Πόντος

Page 1

Ιστορία του Πόντου     

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΘΙΜΑ ΚΟΥΖΙΝΑ

2o ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ Α1 (2021-22) ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΣΩΝΗ 1


ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΟΝΗΜΑ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α1 ΤΟΥ 2ου ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2021-22:

Ακριβόπουλος-Καλόγηρος Ιωάννης Αλιάτσης

Άγγελος-Νικόλαος

ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ Βλάχος ΓΙΑΛΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΒΑΝΗ ΚΑΒΑΡΙΝΟΣ ΚΑΡΑΚΑΣ Καραμανώλης ΚΑΡΑΜΙΧΑΛΗ ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑ ΚΕΚΑ ΚΕΣΙΣΟΓΛΟΥ ΚΟΥΤΣΑΚΑ ΚΥΡΙΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ Κωστάρας ΜΑΣΟΥΡΑΣ Μιχαηλίδης ΜΟΛΑΣΙΩΤΗΣ ΜΟΡΦΑΚΙΔΟΥ ΜΟΣΧΟΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΖΑΡΗ ΜΥΛΩΝΑ

ΗΛΕΚΤΡΑ ΧΡΥΣΗ Σωκράτης ΝΕΣΤΩΡ ΕΥΓΕΝΙΑ ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Χαράλαμπος ΑΘΗΝΑ-ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ-ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΘΩΜΑΗ Αθανάσιος ΧΑΡΙΣΙΟΣ Κυριάκος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΡΙΑ

2


Αντί προλόγου…. Θυμάμαι, Μάνα, τα Χριστούγεννα του 1948 που δεν γιορτάζαμε. Έξω χιόνιζε κι εσύ κοντά στη σόμπα έκλαιγες τον χαμένο σου γιο, Νικόλα, που σκοτώθηκε τον Μάρτιο στον εμφύλιο πόλεμο. Έκλαιγες και τους άλλους συγγενείς σου, που χάθηκαν στον Πόντο. Θυμάμαι, Μάνα, μου έλεγες: Πως την 17χρονη ξαδέρφη σου, τη Θοδώρα, μαζί με δυο άλλες γυναίκες που κρατούσαν αγκαλιά τα νήπια τους, τις ξεχώρισαν από την αυλή του Σχολείου της Σαμψούντας, όπου είχαν συγκεντρώσει όλα τα γυναικόπαιδα, τις πήγαν σε μια αίθουσα κι εκεί έξι χωροφύλακες τις βίασαν…, πως η Θοδώρα τους χτυπούσε, τους έσχιζε τα πρόσωπα. Και αυτοί την σκότωσαν με μαχαίρια. Έβγαλαν την καρδιά της κι έσταζαν το αίμα πάνω στις άλλες γυναίκες, για να τις τρομοκρατήσουν…, πως αυτές, καθώς μαζί με όλο το καραβάνι τις οδηγούσαν στην εξορία περνώντας πάνω από μια ψηλή γέφυρα έριξαν πρώτα τα παιδιά τους κάτω και μετά πήδηξαν κι αυτές πάνω στους μυτερούς βράχους. Είπαν, και πολύ σωστά, ότι όπως δεν ξεχνάμε ποτέ το 1453 που σήμαινε την πτώση του Βυζαντίου, έτσι, όσο και αν τα χρόνια διαβαίνουν, δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεχνάμε τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1923, τούτο το μαρτυρικό ορόσημο για την πορεία του έθνους μας, που σήμανε τον ξεριζωμό του ελληνισμού και της Μ. Ασίας. Το χρέος αυτό της μνήμης δεν έχει σκοπό ούτε να ανοίγει πληγές ούτε να ανάβει πάθη ούτε να μνησικακεί. Τίποτε από όλα αυτά. Αποτελεί όμως αξίωμα για την ιστορία κάθε λαού ότι «έθνη που λησμονούν εύκολα τους θριάμβους τους ή τις καταστροφές τους είναι καταδικασμένα σε ιστορικό αφανισμό». Και ύστερα, για μας τους νεοέλληνες είναι τούτη η μνήμη και ένας χρέος τιμής. Ένα προσκύνημα, ας πούμε καλύτερα, στις εκατοντάδες χιλιάδες τους μάρτυρες, γνωστούς αλλά και ανώνυμους που με το αίμα τους πότισαν την ποντιακή γη. Κι έτσι σφράγισαν την ορθόδοξη ελληνική τους συνείδηση με την προσφορά κι αυτή της ζωής τους. Με αυτά τα συναισθήματα ας ταξιδέψουμε κι εμείς στην ελληνική γη του Πόντου «σον Ελλενόποντον»…για να γνωρίσουμε από κοντά τον πολιτισμό και την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες. Αλλά και τους αγώνες και την ηρωκή του αντίσταση ενάντια σε κάθε βάρβαρο επιδρομέα, απ΄ όπου κι αν ερχόταν. Να δούμε ότι ο Ελλενόποντον, η αλησμόνητη πατρίδα» είναι κομμάτι ελληνικό, τόσο ελληνικό όσο και η Μακεδονία μας, αλλά και χριστιανικό. Όντως χώρα αγίων και μαρτύρων. Εδώ καταφεύγουν διωγμένοι θεοί και ημίθεοι, πατρίδα του Φρίξου και της Έλλης, γνωστός από την Αργοναυτική εκστρατεία, την κάθοδο των Μυρίων στην «Κύρου Ανάβασιν» του Ξενοφώντα. Ακόμη κι ο γνωστός Φαλμεράυερ, που είχε αμφισβητήσει –αδικαιολόγητα φυσικά- την ελληνικότητα σε πολλές περιοχές της ελληνικής γης, για τον Πόντο, να τι γράφει: «Την αρχαιοτάτην Γραικία (Ελλάδα) πρέπει να την ζητάμε στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου». Και τίποτε από όλα αυτά να μην είχαμε, η μεγαλύτερη απόδειξη της ελληνικότητας του Πόντου είναι

