ΘΑΛΑΜΟΣ ΑΠΟΣΥΜΠΙΕΣΕΩΣ Ποιήματα & Επιγράμματα
Μικρές Εκδόσεις “Διά χειρός” Ηράκλειο Κρήτης, Μάρτιος 2012
1
ΤΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Ήθελες να παίξεις οπωσδήποτε (ήταν και τα καινούργια σου ποδοσφαιρικά μαύρα με κόκκινες γραμμές) τερματοφύλακας έστω · μέσα δεν τα κατάφερνες. Σου το αρνήθηκαν, για να γίνεις ένα γερμένο άγαλμα όταν σε τραβούσαν άρον-άρον έξω. (Εμείς, στις δουλειές μας · ιδέα δεν είχαμε). Τώρα κάτω από ξένο ουρανό έμαθες τα χρόνια κι έκανες τους άλλους να σε παίζουν, εκτός έδρας συνεχώς, για μια φανέλα μουσκεμένη, για το δέκα το καλό. (Εμείς, ούτε στην κερκίδα · οι αποστάσεις βλέπεις). Θυμάμαι εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα στην πλατεία της συνοικίας τα τσίγκινα τραπεζάκια να στροβιλίζονται σε βαλς μεσοπολέμου με τις πολυθρόνες του σκηνοθέτη, κονιάκ, φιστίκια, βανίλια και γλυκό του κουταλιού θα βρέξει. Στο κινηματοθέατρο «Αίγλη» «Ο διωγμός» έριχνε αυλαία όταν οι μουσικοί της φιλαρμονικής του Δήμου -λαμπρές επωμίδες, χρυσά σιρίτια και πηλίκιαάρχισαν να τα μαζεύουν· ώρα να πηγαίνουμε, βράδιασε. Στο «γεια σου» του αγοριού δίπλα (μόλις είχαν καθίσει) μαρμάρωσες · ο φουσκωτός σου Πήγασος
2
χωρίς να το καταλάβεις πέταξε καλπάζοντας προς τις σωλήνες νέον που άναβαν και έσβηναν σιγαρέτα «Άρωμα» το ένα επάνω στο άλλο καθώς το βλέμμα σου κυλούσε στο ρείθρο μαζί με την πρώτη σταγόνα στο μέτωπό μου. Φοράει τα ίδια παπούτσια, είπες.
3
ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ
Οδηγούσες εκείνο το πρωί πρώτη στην αυτοκινητοπομπή βιαστικά (η φάμπρικα είχε κιόλας σφυρίξει) όταν είδες στον αέρα το μικρό Ίκαρο χωρίς φτερά -από κερί έστωνα επιχειρεί, με τη φόρα των λίγων ημερών του, ένα εξαίσιο σάλτο μορτάλε ως τον παραμορφωτικό καθρέπτη του προφυλακτήρα σου σε μιαν ακροβασία χωρίς δίχτυ στη μέση της ασφάλτου. Πώς μου ξέφυγε, γιατί δεν τρέχει ούτε πηδά, γιατί ξάπλωσε εδώ, επάνω στο γκρίζο, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, πριν λίγο ξημέρωσε, μύρισε με τη μουσούδα της το ανεπίστρεπτο μουγκρίζοντας θαμπά. Σταμάτησες ∙ η πομπή απόρησε κάτι συνέβη, χαμήλωσες τη μουσική, άναψες τα τέσσερα φώτα του ακίνητου και τους κίτρινους φανούς της ομίχλης, γονάτισες και αργά -τελετουργικά σχεδόντου έκλεισες τα μάτια άδειο φως, το τύλιξες με το καινούργιο σου μαντήλι και το άφησες όσο πιο απαλά και τρυφερά μπορούσες μην ξυπνήσει, στα χόρτα που είχαν κιτρινίσει πέρα από το κράσπεδο το βωμό της ρεκλάμας. Γιατί το έφερε εδώ, τι έπαθε χωρίς να ματώσει,
4
ούτε μού δείχνει πού πονά ∙ λίγο πριν είχε πιει όλο μου το γάλα με τόση όρεξη χωρίς ν’ αφήσει σταγόνα. Ψηλά η νεαρή κυρία όμορφη, λεπτή, επιμελώς ατημέλητη άνετη και χαλαρή -ίσια μακριά ξανθά μαλλιά ν΄ ανεμίζουν στην πρωινή αύρα λυτά, μπλουζάκι μακό, blue jean και ροζ μπαλαρίνεςχαμογελούσε καθισμένη σταυροπόδι στο πράσινο του ιδιωτικού της κήπου με το κουτάβι της αγκαλιά ατενίζοντας, κατ’ ευθείαν εμπρός, τον ήλιο που λίγο πριν είχε ανατείλει στην ευτυχία της, σίγουρη για το μέλλον. Κάτω από τις τροφές που χαρίζουν στην αδυναμία σας το πιο λαμπερό τρίχωμα, ο θρήνος δεν είχε τέλος.
