Τα τρία πόδια του έρωτα

Page 1

Τα Τρία Πόδια Του Έρωτα

Eva Saga

«Τρείς ιστορίες αγάπης στα χρόνια της Κρίσης μ’ ένα νήμα δεμένες»


Λίγα λόγια για το βιβλίο Πρόκειται για τρεις αλλιώτικες ιστορίες αγάπης που κάπου ανταμώνουν μεταξύ τους, κάπου χάνονται και πάλι, αποδεικνύοντας εντέλει πως τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή κι όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο. Τι κοινό μπορούν να έχουν μία αλβανίδα λαθρομετανάστρια με μία λεσβία, μια νεραϊδοπαρμένη με έναν γάτο κι έναν δικηγόρο; Αυτό το υφάδι θα παρακολουθήσουμε μέσα από αυτές τις ανθρώπινες ιστορίες που μπορεί να μοιάζουν απίθανες, είναι όμως βασισμένες σε αληθινά ακούσματα.

2


Ιστορία Πρώτη

«16»

Πίσω από την πόρτα τον περίμενε. Έσφιγγε στο αριστερό της χέρι το μαχαίρι κρεοπωλείου με την κόκκινη δερμάτινη λαβή που είχε πρόσφατα την παρόρμηση να αγοράσει. Τα χέρια της άσπρα, δίχως στάλα αίμα να κυλάει κάτω από το δέρμα. Το μυαλό της καθαρό, άστραφταν οι σκέψεις της με καθρέφτη τη γυαλιστερή λάμα του μαχαιριού που κρατούσε. Τα μάτια θολά από τα δάκρυα που είχαν επιτέλους βρει διέξοδο μετά από τόσο καιρό. Τον κοιτούσε να κλείνει την πόρτα πίσω του φορώντας μισό το χαμόγελο, κι έμεινε σαν το 3


σκιάχτρο ακούνητη μέσα στα μαύρα της ρούχα μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Εκείνο το τελευταίο δευτερόλεπτο που, αντί να τον αγκαλιάσει του έμπηξε με βία στην κοιλιά το μαχαίρι, φωνάζοντας ‘Αίμα σου είμαι!’ καθώς το δικό του αίμα τινάχτηκε στον λευκό τοίχο, πότισε το πάτωμα, σχηματίζοντας μαύρους λεκέδες στα μαύρα ρούχα της και στο πρόσωπό της. ‘Αίμα σου! Αίμα σου!’ Δεν κατάλαβε πόσες φορές μπήκε και βγήκε τρυφερά στο σώμα του η λάμα, μέχρι που το χέρι μούδιασε, το μυαλό άδειασε, η ψυχή… Αν είχε ψυχή, την είχε πάρει ο διάολος όπως πήρε και κείνον. Τον παράτησε άψυχο και σα να μην είχε τίποτα συμβεί, άλλαξε ρούχα κι έφυγε για τη δουλειά της, αφήνοντας ωστόσο την πόρτα του διαμερίσματος μισάνοιχτη, προετοιμάζοντας αυτό που κι εκείνη ήθελε να επακολουθήσει. Τη σύλληψή της. 4


«Η γνωριμία.» Ο Αντώνης με βαριά διάθεση προχώρησε προς το φθαρμένο, καφέ γραφείο που του παραχώρησε η αστυνομικός. Δυο πράσινες καρέκλες το ίδιο ετοιμόρροπες, απομεινάρια ανακαίνισης σχολείου, ήταν παρατεταγμένες μπροστά του. Διάλεξε μία και κάθισε προσπαθώντας να βολέψει τα μακριά του πόδια, παίζοντας αμήχανα με τον ακριβό Parker που του είχε κάνει δώρο η γυναίκα του όταν πρωτοξεκινούσε –με τις ευλογίες του πατέρα της- την καριέρα του και δεν τον αποχωρίζονταν ποτέ. Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του ένα σημειωματάριο και το άνοιξε στην πρώτη σελίδα. Κενή. Αυτό το κενό θα γέμιζε με τη μαρτυρία της γυναίκας που θα τον έφερνε πάλι στο προσκήνιο γεμίζοντας έτσι και το δικό του κενό, βγάζοντάς τον από τη λάσπη όπου τον είχαν πετάξει οι παλιο φυλλάδες πριν -σχεδόν- ένα χρόνο. Περίμενε υπομονετικά γι’ αυτή τη στιγμή της επανόδου του. Ανέχτηκε πολλά όλον αυτό τον καιρό και η κάθε μέρα που περνούσε του έκαιγε τα σωθικά όπως το ουίσκυ που με μανία κατανάλωνε από την 5


ώρα που άνοιγε τα μάτια του, για να μη θυμάται τη διαπόμπευσή του στα κανάλια της τηλεόρασης. Να καταφέρει να ξεχάσει την άγρια αντιμετώπιση της γυναίκας του όταν βγήκε στη φόρα η εξωσυζυγική του σχέση με τη νεαρή μαθητευόμενή του. Ήθελε να βγάλει από το νου την εικόνα των ρούχων του που καίγονταν στη μέση του δρόμου και το βλέμμα της Μάγδας, της γυναίκας του, της γυναίκας που είχε αγαπήσει όσο τίποτα άλλο από την αρχή της ερωτικής του ζωής, από την εφηβεία ακόμα, τροφοδοτώντας τη φωτιά με τα υπάρχοντά του. Πως έμπλεξε με τη Ρόζα, δε θυμόνταν. Ήταν η κακιά στιγμή που λένε. Ήταν το κόκκινο χρώμα των μαλλιών της που τον έκανε να χάσει το μυαλό του, ο παιδικός ενθουσιασμός της, το σφιχτό, μυρωδάτο, νεανικό της σώμα… Αναρίγησε. Με μια αφηρημένη κίνηση του χεριού έστρωσε τη γκρίζα τούφα που έπεφτε στο μέτωπό του κι έπειτα, ασυναίσθητα ισιώνοντας μια τσάκιση στο Τζην του έδιωξε τις σκέψεις που τον είχαν κυκλώσει. Τον είχε πάρει η κάτω βόλτα λοιπόν.

6


‘Τώρα όμως, ε; Τώρα όλα θ’ αλλάξουν!’ ψιθύρισε στον εαυτό του κοιτάζοντας με αμηχανία απότομα προς την πόρτα που άνοιξε. Μια γυναίκα μικρόσωμη, αδύνατη και φανερά καταβεβλημένη στο πρόσωπο αλλά με δυο μάτια που πετούσαν σπίθες προδίδοντας έναν έξυπνο νου, προχώρησε προς το μέρος του και κάθισε στην καρέκλα που της πρότεινε, πλάι του, χωρίς καν να του απευθύνει το βλέμμα. ‘Λοιπόν;’ Της είπε. ‘Τι λοιπόν;’ Απάντησε ξερά. ‘Έτσι θα το πάμε; Δε συμφωνήσαμε από το τηλέφωνο πως θα μιλήσουμε ανοιχτά για όλα, κι εγώ θα σε βοηθήσω να ελαφρύνεις την ποινή σου;’ ‘Θα με βοηθήσεις; Υπάρχει τέτοιο πράγμα που λέγετε βοήθεια;’ Ειρωνεύτηκε. ‘Ας τα πάρουμε από κάπου για να ξεκινήσουμε.’ Της είπε πιάνοντάς της το χέρι, προσπαθώντας να κερδίσει από την αρχή την εμπιστοσύνη της.

7


‘Χαλάρωσε, κάνε όσα τσιγάρα θέλεις και να είσαι σίγουρη πως ότι μου πεις έτσι ακριβώς θα βγει χωρίς να αλλάξω τίποτα και εννοείται πως θα μείνει μεταξύ μας αν είναι κάτι που θα σε επιβαρύνει. Όμως πρέπει να τα ξέρω όλα και το εννοώ. Είμαι εδώ για το συμφέρον και των δυο μας, οκ;’ ‘Καλά’ συμφώνησε ξερά η Εράντα και ο πάγος ανάμεσά τους είχε μόλις ραγίσει. Δεν είχε άλλωστε και τίποτα να χάσει. Ήθελε να μιλήσει, ήθελε να ακουστεί η ιστορία της, ήθελε και να φύγει, να πάει που; Οπουδήποτε αρκεί να έφευγε από εκεί μέσα, να έμενε έστω και για λίγο μόνη χωρίς την παρουσία άλλων τριγύρω, να ξέφευγε –αν ήταν αυτό δυνατό ποτέακόμη κι από τις σκέψεις και τον εαυτό της. Όχι, θα μιλούσε, δεν είχε τίποτα να χάσει, θα τα έβγαζε από μέσα της όπως ακριβώς έγιναν, έπρεπε κάποτε να ακουστεί κι η δική της εκδοχή, να μην έμενε για πάντα το μισητό πλάσμα της κοινής γνώμης, να διόρθωνε κάπως την εικόνα της. Όχι πως την ένοιαζε αυτή καθαυτή η εικόνα της. Ένιωθε απλώς πως χρωστούσε ακόμη κάτι στον εαυτό της, πως δεν είχε κάνει τα πάντα όταν έπρεπε για να 8


τον βοηθήσει, για να μην τον φέρει σε αυτή την τραγική θέση, τον είχε αφήσει στη μοίρα του, μια μοίρα κακομοίρα που τα βράδια δεν της επέτρεπε να κοιμηθεί, τη μέρα να ησυχάσει. Οι πράξεις της την οδήγησαν σε αυτό το σημείο, οι επιλογές της, ήταν και η μοίρα της στραβή, αυτό το αποδέχτηκε, αλλά η Εράντα ήταν πια απόλυτα σίγουρη πως θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι για να ήταν τώρα αλλιώς τα πράγματα, εκείνος να ζούσε κι εκείνη να ζούσε, κι όλοι να ζούσαν τις ζωές τους όπως είχαν επιλέξει δίχως να μπλέκεται του ενός με του άλλου, δίχως να κινδυνεύουν ο ένας από τον άλλο, δίχως… Την βασάνιζαν κάθε ώρα και λεπτό αυτές οι σκέψεις. Ναι, θα μιλούσε στον Αντώνη. Έπρεπε να μιλήσει, μήπως κι έβρισκε κάπου ξανά στα λόγια τον εαυτό της.

9


«Το ταξίδι.» Κυλούσε ο ιδρώτας ανάμεσα στα στήθια της. Το εμπριμέ φουστάνι είχε γίνει ένα με τη σάρκα, τα νερά, τον ιδρώτα, όλα ένα. Νοέμβρης ήταν όταν πέρασαν το ποτάμι. Ως τη μέση το νερό κι ήταν άγριο, άφριζε, αν δεν κρατούσαν την τριχιά με όλη τους τη δύναμη θα τους παρέσερνε στον υγρό τους τάφο. Οι συνοριοφύλακες εύρισκαν πνιγμένους καθημερινά, κανείς όμως δεν τολμούσε να αναφέρει κάτι επίσημα. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που πήγαιναν, κανείς δε γνώριζε. Τους παράχωναν πρόχειρα για να μη βρωμάνε, σαν τα ζώα, χωρίς μια σκέψη ότι κάποια μάνα κάπου, σίγουρα τους περίμενε. Ήταν δεκάξι κι ο αδερφός της είκοσι. Πλήρωσαν χίλια εξακόσια ευρώ (γιούρο τα έλεγε ο Μάριο) το κεφάλι, για να περπατήσουν μέσα στη νύχτα περνώντας το νοητό σύνορο στο Γράμμο, μαζί με άλλους τέσσερις και τους δυο οδηγούς που γνώριζαν τα μονοπάτια. 10


Τα νερά της βροχής που έπεφτε κυλούσαν όπως το αίμα στις φλέβες του βουνού, κι εκείνοι σαν τ’ άγρια ζώα, σαν τ’ αγριογούρουνα που κυριαρχούσαν στην περιοχή, παράδερναν στην πλαγιά σκοντάφτοντας σε βράχια και πεσμένα κλαδιά δέντρων, πληγιάζοντας τα πόδια και την περηφάνια τους πάνω στους αγκαθωτούς θάμνους, έχοντας πάντα το φόβο μη τους πιάσουν και τους γυρίσουν πίσω στην Αλβανία. Ήταν νύχτα αφέγγαρη και η βροχή δεν διευκόλυνε την κατάσταση, αδυνατούσαν να διακρίνουν μπροστά τους στο ένα μέτρο. Η Εράντα είχε φορέσει το καλό της φουστάνι, κλαρωτό κοτλέ, εμπριμέ με λουλούδια μεγάλα σε όλα τα χρώματα που την έκαναν να μοιάζει με άνοιξη στη μέση του χειμώνα. Ήθελε να φτάσει όμορφη στην ξένη χώρα, να την έβλεπε η μάνα της που τους περίμενε με λαχτάρα και να άνοιγε η ψυχή της από τη χαρά. Ο αδερφός της όμως κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της πορείας τους την ανάγκασε να φορέσει το πανωφόρι του, φαρδύ, αντρικό πανωφόρι, που θα την προστάτευε υποτίθεται από την υγρασία, κι έτσι η φορεμένη άνοιξη κρύφτηκε, μαζί με τη διάθεση και τα κουράγια της. 11


Γιατί μόνο μια κούραση και μια πείνα εντέλει την αγκάλιασαν, αυτά ένιωθε, γι’ αυτό και όλο σκόνταφτε κι έπεφτε. ‘Σύνελθε!’ της φώναξε ο Μάριο κάποια στιγμή απηυδισμένος, χαστουκίζοντάς την δυνατά. ‘Καθυστερείς και τους άλλους!’ Σηκώθηκε τρέμοντας από το βρεμένο χώμα κι ευχήθηκε μέσα της όλα να τελείωναν γρήγορα: Να πέθαινε ή να έφτανε στον προορισμό της. Ήταν έξι τα χαράματα όταν έφτασαν σε δημοσιά. Είχαν περάσει την πλαγιά όπου ήταν το σύνορο κι ο παγωμένος αέρας πάγωνε τις σκέψεις. Άλλαξαν εντελώς μηχανικά τα βρεμένα ρούχα με αυτά που κουβαλούσαν μαζί τους καλά δεμένα μέσα σε πλαστικές σακούλες σκουπιδιών για να μη βραχούν καθώς περνούσαν το ποτάμι. Η Εράντα εξακολουθούσε όμως να τρέμει και να νιώθει βρεμένη ως το κόκκαλο ακόμη και μέσα στο στεγνό της παντελόνι και το χοντρό –πλεγμένο από τη θειά - πουλόβερ, αφού το μπουφάν που τη σκέπαζε

12


είχε ποτίσει ιδρώτα και υγρασία και δεν κατάφερνε πια να κρατήσει μακριά το βοριά που θέριζε. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ένα αγροτικό με μια αντρογύναικα στη θέση του οδηγού σταμάτησε μπροστά τους. Φορτώθηκαν στην καρότσα και μέσα από το χωματόδρομο τους οδήγησε στην κρυψώνα που είχαν κανονίσει. Ήταν κι αυτό μέσα στην αρχική ταρίφα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο ασοβάντιστο παλιόσπιτο κι όλοι κατέβηκαν βιαστικά με το στομάχι ανακατωμένο από την άγρια διαδρομή και την πείνα. Αφού συνήθισαν να πατούν πάλι στα πόδια τους, ένας από τους άντρες τόλμησε να ανοίξει την ξύλινη σαραβαλιασμένη πόρτα κάνοντας το μάνταλο να τρίξει κάτω απ’ το βάρος του χεριού του. Η μπόχα πετάχτηκε πάνω τους από το εσωτερικό του σπιτιού κάνοντάς τους όλους να τραβηχτούν πίσω, προστατεύοντας με τα μανίκια τους τη μύτη. Μετά το πρώτο σοκ προχώρησαν αναγκαστικά στο εσωτερικό όπου όλος ο χώρος μύριζε προβατίλα και σαπισμένα λάχανα, έπρεπε έτσι κι αλλιώς να συνηθίσουν στη 13


μυρωδιά του τόπου που θα τους φιλοξενούσε για μια νύχτα. Η γυναίκα με τις αντρικές, γεμάτες λάσπη μπότες και το έντονο, σχεδόν αντρικό χνούδι στο πάνω χείλος ζήτησε άλλα τρακόσια γιούρο για τις υπηρεσίες της. Ποιες υπηρεσίες να εννοούσε άραγε; Οι άντρες, μαζί κι ο Μάριο, αντέδρασαν και άρχισαν να τη βρίζουν μα εκείνη έμενε με το χέρι απλωμένο κι ανέκφραστα μάτια δίχως στάλα φόβου. Της έβαλαν στη χούφτα όσα ευρώ μπορούσε να διαθέσει ο καθένας, όχι όσα ζητούσε, κανείς δεν είχε τόσο περίσσεμα, κι έπειτα άλλα είχαν κανονίσει, κι εκείνη έφυγε γυρνώντας ξανά μετά από λίγο, πετώντας πάνω σε κάτι τσουβάλια που ήταν δίπλα στο άνοιγμα της πόρτας –και προφανώς το οτιδήποτε σάπιζε στο εσωτερικό τους ήταν η αιτία της ανεκδιήγητης βρώμας που γέμιζε το χώρο- ένα σακούλι παξιμάδια ληγμένα. Τίποτα άλλο. Αυτές ήταν οι εξτρά υπηρεσίες της μάλλον, γύρισε λέγοντας κάτι στα ελληνικά που κανείς δεν κατάλαβε, απευθυνόμενη αποκλειστικά στην Εράντα αυτή τη φορά και της χάιδεψε τα μαλλιά μ’ ένα χαμόγελο αλλοπρόσαλλο.

14


Η κοπέλα γραπώθηκε από τον αδερφό της τρομαγμένη κι εκείνος την αγκάλιασε. Η αντρογυναίκα έφυγε κλείνοντας με θόρυβο πίσω της την πόρτα του αγροτικού, ενώ οι άντρες έπεφταν με τα μούτρα στη σακούλα με τα παξιμάδια, θέλοντας να ξεγελάσουν την πείνα τους οπωσδήποτε, ποιος γνώριζε πότε θα είχαν ξανά κάτι για να φάνε. Η Εράντα δεν θέλησε να φάει όσο κι αν την πίεσε ο αδερφός της. Είχε τα πίσω δόντια χαλασμένα και ήξερε πως αν προσπαθούσε να φάει κάτι τόσο σκληρό όπως τα παξιμάδια θα υπέφερε ακόμη περισσότερο. Η πείνα την έκοβε και η αηδία τη λίγωνε όμως ήταν η κούραση αυτή που στο τέλος κυριάρχησε πάνω της κι ένας ύπνος γλυκός τη σκέπασε, καταστέλλοντας την επώδυνη πραγματικότητα που ζούσε. Ένας ύπνος -γιατρός που βιάζονταν να τη θεραπεύσει με αλτρουισμό. Η νύχτα πέρασε δύσκολα μα η μέρα που ακολούθησε έφερνε νέες έγνοιες και δυσκολίες. Έπρεπε να αποφασίσουν για τον προορισμό και την τύχη τους.

15


‘Έλα ‘δω!’ της φώναξε ο Μάριο ‘σού ‘κανα μέρος να κατουρήσεις μη σε δουν’. Η Εράντα τρύπωσε με φανερή ανακούφιση ανάμεσα σε τσουβάλια και σκουριασμένα σίδερα ουρώντας με φόβο τα βλέμματα των άλλων αλλά και τα δόντια των ποντικών. Ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο τη νύχτα που πέρασε τους άκουγε να σουλατσάρουν στα καδρόνια της οροφής ενώ τους ένιωσε πολλές φορές ακόμη και να την αγγίζουν με τις μουσούδες τους ή να περνούν ανάμεσα από τα πόδια της μυρίζοντάς τη. Σκιάχτηκε. Μα η αναμονή για ώρες στη σιωπή ήταν το χειρότερο εκείνη τη μέρα. Κανείς δεν είχε διάθεση για κουβέντα και όλοι ήταν απορροφημένοι στις δικές τους σκέψεις. Άλλος είχε μετανιώσει για την απόφαση να φύγει και σκέφτονταν ήδη τον τρόπο να γυρίσει πίσω. Άλλος πάλι, είχε αφεθεί στα όνειρα για το μέλλον που τον περίμενε, κι ο ήλιος εντωμεταξύ είχε φτάσει να μεσουρανεί όταν αποφάσισε να εμφανιστεί πάλι αυτή που θα τους μετέφερε. Ανέβηκαν για μία ακόμη φορά όλοι στην καρότσα του αγροτικού και η γυναίκα πήρε το δρόμο για 16


Γουμένισσα όπου και θα σκορπούσαν οι άνθρωποι που αγόρασαν από αυτή –και από άλλους πριν από αυτήμια νέα ζωή. Τους άφησε αρκετά έξω από την πόλη. Λέγανε πως ήταν γυναίκα πολισμάνου και έτσι προφυλάσσονταν από τα αδιάκριτα μάτια. Έκαναν μπίζνες με λαθρομετανάστες χρόνια αυτή κι ο άντρας της, μα με το λάδωμα κατάφερναν να μην τους πειράζει κανείς. Συνηθισμένα πράγματα. Περπατούσαν σχεδόν για μία ώρα μέχρι να μπουν στην Ηγουμενίτσα όπου και χώρισαν οι δρόμοι τους. Δύο από την παρέα πήγαν προς το λιμάνι όπου θα έψαχναν τρόπο για να φύγουν λαθραία στην Ιταλία που ήταν ο δικός τους προορισμός. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά μέσα στη μέση του δρόμου, προφέροντας συνέχεια με πόνο ο ένας το όνομα του άλλου, για να το χωνέψουν καλά, να μην το ξεχάσουν ποτέ. Τα δυο αδέρφια πήραν το δρόμο για το ΚΤΕΛ αφού πρώτα ο Μάριο με κάτι λίγα, σπασμένα ελληνικά που ήξερε ρώτησε να μάθει προς τα πού ήταν.

17


Τότε οι άνθρωποι δεν είχαν μάθει ακόμη να μισούν ο ένας τον άλλο, τους λυπόντουσαν έτσι ταλαιπωρημένους που τους έβλεπαν και τους βοηθούσαν. Δεν είχε σημασία η φυλή, το έθνος, το χρώμα αλλά ο άνθρωπος κι ο πόνος που κουβαλούσαν τα μάτια του, η ιστορία που έκρυβαν. Με το πέρασμα του χρόνου, αυτό βέβαια άλλαξε. Έμαθαν να φοβούνται, έγιναν ξενοφοβικοί, με το ρατσισμό σε έξαρση να μην αφήνει στη συμπόνια έδαφος ν’ ανθίσει, όχι κι εντελώς άδικα όμως αφού συνέβησαν πολλά περιστατικά που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα. Ο καθένας πια είχε να νοιαστεί τον εαυτό του και τους δικούς του ανθρώπους, η συμπόνια είχε χώρο μόνο μετά από την εμπιστοσύνη, κι η εμπιστοσύνη έγινε αγαθό σπάνιο όσο και πολύτιμο, κι έπρεπε να κερδηθεί. Ο Μάριο κι η Εράντα όμως ήταν τότε ακόμη στην αρχή της καινούργιας τους ζωής στον ξένο τόπο, ούτε καν στην αρχή, στο φύτεμα ήταν, κι ώσπου να φυτρώσουν εκεί που έσπειραν μόνοι τους εαυτούς τους πρόλαβαν να δουν και τα καλά πριν την Κρίση, πρόλαβαν να δουν και τ’ άσχημα κατά τη διάρκειά της.

18


Η Εράντα με τον αδερφό της θα πήγαιναν με το λεωφορείο στα Γιάννενα όπου θα συνέχιζαν για τη Λάρισα κι έπειτα με τρένο για το Βόλο όπου και τους περίμεναν οι γονείς τους. Θα μπορούσαν να είχαν συνεχίσει με το λεωφορείο μα ήταν επιθυμία της Εράντα να ταξιδέψει για πρώτη φορά στη ζωή της με τρένο. Και παρ’ όλη την κούραση που είχε, εκείνο το μικρό ταξίδι τη σημάδεψε. Έγειρε πρώτος ο Μάριο στον ώμο της κι αποκοιμήθηκε στο νανούρισμα του τρένου. Πριν καλά καλά το καταλάβει, είχε βυθιστεί κι εκείνη σε ένα όνειρο, νιώθοντας πως ήταν πάλι πίσω στο χωριό τους στην Αλβανία. Φορούσε το αγαπημένο της εμπριμέ φουστάνι και περπατούσε στα χωμάτινα σοκάκια ενώ φύσαγε ένας αέρας τόσο δυνατός που έκανε τα πατζούρια να βροντούν στο πέρασμά της και τις πόρτες ν’ ανοιγοκλείνουν. Ψυχή δε φαίνονταν. Μόνο άκουγε να βγαίνει βαθειά η φωνή της νάνας που έλεγε στη θειά: ‘Μην ξεχνάς να ποτίζεις τα βασιλικά.’

19


Ξύπνησε με τον ήλιο του απογεύματος να τη χτυπάει στο πρόσωπο και μια πίκρα κάτω από τη γλώσσα που ανάβλυζε από το άδειο της στομάχι. Είχε να φάει δυο μέρες, μονάχα νερό έπινε. Τα χρήματα ήταν ελάχιστα και μετρημένα μέχρι τελευταίου σεντς. Δεν έφταναν να φάνε κι οι δύο αν ο Μάριο έπαιρνε τσιγάρα, εκείνη όμως δεν του έφερε αντίρρηση προτιμώντας να μείνει νηστική. Η πείνα συνηθίζονταν, κι ο Μάριο έπρεπε να παραμένει δυνατός και γερός με την προοπτική πως θα εύρισκε αμέσως δουλειά και όλα τα προβλήματά τους θα λύνονταν. Ο πατέρας τους άνεργος τον τελευταίο χρόνο, δεν εύρισκε όσο κι αν προσπάθησε στην αρχή, δουλειά στην οικοδομή και η μάνα δεν άντεχε άλλο να δουλεύει όλη μέρα για να βγαίνουν οι υποχρεώσεις. Πίσω στο χωριό περίμεναν άλλες δυο ψυχές να ζήσουν από αυτούς. Η Εράντα δυσκολεύονταν ακόμη και να φανταστεί το πώς θα τα έβγαζαν πέρα, βασανίζοντας συνέχεια με αυτή τη σκέψη το μυαλό της. «Αν εγώ δουλέψω και δεν πάω στο σχολείο, τότε θα είμαστε καλύτερα» έλεγε και ξαναέλεγε στον αδερφό 20


της που όμως ήταν ανένδοτος. Είχε όνειρα για εκείνη. Ήθελε να την σπουδάσει, να την κάνει δασκάλα μουσικής όπως το ονειρευόταν κι η Εράντα. Άλλαζαν χώρα για καλό, όχι για να δουλεύουν όλη μέρα, της τόνιζε σε κάθε ευκαιρία. «Εσύ, το μυαλό σου θα το έχεις μόνο στα μαθήματα και ν’ αφήσεις αυτές τις αηδίες για δουλειά» της έλεγε νευριασμένος. Φτάνοντας στο σταθμό του Βόλου το τρένο, η κοπέλα σηκώθηκε κι έπεσε πάλι πίσω στο κάθισμά της ζαλισμένη. Της έπιασε ο Μάριο το χέρι βοηθώντας την, ενώ ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. ‘Φτάσαμε! Εδώ τελείωσαν όλα μικρή.’ Της είπε όλο χαρά. ‘Λάθος που έχεις μωρ’ αδερφούλη’ είπε δειλά το κορίτσι, βάζοντας όλη της τη δύναμη να στηριχτεί επάνω του. ‘Εδώ, αρχίζουν όλα.’

21


«Προσαρμογή .» Ήταν σαν όνειρο. Μετά από τόση τυραννία είχαν ανταμώσει και πάλι με τους γονείς τους. Αγκαλιάζονταν, έκλαιγαν, γελούσαν και τσιμπούσε ο ένας τον άλλο για να σιγουρευτούν πως ζούσαν τη στιγμή στ’ αλήθεια και ήταν πάλι μαζί μετά από τρία χρόνια. Μόνο του πατέρα τα μάτια είχαν αλλάξει. Είχαν θολώσει και μετά τη χαρά της πρώτης στιγμής κάθισε στη γωνιά του πλάι στο τραπέζι με μια μπύρα στο χέρι και άχνα δεν έβγαλε ξανά. Αντίθετα η μάνα όλο μιλούσε, να προλάβει όλα να τους τα πει και όλα να τα μάθει. Μιλούσε για όλα κι η Εράντα με το στόμα μπουκωμένο και η όρεξή της πια δεν κρύβονταν. Είχε προσπαθήσει πολύ να διατηρεί τη σιωπή της σε όλο το ταξίδι για να μη γίνονταν βάρος στον αδερφό της και άλλο δεν άντεχε. Πολλές φορές είχε νιώσει πως δεν είχε άλλη ψυχή και άλλη δύναμη να δώσει μα μ’ 22


ένα του νεύμα ο αδερφός της της έδινε θάρρος κι ελπίδα. Το δικό του όνειρο άλλωστε είχε ακολουθήσει. Για εκείνη θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει στο χωριό με παρέα τη νάνα και τη θείτσα της. Εκεί όπου γνώριζε και την τελευταία γούρνα της αυλής τους και όλα τα ζώα του χωριού με τ’ όνομά τους. Δεν το είχε διαλέξει να είναι ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν μιλούσαν καν τη γλώσσα της και για να συνεννοηθεί έπρεπε να μάθει εκείνη τη δική τους. Απλά ακολούθησε τον αδερφό της στη νέα του ζωή, αφήνοντας πίσω τη δική της, μη έχοντας κι άλλη επιλογή αφού κανείς δεν τη ρώτησε. Δεκαέξι χρονών κοπελίτσα, ποιος θα υπολόγιζε τα θέλω της… Ο Μάριο της το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή ‘Έχω όνειρα για σένα, δε θα σε αφήσω εδώ με τη γριά και μια μισότρελη θεία.’ Της είχε πει, κι εκείνη έσκυψε μονάχα το κεφάλι. Αν πονούσε, αν ήθελε, αν δεν ήθελε, το ήξερε μονάχα αυτή και το φεγγάρι που από μικρή είχε τη συνήθεια να του ψιθυρίζει τα μυστικά της. Αλλά το φεγγάρι δε μίλησε και άλλο δεν της απόμενε εκείνη τη βραδιά, παρά να τον ακολουθήσει μέσα στο αρχαίο μονοπάτι που ένωνε τις δυο φυλές, χωρίζοντας επίσημα τις δυο χώρες. Καθώς 23


περπατούσαν και σκόνταφταν στη σκοτεινή νύχτα, προσπαθούσε αυτός να την εμψυχώνει μιλώντας της για πράγματα που θα ζούσε στην ξένη χώρα που πήγαιναν. Τότε της μίλησε πρώτη φορά για ένα αγόρι που κάποτε θα συναντούσε και θα την έκανε πολύ ευτυχισμένη, κι εκείνη τον άκουγε ρουφώντας τα λόγια του με λαχτάρα. ‘Και πως θα καταλάβω ότι Αυτός θα είναι που μου λες;’ Τον είχε ρωτήσει και τα μεγάλα μάτια της έλαμπαν στο σκοτάδι σαν φάροι. ‘Θα το νιώσεις.’ Της απάντησε και δαγκώθηκε αφού αμέσως είχε μετανιώσει για τη συζήτηση που άνοιξε. ‘Κι αν θα είναι Έλληνας; Εγώ δεν ξέρω ελληνικά…’ ‘Θα μάθεις. Η αγάπη, όλα τα μπορεί. Σώπασε τώρα!’ κι έκοψε την κουβέντα απότομα όσο την είχε αρχίσει, γιατί ένιωσε πως τον ενοχλούσε να φαντάζεται την αδερφή του μ’ έναν άντρα. Στο μυαλό του, θα παρέμενε πάντα ‘η μικρή’ του, κι η μικρή του δεν θα μπορούσε να είναι κανενός. Λίγο μετά, καθώς είχαν περάσει το ποτάμι, ήταν που αποχωρίστηκε το φόρεμά της. Είχε σχιστεί στα 24


πουρνάρια, κουρελάκι είχε γίνει και μέσα του ήταν σαν φάντασμα το κορίτσι, παγωμένη και άσπρη, απόλυτα θλιμμένη για το φουστάνι της καρδιάς της που καταστράφηκε και πετάχτηκε και αυτό μαζί με τα άλλα ρούχα των λαθρομεταναστών που σκέπαζαν την όχθη του Καλαμά, πολύχρωμος συρφετός από ζωές και κουρέλια που αλλάζονταν βιαστικά και μύριζαν φόβο μέχρι να σαπίσουν. Ο Μάριος βλέποντάς την λυπημένη, θύμωνε. Ήθελε απεγνωσμένα να κάνει την αδερφή του να νιώσει ευγνωμοσύνη για το καινούργιο μέλλον που της πρόσφερε, μα όσο κι αν προσπαθούσε δεν κατάφερνε ν’ αποκρυπτογραφήσει τη σκοτεινιά πίσω απ’ το βλέμμα της κι αυτό τον εξαγρίωνε.

Τις πρώτες μέρες στο Βόλο δεν έχανε ευκαιρία να την παρατηρεί. Πως γελούσε, πως φέρονταν, πως είχαν γίνει με τη μάνα αχώριστες και πήγαιναν παντού μαζί. Τους μιλούσε για το σπίτι που ήθελε να πιάσουν και τους έβαζε να ψάχνουν να το βρουν. Το ήθελε μεγάλο, άνετο, με τον καμπινέ μέσα για να μη χρειάζεται να βγαίνουν έξω μέσα στο ψωφόκρυο για να κάνουν την 25


ανάγκη τους και φυσικά να έχουν επιτέλους τη δυνατότητα να κάνουν συχνότερα μπάνιο χωρίς να πουντιάζουν. Το σπίτι όπου έμεναν ήταν μικρό και παλιό αλλά φθηνό, στα «Προσφυγικά» της Νέας Ιωνίας όπου όλα τα σπίτια ήταν έτσι όπως αυτό. Τα είχαν φτιάξει οι Μικρασιάτες πρόσφυγες με τα χέρια τους και με ότι υλικά διέθεταν, σε μια χούφτα γης που τους είχε διαθέσει το κράτος τον Αύγουστο του 1923 για να τους ξεφορτωθεί από τα σχολεία και τις καπναποθήκες που μέχρι τότε τους φιλοξενούσαν, τους είχαν στοιβάξει δηλαδή, ζώντας σε πολύ άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Οι πρόσφυγες της Μικρασίας όμως έφτιαξαν πάλι τη ζωή τους. Εξοικειώθηκαν στο νέο τόπο και τρόπο ζωής που τους επέβαλλαν επιβλήθηκαν κάποτε κι εκείνοι από πείσμα και μόνο που στην Τουρκία τους πέταξαν ως ανεπιθύμητους ενώ στην Ελλάδα τους φώναζαν τουρκόσπορους, μέσα από κόπους και τεράστιες δυσκολίες, μονάχα με το νου και την ψυχική τους αντοχή έστησαν άλλα σπίτια, σε άλλες γειτονιές (ή και στην ίδια), μεγαλύτερα και ομορφότερα, νοικιάζοντας τα φτωχικά τους σε άλλους πρόσφυγες από την

26


Αλβανία ερχόμενοι αυτή τη φορά, με απαλλοτριωμένες ζωές που πάσχιζαν να βάλλουν σε τάξη. Και δεν άκουγες το πρωί όταν έβγαινες στη συνοικία των προσφύγων άλλη γλώσσα από αλβανικά, ενώ καθώς τα χρόνια περνούσαν οι ντόπιοι περνώντας από εκεί έμαθαν να γυρνούν σιγά σιγά με δυσφορία το κεφάλι, αρχίζοντας να νιώθουν ξένοι στο δικό τους τόπο.

Συχνά παρατηρούσε και τον πατέρα ο Μάριος. Είχε αλλάξει πολύ, είχε παχύνει και το μόνο που έκανε όλη μέρα ήταν να πίνει μπύρες. Η μάνα τους εύρισκε συνεχώς δικαιολογίες για να τον προφυλάξει από τα επικριτικά μάτια των παιδιών της και να γλιτώσει τους τσακωμούς και τις φασαρίες που είχαν αρχίσει να γίνονται καθημερινότητα. Εκείνη η γλύκα της πρώτης συνάντησης πέρασε γρήγορα κι ανέβαιναν άλλα συναισθήματα στην επιφάνεια. Ο πατέρας αντιδρούσε με την συνεχή παρουσία των παιδιών του στο σπίτι. Τους έβριζε τόσο που πια δεν τον αναγνώριζαν. 27


Μα πιο πολύ τα έβαζε με το Μάριο. ‘Τι σκατά θα κάνεις εδώ που ήρθες;’ Του φώναζε. ‘Θα θρέφω και σένα;’ ‘Γιατί, θρέφεις κανέναν άλλο;’ Τον ειρωνεύονταν ετοιμοπόλεμος ο Μάριο. ‘Ας είναι καλά η μάνα που έλιωσε τα χέρια της να υπηρετάει κυράδες. Εσύ, όλο φαί και μπύρα ξέρεις, άλλο τίποτα.’ Νευρίαζε τότε ο πατέρας και σήκωνε το χέρι να τον χτυπήσει. Ο Μάριο έφευγε αηδιασμένος με την προσπάθεια του πατέρα να του φερθεί όπως τότε που ήταν μικρός και δέχονταν το ξύλο με σκυμμένο κεφάλι, και γυρνούσε σπίτι αργά τη νύχτα. Όταν νόμιζε πως όλοι κοιμόνταν, τρύπωνε δίπλα στην αδερφή του κάτω από τα σκεπάσματα και την αγκάλιαζε για να νιώσει τη θαλπωρή που τώρα του έλειπε, όπως όταν ήταν παιδιά, στο μικρό τους σπίτι στο χωριό που κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο ντιβάνι. Πολλές φορές η μάνα τους γκρίνιαζε όταν ξυπνούσε το πρωί κι ανακάλυπτε πως είχαν κοιμηθεί μαζί και όχι στο πάτωμα εκείνος όπου του έστρωνε.

28


Όμως την Εράντα δεν την ένοιαζε καθόλου. Τον περίμενε να γυρίσει για να αποκοιμηθεί. Τότε μόνο ησύχαζε που ήξερε ότι εκείνος ήταν ασφαλής, νιώθοντας κι η ίδια ασφάλεια στη ζεστή αγκαλιά του αδερφού της.

29


«Περάσματα, του νου σκιές.» Σηκώθηκε ο Αντώνης από τη θέση του να ξεμουδιάσει. Ζήτησε να έχει λίγο νερό για τον εαυτό του και τη γυναίκα, αλλά η αστυνομικός υπηρεσίας του είπε πως είχε έρθει έτσι κι αλλιώς η ώρα να φύγει. ‘Να με περιμένεις, θα ξανάρθω.’ Της είπε προτείνοντάς της φιλικά το χέρι του. Αμίλητη του έδωσε το δικό της και σηκώθηκε τινάζοντας πίσω τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της, σε μια προσπάθεια να επανέλθει κι ο νους στη θέση 30


του μαζί με τις τρίχες, από το ταξίδι στο παρελθόν και η μνήμη ν’ αδειάσει για να καταφέρει να ηρεμήσει. Πριν περάσει αυτός το κατώφλι της σιδερένιας πόρτας, γύρισε και την κοίταξε. Έμενε ασάλευτη, γερμένη στον βρώμικο τοίχο, ανάβοντας σκυφτή το τσιγάρο με το αριστερό της χέρι. Της χαμογέλασε αιφνιδιάζοντας ακόμη και τον εαυτό του, μα του φάνηκε πως για λίγο έγειραν οι άκρες και των δικών της χειλιών σχηματίζοντας ένα αθώο λακκάκι στο ένα της μάγουλο, ώσπου να χαθεί εντέλει ολόκληρη η εικόνα της πίσω από τον βαρύ καπνό που ξεφύσησε με δύναμη προς το μέρος του αναστενάζοντας. Άφησε πίσω του τη γυναικεία πτέρυγα των Φυλακών Κορυδαλλού και αποχωρώντας από το κτήριο κατευθύνθηκε προς την παρκαρισμένη μηχανή του. Καβάλησε και με τη χάρη αρχαίου επιβήτορα, μαρσάρισε διώχνοντας την εικόνα της από το νου του. Χάθηκε με θόρυβο, σχεδιάζοντας ήδη μέσα του το επόμενο ραντεβού με την Εράντα, τη γυναίκα που είχε διαλέξει αυτός με σκοπό να τον επαναφέρει στη ζωή του. 31


«Στην τσιμεντένια αυλή, στο σπίτι στο Βόλο, είχαμε μια συκιά» του είπε μια μέρα η Εράντα. «Γυμνή από φύλα το χειμώνα, περίμενα με ανυπομονησία να έρθει το καλοκαίρι για να γευτώ τα σύκα της. Από το μοναδικό παραθύρι του σπιτιού τη χάζευα με τις ώρες. Φανταζόμουν πως το σπόρο της τον είχε φέρει μαζί του ο πρώτος ιδιοκτήτης του σπιτιού, που είχε έρθει με το διωγμό από τα βάθη της Καππαδοκίας. Δε χόρταινα να ακούω την ιστορία του μπάρμπα-Γιωσήφ. Τον σκεφτόμουν σκυφτό, πάνω από το σκαλισμένο χώμα να φυτεύει το σπόρο τρυφερά και να προσεύχεται στην ανάσταση του δέντρου που θα του θύμιζε τον τόπο του. Τότε θυμόμουν πως εμείς δεν είχαμε φέρει μαζί μας ούτε ένα ξερό κλαδί. Ούτε ένα λεμονάκι από τη μοσχομυρωδάτη λεμονίτσα του κήπου μας. Τίποτα που να μας θυμίζει την πατρίδα. Μνήμες μονάχα, κι αυτές αποκαΐδια.» Θα ήταν στο δεύτερο ή το τρίτο ραντεβού με την Εράντα όταν ειπώθηκαν τα λόγια αυτά που άγγιξαν μέσα του χορδές που δεν γνώριζε πως υπήρχαν. Αναρίγησε στο άκουσμα της λέξης ‘πατρίδα’ από το 32


στόμα της, αυτός που πατρίδα δεν ήθελε να γνωρίζει, γιος Έλληνα πατέρα και Αμερικάνας μάνας. Αυτός, που έζησε χρόνια στην Αργεντινή εξαιτίας της δουλειάς του πατέρα του κι ενηλικιώθηκε στη Burkina Faso όπου τον τράβηξε η τρελή η μάνα του μετά το διαζύγιο. Αυτός, που αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη μέλλουσα γυναίκα του και να σπουδάσει κι ο ίδιος όπως εκείνη στην Ελλάδα, «πληρωμένα όλα» όπως του είπε τότε ο πατέρας της, «αρκεί να την αγαπάς και να μου την προσέχεις τη μονάκριβη» κι έδωσε ο Αντώνης το χέρι του μαζί με τη μοιραία υπόσχεση πως στην Ελλάδα θα ήταν ο φύλακας άγγελος της όμορφης Μάγδας. Της ήρεμης και σεμνότυφης Μάγδας. Της δικής του Μάγδας. Για ποια πατρίδα μπορούσε αυτός να μιλήσει που δεν είχε ποτέ του καμιά χώρα αγαπήσει τόσο ώστε να την αποκαλέσει Πατρίδα. Θεωρούσε αυτό τον προσδιορισμό άστοχο, παιχνίδι συναισθηματισμών και εντυπώσεων που δεν τον αφορούσαν. Για να έχεις πατρίδα, θα έπρεπε πρώτα να έχεις παιδικές αναμνήσεις από έναν τόπο που στιγμάτισε το 33


μεγάλωμα και την προσωπικότητά σου. Έναν τόπο που σε προσδιορίζει πρώτα ως άνθρωπο κι έπειτα ως πολίτη. Κι αυτός, από τότε που άρχισε να αισθάνεται την υπόστασή του, πίστευε πως ήταν κομμάτι του ανέμου και βολόδερνε πότε εδώ και πότε εκεί, αφήνοντας θρύμματα του εαυτού του σε κάθε τόπο από όπου περνούσε. Τίποτα δεν κέρδιζε, μονάχα σκορπούσε. Αυτές του τις σκέψεις και τα συναισθήματα τα όφειλε κατά κύριο λόγο στη μάνα του. Τρελή κι επίσημα, με χαρτί νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική στο Abidjan της Ακτής Ελεφαντοστού όπου και άφησε την τελευταία της πνοή, η αιθέρια Miss Lilly όπως όλοι τη φώναζαν, ήταν ένα ξωτικό που από λάθος είχε απομείνει σε αυτόν τον κόσμο, αέρινα θλιμμένη, ελαφροπατούσε αθόρυβα στη ζωή, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο ανιχνεύσιμο το πέρασμά της από τον κόσμο των ανθρώπων. Νεράιδα που αγάπησε άνθρωπο κι ακολούθησε το δρόμο των ανθρώπων για να χάσει την αιωνιότητα που της έταζε η φύση της και να αργοσβήσει ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, σκίζοντας μια μέρα το δαντελένιο νυχτικό της σε λωρίδες, πλέκοντας περίτεχνη θηλιά, πιο όμορφη από 34


ποτέ μέσα στη γυμνή, ολόλευκη σάρκα της, στεφανωμένη τα ξανθά της μαλλιά και εντέλει μακάρια κρεμασμένη από τα κάγκελα του παραθύρου του δωματίου της. Άφησε βαριά κληρονομιά η Lilly στο γιο της τα γαλάζια της μάτια, που διαπερνούσαν ό,τι υπήρχε μπροστά τους, διακρίνοντας ακόμη κι αυτά που οι άλλοι δεν έβλεπαν. Κι εκείνο τον αιχμηρό νου που αντί να τον χρησιμοποιήσει ο Αντώνης τελειοποιώντας τα δικά της οράματα για ‘Αδελφοσύνη’ κι ‘Αγάπη για όλους’ που του δίδασκε όντας στις καλές της μέρες, τον δούλευε για μηχανορραφίες κι οτιδήποτε μπορούσε να τον ανεβάσει ακόμη πιο ψηλά στην ιεραρχία του καναλιού όπου εργάζονταν ως δημοσιογράφος, και οτιδήποτε θα τον έκανε ακόμη πιο αναγνωρίσιμο και φυσικά θα τον πλήρωνε αδρά για τις θεωρητικά πολύτιμες υπηρεσίες του. Γιατί ο Αντώνης το είχε ξεκαθαρίσει από όταν ήταν στην περπατούρα ακόμη, νιόβγαλτος δημοσιογράφος δηλαδή στην αρένα με τα θηρία. Αν ήθελαν να κάνει καλά τη δουλειά τ ο υ ς, θα τον πλήρωναν με το αζημίωτο.

