1
χωρικές μεταφράσεις της ανθρώπινης ύπαρξης
ερευνητική εργασία Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνική Σχολή, Α.Π.Θ. Φοιτήτρια: Σερέτη Ευγενία Ευαγγελία, 7427 Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Τσουκαλά Κυριακή ακαδημαϊκό έτος: 2018-2019 2
3
περιεχόμενα εισαγωγή ..................................................................................................... 5 ποίηση γιατί ................................................................................................ 6 εργαλεία και μέθοδος ............................................................................... 9 ο άνθρωπος ως δημιουργός και ο άνθρωπος ως πράξη ......................... 9
τα ποιήματα .............................................................................................. 12 η κοινή συνισταμένη ............................................................................... 29 πολιτισμός vs φύση ................................................................................ 29
η κατοίκηση............................................................................................... 37 ο ρόλος της αρχιτεκτονικής .................................................................... 45 βιβλιογραφία ............................................................................................ 49
4
5
εισαγωγή Η παρούσα μελέτη εξερευνά στην ποιητική έκφραση τον τρόπο και τον λόγο που ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον χώρο για να μιλήσει για τον εαυτό του. Τα παραδείγματα είναι αρκετά τόσο στην ελληνική όσο και στην ξένη λογοτεχνία. Χάριν, ωστόσο, της έκτασης του κειμένου το παρόν έργο επικεντρώνεται και εμβαθύνει στις «Αμυγδαλιές» του Μίλτου Σαχτούρη και στην «Γυναικεία δουλειά» της Μάγιας Αγγέλου. Η ερμηνεία τους προκύπτει κυρίως με την βοήθεια της φιλοσοφίας και της θεωρίας του χώρου, του τόπου και του τοπίου. Ο λόγος μιας τέτοιας ερευνητικής επιλογής αποσκοπεί στην εξερεύνηση της σχέσης του χώρου και της ύπαρξης, όπως αυτή αποκαλύπτεται αβίαστα στην ποίηση.
6
ποίηση γιατί.. Ο ποιητικός λόγος πετυχαίνει να μιλήσει για τα βαθιά νοήματα του χώρου χωρίς αυτό να βρίσκεται στις άμεσες προθέσεις του. Έτσι προδίδει μια έμμεση και αυθεντική φανέρωση της υπαρξιακής του διάστασης. Αυτό συμβαίνει διότι η ποίηση είναι το μοναδικό πεδίο της γλώσσας που αυτή παύει να είναι προγραμματική και να εκτελεί τα χρέη της καθημερινής επικοινωνίας. Στην περιοχή αυτή, που και τα ίδια τα σημαινόμενα επιτελούν την αυτοαναίρεσή τους ως τέτοια, ο νους, όπως μας τον παρουσιάζει ο Merleau-Ponty1 , συναντάει τα εξωνοητικά συμβάντα, αυτά δηλαδή που η γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει προγραμματικά. Εκεί οι κανόνες και οι νόμοι της καταρρίπτονται. Η ποίηση είναι η μαύρη τρύπα της γλώσσας. Στην λογικο-φιλοσοφική πραγματεία του Βίτγκενστάιν2 η γλώσσα ανάγεται πάντοτε σε κόσμο και το αντίστροφο. Στην ποίηση η σχέση αυτή επαναλαμβάνεται αλλά υπάρχει ήδη έξω από τα κανονιστικά πλαίσια που την έθεσε ο φιλόσοφος. Στον ποιητικό λόγο η γλώσσα ανάγεται στον ποιητικό χώρο, φανερώνει το νόημα και όχι την γεωμετρία του. Έτσι, τόσο η γλώσσα όσο και ο κόσμος γίνονται φορείς άυλων πραγματικοτήτων, ακαθόριστων και μη μετρήσιμων. Με αυτή την ιδιότητα, η ποίηση, καταφέρνει να περιγράψει τις καταστάσεις της ύπαρξης, τον τρόπο που αυτές εμπεριέχονται ήδη στον συγκεκριμένο χώρο τους, μεταφέροντας στον αναγνώστη συναισθήματα και βιώματα χωρίς ποτέ να τα ονοματίσει. Με έναν πολύ πιο αδιόρατο τρόπο, η αρχιτεκτονική ως ποίηση η ίδια, έχει τον ίδιο αντίκτυπο στους αποδέκτες της. Αν και η αρχιτεκτονική οφείλει να υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες και περιορισμούς, υπάρχει σε αυτή πάντοτε ένα ποιητικό κομμάτι, μια περιοχή ελευθερίας όπου ο ή η δημιουργός παράγει μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Η ποιοτική της διαφορά, ωστόσο, από τον 1
Maurice Merleau-Ponty, Προοίμιο για την φαινομενολογία της αντίληψης, Έρασμος, Αθήνα 2007 2 Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico – Philosophicus, Παπαζήσης, Αθήνα 1978
7
ποιητικό λόγο εντοπίζεται στην καθόλα και καθημερινή επιβολή της στο προσλαμβάνον κοινό. Το αρχιτεκτονικό έργο δεν γίνεται αντιληπτό όπως το ποίημα ή το ζωγραφικό έργο. Σε αυτά οι «αναγνώστες» έχουν στρέψει το βλέμμα περιμένοντας να «διαβάσουν» και να κατανοήσουν το νόημά τους. Το κτίσμα, από την άλλη, βρίσκεται πάντοτε στο παρόν και στο τώρα, διατηρώντας μια καθημερινή αυθεντικότητα που η συνήθεια την καθιστά απαρατήρητη3. Αυτή η ιδιότητα της αρχιτεκτονικής, την υποχρεώνει να επιδιώκει την απόδοση νοήματος στον χώρο που παράγει, την δημιουργία δηλαδή τόπου. Έτσι, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ενώ ο ποιητικός λόγος φανερώνει χωρίς άμεση πρόθεση τα νοήματα του χώρου, ο αρχιτεκτονικός επιχειρεί στοχευμένα να τον νοηματοδοτήσει. Η εμπειρία ενός τέτοιου γλωσσικού ή χωρικού «ποιήματος», αν και διαμεσολαβημένη όταν εμπεριέχει νόημα, γίνεται μία εμπειρία ταύτισης4. Η ποίηση που συγκινεί διεγείρει με τέτοιο τρόπο την ονειροπόληση του αποδέκτη που αισθάνεται ότι θα μπορούσε να την έχει δημιουργήσει. Ο τόπος που συγκινεί προσφέρει στον άνθρωπο μια θέση στην ολότητά του, όχι μόνο ως μέρος του συνόλου αλλά ως ξεχωριστός τόπος ο ίδιος που συμπυκνώνει την ολότητα μέσα του.5 Προκύπτουν τελικά δύο μαθήματα που η αρχιτεκτονική μπορεί να διδαχτεί από την ποίηση: αφενός την βαθιά σημασία του χώρου για την ύπαρξη και αφετέρου την μαεστρία με την οποία την φανερώνει.
3
Benjamin W., Τρία δοκίμια για την τέχνη, Κάλβος, Αθήνα 1978 Bachelard Gaston, Η ποιητική του χώρου, Χατζηνικολή, Αθήνα 1982 Christian Norberg Schulz, Το πνεύμα του τόπου, ΕΜΠ, Αθήνα 2009 5 Simmel G., Ritter H. και Gombrich E.H., Το Τοπίο, Ποταμός, Αθήνα 2004 4
8
9
εργαλεία και μέθοδος Η μέθοδος που ακολουθήθηκε για την εκπόνηση της έρευνας είναι τόσο η αναλυτική, ως προς την συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών από βιβλιογραφικές πηγές, όσο και η ερμηνευτική, ως προς την διαδικασία της κατανόησης των υπό μελέτη κειμένων και των ποιημάτων6. Το παρόν έργο προσεγγίζει το ερευνητικό ερώτημα φαινομενολογικά, διατηρώντας, όσο γίνεται, μία ισορροπία ανάμεσα στην παραδοσιακή φιλοσοφία και τον υπαρξισμό7. Αυτό σημαίνει ότι δέχεται την ταυτόχρονη ευθύνη των εξωτερικών ερεθισμάτων αλλά και των ελεύθερων επιλογών για την διαμόρφωση της ύπαρξης. Αντιστοιχίζοντας τα ανωτέρω σε χώρο, οι εξωγενείς παράγοντες είναι ο εκάστοτε συγκεκριμένος φυσικός χώρος, ο αυτόνομα διαμορφωμένος, ενώ η ανθρώπινη επιλογή είναι, σαφώς, ο ανθρωπογενής χώρος. Ο τελευταίος ωστόσο αποτελεί ταυτόχρονα και εξωτερικό ερέθισμα. Έτσι, τόσο ο χώρος όσο και ο άνθρωπος γίνονται δημιουργοί και δημιουργήματα ταυτόχρονα.
//ο άνθρωπος ως δημιουργός και ο άνθρωπος ως πράξη Τα ανθρωπογενή σύνολα είναι μια ανθρώπινη πράξη. Έτσι, στις πόλεις, στους οικισμούς και στα κτίσματα ο άνθρωπος κατοικεί ως δημιουργός μέσα στις πράξεις του. Σύμφωνα με την λακανική έννοια του καθρέφτη8, ο άνθρωπος αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα από την εικόνα του Άλλου. Η υπαρξιστική φιλοσοφία του Σαρτρ αναγνωρίζει επίσης στον πεδίο της αυτήν την αλληλεξάρτηση. Ο χώρος ως ανθρώπινη πράξη, ως εφαρμογή της διανόησης του ανθρώπου, αποτελεί μια ελεύθερη επιλογή. Στα κτίσματα ο άνθρωπος αναγνωρίζει τις 6
Hans-Georg Gadamer, Το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήνα 2003 7 Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, Αρσενίδης, Αθήνα 2011 8 Zizek S., Λακάν, Πατάκη, Αθήνα 2009
10
πράξεις της ανθρωπότητας, που τον συμπεριλαμβάνει. Έτσι, αποτελεί αναπόφευκτα μια διαμεσολαβημένη προβολή και ανάγνωση του εαυτού. Στον αντίποδα, ο φυσικά διαμορφωμένος χώρος είναι ένα δημιούργημα πέρα από τον έλεγχο του ανθρώπου. Παρά την πεποίθηση του πολιτισμένου ανθρώπου για κυριαρχία επάνω στην φύση, η οποία επιβεβαιώνεται μεν από μια σχέση φροντίδας και καταστροφής, όπως η καλλιέργεια ή η κηποτεχνία και η οικολογική κρίση αντίστοιχα, η φύση συνεχίζει να είναι αυθύπαρκτη και να υπερβαίνει τον άνθρωπο. Στην περίπτωση ενός τέτοιου χώρου κατοικούμε ως πράξεις. Στην διατύπωση αυτή, του ανθρώπου ως πράξη, φέρεται μια διττή σημασία. Είτε παραπέμπει στην ύπαρξη του Θείου, είτε αποδέχεται τα ευρήματα των επιστημών που εξερευνούν την δημιουργία και την εξέλιξη του σύμπαντος και του ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση η αντιληπτή πραγματικότητα γνωρίζει πως η ύπαρξη σχηματίζεται ως ολοκληρωμένη ολότητα, δηλαδή ο κάθε άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννάται, χωρίς την συμμετοχή του σε αυτή την απόφαση. Η δεύτερη σημασία της διατύπωσης δηλώνει πως η επίδραση των εξωτερικών παραγόντων συνεχίζει να διαμορφώνει κυκλικά την ύπαρξη, επαναπροσδιορίζοντας κάθε φορά εκ νέου την κατανόηση της για την ίδια και τον κόσμο. Οι διάφορες αυτές πτυχές της κατοίκησης φανερώνονται χωρίς περιορισμούς και χωρίς λογοκρισία στην ποίηση.
