tzevelekis kopsida

Page 1

Παρασκευή Κοψιδά – Βρεττού Λευκάδα: Διεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ Τοπικός λαϊκός πολιτισμός και παγκόσμια κουλτούρα Του Αντώνη Τζεβελέκη, ευγνώμων επιστροφή

«Δεν είναι πολλά χρόνια» - σημειώνει σε άρθρο του στα “Λευκαδίτικα” 1 το Μάρτη του 1958 ο Αντώνης Τζεβελέκης,2 «που» από το επίσημο “βήμα” των Εορτών Λόγου και Τέχνης… είπα στο πολυπληθές κοινό του Φεστιβάλ μας, στο λαό της Λευκάδας, ότι το Νησί μας… μέσα σε λίγα χρόνια θα το μεταβάλωμε σε Κέντρο Διεθνών Λαογραφικών Μελετών και Στόχον έλξεως της παγκόσμιας Εθνογραφίας…». Τέσσερα χρόνια μετά το 1962 – τη χρονιά διοργάνωσης του 1 ου Διεθνούς Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών,3 ο ενθουσιώδης οραματισμός του, έχει οδηγήσει τον Αντώνη Τζεβελέκη στο ειδυλλιακό «στρατηγείο» του Ιωάννη – Μαρία Κλεμάν, προέδρου του «Amicale Folklorique Internationale» – του Διεθνούς φιλικού Φολκλορικού Οργανισμού – και ισόβιου Δημάρχου του γαλλικού χωριού των 582 μόλις κατοίκων, στην καταπράσινη πεδιάδα της Ωτ-Σων, αριστερά από την οροσειρά των Βοζίων ορέων, στο μαγευτικό παράδεισο του Κοραβιλιέ. Το 1964 είχε λάβει μέρος στο 5ο Συνέδριο του Διεθνούς Φολκλορικού Οργανισμού με την ιδιότητα του Εντεταλμένου Συμβούλου για την Ελλάδα του παραπάνω Οργανισμού. Στη διάρκεια του Συνεδρίου που είχε πραγματοποιηθεί στο Στρασβούργο, θέτει την υποψηφιότητα της Ελλάδας ως έδρας πραγματοποιήσεως του Συνεδρίου το 1966 – και αποσπά από 42 συμμετέχουσες χώρες την αρχική προέγκρισή τους. Η υποστήριξη της πρότασης από την Ελένη Κουμάκη – Τζεβελέκη 4 στο 6ο συνέδριο του Ντιμστράιν της Δυτικής Γερμανίας αποσπά παμψηφεί την απόφαση – και παρά τον ανταγωνισμό από άλλες χώρες – να πραγματωθεί το 7 ο Συνέδριο στην 1

«Μηνιαίον όργανον επικοινωνίας και πληροφοριών των απανταχού Λευκαδίων και φίλων της Λευκάδος». Προσωπική έκδοση του προέδρου του Συλλόγου Λευκαδίων Αττικής Αντώνη Τζεβελέκη, του εμπνευστή και οργανωτή κάθε χρόνο από το 1955 και μετά, των «Γιορτών Λόγου και Τέχνης της Λευκάδας» και του Διεθνούς Φεστιβάλ Φολκλόρ. Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε την 1η Ιουλίου 1958 και το τελευταίο το Μάρτη του 1967. Το πλούσιο περιεχόμενό του ήταν προσανατολισμένο σε φιλολογικά, πολιτιστικά και λαογραφικά προπάντων θέματα. (Βλ. Κοντομίχης 2003: 214-215). 2 Ο Αντώνης Τζεβελέκης (1914-1989), ο κοσμοπολίτης πρόεδρος του Συλλόγου Λευκαδίων Αττικής «Η Αγία Μαύρα» από το 1952 και ιδρυτής το 1958 της «Εταιρείας Λευκαδίων Θεμάτων», συνδέεται με τη μεταπολεμική πολιτιστική και πνευματική ανασυγκρότηση της Λευκάδας. Η άοκνη και εμπνευσμένη δραστηριότητά του, η «κοινωνική του ιδιοφυία» και η θυελλώδης ιδιοσυγκρασία του συγκροτούν ένα σχέδιο διεύρυνσης των στενών, μελαγχολικών, μετά τον πόλεμο, οριζόντων της Λευκάδας, την οποία καθιστά γνωστή σε όλο τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας, αλλά και έξω απ’ αυτήν. Τις δεκαετίες ’50 και ’60, με την ευκαιρία των «Γιορτών» δεκάδες προσωπικότητες του πνεύματος, της τέχνης, της επιστήμης ήρθαν προσκεκλημένοι ομιλητές στο νησί, σε ένα ενθουσιώδες περιβάλλον λαϊκής πνευματικότητας. (βλ. Κοψιδά – Βρεττού (επιμ.) 2005: 222-227). 3 Το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών διοργανώθηκε στη Λευκάδα το 1962 (10-25 Αυγούστου). Συμμετείχαν τα συγκροτήματα: «Ορφεύς» Λευκάδας, τα λαϊκά μπαλέτα «Ζικίκα Γιοβάνοβιτς Σπάνατς» της Γιουγκοσλαβίας, τα λαϊκά μπαλέτα «Κατατζάρο» της Ιταλίας. (Βλ. Δήμος Λευκάδας – Πνευματικό Κέντρο 2002: 8-9). 4 Η Ελένη Κουμάνη – Τζεβελέκη, από την Κωνσταντινούπολη, σύζυγος του Αντώνη Τζεβελέκη και ακάματη συνοδοιπόρος του στους πολιτιστικούς και πνευματικούς του οραματισμούς. Έντονα πνευματική φύση η ίδια, ασχολούνταν με τη λογοτεχνία και κυρίως την ποίηση. Μιλούσε θαυμάσια τη Γαλλική – Αγγλική – Ιταλική και Γερμανική γλώσσα. Είχε δημοσιεύσει τρεις ποιητικές της συλλογές: «Δεκάτη» 1964, «Λευκές Νυχτερίδες» 1968, «Φυγή στο άπειρο» 1977. (Βερυκίου – Μπαλτά 2005: 222).

