Ανδρέας Σαρακίνης
Η προσέγγιση στην επαναστατική διαδικασία: ζήτημα τεράστιας σημασίας για το επαναστατικό κίνημα (Κριτική σε κείμενα της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ και του ΝΑΡ)
Ηλεκτρονική Έκδοση ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΡΑΚΙΝΗ ΣΥΝΤΑΚΤΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή για οποιονδήποτε εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή με συγγραφέας
την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή και ο
ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ Σεπτέμβρης 2013 www.ergatikosagwnas.gr
[2]
Μέρος Ι Από μόνο του το ζήτημα της μελέτης των δρόμων προσέγγισης στην επαναστατική διαδικασία για κάθε δύναμη που αναφέρεται στη σοσιαλιστική επανάσταση είναι ένα κορυφαίο ζήτημα. Εννοούμε τη μελέτη του συνόλου των συνθηκών που επικρατούν σε μια χώρα, τη θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και την ταξική της διάρθρωση, την ακριβή εκτίμηση του συσχετισμού δύναμης σε κάθε στιγμή, τη συμπεριφορά των τάξεων και στρωμάτων της κοινωνίας και τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ τους, την πείρα και τις παραδόσεις του κινήματος και του επαναστατικού κόμματος, καθώς και τις παραδόσεις του λαού και με βάση αυτά την χάραξη της γραμμής σε κάθε φάση. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία αποκτά το ζήτημα αυτό στην εποχή των μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων, όταν η σταθερότητα του συστήματος μειώνεται εντυπωσιακά και από τα πράγματα δημιουργούνται μεγαλύτερες προϋποθέσεις και πιθανότητες διεκδίκησης της εξουσίας από το εργατικό και επαναστατικό κίνημα. Στη σημερινή τεράστια κρίση του καπιταλισμού, με την παγκόσμια σχεδόν διάσταση και το τεράστιο βάθος της ιδιαίτερα στην Ε.Ε. και με δραματικό τρόπο στο ευρωπαϊκό νότο και περισσότερο στην Ελλάδα η επικαιρότητα των αναζητήσεων αυτών είναι αυταπόδεικτη. Η επιτάχυνση των επεξεργασιών αυτών δεν παίρνει καμία αναβολή. Η αστική εξουσία και ολόκληρο το οικοδόμημα της, οικονομικό και πολιτικό κλυδωνίζεται, προοπτική ανακοπής της κρίσης και αποτελεσματικού ελέγχου της από την κυρίαρχη τάξη δεν διαφαίνεται. Ίσα -ίσα που η κρίση βαθαίνει όλο και πιο πολύ, [3]
αποσταθεροποιεί τις συμμαχίες μονοπωλιακού κεφαλαίου.
της
και
την
εξουσία
του
Η πείρα του κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος Βάση για την επεξεργασία της τακτικής του κομμουνιστικού κόμματος και όσων δυνάμεων επιδιώκουν το σοσιαλισμό είναι η ιστορική πείρα του κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος. Η πείρα αυτή αποτελεί τεράστια παρακαταθήκη. Εννοούμε ολόκληρη την ιστορική πείρα. Φυσικά όλα τα έργα και όλες οι επεξεργασίες δεν έχουν την ίδια βαρύτητα. Τα έργα και η δράση των κλασσικών, οι επεξεργασίες και η πείρα της Κομμουνιστικής Διεθνούς έχουν μια προτεραιότητα, ξεχωρίζουν. Οι κομμουνιστές δεν απαρνούνται τις ιδέες τους, δεν επιτρέπουν την παραχάραξη της ιστορίας και της θεωρίας τους. Απορρίπτουν την παραποίηση, την αναθεώρηση και τον εκλεκτικισμό στη χρήση και την αξιοποίηση της. Η πρακτική αυτή στο επαναστατικό κίνημα, όσες φορές επιχειρήθηκε, οδήγησε σε ολέθρια αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, είμαστε ριζικά αντίθετοι στη λογική της άρνησης και της απόρριψης θέσεων και αντιλήψεων που σημάδεψαν τη διαδρομή του κομμουνιστικού κινήματος τον 20ο αιώνα. Στο Β’ τόμο του δοκιμίου ιστορίας του Κ.Κ.Ε. που εξέδωσε πρόσφατα η Κεντρική Επιτροπή του αναφέρεται: «Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν λάθος η υιοθέτηση από το Κ.Κ.Ε. και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ενδιάμεσου στόχου εξουσίας που χαρακτηριζόταν και ως αστική εξουσία επαναστατικού χαρακτήρα, ή λαϊκή δημοκρατική κυβέρνηση….. Η αναγνώριση του παραπάνω λάθους και η ανάλογη διόρθωση της στρατηγικής θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα, αλλά και στην ιδεολογική και πολιτική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος». Δεν μπαίνουμε σε αυτό το σημείο στην ουσία της θέσης [4]
που θέτει το δοκίμιο ιστορίας και φυσικά το προφανές λάθος της θέσης αυτής, αλλά στην ίδια την πράξη της απόρριψης και την αυτοκριτική που θέλει να επιβάλει στο ΚΚΕ απέναντι σε ρεύματα που αποσπάστηκαν και συγκρούστηκαν με το κομμουνιστικό κίνημα τον 20ο αιώνα για να επιτευχθεί σήμερα η ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος, όπως αναφέρει το δοκίμιο. Καθένας αντιλαμβάνεται τι είδους ενότητα εννοούν και τι είδους κομμουνιστικό κίνημα επιδιώκουν. Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα σχετικά με ότι θα επακολουθήσει αν η αναθεώρηση της θεωρίας και της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος επιβληθούν. Η πείρα φυσικά του κομμουνιστικού κινήματος δεν θα ληφθεί σήμερα αυτούσια. Έχουν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό οι ιστορικές συνθήκες. Ύστερα όλες οι επεξεργασίες δεν έχουν το ίδιο βάρος και ούτε δικαιώθηκαν στον ίδιο βαθμό. Δεν μπορεί να λειτουργεί το κομμουνιστικό κίνημα με δογματισμούς, αλλά μελετώντας τις σύγχρονες συνθήκες και αξιοποιώντας την πείρα με τρόπο κριτικό. Η πείρα από την επεξεργασία της τακτικής του κομμουνιστικού κινήματος είναι τεράστια. Καθώς το κομμουνιστικό κίνημα έδρασε από το τέλος του 19ο αιώνα ως τις μέρες μας σε παγκόσμιο επίπεδο και σε πολύ διαφορετικές συνθήκες κάθε φορά. Ως εκ τούτου και η ιστορική πείρα που εξάγεται έχει πολύ μεγάλο εύρος. Από τις συνθήκες των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα ως τον Α‘ παγκόσμιο πόλεμο, τη χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς, την ανάπτυξη του μπολσεβικισμού, τη νικηφόρα Οκτωβριανή επανάσταση με τη μεγαλοφυή τακτική που εφάρμοσε το κόμμα των μπολσεβίκων. Τα έργα του Λένιν αυτής της περιόδου που δίνουν το σύνολο των συνθηκών, του συσχετισμού δυνάμεων και της τακτικής που εφάρμοσε το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία είναι όντως αξεπέραστα. Αργότερα η πείρα της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε ολόκληρο το μεσοπόλεμο με κορυφαίες στιγμές την πάλη για το [5]
ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης, τον αγώνα εναντίον του φασισμού και του πολέμου και την έκφρασή του, το αντιφασιστικό μέτωπο, το Β’ παγκόσμιο πόλεμο με το μεγαλείο και τις αδυναμίες που χαρακτήρισαν τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων. Στη διάρκεια της μεταπολεμικής δράσης στις συνθήκες της τριαντάχρονης άνθησης του καπιταλισμού στην διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκαν εντελώς διαφορετικές συνθήκες στη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, όπως η μακρόχρονη νομιμότητα για τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, οι «ειρηνικές» συνθήκες πάλης απέναντι σε ένα πανίσχυρο καπιταλιστικό σύστημα. Οι επεξεργασίες των κομμουνιστικών κομμάτων αυτή την περίοδο έχουν κατασυκοφαντηθεί από «φίλους» και εχθρούς. Τις συνθήκες αυτής της περιόδου τις καθόρισε αφενός μεν η φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος, ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ευρώπη και παγκόσμια και αφετέρου οι γενικές συνθήκες που επικράτησαν. Ήταν μια περίοδος ιδιαίτερη, όσον αφορά τη σταθερότητα του συστήματος, τη μακροχρόνια ανάπτυξη του, την έλλειψη μεγάλης κρίσης κατά τη διάρκεια του και φυσικά την απουσία, τουλάχιστον για τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό του πολέμου και γενικότερα των ενόπλων αγώνων. Κυριαρχεί η δράση στο μαζικό κίνημα, η ένταση των ταξικών αγώνων και η δράση στο κοινοβούλιο και τους αστικούς θεσμούς. Επέδρασαν ιδιαιτέρως σε ορισμένα κόμματα θέσεις και αντιλήψεις που είχαν αναπτυχθεί και οι οποίες δεν ήταν απόλυτα ταξικά θεμελιωμένες και επέτρεπαν διολισθήσεις. Οι επεξεργασίες αυτής της περιόδου είναι σημαντικές και αξιοποιήσιμες, παρότι δεν ελήφθη πάντα υπόψη ο κίνδυνος διολίσθησης σ' ένα μεταρρυθμισμό που δεν ξεπερνούσε τα όρια του καπιταλισμού. Στις συνθήκες αυτές της μακρόχρονης νομιμότητας ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα – το Ιταλικό ΚΚ, Ισπανικό ΚΚ, ΚΚ Μ.