5
ΤΟ ΚΕΝΤΗΜΑ
Τα απογεύματα συνήθιζες να κεντάς το λευκό φως πλάι στη λεμονιά που είχατε φυτέψει για να ζήσετε μαζί, βάπτισμα, τώρα, του αέρος, ευσκιόφυλλον, των νεοσσών που φώλιαζαν στη στέγη μας. Αμίλητη και σοβαρή ταίριαζες με το βελονάκι σου μοτίβα με άνθη και ήλιους σε κήπους θαλασσινούς και φεγγάρια με πουλιά, σε ερωτιδείς θλιμμένους προσηλωμένη. Έτσι νομίζαμε. Όμως εσύ έγραφες γράμματα κρυφά στον αδελφό σου το λιγόχρονο που άσπρος σαν τον τοίχο έφυγε μόλις πάτησε την άμμο στο ακρογιάλι μας, μια νύχτα και μια μέρα στο άλμπουρο του επιταγμένου καϊκιού δεμένος, ένας Οδυσσέας που δεν άκουσε σειρήνες ποτέ. Και ιστορούσες, το αδιόρατο νήμα από τα νύχια των αιλουροειδών ξετυλίγοντας, πώς, εν καιρώ ειρήνης, κατευοδώνουν τα παιδιά και πώς, τα κυπαρίσσια, στο τελευταίο μονοπάτι δορυφόροι της αφθαρσίας παραστέκονται. Έκαμες το απόγευμα εκείνο,
6
όπως πάντα, το σταυρό σου στον εσπερινό ήχο, δίπλωσες στο εργόχειρό σου τα χρώματα του λυκόφωτος, συμπλήρωσες με λάδι τη μελιχρή φλόγα της γωνίας (οι παρθενικές πτήσεις είχαν πια αποκοιμηθεί) και τού έδωσες το μίτο μιας ηλιαχτίδας για να βρει την έξοδο από το Λαβύρινθο του ανεπίστρεπτου. Περασμένα μεσάνυχτα και δεν είχε γυρίσει · πρώτη φορά τόσα χρόνια. Αριάδνη ανήσυχη, πήρες στα χέρια σου την άκρη και προχώρησες αργά στο άγνωστο που τόσο καλά εγνώριζες, με ένα φτερούγισμα στα βλέφαρα σκοτεινό, το άδειο προσεκτικά ψηλαφώντας. Εκείνος πουθενά. Συνέχισες, χειμάρρους υπόγειους και κοιλάδες της στάχτης διασχίζοντας, για να φθάσεις, μέσα από οροσειρές αμίλητες και οροπέδια με δένδρα της αγωνίας γυμνά, ως το μοναδικό προορισμό σου, το μέγα σπήλαιο με την ανύπαρκτη λίμνη του αθέατου βαρκάρη και να γίνεις στήλη άλατος στο λειμώνα με τ΄ ασφοδίλια, όταν, στην απέναντι όχθη διέκρινες, καθαρά, το τέλος του ταξιδιού που ήξερες και φοβόσουν, μέσα στην τόσο γνώριμη ματιά από πυρωμένο σίδερο του Μεγάλου Μινώταυρου.
7
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Κρατάς ημερολόγιο
του καθημερινού θαύματος σε λεύκωμα μυστικό για να κλείνεις τα μύχια υπάρχοντά σου ασφαλώς. Κι εγώ, στα κράσπεδα των εξωφύλλων σου, να ταραχθῆ τὸ ὕδωρ εν εγρηγόρσει περιμένω.
8
ΑΦΥΔΑΤΩΜΈΝΕΣ Στο τετράδιό σου, της Γραμματικής του Δημοτικού, ΠΡΟΣΔΟΚΊΕΣ άκουσα το πρώτο ρόδο να αποστηθίζει επαναλαμβάνοντας τα μεταβατικά ρήματα συνεχώς.
