Για το σχολείο των κοινωνικών αναγκών: κείμενο εκπ/κών του ΝΑΡ (Μάρτης 2011)

Page 1

Για το σχολείο των κοινωνικών αναγκών Κείµενα πρώτων προσεγγίσεων & διαλόγου για ένα κίνηµα ανατροπής ενάντια στο σχολείο ΠΑΣΟΚ-ΕΕ-ΔΝΤ 1.Το «Νέο Λύκειο»: παλιό όσο η αγορά 2.Τι αλλάζει στο «νέο σχολείο» 3.Από το «µπαµπούλα» επιθεωρητή στο διευθυντή - µάνατζερ 4.Αναζητώντας τα «γιατί» των αλλαγών 5.Τι µεθοδεύεται για την τριτοβάθµια εκπαίδευση 6.Η εκπαιδευτική στρατηγική της ΕΕ πλαίσιο αντιδραστικών αλλαγών 7.Για ένα πρόγραµµα διεκδικήσης ενός σχολείου κοινωνικών Το αντιεκπαιδευτικό τσουνάµι των τελευταίων µηνών είναι πρωτοφανές σε σφοδρότητα και οξύτητα παρόλο που δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Τα 1.200 κατηργηµένα σχολεία είναι το πρώτο κύµα µιας συντονισµένης επίθεσης που έχει βάθος. Στην πραγµατικότητα βρισκόµαστε αντιµέτωποι µε µια σαρωτικού χαρακτήρα µετάλλαξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην κατεύθυνση της λειτουργίας του σχολείου ως επιχείρηση. Οι σηµερινές εξελίξεις εµπνεύστηκαν από το αγγλοσαξωνικό µοντέλο συντηρητικής αναδιάρθρωσης: τη Λισαβόνα, τη Μπολόνια και τον ΟΟΣΑ. Απόπειρες εφαρµογής τους στην ελληνική εκπαίδευση έχουν γίνει κατ’ επανάληψη την τελευταία 20ετία. Το µοντέλο της εκπαίδευσης άλλαζε αλλά η ταξική πάλη, ιδιαίτερα σε ένα χώρο µε µαχητικό ανατρεπτικό κίνηµα διαρκείας καθώς και οι εσωτερικές αντιφάσεις των αναδιαρθρώσεων δεν ευνοούσαν την πλήρη µετάλλαξή της. Αυτό που συµβαίνει σήµερα είναι µια άνευ προηγουµένου χρονική συµπύκνωση µε σοβαρότατο βάθεµα των ποιοτικών χαρακτηριστικών λόγω της κρίσης και του Μνηµονίου. Η επιλογή της κυβέρνησης µε την καθοδήγηση του ελληνικού κεφαλαίου, ΕΕ, ΔΝΤ για ευρείας κλίµακας περικοπές στα κοινωνικά αγαθά οδηγεί µε ραγδαίο τρόπο την εκπαίδευση στο απόλυτο µηδέν και δηµιουργεί ανεξέλεγκτες απώλειες που δεν πρέπει να αγνοηθούν από το µαχόµενο εκπαιδευτικό κίνηµα. Είναι σαφές ότι το κεφάλαιο δεν επιλέγει σήµερα το µαζικό διωγµό µαθητών από τη βασική εκπαίδευση. Αν όµως δεν κατορθώσει να µειώσει αισθητά τις δαπάνες µε άλλους τρόπους (επιχειρηµατική λειτουργία του σχολείου και τσάκισµα των εργαζόµενων σ’ αυτό), είναι έτοιµο ακόµα και για µέτρα που θα «πετάξουν» σηµαντικά τµήµατα του µαθητικού πληθυσµού εκτός εκπαίδευσης, κυρίως από τα λαϊκά στρώµατα και τους µετανάστες. Γι’ αυτό οι τοµές που προωθούνται δεν είναι µια απλή επανάληψη κι αντιγραφή της συντηρητικής αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του ’90 αλλά ποιοτικό βάθεµά της. Το κεφάλαιο έχει στόχο µια εκπαίδευση αυτοχρηµατοδοτούµενη, χωρίς σταθερή κεντρική κρατική χρηµατοδότηση, την επέκταση της κερδοφορίας του στον τοµέα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών και τη δυνατότητά του να επεµβαίνει απευθείας στο περιεχόµενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας για την εξυπηρέτηση των αναγκών της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας. Είναι φανερό ότι ο πρώτος στόχος αυτήν την περίοδο αποκτά επείγοντα ρόλο γι’ αυτό και οι τοµές που προωθούνται έχουν ισχυρά τα λογιστικά χαρακτηριστικά. Η πολιτική της κυβέρνησης όµως, δεν είναι η προσθαφαίρεση. Το ποιοτικό βάθεµα όλων των χαρακτηριστικών τις επίθεσης είναι ο βασικός πολλαπλασιαστικός παράγοντας. Γι’ αυτό και δοµεί ένα απίστευτα συντηρητικό, συγκεντρωτικό, αυταρχικό και ιεραρχικό µοντέλο εκπαίδευσης, που αντιστοιχεί στις επιχειρήσεις κι όχι απλά λιγότερη εκπαίδευση. ❑

1


1.Το «Νέο Λύκειο»: παλιό όσο η αγορά 1.Η ΑΓΟΡΑ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΕ ΚΡΙΣΗ Ας κοιτάξουµε τον κόσµο γύρω µας. Πάει καιρός που η παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας, µε την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Με αυτή την εξέλιξη και την τεράστια παραγωγή πλούτου, θα έπρεπε η φτώχεια να έχει εξαλειφτεί και ο χρόνος εργασίας να έχει γίνει ένα µικρό κοµµάτι της ζωής µας. Ο ελεύθερος δηµιουργικός χρόνος, η µόρφωση και ο πολιτισµός, η αρµονική συνύπαρξη µε τη φύση, µια καλύτερη και πιο ευτυχισµένη ζωή θα έπρεπε να αναδύεται από τις ανθρώπινες συλλογικότητες. Οι νέοι άνθρωποι θα έπρεπε να µετέχουν µιας παιδείας ικανής να καλλιεργήσει την περιέργεια και τις κλίσεις τους, να τους δώσει βάσεις και εργαλεία για να γνωρίσουν και να εξηγήσουν το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον γύρω τους, την ιστορική του εξέλιξη, να δουν τον εαυτό τους µέσα σ’ αυτήν αλλά και στα µάτια των διπλανών τους. Να κρίνουν και να αποδεικνύουν, να αναζητούν και να ονειρεύονται, να είναι ελεύθεροι και να διαφυλάσσουν την ελευθερία τους, να έχουν την πεποίθηση ότι είναι µέρος της συνολικής κοινωνικής κίνησης, αλλά και ότι την επηρεάζουν. Να έχουν τις γνώσεις που γεννούν την προσδοκία ότι θα είναι κύριοι της παραγωγής κι όχι υποχείριά της. Μιας παιδείας που να αναβρύζει από όλους τους πόρους της κοινωνίας, την εργασία, τη µαθητική τάξη και το φοιτητικό αµφιθέατρο, την κίνηση της πληροφορίας και τα µέσα ενηµέρωσης, τη πολιτιστική δηµιουργία και συνεχώς, σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Μιας παιδείας που θα επιδιώκει να συµβάλλει στην αλλαγή του κόσµου και των ανθρώπων. Κι όµως, όχι µόνο τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συµβαίνει, αλλά όταν οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν από πείνα στις καπιταλιστικές µεγαλουπόλεις, αυτοκτονούν είτε από το εργασιακό στρες, είτε από το φόβο µήπως βρεθούν στην ανεργία. Οι πιο εκσυγχρονισµένες τεχνολογικά χώρες και αυτές που ακόµη διδάχτηκαν από την ιστορία τους τον πυρηνικό όλεθρο, γεννούν «Φουκουσίµα». Ο ελεύθερος χρόνος τείνει να εκλείψει κι όσος υπάρχει καταδυναστεύεται από τα ΜΜΕ. Οι άνθρωποι κοιτούν µονάχα εντός τους, µόνοι, αποξενωµένοι από τα προϊόντα που παράγουν κι ανταγωνιστικοί προς τους υπόλοιπους και τη φύση. Οι νέοι ασφυκτιούν µέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστηµα που είτε τους πείθει ότι «δεν είναι για τα γράµµατα» είτε αφυδατώνει την όποια περιέργεια κι αναζήτηση, µετατρέποντάς τη σε εκγύµναση στην ύλη για τις εξετάσεις. Ο θεός της αγοράς και η ανταγωνιστικότητα, έχουν γίνει υπέρτατες κοινωνικές αξίες. Δεν υπήρχε ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία τόσο µεγάλος όγκος διακινούµενων πληροφοριών µαζί µε τόσο χειραγωγηµένη ενηµέρωση. Τόσες πολλές δυνατότητες απελευθέρωσης των ανθρώπου από την άγνοια και το σκοταδισµό µαζί µε τόσο πολλά δεσµά ανελευθερίας. Κι ο κόσµος προχωρούσε µε υποσχέσεις καταναλωτικής ευδαιµονίας και υποθηκευµένες ιδεολογίες. Όλοι να «κοιτούν τη δουλειά τους», µακριά από ρηξικέλευθες αναλύσεις και επικίνδυνα ερωτήµατα, όπως γιατί αυτοί που παράγουν τον πλούτο απολαµβάνουν τα ψίχουλα που

πέφτουν από το τραπέζι εκείνων που τον ιδιοποιούνται. Στο κλίµα του «τέλους της ιστορίας» ο καπιταλισµός έβαλε το ερώτηµα της κρίσης στην εκπαίδευση και αποφάνθηκε ότι έπρεπε να δεθεί πιο οργανικά µε τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και την ιδέα της ανταγωνιστικής οικονοµίας της γνώσης. Έτσι οι προτεραιότητες του κέρδους και της ιδεολογικής κυριαρχίας των αξιών του κεφαλαίου (επιχειρηµατικότητα, προσαρµοστικότητα, ευελιξία) άρχισαν να διεκδικούν χώρο µέσα στα εκπαιδευτικά περιεχόµενα και την εκπαιδευτική διαδικασία, πιο άµεσα και πιο καθαρά σε σχέση µε το παρελθόν. Άρχισαν να προετοιµάζουν και να υποδέχονται τις αντίστοιχες αλλαγές στην εργασία. Η αγορά εργασίας απαιτεί όσες γενικές γνώσεις χρειάζονται µόνο σαν βάση των δεξιοτήτων. Οι υπόλοιπες είναι περιττές. Η αγορά ζητά διά βίου κυνήγι προσόντων. Δεν χρειάζεται ανθρωπιστικές σπουδές, παρά δεξιότητες συνεργατικότητας και πρωτοβουλίας για την παραγωγή. Η αγορά δεν χρειάζεται γλώσσα, εργαλείο συγκρότησης σκέψης και αντίληψης για τον κόσµο αλλά µέσο επικοινωνίας. Δεν χρειάζεται ξεχωριστούς χώρους εκπαίδευσης µε µακροπρόθεσµες σπουδές, αλλά ευέλικτες διαδροµές µάθησης, που να οδηγούν στην παραγωγή, χωρίς νεκρούς χρόνους. Η αγορά δεν χρειάζεται συγκροτηµένη, γενική γνώση αλλά πιστοποιηµένες ικανότητες. Δεν χρειάζεται αναζητήσεις πίσω από τις πληροφορίες αλλά τη διαχείρισή τους. Δεν τους θέλει όλους µορφωµένους, υπάρχει πόλωση στις ανάγκες της. Πολύ υψηλά προσόντα από τη µια, αλλά και αναλώσιµο ανθρώπινο δυναµικό από την άλλη. Η αγορά δεν επιτρέπει ελεύθερο χρόνο γιατί τότε η σκέψη κάνει ακροβασίες και πετάγµατα και αυτό είναι χαµένος χρόνος. Δεν θέλει πολίτες αλλά καταναλωτές, πελάτες και στην πολιτική. Δεν αναγνωρίζει τις κοινωνικές τάξεις αλλά τους κοινωνικούς εταίρους. Για την αγορά έχει αξία ότι µετριέται, ανταλλάσσεται, παράγει κέρδος. Τελικά, η εκπαίδευση µε την πλήρη αποδοχή των παραπάνω, έφτασε στη σηµερινή της απαξίωση και κρίση. Ζωντανή εικόνα της καπιταλιστικής κρίσης που στοιχειώνει το µέλλον της κοινωνίας µας σήµερα. 2. ΤΟ «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ Δεν θα σταθούµε στα εξόφθαλµα και προφανή, όπως τη «συγχώνευση» µαθηµάτων που εµφανίζεται σαν µείωση της ύλης. Θεωρούµε ότι η πρόταση για το νέο σχολείο αφορά την πιο αντιδραστική εµπέδωση της λογικής του σχολείου της αγοράς. Η ανάγκη γενικής, συγκροτηµένης γνώσης και η ισότητα ευκαιριών, δεν αναφέρονται πια ούτε προσχηµατικά σαν περιεχόµενο του σχολείου αυτού. Τουναντίον, δύο είναι τα κριτήρια της κοινωνικής του αποτελεσµατικότητας: οι δείκτες της PISA (κατά τα άλλα η υπουργός µέµφεται τους γονείς ότι σπρώχνουν τα παιδιά τους στη βαθµοθηρία) και το µεγάλο ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες των 18–24 χρονών που υποδηλώνουν, κατά την υπουργική πρόταση, έλλειψη προσόντων που ζητάει η αγορά, αφού ένα µεγάλο κοµµάτι αρνείται να κατευθυνθεί προς την τεχνική εκπαίδευση, ως όφειλε. Το να υποστηρίζεται αυτό, εν µέσω κρίσης, όταν οι απολύσεις και η ανεργία είναι καθηµερινό φαινόµενο,

