Το φράκο, η φουστανέλα και το "βρακί της Κατερίνας"

Page 1

Το φράκο, η φουστανέλα και το βρακί της Κατερίνας

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής

Στην πολυθρύλητη σειρά του Σκάι για το 1821, που αυτοχαρακτηρίζεται ως «η μόνη πλήρης καταγραφή» [η οποία όμως δεν βρήκε πουθενά - ούτε στους Μύλους τ’Αναπλιού ούτε στην Ακρόπολη των Αθηνών - τον Μακρυγιάννη να τον καταγράψει] τέθηκε το φοβερό δίλημμα: φράκο ή φουστανέλα; Στο δίλημμα αυτό, στο οποίο ο Σκάι έχει πάρει θέση προ πολλού υπέρ του πρώτου με έργα και με λόγια, κλήθηκαν ν’ απαντήσουν διάφοροι σημαίνοντες «επαΐοντες» και να μας ανοίξουν τα στραβά μας ότι επί διακόσια χρόνια μένανε κλειστά και περιμένανε την έλευση του Γιάννη Αλαφούζου για να δούνε το φως το αληθινό. Ανάμεσα σε όσους συνέδραμαν τον ευγενή αυτό σκοπό ο οποίος...τιμάται 6,50€ αν και η αξία του είναι ατίμητος - ήταν και ο κυρ Στέλιος ο Ράμφος. Στο Ισοκράτημα προηγούμενης Κυριακής είπαμε ότι δεν τον συγκαταλέγουμε στους ανθρώπους του Σκάι. Ο Ράμφος εμβληματική προσωπικότητα από τα φοιτητικά του χρόνια, διανοητής μεγάλου βεληνεκούς, με συγγραφικό έργο ογκώδες, επί δεκαετίες ακολουθεί τον δικό του αυτόνομο δρόμο. Δεν έχει κανέναν λόγο να εντάσσεται σε σχήματα και σχηματάκια . Άλλωστε ξεπερνάει όλους αυτούς, τόσο πολύ που είναι αδύνατον να «χωρέσει» σ’ αυτά και σε άλλα. Ο Στέλιος Ράμφος – όπως και ο Χρήστος Γιανναράς – θα μπορούσε να είναι Γέροντας του Έθνους, Δάσκαλος του Έθνους, θα μπορούσε να είναι δηλαδή κάτι σαν ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας του Πνεύματος και εμείς να ακούμε μετά μεγάλης προσοχής τις απόψεις του, τις νουθεσίες του, τις συμβουλές του, μετρώντας επτά φορές και διαφωνώντας μία. Όπως δηλαδή ακούμε τον Κάρολο Παπούλια ή παλαιότερα ακούγαμε τον Κ. Στεφανόπουλο για τα του πολιτικού συστήματος ζητήματα, και ακόμα παραπάνω. Ας ελπίσουμε ότι τον ρόλο αυτό του Προέδρου της Πνευματικής Δημοκρατίας θα κρατήσει ο μέγιστος όλων, ο Μίκης Θεοδωράκης, και θα τελευτήσει τον βίον του πλήρης ημερών και πλήρης πανεθνικού σεβασμού. Ο Στέλιος Ράμφος όμως, εδώ και κάμποσο καιρό, - όπως και ο Χρήστος Γιανναράς με άλλον τρόπο – ακολουθεί πορεία που συχνά-πυκνά μάς εκπλήσσει αρνητικά. Ακούμε πράγματα από το στόμα του τα οποία εκτός του ότι μας κάνουν να διαφωνούμε μάς κάνουν να πάρουμε θέση εναντίον του κατά τρόπο δραματικό,


ενίοτε δε...πολεμικό. Βέβαια, δεν θα του κάνουμε κουμάντο! Δικαίωμα είναι του καθενός είναι ν’ ακολουθεί στη ζωή όποιον δρόμο θέλει ακόμα και το «μονοπάτι το πονηρό που πάει γραμμή στη κατηφόρα τη μεγάλη». Ο καθένας μπορεί να πηγαίνει όπου θέλει. Ακόμα και όπου φυσάει ο άνεμος. Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας κι εκείνος τη δική του.

Το κάρο και το γεντέκι Τα παλιά τα χρόνια, οι μεταφορές γίνονταν με τα κάρα. Το κάρο είχε τέσσερις ρόδες και το έσερνε ένα, συνήθως, άλογο. Αν το κάρο είχε πάνω άχερα ή κουτόχορτο ένα άλογο επαρκούσε. Αν όμως είχε πατάτες τότε ήθελε και δεύτερο. Ένα τέτοιο κάρο έχει αναλάβει, και στις μέρες μας, τις μεταφορές άχερου, κουτόχορτου και πατάτας. Έρχεται από παλιά, από καιρούς Βυζαντινούς. Έχει μεταλλικά χρώματα, αεροτομές, ζάντες αλουμινίου, ελαστικά «χαμηλού προφίλ», ρυθμιζόμενα φώτα ιωδίου - δύο βαλβίδες ανά κύλινδρο επί τέσσερις κυλίνδρους ίσον οκτώ, τυχαίο; - διαθέτει abs, cbs, gps ενώ με τα τελειότερα συστήματα αναπαραγωγής φτιάχνει και μοιράζει cd και dvd. Έχει δύο «τιμόνια», δύο γερά ξύλα παράλληλα που μπορούν, στρεφόμενα αναλόγως, να κατευθύνουν το κάρο. Το ένα το λένε «Συγκρότημα Λαμπράκη» και το άλλο το λένε «Αλαφούζικο Συγκροτηματάκι». Όπως λέμε «τι Γιάννη τι Γιαννάκη». Το κάρο όμως είπαμε ότι δεν είναι τυχαίο. Είναι ειδικής κατασκευής, έχει δικές του προδιαγραφές κι ενσωματώνει την τελευταία λέξη της Δυτικής τεχνολογίας: Έχει το τιμόνι στο πίσω μέρος έτσι ώστε το κάρο να είναι πριν από τα άλογα! Έχει «πίσω κίνηση» δηλαδή...όπως και άλλα κλασικά οχήματα...Μερσεντές, Ρολς Ρόϊς κλπ. Επειδή τα άλογα είναι δύο...είναι Ντε Σεβό! Ήγουν με αυξημένη ιπποδύναμη. Το ένα έχει αναλάβει να σπρώξει μπροστά τα μυαλά σε ό,τι έχει σχέση με την ιστορία της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Το άλλο έχει αναλάβει να σπρώξει μπροστά τα μυαλά μας σε ό,τι έχει σχέση με την Επανάσταση του ‘21 και τον αντίστοιχο Εμφύλιο. Το φορτίο είναι βαρύ ακόμα και γι’ αυτά τα εκπαιδευμένα στην έλξη και στην άπωση άλογα. Τα ειδικά βάρη του κουτόχορτου, του άχερου και της πατάτας αυξάνουν δραματικά όταν έρχονται σε σχέση ακριβώς γιατί αυτή η σχέση έχει την ικανότητα να μεταποιήσει τη φύση. Έτσι το άθροισμα των βαρών της πατάτας, του άχερου και του κουτόχορτου είναι μεγαλύτερο από τα επιμέρους βάρη. Αν βάλεις μέσα και κάνα δυο κιλά σκύβαλα εε τότε το βάρος του κάρου τείνει στο άπειρο. Είναι αυτό που λέμε αλλιώς «το ασήκωτο αδιανόητο τίποτα». Μ’ όλα αυτά πάνω, τα δύο άλογα ζορίζονται παρ’ ότι είναι από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Ελλάδος, της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Παλιά, στις περιπτώσεις αυτές που τα άλογα ζορίζονταν, βάζανε δίπλα κι από την έξω μεριά του τιμονιού, ένα ακόμα άλογο για να βοηθάει. Το άλογο αυτό το


λέγανε γεντέκι. Κάτι τέτοιο έγινε και τώρα. Ο Ράμφος προσήλθε μόνος του αρωγός της προσπαθείας να πάει το κάρο μπροστά. Έβανε πάνω και το δικό του σακί με τις πατάτες, που καιρό τώρα τον έχει κοψομεσιάσει, και άρχισε να σπρώχνει. Θα δούμε όμως αν είναι σωστά ζεμένο το γεντέκι. Έχουμε βάσιμες υποψίες για το αντίθετο και ότι αντί να σπρώχνει...τραβάει!

Ο ανθρωπολογικός τύπος Ο Ράμφος, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίζεται ότι ο ανθρωπολογικός τύπος που προέκυψε μετά την Αναγέννηση στην Ευρώπη ήταν ανώτερος από τον ανθρωπολογικό τύπο που δημιουργήθηκε στη διάρκεια του Βυζαντίου, επιβίωσε αγωνιζόμενος ενάντια στην Οθωμανική κατοχή για να χαθεί στις μέρες μας μέσα στη Χωματερή της Νεωτερικότητας. Λέει ότι η αλλαγή που προέκυψε τότε και εκεί, δημιούργησε έναν τύπο ανθρώπου χειραφετημένου ο οποίος έβλεπε τα πράγματα αλλιώς, ήταν πλήρως εξατομικευμένος άρα και οριοθετημένος έναντι της οικογένειας, του σογιού, της κοινωνίας. Αυτός ο άνθρωπος-άτομο, «είχε αναλάβει την ευθύνη του άλλου», δηλαδή ήξερε τι ήταν - αφού έβλεπε τον εαυτό του από «έξω» - και τι τον συνέφερε. Ταυτόχρονα ήταν σε θέση να παίρνει υπόψη του τον άλλο και να συμβιώνει μαζί του σε μια «ανώτερη» κοινωνική οργάνωση, στην Δυτικού τύπου κοινωνία. Αν και δεν χρησιμοποιεί τους όρους που χρησιμοποιεί ο Θ.Ι.Ζιάκας, λέει στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα. Ότι υπάρχουν κοινωνίες που είναι κολεκτιβιστικές και κοινωνίες που είναι ατομικιστικές. Και ότι οι δεύτερες λειτουργούν πιο καλά από τις πρώτες και ότι εκεί ο άνθρωπος δεν συνθλίβεται από την ομάδα και το «συλλογικό» συμφέρον. Φυσικά δεν λέει, το άλλο που λέει ο Ζιάκας, ότι υπήρχαν κοινωνίες που ο ανθρωπολογικός τους τύπος δεν ήταν ούτε κολεκτιβιστικός ούτε ατομικιστικός αλλά ήταν κάτι πέρα από το Άτομο· ήταν δηλαδή αυτό που όλο και περισσότερο μαθαίνουμε ν’ αποκαλούμε Πρόσωπο. Δεν θα είχαμε κανέναν ενδοιασμό να συμφωνήσουμε με τον Ράμφο, αν μπορούσαμε να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει σε μια ατομικιστική κοινωνία, ποιες είναι αυτές οι κοινωνίες, πότε είναι, αν είναι τέλειες εκ κατασκευής, αν έχουν ανόδους και πτώσεις, ακμή και παρακμή, αν όλα τα μέρη των κοινωνιών αυτών αναπτύσσονται ταυτόχρονα και ισομερώς, αν υπάρχουν υποστροφές και αν τελικά οι κοινωνίες που θεωρούνται εξατομικευμένες είναι όντως εξατομικευμένες ή απλώς ο κολεκτιβισμός της εξατομίκευσης οδήγησε την κοινωνία στην εξατομίκευση του κολεκτιβισμού. Δεν θα είχαμε κανέναν λόγο να μην συμφωνήσουμε αν ο Ράμφος παραδεχόταν ότι αυτές οι κοινωνίες που γεννούν τον άνθρωπο-άτομο δεν είναι τα τελειότερα δημιουργήματα του Θεού (ή του διαβόλου, της φύσης, της χτίσης, της τύχης...) και ως


