Η φιλιά

Page 1

Θεόδωρος Μ. Γιαννακός

Η φιλιά

Κιλκίς 2021



Η φιλιά1

1

Επίσκεψη ολιγοήμερη σε συγγενικό πρόσωπο.



Άρθρα για τον πολιτισμό των Σαρακατσιαναίων



Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ



Αφιερώνω το βιβλίο στους Σαρακατσιαναίους αγωνιστές του ’21



Θεόδωρος Μ. Γιαννακός



Περιεχόμενα Η τζιομπανιά............................................................................. 1 Η παιδεία .................................................................................. 7 Το Περτούλι ............................................................................ 27 Χαρακιές μνήμης .................................................................. 31 Το «κρυφό σχολειό» των βουνών......................................... 37 Τα παραμύθια ........................................................................ 49 Η λάμια του γιαλού ............................................................... 53 Το τραγούδι και ο χορός ...................................................... 59 Αλλοτρίωση ............................................................................. 69 Το βιβλίο ................................................................................. 73 Η διαφορετικότητα ................................................................ 79 Η λαλιά .................................................................................... 87 Τα μοιρολόγια ........................................................................ 99 Της λευτεριάς σχαριάτης.................................................... 103 Σια μπρουστά........................................................................ 107



Η φιλιά

Η τζιομπανιά Διάβασε γιατί αλλιώς θα γίνεις τζιομπάνος. Έτσι λέμε οι σημερινοί γονείς στα παιδιά μας. Ο τζιομπάνος είναι επάγγελμα σε πλήρη απαξίωση. Κανένας νέος, εκτός από ελάχιστους, δεν θέλει να γίνει βοσκός. Ευτυχώς υπάρχουν αλλοδαποί τζιομπαναραίοι και συνεχίζει να επιβιώνει ακόμη μετακινούμενη κτηνοτροφία. Η λέξη τζιομπάνος προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στους νέους ανθρώπους. Την ταυτίζουν με την αμορφωσιά, την αντικοινωνικότητα, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Αυτός που γράφει το κείμενο κατάγεται από γενιά πραταραίων πάππου προς πάππον και πέρασε απ’ το σχολειό της κλίτσας και της κάπας. Για τον λόγο αυτό δικαιούται, νομίζω, να μιλήσει για την τζιομπανιά και τους ανθρώπους της. Νιώθει την ανάγκη να πει γι’ αυτούς τους περήφανους και αδικημένους ανθρώπους έναν λόγο για τη μεγάλη προσφορά τους στον τόπο μας. Ο πιο μεγάλος τζιομπάνος της ανθρωπότητας είναι ο Χριστός, ο Ποιμένας ο καλός. Σε πολλές παραστάσεις (με συμβολική σημασία) Τον βλέπουμε να κουβαλάει στους ώμους Του αρνιά. Ένας από τους τρανύτερους αγίους της εκκλησίας

1


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός μας, ο Σπυρίδων, έκανε τζιομπάνος και τέτοιος κοιμήθηκε. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει και τα εξής: «Κάποτε πήγαν κλέφτες στο κοπάδι του. Αυτός κοιμόταν σκεπασμένος με την κάπα του στο φτερό2 του κοπαδιού. Τους άφησε. Το πρωί τούς βρήκε με δεμένα τα χέρια. Τους έλυσε και τους έδωσε πρόβατα για να έχουν και να μην κλέβουν». Ο Ιωάννης Κουκουζέλης, από τους πιο σπουδαίους υμνογράφους της Ορθοδοξίας, άφησε κρυφά την ΑγιαΣοφιά και τα βυζαντινά ανάκτορα και ρογιάστηκε3 στο περιβόλι της Παναγιάς, τ’ Αγιονόρος. Τον πρόδωσε όμως η καλιγκέλαδη φωνή του το βράδι στον σκάρο. Ο Δαβίδ, προτού γίνει βασιλιάς, ήταν βοσκός. Έγραφε ύμνους στον Δημιουργό του και ο ήχος από την τζαμάρα του έφτανε στα ουράνια. Πολλοί τζιομπαναραίοι πάλεψαν να ξετοπίσουν τον Τούρκο από τον τόπο μας. Πέταξαν τις κλίτσες κι έπιασαν τ’ άρματα. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο ξιακουστός Κατσιαντών’ς. Αρνάρης έκανε και ο Καραϊσκάκης και δεν ξέρω πόσοι άλλοι ακόμα τρανοί. Για να δείξει τι θα πει αρχοντιά, τον τσέλιγκα Μαλαμούλη χρησιμοποίησε ως παράδειγμα ο πατέρας του αείμνηστου Κωνσταντίνου Τσάτσου, πρώην Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γυναίκες και μάνες τζιομπαναραίων δίδαξαν, με 2 3

Άκρη. Πήγε μισθωτός τζιομπάνος.

2


Η φιλιά το παράδειγμά τους, τι θα πει πίστη στον Θεό, οικογένεια, σεβασμός, τιμή, περηφάνια. Οι άνθρωποι του βουνού δεν ήξεραν τι θα πει σχολειό και πανεπιστήμιο· ήξεραν όμως να φιλοσοφούν τη ζωή. «Πάρε νύφη από σειρά και σκύλα από κοπάδι». «Στη χαρά να λείπεις, στη λύπη ποτέ». Αυτά τους δίδαξε το σχολειό του βουνού αξίες αιώνιες. Άνθρωποι με γερή κι αγέραστη ψυχή ήταν οι άνθρωποι του βουνού, οι δικοί μου άνθρωποι. Την ψυχή τους χαλύβδωνε η πάλη με τα ντουρλάπια4, τους μαστρόφλες5, τα τ’φάνια6, τις χιονούρες, τις σαλαμπριές7· το κυνήγι του τζελέπη8, του χωροφύλακα, του δασοφύλακα, του ντραγάτη, του κλέφτη9. Οι δύσκολες συνθήκες και η απολ’τή10 τους ζωή έκαναν αυτούς τους αιώνιους οδοιπόρους να νιώθουν υπεροχή και να έχουν μέσα τους παράξενο εγωισμό. Τραχιά και δύσκολη η ζωή των προβαταραίων. Και η σημερινή ζωή που τόσα μας δίνει καλοπίχειρα11 είναι τάχα πιο εύκολη; Άραγε, εμείς οι απόγονοι αυτών των προβατάρηδων είμαστε πιο ευτυχισμένοι απ’ αυτούς; Καταιγίδες. Ανεμοστρόβιλοι. 6 Ξαφνικές καταιγίδες. 7 Κατεβασμένα ποτάμια. 8 Φοροεισπράκτορας. 9 Ληστή. 10 Ελεύθερη. 11 Με εύκολο τρόπο. 4 5

3


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Ένα κομμάτι του όλου ελληνικού πολιτισμού είναι ο λαϊκός μας πολιτισμός, ισάξιος με τον αρχαίο και τον πολιτισμό της Ρωμανίας12. Τον πολιτισμό αυτό δημιούργησαν ζευγάδες, μαστόροι, ναύτες, τζιομπαναραίοι·άνθρωποι αγράμματοι και αφκιασίδωτοι. Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει: «Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσσο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πως για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός, και πως ο μόνος σπουδαίος πεζογράφος, που ξέρω τουλάχιστον εγώ, είναι πάλι ένας ταπεινός, που μαθαίνει λίγα γράμματα στα τριάντα του χρόνια – ο Μακρυγιάννης. Και το πιο παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιο πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων που, καθώς είπα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο».

12

Βυζαντίου.

4


Η φιλιά

Νάρκισσος

5



Η φιλιά

Η παιδεία Η λέξη παιδεία παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα παιδεύω που σημαίνει διδάσκω, εκπαιδεύω. Με τον όρο παιδεία εννοούμε την παιδαγωγική ενέργεια που καταβάλλει η οικογένεια και η πολιτεία για την ανατροφή, την εκπαίδευση και τη μόρφωση του παιδιού. Σύμφωνα με την κοινωνιολογική προσέγγιση του όρου, «παιδεία» ορίζουμε τη μετάφραση των πολιτιστικών στοιχείων ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια και η διάρκεια του συστήματος στο πολιτιστικό επίπεδο που έχει επιτύχει η προηγούμενη γενιά. Η παιδεία, λοιπόν, είναι λέξη με μεγάλο εύρος και περιλαμβάνει σύνολο αρχών και αξιών που μεταδίδονται στον άνθρωπο από γενιά σε γενιά. Τον Σαρακατσιάνο τον ενδιέφεραν τα μεγάλα κοπάδια και τα καλά βοσκοτόπια. Τα γράμματα λίγο τον ένοιαζαν. Ήθελε τα παιδιά του, τα αγόρια δηλαδή, να μάθουν λίγα γράμματα για να μην τα γελάν οι έμποροι και οι τσελιγκάδες. Για τα κορίτσια ούτε λόγος βέβαια. «Δασκάλις θα τα κάμουμι;» έλεγαν χαρακτηριστικά. Για τον λόγο αυτό το καλοκαίρι, κυρίως, τρειςτέσσερεις μήνες μίσθωναν ιδιωτικό δάσκαλο. Έτσι σε

7


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός κάθε στάνη λειτουργούσε δασκαλοκάλυβο. Εκεί, τα παιδιά μάθαιναν, κατά κύριο λόγο, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Αν ήταν κάποιος μερακλής δάσκαλος, έκανε και κάποια άλλα μαθήματα. Το δασκαλοκάλυβο στόχευε περισσότερο σε συγκεκριμένη μάθηση, αυτή που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του τσελιγκάτου. Εκτός από το δασκαλοκάλυβο, εκπαίδευση παρείχαν και οι μεγαλύτεροι προς τους μικρότερους εφαρμόζοντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Κοντά στα πρόβατα και πάνω στη φτσέλα13 μάθαιναν τα Σαρακατσιανόπουλα γραφή και αριθμητική. Το είχαν ντροπή ο άντρας να μην ξέρει να διαβάζει. Η αγραμματοσύνη, κάποιες φορές, αποτελούσε κώλυμα γάμου. Ο Σαρακατσιάνος άρχισε να ενδιαφέρεται κάπως για τα γράμματα όταν κατάλαβε ότι χρειαζόταν δικούς του ανθρώπους μορφωμένους να τον στηρίζουν στις δικαστικές του διαμάχες με τους άλλους αγροτικούς πληθυσμούς. Έτσι, κάποια βοσκόπουλα άρχιζαν δειλά δειλά να σπουδάζουν. Στην κλειστή αυτή κοινωνία το δασκαλοκάλυβο δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον πολύπλευρο ρόλο του σχολείου. Έτσι, τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση των τέκνων είχε αναλάβει η οικογένεια με τη στενή και την ευρεία της έννοια· της κάθε φαμελιάς, του κάθε καλυβιού, της στάνης και ακόμα παραπέρα του σιναφιού ολόκληρου. Με τον τρόπο αυτό, ολόκληρο σύστημα 13

Ειδικό δοχείο για νερό.

8


Η φιλιά αξιών και αρχών μεταβιβαζόταν αβίαστα από γενιά σε γενιά. Η οικογένεια αποτελούσε τον βασικό συντελεστή αυτής της κλειστής κοινωνικής ομάδας. Το παιδάκι αρχίζει από τη γέννα του ακόμα τη σκληρή ζωή των βουνών και των λαγκαδιών. Οι συνθήκες γέννησης ήταν σκληρές αφού η μάνα του γεννούσε στο μαντρί, στη στρούγκα, στη στράτα. Οι μεγαλύτερες γυναίκες υποβοηθούν στη γέννα, ενώ οι κίνδυνοι για την υγεία του μωρού και της λεχώνας είναι μεγάλοι. Στη φροντίδα των μικρών παιδιών σημαντικό ρόλο παίζει η μητέρα και η γιαγιά. Ενδιαφέρονται για την ηθικοπλαστική ανάπτυξη σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα και τις συνθήκες διαβίωσης. Η παιδαγωγική στάση των μεγαλύτερων απέναντι στα μικρά παιδιά είναι υποδειγματική. Σπάνια χειροδικούν με σκοπό τον συνετισμό, αλλά χρησιμοποιούν το καλόπιασμα και την πειθώ. Το γεγονός ότι αποκτούν πολλά παιδιά δείχνει και την αγάπη τους γι’ αυτά. Μέσα στο κονάκι το παιδί παίρνει την όλη πνευματική και θρησκευτική αγωγή του και διαμορφώνει τον χαρακτήρα του σύμφωνα με τις απαιτήσεις των γονιών και του κλειστού κοινωνικού περιβάλλοντος. Παρά την έλλειψη των παιδαγωγικών γνώσεων των μεγαλυτέρων, παρά την έλλειψη πολιτιστικού περιβάλλοντος και άλλων μέσων, ο νέος διαμορφώνει τη δική του προσωπικότητα, τον δικό του χαρακτήρα και

9


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός τη δική του ψυχοσύνθεση. Η οικογένεια θεμελιώνεται πάντα με τον γάμο. Η παράνομη συμβίωση ή άλλες μορφές σχέσεων είναι απαράδεκτες. Ο γάμος επιτρέπεται μόνο μεταξύ τους. Σπάνια γυναίκα παντρευόταν χωριάτη, και αυτό συνέβαινε σε έκτακτες περιπτώσεις. Πίστευαν ότι κινδυνεύουν να λωβιάσουν το αίμα τους αν παντρευτούν άλλο μιλέτι. Ο γάμος από έρωτα αποκλείεται. Η κλειστή τους κοινωνία με όλες της τις προεκτάσεις στάθηκε αμείλικτη τιμωρός πάνω σε αυτό το ωραίο και όμορφο συναίσθημα της αγάπης. Ο έρωτας για τα μέλη της κοινωνίας πρέπει να πνίγεται στα κατάβαθα της ψυχής τους και να μη βγαίνει στην επιφάνεια. Ήταν ντροπή και απαγορευμένος ο έρωτας, ήταν αλλοτριωμένο συναίσθημα για τον νέο και ειδικά για την κοπέλα. Ο βουνίσιος αέρας όμως και τα νιάτα σιγοντάριζαν στην ψυχική διάθεση και στο φούντωμα πάντα της αγνής αγάπης. Στο σημείο αυτό το νεανικό αίσθημα ή κατέληγε στον γάμο ή, αν οι γονείς δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους, έσβηνε μέσα στις ψυχές των νέων. Στην περίπτωση της μη συγκατάθεσης των γονιών μπορούσε να συμβεί το ευχάριστο για τους νέους και δυσάρεστο για τους γονείς: η απαγωγή, το κλέψιμο. Στην περίπτωση αυτή η λύπη των γονιών ήταν μεγάλη και μπορούσαν να κόψουν ακόμη και τους συγγενικούς δεσμούς με την κόρη τους.

10


Η φιλιά Η ελεύθερη αγάπη ήταν απαγορευμένη και σε αυτό συντελούσε το γεγονός ότι οι ίδιοι οι γονείς πάντρευαν τα παιδιά τους. Ο πατέρας θα αποφασίσει για τα παιδιά του ποιους θα παντρευτούν. Τα προσωπικά αισθήματα δεν λαμβάνονται υπόψιν. Ο γάμος συνάπτεται σύμφωνα με αυτό που θεωρείται ότι αποτελεί το συμφέρον της οικογένειας. Δημιουργείται έτσι με τον γάμο ευρύτατο μέτωπο συνεργασιών και άμυνας μεταξύ δυο ομάδων. Πρώτα έπρεπε να παντρευτούν τα κορίτσια και έπειτα τα αγόρια, και τα κορίτσια πάντα με τη σειρά από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο. Πολλά αγόρια έμεναν ανύπαντρα μέχρι μεγάλη ηλικία, καθώς περίμεναν να παντρευτούν οι αδερφές τους. Το να παραμείνει κάποιος εργένης το είχαν ντροπή. Το διαζύγιο ήταν λέξη άγνωστη στο δικό τους λεξιλόγιο. Η κοπέλα μόλις παντρεύεται ενσωματώνεται στο σόι του συζύγου της. Οφείλει υπακοή και σεβασμό στον σύζυγό της και σεβασμό στο σόι του. «Να τιμάς την πεθερά σου κι όλη την αντρογενιά σου», λέει ένα γαμήλιο τραγούδι. Η νύφη φτιάχνει τον καφέ στα πεθερικά, σηκώνεται τη νύχτα και ρίχνει ξύλα στη φωτιά για να μη κρυώσουν, στα κρυώματα τα τρίβει και βάζει μαλλιά και τα ζεσταίνει. Αποκαλεί τον πεθερό πατέρα, την πεθερά μάνα, τα κουνιάδια αφέντη και αφεντάκο και τις κουνιάδες κυρά και κυρούλα. Η προσωπικότητα της παντρεμένης γυναίκας είναι τόσο απορροφημένη από

11


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός αυτή του συζύγου της ώστε αποκαλείται Γιώργινα, Κώστινα, Βασίλινα, κ.λπ. Η οικογένεια είναι πατριαρχική. Όλα τα παιδιά οφείλουν προς τον πατέρα απόλυτη υπακοή και σεβασμό. Η αντρική υπεροχή μέσα στην οικογένεια είναι ορατή. Οι αδελφές κατέχουν θέση κατώτερη σε σχέση με τους αδελφούς τους, οι οποίοι ακόμη και αν είναι μικρότεροι ασκούν ένα είδος πατρικής εξουσίας πάνω σε αυτές. Στην ομάδα των κοριτσιών και των αγοριών υπάρχει ιεραρχία: οι μεγαλύτεροι επιβάλλονται στους μικρότερους, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν. Η συντροφικότητα ήταν βασικό στοιχείο της πατριαρχικής οικογένειας. Η πατριαρχική μορφή της οικογένειας φαίνεται ολοκάθαρα από το ότι ο παππούς και η γιαγιά έμεναν μαζί με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Αυτοί είχαν την αίσθηση της επίβλεψης, της επικυριαρχίας και του κουμανταρίσματος. Οι σχέσεις των δύο φύλων, αν και έδειχναν αυστηρές, είχαν χαλαρότητα και σε στιγμές χαράς και πόνου εκδηλώνονταν με τρυφερότητα και στοργή. Ο παππούς και η γιαγιά, με πείρα από τη συντροφικότητα, έδιναν τις καλύτερες οδηγίες στους γιους τους και τις κόρες τους, αλλά και στις εγγόνες τους για τη συμπεριφορά τους κατά την έγγαμη συμβίωση. Η επικράτηση της αγάπης ήταν το όπλο κατά του μίσους και της διάσπασης. Τούτο φαίνεται από το

12


Η φιλιά γεγονός ότι τα αδέρφια δεν χώριζαν ποτέ. Κάποιες φορές εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης αυτή η συντροφικότητα έσπαγε. Έτσι, έβγαινε από το κονάκι πρώτα ο μεγάλος γιος. Οι γέροντες έμεναν με τον μικρότερο γιο. Η συντροφικότητα ήταν στοιχείο ενότητας της οικογένειας και γενικότερα της στάνης. Οι άντρες ασχολούνται με το βόσκημα των κοπαδιών, την ξυλογλυπτική και τις συναλλαγές με τον έξω κόσμο. Οι γυναίκες ασχολούνται με την επεξεργασία του μαλλιού, το φτιάξιμο των ρούχων, τις οικιακές κατασκευές, την παρασκευή της τροφής, την ανατροφή των παιδιών. Αυτή η κατανομή εργασίας αποτελεί τον γενικό κανόνα, με τις εξαιρέσεις του βέβαια. Είπαμε πρωτύτερα ότι η γυναίκα όφειλε υπακοή και σεβασμό στον άντρα της. Είναι σφάλμα όμως να νομιστεί ότι η γυναίκα ζούσε υπό τον άντρα. Ζούσε στο πλευρό του και ήταν αφέντρα του σπιτιού της. Η μάνα ήταν αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής για να τα βγάλει πέρα. Συνθλιβόταν ανάμεσα στο καθήκον και τη σκληρή δουλειά και γέραζε παράκαιρα. Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Εκτός από τη μάνα, μέσα στην οικογένεια σημαντικό ρόλο έπαιζε και η βαβά ή βάβου (γιαγιά). Αυτή έπαιρνε τη θέση της μάνας όταν η μάνα όλο τον χειμώνα πάλευε με τον γέννο. Αυτή οδηγούσε τα μικρά εγγόνια της στη στράτα στο σια μπροστά. Αυτή τα γιάτρευε με τα

13


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός βοτάνια της. Αυτή σαν κλώσσα μάζευε τις κρύες μέρες του χειμώνα γύρω από τη βάτρα τα εγγόνια της και τους έδινε καλούδια ή τους έλεγε παραμύθια· παραμύθια για τους παλιούς Έλληνες, τον Οδυσσέα, τους Αργοναύτες, τον Ιάσονα, τον Φροίξο και την Έλλη. Πλούτο για την οικογένεια αποτελούσαν τα πολλά παιδιά. Είχαν προτίμηση στα αγόρια, τα παιδιά όπως τα έλεγαν. «Η πρατίνα κι η κουπέλα σι πααίνει στουν ουχτρό σ’» έλεγαν. Αυτή η προτίμηση στα αγόρια είχε τους λόγους της. Τα αγόρια φύλαγαν τα κοπάδια, διαιώνιζαν το όνομα της οικογένειας και της έδιναν δύναμη. Εκείνο τον καιρό «το χαμηλό το άλογο το καβαλίκευαν πολλοί». Η επαγγελματική ζωή των αγοριών αρχίζει νωρίς και ανάλογα με τη φύση της εργασίας. Το βάρεμα της στρούγκας από το μικρό αγόρι ήταν επίπονη εργασία και εξάσκηση, αφού τα ζωηρά πρόβατα πηδούσαν έξω από τη στρούγκα και δεν ροβολούσαν για να τ’ αρπάξει ο αρμεχτής να τ’ αρμέξει. Νομίζουμε ότι αυτό το παράδειγμα είναι αντιπροσωπευτικό για την εργασία που θα ασκήσει στην παραπέρα ζωή του. Άλλα επαγγέλματα στην κοινωνία τους εκτός του βοσκού δεν υπήρχαν. Για τον λόγο αυτό έπρεπε ο νέος να ακολουθήσει τούτο και μόνο. Εδώ όμως το επάγγελμα του τσοπάνου προϋποθέτει απόλυτα και τον λεγόμενο σήμερα «φυσικό και κοινωνικό καταμερισμό εργασίας». Δηλαδή απαιτεί αυτό το επάγγελμα κάποια ειδίκευση και κάποιο καταμερισμό σε όλη τη λειτουργία