2


προκειµένου οι επιχειρήσεις να µεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, είναι τουλάχιστον πρόκληση. Η στροφή µεγάλου ποσοστού των νέων (50–60%) στην τεχνική εκπαίδευση – κατάρτιση είναι ο πρώτος στόχος του νέου σχολείου. Ως αναγκαία γενική γνώση, εµφανίζεται ο λιτός πυρήνας των µαθηµάτων για την ανάπτυξη των βασικών δεξιοτήτων που δίνεται στην πρώτη Λυκείου (µαθήµατα µητρική γλώσσας, ιστορία και σε µεγάλο βαθµό τα µαθηµατικά). Πρόκειται για την πλήρη προσαρµογή στις αποφάσεις της ΕΕ, που επικαιροποιήθηκαν πρόσφατα και από το Σύµφωνο του ευρώ, όπου απαιτείται η γενική γνώση να είναι τόση και τέτοια, ώστε πάνω σε αυτή να µπορεί να πατήσει η δια βίου κατάρτιση. Αυτή η γενική γνώση (κατά την ΕΕ) αναφέρεται στις βασικές δεξιότητες της επικοινωνίας στην ελληνική και µια τουλάχιστον ξένη γλώσσα, ο γραµµατισµός, ο αριθµητισµός µε ελκυστικότητα στα µαθηµατικά, τις θετικές επιστήµες και την τεχνολογία (η ξένη γλώσσα και η τεχνολογία προβλέπεται ότι θα έχουν καλυφθεί από το γυµνάσιο στην πρόταση του υπουργείου). Το άθροισµα αυτών των βασικών δεξιοτήτων δεν έχει καµιά σχέση µε τη συγκροτηµένη, γενική γνώση που χρειάζεται σήµερα ο νέος άνθρωπος για να µπορεί να σταθεί εργασιακά, αξιακά, κοινωνικά και πολιτικά µέσα στις τεχνολογικές–επιστηµονικές αλλαγές, στον καταιγισµό των πληροφοριών και στα αδιέξοδα της κρίσης. Οι τάξεις της Β’ και Γ’ λυκείου αποτελούν τάξεις εξειδίκευσης, δηλαδή προσανατολισµού στα µαθήµατα βαρύτητας για τις εισαγωγικές στα ΑΕΙ. Για όσους δεν θέλουν να συνεχίσουν προς τα εκεί η γενική παιδεία περιορίζεται στην ξένη γλώσσα, τον πολιτισµό και τη θρησκεία. Δηλαδή θα υπάρχουν παιδιά που σύµφωνα µε την πρόταση του υπουργείου παιδείας δεν θα διδαχθούν καθόλου βιολογία αλλά σίγουρα θα διδαχθούν θρησκευτικά. Η ερευνητική εργασία (project) γίνεται µάθηµα, ώστε οι µαθητές να αποκτήσουν τις λεγόµενες «εγκάρσιες ικανότητες», επιχειρηµατικό πνεύµα, «µαθαίνω πώς να µαθαίνω», ψηφιακή ικανότητα, πρωτοβουλία και πολιτιστική συνείδηση. Δεν πρόκειται για µια αναγνώριση της ανάγκης διαφορετικής διδακτικής, παιδαγωγικής προσέγγισης της γνώσης ώστε οι νέοι να αναζητούν , να ερευνούν και να ανακαλύπτουν, µέσα από οµαδική, κοινωνική δουλειά. Αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο θα τύγχανε µεγαλύτερης σοβαρότητας και προετοιµασίας, θα διέσχιζε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία (από το Δηµοτικό) και προφανώς η υλοποίησή του δεν θα µπορούσε να στηριχθεί ούτε σε τµήµατα 25 και 27 ατόµων, ούτε σε ένα εργαστήριο πληροφορικής 16–20 θέσεων, σε ένα σχολείο 200–300 και πάνω µαθητών, που κατά την ανάλυση της πρότασης υπερεπαρκούν. Δεν πρόκειται κυρίως για αβλεψία ή προχειρότητα του υπουργείου. Η εφαρµογή της ερευνητικής εργασίας µε αυτό τον τρόπο, εννοώντας ως σύνδεση µε την κοινωνία την επικοινωνία µε τους επαγγελµατικούς φορείς, και µε τελική βαθµολογία βάσει κριτηρίων, που θα µετρά στην επίδοση και κατά πάσα πιθανότητα στην εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ανταποκρίνεται πλήρως σε µια συζήτηση που γίνεται χρόνια στην ΕΕ, για το ποιες και σε τι βαθµό πρέπει να δίνονται οι εγκάρσιες δεξιότητες. Η κεντρική της ιδέα είναι απλή: η παραγωγή σήµερα δεν είναι τεϊλορική, φορντική αλυσίδα κυρίως δηλαδή διαδοχή, τυποποιηµένων

κινήσεων. Απαιτεί επιστράτευση της δηµιουργικότητας, της φαντασίας του εργαζόµενου καθώς και τη συνεργασία του σε οµάδες, την επίλυση προβληµάτων και την πρωτοβουλία του. Αυτά όµως πρέπει να αναπτύσσονται στον εργαζόµενο σε τέτοιο βαθµό ώστε να µην τείνουν να αµφισβητήσουν το διευθυντικό δικαίωµα ή την όλη λειτουργία της καπιταλιστικής παραγωγής σήµερα. Το αξιολογικό, εξεταστικό πλέγµα εντείνεται στο νέο Λύκειο. Η παραπαιδεία έχει µπροστά της νέο πεδίο δόξης λαµπρό ή η κρίση και η έλλειψη χρηµάτων από την εργατική οικογένεια θα οδηγήσει στην έξοδο από το «νέο Λύκειο» των παιδιών της; Το σίγουρο είναι ότι χωρίς καν η πρόταση να αναφέρεται στις ενδοσχολικές εξετάσεις, το αξιολογικό πλέγµα διογκώνεται αφού για την εισαγωγή ενός µαθητή στο πρώτο έτος µιας σχολής των ΑΕΙ θα συνυπολογίζεται σε κάποιο βαθµό η επίδοσή του στο Λύκειο, πιθανά ο βαθµός των εργασιών του και οι βαθµοί του σε 4(;) µαθήµατα πανελλαδικώς εξεταζόµενα στο τέλος της Γ’ Λυκείου. Ο µαθητής θα εισάγεται σε κάποια σχολή µε βάση τους συντελεστές βαρύτητας που θα έχει η σχολή ορίσει στα µαθήµατα και µετά µε βάση τις επιδόσεις του στο πρώτο έτος, θα ακολουθεί κάποιο πρόγραµµα σπουδών. Ο ανταγωνισµός σε όλα αυτά είναι προφανές ότι θα µετατρέψει το Λύκειο σε προθάλαµο των ΑΕΙ και θα γιγαντώσει την παραπαιδεία, αφού θα µετρούν οι αξιολογήσεις τεσσάρων χρόνων. Ωστόσο αξίζει να αναφέρουµε ότι και µετά από όλα αυτά, µε τη νέα δοµή που προβλέπει η πρόταση του υπουργείου, για την ανώτατη εκπαίδευση, δηλαδή των ευέλικτων ροών σπουδών που θα αποτιµώνται µε πιστωτικές µονάδες και την ουσιαστική κατάργηση των τµηµάτων, το πολυπόθητο πτυχίο, πιθανά να είναι ένα πιστοποιητικό σπουδών που δεν θα αντιστοιχεί σε συγκροτηµένο επιστηµονικό, αντικείµενο και σίγουρα δεν θα αναφέρεται σε σαφή εργασιακά δικαιώµατα. Η εξατοµικευµένη πορεία, η διαφοροποιηµένη εκπαίδευση, αποτελεί µια τάση που διασχίζει όλη την πρόταση για το νέο Λύκειο. Ήδη από τη Β’ Λυκείου (τάξη εξειδίκευσης) ο κοινός κορµός των µαθηµάτων των δύο κατευθύνσεων που προβλέπονται, δεν θα ξεπερνά το 50% των διδακτικών ωρών, ενώ στην Γ’ Λυκείου (τρεις κατευθύνσεις) το ένα τρίτο, αντίστοιχα. Με το δεδοµένο της διαφορετικότητας του θέµατος των ερευνητικών εργασιών, καταλαβαίνει κανείς ότι ο κάθε µαθητής θα διαµορφώνει µια περισσότερο ατοµική διαδροµή µάθησης, που µπορεί να µην περιέχει βασικά αντικείµενα, γενικής παιδείας. Για παράδειγµα, στο βαθµό που ο µαθητής δεν σκοπεύει να δώσει εισαγωγικές για την Ανώτατη Εκπαίδευση, άρα δεν θα πάρει κάποιο µάθηµα εµβάθυνσης, θα επιλέγει µεταξύ ξένης γλώσσας, πολιτισµού, λογικής και θρησκείας. Με αυτό τον τρόπο, δεν επιτυγχάνεται κυρίως η καλλιέργεια ιδιαίτερων κλίσεων, αλλά διαφοροποιείται ο µαθητικός πληθυσµός. Είναι φανερό, ότι τα παιδιά µε το χαµηλότερο µορφωτικό και κοινωνικό κεφάλαιο, αντί να ενισχύονται µε αντισταθµιστικά µέτρα ώστε να παίρνουν την απαραίτητη γνώση µαζί µε τα υπόλοιπα παιδιά, θα εγκλωβιστούν σε µια ζώνη πιο «εύκολων» µαθηµάτων αναπαράγοντας µε τον πιο ακραίο τρόπο την ταξική λογική «το παιδί του εργάτη, εργάτης κι αυτός». Οι παραπάνω µαθησιακές διαδροµές απόκτησης προσόντων θα καταγράφονται στον ατοµικό φάκελο προσόντων (portfolio) του κάθε µαθητή, που

3


θα τον ακολουθεί εφ’ όρου ζωής και θα αποτυπώνει όλες τις εναλλαγές εργασίας, κατάρτισης δια βίου, που θα γίνονται κυρίως µε ατοµική του ευθύνη. Το ότι αυτή η κουλτούρα ξεκινά κι εµπεδώνεται από τα 15 χρόνια στη νέα γενιά, σίγουρα, τουλάχιστον αποδεικνύει πόσο προσχηµατικές είναι οι διακηρύξεις της υπουργού περί παιδικότητας και χαµένης εφηβείας. Ταυτόχρονα, το νέο σχολείο ενστερνίζεται σε όλες του τις λειτουργίες τη λογική των περικοπών και του µικρότερου κόστους. Τα αναλυτικά προγράµµατα θα αλλάξουν, αλλά τα βιβλία θα παραµείνουν τα ίδια και κύρια θα προστεθούν τα ψηφιακά βοηθήµατα και οι διαδικτυακές πηγές. Και η ύπαρξη βέβαια των βιβλίων τίθεται εν αµφιβόλω αφού ο οργανισµός διδακτικών βιβλίων καταργήθηκε πρόσφατα. Τα κτίρια των συγχωνευµένων σχολείων κατά την υπουργό είναι ιδανικά. Ο προϋπολογισµός για την παιδεία είναι στο πιο χαµηλό του σηµείο µετά τη µεταπολίτευση και η χρηµατοδότηση των σχολείων θα γίνει από τους ήδη ελλειµµατικούς καλλικρατικούς Δήµους. Εξάλλου όπως δήλωσε η υπουργός σε συνέντευξή της (…) χρειάζονται µόνο γύρω στους 100 µαθηµατικούς – φιλολόγους και η επιµόρφωση θα γίνει από τα κονδύλια του ΕΣΠΑ. Όλα τα παραπάνω εµφανίζονται από την εισηγητική πρόταση σαν παροχή της ελευθερίας επιλογής. Ο νέος είναι ελεύθερος να επιλέξει τη µαθησιακή του διαδροµή λες κι όλοι ξεκινούν από την ίδια οικονοµική, κοινωνική αφετηρία και δεν υπάρχουν µορφωτικές ανισότητες που το εκπαιδευτικό σύστηµα όφειλε τουλάχιστον να προσπαθήσει να αµβλύνει. Είναι όπως το δικαίωµα στη επιλογή εργασίας που παρέχεται σήµερα, το δικαίωµα στην επιλογή περίθαλψης ή το δικαίωµα στην πληροφόρηση. Και φυσικά όταν υπάρχουν τόσες ελευθερίες, το άτοµο είναι υπεύθυνο των επιλογών του και η αποτυχία του εσωτερικεύεται. Αυτή είναι η περίφηµη ανελευθερία της δυνατότητας των πολλαπλών επιλογών, όταν η καπιταλιστική πραγµατικότητα δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο. 3. ΣΤΟ ΚΑΥΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΜΕ ΠΙΛΟΤΟ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ Η µεγαλύτερη ταξικότητα του «νέου Λυκείου» σε περιεχόµενο και φραγµούς, γίνεται πιο καθαρή, αν δει κανείς τη συγκεκριµένη πρόταση στο έδαφος των ραγδαίων, αντιδραστικών αλλαγών που εξελίσσονται σε όλη την εκπαίδευση αλλά και στο χώρο της εργασίας. Διαρκείς συγχωνεύσεις, υποχρηµατοδότηση, κατάργηση κάθε υποτυπώδους αντισταθµιστικού µέτρου µορφωτικής

υποστήριξης(πρόσθετη, ενισχυτική κλπ.). Και ταυτόχρονα εργασιακή-µισθολογική υποβάθµιση των εκπαιδευτικών και αξιολόγηση–χειραγώγησή τους (για το Λύκειο από Σεπτέµβρη του 2011), µε αυτοαξιολόγηση των σχολείων. Την ίδια στιγµή τα πρότυπα σχολεία γίνονται πιο «ελίτ» και δυσκολεύει η εισαγωγή µαθητών αλλά και εκπαιδευτικού προσωπικού σ’ αυτά. Τα σχολεία αυτά µαζί µε τα δίκτυα αριστείας και καινοτοµίας, ότι η προσπάθεια πιο επιστηµονικής γνώσης και εφαρµογής πρωτοποριακών µεθόδων, θα είναι σε πιο αποµονωµένες ζώνες από την µαζική εκπαίδευση. (η λογική της διαφοροποίησης και προς τα πάνω) Σε όλη αυτή την πιο αντιδραστική µετάλλαξη του σχολείου, ποιος θα εξασφαλίζει την υλοποίηση των βασικών κατευθύνσεων του υπουργείου; Με βάση το σχέδιο νόµου για τη διοίκηση των σχολείων, ο διευθυντής αποκτά αυτήν την υποχρέωση, αφού αυτός ορίζεται ως ο µόνος παιδαγωγικά και διοικητικά υπεύθυνος, που αποφασίζει για όλα, καθώς ο σύλλογος διδασκόντων δεν θα έχει πια κανένα αποφασιστικό ρόλο. Στην κατεύθυνση της πιο µερικής κατάρτισης και της πιο άµεσης σύνδεσης µε την αγορά εργασίας κινήθηκαν όλες οι αλλαγές στη διά βίου µάθηση και αναµένεται επίσης να κινηθούν οι αλλαγές στην τεχνική εκπαίδευση στην πρόταση που θα κατατεθεί µετά το Πάσχα. Οι παραπάνω αλλαγές, µαζί µ’ αυτές που συντελούνται στο Δηµοτικό και το Γυµνάσιο, καθώς και την Ανώτατη Εκπαίδευση, δείχνουν την τάση να οδηγηθούµε σε ένα εκπαιδευτικό σύστηµα που θα διαφέρει από τις γνωστές µας βαθµίδες (πρωτοβάθµια, δευτεροβάθµια, τριτοβάθµια). Θα είναι εξαιρετικά ευέλικτο, η διάρκειά του θα εκτείνεται σε όλη την ανθρώπινη ζωή, µε ατοµική ευθύνη και κόστος του καθενός. Η κοινή µονάδα πλοήγησης σ’ αυτό το σύστηµα θα είναι η αποτίµηση των µαθησιακών αποτελεσµάτων, δηλαδή τι είναι ικανός να κάνει κάποιος ανεξάρτητα από την µαθησιακή διαδροµή που τα απέκτησε, πράγµα που αποτυπώνεται τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων. Αυτή θα είναι η βάση της απασχολησιµότητας, δηλαδή της αποτελεσµατικής αξιοποίησης της εργατικής δύναµης από το κεφάλαιο, της εργασιακής κινητικότητας και της πολυδιάσπασης των δικαιωµάτων, άρα της κατάργησης οποιονδήποτε συλλογικών ρυθµίσεων όριζαν ως τώρα τους όρους εργασίας (συλλογικές συµβάσεις). Σ’ αυτήν µε άλλα λόγια ευελπιστεί η αστική τάξη να στηριχτεί για το ξεπέρασµα της καπιταλιστικής κρίσης, σε ένα έδαφος δηλαδή κατακερµατισµού γνώσεων, εργασίας και ανθρώπων. ❑

2.Τι αλλάζει στο «νέο σχολείο» Μέσα από τις επιχειρούµενες αλλαγές, ένας βασικός στόχος είναι το φτηνότερο σχολείο. Ενδεικτική είναι η επιλογή των συγχωνεύσεων που έχει ήδη ξεσηκώσει αντιδράσεις, την οποία η κυβερνητική προπαγάνδα της κυβέρνησης εµφανίζει ως ένα νοικοκύρεµα. Στην πραγµατικότητα τα κριτήρια είναι λογιστικά, καθώς µείωση σχολείων σηµαίνει µείωση δαπανών. Αυτό συνδυάζεται µε τη δραστική µείωση των κονδυλίων που µέσω Δήµων καλύπτουν τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων. Επειδή οι

δαπάνες αυτές είναι ανελαστικές, το κόστος περνάει στους γονείς, που δεν µπορούν να αφήσουν τα παιδιά χωρίς π.χ. θέρµανση. Έκτακτες εισφορές, λαχεία, εκδηλώσεις µε εισιτήριο έγιναν φέτος σε πολλές περιοχές της Ελλάδας για να αντιµετωπιστούν τέτοιες ανάγκες. Πεδίο δοκιµής και η κρίση χρηµατοδότησης της µετακίνησης µαθητών της Περιφέρειας, που δεν έχουν σχολείο στο χωριό τους. Χιλιάδες µαθητές έχασαν χιλιάδες ώρες από την αρχή του 2011 επειδή µε τον

4


«Καλλικράτη» δεν υπήρχε κάποιος να πληρώσει τους λεωφορειούχους. Οι αρµόδιοι δήλωναν αναρµόδιοι ή απλά άφραγκοι... Οι γονείς καλούνται ή να βάλουν το χέρι στην τσέπη ή να βρουν σπόνσορα.