εκ τούτου έχουν σοβαρά και φοβερά εγγενή προβλήματα τα οποία τις οδηγούν «μοιραία» στη φάση του «ερυθρού γίγαντα» και αμέσως μετά στη φάση του «λευκού νάνου» ήγουν στην «κατάσταση μηδέν». Φοβάμαι όμως ότι ο Ράμφος δεν φτάνει μέχρι εκεί. Κάνοντας, όλο και λιγότερο, κριτική στις κοινωνίες αυτές, προβάλλοντας, όλο και περισσότερο, τα επιτεύγματά τους, αντιπαραθέτοντάς τες σφόδρα στη δική μας ελληνική κοινωνία, δημιουργεί μια θεωρία – ένα κάρο δηλ – το «βάζει μπροστά από τα άλογα» και μετά ψάχνει να βρει «αποδείξεις» στα βιβλία, στην ζωή, στην Ιστορία και μερικές φορές στον κινηματογράφο! «Αποδείξεις» που να «τεκμηριώνουν» ότι εμείς ήμασταν «ελλειμματικοί» έναντι των Ευρωπαίων, ότι δεν είχαμε – και ακόμα δεν έχουμε – ξεκόψει από την αγελαία κοινωνική συνείδηση, ότι τα σόγια και ο τοπικισμός μας κατέτρεχαν - και μας κατατρέχουν ακόμα – ότι αυτό οφείλεται στα «φιλοκαλικά ριζώματα» και στην εποχή του Βυζαντίου που δεν μας επέτρεψαν να γίνουμε άνθρωποι οι οποίοι αναλαμβάνουν την ευθύνη, τη δική τους και των άλλων, την οποία δε ευθύνη την αναθέτουμε πάντα στην κοινωνία και στο...Θεό. Η αγωνιώδης αυτή αναζήτηση «αποδείξεων» τον ωθεί να λέει πράγματα ανήκουστα, «κουφά», που δεν επιδέχονται, πολλές φορές, αντίλογο γιατί είναι τελείως παρ-άλογα. Παρ’ όλα αυτά εμείς θ’ ασχοληθούμε με τους ισχυρισμούς του για να δείξουμε ότι είναι λόγια ά-λογα, που εκφέρονται αλόγιστα και ότι το κάρο είναι τίγκα στο κουτόχορτο, στο άχερο και στις...πατάτες και εκτός αυτού - και εκτός εαυτού - έλκεται προς τα πίσω ενώ νομίζουνε πως πάει μπρος.

Πόλεμος ορθίων & πόλεμος γελοίων Είναι, λέει, «άλλοι άνθρωποι» οι Ευρωπαίοι, είναι «άνθρωποι που ανέλαβαν την ευθύνη του άλλου» επειδή πολεμάνε όρθιοι, δε φοβούνται, δεν δειλιάζουν, θεωρούν τιμή τους να βαδίζουν καμαρωτοί,σε πυκνές γραμμές,να μένουν στη θέση τους καθώς τα βόλια σφυρίζουν γύρω τους και οι συνάδελφοί τους πέφτουν νεκροί κι ακρωτηριασμένοι. Για τους ευγενείς κάνει ειδική μνεία και ξελιγομένος εκθειάζει τις αρετές τους! Ενώ εμείς είμαστε κουτοπόνηροι χωριάτες, «φουστανελάδες», που δεν στεκόμαστε να πολεμήσουμε με τιμή αλλά όλο κόλπα κάνουμε και τους ξεφεύγουμε, ότι κρυβόμαστε πίσω από πέτρες και πολεμάμε, ότι στήνουμε χωσιές και ενέδρες, ότι όποτε θέλουμε πάμε στον πόλεμο και όποτε θέλουμε φεύγουμε και ότι δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά για πολιτισμένους ανθρώπους που έχουν αναλάβει την «ευθύνη του άλλου». 1. Πολεμάς όρθιος όταν επιτίθεσαι. Και πολεμάς οχυρωμένος όταν αμύνεσαι. (γι’ αυτό και οι χειροβομβίδες διακρίνονται σε επιθετικές και αμυντικές. Οι αμυντικές είναι αυτές που κάνουν τη ζημιά γιατί τις πετάει ο αμυνόμενος στον επιτιθέμενο που είναι ακάλυπτος). Αυτό ίσχυε και ισχύει πάντα. Ακόμα και για τους Ευρωπαίους. Όλα αυτά τα κάστρα, τα θωρηκτά, τα αμυντικά συστήματα, εκείνοι τα


έχουν εφεύρει, τα περισσότερα μετά την Αναγέννηση. Εμείς κάναμε πάντα ό,τι μπορούσαμε. Υπερασπιζόμασταν την πατρίδα μας εναντίον εκείνων που κάθε τόσο εισέβαλαν σ’ αυτή. Ήμασταν πάντα λίγοι ενώ εκείνοι ήταν πολλοί και διέθεταν όλα τα μέσα για να εισβάλλουν σε μια χώρα, να την κατακτήσουν και να την λεηλατήσουν. Και τώρα έρχεται ο Ράμφος να μας διδάξει τι; Ότι ήταν «ανθρωπολογικά ανώτεροι» εκείνοι που από τη μια άκρη της Ευρώπης – και της Υφηλίου - μέχρι την άλλη πολέμαγαν για να σκλαβώσει ο ένας τον άλλο ή για να επιβάλλει το δικό του πολιτικό σύστημα επειδή πολέμαγαν όρθιοι και ήταν «ανθρωπολογικά κατώτεροι» εκείνοι που πολεμούσαν «ανορθόδοξα» υπερασπιζόμενοι τα σπίτια τους και τα παιδιά τους; Αυτοί που πολεμούσαν όρθιοι όπου πήγαν έφτιαξαν οχυρά. Δεν έφτιαξαν οχυρά οι Γάλλοι στην Αλγερία ή δεν έφτιαξαν οχυρά οι Εγγλέζοι στις Ινδίες; Δεν έφτιαξαν οχυρά οι Τσάροι στη Ρωσία ενώ έστελναν εκατοντάδες χιλιάδες να μακελεύονται «όρθιοι»; Στην Αμερική όρθιοι πολεμούσαν οι Εγγλέζοι τους Ινδιάνους και τους επαναστάτες, δεν είχαν όμως και οχυρά; Και καλά, ο ανθρωπολογικός τύπος ήταν τόσο τιμημένος που τους έκανε να πολεμάνε όρθιοι. Μετά τι πάθανε και σε όλο τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν βγάλανε τη μούρη τους από τη λάσπη των χαρακωμάτων; Πως αυτοί, οι γενναίοι ανθρωπολογικοί τύποι, χωθήκανε μέσα σε άρματα τεθωρακισμένα, θωρηκτά με ατσάλινη θωράκιση πολλών εκατοστών; Τι έπαθε ο ανθρωπολογικός τους τύπος και σήμερα οι Αμερικανοί δεν κατεβαίνουν καθόλου στο έδαφος να πολεμήσουν αλλά από μακριά πατάνε κουμπιά, κι αν κατεβαίνουν στο πεδίο της μάχης είναι παραγεμισμένοι με κέβλαρ και κάθε είδους ατομική προφύλαξη; Παραδέχεται δηλαδή ο Ράμφος ότι υπάρχει ακμή και παρακμή του ανθρωπολογικού τύπου και ότι στα 1821 ήταν στα πάνω του και ότι μετά, στα 1921, στα 1941, στα 1990, στα 2011, είναι στα κάτω του; 2. Ας πούμε ότι ο στρατιώτης του Βοναπάρτη ήταν ανώτερος ανθρωπολογικά.( Θα σηκωθούν από τον τάφο τους ο Γκόγια και όσοι Ισπανοί μαρτύρησαν στο αντάρτικο εναντίον των Γάλλων αλλά τέλος πάντων ας κάνουμε αυτή την υπόθεση εργασίας). Είχε κάνει μιαν επανάσταση όπου είχε φέρει τα πάνω κάτω και ήταν φορέας των ιδανικών της. Ας πούμε ότι πολέμαγε με μια αίσθηση ότι ελευθερώνει τους άλλους λαούς από την τυραννία. Ας πούμε τέλος ότι κάτι τέτοιο συντελέστηκε ομοιόμορφα σε όλες της κοινωνικές ομάδες της νεαράς Γαλλικής Δημοκρατίας και ότι μέσα σε μόλις δέκα-είκοσι χρόνια, εν μέσω πολέμων και τρομοκρατίας, όλοι οι Γάλλοι άλλαξαν ψυχή και νου και έγιναν όλοι μαζί και χωρίς ανισομέρειες «άλλοι άνθρωποι». Παραδέχεται ο Ράμφος ότι αυτή επανάσταση των ψυχών και των μυαλών είναι απαραίτητη για την αλλαγή της κοινωνίας; Παραδέχεται δηλαδή ότι το «μεταφυσικό», το πνευματικό, μέρος της επανάστασης είναι αυτό που αλλάζει την κοινωνία; 3. Ας πάμε όμως τώρα από την άλλη μεριά των εμπολέμων. Ο στρατιώτης του Μπλίχερ, ή του Ουέλιγκτον ήταν του ιδίου τύπου; Οι αμόρφωτες και εξαθλιωμένες αυτές μάζες της Ευρώπης, της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Πρωσίας, της


