ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ Θ
υμάμαι τα χρόνια της δεκαετίας του 1940. Τα χρόνια αμέσως μετά την κατοχή και τον
εμφύλιο. Ένα πανηγύρι στο Ζυγοβίστι . Μία πορεία ανθρώπων, μεταξύ αυτών ο Πατέρας και η Μητέρα, να με κρατάνε από το χέρι και να τραγουδάνε όλοι μέχρι να φτάσουμε στην Καρύα. Εκεί απλώσανε τα φτωχικά φαγώσιμα και κάνανε ένα γλέντι. Θυμάμαι το σπίτι στο Ζυγοβίστι, το ανώϊ, που κοιμόμαστε και τρώγαμε και μαγειρεύαμε, με την τρύπα από κάτω που βλέπαμε το κατώι, με τα ζώα. Το σπίτι, στην κατωφερική οδό Πινότση, στο Κουκάκι, ήταν διόροφο.
Πρόσοψη του σπιτιού στην οδό Πινότση στο Κουκάκι (pap 2013)
Το ισόγειο, το είχαν νοικιάσει οι γονείς μου, με ενοικιοστάσιο, δηλαδή με νόμο, που προστάτευε τους ενοικιαστές και που σύμφωνα με τον οποίο, δεν μπορούσε η ιδιοκτήτρια ούτε να μας
Παιδικές Αναμνήσεις από το Κουκάκι
2
βγάλει ούτε να μας αυξήσει το νοίκι. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Στον πρώτο όροφο έμεναν δύο οικογένειες. Η οικογένεια του Σπύρου Σιγάλα, με τη γυναίκα του Οδέτη και το γιο τους Μιχάλη, που ήταν συνομήλικος και κολλητός παιδικός φίλος της Μπέμπας, ο οποίος χάθηκε γύρω στα πενήντα του, από καρκίνο του πνεύμονα. Η άλλη οικογένεια αποτελείτο από τον Τραπεζικό-ψάλτη Γιώργο Λιγνό, τη γυναίκα του και αδελφή του Σπύρου, Αννα και την κόρη τους Μαρίνα, την ανύπαντρη αδελφή της Ευαγγελία και τον ανύπαντρο αδελφό τους εργοστασιάρχη επίπλων Αλοίμονο. Τώρα, το πώς μέναμε όλοι αυτοί σε ένα χώρο 100 τμ. είναι ένα θαύμα. Αργότερα, όταν έφυγε η οικογένεια του Γιώργου Σιγάλα και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα της οδού Δημητρακοπούλου, στο Κουκάκι, και η οικογένεια του Σπύρου Σιγάλα, που πήγε πρώτα στο Κολονάκι και μετά, στα τελευταία χρόνια της ζωής και των τριών στην Παλιά Πεντέλη, το διαμέρισμα το νοίκιασε η οικογένεια της ευειδούς ζωντοχήρας Αννας Βαρβιτσιώτη , που έμενε μαζί με την κόρη της Κατερίνα, τον ανύπαντρο αδελφό της Κώστα, την ανύπαντρη αδελφή της και τους γονείς της. Την Κατερίνα, που κατά ένα κουτσομπολιό της εποχής ήταν νόθα κόρη, την συνάντησα, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, σε συνεστίαση, που έγινε σε ταβέρνα του Μακρυγιάννη, την οποία είχε οργανώσει ο Κώστας Μελετάκης και στην οποία συμμετείχαν 40 άτομα από την γειτονιά του Κουκακίου. Η Κατερίνα, τότε, δούλευε στην θυγατρική εταιρία της Εθνικής Τράπεζας, ΕΘΝΟΚΑΡΤΑ.
Μ
ία αναμνησιακή περιγραφή των χώρων των επίπλων- σκευών στο σπιτι στην Πινότση Μπαίνοντας από την ξύλινη εξώπορτα με τα 2 φύλλα.
Και τα δύο παραθυράκια
από τις
γρίλιες των οποίων μπορούσαμε να δούμε την κίνηση στο δρόμο, χωρίς να μας βλέπουνε. Συνήθως, από μέσα καθότανε η νονά, η οποία έκοβε κίνηση, αλλά, όταν έγινα έφηβος και μετά, περίμενε να γυρίσω το βράδυ.
Μπαίνοντας, ήταν το χολ, αρκετά μεγάλο. Στην δεξιά άκρη του ήταν η ξυλόσομπα με τους σωλήνες. Δίπλα στη σόμπα ήταν ένας ψάθινος καναπές Απέναντι του, ήταν το γραφείο του Πατέρα, που, όταν καθότανε, είχε στο δεξί του χέρι μία βιβλιοθηκούλα.
