Η εισήγηση στη 2η Συνδιάσκεψη του ΝΑΡ (Δεκ. 1990)

Page 1

Ο σοσιαλισμός στην εποχή μας Πρόταση διαλόγου του Νέου Αριστερού Ρεύματος  Για ένα Αριστερό Πρόγραμμα Πάλης  Για το σοσιαλισμό στην εποχή μας

1. ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΑ ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΛΗΣ Πολλά ερωτήματα πρέπει να παίρνει κανείς υπόψη, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, για να χαράξει μια πολιτική άμεσης δράσης από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων σε μια επαναστατική προοπτική. Ορισμένα από αυτά επιδέχονται απαντήσεις που στηρίζονται σε επιστημονικές και επιβεβαιωμένες στην πράξη αρχές. Τις απαντήσεις αυτές τις προσεγγίζουμε με δυσκολία, μερικές δεν τις γνωρίζουμε καθόλου ή δεν μπορούμε να τις τεκμηριώσουμε με βάση την ελληνική πραγματικότητα. Σε άλλα ερωτήματα εξάλλου δεν έχουν ωριμάσει οι προϋποθέσεις για τη λύση τους. Οι συγκλονιστικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας φάσης εξέλιξης, του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, της καπιταλιστικής κοινωνίας με ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, νέα ποιοτική φάση ωριμάζει στην πορεία του εργατικού κινήματος. Για να απαντήσει κανείς με επιστημονική πληρότητα γύρω από το χαρακτήρα αυτών των αλλαγών, για το τι διατηρείται και το τι μετατρέπεται ριζικά στα πλαίσια της ιστορικής εξέλιξης, για το πώς εμφανίζεται τελικά η σύγχρονη πραγματικότητα, χρειάζεται, πέρα από τη συγκεκριμένη επιστημονική διαλεκτική ανάλυση, και την πολιτική και πρακτική εμπειρία του κινήματος, των ίδιων των εργαζομένων που παίρνουν μέρος στην επαναστατική πάλη. Απ' αυτή την άποψη, πολλά από τα ερωτήματα που μας κατακλύζουν δεν μπορούν να οδηγηθούν στην πλήρη λύση τους. Ορισμένες προσεγγίσεις, που σήμερα μας φαίνονται σωστές, αύριο μπορούν να τροποποιηθούν ή και να ανατραπούν. Κάποιες πλευρές που σήμερα αρνιόμαστε μπορούν αργότερα να δικαιωθούν. Η πρακτική του κινήματος τελικά θα δοκιμάσει ιδεολογικές επεξεργασίες, θα παραγάγει και θα αναπτύξει τη θεωρητική ανάλυση, με την πλατιά έννοια, από τη σκοπιά της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας. Η (δια η προσπάθεια για να αναπτυχθεί ένας γόνιμος δημιουργικός διάλογος, για την επεξεργασία μιας συνολικής αριστερής πρότασης ενάντια στις κατευθύνσεις της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στη χώρα μας, αποτελεί μια διαδικασία σύνδεσης μιας σειράς πολιτικών, ιδεολογικών και πρακτικών προσεγγίσεων του κινήματος που μπορούν να φωτίσουν γενικότερα και τα στρατηγικά ζητήματα της εποχής μας.

Προσέγγιση στα ερωτήματα Υπάρχει λοιπόν εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας; Υπάρχει άμεση απάντηση στην πορεία του συντηρητικού εκσυγχρονισμού; Είναι δυνατή η επανάσταση στην εποχή μας και στη χώρα μας; Ποιος θα είναι ο χαρακτήρας της, οι κινητήριες δυνάμεις της, ενάντια σε ποιους κύρια θα κατευθύνεται η επαναστατική πάλη; Ποιος είναι ο χαρακτήρας, το περιεχόμενο και η σημερινή εξέλιξη της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης διεθνώς και στη χώρα μας; Ποιοι στόχοι άμεσης δράσης προβάλλουν από τις αντικειμενικές συνθήκες; Και πώς στηρίζονται στις υποκειμενικές διαθέσεις των εργαζομένων; Πώς εκπορεύεται και πώς συνδέεται το βασικό περιεχόμενο των άμεσων στόχων πάλης με τη στρατηγική επαναστατική επιδίωξη; Τι αλλαγές έχουν γίνει στον παγκόσμιο και εσωτερικό συσχετισμό των δυνάμεων; Στις δομές και τους βασικούς δείκτες της καπιταλιστικής οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας; 1


Υπάρχουν σήμερα αντικειμενικές, υλικοτεχνικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, στη χώρα μας, στην Ευρώπη, στον κόσμο; Πώς εξηγείται και τι επίδραση έχουν η κατάρρευση του συστήματος των λεγόμενων «σοσιαλιστικών» χωρών, η ραγδαία υποβάθμιση και αποσταθεροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης; Ποιες αλλαγές φέρνει η έκρηξη των παραγωγικών δυνάμεων στην (δια την εργατική τάξη, στις κοινωνικές συμμαχίες της, στην οργάνωση της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων; Ποια είναι η σχέση του ΚΜΚ με τη διεθνή καπιταλιστική ολοκλήρωση; Ποια είναι η σημερινή ποιότητα και οι νέες μορφές στη σχέση ανάμεσα στο κράτος και τις ενώσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου; Είναι αντικειμενική, νομοτελειακή η περιφερειακή καπιταλιστική ολοκλήρωση; Ποιες αντιθέσεις εμφανίζονται σήμερα ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Ποια είναι γενικότερα τα νέα δεδομένα στις ενδοϊμπεριαλιστικές σχέσεις; Τι κινεί την ΕΟΚική ολοκλήρωση; Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και οι ανάγκες για την παραπέρα προώθηση τους ή τα συμφέροντα και οι επιλογές των ολιγαρχιών του διευθυντηρίου της ΕΟΚ; Πώς εκφράζεται στις νέες συνθήκες ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης; Πώς εμφανίζονται σήμερα, με ποιο τρόπο και ποιες μορφές, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές και τις εξαρτημένες χώρες; Μήπως η θεωρία της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης καταργείται και τη θέση της παίρνει η αλληλεξάρτηση των διαφορετικών χωρών της παγκόσμιας κοινότητας, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι του νέου αριστερού ρεφορμισμού; Πώς συνδέονται όλα αυτά με την ελληνική πραγματικότητα; Γιατί το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα χρεοκοπεί, χάνει την επιρροή και την ακτινοβολία του; Γιατί εγκαταλείπει στις περισσότερες περιπτώσεις κάθε επαναστατικό χαρακτηριστικό και επαναπροσεγγίζει τις αρχές του ρεφορμισμού και μάλιστα πάνω σε μια νέα, πιο συντηρητική βάση; Ποιοι είναι οι νέοι όροι για την επαναστατική ανασυγκρότηση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος; Πολλά από αυτά τα ερωτήματα θα αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστών κύκλων συζήτησης, που θα καταλήξουν σε πιο ολοκληρωμένες επεξεργασίες και συμπεράσματα στρατηγικού χαρακτήρα. Ωστόσο, στα πλαίσια μιας προσπάθειας για τη διαμόρφωση μιας άμεσης αριστερής πρότασης δράσης, αυτά τα ζητήματα έτσι κι αλλιώς μπαίνουν στο επίκεντρο των προβληματισμών μας. Το μέχρι τώρα κατακτημένο επίπεδο προσέγγισης τους. έστω και με τα γνωστά μεγάλα κενά που υπάρχουν, βρίσκεται στη βάση του περιεχόμενου που θα επιχειρήσουμε να δώσουμε στις άμεσες προτάσεις μας. Και. το κυριότερο, τα ερωτήματα αυτά τα προσεγγίζουμε από τη σκοπιά της πάλης για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων, για την απελευθέρωση του ανθρώπου.

2. ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η εκρηκτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και οι αντίστοιχες αναπροσαρμογές των καπιταλιστικών σχέσεων στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης τείνουν σε μια νέα ποιοτική φάση εξέλιξης του ιμπεριαλισμού, της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η καπιταλιστική ανασυγκρότηση αποτελεί την καπιταλιστική απάντηση στις νέες συνθήκες της επανάστασης των τεχνολογιών αιχμής, σε βάρος της σοσιαλιστικής προοπτικής των εργαζομένων. Πρόκειται για μια διαδικασία αντικειμενικού χαρακτήρα, σε εσωτερική και διεθνή κλίμακα, που δεν αποτελεί φυσικά αποκλειστική καινοτομία του σύγχρονου καπιταλισμού. Η ανασυγκρότηση όλων των κοινωνικών σχέσεων είναι σύμφυτη με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στους πιο σημαντικούς σταθμούς της ιστορικής του εξέλιξης και της ταξικής πάλης. Σήμερα η ανασυγκρότηση αυτή αποβλέπει στην προσαρμογή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και, γενικότερα, της οργάνωσης της κοινωνίας, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για την αντιστροφή της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου. Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που τείνουν να δώσουν στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση της εποχής μας, από το τέλος της δεκαετίας του '70 και ιδιαίτερα στις μέρες μας, νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά; 2


2.1. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων Ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 70 η εφαρμογή νέων τεχνολογιών αιχμής, η αλληλοσύνδεση της επιστήμης και της τεχνικής στο παραγωγικό επίπεδο έχει πάρει επαναστατικό χαρακτήρα. Η σύγχρονη φάση της έκρηξης των παραγωγικών δυνάμεων προκαλεί πρωτοφανείς αλλαγές στη θέση του ανθρώπου στην παραγωγή. Κάτω από την επίδραση των τεχνικών μέσων μπαίνει πιο ριζικά τόσο η χειρωνακτική όσο και η πνευματική λειτουργία της ανθρώπινης εργασίας. Αυτή η τομή στην ιστορία των παραγωγικών δυνάμεων πραγματοποιείται με την εμφάνιση και ιδιαίτερα με τη μαζική διάδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πλάι στην αντικατάσταση της φυσικής δύναμης του ανθρώπου έχουμε αντικατάσταση ζωντανής πνευματικής εργασίας. Ο ρόλος του ανθρώπου ως κύριας παραγωγικής δύναμης τείνει να αποκτά νέα ποιοτικά στοιχεία. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συντελείται στα πλαίσια των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Η ατομική ιδιοκτησία, το καπιταλιστικό κέρδος, δρουν απέναντι στην επιστήμη και την τεχνική σαν κίνητρο ανάπτυξης τους, αλλά ταυτόχρονα και σαν ανασταλτικός παράγοντας προσανατολισμού και επιλεκτικής διάδοσης τους. Οι τομές στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στις προηγούμενες περιόδους του καπιταλισμού, μαζί και στην περίοδο του περάσματος στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, δεν μπορούν να συγκριθούν με την τομή που πραγματοποιείται στις σημερινές συνθήκες. Αυτό το νέο χαρακτηριστικό της εποχής μας υπογραμμίζει την ανάγκη για τη ριζική ανατροπή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

2.2. Αλλαγές στη διαδικασία της παραγωγής και της εργασίας Η προέλαση των νέων τεχνολογιών οδηγεί την επιστήμη σε μια ποιοτικά ανώτερη φάση ανάπτυξης, ενισχύει τη διαδικασία μετατροπής της σε άμεση παραγωγική δύναμη, επιφέρει βαθιές αλλαγές στο περιεχόμενο, στις μορφές της ανθρώπινης εργασίας, στους τρόπους οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Τροποποιείται σε σημαντικές του πλευρές το σύστημα απόσπασης υπεραξίας, των μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, της έκτασης και της ποιότητας της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Τα σύγχρονα μέσα παραγωγής εγκαινιάζουν μια εποχή όπου ο άνθρωπος τείνει να γίνεται όλο και σε ανώτερο επίπεδο ο ελεγκτής και ο ρυθμιστής της παραγωγικής διαδικασίας. Η αντικατάσταση πνευματικών του λειτουργιών τείνει να αναβαθμίζει στο έπακρο το ρόλο του. Εμφανίζονται στοιχεία υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, αντικατάστασης φυσικών πόρων από τις αστείρευτες δυνατότητες της επιστημονικής γνώσης. Ωστόσο ο νέος τύπος τεχνικής, που ορισμένα βασικά στοιχεία του εμφανίζονται στα πλαίσια του καπιταλισμού, μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο κάτω από την κυριαρχία των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών σχέσεων. Αντίθετα η διαδικασία προσαρμογής των νέων παραγωγικών δυνάμεων στα πλαίσια των τροποποιημένων καπιταλιστικών σχέσεων συνοδεύεται από μια σειρά φαινόμενα που επιδεινώνουν τη θέση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Στον καπιταλισμό η ανεργία, η υποβάθμιση του ρόλου της εργατικής τάξης στην οργάνωση και κατεύθυνση της παραγωγής. η μονοτονία, η αποξένωση, η μονοπώληση των τεχνολογικών γνώσεων αντιστρατεύονται την ανάγκη για εμπλουτισμό της εργασίας με τα νέα στοιχεία που φέρνει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Οι δυνατότητες εξάλειψης των βαριών και ανθυγιεινών εργασιών, η νέα αυτοματοποίηση, πέρα από τα τμήματα παραγωγής. και των τμημάτων διεύθυνσης, σχεδιασμού, διοίκησης και αποστολής, οι δυνατότητες ενιαιοποίησης των στοιχείων της παραγωγής οδηγούν στην τάση αύξησης του ρόλου του συλλογικού εργάτη, στην τάση του να διεκδικεί καινούριους προσανατολισμούς στη λύση των ζητημάτων της παραγωγής και, κατ' επέκταση, της κοινωνικής ζωής στο σύνολο της. Απ' την άλλη μεριά, η καπιταλιστική αναδιοργάνωση όλων των παραγωγικών εργασιακών σχέσεων, όλων των όρων της κοινωνικής ζωής, επιδιώκει τη χειραγώγηση των εργαζομένων, την υπονόμευση των νέων δυνατοτήτων παρέμβασης της εργατικής τάξης στην παραγωγική διαδικασία, στην κατεύθυνση της κοινωνικής ανάπτυξης. Η ανασυγκρότηση της διαδικασίας της παραγωγής και της εργασίας, οι εργασιακές 3


σχέσεις, οι νέες μορφές αντιθέσεων στη βάση των νέων παραγωγικών συνθηκών αποτελούν πεδία ανάπτυξης των σύγχρονων ταξικών αναμετρήσεων. Από εδώ πηγάζουν βασικά τα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής εξέλιξης, εδώ δοκιμάζονται κατά κύριο λόγο και το νέα στοιχεία ανάπτυξης και ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Με βάση τις νέες παραγωγικές και κοινωνικές συνθήκες εμφανίζονται σημαντικές αλλαγές στην ανάπτυξη, στη σύνθεση και την αλληλοσυσχέτιση των διάφορων τάξεων. Αυξάνει αριθμητικά και διευρύνεται η εργατική τάξη, διαφοροποιείται η σύνθεση της, εμφανίζονται νέα τμήματα της. Η συνένωση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας σε μία ενιαία διαδικασία δημιουργούν προϋποθέσεις ταχύτατης αριθμητικής αύξησης της διανόησης, εντείνονται οι τάσεις προλεταριοποίησης της και αναπτύσσεται παραπέρα το φαινόμενο σημαντικά τμήματα της να προσεγγίζουν περισσότερο τους υπόλοιπους εργαζόμενους και ειδικά την εργατική τάξη. Στη διαδικασία της παραγωγής προωθούνται ουσιαστικές αλλαγές στον καταμερισμό της εργασίας, στη διαμόρφωση της επαγγελματικής ειδίκευσης της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων. Αυξάνει το ποσοστό της εργατικής τάξης και των εργαζομένων της πνευματικής εργασίας, παρατηρείται σχετική άνοδος της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών, διευρύνεται η έννοια του συλλογικού εργάτη. Εμφανίζονται καινούριες ειδικεύσεις που συνδέονται με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών σε νέους και παλιούς κλάδους. Τμήματα του παλιού πυρήνα του εργοστασιακού προλεταριάτου τείνουν να περιθωριοποιούνται. Επιταχύνονται οι ρυθμοί αλλαγής του περιεχομένου και του αντικειμένου της ειδίκευσης και επανειδίκευσης της εργατικής τάξης. Στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, της εντατικοποίησης της εργασίας και των νέων εργασιακών σχέσεων, επιχειρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις και νέες μορφές όξυνσης των αντιθέσεων μέσα στην εργατική τάξη, σ' όλους τους εργαζόμενους. Επιδιώκεται η εφαρμογή των αρχών της ελαστικότητας της εργασίας, της «κατηγοριοποίησης» κατά επιχείρηση, της προσωποποίησης, της διάδοσης της κατ' οίκον εργασίας, της εδαφικής αποκέντρωσης της παραγωγής σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της συγκεντροποίησής της. Προωθούνται διαχωρισμοί ανάμεσα στους ειδικευμένους που διατηρούν σχετικά εμπλουτισμένο περιεχόμενο εργασίας και στα πλατιά τμήματα των εργατών χαμηλής ειδίκευσης και αμοιβής. Νέα υπαλληλικά στρώματα εργαζομένων στις νέες τεχνολογίες βλέπουν να μειώνεται το δημιουργικό μέρος της εργασίας τους, να εξομοιώνονται με τους εργάτες. Παλιά τμήματα του μεσαίου προσωπικού εξαφανίζονται. Διαμορφώνονται νέα μισθωτά μεσαία στρώματα, ειδικά από το χώρο της διανόησης, με αντιφατικά χαρακτηριστικά. Παλιά μεσαία στρώματα καταστρέφονται, άλλα εντάσσονται με νέες μορφές στη σφαίρα της πιο εντατικής εκμετάλλευσης από το μεγάλο κεφάλαιο και παράλληλα προσδένονται πιο στενά μαζί του. Τα πιο ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου και του ΚΜΚ, τα ΠΠΜ αναπτύσσουν προς όφελος τους διαδικασίες ελέγχου όλων των άλλων μορφών οργάνωσης του κεφαλαίου. Ενισχύουν τους μηχανισμούς ηγεμονίας τους απέναντι στη μικρή και μεσαία αστική τάξη, τις μεθόδους χειραγώγησης των μεσαίων στρωμάτων. Στη βάση όλων αυτών των αλλαγών, από τη μια μεριά ενισχύονται οι δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου, διευρύνονται οι δυνατότητες των συμμαχιών του ενάντια στην εργατική τάξη. Από την άλλη μεριά, η εργατική τάξη αναπτύσσεται μέσα σε συνθήκες έντονων διαφοροποιήσεων. Ξεχωρίζουν στις γραμμές της νέα τμήματα που συνδέονται με τους πιο πρωτοπόρους τομείς της παραγωγής και τα νέα στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας. Το θεμελιακό ζήτημα της ενότητας όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης σε ανώτερο επίπεδο τίθεται σήμερα μέσα από μια σειρά αντιφάσεις αλλά και νέες δυνατότητες. Διαμορφώνονται συνθήκες προσέγγισης της εργατικής τάξης με τμήματα της διανόησης, με νέα μεσαία μισθωτά στρώματα που μπορούν να δώσουν νέα ώθηση στη συνολική διαδικασία των κοινωνικών συμμαχιών.

2.3. Τα Πολυεθνικά Πολυκλαδικά Μονοπώλια (ΠΠΜ) Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του ΚΜΚ και τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, διαμορφώθηκε βαθμιαία μια νέα κατηγορία μονοπωλίων με καινούργια χαρακτηριστικά. Πρόκειται για τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια που γεννήθηκαν στα πλαίσια όλης της περιόδου ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ΚΜΚ. 4


Η ανάπτυξη του ΚΜΚ, η προώθηση της πολυκλαδικής και παραπέρα της πολυεθνικής δομής των μονοπωλιακών και κρατικομονοπωλιακών ενώσεων, η αλληλοδιαπλοκή των χρηματιστηριακών κεφαλαίων, η σύνδεση τους με το πιο δυναμικό τμήμα του κεφαλαίου που επενδύεται στις νέες τεχνολογίες, η μονοπώληση της τεχνολογικής γνώσης αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη του Π.Π. μονοπωλιακού κεφαλαίου με τη σύγχρονη μορφή του σαν κορυφή της καπιταλιστικής πυραμίδας και του ΚΜΚ. Αν στη δεκαετία του '60 τα Π.Π. μονοπώλια αποτελούσαν μια νέα «πρόκληση», ένα νέο σχετικά αλλά δυναμικό φαινόμενο στις εθνικές και διεθνείς διαδικασίες του ΚΜΚ, της συνολικής κίνησης του κεφαλαίου, σήμερα, στη δεκαετία του '90, μπορούμε να πούμε ότι τείνουν να εξελιχθούν σε ηγεμονική δύναμη του ΚΜΚ, των σχέσεων εξουσίας του κεφαλαίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι 1.000 περίπου ΠΠΜ που «ανήκουν» κατά 90% σε 7 χώρες ελέγχουν περίπου το 1/3 της καπιταλιστικής βιομηχανικής παραγωγής, το 80% του διεθνούς εμπορίου και έχουν τον απόλυτο σχεδόν έλεγχο των χρηματοπιστωτικών και των νέων παραγωγικών ερευνητικών δραστηριοτήτων σ' όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Περίπου 100.000 πολυεθνικά ΠΜ δρουν με βάση τους τις αναπτυγμένες και μεσαίες καπιταλιστικές χώρες. Περίπου 620 έχουν τη βάση τους στις ανατολικές χώρες (κυρίως με επενδύσεις στον τομέα των υπηρεσιών). Από τις αναπτυσσόμενες χώρες προέρχονται γύρω στα 500 πολυεθνικά ΠΜ, κυρίως στους τομείς της εξόρυξης κι επεξεργασίας πρώτων υλών. Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση είναι μεγάλη και ανάμεσα στα ίδια τα ΠΠΜ. Από τις 500 πρώτες πολυεθνικές εταιρείες, οι 50 ελέγχουν το 50% της δραστηριότητας του συνόλου. Επίσης ενισχύεται η τάση συνεργασίας των ΠΠΜ από διάφορες χώρες, ιδιαίτερα στα προγράμματα ερευνών και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών. Η πιο γρήγορη και θεαματική ανάπτυξη των ΠΠΜ εντοπίζεται στον τραπεζικό και χρηματοδοτικό τομέα: Τα Διεθνή Χρηματοπιστωτικά Μονοπώλια (ΔΧΜ) που προελαύνουν με την ανάπτυξη της πληροφορικής, έχουν τα πιο διεθνοποιημένα χαρακτηριστικά σε επίπεδο παγκόσμιας αγοράς. Τα 100 μεγαλύτερα ΔΧΜ, τραπεζικά και μη, έχουν 5.000 υποκαταστήματα σε όλο τον κόσμο, 2.400 στις αναπτυγμένες χώρες, 2.300 στις αναπτυσσόμενες και 300 περίπου στις ανατολικές χώρες. Ραγδαία είναι η επέκταση των ΠΠΜ και στον τομέα των υπηρεσιών: Από τις 500 μεγαλύτερες εταιρείες υπηρεσιών, που ελέγχουν το 60% των σχετικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα, το 85% ανήκουν σε ΠΠΜ. Το ΠΠ μονοπώλιο γεννήθηκε κι εξαιτίας της ανάγκης για ξεπέρασμα της κρίσης των ΚΜ ρυθμίσεων, για τον καπιταλιστικό έλεγχο της ανάπτυξης και του τρόπου χρήσης των νέων τεχνολογιών. Στηρίζει όλο και περισσότερο την υλική βάση της κυριαρχίας του πάνω στις ποικίλες μορφές οργάνωσης και δράσης του κεφαλαίου, στον έλεγχο των νέων τεχνολογιών, ειδικά των τεχνολογιών αιχμής, στη μονοπώληση της επιστήμης, των ερευνητικών προγραμμάτων και της γνώσης κ.λπ. Τα ΠΠΜ αναπτύσσονται πάνω στη βάση της εξέλιξης του ΚΜΚ, του εθνικού καπιταλιστικού σχηματισμού. Με τη σειρά τους επιδρούν σε ένα συνολικό αναπροσανατολισμό όλου του «παλιού» ΚΜΚ συστήματος μίας ή περισσότερων χωρών και των διαδικασιών διεθνοποίησης. Τα ΠΠΜ δεν «καταργούν» τον ΚΜΚ τον «εθνικό» καπιταλιστικό σχηματισμό. Αντίθετα αντλούν από αυτόν τη βασική δύναμη τους, αποτελούν το πιο ισχυρό τμήμα του και τον ενισχύουν με νέο τρόπο. Αλλά ταυτόχρονα τείνουν να αναιρέσουν ορισμένες πλευρές του ΚΜΚ, όπως τον ξέραμε μέχρι σήμερα. Διαμορφώνεται έτσι ένας νέος κοινωνικός και διεθνής καταμερισμός εργασίας προς όφελος των πιο ισχυρών δυνάμεων του πολυεθνικού και πολυκλαδικού κεφαλαίου και των πιο ισχυρών εθνικών κρατών. Αυτός βαθαίνει και ολοκληρώνει, με νέο τρόπο, τον έλεγχο όλων των βαθμίδων της παραγωγής και τις μορφές δράσης του κεφαλαίου στις καπιταλιστικές χώρες, αλλά και τις διαδικασίες εκμετάλλευσης των εξαρτημένων και ημιεξαρτημένων χωρών και λαών. Τα ΠΠΜ παίζουν τον κύριο ρόλο για την προώθηση των διαδικασιών οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης των καπιταλιστικών εθνικών σχηματισμών σε περιφερειακό και εξωπεριφερειακό επίπεδο. Επομένως γίνεται φανερό ότι καταρχήν το περιεχόμενο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της εποχής μας βρίσκεται στην αναδιοργάνωση όλων των παραγωγικών κοινωνικών πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων προς όφελος του κεφαλαίου συνολικά, κάτω απ' την ηγεμονία των πιο ισχυρών δυνάμεων του ΠΠ κεφαλαίου στο εθνικό σύστημα του ΚΜΚ και σε διεθνές επίπεδο. 5


2.4. καπιταλιστική κρίση Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η επέκταση των ΠΠΜ βαθαίνει στο έπακρο την αντίθεση ανάμεσα στην αλματώδη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση. Η εξέλιξη αυτής της αντίθεσης βρίσκεται στη βάση όλων των διαδικασιών και των τάσεων της οικονομικής και πολιτικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Η οικονομική και πολιτική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος πηγάζει από την ανάπτυξη των εσωτερικών του αντιθέσεων, είναι γέννημα των ανταγωνισμών της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, η εμφάνιση και η δράση του Π.Π. κεφαλαίου στην «κορυφή» του ΚΜΚ τροποποιεί ριζικά τις μορφές, την αλληλοδιαδοχή, τη γενική εικόνα των κρίσεων. Στην σύγχρονη εποχή, η αλληλεπίδραση της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας αποκτά νέα, πιο σύνθετα χαρακτηριστικά. Χρεοκοπεί έτσι πιο θεαματικά σήμερα η ανιστόρητη αντίληψη του οικονομισμού της διαρκούς κρίσης, των συνεχών αδιεξόδων και της «ημιαυτόματης» κατάρρευσης του καπιταλιστικού συστήματος, που κυριαρχούσε στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος τις προηγούμενες εποχές. Οι μακριοί, αλλά και οι περιοδικοί κύκλοι ανόδου και πτώσης της καπιταλιστικής οικονομίας βρίσκονται στη βάση των κοινωνικών πολιτικών κρίσεων και των διακυμάνσεων του εργατικού κινήματος, αλλά με κανέναν τρόπο δεν τις κανοναρχούν σχηματικά και ισόμετρα. Οι πολιτικοί ιδεολογικοί παράγοντες, οι παρεμβάσεις του «υποκειμένου» (και όχι μόνο του «επαναστατικού»), οι «αγώνες των τάξεων» παίζουν εδώ τον πιο ουσιαστικό ρόλο. Το σημερινό πρωτοφανές επίπεδο της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα δημιουργεί νέες δυνάμεις και τάσεις ανατροπής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Γι' αυτό η αναδιοργάνωση όλων των κοινωνικών σχέσεων με νέο καπιταλιστικό τρόπο, το χτύπημα του εργατικού κινήματος και η υπονόμευση της σοσιαλιστικής προοπτικής γίνονται ζητήματα ζωής και θανάτου για το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αντίστοιχα η απάντηση των εργαζομένων στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση, το καθήκον της επαναστατικής σοσιαλιστικής ανασυγκρότησης της κοινωνίας είναι ένα ιστορικό στοίχημα που μπορεί ή όχι να κερδηθεί με τη σκέψη και την πράξη του κόσμου της εργασίας. Η ιστορική κρίση του καπιταλισμού μπορεί να έχει έννοια όχι σαν «προδιαγεγραμμένη» πορεία ήττας της οικονομικοπολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου, αλλά σαν αντικειμενική κορύφωση των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος, όλου του ανθρώπινου «πολιτισμού». Η κορυφαία αυτή αναμέτρηση μπορεί να οδηγήσει, ανάλογα με την παρέμβαση των «ανθρώπων», σε συνθήκες μιας νέας ελευθερίας ή μιας χωρίς προηγούμενο βαρβαρότητας, σε παγκόσμια κλίμακα.

2.5. Εθνικός καπιταλιστικός σχηματισμός - Ολοκλήρωση Στα πλαίσια του ΚΜΚ διαμορφώνεται η βάση για την ανάπτυξη των πολυεθνικών πολυκλαδικών μορφών οργάνωσης του κεφαλαίου. Η αυξανόμενη με γιγαντιαίους ρυθμούς παρέμβαση του κράτους, οι νέου τύπου κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις για την αύξηση του ποσοστού κέρδους και την αντιμετώπιση των κρίσεων αποτελούν όρο γέννησης και ενίσχυσης των ΠΠΜ. Έτσι αυτά έχουν «εθνική βάση», «εθνικό ορμητήριο», «καταφύγιο» και σημείο αναφοράς. Στο ΚΜΚ με τα σύγχρονα χαρακτηριστικά του εξακολουθούν και στηρίζουν τη βασική πηγή της δύναμης τους. Ωστόσο ο ίδιος ο χαρακτήρας τους επιβάλλει τάσεις υπέρβασης των ορίων ελέγχου του ΚΜΚ, διαδικασίες μεταφοράς οικονομικών και πολιτικών αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικές ολοκληρώσεις και οργανισμούς. Τα ΠΠΜ, στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης των μορφών συσσώρευσης και διεθνοποίησης του κεφαλαίου, εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις χώρες με σχετικά διαμορφωμένο ΚΜΚ σύστημα και σχετικά αναπτυγμένη βιομηχανική βάση. Κατά συνέπεια, η θέση τους στο συσχετισμό των δυνάμεων, οι αντιθέσεις με τους ανταγωνιστές τους, οι δυνατότητες ανάπτυξης τους καθορίζονται καταρχήν με βάση την ιστορικά διαμορφωμένη οικονομική και πολιτικοστρατιωτική θέση του ΚΜΚ, του καπιταλιστικού σχηματισμού της προέλευσης τους στο διεθνή καταμερισμό και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Άλλη είναι η θέση των ΠΠΜ που εμφανίστηκαν στη χώρα μας στα πλαίσια του εξαρτημένου ελληνικού ΚΜΚ (Βαρδινογιάννης, Εθνική Τράπεζα, Μπόμπολας, ΙΝΤΡΑΚΟΜ, Πετζετάκης κ.λπ.) και άλλη η θέση των πολυεθνικών μεγαθηρίων με αμερικάνικη, γιαπωνέζικη ή δυτικοευρωπαϊκή βάση. 6


Τα ΠΠΜ, χωρίς να καταργούν την πρωταρχικότητα του ΚΜΚ, τείνουν σε όλο και πιο προωθημένες μορφές οικονομικο-πολιτικής συνεργασίας και «αλληλεξάρτησης» των κρατικομονοπωλιακών ολιγαρχιών γύρω από τις βασικές δυνάμεις του πολυεθνικού κεφαλαίου και τις αντίστοιχες υπερεθνικές ολοκληρώσεις τους. Εντείνονται έτσι οι τάσεις αποστασιοποίησης από την έννοια της «πατρίδας», καθώς και οι τάσεις, ιδιαίτερα των ολιγαρχιών των εξαρτημένων χωρών, να ταυτίζονται με τα συμφέροντα του ξένου κεφαλαίου. Βαθαίνει ο χωρισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας σε δύο ξεχωριστά «έθνη», σε πολιτισμούς δύο ταχυτήτων. Οι κοινωνίες των 2/3, της μαζικής ανεργίας, της οικολογικής καταστροφής και της αποξένωσης και οι εξαρτημένες ή ημιεξαρτημένες καπιταλιστικές κοινωνίες με την κοινωνική πλειονότητα σε κατάσταση υποβάθμισης και περιθωριοποίησης, υπογραμμίζουν την απόσπαση του πολυεθνικού, πολυκλαδικού κεφαλαίου του ΚΜΚ συστήματος, του κεφαλαίου συνολικά από το «έθνος» των εργαζομένων. Το εθνικό αστικό κράτος «συμπυκνώνει» πολιτικά τα συμφέροντα των διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης, κάτω από την ηγεμονία του ΠΠΚ. Στη διαδικασία της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, τα συμφέροντα των πιο ισχυρών δυνάμεων του ΠΠΚ και των πιο ισχυρών, κατ' επέκταση, ιμπεριαλιστικών κρατών, τα συμφέροντα του κεφαλαίου συνολικά επιχειρείται να επιβληθούν και να εμφανιστούν σαν ενιαία συμφέροντα της εργατικής τάξης όλων των χωρών και όλων των λαών της περιφερειακής καπιταλιστικής κοινότητας, όπως συμβαίνει με την ΕΟΚ.

2.6. Ενοποίηση και ανταγωνισμός Η τάση για συνεργασία και «αλληλοεξάρτηση» των πιο ισχυρών δυνάμεων του κεφαλαίου στα πλαίσια μιας περιφερειακής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης τροποποιεί, αλλά δεν αναιρεί την τάση όξυνσης των αντιθέσεων ανάμεσα στις ξεχωριστές δυνάμεις του ΠΠΚ και ανάμεσα στην οργανωμένη «εθνική βάση» των διάφορων τμημάτων του, τους ξεχωριστούς ΚΜΚ, τις διάφορες καπιταλιστικές χώρες. Τελικά οι ανταγωνισμοί αυτοί ή θα θέσουν ανυπέρβλητους φραγμούς στις διαδικασίες της συγκεκριμένης ολοκλήρωσης για να κατευθύνουν ευθύς αμέσως την αντικειμενική τάση ολοκλήρωσης σε νέες μορφές ή θα τις αναπτύξουν για μια περίοδο κάτω από την κυριαρχία των πιο ισχυρών δυνάμεων του πολυεθνικού κεφαλαίου, των πιο ισχυρών αστικών κρατών. Αυτό μ' έναν τρόπο συμβαίνει σήμερα με την ΕΟΚ και τη γερμανική υπερδύναμη. Αυτή η κυριαρχία θα οξύνει με τη σειρά της τις ανισομέρειες ανάμεσα στις διαφορετικές δυνάμεις του πολυεθνικού κεφαλαίου και τις διάφορες χώρες, ανισομέρειες που θα οδηγήσουν σε νέες ανακατατάξεις στα πλαίσια της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης μέσα κι έξω από τις περιφερειακές ενώσεις. Η ανάπτυξη του κεφαλαίου με τη μορφή του ΠΠΜ συνδέεται με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού που αποτελεί νόμο κίνησης του κεφαλαίου γενικά. Οι διαδικασίες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης δεν έχουν σταθερή μορφή, έκταση και διάρκεια. Χαρακτηρίζονται από συνεχείς εναλλαγές στην εσωτερική ισορροπία δυνάμεων, από μια σειρά συγκρούσεις και ανατροπές ανάμεσα στο εθνικό, το περιφερειακό και το παγκόσμιο επίπεδο και σε κάθε περίπτωση έχουν περιεχόμενο αντιδραστικό, ενάντια στην εργατική τάξη, στους εργαζόμενους και τους λαούς των εξαρτημένων χωρών. Το καινούριο βρίσκεται στο γεγονός ότι οι πιο ισχυρές δυνάμεις του πολυεθνικού κεφαλαίου δεν χρησιμοποιούν τη θέση τους για την ενίσχυση αποκλειστικά του ΚΜΚ και του εθνικού καπιταλιστικού σχηματισμού τους με τον παλιό τρόπο. Αλλά τείνουν και στην ενίσχυση, προς όφελος τους, της συνολικής δράσης του ΠΠ κεφαλαίου και των υπερεθνικών πολιτικοοικονομικών θεσμών αξιοποιώντας τους σαν βάση εξόρμησης για την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, την κατάκτηση των αγορών και την απώθηση των ανταγωνιστών τους σε παγκόσμια κλίμακα. Ωστόσο, τελικά πάντα έχουν ανάγκη να ξαναγυρίζουν στα «πατρώα εδάφη». Χαρακτηριστικό παράδειγμα απ' αυτή την άποψη είναι η στροφή που έκαναν οι αμερικάνικες πολυεθνικές εταιρείες, ιδίως μετά το 1985, στην ντόπια αγορά τους. Επιδίωξαν να ενισχύσουν έτσι την ανταγωνιστική τους βάση και να προετοιμάσουν την αντεπίθεση τους απέναντι στη δυναμική άνοδο της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Έτσι πέτυχαν στη δεκαετία του '80 πιο υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ σε σχέση με την ΕΟΚ. Παραπέρα διαπιστώνεται η τάση μιας σχετικής αύξησης του προστατευτισμού σε ορισμένους τομείς προς όφελος των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών. Στα πλαίσια του καπιταλισμού, η τάση «πολιτικής» συμπύκνωσης των συμφερόντων των διαφορετικών τμημάτων του ΠΠΜ στη βάση ενός συστήματος περιφερειακών και παγκόσμιων 7


υπερεθνικών πολιτικοοικονομικών ρυθμίσεων και θεσμών δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, δεν μπορεί «να φτάσει μέχρι το τέλος». Δεν μπορεί να καταργήσει την καθοριστικότητα των «εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών» και των ξεχωριστών κρατών. Ο νόμος της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης όχι μόνο δεν καταργείται, αλλά δρα με νέους τρόπους και μορφές. Στις συνθήκες του καπιταλισμού μέχρι το σημερινό ανώτατο στάδιο του δεν μπορεί να υπάρχει ισόμετρη ανάπτυξη των χωριστών επιχειρήσεων, των κλάδων, των μονοπωλίων, των εθνικών οικονομιών, των ΚΜΚ και των ΠΠ μονοπωλίων, των περιφερειακών και εξωπεριφερειακών τους ολοκληρώσεων. Είναι καθαρό ότι και μόνο η ανάπτυξη των ΠΠΜ και των περιφερειακών τους ολοκληρώσεων οξύνει και δίνει γιγαντιαίες διαστάσεις στους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις πιο προωθημένες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής. Φτάνει να αναλογιστεί κανείς τι είδους νέες αντιθέσεις τείνουν να αναπτυχθούν ανάμεσα στη βορειοαμερικάνικη ολοκλήρωση και τη δυτικοευρωπαϊκή με αφορμή π.χ. τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης. Η τάση του ΠΠΚ για παγκόσμια επέκταση ξεπερνά τα όρια της περιφερειακής ολοκλήρωσης, οξύνει τις αντιθέσεις όχι μόνο ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά και τις υπάρχουσες αντιθέσεις μέσα στις ίδιες τις γραμμές της περιφερειακής ολοκλήρωσης και των «εθνικών» ΚΜΚ συστημάτων. Οι εποχές ειρηνικής ανάπαυλας και ανταγωνιστικών συγκρούσεων ανάμεσα στις ξεχωριστές ομάδες κρατών και συμμαχικών μπλοκ του ΠΠ κεφαλαίου θα συνεχίζουν να διαδέχονται η μία την άλλη, μέσα κι έξω από τις περιφερειακές ολοκληρώσεις. Δεν πρόκειται λοιπόν να βασιλεύουν αδιατάρακτα στη νέα εποχή τα περίφημα «υπερεθνικά περιφερειακά ή οικουμενικά κράτη» του καπιταλισμού, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι του νέου αριστερού ρεφορμισμού. Αντίθετα θα ακολουθούν μια πορεία στο σχήμα: συγκρότηση-σύγκρουσηανασυγκρότηση με νέα μορφή. Εκείνο ωστόσο που δεν μπορεί να επαναληφθεί στη νέα εποχή είναι η επιστροφή πίσω στην περίοδο του ΚΜΚ του '60 και των αρχών του '70, πριν διαμορφωθούν οι συνθήκες ηγεμονίας του ΠΠ κεφαλαίου και αποκτήσουν τον ιδιαίτερο δυναμισμό τους οι αντίστοιχες τάσεις για τη δημιουργία κάθε είδους καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Δεν έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο» της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά ανάμεσα στο επαναστατικά νέο και στην υποταγή στο «παλιό», με τη σημερινή εκδοχή του.

2.7. Εθνικό - διεθνικό Το ΠΠΚ δεν αντιπαραθέτει μια άλλη, δήθεν σύγχρονη και «προοδευτική» αντίληψη «διεθνοποίησης» σε βάρος των καθυστερημένων «εθνικών» προτεραιοτήτων μιας παλιότερης εποχής. Αντίθετα, το ΠΠΚ αντιπαραθέτει μια νέα συνολική «στενή» αντίληψη της σχέσης εθνικού-διεθνικού. Την πρωταρχικότητα του «διεθνικού» τη θεωρεί σαν υπέρτατο νόμο για να αρνηθεί τις «εθνικές» προτεραιότητες της «ανάπτυξης της κοινωνίας», την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων, τη βελτίωση της ζωής και του ρόλου της εργατικής τάξης. Και την πρωταρχικότητα του «εθνικού» τη διατηρεί και την ενισχύει για να ελέγξει προς όφελος του, προς όφελος του δικού του ΚΜΚ, τις διαδικασίες του κοινωνικού καταμερισμού και της διεθνοποίησης. Κι αυτό σε βάρος των εργαζομένων της χώρας του και των άλλων χώρων, καθώς και σε βάρος των λαών των εξαρτημένων χωρών. Η σχέση εθνικού-διεθνικού που αντιστοιχεί στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα, στην εποχή των πολυεθνικών, δεν έχει να κάνει με την υποστήριξη της θέσης της δικής της αστικής τάξης στο διεθνή καταμερισμό της στήριξης των «παλιών» στοιχείων του ΚΜΚ απέναντι στα νέα στοιχεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και διεθνοποίησης. Η σχέση αυτή πρέπει να αντιμετωπίζει τα αντικειμενικά στοιχεία της εξέλιξης του νέου κοινωνικού και διεθνούς καταμερισμού, καθώς και τις νέες αντιθέσεις που φέρνει η καπιταλιστική ανασυγκρότηση και η δράση των ΠΠΜ από το πρίσμα των συμφερόντων των εργαζομένων, από τη σκοπιά της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων σε εθνικό επίπεδο και στα πλαίσια μιας διεθνούς επαναστατικής προοπτικής. Η τάση παραπέρα διαφοροποίησης των «2 εθνών» σε εθνική κλίμακα συνδέεται με την ενισχυμένη 8


τάση αποκλεισμού ευρύτατων κοινωνικών και εθνικών περιοχών του κόσμου από τη συμμετοχή στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και της γνώσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων. Και αυτή η πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τη διεθνή ανάπτυξη της εργατικής τάξης, με τις τάσεις ενοποίησης της, με την παραπέρα σύνδεση των συμφερόντων της με τα συμφέροντα των ευρύτατων κοινωνικών και εθνικών περιοχών σύγχρονης υπερεκμετάλλευσης. Οι νέες εθνικές και διεθνείς συνθήκες της πάλης της εργατικής τάξης για την πολιτική εξουσία μπορούν να συμπυκνωθούν και να εκφραστούν με «όρους» εθνικής πάλης, σαν αναγκαία προϋπόθεση για την υπέρβαση σε νέο ανώτερο επίπεδο της σχέσης εθνικού-διεθνικού, που προωθούν το ΠΠ κεφάλαιο, οι πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το εργατικό κίνημα συνυπολογίζει τις νέες δυσκολίες που παρεμβάλλουν η διεθνής θέση του ΠΠΜ, οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, καθώς και τις νέες ανάγκες και δυνατότητες για το συντονισμό της ταξικής πάλης σε διεθνή επίπεδα. Ωστόσο, όλοι οι εξωτερικοί παράγοντες, οι διεθνείς συνθήκες και προοπτικές μόνο μέσω της εθνικής πραγματικότητας τους μπορούν να αντιμετωπιστούν με καθοριστικό τρόπο. Γι' αυτά τα πλαίσια η σύνδεση των εθνικών και των διεθνών καθηκόντων της επανάστασης γίνεται πιο στενή. Ιδιαίτερα η πορεία για την πλήρη, χωρίς κινδύνους παλινόρθωσης, κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων σ'όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής απαιτεί όλο και περισσότερο διεθνή σοσιαλιστική διάσταση. Η ανθρωπότητα, πέρα από τις αποικιακές και νεοαποικιακές μορφές διεθνοποίησης, πέρα από τη σημερινή μορφή της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης του διεθνούς καταμερισμού των πολυεθνικών, της οικονομικής και τεχνολογικής εξάρτησης, των τεράστιων περιοχών καθυστέρησης, πείνας, οικολογικής καταστροφής και κοινωνικοπολιτικής υποβάθμισης, έχει γνωρίσει, έστω και σε εμβρυώδη κατάσταση, διαδικασίες διεθνοποίησης που στηρίζονται σε αρχές αντίθετες με τους νόμους της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Τέτοιες διαδικασίες είχαν τη βάση τους στην Οκτωβριανή Επανάσταση, σε κοινωνίες που ξεπήδησαν μέσα από αντικαπιταλιστικές και αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις. Εκφράστηκαν σε μορφές αμοιβαία κοινωφελών ανταλλαγών και κοινωνικοπολιτικής αλληλεγγύης, απέναντι στις πιέσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Αν οι διαδικασίες αυτές από νωρίς ακρωτηριάστηκαν και στη συνέχεια χρεοκόπησαν μαζί με τα κοινωνικά καθεστώτα που τις γέννησαν, αν δεν κατάφεραν για μια σειρά λόγους να αναπτυχθούν σε ανώτερο επίπεδο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν. Ότι δεν αποτελούν ένα παράδειγμα που μπορεί να φωτίσει ακόμα και με την αντιφατικότητα του την πάλη που αναπτύσσεται σε νέες συνθήκες για τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης της διεθνοποίησης.