11
12
τα ποιήματα Οι λόγοι της επιλογής των συγκεκριμένων ποιημάτων αλλά και οι έννοιες που αναφέρονται ήδη σε αυτά ή χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία τους, προκύπτουν από αυτά τα ίδια και θα αποκρυσταλλωθούν κατά την ερμηνευτική διαδικασία. Η ερμηνεία καθαυτή επικεντρώνεται περισσότερο στο ίδιο το ποίημα και το περιεχόμενό του, και λιγότερο εώς καθόλου στην ψυχανάλυση των δημιουργών.9
9
Hans-Georg Gadamer, Το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήνα 2003
13
Οι αμυγδαλιές Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο σε ποιο δωμάτιο ν’ ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές στην κόκκινη και τη δυστυχισμένη στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι η αναπνοή σου θάμπωνε τα όνειρά μου πάνω στα τζάμια σου τρεμόσβηνε μια θάλασσα κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκστασή σου που έτρεχα ματωμένος και κυνηγός Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα πάνω από το κεφάλι μου η δυστυχία είχε δόντια σιδερένια ο ήλιος φύτευε στους τοίχους κι άλλα περιβόλια το περιβόλι της μύγας το περιβόλι του χαρταετού το περιβόλι το μεγάλο της αγάπης το περιβόλι του μεγάλου πυρετού που μέσα του ολημέρα γύριζα με το τουφέκι μου με μια κορδέλα κόκκινη μέσα στο στόμα μου με μια κορδέλα κόκκινη μες στα μαλλιά μου σαν τη γωνιά την κόκκινη και τη δυστυχισμένη σαν τη γωνιά την τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές σε ποιά λοιπόν ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου Μίλτος Σαχτούρης
14
«Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο» Ο ποιητής απευθύνεται σε ένα σπίτι. Από τους πρώτους στίχους δηλώνεται η ένταση μιας αντίφασης που θα διατρέξει το σύνολο του ποιήματος. Αρχικά, το σπίτι είναι «το πρώτο μας σύμπαν».10 Η χρήση του σπιτιού φανερώνει ήδη μια σχέση, μια κατοίκηση. Το σπίτι υπάρχει για να προστατεύσει κάτι, υπάρχει ώστε να υπάρξει ειρηνικά μέσα του κάτι άλλο. Στο συγκεκριμένο ποίημα το σπίτι συμβολίζει πολλά περισσότερα πράγματα. Στην πρώτη του ανάγνωση όμως, στην εκκίνηση αυτής της ερμηνείας, το σπίτι διατηρεί την σημειολογική του αξία ως καταφύγιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Πρόκειται για ένα σπίτι «έκθαμβο». Στην λέξη αυτή εντοπίζονται διάφορες σημασίες. Όλες ενσωματώνονται στο σύνολο του ποιήματος. Ένα έκθαμβο σπίτι είναι ένα σπίτι λουσμένο στην λάμψη, τόση που θαμπώνει τελικά το βλέμμα. Ήδη γίνεται απρόσιτο. Ένα έκθαμβο σπίτι, ωστόσο είναι και ένα σπίτι γεμάτο έκσταση και ενθουσιασμό, γεμάτο δηλαδή ζωή. Τα χρώματα άσπρο και κόκκινο επαναλαμβάνουν και ενισχύουν την διπλή όψη του σπιτιού. Το άσπρο, το αποτέλεσμα του συνόλου των χρωμάτων, είναι συνδεδεμένο με την αγνότητα, τη γαλήνη και το θείο αλλά και με την ατονία, την απουσία ενδιαφέροντος. Το κόκκινο από την άλλη είναι ένα έντονο χρώμα συνδεδεμένο με τα πάθη, τον έρωτα, το αίμα και το κακό. Το σπίτι του ποιητή εμπεριέχει ταυτόχρονα και τις δύο αυτές καταστάσεις. Πριν τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα σε αυτό, πριν φανερώσει τον τρόπο που κατοίκησε μέσα του, το σπίτι αυτό είναι ήδη γεμάτο από μια τρομακτική γοητεία και από αναπόφευκτες συγκρούσεις λόγω των εγγενών του αντιφάσεων. Έτσι από την αρχή, ο ποιητής δεν απευθύνεται σε ένα οποιοδήποτε σπίτι αλλά σε έναν συγκεκριμένο τόπο με αναγνωρίσιμα και εμφανή χαρακτηριστικά.
10
Bachelard Gaston, Η ποιητική του χώρου, Χατζηνικολή, Αθήνα 1982, σελ. 31-35
15
«Σε ποιο δωμάτιο ν΄ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου;» Στο στίχο αυτό φανερώνεται ολοκληρωμένα το θέμα του ποιήματος. Οι αμυγδαλιές, που είναι και ο τίτλος του, γίνονται τώρα αντικείμενο αναζήτησης μέσα στο συγκεκριμένο σπίτι, στον συγκεκριμένο τόπο αντιφάσεων. Το ζήτημα αυτού του ποιήματος είναι ένα ερώτημα για το πού, σε ποιον χώρο πραγματώνεται μια κατάσταση. Ο ποιητής δεν ψάχνει τις αμυγδαλιές· γνωρίζει ότι υπάρχουν, το σπίτι έχει αμυγδαλιές. Ο ποιητής ψάχνει το δωμάτιο εκείνο του σπιτιού, τον επιμέρους χώρο της ολότητας της κατοικίας, όπου ανθίσανε αυτές οι αμυγδαλιές. Η χρήση της αμυγδαλιάς έχει μια βαθιά και ουσιαστική σημασία για το ερώτημα. Τα δέντρα αυτά ανθίζουν πριν τελειώσει ο χειμώνας. Με αυτόν τον τρόπο τον μαλακώνουν, σηματοδοτούν το τέλος του και προοικονομούν τον ερχομό της άνοιξης και την αναζωογόνηση της φύσης. Επιτρέπουν έτσι, την ονειροπόληση, την αγωνία και την αναμονή για την επιστροφή της ζωής. Στις αμυγδαλιές εντοπίζεται το νόημα του χειμώνα. Η δυσκολία του δεν είναι αιώνια. Οι αμυγδαλιές δηλώνουν πως υπάρχει κάτι να περιμένεις. Οι ανθισμένες αμυγδαλιές δηλώνουν πως σίγουρα έρχεται. Αυτός είναι ο λόγος που ο ποιητής ψάχνει αυτά τα δέντρα. Το συγκεκριμένο σπίτι, που είναι εκστατικό και είναι και άσπρο και κόκκινο έχει ακόμα χειμώνα. Ο ποιητής περιμένει την άνοιξη. Και δεν ρωτάει πότε αλλά ρωτάει πού, σε ποιο δωμάτιο θα έρθει. Ο ποιητής γνωρίζει κι αυτός11 ότι η μνήμη ριζώνει μέσα στον χώρο. Ο χρόνος του ποιητή είναι κυκλικός. Η εναλλαγή των εποχών, το πέρασμα από τον χειμώνα στην άνοιξη, είναι αέναα και δεν έχουν καμία σχέση με την γραμμική εξιστόρηση του χρόνου. Ο χειμώνας ή η άνοιξη δεν έχουν συγκεκριμένη διάρκεια στην ονειροπόληση του ποιητή, έχουν όμως συγκεκριμένο τόπο. Το ερώτημά του δεν είναι πότε θα ξεκινήσει η καινούρια εποχή αλλά από πού.
11
Bachelard Gaston, Η ποιητική του χώρου, Χατζηνικολή, Αθήνα 1982, σελ. 35-36
16
«εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές στην κόκκινη και τη δυστυχισμένη στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι» Στους στίχους αυτούς εμφανίζεται ο ποιητής ως παρουσία μέσα στον χώρο. Φανερώνει τον τρόπο και τον τόπο που κατοίκησε. Το σπίτι διαιρείται ακόμα περισσότερο. Δεν έχει μόνο ξεχωριστά δωμάτια αλλά έχει και ξεχωριστές γωνιές. Φέρουν κι αυτές τα χαρακτηριστικά του σπιτιού. Υπάρχει η κόκκινη και η δυστυχισμένη. Υπάρχει η τραγική η άσπρη επάνω στο πατάρι. Ο ποιητής έζησε σε αυτές, τις κατοίκησε. Η γωνιά είναι η κάθε μικρή ασήμαντη περιοχή του σπιτιού, η συγκέντρωση μιας μοναξιάς, διαφορετικής κάθε φορά. Στην γωνιά ο ποιητής δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνος του. Είναι η περιοχή που η ύπαρξη κουλουριάζεται αναζητώντας μια ασφάλεια, μια ακινησία. Η ύπαρξη του παταριού θα επιβεβαιώσει αυτή την υπόθεση ενώ θα φανερώσει και μια κατακορυφότητα. Το πατάρι είναι χώρος αποθήκευσης. Τα αντικείμενα που αφήνονται εκεί δεν χρειάζονται άμεσα αλλά ούτε και θέλουν να πεταχτούν. Είναι αντικείμενα που παλιώνουν και σκονίζονται αλλά διατηρούν μια θέση μέσα στο σπίτι. Το πατάρι εμπεριέχει, έτσι, μια νοσταλγία που βρίσκεται πάντοτε υψηλότερα. Ο ποιητής κατοικεί κουλουριασμένος και ακίνητος μέσα στα πάθη και τις αναμνήσεις του. Η γωνιά η κόκκινη είναι δυστυχισμένη. Η λευκή όμως επάνω στο πατάρι είναι τραγική. Οι αντιφάσεις εδώ οργιάζουν. Στις γωνιές αυτές κατοικεί μια σιωπή απίστευτης έντασης. Ο ποιητής αναγνωρίζει την μοναξιά της ύπαρξης. Στην κόκκινη γωνιά την βιώνει άμεσα και στην άσπρη την νοσταλγεί. Γι’ αυτό η πρώτη είναι απλώς δυστυχισμένη ενώ η δεύτερη είναι τραγική. Κι όμως, η γωνιά παρηγορεί. Ο ποιητής την κατοικεί γιατί η σκοτεινιά της είναι γαλήνια. Έτσι, δεν αναγνωρίζει απλώς την μοναξιά του, αλλά την αποδέχεται. «η αναπνοή σου θάμπωνε τα όνειρά μου πάνω στα τζάμια σου τρεμόσβηνε μια θάλασσα κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκστασή σου που έτρεχα ματωμένος και κυνηγός» 17
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται στο ποίημα για πρώτη φορά η σχέση με το έξω. Ο τρόπος που συμβαίνει αυτό υπερτονίζει το μέσα. Οι ιδιότητες του μέσα και του έξω αντιστρέφονται. Ο ποιητής απευθύνεται ακόμα στο σπίτι. Δεν είναι εύκολο ούτε και επιθυμητό να αποδοθεί μια ακριβέστερη εικόνα σε σχέση με την αναπνοή του σπιτιού που θαμπώνει τα όνειρα και την θάλασσα που τρεμοσβήνει στα τζάμια του. Το μόνο σίγουρο είναι πως το σπίτι συνεχίζει κι εδώ να είναι ζωντανό, πιο ζωντανό από πριν. Γίνεται πλάσμα που ανασαίνει. Κι ενώ έχει παράθυρα, μάτια προς τον κόσμο, αυτός χάνεται δυσδιάκριτος πίσω από τα θολωμένα τζάμια. Η θάλασσα είναι το ατίθασο νερό. Τρεμοσβήνοντας πάνω σ’ αυτά τα τζάμια δεν είναι πια ούτε ευχάριστη ούτε απειλητική. Οι ιδιότητές της υποτάσσονται ανίσχυρες στην προστασία του σπιτιού. Σε όλα αυτά εμπεριέχονται τα όνειρα του ποιητή. Αλλά μένουν απ’ έξω. Το σπίτι ολοζώντανο οργανώνει έτσι ένα απέραντο εσωτερικό. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται και εντείνεται από τους στίχους που ακολουθούν. «Κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκστασή σου». Το εσωτερικό του σπιτιού όχι μόνο περικλείει με έναν τρόπο δυναμικό αλλά εκτείνεται. Φιλοξενεί κήπους με κρυφά χρυσάνθεμα που μέσα τους τρέχει ο ποιητής ματωμένος και κυνηγός. Το εξωτερικό μπαίνει στο εσωτερικό. Η φύση εξημερωμένη εκτείνεται απέραντη μέσα στο ζωντανό σπίτι, γίνεται ένα εσωτερικό τοπίο. Το σπίτι βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, είναι απορροφημένο πλήρως από την αναξιόπιστη εξωτερική πραγματικότητα και ίσως γι΄αυτό ευτυχισμένο. Τα κρυφά χρυσάνθεμα ενός περίκλειστου κήπου δίνουν κι αυτά την υπόνοια ενός παραδείσου μέσα σ’ αυτό το εσωτερικό. Γίνονται μια ζωντανή και γλυκόπικρη παρουσία θανάτου. Μια ανάσα αλλά και μια υπενθύμιση. Τα χρυσάνθεμα ανθίζουν πάντα τον Οκτώβρη. Ο χειμώνας του σπιτιού και του ποιητή θα κρατήσει πολύ ακόμα. Όμως ο κύκλος επιβεβαιώνεται πάλι. Η περιοδικότητα εμφανίζεται ξανά και έτσι τίποτα σε αυτό το εσωτερικό δεν είναι στάσιμο ούτε και στατικό. Κι ο ποιητής που κατοίκησε σε όλες τις γωνιές του σπιτιού, τώρα τρέχει στους κήπους του φθινοπώρου ματωμένος και κυνηγός. Ένας ακόμα ταυτοχρονισμός δηλώνει την παρουσία του. Ο ποιητής φανερώνει τις πληγές του αλλά και τις προθέσεις του. Το απέραντο εσωτερικό του έχει 18
μια μελαγχολική γαλήνη ταυτόχρονα με μια αγωνιώδη αναζήτηση. Είναι ασφαλής αλλά είναι και μόνος.
«Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα πάνω από το κεφάλι μου η δυστυχία είχε δόντια σιδερένια» Στους στίχους αυτούς το μέχρι πρότινος ασφαλές και μελαγχολικό εσωτερικό περιβάλλον γίνεται τώρα επιθετικό. Πάνω από το κεφάλι του ποιητή θα έπρεπε να υπήρχε ο ουρανός ή ένα ταβάνι, μια σχέση με τον κόσμο ή μια προστασία από αυτόν. Όμως ανάμεσα στον ίδιο και στον ουρανό, στον ίδιο και στο ταβάνι υπάρχει ένα δίχτυ. Ο ποιητής βρίσκεται σε μια στενόχωρη παγίδα. Μια παγίδα υπαινίσσεται και η δυστυχία με τα σιδερένια δόντια της. Γίνεται κι αυτή πλάσμα. Ίσως το σπίτι και η δυστυχία να είναι το ίδιο πλάσμα που ανασαίνει θαμπώνοντας τα όνειρα του ποιητή, που έχει δόντια σιδερένια. Όπως και να ’χει το σπίτι γίνεται φυλακή και η ελευθερία υποτάσσεται στην ασφάλεια.
«ο ήλιος φύτευε στους τοίχους κι άλλα περιβόλια το περιβόλι της μύγας το περιβόλι του χαρταετού το περιβόλι το μεγάλο της αγάπης το περιβόλι του μεγάλου πυρετού που μέσα του ολημέρα γύριζα με το τουφέκι μου με μια κορδέλα κόκκινη μέσα στο στόμα μου με μια κορδέλα κόκκινη μες στα μαλλιά μου σαν τη γωνιά την κόκκινη και τη δυστυχισμένη σαν τη γωνιά την τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι»
19
Εδώ επανεμφανίζεται η καλλιεργημένη φύση. Τιθασευμένη και περιφραγμένη φυτεύεται από τον ήλιο στους τοίχους του σπιτιού. Το εξωτερικό, καρποφόρο, απλώνεται στο κέλυφος και το επαναπροσδιορίζει χωρίς να το ακυρώνει. Το ανθρωπογενές όριο δηλώνει την αρχή μιας πολύπλευρης παρουσίας. Μιας παρουσίας ζώσας και ρεμβώδους, μιας παρουσίας ανάλαφρης που προσεγγίζει τον ουρανό και περιέχει πλούσια την αγάπη. Μιας παρουσίας τραγικής όταν παρουσιάζεται το περιβόλι του μεγάλου πυρετού. Από όλα τα περιβόλια που φύτεψε ο ήλιος, ο ποιητής αφιερώνει την μέρα του σ’ εκείνο του μεγάλου πυρετού. Ο πυρετός είναι σύμπτωμα, είναι προειδοποίηση και απειλή. Στους επόμενους στίχους επαναλαμβάνεται και συμπληρώνεται η εικόνα που δόθηκε στην πρώτη στροφή του ποιήματος. Το περιβόλι του μεγάλου πυρετού είναι ίσως ο ίδιος κήπος με τα κρυφά χρυσάνθεμα. Ο ποιητής είναι κυνηγός γι’ αυτό και οπλισμένος, έτοιμος για κάποια επίθεση. Ο ήλιος φύτεψε ένα περιβόλι πολέμου στους τοίχους του σπιτιού. Μια περίεργη μάχη πρέπει να διεξάγεται μέσα σ’ αυτό. Ίσως η κορδέλα η κόκκινη μέσα στο στόμα του και τα μαλλιά του να είναι ο ίδιος που ματώνει. Οι πληγές του μοιάζουν με την γωνιά την κόκκινη και την δυστυχισμένη και την γωνιά την άσπρη επάνω στο πατάρι. Η δυστυχία θα πρέπει να τον δάγκωσε τελικά. Ο εχθρός δεν διατυπώνεται ρητά ούτε και η σύγκρουση, όμως η μάχη είναι εσωτερική. Το εσωτερικό τοπίο διαμορφώθηκε όμοιο με το εξωτερικό. Έτσι τρύπωσαν μέσα του όλες οι απειλές που νόμιζε πως απέτρεπε το έκθαμβο σπίτι. Η ψευδαίσθηση της ασφάλειας καταρρέει. Η ανάμνηση του ποιητή από αυτό το σπίτι ολοκληρώνεται κορυφωμένη σ’ αυτό το σημείο.
20
«εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές σε ποιά λοιπόν ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου»
Το ποίημα κλείνει όπως άρχισε. Το ερώτημα επανέρχεται με παράπονο, ίσως και με απελπισία και θυμό. Η διαφορά στην δεύτερη φορά που τίθεται το ερώτημα συγκεντρώνεται ολόκληρη στο «λοιπόν». Το λοιπόν είναι ένας συμπερασματικός σύνδεσμος. Ο ποιητής απευθυνόμενος στο σπίτι ανέσυρε τις μνήμες του από αυτό. Είναι σαφές, ξέρει καλά αυτό το σπίτι γιατί το κατοίκησε. Η κατοίκηση επιβεβαιώνεται από την μνήμη. Σε αυτήν εδραιώνεται η βαθιά σχέση του ανθρώπου με τον χώρο. Ο ποιητής είναι σχεδόν σίγουρος. Δεν γνώρισε γωνιά που να ανθίσανε αμυγδαλιές. Αυτό το σπίτι του παρελθόντος δεν γνώρισε την άνοιξη, παρά εκτάθηκε σε έναν απέραντο εσωτερικό χειμώνα. Ολόκληρο το ποίημα αποτελεί την εξιστόρηση μιας ανάμνησης. Το σπίτι είναι μια βιωμένη παρουσία. Το παρελθόν συναντάει το παρόν ξανά και ξανά μέσα από αυτόν τον χώρο. Ο ποιητής απευθύνεται στο σπίτι τώρα ανασύροντας σε αυτό όλες τις μνήμες του. Στο σπίτι έτσι ενυπάρχει η ζωή. Χωρίς αυτό οι αναμνήσεις καταρρέουν και μαζί τους η ύπαρξη. Ο χώρος συγκροτεί τη μνήμη και η μνήμη συγκροτεί την ύπαρξη. Έτσι, είναι παρούσα μαζί με την ύπαρξη. Το άλλοτε συμπυκνώνεται στο αλλού και διαμορφώνει το εδώ και το τώρα. Έτσι γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρος ο λόγος που μέσα στο σπίτι ο ποιητής αναζητά τα δέντρα. Η ανθρώπινη πράξη πρέπει να συναντήσει την υπόσχεση της ολότητας της φύσης. Στα δέντρα εν γένει και πιο συγκεκριμένα στις ανθισμένες αμυγδαλιές ενυπάρχει συμπυκνωμένο ένα νόημα. Ριζώνουν στην γη και στρέφονται προς τον ουρανό, τρέφονται και από τα δύο κι έτσι «κατοικούν» με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Σ’ αυτά φανερώνεται η ζωή και ο κύκλος της. Ο θάνατος γίνεται κομμάτι αυτού του κύκλου. Τα δέντρα δημιουργούν κυκλικά τον εαυτό τους ξανά και ξανά. Η ανθισμένη αμυγδαλιά επιβεβαιώνει αυτή την διαδικασία και προμηνύει κάτι ακόμα 21
πλουσιότερο. Το σπίτι χωρίς τις αμυγδαλιές είναι μια ανολοκλήρωτη διαδικασία, μια λειψή και αποσπασματική δημιουργία. Το σπίτι μόνο του δεν φανερώνει την ολότητα, αντιθέτως την αποκρύπτει, την διασπά. Ο ποιητής το γνωρίζει καλά. Η πράξη θα πρέπει να συναντά την ολότητα για να έχει νόημα, να εγκολπώνεται σε αυτήν και να την συμπυκνώνει ταυτόχρονα. Όταν υπάρχει νόημα η ύπαρξη γαληνεύει. Και δεν μπορεί να το βρει εάν δεν στραφεί σε αυτό για να το αναζητήσει σε μια μοναχική διαδικασία. Η μοναξιά αυτής της συνθήκης είναι εγγενής στην ύπαρξη. Εφόσον η εμπειρία είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο το ίδιο ισχύει και για την μνήμη. Οι αναμνήσεις είναι πάντοτε τοποθετημένες στον χώρο. Κι όταν η μνήμη ανασύρει έναν χώρο τον παρατηρεί. Μπορεί το αρχιτεκτονικό έργο, το κτίσμα να μην είναι ένα έργο τέχνης, να μην γίνεται άμεσα αντιληπτό ως τέτοιο και καμία ύπαρξη να μην ψάχνει σε αυτό να διαβάσει κάποιο νόημα. Ως χώρος όμως ριζώνεται στην μνήμη, γίνεται αντικείμενο ονειροπόλησης. Κι έτσι νομοτελειακά ριζώνεται στην ύπαρξη και την συγκροτεί.
22
Γυναικεία δουλειά
Woman Work
Έχω να κοιτάξω τα παιδιά Να μαντάρω ρούχα μια αγκαλιά Το πάτωμα να σφουγγαρίσω Στα μαγαζιά να πάω να ψωνίσω Ύστερα το κοτόπουλο να ψήσω Το μωρό να καθαρίσω Μια παρέα να τραπεζώσω Πουκάμισα να σιδερώσω Τον κήπο να βοτανίσω Και τα μικρά να ντύσω Την κονσέρβα να ανοίξω Το αχούρι να τακτοποιήσω Τους αρρώστους να γιατροπορέψω Και τα βαμβάκια να μαζέψω
I've got the children to tend The clothes to mend The floor to mop The food to shop Then the chicken to fry The baby to dry I got company to feed The garden to weed I've got shirts to press The tots to dress The can to be cut I gotta clean up this hut Then see about the sick And the cotton to pick.
Λάμψε πάνω μου, ήλιε Βρέξε με, βροχή Πέσετε απαλά δροσοσταλίδες και δροσίστε ξανά το μέτωπό μου.
Shine on me, sunshine Rain on me, rain Fall softly, dewdrops And cool my brow again.
Θύελλα, πάρε με από εδώ Με τον πιο άγριό σου άνεμο Άσε με να αιωρούμαι στον ουρανό Μέχρι πάλι να ξεκουραστώ.
Storm, blow me from here With your fiercest wind Let me float across the sky 'Til I can rest again.
Πέσετε απαλά, χιονονιφάδες Με λευκά παγωμένα Φιλιά καλύψτε με και Αφήστε με απόψε να κοιμηθώ.
