1
ΤΙΤΛΟΣ : Η βασίλισσα της αστραπής ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Δάφνη Τζαμαλή (Υακίνθου) ISBN 978-618-81422-5-1 Copyright 2015: Δάφνη Τζαμαλή (Υακίνθου) Πρώτη Ηλεκτρονική Έκδοση: Αθήνα Σεπτέμβριος 2015 e-mail: tzamali_dafni@yahoo.gr
2
Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου» Η Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου» γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Από πολύ μικρή διέθετε μια ζωηρή φαντασία και αγαπούσε να πλάθει συναρπαστικές ιστορίες. Σε ηλικία δεκατριών ετών γράφει το πρώτο της βιβλίο, διδάσκεται μόνη της το σχέδιο, ενώ παράλληλα ξεκινάει μαθήματα φωνητικής, για να ασχοληθεί με την άλλη της μεγάλη αγάπη, το κλασικό τραγούδι. Στα εικοσιπέντε, ώριμη πια, γράφει και εικονογραφεί το πρώτο της μεγάλο παιδικό μυθιστόρημα και αφοσιώνεται σταθερά στη συγγραφή. Για πρώτη φορά το 2012 εκδίδει με τις εκδόσεις Οσελότος το βιβλίο της «Αστροζαχαρένια ιστορία», που κυκλοφορεί σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία και προτάθηκε για κρατικό βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού. Το 2013 ακολουθεί το δεύτερο βιβλίο της, «Το Μάθημα του Μουρμούρα», εικονογραφημένο κι αυτό από την ίδια. Στο easywriter.gr υπάρχουν ακόμα σε ηλεκτρονική μορφή τα βιβλία της «Άλντουιν ο Σαλιγκαρούλης και η μεγάλη αναζήτηση», «Θέλω να γίνω Πρίγκιπας», «Το παιδί της δροσοσταλίδας», «Ο Κρυστάλλινος Ιππότης», «Το τραγούδι του Ελαφρούλη», «Το ευλογημένο πριγκιπόπουλο» και το παραμυθάκι σε στίχους «Μια αμαδρυάδα στη γλάστρα μου» . Επίσης έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Φυλάτος σε e-book η παιδική ιστορία «Το παραμύθι του λευκού Αρλεκίνου». Η Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου» είναι μέλος του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (greekibby). Σήμερα μοιράζει τον χρόνο της σε όλες τις διαφορετικές καλλιτεχνικές της δραστηριότητες και στα αγαπημένα της ζώα. Εξακολουθεί να μένει στην Αθήνα.
3
Η βασίλισσα της αστραπής Πολλούς αιώνες πριν, όταν είχε μεγάλη καταιγίδα, οι άνθρωποι στα βασίλεια του βορρά κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους τρέμοντας από φόβο και τα παιδιά μαζεύονταν κοντά στο τζάκι, για να ακούσουν τις ιστορίες της γιαγιάς για την βασίλισσα της αστραπής, που πετούσε μέσα στην καταιγίδα πάνω σ’ ένα άρμα που το σέρνανε στον ουρανό δυο άλογα, το ένα μαύρο σαν τον έβενο και το άλλο άσπρο σαν το χιόνι.
4
