Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ Ομιλία που εκφώνησε ο Φιλόσοφος Αλέξης Καρπούζος στα πλαίσια του εκπαιδευτικού
προγράμματος
‘’Μεταμόρφωση
της
Σκέψης
και
Εξέλιξη
της
Συνειδητότητας’’ που διοργάνωσε το ‘’Εργαστήριο Σκέψης’’ το χειμώνα του 2017.
.............................................................................. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Αν η κλασική μεταφυσική θεωρούσε ότι μια υπερβατική και αμετάβλητη αρχή (Ιδέα-Νους ή Θεός-Λόγος) νοημστοδοτεί το είναι όλων των υπαρκτών, αν δηλαδή αναζητούσε το νόημα και την αλήθεια πέραν του αισθητού, η επιστημονική φιλοσοφία της μοντέρνας εποχής, καθιστά το ορθολογικό και ενσυνείδητο εγώ της υποκειμενικότητας, φορέα της νοηματοδότησης και της αλήθειας καθετί υπαρκτού. Μαθηματική επιστήμη, τυπική ή συμβολική λογική και πειραματική τεχνική κωδικοποιούν μια συστηματική εμμένεια, δίχως να έχουν ανάγκη να αναφερθούν στο υπερβατικό, στο απροσδιόριστο, το ακαθόριστο. Όντα και πράγματα απο-ιεροποιούνται και αδειάζουν από νόημα μιας που μετουσιώνονται σε μετρήσιμα αντικείμενα προς απόδειξη, έλεγχο, ιδιοποίηση και κατάκτηση. Η σκέψη και η γλώσσα ερμηνεύονται με αναφορά το υποκειμενικό εγώ, η σκέψη περιορίζεται στη διάσταση του μεθοδικού υπολογισμού, της μέτρησης και της ποσοτικοποίησης, η γλώσσα εξαντλείται στο να αποδίδει λογικές ιδιότητες στα αντικείμενα του κόσμου που τίθενται απέναντι στα υποκείμενα. Έτσι το ανθρώπινο ον, σταδιακά, αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τον Κόσμο, τη Φύση, τα όντα. Το εγώ, η υποκειμενικότητά του, διαμορφώνει την ιερή πεποίθηση ότι είναι ο αποκλειστικός δημιουργός της σκέψης του και των έργων που προκύπτουν από τη δράση του. Μέσα σ΄αυτή την ιστορικο-πολιτισμική
ατμόσφαιρα
του
νεώτερου
κόσμου,
της
μεταφυσικής
της
υποκειμενικότητας, όπου καταρρέει η Υπερβατική τάξη του Νοήματος και απουσιάζουν τα μεταφυσικά θεμέλια, αναδεικνύεται και εδραιώνεται η μυθολογική μορφή του νεώτερου ανθρώπου, που θα τον ορίζαμε ως ανθρωποκεντρική, υποκειμενική ναρκισσιστική και εγωιστικά ατομικιστική. Η βούληση της δύναμης, ο ωφελισμός, η σκοπιμότητα και η χρησιμοθηρία συνιστούν τα ηθικο-αξιακά τοτέμ της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, η οποία παράγει το πραξιακό πρότυπο της βιοθεωρίας. Η μόνη δύναμη που ενεργεί πλέον στην Ιστορία είναι ο υποκειμενικός και ενσυνείδητος λόγος των αφαιρετικών σχημάτων, των καθολικών ιδεών και εννοιών, του υπολογιστικού, αριθμητικού και μετρητικού πνεύματος που μηδενίζει κάθε ποιότητα και μοναδικότητα των όντων. Η υλική
μετουσίωση αυτού του
πνεύματος είναι η οικονομική μηχανή του Κεφαλαίου, η οποία είναι μια ιστορική δύναμη εξ ολοκλήρου εμμενής. Βέβαια αφηρημένες ιδέες και υλικές δυνάμεις ενεργούν αμοιβαία και συμπληρωματικά, Από την Αναγέννηση και μετά η Θεϊκή φύση του Λόγου, μεταμορφώνεται σε Λόγο της αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας. Η αντίθεση Λόγου και Πίστης, μετασχηματίζεται σε αντίθεση νόησης και συναισθήματος, ορθολογισμού και ανορθολογισμού. Η παραπάνω αντίθεση οδηγήθηκε