Fall gently, snowflakes Cover me with white Cold icy kisses and Let me rest tonight.
Ήλιε, βροχή, καμπυλωμένε ουρανέ Ωκεανοί, πέτρα, φύλλο και βουνό Αστέρι λάμψε, φεγγάρι φέξε Δικά μου μόνο εσάς μπορώ να αποκαλώ.
Sun, rain, curving sky Mountain, oceans, leaf and stone Star shine, moon glow You're all that I can call my own.
Μάγια Αγγέλου (Maya Angelou) 23
Ήδη από τον τίτλο του ποιήματος η ποιήτρια αποκαλύπτει μια ταυτότητα. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση τοποθετεί τον εαυτό της εντός αυτής της ταυτότητας, μιλώντας τελικά για όλες τις γυναίκες, για κάθε ύπαρξη που φέρει το συγκεκριμένο ανθρώπινο σώμα. Έτσι το σώμα, ο εαυτός αποκτά ήδη κάποια σαφή και αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Αυτή η ύπαρξη είναι γυναίκα. Η ποιήτρια βρίσκει νόημα στον εαυτό της και το επιβεβαιώνει ρητά στο τέλος του ποιήματος.
«Έχω να κοιτάξω τα παιδιά Να μαντάρω ρούχα μια αγκαλιά Το πάτωμα να σφουγγαρίσω Στα μαγαζιά να πάω να ψωνίσω Ύστερα το κοτόπουλο να ψήσω Το μωρό να καθαρίσω Μια παρέα να τραπεζώσω Πουκάμισα να σιδερώσω Τον κήπο να βοτανίσω Και τα μικρά να ντύσω Την κονσέρβα να ανοίξω Το αχούρι να τακτοποιήσω Τους αρρώστους να γιατροπορέψω Και τα βαμβάκια να μαζέψω» Το ποίημα χωρίζεται σε δύο καθαρές ενότητες. Στους στίχους της πρώτης η ποιήτρια φανερώνει τον συγκεκριμένο ρόλο αυτής της συγκεκριμένης ύπαρξης με την οποία ταυτίζεται. Μια σειρά από υποχρεώσεις φροντίδας ορίζουν την καθημερινότητά της. Η γυναίκα μεγαλώνει τα παιδιά, φροντίζει για τον ρουχισμό και το φαγητό, για την καλοπέραση, καθαρίζει το σπίτι, το οργανώνει και το εξοπλίζει, είναι κηπουρός, αγρότισσα και νοσοκόμα. Οι δέκτες αυτών των παροχών είναι πρωτίστως και πάντοτε οι Άλλοι. Κι αυτό γιατί με πολύ απλό τρόπο η ποιήτρια δηλώνει 24
την απουσία επιλογής. Το «έχω να» ισούται με το «πρέπει να». Εδώ φανερώνονται οι συγκεκριμένες ενέργειες ως υποχρέωση των γυναικών στην κοινωνία και μάλιστα μόνο των γυναικών. Πρόκειται για δουλειές που κατά βάση δεν μοιράζονται. Είναι αλήθεια πώς οι δουλειές αυτές είναι απαραίτητες στην κοινωνία. Χωρίς αυτές θα καταρρεύσει. Γιατί όμως γίνονται καταναγκαστικό έργο για την γυναικεία ύπαρξη; Και πάνω απ’ όλα, τι σημαίνει για την γυναικεία ύπαρξη και για την κοινωνία εν γένει αυτός ο καταναγκασμός; Όταν εξετάζεται μακροσκοπικά το σύνολο αυτών των ενεργειών που πρέπει να γίνουν είναι τοποθετημένο εντός ενός ανθρωπογενούς συνόλου. Ακόμα και ο κήπος ή το χωράφι είναι φυσικοί χώροι εξημερωμένοι και σαφώς οριοθετημένοι από τον άνθρωπο. Φανερώνεται λοιπόν σε αυτούς τους στίχους έμμεσα ο τόπος που εκτυλίσσονται τα γεγονότα, αυτά που πρέπει να γίνουν. Ο καταναγκασμός αυτός που σχετίζεται με την φέρουσα ταυτότητα μιας ύπαρξης υφίσταται μέσα στις ανθρωπογενείς εγκαταστάσεις. Η συγκεκριμένη κοινωνική υποχρέωση εγκαθίσταται κι η ίδια στην ύπαρξη με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και έχει συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια. Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν με σαφήνεια την παρουσία του χώρου ως ανθρώπινη πράξη και της συνθήκης που τον συνοδεύει.
«Λάμψε πάνω μου, ήλιε Βρέξε με, βροχή Πέσετε απαλά δροσοσταλίδες και δροσίστε ξανά το μέτωπό μου. Θύελλα, πάρε με από εδώ Με τον πιο άγριό σου άνεμο Άσε με να αιωρούμαι στον ουρανό Μέχρι πάλι να ξεκουραστώ.
25
Πέσετε απαλά, χιονονιφάδες Με λευκά παγωμένα Φιλιά καλύψτε με και Αφήστε με απόψε να κοιμηθώ. Ήλιε, βροχή, καμπυλωμένε ουρανέ Ωκεανοί, πέτρα, φύλλο και βουνό Αστέρι λάμψε, φεγγάρι φέξε Δικά μου μόνο εσάς μπορώ να αποκαλώ»
Στην δεύτερη ενότητα η ποιήτρια απευθύνεται στα στοιχεία της φύσης. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως τα φυσικά φαινόμενα που είναι κατά γενική ομολογία επικίνδυνα και τρομακτικά για τον άνθρωπο, στους στίχους αυτούς γίνονται οι ακροατές της ποιήτριας και η ελπίδα της. Τους ζητάει να την δροσίσουν, να την «πάρουν από εδώ», το οποίο εδώ προσδιορίστηκε ήδη, και να την ξεκουράσουν. Απευθύνεται στον ήλιο, την βροχή, την θύελλα, το χιόνι, τον ουρανό, το βουνό, τον ωκεανό, την πέτρα, το φύλλο, το αστέρι και το φεγγάρι. Η ποιήτρια «ζωγραφίζει» το σύνολο του φυσικού κόσμου, οτιδήποτε βρίσκεται πέρα και μακριά από τον ανθρωπογενή. Δεν κρύβεται από την θύελλα, δεν φοβάται τον άνεμο, δεν προστατεύεται από το παγωμένο χιόνι. Αντιθέτως τα αναζητάει, επιθυμεί να τα βρει, να κατοικήσει μαζί τους και μέσα τους. Τα τρομερά στοιχεία της φύσης της παρέχουν γαλήνη και ασφάλεια. Η αιώρηση στον ουρανό, ελευθερία. Μόνο έτσι μπορεί μια ύπαρξη να ξεκουραστεί, να παραδοθεί στη ρέμβη. Ο ύπνος συμβολίζει επίσης αυτή την απόλυτη άφεση. Τα παγωμένα φιλιά του χιονιού είναι τρυφερά. Οτιδήποτε δεν είναι ανθρώπινη πράξη μπορεί να την φροντίσει. Το ποίημα φανερώνει μιαν αντιπαράθεση ανάμεσα στην υποχρέωση, μάλλον πιο σκληρά στον καταναγκασμό και την επιθυμία. Η υποχρέωση εντοπίζεται στον ανθρωπογενή χώρο και η επιθυμία μπορεί να πραγματωθεί μονάχα στον φυσικό. 26
Στον τελευταίο στίχο κορυφώνεται αυτή η βιωμένη πραγματικότητα. Στο πρωτότυπο κείμενο η ποιήτρια κλείνει λέγοντας στα φυσικά φαινόμενα και στοιχεία που παρέθεσε πως είναι τα μόνα που μπορεί να αποκαλέσει δικά της. Το φυσικό περιβάλλον δεν είναι απλώς το μόνο οικείο περιβάλλον γι’ αυτήν. Η φύση της ανήκει. Κι αυτή η σχέση δεν αποτελεί μια σχέση κυριαρχίας της ποιήτριας επάνω στη φύση -έχει ήδη απαξιώσει την παραγωγική εργασία στον κήπο- αλλά μια σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης. Η ποιήτρια αποδίδει στον εαυτό της κάτι το θεϊκό που η φύση δεν μπορεί παρά να το προστατεύσει. Βρίσκεται εντός της και μαζί της, απόλυτα ταυτισμένη και προσανατολισμένη με αυτήν την ολότητα. Η ποιήτρια γνωρίζει καλά το σχήμα και τις ιδιότητές της και με τη βοήθειά τους γνωρίζει τον εαυτό της. Συγκεντρώνοντας την ουσία του ποιήματος, η ύπαρξη παραλαμβάνει ταυτότητες ανάλογα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της όπως και ο τόπος. Οι ταυτότητες αυτές ορίζονται από τον χώρο. Η δόμησή τους εκκινά από τον χώρο και εγγράφεται σε αυτόν. Το σώμα και ο τόπος δομούνται ταυτόχρονα. Στο ποίημα αυτό κάθε χώρος παραλαμβάνει ξεχωριστά νοήματα. Η ποιήτρια δεν χωράει στην ανθρώπινη πράξη. Και δεν χωράει ως γυναίκα και όχι ως άνθρωπος γενικότερα. Δεν ταυτίζεται πουθενά με τον ανθρωπογενή χώρο. Η ποιήτρια αναγνωρίζει πως αυτός ο χώρος δεν είναι γέννημα του ανθρώπου εν γένει αλλά γέννημα του ανδρός. Είναι γι’ αυτήν σαφής ο λόγος που δεν την συμπεριλαμβάνει. Πώς θα μπορούσε ποτέ να ταυτιστεί μαζί του όταν δεν συμμετέχει στην δημιουργία του; Το έργο της δεν αποτελεί προσφορά. Παρ’ όλο που είναι σημαντικό για την κοινωνία και γι’ αυτόν τον χώρο, δεν αποτελεί δημιουργία γιατί η δημιουργία προϋποθέτει την ελεύθερη επιλογή. Η εγκατάσταση δεν είναι ανθρώπινη πράξη αλλά ανδρική και γίνεται φυλακή για τη γυναικεία ύπαρξη. Ακόμα και η μητρότητα είναι υποχρεωτική. Η φύση, όμως, είναι ελεύθερη και ανυπότακτη. Είναι ο λόγος που η ποιήτρια βρίσκει νόημα σε αυτήν. Αποτελεί μια ολότητα που την εμπεριέχει σε αντίθεση με το ανθρώπινο που την αποκλείει. Το ποίημα αυτό μοιάζει με προσευχή. Μια παράκληση που απευθύνεται στα πιο τρομερά φαινόμενα του φυσικού 27
κόσμου εντείνει ακόμα περισσότερο το μέγεθος της απελπισίας μιας ύπαρξης που δεν χωράει. Η απουσία ταύτισης με τον ανθρωπογενή χώρο οφείλεται στην απουσία λόγου ως προς τη δημιουργία του και τελικά στην απουσία της παρουσίας. Η ύπαρξη που δεν ταυτίζεται με έναν χώρο δεν επιθυμεί να τον κατοικήσει. Έτσι μέσα του υποφέρει. Στην λέξη «ξανά» φαίνεται πως η ποιήτρια έχει απευθυνθεί και το παρελθόν στον φυσικό κόσμο αναζητώντας παρηγοριά και γαλήνη. Δεν πρόκειται για ένα στιγμιαίο ξέσπασμα αλλά για μια μόνιμη συνθήκη. Όταν η απελπισία την υπερβαίνει στρέφεται στην φύση για να γαληνέψει. Ο ανθρωπογενής χώρος χάνει κάθε νόημα γιατί η ποιήτρια δεν εμπλέκεται μαζί του, δεν συσχετίζεται με τα πράματα που τον αφορούν. Ασχολείται μαζί τους αναγκαστικά και γι’ αυτό είναι πάντα απόμακρα και ξένα. Είναι φορτίο και όχι απόλαυση. Στον χώρο αυτό η ποιήτρια δεν βρίσκει κανένα νόημα. Η ύπαρξη θα διαλυθεί εάν δεν το βρει κάπου. Το συναντά τελικά στο δέος της φύσης. Και μέσα σε αυτό το δέος τοποθετεί και το δέος για τον εαυτό της. Η ποιήτρια γνωρίζει καλά το μεγαλείο της ύπαρξης. Αναγνωρίζει στον εαυτό της αυτό το ίδιο δέος. Δεν φοβάται τον έξω κόσμο γιατί τον κατέχει. Αυτό το έξω είναι εδώ βαθιάς σημασίας. Το ανθρωπογενές φτιαγμένο για να προστατεύει την ύπαρξη, την φυλακίζει όταν αυτή φέρει την συγκεκριμένη ταυτότητα, όταν δηλαδή αυτή είναι γυναίκα. Δεν πρόκειται για ένα ασφαλές εσωτερικό. Η ονειροπόληση της ποιήτριας βρίσκεται πάντα έξω από αυτό. Ολόκληρη η βιβλιογραφία για το σπίτι ως καταφύγιο για την ύπαρξη, την εγκατάσταση εν γένει ως καταφύγιο, καταρρέει όταν η ύπαρξη είναι γυναίκα.
