Documentation and restoration of an 19th century Inn (Hani Fletoura), Arcadia , Greece

Page 1

Το Χάνι του Φλέτουρα στο Πυργούδι, Λεωνίδιο- Ν. Κυνουρία


ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ – ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΝΗΜΕΙΩΝ» Α’ Κατεύθυνση «Συντήρηση και Αποκατάσταση Ιστορικών Κτιρίων και Συνόλων» Ακ. Έτος Εισαγωγής 2019-2020

Επιβλέποντες Καθηγητές, σύμβουλοι : Καθ. Κ. Καραδήμας, Ομ. Καθ. Γ. Κίζης, Ομ. Καθ. Ε.Εφεσίου, Επ. Καθ. Α. Μιλτιάδου, Επ. Καθ. Ε.Τσακανίκα, ΕΔΙΠ- Αρχ. Μηχ. Μ. Μπαλοδήμου, MSc. Κ. Αθανασοπούλου Σπουδαστές: 1. Αλισκεντεράι Εργκύς, Αρχιτέκτων Μηχανικός, 2. Ζητούνη-Πετρόγιαννη Γρηγορία, Αρχιτέκτων Μηχανικός, 3. Κατωμέρη-Λιάκου Μυρτώ, Αρχιτέκτων Μηχανικός, 4. Λιανού Ευφημία (Μελίτα), Αρχιτέκτων Μηχανικός, 5. Παπανδρέου Ιωάννα, Πολιτικός Μηχανικός, 6. Παράσχου Αγγελική, Αρχιτέκτων Μηχανικός Αθήνα, Νοέμβριος 2021


Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή 2. Γενικά στοιχεία -Τοποθεσία και ιστορικά στοιχεία -Η λαϊκή δόμηση στην Κυνουρία -Αναφορές σε Χάνια 3. Το Χάνι του Φλέτουρα -Σχέδια αποτύπωσης -Περιγραφή και λειτουργία 4. Κατασκευαστική Ανάλυση - Λίθοι και Τοιχοποιία -Ανοίγματα - Κουφώματα - Ξυλοδεσιές - Στέγες - Τζάκι - Ξυλόπηκτοι τοίχοι - Δεξαμενή και κυκλοφορία νερού 5. Φάσεις Κατασκευής 6. Παθολογία 7. Μεθοδολογία 8. Βιβλιογραφία


1. Εισαγωγή Παρακάτω παρουσιάζεται η μελέτη που αφορά το Χάνι του Φλέτουρα, το οποίο βρίσκεται στο Πυργούδι, έναν ορεινό οικισμό του Πάρνωνα, νοτίως του Λεωνιδίου. Πρόκειται για ένα μακρόστενο κτίριο με διάφορα προσκτίσματα που λειτούργησε ως χάνι από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα υπο την ιδιοκτησία της οικογένειας Κατσουράνη. Το Χάνι αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής και παρουσιάζει ιδιαίτερο κατασκευαστικό ενδιαφέρον καθώς εντοπίζονται οι εξελίξεις που υπέστη το κτίριο στο πέρασμα του χρόνου προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ιδιοκτητών του. Τοποθετείται στο Πυργούδι, πάνω σε ένα σταυροδρόμι που ενώνει τέσσερα χωριά και πλησίον του βρίσκονται άλλα δύο κτίρια τα οποία επίσης στο παρελθόν λειτούργησαν ως χάνια. Τα παραπάνω αποτελούν ένδειξη της αυξημένης κυκλοφορίας που υπήρχε στην περιοχή πριν τη διάνοιξη δρόμων και υποδηλώνει τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε το κτίριο αυτό για την ανάπαυση και ανατροφοδότηση ταξιδιωτών και εμπόρων για περίπου έναν αιώνα.

Εικ.1 : Χάνι Φλέτουρα_Βορειοανατολική όψη


Εικ.2 : Χάνι Φλέτουρα_Νοτιοανατολική όψη

Εικ.3 : Χάνι Φλέτουρα_Νοτιοδυτική όψη


Εικ.4 : Χάνι Φλέτουρα_Βορειοδυτική πλευρά και εσωτερική αυλή Εικ.5 : Βορειοδυτική πλευρά, το πρόσκτισμα του σταύλου του οποίου η στέγη δεν σώζεται

Εικ.6 : Το λιθόκτιστο πατητήρι ή αλλιώς ληνό στην νοτιοδυτική πλευρά. Εικ.7 : Πίσω όψη πέτρινου φούρνου

Εικ.8 : Ο παλιός πέτρινος φούρνος Εικ.9 : Το γκρεμισμένο σπίτι του παπά που συνορεύει με το Χάνι


2. Γενικά στοιχεία ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Εικ.10 : Το Χάνι του Φλέτουρα στο σταυροδρόμι στο Πυργούδι Εικ.11 : Αεροφωτογραφία από το Πυργούδι και το δίκτυο δρόμων (πηγή: google earth)

Πυργούδι To Πυργούδι αποτελεί έναν ορεινό οικισμό του νομού Αρκαδίας, με υψόμετρο 610 μ. και 2 κατοίκους κατά την απογραφή του 2011. Βρίσκεται σε πλάτωμα της ανατολικής πλευράς του όρους Πάρνωνα, πριν αυτή καταλήξει στο Αιγαίο. Ανήκει στην κοινότητα του παραθαλάσσιου οικισμού των Πουλίθρων1 ή «Πούλιχρα», τα οποία απέχουν 4χλμ οδικώς από το Πυργούδι και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λεωνιδίου. Μέχρι το 1927, το Πυργούδι ονομαζόταν Τσούμος (ΦΕΚ 1927), ενώ λέγεται ότι πήρε το όνομά του λόγω ύπαρξης πύργου στη θέση αυτή, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η μοναδική θέση του οικισμού χαρίζει στον επισκέπτη θαυμάσια θέα προς τα Πούλιθρα, και πέρα απ’ τον αργολικό κόλπο, τις Σπέτσες και τη Σπετσοπούλα.

Ο οικισμός των Πούλιθρων , ο οποίος κατοικείται από την αρχαιότητα, με λείψανα που σώζονται ως τις μέρες μας, έχει κηρυχτεί παραδοσιακός (ΦΕΚ1998). 1


Το Πυργούδι και τα Πούλιθρα αποτελούν “εξαρτώμενους” οικισμούς, με το πρώτο να χρησιμοποιείται σαν θερινή κατοικία κοντά στις “βοσκιές”, ενώ στο δεύτερο οι κάτοικοι κατέβαιναν το χειμώνα, προκειμένου να μαζέψουν τις ελιές και να καλλιεργήσουν τη γη. Οι πεδινοί οικισμοί προϋπήρχαν, ενώ οι «Σκάλες» τα υποτυπώδη λιμάνια δηλαδή, δημιουργήθηκαν τον 18ο αιώνα αλλά κατοικήθηκαν μόνιμα μετά την απελευθέρωση. Αυτή η οικιστική οργάνωση της “διπλοκατοίκησης” είναι τυπική σε όλη την Κυνουρία αλλά και σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου2. Η σύνδεση Πούλιθρα-Πυργούδι μέχρι το 1954 που κατασκευάστηκε ο δρόμος γινόταν μέσω μονοπατιού, το οποίο αποτελούσε τμήμα του κεντρικού πλακόστρωτου μονοπατιού (καλντερίμι) που συνέδεε τα Πούλιθρα με τους γύρω ορεινούς οικισμούς (Πελετά, Αμυγδαλιά, Χούνη, Κουνουπιά, Βλησιδιά). Το μονοπάτι Πούλιθρα-Πυργούδι ανήκει στο συνολικό δίκτυο 6 σηματοδοτημένων μονοπατιών της Τοπικής Κοινότητας Πουλίθρων. Το μονοπάτι έχει συντηρηθεί ως τις μέρες μας, διέρχεται από 2 βρύσες (Πλάτανοςπαλαιά βρύση και Φραγκόπουλου) και καταλήγει σε πλάτωμα με θέα. Το πλάτωμα αυτό αποτελεί την προέκταση της αυλής ενός εκ των τριών παρόδιων σταθμών (Χάνι Φλέτουρα) που βρίσκονται στο χωριό, ενώ από εκεί ξεκινούν αρκετές πεζοπορικές διαδρομές προς τα ορεινότερα χωριά του Πάρνωνα και μέχρι την κορυφή του Προφήτη Ηλία.

