Askhseis akribeias

Page 1

ΝΙΚΟΣ ΠΕΡΠΕΡΑΣ (ΜΕΤΑΦΤΣΗΣ) ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ

Ηλεκτρονική Έκδοση ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

2014



ΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ

Τα τέρατα παραφυλούσαν στο σκοτάδι Τα μάτια τους σιδερογροθιές Τα δόντια τους χοντρά λοστάρια Τα σώματά τους τετράγωνοι κορμοί δέντρων Με χέρια αναπεπταμένες σβάστικες. Τα νιάτα τους μυρίζαν χλωροφόρμιο. Αλίμονο σ’ αυτόν που έπεφτε μπροστά τους Και ήταν λίγο μελαμψός, πεινασμένος κι ανήμπορος Αν είχε στην τσέπη του φυλλάδιο ξενιτιάς Και χαρτί απορίας Αν είχε εξάρτηση από κάποια ορφανά μεροκάματα Αν ήταν γενικά Αρχάγγελος της μιζέριας. Τα μάτια τους τον μάτωναν Τα δόντια τους τον ανασκολόπιζαν Τα σώματά τους έλιωναν με λύσσα την ψυχή του.


Αργότερα μετέφεραν τον τρόμο και στα σπίτια Έμπαιναν μέσα τα θεριά Και χτυπούσαν αλύπητα τους ανίκανους νοικοκύρηδες Τους ανυπόταχτους καταστηματάρχες Τους ελεεινούς ανταγωνιστές Των ειδώλων τους.

Κι αυτό βέβαια Όσο κι αν δεν το περίμενε κανείς Ήταν αναπόφευκτο Αφού το καλύτερο κρησφύγετό τους Ήταν ακριβώς τα σπίτια μας και το μυαλό μας…

(11 Φλεβάρη 2013)


ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ

Καθόταν στο παγκάκι της πλατείας Και αναπολούσε το παρελθόν Είχε χαθεί Μέσα σε μια πολύχρωμη δέσμη εικόνων Δεν ένοιωθε πια ευτυχής… Είχε μεγαλώσει σε μια φάρμα Με κατσίκια, με κότες και λογής κατοικίδια Με ένα άλογο και στέρνα με βατράχια Είχε σκαλίσει με τα χέρια του Τα τρυφερά μποστάνια Είχε σκαρφαλώσει στα οπωροφόρα δέντρα Πιο ψηλά κι απ’ τ’ αηδόνια Για να δρέψει καρπούς.

Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι Δίπλα του μια κερασιά Πλησίασε Έκανε να κόψει ένα κεράσι Μάταια. Η κερασιά ήταν κατάφορτη Από χιλιάδες πολύχρωμα ζευγάρια


Γυαλιά μυωπίας. Φόρεσε ένα Αλλά τίποτε Δεν μπορούσε πια να πετάξει.

(14 Φλεβάρη 2013)


ΣΑΓΗΝΗ

Τον είχαν εξουθενώσει Οι φοβερές συντροφιές Τα μοιραία τραύματα Η συντριβή των οραμάτων Και η ημιθανής εντροπία της λογικής. Μπήκε σκεπτικός στο δωμάτιο Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο Το πρόσωπό της έλειπεΊσως ήταν αόρατο ή είχε χαθείΈβλεπε όμως το καλογυμνασμένο Γυμνό κορμί της Τα υπέροχα στήθη της Τα μακριά πόδια της Το πυκνό εφήβαιο να λάμπει Συνδαυλίζοντας το χαμηλό φως. Έκανε ακόμη ένα βήμα. Πάνω στο γυμνό κορμί Σπαρμένα χιλιάδες αγκάθια Οι πόθοι του!

(14 Φλεβάρη 2013)


ΕΙΣ’ ΜΝΗΜΗΝ… Στα παιδιά που χάθηκαν στη Λάρισα Τα σκυλιά αλυχτούσαν σα λύκοι Έσπερναν τρόμο Στο μικρό χιονισμένο μονοπάτι Που είχε αφορίσει το φως. Η άνοιξη δεν είχε βλαστήσει ακόμη…

Αυτός μόλις είχε προσπεράσει τ’ αστέρια Σαν ένας συνειρμός πυγολαμπίδας Είχε εξακοντίσει την ψυχή του Στη θλάση της ανάγκης. Φτωχός και άνεργος Όπως ένα ξέσκεπο ερημικό ταβάνι Στην άγρια αμεριμνησία του δειλινού. Εξαργύρωνε τώρα τις αντιστάσεις του Και τη μοναξιά του Διαβάζοντας τις νύχτες «Το μανιφέστο του Σουρεαλισμού» Του Αντρέ Μπρετόν. Ίσως να έβρισκε εκεί κάποιες εξηγήσεις Για το παράλογο που τον περιτριγυρίζει.


Κουρασμένος απ’ τους μύθους και τους συμβολισμούς Φόρεσε την τριμμένη πανοπλία του Και άνοιξε δειλά την τηλεόραση. Εκείνη τη στιγμή οι «Ειδήσεις» Παρουσίαζαν την τραγωδία Με το θάνατο κάποιων νέων φοιτητών Που στον καιρό του ψηφιακού παράδεισου Άναψαν μαγκάλι για να ζεσταθούν!

Σε λίγο στα «παράθυρα» της οθόνης Θα έβγαιναν κάποιοι γραβατωμένοι κύριοι Δίχως πρόσωπο και δίχως βλέμμα Για να συλλυπηθούν τις οικογένειες των θυμάτων Και προ πάντων για να εξηγήσουν ψυχρά Ότι τα νούμερα της εθνικής οικονομίας πάλι δε βγαίνουν Και μάλλον θα χρειαζόταν Νέα επώδυνα μέτρα για όσους ακόμη ζουν.

Τι να σου κάνουν; - μονολόγησε Άνθρωποι είναι κι αυτοί. Άνθρωποι Με καρδιά τουλάχιστον δώδεκα ίππων… (3 Μάρτη 2013)


ΜΕΣΟΛΛΟΓΓΙ Στον Γιώργο Πετρόπουλο

Με αιχμηρά καρφιά ο ήλιος ανατέλλει Πάνω απ’ τις καθημαγμένες πόλεις Τις πόλεις Με τα ακρωτηριασμένα όνειρα Με τις σκουριασμένες μηχανές των εργοστασίων Με την καμένη γη της αθωότητας Με τους πωρωμένους οσφυοκάμπτες της αδιαφορίας Με τους καθωσπρέπει αλήτες Και τους κήρυκες Μιας ανεξέλεγκτης ημιθανούς εξουσίας.

Τίποτε δεν είναι όπως πριν Στον κυκεώνα Μιας αναλώσιμης και ανέφελης δικαιοσύνης Που υψώνει αντοχές αλληλεγγύης Μπροστά στον τυφώνα της δυστυχίας Στις πόλεις Με τις ατέλειωτες ουρές Για δυο κιλά πατάτες Για ένα κιλό πορτοκάλια


Για μισό κιλό ρύζι Να φτερουγίζουν από χέρι σε χέρι Σαν αποδημητικά πουλιά Που δεν ξέρουν αν θα επιστρέψουν Στο βιότοπο της φυγής τους.