28
29
η κοινή συνισταμένη Διαβάζοντας εκ νέου τα δύο ποιήματα εντοπίζονται όλο και πιο φανερές οι έντονες διαφορές τους που συχνά αποτελούν αντίθετα άκρα. Το πρώτο ποίημα εξερευνά το απέραντο εσωτερικό του, το δεύτερο στρέφεται στο απόλυτο εξωτερικό. Φαίνεται έτσι πως το πρώτο αποτελεί μια υπαρξιακή αναζήτηση και το δεύτερο μια πολιτική δήλωση. Αλλά ακόμα και η πολιτική δεν μπορεί παρά να προκύπτει από ένα υπαρξιακό έρεισμα. Έτσι, αμφότερα τα ποιήματα αντιμετωπίζονται ως η φανέρωση του τρόπου που οι δημιουργοί τους υπάρχουν πάνω στη γη. Στην πορεία ωστόσο, εκεί που φανερώνονται οι πιο βαθιές επιθυμίες, τα άκρα αυτά συναντώνται σε κοινό τόπο κι έτσι αυτοαναιρούνται. Κι αυτό διότι εμπίπτουν τελικά σε κοινές πρωτογενείς υπαρξιακές ανάγκες συσχέτισης και ταύτισης με τον χώρο και ειδικότερα με τον φυσικό χώρο. Εκκινώντας λοιπόν από τις αντιθέσεις αναδύεται η κοινή συνισταμένη των δύο ποιημάτων.
//πολιτισμός vs φύση Στα ποιήματα εντοπίζεται πρόδηλη η κοινή επιθυμία των δημιουργών αλλά και ο διαφορετικός τόπος στον οποίο την αναζητούν. Ο Μίλτος Σαχτούρης αναζητά ένα νόημα εντός, το οποίο συμπυκνώνεται στα ανθισμένα δέντρα μέσα στο σπίτι, ενώ η Μάγια Αγγέλου βρίσκει το δικό της νόημα στο απόλυτο έξω, όχι μόνον από το σπίτι, αλλά από οποιαδήποτε ανθρώπινη πράξη. Εδώ όμως φανερώνεται και κάτι ακόμα. Και τα δύο ποιήματα, το καθένα στραμμένο σε δύο αντίθετες έννοιες, το μέσα και το έξω, αναιρούν αυτή την αντίθεση όταν εμφανίζεται η φύση ως ενεργή παρουσία. Σε αυτό το σημείο, όχι μόνον αναιρείται, αλλά καταρρέει ολωσδιόλου το ιεραρχημένο δίπολο ανάμεσα στην φύση και τον πολιτισμό, επάνω στο οποίο ο τελευταίος δομήθηκε. Διότι ο πολιτισμός είναι αυτή ακριβώς η δήλωση της κυριαρχίας του ανθρώπου επάνω στην
30
φύση. Και με αυτή την αφετηρία ο πολιτισμός γίνεται ο ενεργητικός παράγοντας ενώ η φύση παθητική. Ο Ένγκελς12 μας εξηγεί πολύ καλά πώς συνέβη αυτό ιστορικά. Η δημιουργία του πρώτου πλεονάσματος, δηλαδή η παραγωγή τροφής που ξεπερνά την ποσότητα που είναι απαραίτητη για συντήρηση, προέκυψε από την εξημέρωση των άγριων ζώων και την δημιουργία κοπαδιών. Αυτά με τη σειρά τους δημιούργησαν την ανάγκη για εκτεταμένη καλλιέργεια τροφής προκειμένου να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν τα ίδια. Οι νέες αυξημένες απαιτήσεις δημιούργησαν την ανάγκη για εργατικό δυναμικό, πρόβλημα που λύθηκε με την υποδούλωση αιχμαλώτων πολέμου. Ταυτόχρονα, η αύξηση της περιουσίας του άντρα, που είναι ιστορικά ο κατεξοχήν υπεύθυνος για την εύρεση της τροφής και που τώρα κατέχει το πλεόνασμα, οδήγησε την μετάβαση από το μητρικό δίκαιο στο πατρικό προκειμένου να τον κληρονομούν τα παιδιά του. Μέχρι πρότινος κληρονομούσαν μόνο την μητέρα καθώς αυτή ήταν η μόνη γνωστή γονέας. Οπότε για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να είναι απόλυτα βέβαιο το ποιος είναι ο πατέρας. Αυτή, λοιπόν, είναι η απαρχή του αυστηρού ελέγχου επάνω στην ζωή και την σεξουαλικότητα της γυναίκας και κατ΄επέκταση στον περιορισμό της εντός της οικείας. Αυτό που στις κοινωνίες πριν τον πολιτισμό ήταν τιμητικό και τοποθετούσε την γυναίκα στην δική της σημαντική θέση μέσα στην κοινωνία τώρα είναι το ίδιο που την αποκλείει. Διότι, είναι σαφές, σε μια κοινωνία που παράγει τόσο ώστε να συντηρείται όλες οι θέσεις είναι σημαντικές, τόσο του άντρα που φέρνει την τροφή όσο και της γυναίκας που την μαγειρεύει. Στην κοινωνία του πλεονάσματος, όμως, σημαντικότερη είναι η θέση εκείνου που το κατέχει. Μάλιστα όσο περισσότερο κατέχει τόσο πιο σημαντική η θέση του.
12
Engels F., Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησία και του κράτους, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Θεσσαλονίκη 2013
31
Ο πολιτισμός, λοιπόν, εκκινά με την δημιουργία πλεονάσματος το οποίο δημιουργείται από την πρωταρχική κυριαρχία πάνω στη φύση με την εξημέρωση της. Αυτήν την κυριαρχία ακολουθεί η αναγκαστική δημιουργία δούλων και η υποτέλεια της γυναίκας. Αυτό το τρίπτυχο συγκροτεί μια παθητική ολότητα η οποία υποτάσσεται στον ενεργητικό πλούσιο άντρα κατακτητή. Μάλιστα οτιδήποτε απέχει από τον πολιτισμό θεωρείται κατώτερο. Η φύση και οτιδήποτε βρίσκεται πιο κοντά σ΄αυτήν είναι άγριο και βαρβαρικό και τελικά υποδεέστερο. Έτσι, πρέπει να τεθεί υπό την κυριαρχία του πολιτισμού, δηλαδή να εκπολιτιστεί. Η ιεραρχία αυτή εντείνεται όταν στον πολιτισμό αποδίδεται το πνεύμα και όλες οι διεργασίες του ως δικαίωμα και υποχρέωση των προνομιούχων. Το πνεύμα, ως ύψιστη στάθμη της ύπαρξης, απέχει από την ζωώδη κατάσταση, που είναι σαρκική. Η γυναίκα είναι πιο κοντά στην τελευταία, όπως και τα παιδιά. Η μητέρα φύση μετατρέπεται σε πρώτη ύλη, σε μέσο. Ο πολιτισμός επικυρώνει την παθητικότητά της κι ως εκ τούτου υπονομεύεται η μητρότητα εν γένει και κατ΄επέκταση η γυναίκα. Όμως ταυτόχρονα είναι εμφανές ότι η γυναίκα ανήκει στο ανθρώπινο είδος καθώς το αναπαράγει. Η γυναίκα τοποθετείται έτσι στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον πολιτισμό και την φύση. Στα πλαίσια μιας εγκατάστασης αυτός ο ενδιάμεσος χώρος είναι το σπίτι. Εκεί η γυναίκα παραλαμβάνει ακατέργαστα τα προϊόντα της φύσης, την τροφή, τα παιδιά και τα «εκπολιτίζει» σε μια βαθμίδα όμως που δεν είναι ακόμα η ύψιστη.13 Η κοινωνία που συγκροτείται είναι διασπασμένη. Ο πολιτισμός που βρίσκεται πάνω από την φύση είναι ταυτόχρονα και μακριά της. Οι δομές αυτές αποτυπώνονται χωρικά. Η γυναίκα περιορίζεται στο περίκλειστο εσωτερικό, που είναι ταυτόχρονα κομμάτι του πολιτισμού, και ο άντρας επελαύνει ελεύθερος και κατακτητής στο απέραντο εξωτερικό, εφόσον βέβαια δεν είναι σκλάβος ο ίδιος. Στην αρχαία Ελλάδα, που ως 13
Sherry B., Ortner M. και Strathern M., Ανθρωπολογία, γυναίκες και φύλο, Aλεξάνδρεια, 1994
32
λίκνο του πολιτισμού θεσμοθετεί τις ανισότητες, οι διαχωρισμοί αποτυπώνονται και χωρικά στην κατοικία με την εμφάνιση του ανδρώνα, ενός χώρου συμποσίων για αποκλειστική χρήση του άντρα. Η είσοδός του τοποθετούνταν στην αυλή για να διατηρεί την αυτονομία του από την υπόλοιπη οικεία. Η γυναίκα περιορίζεται ακόμα και εντός του σπιτιού, που είναι ο παραδοσιακός χώρος της, ενώ ο άντρας αποκτά το δικαίωμά του για δημόσιο και εντός της. Ανάλογοι διαχωρισμένοι χώροι, άλλοτε απόλυτα σαφείς και άλλοτε λιγότερο, ισχύουν μέχρι τη σύγχρονη εποχή ως παραδόσεις ενός μακραίωνου εθιμικού δικαίου. Μια βόλτα στο καφενείο ενός χωριού μπορεί να είναι πειστική.