Εικ.12 : Τα τρία χάνια σήμερα στο σταυροδρόμι στο Πυργούδι. Στα δεξιά το Χάνι του Φλέτουρα

2

Δημήτρης Φιλιππίδης, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Κυνουρία, Μέλισσα, 1985, σελ. 9


Εικ.13 : Η θέα προς τα Πούλιθρα και το Μυρτώον πέλαγος από το Χάνι του Φλέτουρα

Η ΛΑΪΚΗ ΔΟΜΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΝΟΥΡΙΑ Σε αυτό το σημείο κρίνεται απαραίτητη η αναφορά στην πιο απλή μορφή αγροτικής οικίας που συναντάται στην Κυνουρία, το «λαϊκό μονώροφο καλύβι». Τα αγροτικά καλύβια της περιοχής, αποτελούν τις παροδικές κατοικίες βοσκών ή γεωργών και στην πιο απλή μορφή τους στέγαζαν ανθρώπους και ζώα σε ενιαίο χώρο3. Ο πρωτόγονος χαρακτήρας τους, όπως θα περιγραφεί και παρακάτω, δείχνει ότι αυτός ο τύπος οικίας θα μπορούσε κάλλιστα να αναχθεί στην αρχαϊκή περίοδο4. Στο χτίσιμο των απλών σπιτιών, αλλά και των αρχοντικών της περιοχής, κυριαρχεί η οικοδομική της πέτρας των αρκαδικών βουνών μαζί με υλικά όπως το ξύλο, τα βυζαντινά κεραμίδια και στοιχεία από σίδηρο. Οι γραμμές είναι λιτές και οι κατασκευές ορθογώνιες και λειτουργικές, δένουν πάντοτε με το ορεινό τοπίο. Η πρωταρχική αυτή μορφή της ορεινής καλύβας, είναι παρόμοια σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδος και αποτελεί τη βάση για την περαιτέρω εξέλιξη των οικιών της περιοχής αλλά και στην προκειμένη περίπτωση, για την κατανόηση των μορφολογικών και κατασκευαστικών χαρακτηριστικών του παρόδιου σταθμού προς μελέτη (Χάνι Φλέτουρα). «Η Αρχιτεκτονική στο Λεωνίδιον», διάλεξη των: Παπαϊωάννου Κ., Παρρής Α., Κατσούλης Θ., Μαζαράκης Ι., Πετρόπουλος Φ., Κουγιουμτζόγλου Σ., ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 1967, σελ. 6 & 7 4 Δημήτρης Φιλιππίδης, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Κυνουρία, Μέλισσα, 1985, σελ. 9 3


Εικ.14 : Σκίτσο λαϊκού σπιτιού της Κυνουρίας (αρχείο σπουδ. ομάδας) Εικ. 15: Παραδοσιακά καλύβια σχεδιασμένα από τον Δ. Φιλιππίδη, σύμφωνα με τις περιγραφές του Θ. Κωστάκη. (Δημήτρης Φιλιππίδης, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Κυνουρία, Μέλισσα, 1985, σελ. 14)

Ο παραδοσιακός τύπος λοιπόν της λαϊκής οικίας στην ορεινή Αρκαδία βασίζεται στον τύπο σπιτιού που ονομάζεται «μακρυνάρι» (βυζαντινός όρος), δηλαδή πρόκειται για ένα πλατυμέτωπο σπίτι, με την κάτοψή του να έχει ορθογώνιο επίμηκες σχήμα. Σύμφωνα με τον Δ. Φιλιππίδη και τον Θ. Κωστάκη, το κτίσμα είναι σχετικά χαμηλό, έχει ξύλινη δίρριχτη ή τρίρριχτη στέγη και είναι πάντα κεραμοσκέπαστο. Έχει χωμάτινο δάπεδο, λιγοστά μικρά ανοίγματα και τζάκι στον άξονα της μιας στενής πλευράς. Εσωτερικά έχει δύο ή τρεις αναβαθμούς στο δάπεδο, ενώ αρχικά ο διαχωρισμός ανθρώπων και ζώων γινόταν με χαμηλό πεζούλι, το «μπαστούνι». Στο χαμηλότερο επίπεδο, το «κατούγι», τοποθετούνται τα ζώα και σε μια γωνιά η τροφή τους. Εκεί βρίσκεται και η είσοδος, η «εμπατή» ή «εμποκό», συνήθως στη μέση της ανατολικής μεγάλης πλευράς. Στο ψηλότερο, κατά 20-30 εκ τμήμα, μένουν οι άνθρωποι που κοιμούνται «κατάχαμα» στις δύο πλευρές της εστίας, την «φωτογωνιά» ή «παραγώνι» ή «γωνιά» ή «αγωνία». Στο εσωτερικό του χώρου αυτού υπάρχουν κόγχες για αποθηκευτική χρήση. Στα φτωχότερα σπίτια, η εστία διαμορφώνεται από μια απλή υπερύψωση του δαπέδου πάνω στην οποία ανάβει η φωτιά. Ακριβώς πάνω από αυτήν, καθ’ όλο το ύψος του προσκείμενου τοίχου, σχηματίζεται μία τρύπα (το “χανέ”), από την οποία διαφευγει ο καπνός. Στον ίδιο χώρο γίνεται το μαγείρεμα, το γεύμα, η διημέρευση και ο ύπνος5.

«Η Αρχιτεκτονική στο Λεωνίδιον», διάλεξη των: Παπαϊωάννου Κ., Παρρής Α., Κατσούλης Θ., Μαζαράκης Ι., Πετρόπουλος Φ., Κουγιουμτζόγλου Σ., ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 1967, σελ. 6 & 7 5


Σε περίπτωση που συναντάται κεκλιμένο έδαφος, το «μακρυνάρι» τοποθετείται συνήθως κάθετα στην κλίση του εδάφους, δηλαδή ο μεγάλος άξονας του είναι κάθετος στις ισοϋψείς καμπύλες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ισόγειο αναπτύσσεται σε επίπεδα και οι χώροι που βρίσκονται χωμένοι στη γη χτίζονται πάντα θολωτοί. Στο πιο εξελιγμένο τύπο αυτή της οικίας, προστίθεται ένα είδος παταριού πάνω από τον κατώτερο χώρο. Έτσι, η «φωτογωνιά» απομονώνεται από το υπόλοιπο σπίτι με έναν τοίχο, ενώ από το χώρο εισόδου μια σκάλα κατεβαίνει προς το υπόγειο και μια δεύτερη ανεβάζει στο «ανώγι», με τα κρεβάτια και τα αποθηκευτικά ερμάρια στους τοίχους. Μπορεί να υπάρχει ειδική καταπακτή, η «καταρράχτα», για την άμεση επικοινωνία των δύο επιπέδων. Εκτός από τα παραπάνω, σπανιότερα συναντάμε και τα «επιρρηματικά», μακρόστενα επίσης αλλά χτισμένα παράλληλα στις ισοϋψείς. Στην αυλή των καλυβιών υπήρχαν και άλλα βοηθητικά κτίσματα: ο φούρνος, ο απόπατος, το κοτέτσι, το κουμάσι (για τα χοιρινά), ο σταύλος (προστίθεται αργότερα), ο ληνός (πατητήρι) και η στοίβα με τα καυσόξυλα6. ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ Η λέξη “χάνι” ετυμολογικά προέρχεται από την τουρκική λέξη han (πανδοχείο), που αυτή προέρχεται από την περσική λέξη xân (Khan). Τα χάνια ήταν χώροι που προσέφεραν στέγη και τροφή σε περαστικούς ταξιδιώτες αλλά και σταύλισμα των ζώων τους γι αυτό και βρίσκονταν επάνω σε σημαντικά οδικά και εμπορικά δίκτυα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία ενός χανίου σε έναν τόπο, ήταν η ύπαρξη κοντινής πηγής, καθώς και η εξασφάλιση της προστασίας των ανθρώπων που θα κατέφευγαν σε αυτό, αφού αποτελούσαν ουσιαστικά έναν μηχανισμό μείωσης των κινδύνων του ταξιδίου κατά μήκος του οδικού δικτύου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.Συνηθως τα χάνια χτίζονταν σε απόσταση 25-30 χιλ μετξύ τους και συχνά χρησιμοποιούνταν και ως σταθμοί για να ενημερώνονται οι περαστικοί ή να αφήσουν μήνυμα για κάποιον έμπορο που θα περνούσε τις επόμενες μέρες7.