2.8. Αντικειμενική τάση; Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και οι νέοι ανταγωνισμοί που θα τις αποδιαρθρώνουν θα βαδίζουν χέρι-χέρι στη νέα εποχή και η τύχη τους θα κρίνεται από την εξέλιξη όλων των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας και, πρώτα απ' όλα, από την ανάπτυξη της πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια η τάση για καπιταλιστική ολοκλήρωση κάθε είδους είναι αντικειμενική τάση της νέας φάσης του καπιταλισμού, που μπορεί να παρεμποδιστεί ουσιαστικά μόνο από την πάλη των λαών και τις αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις των εργαζομένων, να ανατραπεί τελικά μόνο από τις διαδικασίες διεθνοποίησης πάνω σε σοσιαλιστική βάση. Ωστόσο οι μορφές που θα παίρνουν κάθε φορά οι διαδικασίες ολοκλήρωσης και αντιμετώπισης των τάσεων ενότητας και σύγκρουσης των ΠΠΜ και των εθνικών κρατών είναι ζήτημα συγκεκριμένων επιλογών για την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων συμφερόντων των διαφορετικών πολυεθνικών δυνάμεων. Σε συνθήκες ανυπαρξίας διαδικασιών διεθνοποίησης πάνω σε σοσιαλιστική βάση, όπως συμβαίνει σήμερα, οι τάσεις για καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, καθώς και οι τάσεις των νέων ανταγωνισμών που θα τις συγκλονίζουν, θα συνοδεύουν τη νέα εποχή μέχρις ότου να σαρωθούν τελικά από τις αντικαπιταλιστικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Το γεγονός ότι η τάση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων έχει ως αντικειμενική βάση την ανάπτυξη του καπιταλισμού, την δράση των ΠΠΜ, δεν της προσδίδει νομοτελειακό χαρακτήρα ούτε προοδευτικό περιεχόμενο. Αντίθετα οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις στρέφονται κατά των συμφερόντων των εργαζομένων και των εξαρτημένων χωρών, έχουν βαθύτατα αντιδραστικό περιεχόμενο και πρέπει να 9


ανατραπούν από την επαναστατική δράση των εργαζομένων. Πώς μέσα απ' αυτό το σύμπλεγμα των νέων τάσεων και αντιθέσεων θα εκδηλώνεται κάθε φορά ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης; Πώς θα εμφανίζονται οι νέες αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τις διάφορες ομάδες κρατών, τις ιμπεριαλιστικές χώρες; Και αντίστοιχα: Πώς και πού θα διαμορφώνονται οι αδύνατοι κρίκοι στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση; Όλα αυτά δεν είναι θέμα μιας γενικής θεωρητικής συνταγής, αλλά συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης και του συσχετισμού των δυνάμεων.

3. ΣΧΕΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ Η εμφάνιση των ΠΠΜ έχει αντικειμενικό χαρακτήρα σαν αναπτυγμένη σχέση παραγωγής και κυριαρχίας στην καπιταλιστική κοινωνία, είναι αποτέλεσμα των νόμων ανάπτυξης των αντιθέσεων του καπιταλισμού, των νόμων κίνησης του κεφαλαίου συνολικά. Τα ΠΠΜ είναι η βασική μορφή ποιοτικής ανάπτυξης της κρατικομονοπωλιακής σχέσης παραγωγής, είναι γέννημα αλλά και δύναμη στήριξης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και γενικά του καπιταλισμού με νέο τρόπο. Τα ΠΠΜ εκφράζουν μια χωρίς προηγούμενο επέκταση της διαδικασίας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ιδιοποίησης που οξύνει στο έπακρο τη βασική αντίθεση κι όλες τις άλλες αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η οικονομική λειτουργία του ΠΠΜ και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποσπασμένα από τον τρόπο που ασκούν την πολιτική τους. Το ΠΠΜ, οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις δεν μπορεί παρά να δρουν στη σφαίρα της πολιτικής με ένα στο έπακρο αντιδραστικό, αντιδημοκρατικό τρόπο. Ασφαλώς υπάρχουν πολλές πολιτικές παραλλαγές διαχείρισης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και των συμφερόντων των ΠΠΜ, όμως η ουσία τους και το βασικό περιεχόμενο τους παραμένει αντεργατικό, αντιδραστικό, αντιδημοκρατικό, νεοσυντηρητικό. Αυτό αποδείχτηκε στη δεκαετία του '80, ιδιαίτερα μετά το 1985, στην Ευρώπη και στη χώρα μας, με την ουσιαστική σύμπτωση στις βασικές πολιτικές επιλογές όλων των δυνάμεων που στηρίζουν την καπιταλιστική ανασυγκρότηση — από τη νεοσυντηρητική δεξιά και το σοσιαλρεφορμισμό μέχρι το νέο αριστερό ρεφορμισμό.

3.1. Η κορυφή της πυραμίδας Τα ΠΠΜ σήμερα αποτελούν την κορυφή της πυραμίδας του κεφαλαίου στο ΚΜΚ σύστημα, γενικά στο καπιταλιστικό σύστημα. Αναπτύσσονται στα πλαίσια του ΚΜΚ, της σημερινής εξέλιξης του καπιταλιστικού σχηματισμού, αποτελούν την πιο ισχυρή του δύναμη, αλλά λειτουργούν στο εσωτερικό των νόμων κίνησης του. Στα πλαίσια του ΚΜΚ συστήματος συντελείται η διαδικασία αλληλοδιαπλοκής σε ανώτερο επίπεδο των μονοπωλιακών ενώσεων «εθνικής προέλευσης» με το επενδυμένο στην εσωτερική αγορά ξένο κεφάλαιο και τα παραρτήματα και τις θυγατρικές των διεθνών ενώσεων. Στη δεκαετία του 70 οι πολυεθνικές με τις θυγατρικές τους παρεμβαίνανε στις διαδικασίες του «εθνικού κράτους» για την εξυπηρέτηση της ιδιαίτερης πολιτικής τους (προνόμια, κίνητρα κ.λπ., π.χ. ΠΕΣΙΝΕ στη χώρα μας). Σήμερα, στη δεκαετία του '90, οι θυγατρικές και τα παραρτήματα των πολυεθνικών προωθούν παραπέρα την πιο στενή αλληλοσύνδεσή τους με τις ντόπιες μονοπωλιακές ενώσεις και τις λειτουργίες του εθνικού αστικού κράτους. Στο τέλος της δεκαετίας του '80, με τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές, επιτείνεται παράλληλα μια διττή διαδικασία, «εθνικοποίησης» του πολυεθνικού κεφαλαίου και διεθνοποίησης του «εθνικού». Το αποτέλεσμα φυσικά δεν είναι η κατάργηση του ΚΜΚ, του εθνικού καπιταλιστικού σχηματισμού ή αντίστροφα η ανάπτυξη τους με τον παλιό τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι η παραπέρα ανάπτυξη των ΠΠΜ, η συνύφανσή τους με το αστικό «εθνικό κράτος», η παραπέρα ανάπτυξη του συνολικού κεφαλαίου, η διαδικασία προσανατολισμού τους στις ανάγκες των ΠΠΜ, των συμμαχιών τους και των οικονομικοπολιτικών τους ολοκληρώσεων. Το ΠΠΜ αποτελεί πλέον την ηγεμονική κατηγορία του ΚΜΚ, του κεφαλαίου συνολικά. Κανένα «εθνικό κράτος», ακόμα και το πιο ισχυρό, δεν ανάπτυσσες πλέον τα χαρακτηριστικά του με τον παλιό τρόπο. Στις ίδιες τις ΗΠΑ μπορεί να εντοπίσει κανείς τις τεράστιες αντιθέσεις που επιβάλλει αυτή η νέα κατάσταση, π.χ. τα δημοσιονομικά και κρατικά ελλείμματα. 10


Οι αναπροσαρμογές όλων των παραγωγικών κοινωνικών σχέσεων προς όφελος του κεφαλαίου κινούνται αντικειμενικά με γνώμονα την ηγεμονική θέση του ΠΠ κεφαλαίου, και μάλιστα των πιο ισχυρών τμημάτων του. Οι σχέσεις π.χ. ιδιωτικού και δημόσιου τομέα τροποποιούνται ριζικά όχι προς όφελος γενικά του ιδιωτικού, της αγοράς κ.λπ. ή σε βάρος του δημόσιου, αλλά προς όφελος των νέων επενδυτικών δυνατοτήτων και αναγκών των πιο προωθημένων τμημάτων του ΠΠ κεφαλαίου, στα πλαίσια του νέου κοινωνικού και διεθνούς καταμερισμού της παραγωγής. Έτσι, στη χώρα μας π.χ. η κρατικοποίηση της Ολυμπιακής ή ενός τμήματος του τραπεζικού συστήματος, που είχε θεωρηθεί αναγκαία σε παλιότερες εποχές για την αναπαραγωγή του ΚΜΚ συστήματος, καταργείται σήμερα όχι με την επιστροφή αυτών των τομέων σε κάποιον Ωνάση ή Ανδρεάδη. αλλά με την παράδοση τους σε ομίλους ΠΠΜ που μπορούν να τους εντάξουν «αποδοτικά» στο γενικότερο επενδυτικό και παραγωγικό σχεδιασμό τους.

3.2. Κατάργηση της αστικής κυριαρχίας Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η επέκταση των ΠΠΜ επιβάλλει σημαντικές τροποποιήσεις στην αλληλοσύνδεση της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας. Ενισχύεται ο πολιτικός και ιδεολογικός ζυγός των μονοπωλίων της αστικής τάξης απέναντι στην εργατική τάξη, την «κοινωνία» των εργαζομένων, σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Η σύνδεση του ΠΠ κεφαλαίου των εθνικών κρατών με τις καπιταλιστικές οικονομικές και πολιτικές ολοκληρώσεις αποτελεί ανώτερη μορφή της καπιταλιστικής διεθνοποίησης που εντείνει την ανασυγκρότηση σε αντιδραστική κατεύθυνση όλων των παραγωγικών, πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων. Ο πολιτικός παράγοντας παίζει αποφασιστικό ρόλο σ' όλη αυτή την εξέλιξη, όχι μόνο της πολιτικής, αλλά και της οικονομικής ολοκλήρωσης. Επειδή η «ολοκλήρωση» κάποιου «υπερεθνικού κράτους» σε περιφερειακή και φυσικά σε παγκόσμια κλίμακα είναι αδύνατη στον καπιταλισμό, γι' αυτό το λόγο η πάλη για τη συμμετοχή μιας χώρας στο διεθνή καταμερισμό με όρους εθνικής ανεξαρτησίας και διεθνισμού σε ανώτερο επίπεδο είναι δυνατή, με την προϋπόθεση της κατάργησης της κυριαρχίας του ΠΠ κεφαλαίου και του ΚΜΚ, της καπιταλιστικής κυριαρχίας σε εθνικό επίπεδο. Σε αυτά τα πλαίσια, η πολιτική και οι διαδικασίες της πολιτικής αποδέσμευσης από τον εκμεταλλευτικό καταμερισμό της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης είναι οι παράγοντες που αποφασίζουν τελικά και για τις διαδικασίες της οικονομικής αποδέσμευσης και για τον παραγωγικό οικονομικό αναπροσανατολισμό μιας χώρας στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού.

3.3. Ο συσχετισμός των δυνάμεων Στη δεκαετία του '80, παρ' όλα όσα λέγονται, ο ρυθμός ανάπτυξης του καπιταλιστικού κόσμου ήταν σχετικά μικρότερος σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία: οι αναπτυγμένες χώρες διατήρησαν έναν σχετικά παρόμοιο ρυθμό αύξησης γύρω στο 3%. Οι αναπτυσσόμενες χώρες, πλην των νεοβιομηχανικών, παρουσίασαν μείωση ή στασιμότητα. Απόλυτη πτώση σημείωσαν οι ανατολικές χώρες. Η εικόνα αυτή προβλέπεται να συνετιστεί χωρίς σημαντικές αλλαγές και στην τρέχουσα δεκαετία. Νέες ζώνες υποβάθμισης, περιθωριοποίησης και παρακμής σχηματίζονται στις μεσαίες και στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ολόκληρα έθνη μ' ένα τρόπο περνάνε στο περιθώριο. Το παγκόσμιο χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών καταρρίπτει κάθε ρεκόρ. Αλλάζει ο συσχετισμός ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε βάρος των ΗΠΑ. Η γερμανική ενοποίηση τείνει να εξελιχθεί σε νέο αυτοτελή δυναμικό παράγοντα στους διεθνείς συσχετισμούς. Η Ανατολική Ευρώπη και η Σοβιετική Ένωση εξελίσσονται σε πολύτιμη οικονομική και πολιτική εφεδρεία του καπιταλιστικού συστήματος. Τα ΠΠΜ αναδεικνύονται σε αποφασιστικό παράγοντα της εθνικής και διεθνούς ζωής. Αυτή είναι η εικόνα του κόσμου. Αυτή την πραγματικότητα καλείται να ανατρέψει το επαναστατικό κίνημα.

11


3.4. Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα Τα γιγαντιαία και σε μεγάλο βαθμό ετερόκλητα συμμαχικά μπλοκ των πιο προωθημένων τμημάτων του ΠΠΚ, οι διαχωριστικές γραμμές των αντίπαλων -στρατοπέδων» ανάμεσα στις κάθε λογής κλαδικές οικονομικοπολιτικές διεθνείς ενώσεις του κεφαλαίου, βρίσκονται σήμερα σε μια νέα διαδικασία αναδιαμόρφωσης και αποκρυστάλλωσης. Ασφαλώς το σχήμα του ανταγωνισμού των 3 ιμπεριαλιστικών κέντρων δεν έχει βέβαια ξεπεραστεί από την τάση των πολυεθνικών για υπέρβαση όχι μόνο των εθνικών αλλά και των περιφερειακών ορίων. Εντούτοις όλο και πιο δύσκολα το σχήμα αυτό μπορεί να περιγράψει τις νέες θυελλώδεις ανακατατάξεις στο σύστημα των συμμαχιών και των αντιθέσεων του ΠΠ κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών χωρών. Οι ανακατατάξεις αυτές τείνουν να κλονίσουν το σημερινό στάτους κβο όχι μόνο στην παγκόσμια διάταξη των δυνάμεων, αλλά και σε κάθε γωνιά της γης, σε κάθε περιφέρεια, σε κάθε εθνική ενότητα. Και οπωσδήποτε οι αντιθέσεις, που ασφαλώς διατηρούνται και από πολλές πλευρές οξύνονται ανάμεσα στα 3 ιμπεριαλιστικά κέντρα, δεν δρουν με τους «παραδοσιακούς» τρόπους και μορφές και ούτε εκδηλώνονται στα ίδια πεδία σύγκρουσης της δεκαετία του '70. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των ξένων επενδύσεων, αλλά εξασθενεί η γενική σημασία τους. Οι ΗΠΑ, από πρώτη δύναμη εξαγωγής κεφαλαίου μέσω των ΠΠΜ, μετατρέπονται σε πρώτη χώρα υποδοχής επενδύσεων από ξένες πολυεθνικές. Από τον έλεγχο του 50% του αποθέματος των ξένων επενδύσεων στην αρχή της δεκαετία του 70, φτάσανε στο 30% στην αρχή του '90. Αντίθετα η Ιαπωνία στη δεκαετία του '80 σχεδόν διπλασίασε τη συμμετοχή της στον έλεγχο των ξένων επενδύσεων. Χαμηλότερη αύξηση είχε η Δυτική Ευρώπη. Παρατηρούμε δηλαδή ότι στη δεκαετία του '80 ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταβάλλει τις σχέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ο ηγεμονικός ρόλος των ΗΠΑ υποχωρεί αργά αλλά σταθερά. Η οικονομική τους δύναμη φθίνει προς όφελος της Ιαπωνίας και, σε μικρότερο βαθμό, της ΕΟΚ. Ωστόσο οι ΗΠΑ διατηρούν κι ενισχύουν την πολιτικοστρατιωτική τους κυριαρχία. Η Ιαπωνία είναι το κέντρο που διαθέτει, όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο δυναμισμό. Αν το 1960 στο σύνολο του ΑΕΠ των 3 ιμπεριαλιστικών κέντρων αντιστοιχούσε 61 % στις ΗΠΑ, 34% στην ΕΟΚ και 5% στην Ιαπωνία, το 1990 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 40% γιο τις ΗΠΑ, 37% για την ΕΟΚ και 23% για την Ια-

3.5. Οι ΗΠΑ νικητές του «ψυχρού» πολέμου» Παρόλο που η ανάπτυξη των ιμπεριαλιστικών κέντρων της ΕΟΚ και της Ιαπωνίας κάνει να φαίνεται μικρότερη η οικονομική ισχύς των ΗΠΑ, κανείς δεν είναι δυνατό να αγνοήσει τις πολιτικοστρατιωτικές συνέπειες του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ βγήκαν νικητές στον ψυχρό πόλεμο. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν με αποτελεσματικότητα τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών όχι μόνο για να γονατίσουν τελικά τη σοβιετική οικονομία και να οδηγήσουν την ΕΣΣΔ στην υποταγή, αλλά και για να πετύχουν αναδιανομή του πλούτου και μέσα στις ΗΠΑ. Το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα κατόρθωσε να παίξει ικανοποιητικά το ρόλο του μοτέρ της αμερικάνικης οικονομίας για μια ολόκληρη περίοδο, με τελικό αποτέλεσμα την ενίσχυση της κυριαρχίας της ολιγαρχίας των ΗΠΑ στο εσωτερικό της χώρας και την επικράτηση του νεοσυντηρητισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Επιπλέον, η συντριπτική στρατιωτική υπεροπλία των ΗΠΑ απέναντι στην Ιαπωνία και την ΕΟΚ είναι παράγοντας εξαιρετικής κρισιμότητας, που η σημασία του θα φανεί πολύ σύντομα όταν θα οξυνθούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα ―πολύ περισσότερο που η σταδιακή εξαφάνιση της ΕΣΣΔ ως αντίπαλου δέους θα πάψει να τα συνενώνει εναντίον της. Εξάλλου, οι ΗΠΑ κάθε άλλο παρά μένουν με σταυρωμένα χέρια στον οικονομικό τομέα απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Ενάμιση χρόνο μετά τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ - Καναδά, στις 11 Ιουνίου, οι πρόεδροι Μπους και Σαλίνας του Μεξικού ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να επιδιώξουν μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Μεξικού. Εάν κάτι τέτοιο επιτευχθεί, τότε αυτή η «ΕΟΚ» της Β. Αμερικής, ΗΠΑΚαναδά-Μεξικού θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη ολοκλήρωση του κόσμου, με έναν πληθυσμό 350 εκατομμυρίων και συνολικό ΑΕΠ ύψους 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, έναντι μόλις 4,8 τρισ. της ΕΟΚ. Η οικονομική και τεχνολογική ισχύς των ΗΠΑ, συνδυασμένη με το φθηνό, πλεονάζον εργατικό δυναμικό του Μεξικού και τις τεράστιες, αναξιοποίητες φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές του έρημου από ανθρώπους Καναδά υπόσχονται πολλά για τις ΗΠΑ. 12


Επίσης, οι ΗΠΑ έχουν μπει ευθύς εξαρχής και στις πρώτες κινήσεις για την προώθηση της περιφερειακής ολοκλήρωσης της Λεκάνης του Ειρηνικού, που προοπτικά, αν πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωση αυτή, θα είναι η σημαντικότερη του πλανήτη, καθώς θα συμπεριλάβει τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και όλες τις νέες βιομηχανικές χώρες (Ταϊβάν, Ν. Κορέα. Χονγκ-Κονγκ κ.λπ.), μαζί και τον Καναδά και το Μεξικό.

3.6. Η θέση μας απέναντι στην ΕΟΚ Οι εξελίξεις στην ΕΟΚ τα τελευταία χρόνια είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικές και πειστικές μορφές εκδήλωσης τόσο του αντιφατικού χαρακτήρα, όσο και των περιορισμένων ορίων της καπιταλιστικής πολιτικο-οικονομικής διεθνοποίησης και των συνεπειών της, που επιτείνουν αλματωδώς την ανισόμετρη ανάπτυξη. Η κρίση ολοκλήρωσης της ΕΟΚ τα πρώτα χρόνια της δεκαετία του '80 βρήκε την προσωρινή λύση της με την Ενιαία Πράξη του Λουξεμβούργου στα τέλη του 1985, που έδωσε πραγματική ώθηση στην πολιτικο-οικονομική ολοκλήρωση, καταλήγοντας στον αναγκαίο συμβιβασμό ανάμεσα στην οικονομική παντοδυναμία της Δ. Γερμανίας, τον ηγετικό πολιτικό ρόλο του γαλλογερμανικού άξονα και την παραχώρηση αξιοσημείωτης, εντός ορισμένων πλαισίων βέβαια, σχετικής αυτονομίας στη βρετανική ολιγαρχία. Η Ενιαία Πράξη του Λουξεμβούργου επιτάχυνε την πορεία της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων — από τη μια το γερμανο-γαλλο-αγγλικό διευθυντήριο, η Ιταλία και οι χώρες της Μπενελούξ και από την άλλη οι υπόλοιπες περιφερειακές χώρες των «12» — και καθόρισε τον υλοποιούμενο στόχο του 1992. Δεν πέρασαν όμως ούτε 4 χρόνια πορείας υλοποίησης των συμφωνιών του 1985 και ήδη αυτές σαρώνονται από την επέλαση της αναδυόμενης γερμανικής υπερδύναμης, που επωφελούμενη από την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επιβάλλει τον καταθλιπτικά κυρίαρχο ρόλο της ακόμη και στο διευθυντήριο της ΕΟΚ. Έτσι, όχι μόνο προβάλλει πια το φάσμα τριών κύκλων χωρώνμελών της ΕΟΚ ή χωρών συνδεμένων κι εξαρτημένων απ' αυτήν, αλλά και οι διευθυντικοί εταίροι της Γερμανίας υποχρεώνονται να αποσύρουν κάθε αντίρρηση τους που στέκεται εμπόδιο στην υλοποίηση ενδεχόμενων γερμανικών επιδιώξεων. Τώρα πλέον προωθούνται μόνο εκείνες οι πλευρές της ΕΟΚικής ολοκλήρωσης που δεν αντιτίθενται στη χρησιμοποίηση της ΕΟΚ ως μέσου επέκτασης της γερμανικής επιρροής, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει σταδιακά και η εμφάνιση ΕΟΚικών αποφάσεων, που υπηρετούν ευθέως τους γερμανικούς στόχους. Η ρομαντική μπλε σημαία με τα 12 αστέρια της ΕΟΚ ξεθωριάζει και βάφεται όλο και περισσότερο στο μαύρο, κίτρινο και κόκκινο της Γερμανίας. Τα γεγονότα που το αποδεικνύουν πληθαίνουν. Το βελγικό φράγκο, π.χ., παρόλο που συμμετέχει στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, συνδέθηκε επίσημα αποκλειστικά με το μάρκο. όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση της χώρας. Το φθινόπωρο, όταν η κεντρική τράπεζα της Δ. Γερμανίας ανακοίνωσε αύξηση των επιτοκίων, «η εθνική ανεξαρτησία των υπόλοιπων χωρών της ΕΟΚ διήρκεσε μόλις οχτώ ώρες (!)», όπως δήλωνε με πίκρα Βρετανός επίσημος — τόσες μόνο ώρες χρειάστηκαν για να υποχρεωθούν οι κεντρικές τράπεζες όλων των υπόλοιπων χωρών της ΕΟΚ να αναπροσαρμόσουν τα εθνικά επιτόκια. Η συμφωνία που υπέγραψαν στο Σένγκεν του Λουξεμβούργου στις 19 Ιουνίου οι εκπρόσωποι της Γερμανίας, της Γαλλίας και των χωρών της Μπενελούξ για κατάργηση των συνοριακών ελέγχων είναι διπλά χαρακτηριστική για τις τελευταίες εξελίξεις στην ΕΟΚ. Πρώτο, δείχνει την πρόθεση του βασικού πυρήνα της ΕΟΚ, εκείνου της «πρώτης ταχύτητας», να προωθήσει την ιδιαίτερη ολοκλήρωση του, ανεξάρτητα από την πορεία υλοποίησης των στόχων του ήδη ξεπερασμένου 1992. Δεύτερο, το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή ήταν έτοιμη να υπογραφεί το Δεκέμβρη του 1989 και σταμάτησε την τελευταία στιγμή, καθώς οι υπόλοιποι τέσσερις αρνήθηκαν τότε να δεχτούν τη δυτικο-γερμανική απαίτηση να συμπεριληφθεί στη συμφωνία και το έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ τώρα οι «4» υπέκυψαν στη γερμανική αξίωση, δείχνει προς τα πού εξελίσσονται τα πράγματα. Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η έναρξη της πορείας καπιταλιστικής παλινόρθωσης σε αυτές τις χώρες και η εκλογή στις περισσότερες απ' αυτές συντηρητικών κυβερνήσεων δημιουργούν νέες δυνατότητες επέκτασης τόσο της ΕΟΚικής ολοκλήρωσης, όσο και της ιδιαίτερης ενίσχυσης του γερμανικού κεφαλαίου που κατέχει προνομιακή θέση στις χώρες αυτές. Φυσικά, είναι εντελώς παράλογο να θεωρηθεί ...«προοδευτική» εξέλιξη η προοπτική επέκτασης της σφαίρας δράσης των ΠΠΜ στην Ανατολική Ευρώπη και να επιχειρηθεί με βάση την εξέλιξη αυτή η στήριξη της θέσης ότι η ΕΟΚ αλλάζει προς προοδευτικές κατευθύνσεις, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ με το προσχέδιο των θέσεων για το 13ο Συνέδριο του. 13


Αντίθετα, επειδή η ΕΟΚ δεν δημιουργήθηκε μόνο για να ενισχύσει τη θέση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στη σύγκρουση του με τις άλλες δύο ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά ταυτόχρονα και σαν οργανισμός προάσπισης των συμφερόντων της ολιγαρχίας απέναντι στην εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η υποταγή της Ανατολικής Ευρώπης στο δυτικοευρωπαϊκό καπιταλισμό αποτελεί σοβαρό πλήγμα για το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα. Το σύνθημα για «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι», με βάση τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν ήδη στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ανεξάρτητα από τις αρχικές προθέσεις του Γκορμπατσόφ, στις πιο πολλές περιπτώσεις εκφράζει τώρα πια τις ουτοπικές για τις περισσότερες, και ρεαλιστικές μόνο για μερικές, φιλοδοξίες των κυρίαρχων τάξεων που αναρριχήθηκαν στην εξουσία στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να συμμετάσχουν στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Σε αντάλλαγμα προσφέρουν μεγάλη ελευθερία δράσης, με πολύ ευνοϊκούς όρους, στο ξένο κεφάλαιο και μια εργατική τάξη με υψηλή ειδίκευση πάμφθηνη, συνδικαλιστικά ανοργάνωτη και σε πολλές περιπτώσεις με ισχυρότατες αντιαριστερές προκαταλήψεις. Είναι άμεσος ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν από το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο οι εργάτες της Ανατολικής Ευρώπης σαν «Πακιστανοί της Ευρώπης», για να αφαιρεθούν κατακτήσεις από τη δυτικοευρωπαϊκή εργατική τάξη. Το φαινόμενο αυτό ήδη παρουσιάστηκε και στην περιθωριακή Ελλάδα, με τη μεγάλη κάθοδο Πολωνών εργατών, Ρώσων ναυτεργατών κ.λπ.

3.7. Η Ελλάδα και η ΕΟΚ Οι αλλαγές που γίνονται στην ΕΟΚ ωθούν την Ελλάδα ακόμη περισσότερο στο περιθώριο, στον «τρίτο κύκλο» των εξαιρετικά υποβαθμισμένων περιφερειακών μελών. Όμως, ό,τι και να γίνεται, η ελληνική ολιγαρχία δεν έχει άλλη επιλογή από την προσκόλληση της στην ΕΟΚ. Μια κεφαλαιοκρατική Ελλάδα, μια κοινωνία υποταγμένη στην κυριαρχία του ΚΜΚ και του ΠΠΚ, δεν είναι νοητή έξω από τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις με οποιαδήποτε μορφή. Από τη σκοπιά της, η ελληνική ολιγαρχία έχει δίκιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόσδεση της στην ΕΟΚ επιφέρει τη διεθνή υποβάθμιση της χώρας, η οποία στις συνθήκες που διαμορφώνονται σήμερα απειλεί να προσλάβει δραματικό χαρακτήρα. Άλλωστε, ακόμη και στα «ρόδινα» χρόνια της δεκαετίας του '80, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ συντέλεσε στο να διολισθήσει η χώρα από το 58% του μέσου όρου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΟΚ που είχε το 1980, στο 51 % το 1989. Τώρα τα πράγματα θα χειροτερεύσουν. Δεν μπορεί όμως να αγνοήσει κανείς ότι παρόλο που η υποταγή της ελληνικής ολιγαρχίας στο ξένο κεφάλαιο υποβαθμίζει τη χώρα, ταυτόχρονα η υποταγή της στο ξένο κεφάλαιο τη δυναμώνει απέναντι στον εσωτερικό της εχθρό, την εργατική τάξη, Η ελληνική εργατική τάξη βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη στο μεγαλύτερο παρά ποτέ βαθμό όχι μόνο με την ισχύ της ντόπιας ολιγαρχίας, αλλά και με την ισχύ που της δίνει η διαπλοκή του ελληνικού κεφαλαίου με το ΠΠΚ, με τις διεθνείς της «πλάτες». Αποτελεί πλέον αποτέλεσμα εμπειρίας και όχι μόνο θεωρητικής πολιτικής πρόβλεψης το συμπέρασμα ότι η πάλη της εργατικής τάξης γίνεται πιο δύσκολη στα πλαίσια της ΕΟΚ απ ό,τι στα εθνικά πλαίσια. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τη σταδιακή καθυπόταξη των αντιεοκικών διαθέσεων μεγάλου μέρους του λαού. από την πλήρη υποταγή στην πολιτική της ΕΟΚ του ΠΑΣΟΚ αρχικά και του ΚΚΕ σήμερα και τέλος, το κυριότερο, από την ενίσχυση της ελληνικής ολιγαρχίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εφαρμόζει χωρίς ουσιαστική αντίσταση όλη αυτή τη λαίλαπα των αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων που υλοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ. Αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε εξηγείται μόνο από τις πραγματικά κολοσσιαίες πολιτικές ευθύνες του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ και την απομάκρυνση τους από την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, ακόμα και των μεσαίων στρωμάτων με ριζοσπαστικές διαθέσεις. Όσο ζωτική, λοιπόν, είναι για την ολιγαρχία η σύνδεση της με την ΕΟΚ, άλλο τόσο ζωτική είναι για την εργατική τάξη η αποδέσμευση της χώρας απ' αυτήν. Το ζήτημα της ΕΟΚ είναι πια τόσο καθοριστικής σημασίας, που δεν μπορεί παρά να συνδέεται αναπόσπαστα με το ίδιο το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Είναι φανερό ότι το εργατικό κίνημα πρέπει όχι μόνο να παλεύει για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΟΚ, αλλά και να συνδέσει άρρηκτα την προοπτική της αποδέσμευσης με την αντικαπιταλιστική επανάσταση και τη σοσιαλιστική προοπτική. Διαφορετικά, κάθε πάλη για την αποδέσμευση θα μένει μετέωρη, χωρίς πολιτικό αντίκρισμα. Το ότι η ελληνική ολιγαρχία έβαλε τη χώρα στην ΕΟΚ και δημιούργησε έτσι δυσκολότερες 14


συνθήκες πάλης για την εργατική τάξη δεν είναι σε καμιά περίπτωση λόγος παραίτησης από την πάλη αυτή. Και είναι βέβαια ένας εύσχημος τρόπος παραίτησης η υποστήριξη της θέσης ότι μια και μας έβαλαν στην ΕΟΚ, το μόνο που απομένει για την Αριστερά είναι «να επεξεργαστεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αναπτυξιακών αιτημάτων και στόχων για τις σχέσεις Ελλάδας και Κοινότητας και να το διεκδικήσει μέσα στην Κοινότητα», όπως ισχυρίζεται το ΚΚΕ στις Θέσεις του. Εμείς θα αγωνιστούμε φυσικά μαζί με το ευρωπαϊκό προλεταριάτο για να περιορίσουμε τις καταστρεπτικές συνέπειες της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, όχι βέβαια με «αναπτυξιακά αιτήματα προς της ΕΟΚ», αλλά με τελικό κοινό στόχο την ανατροπή της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και την εδραίωση μιας αναπτυγμένης σοσιαλιστικής βάσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ωστόσο, αυτό δε φτάνει. Το ζήτημα της ΕΟΚ θα κριθεί σε εθνικό επίπεδο, γι' αυτό και ο στόχος για αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΟΚ θα κριθεί εδώ, με την πάλη της εργατικής τάξης μέσα στη χώρα, και όχι με την προσμονή κάποιας συνολικής κατάργησης της ΕΟΚ από την εργατική τάξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο στόχος της αποδέσμευσης της Ελλάδας από την ΕΟΚ υπηρετεί πρωταρχικά τα συμφέροντα των Ελλήνων εργαζομένων, αν και είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι η επίτευξη του θα διευκολύνει και την πάλη του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος.

4. Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 4.1. Ο ιμπεριαλισμός σήμερα Οι θεωρητικοί της περεστρόικα και του νέου αριστερού ρεφορμισμού αντιμετωπίζουν τα νέα φαινόμενα της διεθνούς επέκτασης και του νέου κοινωνικού καταμερισμού σε συνθήκες ανάπτυξης των ΠΠΜ κυρίως σαν μια αντικειμενική προοδευτική διαδικασία που υλοποιείται ωστόσο κάτω από την ηγεμονία των νεοσυντηρητικών πολιτικών δυνάμεων. Στην εποχή της πιο προωθημένης και παγκόσμιας αλληλοσύνδεσης της οικονομίας με την πολιτική και την ιδεολογία, αποσπούν την πολιτική των μονοπωλίων του ΠΠ κεφαλαίου από την οικονομία του, μιλώντας για τη νέα συντηρητική πολιτική σαν την πολιτική που επιλέγει δήθεν το πιο ισχυρό τμήμα του κεφαλαίου και του ΚΜΚ. Στη συνέχεια αντιπαραθέτουν σ' αυτήν μιαν άλλη πιθανή κατά τη γνώμη τους, αστική πολιτική πάνω στην ίδια βάση της διατήρησης της κυριαρχίας του ΠΠ κεφαλαίου και της προώθησης των διαδικασιών της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Αυτή την άλλη πολιτική, που φιλοδοξούν να την επιβάλουν με τη «δύναμη» της νέας σκέψης και του ρεφορμιστικού μπλοκ, την ονομάζουν «εναλλακτική δημοκρατική λύση» ή προοδευτική εναλλακτική λύση σε διάφορες παραλλαγές. Το μεγάλο κεφάλαιο, τα ΠΠΜ, η αλληλοσύνδεση του ΚΜΚ με τις υπερεθνικές ολοκληρώσεις στο επίπεδο της οικονομίας μπορούν να συμβιβαστούν, κατά τη γνώμη τους, μ' ένα μη συντηρητικό αντεργατικό αντιλαϊκό τρόπο δράσης στην πολιτική. Με την εναλλακτική δημοκρατική λύση που προτείνουν ο Οκέτο, ο Κράσιν, ο Γκορμπατσόφ και στη χώρα μας η ΕΑΡ, με τελευταία την ηγεσία του ΚΚΕ. Σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, η καπιταλιστική ανασυγκρότηση όλων των παραγωγικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων, καθώς και της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής μπορεί με την παρέμβαση της «Ευρωαριστεράς», π.χ., να αποκτήσει δημοκρατικό περιεχόμενο προς όφελος των εργαζομένων, χωρίς ωστόσο να θιχτεί η εξουσία του ΠΠ κεφαλαίου και του αστικού κράτους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Έτσι το νέο που φέρνει η καπιταλιστική ανασυγκρότηση στις καπιταλιστικές σχέσεις γίνεται στην πραγματικότητα το ουσιαστικό περιεχόμενο της ανανέωσης της αριστερής τακτικής και στρατηγικής απέναντι στις «παλιές» μορφές οργάνωσης του κεφαλαίου και των καπιταλιστικών σχέσεων. Η επίσημη αριστερά προβάλλει έτσι σαν «εθνική» δύναμη προώθησης της ανανέωσης και του εκσυγχρονισμού ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίστοιχα ο επαναστατικός πυρήνας της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό αναιρείται στο όνομα των νέων δεδομένων της συγκέντρωσης του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. 15


Τα νέα στοιχεία που φέρνει στις διεθνείς οικονομικοπολιτικές σχέσεις η επέκταση του ΠΠ κεφαλαίου χρησιμοποιούνται εντελώς ανεστραμμένα κι επιλεκτικά για να δικαιολογήσουν την άρνηση του χαρακτήρα και της φύσης του ιμπεριαλισμού και όχι για να εμβαθύνουν στα σύγχρονα χαρακτηριστικά του. Οι επίσημοι θεωρητικοί της σοβιετικής γραφειοκρατίας φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι οι εξαρτημένες χώρες, π.χ., δεν υποφέρουν από την επέκταση της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού αλλά από την έλλειψη βαθύτερων σχέσεων με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

4.2. «Ακμή» και παρακμή Εντούτοις όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι στη σημερινή φάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, εντείνονται στο έπακρο με νέες μορφές όλα τα οικονομικά, πολιτικά χαρακτηριστικά και οι αντιθέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης. Η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση και διεθνοποίηση της παραγωγής και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παίρνει κυριολεκτικά αβυσσαλέες διαστάσεις. Πάνω σ' αυτή τη βάση οξύνεται και μετασχηματίζεται το φαινόμενο της "ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού». Το Π Π μονοπώλιο δημιουργεί σε εθνικό και διεθνές επίπεδο δυνάμεις που τείνουν να σπάσουν το «καπιταλιστικό περίβλημα». Προωθείται έτσι η τάση ιστορικής διάλυσης του καπιταλισμού, όπου για ένα απροσδιόριστης διάρκειας χρονικό διάστημα συνδυάζονται και εναλλάσσονται με ασύγκριτα μεγαλύτερη βιαιότητα οι περιοδικοί και μακριοί κύκλοι πτώσης και ανόδου, στασιμότητας και ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής. Σαν σύνολο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από κάθε άλλη περίοδο, ενισχύεται η τάση ταχύτατης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γιγαντώνεται η τάση διεθνοποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η τάση του ιμπεριαλισμού να αναπτύσσει τον καπιταλισμό σε όλη την έκταση του συστήματος. Αυτά τα φαινόμενα της «ακμής» που συνοδεύουν στον ένα ή στον άλλο βαθμό σαν τάση τον ιμπεριαλισμό σ' όλη την ιστορική του πορεία μπορεί να σαγηνεύουν τους εκπροσώπους της νέας ρεφορμιστικής σκέψης, αλλά δεν αναιρούν τα βασικά αντίθετα χαρακτηριστικά του. Έτσι εκδηλώνονται σήμερα στο έπακρο και οι αντίρροπες τάσεις του ιμπεριαλισμού. Πλάι στο φαινόμενο της τεράστιας τεχνικής προόδου, η τάση για στασιμότητα εκδηλώνεται με την καταθλιπτική καθυστέρηση στις πιο πλατιές κοινωνικές, γεωγραφικές κι εθνικές περιοχές. Είναι χαρακτηριστική η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, που στο τέλος της δεκαετίας του '80 πήρε τις πιο εκρηκτικές της διαστάσεις — ακριβώς στην εποχή της πιο μεγάλης εξάπλωσης του πολυεθνικού κεφαλαίου. Σ 'όλη τη δεκαετία του '80, στη δεκαετία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης προς όφελος του ΠΠ κεφαλαίου, το ΑΕΠ μειώθηκε στην Αφρική σε σχέση με αύξηση 4,5% για την 20ετία 1960-1980. Μειώθηκε στη Μ. Ανατολή σε σχέση με αύξηση 6% για την ίδια 20ετία, έπεσε γύρω στο 1 % στη Λατινική Αμερική σε σχέση με αύξηση 5% στην ίδια 20ετία, ενώ την ίδια περίοδο οι αναπτυγμένες χώρες (π.χ. Βόρεια Αμερική, Ευρώπη) είχαν αύξηση γύρω στο 3%. Το συνολικό χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών φτάνει στις αρχές της δεκαετίας του '90 στα 1.350 δισ. δολάρια σε σχέση με 620 δις δολάρια στις αρχές της δεκαετίας του '80 και 100 δισ. δολάρια στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Από το 1985 και μετά, ο ρυθμός αύξησης αυτού του χρέους περιορίστηκε λόγω των περικοπών δανεισμού προς αυτές τις χώρες. Ασφαλώς αυτή η εξέλιξη δεν είναι και η μοναδική που επαληθεύει τη λενινιστική διαπίστωση για την όξυνση των ανισομετριών στην ανάπτυξη. Δεν είναι φυσικά αναγκαίο να κοπιάσει κανείς για να αποδείξει την τάση της σπατάλης που εντείνεται στη σημερινή περίοδο, πρώτα απ' όλα με την καταστροφή του περιβάλλοντος και των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Ή την εξάπλωση της φτώχειας. Ο θάνατος στην Αφρική συνδυάζεται με την επέκταση του φαινομένου της νέας φτώχειας και του περιθωρίου του 1/3 στις αναπτυγμένες χώρες. Όσον αφορά στην τάση του παρασιτισμού και της διεθνούς κερδοσκοπίας, οι μετοχές «σκουπίδια» που οδηγούν στις απανωτές χρηματιστηριακές κρίσεις, όπως του '87, η τεράστια επέκταση του χρηματιστικού εμπορικού κυκλώματος των ναρκωτικών είναι φαινόμενα που επιβεβαιώνουν την ενίσχυση αυτής της πλευράς του ιμπεριαλισμού στην εποχή της κυριαρχίας του ΠΠ κεφαλαίου και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων.