Είναι όσα ζητά το «Σύµφωνο για το ευρώ» ζητώντας ανάµεσα στα µέτρα για την παραγωγικότητα, τη βελτίωση των εκπαιδευτικών συστηµάτων. Για την ΕΕ ο άνθρωπος γεννιέται για να γίνει παραγωγικός µισθωτός...

Μια άλλη πλευρά των αλλαγών είναι η προσπάθεια συγκεντρωτικού ελέγχου της εκπαιδευτικής δοµής. Ο «εκπαιδευτικός Καλλικράτης» αλλάζει, διευρύνει και ρευστοποιεί τα όρια της περιοχής που αντιστοιχεί σε κάθε σχολείο, επιτρέποντας τις µετακινήσεις µαθητών και τα «µαγειρέµατα» ώστε τα τµήµατα να παραµένουν µεγάλα, αλλά όχι τόσο όσο να επιτρέπουν τη δηµιουργία νέου τµήµατος. Αντίστοιχες νοµοθετικές προβλέψεις επιτρέπουν τις µετακινήσεις εκπαιδευτικών σε ευρύτερη περιοχή.

Κρίσιµη διάσταση είναι η εντατικοποίηση µε την πολύωρη παραµονή στο σχολείο, την ανάγκη εξωσχολικής δουλειάς, τη «διπλωµατική» του λυκείου και φυσικά για το φροντιστήριο. Η ανάγκη για αυτό οξύνεται µε την αύξηση της ύλης και τον ολοκληρωτικό προσανατολισµό του λυκείου στην εισαγωγή στο πανεπιστήµιο, καθώς µετράνε οι βαθµοί όλων των τάξεων.

Το πλαίσιο συµπληρώνει η πρόταση για το νέο ρόλο του διευθυντή «µε υπερξουσίες και δυνατότητα τιµωρίας των εκπαιδευτικών ακόµη και µε περικοπή µισθού» αλλά και η πρωτοβουλία διαµόρφωσης του Μεγάλου Αδερφού της εκπαίδευσης, της ηλεκτρονικής βάσης δεδοµένων «Survey». Εκεί θα καταχωρούνται περίπου όλα όσα αφορούν στο σχολείο. Με το διευθυντή - µάνατζερ και το άγρυπνο µάτι του «Survey» επιχειρείται ο ολοκληρωτικός έλεγχος της εκπαιδευτικής καθηµερινότητας, καθώς πολύ συχνά η πραγµατικότητα επέβαλε µικρότερες ή µεγαλύτερες αποκλίσεις από το αναλυτικό πρόγραµµα και τις εγκυκλίους, ακόµη και από εκπαιδευτικούς που δεν είχαν προθέσεις αµφισβήτησης. Η καταδίκη των καθηγητών από τα Γιαννιτσά που δεν έγιναν εχθροί των µαθητών τους τηρώντας το γράµµα του κανονισµού είναι διδακτική. Ταυτόχρονα δροµολογούνται σηµαντικές αλλαγές στο περιεχόµενο της εκπαίδευσης. Δυο στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης είναι τα 800 ολοήµερα δηµοτικά ως µοντέλο για τη βασική εκπαίδευση και το «νέο λύκειο», όπως περιγράφεται στις διαρροές στα ΜΜΕ. Το πρόγραµµα σπουδών για τα 800 ολοήµερα δηµιούργησε πολλά ερωτηµατικά, π.χ. για τη διδασκαλία πληροφορικής και αγγλικών από την Α’ δηµοτικού. Μπορούν τα παιδιά να µάθουν αγγλικά, ενώ δεν ξέρουν να γράφουν στα ελληνικά ή πληροφορική χωρίς να ξέρουν καλά καλά να διαβάζουν; Η απάντηση έρχεται όταν ρωτήσουµε τι είδους αγγλικά θέλουµε να µάθουν. Αυτά των οδηγιών χρήσης, του κινητού και της ταµειακής µηχανής; Τότε δεν υπάρχει πρόβληµα. Με αυτά εργάζεται και καταναλώνει η γενιά των 500 ευρώ. Ανάλογα πορεύεται και το περίφηµο «νέο λύκειο» κάθε εκδοχής. Η γενική παιδεία ξορκίζεται ως σπατάλη χρόνου, άχρηστη γνώση. Όλο το βάρος πέφτει στα µαθήµατα ειδίκευσης. Από αυτά θα κρίνεται η εισαγωγή στο πανεπιστήµιο. Τα µαθήµατα επιλογής παραµένουν χωρίς συνεκτική λογική και χωρίς συνάφεια µε την ειδίκευση. Στην εποχή της ελαστασφάλειας αποθεώνονται οι αποσπασµατικές «δεξιότητες» και όχι η ουσιαστική µόρφωση, ο χειρισµός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερµατισµός της γνώσης σε χρήσιµα στοιχεία. Από κοντά και η «µάθηση της µάθησης», η τεχνική αναβάθµισης πληροφοριών. Αυτή η χρησιµοθηρία οδηγεί στην αδυναµία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσµου, εξήγησης και αµφισβήτησής του.

Ο ανταγωνισµός είναι µια ακόµα πλευρά που διαπερνά το περιεχόµενο της εκπαίδευσης, κυρίως µέσα από τις εξετάσεις. Έτσι τα πειραµατικά σχολεία «που έτσι κι αλλιώς είναι σε κρίση» από χώρος όπου δοκιµάζονται παιδαγωγικές πρακτικές σε ένα δείγµα µαθητικού πληθυσµού, γίνονται χώροι επιβράβευσης των νικητών στην κούρσα ανταγωνισµού. Μαζί µε την εντατικοποίηση χαράζουν το δρόµο για να εµπεδωθεί το νέο εργασιακό ήθος του Μνηµονίου. Δηλαδή πολλή δουλειά για ψίχουλα, σκυµµένο κεφάλι από φόβο και κούραση... Τέλος, το περιεχόµενο διεκδικούν να σφραγίσουν πλάι στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και οι νεοσυντηρητικές. Δεν λείπουν λοιπόν τα αρχαία ελληνικά ως ιδεολογική κατήχηση και εργαλείο ταξικών φραγµών, τα θρησκευτικά που θα πείσουν ότι αυτός ο κόσµος δεν εξηγείται µε τα ανθρώπινα µέτρα και δεν αλλάζει, η Ιστορία ως µέσο εµπέδωσης της τρέχουσας εθνικής ιδεολογίας, καθώς ο εθνικισµός µπορεί να συναντηθεί µε τον ευρωπαϊσµό σε µια αντι-ισλαµική, ξενοφοβική ΕΕ, αρκεί να αγνοηθεί ο «κινητής της Ιστορίας», ο λαός. Παραπέρα η προοπτική που δίνεται στους µαθητές θα καθορίσει και την πραγµατικότητα των εκπαιδευτικών. Αν το µέλλον που επιφυλάσσεται για τη µεγάλη πλειοψηφία των νέων µετά το σχολείο είναι η ελαστασφάλεια, η ριζική υποβάθµιση της εξαρτηµένης εργασίας µαζί µε τη γενίκευσή της, τότε ο εκπαιδευτικός δεν µπορεί να περιµένει πολλά. Σε πρώτο επίπεδο βλέπουµε να πιέζεται ο µισθός του και η παιδαγωγική ελευθερία, µε τις αλλεπάλληλες µειώσεις αποδοχών του Μνηµονίου, µε αποκορύφωµα το νέο µισθολόγιο των δηµοσίων υπαλλήλων που εξαρτά αποδοχές και µισθολογική εξέλιξη από τη συµµόρφωση. Βλέπουµε ακόµη µια διπλή κίνηση που αφορά στις εργασιακές σχέσεις: Η πρώτη αφορά τη µείωση του µόνιµου προσωπικού µε παράλληλη αύξηση των συµβασιούχων (αναπληρωτών, ωροµισθίων). Αυτό γίνεται µε τον περίφηµο κανόνα µία πρόσληψη (στις οποίες συνυπολογίζονται και οι µετατάξεις από τις ΔΕΚΟ που ιδιωτικοποιούνται) για πέντε αποχωρήσεις, καθώς και µε την κατάργηση οργανικών θέσεων µε τις συγχωνεύσεις που µόνο στην πρωτοβάθµια προσεγγίζουν τις 2.000. Η δεύτερη αφορά στη διαµόρφωση ενός ακόµη δυσµενέστερου εργασιακού περιβάλλοντος για τους συµβασιούχους µε τις προσλήψεις µέσω ΕΣΠΑ, που νοµιµοποιούν την πληρωµή µε σηµαντική καθυστέρηση, την υποαπασχόληση, την αφαίρεση ασφαλιστικών δικαιωµάτων. Ακόµη µέσω ΕΣΠΑ µεθοδεύεται η ριζική υπονόµευση της

5


σύµβασης εργασίας, καθώς ζητήθηκε από εκπαιδευτικούς να υπογράψουν συµβάσεις όπου δεν αναγράφονται οι αποδοχές!

εκρήξεις. Το ερώτηµα είναι αν οι εκρήξεις θα ανοίξουν µια νέα εποχή κοινωνικών κατακτήσεων στην εκπαίδευση.

Κρίσιµη παράµετρος είναι η δουλειά σε πολλά σχολεία, πάνω από δύο, κάτι που αφορά µεγάλο αριθµό εκπαιδευτικών. Είναι το τρίτο επίπεδο αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, αυτό που υπονοµεύει τη παιδαγωγική σχέση και το δέσιµο µε τους µαθητές: Είναι πολλοί, σε πολυπληθείς τάξεις, για λίγες ώρες.

Το έδαφος, στο οποίο πρέπει να εξετάσει κανείς τις προωθούµενες αλλαγές στην εκπαίδευση, είναι αυτό της κρίσης και των µνηµονιακών πολιτικών κυβέρνησης, ΕΕ και ΔΝΤ. Οι τεράστιες περικοπές της δηµόσιας χρηµατοδότησης, της κρατικής υποστήριξης, της µείωσης των εκπαιδευτικών και της πλήρους υποβάθµισής τους, εργασιακά κι ασφαλιστικά, οι συγχωνεύσεις και οι τάξεις των 30 παιδιών κλπ, ακυρώνουν εξαρχής τη ρητορεία του «νέου» που τόσο έντονα χρησιµοποιεί η υπουργός.

Τέλος έρχεται η διαρκής υποτίµηση του εκπαιδευτικού. Ο Γ. Παπανδρέου και η Α. Διαµαντοπούλου διαπιστώνουν συχνά πυκνά πως υπάρχουν και κάποιοι που δουλεύουν. Αποθεώνονται οι διαδραστικοί πίνακες, τα λάπτοπ, τα βίντεο µε φροντιστηριακά µαθήµατα. Την προηγούµενη Κυριακή δηµοσιεύτηκε πληρωµένη δηµοσκόπηση του υπουργείου όπου το δείγµα κατευθυνόταν να καταδείξει τους εκπαιδευτικούς ως υπεύθυνους για τα χάλια στην εκπαίδευση. Η κεντρική ιδέα είναι πως οι εκπαιδευτικοί δεν κάνουν δα και την πιο περίπλοκη δουλειά, δεν είναι αναντικατάστατοι και απ’ την άλλη δεν την κάνουν και καλά... Η κυβέρνηση επιχειρεί να κερδίσει την κοινωνία µε ένα λαϊκιστικό λόγο κριτικής όσων είναι αρνητικά στην εκπαίδευση, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις αιτίες και φυσικά τον υπαίτιο. Αξιοποιεί αδυναµίες και αντιφάσεις της πολιτικής της λ.χ. η αδυναµία να καλυφθούν οι θέσεις µε το δεδοµένο προσωπικό γίνεται ο δρόµος για τη µαζική πρόσληψη αναπληρωτών και γενίκευσης της ελαστικής απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά, αλλά και παρά την επίδειξη πυγµής της Α. Διαµαντοπούλου, η κρίση της εκπαίδευσης είναι κάτι που δεν θα αποφύγει η κυβέρνηση. Δεν διδάχτηκε από την απαξίωση της «µεταρρύθµισης Αρσένη». Η κρίση του σχολείου είναι «ειδικά στο λύκειο» κρίση στόχων που να αγγίζουν τους µαθητές. Αυτό δηµιουργεί το ασφυκτικό κλίµα πίεσης και δυσφορίας για µαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς. Σύντοµα θα αναδειχτούν αδιέξοδα που προκαλούν

Α/Α

Οι αλλαγές που αφορούν όλες τις βαθµίδες της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθµια, δευτεροβάθµια, τεχνική εκπαίδευση, εκπονούνται, χρηµατοδοτούνται κλπ. κυρίως µέσω του ΕΣΠΑ (2007-2013), Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «Εκπαίδευση και Δια βίου Μάθηση». Πρόκειται για «δηµιουργική» εξειδίκευση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστική περιγραφή της στόχευσης του νέου σχολείου, όπως αναγράφεται στο αντίστοιχο έντυπο πρόσκλησης: «Σχεδιασµός, εισαγωγή και εφαρµογή µεταρρυθµίσεων στα συστήµατα εκπαίδευσης και κατάρτισης προκειµένου να αυξηθεί η απασχολησιµότητα, να βελτιωθεί η συνάφεια της υποχρεωτικής και επαγγελµατικής εκπαίδευσης /κατάρτισης προς την αγορά εργασίας, και να προσαρµοστούν οι δεξιότητες του εκπαιδευµένου προσωπικού σε µία καινοτόµο αντίληψη και σε µία οικονοµία βασισµένη στην κοινωνία της γνώσης». Εξάλλου στο διαβόητο Σύµφωνο για το Ευρώ µε σαφήνεια απαιτούνται αλλάγές στα εκπαιδευτικά συστήµατα ως µέτρο για την παραγωγικότητα. Παραθέτουµε στον πίνακα που ακολουθεί τους τίτλους των δράσεων που έχουν συµφωνηθεί, µε τα αντίστοιχα κονδύλια που θα διατεθούν:

