5
Λόγος στόν προφήτη Ἰωνᾶ, καί γιά τή μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν Ἰωνᾶς ὁ Ἑβραῖος, ὅταν βγῆκε ἀπό τή θάλασσα, ἄρχισε νά κηρύττει στή Νινευή, στούς ἀπερίτμητους κατοίκους της. Μόλις ὁ προφήτης μπῆκε στή μεγαλοπρεπή πόλη, τήν συντάραξε μέ φοβερή φωνή. Ἡ πόλη, πού ἐξουσίαζε τά ἔθνη, κατατρόμαξε ἀμέσως μέ τό κήρυγμα τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀμαθή, καί σάν νά ἦταν θάλασσα, συγκλονίζονταν ἀπό ὅλες τίς μεριές μέ τή φωνή του, ὅταν αὐτός βγῆκε ἀπό τό βυθό. Κατεβαίνοντας στή θάλασσα τήν συντάραξε, καί βγαίνοντας στήν ξηρά τήν ἔβαλε ἀμέσως σέ φοβερή δοκιμασία.
αράχθηκε ἡ θάλασσα μέ τή φυγή του, καί τρόμαξε ἡ ξηρά μέ τό κήρυγμά του· ἡσύχασε ἡ θάλασσα μέ τήν προσευχή του, καί θαύμασε ἡ ξηρά μέ τήν πολλή εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Προσεύχονταν ὁ Ἰωνᾶς μέσα στήν κοιλιά τοῦ μεγάλου κήτους· τό ἴδιο προσεύχονταν καί οἱ Νινευΐτες μέσα στή μεγάλη πόλη. Ἡ προσευχή ἔσωσε τόν Ἰωνᾶ ἀπό τό κῆτος, καί ἡ δέηση σώζει τή Νινευή ἀπό τήν καταστροφή.
Τ
Ἰωνᾶς ἔφυγε κρυφά ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τό ἴδιο καί οἱ Νινευΐτες ἀπό τή χαρά, καί γι᾿ αὐτό ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ ἔκλεισε καί τούς δυό σάν μέσα σέ φυλακή, ὅπως κλείνουν
6
σέ φυλακή κάποιους χρεῶστες· καί πρόσφεραν στή δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ οἱ δυό τους μετάνοια, γιά νά γλυτώσουν καί οἱ δυό πλευρές ἀπό τήν οὐρανόδικη καταδίκη καί τιμωρία γιά τά σφάλματά τους. Πρόσταξε ὁ Κύριος στό κῆτος, πού ἦταν στή θάλασσα, νά φυλάξει σῶο τόν Ἰωνᾶ, βγάζοντάς τον στήν ξηρά. πό τόν ἑαυτό του δηλαδή διδάχθηκε ὁ Προφήτης ὅτι εἶναι δίκαιο νά ζοῦν αὐτοί πού μετανοοῦν. Ἡ χάρη ἔδωσε παράδειγμα μέ τόν ἑαυτό του· ὁ Ἰωνᾶς δηλαδή, ἀφοῦ μετανόησε, βγῆκε ἀπό τή θάλασσα σῶος, γιά νά βγάλει ἔτσι ἀπό τό βυθό τήν πόλη πού βυθίσθηκε. Συνταράχθηκε ἡ πόλη, ὅπως ἡ θάλασσα, μέ τή φωνή τοῦ Ἰωνᾶ πού ἀνέβηκε ἀπό τό βυθό· ἄνοιξε ὁ δίκαιος Ἰωνᾶς τό στόμα του, καί ἡ Νινευή ἀκούγοντάς τον ἀμέσως ἀνησύχησε.
όλις κήρυξε ὁ Ἰουδαῖος, κατατρόμαξε τήν πόλη, ἐπειδή μοίρασε θάνατο στούς ἀκροατές του. Στάθηκε ὁ γιατρός κήρυκας ἀνάμεσα στούς γίγαντες, καί ἀπό τό φόβο, πού τούς προξένησε, κατατρόμαξαν σάν μικρά παιδιά. Ἡ φωνή του κομμάτιασε τίς καρδιές τῶν βασιλιάδων, διότι θά κατέστρεφε τήν πόλη τους κατά τόν καιρό τῆς βασιλείας τους. Ἀφοῦ ἔκοψε μέ μιά φωνή κάθε τους ἐλπίδα, ποτίζει τήν πόλη τους μέ ποτήρι γεμάτο ἀπό ὀργή καί θυμό.
Μ
7
κουσαν οἱ βασιλιάδες καί ταράχθηκαν, ἤ καλύτερα, καί ταπεινώθηκαν, καί ἀφοῦ πέταξαν τά στέμματά τους, πόθησαν τή μετάνοια· ἄκουσαν οἱ ἄρχοντες καί ἀνησύχησαν, καί ἀντί γιά τή λαμπρή στολή τους φόρεσαν σάκκους· ἄκουσαν οἱ γεροντότεροι, πού ἦταν ἄξιοι γιά πολλή τιμή, καί κάλυψαν τά κεφάλια τους μέ στάχτη· ἄκουσαν οἱ πλούσιοι, καί ἀμέσως ἄνοιξαν τούς θησαυρούς τους μπροστά στούς φτωχούς· ἄκουσαν οἱ δανειστές, καί ἀμέσως ξέσχισαν τίς χρεωστικές ἀποδείξεις πού εἶχαν· ἄκουσαν οἱ χρεῶστες, καί σκέφθηκαν αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δίκαιο νά ἐπιστρέψουν τίς ὀφειλές πού χρεωστοῦσαν· ὁ καθένας δηλαδή βιάζονταν νά φροντίσει γιά τή σωτηρία του καί νά παρακαλέσει τόν Θεό. Δέν ὑπῆρχε ἐκεῖ ἄνθρωπος πού νά θέλει νά ἀποκτήσει κέρδος μέ πονηρία, ἐπειδή ὅλοι εἶχαν δοθεῖ σέ ἕνα δίκαιο σκοπό, πῶς δηλαδή νά κερδίσει κανείς τήν ψυχή του.
όλις ἄκουσαν οἱ κλέφτες τή φωνή τοῦ Ἰωνᾶ, ἐπέστρεψαν μέ βιασύνη τά κλεμμένα στούς ἰδιοκτῆτες, καί κάνοντας τόν ἀνόητο αὐτοί πού εἶχαν ὑποστεῖ τή λεηλασία, δέν πῆραν τίποτε, ἀλλά ἀπεναντίας τά ἄφησαν σ᾿ ἐκείνους· διότι ἐξετάζοντας ὁ καθένας τόν ἑαυτό του δίκαια, ἔδειχνε φιλανθρωπία στόν πλησίον του. Μόλις ἄκουσαν οἱ φονιάδες, ὁμολόγησαν τά ἐγκλήματά τους καί καταφρόνησαν τό φόβο τῶν δικαστῶν. Ἄκουσαν οἱ δικαστές καί ἔδειξαν συγχωρητικότητα, διότι κατά
Μ
8
τή φοβερή ἐκείνη ὀργή δέν ὑπῆρχε κανείς κριτής· ὁ καθένας δηλαδή βιάζονταν νά σπείρει φιλανθρωπία, γιά νά θερίσει καί ὁ ἴδιος συγχώρηση ἀπό αὐτή. Ἄκουσαν οἱ ἁμαρτωλοί τή φωνή τοῦ Ἰωνᾶ καί ὁμολόγησαν τίς πράξεις τους. Ἄκουσαν οἱ δοῦλοι καί αὔξησαν τό σεβασμό στούς κυρίους τους. Ἀπό τή φωνή τοῦ Ἰωνᾶ, οἱ πλούσιοι καί οἱ ὑπερήφανοι χαμήλωσαν τήν ὑψηλοφροσύνη τους. μετάνοιά μας, συγκρινόμενη μέ τή μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν, εἶναι σάν ὄνειρο καί σάν σκιά τοῦ δειλινοῦ. Οἱ Νινευΐτες ἔδωσαν πολλές ἐλεημοσύνες· ἐμεῖς δέ θά μπορούσαμε νά σταματήσουμε τίς πλεονεξίες; Οἱ Νινευΐτες ἐλευθέρωσαν τούς δούλους προσφέροντάς τους τιμητικά δῶρα· ἐμεῖς ἄς μήν κάνουμε ἄδικα δούλους τούς ἐλεύθερους.
ταν δηλαδή στάλθηκε ὁ προφήτης Ἰωνᾶς στήν πόλη Νινευή, πού ἦταν γεμάτη ἀπό ἁμαρτίες, ἡ δικαιοκρισία τόν ὅπλισε, ὄχι μέ ὅπλα καί δόρατα, ἀλλά μέ πολύ μικρό κήρυγμα. Στάλθηκε σάν γιατρός νά ἐγχειρίσει τίς πληγές τους καί νά καθαρίσει τίς ἀρρώστιες μέ στυπτικά φάρμακα. Ἀφοῦ ἄνοιξε τό σακκί του, ἔδειχνε τά φάρμακά του, πού ἦταν πολύ φοβερά, αὐστηρά καί στυπτικά· διότι ἡ χάρη ἔστειλε τόν Ἰωνᾶ στήν πόλη, ὄχι γιά νά τήν καταστρέψει, ἀλλά γιά νά τήν κάνει νά ἀλλάξει ζωή.
9
έν εἶπε σ᾿ αὐτούς ὁ Ἰωνᾶς νά μετανοήσουν, θέλοντας νά δείξει ὅτι ὁ ἄρρωστος τρέχει στό γιατρό· ἀπεναντίας ἔκλεισε σ᾿ αὐτούς ὁλότελα τήν πόρτα τῆς ἐλπίδας, γιά νά δείξει τό πόσο τήν χτύπησαν, ἐπειδή φοβήθηκαν τήν ἀπόφασή του.
∆
κουσε ἡ Νινευή τή φωνή τῆς ἀπόφασής του, καί μέ νηστεῖες καί προσευχές ἄλλαξε τή ζωή της, γιά νά δείξει πόσα κατορθώνει ἡ καταφυγή στόν Θεό· διότι αὐτή ἄλλαξε τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Νινευΐτες ἦταν ἄρρωστοι ἀπό τίς ἁμαρτίες. Μεταχειριζόμενος σάν ξίφος τή φοβερή φωνή του, τούς κατατρόμαξε ἐκείνους, ὄχι γιά νά τούς καταστρέψει, ἀλλά γιά νά τόν δοῦν καί νά σταματήσουν τίς ἁμαρτίες πού προκαλοῦσαν τίς ἀρρώστιες.