Δημήτρης Φιλιππίδης, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Κυνουρία, Μέλισσα, 1985, σελ. 14 Νίκος Τόμπρος, Παρόδιοι σταθμοί και μοναστηριακά σύνολα στον Μοριά την οθωμανική περίοδο: Χώροι φιλοξενίας και προστασίας ταξιδιωτών, “Θεολογία”, Τριμηνιαία Έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος 89ος-Τέυχος 4ον, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018 6 7


Το χάνι με την σημερινή έννοια της λέξης, δηλαδή ως σταθμός κατά τη διαδρομή, καθιερώθηκε γύρω στα 1550 από τον Ιμπραήμ βεζύρη του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566). Αρχικά, ο όρος “Χάνι” χρησιμοποιούταν κυρίως για κτίρια που περιείχαν χώρους για την διάθεση και πώληση των εμπορευμάτων των ταξιδιωτών. Το κτίσμα για την διαμονή των ταξιδιωτών ήταν μεγαλύτερο από το “Χάνι” και περιγράφεται ορθότερα με τον όρο “Καραβάν -Σεράι”. Οι ταξιδιώτες όμως περνούσαν μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στο “Χάνι” μιας και αυτό αποτελούσε τόπο εμπορικών συναλλαγών και ανταλλαγής ιδεών. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει ακόμη μια διάκριση ανάμεσα στο “Καραβάν -Σεράι” και το “Χάνι”: το πρώτο είναι κτίσμα ανεξάρτητο δεν εντάσσεται στον υπάρχοντα πολεοδομικό ιστό και βρίσκεται κατά μήκος των κύριων οδικών αξόνων της αυτοκρατορίας8. Σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών όπως οι De la Motraye, Boue, Chandler, Gouffier, ο παραπάνω παρόδιοι σταθμοί χωρίζονται σε 3 μεγάλες κατηγορίες9: α) τα καραβάν σεράγια της υπαίθρου β) τα αστικά χάνια γ) τα αγροτικά χάνια (με αυλή και χωρίς αυλή)10 Τα κτίρια των δύο πρώτων κατηγοριών ήταν λιθόκτιστα με τετράγωνη ή ορθογωνική κάτοψη και αυλή στο κέντρο. Τα τελευταία* ανεγείρονταν συνήθως σε σταυροδρόμια ή διακλαδώσεις οδών, σε όχθες ποταμών και σε τμήματα διαδρομών με μεγάλη κλίση και δύσβατα σημεία. Αυτά με τη σειρά τους, χωρίζονται σε δυο υποκατηγορίες ανάλογα με το εάν διαθέτουν αυλή ή όχι. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει αυλή, το χάνι αποτελείται ουσιαστικά από έναν κλειστό χώρο για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών και των ζώων. Τα αγροτικά χάνια αυτής της κατηγορίας αποτελούνταν από δύο συνεχόμενους χώρους, κτισμένους τον έναν πίσω από τον άλλο, με μια ενδιάμεση πόρτα για την μεταξύ τους επικοινωνία. Η είσοδος των ταξιδιωτών με τα υποζύγιά τους γινόταν μέσα από τον πρώτο χώρο, δηλαδή την “κοινή αίθουσα”. Στη συνέχεια μεταφέρονταν προς το δεύτερο χώρο, δηλαδή το στάβλο, προκειμένου να τακτοποιήσουν τα εμπορεύματα και τα ζώα τους πριν επιστρέψουν ξανά στην “κοινή αίθουσα”11.

Νίκος Τόμπρος, Παρόδιοι σταθμοί και μοναστηριακά σύνολα στον Μοριά την οθωμανική περίοδο: Χώροι φιλοξενίας και προστασίας ταξιδιωτών, “Θεολογία”, Τριμηνιαία Έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος 89ος-Τέυχος 4ον, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018 9 Νίκος Τόμπρος, Παρόδιοι σταθμοί και μοναστηριακά σύνολα στον Μοριά την οθωμανική περίοδο: Χώροι φιλοξενίας και προστασίας ταξιδιωτών, “Θεολογία”, Τριμηνιαία Έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος 89ος-Τέυχος 4ον, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018 10 Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και το υπό μελέτη Χάνι “του Φλέτουρα” (αγροτικό χάνι με αυλή και προκτίσματα). 11 Νίκος Τόμπρος, Παρόδιοι σταθμοί και μοναστηριακά σύνολα στον Μοριά την οθωμανική περίοδο: Χώροι φιλοξενίας και προστασίας ταξιδιωτών, “Θεολογία”, Τριμηνιαία Έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος 89ος-Τεύχος 4ον, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018 8


Χαρακτηριστικά χάνια της Αρκαδίας εντοπίζουμε κυρίως στις διαδρομές κοντά στην Τρίπολη. Μερικά εξ αυτών είναι το Χάνι του Σκορδά, του Κατσίμπαλη και της Πέπαινας. Τα αστικά αρκαδικά Χάνια πρόκειται για διώροφα ορθογώνια κτίρια, μήκους 20-25μ και περιφραγμένο χώρο. Το ισόγειο εξυπηρετούσε το στάβλισμα των υποζυγίων, την αποθήκευση των εμπορευμάτων, μία αίθουσα προετοιμασίας φαγητού (κουζίνα) και υποδομή διαμονής, ενώ ο όροφος αποτελούνταν από τον κοινόχρηστο χώρο και τα δωμάτια των ενοίκων. Ακόμη, από τα πιο ξακουστά Χάνια της Ελλάδας ήταν το χάνι το Εμίν Αγά και το χάνι της Γραβιάς, όπου το 1821 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος νίκησε το στρατό του Ομέρ Βρυώνη. Τα χάνια που λειτουργούσαν σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου μέχρι και τον 19ο αι, είχαν σημαντικό οικονομικό ρόλο για τις τοπικές κοινωνίες. Έκτοτε άρχισαν να μειώνονται και παρακμάζουν παραχωρώντας τη θέση τους σε καινούργους χώρους και θεσμούς υποδοχής. Τα κτίσμα τελικώς καταστράφηκαν ή ερήμωσαν είτε έγιναν σε αυτά επεμβάσεις, προκειμένου να γίνει επανάχρηση τους.

Εικ.16 Το Χάνι Ταλαγάνη, μελέτη Θ.Ε. Γκιώκα


3. Το Χάνι του Φλέτουρα ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗΣ

Εικ. 17 : Τοπογραφικό διάγραμμα που απεικονίζει το σταυροδρόμι και τα γύρω κτίρια σε σχέση με το Χάνι


Εικ. 18: Κάτοψη ισογείου και κάτοψη υπογείου


Εικ. 19: Κάτοψη στέγης. Προβάλλονται οι κορφιάδες, οι αμείβοντες και οι ελκυστήρες


Εικ. 20: Βορειοανατολική όψη

Εικ. 21: Νοτιοανατολική όψη


Εικ. 22: Βορειοδυτική όψη

Εικ. 23: Νοτιοδυτική όψη


Εικ. 24: Τομή Α-Α’

Εικ. 25: Τομή Β-Β’


Εικ. 26: Τομή Γ-Γ’

Εικ. 27: Τομή Ε-Ε’


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Εικ. 28: Τοπογραφικό διάγραμμα που απεικονίζει το σταυροδρόμι και τα γύρω κτίρια σε σχέση με το Χάνι


Το Χάνι του Φλέτουρα (ή Κατσουράνη*) βρίσκεται πάνω στο σταυροδρόμι που ενώνει τα χωριά Τσιτάλια, Κουνουπιά και Πελετά, με το Πυργούδι και στη συνέχεια με τα Πούλιθρα και ανήκει σε ένα ευρύτερο σύμπλεγμα τριών παρόδιων σταθμών. Στο σταυροδρόμι αυτό υπάρχουν τρία κτίρια. Τα δύο παλαιότερα ισόγεια κτίρια έχουν πολλά κοινά μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία, ενώ το διώροφο πρόκειται για μεταγενέστερο κτίριο και είναι το μόνο που εξακολουθεί να κατοικείται. Η ύπαρξη τριών ξεχωριστών ιδιοκτησιών, που βρίσκονταν εκεί για να ανεφοδιάζουν και να φιλοξενούν ανθρώπους και ζώα, αποτελεί ένδειξη της αυξημένης κυκλοφορίας στην περιοχή και της δυσκολίας της διαδρομής των ταξιδιωτών (πολύ ανηφορικά μονοπάτια). Στις μέρες μας, τα μονοπάτια έχουν χάσει την αρχική τους χρήση λόγω της κατασκευής οδοστρωμάτων, δεν έχουν όμως εγκαταλειφθεί, καθώς αρκετοί επισκέπτες της περιοχής ενδιαφέρονται για τις δύσκολες αλλά γραφικές, πεζοπορικές διαδρομές του Πάρνωνα. Αν και το Χάνι του Κατσουράνη είναι εγκαταλειμμένο από το 1972, φαίνεται πως οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά χρησιμοποιούν ακόμα αυτό το πλάτωμα, το οποίο βρίσκεται στην αρχή του μονοπατιού, σαν χώρο στάσης ή συνάντησης, προκειμένου να απολαύσουν τη θέα που ξεδιπλώνεται από το σημείο.

Εικ. 29: Εικόνα από το Χάνι καθώς ανεβαίνουμε τον δρόμο από τα Πούλιθρα

Το Χάνι οφείλει το όνομά του στον πρώτο ιδιοκτήτη του (Κατσουράνη «Φλέτουρα»), ο οποίος όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους κατοικώντας και δουλεύοντας σε αυτό. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του σημερινού ιδιοκτήτη, εγγονού του Φλέτουρα, το αρχικό κτίσμα που αγόρασε ο παππούς του είχε κτιστεί κάποια χρόνια μετά την απελευθέρωση, την περίοδο που υπήρχε οικονομική άνθιση στην ευρύτερη περιοχή του Λεωνιδίου.