Αυτή η βασίλισσα ήταν ντυμένη σε μετάξι τόσο λαμπερό, που φώτιζε όλον τον ουρανό, είχε ένα σάκο και μάζευε τις ψυχές εκείνων που πέθαναν εκείνη τη νύχτα και δεν είχε προλάβει ο άγγελος του θανάτου να τις πάρει, για να τις οδηγήσει σε τόπους ανάπαυσης. Και ακούγανε τα παιδιά τις ιστορίες της γιαγιάς κι όταν πέφτανε στα κρεβατάκια τους τη βλέπανε στον ύπνο τους και σφίγγονταν στα σκεπάσματα φοβισμένα. Οι ιστορίες αυτές δεν ήταν ψέματα από αυτά που λένε συνήθως οι μεγάλοι, για να φοβίζουν τους μικρότερους. Η βασίλισσα πραγματικά υπήρχε και μια φορά στον αιώνα έβγαινε να μαζέψει ψυχές. Μια τέτοια νύχτα, αφού είχε γεμίσει τον σάκο της, ετοιμαζόταν να επιστρέψει στα μέρη της, όταν, περνώντας πάνω από το παλάτι του άρχοντα του τόπου, άκουσε από τον ψηλότερο πυργίσκο ένα πονεμένο κλάμα μωρού. Λίγες νύχτες πριν είχε γεννηθεί ένας νεαρός πρίγκιπας, αλλά, επειδή στη γέννα του η μητέρα του παιδιού, η αγαπημένη γυναίκα του άρχοντα, είχε πεθάνει, ο πατέρας του δεν ήθελε να τον δει στα μάτια του. Είχε βάλει λοιπόν μια παραμάνα γριά και κουφή να προσέχει το μωρό και είχε ξεχάσει την ύπαρξη του. Η βασίλισσα της αστραπής δεν είχε παιδιά κι έτσι αποφάσισε να αρπάξει τον μικρό πρίγκιπα από την κούνια του και να τον κρατήσει φυλακισμένο στο παλάτι της, ώσπου να μεγαλώσει. Πραγματικά, χωρίς να αργοπορεί, οδήγησε το άρμα της κοντά στο παράθυρο του πυργίσκου και, μόλις πήρε το μωρό, έφυγε, για να επιστρέψει στο παλάτι της. Όλα μέσα σ’ αυτό το παλάτι ήταν εκτυφλωτικά λαμπερά όπως και η ίδια η βασίλισσα και κάθε δωμάτιο είχε από έναν μεγάλο καθρέφτη. Σ’ αυτούς τους καθρέφτες φυλάκιζε η βασίλισσα τις ψυχές που έκλεβε και τις έκανε είδωλα που ούτε να μιλήσουν μπορούσαν, ούτε να θρηνήσουν για την κακή τους μοίρα. Σ’ αυτό το παλάτι ο χρόνος δεν κυλούσε όπως στον πραγματικό κόσμο. Όταν περνούσε ένας χρόνος εκεί, στον κόσμο των ανθρώπων είχε περάσει ένας ολόκληρος αιώνας. Έτσι, μέχρι να μεγαλώσει το παλικάρι, πέρασαν πολλοί αιώνες στον κόσμο και πολλές γενιές ανθρώπων ήρθαν και παρήλθαν. Πόλεμοι, λιμοί, σεισμοί όλα είχαν συμβεί. Αλλά το παλικάρι μεγάλωσε τελικά κι έγινε όμορφο σαν τον ήλιο με μαλλιά από ατόφιο χρυσάφι.
5
- Μεγάλωσες πολύ, του είπε μια μέρα η βασίλισσα της αστραπής, καιρός να κάνεις καμιά δουλειά. Μ’ αυτά τα λόγια έδωσε στον νεαρό μια σάλπιγγα και του είπε: - Να πας στη στάνη, να βγάλεις τα πρόβατα μου να βοσκήσουν και, όταν θες να τα μαζέψεις πάλι, να φυσήξεις αυτή την σάλπιγγα. Τι να κάνει το παλικάρι; Yπάκουσε. Πάει στη στάνη και τι να δει; Τα πρόβατα της βασίλισσας δεν ήταν συνηθισμένα πρόβατα. Ήταν σύννεφα που, μόλις άνοιξε την πόρτα, πετάξανε ψηλά κι αρχίσανε να ταξιδεύουν στον ουρανό. - Δεν πρέπει να τ’ αφήσω από τα μάτια μου, είπε το πριγκιπόπουλο κι άρχισε να τρέχει πίσω τους μέχρι που έφτασε σ’ ένα δάσος. Εκεί τα σύννεφα βρήκανε επιτέλους ένα κομμάτι του ουρανού που τους άρεσε και άρχισαν να βόσκουν εκεί. Τώρα τι τρώγανε, αφού ο ουρανός δεν έχει χορτάρι, μη με ρωτήσετε, γιατί δεν ξέρω να σας απαντήσω.