ταν γιατρός αὐτός πού ἦρθε νά θεραπεύσει ἐκείνους πού ὑπέφεραν· ἀφοῦ γύμνωσε τό ξίφος του, τό ἔδειξε στούς ἀρρώστους. Τόν εἶδε ἡ πόλη καί ἀμέσως ἀνησύχησε· διότι στέκονταν ἔξω ἀπό τήν πόλη κρατώντας τό ξίφος τῆς ὀργῆς. Οἱ ἄρρωστοι ἀφήνοντας τό κρεβάτι ἔτρεχαν ἀπό τό φόβο μέ βιασύνη στή μετάνοια. Ἡ φωνή τοῦ Ἰωνᾶ, σάν ξίφος, ἔκοβε μέλη σαπισμένα ἀπό καιρό καί πληγές δυσκολογιάτρευτες· διότι ἦταν γιατρός πού θεράπευε ἀρρώστους μέ τό ραβδί τῆς ἀπειλῆς.
10
ροσφέροντας οἱ γιατροί φάρμακα στούς ἀρρώστους, μεταχειρίζονται κολακευτικά λόγια· ὁ Ἰωνᾶς ὅμως τά προσφέρει μέ αὐστηρή τή φωνή καί μέ πολλή ἀπειλή. Ἔφυγε ὁ ἄρρωστος ἀπό τό κρεβάτι του· διότι ἔβλεπε τό ραβδί γεμάτο ὀργή καί θυμό, αὐτό δηλαδή πού θεράπευε ἐκείνους πού ὑπέφεραν ἀπό τίς ἀρρώστιες τῆς κακῆς ἐπιθυμίας· καί ὁ καθένας λοιπόν μέ τό φόβο αὐτοῦ τοῦ ραβδιοῦ γιατρεύονταν.
Π
ά ποικίλα φαγητά τῶν βασιλιάδων σταμάτησαν, τό ἴδιο καί τά πολυτελῆ δεῖπνα τῶν ἀρχόντων. Γιατί τά λέω αὐτά; Ἄν δηλαδή τά βρέφη τους δέ θήλαζαν, ποιός λοιπόν θά ἦταν ἀνάμεσά τους ἐκεῖνος πού θά ἐπιζητοῦσε τήν τρυφή; Ἄν τά ζῶα τους τά ἐμπόδισαν μέ τή βία νά πιοῦν νερό, ποιός λοιπόν θά ἦταν ἀνάμεσά τους ἐκεῖνος πού θά ἔπινε λίγο κρασί; Καί ἄν ὁ βασιλιάς φόρεσε πένθιμο ἔνδυμα, ποιός θά ἦταν ἀνάμεσά τους πού θά ἔντυνε τόν ἑαυτό του μέ λαμπρή στολή; Καί ἄν ἔβλεπαν τίς πόρνες νά σωφρονοῦν, ποιός θά ἦταν ἐκεῖνος πού θά παντρεύονταν ἤ θά πάντρευε τά παιδιά του; Καί ἄν οἱ ἐμπαθεῖς κατατρόμαξαν καί σωφρονοῦσαν, ποιός θά ἦταν ἀνάμεσά τους ἐκεῖνος πού θά γελοῦσε ἔστω καί λίγο; Ἄν ὅλοι γενικά ἔκλαιγαν καί πενθοῦσαν, σέ ποιόν θά φαίνονταν εὐχάριστο νά διασκεδάζει; Ἄν οἱ κλέφτες ἐπανόρθωναν τήν ἀδικία, ποιός λοιπόν θά ἦταν ἅρπαγας; Καί ἄν ἡ πόλη καταστρέφονταν, ποιός θά ἦταν ἐ-
Τ
11
κεῖνος πού θά φύλαγε τό σπίτι του; Ρίχνονταν τό χρυσάφι στή γῆ, καί δέν ἦταν κανείς πού νά τό μαζέψει· ἄνοιγαν τούς θησαυρούς, καί δέν ἦταν κανείς πού νά τούς λεηλατήσει. Ἔκλεισαν οἱ ἄσωτοι τά μάτια τους, γιά νά μή δοῦν μέ ἀσέλγεια τά κάλλη τῶν γυναικῶν· ἀλλά καί οἱ γυναῖκες φρόντιζαν νά μαράνουν τά κάλλη τους, γιά νά μή σκανδαλισθοῦν ἐκεῖνοι πού τά βλέπουν· διότι ὁ καθένας προσπαθοῦσε συγχρόνως καί τόν πλησίον του νά θεραπεύσει καί ὁ ἴδιος νά θεραπευθεῖ, ὥστε νά σωθοῦν ὅλοι. καθένας τους παρότρυνε τόν πλησίον του σέ προσευχή καί δέηση καί ἐξομολόγηση, καί ἔγινε ἡ πόλη σάν ἕνα σῶμα· διότι ὁ καθένας τους πρόσεχε νά μήν ἁμαρτήσει κανείς ἀπ᾿ αὐτούς. Κανείς ἐκεῖ δέν προσευχήθηκε, γιά νά σωθεῖ μόνος, ἀλλά ὁ καθένας προσεύχονταν σάν ἕνα μέλος τοῦ σώματος γιά τή σωτηρία τους· διότι ὅλη ἡ πόλη, σάν ἕνας ἄνθρωπος, εἶχε κληθεῖ νά παραδοθεῖ στόν ἀφανισμό καί στήν καταστροφή. Παρακαλοῦσαν οἱ δίκαιοι γιά τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά σωθοῦν καί ἐκεῖνοι μαζί τους· ἐπίσης οἱ ἁμαρτωλοί κραύγαζαν στόν Θεό, νά ἀκούσει τή φωνή τῶν δικαίων.
ροσήλωσε γρήγορα τό νοῦ σου, ἀγαπητέ, καί κοίταξε πῶς ὅλοι συγχρόνως ζοῦσαν μέσα σέ βαρύ πένθος· διότι τό κλάμα τῶν βρεφῶν, πού ἦταν πολύ ἀξιολύπητο, ἔκανε ὅλη τήν πόλη νά
Π
12
κλαίει καί νά θρηνεῖ. Ἡ λυπητερή κραυγή τῶν γιῶν πού ἀνέβαινε μέ δάκρυα ἀνατάραζε τίς καρδιές καί τά σπλάχνα τῶν γονέων. Οἱ γέροι μαδώντας τά κατάλευκα μαλλιά τους μέ θρήνους, τά ἔριχναν στή γῆ· καί οἱ νέοι ἐπίσης βλέποντας τούς γέρους νά εἶναι μέσα σέ θρήνους, ἀφοῦ ὕψωσαν περισσότερο τή φωνή τους, φώναξαν κραυγάζοντας συγχρόνως λυπητερά, διότι ὅλοι μαζί σέ μιά στιγμή πέθαιναν, θάβοντας τούς ἄλλους καί θαβόμενοι καί αὐτοί μαζί τους. Τά παιδιά κρατοῦσαν τίς μητέρες τους, καί οἱ μητέρες τραβοῦσαν τά παιδιά τους ἀμοιβαῖα, γιά νά γλυτώσουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τό θάνατο. Τά βρέφη καί τά νήπια, ἀπό τή φοβερή ἐκείνη φωνή, χώθηκαν μέ κλάματα στίς ἀγκαλιές τῶν μητέρων τους. ράδυ λοιπόν καί πρωί μετροῦσαν τίς μέρες πού ὅρισε μέ τό κήρυγμά του ὁ Ἰωνᾶς ὁ Ἑβραῖος, γιά νά δοῦν πόσες ἀκόμη ἀπομένουν. Καί ὅταν ξανά πέρασε μιά μέρα, κραύγασαν μέ δάκρυα, διότι ἔμενε μικρή προθεσμία. Οἱ γιοί ρωτοῦσαν μέ δάκρυα τούς πατέρες τους· «Ὦ πατέρες, πέστε σ᾿ ἐμᾶς τά πολυαγαπημένα σας παιδιά, πόσες μέρες πέρασαν καί πόσες ἀπομένουν, ἀπό αὐτές πού ὅρισε σ᾿ ἐμᾶς μέ τό κήρυγμά του ὁ γιός τοῦ Ἀμαθή, ὁ Ἑβραῖος, καί ποιά εἶναι ἡ ὥρα πού ἀποκάλυψε σ᾿ ἐμᾶς, γιά νά κατεβοῦμε ὅ-λοι μαζί στόν ἅδη ζωντανοί· πότε ἐπίσης πρόκειται νά ἐξαφανισθεῖ ἡ εὔθυμη πόλη, καί ποιά εἶναι ἡ μέρα
Β
13
κατά τήν ὁποία διαδίδεται σέ ὅλη τήν οἰκουμένη ἡ εἴδηση τῆς καταστροφῆς μας, καί θά βλέπουν πικρό θέαμα ὅσοι θά περνοῦν ἀπό κοντά;». όλις λοιπόν ἄκουσαν αὐτά οἱ πατέρες ἀπό τά παιδιά τους, κυριεύθηκαν ἀπό λύπη καί ἔχυσαν πικρά δάκρυα γι᾿ αὐτά· καί δέν μπόρεσαν διόλου νά τούς δώσουν ἀπάντηση, διότι τά στόματά τους τά ἔφραξε ἡ λύπη· ὅμως γιά νά μήν αὐξήσουν τή λύπη τῶν γιῶν τους, καί πεθάνουν πρίν ἀπό τήν προθεσμία, ἐμπόδισαν τά δάκρυα, συγκρατώντας τά σπλάχνα τους, γιά νά παρηγορήσουν τά πολυαγαπημένα τους παιδιά. Φοβοῦνταν οἱ πατέρες νά ποῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή εἶναι κοντά ἡ ἡμέρα πού εἶπε ὁ προφήτης· καί ὅπως ὁ Ἀβραάμ, θέλοντας νά παρηγορήσει τόν Ἰσαάκ, τό γιό του, προφήτευε χωρίς τή θέλησή του, ἔτσι λοιπόν καί οἱ Νινευΐτες προφήτευαν χωρίς τή θέλησή τους, καθώς αὐτοί ἤθελαν νά παρηγορήσουν τά παιδιά τους.