Το κτίσμα αυτό ακολουθούσε την τυπολογία των λαϊκών καλυβιών της περιοχής: μακρόστενο, πέτρινο, δίχωρο, με τζάκι, τρίρριχτη στέγη, θολωτό υπόγειο κελάρι, είσοδο από την ανατολή και πέτρινο φούρνο στην αυλή. Η οικογένεια του, με την πάροδο των ετών και σύμφωνα με τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της, κατασκεύασε επεκτάσεις του κυρίως χώρου, υπόγεια δεξαμενή, σταύλο, πατητήρι και εξωτερικό αποχωρητήριο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του ιδίου, μέχρι και την κατασκευή του δρόμου το 1953, το Χάνι δούλευε πολύ καλά, καθώς από το σημείο αυτό περνούσαν καθημερινά αρκετοί άνθρωποι με τα ζώα τους, οι οποίοι σταματούσαν για φαγητό και νερό, ενώ όσοι είχαν μεγάλο ταξίδι διανυκτέρευαν. Το κυρίως κτίσμα στην σημερινή μορφή του αποτελείται από δύο ορθογωνικά πρίσματα ενωμένα, με υψομετρική διαφορά 1.70m, τα οποία δημιουργούν ένα επίμηκες κτίριο (21m Χ 6m). Το εσωτερικό του αποτελείται από πέντε διαδοχικούς χώρους παρατεταγμένους, οι οποίοι ενώνονται μέσω ενός διαδρόμου στην νοτιοανατολική πλευρά του κτιρίου. Η εσωτερική διαρρύθμιση του κυρίως κτίσματος ακολουθεί σε ένα βαθμό την τυπική κάτοψη των ορεινών λαϊκών καλυβιών της περιοχής. Κάθετα σε αυτό το κτίριο προσαρτάται ένας σταύλος (4.30m Χ 6.30m) με μονόριχτη στέγη, η οποία δε σώζεται σήμερα, και ένα πατητήρι (4.90m Χ 3.60m) με οριζόντιο δώμα από σκυρόδεμα. Στην εσωτερική αυλή υπάρχει παλιός πέτρινος φούρνος (2.15m Χ 2.20m) και μεταγενέστερο αποχωρητήριο από οπτοπλινθοδομή.

Εικ. 30: Απόπειρα ονομασίας χώρων. Σκίτσο σπουδαστικής ομάδας

Εικ. 31: Κωδικοποίηση χώρων και εσωτερικών όψεων


Εικ. 32: Κύρια είσοδος στο Χάνι από βορειοανατολική πλευρά

Η κύρια είσοδος στο Χάνι γινόταν από την νοτιοανατολική όψη, ακολουθώντας την τυπολογία των λαΪκών κτιρίων της περιοχής. Ο χώρος εισόδου(Χ01), διαστάσεων 3.70m Χ 4.60m, βρίσκεται στην πιο χαμηλή στάθμη του κτίσματος. Όλα τα ανοίγματα του δωματίου (πόρτα και δύο παράθυρα) είναι τοποθετημένα προς νότο και ανατολή. Στο χώρο αυτό υπάρχει κτιστό πεζούλι, ξύλινα ράφια, ντουλάπια, τραπέζια, καθίσματα και λοιπός εξοπλισμός εστίασης. Η ύπαρξη αυτών των στοιχείων επιβεβαιώνει την προφορική μαρτυρία για χρήση του χώρου σαν ταβέρνα. Από το δωμάτιο αυτό (Χ01), υπήρχε πρόσβαση στο θολωτό υπόγειο κελάρι, διαστάσεων (3.80m X 3.80m) μέσω μιας κλίμακας κατασκευασμένης από λαξευτούς λίθους πάνω στο φυσικό βράχο. Στη θέση αυτή, είχε διαμορφωθεί ειδική κοιλότητα στο βράχο, για την υποδοχή των βαρελιών και την ευκολότερη μετακίνησή τους. Η οπή που είχε δημιουργηθεί στο δάπεδο καλυπτόταν με ξύλινες σανίδες και διαχωριζόταν με κιγκλίδωμα.


Εικ. 33: Σκίτσα απεικόνισης του τοίχου Γ στον Χ01 και του τρόπου μεταφοράς βαρελιών από και προς το υπόγειο

Το επόμενο δωμάτιο (Χ02), διαστάσεων 4.00m Χ 4.60m διαχωρίζεται από τον χώρο εισόδου με ξυλόπηκτο τοίχο και βρίσκεται 80 εκ ψηλότερα. Το δωμάτιο αυτό, αρκετά σκοτεινό μιας και διαθέτει μόνο δύο ανοίγματα στη νοτιοδυτική πλευρά(βοηθητική είσοδος από το δρόμο και μικρό παράθυρο), φαίνεται πως στην αρχική φάση, όταν το Χάνι ήταν δίχωρο, αποτελούσε των χώρο διημέρευσης και ύπνου των ανθρώπων. Προς αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε διότι πέρα από τον εξοπλισμό που βρέθηκε (μπαούλα, στρώματα κλπ), διαθέτει και τα αντίστοιχα τυπικά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Στους τοίχους του συναντώνται οπές, τα λεγόμενα ερμάρια για την αποθήκευση των αντικειμένων, ενώ ο πέτρινος εγκάρσιος τοίχος που σήμερα φαίνεται να έχει ερμάριο, είχε αρχικά στη θέση αυτή τζάκι, τη λεγόμενη «φωτογωνιά». Την ύπαρξη του τζακιού επιβεβαιώνουν η προφορική μαρτυρία του ιδιοκτήτη και επιτόπιες παρατηρήσεις, όπως τα μαυρισμένα ξύλα της οροφής, όπως αυτά φαίνονται κάτω από τη βαφή, καθώς και η φθορά στο επίχρισμα στη θέση πληρώσεως της οπής του παλιού τζακιού. Ακόμη, στο δάπεδο του δωματίου βρίσκεται μια οπή, η λεγόμενη «καταράχτα», η οποία διασφάλιζε την επικοινωνία του υπογείου με την άνωθεν στάθμη. Η θέση της «καταράχτας» ακριβώς μπροστά από την πλαϊνή είσοδο, ενισχύει το συμπέρασμα πως πιθανόν λειτουργούσε σαν “εξαερισμός” του υπογείου βοηθώντας την καλύτερη συντήρηση των τροφίμων.


Εικ. 34: Θέση στον τοίχο Γ του Χ02 όπου υπήρχε τζάκι, στη θέση του οποίου σήμερα συναντάμε εντοιχισμένο ερμάριο Εικ. 35: «Καταράχτα» στον Χ02 πλησίον του τοίχου Β

Το τμήμα του κτίσματος που ανήκει στη δεύτερη κατασκευαστική φάση και βρίσκεται εν συνεχεία της πρώτης, χωρίζεται σε τρεις διαδοχικούς χώρους. Ο πρώτος εξ αυτών φαίνεται να είναι ο χώρος διημέρευσης των ιδιοκτητών, ενώ οι δύο επόμενοι, οι οποίοι είναι ανεπίχριστοι, στέγαζαν λοιπές λειτουργίες του συγκροτήματος όπως ύδρευση (δεξαμενή), σταυλισμό και αποθήκευση σανού. Ο χώρος διημέρευσης της β΄φάσης (Χ03) διαστάσεων 3.90m Χ 4.60m, βρισκόταν 50 εκ ψηλότερα από το προηγούμενο δωμάτιο, διέθετε επίσης ερμάρια στους τοίχους και ήταν διαμπερής με ανοίγματα και στις δυο εξωτερικές πλευρές του. Συνδεόταν με το κτίριο της πρώτης φάσης μέσω ανοίγματος το οποίο είχε διανοιχθεί στο νοτιοανατολικό άκρο της μεσοτοιχίας.