[6]
Βρετανίας κ.λ.π. διαβρώθηκαν σε σημαντικό βαθμό και έχασαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα. Ορισμένες χαρακτηριστικές συνθήκες δράσης σε ολόκληρη αυτή την συγκεκριμένη περίοδο μπορούν να αναφερθούν: • Δράση σε συνθήκες παρατεταμένης και μεγάλης καπιταλιστικής ανάπτυξης, απουσία βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και πολύ περισσότερο κρίσης με επαναστατικά χαρακτηριστικά, συνθήκες νομιμότητας, «ειρηνικές» και «κοινοβουλευτικές». • Δράση σε συνθήκες παρατεταμένης επαναστατικής κατάστασης, όπου ο υποκειμενικός παράγοντας είναι ανώριμος – η προετοιμασία του επαναστατικού κόμματος, ο προσανατολισμός και η ταξική ενότητα της εργατικής τάξης, οι συμμαχίες της με τα μικροαστικά στρώματα- δεν επιτρέπουν να οδηγηθούν οι εξελίξεις στη τελική σύγκρουση. • Δράση σε συνθήκες που οι δυνάμεις της ανατροπής κατέχουν την κυβέρνηση και πρέπει να την αξιοποιήσουν για την προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα, την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και σε βάρος του κεφαλαίου, ώστε να οδηγήσει στην νικηφόρα τελική σύγκρουση. • Δράσης σε συνθήκες κρίσης, η οποία καθυστερεί να γενικευθεί, να οδηγήσει στην τελική σύγκρουση. Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν ενδεικτικά, οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές, τα συγκεκριμένα καθήκοντα των επαναστατικών κομμάτων πολύ διαφορετικά, διέπονται όμως από τις ίδιες ενιαίες αρχές μια και πρέπει να οδηγήσουν στο ίδιο
[7]
αποτέλεσμα και ως εκ τούτου οι μορφές και οι δρόμοι προς την επανάσταση ποικίλλουν σημαντικά. Μορφές μετάβασης προς την επαναστατική εργατική εξουσία. H τακτική των μπολσεβίκων Καθημερινά σε πολλά αριστερά έντυπα κάθε κατεύθυνσης αναπτύσσεται εκτεταμένη αρθρογραφία και διάλογος. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν φαίνεται ένας βαθύτερος προβληματισμός, ιδέες και ουσιαστικά συμπέρασμα. Αντίθετα παρατηρούνται πολλά στερεότυπα και εμμονή σε εξόφθαλμα λαθεμένες αντιλήψεις. Σε αρκετές περιπτώσεις συναντάμε απόρριψη του Λένιν και της ιστορικής πείρας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αναφέρονται σχήματα και θέσεις που η ζωή δεν έχει δικαιώσει. Ορισμένα κόμματα και οργανώσεις με κρίσιμη σημασία κυρίως λόγω του μεγέθους και της ιστορίας τους δεν φαίνεται τα ζητήματα αυτά να τα απασχολούν, τουλάχιστον δημόσια, αντίθετα διαφαίνεται βαθειά υποτίμηση τους. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η νίκη της εργατικής τάξης και η επαναστατική εργατική εξουσία μπορεί να είναι είτε το άμεσο αποτέλεσμα της σοσιαλιστικής επανάστασης με κορυφαίο παράδειγμα την Οχτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία, είτε ως αποτέλεσμα μιας μεταβατικής πορείας και μιας ορισμένης εξέλιξης των γεγονότων με διάφορες μορφές και διάφορες φάσεις. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει μια ομαλή εξέλιξη μέσω μεταρρυθμίσεων και αλλαγών χωρίς επαναστατική ρήξη και άλμα. Ιστορικά παραδείγματα για την περίπτωση αυτή μπορεί να αναφερθούν πολλά, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, ακόμη η Κούβα κ.λπ. Το θέμα της μετεξέλιξης της επανάστασης ως την οριστική επικράτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ετέθη καταρχήν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, το μελέτησε πιο αναλυτικά και το έθεσε στην πρακτική [8]
δράση της εργατικής τάξης ο Λένιν με τη μορφή της δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς, την οποία θεωρούσε όχι ως απαραίτητο δρόμο, αλλά ως πιθανή μορφή μετάβασης στη σοσιαλιστική επανάσταση. Τις θέσεις αυτές, τις οποίες έχει επαληθεύσει η ιστορική εξέλιξη τις απορρίπτει σήμερα η ηγεσία του Κ.Κ.Ε., καθώς και άλλες δυνάμεις της αριστεράς σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Στο δοκίμιο ιστορίας του Κ.Κ.Ε Β΄ τόμος αναφέρεται «Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός. Η άποψη-θέση για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενδιάμεσης εξουσίας δεν επιβεβαιώθηκε σε καμιά χώρα….. Είναι ζήτημα προς ιστορική μελέτη σε ποιες συνθήκες και γιατί δεν κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς η θετική πείρα της Οχτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, αλλά αντίθετα γενικεύθηκε προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του κόμματος του μπολσεβίκων και του Λένιν που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φλεβάρη 1917…. Σε αυτές τις συνθήκες ο Λένιν είχε προσδιορίσει ένα ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική εξουσία με τη μορφή της Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του Προλεταριάτου και της Αγροτιάς, ή μιας Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης κυρίως των αγροτών στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων του κόμματος του μπολσεβίκων….» (1). Φυσικά δεν μεσολαβεί άλλος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός και άλλη εξουσία η οποία χαρακτηρίζει αυτόν το σχηματισμό μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Η συζήτηση εδώ γίνεται για [9]
μεταβατική εξουσία από τον ένα σχηματισμό στον άλλο. Η συζήτηση γίνεται για το στάδιο και τις διαδικασίες της μετάβασης, ως την οριστική κατάληξη του ζητήματος της εξουσίας, αν η εργατική τάξη δηλαδή θα κατακτήσει την εξουσία ή θα ηττηθεί. Το επιχείρημα του δοκιμίου όπως διαμορφώνεται είναι παραπλανητικό. Ας δούμε τι λένε οι κλασικοί πάνω στο ζήτημα αυτό καθώς και η ιστορική πείρα. Στη Ρωσία από τις απαρχές του μπολσεβικισμού καθορίσθηκε ως μεταβατικός στρατηγικός στόχος η Δημοκρατική Δικτατορία του Προλεταριάτου της Αγροτιάς και όχι κατευθείαν η εργατική εξουσία, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν και των ιδιαιτεροτήτων που την χαρακτήριζαν - αντιδραστικό τσαρικό σύστημα, ως ένα βαθμό φεουδαρχικές δομές και τεράστιες μάζες αγροτών μικροκληρούχων ή χωρίς κλήρο με κεντρικό αίτημα την απόκτηση γης και την επιβολή ειρήνης, αναπτυγμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός στα μεγάλα κέντρα και σχετικά μαζική εργατική τάξη συγκεντρωμένη σε μεγάλες επιχειρήσεις, ισχυρό και εξοπλισμένο κομμουνιστικό κόμμα. Αυτή την πολιτική επεξεργάστηκε ο Λένιν σε αντιπαράθεση με τον Τρότσκυ και τους μενσεβίκους και με αυτή τη γραμμή πήγε στο Φλεβάρη του 1917 στην αστική επανάσταση και νίκησε. Όσα γράφονται εκ των υστέρων ότι τη γραμμή αυτή ο Λένιν την απέσυρε, διόρθωσε το λάθος του, γι' αυτό και τράβηξε προς τη δικτατορία του προλεταριάτου είναι παντελώς ψέμα. Ποτέ δεν την απέσυρε. Την ορθότητα της γραμμής της ενδιάμεσης μεταβατική εξουσίας προς την δικτατορία του προλεταριάτου την υπερασπίζεται ως τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Θα παραθέσουμε σ' αυτό το σημείο έναν σύντομο απόσπασμα από κείμενο που έγραψε το 1919, δύο χρόνια μετά την υποτιθέμενη διόρθωση του λάθους του. Γράφοντας για τους λόγους που η επανάσταση άρχισε πρώτα στη Ρωσία και όχι σε κάποια άλλη ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα και νίκησε [10]
