας και την κοίκ <ξι ι ιιίμονα. «Τα π ας μια χαρά, Σελίνα». «Κάνω αυτό που με πληρώνεις να κάνα)», ίου (χντιγύρισε εκείνη απότομα. Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του. «Μήττως ι κ<ιν< <λάθος που διαισθάνθηκα ότι πραγματικά το ατιυλάμβ< <ν» *, «Απόλυτα λάθος. Πώς είναι δυναιύ ν<< μου αμιυει να με


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

59

επιδεικνύουν σαν κλόουν σε τσίρκο; Αισθάνομαι απαίσια. Ειλικρινά ελπίζω να μη συναντήσω ποτέ στο μέλλον κανέναν α π ’ αυτούς. Θα πεθάνω από ντροπή». Τα σκληρά λόγια της τον εξόργισαν* ένας μυς άρχισε να τρεμο­ παίζει στο μάγουλό του και τα μάτια του έλαμψαν επικίνδυνα. «Σε διαβεβαιώνω πω ς κανένας δε σε βλέπει σαν κάτι παράξενο. Για την ακρίβεια, το μόνο που άκουσα μέχρι στιγμής είναι καλά λόγιαγια σένα. Με συγχάρηκαν όλοι που βρήκα μια τόσο όμορφη κοπέλα. Αλλά ποιος νοιάζεται τι πιστεύουν εκείνοι, απ ’ τη στιγμή που η γιαγιά είναι ευτυχισμένη;» Η Τζιάκομα δεν είχε μείνει πολύ στη δεξίωση, αλλά η χαρά της ήταν ολοφάνερη. Επέμεινε να καθίσει δίπλα της η Σελίνα και της είπε αμέτρητες φορές πόσο χαρούμενη ήταν που ο Λουτσιάνο είχε βρει επιτέλους σύζυγο. «Ελπίζω να γίνει σύ­ ντομα ο γάμος, ε;» της είπε. «Δεν έχουμε κανονίσει ακόμα», αποκρίθηκε αμήχανα η Σελί­ να και τώρα, καθώς θυμήθηκε αυτή την ερώτηση, έθιξε το θέμα στον Λουτσιάνο. «Η γιαγιά σου μου μίλησε πάλι για το γάμο». «Δεν αμφιβάλλω ότι θα σου μιλάει συνέχεια γΓ αυτό το θέμα», αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας. «Δεν το βρίσκω αστείο», του δήλωσε νευριασμένη η Σελίνα. «Πότε θα φύγουμε για την Αγγλία; Αύριο;» τον ρώτησε, καθώς δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να επιστρέφει. «Ξέχασες ότι έχουμε ακόμα δουλειές να κάνουμε;» «Εννοείς ότι η αυτοκινητοβιομηχανία δεν ήταν πρόσχημα για να με φέρεις εδώ;» «Και βέβαια δεν ήταν πρόσχημα. Είναι μια πάρα πολύ μεγά­ λη δουλειά». «Που απλά έτυχε να συμπέσει με τις άλλες ‘δουλειές' σου», παρατήρησε εκείνη συνοφρυωμένη. «Θεέ μου, ϋε απεχθάνομαι, Λουτσιάνο. Μακάρι να μη σε είχα συναντήσει ποτέ». Ένιωσε την ανάγκη να φύγει, να βρεθεί μόνη για λίγα λεπτά. Λες και τα παρακάλια της εισακούστηκαν, κάποιος φώναξε στον Λουτσιάνο ότι τον ζητούσαν στο τηλέφωνο. «Καλύτερα να επιστρέφεις στην αίθουσα», της είπε εκείνος, φανερά εκνευρισμένος που τους είχαν διακόψει. Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θα μείνω εδώ* θέλω να πάρω λίγο αέρα».


60

Margaret Mayo

Εκείνος την άφησε αβέβαιος και η Σελίνα τράβηξε σε μια μικρή πελούζα που έβλεπε στην κοιλάδα. Ή τα ν ήσυχα και γαλήνια εκεί. Ακουγε στο βάθος την ορχήστρα που έπαιζε και φανταζόταν τις κυρίες με τις ακριβές τουαλέτες και τα πανά­ κριβα κοσμήματα να στροβιλίζονται στην πίστα μαζί με τους επίσημους καβαλιέρους τους. Σκέφτηκε πόσο είχε αλλάξει η ζωή της μέσα σε μερικές εβδομάδες. Της ήταν δύσκολο να φανταστεί ότι προσποιόταν τη μνηστή ενός πλούσιου Σικελού αριστοκράτη, ότι η οικογένειά του την είχε αποδεχτεί και την είχε τιμήσει σαν βασίλισσα. Ό ταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν, η Σελίνα αναστέναξε. Το τηλεφώνημα ήταν πάρα πολύ σύντομο· δεν της είχε αφήσει τον καιρό να συγκεντρώσει το μυαλό της και να βρει μια κάποια γαλήνη. Εκείνος όμως που την πλησίασε δεν ήταν ο Λουτσιάνο* ήταν μια μελαχρινή κοπέλα, περίπου στην ηλικία της, που της φάνηκε κάπως γνωστή αν και δε θυμόταν να την είχε ξαναδεί ποτέ. «Θα είμαι σύντομη», της είπε η άγνωστη. «Θα πω ό,τι έχω να πω, πριν επιστρέφει ο Λουτσιάνο». Η Σελίνα συνοφρυώθηκε. Τι είχε να της πει αυτή η κοπέλα; Ή τα ν προφανώς Αγγλίδα και πάρα πολύ όμορφη. Ο Λουτσιάνο της είχε πει ότι στη δέξίωση δε θα ερχόταν κανένας από την Αγγλία. Μ ήπως αυτή η γυναίκα ήταν οικογενειακή φίλη; Μ ήπως ζούσε εδώ στην Έννα; «Χάνεις τον καιρό σου, αν πιστεύεις ότι ο Λουτσιάνο θα σε παντρευτεί», της δήλωσε με θράσος η άγνωστη. «Δε σ’ αγα­ πάει· αγαπάει εμένα και τον αγαπώ κι εγώ. Έκανα ένα ηλίθιο λάθος, αλλά όταν του εξηγήσω θα καταλάβει. Θα...» «Σιμόν!» αναφώνησε η Σελίνα κατάπληκτη. Δεν ήταν παρά­ ξενο που είχε την αίσθηση ότι κάπου την ήξερε αυτή την κοπέλα. Η Σιμόν θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν αδερφή της. Είχαν μερικές διαφορές, για παράδειγμα εκείνη είχε πιο τονι­ σμένα ζυγωματικά, το πιγούνι της ήταν κάπως πιο μυτερό και τα μαλλιά της έναν τόνο πιο σκούρα, αλλά... «Είναι παράξενο, ε; Μοιάζουμε πάρα πολύ. Ι ο σκέφτηκα κι εγώ, όταν σε πρωτοείδα. Ειλικρινά ξαφνιάστηκα. Αυτό αποδεικνύει ότι ο Λουτσιάνο μ’ αγαπάει ακόμα. Και αν αλλάξουμε ρούχα και μπω εγώ σ’ αυτή τη δεξίωση αντί γι< <σένα, κανένας δε θα καταλάβει την αλλαγή».


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

61

Η Σελίνα δεν ήταν καθόλου βέβαιη γι' αυτό. Επιφανειακά, βέβαια, έμοιαζαν, αλλά η Σιμόν μιλούσε διαφορετικά, φερόταν διαφορετικά και ήταν τελείως διαφορετική α π ' την ίδια. «Τι θέλεις εδώ;» τη ρώτησε συνοφρυωμένη. «Ο Λουκ ξέρει ότι βρίσκεσαι στο σπίτι του;» Η Σιμόν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι ακόμα. Μπήκα κρυφά. Αλλά σύντομα θα το μάθει. Βρίσκομαι εδώ για να τον κερδίσω πάλι. Είναι φανερό ότι σου έχει μιλήσει για μένα». «Ναι», ομολόγησε η Σελίνα. «"Εχουν περάσει μόνο δύο μήνες από τότε που χωρίσαμε κι αυτός πήγε και αρραβωνιάστηκε εσένα», της είπε η Σιμόν με κακία. «Τηλεφώνησα στο γραφείο του και όταν μου είπαν ότι βρισκόταν εδώ κατάλαβα ότι έπρεπε να έρθω. Βέβαια, δεν περίμενα ν' αντιμετωπίσω όλη αυτή την κατάσταση. Μου ήταν αδύνατο να το πιστέψω. Είχαμε συζητήσει κι εμείς για γάμο. Θα γνωρίζεις, βέβαια, για την κληρονομιά του». Η Σελίνα συνοφρυώθηκε. «Ποια κληρονομιά;» «Δε σου είπε;» Η Σιμόν χαμογέλασε θριαμβευτικά, «βέβαια, δεν μπορούσε να σ' το πει. Αν σ' το έλεγε, εσύ μπορεί να αρνιόσουν να τον αρραβωνιαστείς». «Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς». «Υποθέτω ότι θα σου είπε πω ς σ' ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, ότι δεν είχε ξανασυναντήσει άλλη γυναίκα σαν εσένα κι ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να περιμένετε και να μην αρραβωνιαστείτε αμέσως». Στη Σελίνα δεν άρεσε η κακία που υπήρχε στον τόνο της φωνής της Σιμόν, αλλά δεν είπε τίποτα. «Ό ταν πεθάνει η προγιαγιά του, εκείνος θα κληρονομήσει τα πάντα. Ό λα πηγαίνουν στον πρωτότοκο γιο, με την προϋ­ πόθεση να είναι παντρεμένος. Διαφορετικά την κληρονομιά την παίρνει ο δευτερότοκος. Και ο Λουτσιάνο τη θέλει πολύ αυτή την κληρονομιά. Είναι το όνειρο και η φιλοδοξία του». «Ο Λουτσιάνο είναι πλούσιος άντρας και αυτοδ· ψιούργητος», της δήλωσε με θυμό η Σελίνα. «Δεν έχει ανάγκη αυτή την κληρονομιά. Νομίζω ότι κάνεις λάθος». «Αυτό που επιζητεί είναι η αίγλη. Μου έχει εξηγήσει περί τίνος πρόκειται. Οι ρίζες της οικογένειάς του ξεκινούν εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Το να είναι ο αρχηγός και να ζει σ' αυτό το σπίτι αξίζει περισσότερο α π ' όλα τα πλούτη του κόσμου.


62

Margaret Mayo

Οι Σεγκουρίνι είναι μία α π ' τις παλαιότερες και πιο αξιοσέβαστες οικογένειες της Σικελίας». Ή τα ν αρκετά αληθοφανής ιστορία και, αν ο Λουτσιάνο ήταν πράγματι τόσο απελπισμένος, τότε όλα αποκτούσαν μια λο­ γική· ο τρόπος που είχε κυνηγήσει τη Σελίνα όταν τον εγκατέλειψε η Σιμόν, το γεγονός ότι την πλήρωνε αδρά για να παίξει αυτόν το ρόλο, ο ύπουλος τρόπος που την είχε οδηγήσει, βήμα προς βήμα σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν ήταν ν' απορεί κανείς που της είχε πει πω ς το γεγονός ότι υπήρχε αυτή η σεξουαλική έλξη ανάμεσά τους ήταν ένα επιπρόσθετο δώρο. Αυτό θα διευκόλυνε πάρα πολύ τα πράγματα, όταν τελικά εκείνος θα της μιλούσε για τα σχέδια που έκανε για το γάμο τους. Η Σελίνα δεν είχε καμιά αμφιβολία πλέον πω ς εκείνος είχε κανονίσει τα πάντα. Αυτό, όμως, που δεν είχε υπολογίσει ήταν ότι η Σιμόν θα εμφανιζόταν πάλι. «Με συγχωρείς που σε στενοχώρησα», της είπε η Σιμόν ύπουλα, «αλλά πιστεύω ότι έτσι κι αλλιώς θα το μάθαινες αυτό, όταν ο Αουτσιάνο θα ανακάλυπτε ότι εγώ ξαναγύρισα κοντά του και θα σου έδινε τα παπούτσια στο χέρι. Δε θ' αλλάξει τίποτα εδώ. Απλά θα πάρω τη θέση σου και κανένας δεν πρόκειται να το καταλάβει». Τα τελευταία λόγια έκαναν τη Σελίνα να αντιδράσει. Αρκετά ως εδώ, είπε μέσα της. Την κοίταξε υπεροπτικά και δήλωσε ψυχρά: «Στη θέση σου, δε θα ήμουν τόσο σίγουρη ότι ο Αουτσιάνο αγαπάει εσένα και όχι εμένα». Η Σιμόν ξαφνιάστηκε. «Τι θέλεις να πεις; Δεν είναι δυνατό...» «Σελίνα, πού είσαι;» ακούστηκε μες στο σκοτάδι η φωνή του Αουτσιάνο. «Εδώ, στην πελούζα!» του απάντησε εκείνη, ενώ αναρωτιό­ ταν πώ ς θ' αντιδρούσε όταν θα έβλεπε τη Σιμόν. Ο Αουτσιάνο σταμάτησε απότομα μόλις είοε τις δύο γυναί­ κες και κοίταξε πρώ τα τη μία και μετά την άλλη. Έπειτα, ρώτησε συνοφρυωμένος τη Σιμόν: «Τι διάβολο θέλεις εδώ;» «Γλυκέ μου», είπε η Σιμόν και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, με τα μπράτσα τεντωμένα, έτοιμη να τον αγκαλιάσει, αλλά ο Αουτσιάνο τραβήχτηκε. «Σε ρώτησα κάτι», της είπε παγερά. Η Σιμόν χαμογέλασε θλιμμένα. «Ήρθα να σου ζητήσω συ­ γνώμη. Φέρθηκα απαίσια. Δεν έπρεπε ποτέ να σε εγκαταλεί­


ΕΝΑ) ΑΝΝΑΣ Μί: ΠΕΙΘΩ

63

ψω >' αγππ<ί), Αουτσιάνο. Πάντα σ’ αγαπούσα και θα σ' cxyu 11(ο. Μ πορείς να με συγχωρήσεις;» Η φωνή της έτρεμε από Iσυγκίνηση και τα μάτια της είχαν αρχίσει να λάμπουν α π ’ τα

δάκρυα.

11λικά είναι πολύ καλή ηθοποιός, συλλογίστηκε η Σελίνα. Ο Αουτσιάνο την κοίταξε παγερά, αδιάφορος στην ικεσία ι ης. « 11έγινε ο νέος εραστής σου; Μ ήπως κατάλαβε κι εκείνος τι ί ίσαι;» «I λι >κέ μου, τι θέλεις να πεις;» τον ρώτησε χαδιάρικα η Σιμόν. Ο Αουτσιάνο μόρφασε ενοχλημένος και όίλλαξε θέμα. «Πώς οι άφησαν να μπεις στη δεξίωση;» Η Σιμόν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Ή ταν πανεύκολο, γλυκέ μου. "Εμπαινε τόσος κόσμος, που ένας επιπλέον δεν κίνησε την περιέργεια κανενός». «Πόσο καιρό βρίσκεσαι στη Σικελία;» «Μόλις σήμερα έφτασα». «Και (χόριο θα φύγεις για την Αγγλία», αποκρίθηκε εκείνος, αλλά η Σιμόν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ί χω κλείσει δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο στην Έννα. Κατά πάσα πιθανότητα θα μείνω μία βδομάδα, ίσως και περισσό­ τερο. Μου μιλούσες τόσο πολύ για τη Σικελία, που ένιωσα την ανάγκη να την επισκεφτώ. Πράγματι, είναι πανέμορφος τό­ πος, Αουτσιόινο. Ανετα θα μπορούσα να ζήσω εδώ». «Εσύ κι εγώ τελειώσαμε, Σιμόν», βρυχήθηκε εκείνος. «Δεν υπάρχει επιστροφή για μας. Αν σχεδιάζεις να ξαναμπείς στη ζωή μου, χάνεις τον καιρό σου». Τα μάτια της Σιμόν πέταξαν σπίθες οργής. «Δηλαδή θα πχχντρευτείς πράγματι τη Σελίνα; Θέλεις να πεις ότι χωρίζου­ με οριστικά;» Ο Λουκ έριξε μια ματιά στη Σελίνα κι εκείνη περίμενε την απάντησή του με κομμένη την ανάσα. «Νδμίζω πω ς είναι καιρός να επιστρέφεις στο ξενοδοχείο σου, Σιμόν», της είπε ψυχρά. «Θα πω να καλέσουν ταξί». Η Σιμόν τον κοίταξε υπερήφανα και έριξε ένα μοχθηρό βλέμμα στη Σελίνα. «Δε χρειάζεται· μπορώ και μόνη μου. Μη νομίζεις, όμως, ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις, Αουτσιάνο. Δε σκοπεύω να παραδώσω τα όπλα χωρίς μάχη». "Εκανε με ιαβολή και απομακρύνθηκε με το κεφάλι ψηλά.


64

Margaret Mayo

«Σου ζητώ συγνώμη γΓ αυτό που έγινε», είπε ο Λουκ στη Σέλινα, όταν η Σιμόν απομακρύνθηκε. «Αποφασισμένη γυναίκα», παρατήρησε η Σελίνα. Ο Λουκ κοιτούσε βλοσυρός τη Σιμόν, μέχρι που χάθηκε από μπροστά τους και μετά, με ολοφάνερη προσπάθεια, κατάφερε να τη βγάλει α π ’ το μυαλό του. «'Εχω άσχημα νέα», είπε στη Σελίνα. Η πρώτη σκέψη της ήΤαν πω ς κάτι είχε πάθει η Τζιάκομα, πω ς ίσως την είχε ταράξει η μεγάλη συγκίνηση. Έφερε το χέρι στο λαιμό της. «Πρέπει να επιστρέφω στην Αγγλία αμέσως. Παρουσιάστη­ κε ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να το χειριστεί κανένας άλλος. Θα φύγω αεροπορικώς αύριο νωρίς το πρωί». Για τη Σελίνα αυτό δεν ήταν άσχημο νέο· ήταν εξαιρετικά καλό. «Θα είμαι έτοιμη. Θα...» Τη διέκοψε σηκώνοντας το χέρι του. «Εσύ δε θα έρθεις. Η γιαγιά θα στενοχωρηθεί αν φύγεις τόσο γρήγορα. Της είχα υποσχεθεί ότι θα μέναμε μερικές μέρες. Θ α χαρεί πάρα πολύ να μείνεις εδώ μαζί της κι εγώ σε σαράντα οχτώ ώρες, ίσως και νωρίτερα, θα είμαι πίσω. Δε νομίζω ότι είναι τόσο πολύ αυτό που σου ζητώ, κάτω α π ’ αυτές τις περιστάσεις». Η Σελίνα τον κοίταξε με θάρρος. «Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό. Δεν μπορείς να με αναγκάσεις να μείνω εδώ, παρά τη θέλησή μου». Εκείνος την κοίταξε παγερά, αλλά η Σελίνα συνέχισε απτόη­ τη: «Είμαι βέβαιη ότι μπορείς να καθησυχάσεις την Τζιάκομα. Για κείνη είσαι τέλειος. Πες της ότι θα επιστρέφουμε, πες της ό,τι θέλεις, αλλά εγώ δε μένω εδώ χωρίς εσένα. Θεωρώ πως έκανα ό,τι μου ζήτησες. Φορώ στο δάχτυλό μου το δαχτυλίδι σου, με παρουσίασες σαν μνηστή σοι>κι <χυι ά ι (X δύο είναι όσα μπορώ να κάνω* τίποτα περισσότερο» (> ιόνος της φωνής της έγινε απότομος και ξαφνικά εου γύρισε ιην ιτλάτη. Ή τα ν μια τελείως οπίο υ υ ι η κατάσταση. Ο Λουτσιάνο της είχε πει ψέματα οπτ’ ιην αρχή* δεν ήταν η αγάπη για την προγιαγιά του που τον είχε ωθήσει να της κάνη αυτή την παράξενη πρόταση, αλλά η απληστία του για δύναμη. Της ερχόταν να του πει πω ς ήξερε τα σχέδιά του, (χλλά κάτι την εμπόδισε . Ί<κος επειδή είχε αρχίσει να συμπαθεί την Τζιάκομα. Η ηλικιωμένη κυρία θα πέθαινε α π ' τη στενοχώρια της αν


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

65

μάθαινε τα καμώματα του Λουκ. Το χτύπημα για κείνη θα ήταν πολύ μεγαλύτερο α π ’ το αν ήξερε ότι ο Λουκ δε σκεφτόταν να παντρευτεί. Εκείνος την άρπαξε α π ’ τους ώμους και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Τι σ ’ έχει πιάσει, Σελίνα;» τη ρώτησε άγρια. «Τίποτα. Απλώς δε μου αρέσει να μου λένε τι πρέπει να κάνω. Α π ’ την αρχή με εξαπάτησες. Αυτό που πίστευα ότι ήταν μια καταπληκτική προσφορά για δουλειά εξελίχθηκε σε φάρσα και δε θέλω π ια να συμμετέχω καθόλου σ ’ αυτό. Θέλω να γυρίσω στην Αγγλία* να φύγω από σένα. Η Σιμόν εμφανί­ στηκε πάλι και σου προσφέρει τον εαυτό της στο πιάτο. Πάρ’ την* είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Εγώ βαρέθηκα πια». Τα δάχτυλά του έσφιξαν τη σάρκα της. «Ξέχνα τη Σιμόν», της δήλωσε άγρια. «Για την οικογένειά μου, εσύ είσαι η μνηστή μου* δεν μπορείς να κάνεις πίσω τώρα». Η Σελίνα τον κοίταξε έξω φρενών. «Γιατί δεν μπορώ;» «Επειδή είναι πολύ σημαντικό για μένα». «Το ξέρω. Είναι πολύ πιο σημαντικό α π ’ όσο με είχες αφήσει να πιστεύω». «Χαίρομαι που με καταλαβαίνεις, Σελίνα». «Ω, σε καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά, αλλά αυτό δε σημαί­ νει ότι θα μείνω». «Αν φύγε;ς», βρυχήθηκε εκείνος, «τότε μπορείς ν’ αποχαιρετήσεις τη δουλειά σου στην εταιρεία μου και θα φροντίσω προσωπικά να μην μπορέσεις να ξαναδουλέψεις πουθενά αλλού». Η Σελίνα έμεινε με ανοιχτό το στόμα, κατάπληκτη που εκείνος ήταν έτοιμος να φτάσει σε τέτοιες ακρότητες. «Αυτό είναι εκβιασμός!» αναφώνησε. «Όλη αυτή η υπόθεση είναι πάρα πολύ σημαντική για μένα». Αν δεν είχε εμφανιστεί η Σιμόν και δεν της είχε πει την αλήθεια η Σελίνα θα πίστευε ότι εκείνος επέμενε τόσο πολύ επειδή αγαπούσε υπερβολικά την Τζιάκομα* μπορεί και να τον θαύμαζε γι’ αυτή την αγάπη του. Τώρα, το μόνο που ένιωθε γι’ αυτόν ήταν περιφρόνηση. Ωστόσο, ένιωθε επίσης και οίκτο για την ηλικιω­ μένη κυρία που δεν ήξερε τι τέρας ήταν ο πρώτος δισέγγονος της. Ίσω ς θα έπρεπε να την προειδοποιήσει. Το πιο σημαντικό, όμως, για τη Σελίνα εκείνη τη στιγμή ήταν πω ς αν η ίδια δεν μπορούσε να βρει άλλη δουλειά, τότε θα


66

Margaret Mayo

κατέστρεφε και την αδερφή της. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν έπρεπε να ξεχνά ότι αυτός ήταν ο λόγος που είχε δεχτεί την πρόταση του Αουκ* προείχε να παραμείνει η Νταβίνα στο ιδιωτικό σχολείο. Η Σελίνα αναστέναξε βαριά. «Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έχω καμία άλλη επιλογή». Ο Λουτσιάνο χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Χαίρομαι που λο­ γικεύτηκες». «Η λογική δεν έχει καμιά δουλειά σ ’ αυτή την υπόθεση. Απλά με παγίδευσες». Εκείνος την έπιασε α π ’ το χέρι. «Ας επιστρέφουμε στους καλεσμένους μας». Το τελευταίο πράγμα που ήθελε εκείνη τη στιγμή η Σελίνα, ιδιαίτερα τώρα που ήξερε την αλήθεια, ήταν ν’ αντικρίσει πάλι τους συγγενείς του. Αραγε πόσοι ήξεραν τι σκόπευε να κάνει; Πόσοι ψιθύριζαν πίσω α π ’ την πλάτη τους; Πόσοι τη λυπούνταν; Ή ξερε, όμως, πω ς αν αρνιόταν απλώς θα επιβάρυνε τη θέση της. "Ετσι, τον άφησε να την οδηγήσει πάλι στην αίθουσα της δεξίωσης. Αρχισε να φλυαρεί με τους καλεσμένους χαμο­ γελώντας, αλλά ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν άρχισαν να φεύγουν. ΉΛπιζε να πάει κατευθείαν στο δωμάτιό της και αρνήθηκε όταν ο Αουκ της ζήτησε να πιουν μαζί ένα τελευταίο ποτό. «Είμαι κουρασμένη. Θα ήθελα να πάω να κοιμηθώ». Ο Αουκ, όμως, την τράβηξε στο γραφείο. «Εδώ δε θα μας ενοχλήσει κανείς», της είπε. «"Ηταν το δωμάτιό μου όταν ζούσα εδώ και από τότε έχει διατηρηθεί έτσι». Το δωμάτιο ήταν επιπλωμένο μ’ ένα γραφείο, μεγάλες πο­ λυθρόνες και βιβλιοθήκεςγεμάτες βιβλία. Η Σελίνα κάθισε στην άκρη ενός δερμάτινου καναπέ και ο Αουτσιάνο της σερβίρισε ένα ποτήρι σέρι. «Νομίζω ότι η αποψινή βραδιά είχε μεγάλη επιτυχία», της είπε εκείνος και κάθισε δίπλα της. «Παρά την απρόσμενη εμφάνιση της Σιμόν». Η Σελίνα ευχήθηκε μέσα της να καθόταν σε μια άλλη καρέ­ κλα, γιατί, προς μεγάλη αγανάκτησή της, η έλξη που ένιωθε γι’ αυτόν εξακολουθούσε να τη βασανίζει. Παρά το γεγονός ότι τώρα ήξερε πω ς ο Λουτσιάνο δεν ήταν ο τρυφερός άνθρω­ πος που πίστευε εκείνη, η γοητεία που ασκούσε πάνω της δεν


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ Π ΕΙΘ Ω

67

είχε ελαττωθεί καθόλου. Η καρδιά της είχε αρχίσει ήδη να χτυπάει τρελά. Ή π ιε μια γουλιά από το ποτό και γλίστρησε στην άκρη του καναπέ, ελπίζοντας ότι εκείνος δε θα πρόσεχε την ταραχή της. Ή ταν λάθος της, γιατί ο Λουτσιάνο γλίστρησε κι αυτός κοντά της κι έτσι βρέθηκε παγιδευμένη. Πήρε το ποτήρι α π ’ τα μουδιασμένα χέρια της και το άφησε στο μικρό τραπέζι πλάι στον καναπέ. Μ ετά στράφηκε προς το μέρος της και της έπιασε τα χέρια. «Νομίζεις ότι πίστεψ αν όλοι πω ς είμαστε ειλικρινείς;» τον ρώτησε εκείνη, έκπληκτη με το πόσο βραχνή ακουγόταν η φωνή της. «Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην το πιστέψουν. Τι σε κάνει να με ρωτάς κάτι τέτοιο;» «Οι τύψεις, υποθέτω». Ο Λουτσιάνο χαμογέλασε πλατιά. «Καλή μου Σελίνα, ήσουν καταπληκτική. Κανείς δε θα μπορούσε να υποθέσει ότι δεν είσαι ερωτευμένη μαζί μου. Νομίζω πω ς ανησυχείς άδικα», Αρχισε να χαϊδεύει τον καρπό της, μεγαλώνοντας ακόμα πε­ ρισσότερο την ταραχή της. «Η γιαγιά σε λατρεύει και είναι ς>ανερό πω ς κι εσύ τη συμπαθείς. Πιστεύω ότι εσείς οι δύο θα τα πάτε θαυμάσια». «Μπορεί να μου κάνει κάποια ερώτηση και να με φέρει σε δύσκολη θέση», του είπε ανήσυχη η Σελίνα'. «Τότε, θα κάνουμε μια ανασκόπηση αυτή τη στιγμή, έτσι ώστε να μην κάνεις λάθος. Της είπα ότι εργάζεσαι για μένα και έτσι γνωριστήκαμε· ότι σε ξέρω εννέα μήνες, επειδή τότε είχα γνωρίσει τη Σιμόν». Κάλυψε κάθε πιθανή ερώτηση κι έπειτα έκανε ο ίδιος ερωτήσεις στη Σελίνα, για να σιγουρευτεί ότι είχε καταλάβει καλά. «Κι αν με ρωτήσει πάλι πότε σχεδιάζουμε να παντρευτούμε;» «Είναι πολύ πιθανό να σου κάνει αυτή την ερώτηση και ίσως χρειαστεί τότε να της δώσεις μια απάντηση που θα την ικανοποιήσει». «Και να μπλεχτώ σε μια κατάσταση από την οποία δε θα μπορώ να ξεφύγω; Να μου λείπει!» «Δηλαδή θα σου ήταν1τόσο φριχτό να με παντρευτείς;» «Πάντα θεωρούσα ότι οι γάμοι από συμφέρον γίνονται μόνο στα μυθιστορήματα», του δήλωσε περιφρονητικά. «Δεν πι-


68

Margaret Mayo

στεύω ότι οι άνθρωποι κάνουν τέτοια πράγματα. Κι εγώ δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ από συμφέρον». Τον είδε να ταράζεται και ικανοποιήθηκε γι' αυτό. Καλά να πάθει, είπε μέσα της. Δεν έπρεπε να σκεφτεί ποτέ να εξαπατήσει τη γιαγιά του. Εκείνος την κοίταξε ίσια στα λαμπερά μάτια της. «Δεν είχα καταλάβει ότι είσαι τόσο εριστική». «Σοβαρά;» τον ρώτησε εκείνη ειρωνικά. «Δε σ’ το είπε το μαγικό κομπιούτερ (του; Νόμιζα ότι ξέρει τα πάντα για μένα». «Δυστυχώς, τα μηχανήματα δε λαμβάνουν υπόψη τα αν­ θρώπινα συναισθήματα». «Κι έτσι εσύ πόνταρες στην τύχη ότι θα ήμουν το κατάλληλο πρόσωπο;» «Δειτούργησα βάσει της δικής μου κρίσης, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι είχα μερικές εκπλήξεις... Και τούτη είναι μία α π ' αυτές». Και πριν η Σελίνα προλάβει να καταλάβει τις προθέσεις του, ο Λουτσιάνο την είχε φυλακίσει στην αγκαλιά του και τα χείλη του σφράγιζαν τα δικά της. Η Σελίνα θέλησε να παλέψει, να δείξει αδιαφορία, να τρα­ βηχτεί α π ’ την αγκαλιά του και να τρέξει στο δωμάτιό της, αλλά της ήταν αδύνατο. Το κορμί της αρνιόταν να υπακούσει στις εντολές του μυαλού της και έμενε εκεί, σαν ηλίθια υπο­ ταγμένη. Ήδη είχε αρχίσει να την κατακαίει ένας άγριος πόθος, οι σφυγμοί της χτυπούσαν τρελά και η καρδιά της βροντοκοπούσε. Για κάποιο λόγο που ούτε και η ίδια μπορούσε να καταλά­ βει, ένιωθε υπέροχα στην αγκαλιά του* ένιωθε σαν ναπετούσε κι ήταν ένα θεσπέσιο συναίσθημα που της αφαιρούσε κάθε λογική σκέψη. Ακόμα και όταν τα χείλη του γλίστρησαν οπτ’ τα δικά της και άρχισαν να εξερευνούν τις λεπτές γραμμές του προσώπου της, η Σελίνα δεν πρόβαλε καμία διαμαρτυρία και απλά έμεινε στην αγκαλιά του ανασαίνοντας βαριά, με τα χείλη μισάνοιχτα και τα μάτια κλειστά. Ή τα ν ταυτόχρονα παράδεισος και κόλαση. Τη βασάνιζε αλλά και την έκανε να νιώθει υπέροχα. «Είσαι φοβερή γυναίκα», της ψιθύρισε, ενώ μοίραζε μικρά φιλιά στις άκρες των χειλιών της. Εκείνη έκανε να διαμαρτυρηθεί. «Και όμως, είσαι, Σελίνα, πραγματικά υπέροχη γυναίκα». Ο


Ενας Αντρας Με Π είθω

69

Λουτσιάνο συνέχισε να τη φιλά κι εκείνη κατάλαβε ότι προ­ σπαθούσε με ύπουλες μεθόδους να πάρει αυτό που ήθελε, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να τον σταματήσει. Ή ταν απίστευτο. Ο Λουτσιάνο είχε καταφέρει να τη δαμά­ σει. Είχε πέσει στα χέρια του α π ’ αυτή την άμεση σεξουαλική έλξη που είχε νιώσει γι’ αυτόν και που ήταν τόσο δυνατή ώστε δεν μπορούσε να την ελέγξει. Κάθε φορά που την άγγιζε, αυτή η έλξη κυριαρχούσε στο κορμί και το μυαλό της. Ο Λουκ συνέχισε να τη φιλά στο λαιμό κι εκείνη να παραμένει σαν παιχνιδάκι στα χέρια του. Ασυναίσθητα, ένα βογκητό ικανοποίησης ξέφυγε α π ’ τα χείλη της, καθώς εκείνος παρα­ μέρισε τις τιράντες της και άρχισε να τη φιλά στους ώμους. Η Σελίνα βρισκόταν σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είχε σημασία πέρα α π ’ τις αισθήσεις. Ή τα ν μια ικανοποίηση που πρώτη φορά την ένιωθε. Πήρε το κεφάλι του Λουκ ανάμεσα στα χέρια της και γλίστρησε τα δάχτυλά της στα μαύρα, πυκνά μαλλιά του. Δεν έφερε καμία αντίρρηση ακόμα κι όταν εκείνος κατέβασε το φόρεμα από τους ώμους της. Το μόνο που ένιωθε ήταν μια απίστευτη λαχτάρα και όταν τα χέρια του άγγιξαν διατακτικά τα γυμνά στήθη της η κραυγή ικοινοποίησης έγινε πιο δυνατή και έσπρωξε το κεφάλι του προς τις θηλές της. Ή ταν μια γλυκιά ικανοποίηση, ένα βασανιστήριο που δεν μπορούσες να το περιγράφεις. Το κεφάλι της άρχισε να γυρί­ ζει, το κορμί της ν’ ανατριχιάζει και να φλέγεται, ενώ ανταποκρινόταν με λαχτάρα. «Ω Λουκ!» του ψιθύρισε, καθώς εκείνος φιλούσε τις θηλές της. Ο Λουτσιάνο ύψωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Η Σελίνα είδε τον πόθο να καίει στα μάτια του. Έπειτα σηκώθηκε για να φιλήσει πάλι τα χείλη της κι εκείνη ανταποκρίθηκε χωρίς να νιώθει καμιά ντροπή και τον άφησε να δει την ένταση του πόθου της. Ό ταν τα χείλη του αναζήτησαν πάλι τις θηλές της, η Σελίνα έγειρε πίσω το κεφάλι της και παραδόθηκε στην έκσταση. Είναι ένας καθαρά ζωώδης πόθος, συλλογίστηκε. Αραγε πώ ς θα ένιωθα αν ήμαστε ερωτευμένοι; Το παιχνίδι συνεχίστηκε και η Σελίνα ένιωσε ευγνωμοσύνη που ο Λουκ δεν προχωρούσε περισσότερο, γιατί η ίδια δε θα είχε τη δύναμη να τον εμποδίσει. Τελικά, ήταν εκείνος που


70

Margaret Mayo

έβαλε τέλος σ’ αυτό και τραβήχτηκε απρόθυμα α π ’ την αγκα­ λιά της. «Αν δε σταματήσω τώρα, μετά δε θα είμαι υπεύθυνος για τις πράξεις μου», της είπε βραχνά. Τα λόγια του έσπασαν τη μαγεία και η Σελίνα άρχισε να κατρακυλά α π ’ το σύννεφό της. Κάλυψε με το φόρεμά της τα στήθη της και του είπε βραχνά: «Φαίνεται πω ς ήπια πολύ απόψε». «Δεν είσαι μεθυσμένη, Σελίνα. Απλώς ακολουθείς τις επιτα­ γές του κορμιού σου. Είσαι η πιο αισθησιακή γυναίκα που έχω γνωρίσει και...» «Και θα 'πρι π ί vex ξέρω ότι έτσι γίνομαι παιχνιδάκι στα χέρια σου. I ισι 6 ί ν ι ίναι;» τον διέκοψε απότομα. I κείνος χαμογέλαοί ικ<χνοποιημένος. «Ό πω ς έλεγα νωρίτε­ ρα, αυτή η πλευρά του χαρακτήρα σου ήταν μια φοβερή έκπληξη για μένα. Δεν έχω κανένα παράπονο». «Νομίζω ότι με εκμεταλλεύεσαι». «Δε θα το ’κανα ποτέ αυτό», τη διαβεβαίωσε. «Δε θα το έκανες;» τον ρώτησε δύσπιστη. «Θα σταματούσα μόλις μου το ζητούσες». «Τότε, αν σου ζητήσω αυτή τη στιγμή να μη με ξαναγγίξεις, θα συμμορφωθείς;» «Είναι κάπως δύσκολο αυτό που μου ζητάς. Είσαι πειρα­ σμός, Σελίνα, είσαι μάγισσα. Δε νομίζω ότι έχεις αντιληφθεί τι δύναμη έχεις». «Λες ανοησίες», του απάντησε. «Αρκετάγι’ απόψε. Πηγαίνω να κοιμηθώ». «Δεν τελείωσες ακόμα το ποτό σου». «Δεν το θέλω», του δήλωσε παγερά και τράβηξε προς την πόρτα. Η φωνή του την έκανε να σταματήσει. «Κατά πάσα πιθα­ νότητα, αύριο θα έχω φύγει πριν ξυπνήσεις. Θέλω να μου δώσεις το λόγο σου ότι δε θα με απογοητεύσεις». Ή τα ν το μόνο που είχε σημασία γι’ αυτόν. Ή τα ν ο λόγος για τον οποίο είχε φερθεί έτσι αυτά τα τελευταία λεπτά. Και ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει για κείνη. Ξαφ­ νικά, το να χάσει τη δουλειά της και να αναγκαστεί να πάρει την αδερφή της οπτ’ το σχολείο της της φάνηκε ασήμαντο μπροστά στον εξευτελισμό που αντιμετώπιζε. Την επομένη θα επέστρεφε στο σπίτι της, είτε μαζί του είτε μόνη της.