Τίποτε δεν είναι όπως πριν Ο εγωισμός της ανάγκης Είναι πολύ πιο δυνατός Απ’ τον ιδεαλισμό της ελπίδας. Πού να βρεις τώρα πια Την οξυδέρκεια των ταξιδιών; Πώς να τρυγήσεις την άνοιξη Σαν γητευτής καρδιολάγνος; Πώς να ντυθείς αντάρτης Ιχνηλατώντας την έξοδο του νέου Μεσολογγίου Που σε προσπερνά;

(7 Μάρτη 2013)


ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ Στο γιο μου Σπύρο

Χτύπησε ζωηρά το κουδούνι Χωρίς να τον ακούσουνΛες και τον κάλεσαν αγάλματα κωφών. Μα αυτός είχε μαζί του το μυστικό κλειδί. Ανέβαινε τώρα τα σκαλιά ένα-ένα Τα σκαλιά που έτριζαν Από φόβο και πάθος Τα μαγικά σκαλιά Που τον ωθούσαν να διεκδικήσει Όλα αυτά που ποθεί.

Η αυτοπεποίθηση Είναι τελικά μια μεταβλητή Με πολλούς εξημερωμένους δυνάστες αριθμούς. Πρέπει να πάρει κανείς υπόψη του Μια σειρά από αστάθμητους παράγοντες Ένα πλήθος από άγνωστους Χ Σε δυσεπίλυτες εξισώσεις Ελιγμών, αντοχών και συναισθημάτων Που μπορούν να καθορίσουν το σήμερα


Ή και το απώτερο μέλλον Για να λύσει το πρόβλημα. Το οποιοδήποτε πρόβλημα. Που βάζει μπροστά του η ζωή.

Η αυτοπεποίθηση Πάντα κερδίζει Ακόμη κι αν χάσεις, δε θα χαθείς…

(13-14 Μάρτη 2013)


ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ Στην κόρη μου Δήμητρα

Η μικρή μου κόρη λατρεύει τη ζωγραφική Στο σχολείο της φτιάχνει Κάτι εύφορα δέντρα, πολύχρωμα πουλιά Άλογα και δελφίνια. Πολλές φορές βάζει στα φρούτα και λαχανικά Στόμα, μύτη, μάτια και μαλλιά Έτσι που με μιας ζωντανεύουν Αποκτούν φλέβες, αισθήσεις, αναπνοή Αναζητούν την απόδραση Απ’ το γυαλιστερό χαρτί.

Η μικρή μου κόρη Δε ζωγραφίζει ποτέ της καράβια Ίσως γιατί θέλει να τα βλέπει μόνο στον ύπνο της Να την ταξιδεύουν σ’ άλλες θάλασσες Σ’ άλλα μέρη, σ’ άλλους ουρανούς Πιο μακρινούς Και πιο όμορφους απ’ τη χλωμή αλήθεια…


Η μικρή μου κόρη συνέχεια με ρωτά Γιατί δεν μπορούμε να πάμε Εκεί που μας δείχνουν τα όνειρά μας Να ζήσουμε, έστω, εδώ Όπως τα όνειρά μας μας προστάζουν; Όμως εγώ δεν έχω απάντηση… Μόνο που κάποιες φορές Αμφιβάλλω με τον εαυτό μου Και ντρέπομαι Που δεν μπορώ να αντικαταστήσω Τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια της Το τριμμένο της πανωφόρι Να της αγοράσω τις αγαπημένες της σοκολάτες…

Αλήθεια Ποιος θα της το πει Πως οι ζωγραφιές είναι πιο όμορφες Ακριβώς επειδή είναι ψεύτικες Κι επειδή – τις περισσότερες φορές – Κρύβουν μέσα τους Όλα αυτά που ποθούμε;


Μακάρι να μπορούσε ν’ αλλάξει ο κόσμος Με μια απλή μαγική πινελιά! Κοιμήσου τώρα, μωρό μου Καληνύχτα Κοιμήσου, να ονειρευτείς…

(17 Μάρτη 2013)


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Οι περισσότεροι θεοί γεννήθηκαν εδώ Εδώ κι αλλαξοπίστησαν Καθώς ο ήλιος εμβόλιζε το φόβο Κι η θάλασσα ωρίμαζε τη γνώση.

Τα περισσότερα φεγγάρια εδώ μεσουρανούν Εδώ που οι έρωτες Λαμπιρίζουν στο σκοτάδι Κι ύστερα πίνουν τον καρπό Της αιώνιας εφηβείας. Εδώ που οι κατατρεγμένοι Πάντα θα βρουν μια σπηλιά για να κρυφτούν Και μια αμμουδιά να ξαποστάσουν. Εδώ που οι άφρονες και οι προσκυνημένοι Δε θα ησυχάσουν ούτε στον ύπνο τους Καθώς οι ερινύες Θα τους μαστιγώνουν τα πλευρά.


Τα ομορφότερα θαύματα λάμπουν εδώ Εδώ που ξέχειλη η ευφυία Εξημέρωσε το μάρμαρο, την πέτρα και το σίδερο Αποκρυπτογράφησε το κάλλος Ανακάλυψε τις πηγές της συμμετρίας Συμφιλίωσε την ανάγκη με το μεγαλείο Την αξιοσύνη με την ταπεινότητα Την ανδρεία με το ήθος.

Οι αγριότεροι πόλεμοι ξεσπούν εδώ Εδώ που εμείς ταχθήκαμε Να διακονούμε την ειρήνη Ξοδεύοντας κάθε ικμάδα και το μόχθο μας Για τρία μόνο ευλογημένα αγαθά Το σιτάρι, την ελιά και το σταφύλι…

(20 – 21 Μαρτίου 2013)


ΔΙΔΑΧΗ

Δεν αρκεί μόνο να προβλέπεις σωστά Οι επί γης προφήτες Είναι άλλωστε τις περισσότερες φορές Άλλοτε ταγοί και άλλοτε σαρδανάπαλοι.

Το θέμα είναι Όταν τις προβλέψεις σου Τις επιβεβαιώνει η ίδια η ζωή Εσύ να μην είσαι αποστάτης…

(25 Μάρτη 2013)


ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Περιμέναμε… Να ξημερώσει περιμέναμε Μα ήταν μακριά η νύχτα Που μας κάρφωνε στο σταυρό Κι έκρυβε μέσα της μαλάματα Θησαυρούς αναρίθμητους Χρυσοποίκιλτους καμβάδες παραμυθιών Ονειρώξεις αγγέλων Φιλόξενες αυταπάτες Ανάρμοστες συμπεριφορές ευτυχίας Που αυθόρμητα μας ταξίδευαν Στο λαβύρινθο της αυτοεκτίμησης.

Περιμέναμε… Να ξημερώσει περιμέναμε Με δυο κεριά αναμμένα Σαν είλωτες ανυπόταχτοι Σαν έφηβοι λωτοφάγοι Μήπως και αναστηθούμε Με το πρώτο φως της ροδαυγής.