Εικ. 36: Τζάκι στον τοίχο Γ του Χ03. Εικ. 37: Πλευρική είσοδος στο χάνι από τον τοίχο Β του Χ03


Το διαχωριστικό ξύλινο θύρωμα διέθετε μεταλλικά στοιχεία τα οποία πιθανώς την ασφάλιζαν. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ιδιωτικό δωμάτιο της οικογένειας, το οποίο είχε και δική του είσοδο από τον δρόμο, μπορούσε να απομονωθεί από τους χώρους των επισκεπτών. Ακόμη ο διαχωριστικός τοίχος προς τα βορειοδυτικά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη και τις επιτόπιες παρατηρήσεις στην κατασκευή (κατασκευαστικοί αρμοί ορατοί από τον ανεπίχριστο Χ04), φαίνεται πως ήταν κτισμένος μεταγενέστερα, ώστε να διαχωρίσει ισχυρότερα το δωμάτιο αυτό από τους βοηθητικούς χώρους αλλά και για να μπορέσει να ενσωματωθεί σε αυτόν ένα δεύτερο τζάκι, που πιθανώς αντικατέστησε το αρχικό που βρισκόταν στο Χ02. Ο επόμενος χώρος (Χ04), όπως αναφέρθηκε είναι ανεπίχριστος (λιθοδομή ασβεστωμένη, χωρίς χρήση σοβά ως το ύψος της έδρασης της στέγης) και εξυπηρετεί βοηθητικές λειτουργίες. Συνδέεται με τον χώρο διημέρευσης (Χ03) μέσω ανοίγματος στον μεταγενέστερο τοίχο και βρίσκεται 30 εκ. ψηλότερα. Το δωμάτιο είναι επίσης διαμπερές, ενώ πρόκειται για τον μοναδικό χώρο του κτιρίου το συνδέεται με την εσωτερική αυλή. Αυτή η σύνδεση υποθέτουμε ότι συνέβαινε για λόγους λειτουργικούς, που σχετίζονται με την ύδρευση και τα ζώα. Το δωμάτιο Χ04 είναι το μικρότερο με διαστάσεις 2.90m Χ 4.60m και βρέθηκαν σε αυτό βαρέλια με λουλάκι (συντήρηση κτιρίου), εργαλεία, ξύλινα ράφια στους τοίχους του και στόμιο υπόγειας δεξαμενής. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν πως ο χώρος, εξυπηρετούσε λειτουργικές και αποθηκευτικές ανάγκες του συγκροτήματος. Η δεξαμενή ήταν θολωτή, στεγανή, με μέγιστο βάθος 2.10m και βρέθηκε σε αυτήν νερό σε αρκετά υψηλή στάθμη.

Εικ. 38: Σύνδεση του Χ04 με την εσωτερική αυλή με άνοιγμα στον τοίχο Δ Εικ. 39: Ξυλόπηκτος τοίχος στην πλευρά Γ του Χ04 και ξύλινο πατάρι Εικ. 40: Στόμιο υπόγειας δεξαμενής στον Χ04 πλησίον του τοίχου Β


Τέλος, μια ξυλόπηκτη διαχωριστική κατασκευή διαχωρίζει τον ακραίο προς βορρά χώρο του κτιρίου (Χ_05) από τους προηγούμενους. Το δωμάτιο αυτό με εμφανή λιθοδομή, διαστάσεων 4.10m Χ 4.60m, φαίνεται πως χρησίμευε για την φιλοξενία ζώων, αφού βρέθηκαν μεταλλικοί χαλκάδες στου τοίχους και πέτρινες «ταϊστρες» στις γωνίες. Διέθετε ακόμη ξεχωριστή είσοδο από το δρόμο, η οποία είχε μεγάλο φάρδος (1.10m) και από την οποία πιθανώς εισέρχονταν τα ζώα των επισκεπτών. Ακόμα είχε κατασκευαστεί ξύλινο πατάρι για την αποθήκευση σανού, το οποίο στερεωνόταν στους δύο εξωτερικούς τοίχους και συνδεόταν με τον ξυλόπηκτο τοίχο. Σε αυτόν τον χώρο βρίσκονται επίσης αρκετά ερμάρια, ενώ στον κεντρικό άξονα της εγκάρσιας βορειοδυτικής τοιχοποιίας παρατηρείται εσοχή βάθους 30 εκ καθ’ όλο το ύψος του αετωματικού τοίχου. Στη θέση αυτή, σύμφωνα με την τυπολογία των οικιών της περιοχής, υπήρχε συνήθως το τζάκι (φωτογωνιά), στην περίπτωση αυτή όμως, φαίνεται πως δεν ήταν απαραίτητη η ολοκλήρωση της κατασκευής, εφόσον εκεί διημέρευαν τα ζώα. Ένα ακόμη σημείο που μπορούμε να αναφέρουμε είναι η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας του χώρου αυτού με τον μεταγενέστερο όμορο σταύλο. Μπορούμε να υποθέσουμε για αυτό πως παραλήφθηκε το άνοιγμα για λόγους διαχωρισμού των ζώων (άλογα από λοιπά οικόσιτα ζώα ή ζώα επισκεπτών από ζώντανά των ιδιοκτητών.

Εικ. 41: Ξυλόπηκτος τοίχος Α στον Χ05 και ξύλινη σκάλα για το πατάρι

Εικ. 42: Φαρδιά είσοδος από τον δρόμο στον Χ05 μέσω του τοίχου Β και πέτρινη «ταϊστρα» στην δεξιά γωνία


4. Κατασκευαστική Ανάλυση ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Εικ. 43: Αξονομετρικό σχέδιο του κτιρίου


ΛΙΘΟΙ ΚΑΙ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ Η αποκλειστική χρήση της τοπικής πέτρας στην κατασκευή τόσο του κυρίως κτίσματος, όσο και των βοηθητικών (φούρνος, σταύλος, πεζούλες, μάντρες κλπ) καθώς και του μονοπατιού το οποίο οδηγούσε στο Χάνι, επιβεβαιώνει αρχικά την ικανότητα και την τεχνογνωσία των μαστόρων της περιοχής, στο χειρισμό του «δύσκολου» υλικού, που αποτελούσε ταυτόχρονα και το βασικό υλικό δόμησης που διέθεταν. Την πέτρα αυτή, πιθανώς να την είχαν προμηθευτεί από το ίδιο το σημείο που έχτισαν, χρησιμοποιώντας το υλικό της εκσκαφής των υπογείων χώρων. Συνεπώς όλες οι πέτρινες κατασκευές αποτελούνται από τοπικό ασβεστόλιθο είτε εν ξηρώ δομημένο είτε με τη χρήση συνδετικού κονιάματος. Η τοιχοποιία στο κυρίως κτίσμα είναι “διμέτωπη” πάχους 60-70 εκ και αποτελείται από αργολιθοδομή και ισχυρό κονίαμα. Οι λίθοι στις εξωτερικές παρειές είναι διαστάσεων 30-40x15-20εκ, ενώ το «γέμισμα» αποτελείται από μικρότερες πέτρες περίπου 10x10εκ. Το συμπέρασμα για το είδος δόμησης κατά το πάχος προκύπτει από την παρατήρηση των ερειπίων των βοηθητικών κτισμάτων, ενώ δεν είναι γνωστή η ύπαρξη διάτονων λίθων. Στην εξωτερική όψη της τοιχοποιίας, οι πέτρες είναι εμφανείς, χωρίς επίχρισμα και βαμμένες με λευκό χρώμα. Κατά τόπους συναντάται επίχρισμα που καλύπτει τους λίθους. Στις κρίσιμες θέσεις (ανοίγματα, γωνίες), οι λίθοι είναι προσεκτικά λαξευμένοι και μεγαλύτεροι, χρησιμοποιούνται δηλαδή «αγκωνάρια» και «παραγκώνια» στις γωνίες, «κατώφλια» και «ποδιές» στις θύρες και τα παράθυρα, «λαμπάδες» δηλαδή παραστάδες και «σκεπαστάρια» γύρω από τις υπόλοιπες πλευρές των ανοιγμάτων. Στο πάνω μέρος των ανοιγμάτων χρησιμοποιούνται συνήθως «αφαλοί», δηλαδή ημικυκλικές πέτρες κάτω από τα κτιστά ανακουφιστικά τόξα, ενώ συναντώνται και απλές ορθογωνικές πέτρες. Οι αρμοί είναι μικρότεροι στα σημεία με λαξευμένους λίθους (περίπου 1 εκ) ενώ μεγαλύτεροι στα υπόλοιπα τμήματα (έως 3εκ).

Εικ. 44 : Η κατασκευή του τοίχου κατά πλάτος Εικ. 45: Στις γωνίες του κτιρίου έχουν τοποθετηθεί καλύτερα λαξευμένοι λίθοι, “αγκωνάρια”


ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ | ΚΟΥΦΩΜΑΤΑ

Εικ. 46: Αξονομετρικό σχέδιο και κάτοψη εξωτερικής θύρας της βορειοδυτικής όψης, όπου διακρίνεται το παραδοσιακό “τετράξυλο” (πάνω δεξιά)

ΞΥΛΟΔΕΣΙΕΣ Στο εσωτερικό του κτιρίου, στο ύψος της βάσης της στέγης, παρατηρούνται οριζόντια επιμήκη ξύλα και οι συνδέσεις τους. Αυτά φαίνονται ολόκληρα όπου ο τοίχος είναι ανεπίχριστος ενώ, φαίνονται τμήματα τους, σε σημεία που έχει καταρρεύσει το επίχρισμα. Το σύστημα αυτό φαίνεται να έχει σχήμα Π, δηλαδή οι τοίχοι που προορίζονταν να υποδεχτούν το τζάκι δεν φαίνεται να διέθεταν ξύλα σε αυτό το ύψος, και αν υπήρχαν ξύλα, τότε αυτά ήταν διακοπτόμενα. Ακόμη, λόγω της κατάρρευσης ανώτερου τμήματος στο εξωτερικό της τοιχοποιίας της Ά φάσης, είναι φανερή η ύπαρξη δεύτερου ξύλου στο ίδιο επίπεδο. Έτσι μπορεί να γίνει η υπόθεση πως το σύστημα των «ξυλοδεσιών» είχε 2 στρώσεις στο ύψος αυτό και εξυπηρετούσε, πέραν της έδρασης της στέγης («στρωτήρες»), ένα στοιχειώδες δέσιμο του κτιρίου με σκοπό της αντισεισμική του προστασία.