1


Ελλάδα. Η επιλογή της Λευκάδας ως έδρας του 7ου Συνεδρίου της Amicale Folklorique του 1966, δεν είναι παρά η ηθική της δικαίωση για τους αγώνες της στην «διεθνή κονίστρα του λαϊκού χορού και τραγουδιού με πίστη και ανιδιοτέλεια» - γράφει ο Αντώνης Τζεβελέκης, παρουσιάζοντας στο ίδιο δημοσίευμα το φιλόδοξο σχέδιο θεσμοποίησης της έρευνας και μελέτης των λαϊκών πολιτισμών στο νησί της Λευκάδας: «Για τον μεταπροσεχή Νοέμβριο 1967 από τώρα αγγέλλομε γεμάτοι ικανοποίηση και αισιοδοξία δια το βέβαιο και πλούσιο λαογραφικό μέλλον του νησιού μας, την πραγματοποίηση ενός άλλου Συνεδρίου στη Λευκάδα. Αυτό θα είναι το 9 ο Συνέδριο της Διεθνούς Συνομοσπονδίας των ανά τον Κόσμον Εθνικών Ομοσπονδιών Φολκλόρ που εδρεύει μόνιμα στη Γενεύη και που θα έχομε την συμμετοχή και παρουσία όχι μόνον Ευρωπαϊκών Χωρών αλλά και Ασιατικών, Αφρικανικών και Νοτιοαμερικανικών ακόμη. Για δε το 1968 εξασφαλίσαμε ένα ακόμη Διεθνές Συνέδριο που θα λάβει χώρα στη Λευκάδα μας, εις το Νησί – λίκνο του παγκόσμιου Φολκλόρ. Πρόκειται για το 12 ο Διεθνές Συνέδριο της Παγκοσμίου Ενώσεων Φορέων Διεθνών Φεστιβάλ Φολκλόρ (που εδρεύει μόνιμα κι αυτή στην ωραία και πλούσια πόλη της Ζυρίχης) εις την κοινότητα της οποίας εισέρχεται το Φεστιβάλ Λευκάδος περιζήτητο, ως υπεράξιο και υπερπληρούν τους υπό του καταστατικού της εν λόγω Διεθνούς Ενώσεως προβλεπομένους τίτλους…».5 Το «φολκλόρ»6 “γεννήθηκε” στη Λευκάδα το καλοκαίρι του 1962, αποσυνδεδεμένο από τις όποιες εννοιολογικές ή θεωρητικές του περιπέτειες, ως μια παρθένα, εξωτική πολιτισμική εμπειρία. Σμίκραινε έκτοτε θαυμαστά τα όρια που χωρίζουν τους ανθρώπους αναδεικνύοντας μέσα στη μαγεία της αέναης νεανικότητας και φρεσκάδας, μέσα στην τελετουργία της κίνησης, την εθνογραφική ποικιλότητα και τον συμβολισμό της ενδυμασίας, αυτό που ο Frazer ανακάλυπτε ως ουσία της κοινής ανθρώπινης φύσης. Και έζησε έκτοτε σε ένα συνεχή χρόνο, χωρίς κρίσεις μεγάλες ή αμφισβητήσεις – αυτές που επισωρεύει η κόπωση της επανάληψης, ακόμα και της πιο συναρπαστικής περιπέτειας – μιαν αυτόνομη, δική του πρώτη», αυθεντική ύπαρξη καθώς μετακινούσε και μετέφερε κωδικοποιημένα σε λόγο, κίνηση, μουσική και τραγούδι: σε ζωή τις μακρινές στο χώρο ή στο χρόνο μνήμες μιας εθνογραφικής πανοραμικής σύνθεσης, όπου η αειθαλής νεότητα κανοναρχούσε την ανάδυση της ζωής μέσ’ από τα αγροτικά έρρυθμα ειδύλλια του μόχθου, της χαράς, του έρωτα, στο καθημερινό ξεφύλλισμα του βιβλίου της ζωής, κοινή ανθρώπινη διαπολιτισμική εμπειρία. Επτά χρόνια πριν έχουν αρχίσει οι «Γιορτές Λόγου και Τέχνης», 7 ενθουσιώδεις ερασιτεχνικές διοργανώσεις που αποσκοπούν στην ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού – λόγιου και λαϊκού – και την αξιοποίησή του σε μιαν ανυπόκριτα ευγενική Λευκαδίτικα, αρ. φ. 91-93, Ιανουάριος – Μάρτιος 1966. Από τα φιλόδοξα σχέδια του Α. Τζεβελέκη, πραγματοποιήθηκε τελικά στη Λευκάδα το 7 ο Διεθνές Φολκλορικό Συνέδριο, από 20 – 26 Μαΐου του 1966, υπό την προεδρία του Ζαν Μαρί Κλεμάν, προέδρου του Amicale Folklorique Internationale. (Περδικάρης 1992: 170 και Ζαμπέλης 2005: 222). 6 Ως γνωστόν, ο όρος Folk – Lore (λαός + γνώση = γνώση του λαού, ό,τι γνωρίζει ο λαός) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1846 από τον Άγγλο αρχαιολόγο William John Thoms για να προσδιορίσει τη μελέτη του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού, αντικαθιστώντας τους αναλυτικούς όρους «Popular Antiquities» και «Popular Literature». Και έκτοτε καθιερώθηκε ως ο διεθνής όρος της Λαογραφίας: Le Folklore στη Γαλλία, die Folklore στη Γερμανία, Folklore στις Η.Π.Α., el Folklore στην Ισπανία κλπ. Σήμερα, βέβαια, με την αναστάτωση που επικρατεί γύρω από το περιεχόμενο, τις μεθόδους, τα όρια συναφών επιστημών και η ονοματολογία των επιστημών του λαϊκού πολιτισμού έχει αλλάξει από χώρα σε χώρα. (Βλ. Αλεξιάδης 1984: 263, Μερακλής 2004: 18). Εδώ εννοούμε το Διεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ – την πρώτη του διοργάνωση στη Λευκάδα το 1962 – , μια θεαματική, πρωτόγνωρη για το μικρό τόπο, εμπειρία εξωτισμού, που αποτέλεσε θεσμό συνέχειας στην πολιτιστική του ζωή. 7 Βλ. Κοψιδά – Βρεττού 2005: 18-25. Επίσης, Κοψιδά – Βρεττού 2006: 169-190. 5