Μ
Ἰσαάκ, τό λογικό πρόβατο, ρώτησε· «Πατέρα, ποῦ εἶναι τό πρόβατο τῆς θυσίας;». Καί ὁ Ἀβραάμ δέν ἀποκάλυψε τό μυστικό, ἀπό φόβο μήπως λυπηθεῖ ὁ Ἰσαάκ καί μολυνθεῖ τό δῶρο· διότι προσπάθησε ὁ Ἀβραάμ, πῶς νά πείσει τό γιό του, καί καθώς προσπαθοῦσε, προφήτευε ἄγνωστα μυστήρια, ἀντλώντας ἀπό τά ἄγνωστα. Δέν ἤθελε νά τοῦ πεῖ, καί ὅμως ἀπαντώντας ἔλεγε τήν
14
ἀλήθεια. Ἐπειδή φοβοῦνταν νά τοῦ πεῖ, «Ἐσύ εἶσαι», προφήτευσε ἄλλα μυστήρια· διότι ἡ γλώσσα τοῦ Ἀβραάμ γνώριζε καλύτερα ἀπό τήν καρδιά, καί γι᾿ αὐτό ὁ νοῦς ἔμενε ἀργός, ἀλλά ἡ γλώσσα προφήτευε. αρόλο πού τό στόμα ἔχει συνήθεια νά διδάσκεται ἀπό τήν καρδιά, αὐτό δίδασκε σ᾿ αὐτόν τά μέλλοντα μυστήρια. Ὁ Ἀβραάμ εἶπε στούς δούλους· «Ἐγώ καί ὁ Ἰσαάκ θά ἀνεβοῦμε στό βουνό καί θά ἐπιστρέψουμε σ᾿ ἐσᾶς». Θέλοντας δηλαδή ὁ Ἀβραάμ νά πεῖ ψέματα, προφήτευσε. Δέν ἦταν ψεύτης, ἀλλά εἶπε ψέματα, ἐπειδή ἦταν ὑπερασπιστής τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Νινευΐτες λέγοντας ψέματα, ἔλεγαν τήν ἀλήθεια· διότι νομίζοντας ὅτι εἶπαν ψέματα, ἦταν προφῆτες τῆς ἀλήθειας. Διότι χύνοντας δάκρυα ἔλεγαν στούς γιούς τους· «Μή φοβᾶσθε, πολυαγαπημένοι μας γιοί, ἀλλά ἀπεναντίας νά ἔχετε θάρρος· διότι ὁ Κύριος εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος· δέ θά ἐξαφανίσει λοιπόν τήν εἰκόνα του. Ἄν ἕνας ζωγράφος τήν ἄψυχη εἰκόνα, πού ζωγραφίζει, φροντίζει νά τήν διατηρεῖ μέ κάθε προφύλαξη καί προσοχή, πόσο περισσότερο ὁ Κύριος θά φυλάξει ἀπό τά κακά τήν εἰκόνα του, τήν ἔμψυχη καί λογική; Δέ θά καταστραφεῖ καί δέ θά ἐξαφανισθεῖ ἡ πόλη μας, ἀλλά μέ τήν ἀπειλή του μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια. Ἐσεῖς, πολυαγαπημένοι μας γιοί, πόσες φορές δέ δαρθήκατε ἀπό μᾶς, καί καταλάβατε ὅτι
Π
15
ἡ τιμωρία ἦταν ὠφέλιμη; Ἀπό τήν παιδαγωγία γίνατε σοφοί καί κληρονόμοι, καί ἡ λύπη ἀπό τό μαστίγωμα ἔγινε γιά σᾶς χαρά. Ἔτσι λοιπόν νά σκεφθεῖτε καί γιά τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὅτι παιδαγωγώντας σάν πατέρας τούς γιούς του, τούς εὐσπλαχνίζεται ξανά. Σηκώνει τό ραβδί του, γιά νά τούς φοβερίσει καί νά τούς συνετίσει· παιδαγωγεῖ καί δέ θανατώνει, ἀλλά ἀπεναντίας ὁδηγεῖ σέ ἐπιστροφή. Διότι ἄν ἐμεῖς οἱ πατέρες παιδαγωγοῦμε ἐσᾶς τά σπλάχνα μας μέ τήν ἀπειλή τοῦ μαστιγώματος, θέλοντας νά σᾶς διαπλάσουμε, πολύ περισσότερο ὁ Κύριος· ἄν καί παιδαγωγεῖ σάν πατέρας, ἀλλά μέ τή χάρη του σώζει ὅλους ἐμᾶς· ἀπειλώντας μέ τή ράβδο του, φανερώνει τήν ἀγάπη του καί ἀνοίγει σέ ὅλους ἐμᾶς τό θησαυρό τῆς εὐσπλαχνίας του. Διότι δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά σᾶς ἀγαποῦμε τόσο πολύ, ὅσο ὁ Θεός ἀγαπᾶ μέ τήν εὐσπλαχνία του τούς γιούς τῶν ἀνθρώπων. Παρηγορηθεῖτε, παιδιά, καί σταματῆστε νά χύνετε δάκρυα· διότι δέ θά καταστραφεῖ ἡ πόλη μας, ἀλλά ἡ ὀργή περνᾶ καί φεύγει». ὐτά λοιπόν λέγοντας οἱ Νινευΐτες στούς γιούς τους, παρηγορώντας τους προφήτευαν ἄθελά τους. Ἦταν ἀληθινά προφῆτες· διότι ἡ μετάνοια τούς ἔκανε προφῆτες. Καί λέγοντας αὐτά τά λόγια, δέ σταματοῦσαν νά χύνουν δάκρυα· διότι ἄν καί τούς παρηγοροῦσαν, ὅμως πενθοῦσαν μέ θρήνους· διότι ὁ φόβος τῆς ἀπειλῆς αὔξαινε τή νη-
Α
16
στεία· καί προσπαθοῦσαν μέ τίς προσευχές νά ἐξαντλήσουν τήν προθεσμία. γῆκε ὁ βασιλιάς ἀπό τό παλάτι, καί ἔδειξε τόν ἑαυτό του, καί κατατρόμαξε ἡ πόλη, ὅταν εἶδε τό σάκκο∗ του. Εἶδε καί ὁ βασιλιάς τήν πόλη νά πενθεῖ γιά τήν ἐμφάνισή του, καί γέμισαν δάκρυα τά μάτια του. Δάκρυσε ἡ πόλη γιά τό βασιλιά, ὅταν εἶδε ριγμένο στό κεφάλι του χῶμα καί στάχτη· ἔκλαψε καί ὁ βασιλιάς γιά ὅλη τήν πόλη, ὅταν τήν εἶδε στό πένθος νά εἶναι ντυμένη μέ σάκκους. Ὅλοι μαζί πενθοῦσαν καί ὅλοι μαζί θρηνοῦσαν, ὥστε νά κάνουν καί τίς ἴδιες τίς πέτρες νά θρηνολογοῦν μαζί τους.
Β
οιός προσευχήθηκε ἔτσι; Ποιός παρακάλεσε ἔτσι; Ἤ ποιός ταπεινώθηκε μπροστά στόν Θεό; Ἤ ποιός ἐπίσης ἀπαρνήθηκε μέ μιᾶς τίς φανερές καί τίς κρυφές πράξεις του; Ποιός ἀκούγοντας μιά ἁπλή φωνή βιάσθηκε νά κάνει τήν καρδιά του νά ραγίσει γιά τίς ἁμαρτίες; Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού ἄκουσε λόγο καί ἔνιωσε συντριβή στό νοῦ; Ποιός ἀκούγοντας μιά λυπητερή φωνή κυριεύθηκε ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου; Ἤ ποιός εἶδε μπροστά στά μάτια του, σάν μέσα σέ καθρέφτη, τόν φιλάνθρωπο Θεό μέ τή μετάνοια; Ποιός εἶδε
Π
∗
σάκκος, ὁ· πένθιμη ἐνδυμασία
17
τόν δίκαιο Ἰωνᾶ νά τραβᾶ τό ξίφος, καί ὅλη τήν πόλη νά κλαίει καί νά κραυγάζει; οιός θά μποροῦσε νά ὑποφέρει τή φωνή ἀπό τό κλάμα τῶν γέρων καί τῶν νέων, τῶν βρεφῶν ἐπίσης καί τῶν μητέρων; Ὅλοι μαζί πενθοῦσαν· διότι ὅλοι ἄκουσαν ὅτι οἱ μέρες τους τέλειωναν καί πρόκειται σέ μιά μέρα νά κατέβουν ὅλοι μαζί στόν ἅδη, μέ τήν ἀνατροπή τῆς πόλης, καί δέ θά βρίσκονταν ἐκεῖνος πού θάβει καί ἐκεῖνος πού θάβεται, ἐπειδή ἡ ἀπόφαση τοῦ θανάτου εἶχε ἐκδοθεῖ ἐναντίον ὅλων. Νέοι πού ἐπρόκειτο νά ἑνωθοῦν μέ τό γάμο, περίμεναν ξαφνικά τό θάνατό τους. Ποιός λοιπόν θά μποροῦσε νά ἀντέξει τίς λυπητερές κραυγές ἀπό τίς νύφες; Διότι καθώς ἀκόμη ἦταν καθισμένες στό νυφικό θάλαμο, ἀντί γιά τή χαρά πού περίμεναν, ξαφνικά κλήθηκαν μαζί μέ τούς νυμφίους τους τρομαγμένες γιά νά ὁδηγηθοῦν στό θάνατο. Ποιός λοιπόν θά μποροῦσε νά μή δακρύσει βλέποντας τό βασιλιά νά κλαίει, διότι ξαφνικά, ἀντί γιά τά παλάτια καί τίς λαμπρές κατοικίες, ἐπρόκειτο νά κατοικήσει στόν ἅδη καί νά βασιλεύσει σ᾿ αὐτούς, πού μαζί τους πέθανε, καί νά γίνει στάχτη; Ἀντί γιά τήν ἅμαξα καί τήν πολλή τιμή του, ἄκουσε ὅτι ἡ πόλη του πρόκειται νά καταστραφεῖ· ἀντί γιά τήν τρυφή του καί τά ποικίλα φαγητά, ἄκουσε ὅτι τόν ἴδιο τόν κατάπίνει ὁ θάνατος· διότι ὅλη ἡ πόλη κλήθηκε ζωντανή νά κατεβεῖ στό βυθό.