στο αποκορύφωμά της την εποχή των ‘’Φώτων’’, η θρησκευτική πίστη εκλογικεύτηκε σε θρησκεία του Λόγου, η θρησκεία του Λόγου ή η φυσική θρησκεία της ορθολογικής νόησης δεν χρειαζόταν τη μαρτυρία καμμιάς αποκάλυψης για να θεμελιώσει τις αλήθειές της, αρκούσε η δογματική παραδοχή της φυσικής υπεροχής και του κύρους του Ανθρώπινου Λόγου και των εγγενών δυνατότητών του. Το ερώτημα που κληροδότησε ο Κάντ στους νεώτερους φιλοσόφους είναι εάν η Δυτική Μεταφυσική, όπως είχε αναπτυχθεί από τον Πλάτωνα, μέχρι των Λάιμπνιτζ και τον Σπινόζα ήταν ζωντανή ή η μεταφυσική της υποκειμενικότητας, που αφετηρία της είχε το ego cogito του Καρτέσιου, διαμόρφωσε τέτοιους όρους που εκθρόνισε το Απόλυτο Είναι (Φύση, Θεός) και κατέστησε την μεταφυσική γνώση αδύνατη ή αβέβαιη και τον άνθρωπο δέσμιο της φυσικής αναγκαιότητας. Άλλωστε το καντιανό σύστημα ενίσχυσε την υπονόμευση του Κλασικού Λόγου να στοχάζεται το Απόλυτο μιας που κατέστησε αδύνατη την αλληλεπίδραση μεταξύ a priori εννοιών και εμπειρικών εποπτειών. Αυτό είχε ως συνέπεια να ‘’απαγορεύεται’’ η νοητική πρόσβαση στα αναπόδεικτα αντιικείμενα της κλασικής μεταφυσικής (ο Θεός, η Ψυχή), αλλά και πέρα από αυτό αφαιρέθηκε η δυνατότητα γνώσης τόσο των πραγμάτων καθεαυτά όσο και αυτού που ο Κάντ περιέγραψε ως ‘’νοούμενο’’ θεμέλιο του εαυτού, χωρίς φαινομενική παρουσία. Αν η κριτική του Λόγου από τον Κάντ έθεσε όλες τις πεποιθήσεις σε ‘’ανάκριση’’ και έτσι υπονόμευσε τα θεμέλια της ηθικής και θρησκευτικής πεποίθησης, τότε η αυτοκριτική του Λόγου, η μετακριτική του Λόγου, οδήγησε στην αμφιβολία για τα πάντα, εν τέλει κατέληξε στον μηδενισμό. Σ΄αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι οι δυϊσμοί που κληρονόμησε η καντιανή φιλοσοφία σημάδεψε όλη τη φιλοσοφία που ακολούθησε. Αναζητήθηκαν ανώτερες ενοποιητικές αρχές για να ξεπεραστούν οι δυϊσμοί: Ο Φίχτε εντόπισε αυτή την ενοποιητική αρχή στη δραστηριότητα του υποκειμένου, ο Σέλλινγκ στην έννοια της δύναμης ή της ζωής που εκφράστηκε στην πρώιμη φιλοσοφία του για τη φύση, για τον Χέγκελ ενοποιητική αρχή ήταν η έννοια του Πνεύματος, για τον Σοπενάουερ η έννοια της βούλησης, για τον Νίτσε η Δύναμη, για τον Μάρξ η Πράξη και για τον Φρόυντ το Ασυνείδητο. Όλες αυτές οι αρχές αποτέλεσαν τις καινούργιες μεταφυσικές αρχές, αλλά χάραξαν συγχρόνως και έναν νέο δρόμο στοχασμού, στοχασμό της υποψίας, όπως έχει χαρακτηριστεί από τον Πωλ Ρικαίρ μιας που διερεύνησαν τις βαθιές δομές που διέπουν του πνεύμα, τη ψυχή και την κοινωνία και υποκινούν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η ΑΠΟΜΑΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΗΔΑΜΙΝΟΤΗΤΑ Ενώ στον Αρχαιοελληνικό στοχασμό, η φύση είναι ένθεος Λόγος,
στον Χριστιανικό