2


προσπάθεια μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, 8 οικονομικής και πολιτισμικής, και μέσον προσέλκυσης του τουριστικού ρεύματος στο νησί της Λευκάδας. Το «φολκλόρ» - Φεστιβάλ Τοπικών Χορών και Τραγουδιών, άγνωστο στη Λευκάδα μέχρι τότε, έχει καθιερωθεί από χρόνια στον ευρωπαϊκό χώρο, συγκροτεί και προβάλλει τη λαογραφική και εθνογραφική υφή των επιμέρους πολιτισμών ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στη διαδικασία πολιτισμικών συγκράσεων και μέσω αυτών στη μορφοποίηση ενός διαπολιτισμικού καλλιτεχνικού κώδικα λαϊκής επικοινωνίας. Γνωστότερα τα Φεστιβάλ της Λυών και του Μπεζανσόν στη Γαλλία, της Λισσαβόνας και της Σάντα Μάρτα ντε Προτοζέλο στην Πορτογαλία, του Σεράγεβο στη Γιουγκοσλαβία, του Βουκουρεστίου στη Ρουμανία, του Αγκριτζέντο στην Ιταλία, του Βούπερταλ στη Γερμανία. Στην Ελλάδα μεγάλα και γνωστά συγκροτήματα διάσωσης του εθνικού μας πολιτισμού: η χορευτική ομάδα του Λυκείου Ελληνίδων, ο Όμιλος Λαϊκών Χορών της Δώρας Στράτου, συμμετέχουν δραστήρια στις ευρωπαϊκές φολκλορικές διοργανώσεις, ενώ εκείνη τη χρονιά ο «Ορφεύς» της Λευκάδος, με ενέργειες του Συλλόγου Λευκαδίων Αττικής (και ειδικότερα του προέδρου του Αντώνη Τζεβελέκη), επιλέγεται να εκπροσωπήσει τη χώρα στο Φεστιβάλ της Ταμπάρ της Τυνησίας στην περίφημη «Γιορτή του Κοραλιού», που συμπίπτει με την πανηγυρική έναρξη της αλιείας των κοραλιών. (Εξωτερικά εμπόδια δεν επιτρέπουν τελικά τη συμμετοχή του Ορφέα στο Φεστιβάλ Τυνησίας).9 Η διοργάνωση, ωστόσο, στη Λευκάδα του Α΄ Διεθνούς Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών τον Αύγουστο του 1962 αποτελεί την πρώτη ελληνική εμπειρία και «οι οργανωταί του αποβλέπουν η Λευκάς να λάβει “πρώτην εγγραφήν” επί της εκδηλώσεως ταύτης εν Λευκάδι. Βεβαίως η οργάνωσις του Α΄ Διεθνούς Φεστιβάλ Λαϊκών Μπαλέτων εις Λευκάδα μόνον ως έργον τόλμης δύναται να χαρακτηρισθεί, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η νήσος μας – όχι από λάθος δικό της αλλά των ανθρώπων της – δεν διαθέτει ούτε και τον στοιχειώδη έστω τουριστικόν εξοπλισμόν και τα απαραίτητα μέσα δια την οργάνωσιν τοιούτων διεθνούς κλίμακος εκδηλώσεων». 9 10 Από τα συγκροτήματα λαϊκών χορών και τραγουδιών: της Γαλλίας “La Capelina” της Menton. τα Εθνικά Μπαλέτα λαϊκών χωρών και τραγουδιών Zizika Yovanovic-Spanac της Πανεπιστημιούπολης του Βελιγραδίου. το Gruppo Folkloristico “Canterini Delle Sette Porte” της Καλαβρίας. το Gruppo Folkloristico “Val de Akragas” Agrizento της Σικελίας. και από τα ελληνικά: ΟΙ «Βαλσαμάδες» της Κοινότητας Βαλσαμάτων Κεφαλληνίας και ο Μουσικοχορευτικός Όμιλος Ορφεύς Λευκάδος, που καλούνται να συμμετέχουν στην πρώτη διοργάνωση, (23 μέχρι 26 Αυγούστου 1962) ανταποκρίνονται μόνο τρία [Ορφεύς – Γιουγκοσλαβία – Ιταλία (Καλαβρία) ]. 11 Το τελετουργικό της πανηγυρικής έναρξης, η ανάκρουση των Εθνικών Ύμνων των συμμετεχουσών χωρών, η ταυτόχρονη ύψωση των σημαιών τους σε ειδικούς ιστούς παρουσία των επισήμων – και ο μετέπειτα Χορός της Ειρήνης – θα νοηματοδοτούν στο εξής τους τελετουργικούς κώδικες μιας αδιαβάθμητης ιεραρχικά φυλετικής, διεθνικής πολιτισμικής συνομιλίας, μέσ’ από τις διαδρομές της σκέψης και της πράξης, της κοινής «γλώσσας» των λαϊκών πολιτισμών στο διαχρονικό τους βάθος, καθώς μετατρέπουν, στην πορεία του ανθρώπινου αγώνα τους, τα ένυλα φορτία της ζωής σε υπερβατικές και άϋλες οντότητες – σε πνευματική, εντέλει, ουσία. Το φεστιβάλ, λοιπόν, (από το λατινικό festivus = χαρούμενος, εύθυμος) και το «φολκλόρ» - ταυτολογίες λεκτικές στη σκέψη του Λευκαδίτη, εγκλιματίζονται αβίαστα Κοψιδά – Βρεττού 2001: 104-107, Κοψιδά Ά. 2001: 108-115. Λευκαδίτικα, αρ. φ. 48, Ιούνιος 1962. Περδικάρης 1992: 127. 10 Λευκαδίτικα, αρ. φ. 47, Μάιος 1962. 11 Δήμος Λευκάδας – Πνευματικό Κέντρο 2002: 8. 8 9

3


στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα ως μια εικονοποιητική σύνθεση λαϊκών εκφράσεων της παραδοσιακής, αγροτικής, προπάντων, ζωής, αλλά και της αστικής, σε όλες τις εκδοχές και τις εκδιπλώσεις της, μέσ’ από τις τοπικές λαϊκές ενδυμασίες, το τραγούδι και το χορό, τη μεταποιημένη μίμηση της ζωής, έρρυθμη μεταγραφή πράξεως, ένα λαϊκό τελετουργικό αναπαραστατικής αυθεντικότητας της πραγματικής ζωής. Θα πρέπει να ανατρέξουμε, σ’ αυτό το σημείο, στις ρίζες του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για το λαϊκό πολιτισμό και τις καλλιτεχνικές του εκφράσεις και να συνδέσουμε την αργή διαδικασία ανακάλυψης του λαού με την πορεία υπέρβασης της άκαμπτης αστικής ρασιοναλιστικής θεώρησης του νεοκλασικισμού – λατρεία της λογικής: στην επανάσταση μιας όρασης που αναζητάει το φυσικό στη θέση του λογικού, το αυθόρμητο στη θέση του υπολογισμένου, την ελευθερία στη θέση της τάξης και της πειθαρχίας12 – και μ’ αυτό τον τρόπο θ’ αποκαλύψει τη φενάκη της κίβδηλης αστικής ζωής σε αντίθεση προς την αλήθεια της απλής πρωτόγονης κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι έχουν κουράσει οι αιώνες κυριαρχίας, πραγματικής θέωσης της διάνοιας: η επιβολή της «απολυταρχίας» της λογικής του καρτεσιανού “Cogito ergo sum” – ταύτιση της σκέψης με την ύπαρξη. η σχηματοποίηση του ίδιου του Θεού από το Γερμανό φιλόσοφο Cristian Wolff ως ενσάρκωσης του Ορθού Λόγου και του σύμπαντος ως έλλογου μηχανισμού που υπακούει σε απόλυτη νομοτέλεια . η ιεραρχική κατάταξη της λογικής στην ανώτατη κλίμακα των ανθρώπινων δυνατοτήτων και η αντίληψη που τεκμηριώνεται στο “Essay on Man” του Άγγλου διανοούμενου Pope ότι «η Λογική αντισταθμίζει όλες τις άλλες ικανότητες». 13 Η ηθική, η πολιτική, η τέχνη απομιμούνται το νευτώνειο ντετερμινισμό: 14 την προσπάθεια να διατυπωθούν και να εγκιβωτιστούν οι καθολικοί νόμοι που ρυθμίζουν το σύμπαν, αντίληψη που τώρα διαπερνά κάθε κοινωνική και αισθητική περιοχή (την ίδια την τέχνη), με την αξιοποίηση μιας εργαλειοποιημένης, άκαμπτης προσήλωσης στην κανονιστική ευταξία. Η αντίδραση του διαφωτισμού (του 18ου αι.) υπονομεύει και θα κλονίσει την απόλυτη νόρμα της λογοκρατίας – του ρασιοναλισμού –, αποσύροντας την έμφαση και τον απόλυτο σεβασμό στη λογική (η συντηρητική, ωστόσο, κριτική επιχειρείται με τα εργαλεία της λογικής), και μετακινώντας τα όρια προς μια μεγαλύτερη ευκαμψία – της τέχνης, του ανθρώπου, της ζωής. Ο ορίζοντας σταδιακά διευρύνεται προς την αποκάλυψη της «έκρυθμης ομορφιάς της παράλογης φαντασίας», που με τη σειρά της θα απελευθερώσει την «εποχή της ευαισθησίας», την ψυχική ενδοχώρα των ανθρώπινων συναισθημάτων, την αυθεντική «αλήθεια» του ανθρώπου όπως η τέχνη τώρα της λογοτεχνίας τον ακινητοποιεί: στο Sentimental Journey – Συναισθηματικό Ταξίδι του Sterne (1768), στο Man of Feeling – Άνθρωπο των Συναισθημάτων του Henry Mackenzie (1771), την Juliet Grenville or The History of the Human Heart – Τζούλιετ Γρένβιλ ή η Ιστορία της ανθρώπινης καρδιάς, του Henry Booke (1774).15 Η ανακάλυψη της φύσης, στον αντίποδα του κίβδηλου αστικού πολιτισμού είναι και η ανακάλυψη των κραδασμών της ψυχής του απείρακτου απλού ανθρώπου της υπαίθρου, που συστοιχείται και αναγιγνώσκεται παράλληλα με την ψυχή της φύσης. 16 Furst 1974: 39. Furst 1974: 27. 14 Berlin 2000: 59. 15 Furst 1974: 40-41. 16 Ο Διαφωτισμός καλλιέργησε πολλές και διαφορετικές απόψεις πάνω στο ζήτημα της ανθρώπινης φύσης. Ανάμεσα στους εκπροσώπους του ο Voltaire, ο La Mettrie, ο Fontenelle πίστευαν στην αδυναμία, τη μοχθηρία, τη διαφθορά του ανθρώπου που έχει γι’ αυτό ανάγκη την πειθαρχία ώστε να περιστείλει την κακή του φύση. Άλλοι πίστευαν στο εύπλαστο του ανθρώπου και στη δυνατότητα του δίκαιου νομοθέτη και του ηθικού παιδαγωγού να μορφοποιήσει τον «καλό» άνθρωπο. Στην έμφυτη καλοσύνη του 12 13