35


Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο που όλοι έπεσαν λυσσαλέα πάνω του όταν το σκάνδαλο με την ωραία Ρόζα ξέσπασε. Όλοι τον μισούσαν. Τον μισούσαν ακόμη κι αυτοί για τους οποίους έκοβε το κεφάλι του πως τον αγαπούσαν. Κι ήταν ίσως αυτό το τελευταίο σπρώξιμο που τον έριξε στον αλκοολισμό. Είχε μείνει μόνος. Και δεν ήξερε τι σήμαινε να είσαι μόνος. Είχε φύγει ακόμη κι η Μάγδα του, αναζητώντας παρηγοριά στην αγκαλιά και τη βίλα του πάμπλουτου πατέρα με τις ‘επιχειρήσεις’ στη Burkina Faso, παίρνοντας μαζί της το Νίκο και τη Στέλλα, τα παιδιά τους. Τα δικά του παιδιά. Που δεν δέχονταν να του μιλήσουν ούτε στο τηλέφωνο. Που τον περιφρονούσαν. Που δεν τον υπολόγιζαν, δεν ένιωθαν πως του έλειπαν… Γιατί, του έλειπαν πολύ οι παιδικές φωνές τους στο άδειο σπίτι και ζητούσε να πνίξει αυτή την έλλειψη στο χρυσοκίτρινο υγρό που γέμιζε κάθε λίγο το ποτήρι του, για να ξεράσει μετά το χάος που είχε μέσα του και τότε αυτές, οι φωνές τους, ν’ αντιλαλούν χειρότερα στο εσωτερικό του κρανίου του, ώσπου εκείνος κραύγαζε απελπισμένα, σπάραζε στο λευκό, μαρμάρινο πάτωμα 36


κι έσπαγε η φωνή του κομμάτια μέχρι το μέσα του να έλεγε πως άλλο πια δεν είχε, Ε κ ε ί. Εκεί, ήταν ο πάτος. Εμπιστεύθηκε τα λόγια της ο Αντώνης, κι αφέθηκε να τον ταξιδεύει στο δικό της κόσμο. Το χέρι του έγραφε τρεμάμενο κι οι λέξεις έπαιζαν στις γραμμές του τετραδίου παλλόμενες. «Χέλια. Μου έλειψαν τα χέλια του ποταμού μας» είπε ξαφνικά αρκετά δυνατά ώστε να τον βγάλει από τις σκέψεις του. «Θέλεις να βρω και να σου φέρω;» «Ξέρεις να τα τηγανίζεις;» τον ρώτησε και το νευρικό της γέλιο λύθηκε σε όλο το δωμάτιο, φέρνοντάς τον σε αμηχανία. Δεν την είχε δει ξανά να γελάει και μόνο τότε πρόσεξε πως τα μάτια της έλαμπαν ακόμη πιο πολύ από την πρώτη φορά που τη γνώρισε. Ήταν δυνατό ν’ αστράφτουν έτσι δυο μαύρες χάντρες; Αναρωτήθηκε δίχως να περιμένει απάντηση από τον εαυτό του. Απέφυγε να δώσει άλλη προσοχή στο βλέμμα της, τον αποσπούσε, έσκυψε ξανά το κεφάλι 37


γυρνώντας σελίδα στο τετράδιο, σφίγγοντας στο χέρι του το ασημένιο στυλό. «Τελικά, ο αδερφός σου είχε βρει δουλειά;» ρώτησε δίνοντάς της την αφορμή να συνεχίσει την αφήγησή της. «Μια μέρα, βρήκε. Είχε έρθει στο σπίτι γεμάτος χαρά. Είχε βρει τον κατάλληλο άνθρωπο που θα του μάθαινε τη δουλειά στην οικοδομή. Θα πληρώνονταν στο τέλος κάθε εβδομάδας, μετρητά. Καλό το αφεντικό του, ήσυχος άνθρωπος με κατανόηση. -Θα σου πάρω καινούργιο φουστάνι, μου έταξε. -Θα νοικιάσουμε άλλο σπίτι, έκανε όνειρα η μάνα.» Εκείνο το βράδυ που ο Μάριο είχε βρει – επιτέλους- δουλειά, μετά από μήνες στην Ελλάδα, ξάπλωσε κατάχαμα στα δικά του στρωσίδια. Η Εράντα περίμενε άδικα να πάει κοντά της, στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της, άκουγε την ανάσα του, ήθελε να του μιλήσει, να σχολιάσουν όλα όσα έγιναν στη μέρα τους όπως έκαναν πάντα, μα εκείνος καμία κίνηση δεν έκανε για να την πλησιάσει. Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες από εκείνη τη 38


στιγμή. Γυρνούσε από τη δουλειά αργά το απόγευμα, κουρασμένος, πεινασμένος και βρώμικος. Οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του ήταν μετρημένες. ‘Τι έχεις;’ Τον ρωτούσε η αδερφή του ‘Τίποτα’ ήταν η μοναδική απάντηση που έπαιρνε. Έκοβε τις συζητήσεις απότομα, χωρίς να δίνει περιθώρια για ερωτήσεις. Τον άφηναν ήσυχα να φάει, έκανε το μπάνιο του κι έπειτα ξάπλωνε στο πάτωμα προσπαθώντας να ξεκουράσει το κορμί του. Ένα βράδυ δεν άντεξε και τον ρώτησε «γιατί δεν έρχεσαι να κοιμηθείς μαζί μου; Θα πιαστείς στο πάτωμα.» «Δεν κάνει» της απάντησε κι εκείνη δίστασε να συνεχίσει την κουβέντα. Ο ύπνος την πήρε ενώ αναρωτιόνταν τι ήταν αυτό που ξαφνικά δεν έκανε. Και το κράτησε μέσα της, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να τον ξαναρωτήσει. Αυτή η στιγμή ήρθε μια νύχτα με ένα τεράστιο φεγγάρι κρεμασμένο πάνω από το σπίτι τους. Έφεγγε μέσα στο δωμάτιο κι οι σκιές των λιγοστών επίπλων 39


τους ζωντάνευαν. Ο Μάριο νόμιζε πως η αδερφή του είχε κοιμηθεί, μα εκείνη τον άκουσε όταν μπήκε. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα απ’ όταν ξάπλωσε που ένιωσε την ανάσα του κοφτή, ανήσυχη, το σώμα του σε εγρήγορση κάτω από τη βαριά φλοκάτη που τον σκέπαζε. Δεν θέλησε να τον διακόψει, μόνο όταν αυτός ηρέμησε και τον άκουσε ψηλαφιστά να ψάχνει στη στοίβα με τα ασιδέρωτα για να βρει κάτι να σκουπίσει τα χέρια του, εκείνη του είπε πάλι «γιατί δεν έρχεσαι πια να κοιμηθούμε μαζί;» «Γιατί μεγάλωσες» «Και; Τι με αυτό;» «Αυτό. Αλλιώς δεν ξέρω πώς να σου το πω. Σε βλέπω αλλιώτικα τώρα που μεγάλωσες.» Και η Εράντα λυπήθηκε που είχε μεγαλώσει και θα στερούνταν αυτή τη μικρή ευτυχία της νυχτερινής αγκαλιάς του.

Με τον καιρό μετακόμισαν. Βρήκαν ένα ωραίο, μεγαλύτερο σπίτι κι ο καθένας είχε το δωμάτιό του ενώ η τουαλέτα ήταν μέσα όπως το ονειρεύονταν από την 40


Αλβανία ακόμη. Βέβαια, είχαν κοινό δωμάτιο πάλι, αλλά τουλάχιστον υπήρχαν δύο κρεβάτια. Κι ο Μάριο ξεκούραζε το στραβό κορμί του σε στρώμα πια, αφήνοντας πίσω την κακή ανάμνηση του σκληρού και κρύου δαπέδου. Υπήρχε και μια μεγάλη ντουλάπα στο δωμάτιο, που της τη γέμισε με καινούργια ρούχα. Της πήρε και κολόνια. Κι αυτός άλλαζε κάθε μέρα πουκάμισο και πήγαινε στην πλατεία κάθε απόγευμα φορώντας τα καινούργια του αθλητικά παπούτσια που τα καμάρωνε όσο τίποτε άλλο. Συνήθιζε να περπατάει στο δρόμο με το πουκάμισο ανοιχτό, για να δείχνει τη χρυσή καδένα που κρέμονταν στο λαιμό του και είχε καταφέρει να αγοράσει από τον καρπό της δουλειάς που με κόπο και ιδρώτα έκανε. Ήταν περήφανος για τον εαυτό του. Περιττά έξοδα δεν έκανε και η μόνη του διασκέδαση ήταν αυτά τα απογεύματα στην πλατεία όπου μαζεύονταν πολλοί νέοι της ηλικίας του, από τα μέρη του οι περισσότεροι, και να περνούν μαζί την ώρα τους σχολιάζοντας και μιλώντας μέχρι αργά. Πολλοί από τους συμπατριώτες του, κορόιδευαν τους Έλληνες, ο Μάριο όμως σε αυτό δεν συμφωνούσε ούτε συμμετείχε. Ήταν άλλωστε ερωτευμένος με μια 41


ελληνίδα που έβλεπε κάθε μέρα στο πάρκο, κι ας μην του έδινε εκείνη σημασία, όπως νόμιζε. Πίσω στο χωριό του δεν είχε μάθει να περνά απαρατήρητος. Ήταν πολλά τα κορίτσια που τον ήθελαν για άντρα τους, κι όλα τα κεφάλια γύριζαν να τον κοιτάξουν από όπου περνούσε. Ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, έμοιαζε περισσότερο με γερμανό κι αν δεν έλεγε την καταγωγή του το παρουσιαστικό δεν θα τον πρόδιδε. Μονάχα αυτή δεν τον κοιτούσε. Ντρέπονταν ή απλά δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Οι μικτοί γάμοι ήταν ταμπού κι όταν μαθαίνονταν κάποια σχέση μεταξύ αλλόφυλων τα σχόλια ήταν συνήθως αρνητικά και κανείς δεν συμφωνούσε. Πολύ περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο στο ζευγάρι κατάγονταν από την Αλβανία, θα ήταν το ίδιο για τους έλληνες να έλεγαν πως ήταν γύφτος, τόσο πολύ δεν τους ήθελαν τους αλβανούς για γαμπρούς ή για νύφες στα παιδιά τους. Μα ο Μάριο δεν μπορούσε να καταλάβει πως έμπαιναν όρια στην αγάπη, κι όλο και πιο έντονα κοιτούσε το κορίτσι στο πάρκο. Σαν τρελός την ήθελε. Με πείσμα κι επιμονή περνούσε πλάι της μόνο και μόνο για να μυρίσει τα μαλλιά της, προσπαθώντας να τραβήξει το βλέμμα της πάνω του. 42


«Κι αυτή σε θέλει!» του είπε μια μέρα μια αλβανίδα που έκανε παρέα και μαζί της και γνώριζε τα χούγια της. «Να της μιλήσεις» Μα του ήταν τόσο δύσκολο να βρει τρόπο να την πλησιάσει, ώσπου μια μέρα εντελώς ξαφνικά κι αυθόρμητα βγήκε από το στόμα του το όνομά της την ώρα που εκείνη τον προσπερνούσε αδιάφορα. «Κατερίνα… να σου πω λίγο;» «Τι θέλεις;» του απευθύνθηκε η γλυκιά φωνή της και τον λίγωσε. «Να… έλεγα… μήπως θα ήθελες να βρισκόμασταν κάπου μόνοι μας, αν το επιτρέπουν βέβαια οι γονείς σου.» «Βέβαια και δεν το επιτρέπουν οι γονείς μου, γι’ αυτό και δεν θα τους το πω! Πότε;» τον αποστόμωσε με έπαρση κάνοντάς τον πολύ ευτυχισμένο μα και κρυφά αγχώνοντάς τον για αυτή την έκπληξη του χαρακτήρα της.

43


Συναντήθηκαν την επόμενη κιόλας μέρα στην παραλία. Ήταν φανερά αγχωμένος που δεν είχε αυτοκίνητο ή έστω μηχανάκι για να την πάει μια βόλτα μακρινή. Όμως εκείνη δεν έδειξε να νοιάζεται με αυτή την έλλειψη. Περπάτησαν χέρι-χέρι ανάμεσα στον κόσμο και κανείς δεν έδειχνε να τους δίνει σημασία. Ήταν απλά άλλο ένα ερωτευμένο ζευγαράκι, δεν φώναζε η καταγωγή τους για να τους δημιουργήσει προβλήματα, μπερδεύονταν με τον κόσμο ευχάριστα κι η Κατερίνα, περπατούσε δίπλα του ξέγνοιαστη και γελαστή, παίζοντας με το ένα χέρι της με τα μακριά μαλλιά της όλο νάζι. Κάθισαν σε μια απόμερη γωνιά πίσω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, κοιτώντας τη θάλασσα. Ο ήλιος είχε ήδη βυθιστεί στα νερά μπροστά τους και ψιλόβρεχε φέρνοντας δροσιά στην Αυγουστιάτικη ζέστη, κάνοντας όμως τη σκόνη να κολλάει στο δέρμα από την υγρασία. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της κι η Κατερίνα μαζεύτηκε στην αγκαλιά του γουργουρίζοντας σα γάτα. Κοιτάχτηκαν βαθιά ο ένας στα μάτια του άλλου, δίχως στάλα ντροπής να μπαίνει ανάμεσά τους, πριν σκύψει πάνω στα χείλη της που έκαιγαν. Έκλεισε μέσα στις 44


κουρασμένες, ροζιασμένες του χούφτες το μικρό πρόσωπό της κι αφέθηκε σε κάθε της άγγιγμα, σε κάθε μικρό ανεπαίσθητο ήχο που έβγαζε το σώμα της καθώς τρίβονταν στην αγκαλιά του. Δεν ήθελε να γίνει χυδαίος και σταμάτησε όσο ακόμη μπορούσε, όμως η Κατερίνα πήρε το χέρι του και περνώντας το κάτω από το μακό της μπλουζάκι, το ακούμπησε απαλά στο στήθος της, προκαλώντας τον να προχωρήσει το παιχνίδι τους. Συνέχισε να τον φιλάει στο λαιμό, στο στόμα, ενώ κατά διαστήματα ένιωθε σαν κεντρί τη γλώσσα της στο αυτί του. Εκεί ήταν που χάθηκε. Την τράβηξε με δύναμη πάνω του, μα πριν την καθίσει στα πόδια του της έβγαλε βιαστικά το εσώρουχο. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, δεν λογάριαζε μήπως περάσει κανείς και τους δει, είχε σκοτεινιάσει πια, ας περνούσαν πεζοί σε κοντινή απόσταση από την δήθεν κρυψώνα τους, κρυμμένοι δεν ήταν επ’ ουδενί, όμως στο μυαλό του δεν υπήρχε τίποτα εκείνη τη στιγμή παρά μονάχα αυτό το υπέροχο πλάσμα που βρίσκονταν στην αγκαλιά του, που του έκανε τη χάρη να του δίνεται με τόσο πάθος, αυτή η μικρή πλανεύτρα που του είχε πάρει το

45


λογισμό. Τελείωσε μέσα της γρήγορα κι εκείνη νευρίασε. Η συμπεριφορά της άλλαξε. «καλά, μαλάκας είσαι;» του φώναξε φορώντας το μικρό κιλοτάκι της. Είχε μείνει αποσβολωμένος, χωρίς ν’ αρθρώνει λέξη, με τη γύμνια του να κρέμεται σαν ώριμο τσαμπί σταφύλι έξω από το παντελόνι του. «Τι λες;» κάποτε κατάφερε να πει. «λέω πως είσαι μαλάκας» επανέλαβε για να είναι σίγουρη πως είχε διώξει τη μαγεία. Κούμπωσε το παντελόνι του και την άφησε ν’ απομακρυνθεί τρέχοντας σχεδόν και βρίζοντας από κοντά του. Έμεινε στην ίδια θέση στο παγκάκι μέχρι που η βροχή δυνάμωσε και το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα. Τότε μόνο σηκώθηκε, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και με σκυμμένο κεφάλι πήρε το δρόμο για το σπίτι με τα πόδια. Ούτε καταλάβαινε τι του είχε συμβεί, ούτε και ήθελε να καταλάβει, αυτή η διαφορά στη νοοτροπία της κοπέλας από τις δικές τους γυναίκες τον συγκλόνισε, δεν ήξερε τι να σκεφτεί, δεν ήξερε καν αν αυτό που εντέλει στο μυαλό του 46


έρχονταν εκτός από την ευχαρίστηση και το κενό των τελευταίων στιγμών ήταν καλό ή κακό, συμπεράσματα δεν ήταν ακόμη σε θέση να βγάλει. Γύρισε σπίτι με τα πόδια μέσα στη βροχή μετά από ώρα και η αδερφή του τον περίμενε ξύπνια. «Γιατί είσαι έτσι μαραμένος αδερφούλη; Δεν πέρασες καλά με το κορίτσι τόσες ώρες;» τον ειρωνεύθηκε παιδιάστικα. Της χαμογέλασε ζεστά και βγάζοντας τα βρεμένα ρούχα του τρύπωσε πλάι της κάτω απ’ το σεντόνι. Γαλήνευε όταν ήταν μαζί της. Δεν ένιωθε αμηχανία, δεν αγχώνονταν κι οι ανασφάλειές του τον άφηναν άδειο και απόλυτα ήρεμο ν’ απολαμβάνει την παρέα της. Αυτή την οικειότητα είχε ανάγκη για να ξεχάσει το πάθημα με την Κατερίνα. Χάιδεψε τα μαλλιά της και τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Κράτησε το κορμάκι της κοντά στο δικό του και κατάλαβε πως δεν είχε επιστροφή αυτό που έκανε. Ήθελε να πιστέψει πως όλα ήταν ένα όνειρο κι αυτό της ψιθύριζε καθώς, έμπαινε με αγάπη μέσα της. 47


Γι’ αυτούς εκείνη τη στιγμή συνέβαινε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, δεν υπήρχε τίποτα το ανήθικο στα συναισθήματα που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο και το μυαλό τους το αποδέχτηκε σαν κάτι που ήδη τους είχε πάρει αρκετό χρόνο για να γίνει ενώ το είχαν και οι δύο τόση ανάγκη. Την έκανε δική του εκείνη τη βραδιά, ενώ ήξερε πως έτσι κι αλλιώς ήταν δική του πάντα. Η μικρή του, η όμορφή του, η μόνη έγνοια της ζωής του από τότε που φυγάδεψαν τους εαυτούς τους στις ερημιές για να φτάσουν στην ξένη πατρίδα, είχε γίνει γυναίκα. Την είχε κάνει εκείνος γυναίκα.

48


«Βαρίδια.» -Lerm!* Όλο γκρίνια είστε εδώ μέσα! Αντιδρούσε η Εράντα, δε βολεύονταν σε κείνο το σπίτι, όλη την ώρα έψαχνε αφορμές να φεύγει μα κι όταν έμενε αποζητούσε να μην ασχολείται κανείς μαζί της. Στην τάξη της ήταν η μεγαλύτερη κι αυτό δεν βοηθούσε καθόλου την κατάσταση. Τη γλώσσα δεν μπορούσε να τη μάθει εύκολα, προτιμούσε να μιλάει μόνο Αλβανικά και δεν φαίνονταν να έχει τη διάθεση να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο. Τότε ξεκίνησε το κάπνισμα, την ώρα των μαθημάτων στο σχολείο. Έβγαινε από την αίθουσα, κρύβονταν στις τουαλέτες και κάπνιζε. Έτσι περνούσε τουλάχιστον η μέρα της στο σχολείο κάνοντας κάτι.

49


«Τι καλό έμαθες σήμερα παιδί μου να μου μάθεις και μένα;» τη ρωτούσε η μάνα κάθε μεσημέρι. «βλακείες, όπως έμαθα και χτες» της έλεγε η Εράντα αδιάφορα αλλάζοντας συνήθως δωμάτιο για να την αποφύγει. Η μάνα είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Την είχε ακούσει να λέει σε μια φίλη της πως δεν ήταν ευτυχισμένη σε τούτο τον τόπο κι ήθελε να φύγει. Προσπάθησε να την πείσει να πάει σε σχολή μαθητείας του ΟΑΕΔ και να γίνει κομμώτρια αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη. «Τρίχες!» έλεγε και ξαναέλεγε σα να επρόκειτο για το πιο σιχαμερό πράγμα του κόσμου. «Εγώ θα γυρίσω πίσω στο χωριό. Εκεί που δεν ξεχώριζαν πλούσιοι και φτωχοί και ήταν όλα ήρεμα. Θα πάω να σπουδάσω μουσική όπως το ήθελα.» «Σ’ έφερα για να ζήσεις ε δ ώ τα όνειρά σου και όχι για να τα παρατήσεις» της είπε εκνευρισμένος ο Μάριο μια μέρα κουνώντας της επιδεικτικά το δάχτυλο μπρός στο πρόσωπό της, όταν την άκουσε να το λέει αυτό στη μάνα.

50


«Με έφερες εδώ για τα δικά σου όνειρα! Γιατί δεν είσαι άντρας να το παραδεχτείς;» του θύμωσε εκείνη σηκώνοντας την οργή του που έπεσε σαν βαρύ χαστούκι στο μάγουλό της. Αλαφιασμένος, την τράβηξε στην αγκαλιά του θέλοντας να πάρει πίσω τον πόνο που της έδωσε, « δεν καταλαβαίνεις πως ότι κάνω το κάνω για σένα;» είπε, μα η Εράντα τραβήχτηκε απότομα και βγήκε από το σπίτι τρέχοντας. Πάντα η ίδια μάχη, ο ίδιος χαμένος πόλεμος, ανάμεσα στα δικά του και τα δικά της όνειρα. Έφταιγε όμως κι εκείνη, που ενώ γνώριζε πως ήταν διεκδικητής τον άφηνε να παρασέρνει τις επιθυμίες της σαν ορμητικό ποτάμι αφήνοντάς τη με ένα μόνιμο κενό στη θέση της καρδιάς, του νου, των χεριών, δίχως δικά της όνειρα για να πιαστεί από πάνω τους και ν’ αυτομολήσει. Έφταιγε και η μάνα, που τους μεγάλωσε με αυτόν τον τρόπο. Η γυναίκα να είναι υποτακτική και υπάκουη, έτοιμη να πνίξει τις ανάγκες και τα συναισθήματά της

51


για χάρη του αρσενικού. Πάντα για τον άντρα η χαρά και για εκείνες η λύπη μοιρασμένη. Ακόμη κι αν έχαναν σιγά-σιγά τον εαυτό τους, έπρεπε κάθε πρωινό να μεταμφιέζονται σε όντα ευτυχισμένα, πάλι για να κρατούν τα αρσενικά του σπιτιού στο βάθρο τους και τον αγγελικό κόσμο που έπλαθαν για εκείνους από τη γέννα ακόμη, στη θέση του, για μια ακόμη μέρα. Όλα για εκείνους. Τους συζύγους, τους αδερφούς, τους πατεράδες. Τους άντρες. Τα κυρίαρχα αρσενικά. Και η Εράντα σιχαίνονταν να παλεύει για κάτι που γνώριζε από πριν πως είχε χαμένο. Δεν θέλησε ούτε λεπτό να αφήσει τον εαυτό της να πιστέψει πως στη χώρα που είχαν έρθει θα έβρισκε και κείνη ευκαιρίες να φτιάξει μια ζωή όπως την ονειρεύονταν. Η Ελληνική Κρίση είχε αρχίσει, η κατάρρευση της οικονομίας παρέσερνε τους ίδιους τους έλληνες, πολύ περισσότερο τώρα αυτούς που δεν ήταν από τον τόπο ετούτο, έτσι ένιωθε πως ελπίζοντας πως κάτι θα άλλαζε πέθαινε μια στάλα νωρίτερα, ακόμη πιο απογοητευμένη.

52


Φεύγοντας από το σπίτι όταν έφαγε το χαστούκι, γνώριζε καλά πως τον εκνεύριζε περισσότερο. Μα αντί αυτό να τη βάλει σε σκέψεις, τη χαροποιούσε και ήθελε να τον κάνει να πονέσει όσο πόνεσε και κείνη. Να τον τσούξει η ψυχή όσο έτσουζε το κοκκινάδι στο δικό της μάγουλο. Από εκείνη τη βραδιά της σύνδεσής τους και μετά, δεν έδειχνε να υπάρχει καμία σπίθα ανάμεσά τους. Από το επόμενο κιόλας πρωί είχε νιώσει πως την κρατούσε σε απόσταση. Αργοπέθαινε όταν δεν πήγαινε στο κρεβάτι της ενώ ήξερε πολύ καλά πως αυτό που ένιωθε για τον αδερφό της δεν ήταν σωστό, κι έμενε άγρυπνη να τον περιμένει να γυρίσει από τις βόλτες του. Ζήλευε όταν τον έβλεπε να ντύνεται, ν’ αρωματίζεται και να βγαίνει σα να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα ανάμεσά τους. Ούτε το είχαν συζητήσει ξανά. Για να τον εκδικηθεί για τη συμπεριφορά του τον προκαλούσε με την κάθε της κίνηση. Ντύνονταν μοντέρνα κι ελαφρώς προκλητικά κι έβγαινε χωρίς τη συγκατάθεσή του. Ο Μάριο θύμωνε και την έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο. Είχε γίνει υπερπροστατευτικός αλλά πια μόνο με την 53


έννοια του αδερφού. Της έδειχνε με τη συμπεριφορά του πως έπρεπε να τον σέβεται και να τον υπολογίζει. «Αυτό σε μένα, δε θα το ξανακάνεις, κατάλαβες;» της είπε τραβώντας τη δυνατά από το χέρι μια μέρα που είχε εξαφανιστεί και τον έκανε να τρελαθεί από την αγωνία του, τόσο κοντά στο αυτί της που τα λόγια του βούιζαν. Με το άλλο του χέρι της έσφιξε το λαιμό, τόσο που δεν την άφηνε ν’ αναπνεύσει κι οι προσπάθειές της έβγαζαν ήχους πνιχτούς, σαν ανήμπορου ζώου. «Με πονάς!» κάποτε κατάφερε να του φωνάξει, όταν αυτός χαλάρωσε λίγο το σφίξιμο, τρομαγμένος κι ο ίδιος με αυτό που πήγαινε να κάνει. Πισωπάτησε στο δρόμο σκοντάφτοντας σε ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, έπεσε, σηκώθηκε γυρίζοντας πίσω το κεφάλι να την κοιτάξει, αφήνοντάς της το άγριο και συνάμα απελπισμένο βλέμμα του κυνηγού που μόλις είχε γίνει κυνηγημένος. Έφυγε μακριά της όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αφήνοντάς τη να βήχει ακόμη προσπαθώντας να συνέλθει.

54


Αυτή, ήταν η τελευταία φορά που η Εράντα είδε τον αδερφό της σε κανονικές, υποτίθεται, συνθήκες.

Οι μέρες περνούσαν και ο Μάριο δε γυρνούσε σπίτι. Η μάνα έκλαιγε, ο πατέρας βλαστημούσε, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν πως είχε συμβεί. Πήραν τους δρόμους και ρωτούσαν γνωστούς κι αγνώστους μα κανείς δεν έδειχνε να γνωρίζει κάτι. Στην αστυνομία δεν μπορούσαν να πάνε γιατί ήταν όλοι τους στην Ελλάδα παράνομα, χωρίς χαρτιά. Δεν είχαν άλλο από το να περιμένουν αν θα γυρνούσε μόνος του ή αν θα μάθαιναν μια μέρα τα άσχημα μαντάτα για το χαμό του. Όλα τα περίμεναν. Φυσικά η Εράντα δεν είχε πει σε κανέναν για το τι είχε συμβεί μεταξύ τους. Πονούσε κι ένιωθε τύψεις γιατί γνώριζε καλά πως εκείνη τον είχε οδηγήσει στη φυγή. Τον σκέφτονταν κάπου μόνο του, δυστυχισμένο, κι ήθελε να μην τη βρει άλλο ξημέρωμα, να πάθαινε κι εκείνη ότι είχε πάθει –αν είχε πάθει- κι ο ίδιος. Νόμιζε πως έβλεπε παντού τα γαλάζια του μάτια να την κοιτάζουν με θλίψη κι άκουγε τη φωνή του να της λέει ξανά και ξανά 55


«αυτό δεν θα το ξανακάνεις σε μένα! Ακούς; Ποτέ!». Είχε πείσει τον εαυτό της όσο περνούσε ο καιρός και δεν έκανε την εμφάνισή του πως δεν θα τον ξανάβλεπε. Μα δεν μπορούσε να αποδεχτεί πως είχε φύγει έτσι, για έναν καυγά, για ψύλλου πήδημα, από κοντά της. Από όλους τους άλλους, δεν θα την πείραζε να φερθούν τόσο παράλογα. Μα από αυτόν, δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. Ήταν μια σκέψη που την τρέλαινε και την άφηνε άυπνη για πολλά βράδια. Εντωμεταξύ, η μάνα φόρεσε μαύρα στο μήνα πάνω από τη φυγή του Μάριο. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε αφόρητο πένθος, μια καθημερινή κηδεία για έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να μην ήταν νεκρός. Όμως η μάνα έτσι ήθελε να τον αντιμετωπίζει, αλλιώς δεν ήξερε. Κανείς δεν δούλευε εντωμεταξύ κι οι λογαριασμοί στοιβάζονταν στο ράφι δίπλα στην εξώπορτα απλήρωτοι, ανακατεύονταν με τη σκόνη και τα σκουπίδια που έπνιγαν το σπίτι. Η δυσοσμία απλώνονταν σε κάθε σημείο του σπιτιού, δεν ήταν σε θέση καμιά από τις δύο μάνα ή κόρη να μπει σε διαδικασία νοικοκυριού, κι έτσι το σπίτι αφέθηκε στην 56


τύχη του ενώ κανείς πια δεν πήγαινε σε αυτούς για επίσκεψη. Ο πατέρας, εκεί που κάθονταν έγερνε και έπεφτε στο πάτωμα τύφλα από το μεθύσι. Η Εράντα προσπάθησε να επαναφέρει τουλάχιστον τη μάνα στα συγκαλά της αλλά μάταια. Αυτή η ίδια μάνα που νοιάζονταν πριν για το κάθε τι που τους συνέβαινε εντός κι εκτός σπιτιού, είχε πέσει σε λήθαργο κι όλα περνούσαν μπρος από τα μάτια της δίχως να τα βλέπει στην ουσία. Μια γειτόνισσα που τους λυπόνταν είχε φέρει γιατρό και της είχε γράψει κάποια θεραπεία με ηρεμιστικά που μάλλον χειρότερα την έκαναν παρά καλύτερα, αφού ήταν μονίμως κλεισμένη σε έναν δικό της, φανταστικό κόσμο, αποκομμένη εντελώς από την πραγματικότητα. Ρωτούσε μόνο πότε θα γυρίσει ο γιός της. Το έλεγε πότε στα αλβανικά και πότε στα ελληνικά. Άλλο δεν έλεγε, τίποτα. Η Εράντα φρόντιζε να λείπει όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα από το σπίτι όταν διαπίστωσε πως πια δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να βοηθήσει. 57


Μια μέρα σε μια από τις άσκοπες βόλτες της συνάντησε στο δρόμο μια παρέα αγόρια από το σχολείο. Έδειχναν να περνούν καλά και κάθισε μαζί τους να καπνίσει ένα τσιγάρο, αφού γνωρίζονταν. Δεν έκανε κάτι άλλο ιδιαίτερο, ήθελε απλά να μην είναι μόνη, σκοτώνοντας λίγο χρόνο ακόμη μακριά από τη θλίψη της οικογένειάς της. Κάπνισε το τσιγάρο της και τους αποχαιρέτησε φιλικά. Την άλλη μέρα στο σχολείο ήταν γραμμένο με σπρέι και τεράστια κόκκινα γράμματα στον τοίχο: «Η ΕΡΑΝΤΑ ΚΟΥΝΙ ΤΟΝ ΠΑΙΡΝΕΙ» Δεν είχε κάνει σχέση με κανέναν ως τότε σαν κοπέλα της ηλικίας της, ενώ δεν ήξερε τι θα πει αγάπη (πέρα από την αγάπη που ένιωθε για τον αδερφό της), ραντεβού, φιλιά και όλα αυτά που συζητούσαν τα άλλα κορίτσια μεταξύ τους. Την εμπειρία του έρωτα τη γεύτηκε παράνομα μα αυτό ήταν κάτι που δε γνώριζε κανένας. Πως μπορούσαν να γράφουν λοιπόν κάτι τόσο απαίσιο για εκείνη; Τι είχαν να κερδίσουν ντροπιάζοντάς την;

58


Τους είχε δει στην άκρη του γραμμένου τοίχου να γελούν και να τη δείχνουν με το δάχτυλο. ΄Ηταν οι ίδιοι που κάπνιζαν την προηγούμενη μέρα μαζί της παρέα, δίχως να τους έχει ενοχλήσει, δίχως να τους έχει προκαλέσει αφού τους θεωρούσε φίλους της. Θύμωσε. Έφυγε. Σχολείο, δεν ξαναπάτησε.

«Σαν έρχονται οι άγριες θύμησες.» Διάβαζε ξανά και ξανά τις σημειώσεις του. Δεν άλλαζε τα λόγια της, τα ρουφούσε έτσι όπως του είχαν δοθεί, αυθεντικά, ζωντανά, ατόφια. Γέμιζαν το σπίτι του τα τσαλακωμένα, πεταμένα χαρτιά και τα πλήκτρα της γραφομηχανής του αντηχούσαν στο χώρο. Δεν ήθελε να δουλέψει στον υπολογιστή. Ένιωθε πως έπαιρνε το 59


χρόνο του κι έδινε την αξία που άρμοζε στην περίσταση γράφοντας στη γραφομηχανή που ήταν το μόνο πράγμα που είχε από τον πατέρα του. Κατάφερε να την πάρει όταν εκείνος πέθανε, συναντώντας αμέτρητα εμπόδια, από τη γυναίκα που τον φρόντιζε μέχρι τα τελευταία του. Δεν ήθελε να του τη δώσει, κι ας μην τη χρειάζονταν εκείνη, επειδή ως γιός τον είχε ξεχασμένο όσο ζούσε και τον άφησε να φύγει με το παράπονο πως ο μοναχογιός του τον μισούσε, κάτι που ήταν αλήθεια μεν μα ουδέποτε ειπωμένο με αυτά καθαυτά τα λόγια. Όμως με τα πολλά παρακάλια και ακόμη περισσότερα ψέματα, τα είχε καταφέρει τελικά και τώρα την είχε μπροστά του, μια παλιά, μαύρη continental, λάφυρο από έναν κόσμο που είχε αφήσει νωρίς πίσω του, με έναν χαρακτηριστικό χτύπο στα πλήκτρα, σα μουσική που συνέθετε με τις λέξεις του αργά, μοναχικά, μέχρι το δημιούργημά του να γίνει ψαλμός που θ’ αγαλλίαζε την ψυχή του, δίνοντάς του πίσω την αναγνώριση που του στέρησαν, ξορκίζοντας τα τέρατα που έκαναν γιορτή πάνω από τον επαγγελματικό του θάνατο.

60


« Ένας χρόνος πέρασε με αυτές τις καταστάσεις», συνέχισε τη διήγησή της η Εράντα μιλώντας για τις δύσκολες μέρες μετά τη φυγή του αδερφού της. «Είμαι σαν το κακό σκυλί, που ψόφο δεν έχει» έλεγε γελώντας πικρά, ρουφώντας το τσιγάρο της. Έψαχνε τότε για δουλειά μα ήταν δύσκολο να βρει λόγο της μικρής ηλικίας της. Όταν έλεγε πως ήταν δεκαεπτά –μικροέδειχνε κιόλας- την κοιτούσαν παράξενα τα επίδοξα αφεντικά της. Έτρωγε καθημερινά ψωμί, αβγά ή μακαρόνια γιατί μόνο αυτά ήξερε να φτιάχνει αφού η μάνα είχε εντελώς εγκαταλειφθεί στον κόσμο της. Τη νύχτα σηκώνονταν για να μαζέψει τους εμετούς του πατέρα, να μην τους βλέπει η μάνα και βυθίζεται ακόμη περισσότερο στη θλίψη. Αν τους λυπόνταν κανένας και τους έφερνε ένα πιάτο φαγητό, ήταν καλά. Μετά τον πρώτο καιρό όμως είχαν πάψει να ασχολούνται μαζί τους. Λες και η ανάγκη 61


στέρευε με το πέρασμα του χρόνου, λες και η συμπόνια συρρικνώνονταν. Αυτοί σαν οικογένεια συνήθιζαν την κακή τους μοίρα και οι άλλοι, οι απέξω, συνήθιζαν την εικόνα και μυρωδιά που εξέπεμπαν οι κακομοιριασμένοι. Όλοι βολεύονταν στις καταστάσεις, όλοι τραβιόνταν κι αποτραβιόνταν καθένας στο δικό τους κόσμο. Η αλληλεγγύη έρχονταν κι έφευγε σαν τις εποχές. Αν ήταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, όλοι τους θυμόνταν, ήταν η εύκολη λύση εξαγνισμού των αμαρτιών της γειτονιάς προτού πάνε να μεταλάβουν στην εκκλησία. Τον υπόλοιπο χρόνο ποιος ζούσε ποιος πέθαινε. Έτσι, όταν την έπιασε και της είπε μια κυρία της γειτονιάς να πάει για δουλειά στην καφετέρια του γιού της, μόνο που δεν πήδηξε από τη χαρά της η Εράντα. Νόμιζε πως είχε αρχίσει να αλλάζει η τύχη της, πως άνοιγε μπροστά της επιτέλους ένας δρόμος από το αδιέξοδο που έβλεπε ως τότε. Το να δουλεύει ως καθαρίστρια σε καφετέρια στην παραλία, ήταν για εκείνη σα να δούλευε στην υπηρεσία του βασιλιά, τέτοιο καμάρι είχε.

62


Ξεκίνησε την επόμενη κιόλας μέρα, επιδιώκοντας να βάλει σε τάξη ένα τεράστιο, βρώμικο κι ανοργάνωτο μαγαζί. Συνήθισε γρήγορα, «όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος» σκέφτονταν. Το αφεντικό της ήταν ευγενικό στα λόγια του μα διαχυτικό στις κινήσεις, κάτι που δεν της άρεσε ιδιαίτερα. Άπλωνε τα χέρια του και την άγγιζε κάθε φορά που της μιλούσε, ενώ τον έπιανε να την κοιτάζει με ένα βλέμμα ξελιγωμένο και χυδαίο ενώ εκείνη δούλευε. «Μη φοβάσαι, γιατί φοβάσαι; Μην τραβιέσαι» της είπε μια μέρα «ότι έγινε -έγινε, μη σκέφτεσαι άλλο αυτά που πέρασαν κι απόλαυσε λίγο τη ζωή σου». Πλησίασε λίγο πιο κοντά της και την τράβηξε απαλά από το χέρι για να καθίσει δίπλα του στον φούξια βελούδινο καναπέ. Ήταν έξι τα χαράματα κι ο ήλιος ακόμη δεν είχε κάνει την εμφάνισή του. Γενάρης μήνας, κρύο και συννεφιά που κράταγε για μέρες. Κανείς άλλος δεν ήταν στο μαγαζί μαζί τους, κι οι συνηθισμένοι ξενύχτηδες πρωινοί πελάτες δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους λόγο του καιρού. 63


Η Εράντα προσποιήθηκε ότι είχε πολλά ακόμη να κάνει πριν το μαγαζί ανοίξει κανονικά και θέλησε ν’ αποφύγει την επαφή μαζί του παίρνοντας πίσω το χέρι της. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω, συγνώμη. Ήθελα μόνο να καθίσεις λίγο μαζί μου. Να καπνίσουμε μαζί ένα τσιγάρο και να πούμε δυο κουβέντες, τόσο τραγικό είναι αυτό που σου ζητάω;» Της είχε φτιάξει ζεστό καφέ που στη μυρωδιά του δεν θέλησε ν’ αντισταθεί άλλο, ήταν κουρασμένη και τον είχε ανάγκη. Ούτε στο ύφος του, εδώ που τα λέμε. Ήταν γύρω στα πενήντα ο Κώστας και φαίνονταν άντρας που ήξερε να παίρνει αυτό που θέλει. Έτσι, μέσα στη θέρμη του καφέ και της κουβέντας, της ενέπνευσε ξαφνικά εμπιστοσύνη. Της είπε για τον εαυτό του, για τα ταξίδια του στον κόσμο, γι’ αυτά που είχαν δει τα μάτια του. Την εντυπωσίασε. Έστριψε το τσιγάρο και αφού τράβηξε πρώτος δυο βαθιές ρουφηξιές, της έδωσε να δοκιμάσει. Είχε άλλη γεύση από τον κανονικό καπνό και την έκανε να αισθάνεται ανάλαφρη σαν την ομίχλη που σκέπαζε τα πάντα έξω από την καφετέρια. 64


Ο Κώστας γέλασε όταν του το είπε αυτό, φιλώντας τρυφερά το χέρι της. «Θέλω να σε κάνω να αισθάνεσαι όμορφα. Να ξεφύγεις λίγο από τα βάσανά σου. Είσαι μικρό κορίτσι ακόμη και πρέπει να ευχαριστιέσαι τη ζωή.» Μέσα από την ευχάριστη ζάλη του χόρτου που την πλημμύρισε, τον είδε σαν σωτήρα. Ήθελε πράγματι να ξεφύγει από τη σκέψη των γονιών της, από την αγωνία για την τύχη του αδερφού, από τα πάντα γύρω της, εκτός από αυτόν. Λύθηκε η γλώσσα και του μίλησε σχεδόν για όλη τη ζωή της, -το ωραίο χασίσι είχε βοηθήσει σ’ αυτό-, άνοιξε το μυαλό και τον αποδέχτηκε σαν τον ήρωα που είχε έρθει μόνο για να τη βγάλει από το αδιέξοδο. «Θέλω να σε δω κι εκτός δουλειάς» της είπε φιλώντας την με πάθος στο στόμα, κι εκείνη ανταποδίδοντας του παραδόθηκε. Τρείς μήνες κράτησε ο έρωτάς τους. Η γυναίκα του Κώστα τα έμαθε κι έγινε έξαλλη. Ενημέρωσε την πεθερά της –τη γειτόνισσα που βρήκε τη δουλειά στην Εράντα- και φρόντισαν και οι δύο να μάθει όλος ο 65


κόσμος για το πουτανί που ενώ το πήραν στη δουλειά τους φρόντισε να τον ξεμυαλίσει για το κέρδος της. Ενώ η μάνα της ζούσε στο δικό της κόσμο από τη μέρα που χάθηκε ο Μάριο, αυτό το γεγονός σα να την ξύπνησε, έγινε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μέσα της, και τρελαμένη όπως ήταν ξεθύμανε στην κόρη της. Την έβριζε και τη χτυπούσε αλύπητα, κλαίγοντας και η ίδια για την κατάντια τους. Η Εράντα ένιωσε πως ήταν στ’ αλήθεια όλα αυτά που την αποκαλούσαν, ήταν πουτάνα, πρόστυχη, ήταν γυναίκα δίχως μπέσα, ήταν άτιμο θηλυκό αφού εκείνη έφταιγε από την αρχή, οδηγώντας τον αδερφό της στη φυγή και ίσως στο θάνατό του. Πιο πολύ την πείραξε η αντίδραση του Κώστα. Ενώ της είχε τάξει τον κόσμο όλο στα πόδια της και την έκανε κοντά του να νιώθει πως ήταν η πριγκίπισσα του παραμυθιού, μόλις ξεφούσκωσε η παράνομη σχέση τους και βγήκαν όλα στη φόρα, αποποιήθηκε της ευθύνης του φυσικά, ρίχνοντας το φταίξιμο όλο επάνω της για να σώσει το σπίτι του και την οικογένειά του που, όπως αποδείχτηκε και αντίθετα από ότι ισχυρίζονταν αυτός σε κείνη, ήταν πολύ πιο σημαντικά από τη δική της παρουσία στη ζωή του. 66


«Μαζί δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε, το ξέρεις. Είμαι πολύ μεγαλύτερός σου, έχω παιδιά κι έχω ζωή φτιαγμένη» της είπε όταν του τηλεφώνησε για τελευταία φορά βρίζοντάς τον για την έλλειψη αντρισμού που της έδειξε με τη συμπεριφορά του. «Όταν πηδούσες το δεκαεπτάχρονο, το δέχονταν ο κόσμος; Δεν είχες τότε ζωή φτιαγμένη και παιδιά;» του φώναξε κλείνοντάς του το τηλέφωνο πνιγμένη σε ένα κλάμα άδικο.

Ήταν έξω από το γκισέ εισιτηρίων του ΟΣΕ. Την επόμενη στιγμή, κρατώντας ένα εισιτήριο που έγραφε πάνω Αθήνα στο χέρι της, κάθονταν στο βαγόνι από τη μεριά του παραθύρου παρατηρώντας τα δέντρα που έτρεχαν δίπλα της, δίχως άλλες έγνοιες, χωρίς αποσκευές και δίχως όνομα, άγνωστη ξανά ανάμεσα σε αγνώστους, σχεδιάζοντας τη ζωή από την αρχή.

67


«Η μοναξιά του Ονείρου.»

68


Δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του ο Αντώνης ότι απάτησε τη γυναίκα του. Ακόμη και όλος ο κόσμος να το ξεχνούσε, ήταν ο ίδιος πολύ αυστηρός κριτής του εαυτού του και δεν χωρούσε στο μυαλό του πως μερικές στιγμές ερωτικής ευτυχίας στο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου στάθηκαν αφορμή να χαθούν από τη ζωή του τα παιδιά και ο άνθρωπος που είχε σταθεί πλάι του στις πιο δύσκολες στιγμές της καριέρας του και είχε ξοδέψει –κακά τα ψέματα, το γνώριζε αυτό πολύ καλά- τουλάχιστον μια περιουσία μέχρι να χτίσει εκείνος την εικόνα του και να τελειώσει τις σπουδές του. Όλα γίνονταν για εκείνον τότε, για να είναι εκείνος ευτυχισμένος, οι δικές του ανάγκες καλυμμένες, ο δικός του εγωισμός καταλαγιασμένος ενώ, πάντα σαν καλή σύζυγος η Μάγδα, άφηνε ένα βήμα πίσω από τη σκιά του τον εαυτό της. Ήταν πράγματι πιστό αντίγραφο του αδερφού της Εράντα ο Αντώνης, το έβλεπε αυτό κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. Διέκρινε κάθε φορά που κοιτάζονταν και μια άλλη ατέλεια και είχε βαλθεί μέχρι να τελειώσει το γράψιμο του βιβλίου του για αυτή τη γυναίκα, όλα να τα γνωρίσει για τον εαυτό του. Αυτό 69


που δεν συνειδητοποιούσε όμως ήταν πως το να βλέπει τα λάθη του δεν έφτανε για να τα διορθώσει. Έπρεπε να αποδεχτεί τον εαυτό του από την αρχή, να γκρεμίσει το είδωλό του και να το σμιλέψει ξανά, σύμφωνα με τις οδηγίες που έπαιρνε από τη λογική και τον ψυχισμό του. Μα αυτά τα δύο ήταν σε διαρκεί πόλεμο μέσα του. Κι αυτός ο πόλεμος είχε προδιαγεγραμμένο τέλος, κατά βάθος το γνώριζε, όπως ήξερε και πολλά άλλα που αρνούνταν να παραδεχτεί για τη φύση του και τον παλιοχαρακτήρα του. Τελικά, είχε αφήσει τις γυναίκες να παίζουν με τη ζωή του. Μαριονέτα ένιωθε πως ήταν στα χέρια τους, από την ώρα που πήρε την πρώτη του ανάσα σε αυτόν τον κόσμο φερμένος από μία γυναίκα, έλεγχαν τις κινήσεις του, έκλεβαν τις μέρες και τις νύχτες του, αφήνοντάς τον άψυχο, άβουλο, έρμαιο των δικών τους υποχθόνιων κινήσεων. Είχε φτάσει στο σημείο να μισεί τις γυναίκες. Ακόμη κι εκείνη που κάποτε λάτρεψε. Μισούσε επίσης την Εράντα για όσα είχε ζήσει στην Ελλάδα, τη μισούσε που είχε κουβαληθεί κι αυτή εδώ βρομίζοντάς του την καθημερινότητα με τη λαγνεία της και την κακομοιριά της παρόλο που γνώριζε πως μονάχα εκείνη ήταν τώρα 70


η τελευταία του ελπίδα να απαγκιστρωθεί από την αφάνεια. Μισούσε ακόμη και την τετράχρονη κόρη του επειδή ήταν μία εν δυνάμει γυναίκα που αρνούνταν πεισματικά να του μιλήσει. Μα είχε φτάσει στ’ αλήθεια σε σημείο να βλέπει τους ανθρώπους γύρω του –και ιδιαίτερα τις γυναίκες- σαν σχοινιά που ή θα πιάνονταν από την άκρη τους και θα γλίτωνε, ή θα δένονταν σε θηλιά στο λαιμό του, δίνοντας μια για πάντα τέλος σε αυτό το μαρτύριο. Κλεισμένος με τις ώρες στο γραφείο του, ξετύλιγε πολλές φορές μέσα στη μέρα το κουβάρι της ζωής της Εράντα. Οι επισκέψεις του στη φυλακή δεν μπορούσαν να είναι συχνότερες από δύο φορές την εβδομάδα ενώ σε αυτόν τον λίγο σχετικά χρόνο που τους δίνονταν για να συζητήσουν έβγαζε όλη του την απληστία, ρωτώντας ξανά και ξανά για διάφορα περιστατικά που του ανέφερε, απομυζώντας τη ζωή από μέσα της, προσβάλλοντάς τη πολλές φορές με την επιμονή και τα λόγια του, για να έχει τη δυνατότητα να τα ζωντανέψει όλα ξανά μετά στο γραφείο του, καταγράφοντας πρόχειρα τις εικόνες πριν τις μεταμορφώσει σε λέξεις στο χαρτί της γραφομηχανής του.

71


Α, ήταν μια κόλαση αυτό που περνούσε. Μα πλέον δεν ένιωθε ούτε στιγμή πως δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος για τη δική του αλλά και τη δική της ζωή. Όταν της έδωσε την υπόσχεση πως θα τη βοηθούσε να βγει από τη φυλακή, το εννοούσε. Μα κάπου στην πορεία των ημερών το ξέχασε, επηρεάστηκε από το θόρυβο των λόγων της στην ψυχή του και θέλησε να μην ασχοληθεί με τίποτα άλλο παρά μονάχα με τη συγγραφή της ιστορίας της. Γι’ αυτόν εκεί ήταν το κέρδος. Για κείνη ούτε κατά διάνυα αυτό που της είχε τάξει. Η Εράντα όμως περίμενε. Δεν είχε σε τι άλλο να πιστέψει και αν και δεν ήλπιζε πως θα κατάφερνε να αλλάξει τη θέση της, τουλάχιστον περίμενε πως αυτός ο άνθρωπος θα τη βοηθούσε να πέσει στα μαλακά. Περίμενε να εμφανιστεί μια μέρα μαζί με το δικηγόρο του ο Αντώνης για να διευθετήσουν και τις νομικές εκκρεμότητες της υπόθεσής της, αλλά μάταια. Οι μήνες περνούσαν και η Εράντα έψαχνε να βρει αφορμές για να την επισκέπτεται πιο συχνά, της άρεζε να του μιλάει, ξέφευγε, ξεθύμαινε και άλλωστε ήταν ο μόνος άνθρωπος και μάλιστα εντελώς άγνωστος της, 72


που του είχε ανοίξει την καρδιά της και είχε πει τα πάντα που την αφορούσαν. Αυτό δεν σήμαινε πως τον εκτιμούσε απόλυτα, είχε καταλάβει τον άστατο χαρακτήρα του κι ότι τα ήθελε, αν ήταν δυνατόν, όλα δικά του. Γι’ αυτό και είχε έναν ενδόμυχο φόβο απέναντί του. Όσο η ιστορία που του διηγούνταν έφτανε στο τέλος της, φοβόνταν πως θα την εγκατέλειπε κι αυτός στην τύχη της και θα πέθαινε κάποτε, γριά, ξεχασμένη από όλους μέσα στο κελί της. Η μοναξιά για εκείνη ήταν Παράδεισος και Κόλαση μαζί. Την αποζητούσε, μα και την καταριόνταν. Ο φόβος της ήταν πως θα πάθαινε αυτό που προκάλεσε στους γονείς της: πέθαναν μόνοι και αβοήθητοι στο σπίτι τους, με διαφορά λίγων ημερών ο ένας από τον άλλο, αρκετών ημερών όμως ώσπου να το καταλάβουν οι γείτονες από τη βρώμα. Το περιστατικό, το έμαθε τυχαία δυο χρόνια μετά κι έπεσε τρείς μέρες άρρωστη στο κρεβάτι από τις τύψεις. Σύντομα κι αυτό της πέρασε αφού όλα πια τα είχε συνηθίσει. Όπως της έρχονταν η ζωή, έτσι την έπαιρνε.