Η ελπίδα μπορεί να πυρπολήθηκε Μα δεν απανθρακώθηκε εντελώς!

(27 Μάρτη 2013)


ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ

Όλοι έχουν καλή ψυχή κατά βάθος. Μόνο που έρχονται στιγμές Που δεν μπορούν να τ’ αντέξουν Που δεν θέλουν να το πληρώσουν Ούτε να πληγωθούν Όταν τους παρασέρνει η ψυχρή λογική Σε ενοχές αναπόδραστες Κι αναπτύσσεται μέσα τους Ο ίκτερος των συμβιβασμών.

Αυτό, λοιπόν, το «κατά βάθος» Πόσο με εξοργίζει Και πόσο με ωριμάζει Κατά βάθος…

(30 Απρίλη 2013)


ΤΟ ΒΑΘΥ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ Μπαλκόνι απλωμένο στη θάλασσα Ψυχές αρματωμένες με φως Κι ένα δίχτυ Για να ψαρεύουν τα πάθη. Στη στεριά σε καλούν οι αγέννητοι Στα βαθιά Σε καρτερούν οι δισεγγονές του Ποσειδώνα Και συ που προσκυνάς μοναχά την αλήθεια Βυθίζεσαι αύτανδρος Στην τρικυμία ενός ακήρυχτου πολέμου Με μια ζωή που δε χόρτασες Που κράτησε Όσο μια λάμψη φαναριού ανεμότρατας…

(4 Μάη 2013)


ΩΣΕΙ ΠΑΡΟΝΤΕΣ

Κάθονταν ήρεμοι στην πλατεία του χωριού Κάτω απ’ τα επτά αιωνόβια πλατάνια Έπιναν τσίπουρο και καφέ Ταϊζοντας τ’ αγριοπερίστερα Που τιτίβιζαν στο χείλος του μεγάλου πηγαδιού. Αγνοούσαν τον εαυτό τους Απορούσαν με την απουσία τους Κουβέντιαζαν μόνο για τον καιρό Αντάλλασσαν άνοστες φιλοφρονήσεις Γιατί κάτι έπρεπε να κάνουν Κάτι έπρεπε να πουν Για να μη νοιώθουν μόνοι…

Πρώτα πέρασαν κάποιοι αλαφιασμένοι νεαροί Με δερμάτινα σχισμένα ρούχα Πάνω σε αόρατες μοτοσικλέτες. Μετά ήρθε η σειρά των ξωμάχων Που εγκαταλείπαν άρον – άρον Τις στάνες και τα χωράφια τους Κι έτρεχαν με βιάση να κρυφτούν στη μεγάλη σπηλιά Πάνω στην πλαγιά με τα πυκνά κυπαρίσσια.


Ύστερα χάζευαν τα άλογα και τα μουλάρια Να τρέχουν χωρίς αναβάτες εδώ και κει Που, σαϊτεμένα λες, έμοιαζαν να μην πατούν στο χώμα. Στο τέλος πέρασαν οι προεστοί Αμίλητοι, ανέκφραστοι κι απορημένοι Κρατώντας μόνο έναν στραπατσαρισμένο χρυσό θυρεό. Ήταν οι μόνοι που δεν ήξεραν πού να πάνε…

Την άλλη στιγμή Αντίκρισαν τους επιδρομείς Να ξεπεζεύουν απ’ τα σκονισμένα τζιπ και τ’ άρματά τους Η μορφή τους απόκοσμη Το βλέμμα τους αγριεμένο Οι καρδιές τους αμόνια. Τους είδαν να ρημάζουν τα σπίτια τους Να λεηλατούν Να υψώνουν ξένες σημαίες στα μπαλκόνια Να απολαμβάνουν τον όλεθρο Να φεύγουν αφήνοντας πίσω τους Ένα ναρκοπέδιο από στεναγμούς.


Αυτοί παρακολουθούσαν αμίλητοι Εξακολουθούσαν να ρουφούν τον καφέ τους Αδιάφοροι, αμέριμνοι Εσωστρεφείς κι αποσβολωμένοι. Σα να μη συμβαίνει τίποτα.

Ο τρόμος της ενοχής Δεν τους είχε κυριεύσει ακόμα…

(15 Μάη 2013)


Ο ΓΕΡΟΦΟΙΝΙΚΑΣ

Γέρασα λαθρεπιβάτης της οδύνης. Όταν κοίταξα πίσω μου Είδα μια μοναχική φοινικιά Μέσα στην έρημο Συντροφιά με τ’ αστέρια Να τη δέρνει ο άνεμος Να την καίει ο ήλιος Να την αλλάζει ο χρόνος Να διψά Για λίγο νερό κι αγάπη…

(9 Ιούνη 2013)


ΧΑΜΕΝΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Ακριβή μου ταυτότητα Σ’ έχασα στο γκισέ κάποιου Ταμείου Κι ακόμη σε ψάχνω Σε σκιερές πλαγιές Σε τρικυμισμένες θάλασσες Σε αιωνόβια δάση Σε στραγγισμένες στέρνες Και σε παραφρονημένες πόλεις. Ακόμα σε ψάχνω Ανάμεσα σε συνοφρυωμένους ανθρώπους Και μανιασμένους λύκους Ανάμεσα σε ξέφρενες εξουσίες Και ανελεύθερες ιδεοληψίες Ανάμεσα σε μεταλλαγμένα οράματα Και ερμαφρόδιτες αποφάσεις.


Ακριβή μου ταυτότητα Ξόδεψα ως τώρα δυο γενιές Για να σε βρω Μα δεν σε βρήκα. Ίσως γιατί Μ’ όλα τούτα εγώ δεν ταιριάζω…

(9 Ιούνη 2013)


ΑΝΔΡΕΙΑ

Η ανδρεία ανασαίνει Μόνο απ’ τις ρίζες. Φανερώνεται μόνο όταν προκληθεί Να αγγίξει το θάνατο Αναζητώντας μια πιο όμορφη ζωή. Κοιμάται μόνο Όταν θέλει να ονειρευτεί Την καλλιπλόκαμη κόρη της Δικαιοσύνης. Υποκλίνεται μόνο όταν βρεθεί Ανάμεσα σε ρωμαλέες Κι άδολες ψυχές.

Η εποχή μας Όπως, ίσως, και κάθε παλιότερη εποχή – Μισεί την ανδρεία!

(9 Ιούνη 2013)


ΣΥΝΑΞΗ ΠΟΙΗΤΩΝ

Αρκετοί "ποιητές της ήττας" Συγκεντρωθήκαν απόψε εδώ Στη ρημαγμένη γωνιά του σπιτιού μου. Στην αρχή Ο καθένας έδειχνε τις πληγές του Κι εξιστορούσε τα μαρτύριά του Ύστερα Κοινωνούσε μ' ένα ποτήρι κρασί τις ελπίδες του Που τώρα πια βρίσκονταν καλά μανταλωμένες Στις καρδιές των επόμενων γενεών Μετά Διάβαζε τους στίχους του Που άντεχαν ακόμη - Χωρίς ρίζες, χωρίς λίπασμα και νερό Στο εύφορο χωράφι της αιωνιότητας. Στο τέλος Ο καθένας δρασκέλιζε το μπαλκόνι Άπλωνε τα χέρια Και υψώνονταν στον ουρανό


Για να βλέπει από κοντά τ' αστέρια Και για να συναντήσει ξανά Τους χαμένους συντρόφους.