σημείωνε: «Δεύτερο, γιατί η καθυστέρηση της Ρωσίας συνένωνε κατά πρωτότυπο τρόπο την προλεταριακή επανάσταση ενάντια στην αστική τάξη, με την αγροτική επανάσταση ενάντια στους τσιφλικάδες. Από αυτό αρχίσαμε τον Οκτώβρη του 1917 και δεν θα νικούσαμε τότε τόσο εύκολα, αν δεν αρχίζαμε από αυτό. Ο Μαρξ ακόμη το 1856 τόνιζε, μιλώντας για την Πρωσία ότι είναι δυνατόν να έχουμε ένα ιδιόμορφο συνδυασμό της προλεταριακής επανάστασης με τον πόλεμο των χωρικών. Οι μπολσεβίκοι από τις αρχές του 1905 υπεράσπιζαν την ιδέα της επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» (2) . Θα παραθέσουμε συμπληρωματικά ένα ακόμη απόσπασμα του Λένιν, ανάμεσα στις πάρα πολλές αναφορές του για το θέμα αυτό. Στο άρθρο του «Για τις δύο γραμμές της επανάστασης» γράφει: «Η πρωτότυπη θεωρία του Τρότσκι δανείζεται από τους μπολσεβίκους την έκκληση για αποφασιστικό επαναστατικό αγώνα του προλεταριάτου και για την κατάκτηση από μέρους του της πολιτικής εξουσίας, και από τους μενσεβίκους την άρνηση του ρόλου της αγροτιάς. Η αγροτιά, λέει, χωρίστηκε σε στρώματα, διαφοροποιήθηκε. Η δυνατότητά της να παίξει επαναστατικό ρόλο συνεχώς ελαττώνεται. Στη Ρωσία δεν είναι εφικτή μια «εθνική» επανάσταση, «Ζούμε στην εποχή του ιμπεριαλισμού» και «ο ιμπεριαλισμός δεν αντιπαραθέτει το αστικό έθνος στο παλιό καθεστώς, αλλά το προλεταριάτο στο αστικό έθνος». Να ένα διασκεδαστικό παράδειγμα παιχνιδιού με τη λέξη ιμπεριαλισμός! Αν στη Ρωσία το προλεταριάτο στέκει ήδη αντιμέτωπο στο «αστικό έθνος», τότε αυτό σημαίνει πως η Ρωσία βρίσκεται άμεσα στο κατώφλι της σοσιαλιστικής επανάστασης!! Τότε δεν είναι σωστό το σύνθημα της «δήμευσης της γης των τσιφλικάδων», τότε δεν πρέπει να μιλάμε για «επαναστατική εργατική» κυβέρνηση, αλλά για [11]
«εργατική σοσιαλιστική» κυβέρνηση!! Ως που φτάνει η σύγχυση του Τρότσκι φαίνεται από τη φράση του ότι με την αποφασιστικότητα του το προλεταριάτο θα τραβήξει και τις «μη προλεταριακές! λαϊκές μάζες»!! Ο Τρότσκι δεν σκέφθηκε ότι αν το προλεταριάτο τραβήξει μαζί του τις μη προλεταριακές μάζες του χωριού για τη δήμευση της γης των τσιφλικάδων και ανατρέψει τη μοναρχία, αυτό θα είναι ακριβώς η ολοκλήρωση της «εθνικής αστικής επανάστασης» στη Ρωσία, αυτό θα είναι ακριβώς η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς!».Και στη συνέχεια αναφέρει: «Το προλεταριάτο παλεύει και θα παλεύει με αυταπάρνηση για την κατάκτηση της εξουσίας, για τη δημοκρατία, για τη δήμευση της γης, δηλαδή για το τράβηγμα της αγροτιάς, για τη χρησιμοποίηση ως το τέλος των επαναστατικών της δυνάμεων, για τη συμμετοχή των «μη προλεταριακών λαϊκών μαζών στην απελευθέρωση της αστικής Ρωσίας από το στρατιωτικό φεουδαρχικό «ιμπεριαλισμό» (= τσαρισμό). Και την απελευθέρωση αυτή της αστικής Ρωσίας από τον τσαρισμό, από την εξουσία των τσιφλικάδων και την κυριαρχία τους πάνω στη γη, το προλεταριάτο θα τη χρησιμοποιήσει αμέσως όχι για να βοηθήσει τους εύπορους αγρότες στην πάλη τους ενάντια στους εργάτες γης, αλλά για να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση σε συμμαχία με τους προλετάριους της Ευρώπης» (3). Ενδεικτικά όσον αφορά την επιμονή του Λένιν στην ορθότητα της θέσης που είχε διατυπώσει για το χαρακτήρα της επανάστασης στη Ρωσία ως αστικοδημοκρατικής που θα μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι τα άρθρα του τον Απρίλη του 1917 και ιδιαίτερα «οι θέσεις του Απρίλη». Εκεί σημειώνει ότι: «η επανάσταση πέρασε από το πρώτο στάδιο της που έδωσε την εξουσία στην αστική τάξη εξαιτίας της ανεπαρκούς συνειδητότητας και οργάνωσης του προλεταριάτου στο δεύτερο που πρέπει να [12]
δώσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς. Το πρώτο στάδιο πραγματοποιήθηκε με μια ορισμένη μορφή και έως ένα βαθμό με τη μορφή των σοβιέτ, αλλά ο συσχετισμός δεν επέτρεψε την επικράτηση διότι οι μικροαστοί που είχαν την πλειοψηφία σε αυτά συμβιβάστηκαν με την αστική τάξη. Όχι εφαρμογή του σοσιαλισμού ως άμεσο καθήκον, αναφέρει, αλλά πέρασμα αμέσως στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και διανομής των προϊόντων από τα σοβιέτ » (4). «Ο τελικός σκοπός του κινήματος καθορίζεται από την πορεία ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας» (5), έγραφε ο Λένιν. Άρα το ίδιο το πλέγμα των αντιθέσεων που κινεί την κοινωνία αυτή και ιδιαίτερα οι αντιθέσεις που οξύνονται σε μεγάλο βαθμό και που η λύση τους συσπειρώνει και κινεί ευρύτερες μάζες, διαμορφώνουν τις εξελίξεις και το χαρακτήρα της επανάστασης. Αναλύοντας ο Λένιν την κατάσταση στην τσαρική Ρωσία στις αρχές του 20ου αιώνα και πατώντας σταθερά στις επεξεργασίες του Μαρξ, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η αντίθεση που κινούσε τις εξελίξεις και συσπείρωνε ευρύτερα το λαό και είχε οξυνθεί στο έπακρο ήταν αυτή μεταξύ του τσαρισμού και της φεουδαρχίας από τη μια μεριά και από την άλλη του συνόλου του λαού, της εργατικής τάξης, του συνόλου της αγροτιάς εκτός από τους τσιφλικάδες, των μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων. Η αστική τάξη από τη μια επεδίωκε το αδυνάτισμα του τσαρισμού και της φεουδαρχίας και την πλήρη επικράτηση της, αλλά ταυτόχρονα έτρεμε το προλεταριάτο και τις διεκδικήσεις του γι' αυτό δεν μπορούσε να είναι έστω και ασυνεπής σύμμαχος του. Το 1905 και οι πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, δεν ήταν 1848, όταν ακόμη η εργατική τάξη δεν είχε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η αστική τάξη δεν είχε πλέον προοδευτικό ρόλο, όπως [13]
στην περίοδο της ανόδου της και της σύγκρουσης με τη φεουδαρχία. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού όπου η εργατική τάξη είναι πλέον ισχυρή δύναμη, υπάρχει ισχυρό εργατικό κίνημα και ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα σε πολλές χώρες, υπάρχουν οι προϋποθέσεις η αστικοδημοκρατική επανάσταση, να μην γίνει κάτω από την ηγεσία της φιλελεύθερης αστικής τάξης, αλλά να εδραιωθεί γερά στη συμμαχία των καταπιεζόμενων τάξεων, της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και γενικότερα των μικροαστικών στρωμάτων με την ηγεμονία του προλεταριάτου που δεν θα υποταγεί, αλλά θα παρακάμψει την αστική τάξη και την προσπάθεια της να επικρατήσει και να ηγεμονεύσει. Ως εκ τούτου η εργατική τάξη πρέπει να αγωνιστεί ώστε η αστική τάξη να μην έχει κρίσιμο, καθοδηγητικό ρόλο στην αστικοδημοκρατική επανάσταση, πολύ περισσότερο δεν μπορεί η ίδια να της αναθέσει ένα τέτοιο ρόλο. Οι δυνατότητες που είχαν μπροστά τους οι μπολσεβίκοι και κάθε κομμουνιστικό κόμμα σε αντίστοιχη περίπτωση ήταν είτε να επιμείνουν στην προπαγάνδιση της προλεταριακής - σοσιαλιστικής επανάστασης ενώ ωρίμαζε η αστικοδημοκρατική, όπως ζητούσαν οι μενσεβίκοι, οπότε όπως έγραφε ο Λένιν «η σοσιαλδημοκρατία το μόνο που θα έκανε θα ήταν να ρεζιλευτεί και να απομονωθεί» (6) ή να αφήσουν την πρωτοβουλία στην αστική τάξη με το επιχείρημα ότι ήταν αστική η επανάσταση, οπότε θα έμενε έξω από τις εξελίξεις και την κίνηση της ιστορίας περιμένοντας τη σειρά της όταν πλέον θα έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός και θα ερχόταν η ώρα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στη βάση αυτής της ανάλυσης οι μπολσεβίκοι χάραξαν τη στρατηγική τους. -Αστικοδημοκρατική επανάσταση - υπόθεση του προλεταριάτου και της αγροτιάς παράκαμψη της αστικής τάξης- εγκαθίδρυση επαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς - που υλοποιώντας ένα άμεσο δημοκρατικό πρόγραμμα (το μίνιμουμ [14]