73


Είχε φτάσει στην Αθήνα μετά την άτακτη φυγή της από το Βόλο και τη διαπόμπευσή της από όλους, μουδιασμένη και θυμωμένη με τη διαολεμένη μοίρα της και τα παιχνίδια που της έπαιζε. Πικράθηκε από τη χαμένη αγάπη του Κώστα, μα ότι και να συνέβαινε στο τέλος, με όποιον κι αν σχετίζονταν, κατέληγε να καταριέται τον αδερφό της που τόσο εύκολα την είχε εγκαταλείψει. Έμεινε στα ΚΤΕΛ Κηφισού ώρες πολλές, μέχρι που νύχτωσε. Δεν ένιωθε πείνα, αφού για μία ακόμη φορά το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος και αρνούνταν να δεχτεί τροφή. Το πάθαινε αυτό ζώντας έντονες καταστάσεις, η νευρική ανορεξία τη φλερτάριζε συχνά. Δυο άδειες τσέπες της έλεγαν πως έπρεπε να κάνει κάτι για να προστατεύσει τον εαυτό της στην άγνωστη πόλη. Είχε μεγάλη ανάγκη από τσιγάρο, αλλά ούτε αυτό διέθετε έτσι όπως είχε φύγει αναπάντεχα. Περπατούσε στο δρόμο σκυφτή, φανερά κουρασμένη από το ταξίδι και με δυο μάτια πρησμένα και κόκκινα απ’ το κλάμα. Σε μια υπόγεια διάβαση πεζών όπου μπήκε για να προστατευθεί από το κρύο, την πλησίασε μια παρέα 74


μαστουρωμένων παιδιών, από αυτά που νομίζουν πως όλος ο κόσμος τους ανήκει, παιδιά του μπαμπά και της μαμάς που το πρωί θα φορούσαν τη στολή του κολλεγίου και θα μεταμορφώνονταν σε καθωσπρέπει μαθητές που δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα γιατί όλα κινούνταν γύρω τους πληρωμένα προφανώς από τους προστάτες γονείς. Άρχισαν να την πειράζουν, την έφτυναν κι ένας άρχισε να τραβάει μαλακία μπροστά της. Της είχαν πιάσει τα χέρια να μη μπορεί να ξεφύγει κι ενώ της μιλούσαν χυδαία και την ξέντυναν άγαρμπα, κατάλαβε πως ήταν θέμα χρόνου ο βιασμός της. Τότε, απ’ το βάθος της διάβασης ήρθε με φόρα μια γυναίκα. Τους χτύπησε με την τσάντα της και τους έβρισε αισχρά φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη ώσπου οι τέσσερις νεαροί έφυγαν τρεκλίζοντας αφού είδαν πως δεν θα τα έβγαζαν πέρα. Μαζεύτηκε η Εράντα σε μια μεριά του πεζοδρομίου κουβάρι, τρέμοντας από το φόβο της, όταν η γυναίκα της έδωσε το χέρι να τη βοηθήσει να σηκωθεί. «Τι βλαμμένα! Λάουρα. Εσύ;» δεν έχασε χρόνο να συστηθεί. «Ε; Εράντα…» 75


«Και τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα πριγκίπισσα Εράντα; Δε σου έμαθε η μαμά σου ότι τα καλά κορίτσια δεν κυκλοφορούν στις στοές τις νύχτες;» «Μα, ποιος σου είπε ότι είμαι καλό κορίτσι;» απάντησε η Εράντα σφραγίζοντας την αρχή της φιλίας τους με μια χειραψία.

Η Λάουρα (ή Δημήτρης, για τη μάνα που τον γέννησε), είχε φύγει στα δεκαπέντε του από το σπίτι στο Κιλκίς, ακολουθώντας έναν σαρανταπεντάρη που του είχε τάξει ζωή χαρισάμενη, μοντέλου-ηθοποιούπαρουσιαστή-περφόρμερ-γκόμενου. Τότε, δεν είχε μεταμορφωθεί ακόμη σε γυναίκα όπως το ονειρεύονταν, ενώ στον τόπο καταγωγής του πάσχιζε από πολύ μικρός να κρύψει την αγάπη που έτρεφε για το ίδιο του το φύλο. Οι γονείς του προσπάθησαν πολύ να τον θεραπεύσουν από την ‘αρρώστια’ της ομοφυλοφιλίας και όταν διαπίστωσαν πως δεν τα κατάφερναν ούτε με εξορκισμούς (πράγμα που δοκίμασαν αρκετές φορές) τον πέταξαν έξω από το σπίτι τους ξεγράφοντάς τον από παιδί τους και φυσικά

76


αποκληρώνοντάς τον από την κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη περιουσία τους. Η Λάουρα, απλά ισχυρίζονταν πως ήταν μια γυναίκα φυλακισμένη στο σώμα ενός άντρα (με καθόλου γυναικεία χαρακτηριστικά, αφού ακόμη κι αυτό η φύση της το στέρησε) και ακολούθησε τη μοίρα της όταν αυτή πήρε τη μορφή του σαρανταπεντάχρονου. Όταν κι αυτός την βαρέθηκε και την παράτησε μόνη σε μια ξένη πόλη, πούλησε για να ζήσει το μόνο πράγμα που είχε δικό της: Τον έρωτά της. Μεγαλώνοντας, έμαθε να κρύβει καλύτερα την αντρική μορφή και φύση και να έχει σταθερούς πελάτες που τη βοηθούσαν να ζει τις μέρες με αξιοπρέπεια και να μην πεινάει. Ταίριαξαν αμέσως με την Εράντα. Είχαν κοινά προβλήματα, και ήταν και οι δύο πλάσματα ταλαιπωρημένα που έψαχναν απεγνωσμένα έναν φίλο για να εξομολογούνται τον πόνο τους και να τους συμπαραστέκεται χωρίς ανταλλάγματα. Μάζεψε την Εράντα στο σπίτι της, την τάισε και τη φρόντισε με υπομονή και ιδιαίτερη ανοχή. Όμως δεν έμαθε ποτέ ούτε εκείνη για τον αδερφό της, το μυστικό το 77


κρατούσε καλά κλεισμένο μέσα στο κορμί της η Εράντα και δεν ήταν κάτι που εύκολα θα είχε τη διάθεση να διαπραγματευθεί καθώς θα το μοιράζονταν. Ήρθε το πέρασμα του πρώτου μήνα από τον ερχομό της στην Αθήνα και τότε η Εράντα ένιωσε πως στέκονταν πάλι στα πόδια της, οπότε άρχισε να συζητά με τη φίλη της πως έπρεπε επιτέλους να φύγει, να μην της γίνεται βάρος, να βρει ένα σπίτι και μια ζωή δική της. Η Λάουρα δεν την άφησε ωστόσο να φύγει από το σπίτι κι έτσι αποφάσισαν από κοινού κι επίσημα πια να συγκατοικήσουν για όσο ένιωθαν πως αντέχουν η μια την άλλη. Όμως έπρεπε να εργαστεί και κείνη για να παρέχει όσα της αναλογούσαν στα έξοδα του σπιτιού. Αφού πέρασε μέρες ψάχνοντας για δουλειά εν μέσω της οικονομικής κρίσης που είχε αρχίσει να γίνετε όλο και περισσότερο αισθητή στη χώρα, απογοητευμένη και με πόδια πρησμένα από το περπάτημα και την αναζήτηση των μικρών αγγελιών εργασίας, είπε μια μέρα στη φίλη της μεταξύ σοβαρού και αστείου: «βρε δε λες της Έλενας να με πάρει και μένα στο μπουρδέλο;» 78


«καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή» της απάντησε αστραπιαία η Λάουρα και βιάστηκε να πάρει τη φίλη της την Έλενα τηλέφωνο που δούλευε σ’ ένα παράνομο οίκο ανοχής, για να το κανονίσει προτού η Εράντα συνειδητοποιήσει τι είπε και αλλάξει γνώμη. Έτσι ξεκίνησε τη δουλειά. Για πλάκα αλλά και σπρωγμένη από την ανάγκη. Την πρώτη μέρα έκλαιγε μετά από κάθε πελάτη και πονούσε. «τι έπαθε η μυξοπαρθένα;» ρώτησε ένας τύπος την τσατσά. «Άστη, είναι καινούργια, θα της περάσει!» απάντησε αυτή μη δίνοντας και ιδιαίτερη σημασία αφού το είχε ξαναζήσει το έργο πολλές φορές μέχρι τότε, συμπληρώνοντας μόνο στα λόγια της «όλες στην αρχή έτσι κάνουν, μετά τα’ ανοίγουν τα πόδια και δεν καταλαβαίνουν Χριστό!» Και όντως, της πέρασε. Τα λεφτά ήταν πολύ καλά και ήταν πολύ ευχαριστημένη. Πλήρωνε τα μισά έξοδα του σπιτιού, έβαζε και στην άκρη για μια ώρα ανάγκης. Πέρασε από το μυαλό της να στείλει ένα έμβασμα στη 79


μάνα, μαζί με σημείωμα πως ήταν καλά, για να μην ανησυχεί, αλλά δεν το έκανε. Θυμήθηκε τον τρόπο που της είχε φερθεί και ο εγωισμός δεν της άφησε περιθώρια για λύπηση και πισωγυρίσματα. Δεν ήθελε να ξεχάσει τον αδερφό της, και όλα τα άλλα λίγο τελικά την ένοιαζαν, μαζί και οι γονείς της. Όταν η σκέψη της γύριζε σε κείνον, μια γλύκα κατέκλυζε το σώμα της κι ο θυμός που κάποτε υπήρχε είχε δώσει τη θέση του σε μια ήρεμη νοσταλγία. Δεν θα μπορούσε να του κρατάει για μια ζωή κακία. Όλα είχαν περάσει, εκείνη ήταν επιτέλους καλά, κάτι είχε καταφέρει δεν ήταν πια ξύλο κρεμάμενο ούτε μονάχη να χτυπιέται με τα προβλήματα, κι αυτό ήταν που μετρούσε. Μπορεί να μην είχε καταφέρει να σπουδάσει μουσική, μπορεί τίποτα από όσα ονειρεύονταν ή της έταζε τότε που περνούσαν το σύνορο ο Μάριο να μην είχε πραγματοποιηθεί, αλλά τουλάχιστον δεν είχε αφεθεί στη μοίρα, το είχε παλέψει με νύχια και με δόντια, κανείς δεν την λυπόνταν πια ούτε και την εκμεταλλεύονταν. Πολύ περισσότερο το δεύτερο, η εκμετάλλευση που είχε βιώσει στο πετσί της από τον Κώστα, τα βλέμματα που είτε την κάρφωναν σαν να ήταν κατώτερο είδος είτε την αποστρέφονταν, όλα αυτά την είχαν βαθιά πληγώσει και όχι μόνο ποθούσε 80


να τα αφήσει πίσω της αλλά το επιδίωκε κιόλας με κάθε της ανάσα να τα’ αλλάξει. Ποτέ ξανά, υποσχέθηκε μια μέρα στον εαυτό της, τον μόνο άνθρωπο που εμπιστεύονταν. Ωστόσο όσο αγάπησε τον αδερφό της δεν αγάπησε ποτέ κανέναν. Όσο παράλογο κι αν ήταν αυτό, ήταν η αλήθεια και πήγαζε από μέσα της δίχως να το προσπαθήσει, ανάβλυζε φυσικότατα κόντρα σε όλους τους ανθρώπινους νόμους. Δεν θέλησε ν’ απαρνηθεί το συναίσθημα, γιατί πολύ απλά δεν είχε κάποιο άλλο εξίσου μεγαλειώδες για να το αντικαταστήσει. «Την αγάπη, την αληθινή αγάπη, δεν τη διαλέγουμε. Μας διαλέγει.» συνήθιζε να μονολογεί, πείθοντας τον εαυτό της γι’ αυτό μα και όλους όσους έτυχε να την ακούσουν.

81


82


«Οι μέρες, μέρες κι οι νύχτες, νύχτες.»

Πέρασε έτσι άλλος ένας χειμώνας κι ήρθε μια Άνοιξη γεμάτη βροχές κι αέρα. Έσκαγε το ανθάκι, κι αν το νερό δεν το παρέσερνε έρχονταν αμείλικτος ο αέρας να το πάρει από το δέντρο. Υγρασία, που πότιζε στα ρούχα και καμιά φορά διαπερνούσε ακόμη και το δέρμα αν την άφηνες, χτυπώντας τα νεύρα. Είχε πολλά νεύρα η Εράντα. Όλα της έφταιγαν και ηρεμούσε μόνο εκείνη την περίοδο όταν αναπολούσε τα παιδικά της χρόνια. Όταν χάνονταν μέσα σε παιδικές φαντασιώσεις και όνειρα που είχε αφήσει πίσω της κατεβαίνοντας την μαύρη πλαγιά εκείνη τη μαύρη νύχτα πριν τέσσερα χρόνια. Πόσο είχαν αλλάξει όλα μέσα σε αυτό τον καιρό… Δεν συνήθιζε να παραπονιέται. Ήταν ευχαριστημένη από τη δουλειά της όπως οι περισσότερες γυναίκες 83


καριέρας, με τα συνηθισμένα σκαμπανεβάσματα και τις μεταπτώσεις στη διάθεση μα και στο ταμείο. Είχαν αρχίσει τακτικοί κρατικοί έλεγχοι στα πορνεία αλλά και στις πόρνες που δούλευαν ελεύθερα, γιατί είχε γεμίσει ο τόπος AIDS και ηπατίτιδα που κουβάλησαν μαζί τους οι μαύρες και το έσπειραν σε όλη τη χώρα να θερίσει ζωές και να κλείσει σπίτια. Η Εράντα υπήρξε πολλές φορές θύμα ρατσισμού λόγο της καταγωγής της παρόλα αυτά γίνονταν συχνά κι εκείνη ρατσίστρια μιλώντας για τις Σομαλές και τις άλλες Αφρικανές που είχαν έρθει παράνομα -όπως εκείνη και χειρότερα- χαλώντας την πιάτσα με τις τιμές που έπαιρναν από τους πελάτες. Τρία ευρώ η πίπα, τέτοια κατάντια. Αρκεί να εύρισκαν λεφτά για να πάρουν τη δόση τους, όλες πρεζόνια και αλκοόλες. Της προκαλούσαν αηδία. Κάποτε θέλησε η τσατσά να πάρει στον οίκο ανοχής μια μαύρη χοντρή βραζιλιάνα, αλλά όλες οι παλιές έφεραν αντιρρήσεις και ξεσηκώθηκαν οπότε δεν την κράτησε ούτε για μια μέρα. Μπορεί το σπίτι που δούλευε η Εράντα να ήταν παράνομο, αλλά κρατούσαν όλους τους τύπους και πρόσεχαν την υγεία τους όλοι όσοι δούλευαν σε αυτό, τραβεστί και κορίτσια. Γι’ αυτό και κάθονταν, τα είχε 84


βρει μια χαρά με τις συναδέλφισσες αλλά και την εργοδοσία Ένα βράδυ στη δουλειά της γνώρισε το Γιώργο. Μεγάλος κι αυτός σε ηλικία, σα να είχε ένα μαγνήτη μέσα της η Εράντα και τραβούσε τους μεγαλύτερους. Όλοι άδειαζαν κι έφευγαν γυρίζοντας στην ηθική ζωή τους, ο Γιώργος αγκιστρώθηκε πάνω της, την ήθελε και παρακαλούσε για λίγη παραπάνω στοργή. Της έφερνε δώρα και λουλούδια καθημερινά, την έπαιρνε τηλέφωνο να μάθει τι κάνει με πραγματικό ενδιαφέρον και την καλούσε συχνά για φαγητό σε ακριβά εστιατόρια. «Τι μου βρίσκεις;» τον ρώτησε ένα βράδυ καθώς του γέμιζε το ποτήρι με κρασί σε ένα ιδιαίτερο, ρομαντικό δείπνο στο διαμέρισμά του. «Έχεις μια καταπληκτική δουλειά με καλές αποδοχές, γιατί δεν βρίσκεις μια καλή σύζυγο να νοικοκυρευτείς;» επέμεινε με την ερώτησή της. «Διάλεξα εσένα, πειράζει;» απάντησε ο Γιώργος με ύφος άντρα που ήξερε πολύ καλά τι ήθελε μα και μόλις του ανοίχτηκε μπροστά του ο κόσμος.

85


«Όταν σε ειρωνευτούν για τη γυναίκα που έχεις πλάι σου και ντραπείς για μένα, θα πειράζει. Θέλεις να μεγαλώσεις μαζί μου παιδιά; Α χα χα!» γέλασε ειρωνικά η κοπέλα κι εκείνος έσκυψε στο πιάτο του φανερά ενοχλημένος. «Ξέρω να διαλέγω, δε θα μου πεις εσύ!» «Ορίστε! Είδες που σε πειράζει ήδη; ούτε μια συζήτηση της προκοπής δεν μπορούμε να κάνουμε κι εσύ σκέφτεσαι να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια! Τι θα πεις στα παιδιά σου όταν μεγαλώσουν και βρεθεί κάποιος –γιατί πάντα βρίσκετε κάποιος- να τους πει για μένα; Η μάνα σας η πουτάνα; Ε; δε μιλάς; Τι να πεις…» Τελείωσαν το φαγητό τους αμίλητοι. Την άφησε κάτω από το σπίτι της κι όταν έσκυψε στο παράθυρο του αυτοκινήτου να τον φιλήσει καληνυχτίζοντας τον, ο Γιώργος τραβήχτηκε. «Αντίο» της είπε, κι ένιωσε τότε μέσα της απότομα μια γκρίζα μοναξιά να μεγαλώνει.

86


Ένιωσε μόνο καλύτερα όταν αργότερα γνώρισε τον Στάθη. Τον συνάντησε στο σούπερ μάρκετ και την τράβηξε το ωραίο παρουσιαστικό του που της θύμιζε το Μάριο. Γρήγορα δέθηκαν μα δεν θέλησε να του πει την αλήθεια για τη δουλειά της. Ήταν μια σχέση γεμάτη ψέματα που μετά βίας κράτησε λίγους μήνες, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο την κρατούσε σ’ εγρήγορση και την είχε εθίσει. Η πρώτη φορά που σήκωσε ο πουριτανός, όμορφος Στάθης, χέρι πάνω της ήταν όταν ανακάλυψε ένα από τα πολλά ψέματά της. Του έλεγε πως τα βράδια κρατούσε δυο παιδάκια που η μαμά τους δούλευε νυχτερινή νοσοκόμα, για να καλύψει τις ώρες που έλειπε από το σπίτι. Ζητούσε επίμονα να μάθει τη διεύθυνση της δουλειάς της οπότε κι αναγκάστηκε να του δώσει μια ψεύτικη. Κάτι όμως τον έσπρωξε ένα βράδυ να την αναζητήσει εκεί κι έτσι φανερώθηκε το ψέμα που του είχε πει. Αγρίεψε και τα διάφανα μάτια του πέταξαν φλόγες. Το χέρι του έπεσε βαρύ πάνω στο κεφάλι, το σώμα, το πρόσωπο της. Η Εράντα δεν προσπάθησε να αμυνθεί, θεώρησε ότι αυτή έπρεπε να είναι η τιμωρία της για όσα είχε κάνει. 87


Ήξερε πως μετά θα της ζητούσε συγνώμη και θα γεύονταν τον παράφορο έρωτά του που ποθούσε, όπως κι έγινε. Πράγματα απλά και συνηθισμένα για κείνη. Από τότε πήγαινε συχνά στη δουλειά σημαδεμένη κι έλεγε πως είχε χτυπήσει. Οι πελάτες δυσανασχετούσαν και τα παράπονα είχαν πληθύνει, όμως πίστευε πως της άξιζε ότι της συνέβαινε και μάλιστα ήταν εκείνο τον καιρό απόλυτα γαληνεμένη, σα να είχε υπάρξει επιτέλους δικαιοσύνη σε ότι την αφορούσε. Μόνο το κεφάλι της την ενοχλούσε, που πονούσε όταν εκείνος της τραβούσε πολλές φορές απόλυτα σιωπηλά, τα μαλλιά. Άλλωστε ήταν υποχρεωμένη να δέχεται τα πάντα από τον άνθρωπο που υποτίθεται πως αγαπούσε. Έτσι της έλεγε ο Στάθης, έτσι της είχε μάθει η μάνα της, έτσι της δίδαξε αργότερα κι ο αδερφός της. Όλα τελείωσαν όταν ένα βράδυ την ακολούθησε μαθαίνοντας όλη την αλήθεια. Τότε, σαν από θαύμα την ώρα που νόμιζε πως θα τη σκότωνε μέσα στο μικρό σοκάκι που την είχε πετάξει, γιατί άλλο περισσότερο δεν θα μπορούσε να τη χτυπήσει, εκείνος 88


σταμάτησε. Της έσκισε τα ρούχα και τα εσώρουχα αφήνοντάς τη γυμνή και με μια γκριμάτσα φανερής αηδίας έφτυσε τα ματωμένα της χείλη. Έφυγε, και από τότε δεν τον ξαναείδε. Ούτε θυμάται το πώς γύρισε τότε στο σπίτι.

89


«Ανεμομαζώματα με σκέψεις σε διάταξη.» Ο Αντώνης είχε συγκεντρώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τη ζωή της και αφιέρωνε τις περισσότερες ώρες της μέρας πια στο γράψιμο του βιβλίου του. Οι συναντήσεις τους αραίωσαν κι αυτό έκανε την Εράντα να του φέρετε απότομα και να κλείνετε πάλι στον εαυτό της. Μπορεί να μην τον ένοιαζε ιδιαίτερα η ευτυχία της , ενδιαφέρονταν όμως να κερδίσει τη δική του ευτυχία και δυστυχώς γι’ αυτόν αυτή η γυναίκα κρατούσε το κλειδί. «Τι έχεις και δε μου μιλάς;» μια μέρα τη ρώτησε προσπαθώντας να δείξει ότι την καταλάβαινε. «Μου είχες πει πριν καιρό πως θα μου εύρισκες έναν καλό δικηγόρο. Το ξέχασες;» 90


«Όχι. Αλλά τώρα με τα απεργιακά τους είναι δύσκολο να σε αναλάβει κάποιος. Άσε να περάσει λίγος καιρός και να εξομαλυνθούν τα πολιτικά προβλήματα, κι εμπιστεύσου με. Σε έχω στο νου μου, μη φοβάσαι.» Της έπεσε το τσιγάρο που κρατούσε στο πάτωμα, κι ένα ρίγος τη διαπέρασε. Αυτός ο άνθρωπος της έλεγε ψέματα. Όμως, δεν είχε τίποτα άλλο να χάσει, οπότε αφέθηκε ξανά να πιστέψει στα λόγια του, τα μόνα που είχε. «Αντώνη, δεν έχω άλλον από εσένα. Δείξε λίγη κατανόηση και βοήθησέ με.» «Στο υπόσχομαι. Λεφτά υπάρχουν για να σε βοηθήσω. Μένει μόνο να κάνεις κι εσύ αυτό που συμφωνήσαμε. Σε λίγο καιρό όλα τελειώνουν. Θα βγεις από εδώ και θα γυρίσεις πίσω στην Αλβανία. Τους μαζεύουν όλους όσους δεν έχουν χαρτιά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κι ύστερα τους απελαύνουν. Θα γυρίσεις πίσω με δωρεάν τα μεταφορικά, θα δεις, αυτό δεν θέλεις;» γέλασε προκλητικά, παίζοντας με τον πόνο της. «Αυτό;»… δεν ήξερε τι να του πει… δεν το είχε άλλωστε σκεφτεί ποτέ τι ήθελε να κάνει όταν κι άμα 91


έβγαινε κάποτε από εκεί μέσα. Να πήγαινε που; Να κάνει τι; Μόνη… μόνη… κι εδώ κι εκεί μόνη. Έτσι το σκέφτηκε να της πει ο Αντώνης και δεν στάθηκε και πολύ στο πως θα το έπαιρνε η Εράντα, αφού έτσι κι αλλιώς αλήθεια της έλεγε, αυτή ήταν πια η κατάσταση, χωρίς χαρτιά και με αυτό το ποινικό μητρώο δεν υπήρχε περίπτωση κατά τη γνώμη του να την άφηναν να τριγυρνάει ελεύθερη πάλι, θα τη μάζευαν και θα την έστελναν πακέτο από εκεί που ήρθε. Έτσι σκέφτονταν συγκεκριμένα για όλους τους αλλοδαπούς, δεν έτρεφε για εκείνους καμία συμπάθεια, καμία συμπόνια, ήθελε να φύγουν από τη χώρα γιατί ένιωθε πως τη βρωμίζουν κατά κάποιο τρόπο περισσότερο από τη δική του παρουσία, ένιωθε πως δεν το δικαιούνταν όλοι οι πολίτες του κόσμου να περιφέρονται ανεξέλεγκτα πάνω στον πλανήτη, παρά μονάχα οι ευνοημένοι από την τύχη, οι έχοντες και κατέχοντες τον πλούτο και τη δόξα, σαν την αφεντιά του. Αλλά τίποτα από όλα αυτά που σκέφτονταν, χρόνια τώρα, δεν τολμούσε να ξεστομίσει, ήταν έγκριτος δημοσιογράφος αυτός, έπρεπε και καλά να είναι αμερόληπτος, όχι ρατσιστής, για κανένα λόγο μισάνθρωπος. Έκρυβα λοιπόν καλά την αλήθεια του, 92


αλλά κι η Εράντα δεν έδειξε να φέρνει αντίρρηση σε όσα του ξέφυγαν, ούτε γι’ αυτό που άκουσε με τα στρατόπεδα, ούτε για το μάζεμα. Είχε εισχωρήσει βαθειά στο νου της φαίνεται πως όλα άλλαζαν κι η χώρα που είχε έρθει για να βρει μια καλύτερη ζωή είχε γίνει χειρότερα από τάφος της οπότε ήθελε να φύγει με κάθε τρόπο και κάθε τίμημα. Όπως έκανε κάποτε, έφηβη ακόμη, από τη δική της πατρίδα. Η ασχήμια της Ωραίας Ελλάδος είχε αδειάσει ολόκληρη πάνω στην Εράντα, την είχε σκεπάσει και άλλη ζωή δεν της απόμενε από αυτή μέσα στα όνειρα. Με αυτά μόνο μπορούσε ακόμη να ταξιδεύει στα δικά της μέρη, στην πατρίδα και το χωριό της, όπου συναντούσε τη νάνα και τη θειά που δεν ήξερε καν αν ζούσαν και πάντα μα πάντα θυμόνταν με περίσσευμα αγάπης, στο όνειρο, να ποτίζει τα βασιλικά. Γιατί στα σκοτάδια του νου της αυτό ήταν το μόνο φυτό που της έφερνε ήλιο, κι η θύμηση της μυρωδιάς του την ανάσταινε από τη λήθη. Γεννήθηκε για τον πόνο πίστευε, δίχως σκοπό, άπειρη και δίχως οδηγίες χρήσης, έτσι έλεγε. Τη χρησιμοποίησαν αβίαστα, πετώντας την κάθε φορά όταν τέλειωναν ή βαριόνταν και πάλι ξεκινούσε εκείνη 93


από την αρχή στον ίδιο δρόμο, σηκώνονταν, τίναζε τα μαλλιά της και συνέχιζε, αιώνια στο ίδιο μαρτύριο, μια αλβανίδα πρωταγωνίστρια αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αλλά μήπως ήταν η μόνη; Αυτό την παρηγορούσε κάπως. Πολλές άλλες πριν και μετά από εκείνη, μαύρες, άσπρες, κίτρινες, μιλώντας κάθε γλώσσα, μεγαλωμένες από μάνες που νοιάζονταν ή δε νοιάζονταν για εκείνες, έπεφταν θύματα μιας μοίρας που δεν κοιτούσε ψυχές, μόνο άρπαζε σώματα και τα καταβρόχθιζε, πετώντας στον κλίβανο τα απομεινάρια τους, να μην αφήσουν στο πέρασμα του χρόνου σημάδι. Λαίμαργοι χρόνοι, αλήτες, κι αλίμονο στο μικρό παιδί, κορίτσι ή αγόρι, που είχαν δείξει με το δάχτυλο.

94


«Μια μοιραία συνάντηση.» Τον συνάντησε ένα βράδυ στη δουλειά. Ήταν μεθυσμένη, κάτι που δεν συνήθιζε σε ώρα εργασίας αλλά που ένιωθε όμως κάποιες στιγμές αναγκαίο για να συνεχίσει. Νόμιζε στην αρχή πως είχε παραισθήσεις. Όρθια, μέσα στη βρώμικη σατέν ρόμπα της, περιμένοντας ν’ ανοίξει η πόρτα και να μπει ο επόμενος πελάτης της, είδε εκείνον να μπαίνει με το ημίφως του διαδρόμου να τον ακολουθεί στο ακόμη πιο σκοτεινό δωμάτιό της. Της έφυγε από τα χέρια το ποτήρι που κρατούσε, η γη 95


βυθίστηκε κάτω από τα πόδια της, τα μάτια της σα να καλύφτηκαν μεμιάς από ομίχλη, την ώρα που όλα γύρω γύριζαν περιπαίζοντάς τη με εκκωφαντικό θόρυβο. Αυτός κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και χάιδεψε το μαύρο σεντόνι χωρίς να την κοιτάξει στα μάτια. Σιωπή, κι αμηχανία. «Εράντα…» κατάφερε τέλος να ψιθυρίσει. Ξέσπασαν και οι δύο σε κλάματα λυτρωτικά που βγαίνοντας από μέσα τους γίνονταν ένα σατέν μαύρο ποτάμι που κυλούσε στο κρεβάτι. Όταν πια δεν είχαν άλλους λυγμούς ή άλλα δάκρυα, κοιτάχτηκαν για πρώτη φορά κατάματα έπειτα από τέσσερα χρόνια. «Είχα πάψει να ελπίζω.» του είπε. «Έλεγα πως χωρίς εμένα θα ήσουν καλύτερα αλλά δεν περίμενα να σε δω ε δ ώ» της απάντησε και άλλες λέξεις δε βρέθηκαν για να περιγράψουν τα τόσα συναισθήματα που ένιωσαν. Όταν απλώθηκε ξανά σιωπή στο χώρο γιατί δεν έβρισκαν τι θα έπρεπε να πουν ο ένας στον άλλο μετά 96


από τόσα χρόνια αλλά και υπό αυτές τις συνθήκες, έδωσαν ραντεβού για μια άλλη φορά, έπρεπε να μιλήσουν μα αυτή δεν ήταν η κατάλληλη ώρα. Ούτε το μέρος βέβαια ήταν κατάλληλο για την επανένωσή τους.

Μια από εκείνες τις μέρες που ακολούθησαν, βρέθηκαν σε ένα μικρό καφέ στην Πατησίων. Σε ουδέτερο έδαφος για να βάλουν κάτω τα γεγονότα που συνέβησαν και να βρούνε τις λέξεις για να κουβεντιάσουν. Εύκολο δεν ήταν. Ποτέ δεν είναι εύκολο όταν μαζεύονται βουνό αυτά που θα ήθελες να πεις στον άνθρωπό σου, όποιος κι αν είναι αυτός, πατέρας, μάνα, αδερφός, αλλά δε σου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία ή απλά σου δόθηκε και την προσπέρασες νομίζοντας τότε ότι όλα είναι αιώνια κι ο χρόνος πάντα θα είναι δικός σου. Πριν ειπωθεί οποιαδήποτε λέξη, χάθηκαν ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Αυτό ήταν που τους είχε λείψει. Από μια μεριά η μικρή σερβιτόρα αράδιασε στο στρόγγυλο τραπεζάκι τους καφέδες. Άναψαν και οι δύο

97


σχεδόν ταυτόχρονα το τσιγάρο τους κι αναστέναξαν βαθιά. «Φίλους έχεις;» τη ρώτησε με σκοπό να πει κάτι, οτιδήποτε, αρκεί να έσπαγε τη σιωπή. «Εννοείς συντρόφους;» «Εννοώ φίλους. Να πεις μια κουβέντα, να μοιραστείς την καθημερινότητά σου, να γελάσεις, να θυμώσεις, Φίλους. Όπως αυτούς που είχαμε πάνω, στην πατρίδα.» «Όχι. Τώρα, όχι. Η Λάουρα που ήμασταν φίλες, πέθανε από AIDS πριν λίγο καιρό.» «Δηλαδή, είσαι μόνη; Αυτό μου λες;» «Δε νιώθω μόνη. Όσο η μοναχικότητα είναι αυτό που μου ταιριάζει δε θα νιώθω μόνη. Εσύ όμως; Θα μου πεις τώρα τι έγινε; Πρέπει να μάθω. Θα πέθαινα από την αγωνία για την τύχη σου, κι εσύ ήσουν όλο αυτό τον καιρό εδώ;» ρώτησε τον αδερφό της ανεβάζοντας λίγο τον τόνο της φωνής της θέλοντας να του δείξει τη δυσαρέσκειά της για τον τρόπο που της φέρθηκε.

98


Ο Μάριο άρχισε να της εξιστορεί τι του συνέβη από τότε που έφυγε από το σπίτι τους. Ίδρωνε κι έπαιζε νευρικά με τα τσιγάρα που άναβε το ένα πίσω από το άλλο, ενώ κατέβαζε βιαστικές, νευρικές γουλιές από τον καφέ του. «Δεν θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου» έλεγε και ξαναέλεγε «αυτό που σου είχα κάνει» αποφεύγοντας στις τελευταίες λέξεις το βλέμμα της που τον κέντριζε χωρίς λύπηση. Όταν την είχε δει να πνίγεται στα χέρια του, τότε είχε συμβεί το μοιραίο μέσα του. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως είχε ξεφύγει και οι πράξεις του είχαν σοβαρό αντίκτυπο σε κείνη, τον άνθρωπο που στην ουσία λάτρευε. Της μίλησε για τις πρώτες μέρες στην Αθήνα, που κοιμόνταν στο δρόμο και νόμιζε πως θα πέθαινε από την πείνα ώσπου συνάντησε έναν πατριώτη. Αυτός τον σύστησε στον Έλληνα εργοδότη του, τον φιλοξένησε σπίτι του και σε κείνον χρωστούσε τα πάντα: ακόμη και τη γνωριμία με τη γυναίκα του. Στο άκουσμα της λέξης ‘γυναίκα’ η Εράντα νόμισε πως έχασε την αναπνοή της. Δεν μπορούσε να το 99


πιστέψει ότι ο αδερφός της είχε κάνει οικογένεια, είχε τη δουλειά του, το σπίτι του, και όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε δώσει σημεία ζωής, τουλάχιστον να την κάνει να πάψει να ανησυχεί, να ξέρει πως όπως κοίταξε εκείνος τη ζωή του έπρεπε το ίδιο να κάνει κι εκείνη σταματώντας να εκδικείται τον εαυτό της για όσα νόμιζε πως του είχαν συμβεί λόγω δικού της σφάλματος. «Μίλησέ μου για εκείνη που μπήκε στη ζωή σου» (και σε πήρε από μένα, συμπλήρωσε η εσωτερική της φωνή). «Έμαθα να επιβιώνω, αυτό είναι όλο. Το αφεντικό μου είναι πολύ καλό κι η κόρη του – και γυναίκα μου – δεν είναι όμορφη αλλά είναι καλή γυναίκα. Νοικοκυρά, μαζεμένη, κοιτάει μονάχα το σπίτι, το παιδί και τον άντρα της, κι εγώ αυτό ήθελα. «Παιδί; ΠΑΙΔΊ;» δυνάμωσε κι άλλο τη φωνή της θυμωμένη πια μαζί του, για την πόρτα της ζωής του που της είχε κλείσει κατάμουτρα. «Παιδί. Γιατί; Εσύ τι έχεις κάνει στη ζωή σου;» αμύνθηκε ο Μάριο νιώθοντας το θυμό της. 100


Ήθελε να τον βρίσει, να του πει πως είχε κάνει όλα αυτά στα οποία την είχε σπρώξει εγκαταλείποντάς την, όλα αυτά που εκείνος τη δίδαξε κι ας μην το ήξερε. Δεν είχε κάνει παιδιά, δεν είχε σπουδάσει, δεν είχε ζήσει και ήταν εκείνος η αιτία για όλα, όλα, όλα, αυτά ήθελε να του πει μα από το στόμα της δεν έβγαιναν, κρύος ιδρώτας διαπέρασε τη σπονδυλική της στήλη κι έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλά πάντα, σιώπησε, καταχωνιάζοντας όλο το βάρος του κόσμου πάλι μέσα της. Ακολουθώντας τη σιωπή της Εράντα ο Μάριο ηρέμησε και αγγίζοντας τρυφερά το χέρι της που ήταν μουδιασμένο πάνω στο τραπέζι, προσπάθησε να της εξηγήσει. Της είπε για εκείνα που ήθελε να θυμάται από τη σχέση τους, μα και για εκείνα που προτιμούσε να ξεχάσει. Της τόνισε πως για την αγάπη που της είχε έφυγε, γι’ αυτή την ίδια αγάπη που με επιμονή τον έβαλε να ξεμυαλίσει την τροφαντή, μεγαλοκόρη του αφεντικού και να την παντρευτεί βρίσκοντας διέξοδο σε όλα του τα προβλήματα. «Κι έδωσε αυτός το παιδί του σ’ έναν αλβανό;» τον ρώτησε.

101


«Το έδωσε και μάλιστα με χαρά. Ξέρει πως είμαι καλός άνθρωπος, δουλευταράς και το παιδί του θα είναι ευτυχισμένο. Ξέρεις πως την έχω; Βασίλισσα! Ας είναι λίγο σιτεμένη.» χαμογέλασε με νόημα ο Μάριο κλείνοντάς της πονηρά το μάτι, προκαλώντας της αηδία. Με σκέψεις ακαθόριστες που τον έκαναν να πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο, της ανέφερε πως είχε βαφτιστεί χριστιανός για να γίνει ο γάμος και πως τον γιο του, που ήταν τεσσάρων μηνών, θα τον βάφτιζε το καλοκαίρι. Η Εράντα κλείνονταν όλο και περισσότερο στον κόσμο της. Τον άκουγε να μιλάει σαν μέσα από τούνελ για όλα και προσπαθούσε να συνθέσει τις εικόνες ανάκατα από το κάθε τι που της περιέγραφε, δίχως να τα καταφέρνει ιδιαίτερα. Όχι λόγο έλλειψης φαντασίας, αλλά διαπίστωνε με τρόμο πως το κενό που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους δύσκολα θα επουλώνονταν. Πώς είχε μπορέσει να θεωρήσει την πρώτη φορά που τον αντίκρισε εκεί, στο χώρο της δουλειάς της, στο μπουρδέλο –ας το πούμε με το όνομά του αφού αυτό 102


ήταν- ότι πια όλα είχαν περάσει και μόνο όμορφες μέρες θα της έδινε η επιστροφή του στη ζωή της; Τίποτα δεν περνούσε, είχε σαπίσει ο κόσμος μέσα της και δεν επιδέχονταν διορθώσεις. Ίσως τελικά να ήταν όντως αργά, κι έπρεπε να το παραδεχτεί για να βρει τον τρόπο να ησυχάσει. «Και στο μπουρδέλο γιατί ήρθες; Γιατί δεν με άφηνες στην ησυχία μου και με ξεσήκωσες; Τι θέλεις πάλι από μένα;» «Μη ρωτάς. Έτσι. Το έμαθα για σένα και ήρθα. Από πού και γιατί δεν έχει νομίζω καμία σημασία. Δεν το πίστευα πως θα καταντούσες πουτάνα και ήρθα να το διαπιστώσω μόνος μου» της απάντησε με κυνικότατη ειλικρίνεια.

Δεν είχε δει γυναίκα να κλαίει τόσο πολύ, ξεσπώντας με τέτοια βία στον ίδιο της τον εαυτό, ο Αντώνης. Τα είχε χάσει, δεν ήταν κάτι που περίμενε, πως δηλαδή η διήγησή της θα την οδηγούσε σε ένα πελώριο ξέσπασμα πόνου φυλαγμένου για καιρό και 103


δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τη θλίψη και την οργή της. Τράβηξε την καρέκλα του μακρύτερα από εκείνη θέτοντας όρια στην απόσταση, να μην τον φτάσει και τον αγγίξει το μαύρο σύννεφο που την είχε σκεπάσει. Άλλωστε είχε ορκιστεί πως όλη αυτή η ιστορία δεν θα άφηνε να τον επηρεάσει και –το πιο σημαντικό- να τον αποσπάσει από τον αρχικό του στόχο που ήταν η έκδοση του βιβλίου που έπρεπε να κάνει τέτοιο πάταγο ώστε να τον επαναφέρει στη δημοσιότητα. Τρέφονταν από αυτή τη σκέψη, κοιμόνταν και ξυπνούσε μαζί της, το κλάμα της Εράντα μιλώντας για τον αδερφό της δεν θα τον επηρέαζε. Δεν θα άφηνε αυτός να τον επηρεάσει. Κοιτώντας τη όμως έτσι όπως την είχε συνεπάρει μια τεράστια λύπη αλλάζοντας χρώμα στην έκφρασή της, διέκρινε ξεκάθαρα κάτι πεθαμένο πάνω της, όπως είχε κι εκείνος. Εκείνη η μακάβρια χάρη που έχουν τα πτώματα αφημένα στην απόλυτη γαλήνη της αποσύνθεσης, εναρμονισμένα με τη φύση κι απόλυτα παραδομένα στη μοίρα τους είχε ζωγραφιστεί στο λευκό πρόσωπό της. Μονάχα το στήθος της πάλλονταν σιωπηλά και τα δάκρυα που αβίαστα 104


κυλούσαν στα μάγουλά της στάζοντας στο μπλουζάκι της, δήλωναν πως ακόμη υπήρχαν ίχνη ζωής σε αυτό το παγωμένο σώμα. Τη λυπήθηκε. Δεν την πλησίασε να της το δείξει, δεν ήξερε τον τρόπο αφού δεν ήταν κάτι που συνήθιζε, αλλά τη λυπήθηκε. Σηκώθηκε από τη θέση του παίρνοντας μέσα στο νου την απόφαση να ζητήσει τελικά από το δικηγόρο του να δει την υπόθεσή της μήπως και τη βοηθούσε. Θα μπορούσε να το δει κι έτσι: Όταν το βιβλίο του γίνονταν best seller, ο κόσμος θα ήθελε να μάθει την τύχη της οπότε και μια αποφυλάκιση θα ήταν το αίσιο τέλος της ιστορίας. Θα ζούσε αυτή καλά, κι αυτός καλύτερα αφού θα γίνονταν επίσης γνωστό πως αυτός την είχε βοηθήσει να ξαναβρεί ίχνη απ’ την ανθρώπινη ζωή της, σκέφτηκε, κι ένα μειδίαμα γράφτηκε στο πρόσωπό του.

Σκούπισε τα μάτια της και συνέχισε. Ήξερε πως αυτή ήταν η τελευταία τους συνάντηση κι έπρεπε να τελειώνει με τις αλήθειες της. Ήθελε να δει τι κατάληξη θα είχε όλο αυτό, αν θα έβγαζε κάπου με 105


φως για εκείνη. Δεν μπορούσε να αρνηθεί όμως στον εαυτό της, ότι μιλώντας για τη ζωή της είχε θεραπεύσει τις πληγές της. Ίσως όχι τελείως, αλλά είχε τουλάχιστον ανοίξει την ψυχή της και τώρα στέγνωνε από την υγρασία, καθώς ο ήλιος είχε μπει στα πιο σκοτεινά δωμάτιά της χαρίζοντάς της τη θέρμη της γαλήνη που αποζητούσε. Ό,τι κι αν αποφάσιζε ο Αντώνης για εκείνη, η Εράντα του ήταν ευγνώμον για τη μοναδική θεραπεία που της πρόσφερε χωρίς να το γνωρίζει. Μισάνοιξε τα χείλη της και χαμογέλασε απαλά, ανεπαίσθητα. «Το πιστεύεις; Είχε φτιάξει έναν στέρεο κόσμο, με γυναίκα, παιδί, δουλειά και φίλους, μιλούσε μόνο ελληνικά και ήταν ο καλός χριστιανός που πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία δίχως να ντρέπεται για το ψέμα που είχε δημιουργήσει, νομίζοντας ότι ήταν κερδισμένος αφού τίποτα από το παρελθόν δεν θα μπορούσε να χαλάσει την εικόνα του, κανείς απλά δεν γνώριζε το παρελθόν του. Ήταν αυτός που τους είχε δηλώσει ότι ήταν. Κι εκείνοι τον πίστεψαν! Οι ηλίθιοι!

106


Τον έστησαν ψηλά στα μάτια τους και τον φρόντιζαν, του μιλούσαν, τον αγαπούσαν… Το πιστεύεις;»

Το πίστευε ο Αντώνης. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης ήσουν αυτό που δήλωνες πως είσαι. Κανείς δεν έμπαινε στον κόσμο να ψάξει και να μάθει, επιβίωναν εδώ και δεκαετίες οι διεφθαρμένοι καιροσκόποι, ντόπιοι και εισαγόμενοι. Έβγαζαν κέρδος σε βάρος ηλιθίων κι αθώων, έτρωγαν, έσφαζαν, πουλούσαν, ξεπουλούσαν ψυχές και ζωές στο βωμό του χρήματος και της απληστίας. Μήπως αυτός τι ήταν; Για λίγα λεπτά δημοσιότητας πούλησε κάποτε το κορμί του στον γέρο καναλάρχη, στο ξεκίνημα της καριέρας του, αλλά για καλή του τύχη αυτό δεν συνεχίστηκε, αφού σύντομα πέθανε αυτός που τον είχε αγοράσει ως τρόπαιο για να τον επιδεικνύει στους αρρωστημένους φίλους του, παίρνοντας φυσικά το μυστικό μαζί του. Εκεί πάνω πάτησε, σε αυτά τα λίγα λεπτά δημοσιότητας για να είναι τώρα ο διάσημος δημοσιογράφος που όλοι αναγνώριζαν στο δρόμο, με δική του εκπομπή σε ένα από τα μεγαλύτερα κανάλια της χώρας, συνεντεύξεις 107


σε τηλεοπτικούς σταθμούς του εξωτερικού, όπου μιλούσε με στόμφο και τέλεια αγγλική προφορά για την Ελληνική οικονομική κρίση σαν εμπειρογνώμονας, χρησιμοποιώντας πάντα λέξεις κλεμμένες από φράσεις άλλων, σαφώς σοφότερων ανδρών μα λιγότερο διασήμων, αλλά πεσμένος πια για έναν ολόκληρο χρόνο στην αφάνεια λόγο του –κατά τη γνώμη του- στημένου ροζ σκανδάλου. Όλα άρχιζαν και κατέληγαν στην όμορφη κόκκινη Ρόζα του, που τη μισούσε παράφορα τώρα, σχεδόν όσο παράφορα την είχε ερωτευθεί, κι αν δεν είχε φροντίσει αυτή πολύ σοφά να φύγει στο εξωτερικό για την ασφάλειά της, παίρνοντας προφανώς από κάποιους αρκετά εκατομμύρια για τις σπουδαίες υπηρεσίες της σε κείνον ως γραμματέας αλλά και ως πόρνη πολυτελείας, θα την είχε εξαφανίσει με τρόπο από προσώπου γης ο ίδιος. Την ήθελε τρελά, νεκρή. Την οραματίζονταν νεκρή, γυμνή, με τον ροζ καναπέ της να ποτίζει από το αίμα και τα κόκκινα μαλλιά της ανάκατα ν’ αγγίζουν το πάτωμα. Τη φαντάζονταν πάντα έτσι, γυμνή, νεκρή, αιμόφυρτη, πεταμένη πότε εδώ πότε εκεί, ανάλογα τις ορέξεις του, βιασμένη και σκισμένη από άκρη σε άκρη με το δικό του μαχαίρι, κι 108


εκείνος από πάνω της να γελά, να γελά σαν τρελός βλέποντάς την, πριν μπει στο λουτρό της με τον μπρούτζινο πολυέλαιο να ξεπλύνει τα χέρια του από το αίμα της, κι έπειτα να φεύγει σαν κύριος από την πόρτα της υπηρεσίας για να μην το δει κανένα μάτι. Ω, πόσο τον ευχαριστούσαν αυτές οι καθημερινές δολοφονίες της Ρόζας του, πόσο τον γέμιζαν μια γλυκιά ικανοποίηση καθώς την εκδικούνταν για όσα είχε εξαιτίας της περάσει!... Γι’ αυτό ο Αντώνης καταλάβαινε τον τρόπο σκέψης του αδερφού της Εράντα. Γνώριζε πολύ καλά τις παγίδες που προσπαθούσε να αποφύγει κρατώντας μέσα του καλά το μυστικό, σχεδόν τόσο καλά όσο γνώριζε το πόσο εύκολο ήταν να γλιστρήσει από τον εικονικό του κόσμο και να βουλιάξει στα τάρταρα. Όλα ήταν θέμα συγκυριών. Η ζωή έπαιζε παιχνίδια δίχως να κάνει εξαιρέσεις σε ανθρώπους, απλά η σειρά του καθενός ήταν προκαθορισμένη, από μια ανώτερη δύναμη, σε αυτό το συμπέρασμα είχε καταλήξει φιλοσοφώντας χαμένος στο αλκοόλ ο Αντώνης, καθώς έψαχνε να δικαιολογήσει την κατάσταση και τον ξεπεσμό του.