6
Έτυχε εκείνη την ημέρα η κόρη του ηγεμόνα που κυβερνούσε εκείνον τον τόπο να έχει βγει και να γυρίζει στο δάσος. Δεν ήταν μεγαλύτερη από δέκα χρονών, αλλά τα μαλλιά της ήταν σαν καταρράκτης από ασήμι. Κανένας δεν ήξερε γιατί είχε γεννηθεί έτσι, αλλά ένας αστρολόγος είχε προβλέψει ότι θα πάρει ένα πριγκιπόπουλο όμορφο σαν τον ήλιο με χρυσά μαλλιά. Όταν το κορίτσι είδε τον πρίγκιπα εκεί, τον πέρασε για κοινό βοσκόπουλο. - Ε παλικάρι, του είπε, τα πρόβατά σου σκορπίσανε. Τι περιμένεις εδώ; Tρέξε να τα ψάξεις! Ο πρίγκιπας δεν απάντησε, κοίταξε μονάχα τα σύννεφα στον ουρανό και αποκρίθηκε: - Mην ανησυχείς ελόγου σου και τα πρόβατα μου δε σκορπίσανε κι όποτε θέλω τα μαζεύω. Παραξενεύτηκε πολύ το κορίτσι από τα λόγια του και γύρισε στο παλάτι ζητώντας από τους σοφούς να της τα εξηγήσουν, κανένας όμως δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει το νόημα τους. Κι ο πρίγκιπας, αφού τα συννεφοπρόβατα βόσκησαν αρκετά, φύσηξε την σάλπιγγα κι αυτά συνάχτηκαν και τον ακολούθησαν ήμερα, ως το μαντρί της βασίλισσας της αστραπής. Όμως το παλικάρι είχε ήδη αποφασίσει ότι, όταν το κοριτσάκι θα μεγάλωνε, θα γινόταν γυναίκα του. Πάει, λοιπόν, στη βασίλισσα της αστραπής και της λέει: - Θέλω να παντρευτώ και βρήκα και τη γυναίκα. Να μου δώσεις δώρα, να πάω να τη ζητήσω απ’ τον πατέρα της. - Βρε κακορίζικε, είπε θυμωμένη η βασίλισσα, ακόμα δεν βγήκες απ’ το αυγό και μου θες και γυναίκα; Όμως το παλικάρι δεν άκουγε τίποτα κι έτσι στο τέλος η βασίλισσα υποχώρησε. Του ’δωσε λοιπόν δώρα και τον έστειλε να ζητήσει τη βασιλοπούλα. Κι ήταν τα δώρα αυτά μαγικά: ένα κουβάρι με χρυσή κλωστή που ποτέ δεν τελείωνε, ένα ποτήρι που, όσο και αν το γέμιζες δεν ξεχειλούσε, κι ένα πιάτο με φαγητό που ποτέ δεν άδειαζε. Μόλις ο βασιλιάς είδε τον πρίγκιπα και πρόσεξε ότι τα μαλλιά του ήταν από ατόφιο χρυσάφι, αμέσως κατάλαβε ότι είχε έρθει για την κόρη του που στο μεταξύ, καθώς ο χρόνος στο παλάτι της αστραπής κυλούσε διαφορετικά, είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια πανέμορφη κοπέλα με ασημένια μαλλιά. 7
Είδε τα δώρα που είχε φέρει το αγόρι ο βασιλιάς και τα βρήκε πολύ του γούστου του. Έτσι τα έδωσε στην κόρη του για προίκα, την πάντρεψε με τον νεαρό κι έπειτα τα δυο παιδιά φύγανε και πήγανε να κατοικήσουνε με τη βασίλισσα της αστραπής, γιατί αυτόν τον όρο είχε βάλει για ν’ αφήσει τα παιδιά να παντρευτούν. Όμως, μόλις είδε την κοπέλα που ήταν τόσο όμορφη, ζήλεψε κι άρχισε από εκείνη την ημέρα να τη βάζει να κάνει ένα σωρό δουλειές, τόσο που η καημένη η κοπέλα κόντευε να λιώσει. Στο τέλος πιάνει το παλικάρι και του λέει: - Δεν αντέχω άλλο να μείνω εδώ με την βασίλισσα. - Ούτε κι εγώ θέλω να μένω πια μαζί της, είπε ο χρυσόμαλλος πρίγκιπας. Με μεγάλωσε, αλλά ούτε αυτή μ’ αγαπά, ούτε εγώ τη βλέπω σαν μάνα μου. Χωρίς αργοπορία την ίδια νύχτα τα παιδιά βγήκανε από το παλάτι και πήγανε στον στάβλο που είχε η βασίλισσα τα αλόγατα της και καβάλησε το παλικάρι το μαύρο άλογο και η κοπέλα το λευκό και φύγανε. Όταν η βασίλισσα κατάλαβε ότι τα παιδιά το είχαν σκάσει και μάλιστα κλέβοντας τα άλογα της, φρύαξε. Πάει λοιπόν σ’ ένα από τους μαγικούς της καθρέφτες κι εκεί μέσα βλέπει τα δυο παιδιά να καλπάζουνε μακριά. - Θα σας φτιάξω εγώ, λέει τότε και μεμιας αρχίζει να κλαίει και τα δάκρυα της πέσανε μέσα στον καθρέφτη και γίνανε χείμαρρος ορμητικός που ρίχτηκε να πνίξει τα παιδιά. - Τώρα τι κάνουμε; είπε ο πρίγκιπας
8
.