Εγώ πήρα το λόγο όταν απέμεινα μόνος Δεν εξιστόρησα τα πάθη μου Ούτε έδειξα τις πληγές μου Μονάχα ψιθύρισα Ανάβοντας ένα κυρτωμένο κερί: Κανείς μας δεν θέλει τον πόλεμο Μα αν χρειαστεί να πολεμήσει Τότε πρέπει να κάνει το παν για τη νίκη Γιατί αλλιώς αλίμονο Ο θάνατος θα τον συνοδεύει παντού Ακόμη και χωρίς να πεθαίνει. Πριν βιαστείτε, λοιπόν, ν’ αποδράσετε Στοχαστείτε Η τελευταία μάχη δε δόθηκε ακόμη…

(10 Ιούνη 2013)


ΑΠΡΟΟΠΤΟ Η πολιτεία ξύπνησε ανάστατη εκείνο το πρωί Ξαφνικά Οι κάτοικοι ανακάλυπταν στα σπίτια τους Οχιές, σκορπιούς, αράχνες Κι άλλα δηλητηριώδη ερπετά Να ξεπετάγονται απ' όλες τις γωνιές Να σέρνονται πάνω στα σεντόνια τους. Στους δρόμους είδαν να κυκλοφορούν Αγριεμένες ύαινες, λύκοι και τσακάλια Έτοιμα να τους κατασπαράξουν.

Αυτοί - φιλήσυχοι άνθρωποι ως τότε Άρχισαν να ζουν μέσ' τον τρόμο και τη φρίκη Να μαθαίνουν εντελώς απρόοπτα κι απελπισμένα Τι σημαίνει ο νόμος της ζούγκλας Να οργανώνουν ομάδες περιφρούρησης Να δίνουν διαρκώς άνισες μάχες Με τα μανιασμένα θεριά. Μα το χειρότερο απ' όλα ήταν Πως άρχισαν να αποκτούν κι αυτοί σιγά - σιγά Την άγρια όψη και τα ένστικτά τους...


Αργότερα Κάποιοι είπαν ότι τους γόνους των ερπετών Και τα γεννήματα των άλλων ζώων Τα είχαν αμολήσει κάποτε στο παρακείμενο δάσος Μερικοί ασυνείδητοι βιολόγοι Έτσι, για να μην εκλείψει το είδος! Κανείς, φυσικά, δεν τους πίστεψε.

(12 Ιούνη 2013)


ΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ

Η όμορφη κοπέλα με τα ξανθά μακριά μαλλιά, έπαιζε με το καινούργιο της κινητό τηλέφωνο. Είχε αφοσιωθεί εντελώς σ’ αυτό. Έμοιαζε πως ήθελε να μάθει όλες τις λειτουργίες του μέσα σε μια στιγμή. Ξαφνικά γύρισε και με κοίταξε. Ένα περίεργο σημάδι έχασκε στη μύτη της σαν απορημένο αγκάθι. Τότε κατάλαβα γιατί απέφευγε τα βλέμματα. Το σημάδι αυτό ήταν το δράμα της. Η χαμένη της αυτοπεποίθηση. Το ψυχικό της τραύμα. Ο μισός ατροφικός της κόσμος που είχε θαφτεί, ανάμεσα στη δειλία, την απελπισία και την άρνηση. Δεν το ήξερε κι ούτε μπορούσε να το φανταστεί, πως το ελάττωμα αυτό έπρεπε να το λατρεύει. Γιατί ήταν ακριβώς αυτό που την έκανε τόσο μα τόσο ξεχωριστή!..

(13 Ιούνη 2013)


ΤΟ ΑΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Όλοι οι άνθρωποι αρχίζουν μ’ ένα αν Είναι αυτό το «αν» Το καθοριστικό υποθετικό ερωτηματικό Που μπορεί να εμπνεύσει Που μπορεί να δημιουργήσει Που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο Που μπορεί, όμως, και ν’ αλλοτριώσει Να καταστρέψει και να σκοτώσει. Είναι αυτό το «αν» Που όσες φορές αποθεώνει Άλλες τόσες προδίδει Όσες φορές θηλάζει το έμβρυο της γνώσης Άλλες τόσες φουντώνει το άγριο λιοντάρι της ψυχής.

Όλοι οι άνθρωποι αρχίζουν μ’ ένα αν Και τελειώνουν μ’ ένα γιατί. Ακόμα κι όταν πεθαίνουν Πάντοτε θ’ αμφιβάλλουν Αν έζησαν σαν άνθρωποι Και γιατί υπήρξαν… (18 Ιούνη 2013)


ΤΟ ΠΑΘΟΣ Δε φτάνει μόνο ν’ αγαπάς Δε φτάνει μόνο. Είναι πολύ καθοριστική η διαφορά Μεταξύ επιλογής και ανάγκης Μεταξύ άπνοιας και γαλήνης. Γι’ αυτό Να στέλνεις ταχυδρομικά περιστέρια Να γεφυρώνουν την απόσταση Μεταξύ δημιουργίας, έμπνευσης και απλής διεκπεραίωσης.

Δε φτάνει μόνο ν’ αγαπάς. Πάντα θα εξαπατάς τον εαυτό σου Και πάντα θα απουσιάζεις Όταν σου λείπει το πάθος Το μόνο Που μπορεί κι απογειώνει.

(26 /30 Ιούνη 2013)


ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

Τα παιδιά της γειτονιάς Έχουν τένοντες ατροφικούς Έχουν σπινθήρες στο μέτωπο Έχουν ανθοστήλες στα χέρια Και κάτι νιφάδες Παράφορης αγιοσύνης στο μυαλό.

Τα παιδιά της γειτονιάς Παίζουν ποδόσφαιρο Φτιάχνουν μουσικές κομπανίες Με κιθάρες, με ντραμς, με σαξόφωνα και πλήκτρα Κυνηγούν στην πλατεία Με τα εσώρουχα της αισιοδοξίας Και την εσάρπα του ενστίκτου Τα εσώψυχα του έρωτα Και τα θηράματα της δόξας.


Τα παιδιά της γειτονιάς Στήνουν αγάλματα ελευθερίας Τα βράδια που έχει πανσέληνο Έτσι για να δώσουν στους γέροντες το μήνυμα Πως ξέρουν καλά Τι υπήρξαν κάποτε Ενώ τώρα πια διστάζουν Να χωρέσουν στην ποίηση Κι αδιαφορούν αν θα μείνουν αθάνατοι.

