3 minute read

To πρόβλημα των διατηρητέων

Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται πρώτη είδηση η κατεδάφιση αρχοντικού, ούτε η πρώτη φορά που αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον των πολιτών για την αρχιτεκτονική κληρονομιά. Αυτή τη φορά αφορμή έδωσε η κατεδάφιση της πραγματικά υπέροχης (πρώην) κατοικίας στη γωνία Αρνάλδας και Στασίνου. Ποια ερωτήματα πρέπει να μας απασχολήσουν; Πώς πρέπει να τα σκεφτούμε και ποιες απαντήσεις να δώσουμε; Πρέπει να δούμε το δάσος, όχι μόνο το κάθε δέντρο, κάθε φορά που κάτι καταστρέφεται, έπειτα να αντιληφθούμε ότι τα διατηρητέα και τα υπόλοιπα αξιόλογα κτήρια αρχιτεκτονικής αξίας έχουν «διπλή προσωπικότητα», είναι δηλαδή και πολιτιστικοί θησαυροί και ιδιωτικές περιουσίες. Είναι λάθος να τις αξιολογούμε μονόπλευρα είτε μόνο ως αρχιτεκτονήματα είτε μόνο ως περιουσίες. Διαχρονικά, όλη η προσοχή και η προσπάθεια των αρμόδιων υπηρεσιών εξαντλούνται στην πολιτιστική και αρχιτεκτονική πτυχή της κάθε οικοδομής, γεγονός που δημιούργησε μια πολυπλοκότητα διαδικασιών γύρω από τις οικοδομικές λεπτομέρειες των απαιτήσεων για κήρυξη και αδειοδότηση αλλά και μια αδικαιολόγητη αδράνεια να αξιολογηθεί σοβαρά το οικονομικό θέμα και να εφαρμοστεί μια σωστή πολιτική χρηματοδότησης. Και τα δύο τα βρίσκουμε σήμερα μπροστά μας, τις χρονοβόρες διαδικασίες και την έλλειψη στρατηγικής χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα την αδυναμία να σώσουμε το παρελθόν μας ως βιώσιμο στοιχείο του παρόντος και του μέλλοντος της πόλης, της κοινωνίας και της οικονομίας.

Πολιτισμός δεν είναι να κάνεις πολιτισμό και να πληρώνει το κόστος ο ιδιοκτήτης, ούτε και με διαδικασίες πνιγμένες στις καθυστερήσεις, στους πολλαπλούς όρους και απαιτήσεις. Από τη στιγμή που λέμε ότι μια οικοδομή πρέπει να διασωθεί πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το κόστος της διάσωσης, δηλαδή να πληρώσουμε για την απόλαυση του μνημείου και της πολιτιστικής εμπειρίας που θα έχουμε. Έχουν κηρυχθεί διατηρητέες μέχρι σήμερα γύρω στις 8.000 οικοδομές σε όλη την Κύπρο, σκεφτείτε τις χρηματοδοτικές ανάγκες για χορηγίες πέραν των ιδιωτικών επενδύσεων συντήρησης. Τα νεότερα κτήρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής δεν έχουν κηρυχθεί διατηρητέα και δεν δικαιούνται να επωφεληθούν από χορηγίες και από το κίνητρο της μεταφοράς του Συντελεστή Δόμησης. Έγιναν ωστόσο προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση στο πλαίσιο των Πολεοδομικών Σχεδίων της Λευκωσίας, όπως Nicosia Master Plan (1985), New Vision (2005) και Σχέδιο Περιοχής Κέντρου Λευκωσίας (2013) για καταγραφή και κήρυξη διατηρητέων των οικοδομών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, όπως επίσης και για σύσταση και λειτουργία Ειδικού Ταμείου Χρηματοδότησης (τύπου Revolving Fund) γνωστού μηχανισμού που εφαρμόζεται σε διάφορες χώρες της ΕΕ (π.χ. Jessica) και στον οποίο γίνεται μάλιστα σαφής αναφορά και υπόδειξη στη Διακήρυξη του Άμστερνταμ το 1975 του ICOMOS.

Υπάρχουν ασφαλώς και άλλες ευκαιρίες να δείξουμε τη συνέπειά μας στη στήριξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και απορεί κανείς πώς δεν αξιοποιήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Να διατεθούν κονδύλια από αυτά που σπαταλούνται για οδικά έργα αμφίβολης κοινωνικής και οικονομικής αξίας. Τελικά έχουμε όλοι τις ευθύνες μας, να εμπεδώσουμε μια συνολική αντίληψη του αντικειμένου, να στηρίξουμε την επικοινωνία και τον διάλογο ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους, να διαθέσουμε τα χρήματα που χρειάζονται με προτεραιότητα στον πολιτισμό έναντι άλλων δαπανών, έτσι ώστε τα διατηρητέα και τα άλλα αξιόλογα κτήρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής να απαντούν σε ανάγκες και να γίνουν ζωτικά στοιχεία της οικονομίας και της κοινωνίας.

ΛΕΖΑΝΤΑ: Πρώιμο δείγμα μοντερνισμού το κτήριο που κατεδαφίστηκε.

Γλαύκος Κωνσταντινίδης, Οικονομολόγος και Πολεοδόμος

This article is from: