Εγχάρακτη η εικόνα και η λογική του Θεού ;
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Καθώς όλα ηρέμησαν στην Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου, έβαλα τ’ άλλα διαβάσματα στην άκρη κι έπιασα-για τρίτη φορά- να διαβάζω Θ.Ι.Ζιάκα με ισχυρή την πεποίθηση ότι και για την επόμενη τουλάχιστον πενταετία γύρω από τον τρισσόν λόγον του θα πρέπει να περιστρέφομαι. Ξεκίνησα από το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, την Έκλειψη του Υποκειμένου Εκδ. Αρμός, την οποία απέκτησα στις 3-ΙΙΙ-2007, σημειωτέον, χωρίς να γνωρίζω ότι το βράδυ εκείνο επίκειται...ολική έκλειψη σελήνης. Βρήκα πολλά όμορφα πράγματα που με εντυπωσίασαν τόσο που ήταν σαν να το διάβαζα πρώτη φορά. Ένα απ’ αυτά είναι στη σελίδα 216.
«Η εμπειρία μας υποδηλώνει, λοιπόν, δύο γεγονότα: α) ότι το εγώ (ο νους) δεν μπορεί να σχηματίσει τέλεια την περί εαυτού ιδέα, και β) ότι η φορά προς αυτογνωσία, προς ακριβή αυτοαπεικόνιση, είναι ουσιώδες στοιχείο της εκστατικότητάς του. »Αν οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές, τότε έχουμε, για την αφηρημένη αυτή οντότητα πού αποκαλέσαμε πραγματικό εγώ τις έξης εκδοχές: α) Ότι αποτελεί το κέντρο μιας όχι συντελεσμένης οντότητας πού τείνει να ολοκληρωθεί απεικονίζοντας τον εαυτό της μέσα στο γίγνεσθαι. Μπορεί να μην έχει ακριβή ιδέα του εαυτού της, άλλα γνωρίζει αν μια πραγματοποιηθείσα εικόνα της είναι ακριβής ή όχι. Σαν να υπήρχε μέσα της χαραγμένη ή «μήτρα» της ακριβούς εικόνας και με «τοποθέτηση» να ελέγχεται εκ των υστέρων η εφαρμογή, η σύμπτωση. Ερχόμαστε έτσι κοντά στην πλατωνική θεωρία της «ανάμνησης»: Το εγώ «θυμάται» την υπερβατική εικόνα-ιδέα του, το «είναι» του, και με βάση αυτήν ελέγχει αν είναι σωστή η παρουσία του μέσα στο γίγνεσθαι-αν το μηχανικό εγώ ανταποκρίνεται στο πραγματικό. »Η υπερβατική ιδέα λειτουργεί ως «αρχέτυπο». Το ίδιο κοντά είμαστε στο βιβλικό «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» — ότι μέσα μας έχουμε χαραγμένη τη «θεία εικόνα». Όταν λέμε ότι το εγώ δεν μπορεί να σχηματίσει τέλεια την ιδέα του, εαυτού του, εννοούμε ότι αδυνατεί να φιλοτεχνήσει τέλεια την προσωπικότητα του με τα μέσα της ύλης και της ενέργειας, της σημασίας και του λόγου, ώστε να παραγάγει μιαν εικόνα πραγματικά αληθινή: οντοτική, «αεί ωσαύτως έχουσαν». Σ' αυτή την περίπτωση έχουμε μιαν ανθρωπολογία εκστατική-δυναμική. Κι έχει εδώ καίρια σημασία αν η ιδέα-πρότυπο είναι
οντότητα (πλατωνισμός) η είναι «ψιλή ιδέα» στο νου του θεού (χριστιανισμός). » Στη δεύτερη εκδοχή ο άνθρωπος είναι πραγματική οντότητα και συγχρόνως πραγματική καθολικότητα (δηλαδή πρόσωπο), δυνάμει, εσχατολογικά. Οντότητα πού θα ολοκληρωθεί όταν οι σχέσεις γίνουν πληρωματικές, όταν έλθει το Πλήρωμα. β) Ότι ο άνθρωπος είναι ήδη συντελεσμένη οντότητα, οπότε η συζήτηση για την αδυναμία αυτοαπεικόνισης κ.λπ. είναι μια συζήτηση δίχως νόημα. Παθολογικό και παράλογο είναι ακριβώς το να μη συμβιβάζεσαι μ' αυτό πού «είσαι» και να κυνηγάς ιδανικά «φαντάσματα». Το να μην «είσαι ο εαυτός σου». Σ' αυτή την περίπτωση έχουμε μιαν ανθρωπολογία στατική.»