Αυστροουγγαρίας, οι οποίες στρατολογούνταν από τα φέουδα τα οποία υπήρχαν ακόμα, αυτές οι μάζες και τα ράκη των πόλεων της πρώιμης βιομηχανικής κοινωνίας, ήταν του ίδιου ανθρωπολογικού τύπου και «είχαν αναλάβει την ευθύνη του άλλου»; Και αν ήταν όντως του ιδίου τύπου γιατί δεν έκαναν τότε κι αυτοί στη χώρα τους επανάσταση αλλά χρειάστηκε, η Ευρώπη, ποταμούς αίματος για ν’ αλλάξει; Ήταν, κυρ-Στέλιο μου, ο μουζίκος του τσαρικού στρατού, χριστιανός ορθόδοξος κι αυτός όπως εμείς, ανώτερος ανθρωπολογικός τύπος επειδή πολέμαγε όρθιος και σε πυκνές γραμμές; 4. Και παραπέρα, τόσα δεινά που επισώρευσαν στις αποικίες όλοι αυτοί οι «υπεύθυνοι άνθρωποι» στα πλαίσια της ευθύνης τους προς τους άλλους τα έκαναν; Και μετά ο Χίτλερ από πού μας προέκυψε; Αυτό το καθήκον προς τους άλλους εκτελούσε; Μήπως παραδέχεται ο Ράμφος – εμμέσως και ντροπαλώς - ότι υπάρχει ακμή και παρακμή και επιπλέον ότι υπάρχει υποστροφή την οποία ο Ζιάκας και όχι ο Ράμφος αναλύει διεξοδικά; Κι αν ο Γερμανός του Χίτλερ είναι ο «παρακμασμένος» άνθρωπος που «έχει αναλάβει την ευθύνη του άλλου» τι συνέβη στη Γερμανία; Μέσα σε λίγα χρόνια «άκμασε» και πάλι; Ισχύει αυτή η «ακμή» και για τους εκ της Ανατολικής Γερμανίας προερχόμενους; 5. Ας πούμε ότι ο στρατιώτης του Βοναπάρτη ήταν ανώτερος ανθρωπολογικά. Ότι ανώτερος ανθρωπολογικά ήταν και ο αξιωματικός που αντί χρημάτων εκπαίδευε τους αραπάδες του Μεχμέτ Αλή. Οι αραπάδες του Ιμπραΐμ ήταν ανώτεροι ανθρωπολογικά από τους φουστανελάδες στο Μανιάκι που πολεμούσαν μέσα σε ταμπούρια; Ή ήταν ανώτεροι ανθρωπολογικά από τους Ντρέδες που αποφάσισαν ότι δεν πρέπει να πολεμήσουν στο Μανιάκι; Ποιος είναι πιο εξατομικευμένος ο φελάχος απ’ τ’ Αλγέρι ή ο Ντρες από τα γύρω μέρη; Ποιος κάνει πιο πολύ «του κεφαλιού του»; Ήταν ο αράπης απ’ τ’ Αλγέρι προϊόν της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού και δεν το έχω μάθει ακόμα; 6. Ας πούμε ότι ο στρατιώτης του Βοναπάρτη ήταν ανώτερος ανθρωπολογικά. Τότε τι ρόλο έπαιξαν οι επαναστάσεις του 1848 και η περίφημη Κομμούνα (1771); Αν ήταν τόσο προχωρημένα τα πράγματα τότε γιατί να γίνουν και αφού έγιναν τι αλλαγές προκάλεσαν στον ανθρωπολογικό τύπο; Τον βελτίωσαν ή τον χειροτέρεψαν; Γιατί ο ανθρωπολογικός τύπος «που έχει αναλάβει την ευθύνη του άλλου» σφάζει τους ηρωικούς Κομμουνάρους; Μήπως αυτό που ο Ράμφος λέει κομψά «ευθύνη» είναι αυτό που όλος ο κόσμος λέει «κουμάντο»; 7. Ο Μαίτλαντ που ήταν σαν να λέμε ο Αλή Πασάς των Επτανήσων ήταν ανθρωπολογικά ανώτερος τύπος από τον Αλή Πασά; Οι στρατιώτες του που έκλεψαν τα πολύτιμα όπλα των Σουλιωτών, όταν εκείνοι πέρασαν στα Επτάνησα, διέθεταν ανθρωπολογικό τύπο «που αναλαμβάνει την ευθύνη – και τον οπλισμό - του άλλου; (Μανία το ‘χουν οι Εγγλέζοι να θέλουν να μας παίρνουν τα όπλα!) 8. Να υποθέσουμε ότι αναλόγως ανέλαβαν και οι Εγγλέζοι την ευθύνη των Ινδιών; Και μετά, που αναγκάστηκαν και φύγανε, τι έπαθε ο ανθρωπολογικός τους τύπος; Ή μήπως δεν έπρεπε να φύγουν αφού εκείνος των Ινδών ήταν κατώτερος;


Το ότι στη συγκεκριμένη εποχή οι Ευρωπαίοι πολεμούσαν όρθιοι έχει σχέση με τρία πράγματα: α) τον χαρακτήρα του πολέμου (αμυντικός – επιθετικός) β) το βεληνεκές και το είδος γενικά των όπλων και γ) στην αξία που είχε ο άνθρωπος, πόσο λογάριαζαν τη ζωή του. Για τον χαρακτήρα του πολέμου είπαμε. Για το είδος του οπλισμού έχουμε να πούμε τα εξής: Ο πόλεμος τότε γινότανε με πεζικό, ιππικό και πυροβολικό. Χωρίς το ιππικό και το πυροβολικό το πεζικό δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Το βεληνεκές των όπλων, των ατομικών και των πυροβόλων, ήταν πολύ μικρό και σε καμία περίπτωση δεν έχει σχέση με αυτό που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Παράδειγμα: Ανάμεσα με δυο ομοβροντίες των πυροβόλων μεσολαβούσε χρόνος μερικών δεκάδων δευτερολέπτων μέσα στον οποίο ένα στρατιωτικό τμήμα – η πεζούρα λιγότερο, η καβαλαρία περισσότερο - μπορούσε να βγει στο απυρόβλητο! Είτε από τη μια μεριά, είτε από την άλλη. Δηλαδή ή να απομακρυνθεί και να μη το φτάνουν οι μπάλες ή να ζυγώσει τόσο ώστε να μη μπορούν να το σκοπεύσουν, να είναι δηλαδή στο «αόρατο» σημείο. Το ίδιο και ακόμα πιο πολύ ίσχυε για τα εμπροστογεμή τουφέκια της εποχής. Όση δύναμη πυρός κι αν είχε ένα τμήμα αυτή κάποια στιγμή εξαντλείτο, στόμωνε. Και πώς στόμωνε; Μα με τα κορμιά νέων που «είχαν αναλάβει την ευθύνη του άλλου»! Έβγαζαν, οι αξιωματικοί που ήταν όλοι ευγενής, αλαζόνες, αυταρχικοί και απάνθρωπα σκληροί, έναν λογαριασμό και λέγανε: «τόσο τοις εκατό αποδεκτές απώλειες». Άλλωστε το ζήτημα ήταν ποιος θα κυριαρχήσει στο πεδίο της μάχης. Το ζήτημα των απωλειών ερχόταν δεύτερο και αυτό γιατί έπρεπε να τους μείνει στρατός και για τη συνέχεια. Αυτά δεν τα λέω εγώ, φυσικά. Αυτά τα λέει η Ιστορία και η Λογοτεχνία της Ευρώπης και είναι αυτά που μάθαμε τόσα χρόνια άσχετα αν τώρα κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να μας αναμορφώσουν με τόνους κουτόχορτου. Κι όποιος αμφιβάλλει ας διαβάσει τον Κλαούζεβιτς που στο κάτω κάτω είναι εξόχως ευφυής και φιλοσοφημένος εκπρόσωπος της εποχής εκείνης. Το τι κουμάσια ήτανε οι μιλιταριστές αξιωματικοί των ευρωπαϊκών στρατών -που ξαναλέω ότι ήταν όλοι τσιφλικάδες και ευγενείς – μπορεί κανείς να το δει σε όλους τους πολέμους μέχρι και τον Α΄Π.Π. Μπορεί να το δει ακόμα και στην Ελλάδα του 1940, στους «γερμανόψυχους» ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς που εκτός από την εν γένη στάση τους προς τους στρατιώτες δεν πίστεψαν ποτέ ότι μπορούσαν να πολεμήσουν τα είδωλά τους, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Τακτικός ή άτακτος στρατός; Όταν το δίλημμα τίθεται στα βουνά και τους κάμπους της Ελλάδας το 1821 η απάντηση είναι: δεν υπάρχει δίλημμα! «Άτακτος» φυσικά! Γιατί απλά, οι Έλληνες, δεν


μπορούσαν να έχουν ιππικό και πυροβολικό. Ακόμα κι αν είχαν δεν θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν πχ στα Δερβενάκια ή στην Κακιά Σκάλα. Η Κακιά Σκάλα, το μόνο πέρασμα για να φτάσεις στον Μωριά, ακόμα και σήμερα δύσκολα περνιέται, σκεφτείτε τότε. Στις κλεισούρες και στα ντερβένια λίγοι έμπειροι πολεμιστές οχυρωμένοι πίσω από πέτρες – και ας ντρέπεται για λογαριασμό τους ο κ. Πορδοσάλτε – μπορούσαν να κρατήσουν στρατιές. Χώρια απ’ αυτό η συντήρηση ιππικού για τους Κλέφτες και τους Αρματολούς ήταν αδύνατη. Για τους Κλέφτες καταλαβαίνουμε το γιατί. Οι Αρματολοί αν και ασκούσαν τα καθήκοντά της φύλαξης των εδαφών υπό την αιγίδα του Οθωμανικού κράτους ήταν ημιαυτόνομοι και στην ουσία αυτοχρηματοδοτούμενοι οπότε δεν ετίθετο θέμα ιππικού, δεν είχαν τα μέσα. Τα άλογα τα είχαν λοιπόν για τη μετακίνησή τους και όχι για πόλεμο. Σημειώνουμε δε το εξής χαρακτηριστικό: Ο Καραϊσκάκης πρώτη φορά πολέμησε έφιππος – και του άρεσε, που να μην έσωνε – στη μάχη της Δομβραίνας στις 4/11/1826! Βάζουμε τα εισαγωγικά φαρδιά πλατιά στη λέξη «άτακτος» γιατί απορρίπτουμε τον απαξιωτικό και υποτιμητικό χαρακτηρισμό που αποδίδουν τα άτακτα ταγκαλάκια του Αλαφούζου στα ένοπλα τμήματα των Κλεφτών και των Αρματολών ήγουν στην ένοπλη εμπροσθοφυλακή της Επανάστασης δίχως την οποία η Ελλάδα δεν θα είχε σύνορα την Ταράτσα αλλά τους ποταμούς του Κάτω Κόσμου Πυριφλεγέθοντα, Αχέροντα, Κωκυτό, Στύγα και Λήθη. Έχουμε δείξει και αλλού ότι κάθε άλλο από άτακτα ήταν αυτά τα ένοπλα τμήματα και ότι η διαφορά τους μ’ εκείνα που επικράτησε να λέγονται «τακτικά» είναι στο είδος της τάξης και όχι στην παρουσία ή στην απουσία αυτής της τάξης. Και ήταν τακτικά και τακτικότατα πρώτα πρώτα γιατί ήταν εθελοντικά! Θέλοντας οι αγωνιστές γίνονταν μαχητές! Δεν υπήρχε στρατολόγος να σε καλέσει με το στανιό να καταταγείς. Αν ήθελες πήγαινες και όποτε ήθελες έφευγες! Αυτό μπορεί κανείς να το δει και σε άλλους επαναστατικούς στρατούς, πχ στο στρατό των αποίκων στην Αμερική. Αν και έχουν δει τον «Πατριώτη» με τον Μελ Γκίμπσον αδυνατούν να κάνουν τους συνειρμούς, αδυνατούν να καταλάβουν ότι η δύναμη του στρατού μιας επανάστασης είναι ακριβώς αυτός ο εθελοντισμός που κάποια στιγμή μπορεί να γίνει...δενθελοντισμός! Κόπτονται λοιπόν για την «αταξία» του έθνους μας που μάς κάνει να μην αγαπάμε την πειθαρχία. Κάπου εκεί καιροφυλακτεί, πονηρούλης και ευκίνητος στα άλματα, ο κυρ-Στέλιος και αδράχνει την ευκαιρία για σοβαρές τάχα φιλοσοφικές αποφάνσεις! Αυτό όμως δεν είναι φιλοσοφία, είναι καιρο-σκοπισμός. Και ο καιροσκοπισμός προέρχεται, κι αυτός όπως ο ηρωισμός, από τον ανθρωπολογικό τύπο εκείνο που αντιλαμβάνεται το χρόνο ως «καιρό». Και ο «καιρός» είναι η «στιγμή», η ευκαιρία που σου δίνεται να κάνεις την «αρπαχτή» ή να κάνεις το κατόρθωμα. Ξέρει ο κυρ- Στέλιος από αρπαχτές – στη σκέψη εννοώ και όχι τίποτα άλλο, προς Θεού – και αναλύει άψογα τον μηχανισμό τους στην εν λόγω συζήτηση του Σκάι. Κι εμείς ξέρουμε από κατορθώματα! [Δες παρακάτω ένα τέτοιο κατόρθωμα που έγινε στους Μύλους του Ναυπλίου]