14


Η φιλιά του, αλλά και μια σημαντική εξάσκηση εκ μέρους των νέων. Το άρμεγμα για μια μικρή ηλικία είναι δύσκολο γιατί χρειάζεται αντοχή και μυϊκή δύναμη. Το κούρεμα και το γδάρσιμο απαιτούν πείρα και τέχνη. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι το Σαρακατσιανόπουλο από τα μικρά του χρόνια μετέχει επικουρικά στη λειτουργία του επαγγέλματος της οικογένειάς του. Από τους μεγαλύτερους μαθαίνει όλες τις επιμέρους λεπτομέρειες της γαλακτοκομικής, εντελώς πρακτικά και όχι θεωρητικά, αφού οι γνώσεις των μεγαλυτέρων βασίζονται στην πράξη και όχι στη θεωρία. Αλλά πέρα από τις γνώσεις γύρω από το επάγγελμα οφείλουν οι νέοι εμπειρικά να γίνουν και κτηνίατροι, διακρίνοντας τις διάφορες ασθένειες των ζώων και παράλληλα θεραπεύοντας αυτές. Πολλές φορές η ίδια η ζωή, το ίδιο κοινωνικό περιβάλλον, προετοιμάζουν τους νέους για την επιλογή του επαγγέλματος. Έτσι οι νέοι δεμένοι με τη μαγεία της φύσης παίζουν ωραιότατα τη φλογέρα ή την τζαμάρα. Εξάλλου η ενασχόληση των νέων με το να σκαλίζουν με τη σουγιά τους κλίτσες και σφοντύλια οδήγησε πολλούς απ’ αυτούς στην ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής τέχνης, η οποία είναι η πιο γνήσια με τα πρωτογενή πολλά σχήματα και σχέδια. Η σωματική διάπλαση των νέων επιτυγχάνεται από την ορεσίβια ζωή τους. Η καθημερινή τους ενασχόληση με το άρμεγμα, το περπάτημα, το κόψιμο ξύλων

15


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός και γενικότερα η παρουσία τους στη στάνη δυναμώνει τον οργανισμό και τον σκληραγωγεί. Καθίσταται έτσι ο νέος τραχύς, σκληρός και ίσως αρκετά αγριωπός. Έτσι, μαθαίνει να δείχνει καρτερία και αντοχή μέσα στο άγριο και μοναχικό φυσικό περιβάλλον. Οι νέοι αντιπροσωπεύουν το ισχυρό στοιχείο και είναι το καμάρι της οικογένειας. Πρέπει να διακρίνονται για τη λεβεντιά τους, τόσο στις δύσκολες ώρες όσο και στις γιορτές. Αυτοί αναλαμβάνουν τη βεντέτα, την υπεράσπιση των βοσκοτόπων από τους καταπατητές, των κοπαδιών από τους ζωοκλέφτες και των ανθρώπων από τους ληστές. Αυτοί θα σύρουν τον χορό ανταγωνιζόμενοι σε ρυθμό, κινήσεις και αρμονία. Αντιπροσωπεύουν επίσης δυνάμεις παραγωγικές με τη δουλειά τους και εξασφαλίζουν τη συνέχιση και διαιώνιση της οικογένειας σαν μέλλοντες σύζυγοι και πατεράδες. Η φύση της δουλειάς και η ίδια η μοναξιά οδηγούν τους νέους στο να δημιουργούν ανάμεσά τους δυνατές πολύχρονες φιλίες. Πολλοί γίνονταν βλάμηδες, ισχυροποιώντας τον δεσμό της αδελφοσύνης, της ομαδικότητας και της αλληλεγγύης. Η ειλικρίνεια, η ευθύτητα, η εντιμότητα και η μπέσα έπρεπε να χαρακτηρίζουν κάθε νέο και τρανύτερο Σαρακατσιάνο. Η γυναίκα, τώρα, από τα μικρά της χρόνια μυούνταν στα μυστικά της ποιμενικής ζωής. Πρώτα μάθαινε να συγυρίζει το νοικοκυριό. Μετά έμπαινε στη ρόκα και

16


Η φιλιά τον αργαλειό. Μάθαινε να πλάθει τα πέτρα14 για την πίτα και να φτιάχνει τα προικιά της. Η δημιουργικότητα και η καλλιτεχνία λοιπόν ήταν αρετές που συνόδευαν την κάθε νέα γυναίκα σε όλη της τη ζωή. Η νέα γυναίκα έπρεπε να είναι άξια σε όλα της. Να είναι γερή15, να γνέθει, να υφαίνει, να είναι άξια στο άρμεγμα, στο κούρεμα. Εκείνο το οποίο θα έπρεπε να τη χαρακτηρίζει κυρίως στη νεαρή της ηλικία ήταν η σεμνότητα – υπέρτατη αρετή – και η ντροπή. Η αίσθηση της ντροπής επιβάλλει τα ρούχα της ανύπαντρης κοπέλας να κρύβουν τη θηλυκότητά της. Χοντρές μαύρες χειροποίητες μπλούζες κουμπώνονται μέχρι τον λαιμό και καλύπτουν τα χέρια της μέχρι τους καρπούς της. Η μαύρη μάλλινη φούστα φτάνει μέχρι τους αστραγάλους της. Η ανύπαντρη κοπέλα πρέπει να προστατεύεται από τα μάτια του κόσμου. Αυτό την προστατεύει από τυχόν διαβολή του ονόματός της. Η σέβαση, ο σεβασμός, ήταν άλλο στοιχείο το οποίο έπρεπε να τη διακρίνει σε όλη της τη ζωή. Να σέβεται τους γονείς της, τα πεθερικά της, τα αντραδέρφια της, τους μπαρμπάδες της, τους συγγενείς. Μια γερόντισσα μού έλεγε ότι μια φορά πήγε με τον μπάρμπα της στα πρόβατα. Από τον σεβασμό της προς αυτόν ούτε τον τροβά της τόλμησε να ανοίξει για να φάει. Σε θέματα ηθικής θα πρέπει να είναι άψογη. 14 15

Φύλλα από ζυμάρι. Υγιής.

17


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Προγαμιαίες σχέσεις αδιανόητες. Νύφη η οποία δεν ήταν καλή16 γύριζε στον πατέρα της. Παντρεμένη γυναίκα, αν απατούσε τον άντρα της, τιμωρούνταν αμείλικτα. Τέτοιες παρεκτροπές στον κόσμο τους νομίζω ότι δεν ήταν και τόσο συνηθισμένες. Η νέα γενιά λοιπόν από τα μικρά της χρόνια διαπαιδαγωγείται πάνω στις αξίες και της αρχές της νομαδικής ζωής. Αμέσως μόλις έστηναν το κονάκι τους επάνω στην κατσιούλα17, του έστηναν ξύλινο σταυρό και έβαζαν σπαραγγιά. Εκτεθειμένοι σε όλα τα στοιχεία της φύσεως, η μόνη απαντοχή τους ήταν ο Θεός. «Όταν ο Θεός έπλασε τον κόσμο, έβαλε τους ανθρώπους να διαλέξουν τι θέλουν. Οι Εβραίοι διάλεξαν τον παρά, οι Τούρκοι την ομορφιά και εμείς τον σταυρό.» έλεγαν. Ο σταυρός ήταν πανταχού παρών. Στην τάβλα την ώρα του φαγητού, επάνω στα υφαντά, στα ξυλόγλυπτα, στις κουλούρες, στην μπάλα18 των γυναικών. Στη βοήθεια του Θεού και των αγίων κατέφευγαν στις δύσκολες στιγμές. Ο Αϊ-Γιώργης, ο Αϊ-Δημήτρης και ο Αϊ-Θόδωρος ήταν οι αγαπημένοι τους καβαλάρηδες άγιοι. Της Παναγίας, τ’ Αϊ-Λιος και της Αγια-Παρασκευής έκαναν τα κουρμπάνια τους. Τηρούσαν τις σαρακοστές με ευλάβεια. Στην εκκλησία πήγαιναν, ειδικά οι άντρες, πολύ αραιά· δεν τους το επέτρεπε η προβατοδουλειά

Παρθένα. Κορυφή. 18 Μέτωπο. 16 17

18


Η φιλιά τους. Κάποιοι από εμάς είχαν την τύχη να ζήσουν, στα μικρά τους χρόνια, τη σαρακατσιαναίικη ζωή. Έχουμε χαραγμένες ανεξίτηλα μέσα μας μοναδικές στιγμές θρησκευτικότητας. Το Πάσχα, για παράδειγμα, μέσα στη νύχτα και με αναμμένες τις λαμπάδες περπατούσαμε ώρες για να προλάβουμε το Χριστός Ανέστη. Τέτοιο μάθημα θρησκευτικού βιώματος δεν δίνει ούτε το καλύτερο πανεπιστήμιο. Η σπαραγγιά αντιπροσωπεύει την πανάρχαια μαγεία. Βρίσκουμε λογής λογής φαντάσματα, αερικά, νεράιδες, καλότυχες, δράκους, παγανά, στοιχειά και άλλα ξωτικά. Όλα αυτά αποτελούν αόρατο πνευματικό κόσμο από κακά ιδίως πνεύματα και δαίμονες. Είναι φανερό πως ο ποιμενικός αυτός λαός είναι υποχρεωμένος να αγωνίζεται τον σκληρό αγώνα με τη φύση στήθος με στήθος και, στερημένος από ανώτερο πνευματικό πολιτισμό, δεν είναι εύκολο να εξοικειωθεί με τον πνευματικό κόσμο του χριστιανισμού. Εξακολουθεί να μένει προσδεμένος στα έθιμα της πανάρχαιας μαγείας του. Του εξασφαλίζουν, όπως πιστεύει, τη ζωή και την επιτυχία του αγώνα του. Έτσι λοιπόν η σπαραγγιά και άλλα μαγικά φυτά, με τη μαγική τους δύναμη, τον προφυλάσσουν από όλα τα δαιμονικά. Όταν βρίσκεται κοντά στα κοπάδια, κουβαλάει πάντα μαζί του αλάτι, θυμιάμα ή λιβάνι για να αντιμετωπίσει τους κακούς δαίμονες.

19


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Όταν γεννιόταν αγόρι, να γίνει κλέφτης και αρματολός εύχονταν στη μάνα του. Ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας και οι κλεφταρματολοί ήταν πρότυπά τους και οι πράξεις τους ιδανικά. Για τον λόγο αυτόν υποθέτω ότι η κλεψιά, αν και δεν ήταν γενικώς αποδεκτή, θεωρούνταν παλληκαριά και όχι πράξη αξιοκατάκριτη. Η έννοια του πατριωτισμού και η αγάπη προς την ελευθερία ήταν έντονα στο σινάφι μας. Απ’ αυτό ξεπήδησαν πολλοί κλέφτες, με πρώτο τον Κατσαντώνη. Πολλοί αρματολοί αγωνίστηκαν ενάντια στον Τούρκο κατακτητή. Στον Μακεδονικό Αγώνα τα τσελιγκάτα της Μακεδονίας στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις τις ελληνικές αντάρτικες ομάδες. Σε καλύβια τους εξοντώθηκαν οι τρομεροί Κομιτατζήδες, Λούκας και Καρατάσιος. Το ντουφέκι δεν το χρησιμοποιούσαν μόνον οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες όταν το καλούσε η περίσταση, όπως μας λέει και το τραγούδι: «Σαρακατσιάνα κάθεται σ’ ένα ψηλό λιθάρι, με δυο παιδιά στην αγκαλιά και πολεμάει για λευτεριά…». Η φιλοξενία των ανθρώπων δείχνει πνευματική καλλιέργεια, πληθώρα συναισθημάτων και πολύ περισσότερο την ανθρωπιά. Στην αρχαία Ελλάδα το φαινόμενο της φιλοξενίας είναι διαδεδομένο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και διακατέχεται από μια θεϊκή επιταγή που γίνεται ηθική υποχρέωση από φόβο τιμωρίας του Δία. Έτσι και ο Δίας χαρακτηρίζεται θεός της

20


Η φιλιά φιλοξενίας, «ξένιος Ζευς». Στη χριστιανική εποχή η φιλοξενία γίνεται άγραφος ηθικός νόμος. Απορρέει από την πίστη στον Θεό και τη χριστιανική διδασκαλία γενικότερα. Πλημμυρισμένοι από πίστη στον Θεό φύλαξαν αυτόν τον ηθικό νόμο της φιλοξενίας ως κόρη οφθαλμού. Το φίλεμα στον ξένο επισκέπτη δείχνει απόλυτα την αγάπη στον συνάνθρωπο, αφού του παραθέτουν στο τραπέζι τα καλύτερα φαγητά τους. Στη φιλοξενία δεν έκαναν φυλετικές διακρίσεις. Έτσι όποιος χτυπούσε την πόρτα τους, είτε ήταν Σαρακατσιάνος είτε χωριάτης ή αλλόθρησκος, τον δέχονταν με την ίδια απλότητα, αγάπη και καλοσύνη. Αν και θεωρούνταν σφιχτοί στο θέμα της οικονομίας, στη συμπεριφορά τους προς στους ξένους ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωροι. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, ενώ ο ξένος γινόταν αντικείμενο περιποίησης με το παραπάνω μέσα στο κονάκι, έπαιρνε για τον δρόμο μαζί του τρόφιμα, μαζί με τις ευχές για καλό δρόμο. Ορισμένες οικογένειες το είχαν σε κακό να μη φιλοξενήσουν κάποιον. Αυτό φανερώνει το βαθύ και αγνό ψυχικό κόσμο των ορεσίβιων ποιμένων. Με τα ζωντανά τους και την αδυσώπητη ζωή τους αποκτούσαν τα πιο αγνά και υψηλά ιδεώδη. Ο Δανός γλωσσολόγος και θερμός φιλέλληνας Κάρστεν Χεγκ, μελετητής των Σαρακατσιαναίων, αναφέρει ότι τη φιλοξενία τους δεν τη συνάντησε όπου και να πήγε.

21


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Η αξιοκρατία ήταν άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της ποιμενικής κοινωνίας. Αυτό το βλέπουμε, προπάντων, στην επιλογή του τσέλιγκα, του κεχαγιά. Η επιλογή του κεχαγιά δεν ήταν τυχαία. Ο κεχαγιάς ήταν γραμματιζούμενος και έπρεπε να έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία για την τιμιότητα, τη δικαιοσύνη και την εκτίμηση. Υπήρχε κοινωνική αξιοκρατία στην επιλογή του, αφού τα προτερήματα και οι ικανότητες ήταν στοιχεία απαραίτητα για να προταθεί γι’ αυτό το αξίωμα. Ο τσέλιγκας όφειλε να είναι πρότυπο για όλους τους στανιώτες, ειλικρινής, δυναμικός, εύστροφος, γενναιόδωρος, κοινωνικός, λεβέντης. Η σύνεση και η φρονιμάδα του συνόδευαν τη σύνθεση των ικανοτήτων του. Ο τσέλιγκας έπρεπε να έχει πολλά παιδιά, να είναι καλός οικογενειάρχης και να έχει πολύ βιο. Αν δεν ήταν εντάξει στην εκπροσώπηση του τσελιγκάτου, έχανε την υπόληψή του και καθαιρούνταν. Για τους νέους το τραγούδι και ο χορός ήταν σχολείο κοινωνικό, είδος κοινωνικοποίησης και μάθησης. Το τραγούδι και ο χορός γίνεται γέφυρα σύνδεσης ανάμεσα στην παλιά και τη νέα γενιά. Οι τρυφερές ψυχές των παιδιών γεμίζουν από χαρά. Η τάξη, η πειθαρχία, η φιλοξενία, το πρότυπο του καλού τραγουδιστή ή χορευτή είναι μερικά στοιχεία που αβίαστα εισχωρούσαν στις παιδικές ψυχές. Τα κοράσια διδάσκονται από τη σεμνότητα, την

22


Η φιλιά κρατ΄μάρα, με την οποίαν χόρευαν οι γυναίκες τους απλούς τους χορούς, σέρνοντας τον χορό κρατώντας με μαντήλι το χέρι του τελευταίου άντρα από τον αντρικό χορό, που προηγούνταν. Ο αντρικός χορός περήφανος και το κορμί στητό με κάτσες, γυροβολιές και επιφωνήματα ψυχικής ανάτασης και εκτόνωσης. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση κοινωνικής συμπεριφοράς και δράσης, καθώς και στην αποδοχή του σεβασμού στους μεγαλύτερους, της ευγένειας, της υπακοής-υποταγής έπαιζαν τα κοινωνικά ταμπού και οι προλήψεις. Πολλές φορές οι μεγαλύτεροι επιστράτευαν το μεταφυσικό και τον φόβο. Π.χ. στο ηλιοβασίλεμα τα παιδιά δεν πρέπει να ζητούν ψωμί γιατί θα πεθάνει η μάνα τους. Εκείνη η χρονική στιγμή ήταν η πλέον επιβαρυμένη για τη μάνα, μια και έπρεπε να περιποιηθεί τα ζωντανά ή να ετοιμάσει το δείπνο. Ολιγάρκεια, λιτότητα και απλότητα χαρακτήριζαν τη ζωή τους. Με λίγα λούρα19 από τα λόγγα και λίγο άχυρο έφτιαχναν τα καλύβια τους. Με τα άλογά τους μετέφεραν τα λιγοστά πράγματα του νοικοκυριού τους. Με λίγο καλαμποκάλευρο και πρώτη ύλη από τα ζωντανά τους και τη μάνα-γη, τη φύση, έφτιαχναν τα φαγητά τους. Ο εγωισμός και η περηφάνια αποκτούν στην κοινωνία τους θετικό πρόσημο, καθώς δηλώνουν την αρχοντιά και τη λεβεντιά του κάθε Σαρακατσιάνου. Ο 19

Χοντρές βέργες.

23


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός εγωισμός ήταν περισσότερο το στοιχείο διάκρισης τόσο στο εσωτερικό της στάνης όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Η περηφάνια συνδυαζόταν με τη δημόσια εμφάνιση και δημόσια παρουσία του, καθώς καλοχτενισμένος, καλοντυμένος, με την καλή του κλίτσα και με ορθή κορμοστασιά θα κατέβαινε στο παζάρι και θα πήγαινε στα πανηγύρια και τις χαρές. Ο Σαρακατσιάνος ήταν συμφιλιωμένος με τον θάνατο. «Στ’ αρζάφτι τον έχουμε», έλεγαν. «Γιά ζούμε γιά πεθαίνουμε γιά σ’ άλλον τόπο πάμε» μας λέει το τραγούδι. Πέρα από τούτη τη συμφιλίωση με το καλοδεχούμενο, υπάρχει και η απόλυτη σιγουριά ότι η ζωή δεν σταματάει εδώ, οι άνθρωποι δεν χωρίζονται εδώ. Συναντώνται πέρα από αυτόν τον μάταιο κόσμο και είναι βέβαιη τούτη η συνάντηση. Αυτή η πίστη είναι θρεμμένη από παραδόσεις αιώνων. Τις κληρονομούν σαν δύναμη μυστική από τους προγόνους τους. Τις θρέφουν μέσα τους τις ατέλειωτες ώρες της σιωπής, όταν βόσκουν τα κοπάδια αντίκρυ στα βουνά, και η μόνη τους κουβέντα είναι με τα ζωντανά και τη γύρω φύση. «Τους βρήκα στις κορυφές των μακεδονικών βουνών, στην ημεράδα της Θράκης, στην αρσενική φύση της Ηπείρου, στο φως της Βοιωτίας. Λόγια πολλά δεν ξέρουν, δεν τ’ αγαπούν. Εύκολα φίλοι δεν γίνονται. Κρατούν σφαλιστή την καρδιά τους και δύσκολα την κερδίζεις, όπως δύσκολα πατάς τις κορφές των ψηλών βουνών. Μα αν φτάσεις ως εκεί, αν μπορέσεις να έχεις τούτη την

24


Η φιλιά καρτερική δύναμη, τότε λίγο ν’ απλώσεις το χέρι σου αγγίζεις τον ουρανό. Λίγο να χαμογελάσεις κάνεις φίλο τον Σαρακατσιάνο και φίλο καρδιάς μάλιστα, που θα μοιραστεί μαζί σου το λιγοστό ψωμί, το φρέσκο τυρί και το τσίπουρο που τ’ αγόρασε τ’ Αϊ-Γιωργιού, όταν κατεβαίνει στο πιο κοντινό χωριό.» Έτσι μας τους περιγράφει ο Νέστορας Μάτσας στο οδοιπορικό του «Στέγη από ουρανό». Δεμένοι με τη θεία φύση, με τον πλούτο της, τα αγαθά της, τις ομορφιές της έζησαν οι λιγόλογοι στοχαστές πρόγονοί μας τις χαρές τους και τις λύπες τους. Ανδρώθηκαν μέσα στο ανεμογέρι, στο ηλιοπύρι και στα κακοτράχαλα βουνά της πατρίδας μας και κυρίως της Πίνδου. Μας παρέδωσαν αξίες και αρχές αναιώνιες. «Είχαν σέβαση ο κόσμος τότε, όχι τώρα που έγιναν σκυλιά. Είχαν πόνο ο κόσμος, έκαναν αντάμα, είχαν αγάπη. Τώρα έφυγαν όλα. Πάει ο κόσμος ο παλιός.» μου είπε με πόνο μια γερόντισσα περήφανη Σαρακατσιάνα.

Φιδόχορτο 25



Η φιλιά

Το Περτούλι Στο Περτούλι των θεσσαλικών Αγράφων, την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου γίνεται το κορυφαίο αντάμωμα των Σαρακατσιαναίων. Είναι τοποθεσία με άπειρο φυσικό κάλλος και τουριστική υποδομή. Με λίγα λόγια είναι μέρος με πολλές προϋποθέσεις για να γίνεται το ετήσιό μας αντάμωμα. Το μεγάλο μειονέκτημα στο εγχείρημα που λέγεται Περτούλι είναι ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε την υποδομή (τσελιγκάτο π.χ.) που εμείς θέλουμε για να αποκτήσει ο χώρος αυτός τα χαρακτηριστικά ποιμενικής κοινωνίας. «Άμα δε σε θέλουν στο χωριό, μη ρωτάς πού ’ναι του παπά το σπίτι», λέει η παροιμία. Αυτό κάνουμε κι εμείς. Πηγαίνουμε εκεί κάθε χρόνο, φκιάχνουμε όπως όπως κάνα δυο κονάκια, τα χαλάμε στο τέλος της εκδήλωσης και του χρόνου πάλι τα ίδια. Απ’ ό,τι γνωρίζω, το Περτούλι πρότειναν κάποιοι ως προσωρινή λύση για το πρώτο μας αντάμωμα. Απώτερος σκοπός ήταν να βρούμε τοποθεσία για να φκιάσουμε εκεί την κατάλληλη υποδομή. Πέρασαν πολλά χρόνια και το προσωρινό έγινε μόνιμο. Άλλωστε, στην Ελλάδα ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.