109


Έγραφε μ’ ενθουσιασμό όλα όσα του είχε εξιστορήσει η γυναίκα, αποχαυνωμένος από την αρρωστημένη φύση της ίδιας της ιστορίας της, βρίσκοντας ακόμη και τη δική του κατάντια εξαιρετικά μονότονη και βαρετή μπροστά της. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να δει μέσα από τις λέξεις και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για την εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει η ιστορία αν δεν είχε συμβεί ακριβώς όπως συνέβη. Δυο τρείς φορές μπήκε στον πειρασμό ν’ αλλάξει την τροπή των γεγονότων κατά τη γραφή, αλλά δεν το έκανε λόγο του ότι η Εράντα ήταν πρόσωπο υπαρκτό και το όνομά της γνωστό από τα δελτία ειδήσεων. Υπήρχαν κι άλλοι φιλόδοξοι δημοσιογράφοι που καιροφυλακτούσαν για την είδηση και σίγουρα κάποιος θα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι εκείνος είχε παραφράσει την πραγματικότητα με αποτέλεσμα αυτό που τώρα θεωρούσε σωτηρία να γίνονταν ο τελειωτικός χαμός του. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός και εξαιρετικά μελετημένες οι κινήσεις και τα λόγια του.

110


Έτσι, κατέγραφε με πάθος και χειρουργική ακρίβεια τα γεγονότα.

«Ο ΑΝΤΡΑΣ ΣΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ. ΦΥΛΑΞΟΥ.» έγραφε το διπλωμένο χαρτί που βρήκε ριγμένο κάτω από την πόρτα η Αλεξάνδρα, και με μικρότερα γράμματα συνέχιζε «οι γονείς σου πέθαναν. Δεν ρώτησες, αλλά έπρεπε να μάθεις. Αν δεν γυρίσεις κοντά μου, θα τους ακολουθήσεις» «Ποιος είναι Αλέκα;» φώναξε ο Μάριος από το δωμάτιο μα απάντηση δεν πήρε. Η τροφαντή γυναικούλα είχε πέσει στα γόνατα με το χαρτί ανοιγμένο μπροστά της και το κεφάλι να στηρίζεται στις δυο της χούφτες. Του πήρε ώρα για να τη συνεφέρει από το σοκ, το μωρό έκλαιγε στην κούνια του και ο Μάριος δεν ήξερε ποιόν να πρωτοκοιτάξει. Είπε πολλά προσπαθώντας να 111


πείσει τη γυναίκα του πως όλα ήταν ένα κακόγουστο αστείο παιδιών και θα τα εύρισκε όπου κι αν είχαν πάει τα σκασμένα για να της πούνε όλη την αλήθεια και να ηρεμήσει. Βγήκε ακόμα και στη βεράντα, φωνάζοντας προς το δρόμο με όλη του τη δύναμη «μπάσταρδα, δε θα σας πιάσω στα χέρια μου; Θα σας πιάσω και τότε θα δείτε!» Μέσα στην αναμπουμπούλα και το χαμό μέχρι να ηρεμήσει την Αλέκα, δεν έπαψε λεπτό να περνάει από το νου του η ιδέα πως η Εράντα του, τον είχε προδώσει. Η ζήλεια, αχ η ζήλεια… Άλλαζε το μυαλό του κάθε ανθρώπου, τύφλωνε, δεν άφηνε την καρδιά να προσπεράσει. Κι η αδερφή του είχε φανερά τυφλωθεί. Μετά τη συνάντησή τους στο μικρό καφέ δεν ειδωθήκαν ξανά, εύρισκαν και οι δύο πως δεν είχαν πια τίποτα κοινό να συζητήσουν και θα ήταν καλύτερα να κρατήσουν αποστάσεις, έτσι υπέθεσε τουλάχιστον ο Μάριο. Πέρασαν οι μήνες κι αφέθηκαν στην ρουτίνα της καθημερινότητάς τους. Ήλπιζε πως θα τα άφηναν πάλι όλα πίσω τους, τι κοινό είχαν άλλωστε εκτός από το αίμα, δεν έπρεπε για κανένα λόγο να μαθευτεί πως 112


μια κοινή πουτάνα ήταν αδερφή του, τι θα έλεγε στη γυναίκα και στα πεθερικά του, πως θα κάλυπτε το ψέμα που είχε πει πως ήταν μόνος του στον κόσμο χωρίς κανέναν εν ζωή συγγενή… Ήταν λάθος του να ακολουθήσει τα χνάρια της. Κι αν είχε μάθει για εκείνη και την πορεία της, δεν έπρεπε ν’ αποζητήσει να τη δει. Τώρα τι θα έκανε; Αυτή η σκέψη τον βασάνιζε, του έκλεβε τον ύπνο και ο ξύπνιος του είχε μια ανείπωτη ανησυχία που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει. Τον έτρωγε εσωτερικά. Αποφάσισε πως έπρεπε να αντιδράσει γιατί φοβόνταν τα χειρότερα. Αν η Εράντα είχε φτάσει σε αυτό το σημείο, να στείλει στο σπίτι του σημείωμα, τι άλλο ήταν σε θέση να κάνει; Γι’ αυτό το λόγο, μέρες μετά, πήγε να τη συναντήσει στο ‘σπίτι’ όπου δούλευε. Η γυναίκα στην υποδοχή όμως, τον ενημέρωσε πως είχε σταματήσει να πουλάει εκεί τις υπηρεσίες της. Στα χαμένα πια, δεν ήξερε τι να κάνει παρά μόνο σκέφτονταν τον τρόπο που θα έκανε πάλι τη γυναίκα του να τον εμπιστευθεί. Αυτό που τότε όμως δεν γνώριζε ήταν πως μια εβδομάδα αργότερα το

113


πρώτο γράμμα θα διαδέχονταν μια αναπάντεχη επίσκεψη.

«Ποιος είναι;» ρώτησε δειλά η Αλέκα, όπως έκανε πάντα κρυμμένη πίσω από την πόρτα. «Θα ήθελα να σας μιλήσω, μου ανοίγεται παρακαλώ;» «Όχι, αν δε μου πείτε ποια είστε και τι θέλετε!» «Πρόκειται για το γράμμα που λάβατε πριν λίγες μέρες.» Σιωπή ακολούθησε και τις δυο πλευρές. Η Αλέκα μισάνοιξε την πόρτα και κοίταξε τη μικροκαμωμένη, αδύνατη κοπέλα που είχε μπροστά της. Φορούσε μαύρα ρούχα κι ένα κόκκινο φλογερό παλτό που έφτανε ως τους αστραγάλους, αφήνοντας να ξεπροβάλλουν δυο μαύρες, λουστρίνι, ιδιαίτερα ψηλοτάκουνες κι εκκεντρικές γόβες. Το πηγαίο χαμόγελο της Εράντα την παρότρυνε να ανοίξει κι άλλο την πόρτα και να δεχτεί την άγνωστη στο εσωτερικό του σπιτιού.

114


Η Εράντα κοίταξε ολόγυρα δίχως ντροπή και κάθισε στον πράσινο βελουτέ καναπέ του σαλονιού με τα μπαρόκ σκαλίσματα πριν ακόμη η Αλέκα της το προτείνει. Αυτό ξάφνιασε την ιδιοκτήτρια και με φανερά ενοχλημένο τόνο στη λεπτή φωνή της αλλά προσπαθώντας να κρατήσει το επίπεδό της, τη ρώτησε ποια είναι. «Η Εράντα. Η αδερφή του άντρα σου.» «Κάποιο λάθος κάνετε, ο άντρας μου δεν έχει αδερφή. Για την ακρίβεια δεν έχει κανένα συγγενή, έχουν όλοι πεθάνει. Εμείς είμαστε η οικογένειά του.» Εσείς; συλλογίστηκε η Εράντα. Ποιοι εσείς; Κι εγώ; Δεν υπάρχω πια εγώ νομίζεις; «Και όμως καλή μου κυρία! Πόσα δεν ξέρεις που πρέπει να μάθεις…» είπε η Εράντα πνίγοντας το παράπονό της στο ανέκφραστο βλέμμα της, δείχνοντας κατανόηση στη δυσάρεστη θέση αυτής της καημένης που είχε μπροστά της. «Και γιατί πρέπει; Τι θα πει πρέπει να μάθω; Ποια νομίζεις πως είσαι;» αγρίεψε η γυναίκα του Μάριου κι η τσιριχτή πια φωνή της ήταν για γέλια. 115


«Επειδή βαρέθηκα να πονάω μόνη μου. Γι’ αυτό πρέπει.» τόνισε τη φράση της δίνοντάς της να καταλάβει πως δεν χωρούσαν άλλες διαπραγματεύσεις. Ήταν εκεί για να βγάλει τα εσώψυχά της είτε το ήθελαν είτε όχι. Κι έτσι έκανε. Απλά, κατανοητά και δίχως κουραστικές λεπτομέρειες, εξήγησε στην Αλέκα ποιος ήταν ο άντρας που είχε παντρευτεί και τι ρόλο έπαιζε στη δική της ζωή. Δεν το έκανε από εκδίκηση στο Μάριο αποκλειστικά. Ήταν η ώρα που εκδικήθηκε όλους τους άντρες που την είχαν πονέσει, γυρίζοντας πραγματικά αυτή τη φορά σελίδα στη ζωή της, ακολουθώντας τους δρόμους που της είχαν τάξει τα όνειρά της, μακριά από αυτή τη χώρα που από τα δεκάξι της την πλήγωνε. Είχε αποφασίσει πως μετά από αυτή τη συνάντηση θα έφευγε μια για πάντα από την Ελλάδα και δεν θα γύριζε πίσω στην Αλβανία αλλά θα έκανε μια καινούργια αρχή κάπου στο Όρεγκον της Αμερικής όπου ανακάλυψε μέσω του facebook πως βρίσκονταν η Μύρα (Μύρα-μοίρα για εκείνη, εμφανίστηκε την κατάλληλη ώρα) μια παλιά φιλενάδα της από τα χρόνια του δημοτικού πίσω στο Σαντζάκ, το χωριό της. Εκείνη την είχε καλέσει με χαρά να δουλέψει μαζί της στο συνεργείο καθαρισμού 116


που της ανήκε, ανοίγοντάς της νέους δρόμους για μια καινούργια, διαφορετική ζωή. Έκλεισε η Αλέκα την πόρτα πίσω της και χύθηκε στον καναπέ κλαίγοντας με παράπονο. Αν όλα αυτά που μόλις είχε μάθει ήταν αλήθεια, τότε η ζωή της ήταν ένα ψέμα. Ζούσε με έναν άνθρωπο που στην πραγματικότητα δεν γνώριζε, που την χρησιμοποίησε όσο περισσότερο μπορούσε για να πετύχει αυτό που ήθελε και ίσως μια μέρα θα την πετούσε όπως είχε κάνει με την αδερφή του. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της κι έφυγε για το πατρικό της. Εκεί, εξήγησε στους γονείς της όλα όσα είχαν συμβεί δίχως να τους κρύψει το παραμικρό (δεν ήταν μαθημένη να έχει μυστικά από τους γονείς της) και από κοινού αποφάσισαν πως έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση με τον άντρα της. Αν ήταν όντως έτσι τα πράγματα, θα προχωρούσε τις διαδικασίες του διαζυγίου. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συγχωρέσει έναν αιμομίκτη, έναν άνθρωπο ελεεινό που δεν είχε ούτε ιερό ούτε όσιο. Ήταν αντίθετο με τις αρχές της και τον τρόπο που την είχαν μεγαλώσει οι θεοσεβούμενοι γονείς της.

117


Επιστρέφοντας ο Μάριος από τη δουλειά, βρήκε όπως πάντα τη γυναίκα και το παιδί του στο σπίτι. Ο μικρός κοιμόνταν ήσυχα στην κούνια του και η Αλέκα ήταν στην κουζίνα πίνοντας κρασάκι ενώ είχε ήδη σερβίρει το φαγητό του. Δεν είχε δει ξανά τη γυναίκα του να πίνει και του έκανε εντύπωση, αλλά απέφυγε να το σχολιάσει. «Τι κάνει το κορίτσι μου;» τη ρώτησε σκύβοντας να τη φιλήσει στο αφράτο μάγουλο. Η Αλέκα τραβήχτηκε και ο άντρας κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. «Εσύ δεν θα φας μαζί μου; Και γιατί πίνεις; Γιορτάζουμε κάτι;» «Ναι. Την επιστροφή.» «Επιστροφή; Τι λες;» «Της αδερφής σου. Της Εράντα ντε, κάνεις πως δε θυμάσαι; Ο Μάριος ανατρίχιασε ολόκληρος και πέρασε στην αντεπίθεση νιώθοντας πως δεν τον έπαιρνε να κρύβετε άλλο. 118


«Τι ανοησίες είναι πάλι αυτές; Τι έγινε;» «Εντάξει αγάπη μου, ηρέμησε. Κάνε το μπάνιο σου κι έλα που έχουμε να κουβεντιάσουμε» του είπε ήρεμα και σηκώθηκε, αφήνοντάς του χώρο να σκεφτεί και ν’ αντιδράσει. Άφησε το νερό στο ντους να τρέχει πάνω του με ορμή, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που δεν είχε πει από την αρχή στη γυναίκα του για την οικογένειά του. Ήταν πολύ θυμωμένος με την Εράντα που τόλμησε να δώσει συνέχεια στην ιστορία τους καταστρέφοντάς του τη ζωή που είχε φτιάξει με κόπο. Σκουπίστηκε γδέρνοντας το δέρμα του από τα νεύρα και βγήκε από το μπάνιο φορώντας τα καθαρά ρούχα που του είχε αφήσει η Αλέκα πάνω στο πλυντήριο. Δεν είχε κανένα παράπονο από εκείνη. Πάντα τον φρόντιζε με το παραπάνω, όλα στο χέρι του τα έδινε τιμώντας με κάθε της κίνηση το επίθετο που της είχε δώσει με το γάμο τους, που στο κάτω κάτω είχε κάθε λόγο να μην το αποδεχτεί επειδή δεν ήταν ελληνικό. Και ξαφνικά, μετά από τόσο καιρό, σαν φάντασμα η μικρή του αδερφή στοίχειωνε την οικογενειακή τους γαλήνη.

119


«Λοιπόν; Τι θέλεις να πούμε;» είπε χαμηλόφωνα για να μην ξυπνήσει το παιδί ο Μάριος, γεμίζοντας το ποτήρι του κρασί. «Ήρθε εδώ. Τη γνώρισα και μου τα είπε όλα. Ό λ α όμως. Θέλω να μάθω αν είναι αλήθεια. Αυτό μόνο.» είπε η Αλέκα τραβώντας νευρικά τα πολύχρωμα κρόσσια του τραπεζομάντηλου, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. «Για μια φορά στη ζωή σου, απαιτώ να πεις την αλήθεια», συνέχισε. Η σιωπή που ακολούθησε έμοιαζε να κρατάει χρόνια. Γέμισε, άδειασε και ξαναγέμισε το ποτήρι του, ίδρωνε και ξε-ίδρωνε ψάχνοντας μέσα του να βρει τις λέξεις που έπρεπε να προφέρει. Πίσω από τι θα κρύβονταν πάλι; Μήπως ήταν η ώρα να φανερώσει όντως όλη την αλήθεια; Κι αν όχι, τότε που θα τον οδηγούσε άλλο ένα ψέμα; Βασανίζονταν με σκέψεις που έκαιγαν μα η γλώσσα του παίρνοντας τη στιγμή πάνω της και σχεδόν χωρίς την άδεια του μυαλού του, συλλάβισε «Ναι. Αλήθεια είναι» 120


Πέρασε όλη του η ζωή εμπρός στα μάτια του. Μικρό αγοράκι, που έπιανε με τα χέρια χέλια στο ποτάμι, τα παιχνίδια με το νερό στις γούρνες της αυλής, οι παιδικές αρρώστιες που κολλούσαν και περνούσαν σχεδόν πάντα μαζί με την αδερφή του, κι αργότερα η μεγάλη φυγή, η Αθήνα, ο γάμος, η γέννηση του γιού του. Ο γιός του… Τον έλουσε ο κρύος ιδρώτας όταν διαπίστωσε πως η Αλέκα των κοιτούσε δίχως λύπηση, μα κατά έναν παράξενο τρόπο είχε φύγει εκείνο το τεράστιο βάρος από πάνω του. Κι ενώ ζούσε την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του, ένιωθε την ψυχή του γαληνεμένη όσο και άδεια. Όπως τότε, μετά την πρώτη του εξομολόγηση στον παπά της ενορίας που τον βάπτισε. Παρακολούθησε με σταθερό βλέμμα αλλά δίχως τη διάθεση να κάνει κάποια κίνηση, την Αλέκα να σηκώνεται, να παίρνει από την κρεβατοκάμαρα μια βαλίτσα που είχε ετοιμάσει προφανώς νωρίτερα όταν εκείνος έλειπε, να βάζει το κοιμισμένο μωρό στο καρότσι του και να κλείνει πίσω της την πόρτα αφήνοντας μόνο για εκείνον μια προειδοποίηση: 121


«μέχρι αύριο το μεσημέρι να έχεις φύγει. Το σπίτι μου ανήκει. Για τα άλλα, θα μιλήσουν από εδώ και πέρα οι δικηγόροι μας» Απόμεινε να σκέφτεται την κατάληξη της μέρας. Το πρωί που είχε φύγει για δουλειά ούτε που το φαντάζονταν πως θα είχε τέτοια εξέλιξη η ζωή του. Πίστευε πως είχε περάσει η φουρτούνα, η γυναίκα του τον αγαπούσε πολύ και δεν θα άφηνε τίποτα να μπει ανάμεσά τους, κάτι που όμως τελικά δεν συνέβαινε αλλά δεν μπορούσε να την κατηγορήσει κιόλας. Αν ήταν εκείνος στη θέση της, μπορεί και να τη σκότωνε. Όμως δεν ήταν η Αλέκα που του είχε πει ψέματα, αλλά αυτός. Αυτός, που από τη λαχτάρα του να αλλάξει τα πάντα στη ζωή του, έκανε το λάθος να πάψει να αποδέχεται τον ίδιο του τον εαυτό. Δημιούργησε έναν ρόλο και τον έπαιζε καθημερινά, τόσο που κάποτε του έγινε συνήθεια και δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να ξεχωρίσει ποια ήταν η αλήθεια και ποιο το ψέμα. Όμως ο ρόλος ήταν πάντα ρόλος, ποτέ δεν έγινε αληθινή ζωή κι αυτός ζούσε απλά σε ένα παράλληλο σύμπαν νομίζοντας πως ποτέ δεν θα τέμνονταν με την πραγματικότητα. Μα η ζωή οργανώνοντας ξεχωριστά τα δικά της σχέδια του απέδειξε πως μονάχα η 122


αλήθεια επιβιώνει. Όσος χρόνος κι αν πέρασε, με όσο ψέμα κι αν την σκέπασε, εκείνη –η δική του, προσωπική αλήθεια- βρήκε τον τρόπο να βγει στην επιφάνεια. Και τώρα εκείνος, θύμα του ίδιου του εαυτού του ουσιαστικά, έπρεπε να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει για μια ακόμη φορά ποια θα ήταν η συνέχεια της ιστορίας του και μάλιστα άμεσα. Το περιθώριο που του είχε δώσει η Αλέκα για να φύγει στένευε, και δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι εκτός από το σπίτι του είχε χάσει φυσικά και τη δουλειά του. Πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, αφού εργοδότης ήταν ο πεθερός του. Και «τα άλλα» που του είχε πετάξει φεύγοντας; Ποια να ήταν αυτά τα «άλλα»; Ανησυχούσε τώρα γι’ αυτά που τον περίμεναν και δεν τα γνώριζε. Φοβόνταν ο Μάριος, ναι επιτέλους τον είχε αγγίξει ξανά εκείνος ο φόβος που κάποτε είχε ξανανιώσει –πότε ήταν; Ήθελε να το είχε αφήσει πίσω του- όταν έσφιγγε το λαιμό της Εράντα αφήνοντάς την ξέπνοη, ο φόβος που όμως τον έκανε να αντιδρά νευρικά, σε παροξυσμό, κι όχι απαραίτητα να παίρνει τις σωστές για τη ζωή του αποφάσεις. Χαμένος λοιπόν, σε όλα τα επίπεδα. Δεν του έμενε άλλο να κάνει από το να πάει να βρει την αδερφή του 123


στη διεύθυνση που του είχε αφήσει η Αλέκα πάνω στο τραπέζι. Θα του εξηγούσε, του το όφειλε, τους λόγους που τον είχε εκδικηθεί με τον χειρότερο τρόπο. Και θα τον ανέχονταν στο σπίτι της μέχρι να έβρισκε κάπου αλλού να πάει. Έτσι το σχεδίασε στο νου του καθώς μάζευε στο σάκο τα τελευταία του πράγματα.

«16» 124


Αξύριστος, βρώμικος, με το τσιγάρο στο στόμα, μέσα στον αποπνικτικό αέρα του δωματίου από τους καπνούς και την κλεισούρα, ο Αντώνης με μανία έγραφε στη γραφομηχανή του για μέρες. Κουρασμένος, άστατες ώρες, ούτε η μέρα μέρα, ούτε η νύχτα νύχτα για εκείνον, κοιμόνταν στον καναπέ του γραφείου του. Δεν θυμόνταν πόσες μέρες είχε να κάνει μπάνιο ή να φάει κάτι λιγότερο πρόχειρο από κονσέρβες και φρυγανιές που κι αυτά πια είχαν τελειώσει στα ντουλάπια του. Όμως δεν ήθελε να βγει. Θα σουλούπωνε τον εαυτό του και θα έβγαινε από το σπίτι όταν θα είχε τελειώσει με το βιβλίο, για να το παραδώσει στον εκδοτικό που είχε ειδοποιηθεί, μάλιστα είχε ήδη πάρει μία γεύση από περίληψη και το περίμενε με ανυπομονησία. Όχι τόσο γιατί θεωρούσαν πως ο Αντώνης Κιρμιζής εκτός από σπουδαίος δημοσιογράφος ήταν και καταπληκτικός συγγραφέας, αλλά γιατί θα τους πλήρωνε αδρά για την έκδοση του πρώτου του βιβλίου, κι ας πραγματεύονταν – το γνώριζαν και αυτοί στον 125


εκδοτικό μα δεν το παραδέχτηκαν σε αυτόν ποτέ γιατί δεν τους συνέφερε- μία ιστορία που πολλοί εν δυνάμει συγγραφείς και δημοσιογράφοι θα ήθελαν να έχουν ενασχοληθεί μαζί της. Έτσι δούλευε το σύστημα, το γνώριζε αυτό πολύ καλά όταν συγκέντρωσε από τους λογαριασμούς του στις τράπεζες ό,τι του είχε απομείνει, ό,τι του είχαν αφήσει τα δικαστήρια για το διαζύγιο με τη Μάγδα και την επιμέλεια των παιδιών, δηλαδή. Αυτά τα χρήματα ήταν η ασφάλειά του μα επέλεξε να τα δώσει στον εκδοτικό οίκο με την ελπίδα πως το βιβλίο θα πήγαινε καλά και οι επανεκδόσεις εκτός από δημοσιότητα θα του έδιναν και κάποια –αν όχι όλα και περισσότερα- από τα χρήματά του πίσω. Ήταν η μόνη λύση που του απέμεινε κι αρπάχτηκε πάνω της με λύσσα και φανερό ενθουσιασμό. Προτού όμως κλειστεί στο σπίτι του για να τελειώσει το γράψιμο του βιβλίου, είχε κάνει αυτό που είχε υποσχεθεί: Έστειλε στην Εράντα έναν από τους μεγαλοδικηγόρους του για να επιληφθεί της υπόθεσής της και να καταφέρει όσο αυτό ήταν δυνατό να μειωθεί η ποινή της, ή –ακόμη καλύτερα- να πετύχαινε την αποφυλάκιση και απέλασή της, αφού έτσι κι αλλιώς 126


ήταν παράνομα στη χώρα όλα αυτά τα χρόνια. Αν κάποιος αυτό μπορούσε να το καταφέρει, τότε αυτός ήταν μόνο ο Αθανάσιος Αθανασόπουλος, ο δικηγόρος που τον είχε ξεμπλέξει πολλές φορές από μεγάλα βάσανα όταν έμπλεκε με τις δημοσιογραφικές του έρευνες. Ξεμπέρδεψε με την υποχρέωση που είχε και δεν ξανά ασχολήθηκε, ήρεμος πως αυτό που θα μπορούσε να κάνει το έκανε και δεν θα συναντούσε πια κανένα εμπόδιο στο δρόμο του προς την επιτυχία. «Η Εράντα επέστρεψε στο διαμέρισμα που έμενε, Μαγνησίας 27 στα Νέα Λιόσια μετά την επίσκεψη που έκανε στην Αλέκα και ξεκίνησε αμέσως με την καθαριότητα», έγραψε ο Αντώνης. «Αυτό που ήθελε να κάνει το είχε κάνει, τάραξε τα νερά της ήρεμης ζωής του αδερφού της για να νιώσει κι εκείνος το πόσο ταραγμένη υπήρξε η δική της ζωή εξ αιτίας του. Δεν είχε σκοπό να δώσει συνέχεια σε αυτή την ιστορία, ούτε ήθελε να δει μπροστά της ξανά κανέναν από αυτούς.

127


Θα προετοίμαζε το ταξίδι της στην Αμερική, απαλλαγμένη από όλα τα βάρη που την κρατούσαν από το να ανοίξει τα φτερά της. -

Τι είναι αυτό; αναρωτήθηκε ακούγοντας έναν μικρό, ανεπαίσθητο ήχο που προέρχονταν από την κρεβατοκάμαρά της. Έμοιαζε με σύρσιμο και χτύπο, σαν ένα σήμα μορς από κάτι που είχε εγκλωβιστεί στο χώρο της.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο επιφυλακτικά, αντίκρισε ένα μαύρο πουλί, κίσσα μάλλον ήταν, κουρασμένο από την υπερπροσπάθεια να βρει διέξοδο. Με δυσκολία κατάφερε να το αιχμαλωτίσει στα χέρια της αφήνοντάς το εντέλει να φύγει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Το μαυροπούλι στάθηκε για λίγο στο ηλεκτροφόρο καλώδιο εμπρός στο σπίτι της, κοιτώντας την επίμονα πριν πετάξει μακριά. ‘κακό σημάδι’ μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, συνεχίζοντας με τις δουλειές του σπιτιού ώσπου το βράδυ κουρασμένη βούλιαξε στο λευκό κρεβάτι της, ανοίγοντας την τηλεόραση.

128


Όταν πια οι σκέψεις της είχαν μπει σε τάξη όπως το σπίτι της και έπαψε να φέρνει στο νου της, με φανερή ικανοποίηση, όσα είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα, θα πρέπει να αποκοιμήθηκε με το κοντρόλ της τηλεόρασης στο χέρι όταν την ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας. Κοίταξε από το ματάκι και άνοιξε, μη μπορώντας ακόμη να συνειδητοποιήσει ότι ο αδερφός της την είχε κιόλας επισκεφθεί. Τόσο γρήγορα δεν περίμενε την επίσκεψή του, για την ακρίβεια δεν την περίμενε καθόλου, φαντάζονταν πως θα εύρισκε πάλι ένα σωρό ψέματα να φορτώσει στο μυαλό της Αλέκας ο Μάριο για να την κάνει να μην πιστέψει τα δικά της λεγόμενα, οπότε και να μη χάσει τη ζωή που είχε τόσο πρόστυχα δημιουργήσει. Ναι, η Εράντα ήταν βέβαιη πως θα την εύρισκε πάλι την άκρη, ο άρχοντας της μπαρούφας, να επιβιώσει βγάζοντάς την λάδι, ρίχνοντας βεβαίως όλο το φταίξιμο σε κείνη. Περνώντας μέσα ο Μάριος άφησε το βαρύ σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη και σωριάστηκε στον καναπέ. Τα ξανθά του μαλλιά είχαν γκριζάρει στους κροτάφους και το μπυρόκοιλο έπαιρνε λίγο από το ύψος του, παρατήρησε με μια πρώτη ματιά η Εράντα. Αντίθετα εκείνη ήταν στα καλύτερά της, με τα μακριά, καστανά 129


μαλλιά της να τραβούν πάνω τους τα βλέμματα και το σφριγηλό της κορμί να της επιτρέπει να φοράει αυτό που ήθελε δείχνοντας εντυπωσιακή αν και μικροκαμωμένη ακόμη και με τις πυτζάμες. Έπιανε τη μέση του με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε το ποτό που αμίλητη του σέρβιρε. «Ακόμη πιάνεσαι; Δε σου έχει περάσει το πρόβλημα με τη μέση;» «Με τη δουλειά στην οικοδομή, μάλλον χειρότερα έγινε. Έπειτα, μην ξεχνάς πως μεγάλωσα» απάντησε κλείνοντας τη συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. «Λοιπόν, τι έγινε;» τη ρώτησε. «δεν κρατήθηκες και τα είπες όλα, ε; Δε σεβάστηκες τίποτα» «Έκανα αυτό που θα έπρεπε να είχες κάνει εδώ και καιρό, νομίζω.» «Α, ναι; Τα κατέστρεψες όλα, το ξέρεις; Με έδιωξε η γυναίκα μου, δεν έχω πια δουλειά ούτε σπίτι. Το παιδί μου, δεν το σκέφτηκες;» και πριν προλάβει να του απαντήσει συνέχισε «Είσαι κακιά και εκδικητική! Αλλά… ας αφήσουμε το παρελθόν τώρα έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα και ας κοιτάξουμε το μέλλον, ναι;» 130


Το θράσος του να μιλάει για μέλλον και παρελθόν την εξαγρίωσε. Χίμηξε πάνω του και σαν το αγρίμι άρχισε να τον χτυπάει με όλη της τη δύναμη. Χάραζε το πρόσωπό του με τα νύχια της βγάζοντας από μέσα της για πρώτη φορά επάνω του την καταιγίδα που είχε μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. «Μέλλον ; Από πότε μιλάς εσύ για μέλλον; από τότε που σ’ έδιωξε η καλή σου;» του είπε μετά από ώρα έχοντας πια ξεθυμάνει. «Είσαι άδικη. Θα μου το πληρώσεις, μη νομίσεις λεπτό πως αυτό θα το αφήσω να περάσει έτσι» της ψιθύρισε ορθώνοντας το ύψος του μπροστά της. «Είναι αργά αδερφούλη. Το πλήρωσα ήδη» του απάντησε και σηκώθηκε περιμένοντας να αντιμετωπίσει την οργή του. Μα ο Μάριο κάθισε πάλι στον καναπέ, κλείνοντας τα μάτια μέσα στις χούφτες του, ξεσπώντας σε κλάματα. «Ούτε το παιδί μου ρε; Δε σεβάστηκες ούτε το παιδί μου;» «Κι εγώ παιδί ήμουν τότε, ξεχνάς. Δεκάξι χρονών κοριτσάκι.» 131


«Τότε, ήταν άλλα χρόνια. Είχαμε άλλα αισθήματα ο ένας για τον άλλο. Γιατί νομίζεις ότι έφυγα; Γιατί δε μίλησα για σένα σε κανέναν; Γιατί με έτρωγε αυτό που είχε γίνει.» «Και τώρα τι θα γίνει; Γιατί τώρα να νιώθεις διαφορετικά; Για μένα τίποτα δεν άλλαξε.» «Καταλαβαίνεις τι κάνεις; Είμαστε αδέρφια ρε! Αδέρφια!» της φώναξε κατάμουτρα. «Αυτό δεν σ’ εμπόδισε τότε.» του είπε ελαφρώς ειρωνικά, χαμηλώνοντας το βλέμμα, έχοντας βγάλει πια όλα όσα είχε μέσα της και δεν τολμούσε να πει. «Πάντα σ’ αγαπούσα. Ακόμη σ’ αγαπάω. Δεν άντεχα στη σκέψη ότι σου έκανα μεγάλο κακό. Αλλά κοίτα, προχωρήσαμε στις ζωές μας. Εγώ παντρεύτηκα, έγινα πατέρας, τα άφησα όλα πίσω μου.» «Και μένα άφησες πίσω σου. Άντε γαμήσου λοιπόν, αδερφέ!» Το χαστούκι που της έδωσε άναψε φωτιά στο μάγουλό της.

132


«Δε θα σου κάνω τη χάρη. Εγώ μπόρεσα ν’ αφήσω τα λάθη πίσω μου και να προχωρήσω. Ας το έκανες κι εσύ παλιοπουτάνα» της είπε αρπάζοντας το σάκο του πάλι και φεύγοντας βιαστικά από το σπίτι της.

Το κενό που είχε κλείσει μέσα της με την εμφάνισή του, ήταν πάλι ορθάνοιχτο και την μπλοκάριζε από το να κάνει βήματα με σιγουριά προς το αύριο που είχε σχεδιάσει. Θα το έκανε για τον εαυτό της και μόνο, όχι για κείνον αυτό που είχε αποφασίσει. Τη διέταζε μια εσωτερική ανάγκη να νοικοκυρέψει την ακατάστατη ζωή της, κι ακολουθώντας μια υποσυνείδητη παρόρμηση της φάνηκε πως επιτέλους είχε βρει μια κάποια λύση. Το άλλο πρωί φυσούσε μανιασμένα εμποδίζοντάς τη να σταθεί ακίνητη έξω από την πόρτα του σπιτιού του αδερφού της. Χτύπησε το κουδούνι με 133


αποφασιστικότητα νιώθοντας τη σκιά της Αλέκας πίσω από την πόρτα. «Τι θέλεις πάλι εσύ εδώ; Δε φτάνουν όσα μας έκανες;» τη ρώτησε με βραχνή φωνή πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Το πρόσωπό της ήταν πρησμένο, τα ρούχα της ατημέλητα, κι όλα έδειχναν το πόσο ταλαιπωρούνταν από το χωρισμό της με τον Μάριο. «Δε θα μείνω. Ήθελα μόνο να σου πω πως όλα ήταν ψέματα. Ήθελα κάποιος να πληρώσει για τη δική μου άσχημη κι ασήμαντη ζωή, μα τώρα νιώθω τύψεις και θέλω να επανορθώσω. Δεν τον γνωρίζω τον άντρα σου, μια φάρσα ήταν όλα, δεν το φανταζόμουν πως θα είχε αυτή την κατάληξη, πρέπει να τον συγχωρέσεις, άκουσέ με!...» «Νομίζεις πως οι ζωές των ανθρώπων είναι παιχνίδι; Έρχεσαι, τα γκρεμίζεις όλα κι ενώ φεύγεις σα να μη συνέβη τίποτα σπουδαίο μετά επιστρέφεις και θέλεις να επανορθώσεις; Ο αδερφός σου σ’ έβαλε;» είπε η Αλέκα φανερά θυμωμένη. «Κανείς δε μ’ έβαλε. Τον άντρα σου δεν τον έχω δει, ούτε ξέρω ποιος είναι, όλα ήταν ένα παιχνίδι του αρρωστημένου μου μυαλού, δέξου ότι είμαι τρελή και 134


σώσε το σπίτι σου. Κάνε ότι καταλαβαίνεις… εγώ αυτό που είχα να πω, στο είπα και δε θα σας ξανά ενοχλήσω ποτέ πια.» είπε η Εράντα και της γύρισε την πλάτη φεύγοντας με σκυμμένο κεφάλι βιαστικά, μέσα στο παράταιρα χαρούμενο ροζ παλτό της, να μην τη δει η Αλέκα δακρυσμένη. Η γυναίκα έμεινε μπροστά στην πόρτα της μουδιασμένη, μη γνωρίζοντας πια τι είχε στ’ αλήθεια συμβεί και τι θα ήταν φρόνιμο από εδώ και πέρα να πράξει. Να έψαχνε να βρει τον άντρα της ή να συνέχιζε να ζει με τον πόνο που είχε αρχίσει να συνηθίζει; Είχαν ένα παιδί μαζί κι αυτό δεν μπορούσε να το παραβλέψει. Πήρε αμέσως τους γονείς της τηλέφωνο και τους διηγήθηκε τι άλλαξε με την εμφάνιση ‘της τρελής’. Ο πατέρας της, καλόβολος άνθρωπος κι ευκολόπιστος, αμέσως προθυμοποιήθηκε να ψάξει να βρει ‘το παιδί’ και να του ζητήσει να γυρίσει στο σπίτι του. Κανείς όμως δεν έψαξε να βρει μια εξήγηση για το πώς έφτασε ο άντρας της να παραδεχτεί κάτι που δεν είχε κάνει αρνούμενος ουσιαστικά με αυτή του την παράλογη πράξη να προστατεύσει την οικογένειά του από την παράνοια μιας άγνωστης. 135


Τον αναζήτησαν σε σπίτια φίλων, μα δεν τον εύρισκαν. Τελικά, ένα περιπολικό της αστυνομίας ήταν αυτό που τον εντόπισε να κοιμάται κουλουριασμένος σε ένα παγκάκι κοντά στο σπίτι τους. Περνώντας μέσα από την αυλή του σπιτιού του ο Μάριος χάιδεψε τα δέντρα που είχε φυτέψει και χαμογέλασε στις κοντοκουρεμένες τριανταφυλλιές του. Ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει, παρασέρνοντας μαζί του όσα φύλλα είχαν πέσει από τα δέντρα. Ήταν φθινόπωρο και ο νοτιάς προμήνυε πως θ’ αργούσε να έρθει ο χειμώνας, αλλά θα έπεφτε βαρύς πάνω από την Αθήνα και τα κεφάλια τους. Δεν είχε μάθει τι ήταν αυτό που έκανε τη γυναίκα του να τον αναζητήσει, όμως ήταν χαρούμενος που η τύχη δεν τον είχε εγκαταλείψει. Τον αγαπούσε, λοιπόν! Η Αλέκα του τον αγαπούσε! Στην πόρτα τον περίμενε, με μια ανοιχτή αγκαλιά, πιο θερμή από ποτέ άλλοτε, δίνοντάς του πίσω την ευτυχία που του είχε κλέψει η αδερφή του. Η ζωή τον είχε ευλογήσει, ρίχνοντάς τον ανάμεσα σε καλούς ανθρώπους, σκέφτηκε… 136


Ώρες μετά έμαθε για τη θεωρία της τρελής άγνωστης που έκανε το σπίτι τους άνω κάτω και δεν το χωρούσε ο νους του. Η Εράντα λοιπόν τον είχε βοηθήσει. Γι’ αυτήν γίνονταν και πάλι η ευτυχία του, δική της δυστυχία. «Η ζωή είναι άδικη» συμπέρανε μιλώντας χαμηλόφωνα στον εαυτό του καθώς βολεύονταν και πάλι στη θέση του στο τραπέζι για να απολαύσει το ζεστό φαγάκι από τα χέρια της κυράς του. «είναι άδικη και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να το αλλάξουμε αυτό, μπορούμε μόνο να το αποδεχτούμε», συμπλήρωσε κάνοντας το σταυρό του.

Αυτό το ‘δεν θα σας ξαναενοχλήσω’ που είχε πει η Εράντα στην Αλέκα, τη στοίχειωνε. Δεν είχε μετανιώσει για την κίνησή της να τ’ αλλάξει όλα, απλά το έβλεπε πως για να υπάρξει ισορροπία έπρεπε να κάνει μια καλή πράξη στον εαυτό της. Σχεδίαζε το ταξίδι της στην Αμερική με λαχτάρα, σα να ήταν αυτό η δεύτερη ευκαιρία που ζητούσε. Συχνά, περνούσε από το νου της η εικόνα του αδερφού της, 137


αλλά έδειχνε πια πως δεν το άφηνε να την επηρεάσει ακόμη κι όταν (κάτι που της συνέβαινε δίχως να το θέλει, δίχως να το προκαλεί) τον φαντάζονταν να κάνει έρωτα στη γυναίκα του. Μια γλυκιά ανατριχίλα τη διαπερνούσε που όμως δεν κρατούσε πολύ ευτυχώς, μέχρι να περάσει από το νου της κάτι άλλο. Τάιζε τις γάτες της γειτονιάς όταν είδε πεταμένη στο δρόμο μια σελίδα από εφημερίδα. Με το πόδι την τράβηξε προς το μέρος της διαβάζοντας τον τίτλο της είδησης που έλεγε «ΞΕΚΑΘΆΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΏΝ ΣΤΗΝ ΈΔΕΣΣΑ» και από κάτω με μικρότερα γράμματα περιέγραφε το έγκλημα που είχε γίνει για οικογενειακές διαφορές. Η φράση ‘ξεκαθάρισμα λογαριασμών’ αποτυπώθηκε στη μνήμη και στριφογύριζε στη γλώσσα της. Την έπιασε μια εμμονή ξαφνικά, να μάθει όλες τις λεπτομέρειες για ένα έγκλημα που δεν την αφορούσε. Αγόρασε όσες εφημερίδες έγραφαν για το περιστατικό και το οικειοποιήθηκε, σαν να επρόκειτο για δικούς της ανθρώπους. Άρχισε να σχηματίζει άποψη για το θύμα και το θύτη κι έπιασε πολλές φορές τον εαυτό της να λέει «Του 138


άξιζε!» και « Καλά του έκανες!» όταν μέσα στο ιντερνέτ βρήκε περισσότερες πληροφορίες για τους συμμετέχοντες στην υπόθεση. Όμως όπως της είχε έρθει η εμμονή, έτσι μετά από μέρες της έφυγε και όλα γύρισαν στα φυσιολογικά τους επίπεδα. Μια σκέψη μονάχα την απασχολούσε: γιατί να υπάρχει στον κόσμο τόση αδικία και ανισότητα, γιατί να μην ήταν όλα μοιρασμένα από κάποιο χέρι δίκαια, οι χαρές και οι λύπες, τα χρήματα, το φαγητό, όλα το ίδιο για όλους. Έφταιγε σε αυτό και η πολιτική κατάσταση της χώρας που είχε αλλάξει και η ζωή είχε τόσο δυσκολέψει που αν δεν εύρισκε τον τρόπο να φύγει σύντομα για μια Μύρα που την περίμενε στην Αμερική, θα έμενε εγκλωβισμένη στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και η μόνη διέξοδός της από την ανέχεια θα ήταν πάλι το πεζοδρόμιο. Αυτό της προκαλούσε μεγάλη ανησυχία και την άγχωνε. Ήδη έβλεπε πως συναντούσε δυσκολίες στο να πληρώσει το ενοίκιο του διαμερίσματός της και να είναι τυπική στις υποχρεώσεις της ώστε να μη δίνει στόχο. 139


Οι Έλληνες αντιμετώπιζαν με εχθρότητα πλέον τους Αλβανούς στη γειτονιά της αλλά και σε άλλες περιοχές όπως μάθαινε, κι αυτό την έκανε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στις κινήσεις της για να μην κινεί υποψίες πως δεν είχε χαρτιά. Όταν έβγαινε έξω περπατούσε συχνά με σκυφτό το κεφάλι για να μην διασταυρώνεται το βλέμμα της με άλλα βλέμματα και προκαλέσει κανέναν, ειδικά αυτούς τους τύπους με τις μαύρες μπλούζες και τα τατουάζ με τους αγκυλωτούς σταυρούς που πήγαιναν κατά μπουλούκια και τους φοβόνταν. Ο καιρός περνούσε και είχε μπει ένας κρύος Δεκέμβρης με συχνούς βοριάδες που θέριζαν και καθόλου χρήματα για θέρμανση. Ήλπιζε πως η ταλαιπωρία της σύντομα θα τελείωνε και πως θα την περίμεναν όμορφες στιγμές στην Αμερική ως τα τέλη του μήνα που υπολόγιζε να έχει φύγει. Η συνάντηση όμως με τον σύνδεσμό της, τον άνθρωπο που θα της έδινε τα ψεύτικα χαρτιά (με το αζημίωτο φυσικά), την απογοήτευσε. Όταν την ενημέρωσε πως ο μόνος τρόπος διαφυγής της ήταν να γυρίσει πάλι πίσω στην Αλβανία και από εκεί να έφευγε μετά για όπου ήθελε, η Εράντα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Δεν το 140


ήθελε αυτό για τίποτα στον κόσμο. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της. Να πάει, που; Να κάνει, τι; Κανείς δεν την περίμενε κι εκεί, η νάνα και η θειά είχαν πεθάνει, κανείς δεν υπήρχε να την υποδεχτεί με χαρά στον τόπο της, κανέναν δεν γνώριζε, θα ήταν εκεί περισσότερο άγνωστη πια από ότι στην Ελλάδα. Όχι, αυτό δεν θα το έκανε ποτέ, μέσα σε δευτερόλεπτα το είχε αποφασίσει, καλύτερα να γυρνούσε πάλι στους δρόμους αναζητώντας πελάτες για να τα βγάλει πέρα ώσπου να περνούσε το κακό, παρά να γυρνούσε σε έναν τόπο από όπου είχε φύγει έφηβη, αφήνοντας πίσω την αθωότητά της, έναν τόπο που δεν ένιωθε πια δικό της αλλά πιο ξένο κι από τούτο τον ξένο όπου έμενε. Αγρίεψε με την τύχη της, έγινε άλλος άνθρωπος. Καθώς περπατούσε νευρικά στους δρόμους της Αθήνας γυρνώντας σπίτι της από τη συνάντηση με τον άνθρωπο που υποτίθεται θα τη βοηθούσε να φύγει, τράβηξε την προσοχή της σε μια προθήκη καταστήματος ειδών κρεοπωλείου, ένα μαχαίρι. Είχε κόκκινη δερμάτινη λαβή και μια λάμα γυαλιστερή που ένιωσε πως την καλούσε να το αγοράσει. Κοιτώντας στην τσάντα της διαπίστωσε πως κυκλοφορούσε με άδειο πορτοφόλι. Δεν είχε πλέον άλλα περιθώρια, 141


έπρεπε να κάνει κάτι για να έχει να φάει, κάτι για να ζήσει, να βρει μια δουλειά επιτέλους αλλιώς να βγει ξανά στο πεζοδρόμιο. Ζήτησε από τον καταστηματάρχη να της το κρατήσει και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στο σπίτι, σε μια κρίση ξεσπάσματος, έσπασε όλα τα μπουκάλια που περιείχαν αλκοόλ αποζητώντας να καταλαγιάσει ο θυμός της στα θραύσματα κι αποκοιμήθηκε, διαλυμένη και η ίδια, στον καναπέ. Θα ήταν μεσάνυχτα όταν ξύπνησε και άρχισε να ντύνεται. Έβαψε έντονα τα μεγάλα μάτια της και τα χυμώδη χείλη και φόρεσε ό,τι προκλητικότερο είχε. Βγήκε στο δρόμο δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά, άλλη επιλογή πλέον το ήξερε πως δεν είχε αναζητώντας χρήματα, κι ήταν εύκολο για εκείνη να βρει πελάτες ως πουτάνα γιατί η ομορφιά της ακόμη ξεχώριζε, παρά να βρει δουλειά έστω και σαν πωλήτρια σε κάποιο μαγαζί. Ποιος θα έπαιρνε στη δουλειά του μια αλβανίδα και μάλιστα χωρίς χαρτιά τη στιγμή που τόσες ελληνίδες δέχονταν λόγω της τεράστιας ανεργίας να δουλέψουν για πενταροδεκάρες; Κανένας φόβος δεν τη σταμάτησε, ούτε κι η ίδια γνώριζε πως έκρυβε τόσο θάρρος για μια δύσκολη 142


ώρα, κι ως τις οχτώ το πρωί που περίμενε έξω από το κατάστημα ειδών κρεοπωλείο ν’ ανοίξει, είχε μαζέψει όσα χρειάζονταν για να πληρώσει το λογαριασμό ρεύματος, να φάει και ν’ αγοράσει βέβαια το μαχαίρι που της είχαν κρατήσει. Το λάτρεψε με την πρώτη ματιά αυτό το μαχαίρι, κι όταν ο καταστηματάρχης της το τύλιξε λέγοντάς της να είναι πολύ προσεκτική για να μην κόψει τα ντελικάτα χεράκια της, κοίταξε πρώτα τα χέρια της, το τυλιγμένο της μαχαίρι, κι έπειτα εκείνον καθώς το βλέμμα της άστραψε με ικανοποίηση. «θα του έπαιρνα και τζάμπα πίπα τώρα άμα μου κάθονταν» σκέφτηκε, αφήνοντας τον εαυτό της αυτή τη φορά να μπει καλά στο πετσί του ρόλου που για μία ακόμη φορά στη ζωή της η τύχη την είχε αναγκάσει να παίξει. Όλα είχαν βρει πάλι το δρόμο τους. Η μοίρα είχε προστάξει κι η Εράντα αναγνώριζε πια πως δεν ήταν υπεύθυνη για την τύχη της. Ακολουθούσε η ζωή τη δική της πορεία, ανεξάρτητα από τα όνειρα και τους δικούς της στόχους. «Αυτό που ήταν να γίνει θα γίνονταν», μονολόγησε τρώγοντας μία βραστή πατάτα και μια απόλυτη γαλήνη απλώθηκε μέσα στο σώμα της

143


ξεκινώντας απ’ το γεμάτο της στομάχι, κάνοντάς τη να νιώσει για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ευφορία.