Π
19
βασιλιάς ἔδωσε στά στρατεύματά του πολύ καλή συμβουλή, συμβουλεύοντάς τα ἔτσι· «Οὔτε τώρα νά ἀδρανήσουμε, οὔτε νά ἀπολεσθοῦμε σάν κάποιοι ταλαίπωροι. Διότι, ὅταν κάποιος ὑποφέρει μέ ἀνδρεία ἕναν πειρασμό, καί ἄν ἀκόμη νικηθεῖ, κερδίζει δυό πράγματα: ἄν ζεῖ, δοξάζεται, ἄν πεθάνει, ἐπαινεῖται σάν ἀνδρεῖος καί γενναῖος ἀθλητής. Ἄς γίνουμε λοιπόν δυνατοί, καί ἄς δείξουμε τήν ἀνδρεία μας, καί ἄς ἀγωνισθοῦμε φορώντας ὅλο τόν ὁπλισμό μας. Διότι καί ἄν ἀκόμη δέ νικήσουμε, τουλάχιστο ἄς πεθάνουμε ἀνδρεῖα· ἄς ἀφήσουμε σέ ὅλους καλό ὄνομα. Ἔχουμε ἀκουστά ὅτι ἡ δικαιοκρισία καί ἡ φιλανθρωπία ἐκδηλώνεται γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ συναίσθηση, καί ὅτι ἀπειλεῖ τούς κακούς ὁ δικαιοκρίτης Θεός, καί τούς σώζει ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος. Ἄς φοβηθοῦμε τή δικαιοκρισία του καί ἄς αὐξήσουμε τήν εὐσπλαχνία του· διότι ἄν καμφθεῖ ἡ δικαιοκρισία του, τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν του εἶναι μαζί μας. Καθώς βρισκόμαστε δηλαδή ἀνάμεσα στούς οἰκτιρμούς καί τή δικαιοκρισία, ἄς φορέσουμε τώρα στούς ἑαυτούς μας πρωτόφαντη πανοπλία στόν πρωτόφαντο πόλεμο πού μᾶς ἦρθε. Ἄς μήν καταφρονήσουμε τόν Ἰωνᾶ· δέν πρέπει δηλαδή νά ἀκοῦμε μέ ἐπιπολαιότητα τό κήρυγμά του. Ἔπεσα σέ πολύ μεγάλη μέριμνα καί λύπη ἀκούγοντας τή φωνή του, μέ τήν ὁποία αὐτός κηρύττει· διότι ἡ ἐμφάνισή του εἶναι ἐλεεινή καί ἄσημη, ἡ φωνή του
20
ὅμως εἶναι δυνατή, καί ὁ φόβος πού προκαλεῖ εἶναι πολύς. όν ρώτησα μπροστά σέ ὅλους σας, γιά νά δοκιμασθοῦν τά λόγια του σάν μέσα σέ χωνευτήρι· αὐτός ὅμως δέν τρόμαξε ἀπό μᾶς, οὔτε δείλιασε, οὔτε ἀνησύχησε· καί ἀκόμη δέν ταράχθηκε οὔτε ντράπηκε γιά τά λόγια πού εἶπε· ἀλλά ἀπεναντίας δέν τά ἄλλαξε διόλου, διότι αὐτά ἔχουν δεθεῖ στερεά στήν ἀλήθεια.
»Τ
όν κολάκευσα, ἀλλά δέν τόν ἔπεισα· τόν φοβέρισα, ἀλλά δέν τόν ἔκανα νά ὑποχωρήσει· τοῦ πρόσφερα πλοῦτο, καί μέ χλεύασε· τοῦ παρουσίασα ξίφος, καί τό περιγέλασε. Ἔγινε ἀνεπηρέαστος ἀπό τό ξίφος, καί ἀδιάφορος πρός τά δῶρα· διότι αὐτός σέ κανένα ἀπό αὐτά δέν ὑποχώρησε. Ὑπάρχει ἄνθρωπος πού, ὅταν κολακευθεῖ μέ δῶρα, ὑποχωρεῖ, καί ἄλλος πού, ὅταν δεῖ ξίφος, συχνά λυγίζει· αὐτόν ὅμως τόν Ἑβραῖο, ἄν καί τόν τοποθετήσαμε ἀνάμεσα στήν κολακεία καί στήν ἀπειλή, τόν βρήκαμε νά εἶναι ἀνδρεῖος καί στό ἕνα καί στό ἄλλο ἀπ᾿ αὐτά· διότι εἶδε τό ξίφος καί τό περιγέλασε· ἐπίσης νίκησε καί τή φιλαργυρία, θεωρώντας την σάν κάτι τιποτένιο. Ἕνας μικρός λόγος, πού βγῆκε ἀπό τό στόμα του, ἐξουδετέρωσε μέ τήν αὐστηρότητά του ὅλα τά λόγια μας.
»Τ
21
έν τρόμαξε διόλου ἀπό τή δική μου αὐστηρότητα, οὔτε ἀκόμη χαρίσθηκε στό πρόσωπό μου γιά τίς τιμές μου, ἀλλά ὅλο τόν πλοῦτο μας τόν θεώρησε αὐτός σάν τήν κοπριά πού τήν πατοῦν. Μήπως ἆραγε αὐτός ἦρθε σ᾿ ἐμᾶς ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἔκανε τό πρόσωπό του ἀναίσθητο; Ὁ λόγος του ἔγινε γιά μᾶς καθρέφτης, καί μέσα σ᾿ αὐτόν εἴδαμε νά κατοικεῖ ὁ Θεός καί νά ἀπειλεῖ τίς πονηρές πράξεις μας· μέσα σ᾿ αὐτόν εἴδαμε τή δικαιοκρισία νά ὀργίζεται μέ τίς κακές ὀφειλές μας. Διά μέσου αὐτοῦ ἔφθασε ἡ καταδίκη τῆς πόλης, πού βγῆκε ἐναντίον μας ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ.
»∆
ν μέ τόν ἐρχομό του κήρυττε εἰρήνη καί νίκες, θά ὑποθέταμε ὅτι αὐτός εἶναι κάποιος αἰσχροκερδής πού σκοπεύει, μέ τά καλά τάχα πού προφητεύει, νά πάρει δῶρο ἀπό μᾶς, σάν ἀμοιβή γιά τά λόγια του.
»
νας ἀληθινός γιατρός, ὅταν ἐπισκεφθεῖ τόν ἄρρωστο, λέει φανερά τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή πρέπει νά χειρουργηθεῖ, καί διατάζει νά χρησιμοποιήσουν σ᾿ αὐτόν ὀδυνηρούς πυρακτωμένους καυστῆρες, καί δέ διστάζει νά ἀποφασίσει γιά τό ξερίζωμα τῶν δοντιῶν. Δέν τρομάζει ἀπό τό βασιλιά, νά τοῦ μιλήσει γιά τούς πόνους, καί ἄν ἀκόμη τοῦ προσφέρει νά πιεῖ πικρό φάρμακο.
»
22
οιός θά μποροῦσε νά ὀνομάσει ψεύτη ἐκεῖνον πού κήρυξε τήν ὀργή; Ἄν ἦταν ψεύτης, ἐπρόκειτο νά καμφθεῖ στό λόγο μου· ἀλλά ὅπως βλέπω, εἶναι ἀνώτερος ἀπό ὅλους τούς γιατρούς· διότι οὔτε λίγο ψωμί δέ θέλει νά φάει ἀπό μᾶς. Ἀλλά ὅμως, ἄν ὁ Ἰωνᾶς παρόλο πού εἶναι δίκαιος νηστεύει, ἄς φροντίσουμε ἐμεῖς νά νηστεύσουμε πολύ περισσότερο, ἐπειδή ἁμαρτήσαμε· ἄν παρόλο πού εἶναι ὅσιος, παρακαλεῖ καί προσεύχεται, ἄς στρώσουμε κάτω γιά τούς ἑαυτούς μας σάκκο μέ στάχτη· διότι ὁ δίκαιος νηστεύει καί προσεύχεται, μήν τυχόν φανεῖ στούς ἀνθρώπους σάν ψεύτης. Πιθανῶς λοιπόν ἀγωνίζεται μέ ἐπιμονή, γιά νά καταστραφεῖ ἡ πόλη μας· διότι θέλει νά γίνει πιστευτό τό κήρυγμά του, τό ὁποῖο αὐτός κήρυξε σ᾿ ἐμᾶς. Καί ἐμεῖς μέ τή νηστεία καί τήν προσευχή ἄς τόν πολεμήσουμε· διότι δέν ἁμάρτησε ὁ προφήτης, ἀλλά οἱ ἁμαρτίες μας μᾶς θάβουν ὅλους μαζί.
»Π
ὔτε βέβαια ὁ Ἑβραῖος καταστρέφει τήν πόλη μας, ἀλλά ἡ κακία μας τήν γκρεμίζει. Ἔχουμε, ἀγαπητοί, ἄλλον Ἐχθρό ἀόρατο· σ᾿ ἐκεῖνον πρέπει νά ἀντισταθοῦμε μέ γενναιότητα. Ἀκούσαμε τά κατορθώματα τοῦ δίκαιου Ἰώβ· διότι ἡ ἀνδρεία του ἔγινε γνωστή καί ὁ λόγος καί ἡ δοκιμασία του σάν σάλπιγγα διακήρυξε σέ ὅλη τήν οἰκουμένη τήν νίκη του ἐναντίον τοῦ Ἐχθροῦ. Ἄν λοιπόν ὁ Ἐχθρός ἀγωνίζεται ἔτσι ἐναντίον τῶν δι-
»Ο
23
καίων, τί ἆραγε θά κάνει σ᾿ ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς; Ὁ ἴδιος εἶναι πού βγῆκε καί γκρέμισε τήν ὥρα τοῦ συμποσίου τό σπίτι ἐπάνω στά παιδιά τοῦ Ἰώβ, ἀνακατεύοντας τό κρασί μέ τά αἵματα καί συντρίβοντας ἀλύπητα τά κόκκαλα ἐκείνων μαζί μέ τά ποτήρια τους. μεῖς νικήσαμε στόν πόλεμο βασιλιάδες, τώρα ὅμως φροντίστε ἐσεῖς μέ τίς προσευχές σας νά νικήσετε τόν Σατανά. Ἄς βγοῦν λοιπόν τά στρατεύματά μας, καί ἄς κάνουμε σκληρό πόλεμο μαζί του. Βγάλτε τούς θώρακες καί ντυθεῖτε τό σάκκο, πετάξτε τίς φαρέτρες καί κατάφύγετε στίς προσευχές, ἐγκαταλεῖψτε τό ξίφος καί ζητῆστε τήν πίστη, σπάστε τά βέλη καί πιάστε τή νηστεία· τίποτε δέν εἶναι ἡ νίκη πού προηγουμένως νικούσαμε πολεμώντας τούς ἐχθρούς καί τούς βασιλιάδες τῆς γῆς. Ἄν τώρα νικήσουμε τόν Σατανά, ἡ νίκη μας θά εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τίς νίκες καί τά κατορθώματα, πού κάποτε πραγματοποιήσαμε· καί ὅπως ἐγώ πρῶτος ἔμπαινα στήν παράταξη ἐκεῖ, ἔτσι καί τώρα θά εἶμαι πρῶτος σ᾿ αὐτό τόν πόλεμο».