27


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Το Περτούλι εξυπηρετεί σήμερα τα αρχικά μας σχέδια; Νομίζω πως όχι. Οφείλουμε να προσδώσουμε στο αντάμωμά μας τον χαρακτήρα που πρέπει. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να έχουμε και την ανάλογη υποδομή κι όσο δεν μπορούμε να την έχουμε στο Περτούλι, πρέπει ν’ αλλάξει… τρύπα το παλούκι. Σίγουρα υπάρχουν πολλές δυσκολίες και πολλοί προβληματισμοί. Πρέπει να τα ξεπεράσουμε όλα αυτά και ν’ αρχίσουμε βήμα βήμα να υλοποιούμε τους αρχικούς μας στόχους. Όσο το αντάμωμα θα γίνεται στο Περτούλι τόσο θα ξανοσταίνει. Φοβάμαι πως θα καταλήξει υπαίθριο πανηγύρι. Ας κοιτάξουμε λίγο τους Συνέλληνες Πόντιους. Έχουν σημείο αναφοράς την Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο. Εκεί έχουν κτίσει λαμπρό ναό και πάνε και προσκυνάνε τα ιερά τους και τα όσια. Έχουν υποδομή. Ας δούμε λίγο και τον δικό μας τον Γυφτόκαμπο. Κατά γενική ομολογία είναι το καλύτερο περιφερειακό αντάμωμα. Κι αυτό γιατί βρέθηκαν άνθρωποι με όραμα και έκαναν το πρέπον. Για να υλοποιήσουμε τους αρχικούς μας στόχους για το πανελλήνιο αντάμωμά μας χρειαζόμαστε ανθρώπους με όραμα· ανθρώπους να μας πάνε μπροστά. Χρειαζόμαστε γκισέμια. Προτείνω να αρχίσουν οι διεργασίες για να μας παραχωρηθεί έκταση για δημιουργία υποδομών. Οφείλουμε να ξεκινήσουμε από τον Δήμο Πύλης. Αν δεν μας

28


Η φιλιά παραχωρήσουν, πρέπει να στραφούμε αλλού. «Υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.» Το πανελλήνιο αντάμωμά μας να γίνεται κάθε τρία χρόνια (Τα περιφερειακά ανταμώματα να συνεχίσουν να γίνονται κάθε χρόνο). Να γίνεται Ολυμπιάδα των Σαρακατσιαναίων με εκδηλώσεις, συνέδρια, χορωδίες, θεατρικά δρώμενα κ.λπ. Είναι λογικό ότι, όταν μία εκδήλωση γίνεται κάθε τρία χρόνια, μπορεί να οργανωθεί πολύ καλύτερα και μπορούν να παίρνουν μέρος πολλοί Σύλλογοι και με περισσότερο μεράκι. Βασική προϋπόθεση για να γίνουν όλα αυτά είναι η δημιουργία υποδομών. Να συγκροτηθεί επιτροπή, με βάση την Ομοσπονδία μας, που θα αναλάβει τις σχετικές πρωτοβουλίες για να υλοποιήσει την παραπάνω πρόταση. Κάθε μεγάλο ταξίδι αρχίζει με ένα μικρό βήμα. Θα το κάνουμε;

πολυγόνατο

29



Η φιλιά

Χαρακιές μνήμης Οι Σαρακατσαναίοι εκφράζουν τον καλλιτεχνικό τους κόσμο στη μουσική, την ποίηση, τον χορό, την ξυλογλυπτική, την ύφανση, το κέντημα, τις διηγήσεις και τα παραμύθια. Η τέχνη τους είναι πρωτόγονη. Κύριο χαρακτηριστικό των μοτίβων της είναι τα γεωμετρικά σχήματα. Τα γεωμετρικά σχήματα ήταν το κυρίαρχο μοτίβο στη Γεωμετρική Εποχή της Αρχαίας Ελλάδας. Η παραδοσιακή μας τέχνη είναι κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού. Ο λαϊκός μας πολιτισμός – ένα από τα τρία βάθρα του όλου ελληνικού πολιτισμού – είναι πολιτισμός υψηλής ποιότητας. Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλούργησε έχει εκλείψει. Όμως, δεν έπαψε και δεν παύει να τροφοδοτεί από την αστείρευτη δεξαμενή του το έργο και τη φαντασία σύγχρονων σπουδαίων δημιουργών αλλά και απλών ανθρώπων, εραστών της αισθητικής του και των αξιών που προβάλλει. Η σαρακατσαναίικη τέχνη, φαινομενικά αφελής, είναι φορτισμένη με διάφορα μηνύματα, όπως άλλωστε κάθε λαϊκή τέχνη. Σκοπός της δεν είναι να εκφράσει μόνο τα αισθητικά τους βιώματα, αλλά έχει την ίδια στιγμή την αποστολή να εκπληρώσει και άλλες λειτουργίες. Η τέχνη αυτή είναι συλλογική. Η συγκινησιακή άποψη και η έκφραση συναισθημάτων δεν λείπει από αυτήν. Τα χαραγμένα μοτίβα 31


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός πάνω σε διάφορα αντικείμενα είναι γεωμετρικά, μικρές μορφές ανθρώπων ή ζώων και φυτικά θέματα. Γιώργος Καββαδίας – καθηγητής Κοινωνιολογίας Η τέχνη των Σαρακατσαναίων κλείνει μέσα της μορφές και θέματα από τα πιο θεμελιακά της καθόλου ελληνικής τέχνης. Η έννοια του σχήματος είναι γενικά πολύ περιορισμένη. Δεν ξεφεύγει ο Σαρακατσάνος από την έννοια του γεωμετρικού σχήματος. Παρουσιάζει, λοιπόν, αυτή η βουκολική τέχνη το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πρωτόγονης τέχνης που συναθροίζοντας τις λεπτομέρειες καταλήγει στη σύνθεση. Στέκει, επομένως, μέσα στο πλαίσιο της καθόλου ελληνικής τέχνης η πιο πρωτόγονη και ανεξέλιχτη, εμφανίζοντας, σαν στατική που είναι, παρόμοιες και σχετικές αναλογίες με τις εκδηλώσεις λαών που βρίσκονται στην αρχέγονη κοινωνική βαθμίδα. Η τέχνη των Σαρακατσαναίων ξεχωρίζει από την τέχνη των υπόλοιπων νομάδων και ημινομάδων. Εκτός από τα γεωμετρικά σχήματα, κυρίαρχα στοιχεία είναι ο σταυρός, το φίδι και το φεγγάρι. Υπάρχει επίσης διάκοσμος με μαιάνδρους, κυμάτια, κοδέλες και άλλα πανάρχαια σχήματα. Αγγελική Χατζημιχάλη - λαογράφος

32


Η φιλιά Για τη χαρακτική σε πέτρα δεν υπάρχουν σπουδαία ευρήματα. Είναι βέβαιο ότι οι τσοπαναραίοι χάρασσαν πάνω σε κορμούς δέντρων και σε βράχους το όνομά τους ή κάποιες εικόνες από τη ζωή τους. Αυτό ίσως μπορούμε να το ονομάσουμε πρωτόγονη χαρακτική. Χαρακτική είναι η τέχνη της εγχάραξης επιφάνειας με σκοπό τη δημιουργία διακοσμητικών στοιχείων πάνω σε αυτήν. Οι αρχαίοι σφραγιδόλιθοι και οι αρχαίες επιγραφές σε στήλες αποτελούν τα πρώτα χαρακτικά της ανθρωπότητας. Σήμερα χαρακτική ονομάζουμε το εικαστικό μέσο κατά το οποίο χαράσσουμε μια σκληρή επιφάνεια (μήτρα), στη συνέχεια τη μελανώνουμε και τέλος την τυπώνουμε σε χαρτί. Άρα, το τελικό έργο είναι το τύπωμα.

Στοιχεία χαρακτικής συναντάμε πρώτη φορά στην εποχή των σπηλαίων (βραχογραφίες). Ο πρωτόγονος άνθρωπος, στην προσπάθειά του να προστατέψει τα 33


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός μέλη της φυλής του και τον εαυτό του, χάραζε με πέτρες στον τοίχο τον εχθρό (κατά κύριο λόγο ζώα). Κατά μία άλλη άποψη, οι βραχογραφίες είναι καλλιτεχνική έκφραση του πρωτόγονου ανθρώπου. Υπάρχουν και άλλες απόψεις. Αντίστοιχα στοιχεία χαρακτικής βλέπουμε στις λίθινες σφραγίδες στα νεολιθικά χρόνια. Πρώτη φορά συναντάμε την τέχνη της χαρακτικής στην Κίνα και την Ιαπωνία τον 9ο αιώνα, ενώ τον 15ο αιώνα τελειοποιείται στην Ευρώπη. Το λιθανάγλυφο είναι παράσταση ή επιγραφή επάνω σε λίθο ο οποίος αποτελεί δομικό στοιχείο ενός κτίσματος, όπως για παράδειγμα κατοικία, εκκλησία, κάστρο. Η παραδοσιακή μας τέχνη δεν πρέπει να παραμείνει μουσειακό είδος· πρέπει να μπολιάσει με την αρχοντιά της τις σύγχρονες μορφές τέχνης. Είναι δυνατό στοιχείο του πολιτισμού μας και μπορούμε να το εξάγουμε. Για να γίνει αυτό πρέπει να βγει στην επιφάνεια και να το προβάλουμε με τον κατάλληλο τρόπο. Την πρωτόγονη μορφή χαρακτικής των βραχογραφιών ή τη χαρακτική των αρχαίων επιγραφών μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σήμερα για να προβάλουμε, με ελκυστικό και μοντέρνο τρόπο, στοιχεία της τέχνης μας. Εστιάζουμε στα σχέδια των χρηστικών αντικειμένων και όχι τόσο στα αντικείμενα. «Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια» που λέει ο λαός μας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η δική μου ενασχόληση με την πέτρα και την τέχνη μας. Πάνω σε πέτρες από τα ρέματα και τα ποτάμια του τόπου μου, χαράσσω διάφορα χρηστικά μας αντικείμενα (ποδιές, 34


Η φιλιά φούστες, τροβάδες, κλίτσες, ρόκες, κουβέρτες, κ.ά.) με τα σχέδιά τους. Δεν έχω καμία σχέση με τη χαρακτική, τη ζωγραφική ή τη γλυπτική. Απλώς αντιγράφω, όσο καλύτερα μπορώ, τα σχέδια και τα αντικείμενα. Σφυρί και τσιμεντόκαρφο είναι τα μόνα μου εργαλεία. Έτσι πιστεύω ότι η τέχνη μας πάει παραπέρα, συνεχίζει να επιβιώνει και να εμπνέει. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι τρόποι. Ζωγράφοι, γλύπτες και άλλοι καλλιτέχνες και δημιουργοί έχουν τον λόγο. Πολλά πράγματα στη ζωή μας προκύπτουν τυχαία. Αυτό που πυροδότησε, νομίζω, το αρχικό ερέθισμα ήταν τα βιώματά του και η έγνοια μου για τον πολιτισμό μας που χάνεται. Από το σινάφι μας, νομίζω, ότι αυτό που μπορεί να επιβιώσει στο μέλλον είναι το γονίδιο του πολιτισμού μας. Για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται συστράτευση και μεγάλος αγώνας.

κυκλάμινο

35



Η φιλιά

Το «κρυφό σχολειό» των βουνών Όταν ο Σαρακατσιάνος ανεβαίνει στα βουνά, νιώθει όπως ο ξενιτεμένος σαν γυρίζει στον τόπο του, συγκινείται και νοσταλγεί. Συγκινείται γιατί αντικρίζει τα τόπια που περπάτησαν οι προγονέοι του ή και ο ίδιος, κρατώντας την πυξαρένια κλίτσα του και κουβαλώντας την τράια20 κάπα του. Νοσταλγεί τις μοναδικές πινελιές ομορφιάς αυτής της σκληρής νομαδικής ζωής· εικόνες ανεξίτηλα χαραγμένες στις ψυχές αυτών των βοσκών. Πολλοί είχαν την τύχη να τις βιώσουν στα χειμαδιά, στη στράτα, στα ξεκαλοκαιριά. Αναβλύζουσες φωνές από την παιδική και εφηβική τους ηλικία περισσότερο. Από τότε που φύλαγαν τα κοπάδια, λαλούσαν τις φλογέρες, έπαιζαν τα παιχνίδια τους, πήγαιναν στο σχολειό του βουνού, το δασκαλοκάλυβο. Δυο ήταν οι βασικές έγνοιες των Σαρακατσιαναίων όταν έβγαιναν στα βουνά: να βρουν πλούσια σε βοσκή βοσκοτόπια και να ανοίξουν σχολειό, εξασφαλίζοντας ιδιώτη δάσκαλο. Ήθελαν τα παιδιά τους να μάθουν «νια κλίτσα γράμματα», δηλαδή τα στοιχειώδη, 20

Από γίδινο μαλλί.

37


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός τόσα όσα χρειάζονταν για να μην τα γελάει στο ξελογάριασμα ο τσέλιγκας ή ο έμπορας. Τα πολλά γράμματα ένιωθαν ότι δεν τα χρειάζονταν. Ο Σαρακατσιάνος ήταν δεμένος με το βιο του κι επεδίωκε ν’ αυγατίσει τα κοπάδια του και το μαξούλι21 του. Και πέρα απ’ αυτό, η πολιτεία, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων της νομαδικής ζωής, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει μόρφωση για τα παιδιά του. Μόλις στις αρχές του προηγούμενου αιώνα άρχισε να σκέφτεται λίγο τις σπουδές. Ήθελε να έχει γραμματισμένους από το σινάφι του να τον υποστηρίζουν στις αντιδικίες του με τους ντόπιους πληθυσμούς. Τα λίγα γράμματα λοιπόν ήταν πιο πολύ ο στόχος και λιγότερο η αγωγή των παιδιών. Την αγωγή αναλάμβανε η κάθε οικογένεια, στηριζόμενη σε κανόνες και ήθη που χαρακτήριζαν την ποιμενική τους κοινωνία. Έτσι, ο πολιτισμός τους μεταβιβαζόταν αβίαστα από γενιά σε γενιά. Το δασκαλοκάλυβο λειτουργούσε στα ξεκαλοκαιριά κυρίως. Αν υπήρχαν πολλά παιδιά, λειτουργούσε και τον χειμώνα. Τον χειμώνα, αν δεν ήταν δυνατό να λειτουργήσει σχολειό στη στάνη, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο σε χωριά κοντά στη στάνη τους. Με χιόνι, με βροχή, με γυαλοπαγιά πήγαιναν στο σχολειό. Με τις καπούλες και τα βελεντζάκια στις πλάτες και κρατώντας στα χέρια εκείνα τα μαλλίσια τροβαδάκια, κεντισμένα 21

Εισόδημα.

38


Η φιλιά με διάφορα γεωμετρικά σχήματα και τον σταυρό οπωσδήποτε, περπατούσαν πολλές ώρες την ημέρα για να μάθουν γράμματα. Και τα κατάφερναν πολύ καλά. Το σχολειό του βουνού ήταν ορθό ή πλάγιο καλύβι. Μέσα σε αυτό κοιμόταν κι ο δάσκαλος. Μη φανταστείτε πίνακες, θρανία και καρέκλες. Τα θρανία, αν υπήρχαν, τα έφκιαχναν οι γονείς των παιδιών με ξύλα από τα λόγγα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπήρχαν θρανία σαν των άλλων παιδιών. Οι καρέκλες ήταν μικρά κουτσουράκια ή λιθάρια. Τα παιδιά κρεμούσαν τις τσάντες τους στα λούρα του καλυβιού. Για πίνακα χρησιμοποιούσαν τις πλάκες τους. Τα τετράδια λιγοστά. Ο κεχαγιάς22 φρόντιζε να βρει έντιμο και ηθικό άτομο για δάσκαλο. Δάσκαλος μπορούσε να ήταν κι ένας που είχε πάει λίγες τάξεις στο δημοτικό. Μπορούσες όμως να βρεις και αδιόριστους πτυχιούχους δασκάλους, παπάδες, φοιτητές πανεπιστημίων. Ο δάσκαλος πληρωνόταν και τρεφόταν από τους γονείς των παιδιών. Η διατροφή γνωστή: γάλα, πίτες, τυρί, αβγά, μπομπότα και πάλι γάλα. Κάποιος, μάλιστα, δάσκαλος έλεγε ότι ένιωθε σαν να είναι σε… ανάρρωση από το πολύ γάλα που καθημερινά έπινε. Στο σχολειό πήγαιναν μόνο τα παιδιά, τα αγόρια. Τα κορίτσια ήταν για τη ρόκα, τον αργαλειό και το κέντημα. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα άρχισαν δειλά δειλά να πηγαίνουν και τα κορίτσια. Τα μαθήματα 22

Τσέλιγκας.

39


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός ήταν: ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Κάποιες φορές ο δάσκαλος, παρασυρόμενος από το καθαρό μυαλό παιδιών, αλλά και από τη λαχτάρα τους να μάθουν όσο πιο πολλά μπορούσαν, έκανε Ιστορία ή κάποιο άλλο μάθημα… Η Γεωγραφία μάλλον δεν χρειαζόταν γιατί σ’ αυτό το μάθημα τα παιδιά ήταν αθέρες. Οι δάσκαλοι – παρά τις συχνά αντιπαιδαγωγικές μεθόδους τους – αγαπούσαν τα παιδιά και πάσχιζαν για το καλύτερο. Χρησιμοποιούσαν κρανίσιες βέργες για να συνετίσουν τους άτακτους ή αδιάβαστους μαθητές· τους τις προμήθευαν οι γιδαραίοι από τα λόγγα. Το πιο δύσκολο μάθημα ήταν τα ρικάμια, η αριθμητική. Τα λιβαδιάτικα, τα γαλατιάτικα και το αλάτι ήταν τα πιο δύσκολα προβλήματα. Όποιος τα έλυνε ήταν σαν να έπαιρνε απολυτήριο. Τα παιδιά έπαιρναν απολυτήρια από τα σχολεία της κοινότητας που οι γονείς τους νοίκιαζαν τα λιβάδια της. Τα Σαρακατσιανόπουλα, τα διαμάντια της υπαίθρου όπως τα χαρακτήριζε ο καλυβοδάσκαλος Χάρης Πάτσης, ήταν καλοί μαθητές, φιλότιμοι και πειθαρχημένοι – πλην εξαιρέσεων βέβαια. Ο δάσκαλος συνδεόταν φιλικά με τους ανθρώπους της στάνης και συμμετείχε στις κοινωνικές της εκδηλώσεις. Στην αρχή οι στανιώτες τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, όπως με καχυποψία αντιμετώπιζαν και κάθε ξένον επισκέπτη, και δικαιολογημένα άλλωστε. Σύμφωνα με πληροφορίες, δασκαλοκάλυβα

40


Η φιλιά λειτούργησαν και την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αξίζει εδώ, μια και αναφερθήκαμε στην Τουρκοκρατία, να αναφέρουμε την περίπτωση του Αναστάσιου του Παντοδύναμου. Ο Παντοδύναμος φοίτησε στη Σχολή του Ευγένιου Γιαννούλη στα Άγραφα. Ο τετραπέρατος αυτός μαθητής πρέπει να ήταν Σαρακατσιάνος· ήταν γιος βλαχοποιμένος, μας λέει ο ίδιος ο Γιαννούλης. Το 1671 εκλέχτηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Η αλληλοδιδακτική μέθοδος ήταν άλλος τρόπος μάθησης, πέρα απ’ το δασκαλοκάλυβο ή παράλληλα μ’ αυτό. Οι τρανύτεροι μάθαιναν τους μικρότερους. Ένας γέροντας θυμάται ότι κάτι γραμματάκια που ήξερε του τα είχε μάθει ο μπάρμπας του κοντά στα πρό(βα)τα και επάνω στη φτσέλα· στη μια μεριά της του έγραφε την αλφαβήτα και στην άλλη την αριθμητική. Από τις στάνες πέρασαν πολλοί δάσκαλοι. Η προσφορά των καλυβοδασκάλων στη σαρακατσιαναίικη κοινωνία ήταν πολύ σημαντική. Άνθρωποι από διαφορετικό πολιτιστικό περιβάλλον και με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο, ασφαλώς υψηλότερο από το δικό τους, διεύρυναν με τις γνώσεις τους και τις ιδέες τους τον περιορισμένο ορίζοντα των παιδιών εκείνων των χρόνων. Οι καλυβοδάσκαλοι ήταν η ελπίδα των φτωχών και των αγραμμάτων. Οι απλοί ή και απλοϊκοί άνθρωποι του λόγγου και της στάνης έπαιρναν σημαντικές γνώσεις από τους δασκάλους. Αυτές τους προστάτευαν από την εκμετάλλευση, από όπου και αν αυτή

41


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός προερχόταν. Η προσφορά τους στην παράδοσή μας είναι σημαντική. Ο Μενέλαος Λουντέμης, σπουδαίος λογοτέχνης και άνθρωπος, στα βιβλία του και ιδιαίτερα στο “Γλυκοχάραμα”, διασώζει αρκετά στοιχεία του πολιτισμού μας και περισσότερο απ’ όλα τον ζωντανό προφορικό μας λόγο. Και εκτός από αυτό, μέσα από τα βιβλία του, κάνει γνωστό στον έξω κόσμο τον πολιτισμό των ανθρώπων των βουνών. Ο Ευάγγελος Τζιάτζιος, φοιτητής της Φιλολογίας, το 1928 εκδίδει σημαντική συλλογή με τραγούδια. Οι δάσκαλοι των τσελιγκάτων, οι καλόγεροι του κρυφού σχολειού των βουνών, με τις ισχνές τους δυνάμεις, άνοιξαν για τα παιδιά των βουνών ένα παράθυρο στον κόσμο κι έτσι πολλά παιδιά κατόρθωσαν να σπουδάσουν, σε μια εποχή που και για τους ανθρώπους της πόλης ήταν ανεπίτρεπτη επιδίωξη. Σας μεταφέρω αυτούσιο διάλογο δασκάλου με τσέλιγκα, ψηλά στα βουνά του Ζαγοριού. – Ώιστι λες, δάσκαλι, ότι πρέπει κι τα θκά μας τα πιδιά να σπουδάξουν. – Και βέβαια, κυρ Βαγγέλη μου. Καλά είναι τα γιδοπρόβατα, καλή κι η απολαβή σας. Τα παιδιά σας τι φταίνε να τα καταδικάσετε να γίνουν μόνο τσοπάνοι; Κι αν υπάρχουν ανάμεσά τους φωστήρες, ξύπνια μυαλά, γιατί τους κόβετε το δρόμο; – Δάσκαλι, μόβαλις έγνιις.