Αφήνω γρήγορα στην άκρη όλα τα άλλα σοβαρά θέματα που θέτει το απόσπασμα αυτό γιατί φοβάμαι ότι θα παρασυρθώ σ’ έναν επιπόλαιο σχολιασμό τους. Συγκεντρώνω την προσοχή μου μόνο στις υπογραμμισμένες φράσεις και κάνω τις εξής σκέψεις.
Α. Ο Κόσμος είναι δομημένος πάνω στην αρχή της αυτοομοιότητας. Όλα έχουν μία ενιαία λογική που τα διαπερνά. Όλη η Κτίση είναι με έναν μαστορικό τρόπο χτισμένη και ο μαστορικός αυτός τρόπος υπάρχει ακόμη κι εκεί που τίποτα δεν δηλώνει... «οικοδομική» δραστηριότητα. Είναι τόσο ελευθέρως ευφυής και τόσο ευφυώς ελεύθερος, αυτός ο τρόπος, ώστε κρύπτεσθαι φιλεί! Η αυτοομοιότητα δεν είναι μόνο μορφοκλασματική αλλά και ενεργειοκλασματική και ουσιοκλασματική. Είναι δηλαδή αυτοομοιότητα και στις μορφές(υποστάσεις)και στις ενέργειες και στις ουσίες.
Β. Οι επιστήμονες μελετώντας τα αποδημητικά πουλιά διαπιστώνουν από την συμπεριφορά τους, από τις ενέργειές τους, ότι μπορούν να υπολογίσουν τη θέση τους κατά τον μεγάλο τους ταξίδι. Ξέροντας το «στίγμα» τους τα πτηνά, προβαίνουν σε συγκεκριμένες κινήσειςπχ. τρώνε πολύ και ξεκουράζονται-προκειμένου να συνεχίσουν πραγματοποιώντας ένα άλμα μερικών χιλιάδων χιλιομέτρων χωρίς ενδιάμεσο σταθμό. Οι ειδικοί ακόμη λένε ότι διαθέτουν ένα είδος «σόναρ», κάπου κει πίσω από το ράμφος τους, και ότι αυτό το όργανο είναι που οδηγεί τόσο εκείνα που έχουν ξανακάνει το ταξίδι όσο κι εκείνα που το κάνουν για πρώτη φορά. Είτε όμως υπάρχει το σόναρ σαν ένα είδος μηχανισμού πλοήγησης είτε δεν υπάρχει, η πλοήγηση στο μεταναστευτικό ταξίδι απαιτεί τρία πράγματα: α) τον υπολογισμό της θέσης β) την σύγκριση του αποτελέσματος του υπολογισμού με κάποιον «χάρτη» δεδομένο γ) τη χάραξη και τη διόρθωση της πορείας αν δεν υπάρχει όργανο ή το «καλυμπράρισμα» του οργάνου, αν αυτό υπάρχει. Φυσικά χρειάζεται και
κάποιου είδους απόφαση. Διατυπώνοντας αλλιώς τα παραπάνω-αφού έχουμε υπόψη μας ότι η αλήθεια δεν εξαντλείται στις διατυπώσεις της-θα λέγαμε ότι εκτός από την ύπαρξη ενός hard υποβάθρου πρέπει να υπάρχει και ένα soft υπόβαθρο ώστε η πλοήγηση στα χιλιάδες χιλιόμετρα της πτήσης να είναι ακριβής και να οδηγήσει στο ίδια μέρη το σμήνος.