«Μεγαλώνει ο περπατάει…»

γιός

μας…

κοίταξέ

τον

πως

«Μεγαλώνει γυναίκα, μεγαλώνουμε κι εμείς» απάντησε ο Μάριος κι έμειναν και οι δύο να 144


καμαρώνουν τον μικρό που έκανε τα πρώτα του βηματάκια. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του να βγάλει τον αναπτήρα, κι έπεσε μαζί εκείνο το χαρτάκι όπου ήταν γραμμένη η διεύθυνση της αδερφής του. «Καλά, από πότε έχεις να πλύνεις αυτό το παντελόνι;» μάλωσε τρυφερά τη γυναίκα του. «αφού δεν το φοράς, γιατί να το πλύνω; Τι είναι αυτό; Βρήκες κάτι στην τσέπη;» «Τίποτα σημαντικό» της είπε ο Μάριος και ενώ πέρασαν όλα όσα είχαν γίνει τους τελευταίους μήνες σαν ταινία μπροστά από τα μάτια του, βιάστηκε να διπλώσει πάλι το χαρτί επιστρέφοντάς το ξανά στην τσέπη του. Δεν την σκέφτονταν και δεν την αποζητούσε. Το θεωρούσε σωστό που είχε εξαφανιστεί και τον άφησε να απολαύσει ξανά τη ζωή που είχε χτίσει με κόπο. Είχε κάνει αυτός τις επιλογές του κι εκείνη της δικές της, αυτό ήταν και κανείς από τους δύο δεν έπρεπε να το αμφισβητεί δημιουργώντας άλλα προβλήματα ο ένας στον άλλο. 145


Πήγαινε στη δουλειά του δίχως να χάνει ούτε ένα μεροκάματο, συμμετείχε ανελλιπώς σε όλες τις οικογενειακές συγκεντρώσεις και τις Κυριακές όπως πάντα στην εκκλησία της ενορίας τους έδινε το παρόν με τη γυναίκα και το παιδί του σαν πρότυπο οικογένειας. Για ποιο λόγο λοιπόν έπρεπε να νοιαστεί για την κατάσταση της αδερφής του; Αυτός, τα είχε καταφέρει. Κουράστηκε, πόνεσε, μα νίκησε στο τέλος δημιουργώντας τη ζωή που είχε ονειρευτεί. Δεν της χρωστούσε τίποτα. Ένιωθε πως δεν του ήταν άλλο από ένα βάρος, κι έπρεπε να τη βγάλει εντελώς από το μυαλό του μα κάτι πάντα στο τέλος τον συγκρατούσε. Θύμωνε στη σκέψη πως ποτέ η αδερφή του δεν τον κατάλαβε. Είχαν μεγαλώσει, είχαν αλλάξει χώρα, γλώσσα και τρόπο ζωής, κι αυτό αν δεν μπορούσε να το αποδεχθεί για τον εαυτό της, τουλάχιστον ας το αποδέχονταν για εκείνον. Ναι, έπρεπε να τη βγάλει εντελώς από το νου του. Μα πρώτα ένιωθε πως ήταν η ώρα και μια μεγάλη ανάγκη τον ωθούσε στο να την ξανά δει. Έβγαλε πάλι το χαρτί από την τσέπη διαβάζοντάς το για μία τελευταία φορά πριν το πετάξει στα σκουπίδια 146


και φώναξε στην Αλέκα που τάιζε το παιδί «αύριο να πλύνεις το παντελόνι να ξεβρομίσει!», ενώ σχεδίαζε μέσα στο νου του ήδη την επόμενη συνάντηση με την αδερφή του.

Οι Αλκυονίδες μέρες βοηθούσαν στις εξόδους τους. Κάθε απόγευμα έπαιρναν τον μικρό και πήγαιναν στο κοντινό παρκάκι. «Ευτυχώς δεν κλαίει όπως άλλα παιδάκια όλη την ώρα» είπε η Αλέκα ζητώντας την προσοχή του. Από τα γεγονότα και μετά ο άντρας της αφαιρούνταν συχνά και η κουβέντα για το παιδί ήταν η μόνη που φώτιζε το βλέμμα του αποσπώντας τον από τις μυστικές του σκέψεις. «Ναι… δεν κλαίει… είναι ένα καλό και ήσυχο αγοράκι, γι’ αυτό.» είπε δίχως να ξοδέψει λίγο χρόνο να του χαϊδέψει τα μαλλιά ή να σηκώσει ψηλά το γιό του παίζοντας μαζί του. 147


Στην αρχή ήταν πολύ περήφανος για το παιδί του. Κι όταν ο παιδίατρος τους είπε πως έπασχε από βαριά κώφωση, δεν ήθελε να το πιστέψει. Όταν τους το επιβεβαίωσε και δεύτερος και τρίτος γιατρός, εξηγώντας τους όλοι το που οφείλονταν τελικά η τόση ηρεμία του παιδιού τους αλλά και η μη ανταπόκριση στα ερεθίσματα και στα καλέσματά τους, τότε η συμπεριφορά του άλλαξε, κάτι μέσα του είχε μεμιάς σπάσει. Έγινε πιο εριστικός και απλησίαστος. Δεν άφηνε το χρονιάρικο παιδί του να τον αγγίξει και απωθούσε την κάθε επαφή μαζί του. Από εκείνη τη μέρα της διάγνωσης άρχισε να το αποκαλεί ‘μπάσταρδο’ και ‘διαολόσπερμα’ κάνοντας την Αλέκα ν’ αντιδρά και να δημιουργούνται στο σπίτι τους έντονες φασαρίες. Ύστερα μετάνιωνε και της ζητούσε συγνώμη. «Αυτά που κάνεις δεν είναι πράγματα του θεού, Μάριε. Δεν μπορεί να έπαψες να αγαπάς το αίμα σου, το παιδί σου, επειδή έχει ένα πρόβλημα με την υγεία του που, στο κάτω-κάτω αντιμετωπίζεται και δεν θα του είναι όπως λένε οι γιατροί εμπόδιο στη ζωή του. 148


Έτσι λέω εγώ παιδί μου» του είπε μια μέρα ο πεθερός του. «Εσύ, να μη λες. Να μην ανακατεύεσαι στο σπίτι μου. Μπρος, δρόμο!» αντέδρασε ο Μάριος πετώντας έξω από το σπίτι τον εργοδότη γέρο- πεθερό του. Με τον καιρό και καθώς το παιδί τους μεγάλωνε μήνα τον μήνα, ξεθύμανε το μίσος του στην Αλέκα. Την τραβούσε με λύσσα από τα μαλλιά κι ενώ εκείνη κρατούσε σφιχτά το τρομαγμένο παιδί τους στην αγκαλιά της. «Δεν θα σου κάνω τη χάρη να σου αφήσω σημάδια για να μην σε πιστεύει κανείς όταν λες πως σε χτύπησα» της έλεγε και την έφτυνε στο πρόσωπο με περιφρόνηση. Έτσι περνούσαν πια στο σπίτι τους οι μέρες κι οι νύχτες. Είχε γυρίσει ο διακόπτης από το καλό στο κακό και ζούσε η Αλέκα ένα μαρτύριο κοντά στον άντρα που είχε αγαπήσει δίνοντάς του δύο και τρεις ευκαιρίες κάποτε να κρατήσει τη σχέση τους ζωντανή και την οικογένειά τους ενωμένη. Τόσο είχε αλλάξει ο Μάριος που κανείς δεν τον ήθελε για παρέα και όλοι τον έκαναν πέρα για την ανάρμοστη συμπεριφορά του. 149


Από εκεί που ήταν ο πλέον τυπικός άνθρωπος στις υποχρεώσεις του, είχε πάψει να πηγαίνει στη δουλειά και κλεισμένος στο σπίτι το είχε ρίξει στο ποτό θυμίζοντας τα χρόνια που εκείνος φώναζε στον πατέρα του που έπινε. Γελούσε με αυτή του την κατάντια μα δεν τον ένοιαζε καθόλου την ώρα που έπινε που ο γιός του δεν ήταν ο λεβέντης που εκείνος ήθελε και φαντάζονταν πως θα είναι μεγαλώνοντας. Η αληθινή του μορφή, ο εαυτός που ήταν καταχωνιασμένος, είχε ξεπροβάλλει ανεπιστρεπτί και η Αλέκα αυτό το είχε καταλάβει. Περνούσε πάλι από το μυαλό της πως τότε η παραδοχή του στο θέμα της άγνωστης τρελής ήταν ειλικρινείς άρα είχε πιαστεί αυτή ξανά κορόιδο σε μια πλεκτάνη που είχε στήσει αυτός με τη βοήθεια της αδερφής του. Πλέον όμως δεν θα του συγχωρούσε τίποτα. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει τόσο πόνο, και η αποστροφή που έβλεπε στα μάτια του όταν αντίκριζαν το γιό τους ήταν το αποκορύφωμα των συναισθημάτων της. Ξεκίνησε τις διαδικασίες του διαζυγίου με τη βοήθεια των γονιών της. Όταν του ζήτησε να φύγει από το σπίτι, αντέδρασε άσχημα και άρχισε να τη χτυπάει βιάζοντάς την ακόμη και μπροστά στα μάτια του 150


έντρομου παιδιού τους λέγοντάς της πως αυτή ήταν η αιτία που όλα χάλασαν στη σχέση τους, αυτή, που είχε γεννήσει παιδί σακάτικο. Τελειώνοντας μέσα της, βρωμώντας ουίσκι και παραπατώντας μάζεψε λίγα πράγματα κι έφυγε από το σπίτι σε μια αναλαμπή εσωτερικής αποδοχής πως όλα γι’ αυτόν εκεί, σε εκείνο το σπίτι, είχαν τελειώσει. «Θα πάω σε αυτή. Μονάχα αυτή μπορεί να με καταλάβει» μονολογούσε στο δρόμο για το σπίτι της αδερφής του, διαγράφοντας τις σκέψεις των προηγούμενων ημερών που του υπογράμμιζαν πως η αδερφή του ποτέ στ’ αλήθεια δεν τον κατάλαβε κι αυτό ήταν το πρόβλημα στη σχέση τους κι αυτό που τους έκανε να μην θέλουν να υπάρχουν ο ένας στη ζωή του άλλου. Τα βήματά του σταμάτησαν μπροστά στον αριθμό της πολυκατοικίας της και δεν δίστασε στιγμή να χτυπήσει το κουδούνι με το όνομά της. «Ποιος είναι;» ρώτησε η Εράντα στο θυροτηλέφωνο. «Εγώ» απάντησε αυτός περιμένοντας να του ανοίξει.

151


Της πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνέλθει και να δεχτεί πως ήταν πάλι ο αδερφός της που της χτυπούσε το κουδούνι. Του άνοιξε και περίμενε στο πλατύσκαλο να σιγουρευτεί πως η μορφή του θα ήταν εκείνη που θα έβγαινε από το ασανσέρ. «Αυτό, το έχω ξαναζήσει. Déjà vu! Τι θες εσύ εδώ;» του είπε με μια διάθεση ευθυμίας. «Τελειώνω κάτι που έχω αρχίσει» της είπε ειρωνικά κάνοντάς την προς στιγμήν να τον φοβάται. «Μαλακίες» του απάντησε περνώντας τον στο εσωτερικό του διαμερίσματος, αρπάζοντας το τσιγάρο της που σιγόκαιγε στο τασάκι. «Βάλε να φάμε, πεινάω. Τι έχεις ετοιμάσει μικρή;» «Ότι μου είχες ετοιμάσει εσύ όταν εγώ πέθαινα της πείνας» του αντιμίλησε. «Ακόμη δε με ξεπέρασες;» «είσαι κακός! Θα μου πεις τι θες εδώ;» «χωρίσαμε και με πέταξε έξω από το σπίτι.» «άργησε…» 152


«ποτέ δεν είναι αργά!» «κι όμως αδερφούλη, είναι» του είπε και σηκώθηκε να στρώσει τραπέζι. Έξω, μια καταρρακτώδη βροχή ξέπλενε τα πάντα. Τον κοιτούσε να τρώει στο τραπέζι της, καθισμένος στην καρέκλα που της ανήκε, τρώγοντας λαίμαργα το φαγητό που εκείνη είχε μαγειρέψει και αναρωτιόνταν τι παιχνίδι της έπαιζε πάλι η μοίρα. Μετά το φαγητό του έστρωσε να κοιμηθεί στον καναπέ κι εκείνη αποτραβήχτηκε στο δωμάτιό της. Δεν θα έβγαινε εκείνη τη νύχτα για δουλειά, δεν ήθελε να του δώσει δικαιώματα να την κατηγορήσει πάλι για τις επιλογές της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της σκεπτόμενη πως ο αδερφός της ήταν ένας ανόητος φαφλατάς που πάλευε για να τα έχει όλα δικά του μα τελικά η ζωή του αποδείκνυε πως αυτό δεν γίνονταν. Θα πρέπει να την είχε πάρει ένας βαθύς ύπνος όταν ένιωσε ένα άγγιγμα στο στήθος της και μια πίεση ανάμεσα στα πόδια της.

153


«Μια φορά πουτάνα, πάντα πουτάνα» της ψιθύρισε στο αυτί κλείνοντάς της το στόμα να μην φωνάξει, μπαίνοντας βίαια μέσα της. Ξημερώματα ήταν όταν βγήκε από το σπίτι της αηδιασμένη, για να περπατήσει στον κρύο αέρα να συνέλθει. Τα μάτια της, κόκκινα και πρησμένα από το κλάμα, μαρτυρούσαν τη μάχη που γίνονταν μέσα στο κεφάλι της. Περπατούσε για ώρες πολλές ώσπου πια κουράστηκε κι αποφάσισε να γυρίσει. Δεν θα την έδιωχνε κι απ’ το ίδιο της το σπίτι, αυτό πήγαινε πολύ. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα της ενώ το χέρι έτρεμε. Μπαίνοντας στο χώρο της διαπίστωσε πως ήταν μόνη και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Έκανε μπάνιο να διώξει την ανάμνηση και τη μυρωδιά του από το σώμα της και κλειδώθηκε στο δωμάτιό της. Κουλουριάστηκε στο κρεβάτι σαν τρομαγμένο, κυνηγημένο ζώο νιώθοντας να πονάει ακόμη και η ψυχή της. Όταν ένιωσε κάποτε πως η δύναμη είχε αρχίσει να επιστρέφει στο σώμα της και να ελέγχει την κίνηση των άκρων της, σηκώθηκε και μέσα από τη λευκή ντουλάπα έβγαλε το Hermes ακριβό μαντήλι, το 154


μοναδικό πολύτιμο δικό της πράγμα που δεν είχε πουλήσει για να ζήσει, όπου είχε τυλιγμένο το λατρεμένο της μαχαίρι με την κόκκινη, δερμάτινη λαβή. Όλα έχουν ένα τέλος.» έγραψε ο Αντώνης τονίζοντας την τελευταία λέξη στο λευκό χαρτί του.

- Πως θα περιέγραφες τον εαυτό σου; Τη ρώτησε ο δικηγόρος Αθανάσιος Αθανασόπουλος σε μια πρόβα για όσα θα έλεγαν στην αίθουσα του δικαστηρίου. - Τώρα ή τότε; - Τώρα αλλά και τότε. - Ήμουν αρνί και έγινα λύκος. Τι ψάχνεις να βρεις… - Δηλαδή; - Δηλαδή, αγρίεψα. Πως αλλιώς να σου το πω. Άλλαξα. - Και τον σκότωσες. Κακό αυτό που έκανες όμως, το ξέρεις και το αποδέχεσαι. - Ξέρεις εσύ τι θα πει να κοιμάσαι στο δρόμο; Να μην έχεις να φας; Έναν άνθρωπο να μην έχεις, να σε 155


νοιαστεί; σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν στο μάγουλό της, συνεχίζοντας, ξέρεις πως νιώθει μια γυναίκα όταν είναι αναγκασμένη να πάει με τον κάθε βρωμιάρη για να ζήσει; Κι όλα αυτά εξ αιτίας αυτού του μαλάκα, του αδερφού μου! - Σσσς! Μη μιλάς έτσι… αν σου φέρονταν διαφορετικά πιστεύεις ότι η ζωή σου θα είχε πάρει άλλο δρόμο; Απάντησέ μου με κάθε ειλικρίνεια. - Ίσως… δεν ξέρω πια. Εκείνος θα ζούσε κι εγώ θα ήμουν δασκάλα πιάνου, όπως το ονειρευόμουν από παιδί. Εκείνος θα ζούσε, κι εγώ θα είχα παντρευτεί και θα είχα κάνει δική μου οικογένεια. Θα ζούσε, και τα παιδιά μας θα ήταν ξαδέρφια και θα έπαιζαν μαζί όπως γίνετε σε όλες τις φυσιολογικές οικογένειες. Αλλά… - Αλλά; Δεν έχει αλλά Εράντα σε αυτά τα πράγματα. Έκανες ένα φόνο. Αφαίρεσες μια ζωή και τώρα πληρώνεις κλεισμένη εδώ το τίμημα των πράξεών σου. Μετάνιωσες; Σιωπή… και μετά - Όχι.

156


«Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν καταπέλτης. Δεκαοκτώ έτη στην αδελφοκτόνο για το έγκλημα που διέπραξε συγκλονίζοντας για μέρες την ελληνική κοινωνία. Η ελληνική δικαιοσύνη δεν ήταν δυνατόν να ανεχτεί δείχνοντας ελαστικότητα στην εγκληματική συμπεριφορά λαθρομεταναστών με αποτέλεσμα, βάση νόμου, η ποινή να διπλασιάζεται από αυτή περιπτώσεων ντόπιων παραβατών, ακόμη και στην περίπτωσή της που είχε πολλά ελαφρυντικά και βρίσκονταν σε άμυνα. Δεν ήταν όμως τρελή, δεν ήταν χρήστης ουσιών, οπότε το έγκλημα έγινε έχοντας πλήρη συνείδηση της πράξης της, για την οποία - ας σημειωθεί- δήλωσε αναίσχυντα στο δικαστήριο πως δεν είχε μετανιώσει, κάτι που συνέβαλε στο να βγει ομόφωνα η απόφαση της καταδίκης της και να μην υπάρξει διάσταση στην άποψη ανακριτή και εισαγγελέα.»

157


Με αυτά τα λόγια, ο δημοσιογράφος Αντώνης Κιρμιζής διαφήμισε στη συνέντευξη τύπου το βιβλίο που κρατούσε όρθιο στο χέρι του. Η Εράντα τον επανέφερε στη δική του χλιδάτη πραγματικότητα, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει. Το τηλέφωνό του δεν σταματούσε να χτυπάει και οι προτάσεις που δέχονταν για να παρουσιαστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές αλλά και παρουσιάσεις του βιβλίου του ανά την χώρα, τον έκαναν να σκέφτεται πως έπρεπε να ανανεώσει την γκαρνταρόμπα του. Την είχε βγάλει από τα ενδιαφέροντά του την Εράντα αμέσως μόλις τελείωσαν οι συνεντεύξεις που της έπαιρνε, δεν τον ενδιέφερε η τύχη της αφού για αυτή είχε φροντίσει ένας από τους καλύτερους δικηγόρους της χώρας με τη δική του συμβολή, οπότε έκανε για εκείνη ό,τι καλύτερο μπορούσε, δεν ένιωθε καθόλου τύψεις για αυτό. Φρόντισε να μην ασχοληθεί άλλο λοιπόν με την υπόθεσή της που –αθόρυβα πια- συνεχίζονταν στο εφετείο Λάρισας προβληματίζοντας και τους πλέον ειδήμονες για το ποια θα έπρεπε να είναι η τύχη μιας τόσο ταλαιπωρημένης κοπέλας.

158


Ωστόσο η Εράντα παρέμενε προφυλακισμένη περιμένοντας να λειτουργήσουν τα βασανιστικά αργά γρανάζια της δικαιοσύνης. Ήταν μια ξένη στη χώρα, μια παράνομη που είχε διαπράξει ένα έγκλημα σε ομοεθνή της. Δεν ενδιέφερε κανέναν, μονάχα αποστροφή προκαλούσε η πράξη της . Ακόμη κι όταν ο ανακριτής Πειραιώς έδωσε εντολή να απελαθεί, οι αρχές αδιαφόρησαν. Ξεχασμένη από όλους, μισητή στη χώρα όπου είχε έρθει ακολουθώντας τα όνειρα του αδερφού της, Θυμόνταν τις ώρες που σκισμένη, γδαρμένη, βρεμένη, είχε περάσει την αφιλόξενη πλαγιά αφήνοντας για πάντα πίσω το χωριό της, για μια ακόμη πιο αφιλόξενη πατρίδα που κατά βάθος, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, αγάπησε. Ζώντας ως κομμάτι της, απαρνήθηκε γλώσσα και συνήθειες για να καταλήξει μια μέρα στο μικρό της κελί, κοιτάζοντας ανάμεσα από κάγκελα τις μαύρες άναστρες νύχτες της, ανακουφισμένη που έστω κι έτσι όλα είχαν τελειώσει. Μονάχα οι μέρες της προξενούσαν πόνο όταν περνούσαν αδιάφορα ίδιες με τις προηγούμενες.

159


Κι ο γαλανός ουρανός που της πλήγωνε το βλέμμα όταν τον κοίταζε από το μικρό, σημαδεμένο από σίδερα παράθυρό της, διακρίνοντας μέσα του το γαλάζιο των ματιών του.

* νάνα= γιαγιά *Lerm=Άσε με!

160


Ιστορία Δεύτερη

«Επισκευές Υποδημάτων ο Χαραλάμπης»

Κάποιοι τον συμπαθούσαν. Δεν τον έλεγες όμως κι ευχάριστο άνθρωπο –εκτός από όταν έπινε, που μεταμορφώνονταν σε έναν άλλο, άγνωστο, σχεδόν αξιαγάπητο τύπο. Βέβαια, δεν ήταν και τελείως μοναχικός ή αποτραβηγμένος από τα εγκόσμια, αυτό που λέμε δηλαδή μονόχνοτος, γιατί η δουλειά του του 161


το απαγόρευε. Αυτό που έκανε ο Χαραλάμπης ήταν να παίρνει τη μέρα έτσι ακριβώς όπως τον ξυπνούσε, κι έτσι γίνονταν είτε στρυφνός, κακότροπος κι ανθρωποδιώκτης, είτε διαλλακτικός κι ανεκτικός, μέχρι που ώρες ώρες έσκαγε κι από ένα χαμόγελο φροντίζοντας πρώτα να μην έχει τραβήξει κάποιο βλέμμα πάνω του. Πίσω από τον τσαγκαρόπαγκο, τούκου τουκ τούκου όλη μέρα, γέμιζε το κεφάλι του σφυριές επισκευάζοντας τα χαλασμένα παπούτσια του ενός και του άλλου. Δουλειά δεν του έλειπε ποτέ γιατί ήταν βλέπεις καλός μάστορας. Την αγαπούσε τη δουλειά του. Ήταν ό,τι του είχε απομείνει από τον πατέρα του. Ακόμη και η μυρωδιά της ψαρόκολλας εκείνον του θύμιζε κι έρχονταν στιγμές που με λαχτάρα την έπαιρνε στα πνευμόνια του λες κι έτσι θα γέμιζε μαζί και τα χαμένα παιδικά του χρόνια όπου η πατρική φιγούρα απουσίαζε. Η κυρά Στέλλα, η μάνα του, έφτασε τα ογδόντα, τη χόρτασε πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι και τον αφήσει κι αυτή μονάχο, μαγκούφη, να γυρνάει από τη δουλειά σε ένα άδειο σπίτι, άδειο αλλά δικό του όσο και η δουλειά, δεν χρωστούσε ο Χαραλάμπης τίποτα 162


και σε κανέναν-, να τον πονούν οι πλάτες απ’ το σκύψιμο και να μην έχει μία ψυχή για να τον τρίψει. Έτσι τον είχε καταντήσει η αναμονή, η αναμονή της παντρειάς της Βούλας, της αδερφής του. Γιατί ο Χαραλάμπης, αν και μικρότερος από την αδερφή του, είχε έντονο το αίσθημα του προστάτη. Με τον πρόωρο χαμό του πατέρα είχε πάρει, στα δώδεκα, εκείνος τα ηνία της οικογένειας κι έγινε φύλακας άγγελος της μάνας και της αδερφής του. Για ν’ ακούσει το φχαριστώ μια μέρα, όπως συνήθως γίνεται με όλες τις θυσίες. Τι του είχε έρθει τώρα και όλα αυτά τα έφερνε πάλι στο νου του… «Πάνε, πάλιωσαν, πετάχτηκαν, δεν αλλάζονται», είπε για μία ακόμη φορά στον εαυτό του χαμηλόφωνα, σα να μιλούσε σε πελάτη για τα παπούτσια που του είχε φέρει στα οποία επισκευή δεν χώραγε, μόνο πέταμα, αρχίζοντας πάλι το τουκ τουκου τουκ με το μικρό σφυρί του, να χτυπήσει τις σκέψεις που έρχονταν επίσκεψη στο ξανθό του κεφάλι. «Ουστ! Από εδώ» έλεγε άλλες φορές δυνατά όταν ήταν μόνος του στο σπίτι και σκέφτονταν τα ίδια και τα ίδια. Βέβαια, εκείνος ζητούσε να διώξει τις θύμησες που τον 163


έπιαναν από το λαιμό κι έλεγαν πότε πότε να τον πνίξουν, μα όταν τύχαινε κανείς να τον ακούσει, μιας και η οικοδομή ήταν παλιά, με τσιμεντόλιθο φτιαγμένη και καθόλου μόνωση, νόμιζε πως μιλούσε με αόρατες φιγούρες ο Χαραλάμπης, «πάει, του σάλεψε» έλεγαν ο ένας στον άλλο στη γειτονιά, κι οι πιο κακές γλώσσες –γυναικείες συνήθως- δήλωναν απερίφραστα πως «το γεροντοπαλίκαρο το βάρεσε η αγαμία», λόγια που δεν ήταν κι εντελώς ψεύτικα. Άλλοι πάλι έλεγαν πως θα μιλάει στις γάτες του, πράγμα εξίσου πιθανό αφού ο Χαραλάμπης είχε μαζέψει στο σπίτι του και υιοθετήσει όλα τα αλητογάτια της γειτονιάς και των περιχώρων, οπότε λογικό ήταν να ξεστόμιζε κι από ένα «Ουστ!» κατά τη διάρκεια της μέρας, αφού σίγουρα θα μπλέκονταν όλη την ώρα μέσα στα πόδια του. Είχε κλείσει το Σεπτέμβρη τα πενήντα πέντε κι ακόμη δεν είχε μοιραστεί τη ζωή του με γυναίκα. Όχι πως δεν το είχε προσπαθήσει κατά καιρούς, μα όταν του τύχαινε δεν είχε έρθει η ώρα του όπως θεωρούσε, λόγω της αποκαταστάσεως της Βούλας, κι όταν το ήθελε δεν τύχαινε να στεριώσει. Δεν συνάντησε δα και τόσα πρόθυμα θηλυκά ώστε να πει πως το γλέντησε τουλάχιστον, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού 164


του ήταν οι σχέσεις που είχε κάνει. Εύκολα δεν ξεθάρρευε, ούτε δίνονταν με άνεση σε ανθρώπους, πολύ περισσότερο δε όταν αυτοί οι άνθρωποι φορούσαν φουστάνια. Τότε τον έπιανε ένα σφίξιμο στο στήθος, ίδρωναν τα χέρια του στη θέα του ποδόγυρου, κι οι λέξεις που έβγαιναν με δυσκολία από το στόμα του δεν ήταν τόσο ευχάριστες όσο θα ήθελε για να κρατήσουν μία γυναίκα κοντά του και να την προτρέψουν να θέλει να εξερευνήσει τη μαύρη του ψυχή, να τον αγαπήσει για όλα όσα είναι, χωρίς πολλά πολλά λόγια, έτσι απλά για χάρη του έρωτα και της αγάπης. Το ένιωθε ο Χαραλάμπης πως δεν αγαπήθηκε όσο του άξιζε, κι αυτό τον πονούσε μα δεν ήθελε να το δείχνει. Ένιωθε ακόμη πως δεν αγαπήθηκε ούτε από την ίδια του τη μάνα ούτε και από την αδερφή του, τα πρώτα θηλυκά της ζωής του, κι ας έκανε εκείνος τα πάντα γι’ αυτές. Κι ας στερήθηκε τη ζωή αυτός για να ζήσουν εκείνες. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια κι έναν μήνα λειψό τον περνούσε η Βούλα του μα έμελλε να είναι αυτός ο καπετάνιος στης φαμελιά τους το καράβι.

165


«Έτσι το ήθελε η μοίρα» είπε ξανά ο παπουτσής μέσα απ’ τα δόντια του δίνοντας τόπο στην οργή του με μία ακόμη γερή σφυριά σ’ ένα λοξό τακούνι να το ισιάσει. Λοξό, σαν τη ζωή του. Όταν ήταν ακόμη παιδί, εκεί γύρω στα οχτώ, όπως θυμόταν τον εαυτό του με κείνο το ξανθό τσουλούφι, κοκοράκι το έλεγε η μάνα, να πέφτει πάνω στο δεξί του μάτι και να τον τυφλώνει αβέρτα, όλα τ’ άλλα πράσα τρίχες, μονάχα τούτο κατσαρό, μια μπούκλα σκέτη, του άρεσε να τρέχει πέρα στους μπαξέδες και να κοιμάται κάτω από τα λιόδεντρα. Υπήρχαν ακόμη μπαξέδες και λιόδεντρα τότε κοντά στο σπίτι του, αργότερα γέμισε ο τόπος τσιμέντο και πολυκατοικίες, τις δεκαετία του ’80-‘90 που οι άνθρωποι είχαν λεφτά για ξόδεμα κι επενδύσεις κι όλοι έπαιρναν –φτωχοί και πλούσιοι- μια χούφτα γης με δάνειο, χώματα δανεικά που σταδιακά τα πέτρωναν χτίζοντας και ξανά χτίζοντας τα όνειρά τους μέσα σε ντουβάρια. Εκεί, κάτω από μία ελιά με χοντρό, σκαμμένο κορμό που τον περίμενε κάθε μέρα για σκαρφάλωμα, γνώρισε την Καλυψώ. Αυτή ήταν η πρώτη αληθινή του αγάπη, η θηλυκιά που έμελλε να του γίνει εμμονή κι έρωτας ατελεύτητος. Η Καλυψώ ήταν το θηλυκό που καμιά 166


γυναίκα δεν κατάφερε να συναγωνιστεί, όλες τις σύγκρινε μαζί της κι όλες τις έβρισκε σκάρτες, όλες εκτός της Αθηνάς, μα αυτή ήταν μία άλλη πονεμένη ιστορία. Η Καλυψώ του, είχε δυο μάτια που πετούσαν φλόγες κίτρινες, μάτια φωτιές όλο πονηριά και νάζι, όλο κατανόηση αλλά και γινάτι όταν δεν της έδινε την πρέπουσα σημασία. Μάτια μεγάλα, αμυγδαλωτά, που άνοιγαν και τον έπαιρναν όλο μέσα της καθώς τα χρόνια περνούσαν και μεγάλωνε κι αυτός και κείνη. Όταν γνωρίστηκαν μία ψυχή μια χούφτα ήταν, την φώναξε «ψ ψ ψ ψ ψ» κι εκείνη τον πλησίασε άφοβα παραπατώντας λόγω του νεαρού της ηλικίας της. Στα χέρια του την κράτησε και τη φίλεψε μπουκιά μπουκιά το κολατσιό που είχε πάρει από το σπίτι, μία φέτα ζυμωτό ψωμί και μία κομμάτα τυρί με το γάρο να τρέχει ακόμη στους αγκώνες του. Ύστερα από τέτοιο φαγητό ήρθε η κοιλίτσα της και πρήστηκε, κι ο Χαραλάμπης σκέφτηκε πως θα ήταν φρόνιμο να την έπαιρνε μαζί του στο σπίτι, να της προσφέρει και νερό ή ό,τι άλλο εκείνη ζητούσε. Έτσι, ξέχασε το σκαρφάλωμα, έβαλε την Καλυψώ στην τσέπη και πήρε

167


το δρόμο της επιστροφής για τα φουστάνια της μάνας του. «Τι θέλεις πια;» τον ρώτησε αυτή όταν βαρέθηκε να τον νιώθει μες στα πόδια της. Το και το της είπε. Το γατί το ήθελε. Το γατί θα έμενε μαζί του. Είκοσι δύο ώρες την έβγαλε ο Χαραλάμπης μαζί με το γατί –κι αυτό το σκασμένο, πείναγε δίψαγε, εκεί, από την αγκαλιά του δεν ξεκούναγε, λες κι ήξερε- κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, μ’ ένα μάγουλο κόκκινο φωτιά από το χαστούκι που έφαγε απ’ τη μάνα επειδή δε ρώτησε, επειδή απαίτησε. Γι’ αυτό κι αυτός επαναστάτησε και στρώθηκε κάτω από το τραπέζι της κουζίνας οκλαδόν προς διαμαρτυρία με σκοπό ή να την πείσει να το κρατήσουν το ζωντανό στην οικογένεια ή αλλιώς θα τα κακάρωνε στο άνθος της ηλικίας του μαζί με το γατί από πείνα, δίψα και άλλες ανάγκες που είχε και σφίγγονταν να τις κρατήσει μέσα στο βρακί του για να μην έχει κι άλλα ανοιγμένα θέματα με τη μάνα. Τι να έκανε κι η κυρά Στέλλα με το πείσμα του γιού της, ενέδωσε.

168


«Κράτα το το ρημάδι σου αλλά να δεις που θα πάει άμα μπλεχτεί στα ποδάρια μου» του είπε την εικοστή δεύτερη ώρα της διαμαρτυρίας αγανακτισμένη, ανάβοντάς του το πράσινο φως για να βγει από τη φυλακή του. Τεντώθηκε τότε ο Χαραλάμπης, να επαναφέρει το μουδιασμένο του κορμί στην όρθια θέση, τεντώθηκε και το γατί γυρνώντας ψηλά το κεφαλάκι κοιτάζοντάς τον κατάματα με τις φωτιές του σα να του έλεγε «τα καταφέραμε!». Κι ήταν αυτή η μαγεία του βλέμματός της που τον λίγωσε, φέρνοντάς του στο μυαλό την άλλη Καλυψώ, τη μάγισσα, εκείνη του Οδυσσέα, γι’ αυτό και της το φόρεσε το όνομα αμέσως μετά την οκλαδόν επανάστασή τους. Κι ήταν μία μάγισσα σουρτούκω αυτή που άλλη δεν την έφτανε στη γειτονιά. Σεργιάνιζε παντού κι όλους τους είχε κερδισμένους με την άψογη συμπεριφορά της, μάισσα και κυρία σωστή, ποτέ δεν ενόχλησε, δεν έκλεψε, ούτε τραγουδούσε τα βράδια του οίστρου παρέα με τις άλλες γάτες. Αυτή μονάχα κυνηγούσε,

169


ποντίκια, κατσαρίδες, καθάριζε τη γειτονιά τους από όλα τα βρωμερά διαολεμένα πλάσματα. Όλοι λοιπόν τη χαίρονταν και την αγαπούσαν, ο Χαραλάμπης τη λάτρευε, μόνο η μάνα δεν τη χώνεψε ποτέ. Ακόμη κι όταν έφτασε η στιγμή να φύγει από τη ζωή η Καλυψώ του, στα δεκαεννιά της χρόνια, υπέργηρη δηλαδή, μέσα του τον έτρωγε η ιδέα – παρόλο που ήξερε πως είχε έρθει η ώρα της- μήπως ήταν το χεράκι της μάνας του που ήθελε να την ξεκάνει. Τούτο τον χαμό ποτέ του δεν τον ξεπέρασε. Ούτε φυσικά την τεράστια αγάπη του για τις γάτες. Τις υιοθετούσε δίχως δισταγμό, η μία διαδέχονταν την άλλη ή και πολλές μαζί ακόμη, τον διάλεγαν δεν τις διάλεγε, έρχονταν στη ζωή του περιμένοντας να τους ανοίξει την πόρτα. Έτσι, αν και μόνος ανάμεσα στους ανθρώπους ο Χαραλάμπης, μόνος δεν ήταν αφού είχε τη στοιχειώδη παρέα των τετράποδων φιλενάδων του, αρσενικές και θηλυκές να γουργουρίζουν στα πόδια του όλο ευχαρίστηση, να γουργουρίζει κι αυτός κρυφά γεμίζοντας την άδεια αγκαλιά του με δαύτες.

170


«Βούλα, Βουλίτσα στον κώλο σου μια ελίτσα!»

171


Δεν το είχε καταλάβει, θες πίστεψέ το θες μην το πιστεύεις. «Δεν μπορεί» είχε πει μέσα της όταν ήταν γύρω στα δεκάξι, «κάτι πάει στραβά με την πάρτη μου! Κουτσή, στραβή δεν είμαι, άσχημη δε με λες, γιατί λοιπόν ακόμη δεν έχω βρει γκόμενο;» Και κάθισε πάνω σε αυτή τη σκέψη για χρόνια. Κατά διαστήματα βέβαια αναρωτιόνταν αν ήθελε στ’ αλήθεια να βρει γκόμενο ή μήπως ήταν επιθυμία που αντλούνταν από τις επιθυμίες των φιλενάδων της. Έπειτα, αυτή είχε το ρόλο της «φίλης» πάντα και αυτό της άρεσε. Φίλη των αγοριών, σύντροφος στα παιχνίδια τους, στις συζητήσεις, τις συμβουλές ακόμη και στις εξομολογήσεις τους για τα πρώτα χτυποκάρδια που ποτέ δεν είχαν να κάνουν με κείνη αλλά αυτό ουδέποτε την πείραξε. Όλα γίνονταν σε φιλικό επίπεδο και δεν στράβωσε ούτε για αστείο αυτή η δουλειά, αφού αυτό το αμοιβαίο συναίσθημα της άρρηκτης εμπιστοσύνης ακολούθησε την ανδροπαρέα της και στο μεγάλωμα, όταν από παιδιά έγιναν έφηβοι κι ύστερα ενήλικες. Η Βούλα ήταν ο άνθρωπος των αρσενικών. Τους βοηθούσε να βρουν κορίτσι, να βγάλουν το κορίτσι, να κερδίσουν το κορίτσι, να γαμήσουν το κορίτσι. Έτσι 172


είχε φτάσει δεκάξι για να διαπιστώσει μία μέρα πως ναι μεν φίλη των φίλων ήταν, αλλά στην προσωπική ζωή είχε μείνει μετεξεταστέα. Κι έπεσε πάλι σε βαθιά περισυλλογή. Τόσο βαθιά που κράτησε άλλα δεκάξι χρόνια, ως τα τριάντα δύο της που ο αδερφός της κίνησε το θέμα της αποκατάστασης, μιας και το δικό της βιολογικό ρολόι έμοιαζε να είναι χαλασμένο. «Μεγαλώνεις εσύ, μεγαλώνω κι εγώ, πάτησα τα είκοσι εννιά, τι σκατά σκοπεύεις να κάνεις με τη ζωή σου;» της είχε πει μία μέρα, συνεχίζοντας το βαρύ κατηγορητήριο «δουλειά δεν έχεις, φίλους έχεις αλλά όχι έναν άνθρωπο δικό σου, να είστε ζευγάρι όπως κάνει όλος ο κόσμος. Ποια τα σχέδιά σου για το μέλλον, θα μου πεις για να ξέρω κι εγώ το πότε επιτέλους θα βάλω τη δική μου ζωή σε προτεραιότητα;» Κι έτσι, στα καλά καθούμενα εκεί που έτρωγαν τις φακές τους, η Βούλα βρέθηκε αντιμέτωπη με το μυστήριο της ζωής της. «Σου έχει πει ποτέ κανένας πως πρέπει να ρυθμίζεις τη ζωή σου σύμφωνα με τη δική μου Χαράλαμπε;» του αντεπιτέθηκε. «Κάνε εσύ ότι καταλαβαίνεις κι άσε εμένα να κάνω για τον εαυτό μου ότι εγώ καταλαβαίνω. Ξηγηθήκαμε; Άλλωστε είμαι και 173


μεγαλύτερη κάτι που μονίμως ξεχνάς και μου φέρεσαι σα να είμαι μικρό κοριτσάκι.» «Όχι Βούλα, δεν ξηγηθήκαμε. Έδωσα υπόσχεση νοητή στη μάνα να σε δω αποκατεστημένη και τακτοποιημένη προτού φτιάξω τη δική μου ζωή. Να έχεις το σπίτι σου, τον άντρα σου, κι ύστερα θα δω κι εγώ τι θα κάνω. Η προτεραιότητά μου είσαι εσύ. «Α, ναι; Κοίτα λοιπόν, αφού το θέτεις έτσι, σε απαλλάσσω από αυτό το καθήκον και την υποχρέωση αδερφούλη. Σου ανάβω πράσινο φώς για να κάνεις ό,τι γουστάρεις χωρίς να νοιάζεσαι άλλο για τη δική μου τύχη. Οκ;» «Αυτό δεν θα γίνει! Αυτό, δεν μπορεί να γίνει… Έτσι το νιώθω κι έτσι το κάνω Βούλα, είτε σ’ αρέσει είτε όχι.» είπε την τελευταία του κουβέντα ο Χαράλαμπος και συνέχισαν ν’ αδειάζουν το πιάτο με τις φακές τους αμίλητοι. Όμως αυτή η συζήτηση ήταν που έβαλε σ’ εγρήγορση την εσωτερική αναζήτηση της Βούλας. Δεν σκέφτονταν, φυσικά, να βρει τον καλό σύζυγο προς αποκατάστασή της, μα έπρεπε πια να βρει το τι στην ευχή ήθελε στ’ αλήθεια να κάνει με τη ζωή της. Ήθελε 174


να καταλήξει ως άλλη μία γεροντοκόρη που μένει με τον αδερφό της και τα παιδιά που περνούν κάτω από το ράφι της (το σπίτι της εννοούσε να λέει έτσι) να την κοροϊδεύουν φωνάζοντας «Βούλα, Βουλίτσα, στον κώλο σου μια ελίτσα!» όπως έκαναν κάποτε αυτοί με τη σειρά τους σε μία άλλη Βούλα, μια μεγαλοκοπέλα της γειτονιάς που μεγάλωσαν, ή θα έβαζε ένα τέλος στις μαρτυρικές της σκέψεις αποδεχόμενη την οποιαδήποτε ζωή θα επέλεγε; Γιατί εκεί ήταν το μυστικό, η Βούλα αυτό το γνώριζε καλά, στην επιλογή. Ακόμη κι αν επέλεγε λοιπόν την περίπτωση να μείνει μονάχη και να γυρνοκοπάει κατά βούληση έστω και κάτω από τις κοροϊδίες γειτόνων και παιδικών στομάτων, θα ήταν ευτυχής γιατί θα ήταν επιλογή της κι όχι κάτι που της είχαν επιβάλλει. Η Βούλα σιχαίνονταν οτιδήποτε της επιβάλλονταν και είχε έρθει σαφώς η στιγμή να αντιμετωπίσει τον εαυτό της αλλά και όλα αυτά που απέφευγε μέσα στα χρόνια να αναλύσει και αφορούσαν τη ζωή της, διαπιστώνοντας με πίκρα πως αυτό που τελικά της έδινε δύναμη και την ωθούσε να είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας, ο άνθρωπος έξω καρδιά και η φίλη όλων ήταν αυτός ακριβώς ο φόβος που είχε φυτρώσει μέσα της κι αδυνατούσε να τον ξεριζώσει. Ο Φόβος της μοναξιάς. 175


Ο φόβος πως δεν μπορούσε να αποδεχθεί ούτε η ίδια την πραγματικότητά της, γι’ αυτό και την ξεγελούσε. Κι όσο τα χρόνια περνούσαν, πες πες κόντεψε και κείνη να πιστέψει πως δεν είχε ανάγκη από έναν μοναδικό άνθρωπο στη ζωή της, από έναν συνοδοιπόρο και σύντροφο, μα από πολλούς που τους αποκαλούσε εν συντομία φίλους. Να αναρωτηθεί σε βάθος, λοιπόν. Τι θέλω; Θέλω; Δεν θέλω; Τι θα ήθελα να κάνω με τη ζωή μου… Κι απ’ την άλλη, ακόμη κι η σκέψη πως θα έμπαινε τόσο βαθιά μέσα της, της προκαλούσε φρίκη. Έπρεπε όμως να γίνει. Ήταν ήδη πολύ αργά και την στοίχειωναν όλες οι ερωτήσεις που ποτέ δεν έκανε στον εαυτό της. Ναι, έπρεπε να τελειώνει μια και καλή με αυτή την ιστορία. «Εντάξει λοιπόν! Αφού το θέλεις», φώναξε του εαυτού της υπογράφοντας τούτη τη μυστική συμφωνία να λύσουν το μυστήριο μαζί του μέσα της και να το βγάλουν έξω, στο φως, να το δει κι έρημος Χαραλάμπης μήπως και προλάβαινε στο τσακ κι αυτός να βάλει σε σειρά τα δικά του θέλω.

176


Ξεροκατάπιε κι ούτε γνώριζε γιατί λιγόστεψε η ανάσα της από μία τόση δα απόφαση να εξερευνήσει τον εαυτό της. «Καλέ, η πρώτη θα είμαι για η τελευταία;» γέλασε με τα χάλια της κλείνοντας πίσω της με βρόντο την πόρτα. «Ώρα για ξελαμπικάρισμα», είπε βγαίνοντας να συναντήσει άλλη μία βραδιά πεζής και ξέφρενης διασκέδασης με την τρελοπαρέα.

177


Δουλειά στα μέσα της κρίσης και άλλα συμπαρομαρτούντα. «Που πας;» πρόλαβε να φωνάξει ο Χαράλαμπος μα δεν έφτασε η φωνή στην αδερφή του που έκλεισε βιαστικά με κρότο την πόρτα πίσω της, κάτι που συνήθιζε από παιδί. Κόντευε τα τριάντα δύο η Βούλα του κι ακόμη ήθελε να την ελέγχει πριν βγει από το σπίτι. Που πας, για να δω τι φόρεσες, πότε θα γυρίσεις, κι άλλα τέτοια άκρως ελεγκτικά που ηρεμούσαν τον Χαραλάμπη οδηγώντας τη Βούλα στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης. Δεν του άρεσε καθόλου το στυλ ντυσίματός της και συχνά της το επεσήμαινε. Ντύνονταν πολύ παιδικά για την ηλικία της, με αφορμή το ότι ήταν μικροκαμωμένη και της έκαναν ρούχα από παιδικά καταστήματα 178


αγορασμένα. Η μορφή της δεν θύμιζε σε τίποτα γυναίκα τριάντα δύο ετών, την έκανες δεν την έκανες είκοσι τρία με είκοσι πέντε. Όμως ο Χαραλάμπης δεν της δικαιολογούσε με τίποτα τα κοντά φουστάκια με τους φραμπαλάδες και τα κοκαλάκια με τα μπιχλιμπίδια στα μαλλιά που την έκαναν να μοιάζει μπεμπέκα σε όποιον δεν γνώριζε την ηλικία της. Έτσι, το στυλ της Βούλας γίνονταν σημείο αντιπαράθεσης των δύο αδερφών σε κάθε ευκαιρία και συνήθως η συζήτηση κατέληγε με αυτόν να της τονίζει δηκτικά πως είχε παχύνει ή πως είχε κρεμάσει και δεν ήταν πια δέκα έξι ή είκοσι όπως εκείνη νόμιζε. Τότε, η Βούλα του έβγαζε θυμωμένα τη γλώσσα και αποχωρούσε μεγαλοπρεπέστατα από τον καυγά χτυπώντας το τακούνι της στα πλακάκια, ακριβώς όπως ένα παιδάκι του δημοτικού. Σάμπως ήξερε ποτέ της να μαλώνει η Βούλα; Ακόμη κι όταν γίνονταν έξαλλη κι είχε τόσο την όρεξη να βρίσει και να φωνάξει, κοκκίνιζε μονάχα σαν παντζάρι χάνοντας τα λόγια της, κι εκεί που θα άφηνε τον εαυτό της να γίνει ρεζίλι βγάζοντας άναρθρες κραυγές και σκουξίματα μέσα από το θυμό της, αποχωρούσε πάντα με ένα χτύπημα του αριστερού της ποδιού στα 179


πατώματα. Κι εκεί έληγε η οποιαδήποτε διένεξη. Πώς να συνεχίσει να μαλώνει κανείς μαζί της; «Μαλώνει κανείς με ένα παιδί;» αναρωτήθηκε ο Χαράλαμπος μαζεύοντας το τραπέζι από το μεσημεριανό τους φαγητό. Πλησίαζε άλλωστε η ώρα ν’ ανοίξει και κείνος το μαγαζάκι του. Ευτυχώς που ήταν ακριβώς από κάτω από το σπίτι και γλίτωνε την ταλαιπωρία της μετακίνησης. Είχε προνοήσει και γι’ αυτό ο πατέρας. Η οικοδομή όπου στεγάζονταν το μαγαζί και το πατρικό των δύο αδερφών μπορεί να ήταν κατασκευή του 1974, παλιά πολυκατοικία όπου ζούσαν δώδεκα οικογένειες δίχως κεντρική θέρμανση, δίχως κοινόχρηστα, δίχως μόνωση στις μεσοτοιχίες, όπου γνώριζε επακριβώς η δεξιά τι ποιεί η αριστερά και το αντίστροφο με το παραπάνω, αλλά ήταν δικά τους, κάτι που ένιωθαν και οι δύο πως μέσα στην οικονομική κρίση που ζούσαν ήταν πολύ σημαντικό. «Άντε να είχαμε να πληρώνουμε νοίκια», της ανέφερε συχνά πυκνά ο Χαραλάμπης για να επιβεβαιώνει από τις απαντήσεις της πως σέβονταν και κείνη το ότι ζούσαν δίχως ιδιαίτερες δυσκολίες σε καιρούς ιδιαίτερα δύσκολους. Δεν τους έλειπε τίποτα. Είχαν τα ξύλα και 180


πετρέλαιο που χρειάζονταν για να βγάζουν τον χειμώνα, μιας και είχαν δύο σόμπες αλλά και τζάκι στο σπίτι, πλήρωναν τους λογαριασμούς τους προτού λήξουν, κι έτρωγαν ότι τραβούσε η όρεξή τους χωρίς στερήσεις. Η Βούλα έβγαινε μέρα παρά μέρα με τις παρέες της κι ούτε λόγο χρειάστηκε να δώσει ποτέ για το πόσα χαλάει, ούτε και της ζήτησε ποτέ ο αδερφός της να συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού. Στο μαγαζί σπάνια πήγαινε, όποτε της έκανε κέφι, κι ήταν ακόμη και σ’ αυτό ελαστικός ο Χαραλάμπης, μιας και τίποτα από αυτά δεν τον απασχολούσε. Ήθελε μόνο να είναι καλά η αδερφή του, να τη βλέπει χαρούμενη, σχεδόν ζούσε μέσα από εκείνη όσα εκείνος ποτέ του δεν έζησε. Έτσι, την παρότρυνε να γνωρίζει κόσμο, να βγαίνει, μάλιστα της τσοντάριζε και με το παραπάνω για τις κραιπάλες και τις ολονύκτιες διασκεδάσεις της, κι ύστερα, το πρωί, το μόνο που της ζητούσε ήταν να του περιγράψει η Βούλα τι είχε δει, τι είχε ακούσει, τι είχε ζήσει, ενώ εκείνος ρουφούσε τα λόγια της μαζί με τον καφέ του κι ήταν σα να είχε βγει μαζί της, σα να συμμετείχε τρόπον τινά στη βόλτα της.

