«Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας οπαδοί της αδικίας κι ατιμίας» ( ουαί, γιούχα, πουλημένα κρέατα της τυραγνίας...) Μακρυγιάννης
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Διαφωτισμός και αντι- διαφωτισμός Τη Δευτέρα, στις 14 τρέχοντος μηνός, έγινε, η παρουσίαση του καινούργιου περιοδικού «Νέος Ερμής ο Λόγιος». Πρόκειται για ένα περιοδικό, και την ομώνυμη εταιρεία, που φιλοδοξεί να πρωτοστατήσει σε έναν νέο ελληνικό διαφωτισμό. Ανεξάρτητα από τις όποιες επιφυλάξεις έχει ο καθένας για τον Γ. Καραμπελιά που ηγείται της προσπαθείας – επιφυλάξεις που εδράζονται στη συνηθισμένη του τακτική να χρησιμοποιεί τους άλλους και τα κείμενα των άλλων ως συμπληρώματα των δικών του επόψεων αλλά και στην εγγενή και αποδεδειγμένη του αδυναμία να ηγηθεί σχημάτων ευρύτερα του «εγώ» του – δεν μπορεί να αρνηθεί την ανάγκη για έναν νέο ελληνικό διαφωτισμό. Επίσης κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την αξία των ανθρώπων που πλαισιώνουν την προσπάθεια αυτή αλλά και την αξία του ίδιου του Καραμπελιά ως εκδότη και μαχητή. Θα ευχηθούμε λοιπόν καλή επιτυχία και θα χαρούμε αν ο Καραμπελιάς άρει τις επιφυλάξεις μας. Στην εκδήλωση αυτή λοιπονά, που έλαβε χώρα στην Παλιά Βουλή, μίλησε και ο καθηγητής Βασίλης Καραποστόλης, ένας διανοητής που θα πρέπει, όλο και περισσότερο, να δίνουμε προσοχή σε ό,τι λέει και σε ό,τι γράφει. Στην μεστή και εξόχως καίρια τοποθέτησή του είπε πράγματα που ο γράφων τα προσυπογράφει πλήρως μετά μεγάλου ενθουσιασμού! Ένα από αυτά είναι και το εξής το οποίο σας μεταφέρω ελαφρώς απλουστευμένο και με τα δικά μου λόγια: Για να αλλάξει κάποιος – πχ ένας άνθρωπος ή μια κοινωνία – πρέπει α) να πιστεύει ότι αξίζει αυτή την αλλαγή και β) να πιστεύει ότι μπορεί η αλλαγή αυτή να γίνει πραγματικότητα. Με δύο κουβέντες τα είπε όλα! Αν θέλουμε ν’ αλλάξουμε πρέπει να πιστέψουμε στο τι είμαστε – και σε ό,τι είμαστε – και μετά να πιστέψουμε ότι μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα. Αυτά λέει ο Βασίλης Καραποστόλης, απόστολος ενός νέου ελληνικού διαφωτισμού.
Ο Αλαφούζος όμως διαφωνεί! Ο πολυπράγμων καναλάρχης - είσαι σήμερα μονάρχης, αν το θέλει ο καναλάρχης, και αν δεν θέλει, δεν υπάρχεις – που συνηθίζει να «κατεβαίνει» στο λαό-πλατό για να προωθεί τα επιχειρητικά του πλάνα, αφού τακτοποίησε τα πάντα όλα, άρχισε να βάζει χέρι και στην Ιστορία της Ελλάδας αλλά και στην ταυτότητα των Ελλήνων! Τα ταγκαλάκια του εξεστράτευσαν κατά της λογικής των Ελλήνων, κατά των πιο καίριων σημείων της Ιστορίας τους και της Ταυτότητάς τους. Αυτός ο αντι-διαφωτισμός βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, υιοθετώντας όλα τα φαναριώτικα επιχειρήματα, όλους τους δόλιους και βρομερούς ισχυρισμούς των κοτζαμπάσιδων και των καλαμαράδων. Ποντάροντας στον ανθρωπισμό του σύγχρονου Έλληνα, στην αηδία του για τη ρεμούλα, αλλά και στην άγνοια της Ιστορίας, επιχειρεί να περάσει ότι και καλά οι αγωνιστές της Επανάστασης του ‘21 πρώτα έβαλαν χέρι στον τούρκικο άμαχο πληθυσμό – που τάχα ζούσε με τον ελληνικό δίπλα δίπλα και εν ειρήνη – ότι μετά έβαλαν χέρι στα πλούτη αυτού του «άμαχου πληθυσμού», στη συνέχεια άρχισαν να τρώγονται και να προδίδουν – με τα «καπάκια» - στους Τούρκους, ενώ θύματα πρώτα και καλύτερα αυτής της «παλιανθρωπιάς» ήταν οι αγνοί και άδολοι Φιλέλληνες. Δεν μας ξενίζει η τακτική αυτή. Πρώτα πρώτα γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο επιχειρείται. Έχει ξαναεπιχειρηθεί, με λίγο διαφορετικά λόγια αλλά και με τον ίδιο πάντα σκοπό, και μετά την ίδια την Επανάσταση αλλά και πρόσφατα. Πριν την Μεταπολίτευση, τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη τα διάβαζαν μόνο οι Αριστεροί ενώ αν έλεγες κακιά κουβέντα για τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέττη...αποκτούσες νέες σημειώσεις στο πιστοποιητικό σου των κοινωνικών φρονημάτων. (Τότε είχανε πιστοποιητικά και όχι βιογραφικά ) Δεν μας ξενίζει και το κοινότυπο των φορέων αυτής της φαναριώτικης τακτικής. Και τώρα όπως και τότε γιόμισε η Ελλάδα ρεμάλια που οσμίζονται «αίμα» και σπεύδουν να πάρουν μέρος στα γεγονότα για να έχουν λαμβάνειν μετά. Φυσικά, παίρνουν μέρος στα γεγονότα με τον δικό τους τρόπο! Και ο δικός τους τρόπος είναι αυτός που διαθέτουν όλοι οι φαρισαίοι, όλοι οι υποκριτές ανά τον Κόσμο. Διαιρούν και διαβάλουν, ρουφιανεύουν και λοιδορούν, συκοφαντούν και διαφθείρουν. Στοχεύουν, με όλα τα μέσα, να μας πείσουν ότι ούτε μπορούμε αλλά και ούτε το αξίζουμε να γίνουμε καλύτεροι! Ότι και μεις σήμερα, όπως κι εκείνοι τότε, έχουμε το ίδιο «ελάττωμα» και όπως δεν τα κατάφεραν εκείνοι τότε, και όλα μείνανε μισά, έτσι δεν θα τα καταφέρουμε κι εμείς τώρα. Εκείνοι, τότε, δεν τα κατάφεραν γιατί φορούσαν φουστανέλα, ήγουν ήταν και πολύ Ανατολίτες και αρνήθηκαν να φορέσουν φράκο. Εμείς, σήμερα, θα πάθουμε τα ίδια...εκτός εάν....φορέσουμε φράκο! Φτάνει δε ο γελοιοδέστατος Πορδοσάλτε να βάζει ερωτήματα – εν είδη δηλώσεως νομιμοφροσύνης – στους προσκεκλημένους του: « φράκο ή φουστανέλα;» !!! Και κείνοι, οι «ερευνητές», οι «φιλόσοφοι», οι κονκισταδόρες της Σκέψης και οι
λιμπερταδόρες της Ιστορίας, να σπεύδουν να δηλώνουν με συστολή αθώας κορασίδας: «φράκο»!!!