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

71

Χωρίς να κάνει καν τον κόπο να του απαντήσει, η Σελίνα έτρεξε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα και έμεινε εκεί, με τα μάτια κλειστά και την ανάσα να βγαίνει βαριά από το στήθος της. Είμαι ηλίθια. Πώς μπόρεσα να του δοθώ έτσι; Πώς του ι πέτρεψα να καταλάβει ότι μπορεί να με ερεθίζει τόσο εύκο­ λα; Κι όλ’ αυτά για το τίποτα. Εκείνος δε νιώθει τίποτα για μένα* απλά με χρησιμοποιεί. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να γίνει ο αρχηγός της οικογένειας Σεγκουρίνι. Αφησε το όμορφο φόρεμα να γλιστρήσει α π ’ το κορμί της kcxi να πέσει στο δάπεδο. Αν και συνήθως ήταν επιμελής με τα ρούχα της, άφησε το φόρεμα εκεί, καθώς της θύμιζε τα γι γονότα της βραδιάς. Μι τήκε στο μπάνιο και έμεινε αρκετά λεπτά κάτω απ* το ζεστό νερό. Μισούσε τον εαυτό της που είχε επιτρέψει στον Λ<ημ<ν<χ ι ην πλησιάσί ι τόσο πολύ, αλλά αυτό που την εξόργιζε περισσότί ρο ήταν η δική της (χνταπόκριση. Ένιωσε ντροπια­ σμένη και ανόητη. Ιο γεγονός ότι εκείνος μπορούσε να πιo m u i on χάριζι ιλιύθερα τον εαυτό της σ' οποιονδήποτε άντρα ιηνικαν» ν'ανατριχιάζει από φρίκη. Κουλουριάστηκε στο κρεβάτι της, αλλά ο ύπνος δεν έλεγε να σφαλίσει τα μάτια της. Κι όταν επιτέλους αποκοιμήθηκε, ονειρεύτηκε ότι έκανε έρωτα με τον Αουκ και πετάχτηκε λουσμένη στον ιδρώτα και πιο ταραγμένη από ποτέ. Το ντους τη δρόσισε, αλλά δεν κατάφερε να ηρεμήσει το μυαλό της. Καθώς είχε πάρει την απόφασή της να φύγει, έφτιαξε βιαστικά τη βοίλίτσα της, αλλά όταν άνοιξε το συρτάρι ι ης τουαλέτας ανακάλυψε πω ς το πορτοφόλι με το διαβατή­ ριό της έλειπε. Στάθηκε για μια στιγμή κατάπληκτη κι έπειτα κατάλαβε τι είχε γίνει. Μόνο ένας μπορούσε να το πάρει.


-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ο Λουκ θα πρέπει να μάντεψε ότι ήθελα να το σκάσω, συλλογίστηκε η Σελίνα, καθώς κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες με την ελπίδα ότι δε θα είχε φύγει ακόμα. Ο Λουκ ήταν μόνος και έπαιρνε το πρωινό του. Μόλις την ι ίδι νί χμ ιταίνι ι cκχν σίφουνας στο δωμάτιο, την κοίταξε έκπληκτος. «Για γο Θεό, Σελίνα. Τι συμβαίνει;» «Μου ι ίναι ιο διαβατήριό μου;» τον ρώτησε εκείνη έξω φρί νών. Για μια (Πιγμή τον είδε να ταράζεται. Έ πειτα ανασήκωσε το φρύδι του. «Τι το θέλεις;» «Λεν είχες κανένα δικαίωμα να το πάρεις* όπω ς και τις πιστωτικές κάρτες που βρίσκονταν στο πορτοφόλι μου. Δώσε μού τα αμέσως!» «Δε νομίζω, Σελίνα». «Γιατί;» «Γιατί υπερασπίζομαι τα συμφέροντά μου». «Θέλεις να πεις πω ς ήξερες ότι μπορεί να επιχειρούσα να φύγω προτού με αφήσεις εσύ;» «Ναι, το σκέφτηκα. Είσαι πολύ παρορμητική γυναίκα, αν και μετά α π ' ό,τι έγινε χθες το βράδυ πίστευα...» «Αυτό που έγινε χθες βράδυ με έπεισε να δώσω’ τέλος σ’ αυτή την κωμωδία. Δε μου αρέσει να με χρησιμοποιούν, Λουκ». «Αυτό πιστεύεις ότι έκανα;» τη ρώτησε εκείνος, χαμογελώ­ ντας πικρά. «Απολύτως». «Νομίζεις ότι είμαι ικ< <ν<>*, γι< χ ι <ηη μ χι τάνθρωπες ενέργειες;» «Ναι, προκι ιμι νου ν<< ττι ιυχι ιςα υ τό π ο υ θέλεις», του αντίγύρισε. I κι ίν< >\ <<ν<« ιήκω< μ γιι χ μια σ ι ιγμή γο φρύδι του. «Αατρεύω


ΪΝΛΙ ΛΝΤΡΑΙ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

73

11] γιαγιά μου. Πάνω α π ' όλα θέλω την ευτυχία της και νόμιζα ό ιι αισθανόσουν το ίδιο κι εσύ για την αδερφή σου. Θέλεις να π ιις ο 11 irp o i ιμάς να αναγκάσεις την Νταβίνα να φύγει α π ' το σνολι ιο, παρά ν<χ μείνεις εδώ μερικές μέρες ακόμα; Είναι πολύ ίδιοι ίλης υυμιπ ριςχ>ρά αυτή· είμαι βέβαιος ότι η Νταβίνα δε ()α οι ι υγνωμονεί γι’ αυτό που κάνεις». I ίχι δίκιο pi^fkxicx, αλλά αυτό δε διευκόλυνε τα πράγματα. «ΛνάΟι μά ο ι!» του φώναξε με πάθος. « ()ι λι ις να πεις ότι θα μείνεις;» Ια γκρίζα μάτια της, σκοτεινά σαν σύννεφα βροχής, κοίταξ<ιν μι δικά ιου. «Δεν έχω άλλη επιλογή, έτσι δεν είναι; Θεωρώ, Ομως, όι 11 ίναι ίρριχτός ο τρόπος που μου φέρεσαι και αν η γιαγιά σου καταλάβει πω ς κάτι δεν πάει καλά τότε μην κατηγ<>| >ή<»ι ις ι μένα. Σ' το είπα α π ' την αρχή ότι δεν είμαι ηθοποιός και οσο πι μισυάτεμο μένω εδώ τόσο πιο δύσκολο μου είναι να προσποιούμαι». I να*, μυς ιριμοπαιξι ατο μάγουλά του και ηι<χν<(χχνΓ(κ$πως η αιιανιηαη ιης ίχν ιον ifyi ικανοιιοιήοη καθόλου. «Κάθισε, >ιλινα» ?ip|ii|M ένα ποτήρι μι πιχγωμένη πορτοκαλάδα και της ιο 11ρι ^οι | >ι ρι «| I (Ι>| >αν ι οι <τκ<χ(kx έρθει όπου να 'ναι* μπορείς να ιης ιι 11*, ιι Ο ιλιιςνα πάρεις για πρωινό». Είχε αλλάξει θέμα, λες μ n η οι ιζι) ι ηοη που είχαν ήταν άνευ σημασίας. •Λι ν ιπ ινάω», μουρμούρισε εκείνη. I ιμαι βέβαιος ότι η Φραντσέσκα θα βρει κάτι για να σου ανοιί,ι ι ιηνόρι ξη».Τοβλέμμα του έπεσε στο χέρι τηςτη στιγμή ιι ου ι κι ινη έπαιρνε το ποτήρι με την πορτοκαλάδα. «Γιατί δε φυρπς ιο δαχτυλίδι σου;» τη ρώτησε απότομα. I ια ιην ακρίβεια, η Σελίνα το είχε ξεχάσει. Το προηγούμενο βράδυ ιο είχε βάλει στο κουτί μαζί με το περιδέραιο και τα οκι η>λι χ()(κια και το πρω ί ούτε καιν είχε περάσει α π ' το μυαλό 111», *I ο πάρτι τελείωσε». < >\ι Ομως και ο αρραβώνας μας», της είπε εκείνος με υψιγμι να ίχΐντια. «Πήγαινε να το φέρεις αμέσως». I κι ινη ι η ο ι ιγμή#όμως, μπήκε η Φραντσέσκα στο δωμάτιο και η ) ι \ινι ι αρχιοι, ι οκεμμένα, να συζητά μαζί της. Είδε τον \* μμ \·«ι κοι 11u 11<μινι χώς ί ο ρολόι του και κατάλαβε ότι από ο ι ιγμή οι ο ι ιγμή ι πρι ιιεναφ ύγει.Κ ανονικάδενήτανεπαναο ι α ι ικθς y ιρακ ι ή[ μις, ι χλλι'χ αυτή η κατάσταση την είχε επη­


74

MARGARET MAYO

ρεάσει και ένιωθε μια διεστραμμένη ικανοποίηση όταν τον εξόργιζε. Τελικά η Φραντσέσκα βγήκε α π ’ το δωμάτιο και ο Λουκ είπε έντονα: «Το δαχτυλίδι σου, Σελίνα». «Θα το φορέσω αφού πάρω το πρωινό μου. Τι σημασία έχει;» «"Εχει και μάλιστα μεγάλη». «Θέλεις να πεις ότι είναι συμβολικό; Ό τι διατυμπανίζεις σε όλους πω ς σου ανήκω; Δεν ανήκω σε κανέναν άντρα, Λουτσιάνο. Απλά σου κάνω μια εξυπηρέτηση· μια πολύ μεγάλη εξυπηρέτηση και καλά θα κάνεις να το θυμάσαι αυτό. Αν με πιέσεις πολύ, θα φανερώσω στη γιαγιά σου το παιχνίδι σου». Εκείνος την κοίταξε με άγριο βλέμμα και η Σελίνα κατάλαβε πω ς του είχε γκρεμίσει τις ελπίδες και τα σχέδια. «Δε νομίζω ότι θα φερθείς τόσο απερίσκεπτα, τη στιγμή που ξέρεις ποιο είναι το καλό σου». Σηκώθηκε α π ’ την καρέκλα του. «Και τώρα, πρέπει να πηγαίνω». «"Ισως θα έπρεπε να με πάρεις μαζί σου», του πρότεινε εκείνη με μελιστάλαχτο ύφος. «"Ετσι, δε θα διακινδυνεύσει το σχέδιο που έχεις καταστρώσει τόσο προσεκτικά». «Δε θα το κάνεις αυτό, Σελίνα», της είπε με απειλητικό τόνο. «Καλύτερα να περάσεις τον καιρό σου προσπαθώ ντας να βρεις ιδέες για την καινούρια διαφήμιση». Και μ*αυτά τα λόγια, έσκυψε και τη φίλησε στα χείλη. «Αντίο, γλυκιά μου. Θα σε σκέφτομαι». Βγήκε α π ’ το δωμάτιο πριν εκείνη προλάβει να απαντήσει, αλλά όχι και πριν τυλίξει το κορμί της η φλόγα του πόθου. Ό ταν επέστρεψε η Φραντσέσκα με το πρωινό της, εκείνη καθόταν με τα μάτια κλειστά, απολαμβάνοντας ακόμα την αίσθηση των χειλιών του στα δικά της. Αργότερα, η Σελίνα επισκέφθηκε την Τζιάκομα. Η ηλικιωμένη κυρία χάρηκε πάρα πολύ που την είδε. «"Ελα, κάθισε, παιδί μου», της είπε πρόσχαρα. «Κρίμα που ο Αουτσιάνο αναγκάστηκε να φύγει* ωστόσο, αυτό θα μας δώσει την ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα». Η Σελίνα της χαμογέλασε αχνά και στριφογύρισε το βαρύ δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. "Ηταν κάπως μεγάλο και φοβόταν μήπως το έχανε. "Ηξερε, όμως, πω ς αν ό*ν το φορούσε θα δημιουργούσε υπόνοιες. Το κάν<υ αυτό για χάρη της γιαγιάς του και όχι για τον Λουτσιάνο, είπε μέσα ιης.


Ε ν α ς Α ν τ ρ α ς Μ ε Π ε ίθ ω

75

«Ήσουν πολύ όμορφη χθες το βράδυ, γλυκιά μου. Ακτινο­ βολούσες. Όλοι οι καλεσμένοι εντυπωσιάστηκαν. Ο Λουτσιάνο έκανε πάρα πολύ καλή επιλογή». Η Σελίνα δεν ήξερε τι να πει. Ή τα ν εξαιρετικά λεπτή η κατάσταση. Η Τζιάκομα φαινόταν υπερήφανη, ευτυχισμένη και ένα απαλό χρώμα έβαφε τα μάγουλά της, ενώ τα μάτια της έλαμπαν από χαρά. «Ή ταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που με αφήσατε να φορέσω το περιδέραιο και τα σκουλαρίκια σας». Η ηλικιωμένη κυρία συνοφρυώθηκε. «Μα σου τα χάρισα· δε σου εξήγησε ο Αουτσιάνο;» Η Σελίνα της χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφά­ λι της. «Μου εξήγησε, αλλά δεν μπορώ να τα δεχτώ. Είναι πολύ...» «Ανοησίες», τη διέκοψε η Τζιάκομα. «Μου τα χάρισε ο σύζυ­ γός μου στον αρραβώνα μας, αλλά δεν τα φορώ πια. Θα μου κάνεις μεγάλη τιμή να τα φοράς εσύ για μένα. Αυτό είναι το σωστό, καθώς θα γίνεις γυναίκα του μεγαλύτερου δισέγγονού μου. Και το δαχτυλίδι, είναι το δαχτυλίδι των αρραβώνων μου. Δυστυχώς, δεν ταιριάζει πια στο δάχτυλό μου». «Θα μπορούσατε να το μεγαλώσετε. Ο Αουτσιάνο...» «Μη φέρνεις αντιρρήσεις, παιδί μου». Ή τα ν διαταγή. Η ηλικιωμένη κυρία κάθισε πιο ευθυτενής στην καρέκλα της και την κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς από πού κληρονόμησε ο Αουτσιάνο τον αυταρχικό χαρακτήρα του, συλλογίστηκε η Σελίνα και προσπάθησε κι αυτή να καθίσει το ίδιο στητά στην καρέ­ κλα της. «Με συγχωρείτε και σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα τα φροντίζω και θα τα λατρεύω πάντα». Τουλάχιστον όσο θα συνεχίσω να παίζω το ρόλο μου σ’ αυτή την κωμωδία, συ­ μπλήρωσε μέσα της. «Και τώρα, Σελίνα, νομίζω πω ς πρέπει οπωσδήποτε ν* αρχίσουμε να κάνουμε σχέδια για το γάμο σας. Περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία να γνωρίσω την αδερφή σου και αν έχεις συγγενείς, έστω και μακρινούς, θα πρέπει να έρθουν κι αυτοί». Δεν έδωσε την ευκαιρία στη Σελίνα να μιλήσει. Η Τζιάκομα, γεμάτη ενθουσιασμό, είχε αναλάβει πλήρως τον έλεγχο και μιλούσε διαρκώς. Η Σελίνα ήθελε να της πει ότι όλ’ αυτά ήταν


76

Margaret Mayo

ένα λάθος, ότι ο Λουτσιάνο τα είχε σχεδιάσει άλα οπτό απληστία κι όχι από αγάπη, ότι και η ίδια δεν τον αγαπούσε, ότι όλ’ αυτά ήταν ένα παιχνίδι. Πώς ήταν δυνατό, όμως, να της πει κάτι τέτοιο; Πώς ήταν δυνατό να της καταστρέψει την ευτυχία; Θα ήταν τρομερό χτύπημαγι’ αυτή, έναχτύπημα από το οποίο κατά πάσα πιθανότητα & θα συνερχόταν ποτέ. Ο Λουκ έπρεπε να εξηγήσει στη γιαγιά του τι σψνέβαινε στην πραγματικότητα. Μετά από ένα τέταρτο, η ημερομηνία του γάμου είχε καθο­ ριστεί για μετά από ένα μήνα και όταν η Σελίνα βγήκε α π ' το δωμάτιο της Τζιάκομα ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει. Ή ταν σαν να βυθιζόταν όλο και περισσότερο σ’ ένα ρόλο που αρχικά δεν ήθελε να τον παίξει. Μακάρι να μην είχε πάρει το διαβα­ τήριό μου ο Λουκ. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω στην Αγγλία μαζί του, συλλογίστηκε. "Ενιωθε την ανάγκη να φύγει από κει έστω και για λίγες ώρες. Πήγε στο δωμάτιό της, πήρε την τσάντα της και τράβηξε προς την πόλη, χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή για να κοιτάξει πίσω της. Εκεί περιπλανήθηκε για λίγο, θαυμάζοντας τα διάφορα κτί­ ρια, τους ναούς και τα καταστήματα, μέχρι που τελικά τα πόδια της άρχισαν να πονούν και κάθισε σ’ ένα υπαίθριο καφέ για να πιει καφέ και να τσιμπήσει κάτι. Ανακάτευε αφηρημένα τον καφέ της, ενώ στο μυαλό της στριφογύριζαν τα προβλήματά της. Ό ταν θα επέστρεφε στο σπίτι θα έπρεπε να ακούσει ποια άλλα σχέδια είχε γι’ αυτούς η γιαγιά του Αουκ. «Είμαι βέβαιος ότι δεν μπορεί να είναι τόσο σοβαρό». Η αντρική φωνή διέκοψε τους συλλογισμούς της και ανασή­ κωσε ξαφνιασμένη το κεφάλι της, ενώ αναρωτιόταν αν μιλού­ σαν σ' εκείνη. «Σ’ εμένα μιλήσατε;» Εκείνος ήταν μελαχρινός, όμορφος, μετρίου αναστήματος και περίπου στην ηλικία της. «Μπορώ να καθίσω μαζί σας;» τη ρώτησε και χωρίς να περιμένει την άδειά της κάθισε στην άδεια καρέκλα που βρι­ σκόταν απέναντι" της. «Θέλετε να μου μιλήσετε γι’ αυτό;» «Πώς ξέρατε ότι είμαι Αγγλίδα;» Της είχε μιλήσει με βαριά ξενική προφορά και π α ρ’ ότι η Σελίνα Θεωρούσε αυθάδεια εκ μέρους του το γεγονός ότι είχε καθίσει απρόσκλητος στο τραπέζι της, σκέφτηκε ότι ίσως να της έκανε καλό αν μιλούσε σε κάποιον.


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

77

«Σίγουρα δεν είστε Σικελή, αν κρίνω α π ’ το χρώμα των μαλλιών σας», της απάντησε εκείνος, κοιτώντας τη με θαυμα­ σμό. «Τι κάνετε εδώ μόνη σας;» «Σκέφτομαι», του απάντησε. «Το βλέπω, αλλά ποιες σκοτεινές σκέψεις μπορούν να απα­ σχολούν μια όμορφη κοπέλα σαν εσάς; Κάνετε διακοπές εδώ;» «Περίπου». «Είστε πολύ μυστηριώδης πάντως». 'Εκανε νόημα να του φέρουν καφέ. «Είμαι πολύ περίεργος να μάθω. Μπορείτε να μου τα πείτε όλα». Και πού να ’ξερε σε τι πειρασμό με βάζει, συλλογίστηκε η Σελίνα. «Κατ’ αρχάς, όμως, επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Λέγο­ μαι Ραϊμόντο Βιτορίνι και είμαι ο ιδιοκτήτης αυτού του κατα­ στήματος». Της έτεινε το χέρι του και η Σελίνα το έσφιξε. «Είμαι η Σελίνα Κούλσντιν». «Σελίνα; Πολύ όμορφο όνομα για μια όμορφη κοπέλα. Λοι­ πόν; Είμαι έτοιμος ν' ακούσω τη θλιβερή ιστορία σας». Προφανώς την κορόιδευε. Η Σελίνα το είχε καταλάβει, αλλά η ιστορία της ήταν όντως θλιβερή ή τουλάχιστον καταθλιπτική. Ωστόσο, δε θα ήταν σωστό από μέρους της να την ανα­ φέρει σε κάποιον άλλο. Ο Ραϊμόντο θα γνώριζε κατά πάσα πιθανότητα τον Αουτσιάνο ή τουλάχιστον την οικογένειά του. Έπρεπε, λοιπόν, να προσέχει πολύ τα λόγια της. Πριν, όμως, προλάβει να του αποκαλύψει οτιδήποτε, εκεί­ νος είπε: «Σελίνα; Κάπου άκουσα αυτό το όνομα... πρόσφατα. Το συζητούσαν πολλοί τελευταία. Είσαι... η μνηστή του Λουτσιάνο Σεγκουρίνι, έτσι δεν είναι;» Η Σελίνα έκανε ένα μορφασμό και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ήδη είχε γίνει γνωστή σε όλους. Της φαινόταν απίστευτο. «Αν είναι όμως έτσι, γιατί έχεις αυτό το συνοφρυωμένο πρόσωπο και πού είναι ο ευτυχής θνητός;» «Έπρεπε να επιστρέφει στην Αγγλία για δουλειές», αποκρίθηκε εκείνη. «Α, μάλιστα. Έτσι εξηγούνται όλα. Και έχεις μείνει μόνη σε ξένη χώρα. Δεν είναι ν' απορεί κανείς που είσαι τόσο θλιμμένη. Επίτρεψέ μου, θα χαρώ πολύ να σου δείξω την όμορφη πόλη μας. Ο Αουτσιάνο δε θα πειραχτεί, είμαι (Βέβαιος γι’ αυτό».


78

Margaret Mayo

«Την έχω δει ήδη, αλλά σ’ ευχαριστώ για την προσφορά». Κάθισε μαζί της πάνω από μίση ώρα, διασκεδάζοντάς τη με διάφορα ανέκδοτα και επιμένοντας να την κεράσει κρασί. Αλλά όταν επιτέλους ο Ραϊμόντο σηκώθηκε απρόθυμα, λέγοντας πω ς είχε κάποιες δουλειές να κάνει, η Σελίνα ένιωσε ανακου­ φισμένη. «Σ* ευχαριστώ για την παρέα», του είπε. «Τουλάχιστον τώρα χαμογελάς... Πάντως, αν χρειαστείς και αύριο συντροφιά, εγώ θα είμαι εδώ». Έπιασε το χέρι της και το φίλησε. «Λριβεντέρτσι, Σελίνα». *** Ό ταν η Σελίνα επέστρεψε στη βίλα, η Φραντσέσκα ήταν πανι­ κόβλητη. «Τηλεφώνησε ο σινιόρ Σεγκουρίνι», είπε γρήγορα στα ιταλικά. «Θύμωσε πάρα πολύ που δεν μπορούσα να σας βρω». «Δε φταις εσύ, Φραντσέσκα», προσπάθησε να την παρηγορή­ σει η Σελίνα. «Βγήκα μια βόλτα και καθυστέρησα περισσότερο α π ’ όσο υπολόγιζα. Μην ανησυχείς, θα μιλήσω εγώ στον Λουκ». «Μου είπε ότι θα έπρεπε να με ενημερώσετε». Κατά πάσα πιθανότητα πανικοβλήθηκε επειδή φαντάστη­ κε ότι έφυγα από την Ιταλία, συλλογίστηκε η Σελίνα. «Είπε αν θα τηλεφωνήσει πάλι;» «Μάλιστα, σινιορίνα. Σε μία ώρα». Ίσω ς, συλλογίστηκε η Σελίνα, θα πρέπει να φύγω πάλι. Δεν έφυγε, όμως, και όταν μίλησε μαζί του στο τηλέφωνο εκείνος ήταν έξω φρενών. «Πήγες στην Έννα;» της είπε σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. «Τα μέλη της οικογένειας Σεγκουρίνι δεν τριγυρίζουν μόνοι τους εδώ κι εκεί. Δεν είναι ασφαλές». «Τι εννοείς όταν λες ότι δεν είναι ασφαλές;» «Ξεχνάς ότι οι Σεγκουρίνι είναι πολύ σπουδαία οικογένεια; Σχεδόν εφάμιλλη με τη βρετανική βασιλική οικογένεια. Μ πορεί να σε απαγάγουν». «Υπερβάλλεις. Αν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, θα με είχες ενη­ μερώσει». «Δεν περίμενα ότι θα έβγαινες βόλτα μόνη σου», της αντιγύ­ ρισε εκείνος. «Δηλαδή πρέπει να ευχαριστώ την τύχη μου που δεν έπαθα τίποτα;» τον ρώτησε ειρωνικά. «Ακούσε, Αουκ, σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, αλλά είμαι ικανή να φροντίζω μόνη μου


I Ε ν α ς Α ν τ ρ α ς Μ ε Π ε ίθ ω

79

τον εαυτό μου. Δεν είμαι μέλος της οικογένειας σου, ούτε με ξέρει κανείς, οπότε άδικα ανησυχείς». Η Σελίνα προσπάθησε να μη σκεφτεί σχετικά με τον Ράίμόντο και πόσο εύκολα την είχε αναγνωρίσει μόλις του είπε το όνομά της. * «Μπορώ να μάθω γιατί το θεώρησες τόσο απαραίτητο να βγεις έξω;» Η Σελίνα ξεφύσηξε νευριασμένη. «Δε μαντεύεις; Δε μου είναι και τόσο ευχάριστο να κάθομαι εδώ μόνη μου, ιδιαίτερα όταν η γιαγιά σου κάνει σχέδια για το γάμο μας». «Μη μου πεις ότι έχει αρχίσει κιόλας τις προετοιμασίες;» τη ρώτησε εκείνος και η φωνή του είχε τελείως διαφορετικό τόνο. «Ακριβώς. Σ’ ένα μήνα κιόλας. Δε βρήκα το κουράγιο να της πω ότι δε θα γίνει αυτός ο γάμος. Αφήνω αυτή την ευχαρίστη­ ση σ* εσένα». Εκείνος έμεινε για λίγο σιω πηλός κι έπειτα της είπε: «Θα μιλήσουμε γι' αυτό όταν επιστρέφω ». Μ ετά έκλεισε το τηλέφωνο. Η Σελίνα στάθηκε με το ακουστικό στο χέρι και αναρωτιόταν τι εννοούσε όταν της είπε ότι θα μιλούσαν. Μήπως ότι θα έκανε τα πάντα για να την πείσει να τον παντρευτεί; Αραγε αυτός ήταν ο στόχος του; "Ενιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά μέσα στο στήθος της. «Συμβαίνει τίποτα, σινιορίνα;» τη ρώτησε η Φραντσέσκα ανήσυχη. Η Σελίνα κατάφερε να χαμογελάσει. «Όχι, τίποτα». «Ο σινιόρ Σεγκουρίνι είναι ακόμα θυμωμένος μαζί σας;» «Αίγο. Δεν κατάλαβα ότι θα προκαλούσα τέτοιες ανησυχίες βγαίνοντας βόλτα. Ανησύχησε και η σινιόρα Σεγκουρίνι;» Η Φραντσέσκα της χαμογέλασε. «Εκείνη δεν το ξέρει* σπά­ νια βγαίνει α π ' το δωμάτιό της. Μου είπε, όμως, ότι θέλει να σας δει τώρα». Η Σελίνα είχε ένα προαίσθημα καταστροφής και ευχήθηκε μέσα της να μπορούσε να έβρισκε κάποια δικαιολογία για να αποφύγει αυτή τη συνάντηση. Αν η ηλικιωμένη κυρία ήθελε να συζητήσει για τις ετοιμασίες του γάμου, θα έπρεπε να της πει την αλήθεια. Μόνο δύο πράγματα την εμπόδιζαν: ο φόβος μήπως η ταραχή που θα προκαλούσε αυτή η αποκάλυψη στην ηλικιωμένη γυναίκα ήταν μοιραία για την υγεία της και το


80

Margaret Mayo

γεγονός ότι θα την πλήγωνε ιδιαίτερα η πληροφορία ότι ο εγγονός της ήταν ικανός για τέτοιες υποκρισίες. Βρισκόταν κυριολεκτικά σε φριχτή κατάσταση και κάθε ώρα που περνούσε μισούσε τον Λουτσιάνο όλο και περισσότερο. «Φάγατε για μεσημέρι, σινιορίνα; Η φωνή της Φραντσέσκα την έβγαλε α π ’ τις σκέψεις της. «Ναι, σ’ ευχαριστώ». * Πριν ανεβεί στο δωμάτιο της Τζιάκομα, η Σελίνα έκανε ντους και άλλαξε φόρεμα. Ό π ω ς πάντα, άκουσε το αυταρχικό «αβάντι», μόλις χτύπησε την πόρτα κι έπειτα είδε την Τζιάκο­ μα στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα της μέσα στο μισο­ σκότεινο δωμάτιο. «Κάθισε, παιδί μου», την πρόσταζε η ηλικιωμένη γυναίκα μετά το εθιμοτυπικό φιλί στο μάγουλο. Η Σελίνα, υπάκουα, κάθισε στην ξύλινη σκαλιστή καρέκλα που βρισκόταν μπροστά της. Ό ποιος πήγαινε να τη δει καθό­ ταν εκεί και η Σελίνα αναρωτήθηκε αν όλοι ένιωθαν τόσο αμήχανα όσο κι εκείνη. «"Εφτιαξα τον κατάλογο των καλεσμένων, Σελίνα, και φα­ ντάζομαι ότι θα έχεις κάνει κι εσύ το ίδιο». «Όχι ακόμα. Πήγα μια βόλτα στην Έννα. "Ενιωθα την ανάγκη να πάρω λίγο αέρα». «Μόνη σου;» Η ηλικιωμένη γυναίκα φάνηκε τόσο σκανδαλι­ σμένη όσο και ο εγγονός της και η Σελίνα κατάλαβε αμέσως ότι δεν έπρεπε να της το πει. «"Ηταν μια παρόρμηση και ήταν απολύτως ασφαλές». «"Ισως, αλλά στο μέλλον φρόντισε να είναι πάντα κάποιος μαζί σου. Το καλύτερο α π ’ όλα θα είναι να μην ξαναβγείς μέχρι να επιστρέφει ο Λουτσιάνο. Έχεις πάρα πολλές δουλειές να κάνεις. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που πρέπει να κανο­ νίσεις. Εγώ μιλούσα στο τηλέφωνο όλο το πρω ί και είμαι εξαντλημένη* σκοπεύω να κοιμηθώ τώρα, αλλά το απόγευμα θέλω να μου φέρεις τον κατάλογό σου. Πρέπει να τυπώσουμε και να στείλουμε αμέσως τις προσκλήσεις». Η Τζιάκομα έδειχνε λες και είχε πάρει παράταση ζωής. Η Σελίνα έμεινε έκπληκτη με την οξυδέρκειά της και τρόμαξε με την ταχύτητα που εξελίσσονταν τα πράγματα. Ο γάμος θα γινόταν στο οικογενειακό παρεκκλήσι, που βρισκόταν στα κτήματά τους, η δεξίωση στην αίθουσα του


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

81

χορού και είχαν ήδη έρθει οι προμηθευτές, είχαν παραγγελθεί τα λουλούδια και η προσωπική μοδίστρα της Τζιάκομα θα άρχιζε να ράβει το νυφικό. Ό ταν η Σελίνα επιτέλους έφυγε α π ' το δωμάτιο της Τζιά­ κομα, κατέβηκε στην αυλή και άρχισε να βαδίζει φοβερά μπερδεμένη. Μα πώ ς έμπλεξα σ’ αυτή την κατάσταση; ανα­ ρωτιόταν. Και πώ ς θα ξεφύγω χωρίς να κάνω κακό στην Τζιάκομα; Τράβηξε προς το παρεκκλήσι και μπήκε μέσα. Ή ταν πολύ πιο μεγάλο α π ’ ό,τι περίμενε, αλλά εκείνο που την εξέπληξε περισσότερο ήταν ο διάκοσμος, το χρυσάφι που υπήρχε εκεί μέσα, καθαρή ένδειξη πλούτου. Αντίθετα με το σπίτι, που σίγουρα χρειαζόταν κάποιες τροποποιήσεις. Η Σελίνα κάθισε σ’ ένα στασίδι. Ένιωθε παγωμένη και έσφιξε τα χέρια της, κλείνοντας τα μάτια. Μια φωνή βαθιά μέσα της της έλεγε ότι θα ήταν ηλίθια αν έχανε την ευκαιρία να παντρευ­ τεί έναν τόσο πλούσιο άνθρωπο. Θα έλυνε όλα της τα προ­ βλήματα για την υπόλοιπη ζωή της. Μια άλλη φωνή, όμως, της έλεγε πω ς κάτι τέτοιο δε θα πετύχαινε, ότι ο έρωτας ήταν πιο σημαντικός α π ’ τα χρήματα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, ο Αουκ δε σκόπευε να δεσμευτεί μόνιμα μαζί της. Μόλις η προγιαγιά του άφηνε τούτη τη ζωή και αναλάμβανε εκείνος τα ηνία της οικογένειας, η Σελίνα θα είχε πια εκπληρώσει το σκοπό της. Αυτό θα ήταν το τέλος. Θα την απέλυε, θα της έδινε ένα ωραίο ποσό και τίποτα περισσότερο. Οπότε, γιατί να τον παντρευτεί; X)ταν ένιωσε τα δάκρυα να γλιστρούν στα μάγουλά της, η > t λίνα αναρωτήθηκε για ποιο λόγο έκλαιγε. Χρειάστηκε, όμως, να in ράσουν αρκετά λεπτά σκέψης μέχρι να λάμψει η αλήθεια μέσα της, μια αλήθεια που δεν της άρεσε καθόλου. Af ν ήταν απλή έλξη αυτή που ένιωθε για τον Αουκ και δεν ήταν καν μίσος. Ή ταν κάτι πολύ πιο βαθύ και παράξενο, κάτι 11συ δεν πίστευε ότι θα της συνέβαινε ούτε σε χίλια χρόνια. Για ι ην ακρίβεια, είχε συμβεί το αναπάντεχο. Ό λως παραδόξως και προς μεγάλη φρίκη της, τον είχε ερωτευτεί! Ή ταν ό,τι χειρότερο μπόρούσε να φανταστεί η Σελίνα και όμως είχε συμβεί χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να το θέλει, τελείως

οπτροειοοττοίητα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η Σέλινα έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Πόας μπόρεσα να ερωτευτώ έναν άντρα σαν τον Λουκ; Τναν άντρα που αναστάταχτε κυριολεκτικά τη ζωή μου, που ο μοναδικός λόγος για τον οποίο θέλει να με παντρευτεί δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη; Πόας συνέβη αυτό; Τι έγιναν όλες εκείνες οι υποσχέσεις που είχα δώσει στον εαυτό μου; Τι έγινε το αμυντικό τείχος που είχα υψώσει γύρω μου; Πώς κατάφερε ο Λουκ να λιώσει τον πάγο όπου είχα φυλακίσει την καρδιά μου; Δεν υπήρχε καμία απάντηση σ’ όλες αυτές τις ερωτήσεις. "Ενιωθε τελείως σαστισμένη και δεν μπορούσε καιν να φαντα­ στεί πώ ς θα ήταν η ζωή της μ' έναν άνθρωπο που τον αγαπούσε αλλά που θα ήταν υποχρεωμένη να τον αφήσει, από τη στιγμή που δε θα του ήταν πια χρήσιμη. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συνεχίσει αυτή τη συμφωνία* θα ήταν για κείνη καταστροφή. Ο Λουκ έπρεπε οπωσδήποτε να πει στην προγιαγιά του ότι ο αρραβώνας τους είχε διαλυθεί. Με λίγη τύχη, θα επέστρεφε την επομένη. Τουλάχιστον θα επέστρεφε πριν σταλούν οι προσκλήσεις. Στο μεταξύ, η ίδια, όσο και να μην το ’θελε, έπρεπε να φτιάξει αυτό τον κατάλογο των καλεσμένων, για να ευχαριστήσει την ηλικιωμένη αρχόντισσα. *** Η ανησυχία δεν άφησε τη Σελίνα να κοιμηθεί σχεδόν όλη τη νύχτα. Είχε ελπίσει μάταια ότι ο Λουκ θα της τηλεφωνούσε πάλι και σκόπευε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μαζί του. Τελικά, όμως, εκείνος επέστρεψε αργά το απόγευμα της επο­ μένης.