Μεσαίωνα, η φύση είναι Θεϊκή Δημιουργία και στην Αναγέννηση η φύση είναι έκφραση ‘’της παγκόσμιας ψυχής’’, στον στοχασμό του υποκειμενικού Λόγου της νεωτερικότητας, η φύση είναι απρόσωπη αντικειμενική ύλη που κυβερνάται από νόμους αιτιωδώς εξηγήσιμους, αλλά εντελώς αποσυνδεδεμένη από την ανθρώπινη σκέψη και συνείδηση. Το σύμπαν είναι απέραντο και μηχανικό σύστημα, δίχως νόημα ή ακοπό. ‘’Η αιώνια σιωπή του απείρου σύμπαντος με γεμίζει φόβο’’ γράφει ο Pascal το 1650. Αυτή η ριζικά μετσχηματισμένη κοσμοθεωρία αποτελεί έκφραση τη ιστορικής και πνευματικής εμπειρίας που έχει σηματοδοτηθεί ως Διαφωτισμός. Όπως θα σημείωσει ο Max Weber, η επιστημονική επανάσταση, οδήγησε στην απομάγευση της φύσης, στην κατάρρευση της υπερβατικής τάξης του νοήματος και των αξιών και εν τέλει στον μηδενισμό της σήγχρονης ζωής. Ο Δυτικός Πολιτισμός και το τεχνικό-επιστημονικό πνεύμα του άρχισε να κατρακυλά ασυλλόγιστα και ανυποψίαστα
στα
βάθη
της
υπαρξιακής
αβύσσου
και
της
οντολογικο-ιστορικής
μηδαμινότητας που προσλαμβάνει πλανητική διάσταση. Η θεμελιώδης μεταφυσική αρχή του νεωτερικού πνεύματος: γίνεται η βούληση για δύναμη, έλεγχο και κυριαρχία. Η βούληση αντιμετωπίζει τα όντα ως αντικείμενα ενός χρησιμοθηρικού υπολογισμού και τα υποτάσσει σ΄αυτό τον σκοπό. Ο απώτερος σκοπός της είναι η επ΄απειρον επέκταση της εξαντικειμενικοποίησης των όντων και η χρήση τους για ωφελιμιστικούς σκοπούς. Έτσι η επιστήμη χάνει τον θεωρητικό της προσανατολισμό και γίνεται λειτουργικό όργανο της τεχνικής ορθολογικότητας, η οποία κατατείνει στην εκμετάλλευση των πάντων, η αλήθεια δεν έχει τον χαρακτήρα της διερεύνησης με πρόθεση την κατανόηση και την δημιουργική ένταξη και συμμετοχή του ανθρώπου στον κόσμο, αλλά την αριθμητική – ποσοτικοποιημένη προσέγγιση και ερμηνεία των όντων με πρόθεση την χειραγώγισή
τους
για
εγωιστικούς
σκοπούς.
Ορίζουσες
ιδιότητας
της
νεώτερης
κοσμοθεωρίας, γίνεται η βούληση για έλεγχο, ο ψυχρός υπολογισμός, η ακατάσχετη μέτρηση, η λατρεία της ποσοτικοποίησης των πάντων, η μαθηματική σχηματοποίηση και κυριαρχία, η λατρεία των υποκειμενικών αναπαραστάσεων και των διακοσμητικών και θεαματικών οργάνων και προϊόντων τους, Η κυριαρχία της τεχνικο-επιστημονικής ορθολογικότητας και της θετικιστικής ιδεολογίας του διαιρεί επ΄άπειρον το Όλον σύμπαν με βούληση να το ιδιοποιηθεί, να το κατακτήσει. Η ρομαντική ποίηση είναι η
απεγνωσμένη και τραγική απόπειρα
συμφιλίωσης και ειρήνευσης των αντιμαχόμενων στοιχείων της ανθρώπινης ψυχής, στη μάχη, με την έπαρση και της αλλαζονία της ορθολογιστικής διάνοιας και της εμπειρικής συνείδησης.Από προμηθεϊκές
την
δυνάμεις
ασυγκράτη που
επέλαση
ιδιοποιούνται,
της
τεχνο-επιστήμης
επιβάλλονται
και
απελευθερώνονται
κυριαρχούν
τα
όντα,
εκμηδενίζοντας τον κόσμο μέσα στον οποίο φανερώνονται και μ΄αυτή την έννοια τα αποιεροποιούν. Παράγωγες επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι ο εκτοπισμός της σημασίας του Θεού στο κοσμο-ιστορικό γίγνεσθαι, η ερήμωση της φύσης και η διάλυση των κοινοτικών δεσμών. Οι εκδηλώσεις αντίδρασης, αντίστασης και άρνησης απέναντι στην αποδόμηση του
Απόλυτου, στο βίαιο ξερίζωμα του υπερβατικού αισθήματος, στη λεηλασία της φύσης και στην πεζότητα του σύγχρονου πολιτισμού ήταν συνδεδεμένες με ένα ισχυρό αίσθημα απώλειας και εγκατάλειψης. Η απόρριψη του παρόντος, που ήταν πνιγηρό και αβάσταχτο, εκφράστηκε με ‘’προδρομικές’’ ομιλίες και χειρονομίες που απέπνεαν νοσταλγία.