Η φουστανέλα Μα φυσικά, «φράκο» θα δηλώνανε οι καημένοι. Τι θα δήλωναν; Η φουστανέλα δεν είναι μόνο ενδυμασία είναι πρώτα απ’ όλα πολεμική εξάρτηση. Τη φοράνε οι μαχητές, οι Αρματολοί και οι Κλέφτες, δεν τη φοράνε οι καλαμαράδες. Τη φοράνε για να πάνε στον πόλεμο, στην αγορά και στην εκκλησία. Στο χωράφι, για το όργωμα, δεν την φοράνε. Έχουν την «πλακιώτα, την πουκαμίσα». Όποιος έχει τη χαρά να δει από κοντά φουστανέλα, διαπιστώνει ότι είναι βαριά κι...ογκώδης – ενώ αποτελείται από πολλά «φύλλα».Η καλή η φουστανέλα έχει πάνω από τρία φύλλα. Είναι δε τα φύλλα έτσι φτιαγμένα που επικαλύπτει το ένα το άλλο ώστε οι μηροί, τα γόνατα και η μισή κνήμη να προστατεύονται από πυκνές στρώσεις υφάσματος που είναι άψογα συστραμμένο μέσα στις «χιλιάδες» δίπλες, τα λαγγιόλια. Είναι δηλαδή η φουστανέλα, ένα είδος υφασμάτινης, άρα ελαφριάς, πανοπλίας που ενώ προστατεύει ικανοποιητικά τον πολεμιστή από τα διατρητικά και τέμνοντα όπλα της εποχής ταυτόχρονα του επιτρέπει να είναι ευκίνητος και εύκαμπτος είτε είναι πεζός είτε είναι ιππέας. Υποθέτω ότι η μακριά αυτή και μεγαλοπρεπής φουστανέλα τούς επέτρεπε ν’ ακροβολίζονται, να κάθονται, να γονατίζουν, χωρίς να πονάνε τα μέλη τους, τις ατέλειωτες ώρες που περνούσαν αραγμένοι στις χωσιές και στα ντερβένια, στα ταμπούρια και στα κάστρα. Αν εξετάσουμε τώρα καλύτερα τη φουστανέλα θα ανακαλύψουμε, εκτός από τη λέρα της, τα εκατοντάδες τριγωνικά φυλλαράκια που αποτελούν τα φύλλα της. Αυτά είναι τριγωνικά, με την κορυφή τους προς το ζωνάρι και είναι η πεμπτουσία της τεχνολογίας της φουστανέλας. Αναλόγως λειτουργούν και τα άλλα μέρη της πολεμικής εξάρτησης. Στις κνήμες υπάρχουν οι περικνημίδες – τα τουζλούκια – που δεν είναι πια μεταλλικές – αν και παραπέμπουν στο σχήμα των μεταλλικών - αλλά είναι από σκληρό, πυκνοϋφασμένο ύφασμα το οποίο ενισχύεται περαιτέρω με το εκπληκτικό κέντημα. Με τον ίδιο τρόπο είναι φτιαγμένο το γιλέκι ή τσαμαντάνι και το πανογίλεκο ή φέρμελη. Συνήθως είναι κόκκινη όπως και των αρχαίων και όλων των ενδιαμέσων μέχρι την εποχή των Κλεφτών. Το γιλέκι έχει τη δυνατότητα να είναι θώρακας, χωρίς να είναι μεταλλικός και άρα βαρύς, χάρη στα κεντίδια και στα υφάσματα που χρησιμοποιούνται, ενώ ένα πολύ όμορφο και έξυπνο σύστημα κεντητών κουμπιών τους δίνει τη δυνατότητα να κλείνουν και να ανοίγουν στο στέρνο και στα μανίκια αναλόγως με την εποχή αλλά και με τις ανάγκες του πολέμου. Κουμπώνοντας τα μανίκια ο μαχητής προστατεύονταν και από το κρύο και από τα πλήγματα. Μια μικρή προέκταση του μανικιού προστάτευε το την έξω μεριά της παλάμης ενώ η ανυπαρξία ραφής στη μασχάλη ελευθέρωνε τις κινήσεις του χεριού.
Ο Καραϊσκάκης, λέει, διέταξε «να ντυθούν στο γελέκι» αν και καταχείμωνο, ώστε να είναι οι μαχητές του ευκίνητοι και ευέλικτοι κατά την προσβολή των Τουρκαρβανιτών στην Αράχοβα. Από κει προέρχεται και φράση «είσαι ντυμένος στο γιλέκι» που σημαίνει «είσαι ελαφρά ντυμένος». Το ζωνάρι είναι ένα ακόμα προστατευτικό μέτρο για την κοιλιά αφού είναι μεταξωτό, φαρδύ και τυλίγεται πολλές φορές γύρω από τη μέση. Μπροστά, δένεται το σελάχι που εκτός από προστασία είναι και ο γυλιός του μαχητή. Εκεί έχει όλα τα χρειαζούμενα, για τη μάχη και την ανάπαυλα. Στο κεφάλι φορούσαν ανάλογης λογικής προστατευτικό κάλυμμα. Η κασπαστή (το μεταξωτό μαντήλι), η σερβέτα από άσπρο βαμβακερό και το χρυσοκέντητο πόσι. Ο Μακρυγιάννης πχ φοράει πόσι, ενώ ο Δυσσέας σερβέτα ενίοτε και μαύρο καλογερίστικο σκούφο ενώ κασπαστή φορούσαν μόνο οι Αθηναίοι. Σημειώνουμε ιδιαιτέρως την αξία του μεταξιού στην πολεμική εξάρτηση. Από την εποχή του Βυζαντίου οι μαχητές αξιοποιούσαν τις ιδιότητές του. Φορούσαν κατάσαρκα ένα μεταξωτό πουκάμισο έτσι ώστε ακόμα κι αν το βέλος διαπερνούσε τον θώρακα θα συμπαρέσυρε μαζί του και το μετάξι που δεν κόβεται! Εκτός του ότι δεν ερχόταν έτσι, η αιχμή του βέλους, σ’ επαφή με το τραύμα, ήταν και εύκολη η εξαγωγή της. Τραβώντας το ύφασμα έβγαινε το βέλος! Όσο πιο πλούσιος ήταν ο πολεμιστής τόσο πιο όμορφη ήταν η αρματωσιά του. Εξάρτηση και όπλα. Ο Καραϊσκάκης, λέει, πήγε στην Σκόντρα για να φτιάξει την δική του γιατί εκεί ήταν οι καλοί μαστόροι. Όσο πιο όμορφη ήταν η εξάρτηση του μαχητή τόσο πιο επιθυμητή γινόταν. Και όσο πιο πολύ επιθυμητή γινόταν τόσο πιο πολύ κινδύνευε ο μαχητής. Όσο δε κινδύνευε ο μαχητής, ιδία θελήσει, τόσο περισσότερο παλληκάρι ήταν. Αυτός είναι ο καθ’ ημάς τρόπος διαχείρισης της μιμητικής επιθυμίας κατά τον πόλεμο και παραμένει ο ίδιος από την εποχή του Ομήρου μέχρι την εποχή του (Χ)Ομέρ (Βρυώνη). Παραμένει ίδιος κι απαράλλακτος, ελληνικός και εξατομικευμένος. Η κάθε εξάρτηση ήταν μία και μοναδική, μοιάζει αλλά και ξεχωρίζει από τις άλλες, χαρακτηρίζει τον κάθε μαχητή έτσι ώστε να είναι μακρόθεν αναγνωρίσιμος και στον πόλεμο και στη γιορτή. Στους Έλληνες μαχητές δεν άρεσε η ομοιομορφία, δεν άρεσε το κοπάδιασμα, το «μπείτε στη γραμμή». Δεν τους άρεσε να είναι απλό εξάρτημα μιας «μηχανής» που βαδίζει, γονατίζει, σηκώνεται, που γεμίζει, σκοπεύει, ντουφεκάει, που πειθαρχεί, ματώνει σκοτώνεται χωρίς κανείς να τη ρωτάει.