Έτσι ο ανθρωπογενής χώρος αποτελεί μια πράξη του πολιτισμού, την χωρική του έκφραση. Αποτελούμενος από το εσωτερικό της κατοικίας και το εξωτερικό του δημόσιου χαρακτήρα, δημιουργεί ολόκληρος ένα εσω-
33
τερικό που απέχει και διαφέρει από το εξωτερικό της φύσης. Για την ακρίβεια το υπερβαίνει εφόσον το κατακτά και το μετασχηματίζει. Είναι όμως πράγματι ο φυσικός χώρος το μεγάλο και απόλυτο εξωτερικό; Πώς κατοικεί μια ύπαρξη πάνω σε μια τέτοια διασπασμένη, ιδιόκτητη γη; Στα ποιήματα απαντάται ακόμα, δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά την εμφάνιση του πολιτισμού, η ιεραρχική αυτή δομή. Και δεν είναι τυχαίος ο διαφορετικός τρόπος αλλά κυρίως ο διαφορετικός τόπος που τίθενται αυτά τα ζητήματα από έναν ποιητή και μια ποιήτρια, δηλαδή από έναν άντρα και μια γυναίκα. Η ποιήτρια, ως ύπαρξη υποτελής στον πολιτισμό, ταυτίζεται και αποζητά οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτόν. Και έξω από τον πολιτισμό βρίσκεται ολόκληρη η φύση. Ομοίως για τον ποιητή διενεργείται ένας διαφορετικός καταναγκασμός. Αυτός είναι υποχρεωμένος από το φύλο του να υπάρχει και να ενεργεί στο εξωτερικό του εσωτερικού του πολιτισμού, σ΄αυτό δηλαδή που παραλαμβάνει τις χρήσεις του δημόσιου χαρακτήρα, αλλά και να επελαύνει ως κατακτητής στο απόλυτο εξωτερικό της φύσης. Έτσι φαίνεται εξίσου λογική η ανάγκη του για το εσωτερικό και η στροφή προς αυτό. Πιο συγκεκριμένα ο ποιητής στρέφεται στο σπίτι, το πρώτο μας σύμπαν14, τον ενδιάμεσο χώρο της γυναίκας όπου πραγματοποιείται η πρώτη κατεργασία, η μετατροπή των προϊόντων της φύσης στα πρωτογενή προϊόντα πολιτισμού. Ας τεθεί εδώ μια πρόκληση στο έργο του Bachelard: ίσως το πρώτο μας σύμπαν να μην είναι το σπίτι αλλά η μήτρα. Η κατοίκηση μοιάζει ανισόρροπη και για τους δύο. Έτσι, στα ίδια ποιήματα εμφανίζεται και κάτι ακόμα που δεν συμφωνεί καθόλου με την υπάρχουσα ιδεολογική και πρακτική δομή του πολιτισμού. Αναφέρθηκε ήδη αλλά θα φανεί καλύτερα παρακάτω. Η Μάγια Αγγέλου γνωρίζει πολύ καλά την θέση της μέσα στον πολιτισμό αλλά και την στάση της απέναντί του και, στον βαθμό που ο υποταγμένος
14
Bachelard G., Η ποιητική του χώρου, Χατζηνικολή, Αθήνα 1982
34
απορρίπτει το σύστημα που τον υποτάσσει, είναι απολύτως λογικό. Ακόμα στο ποίημά της γίνεται μια νύξη ταύτισης της γυναικείας ύπαρξης με την δουλεία, που πράγματι ιστορικά δεν απείχαν, και που δυστυχώς ούτε και σήμερα απέχουν στους διάφορους τόπους της γης. Η ποιήτρια αναδεικνύει την φύση ως απόλυτα ενεργητική, μια φύση δρώσα, απορρίπτοντας εξ ολοκλήρου τον παθητικό ρόλο που της αποδίδεται από τον πολιτισμό. Το ενδιαφέρον είναι πως κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Μίλτος Σαχτούρης. Με άλλους τρόπους αλλά για τους ίδιους λόγους το φυσικό στοιχείο είναι το μόνο, το πιο απαραίτητο για να βρει νόημα η ύπαρξη του. Και μάλιστα το ενεργητικό φυσικό στοιχείο, οι αμυγδαλιές που ανθίζουν. Ορίστε πώς η ύπαρξη αυτή, ο ακούσιος εκπρόσωπος του πολιτισμού αποκτά νόημα μέσα σε αυτή την τόσο απλή ενέργεια της φύσης, στην ικανότητά της να αναζωογονείται. Ούτε ο προνομιούχος αρκείται στον πολιτισμό και στην ανθρώπινη πράξη. Πρόκειται εδώ για μια απόδοση και μια αποποίηση. Η απόδοση αφορά την αναγνώριση της φύσης ως ενεργητικής παρουσίας και η αποποίηση την άρνηση της κυριαρχίας επάνω της. Την αποποίηση αυτή την εκτελούν και οι δύο. Σε αμφότερα τα ποιήματα ο κήπος, ως εξημερωμένη φύση, δεν φτάνει για να αποκτήσει νόημα η ύπαρξή των δημιουργών. Για την Αγγέλου εντάσσεται στα πλαίσια του καταναγκασμού που της επιβάλλεται και για τον Σαχτούρη εκφράζει μια απέραντη μοναξιά αλλά και μια μακάβρια παρουσία. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ασυμφωνία των ποιημάτων με τις κοινωνικές και χωρικές δομές, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην ιστορία του πολιτισμού με μεγαλύτερες ή μικρότερες αποκλίσεις: Η φύση θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι ενεργητική και παρούσα, δηλαδή δρώσα και ζωντανή, για να βρίσκει νόημα η ανθρώπινη ύπαρξη, είτε αυτή είναι γυναίκα είτε είναι άντρας είτε και τίποτα απ’ τα δύο. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση αποτελεί την κοινή τους συνισταμένη. 35
36
37
η κατοίκηση Εν τέλει, ο κοινός τόπος και των δύο ποιημάτων είναι η αναζήτηση του νοήματος. Κι αυτό δεν είναι απλώς επιθυμία του ανθρώπου αλλά πρωτογενής ανάγκη. Τόσο ο Καμύ όσο και ο Χάιντεγκερ μιλούν για την ματαιότητα που επέρχεται από την αδυναμία συσχέτισης με τα πράγματα. Ο πρώτος την αποκαλεί παράλογο της ζωής και ο δεύτερος μηδένωση. Στην μηδένωση ο άνθρωπος γνωρίζει εμπειρικά αυτό που δεν είναι, το μηδέν. Πρόκειται για μια κατάσταση που η ύπαρξη βιώνει την ανυπαρξία. Για τον Καμύ η ανυπαρξία είναι πιο πρακτική, είναι η απλή απουσία ζωής και επέρχεται με τον θάνατο. Προσπαθώντας να κατανοήσει την αυτοκτονία, την ορίζει ως αυτή την απόφαση για το πέρασμα από την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Μια τέτοια απόφαση είναι αποτέλεσμα αυτού του παραλογισμού που επέρχεται της αδυναμίας συσχέτισης. Με την αυτοκτονία η αδυναμία αυτή επικυρώνεται και μετατρέπεται σε ολοκληρωτική απουσία συσχέτισης. 15 Στην αυτοκτονία η αδυναμία αυτή έχει ήδη υπερβεί το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, που σύμφωνα με τον Νίτσε αποτελεί την ισχυρότερη δύναμη.16 Εδώ αποκαλύπτεται η κρισιμότητα και η σημασία της κατοίκησης. Η αυτοσυντήρηση σημαίνει την διατήρηση στη ζωή. Η παραμονή στη ζωή προϋποθέτει την ύπαρξη νοήματος. Η αναζήτηση του νοήματος, επομένως, δηλώνει την επιθυμία για ζωή. Αυτά τα δεδομένα δίνουν νέα διάσταση στον τόπο που στα ίδια τα ποιήματα η ύπαρξη εντοπίζει το νόημά της. Και για τον λόγο αυτό είναι τόσο σημαντική η αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που είναι για τον πολιτισμό και
15
Καμύ Α., Ο μύθος του Σίσυφου, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007 Heidegger M., Τι είναι μεταφυσική, Αθήνα 2004 16 Nietzsche, F., Πέρα από το καλό και το κακό, Αθήνα 2012
38
τις δομές του και σε αυτό που η ποίηση αποκαλύπτει ότι είναι για την ύπαρξη. Και εφόσον αυτή η αντίφαση, η κοινή τους συνισταμένη αποκαλύφθηκε, αποδομεί ήδη τις ακραίες αντιθέσεις αποδίδοντας σ’ αυτές τα νέα νοήματα. Η κατοίκηση αποκαλύπτεται αβίαστα στην ποίηση. Όταν τις δομεί εκ νέου δεν υφίστανται πλέον ως αντιθέσεις αλλά αποτελούν της διάφορες όψεις της ίδια ολότητας. Το εσωτερικό και το εξωτερικό παραλαμβάνουν ξαφνικά διαφορετικές ιδιότητες από αυτές που αρμόζουν στην κανονικότητα του πολιτισμού. Τα όριά τους συνεχίζουν να υπάρχουν. Εκείνο που μεταβάλλεται είναι το περιεχόμενο εντός των ορίων. Κι αυτό αφορά πάντοτε και το περιεχόμενο έξω από αυτά. Το εσωτερικό του ποιητή γίνεται απέραντο και γεμίζει ή επιθυμεί να γεμίσει με όλα εκείνα τα στοιχεία του εξωτερικού κόσμου. Το σπίτι, φτιαγμένο για να προστατεύει και να περικλείει ανενόχλητη την μοναξιά και την ρέμβη, μετατρέπεται εύκολα σε χώρο εγκλεισμού. Αντίστοιχα για την ποιήτρια αυτό που θα έπρεπε να είναι οικείο, υπονοώντας την ίδια αίσθηση ασφάλειας και ελευθερίας που παρέχει το εντός, είναι ήδη γι΄αυτήν ο χώρος της απόλυτης ανελευθερίας. Υπονομεύεται έτσι η έννοια του «σπιτιού» ως ο κατεξοχήν τόπος κατοίκησης. Υπονομεύεται όμως και το σύνολο της έννοιας της εγκατάστασης ως πράξης του πολιτισμού. Ο ποιητής τοποθετείται περιχαρακωμένος εντός της, κλείνοντας τον εαυτό του στο σπίτι, στο οποίο ωστόσο ψάχνει τα δέντρα και η ποιήτρια την απορρίπτει τελείως ανοίγοντας τον εαυτό της σε οτιδήποτε έξω από αυτήν. Ταυτόχρονα και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται η σημασία του φυσικού χώρου, όχι μόνον για τον τρόπο που υπάρχει ο άνθρωπος πάνω στη γη, αλλά και για τον λόγο που υπάρχει. Κι αν ο τρόπος αποτελεί την κατοίκηση, ο λόγος της ύπαρξης αποτελεί το νόημα για την παραμονή στη ζωή. Αυτή η τελευταία είναι εγγενώς η συσχέτιση με τα πράγματα και με αυτή την έννοια παραμονή στη ζωή σημαίνει αυτόματα κατοίκηση. Επομένως, η κατοίκηση είναι αυτή που φανερώνει το νόημα ή την απουσία νοήματος.