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

83

Στο μεταξύ, η ίδια είχε κι άλλες συζητήσεις με την Τζιάκομα, που την είχαν κάνει να νιώσει περισσότερο παγιδευμένη και όλο και πιο αβέβαιη σχετικά με την όλη υπόθεση, έτσι ώστε όταν εκείνος επέστρεψε του επιτέθηκε αμέσως, αγνοώντας πλήρως τη θέρμη που την τύλιξε, το γεγονός ότι τώρα έβλεπε αυτό τον άνθρωπο υπό διαφορετικό πρίσμα. «Λουκ, αρνούμαι να παίξω περισσότερο αυτή την κωμωδία. Η γιαγιά σου είναι πάρα πολύ καλά στην υγεία της, οπότε θέλω να επιστρέφω στο σπίτι μου αμέσως». Ο Λουτσιάνο συνοφρυώθηκε μ’ αυτή την ξαφνική επίθε­ σή της και, αφήνοντας τη βαλίτσα του, την άρπαξε α π ' το μπράτσο. «Ηρέμησε, Σελίνα. Νομίζω ότι υπερβάλλεις». Την οδήγησε στο γραφείο του και αφού την έβαλε να καθίσει στο δερμάτινο καναπέ, σερβίρισε λίγο μπράντι και της το πρόσφερε. «Δεν υπερβάλλω. Πρώτη φορά βλέπω τόσο γρήγορη και τέλεια οργάνωση. Αν δεν το ήξερα, θα πίστευα ότι εσύ και η γιαγιά σου τα έχετε συμφωνήσει». Στο πρόσωπο του Λουκ υπήρχαν ρυτίδες κούρασης. Κατά πάσα πιθανότητα είχε δουλέψει σκληρά και ήθελε να ξεκου­ ραστεί. Η Σελίνα τον λυπήθηκε ειλικρινά. Αυτή η κατάσταση, όμως, έπρεπε να ξεκαθαριστεί. Εκείνος κάθισε δίπλα της και η Σελίνα θυμήθηκε τη νύχτα των αρραβώνων τους κι αυτό που είχε συμβεί όταν κάθονταν στον ίδιο καναπέ. Έδιωξε, όμως, βιαστικά αυτές τις σκέψεις α π ’ το μυαλό της. Η αγάπη δεν είχε καμία σχέση σ' αυτή την υπόθεση. Έπρεπε να την καθοδηγεί η λογική της και όχι η προδότρα καρδιά της. «Είμαι βέβαιος ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο να προσπαθή­ σεις να ευχαριστήσεις μια ηλικιωμένη γυναίκα». Ο τόνος της φωνής του ήταν ήπιος, ωστόσο εκείνη διέκρινε τη σκληρή αποφασιστικότητα στα λόγια του και κατάλαβε πω ς έπρεπε να δώσει μάχη. «Να την ευχαριστήσω;» τον ρώτησε, προσπαθώ ντας να παραστήσει την αγανακτισμένη. «Ο γάμος δεν είναι κάτι επι­ πόλαιο, κάτι που το κάνεις απλά και μόνο για να ευχαριστήσεις κάποιον. Ο γάμος είναι ιερή υπόθεση* είναι μια δέσμευση ανάμεσα σε δύο άτομα που αγαπιούνται και θέλουν να περά­ σουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους. Δεν πρόκειται να το κάνω


84

Margaret Mayo

αυτό. Αρνούμαι να σε αφήσω να με χρησιμοποιήσεις άλλο. Επιμένω να πεις στη γιαγιά σου αμέσως ότι ο αρραβώνας μας διαλύθηκε- ότι χωρίσαμε* ότι καταλάβαμε πω ς δεν αγαπιόμα­ στε. Πες της ό,τι θέλεις, φτάνει να τελειώσει αυτή η ιστορία». Εκείνος της έσφιξε απειλητικά το χέρι. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά νομίζω πω ς το γεγονός ότι δεν αγαπιόμαστε δε θα μας δη­ μιουργήσει κανένα πρόβλημα. Υπάρχει οπωσδήποτε μια ισχυ­ ρή έλξη ανάμεσά μας». «Δε φτάνει αυτό», τον διέκοψε απότομα η Σελίνα, αλλά δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πω ς μ" αυτό που της είπε εννοούσε ότι κι εκείνος ένιωθε την ίδια έλξη γι’ αυτή. Μήπως τα φιλιά που της είχε δώσει δεν αποτελούσαν μέρος του σχεδίου του και απλά δεν είχε μπορέσει να συγκρατηθεί; Αυτή η σκέψη την ξάφνιασε και έκανε την καρδιά της να χτυπήσει τρελά. «"Εχω την εντύπωση ότι είναι αρκετό. Είναι πολλές αυτές που θα έδιναν ακόμα και τη ζωή τους για μια τέτοια ευκαιρία». «Όχι, όμως, εγώ. Σου προτείνω να ξαναφτιάξεις τη σχέση σου με τη Σιμόν* εκείνη θα ήταν πάρα πολύ πρόθυμη. Την ξαναείδες;» «Όχι. Θα σ' ενοχλούσε αν την είχα δει;» «Δε με αφορά καθόλου το τι κάνεις», δήλωσε η Σελίνα, αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν τόσο κοφτός, που τον έκανε να χαμογελάσει σαν να είχε μαντέψει πω ς η Σιμόν ήταν ένα αγκάθι για κείνη. «Ας μη μιλάμε για τη Σιμόν», της είπε. «Γιατί δε μου λες καλύτερα τι προσόντα πρέπει να έχει κάποιος για να δεχτείς να τον παντρευτείς;» «Θα πρέπει να είναι άγιος», του απάντησε. «Αγιος; Δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι και είμαι σίγουρος ότι ο Αντριου Χολμς δεν είναι καθόλου άγιος». Η Σελίνα τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα. «Πώς ξέρεις γΓ αυτόν;» «Ό πω ς σου είπα όταν σε πρωτοσυνάντησα, γνωρίζω τα πάντα για σένα. Ξέρω ότι έβγαινες μαζί του για δύο χρόνια. Ξέρω ότι ήσαστε αρραβωνιασμένοι. Τι άνθρωπος ήταν;» «Όχι ο κατάλληλος. Είχε σχέσεις και με άλλες γυναίκες και μετά α π ’ αυτό αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με την καριέρα μου και να ξεχάσω το γάμο. Ό π ω ς βλέπεις, λοιπόν, αποκλείεται να με πείσεις να σε παντρευτώ».


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

85

«Απ’ ό,τι φαίνεται, είχαμε και οι δύο τις απογοητεύσεις μας. Αυτό δημιουργεί ένα είδος δεσμού, δε συμφωνείς;» «Όχι, δε συμφωνώ», του αποκρίθηκε με πάθος. «Δεν πρόκειται να πληγωθείς, αν με παντρευτείς, Σελίνα», της είπε εκείνος, πιάνοντας τα χέρια της. «Αντίθετα, μάλιστα, θα είναι προς όφελος σου». «Επειδή όταν χωρίσουμε θα έχω καταθέσεις στην τράπε­ ζα;» τον ρώτησε καυστικά η Σελίνα. Εκείνος άφησε τα χέρια της και τη χάιδεψε στο μάγουλο, με τα βελούδινα, καστανά μάτια του να κοιτάζουν τα δικά της. Η Σελίνα ένιωσε κύματα αισθησιασμού να τυλίγουν το κορμί της. Της ήταν πάρα πολύ εύκολο να ενδώσει. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να κλείσει τα μάτια της και να φανταστεί πω ς την αγαπούσε κι αυτός. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε να έχει κάποια ψυχική επαφή μαζί του κι αυτό ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο. Τραβήχτηκε από κοντά του και σηκώθηκε α π ' τον καναπέ. «Δεν πρόκειται να με καταφέρεις μ* αυτό τον τρόπο, Αουτσιάνο. "Εχω πάρει ήδη την απόφασή μου και τίποτα δε θα με κάνει να την αλλάξω». Ο Αουκ σηκώθηκε αργά και στάθηκε μπροστά της. Η τρυ­ φερή έκφραση είχε χαθεί α π ’ το βλέμμα του, δίνοντας τη θέση της στην οργή. «Μ πορεί να έχεις κάποιες αρετές, Σελίνα, αλλά η ανιδιοτέλεια δεν είναι μέσα σ’ αυτές». «Πιστεύεις ότι είμαι ιδιοτελής επειδή δε δέχομαι να παντρευ­ τώ κάποιον που δεν τον αγαπώ;» τον ρώτησε νευριασμένη. «Όχι, δε μιλάω γι’ αυτό», βρυχήθηκε εκείνος. «Σου μιλάω για τη γιαγιά μου, που τη λατρεύω. "Εχεις τη δύναμη να θέσεις σε κίνδυνο τη ζωή της, διακόπτοντας τον αρραβώνα μας; Μα δεν έχεις καθόλου συνείδηση;» Η Σελίνα ξεροκατάπιε. "Επρεπε να ομολογήσει πω ς για μια στιγμή είχε ξεχάσει την Τζιάκομα* ότι είχε σκεφτεί μόνο τον εαυτό της και τη δυστυχία που θα της προκαλούσε ένας τέτοιος γάμος. «Τι συμβαίνει; Μήπως χτύπησα κάποιο σημείο που σε πονάει;» «Πιστεύεις ειλικρινά ότι θα ήταν το τέλος της Τζιάκομα, αν εγώ έφευγα τώρα;» Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Είμαι σίγουρος


86

Margaret Mayo

γι’ αυτό. Είναι πολύ άρρωστη. "Εχει αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που την είδα. "Εχει γίνει σκιά του εαυτού της». Η Σελίνα έκλεισε τα μάτια της, έψαξε μέσα της και τελικά κατάλαβε ποια θα ήταν η απάντησή της. Είχε διαπιστώσει και μόνη της τι σήμαινε για την Τζιάκομα αυτός ο γάμος, πόσο καλό της είχε κάνει. Αφού, λοιπόν, θα μπορούσε να δώσει σ’ αυτή τη γυναίκα λίγους μήνες χαράς, γιατί να μην το κάνει; «Λοιπόν, Σελίνα, περιμένω». Την κοιτούσε αγέρωχα και το όμορφο πρόσωπό του ήταν τελείως ανέκφραστο. «Ωραία, λοιπόν, θα το κάνω», του απάντησε βραχνά. «Αλλά για το χατίρι της Τζιάκομα, όχι για σένα. Μην περιμένεις τίποτα από μένα. Θα είναι ένας τυπικός γάμος». Όλη η ένταση χάθηκε από πάνω του. «Σ’ ευχαριστώ», της είπε απλά. «Θα φροντίσω να μην το μετανιώσεις. Η Σικελία είναι υπέροχο νησί* νομίζω ότι θα σου αρέσει να ζεις εδώ». Η Σελίνα ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε απότο­ μα. «Θέλεις να πεις ότι θα μείνουμε εδώ μόνιμα;» Ο Αουκ κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι του. «Μα, η δουλειά σου;» Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Νομίζω πω ς είναι καιρός να αφήσω κάπως τα ηνία στον Μ άρτιν Θάρσλοου. Είναι πολύ ικανός άνθρω πος. "Ισως να χρειαστεί να πηγαινοέρχομαι στην αρχή, αλλά σκοπεύω να ζήσω εδώ. Αυτό το σπ ίτι ανήκει στην οικογένειά μου επ ί πάρα πολλές γενιές και π α ρ ’ ότι τελευταίω ς το έχουν παραμελήσει σκο­ πεύω να του ξαναδώσω την παλιά του αίγλη. Να είσαι σίγουρη, Σελίνα, πω ς όταν τελειώσω, θα είναι το παλάτι που ήταν κάποτε. Θα νιώθεις περήφανη να είσαι μέλος της οικογένειάς μας». Γι’ αυτό γίνονται όλα, συλλογίστηκε θλιμμένη η Σελίνα. ΓΓ αυτό το σπίτι, γι’ αυτή την οικογένεια, για το κύρος του αρχηγού. Δεν τον ενδιαφέρει η γιαγιά του, δεν ενδιαφέρεται για μένα, αυτό που λαχταρά είναι η εξουσία. Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Ξαφνικά, τα μάτια της έλαμψαν από θυμό. «Περήφανη; Ξέρω πολύ καλά γιατί θέλεις να ζήσεις εδώ, Λουτσιάνο Σεγκουρίνι και δεν έχει καμία σχέση με όσα λες για τη γιαγιά σου. Απλώς θέλεις να γίνεις αρχηγός της οικογένειας, αλλά αν δεν παντρευτείς, αυτός που θα το πετύχει θα είναι ο Φιλίππο. ΓΓ


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

87

αυτό βιάζεσαι να παντρευτείς και όχι για το χατίρι της Τζιά­ κομα, έτσι δεν είναι;» Εκείνος φάνηκε κατάπληκτος ακούγοντας τα λόγια της* συνοφρυώθηκε και το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Ποιος σου είπε αυτές τις αηδίες;» «Είναι αλήθεια, έτσι δεν είναι;» «Είναι αλήθεια ότι θα γίνω αρχηγός της οικογένειας, αλλά δεν είναι αλήθεια πω ς αυτός είναι ο λόγος που θέλω να σε π α ­ ντρευτώ. Το κάνω για να ευχαριστήσω την αγαπημένη γιαγιά μου και επειδή...» Σώπασε και ήταν προφανές ότι είχε μετανιώσει γι’ αυτό που ήθελε να πει. «...επειδή τυχαίνει να π ι­ στεύω ότι αυτός ο γάμος μπορεί να έχει μέλλον», πρόσθεσε βιαστικά. Η Σελίνα τον κοίταξε δύσπιστη. «Δε με πιστεύεις, ε; Ποιος σου είπε αυτές τις βλακείες;» «Έχει καμιά σημασία;» «Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, όταν κάποιος λέει ψέματα». «Απλώς το άκουσα τη βραδιά την αρραβώνων μας». Εκείνος γέλασε άγρια. «Δεν πρέπει να πιστεύεις ό,τι ακούς. Οι άνθρωποι λένε ψέματα* απλά εικάζουν. Δεν υπάρχει καμιά αλήθεια σ’ αυτό». Η Σελίνα θα ήθελε πάρα πολύ να τον πιστέψει. «Αρκετά μ’ αυτές τις ανοησίες», της είπε συνοφρυωμένος. «Πηγαίνω να κάνω ντους και ν’ αλλάξω κι έπειτα θα πάω να επισκεφτώ τη γιαγιά. Κατ’ αρχάς, όμως, νομίζω ότι το σωστό θα είναι να επισφραγίσουμε τη συμφωνία μας». Οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες και η Σελίνα οπισθοχώ­ ρησε, καθώς φοβόταν ότι θα πρόδιδε τα συναισθήματά της. «Ο όρος που σου έθεσα είναι πω ς αυτός ο γάμος θα είναι εικονικός», του υπενθύμισε. «Αυτό είναι ανοησία. Δεν μπορείς να βάλεις φραγμούς ανάμεσά μας. Τι θα πει η οικογένειά μου;» «Δε χρειάζεται να το μάθουν. Ό ταν θα είναι παρόντες, εγώ θα παίζω το ρόλο της αφοσιωμένης μνηστής* κατά τα άλλα, μην περιμένεις τίποτα». Ο Λουτσιάνο την άρπαξε δυνατά α π ’ τους ώμους και η Σελίνα πρόσθεσε: «Ή θα γίνει αυτό που σου λέω ή θα φύγω τώρα». «Χωρίς το διαβατήριό σου;» Αυτό το είχε ξεχάσει.


88

Margaret Mayo

«Και χωρίς ελπίδα να ξαναβρείς δουλειά;» Τον αγριοκοίταξε. «Θ’ αναγκαστείς να πάρεις την Νταβίνα α π ’ το σχολείο της», συνέχισε εκείνος. «Παλιάνθρωπε!» ξέσπασε η Σελίνα αλλά ο Λουκ της έκλεισε το στόμα μ’ ένα φιλί. Ό λα τα συναισθήματα που καταπίεζε μέσα της πήραν ζωή και δεν μπορούσε π ια να κάνει τίποτα για να τα συγκρατήσει. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το εδώ και τώρα, τα φιλιά του Λουκ, τα χάδια του. Τα φιλιά του ήταν σαν φωτιά που την έκαιγε και ασυναίσθητα το κορμί της σφίχτηκε πάνω στο δικό του. Εκείνος βόγκηξε και την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά του, ενώ συνέχιζε να τη φιλά και να χαϊδεύει το τρεμάμενο κορμί της. Η Σελίνα είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται πού θα κατέληγε, όταν, εντελώς απρόσμενα, εκείνος την απομά­ κρυνε από κοντά του. «Νομίζω πω ς αυτό είναι αρκετό προς το παρόν», της είπε χαμογελώντας θριαμβευτικά κι έπειτα βγήκε από το δωμάτιο. Γιατί υπέκυψα τόσο εύκολα; αναρωτήθηκε η Σελίνα. Γιατί δεν έκρυψα τα συναισθήματά μου; Ευτυχώς που εκείνος δεν κατάλαβε πώ ς ένιωσα, γιατί αν γινόταν κάτι τέτοιο δε θ’ άντεχα τον εξευτελισμό. "Ετσι όπω ς είχαν τα πράγματα, εκείνος έπρεπε να συνεχίσει να πιστεύει πω ς αυτό που ένιωθε η Σελίνα ήταν απλή έλξη. Θα συνέχαιρε τον εαυτό του που είχε βρει μια γυναίκα ικανή να παίξει το ρόλο της για όσο χρονικό διάστημα χρειαζόταν. "Ενιωσε πικρία καθώς σκέφτηκε την απάτη που έπαιζε εκείνος σε βάρος της γιαγιάς του. Η ηλικιωμένη γυναίκα σίγουρα θα χαιρόταν που θα τον έβλεπε πάλι και κατά πάσα πιθανότητα αυτή τη στιγμή θα τον περίμενε ήδη με ανυπομονησία. "Ετσι κι αλλιώς την επισκε­ πτόταν μόλις έμπαινε στο σπίτι και σ’ αυτή την περίπτωση εκείνη θα είχε πολλά να του πει. Η Σελίνα βγήκε να κάνει μια βόλτα στην αυλή και ξαναείδε τον Λουκ μόνο το βράδυ που κάθισαν για φαγητό μαζί με τους δικούς του. Φαίνεται πω ς η επιστροφή του ήταν ένας λόγος για να γιορτάσει η οικογένεια και να συγκεντρωθούν όλοι για το δείπνο.


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

89

Ό πω ς ήταν επόμενο, το θέμα της συζήτησης ήταν ο επικεί­ μενος γάμος τους. Η Σελίνα ένιωθε κάπως αμήχανη, αλλά ο Λουτσιάνο έπαιζε το ρόλο του θαυμάσια, παριστάνοντας με εκπληκτική αληθοφάνεια τον ερωτευμένο μαζί της. Καθόταν απέναντι" της και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο αισθησιακά πάνω της, σαν να της έκανε έρωτα, με αποτέλε­ σμα εκείνη να κοκκινίζει και άθελά της ν’ ανταποκρίνεται. Ή ξερε πω ς ο Λουκ το έκανε καθαρά για χάρη της οικογένειάς του, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία για κείνη. Αντιδρούσε απέναντι" του σαν λουλούδι που στρέφεται προς τον ήλιο. Αργότερα, όταν οι άλλοι επέστρεψαν στα διαμερίσματά τους και έμεινε μόνη μαζί του, εκείνος της είπε: «Χαίρομαι που δε με απογοήτευσες, Σελίνα. Τα πήγες πάρα πολύ καλά. Κανείς δεν κατάλαβε πω ς δεν είσαι ερωτευμένη μαζί μου και η γιαγιά μου είναι πολύ ευτυχισμένη. Πρώτη φορά τη βλέπω έτσι. Πραγματικά, άξιζε τον κόπο». Η Σελίνα ένιωσε καταρρακωμένη. Πώς μπορούσε να της μιλά έτσι, όταν ήξεραν κι οι δυο πω ς η ευτυχία της γιαγιάς του ερχόταν σε δεύτερη μοίρα; Δυστυχώς, δε θα μπορούσε να τον καταλάβει ποτέ, δε θα μπορούσε ποτέ να τον εμπιστευτεί και αν δεν ήταν η συμπόνια που ένιωθε για την Τζιάκομα και η ανησυχία για το μέλλον της αδερφής της, θα είχε φύγει α π ’ αυτό το σπίτι αμέσως. «Χαίρομαι που το πιστεύεις αυτό», του είπε. Ο Λουκ συνοφρυώθηκε. «Συμβαίνει τίποτα; Νομίζω ότι όλα πηγαίνουν πάρα πολύ καλά». «Απλώς είμαι κουρασμένη. Λέω να πάω για ύπνο». "Ηταν φανερό ότι εκείνος δεν την πίστεψε, ωστόσο δεν έφερε καμία αντίρρηση και απλώς της είπε: «Καλή ιδέα* θα πάω κι εγώ για ύπνο. Είχα μια πάρα πολύ κουραστική μέρα σήμερα». Καθώς τη συνόδευε στον επάνω όροφο, η Σελίνα ένιωθε το κορμί της να τρέμει. Σχεδόν ένιωθε τη θέρμη του κορμιού του και παρακαλούσε απεγνωσμένα να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. "Ετσι, όταν εκείνος τη φίλησε τυπικά στο μέτωπο κι έπειτα προχώρησε για το δωμάτιό του, τα μάτια της βούρκωσαν. Δε χρειαζόταν καμία άλλη απόδειξη για να καταλάβει ότι για


90

MARGARET MAYO

κείνον δεν ήταν παρά ένα αντικείμενο που το χρησιμοποιούσε μόνο όταν το θεωρούσε απαραίτητο. Ξέχασε το γεγονός ότι η ίδια του είχε δηλώσει πω ς θα έπαιζε το ρόλο της μόνο μπροστά στους άλλους και άρχισε να μετα­ νιώνει που είχε δεχτεί να τον παντρευτεί. Τραβούσε προς ένα μαρτύριο που δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν θα μπορούσε να το αντέξει. φ *** Ωστόσο, όταν το επόμενο πρω ί ήρθε στο σπίτι η μοδίστρα, η Σελίνα κατάλαβε πω ς ήταν π ια πολύ αργά για να κάνει πίσω. Συζήτησε το στυλ του νυφικού και τα υφάσματα με την Τζιάκομα, που αποφάσισε για τα πάντα χωρίς να ρωτήσει καθόλου τη Σελίνα. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό την ικανοποιούσε. Ή τα ν καλύτε­ ρα ν’ αφήνει τους άλλους ν’ ασχολούνται και η ίδια να παρα­ μένει αμέτοχη, να θεωρεί πω ς όλ’ αυτά συνέβαιναν σε κάποια άλλη και ότι η ίδια ήταν απλώ ς θεατής. Οι ανιψιοί και οι ανιψιές του Λουκ, που θα έπαιζαν το ρόλο των παρανύμφων, ήταν ενθουσιασμένοι. Τριγύριζαν στο σπίτι χαμογελώντας και, α π ' ό,τι φαινόταν, όλοι ήταν χαρούμενοι εκτός α π ’ την ίδια. Ο Λουκ δεν ήταν παρών όταν γίνονταν όλες αυτές οι προε­ τοιμασίες και όταν επέστρεψε στο σπίτι η διάθεσή του ήταν πάρα πολύ άσχημη. Βρήκε τη Σελίνα και, πιάνοντάς τη σφιχτά α π ’ το μπράτσο, την έσυρε στο γραφείο του. «Ακόυσα κάτι που με στενοχώρησε βαθύτατα». Η Σελίνα τον κοίταξε συνοφρυωμένη, καθώς δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα της μιλούσε. «Σου θυμίζει τίποτα το όνομα Ραϊμόντο Βιτορίνι;» «Φυσικά. Είναι ο ιδιοκτήτης του...» «Ακριβώς», τη διέκοψε εκείνος απότομα. «Και θέλω να μάθω τι έκανες μαζί του». Η Σελίνα τον κοίταξε κατάπληκτη. «Τι εννοείς; Απλώς ήπια­ με καφέ και μιλήσαμε». «Σε κέρασε και κρασί, αν δεν κάνω λάθος, και δε μιλήσατε μόνο. Α π ’ ό,τι κατόίλαβα, υπήρξε και κάποιο φιλί». Ο τρόπος με τον οποίο της μιλούσε τη σάστισε. «Αυτό είναι τελείως εξωφρενικό. Ποιος σ ' το είπε;»


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

91

«Το ποιος μου το είπε δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι είσαι μνηστή μου. Αν συμβαίνουν τέτοια κάθε φορά που βγαίνεις έξω μόνη σου, τότε χαίρομαι που σου έχω απαγορεύ­ σει να βγαίνεις. Δε θα σου επιτρέψω να κηλιδώσεις το όνομα των Σενκουρίνι». Η Σελίνα τον κοιτούσε κατάπληκτη. «Ο Ραϊμόντο απλώς φέρθηκε με ευγένεια* για την ακρίβεια, προσπαθούσε να μου φτιάξει τη διάθεση. Ήμουν στενοχωρημένη επειδή εσύ είχες γυρίσει στην Αγγλία. Αν φταίει κάποιος, αυτός είσαι εσύ». «Εγώ άκουσα πω ς δε σου φέρθηκε απλώς ευγενικά». «Τότε άκουσες λάθος. Αυτός που σε πληροφόρησε το έκανε επίτηδες για να δημιουργήσει πρόβλημα. Ή ταν μια αθώα συζήτηση. Εξάλλου, ο Ραϊμόντο μου είπε ότι σε γνωρίζει. Αποκλείεται να μου έκανε ανήθικες προτάσεις. Είναι πολύ κύριος. Και το φιλί στο οποίο αναφέρεσαι ήταν απλώς ένα χι ιροφίλημα και τίποτα περισσότερο», του δήλωσε η Σελίνα έξω φρενών και έκανε να σηκωθεί α π ' την καρέκλα της, αλλά ι κείνος την ανάγκασε να καθίσει πάλι. «Οι Σεγκουρίνι είναι μια γνωστή οικογένεια που έχει μεγάλο κύρος. Δε θα ήθελα να κηλιδωθεί το όνομά μας με ενέργειες (χνι υθυνες και απερίσκεπτες». Ι(χ ράτια της Σελίνα άστραψαν από θυμό. «Νομίζω ότι υ 1111ψάλλεις. Και αν σκέφτεσαι να συνεχίσεις να φέρεσαι έτσι, ιό ιι καλά θα κάνεις να ξεχάσεις το γάμο. Δεν παντρεύομαι. ()< χμ<χζέψω αυτή τη στιγμή τα πράγματά μου και θα επιστρέ­ φω ο ι ην πατρίδα μου».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Η Σέλινα έκανε να σηκωθεί, αλλά για άλλη μια φορά ο Λουτσιάνο την εμπόδισε. «Δεν πρόκειται να π α ς πουθενά. Σταμάτα τους μελοδραματισμούς». «Εννοείς ότι θα συνεχίσεις να κρατάς το διαβατήριό μου και τις πιστωτικές μου κάρτες μέχρι να κρίνεις ότι είναι η κατάλ­ ληλη οπγιγμή να μ’ αφήσεις να φύγω; Υποθέτω πω ς θα γνωρί0 ις ι πίσης ότι οεν έχο) χρήματα, τουλάχιστον όχι αρκετά για να *πιο τρέψω στην πατρίδα μου. Τι σκέφτεσαι να κάνεις; Θα μι κροπ ήσεις εδώ χωρίς χρήματα; Μ ήπως είμαι αιχμάλωτη και οεν το ξέρω;» Εκείνος αναστέναξε βαριά. «Δεν είσαι αιχμάλωτη, αλλά πρέ­ πει να καταλάβεις την ενόχλησή μου, όταν έμαθα πω ς σε είδαν με άλλον». Η Σελίνα τον κοίταξε παγερά. «Ίσως θα έπρεπε ν’ ακούσεις πρώτα τη δική μου εκδοχή κι έπειτα να βγάλεις συμπεράσματα». «Ό ποια κι αν είναι η δικαιολογία σου, δεν ήταν φρόνιμο να βγεις έξω μόνη σου, κάτω α π ’ αυτές τις περιστάσεις. Ωστόσο θα το παραβλέψω αυτό. Θεωρώ το θέμα λήξαν». Η συμπεριφορά του της φάνηκε απίστευτη. Ό ποιος κι αν τον έβλεπε να φέρεται έτσι, θα σκεφτόταν πω ς ήταν ήδη ο αρχηγός της οικογένειας Σεγκουρίνι. Λυτή η μι γαλοπρέπεια, αυτή η αβά(ττ< χχι η υπ ει >οψία η ι <χν 11ρ<'ϊιγμο ι α 11ου ι rpcκρανώς του τα ι ίχαν καλλιι μγηοιι α ιιό πολύ μικρή ηλικία. Ευτυχώς, συλλογίο ιηκι ιιου ο γάμος μας δι Out ίναι μόνιμος, ϊ ίτε τον αγαπώ ι ίιι όχι, π οιι οι Οα μιιορέοο) ν’ <χνιεξο> τέτοιους παράλογους περιορισμούς. * φ

φ

Σ’ όλη τη διάρκι ια του ι πόμι νου μήνα, η Σι λίνα ι νιώθε κύριο-


Ενας Αντρας M e Π είθω

93

λι κτικά acxv μαριονέτα* αποφάσιζαν εκείνοι για λογαριασμό της kcxi περίμεναν α π ’ την ίδια να συμφωνεί αμέσως. Είχαν έρθει ήδη απαντήσεις στις προσκλήσεις για το γάμο, αλλά πέρα από την αδερφή της, που είχε ευχαριστηθεί πάρα πολύ μι τα νέα, κανένας άλλος από τους συγγενείς της δε θα ερχόταν στο γάμο. Οι υπόλοιποι εκατό και πλέον καλεσμένοι 0 (χ ήταν α π ' την πλευρά του Λουτσιάνο. 11 Σελίνα κατάλαβε, μετά από μια ιδιαίτερα κοπιαστική συζήτηση που είχε με την Τζιάκομα, πω ς δε θα είχε καταφέρει ποτέ να τα βγάλει πέρα, αν δεν τον αγαπούσε. Παρά τους ισχυρισμούς του Λουτσιάνο ότι ήταν πολύ άρρωστη και ότι έσβηνε μέρα με τη μέρα, α π ' ό,τι φαινόταν η Τζιάκομα είχε τρομερή ενεργητικότητα και το μυαλό και η μνήμη της λειτουρ­ γούσαν εξαίρετα. Ό ταν ο Λουτσιάνο ανακοίνωσε πω ς έπρεπε να φύγει πάλι για την Αγγλία, για να αναθέσει και επίσημα στον Μ άρτιν τη διεύθυνση της εταιρείας, η Σελίνα του δήλωσε για άλλη μια ς>ορά ότι ήθελε να πάει μαζί του. «Χρειάζομαι τα ρούχα μου και υποθέτω πω ς θα πρέπει να πουλήσω το σπίτι μου ή τουλάχιστον να το νοικιάσω. "Εχω πάρα πολλές εκκρεμότητες που πρέπει να τακτοποιήσω». Για άλλη μια φορά, όμως, ο Λουτσιάνο ήταν ανένδοτος. «Αποκλείεται. "Εχεις πάρα πολλά να κάνεις εδώ. Πρέπει να βοηθήσεις τη γιαγιά. Δώσε μου το κλειδί του σπιτιού σου, φτιάξε μου έναν κατάλογο με τα πράγματα που χρειάζεσαι και ()α τα φροντίσω όλα εγώ». Η Σελίνα διαμαρτυρήθηκε, αλλά εκείνος δεν άλλαξε γνώμη. Συλλογίστηκε πω ς ήταν πολύ άδικος μαζί της, εκτός και αν υπήρχε κάποιος άλλος λόγος που δεν ήθελε να τον συνοδεύσει στο ταξίδι του* όπω ς για παράδειγμα μια άλλη γυναίκα. Δη­ λαδή η Σιμόν. Εκείνη έπρεπε να είχε φύγει ήδη από τη Σικελία. "Ηταν παράξενο που δεν είχε κάνει άλλη φορά την εμφάνισή της. I ίχι δηλώσει απερίφραστα πω ς θα έκανε τα πάντα για να κερδίσει πάλι τον Λουκ και ωστόσο έμεναν μόνο λίγες μέρες για το γάμο και δεν είχε κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει. Ό ταν έφτασε η αδερφή της, την παραμονή του γάμου, ί νθουσιασμένη α π ' το γεγονός ότι είχε ταξιδέψει μόνη της, αλλά και επειδή θα παρευρισκόταν σ' ένα τόσο σπουδαίο


94

MARGARET MAYO

γεγονός, η Σέλινα δε βρήκε το κουράγιο να της πει ότι ο γάμος αυτός δε γινόταν από αγάπη. Η Νταβίνα είδε σαν Θεό τον Λουτσιάνο. «Σε ζηλεύω, Λίνα», της είπε. «Ελπίζω να γνωρίσω κι εγώ κάποιον σαν αυτόν. Ακόμα και το όνομά του είναι ρομαντικό. Κι αυτό το υπέροχο σπίτι... Εδώ θα μείνετε;» Η Σελίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Είναι υπέροχο. "Εχεις και δική σου καμαριέρα;» «Όχι», της απάντησε η Σελίνα και της ερχόταν να βάλει τα γέλια με το δέος που ένιωθε η αδερφή της. «Η μοναδική καμαριέρα είναι η Φραντσέσκα που κάνει και την καθαριότητα του σπιτιού. Η μητέρα της είναι μαγείρισσα και ο πατέρας της κηπουρός. Δε νομίζω ότι οι Σεγκουρίνι είναι τόσο πλούσιοι όσο δείχνουν, αν και είναι πολύ αριστοκρατική οικογένεια. Κάποτε θα πρέπει να είχαν χρήματα και ο Λουκ βέβαια είναι πλούσιος, αλλά έχει κάνει δική του περιουσία. Ζουν εδώ σε δικά τους διαμερίσματα τ ’ αδέρφια του και η αδερφή του». «Δηλαδή δε θα είστε μόνο εσείς οι δύο;» «Όχι βέβαια. Υπάρχει και η προγιαγιά του Λουκ, που εκείνος τη λατρεύει». «Δεν το είχα καταλάβει. Ίσω ς τελικά να μην είναι και τόσο υπέροχο που θα ζήσετε εδώ». «Θα έχουμε τα δωμάτιά μας και ο Λουκ θα αναπαλαιώσει το σπίτι», της εξήγησε η Σελίνα. «Οπότε, θα έχω πάρα πολλά πράγματα για ν’ ασχολούμαι. Και βέβαια θα έρχεσαι να μένεις κι εσύ μαζί μας στις διακοπές σου». «Ναι, αλλά το σπίτι δε θα είναι δικό σας. Ό ταν παντρευτώ εγώ, θέλω να μένω απολύτως μόνη με τον άντρα μου». Η Σελίνα σκέφτηκε ότι συμφωνούσε με την αδερφή της και κατάλαβε ότι ήταν καιρός ν' αλλάξει θέμα. «Μίλησέ μου για το σχολείο σου. Η φίλη σου η Λουίζ είναι ακόμα εκεί;» «Φυσικά. Συμφωνούμε κι ()ΐ δυο ότι είναι γο καλύτερο σχολείο». «Πώς είναι οι βαθμοί σου;» Η Σιλίνα (χνησυχούσε για τις επιδόσεις της στο σχολείο, κ<χθώς η Ν ι <χβιν< <είχε παραμελήσει τα μαθήματά της μ* ι ά το θάνατο κον γονιών τους. «Είμαι π ρ ώ ιη ο ι όλα ΕΙ μαμά κι ο μπαμπάς ()α ήταν περή­ φανοι αν το ήξεραν». «Ιο ξέρω, γλυκια μου Κι ι γώι ιμαι ιιι ρήφχχνη για σένα. Είσαι η καλύτερηαόφφή rou κόσμου» Ιίλι ιιο νια ς πόσοευτυχισμέ-


I Ν ΑΙ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ 95 νι^ ήταν η Νταβίνα, η Σελίνα σκέφτηκε πω ς είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Ασχετα με τις δυσκολίες που θ’ αντιμετώII ιζι, στο τέλος οι θυσίες της δε θα πήγαιναν χαμένες. *** 11μεγάλη μέρα ξημέρωσε και το παρεκκλήσι πλημμύρισε από

κόσμο. Η επίσημη τελετή φαινόταν ατέλειωτη και η Σελίνα για άλλη μια φορά είχε την αίσθηση πω ς όλα αυτά συνέβαιναν σε κάποια άλλη. Δεν αντιλαμβανόταν τίποτε άλλο πέρα α π ’ τον Λουκ που στεκόταν δίπλα της, όμορφος και αριστοκρατικός μ» ιο μαύρο κοστούμι του, που της χαμογελούσε τρυφερά και ι ης έσφιγγε το χέρι κάθε φορά που εκείνη φαινόταν αμήχανη, m ριποιητικός μαζί της όπω ς θα έκανε κάθε γαμπρός. Έπαιζε το ρόλο του τέλεια, κάνοντας τους πάντες να πιστέψουν πόας ήταν ερωτευμένος μαζί της. Η ημέρα κύλησε σαν μέσα σε ομίχλη. Τη συγχάρηκαν, έβγα­ λαν λόγους και κατανάλωσαν βουνά από εδέσματα. Η ίδια ήταν το επίκεντρο της προσοχής και η Τζιάκομα κυριαρχούσε στα πάντα σαν βασίλισσα. Η Σελίνα ένιωσε ανακούφιση όταν επιτέλους τέλειωσαν όλ’ (χυτά, όταν έφυγαν οι καλεσμένοι και έμεινε μόνο η Νταβίνα, που θα επέστρεφε στην Αγγλία την επομένη. Είχαν αποσυρθεί όλοι στα δωμάτιά τους, όταν η ίδια και ο Λουκ άρχισαν να αν* Βαίνουν τη σκάλα. Η Σελίνα ήταν φοβισμένη. Εκείνο το βράδυ θα γνώριζε το διαμέρισμά τους στη δυτική πτέρυγα και θα κοιμόταν στην κρ* βατοκάμαρα του Λουκ. Αυτό θα γινόταν κάθε βράδυ, μέχρι ιι ου θα τελείωνε πια ο ρόλος της. Αν δεν υπήρχε αυτή η σκέψη, (χν την (χγαπούσε και ο Λουκ αντί απλώς να την ποθεί, θα ήταν ΐ] πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου· όπω ς είχαν, όμως, τα πράγματα, η καρδιά της ήταν βαριά σαν μολύβι. Λ* θα έκαναν ταξίδι του μέλιτος, θα έμεναν στο σπίτι με την οικογένειά του και τη γιαγιά του, όπου εκείνος θα προσποιόιαν τον ερωτευμένο μαζί της κι εκείνη θα έπαιζε το ρόλο της ευτυχισμένης συζύγου μπροστά στους συγγενείς του, αλλά ήταν (χποφασισμένη να μην κοιμηθεί μαζί του. Πστόσο, μόλις μπήκαν στην κρεβατοκάμαρά του, εκείνος <πράς)ηκε και την αγκάλιασε. «Ήσουν καταπληκτική. Ειλικρινά, με θάμπωσες σήμερα».