Ο μαχητής του ‘21 διαθέτει ευφυΐα και πρωτοβουλία, γνώμη και άποψη, θέληση να υπακούει όταν συμφωνεί και θέληση να μην υπακούει όταν δεν συμφωνεί. Φυσικά έχει τους αρχηγούς του: τον μάγκατζη, τον μπουλούκμπαση και τον καπετάνιο. Η δύναμη του δικού μας «άτακτου» επαναστατικού στρατού βασίζεται στην πειθώ. Η δύναμη του «τακτικού» στρατού των Ευρωπαίων βασίζεται στην πειθαρχία του φόβου και της απαξίας. Εκεί ο στρατιώτης είναι αναλώσιμος, είναι φθηνός και ασήμαντος. Ο ένας είναι Κλέφτης, Παλληκάρι, και ο άλλος είναι μολυβένιο στρατιωτάκι. Γι’ αυτό ο ένας λέει «ελευθερία ή θάνατος» και καταλύει την τυραννία κι ο άλλος κάθεται στη δούλεψη της τυραννίας που τον σέρνει αιώνες ανά την Ευρώπη, και όχι μόνο, για να μακελεύεται με τάξη, πειθαρχία, «όρθιος», καμαρωτός και «σε πυκνές γραμμές» συντεταγμένος.
Η τακτική των «ατάκτων» Τα ταγκαλάκια του Αλαφούζου, μιλήσανε περιφρονητικά για τους «ατάκτους», τους απαξίωσαν με βαρύτατους υπαινιγμούς, εξεθείασαν τη πολεμική ανωτερότητα του «τακτικού» στρατού, τόσο τη πολεμική όσο και την ηθική. Εδώ κολλάει ο στίχος του Νιόνιου: «μια τσογλανοπαρέα τους κάνει κριτική»! Είναι, λέει, πιο γενναίοι οι Ευρωπαίοι γιατί πολεμάνε όρθιοι, ακάλυπτοι, σε τετράγωνα, ρόμβους και τρίγωνα ενώ οι «ευγενείς θεωρούν τιμή τους να πεθάνουν πολεμώντας». Για το τι είδους πολεμική ανωτερότητα ήταν αυτή μπορούμε να το δούμε στο κείμενο που ακολουθεί και περιγράφει πλήρως τη μάχη Πέτα όπως πράγματι έγινε κι όχι όπως θέλουν να μας περάσουν οι βερέμιδες του Σκάι. Εδώ, τώρα, να πούμε λίγα λόγια για την τακτική των ατάκτων. Αν είσαι γνήσιος απόγονος του Προκρούστη δεν μπορείς να δεις την τάξη παρά μόνο στον καθρέφτη. Ό,τι δεν ομοιάζει στη μάπα σου είναι μη κανονικό, μη τακτικό, άρα απορριπτέο. Νομίζουν, οι ανόητοι, ότι είναι «άτακτοι», «απείθαρχοι», «δειλοί», «φαύλοι» αυτοί που όντας λίγοι τα έβαλαν με τους πολλούς! Εκείνοι που όντας λίγοι κι αδύναμοι τα έβαλαν με τους πολλούς και δυνατούς! Εκείνοι που ήταν άοπλοι και τα έβαλαν με τους καλά οπλισμένους. Εκείνοι που ήταν φτωχοί και γυμνοί τα έβαλαν με τους πλούσιους και τους καλοντυμένους. Είναι «άτακτοι» στην Αλαμάνα;( 24/4/1821) Είναι «άτακτοι» στη Γραβιά; (8/5/1821) Δεν είναι κανονικές μάχες και μάλιστα με σπουδαία αποτελέσματα των λίγων έναντι των πολλών; Δεν είναι τάξη τακτική να πιάσεις μια οχυρή θέση (μια πλίθινη καλύβα δηλαδή) και να την κάνεις κάστρο; Δεν είναι τάξη τακτική να κτυπάς και να φεύγεις, να διαλέγεις εσύ το πεδίο κι όχι ο πανίσχυρος εχθρός σου; Δεν είναι τάξη τακτική να ενεδρεύεις και να κτυπάς εκ του ασφαλούς – ναι, εκ του ασφαλούς,
σώζοντας τους μαχητές σου – τα μπουλούκια των κατακτητών που σκορπάνε τον όλεθρο; Δεν είναι τάξη τακτική το ταμπούρι; Μήπως δεν είναι και οι απόγονοί του...το χαράκωμα, το όρυγμα, το αμπρί; Δεν είναι τάξη τακτική να κάνεις κρούση και να υποχωρείς προσποιούμενος φευγάλα για να παρασύρεις τον εχθρό σου στην παγίδα ώστε να πάρεις το πλεονέκτημα; Όλες αυτές και άλλες αναρίθμητες πανουργίες και πονηριές ήταν οι τακτικές των Ελλήνων του ‘21 που τακτοποιούσαν τα του πολέμου και η καταγωγή τους κρατάει από αρχαιοτάτους χρόνους. Και οι Αχαιοί στην Τροία....ταμπούρια έχτισαν για να προστατέψουν τα πλοία τους! Βέβαια, είχαν,μέσα σε όλα αυτά, και το «προνόμιο» να τα παρατήσουν και να φύγουν αφήνοντας τους άλλους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους! Όπως ακριβώς κι ο Αχιλλέας! Μήπως θα τον κλητεύσει ο κ. Πορδοσάλτε να τον δικάσει για εγκατάλειψη θέσεως εν ώρα μάχης; Ταμπούρια, έχτιζαν, οι Έλληνες με κάθε ευκαιρία. Ταμπούρια «ανοιχτά». Και «κλειστά», όταν ο αγώνας ήταν για ζωή ή για θάνατο. Έμπαιναν μέσα και με τεράστια υπομονή περίμεναν τα λεφούσια των εχθρών. Κι επειδή ήταν και μερακλίδες είχαν πάντα μαζί τους στο ταμπούρι και τον ...ταμπουρά! Πολεμούσαν και τραγουδούσαν! Πολεμούσαν σε ομάδες, όπως άλλωστε και ο τακτικός στρατός, που τις λέγανε «μάγκες». Ο μαχητής ήταν μαγκίτης κι αλανιάρης. Γιατί όταν ορμούσαν έξω απ’τα ταμπούρια κάνοντας γιουρούσι με τις πάλες στο χέρι «αλαλάζανε», φωνάζανε δηλαδή άλα-άλα-άλα! Το ίδιο «γιάλα» με το οποίο ο Τσιτσάνης προγκάρει το Νιόνιο. («κι ο Τσιτσάνης μ’ ένα γιάλα με προγκάρει»). Το ίδιο «άλα» με εκείνο των Σπαρτιατών και των εταίρων του Αλέξανδρου. Η μάγκα ήταν ένα σύνθετο τμήμα που είχε τους κυρίως πολεμιστές, τα «παλληκάρια», τους «ψυχογιούς». Έφιππος ή πεζός, ο κυρίως μαχητής υποστηριζότανε από τα «παλληκάρια» του, με τα οποία είχε δεσμούς «αίματος». Έχοντας εφαρμόζει τον τεϊλορισμό, έναν αιώνα πριν τον Τέιλορ και τον Σταχάνοφ, ένας μαχητής,καλός στο σημάδι, έριχνε με το καριοφίλι κι άλλος γέμιζε. Έτσι επετύγχαναν ευστοχία και ταχυβολία θαυμαστή που δεν επέτρεπε στους επιτιθέμενους να καταλάβουν το ταμπούρι. Έτσι εξηγούνται οι μεγάλες απώλειες των Τούρκων κι έτσι εξηγείται γιατί το πεζικό όπου βρεθεί φτιάχνει θέσεις μάχης. (Αλλά έχουν πάει αυτοί στρατιώτες; Ξέρουν να κάνουν βολή;) Η ευκίνητη και αποτελεσματική αυτή ομάδα μάχης, η πολεμική εξάρτηση, ο εξοπλισμός, η τακτική, ο τύπος του μαχητή που βγήκε από την Κλεφτουριά, ο τύπος του διοικητή που βγήκε από τα μπουλούκια του Αλή Πασά, ήταν οι παράγοντες της νίκης των Ελλήνων στον κατά ξηράν αγώνα.