3


τα ίδια τα παιδιά που 3000 χρόνια διατηρούνε ανόθευτη την εθνική του συνείδηση, μολονότι δοκιμάστηκαν όσο λίγοι λαοί στην ιστορία. Ο Μ. Κωνσταντίνος αλλά και όλοι οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες πρόσεξαν πολύ τον Πόντο. Στην αρχή η Νεοκαισάρεια και μετά η Τραπεζούντα έγιναν κέντρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Από τις 29 στρατιωτικές περιφέρειες που ήταν μοιρασμένη όλη η αυτοκρατορία, οι 17 ανήκαν στη Μ. Ασία. Η σπουδαιότερη ήταν του Πόντου. Στάθηκε προπύργιο για να αντικρούει κάθε τόσο τις βαρβαρικές επιδρομές Περσών, Αράβων, Τουρκομάνων. Ο τελευταίος αυτοκράτοράς της, ο Δαυίδ Κομνηνός στα 1461 τέθηκε προ του φοβερού διλήμματος, να γίνει μωαμεθανός ή να κοπεί το κεφάλι του με τσεκούρι. Αρνήθηκε και έτσι, αφού είδε να κόβουν το κεφάλι των επτά παιδιών του και του ανεψιού του, πέθανε και ο ίδιος με μαρτυρικό θάνατο. Και με την πτώση για 560 ολόκληρα χρόνια θα αρχίσει η αξημέρωτη νύχτα της τουρκικής σκλαβιάς….. Πολλοί Πόντιοι αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Στο διάστημα της τουρκικής σκλαβιάς υπολογίζεται ότι πάνω από 500 χιλιάδες Πόντιοι εκπατρίστηκαν μονάχα στη Ρωσία μεταφέροντας εκεί τις τέχνες, την επιστήμη, και γενικότερα τον πολιτισμό τους. Γι αυτό και οι Γεωργιανοί ονόμασαν τους Πόντιους Περζενεσβίλλυ δηλαδή παιδιά σοφών. Έλληνας Πόντιος ο Μιχαήλ Στεφάνου ιδρύει το πρώτο τυπογραφείο στην Τυφλίδα της Γεωργίας. Έλληνες Πόντιοι με την εργατικότητά τους μεταβάλλουν ολόκληρες ακαλλιέργητες εκτάσεις σε πλουτοφόρες. Όσοι έμειναν στην πατρική τους γη, είχαν να αντιμετωπίζουν τις γνωστές καταστάσεις που δημιουργούσαν οι Τούρκοι αγάδες. Παιδομάζωμα, κεφαλικό φόρο, εξισλαμισμούς. Μετά το 1666 η ζωή των Ποντίων γίνεται αφόρητη με τον διορισμό από τον Σουλτάνο των ντερεμπέηδων. Φιλόδοξοι που βασάνισαν πολύ τους Χριστιανούς. Δύσκολα χρόνια! Διωγμοί, βασανισμοί, σφαγές, αναγκαστικοί εξισλαμισμοί. Ατελείωτη στρατιά μαρτύρων και ηρώων. Πολλοί λυγίζουν και αρνούνται τον Χριστιανισμό. Άλλοι πάλι φαινομενικά θα αλλαξοπιστήσουν, ενώ βαθιά μέσα στην ψυχή τους κρατάνε άσβηστη τη χριστιανική τους φλόγα. Είναι οι Κρυπτοχριστιανοί. Μόνο αυτοί διατηρούν άσβεστη μέσα τους τη φλόγα της πίστης στον αληθινό Θεό, φαίνεται κι από το εξής συγκλονιστικό γεγονός. Η Τουρκία ύστερα από πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων το 1857 αποφάσισε τελικά να δώσει θρησκευτική ελευθερία. Τότε χιλιάδες ήταν οι Κρυπτοχριστιανοί με χριστιανικά ονόματα. Οι τουρκικές αρχές κατάπληκτες μπροστά σε αυτά τα πλήθη δεν ήξεραν τι να κάνουν. Για να τους εμποδίσουν, λοιπόν, βάζουν ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιαστούν. Έτσι, πολλοί που ζούσαν απομονωμένοι σε ορεινά μέρη αποκλείστηκαν. Kι όταν το 1923 έγινε η ανταλλαγή, «το μεγαλύτερο παζάρι» του αιώνα, όπως ονομάστηκε, όσοι Έλληνες δεν ήταν δηλωμένοι Χριστιανοί, δεν μπόρεσαν να έρθουν στην Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν στον Πόντο 400 χιλιάδες Κρυπτοχριστιανοί που περιμένουν και ελπίζουν στις προσευχές μας. Εκτός από τους Υψηλάντηδες Αλέξανδρο και Δημήτριο που κατάγονταν από την Υψηλή του Πόντου και τους Μουζούρηδες, υπήρξαν και αρκετοί ακόμα Πόντιοι που πήραν μέρος στο Μεγάλο Αγώνα. Στη Φιλική Εταιρεία αναφέρονται άλλοι ποντιακής καταγωγής που ενίσχυσαν τον αγώνα της Ανεξαρτησίας με χρήματα. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Πόντος θύμιζε πολλές καλές μέρες ακμής και πλούτου. Όμως μέχρι το 1908 που φάνηκαν στο προσκήνιο οι Νεότουρκοι με το σύνθημα η Τουρκία στους 4