96

Margaret Mayo

«Αλήθεια; Εγώ ένιωθα τελείως ψεύτικη». Την έσφιξε περισσότερο στην <χγκ(χλιά τ<η >. «Φέρθηκες πάρα πολύ όμορφα* είμαι περήφανος για σένα. Και η γιαγιά σε λατρεύει. Επιτέλους, είναι ευτυχισμένη». Η Σελίνα αναρωτήθηκε αν θα ικανοποιόταν ποτέ η Τζιάκομα. Της είχαν πετάξει κάποιες σπόντες για τα παιδιά που έπρεπε να κάνουν αμέσως. Ή λπιζε ότι ο Λουκ θα έπαυε να ικανοποιεί κάθε επιθυμία της, καθώς αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν να γίνει αρχηγός της οικογένειας. Εξάλλου, αυτό της είχε πει πάνω κάτω και ο αδερφός του πριν από λίγες μέρες που είχε μια συζήτηση μαζί του. «Βέβαια, ο Λουτσιάνο έπρεπε πάντα να έχει το πάνω χέρι», είχε πει ο Φιλίππο, προσπαθώ ντας να χαμογελάσει. «Ακόμα και τότε που ήμαστε παιδιά. Πάντα υπήρχε άμιλλα ανάμεσά μας. Φαντάζομαι πω ς θα σου είπε ότι δε θα μπορούσε να κληρονομήσει τον τίτλο αν δεν παντρευόταν». Η Σελίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ναι, κάτι μου ανέφερε», του αποκρίθηκε και ένιωσε βαθύτατα δυστυχισμέ­ νη. Αυτό ήταν μια απόδειξη πω ς η Σιμόν είχε δίκιο. Ο Φ ιλίππο γέλασε. «Είναι κάποιες φορές που σκέφτομαι ότι παντρεύτηκε απλώς και μόνο για να μου πάει κόντρα. Σίγου­ ρα, όμως, κάνω λάθος. Είναι ξεκάθαρο σε όλους μας ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου». Η Σελίνα δαγκώθηκε. Αυτό απλώς αποδείκνυε πόσο καλός ηθοποιός ήταν ο Λουτσιάνο. «Και ξέρεις κάτι;» συνέχισε ο Φ ιλίππο. «Χαίρομαι που π α ­ ντρεύτηκε, για τί ειλικρινά δεν ήθελα να γίνω αρχηγός της οικογένειας. Είναι τρομακτική ευθύνη* δεν ξέρω αν θα μπορού­ σα να τα βγάλω πέρα». Η Σελίνα καταλάβαινε την ανακούφισή ίου. Ο Φιλίππο ήταν πιο ήρεμος τύπος από τον Λουκ, λίγο π ρο απαιτητικός και ήταν ευτυχισμένος να ζι ι τη ζωή του χωρίς ν' ανησυχεί για τους άλλους. Η(|)(ονή ιου Λουκ Γηνέβγαλι α ιιο πςοκιψ ι ις της. «Ειλικρινά, μ 'ιχ ιιςξ » rpi λάνιι οήμι μα, >ιλίνα», ιη ς ιίιυ βραχνά. «Αισθά­ νομαι πολύ ιυχιμος ιιου βρήκα μια γυναίκα σαν εσένα». Ι.κιινη ιμαβηχιηκι α π ο ιο μ α α ιιο ιηναγκ< χλιά του. «Τελικά, τα πράγματα πήγαν πολύ καλα για οι να, ε;»


1ναι Αντρας Μ ε Π είθω

97

Ο Λουκ συνοφρυώθηκε και φάνηκε έκπληκτος οπτό τον κοφτό τόνο της φωνής της. «Σελίνα, τι σου συμβαίνει;» «Τ ι μου συμβαίνει; Or συνεχείς υπενθυμίσεις σου ότι βρίσκο­ μαι εδώ για να εξυπηρετήσω ένα σκοπό και τίποτα περισσο­ ί ψ υ. Αυτό μου συμβαίνει». «Φέρεσαι παράλογα». «Αγ νομίζω. Δε χάνεις ευκαιρία να μου τονίσεις ότι βρίσκομαι 16ώ ί πειδή με εξαγόρασες. Ίσω ς πράγματι να μ* έχεις εξαγο­ ράσει, αλλά όπω ς σου έχω πει κι άλλες φορές η ερωτική μας σχέση είναι μόνο για τα μάτια του κόσμου. Ό ταν είμαστε μόνοι, φρόντισε να μην απλώνεις τα χέρια σου επάνω μου». «Σελίνα, δεν είναι δυνατό να το εννοείς αυτό». Επιχείρησε να την (χγκαλιάσει πάλι. «Είσαι κουρασμένη. Ή ταν μια δύσκολη μέρα για σένα...» «Ξέρω πάρα πολύ καλά τι λέω!» του απάντησε εκείνη και τραβήχτηκε πάλι α π ' την αγκαλιά του. «Φέρεσαι παράλογα», της είπε ο Λουτσιάνο φανερά εκνευ­ ρισμένος. « Ετσι λες;» του αντιγμρισε η Σελίνα κοιτώντας τον υπερο­ πτικά. «Ναι, έτσι λέω. Όλη τη μέρα φαινόσουν ευτυχισμένη. Αν δεν ήξερα τι συμβαίνει, θα έλεγα πω ς μ* έχεις ερωτευτεί». «Να ερωτευτώ εσένα;» Ο φόβος ότι είχε προδοθεί έκανε τη φωνή της να πάρει έναν τσιριχτό τόνο. «Πώς μπορώ να ερωτευτώ κάποιον που με χρησιμοποιεί; Η μόνη ενοχή που έχω, Αουκ, είναι ότι νιώθω κάποια έλξη για σένα κι αυτό δεν το θέλω καθόλου. Αν μπορούσα να κάνω κάτι για να το αλλάξω, θα το έκανα». Γα χείλη του Λουτσιάνο σφίχτηκαν. «Λυπάμαι που αισθάνε­ σαι έτσι». «Κι εγώ το ίδιο», του αντιγύρισε. «Ήξερες από την αρχή το λόγο που ήθελα να σε παντρευτώ και συμφώνησες. Γιατί αυτή η ξαφνική αλλαγή τώρα; Επέλεξες ι ην πιο ακατάλληλη στιγμή για να...» «Δεν υπάρχει καμιά αλλαγή. Ποτέ δε συμφώνησα ότι θα ιιλέχγιαζα μαζί σου. Υποθέτω ότι δε μοιάζω με τις άλλες γυναίκες που έχεις γνωρίσει μέχρι τώρα. Φαντάζομαι πόας καμιά δεν αρνήθηκε να κάνει έρωτα μαζί σου. Λυπάμαι που δεν μπορώ να συμβιβαστώ, αλλά...»


98

Margaret Mayo

«Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν κάνω έρωτα με όποια γυναίκα γνωρίζω». «Ούτε και μ* αυτές που σου ρίχνονται;» «Ιδιαίτερα μ' αυτές. Τυχαίνει να είμαι πολύ εκλεκτικός». «Δηλαδή θα πρέπει να με τιμά το γεγονός ότι επέλεξες εμένα;» «Δεν είναι ώρα για καβγάδες». «Είναι, όμως, ώρα για ύπνο. Καληνύχτα, Λουκ». Στράφηκε για ν* ανοίξει την πόρτα, έτοιμη να πάει στο δωμάτιό της, αλλά εκείνος πετάχτηκε, την άρπαξε α π ’ τους ώμους και τράβηξε πάλι μέσα. «Εδώ θα κοιμηθείς», της είπε με οργή. «Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να κάνεις κάτι που θα δώσει λαβές για κουτσομπολιά». «Αυτό έπρεπε να το είχες σκεφτεί πριν καταστρώ σεις τα σχέδιά σου», του αντιγύρισε με μανία. Το πρόβλημα ήταν πω ς ήθελε να κοιμηθεί μαζί του* τον λαχταρούσε. Ό λο το κορμί της τον καλούσε. Απλά απεχθανόταν τη σκέψη πω ς το μόνο που ήθελε εκείνος ήταν να ικανοποιήσει τις σωμα­ τικές του ανάγκες. «Ό πω ς και να ’χει το πράγμα, θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μου. Αν δε θέλεις, δεν πρόκειται να σ’ αγγίξω, αλλά αποκλείεται να σ’ αφήσω να βγεις α π ’ αυτό το δωμάτιο». «Πολύ καλά». Η Σελίνα, με το κεφάλι ψηλά, άνοιξε ένα συρτάρι και πήρε το νυχτικό που είχε βάλει εκεί νωρίτερα η Φραντσέσκα. "Επειτα τράβηξε για το μπάνιο. «Και τώρα, τι είναι αυτά που κάνεις;» τη ρώτησε εκείνος άγρια. Η Σελίνα στράφηκε και τον κοίταξε παγερά. «Εσύ τι νομίζεις;» «Νομίζω ότι φοβάσαι μήπως σε δω που θα γδύνεσαι». Τα μάτια της πέταξαν φωτιές. «Δε φοβάμαι να με δεις. Απλώς θέλω να είμαι σίγουρη ότι δε θα εκμι εαλλευιείς την περίσταση». Εκείνος ξεφύσηξε οργισμένος. «Μπορείς ν<χ μ<>υ <χ11( μ· ><κ κ, οποιοδήποτε χαρακτηρισμό θέλεις, αλλά δεν rρ >υν non ι κ φυλος. Και τώρα, γδύσου και πάψε τις (χνυηυΐις» Η Σελίνα φορούσε ένα στενό μεταξουο φο|» μ<< ο ι ^μώμα ιβουάρ, κεντημένο με χρυσή κλωστή, που μ » #ΐχι φτιάξει κι αυτό η μοδίστρα της Τζιάκομα. Ή ι(<ν»κιιλι|κ ιικο ψ όρ μα, το ωραιότερο που είχε ποτέ στην γκαρν ι <ψομ m < 11γ ,. <<λλά, κάτι


Ε ν α ς Α ν τ ρ α ς Μ ε Π ε ίθ ω

99

που το είχε λησμονήοι ι μέχρι t κείνη τη στιγμή, κούμπωνε στην πλάτη με μικρά κουμπιά από μαργαριτάρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να το βγάλει χωρίς τη βοήθεια του Λουκ. Πέταξε το νυχτικό της επάνω στο κρεβάτι και του είπε απρόθυμα: «Νομίζω ότι θα χρειαστώ τη βοήθειά σου». Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο και η οργή του χάθηκε. «Την καημένη τη Σελίνα! Θ α δυσκολεύτηκες πολύ να μου το ζητήσεις αυτό, ε;» Σταμάτα να με κοροϊδεύεις, ήθελε να του φωνάξει εκείνη, αλλά δεν είπε τίπ οτα . Απλώ ς του γύρισε την πλάτη και σφίχτηκε μόλις ένιωσε τα δάχτυλά του ν’ αγγίζουν τον αυχένα της. «Ηρέμησε, δεν πρόκειται να σε βιάσω», βρυχήθηκε ο Λουκ. "Εκανε έναν αιώνα μέχρι να της ξεκουμπώσει το πρώτο κουμπί. "Ισως είναι αδέξιος, συλλογίστηκε η Σελίνα. Ή μπορεί και να το κάνει επίτηδες, για να με βασανίσει. Η Νταβίνα, που της είχε κουμπώσει νωρίτερα το φόρεμα, δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου. Με τα πολλά, της ξεκούμπωσ* γο δεύτερο κουμπί και το μαρτύριο συνεχίστηκε. Ακολούθησαν το τρίτο και το τέταρτο και το φόρεμα δεν είχε ανοίξι ι παρά μόνο δύο πόντους. «Πόση ώρα σκέφτεσαι να κάνεις;» ιον ρώτησε εκείνη, και παρατήρη­ σε κατάπληκτη ότι η φωνή ιης ακούστηκε πολύ βραχνή. «Υποθέτω πω ς θα μου πάρει όλη τη νύχτα», της απάντησε εκείνος και η φωνή του ήταν επίσης βραχνή. «Αν μου περνούσε α π ’ το μυαλό ότι το κάνεις επίτηδες αυτό, Λουτσιάνο Σεγκουρίνι, θα φώναζα την αδερφή μου να μου ξεκουμπώσει το φόρεμα. Είναι πολύ πιο επιδέξια από σένα. "Εχω την εντύπωση ότι καθυστερείς εσκεμμένα». «Πράγματι, είναι πολύ ευχάριστη απασχόληση», συμφώνη­ σε εκείνος. «Ορίστε, σου ξεκούμπωσα άλλο ένα. Αναρωτιέμαι αν αυτός που σχεδίασε τούτο το φόρεμα το σχεδίασε επίτηδες έτσι». «Το σχεδίασε η γιαγιά σου και το έραψε η μοδίστρα της». Ι I γι< <γι· χ μου, ε;» σχολίασε εκείνος και γέλασε. «"Επρεπε να π >πψιυένο) 11ν<χι <χθεράπευτα ρομαντική». «Νομιζι ιςότι τοοχιΚΓαοι έτσι επίτηδες, ξέροντας ότι θα σου ζιμούσα να ι <> ξι κ<ιυμπώσεις εσύ;»


100

Margaret Mayo

«Αναμφίβολα. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή τη στιγμή φα­ ντάζεται τούτη τη σκηνή». «Δεν το πιστεύω». «Καλά Θα κάνεις να το πιστέψεις», της ψιθύρΝοε εκείνος και όταν ξεκούμπωσε και τα επόμενα δύο κουμπιά άγγιξε με τα χείλη του τον αυχένα της. Η Σελίνα τινάχτηκε νιώθοντας το άγγιγμα των χειλιών του και θέλησε να τραβηχτεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα χέρια του άρχισαν να χαϊδεύουν τα μπράτσα της και το μόνο που επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή ήταν να κάνει έρωτα μαζί του. Ωστόσο, αυτό που ήθελε κι αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. «Μήπως ξεχασες τι έ­ πρεπε να κάνεις;» του είπε απότομα. «Απλώς βρίσκω αυτή την ασχολία πολύ πιο ενδιαφέρουσα», μουρμούρισε εκείνος και η ζεστή ανάσα του ερέθ&ζετο κορμίτης. «Μπορεί, αλλά εγώ επιμένω να συνεχίσεις τη δουλειά που έκανες». «Κάθε πράγμα στην ώρα του, Σελίνα». Τα χείλη ίόο συνέχι­ σαν να γλιστρούν στο λαιμό της κι ύστερα κοντά στο αυτί της. 'Επειτα, ξεκούμπωσε ένα ακόμα κουμπί και μετά άλλο ένα, συνοδεύοντας τις κινήσεις του με φιλιά που την έκαναν να πλημμυρίζει από πόθο. Ή τα ν σίγουρο ότι μέχρι να τελειώσει η ΣεΑί^χ Θα έκανε ό,τι της ζητούσε, πράγμα που — ήταν ολοφάνερο— επιδίωκε κι εκείνος. Το φόρεμα είχε ανοίξει σχεδόν μέχρι τη μέση της τώρα και ο πόθος της είχε γίνει σχεδόν ανεξέλεγκτος. Τα χέρια του Λουτσιάνο γλίστρησαν στους λεπτούς ώμους της m i η γλώσ­ σα του άγγιξε το ελαφρά αρωματισμένο δέρμα της, καθώς της έβγαζε το φόρεμα. Ή ταν μια αγωνιώδης ικανοποίηση και η Σελίνα απεχθανόταν τον εαυτό της που του επέτρεπε να της φέρεται έτσι, αλλά είχε χάσει από πολλή ώρα τη δύναμη ν’ ανπσταΘεί. Το φόρεμα ήταν ενισχυμένο με μπανέλες, έτσι ώστε να μη χρειά­ ζεται στηθόδεσμο και όταν πρόβαλε το στητό στήθος της, όταν εκείνος το άγγιξε με τα χέρια του, όταν αι αντιχειρές του χάιδεψαν τις ερεθισμένες θηλές της, ένα βογκητά ξέψυγε α π ’ τα χείλη της και γυρίζοντας προς το μέρος του top πρόσφερε το στόμα της.


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

101

Ένας βαθύς, τιαγανιοτικός πόθος την κατέλαβε, τα χείλη της μισάνοιξαν και κάθε σκέψη να κοιμηθεί μακριά του χάθηκε α π ’ το μυαλό της. Ο Λουκ την ερέθιζε όσο κανείς άλλος και ένιωθε μια απελπισμένη ανάγκη να την κατακτήσει. Προς μεγάλη της απογοήτευση, εκείνος τη φίλησε απαλά στα χείλη κι έπειτα την έστρεψε πάλι α π ’ την αντίθετη πλευ­ ρά. «Δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε, γλυκιά μου. Έχουμε όλο τον καιρό μπροστά μας». Η Σελίνα φαντάστηκε πω ς θα συνέχιζε να της ξεκουμπώνει το φόρεμα, αλλά εκείνος συνέχισε να της χαϊδεύει το ερεθισμέ­ νο στήθος της, να τη βασανίζει παίζοντας με τις θηλές της, να φιλά το λαιμό της ξετρελαμένος από πόθο. «Είσαι πανέμορφη, γλυκιά μου γυναίκα», της ψιθύρισε. Καθώς η Σέλινα σφιγγόταν επάνω του, ένιωθε το ατσάλινο κορμίτουνατηνπιέζει και έμεινε έκπληκτη που είχε τη δύναμη να συγκροτείται τόσο πολύ. Ο Λουκ ξεκούμπωσε ακόμα μερικά κουμπιά και επιτέλους το φόρεμα γλίστρησε α π ’ το κορμί της και έπεσε στα πόδια της. Τότε, η Σελίνα στράφηκε και τον κοίταξε. Το μόνο που φορούσε εκείνη τη στιγμή ήταν ένα δαντελένιο μικροσκσπικό σλπτ και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Αλλά δεν ένιωσε ντροπή. Αντίθετα μάλιστα, το βλέμμα του Λουκ που διέτρεχε το κορμί της μεγάλωνε τον ερεθισμό της. Εκείνος πρόσεξε την αλλαγή στην έκφρασή της και της είπε με βραχνή, αλλοιωμένη φωνή: «Γδύσε με». Η Σελίνα δεν είχε γδύσει ποτέ άντρα και δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει, όπω ς δεν ήξερε και αν θα της άρεσε αυτό που θα έκανε. Ό τα ν το καλοσκέφτηκε, όμως, θεώρησε πω ς κάτι τέτοιο θα ήταν αφάνταστα ερωτικό. Τον πλησίασε και έλυσε τον κόμπο της γραβάτας του. Ό ταν, όμως, επιχείρησε να ξεκουμπώσει το πουκάμισό του, τα χέρια της έτρεμαν τόσο πολύ, που της ήταν αδύνατο να συνεχίσει. Αραγε να ήταν αυτός ο λόγος που είχε αργήσει κι εκείνος τόσο πολύ να ξεκουμπώσει τα κουμπιά της; Δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, αν και το μεθυστικό άρωμά του νάρκωνε τις αισθήσεις της και η θέρμη του κορμιού του την έκαιγε σαν φωτιά. Οι παλάμες της ήταν ιδρωμένες όταν επιτέλους κατάφερε να ξεκουμπώσει το πουκάμισό του, απο­ καλύπτοντας έτσι το ηλιοκαμένο, μυώδες στέρνο του. Ένιωθε


102

Margaret Mayo

την ανάγκη να τον αγγίξει, να βυθίσει τα δάχτυλά της μέσα στο τριχωτό του στέρνου του, να νιώσει τους δυνατούς μυς στις παλάμες της. Ήθελε να σφιχτεί επάνω του, έτσι γυμνή όπως ήταν, αλλά δεν τολμούσε. Δυσκολεύτηκε με το φερμουάρ του παντελονιού του και όταν το κατέβασε μαζί με το εσώρουχό του η καρδιά της χτύπησε δυνατά στο στήθος της. Ωστόσο, είχε ξεχάσει τα παπούτσια του. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να καθίσεις;» του είπε και το στόμα της ήταν τόσο στεγνό, που με δυσκολία πρόφερε αυτές τις λέξεις. Δεν είχε τολμήσει να τον κοιτάξει ούτε μια φορά στα μάτια, αλλά τώρα σήκωσε το βλέμμα της και ένιωσε ένα καινούριο κύμα πόθου να την τυλίγει, καθώς τα είδε να λάμπουν από λαχτάρα και πόθο. Του έβγαλε τα χειροποίητα δερμάτινα παπούτσια, τις μαύ­ ρες μεταξωτές κάλτσες και τελικά το παντελόνι και το στενό, λευκό σλιπ. Εκείνος σηκώθηκε και της άνοιξε την αγκαλιά του. «Θέλεις ακόμα να κοιμηθούμε σε χω ριστά κρεβάτια;» τη ρώτησε βραχνά. Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο Λουκ βόγκηξε και την έσφιξε άγρια επάνω του. Τα χείλη του αναζήτησαν τα δικά της με πάθος. Η Σελίνα ανταποκρίθηκε με λαχτάρα. Τώρα π ια δεν είχε αναστολές. Ο Λουτσιάνο τη σήκωσε με άνεση στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στο κρεβάτι. Έ πειτα της έβγαλε το δαντελένιο εσώ­ ρουχο, ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε, με τα βελούδινα καστανά μάτια του να κοιτάζουν συνεχώς τα δικά της. Η έκφρασή του ήταν τόσο τρυφερή, που η Σελίνα, αν δεν ήξερε, θα πίστευε πω ς την αγαπούσε. Ό ,τι έγινε μετά ήταν σαν όνειρο, ένα όμορφο, ατέλειωτο όνειρο, που στη διάρκειά του η Σελίνα μεταφέρθηκε σ’ έναν κόσμο όπου τα χάδια, οι αισθήσεις και η έκσταση την ξετρέλαιναν. Καταλάβαινε ότι εκείνος τη φιλούσε, τη χάιδευε και της έκανε έρωτα αργά, καταλάβαινε πω ς και η ίδια ανταποκρινόταν, αλλά, όπω ς είχε γίνει κι άλλες φορές, ήταν λες και δεν τα έκανε η ίδια όλα αυτά, λες και δεν ένιωθε εκείνη τούτο τον


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

103

ανείπωτο αισθησιασμό, αλλά κάποια άλλη κι αυτή απλώς παρατηρούσε την υπέροχη εμπειρία να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της. Ή τα ν μια παράξενη, μοναδική αίσθηση και όταν τελικά ο Λουκ την έκανε δική του, κατάλαβε επιτέλους πω ς όλ’ αυτά συνέβαιναν στην ίδια. Τα νύχια της γαντζώθηκαν στην πλάτη του, καθώς σφιγ­ γόταν επάνω του, καλωσορίζοντάς τον στο κορμί της. Ή τα ν αυτό που λαχταρούσε από την πρώτη στιγμή που είχε ανακαλύψει πω ς ήταν ερωτευμένη με τον Λουκ και για μια στιγμή ξέχασε πω ς εκείνος δεν την αγαπούσε. Το μόνο που ήξερε ήταν πω ς την ανέβασε σε ύψη που ποτέ της δεν τα είχε φτάσει και εκείνη τη στιγμή δε μετάνιωνε που τον είχε παντρευτεί. Η ανάσα του ακουγόταν λαχανιασμένη τώρα, οι κινήσεις του γίνονταν πιο γρήγορες, ώσπου το κορμί του τρεμούλιασε και έγειρε πάνω της μ' ένα βογκητό. Ή ταν μια γλυκιά παράδοση. Η Σελίνα δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο έντονα συναισθήματα, τέτοια έκσταση· είχε φτάσει στον οργασμό μαζί με τον Λουκ και όταν εκείνος έγειρε στο πλάι της συνέχισε να μένει γαντζωμένη επάνω του, ενώ αυτός την κρατούσε σφιχτά. Η Σελίνα είχε κάνει έρωτα με τον Αντριου αλλά δεν είχε φτάσει ποτέ σε τέτοια έκσταση, σ' αυτή την υπέροχη ανάτα­ ση που σου δημιουργεί η αίσθηση ότι είσαι ένα με το ταίρι σου, δυο μισά που ενώθηκαν χάρη στη μοίρα. Αναστέναξε αχνά και τον έσφιξε ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της. Ο Λουκ βόγκηξε και την έσφιξε κι αυτός και κατά τη διάρκεια της νύχτας έκαναν έρωτα πολλές φορές. *** Το άλλο πρωί, η Σελίνα ένιωθε σαν να είχε ξαναγεννηθεί. Κάθισε λίγα λεπτά και κοιτούσε τον Λουκ που κοιμόταν στο πλευρό της, χαϊδεύοντάς τον απαλά στον ώμο. Μ ετά τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο και σηκώθηκε α π ’ το κρεβάτι. Η εικόνα της στον καθρέφτη του μπάνιου επιβεβαίωσε τα συναισθήματά της. Τα μάτια της έλαμπαν, το δέρμα της άστραφτε και φαινόταν έτσι ακριβώς όπως ένιωθε: μια ερω­ τευμένη γυναίκα.


104

Margaret Mayo

Ό ταν επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, ο Λουκ ήταν καθι­ στάς στο κρεβάτι. Στράφηκε και την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο πάθος και η Σελίνα δεν ντράπηκε για τη γύμνια της. Αντίθετα, ένιωσε όμορφα, καθώς ήξερε ότι είχε τη δύναμη να τον ερεθίζει τόσο πολύ. Μ πορεί βέβαια να μην την αγαπούσε, αλλά ήταν καταπλη­ κτικός εραστής και εκείνη τη στιγμή δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο. «Σελίνα, σίγουρα είσαι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου». Εκείνη του χαμογέλασε και γλίστρησε πάλι στο κρεβάτι* σφίχτηκε επάνω του, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του κορ­ μιού του. Το χέρι του αναζήτησε το στήθος της και η Σελίνα άρχισε ν’ αναρωτιέται αν θα μπορούσε ν’ αντέξει να ξανακάνει έρωτα μαζί του, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Είπα στη Φραντσέσκα να μας φέρει πρωινό στο κρεβάτι», της είπε εκείνος μετανιωμένος. Η Σελίνα γλίστρησε κάτω α π ’ τα σεντόνια και εκείνος είπε στη Φραντσέσκα να περάσει. Η κοπέλα μπήκε ντροπαλή, άφησε το δίσκο και βγήκε πάλι, χωρίς να υψώσει καθόλου το βλέμμα της. Ο Αουκ πήρε το δίσκο και τον ακούμπησε ανάμεσά τους. Κι εκεί, γυμνοί, απόλαυσαν το πρωινό τους —χυμό από πορτο­ κάλι, φρυγανιές και τσάι. Ή τα ν ένα εκπληκτικό πρόγευμα, το πιο όμορφο που είχε γευτεί ποτέ η Σελίνα, και μετά γλίστρησαν πάλι κάτω α π ’ τα σεντόνια. Ύστερα από ώρα ο Αουκ δήλωσε απρόθυμα πως ήταν ώρα να σηκωθούν. «Θα μπορούσα να περάσω όλη μου τη ζωή κάνοντας έρωτα μαζί σου», της είπε χαμογελώντας μ’ έναν τρόπο που έκανε την καρδιά της να λιώσει. *** Η επόμενη εβδομάδα ήταν η πιο ευτυχισμένη στη ζωή της Σελίνα. Ο Αουκ την πρόσεχε πάρα πολύ, την πήγαινε βόλτες και της έδειχνε το νησί που λάτρευε, της φερόταν σαν να ήταν πράγματι ο έρωτας της ζωής του. Μέχρι που έφτασε η μέρα που της ανακοίνωσε ότι έπρεπε να πάει πάλι στην Αγγλία για να τακτοποιήσει ορισμένες υποθέσεις. Η Σελίνα του χαμογέλασε πλατιά. «Ωραία. Αυτή


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

105

τη φορά Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σου. Θέλω να πάω να δω τι γίνετα* με το σπίτι μου». Παρ' ότι η ίδια θα προτιμούσε να το είχε νοικιάσει, έτσι ώστε να είχε κάπου να μείνει όταν θα τελείωνε ο γάμος τους, ο Αουκ το είχε βάλει για πούλημα. Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει ότι Θα τον συνόδευε στην Αγγλία. «Θα έχω πάρα πολλή δουλειά και δε θα μπορώ ν' ασχοληθώ μαζί σου* καλύτερα να μείνεις εδώ. Γιατί δεν κοιτάζεις πώ ς θα αναπαλαιώσουμε τα δωμάτιά μας;» Η Σελίνα, όμως, δεν ήθελε να μείνει. «Δε με πειράζει που θα είσαι απασχολημένος. Θα έχω πολλά να κάνω, να πουλήσω τα έπιπλά μου και πρέπει οπωσδήποτε...» «Αυτό είναι το σπίτι σου τώρα, Σελίνα», τη διέκοψε εκείνος απότομα, «και εδώ θα μείνεις».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Η Σέλινα δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ο Λουκ επέμενε τόσο πολύ να την αφήνει πάντα στη Σικελία. Ξαφνι­ κά, τα μάτια της άστραψαν από θυμό. «Ίσως υπάρχει κά­ ποιος άλλος λόγος που δε με θέλεις μαζί σου», του είπε οργισμένη. «Μια κάποια άλλη κυρία, που λέγεται Σιμόν. Αυτός είναι ο λόγος που πηγαινοέρχεσαι τόσο τακτικά;» Παραδόξως, εκείνος χαμογέλασε. «Σ' αρέσει πολύ ν’ αναφέ­ ρεις το όνομα της Σιμόν. Αν δεν ήξερα την κατάσταση, θα έλεγα πω ς ζηλεύεις». «Εγώ ζηλεύω;» αντιγύρισε η Σελίνα, ενώ μέσα της ευχήθηκε να μην ήταν αλήθεια. «Γιατί να ζηλεύω;» «Εσύ θα μου πεις». «Ανοησίες. Δε ζηλεύω καθόλου. Απλά μου φαίνεται παρά­ ξενο που πηγαίνεις διαρκώς στην Αγγλία και δε θέλεις να με πάρεις μαζί σου». «Δε βλέπω να υπάρχει κανένας λόγος να σε πάρω μαζί μου, τη στιγμή που έχεις τόσο πολλά να κάνεις εδώ. Μπορώ να πάω εγώ να κοιτάξω μήπως έχεις κάποια γράμματα και να ρωτήσω και τους μεσίτες για το σπίτι σου. Ό λα τ ’ άλλα τα έχω τακτοποιήσει. Δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις εσύ εκεί». Η Σελίνα ήξερε πω ς θα της άρεσε πολύ να ασχοληθεί με την ανακαίνιση του σπιτιού τους* εξάλλου, χρειαζόταν οπωσδή­ ποτε ανακαίνιση. Οι κουρτίνες ήταν ξεβαμμένες και φθαρμέ­ νες, όπω ς και το χαλί και οι ταπετσαρίες στους τοίχους. Ωστόσο, θα προτιμούσε να πήγαινε με τον Αουκ. Τον κοίταξε νευριασμένη και προσπάθησε να τον πείσει να την πάρει μαζί του, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. Στο τέλος, δεν της έμεινε άλλη λύση α π ’ το να παραδεχτεί την ήττα της.