»
αί ἀφοῦ ὁ βασιλιάς σηκώθηκε βιαστικά, ἔβγαλε τή βασιλική στολή του καί φόρεσε σάκκο· πέταξαν καί οἱ ἴδιοι τούς χιτῶνες τους καί ντύθηκαν μέ σάκκους· καί πενθοῦσαν μαζί μέ τό βασιλιά οἱ Νινευΐτες, αὐτοί πού πάντοτε ἦταν ντυ-
Κ
24
μένοι λαμπρά. Φαίνονταν σάν Ἰνδοί∗ ἀπό τό φόβο γιά τίς μέλλουσες συμφορές. ῆρε ὁ βασιλιάς μαζί του τούς σωματοφύλακές του, καί ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό παλάτι, ἐπισκέφθηκε ὅλη τήν πόλη. Ἔστειλε κήρυκες νά κηρύξουν παντοῦ, γιά νά μετανοήσουν ὅλοι μαζί· «Ἄς ἐγκαταλείψει, ἔλεγε ὁ βασιλιάς, ὁ καθένας τήν κακία του, γιά νά μήν πληγωθεῖ στόν πόλεμο καί σκοτωθεῖ. Ὁ ἅρπαγας ἄς γίνει μεταδοτικός, ὁ ἄσωτος ἄς σωφρονεῖ, ὁ ὀργίλος ἄς γίνει πράος, ἐκεῖνος πού ζεῖ μέ ἀπολαύσεις ἄς νηστεύει. Κανείς νά μή μνησικακεῖ, κανείς νά μήν καταριέται ἄλλον, κανείς νά μή θλίβει ἄλλον, οὔτε βέβαια νά χλευάζει. Ἄν ἐμεῖς συγχωρήσουμε τά σφάλματα στούς ὁμοδούλους μας, καί ὁ Θεός θά συγχωρήσει σ᾿ ἐμᾶς τά σφάλματα πού κάναμε ἀπέναντί του. Τέτοιος ἄς εἶναι ὁ τρόπος τῆς παράταξής μας, καί ἔτσι θά νικήσουμε καί θά σωθεῖ ἡ πόλη».
Π
ὐτά καί τά παρόμοια διαλαλοῦσαν οἱ κήρυκες τοῦ βασιλιᾶ στή μεγάλη πόλη, νά νηστεύουν δηλαδή οἱ ἴδιοι μαζί μέ τά ζῶα. Στάθηκε ὁ βασιλιάς, ὅπως ἕνας γιατρός, θεραπεύοντας τήν πόλη πού ἦταν ἄρρωστη: ἁγίασε δηλαδή μέ τή νηστεία τό στράτευμά του· ἔδωσε διά μέσου αὐτῆς θώρακα γεμάτο δόξα καί ἀσπίδα λύτρωσης· φρόν-
Α
∗
Ἰνδοί· μελαμψοί. Ἐννοεῖ τήν ἀλλοίωση τῆς χροιᾶς τοῦ προσώπου τους, ἀπό τό φόβο.
25
τισε νά κηρύξει μέσα σ᾿ αὐτό φαρέτρα πραότητας, πού τά βέλη της φθάνουν τόν οὐρανό καί πού ὅταν ἐκτοξεύονται νικοῦν· ἔσυρε ἀπό τή θήκη καί προσκόμισε αὐτά: τήν ἀγάπη, τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, ξίφη πού ἐξουσιάζουν καί προσφέρουν χαρά. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ βασιλιάς ἐξόπλισε ἔτσι τό στράτευμά του μέ νηστεῖες καί προσευχές, ἄρχισε στή συνέχεια νά ἐπισκέπτεται τά πλήθη, ἄνδρες καί γυναῖκες, ὅλους μαζί, καί ἔλεγε σ᾿ αὐτούς· «Ἄς πολεμήσουμε ὅλοι μέ ἀνδρεία καί γενναιότητα γιά τή σωτηρία μας». Μέ τή δική του πένθιμη ἐνδυμασία ἔδινε σ᾿ αὐτούς παράδειγμα, ὥστε ὅλη ἡ πόλη νά ἐξοπλισθεῖ ἔτσι. γιός τοῦ Νεβρώδ, τοῦ γενναίου γίγαντα, σταμάτησε νά σκοτώνει θηρία καί χτυποῦσε τά πάθη· ἀντί γιά θηρία, ἔσφαζε τήν αἰσχρή ἁμαρτία. Ἐγκατέλειψε τά ἐξωτερικά θηρία καί προσπαθοῦσε νά φονεύσει τήν ἐσωτερική κακία· ἀντί νά κάθεται σέ ἅρμα δόξας, περπατοῦσε πεζός στήν πόλη, καί παρακινοῦσε ὅλους νά ἔρθουν σέ μετάνοια. Πλησίαζε ὁ βασιλιάς στίς πλατεῖες τῆς πόλης, γιά νά ξεπλύνει ἀπό αὐτές τό ρύπο τῆς ἁμαρτίας· βάδιζε ταπεινά καί ἔγινε στήριγμα τῆς πόλης πού σείονταν, ὥστε νά μήν γκρεμισθεῖ.
ά εἶδε αὐτά ὁ Ἰωνᾶς, καί ἔμεινε κατάπληκτος, καί ἄρχισε νά θαυμάζει τούς γιούς τῶν ἀλλόφυλων. Εἶδε τά κατορθώματα καί
Τ
26
τίς ἀρετές τῶν Νινευϊτῶν, καί χύνοντας δάκρυα πένθησε γιά τούς ἀπόγονους τοῦ Ἀβραάμ. Εἶδε τούς ἀπόγονους τοῦ Χαναάν ὅτι δικαιώθηκαν μέ τήν πίστη, καί τούς ἀπόγονους τοῦ Ἰακώβ ὅτι παρασύρθηκαν μακριά ἀπό τόν Θεό. Εἶδε τίς ἀπερίτμητες καρδιές νά δέχονται τήν περιτομή, καί τούς περιτμημένους νά ἐπιμένουν στήν σκληροκαρδία. Ὁ βασιλιάς τῆς Νινευή ὅμως γνώριζε τήν αἰτία τῆς ὀργῆς πού προκηρύχθηκε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους, γι᾿ αὐτό ἔκοψε σύρριζα τήν αἰτία καί ἀπομάκρυνε τά κακά. Ἦταν πραγματικά γιατρός πού γνώριζε καλά τήν ἀρρώστια τῆς πόλης· διότι μέ τό φάρμακο τῆς νηστείας θεράπευσε τήν πόλη, ἀφοῦ ἔδιωξε μέ τό σάκκο καί μέ τή στάχτη τήν ἁμαρτία ἀπ᾿ αὐτή. Ὁ Ἰωνᾶς σάν δικαστής ζητοῦσε γι᾿ αὐτούς τιμωρία, ἀλλά ἡ νηστεία συγχωροῦσε τίς ἁμαρτίες τους. υγκεντρώθηκαν οἱ Νινευΐτες γιά νά μπορέσουν νά ἐξιλεώσουν τόν Κύριο καί νά ξεφύγουν τό θάνατο, καί κατάλαβαν ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἱκανή νά καταργήσει τήν ἀπόφαση τοῦ θανάτου καί νά χορηγήσει σ᾿ αὐτούς ζωή. Ὁ Ἰωνᾶς νηστεύει φοβούμενος αὐτό, μήπως δηλαδή σωθοῦν μέ τή νηστεία, καί ὁ ἴδιος φανεῖ ψεύτης· ἀλλά τήν ἀπόφαση τοῦ Ἰωνᾶ κατάργησε ἡ μετάνοια. Γι᾿ αὐτό καί οἱ Νινευΐτες, ὡς σοφοί, γνώρισαν ὅτι ὁ Θεός ἔχει εὐσπλαχνία καί οἰκτιρμούς, καί ὅτι σ᾿ ἐκείνους πού μετανοοῦν μέ ὅλη τους τήν ψυχή σκύβει μέ
Σ
27
εὐσπλαχνία. Εἶδαν τόν προφήτη νά εἶναι σκληρός καί τόν Θεό νά εἶναι φιλάνθρωπος· καί ἀφοῦ ἄφησαν τόν σκληρό, κατέφυγαν στόν εὔσπλαχνο. Ὁ Ἰωνᾶς τούς ἔκοβε τήν ἐλπίδα μέ τήν ἀπειλή του, ἀλλά ἡ νηστεία τήν αὔξανε καί τούς ὑπόσχονταν τή ζωή· διότι ὁ ἀέρας πού προηγουμένως ἦταν ἐπάνω τους σκυθρωπός, ἔγινε μέ τή μετάνοιά τους καί τήν πολλή ταπείνωση λαμπρός· ἡ πόλη σείονταν, ἀλλά τήν στήριζαν οἱ ἴδιοι μέ τήν ἐλεημοσύνη τους· τά βρέφη διατηρήθηκαν στίς ἀγκαλιές τῶν μητέρων τους, διότι στόν καιρό τῆς δοκιμασίας διδάχθηκαν νά νηστεύουν. ραύγασαν οἱ γέροι ντυμένοι μέ σάκκο καί πασπαλισμένοι στό κεφάλι μέ στάχτη, καί χαρίζονταν σ᾿ αὐτούς ἡ ζωή ὅπως καί στόν Ἐζεκία· καί ἐπειδή οἱ νέοι ἔχυσαν δάκρυα μέ κατάνυξη, φύλαξε ὁ Θεός γιά χάρη τους τά στεφάνια τους· καί ἐπειδή οἱ νύφες φόρεσαν τή σκυθρωπότητα, γύρισαν ξανά μέ χαρά στούς νυφικούς τους θαλάμους. Φώναζαν μάλιστα καί τά ζῶα, ἐπειδή δέν εἶχαν πιεῖ νερό, καί ἦταν ἡ φωνή ὅλων φοβερή, καί τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ζώων· ἀλλά ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τήν κραυγή τους, καί ἡ χάρη του ἔσωσε ἀμέσως τήν πόλη ἀπό τή μέρα μέ τήν ὁποία ὁ Ἰωνᾶς τήν ἀπείλησε· διότι νήστευαν συνεχῶς καί παρακαλοῦσαν ἀσταμάτητα. Δέ στέγνωσε τό μάτι τους ἀπό δάκρυα μετάνοιας καί δέ σταμάτησε ἡ γλώσσα τους νά ζητᾶ τό ἔλεος. Δέν ἄκουσε ἡ ἀκοή
Κ
28
κανένα ἄλλο ἄκουσμα· διότι διαρκῶς ἀκούγονταν θρῆνοι καί κλάματα καί ὀδυρμοί. Δέν ἦταν δυνατό νά δεῖ κανείς ἐκεῖ διόλου κάποιον πού νά χαίρεται ἤ νά γελᾶ ἤ νά ἀστειεύεται, διότι ὅλοι θρηνοῦσαν· ἔχυναν δηλαδή συνεχῶς κάτω κάποια παράδοξα δάκρυα καί πρόφεραν κραυγές γιά ἔλεος. Μέ τή μετάνοια ἀπέκτησαν τή νηστεία καί τήν καθαρότητα. Οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες ἀπέκτησαν χωρίς δυσκολία τή σωφροσύνη. ταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τά εἶδε αὐτά, ἔδειξε τήν εὐσπλαχνία της καί ἔστειλε πάνω τους τή δροσιά τῆς ζωῆς καί τῆς εὐσπλαχνίας· διότι δέ θέλει τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡσότου νά ἐπιστρέψει αὐτός καί νά ζήσει· ἀλλά θέλει τή μετάνοια καί τή σωτηρία του, καθώς εἶναι πάντοτε φιλάνθρωπος καί ἀγαθός καί σπλαχνικός καί μακρόθυμος· ὁ Πατέρας μαζί μέ τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
νάμεσα λοιπόν στούς ὀργίλους ἐπικράτησε συμφιλίωση καί εἰρήνη· διότι οἱ γέροι ζοῦσαν εἰρηνικά, οἱ νέοι συμπεριφέρονταν μέ σωφροσύνη καί οἱ παρθένες φύλαγαν τήν ἁγνότητά τους· οἱ αὐθάδεις γίνονταν πράοι. Μιά ἦταν ἡ θέα ὅλων καί μιά ἡ παράταξη· καί ὁ βασιλιάς δηλαδή καί ὁ δοῦλος ἦταν ξυπόλυτοι. Ἴδιες λοιπόν ἦταν καί οἱ τροφές τῆς ταπείνωσης γιά τούς πλούσιους καί γιά τούς φτωχούς, καί ἕνα ἦταν τό ποτό, ἐ-
29
ξίσου γιά τούς κυρίους καί γιά τούς δούλους. Διότι ὅλοι ἔτρεχαν κάτω ἀπό τόν κοινό ζυγό τῆς μετάνοιας, γιά νά ἀπολαύσουν τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ, καί ἐργάζονταν ὁμόγνωμα στήν κοινή ἐργασία, γιά νά πάρουν σάν ἀμοιβή ἀπό τόν Θεό καί τήν κοινή συγχώρηση. πόλη σάλευε, ὅπως τό καλάμι ἀπό τόν ἄνεμο, καί ὅπως τό σπουργίτι πού θά πιασθεῖ στήν παγίδα. Νόμιζαν ὅτι δέ θά φέξει γι᾿ αὐτούς τό πρωί ἡ μέρα. Ὅλη ἡ πόλη στέκονταν στό στόμα τοῦ θανάτου, καί καθώς σείονταν, χτυποῦσε στίς πύλες τοῦ ἅδη· ὁ Ἰωνᾶς ὡστόσο μετροῦσε τίς μέρες καί τίς νύχτες, καί οἱ Νινευΐτες μετροῦσαν τίς ἁμαρτίες τους· ὁ Ἰωνᾶς στήν καλύβα του προσεύχονταν νά βγεῖ ἀληθινός, καί οἱ Νινευΐτες μέσα στήν πόλη παρακαλοῦσαν νά μήν πεθάνουν. Δείλιαζε μάλιστα ὁ Ἰωνᾶς, ὅταν ἔβλεπε τά δάκρυά τους. Λοιπόν παραφύλαγε νά δεῖ αὐτό πού θά συμβεῖ στήν πόλη. Εἶχε τή σκιά τῆς κολοκυθιᾶς, πού δέ φύτευσε ὁ ἴδιος, ἐκεῖνος ὅμως καίγονταν ἀπό τήν κάψα τῆς μέρας· διότι ἡ καλύβα∗ τοῦ Ἰωνᾶ ξεράθηκε ἀπό τή ρίζα, καί ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου προστάτευσε σάν σκιά τούς Νινευΐτες.