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΕΡΗΜΟΣ Όμως τι είναι ο μηδενισμός; Θα απαντήσουμε απλά και άμεσα: Ο μηδενισμός ισοδυναμεί με το θάνατο της πίστης στο θεό, τον οποίο έχει διακηρύξει η σύγχρονη επιστήμη, την αποδόμηση των υπερβατικών ιδανικών, των αξιών, των σημασιών και το τέλος του μεταφυσικού σκοπού. Το ερώτημα «γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει» δεν απαντιέται, παραμένει μετέωρο και η ερήμωση του νοήματος απλώνεται
και καταλαμβάνει όλη την υπαρξιακή
επικράτεια. Τα πάγια νοήματα, τα θεσμισμένα ιδανικά και οι αξίες που ενδύονται την μεταφυσική ουσία, που επικαλούνται τον υπερβατικό Λόγο του Απόλυτου, δηλαδή του άχρονου και του αμετάβλητου απο-νομιμοποιούνται στο κοινωνικό φαντασιακό ως ρυθμιστικοί άξονες υπαρξιακής αναφοράς. Όμως δεν μηδενίζονται μόνο οι διανοητικές ή ηθικές ‘’ιδέες’’ και ‘’αξίες’’, αλλά, κυρίως, εκμηδενίζεται το ερώτημα του είναι, το ερώτημα του κόσμου. Έτσι, όμως, το μηδενιστικό πνεύμα αδυνατεί να σκεφτεί το είναι ή τον κόσμο, αφήνει το ίδιο το τίποτα ‘’άσκεφτο’’. Αυτό που επιτυγχάνει είναι το παν να έχει αξία και τίποτα να μην έχει αξία. Όμως διακηρύσοσντας ότι όλα είναι ίδια – όλα αξίζουν και όλα είναι αδιάφορα- και τίποτα δεν αξίζει – τίποτα δεν έχει αξία- παραμένει δέσμιος στον μικρό κόσμο και τα μικρά τίποτα, αγνοώντας τον απέραντο κόσμο, την άβυσσό του και το μεγάλο Τίποτα. Αυτό εν ολίγοις που εκμηδενίζεται
είναι
η
ενδοκοσμικότητα,
ο
ανθρωπομορφικά
και
ανθρωποκεντρικά
διαμορφωμένος κόσμος που θεμελιώνεται στην Απολυτότητα του Λόγου –Αντικειμενικού ή Υποκειμενικού- και στην υπερβατική βεβαιότητα των νοητικών κατηγοριών και των ηθικών ιδεωδών. Έτσι κλείνει ένας ιστορικο-κοσμικός κύκλος
ανθρωποκεντρικής θεώρησης και
ανοίγει μια Πύλη για τη Γνώση της ανοιχτής Ολότητας, αδιαχώριστης από το Μηδέν. Το Μηδέν, αυτό που δεν έχει αξία αλλά δίνει αξία σ΄όλα και μεταβάλλει την αξία τους, αυτό που αποτελεί το σημείο ισορροπίας της δημιουργίας και της καταστροφής, αυτό που σχετίζεται με το κενό και την απουσία όντων και πραγμάτων αλλά κάνει τα όντα να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα, να έχουν παρ-ουσία και ταυτόχρονα να είναι αφανή και αθέατα, αυτό που κάνει τα ζων να πεθαίνει και το πεθαμένο να ζει, δίχως να διακρίνει ζωή και θάνατο.