42


Η φιλιά Πολλά παιδιά εκείνων των δασκαλοκάλυβων, των πεύκων και των ελατιών διαπρέπουν σήμερα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής μας ζωής και μας κάνουν περήφανους. Τα τσελιγκάτα σήμερα δεν υπάρχουν πια. Τα γρέκια χορταριάσανε και τα βουνά ρημάξαν. Οι Σαρακατσιαναίοι έσμιξαν με τον κόσμο. Είναι ενταγμένοι ισότιμα στην ελληνική κοινωνία. Η ένταξη αυτή όμως είχε πολλές συνέπειες για την παράδοσή μας. Η παράδοσή μας μέρα με τη μέρα χάνεται κι όλο λιγοστεύει. Έχει ιδιαίτερη αξία όταν βιώνουμε τα στοιχεία της και τα εκφράζουμε σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Όποιος ξεκόβεται από τις ρίζες του είναι σαν τον χαρταϊτό με κομμένο σκοινί: αφού περιπλανηθεί στ’ αψήλου, κάποια στιγμή γκρεμοτσακίζεται. Άρα λοιπόν χρειάζεται εγρήγορση και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Η κάθε οικογένεια ορίζει μόνη της τις αρχές και τις αξίες των παιδιών της – και όσο βέβαια της το επιτρέπουν οι άλλοι σύγχρονοι παράγοντες αγωγής, για παράδειγμα η τηλεόραση. Στο συλλογικό επίπεδο, οι σύλλογοι – θεωρητικά εκφράζουν τη συλλογική μας συνείδηση – μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Κάθε σύλλογος πρέπει να φτιάξει καινούργιο δασκαλοκάλυβο. Εκεί τα παιδιά θα μαθαίνουν γι’ αυτά που μιλήσαμε πρωτύτερα· από γράμματα τα παιδιά έχουν παραχορτάσει σήμερα. Οι σύλλογοι έχουν στο δυναμικό τους σημαντικό

43


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός κομμάτι της νέας γενιάς. Η ευθύνη είναι μεγάλη. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε σ’ αυτά τα παιδιά βιώματα να τα συνοδεύουν σε όλη τους τη ζωή όπως συνοδεύουν εμάς οι παιδικές μας μνήμες από τα κοπάδια και τις στάνες. Η σαρακατσιαναίικη παράδοση – όπως και κάθε παράδοση – είναι άσωτη23. Μπορούμε να δώσουμε στα παιδιά – μας τηράνε στα μάτια σαν έρχονται στον σύλλογο – σημαντικά στοιχεία της παράδοσής μας· στοιχεία χρήσιμα για το μέλλον τους τα οποία θα τονώσουν και την ταυτότητά τους. Έτσι λοιπόν μπορούμε να τους μάθουμε μερικά απ’ τα πολλά και ωραία μας τραγούδια. Και δεν πρέπει κάποιος να ’ναι καλός τραγουδιστής για να κάνει αυτή τη δουλειά. Ποιο παιδί δεν αγαπάει τα παραμύθια; Οι ιστορίες για τον Κατσαντώνη και τους άλλους τρανούς δικούς μας σίγουρα δεν αφήνουν αδιάφορα τα παιδιά. Η εννιάρα, η τριότα, τα κιόσια, αυτά τα απλά κι ωραία επιτραπέζια παιχνίδια, οι μουραπάδες, τα απεικιαστά, οι παροιμίες και τόσα άλλα πράγματα... Οι περισσότεροι σύλλογοι όμως, έτσι όπως λειτουργούν σήμερα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον της παράδοσής μας. Θα πει κάποιος ότι έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα στους συλλόγους – σε αρκετούς τουλάχιστον – καλά που βρίσκονται κάποιοι παλαβοί κι ανοίγουν τα γραφεία του κάθε συλλόγου και μαθαίνουν έστω και χορό τα παιδιά. 23

Ατελείωτη.

44


Η φιλιά Το θέμα είναι ότι αυτοί οι λίγοι ρομαντικοί παλαβοί ή χασομέρηδες, όπως τους λένε κάποιοι, υπάρχουν και μακάρι να υπάρχουν και στο μέλλον. Όσοι το προσπαθήσουν θα δουν τα αποτελέσματά τους στα μάτια και στο χαμόγελο των παιδιών. Θα έχουν ακόμη και την ικανοποίηση ότι έκαναν το χρέος τους. Στο χέρι μας είναι να επιβεβαιώσουμε ή να διαψεύσουμε τα λόγια των επιστημόνων: «Όταν ένας πληθυσμός αλλάζει ριζικά τον τρόπο της ζωής του, η πρώτη γενιά λυπάται γι’ αυτό που η ίδια βίωσε· η δεύτερη προσαρμόζεται και η τρίτη λησμονεί· το παρελθόν των προγόνων της γίνεται μια γλυκιά ανάμνηση και ο πολιτισμός τους βρίσκεται μόνο στα μουσεία και στα βιβλία.» Τελειώνω αυτήν την αναφορά μου στους δασκάλους των τσελιγκάτων με τις αναμνήσεις από το δασκαλοκάλυβο ενός γέροντα, ψηλά στα ηπειρώτικα βουνά, όπως είναι δημοσιευμένες στα «Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα». – Ιε, ουρέ πιδί, πώς διάουλου τα μαθαίνιτι ιτούτα τα γράμματα δε μπορού να του καταλάβου. Ιγώ δι μπόρισ24α να του χουνέψου. Φόντας ήμασταν πιδούργια ικεί στου Μιτσ’κέλι, τα καλουκαίρια, ήφιρναν οι θκοί μας τουν Παπακουλιά. Δεν ξέρου αν τουν αγρίκ’σις. Παπάς κι δάσκαλους αντάμα. Παπατρέχας τ’ κιαρατά. Άμα σι τήραϊ

24

Τα σύμφωνα με έντονο χρώμα προφέρονται πιο παχιά.

45


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός στα μάτια, όμους, κατ’ριόσουν απάν’ σ’. Έφκιασαν οι πατιράδις μας δασκαλουκάλ’βου, ουρθό κουνάκι μι κριβάτι γύρα γύρα ια να κάθουμαστι ιμείς τα πιδιά. Στ’ μέση ου δάσκαλους μι γκρανιά στου χέρι. Μόδουκι η μάνα μ’ σακούλι λουιαστό μι χάντρις κι κιντίδια, μόφιρι κι ου πατέρας μ’ απ’ του παζάρι πλάκα κι κουντύλι, κι απ’ τ’ αφτί στου δάσκαλου π’ λεν. Μπήκα σ’ γκαλύβα. Μόρχουνταν αγκούσα, δεν είχα στασιό. Αρχίν’σι ου παπάς να μας μαθαίνει λουγαριασμούς, ποιο είνι του ιένα, ποιο είνι του δυο. Ικεί δεν τα πάηνα αχαμνά, δε μι γιλάν ιμένα στ’ς λουγαριασμοί. Στα γράμματα, όμους; Ιδώ σι θέλου… Πού να βγάλ’ς άκρη μ’ αυτίνις τ’ς κλίτσις κι τα κουμπουκλίτσια του γκατήφουρου; ’Ν άλλη τ’ μέρα, μι σ’κώνει ου δάσκαλους. – Διάβασι, μ’ λέει. Τι να διαβάσου; Δεν ήξιρα τίπουτα. Πιάνει ’γκρανιά. – Άν’ ξι τα χέργια σ’, μ’ λέει. Πού σι πουνεί κι πού σι σφάζει. Μιλάνισαν τα χέργια μ’. Φέγου σαν παλαβός απ’ του καλύβι. Πού θα μ’ πάει… θα του γκάψου κι αυτίνουν κι του καλύβ’ τ’. ’Ν άλλη μέρα έλ’πι ου παπάς, μπήγου νια φουτιά. Λαμπάδα του καλύβι μι τα ράσα κι τα πιτραχήλια τ’ παπά. Απ’ του φόβου μ’ μη μι πιάσουν, σκαπιτουράχιασα. Τρεις μέρις κι τρεις νύχτις νηστ’κό. Μ’ ηύραν οι στιρφαραίοι κι μ’ ήφιραν στα κουνάκια. Δε ματαπάτ’σα στου σκουλειό.

46


Η φιλιά

γαλατσίδα

47



Η φιλιά

Τα παραμύθια Μέρος της παράδοσής μας είναι και τα παραμύθια. Είναι πολύ σημαντικό μέρος, που νομίζω δεν το προσέξαμε ιδιαίτερα. Σε διάφορα έντυπα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς εξαιρετικά παραμύθια, όπως στο περιοδικό «Σαρακατσαναίοι» και στην εφημερίδα «Τα Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα». Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια τα παραμύθια που έχει καταγράψει ο Κάρστεν Χεγκ και έχουν εκδοθεί σε βιβλίο. Το βιβλίο αυτό είναι πολύ σημαντική προσφορά στην καταγραφή του πολιτισμού μας. Σίγουρα υπάρχουν πολλά ακόμη παραμύθια. Έχουμε χρέος όσοι γνωρίζουμε έστω και ένα παραμύθι να το καταγράψουμε και να το δημοσιεύσουμε σε ένα από τα έντυπά μας. Μπορούμε να προχωρήσουμε κι ακόμα παραπέρα και στον περίγυρό μας, σε ανθρώπους που ξέρουμε ότι γνωρίζουν παραμύθια ή μπορεί να γνωρίζουν. Θα ήταν πολύ χρήσιμο αν η Ομοσπονδία25 μας

25

Έγραψα το άρθρο αυτό πριν από αρκετά χρόνια. Με μεγάλη ικανοποίηση είδα ότι η Ομοσπονδία μας εξέδωσε τον πρώτο 49


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός αναλάμβανε πρωτοβουλία σαν κι αυτή με τα τραγούδια μας. Θα μπορούσε ακόμη να οργανώσει διαγωνισμό με κάποιο έπαθλο χρηματικό ή μη και να απευθυνθεί στη νέα γενιά για να τη βάλει… στο παιχνίδι. Θέλω να πιστεύω ότι από την παράδοσή μας δεν λείπουν οι μερακλήδες. Σίγουρα κάποιοι από αυτούς έχουν συγκεντρώσει και καταγράψει πολλά παραμύθια μας, όπως έκαναν κάποιοι άλλοι με τα τραγούδια μας, τη γλώσσα μας ή τα έθιμά μας. Εμείς οι απόγονοι των Σαρακατσιαναίων έχουμε χρέος να καταγράψουμε την παράδοσή μας. Έχουμε χρέος να μπολιάσουμε τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία με στοιχεία του πολιτισμού μας. Τα παραμύθια μας είναι ένα απ’ αυτά τα στοιχεία. Προτείνω τα εξής: Να καταγράψουμε σε έναν ψηφιακό οπτικό δίσκο (DVD) μερικά απ’ τα ωραιότερα παραμύθια μας και να τα στείλουμε σε όλα τα σχολεία της χώρας μας. Τα παιδιά πάντα θα ακούν παραμύθια. Από την προσωπική μου εμπειρία μπορώ να διαβεβαιώσω ότι τα παραμύθια μας κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση στα παιδιά. Μπορεί όμως να γίνει αυτό και ποιος μπορεί να το κάνει; Πιστεύω ότι μπορεί να γίνει. Ο Σαρακατσιαναίοι της Θράκης μέσω της εφημερίδας «Έθνος» έστειλαν DVD με παραδοσιακό περιεχόμενο σε χιλιάδες ελληνικά σπίτια. Μπράβο τους! Τρόποι υπάρχουν. Ας τους αναζητήσουμε. της τόμο «νια βουλά κι έναν κιρό» με σαρακατσιαναίικα παραμύθια. 50


Η φιλιά

κρόκος

51



Η φιλιά

Η λάμια του γιαλού Πολλές φορές έχω μιλήσει για το πώς μπορούμε να μεταλαμπαδεύσουμε την παράδοσή μας στη νέα γενιά. Μπορεί να έχω καταντήσει γραφικός. Καλύτερα έτσι παρά απαθής. Η ποίηση είναι από τους πιο καλούς τρόπους. Οι παιδαγωγοί τονίζουν την ευεργετική της επίδραση στην ψυχή και τη σκέψη των παιδιών. Ιννιά χιλιάδις πρόβατα κι ιννιά χιλιάδις γίδια· ιννιά αδιρφοί τα φύλαγαν, ιννιά αδιρφοί τα φ’λάνι. Οι πέντι πάνι στην κλιψιά, οι τρεις ’ια μαύρα μάτια, κι έμεινι η Γιάννους μαναχός μι πρόβατα μι γίδια. Κι η μάνα του του έλιγι κι η μάνα του του λέει: - Γιάννου μ’, αν θέλεις πρόβατα, Γιάννου μ’, αν θέλεις γίδια, σι μουνουδέντρι μη σταθείς, σι λεύκα μην σταλίσεις κι στουν αφρό της θάλασσας τζαμάρα μη βαρέσεις· ’ιατί ’νι η λάμια ζουντανή στα ’λόχρυσα ντυμένη. Κι η Γιάννους δεν τα άικουσι της μάνας του τα λόια. Σι μουνουδέντρι στάλισι, σι λεύκα κάνει γιόμα κι στουν αφρό της θάλασσας τζαμάρα πάει να παίξει, κι βήκι η λάμια ζουντανή στα ’λόχρυσα ντυμένη. - Βάρηγι, Γιάννου μ’, βάρηγι, βάρηγι τη τζαμάρα. Κι, αν μ’ απουστάσεις στου χουρό, γυναίκα να μη πάρεις· κι αν σ’ απουστάσου βάριμα, σου παίρου του κιφάλι.. Βάρηγι ου Γιάννους βάρηγι, βάρηγι τη τζαμάρα· 53


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός σαράντα μέρις βάρηγι, σαράντα μιρουνύχτια. Κι απάνου στα σαρανταδυό τής παίρει του μαντήλι. Με την πρώτη απαγγελία, τα παιδιά κάνουν δυο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι η ρυθμική και με μέτρο απαγγελία· η δεύτερη είναι το παράξενο άκουσμα των λέξεων του τραγουδιού. Παίρνουμε την ευκαιρία και αναφέρουμε βασικά χαρακτηριστικά του γλωσσικού μας ιδιώματος. Αργότερα, αφού τα εμπεδώσουν, τους δίνουμε κειμενάκια να τα μεταφέρουν στο ιδίωμά μας, με τη δική μας βοήθεια βέβαια, αλλά και με δική τους έρευνα. Τους δίνουμε τραγούδια να τα απαγγέλλουν με τον δικό μας τρόπο. Καθοδηγούμε τα παιδιά να καταλάβουν τον δεκαπεντασύλλαβο, κυρίαρχο στίχο των τραγουδιών μας αλλά και όλου του δημοτικού μας τραγουδιού. Η ανυπαρξία ομοιοκαταληξίας – πλην εξαιρέσεων βέβαια – είναι στοιχείο άξιο προσοχής. Στη συνέχεια παίρνουμε έναν έναν τους στίχους. Ιννιά χιλιάδες πρόβατα κι ιννιά χιλιάδις γίδια. Τονίζουμε το στοιχείο της υπερβολής στα δημοτικά μας τραγούδια. Τα πρόβατα και τα γίδια ήταν η ασχολία μας. Εδώ μέσα στην υπερβολή υπάρχει και το ψέμα· οι Σαρακατσιαναίοι είχαν λίγα γίδια. Πολλά ήταν τα πρόβατα. Βάζει πολλά ζωντανά για να δείξει τον πλούτο του τσέλιγκα. Ο μονός αριθμός κυριαρχεί (εννιά, πέντε, τρία). Φέρνει καλοτυχιά. Ιννιά αδιρφοί τα φύλαγαν, ιννιά αδιρφοί τα φ΄λάνι. 54


Η φιλιά

Οι άντρες πήγαιναν στα κοπάδια και όχι οι γυναίκες. Οι Σαρακατσιαναίοι ήταν υπερπολύτεκνοι για τους δικούς τους λόγους. Χρειάζονταν πολλές κλίτσες για τα κοπάδια, αλλά και για να προστατεύουν το βιο τους και την υπόληψη της οικογένειας. Και μετά, τους τα έδινε ο Θεός. Δεν μπορούσαν να παν κόντρα στον Θεό. Αυτός ήταν η απαντοχή τους. Γίνεται αναφορά στο έντονο θρησκευτικό τους συναίσθημα. Οι πέντι πάνι στην κλιψιά, οι τρεις ’ια μαύρα μάτια. Η κλεψιά και ο έρωτας. Η κλεψιά, αν και δεν επιδοκιμαζόταν από όλους, καλά βαστούσε στο σινάφι μας· η ζωοκλοπή αλλά και η απαγωγή των κοριτσιών. Θεωρούνταν παλληκαριά και όχι κολάσιμη πράξη. Για κάποιους ήταν προσόν για τον γαμπρό. Ο έρωτας ήταν θαμμένος· μόνο στα τραγούδια θέριευε. Αφορμή να μιλήσουμε για την παντρειά και τον γάμο. Κι έμεινι η Γιάννους μαναχός μι πρόβατα μι γίδια. Εδώ τονίζουμε την ικανότητα, την αξιοσύνη και την ψυχική δύναμη αυτών των ανθρώπων. Ποτέ δεν το έβαζαν κάτω και ξεπερνούσαν όλα τα εμπόδια. Στον στίχο επίσης συναντάμε την εξής ιδιαιτερότητα: το θηλυκό άρθρο -η- χρησιμοποιείται αντί του αρσενικού άρθρου -ο-. Π.χ. η πατέρας, η αδιρφός. Στους Βουλγαρινούς και στους Βορειοελλαδίτες Σαρακατσιαναίους υπάρχει και σήμερα. Απαντά και σε άλλους ελληνικούς πληθυσμούς. 55


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός

Κι η μάνα του του έλιγι κι η μάνα του του λέει: Για τη μάνα έχουν γραφτεί ολόκληρα βιβλία. Και τι δεν έχουμε να πούμε. - Γιάννου μ’, αν θέλεις πρόβατα… Μιλάμε για τα υποκοριστικά των ονομάτων. Για τον Γιάννη υπάρχουν καμιά εικοσαριά (Γιαννακός, Γιαννέλης, Γιαννούλης, Νάκας, Νάκης, Νάννης, Νάννος, Νούλας, κ.ά.) Καταδεικνύεται η ευρηματικότητα των προγόνων μας. σι μουνουδέντρι μη σταθείς, σι λεύκα μη σταλίσεις. Στο ιδίωμά μας υπάρχουν πανέμορφες λέξεις σαν τη λέξη μουνουδέντρι ή την παραπλήσια αντίκλαρους (μοναχικό δέντρο που δεσπόζει στην περιοχή, μτφ. το παλληκάρι). Σταλίσεις· και αυτή ωραία λέξη. Δίνουμε κάποιες άλλες λέξεις π.χ. τα ονόματα των μηνών. Κι στουν αφρό της θάλασσας τζαμάρα μη βαρέσεις Το μουσικό μας όργανο και ο τρόπος του γλεντιού. ’ιατί ’νι η λάμια ζουντανή στα ’λόχρυσα ντυμένη Η παράδοσή μας είναι γεμάτη από τέρατα, ξωθιές, καλότυχες. Ευρύ πεδίο για ανάλυση. Μυθολογία, ειδωλολατρία και χριστιανισμός συνυπάρχουν. Ο Χριστός αντάμα με τον Δία. 56


Η φιλιά

Κι απάνου στις σαράντα δυο τής παίρει του μαντήλι. Ο στίχος δίνει πληροφορία για το ήθος των Σαρακατσιαναίων. Αν ο άντρας έπαιρνε το μαντήλι μιας κοπέλας, η τύχη της ήταν προδιαγεγραμμένη. Είχε προσβληθεί η τιμή της και έπρεπε να τον παντρευτεί. Από την ακροθιγή ανάλυση ενός και μόνο τραγουδιού, καταφαίνεται η στέρεη σχέση τραγουδιού και παράδοσής μας. Οφείλουμε να δείξουμε στα παιδιά μας ποιοι ήμασταν. Το μέλλον τους ας το φτιάξουν όπως θέλουν. Δικαίωμά τους είναι να απορρίψουν ή όχι την παράδοσή μας. Για να το κάνουν πρέπει να τη γνωρίζουν. Τα παιδιά αποστηθίζοντας το τραγούδι είναι σαν να έχουν διαβάσει ολόκληρο βιβλίο. Το βιβλίο ξεχνιέται, και το τραγούδι μένει. Τα λόγια είναι «έπεα πτερόεντα». Ελπίζω να μην είμαι ακόμη μια φορά «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».

παπαρούνα

57



Η φιλιά

Το τραγούδι και ο χορός Οι Σαρακατσιαναίοι πρέπει να έχουν συμβάλει πολύ στη δημιουργία του ανώνυμου δημοτικού τραγουδιού. Το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν ευνοούσε αυτήν τη δημιουργία. Πολλά τραγούδια τους είναι κοινά με των άλλων Ελλήνων. Άλλα είναι καθαρό δικό τους δημιούργημα, πολλά ποιμενικά, για παράδειγμα. Ξεχωρίζουμε τα τραγούδια μας περισσότερο από τον ήχο τους και λιγότερο από τον στίχο τους. Οι Σαρακατσιαναίοι ήταν καλοί τραγουδιστές, αρκετοί τουλάχιστον. Οι καλοί τραγουδιστές ήταν σε όλους γνωστοί. Οι ατέλειωτες ώρες μοναξιάς με το κοπάδι τούς έδινε την ευκαιρία να τραγουδήσουν τα ντέρτια και τους καημούς τους άλλοτε με τη φλογέρα ή την τζαμάρα, κι άλλοτε χωρίς αυτήν. Τα πανηγύρια, τα γκουρμπάνια, οι χαρές και οι γιορτές ήταν καλή ευκαιρία για τραγούδι και χορό. Εκεί, κυριολεκτικά, ξεπάθιαζαν, γλεντούσαν «άγρια». Χωρίζονταν σε δυο παρέες, σε δυο χορούς· άντρες και γυναίκες. Ένας από την παρέα «έπαιρνε», δηλαδή άρχιζε το τραγούδι. Η παρέα του τον ακολουθούσε. Ο δεύτερος χορός επαναλάμβανε τον ίδιο στίχο. Στη συνέχεια, «έπαιρναν» τραγούδι και οι υπόλοιποι. 59


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός

Τώρα είν’ τ’ αργά τ’ αργούτσικα, τώρα είν’ το βράδυ βράδυ που παν ν-οι νιες για το νερό κι οι έμορφες για ξύλα. Όλες οι νιες απέρασαν κι όλες καλησπερίζουν. Πέρασε κι η αϊγάπη μου και δεν καλησπερίζει. Καρδούλα μου δε βάσταξε, τ’ αχείλι μου, της λέει: – Πού πας, αγγελικό κορμί, βέργα καμαρωμένη; – Πάω γι’ αθάνατο νερό, γι’ αθάνατο βοτάνι, να στείλω της αϊγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει. Τα τραγούδια έχουν το δικό τους ήχο, τη δικιά τους μελωδία, το δικό τους χρώμα. Αλλού η φωνή ανεβαίνει, τινάζεται, αλλού κάθεται, αλλού κυματίζει παράξενα, αλλού στροβιλίζει, αλλού γίνεται τραχιά, αλλού σταματάει απότομα και μετά απογειώνεται. Για να αποδώσει κάποιος το τραγούδι πρέπει να είναι μάστορας. Γλυκιά μελαγχολία κυριαρχεί σε πολλά τραγούδια. Σε εκείνα τα μακρόσυρτα τραγούδια της τάβλας, στο στόλισμα και στον αποχωρισμό της νύφης, στα καλημέρια, στα ξενιτικά. Τραγούδια ηρωικά τα κλέφτικα. Τραγούδια χαράς στον γάμο. Γεμάτα καημό και πόθο είναι τα τραγούδια της αγάπης και του έρωτα. Τραγούδια με μεράκι του χορού τα τραγούδια. Ο χορός δεν ήταν ανεξάρτητος από το τραγούδι. Τραγουδούσαν και συγχρόνως χόρευαν. Για τον λόγο αυτό ήταν αργοί οι χοροί. Δυο παρέες και εδώ. Χώρια οι άντρες, χώρια οι

60


Η φιλιά γυναίκες. Ο πρώτος χόρευε το δικό του τραγούδι, ενώ οι άλλοι σιγοντάριζαν. Μετά γινόταν πρώτος ο δεύτερος, και έτσι συνέχιζε ο χορός. Η δεύτερη παρέα επαναλάμβανε τα λόγια της πρώτης παρέας. Αχολογούσαν τα βουνά από τους ήχους των τραγουδιών μας. Ο πρωτοχορευτής είχε τον κυρίαρχο λόγο στον χορό. Αυτός αυτoσχεδίαζε και οι άλλοι ακολουθούσαν. Ο χορός στον τόπο. Το τραγούδι να ορίζει τον χορό. Πλήρης αρμονία ανάμεσα στο τραγούδι και στον χορό. Το παράστημα όρθιο, στητό. Οι κινήσεις απλές, μετρημένες, περήφανες. Κάτσες και γυροβολιές. Πότε από αριστερά και πότε από δεξιά. Παλαμάκια στον αέρα. Γυροβολιά και παλαμάκια μαζί. Το πόδι να κλιτσώνει. Το δεξί χέρι πότε προς τα πέρα, πότε πίσω στη μέση και πότε πάνω στη μέση. Η ψυχή να βγαίνει προς τα έξω. Να γίνεται μελωδία, κίνηση, σφύριγμα, επιφώνημα χαράς. Άιντε μωρέ! εχ, μωρέ! οχ, μωρέ! όπα! Σεμνότητα και ταπεινότητα είχε ο χορός των γυναικών, κρατ’μάρα. Τα μάτια χαμηλά. Οι κινήσεις λιγοστές. Περπατούσαν παρά χόρευαν. Λίγο μπροστά και πάλι πίσω. Λίγος ο χορός τους. Μικρή βλαχούλα ν-έπλυνι στη βρύση στα πλατάνια, κι άιντε, μωρή βλαχούλα μου. Ν-Έχει ασημένιον κόπανο κι μαρμαρένια πλάκα, κι άιντε, μωρή, με ζούρλανες. Κι από τον κρότο τον πολύ κι απ’ τα ψιλά τραγούδια,

61


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός κι άντε, μωρή, βλαχούλα μου. Ν-Ο κόπανος ραΐστηκε κι η πλάκα της τσακιότι, κι άιντε, μωρή, με μάρανες. Κι ένας βλάχος παλιόβλαχος, ένας παλιός στερφάρης, με τη φλογέρα το ’λεγε, με το σιουρτό το λέει: – Πάψε, βλάχα μ’, τον κόπανο και τα ψιλά τραγούδια· να πιουν τα πρόβατα νερό, να παίξουν τα ζυγούρια. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και οι άνθρωποι που είχαν τον ουρανό στέγη άφησαν τα βουνά και τις ράχες κι έπιασαν τους κάμπους, έσμιξαν με τον κόσμο. Από εκείνες τις κοπαδούρες έμειναν μόνον οι ντουζίνες26. Τα γρέκια χορταριάσανε και τα βουνά ρημάξαν. Η γενιά των βουνίσιων τζιομπαναραίων έτρεξε να προλάβει τον πολιτισμό. Να μάθει στα παιδιά της γράμματα και τέχνες, να γευτεί όσα είχε στερηθεί ή νόμιζε ότι είχε στερηθεί. Το πέρασμα από τον νομαδισμό στην αστικοποίηση έγινε γρήγορα, αλλά άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του. Το διάστημα αυτό ήταν περίοδος δύσκολη για το σινάφι μας. Η γενιά του Κατσαντώνη και τόσων άλλων γενναίων ένιωσε άβολα για τον εαυτό της. Θέλησε να διώξει από πάνω της το παλιό της ρούχο και να φορέσει καινούργιο. «Αντί πινακίου φακής» πουλήσαμε στους πραματευτάδες τα αριστουργήματα της τέχνης μας. Σε ποια μουσεία, άραγε, να βρίσκονται και ποια αρχοντικά 26

Σύνολο κουδουνιών.