16


4.3. Αντίδραση σ' όλη τη γραμμή Αντίστοιχα αυτή την εποχή ενισχύονται όλες οι τάσεις μετατροπής του καπιταλισμού σε δύναμη αντίδρασης «σ' όλη τη γραμμή». Ο ολιγαρχικός χαρακτήρας της κυριαρχίας της αστικής τάξης ενισχύεται έντονα καθώς όλες οι κρίσιμες αποφάσεις παίρνονται από όλο και πιο κλειστές ολιγομελείς ομάδες διαχειριστών των πιο ισχυρών δυνάμεων του Π Π κεφαλαίου. Αυτή η τάση προωθείται ανεξάρτητα από την πολιτική μορφή διαχείρισης και διακυβέρνησης που εφαρμόζεται σε κάθε χώρα (οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι χαρακτηριστικές μορφές ενίσχυσης της, όπως Κομισιόν, Σύνοδος των 7). Το πολιτικό σύστημα του ιμπεριαλισμού γίνεται η αδιαίρετη κυριαρχία των ΠΠΜ των πιο ισχυρών ΚΜΚ. Τα πάντα υποτάσσονται στη δικτατορία τους. Δείγμα της ενισχυμένης κυριαρχίας τους είναι και το γεγονός ότι ενώ οι κάθε λογής κρίσεις ξεπερνάνε η μία την άλλη σε βιαιότητα, τα ΠΠΜ είναι τα μόνα που μένουν άθικτα απ' αυτές. Δυναμώνει η τάση προς τη βία, την κρατική και παρακρατική καταστολή και την πολιτικοϊδεολογική επιβολή. Ο αυταρχισμός στην παραγωγή κι έξω απ' αυτήν, τα αντιδημοκρατικά μέτρα, οι παραβιάσεις των δημοκρατικών δικαιωμάτων, οι τοπικοί πόλεμοι και η χωρίς προηγούμενο στρατιωτικοποίηση συνδυάζονται στην εποχή των ΠΠΜ με τις έμμεσες μορφές χειραγώγησης. Με την πολιτική της συναίνεσης, της εξαγοράς, της ενσωμάτωσης, με την απειλή της ανεργίας, του 1/3, τις νέες εργασιακές σχέσεις κ.λπ. Αποφασιστικός παράγοντας της πολιτοκοϊδεολογικής επιβολής των ΠΠ μονοπωλίων γίνεται ο ασφυχτικός έλεγχος ολόκληρης της εξωπαραγωγικής σφαίρας, του εποικοδομήματος, ιδιαίτερα ο έλεγχος και η μονοπώληση της «πληροφορίας», της παιδείας, των ΜΜΕ, της γνώσης, όλης της πνευματικής ζωής.

4.4. Προς το σοσιαλισμό με νέα καύσιμα Γίνεται φανερό ότι στην εποχή των ΠΠΜ και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων περνάμε σ' εκείνη τη φάση της καπιταλιστικής κοινωνίας που από διεθνή άποψη τοποθετείται άμεσα πριν το σοσιαλισμό και καταλήγει κατευθείαν σ' αυτόν. Αυτή η τάση προωθείται, ανεξάρτητα από τις νέες δυσκολίες και τα μακρόχρονα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, ανάλογα με το δυσμενή σημερινό συσχετισμό των δυνάμεων. Ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και το σοσιαλισμό δεν μπορεί αντικειμενική να μεσολαβήσει κάποιο στάδιο «προοδευτικής, εναλλακτική λύσης». Άλλο πράγμα η ανάγκη για μεταβατικά αιτήματα, προγράμματα πάλης που θα συνδέουν τα άμεσα ζητήματα των εργαζομένων, τη σημερινή τους συνείδηση με το στόχο της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών και στη συγκέντρωση δυνάμεων γι' αυτήν. Και άλλο πράγμα να κυνηγάς το φάντασμα ενός ενδιάμεσου καθεστώτος προοδευτικής λύσης στα πλαίσια της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού, της ηγεμονίας των ΠΠ μονοπωλίων. Η δράση του ΠΠΜ δημιουργεί και «μέσα» του και «γύρω» του και στο διεθνές επίπεδο, τους απαραίτητους όρους κοινωνικοποίησης και διεθνοποίησης που απαιτούνται, ώστε η καπιταλιστική κοινωνία συνολικά να μπορεί να μετατραπεί «άμεσα», μέσω της διεθνούς επαναστατικής διαδικασίας, σε σοσιαλιστική. Οι αλλαγές στην οργάνωση και στη διάρθρωση της παραγωγής και της εργασίας —οι τάσεις νέων σχέσεων ανάμεσα στη χειρωνακτική και πνευματική εργασία, η παγκόσμια επέκταση της εργατικής τάξης, οι τάσεις ενοποίησης της εκμετάλλευσης της, η τάση επέκτασης των κοινωνικών περιοχών καθυστέρησης και υποβάθμισης πέρα από τις εξαρτημένες χώρες και στις αναπτυγμένες, καθώς και η αντίθετη τάση επέκτασης των αναβαθμισμένων κοινωνικών περιοχών σε διεθνή κλίμακα, οι διεθνείς οικονομικές, ερευνητικές και πολιτιστικές ρυθμίσεις, οι διεθνείς πολιτικοί θεσμοί— ωριμάζουν το έδαφος της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας για το σοσιαλισμό. Ωστόσο είναι φανερό ότι για να βαδίσουμε προς τα εκεί χρειάζονται νέα καύσιμα στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

4.5. Γεφυρώνεται το ρήγμα; Αυτή ακριβώς την εποχή, και από μια πλευρά εξαιτίας των νέων χαρακτηριστικών της, ο συσχετισμός των δυνάμεων έχει αλλάξει δραματικά προς όφελος του ιμπεριαλισμού. Μερικοί βλέπουν σ' αυτό την ιστορική υπεροχή του καπιταλισμού έναντι του σοσιαλισμού και οραματίζονται μια 17


«δημοκρατική» ιμπεριαλιστική τάξη με τη δική τους συμβολή. Δε βλέπουν ότι ο καπιταλισμός ενίσχυσε τις δυνάμεις του γιατί κέρδισε τη μάχη σ' εκείνο ακριβώς το έδαφος που τείνει να διαρρήξει το περίβλημα του καπιταλισμού. Κέρδισε τη μάχη στο πεδίο που ο σοσιαλισμός θα έπρεπε να ήταν παρών (αν στην πραγματικότητα υπήρχε): στο πεδίο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και ιδιαίτερα της διεθνοποίησης της. Ακόμα και στο ζήτημα της σχεδιοποίησης και του ελέγχου της μικρής καπιταλιστικής παραγωγής, τα ΠΠΜ προηγήθηκαν σε πολλά απέναντι στα γραφειοκρατικά καθεστώτα. Τα ΠΠΜ ωστόσο, οι διεθνείς ενώσεις του ΚΜΚ είναι καπιταλισμός. Μπορούν να «υπονομεύσουν» τον ανταγωνισμό, δεν μπορούν όμως να τον καταργήσουν, δρουν στα πλαίσια των νόμων κίνησης του. Ο ιστορικός δεσμός ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, αντί να γίνει δύναμη προώθησης της κοινωνικής επανάστασης, έγινε δύναμη ενίσχυσης της κοινωνικής αντίδρασης. Κι αυτό όχι γιατί οι μεταβατικές κοινωνίες δεν υιοθέτησαν, δεν διατήρησαν και δεν ενίσχυσαν με το δικό τους τρόπο τα «μητρικά σημάδια» απ' τους θεσμούς της παλιάς κοινωνίας. Αλλά γιατί έκαναν ακριβώς το αντίθετο για μια σειρά λόγους. Κι επειδή η «παλιά κοινωνία» στην αντικειμενική εξέλιξη της υιοθέτησε και μετασχημάτισε τα «φωτεινά μονοπάτια» του σοσιαλιστικού μέλλοντος. Σήμερα ο καπιταλισμός, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιχειρούν να κλείσουν το ιστορικό ρήγμα που άνοιξε στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα η Οκτωβριανή Επανάσταση. Να αναιρέσουν τις ιστορικές κατακτήσεις της εργατικής εξουσίας και των πρώτων προσπαθειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την τεράστια συμβολή που είχαν οι σοσιαλιστικές δυνάμεις, οι λαοί της Σοβιετικής Ένωσης στην ανάπτυξη της διεθνούς εργατικής και αντιιμπεριαλιστικής αλληλεγγύης στην πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού. Να τσακίσουν και να διαγράψουν οπό την ιστορία το επαναστατικό παράδειγμα και την επαναστατική δύναμη αυτού του πρώτου ηρωικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Πρόκειται για μια συνταρακτική εξέλιξη. Σήμερα όχι μόνο η αγορά των πρώην «σοσιαλιστικών χωρών» γίνεται η κύρια πηγή προσφοράς νέων δυνατοτήτων ανάπτυξης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και οι ιδέες και η δράση των πρώην «κομμουνιστικών κομμάτων» γίνονται πηγή πολιτικής και ιδεολογικής στερέωσης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης.

4.6. Οι αντιθέσεις στις εξαρτημένες χώρες Η δράση του μεγάλου κεφαλαίου, των ΠΠΜ, η εξέλιξη της ταξικής πάλης τροποποιούν σημαντικές πλευρές της διεθνούς κι εθνικής ζωής. Η ροή κεφαλαίων στον Τρίτο Κόσμο περιορίζεται, με εξαίρεση τις λεγόμενες νεοβιομηχανικές χώρες. Τα ΠΠΜ, οι ιμπεριαλιστικές χώρες, προωθούν την εξυπηρέτηση του χρέους μέσω της μετατροπής του σε τίτλους ιδιοκτησίας. Είναι μια νέα μέθοδος που μεταμορφώνει τους λαούς ολόκληρων ηπείρων με τυπικά κατακτημένη εθνική ανεξαρτησία κυριολεκτικά σε δουλοπάροικους του ΠΠ κεφαλαίου. Πρόκειται για το ανώτερο στάδιο οικονομικής, και κατ' επέκταση πολιτικοϊδεολογικής εξάρτησης που συντελείται με τον ασφυκτικό έλεγχο των πιο βασικών πλευρών της παραγωγικής δραστηριότητας αυτών των χωρών. Η εναλλακτική λύση που τους προτείνεται είναι η πλήρης χρεοκοπία, ο θάνατος από την πείνα. Ο διεθνής καταμερισμός αποκτά τα πιο ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά του. Δεν είναι τυχαίο ότι στη δεκαετία του '80 σταμάτησαν σχεδόν τελείως οι «εθνικοποιήσεις» παραρτημάτων των ΠΠΜ σ' αυτές τις χώρες. Ταυτόχρονα η ανάγκη αποπληρωμής των χρεών μέσω ελέγχου τίτλων ιδιοκτησίας τείνει να αναπτύσσει την εργατική τάξη, τείνει να διαμορφώνει κάποιες αδύνατες ή και σχετικά εύρωστες βιομηχανικές ζώνες. Η μονοπώληση της τεχνολογίας γίνεται κι εδώ πηγή πρόσθετου υπερκέρδους. Ταυτόχρονα η ολιγαρχία, τα αστικά στοιχεία, ακόμα και ευρύτερα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού εντάσσονται πιο ολοκληρωτικά κάτω από τον έλεγχο του ξένου κεφαλαίου. Ο έλεγχος βασικών τομέων της παραγωγής από το ΠΠ κεφάλαιο συνδέει πιο στενά το ζήτημα της εξάρτησης και της μονοπωλιακής κυριαρχίας με τις παραγωγικές σχέσεις. Οι αντιθέσεις απέναντι στον ιμπεριαλισμό δείχνουν πιο καθαρά το περιεχόμενο τους σαν πλευρά της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίας. Στις χώρες αυτές εξάλλου αποκτά σημασία ένα νέο φαινόμενο που έχει σχέση με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Το «παροικιακό» εργατικό δυναμικό αποτελεί ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία με σημαντική επίδραση. Η εκπλήρωση των αντιιμπεριαλιστικών στόχων γίνεται όλο και πιο δύσκολη χωρίς την ηγετική παρουσία της εργατικής τάξης. Τα καθήκοντα αυτά τείνουν να συνδέονται πιο στενά με την 18


πάλη της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Μπορούν οι χώρες αυτές από εξαντλούμενη εφεδρεία του ιμπεριαλισμού να μετατραπούν σε πεδία νέων κοινωνικών αγώνων με νέο τρόπο; Στο παρελθόν οι χώρες αυτές συνδέθηκαν με τη μια ή την άλλη μορφή μ' ένα κύμα αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων που σε πολλές περιπτώσεις ηττήθηκαν. Σήμερα, διαμορφώνονται συνθήκες, ιδιαίτερα με το πρόβλημα του χρέους, που μπορούν να οδηγήσουν σε νέες κοινωνικές εκρήξεις, ακόμα και σε επαναστατικά γεγονότα. Ωστόσο οι χώρες αυτές, αντιμετωπίζοντας την πιο εξοντωτική μορφή οικονομικής εξάρτησης, μπορούν να περάσουν σε νέο ανεπτυγμένο κύκλο επαναστατικών διεργασιών, στο βαθμό που θα διαμορφώνονται δυνατότητες διεθνούς συνεργασίας πάνω σε αρχές που θα αντιστρατεύονται τις προδιαγραφές της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Κάτι τέτοιο απαιτεί αντικαπιταλιστικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις στις αναπτυγμένες και σχετικά αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ο προλεταριακός διεθνισμός ανάμεσα στους εργαζόμενους αυτών των χωρών και την παγκόσμια εργατική τάξη αποκτά νέο βαθύτερο περιεχόμενο.

4.7. Η αντικαπιταλιστική πάλη Η παραπέρα συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. η δράση των ΠΠΜ επιτείνει τις εθνικές, κοινωνικές και περιφερειακές διαφοροποιήσεις στις αναπτυγμένες και μεσαίες χώρες. Ο ασφυκτικός από τη μεριά τους έλεγχος του καταμερισμού της παραγωγής σε κλαδικό, τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, εντείνει τις ανισομετρίες και τις κάθε είδους ανισότητες. Ο τρόπος συμμετοχής όλο και περισσότερων καπιταλιστικών χωρών στις διεθνείς διαδικασίες έρχεται όλο και πιο πολύ σε αντίθεση με την ανάγκη της ισόρροπης δυναμικής ανάπτυξης προς όφελος της κοινωνίας και των εργαζομένων. Η παραγωγική «μονοκαλλιέργεια» σε τομείς υποβαθμισμένους, οι κοινωνικές και γεωγραφικές ζώνες περιθωριοποίησης, η «αυθαίρετη» εξειδίκευση, ιδιαίτερα η τεχνολογική εξάρτηση δρουν όλο και περισσότερο προς όφελος των πιο προωθημένων δυνάμεων του κεφαλαίου και των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών. κρατών. Αντίστοιχα η τάση των ΠΠΜ να κατευθύνονται με ευελιξία στις περιοχές με τις μεγαλύτερες δυνατότητες κέρδους διαμορφώνει και στο εσωτερικό των πιο αναπτυγμένων χωρών ζώνες σύγχρονης υπερεκμετάλλευσης ή υποβάθμισης. Τα φαινόμενα οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης βαθαίνουν με νέο τρόπο απέναντι στις καπιταλιστικές χώρες μεσαίου επιπέδου, απέναντι στα εξαρτημένα ΚΜΚ συστήματα, ακόμα και απέναντι στις πιο αδύνατες ιμπεριαλιστικές χώρες. Δημιουργούνται νέα δεδομένα οικονομικής και πολιτικής υποταγής τους. Αναπτύσσονται νέες μορφές οικονομικού και πολιτικού μοιράσματος του καπιταλιστικού κόσμου, μέσα κι έξω από τις πιο αναπτυγμένες περιοχές του. Οι πολιτικοοικονομικές υπερεθνικές ολοκληρώσεις είναι η ανώτερη εκδοχή τους. Ο έλεγχος της έρευνας, η μονοπώληση της τεχνολογίας, γίνεται αποφασιστικός παράγοντας πρόσθετου υπερκέρδους από το ΠΠΜ. Οι εξαγωγές κεφαλαίων και πριν και ιδιαίτερα σ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, κυρίως μετά το 1985, κατευθύνονται κατά κύριο λόγο στις αναπτυγμένες και ιδιαίτερα στις πιο αναπτυγμένες χώρες. Η κατεύθυνση αυτή συνδέεται με την αναζήτηση αυξημένου ποσοστού κέρδους, τις επενδύσεις στους τομείς των νέων τεχνολογιών που απαιτούν σύγχρονη βιομηχανική βάση και αναπτυγμένο σύστημα επικοινωνιών, μεταφορών και υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Στις μεσαίου επιπέδου καπιταλιστικές χώρες όλες οι συνθήκες της εξάρτησης ενισχύονται και συμπυκνώνονται στην πολύμορφη ανάπτυξη του ρόλου του ξένου κεφαλαίου, στον έλεγχο όλων των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και του κοινωνικοπολιτικού «ιστού» από μέρους του ΚΜΚ προς όφελος των πιο ισχυρών δυνάμεων του ΠΠ κεφαλαίου. Οι σχέσεις εξάρτησης εκδηλώνονται σ' όλους τους αρμούς της βάσης και του εποικοδομήματος αυτών των κοινωνιών. Επιβάλλεται η ανισότιμη ένταξη τους στο διεθνή καταμερισμό, η πιο μονόπλευρη εξειδίκευση. Οι σχέσεις εξάρτησης συνδέονται όλο και πιο. στενά με τις παραγωγικές σχέσεις, με τη νέα μορφή που παίρνουν όλες οι κοινωνικές δομές στη διαδικασία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Το πρόβλημα της υπέρ-. χρέωσης εντείνεται και σ'αυτή την κατηγορία χωρών. Εδώ μπαίνει πλέον σ' εφαρμογή ένα καινούριο σχέδιο: Εκχωρούνται απευθείας από τις κυβερνήσεις πολλών τέτοιων χωρών στο ξένο κεφάλαιο όλοι οι νευραλγικοί — μέχρι τώρα κρατικοί — τομείς της οικονομίας. Τηλεπικοινωνίες, σιδηρόδρομοι, τράπεζες κ.λπ. — όλος ο δημόσιος τομέας ιδιωτικοποιείται και περνάει κυρίως στους ξένους! Η νέα αυτή πολιτική, που άρχισε να εφαρμόζεται ήδη σε χώρες όπως το Μεξικό, την Αργεντινή, 19


τη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα, τη Χιλή θα αυξήσει καθοριστικά την εξάρτηση τους από το ξένο κεφάλαιο, θα δώσει νέα διάσταση στην ισχύ των πολυεθνικών, πολυκλαδικών μονοπωλίων, είναι όμως αδύνατο να λύσει το πρόβλημα της βελτίωσης των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης, των ντόπιων πληθυσμών. Οι αντιθέσεις που αναπτύσσει το βάθεμα της εξάρτησης κινούνται σε άρρηκτη ενότητα με τις αντιθέσεις της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο, απέναντι στις διαδικασίες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Ειδικά σήμερα φαίνεται πιο καθαρά ότι το αντιιμπεριαλιστικό αντιεξαρτησιακό στοιχείο της λαϊκής πάλης σ' αυτές τις χώρες δεν αποτελεί αυτοτελή ή άμεσο κρίκο της αντικαπιταλιστικής πάλης, αλλά ουσιαστική πλευρά του περιεχομένου της. παράγοντα που προσδίδει στους αγώνες της εργατικής τάξης χαρακτήρα πανκοινωνικής επίδρασης. Αυτή η διάσταση στο περιεχόμενο της εργατικής πάλης συμπυκνώνεται στην αντιπαράθεση της εργατικής τάξης απέναντι στις παραγωγικές και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις που επιβάλλει η συνύφανση του ΚΜΚ με τις υπερεθνικές ρυθμίσεις, κάτω από την ηγεμονία του ΠΠ κεφαλαίου. Στη χώρα μας αυτό εκφράζεται ιδιαίτερα με την αντιεοκική διάσταση της αντικαπιταλιστικής πάλης. Με τη δράση των ΠΠΜ εμφανίζεται πιο καθαρά ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας των αντιμονοπωλιακών αντιθέσεων, της πάλης ενάντια στα μεγάλα μονοπώλια. Ο ασφυκτικός από μέρους των τελευταίων έλεγχος με πολύμορφους δεσμούς όλης της παραγωγικής πυραμίδας και των δραστηριοτήτων στην εξωπαραγωγική σφαίρα αποκτά ποιοτική διάσταση στη φάση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Η πάλη για την κατάργηση της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου δείχνει πιο καθαρά την άρρηκτη σχέση της με την πάλη για τη ριζική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων.

4.8. Το σχήμα της αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας. Η αντίθεση των δύο συστημάτων. Στη νέα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης φαίνεται πιο καθαρά η ταξική και ιστορική ανεπάρκεια του σχήματος της αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας που για δεκαετίες αποτελούσε τη βάση της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος. Το σχήμα αυτό χρεοκοπεί όχι γιατί ο ΚΜΚ αντικαθίσταται από την ελεύθερη αγορά και τις υπερεθνικές ρυθμίσεις, όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί της περεστρόικα και του νέου ρεφορμισμού για ν' απαλλαγούν από το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο της αντιμονοπωλιακής πάλης και να προβάλουν τη δημοκρατική εναλλακτική λύση στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αλλά γιατί οι αλλαγές που επιφέρουν τα ΠΠΜ στον έλεγχο της παραγωγής και στις σχέσεις των τάξεων ξεκαθαρίζουν καλύτερα το πραγματικό περιεχόμενο των άρρηκτων δεσμών της αντιμονοπωλιακής με την αντικαπιταλιστική πάλη, στα πλαίσια της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου κι εργασίας. Επί δεκαετίες οι δεσμοί αυτοί αντιμετωπίζονταν με τέτοιο τρόπο που αντικειμενικά υπέτασσε το στρατηγικό στόχο της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και του σοσιαλισμού στις άμεσες τακτικές επιδιώξεις των διάφορων πολιτικών φάσεων. Τη θεωρία στην πρακτική. Και το εργατικό κίνημα στην αντιφατική «αντιμονοπωλιακή» προοπτική των μεσαίων στρωμάτων ή ακόμα και στην αντισοσιαλιστική στρατηγική της μικρής αστικής ή και της «εθνικής» αστικής τάξης. Η αντιμονοπωλιακή πάλη, η αντίθεση απέναντι στην κρατικομονοπωλιακή ολιγαρχία χαρακτηριζόταν,σαν κύρια αντίθεση, σαν κρίκος που συνδέει τα πλατιά λαϊκά ενδιάμεσα στρώματα αντικειμενικά και υποκειμενικά με την επαναστατική στρατηγική της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα η αντιμονοπωλιακή διάσταση της εργατικής πάλης είχε άλλο περιεχόμενο, άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά από την αντιμονοπωλιακή διάσταση της πάλης των ενδιάμεσων στρωμάτων. Για την εργατική τάξη, η κατάργηση της κυριαρχίας των μονοπωλίων ήταν μια ιδιαίτερη πλευρά του ευρύτερου βασικού καθήκοντος της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων. Όχι ξεχωριστό ενδιάμεσο καθήκον, αλλά πλευρά άρρηκτα δεμένη με το αντικαπιταλιστικό επαναστατικό καθήκον σε ενιαίο σύνολο. Για τα στρώματα της μικρομεσαίας αστικής τάξης, η «αντιμονοπωλιακή» ή και η «αντιιμπεριαλιστική» διάσταση συνδεόταν με τη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων σε οπισθοδρομική κατεύθυνση. Αντίστοιχα για τα ενδιάμεσα στρώματα, το περιεχόμενο της αντιμονοπωλιακής και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης είχε αντιφατικό χαρακτήρα. Μόνο από τη μια πλευρά είχε αντικαπιταλιστικό εν δυνάμει προσανατολισμό. 20


Στην πραγματικότητα τα κομμουνιστικά κόμματα, με το σχήμα της αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας στο όνομα της «διεύρυνσης» της κοινωνικής βάσης της επανάστασης, τη συρρίκνωναν. Στο όνομα του «παλλαϊκού», ίδιου για όλους, αντιμονοπωλιακού στόχου, υπέτασσαν το εργατικό επαναστατικό περιεχόμενο στο περιεχόμενο των μεσαίων στρωμάτων ή της μικρής αστικής τάξης. Έτσι και την εργατική τάξη την άφηναν βορά στο σοσιαλρεφορμισμό και τα μεσαία στρώματα έκθετα στην ηγεμονία της αστικής και μικροαστικής δημοκρατίας. Μ' αυτό τον τρόπο το αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα έπαιρνε στενά αντιφατικά χαρακτηριστικά στοιχεία του «παλιού», που συνόδευε τη λογική των μεσαίων στρωμάτων. Η ποσοτική εμπειρική αντιμετώπιση του ζητήματος της διεύρυνσης της κοινωνικής βάσης της επανάστασης εγκλώβιζε μόνιμα στην πολιτική των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών των κομμουνιστικών κομμάτων στο πλέγμα σεχταρισμού, περιθωριοποίησης κι ενσωμάτωσης στο αστικό παιχνίδι. Αυτή η πρακτική συνοδευόταν από την εγκατάλειψη της ουσιαστικής ζύμωσης γύρω από τους αντικαπιταλιστικούς και τους σοσιαλιστικούς στόχους. Αποδυνάμωνε τη σοσιαλιστική προοπτική, την αποσυνέδεε από τη ζωντανή πραγματικότητα και την πολιτική πάλη πλατύτερων στρωμάτων, η οποία συχνά έπαιρνε αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική αιχμή. Η αντιμετώπιση των αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών καθηκόντων από τις ηγεσίες των «παραδοσιακών» κομμουνιστικών κινημάτων και της σοβιετικής γραφειοκρατίας, όχι από τη σκοπιά της επαναστατικής τάξης του σοσιαλισμού και της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, συνδέθηκε στενά με τη θεωρητική διαστρέβλωση της λενινιστικής θεωρίας για το μονοπωλιακό καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό και τον ΚΜΚ. Έτσι η ανάλυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ρόλου των μονοπωλίων, της συνύφανσής τους με το αστικό κράτος «αυτονομήθηκε» από τους βασικούς νόμους κίνησης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος συνολικά, στα πλαίσια του «εθνικού καπιταλιστικού σχηματισμού». Το στοιχείο της πάλης ενάντια στους «ξένους» συχνά έκρυβε τον ταξικό χαρακτήρα του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Αντίστοιχα τα μονοπώλια, ο ΚΜΚ, δεν αντιμετωπίζονταν σαν η κορυφή της πυραμίδας του κεφαλαίου συνολικά, αλλά σαν δαιμονικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε αντίθεση με όλο το έθνος. Οι «θεωρίες» αυτές έφταναν στο σημείο να εμφανίζουν τις μη μονοπωλιακές δυνάμεις της αστικής τάξης σαν κινητήριες δυνάμεις της επαναστατικής διαδικασίας. Το αστικό κράτος σαν πολιτική συμπύκνωση της εξουσίας του κεφαλαίου που δρα προς όφελος όλων των αστικών τμημάτων «μεταμορφώθηκε» σε αποκλειστικό όργανο των μονοπωλίων που καταπιέζει συλλήβδην την εργατική τάξη, τα μεσαία στρώματα, μαζί και τις δυνάμεις της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Τα σχήματα αυτά και η αντίστοιχη πολιτική πρακτική των γραφειοκρατικών ηγεσιών έδωσαν τη δυνατότητα στις διάφορες παραλλαγές του δεξιού ή «αριστερού» ευρωκομμουνισμού να αναιρούν ιδεολογικά και πολιτικά τον επαναστατικό πυρήνα των λενινιστικών θεωριών του μονοπωλιακού καπιταλισμού. του ιμπεριαλισμού, της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να υποβαθμίζει την αντιμονοπωλιακή ή την αντιιμπεριαλιστική πλευρά της πάλης του, τις αντιμονοπωλιακές αντιιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά αντίθετα να τονίζει το αντικαπιταλιστικό τους περιεχόμενο. Δεν πρέπει να αγνοεί ότι η πολιτική αντίθεση πλατιών εργατικών και λαϊκών στρωμάτων απέναντι στα μεγάλα μονοπώλια (στην εποχή μας και τα ΠΠΜ), απέναντι στο ξένο κεφάλαιο και τις ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, στην περίπτωση των εξαρτημένων ή μισοεξαρτημένων χωρών, αποτελούν επιπλέον πλατιές μορφές πολιτικής προσέγγισης των κοινωνικών αντιθέσεων και της βασικής αντίθεσης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Το καθήκον του εργατικού επαναστατικού κινήματος είναι να ξεκαθαρίζει το βασικό περιεχόμενο αυτών των αντιθέσεων, να ανεβάζει το επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της από τα μεσαία στρώματα, ως την κατανόηση της ανάγκης της αντικαπιταλιστικής σοσιαλιστικής προοπτικής. Η λογική της αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας, της θεωρίας των σταδίων, δοκιμάστηκε στη Χιλή, στην Πορτογαλία, μ' έναν τρόπο στη Γαλλία του «κοινού προγράμματος», κι έδειξε τα όρια της με την ήττα των σοσιαλιστικών κινημάτων. Η λογική αυτή συνδέθηκε στο επίπεδο του παγκόσμιου κινήματος με την υποκατάσταση της βασικής αντίθεσης. της εποχής μας ανάμεσα στις δυνάμεις της εργατικής τάξης και του κεφαλαίου, ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τις προλεταριακές επαναστάσεις με την αντίθεση ανάμεσα στις χώρες του σοσιαλισμού και τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες. Αυτή η «εθνοκεντρική» αντίληψη της σοβιετικής και της κομματικής γραφειοκρατίας για τη βασική αντίθεση της εποχής μας, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, η ουσιαστική άρνηση της 21


αναγκαιότητας του σοσιαλισμού και της διεθνούς σοσιαλιστικής βάσης συνέβαλε στο βαθύ κλονισμό των σοσιαλιστικών ιδανικών σε παγκόσμια κλίμακα.

4.9. Η Νέα Εποχή του σοσιαλισμού Η μεγάλη «προσφορά» της νέας φάσης της καπιταλιστικής εξέλιξης είναι ότι φέρνει στην επιφάνεια, ακόμα πιο καθαρά, στοιχεία που ξεσκεπάζουν το «μύθο» και της «αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας» και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού με εθνοκεντρικό κριτήρια. Το μεγάλο κεφάλαιο, το ΠΠΜ έχουν την εκπληκτική ικανότητα να «μεταμορφώνουν» τα παραδοσιακά τμήματα της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης και παραπέρα των ενδιάμεσων στρωμάτων, να καταστρέφουν ορισμένα ή να δημιουργούν νέα σε όλες τις βαθμίδες οργάνωσης του κεφαλαίου και της παραγωγής, να επιβάλλουν συνολικά σ'αυτά τα κοινωνικά τμήματα ανάλογα με τη θέση τους τον άμεσο ή έμμεσο ασφυκτικό έλεγχο τους. Αυτή η τάση από τη μια διευρύνει την κοινωνική βάση της αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής πάλης με νέα κοινωνικά τμήματα που προσεγγίζουν αντιφατικά ανάλογα με τη θέση τους την εργατική τάξη. Κι από την άλλη διευρύνει πάλι με αντιφάσεις την κοινωνική βάση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και του νεοσυντηρητισμού. Έτσι όλο και περισσότερο τα τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης ενισχύουν την παραδοσιακή σύνδεση τους με την κυριαρχία του ΚΜΚ και του Π Π κεφαλαίου. Και όσον αφορά τα μεσαία στρώματα εντείνονται οι αντιφάσεις τους. Σημαντικά τους τμήματα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να δουν δυνατότητες σταθεροποίησης των συνθηκών ύπαρξης τους έξω από τη σφαίρα κυριαρχίας του ΚΜΚ και του καπιταλιστικού συστήματος. Το εργατικό κίνημα είναι υποχρεωμένο, αν θέλει να μην απομονωθεί οριστικά από τα πλατιά κοινωνικά στρώματα, να αποκαταστήσει σε ανώτερο επίπεδο το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο της αντιμονοπωλιακής πάλης. Να αντιμετωπίσει το ζήτημα της διεύρυνσης της κοινωνικής βάσης της επανάστασης με ταξικό ποιοτικό τρόπο. Να δει πρώτα απ' όλα τη συσπείρωση και την ενότητα της πλειονότητας της εργατικής τάξης που ενδιαφέρεται συνολικά για την κατάργηση της κυριαρχίας των μονοπωλίων στα πλαίσια του καθήκοντος της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων. Να προωθήσει τις συμμαχίες του με τα παλιά και νέα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού όχι στη βάση της υποχώρησης σ' ένα ενδιάμεσο και αντικειμενικά αδύνατο να υπάρξει σκαλοπάτι, αλλά στη βάση της σύνδεσης αυτών των στ σωμάτων με τα αντικαπιταλιστικά και σοσιαλιστικά ιδανικά. Όχι στα πλαίσια του «παλιού», αλλά στα πλαίσια του επαναστατικού μέλλοντος. Ταυτόχρονα το εργατικό κίνημα σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πρέπει να αποκαταστήσει τη σχέση ανάμεσα στην εθνική και τη διεθνή πλευρά της σοσιαλιστικής επανάστασης. Να προσεγγίσει στις νέες συνθήκες τη βασική αντίθεση που χαρακτηρίζει την εποχή μας ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας, ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και την εργατική τάξη. Να αντιμετωπίσει με διαλεκτικό ταξικό τρόπο τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται αυτή η αντίθεση, στις διάφορες κατηγορίες χωρών, στην κάθε εθνική πραγματικότητα. Σήμερα, με τη δράση του μεγάλου κεφαλαίου και τις διαδικασίες διεθνοποίησης των ΠΠΜ, γίνεται «ηλίου φαεινότερον» ότι η επαναστατική διαδικασία για το σοσιαλισμό είναι διεθνής διαδικασία. Οι νόμοι της ανισόμετρης ανάπτυξης θα οδηγήσουν ασφαλώς στην απόσπαση ξεχωριστών αδύνατων κρίκων από το σύστημα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η παγκοσμιότητα της επαναστατικής διαδικασίας δεν έχει να κάνει με το χρόνο ή με τον αριθμό των αντικαπιταλιστικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Αλλά έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις δεν μπορούν να νικήσουν ολοκληρωτικά και αμετάκλητα χωρίς κινδύνους καπιταλιστικής παλινόρθωσης, παρά μόνο σε μια ευρύτερη διεθνή βάση που θα διεκδικεί την καθοριστική της παρέμβαση στις διεθνείς οικονομικές πολιτικές ιδεολογικές σχέσεις απέναντι στην. κυριαρχία των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Η πείρα από την πορεία και την ήττα της πρώτης σοσιαλιστικής προσπάθειας δείχνει πιο καθαρά ότι ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική επανάσταση και την αμετάκλητη κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων μεσολαβεί μια απροσδιόριστη, από χρονική άποψη, ιστορική περίοδος οξύτατων ταξικών αναμετρήσεων. Σ' αυτήν επικρατούν αντιφατικές σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας μη καπιταλιστικές αλλά και αντίθετα καπιταλιστικές, εκμεταλλευτικές, και σ' όλη τη διάρκεια της διαμορφώνονται οι όροι και οι δυνάμεις όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο για την πλήρη κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων. Οι διαδικασίες, οι μορφές και η διάρκεια της μεταβατικής περιόδου εξαρτώνται από το επίπεδο της επαναστατικής χώρας στο σύστημα της ιμπεριαλιστικής 22


αλυσίδας, από το συσχετισμό των δυνάμεων σ'αυτή, από την εκδήλωση ή όχι της τάσης που ενισχύεται στην εποχή μας για σύνδεση της συγκεκριμένης επανάστασης με αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις σε μια σειρά χώρες. Στην αναμέτρηση αυτή δεν επιδρούν μόνο οι εθνικές δυνάμεις αλλά και οι διεθνείς, που παίζουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο, αλλά εκφράζονται καθοριστικά μέσω της εθνικής κατάστασης. Γίνεται φανερό ότι η επαναστατική διαδικασία στην εποχή μας αρχίζει σαν αντικαπιταλιστική επανάσταση σε μία ή περισσότερες καπιταλιστικές χώρες. Αυτή αποτελεί την αφετηρία μιας περιόδου που θα έχει στρατηγικό στόχο την επικράτηση των σοσιαλιστικών σχέσεων σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες, με την πλήρη έννοια τους, σε εθνική και παραπέρα διεθνή βάση. Το ζήτημα του εργατικού κράτους, της εργατικής εξουσίας, είναι καθοριστικό όχι μόνο για την έναρξη αυτής της μεταβατικής περιόδου αλλά και σ' ολόκληρη τη διάρκεια της. Οι μηχανιστικές αντιλήψεις που πρόβαλαν την αυτόματη με διοικητικό τρόπο, «με βάση το πλάνο» χωρίς κατανόηση των νόμων της ταξικής πάλης και σε αποκλειστικά εθνική βάση πλήρη κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων είναι ιστορικά νεκρές. Το ίδιο νεκρές είναι και οι θεωρίες των σταδίων κ.λπ. Η εργατική αντικαπιταλιστική σοσιαλιστική επανάσταση θα αποτελεί αντικειμενικά το περιεχόμενο όλων των επαναστάσεων της εποχής μας στις χώρες του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τις ιδιομορφίες, τα μέσα, τους δρόμους προσέγγισης, τα διαφορετικά προγράμματα και προβλήματα σε κάθε ξεχωριστή χώρα ή κατηγορία χωρών. Συγκεκριμένα στην εποχή μας, μορφή προσέγγισης στην αντικαπιταλιστική επανάσταση γίνεται όλο και περισσότερο η πάλη για την ανατροπή των κατευθύνσεων που επιβάλλει η καπιταλιστική ανασυγκρότηση από τη σκοπιά του σοσιαλισμού. Οι εκπρόσωποι του νέου αριστερού ρεφορμισμού και της περεστρόικα αναθεωρούν τη στρατηγική των σταδίων όχι από τη σκοπιά της προσέγγισης της αντικαπιταλιστικής πάλης, αλλά από τη σκοπιά της πλήρους απομάκρυνσης απ' αυτή. Έτσι στο πολιτικό επίπεδο υποβαθμίζουν όλα τα χαρακτηριστικά της εργατικής και λαϊκής πάλης που στρέφονται κατά της κυριαρχίας του συστήματος των μονοπωλίων και του ΚΜΚ, στα πλαίσια μιας προοδευτικής εναλλακτικής πρότασης διαχείρισης του. Αντίστοιχα αποσυνδέουν το όραμα του σοσιαλισμού από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της πάλης κατά της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Ο σοσιαλισμός αιωρείται σαν άλλοθι μακριά από την πολιτική πάλη και τη ζωή. Αντίστοιχα, η προσπάθεια αυτών των δυνάμεων να χρησιμοποιήσουν στρεβλωμένα την αναγκαιότητα της διεθνούς σοσιαλιστικής βάσης για την αμετάκλητη και χωρίς κινδύνους παλινόρθωσης κυριαρχία του σοσιαλισμού και της μεταβατικής περιόδου δεν γίνεται φυσικά στα πλαίσια της προσέγγισης των αρχών της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στην πραγματικότητα, η διεθνής διάσταση του σοσιαλιστικού καθήκοντος χρησιμοποιείται για την άρνηση του καθοριστικού ρόλου της αντικαπιταλιστικής και σοσιαλιστικής επανάστασης σε εθνικό επίπεδο. Η αποδοχή από μέρους τους της αναγκαιότητας κάποιας «μεταβατικής» περιόδου της επαναστατικής κοινωνίας προς το σοσιαλισμό προσαρμόζεται στα πλαίσια του εξωραϊσμού της διαδικασίας της περεστρόικα. Επιχειρεί να δικαιολογήσει την πορεία μετάβασης των ανατολικών χωρών στη σφαίρα δράσης του καπιταλιστικού συστήματος. Χρησιμοποιείται παραπέρα για να δικαιολογηθεί η ενσωμάτωση της πολιτικής της επίσημης Αριστεράς στη χώρα μας στα πλαίσια της ΕΟΚικής κοινότητας, κάτω από την κυριαρχία των ΠΠΜ και των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Για να ενισχυθούν παραπέρα οι αντιλήψεις του «υπερεθνικού κράτους». Για την άρνηση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης που εκδηλώνεται με νέες μορφές. Για την εγκατάλειψη της αρχής της καθοριστικότητας της πάλης στα πλαίσια της εθνικής πραγματικότητας και της αναγκαιότητας κατάκτησης ολόκληρης της εξουσίας με επαναστατικό τρόπο. Δεν είναι πρώτη φορά που τα ωραία πουλιά του μέλλοντος παγιδεύονται στο πιο στενό κλουβί του παλιού κόσμου.