Τούρκους «Οι Έλληνες είναι αγκάθια στο κράτος μας και πρέπει να τους ξεριζώσουμε», έλεγε σε συμπατριώτες του ο Υπουργός των Εσωτερικών της Τουρκίας. «…Η ψυχή μου σχίζεται, αλλά πρέπει να προδώσουμε όλα στο αίμα και στη φωτιά, να κρεμάσουμε άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέρους, να μην αφήσουμε όρθιο ούτε ένα δέντρο ούτε ένα σπίτι. Με τέτοιες μεθόδους τρόμου, που είναι οι μόνες ικανές στο να συντελέσουν να τελειώσει ο πόλεμος μέσα σε δύο μήνες, ενώ αν έχω ανθρώπινα αισθήματα, ο πόλεμος θα συνεχιστεί επί χρόνια. Παρά την απέχθειά μου, αποφάσισα λοιπόν, να διαλέξω την πρώτη μέθοδο…». Πρόκειται για απόσπασμα επιστολής που έστειλε ο Γερμανός βασιλιάς Kaiser Guillaime το 1914 στον βασιλιά της Αυστρίας Francois Joseph και που αποτέλεσε το κατηγορητήριό του ως εγκληματία πολέμου ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Και αρχίζει η γενοκτονία. Στρατολογούσαν τους νέους σε εκείνα τα φοβερά τάγματα εργασίας, που ήταν τάγματα θανάτου. Ανάγκαζαν με τη βία τους Χριστιανούς να αλλαξοπιστήσουν. Χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά μέσα σε λίγες ώρες εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους, σπίτια, χωριά κάηκαν, εκατοντάδες εκκλησίες λεηλατήθηκαν και έγιναν τζαμιά, ιερείς και δάσκαλοι σφαγιάστηκαν. Στην Αμάσεια σε μια μέρα απαγχονίστηκαν 69 πρόκριτοι-ό,τι εκλεκτότερο είχε να παρουσιάσει ο Πόντος. Γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, φαρμακοποιοί, δημοσιογράφοι, έμποροι, χωρίς απολογία βρήκαν φρικτό θάνατο. Πάρτε να διαβάσετε! Παιδάκια μικρά που πέθαιναν οι γονείς τους από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, από την πείνα και την αρρώστια, τα έπαιρναν οι Τούρκοι και τα έκαναν με το ζόρι τουρκάκια. Πόση μεγάλη συμφορά! Από τις 700 χιλιάδες Έλληνες Χριστιανούς του Πόντου ήρθαν στην Ελλάδα μόνο 350 χιλιάδες. Πού είναι οι άλλοι; Έμειναν αδικοσκοτωμένοι για να φυλάνε την πατρική τους γη, τη γη που γεννήθηκαν και αγάπησαν. Γενοκτονία: 19 Μαϊου

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Μ.Ε. ΤΣΩΝΗ

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥΣ ΠΟΤΙΣΑΝ ΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΓΗ

5


ΙΣΤΟΡΙΑ Ο Πόντος βρίσκεται στην περιοχή των Βορειοανατολικών ακτών της Μικράς Ασίας, κοντά στην Καππαδοκία, ανατολικά της Παφλαγονίας, που σήμερα ανήκει στην Τουρκία. Ο Πόντος, από την αρχαιότητα, ήταν ένα μέρος του έντονου ελληνικού αποικισμού. Κατά τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και άλλους αρχαίους ιστορικούς, Πόντος ονομάζεται η επιμήκης και ευρεία παραλιακή χώρα του Εύξεινου Πόντου. Στους αρχαίους συγγραφείς, Ησίοδο, Πίνδαρο και στους μεταγενέστερους, η λέξη «Πόντος» χρησιμοποιείται για να ονομάσουν τον Εύξεινο Πόντο. Στους αττικούς ρήτορες η ονομασία «Πόντος» αποδίδεται στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), ενώ αργότερα μετά τον Ηρόδοτο και, κυρίως, έπειτα από τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις), οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς «Πόντο» αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα (σημερινό Σοχούμι) ως τη Σινώπη στα δυτικά. Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82 https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-ton-pontion-i-dimioyrgia-tis-aytokratorias-stin-trapezoyntai-exislamismoi-kai-oi-tromeroi-diogmoi-i-entyposiaki-diadromi-toy-ellinismoy-ston-eyxeino-ponto/

Σύμφωνα με πληροφορίες του Ηροδότου, του Αισχύλου, του Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα (65 π.Χ.-23 μ.Χ.), στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν, όπως έγινε και στις υπόλοιπες ελληνιστικές και βυζαντινές περιοχές. Σύμφωνα με τις πηγές σε αυτόν τον 6


γεωγραφικό χώρο κατοικούσαν οι Ασοί ή Ασαίοι, οι Σάονες, οι Φθειροφάγοι, οι Επτακωμήτες, οι Ηνίοχοι, οι Σίνδες, οι Σάσπειρες, οι Βέχειροι, οι Βυζήρες, οι Κίσσιοι, οι Παφλαγόνες και οι Αλιζώνες για τους οποίους κάνει μνεία ο Όμηρος. Άλλα φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή πριν την έλευση των Ελλήνων ήταν οι Αμαζόνες, οι Λευκοσύροι ή Σύριοι, οι Τιβαρίνοι, οι Μαριανδυνοί, οι Χάλυβες, οι Μοσσύνοικοι, οι Μόσχοι, οι Δρίλλες, οι Μάκρωνες, οι Μακροκέφαλοι, οι Σκυθινοί, οι Καππαδόκες, οι Καύκωνες, οι Χαλδαίοι, οι Σάννοι, οι Κερκίτες, ο Τάοχοι, οι Φασιανοί και οι Κόλχοι. Από τους λαούς αυτούς πιο γνωστοί στους Έλληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζικής (Lazona), ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομά τους από τον απόγονο του Αιήτη, τον Κόλχο. Η ιστορία του Ελληνισμού στον Μικρασιατικό Πόντο έχει αφετηρία την ίδρυση της Σινώπης στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας από Ίωνες ναυτικούς περίπου το 800 π.Χ. Από τη Σινώπη ερευνητές ίδρυσαν άλλες πόλεις. Η κυριότερη αυτών των πόλεων ήταν η Τραπεζούντα το 783 π.Χ. Κατά μια άποψη, οι σύγχρονοι Πόντιοι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων που έζησαν κάποτε σε εκείνη την περιοχή. Μέσω της ελληνικής μυθολογίας επιβεβαιώνουμε την παρουσία Ελλήνων στον Πόντο πριν από χιλιάδες χρόνια. (π.χ. Ο Ιάσωνας και οι Αργοναύτες, Το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο, ο Οδυσσέας στη χώρα των Κιμμέριων). Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82 https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-ton-pontion-i-dimioyrgia-tis-aytokratorias-stin-trapezoynta-iexislamismoi-kai-oi-tromeroi-diogmoi-i-entyposiaki-diadromi-toy-ellinismoy-ston-eyxeino-ponto/