39
Κι εφόσον η κατοίκηση είναι εγγενώς η συσχέτιση με τα πράγματα, το νόημα εμπεριέχεται σε αυτά και στην δομική σχέση μαζί τους. Νόημα σημαίνει ορισμός ενός πράγματος. «Το όριο δεν είναι εκεί όπου κάτι σταματά, αλλά εκεί απ’όπου κάτι αρχίζει την ουσία του.» 17 Έτσι, το νόημα εμπεριέχεται εντός των ορίων ενός τόπου, δηλαδή ενός χώρου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ακριβώς επειδή τα όριά του είναι τόσο σαφή. Σχηματοποιώντας περεταίρω τη γλώσσα, κατανόηση σημαίνει η δυνατότητα να ορίσω κάτι, η δυνατότητα να του αποδώσω νόημα. Έτσι, το σώμα και ο χώρος δεν φέρουν απλώς τέτοια νοήματα αλλά τα παραλαμβάνουν κιόλας μέσα από την διαδικασία της κατανόησης. Διότι η τελευταία είναι περιοδική. Η ανθρώπινη ύπαρξη επεξεργάζεται τον κόσμο γύρω της συνεχώς και συνεχώς αναδιαμορφώνεται η ίδια. Τα ευρήματά της την σμιλεύουν αντίστοιχα. Αυτή η γνωριμία με το περιβάλλον και ο συνεχής επαναπροσδιορισμός του μέσα από την συσχέτιση, είναι εγγενής στην ύπαρξη γιατί αυτή υπάρχει μέσα στον κόσμο και συσχετίζεται με αυτόν σε όλη τη διάρκεια τη ζωής. Ας γίνει εδώ μια πιο ολοκληρωμένη τοποθέτηση: Η κατοίκηση είναι αυτή που αποκαλύπτει ή διαμορφώνει κυκλικά τα νοήματα των εμπλεκόμενων σε αυτήν όντων, εννοώντας εδώ την ανθρώπινη ύπαρξη και ό,τι την περιβάλλει. Για τον πολιτισμό ως πνεύμα, η φύση παραλαμβάνει το νόημα ενός υπό κατάκτηση σώματος. Το σώμα ενέχει μια χωρικότητα, ακόμα περισσότερο το σώμα είναι ένας σαφής, προσδιορισμένος τόπος. Έχει επομένως όρια. Κι αν το όριο είναι εκείνο απ’ όπου αρχίζει κάτι την ουσία του, τότε ο πολιτισμός κυριάρχησε πάνω στη φύση και σε ότι την αντιπροσωπεύει ή την συμβολίζει ξεπερνώντας αυτά ακριβώς τα όριά τους. Αφαίρεσε δηλαδή από το σώμα το νόημά του. Απέδωσε στην φύση, στην γυναίκα και
17
Λέφας Π., Αρχιτεκτονική και κατοίκηση, ΠΛΕΘΡΟΝ, Αθήνα 2008
40
στον φτωχό την ιδιότητα του κεφαλαίου και τα μετέτρεψε σε μια κατακερματισμένη πρώτη ύλη. Κι ας μην παρεξηγηθεί εδώ το περιεχόμενο που δίνεται στην λέξη πολιτισμός ως το απόλυτο προϊόν των πλούσιων αντρών. Η γυναίκα, ο φτωχός και η φτωχή είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού πράγμα που πρακτικά σημαίνει ότι ως εξίσου ανθρώπινοι τον αναπαρήγαγαν λιγότερο ή περισσότερο. Για τον πολιτισμό η ισορροπία του πλανήτη είναι ενάντια στην ουσία του. Ένα σύστημα που παράγει τόσο όσο καταναλώνει, η παραγωγή δηλαδή για την αυτοσυντήρησή του, ακριβώς όπως συντελείται από την φύση σημαίνουν για τον πολιτισμό μηδενική παραγωγή και άρα αποτυχία. Για τον ίδιο λόγο απαξιώνεται η οικιακή εργασία ως εργασία συντήρησης. Πλεόνασμα, όμως, σημαίνει ότι θα πρέπει το σύστημα να παράξει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται και σταδιακά να απομυζήσει τους παρεχόμενους πόρους. Η ταχεία κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της επιβεβαιώνουν αυτή την συνθήκη. Ένας άστεγος ή μια άστεγη μπροστά σε έναν εγκαταλελειμμένο σπίτι την επιβεβαιώνουν επίσης. Στις σημερινές πόλεις και στην ιστορία τους εγγράφεται το νόημα που αποδίδει ο πολιτισμός στον εαυτό του και στην φύση. Κάθε πόλη περιέχει με κάποιο τρόπο αυτή τη δομική σχέση πολιτισμού και φύσης. Η εισαγωγή στοιχείων για την αστική διάχυση ή ερευνών για την βιωσιμότητα των πόλεων θα το αποδείκνυαν επιστημονικά. Η παρούσα έρευνα όμως ασχολείται με κάτι βαθύτερο. Δεν είναι άλλο από την υπαρξιακή διάσταση αυτών των φαινομένων κι από την προσγείωσή τους στην καθημερινή πραγματικότητα. Σ΄αυτήν φανερώνονται αυτές οι αντιφάσεις. Οι πόλεις, λοιπόν, είναι χωρικές εκφράσεις του πολιτισμού όπου οι άνθρωποι κατοικούν ως δημιουργοί μέσα στις πράξεις τους, ως φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί. Για την ύπαρξη, από την άλλη, η φύση είναι μητέρα κι έτσι με κάποιον τρόπο γίνεται οικογένεια. Όσο στέκονται στο ίδιο ύψος, με την ίδια αξία, η ύπαρξη ανήκει πάντοτε κάπου και πρωτίστως ανήκει πάντοτε στον εαυτό της. Έτσι διαμορφώνεται η ολότητα, το σύνολο της ζωής επάνω στη 41
γη, το σύνολο του κόσμου μέσα στο οποίο ενοικεί η ζωή. Η ύπαρξη γνωρίζει καλά, από απλή παρατήρηση και μόνο, ότι ανήκει στην φύση έτσι κι αλλιώς. Αυτή την τροφοδοτεί και την διατηρεί στη ζωή. Ο θάνατος είναι κομμάτι όλων των κυκλικών διαδρομών της αναζωογόνησης της φύσης. Μέσα στην ολότητα ακόμα και αυτός αποκτά νόημα. Κι αυτή η γνώση, που είναι πρωτίστως εμπειρική, σημαίνει μια πολύ διαφορετική κατοίκηση. Η ζώσα ύπαρξη που συσχετίζεται με τη ζώσα φύση κατοικεί μέσα στον κόσμο ως πράξη. Η ύπαρξη ωστόσο κατοικεί ως πράξη τόσο στην πόλη όσο και στην φύση υπό την έννοια ότι εφόσον κατοικεί νοηματοδοτεί εκ νέου το περιβάλλον και τον εαυτό της. Αυτό που συγκεντρώνεται ως προβληματική στα ποιήματα είναι πώς οι δημιουργοί κατοικούν μεν αλλά σε δυσαρμονία εφόσον κατοικούν μόνο στις ανθρώπινες πράξεις. Γιατί η ύπαρξη είναι αυτό που κάνει. Κι αν όλες αυτές οι πράξεις, ως εγκαταστάσεις, δεν είναι το δικό της καθαρό δημιούργημα, είναι δημιούργημα των ομοίων της. Η ύπαρξη γνωρίζει ότι υποβαστάζει κι αυτή τον πολιτισμό και τον εκπροσωπεί μαζί με όλες τις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις. Έτσι καλείται να αναγνωρίσει στον εαυτό της τον κατακτητή που εισβάλλει στο σώμα της, παραβιάζοντας τα όριά του και στερώντας έτσι από αυτό το σώμα αλλά και από τα υπόλοιπα την ίδια τους την ουσία. Ακόμα, η κάθε νέα κατανόηση σκαλίζει βαθύτερα αυτή την αντίφαση αφαιρώντας από την ύπαρξη όλο και περισσότερο νόημα γιατί ο κόσμος γύρω της δεν έχει. Να ένα πεδίο που ο πολιτισμός έχει μόνιμο έλλειμα.
Η ύπαρξη όμως χρειάζεται το νόημα. Η διατήρηση στη ζωή είναι πιο ισχυρή από την αυτοκτονία. Και τότε στρέφεται στην φύση βλέποντας πως είναι η μέριμνα που λείπει από την ανθρώπινη πράξη. Η φύση είναι καλύτερη δημιουργός από τον άνθρωπο όταν εκείνος ή εκείνη δεν μεριμνά. Διότι τότε η φύση γεννάει και συντηρεί όταν ο άνθρωπος καταστρέφει 42
και απομυζεί. Ωστόσο, παρ΄ όλο τον πολιτισμό στις πλάτες του παραμένει φύση. Έτσι, κατά παράδοξο τρόπο στρέφεται εναντίον του εαυτού του. Αυτά αποφαίνεται η ύπαρξη που αναγνωρίζει στο δέντρο ένα ζωντανό πλάσμα και στον ωκεανό μια κατοικία ανόμοιων μεν αλλά εξίσου ζωντανών πλασμάτων. Αυτά τα πλάσματα είναι καινούριοι γείτονες όταν η ύπαρξη κοιτάξει στη φύση. Τότε και μόνο τότε η ύπαρξη δύναται να κατοικήσει μαζί. Έτσι συντελείται η κατοίκηση στην ολότητα, στο σύνολο δηλαδή των όντων που είναι ο κόσμος. Όταν η ανθρώπινη πράξη βρίσκει την φύση και δεν την κυριαρχεί αλλά συνυπάρχει μαζί της, η ύπαρξη συγκατοικεί. Διότι όταν η φύση αντιμετωπίζεται ως πράγμα, όταν παραβλέπεται η ζωή που την λούζει, η κατοίκηση είναι δυσβάσταχτη. Τότε δεν είναι μονάχα μια συγκεκριμένη ύπαρξη μόνη της, αλλά ολόκληρη η ανθρωπότητα. Κι έτσι, γίνεται με κάποιο τρόπο ασήμαντη. Εάν η φύση είναι ζωντανή και αεικίνητη τότε η ύπαρξη αναγνωρίζει τις ίδιες ιδιότητες στον εαυτό της. Η μοναξιά είναι πάντα παρούσα αλλά δεν είναι μια μοναξιά που υπερβαίνει την ύπαρξη και την επισκιάζει. Είναι η μοναξιά που είναι εγγενής στην ύπαρξη λόγω της αυτοτελούς της υπόστασης. Διότι κάθε ύπαρξη είναι μια νέα μοναδική ολότητα. Όσο η φύση νοείται ως οικογένεια κάθε μέλος της είναι σημαντικό. Η ύπαρξη γνωρίζει ότι διαδραματίζει τον δικό της μοναδικό ρόλο σε ένα σύστημα που παράγει ακριβώς όσα χρειάζεται. Ως εκ τούτου, δεν νιώθει ποτέ περιττή μέσα στην συγκατοίκηση. Τελικά, η ύπαρξη κατοικεί έτσι κι αλλιώς. Επιβιώνει, ψάχνει τα νοήματά της και εν τέλει επιθυμεί. Παρ’ όλ’ αυτά υποφέρει, γιατί απαξιώνεται και η εύρεση του νοήματος συγκρούεται στις τόσες αντιφάσεις που αποκαλύπτει η κατοίκηση. Κι αυτή είναι η βαθιά σημασία της τελευταίας. Γιατί η ίδια δεν διακυβεύεται ποτέ για την ζώσα ύπαρξη. Δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για την κατοίκηση. Αυτό που υπάρχει είναι η δυνατότητά της να εκπληρώνει ή όχι τις επιθυμίες και τις ανάγκες. 43
Αυτά μας αποκάλυψε η ποίηση. Και τα ποιήματα αυτά δεν στέκονται μόνα τους. Για την συγκατοίκηση μιλάει ο Λειβαδίτης στην «Δωρεάν στέγη» και στο ποίημα «Ένοικοι της ματαιότητας». Για την ανισόρροπη σχέση ανάμεσα στον πολιτισμό και την φύση μιλάει ο Παυλίδης στον «Κηπουρό», όπου ταυτίζεται τόσο με τον κήπο όσο και με αυτόν που τον φροντίζει. Για την διαδικασία της κυκλικής κατανόησης του κόσμου και του εαυτού μιλάει η Σωτηράκογλου όταν λέει πως «νομίζεις πως ξέρεις το σπίτι που μεγάλωσες». Για τον εγκλεισμό και την απόλυτη ταύτιση του ανθρώπου με της πράξεις του μιλάει το άλμπουμ «The Wall» των Pink Floyd. Για την χωρική έκφραση των ανισοτήτων μιλάει το «The house of the rising sun» όπου το σπίτι για την γυναίκα που εξιστορεί τη ζωή της είναι πάντοτε «house» και ποτέ «home». Για την ολότητα και τη συγκατοίκηση μιλάει ο Έσσε όταν λέει πώς η καρδιά του πρέπει να απλωθεί, ως έκταση, και να τα χωρέσει όλα για να γαληνέψει. Σε μεγαλύτερη ακόμα κλίμακα αυτούς τους φόβους για τον πολιτισμό ως κυρίαρχο και όχι ως συγκάτοικο εκφράζει η ίδια η γένεση της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας, και την ανάγκη για περισσότερη φύση εκφράζει η ρομαντική λογοτεχνία του φανταστικού. Ίσως ακόμα, και στην πολιτική σκηνή, να μην είναι τυχαίο το ότι το φεμινιστικό και άλλα απελευθερωτικά κινήματα, συμπίπτουν με την πρόδηλη πια κακοποίηση της φύσης που έφερε η βιομηχανική επανάσταση και εντείνονται όταν ξεσπά οικολογική κρίση. Ίσως οι άνθρωποι να αποκαλύπτουν με διάφορους τρόπους αυτό που προβληματίζει και το παρόν έργο.