4


Στην «Πραγματεία του πάνω στην προέλευση της ανισότητας των ανθρώπων (Discours sur l’ origine de l’ inégalité parmi les hommes, 1775) ο Rousseau κηρύσσει την επιστροφή στη φύση, ως αντίδοτο στην ανισότητα και τη διαφθορά που προέρχεται από την ατομική ιδιοκτησία. Και η Marie Antoinette θα μετακομίσει κουρασμένη απ’ το φανταχτερό παλάτι των Βερσαλλιών στο Petit Trianon, το τεχνητό χωριό για να παίζει στο εξής την αθώα βοσκοπούλα.17 Αυτή η ρομαντική υπόδειξη στροφής προς την αγνότητα της φυσικής ζωής ήδη από τον 18ο αι. και η ιδανίκευση της αγροτικής κοινωνίας έχει προσοικειωθεί όχι μόνον την τέχνη και την ηθική αλλά και τη θεώρηση της ίδιας της έννοιας του λαού της υπαίθρου στις πρωταρχικές, τις αυθεντικές του πηγές και ποιότητες. Σπαράγματα της δημιουργικότητας του λαού αρχίζουν να συγκεντρώνονται με αφοσίωση και ευγενισμένο φανατισμό: από τα πρώτα «μνημεία» της λαϊκής έκφρασης η συλλογή των εθνικών δημοτικών τραγουδιών του γερμανικού λαού, από τον Johann Gottfried Ηerder (Λαϊκές Φωνές, 1778)18 και των λαϊκών παραμυθιών των αδελφών Grimm,19 που αναδεικνύουν και σταδιακά οριοθετούν τις εθνικές ταυτότητες μέσ’ από την «έρευνα» της ψυχικής ζωής του λαού, όπως αποτυπώνεται στα απροσποίητα δημιουργήματά του. Μια νέα επιστήμη, αυτή που θα στεγάσει το σύνολο της λαϊκής δημιουργίας και των κοινωνικών της συμφραζόμενων κυοφορείται από το 19 ο αι., η επιστήμη του Folklore: σύνδεση των αγγλοσαξονικών όρων Folk = λαός και Lore = γνώση, η γνώση του λαού, ό,τι ο λαός γνωρίζει, από τον Άγγλο αρχαιολόγο Wilhelm Heinrich Riehl,20 θα μεταγράψει στην περίφημη διάλεξή του «Η Λαογραφία ως επιστήμη», τον αγγλικό όρο Folklore στο γερμανικό Volks-Kunde – Λαογνωσία, και ως συστηματικός πλέον μελετητής των λαογραφικών φαινομένων θα γίνει ο ιδρυτής της Λαογραφικής Επιστήμης.21 Ο όρος Folk-lore ως νέο επιστημονικό πεδίο έρευνας, συγκέντρωση μελέτης των φαινομένων του λαϊκού βίου και πολιτισμού, επιβάλλεται στον ευρωπαϊκό χώρο, στις χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής (με προσδιοριστικές διαφοροποιήσεις κυρίως στις Η.Π.Α.: Oral Culture, Traditional Culture, Unofficial Culture = ανεπίσημος πολιτισμός),22 ενώ στην Ελλάδα εννοιολογικά αποδίδεται με τον όρο «Λαογραφία» του Νικολάου Πολίτη το 1884 και επίσημα σε προγραμματικό άρθρο του καθιερώνεται το 1909.23 Από τη δεκαετία, ωστόσο του 1960 και εξής, 24 και καθώς αρχίζει στον αγγλοσαξονικό κυρίως κόσμο ένα εντεινόμενο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή ζωή και τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων της υπαίθρου (Peasant Studies),25 αρχίζει ταυτόχρονα και μια ανταγωνιστική επιστημολογική περιπέτεια με διεθνικό χαρακτήρα, μεταξύ επιστημών και επιστημόνων που στρέφουν τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα στη σπουδή – συγχρονική προπάντων – της λαϊκής κουλτούρας.26 ανθρώπου πίστευε ο Rousseau, θεωρώντας ότι κακοί θεσμοί της σύγχρονης ζωής κατέστρεψαν την αγαθότητά του, που θα μπορούσε να την αναζητήσει ξανά στο αθώο μεγαλείο της αγαθής φύσης. (Berlin 2000: 60-61. Tieghem 1951: 42). 17 Furst 1974: 44. 18 Berlin 2000: 105 κ.ε. 19 Κυριακίδου – Νέστορος 1986: 32-33. 20 Μερακλής 1989: 26-28 21 Αλεξιάδης 1984: 266. 22 Yoder 1963: 40-55. Αλεξιάδης 1984: 268. Dorson 1972: 1-12. 23 Λουκάτος 1985: 65 κ.ε.. Μερακλής 1990: 16-22. Kyriakidou – Nestoros 1972: 487-504 και Damianakos 1985: 73-123. 24 Λαμπίρη – Δημάκη 2003: 133 κ.ε.. Κοβάνη 1986: 27 κ.ε. 25 Loukatos 1985: 36-48 και Kyriakidou – Nestoros 1972: 487-504. Επίσης, Damianakos 1985: 73-123. 26 Μερακλής 2004: 11-22.

5


Έτσι το Folklore – και η Ελληνική Λαογραφία αντίστοιχα – θα δεχθούν μιαν ανταγωνιστική επιθετικότητα από ανθρωπολόγους, εθνολόγους, αγροτικούς κοινωνιολόγους,27 κλπ. που θα κατευθύνεται στην αμφισβήτηση της επιστημονικής και μεθοδολογικής εγκυρότητας της λαογραφίας, εστιάζοντας την κριτική τους στην ιστορικά προσδιορισμένη «ιδιοτελή» χρήση του Folklore – της Λαογραφίας. Η πραγματικότητα, ωστόσο, των λαογραφικών φαινομένων – της λαϊκής κουλτούρας – ακολουθεί επίσης τη δική της εξελικτική τροχιά, με ρυθμούς μάλιστα εντεινόμενους μεταπολεμικά καθώς ακολουθεί τις ραγδαίες δημογραφικές, οικονομικές κοινωνικές και συνακόλουθα πολιτισμικές μεταβολές. 28 Η δημογραφική διάβρωση της υπαίθρου – σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι υπερβολική η έννοια της κατάρρευσης –, το φαινόμενο της προϊούσας αστικοποίησης, η εκμηχάνιση και η μαζική παραγωγή μεταλλάσσουν τη λαϊκή δημιουργικότητα σε ισοπεδωτικό πνεύμα κατανάλωσης, την ποιητική απλότητα σε κίβδηλη χειρονομία εμπορικότητας. Και παρά τη σεμνή φωνή των λαογράφων για την αυθεντικότητα και την οσιότητα των μνημείων του λαϊκού πολιτισμού,29 το πρώτο κύμα εμπορευματοποίησης των αντικειμένων τέχνης του υλικού λαϊκού πολιτισμού καταφέρει ισχυρό πλήγμα στην παραδοσιακή του ταυτότητα και στη γνησιότητα της έμπνευσής του. Γράφει χαρακτηριστικά, τη δεκαετία του ’70, ενθαρρύνοντας τη συλλεκτική λαογραφική δραστηριότητα, ο Λευκαδίτης λογοτέχνης Γεράσιμος Γρηγόρης, καθώς με ποιητική ευγένεια παρακολουθεί τη μεταπολεμική έκπτωση του λαϊκού μας πολιτισμού: «Το τεράστιο τεχνολογικό άλμα που μεταπολεμικά άρχισε ν’ απλώνεται και στις “υπό ανάπτυξη” χώρες, ετοιμάζοντάς τους την “κοινωνία της αφθονίας”, στη δική μας έχει αχρηστεύσει πολλά από τα στοιχεία του νεοελληνικού λαϊκού βίου και στην κατεξοχήν αγροτική περιοχή της Λευκάδας έχει επηρεάσει βαθιά την οικονομική και κοινωνική της ζωή. Ιδιαίτερα μετά τη συγκοινωνιακή πύκνωση και την ηλεκτροδότηση σε όλο το χώρο της. Οι προοπτικές λοιπόν είναι ότι συνεχώς θα αχρηστεύονται και θα εξαφανίζονται τα στοιχεία της λαϊκής μας παράδοσης, πράγμα που υποχρεώνει τους συλλέκτες λαογράφους – κι όσους ερασιτέχνες εντρυφούν στα σχετικά θέματα – να περισώσουν ό,τι μπορούν. Κι αυτό όχι κινούμενοι από ρομαντικά, νοσταλγικά αισθήματα για το “ωραίο παρελθόν”, αλλά από τη συναίσθηση του πνευματικού των χρέους και σαν μια μικρή συμβολή προς την ιστοριογραφία της γενέτειράς τους… Κι απ’ αυτά να ξεχωρίσουν όσα μπορούν να ενταχθούν δημιουργικά, να μπολιαστούν στα νέα δεδομένα της ζωής ώστε να συντηρηθεί και να συνεχιστεί ανανεωμένη η πολιτιστική φυσιογνωμία του νησιού μας».30 Η κίνηση, ωστόσο, προς την αναζήτηση των ριζών, ρομαντική στροφή στο παρελθόν – και πριν ακόμα αυτό αλλοτριωθεί οριστικά από τις δομές – και τις ψυχικές – της τεχνοκρατίας, εκδιπλώνεται με την προϊούσα εξάπλωση του φολκλορισμού: «την αναγέννηση και αναβίωση παραδοσιακών μορφών του λαϊκού βίου και πολιτισμού, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται κατά τρόπον οργανικό και ζωτικό στις ανάγκες της σύγχρονης ζωής, αλλά ασκούν, παρ’ όλ’ αυτά, μια γοητεία σε διάφορες κοινωνικές ομάδες».31 Από τα προσφιλέστερα λαογραφικά θέματα αυτών των αναβιώσεων στη Λευκάδα, η αναπαράσταση του τελετουργικού του χωριάτικου γάμου – ολόκληρου του εθιμικού τυπικού ή κάποιων, των εντυπωσιακότερων εθίμων του – συνδέεται με τις Burke 1984: 5-13, Burke 1992: 293-308, Wilson 1989: 515-519 και Αλεξάκης 1993: 23-47. Επίσης, Bascom 1953: 283-290. 28 Βλ. Μερακλής 1986: 7-17. Δαμιανάκος 1987: 13-43. 29 Βλ. Λουκάτος 1984, Μερακλής 2004: 143-146. 30 Βλ. Γρηγόρης 1976: 150 31 Βλ. Μερακλής 1986: 12, Μερακλής 1972: 27-38. 27