Τίτλος

1

Μείζον Πρόγραµµα επιµόρφωσης

2 3 3α 3β 3γ 3δ 4

Ανάπτυξη ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού – Ψηφιακή Βάση Γνώσεων-Υποδοµές για ένα ψηφιακό σχολείο Νέο σχολείο Πρόγραµµα σπουδών Πιλοτική εφαρµογή Γενίκευση εφαρµογής Επιµόρφωση σύνολο Προδιαγραφές και ανάπτυξη ψηφιακής Εκπ. Πλατφόρµας, Υποδοµές Ψηφιακής Βάσης Γνώσεων, Δηµιουργία Προτύπων ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού, Καταγραφή και συγκέντρωση ήδη παραχθέντος ψηφιακού Εκπ. Υλικού Εκπαίδευση αλλοδαπών και Παλιννοστούντων µαθητών Ψηφιακές παρεµβάσεις και µαθησιακές διαδικασίες στην Πρωτοβάθµια και Δευτεροβάθµια Εκπαίδευση Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας Εκπαίδευση των παιδιών της µουσουλµανικής µειονότητας στη Θράκη Εκπαίδευση των παιδιών Ροµά Διαφοροποιηµένη Ξενόγλωσση Εκπαίδευση για το Νέο Σχολείο –Πρόγραµµα υποστήριξης των εξετάσεων του κρατικού πιστοποιητικού Γλωσσοµάθειας µέσα στο σχολείο Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής µονάδας – διαδικασία αυτοαξιολόγησης Θεσµός αριστείας Αποτίµηση- αξιολόγησητης υπάρχουσας κατάστασης στα ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ και σχέδιο εφαρµογής πολτικών & παρεµβάσεων του Υπουργείο Παιδείας Εξορθολογισµός Προγραµµάτων Σπουδών Πρωτοβάθµιας και Δευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης

5 6 7 8 9 10 11 12 13 14

15 Έρευνα/Έρευνες για ζητήµατα παιδείας Σύνολο

Ενδεικτική Συν. Δηµόσια Δαπάνη (σε ευρώ) 155.000.000 80.000.000 20.300.000 3.800.000 16.000.000 51.135.000 91.235.000 25.000.000 21.000.000 20.000.000 15.000.000 10.300.000 9.600.000 9.000.000 7.200.000 1.400.000 600.000 500.000 500.000 446.335.000

6


3. Από το «µπαµπούλα» επιθεωρητή στο διευθυντή - µάνατζερ ΚΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΟ ΑΓΟΡΑΙΟ, ΙΕΡΑΡΧΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Στις 5 Μάρτη είδαν το φως της δηµοσιότητας αποσπάσµατα από το σχέδιο νόµου «για την αναδιοργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών της εκπαίδευσης». Διαβάζοντας κανείς τα βασικά σηµεία του νόµου, καταλαβαίνει εξαρχής ότι η «αναδιοργάνωση» αυτή µόνο στόχο έχει τη δηµιουργία µιας αυστηρά ιεραρχικής πυραµίδας, που θα στραγγαλίζει οποιαδήποτε ελευθερία έχει αποµείνει στο δηµόσιο σχολείο. Εξάλλου το «αγοραίο» σχολείο προϋποθέτει ιεραρχία και διοίκηση «κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωση» του ιδιωτικού τοµέα. Προβλέπεται λοιπόν πως ο διευθυντής µετέχει στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου του σχολείου και του κάθε εκπαιδευτικού χωριστά, έχει την ευθύνη διοργάνωσης διαδικασιών αυτοαξιολόγησης της σχολικής µονάδας –συνεπώς αυτή γίνεται υποχρεωτική– είναι υπεύθυνος για τα προγράµµατα ενδοσχολικής επιµόρφωσης, είναι ο πειθαρχικός προϊστάµενος για το προσωπικό και µπορεί να επιβάλει στον εκπαιδευτικό έγγραφη επίπληξη καθώς και την πειθαρχική ποινή του προστίµου µέχρι το ένα έκτο των µηνιαίων αποδοχών του. Αυτά συνδυάζονται µε πλήρη απαλλαγή από διδακτικά καθήκοντα. Ο σύλλογος διδασκόντων µένει σε ρόλο

διακοσµητικό, αφού θα κάνει µόνο προτάσεις, µε την τελική απόφαση να ανήκει στο διευθυντή. Το νέο µοντέλο συνδέεται µε το περιεχόµενο και το ρόλο του «νέου» αγοραίου σχολείου. Η διοικητική και ιδεολογική χειραγώγηση των εκπαιδευτικών είναι απαραίτητη προϋπόθεσή του. Συνδυάζεται επίσης µε την προσπάθεια δηµιουργίας ενός τµήµατος εκπαιδευτικών «παρά τω διευθυντή», µε την ελπίδα «καλής» αξιολόγησης, που θα συνδέεται πλέον µε τις αποδοχές. Όπως τονίζει και η περίφηµη ακριβοπληρωµένη µελέτη για το µισθολογικό του Δηµοσίου, πρέπει να φύγουµε από την εποχή που «η εκπαίδευση και τα χρόνια υπηρεσίας είναι τα µοναδικά κριτήρια για την ένταξη και την εξέλιξη στα µισθολογικά κλιµάκια χωρίς να δίνεται καµιά έµφαση στο ειδικό βάρος του ρόλου, στην προσωπική συνεισφορά και πρωτοβουλία για αποτελέσµατα». Η κυβέρνηση επιδιώκει να περάσουµε από την εποχή του συλλογικού κεκτηµένου στην εποχή της ατοµικής νοµιµοφροσύνης, της αυταπάτη του «εγώ ελπίζω να τη βολέψω». Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη αποφασιστικής συλλογικής απάντησης. ❑

4. Αναζητώντας τα «γιατί» των αλλαγών «Οι αντιπαραθέσεις για το τι θα διδαχθούν τα παιδιά στο σχολείο είναι πάντοτε αντιπαραθέσεις για το τι κοινωνία θέλουµε και ποιο θα είναι το µέλλον της». MICHAEL YOUNG Η επιλογή µια εκπαιδευτικής πολιτικής δεν συνδέεται κυρίως µε τη γενική θεώρηση για τη φύση της γνώσης και της µάθησης αλλά µε την γενικότερη, φιλοσοφική, κοινωνική και πολιτική αντίληψη για την κοινωνία, τους στόχους και την προοπτική της. Με άλλα λόγια, η εκπαίδευση δεν είναι ένας ουδέτερος µηχανισµός µετάδοσης γνώσεων, αλλά, µε τον τρόπο της και µε αρκετές διαµεσολαβήσεις, επιχειρεί τελικά να αναπαράγει τον συγκεκριµένο κοινωνικό καταµερισµό εργασίας σε ένα κοινωνικοοικονοµικό σύστηµα αλλά και την ιδεολογική – πολιτική κυριαρχία και µακροηµέρευσή του. Από τις αρχές του 2000, µε τους γνωστούς πυλώνες της Λισαβόνας (απασχολησιµότητα, επιχειρηµατικότητα, προσαρµοστικότητα και ισότητα) η γνώση θεωρήθηκε σαν µια επένδυση στο «ανθρώπινο κεφάλαιο», που θα ενισχύει και θα αναπτύσσει τα νέα χαρακτηριστικά διαµόρφωσης της εργατικής δύναµης (ευελιξία, κινητικότητα, προσαρµοστικότητα, χαµηλό κόστος κλπ)και θα ανεβάζει τελικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της οικονοµίας της ΕΕ. Την τάση αυτή

περιέγραφαν πιο ωµά οι οικονοµικοί οργανισµοί, όπως ο ΟΟΣΑ: «Ως πριν από λίγες δεκαετίες η βασική εκπαίδευση και τα προσόντα καθόριζαν τη θέση του καθενός στην κοινωνία περίπου για όλη του τη ζωή. Σήµερα όχι µόνο οι µηχανές (το φυσικό κεφάλαιο) αλλά και τα άτοµα (το ανθρώπινο κεφάλαιο) µπορούν να καταστούν απαρχαιωµένα… Η βιοµηχανία γνωρίζει ότι οι συνεχιζόµενες τεχνολογικές αλλαγές και τα συνεχώς µετατοπιζόµενα συγκριτικά πλεονεκτήµατα στο παγκόσµιο εµπόριο σηµαίνουν πως τα άτοµα θα πρέπει να µεταβάλλουν τις ικανότητες και τα προσόντα εργασίας τους. Έτσι ο σκοπός του σχολείου δεν θα είναι πλέον να παράσχει ένα τελικό προϊόν για τη βιοµηχανία» (Ρόλαντ Γκας, σύµβουλος ΟΟΣΑ σε εκπαιδευτικά θέµατα). Στη βάση αυτή, το Λευκό Βιβλίο για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προετοίµαζε το κλίµα των αλλαγών, το 1997, σηµείωνε ότι η αµφισβήτηση του µοντέλου της σταθερής εργασίας και η προσπάθεια ανατροπής του, έχουν ως αποτέλεσµα και την ανατροπή της µορφής εκπαίδευσης που προετοιµάζει γι΄ αυτού του είδους την εργασία. Η συζήτηση για τις αλλαγές των εκπαιδευτικών συστηµάτων, την προσαρµογή των γνώσεων και δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, την ανάγκη «εκµάθησης της µάθησης», την δια βίου µάθηση, τις νέες τεχνολογίες και την κοινωνία της

7


Πληροφορίας, τους µετρήσιµους στόχους και ικανότητες, την αξιολόγηση, την πιστοποίηση και την επιχειρηµατικότητα, κάλυψε και καλύπτει αυτή ακριβώς την ανάγκη του κεφαλαίου.

Από την εκπαίδευση στην ατοµική επαγγελµατική κινητικότητα ως µέσο καταπολέµησης της κοινωνικής ανισότητας

Είναι αλήθεια ότι η επιστήµη και η τεχνολογία, απελευθέρωσαν δυνάµεις που οδήγησαν στην παραγωγή πολλαπλάσιου πλούτου σχετικά µε παλιότερες εποχές και δηµιούργησαν προϋποθέσεις για την µείωση του χρόνου εργασίας, την δηµιουργικότητα της, την αύξηση του ελεύθερου χρόνου καθώς και την καταπολέµηση πολλών προβληµάτων πείνας, φτώχειας κλπ δηλαδή προϋποθέσεις για ένα ιστορικό άλµα της ανθρωπότητας προς τα µπρος στην ιστορία της εξέλιξης των κο συστηµάτων. Αλλά στο σηµερινό κοινωνικο-οικονοµικό σύστηµα µε καρδιά του την κερδοφορία του κεφαλαίου κι όχι τις ανθρώπινες ανάγκες, ο άνθρωπος έγινε ένας ακόµη οικονοµικός πόρος, δίπλα στις πρώτες ύλες. Αυτό τελικά έδωσε και το συγκεκριµένο, ιστορικό περιεχόµενο σε φράσεις που ακούγονταν καινοτόµες στις αρχές της δεκαετίας, όπως µάθηση σε όλη τη διάρκεια της ζωής, συνεργατικότητα, διαφορετικότητα, καινοτοµία.

Από τη σχολική γραφειοκρατία στην εφαρµογή των αρχών, κανόνων και τεχνικών της διοίκησης επιχειρήσεων, της ευελιξίας, της αποδοτικότητας, της αξιολόγησης, των µάνατζερ

Όλη αυτή η συζήτηση, οδήγησε σε µια σειρά αναδιαρθρώσεις στα εκπαιδευτικά συστήµατα, όχι απρόσκοπτα και χωρίς αντιδράσεις, όχι µε τους ίδιους ρυθµούς αλλά µε στοχοπροσήλωση σε όλες τις χώρες της ΕΕ, µε αλλεπάλληλες οδηγίες και παρεµβάσεις, σε όλη την κλίµακα της εκπαίδευσης. Η εξέλιξη αυτής της διαδικασίας οδήγησε σε κοµβικές αλλαγές, στην εκπαίδευση αλλά και στα περιεχόµενα των εννοιών. Όπως για παράδειγµα η εργασία έγινε απασχόληση, κι αυτή από δικαίωµα έγινε δυνατότητα- απασχολησιµότητα, έτσι: Από την εκπαίδευση ως διαδικασία οργανωµένης παροχής γνώσεων µέσω των θεσµών της, περάσαµε στην εκµάθηση δεξιοτήτων και στη µάθηση ως το σύνολο των πιθανών πηγών – τρόπων απόκτησης τους. Εξ ου και η µετατόπιση της συζήτησης από τις «µαθησιακές εισροές»περιεχόµενα στις «µαθησιακές εκροές»-αποτελέσµατα. Από το τι γνώσεις αποκτά ο εκπαιδευόµενος ως ερώτηµα για το περιεχόµενο της εκπαίδευσης, στο τι µετρήσιµες ικανότητες αναπτύσσει για την αγορά εργασίας Από την εκπαίδευση, ως δηµόσιο (κατά κύριο λόγο) σύστηµα προσφοράς µαθησιακών ευκαιριών από το κράτος πρόνοιας (δεδοµένων των άνισων ταξικών αποσκευών των εκπαιδευόµενων), στην µάθηση ως ατοµική ευθύνη, απόρροια του επιχειρηµατικού πνεύµατος Από αναλυτικά προγράµµατα που οφείλουν να διατυπώνουν τους µαθησιακούς στόχους των ενεργειών της εκπαίδευσης, σε προγράµµατα που βασίζονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων (που βαφτίστηκαν ανάγκες µιας ουδέτερης αγοράς εργασίας) Από τα προγράµµατα εκπαίδευσης και τα ενιαία γνωστικά αντικείµενα, στα κατακερµατισµένα µαθησιακά αντικείµενα και στις διδακτικές µονάδες µέτρησής τους

Όλα, αυτά φυσικά δεν έγιναν µεµιάς. Στηρίχθηκαν στην συνεχή απαξίωση της εκπαίδευσης, στην αποστέωση του σχολείου, στην άνοδο της ανεργίας, ενώ η τεχνολογία και η επιστήµη αναπτύσσονταν ραγδαία. Οπότε εµφανίστηκαν σαν απάντηση στην αναντιστοιχία αυτή. Μόνο που ήταν η απάντηση από τη µεριά του κεφαλαίου κι όχι των δυνάµεων της εργασίας. Η απάντηση αυτή οδήγησε από τη διαµόρφωση ακραίων καταστάσεων, όπως στη Μ. Βρετανία, µέχρι την εισαγωγή πιο light εκδοχών επιχειρηµατικοποίησης. Στην Μ. Βρετανία τα σχολεία που δεν βρίσκουν χρηµατοδότη κλείνουν, οι οµοσπονδίες σχολείων µπορεί να εξαγοραστούν από επιχειρήσεις, η οικοδόµηση και η συντήρηση των σχολείων γίνεται από ιδιωτικές εταιρείες και ο ανταγωνισµός µεταξύ των σχολείων καταγράφεται εκρηκτικά στους «πίνακες επιτυχίας» (σύγκριση σχολείων µέσω των βαθµολογιών). Στα δε πανεπιστήµια είναι νωπές οι εικόνες από τις κινητοποιήσεις των φοιτητών για την εξοργιστική αύξηση των διδάκτρων. Στη Γαλλία µπορεί από το 2007, να εφαρµόζεται το πρόγραµµα «Σχολείο κι εργασία», που προβλέπει την άσκηση σε βιοτεχνίες και βιοµηχανίες, ώστε η εκπαίδευση να γίνει πιο αποδοτική για την αγορά, ωστόσο ο αναλφαβητισµός όχι µόνο δεν εξαλείφτηκε αλλά την ηµέρα της «Εθνικής Μέρας Στρατιωτικής Ενηµέρωσης», κρίθηκε αναγκαίο να διενεργούνται εξετάσεις ώστε ορισµένοι να επιστρέφουν στα θρανία. Γίνεται λοιπόν, µια προσπάθεια η εκπαίδευση να προσαρµοστεί στις νέες ιδιότητες του εµπορεύµατος εργατική δύναµη (ευελιξία, αποδοτικότητα, κόστος, ευεκλικτασφάλεια κλπ), αλλά και να τις αναπτύξει, να τις τυποποιήσει περισσότερο, να τις µετρήσει και να τις ελέγξει, ώστε να διαµορφώσει το σηµερινό εργαζόµενο: µε εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάµεις 21ου αιώνα! Πολύ περισσότερο σήµερα, εποχή όξυνσης της κρίσης, εποχή των µνηµονίων και της ανατροπής κατακτήσεων, τα εκπαιδευτικά συστήµατα βρίσκονται στην κλίνη του Προκρούστη. Όταν τα οικονοµικά µέτρα απογειώνουν το βαθµό εκµετάλλευσης της εργατικής δύναµης και την πιέζουν κάτω από το όριο φυσικής επιβίωσής των εργαζόµενων, όταν το κοµµάτι του δηµόσιου τοµέα που αφορά κοινωνικές ανάγκες (παιδεία, υγεία, συγκοινωνίες κλπ) ιδιωτικοποιείται, επιχειρηµατικοποιείται και συρρικνώνεται, όταν η εργασία, η εργασιακές σχέσεις και η διαπραγµάτευσή τους επιστρέφει στα χαρακτηριστικά του 19ου αιώνα, καταλαβαίνει κανείς τι θα συµβεί µε τους χώρους και τις διαδικασίες της εκπαίδευσης. Η επέλαση των µέτρων σε όλες τις βαθµίδες της δεν αφήνει καµιά αµφιβολία για αυτό… ❑