Τα παιδιά της γειτονιάς Δεν πιστεύουν σε τίποτα Γιατί μισούν ό,τι αγκιστρώνει το μέλλον Και αυτά θέλουν μόνο ένα δρόμο διαμπερή στη ζωή Κι ανοιχτό στην ελπίδα.

(1/2 Ιούλη 2013)


Ο ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑΣ

Έβλεπε μόνο ένα κομμάτι ουρανό Απολάμβανε μόνο Δυο σταλαγματιές χρυσάφι απ’ τον ήλιο Επικοινωνούσε μόνο Με τα άγρια περιστέρια Που κούρνιαζαν στο μπαλκόνι του. Όταν βράδιαζε Ταξίδευε με τη φαντασία του Στις τροχιές των αεροδιαδρόμων που διέγραφαν ψηλά Τα τρεμάμενα φώτα των αεροπλάνων. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν διάττοντες αστέρες. Μα δεν ήταν.

Στη δουλειά του Έβλεπε και κει τη μισή αλήθεια Πίστευε πως του τη χάριζαν Και ποτέ ότι τον εκμεταλλευόταν. Για τους φίλους του Αισθανόταν βαθιά ευγνωμοσύνη Ακόμη κι όταν τον χλεύαζαν. Με την ερωμένη του ζούσε διπλή μοναξιά


Γιατί ήξερε πως δε θα νοιώσει ποτέ μαζί της Όλα αυτά που ποθούσε.

Ο άνθρωπος αυτός Έμοιαζε τυφλός σε ξένο τόπο!

(3/4 Ιούλη 2013)


ΤΟ ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ «Είμαι ευτυχής που δεν είμαι σαν και σας» Είπε ο τρελός του χωριού. Και είπε την αλήθεια. Όλοι εμείς που έχουμε την κοινή λογική Μεθάμε με το κάθε ψέμα Και κάθε δικαίωμα Τις περισσότερες φορές Το θεωρούμε δώρο θεόσταλτο από αλλού Μια εύνοια της τύχης. Αναγνωρίζουμε μόνο ό,τι μπορούμε ν’ αντιληφθούμε Με τις πέντε ορφανές μας αισθήσεις Αφορίζοντας την ανταρσία της ψυχής Που είναι η έκτη και βαθύτερη αίσθηση. Θυμώνουμε με την αχαριστία Αλλά βρίζουμε όσους είναι συνετοί Και τους χλευάζουμε Όσους δε ζηλεύουν την προκοπή των άλλων Ή βολεύονται μ’ αυτά που τους είναι εντελώς απαραίτητα. Δημιουργούμε οι πολλοί χιλιάδες αγαθά Που τα απολαμβάνουν λίγοι. Αδιαφορούμε για όλους και για όλα Αλλά δεν θέλουμε ν’ αδιαφορούν για μας


Κλέβουμε ό,τι μπορούμε από το διπλανό Όταν πιστέψουμε πως κανείς δε μας βλέπει Αλλά δεν θέλουμε ποτέ να μας κλέβουν. Κατηγορούμε όσους είναι διαφορετικοί Και την ίδια στιγμή εξυμνούμε την ανισότητα Αποθεώνουμε την ομορφιά της ζωής, της δικαιοσύνης Και της ελευθερίας Αλλά λύνουμε τις διαφορές μας με αιματηρούς πολέμους Για να σκλαβωθούμε ή να σκοτωθούμε…

Πότε επιτέλους εμείς που διαθέτουμε την κοινή λογική Θα παραδεχθούμε πως ο τρελός του χωριού έχει δίκιο; Και πότε θα επιχειρήσουμε Όλοι μαζί πιασμένοι χέρι-χέρι Σαν αλυσίδα σε μια πελώρια διαδήλωση Να δραπετεύσουμε Από την πύλη αυτού του γιγάντιου φρενοκομείου Που μας τυραννά;

(28 Ιούλη 2013)


ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ

Μα τι τα θέλουν άραγες οι άνθρωποι τα βράγχια; Κι όμως κάποιοι άνθρωποι έχουν βράγχια! Βυσσοδομούν, ουρλιάζουν, σκοτώνουν Ανοίγουν το αδηφάγο στόμα τους και καταπίνουν Ολόκληρες αγέλες ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Τροχίζουν τα κοφτερά τους δόντια Και επιτίθενται Στις αθερίνες του μόχθου Στις σαρδέλες των παθών Στους κοκοβιούς της ανέχειας Στους γαύρους της αφέλειας Στους κέφαλους της υποταγής.

Οι καρχαρίες της στεριάς είναι πιο αχόρταγοι Πιο επικίνδυνοι και πιο αιμοδιψείς Απ’ τους καρχαρίες της θάλασσας Ίσως επειδή όταν υψώνουν τα πτερύγιά τους Πολλοί δεν τα βλέπουν Ενώ οι περισσότεροι – και πιο μοιραίοι - νομίζουν Πως με κάποιο καπάτσο ελιγμό, έστω και δύσκολα, θα τους ξεφύγουν… (14 Οκτώβρη 2013)


ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Απόγευμα στην γκαλερί Κοίταζε αποσβολωμένος εκείνον τον ιδιόρρυθμο πίνακα Με τον απροσδιόριστο ορίζοντα Με τις ασύνδετες πινελιές Με τα περίεργα χρώματα Με σχήματα που παρέπεμπαν Σε εσώτερους κόσμους Ή και σε λακτίσματα μιας ανυπόστατης οφθαλμαπάτης.

Έφυγε από την γκαλερί Γεμάτος απορίες και περίσκεψη… Πολύ αργότερα κατάλαβε Πως η αλλόκοτη αυτή ζωγραφιά Περιέγραφε απλά τον εαυτό του Τα συναισθήματά του, την οδύνη του Το δρόμο που έπρεπε να διανύσει Για να προφτάσει τη ζωή.

(16 Οκτώβρη 2013)


ΤΕΡΑΤΟΓΕΝΕΣΗ

Δεν έχουν λόγο πια οι μέρες Έχουν μόνο φόβο Έχουν απασφαλισμένες βαλβίδες τρικυμίας Και θραύσματα ομηρίας Ενός ανόητου φανατισμού. Παλεύουν μέσα τους Η μοναξιά των ηρώων Με τους ήρωες της μοναξιάς Κι είναι πρωτόγνωρα για μας Τα αποκυήματα αυτής της παράξενης συνουσίας.

Δεν έχουν λόγο πια οι μήνες Έχουν μόνο πυρήνες πυρκαγιάς.

(4 Νοέμβρη 2013)


ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Η ταχύτητα του φωτός Είναι ίσως ασύγκριτα μικρότερη Από την ταχύτητα διάδοσης της βλακείας Μεταξύ των ανθρώπων.

(4 Νοέμβρη 2013)


ADAGIO

Η ώρα των φιλοσόφων Είναι πάντα μια ώρα βραδινή Δεν έχει χρώματα Δεν έχει ωροδείχτες Δεν είναι φόρεμα καιρού Κι απόστημα θανάτου Δε δείχνει μόνο τις πληγές Αλλά και τις πηγές του μύθου.