Ο στρατός λοιπόν της επανάστασης, που ήταν συγκροτημένος από ήδη ελεύθερους ανθρώπους, ήταν ενδεδυμένος ιδίοις εξόδοις ενώ ήταν εξοπλισμένος εξόδοις τους εχθρού, διέθετε την απαραίτητη τάξη για να νικήσει πολλές φορές τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού. Ακόμα και τις δυνάμεις του Ιμπραΐμ που ήταν «τακτικές» και άρα υποστηρίζονταν από πυροβολικά και ιππικό, ακόμα κι αυτές αποκρούστηκαν από τον Μακρυγιάννη στους Μύλους τ’ Αναπλιού. Οι μαχητές της επανάστασης αφού πλήρωσαν ακριβά τις πρώτες επαφές με τον αλλιώτικο στρατό, έμαθαν, κατανόησαν, διορθώθηκαν και νίκησαν. Την 11η Οκτωβρίου 1825 ο Ντερνύς (ο ναύαρχος του Γαλλικού Στόλου, Δεριγνύ) δεν πίστευε ότι ο Μακρυγιάννης θα κρατήσει τον Ιμπραΐμ... «...Και ήρθε ο ναύαρχος Ντερνύς πρωτύτερα. Πήγα και το ᾿ ᾿καμα βίζιτα και μου είπε ότι εγώ δεν «θα μπορέσω να πολεμήσω τον Μπραϊμη. Του είπα «Τέτοιες συνθήκες δεν έκαμα όταν έφυγα από το Νιόκαστρο ότι δεν είχα ζαϊρέ εκεί και θα τον πολεμήσουμεν εδώ, να είμαστε και τα δυο μέρη χορτάτα». Δυνάμωσα την θέσιν των Μύλων καλά να πολεμήσουμεν εκεί όσο-να λυώσουμε. Ότι αν μας πάρη αυτείνη την θέσιν, πάγει και τ᾿ Ανάπλι. Ότι νερόν δεν είχε μέσα ούτε δράμι και τα κανόνια πεσμένα από τα λέτα. Ήταν ᾿σ αυτείνη την κατάστασιν από τον καιρόν του εφύλιου πολέμου, οπού το κρατούσε ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Ύστερα εκείνοι οπού μπήκαν εις τ᾿ Ανάπλι να κυβερνήσουν ήταν κι ᾿ αυτείνοι όμοιοι με τους άλλους. Τέλος από αυτά ούτε νερό είχε μέσα, ούτε κανόνι εις τον τόπον του κι᾿ αν έπαιρνε τους Μύλους ο Μπραϊμης, κεντρικόν μέρος της θάλασσας και στεργιάς και πλήθος ζαϊρέδες και πολεμοφόδια και νερό ποταμός, μπλοκάριζε και τ᾿ Ανάπλι. Και εις την κατάστασιν οπού ᾿ταν κάμετε την κρίση αν βαστούσε. Αφού το δυνάμωσα, σε δυο ημέρες ήρθε ο Χατζημιχάλης με τους ανθρώπους μου, οπού μου πήρε, ήρθε κι᾿ ο Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης μ᾿ ολίγους κι ᾿ ο Υψηλάντης με τους ανθρώπους του, όλους δεκαπέντε. Εκεί-οπού ᾿φκειανα τις θέσες εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραϊμη αυτού; -Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσες κ ᾿ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει και θα δείξωμεν την τύχη μας ᾿σ αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι᾿ αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριώμαστε μ ᾿ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε τρώνε από ᾿μάς και μένει και μαγιά Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι ᾿ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. -"Τρεμπιεν», λέγει κι᾿ αναχώρησε ο ναύαρχος. ..» «...Αφού οι Γάλλοι έβλεπαν από την φεργάδα τον πόλεμον και τον χαλασμόν των Τούρκων, τόσο ενθουσιάστηκαν οπού γύρευαν αν ήταν τρόπος να βγούνε κι ᾿ αυτείνοι να μας βοηθήσουνε τότε παίρνει μίαν κασσέλα ρούμι ο ναύαρχος και οι φίλοι μου οι αξιωματικοί, οι τέσσεροι οπού φάγαμε ψωμί μαζί, ροζόλι και βήκαν έξω. Τους βάλαμεν ᾿σ την κούλια. Μέρασα το ρούμι των ανθρώπων δια-να ιδή κι ᾿ ο ναύαρχος με τους φίλους του τον πόλεμον....»


«...Αφού ο πόλεμος τελείωσε, με πήραν και με πήγαν εις την φεργάδα την Γαλλική -έστειλε φελούκα ο ναύαρχος κι᾿ αξιωματικούς. Άμα πλησιάσαμεν εις την φεργάδα, έβαλε την μουσική και βαρούσε. Γύρευαν να με κρατήσουν μέσα-εις την φεργάδα δια-να με γιατρέψουν. Εγώ δεν θέλησα. Μο᾿ ᾿δεσαν οι γιατροί της φεργάδας το χέρι και με συντρόφεψαν αυτείνοι και πεντέξι αξιωματικοί ᾿σ τ᾿ Ανάπλι σουρουπώνοντας καλά, και με δέχτηκαν οι κάτοικοι του Αναπλιού και η Κυβέρνηση.Αφού είδε αυτόν τον πόλεμον ο ναύαρχος Ντερνύς έκαμε έκθεσιν και την έβαλε εις τις εφημερίδες τις Γαλλικές» http://www.antifono.gr/portal/Ισοκρατημα/Αντιφωνικά/2715-22Τρε-μπιεν222c-λέγει-κιe1bebf-αναχώρησε-ο-ναύαρχος.html

Χρειάζεται να πούμε περισσότερα για την τακτικότητα των «ατάκτων»; Αν εσείς χρειάζεστε περισσότερα διαβάστε τα βιβλία του Ζουράρι και κυρίως το Να τη χέσω τέτοια λευτεριά, οπού θα κάμω εγώ εσένανε πασιά εκδ. Αρμός (ο τίτλος είναι φράση του Μακρυγιάννη)

Ποιος έχει δίκιο ο Ντερνύς, ο Ράμφος ή ο Μακρυγιάννης; Κρίνετε μόνοι σας.

Για το πλιάτσικο Το πλιάτσικο στάθηκε ακόμα μια αφορμή να χλευαστεί ο ανθρωπολογικός τύπος του Έλληνα την εποχή του ‘21. Ας δούμε όμως εμείς ό,τι δεν βλέπει ο Ράμφος και τόσο κατάφορα και μικρόψυχα αδικεί του ήρωες. «Πλιάτσικο», στ’ Αρβανίτικα, σημαίνει «πράγμα». Ας γίνουμε λοιπόν «πραγματιστές» και «πραγματευτάδες» κι ας αφήσουμε την μυλωνού στις φαντασιώσεις της. Τον καιρό εκείνο λοιπόν οι πολεμιστές, Έλληνες και Τούρκοι, ό,τι είχαν και δεν είχαν το κουβαλούσαν πάνω τους. Εκτός από τα όπλα τους, που ήταν στολισμένα, είχαν κι όλη τους την περιουσία. Καθώς δεν υπήρχαν τράπεζες να νοικιάσουν θυρίδες και ΑΤΜ, να κάνουν αναλήψεις, τα χρήματα και τα λιγοστά πράγματα αξίας που είχαν τα τοποθετούσαν στο σελάχι τους. Έχω ακούσει μιαν ιστορία, σ’ ένα χωριό, ανάμεσα Παρνασσό και Γκιώνα, τη Βάριανη. Όταν, λέει, πριν κάμποσα χρόνια υλοτόμησαν ένα γέρικο θεόρατο έλατο, καθώς έπεσε κάτω, σκόρπισαν γύρω χρυσά φλουριά! Η εξήγηση που δόθηκε ήταν η εξής: στο δρόμο προς την Άμφισσα που τώρα λέγεται «51ο χιλιόμετρο» έγινε φονική μάχη με πολλούς Τούρκους νεκρούς. Ένας από αυτούς πέφτοντας στον γκρεμό πιάστηκε απ’ το σελάχι του στην κορφή ενός δέντρου. Το ανθρώπινο σώμα έλιωσε κι έπεσε στη ρίζα του έλατου. Εκείνο μεγάλωσε με τον καιρό και θέριεψε με το σελάχι, που άντεξε στη φθορά, κρεμασμένο στα κλαδιά του δεκάδες χρόνια. Θέλω να πω ότι σε τέτοιες συνθήκες το να περισυλλέξει κάποιος από τον τόπο της μάχης ό,τι μπορεί να είναι χρήσιμο δεν είναι δα και καμία φοβερή αμαρτία! Έπαιρναν ό,τι τους χρειαζότανε για να το χρησιμοποιήσουν και έπαιρναν κι ό,τι μπορούσαν να το ανταλλάξουν με χρήματα ή με τροφή. Χώρια απ’ αυτό, μην ξεχνάτε