Από την αποτίµηση των αποκτηθέντων γνώσεων – δεξιοτήτων στην πιστοποίηση επαγγελµατικών προσόντων, αποκτηθέντων δια βίου Από τους τίτλους σπουδών µε επαγγελµατικά δικαιώµατα σε φακέλους, πιστοποιηµένων προσόντων

8


5. Τι µεθοδεύεται για την τριτοβάθµια εκπαίδευση Η περίοδος που διανύουµε σφραγίζεται από την προσπάθεια του κεφαλαίου να υπερβεί την κρίση του που αγγίζει όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου. Η προσπάθεια αυτή που έχει σαν βασικό στόχο να πληρώσει την κρίση η εργατική τάξη δεν περιορίζεται µόνο στο γκρέµισµα των κοινωνικών κατακτήσεων του προηγούµενου αιώνα αλλά επιδιώκει την παγίωση των µεταρρυθµίσεων που προωθούνται σαν έκτακτες και αλλάζουν ριζικά το σύνολο των εργασιακών σχέσεων. Το νέο βάρβαρο τοπίο που διαµορφώνεται στην εργασία έχει ως βασική προϋπόθεση τη δηµιουργία ενός νέου µοντέλου εργαζόµενου που θα είναι εφοδιασµένος µε τυποποιηµένη γνώση και ένα σύνολο χαρακτηριστικών (γνωστικών και ιδεολογικών) που θα µπορούν να τον κάνουν πιο παραγωγικό και κερδοφόρο για το κεφαλαίο. Η συγκεκριµένη διαδικασία σε συνδυασµό µε την ανάγκη του κεφαλαίου για νέα πεδία κερδοφορίας καθιστούν επιτακτική την µεταρρύθµιση της εκπαίδευσης έτσι ώστε ο σύγχρονος εκπαιδευτικός µηχανισµός σε όλες του τις βαθµίδες να µπορεί να ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της αναπαραγωγής του συστήµατος.

Καταργεί τα ενιαία επιστηµονικά αντικείµενα και τα αντικαθιστά µε ένα συνονθύλευµα ιδρυµάτων µεταλυκειακής εκπαίδευσης, προσόντων, τίτλων σπουδών και καταρτίσεων. Τεµαχίζει τη γνώση σε πακέτα εφαρµογών που αποκόβονται από το συνολικότερο πλαίσιο κατανόησης ενός γνωστικού αντικειµένου. Υποτάσσει ολοκληρωτικά το περιεχόµενο και τους σκοπούς της παρεχόµενης γνώσης στην άµεση αξιοποίηση από την αγορά και το κέρδος παραµερίζοντας ως µη αποδοτική κάθε γνώση που έχει να κάνει µε τις ανάγκες της κοινωνίας και της ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισµού. Η σύγκρουση µε αυτό το µοντέλο που προορίζει τη µεγάλη πλειοψηφία για τα ψίχουλα της κατάρτισης είναι καθοριστική για τις δυνάµεις της εργασίας.

Υπό αυτό το πρίσµα η κυβέρνηση επιχειρεί τη συνολική αναδιάταξη στο χώρο της εκπαίδευσης µέσα από το νέο νόµο της Διαµαντοπούλου ο οποίος παίρνει το χαρακτήρα του «µνηµονίου της εκπαίδευσης». Ο συγκεκριµένος νόµος συµπυκνώνει και εµβαθύνει ταυτόχρονα όλες τις πτυχές της αστικής στρατηγικής στην εκπαίδευση οι οποίες άλλωστε περιγράφονται και στις κατευθύνσεις της Ε.Ε. µέσα από τη διαδικασία της Μπολόνια και τη συγκρότηση του ΚΕΧΑΕ. Παρατηρείται λοιπόν, πως η αντικειµενική κατάσταση της καπιταλιστικής κρίσης γίνεται το υλικό υπόβαθρο για την εκ νέου και βαθύτερη υποταγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτό άλλωστε γίνεται σαφές και µέσα από το κείµενο διαβούλευσης όπου οι αλλαγές που προωθεί γίνονται µε σκοπό να υπηρετούν “ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης της οικονοµίας το οποίο θα βασίζεται στην προώθηση της κ α ι ν ο τ ο µίας κ α ι τ η ν ε ν θ ά ρ ρ υ ν σ η τ η ς π ο ι ο τ ι κ ή ς επιχειρηµατικότητας που βασίζεται στην γνώση” .

Α. Μείωση της αξίας της εργατικής δύναµης - Διάλυση της Συλλογικής Κατοχύρωσης των αποφοίτων

Η αστική στρατηγική υπέρβασης της κρίσης προϋποθέτει ένα «νέο πανεπιστήµιο» που µε βίαιο τρόπο προωθείται σε όλη την Ευρώπη. Οι επιταγές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ επιταχύνονται και βαθαίνουν µεταλλάσσοντας αντιδραστικά την εκπαίδευση σε ό λες τις β αθ µ ίδ ε ς κ α ι ό λε ς τ ι ς λ ε ι τ ο υ ρ γ ί ε ς τ η ς, καταστρέφοντας κάθε ίχνος δηµόσιας – δωρεάν εκπαίδευσης, πανεπιστηµιακής γνώσης, µορφωτικών και εργασιακών δικαιωµάτων. Το πανεπιστήµιο στην εποχή της κρίσης υποτάσσεται περεταίρω στις ανάγκες του κεφαλαίου, προσαρµόζεται πλήρως στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και αναπαραγωγής: Παράγει εργαζόµενους φθηνούς, ελαστικούς και ευέλικτους, ιδεολογικά πειθαρχηµένους. Αναλώσιµους µε πακέτα δεξιοτήτων µίας χρήσης ανάλογα µε τις άµεσες ανάγκες της αγοράς, έρµαια της εργοδοσίας, χωρίς καµία συλλογική κατοχύρωση.

Είναι πεδίο άµεσης κερδοφορίας και επιχειρηµατικής δραστηριότητας. Καταργείται κάθε ίχνος δηµόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης, το κόστος βαραίνει τους φοιτητές και µόνο η αγορά «εγγυάται» τη χρηµατοδότηση της εκπαίδευσης και της έρευνας. Στόχος τους είναι να πληρώνουµε το πανεπιστήµιο, όπως και κάθε άλλο κοινωνικό δικαίωµα (υγεία, ασφάλιση) που ο καπιταλισµός και η κρίση του ισοπεδώνουν.

Στην περίοδο της κρίσης το κεφάλαιο επιχειρεί την εξατοµίκευση των όρων διαπραγµάτευσης της αξίας της εργατικής δύναµης µε στόχο να συµπιέσει το κόστος εργασίας και να αποσπάσει µεγαλύτερο κέρδος. Η κυβέρνηση προχώρησε σε ουσιαστική διάλυση των Συλλογικών Συµβάσεων Εργασίας η οποία σε συνδυασµό µε τα σηµερινά ποσοστά ανεργίας διαµορφώνουν ένα µεσαιωνικού τύπου εργασιακό τοπίο. Η διάλυση αυτή των ΣΣΕ έρχεται να συµπληρωθεί από την εκπαιδευτική µεταρρύθµιση και τη διάλυση της Συλλογικής Κατοχύρωσης που είχαν σε ένα βαθµό µέχρι σήµερα τα πτυχία στο επίπεδο των επαγγελµατικών δικαιωµάτων. Υπό τις κατευθύνσεις της Μπολόνια στη θέση των ενιαίων πτυχίων έρχονται οι Ατοµικοί Φάκελοι Προσόντων που δηµιουργούν έναν εξατοµικευµένο φοιτητή ο οποίος θα καλείται σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου να συλλέγει Πιστωτικές Μονάδες µέσα από συνεχή κατάρτιση και πιστοποίηση των δεξιοτήτων του προκειµένου να κριθεί ικανός να εργαστεί. Η συγκεκριµένη ρύθµιση προσπαθεί να ποσοτικοποιήσει τις δεξιότητες του κάθε απόφοιτου – εργαζόµενου προκειµένου να µπορούν εύκολα να «αγοραστούν» από τον εργοδότη, ενώ ταυτόχρονα δηµιουργεί πολλές ταχύτητες φοιτητών και εργαζοµένων χωρίς συλλογική κατοχύρωση και εποµένως περισσότερο εκµεταλλεύσιµους. Β. Τυποποίηση της γνώσης – καταστροφή του ενιαίου γνωστικού αντικειµένου και αντικατάστασή του από «ευέλικτα προγράµµατα σπουδών» προσαρµοσµένα στις άµεσες ανάγκες της αγοράς Βασικός κρίκος για τη δηµιουργία ενός νέου µοντέλου εργαζόµενου είναι αυτός να εφοδιάζεται µε ένα πακέτο δεξιοτήτων και καταρτίσεων που θα µπορούν να το κάνουν άµεσα παραγωγικό και κερδοφόρο για µία επιχείρηση. Το

9


κεφάλαιο σήµερα προσπαθεί να δηµιουργήσει τη δυνατότητα µέσα από ένα πολυεπίπεδο, ευέλικτο και φθηνό σύστηµα εκπαίδευσης και δια βίου κατάρτισης να έχει ανά πάσα στιγµή στη διάθεση του έτοιµη εργατική δύναµη για να εφαρµόσει τις πιο νέες τεχνολογίες και µορφές οργάνωσης της παραγωγής που παράγονται συνήθως µέσα από το ίδιο το πανεπιστήµιο. Μέσα από το νέο νόµο επιχειρείται η περαιτέρω σύνδεση των σπουδών µε την σύγχρονη αγορά εργασίας µέσα από προγράµµατα σπουδών που θα είναι σύγχρονα και θα βασίζονται στην αιχµή των σύγχρονων επιστηµονικών εξελίξεων, θα παρέχουν αυξηµένη ελευθερία εκπαιδευτικών επιλογών ενώ τέλος θα διευκολύνεται η ελευθερία µετακίνησης των φοιτητών µεταξύ διαφορετικών ΠΣ (ΚΔ σελ. 21). Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα πως η ευέλικτη απασχόληση που προωθείται σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων έχει ως βασική προϋπόθεση την δηµιουργία ευέλικτων Προγραµµάτων Σπουδών, µιας και η πρώτη δεν είναι µόνο απλώς ελαστικές σχέσεις εργασίας αλλά η δηµιουργία µιας άλλης εξαρχής εργατικής δύναµης που στη θέση της πλήρους επιστηµονικής και τεχνικής γνώσης θα συγκροτείται µε βάση ένα σύνολο πληροφοριών και δεξιοτήτων. Συγκεκριµένα, το τµήµα καταργείται ως βασική εκπαιδευτική µονάδα και αντικαθίσταται από τα «ευέλικτα προγράµµατα σπουδών». Στη θέση των ενιαίων γνωστικών αντικειµένων και των πτυχίων το πανεπιστήµιο του µνηµονίου φέρνει τα σκόρπια αθροίσµατα πληροφοριών και τα πιστοποιητικά κατάρτισης στο όνοµα της «διεπιστηµονικότητας». Θεσµοθετείται ακόµα και η δυνατότητα 1 ετών ή 2 ετών σπουδών, σπουδών από απόσταση, το προπαρασκευαστικό έτος που µετά από εξετάσεις θα οδηγεί σε ατοµικά «µενού» µαθηµάτων και προσόντων, κατοχυρώνονται τα µεταπτυχιακά ως επιπλέον βαθµίδα και η κατάταξη στα επίπεδα του εθνικού πλαισίου προσόντων. Το ΚΔ αναφέρει χαρακτηριστικά: «µετά τη δευτεροβάθµια εκπαίδευση θα πρέπει να έχουµε ποικιλία ιδρυµάτων και προγραµµάτων σπουδών , µε διαφορετική µορφή και στόχους, µε διαφορετικές προϋποθέσεις εισαγωγής και προσδοκώµενα αποτελέσµατα.» Τα «ευέλικτα προγράµµατα σπουδών» θα µπορούν φυσικά να αλλάζουν, ανάλογα µε τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς («θεσµοθετούνται κίνητρα για την δηµιουργία προγραµµάτων µε αποτελεσµατική σύνδεση µε την αγορά εργασίας και την ανάπτυξη της επιχειρηµατικότητας»), θα έχουν ποικίλες χρονικές διάρκειες, θα συνεχίζονται εφόρου ζωής στον ατελείωτο κύκλο ανεργίας – επανακατάρτισης. Η αντικατάσταση του «Τµήµατος» µε τα «ευέλικτα προγράµµατα σπουδών» διαλύει το ενιαίο επιστηµονικό αντικείµενο, την σφαιρική γνώση ενός γνωστικού πεδίου και την αντικαθιστά µε σκόρπιες ροές γνώσεων και πληροφοριών µε βάση τις τρέχουσες «ανάγκες της αγοράς». Έχει επίσης γνωσιολογικές και ιδεολογικές συνέπειες στους φοιτητές και τους διδάσκοντες. Γιατί ο ενιαίος χαρακτήρας του γνωστικού αντικειµένου στηρίζεται πάνω στην εννοιολογική συγκρότηση και κατανόηση του αντικειµένου, προϋποθέτει σύνθεση γνώσεων, ικανότητα αφαίρεσης, ανώτερες ιδιότητες της σκέψης που –ανεξάρτητα πλέον από το επιστηµονικό πεδίο- συνοδεύουν τους αποφοίτους σε όλη τους την ζωή. Αντίθετα η άθροιση κατακερµατισµένων γνώσεων και πληροφοριών δεν καθιστά