Μετά την κατάλυση του μηδικού κράτους από τον Κύρο των Περσών, ο Πόντος θα περάσει στην κηδεμονία της Περσίας, χωρίς να γνωρίσει τους καταστροφικούς πολέμους της περσικής επέκτασης. Οι πόλεις, κυρίως της μικρασιατικής παραλίας μέχρι την Κολχίδα, επί περσικής επικυριαρχίας, υπάγονταν στον μέγα βασιλέα, ενώ διατηρούσαν παράλληλα εσωτερική αυτονομία. Σημαντικές πληροφορίες για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου κατά την περσική κυριαρχία παίρνουμε από έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», όπου περιγράφεται η κάθοδος των Μυρίων (401-400 π.Χ.), δηλαδή των Ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου εναντίον του αδερφού του Αρταξέρξη. Μετά τη συμπλοκή όμως των δύο αδελφών και τον θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες βρέθηκαν μόνοι στο εσωτερικό της εχθρικής χώρας προσπαθώντας με τεράστιες δυσκολίες να φτάσουν στα ελληνικά εδάφη. Όταν από το όρος Θήχης αντίκρισαν τη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), ένιωσαν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Στο έργο αναφέρεται η άφιξή τους στην Τραπεζούντα (401 π.Χ.), η οποία ήταν υποτελής στη μητρική πόλη Σινώπη, καθώς και η βοήθεια όλων των άλλων Ελλήνων κατοίκων των παράλιων αποικιών του Εύξεινου Πόντου — Κερασούντας, Κοτυώρων, Σινώπης, Ηράκλειας— για να διεκπεραιωθούν στη Θράκη. Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CE%B9

Κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Εύξεινου Πόντου απόλαυσαν μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες όχι μόνο στα παράλια μέρη αλλά και προς το εσωτερικό 7


της περιοχής εξελληνίζοντας ολοένα και περισσότερα φύλα. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές. Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την περίοδο του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία. Μάλιστα, ο Μ. Αλέξανδρος επανάφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη Αμισό, που το είχε στερηθεί επί Περσικοκρατίας. Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλήσποντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων. Τα Ελληνιστικά χρόνια, στην περιοχή του Πόντου αναπτύχθηκε ένα βασίλειο με ισχυρές επιρροές από την Ελλάδα, το λεγόμενο ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου. Δημιουργός του κράτους υπήρξε ο σατράπης της Κίου, Μιθριδάτης Α’, ο οποίος έκανε πρωτεύουσα την Αμάσεια. Αρχικά το κράτος αυτό περιελάμβανε την Καππαδοκία (Μεγάλη Καππαδοκία και Καππαδοκία του Πόντου), αλλά αργότερα επεκτάθηκε και στις ελληνικές πόλεις των ακτών του Ευξείνου. Η ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε στο βασίλειο ως επίσημη γλώσσα. Η ελληνική θρησκεία και λατρεία κυριάρχησαν παντού και χτίστηκαν ναοί προς τιμήν των Ολύμπιων Θεών σε ολόκληρο τον Πόντο. Το δωδεκάθεο του Ολύμπου αφομοίωσε τις περισσότερες περσικές και ντόπιες θεότητες. Στα Κόμανα του Πόντου, μαζί με την τοπική θεά Αναΐτιδα, λατρευόταν και ο Απόλλωνας, η Αθηνά, ο Διόνυσος και η Νίκη, στην Κερασούντα ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, ο Ποσειδώνας, ο Πάνας και ο Ηρακλής, ενώ στην Τραπεζούντα ο Ερμής, ο Διόνυσος, ο Πάνας και ο Ηρακλής. Η λατρεία του περσικού θεού Μίθρα δεν έκλειψε ποτέ αλλά με το πέρασμα του χρόνου ελληνοποιήθηκε και ταυτίστηκε με τους Ήλιο, Απόλλωνα και Ερμή. Ανάμεσα στις νέες κτήσεις του Μιθριδάτη περιλαμβανόταν και η Τραπεζούντα. Στη συνέχεια, στο βασίλειο ενσωματώθηκαν και διάφορες φυλές εξ ανατολών, όπως οι Τιβαρηνοί, οι Μοσσύνοικοι, οι Μάκρωνες. Οι ανεπτυγμένες ελληνικές πόλεις παρέμειναν εμπορικά κέντρα, ενώ η καλλιέργεια της γης αποτελούσε την κύρια απασχόληση των κατοίκων, ιδιαίτερα στις κοιλάδες και τα δέλτα των ποταμών. Μεγάλη υπήρξε επίσης και η εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων αργύρου, σιδήρου, χαλκού. Περί τον 2ο αι. π.Χ. το κράτος του Πόντου εγκαινίασε επιθετική πολιτική με την κατάληψη της Σινώπης από τον Φαρνάκη Α’, καθώς και των Ποντικών Ορέων και της παραλιακής ζώνης του Ευξείνου (Κερασούντα, Κύτωρο, Αρμήνη ). Αφού στο βασίλειο συμπεριλήφθηκε και η Τραπεζούντα, επί Φαρνάκη Α’ και των διαδόχων του, ευνοήθηκαν οι οικονομικές συμφωνίες με τη χερσόνησο της Κριμαίας, καθώς και οι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί με τη Δήλο και την Αθήνα. Οι πολυάριθμες νομισματικές συλλογές των πόλεων της Τραπεζούντας, της Αμισού, των Κοτυώρων και της Σινώπης επιβεβαιώνουν την οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή εκείνης 8


της περιόδου, η οποία δεν ανατράπηκε ούτε μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας το 63 π.Χ από τον Ρωμαίο Ύπατο Πομπήιο. Κατά την εποχή της βασιλείας του Μιθριδάτη Ε’ του Ευεργέτη δημιουργήθηκε μισθοφορικός στρατός σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα. Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82 https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-ton-pontion-i-dimioyrgia-tis-aytokratorias-stin-trapezoynta-iexislamismoi-kai-oi-tromeroi-diogmoi-i-entyposiaki-diadromi-toy-ellinismoy-ston-eyxeino-ponto/