Εκτός από τους «στρωτήρες» της στέγης, είναι διακριτά στις όψεις του κτιρίου, ξύλινα στοιχεία που μπορεί να αποτελούν τμήματα των σκαλωσιών κατά το κτίσιμο. Ακόμη, η ύπαρξή τους μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση πως στην στάθμη των πρεκιών υπάρχουν ξυλοδεσιές και στις δύο οικοδομικές φάσεις. Ωστόσο, αν αυτή η υπόθεση ισχύει, υπάρχει ασυνέχεια στα ξύλα και δεν αποτελούν οριζόντιο διάζωμα, αλλά περισσότερο λειτουργούν σαν ενίσχυση της τοιχοποιίας στις περιοχές μεταξύ των ανοιγμάτων. Σε ένα εκ των ανοιγμάτων, παρατηρείται εξωτερικά η απουσία λίθινου πρεκιού και ανακουφιστικού τόξου. Αντ’ αυτού, φαίνεται εξωτερικά και εσωτερικά η γεφύρωση του ανοίγματος να έχει γίνει με οριζόντια ξύλινα δοκάρια σε διάταξη το ένα δίπλα στο άλλο, το λεγόμενο «πλάκωμα».

Εικ. 47: Λεπτομέρεια του ανοίγματος που γεφυρώνεται με ξύλινο πρέκι, αντί για λίθινο (από τη σπουδαστική ομάδα) Εικ. 48: Εμφανής ξυλοδεσιά στη στάθμη έδρασης της στέγης

ΣΤΕΓΕΣ Πρόκειται για δύο τρίρριχτες στέγες με άνοιγμα 6 μέτρα και μήκος 8.5μ και 13μ μέτρα αντίστοιχα. Οι αμείβοντες είναι τοποθετημένοι ανά 45 εκατοστά περίπου πλην ορισμένων περιπτώσεων που η εν λόγω απόσταση είναι 25 ή 58 εκατοστά. Το σύστημα των στεγών αποτελείται από έναν συνδυασμό φορέων τύπου ‘Δ’ και ‘Λ’ , σε μερικούς από τους οποίους υπάρχει και ορθοστάτης. Οι αμείβοντες στο χαμηλό μέρος συνδέονται με τα ορφανά ή τους ελκυστήρες οι οποίοι (χρησιμεύουν και για την σύνδεση των ξυλοδεσιών μεταξύ τους) βρίσκονται πάνω στις ξυλοδεσιές.


Πάνω από τους αμείβοντες είναι τοποθετημένες ξύλινες σανίδες με μέσο πλάτος 20 cm χωρίς την παρουσία τεγίδων. Τελική επιφάνεια της στέγης αποτελούν βυζαντινού τύπου κεραμίδια τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός μεταλλικού συνδέσμου σχήματος “S”. Στο εσωτερικό του κτιρίου φαίνεται ότι οι ελκυστήρες από την στέγη της πρώτης φάσης και το σανίδωμα του δεύτερου χώρου (χώρος_02) ήταν ασβεστομένα. Στην μεταγενέστερη στέγη, πέραν των οριζόντιων στοιχείων που είναι ασβεστωμένα, όλα τα ξύλινα στοιχεία είναι ανεπίχριστα. Στον χώρο_03, πιθανώς λόγω του καπνού από το παρακείμενο τζάκι, είναι εμφανής ο χαρακτηριστικός μαύρος χρωματισμός στα ξύλα. Από τις φθορές που έχουν καταλαβαίνουμε ότι το ασβέστωμα γινόταν για λόγους υγιεινής αλλά και ως μια προσπάθεια προστασίας των ήδη μαυρισμένων ξύλων.

Εικ. 49:Στέγη του χώρου_05 - διακρίνονται οι ελκυστήρες, οι αμείβοντες και οι σανίδες, πάνω από τις οποίες είναι τοποθετημένα τα κεραμίδια Εικ. 50: Λεπτομέρεια στέγης - ο ελκυστήρας δεν συνδέεται με τον αμείβοντα, αλλά απλώς εδράζεται δίπλα σε αυτόν

Αξίζει να σημειωθεί πως σε τρεις φορείς τύπου ‘Δ’ το μέλος που φαίνεται σαν ελκυστήρας στην πραγματικότητα δεν συνδέεται με τους αμείβοντες , απλά εδράζεται δίπλα τους. Επί της ουσίας αποτελεί μια δοκό της οποίας τα άκρα βρίσκονται στην στέψη και η οποία συμβάλλει στατικά στην περίδεση του κτιρίου, στο ύψος των ξυλοδεσιών.


Εικ. 51: Αξονομετρική διάταξη της στέγης του κτιρίου, όπου εμφανίζονται οι διαφορετικές στρώσεις: (από μέσα προς τα έξω) οι ξυλοδεσιές, οι ελκυστήρες, οι αμείβοντες, οι σανίδες και τα κεραμίδια Εικ. 52: Σχηματική κατηγοριοποίηση των διαφορετικών φορέων της στέγης που συναντώνται στο Χάνι


ΤΖΑΚΙ Το τζάκι βρίσκεται στον τρίτο χώρο (Χ_03). Η μορφή του αποτελεί τυπικό παράδειγμα των εστιών της περιοχής με ορθογώνια κάτοψη και χαρακτηριστική καμπύλη προεξοχή στην όψη, καθώς και γείσο. Εντός του τοιχώματος υπάρχουν κατακόρυφα κεραμίδια. Είναι επιχρισμένο -από μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι ανανεωνόταν συχνά το επίχρισμα για να διατηρούνται οι πυράντοχες ιδιότητες- και στη βάση του έχει διακοσμητικά πλακίδια.

Εικ. 53: Αξονομετρικό σχέδιο, τομή και κάτοψη του τζακιού.


ΞΥΛΟΠΗΚΤΟΙ ΤΟΙΧΟΙ Στο εσωτερικό του κτιρίου υπάρχουν δύο τοίχοι με ξύλινο σκελετό «τσατμαδότοιχοι», η απόληξη των οποίων εντάσσεται στο σύστημα της στέγης. Τα κενά μεταξύ των ξύλων έχουν πληρωθεί με μικρούς λίθους και η επιφάνειά τους έχει καλυφθεί με παχιά στρώση ασβεστοκονιάματος. Η ύπαρξη αυτών των κατακόρυφων διαφραγματικών στοιχείων, τα οποία συνδέονται με την περιμετρική τοιχοποιία και τη στέγη, συνεισφέρουν στην στατική και δυναμική αντοχή του κτιρίου.

Εικ. 54: Ξυλόπηκτος τοίχος με πλήρωση από πέτρες και ξύλα

ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΝΕΡΟΥ Το χάνι διαθέτει υπόγεια στέρνα, για αποθήκευση βρόχινου νερού (χώρος Χ_04). Σύμφωνα με τον κο Κατσουράνη, η στέρνα καθαριζόταν κάθε χρόνο στου Αγίου Ελευθερίου (15 Δεκέμβρη), ώστε με τις βροχές του φθινοπώρου να έχουν ξεπλυθεί τα κεραμίδια. Επίσης η εξιστόρησή του περιλάμβανε την ύπαρξη μιας σμέρνας μέσα στο νερό της στέρνας, η οποία θεωρείται ότι καθάριζε το νερό. Πρόκειται για μία επιχρισμένη θολωτή λιθόκτιστη κατασκευή, με μέγιστο βάθος περίπου 2,15 μ. Το στόμιό της είναι κατασκευασμένο από λαξευτούς λίθους με μεταλλικό καπάκι. Το βρόχινο νερό περνούσε στη στέρνα μέσω μεταλλικής σωλήνας η οποία τρυπούσε τον τοίχο Χ_04Α και τον θόλο της στέρνας. Διατηρείται η μεταλλική σωλήνα στην εξωτερική πλευρά του τοίχου Χ_04Α καθώς και η κατασκευή της τρύπας στο πάτωμα από ειδικό κονίαμα. Μεταλλικό λούκι απορροής υδάτων βλέπουμε στη δυτική πλευρά της νοτιοδυτικής όψης. Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει το λούκι ανάμεσα στις δύο στέγες, το οποίο είναι κατασκευασμένο από κεραμίδια τα οποία είναι πλεγμένα μέσα στην τοιχοποιία.


Εικ. 55: Σκίτσο της στέρνας σε κάτοψη και τομή (σπουδαστική ομάδα) Εικ. 56: Σκίτσο της πορείας του νερού από τη μεταλλική σωλήνα προς την δεξαμενή (σπουδαστική ομάδα)

Εικ. 57: Το στόμιο της υδατοδεξαμενής Εικ. 58: Εσωτερική φωτογραφία της δεξαμενής, γεμάτη με νερό. Διακρίνεται η θολωτή κατασκευή.