τον απόφοιτο ικανότερο στην κατανόηση ούτε του επιστηµονικού του αντικειµένου, ούτε πολύ περισσότερο της κοινωνίας και του κόσµου ολόκληρου Ταυτόχρονα, η έρευνα και η παραγωγή νέας γνώσης αιχµής είναι βασική συνιστώσα της ανάπτυξης των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων ( ΚΔ σελ. 23). Μέσα από την εκπαιδευτική µεταρρύθµιση που προωθείται και σε συνδυασµό µε το Σχέδιο Δράσης για την Ενίσχυση της Έρευνας, της Τεχνολογικής Ανάπτυξης και της Καινοτοµίας επιχειρείται η παραγωγή – αξιοποίηση και αφοµοίωση µίας νέας οικονοµικά χρήσιµης γνώσης και η απόλυτη υποταγή της έρευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου ως ένα νέο πεδίο από το οποίο το κεφάλαιο µπορεί να αποσπάσει τις σχέσεις εκείνες που ανυψώνουν την παραγωγικότητα και την εκµετάλλευση της εργασίας και εποµένως να αποκαταστήσει τα ποσοστά κέρδους. Γ. Επιχειρηµατική Λειτουργία των Ιδρυµάτων-Αυταρχικό επιχειρηµατικό µοντέλο διοίκησης Ο νέος νόµος για την εκπαίδευση έχει βασικό στόχο την υλοποίηση και επιτάχυνση της επιχειρηµατικοποίησης των πανεπιστηµίων δηλαδή την οργανική και στενή σύνδεση τους µε την αγορά και τις εκάστοτε επιδιώξεις του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει την αλλαγή της δοµής και της λειτουργίας των ιδρυµάτων µε βάση τις κατευθύνσεις του ΚΕΧΑΕ. Συγκεκριµένα, η διοίκηση του πανεπιστηµίου περνάει στο Συµβούλιο Διοίκησης το οποίο απαρτίζεται τόσο από µέλη της ακαδηµαϊκής κοινότητας αλλά κυρίαρχα από εξωτερικούς παράγοντες του επιχειρηµατικού κόσµου. Το Συµβούλιο Διοίκησης θα έχει όλες τις βασικές αρµοδιότητες σύµφωνα µε το Κείµενο Διαβούλευσης (σελ.11) µεταξύ των οποίων α) η στρατηγική ανάπτυξης του Ιδρύµατος (συνεργασίες µε επιχειρήσεις, προσέλκυση επενδύσεων) β) η έγκριση του προϋπολογισµού γ) η αξιοποίηση της περιουσίας του Ιδρύµατος δ) η επιλογή Πρύτανη ή Προέδρου και η παύση των καθηκόντων του. Μέσα από τη συγκεκριµένη διάταξη η επιχειρηµατική λειτουργία του πανεπιστηµίου αποκτά θεσµική κατοχύρωση µέσα από τη θεσµική εξουσία που δίνεται σε παράγοντες του κεφαλαίου. Η αλλαγή αυτή έχει σαφή στόχο την αναδιάρθρωση της λειτουργίας του πανεπιστηµίου στην κατεύθυνση των ευρωπαϊκών προτύπων καθώς ήδη από το 2008 οι βασικοί άξονες για την διακυβέρνηση της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης περιγράφονται στην έκθεση «Ευριδίκη» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η συγκεκριµένη έκθεση στην οποία βασίστηκε και το Κείµενο Διαβούλευσης περιγράφει τη βασική στρατηγική του κεφαλαίου για την οικονοµική και διοικητική λειτουργία των πανεπιστηµιακών ιδρυµάτων µε ιδιαίτερη έµφαση στη σύνδεση διδασκαλίας και έρευνας µε τις εθνικές οικονοµίες, τις εταιρικές σχέσεις των πανεπιστηµίων µε τον κόσµο των επιχειρήσεων οι οποίες είναι πολύτιµες για την µεταφορά και την εµπορευµατική εφαρµογή της πανεπιστηµιακής έρευνας (σελ 81 έκθεση Ευριδίκη). Η χρηµατοδότηση των ιδρυµάτων από επιχειρήσεις αποτελεί κοµµάτι της συνολικότερης πολιτικής της ΕΕ στην κατεύθυνση περικοπής κοινωνικών δαπανών των κρατών. Αυτό όµως έχει σαν άµεση συνέπεια τα πανεπιστήµια να υποτάσσουν ακόµα περισσότερο γνώση και έρευνα στις ανάγκες των επιχειρήσεων–χορηγών αφού πλέον η διοίκηση των πανεπιστηµίων θα γίνεται άµεσα από τους µάνατζερ των

10


επιχειρήσεων, φυσικά µε τα πρότυπα λειτουργίας των επιχειρήσεων. Το νέο σύστηµα διοίκησης αναλαµβάνει να διασφαλίσει τη χρηµατοδότηση του πανεπιστήµιου, να κόψει από τις «µη αποδοτικές» φοιτητικές παροχές, από τα «µη ανταγωνιστικά» επιστηµονικά πεδία και να προωθήσει την επιχειρηµατική δραστηριότητα. Ο κρατικός προϋπολογισµός δεν εξασφαλίζει ούτε τους µισθούς των διδασκόντων (παρά µόνο ένα ελάχιστο όριο) οι οποίοι θα τρέχουν να βρουν εξωτερικούς πόρους και χορηγούς από την αγορά. Η χρηµατοδότηση συνδέεται µε την «ερευνητική δραστηριότητα», δηλαδή τον βαθµό ενσωµάτωσής στις ερευνητικές προτεραιότητες της ΕΕ και των επιχειρήσεων, ενώ το εκπαιδευτικό έργο, αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες υποβαθµίζονται αποφασιστικά και εξαφανίζονται. Με αυτό τον τρόπο πολλά ιδρύµατα οδηγούνται στο κλείσιµο, υποβαθµίζονται επιστηµονικοί κλάδοι που δεν παράγουν άµεσο κέρδος, η έρευνα κατευθύνεται πλήρως από την αγορά. Η αξιολόγηση γίνεται ο βασικός µηχανισµός πίεσης για την προσαρµογή στις ανάγκες της αγοράς αφού η όποια κρατική χρηµατοδότηση θα εξαρτάται από τις επιδόσεις στις διαδικασίες αξιολόγησης. Διαµέσου της αξιολόγησης θα γίνει πρακτικά και κατάταξη των τµηµάτων και των πανεπιστηµίων. Έτσι θα διαµορφωθούν τα κέντρα της «Αριστείας» και η θάλασσα των δηµόσιων – ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων τύπου ΚΕΚ που θα δίνουν διαρκώς την µάχη της επιβίωσης. Είναι προφανές ότι τα πανεπιστήµια της αριστείας θα έχουν προνοµιακή σχέση µε τις χρηµατοδοτήσεις από κυβέρνηση-ΕΕ και κεφάλαιο. Τέλος, µία ακόµα πτυχή της νέας οικονοµικής λειτουργίας των πανεπιστηµίων είναι η αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις εντός των Ιδρυµάτων. Το πανεπιστήµιο-επιχείρηση παγιώνει και διευρύνει τις ελαστικές µορφές απασχόλησης τόσο στο διδακτικό όσο και στο λοιπό προσωπικό. Καθιερώνονται τρεις βαθµίδες εκπαιδευτικών (καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής) ―µε τη µονιµότητα να αφορά τις δύο ανώτερες βαθµίδες― και την κατάργηση της βαθµίδας του Λέκτορα. Με τον «πανεπιστηµιακό Καλλικράτη» και τις συγχωνεύσεις-καταργήσεις τµηµάτων ειδικά των ΤΕΙ θα έχουµε απολύσεις εκπαιδευτικού-διοικητικού προσωπικού. Στο κείµενο διαβούλευσης προτείνεται άµεσα η εφαρµογή εξατοµικευµένων µισθών και εργασιακών σχέσεων κατά το πρότυπο των πανεπιστηµίων των ΗΠΑ και της Αγγλίας για όλο το προσωπικό. Ταυτόχρονα για να εξασφαλιστεί η πλήρης ιδεολογική και συµµόρφωση του διδακτικού προσωπικού και η αποδοχή του αγοραίου τεχνοκρατισµού, η διαδικασία εκλογής του θα γίνεται από διεθνή εκλεκτορικά σώµατα. Δ. Κατάργηση της δωρεάν παιδείας Η αλλαγή στην οικονοµική λειτουργία των Ιδρυµάτων δεν περιορίζεται µόνο στην αλλαγή του τρόπου διοίκησης των Ιδρυµάτων αλλά απαιτεί ακόµα την εισαγωγή διδάκτρων στους φοιτητές οι οποίοι θα καλούνται πλέον να πληρώσουν για τις σπουδές τους. Ήδη στα 2/3 των χωρών του ΚΕΧΑΕ υπάρχουν δίδακτρα στα Προγράµµατα Σπουδών του 1ου κύκλου. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Αγγλία όπου η κυβέρνηση τριπλασίασε τα δίδακτρα µέχρι και 9 χιλιάδες λίρες το χρόνο. Ο νέος νόµος προβλέπει ταυτόχρονα από τη µία την παροχή

υποτροφιών µε βάση ανταποδοτικά κριτήρια και από την άλλη την παροχή φοιτητικών δανείων σε συνεννόηση µε τον τραπεζικό τοµέα (ΚΔ σελ. 18). Τα φοιτητικά δάνεια πέρα από τα προφανή κέρδη στις τράπεζες έχουν ως άµεση συνέπεια την παραγωγή ενός ακόµα περισσότερο εκµεταλλεύσιµου εργαζόµενου καθώς ο απόφοιτος που θα είναι χρεωµένος στις τράπεζες θα αποδέχεται ακόµα πιο εύκολα τις νέες βάρβαρες εργασιακές σχέσεις προκειµένου να αποπληρώσει το δάνειο του. Το νέο πανεπιστήµιο όµως καλείται να µειώσει και το κόστος των Φοιτητικών Παροχών το οποίο φορτώνει στη σπουδάζουσα νεολαία µέσα από το κουπόνι φοιτητή ενώ ταυτόχρονα αναθέτει την παροχή υπηρεσιών της σίτισης και της στέγασης σε σχήµατα συνεργασίας δηµοσίου και ιδιωτικού δικαίου δίνοντας µε αυτό τον τρόπο άλλο ένα χώρο κερδοφορίας στις επιχειρήσεις. Οι φοιτητικές παροχές γίνονται αποκλειστική αρµοδιότητα των ιδρυµάτων. Επιπλέον ο Καλλικράτης της εκπαίδευσης θα πετάξει εκτός των σχολών κοµµάτι της νεολαίας που σπρώχνεται προς τα ΙΕΚ, τα κολλέγια και κάθε λογής ιδιωτικό εκπαιδευτήριο κατάρτισης. Με αυτές τις αλλαγές τελικά επιτυγχάνεται τόσο η κατάργηση του δηµοσίου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, µιας και η µόνη σύνδεση που θα έχει το πανεπιστήµιο µε την κοινωνία θα είναι η σύνδεση µε τις επιχειρήσεις, όσο και η εµβάθυνση της επιχειρηµατικοποίησης των πανεπιστηµίων. Ε. Αυταρχικοποίηση – Εντατικοποίηση των Όρων Φοίτησης Μέσα από τη συγκεκριµένη εκπαιδευτική µεταρρύθµιση εµφανίζεται όξυνση των ταξικών φραγµών στην εκπαίδευση καθώς η φοίτηση µετατρέπεται σε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση για τα παιδία µε εργατική ταξική προέλευση. Οι εντατικοποιηµένοι ρυθµοί σπουδών γίνονται πλέον κανόνας για όλα τα πανεπιστήµια µιας και βασικό κριτήριο για την χρηµατοδότηση των Ιδρυµάτων είναι ο αριθµός αποφοίτων / εισερχόµενους φοιτητές. Στο νέο πανεπιστήµιο δηλαδή όχι απλά δεν χωρούν οι «αιώνιοι φοιτητές» αλλά ο κάθε φοιτητής θα πιέζεται να ολοκληρώνει τις σπουδές τους ακριβώς στον προβλεπόµενο χρόνο µέσα από αλυσίδες µαθηµάτων ,προαπαιτούµενα αλλά και πιθανή κατάργηση της επαναληπτικής εξεταστικής. Ταυτόχρονα, εισάγεται ένα νέο µοντέλο αυταρχικής λειτουργίας του πανεπιστηµίου αρχικά µέσα από το Συµβούλιο Διοίκησης που προαναφέρθηκε και στο οποίο οι αποφάσεις των Φοιτητών δεν θα διαδραµατίζουν κανένα ουσιαστικό ρόλο. Η αυταρχικοποίηση όµως των σπουδών φαίνεται κυρίαρχα από το αντιδραστικό και τεµαχισµένο περιεχόµενο της γνώση – κατάρτισης που παρέχεται αλλά και µέσα από την όξυνση των ανταποδοτικών κριτηρίων για τη σπουδάζουσα νεολαία. Συγκεκριµένα, οι φοιτητικές παροχές είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε την ακαδηµαϊκή απόδοση του φοιτητή οξύνοντας µε αυτόν τον τρόπο τους ταξικούς φραγµούς για το µεγάλο κοµµάτι της σπουδάζουσας νεολαίας που εργάζεται. Τέλος, στο σύγχρονο πανεπιστήµιο δεν θα υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε πολιτική διαδικασία και υπό αυτή την έννοια καταργείται ουσιαστική το άσυλο το οποίο θα περιορίζεται στους προσυµφωνηµένους χώρους στους οποίους πραγµατοποιείται εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία

11


Ένα πρώτο συµπέρασµα Με το σχέδιο διαβούλευσης έχουµε την περεταίρω επιχειρηµατικοποίηση του πανεπιστήµιου, την µετατροπή του σε ένα επιχειρηµατικό αυταρχικό και επί πληρωµή ΚΕΚ. Το «πανεπιστήµιο» που οραµατίζεται το κεφάλαιο, η κυβέρνηση και η ΕΕ είναι επιχειρηµατικό α) στο περιεχόµενό του (ευέλικτα υποβαθµισµένα «προγράµµατα σπουδών» αντί για γνώση ενός επιστηµονικού αντικειµένου, µε βάση τις τρέχουσες ανάγκες των επιχειρήσεων και της αγοράς), β) στον τρόπο διοίκησης για να αποφέρει άµεσο κέρδος γ) στις σχέσεις του µε τους φοιτητές που πληρώνουν για διαφοροποιηµένα πακέτα κατάρτισης και υποτάσσονται στο αυταρχικό πανεπιστήµιο και δ) τους εργαζόµενους εκπαιδευτικούς µε καθεστώς εκµετάλλευσης και

6.Η εκπαιδευτική στρατηγική της ΕΕ ως πλαίσιο των αντιδραστικών αλλαγών Οι αλλαγές που προωθούνται στην εκπαίδευση δεν σχεδιάστηκαν µε αφορµή την τωρινή έκφραση της κρίσης. Πρόκειται για επιλογές της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων, που έχουν δροµολογηθεί από καιρό, αλλά στο έδαφος της κρίσης διευκολύνονται να τις περάσουν µε την τακτική του «σοκ και δέος» κι επιπλέον, µπορούν να τις περάσουν στην πιο ακραιφνή νεοσυντηρητική µορφή τους, αφού οι γενικότερες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις σε όλους τους τοµείς διαµορφώνουν ένα ευνοϊκό πλαίσιο. Θα βοηθούσε, γι’ αυτό, πριν περιγράψουµε τις αλλαγές που προωθούνται, να αναφερθούµε λίγο στους στρατηγικούς στόχους που έχει βάλλει η ΕΕ, στο Συµβούλιο της, το Μάιο του 2009, συζητώντας το στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στον τοµέα της εκπαίδευσης και κατάρτισης. Οι στρατηγικοί αυτοί στόχοι, επαναεπιβεβαιώνεται ότι υπηρετούν την απασχολησιµότητα του εργατικού δυναµικού και τους άλλους στόχους της Λισσαβώνα. Ο πρώτος στρατηγικός στόχος, αφορά την υλοποίηση της δια βίου µάθησης και της κινητικότητας. Στα πλαίσια αυτά, καλούνται οι χώρες µέλη να εκπονήσουν τα Εθνικά Πλαίσια Προσόντων, συµβατά µε το Ευρωπαϊκό, να δηµιουργήσουν νέες, ευέλικτες διαδροµές µάθησης, ώστε να µετακινούνται εύκολα µεταξύ των τοµέων εκπαίδευσης και κατάρτισης (κυρίως άτυπης και µη τυπικής), να αναγνωρίζονται εύκολα τα µαθησιακά αποτελέσµατα. Η µαθησιακή κινητικότητα θεωρείται µέσο ενίσχυσης της απασχολησιµότητας και της προσαρµοστικότητας των ατόµων.