Η χώρα των φιλοσόφων Είναι μια χώρα τόσο μακρινή και τόσο κοντινή Που δε δειλιάζει στην εκπόρθηση των νόμων Που αφηνιάζει στο ταξίδι της διαφυγής Απ’ την καθίζηση των οραμάτων.

(4 Νοέμβρη 2013)


ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ

Αχόρταγος ο χειμώνας Γεμάτος βουλιμία κι απόγνωση Γυρεύει να καταπιεί Ακόμη και τις προσδοκίες μας.

Το μόνο που μπορεί να τον σταματήσει Είναι κάποιος δικός μας δισταγμός Κάποια σκιρτήματα άρνησης και περηφάνιας. Όσο ευκαταφρόνητα κι αν φαντάζουν Τούτα τα υστερόγραφα ανθρωπιάς Μπορεί ανάδρομα να μας μπολιάσουν Με απαστράπτουσες εφιδρώσεις αισιοδοξίας Που θα φέρουν την άνοιξη Στη φόδρα της ψυχής.

(6/7 Νοέμβρη 2013)


ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

Είχε πολύ καιρό να επισκεφτεί αυτό το σπίτι Να μιλήσει με τους φίλους που τον συνέδεαν Τόσοι πολλοί μετεωρισμοί Τόσα απολιθώματα πάθους Τόσα αποθησαυρίσματα μιθριδατισμού Τόση ανατριχίλα αναζητήσεων Και τόση θρασύτητα ήθους…

Ήταν τώρα το τιμώμενο πρόσωπο Καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού Μεθούσε πίνοντας γουλιά – γουλιά Το ευλογημένο τσίπουρο Νοθευμένο με ρινίσματα αναμνήσεων. Εκείνοι τον βομβάρδιζαν με χιλιάδες ερωτήσεις Του ζητούσαν να ανοίξει το βιβλίο της ζωής Να ξεγυμνώσει την ψυχή του Να διανύσει χρόνια ολόκληρα Συναναστροφών, συναισθημάτων κι αποδείξεων Να μαστιγώσει όλες τους τις ανατροπές Μέσα σε λίγες στιγμές. Στιγμές εκδικήτρες και φόνισσες.


Κανείς δεν φαντάστηκε πόσο πονούσε Κανείς τους δε σκέφτηκε Πως δεν ήξερε τι να πει και τι ν’ απαντήσει Πως ήθελε πια να μιλά Μοναχά με τον εαυτό του…

(8 Νοέμβρη 2013)


ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΩΡΟΛΟΓΙΩΝ Κατά τα άλλα είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος… Έχει όμως αυτό το πάθος Του αρέσει να συλλέγει ρολόγια Μικρά, μεγάλα, καινούργια και παλιά Να τα φορά στο χέρι Να τα κρεμάει στους τοίχους Στην τσέπη του γιλέκου του Να τα τοποθετεί σε προθήκες και πάνω σε ερμάρια Να τα χορδίζει ώρες ατέλειωτες Να θαυμάζει το σχήμα τους Την αισθητική τους και τους περίπλοκους μηχανισμούς τους Να τα επιδεικνύει στους φίλους του Να τα συστήνει στους επισκέπτες του Λες κι είναι όντα ζωντανά. Αχ πώς φτερουγίζει η καρδιά του Σε κάθε κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη τους!

Κατά τα άλλα είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος… Μα τι τα θέλει πια τόσα ρολόγια; Δεν ξέρει πως το χρόνο δεν πρόκειται ποτέ να τον προλάβεις; Όταν αυτός θα κυλά Στον παλμό του κάθε ρολογιού


Που τον χωρίζει με μεγάλη ακρίβεια Σε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα Εσύ θα είσαι πάντα διαφορετικός Με νέες σκέψεις, ανάγκες, ρυθμό και προστάγματα Ώσπου κάποτε να μοιάζεις Ένα άστρο τόσο δα μικρό Εκεί σε κάποια μακρινή άκρη του Σύμπαντος Που μπορεί ακόμη να λάμπει Αλλά τώρα πια έχει χαθεί…

(19 Νοέμβρη 2013)


ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ

Ο μετανάστης Είχε ένα σημάδι στο μέτωπο Ένα καράβι στα μάτια Και μια καταιγίδα στην ψυχή. Έμοιαζε σαν σφυροβόλος Που στριφογυρίζει διαρκώς στη βαλβίδα του Χωρίς να μπορεί να ολοκληρώσει τη βολή του Γιατί τον εγκλωβίζει το χτες Και τον κυνηγάει το αύριο.

Ο μετανάστης Ζούσε σ’ ένα φτηνό ημιυπόγειο δωμάτιο Μ’ ένα ξύλινο κρεβάτι, δυο καρέκλες, μια κρεμάστρα Κι ένα μικρό κομοδίνο Που πάνω του δέσποζε μισάνοιχτο το φθαρμένο κοράνι. Ζούσε αναπνέοντας υγρές αφορμές Και σάπιες συγκινήσεις Μέσα απ’ τα μισόκλειστα παράθυρα Απ’ όπου ανέτειλε ένας δύστροπος ήλιος…


Τι τραγική ειρωνεία! Ήταν σα να ‘βλεπες μπροστά σου μια χλωμή καρικατούρα Απ’ «Το δωμάτιο του καλλιτέχνη» του Βανγκ Γκογκ Εκατόν είκοσι πέντε χρόνια μετά. Τι δισυπόστατοι καιροί! Με το μέλλον να έλκεται απ’ το παρελθόν Και το παρελθόν να φυλακίζει το μέλλον Που πάντα θα επιμένει να συνδαυλίζει φωτιές…

(21 Νοέμβρη 2013)


ΑΒΕΛΤΗΡΙΑ

Άλλοι θρηνούν Για τα καράβια τους που χάθηκαν Στο γκρίζο πέλαγος Με τις μαβιές κηλίδες Και μείς για τα δικά μας Που ναυάγησαν Πριν ακόμα ξανοιχτούν Από το χίμαιρο λιμάνι Των ονείρων μας…

Τρέχουν οι μνήμες να σωθούν Μέσα σ’ αγάλματα Σε αμμοθίνες του καλοκαιριού Αφήνουν τις πατημασιές τους Και γράφουν τ’ όνομά τους Σε βουρκωμένους ποταμούς Ξεπλένουν τις πληγές Κι ισιώνουν τις ρυτίδες τους Κι ύστερα παίρνουν τις ανηφοριές Που τις ανάβει ο στεναγμός Κι οι πειρασμοί με τους αδελφοφάδες όρκους.


Αντέχουν Όπως εμείς δεν αντέχουμε Που απαξιωνόμαστε Με την πρώτη χρήση Όπως κάθε τι το νέο Που έχει κιόλας παλιώσει Μόλις σβήσουν Τα πυροτεχνήματα των εγκαινίων Που αναπλέουμε Όπως τα λάβαρα της ανυπακοής και του θάρρους Που ξεσηκώνουν την ψυχή και το νου Μόνο όσο υψώνονται.