44
45
ο ρόλος της αρχιτεκτονικής Η έρευνα δεν επιθυμεί να απαξιώσει όλα τα επιτεύγματα του ανθρώπου ούτε και να υποδείξει τον πρωτογονισμό. Αν διακυβεύεται κάτι εδώ, στον χρόνο και στον χώρο που γράφεται, είναι η στάση της αρχιτεκτονικής ως ανθρώπινης πράξης. Οι σύγχρονές πόλεις διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες όπως διαμορφώθηκαν ιστορικά: τις προβιομηχανικές που εκμοντερνίστηκαν αλλά διατήρησαν την ιστορικότητά τους, τις πόλεις που δημιουργήθηκαν εξ ολοκλήρου σύμφωνα με το μοντέρνο πρότυπο, αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά, και τις πόλεις, ιστορικές ή μη, στις οποίες έχει υπεισέλθει το μετανεωτερικό στοιχείο. Αυτό που τις διαμορφώνει επομένως στο πλείστο του είναι κυρίως ο μοντερνισμός. Στην περίπτωση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας ως εφαρμογής στο χώρο, ο πολιτισμός όχι μόνον εισέβαλε στα νέα εδάφη, αλλά μετάλλαξε και τις προϋπάρχουσες εγκαταστάσεις απαλλοτριώνοντας το περιεχόμενο νόημά τους, αυτό που ο Schulz αποκαλεί «το πνεύμα του τόπου». Στην παγκοσμιοποίηση της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας που σήμανε ο μοντερνισμός, ο ανθρωπογενής χώρος αναπαράγεται με την ίδια μορφή και περιεχόμενο στα τόσο διαφορετικά σημεία του πλανήτη, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του καμία από τις ιδιαίτερες ιδιομορφίες του τόπου και των ανθρώπων που τον κατοικούν. Έτσι κάθεται σαν ξένο σώμα πάνω στο προϋπάρχον. Δεν το συμπληρώνει, δεν το συμβολίζει ούτε και το οπτικοποιεί. Απλώς εισβάλει. Ακόμα περισσότερο στην μετανεωτερική εποχή η αρχιτεκτονική, ακολουθώντας πάντα τις επιταγές της εποχής της και της σύγχρονής της σκέψης, επιδιώκει στους παραγόμενους χώρους ρευστότητα. Ο στόχος επικεντρώνεται περισσότερο στην ανάδυση της επιθυμίας ως αυθόρμητης και ακούσιας ενέργειας. Δημιουργεί έτσι χώρους που μπορούν να παραλάβουν όχι απλώς πολλαπλές λειτουργίες αλλά και πολλαπλές ταυτότητες. 46
Ο χώρος παύει να είναι ένα σαφές σημείο αναφοράς. Προκαλεί στιγμιαίες ευκαιριακές συγκινήσεις αντί για μια διαρκή συναισθηματική φόρτιση. Η μετάβαση αυτή αποτελεί στην ουσία της τη χωρική μετάφραση της μετάλλαξης του πολιτισμού. Οι πρώην σαφείς ταξικοί διαχωρισμοί θολώνουν μέσα στις νέες πολλαπλές ταυτότητες του σύγχρονου ανθρώπου, οι ιεραρχικές δομές πολλαπλασιάζονται διατηρώντας ωστόσο την νεοαποκτηθείσα ασάφεια. Με τον ίδιο τρόπο οι πρότεροι σαφείς χωρικοί διαχωρισμοί και περιορισμοί επαναδιαπραγματεύονται αυτήν ακριβώς την σαφήνεια, την αποδομούν και δημιουργούν χώρους με εναλλάξιμο χαρακτήρα. Πώς μπορεί ένας τέτοιος χώρος να συγκροτήσει τη μνήμη; Πώς συγκροτείται και ταυτίζεται η ύπαρξη όταν κατοικεί στη ρευστότητα; Ένα βήμα μετά τον δομισμό, η μεταδομιστική σκέψη υποστηρίζει και θεωρητικά την εγκατάσταση που δεν λαμβάνει υπόψη τον περιβάλλον που την υποδέχεται. Σ΄αυτή τη συνθήκη ακόμα και το μνημείο, ως η ανάμνηση της ιστορίας του ίδιου αυτού πολιτισμού και της πόλης, αποσπάται από την καθημερινότητα, αποκόπτεται η σχέση και η επαφή του με τον σύγχρονο αστικό βίο και μετατρέπεται σε θέαμα. Ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει τον χώρο αυτό είτε από την απόσταση του τουρίστα είτε από την απόσταση του πωλητή. Έτσι η κατοίκηση στις εγκαταστάσεις του πολιτισμού και ειδικότερα στις σύγχρονες πόλεις, ως είναι, ενέχει μια υποβόσκουσα, ίσως και επικίνδυνη, απονοηματοδότηση. Όλα αυτά δεν είναι απόλυτα. Ούτε οι πόλεις είναι όλες και σε κάθε γωνιά τους αποδείξεις μιας μεγάλης αποτυχίας του ανθρώπου. Οι δημιουργίες του είναι συχνά γοητευτικές και συγκινητικές και γεμάτες από μέριμνα για την ολότητα. Οι άνθρωποι που έχουν κατοικήσει ωστόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα, που είναι και ο συγκεντρωτικός πυρήνας του πολιτισμού, έχουν βιώσει εμπειρικά αυτή την απροσδιόριστη αίσθηση πως κάτι λείπει. Ίσως να λείπουν αμυγδαλιές! 47
Η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να παραλάβει όλη την ευθύνη του πολιτισμού. Φέρει όμως αρκετή από αυτήν. Αυτή σχεδιάζει με κάποιο τρόπο την κατοίκηση. Ο ανθρωπογενής χώρος είναι πάντοτε ένας πόλος της διαδικασίας της κατανόησης. Δύναται να συνυπάρχει με τον φυσικό, δύναται και να τον καταπατά. Δεν αρκεί μια βιοκλιματική προσέγγιση ή η δημιουργία πάρκων, χωρίς να αναιρείται βέβαια η σημασία τους που παραμένει ουσιώδης. Η αρχιτεκτονική αγγίζει βαθύτερα το εαυτό γιατί σχεδιάζει το εδώ της ανθρώπινης ύπαρξης. Διαμορφώνει σε ένα βαθμό τις συνθήκες της κατοίκησης. Παράγει νοήματα ή απονοηματοδοτεί. Συμφιλιώνει ή αποξενώνει. Προσφέρει ή στερεί. Μεριμνά ή καταστρέφει. Η αρχιτεκτονική πράξη είναι κι αυτή, όπως η ποίηση, μια αποκάλυψη και μια μοιρασιά.
48
βιβλιογραφία • • • • • • • • • • • • • • • • • •
Αυγελής, Ν (2005) Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Θεσσαλονίκη: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ Bachelard, G. (1957) Η Ποιητική του Χώρου, Αθήνα: Χατζηνικολή Badiou, A. (2007) Από το είναι στο συμβάν, Αθήνα: Πατάκη Benjamin, W. (1978), Δοκίμια για την Τέχνη, Αθήνα: Κάλβος Bookchin, M. (1995) Κοινωνικός Αναρχισμός ή Lifestyle Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα, Ιωάννινα: ΙΣΝΑΦΙ Engels, F., (2013) Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, Θεσσαλονίκη: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Gadamer, H.G. (1957) Το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης, Αθήνα: ΙΝΔΙΚΤΟΣ Gehl, J. (2013) Ανθρώπινες πόλεις, Αθήνα: MBIKE EVENTS & DIGITAL Harvey, D. (2013) Εξεργεμένες πόλεις, Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ Heidegger, M. (2004) Τι είναι μεταφυσική, Αθήνα: Πατάκη Heidegger, M. (2008) «..ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος..», Αθήνα: Πλέθρον Heidegger, M. (1978) Είναι και Χρόνος, Αθήνα: Δωδώνη Καμύ, Α. (2007) Ο μύθος του Σίσυφου, Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Καμύ, Α. (2007) Ο επαναστατημένος άνθρωπος, Αθήνα: Πατάκη Λας, Κ. (2006) Ο ελάχιστος εαυτός, Θεσσαλονίκη: Νησίδες Λέφας, Π. (2008) Αρχιτεκτονική και κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Αθήνα: ΠΛΕΘΡΟΝ Merleau-Ponty, M. (1977) Προοίμιο στη φαινομενολογία της αντίληψης, Αθήνα: ΕΡΑΣΜΟΣ Μωραΐτης, Κ. (2015) Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου, Σημειώσεις για τη νεότερη, τοπιακή επεξεργασία του τόπου, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ 49
• • • • • • • • • •
•
Nietzsche, F. (2012) Πέρα από το καλό και το κακό, Αθήνα: Πανοπτικόν Norberg-Schulz, C. (2009) Genius Loci: Το πνεύμα του τόπου, Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ Ortner, S., Stathern, M. και Rosaldo, M, Μπακαλάκη, Α. (1994) Ανθρωπολογία, Γυναίκες και φύλο, Αθήνα: Αλεξάνδρεια Πικιώνης, Δ., (2010) Κείμενα, Αθήνα: ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης) Sartre J.P., (2011) Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, Αθήνα: Αρσενίδης Simmel, G., Ritter, J. και Gombrich, E.H., (2004) Το τοπίο, Αθήνα: ΠΟΤΑΜΟΣ Τσουκαλά Κ., Τερζόγλου Ν.Ι., Παντελίδου Χ., (2012) Τομές ήθους και χώρου, Θεσσαλονίκη: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Wittgenstein, L., (1978) Tractatus Logico-philosoficus, Αθήνα: Παπαζήσης Zizek, S. (2009) ΛΑΚΑΝ, Αθήνα: Πατάκη Συλλογικό έργο. Πρακτικά συνεδρίου, Πάτρα 9-11 Οκτωβρίου 2009, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών (2012) Η σημασία της φιλοσοφίας στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση, Αθήνα: Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή Συλλογικό έργο. Τιμητικός τόμος για τον Δημήτρη Φιλιππίδη, (2018), Τόπος Τοπίο, Αθήνα: ΜΕΛΙΣΣΑ
50
διαδικτυακές πηγές •
•
•
•
•
Ασημάκη, Α., Κουστουράκης, Γ. και Καμαριανός, Ι., 2011. Οι έννοιες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση: Μια κοινωνιολογική προσέγγιση, ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, [online] Διαθέσιμο μέσω: http://www.uth.gr/tovima/60/5.pdf <Τελευταία πρόσβαση: 26/06/2019> Colle, M., 2012. Ecology and Feminism: A summary of an “ecofeminist worldview”, TLAXCALA, [online] Διαθέσιμο μέσω: http://www.tlaxcala-int.org/article.asp?reference=7791 <Τελευταία πρόσβαση: 26/06/2019> Peck, J., Theodore, N. and Brenner, N., 2009. Neoliberal Urbanism: Models, Moments, Mutations, SAIS Review of International Affairs [online] Διαθέσιμο μέσω: https://muse.jhu.edu/article/269245 <Τελευταία πρόσβαση: 26/06/2019> Shiva, V., 1993. The Seed and the Earth: The Colonization or Regeneration, Canadian Woman Studies, [online] Διαθέσιμο μέσω: https://cws.journals.yorku.ca/index.php/cws/article/view/10404<Τελευταία πρόσβαση: 26/06/2019> Van Werlhof, C., 2007. No Critique of Capitalism without Critique of Patriarchy! Why the Left is No Alternative, CAPITALISM NATURE SOCIALISM, [online] Διαθέσιμο μέσω: http://www.cnsjournal.org/cns/ <Τελευταία πρόσβαση: 26/06/2019>
51
πηγές εικόνων • • • • • • • • •
εξώφυλλο, προσωπικό αρχείο σελ.4, Γέφυρα Θεσσαλονίκης, προσωπικό αρχείο σελ.8, Λονδίνο, προσωπικό αρχείο σελ.11, Ιωάννινα, φωτογράφος: Θοδωρής Θεοδωρίδης σελ.28, Λονδίνο, προσωπικό αρχείο σελ.32, διαδικτυακή πηγή, διαθέσιμη μέσω: http://www.amirhosseinrouhani.com/greek-architecture/ <τελευταία πρόσβαση: 27/06/2019> σελ.35, Λονδίνο, προσωπικό αρχείο σελ.36, Εκουαδόρ ,φωτογράφος: Ιωάννα Μανουρά σελ.44, Παπούα, φωτογράφος: Ιωάννα Μανουρά
52