Η βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσµατικότητας της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, είναι µέσα στους στρατηγικούς στόχους που θέτει το Συµβούλιο. Αυτή έγκειται στην εξασφάλιση της απόκτησης βασικών ικανοτήτων από την πλειοψηφία, µε παράλληλη ανάπτυξη της αριστείας. Βασικές ικανότητες θεωρούνται ο γραµµατισµός, ο αριθµητισµός µε ελκυστικότητα στα µαθηµατικά, τις θετικές επιστήµες και την τεχνολογία και η βελτίωση των γλωσσικών ικανοτήτων. Στον ίδιο στρατηγικό στόχο, εντάσσονται η επιµόρφωση των εκπαιδευτικών, η διοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, η αξιολόγηση και η συσχέτισή της µε την χρηµατοδότηση. Η ενίσχυση της καινοτοµίας και του επιχειρηµατικού πνεύµατος, είναι τέλος, δυο από τις στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ. Η δηµιουργικότητα και η καινοτοµία θεωρούνται ζωτικής σηµασίας για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και την ανταγωνιστικότητα. Εδώ γίνεται λόγος για την ανάπτυξη και των εγκάρσιων, βασικών ικανοτήτων όπως η ψηφιακή ικανότητα, οι µεταγνωστικές ικανότητες, η πρωτοβουλία, το επιχειρηµατικό πνεύµα και η πολιτιστική συνείδηση. Εδώ υποστηρίζεται ότι πρέπει να αναπτυχθεί το τρίγωνο εκπαίδευση – έρευνα – καινοτοµία µε απαραίτητη την σύµπραξη µε τον ιδιωτικό κόσµο ώστε αφ’ ενός να εξασφαλιστεί καλύτερη εστίαση στις δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας και αφ’ ετέρου να υποστηριχθεί η ενίσχυση του επιχειρηµατικού πνεύµατος µέσα στις εκπαιδευτικές δοµές. ❑

7. Για ένα πρόγραµµα διεκδικήσεων µε στόχο το σχολείο των κοινωνικών αναγκών Το σχολείο του παρελθόντος και το σχολείο που ζούµε, δεν το αγαπά κανείς. Ούτε ο µαθητής, ούτε ο εκπαιδευτικός, ούτε η κοινωνία. Κατορθώνει µε τις δοµές, τη λειτουργία του αλλά και την θρησκευτική αγιαστούρα και την πολιτιστική ανυδρία, να χάνεται κάθε αρχική διάθεση όλων, αναπαράγει την παπαγαλία και την εκµάθηση των sos για τις εξετάσεις, οδηγεί στη διανοητική ερήµωση και ατροφία, µαθαίνει τελικά ότι µπορεί να ζητήσει η αγορά, έχει εξορίσει τις κλίσεις και τις χειροτεχνικές δεξιότητες, είναι αποκοµµένο από την πραγµατική κοινωνική κίνηση, περιθωριοποιεί την διαφορετικότητα πολιτισµική ή άλλη, ενισχύει τον ανταγωνισµό και τον ατοµικισµό, θάβει τη δηµιουργικότητα και την κριτική σκέψη. Η κριτική αυτή, γίνεται πολλές φορές σε βαθµό διαπόµπευσης από τους ίδιους τους δηµιουργούς του, αρκεί οι υπαίτιοι να αναζητηθούν µεταξύ των εκπαιδευτικών και των µαθητών και οι προτεινόµενες µεταρρυθµίσεις να αφορούν οτιδήποτε, εκτός από το κοινωνικό

– οικονοµικό – πολιτικό πλαίσιο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε, αυτό το σχολείο και που το οδήγησαν σε κρίση. Το «νέο σχολείο» που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση (έκφραση πολυχρησιµοποιηµένη την τελευταία δεκαπενταετία) θα είναι πολύ χειρότερο. Γιατί αν το προηγούµενο στήριξε και στηρίχτηκε στην οικονοµία της αγοράς και στην καπιταλιστική ανάπτυξη της Ολυµπιάδας, των µεγάλων έργων και του µεγαλύτερου ρυθµού ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας στην ευρωζώνη, το «νέο σχολείο» και συνολικά το νέο εκπαιδευτικό µοντέλο, αποπειράται να εγγράψει στο σκληρό του δίσκο τις επιταγές του κεφαλαίου, που για να ξεπεράσει την κρίση του λεηλατεί εργατικά, κοινωνικά δικαιώµατα και τσακίζει θελήσεις και προσδοκίες. Σε αυτό το τοπίο η άγνοια ή η αυταπάτη για ένα σχολείο ουδέτερης γνώσης, ίσων 12 δυνατοτήτων, ή πάνω κι έξω από τάξεις και ταξική πάλη, θα


είναι ολέθρια. Όσο ποτέ άλλοτε, πρέπει να γίνεται κατανοητό ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η κερδοφορία του κεφαλαίου, η ιδιοκτησία και η κυρίαρχη ιδεολογία και η διαιώνισή τους, σε συνθήκες κρίσης, θα στενεύουν τα περιθώρια να ανοιχτούν άλλοι εκπαιδευτικοί δρόµοι. Σίγουρα, λοιπόν, για να διαµορφωθεί ένα άλλο σχολείο, χρειάζεται ριζικός κοινωνικός µετασχηµατισµός, αλλά και αυτός είναι αδιανόητος χωρίς την συνεισφορά της εκπαίδευσης στην πιο γενική της έννοια. Τι κάνουµε λοιπόν; Περιµένουµε να αλλάξει η κοινωνία για να οικοδοµήσουµε µια άλλη εκπαιδευτική αντίληψη; Κρατώντας ότι οι συνθήκες δεν επηρεάζουν τους ανθρώπους λιγότερο από ότι αυτοί τις συνθήκες, κι ότι επαναστατική πολιτική σηµαίνει να αλλάζεις την υπάρχουσα τάξη πραγµάτων κι όχι να υπόσχεσαι τη Δευτέρα Παρουσία, αναπτύσσουµε µια µάχιµη στάση αντιπαράθεσης, ιδεών και πράξης. Γι’ αυτό χρειάζεται κατ’ αρχάς να αρνηθούµε ριζοσπαστικά, αυτήν την κατάσταση. Η κυβερνητική προπαγάνδα, µέσα από όλα τα µέσα µαζικής χειραγώγησης, λοιδορεί αυτούς που αρνούνται, για ,την έλλειψη θέσεων και απόψεων. Διαβουλεύεται ηλεκτρονικά για να µην συζητά στην ουσία αλλά να πείθει την κοινωνία ότι η γνώµη της παίρνεται υπόψη. Πρέπει να επιµείνουµε στην ριζοσπαστική άρνηση που δεν γίνεται από τη δύναµη της αδράνειας, αλλά είναι καταδίκη των κριτηρίων και του πλαισίου, του σχολείου της αγοράς, είναι ουσιαστική κριτική του σηµερινού σχολείου, της πρακτικής και του περιεχοµένου του και αυτού που µας σερβίρεται σαν νέο, της εξουσιαστικής δοµής του εδραιωµένου συστήµατος. Αυτό είναι το πρώτο βήµα. Κατόπιν οφείλουµε, να οικοδοµούµε και να προβάλλουµε τη δική µας αντίληψη, το δικό µας αλλιώτικο σχολείο, ταυτόχρονα µε την αγωνιστική διεκδίκηση αυτής της αντίληψης, ενάντια στη νέα, αντιδραστική µεταρρύθµιση που προχωρά η κυβέρνηση στο δρόµο και στην καθηµερινή πρακτική στην τάξη. Κατανοούµε ότι οι προτάσεις µας στο σήµερα θα είναι µη ρεαλιστικές κατά την κ. Διαµαντοπούλου, δεν θα χωράνε στα πλαίσια των µνηµονίων και της ΕΕ, θα συνδυάζονται µε τις συνολικότερες αναγκαίες ρήξεις στα ζητήµατα της οικονοµίας, ιδεολογίας και η ολοκλήρωσή τους θα φωτίζει την άλλη κοινωνία, το άλλο κοινωνικό υπόδειγµα, τον άλλο τρόπο να υπάρχουµε, την προοπτική να περνάµε από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Αλλά µόνο έτσι δείχνει η ιστορία να προχωρούν στη ζωή τα οράµατα για έναν καλύτερο κόσµο. Αφετηριακό µας σηµείο είναι ότι ένα εκπαιδευτικό πρόγραµµα αντίστασης και αντεπίθεσης πρέπει να βασίζεται στη γνώση και τη διεκδίκηση των πρωτόγνωρων απελευθερωτικών δυνατοτήτων για την κοινωνία που γεννά η εργασία, η επιστήµη, και η τεχνική, και να αντιπαρατίθεται στην ιδιοποίηση, την διαστροφή ή την κατάπνιξή τους από τον καπιταλισµό. Οι δυνάµεις του αντικαπιταλιστικού κινήµατος έχουν στις σηµαίες τους την απελευθέρωση της εργασίας και της εκπαίδευσης, την ανάγκη αλλά και τη δυνατότητα να αµείβεται, να ζει και να µορφώνεται ολόπλευρα ο εργάτης δηµιουργός του συνολικού πλούτου. Τα αιτήµατα για την ανασυγκρότηση της παιδείας συσχετίζονται µε εκείνα για την ανασυγκρότηση της

εργασίας και τελικά όλης της κοινωνίας. Οι αναγκαίες ανατρεπτικές τοµές και αλλαγές στην εκπαίδευση συνδέονται µε αυτές στην οργάνωση της εργασίας, της παραγωγής, των σχέσεων ιδιοκτησίας στα µέσα παραγωγής. Και ο αγώνας για µια απελευθερωτική παιδεία συνδυάζεται µε την πάλη για τη χειραφετηµένη και χωρίς εκµετάλλευση εργασία. Διεκδικεί να κυριαρχούν οι ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας στο τι, πώς, µε ποιο τρόπο και για ποιο σκοπό µαθαίνουµε καθώς και στο τι, πώς, για ποιο σκοπό και µε ποιο τρόπο παράγουµε. Ι. Για µια εκπαίδευση από τη σκοπιά των κοινωνικών, εργατικών συµφερόντων, µιας απελευθερωτικής παιδείας: Γνώση που να αναπτύσσει την κριτική διάνοια ( την θεµελιώδη ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί σε ποιο κόσµο καλείται να ζήσει και κάτω από ποιες συνθήκες, να τον αµφισβητεί κι να τον αλλάζει) κι όχι να εξασφαλίζει απλά το χειρισµό πληροφοριών και την επικοινωνία Η απελευθερωτική παιδεία προβάλλει µια άλλη αντίληψη για το ίδιο το περιεχόµενο σπουδών αλλά και τη διδακτική πράξη σε όλα τα επίπεδα που να βασίζεται στις εργατικές ανάγκες, στη απελευθερωτική προοπτική ως µάχιµη διαδικασία από το σήµερα. Απέναντι στη κατατεµαχισµένη, αποσπασµατική γνώση, τη “γνώση = άθροισµα πληροφοριών”, διεκδικούµε την ενιαία πολύµορφη γνώση που επιστρέφει και βασίζεται στα ιστορικά διαµορφούµενα θεµέλια των επιστηµών, συµβάλλει ώστε όλα τα παιδιά να διεισδύουν στους νόµους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας σε αντίθεση µε τον τεχνοκρατισµό και τη δήθεν ουδετερότητα της επιστήµης. Που προωθεί το δέσιµο της θεωρίας µε την πράξη, τη µελέτη των διαφόρων επιστηµών σε σύνδεση µε τις εφαρµογές τους στην οικονοµική και κοινωνική ζωή, την ενσωµάτωση βασικών στοιχείων της επιστήµης, των µέσων παραγωγής, της τεχνολογίας. Που καλλιεργεί την ενότητα, τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη των ανθρώπων µέσω της αµοιβαίας διάκρισής τους αλλά και συνεισφοράς τους ταυτόχρονα στον αµοιβαίο εµπλουτισµό των προσωπικοτήτων, σε αντιπαράθεση µε την υφιστάµενη οµογενοποίηση διαφόρων αποµονωµένων και αλλοτριωµένων ατόµων της κατακερµατισµένης κοινωνίας των ιδιωτών. Που αντιµετωπίζει την κατάκτηση της γλώσσας (µητρικής και ξένης) όχι απλά σαν µέσο επικοινωνίας αλλά σαν όργανο σκέψης και συνειδητής συλλογικής εργασίας. Πολυµέρεια απέναντι στον κατακερµατισµό και τις πολυδεξιότητες, που απαιτεί το κεφάλαιο για να καλύπτει τις συνεχώς νέες ανάγκες του µε χαµηλό κόστος. Στέρεα, συνολική βασική µόρφωση, θεωρία και πράξη, που να οδηγεί στην πολυµέρεια του συνολικού ανθρώπου, που εργάζεται όχι µόνο µε τα χέρια αλλά και µε το µυαλό και που µε συνείδηση της διαδικασίας που αναπτύσσει, την εξουσιάζει και δεν εξουσιάζεται από αυτήν. Σύνδεση µε τις επιστηµονικές, παραγωγικές και τεχνολογικές εξελίξεις, όχι των θραυσµάτων που απαιτεί η αγορά εργασίας αλλά όλων των στοιχείων της διαδικασίας τους Σύνδεση µε την κοινωνία και τα µαχόµενα, ζωντανά κοµµάτια της κι όχι µέσω των κοινωνικών εταίρων, των πολιτικών και ιδεολογικών διαύλων της κυρίαρχης τάξης