ότι έτσι παίρναν τα κλεμμένα πίσω. Το θύμα ήταν ο Έλληνας δεν ήταν ο Τούρκος κι αν δεν φρόντιζε μόνος του δεν υπήρχε κανένας να τον φροντίσει. Βλέπετε τότε δεν υπήρχε επιμελητεία και ό,τι είχε χρεία ο πολεμιστής – και είχε πολλά πράγματα χρεία - δεν του το εξασφάλιζε το κράτος. Η τροφή του και η ένδυσή του δεν ήταν μέριμνα του κράτους γιατί το κράτος τότε δεν υπήρχε! Είμαστε στην εποχή που το κράτος έπεται του πολίτη του! Όταν το αυγό έπεται της κότας και όχι όπως σήμερα οπού η κότα έπεται του αυγού. Εκείνοι ήταν πολίτες ελεύθεροι πριν φτιαχτεί το κράτος. Για σκεφτείτε το! Εκείνοι έπρεπε να φτιάξουν το κράτος και όχι το κράτος να φτιάξει αυτούς όπως αξιώνουμε εμείς σήμερα! Και κοντά σ’ αυτό, είχαν να φροντίσουν την οικογένεια και τα χωράφια που ήθελαν θέρισμα, όργωμα και σπορά. Ο στρατός της επανάστασης όντας λαϊκός, έπρεπε να πολεμάει αλλά και να παράγει! Ο στρατός της επανάστασης του ‘21 δεν ήταν στρατός κρατικοδίαιτος ήταν στρατός...αυτοχρηματοδοτούμενος!!! Και αυτό είναι το κύριο και το σημαντικό που να έχουμε βαθιά στο μυαλό και στην καρδιά μας. Όσοι έχουμε καρδιά! Παρεκτροπές υπήρχαν αλλά ποτέ δεν θεσμοθετήθηκαν. Έπαιρνε ό,τι του έδινε ο λαός και ό,τι κέρδιζε στη μάχη. Το δε πλιάτσικο ήταν μια ευφυής – πολλούς αιώνες δοκιμασμένη – μέθοδος αναδιανομής των λαφύρων της μάχης. Παίρνοντας ο καθένας ό,τι με την αξία του κέρδιζε αποφεύγονταν οι αδικίες στη μοιρασιά συνεπώς και οι ομηρικοί καβγάδες. Είδατε τι έγινε στην Τροία όταν ο Αγαμέμνονας αδίκησε τον Αχιλλέα. Ο καπετάνιος έπαιρνε κι εκείνος τη μερίδα του λέοντος από τα λάφυρα αλλά τι τα έκανε; Έφτιαχνε τάχα εξοχικά και βίλες, καταθέσεις στην Ελβετία, οφ σορ στα Κεϊμάν; Κι αυτά στον αγώνα...επανεπενδύονταν. Αγόραζε μπαρούτι και βόλια και όλα τα χρειαζούμενα για τη μάχη. Και ας μη ξεχνάμε ότι παίζανε και οι καπεταναίοι το κεφάλι τους. Συνεπώς η φιλοχρηματία τους είχε πιο πολύ ψυχολογικές προεκτάσεις παρά πρακτικές. Ψυχολογικές, δηλαδή κάτι σαν εξασφάλιση για όσους μένουν πίσω. Αυτό το βλέπουμε και στις αφηγήσεις του Μακρυγιάννη και στη διαθήκη του Καραϊσκάκη αλλά και στην ιστορία όλων των αγωνιστών που σκοτώθηκαν ή σακατεύτηκαν και όπου οι φαμελιές τους κι εκείνοι οι ίδιοι ψωμοζητούσαν. Η Ψωροκώσταινα -πριν γίνει αγαπημένη λέξη στην πολιτική συζήτηση - ήταν γυναίκα νεκρού αγωνιστή καθόλα αξιοπρεπής μα πάμπτωχη. Γι’ αυτό στενοχωριέμαι διπλά όταν ακούω τη λέξη «Ψωροκώσταινα». Μια γιατί δεν ταιριάζει στην πατρίδα μου και μια γιατί δεν ταιριάζει μια τέτοια μνεία στη καημένη τη χήρα την Κώσταινα! Τι τα έκανε ο Γκούρας τα λεφτά; Σκοτώθηκε κι αυτός και όλη του φαμελιά. Και μάλιστα οι παράδες στάθηκαν οι αιτία να χαθεί αδίκως η πανέμορφη Γκούρενα στα ερείπια του Ερεχθείου όταν αυτό κατέρρευσε από μια μπάλα τούρκικη. Μαλώνανε, λέει, ποιος να πρωτοπάει στα χαλάσματα γιατί αυτός θ’ έβρισκε τα λεφτά. Και πέρασε η ώρα και έσκασε η Γκούρενα! Όταν την ανέσυραν ήταν, ακόμη, ο κόρφος της ζεστός! Μα δεν είναι, η φιλοχρηματία, το μεγαλύτερο αμάρτημα του Γκούρα. Μακάρι να ήταν! Η μεγάλη του αμαρτία είναι που σκότωσε παμπέσικα τον Οδυσσέα Ανδρούτσο!


[ Καθώς δεν ήταν εκεί ανταποκριτής του Σκάι το περιστατικό δεν «καταγράφτηκε» στας δέλτους του Αλαφούζου!] Αλλά οι παλληκαράδες του Σκάι, που θα πολεμούσαν τάχα όρθιοι και δεν θα έκαναν τάχα πλιάτσικο ούτε αλισβερίσι με τους πολιορκημένους της Ντροπολιτσάς, γι’αυτό ακριβώς εξανίστανται. Κάθονται και λογαριάζουν και βλέπουν ότι το σύστημα του πλιάτσικου δεν έχει κεντρικό – ήτοι κρατικό – διανεμητή! Είναι το σύστημα «από τον καθέναν ανάλογα με τη ικανότητά του στη μάχη - στον καθένα ανάλογα με την γενναιότητα του». Κι όταν το σύστημα δεν έχει έναν κεντρικό διανεμητή αυτοί ξενερώνουν γιατί είναι μαθημένοι και εκπαιδευμένοι να τόν βάζουν, εκείνον τον κεντρικό διανεμητή, στη μέση και σαν τα άγρια σκυλιά να τόν γαβγίζουν ώσπου να τρομάξει και να τους δώσει ό,τι του ζητάνε. Από τους πολλούς και τους γενναίους πώς να τα πάρουν; Έλα ντε! «Πρέπει να ξέρεις μηχανή να κόψεις μαύρα μάτια» συμβουλεύει ο Μάρκος Βαμβακάρης. Μηχανή που να «κόβει» χρήμα. 6,5 € στο χέρι και έχεις όλη τη «γνώση» στο σπίτι σου και τον Τατσόπουλο αν φας να σου ξηγάει, με το αζημίωτο και επί πληρωμή, την ανιδιοτέλεια! Να καταγγέλει τον πλιατσικολόγο πρόγονό σου. Τον Βερέμη, να λέει τους Κλέφτες κι τους Αρματολούς διπρόσωπους και μασκαράδες. Βέβαια αυτά δεν τους εμποδίζουν να κάνουν εκείνοι οι ίδιοι, οι «ενάρετοι», πλιάτσικο στην Ιστορία. Να σκυλεύουν τις μνήμες των αγωνιστών και να αφήνουν τις βρομιές τους ψηφιοποιημένες εις πάντας τους αιώνας. Γιατί αυτό είναι το πραγματικό πλιάτσικο και σκύλεμα, το να παίρνεις από την Ιστορία ό,τι σου είναι χρήσιμο και να αφήνεις το άλλο που δεν σε συμφέρει κρεμασμένο στον έλατο. Αλλά μια και το έφερε η κουβέντα και μας το παίζουνε υπεράνω χρημάτων, ρωτάμε: Τζάμπα κάνουν τη δουλειά για τον Σκάι; Δεν αμείβονται; Πόσα πήρε ο Βερέμης, πόσα πήρε ο Τατσόπουλος, πόσα παίρνει ο διευθυντής ειδήσεων του Σκάι που πλασάρει αυτοπροσώπως τη σειρά; Είναι αλισβερίσι, όταν οι μαχητές κάνουν ανταλλαγές και εμπόρια για να φάνε ψωμί ελιά και κρεμμύδι μη ξέροντας αν αύριο θα του ξαναδεί ο ήλιος, και δεν είναι αλισβερίσι όταν κάποιοι εμπορεύονται την διαστρεβλωμένη ιστορία; Κάνουν αλισβερίσι εκείνοι που δημιουργούν την ιστορία και δεν κάνουν αλισβερίσι εκείνοι που την εμπορεύονται; Ποιος είναι πιο δραχμοφονιάς; Ο Γώγος Μπακόλας και ο Γέρος του Μοριά ή οι Αλαφούζοι, πατήρ και υιός; Είχε μωρέ ο Γώγος Πόρσε να πάει βόλτα τις γκόμενες; Σα δεν ντρέπεστε ωρέ! [σημείωση: το «σα» δεν είναι το «σαν». Είναι αρβανίτικη λέξη και σημαίνει «πόσο»]


Το τέρας της Ύδρας Είναι γεγονός ότι πολλές φορές οι αγωνιστές του ‘21 ιδίως οι πρωταγωνιστές του, εμφανίζονται φιλοχρήματοι και συμφεροντολόγοι. Προσωπικά δεν παραλείπω να επισημαίνω στους φίλους μου τους Υδραίους πόσο οι πρόγονοί τους διακρίθηκαν σ’ αυτά μαζί με τα υπόλοιπα ηρωικά. Δεν γεννάται θέμα ότι δεν ήταν ούτε όλοι οι άνθρωποι ούτε όλοι οι τόποι ίδιοι. Από τα τρία νησιά, παραδείγματος χάριν, η Ύδρα εμφανίζεται η πιο φιλοχρήματη. Δεν είναι τυχαίο που είναι συνάμα και ολιγαρχική, που μπαίνει τελευταία στον Αγώνα και αφού έχει προηγηθεί η εξέγερση του λαού υπό τον Αντώνη Οικονόμου. Οι Σπέτσες πάντα πιο δημοκρατικές, πιο φιλότιμες, πιο πρόθυμες. Αλλά το καμάρι μου, η μεγάλη μου αγάπη, τα Ψαρά, όπως δείχνω και στα κείμενα με τον τίτλο «τι δεν βρήκε ο Βερέμης;» , στέκεται η πιο δημοκρατική, η πιο ανιδιοτελής και, ως εκ τούτου, η πιο τραγικά ηρωική! Όμως! Πάντα υπάρχει ένα «όμως»! Ας μπούμε στη θέση των Υδραίων. Αρβανίτες κι αυτοί σαν τους Σπετσώτες, άρα δεν φταίει η φάρα τους. Χριστανοί ορθόδοξοι, μ’ εκείνη τη λιτή και δωρική προσήλωση στην Πίστη, με δικό τους άγιο τον Κωνσταντίνο τον Νεομάρτυρα που μαρτύρησε στη Ρόδο 14 Νοεμβρίου του 1800, με επίσκοπο τον Μακάριο Νοταρά – έναν εκ των «Κολυβάδων» που ακόμα τον τιμούν και τον προσκυνούν. Τi τους κάνει λοιπόν και αντιδρούν διαφορετικά; Μήπως έχει δίκιο ο Ράμφος που κάνει λόγο για σόγια, οικογένειες και τοπικισμούς; Μήπως όντως φταίνε τα φιλοκαλικά ριζώματα; Να ένα ωραίο εντ(ρ)οπισμένο και μικρής κλίμακας πεδίο για συζήτηση! Σημείωση: οι σύντροφοι που με ακούν, ας στείλουν μιντάτι (εφεδρεία) γιατί δεν είμαι τόσο ικανός ώστε μόνος μου να τα βγάλω πέρα με το τέρας της Ύδρας και της κάθε κοινωνίας οπού τρώει τα σωθηκά της και ανά πάσα στιγμή απειλεί να τη ρίξει στον εμφύλιο είτε προς τον εαυτό της είτε προς τον πλησίον.

