Πολύς καβγάς για το τίποτα ή Γιατί η ανάπτυξη δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι, αποτέλεσμα τραπεζικής χρηματοδότησης
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Όταν ξέσπασε η κρίση, και ενώ δεν είχε περάσει πολύς καιρός, οι τράπεζες "κούρεψαν" τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Πήγαινε ο επιχειρηματίας, μιαν ωραία πρωία και ενώ τίποτα δεν είχε αλλάξει στο "προφίλ" του, και η τράπεζα- ή ο θυγατρικός της χρηματοπιστωτικός οργανισμός όπως οι εταιρείες του φάκτορινγκ, [ i]έχοντας αποφασίσει μονομερώς και αυθαιρέτως, του ανακοίνωνε ότι η "χορήγηση" δεν θα είναι στο ύψος του 95% της επιταγής ή του τιμολογίου αλλά ότι θα είναι πολύ μικρότερη, 65% για παράδειγμα. Από τη μια μέρα στην άλλη, δηλαδή, αδιάντροπα και αυταρχικά, οι τράπεζες, συρρίκνωσαν την περιβόητη "ρευστότητα" κατά 20%, 25%, 30% και παραπάνω! Όταν, κι εγώ με τη σειρά μου, βρέθηκα ενώπιον της ίδιας αυθαιρεσίας, η οποία μού δημιουργούσε όχι μόνο μεγάλα προβλήματα αλλά και ανυπέρβλητα, σε μια στιγμή μάλιστα που η επιχείρηση βρισκόταν στον πιο μεγάλο τής μεγέθυνσής της διασκελισμό, διαμαρτυρήθηκα. Για να εισπράξω, από τον κατά τα άλλα συμπαθή και συνεργάσιμο υπάλληλο, την απάντηση: "υπάρχουν επισφάλειες"! Όταν αμέσως τον ρώτησα "σε ποιον τομέα των χορηγήσεων υπάρχουν μεγαλύτερες επισφάλειες, στα επιχειρηματικά δάνεια ή στα καταναλωτικά"; εκείνος ευθαρσώς μου απάντησε "στα καταναλωτικά"! Και όταν εγώ τον ξαναρώτησα, γιατί τότε κόβονται οι χορηγήσεις εκείνων που είναι λιγότερο επικίνδυνοι πελάτες και περισσότερο χρήσιμοι στην οικονομία αφού είναι παραγωγοί και όχι καταναλωτές, εκείνος σιώπησε! Και συνέχισε να σιωπά όσον καιρό ακόμα έμεινε στο κατάστημα και βίωνε τον επιθανάτιο ρόγχο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ότι μόνο μικρομεσαίες επιχειρήσεις πάνε στα καταστήματα της γειτονιάς. Οι μεγάλοι πελάτες δέχονταν, τότε ακόμη, τις επισκέψεις των κατάλληλα ενδεδυμένων στελεχών της τράπεζας με σαφείς εντολές για την αρμόζουσα αμφίεση τους. Τότε, το μαχαίρι δεν είχε φτάσει στο κόκκαλο, ήγουν "στον μισθωτό και στον συνταξιούχου", και κανείς- ούτε μεγάλος δημοσιογράφος ούτε μικρός αναλυτής- δεν το πρόσεξε. Δεν γράφτηκαν αναλύσεις ούτε χυθήκανε δάκρυα από τα παράθυρα των καναλιών. Σήμερα όμως, που και το μαχαίρι βρήκε κόκκαλο και οι καταθέσεις κουρεύτηκαν και η ρευστότητα δεν έρχεται, καιρός είναι να δούμε αυτά που δεν
φαίνονται και να πούμε αυτά που δεν λέγονται, ούτε από τον Μπάμπη Παπαδημητρίου ούτε από τον Νίκο Ρογκάκο ούτε από τον Γιώργο Κούρο.
"Έμποροι χρήματος" και όχι μηχανισμοί χρηματοδότησης Οι τράπεζες, όπως τόνιζε συχνά πρώην διοικητής της Εθνικής, είναι "έμποροι χρήματος". Δεν είναι μηχανισμοί χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Κι αν για κάποιες περιόδους γίνανε, ή καλύτερα φάνηκε πως γίνανε, μηχανισμοί χρηματοδότησης, αυτό οφείλεται στο ότι εκεί, στη χρηματοδότηση της "ανάπτυξης", υπήρχε μεγαλύτερο και γρηγορότερο κέρδος ή, έστω, υπήρχε κάποιο κέρδος εκεί όταν δεν υπήρχε κανένα κέρδος αλλού. Αυτό φάνηκε και στο παράδειγμα που προαναφέρθηκε αλλά και στη γρήγορη μετακίνηση των χορηγήσεων από τον τομέα των επιχειρηματικών δανείων στον τομέα των καταναλωτικών. Κανένας τραπεζίτης δεν είχε ηθικό, πατριωτικό, οικονομικό ή άλλο πρόβλημα, προκειμένου να πάρει τα κεφάλαια που είχαν συσσωρευτεί από την επιχειρηματική δραστηριότητα και να τα χρησιμοποιήσει για την καταναλωτική χρηματοδότηση! Και μην πει κανένας πως ανταποκρίθηκαν στη "ζήτηση" γιατί κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε να ζητήσει "διακοποδάνειο"! Η "ζήτηση" που δημιουργήθηκε ακολούθησε την προσφορά κάθε είδους δανεικού, "πλαστικού" και εικονικού χρήματος. Κανένας τους δεν είχε κανένα πρόβλημα να χρηματοδοτήσει την αγορά αυτοκινήτων και να κάνει έτσι τους Γερμανούς μάγκες και τα ελλείμματα τα δικά μας πλεονάσματα των Γερμανών! Κανένας τους δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να μετατρέψει στην Ελλάδα τεράστια χρηματικά ποσά από κεφάλαια σε "αξίες χρήσης" -ούτε καν σε "ανταλλακτικές αξίες", σε εμπορεύματα δηλαδή- και να στερήσει έτσι από την Πατρίδα του και τον λαό της τα αναγκαία κεφάλαια για την ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, κι ενώ η Ελλάδα "αποκεφαλαιποιείται", η Γερμανία, η Αγγλία, η Ολλανδία, η Ιταλία, όλες τέλος πάντων οι χώρες που αποτελούν τους προμηθευτές της καταναλωτικής Ελλάδας, "κεφαλαιοποιούνται", τα προϊόντα τους -οι "ανταλλακτικές αξίες"- μοσχοπωλούνται και "γεννάνε" νέα κεφάλαια πάνω στα παλιά, τα οποία τρέφονται όπως οι βρικόλακες -και οι κόλακες- από το φρέσκο αίμα των λαών της περιφέρειας και δη του Νότου.
Ασύμμετρη, άμα και σουρεαλιστική, σχάση "ανταλλακτικής αξίας" και "αξίας χρήσης" στην Ελλάδα Ο Μαρξ μας δίδαξε πως κάθε προϊόν της εργασίας έχει δύο υποστάσεις: "αξία χρήσης" και "ανταλλακτική αξία". Έχει δηλαδή δύο ικανότητες: μία να κάνει χρήσιμο στον άλλον το αποτέλεσμα της δικής μου εργασίας και μία να εξισώνεται ως αξία με το άλλο προϊόν ώστε να καθίσταται δυνατή και συμφερτική η ανταλλαγή του.
Η μαρξική αυτή διδαχή είναι καίρια και κομβική, έχει δε ποικίλες και σημαντικές σημασίες. Εμείς εδώ θα φωτίσουμε μόνο δύο: α) στην Ελλάδα μάθαμε, αυτό που θέλανε να μάθουμε, να διακρίνουμε πόσο χρήσιμα σε μας είναι τα προϊόντα των άλλων, μάθαμε να επιθυμούμε τα προϊόντα της εργασίας των άλλων, να βλέπουμε σε αυτά την "αξία χρήσης" τους, το πόσο "χρήσιμα" θα ήταν σε μας όλα αυτά τα προϊόντα που "απαιτούνται" από το δυτικοευραπαϊκό πρότυπο για να θεωρηθεί ένα βιοτικό επίπεδο ικανοποιητικό για τον "μέσο άνθρωπο". β) Δεν μάθαμε όμως- και γιατί δεν θέλανε να μάθουμε αλλά και γιατί είχαμε "μαθησιακές δυσκολίες", κάτι σαν δυσλεξία παραγωγική, δηλαδή- να φτιάχνουμε προϊόντα που να μπορούν οι άλλοι-ακόμα και όταν κάποιοι δεν θέλουν- να διακρίνουν "αξία χρήσιμη σε αυτούς"! Ακόμα και το "τουριστικό προϊόν"- όταν επιτέλους μάθαμε να το φτιάχνουμε, όπως μάθαμε και όσο μας κόστισε να το μάθουμε- δεν είμαστε σε θέση να δείξουμε σε όσους θα μπορούσαν να καταναλώσουν την αξία του, δεν το καταστήσαμε προσιτό στο "ράφι" του δυτικοευρωπαϊκού προτύπου από το οποίο ψωνίζουν κι εκείνοι. Οπότε προέκυψε αυτό το υπερρεαλιστικό φαινόμενο που θα πρέπει να ονομάσουμε σχηματοποιώντας το... "ασύμμετρη σχάση των αξιών χρήσης και ανταλλαγής"! Μια ολάκερη χώρα εισάγει προϊόντα, πολλά περισσότερα από όσα εξάγει, για να τα χρησιμοποιήσει και όχι για να τα επεξεργαστεί και να τα μεταπωλήσει. Ακόμα κι όταν τα πουλάει τα πουλάει, μέσω του τουρισμού, σ' εκείνους που της τα πουλήσανε, είναι, με άλλα λόγια, πρώτα πελάτης τους και μετά πωλητής των προϊόντων τους έναντι μικρού ποσοστού κέρδους.
Ελλάδα: μηχανισμός "αποκεφαλαιοποίησης" του χρήματος. Τι γίνεται όμως όταν ένα προϊόν υφίσταται αυτή τη σχάση των υποστάσεών του; Τι γίνεται όταν το σακάκι Αρμάνι αφήσει στην κρεμάστρα τη σακακένια ανταλλακτική αξία του για να αρκεστεί στην αξία χρήσης του στις γκλαμουράτες μεταμεσονύκτιες εξόδους του χρήστη; Πάλι ο Μαρξ μας διδάσκει πως δεν είναι κάθε χρηματικό ποσό, όσο μεγάλο κι αν είναι, κεφάλαιο. Το χρήμα γίνεται κεφάλαιο μόνο όταν παίρνει μέρος στην οικονομία, μόνο όταν έρχεται σε σχέση με την εργασία. Το κεφάλαιο, λέει, δεν είναι αντικείμενο, δεν είναι πράγμα, είναι σχέση! Είναι σχέση όπως σχέση είναι και ο Θεός! Και ακριβώς γι' αυτό, επειδή είναι σχέση, είναι και ο θεός του Καπιταλισμού στον οποίο όλα και όλοι τείνουν! Όλοι;;; Όλοι, εκτός από κάτι σουρεαλιστές, μονοφυσίτες και δυσλεκτικούς, στην κεφαλαιοκρατική θεολογία, σαν τους Έλληνες! Οι οποίοι τι κάνουν; Οδηγώντας τα προϊόντα στον Σίνη τον Πυτιοκάμπτη, όπου σχίζονται ασύμμετρα στα δύο οι αξίες
του, μετατρέπουν την ανέμελη ζωή τους σε ένα τεράστιο εργαστήρι "ναρκωτικών και παραισθησιογόνων ουσιών". Εκεί και μέσα σε σύγνεφα και ντουμάνια ψυχεδελικής ευζωίας μεταποιούν το χρήμα τους - όλο το διαθέσιμο χρήμα, και το δικός τους αλλά και το δανεικό- σε απλές αξίες χρήσης. Σε αντίθεση με τον Γερμανό ή τον Ολλανδό που, προμηθεύοντας το εν λόγω "εργαστήρι", μετατρέπουν το κεφάλαιό τους σε χρήμα και μετά πάλι σε κεφάλαιο. Σε "κεφάλαιο πλας", αυξημένο δηλαδή κατά το αντίστοιχο ποσοστό κέρδους. Ο Μαρξ έλεγε πως, στον καπιταλισμό, πηγαίνουμε από το προκαπιταλιστικό "εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα" στο "χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα". Εμείς, εδώ στην Ελλάδα, δεν θα κάναμε λάθος αν λέγαμε πως πήγαμε, και ακόμα είμαστε, στο "Κεφάλαιο-Εμπόρευμα-Αγαθό" ενώ θα έπρεπε-για να είμαστε όντως ανταγωνιστικοί προς τους Γερμανούς και τους Ολλανδούς- να είμαστε στο "Κεφάλαιο-Εμπόρευμα-Κεφάλαιο"! Ό, τι πιάνει το χέρι μας, καταναλωτικό προϊόν γίνεται! Γίνεται δηλαδή κάτι που μόνο εμείς μπορούμε πλέον να απολαύσουμε τη χρήση του, που εμείς είμαστε οι τελευταίοι που θα το χρησιμοποιήσουν. Και δεν μιλάω μόνο για τα έπιπλα, τα σκεύη, τα ρούχα, τα παπούτσια, τα λούσα, τα φρου-φρου και τα αρώματα. Μιλάω και τα ίδια αυτά πράγματα τα οποία θεωρούμε ως κατ' εξοχήν επενδυτικά μας κατορθώματα. Ένα από αυτά είναι το αυτοκίνητο. Μας μπαλαμουτιάσανε ότι το αυτοκίνητο πρέπει να το αλλάζεις ταχτικά- εκείνο της τετραετίας θεωρείται παλιό(!)- πριν αρχίσει να βγάζει ζημιές και ενώ ακόμα έχει "ανταλλακτική αξία". Κι εμείς το χάψαμε μην εννοώντας, οι ανόητοι, ότι όση ανταλλακτική αξία κι αν έχει, εκείνη, είναι μικρότερη από την αρχική, αφενός, και ότι, αφετέρου, θα χρειαστούμε κι άλλο χρηματικό ποσό για να συμπληρώσουμε προκειμένου να μη μείνουμε χωρίς αυτοκίνητο. Έτσι, το χρηματικό ποσό που "δεσμεύεται" παριστάνοντας το αυτοκίνητο, βαίνει αυξανόμενο παραμένοντας ες αεί "αξία χρήσης ", μηδέποτε συναντώντας την ετέρα του υπόσταση, την ανταλλακτική αξία", μηδέποτε γενόμενο "κεφάλαιο"! Αρκεί κανείς να σκεφτεί πόσα αυτοκίνητα υπάρχουν σε κάθε οικογένεια, πόσα αυτοκίνητα υπάρχουν σε κάθε Μικρή Πατρίδα, πόσα αυτοκίνητα υπάρχουν στην Ελλάδα για να καταλάβει το μέγεθος της "μηχανής αποκεφαλαιοποίησης", την "παραγωγικότητα" της μηχανής αυτής. Κάτι ανάλογο γίνεται και με τα σπίτια. Γιατί ναι μεν ο Έλληνας κομπάζει στον Έλληνα πως φτιάχνοντας "πρώτη κατοικία", εξοχικό, προίκα για παιδιά, κάνει επένδυση και δεν τα σπαταλάει αφού "όποιος αγόρασε γη κι ακίνητα ποτέ δεν έχασε έστω και σε βάθος χρόνου", στην πραγματικότητα ουδόλως είναι διατεθειμένος να διαχειριστεί τα σπίτια αυτά ως επενδύσεις. Ποιος έφτιαξε εξοχικό σπίτι και μετά, όταν ανατιμήθηκε, αποφάσισε, παράδειγμα λέμε, να το πουλήσει για να αγοράσει ( ή να φτιάξει) δύο άλλα φτηνότερα ώστε να ενοικιάζει το ένα στους τουρίστες;
Άρα, άλλο ένα κομμάτι του οικογενειακού εισοδήματος, άλλο ένα κομμάτι της οικογενειακής περιουσίας, γίνηκε "οικογενειακή αξία χρήσης" και απώλεσε οριστικά(;) τη δυνατότητα να γίνει "οικογενειακό κεφάλαιο"! Οι δύο υποστάσεις της οικογενειακής περιουσίας παύουν να συναιρούνται ασυγχύτως και αδιαιρέτως. Παραμένει στο διηνεκές ένα είδος "θησαυρού" που έχει καταχωθεί, έχει βγει από τον κύκλο της οικονομίας και σε καμία περίπτωση δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο. Όταν μπαίνει στην οικονομία, μπαίνει για να ζητήσει δαπάνες συντήρησης, χώρια τα όποιου είδους χαράτσια[ii]. Κατά συνέπειαν, οι τράπεζες που "χρηματοδότησαν" την αγορά σπιτιών, αυτοκινήτων, επίπλων, συσκευών, διακοπών και και κάθε είδους καταναλωτικής διαστροφής, πρωτοστάτησαν αλλά- ακόμα χειρότερα- κατέστησαν δυνατή την αποκεφαλαιοποίηση της οικονομίας της χώρας μετατρέποντας σε μεγάλο βάθος χρόνου την οικογενειακή περιουσία σε αυταπάτη ευζωίας. Πήραν δηλαδή χρήμα που θα μπορούσε να γίνει κεφάλαιο και το μετέτρεψαν σε "αξία χρήσης εδώ" και "ανταλλακτική αξία εκεί" (στη Γερμανία κλπ). Μεταποίησαν τη σχέση σε χρήση καθιστώντας εμάς θνητούς-δούλους και τους Γερμανούς θεούς-ελεύθερους. Η ελληνική κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, με άλλα λόγια,....μετανάστευσε, πριν από τους Έλληνες, στις χώρες του Νορδικού Βορρά αφήνοντας πίσω της τη "γερμανική" καταναλωτική ευζωία που δεν ξέρουμε πως να διαχειριστούμε. Και οι Νορδικοί λαοί, με την ισχύ των θεών του καπιταλισμού, ενσκήπτουν λάβροι και βάναυσοι για να πάρουν μερτικό από την καταναλωτική αυτή των Ελλήνων ευζωία, φορείς όντας κι εκείνοι του ίδιου δυτικοευρωπαϊκού προτύπου. Πρέπει να καταλάβουμε σωστά δύο πράγμα, γι' αυτό και τα ξαναλέμε με άλλα λόγια: α) Το ένα, είναι ο κομβικός ρόλος των τραπεζών. Με το να σε δανείζουν τώρα όλο το ποσόν που χρειάζεσαι, για να πάρεις αυτοκίνητο πχ, καθιστούν την αγορά και την απόλαυσή του εφικτή, αφενός. Αφετέρου, καθιστούν την δέσμευσή σου και μεγεθυνόμενη και "χαμένη" στο μέλλον της ζωής σου. β) Το άλλο και αμόμη σοβαρότερο, είναι το βάθος της αποκεφαλαιοποίσης που υπέστη το νοικοκυριό, η τοπική κοινωνία και η οικονομία της χώρας, γενικά. Όταν πχ αγοράζεις μια πανάκριβη κουζίνα και δεν την χρησιμοποιείς για να μαγειρέψεις νόστιμα και υγιεινά ελληνικά φαγητά αλλά αγοράζεις από τις "αλυσίδες", τότε, εκτός των άλλων, ποτέ δεν θα κάνεις απόσβεση της κουζίνας και ουσιαστικά έχεις μετατρέψει ένα ακόμα σημαντικό χρηματικό οικογενειακό ποσό σε "αξία άχρηστη". Ή, να το πούμε με άλλα λόγια: Έχει βγάλει το συγκεκριμένο ποσόν από τη σφαίρα της οικονομίας και το έχεις μεταθέσει στη σφαίρα της ιδιωτικής απόλαυσης!
Από την ασύμμετρη σχάση των αξιών στην ασύμμετρη "ανάπτυξη" Τι θέλει όμως να πει όλη αυτή η πολυλογία γύρω από την αποκεφαλαιοποίηση, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Πολλά πράγματα, είναι η απάντηση. Ωστόσο ας μείνουμε στο καίριο που ίσως μας ανοίξει την πόρτα μιας άλλου είδους ζωής και μιας διαφορετικής οικονομικής ανάπτυξης. Η αποκεφαλαιοποίηση αυτή είναι στην Ελλάδα προϊόν των τελευταίων εξήντα χρόνων! Ποτέ πριν το κύτταρο της οικονομίας, το νοικοκυριό, δεν είχε την περιουσία του τόσο ασύμμετρα μοιρασμένη ανάμεσα στα "αγαθά αξίας χρήσης" και στα "αγαθά παραγωγής ανταλλακτικής αξίας". Ποτέ πριν η αξία των εργαλείων της δουλειάς των ανθρώπων- αυτά κι αν είναι αγαθά!-δεν ήταν τόσο μικρή σε σχέση με την αξία των λοιπών αγαθών του. Πάρτε την πιο φτωχή οικογένεια, πηγαίνετε ως την τουρκοκρατία. Θα δείτε πως το πιο μεγάλο κομμάτι στο βιος τους είναι εργαλεία για να φτιάχνουν πράγματα, είναι, με άλλα λόγια, κεφάλαιο! Αντίστοιχα, πηγαίνετε τώρα σε ένα οποιοδήποτε σπίτι. Και στο πιο φτωχό. Και ακριβώς, ούτε σε αυτό το φτωχό σπίτι που τόσο ανάγκη έχει, δεν θα δείτε η σχέση αυτή να ισχύει! Τι ισχύει; Το ακριβώς αντίθετο: όποια περιουσία υπάρχει συγκροτείται από καταναλωτικά προϊόντα. Χίλιοι διαβόλοι αποκεφαλαιοποιούν τη χώρα από την απελευθέρωσή της. Πόλεμοι, καταστροφές, λεηλασίες, Γερμανική Κατοχή, Μικρασιατική Καταστροφή, υπερεκμετάλλευση του ξένου κεφαλαίου, η μετανάστευση των Ελλήνων στις χώρες του Νορδικού Βορρά αλλά και του...Νορδικού Νότου, η υπερεκμετάλλευση του ντόπιου κεφαλαίου που "μεταναστεύει" στο Λονδίνο, στην Ελβετία, στη Γερμανία, στα Νησιά Κεϊμάν και στην...Ονδούρα[iii]. Δεν έφταναν όλα αυτά! Ήρθε και η ασύμμετρη τούτη σχάση, των αξιών και των οικογενειακών δαπανών, και αποτελείωσε την οικονομία της χώρας. Τώρα ένας δρόμος μόνο μένει. Να αποκαταστήσουμε την πατρογονική συμμετρία, "από τα κάτω", ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί!
Η "στεγαστική πίστη" μια σκέτη απιστία Την ανάλυση αυτή ίσως θελήσει κανείς να την τρώσει επικαλούμενος τον "κλάδο των κατασκευών" και τη λεγόμενη "στεγαστική πίστη". Απατάται οικτρά! Ίσα ίσα που η ανάλυση εκεί κυρίως δικαιώνεται. Ναι, οι τράπεζες ενίσχυσαν αυτή την "ανάπτυξη", κατέστησαν δυνατή την οικοδόμηση σε κάμπους και λαγκάδια, πάνω στο κύμα, πάνω στ' άγρια ψηλά βουνά(!) Πέρα όμως από την τεράστια καταστροφή του περιβάλλοντος, πέρα από την επιβάρυνση των οικογενειών αλλά και των τοπικών κοινωνιών από δυσβάστακτες
δαπάνες λόγω έλλειψης υποδομών και δικτύων, έχουμε κι εδώ την ίδια διαδικασία αποκεφαλαιοποίησης. Τι κι αν τα επιτόκια ήταν χαμηλά; Τι κι αν ήταν επιδοτούμενα; Οι τράπεζες με τους "κατασκευαστές" σε ανοικτή συμπαιγνία ανατιμούσαν το αγαθό του σπιτιού μακραίνοντας στο μέλλον την αποπληρωμή. Η "καταναλωτική μελανή οπή" ρούφαγε στο "τώρα" μεγάλος μέρος του μελλοντικού εισοδήματος που όμως κανείς δεν το εξασφάλιζε με συμβόλαια σαν κι αυτά της αγοράς του σπιτιού. Η τριλεκτική συμπαιγνία τραπεζών-κατασκευαστών οδήγησε στη θυσία του τρίτου, του δανειολήπτη! Οι κατασκευαστές δεν είχαν πρόβλημα να εκχωρήσουν σημαντικό μέρος των κερδών τους στις τράπεζες γιατί οι τράπεζες κατέστησαν δυνατή την αποδοτικότητα του "κεφαλαίου"[iv] τους και μάλιστα με ληστρικούς όρους. (Μην τους λυπάστε λοιπόν τώρα που κλαίγονται βάζοντας μπροστά το "ένα εκατομμύριο άνεργους του κατασκευαστικού κλάδου"). Η εκπλήρωση της άγιας επιθυμίας για την απόκτηση στέγης καθίστατο έτσικαι μόνο έτσι-εφικτή. Ταυτόχρονα όμως ο πελάτης της τράπεζας γινόταν "συνδρομητής" της αφού μεγάλο μέρος του εισοδήματός του, το μεγαλύτερο, δεσμευόταν κυμαινόμενο για μεγάλη χρονική διάρκεια. Ενώ πλήρωνε μικρή δόση, "κάτι σαν ενοίκιο", στην πραγματικότητα αγόραζε το σπίτι πολύ πάνω από το κόστος συν το λογικό κέρδος για τον κατασκευαστή. Δεν χρειάζεται καν να κάνουμε κοστολόγηση για να αποδείξουμε την παραπάνω θέση, το ότι, δηλαδή, στις κατασκευές δημιουργήθηκαν εκπληκτικές συνθήκες άγριας κερδοσκοπίας-"κερδοφορίας". Αρκεί μόνο να σκεφτούμε τρία πράγματα από την εμπειρία μας: α) Τη μεγάλη...ελκυστικότητα που παρουσίασαν οι κατασκευές. Το πως ξαφνικά τόσοι πολλοί και τόσο άσχετοι αποφάσισαν να...κατασκευάσουν. β) Το ότι μετά από πέντε χρόνια κρίση οι τιμές έχουν πέσει μόνο 20-25%. γ) Το ότι η τρόικα έχει αποφασίσει να σπάσει τη συμμαχία τραπεζώνκατασκευαστών με εργαλείο τους πλειστηριασμούς. Ρίχνοντας όσα μπορεί περισσότερα σπίτια στην αγορά επιδιώκει να αναγκάσει τους κατασκευαστές να ρίξουν κι εκείνοι τις τιμές αποκλείοντας ντε φάκτο τις τράπεζες από τη λεγόμενη "στεγαστική πίστη". Όσοι έχουν μετρητά, μέσα στον κίνδυνο να τα χάσουν εντελώς θα σπεύσουν να αγοράσουν τα "προσιτά" πια διαμερίσματα αψηφώντας φόρους και χαράτσια. Οπότε και το κράτος θα βγάλει κάτι τις απ' αυτό. Υπό αυτές δε τις συνθήκες ποιος από κείνους που χρειάζονται σπίτι και δεν έχουν μετρητά στην άκρη θα ξαναπάρει δάνειο από την τράπεζα; Ακόμα μια φορά το παιγνίδι θα παιχτεί με θύματα τους δανειολήπτες και γενικότερα όσους επιμένουν να είναι δεύτεροι στην πόλη παρά πρώτοι στο χωριό. Επικράτησε η άποψη ότι "είναι σαν να πληρώνεις νοίκι και σου μένει και το σπίτι". Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Όταν πληρώνεις νοίκι μπορείς να διακόψεις τη μίσθωση και να μετακομίσεις στο χωριό ή όπου θα μπορούσες να βρεις τα προς το ζην. Με το δάνειο όμως οι επιλογές σου λιγοστεύουν με τάση να εξαφανιστούν. Η δυσκολία αυτή να αναδιατάξεις ριζικά τη ζωή σου σε κάνει ευάλωτο στις πιέσεις των τραπεζών. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσεις είναι να αποκτήσεις το σθένος να
επιστρέψεις στο σπίτι στο χωριό ή έστω να μεταχειριστείς το σπίτι στην πόλη ως επένδυση και όχι ως εστία της οικογένειας. Να μη διστάσεις, δηλαδή, να το πουλήσεις, να το μεταρρυθμίσεις, γενικά, να το μεταχειριστείς σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς και χωρίς συναισθήματα. Τα συναισθήματα ας μείνουν στην πατρογονική εστία της Μικρής Πατρίδας η οποία πρέπει και πάλι να γίνει εστία παραγωγής, κέντρο του παραγωγικού πολυώνυμου!
Και ασύμμετρη "ανάπτυξη" και ανισο-μερής κατά τόπο Αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί η αποδόμηση της ελληνικής κοινωνίας από το κακό, ψυχρό κι ανάποδο δαιμόνιο των τραπεζών. Έχει κι άλλα ποδάρια. Θες γιατί αλλού η παράδοση του Ελληνικού Τ(ρ)όπου Παραγωγής ήταν πιο ισχυρή, θες γιατί "το αόρατο χέρι της αγοράς" έβαλε "πλάτη", θες να πεις "η ανάγκη", θες να πει " ο Θεός", κάποιες Μικρές Πατρίδες αναπτύχθηκαν περισσότερο και με διαφορετικό τρόπο από τις άλλες. Εκεί, το όποιο προϊόν που παρήχθη λειτούργησε έτσι ώστε το κεφάλαιο έγινε ανταλλακτική αξία, απέκτησε αξία χρήσης για τους άλλους, πχ τους Γερμαναράδες, και ξαναμετατράπηκε σε κεφάλαιο για τους εκεί επιχειρηματίες, του τουρισμού για παράδειγμα. Η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Κέρκυρα, η Ρόδος είναι τέτοιες Μικρές Πατρίδες που η ανάπτυξη-παρά τα όποια προβλήματά της, πολιτισμικά και περιβαλλοντικάμπορεί να στερηθεί τα εισαγωγικά της. Τι συμβαίνει όμως σε εκείνες τις οικονομίες όπου η περιουσία του νοικοκυριού παρέμεινε κεφάλαιο και μάλιστα αυξήθηκε; Πού πήγε; Πώς συμπεριφέρθηκε; Στις τράπεζες πήγε φυσικά και κατά κύριο λόγο! Εκεί λίμνασε, εκεί λημέριασε! Ο επιχειρηματίας παρέμεινε επιχειρηματίας στο κομμάτι του κεφαλαίου του που ήταν επενδεδυμένο στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής και απευθείας διάθεσης ζυμαρικών και ταυτόχρονα μετατράπηκε σε ραντιέρης (=εισοδηματίας) κατά το μέρος του κατατεθειμένου στην τράπεζα κεφαλαίου. Το επιτόκιο γαρ υψηλό και δελεαστικό! Τόσο η μεγέθυνση των εκεί κεφαλαίων όσο και η ταχύτατη κίνησή τους έδωσαν τη δυνατότητα στις τράπεζες να τα εκμεταλλευτούν ευρύτερα. Και τι έκαναν; Αυτό που φαίνεται αυτονόητο στον στρεβλό νεωτερικό μας "κόσμο" : τα πήραν από κει και τα πήγαν αλλού! Πήραν, δηλαδή, τα κεφάλαια από κει που κατά τεκμήριον υπάρχουν εκείνοι που μπορούν να τα καταστήσουν αποδοτικότερα και τα έδωσαν αλλού! Πού; Μήπως τα κατηύθυναν σε φτωχές περιοχές; Σε κλάδους απαραίτητους για την ανεξαρτησία της χώρας; Είπαμε, χρηματοδότησαν την κατανάλωση, πρωτοστάτησαν στη μετατροπή των κεφαλαίων σε αξίες χρήσης και σε προτελευταία ανάλυση μετέτρεψαν την εμπεδωμένη ανάπτυξη κάποιων τόπων σε εμπεδωμένη κατανάλωση κάποιων άλλων(!) Ή αλλιώς: αναδιένυμαν την ανάπτυξη προς όφελος της κατανάλωσης.