Στον κατά θάλασσαν αγώνα Οι
βερέμιδες
του
Σκάι (βερέμης= 1.καχεκτικός,χτικιάρης 2. δύστροπος,μεμψίμοιρος/Λεξικό Δημητράκου) , δεν αναφέρονται στον κατά θάλασσαν αγώνα παρά μόνο από σπόντα.
Φαίνεται τους πιάνει η θάλασσα(!) Δεν υπάρχουν στόλοι της Ύδρας, των Σπετσών, των Ψαρρών, των λοιπών νησιών αλλά και του σπουδαίου Γαλαξειδιού το οποίο τόσο κακοπάθησε σε όλες τις φάσεις της Επανάστασης. Δεν αναφέρονται καθόλου, οι εν λόγω «τολμηροί» ερευνητές, στο πώς έγινε η εξέγερση στα νησιά. Δεν μας λένε τίποτα για τη Φλότα μας η οποία αν και απαρτιζόμενη από «σταροκάραβα» κατορθώνει να παραμένει αήττητη σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα ενώ αναγκάζει, τις περισσότερες φορές, την Αρμάδα να κλειστεί στα Στενά και κατανικάει τις ενωμένες αρμάδες Πύλης, Μυσιριού και Τύνιδας. Δεν λένε τίποτα για τα πυρπολικά που από τις πρώτες μέρες του πολέμου γίνονται ο φόβος και το τρόμος των μεγάλων τρίκροτων και δίκροτων σκαφών του Καπουδάν Πασά. Κάπου αναφέρουν ότι στη θάλασσα οι Έλληνες είχαν υπεροχή αλλά δεν την αναλύουν. Δεν εξηγούν γιατί και πώς έχουν αυτή την υπεροχή. Αν την εξηγήσουν θα φανεί πώς έγινε το θαύμα. Πώς οι λίγοι και ανίσχυροι έγιναν δυνατότεροι από τους πολλούς και δυνατούς και τους κατανίκησαν! Σαν να μην υπάρχει το υπέροχο επαναστατικό κείμενο του Οδυσσέα στους Γαλαξειδιώτες – το περίφημο Γράμμα του - με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1821! Σαν να μην υπάρχει το κατόρθωμα του Παπανικολή που έκαψε το ντελίνι (τρίκροτο, με τρεις σειρές κανόνια σε κάθε μπάντα) στην Ερεσό της Λέσβου στις 27 Μαΐου 1821. Το να κάψεις ένα ντελίνι είναι σαν να λέμε ότι έκαψες ένα ....αεροπλανοφόρο. Και μάλιστα χωρίς απώλειες σε ψυχές των ημετέρων δυνάμεων! Ήταν τα πιο μεγάλα πλοία της Αρμάδας και είχαν πάνω τους πάνω από δύο χιλιάδες ναύτες και πεζοναύτες (γκαλιοντζίδες), ρετζάλια (αξιωματικούς) και τοπιτζίδες (πυροβολητές). [Στη στήλη αυτή του Αντιφώνου έχουμε «σε ανύποπτο χρόνο» γράψει για τον κατά θάλασσαν αγώνα. Θέμα μας η «Έξοδος τους Άρεως». Εκεί φαίνεται καθαρά, μέσα στους καπνούς της μάχης, τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί και τι λογής μαχητές!
Βλέπεις το επεισόδιο και νομίζεις ότι τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης μόνο η άλωση της Μονεμβασίας και της Ντροπολιτσάς έγινε καθώς και οι σχετικές σφαγές των «αμάχων». Ο Κολοκοτρώνης που μπήκε στην έρημη Ντροπολιτσά και έμεινε τρεις μέρες μόνος του....χωρίς την παρουσία ρεπόρτερ του Σκάι...και ποιος ξέρει τι έκανε(!) Ούτε την συνθηκολόγηση των Τουρκαρβανιτών του Ελμάζ μπέη δεν είναι άξιοι να αναφέρουν οι αθεόφοβοι! Όπου τους φύλαξε το Γέρος τα πλούτη τους στις κασέλες και έτσι αποχώρησαν ειρηνικά αφήνοντας την πόλη ουσιαστικά αφύλακτη. Αν το λέγανε αυτό θα φαινόταν ότι οι καπεταναίοι είχαν στρατηγική και στην πολιτική και στον πόλεμο! Ούτε καν τις μάχες στις προσβάσεις της Ντροπολιτσάς δεν αναφέρουν, τα Δολιανά, τα Βέρβενα, το Βαλτέτσι! Μόνο για το αλισβερίσι πολιορκητών πολιορκημένων μιλάνε, σαν να μας λένε... «τέτοια ρεμάλια ήτανε και μόνο κονόμες σκέπτουνταν κι όχι τον πόλεμο». Κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια! Η άλωση της Ντροπολιτσάς γίνεται στις 23 Σεπτεμβρίου αλλά η καταστροφή – η πρώτη από τις τρεις! - του Γαλαξειδίου γίνεται στις 9 Σεπτεμβρίου! Αν κρύβεις τα πιο πολλά γεγονότα και αν δεν τα βάζεις στη χρονολογική σειρά ώστε να φαίνεται τι
είναι πριν, τι μετά και τι ταυτόχρονα, δεν κάνεις ιστορία αλλά προπαγάνδα! Και, ή προπαγανδίζεις τη βλακεία ή η βλακεία προπαγανδίζει εσένα. Και στις δύο περιπτώσεις με το αζημίωτο! Το δικό σου και της βλακείας. Μας λένε όμως για τις βρισιές που αντήλλασαν με τους Τούρκους πριν αρχίσει η μάχη, μας λένε πως τούρλωναν, με κάθε ευκαιρία, των κώλο τους και τους προκαλούσαν. Ευθύς υπαινιγμός κατά του Καραϊσκάκη μια κι αυτός ήταν πρώτος στα καμώματα αυτά. Αλλά δεν μας λένε ότι ο Γύφτος ήταν παρών από τις πρώτες μέρες του Αγώνα και ότι μόλις στις 30 Μαΐου 1821 τραυματίζεται στο Κομπότι κατά την διάρκεια μιας τέτοιας...επίδειξης. Τρώει ένα βόλι στο γοφό που φτάνει στα γεννητικά του όργανα. Αν και η πληγή μολύνθηκε και τον παίδεψε ο Καραϊσκάκης αναρρώνει και μπαίνει και πάλι στον πόλεμο. Στο Κομπότι και πάλι. Υπό τας διαταγάς του...Στρατάρχη! Αυτή τη φορά ηγείται του στρατεύματος, τακτικών και ατάκτων, Ελλήνων και Φιλελλήνων, ο ...Πρίγκηπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος! Αχ καημένε Γιάννη, γεννήθηκες αργά, δυο αιώνες μετά! Και τώρα τι μπορείς να κάνεις; Καμιά εφημερίδα να εκδόσεις, κανένα κανάλι να στήσεις! Άντε και να «γράψεις» και την ιστορία με σπόνσορα την Εθνική Τράπεζα. Αλήθεια, τη σειρά την έχει δει ο Ράπανος, ο Ταμβακάκης; Πολύ θα ήθελα να ήξερα τι λένε οι όντως σημαντικοί αυτοί άνθρωποι για τις επιλογές του αρμοδίου για τις χορηγίες τμήματος.