Αυτά που θέλω να πω «τοποθετώντας» το προς συζήτηση πρόβλημα είναι τα εξής: Το εύκολο είναι να βρούμε κι εδώ έναν φταίχτη, ένα εξιλαστήριο θύμα, να του φορτώσουμε τις αμαρτίες ολονών και μετά να καμαρώνουμε ότι εμείς, αφού είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε το πρόβλημα, δεν είμαστε σαν κι αυτούς αλλά κλάσεις ανώτεροι. Το εύκολο είναι να τους κατηγορήσουμε για το άλφα ή βήτα ζήτημα και να τους διαγράψουμε από την ιστορία όπως ακριβώς κάνανε οι «καταγραφείς» του Σκάι. Είναι όμως δίκαιο να τους ρίξουμε την αβανιά της ιδιοτέλειας, χωρίς ελαφρυντικά, εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς; Σε ποιόν θα κάναμε κακό, αν τους αδικούσαμε, σε κείνους ή σε μας; Ας μπούμε στη θέση τους, λοιπόν, και ας αναλογιστούμε πώς είναι να ζεις σε ένα νησί που δεν παράγει τίποτα και όπου ακόμα και το νερό είναι λιγοστό. Ας σκεφτούμε τi σημαίνει να ζούνε είκοσι και πλέον χιλιάδες ψυχές σ’ έναν τόσο μικρό


τόπο. Η πρώτη απογραφή του Ελληνικού Κράτους, το 1834, ανεβάζει σε 12.581 τους κατοίκους του νησιού πράγμα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι την εποχή της Επανάστασης μαζί με τους κάθε λογής πρόσφυγες, ο πληθυσμός θα ήταν πάνω από είκοσι χιλιάδες ίσως και πάνω από τριάντα. Την ίδια εποχή στα Ψαρά έξι χιλιάδες ήταν οι ντόπιοι και μαζί με τους πρόσφυγες έφταναν τις τριάντα χιλιάδες! Πώς λοιπόν ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Ζούσαν μόνο και μόνο με τον μισθό που έπαιρναν οι μαρινάροι! Η φλότα μας ήταν μια ακριβή υπόθεση. Αν και στην αρχή ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη γρήγορα οι στέρνες (είπαμε, τότε δεν είχαν θυρίδες ούτε μετοχές ούτε ομόλογα ούτε άυλους τίτλους) των πλοιοκτητών άδειασαν. Και ας μη ξεχνάμε ότι ο μισθός των ναυτών ήταν ποσοστό στο κέρδος των πλοίων που όμως δεν εργάζονταν αλλά πολέμαγαν. Και ας μην ξεχνάμε επίσης ότι οι περισσότεροι πλοιοκτήτες ήταν μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες με ένα δυο καράβια. Οι οικογένειές τους λοιπόν έμεναν νηστικές αν δεν είχαν χρήματα. Δεν ήταν όπως οι στεριανές οικογένειες που κάπως μπορούσαν να βολευτούν καλλιεργώντας τη γη. Εκεί βρίσκεται και η διαφορά στο τίμημα που πλήρωσαν οι Υδραίοι στην Επανάσταση του Γένους! Δεν γνώρισαν καταστροφή, ο Τούρκος δεν μπήκε ποτέ στα σπίτια τους όπως στη Ρούμελη και στο Μοριά, αλλά η λιμοκτονία ήταν πάντα επί θύραις. Και πάλι όμως δεν είναι σωστό να τους ρίξουμε την αβανιά της ανάγκης, στο στιλ « αμάρτησαν για το φαΐ τους», μεταβάλλοντας τους έτσι σε άβουλα όργανα της φύσης τους, μεταβάλλοντάς τους έτσι από ήρωες που λένε «Ελευθερία ή Θάνατος» σε χιμπατζίδες. Ότι φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους είναι αδιαμφισβήτητο και για τους προκρίτους και για τον λαό. Τι όμως γίνεται; Κάτω από ποια λογική λειτουργούν οι ίδιοι άνθρωποι και άλλοτε κάνουν το μεγάλο καλό και άλλοτε το μεγάλο κακό; Στην περίπτωση της Ύδρα ισχυρίζομαι ότι υπήρξε μια σύγκλιση των παρακάτω παραγόντων: 1.

Της ανάγκης που προανέφερα.

2. Της έπαρσης, της οίησης, από την πρόσφατη ρωμαλαία ανάπτυξη του νησιού οπού είχε αναμετρηθεί με τον στόλο της Αγγλίας και είχε καταφέρει να διασπάσει τον Αποκλεισμό της Γαλλίας. Το νησί είχε αναδειχθεί, μέσα σε λίγα χρόνια, σε υπερδύναμη. Οι ναύτες και οι καπεταναίοι ήταν φορείς της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας σε ό,τι αφορά το εμπόριο το οποίο τότε άρχισε να διεθνοποιείται ραγδαία καθώς οι μητροπόλεις της Ευρώπης έμπαιναν στη βιομηχανική τους φάση. Απ’ τη μια, οι μητροπόλεις αυτές, εξήγαγαν βιομηχανικά προϊόντα και από την άλλη εισήγαγαν αγαθά προς κατανάλωση από τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα που δεν παρήγαγαν τίποτα άλλο εκτός από...χρήμα! Η οίηση αυτή, η ύβρις, χωρίς τη νέμεση που θα έρθει αργότερα με την «καταστροφή» του ξύλινου στόλου από τα ατμοκίνητα βαπόρια και ακόμα πιο αργά


με την καταστροφή της σπογγαλιείας, λειτούργησε σαν παραζάλη η οποία τους εμπόδισε να αντιληφθούν ότι η ζωή δεν είναι μόνο λιακάδα. [σας θυμίζει κάτι αυτό;] 3. Της παρουσίας στο νησί μιας ομάδας προκρίτων αυτοδημιούργητων, ιδιαίτερα φιλόδοξων, ιδιαίτερα ικανών, ιδιαίτερα...εξατομικευμένων όπου «δεν χαμπάριαζαν Χριστό» και οπού τακίμιασαν πάραυτα με του Φαναριώτες. Διέφθειραν και παρόξυναν το φρόνημα του λαού και το έτρεπαν προς το «εγώ» του τόπου τους – και μάλιστα όπως το καταλάβαιναν εκείνοι - και όχι προς το «εμείς» της Πατρίδας. [Σας θυμίζει κάτι αυτό;] Όχι πάντα φυσικά. Υδραίος και σημαντικός είναι εκείνος που μιλάει κάπως έτσι: «Εγώ δεν ξέρω να σας κυβερνήσω. Αν είναι να μας κυβερνήσει ο τάδε εε καλύτερα ο Τούρκος!» το όνομά του είναι Ανδρέας Μιαούλης! Και για να πάρετε μιαν ιδέα για τον ανθρωπολογικό τύπο εκείνου του ηγέτη μην πάτε μακριά αλλά κοιτάξτε τη δημόσια ζωή του τόπου μας. Εκεί θα δείτε πλήρως αναπτυγμένο το παραπάνω σχήμα. Θα δείτε όλους αυτούς που επειδή τα κονόμησαν θαρρούν ότι μπορούν να μας κυβερνήσουν, να μας διαπαιδαγωγήσουν, να μας καθοδηγήσουν, να μας ποδηγετήσουν κλπ. Και όταν δεν μπορούν να το κάνουν οι ίδιοι επιδιώκουν να το κάνουν εκείνοι που επέλεξαν οι ίδιοι και όχι εκείνοι που επέλεξαν οι αντίπαλοί τους! 4. Της ιδιαίτερα αναπτυγμένης εξατομίκευσης στην κοινωνία του νησιού! Μπορεί να υπάρχουν σόγια, φάρες και οικογένειες. Μπορεί να υπάρχουν ό,τι θέλει ο Ράμφος. Αλλά του Υδραίου το στήθος «κάνει τρύπα» στο μέρος που χτυπάει τη γροθιά του και λέει: «Εγώ!» Αυτό δεν μπορούν να το κατανοήσουν άνθρωποι που είναι σκυμμένοι πάνω από βιβλία και δεν έχουν δει πώς τσακώνεται σε τέτοιες κοινωνίες γιος με πατέρα, αδερφός με αδερφό, μάνα με κόρη κ.ο.κ. Που δεν έχουν δει στη ζωή πώς πάνε περίπατο όλοι αυτοί οι δεσμοί όταν κάποιος αποφασίσει – και αποφασίζει ταχτικά, κάθε λεπτό – να κάνει του κεφαλιού του. Στην παρόμοια κοινωνία στην οποία μεγάλωσα, ο ένας αδερφός ήταν με τη στολή της Βέρμαχτ και μακέλευε τα χωρία της Βοιωτίας και της Εύβοιας και ο άλλος – μαζί με τα παιδιά του – ήταν στο ΕΑΜ. Ο αδερφός ήταν με τους Γερμανούς και τον Μπουραντά – που ήταν κουνιάδος του – και η μεγάλη του αδερφή που τον είχε μεγαλώσει ήταν «στα σύρματα» κλεισμένη και δεν έκανε τίποτα για να τη σώσει. Να σημειώσουμε δε ότι όλοι οι χωριανοί είχαν συγγένεια μεταξύ τους η οποία όμως δεν εμπόδισε το ένα μέρος να σφάξει και να κυνηγήσει ανηλεώς το άλλο! Πράγμα που δεν έγινε στα δίπλα χωρία με αναλόγου φυράματος κοινωνιολογικό υπόβαθρο. Συνεπώς, δεν είναι ο φιλοκαλικός Μακάριος Νοταράς που κάνει κακό στους Υδραίους. Δεν είναι ο Κωνσταντίνος ο Νεομάρτυρας που τους τρέπει στο κακό. Είναι οι Κουντουριωταίοι, ο Ορλάνδος και οι συν αυτώ, απ’ τη μια, και οι λοιποί ηγέτες του λαού, απ’ την άλλη, οι οποίοι είτε συνεργάζονται μαζί τους είτε τους ανέχονται