181


«Το μαγαζάκι και τα χέρια μου να είναι καλά», συνήθιζε να λέει. Αυτό ήταν κανόνας στη ζωή του Χαράλαμπου. Όλα τα ξεχνούσε όταν κάθονταν πίσω από τον πάγκο του κι έπιανε τα εργαλεία, ή όταν πίσω στο σπίτι έβαζε τις παντούφλες του και βολεύονταν στην πολυθρόνα περιμένοντας μία μία τις γάτες του να περάσουν από την αγκαλιά του. Τότε ξεκουράζονταν πραγματικά, έκλεινε τα μάτια κι άνοιγε τα φτερά της φαντασίας του πηγαίνοντας ταξίδι σε μια ζωή όπου ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που άλλα του συνέβαιναν και όχι όσα ζούσε. Πάντα όμως καθώς επανέρχονταν στην πραγματικότητα μετά από κάθε νοερό ταξίδι, δεν ξεχνούσε να κάνει το σταυρό του λέγοντας «δόξα τω Θεώ, τη βγάλαμε και σήμερα». Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον το να νιώθει ευγνώμον για όσα είχε ακόμη κι αν αυτά δεν ήταν ότι ονειρεύονταν. «Το μεροκάματο να βγαίνει, πάνω από όλα!» Και με γνώμονα αυτή τη φράση ο Χαραλάμπης με υπομονή ανέχονταν όλες τις ιδιοτροπίες των πελατών του, κυρίως γυναικών, αφού του αρκούσε που βοηθούσαν με όλες τις παραξενιές τους στο να βγαίνει το δικό του μεροκάματο. Συμβούλευε πάνω σε αυτό και την αδερφή του, ώστε να πάψει να γκρινιάζει με το 182


παραμικρό αποδεχόμενη πως στην πραγματικότητα, εν καιρώ κρίσης, ήταν πολύ τυχερή που μπορούσε να πράξει ότι της κατέβαζε η γκλάβα της. Μέσα σε αυτό ήταν και το να δείχνει την αδυναμία της στα παιδικά ρούχα, αγοράζοντάς τα σε ποσότητες από τα καταστήματα που είχαν το νούμερό της, δηλαδή το δεκατέσσερα. Με τα παιδιά τα ίδια δεν πολύ τρελαίνονταν, μόνο τα ρούχα τους ήθελε να φοράει, ίσως επειδή μέσα της ήταν ακόμη παιδί και η ίδια. «Πόσο χρονών είσαι τελικά;» τη ρωτούσαν όλο περιέργεια άνθρωποι που μόλις την γνώριζαν, δίνοντάς της την αφορμή να απαντήσει όλο σκέρτσο κι όλα νάζι «όσο φαίνομαι!» αφήνοντας το μυστήριο της ηλικίας της να αιωρείται σαν παραφουσκωμένο με ήλιο μπαλόνι. Αυτό το μυστήριο της ηλικίας της Βούλας ήταν που προσέλκυσε και την Αθηνά που θέλησε να την πάρει μια μέρα υπάλληλο στην επιχείρηση με παιδικά ρούχα που διατηρούσε, παρόλο που ο τζίρος είχε πέσει τόσο ώστε θα αρκούσε η προσωπική της εργασία δίχως να χρήζει ανάγκης υπαλλήλου.

183


Η Αθηνά Μία τριανταπεντάρα γυναίκα όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμη ήταν η Αθηνά, ψηλή, πληθωρική και με μια ματιά που σε έδενε στο μαύρο της περίγραμμα δίχως να σου αφήνει περιθώρια δεύτερης σκέψης για το αν την συμπαθείς ή όχι, απλώς την αποδεχόσουν, ήταν επίσης ιδιοκτήτρια παιδικής μπουτίκ. Πελάτισσα σταθερή του Χαραλάμπη, τον γνώρισε όταν εκείνες οι κόκκινες, αγαπημένες της γόβες άρχισαν να φθείρονται κι αποζητούσαν επισκευή. Λες κι είχε γεννηθεί πάνω στα ψηλοτάκουνά της, η Αθηνά κέρδισε την εύνοια και τη φροντίδα του Χαραλάμπη, ακόμη και το χαμόγελό του, όσο άλλη καμία πελάτισσα. Όταν έμπαινε στο μαγαζάκι του εκείνη, έλαμπε ολόκληρος, σηκώνονταν από το σκαμνί όπου περνούσε σκυφτός δουλεύοντας το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του, σκούπιζε με βιάση τα μαυρισμένα χέρια του πάνω στη βρώμικη ποδιά του

184


κι έσπευδε να την εξυπηρετήσει με χαμόγελο κι ένα κρυφό ρίγος ανάμεσα στα σκέλια του. -Καλώς τη! Πώς να βοηθήσω σήμερα κυρία μου; Πρόφερε μέσα από τα χείλη περισπωμένες με πρωτοφανή για τα δεδομένα του λαχτάρα. Κάτι τον τραβούσε με δύναμη σα μαγνήτης σε αυτή τη γυναίκα, κάτι που αργότερα με την ίδια ακριβώς δύναμη θα τον απωθούσε. Η Αθηνά είχε εξαρχής τον τρόπο να τον πηγαίνει και να τον φέρνει από τη χαρά στη θλίψη, σαν κάτι παιχνίδια του Λούνα Παρκ που τα χτυπάς με όση περισσότερη δύναμη έχεις με ένα σφυρί ώσπου ν’ αγγίξει το έμβολο την κορυφή παίζοντας ένα νικηφόρο, πανηγυρικό τραγούδι, μέχρι να πέσει την αμέσως επόμενη στιγμή με δύναμη ξανά κάτω χάρη στο νόμο της βαρύτητας, με κρότο, σιωπή και απογοήτευση. Μία πάνω μία κάτω κι ο Χαραλάμπης κάθε φορά που την έβλεπε, προσπαθώντας να αναγνώσει αυτό που έκρυβε εκείνη πίσω από τα έντονα βαμμένα της μάτια. Κι όταν μία μέρα η Αθηνά πέτυχε τη Βούλα στο μαγαζί κι ενθουσιασμένη με το στυλ της, της πρότεινε 185


να εργαστεί στη δική της επιχείρηση γιατί όπως είπε χρειάζονταν επειγόντως μία τόσο γλυκιά, γελαστή και πρόθυμη υπάλληλο, τότε χαράς ευαγγέλια για τον Χαραλάμπη που μέχρι και τσίπουρο ήπιε αργότερα μόνος του στο σπίτι για να γιορτάσει τα δύο τρυγόνια που είχε πιάσει με ένα σμπάρο· Και δουλειά θα είχε η αδερφή του να τον ξεκουράσει επιτέλους λιγάκι από τις ευθύνες, αλλά και θα είχε τον δικό του προσωπικό κατάσκοπο κοντά στα χνώτα της Αθηνάς, να μαθαίνει τα νέα της από πρώτο χέρι ώστε να την πλησιάσει πιο εύκολα όπως το σχεδίαζε. Τόσο πολύ του είχε αρέσει η Αθηνά. Μάλιστα, όταν έμπαινε πια σε κείνα τα όνειρα μισό ύπνου μισό ξύπνιου, ανάμεσα στα χάδια της γάτας του, έβλεπε πως άγγιζε και κείνη, πως ήταν ήδη η Αθηνά Του, κι ας τον περνούσε σε ηλικία, άλλωστε μαθημένος ήταν αυτός σε μεγαλύτερες γυναίκες, τις κουμαντάριζε καλύτερα, αφού ένιωθε έτσι κι αλλιώς γέρος, απομακρυσμένος χρόνια και χρόνια από τη φυσική του ηλικία. Η Αθηνά Του λοιπόν, είχε γίνει στο μυαλό του μέσα η μόνη ανθρώπινη μορφή με την οποία ήθελε να δεθεί πραγματικά δημιουργώντας μαζί της ακόμη και οικογένεια. Κι αφήνονταν σε αυτές τις σκέψεις για 186


ώρες και ώρες, γίνονταν όλο και πιο συχνές μάλιστα, έρχονταν όποτε ήθελαν εκείνες και τον κυρίευαν ακόμη κι όταν δούλευε, δεν διάλεγε πια εκείνος το πότε θα τις φέρει ή αν θα ήταν στην μαλακή του πολυθρόνα όταν θα τις συναντούσε, έρχονταν ακάλεστες κλειδώνοντας έξω τον κόσμο γύρω του, κάνοντας τις κινήσεις επιδιόρθωσης των υποδημάτων να γίνονται εντελώς ρομποτικά, μηχανικά, αφού ο νους του ανήκε πια σε κείνη και κοντά στην εικόνα της γύρευε να είναι την περισσότερη ώρα. «Έτσι είναι να χάνεις το μυαλό σου;» ρωτούσε τον εαυτό του παίρνοντας την αβεβαιότητα για απάντηση «έτσι θα είναι».

Μα οι μέρες που πέρασαν από τη ζωή του Χαραλάμπη και της Βούλας, άλλες απαντήσεις του έδωσαν. Έδειξαν βέβαια πεντακάθαρα πως η Βουλίτσα ήταν πανευτυχής με τη νέα της δουλειά και η αφεντικίνα Αθηνά ενθουσιασμένη με το νέο υπαλληλικό προσωπικό. Προσπαθούσε μάλιστα να την κερδίσει και ως φίλη. Έβγαιναν, γλεντούσαν και γυρνούσε η Βούλα ξημερώματα από τις βόλτες τους, 187


μόνο για να αλλάξει ρούχα και να φύγει πάλι για το κατάστημα. Στην αρχή ο Χαραλάμπης βλέποντας αυτή την εξαντλητική νέα κατάσταση της αδερφής του, εκνευρίστηκε και δεν έχασε χρόνο για να της επισημάνει τις παρατηρήσεις του. Όμως μέσα του είχε τη σιγουριά πως για όλα έφταιγαν τα περί αποκαταστάσεως που της είχε αραδιάσει εκείνη τη μέρα του καυγά τους. Αυτά θεωρούσε πως την έκαναν να επαναστατήσει και να τον αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι γι’ αυτό και δεν έρχονταν πια σπίτι για πολύ παρά για να αλλάξει συνήθως κι έπειτα να ξαναφύγει. Κι έκανε κι άλλες σκέψεις, κι άλλες υποθέσεις κρυφές για την θεωρητική κατάντια της αδερφής του. Μα να του τύχει πάλι τέτοια στραβομάρα; Πάνω που έλεγε πως θα έφτιαχνε η ζωή όλων τους; Πήγαινε και το μυαλό του στα άλλα βέβαια, αυτά που δεν ήθελε ούτε να τα πιστέψει μα όφειλε να τα περάσει από επεξεργασία καθώς τα έπιασε μέσα σε ματιές και σε μισόλογα, πράγματα ασήμαντα για άλλους που όμως για εκείνον τη συγκεκριμένη στιγμή είχαν εξαιρετική σημασία. 188


Ο Χαράλαμπος δύο πράγματα μισούσε πραγματικά στη ζωή του· Τους μουσουλμάνους και τους ομοφυλόφιλους. Τους μεν πρώτους τους θεωρούσε υπεύθυνους για την επερχόμενη καταστροφή του κόσμου, τους δε άλλους, τους διαφορετικούς, τους αποκαλούσε μιάσματα με όλο του το είναι να συμμετέχει σε κάθε γράμμα που πρόφερε αυτής της λέξης. «Αφύσικα πράγματα, λάθη της φύσης, βάρη στον κόσμο» έλεγε κάθε φορά που την ευκαιρία του έδινε μία συζήτηση σχετική με αυτό, με κάποιον πελάτη, με στόμφο, κάνοντας εμφανή την απέχθεια που είχε για τη διαφορετικότητά τους. Δεν τα καταλάβαινε αυτά τα πράγματα ο Χαραλάμπης, θεωρούσε την ομοφυλοφιλία μία τρελή μόδα που έκανε τους ανθρώπους να πλησιάζουν το διάολο αφού άλλος κανένας δεν θα έβαζε δυο ίδιους ανθρώπους να ζευγαρώσουν, από αυτόν, τον ίδιο το Σατανά, για να γελάει και να ευχαριστιέται που βασανίζει τους ανθρώπους κλέβοντας τις ψυχές τους. Έτσι θεώρησε πως είχε καταλάβει λάθος, παρεξήγησε τις ματιές και τα γελάκια της Βούλας προς την Αθηνά και το αντίστροφο, υπέρμετρο μάλιστα, ενδιαφέρον 189


της Αθηνάς προς την αδερφή του. Είχε σίγουρα καταλάβει λάθος, αποφάσισε πείθοντας τον εαυτό του για τις προθέσεις τους. Για καλό και για κακό όμως, έφτυνε τρείς φορές στον κόρφο του «φτού! Φτού! Φτού!» κάθε φορά που το σκέφτονταν για να ξορκίσει και το παραμικρό κακό που μπορεί σε μια γωνιά του σπιτιού κρυμμένο να άκουγε. Καινούργια ομίχλη έπεφτε όμως πάνω από τη συνηθισμένη του ζωή. Υποσυνείδητα απομάκρυνε τα όνειρα και τα σχέδια της κατάκτησης της Αθηνάς, δεν θα μπορούσε διαφορετικά να γίνει αφού εκείνη την έβλεπε να φεύγει κάθε μέρα και περισσότερο από κοντά του, δεν τύχαινε να του μιλήσει ή να περάσει από το μαγαζάκι του για μέρες, κι εστίαζε το ενδιαφέρον και την προσοχή της μονάχα σε ότι αφορούσε τη Βούλα. Τη δική του Βούλα. «Τόση φιλία; Μωρέ μπράβο τους! Καλά κάνουν στην τελική…» μονολογούσε όποτε κάθονταν αβάσταχτη πάνω του η μοναξιά του. Όμως είχε και την έγνοια να μιλήσει στην αδερφή του. Κάτι τέλος πάντων να της πει, να προλάβει το κακό αν όντως ήταν γραφτό του να έρθει. 190


Και ήταν το γραμμένο του να το περάσει κι αυτό. Το κατάλαβε κάποτε πια κι όλα ξεκαθάρισαν μέσα του όταν η Βούλα έπαψε να γυρίζει σπίτι έστω και για λίγο, κι επέλεγε να μένει για μέρες και μέρες στο σπίτι της φίλης της. Εκεί δεν προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι συνέβαινε κάτι άλλο, ότι ήταν φιλικά ξενοκοιμίσματα όπως έκαναν οι φοιτητές και τα κορίτσια στην εφηβεία. Δεν ήταν ούτε στην εφηβεία οι δύο γυναίκες, ούτε ήταν φοιτήτριες. Ήταν δύο γυναίκες που στην ωριμότητά τους, για τους δικούς τους λόγους που εκείνος δεν ήθελε και δεν μπορούσε να κατανοήσει, είχαν επιλέξει να μείνουν μαζί.

«Έπεσε η θερμοκρασία, θα κρυώσεις» είπε δήθεν αδιάφορα στην αδερφή του, μία μέρα που είχε περάσει εκείνη για να μαζέψει τα χειμωνιάτικα ρούχα της. Είχαν περάσει πια τρείς μήνες από τότε που έμενε στης Αθηνάς. «Πες το ντε! Τι το κρατάς μέσα σου; Τι θα πει ο κόσμος δεν θέλεις να πεις; Πες το τι κάθεσαι και λες 191


μαλακίες ενώ θέλεις να με βρίσεις;» του επιτέθηκε η Βούλα. Αντί όμως να μπει ο Χαραλάμπης στη διαδικασία ενός διαλόγου παρακινούμενος από την έξαψη της αδερφής του, πέρασε από πλάι της σαν σκιά κι εξαφανίστηκε στην κουζίνα του. Αλλά ήταν πραγματικά τόσα αυτά που μέσα του φύλαγε και ήθελε να μοιραστεί μαζί της, να της φωνάξει ακόμα, που του έκαιγαν τα σωθικά οδηγώντας τον στη συχνή χρήση χαπιών για το στομάχι. Αυτό είχε πάει να πάρει κι εκείνη τη στιγμή και θα γύρναγε μόλις συνέρχονταν να τα βάλει όλα κάτω και να τα συζητήσουν. Όμως η Βούλα συνέχεια στη συζήτηση δεν έδωσε, βάλθηκε μόνο να χώνει σε έναν κίτρινο σάκο που είχε από τα μαθητικά της χρόνια – ε, ρε, τι εκδρομές είχε δει και τι χαρές αυτός ο σάκος- όση από τη ζωή της χώραγε, κι έφυγε βιαστικά κλείνοντας βέβαια όπως πάντα πίσω της, με κρότο, την πόρτα. «παλιολεσβία!» του βγήκε μόνο να πει του Χαραλάμπη, κι αυτό μέσα από τα δόντια του, από το φόβο μη μολύνει το χώρο του ακόμη κι η φράση. Ύστερα, έσβησε τη φωτιά που μέσα του έκαιγε με δύο 192


ξέχειλα ποτήρια νερό βρύσης κι ένα ακόμη χάπι για τον στομαχόπονο, μονορούφι. Δεν το χώραγε ο νους του κι όμως ήταν κάτι ζωντανό πια, μέσα στο σπίτι του συνέβαινε κι όχι στων διπλανών του τα σπίτια, ήταν από αυτά που έλεγες «έξω από την πόρτα μου κι ας είναι και στη διπλανή μου», κι αφού έτσι ήταν έπρεπε να βρει έναν τρόπο να το δεχθεί και να το προϋπαντήσει, να το καταλάβει όσο ήταν δυνατό να καταλάβει κάποιος το ακατανόητο, πολύ περισσότερο εκείνος που ούτε το σχολείο είχε τελειώσει, ούτε τα πήγαινε καλά με τα αφύσικα πράγματα. Πελάγωσε, δεν ήξερε αν θα το δέχονταν και πως, δεν ήξερε και τι θ’ απαντούσε στον ξένο κόσμο όταν θα τον ρώταγαν «που είναι η αδερφή σου; Γιατί χάθηκε;» ή «ποια είναι αυτή που τριγυρνάει με τη Βούλα, συγγενής σας;» τι θα έλεγε στον κόσμο για τα χάλια τους και πως θα παρουσίαζε τα καμώματα της Βούλας ούτε που μπορούσε πια να φανταστεί, γι’ αυτό πήρε την απόφαση να πάρει άλλο ένα χάπι, φίλος των χαπιών από παλιά αυτός, χάπια και γάτες έλυναν παλιά όλα του τα προβλήματα, τώρα ούτε αυτό μπορούσε να γίνει, γι’ αυτό κατάπιε το χάπι που θα του έφερνε ύπνο, 193


να τον βοηθήσει να ξεχάσει και να βυθίσει σε άχλη όλα όσα τον σκότιζαν απελευθερώνοντάς τον, τουλάχιστον για λίγες ώρες. Ξάπλωσε στο σκληρό του στρώμα και στην αρχή δύο, έπειτα τρεις κι εντέλει έξι γάτες πήραν θέση πλάι στα μπερδεμένα όνειρά του, γουργουρίζοντας και τη δική του θέληση να αλλάξει περιβάλλον, άλλος να ήταν αποζητώντας τη γαλήνη έστω και μέσα σε ένα όνειρο. Κι αν ήταν στον ύπνο του που είχε έρθει ο πατέρας ή δεν είχε προφτάσει ακόμη ν’ αποκοιμηθεί, δε γνώριζε, μόνο τον είδε –τι παράξενο! Από πού είχε ξεφυτρώσει τώρα αυτό το γνωστό του φάντασμα και με ποιο σκοπό;- δίπλα του στο στρώμα να κάθεται, να παίζει μάλιστα με το χέρι το κουμπί από το μαξιλάρι όπου είχε το κεφάλι του, παραλίγο να του πει ο Χαραλάμπης «άστο αυτό τώρα, θα το χαλάσεις, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ, σε φώναξε κανείς;» ντυμένος στ’ άσπρα και με σκουφάκι άσπρο επίσης στο κεφάλι, ο μπαμπάς πάπας -μη χειρότερα!- τι όνειρα ξε-όνειρα ήταν τώρα ετούτα που αντί να τον βοηθήσουν ν’ αποδιώξει άλλες σκέψεις τον ωθούσαν να τις καλέσει κοντά του αρκεί να γλίτωνε από άλλα φαντάσματα,

194


γνωστά από το παρελθόν κι όμως άγνωστα επί του παρόντος κι εντελώς άχρηστα. Ξύπνησε ιδρωμένος κι αλαφιασμένος κάνοντας πολλές φορές τον σταυρό του, φτύνοντας στον κόρφο του. Ακόμη κι οι γάτες του είχαν εγκαταλείψει το κρεβάτι του πόνου και των παράξενων ονείρων. «Τώρα τι να σημαίνει αυτό;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και πήρε το δρόμο για το μπάνιο όπου έχωσε το κεφάλι του κάτω από τη βρύση με το παγωμένο νερό για να συνέλθει.

195


Μία απόφαση συνειδητή. Ελαφρά την καρδία δεν το είχε αποφασίσει η Βούλα, όχι. Το αντίθετο μάλιστα, το παίδεψε και την παίδεψε πολύ πριν γίνει η αποδοχή, ήταν όμως εντέλει μία απόλυτα συνειδητή επιλογή. Άλλωστε καιρό τώρα ήθελε να σκάψει μέσα της για να βρει τι ήταν αυτό που 196


πραγματικά την κρατούσε από μία πιθανή ευτυχισμένη, προσωπική ζωή. Γιατί καλά ήταν τα ξενύχτια με φίλους, καλά τα γλέντια και οι χαρές και τα πάρτι μα στο τέλος τη μέρας έμενε μόνη ενώ όλοι οι άλλοι της παρέας μοιράζονταν με τον άνθρωπό τους το κρεβάτι και τη ζωή τους. Τον τρόπο να κάνει αυτή την εσωτερική ανασκαφή έψαχνε και να που τα έφερε έτσι η ζωή ώστε τον βρήκε. Σε αυτό τη βοήθησε η γνωριμία της με την Αθηνά. Έτσι, ότι ήταν να γίνει έγινε κι ότι ήταν να μαθευτεί μαθεύτηκε. Από όλες τις πλευρές. Το θέμα της Βούλας είχε γίνει χρόνιο. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν πως δεν μπορούσε να δει τους άντρες με κάποια άλλη ματιά πέρα από τη φιλική, μα και οι άντρες από την πλευρά τους είχαν την ίδια ακριβώς συμπεριφορά απέναντι σε κείνη. Μία φορά, δεν θα το ξεχνούσε, όταν ήταν στην Τρίτη γυμνασίου την πλησίασε ένας ωραιότατος νεαρός με πράσινα μάτια –από το σχολείο της; Από άλλο σχολείο; Δεν θυμόνταν, μονάχα τα μάτια του είχε κρατήσει- λέγοντάς της πως ήθελε να τα φτιάξουν. Είχε ρίξει τέτοιο γέλιο μπροστά του, με την εικόνα πως πράγματι θα έφτιαχναν κάτι που ήταν χαλασμένο ή την άλλη εικόνα, πως φιλιόνταν μαζί του (γιατί βεβαίως 197


ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτή η φράση), που την έβρισκε ακόμη πιο γελοία από την πρώτη, που δεν την ξαναπλησίασε αγόρι με σκοπό να γίνουν ζευγάρι καθ’ όλη τη σχολική εποχή. Παρόλο που θεωρούνταν όμορφη έτσι αιθέρια και λεπτεπίλεπτη που ήταν σαν μινιατούρα. Μιαν αταίριαστη νεράιδα. Έπαψε κάποτε να αναρωτιέται το λόγο που άλλα κορίτσια της ηλικίας της μπαινόβγαιναν σε σχέσεις ενώ εκείνη δεν είχε ακόμη πρωτοφιληθεί. Απλά είχε πει μία μέρα στον εαυτό της πως δεν την ενδιέφερε το όλο εγχείρημα των διαπροσωπικών σχέσεων. «Σκασίλα μου και τ’ αγόρια» για την ακρίβεια το είχε θέσει, διαγράφοντάς το από τα άμεσα ενδιαφέροντά της. Η αλήθεια βέβαια ήταν πως όποτε έφερνε στο νου της ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δηλαδή να κάνει το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο για την ηλικία της, σχέση με ένα αγόρι, τρόμος της έπιανε τα χέρια τόσο σφιχτά που τα μούδιαζε κι έφτανε το σφίξιμό του βασανιστικά και παγωμένα κυλώντας ως τη μύτη της μουδιάζοντας τον εγκέφαλο. Έτσι απλά απέφευγε κάθε σκέψη, κάθε πιθανότητα και κάθε εσωτερική ερώτηση για το λόγο που ένιωθε τούτη την απώθηση. Ούτε αναρωτήθηκε ποτέ γιατί ενώ έβλεπε τον Τάκη –τον 198


ωραίο του σχολείου- να ξεντύνεται κατά τη διάρκεια της γυμναστικής δεν πάθαινε παράκρουση όπως οι συμμαθήτριές της, ενώ όταν κοίταζε το στήθος της Ρίτας να ανεβοκατεβαίνει παίζοντας βόλεϊ με την κολλητή της τη Γιάννα, η Βούλα ένιωθε το πουτί της να φουσκώνει και να μουσκεύει, τόσο που άρχισε κάποτε μόνη στο κρεβάτι της να φαντάζεται την δεκαεπτάχρονη κοπέλα με τα μεγάλα βυζιά ενώ αυνανίζονταν, τρελά ευχαριστημένη, κι αποκαμωμένη να κοιμάται. Ήταν κάπως σαν το πρώτο ραντεβού λοιπόν όταν μία μέρα μετά τη δουλειά στην παιδική μπουτίκ – Τετάρτη μεσημέρι ήταν, το θυμόνταν-, την ώρα που η Αθηνά κλείδωνε κι εκείνη χάζευε τη βιτρίνα που πριν λίγη ώρα είχε φτιάξει, γύρισε προς το μέρος της Βούλας η αφεντικίνα της και με βλέμμα που την έκανε να πνιγεί στο σάλιο της, της πρότεινε να βγούνε το βράδυ για φαγητό. Η πρώτη φορά δεν ήταν που έβγαιναν μαζί. Όμως αυτή τη φορά στην ατμόσφαιρα κυριαρχούσε μία διαφορετική αίσθηση, σα να ήταν η πρώτη φορά που θα αντάμωναν. Η Βούλα δεν στάθηκε σε αυτό το συναίσθημα, δεν ήξερε πώς να το μεταφράσει και να το αποκωδικοποιήσει οπότε και το 199


άφησε μέσα της να της προκαλεί απλά μία πρωτόγνωρη ταραχή. Λίγο αργότερα, στο σπίτι της, έπιασε τον εαυτό της να ετοιμάζεται με έναν αθόρυβο ενθουσιασμό από τις πέντε το απόγευμα, τέσσερις ώρες νωρίτερα από το προγραμματισμένο ραντεβού τους. Πέρασε και την πήρε με το αυτοκίνητό της η Αθηνά ακριβώς στις εννέα, όπως είχαν συνεννοηθεί. Κάθισε πλάι της η Βούλα, με μάτια που έλαμπαν, χαμόγελο που δεν χωρούσε να γίνει μεγαλύτερο για τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, μέσα σε ένα φόρεμα μαύρο και στενό που αναδείκνυε το καλλίγραμμο σώμα της. Για την ηλικία της ήταν υπέροχη, καλύτερη κι από κοπελίτσες που στα δεκαοχτώ τους προσπαθούσαν ακόμη ν’ ανακαλύψουν την εσωτερική ομορφιά τους. Εκείνη ήξερε τι είχε, ήξερε και πώς να προβάλλει τον εαυτό της. Κι εκείνη τη βραδιά αυτό της έβγαινε αυθόρμητα, δίχως παιδικότητα, με θηλυκή πρόκληση περίσσια. «Καλησπέραααα!» της είπε σχεδόν τραγουδιστά με τη γλυκιά φωνή της, κάνοντας την Αθηνά να

200


ανταποκριθεί με σταυρωτό φιλί στα ροδαλά της μάγουλα. «Ωραία που μυρίζεις γλυκιά μου…» είπε, καρφώνοντας βαθιά μέσα στη ματιά της Βούλας τα περιγραμμένα της μάτια, κάνοντάς τη να χαμηλώσει το βλέμμα με ελαφριά ντροπή και ταπεινότητα. Δεν ήθελε να φανερώσει το πόσα αιθέρια έλαια είχε απλώσει στο σώμα της για να αναδύει αυτή την τραβηχτική, απολαυστική μυρωδιά, οπότε ψέλλισε «μόλις βγήκα από το μπάνιο». «Λοιπόν που θέλεις να πάμε;» ρώτησε η Αθηνά που αν και το ελαφρύ τρέμουλο στο κάτω χείλος της πρόδιδε νευρικότητα, ωστόσο το διαχειρίζονταν σχετικά καλά, με δυναμισμό στη φωνή προσπαθώντας να έχει τον έλεγχο του εαυτού της μα και της κατάστασης. «Όπου προτιμάς εσύ», της αντιγύρισε η Βούλα παραδίνοντάς της τα κλειδιά του ολοκληρωτικού πλέον ελέγχου στο ταξίδι που θ’ ακολουθούσε. Το ταβερνάκι όπου η Αθηνά είχε κλείσει τραπέζι – παρόλο που δεν θέλησε να φανεί εξαρχής πως τα είχε όλα σκεφτεί και προγραμματίσει μη αφήνοντας τίποτα στην τύχη- ήταν ένας χώρος ζεστός, λίγο έξω από την 201


πόλη. Τα αναμμένα κεριά πάνω σε κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα, τα ρεμπέτικα τραγούδια που αχνοακούγονταν να παίζουν σαν από τα βάθη του χρόνου, οι ντυμένοι με ξύλο τοίχοι που πρωταγωνιστούσαν στο χώρο, αλλά και το μικρό πάλκο σε μία άκρη της όχι και τόσο μεγάλης αίθουσας, παρέπεμπαν σε ένα κουτούκι πολυτελείας. Οι θαμώνες έμοιαζαν να ισορροπούν απόλυτα με το χώρο, ζευγαρωμένοι ή σχηματίζοντας μικρά παρεάκια, συζητούσαν χαμηλόφωνα με διακριτικότητα ώστε να μην εισβάλει ο τόνος της φωνής τους από το χώρο του ενός τραπεζιού στον άλλο. «Θα σου αρέσει εδώ, είμαι σίγουρη» της τόνισε καθώς τραβούσε την καρέκλα της συνοδού της προτείνοντάς της να καθίσει, μα αποφεύγοντας να αναφέρει αν είχε ξανά επισκεφθεί το χώρο και με ποια συντροφιά. Αν ο συνοδός της Βούλας εκείνη τη μέρα ήταν άντρας, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως επρόκειτο για σωστό τζέντλεμαν. Όμως, δεν ήταν άντρας.

202


Η βραδιά εκείνη η πρώτη τους επίσημη πέρασε ιδιαίτερα ευχάριστα. Καλό φαγητό, κι εκείνη η γλυκιά μέθη του κρασιού που έσφιγγε τις αισθήσεις πάνω της. Οι συζητήσεις τους ήταν όλες περί ανέμων και υδάτων, ενώ το γέλιο της μίας ξέφευγε συχνά ανταμώνοντας το γέλιο της άλλης. Το μόνο που μαρτυρούσε πως στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν μία αστραπή ήταν η ενέργεια που τις τίναζε κάθε φορά που για χάρη των λόγων τους αγγίζονταν. Είναι, ίσως, δύσκολο να φανταστεί κανείς αν δεν το έχει νιώσει ο ίδιος, πως το κρυμμένο πάθος, ο πόθος, εκρήγνυνται μέσα από μικρά ανεπαίσθητα σχεδόν αγγίγματα, δήθεν τυχαία χάδια που κάνουν την καρδιά να αλλάζει ρυθμό, να τρέχει με χίλια κι έπειτα να σταματά απότομα, ώσπου ν’ αρχίζει πάλι ένα ξέφρενο, εμφραγματικό τρέξιμο μαγνητίζοντας την ψυχή στις ρίζες των μαλλιών από όπου ζητούσε απεγνωσμένα στο χώρο να πεταχτεί αδιαφορώντας για τις συνέπειες, αγγίζοντας ξανά και ξανά με επιθυμία την ποθητή συντροφιά· το ταίρι. Ήταν αυτό ακριβώς το συναίσθημα που η Βούλα βίωνε για πρώτη φορά στη ζωή της, στα τριάντα δύο της χρόνια, κι αν αυτό μεταφράζονταν ως Έρωτας, τότε 203


ναι, η Βούλα ήταν βαθιά και απέραντα ερωτευμένη. Με την Αθηνά.

Από τότε, όσες φορές κι αν εξέφρασαν το πάθος τους η μία για την άλλη, δεν κατάφεραν να το δικαιολογήσουν. Δικαιολογείται άραγε η πιο φυσική κι αυθόρμητη κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθει ο άνθρωπος, τον έρωτα; «Μα, σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω; Πως μπορώ να σ’ αγαπάω, αλήθεια…. συμβαίνει πραγματικά αυτό που ζούμε;» ρωτούσε η Βούλα την ερωτική της σύντροφο μετά τις ολοκληρωτικές παραδόσεις του σώματός της, όταν κούρνιαζε στη ζεστή αγκαλιά της Αθηνάς της. Μα η Αθηνά, δυναμικότερη και συνάμα πιο έμπειρη, δεν έστεκε στα λόγια, μάλλον τα απέφευγε με μανία όποτε της δίνονταν η ευκαιρία, αφού είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως τα λόγια είναι ανόητα και μόνο τις πράξεις αγαπούσε, με κείνες μιλούσε καλύτερα, κι ότι είχαν εκείνες να πουν ήταν πάντα η αλήθεια. Έσκυβε λοιπόν πάνω της και τη φιλούσε γλυκά, παθιασμένα μα και με πρωτόγνωρη στοργή, μαγευτικά 204


μεταμορφώνοντάς τη σε Θεία ζέστη που κατέκλυζε και πάλι από την αρχή τις δυο τους σε έναν έρωτα που όμοιός του δεν υπήρχε, ούτε νικητές και χαμένοι, δεν ήταν μάχη, θάνατος ήταν που μέσα του προτιμούσαν να σβήνουν τις μέρες τους σαν τσιγάρα. Όμως κάποτε επιβάλλονταν να ανακοινώσει τις αποφάσεις της και στον αδερφό της, του το χρωστούσε για τα χρόνια που μαζί της ασχολήθηκε παραμελώντας τον εαυτό του, αν και γνώριζε εκ των προτέρων τις αντιδράσεις του. Ήταν σα να έβαζε το χέρι της στη φωτιά, παλαιότερα δεν θα τολμούσε να το κάνει για κανέναν άνθρωπο και για κανέναν λόγο, είχα αλλάξει όμως η Βούλα, δεν ήταν η παλιά, άβουλη γυναίκα που ρύθμιζε τη ζωή της σύμφωνα με τα θέλω της μάνας της ή του αδερφού της μόνο και μόνο για να μην έρχεται σε σύγκρουση μαζί τους αφού μισούσε τούτους τους μικρούς πολέμους που ποτέ δεν κατέληγαν σε κάποια συμπεράσματα, μόνο ψύχρα δημιουργούσαν μέσα στο σπίτι, μια ψύχρα που την σκέπαζε με πάχνη κάνοντάς την κάθε φορά να χάνει όλο και πιο πολύ τον εαυτό της. Έτσι, για να τον δοκιμάσει μια μέρα η Βούλα, έφυγε από το σπίτι νωρίς, προτού ξυπνήσει και την 205


αποζητήσει, πριν αρχίσει να μένει για τα καλά στο σπίτι της κοπέλας της. Η έγνοια της ήταν να την ψάξει, να αγχωθεί με τη φυγή της, ακόμη και να στεναχωρηθεί τόσο όσο έκρινε απαραίτητο πως θα τον έκανε να μην της φέρει αντιρρήσεις κατά την ανακοίνωση των νέων αποφάσεων –στις οποίες ούτε η ίδια είχε ακόμη κατασταλάξει-. Κάποτε της είχε πει κάποιος που δεν συμπαθούσε και ιδιαίτερα πως τα όρια μιας μάνας είναι διαρκώς επεκτεινόμενα. Άραγε το ίδιο θα συνέβαινε και με τα όρια ενός αδερφού; Αφού αυτός είχε γίνει για εκείνη και μάνα και πατέρας. Αυτό ήθελε να δοκιμάσει διασκεδάζοντας την θλίψη της, επιβεβαιώνοντας συναισθήματα χρόνων, σιγουρεύοντας αποφάσεις, όλα μεμιάς. Έκρυψε τα χρόνια της στο φαρδύ, μαύρο φουστάνι, εκείνο το μόνο που τη μεγάλωνε κάπως καθώς είχε ανάγκη την εμπειρία της για να σηκώσει τις βαριές της σκέψεις και πήρε δρόμο περπατώντας να κουράσει το σώμα αναγκάζοντας το νου να βάλει σε τάξη όλα αυτά που έπρεπε να έχει ήδη τακτοποιημένα. Αν τη ρωτούσες εκείνη την ώρα για το που ήθελε να πάει, πιθανότατα θ’ απαντούσε «στο διάολο», αν και μέσα 206


της διατηρούσε μια μικρή βεβαιότητα πως ήταν ήδη εκεί. Τόσα πολλά τσαλίμια από μικρή δεν έκανε, ησύχαζε μονάχη τους φόβους της, σαν την πετρούλα που όπου την έβαζες στέκονταν. Μα η Βούλα άλλο δεν άντεχε. Κάποτε είχε ακούσει –είχε διαβάσει; Δεν θυμόνταν, το άφησε έτσι, τόσο την είχαν εντυπωσιάσει τα ίδια τα λόγια που αφαίρεσε μέσα της την πηγή κάνοντάς τα δικά της- πως κάπου ανάμεσα στις 24 ώρες της ημέρας υπήρχε κι άλλη μία, η 25η, που παρόλη τη μαθηματική ακολουθία (25η, δηλαδή αμέσως μετά την 24η κι εκ των πραγμάτων τελευταία πριν την 1 η) κάπου μπλέκονταν ανάμεσα στις άλλες ώρες, κάπου βρίσκονταν, χάνονταν, υφαίνονταν και λύνονταν, μια ώρα φάντασμα που κι αν την ήξεραν επιστημονικά πως υπήρχε, να την προσάψουν στα ρολόγια δεν κατάφερναν. Έφευγε - ξέφευγε, αφού πρώτα έρχονταν να αναστατώσει τις 24 αδερφές της που με υπομονή και τάξη περίμεναν στη σειρά να επιβληθούν στις μέρες των ανθρώπων, να λάμψουν κι ύστερα να σβήσουν

207


σημαδεμένες κι οι ίδιες από ένα νούμερο δικό τους, σημαδεμένες πλέον κι απ’ την χαμένη αδερφή. Αυτό ήθελε και κείνη κι αυτό συλλογίζονταν καθώς σ’ ένα παγκάκι κάθισε, όχι κουρασμένη από το βάδισμα, μα μουδιασμένη από τις σκέψεις που την κατέκλυζαν. Και αφηρημένα μαγεμένη· Και σαν μαγεμένη τους σπόρους που είχε στην τσέπη της στα πουλιά πετούσε, κι εκείνα μαγεμένα γύρω της μαζεύονταν κατά δεκάδες, «κούι-κούι» της έλεγαν παρηγορητικά, προσπαθώντας την προσοχή της να τραβήξουν από το μεγάλο ερωτηματικό που βάραινε πάνω από το κεφάλι της. «Πότε;» «Ως πότε;» «Κι αν όχι;» Βλέπεις, άλλο δεν ήθελε η μαυροφορεμένη Βούλα των 32 Μαρτίων από το να μάθει αν την αγαπούσε πραγματικά εκείνος, ο αδερφός της, αν την αγάπησε ποτέ, αν εκείνος που θυσίασε τη ζωή του για εκείνη όπως ισχυρίζονταν θα αποζητούσε τη μία, τη χαμένη, τη διαφορετική του αδερφή, διαγράφοντας έτσι την τελευταία πικρή λέξη που έφτυσαν τα χείλη του σε κείνη όταν τόλμησε να του φανερώσει τη σεξουαλική της ταυτότητα, «παλιολεσβία!» 208


Λέξη βουνό και λέξη πέτρα που σιβυλλικά ο νεότερος της πέταξε με δύναμη, προσδιορίζοντάς την μέσα κι έξω ως μιαρή και ανισόρροπη. Δίπλα της στο παγκάκι κάθισε ένας γλάρος –από πού ξεφύτρωσε αυτός; Δίχως φόβο, με θράσος έχωσε το λευκό κεφαλάκι στην παλάμη της, κλέβοντας απ’ τα περιστέρια την αμέριστη προσοχή της και τους σπόρους. «Σ’ αγαπάω!» είπε ψιθυρίζοντας στο αντίθετό της, στο άσπρο, ταξιδιάρικο θαλασσοπούλι, η Βούλα. Κι ήταν ο ήχος της φωνής της που ημέρεψε τις σκέψεις, θαρρώντας πως ημέρεψε και τον κόσμο γύρω της που δίχως διακριτικότητα την επεξεργάζονταν περνώντας. «Αγαπάω!» φώναξε τούτη τη φορά και καθώς η φωνή της ξεπήδησε από το στόμα, θα ορκίζονταν πως μια μικρή ευτυχία της γαργαλούσε τις πατούσες. Ξάπλωσε στο παγκάκι ανάσκελα, η ντροπή είχε πετάξει μαζί με τα περιστέρια, ψύχρανε ο καιρός, τα σπόρια τέλειωσαν, ο γλάρος τριγυρνούσε κοντά της, δεν την άφηνε αυτός, τη διεκδικούσε.

209


«Αυτή είναι η 25η μου ώρα και κανείς δεν μπορεί να μου τη στερήσει. Είναι δική μου, εδώ και τώρα, ολότελα, μοναχικά δική μου και λέω πάνω της ν’ απλώσω τις ρίζες μου μια για πάντα, κι επιτέλους να ξεκουραστώ αποδεχόμενη τον εαυτό μου!» σκέφτηκε αναστενάζοντας με αποφασιστικότητα κι ανακούφιση, από τα βάθη της ψυχής της, ρουφώντας μέσα τον νηστικό αφαλό της και φορώντας το καλό της χαμόγελο, εκείνο με τις βουλίτσες του ονόματός της, που δεν το είχε για κάθε μέρα κι ούτε το σκόρπιζε σε όλους τους ανθρώπους. Κι έτσι, εκεί, σε κείνο το παγκάκι παρέα με έναν λωποδύτη γλάρο, μαρτύρησε σοφά στον εαυτό της πως ήταν όντως η ώρα, των μεγάλων αποχαιρετισμών και των επιλογών της.

Έτσι είχε φτάσει η Βούλα να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής της, να εγκαταλείψει το σπίτι του αδερφού της και να μείνει με την αγαπημένη της χτίζοντας μία καινούργια ζωή. Μα ακόμη κι έτσι, άτολμη ως ήταν από τη φύση της, κατέληγε να ζητάει τη βοήθεια της Αθηνάς για τις κινήσεις της. 210


«Και τώρα; Τώρα τι;…» «Τώρα… τώρα είσαι δική μου. Τώρα θα έρθεις απλά να μείνουμε μαζί. Δεν έχει νόημα νομίζω στην ηλικία μας να κάνουμε σαν τα σχολιαρούδια και να κρυβόμαστε, ναι;» της απαντούσε με αποφασιστικότητα. «Και στη δουλειά;» «Στη δουλειά τι, Βούλα; Στη δουλειά δεν αλλάζει κάτι. Ότι υπήρχε, όπως υπήρχε, θα συνεχίσει να υπάρχει. Απλά… απλά δεν πιστεύω να θέλεις να πληρώνεσαι, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που πληρωνόσουν» της γέλασε φωναχτά, βγάζοντας και τις δυο τους από τη δύσκολη θέση μέσα από αυτό το πονηρό σχόλιο, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στην αποσβολωμένη Βούλα που στέκονταν μπροστά στο νεροχύτη κρατώντας στο χέρι το μπολ με τα δημητριακά, μην ξέροντας αν είχε πια όρεξη να πάρει πρωινό ή αν ένας καφές θα αρκούσε για να της δώσει δύναμη για την επίσκεψη στο πατρικό της. Ποτέ δεν είχε κρυφτεί η Αθηνά, ό,τι είχε στο νου της το έλεγε απροκάλυπτα, δίχως να το φιλτράρει. 211


Είχε δίκιο όταν της έλεγε πως δεν έβγαινε πια για να της πληρώνει μισθό, άλλωστε τα είχε όλα πάλι μελετήσει, για να ζούνε μαζί καλά, για να την ζει καλά όπως ήθελε και της άξιζε, έπρεπε να είναι προσεκτική στις οικονομικές της κινήσεις. Η μπουτίκ άφηνε χρήματα, γιατί οι έλληνες γονείς συνήθως για τους εαυτούς τους στερούνται σε περιόδους κρίσης μα για τα παιδιά τους θέλουν πάντα το καλύτερο, μα δεν άφηνε τόσα χρήματα ώστε να δικαιολογούν έναν ακόμη μισθό και ασφάλιση. Στην πορεία, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της χώρας, αυτό το δεδομένο μπορεί πάλι να άλλαζε, άλλωστε μόνο τον μισθό θα έκοβε, την ασφάλιση θα την συνέχιζε γιατί ήθελε η σύντροφός της να είναι κατά κάποιο τρόπο εξασφαλισμένη, αφού γάμος δεν μπορούσε να γίνει για να της μεταφέρει κάποια προνόμια όπως συμβαίνει με όλα τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια, δεν θεωρούσε επίσης πως ήταν κάτι τελεσίδικο, ούτε το έκανε με διάθεση να εκμεταλλευθεί τη γυναίκα που είχε πλάι της. Το αντίθετο μάλιστα, ποθούσε το καλύτερο για τη σύντροφό της και ήταν περήφανη που την είχε κερδίσει, κι ας την έβλεπε στην αρχή σαν το νέο, λαχταριστό, ερωτικό της παιχνιδάκι.

212


Υπήρχαν συναισθήματα που νικούσαν τον περίσσιο ερωτικό πόθο, κι η Αθηνά πρώτη φορά τα συναντούσε. Κοιτώντας για νύχτες πολλές τη γυναίκα που πλάι της κοιμόνταν, ένα ήξερε, πως τούτη τη φορά ένιωθε διαφορετικά, κάτι την έδενε με αυτό το μικρόσωμο πλάσμα, μα αρνούνταν ακόμη να παραδεχτεί πως είχε μαγευτεί κι η ίδια επιτέλους, η ζωή της είχε αποδείξει περίτρανα πως δεν ήταν πια ανάγκη να ενδίδει μονάχα σε μικρές, ερωτικές ανατριχίλες, κρύβοντας μέσα της βαθιά όλα τα συναισθήματα που της έφερνε ο επιπλέον πόθος και ναι, γιατί όχι, ας το έλεγε πια, την Αγάπη. Εκείνη την Αγάπη με το κεφαλαίο Α που όλο από δίπλα της περνούσε κι ως τότε αρνούνταν να την αγγίξει, τώρα όχι μόνο τη διαπέρασε μα την έδεσε κιόλας σφιχτά πάνω σε όλα τα ωραία που κουβαλούσε μαζί της.

