Ο Ορφέας και η Ευριδίκη Μια φορά κι έναν καιρό, στην αρχαία Ελλάδα, ο πιο ταλαντούχος μουσικός ήταν ο Ορφέας, ο γιος της Καλλιόπης, μίας από τις Εννέα Μούσες που ήταν κόρες του Δία και χάριζαν έμπνευση στους καλλιτέχνες. Ο Ορφέας έπαιζε λύρα και στο άκουσμα της μουσικής του, τα πουλιά σταματούσαν να πετάνε για να τον ακούσουν ενώ τα άγρια ζώα ημέρευαν και δεν κυνηγούσαν το ένα το άλλο. Ακόμα και τα δέντρα λύγιζαν για να ακούσουν τη μουσική του Ορφέα, που την έφερνε ο άνεμος.
Ο Ορφέας είχε παντρευτεί την Ευρυδίκη, μια πανέμορφη κοπέλα που όμως την αγάπησε τρελά και κάποιος άλλος, ο Αρισταίος. Εκείνη φυσικά αγαπούσε τον Ορφέα και αρνήθηκε την αγάπη του Αρισταίου, αλλά αυτός ήταν επίμονος και την καταδίωξε. Καθώς έτρεχε για να γλιτώσει, η Ευρυδίκη πάτησε ένα φίδι, που τη δάγκωσε. Ετσι, δυστυχώς, η Ευριδίκη πέθανε και η ψυχή της πήγε στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Άδη.
Μόλις το έμαθε, ο Ορφέας κόντεψε να τρελαθεί από τη λύπη του. Πήρε τη λύρα του και πήγε στον ποταμό Αχέροντα όπου ήταν οι πύλες του Αδη, προσπαθώντας να τη φέρει πίσω. Το λυπητερό τραγούδι της λύρας του γοήτευσε τον Χάροντα, ο οποίος μετέφερε τους νεκρούς με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο. Έτσι, ο Χάροντας έκανε μια εξαίρεση και μετέφερε ζωντανό τον Ορφέα στην άλλη όχθη του ποταμού Αχέροντα.
Την πύλη του Άδη την φύλαγε ο Κέρβερος, ένας φοβερός σκύλος με τρία κεφάλια. Όμως το νανούρισμα της λύρας του Ορφέα αποκοίμισε τον Κέρβερο, ενώ οι χαϊδευτικές νότες της ανακούφισαν τους νεκρούς. Έτσι, ο Ορφέας κατάφερε τελικά να φτάσει μπροστά στο θρόνο του Πλούτωνα, που ήταν ο θεός των νεκρών. Ο Πλούτωνας είχε ενοχληθεί Αρβανιτίδου Μαριάνθη
σελ. 2
πολύ που ένας ζωντανός μπήκε στο βασίλειο του, αλλά η θλιμμένη μουσική του Ορφέα συγκίνησε κι αυτόν τόσο πολύ που έκλαψε με σιδερένια δάκρυα! Η σύζυγος του Πλούτωνα, η Περσεφόνη, τον παρακάλεσε να ακούσει το αίτημα του Ορφέα.
Ο Πλούτωνας αγαπούσε πολύ την Περσεφόνη, και ικανοποίησε την επιθυμία του Ορφέα αλλά υπό έναν όρο: Η Ευρυδίκη θα ακολουθούσε τον άντρα της στον πάνω κόσμο, όμως εκείνος δε θα γύριζε να την κοιτάξει παρά μόνον όταν η Ευρυδίκη θα έβγαινε ξανά στο φως του ήλιου.
Αρβανιτίδου Μαριάνθη
σελ. 3
Ο Πλούτωνας άκουσε την Περσεφόνη και άφησε τον Ορφέα να πάρει πίσω την Ευριδίκη (Πίνακας του P. P. Rubens)
Ο Ορφέας δέχτηκε κι άρχισε να ανεβαίνει το κακοτράχαλο μονοπάτι που θα τους απομάκρυνε από το σκοτεινό βασίλειο. Σε όλη τη διαδρομή έπαιζε χαρούμενες μελωδίες, οδηγώντας τη σκιά της Ευρυδίκης πίσω στη ζωή. Ούτε μία φορά δε γύρισε να κοιτάξει πίσω! Όταν βγήκε στη λιακάδα, όμως, δεν άντεξε και γύρισε για να βεβαιωθεί ότι εκείνη τον ακολουθούσε. Για μια στιγμή την είδε, να έχει φτάσει κοντά στην είσοδο της σκοτεινής σήραγγας, σχεδόν έτοιμη να ζωντανέψει. Καθώς όμως την κοιτούσε, παραβίασε τον όρο του Πλούτωνα, και έτσι εκείνη μαράθηκε κι έγινε ξανά χλωμή σκιά. Η τελευταία της κραυγή αγάπης ακούστηκε αχνή, σαν τον ψίθυρο του ανέμου. Ο Ορφέας την είχε χάσει οριστικά. Αρβανιτίδου Μαριάνθη
σελ. 4
Μέσα στην απελπισία του, ο Ορφέας μίσησε τα πάντα. Δε σήκωνε το βλέμμα του να κοιτάξει άλλη γυναίκα, γιατί δεν ήθελε να βλέπει τίποτε που να του θυμίζει το χαμό της αγαπημένης του Ευρυδίκης. Εξοργισμένες με την περιφρόνηση που τους έδειχνε, κάποιες άγριες γυναίκες από την ακολουθία του Διονύσου, οι Μαινάδες, ρίχτηκαν πάνω του και τον έκαναν κομματάκια.
Αρβανιτίδου Μαριάνθη
σελ. 5
Οι Μαινάδες σκοτώνουν τον Ορφέα, λεπτομέρεια από αγγείο 420-410 πΧ (εικόνα Wikipedia)
Έριξαν το κεφάλι του στον ποταμό ΈΒρο, αλλά καθώς εκείνος έπλεε εξακολουθούσε να τραγουδάει: «Ευρυδίκη, Ευρυδίκη!» Κλαίγοντας οι Εννέα Μούσες μάζεψαν το διαμελισμένο κορμί του Ορφέα και το έθαψαν στον Όλυμπο. Λέγεται ότι από εκείνη τη μέρα τα αηδόνια της περιοχής κελαηδούν πιο γλυκά από όλα τα άλλα πουλιά. Και αυτό γιατί ο Ορφέας, όταν πέθανε, βρήκε επιτέλους ξανά την πολυαγαπημένη του Ευριδίκη... Όσο για τις Μαινάδες, που τόσο άσπλαχνα είχαν σκοτώσει τον Ορφέα, οι θεοί τις καταδίκασαν σε μια τιμωρία χειρότερη από το θάνατο. Καθώς βροντοχτυπούσαν θριαμβευτικά τα πόδια τους στο έδαφος, τα δάχτυλα τους παίζοντας μάκρυναν, στράβωσαν και χώθηκαν στο χώμα. Όσο πάλευαν Αρβανιτίδου Μαριάνθη
σελ. 6
τόσο πιο πολύ ρίζωναν. Τα πόδια τους έγιναν ξύλινα και βαριά, το ίδιο και το σώμα τους μέχρι που τελικά μεταμορφώθηκαν σε βουβές βαλανιδιές. Κι έτσι απομένουν στα χρόνια που περνούν μέχρι που στο τέλος να σωριαστούν, κούφιοι κορμοί, στο έδαφος.
Αρβανιτίδου Μαριάνθη
σελ. 7