πρόγραμμα των μπολσεβίκων), περνάει στην επόμενη φάση, στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ο Λένιν σημειώνει: «οι συνειδητοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου, τα μέλη του ΣΔΕΚΡ, οφείλουν - χωρίς να ξεχνάνε ούτε στιγμή το σοσιαλιστικό σκοπό τους, την ταξική και κομματική αυτοτέλειά τους - να παρουσιασθούν μπροστά σε όλο το λαό με τα πρωτοπόρα δημοκρατικά συνθήματα. Για μας, για το προλεταριάτο, η δημοκρατική επανάσταση είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς την πλήρη απελευθέρωση της εργασίας από κάθε εκμετάλλευση, προς το μεγάλο σοσιαλιστικό σκοπό. Και γι' αυτό όσο μπορεί πιο γρήγορα πρέπει να περάσουμε το πρώτο αυτό σκαλοπάτι, όσο το δυνατόν πιο αποφασιστικά πρέπει να κανονίσουμε τους λογαριασμούς με τους εχθρούς της λαϊκής Ελευθερίας..» (7). Αυτά για να φανεί καθαρά ότι ο Λένιν και αργότερα η Κομμουνιστική Διεθνής έβλεπαν την επαναστατική δημοκρατική εξουσία ως μεταβατική προς την εργατική επαναστατική εξουσία στις συνθήκες χωρών με χαμηλότερο ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς και η παραποίηση που επιχειρείται με τη φιλολογία περί σταδίων, τα οποία υποτίθεται ότι διακόπτουν την επαναστατική διαδικασία τη χωρίζουν σε στάδια το οποία λίγο ως πολύ είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Ούτε επίσης, όπως αναφέρει το δοκίμιο, την αντιμετωπίζουν ως κυβέρνηση των αγροτών που υπό προϋποθέσεις μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτή και κάποιος μπολσεβίκος, αλλά επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης και των αγροτών με την ηγεμονία της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη θα έχει σ’ αυτή την εξουσία που θα επιβάλλονταν με επανάσταση ηγεμονικό, καθοδηγητικό ρόλο και φυσικά θα τον υλοποιούσε με την καθοδήγηση του κόμματος. Πολλές παραποιήσεις σε λίγες γραμμές.
[15]
Στην πορεία προς την Οχτωβριανή επανάσταση και λίγο πριν από αυτήν ο Λένιν επεξεργάζεται την τακτική των μπολσεβίκων για την κατάληψη της εξουσίας, στις συνθήκες πλέον της αστικής δημοκρατικής ιμπεριαλιστικής Ρωσίας με το έργο του «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως θα την καταπολεμήσουμε». Χρονικά όταν γράφεται το έργο αυτό, μέσα του Σεπτεμβρίου 1917, η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής. Το κόμμα των μπολσεβίκων είχε κατακτήσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, όπως έδειξαν οι ψηφοφορίες για τα σοβιέτ, σε βάρος των μενσεβίκων και των εσέρων και είχε συσπειρώσει την πλειοψηφία των αγροτικών μαζών. Ουσιαστικά είχε διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό η συμμαχία εργατικής τάξης και αγροτιάς υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης, ενώ η επαναστατική κατάσταση συνεχιζόταν και βάθαινε. Στις συνθήκες αυτές, παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης, ο Λένιν επιλέγει ως άξονα της δράσης των Επαναστατικών δυνάμεων όχι την ίδια την εξέγερση για να σωθεί ο λαός και η χώρα οριστικά, αλλά την ανάγκη δράσης για να αποφύγει η Ρωσία την πείνα και την καταστροφή. Πιστεύει ότι με αυτό το περιεχόμενο δράσης θα ολοκληρωθεί η αλλαγή των συσχετισμών υπέρ της εργατικής τάξης, καθώς και η συνολική προετοιμασία της εξέγερσης. Ο κύριος τρόπος που πρότεινε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή ήταν να εφαρμοστεί ολοκληρωμένος κοινωνικός και εργατικός έλεγχος σε όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής, έλεγχος, τον οποίο η αστική κυβέρνηση δεν εφαρμόζει για να μη θιγούν τα πρωτάκουστα κέρδη της ολιγαρχίας, παρότι όλα τα μέτρα ήταν απολύτως εφαρμόσιμα. Τα βασικά μέτρα που αναφέρει στο έργο είναι : 1) Η συνένωση των τραπεζών σε μια τράπεζα και κρατικός έλεγχος πάνω στις πράξεις της. 2) Η εθνικοποίηση των καπιταλιστικών συνδικάτων, δηλαδή των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων τον καπιταλιστών. 3). Η [16]
κατάργηση του εμπορικού απορρήτου. 4) Ο αναγκαστικός συνδικαλισμός, δηλαδή η υποχρεωτική οργάνωση σε ενώσεις των επιχειρηματιών. 5) Αναγκαστική συνένωση του πληθυσμού σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς. Τα μέτρα αυτά, μέτρα αναγκαία για τον έλεγχο της ασυδοσίας του κεφαλαίου, χωρίς την παραμικρή αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας δεν ήταν μέτρα σοσιαλιστικά, αλλά μέτρα που θα συνέβαλαν στην εφαρμογή του εργατικού λαϊκού ελέγχου και μάλιστα μέτρα που θα έπαιρνε μια πραγματική επαναστατική δημοκρατική εξουσία, η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου της αγροτιάς. «Μόνο η ένωση όλων των τραπεζών σε μια, χωρίς να σημαίνει αυτή καθαυτή την παραμικρή αλλαγή στις σχέσεις ιδιοκτησίας, χωρίς να αφαιρεθεί το επαναλαμβάνω ούτε ένα καπίκι από κανένα ιδιοκτήτη, δίνει τη δυνατότητα πραγματικού ελέγχου, φυσικά με τον όρο ότι εφαρμόζονται όλα τα μέτρα που αναφέραμε», έγραφε (8). Πρότεινε την εφαρμογή του ελέγχου και τα ανάλογα μέτρα γι’ αυτό, παίρνοντας σοβαρά υπόψη το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού γενικά και πιο συγκεκριμένα αυτό της Ρωσίας. «Όλοι μιλάνε για ιμπεριαλισμό, έγραφε. Ιμπεριαλισμός όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονοπωλιακός καπιταλισμός και στη Ρωσία ο καπιταλισμός έχει γίνει μονοπωλιακός και μετεξελίσσεται σε κρατικό μονοπωλιακό καπιταλισμό…. Ο πόλεμος επιταχύνει σε εξαιρετικό βαθμό την μετατροπή του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικό μονοπωλιακό καπιταλισμό και έφερε έτσι την ανθρωπότητα πάρα πολύ κοντά στο σοσιαλισμό… Ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος, πέρα από το κρατικό καπιταλιστικό μονοπώλιο….» (9). Και στη συνέχεια, «Το κράτος είναι η οργάνωση της κυρίαρχης τάξης. Για δοκιμάστε όμως να βάλετε στη θέση του κράτους των γιούνκερ και των καπιταλιστών το επαναστατικό δημοκρατικό κράτος (είναι το κράτος που είχε στις [17]
επεξεργασίες του o Λένιν και το απέρριψε όπως αγωνίζεται να μας πείσει το Δοκίμιο), δηλαδή το κράτος που καταργεί επαναστατικά κάθε λογής προνόμια, που δεν φοβάται να πραγματοποιήσει επαναστατικά τον πλήρη δημοκρατισμό. Θα δείτε ότι σε ένα πραγματικά επαναστατικό δημοκρατικό κράτος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό»(10). Στη συνέχεια αναφέρει το εξής «ο σοσιαλισμός μας κοιτάζει τώρα από όλα τα παράθυρα του σύγχρονου καπιταλισμού, ο σοσιαλισμός διαφαίνεται άμεσα, πρακτικά από κάθε μεγάλο μέτρο που αποτελεί ένα βήμα προς τα μπρος στη βάση αυτού του νεότατου καπιταλισμού. Τι είναι η γενική υποχρεωτική εργασία;…. Η γενική υποχρεωτική εργασία που καθιερώνεται, ρυθμίζεται και κατευθύνεται από τα σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτικών βουλευτών, δεν είναι σοσιαλισμός, όμως δεν είναι και καπιταλισμός. Είναι ένα τεράστιο βήμα προς το σοσιαλισμό, ένα τέτοιο βήμα που με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί ατόφια η δημοκρατία, θα ήταν πια αδύνατη η πισωδρόμηση απ' αυτό το βήμα προς τον καπιταλισμό…»(11). Φυσικά για να προχωρήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι εξελίξεις και «να διατηρηθεί ατόφια η δημοκρατία» απαιτούνται ορισμένες πολύ σημαντικές προϋποθέσεις. Αυτές σχετίζονται με την κατάκτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και τη στράτευση της στον αγώνα για την επαναστατική αλλαγή, τη μεγάλη κινητικότητα των λαϊκών μαζών που δρουν ως σύμμαχοι της εργατικής τάξης κάτω από την ηγεμονία της, ώστε να αντιμετωπίζεται με επιτυχία η προσπάθεια του μονοπωλιακού κεφαλαίου και των τμημάτων των μικροαστικών μαζών που έχει στην επιρροή του να μετατρέψει όλη την πορεία της μετάβασης σε ένα απλό συμβιβασμό με την αστική εξουσία. Επιπλέον προϋποθέτουν συνθήκες μεγάλης κρίσης και σημαντικού [18]