5. Φάσεις κατασκευής Το Χάνι του Κατσουράνη μπορεί να είναι ένα απλό συμμετρικό κτίριο, παρουσιάζει όμως ένα ιδιαίτερο κατασκευαστικό ενδιαφέρον, σχετιζόμενο με τον τρόπο που εξελίχθηκε η μορφή του ούτως ώστε να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες των ιδιοκτητών του. Το αρχικό κτίσμα, όπως αγοράστηκε το 1875 από την οικογένεια Κατσουράνη, ήταν ένα δίχωρο καλύβι με εξωτερικό φούρνο. Φαίνεται ότι ο χώρος της εισόδου, το «κατώγι», λειτουργούσε σαν υποδοχή των επισκεπτών, πιθανώς και των ζώων τους, το υπόγειο σαν αποθήκη τροφίμων, και ο χώρος της ανώτερης στάθμης με το τζάκι, σαν χώρος διημέρευσης και ύπνου ιδιοκτητών και επισκεπτών. Μέχρι το 1890, η οικογένεια είχε ολοκληρώσει την πρώτη επέκταση του συγκροτήματος, η οποία ακολουθούσε την λογική του υπάρχοντος κτιρίου, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά: στέγη στη λιθοδομή, ξυλόπηκτοι διαχωριστικοί τοίχοι. Το κτίριο της β’ φάσης προστέθηκε κλιμακωτά, τρίρριχτη στέγη, ανοίγματα μικρά και τοποθετημένα κυρίως στα νοτιοανατολικά, τζάκι, εσωτερικά ερμάρια κάθετα στην κλίση του εδάφους και όπως προαναφέρθηκε κατασκευάστηκε για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των ιδιοκτητών. Κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση προστέθηκε και η υπόγεια υδατοδεξαμενή, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Εικ. 59: Η πρώτη οικοδομική φάση του κτιρίου σε κάτοψη και τομή (σκίτσο σπουδαστικής ομάδας)


Οι αλλαγές στην διαρρύθμιση του χώρου φαίνεται να αφορούσαν πρωτίστως την ανάγκη για διαχωρισμό των λειτουργιών σε κοινόχρηστες και ιδιωτικές, δηλαδή σε χώρους που είχαν πρόσβαση οι επισκέπτες και σε αυτούς που είχε η οικογένεια. Έτσι λοιπόν στα δύο πρώτα δωμάτια του κτιρίου της α’ φάσης βρίσκεται «το Χάνι»: στο χαμηλότερο επίπεδο παραμένει η υποδοχή των επισκεπτών και πιθανώς επεκτείνεται η λειτουργία του φιλοξενώντας μικρό «ταβερνείο» (πάγκοι, τραπεζοκαθίσματα, μεγάλα βαρέλια αποθήκευσης τροφίμων). Ο χώρος είχε άμεση πρόσβαση με το κελάρι, το οποίο λειτουργούσε σαν αποθήκη της ταβέρνας, ενώ στο ανώτερο επίπεδο, πιθανώς γινόταν η φιλοξενία των επισκεπτών που παρέμεναν τη νύχτα στο χώρο. Το κτίριο που προστέθηκε, όπως αναφέρθηκε, χωριζόταν σε δωμάτιο διημέρευσης της οικογένειας και σε βοηθητικούς χώρους, με υπόγεια δεξαμενή νερού και στάβλο για τα ζώα ιδιοκτητών και επισκεπτών.

Εικ. 60: Η πρώτη οικοδομική φάση του κτιρίου, Εικ. 61 Η δεύτερη οικοδομική φάση του κτιρίου

Παρατηρούνται κάποιες διαφορές στο κτίσιμο μεταξύ των δύο φάσεων του κτιρίου. Στη μεταγενέστερη φάση, σε αρκετά σημεία, τα μικρά κενά της τοιχοποιίας πληρώνονται με κεραμίδι. Ακόμη, στο εσωτερικό, οι τοίχοι της πρώτης φάσης είναι επιχρισμένοι, ενώ το νεότερο τμήμα της κατασκευής είναι ανεπίχριστο, εξαιρουμένου ενός δωματίου (χώρος τζακιού-«γωνιά»), όπου γίνεται διημέρευση ανθρώπων και συνεπώς έχει επιχριστεί. Τα τμήματα της λιθοδομής που παραμένουν ανεπίχριστα έχουν αδρό αρμολόγημα, με το κονίαμα να υπερκαλύπτει τις πέτρες. Όσον αφορά την σύνδεση των εξωτερικών τοίχων μεταξύ τους, να αναφέρουμε αρχικά την απουσία κατασκευαστικού αρμού, δηλαδή την εκ νέου λιθοσυμπλοκή στο σημείο επαφής των δύο φάσεων και την πιθανότητα επανάχρησης των γωνιόλιθων που υπήρχαν, σε άλλο σημείο της νεότερης κατασκευής, γεγονός που δυσχεραίνει την ανάγνωση των δύο φάσεων. Φαίνεται πως ο αετωματικός τοίχος της αρχικής φάση αποσυναρμολογήθηκε εν μέρη προκειμένου να υπερυψωθεί, και οριζόντιος πλέον, να υποστηρίξει τη νέα στέγη. Στο εσωτερικό, ο τοίχος μεταξύ των δύο φάσεων, φαίνεται να έχει κτιστεί με καλή συμπλοκή των λίθων και από τις δύο παρειές, λόγω της απουσίας ρηγματώσεων του επιχρίσματος, στις γωνίες.


Το ίδιο ισχύει και για την σύνδεση των μακρών με τους εγκάρσιους τοίχους της Α’ φάσης. Αντίθετα, οι ανεπίχριστες εσωτερικές γωνίες της Β’ φάσης φανερώνουν μέτρια εμπλοκή των λίθων. Τέλος, ο εσωτερικός λιθόκτιστος τοίχος της Β΄φάσης, που περιλαμβάνει την κατασκευή του τζακιού, φαίνεται να μην συνδέεται με τους περιμετρικούς τοίχους σε καμία από τις δύο παρειές του. Αυτό επιβεβαιώνει και την προφορική μαρτυρία του ιδιοκτήτη, πως ο τοίχος κτίστηκε μεταγενέστερα, προκειμένου να δημιουργηθεί το τζάκι. Ακόμη να σημειώσουμε πως στο πρόσθετο τμήμα του εγκάρσιου τοίχου που ενώνει τις δύο οικοδομικές φάσεις, κατασκευάστηκε λούκι από κεραμίδια τα οποία εδράζονται πάνω σε λίθους “εν προβόλω”. Το λούκι αυτό ήταν απαραίτητο, προκειμένου να συλλέγονται τα νερά της ανώτερης στέγης και να οδηγούνται στο έδαφος, χωρίς να επιβαρύνεται η κατώτερη στέγη.

Εικ. 62: Ο εγκάρσιος τοίχος ανάμεσα στις δύο οικοδομικές φάσεις έχει κεραμίδια κατά το χτίσιμό του και ενσωματωμένο λούκι από κεραμίδια “εν προβόλω” (σκίτσο σπουδαστικής ομάδας)


Στη συνέχεια, κατασκευάστηκε εξωτερικός σταύλος ο οποίος πιθανώς φιλοξενούσε μόνο τα ζώα της οικογένειας, καθώς υπήρχε πρόσβαση σε αυτόν από την εσωτερική αυλή και όχι από τον δρόμο. Το κτίσμα προσκολλάται σε αυτό της β’ φάσης, παρατηρείται κατασκευαστικός αρμός και στις δύο όψεις (από το δρόμο και από την αυλή) ενώ η στέγασή του φαίνεται να είναι μονόριχτη κεραμοσκεπή. Το κτίσμα ενώ βρισκόταν δίπλα στον σταύλο δεν είχε την δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με αυτόν. Συνδεόταν μέσα από την αυλή και την θύρα του κυρίως κτίσματος προς αυτήν. Η τελευταία φάση του κτίσματος έγινε μέσα στην δεκαετία του 1950 και σχετιζόταν άμεσα με την δημιουργία οδικού δικτύου. Τότε λοιπόν, κατασκευάστηκε το πατητήρι, το λεγόμενο «ληνό» για την παραγωγή κρασιού, το οποίο ήταν λιθόκτιστο και στεγαζόταν με λεπτή πλάκα σκυροδέματος. Ταυτόχρονα έγιναν μικρές ακόμα επεμβάσεις με σύγχρονα υλικά, όπως το αποχωρητήριο στην αυλή και το πλάτωμα από σκυρόδεμα στα νοτιοανατολικά του κτιρίου.