23


5. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Μέσα στην κρίση που μαστίζει τη χώρα και αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, συντελούνται βαθιές διαφοροποιήσεις και ανακατατάξεις. Η άρχουσα τάξη της χώρας μας προωθεί σημαντικές αλλαγές στους άμεσους και μακροπρόθεσμους προσανατολισμούς της για να υλοποιήσει με ενεργητικό τρόπο τον εκσυγχρονισμό του καπιταλιστικού συστήματος, επιβάλλοντας μέτρα για την ανασυγκρότηση όλων των μετώπων της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Πρωταρχική της επιδίωξη είναι η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην καπιταλιστική ολοκλήρωση της ενιαίας, εσωτερικής αγοράς των κρατών-μελών της ΕΟΚ, η αποδοχή της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» στην κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και εργασίας, και η διαμόρφωση της οικονομικής, νομισματικής ένωσης. Τα κύρια σημεία των σχεδίων και ρυθμίσεων της άρχουσας τάξης επεκτείνονται: • Σε αλλαγές στην παραγωγική βάση της χώρας με στόχο την κατάκτηση μιας βελτιωμένης θέσης στον κοινοτικό καταμερισμό εργασίας, επιβάλλοντας ένα ριζικά διαφορετικό καθεστώς στο σύστημα των εργασιακών σχέσεων, με στόχο την τόνωση της ιδιωτικής, επιχειρηματικής δραστηριότητας και την προσέλκυση επενδύσεων του ξένου κεφαλαίου. • Στη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού πλαισίου ενσωμάτωσης των πολιτικών δυνάμεων στην κεντρική λογική εκσυγχρονισμού του ελληνικού καπιταλισμού επιζητώντας τη συναίνεση των κοινωνικών δυνάμεων και την άμβλυνση της πίεσης του μαζικού κινήματος. • Στην αναδιάρθρωση της δημοσιονομικής, εισοδηματικής και κοινωνικής πολιτικής, συμπιέζοντας παραπέρα το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων που προσανατολίζονται άμεσα σε έργα υποδομής αναγκαία για τον εκσυγχρονισμό και τις επενδύσεις του κεφαλαίου. • Σε μεταρρυθμίσεις στις δομές του κράτους και της αυτοδιοίκησης, με κεντρικό πυρήνα τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, την ένταξη του προγραμματισμού στις επιταγές της Κοινότητας και τελικά μέσω των ιδιωτικοποιήσεων στην παραπέρα ενίσχυση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα. Οι ειδικότερες πλευρές της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στα κύρια μέτωπα είναι:

5.1. Αλλαγές στην παραγωγική δομή Κεντρική επιδίωξη είναι η συγκεντροποίηση και τεχνολογική αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και η επέκταση του σε νέους παραγωγικούς τομείς, ιδιαίτερα στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσης του κεφαλαίου στη χώρα μας και ο μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου επιπέδου με σοβαρά προβλήματα τεχνολογικής απαξίωσης, έχει οδηγήσει τα τελευταια χρόνια, ενόψει του κοινοτικού ανταγωνισμού σε διαδικασίες συγχωνεύσεων και εξαγορών σημαντικών κλάδων της βιομηχανίας από πολυεθνικές επιχειρήσεις, με αιχμή τους κλάδους: είδη διατροφής, ποτά, χημικές βιομηχανίες, χαρτί. Δηλαδή πρόκειται για τους κλάδους που και διεθνώς εμφανίζουν τις εντονότερες τάσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων, για επέκταση της αγοράς των επιχειρήσεων, για διαφοροποίηση της παραγωγής τους σε νέα προϊόντα, καθώς και για καθετοποίηση της διαδικασίας παραγωγής. Η εκποίηση των προβληματικών επιχειρήσεων του Ο.Α.Ε. εκφράζει ουσιαστικά αυτήν την πολιτική του κεφαλαίου σε βασικούς παραγωγικούς τομείς. Η αστική τάξη και τα πιο επιθετικά της τμήματα προωθούν τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό θυλάκων της βιομηχανίας μεταποίησης με πριμοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό και τη σχετική διεύρυνση αυτού του τομέα με αποδοχή της εγκατάστασης ρυπογόνων μονάδων κατεργασίας τοξικών αποβλήτων της ΕΟΚ, εισαγωγή φυσικών αερίων κ.λπ. Παράλληλα καλλιεργούν το έδαφος για προσέλκυση επενδύσεων του ξένου κεφαλαίου, σε σύμπραξη με το ελληνικό, σε νέους τομείς του συστήματος παροχής υπηρεσιών και ιδιαίτερα στον τουρισμό στο εμπόριο καταναλωτικών αγαθών, στο πιστωτικό και ασφαλιστικό σύστημα και στις υπηρεσίες πληροφορικής (επιχειρηματικά κέντρα, πάρκα σύγχρονης τεχνολογίας, κέντρα χονδρεμπορίου, εκθεσιακά-συνεδριακά κέντρα, κέντρα 24


αναψυχής, τεράστια εμπορικά πολυκαταστήματα). Προκειμένου να εκσυγχρονιστεί και να επεκταθεί ο ιδιωτικός τριτογενής τομέας, στο κέντρο της προσοχής των κυρίαρχων κύκλων έχει ενταχθεί η εκτέλεση μεγάλων έργων τεχνικής υποδομής κυρίως με τη λογική της αυτοχρηματοδότησης (μετρό, προαστειακό τρένο, οδικοί δακτύλιοι, ζεύξη ΡίουΑντίρριου, νέο αεροδρόμιο Σπάτων, οδικοί κομβοι κ.λπ.) Επιδίωξη αυτών των έργων είναι η βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος, αλλά και των όρων λειτουργίας του κεφαλαίου με επίκεντρο τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της χώρας, ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία μεταφοράς εμπορευμάτων και εργαζομένων κυριότερα όμως να αναθερμανθεί η οικονομία στους κλάδους που εμπλέκονται με το κατασκευαστικό κύκλωμα, με βάση τη νέα ποιότητα συγκεντροποίησης του κατασκευαστικού κεφαλαίου από κοινού με το πιστωτικό σύστημα. Σήμερα το σύνολο σχεδόν των δημόσιων επενδύσεων και των κοινοτικών πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία κατευθύνονται στη συμπλήρωση των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων για εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής που κατά τεκμήριο δρουν σε βάρος του περιβάλλοντος. Μοχλός προώθησης των γενικότερων ανακατατάξεων με το προκάλυμμα της «μεγάλης ιδέας» είναι η τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων του 1996 στην Ελλάδα. Το σύνολο των διεργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη για τον εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού στη χώρα μας στοχεύουν στη διεκδίκηση μιας βελτιωμένης θέσης στον καταμερισμό της ΕΟΚ που να ανασυγκροτεί τη δομή του ελληνικού κεφαλαίου και να δημιουργεί ευνοϊκότερους όρους για την αναπαραγωγή και επέκταση του. Από τη μέχρι τώρα όμως πορεία δεν διαφαίνεται τέτοια προοπτική. Αυτό οφείλεται στη σημαντική υστέρηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα συγκριτικά με τις τεχνολογικές εξελίξεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών δυνάμεων της Κοινότητας Από την άλλη μεριά, οι διεθνείς ανακατατάξεις, η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού, ιδιαίτερα μετά τη χρεοκοπία των ανατολικών χωρών συρρικνώνουν τις δυνατότητες προσέλκυσης νέων σημαντικών επενδύσεων και διαμορφώνουν αρνητικό πλαίσιο επέκτασης του κεφαλαίου σε άλλες χώρες (π.χ. Τρίτος Κόσμος, Βαλκάνια κ.λπ.). Το κέντρο βάρους των σχεδιασμών της άρχουσας τάξης πέφτει στην αλλαγή των εργασιακών σχέσεων επί το συντηρητικότερο, στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας για τη διευκόλυνση του ιδιωτικού τομέα και την ανεμπόδιστη αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων. Παράλληλα με τη δημοσιονομική, εισοδηματική και κοινωνική πολιτική που προωθείται, επιδιώκεται η παραπέρα συμπίεση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων. Ειδικά με τη δραστική περιστολή των κοινωνικών δαπανών από τον κρατικό προϋπολογισμό, εκβιάζεται ουσιαστικά και η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην πρόσθετη υλοποίηση της δυνητικής τοπικής φορολογίας των πολιτών και μεσοπρόθεσμα μεθοδεύεται η πλήρης ιδιωτικοποίηση του λεγόμενου κράτους - πρόνοιας και η ενίσχυση της λογικής των δύο ταχυτήτων. Η καπιταλιστική ανασυγκρότηση επιφέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις στα διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, της διανόησης και των μεσαίων στρωμάτων. Εντείνεται το φαινόμενο της ανεργίας και προωθείται η εισροή ξένου εργατικού δυναμικού με χαμηλότερο κόστος εργατικής δύναμης, ιδιαίτερα στις βαριές οικοδομικές εργασίες. Η επιδίωξη των πιο επιθετικών τμημάτων της ηγετικής μερίδας της άρχουσας τάξης είναι να υποτάξει όλες τις άλλες μερίδες στη δική της διεύθυνση. Να υποτάξει επίσης μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού καταδικάζοντας τα σε μια νέα μοίρα: εγκατάλειψη των σημερινών τους οικονομικών δραστηριοτήτων, στροφή στη μισθωτή εργασία ή σε απασχολήσεις ακόμα πιο εξαρτημένες από τα μεγάλα συμφέροντα, μέσω της στεφάνης των υπεργολαβιών, των κρατικών προμηθειών, των τραπεζικών δανείων. Το μεγάλο κεφάλαιο, τροποποιώντας τις συμμαχίες του, απευθύνεται ταυτόχρονα με ιδιαίτερα επιμονή στα στελέχη που έχουν μια ενδιάμεση θέση στην οργάνωση της εργασίας και από τον αυξανόμενο ρόλο τους στη σημερινή εποχή. Αυτοί οι μισθωτοί οφείλουν, υποτίθεται, να συμμεριστούν την ιδέα ότι αποτελούν «ελίτ», να ξεχάσουν την ανασφάλεια και το άγχος που τους περιβάλλει καθημερινά, και να αντιπαρατεθούν στα υπόλοιπα τμήματα της μισθωτής εργασίας. Γι’ αυτά τα πλαίσια και σε συνδυασμό με τον «τεχνητό» διαχωρισμό ορισμένων τμημάτων της εργατικής τάξης ενισχύονται με ιδιομορφίες και στη χώρα μας εκείνες οι γενικές τάσεις που διευρύνουν τη βάση για την παραπέρα 25


ανάπτυξη ενός νέου οπορτουνιστικού ρεύματος μέσα στο εργατικό κίνημα. Παραπέρα, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και των νέων τεχνολογικών απαιτήσεων προωθείται ένας συντηρητικός εκσυγχρονισμός, που θέλει να επιβάλλει μια νέα, πλαστή διαίρεση στην κοινωνία και στην πολιτική, ανάμεσα σε «εκσυγχρονιστές» και «παραδοσιακούς». Παρακάμπτεται έτσι συνειδητά το πρόβλημα τι είδους είναι ο εκσυγχρονισμός και προς όφελος τίνων επιδιώκεται.

Βασικά συμπεράσματα Από τη μέχρι τώρα εξέλιξη των διάφορων πλευρών της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στη χώρα μας, και χωρίς η διαδικασία αλλαγών να έχει ακόμα ολοκληρωθεί, προκύπτουν ορισμένα βασικά συμπεράσματα. Ο ελληνικός καπιταλισμός, μπροστά στην καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΟΚ του 1992 και τη νέα φάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, ανάπτυξης της δράσης των ΠΠΜ επιχειρεί την αναδιάρθρωση του, προκειμένου να διεκδικήσει μια βελτιωμένη θέση στον κοινοτικό και διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το ελληνικής προέλευσης μεγάλο κεφάλαιο εξαρτάται βαθύτερα από το δυτικοευρωπαϊκό κέντρο. Στη χώρα μας διαμορφώνεται στα πλαίσια του εξαρτημένου ΚΜΚ, ένα εμφανές τμήμα ΠΠΜ κρατικών, ιδιωτικών και ξένων (όπως ΕΤΕ, Εμπορική Τράπεζα, Βαρδινογιάννης, μεγάλες τεχνικές εταιρείες, Μπόμπολας, ΒΙΟ ΕΛΛΑΣ, Πετζετάκης. ΕΑΒ, ΙΝΤΡΑΚΟΜ, ξένες τράπεζες και πολυεθνικές) που συνδέεται στα πλαίσια του ΚΜΚ και της ΕΟΚ με τις δυνάμεις του διεθνούς και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού ΠΠ κεφαλαίου. Στα πλαίσια αυτά ενισχύεται η θέση των ΠΠΜ, κρατικών και ιδιωτικών, στην κορυφή της χρηματιστικής ολιγαρχίας και του ΚΜΚ, δυναμώνει η αλληλοσύνδεση μεταξύ ξένου και ντόπιου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού επιβάλλει ως στρατηγικό οικονομικό στόχο την παραπέρα «απελευθέρωση» της αγοράς και της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας προς όφελος του Π.Π. κεφαλαίου. Κανένας ουσιαστικός έλεγχος, κανένας φραγμός στο είδος. στο κόστος, στην τιμή, είναι η απαίτηση των μεγάλων κεφαλαιούχων που απαιτούν ακόμη να αφαιρεθούν «κεκτημένα» στην ασφάλιση, στην προστασία των ανέργων, στις κοινωνικές παροχές (υγεία, παιδεία) και εργασιακές σχέσεις. Εκφραστής αυτών των συμφερόντων και επιδιώξεων είναι ο νεοσυντηρητισμός, που αποτελεί την πιο επιθετική έκφραση της στρατηγικής αυτής. Με την παραπέρα συνύφανση των ντόπιων και των ξένων κεφαλαίων, βαθαίνει ο εξαρτημένος χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού συνολικά. Εντείνεται η εξάρτηση της χώρας κυρίως από το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο. Οι ιδιομορφίες του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια του καπιταλισμού συνδέονται με την σχετική διευρυμένη δράση του κρατικού τομέα των κρατικών μονοπωλίων και των κρατικών ΠΠΜ· με το χαμηλότερο, σε σχέση με το κοινοτικό, επίπεδο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου· τη διατήρηση πλατιάς ζώνης μεσαίων στρωμάτων και μικρομεσαίων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με μια σειρά ιστορικές διαφορές στους συσχετισμούς των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Γενικότερα εντείνεται η συμπίεση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, ενισχύεται η διαδικασία των δύο ταχυτήτων, διευρύνεται η ζώνη της παραγωγικής και κοινωνικής υποβάθμισης. Ωστόσο οι μορφές εξαθλίωσης και περιθωριοποίησης μερίδων του πληθυσμού δεν εμφανίζονται κατά τα πρότυπα των χωρών της ΕΟΚ. αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις, που οφείλονται στις οικονομικές και κοινωνικοπολιτιστικές ιδιαιτερότητες της χώρας μας. Η μέχρι τώρα πορεία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης διαμορφώνει συνθήκες ενίσχυσης της θέσης του κεφαλαίου, ιδιαίτερα του μεγάλου, σε βάρος της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι είναι αναγκασμένοι να παλεύουν από χειρότερες θέσεις. Ωστόσο, η διαδικασία της ανασυγκρότησης δεν έχει ολοκληρωθεί, βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμο σημείο, περιπλέκεται και από τις διεθνείς ανακατατάξεις και αντιθέσεις. Οι κατευθύνσεις της κοινωνικοοικονομικής υποβάθμισης της λαϊκής πλειονότητας, η ύπαρξη αγωνιστικών ριζοσπαστικών παραδόσεων του λαϊκού κινήματος δυσχεραίνουν τις κοινωνικές συμμαχίες του μεγάλου κεφαλαίου. Επιτρέπουν, στο βαθμό που θα ανασυνταχτεί σε νέα βάση ο επαναστατικός παράγοντας, την αξιοποίηση των νέων στοιχείων της κοινωνικής πραγματικότητας για 26


την ανάπτυξη ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου πάλης απέναντι στις κυρίαρχες επιλογές.

5.2. Η Ελλάδα σε μια μεταβατική εποχή Ενώ η ελληνική ολιγαρχία φαίνεται να εξασθενεί στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ωστόσο ενισχύει τη θέση της σε βάρος του εργατικού κινήματος στο εσωτερικό μέτωπο. Ο Κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται σαν τον αρχαίο θεό Ιανό με τα δύο πρόσωπα: επαίτης στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, αδιάλλακτος και αποφασιστικός στην ελληνική Βουλή. Από την άλλη πλευρά, η συντριβή του εργατικού κινήματος είναι η βασική προϋπόθεση για να μπορέσει η ελληνική ολιγαρχία να διεκδικήσει εκ νέου μια καλυτέρευση της θέσης της στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό. Η ίδια η προώθηση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης ενισχύει την ολιγαρχία σε βάρος του εργατικού κινήματος με νέους τρόπους. Και πρώτα απ'όλα την ενισχύει η προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης — δεν είναι τυχαίο που πάντα οι αστικοί κύκλοι επέμεναν ότι οι πολιτικοί λόγοι είναι οι καθοριστικοί για την ενσωμάτωση μας στην ΕΟΚ. Τα μέτρα Σουφλιά ενισχύονται από το «κύρος» του Ντελόρ και το βάρος του Κριστόφερσεν. Η δαμόκλειος σπάθη του εξωτερικού χρέους επισείεται απέναντι σε κάθε ριζοσπαστικό κοινωνικό αίτημα. Μια σειρά κρίσιμα ζητήματα αποφασίζονται σε υπερεθνικά κέντρα, που είναι λιγότερο προσιτά στο ελληνικό εργατικό κίνημα, πολύ περισσότερο που καθυστερεί η ανάπτυξη μιας συντονισμένης δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπρόσθετες δυσκολίες δημιουργεί η ανάπτυξη του ΠΠ κεφαλαίου, στο βαθμό που το εργατικό κίνημα καθυστερεί να ανασυγκροτηθεί, σύμφωνα με τα καινούρια δεδομένα. Ενδεικτικό ήταν το πώς χτυπήθηκαν μαχητικές απεργίες, όπως της Τριούμφ παλιότερα και της Κόκα-Κόλα πιο πρόσφατα. Ο μαρασμός και η διαδικασία ιδιωτικοποίησης των προβληματικών, εξάλλου, κινδυνεύει να αλώσει ισχυρότατες εστίες της εργατικής αντίστασης. Τέλος, η προώθηση των λεγόμενων «νέων εργασιακών σχέσεων» δεν απειλεί μόνο το βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου πληθυσμού. Απειλεί να αποδιαρθρώσει μακροπρόθεσμα όλο το δίχτυ συλλογικότητας. αλληλεγγύης και οργάνωσης της εργατικής τάξης, οδηγώντας μεγάλα τμήματα της στην απ' ευθείας διαπραγμάτευση με την εργοδοσία και οξύνοντας τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της. Ανάλογες συνέπειες, αρνητικές για το εργατικό κίνημα και τη ριζοσπαστική αριστερά, έχουν οι αναδιαρθρώσεις που δρομολογούνται έξω από τη σφαίρα της παραγωγής, στην παιδεία, τον πολιτισμό και σε κάθε πλευρά της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Τα νέα στρώματα της διανόησης, ιδιαίτερα, ενώ καταπιέζονται πιο στυγνά από το κεφάλαιο, ταυτόχρονα δένονται πιο στενά μαζί του (π.χ. με τις ιδιωτικοποιήσεις στην παιδεία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης), ιδίως όταν το εργατικό κίνημα, εξαιτίας των μη επαναστατικών χαρακτηριστικών του και των ξεπερασμένων ηγεσιών που βρίσκονται επικεφαλής του, δεν μπορεί να ασκήσει σοβαρή επίδραση πάνω τους. Είναι πολύ χαρακτηριστική η δεξιά στροφή τμημάτων της διανόησης (ακόμα και αριστερών εκπροσώπων της) τα τελευταία δύο χρόνια, η αλλαγή υπέρ του νεοσυντηρητισμού στα πανεπιστήμια και ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά και μέχρι πρόσφατα, για να ωριμάσουν οι πιο συντηρητικές πολιτικές επιλογές. Προωθώντας τις αναδιαρθρώσεις και τις συμμαχίες της στο κοινωνικό επίπεδο, η ολιγαρχία δημιουργεί προϋποθέσεις για ανάλογες μεταβολές στο πολιτικό εποικοδόμημα. Ο ελληνικός καπιταλισμός χρειάζεται όχι μόνο μια κυβέρνηση που θα μπορεί να περάσει αποφασιστικά τη νεοσυντηρητική πολιτική, αλλά τέτοιες αλλαγές σε όλο το πολιτικό φάσμα, στην αντιπολίτευση, και βαθύτερα στις συνειδήσεις της εργαζόμενης πλειονότητας ώστε να θωρακίσει μακροπρόθεσμα την κυριαρχία του. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ (85-87), η κυβέρνηση Τζαννετάκη και η οικουμενική που έδειξε την ενότητα και την επιστράτευση όλων των εφεδρειών της αστικής τάξης υπέρ της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης ήταν βασικά ορόσημα στο συντηρητικό εκσυγχρονισμό του πολιτικού εποικοδομήματος. Κέρδισαν έδαφος οι τεχνοκρατικές συντηρητικές αντιλήψεις, η απομάκρυνση των μαζών από την ενεργό πολιτική πάλη. Παρ' όλα αυτά, η λαϊκή βάση εξακολουθεί σ'ένα βαθμό να αντιστέκεται στην «αφομοίωση» των νεοσυντηρητικών συναινετικών επιλογών δηλαδή εμφανίζεται ασφαλώς πιο ριζοσπαστική από τις κομματικές ηγεσίες. Αυτό δείχνουν όχι μόνο τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα κοινωνικής αντίστασης στην κυβερνητική πολιτική, που δεν ελέγχονται απόλυτα από τις κομματικές ηγεσίες και τα φαινόμενα κρίσης στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ και ιδίως του Συνασπισμού — ανεξάρτητα από το πώς μορφοποιούνται ιδεολογικά και πολιτικά αυτή τη στιγμή. Έτσι, 27


παρά τις επιτυχίες της ολιγαρχίας, «η κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών», η συντριβή των αριστερών ριζοσπαστικών διαθέσεων, παραμένει ζητούμενο. Η ενίσχυση του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας, του νεοσυντηρητισμού σε βάρος της ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν είναι μονόδρομος. Η εξέλιξη του καπιταλισμού σημαίνει καταρχήν ότι ενισχύονται αντικειμενικά και οι δύο πόλοι της αντίθεσης «εργασία - κεφάλαιο», σε μια σύγκρουση γιγάντων. Γιατί ο παροξυσμός των κοινωνικών αντιθέσεων στις συνθήκες της νεοσυντηρητικής επιδρομής, η τάση για διεθνοποίηση της εργατικής δράσης που αναπτύσσεται στο έδαφος των ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, η συμπίεση της μεγάλης πλειονότητα του πληθυσμού, δίνουν νέες ιστορικές ευκαιρίες στο σύγχρονο εργατικό κίνημα, παρά την αναμφισβήτητη προώθηση των θέσεων της αστικής τάξης σε όλα τα μέτωπα. Στο αμέσως επόμενο διάστημα θα κριθεί αν η ολιγαρχία καταφέρει να εδραιώσει μακροπρόθεσμα τις επιτυχίες της ή αν το εργατικό κίνημα θα μπορέσει να μπει σε μια νέα τροχιά ανασύνταξης και αντεπίθεσης πράγμα που θα εξαρτηθεί και από τη δράση των διαμορφωνόμενων αριστερών πρωτοποριών.

5.3. Οι αλλαγές στις πολιτικές δυνάμεις Η Ν.Δ., που σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο αποτελούσε τον κύριο πολιτικό εκπρόσωπο της αστικής τάξης, μετά τη χρεοκοπία της διαχείρισης της κρίσης του συστήματος από το ΠΑΣΟ Κ, ανέλαβε τον πρώτο ρόλο για την προώθηση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Ο «εκμητσοτακισμός» της ΝΔ και ο ενταφιασμός του συνεδρίου της Χαλκιδικής και του Καραμανλικού «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», αντανακλά κυρίως τις νέες, πιο επιθετικές επιλογές της ολιγαρχίας στην κατεύθυνση του νεοσυντηρητισμού. Η επίκληση της «συναίνεσης», από την πλευρά της ΝΔ, δε γίνεται με προοπτική το μετριασμό των νεοσυντηρητικών μέτρων, με κάποιους συμβιβασμούς με τα λαϊκά στρώματα στα πλαίσια του αστικού ρεφορμισμού, αλλά με στόχο την ενεργητική στήριξη αυτών των μέτρων. Ήδη η ΝΔ εκμεταλλεύεται την κρίση του παραδοσιακού ρεφορμισμού, επιχειρώντας να κερδίσει την πλειονότητα των μεσαίων στρωμάτων και δημιουργώντας σοβαρά προγεφυρώματα μέσα στον ίδιο τον εργατικό πληθυσμό. Ο νεοσυντηρητικός «εκσυγχρονισμός» που προωθεί η ΝΔ έχει ανοιχτά αντιλαϊκό-αντιδραστικό χαρακτήρα, περισσότερο και από τις αντίστοιχες πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και των ιδιομορφιών της κοινωνικής δομής της Ελλάδας. Η ασθενική διεθνής θέση της ελληνικής ολιγαρχίας μειώνει πολύ τα περιθώρια κάποιων «ανταλλαγμάτων» σε ένα τμήμα του εργαζόμενου πληθυσμού, ενώ η ύπαρξη πολυάριθμων και σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτων μεσαίων στρωμάτων αναγκάζει τη ΝΔ να έρχεται σε κάποια επίπεδα σε αντίθεση με την ίδια την εκλογική και πολιτική της βάση. Αυτό αποτελεί πηγή αντιθέσεων και παλινωδιών στην κυβερνητική πολιτική, όπως έδειξαν οι περιπέτειες του φορολογικού νομοσχεδίου, οι ρουσφετολογικές προσλήψεις στο δημόσιο, την ίδια ώρα που προωθούνταν απολύσεις εκτάκτων, και μια σειρά άλλα κρούσματα. Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που ο νεοσυντηρητικός εκσυγχρονισμός της ΝΔ δεν έχει το δυναμισμό που είχαν, για παράδειγμα, ο Ριγκανισμός και ο θατσερισμός στα αρχικά τους στάδια. Το σύνθημα «θυσίες χωρίς ελπίδα», που είχε ρίξει η ΝΔ εναντίον του ΠΑΣΟΚ, γυρνά τώρα σαν μπούμερανγκ εναντίον της, καθώς φαίνεται ότι οι «νέες ιδέες» οδηγούν σε ιδιωτικοποιήσεις τύπου Θάτσερ, με ένα χρέος τύπου Μεξικού κι ένα βιοτικό επίπεδο τύπου Πορτογαλίας, χωρίς κάποια θετική προοπτική για το μέλλον. Ωστόσο η ΝΔ ελπίζει ότι θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί την κρίση στο ΠΑΣΟΚ και το Συνασπισμό για να καταφέρει αποφασιστικά πλήγματα στο εργατικό κίνημα στους αμέσως επόμενους μήνες, οπότε μοιραία τα μεσαία στρώματα και τμήμα της εργατικής τάξης θα στραφούν σταθερά προς το στρατόπεδο του νικητή. Αυτό το γεγονός προσδίδει ακόμα πιο αντιδραστικό, επιθετικό χαρακτήρα στην πολιτική της.

5.4. Το ΠΑΣΟΚ σήμερα Το ΠΑΣΟΚ, πριν από το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, που εφάρμοσε το 1985-87 σαν 28


κυβέρνηση, εγκαινίασε ήδη μια σοβαρή πολιτική και ιδεολογική στροφή, που συνεχίζεται με πιο γρήγορους ρυθμούς σήμερα και προβλέπεται να επισημοποιηθεί με το Συνέδριο του και την πλήρη ένταξη του στη Σοσιαλιστική Διεθνή. Η στροφή αυτή δεν αναιρεί το χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ σαν σοσιαλρεφορμιστικού κόμματος, που υποτάσσει στα συμφέροντα της αστικής τάξης το ριζοσπαστισμό των εργατικών και των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία αποτελούν τον κορμό της βάσης του. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος και το βάθος της ενσωμάτωσης. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προσαρμόζεται στις νέες διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες, περνώντας από τη ρεφορμιστική πολιτική του «κράτους πρόνοιας», στην ανοιχτή υποστήριξη της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, στη σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή της. Το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που επαγγέλλεται δεν αφορά τη διανομή των κερδών ανάμεσα στην ολιγαρχία και τα λαϊκά στρώματα, όπως πρότεινε ο παραδοσιακός ρεφορμισμός τις εποχές των «παχιών αγελάδων», αλλά την κατανομή των θυσιών ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, στο όνομα του «εκσυγχρονισμού». Έτσι ο νέος ρεφορμισμός της ΠΑΣΟΚικής ηγεσίας τοποθετείται σε σαφώς συντηρητικότερη κατεύθυνση. Το «νέο ΠΑΣΟΚ» αμφισβητεί την καπιταλιστική ανασυγκρότηση μόνο «στα σημεία», αποδεχόμενο την ουσία της και διαπραγματεύεται τους τρόπους, τους ρυθμούς και την έκταση του ακρωτηριασμού των λαϊκών κατακτήσεων. Η ιδιομορφία του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη ΝΔ, οι λαϊκές μάζες που το ακολουθούν αντιστέκονται κατά κανόνα στο νεοσυντηρητισμό από τις θέσεις του παλιού ρεφορμισμού, του «κράτους πρόνοιας». Ορισμένα τμήματα του, μάλιστα, αντιστέκονται ακόμα με βάση τους αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους του μεταπολιτευτικού «ρεύματος της αλλαγής», από τη σκοπιά των ριζοσπαστικών μεσαίων στρωμάτων. Αυτή η καθυστέρηση της βάσης σε σχέση με την ηγεσία φάνηκε και στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, όπου εκδηλώθηκαν τα ισχυρά αντιδεξιά-αντισυντηρητικά αισθήματα της βάσης του ΠΑΣΟΚ (μετά, κυρίως, την κυβέρνηση Τζαννετάκη) και η σχετική απροθυμία της να δεχτεί την ανοιχτά συντηρητική-συναινετική γραμμή του Α. Παπανδρέου με το σχηματισμό της οικουμενικής. Αυτή είναι η κυριότερη αντίθεση μέσα στο σημερινό ΠΑΣΟΚ και όχι η αντίθεση ανάμεσα στους «εκσυγχρονιστές» και «λαϊκιστές» της ηγεσίας του, που προβάλλει σε πρώτο πλάνο η ολιγαρχία και υιοθετεί και η ηγεσία του Συνασπισμού. Στην πραγματικότητα «εκσυγχρονιστές» και «λαϊκιστές» αποτελούν τις συμπληγάδες που απειλούν να συνθλίψουν κάθε σύγχρονη αριστερή αναζήτηση. Οι πρώτοι, με την απ' ευθείας ενίσχυση των κέντρων εξουσίας και της ΕΟΚ, επιχειρούν να ισοπεδώσουν το μικροαστικό ριζοσπαστισμό του παρελθόντος. Οι δεύτεροι, εμπορεύονται τις αντισυντηρητικές διαθέσεις της λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ, που αναζητά ενστικτωδώς μια γραμμή άμυνας στον κοινωνικό ρεβανσισμό της Ν.Δ., για να τις εγκλωβίσουν σε ένα ρηχό αντιδεξιισμό, περιχαρακώνοντας τες ταυτόχρονα από την εργατική βάση της αριστεράς και εμποδίζοντας τες να εξελιχθούν σε σύγχρονη αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση. Πάντως η δεξιόστροφη πορεία της ΠΑΣΟΚικής ηγεσίας, παρά τις νέες δυσκολίες, αφήνει ακόμα σημαντικά πολιτικά κενά στην κοινωνική του βάση. Ο απεγκλωβισμός σημαντικών δυνάμεων από τη βάση του ΠΑΣΟΚ παραμένει βασικό ζητούμενο για την οικοδόμηση ενός ισχυρού αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου απέναντι στην επέλαση της δεξιάς και γενικότερα την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Σε αυτό το πεδίο απέτυχαν παταγωδώς οι παραδοσιακές ηγεσίες της αριστεράς, που σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο μέχρι και σήμερα ταλαντεύονταν ανάμεσα στην άνευ όρων υποταγή στην παπανδρεϊκή ηγεσία και στην ανοιχτή σύμπραξη απευθείας με τη δεξιά και τη μεγάλη αστική τάξη. Ένα χρόνο μετά την κυβέρνηση Τζαννετάκη όχι μόνο δεν προέκυψαν οι αναμενόμενες «τεκτονικές δονήσεις» υπέρ της αριστεράς στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά η ηγεσία της οδηγείται εκ νέου άνευ όρων στην αγκαλιά της παπανδρεϊκής ηγεσίας. Αυτή τη φορά, μάλιστα, όχι μόνο δεν πιέζει το ΠΑΣΟΚ από τα αριστερά, αλλά, αντίθετα, αποδεχόμενη βασικές, συντηρητικές επιλογές, ασφαλίζει τα νώτα στην ηγεσία του και της δίνει άλλοθι για τη δεξιά στροφή της.

5.5. Η «επίσημη» Αριστερά Ενάμιση χρόνο μετά τη δημιουργία του, και αφού οδήγησε την ελληνική αριστερά στο πιο 29


χαμηλό σημείο από τη μεταπολίτευση (όχι μόνο εκλογικά αλλά κυρίως πολιτικά), ο Συνασπισμός της Αριστεράς αντιμετωπίζει μια οξυνόμενη κρίση και το μέλλον του διαγράφεται τουλάχιστον αβέβαιο. Όσοι χαιρέτησαν τη δημιουργία του, σαν βήμα ενότητας του κόσμου της αριστεράς, μπορούν σήμερα να διαπιστώσουν ότι οι ευκαιριακές συγκολλήσεις στις κορυφές, και μάλιστα στο έδαφος μιας δεξιόστροφης πολιτικής, δεν οδηγούν σε μια μαχητική ενότητα αλλά αυξάνουν, τελικά, τον κατακερματισμό και την περιθωριοποίηση της αριστεράς. Το ΝΑΡ δεν επιχαίρει γι' αυτήν την κατάσταση, ούτε αναζητά σ' αυτήν τη δικαίωσή του. Αντίθετα, ανησυχεί βαθιά για τους κινδύνους να οδηγήσει η κρίση του Συνασπισμού πολύτιμες λαϊκές δυνάμεις στην απογοήτευση και την ιδιώτευση. Συμμεριζόμαστε την κοινή αγωνία όλων των αριστερών και επιδιώκουμε, μέσα από το διάλογο και την κοινή δράση, να βγάλουμε όλοι τα διδάγματα μας για την υπέρβαση της σημερινής κατάστασης. Αποφασιστική σημασία για τις προοπτικές της Αριστεράς στο άμεσο μέλλον θα έχουν οι εξελίξεις στο ΚΚΕ, που συγκεντρώνει το βασικό κορμό της εργατικής αριστερής βάσης και αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή κρίση στην ιστορία του. Στο ανώτερο ηγετικό επίπεδο του ΚΚΕ η διαμάχη δεν αφορά τα ζητήματα της πολιτικής του, και επικεντρώνεται σε πλευρές της ιδεολογίας και της οργάνωσης του κόμματος. Ωστόσο, η διαμάχη αυτή δεν μπορεί να αναχθεί απλά στην ιστορική αδράνεια των συμβόλων και των όρων, ούτε να αποδοθεί αποκλειστικά στις φιλοδοξίες για τον έλεγχο των καθοδηγητικών θέσεων και των μηχανισμών του ΚΚΕ. Η σημερινή σύγκρουση ανεξάρτητα από το πώς εκφράζεται, έχει βαθύτερο ιστορικό-κοινωνικό περιεχόμενο. Αυτό που μέχρι σήμερα διαφοροποιούσε το ΚΚΕ από τα κλασικά σοσιαλρεφορμιστικά κόμματα ήταν ότι η μεν εργατική του βάση δεν ήταν ενσωματωμένη στο σύστημα, η δε ηγεσία του καθήλωνε τις αντικαπιταλιστικές διαθέσεις της βάσης σε μια αντιιμπεριολιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή, που όμως δεν ξεπερνούσε τα όρια των ριζοσπαστικών μεσαίων στρωμάτων και τις πολιτικοϊδεολογικές και διεθνείς αναφορές του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Τα τελευταία χρόνια, κάτω και από την πίεση της διεθνούς και εσωτερικής ενίσχυσης του ιμπεριαλισμού, παίρνουν σταδιακά το πάνω χέρι στο ΚΚΕ οι δυνάμεις του νέου αριστερού ρεφορμισμού, που αποδέχονται την ουσία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Δηλαδή, οι δυνάμεις που πιέζουν για να απομακρυνθεί ολοκληρωτικά το ΚΚΕ από τις όποιες θέσεις λαϊκού ριζοσπαστισμού και να περάσει στις θέσεις της μικρής αστικής τάξης, που υποτάσσεται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την αναδιάρθρωση του συστήματος. Αυτή η τάση έχει επικρατήσει από καιρό στην πολιτική πρακτική του ΚΚΕ. Η κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν, απ' αυτή την άποψη, το σημείο καμπής. Η «βιαιότητα» της σύγκρουσης οφείλεται στις ισχυρές και μη ελεγχόμενες —σε μεγάλο βαθμό— αντιστάσεις της βάσης του ΚΚΕ. Στη μεγάλη πλειοψηφία της, η τελευταία, αντιδρά στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση, από τη σκοπιά των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών στόχων με βάση τους οποίους είχε διαπαιδαγωγηθεί και είχε παλέψει. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της προσεγγίζει αυτούς τους στόχους από τη σκοπιά των ριζοσπαστικών μεσαίων στρωμάτων, ωστόσο ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα της τους βλέπει από μια εργατική-επαναστατική ανανεωτική σκοπιά, ανεξάρτητα αν δεν έχει συγκροτημένη ιδεολογική και πολιτική άποψη για την κοινωνική αλλαγή. Πάντως η γραμμή άμυνας των παραδοσιακών ηγετικών δυνάμεων του ΚΚΕ απέναντι στους εκπροσώπους του νέου αριστερού ρεφορμισμού είναι τελείως ανίσχυρη, από τη στιγμή που αποδέχονται πλήρως την υποταγή στην αστική τάξη σε ό,τι αφορά τη στρατηγική και την τακτική του ΚΚΕ, ενώ οι όποιες αντιστάσεις τους στο ιδεολογικό και οργανωτικό επίπεδο γίνονται από τη σκοπιά δογματικών και παρωχημένων αντιλήψεων στερημένων από το επαναστατικό εργατικό περιεχόμενο. Ωστόσο οι ρωγμές στη γραφειοκρατική ηγεσία του ΚΚΕ απελευθερώνουν τη σκέψη και την πρωτοβουλία των κομμουνιστών και μπορούν να διευκολύνουν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, την αποκρυστάλλωση σύγχρονων επαναστατικών αντιλήψεων. Έτσι κι αλλιώς, οι ασκοί του Αιόλου έχουν ανοίξει και η κρίση στο ΚΚΕ θα είναι μακρόχρονη και θα γνωρίσει καινούργιες κορυφώσεις. Σε αντίθεση με προηγούμενες, η σημερινή κρίση του παγκόσμιου και του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος θέτει σε αμφισβήτηση όχι αυτή ή την άλλη πλευρά του. αλλά τα ίδια τα θεμέλια, την ίδια την ύπαρξη του. Γι'αυτό, αυτή τη φορά το δίλημμα δε βρίσκεται 30


ανάμεσα στο παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα από τη μια πλευρά και σε κάποια «αίρεση» που αμφισβητεί «στα σημεία» από την άλλη. Βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ολότελα ασυμβίβαστες τάσεις που θέλουν την υπέρβαση του, η μια απ' τη σκοπιά της αστικής τάξης, του κοινωνικά ξεπερασμένου, κι η άλλη από τη σκοπιά της εργατικής επαναστατικής αντίληψης, του κοινωνικά καινούριου: από τη μια η τάση του νέου αριστερού ρεφορμισμού, της «σοσιαλδημοκρατικοποίησης», και από την άλλη η τάση της δημιουργίας ενός νέου επαναστατικού εργατικού φορέα, που έχει ανάγκη η εργατική τάξη, η κοινωνία και η εποχή μας.

5.6. Άλλες δυνάμεις Η εμφάνιση οικολογικών ομάδων στη χώρα μας ήρθε με χρονική καθυστέρηση από την ανάπτυξη του οικολογικού κινήματος διεθνώς. Οι λόγοι γι' αυτή την καθυστέρηση και για την περιορισμένη σχετικά επίδραση αυτών των ομάδων, οφείλεται όχι τόσο στις κοινωνικές όσο στις πολιτικές ιδιομορφίες της σύγχρονης Ελλάδας και κυρίως στους αργούς ρυθμούς ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος και της αριστεράς. Μέχρι τώρα, άλλωστε, οι οικολογικές ομάδες κάνουν τα πρώτα βήματα συμμετοχής στο μαζικό κίνημα και συγκροτημένης πολιτικής παρέμβασης. Ο χώρος «τρέφεται» κυρίως από την κρίση και τις απογοητεύσεις που δημιουργούν στις λαϊκές μάζες το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός. Τα παραδοσιακά εργατικά κόμματα, σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά, διεθνώς και στην Ελλάδα, είτε υποτίμησαν είτε αντιμετώπισαν οικονομίστικα και απολίτικα τις εκδηλώσεις εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της κρίσης, που αναπτύσσονται έξω από τη σφαίρα της παραγωγής και αφορούν την ποιότητα ζωής. Αλλά και η γενικότερη πολιτική τους υπέτασσε τα εργατικά συμφέροντα στη λογική της μικρής αστικής τάξης ή των μεσαίων στρωμάτων, ενισχύοντας την τάση αυτών των στρωμάτων να αναζητούν αυτόνομο πολιτικό ρόλο. Η εμφάνιση των οικολογικών ομάδων οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, σε αυτή την παραδοσιακή ανεπάρκεια. Έτσι κι αλλιώς, ο χώρος αυτός περιλαμβάνει ορισμένες λαϊκές δυνάμεις με αντισυναινετικούς προσανατολισμούς, ριζοσπαστικές ευαισθησίες για οξύτατα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, με μια γόνιμη αντιγραφειοκρατική διάθεση, υπέρ της ανάπτυξης της άμεσης δράσης των εργαζομένων. Οι διαθέσεις αυτές, εφόσον προεκταθούν ενάντια στο σύνολο της καπιταλιστική ανασυγκρότησης, μπορούν να παίξουν θετικότερο ρόλο στην ενιαία δράση του λαϊκού κινήματος σε αριστερή ριζοσπαστική κατεύθυνση. Οι δυνάμεις της αντισυναινετικής αριστεράς βρίσκονται σε μια περίοδο έντονων αναζητήσεων και ανακατατάξεων. Καθώς προέρχονται κατά κανόνα από προηγούμενες διασπάσεις του παραδοσιακού κομμουνιστικού ή του ευρωκομμουνιστικού κινήματος, έχουν καθεμία τις δικές της ευαισθησίες και θετικές επεξεργασίες. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις αριστερές δυνάμεις που βρίσκονται εγκλωβισμένες στα παραδοσιακά κόμματα, έχουν σε ένα βαθμό το πλεονέκτημα της χειραφέτησης τους από τις χρεοκοπημένες ηγεσίες. Βέβαια η αντισυναινετική κατεύθυνση δεν είναι από μόνη της και συνεπής αντικαπιταλιστική. Ορισμένες απ' αυτές τις δυνάμεις εγκλωβίζονται στην αποδοχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, πράγμα που δεν τους επιτρέπει μια ουσιαστική αντιπαράθεση με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση ή στην υιοθέτηση της εξελικτικής ρεφορμιστικής λογικής. Η ιστορική πορεία αυτών των ομάδων και κινήσεων, με την ιδιαίτερη συμβολή της και τα όρια της, προσφέρεται για την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων για όλη τη ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό είναι αναγκαίο για την υπέρβαση, σε μια πορεία, όλων των σημερινών ανεπαρκών σχημάτων και ιδεών στο χώρο της Αριστεράς και την αποκατάσταση μιας ανθεκτικής και ισχυρής ενότητας, στο έδαφος σύγχρονων αριστερών προγραμματικών προτάσεων.

5.7. Δύο δρόμοι για την Αριστερά Μια θλιβερή παράδοση θέλει την ελληνική Αριστερά να ακολουθεί καιροσκοπική πολιτική και να εφευρίσκει εκ των υστέρων μια «θεωρία» για να τη δικαιολογήσει. Και σήμερα, η ηγεσία της επίσημης αριστεράς, αφού έχει αποδεχτεί στην πράξη τη συντηρητική αναδιάρθρωση του συστήματος, κατασκευάζει ένα νέο ιδεολόγημα: αντικαθιστά την «παραδοσιακή» διαχωριστική γραμμή «μονοπώλια · λαός», με την καινούρια «εκσυγχρονισμός - οπισθοδρόμηση, ανάπτυξη - παρασιτισμός». Έτσι είναι, 31


επειδή έτσι της αρέσει. Ο στόχος, βέβαια, είναι να νομιμοποιήσει τη γραμμή της «προοδευτικής εναλλακτικής λύσης» που τη σέρνει στην ουρά της παπανδρεϊκής ηγεσίας. Μια επαναστατική αριστερή στρατηγική και τακτική δεν μπορεί παρά να είναι πριν απ' όλα επιστημονική, στηριγμένη στις πραγματικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας. Με βάση την προηγούμενη ανάλυση, καταλήγουμε στην άποψη ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη συντήρηση και στη δημοκρατία σήμερα περνά ανάμεσα στην αποδοχή και στην αντίθεση στις βασικές επιλογές του κεφαλαίου και της ΕΟΚ για τη συντηρητική αναδιάρθρωση όλης της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής προς όφελος τους. Αυτή η αντίθεση εκφράζεται, με αποσπασματικό βέβαια τρόπο, στην καθημερινή ζωή και πάλη των εργαζομένων. Ξεπούλημα των προβληματικών και απολύσεις ή εργατικός έλεγχος, μείωση του εργάσιμου χρόνου και νέες αναπτυξιακές επιλογές προς όφελος των κοινωνικών αναγκών; Ιδιωτικά πανεπιστήμια ή δημοκρατική μεταρρύθμιση και αναβάθμιση της δημόσιας δωρεάν παιδείας; Ιδιωτικά κανάλια ή διεύρυνση των δυνατοτήτων πρόσβασης των εργαζομένων στον πολιτισμό και στην πληροφόρηση; Ανεξάρτητα από το πώς συνειδητοποιεί τις κάθε είδους αντιθέσεις που βιώνει ο εργαζόμενος, στην πραγματικότητα σε κάθε του βήμα έχει να διαλέξει: είτε την αποδοχή των «τετελεσμένων» της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης είτε την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ό,τι ιδέα κι αν έχει μια πολιτική δύναμη για τον εαυτό της, δε δικαιώνεται σαν δημοκρατική αν δεν αντικρούει τον πυρήνα της συντηρητικής αναδιάρθρωσης. Δεν παίζει το ρόλο της προοδευτικής δύναμης, αν αυτή η αντίκρουση δεν γίνεται από τη σκοπιά, όχι του παρελθόντος, αλλά του μέλλοντος, από τη σκοπιά όχι της σημερινής κατάστασης, αλλά της διεύρυνσης των λαϊκών δικαιωμάτων. Δεν μπορεί να λογαριάζεται για αριστερή, αν δεν απορρίπτει τη διαχείριση του συστήματος και δεν τάσσεται υπέρ της ανατροπής του — με το πρόγραμμα και κυρίως με την πρακτική της. Έτσι η στάση απέναντι στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση αποτελεί τη λυδία λίθο, στη σημερινή φάση για κάθε πολιτική δύναμη. Η πάλη απέναντι στις βασικές κατευθύνσεις της αποτελεί τον κρίκο για τη συγκέντρωση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα προχωρήσουν στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Να δέχεσαι τις συντηρητικές αναδιαρθρώσεις στην πράξη και να μιλάς για σοσιαλισμό στο πρόγραμμα σου, έχει την ίδια αξία με το «εικόνισμα» του μαρξισμού-λενινισμού του Χ. Φλωράκη, που καθαγιάζει τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Τζαννετάκη. Στο βάθος, οι ηγεσίες της παραδοσιακής αριστεράς δε βλέπουν την καπιταλιστική ανασυγκρότηση σαν μια ιστορική φάση στην εξέλιξη του συστήματος, σαν ένα ενιαίο σύνολο αλλαγών κοινωνικών και πολιτικών προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, των ΠΠΜ. Τη βλέπουν σαν μια ουδέτερη, τεχνοκρατική διαδικασία, που επιβάλλεται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και έχει, σε τελευταία ανάλυση, προοδευτικό χαρακτήρα, μόνο που καθοδηγείται σήμερα από τις νεοσυντηρητικές δυνάμεις. Διαχωρίζουν έτσι την οικονομία από την πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αρκεί να μπει στη θέση της ΝΔ μια «προοδευτική» κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμού και στη θέση της σημερινής ΕΟΚ μια αυριανή, όπου θα πλειοψηφεί η ευρωαριστερά, για να δρομολογηθεί η «προοδευτική εναλλακτική λύση», να αποκτήσει δηλαδή δημοκρατικό προοδευτικό περιεχόμενο η καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Το που καταλήγει, βέβαια, αυτή η ουτοπική λογική είναι πολύ γνωστό από τη διεθνή και εθνική πρακτική εμπειρία. Απλώς η λιτότητα, από αντιλαϊκή πολιτική μετονομάσθηκε σε «ευκαιρία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό», από τότε που την αποδέχτηκε το ιταλικό ΚΚ, στα πλαίσια της «δημοκρατικής αλτερνατίβας» του. Η αύξηση της τιμής του ψωμιού επί υπουργίας εκπροσώπου του ΚΚΕ νομιμοποιείται, βέβαια, από τη στιγμή που ο νέος αριστερός ρεφορμισμός ανακάλυψε ότι «η αγορά είναι το μεγαλύτερο δημιούργημα του ανθρώπινου πολιτισμού, στο πέρασμα των αιώνων». Με άλλα λόγια, αριστερή φρασεολογία για την αποδοχή ουσιαστικών μέτρων της νεο-συντηρητικής πολιτικής.

