Μ. Παρασκευή του 1941, στο Βαθύ Αυλίδος [i]
Μιλτιάδης Σαλεμής
....Από το μέτωπο ερχόταν το μήνυμα της τελικής νίκης. “Θα τους πετάξουμε στην θάλασσα” έλεγε. Και θα γινόταν αν.... Αν δεν έτρεχε να τους στηρίξει ο Χίτλερ με τις σιδερόφρακτες ορδές του. Βλέποντας τους συμμάχους του μέχρι τα γόνατα στη θάλασσα, ξαπόλυσε από πάνω μας τ' ατσάλινα πουλιά της αποκάλυψης, και από τα πλευρά μας τα χαλύβδινα ερπετά του. Ο πόλεμος έφτασε κοντά μας. Ακούγαμε την αντάρα του! Τι ήταν ετούτο πάλι! Εμείς αεροπορία ακούγαμε και αεροπλάνα δεν βλέπαμε. Κάπου κάπου κανένα διπλάνο, “τσόφλι” το λέγαμε, περνούσε από πάνω μας και αν φυσούσε λίγο δυνατότερα σκαμπανέβαζε, σαν “τσόφλι” στο ταραγμένο νερό. Τώρα, κάθε πρωί, από τον βορρά εμφανίζονταν τα γερμανικά “στούκας” σαν αγριόχηνες. Πετούσαν σε ίδιους σχηματισμούς μ' αυτές, κι όπως οι τροχοί τους δεν μαζεύονταν έμοιαζαν με αρπακτικά έτοιμα να εξορμήσουν στο θήραμα! Ούρλιαζαν καθώς εφορμούσαν και ξέρναγαν τη φωτιά και το σίδερο απ' την κοιλιά και τα ρουθούνια τους! Στο λιμάνι της Χαλκίδας είχαν αγκυροβολήσει τρία τέσσερα καράβια. Στον “Άγιο Στέφανο” άλλο ένα. Τα “όρνια” έπεσαν πάνω τους ουρλιάζοντας και ραντίζοντάς τα με βόμβες. Αυτά τα καράβια, κτυπημένα καταμεσής με την πρώτη, κάθισαν στα ρηχά νερά του λιμανιού. Φαίνεται πως δεν ήταν φορτωμένα με πυρομαχικά για να διαλυθούν. Έτσι, αν και “παγωμένα”, ο κύριος όγκος τους έμεινε πάνω από το νερό. “Τέλος πάντων”, που λένε, αφού δεν είχαν άλλες βόμβες να τους ρίξουν έφυγαν. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ο παπάς ειδοποίησε τους πιστούς ότι η περιφορά του Επιταφίου θα γίνει πολύ νωρίς το μεσημέρι και μέσα στην εκκλησία για να μη γίνουμε στόχος στα “όρνια”.
Έτσι κι έγινε. Άρχισε η ακολουθία με βαθειά κατάνυξη. Πάνω που άρχισαν να ψάλλουν τα “Εγκώμια”, ενέσκηψαν τα “στούκας”για να αποτελειώσουν, όπως πίστευαν, το έργο του προηγούμενου βομβαρδισμού! Και να πάλι βόμβες πιο μεγάλες! Να και αεροτορπίλλες! Όσο έβλεπαν να μη διαλύονται και να χάνονται κάτω από τη θάλασσα τα καράβια, λύσσα τα έπιανε. Αντίσταση από το έδαφος καμία! Ανενόχλητα λοιπόν, κατέβαιναν χαμηλά, έπαιρναν στροφή πάνω από την εκκλησία και γραμμή για τον “Άγιο Στέφανο” ή το λιμάνι. Ο παπάς και οι ψάλτες συνέχισαν να ψάλλουν τα “Εγκώμια” μέσα στον ορυμαγδό των εκρήξεων, στον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων και στο γοερό κλάμα των πιστών. Και αυτοί, που ήσαν μόνο γέροι και γυναίκες, γονατιστοί με τα κεράκια αναμμένα σε τρεμάμενα από φόβο χέρια, ικέτευαν, κλαίγοντας γοερά, τον Μεγάλο Νεκρό, ν' αναστηθή μια ώρα αρχύτερα και να κατακεραυνώση τους βαρβάρους! Τέτοια ικεσία, τέτοια κατάνυξη και λιτανεία δεν ξανασυνάντησα στην ζωή μου! ...
i
Το κείμενο αποτελεί μέρος ιδιόχειρων αναμνήσεων που γράφτηκαν την δεκαετία του '90. Το 1941 το Πάσχα έπεσε στις 20 Απριλίου, οπότε, Μ. Παρασκευή έπεσε στις 18.