Γώγος Μπακόλας Τη μεγάλη όμως αδικία την κάνουν, τα ταγκαλάκια του Αλαφούζου, στον παλιό Κλέφτη και Αρματωλό, τον Γώγο Μπακόλα. Ούτε λίγο ούτε πολύ τον καταγγέλλουν ως υπεύθυνο της καταστροφής στο Πέτα και της εξόντωσης του τάγματος των Φιλελλήνων. Τον «στολίζουν» μάλιστα ιδιαίτερα με τη σκηνοθεσία της «προδοσίας» όπου ο Γέρο-Γώγος εμφανίζεται να δείχνει στο χάρτη πώς να κινηθούν οι Τούρκοι. Υιοθετώντας πλήρως τη γραμμή Μαυροκορδάτου τον καθιστούν ένοχο και προδότη, απαλλάσσοντας φυσικά τον «Πρίγκηπα». Δεν μας λένε όμως τι διάολο στρατιωτικές γνώσεις είχε για να ηγηθεί του τακτικού και τους ατάκτου άμα και των Φιλελλήνων. Στη συνέχεια παραθέτουμε τρία κείμενα. Τα δύο για τον Γώγο Μπακόλα και το περίφημο Γράμμα στους Γαλαξειδιώτες του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Είναι από το βιβλίο του Δ.Φωτιάδη «Καραϊσκάκης». Ας βγάλει ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του και για τον ανθρωπολογικό τύπο του Γώγου Μπακόλα και για τα τον ανθρωπολογικό τύπο των ανθρώπων του Σκάι. Όσο για τον κυρ-Στέλιο τον Ράμφο, σαφώς και δεν τον συγκαταλέγουμε στους ανθρώπους του Σκάι. Για τον λόγο αυτό, και όχι μόνο, θα ασχοληθούμε ξεχωριστά μαζί του.
1.Ο στρατάρχης .......
«Ας δούμε τώρα τα μεγάλα και τρανά κατορθώματα του Μαυροκορδάτου στη Δυτική Ελλάδα. Παίρνοντας μαζί του από το Μοριά τον πρώτο ταχτικό στρατό της επανάστασης, που τον είχε φτιάσει ο Υψηλάντης κι οπού σ' αυτόν υπηρετούσαν και πολλοί Φιλέλληνες, έφτασε στα τέλη του Μάη στο Μεσολόγγι. Το πρώτο που έκανε είταν να καταργήσει την τοπική Γερουσία και να βάλει παντού ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Μεμιάς άρχισαν οι κι οι αντιζηλίες. Ο ένας κοιτάει πια πώς να βγάλει το μάτι του άλλου. «Τί δεν κάνουν οι φαναριώτικες ραδιουργίες», γράφει στ’ απομνημονεύματα του ο Γενναίος Κολοκοτρώνης που βρισκόταν τότες εκεί. Αφού κανόνισε έτσι ωραία τα πολιτικά ο πρίγκηπας, θέλησε τώρα να φτιάσει και τα στράτευμα. Προστάζει να ορντινιαστεί για να το επιθεωρήσει. Φορώντας στολή στρατηγού με τεράστιες επωμίδες, καβάλα πάνω σ’ άλογο και κρατώντας στα χέρι του μια στραταρχική ράβδο, περνάει, κακομούτσουνος κι ασουλούπωτος, μπροστά απ' αυτό. Οι υπασπιστές του Ραιμπώ, Ρόδιος και Γκραιγιάρ τον ακολουθούσαν, καβάλα σ' άλογα κι αυτοί, για πιότερο μεγαλείο! Όλα τούτα τάχε δει, στις λιθογραφίες, να τα κάνουν οι μεγάλοι στρατάρχες της Ευρώπης και λογάριασε πως του ταίριαζαν κι αυτουνού. «Οι απλοϊκοί, αλλά ευφυέστατοι Έλληνες πολεμισταί», γραφείο Κόκκινος, «παρηκολούθησαν αυτήν την επιδεικτικήν τελετήν, άλλοι με ψιθύρους σκωμμάτων δια το θέαμα στρατηγού τόσον πομπώδους και τόσον ξένου προς τα πολεμικά πράγματα , και άλλοι με θλιβεράς προβλέψεις δια το μέλλον της εκστρατείας» Αποφασίζει ο στρατάρχης να βοηθήσει τους Σουλιώτες, που βρίσκονταν τότες μπλοκαρισμένοι άπ' όλα τα τούρκικα ασκέρια της Ηπείρου. Παίρνει το στρατό του—ίσαμε τρεις χιλιάδες άντρες—και τραβάει για τη Λάσπη κι από κει για το Κομπότι, σιμά στην Άρτα. Ανάμεσα στους ξένους αξιωματικούς, ξέχωρα τους Φραντσέζους και τους Γερμανούς, αρχίζει μεγάλη φαγομάρα για τα πρωτεία. Ο Μινιάκ μονομαχάει με τον Χόβε και τον σκοτώνει. Από το Κομπότι πάει ο στρατός μας στο Πέτα κι ο Μαυροκορδάτος στήνει το στρατηγείο του στη Λαγκάδα. Στις 21 του Ιούνη ο Μάρκος Μπότσαρης μ' άλλους καπεταναίους και με μια δύναμη από 1200 νοματαίους ξεκινάει για την Πλάκα, για να σμίξει με τους Σουλιώτες που θα κατέβαιναν κι αυτοί κατά κει. Οι Τούρκοι όμως χτυπάνε τους δικούς μας και τους αναγκάζουν να γυρίσουν, με μεγάλες ζημιές, στο Πέτα. Η ευκαιρία να βοηθήσουν τους Σουλιώτες χάθηκε. Να κάθουνται τόσο σιμά στην Άρτα, όπου οι Οχτροί σύναζαν δυνατά ασκέρια, δεν είχε πια κανένα νόημα. Έπρεπε ν' αποτραβηχτούν μεμιάς στα Μακρυνόρος να πιάσουν τα στενά. Μα πού να τα καταλάβει αυτά ο στρατηγικός νους του Μαυροκορδάτου! Στις 3 του Ιούλη 1822 ο Κιουταχής βγαίνει από την Άρτα με χίλιους νοματαίους και τραβάει για το Κομπότι, να δοκιμάσει τις θέσεις των δικών μας; Εκεί βρίσκονταν ίσαμε εκατόν πενήντα παλληκάρια, όλοι Μεσολογγίτες κι Αιτωλικιώτες. Σαν είδαν να φτάνουν οι Οχτροί αποτραβήχτηκαν πάνω στη ράχη και κλείστηκαν στην εκκλησιά, την Ευαγγελίστρια, κι απ' αυτή ανοίξανε φωτιά στους Τούρκους. Κράτησαν δυο ώρες ώσπου τρέξανε να τους βοηθήσουν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης από το Πέτα κι ο Θοδωράκης Γρίβας κι ο Γιαννάκης Ράγκος από τη Λαγκάδα. Ο Κιουταχής, που ο σκοπός του είταν να πάρει μιαν ιδέα για τη δύναμη μας, προστάζει τ' ασκέρι του να κάνει ρετιράδα για την Άρτα. «Αν εις το Πέτα υπήρχε αρχηγός», γράφει ό Κόκκινος, «θα απέσυρεν εκείθεν εντός της ιδίας νυκτός τον στρατόν του προς το Μακρυνόρος, θεωρών