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ Μ Ε Π ΕΙΘ Ω

107

«Απ’ ό,τι φαίνεται, για άλλη μια φορά δεν έχω επιλογή», δήλωσε με πικρία. Ο Αουκ της χαμογέλασε αχνά και η Σελίνα είχε την αίσθηση πω ς το χαμόγελό του ήταν θριαμβευτικό. Μετά εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Το ήξερα ότι θα λογικευόσουν, γλυκιά μου», της είπε και ενώ τη φιλούσε η Σελίνα κατάλαβε πω ς ό,τι και να της ζητούσε εκείνος, θα το έκανε. Ή ταν σίγουρο πω ς... την είχε μαγέψει. *** Ο Αουκ έφυγε την επομένη νωρίς το πρωί, μετά από μια νύχτα έρωτα. Η βιασύνη που υπήρχε στο σμίξιμό τους την πρώτη νύχτα του γάμου τους, εκείνο το άγριο πάθος είχε χαθεί και τούτη τη φορά την είχε κάνει δική του αργά και τρυφερά, γνωρίζοντάς της το ίδιο της το κορμί, όπως και το δικό του. Τούτες οι στιγμές την είχαν αποζημιώσει για όλη την πίεση που ασκούσε πάνω της ο Αουκ. Ό ταν η Σελίνα είπε στην Τζιάκομα, κατά την επίσκεψή της στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, ότι σκόπευε να πάει στην Κατάνια ή στο Παλέρμο για να πάρει δείγματα για ταπετσα­ ρίες και υφάσματα, εκείνη ταράχτηκε βαθύτατα και δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Η Σελίνα είχε ανακοινώσει στην Τζιάκομα τα σχέδιά της απλώ ς από ευγένεια. Δεν είχε σκεφτεί καθόλου πω ς θα της το απαγόρευε. Εξάλλου, εκεί όπου θα πήγαινε, δε θα τη γνώριζε κανένας και καθώς είχε αυτοκίνητο στη διάθεσή της δεν έβλεπε το λόγο να μην πάει μόνη της. «Ο Αουκ μου πρότεινε να ασχοληθώ με την ανακαίνιση των δωματίων μας όσο θα λείπει», διαμαρτυρήθηκε αδύναμα η Σελίvc ϊ , κίχθώς δεν ήθελε να προσβάλει την ηλικιωμένη γυναίκα. «Σου είπε να π ας μόνη σου για να βρεις αυτά τα δείγματα, τη υιιγμή που αυτό που θα έπρεπε να κάνεις θα ήταν να τους πεις να <ίου τα στείλουν εδώ;» τη ρώτησε απότομα η Τζιάκομα. «< )χι, δε μου είπε να πάω μόνη μου, αλλά δε βλέπω για ποιο λόγο να μην πάω». «I πειδή δεν αρμόζει στην οικογένεια των Σεγκουρίνι», της απάντησε υπεροπτικά η Τζιάκομα. «Μπορώ να σου δώσω καιαλόγους με ονόματα για να τηλεφωνήσεις και να πάρεις όποια πληροφορία θέλεις. Ό ,τι τους ζητήσεις, θα σ’ το στεί-


108

Margaret Mayo

Αουν εδώ. Απλώς π ες τους το όνομά σου και μέχρι το απόγευ­ μα θα έχεις τα πάντα». «Δε νομίζω ότι είναι απαραίτητο», διαμαρτορήθηκε η Σελί­ να, νιώθοντας την ανάγκη να περάσει το δικό της τούτη τη φορά* αν δεν το έκανε αυτό, δε θα της επέτρεπαν ποτέ να κάνει κάτι μόνη της. Θα ήταν χειρότερο κι α π ’ το καθαρτήριο, αν έμενε κλεισμένη είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέσα σ' αυτό το σπίτι. «Εξάλλου, πρέπει να πάω να κόψω τα μαλλιά μου. Σκέφτηκα να...» Η Τζιάκομα τη διέκοψε αποφασιστικά. «Μπορεί να σε φρο­ ντίσει η κομμώτριά μου. Θα της τηλεφωνήσω αμέσως και θα σου κλείσω ραντεβού». Και μετά, σαν να είχε συνειδητοποιήσει ότι φερόταν πολύ αυταρχικά, χαμογέλασε. «Καταλαβαίνω ότι λειτουργούμε διαφορετικά α π ’ ό,τι έχεις μάθει εσύ, Σελίνα, και ότι θα χρειαστεί ίσως λίγος καιρός μέχρι να προσαρμοστείς, αλλά το να τρέχεις και να κάνεις μόνη σου κάποια πράγματα δε θα σε βοηθήσει καθόλου». Η Σελίνα συλλογίστηκε ότι οι απόψεις της Τζιάκομα ήταν ξεπερασμένες, αλλά δεν της είπε τίποτα, για να μην τη στενο­ χωρήσει. Σκόπευε, ωστόσο, όταν θα επέστρεφε ο Λουκ να του εκφράσει την άποψή της και να του ζητήσει κάποιες ελευθε­ ρίες. Δεν καταλάβαινε με ποιο τρόπο θα έβλαπτε το όνομα των Σεγκουρίνι, αν έβγαινε έξω μόνη της. Τελικά, έκανε μερικά τηλεφωνήματα και τα διάφορα δείγμα­ τα έφτασαν στην ώρα τους, αλλά στο μεταξύ είχε χάσει κάθε ενθουσιασμό. Αφησε τα δείγματα σ’ ένα τραπέζι στο καθιστι­ κό και άρχισε να διαβάζει ένα βιβλίο, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ο Λουκ την είχε παρασύρει σε μια τελείως απίστευτη κατάσταση και, αν είχε έστω και την παραμικρή ιδέα για το τι θ' αντιμετώπιζε, δε Θα είχε δεχτεί αυτή τη... δουλειά. Εκείνος της τηλεφώνησε το απόγευμα, αλλά η Σελίνα θεώ­ ρησε πω ς δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουν αυτό το θέμα α π ' το τηλέφωνο κι έτσι προσποιήθηκε πως όλα πήγαιναν μια χαρά. «Μου λείπεις», της είπε εκείνος. Μάλλον σου λείπει το κορμί μου, συλλογίστηκε η Σελίνα με πικρία. Το σεξ ήταν το μόνο που πήγαινε καλά στο γάμο τους. «Να με σκέφτεσαι όταν θα πέσεις για ύπνο απόψε».


Ε ΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ Μ Ε ΠΕΙΘΏ

109

«Θα προσπαθήσω», του ψιθύρισε, έκπληκτη που ένιωσε τον πόθο να φουντώνει μέσα της στο άκουσμα της φωνής του, παρ' ότι όλη την ημέρα έβραζε από θυμό. «Σου συμβαίνει κάτι, Σελίνα;» «Ναι», του απάντησε αχνά. «Σου λείπω κι εγώ;» «Μμμ...» Εκείνος γέλασε. «Αυτό σημαίνει ναι ή όχι;» «Ναι», του είπε βραχνά. Μ ετά την επίσκεψη που είχε κάνει στην Τζιάκομα εκείνο το πρωί, δεν είχε δει κανέναν άλλο όλη την ημέρα εκτός α π ' τη Φραντσέσκα και για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο μόνη και τόσο ξένη. «Θα επιστρέφω αύριο», της υποσχέθηκε. «Θα σε περιμένω». Εκείνος γέλασε πάλι βραχνά. «Αυτό μου φαίνεται ότι υπό­ σχεται πολλά». «Τι κάνεις τώρα;» τον ρώτησε η Σελίνα. «Είμαι έτοιμος να βγω για δείπνο με τον Μάρτιν και τη γυναίκα του», απάντησε εκείνος κι έπειτα τη ρώτησε: «Ελπίζω να μην είδες πάλι τον Ραϊμόντο, όσο λείπω». «Δε βγήκα καθόλου έξω», του αποκρίθηκε και ο τόνος της φωνής της ήταν κάπως πιο σκληρός, αλλά εκείνος δεν έδειξε να το πρόσεξε. «Χαίρομαι που τακτοποιήθηκες». Μετά το τηλεφώνημα, η Σελίνα άρχισε ν' αναρωτιέται πώς ήταν δυνατό ν* αδιαφορεί ο Δουκ τόσο πολύ για τις ανάγκες της. Αραγε μπορούσε ειλικρινά να πιστεύει πω ς θα ήταν ευτυχισμένη ζώντας φυλακισμένη μέσα στο σπίτι του και υργίχνώνοντας ανακαινίσεις; Δεν του είχε περάσει α π ' το μυαλό ότι μπορεί να επιθυμούσε τη συντροφιά άλλων ανθρώ­ πων, ότι μπορεί να χρειαζόταν κάτι περισσότερο για ν' απα­ σχολεί το μυαλό της; Μ Σελίνα είχε συνηθίσει στη γεμάτη ζωντάνια ζωή του γραφείου, είχε συνηθίσει να χρησιμοποιεί το μυαλό της σε «ιι t| ηχν ι ικότερα πράγματα α π ' την επιλογή των σωστών χρωμακον και υφασμάτων για ταπετσαρίες και κουρτίνες. Και μι ιά, πόσο συχνά θα έφευγε ο Λουκ; Δεν μπορούσε να τον ψ< χν ι <χστεί να μένει και να λιμνάζει μέσα σ' αυτό το τεράστιο m in i. ι Ιταν ικανός επιχειρηματίας. Δεν ήταν δυνατό να κάθε­


110

Margaret Mayo

ται εκεί και να μην κάνει τίποτε άλλο α π ’ το να παίζει το ρόλο του αφέντη στην έπαυλη, Σίγουρα έπρεπε να συζητήσουν πολλά πράγματα όταν θα επέστρεφε. *** Εκείνο το βράδυ, η Σελίνα ένιωσε μοναξιά όταν έπεσε στο κρεβάτι της για να κοιμηθεί. Μέσα σε μια βδομάδα, είχε συνη­ θίσει να κοιμάται με τον Λουκ. Απ’ αυτή την άποψη συμβάδι­ ζαν τέλεια και περίμενε με ανυπομονησία την επιστροφή του. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ήθελε εκείνος να ζουν στη Σικελία, αφού η δουλειά του και τα οικονομικά του συμφέροντα ήταν στην Αγγλία. Αποκλείεται να εγκατέλειπε τελείως τη διαφημιστική εταιρεία του, όσο καλά κι αν τη διαχειριζόταν ο Μάρτιν. Η εταιρεία ήταν δημιούργημά του και το γεγονός ότι πήγαινε κάθε τόσο στην Αγγλία αποδείκνυε πόσο δύσκολο του ήταν να την εγκαταλείψει. Αν ήθελε πραγματικά να ζήσει στη Σικελία, αλλά θεωρούσε απαραίτητο να έχει στενές επαφές με το Αονδίνο, γιατί δε συνδεόταν μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή με τα γραφεία του; Ή μήπως η γιαγιά του θα αρνιόταν, γεμάτη φρίκη, να δει εγκαταστημένα στο σπίτι της όλα αυτά τα υπερσύγχρονα μηχανήματα; Ή τα ν σχεδόν θαύμα το γεγονός ότι είχαν και τηλέφωνο. Η Τζιάκομα ζούσε κυριολεκτικά στο δέκατο ένατο αιώνα. Αλλά αν ο Αουκ πίστευε πω ς η γυναίκα του θα συμμορφωνόταν μ* όλα αυτά χωρίς να δώσει τη μάχη της, ήταν γελασμένος. * * *

Δεν της είχε πει τι ώρα θα ερχόταν και η Σελίνα τον περίμενε ανυπόμονα την επομένη. Εξακολουθούσε να μην έχει καμία διάθεση ν' ασχοληθεί με ταπετσαρίες και χρώματα, γι’ αυτό πήγε να κάνει μια βόλτα στον κήπο. Θα της άρεσε πάρα πολύ να πήγαινε μόνη της στην Έννα και να χαζέψει στην πόλη. Αυτές οι απαγορεύσεις γίνονταν όλο και πιο ενοχλητικές και όσο παρατείνονταν τόσο περισσότερο τη νεύριαζαν. Αίγο πριν από το γεύμα, καθώς επέστρεφε στο σπίτι, άκουσε το θόρυβο ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε και η καρδιά της χτύπησε ξέφρενα στο στ ήθος της. Ωστόσο, η χαρά της χάθηκε αμέσως, όταν είδε να σταματά μπροστά στην


Ενας Αντρας Μ ε πείθω

111

πύλη όχι η Μερσεντές του Λουκ αλλά ένα κόκκινο Φ ίατ και να βγαίνει από μέσα η Σιμόν. Ώ στε, λοιπόν, δεν ήταν στην Αγγλία. Αυτή η σκέψη την ικανοποίησε κάπως. Η Σιμόν φορούσε λευκό εφαρμοστό φόρεμα με κόκκινη ζώνη, κόκκινα ψηλοτάκουνα σανδάλια και τα νύχια της ήταν βαμμένα στο ίδιο κόκκινο χρώμα. Στο φως της ημέρας, η Σελίνα έβλεπε πω ς η ομοιότητα ανάμεσά τους ήταν καθαρά επιφανειακή. Και όταν πλησίασε περισσότερο τη Σιμόν, είδε ότι τα μάτια της είχαν πράσινο, γατίσιο χρώμα και όχι γκρίζο σαν τα δικά της. «Νόμιζα ότι είχες επιστρέφει στην Αγγλία», της είπε απότομα. «Προφανώς έκανες λάθος», αποκρίθηκε η Σιμόν ειρωνικά. «Ο Αουκ με πήρε μαζί του την προηγούμενη φορά που έφυγε —θα σ’ το είπε, φαντάζομαι— αλλά αυτή τη φορά έφυγε μόνος του. Επέστρεψε;» Η Σελίνα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ο Αουκ είχε πάρει μαζί του στην Αγγλία τη Σι μόν, ενώ είχε αρνηθεί να πάρει την ίδια. "Ενιωσε την οργή να την τυλίγει σαν πελώριο κύμα. Τόλμησε να με ρωτήσει αν ξαναειδα τον Ραϊμόντο κι εκείνος βγαίνει με τη Σιμόν! συλλογίστηκε. Πώς μπόρεσα ν’ αγαπήσω έναν τόσο ύπουλο παλιάνθρω­ πο; Πώς μπόρεσα να τον αφήσω να με παρασύρει σ’ αυτό τον εξευτελιστικό γάμο; Είχε όλα όσα μισούσε στους άντρες, όλα όσα είχε μάθει να μην εμπιστεύεται. Αοιπόν, όσο πιο γρήγορα έφευγε από κει τόσο το καλύτερο για κείνη. Κοίταξε παγερά τη Σιμόν. «Ώ χι, δεν έχει επιστρέφει ακόμα», ι ης είπε, χωρίς καμία πρόθεση να της δείξει πόσο ταραγμένη ήταν. «Σε περιμένει;» «At χρειάζεται να κλείσω ραντεβού για να δω τον Αουτσιάνο». «Ίσως θα έπρεπε. Είναι πολυάσχολος, ξέρεις». «Το έχω υπόψη μου», αποκρίθηκε η Σιμόν αναστενάζοντας. 11' (χυτόν ακριβώς το λόγο τον βλέπω τόσο σπάνια. Τι ώρα θα ι ττιστρέψει;» ·<Λι ν ξέρω», της απάντησε παγερά η Σελίνα. 11 λιμόν χαμογέλασε με κακία. «Ενδιαφέρον αυτό. Δεν ενηIιι | >ωσε τη σύζυγό του για την ώρα της επιστροφής του στο m in i; Κάτι αποδεικνύει αυτό, έτσι δεν είναι;» 11 > ι λίνα ανασήκωσε ειρωνικά το φρύδι της. Amo που αποδεικνύει είναι ότι δε σ’ αγαπά», συνέχισε η


112

Margaret Mayo

Σιμόν, με μάτια που γυάλιζαν από το μίσος. «Αν σ’ αγαπούσε δε θα σ’ άφηνε μόνη σου. Είχα δίκιο. Σε παντρεύτηκε απλώς και μόνο για να πάρει την κληρονομιά. Κι αν εγώ δεν είχα αργήσει τόσο να βρω τα λογικά μου, σίγουρα θα παντρευόταν εμένα. Εξάλλου, το ομολόγησε και ο ίδιος». Η Σελίνα ένιωσε λες και κάποιο παγερό χέρι της έσφιγγε την καρδιά. Δεν αμφέβαλλε καθόλου για την ειλικρίνεια της Σιμόν. Ο Λουτσιάνο ήταν ειδικός στο να αποφεύγει την αλήθεια. Απλά η ίδια είχε φερθεί σαν βλάκας, σαν μια απίστευτα μωρόπιστη. «Θα περιμένω, όμως», συνέχισε με κακία η Σιμόν. «Εξάλλου, είναι θέμα χρόνου για να τελειώσει ο ρόλος σου. Μετά, θα τον έχω όλο δικό μου». Αραγε η Σιμόν ήθελε τον Λουκ ή την τεράστια περιουσία του; Μ ήπως θα της άρεσε πολύ να γινόταν η κυρία αυτού του σπιτιού; Μ ήπως είχε επιστρέφει στον Αουκ επειδή κατάλαβε ότι είχε να της προσφέρει πολύ περισσότερα α π ’ τον άλλο, για χάρη του οποίου τον είχε εγκαταλείψει; Ξαφνικά, εμφανίστηκε η Μερσεντές του Αουκ, διακόπτοντας τους συλλογισμούς της, και παρά την πικρία και την οργή που την πλημμύριζαν, δεν μπόρεσε να πνίξει τη ζεστασιά που την κατέκλυσε μόλις τον αντίκρισε. Την είχε μαγέψει τόσο πολύ, ώστε ήταν σαν υπνωτισμένη. Η Σιμόν την έσπρωξε απότομα και έπεσε στην αγκαλιά του Αουκ, ο οποίος είχε βγει στο μεταξύ από το αυτοκίνητο. «Χρυσέ μου Αουτσιάνο, σε περίμενα». Εκείνος φάνηκε κατάπληκτος για μια στιγμή, αλλά δεν την παραμέρισε αμέσως, όπω ς περίμενε η Σελίνα. Αντίθετα, όταν του πρόσφερε τα χείλη της, εκείνος έσκυψε και τη φίλησε. Η Σελίνα δεν μπορούσε να καταλάβει τη συμπεριφορά του. Σίγουρα θα ήξερε πόσο λεπτή ήταν η κλωστή που την κρα­ τούσε κοντά του. Αν ήθελε να παραμείνει σύζυγός του μέχρι να πεθάνει η γιαγιά του, τότε δε θα ’πρεπε να συμπεριφέρεται με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια; Ή μήπως του είχε λείψει τόσο πολύ η Σιμόν, ώστε δεν μπορούσε να συγκρατηθεί; Ό ταν τελικά στράφηκε στη Σελίνα, η χαρά του που την έβλεπε έμοιαζε ειλικρινής, αλλά εκείνη δεν μπόρεσε να του χαμογελάσει. «Ελπίζω να μη σ’ ενοχλεί το γεγονός ότι ήρθα εδώ», είπε


Ενας Αντρας Μ ε πείθω

113

ναζιάρικα η Σιμόν, «αλλά μου έλειψες πολύ, Αουτσιάνο. Μ πο­ ρώ να έρθω να φάμε μαζί;» Αυτή η γυναίκα έχει μεγάλο θράσος, συλλογίστηκε η Σελίνα. Ο Αουκ έκανε να φιλήσει τη Σελίνα πριν απαντήσει στη Σιμόν, αλλά εκείνη τραβήχτηκε από κοντά του. Τον είδε να συνοφρυώνεται. Προφανώς αναρωτιόταν τι είχε συμβεί κατά την απουσία του, που την είχε κάνει ν’ αλλάξει στάση απένα­ ντι' του. Μετά στράφηκε στη Σιμόν και της χαμογέλασε. «Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα, γλυκιά μου. Κανείς εδώ δεν ξέρει για σένα. Δεν έπρεπε να έρθεις». «Ναι, αλλά βαρέθηκα να κάθομαι και να περιμένω». Να περιμένει να την επισκεφτεί; αναρωτήθηκε η Σελίνα. Πόσο συχνά συνέβαινε αυτό; Προφανώς ήταν ειλικρινής όταν της είπε ότι δεν την έβλεπε στην Αγγλία. Δεν υπήρχε λόγος, αφού την είχε εγκαταστήσει στη Σικελία. Ό πω ς και να *χε το πράγμα, όλα αυτά της προκαλούσαν αηδία. Και όταν είδε τον Αουκ να την πιάνει α π ’ το μπράτσο και να απομακρύνονται για να μπορέσουν να μιλήσουν μόνοι τους, ένιωσε τη χολή να την πνίγει. «Με συγχωρείς γΓ αυτό που έγινε», της είπε εκείνος μόλις έφυγε η Σιμόν. «Δεν είχα ιδέα ότι θα ερχόταν εδώ». «Ήξερες, όμως, ότι βρίσκεται στη Σικελία. Τη συναντάς, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε η Σελίνα. Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Ίσως· μια δυο φορές». «X )χι μόνο μια δυο φορές. Η Σιμόν μου είπε ότι την πήρες μαζί σου στην Αγγλία». I ην κοίταξε ξαφνιασμένος. «Είχε κάποιες δουλειές και έπρεΜΐ να πάει». «Κι εγώ το ίδιο», του αντιγύρισε. «Εμένα, όμως, δε με πήρες μ< <ζί σου. Ποια είναι η διαφορά;» \ ιτάρχει και μάλιστα μεγάλη διαφορά», της απάντησε εκείν« μ, <<λλά δεν της διευκρίνισε ποια ήταν αυτή η διαφορά. I I > ι λίνα ήταν έξω φρενών. «Πόσο καιρό σκέφτεσαι να την 11 μπ ηοι ις εδώ; Μ ήπως σου ξεφούρνισε καμιά δακρύβρεχτη ισ ι(>|*ι<< γι’ αυτό τον τύπο που μου είπες ότι σ’ εγκατέλειψε λογαριασμό του; Μ ήπως πιστεύεις ότι είναι ακόμα ερωιι υμι νη μαζί σου; Ή μήπως ο υπέρμετρος εγωισμός σου σ’

i


114

Margaret Mayo

εμποδίζει να τη διώξεις; Μ ήπως την αγαπάς ακόμα; Μήπως λυπάσαι που βιάστηκες να επιλέξεις εμένα για να παίξω αυτή την κωμωδία;» του είπε με τσιριχτή φωνή. «Αρκετά ως εδώ, Σελίνα. Δεν έχω καμία διάθεση να συζητή­ σω για τη Σιμόν. Έλα, πάμε μέσα». «Δε με ξεγελάς. Είσαι ακόμα ερωτευμένος μαζί της». «Τι εννοείς μ' αυχό;» «Εννοώ τον τρόπο που τη φίλησες μόλις πριν από λίγο και εμένα μ' άφησες να σας κοιτάζω σαν βλάκας. Το ξέρω ότι προσποιούμαστε εμείς οι δυο, αλλά α π ’ ό,τι βλέπω εσύ δεν μπορείς να παίξεις καλά το ρόλο σου». «Ίσως θα έπρεπε να ριχτείς εσυ στην αγκαλιά μου. Δε νομίζεις ότι το λάθος ήταν δικό σου, που σεάθηκες παράμερα και την άφησες να μ’ αγκαλιάσει;» «Δεν είμαι γατούλα κι εσύ δε χρειαζόταν να τη φιλήσεις τόσο πρόθυμα. Φαινόσαστε σαν εραστές». Είχαν μπει στο σπίτι τώρα κι εκείνος κοντοστάθηκε στην πόρτα του καθιστικού. Χαμογέλασε πονηρά και την κοίταξε επίμονα με τα όμορφα, καστανά μάτια του. «Είσαι σίγουρη ότι δε ζηλεύεις, Σελίνα;» «Η ζήλια είναι ένα συναίσθημα που δεν πρόκειται ποτέ να το νιώσω για σένα». Ο Λουκ ανασήκωσε το φρύδι του, σαν να μην καταλάβαινε αυτό που μόλις του είχε πει. «Τότε γιατί ταράχτηκες, αν όχι για τη Σιμόν;» «Για όλα», του απάντησε εκείνη με πάθος και έπεσε βαριά σε μια πολυθρόνα. Δε σκόπευε να του φανερώσει τόσο σύ­ ντομα όλα αυτά που την ενοχλούσαν. Είχε κατά νου να του πει να μιλήσει στη γιαγιά του για τους περιορισμούς που της έθετε. Εκείνος, όμως, την είχε ταράξει και τώρα π ια δεν υπήρχε περίπτω ση να συγκρατηθεί. «Πώς είναι δυνατό; Λείπω μόνο είκοσι τέσσερις ώρες». «Ή ταν αρκετό διάστημα για να με στενοχωρήσει η γιαγιά σου», του είπε. «Η γιαγιά μου;» Ο Δουκ, που ετοιμαζόταν να καθίσει, πετάχτηκε όρθιος και την κοίταξε κατάπληκτος. «Δεν καταλαβαί­ νω. Τι σου είπε; Τι σου έκανε;» Ο τόνος της φωνής του υποδήλωνε πω ς η γιαγιά του ήταν α π ’ τους ανθρώπους που δε στενοχωρούν ποτέ κανέναν.


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

115

«Το γεγονός ότι σε παντρεύτηκα μήπως σημαίνει ότι πρέπει να χάσω και την ταυτότητά μου; Ό τι απαγορεύεται να έχω άποψη, ότι απαγορεύεται να κάνω κάτι μόνη μου;» Εκείνος χαμογέλασε με ανακούφιση. «Α, αυτό ήταν! Πάλι έχωσε τη μύτη της η γιαγιά. Απλά θέλει να σε βοηθήσει». «Όχι, δεν είναι καθόλου αυτό. Δε θέλει να με βοηθήσει. Απλώς δε μ’ αφήνει να βγω και να κάνω τα ψώνια μου. Έπρεπε να μου στείλουν εδώ τα δείγματα. Δεν μπορούσα καν να πάω στο κομμωτήριο για να κόψω τα μαλλιά μου. Μου έστειλε εδώ τη δική της κομμώτρια. Ανάθεμα, Αουκ, νιώθω σαν να ’μαι φυλακισμένη». Εκείνος ξέσπασε σε γέλια. «Δεν είναι καθόλου αστείο», του είπε νευριασμένη η Σελίνα. «Το ξέρεις ότι είσαι απίστευτα όμορφη όταν θυμώνεις;» «Μην προσπαθείς να με καλοπιάσεις. Σου μιλάω σοβαρά, Αουκ. Αρνούμαι να μου φέρονται έτσι και θέλω να το πεις αυτό στη γιαγιά σου, Μα σε ποια εποχή ζει, επιτέλους;» Εκείνος χαμογέλασε υπερήφανα. «Μπορεί να είναι παλαιών αρχών, αλλά όλοι τη θαυμάζουμε. Ό ταν πέθανε ο προπάπ­ πος μου, η γιαγιά ήταν πολύ νέα, αλλά είχε μια δύναμη που εξέπληξε τους πάντες. Καταλαβαίνω την ενόχλησή σου, ξέρω πώ ς νιώθεις, αλλά είναι αδύνατο να της πω τι να κάνει. Είναι η αρχηγός αυτής της οικογένειας». Κι εκείνος θέλει να πάρει τη θέση της! συλλογίστηκε η Σελίνα. Δεν μπορεί να στενοχωρήσει την Τζιάκομα, διότι ίσως να τον αποκληρώσει και τότε θα με είχε παντρευτεί για το τίποτα. «Σ' (χυτή την περίπτωση, δεν έχω άλλη λύση α π ' το να φύγω. Δεν μπορώ να ζήσω εδώ και να μου φέρονται κατ' αυτό τον ιμόπο. Είναι απάνθρωπο από μέρους σου να περιμένεις να συμβιβαστώ». Γο χαμόγελο χάθηκε α π ' τα χείλη του και το πρόσωπό του <>μ >\ f ίνιασε. «Πόσες φορές ακόμα θα μου το πεις αυτό; Βάλ* η » ( μ ο όμορφο κεφάλι σου, Σελίνα* δεν πρόκειται να πας ιι«μ>()ενά* σου το απαγορεύω». ι <>ν κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα από την κατάπληξη. «Μου ....... χγορεύεις; Μ α πώ ς είναι δυνατό να λες κάτι τέτοιο; Μου ψίμ» ( η <ι κι εσύ ακριβώς όπω ς η γιαγιά σου. Δεν μπορείς να με Ί " < ι ΐ |( η:ις εδώ παρά τη θέλησή μου, Αουτσιάνο* δεν μπορείς να μου επιβάλεις όλους αυτούς τους περιορισμούς. Δεν π ι­


11 β

Margaret Mayo

στεύω ότι κινδυνεύω αν βγω έξω μόνη μου. Νομίζω ότι επιμέ­ νεις τόσο πολύ επειδή φαντάζεσαι πω ς αν βγω έξω μόνη μου θα σε παρατήσω». Η Σελίνα περίμενε ότι θα θύμωνε ακόμα περισσότερο. Αντί γι’ αυτό, όμως, εκείνος χαμογέλασε ψυχρά. «Αν πράγματι πιστεύεις κάτι τέτοιο, τότε κάνω πάρα πολύ καλά που δε σ’ αφήνω να φύγεις μόνη σου», της είπε και την πλησίασε. Η Σελίνα σηκώθηκε βιαστικά α π ’ την πολυθρόνα της, αλλά ήταν μια λαθεμένη κίνηση, γιατί έτσι βρέθηκε στην αγκαλιά του. Το μυώδες, αρρενωπό κορμί του είχε τη δύναμη να ξυπνά τις αισθήσεις της. Προσπάθησε μάταια να του ξεφύγει. «Αφησέ με!» του φώ­ ναξε. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». «Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω», της ψιθύρισε εκείνος χαμογε­ λώντας πονηρά κι έπειτα τη φίλησε απαλά στα χείλη. Η άκρη της γλώσσας του άρχισε να περνά αργά πάνω στα χείλη της, ξυπνώ ντας ανομολόγητους πόθους στο κορμί της. Ασυναίσθητα, η Σελίνα σφίχτηκε πάνω του. Ή ταν αναπόφευ­ κτο* έφτανε μόνο να την αγγίξει για να την κάνει να λιώσει. «Σελίνα!» της ψιθύρισε κτητικά, με τα χείλη του πάνω στα δικά της. 'Επειτα το χέρι του γλίστρησε στο στήθος της. Εκείνη αναστέναξε. Ή τα ν τόσο όμορφα! Πώς μπορούσε να την ερεθίζει τόσο γρήγορα; Γιατί είμαι τόσο αδύναμη; αναρω­ τήθηκε. Επειδή τον αγαπάς, της είπε μια μικρή φωνή μέσα της. Και το γεγονός ότι εκείνος δεν την αγαπούσε, δεν είχε καμιά σημασία γι’ αυτή. Ό ταν το άλλο του χέρι άνοιξε το φερμουάρ του φορέματος της, η Σελίνα θέλησε να τον σπρώξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Κάθε λογική σκέψη είχε χαθεί πια. Ο Αουκ της έβγαλε τρυφερά το φόρεμα, έπειτα το στηθόδεσμο και μετά τα στήθη της αποκαλύφθηκαν στο πεινασμένο βλέμμα του, με τις θηλές ορθωμένες σαν να τον ικέτευαν να τις χαϊδέψει. Εκείνος την έσπρωξε απαλά προς το δερμάτινο καναπέ, γονάτισε μπροστά της και άρχισε να τη φιλά στο στήθος. Το είχε κάνει κι άλλες φορές αυτό, αλλά για κάποιον αόριστο λόγο τούτη τη φορά η Σελίνα το απολάμβανε περισσότερο. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. Η Σελίνα άπλωσε τα χέρια της και πέρασε τα δάχτυλά της στα πλούσια μαλλιά του. «Ο Σελίνα, τι μου κάνεις», ψιθύρισε εκείνος βραχνά.


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

117

Ό ,τι έκανε κι εκείνος σ’ αυτή. Ωστόσο, κατάφερε να βρει τη δύναμη να διαμαρτυρηθεί. «Ξέρω γιατί το κάνεις αυτό, Αουκ, και σε πληροφορώ ότι δε θα το πετύχεις. Δε θα...» Της έκλεισε το στόμα μ’ ένα φ ιλί κι έπειτα τα χείλη του γλίστρησαν στο λαιμό της και μετά στο στήθος της. Ό τα ν τα δάχτυλά του πέρασαν στο λευκό σλιπ της, η Σελίνα είχε χάσει π ια κάθε ελπίδα. Ενστικτωδώς, ανασηκώθηκε προς το μέρος του. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η πόρτα του καθιστικού τους άνοιξε απότομα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

«Λουτσιάνο, σε είδα που γύρισες και ήθελα να σου πω...» Το πρόσωπο της αδερφής του ήταν η εικόνα της ντροπής όταν είδε τη Σελίνα ξαπλωμένη γυμνή στον καναπέ και τον Λουκ σκυμμένο από πάνω της. «Συγνώμη, συγνώμη», μουρ­ μούρισε κατακόκκινη κι έπειτα έκλεισε βιαστικά πίσω της την πόρτα. Την άκουσαν να φεύγει τρέχοντας. Ο Λουκ μπορεί να είχε ταραχτεί, αλλά δεν έδειξε τίποτα* το πρόσωπό του εξακολουθούσε να έχει την ίδια παθιασμένη έκφραση. «Ίσως θα πρέπει να κλειδώνουμε την πόρτα», μουρμούρισε καλοσυνάτα και την πλησίασε πάλι με σκοπό να συνεχίσουν από το σημείο όπου είχαν μείνει, αλλά εκείνη κούνησε αρνητι­ κά το κεφάλι της κι ύστερα σηκώθηκε από τον καναπέ και άρπαξε το φόρεμά της. «Πρέπει να ευχαριστήσω την Γκαμπριέλα που με βοήθησε να ξαναβρώ τη λογική μου. Είσαι πολύ έξυπνος, Λουκ. Λίγο έλειψε να με κάνεις να ενδώσω». Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Η εξυπνάδα δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό που μας συμβαίνει, Σελίνα. Υπάρχει αμοιβαία έλξη ανάμεσα μας, που ούτε εγώ ούτε εσύ μπορούμε να την τιθασεύσουμε». Είχε δίκιο βέβαια, αλλά η Σελίνα τον κοίταξε παγερά καθώς ντυνόταν, κρύβοντας έτσι κάθε ίχνος πόθου που είχε απομείνει μέσα της. «Αρνείσαι ότι αυτό το έκανες εσκεμμένα, για να με εμποδίσεις να φύγω;» Προς μεγόιλη της έκπληξη, εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ομολογώ πω ς αυτός ήταν ο σκοπός μου, αλλά επίσης ήθελα να σου αποδείξω ότι αν επιστρέφεις στην Αγγλία θα χάσεις πολλά. Δε συμφωνείς κι εσύ, Σελίνα, ότι η ζωή σου


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

11 9

θα ήταν άδεια και ότι αν μείνεις εδώ θα είναι πολύ πιο ικανοποιητικό για σένα;» «Το σεξ δεν είναι το παν στη ζωή», αποκρίθηκε εκείνη ενώ προσπαθούσε να κλείσει το φερμουάρ της. Ξαφνικά έμεινε ακίνητη, καθώς εκείνος πήγε να τη βοηθήσει. «Νόμιζα ότι ήταν κάτι περισσότερο», της είπε με σιγανή φωνή και η ανάσα του κοντά στο αυτί της την αναστάτωσε. «Νόμιζα ότι είχαμε φτάσει σε κάποιο διαφορετικό επίπεδο. Αυτές τις τελευταίες ημέρες είσαι...» «Δεν πιστεύω να φαντάζεσαι ότι σ' ερωτεύτηκα;» τον διέ­ κοψε η Σελίνα έντονα. Δεν ήθελε να υποψιαστεί ο Λουκ κάτι τέτοιο. Διαφορετικά δε θα έχανε την ευκαιρία να εκμεταλλευ­ τεί τα συναισθήματά της. "Ενας μυς τρεμόπαιξε στο μάγουλό του, αλλά ο τόνος της φωνής του ήταν τελείως ήρεμος. «Όχι, δεν περιμένω να μ’ ερωτευτείς, αλλά είχα την αίσθηση πω ς υπήρχε κατανόηση ανάμεσά μας». «Φυσικά. Αυτό που κάνουμε είναι μια δουλειά, κάπως δια­ φορετική βέβαια, και ορισμένα σημεία της τα απολαμβάνω, αλλά τίποτα περισσότερο. Και επειδή πρόκειται για δουλειά, μπορώ να παραιτηθώ όποτε μου αρέσει. Δε θα σ’ αφήσω να με εκβιάσεις συναισθηματικά* τα συναισθήματα δεν έχουν καμιά δουλειά στη συμφωνία μας». «Οπότε λοιπόν θα φύγεις, ό,τι κι αν σου πω;» «Αν δεν έχω την ελευθερία μου, ναι. Δεν πρόκειται να μείνω φυλακισμένη εδώ, Λουκ. Θέλω να είμαι ελεύθερη να πηγαίνω να ψωνίζω και να κάνω βόλτες. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο (χυτό που σου ζητώ». «Εκτιμώ αυτό που μου λες, αλλά πιστεύω ότι δεν έχεις καιαλάβει σε τι είδους οικογένεια μπήκες». Στάθηκε μπροστά ιιis i πιβλητικός και την κοίταξε με το γνώριμο, αυταρχικό 11μ>πο του, αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε. «Λεν ήταν δική μου επιλογή. Αρνούμαι να συμμορφωθώ με ns διαταγές σου. Και αν σκέφτεσαι να διοικήσεις αυτό το ->im ικό με τον τρόπο που το διοικεί η προγιαγιά σου, ο Θεός νι< ιούς βοηθήσει όλους. Εγώ θα χαρώ πολύ που δε θα βρίσκομαι εδώ μέσα». Ιην κοίταξε με απειλητικό βλέμμα. «Θα διοικώ αυτή την