Σ’ αγαπώ ∙ εσύ, (το αντικείμενο του πόθου μου) αγαπάς, (με θωπείες βλεμμάτων) εμένα, (το κατ’ αποκλειστικότητα υποκείμενο) και τις αφυδατωμένες προσδοκίες μου, τις κόρες πάσης στοιχειώδους ερωτικής αγνοίας.
9
ΔΌΣΕΙΣ ΛΉΘΗΣ
Χαμογελάς όταν έρχονται χειμώνες ∙ χορεύεις παιδική αμεριμνησία και τραγουδάς την απώλεια του καλοκαιριού με τη μουσική των φύλλων για να μού χορηγείς αντίδοτα ευθανασίας σε μικρές δόσεις λήθης.
10
ΈΝΑ ΔΕΎΤΕΡΟ
Μελετάς τα κλάσματα και ρωτάς το ένα δεύτερο τί είναι, εμένα, τον πλέον ακατάλληλο, αφού εκτός της εξεταστέας ύλης το έχω προ πολλού εξαντλήσει.
11
ΠΡΟΣ ΠΏΛΗΣΙΝ
Σε περίοπτη θέση προθήκης επαρχιακού παλαιοπωλείου ο αρχαίος νέος αναπαύεται προσωρινά σε πολυθρόνα κάποιου Λουδοβίκου, έφηβος ιδανικός όπως τότε που έλαβε εκκίνηση με χορηγία του πελάγους. Αθλητής δρόμων αντοχής δεινός περιορίστηκε, από τη γραφίδα επιδέξιου σχεδιαστή, σε χάρτινους στίβους για να διασχίσει, εν συνεχεία, λαμπαδηφόρος τη σήραγγα του αρνητικού, το θετικό πλανόδιου φωτογράφου φωτίζοντας. Σοβαρός και σκεπτικός απορεί, γιατί να τον έχουν τοποθετήσει ανάμεσα σε τόσα ετερόκλητα αντικείμενα, επάνω σ’ αυτό το κάθισμα (και όχι σε θρανίο σταδίου), και γιατί επίμονα να τον κυττάζουν πίσω από τη σκόνη του δρόμου, ως αξιοπερίεργον, οι αργόσχολοι περαστικοί, αυτόν, ένα δρομέα μεγάλων αποστάσεων για τον κότινο του μαρμαρωμένου χρόνου. Αγνοεί ότι προς πώλησιν διατίθεται.
12
Ο άγνωστος παραλήπτης, Ο ΤΑΧΥΔΡΌΜΟΣ το ακατανόητο μήνυμα
και ο εφήμερος ταχυδρόμος του απρόσιτου αποστολέα είμαι, και αιχμάλωτος πολεμώ το αδιόρατο περιτύλιγμα να διαρρήξω και από το γόρδιο δεσμό να λευτερωθώ του ακατάληπτου.
13
ΠΡΟΣΕΥΧΉ
Απάλλαξέ με Θεέ μου, πριν εξαντληθώ, από αντίο αποχωρισμών χωρίς μαντήλια στον αέρα και κάμε πριν απ’ όλους να φύγω ∙ χρειάζεται, άλλωστε, καλλιέργεια η γη της υποδοχής του επανιδείν.
14
Ο ΠΟΙΗΤΉΣ
«…εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με…» (Ματθ. κε, 36) Τα κομμάτια του σε λέξεις, περασμένα μεσάνυχτα, παραμονεύει στα πεζοδρόμια για να νανουρίσει με νεράιδες, μάγισσες και ξωτικά, στο προσκέφαλο των ονείρων τους, πόρνες, αλήτες και ξοφλημένους που όταν πολέμησαν να σκοτώσουν το δράκο τους πήραν τη φωνή, και να επιστρέψει φορτωμένος κι ανάλαφρος στη μονόκλινη περισυλλογή ενός αργοπορημένου ξενοδοχείου χαράματα ο ποιητής.