ευτύχημα ότι οι Τούρκοι δεν εσκέφθησαν ενωρίτερα να τον κτυπήσουν». Την ίδια νύχτα, 3 με 4 του Ιούλη, ο Κιουταχής με τον Ισμαήλ Πλιάσα πασά εκστρατεύουν από την Άρτα μ’όλο το τούρκικο ασκέρι, ίσαμε οχτώ χιλιάδες πεζούρα και καβαλαρία. Είτανε πανσέληνος κι έφεγγε σα μέρα. Μόλις γλυκοχάραζε βρέθηκαν οι οχτροί αντικρύ στα πόστα μας. Την πρώτη λίνια την κράταγαν οι ταχτικοί κι οι λόχοι των Φιλελλήνων, έχοντας μαζί δυο κανόνια. Άδικα τόσο ο Γενναίος Κολοκοτρώνης όσο κι ο Γώγος τους ορμηνέψανε «υπέρ τις 10 φορές» να φτιάσουνε ταμπούρια. Αυτοί, επαρμένοι καθώς είταν, τους αποκρίνονταν πώς έχουνε κάστρα τα στήθεια τους. Την ίδια συμβουλή έδωσε κι ο Βλαχόπουλος στον συνταγματάρχη Ταρέλα, μα εκείνος του απάντησε : - Ξέρουμε κι εμείς να πολεμάμε! Προστάζουν οι πασάδες ν' αρχίσει το γιουρούσι. Βγαίνουν οι μπαϊραχτάριδες μπροστά με ξεδιπλωμένες τις παντιέρες τους μα οι ταχτικοί κι οι Φιλέλληνες τους πολεμάνε με στήθος και τους πισωγυρίζουν. Προτού όμως αρχίσει η μάχη, ο Κιουταχής είχε στείλει μια δύναμη από δυο χιλιάδες Τουρκαρβανίτες να περάσουν από το Μετεπιό και να πιάσουν τις πλάτες των δικών μας. Μόλις διάβηκε μπροστινέλα τους, ογδόντα μονάχα νοματαίοι, ρίχνεται ο Γώγος πάνω στους και τους ξεμπροστιάζει. Τούτοι οι ογδόντα Τουρκαρβανίτες, που οι πιότεροι απ' αυτούς είταν μπαϊραχτάρηδες, όταν είδαν πως κόφτηκαν από τους δικούς τους, μην ξέροντας πια τί να κάνουν, τραβάνε και πιάνουν ένα τσογκρί. Σα βρέθηκαν σ' αυτό ξεδιπλώνουν τα μπαϊράκια τους κι ανοίγουνε φωτιά στους δικούς μας, που βλέποντας να χτυπιούνται πισώπλατα και σύγκαιρα να κάνουν γιουρούσι οί οχτροί από μπροστά, σαστίζουν και λένε πως είναι πια χαμένοι. Κι αρχίζει η συμφορά. Σμπαραλιάζουν οι Τούρκοι την παράταξη μας άλλοι φεύγουν για να σωθούν κι άλλοι πολεμάνε ανέλπιδα γυρεύοντας να ξαγοράσουν ακριβά τη ζωή τους. Οι ταχτικοί κι οι Φιλέλληνες, που βρίσκονταν αταμπούρωτοι στον κάμπο, κυκλώνουνται από τους οχτρούς. Ατσάλινο δίχτυ τους τυλίγει. Σκοτώνεται ο συνταγματάρχης Ταρέλα και πληγώνεται βαρειά ο Γερμανός στρατηγός Νόρμαν. Φτιάνουν ένα τετράγωνο, να μπορέσουν να βαστάξουν στην ανθρωποθάλασσα που χύνεται πια πάνω τους απ' όλες τις μεριές. Μα οι ντελήδες, μπήγοντας τις νικητήριες κραυγές, ρίχνουνται και τους αναποδογυρίζουν κάτω από τα πέταλα των αλόγων τους κι αρχίζουν να τους πετσοκόβουν. Όσοι μπορούνε να κρατήσουν ακόμα, πισωδρομούνε μπουλούκι κυνηγημένο, σπέρνοντας το δρόμο με σκοτωμένους και πληγωμένους. Κι όλοι θα χάνονταν αν ο Γώγος δεν έπιανε τον γκρεμό πάνω από τη θέση Σταυρός κι ανάγκαζε τους Τούρκους να τους παρατήσουν. Οι λίγοι από τους ταχτικούς που γλύτωσαν από του χάρου το στόμα, κουβαλώντας μαζί τους τον λαβωμένο Νόρμαν, πού πέθανε έπειτα από μερικές μέρες, τραβάνε για τη Λαγκάδα όπου βρισκόταν ο στρατάρχης. Χειρότερη στάθηκε η τύχη των Φιλελλήνων που πολέμαγαν κάτω από τις διαταγές του Ιταλού συνταγματάρχη Ντιάνα. Είκοσι Τόσκηδες περιτριγυρίζουν τ' άλογο του, χυμώνε πάνω του, τον ρίχνουν, τον ξεκοιλιάζουν με τα γιαταγάνια τους και του παίρνουν τα κεφάλι. Ο Μινιάκ, πού είταν περίφημος ξιφομάχος, ακουμπάει τις πλάτες του πάνω σε μιαν ελιά και θερίζει όσους πλησιάζουν. Λυσσάνε οι οχτροί, σπάζει το σπαθί του, τον σωριάζουν και τον κόβουν κομμάτια— κομμάτια να τον εκδικηθούν. Ανάμεσα στους Φιλέλληνες είταν κι έντεκα Πολωνοί, μ’ αρχηγό τον Μερζιέφσκυ. Κανείς τους δε σώθηκε. Κάμποσοι κατορθώνουν ν' αποτραβηχτούν ίσαμε τα ριζά ενός λόφου. Οι οχτροί χυμάνε κύματα πάνω τους και Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Βέλγοι βρίσκουν το θάνατο πολεμώντας παλληκαρίσια. Απ’ όλους αυτούς μονάχα είκοσι πέντε γλύτωσαν, που
κάνοντας γιουρούσι κατόρθωσαν ν' ανοίξουν δρόμο με τις λόγχες τους και να περάσουν. Μα εκείνους που πρέπει πιότερο να λυπηθείς δεν είναι όσοι σκοτώθηκαν την ώρα της μάχης, μα τους λίγους που πιάστηκαν ζωντανοί. Αφού τους πήραν τα ρούχα τους και τους άφησαν σχεδόν γυμνούς, τους ανάγκασαν να κρατάνε τα κομμένα κεφάλια των συντρόφων τους και να τρέχουν μέσα στο λιοπύρι της καλοκαιριάτικιας μέρας, όσο που τους βάραγαν με το βούρδουλα. Το αίμα που έσταζε από τα κεφάλια κι εκείνο που έτρεχε από τις πληγές τους έπηζε πάνω στα γυμνά τους κορμιά με τον ίδρωτα. Όταν μπήκανε στην Άρτα ετούτοι οι άμοιροι δε μοιάζανε πια μ' ανθρώπους. Μα τα βάσανα τους δεν είχα τελειώσει ακόμα, άντρες και γυναίκες χύθηκαν πάνω τους, τους χτύπαγαν και τους ξέσκιζαν με τα νύχια τους. Όταν τ' απομεινάρια του ταχτικού και των Φιλελλήνων φτάσανε στη Λαγκάδα, ο λαβωμένος Νόρμαν λέει στον Μαυροκορδάτο: —Πρίγκηπα, όλα τα χάσαμε εξόν από την τιμή ! Κι ο στρατάρχης μπήγει τα κλάματα. «Δεν επρόκειτο περί ήττης, αλλά περί καταστροφής» (Δ.Κόκκινος). Για τούτη τη συμφορά έπρεπε κάποιος να βγει φταίχτης. Ο «πρίγκηπας»; Μμ δεν ταίριαζε το πράμα !