Στα βυζαντινά θέματα, διοικητικά η αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη σε «θέματα». Ορισμένοι θεματάρχες του Πόντου προσπάθησαν να αυτονομηθούν, όπως ο Θεόδωρος Γαβράς. Στις 26 Αυγούστου του 1071, έγινε η ιστορική μάχη του Ματζικέρτ, που άλλαξε τον χάρτη της περιοχής. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι νίκησαν τον Βυζαντινό στρατό και πλέον εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή. Τίποτα δεν ήταν ίδιο. Οι Σελτζούκοι άρχισαν τον εξισλαμισμό στην περιοχή, καθώς και τις διώξεις εναντίον των Χριστιανών. Οι βίαιοι εξισλαμισμοί, το παιδομάζωμα και εξοντωτικά μέτρα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν είχαν τα ίδια προνόμια με τους μουσουλμάνους. Τότε, οι Χριστιανοί της Δύσης προσπάθησαν να σταματήσουν αυτή τη θρησκευτική διαμάχη των μουσουλμάνων και δημιούργησαν σταυροφορίες, που όμως δυστυχώς η τέταρτη, άλωσε την Κωνσταντινούπολη, το 1204. Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους σταυροφόρους (1204) οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου ανεξάρτητο βασίλειο, γνωστό και ως «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών». Στα 257 χρόνια της, ο Πόντος γνώρισε τεράστια οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική ακμή. Το λιμάνι της Τραπεζούντας, που ήταν η μοναδική ένωση της Δύσης με την Ανατολή με το δρόμο του μεταξιού, αναπτύχθηκε και σε κέντρο εμπορίου, ήδη από την Αρχαία Ελλάδα και την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου έδρευαν προξενεία Γενουατών, Μασσαλιωτών, Βενετών, κ.ά. Οι τελωνειακοί φόροι και η παραγωγή μεταλλευμάτων εξασφάλιζαν την οικονομική ευρωστία του κράτους. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους ηγεμόνες της Νίκαιας, έβαλε τέλος στο όνειρο των Κομνηνών να καταλάβουν τον θρόνο. Οι Μεγαλοκομνηνοί ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Οι μονές του Πόντου έγιναν κέντρα πολιτιστικής ανάπτυξης που προσέλκυσαν πολλούς λόγιους της πρώην Βασιλεύουσας. Πόντιοι λόγιοι όπως ο χρονικογράφος Μιχαήλ Πανάρετος, ο μαθηματικός και αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης και οι θεολόγοι Βησσαρίων, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Αμιρούτζης 9


διέπρεψαν στις επιστήμες. Οι θαυμάσιες τοιχογραφίες και τα χειρόγραφα που σώζονται μαρτυρούν την ιδιαίτερη ανάπτυξη της ζωγραφικής, ενώ σπουδαία κτίσματα, εκκλησίες, μονές, ανάκτορα και δημόσια κτίρια δείχνουν τη λαμπρότητα της εποχής. Οι Κομνηνοί περιορίστηκαν στην αυτοκρατορία του Πόντου, μια μεγάλη μεσαιωνική αυτοκρατορία, και έβαλαν στόχο την ισχυροποίησή της. Με σύμβολο τον μονοκέφαλο αετό, σε αντιδιαστολή με τον δικέφαλο του Βυζαντίου, και προστάτη τον Άγιο Ευγένιο, πολιούχο Τραπεζούντας, οι Μεγαλοκομνηνοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οπότε υπέκυψε και ο Πόντος στους Οθωμανούς. Δυστυχώς όμως για τον Δαυίδ, ο Σουλτάνος θεώρησε ότι διακυβεύεται η αυτοκρατορία, τον κατηγόρησε και τον δολοφόνησε μαζί με τα παιδιά του. Με αυτόν τον τρόπο κλείνει ο κύκλος της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82 https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-ton-pontion-i-dimioyrgia-tis-aytokratorias-stin-trapezoynta-iexislamismoi-kai-oi-tromeroi-diogmoi-i-entyposiaki-diadromi-toy-ellinismoy-ston-eyxeino-ponto/

Ο Πόντος μοιράστηκε από τους Οθωμανούς σε δύο μπεηλερμπεϊλίκια, κάτι σαν τα Θέματα των Βυζαντινών: της Τραπεζούντας και του «Ρουμ», δηλαδή των Ρωμιών, που περιλάμβανε τα δυτικά εδάφη και το εσωτερικό του Πόντου. Κατά τον 18ο αιώνα, στον χώρο του μικρασιατικού Πόντου υπήρχαν τρεις μητροπόλεις, η μητρόπολη Αμασείας με τίτλο μητροπολίτη «Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου», Νεοκαισαρείας και Ινέου με τίτλο «Υπέρτιμος και έξαρχος Πόντου Πολεμωνιακού» και Τραπεζούντας με τίτλο «Υπέρτιμος έξαρχος πάσης Λαζικής». Η ελληνική κοινωνία του μικρασιατικού Πόντου θα σημαδευτεί - όπως και κάθε άλλο μέρος του ελληνικού κόσμου- από τον εξισλαμισμό και την εμφάνιση του κρυπτοχριστιανικού φαινομένου. Το πρώτο κύμα εξισλαμισμών θα εμφανιστεί μετά την παράδοση της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς. Οι Χριστιανοί εκδιώκονται και περιθωριοποιούνται και οι εκκλησίες μετατρέπονται σε τεμένη. Στην Τραπεζούντα και στην περιφέρειά της οι εξισλαμισμοί θα λάβουν μεγάλη έκταση. Οκτώ χιλιάδες Χριστιανοί από την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα των Κομνηνών θα ιδρύσουν ορεινούς οικισμούς στην περιοχή της Θοανίας, που θα μείνει γνωστή ως Τόνγια. Οι πληθυσμοί αυτοί θα εξισλαμιστούν στη συνέχεια. Το μεγάλο κύμα εξισλαμισμών θα ενσκήψει στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος πληροφορεί ότι οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648-1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει ο Χρύσανθος: «΄Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, ΄Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν 10