5.8. Δημοκρατική αντικαπιταλιστική επανάσταση ή προοδευτική εναλλακτική λύση; Η δημοκρατική πάλη ενάντια στις κατευθύνσεις της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, σε όλες τις 32


εκδηλώσεις της, είναι επιτακτική υπόθεση του σήμερα, για την υπεράσπιση των άμεσων και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της λαϊκής πλειοψηφίας. Ωστόσο, η προώθηση αυτής της ανασυγκρότησης είναι όρος ανάπτυξης του κεφαλαίου και η ριζική αντιμετώπιση της είναι ζήτημα ύπαρξης για τα πιο ουσιαστικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Γι' αυτό η αναδιοργάνωση των κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων σε αντίθεση με τις κατευθύνσεις της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, συνιστά μια κολοσσιαίων διαστάσεων κοινωνική αλλαγή, που μπορεί να γίνει μόνο σε συνθήκες παροξυσμού της ταξικής αναμέτρησης και απαιτεί το πέρασμα ολόκληρης της πολιτικής εξουσίας στην εργατική τάξη, με άλλα λόγια την κοινωνική επανάσταση. Το περιεχόμενο της κοινωνικής επανάστασης στη χώρα μας σε αυτή την ιστορική φάση, με βάση τα παραπάνω, θα είναι δημοκρατικό - αντικαπιταλιστικό και θα συνίσταται στην αναίρεση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και στην επαναστατική αλλαγή όλων των παραγωγικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών σχέσεων στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Για την ολοκληρωμένη εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος δεν αρκεί η κυβερνητική εξουσία. Μόνο μια εργατική εξουσία, σε όλο το πλάτος του πολιτικού εποικοδομήματος θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ηράκλειο έργο της δημοκρατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης, οικοδομώντας τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα πλατύτερα λαϊκά στρώματα. Δεν αποκλείουμε εκ των προτέρων να παρουσιαστεί μια κατάσταση, όπου η εργατική τάξη. οι αριστερές δυνάμεις, θα έχουν καταχτήσει μια αριστερή κυβέρνηση και μια αντίστοιχη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χωρίς να έχουν ακόμα στα χέρια τους όλους τους μοχλούς του κράτους και της πολιτικής εξουσίας. θεωρούμε, όμως, ότι σε μια τέτοια περίπτωση το πιο μεγάλο και δύσκολο μέρος του δρόμου θα βρίσκεται μπροστά μας και όχι πίσω μας. Αντί, δηλαδή, για μια ειδυλλιακή περίοδο διαρκών δομικών μεταρρυθμίσεων από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως ευαγγελίζεται ο νέος αριστερός ρεφορμισμός, εμείς βλέπουμε σε αυτήν την περίπτωση μια φάση δυαδικής εξουσίας, περίπλοκων και οξυμένων ταξικών αναμετρήσεων, που αναπόφευκτα θα φτάσουν σε κάποιο σημείο συμπύκνωσης, όπου θα μπει επί τάπητος το θέμα ολόκληρης της πολιτικής εξουσίας και θα λυθεί, είτε προς όφελος της επανάστασης είτε προς όφελος των καπιταλιστικών δυνάμεων. Η εργατική εξουσία της δημοκρατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης θα αρχίσει αμέσως την αναδιοργάνωση όλων των κοινωνικών σχέσεων, προωθώντας από την πρώτη στιγμή την εδραίωση νέων σοσιαλιστικών σχέσεων. Η λογική των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων της εγκατάλειψης ουσιαστικά του σοσιαλισμού στο όνομα της «προχωρημένης δημοκρατίας», οδηγούσε αργά η γρήγορα στην άρνηση της ίδιας της δημοκρατίας και στο θρίαμβο κάποιων Πινοσέτ ή Φράνκο. Αντίθετα, η ολοκληρωμένη λύση των δημοκρατικών προβλημάτων, πρόκυψε πάντα σαν πλευρά της συνειδητής κίνησης της εργατικής εξουσίας στο δρόμο των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών. Οι δημοκρατικοί αντικαπιταλιστικοί μετασχηματισμοί σε σοσιαλιστική κατεύθυνση θα προωθούνται ενιαία στη σφαίρα της παραγωγής, στην εξωπαραγωγική ζωή του εργαζόμενου πληθυσμού (ποιότητα ζωής), στο πολιτικό σύστημα και στην ευρύτερη πολιτιστική ζωή, με στόχο να αφαιρεθούν από την αστική τάξη τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά της στηρίγματα και να κατακτήσει η εργατική τάξη την πολιτιστική και ιδεολογική ηγεμονία στο σύνολο της κοινωνίας. Η προώθηση αυτών των μετασχηματισμών δεν είναι απλά ζήτημα θέλησης, αλλά ζήτημα αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων. Εξαρτάται από τους συσχετισμούς δύναμης σε εθνική και διεθνή κλίμακα, από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το πολιτικό · πολιτιστικό επίπεδο του εργαζόμενου πληθυσμού, την έκβαση των ταξικών αναμετρήσεων. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η δημοκρατική αντικαπιταλιστική επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια διαδικασία που αρχίζει και προωθείται σε εθνικό επίπεδο. Η οριστική εδραίωση, η πλήρης ανάπτυξη και η αμετάκλητη νίκη της χωρίς κίνδυνο παλινόρθωσης, των σοσιαλιστικών σχέσεων,ό-πως έδειξε καθαρά η εποχή μας, απαιτεί μια αναπτυγμένη διεθνή βάση σοσιαλισμού, και μάλιστα όχι μια οποιαδήποτε διεθνή βάση αλλά τέτοια που να τείνει να διεκδικεί την οικονομικοκοινωνική και πολιτικοϊδεολογική υπεροχή απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον από τη δημοκρατική αντικαπιταλιστική επανάσταση είναι πριν απ' όλα η εργατική τάξη, και με ιδιαίτερο τρόπο σημαντικά τμήματα της διανόησης, της αγροτιάς, των παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων. Η εργατική τάξη μπορεί να ενισχύσει 33


την επίδραση της σε αυτά τα στρώματα και να τα αποσπάσει από την τροχιά της αστικής τάξης και του μεγάλου κεφαλαίου, με την προϋπόθεση ότι είναι η ίδια ενωμένη και έχει συνείδηση των στόχων της. Το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα κατά κανόνα, στο όνομα των πλατύτερων συμμαχιών, θυσίαζε την εργατική ενότητα και τους σοσιαλιστικούς στόχους, υπονομεύοντας τελικά και τις ίδιες τις συμμαχίες της. Εξάλλου η ίδια η εργατική εξουσία είναι βασικός πολιτικός μοχλός για την επέκταση και εδραίωση των συμμαχιών της εργατικής τάξης.

5.9. Αριστερό πρόγραμμα πάλης η «κυβέρνηση προοδευτικού εκσυγχρονισμού»; Ο νέος αριστερός ρεφορμισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Συνασπισμού, θεωρεί ότι στα πλαίσια των σημερινών συσχετισμών είναι δυνατή μια προοδευτική εναλλακτική λύση, με την κυβερνητική συνδιαχείριση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης από τις συνασπισμένες δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς. Οι θεωρίες του σκαλοπατιού, του μικρότερου κακού, της αλλαγής, μέσω της συνεργασίας, του χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ επανέρχεται θριαμβευτικά σαν το αποκορύφωμα της ανανέωσης της σκέψης της αριστεράς στις σύγχρονες συνθήκες. Ασφαλώς ξέρουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων σήμερα δεν πιστεύει ότι είναι αναγκαία και δυνατή μια κοινωνική επανάσταση. Άλλο τόσο όμως ξέρουμε ότι αυτή η πλειοψηφία αγωνιά για τη νεοσυντηρητική επιδρομή στις λαϊκές κατακτήσεις και αναζητά, αυθόρμητα ή οργανωμένα, λιγότερο ή περισσότερο αποσπασματικά, πάντως αναζητά μια γραμμή μαχητικής άμυνας και δημοκρατικών διεκδικήσεων. Σαν μαρξιστές, δεν ξεχωρίζουμε τους στόχους μας από τα συμφέροντα, τις ανησυχίες και τις ελπίδες των εργαζομένων. «Μέσα από το σημερινό κίνημα αγωνιζόμαστε για το μέλλον του κινήματος». Γι'αυτό θεωρούμε καθήκον μας να προβάλλουμε ένα αριστερό πρόγραμμα πάλης των εργαζομένων που απαντά, όπως πιστεύουμε, στα καυτά τους προβλήματα, αντιμάχεται την καπιταλιστική ανασυγκρότηση, προσβλέπει στην διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και βοηθά στην άνοδο του επίπεδου ενότητας, οργάνωσης και συνείδησης της λαϊκής πλειοψηφίας. Δεν κρύβουμε βέβαια ότι προσδοκάμε, μέσα από αυτή την πάλη να συγκεντρώνονται οι δυνάμεις που θα συνειδητοποιήσουν και θα μπορέσουν να φέρουν σε νικηφόρο πέρας την υπόθεση της δημοκρατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Αυτό, όμως, δεν μας εμποδίζει να παλεύουμε σήμερα μαζί, απέναντι στο νεοσυντηρητισμό, με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δεν συμφωνούν μαζί μας για τα στρατηγικά καθήκοντα του εργατικού κινήματος. Μία χρόνια ασθένεια της παραδοσιακής αριστεράς ήταν η απόσπαση της στρατηγικής από την τακτική και, στην πράξη, η υποταγή της πρώτης στη δεύτερη. «Σήμερα παλεύουμε για την αλλαγή, για το σοσιαλισμό βλέπουμε αύριο». Έτσι η σοσιαλιστική προοπτική καταντούσε γράμμα νεκρό, στα σκονισμένα ράφια των κομματικών γραφείων. Το «πρόγραμμα μίνιμουμ» καταβρόχθιζε το «πρόγραμμα μάξιμουμ». Θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτό το φαύλο κύκλο. Το αριστερό πρόγραμμα πάλης που προτείνουμε δεν απομακρύνει αλλά πλησιάζει το εργατικό κίνημα στους επαναστατικούς σοσιαλιστικούς του στόχους. Ο βασικός αρμός που ενώνει τις επιμέρους διεκδικήσεις του είναι η πάλη για την αναχαίτιση των βασικών κατευθύνσεων της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, που ακριβώς αποτελεί το βασικό κρίκο της πάλης για το σοσιαλισμό στις σύγχρονες συνθήκες της χώρας μας. Θα μας πουν, οι όψιμοι απολογητές του «μικρότερου κακού», του νέου αριστερού ρεφορμισμού: «Το δικό μας άμεσο πρόγραμμα, του προοδευτικού εκσυγχρονισμού, από μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚΣυνασπισμού, είναι πιο ρεαλιστικό, πιο υλοποιήσιμο. Εσείς, κυνηγώντας τους ανεμόμυλους της επανάστασης, χάνετε και αυτά που μπορούν να κερδηθούν τώρα». Πιστεύουμε ότι ισχύει το εντελώς αντίθετο. «Στο δρόμο για τα μεγάλα καταχτάμε και τα μικρά». Ένα κίνημα που θα διεκδικεί «τα πάντα» από την ολιγαρχία είναι πολύ πιο απειλητικό από ένα ψοφοδεές κίνημα που αποδέχεται συντηρητικές επιλογές και απλά παζαρεύει τους ρυθμούς και τους όρους. Γι'αυτό και αναγκάζει την ολιγαρχία να κάνει περισσότερες παραχωρήσεις προσπαθώντας να το ανακόψει. Το αντιιμπεριαλιστικό ρεύμα της μεταπολίτευσης, παρ' όλες του τις αυταπάτες, ανάγκασε αρχικά δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου να κάνουν κάποιες υπολογίσιμες παραχωρήσεις. Ενώ η «Αριστερά που βρέθηκε στο κέντρο των εξελίξεων» με την κυβέρνηση Τζαννετάκη και την οικουμενική, 34


όχι μόνο δεν κέρδισε τίποτα, αλλά συναίνεσε σε ιδιωτικοποιήσεις και πολιτικές επιστρατεύσεις απεργών. Οι μεταρρυθμίσεις είναι έτσι κι αλλιώς αβέβαιες, όσο η πολιτική εξουσία μένει στα χέρια της αστικής τάξης, Με την συμβιβαστική πολιτική του νέου αριστερού ρεφορμισμού είναι δέκα φορές πιο αβέβαιες. Το κυριότερο, ακόμα κι αν πρόσκαιρα κατακτηθεί κάτι, με την λογική του προοδευτικού εκσυγχρονισμού, δεν μεταφράζεται σε άνοδο του λαϊκού κινήματος, αλλά σε φθορά του. Τι μέτρησε πιο πολύ; κάποιες πρόσκαιρες εθνικοποιήσεις στη Γαλλία της συγκυβέρνησης κομμουνιστών-σοσιαλιστών ή η τραγική καθίζηση του κομμουνιστικού κινήματος; Στο κάτω κάτω η περιθωριοποίηση της Αριστεράς πολύ σύντομα οδηγεί στο σάρωμα και των προηγούμενων λαϊκών κατακτήσεων και σε ακόμα πιο σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Άλλωστε από τώρα, πριν καν σχηματισθεί η λεγόμενη «προοδευτική κυβέρνηση», η ηγεσία του ΚΚΕ κάνει ιστορικές «εκπτώσεις», ακόμα και στο άμεσο πρόγραμμα «προοδευτικού εκσυγχρονισμού» που προτείνει. Αποδέχεται, ουσιαστικά, τη διείσδυση του πολυεθνικού-πολυκλαδικού κεφαλαίου και μιλάει μόνο για τους όρους εξαγοράς των προβληματικών. Αποδέχεται τα «δικαιώματα της ιδιοκτησίας» και την προσαρμογή στην ΕΟΚική ολοκλήρωση. Η περίφημη «προοδευτική κυβέρνηση», λοιπόν, και αν ακόμα έπαιρνε σάρκα και οστά. το πολύπολύ να οδηγούσε σε μια πιο ήπια εφαρμογή νεοσυντηρητικών μέτρων, σε σύγκριση με την κυβέρνηση της Ν.Δ. Το αντίτιμο όμως θα ήταν η συνολική ενίσχυση των δυνάμεων του κεφαλαίου απέναντι στον εργατικό λαϊκό παράγοντα, η απογοήτευση των μαζών, η παραπέρα φθορά της αριστερών ιδανικών και η σύντομη επιστροφή μιας πολύ πιο ενισχυμένης Δεξιάς. Με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς, αν θέλουμε να μην πετάμε στα σύννεφα, πρέπει να πούμε καθαρά ότι δεν ειναι ρε ολιστική στο άμεσο μέλλον η προοπτική μιας κυβέρνησης των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων. Και μια τέτοια πιθανότητα υπονομεύεται επιπλέον από την λογική του προοδευτικού εκσυγχρονισμού της συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ, που προωθεί η ηγεσία του νέου αριστερού ρεφορμισμού. Αντίστοιχα, οι οποιεσδήποτε ανακατατάξεις στη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ σε προοδευτική κατεύθυνση, ανακόπτονται, και προωθείται αντίστροφα η μετατόπιση της λαϊκής βάσης της αριστεράς στα πλαίσια της αποδοχής των κυρίαρχων επιλογών.

5.10. Αριστερό-ριζοσπαστικό μέτωπο Η πρόταση μας για το αριστερό πρόγραμμα πάλης απευθύνεται κατευθείαν στην εργαζόμενη λαϊκή πλειοψηφία, με σκοπό να βοηθήσει την ανάπτυξη της δράσης της απέναντι στο νεοσυντηρητισμό, στις βασικές επιλογές των δυνάμεων του κεφαλαίου. Ωστόσο, κατανοούμε ότι η άμεση δράση των μαζικών κινημάτων δεν πρέπει να οδηγήσει μόνο σε ένα «συνδικαλιστικό αντάρτικο», που θα παρενοχλεί ίσως την ολιγαρχία, αλλά δεν θα μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο. Γι'αυτό τασσόμαστε υπέρ της δημιουργίας ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, μιας νέας κοινωνικοπολιτικής συσπείρωσης που θα δώσει δυναμισμό και πολιτική προοπτική στη μαχητική άμυνα και τις δημοκρατικές διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών, θα προωθεί την ουσιαστική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ των εργαζόμενων. Πρωταρχική προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου, θεωρούμε την δημιουργία ενός σύγχρονου επαναστατικού πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης. Το ΝΑΡ δημιουργήθηκε πριν απ'όλα για να βοηθήσει στην κάλυψη αυτού του θεμελιακού πολιτικού κενού στο ελληνικό εργατικό κίνημα. Ωστόσο έχουμε συναίσθηση των δυνατοτήτων μας και των τεράστιων δυσκολιών της νέας ποιοτικής διάστασης αυτού του καθήκοντος. Πιστεύουμε ότι καμιά δύναμη σήμερα δεν μπορεί να διεκδικήσει κάποιο τεχνητό «προβάδισμα» ή την αποκλειστικότητα σ'αυτή την προσπάθεια. Αντίθετα από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης μας διακηρύξαμε ότι προσβλέπουμε στη συνάντηση όλων των αριστερών δυνάμεων, σ'όποιους χώρους κι αν βρίσκονται σήμερα, που μπορούν να στηρίζουν μια τέτοια διαδικασία. Και τονίσαμε ότι η συγκρότηση ενός σύγχρονου επαναστατικού φορέα της εργατικής τάξης, θα πραγματοποιηθεί τελικά με την κριτική υπέρβαση όλων των σημερινών σχημάτων, μαζί και του δικού μας σε ανώτερο επίπεδο. Σ' αυτές τις θέσεις μας επιμένουμε. Σήμερα παρουσιάζονται και νέα δεδομένα. Η ιστορικών διαστάσεων κρίση στο ΚΚΕ μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση σημαντικών δυνάμεων της εργατικής του βάσης, που προσβλέπει στην ανατροπή του καπιταλισμού, από την αδιέξοδη στρατηγική και πολιτική του νέου αριστερού 35


ρεφορμισμού και στη χειραφέτηση τους από τις χρεοκοπημένες ηγεσίες. Εκτός από τις δύο τάσεις της ηγεσίας, μια τρίτη τάση, ανοιχτή στη σοσιαλιστική προοπτική του καιρού μας, μπορεί να διαμορφωθεί στην εργατική βάση του ΚΚΕ. Για τη συγκρότηση του αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, προσβλέπουμε ιδιαίτερα στις διαμορφωνόμενες αριστερές πρωτοπορίες των κοινωνικών κινημάτων, που συχνά διαφοροποιούνται και κινούνται έξω από όλους τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς. Με τις δικές τους ιδιαίτερες ευαισθησίες ριζοσπαστικοποιούνται καταρχήν γύρω από επιμέρους αιχμές της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, αλλά είναι δυνατό να γενικεύσουν την άποψη τους, αναπτύσσοντας μια γενικότερη αριστερή ριζοσπαστική θεώρηση της πολιτικής πάλης, και της προοπτικής του λαϊκού κινήματος. Απευθυνόμαστε επίσης στη βάση του ΚΚΕ και του Συνασπισμού, που περικλείει έντονες αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές διαθέσεις. Στη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ, που αναζητά δρόμους ουσιαστικής αντίστασης στη δεξιά πολιτική. Απευθυνόμαστε στις πολυποίκιλες δυνάμεις και συσπειρώσεις του χώρου της αντισυναινετικής αριστεράς, που διαθέτουν ασφαλώς αξιόλογο πολιτικοϊδεολογικό και αγωνιστικό δυναμικό. Αυτοί έχουν ξεκόψει από τις παραδοσιακές ηγεσίες, και απ'αυτή την άποψη έχουν σχετικά πλεονεκτήματα άμεσης συμβολής στην ανάπτυξη του αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου. Η διαμόρφωση αυτού του μετώπου θα προχωράει μέσα από την επέκταση της κοινής δράσης όλων αυτών των δυνάμεων στα μαζικά κινήματα, αλλά και με τον ανοιχτό διάλογο και τις πολλαπλές συσπειρώσεις στο πολιτικό επίπεδο και στο επίπεδο των αναζητήσεων της επαναστατικής προοπτικής. Η πολιτική του αριστερού προγράμματος πάλης, και της συγκρότησης και ανάπτυξης του αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, αποτελεί στις σημερινές συνθήκες, στα πλαίσια του συγκεκριμένου συσχετισμού των δυνάμεων, την μόνη άμεση ουσιαστική εναλλακτική απάντηση προς όφελος των εργαζομένων απέναντι στις κατευθύνσεις του μεγάλου κεφαλαίου και του νεοσυντηρητισμού. Στο βαθμό που η πολιτική αυτή θα προωθείται, θα δημιουργούνται προϋποθέσεις βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων, αλλαγής των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών, συγκέντρωσης των δυνάμεων της δημοκρατικής αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Στην αντίθετη περίπτωση, το μεγάλο κεφάλαιο κι ο νεοσυντηρητισμός μπορούν να επιβάλλουν ολοκληρωτικά τους δικούς τους «νόμους» και τους δικούς τους «ρυθμούς» σ'όλη την κοινωνική πραγματικότητα. Μπορεί να εμφανιστεί έτσι μια στο έπακρο επιδείνωση της γενικής κατάστασης της εργατικής τάξης, της λαϊκής πλειοψηφίας και της συνολικής οικονομικοπολιτικής πορείας και του πολιτισμού, στη ζωή του τόπου.

6. ΒΑΣΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΜΑΣ Α. Σύνθεση και όχι άθροισμα στόχων Η άμεση πολιτική πρόταση του ΝΑΡ δεν είναι ένα «μίνιμουμ» πρόγραμμα για τη διαμόρφωση πολιτικών συμμαχιών των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, ούτε φυσικά ένα άθροισμα αιτημάτων και διεκδικήσεων του μαζικού λαϊκού κινήματος. Είναι ένα σύνολο πολιτικών στόχων με εσωτερική συνοχή, με δημοκρατικό - αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και λογική, που τείνουν και προωθούν το στρατηγικό στόχο της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής μετεξέλιξης και προοπτικής της. Οι στόχοι αυτοί διευκολύνουν τη συγκρότηση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, στηρίζονται στον πρωταγωνιστικό ρόλο του μαζικού κινήματος, οδηγούν στη ριζική αλλαγή των σημερινών πολιτικών συσχετισμών, προωθούν τη συγκρότηση και ανάπτυξη του πολιτικού φορέα (κόμματος) της σύγχρονης επαναστατικής Αριστεράς: Σήμερα απαιτείται-διαμόρφωση μιας αριστερής απάντησης και εναλλακτικής λύσης στις βασικές κατευθύνσεις της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Και, σ' αυτή τη βάση, η σύνδεση με το στρατηγικό στόχο της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής προοπτικής της. Αναφερόμαστε σε ένα σύνολο ριζοσπαστικών πολιτικών στόχων με αντισυντηρητικό36


αντιεξαρτησιακό-αντισυναινετικό, δηλαδή δημοκρατικό-αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Οι στόχοι αυτοί που θα στηρίζονται ασφαλώς στο κατακτημένο επίπεδο των διεκδικήσεων και αγώνων του μαζικού κινήματος, αλλά ταυτόχρονα και θα το υπερβαίνουν. Δηλαδή θα συνδυάζουν το στοιχείο του ρεαλισμού, της δυνατότητας κατάκτησης τους μέσα από την αγωνιστική δράση των μαζών σήμερα, με το στρατηγικό όραμα.

Β. Παλιός και νέος ρεφορμισμός Οι πολιτικοί στόχοι που βρίσκονται στη βάση της τακτικής μας πρέπει να συνδυάζουν την αμυντική υπεράσπιση των δικαιωμάτων και καταχτήσεων της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων (που απειλούνται σοβαρά από την καπιταλιστική ανασυγκρότηση), με μια επιθετική στρατηγική διεύρυνσης των κατακτήσεων και ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτός ακριβώς ο διπλός χαρακτήρας της τακτικής μας οριοθετεί από την πολιτική του παλιού και του «νέου» αριστερού ρεφορμισμού. Ο κλασικός ρεφορμισμός, στο βαθμό που απαντά στις σημερινές κοινωνικές αλλαγές από τη σκοπιά της διατήρησης και βελτίωσης του παλιού ΚΜΚ, του «κράτους-πρόνοιας» και του «κοινωνικού συμβολαίου», όχι μόνο αδυνατεί ν'απαντήσει στις σύγχρονες ανάγκες των εργαζόμενων και στα νέα προβλήματα της κοινωνίας, αλλά αποδείχνεται και μη ρεαλιστικός ακόμη και για την υπεράσπιση παραδοσιακών κατακτήσεων των εργαζομένων. Ο «νέος» αριστερός ρεφορμισμός, προβάλλοντας το φιλόδοξο πρόγραμμα μιας δημοκρατικής-προοδευτικής-φιλολαϊκής εκδοχής στην προώθηση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, χωρίς την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και των πολυεθνικών, απεμπολεί άμεσους στόχους πάλης του μαζικού κινήματος και θυσιάζει κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις των εργαζόμενων στο βωμό της — μη ρεαλιστικής, άλλωστε, σήμερα — συνδιαχείρισης και «λαϊκής» συμμετοχής στην αναδιάρθρωση του καπιταλισμού. Κοινός παρονομαστής τόσο του παλιού, όσο και του νέου αριστερού ρεφορμισμού, είναι η υποταγή τους στην στρατηγική του κεφαλαίου, η αδυναμία τους όχι μόνο να την ανατρέψουν, αλλά ακόμη και να οργανώσουν αποτελεσματικά την πάλη για άμεσες διεκδικήσεις και για την υπεράσπιση των κατακτήσεων του λαού.

Γ. Βασικά μέτωπα και αιχμές πάλης Η σημερινή τακτική μας αποβλέπει στην υπονόμευση και στην ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών συσχετισμών και στη συγκέντρωση δυνάμεων για τη δημοκρατική-αντικαπιταλιστική επανάσταση. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την ανάπτυξη της λαϊκής πάλης σε κρίσιμα μέτωπα, με διάφορες αιχμές και στόχους πάλης. Για μεθοδολογικούς λόγους, ομαδοποιούμε αυτούς τους στόχους σε 4 βασικές ενότητες. Ο διαχωρισμός αυτός σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει υποτίμηση της αλληλοδιαπλοκής και αλληλοσυσχέτισής τους. Όπως η επίθεση του νεοσυντηρητισμού είναι ενιαία, το ίδιο ενιαία πρέπει να είναι και η λαϊκή αντίσταση σ' αυτήν. Η αποσπασματικότητα, η ασυνέχεια, το «ασύμπτωτο» των επιμέρους αγώνων είναι μια από τις πηγές της κακοδαιμονίας του λαϊκού μας κινήματος και ασφαλώς η παραδοσιακή Αριστερά έχει και σ' αυτόν τον τομέα τις ευθύνες της. Ο διαχωρισμός αυτός δεν έχει το χαρακτήρα τεχνητών αξιολογήσεων και ιεραρχήσεων. Η προώθηση του ενοποιητικού ανατρεπτικού στοιχείου θα εξαρτηθεί από την ωρίμανση και την έκταση των επιμέρους κινητοποιήσεων, από τη διαμόρφωση μιας «κοινής γλώσσας», όχι σε συναντήσεις στρογγυλής τραπέζης, αλλά στα κρίσιμα και πολλαπλά μέτωπα της καθημερινής ταξικής πάλης. Λόγου χάρη, η απόκρουση των κυβερνητικών μέτρων που αποσκοπούν στην αναδιανομή του κοινωνικού εισοδήματος (π.χ. λιτότητα, φορολογικές ρυθμίσεις κ.λπ.) και η πάλη στα μέτωπα που καθορίζουν την ποιότητα ζωής (π.χ. παιδεία, υγεία, κατοικία κ.λπ.) δεν εντάσσονται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, η μία στενά «συνδικαλιστική» και η άλλη γενικόλογα «οικονομική». Οι τεχνητοί διαχωρισμοί αφενός διαιωνίζουν την αναποτελεσματικότητα των αγώνων και δυσχεραίνουν τη σφυρηλάτηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών και αφετέρου παρέχουν στην άρχουσα τάξη την ευχέρεια να αυξομειώνει το «ειδικό βάρος» των διάφορων παραμέτρων, ανάλογα με την αντίσταση που αντιμετωπίζει σε κάθε περίπτωση από το λαϊκό και εργατικό κίνημα. 37


6.1. Για τα οικονομικοκοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων στην παραγωγή. Αντίσταση στη συντηρητική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων ― την ολοκλήρωση και την ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΟΚ — τη λιτότητα. Ενάντια στις πολυεθνικές και το νεοσυντηρητισμό α. Νέες μορφές εκμετάλλευσης Το ΠΠΜ με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση προωθεί ευρείας έκτασης νεοσυντηρητικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, καινούριες-διευρυμένες μορφές εκμετάλλευσης και υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Περιορίζει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις της, αποδυναμώνει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Με τη νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση στις εργασιακές σχέσεις (μισθοί-παραγωγικότητα, κατάργηση ΑΤΑ, αποδυνάμωση-περιορισμός ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων-συμβάσεων, μερική απασχόληση, «ελαστικό» ωράριο και ωρομίσθιο, συνεχή ωράρια στο εμπόριο, δουλειά με το κομμάτι, φασόν, τέταρτη βάρδια, δουλειά το Σαββατοκύριακο, γυναικεία νυχτερινή δουλειά κ.λπ.). Με την εντατικοποίηση της δουλειάς, την υποβάθμιση της ποιότητας της και την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης, έχουμε τις ακόλουθες συνέπειες: — τις κοινωνίες των 2/3 ή του 1/2 στον Τρίτο Κόσμο — την έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας στις αναπτυγμένες χώρες (τον «τέταρτο» κόσμο της ΕΟΚ με τα 17 εκατ. ανέργους, τα 47 εκατ. φτωχούς, που αποτελεί την κοινωνική βάση για την αναβίωση του επικίνδυνου τρίπτυχου «ρατσισμός-ξενοφοβία-φασισμός» στην Ευρώπη, όπως δείχνουν το φαινόμενο του Λε Πεν ή του Νεοναζιστικού Κόμματος στη Δ. Γερμανία), 32,5 εκατ. φτωχών επίσημα στις ΗΠΑ. — Τις ζώνες της ανεργίας και βιομηχανικής παρακμής στις αναπτυγμένες χώρες (Αγγλία, Δ. Γερμανία, Γαλλία), το λεγόμενο κοινωνικό «ντάμπινγκ» στις χώρες της εοκικής περιφέρειας ή στον Τρίτο Κόσμο, μια συνολική συμπίεση προς τα κάτω αμοιβών-δικαιωμάτων-κατακτήσεων της εργατικής τάξης, με πρόσχημα και άλλοθι την «ανταγωνιστικότητα» (επιχείρημα της εργοδοσίας σε όλες τις χώρες). — Την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών, των γυναικών και της εργατικής νεολαίας. — Τις λεγόμενες «επαγγελματικές» ασθένειες και το φόρο αίματος των εργατικών ατυχημάτων. — Την άρση της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων (άμεσα απολύσεις εκτάκτων).

β. Αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής Η εφαρμογή της ενιαίας εσωτερικής αγοράς του 1992 εξυπηρετεί και συνδέεται στενά με τις αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής, που συντελούνται με τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές κερδοφόρων ελληνικών επιχειρήσεων από τις πολυεθνικές της ΕΟΚ (για την αξιοποίηση και των κυκλωμάτων εσωτερικής διανομής τους), με το ξεπούλημα της παραγωγικής βάσης της χώρας στο μεγάλο ντόπιο και πολυεθνικό κεφάλαιο, με τις μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις που προωθεί η κυβέρνηση σε βιώσιμες και κερδοφόρες επιχειρήσεις (προβληματικές του ΟΑΕ, υπερχρεωμένες, θυγατρικές τραπεζών, κερδοφόρα τμήματα του δημόσιου τομέα ή και ολόκληρες δημόσιες επιχειρήσεις π.χ. τράπεζες, Ολυμπιακή). Η διαδικασία αυτή συνδέεται με το κλείσιμο άλλων επιχειρήσεων (προβληματικών), με τις απολύσεις εκτάκτων του δημοσίου, με το κλείσιμο χιλιάδων ΜΜΕ Ταυτόχρονα, προκαλεί τη διόγκωση της ανεργίας. τη συρρίκνωση ή και την καταστροφή ολόκληρων παραγωγικών κλάδων (π.χ. κλωστοϋφαντουργία, ιματισμός, υποδηματοποιία), τη μείωση της 38


αγροτικής παραγωγής (και ειδικότερα στην κτηνοτροφία), το ξεπούλημα μεγάλων τμημάτων της μικρομεσαίας αγροτιάς και την εντατικοποίηση της δουλειάς πολλών τμημάτων της πολυαπασχόλησης, τη συνολική τεχνολογική εξάρτηση και την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας. Τις αλλαγές στην ταξική και κοινωνική διάρθρωση και την προώθηση των κοινωνικών συμμαχιών του πολυεθνικού κεφαλαίου (με τμήματα της εργατικής τάξης που δουλεύουν στις νέες τεχνολογίες, με το φασόν στις ΜΜΕ, με την αγροτική καλλιέργεια με συμβόλαια με τις πολυεθνικές τροφίμων π.χ. σποροπαραγωγή, «συμβολαιακή γεωργία», γενικά συμμαχίες με τους κεφαλαιοαγρότες και την αστική τάξη του χωριού). Τις αλλαγές αυτές προωθούν κι εξυπηρετούν και οι χρηματοδοτήσεις από τα λεγόμενα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΟΚ (κοινωνικό. περιφερειακό, γεωργικό, προσανατολισμού), που χορηγούνται για την προώθηση εοκικών και όχι εθνικών πολιτικών, με όρους την απόλυτη πειθαρχία στις οδηγίες και κανονισμούς της ΕΟΚ, την εθνική συγχρηματοδότηση (μ.ο. 50%), τη δέσμευση μέσω των ΜΟΠ και των ΣΠΑ (σχέδια περιφερειακής ανάπτυξης) ολόκληρου του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων στις αναπτυξιακές επιλογές και κατευθύνσεις της ΕΟΚ (παραγωγικές αναδιαρθρώσεις και υποδομές με βάση τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου).

γ. Για την αντιμετώπιση των νέων ρυθμίσεων Στο σύνολο τους αυτές και άλλες παρόμοιες ρυθμίσεις, που προωθούνται από το εθνικό κράτος, τα ισχυρά τμήματα της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας και τους υπερεθνικούς μηχανισμούς με την καθοδήγηση του ΠΠ κεφαλαίου, φιλοδοξούν να φέρουν μια ποιοτική αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις. Στην ολοκλήρωση τους, επιδιώκουν να εξανεμίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις που πέτυχαν οι εργαζόμενοι κατά τις δεκαετίες της σταθερής καπιταλιστικής ανάπτυξης και του «κράτους πρόνοιας». Να αυξήσουν κατακόρυφα τη σχετική εκμετάλλευση, να χειροτερεύσουν ποιοτικά την κοινωνική θέση της εργατικής τάξης και να υψώσουν νέα — σχεδόν ανυπέρβλητα — εμπόδια στην οργάνωση της συνδικαλιστικής και πολιτικής πάλης της. Οι ρυθμίσεις αυτές ξεκινούν από το πεδίο της παραγωγής και επηρεάζουν (σε αντιδραστική κατεύθυνση) το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, της πολιτικής και του πολιτισμού. Ανταποκρίνονται στη νέα μορφή σύζευξης εθνικού κράτους-μονοπωλίων-μηχανισμών διεθνούς ολοκλήρωσης, στην περίοδο της ποιοτική νέας κυριαρχίας των πολυεθνικών. Γι'αυτό και είναι όχι μόνο ανεπαρκής, αλλά και μη ρεαλιστική, τόσο μια στάση «εθνικοανεξαρτησιακή» — υπεράσπισης της εγχώριας παραγωγής από κοινού με το ντόπιο κεφάλαιο (ή τουλάχιστον ένα τμήμα του) στα πλαίσια μιας πανεθνικής λαϊκής ενότητας και με μοχλό ένα «εκδημοκρατισμένο» και «κυρίαρχο» εθνικό κράτος, όσο και μια στάση υποταγής στις υπερεθνικές ρυθμίσεις- με τα ρεφορμιστικά και ουτοπικά συνθήματα της «Ευρωαριστεράς» και των ρεφορμιστικών συνδικάτων για καθιέρωση «Ενιαίου Κοινωνικού Χώρου» στην ΕΟΚ ή μιας συμπληρωματικής «κοινωνικής διάστασης» στην Ενιαία Εσωτερική Αγορά του '92.

δ. Ένα επιθετικό πρόγραμμα πάλης Αντίθετα, χρειάζεται με συντονισμένο κι ενιαίο τρόπο να αντιμετωπιστούν οι συνδυασμένες αυτές ρυθμίσεις. Είναι προφανές ότι οι εργαζόμενοι διαρκώς πληρώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και ότι κανένας δεν δικαιούται να τους καλεί να πληρώσουν κι άλλο. Ένα επιθετικό πρόγραμμα πάλης των εργαζόμενων πρέπει να έχει ως βασικές αιχμές: • Την απόκρουση της λιτότητας. Διεκδίκηση πραγματικών αυξήσεων στους μισθούς και τα μεροκάματα μαζί με το συνυπολογισμό γνήσιου τιμάριθμου · αύξησης παραγωγικότητας · αύξησης ΑΕΠ. Νομοθετική κατοχύρωση της ΑΤΑ. • Την πάλη για την απόκρουση των νέων εργασιακών σχέσεων: της μερικής και προσωρινής απασχόλησης, της υποτιθέμενης σύνδεσης της αμοιβής με την παραγωγικότητα της εργασίας, του ελαστικού ωραρίου, της τέταρτης βάρδιας κ.λπ. • Την αντίσταση-απόκρουση των ιδιωτικοποιήσεων και της φιλελευθεροποίησης της αγοράς τραπεζών · μεταφορών - τηλεπικοινωνιών · κρατικών προμηθειών κ.λπ. • Τη μη εφαρμογή των Οδηγιών του 1992 και των κατευθύνσεων της ΕΟΚ. • Τον περιορισμό και έλεγχο των απολύσεων. Προστασία των ανέργων. Επίδομα σε όλους — χωρίς περιοριστικές προϋποθέσεις — με το 80% του βασικού μισθού. Διεκδίκηση σταθερών θεσμών 39


για την επανειδίκευση των εργαζόμενων που πλήττονται από τους κοινωνικά αναγκαίους εκσυγχρονισμούς στην παραγωγή. • Την ανάπτυξη και θεσμοθέτηση του εργατικού ελέγχου, εκπροσώπους, ιδιαίτερα σε ζητήματα όπως: καθορισμός ΑΤΑ · βέτο λογιστικά βιβλία, τα οικονομικά στοιχεία και επενδυτικά σχέδια των ρυθμοί εργασίας, συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας · έλεγχος τιμών ρύπανση περιβάλλοντος.

με αιρετούς και ανακλητούς στις απολύσεις - έλεγχος στα επιχειρήσεων - συνθήκες και · έλεγχος στις προσλήψεις ·

• Την κατοχύρωση ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και γενικών κλαδικών συμβάσεων. Απαγόρευση κάθε κρατικής και διοικητικής παρέμβασης σ' αυτές. • Τη συνεχή μείωση του εργάσιμου χρόνου. Άμεσα, κατοχύρωση των 35 ωρών εργασίας τη βδομάδα, χωρίς μείωση των αμοιβών. Γείωση ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση. • Την επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους της χώρας και συντονισμένη πάλη με τους άλλους λαούς για την αντιμετώπιση του προβλήματος του τεράστιου χρέους του Τρίτου Κόσμου στην κατεύθυνση της πλήρους κατάργησης του. ε. Συντονισμένη πάλη συνδικάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο • Πάλη για υπεράσπιση, κατοχύρωση και διεύρυνση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος: ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, για 35 ώρες δουλειάς τη βδομάδα, ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. • Πάλη ενάντια στην ανεργία και τη φτώχεια, ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία και την αναβίωση του φασισμού. • Αλληλεγγύη στους αγώνες της εργατικής τάξης της Ανατ. Ευρώπης για απόκρουση της λιτότητας, ακρίβειας, ιδιωτικοποιήσεων και ανεργίας. Πάλη ενάντια στην προσάρτηση της Αν. Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ. • Ενάντια στην εφαρμογή της Νομισματικής Ένωσης της ΕΟΚ. • Δημοκρατική ρύθμιση - λύση του προβλήματος του χρέους των χωρών του Τρίτου Κόσμου. • Συντονισμός της δράσης των εργαζόμενων διάφορων χωρών σε πολυεθνικές.