Τ ∗
ούς εἶδε αὐτούς νά τρέμουν ἀπό τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅπως τρέμει τό νερό. Εἶδε τά
Ἐννοεῖ τήν «κολοκύνθη».
31
προσκύνησε τόν Κύριο. Οἱ ζωντανοί κλαῖνε τούς νεκρούς, οἱ Νινευΐτες ὅμως κλαῖνε τούς ζωντανούς. Ὅλοι θρηνοῦσαν τούς γιούς τους καί τούς συγγενεῖς τους. Μεγάλο καί φοβερό πένθος ὑπῆρχε τότε ἐκεῖ, καί ὅλοι νόμιζαν ὅτι ζωντανοί θά κατέβουν στή γῆ· καί ὅσο λοιπόν πλήθαιναν οἱ μέρες πού εἶχαν ὁρισθεῖ, τόσο περισσότερο πλήθαιναν καί τά δάκρυα, ἐπειδή νόμιζαν ὅτι δέ θά ὑπάρχουν στό ἑξῆς. φθασε λοιπόν ἡ μέρα κατά τήν ὁποία, ἄν δέ μετανοοῦσαν, ἐπρόκειτο νά καταστραφοῦν· καί ἡ πόλη γέμισε ἀπό κλάματα. Τό χῶμα τῆς γῆς, πού βράχηκε ἀπό τό πλῆθος τῶν δακρύων, πού οἱ ἴδιοι ἔριχναν κάτω μέ πίκρα, ἔγινε σάν πηλός. Σήκωσαν οἱ πατέρες τά παιδιά τους ἀπό τόν ὕπνο γιά νά θρηνήσουν μαζί τόν πικρό τους θάνατο· τοποθετοῦσαν στή μέση τούς γαμπρούς καί τίς νύφες. Ἀντίκρυσαν οἱ πατέρες τήν ὀμορφιά τῶν γιῶν τους, καί ἀπό τή μεγάλη λύπη τούς ἦρθε σκοτοδίνη. Καί τελικά νόμιζαν ὅτι ἡ γῆ σείεται, καί ὕψωσαν τή φωνή τους μέ θρήνους, πού ἔφθαναν ὥς τούς οὐρανούς. Οἱ γέροι καί οἱ γριές πῆγαν στούς τάφους καί ἔκλαιγαν, διότι ἐκεῖνος πού ἔθαβε καί ἐκεῖνος πού θάβονταν ἦταν μεταξύ τους. Ὁ καθένας ἀντίκρυζε μπροστά στά μάτια του τόν πικρό θάνατο, καί ἄφηνε λυπητερή κραυγή, ἐπειδή δέ γνώριζε σέ τί λογῆς θάνατο ἔφθασε.
32
σχισαν τίς καρδιές τους, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἡ γῆ σχίσθηκε. Ἀποροῦσαν γιά τό τέλος μέ τό ὁποῖο ἐπρόκειτο νά παραδοθοῦν στό θάνατο. Ἄλλαξε ἡ ὄψη τοῦ προσώπου ὅλων, μόλις ἔφεραν στό νοῦ τους ὅτι ἡ γῆ ἐπρόκειτο νά στραφεῖ πρός τά κάτω. Ὁ βασιλιάς φορώντας σάκκο κυριεύθηκε ἀπό πόνο, καθώς σκέφτονταν ὅτι αὔριο δέ θά ὑπάρχει. Ὅλοι ἔτρωγαν στάχτη καί παρακαλοῦσαν τόν Θεό· ὅλοι κατά τήν προσευχή τους γέμιζαν τό στόμα τους μέ στάχτη· ὅλοι φώναζαν τούς φίλους τους, γιά νά χορτάσουν ἀπό τό ἀντίκρυσμά τους, προτοῦ νά κατέβουν οἱ ἴδιοι στόν ἅδη.
ταν λοιπόν συμπληρωνόταν ἡ μέρα, στάθηκαν ὅλοι μαζί στό σκαλοπάτι τοῦ θανάτου. Κρατώντας τά χέρια ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, θρηνοῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔφθασε ἡ τελευταία νύχτα, καί συλλογίζονταν σέ ποιά ὥρα πρόκειται νά ἀκουσθεῖ ὁ ἦχος τῆς καταστροφῆς τους. Νόμιζαν ὅτι τό βράδυ πρόκειται νά καταστραφεῖ ἡ πόλη· ἔφθασε ὅμως τό βράδυ καί δέν ἔπαθε τίποτε ἐντελῶς. Νόμιζαν ἐπίσης ὅτι τή νύχτα θά μεταβληθεῖ σέ χάος καί θά χαθεῖ. Στή συνέχεια ἔφθασε καί ἡ νύχτα, ἀλλά δέν παραδόθηκαν στήν κατάστροφή. Νόμιζαν ὅτι μέσα στό σκοτάδι θά παραδοθοῦν στό θάνατο. Πέρασε καί τό σκοτάδι, ἀλλά δέν ἔπαθαν τίποτε ἐντελῶς. Νόμιζαν ὅτι ἡ πόλη θά καταστραφεῖ τό πρωί. Ἦρθε τό πρωί καί αὔξησε τίς ἐλπίδες ἐκείνων. Στήν ὥρα πού αὐτοί νό-
33
μιζαν ὅτι δέ θά ὑπάρχουν, σ᾿ αὐτή τήν ὥρα ὁλοκληρώθηκε ἡ χαρά τους. Χαίρονταν ὅλοι μαζί μέ τούς φίλους καί τούς πλησίον τους καί δόξαζαν τόν Θεό πού τούς εὐσπλαχνίσθηκε. Ἰωνᾶς ὅμως στέκονταν ἀπό μακριά, παρακολουθώντας κρυφά καί φοβούμενος μήπως ἀποδειχθεῖ ψεύτης· καί στήν ὥρα πού περίμενε νά καταστραφεῖ ἡ πόλη, σ᾿ αὐτή τήν ὥρα ἡ πόλη γλύτωσε ἀπό τό θάνατο· διότι ὁ ἀγαθός Θεός γνωρίζοντας τά δάκρυά τους, ἔδειξε τήν εὐσπλαχνία τους σ᾿ αὐτούς. Διότι, ἄν καί δέν πέθαναν, ὅμως μέ τήν προσδοκία τοῦ κακοῦ θανάτου εἶχαν πιά πεθάνει ἀπό πρίν· καί πραγματικά εἶχαν πιά πεθάνει· ἦταν δηλαδή ἄταφοι νεκροί· διότι ὁ φόβος τῶν συμφορῶν τούς θανάτωσε ζωντανούς· τόσο πολύ δηλαδή εἶχε ἐλπίσει ὁ Ἰωνᾶς ὅτι ἡ ἀπειλή τῶν συμφορῶν θά τούς ἔκανε νά χάσουν τή δύναμή τους, διότι ἦταν σάν σκιά.