αθρόως. Οι Χριστιανοί της περιφέρειας Όφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ..». Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος επισκέφθηκε την Τραπεζούντα το 1681 και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εξισλαμισμό των Ελλήνων. Αναφέρει ότι τον χρόνο της επίσκεψής του επραγματοποιήθη ο εξισλαμισμός των ελληνικών πληθυσμών της Θοανίας, της σημερινής Τόνγιας. Σε οθωμανικό ντοκουμέντο που αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του υπόδουλου ποντιακού ελληνισμού έναν αιώνα μετά την άλωση της Τραπεζούντας συμπεραίνεται ότι «θεώρησαν πιο αρμόζον και συμφέρον γι αυτούς να αλλαξοπιστήσουν για να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση». Από τα τέλη του 17ου αιώνα θα ξεκινήσει η εκπαιδευτική κίνηση στον Πόντο, όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η Τραπεζούντα θα εξελιχθεί σε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων. Το πρώτο σχολείο που λειτούργησε ήταν το «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» το 1682. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675. Στην Αργυρούπολη ιδρύθηκε το 1733 και στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν σχολεία στη Σαμψούντα και στην Κερασούντα. Κατά το 19ο αιώνα εκατοντάδες ελληνικά και αλληλοδιδακτικά σχολεία ιδρύθηκαν στον Πόντο. Το διάστημα μετά από την οθωμανική κατάκτηση (κυρίως ο 18ος και ο 19ος αιώνας) χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, όπου δημιουργούνται μεγάλες ποντιακές κοινότητες. Στο έργο του Αποσπάσματα από την Ανατολή (1845) ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ περιγράφει τις επαφές του με χριστιανούς ελληνόφωνους Ποντίους, τους οποίους συνάντησε ταξιδεύοντας στον Εύξεινο Πόντο. Τους χαρακτηρίζει ως «Βυζαντινούς Έλληνες» και τη γλώσσα τους ως «ελληνικά της Ματσούκας» και τους περιγράφει ως ελληνόφωνους που προσκυνούν την Παναγία Σουμελά. Με την απαρχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας στην περιοχή του Πόντου ατόνησε. Η εξουσία πέρασε στα χέρια των παλιών σπαχήδων, δηλαδή των στρατιωτικών-τιμαριούχων, οι οποίοι λάμβαναν από τον σουλτάνο μεγάλες εκτάσεις γης, με αντάλλαγμα να τον συνοδεύουν στους κατακτητικούς πολέμους. Σε κάποια φάση τα κτήματα άρχισαν να κληροδοτούνται από πατέρα σε γιο και οι τοπάρχες να μην οφείλουν υπακοή στο σουλτάνο. Οι άρχοντες αυτοί (οι ντερεμπέηδες), ενώ ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μεταβλήθηκαν σε στυγνούς καταπιεστές του πληθυσμού (Χριστιανών και Μουσουλμάνων). Επέβαλλαν αυθαίρετα φορολογία, εκτελούσαν επιδρομές κατά χριστιανικών οικισμών και επιδίδονταν ακόμη και στο δουλεμπόριο. Από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 και έπειτα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιορίστηκε στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Τα επόμενα 150 χρόνια, η Ρωσία προσπαθούσε να βρει ευκαιρία για να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, ώστε να προωθηθεί εδαφικά, ακόμη και να καταλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, τα ρωσικά στρατεύματα ήρθαν στον Πόντο τρεις φορές: το 1828-1829, το 1854-1856 και το 1876-1877. Οι Χριστιανοί του Πόντου τούς έβλεπαν ως ελευθερωτές, όχι όμως και οι Μουσουλμάνοι, που φοβούνταν ότι σε περίπτωση προσάρτησης στη Ρωσία θα έπρεπε να εγκαταλείψουν

11


τη χώρα τους. Έτσι, ο φόβος των Ρώσων και η δυσαρέσκεια για την οικονομική άνοδο των Χριστιανών έτρεφε το μίσος των Μουσουλμάνων. Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CE%B9

Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου Το κίνημα των Νεότουρκων, το 1908, έδωσε προσωρινά ελπίδες για ένα διαφορετικό μέλλον, τόσο στους Μουσουλμάνους όσο και στους Χριστιανούς. Ο πόλεμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ιταλία, το 1911, και με τα βαλκανικά κράτη, το 1912-1913, δεν είχε άμεσες σημαντικές επιπτώσεις στους Χριστιανούς του Πόντου, όμως σίγουρα δημιούργησε ανασφάλειες στους νέους ηγέτες, οι οποίοι ήθελαν μια εθνική και όχι πολυεθνική Τουρκία. Έτσι, ξεκίνησε η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου μέχρι το 1923. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η εκτόπιση, η εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, οι πορείες θανάτου στην έρημο και συχνότατα οι εν ψυχρώ δολοφονίες ή εκτελέσεις. Ο αριθμός των θυμάτων έχει υπολογιστεί από έναν Πόντιο μελετητή σε 353.000, αριθμός που υιοθετείται και από τις περισσότερες ξένες πηγές και ποντιακές οργανώσεις και αναφέρεται σε επίσημες εκδηλώσεις. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο ίδιο στρατόπεδο με τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς. Μεσούντος του πολέμου οι Νεότουρκοι αποφάσισαν να απαλλαγούν από τους «ενοχλητικούς» χριστιανικούς πληθυσμούς. Με το πρόσχημα ότι οι Χριστιανοί μπορούσαν να λειτουργήσουν ως 5η φάλαγγα για τον ρωσικό στρατό που προήλαυνε προς τον Πόντο, οι Χριστιανοί στον δυτικό Πόντο διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους, προκειμένου να μετεγκατασταθούν σε άλλα ασφαλέστερα μέρη. Το καλοκαίρι του 1915 έλαβε χώρα η γενοκτονία των Αρμενίων. Την ίδια εποχή οι Έλληνες δεινοπαθούσαν από τις κακουχίες και τις πορείες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Μόνο στον ανατολικό Πόντο η κατάσταση ήταν καλύτερη, λόγω της ρωσικής κατοχής από το 1916 έως το 1918. Πηγές https://el.wikipedia.org/wiki/%C E%A0%CF%8C%CE%BD%CF %84%CE%BF%CF%82

:

https://el.wikipedia.org/wiki/%C E%A0%CF%8C%CE%BD%CF %84%CE%B9%CE%BF%CE% B9 https://el.wikipedia.org/wiki/%C E%93%CE%B5%CE%BD%CE %BF%CE%BA%CF%84%CE% BF%CE%BD%CE%AF%CE%B 1_%CF%84%CF%89%CE%BD _%CE%95%CE%BB%CE%BB %CE%AE%CE%BD%CF%89% CE%BD_%CF%84%CE%BF%