6.2. Για την υπεράσπιση και διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων. α. Αντίσταση στις έμμεσες μορφές εκμετάλλευσης των εργαζόμενων Το Π Π Μ με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση ισχυροποιεί τη θέση κι ενισχύει την κυριαρχία του στο σύστημα του ΚΜΚ, επιβάλλει πιο άμεσα και εσωτερικοποιεί τις υπερεθνικές ρυθμίσεις που γίνονται προς όφελος του, διαμορφώνει μαζί με το καπιταλιστικό κράτος ένα σύνολο οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που εντείνουν, εκτός από τις άμεσες και τις έμμεσες (εκτός παραγωγής) μορφές εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και όλων των εργαζόμενων. Σχέσεις που η επίδραση τους επιστρέφει στο χώρο της παραγωγής κι ενισχύει παραπέρα τις άμεσες μορφές εκμετάλλευσης. Οι έμμεσες (εκτός παραγωγής) σχέσεις εκμετάλλευσης διαμορφώνονται κι ενισχύονται από τις λειτουργίες του κράτους με τον κρατικό προϋπολογισμό και το φορολογικό σύστημα, με την πιστωτική πολιτική και τις επενδύσεις, με τα «κίνητρα» και τις τιμές των προϊόντων στην αγορά, με το σύστημα κοινωνικών δαπανών και κοινωνικών ασφαλίσεων (υγεία-παιδεία-κατοικία-συγκοινωνία- αθλητισμόςπεριβάλλον). με την πολιτική απέναντι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα ΜΜΕ και τον πολιτισμό. Κυρίαρχες μορφές σ' αυτές τις σχέσεις είναι η ιδιωτικοποίηση όλων των οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών του κράτους και η αρχή της «ανταποδοτικότητας» των κοινωνικών παροχών του κράτους και της Τ.Α. στους εργαζόμενους, η πιο έντονη αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων και σε όφελος του πολυεθνικού κεφαλαίου, η χειροτέρευση της ποιότητας ζωής. 40


β. Πολλαπλά μέτωπα κι αιχμές πάλης Στην ανάπτυξη μετώπων πάλης για τα ευρύτερα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζόμενων, χρειάζεται να παίρνουμε υπόψη ορισμένες πλευρές: • Χαρακτηριστική της εποχής των μονοπωλίων, και ιδιαίτερα της κυριαρχίας των πολυεθνικών, είναι η τάση του κεφαλαίου να υπάγει όλο και περισσότερες σφαίρες της κοινωνικής ζωής στους νόμους του κέρδους και στη ζώνη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. • Οι αναδιαρθρώσεις που προωθεί το κεφάλαιο στην παραγωγή απλώνονται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, περιπλέκονται σε μια ενιαία ανασυγκρότηση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, από ένα σημείο και πέρα δεν είναι ρεαλιστικό παρά να αντιμετωπίζονται σε συνδυασμό και συνολικά από το μαζικό κίνημα. (Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση και το πώς αυτές συμπλέκονται ή και προετοιμάζουν ανάλογες αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής και τις εργασιακές σχέσεις). • Με την τάση για αύξηση του ελεύθερου χρόνου και για επιμήκυνση του μέσου όρου ζωής, η εξωπαραγωγική δραστηριότητα και λειτουργίες που σχετίζονται με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης αποχτούν όλο και αυξανόμενο βάρος στην κοινωνική ζωή. • Ιδιαίτερα για ορισμένα τμήματα των εργαζόμενων στο σύγχρονο αναπτυγμένο καπιταλισμό, που το εισόδημα τους επιτρέπει μια σχετικά άνετη ζωή (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίστανται εκμετάλλευση —αντίθετα, συνήθως υπόκεινται σε υψηλά ποσοστά εκμετάλλευσης), οι έμμεσες (εκτός παραγωγής) μορφές εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο αποκτούν ένα ιδιαίτερο βάρος. Συχνά μπορεί να αποτελούν το έναυσμα για μια πιο δραστήρια συμμετοχή αυτών των τμημάτων στην ταξική πάλη. Είναι επομένως ανάγκη ν' αναπτύσσονται πολύμορφα κινήματα και μέτωπα πάλης των εργαζόμενων, για τη διεκδίκηση ευρύτερων κοινωνικών δικαιωμάτων, που καθορίζουν την ποιότητα ζωής. Ανάμεσα σ'αυτά ξεχωριστή θέση πρέπει να κατέχουν: • Ένα πολύμορφο οικολογικό κίνημα. Σε μια εποχή που με δραματικό τρόπο φαίνεται πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν προσκρούει μόνο στις κυρίαρχες παραγωγικές σχέσεις αλλά και σε φυσικά όρια, που το κεφάλαιο λεηλατεί με ποιοτικά νέο τρόπο το «ανόργανο σώμα του ανθρώπου», τη φύση, χρειάζεται ν' αναπτύσσεται η δράση σ' όλα τα μέτωπα, με πολύ πιο αποφασιστικές μορφές πάλης. Δράση αντίστασης ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος, ενάντια στα μεγάλα μονοπωλιακά συμφέροντα αλλά και τα μικροσυμφέροντα που — στο βωμό του κέρδους ή της ικανοποίησης τεχνητών αναγκών, αντίστοιχα — θυσιάζουν το μέλλον της κοινωνίας και της ανθρωπότητας. Διεκδίκηση μέτρων προστασίας, αλλά και λαϊκού-εργατικού ελέγχου στην παραγωγή με οικολογικά κριτήρια, με στόχο όχι μόνο μέτρα αντιρρύπανσης, αλλά και τον αναπροσανατολισμό (όπου είναι αναγκαίο) των παραγωγικών δραστηριοτήτων. • Μέτωπα και στόχοι πάλης για την υγεία· ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και τις (μακάβριες, στη συγκεκριμένη περίπτωση) ταξικές διακρίσεις στην περίθαλψη. Για την κατοικία — με την ενίσχυση προγραμμάτων λαϊκής κατοικίας, ενάντια στην κερδοσκοπία στη γη και στα ενοίκια, αλλά και για ανθρώπινες κατοικίες, ενάντια στην άναρχη-τερατώδη ανάπτυξη των πόλεων και τα διαμερίσματαφυλακές. Διεκδίκηση δημόσιων-φτηνών-«καθαρών»· εξυπηρετικών συγκοινωνιών, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. — Μαζικό κίνημα ενάντια στην εντεινόμενη εξάρτηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από την ΕΟΚ, στη συρρίκνωση των πόρων της, στο φοροεισπρακτικό ρόλο που της αναθέτει η κυβέρνηση, στη γραφειοκρατικοποίηση, στην αδιαφάνεια και στη λογική της «ανταποδοτικότητας». Ενίσχυση των τοπικών πρωτοβουλιών και των ομάδων κι επιτροπών διεκδίκησης γύρω από οικολογικά ή, γενικότερα, κοινωνικά προβλήματα. ΑΙΧΜΕΣ της πάλης για τα προηγούμενα θα μπορούσαν να είναι: — Δραστική μείωση των τεράστιων αμυντικών δαπανών του προϋπολογισμού που εξυπηρετούν τις ανάγκες του ΝΑΤΟ. — Κατάργηση αποικιακών-χαριστικών συμβάσεων τύπου ΠΕΣΙΝΕ. — Έλεγχος στις υπερτιμολογήσεις εισαγόμενων και υποτιμολογήσεις εξαγόμενων προϊόντων και στη μεγάλη διαφυγή συναλλάγματος στις ξένες τράπεζες (Ελβετία κ.λπ.). 41


— Ενεργοποίηση του Συμβουλίου Ελέγχου Τιμών. — Εργατικός και κοινωνικός έλεγχος στις κρατικές προμήθειες (και στις στρατιωτικές). — Κατάργηση τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου (διασταύρωση φορολογικών στοιχείων και καταθέσεων), εφαρμογή της αρχής του «πόθεν έσχες» των κεφαλαίων. — Αύξηση του φορολογικού συντελεστή στα υψηλά εισοδήματα. — Καθιέρωση κατώτατου αφορολόγητου ορίου στο ύψος των σύγχρονων αναγκών των εργαζόμενων (όριο διαβίωσης) σε συμφωνία με τα συνδικάτα. — Μείωση της έμμεσης φορολογίας. Καθιέρωση μηδενικού συντελεστή ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης. Μείωση συντελεστών ΦΠΑ στις πρώτες ύλες των βιοτεχνών και στα καλλιεργητικά μέσα και εφόδια των αγροτών. — Πάταξη της εισφορδιαφυγής, κατάργηση εισφοροαπαλλαγών και άμεση πληρωμή χρεών επιχειρήσεων προς το ΙΚΑ. Αξιοποίηση των αποθεματικών του . — Διατήρηση του ελέγχου των ενοικίων, γενίκευση και βελτίωση της επιδότησης ενοικίου στους χαμηλόμισθους και άνεργους. — Ενίσχυση προγραμμάτων λαϊκής κατοικίας από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. — Εφαρμογή Εθνικού Κτηματολογίου και καθορισμός χρήσεων της γης. — Διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας και υγείας και ουσιαστική αύξηση των σχετικών δαπανών του προϋπολογισμού. — Υπεράσπιση του κοινωνικού χαρακτήρα των ασφαλίσεων. — Ουσιαστική μείωση στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και στα δάνεια των μικρομεσαίων επαγγελματοβιοτεχνών και αγροτών.

6.3. Για τα δημοκρατικά-πολιτικά δικαιώματα. Ενάντια στον αυταρχισμό κράτους και μονοπωλίων, στις παλιές και νέες μορφές εξάρτησης. Η καπιταλιστική ανασυγκρότηση σε όλες τις παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις, η ένταση της άμεσης και έμμεσης εκμετάλλευσης των εργαζομένων, απαιτεί και συνδέεται ολοένα και πιο στενά με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους, τη μεγαλύτερη εξάρτηση και υποταγή του στα υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων (ΕΟΚ, ΝΑΤΟ), τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα εκτελεστικά όργανα και στα στενά επιτελεία τους, την ενίσχυση της αδιαφάνειας και των στεγανών, τη μονοπώληση των ΜΜΕ από τους επιχειρηματίες-μεγαλοεκδότες, την ισχυροποίηση των γραφειοκρατικών ηγεσιών και μηχανισμό κομμάτων και συνδικάτων, την αποδυνάμωση του ρόλου της Βουλής, των συνδικάτων, των μαζικών οργανώσεων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την πλήρη αποξένωση των εργαζόμενων από τις αποφάσεις που τους αφορούν, την πολιτική, την ιδεολογική και πολιτιστική τους χειραγώγηση. Από την άποψη αυτή, η αντίσταση στον πολύπλευρο αυταρχισμό και το αίτημα του εκδημοκρατισμού αποκτά σήμερα βαθύτερο και νέο ποιοτικό περιεχόμενο. Δένεται οργανικά με τις σχέσεις παραγωγής, την εξέλιξη της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, τη διείσδυση του πολυεθνικού κεφαλαίου και την ενσωμάτωση στην ΕΟΚ. Η πάλη ενάντια στον εντεινόμενο αυταρχισμό του κράτους και της κυβέρνησης (καταστολή λαϊκών κινητοποιήσεων με ΜΑΤ-ΜΕΑ, επιστράτευση απεργών, ποινικοποίηση απεργιών, συλλήψεις συνδικαλιστών κ.λπ.) συνδέεται στενά με τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό ολόκληρης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με την υπεράσπιση και διεύρυνση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και κατακτήσεων. Το σύγχρονο δημοκρατικό περιεχόμενο της λαϊκής πάλης και των κοινωνικών κινημάτων συνδέεται πιο στενά με τους στόχους της δημοκρατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης. α. Αυτό που χρειάζεται παραπέρα να λάβουμε υπόψη είναι ο ποιοτικά αναβαθμισμένος ρόλος 42


των μηχανισμών ενσωμάτωσης και της πολιτικής των συμμαχιών της αστικής τάξης, στα πλαίσια της οργάνωσης της εξουσίας της. Ιδιαίτερα αναφερόμαστε σε πλευρές όπως: αναβάθμιση του ρόλου και της σημασίας των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, άμεση επέμβαση του κράτους στους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, εγγενής (στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) αναπαραγωγή των μηχανισμών ενσωμάτωσης των καταπιεζόμενων τάξεων και διάδοση «ψευδών» κοινωνικών αναγκών, διαμόρφωση της λεγόμενης «μαζικής κουλτούρας» και ενός αντίστοιχου τρόπου ζωής, που συμβάλλει στην αποδοχή και εσωτερίκευση των αναγκών αναπαραγωγής του συστήματος κ.λπ. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την παντοδυναμία των ΜΜΕ και τα μέτρα υποβάθμισης των όποιων δημοκρατικών θεσμών (που ουσιαστικά περιθωριοποιούν κάθε πραγματικά αντιπολιτευτική φωνή και ανατρεπτική εναλλακτική πρόταση για την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη), οδηγούν στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους, στην πολιτική παθητικότητα των πλατιών μαζών και στη δημιουργία των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για την άρνηση (όποτε είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου) στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. β. ΑΙΧΜΕΣ - ΣΤΟΧΟΙ της δημοκρατικής και ανεξαρτησιακής πάλης μπορεί να είναι: — Οργάνωση μετώπου κοινωνικής-πολιτικής πάλης ενάντια στην ποινικοποίηση απεργιών και κοινωνικών αγώνων. — Κατάργηση της πολιτικής επιστράτευσης απεργών και κάθε ποινικοποίησης απεργιών και λαϊκών εκδηλώσεων. — Δημοκρατία στους τόπους δουλειάς, περιορισμός «διευθυντικού» δικαιώματος της εργοδοσίας, εκδημοκρατισμός εργασιακών σχέσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων. — Εκδημοκρατισμός της συνδικαλιστικής νομοθεσίας στους ναυτεργάτες. — Άμεση διάλυση των ΜΑΤ-ΜΕΑ. — Δημοκρατικά μέτρα στο στρατό και τη δικαιοσύνη. — Δημοκρατική αναθεώρηση του Συντάγματος: Πλήρης χωρισμός εκκλησίας-κράτους. Συνταγματική κατοχύρωση της απλής αναλογικής σαν πάγιο εκλογικό σύστημα για τη Βουλή, την Τ.Α. και όλες τις μαζικές λαϊκές οργανώσεις (επιστημονικοί σύλλογοι, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί κ.λπ.). Καθιέρωση των δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία, καθώς και μορφών άμεσης δημοκρατίας. — Αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. — Απομάκρυνση των αμερικάνικων βάσεων, των πυρηνικών όπλων κα της ψυχροπολεμικής «Φωνής της Αμερικής». — Άμεση απόσυρση της αίτησης για ένταξη της Ελλάδας στην ψυχροπολεμική Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, μη συμμετοχή της στη Νομισματική και Πολιτική Ένωση της ΕΟΚ. — Πάλη για αντιμετώπιση των συνεπειών της υποταγής στην ΕΟΚ στην πορεία για την αποδέσμευση απ'αυτήν, για την ισότιμη συμμετοχή της χώρας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και της γνώσης στην προοπτική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σ'όλο τον κόσμο και της συγκρότησης μιας αναπτυγμένης και εδραιωμένης σοσιαλιστικής βάσης στο διεθνή στίβο.

6.4. Για την ελευθερία της σκέψης και της δημιουργικότητας. α. Αντιφάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης. Στην εποχή μας, ο αντιφατικός χαρακτήρας της κοινωνικής ανάπτυξης παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Ιδιαίτερα, όσον αφορά την διαμόρφωση της προσωπικότητας και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, φθάνουμε σε οριακό σημείο. Ενώ όσο ποτέ άλλοτε στη διάθεση της κοινωνίας υπάρχει ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών και αποθέματα γνώσεων, την ίδια ώρα όσο ποτέ άλλοτε η συγκέντρωση και μονοπώληση τους ωθεί τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας σε μια σχετική μορφωτική εξαθλίωση και αδυναμία, ενώ ταυτόχρονα ο ταξικά επιλεκτικός τρόπος αφομοίωσης και 43


σύνδεσης των επιμέρους πληροφοριών οδηγεί σε έναν απλοποιημένο τύπο προσωπικότητας, αλλά και στην αίσθηση αδυναμίας και αμηχανίας μπροστά στα περίπλοκα κοινωνικά φαινόμενα. Ενώ η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δημιουργεί την αντικειμενική βάση για απεριόριστες εναλλακτικές λύσεις, για έναν πλούτο και μια πολυμορφία στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και ατομικότητας, ταυτόχρονα η μονοπώληση της πληροφορίας και η ιδιοποίηση της από το κεφάλαιο οδηγούν στη διαμόρφωση ενός τρόπου ζωής με κύριο χαρακτηριστικό την ισοπέδωση, την ουσιαστική ομοιομορφία μέσα από μια επιφανειακή ελευθερία επιλογής. Ενώ η κοινωνική ανάπτυξη δημιουργεί το έδαφος αντικειμενικά για μια ισορροπημένη ανάπτυξη και πλήρη ικανοποίηση των αναγκών, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακραία διαστρέβλωση της διαδικασίας ανάπτυξης τους, στη δημιουργία ενός πλήθους τεχνητών αναγκών που οδηγούν από τη μια σε μια συνεχή αίσθηση του ανικανοποίητου και από την άλλη στην υποδούλωση του ανθρώπου στις διαδικασίες και τους ρυθμούς της αλλοτριωμένης εργασίας. Χωρίς υπερβολή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προφητική ρήση του Μαρξ «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», στη σύγχρονη εποχή, αλλά ακόμη περισσότερο για το μέλλον, παίρνει εντελώς νέες διαστάσεις. Και η «βαρβαρότητα» σαν προοπτική που μπορεί ν' ακυρωθεί ιστορικά μόνο από μια κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας, είναι πριν απ'όλα μια πνευματική-ηθική-πολιτιστική (με την ευρύτερη έννοια) βαρβαρότητα... Τα ζητήματα αυτά κατεξοχήν θεωρούνται (και είναι) συνδεμένα με την κοινωνική ανατροπή και την οικοδόμηση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Ωστόσο, και σήμερα μπορούν να βρεθούν στο επίκεντρο της πάλης. Πολύ περισσότερο που σήμερα η αντίσταση ενάντια στην αλλοτρίωση της συνείδησης και στη διαστρέβλωση των αναγκών και των αξιών, η δημιουργία στοιχείων μιας νέου τύπου συνείδησης και εναλλακτικών μορφών κοινωνικής συμβίωσης, δεν είναι μόνο επακόλουθα αλλά και προαπαιτούμενα της πάλης για την κοινωνική αλλαγή.

β. Σε σχέση με τον πολιτισμό: Παρά τον «αντιπνευματικό» χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού, ο πολιτισμός αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την επιβολή των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών. Η ενεργητική παρέμβαση της Αριστεράς στον τομέα του πολιτισμού δεν μπορεί παρά να συντελεστεί με νέο τρόπο, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη πραγματικότητα. Μέχρι πρόσφατα, η επίσημη Αριστερά επιφύλασσε μια «περιφερειακή» θέση στην τέχνη και στον πολιτισμό. Οι λεγόμενοι «προοδευτικοί» καλλιτέχνες και το έργο τους αντιμετωπίζονταν σαν «εργαλεία» για την επιβεβαίωση των ιδανικών, αλλά και της πολιτικής της (π.χ. συναυλίες για την ειρήνη, συλλογή υπογραφών υποστήριξης κ.λπ.). Σήμερα η στάση της επίσημης Αριστεράς απέναντι στην τέχνη συγκλίνει μ' εκείνην που χρόνια τώρα διακήρυσσαν κι εφάρμοζαν τα αστικά κόμματα: θεοποίηση της καλλιτεχνικής «ελευθερίας», υιοθέτηση του δόγματος ότι «η αληθινή τέχνη είναι ούτως ή άλλως κατάφαση στη ζωή και στις πανανθρώπινες αξίες». Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για αυτονόμηση της τέχνης, αλλά για στεγανοποίηση και περιθωριοποίηση της. Η τέχνη δεν παράγεται και ούτε φτάνει στους αποδέκτες της μέσα σε συνθήκες εργαστηρίου, ερήμην της ταξικής πάλης, όπως αυτή αναπτύσσεται στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Δεν την «αντανακλά» (έμμεσα ή άμεσα), αλλά την «εμπεριέχει», με το δικό της ιδιόμορφο τρόπο. Σήμερα η τέχνη γίνεται εργαλείο για τη διαμόρφωση μιας ελεγχόμενης και ομογενοποιημένης κοινωνικής συνείδησης, σε παγκόσμια κλίμακα. Η Αριστερά δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την κυρίαρχη κατεύθυνση, δεν μπορεί να ιδρύσει ένα μικρό προοδευτικό «βασίλειο» μέσα στην αυτοκρατορία της κουλτούρας των ΠΠΜ, της αστικής τάξης. Μπορεί ωστόσο να συντελέσει στην κριτική, στην αμφισβήτηση και στη μερική, έστω, ανατροπή των κυρίαρχων πολιτιστικών αξιών, ενισχύοντας αποκεντρωμένες πρωτοβουλίες και υιοθετώντας μια μάχιμη και όσο το δυνατόν θεωρητικά επεξεργασμένη στάση στα διάφορα πεδία της πολιτιστικής δραστηριότητας, χωρίς πατερναλιστικές φιλοδοξίες, αλλά και χωρίς το επαρχιώτικο σύμπλεγμα του «εκσυγχρονισμού».

44


γ. Σε σχέση με εκπαίδευση - ΜΜΕ Ανάμεσα στις δραστηριότητες και τα μέτωπα πάλης στα οποία πρέπει να δώσει ένα αγωνιστικό κι ενεργητικό παρόν το μαζικό κίνημα, ξεχωρίζουν: • Η ανάπτυξη ενός πλατιού ρεύματος κριτικής και αμφισβήτησης στην εκπαίδευση, σε στενή σύνδεση με τη διεκδικητική πάλη για τα δημοκρατικά και μορφωτικά δικαιώματα εκπαιδευτικών · σπουδαστών - μαθητών. Αντίσταση ενάντια στο συντηρητικό εκφυλισμό της συνείδησης της νεολαίας, που προωθείται μέσα από τον «εκσυγχρονισμό» του περιεχόμενου της μόρφωσης. Ενάντια στην άμεση εισβολή των επιχειρήσεων και των επιθετικών καπιταλιστικών αξιών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ενάντια στα πρότυπα του ανταγωνισμού και της αξιοκρατίας, στο κλίμα του τεχνοκρατισμού, στην καλλιέργεια ενός κοινωνικού-ηθικού-πολιτιστικού συντηρητισμού. Αυτό το πανεκπαιδευτικό-λαϊκό μέτωπο δεν μπορεί παρά να στρέφεται ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας, την ολοκληρωτική μετατροπή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όλων των βαθμίδων σε «σουπερμάρκετ» υπηρεσιών στο μεγάλο κεφάλαιο, που γίνεται με τη συμβολή των υπερεθνικών εοκικών μηχανισμών. Ενάντια στο μύθο της «ταξικής ουδετερότητας» της επιστήμης, την τεχνοκρατία και την υπερειδίκευση. Ενάντια στη διαρκή αποξένωση των εκπαιδευτικών από την (δια τη διαδικασία της εκπαίδευσης και το γραφειοκρατικό, αυταρχικό, υπερσυγκεντρωτικό κρατικό έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. • Η ανάπτυξη μετώπων πάλης γύρω από την παραγωγή και ιδιοποίηση της γνώσης και των πληροφοριών, ενάντια στη μονοπώληση των ΜΜΕ, για τη διεκδίκηση λαϊκού-δημοκρατικού ελέγχου και πρόσβασης σ'αυτά, αλλά και για τη δημιουργία εναλλακτικών μέσων διάδοσης των ιδεών κι εναλλακτικής πληροφόρησης από το ίδιο το μαζικό κίνημα και τους πολίτες (π.χ. τοπικά έντυπα, ερασιτεχνικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί κ.λπ.). • Πολύμορφη αντίσταση στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, των πολυεθνικών, στις δραστηριότητες του κεφαλαίου για τον έλεγχο της συνείδησης των εργαζόμενων.

δ. Σε σχέση με τη νεολαία Από αυτή ακριβώς τη σκοπιά, αποκτά μια διευρυμένη σημασία η ανάπτυξη του κινήματος και των ιδεολογικοπολιτικών προσανατολισμών της νεολαίας. Σε κάθε εποχή ανασυγκρότησης του συστήματος και βαθιών αλλαγών στις κοινωνικές σχέσεις, το ανερχόμενο και πιο επιθετικό τμήμα της κυρίαρχης τάξης προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη νέα γενιά για μια ριζική ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών προς όφελος του, για τη διακοπή της συνέχειας του εργατικού κινήματος και την αποδιάρθρωση των παραδοσιακών «οχυρών» του και μορφών οργάνωσης της αντίστασης του. Η νεολαία, σαν το πιο δυναμικό, παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού, είναι δεξαμενή εργατικού δυναμικού και στελεχών στην προοπτική των νέων παραγωγικών σχέσεων. Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που οι πολυεθνικές, η εξουσία και οι πολιτικές δυνάμεις τους επενδύουν πολλά στην νεολαία. Στόχος τους: μια νέα πειθαρχημένη εργατική τάξη «ιαπωνικού τύπου», ένα φυτώριο για τη στελέχωση των επιχειρήσεων και για τη φυσική ανανέωση της κυρίαρχης τάξης, η «γήρανση» και στη συνέχεια η αποδιάρθρωση των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων των εργαζόμενων, μια ορμητική έφοδος μιας βαθιά συντηρητικής (κοινωνικά και πολιτικά) νέας γενιάς που να σβήσει και τα τελευταία κατάλοιπα των παλιότερων δημοκρατικών και αντιιμπεριαλιστικών αγώνων, καθώς και ό,τι διασώζεται (ή προσπαθεί να γεννηθεί) από τις αξίες και τις παραδόσεις του εργατικού κινήματος. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν σημαντική απήχηση στο χώρο της νεολαίας. Όμως, ένα πραγματικό αντίβαρο στην προοπτική μαχητικής αντιδραστικής στράτευσης της νεολαίας μπορεί ν'αναπτυχθεί μόνο στη βάση των σημερινών αντιφάσεων που ζουν οι νεότερες ηλικίες και των σύγχρονων αναγκών των νέων. Αυτή η μάχη για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου ανατρεπτικού κινήματος της νεολαίας πρέπει να γίνει υπόθεση συνολικά του εργατικού κινήματος και των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, χωρίς διαθέσεις κηδεμόνευσης, με σεβασμό απέναντι στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά 45


7. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΝΕΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Οι ραγδαίες εξελίξεις στο σύγχρονο κόσμο, οι αλλαγές στον ελληνικό καπιταλισμό και την κοινωνική διαστρωμάτωση, οι μεταβολές των ταξικών συσχετισμών και της πολιτικής κατάστασης επηρεάζουν και το ίδιο το λαϊκό κίνημα. Σήμερα όλες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, καθεμιά από τη δική της σκοπιά, μιλάνε για αλλαγή πορείας του λαϊκού κινήματος. Από το ΣΕΒ και την κυβέρνηση, μέχρι τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου, οι κυρίαρχοι κύκλοι καταδικάζουν εν χορώ τις «συντεχνιακές διεκδικήσεις» των απεργών. Εκπρόσωποι της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού, συναντιούνται σε συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης για να αποδοκιμάσουν από κοινού την «παραδοσιακή παθολογία» του συνδικαλιστικού κινήματος. Το καινούριο μέτρο της «πολιτικής τόλμης» και της «σύγχρονης σκέψης» είναι το πόσο δυνατά θα φωνάξει κανείς εναντίον των κοινωνικών κινημάτων. Αλλά, από τελείως διαφορετική σκοπιά, και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έχουν κάθε λόγο να δυσφορούν για τη σημερινή κατάσταση του συνδικαλιστικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος. Η πτωτική πορεία στις εκλογές των μαζικών φορέων, αλλά και ευρύτερα στην ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων τα τελευταία χρόνια, το επιβεβαιώνει: το λαϊκό κίνημα έχει να δώσει μάχες όχι μόνο με τους «απέναντι», αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Για να νικήσει στις πρώτες, πρέπει να τολμήσει στις δεύτερες. Η ολιγαρχία χρειάζεται τη στρατηγική αποδυνάμωση του λαϊκού κινήματος σαν πρώτη προϋπόθεση, για να μπορέσει να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματική τη γραμμή της συντηρητικής αναδιάρθρωσης. Οι εργαζόμενοι, από την άλλη, χρειάζονται μια ριζική ανασυγκρότηση του κινήματος τους για να αναχαιτίσουν αυτή την πολιτική και να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους για μια εναλλακτική δημοκρατική αντικαπιταλιστική πορεία. Κάτι περισσότερο: Η ανασυγκρότηση του, κινήματος γίνεται σήμερα όρος όχι μόνο για την ανάκαμψη του αλλά και για την (δια του την επιβίωση, σαν οργανωμένης, μάχιμης δύναμης. Τα νέα χαρακτηριστικά στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος εμφανίζονται σποραδικά, αβέβαια και ανολοκλήρωτα μέχρι τώρα, ανακατεμένα με παραδοσιακές ανεπάρκειες. Η ριζοσπαστική αριστερά είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει πολύ κόπο για να ξεχωρίσει τα ψήγματα χρυσού από τους σωρούς της λάσπης. Όχι μόνο γιατί οι ηγεσίες του Συνασπισμού και του ΠΑ-ΣΟΚ ουδέποτε ασχολήθηκαν ουσιαστικά με τα σύγχρονα προβλήματα του λαϊκού κινήματος, αντίθετα μάλιστα, αποξενώνονται ολοένα και περισσότερο από αυτά. Αλλά και γιατί η (δια η ριζοσπαστική αριστερά εξακολουθεί να διακρίνεται από ένα χαμηλό βαθμό σύνδεσης με τα κοινωνικά κινήματα, ακόμα και με τις ίδιες τις συνθήκες ζωής και τις νοοτροπίες των λαϊκών στρωμάτων και ειδικά της εργατικής τάξης. Επίσης, γιατί οι κληρονομημένες ασθένειες του τακτικισμού και του εμπειρισμού τη δυσκολεύουν να γενικεύσει τις όποιες εμπειρίες και τους επιμέρους προβληματισμούς της. Σήμερα, πλέον, σχεδόν όλοι καταλαβαίνουν πόσο ανίσχυρες είναι οι τίμιες αγωνιστικές προθέσεις χωρίς σκέψη και στρατηγική γραμμή πλεύσης. Επείγει, λοιπόν, ν' αρχίσει η επεξεργασία της συλλογικής εμπειρίας από την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και να διαμορφωθούν κάποιες πρώτες απαντήσεις για την ανασυγκρότηση του, που θα δοκιμάζονται μέσα στην ίδια την πραγματικότητα των κοινωνικών αγώνων. Πολλά ζητήματα, βέβαια, δεν έχουν ωριμάσει ακόμα και θα μείνουν, αναγκαστικά, ανοιχτά.

7.1. Τρεις γραμμές μέσα στο λαϊκό κίνημα Μετά την ήττα του λαϊκού κινήματος στον εμφύλιο, κάθε φορά που άνοιγε ένας νέος κύκλος ανάκαμψης του, η αστική τάξη προσπαθούσε, εφόσον δεν μπορούσε να το συντρίψει μετωπικά, να ηγεμονεύσει ιδεολογικά και πολιτικά μέσα σε αυτό. Και πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα κατάφερε σε όλες τις στροφές στην ανάπτυξη του νεοελληνικού καπιταλισμού, αν και πάντα πλήρωνε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο τίμημα και πάντα έμεναν ανοιχτές κάποιες ρωγμές, μέσα από τις οποίες ωρίμαζε η καινούρια άνοδος του. Το δημοκρατικό κίνημα του 1-1-4, παρότι έφερε στο προσκήνιο καινούρια ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα, υποτάχθηκε τελικά στην αστική εκσυγχρονιστική γραμμή της Ένωσης Κέντρου, που επιχειρούσε τότε να μεταρρυθμίσει τις αναχρονιστικές δομές για να επιταχύνει την εκτατική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Παρά την αφομοίωση, όμως, του κινήματος, το πείραμα του αστικού εκσυγχρονισμού απέτυχε και άνοιξε ο δρόμος για τη δικατορία των συνταγματαρχών. Ωστόσο κάποιες πρωτοποριακές δυνάμεις αυτού του κινήματος, που ξεπερνούσαν 46


τη λογική της Ένωσης Κέντρου και την εθνικοσυμφιλιωτική-ρεφορμιστική πολιτική της ηγεσίας της ΕΛΑ, έπαιξαν σοβαρό ρόλο στη μετέπειτα ανάπτυξη της λαϊκής πάλης. Το ελπιδοφόρο αντιδικτατορικό κίνημα βρέθηκε ανέτοιμο μπροστά στο συμβιβασμό του 1974 και στην πολιτική Καραμανλή, που αποτελούσε το πιο προχωρημένο πείραμα αστικού εκσυγχρονισμού στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας δικαίως υπερηφανεύεται συχνά, γιατί εξασφάλισε την ανώδυνη σταθεροποίηση του συστήματος, υποτάσσοντας τις λαϊκές δυνάμεις στην ευρωπαϊκή-εκσυγχρονιστική πολιτική του. Ωστόσο, η σταθεροποίηση ήταν σχετικά αβέβαιη, γιατί παρέμειναν ζωντανές και συγκροτημένες ισχυρές αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, που καθυστερούσαν και νόθευαν την πολιτική της Δεξιάς και πίεζαν τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και, ακόμα περισσότερο, του ΚΚΕ. Στα πλαίσια του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστικού κινήματος, που αντιπάλευε την πολιτική της Δεξιάς, επικράτησε η λογική της «αλλαγής»: Στην πρώτη φάση, όταν το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στην αντιπολίτευση, η επικράτηση της «αλλαγής» σήμανε την κυριαρχία της ρεφορμιστικής γραμμής στο εσωτερικό των αντιιμπεριαλιστικών - αντιμονοπωλιακών δυνάμεων. Στη δεύτερη φάση, όταν το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην κυβέρνηση, η «αλλαγή» έχασε και αυτόν το μικροαστικό ριζοσπαστισμό της και κατέληξε να σημαίνει τη σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Αν και ο κύκλος αυτού του κινήματος έκλεισε με την χρεοκοπία της ΠΑΣΟΚικής διαχείρισης και, το κυριότερο, με την αφομοίωση και του ΚΚΕ στην αστική πολιτική, ωστόσο δημιουργήθηκαν σοβαρές ρωγμές και πολιτικά κενά. Αυτό έδειξε η μεγαλύτερη μεταπολεμικά κρίση που ξέσπασε στο ΚΚΕ αλλά και ορισμένοι τράνταγμα στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, που δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμα πλήρως. Σήμερα, μέσα στο λαϊκό κίνημα συγκρούονται τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις: • Η γραμμή της Δεξιάς, δηλαδή της συντηρητικής παραλλαγής της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Αν η Δεξιά του 74 προσπαθούσε να εκτονώσει το λαϊκό κίνημα, εν μέρει μάλιστα, να το χρησιμοποιήσει και σαν διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στις Δυτικές κυβερνήσεις, η Δεξιά της δεκαετίας του '90 έχει στόχο να το συντρίψει, και μάλιστα γρήγορα και αποφασιστικά. Η (δια η διαδικασία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, ειδικά στην συντηρητική παραλλαγή της, απειλεί να διαρρήξει βίαια όλο το δίχτυ συλλογικότητας και οργάνωσης της εργατικής τάξης, ευνοώντας την ατομική διαπραγμάτευση με τον εργοδότη, την ατομική κάλυψη των αναγκών, τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό μέσα στην (δια την εργατική τάξη. Απειλεί, δηλαδή, να γυρίσει το εργατικό κίνημα όχι μόνο πίσω από το 1917, αλλά πίσω και από τις στοιχειωδέστερες κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα, σε ένα καινούριο κοινωνικό και πολιτικό Μεσαίωνα της δορυφορικής εποχής. Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το πρώτο διάστημα διακυβέρνησης από τη ΝΔ, που κρίνει σε μεγάλο βαθμό τους ρυθμούς και το βάθος της επίθεσης της. Φυσικά η Δεξιά προσπαθεί να παρέμβει στο εργατικό κίνημα και από τα μέσα. Η αγριότητα της επίθεσης της, βέβαια, την δυσκολεύει από μια πλευρά, ωστόσο από μια άλλη την διευκολύνει, τουλάχιστον όσο δεν εμφανίζεται αξιόμαχη και πειστική αριστερή αντιπολίτευση. Η μοιρολατρία και η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», είναι το έδαφος στο οποίο πατάει η ΔΑΚΕ για να παίξει το ρόλο της πέμπτης φάλαγγας. Τελικά, η δεξιά προωθεί στο λαϊκό κίνημα τη γραμμή της ενεργητικής συναίνεσης και υποστήριξης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, αφήνοντας στα συνδικάτα το ρόλο του διαπραγματευτή για τους τρόπους ενσωμάτωσης των μαζών στην πολιτική της. • Η γραμμή της «Ευρωαριστεράς», που ακολουθούν με διαφορετικό τρόπο οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού, δηλαδή· η σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Στην ουσία αυτές οι ηγεσίες διαπραγματεύονται το βαθμό και τους ρυθμούς καταπάτησης των λαϊκών δικαιωμάτων, αμφισβητώντας τη συντηρητική γραμμή «στα σημεία» κι όχι «εφ' όλης της ύλης». Η βασική ιδιομορφία της «Ευρωαριστερής» κατεύθυνσης, είναι ότι οι ηγεσίες που την υποστηρίζουν νιώθουν πιο ισχυρή την πίεση των λαϊκών (σε μεγάλο βαθμό εργατικών) μαζών που τις ακολουθούν. Αυτά τα κόμματα δεν μπορούν να κόψουν εντελώς τον ομφάλιο λώρο που τα συνδέει με το λαϊκό κίνημα, παρά μόνο υπονομεύοντας ιστορικά την ίδια τους τη συνοχή και την ύπαρξη. Γι' αυτό αναγκαστικά θα ακολουθούν μια γραμμή δύο ταχυτήτων· συναινετικοί στο πολιτικό επίπεδο, αντιπολιτευτικοί στο λαϊκό κίνημα. Αλλά και αυτή η «αντιπολίτευση» τους θα αφορά το μοντέλο της 47


αναδιάρθρωσης και όχι την ουσία της. Οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού ελπίζουν, έτσι. ότι θα κερδίζουν πόντους στο παιχνίδι των κυβερνητικών εναλλαγών, αν πείσουν την ολιγαρχία ότι αυτές, και όχι η ΝΔ, μπορούν να εξασφαλίσουν την πιο ανώδυνη ενσωμάτωση των μαζών στη διαδικασία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Αυτή η τακτική αποδίδει, βέβαια, σε εποχές ανόδου του λαϊκού κινήματος. Σε περιόδους όμως σαν τη σημερινή, οι εργαζόμενοι δεν έχουν ισχυρούς λόγους να ακολουθήσουν μια «ξεψυχισμένη» αντιπολίτευση, που ρίχνει τουφεκιές για την τιμή των όπλων και τους καλεί σε μάχες εκ των προτέρων χαμένες. Αναπόφευκτα θα προτιμήσουν την απευθείας συνθηκολόγηση με την κυβέρνηση και την εργοδοσία για να σώσουν ότι μπορούν, εκτός κι αν βρουν μια άλλη ζωντανή αριστερή ελπίδα. • Η γραμμή της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που κατευθύνεται όχι μόνο ενάντια στις ακραίες εκδηλώσεις, αλλά και ενάντια στην «καρδιά» της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης (εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, αυταρχισμός, εξάρτηση κ.λπ.), από τη σκοπιά των συμφερόντων και της προοπτικής της εργατικής τάξης. Σήμερα υπάρχουν μερικά μόνο στοιχεία αυτής της γραμμής, τόσο στο εργατικό και τ'άλλα κοινωνικά κινήματα όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Στοιχεία που εμφανίζονται με αποσπασματικό, ανολοκλήρωτο και αντιφατικό τρόπο, περισσότερο αυθόρμητα και λιγότερο οργανωμένα. Ωστόσο, η διαμόρφωση και ισχυροποίηση της θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις τύχες του κινήματος απέναντι στην επέλαση του νεοσυντηρητισμού. Με δεδομένη τη χρεοκοπία των παραδοσιακών πολιτικών και συνδικαλιστικών δομών, μπορούμε να πούμε ότι είτε η ελπίδα του αύριο θα ξεπηδήσει από αυτό το χώρο, είτε δεν θα ξεπηδήσει καθόλου.

7.2. Η ενότητα και οι συμμαχίες της εργατικής τάξης στις νέες συνθήκες Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η διαδικασία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης επιφέρουν σοβαρές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, το ρόλο και την σύνθεση της εργατικής τάξης και τις μορφές εκμετάλλευσης της. Αυτές οι αλλαγές, που πιο γρήγορα και χαρακτηριστικά εξελίσσονται στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, έχουν αρχίσει ήδη να εκδηλώνονται και στην Ελλάδα, δημιουργώντας καινούριες συνθήκες ανάπτυξης της λαϊκής πάλης. Η εμπειρική και θεωρητική ανάλυση αυτών των αλλαγών απαιτεί συστηματικές προσπάθειες της μαρξιστικής Αριστεράς. Κάποιες τάσεις, όμως, μπορούν καταρχήν να διαπιστωθούν. • Ανεβαίνει ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα στην παραγωγή. Από την τελείως αποξενωμένη εργασία της παραδοσιακής «αλυσίδας», περνάμε σε μια φάση όπου η ενεργητική συμμετοχή του εργαζόμενου γίνεται αναγκαία για την άνοδο της παραγωγικότητας, ειδικά στους κλάδους αιχμής. Από την αποξένωση των εργαζομένων από τη μόρφωση, περνάμε σε μια περίοδο όπου είναι αναγκαίο ένα σχετικά ψηλό μορφωτικό επίπεδο ενός τμήματος, τουλάχιστον, της εργατικής τάξης, έστω κι αν αυτή η τάση εκφράζεται στρεβλά, με την στενή εξειδίκευση, χωρίς επαρκή γενικότερη καλλιέργεια. • Η άκαμπτη οργάνωση της εργασίας, που αρνιόταν κάθε πρωτοβουλία στον εργαζόμενο, δίνει τη θέση της σε πιο ευέλικτες μορφές, όπου μια ελεγχόμενη, πειθαρχημένη πρωτοβουλία είναι επιθυμητή από το ίδιο το κεφάλαιο. • Η εκμετάλλευση του εργάτη στη σφαίρα της παραγωγής συνδυάζεται στενά, πλέον, με την εκμετάλλευση του στην έξω-παραγωγική του δραστηριότητα, σε κάθε σφαίρα της πολιτιστικής, κοινωνικής του ζωής, καθώς ολοκληρώνεται η «βιομηχανοποίηση» αυτών των τομέων. • Η παραδοσιακή σκληρή αστυνόμευση στον τόπο δουλειάς αποκτά μάλλον συμπληρωματικό χαρακτήρα, καθώς περνάνε σε πρώτο πλάνο πιο απρόσωπες μορφές καταναγκασμού και συναίνεσης. Όπως για παράδειγμα, η δαμόκλειος σπάθη της ανεργίας, το άγχος της διπλής δουλειάς για να καλυφθούν οι νέες ανάγκες της λαϊκής οικογένειας, η σύνδεση μισθού-παραγωγικότητας κ.λπ. • Αλλάζει η δομή της εργατικής τάξης και γίνεται πιο πολύπλοκη. Ανεβαίνει το ποσοστό των υψηλά ειδικευμένων εργατών και ειδικά αυτών που εκτελούν πνευματική εργασία - και στην Ελλάδα εμφανίζεται τέτοια τάση. Δημιουργούνται μεγαλύτερες αντιθέσεις μέσα στην (δια την εργατική τάξη 48


(εργαζόμενοι-άνεργοι, ξένοι-ντόπιοι, αναπτυσσόμενοι κλάδοι-παραδοσιακοί που μαραζώνουν κ.λπ.). Ταυτόχρονα, δυναμώνει η προσέγγιση μέρους της διανόησης με την εργατική τάξη. Εμφανίζονται νέα μισθωτά μεσαία στρώματα, που μαζί με τα παλιά αφενός μεν γίνονται αντικείμενο πιο ληστρικής εκμετάλλευσης από το πολυεθνικό κεφάλαιο, αφετέρου προσδένονται πιο άμεσο σ'αυτό. • Εμφανίζεται η τάση υπέρβασης της διάσπασης της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Το πολυεθνικό κεφάλαιο δημιουργεί με γρήγορους ρυθμούς μια αξιόλογη αριθμητικά και ποιοτικά νεαρή εργατική τάξη σε αρκετές χώρες του Τρίτου Κόσμου, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ένα «τέταρτο κόσμο» εξαθλιωμένων και άνεργων στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Οι παραδοσιακοί εθνικοί διαχωρισμοί στην παγκόσμια εργατική τάξη κυριαρχούν ακόμα, ωστόσο διαφοροποιούνται κάτω από τον κοινό καταπιεστικό ζυγό του πολυεθνικού-πολυκλαδικού κεφαλαίου. Εμφανίζονται κάποια στοιχεία διεθνοποίησης των εργατικών αγώνων. Στις νέες συνθήκες γίνεται πιο σύνθετο το ζήτημα της εργατικής ενότητας, όπως και το ζήτημα των συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα μεσαία στρώματα, παλιά και νέα. Ιδιαίτερα η ενότητα της εργατικής τάξης, αποκτά κρίσιμη σημασία στις συνθήκες της συντηρητικής επιδρομής, πολύ περισσότερο που χωρίς αυτή είναι ουτοπία να περιμένει κανείς αποτελεσματικές συμμαχίες με τα μεσαία στρώματα. Αυτό το «ξεχνούν» πάντα οι ρεφορμιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος, που χρησιμοποιούν την ανάγκη «πλατύτερων συμμαχιών» μόνο σαν άλλοθι για την υποβάθμιση της εργατικής αλληλεγγύης και πάλης, και για την αποδοχή συντηρητικών μέτρων. Το πολυεθνικό κεφάλαιο προσπαθεί να ξεκόψει από την υπόλοιπη εργατική τάξη τα σύγχρονα και πρωτοποριακά (από άποψη θέσης και προοπτικής) τμήματα της, που απασχολούνται σε κλάδους αιχμής (νέες τεχνολογίες κ.λπ.). Αντίθετα τα τμήματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν δύναμη της εργατικής ενότητας σε ανώτερο επίπεδο. Γι'αυτό πρέπει να βρεθούν στο κέντρο της προσοχής της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό, βέβαια, καθόλου δεν σημαίνει υποτίμηση παραδοσιακών κλάδων της εργατικής τάξης, με μεγάλη αγωνιστική κληρονομιά και ιδιαίτερη πολιτική πείρα και συνειδητοποίηση. Το ζητούμενο είναι αυτές οι παραδόσεις και εμπειρίες να μεταφερθούν στο σύνολο της τάξης και, ειδικά, στο σύγχρονο βιομηχανικό πυρήνα της.