62


Η φιλιά να στολίζουν; Χάθηκε ο φλάμπουρας. Ο χορός και το τραγούδι μας ξεχάστηκαν. Άλλα τραγούδια, άλλες μουσικές μάς γλεντούσαν κι άλλους χορούς χορεύαμε. Τραγούδια παλιά δημοτικά του γραμμοφώνου, λαϊκά, ξένα, ελαφρά. Πολλά από αυτά τα τραγούδια μάς έχουν γίνει πλέον βίωμα και έχουν μπει στην ψυχή μας. Η δική μας παράδοση είχε μπει στο περιθώριο και, σε μεγάλο βαθμό, είχε ξεχαστεί. Βρέθηκαν όμως κάποιοι ποντλιάρηδες27 και έφτιαξαν τους πρώτους συλλόγους. Το έργο των συλλόγων πολύ σπουδαίο – μπορούσε φυσικά να είναι και σπουδαιότερο. Οι σύλλογοι έβαλαν φρένο, όσο μπορούσαν βέβαια, στην αλλοτρίωση και προσπάθησαν να βγάλουν στην επιφάνεια ό,τι μπορούσαν από την προγονική κληρονομιά. Αρχίσαμε να μαζεύουμε σιγά σιγά τα κομμάτια μας. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τον χαμένο μας εαυτό. Ήμασταν πλέον στην ίδια θέση με τους άλλους Έλληνες και δεν είχαμε να ζηλέψουμε τίποτα απ’ αυτούς. Ένα από τα στοιχεία του πολιτισμού μας που άρχισε να ξαναζωντανεύει ήταν το τραγούδι μας. Πολλοί μάτωσαν, πάλεψαν γι’ αυτό, και το έβγαλαν από την αφάνεια. Χρωστάμε πολλά στους τραγουδιστές μας, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο· χρωστάμε πολλά σε διάφορους συλλόγους γιατί προσπάθησαν να διασώσουν και να προβάλουν με αυθεντικότητα τα τραγούδια μας (Π.Ο.Σ.Σ., Αδελφότητα 27

Πεισματάρηδες.

63


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Σαρακατσαναίων Ηπειρωτών Αθήνας, Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων (Σέρρες), Σύλλογος Σαρακατσαναίων Δράμας, Μορφωτικός Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θράκης, Σύλλογος Σαρακατσαναίων Φθιώτιδας). Σημαντικές είναι οι συλλογές τραγουδιών των: Ε. Τζιάτζιου, Β. Γούλα, Θ. Γιαννιώτη. Σπουδαία – και μοναδική θα έλεγα – είναι η προσπάθεια του Γιώργου Καψάλη, τέως πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με την κυκλοφορία του βιβλίου του “Όσα μου είπαν τα Σαρακατσάνικα Τραγούδια”. Ασφαλώς και δεν ξεχνάμε τον αυθεντικό και υπέροχο ήχο της φλογέρας του Χρίστου Γαλανή. Οχ, μωρέ! Μαλώνει το γαρούφαλλο με το μακεδονήσι. Πάει και το τριαντάφυλλο για να τα ξεχωρίσει. – Τ’ έχετε και μαλώνετε, παλιόχορτα του κάμπου; Ν-Εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, στον κόσμο ξαϊκουσμένο. Τον Αλωνάρη χάνομαι, το Μάη μήνα βγαίνω· στης κορασιάς το μάγουλο, στης έμορφης τ’ αχείλι. Ακούμε σήμερα τα τραγούδια μας στους γάμους, στα πανηγύρια, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στα ανταμώματα, στους ψηφιακούς δίσκους. Ακούμε τραγούδι συμβιβασμένο, συμβιβασμένο με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά δεν παύει να είναι αξιόλογο. Έχασε βέβαια την παλιά του ομορφιά κι έγινε ασφαλώς φτωχότερο. Χάθηκε η φλογέρα και ήρθε το κλαρίνο. Χάθηκε η ομάδα και ήρθε ο ένας, ο επαγγελματίας

64


Η φιλιά τραγουδιστής. Χάθηκαν πολλά από τα μελωδικά γυρίσματά του και ήρθε ομοιομορφία. Χάθηκε η απλωσιά του και ήρθε το μέτρο. Έχασε τους γνήσιους εκφραστές του. Έφυγε από το κονάκι και πήγε στο κέντρο. Ας είναι. Έτσι είναι οι συμβιβασμοί. Συμβιβάστηκε για να επιβιώσει. Μακριά από τον φυσικό χώρο, έχασε μεγάλο μέρος από την αυθεντικότητά του. Σημασία έχει όμως ότι αναστήθηκε, ξαναζεί, και το σημαντικότερο είναι ότι φαίνεται να μην αφήνει αδιάφορη τη νέα γενιά. Ο χορός, από την άλλη μεριά, δεν είχε την ίδια τύχη με το τραγούδι, και μιλάω για τον αντρικό χορό κυρίως. Οι βασικοί αντρικοί χοροί ήταν οι τσάμικοι: ο αργός, η κάτσα, ο σταυρωτός. Αυτούς τους χορούς τους βλέπουμε σήμερα μόνο σε αναπαραστάσεις και αυτές να μη γίνονται πάντα με επιτυχία. Στα γλέντια έχουν αντικατασταθεί από το γρήγορο τσάμικο κι από το καμπίσιο. Αν βρεθεί κάνας μερακλής, μπορεί να χορέψει κάποιον από τους αυθεντικούς μας χορούς. Της Αραπίνας το ιβουνί, ματάκια ματάκια, ματάκια λιγωμένα, της Αραπιάς τον κάμπο. Συν δυο, συν τρεις δεν περπατούν, συν τρεις δεν το διαβαίνουν· κι ’γω ν-ο μαύρος πέρασα πεζός κι αρματωμένος, με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οριές ντουφέκι. Και πέτυχα και λάβωσα το στοιχειωμένο αλάφι, πο ’χει στα κέρατα σταυρό, φεγγάρι στα καπούλια· κι ανάμεσα στις πλάτες του κόρη ήταν καθισμένη. 65


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Γιατί άραγε δεν τους χορεύουμε; Δεν τους μάθαμε, θα πει κάποιος. Ας τους μάθουμε. Δεν μας εκφράζει ο αργός τους ρυθμός, ίσως πει κάποιος άλλος. Μα αυτός είναι ο δικός μας ρυθμός. Μπορούμε να πούμε χίλια δυο. Τι θα γίνει λοιπόν με τους χορούς μας. Θα τους αφήσουμε να χαθούν; Είναι βέβαιο πάντως ότι πολλά στοιχεία της ταυτότητάς μας θα χαθούν (αρκετά έχουν ήδη χαθεί).Ο χορός είναι ένα από τα στοιχεία για τα οποία μπορούμε να παλέψουμε. Πάντα θα τραγουδάμε και πάντα θα χορεύουμε. Το θέμα είναι πώς θα χορεύουμε και τι θα χορεύουμε. Ζούμε σε ανοιχτή κοινωνία και δεν μπορούμε να κλείνουμε τ’ αφτιά μας στους ήχους της σύγχρονης ζωής. Ζούμε το παρόν. Μας αρέσουν πολλά είδη μουσικής και πολλά άλλα τραγούδια. Είναι όμως άλλο πράγμα να πίνεις νερό από το ποτάμι κι άλλο να πίνεις από την πηγή του. Εκεί, το νερό μπορεί να είναι πιο λίγο, αλλά είναι πιο δροσερό, πιο γάργαρο, και ξεδιψάς πραγματικά. Η πηγή η δική μας είναι το τραγούδι μας κι ο χορός μας· ο χορός του πατέρα μας, της μάνας μας, του παππούλη μας, του μπάρμπα μας. Χορεύοντας έναν τέτοιο χορό είναι σαν να χορεύεις με όλους τους προγόνους σου. Είναι αδήριτη ανάγκη να ενταχτούν οι χοροί μας στο πρόγραμμα των ειδικών σχολών των πανεπιστημίων μας. Γνώστης καλός των χορών μας δεν είμαι. Νομίζω όμως ότι, πριν ενταχτούν, πρέπει να αφαιρέσουμε το

66


Η φιλιά κίβδηλο φολκλορικό στοιχείο και την ομοιομορφία στην κίνηση των χορευτών. Να τους παραδώσουμε αφκιασίδωτους, άρα αυθεντικούς. Οι συνθήκες διασκέδασης σήμερα είναι πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν και οι Σαρακατσιαναίοι του σήμερα – όπως άλλωστε είναι φυσικό – διαφέρουν πολύ από τους Σαρακατσιαναίους του χτες. Οι νέες γενιές μεγαλώνουν σε τελείως διαφορετικό περιβάλλον από το περιβάλλον των πατεράδων τους και των παππούδων τους. Άλλος τόπος, άλλος τρόπος ζωής, άλλες επιρροές, άλλος τρόπος σκέψης. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν πρέπει ν’ αναζητάμε την αυθεντικότητα· αυθεντικότητα που δεν μπορούμε να βρούμε ούτε στον γάμο, ούτε στο πανηγύρι, ούτε στα ανταμώματα. Καλά τα πανηγύρια, καλά και τα ανταμώματα (χώρος δημιουργίας καινούργιων βιωμάτων). Μήπως, όμως, μια καθάρια σαρακατσιαναίικη βραδιά θα μας έδινε αυτή τη γνησιότητα;

λαψάνα 67



Η φιλιά

Αλλοτρίωση Το «μήλο μου κατακόκκινο» είναι ένα από τα πολλά κι όμορφα τραγούδια των Σαρακατσιαναίων. Το τραγουδούν σήμερα κυρίως οι Σαρακατσιαναίοι της Ηπείρου. – Μήλου μου, κατακόκκινου, του πού θα μείνεις βράδυ; – Ν-Ισύ για μένα δεν πουνάς, του τι ρουτάς πού μένου; Πάρι την άκρη του γιαλού, την άκρη του πιλάου κι όθ’ εύρεις τρία στρώματα, τρία καλά κριβάτια. Στο ’να πλαϊάζει ν-η μάνα μου κι στ’ άλλου η αδιρφή μου. Σι κειο μι τα τριαντάφυλλα πλαϊάζου μαναχή μου. Είναι τραγούδι που το τραγουδούσαν οι γυναίκες όταν στόλιζαν τη νύφη. Τα τραγούδια αυτά είναι από τα πιο συγκινητικά τραγούδια. Είναι τραγούδια που σου ραγίζουν την καρδιά και έχουν το δικό τους ηχόχρωμα. Τον τελευταίο καιρό σε πολλά γλέντια το χορεύουν σε ρυθμό αργού τσάμικου. Και ομολογώ ότι, αν και με ξάφνιασε το άκουσμά του, αυτή η προσαρμογή του

69


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός μου άρεσε. Σίγουρα θα άρεσε και σε πολλούς άλλους, σε όσους ίσως δεν γνωρίζουν κάποιες ιδιαίτερες λεπτομέρειες γ’ αυτό το τραγούδι. Έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε όμως αυτό; Έχουμε το δικαίωμα να αλλάζουμε τον ήχο, τον ρυθμό και εντέλει τον χαρακτήρα ενός τραγουδιού; Η παράδοσή μας – παράδοση των νομάδων προγόνων μας – σταμάτησε να εξελίσσεται με το τέλος της νομαδικής ζωής. Ό,τι έδωσε, έδωσε. Οι σύγχρονοι απόγονοί τους ασφαλώς και δημιουργούν άλλο είδος πολιτισμού σε διαφορετικούς τομείς από εκείνους του παρελθόντος. Εμείς μπορούμε να δημιουργήσουμε όποιον πολιτισμό θέλουμε. Ασφαλώς και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία της παράδοσής μας για να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο. Κάτι το οποίο έπραξαν και πράττουν με μεγάλη επιτυχία σύγχρονοι Έλληνες δημιουργοί. Υποθέτω ότι το τραγούδι άλλαξε τον χαρακτήρα του όχι από πρόθεση αλλά – όσο κι αν φαίνεται παράξενο – περισσότερο από μεράκι κάποιων και λιγότερο ίσως από άγνοια. Κάποιοι άκουσαν αυτό το τραγούδι και θέλησαν να το χορέψουν, μια και οι αυθεντικές στιγμές που το τραγούδι έβρισκε την έκφρασή του χάθηκαν εδώ και πολλά χρόνια. Οι τραγουδιστές το προσάρμοσαν, με αρκετή επιτυχία πράγματι, και έτσι έχουμε αυτό το αποτέλεσμα. Και δεν είναι το μοναδικό τραγούδι. Υπάρχουν τραγούδια της τάβλας και του

70


Η φιλιά γάμου, για παράδειγμα το «Βάλι κρασί στου μαστραπά», «Τα τρία βιλαέτια», « Τριανταφυλλιένια κίνησι» με την ίδια τύχη. Κατανοώ τον χορευτή. Του αρέσουν τα συγκεκριμένα τραγούδια και θέλει να τα χορέψει. Θα αντιπρότεινα στον χορευτή να μάθει να τα τραγουδάει. Άλλωστε εμείς φημιζόμασταν πιο πολύ για το τραγούδι μας παρά για τον χορό μας. Κι αν πάλι δεν μπορεί να τα τραγουδήσει, του δίνει τη λύση η ίδια η παράδοση. Υπάρχει τα τραγούδι «η Άρτα πέτρα να γενεί». Τραγούδι το ίδιο όμορφο με τα προηγούμενα, αλλά και στον ήχο και στο ρυθμό που θέλει να χορεύει ο χορευτής. Με τον τρόπο αυτό και ο χορευτής ικανοποιείται, αλλά και η παράδοση δεν βλάπτεται. Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν της τάβλας και μεταλλάχτηκε σε τραγούδι του χορού. Η μεταλλαγή αυτή όμως έγινε σε εποχή εξέλιξης της παράδοσης και οι αλλαγές γίνονταν φυσιολογικά. Σήμερα όμως; Εκτός από το παραπάνω τραγούδι υπάρχουν και τα τραγούδια: Έριξα τα ματάκια μου, Σήκω Λενίτσα μ’ ζύμωσε, Το δόλιο το χινόπωρο. Μπορεί κάποιος να αντιπροτείνει ότι έτσι τα τραγούδια επιβιώνουν και ξαναζούν. Και αυτό ακούγεται καλό. Και θα μπορούσαμε να το δεχτούμε, κατ’ οικονομίαν βέβαια. Το θέμα όμως είναι ότι, αν αρχίσουμε να επεμβαίνουμε στην παράδοση, δεν ξέρουμε πού μπορούμε να φτάσουμε. Όταν η ίδια η παράδοση μάς δίνει λύσεις, νομίζω ότι οφείλουμε να τη σεβόμαστε και να

71


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός την προστατεύουμε. Όλοι μας.

τσάι

72


Η φιλιά

Το βιβλίο Οι Σαρακατσιαναίοι ήταν άνθρωποι σχεδόν αγράμματοι. Τα αγόρια μάθαιναν «νια κλίτσα γράμματα» στο δασκαλοκάλυβο ή τους τα μάθαινε κάποιος μεγαλύτερος κοντά στο κοπάδι. Τα κορίτσια ήταν εντελώς αναλφάβητα. Αυτός πιθανόν είναι ένας από τους λόγους που δεν άφησαν γραπτά μνημεία για τον πολιτισμό τους. Άλλωστε, κανένας από τους παλιότερους δεν πίστευε ότι αυτός ο τρόπος ζωής κάποτε θα τελείωνε. Ευτυχώς για τον πολιτισμό τους βρέθηκαν άνθρωποι – μη Σαρακατσιαναίοι – και ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτόν στην ώρα της ακμής του. Το έργο που μας άφησαν είναι πολύ σημαντικό. Η Αγγελική Χατζημιχάλη, ο Κάρστεν Χεγκ, ο Κάμπελ, ο Γιώργος Καββαδίας, ο Ευάγγελος Τζιάτζιος, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Άρης Πουλιανός, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, o Σκαφιδάς και ο Γεωργακάς είναι μερικοί απ’ αυτούς τους συγγραφείς. Με το πέρασμα του χρόνου οι Σαρακατσιαναίοι κρέμασαν την κλίτσα τους και αστικοποιήθηκαν. Τα παιδιά τους έμαθαν γράμματα και τέχνες. Κάποιοι απ’ αυτούς, που έμαθαν γράμματα, ένιωσαν την εσωτερική ανάγκη ή το χρέος να κάτσουν να γράψουν για τη φύτρα

73


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός τους. Θέλησαν με τον τρόπο αυτό ν’ αφήσουν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές την προσωπική τους μαρτυρία, το προσωπικό τους βίωμα, αυτό που έζησαν κι αυτό που αγάπησαν στη στάνη. Έτσι λοιπόν έχουμε τον Σαρακατσιάνο συγγραφέα και το σαρακατσιαναίικο βιβλίο. Είναι βιβλίο γραμμένο με μεράκι, ευαισθησία και μεγάλο αίσθημα ευθύνης. Είναι κατάθεση ψυχής. Υπάρχει σήμερα πλούσια βιβλιογραφία και στο μέλλον θα γίνει πλουσιότερη. Ο Γιάννης Μποτός, ο Ευριπίδης Μακρής, ο Γιώργος Αγραφιώτης, ο Δημήτρης Γαρούφας, ο Νίκος Κατσαρός, ο Γιώργος Φυτιλής, ο Γιώργος Καψάλης, ο Θωμάς Καλοδήμος, ο Γιώργος Τσουμάνης, ο Ζήσης Κατσαρίκας, ο Διονύσης Μαυρόγιαννης, ο Γιώργος Καπρινιώτης, ο Ε. Κίτσης, η Μαρία Πολυμεροπούλου-Τζιβελέκη, ο Θόδωρος Γόγολος, ο Βαγγέλης Γιαννακός, ο Δ. Χρισταντώνης, ο Γ. Κουτσοκώστας, ο Β. Τσαούσης, ο Γιώργος Σιντόρης και ο γράφων (ζητώ συγγνώμη αν ξεχνώ κάποιον), έγραψαν και γράφουν για το σινάφι μας. Ασφαλώς και δεν πρέπει να ξεχνάμε τις σπουδαίες εκδοτικές προσπάθειες της Ομοσπονδίας μας, του Λαογραφικού Μουσείου των Σαρακατσάνων στις Σέρρες και βέβαια της Αδελφότητας των Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων Αθήνας. Έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς και κάποιες ποιητικές συλλογές, νομίζω, αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματα των δημιουργών κι ας μου το συγχωρήσουν.