| Τη φόρτωσαν στο Γώγο. Είπανε πως ξεπίτηδες άφησε να περάσουν οι Τουρκαρβανίτες από το Μετεπιό. Προδότη τον ανεβάζουν και προδότη τον κατεβάζουν. Ώσπου μαύρισε το μάτι του γέρου καπετάνιου κι ο Γώγος πήγε στους Τούρκους. Κατάφεραν και τον κάνανε προδότη για να μείνει πατριώτης ο Μαυροκορδάτος. Το Σούλι, υστέρα από την καταστροφή του Πέτα, μπλοκαρισμένο από παντού, δε μπορούσε πια να κρατηθεί. Οι Σουλιώτες πέφτουν σε συμφωνίες με τους Τούρκους να τους αφήσουν να φύγουν για τα Εφτάνησα. Στις 2 Σεπτέμβρη 1822 παρατάνε για δεύτερη φορά την πατρίδα τους— δε θα ξαναγύριζαν πια ποτές σ' αυτή. Κατεβαίνουν στη Σπλάντζα και μπαρκάρουν σ' εγγλέζικα καράβια. «Η προθυμία των Άγγλων», γράφει ο αντιναύαρχος Δ. Οικονόμου, «όπως μεταφέρωσι τους εκπατριζομένους Σουλιώτας, απεδόθη εις επιθυμίαν παρεμποδίσεως μεταβάσεως των εις Μεσολόγγι». Τους βγάλανε στην Κεφαλλωνιά καί τους κλείσανε στο λαζαρέτο να κάνουνε καραντίνα μέρες. Και «ενώ εφυλάσσοντο εν τω λοιμοκαθαρτηρίω, οι Άγγλοι στρατιώται έκλεψαν τα πλέον πολύτιμα όπλα των και όσα ήσαν ηργυρωμένα τα έσπασαν ίνα λάβωσι τον άργυρον». Τόσο τούτο το επεισόδιο, όσο κι όλα τ’άλλα εμπόδια που βάζανε οι Εγγλέζοι στον αγώνα μας, κάνανε τον Μάρκο Μπότσαρη να γράψει τότες στους πρόσφυγες Παργινούς στην Κέρκυρα : «Οι Έλληνες εισί δούλοι εκεί όπου κυματίζει η Βρετανική σημαία».
« Καραϊσκάκης» του Δ.Φωτιάδη σελ. 145-148, Εκδ. Κέδρος, 1959
2.Μού’ κάψαν άδικα τα φουσέκια...
« Άμα γιατρεύτηκε ο Καραϊσκάκης από τη λαβωματιά, ξαναγύρισε στο Πέτα στο Κομπότι. Την 1 του Σεπτέμβρη 1821 Έλληνες και Αρβανίτες κάνουνε σιάρτια (συμφωνίες) να πολεμήσουν μαζί. Οι Αρβανίτες ποτές δε χώνεψαν τους Τούρκους. Ονόμαζαν, όπως κι οι Ρωμιοί, περιφρονητικά τους ντόπιους Κονιάρους και τους Ανατολίτες Χαλδούπηδες. Το μόνο που τους έδενε, όσους παραδέχτηκαν για προφήτη τους τον Μωάμεθ, είταν η θρησκεία. Γυρεύανε όμως πάντα ανεξαρτησία τους κι αυτό τόχαν μισοπετύχει με τον Αλήπασα, πού τόνε λογαριάζανε για πραγματικό τους σουλτάνο. Τούτη η συμμαχία στάθηκε μεγάλη ωφέλεια στην επανάσταση. Στις αρχές του Σεπτέμρη φτάσανε στ’ορδί μας που πολιορκούσε την Τριπολιτσά ο Χρήστος Στάϊκος, ο Καραπάνος κι άλλοι. Είχανε γράμματα, με τα μαντάτα της συμμαχίας, από τους Τουρκαρβανίτες αρχηγούς και τον Αλήπασα τόσο για τους δικούς μας όσο και για τους Αρβανίτες που πολέμαγαν μέσα στην Τριπολιτσά. Βρήκανε τρόπο καί τους τάστειλαν. Άμα τα διάβασαν, χωρίζουν οι μπλοκαρισμένοι Αρβανίτες τα τσανάκια τους με τους Χαλδούπηδες κι η κεφαλή τους, Ο Ελμάζ μπέης, τα ταιριάζει με τον Κολοκοτρώνη να φύγουν με τ’ άρματα τους κι όλα τους τα καλά. Και τούτο γίνηκε αιτία να πέσει μια ώρα αρχήτερα η Τριπολιτσά. Μα και στην Ήπειρο, Έλληνες κι Αρβανίτες, δώσανε τέτοια τράκα στον Χουρσίτ και στους άλλους πασάδες, που θα τους χάλαγαν αν δε γίνονταν τα όσα θ' ανιστορήσουμε πιο πέρα. Στις 11 του Σεπτέμβρη βγαίνουν οι Τούρκοι από την Άρτα να χτυπήσουν τους δικούς μας, που αρχηγός τους είταν ο ατρόμητος γέρο-Γώγος Μπακόλας ξάδερφος της μάνας του Καραϊσκάκη. Ο Μπακόλας είχε αποχτήσει μεγάλη φήμη για τα κατορθώματα του στην Αγία Παρασκευή του Μακρυνόρους, όπου μ' εκατό μονάχα παλληκάρια σμπαράλιασε τ' ασκέρι του Ισμαήλ Πλιάσα πασά. Μα και στο Πέτα αντραγάθησε κυνηγώντας, με γυμνό σπαθί, εφτά φορές πιότερους οχτρούς. Θαυμάστηκε τόσο, που όλοι πια λέγανε τούτη δω την κουβέντα: «Όπου ο Γώγος, εκεί κι η νίκη». Οι Τούρκοι κουβάλησαν και κανόνια, που οι δικοί μας τα σκιάζονταν γιατί είταν ακόμα αμάθητοι σ' αυτά. Αρχίζουν το γιουρούσι να πάρουν τα ταμπούρια μας. Κάποιο ξεπαρμένο μπεγόπουλο μας καταφρόναγε τόσο, πού βρισκόταν πάντα μπροστά και κορόιδευε τους δικούς μας. Τούρριχναν απανωτά ντουφέκια, μα κανένα δεν τον έπαιρνε. Ο γέρο-Γώγος γύριζε από πόστο σε πόστο γκαρδιώνοντας τα παλληκάρια με γεμάτη από φουσέκια την ποδιά του, που τα μοίραζε σ’όσους είχανε κάψει τα δικά τους. Βλέποντας να ρίχνουν όλοι μαζί πάνω στο παλαβό μπεγόπουλο δίχως να το πετυχαίνουν, τους λέει: —Μην καίτε άδικα τα φουσέκια σας μ' αυτόν τον γουρουνομύτη. Στεκάτε να ρίξω εγώ μόνος μου, γιατί εσείς είσαστε ατζαμήδες ακόμα. Και να μου φέρετε ύστερα το κεφάλι του να το ιδώ. —Εκείνος οπού τόχει, του αποκρίνουνται πειραχτικά, δε μας το δίνει να σου το φέρουμε· το