Εικ. 63: Οι διαφορετικές οικοδομικές φάσεις του συγκροτήματος (σκίτσο σπουδαστικής ομάδας)


6. Παθολογία Όπως έχει ήδη περιγραφεί, το Χάνι είναι ένα συμμετρικό, ορθογωνικής κάτοψης κτίριο στο οποίο υπάρχει μια ανομοιομορφία στην κατανομή των ανοιγμάτων στις δύο μεγάλες πλευρές. Βασικό ζήτημα αποτελεί η ελλιπής σύνδεση των τοιχοποιών των δύο επιμήκων πλευρών του. Επί της ουσίας, εκτός από τους ακραίους, υπάρχει μόνο ένας εγκάρσιος τοίχος που συνδέει τις δύο μεγάλες πλευρές, αυτός στο μεταίχμιο μεταξύ των δύο φάσεων. Ο δεύτερος εγκάρσιος πέτρινος τοίχος έχει κτιστεί μεταγενέστερα χωρίς λιθοσυμπλοκή, καθώς παρατηρείται κατασκευαστικός αρμός. Πέραν αυτών τα δωμάτια διαχωρίζονται από δύο τσατμαδότοιχους, οι οποίοι δεν αποτελούν συνδετικό στοιχείο, λόγω των μικρών αντοχών τους σε σχέση με την τοιχοποιία. Ακόμη χαρακτηριστική είναι και η διεύθυνση των δοκών του παταριού στον χώρο_05 με την οποία δεν εξασφαλίζεται σύνδεση των δύο επιμήκων τοιχοποιιών, καθώς τα δοκάρια είναι τοποθετημένα παράλληλα στους τοίχους. Εγγενή κατασκευαστική αδυναμία αποτελεί και ο ακραίος αετωματικός τοίχος καθώς και η τοποθέτηση των ανοιγμάτων στα άκρα των εσωτερικών τοίχων. Έτσι οι δύο μεγάλες επιμήκεις πλευρές μπορούν να κινηθούν εκτός του επιπέδου τους εφόσον οι εσωτερικοί τοίχοι δεν τις περιορίζουν, δεν επιτυγχάνεται δηλαδή η λειτουργία “κιβωτίου”.

Εικ. 64: Σχηματική απεικόνιση της σύνδεσης των τοιχοποιών, αριστερά φαίνεται με διακεκομμένη γραμμή οι δοκοί στο πατάρι του κτιρίου.

Εικ. 65: Κωδικοποίηση χώρων και εσωτερικών όψεων (Επανάληψη εικόνας 31)


Εικ. 66: Κατασκευαστικός αρμός και άνοιγμα στο άκρο του ενός εκ των δύο εγκάρσιων τοίχων Εικ. 67: Διεύθυνση των δοκών του παταριού παράλληλα με τους επιμήκεις τοίχους.

Παρατηρούνται καταρρεύσεις σε δύο σημεία: πάνω από το πρέκι της κύριας εισόδου όπου έχει καταρρεύσει το ανώτερο τμήμα της τοιχοποιίας μαζί με τμήμα της στέγης, καθώς και στην νότια γωνία του κτιρίου, στα χαμηλά σημεία του αετώματος.

Εικ. 68: Πάνω από το πρέκι της κύριας εισόδου έχει καταρρεύσει το ανώτερο τμήμα της τοιχοποιίας μαζί με τμήμα της στέγης (βλ. υπόμνημα Χ01.Α) Εικ. 69: Κατάρρευση στα χαμηλά σημεία του αετώματος (συμβολή Χ01.Β-Χ01.Γ)


Εικ. 70: Ρωγμές στην όψη της κύριας εισόδου (από δεξιά προς τα αριστερά): (1) εύρος 2 mm και μήκος 1.2m, (2)εύρος 2 mm και μήκος 1m (Χ01.Α) Εικ. 71: Ρωγμές στην βορειοδυτική όψη. Παρατηρώντας τις κατακόρυφες σχεδόν ρωγμές και τη κλίση που έχει το πρέκι του παραθύρου, συμπεραίνουμε ότι υπάρχει πιθανόν διαφορική καθίζηση. Εικ. 72: Φαίνεται η προσπάθεια για συρραφή της ρωγμής, επιφανειακά με τσιμέντο. Πρόκειται για διατμητική ρωγμή, η οποία είναι διαμπερής (Χ01.Β)

Εικ. 73: Ρωγμή με εύρος 1.5mm και μήκος 1m περίπου (Χ01.Β) Εικ. 74: (από αριστερά προς τα δεξιά): (1) Ρωγμή μάλλον από κάμψη εκτός επιπέδου (ίσως και από ώθηση της διπλανής στέγης, (2) ρωγμή με εύρος περίπου 6mm και μήκος 0.3m (Χ03.Α) Εικ. 75: Οριζόντιες ρωγμές λόγω της υγρασίας που προκάλεσε την διόγκωση των ξύλων εσωτερικά της τοιχοποιίας (Χ01.Δ).


ΣΧΕΔΙΑ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ

Εικ. 76: Παθολογία - Τομή Α-Α

Εικ. 77: Παθολογία - Τομή Β-Β

Εικ. 78: Υπόμνημα σχεδίων παθολογίας


Εικ. 79: Παθολογία - Νοτιοανατολική Όψη

Εικ. 80: Παθολογία - Βορειοδυτική Όψη


Εικ. 81: Παθολογία - Βορειοανατολική Όψη

Εικ. 82: Παθολογία - Νοτιοδυτική Όψη


7. Μεθοδολογία αποτύπωσης Η ομάδα εργασίας επισκέφθηκε την περιοχή και αποτύπωσε το παραδοσιακό κτίριο τον Δεκέμβριο του 2019, με συμβατικές αρχιτεκτονικές μεθόδους και με τη χρήση ψηφιακού χωροβάτη. Η εργασία στο πεδίο πραγματοποιήθηκε εντός πέντε ημερών, όπου έγινε συλλογή στοιχείων μέσω σκίτσων, φωτογραφιών, και προφορικών μαρτυριών. Με γνώμονα τα παραπάνω η μέθοδος που αρχικά ακολουθήθηκε ήταν η καταγραφή των όψεων, κατόψεων, τομών και επιμέρους στοιχείων με σκαριφήματα (croquis), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως υπόβαθρο για μετρήσεις και σημειώσεις. Ολοκληρώνοντας την συλλογή υλικού στο πεδίο, η διαδικασία της αποτύπωσης συνεχίστηκε με την παραγωγή ψηφιακών σχεδίων υπό κλίμακα. Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική μελέτη ώστε να κατανοηθεί ο τύπος του κτίσματος και να ενταχθεί σε έναν ρυθμό μορφολογικής έκφρασης, καθώς επίσης και να εντοπιστούν τυχόν μετέπειτα επεμβάσεις και αρχιτεκτονικές εξελίξεις. Αφού ολοκληρώθηκε η επί τόπου συλλογή στοιχείων και η σχετική βιβλιογραφία, η μελέτη συνεχίστηκε με πρόταση επέμβασης με σκοπό την διάσωση του κτιρίου ως αναλλοίωτο και αυθεντικό τεκμήριο της λαϊκής δόμησης αλλά και της ιστορίας της περιοχής. Ο στόχος της ομάδας εργασίας ήταν να αναδείξει την ιστορικότητα του χώρου και των παλαιότερων τρόπων διαβίωσης σε αγροτικό περιβάλλον, μέσα από μία νέα χρήση που να αναβιώνει και να επαναδιαπραγματεύεται στο σήμερα τον όρο «φιλοξενία» .


8. Βιβλιογραφία ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ -Δημήτρης Φιλιππίδης, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Κυνουρία, Μέλισσα, 1985 -Κωνσταντίνος Σπ. Παπαϊωάννου, Το ελληνικό παραδοσιακό σπίτι, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, 2003 -Ι.Μ. Αρβανίτη, Από τις πηγές του λαού μας, τόμ. Α΄ - Ποιητικά και Πεζά κείμενα, Αθήνα 1985. -Νίκος Τόμπρος, Παρόδιοι σταθμοί και μοναστηριακά σύνολα στον Μοριά την οθωμανική περίοδο: Χώροι φιλοξενίας και προστασίας ταξιδιωτών, “Θεολογία”, Τριμηνιαία Έκδοση τηε Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τόμος 89ος-Τεύχος 4ον, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018 ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ-ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ -«Η Αρχιτεκτονική στο Λεωνίδιον», διάλεξη των: Παπαϊωάννου Κ., Παρρής Α., Κατσούλης Θ., Μαζαράκης Ι., Πετρόπουλος Φ., Κουγιουμτζόγλου Σ., ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 1967 -«Προστασία και ανάδειξη της υλικής και άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς - Η περίπτωση της Κυνουρίας», διπλωματική της Παρασκευά Μαρίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας & Οικολογίας, 2012 -“‘Ιχνη στο τοπίο: Μια διαδρομή στη Νότια Κυνουρία”, Διπλωματική εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Φεβρουάριος 2014,Σπουδαστική ομάδα: Λάζου Χριστίνα, Νικολαϊδου Αλεξάνδρα,, Διδακτική ομάδα: Τσιράκη Σ., Βασιλάτος Π.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.