εκόντες άκοντες. Τέτοια περίπτωση είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Ανδρέας Μιαούλης. Είναι τρομερός ναύαρχος αλλά είναι και αχαμνός στα πολιτικά! Δεν τα καταφέρνει και τον καπακώνουνε. Και θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο το κακό αν δεν υπήρχε ο Μακάριος ή ο Άγιος! Εκείνος ο σκληρός άνθρωπος, ο Μιαούλης, σε κρίσιμες στιγμές που όλα χάνονταν κατέβαζε τη φεσάρα του μέχρι τα μάτια, πάντα με τις παντόφλες γιατί είχε ρευματισμούς, και με τον σταυρό στο χέρι κυριολεκτικά, κατέβαινε στο λιμάνι και επιβιβαζόταν στο πλοίο. Πίσω του, ένας ένας, σκυθρωποί και αμίλητοι, με την ουρά στα σκέλια, ακολουθούσαν οι μαρινάροι. Τον λιτό αυτό ξύλινο σταυρό θα τον δείτε στο Ιστορικό Μουσείο της Ύδρας. Εντύπωση μου είχε κάνει το εξής: πριν από χρόνια, ένας φίλος, όταν ήρθε ο καιρός για την ανακομιδή των λειψάνων του πατέρα του, δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας το καθήκον του για κάποιον σοβαρό λόγο. Πήγε λοιπόν, αυτός ο τραχύς κι ανοικονόμητος άνθρωπος, με κατεβασμένα τα αυτιά στο δεσπότη και ζήτησε την άδεια! Εκείνος του την έδωσε και μόνο τότε ησύχασε, προσωρινά βέβαια και μέχρι να γίνει αυτό που έπρεπε. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ο καθ’ ημάς τρόπος ζωής, δεν έσπρωχνε προς το κακό αλλά συγκρατούσε μια τέτοια κοινωνίας προϊούσης εξατομίκευσης. Ισχυρίζομαι ότι η φιλοκαλική παράδοση την προστάτευε από τα χειρότερα που, στη συγκεκριμένη στιγμή, ήταν να σφαχτούν οι Υδραίοι μεταξύ τους και επί Υδραιικού εδάφους. Η παρουσία αυτής της τάξης μέσα στο χάος των χιλιάδων «εγώ» άντλησε «έξω» την αλληλοσφαγή, αλλά όχι τόσο «έξω» όσο θα έπρεπε. Αποτέλεσμα; Μεταξύ πολλών άλλων τραγωδιών και η πυρπόληση της «Ελλάδας», στον Πόρο, από τον ίδιο της τον Ναύαρχο! «Έκαψα μόνος μου το σπίτι μου» είπε μετανιωμένος! Σε καμία περίπτωση, η συζήτηση με αφορμή την Ύδρα, δεν κλείνει εδώ. Ίσα ίσα που τώρα ανοίγει. Το Ιστορικό Αρχείο της Ύδρα είναι – δόξα τω Θεώ – δημοσιευμένο από χρόνια χάρη σε έναν σπουδαίο άνθρωπο - τον γιατρό Α.Δ.Λιγνό - που ανάλωσε τη ζωή του στην προσπάθεια αυτή. Ιστορικά αρχεία κι άλλων νησιών είναι δημοσιευμένα κι αυτά χάρη σε κάποιους ανιδιοτελείς και αφανείς ανθρώπους. Τέτοιο είναι το αρχείο της Σίφνου η οποία όμως δεν ταλανίζεται από τις έριδες της Ύδρας και στην οποία η φιλοκαλική παράδοση είναι περισσότερο εδραιωμένη. Θα μπορούσαν λοιπόν, να μελετηθούν εκ παραλλήλου τέτοιες κοινωνίες, στη μικρή τους κλίμακα, και «κατά αντιπαράστασιν» να δώκουνε τη μαρτυρία τους. Όπως υπάρχουν βίοι παράλληλοι μεγάλων ανδρών έτσι πρέπει να υπάρξουν βίοι παράλληλοι, επάλληλοι, κατ’ αντιπαράστασιν, μεγάλων νησιών και Μικρών Πατρίδων! Σημ: Μη νομίζετε ότι η Σίφνος ήταν τότε (1834) και τόσο μικρή...είχε 4.800 κατοίκους (εκτός από τη διασπορά που ήταν κάπου 2.000) όταν η Αθήνα είχε 7.500! Αλλά η στατιστική του Αγώνα είναι μια άλλη υπόθεση που ελπίζουμε κάποτε να φωτίσουμε στοιχειωδώς.


Κάτι ανάλογο με τους Υδραίους γινόταν και με τους Σουλιώτες. Οι επαγγελματίες αυτοί στρατιωτικοί δεν ήταν μισθοφόροι όπως προκλητικά τους αποκαλεί ο Βερέμης. Μισθοφόρος είναι εκείνος που παρέχει τις υπηρεσίες του σε διαφορετικούς εργοδότες. Και βέβαια αν ήταν εκείνοι μισθοφόροι είναι και σήμερα οι Έλληνες που υπηρετούν στο στρατό, εκείνοι που υπηρετούν στο δημόσιο μηδέ των καθηγητών πανεπιστημίου εξαιρουμένων. Και φυσικά μισθοφόροι θα πρέπει να θεωρούνται και όσοι παίρνουν χρήματα από ιδιώτες για να «καταγράφουν» την ιστορία! Αν κάποιος «κατέγραφε» την ιστορία για λογαριασμού ενός κόμματος – πχ του ΚΚΕ, που πάντα είχε τέτοιες κλίσεις – τα ταγκαλάκια του Σκάι θα τον λέγανε «στρατευμένο ιστορικό» - όπως λένε «στρατευμένο καλλιτέχνη» - και θα τον παραδίδανε στη κοινή περιφρόνηση. Τώρα που καθηγητές, ομότιμοι κι επίκουροι, στρατεύονται στο νταϊφά του Αλαφούζου τι θα τους κάνουμε; Δεν θα τους «καταγράψουμε» εκεί που τους αξίζει; Κι εσύ κυρ- Στέλιο μου τί γυρεύεις στο παζάρι; Θόδωρε Ζιάκα, Γιώργο Κοντογιώργη, Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, Βασίλη Καραποστόλη, όσοι διανοούμενοι ζωντανοί, νέοι επιστήμονες, και μη επιστήμονες, μελετητές της ιστορίας και της κοινωνίας. Καιρός να περάσουμε από το γενικό στο ειδικό, από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή, και στο επίπεδο της θεωρητικής κοινωνιολογικής συζήτησης. Καιρός να δείξουμε συγκεκριμένα, με απτά παραδείγματα, πώς λειτουργεί η κακή μας πλευρά και η καλή μας πλευρά. Αν είναι να γίνουμε «πρώτοι στο χωριό κι όχι δεύτεροι στην πόλη» πρέπει να γίνουμε και στη κοινωνιολογία του χωριού ή καλύτερα της μικρής πολιτείας! Έτσι θα ανακτήσουν την τιμή τους και τον αυτοσεβασμό τους οι Μικρές Πατρίδες που αδικήθηκαν, στραγγαλίσθηκαν και αφέθηκαν στο περιθώριο της Μεγάλης Πατρίδας. «Λέγκο Λέγκο Λέγκο! Πάψε να μας τυραννάς...» άδουν οι Μικρές Πατρίδες...εσείς που τις ακούτε κάντε κάτι!

Τα διόδια της εθνικής οδού και η εθνική οδός του μαρτυρίου Τα συζυγή πυρά, Ράμφου τε και Βερέμη, δέχεται η λογική και στην περίπτωση όπου πιάνουν ν’ αναλύσουν – υπό το φως των προηγούμενων φώτων τους για τον άνθρωπο του 1821 – την καθημερινή συμπεριφορά του Νεοέλληνα. «Παρκάρουν πάνω στο πεζοδρόμιο», «δεν πληρώνουν στα διόδια» κλπ, κλπ. Για όλα αυτά, λέει, φταίει που ο Έλληνας δεν έχει ξεκόψει από την οικογένεια, από τα σόγια. «Είμαστε μια κατακερματισμένη κοινωνία» λέει ο Βερέμης και ο Ράμφος αγαλιά. Και για να μην είμαστε μια «κατακερματισμένη κοινωνία» πρέπει να φτιάξουμε ένα «κράτος δικαίου» όπου όλοι είναι ίσοι έναντι του Νόμου. Και για να είναι όλοι ίσοι έναντι του νόμου πρέπει να είμαστε όλοι «άτομα»! Νάτη η πρώτη λαθροχειρία! Όταν είμαστε «άτομα» δεν είναι κατακερματισμένη η κοινωνία; Είναι το άτομο μεγαλύτερη ενότητα από το σόι και


την οικογένεια;;; Μήπως κάτι άλλο θέλουν να πούνε οι σοφοί μας και ντρέπονται να το πουν ευθέως; «Σε ένα ευνομούμενο κράτος, όποιος δεν πληρώνει διόδια τιμωρείτε». Σωστά. Και πού εμποδίστηκε το κράτος να επιβάλει τιμωρίες από τις οικογένειες των παρανομούντων; Αν κάποιος εμπόδισε το κράτος είναι το «κίνημα» του «Δεν πληρώνω» που ποσώς είναι γέννημα του καθ’ ημάς τρόπου. Πρώτον, γιατί είναι «κίνημα», άρα είναι παιδί του Διαφωτισμού. Δεύτερον, γιατί το μόνο που καταλαβαίνουν οι δυτικοί είναι η...ανταποδοτικότητα και μάλιστα μόνο όταν τους συμφέρει. Τρίτον, το «Δεν πληρώνω» είναι συστατικό στοιχείο των δυτικών «ευνομούμενων κρατών» όπου διαπρέπουν ίσαμε έξι και πλέον αιώνες. Πλήρωσε η Αγγλία καμιά αποικία κυρ Στέλιο μου; Πλήρωσε την Κύπρο; Πλήρωσε η Γαλλία το Βιετνάμ; Πλήρωσε η Γερμανία την Ελλάδα; Το αντίθετο! Όλοι εμείς πληρώσαμε, κι αυτούς και τους πατέρες τους και τα βουλεβάρτα τους και τις πλατείες τους και τα μέγαρά τους και τις παιδείες τους. Και τώρα μας λένε πως τους χρωστάμε κι από πάνω! Θέλετε να το αναλύσουμε αυτό; Μιλάνε για το ευνομούμενο κράτος και τους σπάζουν τα σάλια. Πού είναι αυτό; Πού βρίσκεται; Είναι η Η.Π.Α ευνομούμενο κράτος; Προς τα πού; Προς τα μέσα ή προς τα έξω; Από τη μέση και πάνω ή από τη μέση και κάτω; Είναι ευνομούμενο κράτος όταν για τον κάθε πολίτη του πρέπει να κοπούν χίλια (1000) δέντρα στη διάρκεια της ζωής του για «να περνάει καλά»; Είναι ευνομούμενο για τους πολίτες του όταν δεν είναι είναι για τους πολίτες του Ιράκ; Αυτό εννοείτε; Να έχουμε ένα κράτος που φροντίζει εδώ να πληρώνονται τα διόδια και αλλού να σκοτώνει κόσμο και κοσμάκη για τα αισχρά του συμφέροντα; Πόσο ευνομούμενο είναι το κράτος που έχει εκατομμύρια φυλακισμένους; Αλήθεια πόσα εκατομμύρια είναι αυτοί; Έχω μείνει στα 10.000.000! Που έχει γειτονιές γκέτο, που μέχρι πριν από λίγο οι μαύροι ήταν δεύτερης κατηγορίας; Μια ολάκερη Αμέρικα μπήκε στον Β΄Π.Π. για την ελευθερία και όπλα στους μαύρους – ήτοι στο 10% του πληθυσμού - δεν έδινε! Η Ντεμή Μουρ υπέφερε τα πάνδεινα, πριν δέκα περίπου χρόνια, για να την στο U.S.A Marine ως ισότιμο μέλος(!) Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, η παλιοκαραβάνα του ναυτικού, κάνει τη ζωή μαρτύριο στον μαύρο μάγειρα που τολμάει να φαντάζεται ότι μπορεί να γίνει...δύτης του Αμερικανικού Ναυτικού(!) «Φαντάσου»...που λέει και ο Πασχάλης Τερζής. Πότε αυτά; Μα τη δεκαετία του ‘50! Σταματώ εδώ. Υπάρχουν άλλοι που ξέρουν περισσότερα για το «ευνομούμενο κράτος» της Δύσης και ας πάρουν εκείνοι τον λόγο. Σημ:Ο μικροαστός ξελιγώνεται όταν φαντάζεται τον Σιλβέστερ Σταλόνε ως Δικαστή Ντρεντ, να συλλαμβάνει τον εγκληματία επ’ αυτοφόρω, να του απαγγέλλει την κατηγορία, να εκδικάζει τη υπόθεση και να εκτελεί αμέσως και σαφώς την ποινή(!) Είναι ό,τι του χρειάζεται για να επιστρέψει στο λήθαργο της ήσυχης αυτοϊκανοποίησής του.