Αντέχουν Αντέχουν πιο πολύ από μας τα χαλάσματα Καθώς θα περνάμε απέναντι Ανώνυμοι, ανέστιοι Εσωστρεφείς και προδομένοι…

(25 Νοέμβρη 2013)


Ο ΑΝΕΡΓΟΣ Ο άνεργος Βαδίζει με τα πόδια στο ταβάνι Στέκεται απόμακρος και νικημένος Σαν τον αντάρτη Που ξεπεζεύει απ’ τ’ άλογό του Και παραδίδει τα όπλα του Πριν κοπάσει ο πόλεμος. Ξαπλώνει σα φακίρης Πάνω σε στρώματα από μυτερά καρφιά.

Ο άνεργος Έχει μάτια για να βλέπει μόνο κοντά Ίσως για να μην προσπερνάει την αλήθεια Τοποθετώντας φτερά Στο κλουβί της ανάγκης.

Ό άνεργος Έχει μια περίεργη συμπεριφορά Καθώς νομίζει διαρκώς πως πατά Σ’ ένα χαλί με αναμμένα κάρβουνα Καθώς νοιώθει να δένουν τα χέρια του χειροπέδες Από κομμένα κλαδιά οπωροφόρων δέντρων


Καθώς απανθρακώνει τις μέρες του Μήπως λιώσουν οι πάγοι της ανέχειας, της απελπισίας Και της καταπίεσης.

Ο άνεργος Είναι ένας άνθρωπος Υποθηκευμένος στον τρόμο Γεμάτος χρέη και χωρίς δικαιώματα Ανυπεράσπιστος Στην έπαρση της εξουσίας Στην εκποίηση της ψυχής Στην επιληψία της εκμετάλλευσης Στον ευνουχισμό της δημιουργίας Και στην ελονοσία της εξαθλίωσης.

Ο άνεργος Διαρκώς ανακαλύπτει Πως είναι ανάπηρος Πως δεν έχει φίλους Παρά μόνο γνωστούς Πως δεν έχει μέλλον Παρά μονάχα παρόν και παρελθόν… (26 Νοέμβρη 2013)


ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ Στον Νίκο Μπογιόπουλο

Τα πλοία που ταξιδέψαμε Μας ξεγέλασαν. Εμείς δε θέλαμε Ν’ ανταλλάξουμε Τη στεριά με τη στεριά!

(22 Δεκέμβρη 2013)


ΕΥΧΗ

Κράτα στην ψυχή σου Ζεστή την ελπίδα. Το φως είν’ ελεύθερο. Σα σαϊτα διαπερνά Και τις πιο στενές χαραμάδες…

(31 Δεκέμβρη 2013)


Η ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΔΑΡΟΥΣΑ Μα τι είναι επιτέλους το μυαλό του ανθρώπου Πέρα από ένα εργοστάσιο Μνήμης, φαντασίας, λογικής και μυστηρίου; Μήπως μια σαρανταποδαρούσα Που αξιοποιεί μόνο τα δέκα πόδια της; Και τι ‘ναι αυτό που ονομάζουμε μεγαλοφυία; Μήπως ένα μυαλό που αξιοποιεί Τα δώδεκα πόδια της σαρανταποδαρούσας Κι ίσως Είναι λίγο πιο ευαίσθητο στην εκπομπή Της εσωτερικής λάμψης των πραγμάτων;

Μόνο ένα είναι σίγουρο Πως κανείς δεν είναι υπεράνθρωπος Κανενός η σαρανταποδαρούσα του μυαλού Δεν αξιοποιεί όλα της τα πόδια.

Δυστυχώς ή ευτυχώς Είμαστε όλοι ανάπηροι Και τρόφιμοι των προσταγών της φύσης…

(24 Γενάρη 2014)


ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΙ Τα χρόνια μας χιονάνθρωποι που λιώνουν Με τα πρώτα σκιρτήματα του ήλιου Στη λιγωμένη αλητεία της διαδρομής. Μας αφήνουν πάντα μόνους να συλλογιζόμαστε Μέσα στ’ απόνερα μιας ξαστεριάς Τι κερδίσαμε; Τι χάσαμε; Ποιος ήταν ο προορισμός μας; Κανείς δεν θα δώσει την ίδια απάντηση. Ο καθείς ερμηνεύει τη ζωή του Με τα δικά του μέτρα και σταθμά Με τη δική του κόλαση Και επί γης παράδεισο.

Κι όμως Όλοι μας έχουμε Το ίδιο μερτικό ανταμοιβής…

(25 Γενάρη 2014)


ΝΕΜΕΣΙΣ

Ο δικαιότερος κριτής Δεν είναι ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι. Είναι η ίδια η ζωή. Αν έχεις αδικήσει Κάποτε θα το πληρώσεις Κι ας μη σ’ έχουν καταδώσει Κι ας μη σ΄ έχουν διαβάλει Κι ας μην έχεις αποκαλυφθεί. Η ζωή έχει τον τρόπο της Να σου γυρίζει μπούμερανγκ τα αμαρτήματά σου Να σε επιπλήξει και να σε πλήξει Ακόμη και με μια διαφορετική Ίσως και πιο βαριά ποινή Κάποτε θα σε τιμωρήσει.

Μην παραξενεύεσαι, λοιπόν Και μην έχεις κανένα θυμό. Αλίμονο σ’ όποιον νομίζει Πως είναι άτρωτος Μπροστά στην οξυδέρκεια της Νέμεσις. (25 Γενάρη 2014)


ΧΑΡΑ

Η χαρά μια τρυφερή ενδοσκόπηση Στην αιχμηρή επιφάνεια των συναισθημάτων. Τίποτα λιγότερο Τίποτα περισσότερο Απ’ το αχνό πετάρισμα της καρδιάς Όταν μαθαίνει να χτυπάει Χωρίς να προσδοκά ανταπόδοση Ξένοιαστη Και δίχως να φοράει στηθόδεσμο.

(26 Γενάρη 2014)


Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΡΟΛΟΣ

Ο τελευταίος ρόλος που παίζουμε Είναι πάντα ο πιο δυνατός Και ίσως ο πιο ωραίος Ο πιο μοιραίος κι αυθόρμητος. Την κριτική τώρα πια δεν τη θεοποιούμε Και πια δε φοβόμαστε Μήπως κάποιος μας αφορίσει Και στείλει σε καμιά μακρινή εξορία Τη γνώση μας Την εμπειρία μας Και την ψυχή μας.

Μπορούμε, επιτέλους, να τα δώσουμε όλα!

(27 Γενάρη 2014)


Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ

Η κοπέλα που αγαπούσα μια φορά Μου χάρισε μια μαριονέτα Μια υπέροχη ασπρόμαυρη μαριονέτα Με τη φιγούρα του Σαρλώ.