Γ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στα μεταναστευτικά ψάρια. Τα χέλια, λέει, φεύγουν απ’ όλες τις λίμνες και απ’ όλα τα ποτάμια, της Ευρώπης και πάνε να γεννήσουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο του βορίου Ατλαντικού, στη θάλασσα των Σαργασσών. Λίγο πριν ξεκινήσουν αλλάζει η φυσιολογία τους! Το λίπος τους ανέρχεται στο 1/3 του βάρους τους, τα μάτια τους μεγαλώνουν, τα χρώματά τους αλλάζουν, το στόμα τους μικραίνει. Για να υπερνικήσουν τις δυσκολίες του ταξιδιού κινούνται ακόμα και στο έδαφος σαν να είναι φίδια!!! Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα «βιολογικό ρολόϊ» ή από το «ένστικτο». «Κάτι» πρέπει να τα συντονίζει και να τα ρυθμίζει. Και επειδή ακόμα και τα βιολογικά ρολόια «χάνουν», επειδή παντού υπάρχει «τριβή», «Κάτι» πάλι πρέπει να διορθώνει τις αποκλίσεις. Μετά, μόνο τα νεαρά άτομα του κοπαδιού-οι γεννήτορες πεθαίνουν στη...ξενιτειά της Αμερικής- επιχειρούν το αντίστροφο ταξίδι κι επιστρέφουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αποδείξει ότι τα χέλια που επέστρεψαν στο τάδε ποτάμι είναι γνήσιοι απόγονοι των άλλων που έφυγαν πριν από λίγους μήνες. Σίγουρα όμως είναι χέλια που προήλθαν από το συγκεκριμένο σημείο αναπαραγωγής τους άρα έτσι κι αλλιώς έκαναν αυτό το ταξίδι. Και αυτό το ταξίδι προφανώς χρειάζεται πλοήγηση. Και η πλοήγηση αυτή πρέπει να διαθέτει τα χαρακτηριστικά εκείνης των πτηνών. Κυρίως πρέπει να υπάρχει «Κάτι» που να διορθώνει την κίνησή τους σε ένα περιβάλλον συνεχούς «τριβής» και...αύξοντος αποπροσανατολισμού ή αύξουσας πολυπλοκότητας. Επιπλέον, «Κάτι» θέλει τα χέλια στον τάδε ποταμό και κάνει ό,τι χρειάζεται για να επιστρέψει το είδος εκεί. Αν το χέλι θέλει κάτι, το καθένα μόνο του μέσα στον ατομικισμό του ή το καθένα μαζί με το κοπάδι μέσα στον κολεκτιβισμό του, δεν θα το οδηγούσε-αυτό το «κάτι που θέλει» το χέλι-στον τάδε προαναφερθέντα ποταμό αλλά στη δείνα τυχαία λακούβα με νερό. Κάποια ποτάμια και κάποιες λίμνες θα έμεναν άδεια και κάποια θα γέμιζαν πολύ. Άρα η κατανομή των χελιών στους υδροβιότοπους δεν είναι τυχαία. Μένει ν’ αποδειχθεί το μέγεθος της ελευθερίας που διαθέτουν τα χέλια, αν τα άτομα-χέλια εγκαθίστανται βάσει κάποιας λογικής ή εγκαθίστανται τυχαία. Αν έχουν την επιλογή της λίμνης ή του ποταμού ή ακόμα και την επιλογή της τυχαίας κατανομής. Αν δηλαδή μπορούν να διαλέξουν τόπο ή να το αφήσουν στην τύχη. Εφόσον αποδειχθεί ότι τα χέλια επιστρέφουν στην υδάτινη πατρίδα των γεννητόρων τους τότε δεν διαθέτουν το δικαίωμα επιλογής της εγκατάστασης. Εφόσον όμως αυτό
δεν αποδειχθεί τότε θα πει ότι η ελευθερία αυτή υπάρχει και ασκείται είτε μέσω του τυχαίου(«κατά τύχην ζην») είτε μέσω κάποιας επιλογής, πράγμα που σημαίνει ότι με μια έννοια η έννοια του «ευ ζην» ενυπάρχει και στη ζωή των χελιών.