θέλει δικό του. —Τώρα βλέπετε !.. Δίνει ένα ντουφέκι ο γέρο αρματωλός και χτυπάει κατακούτελα το μπεγόπουλο. —Γκιντί, γουρουνομύτη, λέει για να τσατίσει τα παλληκάρια, με τα παιδιά έπαιζες ολοήμερα και μού’καψαν άδικα τα φουσέκια! Όπως γράφει ο Μακρυγιάννης για τον Γώγο Μπακόλα «ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε». Ο Καραϊσκάκης, με τον Μακρυγιάννη κι άλλους, τραβούνε για το Νιοχώρι, αφανίζουν τους Τούρκους καί σώνουν τους ραγιάδες. Έπειτα οι Σουλιώτες, οι Αρβανίτες κι όσοι ακόμα είταν εκεί δικοί μας, αποφασίζουνε να πάρουν την Αρτα. Πιάνουν, όξω απ ’αυτή, τους Μύλους. Τρακόσιοι νοματαίοι, με κεφαλές τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Καραϊσκάκη, τον Λάμπρο Βέϊκο, τον Δράκο, θα χτύπαγαν το Μουχούτσι κι εκατό, με τον Μακρυγιάννη καί τον Νάση Φωτομάρα ,τους Αγιαπόστολους και την Οδηγήτρα. Πάνω στους τριακόσιους ρίχνεται πλήθος η Τουρκιά, πεζούρα καί καβαλαρία. «Μα την πατρίδα», γράφει ο Μακρυγιάννης, «οι τρακόσιοι αυτήνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια στην καρδιά». Ρίχνουνε ένα μονάχα ντουφέκι στους οχτρούς γυμνώνουν τα σπαθιά και τους παίρνουνε σβάρνα. Τους κυνηγάνε ίσαμε το κάστρο. Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι», λέει ο αθάνατος Μακρυγιάννης, « οι τρακόσιοι μας φιλοτίμησαν, η γενναιότητα οπούδειξαν εκείνοι, και μας κάμαν και μας πολεμιστάς». Τέλος Έλληνες κι Αρβανίτες μπαίνουνε στην Άρτα. Ο Χουρσίτ κι οι πασάδες τα χάνουν. Περιορίζουνται γύρω στα Γιάννενα και το μόνο οπού λογαριάζουν πια είναι το πως θα γλυτώσουν από τη συμφορά πού τους βρήκε.»
« Καραϊσκάκης» του Δ.Φωτιάδη σελ. 121-123, Εκδ. Κέδρος, 1959
3..Το Γράμμα του Ανδρούτσου στους Γαλαξειδιώτες
Αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται,
Ήτανε βέβαια από το θεό γραμμένο να δράξωμε τα άρματα μια ήμερα και να χυθούμε κατεπάνω στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τί τη θέλουμε, βρε αδέρφια, τούτη την πολυπικραμένη ζωή να ζούμε από κάτω στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων ν' ακονιέται εις τα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτα δεν μας απόμεινε; Η εκκλησιές μας γινήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων. Κανένας δεν μπορεί να πη πως τάχα έχει τίποτε εδικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός σα διακονιάρης στη στράτα. Η φαμαλιές μας καί τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκριση των Τούρκων. Τίποτα, αδέρφια, δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέπον να σταυρώσουμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό. Ο θεός μας έδωσε χέρια, γνώσι και νου. Ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ό,τι μας απανταχαίνει ας το βάλωμε γρήγορα σε πράξιν και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι το πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνω μας. Ό,τι θα κάμωμε, πρέποντας είναι να το κάμωμεν μια ώρα αρχήτερα, γιατί υστέρα θα χτυπάμε το κεφάλι μας. Τώρα η Τουρκία είναι μπερδεμένη σε πολέμους και δεν έχει ασκέρια να στείλη κατεπάνω μας. Ας ωφεληθώμεν από την περίστασι, όπου ι θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας έστειλε δια ελόγου μας. Μια ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάση αυτό το μαράζι, οπού μας τρώγει την καρδιά. Στα άρματα, αδέρφια, ή να ξεσκλαβωθούμε, ή να πεθάνουμε. Και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήσει κάθε Χριστιανός και Έλληνας. Εγώ καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται, εμπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτη, τιμές καί δόξες. Οι Τούρκοι ό,τι και αν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας. Γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δεν χορατεύει. Έπειτα κοντά στα αλλά ενθυμούνται τον πατέρα μου, που τους εζεμάτισε. Μα σας λέγω την πάσαν αλήθειαν, αδέλφια. Δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνώ και το γένος να βογκά στη σκλαβιά. Μου καίγεται η καρδιά μου σα βλέπω και συλλογιούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν. Από το Μωρηά μου στείλανε γράμματα πώς είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πως θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά, κι από την άλλη, θα σηκωθή όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σαν ιδή ελόγου σας, που έχετε τα καράβια, και ξέρετε καλύτερα τα πράγματα το πως σηκώνετε το μπαϊράκι, θενά τελείωση όχι καλύτερο το πράγμα. Περιμένω απόκρισι με τον ίδιο πού φέρνει το γράμμα μου. Τη μπαρούτη και ταβόλια τα έλαβα και τα εμοίρασα. Να με οικονομήσετε και στουρνάρια και αν περισσεύη και άλλη μπαρούτη να μου στείλετε, γιατί θα την δώσω στους Πατρατζικιώτας. Του Πανουριά τα λόγια μην τα πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης. Μα σαν το σηκώσωμε εμείς, αλλέως δεν μπορεί να πράξη πάρεξ να έρθη με το μέρος μας.
Αύριο το βράδυ να έρθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούραν για να μιλήση σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε. Είναι παιδί δικό μας καλό παλληκάρι. Χαιρετίσματα σ' όλους πέρα και πέρα. Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ.
22 Μαρτίου 1821 Ο αγαπητός σας Οδυσσέας Ανδρούτσος « Καραϊσκάκης» του Δ.Φωτιάδη σελ. 100-101, Εκδ. Κέδρος, 1959