Μας ψαρώνουν σείοντας το «ευνομούμενο κράτος» που δεν υπάρχει πουθενά


παρά μόνο στα χαρτιά και στα κεφάλια τους. Μας ψαρώνουν μ’ εκείνο το κράτος που όσο είναι ευνομούμενο είναι γιατί στηρίζονταν και στηρίζεται ακόμα στις πλάτες όλου του κόσμου. Μιλάω για την βόρεια Ευρώπη και την βόρεια Αμερική. Όμως δεν υπάρχει κράτος ευνομούμενο, υπάρχει κράτος «ευνοούμενο»! Ο αναγεννησιακός άνθρωπος που «ανέλαβε την ευθύνη του άλλου» ανέλαβε και το «καθήκον» να πραγματοποιήσει την «πρωταρχική συσσώρευση», ήγουν να θεμελιώσει τον καπιταλισμό στο αίμα των Νέων Χωρών. Έκτοτε άντλησε και αντλεί αίμα σαν το βαμπίρ, η Ευρώπη και η Αμερικάνική της προέκταση, από όλο τον κόσμο και το αίμα αυτό ήδη άρχισε να πέφτει στα κεφάλια της. Κι αν τους λείψουν οι πρόσοδοι, από όλους αυτούς που κρατάνε δεμένους, με ορατές και αόρατες αλυσίδες, τότε να δούμε πόσο ευνομούμενο θα παραμείνει το ευνοούμενο κράτος τους. Αλλά πού να καταλάβουν αυτά οι διανοούμενοι και πάντα, από το κράτος και τα ΜΜΕ, ευνοούμενοι.

Μικρό και Μεγάλο Ευχολόγιο! «Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας, και αυτουργόν της πονηρίας. Εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας, και σκότω βυθού κατενεχθέντα δια την έπαρσιν. Εξορκίζω σε και πάσαν την εκπεσούσαν δύναμιν, της σης ακόλουθον προαιρέσεως. Ορκίζω σε πνεύμα ακάθαρτον κατά του Θεού Σαβαώθ και πάσης Στρατιάς Αγγέλων Θεού, Αδωνάϊ, Ελωΐ, Θεού παντοκράτορος, έξελθε και αναχώρησον από του δούλου του Θεού …» «Ευχαί ήτοι Εξορκισμοί επί πασχόντων υπό Δαιμόνων και επί πάσαν ασθένειαν» Βασιλείου του Μεγάλου-Μικρό Ευχολόγιο.

Μεταξύ των άλλων που ειπώθηκαν, ο Στέλιος Ράμφος μας παρέπεμψε και στο Μικρό και στο Μεγάλο Ευχολόγιο. Έχουμε, λέει, ευχές για όλες τις δουλειές, για ό,τι κάνουμε. Πριν από κάθε τι διαβάζουμε τη σχετική ευχή. Πώς να έχουμε έτσι εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, αναρωτήθηκε ο φιλόσοφος, όταν όλα τ’ αναθέτουμε στο Θεό; Και πώς να μη μάθουμε στο ρουσφέτι αφού συνέχεια παρακαλούμε τους αγίους να μεσιτεύσουν στο Θεό; Αν και θα συμφωνήσω ότι έχουμε για όλα ευχές, ότι πριν από όλα λέμε μιαν ευχή ή πρέπει να λέμε μιαν ευχή, δεν θα συμφωνήσω στο ότι αυτό αποδεικνύει ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο το κείμενο τούτο δεν θα ήταν τόσο κοπιαστικό και για τον γράφοντα, για τον αναγιγνώσκοντα και παντί τω λαώ αλλά θα τελείωνε στις λίγες σειρές της ως άνω ευχής του Μεγάλου Βασιλείου. Θα εξόρκιαζα τον Αρχέκακον να αφήσει ήσυχο τον κυρ Στέλιο και θα σιωπούσα αναμένοντας τα αποτελέσματα. Επειδή όμως διατηρώ, παιδιόθεν, μιαν άλλη σχέση


με τους αγίους δεν περιορίζομαι στην ευχή αλλά απευθύνομαι στο νου και στην καρδιά του αναγνώστη για να μπορέσουμε επί τέλους να συνεννοηθούμε μπας και κάνουμε – αν θέλουμε - χωριό. Και δεν ακολουθώ μόνο εγώ αυτή την τακτική. Το όλον έθνος, κάθε πρωί που ξυπνάει λέει «καλημέρα» και ισχυρίζεται μάλιστα ότι «είναι του Θεού». Ουδόλως όμως παραιτείται από τον αγώνα του άρτου του επιούσιου και από τον μόχθο για να γίνει η μέρα όσο μπορεί καλύτερη . Και αν πάσχει από κάτι το έθνος δεν είναι γιατί λέει πολλές «καλημέρες» κι επαφίεται μετά στον Θεό αλλά γιατί έχει πάρει όλα τα «καθήκοντα» του Θεού και τ’ έχει μοιράσει, τα περισσότερα στο κράτος και τα υπόλοιπα στον εαυτό του. Νομίζει ότι μπορεί να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Δεν πάσχει δηλαδή ο ανθρωπολογικός τύπος που εύχεται και προσεύχεται, πάσχει ο ακριβώς αντίθετος! Τον πήραμε στον γάμο μας τον κυρΣτέλιο μας λέει «και του χρόνου»! Όταν ο Γέροντας, ο οψοποιών μαγγανείας, δέχεται επιδοκιμασίες για την τέχνη του δείχνει τον άγιο Ευφρόσυνο τον Μάγειρο. Και εξηγεί με ταπεινοφροσύνη, “εκείνος είναι ο μάστορας”! Γιατί; Διότι ξέρει ότι, μολονότι κάθε φορά βάζει τα ίδια υλικά, με την ίδια σειρά, με τις ίδιες αναλογίες, με την ίδια διαδικασία, κάθε φορά το φαγητό είναι και λίγο διαφορετικό! Ξέρει εκείνος, από τον τρόπο της ζωής του, εκείνο που μόλις τώρα ανακάλυψαν οι Χαολόγοι ότι δεν υπάρχει «ακριβώς», ότι όλα είναι στο «περίπου» και ότι «η κάθε φορά» είναι «μια άλλη φορά»! Ξέρει ο Γέροντας ότι όση και μαστοριά να βάνει πάντα θα μείνει ένας μικρός χώρος εκτός της μαστορικής εμβέλειάς του όπου μέσα εκεί χωράει το άπειρο. Γι’ αυτό χαμηλώνει το κεφάλι και δείχνει τον άγιο. Κι εμείς προσκυνάμε και θαυμάζουμε το γεγονός ότι οι επιστήμονες ανέβηκαν στην κορυφή του Έβερεστ και βρήκαν εκεί πάνω μια παρέα από Πατέρες να συζητάνε – και να σε ζητάνε - από καιρό. Να εύχεσαι λοιπόν και να προσεύχεσαι δεν σημαίνει παραίτηση από τη δράση, δεν σημαίνει ότι αφήνεις κάτι που είναι δική σου αρμοδιότητα στο Θεό. Αντίθετα, αφήνεις στο Θεό αυτό που είναι πράγματι δικό Του και που ουδέποτε ήταν δικό σου: τον χρόνο του μέλλοντος. Αυτός ο τύπος καταμερισμού των έργων ανάμεσα σε σένα και στον Θεό είναι που σου δίνει περισσότερη δύναμη να παλέψεις σαν λιοντάρι και να κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου. Όσοι έχουν επιχειρηματικές δραστηριότητες φαντάζομαι ότι θα έχουν συναντήσει πολλές φορές την κατάσταση αυτή όπου δεν μπορείς ν’ αποφασίσεις ανάμεσα μια δυο- τρεις εκδοχές. Όλες έχουν υπέρ και κατά. Ακόμα κι όταν μπορείς να φανταστείς τι θα προκύψει «αν» δεν ξέρεις «αν θα υπάρξει αν». «Αν έχω την υπομονή, και να μηδέν οκνέψω σα σιγανέψει ο καιρός, ολπίζω να ψαρέψω» γράφει στην περικεφαλαία του ο Αφέντης τη Πάτρας στον Ερωτόκριτο. Υπάρχει ο ανθρωπολογικός τύπος που μπροστά στην αρρώστια λέει: «να


είμαστε τυχεροί». Και υπάρχει κι εκείνος ο τύπος που λέει: « να μας βοηθήσει ο Θεός». Ποιος έχει πιο πολύ εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, ποιος τον αγαπάει περισσότερο; Ποιος είναι ο καλύτερος; Εκείνος που προσβλέπει στη βοήθεια της τύχης ή εκείνος που προσβλέπει στη βοήθεια του Θεού; Εκείνος που πιστεύει ότι είναι γέννημα τυχαίο ή εκείνος που πιστεύει ότι κοτζάμ Θεός κάθισε, με ξεχωριστό μεράκι, μαστόρεψε τον Κόσμο και μέσα σ’ αυτόν έβαλε τον Άνθρωπο να είναι φίλος και μπιστικός του; Υπάρχει ο ανθρωπολογικός τύπος που λέει: «το Σύμπαν συνωμότησε» και υπάρχει και ο άλλος που λέει: «με βοήθησε ο Θεός». Ποιος είναι πιο όμορφος; Εκείνος που συνωμοτεί με το Σύμπαν – τρομάρα του – ή εκείνος που προσπέφτει σε Ό,τι Καλό; Μα προσπέφτουμε; προσκυνάμε; αντιδράει το νέο παλληκάρι! Ναι,γιέ μου! Προσκυνάμε και προσπέφτουμε στο Κάλλος και στην Αγάπη! Εκεί και πουθενά αλλού!

Επιμύθιον Το «βρακί της Κατερίνας» ήταν, λέει, ποινή του κατά Καραϊσκάκην στρατιωτικού ποινικού κώδικα. Σε πείσμα όλων των ευρολαμόγιων της πνευματικής ζωής του τόπου, είχε και ο Γύφτος στρατιωτικό ποινικό κώδικα! Άγραφο μεν με μεγάλη προσήλωση τηρούμενο δε. Στο ασκέρι του υπήρχε πάντα το «βρακί της Κατερίνας»! Ήταν ένα γυναικείο εσώρουχο - πόρω απείχε από τα σημερινά στριγκ – το οποίο υποχρεωνόταν να φορέσει όποιος λιγοψυχούσε στη μάχη! Ούτε τον έδιωχνε ούτε τον παίδευε. Τού φόραγε το «βρακί της Κατερίνας». Και εκείνος μετά έπραττε αναλόγως. Έτσι κι εμείς τώρα. Σε όποιον σείει το «φράκο» εμείς του θυμίζουμε την παροιμία που λέει: «λαγός την φτέρην έσειε...κακό της κεφαλής του». Κι ετοιμάζουμε το «βρακί της Κατερίνας»!

Καλή Ανάσταση Αδέρφια! 11 Μαρτίου 2011 Θησείο ΥΓ. Δεν μπορούμε να μην αποδώσουμε τιμές στις κυρίες Κουμαριανού, Γαρδίκα και Ευθυμίου οι οποίες με πολύ εύστοχο τρόπο, χωρίς καν να προσβάλουν τον οικοδεσπότη, σημείωσαν κάποια πράγματα και έσωσαν την τιμή τους και μόνο την τιμή τους. Γιατί η τιμή των άλλων δεν σώζεται με τίποτα!


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.