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ Στους καιρούς μας όλο και πιο συχνά οι άνθρωποι αναφέρονται στον μηδενισμό, άμεσα ή έμμεσα με φράσεις όπως ‘’τίποτα δεν έχει νόημα’’ όλοι το ίδιο είναι’’ κ.λ.π. Στον πυρήνα των μεταφυσικών πεποιθήσεων βασιλεύει το υπαρξιακό κενό, η νοσταλγία του Απόλυτου και της Ολιστικής κατανόησης και εμπειρίας που έχει θρυμματιστεί, ωθεί στην αναζήτηση υποκατάστατων θεωριών και αντιλήψεων που εξειδανικεύονται. Συχνά οι άνθρωποι παλινδρομούν σε αρχαϊκές μορφές πεποιθήσεων και πρακτικών που τις εκλογικεύουν, τις ανακαινίζουν, έτσι υπερ-αναπληρώνουν την απώλεια, την εγκτάλειψη, την ερημιά. Όμως όλα αυτά δεν καταφέρνουν να πληρώσουν το κενό. Ο μηδενισμός που έρχεται από μακριά και έχει προοικονομήσει το προβλεπτό μέλλον, συνιστά το ονττολογικο-ιστορικό πεπρωμένο της Δύσης που ολοκληρώνεται πλανητικά και δύει. Το ερώτημα που τίθεται είναι: πως θα μπορούσαμε να αντέξουμε τη μηδενιστκή κατάσταση δίχως να παλινορθώσουμε τα παλιά είδωλα ή να κατασκευάσουμε καινούργια; Θα ήταν πιο γόνιμο, αντί για την πίστη ότι μπορεί να ξεπεραστεί ο μηδενισμός με ‘’βολονταριστικές’’ θεωρίες και πρακτικές και με μυστικιστικές διαισθήσεις, να κατανοηθεί ότι ο μηδενισμός είναι μια κατάσταση των όντων και των πραγμάτων που διαρκεί και θα διαρκέσει και που συγχρόνως αυτή την κατάσταση την κατοικεί και την υπονομεύει η δύναμη που την εκμηδενίζει. Ο μηδενισμός δεν μπορεί να είναι ολικός και ριζικός γιατί τότε θα αρνιόταν την ύπαρξή του, αγνοεί το μυστικό που τον διαμορφώνει, το Μηδέν και την ολική αδυνατότητα κατανόησής του, ελέγχου ή εκμηδένισής του. Όταν οι άνθρωποι συλλογίζονται και λένε ότι όλα μηδενίζονται, συγχέουν την κυρίαρχη΄ασημαντότητα του σύγχρονου πολιτισμού που την περιβάλλει η μηδενιστική ατμόσφαιρα, με το Μηδέν και ούτε υποψιάζονται ότι το μηδέν, η σκέψη και ο κόσμος συνανήκουν και συν-παράγονται. Όμως, άσχετα αν υποψιάζονται ή όχι, το μηδέν που αρνούνται τους συναντά και τους μηδενίζει, δίχως να το ξέρουν ή να το θέλουν. Καθημερινά οι άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία της σχέσης με το Μηδέν, μια δοκιμασία που δεν είναι πειραματισμός, αλλά συνάντηση με την άβυσσο, ανάδυση, βύθιση και μεταμόρφωσή της, η οποία τους επιβάλλεται και που δεν μπορούν να αποφύγουν την παραδοξότητά της. Έτσι, οι άνθρωποι είναι θύματα αυτού που μάχονται, θύματα του μηδενός, το οποίο μηδενίζει τα πάντα, εκτός από τον εαυτό του.