74


Η φιλιά Θέλω να επισημάνω, επίσης, ότι υπάρχουν Σαρακατσιαναίοι συγγραφείς σαν τον Γιώργο Φυτιλή ή τον Γιώργο Καψάλη, για παράδειγμα, που υπηρετούν και την παράδοσή μας, αλλά υπηρετούν και τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Αξίζει να προσέξουμε το έργο τους γιατί είναι πράγματι ενδιαφέρον. Βέβαια, υπάρχουν κι άλλοι που έχουν γράψει βιβλία με επιστημονικό ενδιαφέρον κυρίως. Αυτό όμως δεν ενδιαφέρει το παρόν άρθρο. Καλό θα ήταν τα βιβλία αυτών των επιστημόνων η Ομοσπονδία μας να τα συγκεντρώσει σε κάποια βιβλιοθήκη. Είναι σημαντική προσφορά των σύγχρονων Σαρακατσιαναίων στην επιστήμη και την κοινωνία. Στόχος του κάθε συγγραφέα είναι το έργο του να γίνει γνωστό στο ευρύτερο κοινό. Αυτή η ικανοποίησή του είναι ακόμη μεγαλύτερη αν το έργο του βρει ανταπόκριση κι αποδοχή. Το οικονομικό όφελος δεν το αφορίζουμε, αλλά νομίζω ότι κανένας συγγραφέας δεν το έχει στο μυαλό του. Άλλωστε με ένα, δύο ή τρία βιβλία και με ένα τόσο μικρό αναγνωστικό κοινό (οι Σαρακατσιαναίοι είναι λίγοι και ως Έλληνες δεν διαβάζουν ιδιαίτερα), πώς μπορούμε να μιλάμε για κέρδος; Σημαντική δυσκολία σήμερα για τον συγγραφέα είναι πώς θα κάνει γνωστό το έργο του στο κοινό στο οποίο απευθύνεται και πώς το έργο του θα φτάσει σ’ αυτό. Το κοινό μπορεί να είναι μικρό αλλά υπάρχει. Αν πραγματικά θέλουμε να στηρίξουμε το βιβλίο

75


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός μας και κατά συνέπεια την ίδια την παράδοσή μας, οφείλουμε να βρούμε τρόπους να το κάνουμε. Εδώ βέβαια τον κύριο ρόλο πρέπει να παίξουν η Ομοσπονδία μας και οι σύλλογοί μας. Η Ομοσπονδία, για παράδειγμα, μπορεί να οργανώνει εκθέσεις σαρακατσιάνικου βιβλίου. Ο χώρος των ανταμωμάτων είναι η καλύτερη περίπτωση για έκθεση βιβλίου και ιδιαίτερα ο χώρος του κορυφαίου ανταμώματός μας στο Περτούλι. Στη Θεσσαλονίκη (έδρα της Ομοσπονδίας μας) και σε άλλες πόλεις γίνονται κάθε χρόνο εκθέσεις βιβλίου. Γιατί να μην υπάρχει εκεί κι ένα σαρακατσιάνικο περίπτερο; Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η Ομοσπονδία μας έδειξε την καλή της διάθεση να βοηθήσει το βιβλίο μας με τις εκδόσεις της. Οι σύλλογοί μας μπορούν να βοηθήσουν αποφασιστικά. Σε κάθε σύλλογο υπάρχουν πέντε-δέκα άνθρωποι που ψάχνουν το βιβλίο και δεν μπορούν να το βρουν. Θα μπορούσε ο κάθε σύλλογος, με δική του πρωτοβουλία, να παίρνει από τον κάθε συγγραφέα δέκα-δεκαπέντε αντίτυπα βιβλίων τουλάχιστον και να τα διαθέτει στους φίλους του βιβλίου. Αν θέλετε, δικαιούται ο κάθε σύλλογος να εισπράττει και ένα μέρος από τις πωλήσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι το βιβλίο είναι το καλύτερο δώρο για τα παιδιά των συλλόγων μας. Μπορεί το κάθε παιδί μας να φτιάξει τη βιβλιοθήκη του μέσα από τον σύλλογο.

76


Η φιλιά Άλλη βοήθεια των συλλόγων είναι να παρουσιάζουν τα βιβλία στο κοινό της πόλης τους. Είναι κάτι κοπιαστικό, αλλά παράλληλα προβάλλει και τον σύλλογο. Πολύ παρήγορο σημάδι είναι ότι κάποιοι σύλλογοι άρχισαν να εκδίδουν βιβλία συγγραφέων. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε τους συλλόγους: Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου, Κιλκίς, Ημαθίας, Βάρης, Θεσσαλονίκης, Ευόσμου-Κορδελιού. Είναι αξιέπαινη πράγματι πρωτοβουλία. Μακάρι να βρει μιμητές. Σήμερα, δυστυχώς, ελάχιστοι ρομαντικοί ασχολούνται πραγματικά με τους συλλόγους. Κοπιάζουν, ιδρώνουν, μοχθούν, δείχνουν ευαισθησία. Πιστεύω όμως ότι όσοι ασχολούμαστε με τον πολιτισμό μας πρέπει να προσπαθήσουμε να τον σηκώσουμε λίγο παραπάνω. Το σαρακατσιαναίικο βιβλίο προβάλλει επάξια τον πολιτισμό μας κι αξίζει να το προσέξουμε και να το αγκαλιάσουμε.

κόγγολη 77



Η φιλιά

Η διαφορετικότητα Ο πολιτισμός των Σαρακατσιαναίων παρουσιάζει θαυμαστή ομοιογένεια σε όλες τις εκφάνσεις του. Παρουσιάζει όμως μικροδιαφορές από τόπο σε τόπο. Αυτές περισσότερο τον εμπλουτίζουν παρά τον διαφοροποιούν. Πρόκειται πιθανόν για επιρροή από άλλους ελληνικούς πληθυσμούς με τους οποίους οι νομάδες πρόγονοί μας έρχονταν σε επαφή. Στη λαλιά, στο τραγούδι, στον χορό και στη φορεσιά θα προσπαθήσω να εντοπίσω κάποιες από αυτές.

Λαλιά Οι Σαρακατσιαναίοι, από τον Ταΰγετο ως τον Αίμο, μιλούσαν κατά 95% και παραπάνω το ίδιο γλωσσικό ιδίωμα με την ίδια προφορά. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι αυθαίρετο. Το βιβλίο μου «Σαρακατσιάνικη Λαλιά» περιλαμβάνει 6.000 λέξεις. Ο αείμνηστος Βασίλης Τσαούσης και ο Νίκος Κατσαρός, πρώην Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ερευνώντας το βιβλίο, μου είχαν δηλώσει ότι δεν γνώριζαν 600 και 400 λέξεις αντίστοιχα. Κατά μέσον όρο 8%. Αν λάβουμε υπόψιν τις πάμπολλες συχνόχρηστες λέξεις (τυρί, λάδι, άλογο, αλάτι, κ.ά.),

79


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός που δεν υπάρχουν στο βιβλίο, τότε σίγουρα κατεβαίνουμε κάτω από το 5%. Μερικές διαφορές στο λεξιλόγιο είναι: βάτρα-γουνιά, αφούντζια-καρκατσάβαλα, φουρκή-δίμοιρου, τσέλιγκας-κιχαϊάς, μαντ’λώματα-ζώσματα, νηαρστά-μπιρμπιλόνια, ξιθάλι-σύντραυβλου, μιλλαδέρφια-αλλάδιρφα, ρουιδάμι-ξιφύλλι, ξαργού-ξυμμουτόχ, πτόγαλου-στάλπη, τζαμαλάου-τσαμπαλάου-τσαμπαδή, φίνου-σούμα, κουλιμπριά-κιαμέτι, λαλάς-μπάρμπας, μουζαβίρου-κουρκουσούρα, σκ’λιουψώμι-σκ’λιουτάι. Οι περισσότερες διαφορές υπάρχουν μεταξύ των άλλων Σαρακατσιαναίων και των της Ηπείρου. Σε έναν τόπο υπάρχουν λέξεις που δεν τις συναντάς στον άλλο. Το επισημαίνω αυτό με επιφύλαξη. Το λεξιλόγιό μας είναι τόσο πλούσιο που δεν μπορεί να πει κάποιος ότι το ερεύνησε εξαντλητικά. Για παράδειγμα τις λέξεις πουντίλιου, αλμπασία, σούτσι των Ηπειρωτών Σαρακατσιαναίων δεν τις έχω συναντήσει αλλού. Ή τις λέξεις βλασάτη, μούσγκουσι, καπλατίζου, τσιάλτσι των Μακεδόνων δεν τις συναντάμε στους Ηπειρώτες. Αναφέρομαι στους Μακεδόνες και στους Ηπειρώτες γιατί τους γνωρίζω καλύτερα. Λασσάρ’σι-λαπασσάρσι, μπιρχάρι-μπιρχαντάρι· συναντάμε και τους δύο τύπους. Το απού το συναντάμε ως που στην Ήπειρο. Δεν ξέρω αν υπήρχε παλιότερα. Π.χ. του β’νί απού ’χι, του β’νί που ’χι. Μου προκαλεί εντύπωση ότι τον τύπο απού τον συναντώ στο χωριό μου στο Ζαγόρι και δεν τον συναντώ στους Ηπειρώτες. Έφυβγαν-έφυβγναν. Έβγα-βγέκα. Το θηλυκό άρθρο -η- αντί του αρσενικού -ου- στα αρσενικά ονόματα υπάρχει ακόμη και σήμερα στους 80


Η φιλιά Βορειοελλαδίτες και τους Βουλγαρινούς Σαρακατσιαναίους. Ο Χεγκ το είχε επισημάνει στους Ηπειρώτες μπροστά μόνο από τα βαφτιστικά ονόματα. Το έχω επισημάνει και σε κείμενα από τη νότια Ελλάδα. Δεν γνωρίζω αν είχε γενική ισχύ σε όλο το σινάφι. Ο τύπος αυτός απαντά και σε άλλους ελληνικούς πληθυσμούς.

Φορεσιά Τα κοινά κομμάτια της γυναικείας φορεσιάς είναι: κατασάρκι, πουκάμισο, γιλέκο (τσιαμαντάνι, ζωστάρι, κάπα), φούστα, ποδιά, τραχηλιά ή πετσέτα, μαντήλι, μανίκια, τσαρούχια, πατούνες, κάλτσες, κοντοτσούραπο. Συναντάμε το γκουζιόκι στη φορεσιά της Ηπείρου, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θράκης. Είναι κομμάτι της παλιότερης φορεσιάς. Μετά αντικαταστάθηκε από άλλο ρούχο υφαντό (κάπα, μπόλκα). Από την ηπειρώτικη φορεσιά λείπει η ποδιά. Μόνον οι νύφες φορούσαν ποδιά. Ποδιά ονόμαζαν οι Ηπειρώτισσες Σαρακατσιάνες και την τραχηλιά. Το σεγκούνι υπάρχει στη φορεσιά της Θράκης και της Θεσσαλίας (κουντόκαπα;). Παλιότερα υπήρχε και στη φορεσιά της Ηπείρου. Βυσσινί ζωνάρι υπάρχει στη θρακιώτικη φορεσιά. Το κουστέκι και η κουμπουθλιά συνηθιζόταν στις περισσότερες φορεσιές. Στη μέση υπήρχε ασημένια, δερμάτινη (φώκη) ή χάντρινη ζώνη. Όπως και το ασημοζώναρο. Οι νύφες φορούσαν την ασημουσουιά. Πάνω στα κομμάτια της φορεσιάς από τόπο σε τόπο παρατηρούμε παραλλαγές και ποικιλία κεντιδιών και χρωμάτων. Τα χρώματα στη βορειοελλαδίτικη και

81


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός τη βουλγαρινή φορεσιά είναι πιο έντονα και τα πλουμπίδια περισσότερα. Η πολίτικη φορεσιά είναι πλουσιότερη από τις άλλες που είναι πιο λιτές και απλές. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η φορεσιά έχει χαρακτηριστεί η καλύτερη γυναικεία φορεσιά στον ελλαδικό χώρο. Η αντρική επίσημη φορεσιά περιλάμβανε τα εξής κομμάτια: κατασάρκι, πουκάμισο (κάμ’σου), φουστανέλα, τσιπκένι, πατούνες, κοντοτσούραπο, κάλτσες, ζωνάρι, σλάφι (σλιάχι), φέσι ή σκούφια, τσαρούχια, φλοκάτα (τον χειμώνα). Στην καθημερινή φορεσιά στη Θράκη έχουμε το σεγκούνι (αντί για φουστανέλα) και αργότερα το μπουτούρι· το γκουζιόκι και την κουντόκαπα αντί για το τσιπκιένι· έχουμε και το τσιαμαντάνι. Στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Στερεά, μετά το 1920, στην επίσημη φορεσιά η φουστανέλα αντικαταστάθηκε με άσπρη μπουραζάνα κι αργότερα με μάλλινο κοστούμι μπλε ή μαύρο. Στη Μακεδονία, την ίδια εποχή, έχουμε το σκούρο μπλε κοστούμι κι αργότερα την κιλότα.

Χορός Οι χοροί μας ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Λίγοι από τους δικούς μας ήξεραν καλό χορό· οι περισσότεροι δεν ήξεραν. Μου μολόγαγε ο αείμνηστος μπαρμπαΤάσιος Γιαρίμης ότι, όταν ξεκίνησε επαγγελματικά το τραγούδι, από τη μία έπαιζε κλαρίνο κι από την άλλη τούς έδειχνε πώς να χορεύουν· ρόκα του πουδάρι. Στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Στερεά 2-3 ήταν

82


Η φιλιά όλοι κι όλοι οι χοροί: αργός τσάμικος, στα τρία, και κάνα συρτό. Στην Ήπειρο υπήρχε κι ένας χορός μεικτός: στα τρία και συρτός. Οι γυναίκες δεν χόρευαν τσάμικο. Ο Γιάννης Μποτός αναφέρει ότι παλιότερα χόρευαν στη Θεσσαλία και τον σταυρωτό. Στη Βόρεια Ελλάδα οι χοροί ήταν περισσότεροι: κάτσα, σταυρωτός, κτ’σάδικος (τσάμικοι χοροί)· στα τρία, διπλός χορός, ζ’νάρ’ιάτ’κους, συρτός, σκωπτικοί χοροί. Η διαφορά ανάμεσα στους τσάμικους χορούς είναι ότι στη Βόρεια Ελλάδα έχουν αργό και λίγο πιο γρήγορο ρυθμό εναλλασσόμενο. Εδώ γεννάται το ερώτημα: γιατί δεν υπάρχουν οι περισσότεροι χοροί των Βορειοελλαδιτών στους άλλους Σαρακατσιαναίους. Πιστεύω ότι προτού διασκορπιστούν είχαν όλοι τους ίδιους χορούς. Οι Βορειοελλαδίτες, ζώντας σε πολιτιστικό περιβάλλον πολύ διαφορετικό, κατάφεραν και διατήρησαν τους χορούς της αρχικής τους κοιτίδας. Πιθανόν όμως και κάποιοι χοροί να έχουν ντόπια επιρροή. Π.χ. ο ζ’ναρ’ιάτ’κους από τον ζωναράδικο της Θράκης. Διπλό χορό έχω δει να χορεύουν και σύλλογοι αγραφιώτικοι. Εδώ βρίσκεται ο πλούτος της διαφορετικότητας. Έσμιξαν οι χοροί μας. Εκεί που είχαμε 2-3 χορούς, τώρα έχουμε 10.

Τραγούδι Οι Σαρακατσιαναίοι φημίζονταν για το τραγούδι κι όχι για τον χορό. Στο τραγούδι έχουμε πολλά μοτίβα. Για να δούμε τα σπουδαιότερα κοινά μοτίβα: 1. Πήρε ν-ο Μάρτης δώδεκα (τραγούδι της

83


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός τάβλας): Ν-άπόψι είιδα στον ύπνο μου (του Κατσιαντώνη), Δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά, Πανάθεμά σε παχνιστή, Αναστενάζουν τάι βουνά, Του Καραλίβανου… 2. Βήκι ν-Αντώνης στ’ Άγραφα (τραγούδι του χορού-τσάμικο). Είναι από τα πιο γνωστά μοτίβα. Πολλές νύχτες γκιζέρησα, Της Αραπίνας τάι βουνά, Γυαλιένια-κρουσταλλιένια, Οι κλέφτες από τ’ Άγραφα, Να ’ταν ο Μάη χινόπωρος, Αντώνη μ΄, μπράτιμι, κ.ά. 3. Ν΄εδώ είν’ αλώνι για χορός (στα τρία): Μάνα μ’, Στο περιβόλι μας, Νια λυγερή νια έμορφη, Στα χιόνια και στα κρούσταλλα, Πού πας αγγελικό κορμί, Νια πούλια είναι στους ουρανούς, Τα μάτια σου τα ’λιόμαυρα… 4. Στην πόρτα και στ’ αλώνι σου (στα τρία): Κι ας παν να ιδούν τα μάτια μου, Κι απάνω στην τριανταφυλλιά… 5. Είμαστ’ οι δόλιοι λιγοστοί (στα τρία): Της λυγερής το φόρεμα, Πολλά τραγούδια είπαμαν, Τι καρτερεί βρε φλάμπουρα… 6. Άσπρο μαντήλι, ρούσα μ’, που φορείς (στα τρία): Σαν την απόψε, Ρίνα μ’, τη βραδιά, Το κλήμα πο ’χεις στην αυλή… 7. Χιλιοκαλώς τον ήβραμαν (τραγούδι τάβλαςγάμου): Καλώς ανταμωθήκαμαν, Κάτω στον Άιο-Θόδωρο (υπάρχει και σε ρυθμό στα τρία), Απόψε στο σπιτάκι μου… 8. Ευχήσου με, πατέρα μου(τραγούδι γάμου): Τίνος είν’ ο φλάμπουρας… 9. Καινούριος γάμος γένεται (του γάμου). 10. Η Άρτα πέτρα να γενεί (του χορού τσάμικο): Έριξα τα ματάκια μου, Σήκω, Λενίτσα μ’, ζύμωσε. 11. Καλότυχη, καλόιμοιρη: Νια Λένη από την Πρέβεζα, Κάτω στον Ασπροπόταμο, Νια μάνα με την 84


Η φιλιά κόρη της… Κοινό μοτίβο των Σαρακατσιαναίων της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Στερεάς είναι τραγούδια σε αργό τσάμικο ρυθμό: Βάστα, καημένε Έλυμπε, Τώρα είναι νύχτα ποια να ιδώ, Ποτές μου δεν εμάλωσα, Ποτές μου δεν τραγούδησα, Εψές που μπήκα στο χορό, Βελούχι μου παράμορφο, Εγώ για χείλη κόκκινα, Το τίνος είν’ τα πρόβατα, Το τίνος είναι τ’ άλογα, Έβγα μάνα μ’ και χούιαξε… Τα τραγούδια αυτά έχουν τον ίδιο ήχο με μικροδιαφορές το ένα με το άλλο. Αυτές οι διαφορές έχουν εκλείψει σήμερα και επικρατεί στην ερμηνεία τους ομοιομορφία δυστυχώς. Τα ίδια τραγούδια τραγουδούν και οι Βορειοελλαδίτες Σαρακατσιαναίοι περίπου στον ίδιο ήχο. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι έχουμε αργό και λίγο πιο γρήγορο μέρος. Χορεύονται στον ρυθμό της κάτσας και του σταυρωτού. Στα τραγούδια της τάβλας το κύριο μοτίβο στην Ήπειρο είναι σαν το τραγούδι Βάλε κρασί στον μαστραπά: Τα τρία βιλαέτια, Πολύν τόπο γκιζέρησα, Μωρή κακιά γειτόνισσα, Λενίτσα μου, τον άντρα σου. Στον ίδιο περίπου ήχο ερμηνεύονται πολλά τραγούδια του γάμου: Μήλο μου κατακόκκινο, Βαριά κοιμάσαι νύφη μου, Απάνω στα ψηλάι βουνά, Τριανταφυλλιένια κίνησε… Στους Σαρακατσιαναίους της Μακεδονίας, της Θράκης και της Βουλγαρίας συναντάμε αρκετά διαφορετικά μοτίβα: 1. Καλά τρώμε και πίνουμε: Εψές είχα καλή καρδιά, Καλά πήγαμαν κι ήρθαμαν, Πολλές βολές μωρ’ Μαριγώ, Βουνά μου χαμηλώσετε. 2. Γιώργη μ’ τ’ ήρθαν οι φίλοι σου: Πέρα σ’ 85


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός εκείνη την οξιά. 3. Έριξα τα ματάκια μου. 4. Δεν τ’ ακούς κυράτσω νύφη (του γάμου): Τίνος είν’ το μπαϊράκι, Από πέρα απ’ το Τρικάλι, Άνοιξα χρυσή βαλίτσα… 5. Αφέντη μου στην τάβλα σου: Τα παλληκάρια του Μοριά, Πανάθεμα τα Γιάννενα, Καλά ’καμες νυφούλα μου… Υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια με τον δικό τους ήχο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κλέφτικα τραγούδια. Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε πόσο πιο πλούσια γίνεται η παράδοσή μας. Όλες οι κοινές και διαφορετικές πηγές χύνονται στο ίδιο ποτάμι και το κάνουν ορμητικό.

παιώνια

86


Η φιλιά

Η λαλιά Οι γλώσσες αποτελούν τους πιο πυκνοδομημένους ιστούς πολιτισμικών στοιχείων στον γραπτό και κυρίως στον προφορικό λόγο. Στη γλώσσα είναι αποτυπωμένες η σοφία και οι εμπειρίες που απέκτησαν οι λαοί στις χιλιετίες του βίου τους. Οι ιστορίες και οι θρύλοι, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια, οι παροιμίες και τα γνωμικά, οι δεκάδες χιλιάδες λέξεις με τις πολυάριθμες σημασίες τους, η ίδια η δομή και η σύνταξη της γλώσσας, οι ρυθμοί και η μουσική του προφορικού λόγου αποτελούν ανεκτίμητους πολιτισμικούς θησαυρούς κάθε γλώσσας. Στο σύνολό τους εκφράζουν τη φύση και τον τρόπο σκέψης κάθε λαού. Η γλώσσα είναι μέσο επικοινωνίας. Είναι καθολικό μέσο, έχει πανανθρώπινη ισχύ, είναι σε χρήση από όλες τις ομάδες και δεν υπήρξε εποχή της ιστορίας της ανθρωπότητας που να μη χρησιμοποιήθηκε. Η γλώσσα αποτελεί για την κάθε κοινότητα βασικό ενοποιητικό στοιχείο. Αποτελεί απόδειξη δεσμών και ένωσης, καθώς και ταυτότητας μιας κοινότητας ανθρώπων.