6


πρώτες διοργανώσεις των Γιορτών Λόγου και Τέχνης, 32 ένας ευφορικός εξωτισμός που προσφέρεται ως τουριστικό προϊόν – θεατροποιημένη έκφραση της λαϊκής ζωής για τους ξένους επισκέπτες στο νησί. αλλά και σκηνές της καθημερινής ζωής και των αγροτικών εργασιών – τρύγος, θέρισμα, αλώνισμα κλπ. – θεατροποιούνται και παίζονται επί σκηνής, στη διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων του καλοκαιριού περιφερειακά σε χωριά της Λευκάδας, (Κατωχώρι, Μεγανήσι, Άγ. Πέτρος), διατηρώντας κατά το μάλλον ή ήττον, τη γραφικότητα και την πιστότητα της πραγματικής ζωής.33 Πρόκειται για μια συγκινησιακή αλειτουργική διαχείριση του λαϊκού πολιτισμού,34 καθώς έχει χάσει την πρωτογενή του ύπαρξη μέσα στις δομές της συγχρονίας, ανασταίνεται, ωστόσο, σ’ αυτές τις διοργανώσεις τεχνητά με τη δυναμική μιας παλίνδρομης κίνησης υποκατάστασης – βραχύβιας έστω – της ίδιας της αληθινής του ζωής. Ο φολκλορισμός, δεν μπορεί, ωστόσο, από μόνος του να συντηρήσει τη μνήμη του λαϊκού πολιτισμού και της παράδοσης, ούτε, πολύ, περισσότερο, να παρέμβει δημιουργικά στις ισχυρές αλλοτριωτικές διαδικασίες ενός πολιτισμικού κύματος, κατά πολύ πλατύτερου από όλα τα προηγούμενα και μεθοδικότερου, αυτού της παγκοσμιοποίησης: που επιχειρεί πέρ’ από τις ισοπεδωτικές του διεισδύσεις στους πυρήνες των τοπικών πολιτισμών μέσω μιας παγκόσμιας πληροφορικής διάβρωσης των ιδιαίτερων ταυτοτήτων, την ίδια την αποδόμηση της ανθρώπινης κοινωνικότητας ως εμπειρίας ομαδικότητας, πυρηνικό, πρωτογενές δεδομένο των φαινομένων του λαϊκού πολιτισμού.35 Οι εξωτερικοί κραδασμοί της μεταβολής σε παγκόσμια κλίμακα, που συμπαρασύρουν βίαια και το αξιακό φορτίο της ιστορικής εμπειρίας του παρελθόντος – και του κοντινού – δεν μπορεί να εξορκισθούν με συναισθηματικές παλίνδρομες χειρονομίες εξευγενισμένης μνήμης της τοπικότητας ή με συλλεκτικές ακόμα Κοψιδά – Βρεττού 2005: 60 και Κοψιδά – Βρεττού (2005): Λαογραφικά των Γιορτών Λόγου και Τέχνης – Folklore και Folklorismus. Προφανή και λαϊκά απρόβλεπτα , Πρακτικά Συνεδρίου Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2006. Σ’ αυτές τις αναπαραστάσεις πρωταγωνιστεί το χωριό Καρυά – αξέχαστη η εθιμική αναπαράσταση «Το πιάσιμο από τα προζύμια» στο αφιέρωμα «Λαογραφία» του 1962. Ο «Χωριάτικος γάμος» πραγματώνεται ως φολκλορικό δρώμενο στην Καρυά μέχρι σήμερα. 33 Στο Κατωχώρι έχουν από τη δεκαετία του ’90 καθιερωθεί ετήσια «Φεστιβάλ» αναπαράστασης λαϊκών δρώμενων και εθίμων, που καλύπτουν όλο το φάσμα της αγροτικής ζωής. πρωτεργάτης αυτών των φολκλορικών αναπαραστάσεων είναι ο Σπύρος Σκλαβενίτης, ο οποίος έχει συγκεντρώσει ένα πραγματικό αποθησαύρισμα της παραδοσιακής ζωής – του χωριού του κυρίως – ενώ ταυτόχρονα ηχογραφεί προφορικές αφηγήσεις παλιών κατοίκων του χωριού δημιουργώντας έτσι ένα αληθινό αρχείο προφορικής ιστορίας. Κάθε χρόνο επίσης, εκδίδει θεματικό ημερολόγιο – φωτογραφικό οδοιπορικό μέσα στο χρόνο, που φέρνει στην επιφάνεια ανθρώπους, συνήθειες, έθιμα: το πανόραμα της ζωής με την πιστότητα της ακινητοποιημένης μαρτυρίας. 34 Ο Αυστριακός λαογράφος Richard Wolfram χαρακτηρίζει αυτές τις αναβιώσεις ως «ατραξιόν για τους τουρίστες» και έναν «παιγνιώδη λαϊκισμό». (Βλ. R. Wolfram 1972: 56). Ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής, ο πρώτος που δημοσίευσε στην Ελλάδα εργασία γύρω από το θέμα του «φολκλορισμού» σημειώνει για τον κίνδυνο «νόθευσης» του αυθεντικού: «… οι οργανωτές των φολκλοριστικών εκδηλώσεων πρέπει με κάθε τρόπο να περιφρουρήσουν τη γνησιότητα του υλικού που προσφέρουν, σε στενή συνεργασία με τους ειδικούς. Δυστυχώς όμως η ζωή η ίδια έχει υπερκεράσει αυτές τις ορθές και επιθυμητές προτάσεις του ειδικού επιστήμονα. Ο λαός, οι πλατύτερες αστικές μάζες, που πραγματώνουν τον φολκλορισμό, οργανώνουν συχνά μοναχές τους, με τον τρόπο τους, με τις περιωρισμένες γνώσεις τους και προπάντων κατά τα “γούστα” τους, τις φολκλοριστικές εκδηλώσεις, χωρίς να περιμένουν, και, πολύ συχνά, χωρίς να θέλουν τη συνδρομή των ειδικών…» Γι’ αυτό τον «βιομηχανοποιημένο» φολκλορισμό υποστηρίζει – μιλώντας, βέβαια, με σεβασμό για τον άλλο το σοβαρό φολκλορισμό, όπου συντηρείται και παράγεται – ότι πρέπει κι αυτός να διατηρηθεί: «οι αναπαραστάσεις, οι αναβιώσεις και οι απομιμήσεις, κι όταν ακόμα δεν είναι αυθεντικές ως προς το παρελθόν, ως προς το “αρχέτυπο”, επειδή όμως συγκινούν πλατειές μάζες, προσφέρουν πολύτιμα στοιχεία για τον σχηματισμό της εθνογνωσίας και της λαογνωσίας μιας χώρας. Και η εθνογνωσία και η λαογνωσία αποτελούν τον κεντρικό άξονα των λαογραφικών ερευνών. (βλ. Μερακλής 1972: 36-37). 35 Βλ. Κυριακίδου – Νέστορος 1986: 166. 32

7


απομνημειώσεις της συλλογικής λαϊκής ζωής και δημιουργίας. Οι μεγάλες πολιτισμικές συγκρούσεις της νέας τεχνολογικής επανάστασης ανάμεσα στο τοπικό και στο παγκόσμιο,36 πέρ’ από μια κυρίαρχη παγκοσμιοποιημένη λογική, 37 φαίνεται να αναδεικνύουν και νέες όψεις του συλλογικού φαντασιακού: την υφή μιας ρεαλιστικής – λαϊκής διαταξικής προσαρμογής στις καινοφανείς συνθήκες και μια διαπολιτισμική επικοινωνία κοινωνικών ομάδων38 – φορέων διαφορετικής λαϊκής κουλτούρας, που προσφέρουν το νέο υλικό και τις μεθόδους σπουδής του μέσ’ από συγκριτικές λαογραφικές προσεγγίσεις.39 Είναι γεγονός ότι και μέσα στο αχανές της παγκοσμιοποίησης, 40 όπου λειτουργούν γενικευτικά και απρόσωπα σχήματα, στα οποία υποτάσσεται συμβατικά η ανθρώπινη ιστορία, εντούτοις οι απλοί – οι λαϊκοί άνθρωποι ανακαλύπτουν – και θα ανακαλύπτουν – τους δικούς τους οικείους μικρόκοσμους – μια βιολογική ανθρωπολογία της κοινωνικότητας – για να στεγάσουν και να ασκήσουν τις δύο βασικές λειτουργίες της ανθρώπινης περιπέτειας: την επιβίωση και τη δημιουργία. Ο προσανατολισμός του folk-lore, της λαογραφικής σπουδής σήμερα, δεν μπορεί παρά να είναι αφενός αναπροσδιορισμός της έννοιας του «λαού» και η οριοθέτηση του λαϊκού . και η ευαίσθητη αναζήτηση και κοινωνική ανίχνευση λαϊκών εκφράσεων – υλικών, ψυχικών και πνευματικών – καθώς ομαδοποιούνται σε κωδικοποιημένες συμπεριφορές