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟ - Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ Ένα βλέμμα που επιχειρεί να σκεφτεί το μετέωρο και φευγαλέο κέντρο της σχέσης ανθρώπου και κόσμου και του αόρατου κέντρου τους, θα΄ηταν διαθέσιμο να τεθεί σε σχέση με τον κόσμο που δεν είναι ‘’αληθινός’’, ‘’καλός’’ ή όμορφος’’ ή το αντίστροφο, με τον κόσμο που δεν είναι,
αλλά ξετυλίγεται χωροχρονικά, που τον προσεγγίζουμε και απομακρύνεται, που αφήνει σημεία στο δρόμο του, δίχως να αποκαλύπτει το μυστικό του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε την εμπειρία του, μια εμπειρία που κλονίζει εκ βάθρων τη διάκριση του υπερβατολογικού και του εμπειρικού και επιπλέον τη διάκριση της ενδοκοσμικότητας και της υπερβατικότητας. Ο Κόσμος, το Αόρατο Εν που εκδηλώνεται στις πολλαπλές όψεις ττου ορατού, ανατρέπει τις δομές και τις ιεραρχίες και δεν εγκλωβίζεται στις ιστορικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις, ούτε στα νοητικά συστήματα, τις μεθοδολογίες και τις επιστημολογικές εξηγήσεις. Άλλωστε έγιναν προσπάθειες να προσεγγιστεί ο Κόσμος στην κατεύθυνση της ‘’φύσης’’, του ‘’θεού’’, του ‘’ανθρώπου΄΄,
έγιναν προσπάθειες να εξιχνιασθεί η ουσία του, να
αποκαλυφθεί το μυστικό του και βέβαια προτάθηκαν οδοί σωτηρίας και υποσχέσεις λύτρωσης. Ο Ά-κοσμος κόσμος, το ξετύλιγμά του, ο αόρατος ρυθμός της χρονικής επιστροφής του Ίδιου που περιλαβάνει το Διαφορετικό, (Ίδιο και Διαφορετικό ως μια διαφορική ενότητα),. η φωνή του ερωτήματος - του οποίου ο άνθρωπος ειναι ο αγγελιοφόρος - που διαπνέει όλες τις ερωτήσεις και όλες τις απαντήσεις, διατηρείται αίνιγμα και αυτό το αίνιγμα μάς καλεί και μάς θέτει σε κίνηση. Η ερώτηση που διατηρείται μετέωρη είναι: πώς να σκεφτούμε και να δοκιμάσουμε την εμπειρία αυτού που μάς δρομολογεί και μάς προσανατολίζει; Πώς να δεχτούμε αυτό που μάς εμψυχώνει, δίχως να απαντήσουμε καταφατικά, με παρηγορητικούς λόγους ή αρνητικά, με πεσσιμιστικούς αφορισμούς; Δίχως δηλαδή να το ορίσουμε και να το ονοματίσουμε; Δίχως να το κάνουμε Ιδέα, Όν ή Μορφή; Πώς να δοκιμάσουμε την εμπειρία της ενότητας και της διαφοράς Ανθρώπου και Κόσμου που συνδέονται άρρηκτα, που δονούνται στο μετέωρο ρυθμό του Χρόνου, ο οποίος αρνείται παραγωγικά, καταστρέφοντας, δημιουργεί και δημιουργώντας, καταστρέφει; Πώς να δεχτούμε το αρχέγονο παράδοξο συμβάν της δημιουργίας-καταστροφής χωρίς να το αποδώσουμε σε κάποια Αρχή που αποβλέπει σ΄έναν σκοπό; Πώς να δεχτούμε, ταυτόχρονα γέννηση και αφανισμό; Τη γέννηση που αφανίζει και τον αφανισμό που γεννάει; Όσοι εγγράφονται σ΄αυτές τις ερωτήσεις και πειραματίζονται με την εκμηδένιση του μηδενιστικού μηδενός, θέτουν τον εαυτό τους σε τροχιά ανάληψης του ανθρώπου, όχι στην κατεύθυνση του υπερανθρώπου ή του υπο-ανθρώπου, τύποι οι οποίοι ορίζονται ανθρωποκεντρικά, αλλά στην κατεύθυνση του κενού χωροχρόνου, αξεχώριστου από το Μηδέν. Η αδιάκοπη πορεία του ανθρώπου και του κόσμου, ο οποίος κατοικείται από τίποτα και που το κατοικεί, ξετυλίγει την αρχέγονη σπείρα του Κόσμου σημαδεμένη από το τίποτα που είναι το όριο των πάντων, που συνιστά το μέγιστο όριο. Μετακινούμαστε συνέχεια στο όριο του που μετακινείται και μάς παρασύρει εκεί από όπου προερχόμαστε, στην ά-τοπη τοπολογία του Κόσμου.