Παιδικές Αναμνήσεις από το Κουκάκι
3
Δεξιά μπαίναμε στην κρεβατοκάμαρα. Αριστερά, στο βάθος ήταν το κρεβάτι των γονιών μου και αριστερά του ένα μικρό κομοδίνο, που αργότερα τοποθετήθηκε το ραδιόφωνο ‘ΕΛΒΙΡΑ’ που έπιανε μόνο την ελληνική ραδιοφωνία. Απέναντι τους ήταν το κρεβάτι μου. Το 1949, όταν γεννήθηκε η μπέμπα, προστέθηκε ένα κρεβατάκι-κούνια, για το μωρό, που τοποθετήθηκε στην δεξιά γωνία.
Δεξιά από το χολ, ήταν η σαλονοτραπεζαρία, που με μία διπλή τζαμόπορτα, με αδιάφανο γιαλί χωριζότανε από την δεύτερη κρεβατοκάμαρα. Ηταν το δωμάτιο υποδοχής των καλεσμένων μας και ο χώρος στον οποίο τρώγαμε όταν είχαμε φιλοξενούμενους. Μερικές φορές χρησιμοποιείτο σαν αίθουσα χαρτοπαιξίας
με
προεξάρχοντες
το
θείο
Κυριάκο και τον πατέρα. Είχε δύο παράθυρα, ένα προς την οδό Πινότση, μισό μέτρο από το πάτωμα του δωματίου.
Και
ένα
από
τη
οδό
Αγίου
Νικολάου, που ήταν δύο μέτρα ψηλότερο από το πάτωμα του δωματίου και μονίμως κλειστό. Απ’έξω, για πολλά χρόνια, καθόμαστε και σαχλαμαρίζαμε, σαν έφηβοι, εγώ, ο Μπούλης και ο Θανάσης.
Μπαίνοντας, από την εξώπορτα, προχωρώντας στο βάθος, ήταν ένα δωμάτιο χωρίς φυσικό φωτισμό που χρησιμοποιείταν και σαν τραπεζαρία αλλά και σαν υπνοδωμάτιο για ξένους και συγγενείς αλλά και σαν κρεβατοκάμαρα της νονάς Φιφής, μέχρι το θάνατό της. Θυμάμαι, ότι, εκεί, φιλοξενήθηκε ο παππούς Γιάννης Τουμπής, ο επονομαζόμενος Πενταρόγιαννης, λίγο πεθάνει σε κλινική.
Παιδικές Αναμνήσεις από το Κουκάκι
4
πριν
Πίσω από αυτό το δωμάτιο ήταν ο φωταγωγός, ο μαγικός χώρος για εμένα που έπαιζα αρκετά εκεί, κάνοντας τον μπακάλη. Αριστερά του, βρισκότανε μία στενή και χαμηλή αποθηκούλα, και αυτή μαγικό δωμάτιο για εμένα, όπου οργίαζε η παιδική μου φαντασία. Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 αποθήκευα τα περιοδικά ‘ΜΑΣΚΑ’, ‘ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ’ και ‘ΧΤΥΠΟΚΑΡΔΙ’. Αριστερά από τη τραπεζαρία υπήρχε η δεύτερη κρεβατοκάμαρα στην οποία κοιμόντουσαν μέχρι το θάνατό τους η γιαγιά Ζωή και ο θείος Σωτήρης. Το παράθυρό της ήταν αρκετά χαμηλά από το επίπεδο του δρόμου της Αγίου Νικολάου. Δεξιά, από την τραπεζαρία, συναντούσαμε 2 χώρους. Λοξά δεξιά βρισκότανε η αίθουσα μπάνιου, με την μπανιέρα και τη σόμπα και με παράθυρο, που έβλεπε στην πίσω βεράντα. Λοξά αριστερά, σε ένα πολύ στενό χώρο, βρισκότανε η τουαλέτα. Αριστερά από την είσοδο της τουαλέτας, μπαίναμε στην ευρύχωρη κουζίνα. Στο βάθος ήταν οι εστίες που λειτουργούσαν με φωταέριο. Δεξιά στο βάθος υπήρχε ο νεροχύτης και από πάνω του ένα παράθυρο, που έβλεπε στην πίσω βεράντα και στην σιδερένια στριφογυριστή εξωτερική σκάλα, που οδηγούσε στον α όροφο. Στην απέναντι πλευρά της κουζίνας ήταν ένα μεγάλο τραπέζι όπου τρώγαμε οι 4μας, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οπότε προστέθηκε και μία πέμπτη καρέκλα, για την Μπέμπα. Η κουζίνα επικοινωνούσε με την πίσω βεράντα με μία μεγάλη πόρτα. Βγαίνοντας από την πόρτα της κουζίνας, συναντούσαμε τη βεράντα. Ενας μακρόστενος χώρος, στα δεξιά του οποίου ξεκινούσε η σιδερένια εξωτερική περιστροφική σκάλα που έφτανε μέχρι την ταράτσα. Στον α’ όροφο,
συναντούσαμε
την
αντίστοιχη
πόρτα
της
κουζίνας..