Δεύτερες ευκαιρίες, έχει;

213


Είχε βρει κι ο Χαραλάμπης έναν άνθρωπο να τον θέλει δικό του κι έπεσε τόσο έξω που ούτε το φαντάζονταν. Δεν του έμενε άλλο να κάνει παρά αυτό που γνώριζε ήδη πολύ καλά, να σηκώσει ντουβάρια. «Εδώ εγώ, με τις ψιψίνες μου, μακριά από προδοσίες και γεροντοέρωτες. Άμα ήταν να έρθει το καλό, σάμπως δεν θα έρχονταν; Πάει τώρα, με ξέχασε, έφυγε να μπουρδουκλώσει άλλους και καλύτερα δηλαδή, τι τα θέλεις τώρα» διαβεβαίωνε τον εαυτό του για την μικρής σημασίας συμφορά που τον είχε βρει, συμπληρώνοντας πάντα μετά από τη σκέψη του «βρωμοανώμαλες! Παλιολεσβίες!» ησυχασμένος με τα συμβιβασμένα πιστεύω του που ήταν ακόμη εκεί, δεν τον είχαν εγκαταλείψει, παρόλο που η αγάπη που έτρεφε για το αίμα του, την αδερφή του, προς στιγμήν προσπάθησε να τον παρασύρει. «Βρε λες; Λες να είναι ένα είδος αγάπης κι αυτή;» κι όπως του είχε έρθει, έτσι την έδιωξε τούτη τη σκέψη κρίνοντάς την ως επιεικώς απαράδεκτη. Ο γέρος Χαραλάμπης –από τα τριάντα του χρόνια γέρο αποκαλούσε τον εαυτό του- τα ήξερε καλά αυτά που 214


ήθελε μα πιο καλά ήξερε αυτά που δεν ήθελε κι έτσι δεν θα έμπλεκε με τέτοιες ιστορίες. Πως θα μπορούσε να συνδεθεί ένας άνθρωπος συναισθηματικά κι ερωτικά –το δεύτερο τον απασχολούσε ως σκέψη περισσότερο- με άλλον του ιδίου φύλου; Κόντρα στη φύση ήταν αυτό, κι η φύση κάτι τέτοια δεν τα συγχωρούσε. «Εμ, τότε ας μας έκανε όλους ο Θεός άντρες ή όλους γυναίκες. Γι’ αυτό μας ξεχώρισε ο έρημος, μα που να ήξερε πως εμείς θα παραβαίναμε όλους τους κανόνες Του κουμπώνοντας αλλιώτικα» είπε μία φορά, από τις τελευταίες που είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν, στη Βούλα προσπαθώντας να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψής του, ενώ πήρε για απάντηση μονάχα ένα «Τς!» ακραίας αποδοκιμασίας. Ώστε προτιμούσε αυτήν. Πήγε να μείνει με αυτήν αντί με κείνον, τον αδερφό της. «Α, θα γυρίσεις παλιοθήλυκο, θα γυρίσεις και θα κλαις με μαύρο δάκρυ». Κι ήταν σχεδόν ευχή και παράκληση οι τελευταίες του λέξεις. 215


Ο καιρός όμως περνούσε. Ευχάριστα, δυσάρεστα, σημασία ιδιαίτερη δεν έδιναν, πάντως περνούσε μακραίνοντας την απόσταση μεταξύ των αδερφών. Ούτε του άρεσε να το σκέφτεται ούτε και το απέφευγε ο Χαραλάμπης όταν ο νους του έλεγε πως τζάμπα πήγε η θυσία. Γιατί θυσία το είχε που μπήκε από μικρό παιδάκι στη δουλειά του παπουτσή, αλλά η ζωή έτσι τα έφερε κι εκείνη κάτι περισσότερο γνώριζε από αυτόν. Μόνο ένα παρέμενε το αγκάθι, που αντί για ξεγνοιασιά και παιχνίδι όπως όλα τότε τα παιδιά της ηλικίας του, αυτός παίδευε την τέχνη του πατέρα, να τη μάθει, να ξεκινήσει πάλι ν’ αποδίδει, να μη μείνουν η μάνα και η αδερφή μ’ ελλείμματα. Και γέμισε ελλείψεις τη δική του ζωή, αδειάζοντάς την από ανάγκες για να γεμίζει κάθε μέρα τις δικές τους. Ούτε από βόλτες έμαθε ποτέ του, ούτε από λούσα, πολύ περισσότερο από έρωτες κι αγάπες. Του έφτανε ένα πιάτο φασολάδα στο μεσημεριανό, κι όταν χαϊδολογούσε τις γάτες του άρχοντας γίνονταν του κόσμου. 216


Ψωμοτύρι να έδινες του Χαραλάμπη και να του έλεγες πως αυτό τρώνε οι προστάτες του κόσμου, αυτός θα έλεγε κι ευχαριστώ για την τιμή. Τέτοιος ήταν, κι όσο μεγάλωνε τέτοιος παρέμενε. Έμαθε να φοράει τζην παντελόνι στα είκοσι οχτώ του, όταν δοκίμασε ένα και του άρεσε η εφαρμογή στα μπούτια. Ως τότε ντύνονταν γεροντίστικα, με υφασμάτινα, παλιομοδίτικα παντελόνια, πολλές φορές φορώντας ακόμη και τα ρούχα που είχαν ξεμείνει στη ντουλάπα του πατέρα. Ακόμη και τα παπούτσια του, δύο ζευγάρια όλα κι όλα παντοφλέ, ένα καφέ κι ένα μαύρο, ήταν του πατέρα απομεινάρια. «Γιατί να πάνε χαμένα; Αφού φοράω το νούμερό του» είπε μια μέρα δοκιμάζοντάς τα, μπαίνοντας από τότε για καλά στον πατρικό του ρόλο στο σπίτι. Του αρκούσε που έντυνε τη γύμνια του, δεν έδινε σημασία σε ταιριάσματα και σχέδια, τη δουλειά τους ήθελε να κάνουν, αφήνοντας εκείνον να κάνει με άνεση τη δική του. Μάταια προσπαθούσε έναν καιρό η Βούλα να τον πείσει να ανανεώσει την γκαρνταρόμπα του. Κουβέντα 217


δεν ήθελε να ακούσει. Τα ρούχα του που πρόδιδαν την αγάπη του για τις γάτες από τις τρίχες που κουβαλούσαν πάνω τους, ήταν αυτά κι έτσι ήθελε να παραμείνουν. Όποιοι τον ήθελαν στη ζωή τους, θα έπρεπε να τον θέλουν για τον εσωτερικό του κόσμο κι όχι για την εξωτερική του εμφάνιση, είχε δηλώσει με στόμφο αποσώζοντας την κουβέντα με ένα «περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα!» Τυχαίο δεν ήταν λοιπόν που εκτός από τις σχέσεις τεχνίτη- πελάτη δεν είχε άλλες, ιδιαίτερες παρτίδες με κανέναν. Δεν το θέλησε. Έλεγε βέβαια πως δεν προλάβαινε γιατί αυτό τον βόλευε. Για τον Χαράλαμπο ασφαλώς ήταν χαμένος χρόνος να προσπαθήσει να γίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αρεστός στον οποιοδήποτε. Αν ήταν γραφτό να δημιουργηθεί μία σχέση, φιλική ή ερωτική, θεωρούσε πως θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς δίχως να κάνει κάτι για να την προκαλέσει. Η δύναμη του γραμμένου, της μοίρας, ήταν αυτή που μονίμως, πειθήνια υποτάσσονταν. Αγώνα άλλον δεν γνώριζε, πέρα από τον δικό του για επιβίωση, αυτόν το δρόμο είχε πάρει, σε αυτόν πορεύτηκε χωρίς να φέρνει ποτέ του αντιρρήσεις. 218


«Ξέρει η ζωή» έλεγε και ξανά έλεγε σε συζητήσεις με πελάτες πάνω σε διάφορα θέματα. Για εκείνον η ζωή πάντα ήξερε κάτι που εκείνοι, οι απλοί θνητοί, αποζητούσαν εναγωνίως να μάθουν σε μία μόνιμη αναζήτηση, όχι πάντα με τα καλύτερα αποτελέσματα. Κι αφού λοιπόν αυτή ήξερε, εκείνος ποιος ήταν για να μην την ακολουθεί; Δεν αγχώνονταν για αλλουνού δουλειές, αυτός είχε τις δικές του κι η ζωή τις δικές της, να τους κουμαντάρει δηλαδή όλους και να τους κάνει ζάφτι είτε ήθελαν είτε δεν ήθελαν. Τάκα τουκ τάκα Τουν με το σφυράκι του, όλη μέρα σκυφτός, αυτά σκέφτονταν, αυτά μελετούσε και με αυτά παρηγορούσε τον εαυτό του.

Η Βούλα από την άλλη, από τον καιρό που έφυγε από το πατρικό για να ζήσει τον έρωτά της, έγινε άλλος άνθρωπος. Μπουμπούκιασε, λουλούδισε, έσπειρε ολόγυρα την ευτυχία της όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι που έχουν αποδεχθεί τον εαυτό τους και δίνουν τόπο στην αγάπη να εξελιχθεί. 219


Μαζί με την Αθηνά ήταν καλά. Αλλά κι η Αθηνά, για μια φορά στη ζωή της δίχως να το σχεδιάσει και να το προγραμματίσει, ήταν καλά με τη Βούλα. Ταίριαζαν η μία με την άλλη όπως ταιριάζει το κουμπί με την κουμπότρυπά του. Συμπληρώνονταν οι ανάγκες τους σαν να είχαν έρθει στη ζωή η μία για την άλλη, κι αφού αυτό είναι έτσι κι αλλιώς σπάνιο να συμβεί στους ανθρώπους σε όποιο φύλο κι αν ανήκουν, σε όποιο φύλο κι αν απευθύνονται, το κράτησαν.

Η αγάπη δεν είναι δύσκολο να έρθει αρκεί να την αφήσεις, να τη δεχθείς ανοίγοντάς της την πόρτα με ευγένεια. Κι η Αθηνά αυτό αποφάσισε να κάνει. Στην αρχή βέβαια, τρόμαξε νιώθοντας την επιθυμία να περάσει σε άλλο επίπεδο τις μέχρι τότε αποκλειστικά ερωτικές της σχέσεις. Τη φόβισε το πόσο πολύ την έλκυε η σύντροφός της, όχι μόνο ερωτικά, άλλωστε αυτό ξεφτάει μετά από ένα χρονικό διάστημα. Κι ήταν πραγματικά μέσα σε άλλου είδους έκσταση όταν αυθόρμητα ξεστόμισε μία μέρα «Κι εγώ σ’ αγαπώ», ως απάντηση στην αγάπη που η Βούλα της εξέφραζε σε κάθε ευκαιρία. 220


Η πίστη στην αλήθεια που είχε μέσα της αυτή η φράση είναι που άνοιξε διάπλατα, υποκλινόμενη, τις δικές της πόρτες και η παράδοση της έως τότε απόρθητης Αθηνάς, έγινε άνευ όρων. Δεν θα μπορούσαν πια να φανταστούν τον εαυτό τους η μία δίχως την άλλη, κι αυτό δεν το έκρυψαν ούτε από τους εαυτούς τους μα ούτε από γνωστούς και φίλους, με όποιο τίμημα. Αλήθεια, πόση ελευθερία μπορεί να κρύβει μέσα της η αληθινή αγάπη…

Το κλικ. Πάνω που είχε αποφασίσει να κλείσει για μεσημέρι ο Χαραλάμπης και συμμάζευε τον πάγκο του με το ένα χέρι καθώς με το άλλο προσπαθούσε όσο έφτανε να τρίψει την πονεμένη του πλάτη που όσο τα χρόνια περνούσαν τόσα περισσότερα προβλήματα του έβγαζε, 221


όταν άνοιξε η πόρτα κι ένα ζεστό κύμα καύσωνα μπήκε στο μαγαζάκι ακολουθώντας μια γυναικεία φιγούρα. Τέλη Ιούνη κι ο τόπος έκαιγε από τις πρώτες έντονες ζέστες του καλοκαιριού. -Κλείσατε; -Εε… τι θα θέλατε; Θα μπορούσατε να ξαναπεράσετε το απόγευμα, είπε σχεδόν σαν παρατήρηση και καθόλου ερωτηματικά ο τσαγκάρης μορφάζοντας κάτω από μία ακόμη σουβλιά της πλάτης του. -Να φύγω τότε… Θα χρειαστεί, φαντάζομαι, χρόνο η επισκευή και θα πρέπει να περιμένω εδώ αν δεν σας ενοχλεί, γιατί δεν έχω άλλα παπούτσια. Μ’ ένα «μπα;» ο Χαραλάμπης πέρασε με μία ματιά την εισβολέα από την κορυφή ως τα νύχια, σταματώντας φυσικά σε αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε, τα παπούτσια της. Η γυναίκα φορούσε ένα ζευγάρι όξφορντ, δετά, μαύρα και απλά που δεν τραβούσαν την προσοχή σε κάτι άλλο πέρα από τη σκόνη που κουβαλούσαν πάνω τους. 222


-Να, κοίτα! Του είπε βγάζοντας το ένα της παπούτσι, αρπάζοντας την ευκαιρία που της έδωσε η ερευνητική ματιά του, για να του δείξει την τρύπα στη σόλα. «και το άλλο, έτσι είναι» απολογήθηκε με ένα αχνό, αμήχανο χαμόγελο που φώτισε τα ξεπλυμένα μάτια της. «Από πού ήρθες καλέ με τα πόδια;» «Από παντού. Λοιπόν; Θα τα φτιάξεις; Τι ώρα να έρθω;» «Στις πέντε ανοίγω. Έλα στις πέντε», της είπε, δίνοντάς της μία ώρα χάριτος αφού με το καλοκαιρινό ωράριο άνοιγε στις έξι, όπως όλα τα καταστήματα. Ήταν γεμάτος περιέργεια όμως να μάθει γιατί αυτή η σχετικά όμορφη γυναίκα είχε μονάχα ένα, αυτό το ζευγάρι παπούτσια, κι ήξερε πως κατά την ώρα της επισκευής όλο και κάτι θα μάθαινε.

Την περίμενε φτιάχνοντας τον καφέ του, ελληνικό καφέ, βαρύ γλυκό τον έπινε από τότε που θυμόνταν τον εαυτό του, πρωί ή απόγευμα με το άνοιγμα του μαγαζιού, ήταν η πρώτη κίνηση που θα έκανε. Η κάθε 223


γουλιά που κατέβαζε στο στεγνό του λαρύγγι τον βοηθούσε να τακτοποιήσει μέσα στο νου του τις δουλειές που είχε να κάνει, να βάλει σε προτεραιότητα τις παραγγελίες επιδιορθώσεων, πότε με χαρτί και μολύβι στο χέρι, πότε μόνο με τα μάτια. Η τάξη ήταν το οξυγόνο του Χαραλάμπη. Μέσα σε έναν άτακτο χώρο, όπου η σειρά δεν θα υπήρχε στην όψη, παρά μονάχα ίσως νοερά, μία τάξη μέσα στην αταξία όπως γίνεται σε πάρα πολλά σπίτια που γνωρίζουμε, εκείνος θα υπέφερε. Έτσι, φρόντιζε να διατηρεί πάντα το χώρο του καθαρό και τακτοποιημένο, κάτι που για άντρας τα κατάφερνε μία χαρά. Ακριβώς όπως προσπαθούσε να διατηρεί και τη ζωή του. Πιο καθαρά δε γίνονταν η ζωή του, τα ξεκαθαρίσματα τα είχε κάνει νωρίς, όταν σιγουρεύτηκε πως η αδερφή του δεν έκανε απλά καπρίτσια μα τα πράγματα ήταν (και δεν έδειχναν μόνο να είναι ) σοβαρά. Επίσης βεβαιώθηκε και για τον κενό χώρο που υπήρχε μέσα στο κεφάλι της Βούλας, εκτός βέβαια από τη βρωμιά που ο «έξω από ‘δω» είχε φροντίσει να γεμίσει αυτό και το σώμα της. Αν έλεγε κανείς πως δεν είχε προσευχηθεί για τη σωτηρία της, πως δεν είχε κλάψει 224


κάτω από εικονίσματα, δεν είχε παρακαλέσει αγίους κι αγίους, θα έλεγε ψέματα. Μέχρι και στους τάφους των γονιών του πήγαινε καθημερινή επίσκεψη για ένα χρονικό διάστημα, -πριν δει κι αποειδεί και μ’ αυτή του τη γραφική συνήθεια, πριν καλομάθουνε κι εκείνοι στις τόσο συχνές επισκέψεις και μετά τον ζητούνε στα όνειρά του και τον αγριεύουνε- ανάβοντας το καντηλάκι, παρακαλώντας για μία βοήθεια από τον άλλο κόσμο μιας και αυτός δεν έδειχνε να βοηθά ιδιαίτερα. Στα μάρμαρα μιλούσε, ανάμεσα στα μνήματα, για όλο το κακό που τον είχε ανταμώσει και δεν έλεγε να καταλάβει πως στη φωνή του μέσα ήταν φυλακισμένα άλλα συναισθήματα εκτός του παραπόνου και της θλίψης. Ο φθόνος ήταν που έβγαινε ανάμεσα απ’ τις λέξεις, κακία που ούτε ο ίδιος γνώριζε πως είχε μες στο σώμα του, κάπου ανάμεσα στα κόκκαλα του θώρακος του την ένιωθε ν’ ασφυκτιά, κι είχε φτάσει φαίνεται η ώρα ν’ αναβλύσει με την κρυφή ελπίδα πως δεν θα είχε το αστείρευτο τούτη η μαύρη σκιά που από το στόμα του έβγαινε με λόγια απαιτώντας και η ίδια να έχει λόγο στη ζωή του. 225


Όλα όσα πίστευε, όλα όσα είχε κάνει πεποιθήσεις μεγαλώνοντας, για την ηθική, για το σωστό και το λάθος, το αμαρτωλό, το πρόστυχο, το τίμιο και το αγνό, όλα ανατράπηκαν, μπερδεύτηκαν, ζυμώθηκαν μαζί κι άντε να έβγαζε άκρη. Εύκολο δεν ήταν να αποδεχθεί πως η μονάκριβή του, το αίμα του, επέβαλε μία νέα κατάσταση που όχι μόνο εκείνος δεν την είχε εγκρίνει, μα δεν την αποδέχονταν καν ως φυσιολογική. Όχι, αυτό δεν ήθελε να το ανεχτεί. Γι’ αυτό έκλεισε γρήγορα τα περάσματα, όρθωσε στιβαρά ψηλά ντουβάρια, κρατώντας πεισματικά απ’ έξω όσα και όσους τον πλήγωναν. Φτάνοντας κάποτε ένας καψωμένος Ιούνης να του θυμίσει εξαρχής σε μια στιγμή που έφτιαχνε καφέ περιμένοντας μια γυναίκα άγνωστη με τρύπια παπούτσια, όλα τα περασμένα. Άνοιξε τον ανεμιστήρα να δροσίσει τον ιδρώτα του γιατί το αιρκοντίσιον το φοβόνταν κι αν και το είχε εγκαταστήσει γιατί του γκρίνιαζαν οι πελάτες για τη ζέστη, όταν ήταν μόνος του δεν το χρησιμοποιούσε. «Μπα!» έκανε πάλι μιλώντας στον εαυτό του «ιδέα μου θα είναι, μη χειρότερα, να νομίζω πως άκουσα τη 226


φωνή της!...» και ρούφηξε την πρώτη γουλιά ζεστού καφέ μορφάζοντας με το κάψιμο στα χείλη και στα στήθια.

«Ρε κοπέλα, είναι σα χρόνια και χρονάκια και χρόνια και χρονάκια να περπατάς απάνω τους» της είπε, αφού την κάθισε στο δεύτερο σκαμνάκι που είχε πίσω από τον πάγκο του για να μη βλέπουν οι άλλοι πελάτες που τυχόν θα έμπαιναν αλλά και οι περαστικοί, τη γύμνια των ποδιών της. Ωραία ποδαράκια που είχε! Γαλατένια, τα λιμπίστηκε ο τσαγκάρης από επαγγελματική διαστροφή, με δαχτυλάκια κομψά, λεπτά και νύχια περιποιημένα, παρόλη την ταλαιπωρία που πρόδιδαν οι φτέρνες πως είχαν περάσει. Εκείνη τα κρατούσε δειλά μαζεμένα, πατώντας τα πάνω σε ένα περιοδικό που της είχε δώσει για να μην τα έχει κατάχαμα και κρυώσει, όπως της είπε προστατευτικά, η κοιλιά της. «Δω πάτα!» τη διέταξε με πατρική στοργή.

227


Τούτη η γυναίκα θα ήταν πάνω κάτω στην ηλικία της αδερφής του, σκέφτηκε κάνοντας έναν γρήγορο υπολογισμό ρυτίδων. «Μπα! Σε καλό μου σήμερα που όλο τη γυροφέρνω» είπε αυτή τη φορά από μέσα του και σταυροκοπήθηκε σα να τον γύριζε ένα φάντασμα. Έβγαλε τα μαστορικά του κι άρχισε την επισκευή μέσα σε μια σιωπή που, θέλοντας να τη σπάσει, τον οδηγούσε στο να ρίχνει στη γυναίκα συνεχής, κλεφτές ματιές πάνω από το επισκευαζόμενο παπούτσι. Είχε και το νου του στο ταμείο, γιατί «δεν ξέρεις καμιά φορά, με αυτούς τους αλήτες που κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι, ας φιλάω τα ρούχα μου». Όμως η γυναίκα φαίνονταν πως δεν σκόπευε να αλλάξει θέση, είχε ριζώσει εκεί παρά δίπλα του, στο σκαμνάκι που την είχε καθίσει, στο περιοδικό που πάνω του πάταγε, ποιος ξέρει σε ποιο σημείο ακριβώς πέταξε κλώνους και σε ποιο ρίζες. Ούτε φαίνονταν να έχει τη διάθεση για συζητήσεις. Έδινε απάντηση μονάχα σ’ ερωτήματα, κι ο Χαραλάμπης δεν ήταν καλός στα ερωτηματολόγια.

228


Η περιέργεια όμως που έτρωγε σαν το σαράκι, δεν τον άφηνε σε ησυχία, τον τσιγκλούσε να βρει κάτι να της πει. «Αλήθεια, πως σε λένε; Για να ξέρω πως θα σε φωνάξω άμα σε ξαναδώ.» εξήγησε αμέσως για την αδιακρισία που ρόδισε τα μάγουλά του.» «Λες να χρειαστεί να με φωνάξεις; Εσένα πως σε λένε;» απέφυγε η γυναίκα να μοιράσει την πληροφορία, πισωγυρίζοντας σχεδόν την ίδια ερώτηση, όχι απαραίτητα με το ίδιο ενδιαφέρον για να μάθει το όνομά του. «Χαράλαμπο. Ρε καλή μου, αλήθεια, θα μου πεις πως τα κατάντησες τα έρημα παπούτσια σου έτσι; Κι είναι ακριβή μάρκα, ξέρω απ’ αυτά εγώ, είναι δερμάτινα, καλά παπούτσια.» « Ήρθα από την Αθήνα. Όχι με τα πόδια ντε, απλά εκεί περπάτησα τόσο που τις μισοέλιωσα τις σόλες κι ήρθα εδώ να τις αποτελειώσω. Και τούτο έκανα. Είχα πολλά να δω και πολλές επισκέψεις να κάνω, αυτό είναι όλο.» «Τάμα το είχες; Το έκανες και με το παραπάνω! Δεν έπαιρνες και κανένα λεωφορείο να γλιτώσεις 229


περπάτημα; Τι, μήπως έκανες τουρισμό; κι ήθελες όλα να τα δεις βαδίζοντας όπως κάτι τουρίστες με φορτωμένο το βιός τους στις πλάτες; Να δεις πως τους έλεγε ο πατέρας… πως τους έλεγε… Γουμαροφόρτ! Έτσι τους έλεγε!» «Έπρεπε. Είχα δουλειές. Έπρεπε να δω όλα όσα είχα αφήσει πίσω μου στη μέση πριν χρόνια, ένα προς ένα, όλα να τα παρακολουθήσω. Απλά να τα δω, από μακριά, να τα ξορκίσω και να γνωρίζω την εξέλιξή τους. Άστο καλύτερα» είπε κι έσκυψε το κεφάλι η γυναίκα αποφεύγοντας να συνεχίσει τη συζήτηση, μα ο Χαραλάμπης εκεί, να επιμένει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της για να μάθει για τη ζωή της. «Πονάει το κεφάλι σου; Τι το κρατάς;» « Όχι.» « Καφέ θες; Τόση ώρα θα φάμε εδώ δα, αν είναι, να σου φτιάξω. Πιες έναν καφέ» την παρότρυνε μαλακώνοντας τη φωνή του. « Όχι.» «Ε, ρε κοπέλα, πολύ ακατάδεχτη είσαι, το ξέρεις;» της πέταξε, μα με την εκπνοή της φράσης του άνοιξε το 230


μηχάνημα για να λειάνει το λάστιχο που πέρασε τις σόλες, κάνοντας τόσο θόρυβο που ούτε αυτός άκουσε τον εαυτό του. Κάθε μέρα έτσι, μια στη σιωπή και μια στη βαβούρα, εκείνος το είχε συνηθίσει· μα σαν έδωσε τέλος στο βάσανο -για ποιο λόγο μαθές άγνωστο και μυστικό να συμβαίνουν όλα τα περίεργα στους ανθρώπους που δεν τ’ αποζητάνε- άνοιξε ευθύς η γυναίκα το στόμα της σα ν’ άνοιγε άλλη μηχανή, σα μαγνητόφωνο και προσπερνώντας τα ερωτήματα που είχε εκείνος να της κάνει, άρχισε να ξεφουρνίζει τ’ ακαταλαβίστικα: «Όλα τα κάνουμε δύσκολα καμιά φορά, ξέρεις. Όλα τ’ ανεβαίνουμε βουνό, κι αν είναι δύσκολα καλώς, μας άξιζε, μα αν εύκολα είναι τότε άδικο μεγάλο. Κι όλα νομίζουμε πως μας πρόδωσαν ή μας προδίδουν συνεχόμενα, κι όλα νομίζουμε πως ξένα είναι για τον εαυτό μας. Λέμε πως η ζωή όλα τα ξέρει, μα λέμε κι ότι αρνείται να μας κάνει τις χάρες και τότε της πεισμώνουμε χωρίς να κοιτάμε στον καθρέφτη το είδωλό μας αφού σε αυτό πεισμώνουμε, σε αυτό. Εσείς όμως, ελεύθερος λογιάστε, κάντε όπως καταλαβαίνετε.» -Τι θέλεις να πεις; Ξεστόμισε ο Χαράλαμπος με μια φωνή ούτε θυμωμένη ούτε απορημένη, μια φωνή που 231


δεν ήξερε και κείνη αν θα έπρεπε ν’ αποζητήσει την απάντηση, να κυνηγήσει την αλήθεια. -Τίποτα δεν εννοώ. Τι να εννοήσω εγώ; Που ξέρω; Για τα παπούτσια μου άσε με να λέω που με προδώσανε. Όχου, τι νόμιζες; Του απάντησε γελώντας με ένα γέλιο απόκοσμο που τον έκανε τώρα να πιστέψει πως, δεν μπορεί, θα ήταν σίγουρα τρελή και σίγουρα έκανε τζάμπα κόπο με την επιδιόρθωση γιατί δεν θα πληρώνονταν –εκεί πήγε το μυαλό του, που αλλού να τρέξει;- Μα δεν του πήγαινε η καρδιά και να την πετάξει έξω, να την αφήσει έτσι απάνω στις τρύπες της που έμπαζαν πότε καύσωνα και πότε αγιάζι. «ένα ψυχικό θα είναι» σκέφτηκε, κι ήταν η δική του ψυχή που θέλησε να καλοπιάσει. Βέβαια πάνω της η γυναίκα δεν έφερε κάτι που να μαρτυράει τρέλα. Ας πούμε, γιατί τ’ οφείλουμε, πως δεν φορούσε ρούχα πολλά, διπλά και τριπλά και παρδαλά κι αλλόκοτα βαλμένα, ή δυο και τρία καπέλα μαζί σα κάποια άλλη λωλή που είχε πετύχει τις προάλλες. Κι επειδή το σαράκι ήταν ακόμη μέσα του και έσκαβε, είπε να μην το διώξει ακόμα, να λιγωθεί λιγάκι ακόμη η περιέργεια, να γεμίσει κι η μοναξιά του μέσα στο καλοκαιρινό απόγευμα, οπότε ζήτησε να 232


τραβήξει κι άλλο τη συζήτηση, αφού έτσι κι αλλιώς σε λίγο τα παπούτσια της έτοιμα θα ήταν για φευγιό. Όμως άλλο δε βρήκε πάλι να πει παρά αυτό που πρόχειρο είχε κάτω από τη γλώσσα του, πως δηλαδή «ξέρει η ζωή τι κάνει». -Και ποια είναι αυτή η Ζωή κύριε που όλα τα ξέρει κι όλα τα κάνει; Εγώ θα σας πω, εγώ που όπου δούλεψα Ζωή με τέτοια χαρίσματα δεν αντάμωσα πουθενά. Άλλη ήξερε τούτο άλλη ήξερε εκείνο να κάνει καλά, άλλη δεν ήθελε, άλλη ήθελε, όλες το δούλευαν καλά μα όλα δεν τα έκαναν καλά, γι’ αυτό διάλεγαν, έλεγαν «εσύ από μπρός, εγώ από πίσω, εσύ με στόμα, εγώ τα «περίεργα», η άλλη στις μεταμορφώσεις κι η παρ’ άλλη στις ξυλιές και τούτο πάει λέγοντας», Ζωή που όλα τα ήξερε κι όλα τα έκανε, δε γνώρισα, στ’ ορκίζομαι! Αυτό ήταν. Κατάλαβε και σα να το πίστεψε και σα να μην το πίστεψε πως έπαιζε η γυναίκα όντως με φωτιές, με το ένα πόδι σε παραδείσους και το άλλο σε κολάσεις, φτηνή και πλούσια μαζί. Όμως ακόμη τον έτρωγε, και σαν το αγαπημένο μαθητούδι του δασκάλου ήθελε όλο να ρωτάει «Δηλαδή;» 233


-Δηλαδή, αν έχοντας μπροστά μας ένα θέμα, μία κατάσταση όπως θέλεις πες το, όλα κάτω πρέπει να τ’ απλώνουμε για να βλέπουμε τις επιλογές. Γιατί, Ζωή που να τα ξέρει όλα και να τα κάνει όλα δεν έχει γεννηθεί ακόμη, κι είμαστε εμείς αδέρφια της αγέννητης και πρέπει να διαλέξουμε. Κατά πως θα διαλέξουμε, κατά το τι θ’ ακολουθήσουμε, εκεί η ζωή θα γεννηθεί. Κατάλαβες τώρα; «Τελειώσαμε… Κατάλαβα, πως δεν κατάλαβα; Αμ κατάλαβα… Βάλε τα τώρα να σε κρατήσουν γι’ άλλα τόσα χιλιόμετρα.» -Τι χρωστάω; -Την υγειά σου. Στην υγειά μου… αυτό. Η γυναίκα φόρεσε τα παπούτσια της, χτύπησε δυο φορές τα πόδια της στα πλακάκια για να ελέγξει τάχα την αντοχή τους ή για να συνηθίσει πάλι υποδημένη, άνοιξε το σάκο που κουβαλούσε τόσην ώρα στις πλάτες της (κι ο Χαραλάμπης ούτε που του είχε δώσει σημασία, περίεργο, μα ήταν άλλα πάνω της που τον είχαν φυλακίσει, όπως το τατουάζ με το χελιδόνι στο λαιμό της κι εκείνα τα γαργάρινα, γαλατένια δαχτυλάκια των ποδιών της που του έφεραν μια ζέστη 234


στον καβάλο που τόση ώρα προσπαθούσε να κρύψει), έβγαλε από ένα κόκκινο πορτοφόλι έξι ευρώ –τόσα είχε όλα κι όλα σε κέρματα, αυτό ο Χαραλάμπης το πρόσεξε- κι αφήνοντάς τα πάνω στον πάγκο του, κίνησε για την πόρτα της εξόδου. -Εϊ ψιτ! Τελικά δε μου χάρισες τ’ όνομά σου! Της ζήτησε για να προλάβει δυο λεπτά, να ζωγραφίσει την εικόνα της στο νου μήπως έτσι συγκρατήσει καλύτερα και τα λόγια της. -Εράντα με λένε.

Ζέστη μπουκάρισε πάλι βιαστικά στο μαγαζάκι του με το άνοιγμα της πόρτας. Ήταν το κλείσιμό της όμως που όλα τα τράβηξε έξω, σβαρνίζοντας ν’ ακολουθούν εκείνη· η ζέστη, ο θόρυβος, το μουδιασμένο μυαλό του Χαραλάμπη.

Δυο μερόνυχτα του μασουλούσε τα σωθικά η σκέψη. «βρε λες; Εγώ; Εγώ μονάχος μου τα έκανα έτσι; Δεν ήταν της ζωής καμώματα; Δικές της αποφάσεις; Ήταν επιλογές δικές μου; Εγώ φταίω;» 235


Την Τρίτη μέρα κατά τα γραφόμενα, ο Χαραλάμπης σήκωσε το τηλέφωνο σχηματίζοντας το νούμερο με τον δεξί του δείκτη, πρώτα νοερά σα πρόβα, έπειτα στην πραγματικότητα. «παρακαλώ;» ακούστηκε η ζεστή γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής να λέει. «Έλα, αδερφή.»

Ιστορία Τρίτη

Η Αλαφροΐσκιωτη

236


«Δεν έφτανε η θλίψη. Ήρθε και η Νύχτα. Κρεμάστηκε από του πεθαμένου το σακάκι, στην τσέπη μπήκε, κι απλώθηκε.»

Έπεσαν πάνω της τα χρόνια πότε άγρια, πότε ήμερα, όλα μαζεμένα και κανένα αδιάφορο. « εγώ μια μέρα θα πάρω τα βουνά» μόνο έλεγε, κι έκλαιγε είτε είχε δίκιο είτε άδικο, μ’ ένα κλάμα που ξέπλενε τη βρώμα της μέρας σχηματίζοντας καθάρια αυλάκια στα μάγουλα, το πηγούνι, πρόβες μελλοντικών άλλων αυλακώσεων που σημαδεύουν χρόνους. Μα στης Γίτσας το σταρένιο δέρμα, στα πέντε, στα επτά ή στα οκτώ της, σημαδεύανε τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού στα χώματα και στις αλάνες, το πρόχειρο φαΐ στο χέρι –μια ντομάτα μια φέτα ψωμί και δρόμο-, τα καλοκαίρια που γρήγορα έληγαν και γίνονταν χειμώνες, σχολείο, χιόνι. Παγωνιές εκτός κι εντός της. 237


Κι ως τα δώδεκα, πάει καλά, την είχε κάπως ξεχάσει ή φαίνεται πως θα είπε «άντε, παιδί είναι ακόμη, ας το καθυστερήσουμε». Και πάνω εκεί στα δώδεκα, λίγο μετά το πρώτο αίμα, την αποζήτησε, τη θυμήθηκε, την αντάμωσε κι είπε να την πλακώσει πάλι, μιας κι εκείνη έδειχνε να είχε ξεχάσει το πρώτο άγγιγμα, όταν ακόμη ήταν στην κούνια της βρέφος. Ήταν αυτός ένας Ίσκιος που όμοιό του δεν είχε ματαδεί, κάτω την έβαλε και την πάτησε μ’ όλη του τη δύναμη, ανάσα δεν τόλμησε να βγάλει, δεν μπορούσε άλλωστε αφού φωνή και δύναμη το είχαν βάλει στα πόδια με την εμφάνισή του. Αγριεύτηκε, μα είχε τούτη η αγριάδα με το αντάμωμα έναν έρωτα, πρώτο έρωτα με μια σκιά, πού να το πει και ποιός να την πιστέψει. Όπως της ήρθε βέβαια έτσι και της έφυγε, στα ξαφνικά, γαργαλώντας της λίγο τη δεξιά πατούσα, το ένιωσε κι εκείνος μάλλον πως ο φόβος που του φύλαγε τον κέρναγε μια γλύκα απεριόριστη στο τέλος που τον έκανε να τη σεβαστεί, να κόψει λίγο σε αγριάδα, να υψώσει γρήγορα από τα στήθη της τον βραχνά του και να πετάξει πίσω στο βασίλειο των σκιών από όπου είχε έρθει για να της κάνει επίσκεψη, αφήνοντάς της μοναχά ένα σημάδι για να μην τον 238


ξεχνά, μια μικρή σκιά σε σχήμα σύννεφου κάτω από την αριστερή θηλή της. Αυτό ήταν. Από τότε κείνο το μυξωμένο πλάσμα παρανεράιδεψε, έχανε κι έβρισκε το βλέμμα της όσα για άλλους δεν ήταν μόνο ανείπωτα αλλά κι αόρατα, κάνοντας τον περίγυρό της να την αποφεύγει ακόμη και να τη φοβάται. Αλαφροΐσκιωτη την ανέβαζαν, αλαφροΐσκιωτη την κατέβαζαν όσοι την ήξεραν κι ας ήταν ακόμη παιδί μπρος στα σκαλιά της εφηβείας, παιδάκι που δεν έμοιαζε ούτε σε νεράιδα μα ούτε και σε μάγισσα, απόλυτα φυσιολογικό σε όλα του εκτός από το βλέμμα, εκείνο το βλέμμα που ό,τι άγγιζε το διαπερνούσε, το έκαιγε, το γνώριζε από την καλή και από την ανάποδη. Ήξερε. Αυτό θα ήταν το δώρο του Ίσκιου προς τη Γίτσα, για την ωραία είσοδο που τον άφησε να κάμει στα της ύλης της και την ακόμη πιο ωραία, γλυκιά, μελένια του έξοδο. Πήγε μια μέρα να το πει στη μάνα, μα μετάνιωσε. Για την ακρίβεια πήγε να της πει για τ’ όνειρο που, δώδεκα χρονών κοπελάκι, έβλεπε συνεχόμενα στους

239


ύπνους της και δεν την τρόμαζε, μόνο ήξερε πως έπρεπε να το μοιραστεί γιατί ήταν προειδοποιητικό. «Να προετοιμαζόμαστε μαμά» της είπε, «είναι ένας λάκκος ανοιχτός και περιμένει να γεμίσει κι εγώ από πάνω ρίχνω χώματα με τις χούφτες, κι ούτε κλαίω ούτε γελάω, μόνο κοιτάω την τρύπα που χάσκει κι ύστερα ρίχνω τα μάτια πέεεερα, πίσω από τον κόσμο που βουβά παρευρίσκεται –όχι πολλοί, πέντε έξι, ίσα ίσα για το συχώριο, και βλέπω τον Αράπη τον κουλό να έχει σηκώσει το μονάχο πισινό ποδάρι, να στηρίζεται στην ουρά και μ’ αυτό να νίβει τη μούρη του. Κι ύστερα πάλι παίρνω χώμα στη χούφτα και πάλι ρίχνω στην άδεια τρύπα κι έχω ένα άγχος μάνα, ένα άγχος να προφτάσω να τη γεμίσω πριν βραδιάσει.» «Φτού! Κύριε των δυνάμεων! Τι όνειρο αγριευτικό είναι τούτο; Να περάσεις από τη Μεταμόρφωση, ν’ ανάψεις κεράκι. Να γονατίσεις και στην Παναγία και να πεις «παναγιά μου φύλαγε» κάνοντας τον σταυρό σου. Κάνεις βρε τον σταυρό σου και την προσευχούλα προτού σε πάρει ο ύπνος ή μπα;»

240


«Ε, κάνω, όποτε θυμάμαι. Μα αυτό το βλέπω κι όταν κάνω κι όταν δεν κάνω, έρχεται συχνά, κι είπα να στο πω να ετοιμαζόμαστε.» Όλα αυτά τα έλεγε στη μάνα της η Γίτσα (ΒαγίτσαΓίτσα, έρχονταν πιο κοντινό φαίνεται στη γλώσσα της νουνάς της που έτσι κι αλλιώς ήθελε να την πει Γιωργία, σαν την πρόσφατα αποθανούσα μάνα της μα δεν την άφησαν) για να την ετοιμάσει για τον μουσαφίρη Χάρο που έστελνε μέσω του ονείρου κάρτα επισκεπτήριο κι έλεγε ορθά κοφτά να τον περιμένει στην πόρτα. Γιατί έβλεπε κι άλλα η μικρή, αλλά πού θάρρος να τα πει και γιατί άλλωστε να τα πει αφού έτσι κι αλλιώς την κοίταζε η μάνα σα δαιμονισμένη. Κι όλο φτύνουνταν στον κόρφο, όλο φτύνουνταν, «φτου! Φτου! Και ξανά φτου!» να διώξει το κακό από πάνω της κι ας ήταν και στην κόρη της. Πίστεψε λοιπόν η Γίτσα πως ο Χάρος για τη μάνα θα έρχονταν, αφού αυτή του άνοιγε στ’ όνειρο την πόρτα. Κι ύστερα ακολουθούσε η πομπή, τα άσπρα λουλούδια, η σιωπή και το νίψιμο του τρίποδου Αράπη, που ήταν κι ο γάτος της καρδιάς της μικρής, αυτός που τη διάλεξε μια μέρα ξεφεύγοντας από τις άλλες εφτά που ζούσαν ακριβώς στο απέναντι σπίτι, 241


στον γατο-τσαγκάρη που μάζευε και υιοθετούσε όλα τα γατιά της περιοχής, αλλά μπορεί και να τον είχε διώξει, να μην τον αποδέχονταν ο κυρ Χαραλάμπης τούτον τον κουλό μαυρόγατο αφού αυτός αγάπαγε περισσότερο μια φουντωτή χιονάτη, ή απλά εκείνος ο αράπης να θέλησε να γίνει ο άρχοντας της καρδιάς της και να έχει την τιμή να κοιμάται στο μαλακό κρεβάτι της. Πως έχασε το ένα πόδι, πως βρήκε τ’ άλλα τρία μέσα στο κακό, ουδείς γνώριζε κι ας ήταν βρέφος όταν χτύπησε το παραθύρι της πρωτοεμφανιζόμενος και τον έμπασε μέσα. Πληγή δεν είχε, ήταν σα να πεις κομμένο από τη ρίζα του, λίγο ακόμη και θα πίστευες πως είχε έτσι γεννηθεί, τον είχε διαλέξει και κείνον η ζωή βιαστικά και δεν πρόφτασε να φορέσει όλα του τα πόδια πριν πηδήξει στην κοιλιά της μάνας του. Μόνο μία υποψία, μία δική του σκιά, ανάμεσα στα μάτια πιο πολύ κι όχι στο σημείο που θα ήταν του ποδιού η θέση –αν και υπήρχε κι εκεί μια χέρσα γραμμή-, που μαρτυρούσε πρόωρο πόνο και βία. Γι’ αυτό κι ο Αράπης (όνομα και μαύρο κατράμι πράμα) άλλον δεν πλησίαζε, άλλον δεν εμπιστεύονταν, παρά μονάχα τη διαλεχτή αφεντικίνα του, σε κείνη υπάκουε και 242


υποκλίνονταν, σε κείνη έκανε τα περιστερένια γουργουρίσματα ευτυχίας και τα τσαλίμια με τα νυχάκια που έλεγες θα βγουν τώρα να τη σημαδέψει με το όνομά του μια για πάντα. Κι είχε και κείνα τα φλογισμένα μάτια, μαύρο γατί με δυο ήλιους, ποιανού άραγε γαλαξία; Ποιος να τους απόθεσε πάνω από τη μύτη και τα μουστάκια του για να φέγγουν στα σκοτάδια, αστράκια μόνα σε ένα σκοτεινό στερέωμα. Όταν τον συναντούσες στο δρόμο σου νύχτα, άλλο δεν έβλεπες να ξεχωρίζει από τούτα τα άστρα κι ήξερες πως ένα μαγεμένο σκούρο σύννεφο τα φόραγε κι αλαφροπατούσε, οπότε παραμέριζες. «Θα σε πατούσα Αράπη» του ‘λεγε τότε ο πατέρας, γιατί εκείνος συνήθιζε αυτές τις βραδινές περιπολίες στο σπίτι, όταν όλοι βρίσκονταν στις ονειροχώρες τους εκείνος ήταν που αρμένιζε ακόμη στα της μέρας και του μέλλοντος, αγχώνονταν και πελαγοδρομώντας στα σκοτάδια έψαχνε για το μάτι του γκαζιού να φτιάξει χαμομήλι να κατευνάσει το άυπνο πνεύμα που είχε μέσα του, χωρίς να ανάψει τα φώτα και ξυπνήσει με αυτή του την ανάγκη τους υπολοίπους του σπιτιού.

243


Κι ο Αράπης μόνο τότε τον πλησίαζε, τις νύχτες, σα να είχαν κάνει κάποια κρυφή συμμαχία που ίσχυε μόνο για τα βραδινά, μόνο τότε απαρνιόνταν το κρεβάτι της αγαπημένης του κι αλλαξοπιστούσε ακούγοντας ψιθυριστές ιστορίες πλάι στα πόδια του μεγάλου αφεντικού, ενίοτε και πάνω στις φουσκωτές, μάλλινες παντούφλες του που φορούσαν τα πόδια το χειμώνα.

Την Πέμπτη εκείνη, μια Πέμπτη σαν όλες τις άλλες Πέμπτες ενός Μάρτη, που το πρωινό της δεν πρόδιδε τίποτα το διαφορετικό μόνο ένα νοτιαδάκι είχε με μια αύρα ηλεκτρισμένη που σ’ έκανε να νομίζεις πως κάτι είχες ξεχάσει και να τρίβεις –πιο πολύ από αμηχανίατις χούφτες σου που, τάχα, πότε κρύωναν και πότε ζεματούσαν, εκείνη την Πέμπτη, λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα, λίγο πριν σημάνει η καμπάνα του εσπερινού, ο Αράπης πήρε τη θέση που έμελλε πως θα ήταν η τελευταία του, κουλουριαστός στην πολυθρόνα του πατέρα, κι ο πατέρας ακριβώς την ίδια στιγμή, γι’ αντίποινα λες που κάποιος του είχε πάρει τη θέση στην αγαπημένη του πολυθρόνα, πήρε τη δική του τελευταία θέση, γεμίζοντας τον ονειρεμένο τάφο της Γίτσας, στην πραγματικότητα και όχι στο όνειρο. Εκεί ήταν 244


που η Γίτσα είχε πέσει ολότελα έξω, τη μάνα καρτερούσε να κατευοδώσει, τον πατέρα φίλησε στερνά στο κρύο κούτελο, στα δώδεκα της χρόνια. Τρείς μέρες μετά, άφαγος και διψασμένος ακολούθησε, μετά από την εκούσια παραμονή του στην ίδια θέση, ο γάτος, φανερώνοντας πως δεν ήταν τόση η αγάπη που της είχε για να τον κρατήσει στη ζωή, όση η δύναμη της μυστικής συμφωνίας με τον πατέρα, που τον καλούσε σε κείνα τα δικά τους μα αιώνια πια σκοτάδια, ανανεώνοντας τους όρκους ψιθύρους που αντάλλαξαν στις αρχές της γνωριμίας τους ώσπου τέλος η ιστορία τους να μην έχει, μόνο νύχτα, νύχτα άναστρη και σκοτεινή, νύχτα χωμάτινη μοιρασμένη στα δύο. Μετά τις πρώτες μέρες με τους σκεπασμένους στο σπίτι καθρέφτες και τα κλάματα που έβγαιναν πια μουγκά, από συνήθεια, πνιχτά μοιρολόγια χωρίς δάκρυα να μουσκεύουν μαξιλάρια πριν τον ύπνοσωσμό, ήρθε μια άλλη σιωπή, από αυτές που ξέρουν να κατηγοράνε ολόγυρα, φταίχτες και μη. Πιο πολύ ένιωθε η μπάλα της οργής να παίρνει εκείνη, τη Γίτσα, που το «ήξερε» και «γιατί να το ξέρει;» και «πως το ήξερε δηλαδή; Τι ήταν; Από πού κι ως που;» Αλλά με 245


λόγια δεν εκφράζονταν τούτες οι απορίες, μόνο με βλέμματα καρφιά και χείλη σφιγμένα, σφαλισμένα απ’ τη μεριά της μάνας. Πιο βαριά η σιωπή αυτή από τον ίδιο το Θάνατο. Ο αδερφός της στον κόσμο του, δεν το είχε άλλωστε ανάγκη ούτε σκοπό να προσπαθήσει να μπει ποτέ στον δικό της. Τα δεκατρία χρόνια που τους χώριζαν έφταναν και περίσσευαν για να σκάψουν έναν άλλο λάκκο που φρόντιζαν να το διατηρούν πάντα γεμάτο με διαφορές αξεπέραστες κι αδιάβατες.