7.3. Αλλαγές στους στόχους, τις μορφές πάλης και τη δομή του λαϊκού κινήματος Οι μεταβολές στις συνθήκες εργασίας και ζωής των σύγχρονων εργατικών στρωμάτων, βρίσκουν αντίκρισμα στην κοινωνική και πολιτική νοοτροπία τους και στον ίδιο τον τρόπο ανάπτυξης της λαϊκής πάλης. Κάποιες πρώτες διαπιστώσεις, περισσότερο σαν ερεθίσματα για συζήτηση, μπορούν να διατυπωθούν: • Αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα τάση (βασανιστικά και αβέβαια, είναι αλήθεια) να ξεπεραστεί η μονόπλευρη ενασχόληση με στενά οικονομικές διεκδικήσεις, η αδιαφορία για ευρύτερα ζητήματα, που αφορούν το περιεχόμενο της εργασίας και την οργάνωση της παραγωγής, όπως και η αταξική-απολίτικη αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων έξω από τον εργασιακό χώρο. Ανεβαίνει το ενδιαφέρον και, σε μικρότερο βαθμό, η δραστηριότητα λαϊκών στρωμάτων για προβλήματα του ελεύθερου χρόνου, του περιβάλλοντος κ.λπ., από τη σκοπιά των δικών τους ταξικών συμφερόντων. • Ο παραδοσιακός διαχωρισμός οικονομικής και πολιτικής πάλης (σχετικός, ούτως ή άλλως) υποχωρεί, καθώς τα άμεσα αιτήματα της εργατικής τάξης τείνουν να πάρουν πολιτικό χαρακτήρα. Αιτήματα που σε άλλες εποχές, εκτατικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, μπορούσαν να «χωνευτούν» άνετα από την κυρίαρχη τάξη, στις σημερινές συνθήκες κοινωνικού ρεβανσισμού του νεοσυντηρητισμού φέρνουν την εργατική τάξη σε απ'ευθείας αντίθεση με το ίδιο το αστικό κράτος, το σύνολο των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων, το χρηματιστηριακό κέντρο, ακόμα και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Αιτήματα όπως η ΑΤΑ, η προάσπιση των θέσεων εργασίας, η δημοκρατική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, απαιτούν πλέον ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα, μια δημοκρατική εναλλακτική λύση στο νεοσυντηρητισμό. Χωρίς ένα τέτοιο πρόγραμμα, σε αντισυντηρητική, αντιεξαρτησιακή και τελικά, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, η προώθηση 49


αποσπασματικών διεκδικήσεων γίνεται πολύ δύσκολη, καθώς ο νεοσυντηρητισμός εμφανίζει μια συνεκτική, ολοκληρωμένη πρόταση ριζικής αναδιοργάνωσης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δομών. • Περνάνε σε πρώτο πλάνο οι αμυντικοί στόχοι του εργατικού κινήματος για την προάσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων και υποχωρούν, σχετικά, οι επιθετικές κινητοποιήσεις για διεύρυνση των λαϊκών δικαιωμάτων. Το γεγονός αυτό, παρότι είναι ως ένα βαθμό αναπόφευκτο εξαιτίας της επιθετικής κυβερνητικής πολιτικής και του συσχετισμού των δυνάμεων, από ένα σημείο και πέρα δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το λαϊκό κίνημα, να καταδικαστεί σε μάχες οπισθοφυλακών. Ακόμα κι ο αμυντικός αγώνας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός. παρά μόνο αν συνδυάζεται με κάποιες επιθετικές πρωτοβουλίες ορισμένων πρωτοποριακών ισχυρών τμημάτων του εργατικού κινήματος, που θα παρενοχλούν τον αντίπαλο. θα τον εξαναγκάζουν σε επιμέρους υποχωρήσεις, δίνοντας δυνατότητες ανασύνταξης και αποθέματα δύναμης στο σύνολο του κινήματος. Οι παραδοσιακές πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος αδυνατούν να συμβάλουν σε ένα επανεξοπλισμό του με σύγχρονους θετικούς στόχους πάλης. Η γραμμή άμυνας, που χαράζουν απέναντι στο νεοσυντηρητισμό, βασίζεται στην απλή υπεράσπιση της σημερινής τάξης πραγμάτων. Όταν μιλάνε για θετικούς στόχους κατά κανόνα εννοούν την αποδοχή του αστικού εκσυγχρονισμού κι όχι τον εκσυγχρονισμό των στόχων του κινήματος από θέσεις ταξικής αυτοτέλειας. Η ριζοσπαστική Αριστερά, υπερασπιζόμενη τις κοινωνικές κατακτήσεις δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα να υπερασπίζεται το σημερινό κοινωνικό «στάτους κβο» (π.χ. το σημερινό δημόσιο τομέα, τις σημερινές εργασιακές σχέσεις κ.λπ.). Και οι αμυντικές μάχες πρέπει να δίνονται από τη σκοπιά του μέλλοντος. Έτσι, οι στόχοι που αφορούν τον χρόνο εργασίας, τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, τα πολιτιστικά και μορφωτικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων κ.λπ., ανεβαίνουν στις πρώτες γραμμές της ημερήσιας διάταξης του κινήματος. • Τροποποιούνται, σχετικά, και οι μορφές πάλης. Οι απεργίες, σαν μορφή πολιτικής προειδοποίησης των κυρίαρχων κύκλων γίνονται όλο και πιο συχνό φαινόμενο. Όπως επίσης και λειτουργικές καταλήψεις ή άλλες μορφές που παρεμβαίνουν στον (διό τον κοινωνικό ρόλο της παραγωγής, της παιδείας και άλλων διαδικασιών. • Η αυτοτέλεια, η άμεση δημοκρατία και η ανασυγκρότηση των συνδικάτων αποκτά ποιοτικά καινούριο περιεχόμενο, καθώς η παραδοσιακή πολιτική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία υποτάσσεται ι'τη διαδικασία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Οι εργαζόμενοι δεν ανέχονται, πλέον να γίνονται οι αγώνες τους απλό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των χρεοκοπημένων και ανυπόληπτων ηγεσιών τους. Καθώς οι άμεσες διεκδικήσεις συνδέονται πιο άμεσα με την πολιτική και τις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής, οι εργαζόμενοι γίνονται λιγότερο πρόθυμοι να καταπιούν αμάσητες τις πολιτικές και θεωρητικές απαντήσεις αυτών των ηγεσιών. Αναζητούν οι ίδιοι πολιτικές θέσεις και γενικότερες θεωρητικές αρχές για την ανάπτυξη της πάλης τους. Ο παραδοσιακός καταμερισμός (οι εργατικές μάζες για την τρέχουσα συνδικαλιστική πάλη, τα κόμματα για την πολιτική, η διανόηση για τη θεωρία) τείνει να ξεπεραστεί. Η άμεση δημοκρατία και η διαφάνεια σε όλες τις εργατικές οργανώσεις αποτελεί επιτακτική ανάγκη σήμερα και ανταποκρίνεται στις ανεβασμένες απαιτήσεις του σύγχρονου εργαζόμενου να αναπτύξει την ατομικότητα του με κοινωνικό τρόπο. Η εργασιακή αλλά και η γενικότερη κοινωνική κουλτούρα του σύγχρονου εργαζόμενου δεν είναι η (δια με αυτή του «πειθαρχημένου εργάτη» της δεσποτικής «αλυσίδας». • Επιτακτικά μπαίνει, πλέον, το θέμα της αλλαγής της δομής του συνδικαλιστικού και γενικότερα του εργατικού κινήματος, ώστε να μπορεί να δώσει αποτελεσματικές μάχες στις συνθήκες κυριαρχίας του πολυεθνικού-πολυκλαδικού καπιταλισμού και επιτάχυνσης των περιφερειακών ολοκληρώσεων.

7.4. Ριζοσπαστική Αριστερά και λαϊκό κίνημα Όχι μόνο εξαιτίας των σημερινών συσχετισμών δύναμης, αλλά και για λόγους αρχής, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να δει το λαϊκό κίνημα πατερναλιστικά, απλά σαν «πρώτη ύλη» για την προώθηση των πολιτικών τους στόχων. Αντίθετα, πρέπει να βλέπει τον εαυτό της σαν την 50


αριστερή ριζοσπαστική πτέρυγα του ίδιου του λαϊκού κινήματος. Το πολιτικό και θεωρητικό «πλεονέκτημα της» δεν είναι εκ των προτέρων δοσμένο, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται μέσα από την ανάπτυξη της λαϊκής πάλης που έχει αντίκρισμα μόνο όταν συμβάλει έμπρακτα στην άνοδο της ενότητας και της μαχητικής δύναμης του κινήματος. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει αποδοχή μιας αόριστης «κινηματικής λογικής», που αποθεώνει την άμεση δράση, υποτιμώντας το πολιτικό πρόγραμμα, τη στρατηγική γραμμή, το θεωρητικό πλαίσιο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Μια τέτοια τάση, που κερδίζει έδαφος στις γραμμές της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δικαιολογείται ίσως για λίγο διάστημα εξαιτίας της απογοήτευσης από τις παραδοσιακές ηγεσίες, με την άκαμπτη γραφειοκρατική-πατερναλιστική λογική και πρακτική τους, αλλά δεν δικαιώνεται ιστορικά και πολιτικά. Τα αδιέξοδα όλων των αριστερίστικων ομάδων της Δυτικής Ευρώπης, πείθουν γι' αυτό. Παρά το γόνιμο «αντιγραφειοκρατικό» φορτίο αυτών των τάσεων, τελικά αναβιώνουν με καινούριο τρόπο την παραδοσιακή νοοτροπία του ακτιβισμού και του καιροσκοπισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, αφήνοντας τα γενικότερα πολιτικά και κοσμοθεωρητικά προβλήματα στο έλεος της αστικής τάξης και των μικροαστικών ηγεσιών του λαϊκού κινήματος. Η «στοιχειακή», αντισυντηρητική, αντιεξαρτησιακή ενωτική πάλη των λαϊκών στρωμάτων μπορεί να πάρει αριστερό αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα μόνο με την προϋπόθεση μιας ποιοτικά ανώτερης συγκρότησης, οργάνωσης και παρέμβασης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μια τέτοια παρέμβαση οφείλει να στηρίζεται στις ίδιες τις ανάγκες των εργαζόμενων στρωμάτων, σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, ξεκινώντας από τη διαδικασία της παραγωγής. Να αντιμετωπίζει το βασικό περιεχόμενο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και όχι μόνο κάποιες επιμέρους εκδηλώσεις της. βοηθώντας ταυτόχρονα το εργατικό κίνημα να συνδέσει την άμεση αντισυντηρητική-αντιεξαρτησιακή πάλη του με στοιχεία μιας επαναστατικής αντικαπιταλιστικής στρατηγικής με προοπτική το σοσιαλισμό. Η (δια η πραγματικότητα αναγκάζει το λαϊκό κίνημα και την (δια την αριστερά να διαλέξει ένα από τα δύο: Ή συμπόρευση με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση (στη συντηρητική ή στην σοσιαλδημοκρατική παραλλαγή της) ή μαχητική άμυνα, με παράλληλη πάλη για διεύρυνση των λαϊκών κατακτήσεων και συγκέντρωση των δυνάμεων της επαναστατικής αλλαγής. Η ριζοσπαστική αριστερά καλείται να αποδείξει στην πράξη ότι όχι μόνο θέλει αλλά και μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο πόλο συσπείρωσης, για μια νέα πορεία του λαϊκού κινήματος σ'αυτό το δρόμο.

8. ΓΙΑΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ. ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ Με την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτά που σκεφτόμασταν το 1989 πρέπει να τα ξανασκεφτούμε με νέους όρους. Προβλήματα που υπέβοσκαν πέρυσι, φέτος έχουν τεθεί με τον πιο δραματικό τρόπο. Τελικό ερώτημα: Ο κομμουνισμός είναι ουτοπία; Και αν όχι, ποιες θα ήταν οι προϋποθέσεις για την αναγέννηση του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος;

8.1. Οι νέες δυσμενείς πραγματικότητες Σήμερα η υπεροχή του καπιταλισμού είναι δεδομένη, τόσο στο τεχνολογικό-οικονομικό και το στρατιωτικό, όσο και στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η οικονομία και το πολιτικό συστημάτων «σοσιαλιστικών» χωρών της Ευρώπης καταρρέει. Η κρίση της Σοβιετικής Ένωσης βαθαίνει και οι φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις βρίσκονται σε άνοδο. Στην Κίνα η αναγέννηση του καπιταλισμού συμβαδίζει με την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, και με τη μετατροπή της λαϊκής εξουσίας σε δικτατορία της κρατικής και της κομματικής γραφειοκρατίας. Από την άλλη πλευρά τα Κ. Κ. των αναπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών περιθωριοποιούνται ή αυτοκαταργούνται, ενώ το διεθνές εργατικό κίνημα βρίσκεται σε μια φάση ύφεσης και παρακμής. Ποιες είναι οι αιτίες της ήττας των μέχρι τώρα λεγόμενων επαναστατικών δυνάμεων της εποχής μας: Και αν ο καπιταλισμός δεν αποτελεί την τελευταία μορφή ανθρώπινης κοινωνίας, αν οι ενδογενείς αντιθέσεις του θα οξύνονται χωρίς διέξοδο μέσα από μια παρατεινόμενη κρίση, τότε, υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να αναγεννηθεί το εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα; 51


8.2. Το τέλος μιας εποχής Είναι προφανές ότι δε ζούμε σήμερα απλώς μια δυσμενή συγκυρία του επαναστατικού κινήματος. Ζούμε το τέλος μιας ιστορικής περιόδου: Την αποτυχία της πρώτης απόπειρας για τη δημιουργία σοσιαλιστικών κοινωνιών. Τον εκφυλισμό των οπορτουνιστικών κομμάτων των αναπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών. Την έλλειψη στρατηγικής του επαναστατικού κινήματος — τόσο την έλλειψη στρατηγικής της σοσιαλιστικής επανάστασης όσο και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ειδικά στην Ελλάδα ζούμε μια νέα κρίση της Αριστεράς και μια διαδικασία ενσωμάτωσης του ΚΚΕ στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων και συνολικά της κρίσης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν οδήγησε στην άνοδο των επαναστατικών δυνάμεων. Συμβάδισε με την παρακμή τους. Πως θα ήταν δυνατό να αντιστραφεί αυτή η πορεία;

8.5. Η υπέρβαση του σχίσματος σοσιαλιστών-κομμουνιστών Από τις αρχές του αιώνα μας τα σοσιαλιστικά κόμματα ενσωματώθηκαν βαθμιαία στο καπιταλιστικό σύστημα και έγιναν διαχειριστές του. Στα τέλη του αιώνα μας, τα κομμουνιστικά κόμματα βρίσκονται σε μια πορεία παρακμής και. ενσωμάτωσης. Για ορισμένους, μια από τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση της σημερινής κρίσης θα ήταν η υπέρβαση του ιστορικού σχίσματος σοσιαλιστώνκομμουνιστών. Ποιο όμως θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο αυτής της υπέρβασης; Μέχρι σήμερα τα μόνα δείγματα είναι η υποταγή των κομμουνιστών στους σοσιαλιστές — η αυτοκατάργηση των κομμουνιστικών κομμάτων (Ιταλία, Ουγγαρία, Ανατολική Γερμανία, Πολωνία). Αυτού του είδους η υπέρβαση μόνο ως ήττα του κομμουνιστικού κινήματος μπορεί να θεωρηθεί. Αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι η υπέρβαση του κληρονομικού πλέγματος σεκταρισμού-οπορτουνισμού που συνιστά την κύρια αιτία του εκφυλισμού των κομμουνιστικών κομμάτων, και η δημιουργία ενός νέου επαναστατικού κόμματος του οποίου οι αρχές, η δομή, η λειτουργία και η στρατηγική θα αντιστοιχούν στις κοινωνικές πραγματικότητες, στις ανάγκες και στις δυνατότητες της εποχής μας- των αρχών του 21ου αιώνα. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να υπερβούμε ιστορικά ξεπερασμένα «σχίσματα» αλλά να δημιουργήσουμε τον επαναστατικό φορέα που απαιτεί η σημερινή πραγματικότητα.

8.4. Ο καπιταλισμός δεν είναι το μέλλον της ανθρωπότητας Ο καπιταλισμός «θριαμβεύει» στην εποχή μας. Αλλά μετά το «θρίαμβο» γίνονται περισσότερο ορατές οι ενδογενείς αντινομίες του, και οι καταστροφικές συνέπειες του: η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων από τη μια, και από την άλλη η καταστροφή της φύσης και της εργατικής δύναμης (ανεργία, συνθήκες ζωής κ.λπ.), η γενικευμένη αλλοτρίωση και αποξένωση, η καταστροφή των προσωπικών σχέσεων, η έλλειψη νοήματος στην καθημερινή ζωή, το υπαρξιακό μηδέν. Για να κερδίσει ο σοσιαλισμός το ιστορικό στοίχημα της εποχής μας, πρέπει να προδιαγράψει και να πραγματοποιήσει μια κοινωνία που δε θα εξαλείψει απλώς την ανεργία και την εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο, αλλά θα δώσει θετικό περιεχόμενο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η σοσιαλιστική θεωρία και πράξη πρέπει να οδηγήσει στην υπέρβαση της πλαστής συνείδησης — στην οριστική νίκη του υλισμού και του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού, απέναντι στις θρησκευτικές, ιδεαλιστικές και μυστικιστικές ιδεολογίες και απέναντι στις ιδεολογίες της φυγής.

8.5. Πώς θα υπερβούμε τους εαυτούς μας; Ας περιοριστούμε τώρα στην ελληνική πραγματικότητα. Και πρώτα, ας προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας. Προερχόμαστε, στη μεγάλη πλειονότητα, από το ΚΚΕ και την ΚΝΕ: άλλοι διώχτηκαν ή έφυγαν παλαιότερα, άλλοι πρόσφατα, όλοι μέσα από την αδιάκοπη αιμορραγία του ΚΚΕ. Αλλά αν δεχτούμε ότι η κύρια αιτία των κρίσεων του ΚΚΕ δεν είναι κυρίως τα υποκειμενικά λάθη, αλλά η ανυπαρξία σε τελευταία ανάλυση από ένα σημείο και μετά ενός ταξικού εργατικού χαρακτήρα και προσανατολισμού, η κυριαρχία σε κάποια φάση της εξέλιξης του στα βασικά του χαρακτηριστικά ενδιάμεσων δυνάμεων από κοινωνική πολιτική ιδεολογική άποψη που δεν μπορούν το λιγότερο, να ηγηθούν σε μια πορεία με σαφείς προλεταριακούς επαναστατικούς στόχους. Αν δεχτούμε ότι στα πλαίσια αυτής της εξέλιξης του ΚΚΕ κυριάρχησε το πλέγμα σεκταρισμού-οπορτουνισμού και οι συνέπειες του — τακτικισμός, έλλειψη στρατηγικής, εμπειρισμός, εκφυλισμός της θεωρίας, έλλειψη 52


εσωκομματικής ζωής, διαγραφές, διώξεις, αποκλεισμοί κ.λπ. — τότε αυτόματα εγείρεται το ερώτημα: Εμείς βγήκαμε άφθαρτοι μέσα από αυτή την κομματική ζωή; Και μπορούμε, με μια αυτάρεσκη συνέχεια, να ελπίσουμε ότι θα δημιουργήσουμε κάποιο «καλό ΚΚΕ»; Ή αντίθετα είναι ανάγκη, μέσα από μια διαδικασία κριτικής και αυτοκριτικής (όχι με την ηθικολογική, αλλά την πολιτική έννοια) να υπερβούμε τους εαυτούς μας; Και πώς μέσα από αυτή τη διαδικασία υπέρβασης δε θα απορρίψουμε, αλλά θα ενσωματώσουμε σε μια ανώτερη ποιότητα ό,τι θετικό αποκομίσαμε από την προηγούμενη κομματική μας ζωή και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος;

8.6. Να αναδείξουμε την ουσία της σημερινής κρίσης Η ιστορία του ΚΚΕ σημαδεύεται από μια σειρά κρίσεις: 1930, 1945, 1956, 1968, 1973, 1989. Πώς αντιμετώπισε και πώς ερμήνευσε η εκάστοτε ηγεσία του ΚΚΕ τις διαδοχικές αυτές κρίσεις; Με την απόκρυψη των αιτίων, με την πρακτορολογία, με την «προσωπολατρεία», με τις κακές ιδιότητες των ηγετών, με την επίκληση εξωγενών παραγόντων. Το ΚΚΕ δεν τόλμησε να αντικρίσει και να ερμηνεύσει την ιστορία του. Το ΚΚΕ, κόμμα αντιφατικό, αριστερό, μη προλεταριακό, συντηρητικό απέναντι στη σοσιαλιστική επανάσταση, φοβόταν και φοβάται τη μαρξιστική ανάλυση της ίδιας της ιστορίας του. Απόδειξη: το θλιβερό τομίδιο της μισής του ιστορίας (1918-1949) που κατόρθωσε να κατασκευάσει μετά από 14 χρόνια «έρευνας»! Προϋπόθεση για την αναγέννηση του κομουνιστικού κινήματος, είναι να αποκοπούμε ριζικά από την τακτική που θέλει να ξεχάσουμε την ιστορία. Αλλά το καθήκον της συγγραφής της πραγματικής ιστορίας του ΚΚΕ απαιτεί χρόνο και δυνάμεις. Εκείνο που πρέπει να γίνει τώρα, χωρίς καθυστέρηση, είναι να γραφτεί και να ερμηνευθεί η προϊστορία και ο χαρακτήρας της σημερινής κρίσης: Πώς από τη δογματική-οπορτουνιστική διαπαιδαγώγηση και πρακτική, ένα μέρος από τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ προχώρησαν στην αμφισβήτηση, στη διαφωνία, στη σύγκρουση και τελικά στη ρήξη; Η σύγκρουση βαθμιαία επικεντρώθηκε στο θέμα της δεξιάς στροφής και της έλλειψης εσωκομματικής δημοκρατίας. Προϋπόθεση όμως για να κερδίσει η επαναστατική ανανεωτική τάση την εμπιστοσύνη των αγωνιστών, είναι να προσδιοριστούν και οι ευθύνες των στελεχών της κατά την περίοδο της θητείας τους στα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ. Η συγκεκριμένη ανάλυση της διαδικασίας που οδήγησε στην πρόσφατη ρήξη δεν πρέπει να αφεθεί στους ιστορικούς του μέλλοντος. Είναι καθήκον των ίδιων των πρωταγωνιστών της.

8.7. Για την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού Ταυτόχρονα και πριν από οτιδήποτε, πρέπει σήμερα να τοποθετηθούμε χωρίς υπεκφυγές απέναντι στο τραγικότερο γεγογός της εποχής μας: στην κατάρρευση του λεγόμενου «παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος». Κατά την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ, δεν πρόκειται για κατάρρευση, αλλά για «εξάντληση ενός ορισμένου γραφειοκρατικού μοντέλου» και για «πέρασμα σε ένα ποιοτικά ανώτερο στάδιο». Αλλά για μας το πρόβλημα δεν είναι να αναγνωρίσουμε απλώς το γεγονός της αποτυχίας και της κατάρρευσης. Πρέπει να το κατανοήσουμε και να το ερμηνεύσουμε. Είναι εύκολο να πούμε: Οι χώρες αυτές δεν ήταν σοσιαλιστικές. Αλλά το πρόβλημα δε λύνεται με την τυπική λογική: ήταν ή δεν ήταν. Για να κατανοήσουμε τα σημερινά γεγονότα, πρέπει να ανασυστήσουμε την ιστορική διαδικασία που οδήγησε εδώ:Τις συνθήκες, τις αντικειμενικές δυσκολίες, τις κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και συσχετισμούς, τα λάθη, τις αποκλίσεις, το τραγικό αδιέξοδο και την κατάρρευση. Και τότε θα ανιχνεύσουμε σαν βασική αιτία τη διαδικασία απομάκρυνσης του κόμματος και του κράτους από την εργατική τάξη και την κοινωνία, την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και τις αντιθέσεις της, την απονέκρωση της εργατικής τάξης και ευρύτερα των εργαζομένων από τη διεύθυνση της κοινωνίας και του κομμονιστικού κόμματος. Συνολικά, την κατάργηση της πολιτικής στο όνομα της πολιτικής, την έκπτωση της θεωρίας, και βαθμιαία την ήττα του μαρξισμού από τον εθνικισμό, τη θρησκεία, το μηδενισμό — συνολικά από τις προμαρξιστικές ιδεολογίες. Στη συνέχεια πρέπει να προχωρήσουμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο: Στην αναζήτηση των αιτιών των προηγούμενων φαινομένων. Και εδώ μαζί με τα προβλήματα ανάλυσης των ταξικών αντιθέσεων της νέας κοινωνίας και του «επαναστατικού» υποκειμένου, μαζί με τα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα, 53


θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το πρόβλημα της «ουσίας» της ίδιας της εργατικής τάξης στα διάφορα στάδια της εξέλιξης της και παραπέρα του ίδιου του ανθρώπου και το διαλεκτικό τους αλληλοκαθορισμό με το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.

8.8. Η στάση απέναντι στην περεστρόικα Η διαδικασία της ανασυγκρότησης στη Σ. Ε. γέννησε αρχικά πολλές ελπίδες. Ωστόσο οι εγγενείς αντιφάσεις της ήταν ορατές από την αρχή: Μια ριζική ανασυγκρότηση όλων των κοινωνικών πολιτικών πολιτιστικών σχέσεων προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού ήταν αντικειμενική ανάγκη για τη σοβιετική κοινωνία. Ωστόσο η περεστρόικα που ξεκίνησε από τα πάνω, με σαφή έλλειψη συγκεκριμένης στρατηγικής, με ηθικολογική γλώσσα, διατήρηση των προνομίων, με υποχώρηση σε προσοσιαλιστικές μορφές ιδιοκτησίας, διέψευσε τις προσδοκίες για ένα ριζικό σοσιαλιστικό επαναπροσανατολισμό της κοινωνίας. Πρέπει να προσδιορίσουμε συγκεκριμένα τη θέση μας απέναντι στην ανασυγκρότηση. Και η θέση μας θα είναι συγκεκριμένη, μόνο αν αναλύσουμε τον αντιφατικό χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας, στη βάση της αντιφατικής εξέλιξης όλων των φάσεων ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας, αν προσεγγίζοντας τις παλιές αντιθέσεις διαβλέψουμε τις σημερινές τάσεις, αν αναλύσουμε τις «παλιές» και νέες αιτίες για την αστικοποίηση της γραφειοκρατίας και την ανάπτυξη νέων αστικών εκμεταλλευτικών στρωμάτων από την παραοικονομία, τη «μαφία», τη σύμφυση γραφειοκρατίας και «μαφίας» και τη συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα πρέπει να πάρουμε καθαρή θέση απέναντι στην εξέλιξη των άλλοτε Λαϊκών Δημοκρατιών προς τις αξίες του καπιταλισμού. Δεν μπορούμε να κάνουμε προφητείες ούτε, πολύ περισσότερο, να επηρεάσουμε ουσιαστικά τις εξελίξεις. Αλλά μια τίμια θέση απέναντι στην κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων αποτελεί προϋπόθεση για να ξεπεράσουμε κι εμείς τη δίκη μας οπορτουνιστική-γραφειοκρατική διαπαιδαγώγηση και τις αντίστοιχες νοοτροπίες και πρακτικές. Τέλος, αν μέσα στο σκοτεινό τοπίο των καθεστώτων που καταρρέουν, μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε τις νέες επαναστατικές δυνάμεις και να συνδεθούμε μαζί τους, τότε θα έχουμε κάνει ένα πρώτο βήμα προς ένα νέο προλεταριακό διεθνισμό, που θα συνιστά την άρνηση του νεκρού δήθεν διεθνισμού των διεφθαρμένων ιερατειών της Ανατολής, καθώς και του δικού μας ιερατείου.

8.9. Ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος και εφικτός Η κατάρρευση του άλλοτε «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» οδηγεί στο αγωνιώδες ερώτημα: Η νίκη του καπιταλισμού είναι οριστική; Ή πρόκειται για μια φάση ήττας, υποχώρησης και παρακμής του κομμουνιστικού συστήματος που θα ήταν δυνατό να τη διαδεχθεί μια νέα φάση ανόδου; Για να απαντήσουμε συγκεκριμένα σ' αυτό το ερώτημα πρέπει: 1) Να αναλύσουμε τις αντινομίες του καπιταλισμού στη φάση των πολυεθνικών και των ολοκληρώσεων, να αποδείξουμε τον ενδογενή χαρακτήρα τους, τις τάσεις εξέλιξης τους και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού και τη δυνατότητα της πραγματοποίησης του. 2) Γι' αυτό το τελευταίο χρειάζεται να εξηγήσουμε την αποτυχία των πρώτων προσπαθειών, απορρίπτοντας την ψευδοθεωρία της προσωπολατρείας και δίνοντας συγκεκριμένη απάντηση στο αναπόφευκτο ή μη του γραφειοκρατικού καθεστώτος, άρα στο αναπόφευκτο ή μη της σημερινής κατάρρευσης. 3) Αν τεκμηριώσουμε την επικαιρότητα, πρέπει στη συνέχεια να τεκμηριώσουμε το εφικτό. Που σημαίνει προσδιορισμό των δυνάμει επαναστατικών δυνάμεων, των μορφών της επανάστασης, της δυνατότητας να νικήσει και ταυτόχρονα και προπαντός να προδιαγράψουμε τους όρους, τους θεσμούς κ.λπ. που θα αντιρροπούν πάγια την τάση για συγκεντρωτισμό και αυτονόμηση, άρα την τάση για εκφυλισμό της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, και της εργατικής εξουσίας.

8.10. Το πρόβλημα της θεωρίας Τα προηγούμενα είναι ερωτήματα που απαιτούν τεκμηριωμένες θεωρητικές απαντήσεις. Κατά τη γνώμη μας ο μαρξισμός είναι η μόνη θεωρία που μπορεί να ερμηνεύσει την ιστορική κίνηση της εποχής μας — μαζί και τις σημερινές αποτυχίες και ήττες. Εδώ όμως εγείρεται το ερώτημα: Ποιος μαρξισμός; Η εποχή της «μονολιθικότητας» και της «ορθοδοξίας» έχει λήξει και κανείς δεν μπορεί πλέον να αναγορεύεται πνευματικός κληρονόμος και διαχειριστής του μαρξιστικού έργου. Σήμερα πρέπει να αναζητήσουμε, κάτω από τα στρώματα του απολογητικού, νεκρού «μαρξισμού», το επιστημονικό κεκτημένο της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας. Να προσδιορίσουμε το 54


επιστημονικό κεκτημένο στο έργο του Μαρξ, του Λένιν και των συνεχιστών τους. Να προσδιορίσουμε τη φύση του απολογητικού, του υποκατάστατου, και να εξηγήσουμε τις κοινωνικές, πολιτικές και γνωσιοθεωρητικές αιτίες της οπορτουνιστικής έκπτωσης της μαρξιστικής θεωρίας. Ταυτόχρονα, να αναζητήσουμε και στις πιο αντιπνευματικές φάσεις του επαναστατικού κινήματος τις ζωντανές ιδέες και τα έργα δημιουργικού επαναστατικού μαρξισμού. Συνολικά, να ανασυστήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο μιας περιόδου 150 χρόνων. Αλλά ο μαρξισμός-λενινισμός δεν είναι μια κλειστή θεωρία με τη μηχανιστική έννοια. Γίνεται μέσα στην ιστορία θεωρητικοποίηση και υπέρβαση της ταξικής πάλης. Σήμερα λοιπόν πρέπει να αναπτύξουμε τη θεωρία, έτσι που να αντιστοιχεί στις ανάγκες και τις δυνατότητες του επαναστατικού κινήματος της εποχής μας. Και μια τέτοια θεωρία πρέπει να αξιοποιήσει τη μαρξιστική-λενινιστική παράδοση και να την «υπερβεί» δημιουργικά, αποτελώντας έτσι την πραγματική επαναστατική της συνέχεια. Πρέπει λοιπόν να απαντήσει και στο ερώτημα: Πώς διαμορφώθηκε ο όρος μαρξισμόςλενινισμός; Σε ποιο επίπεδο σηματοδοτούσε το βάθεμα και την ανάπτυξη του επαναστατικού πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας και σε πιο επίπεδο γινόταν άλλοθι, από ένα σημείο και μετά, για τη σχηματική, γραφειοκρατική, μη επαναστατική σε τελευταία ανάλυση αντιμετώπιση της ουσίας του μαρξισμού-λενινισμού προς όφελος του στενού κρατικού ορίζοντα της Σοβιετικής. Ένωσης και των συμφερόντων των κομματικών γραφειοκρατιών; Και ποιο είναι σήμερα το ουσιαστικό; Η τυπική, αντιστορική στάση και η προσκόλληση στον όρο μαρξισμός-λενινισμός, όπως έκανε στο παρελθόν η ηγεσία του ΚΚΕ για να υπογραμμίσει και να επιβάλει τη δική της αποστεωμένη και σε τελευταία ανάλυση μη επαναστατική θεωρητική εκδοχή, και να κολακεύσει και να αποπροσανατολίσει την προλεταριακή της βάση; Ή η άκριτη απόρριψη του, όπως κάνει σήμερα, ξελογιασμένη από την αντεπαναστατική μόδα, με στόχο όχι την ανάδειξη και παραπέρα εμβάθυνση και ανάπτυξη του επαναστατικού περιεχομένου της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, την απαλλαγή της απ' την οπορτουνιστική σκουριά και την τυπολατρία, αλλά την άρνηση του επαναστατικού, επιστημονικού κεκτημένου που περιέχει; Εμείς πρέπει να απαντήσουμε επί της ουσίας του ζητήματος, που αφορά την ανεκτίμητη συνεισφορά του Λένιν στην ανάπτυξη της θεωρίας και ειδικά της θεωρίας του ιμπεριαλισμού, του κράτους, του κόμματος κ.λπ. και ιδιαίτερα πρέπει να απαντήσουμε κάνοντας προσπάθεια στο επίπεδο της επιστημονικής σκέψης και της πράξης, για να βαθύνουμε και να αναπτύξουμε την επαναστατική θεωρητική αναζήτηση με βάση τα νέα δεδομένα της εποχής μας.

8.11. Το πρόβλημα της θεωρίας: η δική μας περίπτωση Η διερεύνηση των προηγούμενων μεγάλων προβλημάτων είναι συνολικά καθήκον των επαναστατικών δυνάμεων της εποχής μας. Σ' αυτό το ευρύτερο πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και η δική μας συνεισφορά. Αντίθετα, το πρόβλημα της θεωρητικής-μαρξιστικής σκέψης στην Ελλάδα είναι — προφανώς — δικό μας πρόβλημα. Πού βρίσκεται λοιπόν η μαρξιστική σκέψη στην Ελλάδα; Και αν ποσοτικά είναι φτωχή και, προπαντός, αν δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής μας, ποιες είναι οι αιτίες της θεωρητικής φτώχειας μας; Τις αιτίες αυτές πρέπει να τις αναζητήσουμε στην ιστορική καθυστέρηση της χώρας μας, άρα στην καθυστερημένη εμφάνιση της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, στην πολιτισμική υποανάπτυξη, στην ανώμαλη πολιτική ζωή, στην παρανομία και στις διώξεις κ.λπ. Αλλά αυτό είναι ένα σύνολο αιτιών αντικειμενικών. Ένα άλλο σύνολο πρέπει να το αναζητήσουμε στην εσωκομματική ζωή και ευρύτερα στην εσωτερική κατάσταση της Αριστεράς. Το κομμουνιστικό κόμμα θα έπρεπε να είναι ο προνομιούχος τόπος συλλογικής ανάπτυξης της θεωρίας. Αλλά το ΚΚΕ, παρά τις κατά καιρούς επιμέρους συνεισφορές του, παρά το ότι συνέβαλε σ' ένα βαθμό στην οργάνωση της θεωρητικής έρευνας, έπαιξε συνολικά ρόλο Προκρούστη στη θεωρία. Συγκεκριμένα: για τις εκάστοτε καθοδηγήσεις, τα θεωρητικά προβλήματα ήταν λυμένα με βάση ορισμένες απόψεις των κλασικών, τα εγχειρίδια και τα κομματικά «ντοκουμέντα». Ρόλος λοιπόν των κομματικών διανοουμένων ήταν συνεπώς να εκλαϊκεύσουν και να υπερασπιστούν την κομματική γραμμή. Έτσι εξηγείται η αποτυχία των κομματικών διανοουμένων να δώσουν πραγματικά βιώσιμο έργο, και το ότι συχνά έγιναν διώκτες των φορέων της επαναστατικής σκέψης (Κορδάτου, Γληνού, Μάξιμου κ.ά.). Οι κατά καιρούς καθοδηγήσεις καταδίωξαν όσους ξεπερνούσαν την κομματική «θεωρία» ή αποσιώπησαν και έθαψαν το έργο τους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι σήμερα η θεωρία στο χώρο του ΚΚΕ βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Και υπάρχουν ήδη οι ενδείξεις ότι η θεωρητική αφωνία θα ξεπεραστεί με τις «εκσυγ55


χρονιστικές θεωρίες» της δεσπόζουσας ήδη Δεξιάς· εκσυγχρονιστικής παράταξης της κομματικής ηγεσίας. Έχουμε κενό θεωρητικών επεξεργασιών. Αλλά τη σημερινή κατάσταση δεν θα την ξεπεράσουμε ούτε με τη ρηχή προσκόλληση σε τσιτάτα και όρους ούτε με τη μηδενιστική υπεροψία. Πρέπει να γνωρίσουμε την ιστορία του ελληνικού μαρξισμού. Να ανασυστήσουμε την πορεία και τις θετικές κατακτήσεις του. Να δουλέψουμε με γνώση και να μη φανταστούμε γι' άλλη μια φορά ότι ανακαλύπτουμε την Αμερική.

8.12. Θεωρητικές επεξεργασίες μετά το 1974 Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ ήταν μια ιστορική ευκαιρία για την ανασυγκρότηση του κόμματος, την επεξεργασία της στρατηγικής του και την ανάπτυξη της θεωρίας. Η ιστορική αυτή ευκαιρία χάθηκε. Η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ, δέσμια του πλέγματος μικροαστικού σεχταρισμού-οπορτουνισμού και της προσαρμογής στο πλαίσιο της πολιτικής της σοβιετικής γραφειοκρατίας, σύρθηκε πίσω από τις κατά καιρούς επιλογές του ΠΑΣΟΚ, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια επεξεργασίας των προβλημάτων της στρατηγικής και ασκούσε πάντα μια μικροπολιτική, χαρακτηριζόμενη από τον τακτικισμό. Σ' αυτό το κλίμα η θεωρία όχι μόνο δεν χρειαζόταν, αλλά θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη. Τα τελευταία χρόνια φυσικά είχε αρχίσει να αλλάζει η κατάσταση. Άρθρα και βιβλία από στελέχη της νέας γενιάς άρχισαν να εμφανίζονται, και επίσης οι απαγορεύσεις δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αγνόηση των μεγάλων προβλημάτων της εποχής μας. Στα πλαίσια της εσωκομματικής πάλης στο 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ και στο 4ο της ΚΝΕ έγιναν κάποιες θεωρητικές επεξεργασίες και ανοίγματα προς τα αριστερά. Αλλά, πρώτα πρώτα, η συνεισφορά αυτών των επεξεργασιών δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, καθώς δεν ξέφυγαν από το γενικό πλαίσιο του εμπειρισμού, δεν αναπτύχθηκαν σε επαναστατικά ανανεωμένο επιστημονικά μαρξιστικό επίπεδο. Τέλος, με τη σχετική ωρίμανση της αριστερής τάσης και αντίστοιχα της δεξιάς, την όξυνση των αντιθέσεων μέσα στο κόμμα, τη δεξιά στροφή και την πρόσφατη διάσπαση, έμεινε ελεύθερο το πεδίο για την άνθιση της μικροαστικής-σοσιαλδημοκρατίζουσας πολιτικής σκέψης. Η ανάπτυξη, ο εκσυγχρονισμός και η συναίνεση, είναι οι νέες έννοιες-κλειδιά της νέας, ουσιαστικά αταξικής θεώρησης των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας.

8.15. Για το χαρακτήρα του μελλοντικού κόμματος Το κόμμα, αντίθετα με την θεοποίηση του από τις γραφειοκρατίες, είχε θεωρηθεί ως αναγκαίο κακό από τους κλασικούς. Παρά την αρνητική πείρα από τον εκφυλισμό των «κομμάτων νέου τύπου», η ανάγκη για οργάνωση της επαναστατικής πρωτοπορίας, για επεξεργασία της στρατηγικής και της τακτικής, για ανάπτυξη της θεωρίας, για συντονισμό της δράσης, κάνουν αναγκαία την ύπαρξη επαναστατικού κόμματος. Ποια θα έπρεπε να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού κόμματος; Ο Λένιν πρωτοστάτησε στις αρχές του αιώνα μας στη δημιουργία του «κόμματος νέου τύπου». Το ΚΚΕ και όσα ΚΚ δεν αυτοκαταργήθηκαν τελείως, σεμνύνονταν μέχρι κάποιο διάστημα να αυτοχαρακτηρίζονται ως λενινιστικά. Στην πραγματικότητα, είναι εκφυλισμένα οπορτουνιστικά κόμματα, που μετατρέπονται βαθμιαία σε φορείς ενός νέου ρεφορμισμού. Αλλά το ερώτημα είναι: Γιατί τα κόμματα των «σοσιαλιστικών» χωρών αυτονομήθηκαν βαθμιαία από την κοινωνία, με όλες τις γνωστές συνέπειες; Και γιατί τα ΚΚ των κεφαλαιοκρατικών χωρών βρίσκονται σε κρίση, εκφυλίζονται, περιθωριοποιούνται; Μαζί με τις αντικειμενικές συνθήκες, πρέπει να επισημάνουμε τον εκφυλισμό των ταξικών χαρακτηριστικών τους και παραπέρα τον εμπειρισμό, που με τη σειρά του οδηγεί στην υποβάθμιση της θεωρίας. Σήμερα φαίνεται να κλείνουν τον ιστορικό τους κύκλο τα παλιά κομμουνιστικά κόμματα, που είτε επιμένουν ουσιαστικά σε παραλλαγές του παλιού αντιφατικού χαρακτήρα τους, είτε «εκσυγχρονίζονται» με μια βαθμιαία στροφή προς μια νέα έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας. Τι θα κάνουμε λοιπόν; θα ανασυστήσουμε το καλό ΚΚΕ «νέου τύπου», που, παρ' όλα τα προοδευτικά λαϊκά στοιχεία του, σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του δεν αντιμετώπιζε τα πολιτικά και στρατηγικά ζητήματα από τη σκοπιά της επαναστατικής πάλης και της σοσιαλιστικής επανάστασης; Φυσικά όχι. θα επιστρέψουμε στις λενινιστικές αρχές για να δούμε πώς λειτουργούσε τότε η εσωκομματική δημοκρατία (τάσεις, πλατφόρμες, δημοσιοποίηση αντίθετης άποψης, κ.λπ.). θα πάρουμε υπ' όψη μας αυτές τις αρχές, τη θετική και αρνητική πείρα των εργατικών κομμάτων, στις 56


συνθήκες της εποχής μας. Και θα δημιουργήσουμε θεσμούς που θα αντιρροπούν την τάση προς τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό, το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.