κλονισμού της αστικής κυριαρχίας, που θα τροφοδοτεί την πλατιά εργατική και λαϊκή δραστηριότητα και συνειδητοποίηση και φυσικά συνθήκες αναπτυγμένου καπιταλισμού. Μια ακόμη λέξη πάνω σ’ αυτά. Αναφέρει το δοκίμιο ότι «είναι ζήτημα εκ των υστέρων, της ιστορικής έρευνας να διαπιστωθεί η πολυμορφία που μπορεί να δώσει η διαδικασία όταν ακόμη δεν έχει ανατραπεί η αστική εξουσία, αλλά έχει αρχίσει η αποδυνάμωση της»(12). Μπορεί κάποιος να απαντήσει απλά το εξής. Από τη στιγμή που με βάση τη λογική της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. υπάρχει μία μόνο αντίθεση στον καπιταλισμό, η βασική αντίθεση και κάθε άλλη υποβαθμίζεται ή χάνεται, άρα κυριαρχεί τον αντικαπιταλιστικό και η επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική εξαρχής δεν έχουν νόημα φάσεις και διαδικασίες προς την επανάσταση. Άρα το πιο πάνω απόσπασμα γίνεται απόλυτα αντίθετο με όλο το σκεπτικό. Επιπλέον οι ιστορικοί κάνουν τη δουλειά τους και η δουλειά αυτή είναι πολύ σημαντική. Το εργατικό κίνημα όμως δρα και δημιουργεί την ιστορία, αλλά για να δράσει χρειάζονται επεξεργασίες, οι οποίες προφανώς προηγούνται της σύγκρουσης και δεν έπονται, αλλιώς θα δράσει απροετοίμαστο. Οι επεξεργασίες αυτές στηρίζονται τόσο στη μελέτη των συνθηκών κάθε φορά, όσο επίσης και στη θεωρία, τη γενικευμένη ιστορική εμπειρία των αγώνων, στη δουλειά των επιστημόνων και του ίδιου του επαναστατικού κινήματος. Χωρίς αυτή τη μελέτη και τις επεξεργασίες δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν νικηφόροι επαναστατικοί αγώνες. Είναι άλλο πράγμα να μην μετατρέπει το επαναστατικό κίνημα σε νομοτέλειες, εκδοχές και εξελίξεις που δεν είναι υποχρεωτικές και άλλο να αρνείται τη μελέτη και την αξιοποίηση της πείρας, την οποία πρέπει να ενσωματώνει στα προγραμματικά του κείμενα και την τακτική που διαμορφώνει. ------------------------------------------------------[19]
1. Δοκίμιο Ιστορίας του Κ.Κ.Ε., σ. 20 2. Λένιν Άπαντα, τ. 38, σ.306 3. Λένιν Άπαντα τόμος 27, σ. 81 - 82 4. Λένιν Άπαντα, τόμος 31, σ. 113 - 118 5. Λένιν Άπαντα, τόμος 34, σ. 357 6. Λένιν Άπαντα , τ.10, σ.22 7. Λένιν Άπαντα , τ.10, σ.346 8. Λένιν, Άπαντα τόμος 34 , σ. 163 9. Το ίδιο σ. 193 10. Στο ίδιο σ. 191 11. Στο ίδιο σ. 193- 194 12. Δοκίμιο Ιστορίας του Κ.Κ.Ε., Β΄τόμος σ. 22 Μέρος ΙΙ Το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και η εργατική κυβέρνηση Σε πρόσφατο άρθρο του στο «Πριν» ο Αλέκος Αναγνωστάκης, αφού αναφερθεί στις προτάσεις που γίνονται από διάφορες αριστερές οργανώσεις για την ανάγκη δημιουργίας αριστερής κυβέρνησης στις σημερινές συνθήκες και σωστά τις κριτικάρει ανατρέχει στην ιστορική πείρα του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα στα ζητήματα κατάκτησης της εξουσίας και τη δυνατότητα συμμετοχής σε κυβέρνηση αριστερών κομμάτων. Αναφέρει [20]
συγκεκριμένα: «Το κυβερνητικό ζήτημα συνοδεύεται αντικειμενικά από το ιστορικό φορτίο που φέρει και το σύγχρονο προβληματισμό που αναπτύσσεται. Το συνάντησε η Αριστερά το 1917 «απέξω», με την κυβέρνηση Κέρενσκυ και το αντιμετώπισε ύστερα από σκληρή διαπάλη στο εσωτερικό της. Με λοκομοτίβα την κομμουνιστική στρατηγική, την εκτίμηση των πολιτικών συσχετισμών, τη σταθερή επιδίωξη της επανάστασης, οι μπολσεβίκοι στόχευσαν τελικά την ανατροπή της κυβέρνησης, στην κατάληψη της εξουσίας από τα σοβιέτ και τη δημιουργία κεντρικής εργατικής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση, ως ενδιάμεσος στόχος ανάμεσα στον καπιταλισμό και την επανάσταση και για την διευκόλυνση της, εμφανίστηκε στο εσωτερικό της αριστεράς από την ίδια την Αριστερά, με την ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1920- 1923. Μορφοποιήθηκε στο 3ο και κυρίως στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις τελευταίες μέρες του Λένιν, με εισηγητή τον Ζηνόβιεφ, ο οποίος κατά καιρούς την μεταφράζει πολιτικά, «εξαιτίας της πολυπλοκότητας και των προβλημάτων» της κυβερνητικής λογικής. Δέχθηκε έντονη κριτική από τον Τρότσκυ. Αποσύρθηκε και εμφανίστηκε με άλλα ρούχα με τα λαϊκά μέτωπα. Και τελικά υποκατέστησε την επανάσταση από αιώνιες παραλλαγές κυβερνητισμού, που οδήγησαν στην ήττα και στον εκφυλισμό. Για να επανεμφανιστεί κυρίως μετά την κρίση του 1973 ως τελικός και όχι ως ενδιάμεσος στόχος πλέον από την ιστορικά ηττημένη και μεταλλαγμένη Αριστερά, που αυτοπεριορίζεται στην ανιστόρητη, αντιεπιστημονική και μάταιη επιδίωξη πολιτικής διαχείρισης ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». (1) Είναι σαφής η αντιδιαστολή που επιχειρείται στο κείμενο μεταξύ της στρατηγικής των μπολσεβίκων ως τον Οκτώβριο του 1917 που οδήγησε στην νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση και στη μετέπειτα γραμμή της Κ.Δ. μετά το 1920 σε συνθήκες υποχώρησης του [21]
επαναστατικού κύματος γραμμή η οποία περιλάμβανε το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και την εργατική κυβέρνηση. Η νικηφόρα γραμμή των μπολσεβίκων «με τη σταθερή επιδίωξη της επανάστασης και λοκομοτίβα την κομμουνιστική στρατηγική» από τη μια και από την άλλη το ενιαίο μέτωπο που απέτυχε και σταδιακά εκφυλίσθηκε. Φυσικά ο συγγραφέας δεν κάνει καν τον κόπο να ασχοληθεί με τις συνθήκες στις οποίες εφαρμόστηκε καθεμιά από τις δύο γραμμές. Συνθήκες επαναστατικής κατάστασης στην πρώτη και καταλαγιάσματος του επαναστατικού κινήματος, ανάκαμψης καπιταλισμού και με το επαναστατικό και εργατικό κίνημα ανέτοιμο και ανώριμο στη δεύτερη. Το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και η εργατική κυβέρνηση και όχι η κυβέρνηση, όπως αναφέρει ο Α.Α, δεν ήταν ποτέ στη στρατηγική της Κ.Δ. ενδιάμεσος στόχος μεταξύ καπιταλισμού και επανάστασης και δεν εμφανίστηκε μετά την τα ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1923 και ακόμη περισσότερο αυτό που αναφέρει ότι την εισηγήθηκε ο Ζηνόβιεφ στις τελευταίες μέρες του Λένιν (άρα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει και να παρέμβει) και με την διαφωνία του Τρότσκυ. Εδώ πρόκειται για μεγάλες ανακρίβειες. Αν θέλουμε να αναφερόμαστε και να σεβόμαστε την ιστορία και την πείρα της Κ.Δ. πρέπει να είμαστε εξαιρετικά ακριβείς. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και είναι η εξής. Η γραμμή του ενιαίου μετώπου διαμορφώθηκε σταδιακά από το τέλος του 1920 ως απάντηση στην αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών. Τότε το επαναστατικό κίνημα που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και κορυφώθηκε με την Οχτωβριανή επανάσταση και την επανάσταση του 1918 στη Γερμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία κ.λπ. άρχισε να υποχωρεί. Τέλειωσε η πρώτη περίοδος του επαναστατικού κινήματος μετά τον πόλεμο, που τη χαρακτήριζε η αυθόρμητη ορμή των μαζών, με σημαντική αμορφία μεθόδων και [22]