12


CF%85_%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%85 https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-ton-pontion-i-dimioyrgia-tis-aytokratorias-stin-trapezoynta-iexislamismoi-kai-oi-tromeroi-diogmoi-i-entyposiaki-diadromi-toy-ellinismoy-ston-eyxeino-ponto/

Το τέλος του πολέμου βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία μαζί με τους ηττημένους. Η συνθήκη των Σεβρών που δημιουργήθηκε έλεγε ότι η Ελλάδα θα έχει στην κατοχή της την ανατολική Θράκη (πλην της Κωνσταντινούπολης) και για 5 χρόνια εγκατάσταση στη ζώνη της Σμύρνης. Οι Έλληνες του Πόντου, οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι, ενθαρρυμένοι από τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Γούντροου Ουίλσον, ζήτησαν αυτοδιάθεση. Μαζί με τις πιέσεις στο διπλωματικό πεδίο εμφανίστηκαν και ανταρτικά σώματα Ποντίων, Αρμενίων και Κούρδων, που διεκδικούσαν με αυτόν τον τρόπο την ευόδωση του εθνικού σκοπού. Η δράση, όμως, έφερε και αντίδραση. Λιποτάκτες του οθωμανικού στρατού και Τούρκοι εθνικιστές δημιούργησαν ξεχωριστά τουρκικά ανταρτικά σώματα. Οι Έλληνες του Πόντου προσανατολίζονταν είτε στη δημιουργία ελληνικού ποντιακού κράτους με ειδική σχέση με την Ελλάδα είτε σε μια μορφή ομοσπονδίας με τους Αρμενίους. Οι Αρμένιοι από την πλευρά τους ζητούσαν τη δημιουργία ανεξάρτητης Αρμενίας. Τον Ιανουάριο του 1920 Έλληνες και Αρμένιοι υπέγραψαν τη συμφωνία ίδρυσης μιας Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας με σύνορα από την Τραπεζούντα ως τη λίμνη Βαν. Όμως το κράτος αυτό δεν δημιουργήθηκε ποτέ, καθώς συνάσπισε εναντίον του τους Τούρκους και Κούρδους εθνικιστές. Η ήττα των Αρμενίων από τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και η συνθηκολόγησή τους το 1920 έδειξε ότι οι Έλληνες κινδύνευαν. Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Η τουρκική ήττα κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο στην περιοχή, στο Σαρικαμίς στην βόρεια περιοχή της Μικράς Ασίας το 1915, αποδόθηκε στους Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ως συνέπεια αυτού, όλοι οι στρατολογημένοι Πόντιοι εξαναγκάστηκαν σε στρατολόγηση στα τάγματα εργασίας. Έτσι δεν άργησαν να εκδηλώνονται κύματα λιποταξίας, με τον κόσμο να καταφεύγει στα βουνά. Μάλιστα στην επαρχία Κερασούντας, γι΄ αυτό τον λόγο, κάηκαν 88 χωριά ολοσχερώς μέσα σε τρεις μήνες. Οι Έλληνες της επαρχίας, περίπου 30.000, αναγκάστηκαν να διανύσουν, πεζοί, πορεία προς την Άγκυρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναπόφευκτα το ένα τέταρτο αυτών πέθαναν καθ' οδόν. Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα 13


εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικών. Πόντιοι αντάρτες. Οι διώξεις προκάλεσαν τη δημιουργία θυλάκων αντίστασης από τους Πόντιους. Τελικά οι διώξεις εντάθηκαν με την έκδοση διατάγματος, τον Δεκέμβριο του 1916, που προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ξεκίνησε από την Άνω Αμισό και στην Μπάφρα. Στην επαρχία Αμάσειας 72.375 Έλληνες, από τους συνολικά 136.768, εκτοπίστηκαν, από τους οποίους το 70% πέθανε από τις κακουχίες. Πολλοί Πόντιοι θέλησαν να αντισταθούν οργανώνοντας, στις ορεινές εκτάσεις του Πόντου, αντάρτικα εναντίον του τακτικού στρατού, όπως στη Σάντα. Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση άτακτων ομάδων (Τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Στις 29 Μαΐου ο Κεμάλ ανέθεσε στον Τσέτη Τοπάλ Οσμάν την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα "Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας" στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων. Πηγές https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82

:

14


https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CE%B9 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%BA%CF%84%CE%BF% CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%A E%CE%BD%CF%89%CE%BD_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF %84%CE%BF%CF%85 https://www.mixanitouxronou.gr/i-istoria-ton-pontion-i-dimioyrgia-tis-aytokratorias-stin-trapezoynta-iexislamismoi-kai-oi-tromeroi-diogmoi-i-entyposiaki-diadromi-toy-ellinismoy-ston-eyxeino-ponto/ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9% CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83% CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE

Το 1921 ο Κεμάλ υπέγραψε σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση. Έτσι γινόταν εύκολο γι' αυτόν να στραφεί εναντίον του ελληνικού στρατού που είχε προελάσει στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο αγώνας του Κεμάλ κατά του ελληνικού στρατού είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθούν οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας ως δυνάμει συνεργάτες του «εχθρού» και «προδότες». Έτσι, αρχικά οι ηγέτες των Ελλήνων Ποντίων εξοντώθηκαν σε δίκες παρωδίες και στη συνέχεια άρχισε κύμα τρομοκρατίας κατά των ελληνικών πληθυσμών.