87


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Η μητρική λαλιά κάθε ανθρώπου είναι μεγάλη αξία. Μέσα από αυτή συλλαμβάνεται και εκφράζεται κάθε ανθρώπινη εκδήλωση. Όλη η ύπαρξη του ανθρώπου περνά και υφίσταται μέσα από τη μητρική του γλώσσα. Η δική μας μητρική γλώσσα είναι καθάρια ελληνική γλώσσα· μας έρχεται δε από τις αμμουδιές του Ομήρου. Είναι γάργαρη γλώσσα σαν τα καταλάγαρα νερά των βουνοκορφών της Πίνδου. Δεν είναι διάλεκτος και ανήκει στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα (Ηπείρου, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Μακεδονίας). Έχει μεγάλη σχέση με το θρακιώτικο ιδίωμα και το χαλκιδικιώτικο. Το σαρακατσιαναίικο ιδίωμα έχει μεγάλη συγγένεια με τα παραπάνω ιδιώματα, αλλά είναι ξεχωριστό. Σχηματίζει μία σαφώς χαρακτηριστική ενότητα, μη ταυτόσημη με κανένα από τα άλλα ιδιώματα της Βόρειας Ελλάδας. Οι Σαρακατσιαναίοι δεν ανέπτυξαν γλώσσα με υψηλά διανοήματα, απλοί άνθρωποι ήταν. Σε μερικούς όμως τομείς το λεξιλόγιό τους ήταν πολύ πλούσιο. Για παράδειγμα, το λεξιλόγιό τους για τη μορφολογία, τη σύσταση και τη χλωρίδα του εδάφους, το χρώμα και τη σωματική διάπλαση-μορφή των ζώων: καλαμουβύζα, καλουγάλαρη, καλάρμιχτη, βιτσουνόρα, μακρουνόρα, πλατουνόρα, αλπουνόρα, δριπανόραχη, τσιμπουρουβύζα, μαλλάτη, αλαφότριχη, πρασόμαλλη, κουτσουκέρα,

88


Η φιλιά ουρθουκέρα, βλασάτη, βουζουκρανιά, μιλόκιδρους, γιελαντζούρι, μαλλιαρουκουλιά, καρδάματα, πλατουμαντίλις,λαγαφτάκια, κρουνουφάια,κ.ά. Στο λεξιλόγιό μας υπάρχουν λέξεις που εκφράζουν πολλά συναισθήματα και νοήματα από κοινού: σαρκώνου, χαρδακίζου, θιαμαίνουμι κ.ά. Συναντάμε, επίσης, και λέξεις πανέμορφες: καμαρουβιργουλυγιρή, πιρδικουκάλλισια, νιραϊδουσφόντ’λου, μαρμαρουβούνι, νιραντζουμάγουλη, γαργαρολιμούσα, χιλιότρανος… Οι πρόγονοί μας ήταν λεξιπλάστες: ζουγραφ’στής, βαρκαδόρους, βούκουλας, φύγινου, όχτικας, φαλάγγια, τζιουμπανιά, πλατώνου, φουντούλας, σφουρλούλας, μασλατούλας, φλουκουτούλας Οι Σαρακατσιαναίοι, από τον Ταΰγετο μέχρι τον Αίμο, μιλούσαν την ίδια γλώσσα με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις, οι οποίες είναι επιρροές από τις ντόπιες κοινωνίες με τις οποίες έρχονταν σε επαφή. Ο Δανός γλωσσολόγος και φιλέλληνας Κάρστεν Χεγκ πρώτος μελέτησε με επιστημονικά κριτήρια τη λαλιά μας. Το βιβλίο του «Οι Σαρακατσάνοι, μια ελληνική νομαδική φυλή», εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη το 1925. Είναι κατεξοχήν γλωσσολογική μελέτη με δύο βασικούς άξονες, τη φωνολογική και τη μορφολογική προσέγγιση. Η ερμηνευτική διάσταση του λεξιλογίου δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ο Χεγκ με τη μελέτη του αυτή απέδειξε ότι ούτε φωνητικά, αλλά ούτε και στη γραμματική κατασκευή

89


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός της ελληνικής των Σαρακατσιαναίων υπάρχουν στοιχεία ξένης γλώσσας. Αυτό προς απάντηση κάποιων επιτήδειων με περίεργες απόψεις για την καταγωγή τους. Το ίδιο αναφέρει και ο σοφός καθηγητής Μανόλης Τριανταφυλλίδης: «Η γλώσσα των Σαρακατσιαναίων είναι πράγματι απηλλαγμένη ξενισμών εν αντιθέσει προς ό,τι δύναται, ευκαιρίας τυχούσης, να παρατηρήσει τις εις μερικάς βορειοελληνικάς επαρχίας.» Ο Θόδωρος Γιαννακός, ο Νίκος Κατσαρός, ο Ζήσης Κατσαρίκας και ο Γιώργος Φυτιλής – Σαρακατσιαναίοι – ασχολήθηκαν συστηματικά με το θέμα της γλώσσας μας. Συγκεντρωμένος σημαντικός λεξιλογικός πλούτος υπάρχει στα βιβλία: της Αγγελικής Χατζημιχάλη, του Χεγκ, του Ευριπίδη Μακρή, του Λαογραφικού μας Μουσείου στις Σέρρες και στα «Σαρακατσάνικα τραγούδια της Ηπείρου». Οι Σαρακατσιαναίοι, ως ποιμενικός πληθυσμός, δεν υπάρχουν πια, όπως στο παρελθόν. Άλλαξαν ρότα στη ζωή τους. Άφησαν τα κορφοβούνια κι έπιασαν τα χωριά και τις πόλεις. Έσμιξαν με τον κόσμο, όπως λένε και οι ίδιοι. Επάνω στα βουνά άφησαν και τη λαλιά τους. Κάποιες φορές θα ακούγεται σαν απόφωνος28 μέσα στις ρεματιές. Ήταν μια από τις παραχωρήσεις τους για να ενταχτούν στο κοινωνικό σύνολο. Η λαλιά μας αποτελεί παρελθόν. Ο αυθεντικός φορέας αυτής της γλώσσας, η γενιά που βίωσε τον 28

Φωνή και βογγητό νεκρού. 90


Η φιλιά νομαδισμό, έχει σχεδόν εκλείψει. Οι νέες γενιές την αγνοούν παντελώς. Ο Νίκος Κατσαρός στο τελευταίο βιβλίο του «Τα Σαρακατσιάνικα Τσελιγκάτα του Βερμίου» γράφει χαρακτηριστικά: «από εκείνη τη σαρακατσιάνικη ζωή ούτε η μυρωδιά της έφτασε στις νέες γενιές». Τι θα γίνει λοιπόν με τη γλώσσα μας; Θα την αφήσουμε στη λησμονιά ή πρέπει να της δώσουμε κάποια πνοή και να την αναστήσουμε; Είναι γεγονός ότι σήμερα στην καθημερινότητά μας δεν μας χρειάζεται. Όλοι οι Έλληνες μιλάμε την ίδια καλλιεργημένη γλώσσα, τη νεοελληνική. Η νεοελληνική, κατά βάση, είναι η γλώσσα των πόλεων. Μέσα από την εκπαίδευση κυρίως, διαδόθηκε και επιβλήθηκε σε όλους τους Έλληνες. Αυτή η γλωσσική ομοιομορφία σε όλη την επικράτεια ήταν απαραίτητο να γίνει και σωστά έγινε. Η σαρακατσιαναίικη λαλιά, ένα από τα πολλά ελληνικά ιδιώματα, ανήκει στα παλιότερα ελληνικά. Τα ιδιώματα κρύβουν μέσα τους μεγάλο πλούτο. Οι πηγές τους τροφοδότησαν με γάργαρο νερό τη νεοελληνική γλώσσα. Αυτές οι ανάβρες αλίμονο αν στερέψουν. Κατά συνέπεια, νομίζω, οφείλουμε να τις κρατάμε δροσερές. Από τα παλιότερα ελληνικά και τις ντοπιολαλιές άντλησαν λογοτέχνες και ποιητές πολύτιμα στοιχεία και τα ενέταξαν μέσα στο έργο τους. Το έκαναν ενσυνείδητα και για να τα διασώσουν, αλλά και να δείξουν τη συνέχεια και την ενότητα του πολιτισμού μας. Ο άγιος των γραμμάτων μας, Αλέξανδρος

91


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Παπαδιαμάντης, ταίριαξε αρμονικά, βάζοντάς τα δίπλα δίπλα, τα καθαρευουσιάνικα της Αθήνας με τα χωριάτικα της ιδιαίτερης πατρίδας του της Σκιάθου. Δεν δίστασε ούτε μια στιγμή για να το κάνει. Ίσως αυτό να είναι ίδιον των μεγάλων ανδρών. «Με το στήθος μπροστά σα ν’ αμπώχνουνε στους ανέμους μέσα τα μέλλοντα,… και μόνο του σκύλου που αλυχτά στα βουνά τ’ ανδροβάδιστα», μας λέει στο «Άξιον Εστί» ο Ελύτης. Οι λέξεις αμπώχνουνε και αλυχτά ανήκουν και στη σαρακατσιάνικη λαλιά. «Μικρό πουλί τριανταφυλλί,… κι αν το τηράξεις μια φορά, θα σου χαμογελάσει», λέει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος. Οι λέξεις τριανταφυλλί και τηράξεις είναι και δικές μας. Όλοι αυτοί οι τρανοί Έλληνες, λογοτέχνες, ποιητές, ζωγράφοι, μουσικοί, αρχιτέκτονες πάτησαν στις πλάτες των προγόνων τους κι ανέβηκαν τόσο ψηλά. Τίμησαν με τον καλύτερο τρόπο τον πολιτισμό των προγόνων· τίμησαν τον λαϊκό μας πολιτισμό και δεν τον αγνόησαν. Ο λαϊκός μας πολιτισμός, ένα από τα τρία βάθρα του ελληνικού πολιτισμού, είναι πολιτισμός ποιότητας. Και η γλώσσα του, ο καθρέφτης του, δεν μπορεί να είναι παρά γλώσσα άξια. Το δημοτικό τραγούδι, τα πετρογέφυρα, αυτά τα θαυμάσιας αισθητικής αριστουργήματα, τα χρυσοποίκιλτα υφαντά, τα παραμύθια, τις παροιμίες, τα

92


Η φιλιά αρχοντικά τα δημιούργησαν απλοί και πολλές φορές κι απλοϊκοί άνθρωποι του λαού: τσοπαναραίοι, μαστόροι, ναύτες, ζευγίτες. Η δύναμη και η μεγαλοσύνη της γλώσσας φαίνεται στα τραγούδια, στα μοιριολόγια, στα παραμύθια, στις παροιμίες. Ο ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος, αναλύοντας το δημοτικό τραγούδι» «κόκκινα χείλη φίλησα», δήλωσε με παρρησία ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει κάτι τόσο σπουδαίο όσο το παραπάνω τραγούδι. Ο Χρίστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Η νεοελληνική ταυτότητα» γράφει: «Σήμερα χρειαζόμαστε ξεχωριστή καλλιέργεια, ίσως και ειδικές σπουδές, για να αποτιμήσουμε το εκπληκτικό πολιτιστικό επίπεδο εκείνου του ταπεινωμένου Ελληνισμού: Τη λαϊκή αρχιτεκτονική, την εικονογραφία, τους κοινωτικούς θεσμούς, το ήθος της αγοράς, την οργάνωση των συντεχνιών, το τραγούδι και τη μουσική των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Αλλά κάποτε όλα αυτά θεωρήθηκαν υπανάπτυξη και βαρβαρότητα σε σύγκριση με τις μηχανές, τα βιομηχανικά προϊόντα, τα τσιμεντένια κιβούρια της μοντέρνας στεγαστικής και τα «δικαιώματα του ανθρώπου» που παρήγαγε η Δύση. Έπρεπε να απειλήσει την ίδια τη ζωή μας αυτός ο «πολιτισμός» των δυτικών με τα φαρμακερά του απόβλητα και με τον απροκάλυπτο εξανδραποδισμό της ανθρώπινης ύπαρξης – τον εξανδραποδισμό από τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες ή την καταναλωτική αλλοτρίωση του ανθρώπου.

93


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Μόνο κάτω από αυτήν την απειλή αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε για κάποια άλλη ποιότητα ζωής που υπήρξε στις ιστορικές μας ρίζες.» Η παράδοση λοιπόν έθρεψε τον νεοελληνικό μας πολιτισμό με τους χυμούς της. Και σήμερα μπορεί να το κάνει, αρκεί να της δώσουμε σημασία. Η παράδοση έχει ιδιαίτερη αξία όταν κοινωνεί με τις αξίες της τον σημερινό άνθρωπο. Και η δική μας παράδοση μπορεί να το κάνει αυτό με τη δική της αρματωσιά. Από τα πιο σημαντικά στοιχεία της αρματωσιάς μας είναι η γλώσσα με τα παραμύθια της, τις παροιμίες, τα γνωμικά, τις λέξεις. Υπάρχουν, για παράδειγμα, στο λεξιλόγιο οι λέξεις χρεία και κατασάρκι. Θα μπορούσαν στη σημερινή μας νεοελληνική γλώσσα να είχαν πάρει τη θέση των ξενόφερτων λέξεων τουαλέτα και φανέλα. Εμείς όμως, ενώ το περιβόλι με τις πορτοκαλιές το έχουμε δίπλα μας, το ψάχνουμε στα πέρατα του κόσμου. Δεν θα ήταν σημαντική προσφορά της παράδοσής μας εάν υπήρχε σε κάθε ελληνικό σχολείο και μια συλλογή σαρακατσιαναίικων παραμυθιών ή παροιμιών; Υπάρχουν τρόποι λοιπόν ζωντανά στοιχεία της παράδοσής μας να γίνουν κτήμα του σύγχρονου Νεοέλληνα. Ας θυμηθούμε λίγο την αείμνηστη λαογράφο Ελένη Φιλιππίδη και το έργο της. Η Ελένη Φιλιππίδη είχε κάνει σπουδαία συλλογή με σαρακατσιαναίικες ποδιές της Θράκης (παναούλες). Δεν σταμάτησε όμως μόνο σε αυτό· πολλά σχέδια από αυτές τις ποδιές τα έκανε

94


Η φιλιά γνωστά σε κύκλους της Αθήνας και τα φορούσαν στις τουαλέτες τους οι κυρίες της λεγόμενης υψηλής τάξης στην πρωτεύουσα. Έτσι ζωντανεύει η παράδοση και αποκτά σύγχρονη διάσταση. «Πολλοί ευρωπαϊκοί λαοί, όχι μόνο έδειξαν, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίσουν τα ιδιώματά τους, αλλά και βοήθησαν την πραχτική τους καλλιέργεια στο θέατρο και την επίλοιπη λογοτεχνία» έλεγε πριν από αρκετά χρόνια ο καθηγητής Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Εδώ, αξίζει να αναφερθούμε στους Συνέλληνες Πόντιους. Καλλιεργούν την ποντιακή διάλεκτο στο θέατρό τους και στη λογοτεχνία τους. Μάλλον πρέπει να τους μιμηθούμε. Πρώτα πρώτα, νομίζω, πρέπει να φροντίσουμε να μη χαθεί έστω και μια λέξη από τη γλώσσα μας. Και ο χαμός μιας λέξης είναι απώλεια. Κάποτε ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό ανέβηκαν στα βουνά της Κρήτης. Το μάτι του Σικελιανού έπεσε πάνω σε κάποιο ταπεινό αγριολούλουδο. Ρώτησε τον φίλο του πώς το λένε. Αυτός του απάντησε ότι ο μόνος που ήξερε ήταν ένας γεροΚρητικός, αλλά είχε πεθάνει πριν από λίγα χρόνια. Τότε ο Σικελιανός του είπε ότι χάσαμε ένα κομμάτι από την ιστορία μας, χάσαμε ένα κομμάτι από τον πολιτισμό μας. Ένα δεύτερο βήμα είναι να δημιουργήσουμε τη δική μας λογοτεχνία. Είναι σημαντικό ότι άρχισε να δημιουργείται μια μαγιά τέτοιας λογοτεχνίας με τα «Παιδιά

95


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός των πεύκων» του Γιώργου Καψάλη, τα «Χαμοκέρασα» του Χρίστου Καρβούνη, «Το μικρό βοσκόπουλο» του Γιώργου Φυτιλή, «Τα φέγινα πουλιά», τον «Καλυβοδάσκαλο» και τους «Βιγλάτορες» του Θόδωρου Γιαννακού. Η Ομοσπονδία μας ας αναλάβει πρωτοβουλία να καθιερώσει βραβεία για νέους που θέλουν να γράψουν στο ιδίωμά μας ή να εντάξουν στο έργο τους στοιχεία από το ιδίωμά μας. Οι σύλλογοι μπορούν να βοηθήσουν αποφασιστικά και με απλά πράγματα. Μια παιδική χορωδία με τραγούδια είναι καλός τρόπος να περάσουμε στοιχεία της γλώσσας μας και της μουσικής μας στη νέα γενιά. Μια θεατρική ομάδα, ένα τμήμα παραμυθιού ή παροιμιών μπορούν να λειτουργήσουν σε έναν σύλλογο. Οι σύλλογοι έχουν στο δυναμικό τους σημαντικό κομμάτι της νεολαίας μας. Μπορούν να το εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο τρόπο. Όλα αυτά βέβαια μπορούν να γίνουν αν αγκαλιάσουμε όλοι τους συλλόγους μας και δεν μένουμε απαθείς και αδιάφοροι, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους από εμάς. Ας φέρουμε στο μυαλό μας λίγο τη μούσα των Σαρακατσιαναίων Αγγελική Χατζημιχάλη. Η Αθηναία αρχόντισσα παράτησε τις βολές της και γκιζέραγε29 κοντά στις στάνες για να διασώσει τον πολιτισμό και την ιστορία μας. Ας αναλογιστεί λοιπόν ο καθένας από εμάς το χρέος του και την ευθύνη απέναντι στον πολιτισμό μας. 29

Περιπλανιόταν.

96


Η φιλιά Οι εκπαιδευτικοί μας έχουν χρέος, με τις όποιες τους δυνάμεις, να μπολιάσουν την παιδεία μας με γόνιμα στοιχεία της γλωσσικής μας παράδοσής μας όπως, για παράδειγμα, τα παραμύθια. Κατά την ταπεινή μου άποψη τα γλωσσικά ιδιώματα, ένα από τα οποία είναι και το δικό μας, πρέπει να διδάσκονται στις φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων μας. Είναι παλιά ελληνικά αιώνων και αιώνων. Ο σύγχρονος και σημαντικός Σαρακατσιάνος λογοτέχνης Γιώργος Φυτιλής στο βιβλίο του «η λαλιά των Σαρακατσάνων» αναφέρει: «Σ’ όλους τους ανθρώπους αρέσουν η θάλασσα και τα ταξίδια. Να μπουν σ’ ένα καράβι, ν’ ανοιχτούν στο πέλαγος και να γνωρίσουν ανθρώπους και πολιτείες. Να μπουν σε χιλιάδες λιμάνια, ν’ ακούσουν ιστορίες, να γευτούν τις γεύσεις του κόσμου, να θαυμάσουν τα θαύματά του. Όμως, όλοι θέλουμε κάποτε να γυρίσουμε στο λιμάνι απ’ όπου σαλπάραμε, στο λιμάνι της δικής μας γλώσσας. Είναι γλυκιά η ώρα του γυρισμού. Νόστιμον ήμαρ ιδέσθαι, όπως έγραψε ο Όμηρος». Η σαρακατσιαναίικη λαλιά είναι η ανάσα και η ψυχή των πατεράδων μας που μόλις χτες έφυγαν από αυτή τη ζωή. Όλοι οι λαοί τα φθαρμένα από τον πανδαμάτορα χρόνο μνημεία τους φροντίζουν να τα διατηρούν και να τα αναστηλώνουν. Εμείς πιστεύω ότι κάποια αγκωνάρια του πολιτισμού μας, ένα από τα οποία είναι και η γλώσσα μας, έχουμε χρέος να τα αναστηλώσουμε. Όχι μόνο για να αποτελούν ακατάλυτα μνημεία του

97


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός πολιτισμού μας, αλλά για τις νέες γενιές των Σαρακατσιαναίων να αποτελούν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική· Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου. Οδυσσέας Ελύτης

λούπινο

98


Η φιλιά

Τα μοιρολόγια30 Οι αντρειουμένοι βουλιόντανι απού πέρα απ’ του πουτάμι∙ ν-ικεί θα φκιάσουν νιόκαστρου να μην τους εύρει ου χάρους. Στουν πάτου βάνουν μάρμαρου, στη μέση βάνουν ασήμι κι στην κουρφή του χάλκουμα να τουν χαλκουπουτίσουν. Κι ακόμα δεν τ’ απόφκιασαν και μέσα δεν ιμπήκαν, στου παραθύρι έκατσαν τουν κάμπου αγναντεύουν. Κι είιδαν του χάρου πο ’ρχουνταν στου φάρου του καβάλα. Κι άλλους του λέει σύγνιφου κι άλλους του λέει αντάρα. Ν-Ικειό δεν είνι σύγνιφου, ν-ικειό δεν είνι αντάρα∙ ν-αυτό είνι ου μαυρόχαρους, έρχιτι να μας πάρει. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες από παλιακούς Σαρακατσιαναίους, το συγκεκριμένο μοιρολόι αναφέρεται σε μάχη που έδωσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάσης, Δεσπότης του Μυστρά, με τον Οθωμανό βεζίρη Μουράτ στο Εξαμίλι της Κορίνθου, ψηλά στο κάστρο, στις 7 Νοεμβρίου του 1444, λίγο πριν από την άλωση της Πόλης. Ο στίχος του είναι αριστοτεχνικός. Θέμα του 30

Το συγκεκριμένο μοιρολόγι είναι από τη συλλογή του αγαπητού φίλου Θωμά Χρισταντώνη-Μπούτλα.

99


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός είναι η αιώνια επιθυμία του ανθρώπου για αθανασία, πάντα όμως χάνει τη μάχη με τον χάροντα ψηλά στα μαρμαρένια αλώνια. Τα μοιρολόγια είναι λυρικά τραγούδια με θρηνητικό, επαινετικό και εγκωμιαστικό χαρακτήρα∙ εκφράζουν θλίψη και πόνο για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου. Τα τραγουδούν γυναίκες κατά την πρόθεση ή την κηδεία του. Περιγράφουν την ανθρώπινη μοίρα, τον αποχωρισμό από την οικογένεια, τις αρετές του νεκρού. Το συγκεκριμένο μοιρολόι έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Δε μοιρολογεί τον έναν αλλά τους γενναίους, τους αντρειωμένους. Απόφαση πήραν οι αντρειουμένοι να μην πεθάνουν και γίνονται καστροπολεμίτες. Χτίζουν κάστρο, με μάρμαρο στον πάτο, να έχει θεμέλια γερά. Στην κορφή βάζουν χαλκό, να χαλκοποτίσουν τον τελευτή31 αν αποφασίσει να έρθει. Να τον αλκοτίσουν32, να τον πολεμήσουν με τα σπαθιά τους και με όλα τους τα όπλα. Στη μέση, στην καρδιά του, βάζουν ασήμι, μέταλλο πολύτιμο. Το ασημώνουν με τη δύναμη της ψυχής τους. Είναι λιγοστοί αλλά παλληκάρια. Είναι αποφασισμένοι να ζήσουν. Όπου να ’ναι τελειώνουν το κάστρο. Κάθονται στο παραθύρι κι αγναντεύουν τον κάμπο, με τα λουλούδια και όλες τις ομορφιές της φύσης. Τους παίρνει η χαρά. Σε λίγο όμως ο κάμπος γιομίζει κουρνιαχτό. 31 32

Χάροντα. Αναχαιτίσουν.

100


Η φιλιά Άλλος το λέει σύγνεφο κι άλλος το λέει αντάρα. Ό,τι και να είναι, το κάστρο είναι άπαρτο. Κι όμως: ο κουρνιαχτός είναι από τον φάρο του χάροντα. Καβάλα στο μαύρο του άτι ο μαυρόχαρος – μιλιούνια οι οχτροί – καλπάζει προς το νιόκαστρο. Να τους κουτσοκεφαλίσει όλους και να τους σύρει από το άλογό του. Ο θρήνος αποτελεί μέρος του νεκρικού τελετουργικού ήδη από την εποχή του Ομήρου. Στην Ιλιάδα υπάρχουν τρία μοιρολόγια στις ραψωδίες Ψ και Ω· στο πρώτο ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο θρηνούν τον Έκτορα η Ανδρομάχη και η Εκάβη αντίστοιχα. Στους Σαρακατσιαναίους τα μοιριολόγια αρχίζουν ύστερα από την τοποθέτηση και την τακτοποίηση του νεκρού στο καλύβι. Οι γυναίκες μοιριολογούν γονατιστές ή καθισμένες με την εξής σειρά: η μάνα, οι αδερφές, οι βάβες και κατόπι οι άλλοι συγγενείς. Θρηνούν μεγαλόφωνα και μοιριολογούν τραβώντας τα μαλλιά τους, χτυπώντας το στήθος τους και μαδώντας τις μπούκες33 τους. Η σημασία του μοιρολογιού είναι καίρια. Η έλλειψή του αποτελεί ένδειξη ασέβειας προς τον νεκρό. Μοιριολόγια έχουν καταγραφεί σε αρκετές συλλογές τραγουδιών μας. Αυτό το οποίο λείπει είναι ο τρόπος που μοιριολογούσαν οι Σαρακατσιάνες. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν καταγεγραμμένα 33

Μάγουλα.