Δ. Τα παλιά τα χρόνια-η δεκαετία του ’60 είναι πια «παλιά χρόνια»-όταν τ’ αυτοκίνητα ήταν λίγα και οι περισσότεροι δρόμοι χωματένιοι, ήταν σύνηθες να πατήσει ένα από αυτά τα λίγα αυτοκίνητα ένα από τα πολλά φίδια που τότε ακόμη υπήρχαν στα χωράφια και στους λόγγους. Μας εντυπωσίαζε τότε, μας εντυπωσιάζει και τώρα, αυτή η...ευσυνειδησία του φιδιού που ενώ χαροπάλευε φρόντιζε, ο τελευταίος σπασμός, να στρέψει την κοιλιά του προς τον ουρανό. Οι μεγαλύτεροι, μας εξηγούσαν ότι αυτή η κίνηση είχε «σκοπό», το κουφάρι του φιδιού να γίνει εύκολα αντιληπτό από τους καθαριστές της φύσης, τα όρνια. Θεωρώντας ότι δεν πρέπει να είναι μέσα στις τελευταίες μέριμνες του φιδιού το τι θα φάει το κοράκι αφού αυτό κλείσει τα μάτια του, καταλήγουμε, με λίγη καλή θέληση, στο ότι «Κάτι» άλλο φροντίζει για τη στρέψη αυτή. Σημειώνουμε δε ότι η στρέψη αυτή δεν λαμβάνει χώρα μόνο όταν ο θάνατος του φιδιού είναι ακαριαίος. Αν συντριβεί δηλαδή το κεφάλι του.
Ε. Για κείνους που δεν ήσαν παιδιά τη δεκαετία του ’60, που δεν διέτρεχαν την ύπαιθρο με αυτοκίνητα, που δεν έτυχε να πατήσουν φίδι ενώ διέτρεχαν την ύπαιθρο αλλά κυρίως για τους άπιστους Θωμάδες θα καταθέσω μία παρόμοια παρατήρηση την οποία δύναται να επαληθεύσει ο πάσα εις. Τα κάθε είδους όστρακα για να είναι κατάλληλα προς βρώσιν πρέπει να είναι κλειστά. Αν είναι ανοικτά τότε πρέπει να κινούνται. Αν είναι ανοικτά και δεν κινούνται τότε είναι πεθαμένα και άρα ακατάλληλα προς...ανθρώπινη βρώση! Είναι όμως κατάλληλα προς βρώσιν από άλλα πλάσματα που δεν κωλύονται για τους λόγους που κωλύεται ο άνθρωπος. Επειδή πάλι δεν μπορώ να δεχτώ ότι το θνήσκον μύδι έχει την έγνοια να μείνει ανοικτό για να το φάει κάποιο ζωντανό δέχομαι ότι «κάτι άλλο» φροντίζει γι’ αυτό. Και το ρήμα είναι στον ενεστώτα διαρκείας....φροντίζει! Νυν και αεί!
Τούτων δοθέντων τίθενται τα ερωτήματα: Μήπως η εικόνα της λογικότητος της Κτίσης είναι εγχάρακτη μέσα στα πλάσματά της σε όλες τις βαθμίδες και σε όλες τους τις μορφές; Μήπως με βάση αυτή την εικόνα της λογικότητας, «κάτι» συγκρίνει και ελέγχει το εικονιζόμενο και το δρώμενο, τον «χάρτη» με την «πορεία»;
Μήπως αυτό το «κάτι» ενώ προβαίνει σε διορθώσεις και «καλυμπραρίσματα» παρέχει και διαφόρους βαθμούς ελευθερίας επιλογής; Σε όλες τις κλίμακες της ζωντανής Κτίσης το «φυσικό θέλημα» ανέρχεται μοναχό και συναντάται με το «γνωμικό θέλημα» μόνο στο τελευταίο σκαλοπάτι ,το ανθρώπινο; Ή συνυπάρχει το «γνωμικό θέλημα» σε υποτυπώδεις μορφές και στις χαμηλότερες βαθμίδες σχηματίζοντας πάντα ζεύγος με το «φυσικό θέλημα» και τριάδα με το πνεύμα του Θεού; Μήπως, όπως είναι στον άνθρωπο εγχάρακτη η «εικόνα του Θεού» ήτοι «εκείνο στο οποίο πρέπει να τείνει», είναι εγχάρακτη και στο χέλι «εκείνος ο ποταμός στον οποίο πρέπει να τείνει»; Και μήπως, υπάρχει ένα «σύστημα παγκόσμιου προσανατολισμού», ένα Κοσμικό GPS, που παρέχει υποστήριξη-support που λένε στο χωριό μου-ώστε να μπορεί και ο άνθρωπος και το χέλι να πλοηγεί το σαρκίον του-αν θέλει- εκεί που ανήκει και εκεί που τον χρειάζονται;
15 Αυγούστου 2010