Και δεν είναι παράξενο αυτό και είναι αυτονόητο για το νεωτερικό μας όμμα γιατί κριτήρια για να δανείζουν οι τράπεζες είναι μόνο το αν θα γεννήσει το κεφάλαιό τους και αν θα το πάρουν πίσω. Αν είσαι πχ κάποιος που διαθέτει μεγάλη περιουσία για προσημείωση, ό, τι και να είσαι ως επιχειρηματίας ό, τι και να παράγεις ή να μην παράγεις, είναι σίγουρο πως θα βρεις περισσότερα και φθηνότερα χρήματα από έναν επιχειρηματία που δεν έχει περιουσία και έχει όλα τα άλλα, δηλ. σχέδια, προϊόντα, μαστορικές, πελάτες, φήμη και "κούτελο". Αν πάλι έχεις καλή δουλειά, μόνιμη και γκλαμουράτη, μπορείς να χρηματοδοτηθείς για να πάρεις όποιο αυτοκίνητο τραβάει η όρεξή σου. Κανένας δεν θα στενοχωρηθεί πως οι θέσεις εργασίας δεν θα γίνουν εδώ αλλά στη Γερμανία, κανένας δεν θα δώσει κάπου λογαριασμό γι' αυτό αλλά αντίθετα θα πάρει μπόνους και προαγωγές αφού η τράπεζα αύξησε τους τζίρους της. Χρησιμοποιώ σκόπιμα τον ενεστώτα διαρκείας γιατί, παρά τα προβλήματα, το πρότυπο λειτουργίας των τραπεζών ουδόλως έχει μεταβληθεί αν και έχει βληθεί από την κρίση. Υπάρχοντος του προτύπου αυτού και μη υπαρχούσης φιλολογίας για την επαναστατική του αναμόρφωση, από καμία πλευρά, θεωρώ ότι πάλι στα ίδια θα γυρίσουμε συμμορφούμενοι προς το πάνδημο αίτημα: "οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη"(!)
Και ασύμμετρη "ανάπτυξη" και ανισο-μερής κατά κλάδο Ανάλογη ανισομέρια και ασυμμετρία προκύπτει και στους κλάδους της οικονομίας. Δεν χρηματοδοτούνται υποχρεωτικά οι κλάδοι που έχουν αποδείξει την αναπτυξιακή τους αξία ή την επιχειρηματική τους δεινότητα. Άλλωστε "ανάπτυξη" είναι η μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Λίγο ενδιαφέρει αν το Εγχώριο Προϊόν αυξάνει αναλόγως ή μένει σταθερό ή μειώνεται[ v]. Έτσι, αν υπάρχει προσδοκία κέρδους, και οι σχετικές "καλύψεις", θα χορηγηθεί δάνειο σε μια επιχείρηση εισαγωγής γερμανικών αυτοκινήτων και όχι σε μια επιχείρηση παραγωγής ελληνικών διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων. Άλλωστε αυτό φάνηκε στα δάνεια με εγγύηση του δημοσίου όπου διοχετεύτηκαν σκόπιμα και συνειδητά από τις τράπεζες σε εκείνους που δεν τα χρειάζονταν και εκείνοι με τη σειρά τους τα...τόκισαν με το αζημίωτο στις ίδιες τις τράπεζες(!) Ακόμα πιο δραματικά αποκεφαλαιοποήθηκε η πρωτογενής παραγωγή. Εξ αιτίας της "στεγαστική πίστης" αυξήθηκε η ζήτηση γαιών που επί αιώνες αποτελούσαν μέρος του παραγωγικού πολυωνύμου του ελληνικού νοικοκυριού. Οι γεωργοί, πανταχόθεν βαλλόμενοι στη μεταπολεμική Ελλάδα, ενέδωσαν και έδωσαν τα κτήματά τους μετατρέποντας τα κεφάλαια σε καταναλωτικά αγαθά..."ένα στρέμμα στο σφυρί μια "ασκόνα" στην αυλή"... αυτοσαρκάζονταν οι συγχωριανοί μου τη δεκαετία του '70! Αλλά και η όποια χρηματοδότηση της γεωργίας έγινε έτσι ώστε οι τόκοι να αφαιρούν κάθε δυνατότητα κεφαλαιακής συσσώρευσης[ vi] στο εν λόγω πολυώνυμο.
Οδήγησε, δηλαδή, και ο υπερδανεισμός στο ίδιο αποτέλεσμα που οδήγησε και ο μη δανεισμός: στην αδυναμία κεφαλαιακής συσσώρευσης σε μια ήδη vii αποκεφαλαιοποιημένη αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή .
Συμπέρασμα: Μην περιμένετε σε καμία περίπτωση "επενδυτικά θαύματα" ακόμα κι αν οι τράπεζες διασωθούν, η χώρα δεν κάνει στάση πληρωμών και το ευρώ εξακολουθήσει να είναι το νόμισμα της χώρας. Η ανάπτυξη αν θα προκύψει θα προκύψει "από τα κάτω", παρά και ενάντια στις τράπεζες και την κυρίαρχη γι' αυτές "ιδεολογία". Απαιτούνται όμως άλλα όμματα οικονομικά, άλλα μυαλά. Όμματα να βλέπουν τα κεκρυμμένα και μυαλά να μαθαίνουν από τα περασμένα αλλά και τα...μελλούμενα. Απαιτείται μια άλλους είδους λαϊκή επιχειρηματικότητα που έρχεται από παλιά πάνω στα ιστιοφόρα της ελληνικής παλιγγενεσίας κι έχει παππού σε μέρη αυτόνομα μέσα στην Τουρκοκρατία! Όσο για τα δάνεια και την αποπληρωμή τους ο Ρήγας Φεραίος ακούγεται να λέει από τα τέλη του 18 ου αιώνα.... "Τα χρέη των πόλεων, πολιτειών, χωρών και των κατά μέρος πολιτών οπού εχρεωστούντο παρθένα προ πέντε χρόνων, και εις αυτό το διάστημα επληρώνετο διάφορον εις τους δανειστάς, η παρούσα διοίησις τα αναιρεί, και οι δανειστές δεν έχουν να ζητούν εις το εξής μήτε κεφάλαιον μήτε διάφορον από τους χρεώστας, ωσάν οπού επήραν τα δάνειά των, διατί διπλώνουν τα κεφάλαια εις πέντε χρόνους". [viii]
8 Νοεμβρίου 2013 Των Παμμεγίστων Ταξιαρχών
i Το φάκτορινγκ λέγεται και "εκχώρηση απαιτήσεων". Ο πωλών επί πιστώσει εντάσσει κάποιους φερέγγυους πελάτες στο σύστημα άπαξ. Αν, φυσικά, το θέλουν κι εκείνοι κι αν τους δεχτεί η τράπεζα. Μετά, κάθε φορά που εκδίδεται τιμολόγιο προσκομίζεται και ο πωλών επί πιστώσει εισπράττει τότε ποσοστό εκείνου του ποσού που θα εισέπραττε τρεις, τέσσερις και βάλε, μήνες μετά. ii Για περισσότερα στο ζήτημα αυτό δες στο"Θησαυρίσματα" iii Σε 200 (διακόσια) δις εκτιμούν την "ελληνική" περιουσία που...πλανάται σαν το βαμπίρ στην Ελβετία αναζητώντας τρόπους να...επενδυθεί. 20 δισ. είναι στα σεντούκια και 17 δισ. είναι τα "κόκκινα δάνεια". iv Βάζω εισαγωγικά στη λέξη "κεφάλαιο" γιατί το κατασκευαστικό κεφάλαιο ταυτίζεται με την τεχνογνωσία , αφενός, να κατασκευάζεις οικοδομές και κάθε είδους δημόσια έργα και, αφετέρου, να κάνεις όλες αυτές τις μπίσνες... χωρίς κεφάλαιο(!) v Οι πωλήσεις της καφετέριας αυξάνουν το ΑΕΠ, θεωρούνται "ανάπτυξη"(!) Γι΄ αυτό και όλοι οι Έλληνες θέλουν να γίνουν καφετζίδες. Και όλη η κυρίαρχη νοοτροπία τούς ενθαρρύνει με συγκεκριμένα μέτρα: σήμερα 8/11/2013 ανακοινώθηκε η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στον ντελίβερι καφέ(!) vi Προσοχή!!! Άλλο "κεφαλαιακή συσσώρευση" και άλλο "κεφαλαιοκρατική συσσώρευση"!!! Η κεφαλαιακή συσσώρευση του καθ' ημάς παραγωγικού πολυωνύμου είναι άλλου είδους και άλλου τύπου από την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση!!! vii Ο ρόλος των τραπεζών δεν είναι ο μόνος υπεύθυνος για την κεφαλαιακή αφαίμαξη της πρωτογενούς παραγωγής. Είναι όμως κομβικός, καταλυτικός και καίριος. Η αναφορά στους άλλους παράγοντες δεν είναι απλή δουλειά οπότε στο παρόν κείμενο θα περιοριστούμε στην αφαιρετική αυτή ανάλυση. Πέραν τούτου, παρόμοιος ήταν ο ρόλος των τραπεζών και στη μεταποίηση: όπου δάνειζαν, ο δανεισμός γινόταν γρήγορα υπερ-δανεισμός λόγω των υψηλών επιτοκίων οπότε ό,τι κερδίζονταν πήγαινε στις τράπεζες ή, για να το πούμε πιο "επιστημονικά", σε αμοιβές του κεφαλαίου. (Μέσα εκεί είναι και τα ενοίκια των επαγγελματικών μισθώσεων ή ο "αέρας" ο οποίος στα νησιά, και όχι μόνο, έπνεε τότε ισχυρός(!)) Κι ενώ γράφονται όλα αυτά ανακοινώθηκε η μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% από ΕΚΤ. Όλοι πανηγυρίζουν(!) Αν η μείωση κατά ένα κάρτο είναι κάτι τόσο σημαντικό, τότε, καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλο είναι το επιτόκιο του 8% που δανείζονταν οι επιχειρήσεις πριν από την κρίση. viii Αναφέρεται στο Η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Γιώργος Κοντογιώργης, εκδ. Παρουσία, σελ.115