Κάπου είχαν χάσει φαίνεται στο δρόμο το φίλτρο της αδερφοσύνης, ποιος πρώτος, ποιος δεύτερος, τα μέτρησαν κάποτε, τα ξέχασαν κατόπιν ή τα’ απόθεσαν μια μαύρη μέρα –αν με ρωτάς, αλλιώτικη ήταν η μαύρη μέρα για τον καθένα τους, όχι κοινή, με άλλη ημερομηνία φορεμένη, που ωστόσο ποτέ δε μίλησαν ούτε γι’ αυτή ή την άλλη, να την ξεκαθαρίσουν όπως έκαναν συνήθως τ’ αδέρφια, άλλα αδέρφια, αφήνοντας πίσω τους το μαύρο κακό· όμως εκείνοι ήξεραν να τσακώνονται βουβά μα το ίδιο και χειρότερα σκληρά με όλα τ’ άλλα αδέρφια. 246


«Πότε μεγάλωσες; Δεν σε κατάλαβα… δεν πρόφτασα μάλλον; Ούτε και ξέρω.» αναστενάζοντας ψέλλισε η μάνα ένα πρωινό χρόνια μετά, εκεί που έπιναν τον καφέ τους. Κι ακόμη δεν ήταν σίγουρη αν έφταιγε ο χρόνος που είχαν αφήσει να χαθεί χωρίς να σκαλίζουν (και να μαθαίνουν οπότε) η μία τα της άλλης. Ή μάλλον η μία, η μάνα ήταν η μία, γιατί η άλλη –η Γίτσα- τα γέμιζε τα κενά, ήταν θαρρούσε φτιαγμένη από συνδετικό υλικό, μέχρι που πια δεν άντεξε κι έσπασε, μα προτού σπάσει φρόντιζε πάντα να υφαίνει επιμελώς τα κενά της οικογένειας, προς κάθε κατεύθυνση που το αίμα ζητούσε, προς μάνα, προς αδερφό, μόνο που το υφάδι μόνο πήγαινε, διαβαίνονταν μονόπαντα, πίσω δεν γύριζε προς εκείνη, από φόβο ή από άγνοια ίσως, μα ίσως και από απλή αδιαφορία, λόγος δεν υπάρχει να δικαιολογούμε πάντα τα αδικαιολόγητα. Κι αν δεν περηφανεύονταν στον εαυτό της γι’ αυτές της τις προσπάθειες να κρατάει το δέσιμο όπως νόμιζε σε μία προ πολλού λυμένη οικογένεια, κι αν δεν έρχονταν κάποτε άλλα να τη ζεματίσουν και να την αναγκάσουν να τρέχει από ψυχολόγο σε ψυχολόγο για 247


να βρει τα δίκια και τα άδικά της, ακόμη η σιωπή θα έβγαινε νικήτρια. Και μάλλον για τον αδερφό της αυτό θα ήταν προτιμότερο από την έχθρα που ακολούθησε, για την ίδια ωστόσο είχε φτάσει φαίνεται η ώρα να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη βάζοντας μ’ ένα σεισμό τα πράγματα και τους ανθρώπους στη θέση τους.

Ένα κλάμα - φαρμάκι, κι ένα φαρμάκι - κλάμα. Όταν σταμάτησε να κλαίει η Γίτσα, γιατί δεν μπόραγε άλλο ή γιατί δεν είχε, στέρεψε, λίγο μετά τα σαράντα του πατέρα, ανακάλυψε πως είχε μαραθεί κι ο κόσμος γύρω της. Κι ακόμη δεν γνώριζε πιο ήταν αυτό που περισσότερο την είχε πονέσει, ο ξαφνικός χαμός του αγαπημένου προσώπου ή η προδοσία του αγαπημένου ζωντανού, του γάτου της στην 248


προκειμένη, που ενώ δεν ήταν για φευγιό –έπρεπε μάλιστα να μείνει να βοηθήσει, να της παρασταθεί, όπως θα έκανε ένας πραγματικός φίλος- διάλεξε να πάει ν’ ανταμώσει το θάνατο, που μπορεί και να μην τον ήθελε ο Θάνατος αφού η ώρα του δεν ήταν, μα αφού τον βρήκε πρόχειρο στην πόρτα του Άδη να παίζει με τον Κέρβερο γουργουρίζοντας ευχαριστημένος με το εξαιρετικά πετυχημένο του πέρασμα στον άλλο κόσμο, ε, τι να έκανε κι αυτός, τον καλοδέχτηκε, αγένεια θα ήταν να τον γυρνούσε πίσω, ένα τόσο όμορφο και σκοτεινό πλάσμα με δυο ήλιους για μάτια, πως θα ταίριαζε σκέφτηκε -ο άρχοντας του Σκότους-, στο Σκότος το ίδιο και την πόρτα του άνοιξε διάπλατα να μπει. Στο γυμνάσιο πια και ύστερα στο λύκειο, περνούσε τις τάξεις στην πλάκα, κι ούτε διάβαζε τα σχολικά της (γιατί άλλα κι άλλα μια χαρά τα διάβαζε, ο πατέρας της είχε αφήσει βιβλιοθήκη πλούσια για κληρονομιά), ούτε σχέδια έκανε για το μέλλον όπως άλλα κορίτσια της ηλικίας της. Κάποτε έπιασε δουλειά μαζί με το σχολείο σε μια αποθήκη, να βγαίνουν τα έξοδα του σπιτιού, δικά της έξοδα δεν είχε, έπεφτε το κουβάλημα σύννεφο, μια κούραση όμως πάλι δίχως όνειρα, δεν 249


περίσσευε τίποτα, χαμόγελα, υποσχέσεις, όλα γι’ άλλους κι όχι για τον εαυτό της. Για τη Σκιά που την είχε πλακώσει όμως δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν. Φίλους κι αν είχε ήταν για το τυπικό της διαδικασίας, ώσπου να μάθει πως τελικά δεν ήταν ιδιαίτερα εξωστρεφής, το αντίθετο μάλλον αποζητούσε, κι έτσι αποφάσισε πως πολλά πολλά δεν ήθελε, δεν ήθελε και κανέναν άνθρωπο να είναι δικός της. Είχε και μία υποψία πως της συνέβαινε αυτό που τότε τραγουδούσε ο Καζαντζίδης, «ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει και ξαναρχίζω απ’ την αρχή», έτσι για να την πικάρει η ζωή για κάποιο ανόητο λόγο που δε γνώριζε, ίσως γιατί απλά δεν την συμπαθούσε ιδιαίτερα, πάντως όχι επειδή ήθελε να τη διδάξει, αυτό το είχε αποκλείσει από τις πιθανότητες. Τον συμπάθησε λοιπόν τον Καζαντζίδη, τον τραγούδησε, τον άκουσε με θρησκευτική προσήλωση, μα να κλάψει δεν έκλαψε. Κι ήρθε κάποτε ένα καλοκαιράκι αναποφάσιστο, πότε καντάρια έριχναν οι ουρανοί, πότε ο τόπος έβγαζε φωτιές, κι ένα τέτοιο μεσημεράκι που δεν ήξερε ο καιρός αν θα κλάψει ή θα γελάσει, της ήρθε μες στο 250


συννεφόκαμα να κάνει έναν από τους μακρινούς περιπάτους που συνήθιζε. Έκρυψε τα δέκα εννιά της χρόνια μέσα στο αγαπημένο της φουστάνι, μαύρο, μακρύ, φαρδύ φουστάνι με μικρά σκόρπια λουλούδια ρόζ, σαν ψήγματα καλής διάθεσης που έψαχνε μέσα –κι έξω- της να βρει. Κοντή η Γίτσα, μέσα του έγινε ένα με τη γη, βήματα δεν φαίνονταν, πόδια δεν διακρίνονταν, κι έμοιαζε σα να αιωρείται, όχι συνεχόμενα μα έπειτα από ένα-δύο βηματισμούς, βήμα-βήμα-αιώρηση-βήμα-βήμααιώρηση, τόσο αιθέρια απόκοσμη, σαν γη κι αέρας μαζί η Γίτσα-Γήτσα, μια μεσημεριανή αναποφάσιστη φιγούρα στον χιλιοπερπατημένο δρόμο, όπου ίσως και να είχε καταφέρει την απόλυτη αιώρηση ή την απόλυτη προσγείωση, αν δεν είχε βρει στον δεξί της ώμο Αυτός. Πόνος τη διαπέρασε απ’ το τράνταγμα, έπαψε να βαδίζει έπαψε και να αιωρείται, κάνοντας απότομη στροφή προς τη μεριά του μέσα στα δερμάτινα πέδιλά της, κοιτώντας τον στα μάτια απορημένη, ποιος να ήταν τάχα αυτός που είχε το θράσος και τη δύναμη να τη βγάλει με πόνο εύκολο από το ονειροπερπάτημά 251


της; ακούγοντάς τον εν τω μεταξύ να της λέει με σταθερή, μπάσα φωνή: «Ψηλά το κεφάλι!», σχεδόν διατάζοντας. Δεν πρόφτασε να πιάσει μια λέξη στο στόμα της, όλες της είχαν φύγει, κι όπως εξαφανίστηκαν αυτές εξαφανίστηκε κι η αντρική του παρουσία. Πώς ένας άντρας περίπου στο ύψος της, ίσως λίγα εκατοστά ψηλότερος αλλά παρόλα αυτά μεσαίος αφού εκείνη ψηλή δεν την έλεγε κανείς, γύρω στα πενήντα, με λευκούς κροτάφους και φαλακρίτσα πάπα στη μέση του κρανίου, που φορούσε στρογγυλά γυαλιά μυωπίας σάμπως να ζούσε σε κάποιον από τους προηγούμενους αιώνες, χάθηκε μεμιάς αφήνοντας μοναχά στο νου της την εικόνα του, τις λέξεις που της είπε και τον ήχο της φωνής του, αλλά κι έναν μικρό πόνο στον δεξί της ώμο, σημάδι ότι όντως υπήρξε; Σκιά δεν ήταν μα, όταν το καλοσκέφτηκε, με τη Σκιά της έμοιαζε, κι έτσι έφυγε ως σκιά, δίχως ν’ αφήσει πάλι ίχνη άλλα παρά μονάχα μέσα στο μνημονικό της όπως το συνήθιζε.

252


Συνέχισε αφηρημένη τον περίπατό της, όταν περνώντας μπρός από έναν εξωτερικό καθρέφτη καταστήματος –μα πότε είχε φτάσει κιόλας στην Ερμού; Ούτε που το κατάλαβε- στάθηκε ν’ αντικρύσει τον εαυτό της. Κάτασπρο είδε η Γίτσα το είδωλό της, κάτασπρο μαυροφορεμένο ρόζ μπουκέτο, κι ούτε αναγνώριζε πλήρως τη μορφή της ούτε και την αποποιούνταν, ψυχρά την επεξεργάζονταν σα να ήταν ξένη κι ύστερα, έκπληκτη, είδε αυτό που δεν περίμενε να δει σ’ έναν καθρέφτη· Πίσω από τον εαυτό της, η χαμένη της αγάπη έστεκε στηριζόμενη στη μαύρη ουρά και το ένα πίσω ένα μπρος πόδι, αφού με το δεξί χεράκι έπαιρνε σάλιο από τη γλώσσα για να το απλώσει στο πρόσωπο, τα μάτια να νίψει, το μουστάκι, πάλι τα μάτια, σα να μην πίστευε κι αυτός ο Αράπης ότι ήταν ο άνθρωπός του που τον κοίταζε μέσα απ’ τον καθρέφτη, σα να μην ήξερε κι αυτός αν είχε έρθει εκείνη στα σκοτάδια του ή ήταν αυτός που εντέλει πισωγύρισε. Έστρεψε η Γίτσα το κεφάλι πίσω της, να διαπιστώσει αν ήταν όντως εκείνος ο ακόλουθός της κι ότι δεν ήταν οπτασία, μα ο καθρέφτης έλεγε τη δική του αλήθεια, ο καθρέφτης κι όχι το πεζοδρόμιο πίσω της. 253


Κάθισε ήσυχα σε ένα μαρμάρινο σκαλί που βρήκε πρόχειρο να την περιμένει, κι άναψε τσιγάρο για να σκεφτεί καλύτερα, να επεξεργαστεί όσα είχαν συμβεί και να τους δώσει μία πιθανή εξήγηση. Ρούφηξε προς τα μέσα τον καπνό παίρνοντας βαθιά ανάσα, κι ύστερα κι άλλη, κι άλλη, να γεμίσουν καπνό τα πνευμόνια κι ο εγκέφαλος και ή να επανέλθει στην κυκλοφορία ή να σβήσει αφήνοντάς την όπως και να έχει, ήσυχη. Δίχως να το θέλει χαμογέλασε, με την εικόνα του αγαπημένου γάτου της στο νου ένα δάκρυ πρώτο χύθηκε από τα μαύρα ματόκλαδα στο φουστάνι ποτίζοντας ένα από τα ροζ λουλούδια που το στόλιζαν, και τι παράξενη εικόνα που θα ήταν αλήθεια για τους περαστικούς, αυτή η παράξενη κοπέλα να κλαίει και να γελάει ταυτόχρονα σπάζοντας μέσα της το φράγμα των χρόνων δίχως δάκρυα, αφήνοντας γέλια και κλάματα να ξεχυθούν μαζί, εξίσου, δηλητήριο και αντίδοτο μαζί, όλα ποτισμένα το ίδιο, κερασμένα το ίδιο, αφού αυτό το φαρμάκι που της είχαν σερβίρει μια μέρα με το θάνατο του πατέρα, τώρα την γιάτρευε επιστρέφοντάς την πίσω στον εαυτό της. Το βράδυ πλησίαζε κι εκείνη είχε καθίσει τόσες ώρες στο μαρμαράκι κλαίουσα στη μέση της πόλης. 254


Σηκώθηκε διορθώνοντας το μπούστο, το μάκρος της φούστας της, έδιωξε μια τελευταία θολούρα από τα μάτια της και μουδιασμένη καθώς ήταν από τις τόσες ώρες εξαγνισμένο καθισιό και κλάμα, κίνησε για το σπίτι. Το είχε ανάγκη να αποκοιμηθεί βαθιά, να καθαρίσει.

Οι επισκέψεις. Από εκείνη τη μεσημεριάτικη επίσκεψη στη βόλτα της, το τρίποδο αγαπημένο πλάσμα της την επισκέπτονταν συχνά, όχι μέσα από καθρέφτες όπως την πρώτη φορά αλλά κανονικά, εκεί που δεν το περίμενε εμφανίζονταν, πότε στον ύπνο, πότε στον 255


ξύπνιο, ζητώντας να την προστατέψει και να της δείξει με τον τρόπο του από πού και από τι να φυλαχτεί. Της έδωσε μια σιγουριά, της θύμισε όσα ήξερε και είχε προτιμήσει να ξεχάσει. Ακόμη κι όταν η Γίτσα συνάντησε αυτόν που θα γίνονταν ο πρώτος της σύζυγος, ήξερε πού θα οδηγούσε αυτή η σχέση, ήξερε ότι θα γεννούσε τρία παιδιά και δύο θα απέβαλε, ήξερε ότι θα χώριζε μετά από πολλά χρόνια και αφού θα είχε περάσει βάσανα πολλά, μα ήταν κάτι που ακόμη δεν ήξερε αφού ούτε ο τρίποδος παντογνώστης της είχε φροντίσει να την ενημερώσει ούτε κανένας άλλος, τόσο βαρύ και δύσκολο ήταν που δεν λέγονταν, αυτό που θα συνέβαλλε στην ολοκληρωτική διαμόρφωση του εαυτού της. Κι ενώ η Γίτσα ήξερε αυτά που ήξερε, φρόντισε να τα ακολουθήσει σαν το χαϊβάνι, δεν έκανε ούτε μια προσπάθεια να μην παραδοθεί στα δεδομένα, να τ’ αλλάξει. Δεν ήξερε όμως τότε πως δεν ήταν αναγκασμένος άνθρωπος, μπορούσε να πάρει αυτά που είχε γνώση και να τα μεταχειριστεί προς όφελός της, γραμμένα δεν ήταν, κι αν ήταν έσβηναν, 256


διορθώνονταν, γι’ αυτό και η γνώση της δύναμη ήταν, μα πού να το καταλάβει τότε. Κι αποδέχτηκε τα καλά που της έρχονταν μέρα τη μέρα, αποδέχτηκε και τ’ άσχημα σαν άβουλο πλάσμα. Και βρέθηκε κάποτε να ζυγίζει τριάντα πέντε κιλά, σκιά κι η ίδια του εαυτού της, να βαδίζει πάλι στους δρόμους σκυφτή παραμιλώντας, κλαμένη μονίμως και σημαδεμένη από τα χτυπήματα του ανδρός της μονιμότερα, κι ούτε ένα χάδι στον κόσμο να μην υπάρχει για εκείνη, ούτε συγγενής, ούτε γνωστός, ούτε φίλος αφού είχε φροντίσει νωρίτερα όλους να τους κάνει πέρα ως αχρείαστους, μόνο τα χεράκια του μεγάλου της γιού είχε (αν μπορούμε να αποκαλέσουμε μεγάλο ένα πεντάχρονο παιδάκι), να της πιάνει τα μάγουλα και να της λέει: «τώρα κοιμήσου μανούλα κι όταν ξυπνήσεις όλα θα έχουν περάσει» Το αγόρι της. Της έλεγε να κοιμηθεί λες κι ο ύπνος φάρμακο ήταν που θα τη θεράπευε από το κτήνος άντρα της, λες κι ο ύπνος θα διέγραφε μαγικά –όπως εκείνος ο μάγος που είχαν παρακολουθήσει στην τηλεόραση, πως τον έλεγαν να δεις, Δαυίδ τον έλεγαν, 257


Δαυίδ Κόπερφηλντ- όσα τους συνέβαιναν και θα τους μετέφερε σε έναν άλλο κόσμο, όμορφο, όπου ο πόνος κι ο φόβος δεν θα είχαν θέση. Αυτή η κίνηση και τα λόγια του παιδιού της ήταν που την ταρακούνησαν, της φώναξαν πως έπρεπε κάτι να κάνει αν δεν ήθελε σύντομα να γέμιζε τη γούρνα της, αφήνοντας τα παιδιά της δίχως μάνα. Έτσι κι αλλιώς η αντίστροφη μέτρηση για εκείνη είχε αρχίσει, δεν ήθελε πολύ ακόμη για να λιώσει, οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Γι’ αυτό, ζήτησε διαζύγιο.

Λίγες μέρες πριν συμβούν τα προαναφερόμενα, οφείλουμε να πούμε για ένα πάγωμα σημαδιακό, που όμως η Γίτσα στα χαμένα της μέσα δεν του έδωσε την πρέπουσα σημασία, είχε συνηθίσει άλλωστε τόσο τις επισκέψεις των αλλόκοσμων μορφών που πολλές φορές τους προσπερνούσε δίχως να θέλει να τους προσβάλει μα με μια προσμονή να την αφήνουν πότε πότε ήσυχη στον πόνο και τη θλίψη της, είπε μόνο ένα 258


«εντάξει» όταν συνέβη σα να έκλεινε κάποια συμφωνία με τη μοίρα της, σα να υπέγραφε ένα οριστικό και αμετάκλητο συμβόλαιο μιας κάποιας δυστυχίας. Δεκέμβρης ήταν, λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων και είχαν ντυθεί ζεστά και όμορφα, μάνα και γιοί (γιατί και τα τρία παιδιά της Γίτσας αγόρια ήταν, κορίτσια δεν έκανε, κορίτσια έχανε, δύο είχε στείλει ταξίδι στον άλλο κόσμο προτού καλά καλά προλάβουν να στριμωχτούν στη μήτρα της) για να παρευρεθούν σε μία παιδική γιορτούλα από αυτές των ημερών, τις εορταστικά Χριστουγεννιάτικες, με σκετσάκια και ποιήματα, τραγούδια και χαρές και δώρα. Έφτασαν γρήγορα στο κλειστό γυμναστήριο της γειτονιάς όπου και ήταν η γιορτή, κάθισαν στις θέσεις τους να μην τις προλάβουν άλλοι, το μωρό στην αγκαλιά, και χάζευαν τριγύρω με τα στολίδια και τα φώτα που τους έκαναν να ξεφεύγουν από την δική τους ζοφερή πραγματικότητα. Τα παιδιά, ήταν όλο χαρά. Τα παλαμάκια έρχονταν βιαστικά στα χέρια τους, τα χαμόγελα στα χείλη τους, μέχρι που κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, την ώρα που ένα λευκό 259


αγγελάκι με ψεύτικα φτερά από πολυεστέρα έλεγε τα λόγια του παπαγαλισμένα αλλά με στόμφο και με πλήρη σοβαρότητα μεγάλου ανθρώπου, η Γίτσα ένιωσε το κορμί της να παγώνει απ’ άκρη σ’ άκρη, σα να την είχαν βουτήξει σε λιωμένο αλλά παγωμένο κερί κι ύστερα να τη σκέπαζαν με χιόνι. Αφού βυθίστηκε αργά σε αυτή την παγωνιά και τα μάτια της θόλωσαν και τα αυτιά της άκουγαν σε βάθος κι όχι καθαρά και τα άκρα της παρέλυσαν, μέσα στο μυαλό της μίλησε μία φωνή. «εδώ τελειώνουν όλα» της είπε, όχι φωνάζοντας, όχι απαιτώντας, ενημερώνοντας, σοβαρά και σταθερά όπως η φωνή της τηλεφωνήτριας σε τηλεμαραθώνιο που λέει «η κλίση σας προσμετρήθηκε». ‘Υστερα άρχισε αργά να επανέρχεται στην πραγματικότητα, άγγιξε με τα δυο της χέρια πρώτα τα παιδιά που κάθονταν δεξιά και αριστερά της, έπειτα έσφιξε με τα χέρια της τον Μιχαλάκη που ήταν ευτυχώς ακόμη στην αγκαλιά της, «εντάξει» είπε, κι ίσως τελικά αυτό το εντάξει να μην το έλεγε της μοίρας, να έλεγε απλά «εντάξει» που τα παιδιά ήταν στη θέση τους και δεν είχαν καταλάβει τι της είχε μόλις συμβεί, κι αν τη ρωτούσαμε τώρα δα τη Γίτσα, 260


θα ορκίζονταν ξανά και ξανά πως δεν ήταν ένα ακόμη εντάξει αποδοχής αυτό, όχι, αυτό δεν θα το αποδέχονταν, ούτε στον εχθρό της δεν εύχονταν αυτό που της έμελλε να πάθει πώς να το αποδεχθεί, πώς να το υπογράψει με ένα «εντάξει» το γεγονός ότι θα έρχονταν μια μέρα που θα ζούσε χωρίς τα παιδιά της. Και θα ορκίζονταν επίσης πως δίπλα στο ψεύτικο αγγελάκι στη σκηνή, κάτω από τα πολυεστερικά φτερά, την ώρα που η Παγωνιά την επισκέπτονταν, είχε δει τον Αράπη που δεν νίβονταν τούτη τη φορά, μόνο έστεκε σοβαρός, ορθός και μεγαλοπρεπής απάνω στα τρία του πόδια, να την καρφώνει με τους ήλιους μάτια του, να τη διαπερνά ως τον πυρήνα της παραμερίζοντας λίγη από την παγωνιά της, κι εκεί στο κέντρο ανάμεσα στων δυο τους τη σκοτεινιά να της αφήνει δώρα παρηγοριάς ένα «γιατί;» κι ένα «θα τα καταφέρεις!» Ασφαλώς ήταν κι εκείνο το όνειρο –πάλι ένα όνειρο θα εκτελούσε χρέη αγγελιοφόρου προειδοποιώντας την επί χρόνια για κάτι που δεν θέλησε η ίδια στιγμή να πιστέψει και να εμπιστευθεί, σταυροκοπιόνταν απλώς κατά το ξύπνημα λουσμένη στον ιδρώτα και το έλεγε μετά φωναχτά στον εαυτό της, για να τ’ ακούει μόνο 261


εκείνη αλλά μην τύχει και το ακούσει η κακιά η ώρα, με το πρώτο φως της μέρας για να πάρει ο ήλιος μακριά το κακό που η νύχτα την κέρναγε, να ξορκίσει τον απόκρυφο εφιάλτη κι ύστερα να συνεχίσει τη μέρα της νεύοντας της ρουτίνας για να τη βγάλει από κάθε είδους σκέψεις που μπορεί να γυρόφερναν στα του ονείρου. Δεν ξεχνούσε όμως όσο κι αν το προσπάθησε, αυτό που για χρόνια ολόκληρα, από τότε που γεννήθηκαν σχεδόν τα παιδιά της –ούτε κι αυτή καλοθυμόταν πότε πρωτοξεκίνησεεπαναλαμβάνονταν ίδιο κι απαράλλαχτο, τη θυμόνταν μία φορά στο τόσο μα έφτανε αυτήν η φορά για να της προκαλέσει αναστάτωση για μέρες μετά, μπορεί και μήνες. Έβλεπε πως βρίσκονταν ξαφνικά χαμένη σε μια πόλη που ήξερε λέει πως ήταν η πόλη της κι όμως άγνωστη της φαινόταν, κι ούτε νύχτα ήταν ούτε μέρα, ένα λυκόφως ήταν πνιγμένο σε καπνούς αντί ομίχλη, κι αυτή μικρή ανάμεσα σε θηριώδη, γκρίζα ντουβάρια αναζητούσε τα χαμένα της παιδιά. Έτρεχε στους άδειους δρόμους σκίζοντας με τα δυο της χέρια τον πηχτό αέρα, φωνάζοντας με αλαλαγμούς τα ονόματά τους. Γυρνούσε κι έψαχνε, ιδρωμένη και γεμάτη 262


αγωνία που έκανε τα μάτια της να πονούν, ορθάνοιχτα παραθύρια τα μάτια της με κόρες διεσταλμένες που δεν διέκριναν ωστόσο το επιθυμητό παρατείνοντας τον πόνο και την αγωνία, προκαλώντας στην καρδιά δυνατούς, ακανόνιστους χτύπους. Ξυπνούσε πάντα με λυγμούς και την αγκαλιά να χάσκει άδεια κι έτρεχε στα κρεβατάκια τους –τότε τα έβρισκε ακόμη γεμάτα- τα σταύρωνε και τα σκέπαζε να μην τ’ αγγίξει διόλου η αύρα του αινιγματικού ονείρου που την ακολουθούσε. Με γλαρωμένα μάτια δεν ξανά αντάμωνε το στρώμα, άλλοτε έφτιαχνε καφέ στη μέση της νύχτας προσμένοντας το ξημέρωμα, κι άλλοτε έβγαζε το νυχτέρι γονατιστή μπροστά στην εικόνα της Ευαγγελίστριας, προσευχόμενη να έχει γερά η Πρώτη Μάνα όλου του κόσμου τα παιδιά κι ύστερα τα δικά της. Παρόλο που την έκαιγε και την τσουρούφλιζε η κάθε επίσκεψη αυτού του μεγάλου εφιάλτη, με κανέναν δεν τον μοιράστηκε πέρα από το πρώτο φως της μέρας όπως είπαμε (αυτό που λέγεται πως ξορκίζει τα ανεπιθύμητα όνειρα, τα εξαγνίζει και κατά παράδοση όλοι οι ονειροκαμένοι σε αυτό προστρέχουμε για λύτρωση) και τα αυτιά της Παναγίας της 263


Ευαγγελίστριας που στην ασημένια της εικόνα μέσα, γυαλισμένη, καθαρή, όλα τα γνώριζε κι όλα τα παρακολουθούσε, έχοντας πάντα χαλαρωτική επίδραση στη Γίτσα ένας μονόλογος μαζί με τη φεγγαροστολισμένη γυναίκα με το ανάλαφρα ακουμπισμένο -σε άλλες εικόνες, όχι στη δική τηςβρέφος στην ασημόδετη αγκαλιά της. Όταν όμως συνέβη το κακό, μέσα στο δικαστήριο ακόμη, όταν εκείνη είχε υπογράψει προκαταβολικά να μην έρθουν επ’ ουδενί λόγο τα μικρά παιδιά της σε εκείνο το χώρο αφού στο κάτω-κάτω της γραφής το διαζύγιο δεν αφορούσε τα ίδια, τα παιδιά της εξακολουθούσαν να έχουν τόσο μάνα όσο και πατέρα, όταν λοιπόν άκουσε μένοντας άναυδη την απόφαση της δικαστίνας να πάνε να πάρουν τα παιδιά της από το σχολείο τους και να τα εμφανίσουν μπροστά της για να τους μιλήσει κεκλεισμένων των θυρών, τότε μέσα της πλημμύρισε ξαφνικά από εκείνο το όνειρο, τη θύμησή του και την αίσθηση που της άφηνε, την παγωμάρα που το κορμί της μούδιαζε και την αγωνία, κι άλλο δεν ήθελε τότε για να κοπεί η ανάσα της και να λιποθυμήσει.

264


Συνήλθε αργότερα, βλέποντας ότι η δικηγόρος της την είχε καθίσει σε έναν άβολο ξύλινο πάγκο, την ώρα που τα δυο αγόρια της περνούσαν από μπρός της κρατημένα από τα χέρια του πρώην άντρα της. Ο μεγάλος της γιος την κοίταξε στα μάτια με ένα βλέμμα γεμάτο απορία για το λόγο που τον είχαν οδηγήσει εκεί. Ο μεσαίος, με σκυμμένο το κατσαρό του κεφαλάκι ούτε γύρισε να της ρίξει μια ματιά, πήγαινε όπου τον πήγαιναν, ακολουθώντας μαζί τις μύτες των καινούργιων παπουτσιών του με το βλέμμα. Το μωρό –καθώς έμαθε αργότερα- το είχαν πάρει από την κοπέλα που το κρατούσε σπίτι της και το είχαν παραδώσει ήδη στην πρώην πεθερά της η οποία – καθώς επίσης έμαθε αργότερα από τη γειτονιάούρλιαζε με ευχαρίστηση «Της τα πήραμε! Της τα πήραμε!» Ήταν λοιπόν όλα κανονισμένα. Κι έτσι ακολούθως πέρασε ένα πικρό, πένθιμο σαρανταήμερο με πολλές προσπάθειες με την αστυνομία και τη δικηγόρο της για να ξαναδεί η Γίτσα τα παιδιά της. Τριγυρνούσε σαν το φάντασμα κλεισμένη στο σπίτι, λιπόσαρκη κι απελπισμένη, μια να μαλώνει με την 265


Παναγιά για τον τρόπο που της φέρθηκε, μια να θυμάται το όνειρο και να βλαστημάει τον εαυτό της που δεν του είχε δώσει τόσα χρόνια τη σημασία που του ταίριαζε. Με άλλα και με αυτά η Γίτσα μεταμορφώθηκε, ανακάλυψε ποια είναι αυτή και ποιοι ήταν οι άνθρωποι που την περιτριγύριζαν. Όταν δε έτυχε να έχει κι ένα σημαντικό δικαστήριο για την επιμέλεια των παιδιών μετά από καιρό, όπου έπρεπε ουσιαστικά να αποδείξει πως ήταν καλή μάνα – γιατί ήταν η Γίτσα καλή μάνα, ήταν από εκείνες που άλλες μανάδες την είχαν πρότυπο, δεν άφηνε στιγμή τα παιδιά της από την προσοχή της, τα φρόντιζε και με το παραπάνω, τα διάβαζε, τα λάτρευε στην κυριολεξία, αλλά έκανε κι οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της για άλλα παιδιά, ξένα, που μπορεί να είχαν την ανάγκη της – και δεν δέχτηκε ούτε ένας άνθρωπος από αυτούς που θεωρούσε ως τότε γνωστούς και φίλους και οικογένεια να παρευρεθεί σαν μάρτυρας για κείνη αποδεικνύοντας την πραγματικότητα, πρεσβεύοντας την αλήθεια, αφού δεν υπήρχε λόγος να ζητήσει από κανέναν να πει ψέματα, ενώ αντίθετα βρέθηκαν μάρτυρες (πληρωμένοι με το αζημίωτο φυσικά) για ν’ 266


αποδείξουν με τα λόγια τους πως η Γίτσα δεν ήταν αυτό που ουσιαστικά ήταν, τότε έχασε την εμπιστοσύνη της στο ανθρώπινο είδος. Μεταλλάχτηκε μεμιάς, κι ευτυχώς τόλμησε επιτέλους να στρέψει την προσοχή της στον εαυτό της, στην αλήθεια που είχε μέσα της, την αλήθεια που και τα παιδιά της γνώριζαν και κανείς ψευδομάρτυρας και κανένα δικαστήριο δεν μπορούσε να τους κλέψει. Αυτό ήταν που την κράτησε στα λογικά της κι αντί να αποδυναμώσει τη σχέση της με τα παιδιά την ισχυροποίησε, δίνοντας χαριστική βολή σε οτιδήποτε ψεύτικο ως τότε διεκδικούσε θέση στη ζωή της. Ας μην έμεναν πια μαζί της, την αγάπη που τους ένωνε και την αλήθεια που μοιράζονταν κανένας άνθρωπος δεν θα κατάφερνε ποτέ να διαλύσει. Της πήρε χρόνο να κάνει τα ξεκαθαρίσματα μα ήταν τόσο πολύτιμα καθαρτικά που αναδύθηκε από όλον αυτόν τον ανθρώπινο συρφετό πιο καθαρή από ποτέ άλλοτε, πιο όμορφη, πιο δυνατή μα και πιο παράξενα μυστηριώδης, με το βλέμμα της ψυχής της πλέον μόνιμα εγκατεστημένο στη ματιά όπως κάποτε, τον καιρό που ο βραχνάς της γλυκά την πλάκωσε.

267


Η απόκρυφη γοητεία της πλέον ανέβλυζε, η πίστη της στο ανθρώπινο είδος ανακτήθηκε αργά αλλά σταθερά, συγχρόνως όμως έμαθε να κρατά αποστάσεις ασφαλείας από όλους, λέγοντάς τους καθαρά «σας αγαπάω, κι όταν με χρειαστείτε θα βρεθώ κοντά σας, ό,τι μου κάνατε δεν θα σας κάνω, όμως μείνετε μακριά μου γιατί πλέον έτσι νιώθω πιο ασφαλής». Και δεν το πρόφερε με λόγια αυτό, με σκέψεις το συλλάβιζε και βλέμματα, όπως και με μια αύρα που ενώ μαγνήτιζε τους ανθρώπους κοντά της προσκαλώντας τους σχεδόν να τη γνωρίσουν καλύτερα, όταν έφταναν εκεί όπου είχε θέσει τα όρια η Γίτσα, δεν τα κατάφερναν να την πλησιάσουν. Κι ήταν αυτό που τώρα πια τους θύμωνε, γίνονταν ζήλεια νοσηρή από μέρους τους που άλλοι ως κακία την πετούσαν σε κείνη, κι άλλοι με δόσεις την έχυναν ως δηλητήριο συκοφαντώντας την. Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι λίγοι –μεταξύ των οποίων και η μάνα της- που κατάλαβαν και θεώρησαν πως δίκαιη ήταν η αλλαγή της κι εκτίμησαν το δικό τους σφάλμα σε κείνη την κατάσταση, εκτίμησαν και τη σοβαρότητα της ψυχικής κατάστασης της Γίτσας. Αυτοί πιο πολύ τη θαύμασαν τότε. Μα ήταν αργά για να δεχτεί ξένες αγάπες και θαυμασμούς συμπόνιας η Γίτσα, διάλεξε δυο τρεις ανθρώπους – τον καινούργιο 268


άντρα και τα παιδιά της, πάντα τα παιδιά της – κι οχυρώθηκε πίσω από τις δυνάμεις της ψυχής της θεωρώντας πια πως είχε βρει επιτέλους το δρόμο της, αντιλαμβανόμενη ξεκάθαρα τα μηνύματα που έπαιρνε από τον άλλο κόσμο, τον απόκοσμο, στον οποίο πιότερο έγερνε, κι αν δεν είχε αφήσει ολότελα τα εγκόσμια να πάει σε κείνον μια και καλή ήταν γιατί τη χάρη του θανάτου δεν ήθελε να κάνει, είχε και μια φυσική περιέργεια να δει το τέλος που της φύλαγε, είχε στο μεταξύ αποκτήσει και μια αγάπη μεγάλη για τον Αλέξανδρο, τον άντρα που έγινε το στήριγμά της αλλά κι ο άνθρωπος που έμελλε να εξερευνήσει την ψυχή της ανοίγοντας τις κλειδωμένες πόρτες, αυτός ο μόνος κλειδοκράτορας. Άνδρας σπάνιος που ταίριαζε σε μια σπάνια γυναίκα σαν τη Γίτσα, όπου σε αυτόν τον παραποιημένο κόσμο και τον ψεύτικο κατάφεραν να στεριώσουν μια αγάπη σπάνια κι αληθινή, την οποία δεν της είχε τάξει ούτε ο τρίποδος Αράπης της, η πρώτη αθώα αγάπη της ζωής της, ούτε ο Θεός που μέσα στους πόνους της, της μίλαγε με όνειρα. Μόνο κάποτε ίσως, αυτός ο Θεός της είχε κάνει μια νύξη, όταν ξυλοφορτωμένη από τον τότε άντρα της 269


είχε αποκοιμηθεί κατάχαμα απ’ το κλάμα, ευχόμενη να ήταν αυτός ο τελευταίος της ζωής της ύπνος, να έφευγε έτσι εκεί στα πατώματα μήπως και συναντούσε ένα ωραίο αύριο, τότε λοιπόν είχε δει στον ύπνο της πως την είχε αγκαλιά ένας άγνωστος δίχως κεφάλι, μια αγκαλιά καταπραϋντική που τη γέμισε ελπίδα και σε αυτήν πρόστρεχε όταν υπέφερε. Ίσως αυτός να ήταν τότε ο Αλέξανδρός της, ένας ακέφαλος Αλέξανδρος αφού ακόμη δεν τον είχε γνωρίσει για να σημαδέψει στο όνειρο τα χαρακτηριστικά του, που της τον έστειλε ο Θεός σε μήνυμα για να μην απελπίζεται, για να κρατάει δυνάμεις και να άντεχε, ως εκείνη τη μέρα που δώρο θα της τον έκανε, στο δικό της και στο δικό του Αμήν. Πάντα δεν μπορούσε να εξηγήσει η Γίτσα αυτά τα όνειρα, ούτε να τα διαβάσει την ώρα που έρχονταν μπόραγε, τα καταβρόχθιζε μόνο παίρνοντάς τα μέσα της ώσπου να έρθει η ώρα που θα ξύπναγαν οι θύμησες, θα επαναδομούνταν και θα ζωντάνευαν φωνάζοντάς της: «Σου το είχα πει!»

270


Τα κατάφερε λοιπόν η Γίτσα, όντως. Πήρε το διαζύγιο όχι γρήγορα, μέσα σε πέντε επώδυνα χρόνια, αλλά μετά ξαναπαντρεύτηκε τον δεύτερό της άντρα, αυτόν τον άνθρωπο που γνώρισε όταν ήταν σε βαθύ πόνο και πένθος ζωντανό. Γιατί πένθησε πολύ η Γίτσα τότε, πένθησε όχι για τους πεθαμένους της, αυτούς τους είχε θάψει προ πολλού, τους είχε τακτοποιήσει εντός κι εκτός της, δεν είχε αφημένες τέτοιες εκκρεμότητες, τα ζωντανά της πένθησε, τα τζιγέρια της, τα αίματα της κοιλιάς της, τα παιδιά της, που σε μια μανία εκδικητική ο πρώην άντρας της, στο χρόνο σχεδόν απάνω από τις διαδικασίες του διαζυγίου, της τα πήρε νόμιμα κι άνομα, κι άκρη δεν μπόραγε να βρει όσο κι αν το είχε προσπαθήσει. Ένιωσε πως της ξερίζωναν τα σπλάχνα, πως της έβγαζαν απ’ τα στήθη την καρδιά την ώρα που εκείνη ακόμη χτυπούσε, και το προσπάθησε, πως δεν το προσπάθησε, πίσω να τα πάρει με δικηγόρους και με ψυχολόγους και με παιδοψυχολόγους και δασκάλους και καθηγητάδες, κι όπου έβρισκε ρώταγε κι έλεγε τον πόνο της να βρει βοήθεια η έρμη Γίτσα, μα δεν πλήρωνε αφού δεν είχε, - τι να δώσει, ψυχή; Κι αυτή άμα της την ζητούσαν θα την έδινε - κι αφού δεν πλήρωνε για να βρεθεί του πόνου της η λύση, λύση δεν βρέθηκε. Άλλωστε ήταν 271


αργά πια, το δηλητήριο τα είχε μπολιάσει τα παιδιά της και με αμηχανία την πλησίαζαν τον πρώτο καιρό, πολύ περισσότερο δε δεν ξαναγύρναγαν σε κείνη, έμειναν πια με τον πατέρα τους μόνιμα, αφού έτσι το δικαστήριο είχε αποφασίσει και με αυτό τα φόβιζαν. Κι ήταν εκείνο το «γιατί» που κληρονόμησε από τον μαύρο τρίποδο, τον μαύρο μαντατοφόρο της καλύτερα θα λέγαμε, που μέσα σε μια παγωνιά την κέρασε άλλη μία, κι έφερνε βαρύ κι ασήκωτο το ερωτηματικό στο πλάι, τόσο που ώρες ώρες έλεγε πως δεν μπορούσε να τ’ αντέξει. Για χρόνια την έφαγε με τα ψιλά δοντάκια του, σαρκοφάγο τούτο το ερωτηματικό, ώσπου να της αλλάξει τη μορφή, της άλλαξε και τις συνήθειες, μήτε για φίλους έψαχνε πια μήτε για εχθρούς, πολύ περισσότερο δεν ζήταγε οικογένεια, δεν ήθελε οικογένεια αφού έτσι κι αλλιώς διαπίστωσε τότε μέσα στη δυσκολία της πως οικογένεια δεν είχε. Ο αδερφός της την είχε ξεγράψει, άστοργη μάνα την αποκάλεσε και τέλειωσε, εύκολος λόγος, βγαίνει και δεν κοιτάζεις από πίσω τι κρύβει, πόσο πόνο αν έχει, πόσο κλάμα αν έχει, πόση δύναμη κι αδυναμία. 272


Αφορμή έψαχνε να κόψει τα σχοινιά που η Γίτσα όλα τα χρόνια ύφαινε και τα έλεγε ‘οικογένεια’, τα βρήκε φυρά και τα έκοψε μ’ ένα χράπ! Δίνοντας τέλος στην οικογενειακή τους ιστορία κι αφήνοντάς την πιότερο μοναχή και φοβισμένη από ποτέ. Όμως όλα τα μπόρεσε. Και το φόβο της κοίταξε κατάματα και μαζί του πάλεψε και τον νίκησε. Βέβαια δεν μπορούμε να μην μιλήσουμε ξανά για τη βοήθεια που δέχτηκε από τον άνθρωπό της, τον Αλέξανδρο, που όχι μόνο μπήκε στη ζωή της μέσα στα δύσκολα, σε μια θάλασσα άγρια φουρτουνιασμένη, όχι μόνο κολύμπησε αλλά έσωσε και κείνη από βέβαιο πνιγμό, γι’ αυτό και τον ευγνωμονούσε. Της κράταγε το χέρι να περάσει τα εμπόδια, τάισε με το ζόρι το λιπόσαρκο κορμί της να για ν’ ανθρωπέψει όπως της έλεγε, μα πιο πολύ ακόμη κι απ’ την ίδια φρόντισε αυτός για να μη χάσει εκείνη τα λογικά της, γιατί την έβλεπε, πολύ δεν ήθελε για να ξεφύγει. Εύκολο δεν ήταν, κι ας το έλεγαν οι ψυχολόγοι, να πάψει μια μάνα –επειδή ήρθε μια μέρα αντιμέτωπη με έναν εκδικητικό σύζυγο- να είναι μάνα και δεν έπαψε ποτέ. Λίγο άλλαξε συνήθειες, λίγο μετέτρεψε την καθημερινότητά της στα νέα δεδομένα, πέτρωσε την 273


καρδιά της, μα το ήθελε και κείνη να παραμείνει άρρηκτα δεμένη με τα παιδιά της, έτσι και παρέμεινε εσαεί ακόμη κι όταν έκαναν τα πάντα κάποιοι για να τους χωρίσουν. Το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης δεν συμβαίνει μονάχα στους άντρες αλλά και στις γυναίκες, αν δεν είναι ενημερωμένες για το τι μπορεί να τους συμβεί κατά τη διάρκεια ενός διαζυγίου, όσο ομαλά κι αν ξεκινούν οι διαδικασίες, κι όσο πολιτισμένοι κι αν δείχνουν να είναι οι εμπλεκόμενοι. Και στη Γίτσα αυτό έτυχε κι αυτή ήταν μια ξεκάθαρα δική της μάχη. «Όμως γιατί έπρεπε να το περάσω εγώ όλο αυτό;» μια μέρα ρώτησε εκεί που οι δυο τους κάθονταν –νόμιμη σύζυγος πια Αλεξάνδρου Σίγμα, οικοδόμου στο επάγγελμα, χτίστη εξ’ αρχής και της δικής της καινούργιας κι ελπιδοφόρου ζωής- πιο πολύ για να εμπεδώσει η ίδια την ερώτηση παρά περιμένοντας απάντηση από εκείνον, τον σοφό σύζυγό της του οποίου τη γνώμη λογάριαζε κι εμπιστεύονταν αφότου την είχε αναστήσει.

274


«Για να μάθεις!» απάντησε εκείνος δίχως να σηκώσει κεφάλι από την εφημερίδα του, συνεχίζοντας μετά μ’ ένα «έμαθες;» γυρνώντας προς τη μεριά της και κοιτώντας την κατάματα. «Έμαθα αμέ, ουυυυυ!» είπε η Γίτσα επιστρέφοντας αμέσως στη γνώριμή τους σιωπή αγαπημένης οικειότητας, να τα στοιχίσει όσα έμαθε μέσα της, να τα μετρήσει, κι ύστερα να τ’ αποθέσει κάπου φρόνιμα, να τα έχει πρόχειρα, να τα βρίσκει όταν τα χρειάζεται. Έμαθε. Ο γάτος με τα τρία ποδάρια, η πρώτη παιδική αγάπη της, όλα της τα έμαθε, ο βραχνάς που την πλάκωσε επίσης σε τρυφερή ηλικία –άλλος έρωτας βασανιστικός και κείνος- όλα της τα έμαθε, ο κόσμος που μέσα του υπήρξε κι έζησε με όλη τη σημασία της λέξης όλα της τα έμαθε, κι ο εαυτός της που όλα τα ήξερε και τίποτα τελικά δεν ήξερε, βάδιζε πλέον αντιχνούμενος, με το ένα ποδάρι στη ζωή ετούτη και το άλλο στην άλλη, κι ένα τρίτο, αόρατο, που ξεφύτρωνε από τα ξέφτια της ψυχής της, αποφάσιζε κάθε φορά ποιο θα ήταν το βήμα που θα τραβούσε εδώ και ποιο εκεί, ποιο στο φως, ποιο στη σκιά, στον 275


έρωτα, στον πόλεμο, ποιο στη μοναξιά και ποιο μαζί με συμβατούς με αυτήν ανθρώπους, κάνοντας καθημερινά ένα καινούργιο, διαβρωτικό κι εξίσου καθαρτικό ταξίδι, περνώντας πάντα στο τέλος κάθε ημέρας από το εκάστοτε ταμείο για τα τιμήματα των επιλογών της. «Εντάξει» είπε πάλι, μιλώντας μόνη αυτή τη φορά, μέσα από τα δόντια της, αφού τα στοίχισε μέσα της όλα, τα μέτρησε και τα τακτοποίησε αποθέτοντάς τα σε μια άκρη του νου της φρόνιμα, πρόχειρα να είναι για όταν τα χρειάζεται, μαθήματα ζωής που άλλα μελετήθηκαν καλά, άλλα ήθελαν ακόμη επανάληψη, παθήματα ζωής που έγιναν μια φορά, συνέβησαν, δε χαλνούσαν και δεν άλλαζαν. Κι αφού έτσι είχαν γίνει αυτό μονάχα τους ταίριαζε να βγει από τα χείλη της, πίσω από μια γουλιά γλυκού καφέ, πλάι σε ένα χαμόγελο συμφιλίωσης, «Εντάξει!» είπε, τούτη τη φορά δυνατά στον εαυτό της μα και στον σύντροφο ζωής που μαζί του μοιράζονταν εκείνη τη στιγμή τον βελούδινο ροζ καναπέ, «έζησα μια ζωή γεμάτη» συνέχισε, καθώς αποφάσιζε για

276


πρώτη της φορά, πως θα ήθελε σε αυτή κι άλλο να παραμείνει.

βιογραφικό: Η Eva Saga (ή Ευαγγελία Ματζούνη-Σαγιάννη κατά κόσμο) γεννήθηκε το 1974 στο Βόλο όπου 277


και συνεχίζει να ζει. Δεν ασχολείται παρά με το γράψιμο, την Ποίηση που αγαπά και το ιντερνετικό τετράδιο σημειώσεων που διατηρεί εδώ και τέσσερα χρόνια –ή αλλιώς blog- με το παράξενο όνομα Τζάτζαλα Μάτζαλα ( Jajala Majala http://evasbits.blogspot.gr ) όπου εξιστορεί, περιγράφει, γράφει και παραγράφει - όταν οι καιροί το επιτρέπουν, όπως επισημαίνει - όλα όσα της τραβούν την προσοχή. Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο.

278


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.