15
Βρέχει ∙ ΚΑΙΡΙΚΆ ΦΑΙΝΌΜΕΝΑ κάποιος μας σκέφτεται. Χιονίζει ∙ κάποιος, κατά τα φαινόμενα, μας θυμάται
16
ΝΟΣΤΑΛΓΊΑ
Το κύμα, όσο κι αν μετανοεί, στο ίδιο, πάντοτε, ακρογιάλι επιστρέφει νοσταλγία
17
ΕΝΟΧΈΣ
Φουρτούνα · θυμός ως την άκρη του λευκού φταίξαμε
18
ΑΝΑΧΏΡΗΣΗ Επιβάτης
άγονης γραμμής αποχαιρετώ την πολιτεία που σαλπάρει πετρωμένη αναχώρηση
19
ΠΊΚΡΑ
Οι μνήμες τον άρτο του αύριο τον γλυκύ με όξος συνέχεια και χολή επίκραιναν
20
ΣΠΟΔΌΣ ΜΝΉΜΗΣ
Εκείνοι που έφυγαν θρυαλλίδα ζωής επήραν, μνήμης, εγκαταλείποντας, σποδό
21
ΑΝΑΜΟΝΉ
Εκείνοι που έφυγαν μας περιμένουν · όπως και πριν τον ερχομό μας
22
ΠΕΡΙΦΟΡΆ
Εικονίζω (όπως και πριν την αναχώρησή τους) εκείνους που έφυγαν από μνήμες περιφερόμενος αδυσώπητες
23
ΕΙΚΌΝΕΣ
Αυτοί που περιμένουμε θα έλθουν εικόνες κρατώντας εκείνων που έφυγαν
24
ΑΠΏΛΕΙΕΣ
Τα δένδρα στου κορμού τους το ημερολόγιο ενιαύσιες καταγράφουν απώλειες
25
ΕΜΜΟΝΈΣ
Η αμυγδαλιά άνθισε· του λευκού βιάζεται την έκταση να εντείνει εμμονές
26
ΑΝΘΟΦΟΡΊΑ
Η αμυγδαλιά προβάδισμα λευκό αισιοδοξίας άνθισε
27
ΑΝΥΠΕ ΡΆΣΠΙΣΤΟΙ
Τα πουλιά έφυγαν στην αδιαφορία του γκρίζου και στο πιο νωρίς νυχτώνει εγκαταλείποντάς μας ανυπεράσπιστους
28
ΜΕΤΑΝΆΣΤΕΣ Χελιδόνια ·
μια ζωή από το λευκό έως το μαύρο μετανάστες μόνιμοι
29
ΑΚΡΟΒΑΣΊΕΣ Τα χελιδόνια ήλθαν κι ο ουρανός καμπύλες αιθρίας αιθέριες ακροβατεί
30
ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ
Τα χελιδόνια τόπο απαράλλακτο και χρόνο αμετάλλακτο επιστρέφουν
31
ΥΠΟΔΟΧΉ
Τα χελιδόνια μας υποδέχονται Άνοιξη πάντα. Εμείς ;
32
ΑΠΟΡΊΑ
Τα χελιδόνια επέστρεψαν από εκεί που έφυγαν, ή από εκεί που πάντα επέστρεφαν ;
33
ΑΝΑ ΜΝΉΣΕΙΣ
Τα χελιδόνια στην ίδια πάντα φωλιά επιστρέφουν αναμνήσεις
34
ΙΣΟΡΡΟΠΊΑ
Τα χελιδόνια το ζυγό της γης και του ουρανού με σοφία στο ράμφος τους ισορροπούν
35
ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ Τα χελιδόνια
της ισημερίας της εαρινής στο φτέρωμά τους με διαφάνεια αποτυπώνουν τη δικαιοσύνη
36
ΑΊΝΙΓΜΑ
Κάτω από την τέντα του ουρανού μικροί ευέλικτοι σχοινοβάτες από το λευκό αμφιταλαντευόμενοι μέχρι το μαύρο την αιώρα της Άνοιξης αμεριμνησία διανθίζουν
37
ΣΎΝΘΕΣΗ
Στο ωδείο του ουρανού μελωδοί μικροί και ανέμελοι στην άφιξη της Άνοιξης συνθέτουν τιτιβίσματα
38
ΆΝΟΙΞΗ
Τα χελιδόνια ήλθαν κι ο ουρανός με τη γη αυτοσχεδιάζουν Άνοιξη !!!
39
ΤΟΥ ΜΥΡΩΝΑ ΙΜΕΡΟΥ
Θάλαμος Αποσυμπιέσεως Ποιήματα & επιγράμματα ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΚΑΙ ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΓΡΑΦΗΣ 80 gr/m² ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ Δια χειρός ΤΟ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2012 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΕΔΙΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΚΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΔΙΑΘΕΣΗ ( & ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ) ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΖΑΝΑΚΗΣ Δ. ΒΙΚΕΛΑ 16, 712 01, ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΤΗΛ. 6977 391.695 e-mail: kazanakisk@gmail.com 40
© 2012 ΚΩΝ/ΝΟΣ Γ. ΚΑΖΑΝΑΚΗΣ