Βλ. Unesco 1999: 28. Επίσης, Κοψιδά – Βρεττού: 2009: 155-182. Βλ. Καραμπελιάς 2001: 124-125. 38 Αναφερόμενος στο φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας και τους κινδύνους που περικλείει για την ισοπέδωση των λαϊκών πολιτισμών, ο καθηγητής Μ. Μερακλής, σημειώνει: «Ακόμα και το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας πιθανολογείται πως μπορεί να συμβάλει στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επίτευξη των στόχων της παγκοσμιοποίησης . η συνύπαρξη ακριβώς πολλών πολιτισμών που παρατηρείται με τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών στον πλανήτη και που δεν έχουν διόλου τελειώσει ακόμα, μπορεί να οδηγήσει σε αποσάθρωση των εθνικών πολιτισμών, που είναι και οι μόνοι που μπορούν να δράσουν συσπειρωτικά». Θα καταλήξει, ωστόσο, στην αισιόδοξη εκτίμησή του σχετικά με το ρόλο της λαογραφίας: «Υποστηρίζω πάντως ότι, ενόψει αυτών των ζητημάτων και προβλημάτων, ο ρόλος της λαογραφίας αντικειμενικά ενισχύεται, αφού στο κέντρο των ενδιαφερόντων της είναι ο εθνικός λαϊκός πολιτισμός, άσχετα εντελώς προς εθνικιστικές και ρατσιστικές ροπές… Η λαογραφία μπορεί να κινείται ελεύθερα ανάμεσα στην ταυτότητα και την ετερότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και θα μπορούσε … να επισημαίνει και την ύπαρξη κοινών στοιχείων ανάμεσα σε διαφορετικούς λαϊκούς πολιτισμούς, ώστε να προκύπτει μια άλλη, δεύτερου βαθμού, ουσιώδης συσπείρωση λαϊκών στρωμάτων διαφορετικής εθνικής και πολιτισμικής προελεύσεως». (Βλ. Μερακλής 2004: 159). 39 Δεν είναι, άλλωστε, άγνωστες στην επιστήμη της Λαογραφίας οι συγκριτικές μέθοδοι. Πρώτος ο Νικόλαος Πολίτης, συνδυάζοντας την ιστορική και τη συγκριτική μέθοδο, κινήθηκε ανάμεσα στην εθνική διάσταση της λαογραφίας και στην υπερεθνική και πανανθρώπινη διάσταση της σύγχρονής του εθνολογίας, κι αυτό πολύ πριν από το «Χρυσό κλαδί» του Sir James Frazer. (Βλ. Κυριακίδου – Νέστορος 1986: 99). Επίσης, η συγκριτική μέθοδος παρήγαγε τους λαογραφικούς άτλαντες (διεθνική αποτύπωση κοινών εθίμων ή υλικών δεδομένων – εργαλείων, σκευών κλπ. της λαϊκής ζωής) . κι ακόμα η τυπολογία του διεθνούς καταλόγου για την κατάταξη των λαϊκών αφηγήσεων που συναντώνται ανά τον κόσμο. (Aarne και Thompson 1984). 40 Βλ. Παπαμιχαήλ 2001: 28. Σημειώνεται για την επιβίωση ενός πολιτισμού στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης: «Η ύπαρξη ή όχι αντιστάσεων και οι δυνατότητές τους να είναι αποτελεσματικές ως προς το ζητούμενο της επιβίωσης (πολιτισμικής, ηθικής, λογικής), ενός πολιτισμού ή μιας κοινωνίας θα εξαρτηθεί στο άμεσο μέλλον από τις δυνατότητές τους να αρθρώσουν τις πρακτικές τους με έναν κριτικό λόγο στο πεδίο της συμβολικής οργάνωσης της συλλογικότητας. Να διατηρήσουν τη μνήμη, είτε υπό τη μορφή ζωντανής “λαϊκής κουλτούρας” είτε υπό μορφή θεωρητικών επεξεργασιών, χωρίς όμως να εντάξουν τη λαϊκή κουλτούρα στο θέμα και στη “μόνιμη γιορτή” κάποιας “αναβίωσης παραδόσεων”, ούτε τη θεωρητική επεξεργασία στη γραφικότητα ενός λόγου που προασπίζεται, στα πλαίσια αυτού του μόνιμου, τηλεοπτικού, συνήθως, θεάματος, μια εγχώρια ανθρωπολογία της κοινωνίας και της συλλογικότητας, μάλλον ακατανόητης πλέον από τα λαϊκά στρώματα στα οποία υποτίθεται ότι απευθύνεται. (Βλ. και Μερακλής 2004: 158-159). 36 37

8


– πραξιακές και φαντασιακές – και συνιστούν τα διακριτά λαϊκά ήθη της τοπικότητας μέσ’ από τις ομογενοποιητικές διεργασίες της παγκόσμιας κουλτούρας. Με αφορμή αυτή τη θεωρητική προσέγγιση του Folklore,41 θα ήταν σκόπιμο να διαμορφώσουμε τις θεσμικές προϋποθέσεις και το πλαίσιο μιας ουσιαστικής επιστημονικής – διεπτανησιακής επικοινωνίας πάνω στα νέα ζητήματα που θέτει η σπουδή του λαϊκού πολιτισμού – των λαϊκών πολιτισμών η συγκριτική προσέγγιση, και η αναζήτηση της ζωής και της ψυχής του λαϊκού ανθρώπου σήμερα. Κι αυτό να προωθηθεί ως θεσμός – ευρείας λαϊκής συμμετοχής – έρευνας, προβολής και παρουσίασης της επτανησιακής λαϊκής σκέψης και πνευματικής ζωής και των διασυνδέσεών της με την παγκόσμια λαϊκή δημιουργία. Αυτή δε η δραστηριότητα να κατέχει μια προσδιορισμένη θέση στον ετήσιο προγραμματισμό των Γιορτών Λόγου και Τέχνης και του Διεθνούς Φολκλορικού Φεστιβάλ της Λευκάδας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Aarne, Antti και Thompson, Smith. 1984. The types of the folktale. A classification and Bibliography. Academia Scientiarum Fennica (F.F. communications. No 184). Helsinki. Bascom, William, R. 1953. «Folklore and Anthropology». Journal of American Folklore 66. 283-290. Berlin, Isaiah. 2000. Οι ρίζες του ρομαντισμού. Αθήνα: Scripta Burke, P. 1984. «Popular Culture between History and Ethnology». Ethnologia Europea. 14: 5-13. Burke, P. 1992. «We, the People: Popular Culture and Identity in Modern Europe». Στο: S. Lash – J. Friedman (εκδ.). Modernity and Identity. Oxford: 294-307. Damianakos, Stathis. «Rural Community Studies in Greece». Rural Community Studies in Europe 3: 73-123. Dorson, R. 1972. Folklore and Folklife. An Introduction. Chicago – London: 7-12. Furst, Lillian R. 1974. Ρομαντισμός. Αθήνα: Ερμής. Kyriakidou – Nestoros, Alki. 1972. «The theory of Folklore in Greece. Laographia and its contemporary prospective». East European Quarterly 5: 487-504. Loukatos, D. S. 1985. «Le folklore des peoples du Sud-Est Européen entre le passé et le présent». Ελληνικές Ανακοινώσεις στο Ε΄ Διεθνές Συνέδριο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αθήναι: σ. 37-47.