Ἰωνᾶς ὅμως δέν τά ἔβαζε αὐτά στό νοῦ του, ἀλλά προσέχοντας τά δικά του, ζητοῦσε νά τούς φονεύσει ὅλους· ὁ Θεός ὅμως τούς λυπήθηκε αὐτούς, διότι ἔλειωσαν ἀπό τό φόβο· καί ξαναζωντάνευσε ἡ νεκρή πόλη. Λοιπόν, ὅλοι μαζί μέ χαρά εἶχαν ἄριστες ἐλπίδες, διότι εἶδαν τήν ὀργή νά ἔχει μεταβληθεῖ σέ εὐσπλαχνία· διότι κατά τήν προσευχή τους ἔκαμψαν τά γόνατά τους, ὕψωσαν ὅμως τά χέρια τους καί εὐχαριστοῦσαν τόν
34
Θεό, ὁ ὁποῖος τούς ἔσωσε ἀπό τό θάνατο, χωρίς νά τό περιμένουν, καί τούς χάρισε ζωή μέ τό ἔλεός του. ταν λοιπόν εἶδε ὁ Ἰωνᾶς ὅτι μέ τό νά σωθοῦν οἱ Νινευΐτες φάνηκε ψεύτης, λυπήθηκε πάρα πολύ· οἱ Νινευΐτες ὅμως ἄρχισαν νά τόν παρηγοροῦν καί νά τόν καλοπιάνουν, λέγοντας σ᾿ αὐτόν τά ἑξῆς· «Μή λυπᾶσαι, Ἰωνᾶ, ἀλλά νά χαίρεσαι, διότι μέ τή μεσολάβησή σου βρήκαμε καινούρια ζωή· μέ τή μεσολάβησή σου δηλαδή γνωρίσαμε τόν Θεό ὅλου τοῦ κόσμου. Μή φοβᾶσαι, δέν εἶπες ψέματα, διότι καταστράφηκε ὅλη μας ἡ κακία, καί ἀνυψώθηκε ἡ πίστη μας. Στό χέρι σου βρήκαμε τά ἐφόδια τῆς μετάνοιας, καί πήραμε ἀπό τούς θησαυρούς τοῦ Θεοῦ. Πές μας, Ἰωνᾶ, τί θά εἶχες νά ὠφεληθεῖς, ἄν καταστρέφονταν ἡ πόλη μας καί ἄν πεθαίναμε ὅλοι; Ἤ τί θά εἶχες νά κερδίσεις, γιέ τοῦ Ἀμαθή, ἄν μᾶς εἶχε καταπιεῖ ὅλους ὁ ἅδης; Γιατί λυπᾶσαι πού μᾶς θεράπευσες ἀπό τά κακά; Ὁ λαός σέ εὐχαριστεῖ κυρίως σάν εὐεργέτη· γιατί λοιπόν ἀναστενάζεις, ἐπειδή κοπίασες νά φέρεις τήν πόλη ὄχι στήν καταστροφή, ἀλλά στή γνώση τοῦ Θεοῦ; Καί γιατί πενθεῖς ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς πού σώθηκαν μέ τή μετάνοια; Τώρα δά ἔχεις στεφανωθεῖ. Ἄς σέ χαροποιήσει αὐτό τό γεγονός· διότι ἐσύ χαροποίησες τούς Ἀγγέλους ψηλά στόν οὐρανό. Πρέπει νά χαίρεσαι ἐσύ ἐπάνω στή γῆ γι᾿ αὐτό· διότι ὁ Θεός χαίρεται μαζί μέ τούς Ἀγγέλους
35
του γιά μᾶς στούς οὐρανού. Δοξάσθηκε ὁ νοῦς σου γι᾿ αὐτό περισσότερο, διότι ὅλοι προσφέρουν τό σεβασμό στόν Θεό. Παρηγόρησε λοιπόν τόν ἑαυτό σου, διότι ὅλη ἡ πόλη μαζί μέ τό βασιλιά σέ προςκυνᾶ μέ χαρά. Ἐπειδή εἶδες τά νήπια ὅτι ἔχουν σωθεῖ ἀπό τό θάνατο, παρηγορήσου καί προσευχήσου γιά τή ζωή τους. Βλέπε ἐπίσης καί τά βρέφη ὅτι ἔχουν φυλαχθεῖ καί βάλε τά χέρια σου ἐπάνω στά κεφάλια τους. Εὐλόγησε τήν πόλη πού ἀνέλπιστα σώθηκε, γιά νά γίνει μεγαλύτερη ἡ ἀνάμνησή σου σ᾿ αὐτή. Διῶξε μακριά τό πένθος, καί σταμάτησε τή νηστεία, καί δεῖξε τήν εὔνοιά σου σ᾿ ἐμᾶς, προφήτη τοῦ Θεοῦ». ὐτά, καί περισσότερα ἀπ᾿ αὐτά, εἶπαν σ᾿ αὐτόν οἱ Νινευΐτες, γιά νά σταματήσουν τήν ἀταίριαστη λύπη του· διότι αὐτός κάθονταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, καί βγῆκε γιά νά τόν συναντήσει ὅλη ἡ πόλη, καί εἶδαν φοβερό θέαμα· εἶδαν δηλαδή τόν Ἰωνᾶ νά στέκεται ὄρθιος καί μέ τό στόμα του νά ἔχουν ὁδηγηθεῖ σέ δίκη. Ἄκουγαν τόν Ἰωνᾶ πῶς ὑπερασπίζονταν τόν ἑαυτό του μπροστά στόν Θεό καί πῶς ἐπίσης ἀπαντοῦσε στόν ἑαυτό του ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ· διότι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶχε αὐτός στό στόμα του γιά κατηγορία, μιλοῦσε μέσα του, καί ἔδειχνε σάν νά ὑπῆρχαν μέσα του δυό πρόσωπα, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ προφήτη, πού συγχρόνως ἀντιδικοῦσαν μεταξύ τους. Ἄκουγε ὅλος ὁ λαός νά ὑπερασπίζεται ὁ Ἰω-
Α
36
νᾶς τόν ἑαυτό του γιά τήν κολοκυθιά, καί συνάμα νά ὑπερασπίζεται τόν ἑαυτό του καί τόν Κύριο καί τήν πόλη· διότι ἡ γλώσσα τοῦ Ἰωνᾶ ὑπηρετοῦσε καί τίς δυό πλευρές, καί ἀπό αὐτή ἀκούγονταν οἱ φωνές δυό προσώπων· διότι μέ τή γλώσσα του μιλοῦσαν δυό πρόσωπα· καί ὁ Ἰωνᾶς δηλαδή μιλοῦσε στόν Θεό, καί ὁ Θεός ἀπαντοῦσε μέ τό στόμα του. Ὤ, τόν φοβερό ὑπερασπιστή! Ὤ, πῶς ἡ γλώσσα του ὑπερασπίζονταν τούς δυό ἀντίδικους, τόν Θεό καί τόν ἑαυτό του! ά πλήθη στέκονταν καί ἄκουγαν πῶς ὁ Ἰωνᾶς μέ τό λόγο του ἀπευθύνονταν στόν Θεό, ἀντιδικώντας μαζί του γι᾿ αὐτά· «Ὦ Δέσποτα, γιατί μέ θλίβεις ἀπό παντοῦ, καί γιατί μέ ἐγκατέλειψες καί μέ παρουσίασες ψεύτη; Καί στή συνέχεια, τήν ἀσήμαντη κολοκυθιά πού εἶχα, γιά νά μέ προστατεύει ἀπό τό λιοπύρι, τήν ξέρανες, καί μέ ξεροψήνεις μέ τόν καύσωνα. Γι᾿ αὐτό ζητῶ τό θάνατο. Πάρε λοιπόν τήν ψυχή μου· διότι ἔχω λυπηθεῖ πάρα πολύ ἀπό τόν πόθο μου γιά τήν κολοκυθιά».
Τ
πάντησε λοιπόν ἀμέσως τό πανάγιο Πνεῦμα μέ τό στόμα του, γιά νά τόν κατάκρίνει ἡ γλώσσα του· καί ἀμέσως τόν πολέμησε, καί τόν ἔλεγχε τό στόμα του δικαιώνοντας τόν Θεό· διότι ὁ λαός τῆς πόλης ἄκουσε, ἀπό τό στόμα τοῦ Ἰωνᾶ, πῶς ἔλεγε ὁ Θεός σ᾿ αὐτόν, ἀντιδι-
37
κώντας γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς πόλης· «Ἐσύ, λέει, ἔχεις λυπηθεῖ γιά τήν κολοκυθιά, γιά τήν ὁποία δέν κοπίασες, οὔτε καί τήν μεγάλωσες· ἡ ὁποία φύτρωσε κατά τήν αὐγή καί κατά τήν αὐγή ξεράθηκε. Πόσο περισσότερο λοιπόν θά λυπηθῶ ἐγώ γιά τήν πόλη μου; Σοῦ δίνω τώρα παράδειγμα γιά τή ζωή κάθε πόλης ἀπό τήν κολοκυθιά πού ξεράθηκε. Ἡ κολοκυθιά ἄς σοῦ γίνει τώρα δάσκαλος, καί ἀπόκτησε ἀπό αὐτή σύνεση καί σοφία, δηλαδή ἀπό μιά ἀσήμαντη κολοκυθιά μάθε πόσο εἶναι τό πλῆθος τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Ἐσύ λυπᾶσαι τήν κολοκυθιά, ἀλλά ἐγώ λυπᾶμαι τήν πόλη. Ζητᾶς μιά ἀσήμαντη καλύβα, ἀλλά ξεριζώνεις τήν πόλη. Ποῦ εἶναι, Ἰωνᾶ, ἡ δικαιοκρισία σου; Γιατί προτιμᾶς τήν κολοκυθιά ἀπό τήν πόλη; Γιά μιά ἀσήμαντη κολοκυθιά δείχνεις εὐσπλαχνία, Ἰωνᾶ, καί γιά τήν πόλη δείχνεις πολλή σκληρότητα. Τόσο μεγάλη ἀξία ἀπέκτησε στά μάτια σου ἡ κολοκυθιά, πού δόθηκε γιά νά ξεραθεῖ καί νά φαγωθεῖ, γιά χάρη ἐκείνου πού τρώει! Προτίμησες τό φθαρτό ἀπό αὐτούς πού μετανόησαν, καί δίνεις μεγαλύτερη ἀξία στά φύλλα τῆς κολοκυθιᾶς ἀπό τούς λογικούς ἀνθρώπους». ταν οἱ Νινευΐτες ἄκουσαν ὅλα αὐτά, ἔστειλαν ψηλά στόν Θεό, σάν μέ ἕνα στόμα, δοξολογία, ἐπειδή γιά χάρη τους ἀντιδικοῦσε ὁ ἴδιος ὁ πλάστης μέ τό πλάσμα, ὁ δημιουργός μέ τό δημιούργημα, ὁ δεσπότης μέ τό δοῦλο, γιά νά δώ-
38
σει ἡ γλώσσα τοῦ Ἰωνᾶ, πού ἀντιδικοῦσε μέ τόν Θεό, δίκαια ἀπόφαση· καί ὁ Ἰωνᾶς χωρίς νά τό θέλει πρόσφερε τή νίκη στόν Θεό δοξάζοντάς τον. Στή δίκη δικαίωνε τόν δίκαιο δικαστή. Θεός προτίμησε, χάρη στούς πολλούς οἰκτιρμούς του, νά ἀνακαλέσει τόν ἀπειλητικό του λόγο, γιά νά σωθεῖ ἡ πόλη, καί ὁ Ἰωνᾶς φιλονείκησε ὑπερβολικά μέ τόν Θεό, γιά νά κατάστρέψει τήν πόλη καί νά μήν παρουσιασθεῖ ὁ ἴδιος ψεύτης. Χαίρονταν ὅλος ὁ λαός, καθώς ἄκουε αὐτά καί ἔβλεπε ὅτι ὁ Ἰωνᾶς νικιέται ἀπό τόν Θεό· καί ὅταν γνώρισαν πῶς ὁ Θεός τόν παρηγοροῦσε, ἔσπευσαν νά αὐξήσουν τήν τιμή σ᾿ αὐτόν. Λοιπόν, τόν ἅρπαξαν στήν ἀγκαλιά τους, καί ὅπως ἕνας βασιλιάς, μπῆκε στήν πόλη μέ δόξα καί κάθισε σέ θρόνο· καί ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι αὐτοί πού μετανόησαν, τόν προσκύνησαν, προσφέροντας σ᾿ αὐτόν δῶρα καί τίς δεκάτες τους, καί ὅσα εἶχαν τάξει κατά τόν καιρό τῆς θλίψης τους. Ἄνοιξε ὁ βασιλιάς τούς θησαυρούς του καί πρόσφερε σ᾿ αὐτόν πολύ λαμπρά δῶρα.