120

Margaret Mayo

οικογένεια όπως πρέπει. Στο μεταξύ, δε σκέφτομαι να ζητήσω καμία χάρη από τη γιαγιά μου για σένα». «Πρέπει να ξέρει, όμως, ότι εγώ έχω τελείως διαφορετική ανατροφή. Δεν μπορεί να μου στερήσει την ελευθερία μου, όπω ς δεν μπορείς κι εσύ». «Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνεις, αλλά όπω ς και να έχει το πράγμα θα ήταν απρεπές για ένα νέο μέλος της οικδγένειας να προσπαθήσει να κάνει αλλαγές». «Δεν είμαι μέλος της οικογένειάς σου», του πέταξε εκνευρι­ σμένη η Σελίνα. «Αυτό, όμως, δεν το ξέρει κανένας. Εξάλλου, δε θα ζεις έτσι για πάντα. Νομίζω ότι φέρεσαι τελείως παράλογα». «Εγώ παράλογα; Φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνεις τι περνάω, Λουκ. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια ζω ανεξάρτητη* δε μου αρέσει να μου επιβάλλουν τέτοιους περιορισμούς. Λες η Σιμόν να συμβιβαζόταν αναντίρρητα; Ειλικρινά, δεν το πιστεύω». «Μην ανακατεύεις τη Σιμόν». «Γιατί δε μου είπες τι είδους άνθρωπος είναι η γιαγιά σου πριν με φέρεις εδώ;» τον ρώτησε με θυμό. «Αλλά, άσε καλύτε­ ρα, μη μου απαντήσεις. Με ξεγέλασες α π ’ την αρχή, έτσι δεν είναι; Μου είπες ότι θέλεις να δουλέψω στην πιο σημαντική υπόθεση της ζωής σου. Μου είπες ότι ήμουν αυτή που έψα­ χνες, ότι είχα τα κατάλληλα προσόντα. "Επρεπε να καταλάβω πω ς δεν ήταν μια φυσιολογική δουλειά αυτή που θα μου ζητούσες να κάνω. Πίστευες πράγματι ότι θα δεχόμουν υπά­ κουα και πρόθυμα το ρόλο που θα μου ανέθετες να παίξω και ότι θα μου ταίριαζε αυτός ο ρόλος;» «Πίστευα ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να σου ταιριάζει, όπως είπες κι εσύ, αλλιώς δε θα σκεφτόμουν να σου το ζητήσω». «Ή μάλλον σκέφτηκες ότι ο μεγάλος μισθός που μου πρόσφερες θα εξασφάλιζε τη συνεργασία μου», πρόσθεσε η Σελί­ να με σκληρή φωνή. «Πρέπει να ομολογήσεις ότι ο μισθός είναι αρκετά γενναίος και ότι αυτά τα χρήματα μπαίνουν στο λογαριασμό σου κάθε μήνα». «Και τι να τα κάνω τα χρήματα, εδώ όπου βρίσκομαι; Μου έχεις πάρει το διαβατήριο, τις πιστωτικές κάρτες μου και τα χρήματά μου βρίσκονται σε τράπεζα της Αγγλίας. Παρά το


Ενας Αντρας Μ ε Π ειθώ

121

γεγονός ότι σου ζήτησα να μου ανοίξεις λογαριασμό σε μια τράπεζα εδώ, εσύ δεν το έχεις κάνει». Η Σελίνα σκέφτηκε πω ς ο Αουκ και η γιαγιά του ήταν το ίδιο άκαμπτοι σχετικά μ* αυτούς τους σκληρούς και απαράβατους κανόνες της οικογένειας. Αν ήταν έτσι η αριστοκρατία, τότε εκείνη προτιμούσε τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. «Ή λπιζα ότι θα ήσουν ευτυχισμένη εδώ». «Θα μπορούσα να είμαι αν δεν υπήρχαν αυτοί οι περιορι­ σμοί», αποκρίθηκε εκείνη και έμεινε έκπληκτη με τον εαυτό της που το είχε πει αυτό. Ο Αουκ έκανε έναν πικρό μορφασμό. «Φταίει απλώς το γεγονός ότι χρειάστηκε να ξαναπάω στην Αγγλία μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα». «Αν με είχες πάρει μαζί σου, δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Εξάλλου, γιατί πρέπει να μείνουμε εδώ; Γιατί να μην έχουμε δικό μας σπίτι;» «Γιατί κάποια μέρα αυτό το σπίτι θα γίνει δικό μου και δε βλέπω το λόγο να αγοράσω ένα σπίτι που θα χρειαστεί να το πουλήσω όταν...» Η φωνή του έσβησε, αλλά η Σελίνα κατάλαβε τι εννοούσε. Ήθελε να πει όταν θα πέθαινε η γιαγιά του. Υπήρχε θλίψη στη φωνή του, λες και πράγματι δεν ήθελε να συμβεί αυτό, λες και (χγαπούσε υπερβολικά τη γιαγιά του. Η Σελίνα ήξερε, όμως, ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια, ότι ενδιαφερόταν περισσό­ τερο για υλικά πράγματα. «Οπότε, αν μείνω, θα πρέπει να συμβιβαστώ μ* αυτούς τους περιορισμούς», σχολίασε. «Ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί να ξαναφύγω, Σελίνα. Είναι ξε κάθαρο για μένα ότι δε θα μπορέσω ν' αφήσω τα ηνία τόσο σύντομα όσο ήλπιζα κι έτσι αυτό που σκοπεύω να κάνω είναι να οργανώσω ένα γραφείο εδώ και να βρίσκομαι σε στενή ι ιι αφή με το Λονδίνο». «Σοβαρά;» Η Σελίνα του χαμογέλασε πλατιά, χαρούμενη που είχε την ίδια γνώμη μ" εκείνη. «Κι εγώ θα μπορώ να σε U>ηθώ; Μ πορώ να δουλέψω πάλι; Θα μπορούμε να αναλαμχνουμε δουλειές κι εδώ, στη Σικελία;» Ο Αουκ χαμογέλασε με τον ενθουσιασμό της. «Δεν είχα κt <ι αλάβει ότι σου αρέσει τόσο να δουλεύεις». « Γο προτιμώ α π ’ το να ασχολούμαι με το σπίτι», του απάν ι ηιιε με αποφασιστικότητα.


122

Margaret Mayo

«Τότε, ίσως σκεφτούμε κάτι. Τώρα, γιατί δεν πάμε να βρούμε τη Φραντσέσκα και να δούμε αν μπορεί να μας ετοιμάσει κάτι για φαγητό;» Η Σελίνα διαπίστωσε αγανακτισμένη ότι τελικά είχε ενδώσει και για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν αυτό που είχε κάνει ήταν σωστό. Έτσι κι αλλιώς, όμως, δεν είχε άλλη επιλογή. Την είχαν παγιδεύσει, είτε αυτό της άρεσε είτε όχι. Αρχισε ν' αναθεματίζει τον εαυτό της για τους περιορισμούς που της έθεταν, για το ότι η ζωή της δεν ήταν πια δική της, για το γεγονός ότι ο Λουκ πίστευε ότι όφειλε να συμμορφωθεί αδιαμαρτύρητα, αφού την πλήρωνε αδρά, και ότι μια μέρα, ήταν σίγουρη γι’ αυτό, τα χρήματα αυτά θα σκότωναν την αγάπη της για κείνον. Από την ημέρα που είχαν πάει στη δική του σουίτα, η Σελίνα μαγείρευε μόνη της. Αλλά για μια φορά άφησε τη Φραντσέσκα να τους ετοιμάσει το φαγητό. Αφού έφαγαν, τον ρώτησε αν μπορούσαν να πάνε βόλτα. «Αν δε βγω α π ’ αυτό το σπίτι, θα τρελαθώ», του είπε. Εκείνος, όμως, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Λυπάμαι, αλλά μου είναι αδύνατο, Σελίνα. Πρέπει να κάνω μερικά τηλε­ φωνήματα. Θέλω να βάλω τα πράγματα σε μια πορεία». «Τότε, μήπως μπορώ να σε βοηθήσω;» «Όχι σ’ αυτή τη φάση. Νομίζω ότι κι εσύ θα έχεις αρκετή δουλειά, έτσι δεν είναι;» Να διαλέξω ταπετσαρίες και κουρτίνες; συλλογίστηκε με πικρία η Σελίνα. Και αφού θα τα έχω φτιάξει όλα σύμφωνα με το δικό μου γούστο, θα με ξαναστείλεις στην Αγγλία. «Λέω ότι είναι καλύτερα να προσλάβεις διακοσμητή εσωτερικών χώ­ ρων», του είπε παγερά. Ο Λουκ την κοίταξε για μια στιγμή έκπληκτος. «Αν θέλεις, πολύ ευχαρίστως. Νόμιζα όμως ότι θα σ’ ευχαριστούσε ν' ασχοληθείς μόνη σου». «Δε μ’ ευχαριστεί καθόλου. Δε βλέπω για ποιο λόγο να το κάνω, αφού δε θα μείνω εδώ για πάντα». Την κοίταξε επίμονα και η Σελίνα διέκρινε στο βλέμμα του μια ανεξιχνίαστη έκφραση. «Ό πω ς θέλεις», της δήλωσε εκνευ­ ρισμένος. Τελικά Σελίνα βγήκε στον κήπο και εκείνος κλείστηκε στο γραφείο του. Ή τα ν έξω φρενών* τόσο επειδή ο Λουκ είχε


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

123

αρνηθεί να μιλήσει στη γιαγιά του για τους περιορισμούς που της επέβαλλε όσο και γιατί είχε αρνηθεί επίσης την πρότασή της να τον βοηθήσει στη δουλειά του. Η κατάσταση γινόταν ολοένα και χειρότερη και η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τηνοίλλάξει. Τελικά, αποφάσισε να πάει μια βόλτα στην πόλη. Δεν την ενδιέφερε τι θα έλεγαν ο Λουκ και η γιαγιά του. Αυτός ο περιορισμός είχε αρχίσει να την τρελαίνει. Το περπάτημα και ο καθαρός αέρας της έκαναν καλό. Δεν είχε σκοπό να σταματήσει στο μπαρ του Ραϊμόντο Βιτορίνι, αλλά εκείνος την είδε καθώς περνούσε και τη φώναξε. Η Σελίνα κοντοστάθηκε και εκείνος την πλησίασε χαμογε­ λώντας. «Σελίνα, αναρωτιόμουν τι κάνεις. Ακόυσα ότι ήσουν πολύ όμορφη νύφη». Εκείνη χαμογέλασε αμήχανα. «Πράγματι, ήταν μεγάλογεγονός». «Που σε συνέθλιψε;» Η Σελίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, έκπληκτη με τη διαίσθησή του. «Και πού είναι ο σύζυγός σου τώρα; Μη μου πεις ότι πήγε πάλι στην Αγγλία;» «Όχι, όχι», αποκρίθηκε εκείνη βιαστικά. «Απλά είχε δουλειά και δεν μπόρεσε να έρθει μαζί μου». «Έχεις χρόνο να πιούμε ένα ποτήρι κρασί;» Έχω όλο το χρόνο του κόσμου, συλλογίστηκε η Σελίνα, αλλά ήξερε ότι θα ήταν λάθος αν πήγαινε να καθίσει με τον Ραϊμόντο. Μ πορεί να τους έβλεπε κάποιος και να το μετέφερε στον Λουκ. «Δυστυχώς δεν μπορώ* επέστρεφα στο σπίτι». «Καλά. Τότε μια άλλη φορά». «Ναι, μια άλλη φορά». Οταν επέστρεψε στο σπίτι, ο Λουκ δεν είχε αντιληφθεί καν ι ην (χπουσία της* βγήκε από το γραφείο του μετά από μία ώρα. 11Σί λίνα καθόταν στον καναπέ και διάβαζε ένα περιοδικό. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ξέφρενα, αλλά Μπάφερε να μη δείξει τίποτα και του χαμογέλασε ψυχρά. « 11λί ίωσες;» I κ( ίνος τεντώθηκε και χασμουρήθηκε. «Ναι, έτσι νομίζω, ι «ηmux πράγματα θα έρθουν αύριο. Ο ηλεκτρονικός υπολο\ ι·»ιη ς θ ’ αργήσει κάπως περισσότερο, αλλά σε δύο εβδομάδες


124

Margaret Mayo

θα έχουμε τελειώσει και θα μπορούμε να λειτουργήσουμε. Πεθαίνω της πείνας. Τι έχουμε για φαγητό;» Το φαγητό ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε περάσει α π ’ το μυαλό της. «Τίποτα», του απάντησε αδιάφορα. «Δεν ετοίμασες βραδινό;» τη ρώτησε εκείνος συνοφρυωμένος. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τότε τι έκανεςρλες αυτές τις ώρες;» «Τίποτα το ιδιαίτερο». «Και γιατί δε μαγείρεψες;» «Επειδή δεν ήξερα τι ώρα θα τελείωνες». Την κοίταξε επίμονα με σκληρό βλέμμα. «Δε σε καταλαβαί­ νω, Σελίνα. Οι περισσότερες γυναίκες θα έδιναν και τη ζωή τους για να βρίσκονται στη θέση σου· να μην ανησυχούν καθόλου για τα χρήματα, να έχουν προσωπική κομμώτρια και μοδίστρα. Είναι τόσο πολύ για σένα να ετοιμάσεις ένα απλό φαγητό κάτω α π ’ αυτές τις περιστάσεις;» «Εγώ δεν ανήκω στις... περισσότερες γυναίκες», του αντιγύ­ ρισε η Σελίνα. «"Εκανες λάθος επιλογή, Λουκ». «Δεν το πιστεύω. Νομίζω ότι απλώς χρειάζεσαι χρόνο για να προσαρμοστείς. Πήγαινε ν’ αλλάξεις* θα φάμε έξω». «Δεν πεινάω». Εκείνος την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Νωρίτερα παραπο­ νιόσουν ότι δε βγαίνεις καθόλου». «Μπορεί, αλλά τώρα δεν έχω διάθεση να βγω». Η συμπεριφορά της τον νευρίασε. «Εγώ όμως έχω και θα ’ρθεις μαζί μου, είτε σ’ αρέσει είτε όχι. Πάψε να συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδί και προσπάθησε να λειτουργή­ σεις σαν γυναίκα». Η Σελίνα σηκώθηκε απρόθυμα κι εκείνος την ακολούθησε στην κρεβατοκάμαρά τους. Ό σο γδυνόταν, την κοιτούσε με βλέμμα σκοτεινό και ανεξιχνίαστο. Την κοιτούσε και όταν τράβηξε προς το μπάνιο. Το βλέμμα του έκανε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, π α ρ’ ότι κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπά­ θεια για να τον αγνοήσει. Και όταν άνοιξε το ντους και μπήκε κάτω α π ’ το ζεστό νερό, ο Λουκ γδύθηκε και πήγε δίπλα της. Η Σελίνα δεν πρόλαβε να φέρει αντιρρήσεις* η γυάλινη πόρτα έκλεισε και τα κορμιά τους ενώθηκαν* το δικό του σκληρό και γεμάτο πάθος, το δικό της απαλό και τρεμάμενο. Ό ταν είχε συμφωνήσει να παντρευτεί τον Λουκ, δεν περί-


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

125

μενε πω ς θα είχε τέτοιες απαιτήσεις. Ένας γάμος συμφέρο­ ντος, μια δουλειά σαν τις άλλες, είχε σκεφτεί, χωρίς να φαντά­ ζεται ότι εκείνος θα ήθελε να παίξει το ρόλο του σε όλες του τις πλευρές. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ήταν απόλυτα σίγουρη πω ς από την πλευρά του δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο πέρα από μια απλή έλξη, η Σελίνα δεν έβρισκε τη δύναμη να του αντισταθεί. Η χαρά που της πρόσφερε ήταν μαγική* λες και ένα μέρος του εαυτού της γινόταν ένα μ’ εκείνον κάθε φορά που έκαναν έρωτα. Πολύ σύντομα, αν δεν πρόσεχε, θα την κατακτούσε κυριολεκτικά και τότε δε θα μπορούσε ποτέ να φύγει. Ο Λουκ άρχισε να σαπουνίζει το κορμί της με τα χέρια του, με κινήσεις αργές και αισθησιακές, ενώ εκείνη στεκόταν ακίνη­ τη, με κλειστά μάτια και την αναπνοή της να βγαίνει ακανόνι­ στη, νιώθοντας πω ς αν αυτό συνεχιζόταν για λίγο ακόμα θα έλιωνε στην αγκαλιά του. Ό ταν τέλειωσε, της έδωσε σιωπηλά το σαπούνι και η Σελίνα άρχισε να τον σαπουνίζει αμίλητη. Ή ταν αβάσταχτα αισθησιακό να γλιστρά τα χέρια της στο μυώδες κορμί του και λαχταρούσε να κάνει έρωτα μαζί του, εκεί, κάτω από το ντους, ενώ η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα στο στήθος της. Ο Λουκ, σαν να είχε μαντέψει τα συναισθήματά της, την έσφιξε ξαφνικά πάνω του βιαστικά και παθιασμένα και ήταν όπως και την πρώτη φορά που είχαν κάνει έρωτα: έντονα, γεμάτοι πάθος και τελείωσαν πολύ γρήγορα. «Όμορφή μου, μεθυστική, γλυκιά Σελίνα», της ψιθύρισε βραχνά και απελπισμένα, καθώς είχαν μείνει ακίνητοι και (κριχταγκαλιασμένοι κάτω από το νερό κι εκείνη δεν είχε καμιά αντίρρηση να τον αφήσει να της ξανακάνει έρωτα. Αυτό που ι ακολούθησε ήταν απείρως καλύτερο α π ’ ό,τι είχε φανταστεί* κάτι που ξεπερνούσε κάθε φαντασία και που, όταν ο γάμος ι ους θα τελείωνε, εκείνη θα το θυμόταν για πάντα. Λυτό που ζούσαν ξεπερνούσε κάθε πεζό συναίσθημα και, ι ιλικρινά, η Σελίνα λυπόταν που η σχέση τους δεν ήταν μια iif κχγματική ερωτική σχέση. Ή ταν κρίμα που αυτό που υπήρχε (<ν<κμεσά τους δε θα μπορούσαν να το κρατήσουν για πάντα. Λιτ' την άλλη, το ν' αγαπά τον Λουκ ήταν φριχτά επώδυνο μ <ι από μια άποψη θα ήταν καλύτερα αν δεν είχαν αυτές τις m


126

Margaret Mayo

στιγμές της τρυφερότητας και αν εκείνος της φερόταν πάντα υπεροπτικά και καταπιεστικά. Αν γινόταν αυτό, τότε ο έρωτάς της θα πέθαινε με τον καιρό κι έτσι δε θα υπέφερε όταν θα χώριζαν. Η Σελίνα αναρωτήθηκε ποιες σκέψεις να περ­ νούσαν εκείνη τη στιγμή α π ’ το μυαλό του. Ή μήπως η σχέση του μαζί της δε διέφερε από τις σχέσεις που είχε με άλλες γυναίκες; Με τη Σιμόν για παράδειγμα! Η Σελίνα έδιωξε αυτή τη σκέψη α π ' το μυαλό της, καθώς δεν ήθελε να καταστρέψει τη μαγεία της στιγμής. Κατόπιν εκείνος τη σκούπισε τόσο τρυφερά, ώστε η Σελίνα δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι δεν την αγαπούσε. Ή ταν εκ­ πληκτικό πόσο άλλαζαν τα συναισθήματά της, καθώς μόλις πριν από μισή ώρα το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από κει. Ο Λουκ άγγιξε τα χείλη της με τις άκρες των δαχτύλων του. «Χαίρομαι που είσαι πάλι χαρούμενη, Σελίνα». «Πώς να μην είμαι, όταν είσαι τόσο εκπληκτικός εραστής;» Την κοίταξε καχύποπτα. «Είναι τόσο σημαντικό αυτό για σένα;» Ανασήκωσε τους ώμους της και προσπάθησε να δείξει αδιάφορη. «Αν ήταν διαφορετικά, δε θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μ’ αυτό το μαρτύριο». «Πάμε να ντυθούμε», της είπε εκείνος απότομα. «Θα φορέ­ σεις το ιβουάρ φόρεμά σου για χάρη μου;» Εκείνο με τα άπειρα κουμπιά. Αραγε μου το ζητά επειδή θέλει να συνεχίσει τούτες τις τρυφερές στιγμές; αναρωτήθηκε η Σελίνα. "Εβγαλε το φόρεμα α π ’ την ντουλάπα, το πέρασε πάνω της και απόλαυσε την εξαίσια αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα της. Και όταν ο Αουκ άρχισε να την κουμπώνει, σαν να της έκανε έρωτα! Κρίμα που θα βγούμε έξω, συλλογίστηκε η Σελίνα. Θα ήταν πιο όμορφα να μείνουμε εδώ και να συνεχίσουμε να κάνουμε έρωτα όλο το βράδυ. Παρ’ όλ’ αυτά, της άρεσε που θα περνούσε μαζί του τις επόμενες ώρες και ένιωσε φοβερή απογοήτευση όταν, μπαίνοντας λίγο αργότερα στο εστιατό­ ριο, το πρώτο πρόσω πο που είδε ήταν η Σιμόν. «Τι θέλει αυτή εδώ;» τον ρώτησε ψιθυριστά, ενώ τραβιόταν από κοντά του.


Εν ας Α ν τρας

Με

Π είθ ω

127

«Δεν έχω ιδέα», αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να της δείξει αν τον ικανοποιούσε ή όχι το γεγονός ότι την έβλεπε. Η Σιμόν, ωστόσο, χάρηκε πάρα πολύ που τον είδε. Του χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο και του έκανε νόημα να πάνε και να καθίσουν μαζί μ’ εκείνη και το συνοδό της, που η Σελίνα πρόσεξε ανήσυχη ότι δεν ήταν άλλος από τον Ραϊμόντο Βιτορίνι. Ο Ραϊμόντο χαμογέλασε φιλικά στη Σελίνα, αλλά εκείνη δεν τόλμησε να του ανταποδώσει το χαμόγελο. Προς μεγάλη της ανακούφιση, ο Αουκ απέρριψε την πρόσκληση της Σιμόν και την οδήγησε σ’ ένα απόμερο τραπέζι μακριά τους. «Αυπάμαι γι’ αυτό», της είπε ο Αουκ, αφού την έβαλε να καθίσει με την πλάτη γυρισμένη στους άλλους. «Θέλεις να πεις ότι λυπάσαι που δεν έχεις βγει με τη Σιμόν;» σχολίασε καυστικά η Σελίνα. Εκείνος της χαμογέλασε. «Πότε θα καταλάβεις ότι ανάμεσα σ’ εμένα και τη Σιμόν δεν υπάρχει τίποτα πλέον;» «Ό ταν εκείνη θα επιστρέφει στην Αγγλία», του απάντησε η Σελίνα. «Θα πρέπει να την ενθαρρύνεις, αλλιώς δε θα είχε λόγους να μένει εδώ». «Απ’ ό,τι είπε, δυστυχώς της αρέσει πολύ η Σικελία». «Και θέλεις να πιστέψω ότι μένει εδώ για τη Σικελία και όχι για σένα; "Εχετε έρθει και μαζί εδώ;» "Ηταν ένα ακριβό εστια­ τόριο, πάνω στο βουνό, με ρομαντική ατμόσφαιρα. Η Σελίνα ένιωσε μια φριχτή ζήλια. Στα χείλη του Αουκ σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Θα σ’ ενοχλούσε αν είχα έρθει εδώ μαζί της;» «Μη δίνεις σημασία. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου κάνω τέτοιες ερωτήσεις», είπε εκείνη κι έπειτα πήρε τον κατάλογο από το σερβιτόρο που στεκόταν όρθιος δίπλα της. «Ός γυναίκα μου, έχεις κάθε δικαίωμα», δήλωσε εκείνος εκπλήσσοντάς τη. «Μιλάς σαν να είμαι κανονική γυναίκα σου. Αυτό δε θα γίνει ποτέ, Αουκ», του είπε η Σελίνα με σκληρή φωνή. "Επειτα βάλθηκε να κοιτάζει τον κατάλογο και όταν σήκωσε πάλι το βλέμμα της είδε ότι έκανε κι εκείνος το ίδιο. Την έθλιβε αφάνταστα το γεγονός ότι ήταν υποχρεωμένη να του μιλά έτσι, αλλά πίστευε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κρατήσει κάποια απόσταση ανάμεσά τους, διαφορετικά θα πρόδιδε τα πραγματικά της συναισθήματα.


128

Margaret Mayo

«Αποφάσισες τι θα πάρεις;» τη ρώτησε ο Λουκ και, υψώνοντας το βλέμμα του, την κοίταξε στα μάτια. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά στο στήθος της. Ή ταν απίστευτα όμορφος, ήταν κατα­ πληκτικός εραστής κι εκείνη τον ήθελε δικό της για πάντα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ναι, θα πάρω ένα αντ/πάστο. Σάρντε α μπεκάφικο και ιμπανιάτα ντι πεσεοπάντα ». «Πολύ καλή επιλογή. Κι εγώ θα πάρω ξιφία, αλλά για πρώτο πιάτο θα παραγγείλω ομελέτα με σπαράγγια». Αφού παρήγγειλαν, η Σελίνα δεν είχε π ια τον κατάλογο για να κρύβεται, ωστόσο θα ήταν απόλυτα ικανοποιημένη αν δε βρισκόταν εκεί η Σιμόν. "Ετσι όπως είχαν τα πράγματα, όμως, αισθανόταν φοβερά αμήχανη και αναρωτιόταν διαρκώς μή­ πω ς η Σιμόν κοιτούσε τον Αουτσιάνο και όχι το συνοδό της. «Δεν ήξερα ότι η Σιμόν είναι φίλη του Ράίμόντο», του είπε, καθώς την είχε ξαφνιάσει το γεγονός ότι τους είχε δει μαζί. «Γιατί, σ' ενοχλεί αυτό;» τη ρώτησε εκείνος απότομα. «Καθόλου. Ο Ράίμόντο είναι πολύ γοητευτικός, αλλά δεν ενδιαφέρομαι γΓ αυτόν, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπονοείς». «Μόλις σε είδε όμως τα μάτια του έλαμψαν». «Είμαι απολύτως σίγουρη ότι απλώς το φαντάστηκες αυτό». «Εγώ δεν το νομίζω. Ακόμα και τώρα το βλέμμα του είναι καρφωμένο πάνω σου». «Ό πω ς και το δικό σου είναι καρφωμένο στη Σιμόν», του αντιγύρισε η Σελίνα. «Μην προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω ενοχές, Αουκ». Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου, η Σελίνα ήταν εκνευρισμένη και π αρ’ ότι απόλαυσε το φαγητό της την ενοχλούσε αφάντα­ στα η παρουσία της Σιμόν στο εστιατόριο και το ενδιαφέρον που έδειχνε για τον Αουκ. Αισθανόταν αφάνταστα πικραμένη από το γεγονός ότι είχε καταφέρει να τους καταστρέφει την ημέρα τους δύο φορές. "Ετσι, όταν ήρθαν στο τραπέζι τους και πρότειναν να καθίσουν μαζί τους για ένα ποτό, η Σελίνα ένιωσε την επιθυμία να της... βγάλει τα μάτια. Παρακάλεσε μέσα της να αρνιόταν την πρόταση ο Αουκ. Εκείνος, όμως, χαμογέλασε ευγενικά και είπε: «Πολύ ευχα­ ρίστως».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

«Νομίζω ότι εσύ και ο Ράίμόντο γνωρίζεστε ήδη», είπε η Σιμόν στη Σελίνα, καθώς ο Λουκ έκανε νόημα στο σερβιτόρο να φέρει δυο ακόμα καρέκλες. «Ναι, γνωριζόμαστε», αποκρίθηκε η Σελίνα, κοιτώντας τον Ράίμόντο όσο μπορούσε πιο ψυχρά για να μη δημιουργήσει υποψίες στον Λουκ. «Και συναντηθήκατε σήμερα το απόγευμα», συνέχισε η Σιμόν πονηρά. Η Σελίνα βόγκηξε μέσα της, καθώς ένιωσε το βλέμμα του Λουκ να καρφώνεται επάνω της, αλλά κατάλαβε ότι θα ήταν άσκοπο να πει ψέματα. «Ναι», αποκρίθηκε ατάραχα. Η Σιμόν έδειχνε να απολαμβάνει την όλη κατάσταση. «Ο Ράίμόντο νόμισε ότι ήμουν... εσό* έτσι γνωριστήκαμε. Τα ’χασα όταν αυτός ο άγνωστος με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε». Η έκφραση του Λουτσιάνο έγινε πολύ σκοτεινή. Η Σελίνα έσφιξε τις γροθιές της κάτω α π ’ το τραπέζι. «Σιμόν, υπερβάλλεις», είπε βιαστικά ο Ράίμόντο. «Δεν έκανα τίποτα...» «Μην ντρέπεσαι, Ράίμόντο», τον διέκοψε εκείνη γελώντας. «Ειλικρινά, μου άρεσε πολύ». «Σε παρακαλώ, μην πιστεύεις αυτά που σου λέει», είπε ο Ράίμόντο στον Λουκ. «Πράγματι, νόμιζα πω ς ήταν η Σελίνα, αλλά δε...» «Νομίζω ότι άκουσα αρκετά», τον διέκοψε οργισμένος ο Λουτσιάνο και η Σελίνα πάγωσε. Τα επόμενα λεπτά, η Σιμόν κοιτούσε συνέχεια τον Λουκ. Δεν έδινε καμιά σημασία στο συνοδό της κι έτσι εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή α π ’ το να μιλάει συνέχεια με τη Σελίνα. Προσπα­


130

Margaret Mayo

θούσαν κι οι δυο να κρατούν τη συζήτηση σε τυπικό επίπεδο, αλλά η Σελίνα καταλάβαινε ότι ο Λουκ τους παρακολουθούσε, παρ' ότι φαινομενικά όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στη Σιμόν. Κι εκείνη, όμως, ήταν απόλυτα αφοσιωμένη σ’ αυτόν και δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει τα συναισθήματά της απέναντί του. Η Σελίνα δεν είχε καμιά αμφιβολία πω ς η Σιμόν είχε καταστρώσει τη γνωριμία της με τον Ραϊμόντο. Σίγουρα την είχε δει να μιλάει μαζί του την πρώτη φορά και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πω ς εκείνη το είχε πει στον Λουκ. Κατά πάσα πιθανότητα, είχε προτείνει να πάνε για φαγητό σ’ εκείνο το εστιατόριο, καθώς ήξερε ότι σύχναζε εκεί ο Λουκ. Καθώς άδειαζε το ποτήρι της με το μπράντι, η Σελίνα έριξε μια κρυφή ματιά προς το μέρος του Λουκ και τον είδε να την κοιτάζει. «Αν είσαι έτοιμη, μπορούμε να πηγαίνουμε», της είπε, χαμο­ γελώντας της ευγενικά, για τους τύπους βέβαια. «Τόσο γρήγορα θα φύγετε;» ρώτησε η Σιμόν, πιάνοντας τον Λουκ α π ’ το μπράτσο και κοιτώντας τον ικετευτικά. «Δυστυχώς», της απάντησε εκείνος με τρυφερή φωνή. «Η Σελίνα κι εγώ είχαμε σχεδιάσει να κοιμηθούμε νωρίς». Η Σιμόν συνοφρυώθηκε, καθώς είχε παρεξηγήσει προφα­ νώς τα λόγια του και αναρωτιόταν πώ ς ήταν δυνατό να λέει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που η ίδια του είχε αποκαλύψει πω ς η γυναίκα του συναντούσε κάποιον άλλο στα κρυφά. "Εριξε μια ματιά γεμάτη κακία στη Σελίνα. Εκείνη την αγνόησε και χαιρέτησε ευγενικά τον Ραϊμόντο. Ο Λουκ έσφιξε το χέρι του Ραϊμόντο, φίλησε τη Σιμόν φιλικά κι έπειτα αγκάλιασε τη Σελίνα από τη μέση και βγήκαν α π ’ το εστιατόριο. Αμέσως, όμως, μόλις βρέθηκαν στο δρόμο, τράβηξε το χέρι του και της είπε παγερά: «Καλά θα κάνεις να εξηγηθείς, Σελίνα». «Δεν υπάρχει τίποτα να σου εξηγήσω», του απάντησε εκείνη κοιτώντας τον ήρεμα. «Εγώ νομίζω ότι υπάρχει». «Απλώς βγήκα μια βόλτα. Αυτό είναι όλο», του αποκρίθηκε η Σελίνα προσπαθώ ντας να μείνει ήρεμη. «Χωρίς να μου το πεις;»


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

131

«Είχες δουλειά κι εγώ έπληττα. Κυριολεκτικά πέθαινα από ανία. Δεν πρόκειται να μείνω φυλακισμένη, Αουκ. Μ πορείς να πεις ό,τι θέλεις». Σταμάτησαν μπροστά στο αυτοκίνητό του, αλλά εκείνος δεν της άνοιξε την πόρτα. Στάθηκε και την κοίταξε με επί κριτικό βλέμμα. «Είσαι σίγουρη ότι δεν ήταν ραντεβουδάκι;» «Το μυαλό σου είναι τελείως διεστραμμένο, Αουκ», του απά­ ντησε η Σελίνα έντονα. «Είδα τον τρόπο που σε κοιτούσε ο Ραϊμόντο». «Κι εγώ είδα τον τρόπο που κοιτούσες τη Σιμόν. Μην προ­ σπαθείς να μου πεις τι πρέπει να κάνω εγώ, τη στιγμή που είναι ολοφάνερο ότι το ρομάντσο σας δεν έχει τελειώσει. Είχα μια πολύ εποικοδομητική συζήτηση μαζί της* ξέρω ακριβώς πώ ς έχουν τα πράγματα». Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του. «Δε σου πέρασε α π ’ το μυαλό ότι μπορεί και να υπερβάλλει; Θέλει να τα ξαναφτιάξουμε* αυτό το έχω καταλάβει πάρα πολύ καλά». «Κι εσύ δεν κάνεις τίποτα για να την αποθαρρύνεις. Για την ακρίβεια, τα έχεις όλα. "Εχεις αυτή που αγαπάς κι αυτή που παντρεύτηκες. Τι να σου πω τώρα; Αυτά είναι προσωπικά σου θέματα. "Ισως μετάνιωσες που βιάστηκες τόσο να π α ­ ντρευτείς, τώρα που η Σιμόν παρουσιάστηκε πάλι στο προ­ σκήνιο. Είμαι σίγουρη ότι θα γινόταν καλύτερη σύζυγος από μένα». «Υποθέτω πω ς εξαιτίας της Σιμόν σκέφτηκες να διασκεδά­ σεις λίγο με τον Ραϊμόντο, έτσι δεν είναι;» Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της με μάτια που πετούσαν αστραπές. «Δεν είχα καμία πρόθεση να μιλήσω στον Ραϊμόντο όταν βγήκα έξω σήμερα, αλλά με είδε και θα ήταν αγένεια από μέρους μου να τον αγνοήσω. Είναι πολύ καλός άνθρωπος και τον συμπαθώ, αλλά μόνο ως εκεί. Δεν μπορώ να καταλάβοο γιατί δε Θέλεις να του μιλάω. Εκείνος δεν έχει ιδέα ότι ο γάμος μας δεν είναι κανονικός. Τουλάχιστον δεν το ήξερε μέχρι σήμερα. Μ ετά από την εμφάνιση της Σιμόν απόψε, δεν ξέρω τι σκέφτεται». «Αν θέλεις το καλό σου, δε θα ξαναβγεις έξω μόνη σου. Και αν ήξερα πόσο πολύ ήθελες να βγεις, θα ερχόμουν μαζί σου». «Σοβαρά; Ξεχνάς ότι σου το πρότεινα και μου είπες πω ς είχες πολλή δουλειά; Ποτέ δεν έχεις χρόνο για μένα. Ξέρω ότι


132

Margaret Mayo

ο γάμος μας δεν είναι κανονικός, αλλά τουλάχιστον θα μπο­ ρούσες να σκεφτείς πώ ς νιώθω». Ο Αουκ της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και η Σελίνα κάθισε στη θέση της. «Κι εσύ οφείλεις να σκέφτεσαι πώ ς νιώθω εγώ», της είπε παγερά. "Επειτα, μπήκε κι εκείνος στο αυτοκί­ νητο, έβαλε μπροστά και βγήκε με ταχύτητα από το χώρο στάθμευσης. «Σου απαγορεύω αυστηρά να ξαναμιλήσεις στον Ράίμόντο. Καμία Σεγκουρίνι δεν κοίταξε άλλους άντρες. Καμιά δεν τόλμησε να ντροπιάσει το όνομα της οικογένειας». Η Σελίνα τον κοίταξε άναυδη. «Αν σ’ άκουγε κανείς, θα νόμιζε ότι έχω κάνει έρωτα μαζί του. Τι θέλεις να κάνω; Να φορέσω και ζώνη αγνότητας;» «Μην κοροϊδεύεις, Σελίνα. Σου μιλώ πολύ σοβαρά». «Σοβαρά; Μ α είσαι τελείως παρανοϊκός. Κι εγώ θα πρέπει να είμαι τρελή που δέχτηκα να σε παντρευτώ. Αυτή η κατά­ σταση είναι σκέτη κωμωδία* είναι η πιο εξωφρενική σχέση που έχει υπάρξει ποτέ». «Και όμως, θα μπορούσε να ήταν τόσο διαφορετική!» ψιθύ­ ρισε εκείνος και η φωνή του πήρε ξαφνικά άλλο τόνο. «Θα μπορούσε, αν ήμαστε ερωτευμένοι* καθώς, όμως, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο, είσαι υπο­ χρεωμένος να με ανεχθείς όπως είμαι ή να μη με ανεχθείς καθόλου. Αφού δεν έχεις εμπιστοσύνη στην τιμιότητά μου, νομίζω ότι καλά θα κάνεις να με ξεφορτωθείς». «Μαλεντιτσιόνε!» βλαστήμησε εκείνος. «Όλο με απειλείς ότι θα φύγεις, ενώ ξέρεις πάρα πολύ καλά ότι δεν μπορείς να το κάνεις». Κατέβαιναν με μεγάλη ταχύτητα τον ελικοειδή, στενό δρόμο και η Σελίνα άρχισε να φοβάται. «Δε νομίζεις ότι πρέπει να ελαττώσεις λίγο την ταχύτητα;» «Ξέρω τι κάνω», βρυχήθηκε εκείνος. Η Σελίνα έκλεισε τα μάτια της, κρατήθηκε σφιχτά α π ’ τις άκρες του καθίσματος και προσπάθησε να ηρεμήσει. Ό ταν λίγο αργότερα έριξε μια ματιά προς το μέρος του Αουκ, πρόσεξε ότι εκείνος δεν έσφιγγε πια με τόση δύναμη το τιμόνι, π α ρ’ ότι η έκφρασή του εξακολουθούσε να είναι σκοτεινή. Ό ταν έφτασαν, η Σελίνα βγήκε α π ’ το αυτοκίνητο και προχώρησε βιαστικά προς το σπίτι, χωρίς να περιμένει τον Αουκ.