σκοπών και ο πανικός των κυρίαρχων τάξεων. Η αστική τάξη σε όλες τις χώρες πέρασε σε επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Ο επαναστατικός αγώνας του προλεταριάτου για την εξουσία περνάει σε παγκόσμια κλίμακα δυσκολίες, σημειώνεται επιβράδυνση στο ρυθμό. Ωστόσο αποκατάσταση της καπιταλιστικής ισορροπίας μετά τον πόλεμο δεν πραγματοποιήθηκε. Επειδή όρος για την αποκατάσταση της σταθερότητας του καπιταλισμού είναι το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης, οι εργάτες εντείνουν τους αγώνες τους. Η κατάσταση στις καπιταλιστικές χώρες παραμένει αντικειμενικά επαναστατική, μα το επαναστατικό κίνημα βρίσκεται στη φάση της υποχώρησης. «Η καθοδήγηση του σημερινού αμυντικού αγώνα του προλεταριάτου, το πλάτεμα και το βάθεμα του, η εξασφάλιση της ενότητας του και- ανάλογα με την πορεία της εξέλιξης- η ανύψωση του στο επίπεδο του πολιτικού τελικού αγώνα αυτό είναι και παραμένει το βασικό καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος στην τρέχουσα κρίση» (2), αναφέρει η Κομμουνιστική Διεθνής. Από αυτό εξάγεται σαφώς η ανάγκη μιας μακρόχρονης πάλης για την προετοιμασία της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, μιας συστηματικότερης προετοιμασίας της επανάστασης, να μελετηθεί βαθιά η συγκεκριμένη ανάπτυξη της ταξικής πάλης στις καπιταλιστικές χώρες, για να γίνει δυνατή η εφαρμογή των βασικών επαναστατικών αρχών ανάλογα και με τις ιδιομορφίες των διαφόρων χωρών. Δεν ήταν λοιπόν η ήττα της γερμανικής επανάστασης, αλλά το τέλος της επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη, η ανάκαμψη του καπιταλισμού και η βαθιά αλλαγή των συνθηκών που κατέστησε αναγκαία τη νέα τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η τακτική του ενιαίου μετώπου δεν ήταν τακτική του Ζηνόβιεφ, αλλά μια πραγματική λενινιστική τακτική που επεξεργάστηκε ο Λένιν από το τέλος του 1920 στα βασικά της σημεία πριν από το 3ο [23]
συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Συγκεκριμένα η πρώτη οργανωμένη εκδήλωση της ήταν το «ανοιχτό γράμμα» του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας που απεστάλη στις 8 Γενάρη 1921 προς όλες τις προλεταριακές οργανώσεις της Γερμανίας – Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, Ανεξάρτητο ΣΔΚΓ, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας και προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις - που καλούσε σε κοινή πάλη για τις άμεσες διεκδικήσεις των εργατών και των εργαζομένων ενάντια στην εντεινόμενη επίθεση της αστικής τάξης. Η ενέργεια αυτή του ΕΚΚΓ συνάντησε από την πρώτη στιγμή από τη μια την αντίδραση των αριστερίστικων στοιχείων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ακόμη και ο πρόεδρος της Γκρ. Ζηνόβιεφ αποκάλεσε το «ανοιχτό γράμμα» τεχνητή υπόθεση και καταδίκασε την τακτική που πρότεινε ως τελείως ανεφάρμοστη και από την άλλη την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των στελεχών της Κομμουνιστικής Διεθνούς και των Κομμουνιστικών Κομμάτων καθώς και του Λένιν. Σε γράμμα του ο Λένιν προς την Κλάρα Τσέτκιν έγραφε: «Είδα μόνο το ανοιχτό γράμμα και το θεωρώ πολύ σωστή τακτική, εγώ κατέκρινα την αντίθετη γνώμη των «αριστερών» μας, που ήταν ενάντια στο γράμμα αυτό» (3). Ο Λένιν χαρακτήρισε το γράμμα του ΕΚΚΓ σαν σωστή προσπάθεια δημιουργίας ενιαίου προλεταριακού μετώπου, υπογραμμίζοντας την υποχρέωση των άλλων κομμάτων να εφαρμόσουν την τακτική που προτάθηκε με το «ανοιχτό γράμμα», το αποκάλεσε «υποδειγματική πολιτική ενέργεια, σαν την πρώτη πράξη μιας πρακτικής μεθόδου προσέλκυσης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης» (4). Αυτό το στοιχείο ήταν και η κεντρική ιδέα του θέσεων για το τρίτο συνέδριο. «Η τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να στηρίζεται στο εξής: Σταθερά και συστηματικά να κατακτά την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, και κατά πρώτο λόγο μέσα στα παλιά συνδικάτα. Τότε θα νικήσουμε σίγουρα σε
[24]
κάθε καμπή των γεγονότων…. Έτσι, η τακτική του «ανοιχτού γράμματος» είναι υποχρεωτική παντού» (5). Η δυνατότητα και η πιθανότητα δημιουργίας ‘‘εργατικής κυβέρνησης’’ προέκυψε ως λογική συνέχεια, ως προέκταση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης. Από την πρώτη στιγμή και στα πλαίσια των συζητήσεων του 4ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς γύρω από το ζήτημα αυτό συγκρούστηκαν δύο αντιλήψεις. Η πρώτη ερμήνευε την εργατική κυβέρνηση ως ισοδύναμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, ή ως ψευδώνυμο της σοβιετικής κυβέρνησης. Δεν έβλεπε καμιά διαφορά. Από την άλλη η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Κομμουνιστικών Κομμάτων και η αντιπροσωπεία του Π.Κ.Κ.(μπ) τόνιζαν ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνηση πηγάζει άμεσα από την τακτική του ενιαίου μετώπου που διευκολύνει το τράβηγμα των εργαζομένων στον αγώνα, ότι την κυβέρνηση αυτή πρέπει να την βλέπουν ως δυνατή μορφή περάσματος στη δικτατορία του προλεταριάτου. Η γραμμή αυτή ήταν η απάντηση στις προσπάθειες των Κομμουνιστικών Κομμάτων στις συγκεκριμένες συνθήκες να επεξεργαστούν και να καθορίσουν τη μορφή πλησιάσματος, ή και περάσματος στην επανάσταση. Στο σχέδιο προγράμματος Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας που συζητήθηκε στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς σημειώνονταν σχετικά τα εξής: «Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης είναι κατάλληλο μέσο για την παραπέρα απελευθέρωση των εργατικών μαζών από την εξουσία της αστικής τάξης στην περίοδο που το αυτοτελές μαζικό κίνημα του προλεταριάτου φτάνει ορισμένο επίπεδο ύψους και πλάτους, όταν το χάσμα ανάμεσα στο προλεταριάτο, την αστική τάξη και τους συνδεδεμένους με αυτήν εργατικούς ηγέτες βαθαίνει, αλλά το προλεταριάτο στην πλειοψηφία [25]
του δεν είναι ακόμα έτοιμο να σπάσει τα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Στην συνθήκες αυτές το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να γίνει πιο πλατιά αφετηρία πάλης για την προλεταριακή δικτατορία. Η εργατική κυβέρνηση στηριζόμενη στους ένοπλους εργάτες πρέπει να πραγματοποιήσει μια σειρά οικονομικά, πολιτικά και δημοσιονομικά μέτρα, που χωρίς να βγαίνουν τυπικά έξω από το πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, στην ουσία περιορίζουν τα δικαιώματα του κεφαλαιοκρατών να διαχειρίζονται την ιδιοκτησία τους και το ίδιο το κεφαλαιοκρατικό κέρδος. Η αντίσταση της αστικής τάξης θα αναγκάσει φυσικά την εργατική κυβέρνηση να βγει από τα πλαίσια των ημίμετρων και να οδηγήσει τις μάζες στην κατανόηση της ανάγκης ολοκληρωτικής κατάργησης της αστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, στην κατανόηση της ανάγκης συντριβής του παλιού αστικού κρατικού μηχανισμού, στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου». Δώσαμε αυτό το εκτενές απόσπασμα από το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΓ διότι δίνει με παραστατικό τρόπο τη λογική και τη θέση που είχε η εργατική κυβέρνηση στη σκέψη και στη στρατηγική αντίληψη της Κ.Δ. τότε. Επιπροσθέτως με βάση τις επεξεργασίες του 4ου συνεδρίου η εργατική κυβέρνηση μπορούσε να προκύψει και με βάση το κοινοβούλιο, αλλά σε στενή σχέση με τον επαναστατικό αγώνα κατά της αστικής τάξης και μόνο στην πορεία της μαζικής πάλης, στηριζόμενη στις μάζες και δυναμώνοντας το επαναστατικό κίνημα. Επίσης το συνέδριο υπογράμμισε ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν γενικό σύνθημα ζύμωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν παντού. Σαν επίκαιρο όμως πολιτικό σύνθημα έχει σημασία για τις χώρες, όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη βάζει στην ημερήσια διάταξη τη λύση του προβλήματος της κυβέρνησης σαν πρακτική ανάγκη. Στα καθήκοντα της εργατικής κυβέρνησης, που δεν έχει γίνει ακόμη κυβέρνηση της προλεταριακής δικτατορίας, ανήκαν ο εξοπλισμός της [26]