Όμως η Aργυρομαλλούσα, γιατί έτσι τη λέγανε την κοπέλα, είχε έτοιμη τη λύση. Βγάζει με μιας το ποτήρι που ποτέ δεν ξεχειλούσε όσο και να γέμιζε και το βάζει στον δρόμο του χειμάρρου και μ’ αυτό μάζεψε όλα τα νερά. Το βλέπει η βασίλισσα από τον καθρέφτη της και γεμίζει θυμό. Χτυπάει κάτω το πόδι κι αμέσως η γη σπάει κι ανοίγεται μπροστά στα παιδιά ένας γκρεμνός και πώς να τον κατέβουν; Πάλι όμως η κοπέλα είχε τη λύση. Βγάζει το χρυσό κουβάρι και δένει τη μια του άκρη σ’ ένα δέντρο και ρίχνει το άλλο στον γκρεμό. Γαντζώνονται λοιπόν τα παιδιά και κατεβαίνουν, χωρίς να πειραχτεί ούτε 9
μια τρίχα από το κεφάλι τους. Τώρα είχαν να περάσουν μονάχα ένα δάσος και θα είχανε ξεφύγει από την εξουσία της. Το είδε η βασίλισσα της αστραπής και μόνο που δεν έσκασε από το κακό της, αλλά δεν έλεγε και ν’ αφήσει τους δυο νέους να της ξεφύγουν. Ανοίγει το στόμα της κι από μέσα βγαίνουν φλόγες και ξεσπάει στο δάσος μια πυρκαγιά τρομερή που απειλούσε να κάψει τους δυο νέους. - Αμ δε που θα σου περάσει, λέει η τετραπέρατη κοπέλα και βγάζει το ποτήρι της και χύνει στη φωτιά όλο τον χείμαρρο που είχε μαζέψει νωρίτερα, ώσπου δεν έμεινε ούτε μια σπίθα. - Έτσι μου ’σαι; είπε η βασίλισσα της αστραπής, από τον δράκο όμως δεν θα γλυτώσεις. Πραγματικά δεν είχαν προχωρήσει λίγο η πριγκίπισσα και το πριγκιπόπουλο και μπροστά τους ξεπηδάει ένας αγριάνθρωπος δυο μέτρα, ένας δράκος του δάσους, κι ετοιμάζεται να τους κάνει μια χαψιά. Τώρα ήταν σειρά του νεαρού πρίγκιπα να σκεφτεί κάτι. - Άκου! του λέει. Θα καθίσουμε στο τραπέζι και θ’ αρχίσουμε να τρώμε. Εσύ θα φας από το πιάτο μου κι εγώ από το δικό σου κι όποιος τελειώσει πρώτος θα είναι ο νικητής. Κοιτάζει ο δράκος το παλικάρι, που ήταν μια σταλιά μπροστά του, σκέφτεται ότι δεν έχει καμιά ελπίδα να τον νικήσει και δέχεται. - Αν νικήσεις, λέει το παλικάρι, θα μας φας. Αν όμως νικήσω εγώ, θα κάτσεις να σου πάρω το κεφάλι. - Σύμφωνοι, λέει ο δράκος. Και κάθονται στο τραπέζι κι αρχίζουν να τρώνε ο ένας από το πιάτο του άλλου. Όμως το παλικάρι ήταν έξυπνο και είχε δώσει στον δράκο το πιάτο που ποτέ δεν άδειαζε. Έτσι τελείωσε πρώτο. Και ο δράκος, σκασμένος από το φαί, συνέχιζε να προσπαθεί να αδειάσει το πιάτο. Αφού λοιπόν το είχαν συμφωνήσει, το παλικάρι αποκεφάλισε τον δράκο και πέρασε με την κοπέλα έξω από την επιρροή της βασίλισσας της αστραπής και δεν μπορούσε πια να τους πειράξει. Κι εκείνη θύμωσε τόσο που έσκασε και γέμισε ο ουρανός αστραπές. Και βγήκαν από τους καθρέφτες οι ψυχές που είχε φυλακίσει από τα αρχαία χρόνια κι αποκτήσανε σάρκα και οστά και γίνανε ένας λαός που το μόνο που του έλειπε ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα για να τον κυβερνά. Στείλανε λοιπόν απεσταλμένους και βρήκαν τα δυο παιδιά και τα παρακάλεσαν να έρθουν πάλι στο παλάτι της αστραπής που 10
τώρα είχε γίνει συνηθισμένο παλάτι και να κυβερνήσουν εκεί ευτυχισμένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους. Έτσι και έγινε. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
11
Αυτό το παραμύθι με παραδοσιακή δομή μας μιλά για τη βασίλισσα της αστραπής, που φυλακίζει τις ψυχές στο λαμπερό παλάτι της, για τον πρίγκιπα με τα χρυσά μαλλιά, που στο πλευρό της σοφής αγαπημένης του, αψηφά την εξουσία της με τα μαγικά του δώρα και για τον θρίαμβο του θάρρους και της καλοσύνης.
ISBN 978-618-81422-5-1
12