Η πρώτη σοβαρή και πλήρης έκθεση του Folklore στην Ευρώπη θεωρείται το έργο του Ιταλού λαογράφου Giuseppe Cocchiara, Storia del folklore in Europa, Τουρίνο 1952. το 1994, 42 χρόνια μετά, το Δίκτυο Επιστημονικής και Τεχνικής Συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Εθνολογία και Ιστοριογραφία – ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δικτύων του Συμβουλίου της Ευρώπης – πραγματοποιεί το 8 ο «Εργαστήριό» του στη Βουδαπέστη (19 – 23 Σεπτ.) με θέμα: «Λαογραφία: οι σχέσεις της με την ευρωπαϊκή εθνολογία και ιστορία στην ανώτατη εκπαίδευση της Ευρώπης». Τα πρακτικά της συνάντησης στον 212 τόμο της σειράς: Folklor, Folklorisztika és Etnológia, αποτελούν τη νεότερη, εμπεριστατωμένη απάντηση στο ζήτημα. Μια συνθετική και κριτική συνομιλία με τη θεωρητική σκέψη που αναπτύχθηκε εκεί, προσφέρει ο καθηγητής Μ. Μερακλής. (Βλ. Μερακλής 2004). 41

9


Loukatos, Dem. 1956. «Sur la terminologie de “notre” science: Ethnologie, Ethnographie, Folklore, Laographie». International Congress of European and Western Ethnology. Papers of the Congress. Stockholm. 43. Unesco. 1999. Εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg. Van Tieghem, P. 1948. Le Romantisme dans la literature européenne. Παρίσι. Van Tieghem, P. 1951. Le Romantisme Français. Παρίσι. Wilson, S. 1989. «Popular Culture: what do you mean?». History of European Ideas 11Q 515-519. Wolfram, Richard. 1972. Prinzipien und Probleme der Brauchtumsforschung (Österr. Akademie der Eissenschaften. Philosophisch – historische Klasse. Sitzungsberichte. 278 Bd. Abhandlung). Wien. Yoder, Donn. 1963. «The Folklife Studies Movement». Pennsylvania Folklife 13. 40-55. Αλεξάκης, Ελευθέριος Π. 1993. «Κοινωνική Ανθρωπολογία και Ελληνική Λαογραφία: Ένα θεωρητικό και μεθοδολογικό πρόβλημα». Στο: Η κοινωνική έρευνα στην Ελλάδα σήμερα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. 23-47. Αλεξιάδης, Μηνάς Αλ. 1984. «Η ελληνική και διεθνής επιστημονική ορολογία της Λαογραφίας». Ανάτυπο από τον ΙΓ΄ Τόμο της «Δωδώνης» Επιστημονικής Επετηρίδας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ιωάννινα. Βερυκίου – Μπαλτά, Αργυρώ. «Αντώνης Τζεβελέκης. Ο Λευκαδίτης ευπατρίδης». Στο: Κοψιδά – Βρεττού Παρασκευή (επιμ), Πενήντα χρόνια Γιορτές Λόγου και Τέχνης στη Λευκάδα 1955-2005. Ιωάννινα: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας. 222-227. Γρηγόρης, Γεράσιμος. 1976. σελίδες λευκαδίτικης λαογραφίας – Τα φαγητά. Λευκαδίτικη Εστία 4-5. Αθήνα. 150-158. Δαμιανάκος, Στάθης. 1987. Διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού στη αγροτική Ελλάδα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Δήμος Λευκάδας, Πνευματικό Κέντρο. 2002. αφιέρωμα – 40 χρόνια (1962-2002) Διεθνές Φεστιβάλ φολκλόρ Λευκάδας. Αθήνα: Πνευματικό Κέντρο. Ζαμπέλης, Γεράσιμος. 2005. Ιστορία της Εκκλησίας της Λευκάδος, Λευκάδα: Ενοριακό Πνευματικό Κέντρο Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λευκάδος. Καραμπελιάς, Γιώργος. 2001. Ισλάμ και παγκοσμιοποίηση. Η θανάσιμη διελκυστίνδα. Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις. Κοβάνη, Ελένη Θ. 1986. Οι εμπειρικές έρευνες στην Ελλάδα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Κοντομίχης, Πανταζής. 2003. Ο τύπος της Λευκάδας 1800 Κοψιδά – Βλάχου, Άννα. 2001. «τουριστική ανάπτυξη: Ανακατατάξεις στον κοινωνικό και εργασιακό χώρο». Πρακτικά Ε΄ Συμποσίου Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών: Σταθμοί στην πορεία της Λευκάδας τον 20 ό αιώνα. Αθήνα: Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών. 107-116. Κοψιδά – Βρεττού, Παρασκευή. 2001. «Η Λευκάδα στον 20ό αιώνα: Οριοθέτηση μιας πνευματικής διαδρομής». Στο: … ευθύς εγέμισε άνθη. Κέρκυρα: περιφέρεια Ιονίων Νήσων – Ιατροχειρουργική Εταιρεία Κέρκυρας – Πόρφυρας. 98-107. Κοψιδά – Βρεττού, Παρασκευή (επιμ.). 2005. Πενήντα χρόνια Γιορτές Λόγου και Τέχνης στη Λευκάδα (1955-2005). Ιωάννινα: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας. Κοψιδά – Βρεττού, Παρασκευή (επιμ.). 2005. Πενήντα χρόνια γιορτές Λόγου και Τέχνης στη Λευκάδα (1955-2005). Ιωάννινα. Κοψιδά – Βρεττού, Παρασκευή. 2006. Λαογραφικά των Γιορτών Λόγου και Τέχνης. Folklore και Folklorismus: Προφανή και λαϊκά απρόβλεπτα. Πρακτικά Ι΄ Συμποσίου, 50 χρόνια των γιορτών Λόγου και Τέχνης, Αθήνα: Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών. 169190.

10


Κοψιδά – Βρεττού, Παρασκευή. 2009. Αστική λαογραφία – Τοπικότητα. Η ένταξη της αγροτικής στην αστική κουλτούρα. Όρια και πολιτισμικές τονικότητες. Πρακτικά ΙΓ΄ Συμποσίου: Ο λαϊκός πολιτισμός της Λευκάδας και ο Πανταζής Κοντομίχης. Αθήνα: Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών. 155-182. Κυριακίδου – Νέστορος, Ά. 1986. Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας – Κριτική Ανάλυση. Αθήνα: Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Λαμπίρη – Δημάκη, Ιωάννα (επιμ.) 2003. Κοινωνικές επιστήμες και Πρωτοπορία στην Ελλάδα 1950-1967 – Ειδικό Αφιέρωμα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών – Guttenberg. Λευκαδίτικα. 1962. 48. Λουκάτος, Δημήτριος Σ. 1985. εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Μερακλής, Μιχάλης Γ, «Λαός και λαϊκός πολιτισμός». Στο: Μερακλής Μιχάλης Γ. 1986. Λαογραφικά Ζητήματα. Αθήνα: Χ. Μπούρα, 26-32. Μερακλής, Μιχάλης Γ. 1972. «Τι είναι ο Folklorismus». Λαογραφία 28: 36-37. Μερακλής, Μιχάλης Γ. 1986. Ελληνική Λαογραφία. Ήθη και Έθιμα. Αθήνα: Οδυσσέας. Μερακλής, Μιχάλης Γ. 1990. «Θέσεις για τη Λαογραφία». Διαβάζω 245: 16-22. Μερακλής, Μιχάλης Γ. 2004. Η συνηγορία της Λαογραφίας. Αθήνα. Ίδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη – Μεταίχμιο. Μερακλής, Μιχάλης, Γ. 2004. Η συνηγορία της Λαογραφίας. Αθήνα: Ίδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη. Μεταίχμιο. Παπαμιχαήλ, Γιάννης. 2001. εξατομίκευση και παγκοσμιοποίηση. τ. Α΄- Β΄, Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Περδικάρης, Γεράσιμος. 1992. Ορφεύς Λευκάδος 1937-1988 – Μισός αιώνας πολιτιστικής πορείας. Λευκάδα: Μουσικοφιλολογικός Όμιλος «Ορφεύς».

11


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.