101


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός μοιριολόγια. Υπάρχουν πολυάριθμα τραγούδια καταγεγραμμένα σε κασέτες. Κάθε σπίτι μπορεί να έχει και μία. Τα τραγούδια αυτά είναι τραγουδισμένα από τους γνήσιους εκφραστές τους, τους βιωματικούς Σαρακατσιαναίους. Τραγουδισμένα με τέτοιον τρόπο που σήμερα κανένας να μην μπορεί να τα αποδώσει. Υπάρχει πλούτος. Αυτός όμως κινδυνεύει να χαθεί. Και θα χαθεί αν δεν τον φροντίσουμε. Είναι ώρα να γίνει Αρχείο Αυθεντικού Σαρακατσιαναίικου Τραγουδιού. Όλο αυτό το πρωτογενές υλικό να συγκεντρωθεί σε ψηφιακή μορφή. Ποιος θα το κάνει; Τον πρώτο λόγο έχει η Ομοσπονδία. Τον δεύτερο; Ο καθένας μας.

ρίγανη

102


Η φιλιά

Της λευτεριάς σχαριάτης – Ν-Απόψι είιδα στουν ύπνου μου, στου υπνουείνουρό μου· είιδα δυο ’λάφια πο ’βουσκαν σι νια παλιουκαψάλα· κι ου κυνηγός τα βίγλιζι ν-απού του καραούλι. Ξήγα του, Αντώνη μ’, ξήγα του του υπνουείνουρό μου. – Τα δυο τα ’λάφια είμαστι μεις, παλιουκαψάλα οι Τούρκοι, κι ου κυνηγός π’ τα βίγλιζι, μας έχει προυδουμένους. Σήκου, Αντώνη μ’, να φύβγουμι να πάμι κατ’ τουν Κώστα. – Αρματουλός κι κλέφτους! ευχήθηκαν στη Μακρυγιάννινα την ώρα που γεννήθηκε ο Αντώνης. Η κλεφτουριά έκανε περήφανη την κάθε οικογένεια. Έπρεπε να γίνει παλληκαράκι για να λάβει σάρκα και οστά αυτή η ευχή. Μια άνοιξη, στη στράτα για τα βουνά, ο Αντώνης ήταν ζυγουργιάρης. Πάνω σ’ ένα γκιοφύρι Τούρκος αγάς έστησε καρτέρι για να του πάρει τη σ’μαδιάρα του (το αγαπημένο του αρνί). Το βοσκόπουλο τον έλαβε και τον λειάνισε. Από κει και πέρα ακολούθησε τον δρόμο των αντρειωμένων· γι’ αυτόν ήταν προορισμένος. Μα τώρα ξιαρμάτωτος και λαβωμένος – όχι από βόλι ή σπαθιά οχτρού αλλά από το ριζικό του – κείτεται στο στρώμα ο πρώτος των κλεφτών. Ανήμερο θεριό, ανήμπορο σαν το παιδί στη σαρμανίτσα. Ποιος το παντύχαινε αυτό;

103


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Σπηλιά σμιλευμένη στ’ αγραφιώτικα κατσάβραχα το λημέρι του. Λίγα μπιστεμένα παλληκάρια αντάμα με τον Χασιώτη είναι ακοίμητοι φρουροί του και παρηγορητές. Παρηγοριά δεν έχει το νησιάνι των Αγράφων και των Τζουμέρκων. Διψάει για γιουρούσι, για πόλεμο. Η ψυχή του αράθυμη πετάει στα κορφοβούνια· τα ποδαράκια του όμως δεν τον βαστούν· τον τρώει το σαράκι της βλοϊάς. Τα φλωροκαπνισμένα άρματά του δεν βρυχώνται· δεν κροταλίζουν· στέκονται αμίλητα παράμερα. Η αγρασιά τού τσακίζει τα κόκκαλα· η θέρμη τού τρώει τα σωθικά· οι έγνοιες δεν αφήνουν τον νου του να μερώσει. Σαν λαρώνει λίγο, αρχίζουν τα ισκιώματα. Ξεπλαϊάζει αΰπνωτος. - Γιώργη μου, τι σκέπτισι, τι ’σι συλλουισμένους; τον ρώτησε ο Αντώνης σαν είδε το σκυθρωπό και οψιοχαλασμένο πρόσωπό του το πρωί. - Βαρύ του είνουρου, Αντώνη μ’, φαρμακουμένου. Είιδα δυο ’λάφια πο ΄βουσκαν σι νια παλιουκαψάλα. Αλάφια πλατυκέρατα, πλατώνια κι όχι όποιο κι όποιο ζωντανό. Δεν βόσκουν σε θαλερά λόγγα και σε χλοερά μεροτόπια· σε μια παλιοκαψάλα είναι λαρωμένα. Ένας λαγωνικός από τη βίγλα του τα καραματιάζει. Το ντουφέκι του είναι έτοιμο να ξεράσει φαρμακερά βόλια και να κλέψει τη ζωή τους. Περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Θέλει να ζυγώσει περισσότερο για να μην αστοχήσει. Ο Αντώνης είναι καλός ξεταστής. Από τους λίγους που ξέρουν να ξετυλίγουν τα ανερμήνευτα σημάδια του νου.

104


Η φιλιά - Τα δυο τα ’λάφια είμαστε μεις, Γιώργη, ξεκίνησε να λέει ο αδερφός. Δεν μπορεί να είναι άλλοι. Δυο είναι τ’ αδέρφια. Ο Λεπενιώτης έχει αλαργέψει για λίγο. Τ’ αλάφια είναι η ομορφιά και η περηφάνια των βουνών· οι Κατσιαντωναίοι είναι η περηφάνια των κλεφτών. Παλιοκαψάλα είναι οι Τούρκοι, συνεχίζει: μαυρίλα, καταχνιά, σκλαβιά. Τ’ άγρια ζώα δεν φοβούνται το καψάλι. Τρων τα ’λόρθα χορταράκια που έχουν τη δύναμη και το νικούν. Δεν φεύγουν για καλύτερα μέργια· μένουν στα τόπια τους και παλεύουν. ’Λάφια είναι και ο σκλαβωμένος Ρωμιός. Μέσα στο σκοτάδι της δουλείας πάλευε να βρει τρόπους για να μη χάσει την ψυχή του. Στο μοναστήρι, στο πανηγύρι, στην αποκριά έπαιρνε ανάσα κι ένιωθε λεύτερος. Το καριοφίλι του Κατσιαντώνη έχει καιρό ν’ αστράψει. Οι σερασκέρηδες και οι τζοχανταραίοι κάτι υποψιάζονται. Άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Παίρουν ντέβρι34 τάι βουνά, ντέβρι τα κορφοβούνια για να τον ξετρυπώσουν. Τον άλλον καιρό καμώνονταν πως τον κυνηγούσαν. - Είδαταν τίποτα κλέφτες πουθενά; ρωτούσαν τους χωριάτες. - Τον Κατσιαντώνη είδαμαν, τους έλεγαν εκείνοι επίτηδες. - Όχι τον Κατσιαντώνη, άλλα κλέφτια έλεγαν και το έβαζαν στα πόδια. Ο κυνηγός βιγλάτορας είναι ο προδότης. Δεν είναι δυνατόν αυτός ο Τραντέλλενος να πιαστεί από τον Τούρκο. Μόνο με προδοσιά. 34

Παγάνα.

105


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός Στο διάβα της ιστορίας οι Έλληνες, αναγκασμένοι να πολεμούν λίγοι με τους πολλούς, έφτασαν να πιστεύουν ότι είναι ανίκητοι. Έτσι, έχουμε τις Κερκόπορτες και τους Εφιάλτες. Εδώ, βέβαια, η προδοσιά είναι πραγματική. Ελάχιστοι γνώριζαν τη σπηλιά. Κάποιος απ’ αυτούς πρόδωσε. Δεν πέρασε πολλή ώρα από το πρωινό τους ξύπνημα. Ο Γιώργης πήγε στην κλεφτόβρυση για να πάρει νερό. Δεν πρόλαβε να φτάσει στη βρύση. Τρόυρα είχε τούρκικα ταμπούρια. Το δραματικό τους τέλος πλησιάζει. Ο πληγωμένος σταυραϊτός ήθελε να έχει τον θάνατο που του έπρεπε· το βόλι του οχτρού. Η μοίρα άλλα τού έγραφε. Αιωνία σου η μνήμη, Αντώνη Μακρυγιάννη, σχαριάτη της λευτεριάς των Ελλήνων. Τ’ αντρειουμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται.

καλεντούλα

106


Η φιλιά

Σια μπρουστά35 Πολιτισμός είναι ό,τι έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος στο διάβα των αιώνων. Οι πρόγονοί μας δημιουργούσαν πολιτισμό όσο ήταν νομάδες, μέχρι τα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα. Οι απόγονοί τους, φυσικά, δεν έπαψαν να δημιουργούν πολιτισμό με άλλη μορφή και σε άλλα πεδία δράσης. Όταν μιλάμε για τον σαρακατσιαναίικο πολιτισμό, εννοούμε τον πολιτισμό των νομάδων προγόνων μας. Δημιουργήσαμε τους συλλόγους μας πρώτα για να διασώσουμε την πατρογονική μας κληρονομιά και μετά για να τη διαδώσουμε στις επόμενες γενιές. Θα πρόσθετα και στις επόμενες γενιές των Ελλήνων. Η δημιουργία των συλλόγων πραγματικά αναχαίτισε, ως έναν βαθμό βέβαια, την αλλοτρίωση και την αφομοίωση των στοιχείων του πολιτισμού μας. Έμεινε όμως εκεί· δεν πέρασε στην επίθεση. Όταν ένας λαός μένει πάντα στην άμυνα, χάνει τον πόλεμο. Είναι γεγονός ότι καταφέραμε να διασώσουμε 35

Πορεία προς τα μπροστά, προς το μέλλον. Μια δυο-ώρες προτού ξεκινήσει το καραβάνι, οι γιαγιάδες με τα μικρά παιδιά ξεκινούσαν για τον καθημερινό τους προορισμό. Αυτό λέγεται σια μπροστά.

107


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός αρκετά στοιχεία του πολιτισμού μας. Το μαρτυρούν οι δυο στάνες, στην Πρέβεζα και τον Γυφτόκαμπο∙ τα δυο μας Μουσεία, στις Σέρρες και την Αλεξανδρούπολη. Όλα αυτά είναι ακατάλυτα μνημεία του πολιτισμού μας. Υπάρχουν και κάποιας μικρότερης εμβέλειας συλλογές και οικισμοί. Το μαρτυρούν οι εκδόσεις πολλών βιβλίων, τα ανταμώματα. Η παράδοση όμως δεν μπορεί να είναι μόνο μνημεία. Βεβαίως και αυτά έχουν την αξία τους. Η παράδοση έχει βαθύτερη αξία όταν ζωντανά της στοιχεία μεταγγίζονται στις νέες γενιές. Είναι σαν τα γονίδια που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και διαιωνίζουν κάθε είδος. Ο άνθρωπος δεν ακολουθεί πιστά την παράδοσή του. Αν την ακολουθούσε, θα κατοικούσε ακόμα σε σπηλιές. Πολλά στοιχεία της χάνονται γιατί δεν μπορούν να συμβαδίσουν με το καινούργιο που έρχεται π.χ. οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Υπάρχει όμως ένα ζωντανό κομμάτι το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κτιστεί στέρεο το μέλλον. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο προγονικός πολιτισμός κάθε λαότητας έχει πολλά αγκωνάρια. Μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για να στηρίξουν κάθε καινούργιο. Αυτό έπραξαν άλλωστε όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί. «Πάτησα στις πλάτες των προγόνων μου για να διακρίνω πιο καθαρά το μέλλον» είπε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Από τον δικό μας λαϊκό πολιτισμό, δεν υπάρχει

108


Η φιλιά καμιά αμφιβολία, έχουν μείνει ζωντανές ελάχιστες ψηφίδες του. Κάναμε το πέλαγος στάλα. Πού είναι σήμερα στη ζωή μας η απλότητα, η ολιγάρκεια, η λιτότητα, για να αναφερθώ σε μερικές μόνο αξίες που χαρακτήριζαν τον ποιμενικό μας βίο; Πού είναι η γλώσσα μας με τις χιλιάδες λέξεις; Για τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό ο χαμός μιας λέξης ήταν μεγάλη απώλεια. «Κάθε λέξη και ένα χελιδόνι» λέει ο Ελύτης. Χάσαμε τη λαλιά μας, το κελάηδημά μας. Πού είναι τα παραμύθια μας; Οι παροιμίες, η συμπυκνωμένη σοφία του λαού μας. Πού η απαράμιλλη τέχνη, το σαρακατσιαναίιικο πρόβατο, ο ποιμενικός μας σκύλος; Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Δύο τινά συμβαίνουν: ή εμείς την απαρνηθήκαμε γιατί πιστεύαμε ότι δεν είχε να μας προσφέρει τίποτα ή αμελήσαμε γι’ αυτήν και χάθηκε. Ο Δημήτρης Τάγκας σε ενδιαφέρον άρθρο του, αναφερόμενος στη γενιά που παράτησε τη νομαδική ζωή, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι παραδοσιακές κοινωνίες, το ίδιο και η σαρακατσάνικη, εξασφαλίζουν τη συνέχειά τους επιφυλάσσοντας ιδιαίτερο ρόλο στους ηλικιωμένους, αυτόν του καθοδηγητή και του παιδαγωγού και με αυτόν τον τρόπο επίσης δεν αισθάνονται άχρηστα τα άτομα αυτά. Θεωρούν ότι βρίσκονται πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο για να κρατήσουν τις παραδόσεις που τους έδωσαν οι πατεράδες τους. Είναι αυτοί που διατήρησαν την

109


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός κληρονομιά της παράδοσης και πρέπει τώρα να τη μεταδώσουν. Η μετάδοση της συμπυκνωμένης και συσσωρευμένης γνώσης και εμπειρίας θα είναι το τελευταίο έργο τους πριν φύγουν για τον άλλον κόσμο. Αυτή η τελευταία πράξη, ισοδύναμη με την υπογραφή του ζωγράφου που με πολύ μεράκι και κόπο τελείωσε, ποτέ γι’ αυτούς δεν παίχτηκε. Και τούτο γιατί άντρες και γυναίκες αυτής της γενιάς, που ήταν ο τελευταίος κρίκος, δεν είχαν τίποτα να μεταδώσουν, όχι γιατί δεν ήξεραν, αλλά γιατί αυτό το οποίο γνώριζαν ήταν πλέον άχρηστο. Σε κανέναν δεν χρειαζόταν. Ποιος χρειαζόταν να του δείξουν πώς αρμέγουν, πώς κουρεύουν, ποια είναι τα καλά λιβάδια και ποια τα άχρηστα;» Αυτό είναι αλήθεια, είναι όμως μέρος της αλήθειας. Παράδοση δεν είναι μόνον η ρόκα, η κλίτσα και το άρμεγμα. Αν την αρνηθήκαμε, τότε γιατί την έχουμε κορωνίδα σε όλες μας τις διακηρύξεις; Αγωνιζόμαστε τάχα για κάτι που δεν μας εκφράζει; Για κάτι που δεν αποτελεί μέρος της ζωής μας; Ένας πολιτισμός, αν δεν έχει να προσφέρει τίποτα, καλά κάνει και χάνεται. Τόσοι και τόσοι πολιτισμοί χάθηκαν μέσα στους αιώνες. Έχουμε άραγε το ηθικό δικαίωμα να λέμε ότι συνεχίζουμε την παράδοση των πατεράδων μας; Αν αμελήσαμε γι’ αυτήν, πάλι η ευθύνη είναι δική μας. Μπορούμε άραγε να μεταδώσουμε κάτι που δεν

110


Η φιλιά το έχουμε στις νέες γενιές; «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Η παράδοση δεν διδάσκεται· βιώνεται. Κάποιοι από μας συγκινούνται από την παράδοση γιατί τη βίωσαν. Όπως βυζάξαμε το γάλα της μάνας μας, έτσι βυζάξαμε σταλιά σταλιά και την παράδοσή μας από τους πατεράδες μας, χωρίς να μας μιλήσει ποτέ κανένας γι’ αυτήν. H νέα γενιά, υβριδιακή κατά βάση, δεν έχει βιώματα σαν τα δικά μας. Αλήθεια ποιο νέο Σαρακατσιανόπουλο θα συγκινηθεί από το παιχνίδισμα του πουλαριού με τη μάνα του τη φοράδα, από ένα λαρωμένο κοπάδι στην αμαλαϊά, από το γλυκολάλημα της πετροπέρδικας, από το ανοιξιάτικο λάλημα του κούκου και της τρυγόνας, από το θρόισμα των ελατιών; Το καλύτερο βίωμα είναι οι αυθεντικές στιγμές της παράδοσης· στιγμές που διαδραματίζονται πραγματικά γεγονότα. Οι αυθεντικές στιγμές του παραδοσιακού μας πολιτισμού έχουν σχεδόν εκλείψει. Υπάρχουν όμως κάποιες σπίθες: το ράψιμο του φλάμπουρα στην Ήπειρο κυρίως, το ανάπιασμα των προζυμιών στη Μακεδονία και τη Θράκη. Μπορούν, άραγε, αυτές οι σπίθες να γίνουν πυρκαγιά; Οφείλουμε λοιπόν να δημιουργήσουμε τέτοιες αυθεντικές στιγμές. Κάθε σύλλογος οφείλει να διοργανώνει κάθε χρόνο μία-δυο γνήσιες βραδιές. Αυτές μπορούν να γίνονται τον Αϊ-Δημήτρη και τον Αϊ-Γιώργη·

111


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός στιγμές σημαδιακές στον νομαδικό μας βίο. Οι Ινδιάνοι της Αμερικής κάθε χρόνο διοργανώνουν πορεία ακολουθώντας τον δρόμο που ακολουθούσαν οι πρόγονοί τους πριν από τριακόσια χρόνια. Τα ανταμώματα είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Η ραγδαία μείωση του ενδιαφέροντος για το Περτούλι πρέπει να μας διδάξει πολλά. Εκείνο το τριήμερο πρέπει να οργανωθεί σε άλλη βάση. Οφείλουμε να το οργανώσουμε με τέτοιον τρόπο ώστε η νεολαία μας να κοινωνεί με τα στοιχεία της παράδοσής μας. Να οργανώσουμε φωλιές όπου τα παιδιά θα μαθαίνουν τα παραμύθια μας, τα τραγούδια μας, την ιστορία μας, τις παροιμίες μας, την τέχνη μας, τα παιχνίδια μας και τόσα άλλα στοιχεία του πολιτισμού μας. Τα μνημεία του πολιτισμού μας, κυρίως οι στάνες, μπορούν να γίνουν ζωντανές εστίες του πολιτισμού μας. Για παράδειγμα η στάνη της Πρέβεζας: βρίσκεται κοντά σε πόλη. Όλες οι πόλεις ψάχνουν να δημιουργήσουν εστίες να προκαλούν το γενικότερο ενδιαφέρον, έστω και προσωρινό, γιατί όχι και τουριστικό (Ονειρούπολη στη Δράμα, το σπίτι του Αϊ-Βασίλη). Γιατί η στάνη μας στην Πρέβεζα να μη γίνει πόλος έλξης για την πόλη αυτή; Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο χώρος αυτός να γίνει χώρος στον οποίο να ζωντανεύει ένα μήνα ή μια βδομάδα τον χρόνο η παράδοσή μας. Οι σύλλογοι έχουν το προνόμιο στις αίθουσές

112


Η φιλιά τους να δέχονται μεγάλο μέρος από το μέλλον του σιναφιού μας, τα παιδιά μας. Εδώ παίζεται το παιχνίδι. Έχουμε αναλογιστεί ποτέ πόση μεγάλη είναι η ευθύνη μας απέναντι σ’ αυτήν τη νεολαία; Φροντίσαμε να δώσουμε σ’ αυτά τα παιδιά, που περιμένουν με το στόμα ανοιχτό, σαν τα αγριοπούλια να πάρουν την τροφή από τους γονείς τους, τον παραδοσιακό μας πολιτισμό36; Ασφαλώς όχι! Αναλωνόμαστε μόνο σε πέντε-έξι χορούς· αυτό, φαίνεται, μας αρκεί να καλύψουμε κάποιες φολκλορικές παραστάσεις. Στεκόμαστε δυστυχώς στη βιτρίνα· δεν προχωράμε στην ουσία του πράγματος. Οι σύλλογοι πρέπει να στραφούν και σε δραστηριότητες σύγχρονες ή να παροτρύνουν τα παιδιά να στραφούν σε αυτές· δραστηριότητες άρρηκτα συνδεδεμένες με την παράδοσή μας. Η αγάπη προς το περιβάλλον και τη μάνα-γη, η ζωοφιλία, η ορειβασία, η πεζοπορία, η ιππασία, η ξυλογλυπτική, η σκοποβολή, η τοξοβολία είναι κάποιες από αυτές. Αν η νεολαία μας δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πολιτισμός των προγόνων της, υπεύθυνοι είμαστε εμείς και μόνον εμείς. Είτε σαν άτομα είτε σαν οικογένεια είτε σαν σύλλογοι. Το κάθε άτομο με την πολιτεία του στη σύγχρονη κοινωνία προβάλλει ή δυσφημεί τον πολιτισμό μας και τις αξίες μας. Η οικογένεια έχει τη δική της 36

Εξαιρετική είναι η πρωτοβουλία της Ομοσπονδίας μας να οργανώνει κάθε χρόνο για Σαρακατσιανόπουλα βιωματική εμπειρία του πολιτισμού μας στην κατασκήνωση του σιναφλή και φίλου Αχιλλέα Τιμπλαλέξη στη Χαλκιδική.

113


Θεόδωρος Μ. Γιαννακός ευθύνη. Αυτό αφορά την ίδια. «Το παιδί ό,τι μικρομαθαίνει, δεν το τρανοαφήνει»∙ «το παιδί και το σκυλί είναι όπως το μάθεις». Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι και να τα κάνουμε όλα αυτά τι θα καταφέρουμε, θα σώσουμε την παράδοση; Μπορεί να μην καταφέρουμε και τίποτα. Θα έχουμε κάνει όμως το χρέος μας. Κι όπως λέει ο Καζαντζάκης «ευτυχία είναι να κάνεις το χρέος σου». Η παράδοση τρέφει τον άνθρωπο όπως οι ρίζες τρέφουν το δέντρο. Μπορεί να μη φαίνονται οι ρίζες, αλλά αυτές το κρατούν όρθιο και θαλερό. Αυτές οι ρίζες όμως θέλουν ξεχορτάριασμα, πότισμα, σκάλισμα, αέρα και τροφή. Εάν θέλουμε το σινάφι μας στο μέλλον να κρατήσει κομμάτι από την ιδιοπροσωπία του και να μετέχει με τρόπο δημιουργικό στο γίγνεσθαι της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να βρει ποια είναι εκείνα τα σημεία που την εκφράζουν και να αγωνιστεί με ΠΑΘΟΣ γι’ αυτά. Αλλιώς; Θα καταντήσουμε σαν τους Ποσειδωνιάτες του Καβάφη.

σαλέπι

114


Η φιλιά

Φωτογραφία εξώφυλλου: Σαρακατσαναίικη ποδιά (έργο Θεόδωρου Γιαννακού) 115


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.