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

133

Ή λπιζε πω ς θα έμενε κάτω για να πιει ένα ποτό και στο μεταξύ η ίδια Θα μπορούσε να γδυθεί και να πέσει για ύπνο, πριν έρθει εκείνος. "Ετσι και έγινε* τον ακούσε να πηγαίνει στο γραφείο του. Μόνο όταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα θυμήθηκε ποιο φόρεμα φορούσε. "Η έπρεπε να κοιμηθεί μ’ αυτό, κάτι που θα ήταν έγκλημα για ένα τόσο ακριβό και όμορφο φόρεμα ή να κατεβεί πάλι και να ζητήσει α π ’ τον Αουκ να τη βοηθήσει. Εκείνος της έδωσε τη λύση, μπαίνοντας στο δωμάτιο. Της χαμογέλασε βλοσυρός, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι η διάθεσή του απέναντι" της δεν είχε αλλάξει καθόλου. «Σκέφτηκα πω ς ίσως χρειαζόσουν βοήθεια», πρόσθεσε. «Με συγχωρείς που σ’ ενοχλώ. Καλά θα κάνω να μην ξαναφορέσω αυτό το φόρεμα* είναι μπελάς». «Δε μ’ ενοχλείς καθόλου», της είπε εκείνος και, πλησιάζοντάς την τυπικά, ξεκούμπωσε το φόρεμα σε χρόνο μηδέν, κάνοντας τη Σελίνα να συνειδητοποιήσει ότι την προηγούμενη φορά έπαιζε ένα πολύ συγκεκριμένο παιχνίδι. Μ ετά από λίγο, έβγαι­ νε πάλι α π ’ το δωμάτιο, αφήνοντάς τη με μάτια βουρκωμένα. Της είχε δείξει πολύ καθαρά τις προθέσεις του. *** Παρ’ ότι η Σελίνα ήταν ξύπνια όταν ο Αουκ ξάπλωσε στο κρεβάτι πλάι της, προσποιήθηκε ότι κοιμόταν. Εκείνος της γύρισε την πλάτη, προσέχοντας να μην την αγγίξει και τότε τα δάκρυα που συγκροτούσε τόση ώρα κύλησαν στα μάγουλά της. Η Σελίνα ονειρεύτηκε ότι βάδιζε σ’ ένα χιονισμένο μονοπάτι, στην άκρη του βουνού, όταν ξαφνικά γλίστρησε και άρχισε να κατρακυλά στην πλαγιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ο Αουκ και τη γλίτωσε αρπάζοντάς τη στην αγκαλιά του και κρατώντας τη σφιχτά πάνω του. «Μη φοβάσαι. Είσαι ασφα­ λής κοντά μου», της ψιθύρισε. «Σ' αγαπώ, σε λατρεύω και θέλω να σε κάνω δική μου τώρα». Με μια βιασύνη όλο πάθος, άρχισε να της σκίζει τα ρούχα. Η Σελίνα δεν αντιστάθηκε και όταν έμεινε γυμνή δεν ένιωθε καθόλου τον παγωμένο αέρα που φυσούσε γύρω τους. Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω α π ’ το λαιμό του και του είπε με λαχτάρα: «Κι εγώ σ’ αγαπώ, γλυκέ μου, και σε θέλω πάρα πολύ».


134

Margaret Mayo

Ή τα ν μια μαγευτική ένωση, αλλά όταν ο Λουκ ικανοποιή­ θηκε άρχισε να μεγαλώνει, να γίνεται σαν γίγαντας κι έπειτα την άρπαξε με τα δυο του δάχτυλα και την πέταξε ψηλά στον αέρα. Η Σελίνα ένιωσε να περιστρέφεται, να στριφογυρίζει και να πέφτει με φοβερή ταχύτητα στο κενό. Και τότε ούρλιαζε δυνατά και ξύπνησε απότομα. Ο Αουκ στεκόταν από πάνω της. Της φάνηκε σαν γίγαντας και άρχισε πάλι να ουρλιάζει. «Φύγε! Μη με πλησιάζεις!» φώναξε. «Γιατί; Ποιον προτιμάς; Τον Ραϊμόντο;» τη ρώτησε εκείνος παγερά. Τώρα, όμως, η Σελίνα είχε ξυπνήσει τελείως. Ανακάθισε και τον κοίταξε έκπληκτη. «Τι είναι αυτά που λες;» «Τον ονειρευόσουν, έτσι δεν είναι; Του είπες ότι τον αγαπάς και τον ικέτευσες να σου κάνει έρωτα. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει ανάμεσά σας». «Κάνεις λάθος. Δεν ονειρευόμουν τον Ραϊμόντο αλλά εσένα. Και σίγουρα δεν το πίστευα όταν σου είπα ότι σ’ αγαπώ. Δε σ’ αγαπώ, Αουκ, σε μισώ. Κι αν τα πράγματα γίνουν ακόμα πιο αβάσταχτα, θα βρω κάποιο τρόπο να φύγω. Να είσαι σίγουρος γΓ αυτό». Κοιτάχτηκαν στα μάτια και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση και ηλεκτρισμό. Ακόμα και μέσα στην οργή της, η Σελίνα δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί τη φλόγα που την τύλιγε κάθε φορά που ο Αουκ βρισκόταν κοντά της. Μακάρι να μπορούσα να το ελέγξω. Μακάρι η αγάπη μου να μη μου θόλωνε το μυαλό. "Εστρεψε αλλού το βλέμμα της, αλλά εκείνος της πήρε το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες του για να την αναγκάσει να τον κοιτάξει κι έπειτα της έκλεισε το στόμα μ' ένα φιλί που ήταν ταυτόχρονα παθιασμένο και άγριο. «Αυτό, για να σου θυμίζει ότι ανήκεις σ' εμένα και μόνο σ' εμένα», της είπε απειλητικά κι έπειτα στράφηκε απότομα και βγήκε α π ’ το δωμάτιο. Η Σελίνα πετάχτηκε α π ’ το κρεβάτι και τράβηξε για το μπάνιο. Της χρειαζόταν ένα ντους. Ο Αουκ δεν ήξερε ότι τα λόγια του δεν είχαν καμιά σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν ένιωθε τίποτα για τον Ραϊμόντο, όπω ς και για κανέναν άλλο.


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

135

Ό ταν βγήκε από το μπάνιο, φόρεσε μια βαμβακερή φούστα και μια μπλούζα και κατέβηκε στο ισόγειο. Ο Αουκ δεν ήταν στην κουζίνα* τον βρήκε στο γραφείο του. «Δε θα πάρεις πρωινό;» τον ρώτησε. «Αν μπορείς να μπεις στον κόπο να μου ετοιμάσεις κάτι, ναι». Η Σελίνα συνοφρυώθηκε. «Δε φταίει μόνο το όνειρο, έτσι δεν είναι; Είσαι ακόμα θυμωμένος επειδή τόλμησα να βγω μια βόλτα χθες το απόγευμα και να μιλήσω σε κάποιον. Το γεγονός ότι εσύ κάνεις ό,τι θέλεις με τη Σιμόν, δεν έχει καμία σημασία. Αυτή η συμφωνία είναι μονόπλευρη, έτσι δεν είναι;» Ο Αουκ πετάχτηκε όρθιος και την άρπαξε α π ' τους ώμους. «Με πλήγωσες, Σελίνα. Βγήκες έξω χωρίς καν να μου το πεις. Ωστόσο, όσο κι αν εσύ πιστεύεις το αντίθετο, δεν έχω καμιά διάθεση να συνεχίσω αυτό τον καβγά. Μετά το πρωινό, αν θέλεις μπορείς να με βοηθήσεις να οργανώσω το γραφείο». Η Σελίνα τον άφησε και πήγε να ετοιμάσει το πρωινό. Του άρεσαν τα αβγά με μπέικον, ενώ εκείνη προτιμούσε τα κρουασάν. Του φώναξε πω ς το πρωινό ήταν έτοιμο αλλά δεν πήρε απάντηση κι έτσι πήγε στο γραφείο, καθώς φαντάστηκε ότι μπορεί να μην την είχε ακούσει. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και ο Αουκ μιλούσε στο τηλέφωνο. Δεν είχε σκοπό να κρυφακούσει αλλά κοντοστάθηκε όταν τον άκουσε να λέει: «Σιμόν, φοβάμαι πω ς αυτό είναι αδύνατο για σήμερα»: Της μιλούσε χαμηλόφω­ να και τρυφερά. Πληγωμένη, η Σελίνα γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε γρήγορα. Το γεγονός ότι μιλούσε με τη Σιμόν τόσο νωρίς το πρω ί ένα μόνο πράγμα μπορούσε να σημαίνει. Ό ταν εκείνος εμφανίστηκε τελικά, το πρωινό του είχε ήδη παγώσει στο πιάτο του και η Σελίνα είχε τελειώσει τα κρουα­ σάν και τον καφέ της και ετοιμαζόταν να σηκωθεί α π ’ το τραπέζι. Ο Αουκ της έριξε ένα απότομο βλέμμα κι έπειτα κοίταξε το πιάτο του. «Τι είναι αυτό;» «Δεν άκουσες που σου φώναξα ότι είναι έτοιμο το πρωινό;» τον ρώτησε δήθεν αθώα εκείνη. «Μιλούσα στο τηλέφωνο». «Σοβαρά; Τόσο σημαντικό ήταν το τηλεφώνημα και άφησες το πρωινό σου να παγώσει;»


136

Margaret Mayo

«Για την ακρίβεια, μιλούσα με τη Σιμόν». Η Σελίνα έμεινε κατάπληκτη με την ομολογία του. «Με ρώτησε αν μπορούσε να έρθει για να βοηθήσει- της είχα πει χθες το βράδυ ότι θα έστηνα το γραφείο εδώ». «Κι εσύ τι της απάντησες;» «Ότι δεν είναι απαραίτητο να έρθει. Ό τι θα με βοηθήσεις εσύ, που γνωρίζεις περισσότερο πώ ς δουλεύει η εταιρεία. Εκείνη δεν έχει δουλέψει ποτέ. Θ α με καθυστερούσε μάλλον παρά θα μου πρόσφερε ουσιαστική βοήθεια». «Τότε, γιατί σου πρότεινε να έρθει να σε βοηθήσει;» «Κατά πάσα πιθανότητα επειδή δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει». «Αν προτιμάς να έρθει η Σιμόν, τότε εγώ...» «Μόνο εσένα θέλω, Σελίνα, και κανέναν άλλο», τη διέκοψε εκείνος απότομα. «Να σου φτιάξω άλλο μπέικον», του πρότεινε η Σελίνα. «Δεν πειράζει, θα φάω κρουασάν». Παρ’ ότι η Σελίνα χάρηκε που είχε απορρίψει την πρόταση της Σιμόν, δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τόνο της φωνής του όταν της μιλούσε στο τηλέφωνο. Μ πορεί ο Λουκ να ισχυριζό­ ταν ότι δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσά τους, αλλά τα γεγονότα αποδείκνυαν το αντίθετο. Μ ετά το πρωινό, πήγαν στο δωμά­ τιο που θα χρησιμοποιούσε ως γραφείο κι αφού φώναξαν τον πατέρα της Φραντσέσκα για να πάρει τα έπιπλα κι έτσι να μπορέσουν να βάλουν εκεί τα καινούρια γραφεία και τις αρ­ χειοθήκες που θα έφταναν στο παλάτσο αργότερα, άρχισαν να τακτοποιούν τα διάφορα πράγματα. Η Σελίνα ήταν πολύ ευχαριστημένη που δούλευε πλάι του κι εκείνος, απορροφημένος από τη δουλειά του, ξέχασε τις διαφορές του μαζί της. 'Οχι βέβαια πω ς ήταν ο ιδανικός εργοδότης. Διαρκώς της έδινε διαταγές που εκείνη έπρεπε να εκτελεί αμέσως. Αργότερα, την ίδια μέρα, τους τοποθέτησαν μια καινούρια τηλεφωνική γραμμή και το φ αξ και η Σελίνα δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί πώ ς θα τα αντιμετώπιζε όλ’ αυτά η γιαγιά του. «Το είπες στην Τζιάκομα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή. «Τι να της πω;» «Για όλ’ αυτά». Εκείνος χαμογέλασε. «Όχι ακόμα».


Ενας Αντρας Με π ειθω

13 7

«Στοιχηματίζω ότι θα *χει αντιληφθεί όλ’ αυτά τα πήγαιν’ έλα. Νομίζεις ότι θα έχει αντίρρηση;» «Όχι, αν αυτό με κρατήσει εδώ», αποκρίθηκε εκείνος με σιγουριά, κάνοντας τη Σελίνα να καταλάβει ότι ήταν το παν για τη γιαγιά του. «Σ’ αγαπάει πολύ, ε;» «Ό πω ς την αγαπάω κι εγώ». Η ειλικρίνεια που υπήρχε στον τόνο της φωνής του την κλόνισε για μια στιγμή. Ωστόσο, είχε μάθει από δύο τελείως διαφορετικές πηγές ότι αυτή η κληρονομιά προείχε για κείνον. Οπότε, θα πρέπει να ήταν αλήθεια. * * *

Τις επόμενες μέρες, η Σελίνα δεν είχε καιρό ούτε για να σκεφτεί. Αλλά μετά τα πάντα μπήκαν ξαφνικά στη θέση τους. Ο Αουκ είχε συχνή επαφή με το Αονδίνο είτε μέσω φαξ είτε μέσω τηλεφώνου. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μπροστά στον ηλε­ κτρονικό υπολογιστή, μελετώντας στοιχεία και νούμερα, αλλά καθώς δεν υπήρχε ακόμα κάποια καινούρια δουλειά στη Σικε­ λία, η Σελίνα δεν είχε τίποτα να κάνει. Για την ακρίβεια, κάθε φορά που έμπαινε στο γραφείο του, εκείνος της έδειχνε ξεκάθαρα πω ς τον ενοχλούσε και παρά το γεγονός ότι προσπάθησε να ασχοληθεί με την ανακαίνιση του διαμερίσματος τους ο ενθουσιασμός της χάθηκε και στο τέλος προσέλαβαν κάποιους ειδικούς γι’ αυτή τη δουλειά. Μέρα με τη μέρα η διάθεσή της χειροτέρευε. «Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου;» ρώτησε μια μέρα τον Αουκ, αν και δεν πίστευε πω ς θα της το έδινε. «Λέω να πάω μια βόλτα μέχρι το Παλέρμο». «Τι θα κάνεις εκεί;» τη ρώτησε εκείνος φανερά ενοχλημένος που τον είχε διακόψει. «Θέλω να βγω έξω, για τί αν δεν κάνω κάτι θα τρελαθώ. Ή λπ ιζα πω ς όταν θα άνοιγες το γραφείο σου θα μου έβρισκες κι εμένα μια δουλειάγια ν' ασχολούμαι και δε θα με αγνοούσες έτσι. Στο κάτω κάτω, είμαι υπάλληλός σου», του είπε με παγερή φωνή. «Είσαι κάτι περισσότερο από υπάλληλός μου», παρατήρησε εκείνος συνοφρυωμένος. «Σοβαρά;»


138

Margaret Mayo

«Ναι, είσαι η γυναίκα μου». «Όττοτε σε βολεύει. Τον περισσότερο καιρό ούτε που αντίλαμβόίνεσαι την παρουσία μου». «Αυτό που λες δεν είναι δίκαιο, Σελίνα. Σε σκέφτομαι διαρ­ κώς», της απάντησε εκείνος κοιτώντας την επίμονα. «Τότε, γιατί με κρατάς σε απόσταση;» «Η δουλειά μου προείχε πάντα». «Μ’ άλλα λόγια, δέν έχεις συνηθίσει να έχεις μια σύζυγο στα πόδια σου. "Ετσι, ξεχνάς ότι κι εκείνη θα ήθελε να της αφιερώ­ σεις λίγο α π ' το χρόνο σου». «Οι περισσότερες γυναίκες καταφέρνουν να γεμίζουν τις ώρες τους όταν οι άντρες τους δουλεύουν». «Οι περισσότερες γυναίκες δε βρίσκονται φυλακισμένες σε μια ξένη χώρα», του είπε με πικρία εκείνη. Ο Λουκ πετάχτηκε από την καρέκλα του ξαφνιάζοντάς την. «Πάμε», «Πού να πάμε;» «Στο Παλέρμο, πού αλλού; Είσαι έτοιμη;» «Δε σου ζήτησα να έρθεις μαζί μου. Εξάλλου, δε θα διασκε­ δάσω καθόλου αν έχεις αυτά τα μούτρα. Προτιμώ να πάω μόνη μου». «Κι εγώ προτιμώ να πάμε μαζί», της είπε εκείνος απότομα. Η Σελίνα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, πήρε την τσάντα της και σε λιγότερο από δέκα λεπτά βρίσκονταν στο δρόμο. *** Το Παλέρμο ήταν μια θορυβώδης πόλη, γεμάτη κόσμο, αλλά της άρεσε. Αν είχε πάει μόνη της, σίγουρα θα της ήταν αδύνατο να βρει θέση για να παρκάρει και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε χαθεί μέσα σ’ όλο αυτό το πλήθος, γι’ αυτό χαιρόταν που ο Αουκ είχε επιμείνει να τη συνοδεύσει. Για να μπορέσει κανείς να δει αυτή την πόλη θα έπρεπε να μείνει εκεί τουλάχιστον μία βδομάδα και στις λίγες ώρες που έμειναν εκείνοι δεν είδαν παρά ελάχιστα. Στην αγορά έκανε πολλή ζέστη και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο, αλλά άρεσε πάρα πολύ στη Σελίνα και θαύμασε τα μοντέρνα ρούχα που υπήρχαν στις βιτρίνες των μαγαζιών. Ό ταν το βλέμμα της καρφώθηκε σ’ ένα συγκεκριμένο φόρε-


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

139

μα, ο Αουκ επέμεινε να μπουν μέσα και να το δοκιμάσει. "Ηταν ένα μεταξωτό φόρεμα σε παποτγαλίχρώμα, πολύ αισθησιακό. Από τη βραδιά που είχαν συναντήσει τη Σιμόν και τον Ραϊμόντο στο εστιατόριο, ο Αουκ της φερόταν πάρα πολύ ψυχρά, αλλά εκείνη τη στιγμή υπήρχε πόθος στο βλέμμα του καθώς την κοιτούσε. Βέβαια, το φόρεμα πρόβαλλε το κορμί της, τονίζοντας το στητό στήθος της και τη λεπτή της μέση, ενώ το άνοιγμα στη φούστα αποκάλυπτε αρκετά το μηρό της όταν βάδιζε. Βλέποντας τον πόθο στο βλέμμα του, η Σελίνα ένιωσε και το δικό της πόθο να φουντώνει, κάτι που φάνηκε στα μάτια της και για μια στιγμή ήταν σαν να μην υπήρχε κανένας άλλος μέσα στο πολυτελές κατάστημα πέρα από τους δύο τους. «Είσαι καταπληκτική, Σελίνα», της ψιθύρισε εκείνος κι έπειτα γύρισε στην υπάλληλο που περίμενε: «Θα το πάρουμε», είπε. «Αν είδες αρκετά την πόλη, μπορούμε να φύγουμε», είπε έπειτα με βραχνή φωνή όταν βγήκαν στο δρόμο. Η Σελίνα κατάλαβε τι είχε στο μυαλό του, κάτι που εξάλλου το σκεφτόταν και η ίδια. Παρά το γεγονός ότι τον είχε π α ­ ντρευτεί για τελείως λάθος λόγους, ανάμεσά τους υπήρχε αναμφίβολα έλξη. "Ηταν μια έλξη πάρα πολύ δυνατή και όταν βρέθηκαν στο αυτοκίνητο έγινε ακόμα πιο έντονη. Κανείς α π ’ τους δυο τους δε μίλησε* άλλωστε δε χρειαζόταν. Το μόνο που ήθελε και σκεφτόταν η Σελίνα ήταν να νιώσει το κορμί του επάνω στο δικό της. Και βιαζόταν υπερβολικά. Η διαδρομή τής φάνηκε ατέλειωτη. "Ηταν πραγματικά π α ­ ράξενο να θέλει τόσο έναν άντρα, ιδιαίτερα κάποιον που δεν την αγαπούσε. Αυτό δεν της είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν* για την ακρίβεια, δεν πίστευε στο σεξ χωρίς αγάπη, ωστόσο εκείνη τη στιγμή ήθελε τόσο πολύ τον Αουκ, ώστε κυριολεκτικά παρακαλούσε να σταματούσε κάπου το αυτοκίνητο για να ικανοποιήσουν αμέσως τον πόθο τους. Τελικά έφτασαν στο σπίτι και μπήκαν μέσα πιασμένοι χέρι χέρι, αλλά πριν προλάβουν να φτάσουν στο διαμέρισμά τους, έτρεξε κοντά τους η Φραντσέσκα. «Συγνώμη, σινιόρε, αλλά σας θέλει η γιαγιά σας. Μου είπε να σας πω ότι είναι επείγον». «Ξέρεις π ερί τίνος πρόκειται;» τη ρώτησε ο Αουκ συνο­ φρυωμένος.


140

Ma rg a ret M ayo

«Ήρθε ο δικηγόρος της το πρωί. Νομίζω ότι έχει οχέση με τη διαθήκη της. Αν και δεν είμαι βέβαιη ότι έπρεπε να σας το πω αυτό». «Δεν πειράζει», την καθησύχασε ο Λουτσιάνο, αλλά η Σελίνα είχε ήδη διαισθανθεί την αλλαγή του. Ο πόθος του είχε χαθεί και ξαφνικά φαινόταν ταραγμένος και δεν της ήταν δύσκολο να μαντέψει τους λόγους. Αν η Τζιάκομα είχε κάνει κάποιες αλλαγές που θα επηρέαζαν το μέλλον του στη διαθήκη της, τότε όλα αυτά που είχε μηχανευτεί ήταν μάταια.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Τα λεπτά περνούσαν και η Σέλινα περίμενε τον Λουκ. Ή ταν αρκετή ώρα με την προγιαγιά του και δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί ποιο θα ήταν το δικό της μέλλον σε περίπτωση που υπήρχαν ραγδαίες εξελίξεις. Το πιο πιθανό ήταν να την έστελναν άρον άρον στην Αγγλία, αν ο Λουκ μάθαινε πω ς δε θα έπαιρνε πια την κληρονομιά. Σίγουρα θα ήταν φοβερά εξοργισμένος. Αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής του* σήμαινε τόσο πολλά για κείνον ώστε να απο­ φασίσει να παντρευτεί κάποια που δεν αγαπούσε, απλώς και μόνο για να είναι βέβαιος ότι θα γινόταν ο αρχηγός της οικογένειας Σεγκουρίνι. Ό ταν τελικά επέστρεψε από το διαμέρισμα της γιαγιάς του, το πρόσωπό του ήταν βλοσυρό, αλλά δεν της είπε τίποτα και η Σελίνα δεν τον ρώτησε. Εξάλλου, αν ήθελε να φύγει από κει, αργά ή γρήγορα θα της το έλεγε. Ο Αουκ πήγε στο γραφείο του κι εκείνη πέρασε την υπόλοιπη βραδιά μόνη και ανέβηκε νωρίς στο δωμάτιό τους, π α ρ' ότι δεν είχε κοιμηθεί ακόμα όταν ανέβηκε ο Αουκ. Ο Λουκ έκανε ντους και ξάπλωσε, αλλά η Σελίνα διαισθανό­ ταν ότι κάτι τον βασάνιζε. "Εμεινε ακίνητος, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος της κι εκείνη λαχταρούσε να τον χαϊδέψει αλλά δεν τολμούσε. *** Την επομένη το πρωί, όταν ξύπνησε, το κρεβάτι δίπλα της ήταν άδειο, πράγμα που ταίριαζε με το αίσθημα του κενού που είχε μέσα της. Παρ’ ότι γνώριζε πάντα ότι τη χρησιμο­ ποιούσαν, την πλήγωνε το γεγονός ότι ο Αουκ την αγνοούσε


142

Margaret Mayo

τώρα τόσο πολύ. Δεν μπορούσε, τουλάχιστον, να μου πει τι ήθελε η Τζιάκομα; αναρωτήθηκε. Κάθε φορά που ο Λουκ πήγαινε στην Αγγλία, η Σελίνα επισκεπτόταν καθημερινά την ηλικιωμένη κυρία, αλλά όταν βρισκόταν στο σπίτι, πήγαινε ο ίδιος και την έβλεπε, οπότε η Σελίνα το ανέβαλλε. Εκείνη την ημέρα, όμως, αποφάσισε να πάει να τη δει. Ίσω ς να μάθαινε από κείνη τι συνέβαινε. Δεν είχε ιδέα που βρισκόταν ο σύζυγός της, καθώς δεν τον βρήκε ούτε στην κουζίνα ούτε στο γραφείο κι έτσι έφαγε μόνη της πρωινό κι έπειτα ανέβηκε στα διαμερίσματα της Τζιάκομα. «Καλό μου παιδί, πόσο ευγενικό από μέρους σου να έρθεις και να με δεις. Μ όλις τις προάλλες ρωτούσα τον Αουτσιάνο για τί δεν έρχεσαι πια», της είπε η ηλικιωμένη γυναίκα μόλις την είδε. Η Σελίνα κάθισε και την κοίταξε με ανησυχία. Ή τα ν χλομή και αδύναμη, «Με συγχωρείτε, δεν...» «Ξέρω, ο εγγονός μου σου έχει βρει πολλές δουλειές να κάνεις. Δεν πρέπει, όμως, να σκοτώνεσαι. Αυτός έχει πάθος με τη δουλειά και πιστεύει ότι όλοι πρέπει να κάνουν το ίδιο. Χαίρομαι ιδιαίτερα που αποφάσισε να μείνει εδώ μόνιμα. Εσύ, παιδί μου, είσαι ευτυχισμένη;» Η Σελίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, αλλά η ηλικιω­ μένη γυναίκα την κατάλαβε. «Κάτι δεν πάει καλά. Το βλέπω στα μάτια σου. Πρέπει να μου πεις. Πρέπει να μου π εις τι έχεις. Μήπως ο Αουτσιάνο ασχολείται περισσότερο με τη δουλειά του παρά μ’ εσένα; Αυτό είναι; Ξέρω ότι πάντα τον ενδιέφερε πολύ η δουλειά του, αλλά πρέπει...» «Όχι, δεν είναι αυτό, Με πήγε στο Παλέρμο χθες. Περάσαμε υπέροχα». «Τότε γιατί φαίνεσαι τόσο στενοχωρημένη;» Η Σελίνα έψαξε βιαστικά να βρει μια δικαιολογία. «Εσείς με ανησυχείτε, γιαγιά. Δε φαίνεστε πολύ καλά σήμερα». «Ανοησίες, παιδί μου», είπε η Τζιάκομα. «Σ’ ευχαριστώ, όμως, για το ενδιαφέρον σου, Ο Αουτσιάνο πού είναι; Δεν ήρθε να με δει σήμερα το πρωί». «Ειλικρινά, δεν ξέρω* είχε φύγει ήδη όταν» ξύπνησα εγώ. Μάλλον θα έχει πάει σε κάποια δουλειά». Ή στη Σιμόν, συλ­ λογίστηκε η Σελίνα. Μ πορεί να σηκώθηκε μες στη νύχτα και


ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΠΕΙΘΩ

143

να πήγε να τη βρει. Αυτή η σκέψη τής έφερε μια πικρή γεύση στο στόμα, αλλά έτσι κι αλλιώς κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανό, ιδιαίτερα αν η Τζιάκομα είχε αλλάξει τη διαθήκη της και η ίδια δεν του χρησίμευε πλέον σε τίποτα. Έμεινε περίπου ένα τέταρτο στο δωμάτιο της Τζιάκομα, αλλά η ηλικιωμένη γυναίκα δεν άφησε κανένα υπονοούμενο σχετικά με το λόγο που ήθελε να δει τον Αουτσιάνο και τελικά, όταν έφυγε, ένιωθε ακόμα πιο θλιμμένη. Ό ταν ο Αουκ επέστρεψε επιτέλους, πήγε κατευθείαν στο γραφείο του. Η Σελίνα τον ρώτησε πού είχε πάει κι εκείνος την κοίταξε σαν να ήταν ξένη. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου εξηγώ όλες μου τις κινήσεις». Τα μάτια της βούρκωσαν και έφυγε αμέσως, για να μην τον αφήσει να τα δει. Τις επόμενες μέρες, όταν ο Αουτσιάνο συνέχισε να την κρατά σε απόσταση, εκείνη κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να φύγει. Δεν μπορούσε πια να συνεχίσει έτσι. Στο μεταξύ, είχε ψάξει παντού για το διαβατήριό της, αλλά ανεπιτυχώς. Υπέθεσε ότι ο Αουκ το είχε κλειδώσει σε κάποιο χρηματοκιβώτιο. Εξάλλου, δε χρειαζόταν να επιστρέψει ο­ πωσδήποτε στην Αγγλία. Μπορούσε κάλλιστα να πάει κάπου στην Ιταλία και να κανονίσει να της στείλουν χρήματα σ’ ένα λογαριασμό εκεί. Αφού πήρε την απόφασή της, η Σελίνα έμεινε μερικές ακόμα μέρες στο πολάτσο καταστρώνοντας σχέδια. Την ημέρα που σκόπευε να φύγει, λες και η τύχη ήταν με το μέρος της, ο Αουτσιάνο της ανακοίνωσε ότι θα έλειπε από το σπίτι γιατί θα πήγαινε να συναντήσει το διευθυντή μιας εταιρείας αυτο­ κινήτων. «Θέλω να ξεκαθαρίσω κάποιο πρόβλημα που υπάρ­ χει σχετικά με τη διαφημιστική εκστρατεία τους. Κατά πάσα πιθανότητα θα λείψω όλη την ημέρα. Αν προκόψει για κάτι επείγον, ξέρεις πού θα με βρεις». Η Σελίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Και ζήτησε συγνώμη εκ μέρους μου από τη γιαγιά. Πες της ότι θα πάω να τη δω το βράδυ. Και πάλι σου λέω ότι ξέρεις πού θα είμαι αν εκείνη...» Σώπασε και τα μάτια του πήραν μια θλιμμένη έκφραση. Τι πράγμα; συλλογίστηκε η Σελίνα. Μήπως αναρωτιόταν αν θα άλλαζε τη διαθήκη της; Την μπέρδευε το γεγονός ότι δεν την είχε διώξει ακόμα. Αλλά, όπω ς και να είχε το πράγμα,


144

MARGARET MAYO

εκείνη είχε πάρει την απόφασή της. "Ετσι, αφού ο Αουκ έφυγε α π ’ το σπίτι, ετοίμασε τη βαλίτσα της κι έπειτα έβγαλε όλα της τα δαχτυλίδια και τ’ άφησε πάνω στην τουαλέτα, δίπλα στο κουτί με το διαμαντένιο περιδέραιο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να του αφήσει μήνυμα. Ο Λουκ θα καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό. Μ όλις η Φραντσέσκα πήγε στο δωμάτιο της Τζιάκομα, η Σελίνα έφυγε α π ’ το σπ ίτι. Είχε αποφασίσει να νοικιάσει αυτοκίνητο, να πάει ως τη Μ εσίνα κι από κει να πάρει το φέριμποτ και να περάσει στην Ιταλία. Μ ετά, θα έβρισκε κάπου να μείνει, σε κάποιο χωριό, όπου ο Λουκ δε θα μπορούσε να τη βρει. Καθώς η βαλίτσα της ήταν πολύ βαριά για να τη μεταφέρει μέχρι την "Εννα, την έκρυψε σ ' ένα φράχτη που βρισκόταν λίγο πιο κάτω α π ’ το σπίτι, με σκοπό να επιστρέφει μετά με το αυτοκίνητο και να την πάρει. Μόλις μπήκε στην πόλη, έπεσε επάνω στον Ραϊμόντο. «Γεια σου, Σελίνα», της είπε εκείνος, χαρούμενος που την έβλεπε. «Πολύ αποφασισμένη σε βλέπω σήμερα. Για πού το έβαλες;» «Απλά βγήκα να κάνω μια βόλτα». «Τότε, δε θα σε πειράξει να σε συνοδεύσω». Η Σελίνα τον άφησε να βαδίσει δίπλα της, ελπίζοντας ότι δε θα την καθυστερούσε πολύ. «Πώς πάει η φιλία σου με τη Σιμόν;» τον ρώτησε, απλώ ς και μόνο για ν’ ανοίξει συζήτηση μαζί του. Εκείνος έκανε ένα μορφασμό. «Ενδιαφέρεται υπερβολικά για τον εαυτό της, για να μπορέσει να δώσει σημασία σ’ εμένα. Μολονότι σου μοιάζει καταπληκτικά και πράγματι την είχα περάσει για σένα την πρώτη φορά που την είδα, κατά βάθος δε μοιάζετε καθόλου. Ωστόσο (ραίνεται να ενδιαφέρεται πάραπολύ για τον Λουτσιάνο. Απ’ ό,τι κατάλαβα, είχαν σχέσεις παλιά». «Ναι, αλλά έχουν διακόψει από καιρό», αποκρίθηκε ανέμελα η Σελίνα. "Επρεπε να προσποιηθεί ότι όλα πήγαιναν πάρα πολύ καλά. «Είσαι ευτυχισμένη με το γάμο σου, Σελίνα;» Η ερώτησή του την ξάφνιασε και τον κοίταξε απότομα. «Γιατί με ρωτάς;» «Επειδή κάθε φορά που σε βλέπω είσαι πολύ θλιμμένη και δε μοιάζεις με ευτυχισμένη σύζυγο, "ίσως σε απασχολεί η Σιμόν.