13


Γνώση ελεύθερη, διαµοιραζόµενη κι αναπτυσσόµενη. Όχι στην ατοµική ιδιοκτησία της, στην µυστικοπάθεια του κεφαλαίου για τη διαφύλαξη του κέρδους του Με κριτήρια που να υπονοµεύουν τα κυρίαρχα πρότυπα και παράγουν νέες αξίες κι ιδεολογία Όχι στον ιδεαλισµό, τα δόγµατα, το διαχωρισµό πνευµατικής – χειρονακτικής εργασίας, τις θρησκείες, τους διαχωρισµούς µε βάση το φύλο, τη ράτσα, το χρώµα κλπ Με ενιαίο το βασικό περιεχόµενο για όλους, από τη σκοπιά του χτυπήµατος της ταξικής διαφοροποίησης (που κρύβεται πίσω από τη θεωρία των φυσικών χαρισµάτων) και ταυτόχρονη όµως ανάδειξη και καλλιέργεια των ατοµικών κλίσεων Με παιδαγωγικές επιλογές που να θέτουν τον άνθρωπο, όχι µόνο απέναντι στον εαυτό του αλλά και απέναντι στο συγκεκριµένο κόσµο των πραγµάτων και των κοινωνικών σχέσεων. Η απελευθερωτική παιδεία οικοδοµεί νέες δηµοκρατικές διαδικασίες προσέγγισης της µόρφωσης, νέους δρόµους ανάπτυξης της επιστήµης και της έρευνας. Σε αντιπαράθεση µε τα απόλυτα δεσµευτικά αναλυτικά προγράµµατα, την αυθεντία του καθηγητή, τον µονόλογο, τον παπαγαλισµό, τον πειθαναγκασµό, τον αυταρχικό έλεγχο του χρόνου των σπουδών. Σε αντιπαράθεση µε τις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις που προωθούν την τυποποίηση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και επιδόσεων του µαθητή, καθώς και της εργασιακής απόδοσης του εκπαιδευτικού. Η εξετασιοµανία που κυριαρχεί σήµερα εκτρέπει το σχολείο από το µορφωτικό – παιδαγωγικό του ρόλο και προετοιµάζει τους νέους για την αποδοχή της ανισότητας, της κατάταξης, της απόρριψης και τελικά του κοινωνικού καταµερισµού εργασίας. Σε ικανό χρόνο και ρυθµό, που να αφήνει περιθώριο στη σκέψη να αναπτυχθεί, καθώς και να προτείνει λόγους για τους οποίους συµβαίνουν τα πράγµατα και να συνειδητοποιήσει τις συνέπειές τους, δηλ να δηµιουργήσει ταυτότητα και συνείδηση. Όχι στην συµπεριφορά του «βραχυπρόθεσµου», της συνεχούς αστάθειας και της ευελιξίας. Με συλλογικότητα, πολιτισµό για την ίδια αλλά και για το γύρω κοινωνικό περιβάλλον και όλες τις αναγκαίες δεξιότητες (εκµάθηση µουσικών οργάνων, χορός κλπ) Σε όλη τη διάρκεια της ζωής και δε όλες τις βαθµίδες της χωρίς αποκλεισµούς. Η απελευθερωτική παιδεία δεν περιορίζεται µόνο στο πλαίσιο του επίσηµου εκπαιδευτικού συστήµατος και στη χρονική διάρκεια αυτού του συστήµατος. Η µόρφωση και η παιδεία πρέπει να αναβλύζουν από όλους τους κρίκους και τους θεσµούς της κοινωνίας: εργασιακούς, πολιτισµικούς, κοινωνικούς, συνδικαλιστικούς, πολιτικούς. Να διαχέονται από κάθε κύτταρο της, διαµορφώνοντας ένα κλίµα σύγχρονου εργατικού διαφωτισµού και καθολικής µορφωτικής ανάτασης. µε κριτήριο τις αρχές που προαναφέρθηκαν. Κάθε εργαζόµενος σε οποιοδήποτε χρονικό σηµείο της ζωής του χωρίς δική του οικονοµική ή ψυχολογική επιβάρυνση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται στους δηµόσιους φορείς εκπαίδευσης για προσωπική – συλλογική ανάγκη. Για µας, η µόρφωση είναι ισότιµο δικαίωµα όλων, όπως και η εργασία είναι αναφαίρετο δικαίωµα του εργάτη και υποχρέωση του κράτους και της κοινωνίας απέναντι στην

εργατική τάξη! Από αυτή τη θέση εµπνεόµαστε παλεύοντας για τον περιορισµό στο σήµερα έως και της εξάλειψης αύριο όλων εκείνων των εκπαιδευτικών, οικονοµικών, κοινωνικών γενικότερα όρων που λειτουργούν ως ταξικοί φραγµοί. Με σχεδιασµό και υποστηρικτικά µέτρα, ώστε να υλοποιεί τους στόχους της για όλα τα παιδιά κι όχι απλά να πιστοποιεί ποια δεν µπορούν (πράγµα αναµενόµενο λόγω ταξικής θέσης) ΙΙ. Άξονες για προγράµµατος πάλης: Καθιέρωση δηµόσιας δωρεάν δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής που αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την οµαλή διανοητική εξέλιξη του νέου. Ο ρόλος του νηπιαγωγείου δεν µπορεί να είναι η εκπαίδευση, γεγονός που αποτελεί ωµή παραβίαση των ορίων του παιδικού ψυχισµού και των αναγκών της νηπιακής ηλικίας, αλλά το θεµατικό παιχνίδι. Έτσι ώστε, το παιδί να βοηθιέται να αναγνωρίζει τις συµβιωτικές σχέσεις και τα πρώτα σκιρτήµατα κοινωνικής συνείδησης, να πλουτίζει την επικοινωνιακή του ικανότητα, να αποκτά συνείδηση των σχέσεων των πραγµάτων σε µεγέθη, χρώµατα και άλλες ιδιότητές, να διδάσκεται κανόνες της ζωής όπως η επιµέλεια, η εργατικότητα, η σωστή διατροφή, η προσωπική φροντίδα και υγιεινή. Ενιαίο 12χρονο, βασικό, δηµόσιο και δωρεάν Σχολείο, για όλα τα παιδιά. Α. Διεκδικούµε έναν τύπο σχολείου µε ενιαίο πρόγραµµα, ενιαία σύγχρονη υλικοτεχνική υποδοµή και ενιαία - δωρεάν βιβλία, ενιαία διοίκηση και λειτουργία, µόνιµο εκπαιδευτικό προσωπικό µε ενιαία εργασιακά δικαιώµατα. Απαιτούµε την κατάργηση του διπλού σχολικού δικτύου (γενική επαγγελµατική εκπαίδευση), αλλά και της διάσπασης σε Δηµοτικό - Γυµνάσιο - Λύκειο, που εκφράζει ξεπερασµένα στάδια ταξικής εκπαίδευσης του λαού µας. Ζητούµε την ακύρωση κάθε µέτρου κεντρικής διαφοροποίησης των σχολικών προγραµµάτων και των σχολείων (ευέλικτη ζώνη, ευρωπαϊκά προγράµµατα, αξιολόγηση των σχολικών µονάδων και των εκπαιδευτικών), όπως και της αποκέντρωσης εµπορευµατοποίησης κρίσιµων εκπαιδευτικών παραµέτρων (χρηµατοδότηση, προγράµµατα, προσλήψεις εκπαιδευτικών, βιβλία και υποδοµές), που διευρύνει ακόµη και προς τις πιο µικρές ηλικίες τις κοινωνικές ανισότητες στη µόρφωση. Β. Διεκδικούµε σχολείο της ενιαίας πολύµορφης γνώσης, αρνούµενοι το σηµερινό σχολείο –φυλακή για τα παιδιά, αναγκαίο κακό για τους πολλούς, χωρίς ρόλο και προσανατολισµό εκπαιδευτικό, γεµάτο µε άχρηστες γνώσεις – πληροφορίες, στερούµενο δραστηριοτήτων. βουτηγµένο στη γραφειοκρατία και την τυποποίηση. Διεκδικούµε εποµένως ριζική αλλαγή στα αναλυτικά προγράµµατα και βιβλία, ώστε το σχολείο να διευκολύνει τη γνώση του κόσµου όπως είναι και όχι όπως φαίνεται. Καθορισµό µε παιδαγωγικούς όρους ενιαίου ωρολογίου προγράµµατος για όλα τα παιδιά, ώστε να αφήνει χρόνο για παιχνίδι και άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες. Μείωση κατά µία ώρα ηµερησίως του ωραρίου διδασκαλίας. Για τα παιδιά των µεταναστών µέσα σε αυτό το όριο ωρών να εξασφαλίζεται η γνώση της γλώσσας και της ιστορίας της χώρας τους. Δραστική µείωση των µαθητών ανά τµήµα σαν στοιχείο αποκατάστασης της παιδαγωγικής λειτουργίας του σχολείου. Σύγχρονα και

14


ασφαλή σχολικά κτίρια, εξοπλισµένα µε εργαστήρια, γυµναστήρια, µουσικά όργανα, βιβλιοθήκες, τραπεζαρίες και σχεδιασµό εναρµονισµένο µε την παιδαγωγική τους λειτουργία. Υποδοµή για ιατρική πρόληψη και υγιεινή σε όλα τα σχολεία. Διεκδικούµε σχολείο που να διαµορφώνει ελεύθερες σκεπτόµενες προσωπικότητες σε αντιπαράθεση, µε το λειτουργικό αναλφαβητισµό, το νεοµυστικισµό και ανορθολογισµό, το σκοταδισµό και τη θρησκοληψία, αλλά και τον ατοµισµό τον ανταγωνισµό, τη θεοποίηση της αγοράς και του κέρδους που προωθεί το σηµερινό εκπαιδευτικό σύστηµα. Που θα καλλιεργεί την ελευθερία και το σεβασµό στο εθνικά, πολιτισµικά, φυλετικά, θρησκευτικά, διαφορετικό. Απαιτούµε κατάργηση του µαθήµατος των θρησκευτικών και αντικατάσταση µε το µάθηµα της ιστορίας των θρησκειών. Γ. Η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης ως τα 18 όχι µόνο δεν αντιστρατεύεται, αντίθετα, ενισχύει την επαγγελµατική ικανότητα και κινητικότητα των νέων, καθώς η παιδεία διευρυµένων οριζόντων, η απόκτηση γενικής αντίληψης για τη φύση και την κοινωνία, είναι το θεµέλιο για την ανάπτυξη εξελιγµένων δυνατοτήτων όπως η κριτική, αναλυτική και συνθετική ικανότητα, η δηµιουργικότητα και η πολυµέρεια. Απαιτούµε κανείς µαθητής να µη δουλεύει ως τα 18. Απαιτούµε επαρκή αντισταθµιστικά κοινωνικά επιδόµατα και ειδικά εκπαιδευτικά προγράµµατα για τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωµάτων, των ανέργων, των µεταναστών, των ατόµων µε αναπηρίες και µαθησιακές δυσκολίες. Αναµόρφωση της νυκτερινής εκπαίδευσης στη βάση έκτακτου Εκπαιδευτικού Προγράµµατος ώστε κυρίως να καλύψει τον αναλφαβητισµό και την ανάγκη να τελειώσουν όλοι την ενιαία δωδεκάχρονη δηµόσια βασική εκπαίδευση. Δ. Η επαγγελµατική και Τεχνική Εκπαίδευση µετά το 12χρονο. Όλη η παλιά αλλά και η πρόσφατη εφαρµοζόµενη πολιτική στην τεχνικοεπαγγελµατική εκπαίδευση - από τα Τεχνικά Λύκεια Τεχνικές Σχολές, τα ΤΕΕ στη συνέχεια έως τα ΕΠΑΛ - ΕΠΑΣ σήµερα - δείχνει ότι ούτε οι µετονοµασίες, ούτε οι διάφορες µεταµορφώσεις της µπορούν να κρύψουν το βαθύ ταξικό τους χαρακτήρα. Τη δηµιουργία φτηνού ηµιειδικευµένου εργατικού δυναµικού µιας χρήσης, µε περιορισµένα ή και ανύπαρκτα επαγγελµατικά δικαιώµατα και εκµηδενισµένες τις δυνατότητες συνέχισης των σπουδών προς την τριτοβάθµια εκπαίδευση. Τη δηµιουργία µιας µάζας «ευέλικτων», µισοειδικευµένων και διά βίου καταρτιζόµενων εργαζοµένων, που µε το µικρότερο κόστος αναπαραγωγής τους θα προσαρµόζονται άµεσα στις ανακατατάξεις και στις ανισορροπίες της καπιταλιστικής παραγωγής. Και µαζί τη δηµιουργία ενός σχολείου – καιάδα για όσα παιδιά, αποβάλλει το ταξικό εκπαιδευτικό σύστηµα µε την δικαιολογία ότι δεν «παίρνουν τα γράµµατα». Ως αίτηµα µεταβατικού χαρακτήρα που συνδέεται µε τον αναγκαίο τεχνικό καταµερισµό εργασίας και ταυτόχρονα συγκρούεται µε τον ταξικά επικαθοριζόµενο καπιταλιστικό καταµερισµό, διεκδικούµε µετά το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο, την ελεύθερη πρόσβαση σε δωρεάν και Δηµόσιες Σχολές παροχής γνώσεων και

ουσιαστικής επάρκειας για την άσκηση επαγγέλµατος, για όσα επαγγέλµατα δεν απαιτούν πανεπιστηµιακή µόρφωση. Απαιτούµε την κατάργηση των διαδικασιών πιστοποίησης και επαναπιστοποίησης της ικανότητας άσκησης επαγγέλµατος που αµφισβητούν και απαξιώνουν το πτυχίο αλλά και δηµιουργούν µια διαρκή ανασφάλεια στους εργαζόµενους. Ε. Ελεύθερη, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, πρόσβαση στην πανεπιστηµιακή βαθµίδα (Ενιαία, δηµόσια και δωρεάν, πανεπιστηµιακή παιδεία) µετά το δωδεκάχρονο. Όχι στην οµηρία της εκπαίδευσης από το ιδιωτικό κεφάλαιο, την εισβολή των επιχειρήσεων και των χορηγών στα σχολεία. Κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και της παραπαιδείας. Ανοικτά, δηµόσια, δωρεάν Εκπαιδευτικά Προγράµµατα, παροχής γενικών και επαγγελµατικών γνώσεων που γεννιούνται εξ αιτίας της ραγδαίας επιστηµονικής και τεχνικής επανάστασης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σε όλους, Εκπαιδευτικοί µε αποκλειστική, πλήρη και µόνιµη εργασία, µε παιδαγωγική και διδακτική ελευθερία, που να ζουν µε αξιοπρέπεια από το µισθό τους και να συνταξιοδοτούνται στα 55 χρόνια ή στα 30 χρόνια εργασίας στο ύψος του καταληκτικού µισθού. Περιοδική υποχρεωτική ετήσια επιµόρφωση των εκπαιδευτικών µε απαλλαγή από τα διδακτικά του καθήκοντα και εξασφάλιση από το κράτος της απαραίτητης χρηµατοδότησης, του υλικού κ.λ.π. Απαγκίστρωση των εκπαιδευτικών από τις γραφειοκρατικές διεκπεραιωτές εργασίες του σχολείου. Όχι στην παιδαγωγική ασφυξία του εκπαιδευτικού, στην οµηρία της επισφαλούς και ανασφαλούς εργασίας των δήθεν αναπληρωτών και ωροµισθίων. Κατάργηση κάθε είδους ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Γενναία αύξηση της χρηµατοδότησης της δηµόσιας εκπαίδευσης, αύξηση των κρατικών δαπανών για την Παιδεία στο 7% του ΑΕΠ ή στο 15% του Προϋπολογισµού. Δηµοκρατικά δικαιώµατα και συλλογικός, αποφασιστικός έλεγχος από όλους τους φορείς που συνθέτουν την εκπαιδευτική πραγµατικότητα, στο σύνολο της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Δηµοκρατία στα σχολεία µε πρώτο και κύριο το δικαίωµα της συλλογικής συνδικαλιστικής δράσης και του αγώνα για την προάσπιση και διεύρυνση των δικαιωµάτων των εργαζοµένων και της νεολαίας. Όχι στην αξιολόγηση, χειραγώγηση, συµµόρφωση και κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών, των µαθητών και των φοιτητών, των σχολείων, που στοχεύει µε τον ένα ή άλλο τρόπο, στην υποταγή και την πειθάρχηση τους στα κελεύσµατα της αγοράς και των πολιτικών. Όλα τα παραπάνω φυσικά προϋποθέτουν την όξυνση της λαϊκής – εργατικής πάλης για τα αναγκαία πολιτικά αιτήµατα για την έξοδο από την κρίση σε βάρος του κεφαλαίου και προς όφελος των εργαζοµένων, όπως είναι η διαγραφή του χρέους και η παύση πληρωµών. ❑

εκπαιδευτικοί του ΝΑΡ Μάρτης 2011

15


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.