8.14. Το οργανωτικό παρελθόν Στις σημερινές συνθήκες της νέας φάσης του καπιταλισμού και των νέων χαρακτηριστικών της εργατικής τάξης, ποιες πρέπει να είναι οι βασικές αρχές συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου; Το λενινιστικό κόμμα, πέρα από το βασικό πυρήνα των επαναστατικών αρχών συγκρότησης του, είχε πλευρές που ανταποκρίνονταν ειδικά στις συνθήκες της εποχής του, στη συγκεκριμένη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού, της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος. Πέρα απ' αυτά, οι επιβεβαιωμένες στη ζωή αρχές οργάνωσης του επαναστατικού κόμματος όχι μόνο δεν αναπτύχθηκαν δημιουργικά, αλλά και ακρωτηριάστηκαν από την έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής, από τις εθνικιστικές αποκλίσεις της σοβιετικής γραφειοκρατίας, από τη βαθμιαία αποσύνθεση του προλεταριακού χαρακτήρα των κομμουνιστικών κομμάτων και την κυριαρχία στις γραμμές τους μη προλεταριακών στρωμάτων, από κοινωνική, ταξική και ιδεολογική άποψη. Αναπόφευκτα λοιπόν οι επαναστατικές αρχές της οργανωμένης δημοκρατίας νέου τύπου μέσα στο κόμμα έδωσαν τη θέση τους στις σχέσεις επιβολής και «εξουσίας» των κυρίαρχων δυνάμεων πάνω στην κομματική βάση, και ιδιαίτερα την προλεταριακή. Ο αυταρχισμός και γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός που επιβλήθηκε δεν είχε καμιά σχέση με την ανάγκη πολιτικοϊδεολογικής ενότητας σε ανώτερο επίπεδο των διαφορετικών τμημάτων της εργατικής τάξης, μέσα από τη δράση της επαναστατικής πρωτοπορίας, αλλά αντίθετα επιδίωκε αντικειμενικά την απόσπαση της εργατικής τάξης από την πολιτική και τη θεωρία, τη μετατροπή της σε εκτελεστικό όργανο εξυπηρέτησης των ιδιαίτερων πολιτικών επιδιώξεων των κυρίαρχων δυνάμεων της ηγεσίας. Από την άλλη πλευρά, η αστική και ανοιχτά μικροαστική αμφισβήτηση αυτής της κατάστασης, ταυτίζονταν με την άρνηση του επαναστατικού υποκειμένου συνολικά και προωθούσε την πλήρη μετατροπή των αντιφατικών εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων σε φορείς ενός ανοιχτού νέου αριστερού ρεφορμισμού στα πλαίσια του συστήματος. Οι οργανωτικές αρχές ενός νέου επαναστατικού φορέα πρέπει να στηρίζονται στο περιεχόμενο της πολιτικής και της στρατηγικής του, στη θεωρία του, στον ταξικό του χαρακτήρα. Στη βάση ενός νέου ρεφορμιστικού προγράμματος στα πλαίσια του συστήματος, στη βάση της κυριαρχίας μη επαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων μέσα στο κόμμα, οι δημοκρατικές τυπικές διαδικασίες και διακηρύξεις μετατρέπονται σε φύλλο συκής, σε άλλοθι ενός εντεινόμενου στην ουσία αυταρχικού συγκεντρωτισμού και ενός νέου ιδεολογικού καταναγκασμού, μέσω της αναπτυσσόμενης κομματικής γραφειοκρατίας και της ανοικτής υποστήριξης από τους θεσμούς του αστικού κράτους. Το παράδειγμα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μιας σειράς γραφειοκρατικών κομμάτων σε Δύση και Ανατολή επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα. Η εξέλιξη του ΚΚΕ είναι χαρακτηριστική απ'αυτή την άποψη. Η εγκατάλειψη του όρου του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού δεν γίνεται σήμερα για την υπέρβαση μιας παράδοσης αυταρχισμού απέναντι στην κομματική βάση και ιδιαίτερα την εργατική, απέναντι σε κάθε επαναστατικό χαρακτηριστικό αυτών των κομμάτων και για την ανταπόκριση τους στη νέα δημοκρατική απαίτηση της εργατικής τάξης. Όπως αντίστοιχα η ρηχή προσκόλληση αυτών των κομμάτων στο παρελθόν στον όρο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δεν γινόταν για την υπεράσπιση των επαναστατικών χαρακτηριστικών. Στην πραγματικότητα, στο παρελθόν η θεοποίηση του όρου του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ταυτιζόταν με την προώθηση των σχέσεων επιβολής και εξουσίας απέναντι στην προλεταριακή κομματική βάση, με την απόρριψη της οργανωμένης δημοκρατίας και της επαναστατικής φυσιογνωμίας και στρατηγικής, με την άρνηση του επαναστατικού και δημοκρατικού πυρήνα του κόμματος νέου τύπου και με τον αποπροσανατολισμό της κομματικής βάσης. Έτσι αντίστοιχα σήμερα η απόρριψη του όρου του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που επιχειρείται μέσω αντιθέσεων από την ηγεσία του ΚΚΕ, γίνεται με πρόσχημα την προώθηση του δημοκρατισμού σε μια εποχή που ουσιαστικά ο συγκεντρωτισμός αναπτύσσεται ποιοτικά στα πλαίσια των εντελώς αδιαφανών διαδικασιών του Συνασπισμού και των κάθε λογής μηχανισμών που ρυθμίζουν τις τύχες της επίσημης αριστεράς. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που η εργατική κομματική βάση του ΚΚΕ διαρκώς συρρικνώνεται 57


και τα μέλη του κόμματος αποξενώνονται όλο και περισσότερο από την πολιτική και τη λήψη των αποφάσεων. Σε μια εποχή που ντε φάκτο προωθείται, παρ' όλα τα αντιθέτως λεγόμενα, η διάλυση των κομματικών οργανώσεων για να υποστηριχθούν, σαν κύριοι φορείς την πολιτικής δράσης της αριστεράς οι επιτροπές-«φαντάσματα» του Συνασπισμού. Αυτή την εποχή τμήμα της ηγεσίας του ΚΚΕ δίνει μια τυπική «δημοκρατική» παράσταση κάτω από τις τυμπανοκρουσίες των ΜΜΕ για να εκτονώσει την καθολική δημοκρατική απαίτηση της κομματικής βάσης, και παραπέρα να βάλει οριστικά στη ναφθαλίνη και το «επιστημονικό κεκτημένο» που περιέχει ο επαναστατικός πυρήνας του κόμματος «νέου τύπου». Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια και χωρίς κόστος. Άλλωστε η επιδίωξη της ηγεσίας του ΚΚΕ να αναπτυχθούν ενιαία οι οργανώσεις του ΣΥΝ και ταυτόχρονα αυτός να διατηρήσει το χαρακτήρα του σαν συνεργασία αυτοτελών πολιτικών δυνάμεων, επιβεβαιώνει την πλήρη υποβάθμιση του ρόλου των μελών του ΚΚΕ στα πλαίσια των επιτροπών του Συνασπισμού. Οι επιτροπές αυτές θα δρουν τελικά με βάση τις «ισότιμες» συνεννοήσεις των «αυτοτελών δυνάμεων» της κορυφής και όχι με βάση τις αρχές της πλειοψηφίας και τις δημοκρατικές διαδικασίες, που μετατρέπονται κυριολεκτικά σε νεκρό γράμμα. Αυτή η ερμαφρόδιτη κατάσταση βολεύει σήμερα τις συνασπισμένες ηγεσίες του ΚΚΕ και της ΕΑΡ περισσότερο από την μετεξέλιξη των κομμάτων τους σε νέο ενιαίο φορέα, πράγμα που δεν είναι ώριμο και περιέχει μια σειρά κινδύνους έντονων κλυδωνισμών από τις πιέσεις της ταξικής πάλης και της κομματικής βάσης.

8.15. Το ουσιαστικό ζήτημα Για τις δυνάμεις της επαναστατικής ανανέωσης, το βασικό ζήτημα είναι να συζητηθούν επί της ουσίας οι αρχές και δομές συγκρότησης ενός κόμματος πραγματικά «νέου τύπου», που θα ανταποκρίνεται στο σύγχρονο επαναστατικό περιεχόμενο της πολιτικής και της στρατηγικής της εργατικής τάξης, στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής μας. Οι αρχές αυτές θα πρέπει να συνδέονται: α. Με τις προσπάθειες κατάκτησης του σύγχρονου εργατικού χαρακτήρα του νέου φορέα, με βάση τα πιο προωθημένα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης και τα νέα ποιοτικά στοιχεία της εξέλιξης της. β. Με τη συνολική ανάπτυξη των θεωρητικών επεξεργασιών της επαναστατικής θεωρίας της εποχής μας, στη βάση των επιστημονικά επιβεβαιωμένων κατακτήσεων της μαρξιστικής λενινιστικής σκέψης. γ. Με τις διαδικασίες διαμόρφωσης, τεκμηρίωσης και προώθησης στη ζωή μιας στρατηγικής και τακτικής με επαναστατικό περιεχόμενο, στις συγκεκριμένες συνθήκες της εθνικής και διεθνούς ζωής, με στόχο τη δημοκρατική αντικαπιταλιστική επανάσταση και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό όλων των κοινωνικών σχέσεων. δ. Με την ανάγκη «ενοποίησης» της εργατικής τάξης στο επίπεδο του συνειδητού και ενιαίου πολιτικού ιδεολογικού αγώνα για το σοσιαλισμό. Με την κατάκτηση από τη μεριά της του πρωτοποριακού ηγετικού ρόλου στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες με την ανάπτυξη των κοινωνικών πολιτικών συμμαχιών της στα πλαίσια των νέων κοινωνικών συνθηκών. ε. Με την ανάγκη ενοποίησης όλων των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών πλευρών της καθημερινής και γενικότερης δράσης του νέου φορέα, την ανάπτυξη της εργατικής συλλογικότητας στις διαδικασίες παραγωγής ιδεολογικής-πολιτικής σκέψης και πράξης. στ. Με την προσπάθεια κριτικής αξιοποίησης και υπέρβασης σε ανώτερο επίπεδο, με βάση τις ανάγκες και τις δυνατότητες της εποχής μας. όλων των πλευρών της μαρξιστικής παράδοσης, όσον αφορά τις αρχές και τις δομές συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου, μαζί και των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Να ανασυστήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο της θεωρίας του Λένιν για το επαναστατικό κόμμα, να απορρίψουμε την αντεπαναστατική αντιδημοκρατική αυταρχική εκδοχή που επέβαλαν οι κομματικές γραφειοκρατίες. ζ. Με την προσπάθεια κυρίως να ανιχνεύσουμε, να δοκιμάσουμε και να εφαρμόσουμε τους «νόμους» της οργανωμένης δημοκρατίας, στις γραμμές του επαναστατικού υποκειμένου της εποχής μας. Να αξιοποιήσουμε τα νέα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης, την ανάγκη και την απαίτηση της 58


για την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής για την καθοριστική συμμετοχή και τον αποφασιστικό ρόλο της στη συγκρότηση της επαναστατικής της πρωτοπορίας. Για να ανταποκριθούμε στις νέες ανάγκες και δυνατότητες της να βρίσκεται στο κέντρο των αποφάσεων και να παράγει τις πολιτικές και ιδεολογικές επεξεργασίες και πρακτικές. η. Με τη διαμόρφωση συστήματος αντίρροπων πιέσεων στην τάση απόσπασης και αυτονόμησης της «ηγεσίας» από τη «βάση», της πρωτοπορίας από την τάξη και το μαζικό κίνημα.

8.16. Το οργανωτικό ζήτημα στη μεταβατική περίοδο Σήμερα δεν υπάρχει μόνον κενό επεξεργασμένης πολιτικής και θεωρίας. Έχουμε και κενό επαναστατικού κόμματος. Αλλά το νέο κόμμα δεν θα κατασκευαστεί από τα πάνω με αυθαίρετο τρόπο και τεχνητές συγκολλήσεις, με παλιές ή βελτιωμένες συνταγές. Το νέο κόμμα θα είναι η οργανωτική κατάληξη της ανασύνταξης των δυνάμεων της επαναστατικής ανανέωσης του εργατικού κινήματος, με αυτοτέλεια και δυνατότητα δημιουργικής ανάπτυξης και διαλεκτικής, μη τεχνητής, αλληλεπίδρασης όλων των ιστορικών του τάσεων, αυτών που διαμορφώθηκαν σε παλιότερες εποχές, αυτών που κυοφορούνται σήμερα στα πλαίσια της πρωτοφανούς κρίσης των παλιών κομμάτων, καθώς κι αυτών που θα γεννηθούν αύριο, θα είναι αποτέλεσμα των διαδικασιών της πολιτικής πάλης, της ανάπτυξης της θεωρίας και της διαμόρφωσης στρατηγικής για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, της σύγκλισης μέσα από την κοινή δράση και την πολιτικοϊδεολογική συζήτηση και κριτική αντιπαράθεση όλων όσων ενδιαφέρονται για τη συγκρότηση του «νέου επαναστατικού υποκειμένου». Ιδιαίτερα των αγωνιστών της βάσης του εργατικού και μαζικού κινήματος, όλων των αγωνιστών της βάσης της Αριστεράς, κάθε αριστερής δύναμης που ανιχνεύει τους δρόμους της επαναστατικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Οι δυνάμεις αυτές θα πρέπει να δρουν στα κοινωνικά κινήματα. Έτσι το νέο κόμμα θα μπορέσει να είναι η οργανωμένη κοινωνική πρωτοπορία και όχι «αντιπρόσωπος» της εργατικής τάξης. Στην πορεία για να συγκροτηθεί ο νέος φορέας, χρειάζεται βαθμιαία να κατακτώνται, να αναπτύσσονται, να εφαρμόζονται και να δοκιμάζονται οι σύγχρονες αρχές συγκρότησης ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου σε όλες τις δυνάμεις και οργανώσεις που επιδιώκουν ένα τέτοιο στόχο. Αυτή η διαδικασία θα ωριμάζει και θα επιβεβαιώνει τις θεωρητικές, πολιτικές και οργανωτικές επεξεργασίες, θα συμβάλλει στη συγκέντρωση των δυνάμεων του νέου φορέα, στην ευρύτερη συζήτηση αυτών των αρχών. Παράλληλα, υπάρχει η ανάγκη του συντονισμού της δράσης, του ελέγχου, της κριτικής και αυτοκριτικής, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος της αμορφίας, της αναποτελεσματικότητας, της απογοήτευσης και της ιδιώτευσης, για να προωθείται ο συνδυασμός των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών παρεμβάσεων. Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του ΝΑΡ που, παρ' όλες τις αδυναμίες του, μπορεί και πρέπει να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη συγκέντρωση των δυνάμεων του νέου φορέα.

8.17. Εργατική εξουσία Καθοριστικό ζήτημα, όπως έχει ήδη τονιστεί, αποτελεί το ζήτημα της κατάκτησης όλων των μοχλών του κράτους και της πολιτικής εξουσίας από τις δυνάμεις της δημοκρατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης, από την εργατική τάξη. Οι θεωρητικοί του νέου αριστερού ρεφορμισμού παρακάμπτουν σήμερα ακόμα πιο ανοιχτά αυτό το ζήτημα. Παρ' όλη την ανάγκη επίδειξης πνεύματος σύγκλισης μ' ένα σημαντικό τμήμα της βάσης τους που αρνιέται την εξελικτική πορεία, ωστόσο μέσα απ' τις περίτεχνες διατυπώσεις, κατοχυρώνουν πιο ανοιχτά αυτή την φορά τον κοινοβουλευτικό εξελικτικό δρόμο. Αρνούνται, όπως τονίστηκε, όχι μόνο τον όρο της «δικτατορίας του προλεταριάτου», αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο της εργατικής εξουσίας του κράτους των εργατών και του επαναστατικού δρόμου μετάβασης στον σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, επιχειρούν να μεταφέρουν την όποια συζήτηση στις γραμμές του ΚΚΕ απ' το κεντρικό ζήτημα της πρότασης τους, για «προοδευτική εναλλακτική λύση» και προοδευτικό εκσυγχρονισμό μαζί με το ΠΑΣΟΚ, απ' το βασικό πρόβλημα της παραίτησης τους στην πραγματικότητα απ' την επαναστατική σοσιαλιστική προοπτική, στο επίπεδο της θεωρητικής γενικολογίας για τον όρο και το φραστικό σχήμα της εργατικής εξουσίας. Δεν τολμούν να επιδείξουν, έστω, το θάρρος της γνώμης τους, κάποιο επιχείρημα για τα «νέα στοιχεία» του ρόλου του εθνικού κράτους, για την αλληλοδιαπλοκή του με τις υπερεθνικές ρυθμίσεις, για τα σύγχρονα χαρακτηριστικά διαμόρφωσης 59


του επαναστατικού υποκειμένου που επιβάλλουν την ριζική τροποποίηση και άρνηση «της αρχής της επαναστατικής κατάκτησης ολόκληρης της εξουσίας». Αντίθετα, παίζουν τους «κλέφτες κι αστυνόμους» με την κομματική τους βάση και την εργατική τάξη που τους ακολουθεί, εκτοξεύοντας προπετάσματα καπνού, μπροστά από μια αρκετά διάσπαρτη αλλά πολύ συγκεκριμένη περιγραφή του εξελικτικού δρόμου των «διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων» προς το σοσιαλισμό, της εποχής του '60. Και, φυσικά, αυτή η τακτική επιβάλλεται και απ' το γεγονός ότι μια επιστημονική προσέγγιση των νέων φαινομένων της εποχής μας Κάθε άλλο παρά μπορεί να δικαιολογήσει την εγκατάλειψη αυτής της αρχής. Οι δυνάμεις της επαναστατικής ανανέωσης πρέπει να αντιμετωπίσουν καθαρά, χωρίς τα κόμπλεξ των απολογητών του νέου αριστερού ρεφορμισμού, και το ζήτημα «του όρου» της δικτατορίας του προλεταριάτου. Σε ποιο επίπεδο εκφράζει για μια μακρόχρονη περίοδο το επαναστατικό περιεχόμενο της μαρξιστικής και λενινιστικής θεωρίας της μετάβασης στο σοσιαλισμό. Σε ποιο επίπεδο και με ποιους λειτουργικούς τρόπους χρησιμοποιήθηκε απ' τις ηγεσίες των γραφειοκρατικών καθεστώτων και κομμάτων για να «συσκοτίσει» ακριβώς το περιεχόμενο του κράτους των εργατών, της εργατικής εξουσίας και δημοκρατίας. Για να καλύψει τη σταδιακή μετατροπή του εργατικού κράτους σε κράτος ενός ιδιόμορφου κοινωνικού συμβιβασμού γραφειοκρατικών και μη προλεταριακών δυνάμεων. Πως χρησιμοποιήθηκε ο όρος αυτός για να δικαιολογήσει την αποξένωση της εργατικής τάξης απ' την πολιτική εξουσία και γενικότερα απ' την πολιτική,για να παρεμποδίσει την κυριαρχία της πάνω σ' όλες τις συνθήκες ζωής της, για να «δικαιώσει» τις διαδικασίες του ωμού αυταρχισμού και των διώξεων απ' τη μεριά της γραφειοκρατικής ηγεσίας. Και στην περίπτωση των κομμουνιστικών κομμάτων των καπιταλιστικών χωρών, πως χρησιμοποιήθηκε από ένα σημείο και μετά, απ' τη δεκαετία κιόλας του '30, για να καλυφθεί ουσιαστικά η εγκατάλειψη του επαναστατικού δρόμου μετάβασης με τη γραφειοκρατική, αυτάρεσκη, επιδεικτική, τυπολατρική αποθέωση αυτού του όρου στην αρχή και αργότερα στην πορεία με την απάλειψη του για την άρνηση του ουσιαστικού περιεχομένου της εργατικής εξουσίας. Η χρησιμοποίηση στο παρελθόν τις περισσότερες φορές απ' την ηγεσία του ΚΚΕ αυτού του όρου περιείχε όλα τα παραπάνω στοιχεία. Και, ταυτόχρονα, προωθούσε αντικειμενικά την εξαπάτηση, τον κατευνασμό και τον αποπροσανατολισμό της εργατικής του βάσης, και τη δικαιολόγηση του εσωκομματικού αυταρχισμού. Φτάνει να θυμηθεί κανείς σημαντικές προπολεμικές και μεταπολεμικές καμπές της ιστορίας του ΚΚΕ. Όσο απομακρυνόταν θεωρητικά και πρακτικά από το στόχο της μετάβασης στο σοσιαλισμό με την παρεμβολή των διάφορων ενδιάμεσων σταδίων, τόσο «θεωρητικά» κόπτονταν υπέρ της τυπολατρικής χρήσης του όρου της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το ίδιο συνέβη στην πρώτη περίοδο μετά τη διάσπαση του '68. Μετά το 74, η τάση προσαρμογής στις συνθήκες της «νομιμότητας» και του νέου «εποικοδομητικού πολιτικού ρόλου» οδήγησε στον ουσιαστικό παραμερισμό και του όρου. Και σήμερα ενταφιάζεται πλέον ανοιχτά, με αίσθημα άκρατης αυταρέσκειας γι' αυτή την «τολμηρή καινοτομία», που έρχεται μετά 20 περίπου έτη απ' την αντίστοιχη των περισσότερων δυτικοευρωπαϊκών κομμάτων και ύστερα απ' τη θεαματική κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» χωρών. Στην πραγματικότητα, και ο σημερινός ενταφιασμός του όρου δεν έχει να κάνει με την αντιμετώπιση της λειτουργικής φθοράς του στη συνείδηση των εργαζόμενων εξαιτίας του περιεχομένου που του έδιναν οι γραφειοκρατικές ηγεσίες, ούτε με κάποια διάθεση επαναπροσέγγισης του επαναστατικού δρόμου με βάση τα νέα δεδομένα. Αλλά έχει να κάνει κυρίως με τη στρατηγική εγκατάλειψη κάθε επαναστατικής προοπτικής και τις μεθόδους αποπροσανατολισμού της κομματικής συζήτησης από το βασικό ζήτημα της πολιτικής, της στρατηγικής και της θεωρίας. Οι δυνάμεις της επαναστατικής ανανέωσης πρέπει να αναπτύξουν τις επεξεργασίες τους πάνω στο ουσιαστικό ζήτημα της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό, στις νέες συνθήκες του ιμπεριαλισμού και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων. με την αξιοποίηση και παραπέρα ανάπτυξη του επιστημονικά επιβεβαιωμένου πυρήνα της μαρξιστικής λενινιστικής προσέγγισης για την εργατική εξουσία, για το κράτος των εργατών.

8.18. Για τον προλεταριακό διεθνισμό Οι ενδοϊμπεριαλισπκές αντιθέσεις δεν εμπόδισαν την ύπαρξη ενός «διεθνισμού» του ιμπεριαλισμού, προκειμένου να αντιμετωπίσουν και να υποτάξουν ή να συντρίψουν το επαναστατικό κίνημα. Με τη σειρά του, ο προλεταριακός διεθνισμός ήταν έκφραση της κοινότητας των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της μαχητικής αλληλεγγύης της. 60


Ο προλεταριακός διεθνισμός εκδηλώθηκε σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Βαθμιαία ωστόσο εκφυλίστηκε στα πλαίσια της εθνικοκρατικής κατεύθυνσης της σοβιετικής πολιτικής σε διακρατικές σχέσεις αφενός, και σε νεκρές συναντήσεις και «ντοκουμέντα» των «αδελφών» κομμάτων. Η διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος και ο εκφυλισμός των ΚΚ συνέβαλαν στον εκφυλισμό του προλεταριακού διεθνισμού (φυσικά δεν θα παραγνωρίσουμε την κρατική βοήθεια της Σ.Ε. στα επαναστατικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου —Βιετνάμ, Κούβα, Νικαράγουα κ.λπ., στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.) Ποια ήταν λοιπόν τα αποτελέσματα των «συναντήσεων» και των «ντοκουμέντων» των τελευταίων ετών; Σήμερα χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε το περιεχόμενο του προλεταριακού διεθνισμού και να εργαστούμε για την αναγέννηση του. Τα κύρια πεδία στα οποία μπορεί να εκδηλωθεί σήμερα ο νέος διεθνισμός για το εργατικό μας κίνημα είναι η πάλη της εργατικής τάξης και των λαών της Ευρώπης εναντίον της κεφαλαιοκρατικής πολιτικοοικονομικής και στρατιωτικής ολοκλήρωσης, η αλληλεγγύη με όσους αγωνίζονται εναντίον της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, για τον επαναστατικό σοσιαλιστικό προσανατολισμό αυτών των κοινωνιών, η αλληλεγγύη με τους αγωνιζόμενους λαούς του «Τρίτου Κόσμου», ο αγώνας εναντίον των εξοπλισμών και της οικολογικής καταστροφής του πλανήτη. Προϋποθέσεις για την αναγέννηση του προλεταριακού διεθνισμού: θεωρητική στρατηγική προσέγγιση των εθνικών και διεθνών καθηκόντων της επαναστατικής πάλης στις σύγχρονες συνθήκες, ισοτιμία, δημόσια συνυπεύθυνη ανοιχτή συζήτηση των προβλημάτων, πρακτική με συγκεκριμένες μορφές αλληλεγγύης και όχι με διακηρύξεις. Και τέλος, από τους επιμέρους αγώνες στην προοπτική του σοσιαλισμού. Από την κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα στην προοπτική της αντικαπιταλιστικής σοσιαλιστικής επανάστασης στην κάθε χώρα και της εδραίωσης μιας διεθνούς σοσιαλιστικής βάσης, για την κυριαρχία του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.

8.19. Για το ζήτημα «των όρων» Με βάση όλα τα παραπάνω, η χρησιμοποίηση απ' τις δυνάμεις της επαναστατικής ανανέωσης, των όρων μαρξισμός-λενινισμός. δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, δικτατορία του προλεταριάτου, προλεταριακός διεθνισμός, μπορεί να αντιμετωπίζεται με το πνεύμα που αναλύθηκε διεξοδικά στα προηγούμενα κεφάλαια. Δηλαδή επί της ουσίας του περιεχομένου τους, στα πλαίσια της εμβάθυνσης και κριτικής ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας με βάση τις νέες συνθήκες. Χωρίς ρηχή προσκόλληση στους τύπους, χωρίς υιοθέτηση του «γραφειοκρατικού» μη επαναστατικού περιεχομένου που αυτοί οι όροι πήραν στο παρελθόν. Χωρίς την υποτίμηση της «λειτουργικής» φθοράς που έχουν υποστεί στη συνείδηση των εργαζομένων εξαιτίας αυτού του περιεχομένου. Χωρίς βυζαντινολογίες που αποπροσανατολίζουν απ' τα βασικά ζητήματα των πολιτικών, θεωρητικών και στρατηγικών επιλογών. Αλλά, ταυτόχρονα, και χωρίς την υπερφίαλη απόρριψη αυτών των όρων κάτω απ' την πίεση του παλιού και νέου «στιλ» της καπιταλιστικής μόδας. Χωρίς να ξεχνάμε ότι η επίθεση απέναντί τους γίνεται κυρίως απ' τη σκοπιά της αμφισβήτησης του επιστημονικού κεκτημένου του περιεχομένου των αρχών που συμβολίζουν. Και, ιδιαίτερα, χωρίς να αποστασιοποιούμαστε απ' το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια φάση που το βάθεμα της επαναστατικής θεωρίας βρίσκεται στα σπάργανα και οι όποιες νέες επαναστατικές επεξεργασίες που θα επιβάλουν και τους τυχόν αναγκαίους νέους όρους δεν έχουν στοιχειωδώς δοκιμαστεί στη ζωή. Ας αναπτύξουμε λοιπόν την τόλμη, την αποφασιστικότητα μας και τη διάθεση βαθιών τομών και καινοτομιών προς αυτή την τελευταία κυρίως κατεύθυνση.

8.20. Για ποιο σοσιαλισμό; Ύστερα από την αποτυχία και την κατάρρευση των αυταρχικών συγκεντρωτικών καθεστώτων της Ανατολής, δεν μπορούμε να μιλάμε αόριστα για σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός κατά τον Μαρξ θα ήταν μια κοινωνία ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Πώς θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί μια τέτοια κοινωνία; Με ποιο τρόπο το κόμμα και το κράτος θα γίνουν άχρηστοι θεσμοί στην πορεία για ενοποίηση της κοινωνίας; Πώς θα αποφευχθεί η αυτονόμηση, η φετιχοποίηση, η μετατροπή τους σε καταπιεστικούς61


εκμεταλλευτικούς μηχανισμούς; Πώς θα αποφευχθεί η ανάπτυξη της γραφειοκρατίας και η μετατροπή της σε ξένο σώμα από την κοινωνία; Ο προβληματισμός που πρέπει να αναπτυχθεί με βάση την ως τώρα πείρα, πρέπει να αφορά: Την κοινωνικοποίηση — κι όχι την κρατικοποίηση — της γης και των βασικών μέσων παραγωγής. κι αυτό όχι με αυθαίρετα διατάγματα αλλά με τη συγκατάθεση των παραγωγών. Το διαχωρισμό του κόμματος από το κράτος. Την τάση για κατάργηση των επαγγελματικών στελεχών. Την ουσιαστική και όχι μόνο καταστατική κατοχύρωση της εσωκομματικής δημοκρατίας. Το πρόβλημα των αμοιβών — οι μισθοί των υπαλλήλων και των κομματικών στελεχών δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το μισθό ειδικευμένου εργάτη. Την αποκέντρωση της παραγωγής και της διοίκησης — τη δημιουργία περιοχών με σχετική οικονομική και πολιτισμική αυτονομία. Τα σημερινά μέσα — πληροφορική κ.λπ. — επιτρέπουν τη διαλεκτική σύζευξη αυτονομίας και κεντρικού σχεδιασμού. Την ύπαρξη πολλών κομμάτων, εφόσον αυτά θα εκφράζουν κοινωνικές πραγματικότητες. Την κατάργηση της μυστικής και της επαγγελματικής αστυνομίας, καθώς και της επαγγελματικής «δικαιοσύνης». Συνολικά: Την επεξεργασία θεσμών και σχέσεων που θα εμποδίσουν τον εκφυλισμό της εργατικής δημοκρατίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, σε δικτατορίες επί της εργατικής τάξης — και ευρύτερα της κοινωνίας.

8.21. Οι επαναστατικές δυνάμεις της εποχής μας Στα χρόνια του δογματικού οπορτουνισμού, η εργατική τάξη αντιμετωπιζόταν στην ουσία υποτιμητικά. Η «μυθοποίηση της» χρησίμευε για την ποδηγέτηση της από ξένες σ' αυτή κοινωνικές δυνάμεις, για την «αξιοποίηση» της σαν «στρατιάς» υλοποίησης των πολιτικών και στρατηγικών σχεδιασμών των μη επαναστατικών ηγεσιών. Η μικροαστική και αστική άρνηση αυτής της αντίληψης ήταν η άρνηση της επαναστατικότητας της εργατικής τάξης. Αλλά ο Μαρξ δεν είχε θεοποιήσει την εργατική τάξη, όπως άλλωστε και ο Λένιν. Και σήμερα πρέπει να δούμε και να εξηγήσουμε με όχι απλουστευτικές θεωρίες τις αντιθέσεις στο εθνικό και διεθνές επίπεδο μέσα στην εργατική τάξη και τα φαινόμενα ενσωμάτωσης πλατιών τμημάτων της στην καπιταλιστική κοινωνία. Να αναγνωρίσουμε λοιπόν το φαινόμενο και να εΠιχειρήσουμε να το ερμηνεύσουμε. Και πέρα από την παραδοσιακή «ερμηνεία», που συχνά υποβάθμιζε τις κοινωνικές αιτίες στο επίπεδο του οικονομισμού, να δούμε τους νέους κοινωνικούς παράγοντες που συνέβαλαν στον εκφυλισμό του εργατικού κινήματος. Την ανάπτυξη του ΚΜΚ, τη δράση του ΠΠΜ, την αύξουσα αποξένωση, την καταστροφή των κοινωνικών σχέσεων, τη μοναξιά και το σπάσιμο της κοινωνικής αλληλεγγύης, το φόβο της απόλυσης και ταυτόχρονα τον αλλοτριωτικό ρόλο των μεγάλων μέσων μαζικής χειραγώγησης, το διαποτισμό της κοινωνίας από την ατομική ιδεολογία, συνολικά το ρόλο του εποικοδομήματος. Τέλος, να αναλύσουμε το ρόλο του οικονομισμού, της αποσύνδεσης των εργατικών διεκδικήσεων από την πολιτική, τις ιστορικά ξεπερασμένες μορφές πάλης, την έλλειψη στρατηγικής προοπτικής. Παρ' όλα αυτά, αντικειμενικά, η εργατική τάξη είναι η βασική επαναστατική δύναμη της κοινωνίας. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται απ' τις νέες συνθήκες ανάπτυξης και απ' τα νέα χαρακτηριστικά που αποκτά στη νέα φάση του καπιταλισμού. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να αναγεννηθεί το εργατικό κίνημα; Η όξυνση των αντιθέσεων του αναπτυγμένου καπιταλισμού συμβάδισε μέχρι τώρα με την αποδιοργάνωση του εργατικού κινήματος. Πώς λοιπόν το αντικειμενικά δυνατό θα γίνει πραγματικότητα; Πώς δηλαδή η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων θα οδηγήσει όχι στην υποταγή και την παραίτηση, αλλά στην άνοδο του επαναστατικού κινήματος με πρωτοπορία την εργατική τάξη;

8.22. Να ανοιχτούμε στην κοινωνία Στο ΚΚΕ κυριάρχησε χρόνια η ψυχολογία του πολιορκημένου φρουρίου. Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι ανεξήγητο — διώξεις, παρανομίες, δογματισμός κ.λπ. Αλλά ο μικροαστικός σεχταρισμός γεννούσε αναπόφευκτα το συμπλήρωμα του: την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τις υποκλίσεις μπροστά στους αστούς. Τώρα η ψυχολογία του πολιορκημένου φρουρίου ξεπερνιέται με το άνοιγμα χωρίς αρχές, με την πολιτική κορυφών, με την πολιτική των διαδρόμων, μέσα από τις διαδικασίες της ενσωμάτωσης. Αλλά το άνοιγμα που έχει ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα αφορά στην αγωνιστική δράση των κομμουνιστών σε όλα τα πεδία της ταξικής πάλης και την κατάκτηση του πρωτοποριακού ρόλου της, 62


όχι με επίκληση τίτλων, αλλά μέσα στην πράξη. Ένα τέτοιο άνοιγμα προϋποθέτει βέβαια συγκεκριμένους στόχους, συγκεκριμένη στρατηγική και θεωρητική επάρκεια. Προϋποθέτει και ανάπτυξη της ενότητας θεωρίας και πράξης.

8.23. Ποιότητα και νόημα ζωής Αντίθετα με τα φτωχά «οράματα» του οικονομισμού, ο σοσιαλισμός δεν ταυτίζεται με την τεχνολογική πρόοδο, με την αύξηση της παραγωγικότητας και την κατάργηση της ανεργίας. Ο σοσιαλισμός πρέπει να είναι, πριν απ' όλα, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, ορθολογική οργάνωση της παραγωγής. εξάλειψη της ανεργίας και της φτώχειας, αλλά όχι μόνον αυτά. Πρέπει ταυτόχρονα να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός συνόλου κοινωνικών σχέσεων που θα δημιουργήσουν μια νέα ποιότητα ζωής και θα δίνουν νόημα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Οι σχέσεις αυτές θα βασίζονται στην κοινή κατοχή των μέσων παραγωγής και στην κοινή προσπάθεια, ενώ ταυτόχρονα θα την υπερβαίνουν (το βασίλειο της ελευθερίας, κατά τον Μαρξ, αρχίζει έξω από το χώρο της καθαυτό υλικής παραγωγής). Ο σοσιαλισμός μπορεί να άρει τις δύο τουλάχιστον από τις πηγές της αλλοτρίωσης καταργώντας την ιδιωτική κατοχή των μέσων παραγωγής και οριακά το εμπόρευμα · χρήμα. Ταυτόχρονα, θα μειώνει τις αλλοτριωτικές συνέπειες του καταμερισμού της εργασίας, με τη μείωση του αναγκαίου χρόνου και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Ταυτόχρονα, θα τείνει να αποκαταστήσει την ενότητα ανθρώπου με τη φύση (το ανόργανο σώμα κατά το Μαρξ), την οποία καταστρέφει ο βιομηχανικός καπιταλισμός (η λύση του οικολογικού προβλήματος πρέπει να είναι βασικός στόχος κάθε μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας). Επίσης, στα πλαίσια νέων μορφών συλλογικότητας και νέων κοινωνικών σχέσεων, το άτομο θα ενσωματώνεται στην κοινωνία, η μοναξιά, η ανασφάλεια και το άγχος, γνωρίσματα των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών, θα μειώνονται και θα τείνουν στην εξαφάνιση. Τέλος, η κλειστή συνείδηση , που γεννάει η ταξική κοινωνία θα αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από τη διαυγή κατανόηση των ανθρώπινων σχέσεων και των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Ο έλεγχος του ιστορικού γίγνεσθαι προϋποθέτει την κατανόηση του. ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην άρση της αποξένωσης και της κλειστής συνείδησης. Συνολικά, για να είναι βιώσιμος ο μελλοντικός σοσιαλισμός, δεν πρέπει να αποδείξει την ανωτερότητα του μόνο στο χώρο της παραγωγής. Πρέπει ταυτόχρονα και προπαντός να αποτελέσει την ιστορική υπέρβαση της βιομηχανικής κοινωνίας, η οποία είναι πηγή αλλοτριώσεων πέρα και ταυτόχρονα από αυτές που γεννά η ταξική φύση της. Μόνο έτσι θα μπορέσει η μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία να δώσει επίγειο περιεχόμενο στη ζωή των ανθρώπων και να τους απαλλάξει από τη γοητεία της υπέρβασης.

8.24. Μπορεί ο άνθρωπος να ελέγξει το ιστορικό γίγνεσθαι; Τέλος, ένα μεγάλο ερώτημα που ανακύπτει από τη σημερινή πραγματικότητα, είναι αν τελικά η ανθρωπότητα μπορεί να ελέγξει το κοινωνικό της γίγνεσθαι, ή αν θα κινείται πάντα κάτω από τυφλή αλληλεπίδραση της οικονομικής αναγκαιότητας και του τυχαίου. Πράγματι, σήμερα τίθεται βάσιμα το ερώτημα μήπως η αποτυχία στην οικοδόμηση των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών, δεν είναι απλά αποτυχία των κομμουνιστών, αλλά ιστορική αποτυχία της ανθρωπότητας. Για τον απλοϊκό «μαρξισμό», υπάρχει μια ιστορική νομοτέλεια περίπου ταυτόσημη με τη φυσική: η σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων με τις σχέσεις παραγωγής θα οδηγούσε στην προλεταριακή επανάσταση. Για τον Μαρξ και τον Λένιν, ο σοσιαλισμός ήταν μια δυνατότητα, η κρίση των καπιταλιστικών κοινωνιών δεν οδηγεί αναπόδραστα στην επανάσταση. Αν προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τον απλοϊκό ντετερμινισμό, «των σιδερένιων ή των ορειχάλκινων νόμων της ιστορίας», καθώς και τον αντίποδα του, τον αγνωστικισμό του θετικισμού, αν δούμε το σοσιαλισμό σαν δυνατότητα, τότε, ξεπερνώντας την υπνωτική αισιοδοξία του ιστορικού φαταλισμού, θα μπορέσουμε ίσως να συλλάβουμε τη σημασία του υποκειμενικού παράγοντα για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Και τότε θα συλλάβουμε ίσως καλύτερα τον αποφασιστικό ρόλο της θεωρίας, της οργάνωσης και της πολιτικής: την ενότητα θεωρίας και πράξης. Και τότε ίσως μπορέσουμε να ανατρέψουμε την οικονομική αναγκαιότητα του καπιταλισμού, που ωθεί στην αυτοκρατορία των πολυεθνικών, στην οικονομική ολοκλήρωση και στην ολοκλήρωση της αποξένωσης του ανθρώπου από ό,τι θα μπορούσε να αποτελέσει τις πιο ουσιαστικές αξίες της ζωής. Ο σοσιαλισμός είναι ένα στοίχημα. Αν κερδηθεί, θα αποδειχθεί στην πράξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει το ιστορικό του γίγνεσθαι, να θεμελιώσει το βασίλειο της ελευθερίας πάνω στο 63


βασίλειο της αναγκαιότητας και να υπερβεί τη ζωώδη εγωιστική φάση της ατομικότητας. Ο άνθρωπος, ον βιολογικό και ταυτόχρονα κοινωνικό, ον εξαρτημένο, εύθραυστο και αντιφατικό, εγωιστικό και ταυτόχρονα αλτρουιστικό, ον εξαρτημένο και πεπερασμένο, βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη φάση της ιστορίας του: μπροστά στη δυνατότητα της απελευθέρωσης από την τυφλή αναγκαιότητα, αλλά και μπροστά στη δυνατότητα νέων μορφών βαρβαρότητας ή και αυτοκαταστροφής. Το κείμενο αυτό που δίνεται στη δημοσιότητα από τη Συντονιστική Επιτροπή του Νέου Αριστερού Ρεύματος είναι μια πρόταση διαλόγου, μια προσπάθεια προσέγγισης και απάντησης από επαναστατική σκοπιά των μεγάλων ερωτημάτων που απασχολούν σήμερα τους κομμουνιστές, τους αγωνιστές της Αριστεράς, και ευρύτερα πιστεύουμε τους εργάτες και εργαζόμενους. Μέσα σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα η Επιτροπή, που συγκροτήθηκε γι' αυτό το σκοπό, έδωσε το κείμενο που συνέταξε για συζήτηση στη Συντονιστική Επιτροπή. Στις συζητήσεις που έγιναν στη Συντονιστική Επιτροπή διατυπώθηκαν σοβαρές διαφορετικές απόψεις. Ωστόσο, η Συντονιστική Επιτροπή αποφάσισε να δοθεί στη δημοσιότητα, ώστε η συζήτηση να μην περιοριστεί μόνο σ' ένα μικρό κύκλο «ειδικών», αλλά να γίνει με τη συμμετοχή όλων των-δυνάμεων του ΝΑΡ. Και αυτό γιατί η πλειοψηφία των μελών της Σ.Ε. θεωρεί ότι το κείμενο αυτό ανταποκρίνεται στην ανάγκη για άνοιγμα της συζήτησης, στις γραμμές του ΝΑΡ, για τη διαμόρφωση της πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής φυσιογνωμίας του. Για ουσιαστική παρέμβαση στη συζήτηση που γίνεται και στα ερωτήματα που απασχολούν τον κόσμο της Αριστεράς, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση των καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και τις εξελίξεις στο ΚΚΕ. Για άνοιγμα της συζήτησης με τους εργάτες, εργαζόμενους, διανοούμενους, νέους κ.λπ., που δέχονται τις συνέπειες της νεοσυντηρητικής επίθεσης και παλεύουν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, αυτών που ενδιαφέρονται για την υπόθεση της επαναστατικής ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος. Φυσικά, είναι κατανοητό ότι σ' αυτά τα μεγάλα ερωτήματα υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις και απαντήσεις. Το κείμενο αυτό κάνει προσπάθεια να εκφράσει τις μέχρι τώρα κοινές απαντήσεις και προσεγγίσεις που έχει καταχτήσει το «Ρεύμα» στη μέχρι τώρα πορεία διαμόρφωσης του. Το πόσο το καταφέρνει θα το δείξει η πλούσια, πιστεύουμε, συζήτηση, που θα γίνει και στις Επιτροπές Πρωτοβουλίας και στη δημόσια συζήτηση από τα έντυπα του ΝΑΡ και με εσωοργανωτικά δελτία, αν χρειαστεί. Είναι προφανές ότι μεγάλη προσφορά στην όλη συζήτηση θα είναι η δημοσίευση από το ΠΡΙΝ έγκαιρα των διαφορετικών απόψεων, όχι μόνο σε επιμέρους ζητήματα, αλλά και στη συνολική κατεύθυνση του κειμένου, είτε ξεχωριστών συντρόφων είτε και ομάδας συντρόφων, είτε από την Σ.Ε. ή από τις Επιτροπές Πρωτοβουλίας. Θεωρούμε ότι μέσα από μια τέτοια διαδικασία συζήτησης, αντιπαράθεσης και σύνθεσης, θα είμαστε ώριμοι στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΝΑΡ —που η απόφαση της Σ.Ε. είναι να γίνει 22-23 Σεπτέμβρη— να πλουτίσουμε τη συλλογική μας σκέψη, να δώσουμε συλλογικά πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις στα ερωτήματα που βάζει η εποχή μας, να καταχτήσουμε μια κοινή ανώτερη βάση, στην κατεύθυνση της υλοποίησης των στόχων μας για τη συγκρότηση επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη της πάλης ενάντια στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση και την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 1.6.1990

64


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.