εργατικής τάξης και ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών οργανώσεων, η εφαρμογή ελέγχου στην παραγωγή, η μεταβίβαση του βάρους των φόρων στις πλάτες των πλουσίων και η κατάπνιξη της αντίστασης της αντεπανάστασης. Η συνεπής εφαρμογή αυτών των μέτρων θα συνέβαλε στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων και στη συσπείρωση τους γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα και μπορούσε να προετοιμάσει το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Στο κείμενο πρόσφατου πανελλαδικού σώματος του ΝΑΡ με τίτλο «Καπιταλιστική κρίση και αριστερά» αναφέρονται τα εξής: «Η πορεία προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μονόπρακτο έργο ή σχέδιο επί χάρτου. Είναι πιθανόν η δυναμική της ταξικής πάλης να αναδείξει ιδιόμορφες και πρωτότυπες πολιτικές καταστάσεις και κυβερνήσεις σε διάφορες στιγμές της, ή και στην περίοδο των συγκρούσεων που ωριμάζει και κρίνεται το «ποιος-ποιον», κρίνεται δηλαδή χωρίς να μπορεί όμως να απαντηθεί οριστικά το ζήτημα της εξουσίας. Αυτές οι πολιτικές καταστάσεις θα είναι ασταθείς και ανοιχτές στην καπιταλιστική οπισθοδρόμηση ή στην επαναστατική χειραφέτηση. Θα διαμορφωθούν ενδεχομένως όχι γιατί είναι στις προθέσεις του επαναστατικού κινήματος, αλλά γιατί προέκυψαν ως υποπροϊόν του αγώνα του από την ίδια την ταξική πάλη. Θα αποτελούν με άλλα λόγια, υβριδικό προϊόν ενός ισχυρού εργατικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος, που όμως δεν θα είναι τόσο ισχυρό ώστε να επιβάλει την επανάσταση, και μιας αδύναμης αστικής τάξης που αναγκάζεται να υποχωρήσει πρόσκαιρα για να ενσωματώσει αρχικά και έπειτα να επιτεθεί στο εργατικό κίνημα και τις κατακτήσεις του. Η επαναστατική Αριστερά δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συμμετέχει σε τέτοιες κυβερνήσεις. Πρέπει βέβαια να αξιοποιήσει αυτές τις καταστάσεις…» (6). [27]
Πριν σχολιάσουμε το απόσπασμα αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι η ιδεολογική συγγένεια και οι συγκλίσεις όσον αφορά τις θέσεις και επεξεργασίες μεταξύ Κ.Κ.Ε. και Ν.Α.Ρ. δεν κρύβονται, είναι καταφανείς. Είναι το Κ.Κ.Ε. που μετακινείται τα τελευταία χρόνια προς τις θέσεις του ΝΑΡ και όχι τόσο το ίδιο το ΝΑΡ, το οποίο σε πολύ μικρό βαθμό ή καθόλου διόρθωσε παλιότερες θέσεις του για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, τις αναρχοαυτόνομες θέσεις που καλλιέργησε στη νεολαία, τις αντιλήψεις για το σοσιαλισμό, το κόμμα νέου τύπου κ.λπ. Η παραπάνω τοποθέτηση καταρχήν αναγνωρίζει την πιθανότητα ύπαρξης συνθηκών, φανταζόμαστε εκτός επαναστατικής κατάστασης, όπου το ισχυρό εργατικό κίνημα δεν θα είναι τόσο ισχυρό ώστε να προωθήσει την επανάσταση και η αστική τάξη θα έχει μεγάλες δυσκολίες ώστε να μην μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της με τον τρόπο που μπορούσε παλαιότερα. Στις συνθήκες αυτές η αστική τάξη προφανώς προσπαθεί να εγκλωβίσει το εργατικό κίνημα, να το χτυπήσει και να το αποδυναμώσει. Το εργατικό κίνημα, αν δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια κυβέρνηση «εργατική», ή “αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή”, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως το μέσον που θα οξύνει την ταξική σύγκρουση με σκοπό να εξωθήσει στη ρήξη και την επικράτηση του, γιατί δεν πρέπει να εκμεταλλευθεί αυτή τη δυνατότητα; Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε κυβέρνηση που γίνεται με πρωτοβουλία της αστικής τάξης, ή χωρίς να υπάρχει ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων για το εργατικό και επαναστατικό κίνημα. Στην περίπτωση αυτή δεν θα πρόκειται για κυβέρνηση εργατική, με τον τρόπο που την περιγράφουμε και τοποθετήθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή. Γιατί δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συμμετάσχει; Πόσες φορές θα παρουσιαστεί μια τέτοια ευκαιρία; Πώς θα αξιοποιήσει αυτές τις καταστάσεις, όπως αναφέρει το κείμενο, αν παραιτηθεί από τη [28]
δυνατότητα παρέμβασης του και περιμένει την επαναστατική κατάσταση για να ανατρέψει την αστική τάξη, δυνατότητα που μπορεί να μην ωριμάσει; Εκτός αν το ΝΑΡ θεωρεί ότι κάθε κυβέρνηση ανεξαρτήτως συσχετισμού και συνθηκών πριν την επανάσταση, όσο ισχυρό και να είναι το επαναστατικό κίνημα και με σωστό προσανατολισμό θα είναι κάτω από τον έλεγχο της αστικής τάξης. Αυτό πρέπει να το πει καθαρά. Πάντως η ιστορική εξέλιξη έναν τέτοιον ισχυρισμό το διαψεύδει κατηγορηματικά. Στο άρθρο του Α.Α. που προαναφέραμε υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση, από αυτή του ΝΑΡ. Γράφει: «Σε αυτή τη δυναμική διαδρομή μπορεί να προκύψει, ως υποπροϊόν της δυναμικής του κινήματος στον αγώνα για την επανάσταση και την κατάκτηση της εξουσίας, κυβέρνηση φιλολαϊκού προσανατολισμού ή δυαδική εξουσία. Η Αριστερά, στηριγμένη στα εργατικά και λαϊκά όργανα εργατικής πολιτικής, καθορίζει τη στάση της απέναντί της- επομένως δεν τη σνομπάρει- με γνώμονα την προώθηση και ενίσχυση της συνολικής πολιτικής δυναμικής του κινήματος και της επανάστασης». Εδώ έχουμε προφανώς μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση. Δεν απορρίπτεται εξ ορισμού, αλλά ανάλογα με το είδος της κυβέρνησης που μπορεί να προκύψει και το χαρακτήρα της θα καθορίσουν οι επαναστατικές δυνάμεις τη στάση τους. Το Κ.Κ.Ε. στο πρόγραμμα του που ψηφίστηκε στο 15ο συνέδριό του, αναφέρεται σε αντίστοιχες εξελίξεις και γράφει: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το κοινοβούλιο, χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο [29]