Ποτέ δεν μου άρεσε το δώρο της αυτό Κι ίσως μέσα μου το πήρα στραβά Νόμιζα πως έκρυβε κάποιους μυστήριους συμβολισμούς Ένοιωθα πως ένα αόρατο χέρι Θα κουνούσε τα σχοινιά Κι όποτε ήθελε αυτό Θα άναβε τη φλόγα στο κορμί Θα μας κρατούσε ενωμένους. Κι άλλοτε πάλι Με μια κίνηση απότομη σα σμέρνας Θα μας ευνούχιζε το πάθος Θα μας άφηνε μετέωρους Μέσ’ τη σιωπή και μεσ’ τη στάχτη…


Τις ίδιες μαριονέτες Βλέπω τώρα συχνά στη ζωή μου Να με τυραννούν και να με καταδικάζουν Μα δεν έχω το κουράγιο Ούτε να παρεξηγηθώ Ούτε να θυμώσω. Έμαθα πια Ν’ αγαπώ ό,τι κρύβεται Πίσω απ’ την προθήκη της ψυχής των ανθρώπων. Κι άλλοτε πάλι Να έχω την ψευδαίσθηση Πως είμαι εγώ που κρατάω τα σχοινιά!

(Τελική μορφή: 28 Γενάρη 2014 Αρχική: 10 Ιούλη 2012)


ΑΚΗΡΥΧΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Στον Ηλία Ματθαίο

Εσύ μπορεί και να χάθηκες νωρίς Πριν προλάβει να φυράνει την ικμάδα σου Η απελπισία των παθών Πριν η γενναιότητα του αυθορμητισμού Αφήσει τη θέση της στη δειλία των κανόνων Πριν η λαχτάρα των ερώτων Αγκιστρωθεί σαν ψάρι Στη σαρκική επωμίδα της στιγμής. Πριν η αφροσύνη των υπολογισμών Αρχίσει να σαπίζει το κοφτερό αγκάθι της δικαιοσύνης.

Εσύ μπορεί και να χάθηκες νωρίς Να ζεις πια σε μια λήκυθο Με μελανές ζωγραφικές παραστάσεις Στα έγκατα της γης. Αλλά και μεις, μη νομίζεις Ζούμε σ’ ένα νεκροταφείο ψυχών Ένα νεκροταφείο ανάγκης, διαφυγής και οδύνης.


Όπου και να στρέψουμε το βλέμμα μας Το ψύχος του κόσμου Μας παρασέρνει Σ’ ένα άδηλο μέλλον.

Μόνη ελπίδα Η αγάπη που έχουμε Στον ακήρυχτο πόλεμο των ονείρων μας Που δεν πρόκειται Να συνθηκολογήσουν ποτέ Με τη μοίρα μας.

(29 Γενάρη 2014)


ALEA JASTA EST

Όταν αποφασίσεις να διαβείς το Ρουβίκωνα Αναφωνώντας περήφανα «ο κύβος ερρίφθη» Πρέπει – πριν απ’ όλα – ν΄ αντέξεις την αλήθεια Γιατί τότε θ’ ανακαλύψεις Πολλούς να σε λοιδορούν Πολλούς να μη σε πιστεύουν Άλλους να σε διαβάλλουν Κι άλλους να σ΄ ακολουθούν Μονάχα από τυχοδιωκτισμό κι ευσέβεια. Τότε θ’ ανακαλύψεις Πως ενώ εσύ ριψοκινδυνεύεις τα πάνταΑκόμα και το κεφάλι σουΓια κάποια ιδανικά κι οράματα Οι περισσότεροι δίνουν μεγάλη σημασία Στην προσωπική τους βολή, προβολή κι ευμάρεια. Ιδιαίτερα μερικοί νέοι πραιτωριανοί Που προσδοκούν αποικίες Δοσίματα, φέουδα, στήλες χρυσάφι…


Ούτε μια στιγμή μην πληγώσεις τον εαυτό σου Ακόμα κι αν προδοθείς Ούτε μια στιγμή Μην ακυρώσεις και μην αμφισβητήσεις Το σκοπό που σε πλάνεψε Σημασία έχει να μη μετανιώνεις ποτέ και για τίποτε.

Τελικά η ιστορία θ’ αποδείξει Αν όσα πολέμησες θ’ αλλάξουν για πάντα Αν θ’ αλλάξουν μόνο επιδερμικά Για να παραμείνουν ίδια Ή εσύ θα δικαιωθείς Μαζεύοντας τα κάτασπρα νούφαρα της δόξας Στις εκβολές του μύθου.

(30 Γενάρη 2014)


ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ Ήταν σκυμμένος πάνω απ’ το παλιό πανωφόρι Άγγιζε το ύφασμά του Στριφνό, μουντό, ταλαιπωρημένο Θα άντεχε, ωστόσο, για αρκετούς ακόμη χειμώνες. Έπρεπε τώρα να ξηλώσει τη φόδρα Να μικρύνει τα πέτα Να βελτιώσει τις βάτες στους ωμίτες Να αλλάξει τα στριφώματα Να κοντύνει λίγο τα μανίκια. Α, ναι! Να ράψει καινούργια γυαλιστερά κουμπιά…

Έπρεπε πάλι Να νικήσει τη φθορά του χρόνου Να βάλει φτερά στην ανάγκη Να τη μετουσιώσει σε πάθος, δύναμη Σε θύλακες μεστής κι ανέφελης αισιοδοξίας.

Ιδού το θαύμα της ψυχής!

(4 Φλεβάρη 2014)


ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Μεγαλώσαμε. Μπήκε το ψέμα στη ζωή μας. Μεγαλώσαμε. Μαζί με την αχαριστία του χρόνου Γνωρίσαμε Πόσο άδικες είναι οι στιγμές Που υψώνουν σημαίες ευκαιρίας Και μας προκαλούν να φορέσουμε Χειροπέδες αλήθειας…

24 Φλεβάρη 2014



Ο Νίκος Πέρπερας (Μεταφτσής) γεννήθηκε στο Βόλο το 1956. Το 1976 ήλθε στην Αθήνα και σπούδασε Οικονομικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1981 εργάζεται ως δημοσιογράφος, αρχικά ως διορθωτής και στη συνέχεια (από το 1987) ως συντάκτης των υπουργείων Υποδομών και Περιβάλλοντος, στην εφημερίδα «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» (απ’ όπου απολύθηκε τον Ιούλιο του 2013, ύστερα από 32 χρόνια, μαζί με άλλους 40 συναδέλφους του), στο ραδιόφωνο του 902 και σε διάφορα τεχνικά περιοδικά («Ενημερωτικό Δελτίο ΤΕΕ», «Ελληνικές Κατασκευές», «Δελτίο Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών», «ΔΟΜΕΣ», «Εργοληπτικό Βήμα» κ.ά.). Οι συνάδελφοί του τον τίμησαν τρεις φορές με την ψήφο τους και τον ανέδειξαν μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής της ΕΣΗΕΑ για τρεις διετίες. Με την ποίηση ασχολείται από τα νεανικά του χρόνια. Έχει γράψει έντεκα ποιητικές συλλογές (η παρούσα είναι η ενδέκατη) χωρίς να έχει εκδώσει καμία μέχρι στιγμής.

Ηλεκτρονική Έκδοση ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

2014


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.