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

145

Πιστεύω ότι έχεις καταλάβει κι εσύ, όπως εγώ, ότι είναι ερωτευμένη με τον Αουτσιάνο και το δείχνει ξεκάθαρα. Κρίμα. Κάποιος πρέπει να τη βάλει στη θέση της. Ο Αουτσιάνο δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτή, ξέρω τι σου λέω. "Εχει μάτια μόνο για σένα». "Ηταν ο δεύτερος άνθρωπος που της το έλεγε. Η Σελίνα θα ήθελε πάρα πολύ να του πει την αλήθεια, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να του χαμογελάσει αχνά. «Ομολογώ πως δε θα με πείραζε καθόλου να ήμουν στη θέση του», συνέχισε εκείνος. «Αν σε είχα γνωρίσει εγώ πρώτος...» Η Σελίνα τον κοίταξε κατάπληκτη και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Ο Ραϊμόντο σταμάτησε αμέσως. «Με συγχωρείς, δεν έπρεπε να το πω αυτό. Πιστεύω ότι θα είναι καλύτερα να σ' αφήσω να συνεχίσεις τη βόλτα σου». Η Σελίνα αναστέναξε με ανακούφιση. Ποτέ δεν της είχε περάσει α π ’ το μυαλό ότι ο Ραϊμόντο ήταν ερωτευμένος μαζί της* πίστευε ότι απλώ ς της φερόταν ευγενικά. Αφού νοίκιασε ένα αυτοκίνητο, χρησιμοποιώντας το πατρι­ κό της όνομα, η Σελίνα διέσχισε πάλι το χωριό, ενώ ευχόταν μέσα της να μην την έβλεπε ο Ραϊμόντο. Πήρε τη βαλίτσα της α π ' το σημείο όπου την είχε κρύψει και απομακρύνθηκε α π ’ το παλάτσο χωρίς καμιά δυσκολία. Εφοδιάστηκε μ* ένα χάρτη της Σικελίας και τράβηξε προς τα βόρεια, οδηγώντας προσεκτικά στους άγνωστους δρό­ μους, χω ρίς να δίνει καμιά σημασία στο υπέροχο τοπίο γύρω της. Ό σο απομακρυνόταν τόσο αυτή η αίσθηση της ελευθερίας μεγάλωνε. Παρ' ότι αγαπούσε τον Αουκ, της ήταν αδύνατο ν’ αντέξει την κατάσταση που της είχε επιβάλει. Είχε φτάσει σχεδόν στη Μεσίνα, όταν σε μια επικίνδυνη στροφή έσκασε ένα λάστιχο. Η Σελίνα προσπάθησε να συ­ γκροτήσει το αυτοκίνητο αλλά δεν τα κατάφερε και άρχισε να ντεραπάρει προς τον γκρεμό. Το αυτοκίνητο κατρακυλούσε και η Σελίνα ένιωθε σχεδόν σαν να ξαναζούσε το όνειρο που είχε δει, μόνο που αυτή τη φορά δεν παρουσιάστηκε ο Αουκ για να τη σώσει. Είδε με τη φαντασία της το αυτοκίνητο να πέφτει στον γκρεμό και να πιάνει φωτιά και κατάλαβε πω ς, αν ήταν ζωντανή, έπρεπε να βγει έξω αμέσως.


146

Margaret Mayo

Ενώ προσπαθούσε να λύσει τη ζώνη της, χωρίς να τα καταφέρνει, το αυτοκίνητο σταμάτησε μ' ένα φοβερό τρά­ νταγμα. Ό λα σκοτείνιασαν γύρω της κι όταν ξύπνησε βρισκό­ ταν ξαπλωμένη σ ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου. *** Τι είχε συμβεί και πονούϋε σε όλο της το κορμί; Η Σελίνα δεν ήξερε. Μια όμορφη νεαρή νοσοκόμα έδειξε ανακουφισμένη που είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της. «Πηγαίνω να φωνάξω το γιατρό», την πληροφόρησε. «Μας είπε να τον ειδοποιήσουμε αμέσως μόλις συνέλθεις». Ο γιατρός ήταν ένας μεσόκοπος στρουμπουλός άντρας, που μετά από λίγα λεπτά μπήκε τρέχοντας στην πτέρυγα. «Καλώς όρισες στη χώρα των ζωντανών», της είπε χαμογελώντας. «Πού βρίσκομαι; Γιατί πονάω τόσο πολύ;» «Σου συνέβη ένα ατύχημα. Για την ακρίβεια, είσαι πολύ τυχερή που είσαι ζωντανή». «Δε θυμάμαι τι συνέβη. Δε θυμάμαι τίποτα». «Είναι μια φυσική αντίδραση του οργανισμού», την καθησύ­ χασε ο γιατρός. «Μην ανησυχείς, μόλις συνέλθεις κάπως, θα θυμηθείς τα πάντα. Προς το παρόν, πρέπει να ειδοποιήσουμε την οικογένειά σου. Πώς λέγεσαι;» «Λίνα Κούλσντιν». «Και η διεύθυνσή σου;» «Φαουντέιν Μιουζ, οδός Μπέντροκ, αριθμός τρία, Τσέλσι». Ο γιατρός συνοφρυώθηκε. «Πού είναι αυτό;» «Στο Λονδίνο, φυσικά». Ξαφνικά, η Σελίνα συνειδητοποίησε ότι δε μιλούσε αγγλικά, ότι είχε απαντήσει αυτόματα στο γιατρό στη δική του γλώσσα. «Πού βρίσκομαι;» τον ρώτησε. «Είσαι στη Σικελία», της απάντησε εκείνος. «Στη Σικελία;» επανέλαβε πανικόβλητη. «Μην ανησυχείς. Ό λα είναι μια χαρά». «Όχι, δεν είναι καθόλου μια χαρά. Τι θέλω σε μια ξένη χώρα;» «Δυστυχώς, δεν ξέρω», αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας. «Πρέπει να κάνουμε υπομονή και ν’ αφήσου με τη φύση να λειτουργήσει. Στο μεταξύ, εγώ μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι βρίσκεσαι σε πολύ καλά χέρια». «Μα δεν είναι δυνατό να βρίσκομαι στη Σικελία!» φώναξε η


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

147

Σελίνα. «Δε γνωρίζω κανέναν εδώ. Πού είναι η τσάντα μου; Θα πρέπει να έχω...» Η ένταση την εξουθένωσε. "Εκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε πάλι στον ύπνο. Τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες, η Σελίνα έχανε τις αισθή­ σεις της και συνερχόταν και πάλι από την αρχή. Κάθε φορά που συνερχόταν, προσπαθούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει. "Εβλεπε κάποια πολύ ζωντανά όνειρα, ότι βρισκόταν σε φυ­ λακή, παρ' ότι δεν ήξερε για ποιο λόγο την είχαν κλείσει εκεί και μια μέρα που άνοιξε τα μάτια της είδε έναν ξένο να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι της. "Εναν' πολύ όμορφο άντρα με μαύρα μαλλιά χτενισμένα στο πλάι και πίσω. Είχε τετράγωνο πιγούνι, βαθουλωμένα μάγουλα και έδειχνε ότι πρέπει να ήταν άυπνος πάρα πολλές μέρες. Κι άλλος γιατρός; αναρωτήθηκε η Σελίνα. Κάποιος ειδικός θα είναι που ήρθε να με εξετάσει. «Σελίνα, δόξα τω Θεώ, συνήλθες», της είπε εκείνος χαμογε­ λώντας και της έπιασε το χέρι. Σελίνα; Κανείς δε με λέει Σελίνα. «Πονάω παντού», του απάντησε σαστισμένη. «Πόσος καιρός θα χρειαστεί για να συνέλθω;» Η Σελίνα τον είδε έκπληκτη να της χαϊδεύει το χέρι και θα την είχε φιλήσει, αν εκείνη δεν τραβιόταν τρομαγμένη. «Με συγχωρείς, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Ο γιατρός μου είπε ότι έχεις προσωρινή αμνησία. Απλώς σκέφτηκα πω ς ίσως...» «Και βέβαια δεν έπρεπε να το κάνεις!» του φώναξε νευρια­ σμένη. «Ποιος είσαι; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να ρίχνεσαι σε ασθενείς;» Εκείνος την κοίταξε θλιμμένος. «Σελίνα, ξέρω ότι δεν το θυμάσαι, αλλά είσαι γυναίκα μου». «Εγώ γυναίκα σου;» φώναξε εκείνη και το βλέμμα της έπεσε στα δάχτυλά της, αλλά δε φορούσε βέρα. «Νομίζω ότι κάνετε λάθος, κύριε. Σίγουρα θα το θυμόμουν, αν ήμουν παντρεμένη μαζί σας». «Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι είμαστε παντρεμένοι, Σε­ λίνα». Εκείνη κοίταξε τα όμορφα, καστανά μάτια του και ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. «Θα το θυμόμουν», επέμεινε. «Δε θυμάσαι το ατύχημα και δεν ξέρεις για ποιο λόγο βρί­


148

Margaret Mayo

σκεσαι στη Σικελία», αποκρίθηκε εκείνος θλιμμένα, ενώ συνέ­ χιζε να της κρατά το χέρι. «Είναι λογικό, λοιπόν, να μη με θυμάσαι ούτε εμένα». «Μ’ αυτό το σκεπτικό, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έρθει και να μου πει ότι είμαι γυναίκα του. Αφού είμαι παντρεμένη, τότε γιατί δε φοράω βέρα;» «Εδώ την έχω», της είπε εκείνος, βγάζοντας ένα κουτί α π ’ την τσέπη του. «Θα μου κάνεις τη χάρη, σε παρακαλώ, να τη φορέσεις;» Η Σελίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαί­ νω. Δεν έχει νόημα. Γιατί να έχεις εσύ τη βέρα; Γιατί να μην τη φοράω στο δάχτυλό μου; Νομίζω ότι είστε απατεώνας, κύ­ ριε... πώ ς σας λένε...» «Λουτσιάνο Σεγκουρίνι», της είπε εκείνος και την κοίταξε με βλέμμα θλιμμένο και ταυτόχρονα ικετευτικό. Το όνομα δεν της θύμισε τίποτα. «Πόσο καιρό είμαστε παντρεμένοι; Αν είμαστε, δηλαδή». «"Ενα μήνα». «Και ζούμε εδώ, στη Σικελία;» «Ακριβώς». «Και το σπίτι μου στο Τσέλσι;» «Το έχεις βάλει για πούλημα». «Πώς γνωριστήκαμε;» «"Ηρθες... να δουλέψεις για μένα». «Τι δουλειά κάνεις;» «"Εχω διαφημιστική εταιρεία* τη Λους». Η Σελίνα συνοφρυώθηκε. «Είμαι κειμενογράφος διαφημί­ σεων, αλλά εργάζομαι για την εταιρεία Χίλιερ και Τζόουνς* όχι για τη Αους. Την έχω ακούσει αυτή την εταιρεία αλλά...» «Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα». Η Σελίνα κούνησε το κεφάλι της, αλλά σταμάτησε αμέσως, γιατί άρχισε να την πονάει. Είχε πολλαπλά τραύματα, κυρίως σπασμένα κόκαλα και χτυπήματα, αλλά όχι τόσο σοβαρά όσο νόμιζαν οι γιατροί αρχικά. «Μα η Αους βρίσκεται στο Αονδίνο. Εμείς γιατί ζούμε εδώ;» «Επειδή εδώ είναι το πατρικό μου σπίτι». Μια εικόνα πέρασε α π ’ το μυαλό της Σελίνα. Η εικόνα ενός παμπάλαιου παλατιού, που βρισκόταν σε μια επαρχία ψηλά στο βουνό. «Πώς είναι αυτό το σπίτι;»


Εν ας Αν τρας Μ ε

π ε ιθ ώ

149

«Αρκετά μεγάλο». «Είναι στην πόλη;» «Όχι. Βρίσκεται κοντά στην Έννα. Είναι μια ορεινή περιοχή με καταπληκτική θέα». «Και ζούμε εκεί μόνοι μας;» «Όχι ακριβίος, π α ρ’ ότι έχουμε τα δωμάτιά μας. Το σπίτι έχει χωριστεί σε διαμερίσματα όπου ζουν τα μέλη της οικογένειάς μου. Μπορούμε να ζούμε εκεί άνετα, χωρίς να μπλέκει ο ένας στα πόδια του άλλου». «Δηλαδή, όπω ς η βασιλική οικογένεια στο Αονδίνο;» «Ναι, μόλλον». Α π’ το μυαλό της πέρασε μια ακόμα εικόνα* η εικόνα μιας ηλικιωμένης κυρίας με μικρά, λαμπερά μάτια. «Ζει εκεί και η γιαγιά σου;» «Η προγιαγιά μου. Τη θυμάσαι; Θυμάσαι την Τζιάκομα; Σ' αγαπάει πάρα πολύ και αυτή τη στιγμή ανησυχεί φοβεράγια σένα. Έχει τύψεις». «Για ποιο πράγμα;» «Επειδή σε στενοχώρησε τόσο πολύ, ώστε σε ανάγκασε να φύγεις». «Να φύγω; Μ ετά από ένα μήνα γάμου;» Ο Αουτσιάνο έκανε έναν πικρό μορφασμό και κούνησε κα­ ταφατικά το κεφάλι του. «Και έφταιγε γι' αυτό η Τζιάκομα;» «Όχι. Εγώ έφταιγα* μόνο εγώ. Σε παραμέλησα και σιχαίνομαι τον εαυτό μου γι' αυτό». Έσκυψε προς το μέρος της και την κοίταξε ικετευτικά στα μάτια. «Καλή μου Σελίνα, σ' αγαπώ τόσο πολύ. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι θα ζήσω χωρίς εσένα. Μόλις γίνεις καλύτερα, θέλω να έρθεις στο σπίτι. Σου υπόσχομαι...» Η Σελίνα, όμως, είχε σταματήσει να τον ακούει και αναρω­ τιόταν γιατί ένιωσε τόσο όμορφα μόλις της είπε ότι την αγαπούσε. Κοίταξε επίμονα το πρόσωπό του, τις κοφτές γραμμές, την ίσια μύτη, τα όμορφα μάτια του. Έγειρε πίσω στα μαξιλάρια της* όλα αυτά ήταν υπερβολικά εξαντλητικά για την κατάστασή της. «Κουράστηκες», της είπε εκείνος. «Σου μίλησα πολύ. Θα φύγω για να σ' αφήσω να κοιμηθείς. Και μην ξεχνάς ότι σ' αγαπώ». Η Σελίνα κοιμήθηκε και σ τ' όνειρό της είδε τον Αουκ, το


150 Margaret Mayo παλάτσο, τηνΤζιάκομα, τ' αδέρφια του κι έπειτα είδε τη Σιμόν, τα θυμήθηκε όλα και ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα. Ο παλιάνθρωπος! Δεν αγαπάει εμένα· αγαπάει εκείνη. Με παντρεύτηκε απλώς και μόνο επειδή ήθελε να γίνει ο αρχηγός στην οικογένεια Σεγκουρίνι. Κάτι έγινε όμως και άλλαξαν όλ’ αυτά. Κι εκείνος είχε αρχίσει ξαφνικά να την κρατά σε από­ σταση. Η Σελίνα θυμήθηκε ότι η Τζιάκομα είχε αλλάξει τη διαθήκη της κι έτσι εκείνη, ανίκανη ν' αντέξει άλλο τη συμπε­ ριφορά του Λουκ, είχε νοικιάσει ένα αυτοκίνητο και το είχε σκάσει από το σπίτι. "Επειτα θυμήθηκε το αυτοκίνητο που ντεραπάρισε στο δρόμο. Ό ταν την επισκέφτηκε ο γιατρός, φάνηκε ικανοποιημένος με την εξέλιξη της υγείας της. «Νομίζω ότι έχεις αρχίσει να ξαναβρίσκεις τη μνήμη σου. Θυμάσαι μερικά πράγματα, έτσι δεν είναι;» Η Σελίνα τον κοίταξε πικραμένη. «Ναι, ξαναβρήκα τη μνήμη μου και δε θέλω να ξανάρθει εδώ ο σύζυγός μου. Προσπαθού­ σα να ξεφύγω α π ’ αυτόν. Τον μισώ. Μην τον αφήσετε να με πλησιάσει». Ο γιατρός έδειξε να ταράζεται. «Δε νομίζω ότι τα πράγματα είναι τόσο άσχημα. Ο σύζυγός σου ανησυχεί πάρα πολύ για σένα». «Και βέβαια ανησυχεί. Αλλά ο γάμος μας δεν είναι φυσιολο­ γικός. Με χρησιμοποιεί και θέλω να ξεφύγω α π ’ αυτή την κατάσταση. Θέλω να με ξαναστείλετε στην Αγγλία πριν επι­ στρέφει εκείνος». «Δεν έφυγα», ακούστηκε η φωνή του Αουκ. Το πρόσωπό του πρόβαλε ξαφνικά μπροστά της: τα μάτια του ήταν γεμά­ τα θλίψη καθώς την κοιτούσε. «Μπορείτε να μας αφήσετε για λίγο μόνους;» ρώτησε το γιατρό. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Νομίζω ότι κάτω α π ’ αυτές τις συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη την ταραχή της συζύγου σας και το γεγονός ότι είναι ακόμα πάρα πολύ άρρωστη, θα ήταν καλύτερα να την αφήνατε μόνη για λίγο». «Θα προτιμούσα να ήταν για πάντα», είπε η Σελίνα με κακία. Ο Αουκ, όμως, δεν το έβαλε κάτω και αφού συζήτησε για λίγο χαμηλόφωνα με το γιατρό, εκείνος έφυγε απρόθυμα και τους άφησε μόνους. Ο Αουκ κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι, κοιτώντας την επίμονα.


Ε ν ας Α ν τρα ς Μ ε Π είθ ω

151

Το πρόσωπό του (ραινόταν ακόμα πιο αποστεωμένο, ήταν θλιμμένος και δεν έκανε καμία προσπάθεια να την αγγίξει. «Η συζήτηση δεν πρόκειται να μας οδηγήσει πουθενά», δήλωσε ξερά η Σελίνα. «Ας αντιμετωπίσουμε την αλήθεια καταπρόσωπο, Αουκ. Με παντρεύτηκες απλά και μόνο επει­ δή, αν έμενες ανύπαντρος, θα έχανες το δικαίωμα να γίνεις αρχηγός της οικογένειάς σου». Εκείνος έδειξε να ταράζεται πολύ και την κοίταξε με έκπλη­ ξη. «Πίστευα ότι σ’ το είχα εξηγήσει αυτό. Δε θα ’πρεπε v’ ακους τα κουτσομπολιά. Ό λ’ αυτά είναι ανοησίες. Δε μ’ ενδια­ φέρει καθόλου να γίνω ο αρχηγός της οικογένειας». «Η Σιμόν μου είπε πω ς είναι το μόνο που θέλεις». «Ώστε αυτή σου έβαλε τούτη την ιδέα στο μυαλό; Μάλλον εκείνη το ήθελε αυτό και όχι εγώ. Της άρεσε η σκέψη να γίνει μεγάλη κυρία. Μου φαίνεται ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μ’ αυτή τη γυναίκα». «Και ο αδερφός σου το ίδιο μου είπε», δήλωσε η Σελίνα αγριεμένη. «Ο Φ ιλίππο;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Αυτό δεν το καταλαβαίνω», είπε ο Αουκ και συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Μου είπε ότι σου άρεσε πάντα να είσαι επικεφαλής, ακόμα κι όταν ήσαστε παιδιά. Ο Αουκ γέλασε. «Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ήταν απλώς παιδικός ανταγωνισμός. Ποτέ δεν του είπα ότι ήθελα να γίνω αρχηγός της οικογένειας πάση θυσία. Σελίνα, για όνομα του Θεού, μ’ ενδιαφέρεις περισσότερο α π ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Το εννοούσα όταν σου είπα ότι σ’ αγαπώ* δεν αντέχω στη σκέψη ότι μπορεί να περάσω τη ζωή μου χωρίς εσένα». «Είχες έναν πολύ περίεργο τρόπο για να μου το δείχνεις». «Επειδή φοβόμουν». Τον κοίταξε συνοφρυωμένη, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της. «Για ποιο πράγμα φοβόσουν;» «Δεν άντεχα στη σκέψη ότι θα με κοροΐδευες και ότι θα μου έλεγες πω ς αυτή η αγάπη ήταν μονόπλευρη. Ή λπιζα πω ς μια μέρα, αν μπορούσα να σε κρατήσω κοντά μου αρκετό καιρό, θα μάθαινες κι εσύ να μ’ αγαπάς». «Και πόας ξέρω ότι μου λες την αλήθεια; Πώς ξέρω ότι δεν


152

Margaret Mayo

τα λες αυτά απλά και μόνο για να με κρατήσεις κοντά σου; Ποτέ δε μου μίλησες με ειλικρίνεια». «Το ξέρω», συμφώνησε εκείνος θλιμμένος. «Δεν μπορούσα, όμως, να διακινδυνεύσω την άρνησή σου να με βοηθήσεις. "Επρεπε να φερθώ όπως φέρθηκα. Η αλήθεια είναι πω ς με γοήτευσες α π ’ την πρώτη φορά που σε είδα σ’ εκείνο το συνέδριο». «Μα τότε είχες σχέσεις με τη Σιμόν». «Το ξέρω. Κι αυτό είναι που κάνει τούτο το γεγονός ακόμα πιο απίστευτο. Νομίζω, ωστόσο, ότι είχα αρχίσει να συνειδη­ τοποιώ από τότε πω ς η Σιμόν δεν ήταν η τέλεια γυναίκα, όπως πίστευα εγώ. Μόνο, όμως, όταν μ’ εγκατέλειψε θυμήθηκα την εκπληκτική ομοιότητα ανάμεσά σας και κατάλαβα ότι θα μπορούσες να με βοηθήσεις να βγω από κείνο το αδιέξοδο». «Δηλαδή είχες σχεδιάσει από την αρχή να με παντρευτείς;» τον ρώτησε με κακία. «Όχι, για το Θεό. Αυτό ήταν μια έμπνευση της στιγμής, μόλις ανακάλυψα ότι σε είχα ερωτευτεί. Παρ’ ότι η γιαγιά ήθελε πάρα πολύ να με δει παντρεμένο, ποτέ δε θα ήθελε να κάνω κάτι τέτοιο απλά και μόνο για να την ευχαριστήσω. Το μόνο που είχα σχεδιάσει ήταν ο αρραβώνας και αυτό επειδή το περίμεναν». «Θα μπορούσες να μου μιλήσεις με ειλικρίνεια για το γάμο. "Ηξερες ότι ένιωθα κι εγώ έλξη για σένα», «Μια καθαρά σεξουαλική έλξη και αυτό δε μου έφτανε. Κάποιες στιγμές σκεφτόμουν ότι μου ήταν αρκετό, αλλά έπει­ τα κατάλαβα πόσο ιδιοτελής ήμουν». Η Σελίνα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. Την πλημμύριζε η αγάπη της για τον Αουκ, αλλά υπήρχαν αρκετά πράγματα που έπρεπε να ξεκαθαρίσει πριν του ανοίξει την καρδιά της. «Και με τη Σιμόν τι θα γίνει;» «Ομολογώ πω ς αυτή η γυναίκα είναι πρόβλημα. Πιστεύω, όμως, ότι επιτέλους κατάλαβε. Τρελάθηκα όταν εξαφανίστη­ κες. Θ α πρέπει να είναι τυφλή για να μη δει πόσο σ’ αγαπώ». «Μερικές φορές μου έδωσες την εντύπωση ότι αγαπάς εκείνη». Ο Αουκ χαμογέλασε πάλι πικρά. «Προσπάθησα να σε κάνω να ζηλέψεις, αν και τώρα καταλαβαίνω πω ς είναι αδύνατο κάτι τέτοιο, όταν ο άλλος δεν είναι ερωτευμένος μαζί σου».


Εν ας Α ν τρα ς Μ ε Π είθ ω

153

Η Σελίνα άλλαξε θέβα συζήτησης. «Πώς κατάφερες να με βρεις; Δεν είχα ταυτότητα πάνω μου και δεν ξέρω τι έγιναν τα πράγματά μου». «Κάηκαν», της είπε εκείνος συνοφρυωμένος. «Το αυτοκίνητο πήρε φωτιά... Κάηκαν όλα. Ευτυχώς που εσύ είχες πεταχτείέξω* προφανώς δεν είχες βάλει τη ζώνη σου». Ανατρίχιασε καθώς μιλούσε και έπιασε το κεοράλι του με τα δυο του χέρια. Η Σελίνα κατάλαβε πω ς ο Αουκ την αγαπούσε. Ό τα ν σήκωσε πάλι το βλέμμα του και την κοίταξε, τα μάτια του είχαν μια έκφραση γεμάτη θλίψη και αγωνία. «Ό ταν γύρισα στο σπίτι και είδα ότι έλειπες, όταν βρήκα τη βέρα σου πάνω στην τουαλέτα, τρελάθηκα. Από την πρώτη στιγμή φοβόμουν ότι θα έφευγες. "Ηξερα ότι δεν ήσουν ευτυχισμένη, αλλά π α ρ ’ όλ* αυτά ήλπιζα πω ς αν σε κρα­ τούσα λίγο περισσότερο κοντά μου, θα μάθαινες μια μέρα να μ’ αγαπάς. Γι’ αυτόν το λόγο πήρα το διαβατήριό σου και δε σ’ έπαιρνα μαζί μου στην Αγγλία. Φοβόμουν ότι δε θα ’θελες να ξαναφύγεις από κει». «Αυτός ήταν και ο λόγος που επέμενες να μένω φυλακισμένη στο σπίτι;» «Όχι. Δεν ήθελα να μένεις στο σπίτι γι’ αυτόν το λόγο. Ξέρω ότι θα έπρεπε να ήταν φριχτό για σένα και λυπάμαι ειλικρινά για όλη αυτή την ταλαιπωρία που σου επέβαλλα, αλλά υπήρ­ χε ένας πολύ σοβαρός λόγος». Η Σελίνα τον κοίταξε απορημένη. «Θυμάσαι όταν σου είπα πω ς υπήρχε κίνδυνος να σε απαγάγουν;» «Το θυμάμαι, αλλά δε σε πίστεψα». «"Επρεπε να με πιστέψεις. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, αλλά η αλήθεια είναι πω ς τον τελευταίο καιρό είχαν γίνει πολλές τέτοιες επιθέσεις σε πλούσιες οικογένειες. Δεν ήθελα να διακινδυνεύσω να συμβεί κάτι τέτοιο σ’ εσένα. Αυτός ήταν και ο λόγος που η γιαγιά επέμενε να έρχονται στο σπίτι η κομμώτρια και όλοι οι άλλοι». «"Επρεπε να μου το είχες πει». Ο Αουτσιάνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Το ευχά­ ριστο είναι πω ς άκουσα στις ειδήσεις χθες ότι συνέλαβαν αυτούς τους εγκληματίες». Η Σελίνα δεν μπορούσε ν’ ανασάνει.


154

Margaret Mayo

«Κοττάλαβα, όταν είδα τη βέρα, ότι είχες φύγει. Δεν ήξερα τι να κάνω. Τηλεφώνησα σε αεροδρόμια, στα φέριμποτ, παντού. Δε βρήκα τίποτα. Μετά, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως να είχες φύγει με τον Ραϊμόντο. Μ* έπνιγε η ζήλια. Πήγα στο κατάστημά του, σίγουρος ότι δε θα τον έβρισκα εκεί. Ανακουφίστηκα όταν τον είδα, αλλά όταν μου είπε ότι σε είχε δει να φεύγεις από την Έννα μ’ ένα αυτοκίνητο και ότι λίγο πριν είχες μιλήσει μαζί του και του είχες φανεί πολύ στενοχωρημένη, κατάλαβα ότι είχες νοικιάσει το αυτοκίνητο χρησιμοποιώντας το πατρικό σου όνο­ μα. Πολύ έξυπνο αυτό που έκανες, Σελίνα». «Δεν υπήρχε καμία εξυπνάδα. Απλά το δίπλωμά μου είναι στο πατρικό μου όνομα». «Α, βέβαια. Το δίπλωμά σου. Αυτό το είχα ξεχάσει. Τέλος πάντων, όταν βρήκα το γραφείο α π ’ όπου είχες νοικιάσει το αυτοκίνητο, πήγα και τους επισκέφτηκα κι εκείνη τη στιγμή κάποιος τηλεφώνησε και τους είπε ότι ένα α π ’ τ ’ αυτοκίνητά τους είχε βρεθεί καμένο σ’ έναν γκρεμό* το δικό σου αυτοκίνη­ το. Τότε πίστεψ α ότι σε είχα χάσει. Θεέ μου, τι έκανα, Σελίνα! Αίγο έλειψε να σε σπρώξω στο θάνατο. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να πεθάνω κι εγώ». Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της Σελίνα. «Ω Αουκ, συγνώμη». «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη. Είσαι ελεύθερη να φύγεις. Τώρα καταλαβαίνω πω ς ήταν λάθος μου...» «Δε θέλω να φύγω* σ’ αγαπώ». Εκείνος έμεινε ακίνητος, σαν να αναρωτιόταν αν είχε ακούσει καλά. «Σ’ αγαπώ, Αουκ», επανέλαβε η Σελίνα. «Τι είπες;» «Είναι αλήθεια». «Μα δεν καταλαβαίνω γιατί έφυγες, αφού...» «Επειδή νόμιζα ότι αγαπούσες τη Σιμόν και ότι με χρησιμο­ ποιούσες, επειδή πίστευα ότι θα μ’ έδιωχνες μόλις τέλειωνε ο ρόλος μου και για άλλους τέτοιους ηλίθιους λόγους». Ο Αουκ σηκώθηκε και την αγκόίλιασε όσο πιο απαλά μπο­ ρούσε. "Επειτα ακούμπησε πολύ προσεκτικά τα χείλη του στα δικά της, καταφέρνοντας με δυσκολία να ελέγξει το πάθος που τον πλημμύριζε. «Μακάρι να ήσουν ειλικρινής μαζί μου. Θα είχαμε γλιτώσει κι οι δυο α π ’ όλη αυτή την ταλαιπωρία».


Ενας Αντρας Μ ε Π είθω

155

«Δηλαδή μπορώ να ελπίζω ότι ο γάμος μας θα είναι κανονι­ κός;» τη ρώτησε εκείνος δειλά. Η Σελίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Θέλω να κάνω πολλά παιδιά μαζί σου. Σε τρομάζει αυτό;» «Καθόλου. Και σκέψου πόσο ευτυχισμένη θα είναι η Τζιάκομα». Ο Αουκ την κοίταξε θλιμμένος και έγειρε πίσω στην καρέκλα, συνεχίζοντας ωστόσο να της κρατά τα χέρια. «Η Τζιάκομα πεθαίνει». Η Σελίνα ένιωσε την απέραντη θλίψη του. «Ο γιατρός δεν της δίνει άλλα περιθώρια ζωής· δεν πιστεύω ότι θα ζήσει για να δει το πρώτο μας παιδί. Αρνείται να πάει στο νοσοκομείο για να εγχειριστεί* λέει ότι έζησε πολύ και ότι ευχαρίστως θα παραχωρήσει τη θέση της σ ’ εμένα. Είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω. Την αγαπώ πάρα πολύ. "Ηταν μητέρα και πατέρας για μένα* και είναι πολύ σοφή γυναίκα. Και σ’ αγαπάει κι εσένα πολύ* σαν να είσαι δικό της παιδί». «Κι εγώ την αγαπώ», είπε η Σελίνα. «Ξέρεις ότι άλλαξε τη διαθήκη της, για να σε συμπεριλάβει κι εσένα; Την εντυπώσιασες πάρα πολύ». «Αυτό σε ήθελε προχθές που ζήτησε να σε δει;» Ο Αουτσιάνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Μ ετά α π ’ αυτό, όμως, ήσουν τόσο απόμακρος που φαντάστηκα ότι σε είχε αποκληρώσει. Πίστεψα ότι δε θα γινόσουν ο αρχηγός της οικογένειας και γι’ αυτόν το λόγο είχες απομακρυνθεί ξαφνικά τόσο πολύ από μένα. Κυρίως γι’ αυτό έφυγα». «Ω Σελίνα! "Ημουν απόμακρος επειδή ήμουν υπερβολικά θλιμμένος. Πήγα και είδα το γιατρό της, ο οποίος δε μου έδωσε καμιά ελπίδα. Μέχρι τότε, πίστευα ότι θα ζούσε για πάντα* πάντα έδινε αυτή την εντύπωση. Θ α μου λείψει πολύ, Σελίνα. Δόξα τω Θεώ που τώρα έχω εσένα». «Θα μ’ έχεις για πάντα», του ψιθύρισε εκείνη, συγκινημένη που τον έβλεπε τόσο θλιμμένο. Αυτή η τρυφερή πλευρά του εαυτού του ήταν που της άρεσε περισσότερο. Ποτέ δεν είχε πιστέψει πραγματικά πω ς ήταν δολοπλόκος. «Κι εγώ θα σ’ αγαπώ για πάντα και θα σε προσέχω», της υποσχέθηκε εκείνος. «Όχι πια άλλα ψέματα. Σ’ αγαπώ α π ’ τα


156

Margaret Mayo

βάθη της καρδιάς μου και αν δε θέλεις να ζήσουμε στο πατρικό μου σπίτι, θα πάμε κάπου αλλού...» «Όχι», τον διέκοψε αποφασιστικά η Σελίνα. «Το λατρεύω αυτό το σπίτι». «Μα δεν έδειξες κανένα ενδιαφέρον». «Επειδή πίστευα ότι θα με ξανάστελνες στην Αγγλία. Τώρα, όμως, είναι διαφορετικά. Ό σο εσύ θα φροντίζεις την εταιρεία, εγώ θ’ ασχοληθώ με την ανακαίνισή του». «Δε χρειάζεται να κουράζεσαι πολύ. Δε θέλω μια σύζυγο που το βράδυ θα πέφτει ξερή για ύπνο». «Λες και θα μπορούσα να το κάνω αυτό, μόλις φύγουν όλ’ αυτά», είπε η Σελίνα δείχνοντάς του τους επιδέσμους. «"Εχω σκοπό να σε... εκμεταλλευτώ πλήρως». «Αυτό μ’ αρέσει σ’ εσένα* είσαι γυναίκα που ξέρει τι θέλει». «Δυστυχώς, το ήξερα από καιρό. Αυτός ήταν και ο λόγος που πληγώθηκα τόσο. Είσαι καταπληκτικός άντρας, Λουτσιάνο. Με μάγεψες α π ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα». «Είναι φανερό ότι είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο». «Αναμφίβολα». «Και θα είχαμε βρεθεί, ακόμα κι αν δεν είχα πιέσει εγώ τα πράγματα». «Είμαι βέβαιη γι’ αυτό». «Είσαι η γυναίκα μου», της είπε. «Είσαι όλη μου η ζωή». «Κι εσύ το ίδιο», του αποκρίθηκε μ’ ένα λυγμό. Καθώς φιλιούνταν, τα δάκρυά τους έσμιξαν και ήταν η αρχή της καινούριας τους ζωής.

ΤΕΛΟΣ


Χ Ρ Υ Σ Α . » ΑΡΛΕΚΙΝ \ v /s\

Η Ολίβια, η Ανέτ και η Τζαν είναι ιρεις δυναμικές γυναίκες, που δεν στάθηκαν ως τώρα τυχερές στον έρωτα. Ωστόσο, τα πράγματα 8’ αλλάξουν όταν 8α πάρουν στα χέρια τους, η καθεμιά με τη σειρά της, ένα πορτραίτο-μινιατουρα του 18ου αιώνα. Είναι σύμπτωση, ή μήπως στ’ αλήθεια η όμορφη, μυστηριώδης νεαρή γυναίκα που απεικονίζει 8α φέρει την αγάπη στη ζωή τους; Μη χάσετε τη συναρπαστική τριλογία της R ob yn D o n ald .

•τον Ιανουάριο ΣΑΝ ΕΙΔΩΛΟ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ (X 867) •το Φεβρουάριο ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ (X 871) • το Μάρτιο ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ (X 875)


XIV) A AWI KIN

Όλα άρχισαν όταν ο Λουτσιάνο Σεγκουρίνι έπεισε τη Σέλινα να δουλέψει για λογαριασμό του τριπλα­ σιάζοντας το μισθό της. Όμως πριν καλά καλά το καταλάβει την έπεισε να παραστήσει την αρραβω­ νιαστικιά του και μετά από λίγο να γίνει γυναίκα του! Ωστόσο, η συμβίωσή τους αποδείχτηκε αληθι­ νό μαρτύριο για τη Σέλινα: γεμάτη πάθος τις νύχτες και ατέλειωτες παρεξηγήσεις την ημέρα.

a

>5

Με λίγα λόγια, ένας καθόλου ευτυχισμένος γάμος. Και φυσικά, υπήρχε και η Σιμόν! Τι ρόλο έπαιζε στη ζωή του άντρα της και, τελικά, γιατί ο Λουτσιάνο είχε επιμείνει τόσο πολύ να παντρευτούν;

Χ Ρ Υ Σ Α ®

Α Ρ Λ Ε Κ ΙΝ

f)

ISSN 1105-8226

03 > 550 Δρχ. 1-98 Συμπεριλαμβάνεται Φ.Π.Α. Χ Α Ρ Λ Ε Ν ΙΚ Ε Λ ΛΑ Σ Ε Κ Δ Ο Τ ΙΚ Η

Α . Β . Ε. Ε.


Χ Ρ Υ Σ Α ®

Α ΡΛ ΕΚ ΙΝ

MARGARET MAYO


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.