Όταν κοιτάς από ψηλά...
Του Γιώργου Μιλτ. Σαλεμή
Χάρη στη τεχνολογία των υπολογιστών όλοι, τώρα πια, μπορούμε να κοιτάμε από ψηλά. Κι όταν κοιτάς από ψηλά και σου φαίνεται η γη σαν ζωγραφιά γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι ο τόπος είναι το πρόσωπο του τρόπου. Είναι ένα σκίτσο, μια ζωγραφιά, μια εικόνα κάποιου τρόπου ζωής. Το “πώς” είναι ο τόπος δείχνει το “τι” είναι η κοινωνία που πατάει πάνω του. Με λίγη προσοχή από τον παρατηρητή μπορεί το “πώς” του τόπου να δείξει το “τι” της κοινωνίας που προηγήθηκε. Της κοινωνίας, ενδεχομένως και των κοινωνιών, που κάποτε έζησαν, πρόκοψαν, ήκμασαν και τώρα πια χάθηκαν από τα όμματα των αδιάφορων και χρησιμοθηρικών...θηρίων της εποχής μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω, κυρίως για να προκαλέσω εποικοδομητικά, ότι το νεκροταφείο είναι το πιο όμορφο σημείο του χωριού. Ήταν πάντα κι εξακολουθεί και είναι! Το παλιό του κομμάτι εννοώ φυσικά και όχι το καινούργιο. Από τη μια μεριά, γιγάντια κυπαρίσσια. Ευθυτενείς σε στάση προσοχής μαυροφορεμένοι φύλακες. Σε πυκνές γραμμές, ο ένας δίπλα στον άλλον. Με τις ρίζες τους ν΄ αρδεύονται στο χωριό μας το κεκοιμημένο. Σκιάζοντες δικαίους και αμαρτωλούς, πλούσιους και πένητες, βασιλείς και στρατιώτες. Γνωρίζοντες “τις ο πλούτος, το κάλλος, η ισχύς και η ευπρέπεια”. Το παλιό κομμάτι, τόπος “άναρχα δομημένος”, πλην όμως τρόπος ήπιος, τόπος αναψύξεως, τρόπος να προσεγγίζεις τον θάνατο μέσα από τη ζωής και τη ζωή μέσα από τον θάνατο. Από την άλλη μεριά, την πίσω (από την εκκλησία) μεριά, το “ιπποδάμειο” σχέδιο να διευθετεί τον κρανίου τόπο. Όλοι οι κεκοιμημένοι μας συμπολίτες, στη σειρά, σε ζυγούς, τους οποίους δεν δύνανται πλέον να λύσουν στους αιώνες. Περιμετρικά κάτι “πεθαμένα” κυπαρισσοειδή, άλλα αντ' άλλων, με τα ξασπρισμένα τους κλαράκια παριστάνουν τα όρια, παριστάνουν τη φύση, παριστάνουν το πένθος. Κι απορεί κανείς. Τι κάνει μια κοινωνία τόσο α-νόητη ώστε να μη μπορεί καν να μιμηθεί ό, τι καλό κληρονόμησε; Η ανάγκη για πιο πολύ χώρο; Μα ποιος μας είπε ότι βάζοντας τα μνήματα σε ζυγούς κερδίζουμε χώρο; Ποιος μας είπε ότι βγάζοντας από μέσα τα κυπαρίσσια θα χωρέσει περισσότερους; Ποιος μας είπε ότι αυτό που βλέπουμε είναι μόνο αυτό που βλέπουμε; Το παλιό τμήμα του νεκροταφείου θα μπορούσε να είναι ένα άψογο ισοσκελές τρίγωνο αν δεν είχε κομμένη τη γωνία στην κορυφή του. Οπότε είναι ένα άψογο ισοσκελές τραπέζιο. Ο Άη Γιάννης είναι ακριβώς στο κέντρο του εγγεγραμμένου στο τραπέζιο κύκλου. Απέχει δε από την Αγία Παρασκευή ενενήντα μέτρα. Μαζί, οι δύο εκκλησίες, αποτελούν τη βάση ενός ορθογωνίου τριγώνου. Η Αγία κατέχει την ορθή γωνία. Την τρίτη κορυφή κατέχει ο άλλος άγιος, ο Νικόλαος. Η άλλη κάθετη πλευρά έχει μήκος εκατό μέτρα. Αυτά δεν τα λέω για να εδραιώσω καμιά θεωρία σαν κι αυτές του Λιακόπουλου. Τα λέω για να δείξω αφενός ότι τα πράγματα δεν είναι μόνο έτσι όπως έχουμε μάθει να τα βλέπουμε και αφετέρου ότι ο τόπος μας είναι κάτι πολύ περισσότερο από εκείνο που φαίνεται.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση διατυπώνω την εικασία ότι εκεί κάποτε πρέπει να υπήρξε κάποιο βυζαντινό μοναστήρι. Και η γεωμετρία του τόπου και το κάλλος των δύο εκκλησιών αυτό μαρτυράνε. Φαίνεται και στο μάτι του άσχετου ότι η Αγία Παρασκευή είναι παλαιότερη από τον Άη Γιάννη. Μεγαλύτερη, πιο περίτεχνη, πιο εντυπωσιακή, ιστορισμένη, ο Άη Γιάννης, πρέπει να ήταν το καθολικό της μονής. Και οι δύο διαθέτουν το εξεζητημένο εκείνο σύστημα ακουστικής στο οποίο με άλλη αφορμή, και σε άλλο έντυπο μέσο, αναφερθήκαμε. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι δεν μπορεί να ήταν δύο εξωκλήσια που οικοδομήθηκαν απλώς πάνω στα ερείπια των αρχαίων ναών. Το γεγονός ότι ο Άη Νικόλας δεν ήταν ποτέ- εννοώ και πριν ανακαινισθεί- εφάμιλλη των άλλων εκκλησία δεν ανατρέπει την εκδοχή του μοναστηριού. Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν κάποτε εκεί ένα μικρό παρεκκλήσι πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε μια άλλη νεώτερη εκκλησία. Σε κάθε περίπτωση, είτε ισχύει η εικασία μου είτε όχι, ο τόπος μας είναι ένα αδιάβαστο πανάρχαιο βιβλίο! Και περιμένει να το διαβάσουμε κυρίως όμως να το μιμηθούμε...σε ομορφιά και σε προκοπή! Εν Σχηματαρίω τη 9η Ιανουαρίου 2012