Συνεχίζοντας την ανάβαση, βγαίναμε στην μεγάλη ταράτσα, που είχε θέα γύρω, γύρω, μέχρι το Νέο Φάληρο. Η δεξιά πλευρά της κατέληγε σε ένα υπερυψωμένο πεζούλι που έμοιαζε με σκοπιά και που μου άρεσε να σκαρφαλώνω για να βλέπω την κίνηση στην οδό Πινότση. Κατεβαίνοντας δύο έως τρία σκαλιά, βρισκόμασταν στην αυλή. Ένα μικρό στενόμακρο χώρο πολλαπλών χρήσεων. Χρησίμευε ως χώρων παιχνιδιών μου με μπάλα. Ως κοτέτσι, σπίτι για κουνέλια και χώρος όπου έστηνα έναν μπερντέ και έπαιζα καραγκιόζη, μερικές φορές με ένα συμβολικό εισιτήριο.
Παιδικές Αναμνήσεις από το Κουκάκι
5
Μία σιδερένια πόρτα οδηγούσε στην οδό Πινότση. Στην μία πλευρά της ξεκινούσε μία σκάλα που πήγαινε στις 3 υπόγειες αποθήκες, τις οποίες χρησιμοποιούσαμε εμείς και οι ενοικιαστές του α ορόφου, ως αποθηκευτικούς χώρους αλλά και ως καταφύγιο για τους βομβαρδισμούς στα χρόνια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Βγαίνοντας από την εξώπορτά
μας, στη οδό Πινότση, τα πρώτα
χρόνια μετά την γερμανική απελευθέρωση, υπήρχε ένα μικρό ρέμα, που δεν θυμάμαι πότε βάλανε άσφαλτο και το κλείσανε. Μάλλον, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Εκεί, θυμάμαι, ότι, πολύ μικρός, μάζευα τον πηλό που υπήρχε και έκανα πήλινους βόλους. Οι βόλοι μαζί με τις γκαζές που αγοράζαμε από το μαγικό(για εμένα) ψιλικατζίδικο
του
Τσακίρη,
στην
οδό
Κολοκοτρώνη,
και
τα
σκεπάσματα από τα κουτιά τσιγάρα, ήταν ο απαραίτητος εξοπλισμός για τα παιχνίδια που παίζαμε στη χωμάτινη οδό Αγίου Νικολάου. Μεγαλώνοντας, προσθέσαμε στα παιχνίδια μας, στον ίδιο πάντα χώρο, το ποδόσφαιρο, αγώνες στίβου και βόλεϊ, βάζοντας ένα σχοινί κάθετα στο δρόμο της Αγίου Νικολάου. Απέναντι από το σπίτι μας, βρισκόταν το σπίτι της ….εθνικόφρονας οικογένειας Ράμμου και στο ημιυπόγειό της έμεναν η θεία της Οδέτης Σιγάλα, η κυρία Παρασκευούλα, γνωστή κουτσομπόλα της γειτονιάς, με τον άντρα της κυρ Μήτσο, που πέθανε πολύ νωρίς. Θυμάμαι, όταν ήμουνα πολύ μικρός, τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, με ξύπναγαν τα εορταστικά τραγούδια της Ζουζούς, όπως το ‘Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά’ και το ‘Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά’. Ο πατέρας δεν φημιζότανε για τις τραγουδιστικές του επιδόσεις αλλά για τις αφηγηματικές του ικανότητες. Αυτήν τη εορταστική περίοδο, κάθε τόσο, την ανακαλώ στη μνήμη μου και, κάθε φορά, κοντεύω να κλάψω από συγκίνηση, αναπολώντας κάθε στιγμή. Οι πρώτοι στενοί μου φίλοι, στη γειτονιά του Κουκακίου, ήταν ο Θανάσης Μπελιγράτης, ο Βαγγέλης-Μπούλης Κουγιουμτζής
και Φρίξος Τσίκος. Και οι τρεις μένανε στην οδό Αγίου
Νικολάου. Προσφιλές σημείο συνάντησης ήταν το παράθυρό μας του σαλονιού της οδού Αγίου Νικολάου.. Εκεί περνάγαμε πολλές ώρες, κάνοντας όλες τις αηδίες και τις χαζομάρες της προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Θυμάμαι ότι, μιμούμενοι τους τότε κωμικούς ήρωες του ‘Τρίο Στούντζες’, που βλέπαμε στο Σινεάκ, της Πανεπιστημίου, εγώ (μετο παρατσούκλι πατέρας γραβάτας) ήμουνα ο Μο, Ο Βαγγέλης ο Τζο και ο Θανάσης(με το παρατσούκλι το ξυλαράκι της ΕΒΓΑ) ο Λάρυ.
Παιδικές Αναμνήσεις από το Κουκάκι
6