Ἰωνᾶς λοιπόν δοξάσθηκε ἀπό τό στόμα ὅλων· καί ἀφοῦ μπῆκε στήν πόλη, κάθισε σέ βασιλικό ἅρμα. Στή θάλασσα τό κῆτος μετέφερε τόν Ἰωνᾶ, καί ἐπάνω στή γῆ, στήν πόλη Νινευή, ὁ βασιλιάς καί ὅλος ὁ λαός τόν δόξασε. Στή θάλασσα τά ψάρια τόν περιτριγύριζαν, καί ὅταν ἐπέ-
39
στρεφε στήν Ἱερουσαλήμ, ὁ βασιλιάς τῆς Νινευή ἔστειλε μαζί του γιά πρεσβευτές ἄρχοντες, γιά νά τοῦ ἑτοιμάσουν παντοῦ τά ἀπαραίτητα γιά τό δρόμο. Ὁ Θεός ὁδήγησε τό κῆτος ποῦ νά πάει, καί ὁ βασιλιάς ἔδειξε τό δρόμο στόν προφήτη. Ὁ βασιλιάς ἀνέβαινε νά τόν συναντήσει μέ δόξα. Κατατρόμαξε καί τόν προϋπαντοῦσε ἀπό τό φόβο γιά τό κήρυγμά του, καί μάλιστα ὅλη ἡ πόλη τοῦ πρόσφερε τιμές· καί φοβόνταν ὁ βασιλιάς μήπως γνωρίσει ὁ προφήτης τήν κατάσταση τῆς Νινευή, γιά νά μήν τούς καταστρέψει. ταν ὅμως ὁ Ἰωνᾶς πλησίασε στά σύνορα τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔλεγε σ᾿ αὐτούς πού τόν συνόδευαν, νά γυρίσουν πίσω· διότι ντρέπονταν μήπως μποῦν ἐκεῖ καί δοῦν τήν εἰδωλολατρία καί τή μεγάλη ἀσέβεια, καί διδαχθοῦν ἀπ᾿ αὐτούς νά θυσιάζουν ξανά στά εἴδωλα αὐτοί πού μετανόησαν καί σέβονται τόν Θεό· διότι φοβόταν μήπως ἐμφανισθεῖ ξανά ἡ πληγή πού ἐπουλώθηκε καί θεραπεύθηκε μέ τή μεσολάβησή του. Δέχθηκε λοιπόν τήν εὐγνωμοσύνη αὐτῶν πού ἦρθαν μαζί του, τούς ἀποχαιρέτησε μέ συγκίνηση, καί τούς εὐλόγησε. Τούς συμβούλευσε νά ἐπιστρέψουν, ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἄκουγαν αὐτά πού τούς ἔλεγε· ἀλλά καί οἱ ἴδιοι τέτοια ἔλεγαν σ᾿ αὐτόν, μιλώντας μέ ἐπιμονή· «Μή μᾶς διώξεις ἀπό κοντά σου, προφήτη. Ἄφησέ μας νά μποῦμε μαζί σου στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά γνωρίσουμε ἀπό αὐτή ἀρετές καί κανόνες, κα-
40
λές καί ὀρθές πράξεις, παραδείγματα, λόγους καί τρόπους. Ἄς μποῦμε νά δοῦμε τή χώρα στήν ὁποία δέν ὑπάρχει διόλου εἰδωλολατρία, ἀλλά πίστη καί ὀρθότητα. Ἄφησέ μας νά δοῦμε τήν καλή ρίζα, ἀπό τήν ὁποία βλάστησες ἐσύ. Σέ παρακαλοῦμε, προφήτη, ἀντί γιά τήν ἀμοιβή τοῦ κόπου πού ὑποστήκαμε στήν ὁδοιπορία, ἐπίτρεψέ μας νά ἔρθουμε μαζί σου». νῶ αὐτοί ἔλεγαν αὐτά, ὁ Ἰωνᾶς ἔσκυψε τό κεφάλι του στή γῆ, συλλογιζόμενος τί τέχνασμα νά βρεῖ γι᾿ αὐτούς, γιά νά ἐπιστρέψουν· διότι ντρέπονταν πάρα πολύ γιά τούς Ἰσραηλίτες, ἐπειδή ἦταν κακοί καί ἀσεβεῖς. Αὐτό ἦταν γι᾿ αὐτόν χειρότερο ἀπό τήν κολοκυθιά, ὥστε ζήτησε γιά τήν ψυχή του τό θάνατο. Ἄρχισε λοιπόν νά προφασίζεται ὁ προφήτης καί νά λέει στούς ἀνθρώπους προφάσεις ἀνύπαρκτες· «Τώρα εἶναι μεγάλη γιορτή στή χώρα μας, καί δέν μπορεῖ νά μπεῖ ἐκεῖ κάποιος ἀλλόφυλος· διότι, ἄν καί εἶστε πιστοί, ὅμως δέν μπορεῖτε νά ἔρθετε στή γιορτή τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή εἶστε ἀπερίτμητοι. Γι᾿ αὐτό ἐπιστρέψτε στήν πατρίδα σας μέ χαρά καί εἰρήνη, σ᾿ ἐκεῖνον πού σᾶς ἔστειλε· καί ὅταν περάσει ἡ γιορτή τοῦ Θεοῦ, ἄν θέλετε, ἐπιστρέψτε ξανά ἀπό κεῖ».
αί μέ αὐτά τά λόγια λυπήθηκαν πάρα πολύ, καί κλαίγοντας ὅλοι τόν ἀποχαιρετοῦσαν· καί στή συνέχεια ἐπέστρεφαν μέ πολλή
Κ
41
θλίψη, ἀφοῦ ἄκουσαν τό λόγο τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ. Ὕστερα ὅμως ἀπό τήν ἀπομάκρυνση τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ ἀπό κοντά τους, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν στό ἴδιο μέρος, εἶδαν ἕνα πολύ ψηλό βουνό, καί ἔκαναν αὐτή τή σκέψη, νά ἀνεβοῦν δηλαδή σ᾿ αὐτό, γιά νά δοῦν ἀπό μακριά τήν ποθητή χώρα. Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, εἶδαν ὅλη τή χώρα, καί ἀμέσως ἔνιωσαν μεγάλη κατάπληξη, ἐπειδή εἶδαν τούς ἀνθρώπους νά προσφέρουν θυσίες στούς δαίμονες, καί σπονδές κάτω ἀπό τά ἄλση, καί νά ἔχουν στούς βωμούς τά γλυπτά, καί στά πρόθυρα τά εἴδωλα· καί εἶδαν ἐκείνους πού ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν νά ἀποδίδουν σεβασμό σ᾿ αὐτά, καί νά προσκυνοῦν στά γλυπτά· ἄλλος θυσίαζε μοσχάρι, καί ἄλλος ἐπίσης πρόσφερε σπονδές στούς δαίμονες. Καί γιατί νά πολυλογῶ; Εἶδαν δηλαδή ἐκεῖ κάθε μανία καί κάθε πανουργία τοῦ Σατανᾶ. οιπόν, ἄρχισαν νά λένε· «Μήπως βλέπουμε ὄνειρο; Ἆραγε τή χώρα τοῦ Ἰσραήλ τή βλέπουμε σάν Σόδομα; Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ἤ μήπως οἱ δαίμονες μᾶς παρουσιάζουν φαντασίες; Μήπως ἔφυγε κρυφά ἡ μεγάλη ἀσέβεια τῆς πατρίδας μας καί ἐγκαταστάθηκε ἐδῶ; Ἐκεῖ συντρίψαμε μέ προθυμία τά εἴδωλα· μήπως ἆραγε ἦρθαν ἐδῶ καί ἀπέκτησαν τήν ἀνδρεία τους; Καί ὄχι μόνο ἐκεῖνα, ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχουν εἴδωλα ἀπό παντοῦ, πού ἐμεῖς δέν εἴχαμε. Στήν πατρίδα μας
Λ
42
δέν ἐπιτρέπονταν νά προσκυνοῦμε τό φίδι· αὐτοί ὄντας φίδια προσκυνοῦν τό φίδι. Στήν πατρίδα μας θυσιάζαμε ζῶα· αὐτοί σφάζουν τίς θυγατέρες τους καί τούς γιούς τους. Ἀλλά ἐπειδή ὁ λαός πού πῆρε τό νόμο τοῦ Θεοῦ μέ τή μεσολάβηση τοῦ Μωυσῆ, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἰωνᾶς, κατασκευάζει καί πουλᾶ γλυπτά, ἄς σηκωθοῦμε καί ἄς φύγουμε ἀπό τόν ἁμαρτωλό λαό, μήπως ἐξαφανισθοῦμε μέσα στίς πράξεις τους· διότι ἀντί γιά τή Νινευή πού δέν κατάστράφηκε, ἴσως πρόκειται νά καταστραφεῖ ἡ χώρα τοῦ Ἰσραήλ». Μόλις λοιπόν εἶπαν αὐτά, ἐπέστρεψαν φοβισμένοι στήν πατρίδα τους, δοξάζοντας τόν Θεό. ς δοξάσουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τόν Θεό, ὁ ὁποῖος παρέχει σ᾿ ἐμᾶς παράδειγμα καί ἀρραβώνα διά μέσου τῶν Νινευϊτῶν. Διότι ὅπως τούς ἔσωσε διά μέσου τοῦ Ἰωνᾶ, ἔτσι καί τώρα καί πάντοτε σώζει τό λαό του διά μέσου τοῦ μονογενῆ Υἱοῦ του· καί καταργεῖ τό λαό, ἐννοῶ τήν ἄκαρπη συκιά,∗ ἡ ὁποία ἐμποδίζει τά ἔθνη νά σωθοῦν μέ τούς καρπούς τῆς μετάνοιας, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
∗
Μέ ἄκαρπη συκιά παρομοιάζεται ὁ παλαιός Ἰσραήλ. Πρβλ. Ματθ. 21, 18-19.