πολυεθνικό κεφάλαιο, την εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης. Το Κ.Κ.Ε. επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας» (7). Στην πορεία του χρόνου η θέση αυτή σιωπηρά εγκαταλείφθηκε. Το κόμμα επιμένει στην αναφορά της Λαϊκής Εξουσίας (την οποία εννοεί ως επαναστατική εργατική εξουσία) και της Λαϊκής Οικονομίας με τρόπο διακηρυκτικό, περιγράφοντας την χωρίς να φωτίζει την αναγκαιότητα της μέσα από την πάλη και τη ζύμωση για τα άμεσα προβλήματα και τις αιτίες που τα προκαλούν, και από ότι όλα δείχνουν στο επόμενο συνέδριο του θα την απαλείψει εντελώς από το πρόγραμμα του. Είναι μια αρνητική εξέλιξη, που συνοδεύει άλλες στο προγραμματικό επίπεδο και στα ζητήματα της τακτικής, οι αρνητικές συνέπειες των οποίων είναι εμφανείς για το ίδιο το Κ.Κ.Ε. και για το εργατικό κίνημα. Στις περιπτώσεις που αναφερόμαστε φαίνεται ότι ισχύει η παροιμία «όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι», μόνο που η αντιμετώπιση αυτή δεν είναι παρά ένας δογματισμός, ή έλλειψη εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη και στις δυνάμεις της και στη δυνατότητα η πολιτική πρωτοπορία να εκτιμά ρεαλιστικά και σωστά το συσχετισμό δυνάμεων και τα συνολικά δεδομένα σε κάθε φάση. Το κίνημα έχει αρνητικές εμπειρίες τέτοιων καταστάσεων, έχει όμως και θετικές. Δεν είναι δυνατόν να απορρίπτει εξ ορισμού μια τέτοια δυνατότητα, να την παραμερίζει και να επιμένει στην άμεση υλοποίηση της στρατηγικής του, χωρίς να μελετά τους όρους προσέγγισης στην επαναστατική διαδικασία και να κινδυνεύει να χάσει ιστορικές ευκαιρίες. Αν το κίνημα στη Χιλή ηττήθηκε δεν ευθύνεται η συμμετοχή στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, αλλά
[30]
άλλες αδυναμίες, ολιγωρίες και αυταπάτες. Από την ιστορική πείρα πρέπει να εξάγονται σωστά και ολοκληρωμένα συμπέρασμα. Με βάση όλα τα παραπάνω η εργατική ή αντιιμπεριαλιστικήαντιμονοπωλιακή κυβέρνηση εντάσσεται στη στρατηγική για την επανάσταση όχι ως νομοτέλεια, αλλά ως μια πιθανότητα να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για το σχηματισμό της, ο οποίος θα διευκολύνει την προσέγγιση στην επανάσταση. Σταθερή επιδίωξη του επαναστατικού κινήματος είναι η επαναστατική εργατική εξουσία μετά από τη νικηφόρα επανάσταση, καθώς επίσης και η αναγκαιότητα επεξεργασίας της τακτικής και των μορφών προσέγγισης στην επανάσταση. Η ενιαιομετωπική δράση και η εργατική κυβέρνηση πρέπει να υπάρχει ως στοιχείο στις επεξεργασίες του κομμουνιστικού κόμματος και της αριστεράς, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά θα υλοποιηθεί. Είναι μια πιθανή εξέλιξη στη μεταβατική πορεία προς την εργατική εξουσία. Φυσικά όσο λάθος είναι να απολυτοποιείται η αναγκαιότητα της, εξίσου λάθος είναι να θεωρείται η δημιουργία της υποπροϊόν της κοινωνικής εξέλιξης, άρα το επαναστατικό κίνημα δεν επιδιώκει τη δημιουργία της όταν υπάρχουν οι ανάλογες προϋποθέσεις και ακόμη μεγαλύτερο λάθος να θεωρείται αστικό παιχνίδι, πολιτικό δημιούργημα της αστικής τάξης για να εγκλωβίσει το εργατικό και επαναστατικό κίνημα. Υπό μορφή ορισμένων συμπερασμάτων αναφέρουμε: Οι επαναστατικές δυνάμεις στη χώρα πρέπει να ασχοληθούν επισταμένα και να διαμορφώσουν τη στρατηγική και την τακτική του κινήματος. Να μελετήσουν τον καπιταλισμό στη σύγχρονη φάση ανάπτυξης του, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, η οποία αλλάζει βαθιά καθώς και τα μικροαστικά στρώματα που αποτελούν εν δυνάμει συμμάχους της. Να μελετήσουν την κατάσταση όπως [31]
διαμορφώνεται με την επίθεση του κεφαλαίου εναντίον των εργαζομένων που τους οδηγεί όχι απλά στη φτώχεια, αλλά τροποποιεί βαθιά τους όρους λειτουργίας του συστήματος και ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Στη βάση όλων αυτών πρέπει να διαμορφωθεί η γραμμή για την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συσπείρωσης γύρω της των μικροαστικών στρωμάτων με στόχο την ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου και την πορεία προς το σοσιαλισμό. Από τη στιγμή που η πορεία ως την επαναστατική ανατροπή δεν θα είναι μονόπρακτο, αλλά θα έχει φάσεις, καμπές και αλλαγές πορείας με διαφορετικά δεδομένα, όρους και συσχετισμούς κάθε φορά, απαιτείται η επεξεργασία της τακτικής χωρίς αστήρικτες και αυθαίρετες παραδοχές, αλλά αξιοποιώντας ολόκληρη την ιστορική κληρονομιά του κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος. Η απόρριψη με αυθαίρετο και παντελώς αστήρικτο τρόπο θέσεων και ιδεών, που η ιστορία δικαίωσε, ή δεν έχει απορρίψει στο όνομα υποτιθέμενων συμπερασμάτων που εξάγονται από την εξέλιξη του υπαρκτού σοσιαλισμού στο τέλος της δεκαετίας του 1980 είναι απαράδεκτη. Απόψεις που χαρακτηρίζουν κυβερνητισμό και απορρίπτουν κάθε προσπάθεια προώθησης, στήριξης ή ανοχής «εργατικής» κυβέρνησης, η κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων αν φυσικά υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις γι' αυτό, απόψεις που ουσιαστικά απορρίπτουν τη συμπαράταξη και τη συμμαχία πολιτικών δυνάμεων, απόψεις που δεν θεωρούν εφικτή την ενότητα σε επαναστατική γραμμή της εργατικής τάξης και τη συσπείρωση της πλειοψηφίας των μικροαστικών στρωμάτων για να διεκδικήσουν την εξουσία, αλλά αντιμετωπίζουν την κατάληψη της εξουσίας ως έφοδο μιας οργανωμένης μειοψηφίας έξω από τη θέληση της πλειοψηφίας της
[32]
εργατικής τάξης είναι απαράδεκτες και μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές. Η επιμονή στην σούπα που προσφέρεται ως σύγχρονος αντικαπιταλισμός από την ανάμειξη οπορτουνιστικών και αστικών στοιχείων και αντιλήψεων πρέπει να καταπολεμηθεί. Κρίσιμο ζήτημα είναι αφ’ ενός μεν η διατήρηση σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή του επαναστατικού χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος και αφ’ ετέρου η δυνατότητά του να αναπροσαρμόζει την τακτική του ανάλογα με τις εξελίξεις. Να μπορεί να εφαρμόζει μορφές οργάνωσης και δράσης που να ανταποκρίνονται στις πιο διαφορετικές συνθήκες που μπορεί θα δημιουργηθούν. Από τις πιο «ειρηνικές» ως τις πιο επαναστατικές, όταν η διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης θα θέσει με άμεσο τρόπο το ζήτημα της εξουσίας. Ο επαναστατικός χαρακτήρας δεν σχετίζεται με ορισμένες μορφές πάλης άμεσα επαναστατικές, ενώ οι νόμιμες, οι «ειρηνικές» οδηγούν στον οπορτουνισμό. Ίσα-ίσα ο πιο σύντομος δρόμος για τον οπορτουνισμό είναι ο σεχταρισμός. Πραγματική πρωτοπόρα τακτική είναι εκείνη που συνδυάζει ανάλογα με τις συνθήκες όλες τις μορφές. «Η επαναστατική τάξη για να εκπληρώσει το καθήκον της πρέπει να ξέρει να κάνει κτήμα της όλες, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, τις μορφές και τις πλευρές της κοινωνικής δράσης... Η επαναστατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη για την πιο γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή της μιας μορφής με την άλλη» (8). Στη μεγάλη πορεία του τον 20ο αιώνα το Κομμουνιστικό Κίνημα στον τομέα αυτό παρουσίασε όχι αμελητέα προβλήματα. Κλασσικά παραδείγματα τέτοιας αλλαγής συνθηκών στις μεγάλες καμπές της ιστορίας είναι η περίοδος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, όπου τα εργατικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς πλην του κόμματός των μπολσεβίκων βρέθηκαν παντελώς απροετοίμαστα και οδηγήθηκαν [33]
στον συμβιβασμό με την αστική τάξη και την προδοσία, ως ένα βαθμό η περίοδος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, καθώς και η περίοδος μεταπολεμικά και ως το τέλος δεκαετίας του 1970. Από αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο πρέπει το επαναστατικό κίνημα να προφυλαχθεί.
----------------------------------1. Εφημερίδα "Πριν" 7/1 /2012 2. 3η Διεθνής, τα τέσσερα πρώτα συνέδρια 3. Λένιν Άπαντα, τόμος 52, σ. 149 4. Λένιν Άπαντα, τόμος 44, σ. 25 5. Στο ίδιο, τόμος 52, σ. 266 6. Καπιταλιστική κρίση και αριστερά, σ.46 7. 15ο Συνέδριο ΚΚΕ, σ. 123 8. Λένιν Άπαντα τ.41, σ. 81
****
ΤΕΛΟΣ
[34]