Το 1922, γίνεται η Μικρασιατική Καταστροφή. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, τη φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη και εξόντωση μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Μικρασιατικής εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών, μέσα σε συνθήκες Εθνικού Διχασμού και δυσαρέσκειας μέρος του ελληνικού λαού για τις αυθαιρεσίες της βενιζελικής διοίκησης και την παρουσία των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία (βασική πολιτική της αντιβενιζελικής παράταξης από την έκρηξη του παγκοσμίου πολέμου ήταν η μη απόβαση στην Μικρά Ασία), ήταν καθοριστικό για τις μετέπειτα εξελίξεις. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση του Δημήτρη Γούναρη. Μόλις ένα μήνα πριν, ο φίλα προσκείμενος στις συμμαχικές δυνάμεις Βασιλιάς Αλέξανδρος, σε αντίθεση με τον φιλογερμανό πατέρα του, πέθανε αιφνιδίως από δάγκωμα μαϊμούς. Το Δεκέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος Α΄ επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από Δημοψήφισμα. Ο Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στις δυνάμεις της Αντάντ -οι οποίες ήδη ήταν πολύ διστακτικές ως προς την προέλαση του ελληνικού 15


στρατού στην ενδοχώρα- για την ουδετερότητα που προσπάθησε να κρατήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες είχαν προειδοποιήσει την νέα κυβέρνηση για το τι θα σήμαινε μια πιθανή επιστροφή του Κωνσταντίνου στις σχέσεις τους με αυτή, βρήκαν το πρόσχημα που χρειάζονταν για να απαγκιστρωθούν από την εκστρατεία (ιδίως Γαλλία και Ιταλία) και παρέδωσαν διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους, ενώ πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχανε δρομολογηθεί προς την Ελλάδα και την εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων για τις επιτάξεις στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης. Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ καταφέρνει να συμφωνήσει με Γαλλία και Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις προαναφερόμενες χώρες. Την άνοιξη του 1921, ο Ελληνικός στρατός, ύστερα από στρατιωτικό συμβούλιο, αποφάσισε προέλαση προς την Άγκυρα και κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ), χωρίς όμως να καταφέρει να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το Ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Άγκυρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου 1922 η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία και κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Η προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα είχε τερματιστεί στη Μάχη στον Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Ακολούθησε στασιμότητα για περίπου ένα χρόνο, η οποία έφθειρε το ηθικό του στρατεύματος και αντίθετα έδωσε χρόνο στον Κεμάλ να αναδιοργανωθεί. Μετά την, εκ των συνθηκών πλέον, αναγκαστική καθήλωση του ελληνικού στρατού και την παραίτησή από την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων που, έως και πριν τη μάχη του Σαγγάριου είχε, η ελληνική κυβέρνηση είχε συνειδητοποιήσει το επερχόμενο αδιέξοδο και σε συνεργασία με τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη είχε αποφασίσει την (στρατιωτική) εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας, ήδη από τον Απρίλιο του 1922. Σε σχετική επιστολή της Έκθεσης Πεπραγμένων της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο με ημερομηνία 23 Απριλίου 1922, αναφέρονται τα εξής: "... Παρά το άνισον του αγώνος κ. Πρόεδρε, νομίζομεν ότι υπάρχει ακόμη ελπίς σωτηρίας. Κυρίως σήμερον πρόκειται περί του πως θα εξασφαλησθή η διάρκεια του πολέμου κατά το θέρος..." και "... είμεθα υποχρεωμένοι να τηρήσωμεν την μέχρι τούδε τηρηθείσαν απειλητική στάσιν μας κατά του αθηναϊκού καθεστώτος δια να το εξαναγκάσωμεν όπως μη τολμήσει να πραγματοποιήση την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας διαρκούντος του θέρους..." Τον Μάιο του 1922 η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων και την εξουσία ανέλαβε η κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (πριν την κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη είχε ανέλθει στην εξουσία η εξαήμερη κυβέρνηση του Νικόλαου Στράτου.) Πηγές : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82

16


https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CE%B9 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%BA%CF%84%CE%BF% CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%A E%CE%BD%CF%89%CE%BD_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF %84%CE%BF%CF%85 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9% CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83% CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE

Στις 24 Αυγούστου η στρατιωτική ηγεσία συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και εξέδωσε διαταγές. Όμως οι διαταγές δεν είχαν ουσιαστικό αποδέκτη αφού όχι μόνο οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί αλλά και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Η αμυντική τακτική ήταν αδύνατη, αφού τα σώματα στρατού είχαν αποκοπεί και κατευθύνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Γ' Σώματος Στρατού εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία από το λιμάνι της Αρτάκης αφήνοντας τους ανυπεράσπιστους Μικρασιάτες στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι ιδίως στην περιοχή της Σμύρνης μέχρι τέλους διαβεβαιώνονταν από τις Ελληνικές Αρχές και την Αρμοστεία ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και λόγος ανησυχίας. Μάλιστα δε, δια στόματος του υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη οι Σμυρνιοί

διαβεβαιώθηκαν πως «η Σμύρνη δεν θα εγκαταλειφθεί». Τέσσερις μέρες αργότερα, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και, ύστερα από προσπάθειες του Παλατιού, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 Σεπτεμβρίου (18 Αυγούστου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο) ξεκίνησε η καταστροφή. Την ίδια μέρα τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Προύσα, βάζοντας φωτιά στην πόλη. Η πυρκαγιά πάντως τέθηκε γρήγορα υπό έλεγχο και μόνο μία συνοικία καταστράφηκε. Στις 13 Σεπτεμβρίου, τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα οχυρώθηκαν στην Χερσόνησο της Ερυθρών, με ισχυρή στρατιωτική δύναμη να φυλάει το λεπτότερο σημείο του ισθμού, μήκους 11 χιλιομέτρων. Από εκεί ξεκίνησε η οργανωμένη και ασφαλής αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Όσοι στρατιώτες επρόκειτο να επιστρέψουν στον Πειραιά αφοπλίστηκαν, αλλά αυτοί που μεταφέρθηκαν στη Θράκη διατήρησαν τον οπλισμό τους. Τα νησιά του Αιγαίου γέμισαν Έλληνες στρατιώτες. Παράλληλα, καθώς υπήρχε πλέον σοβαρό ενδεχόμενο η ελληνοτουρκική σύρραξη να επεκταθεί στα Βαλκάνια, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία δήλωσαν ξεκάθαρα τη πρόθεσή τους να βοηθήσουν την Ελλάδα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι της Θράκης, ενθαρρυμένοι από τις επιτυχίες των κεμαλικών, ξεκίνησαν αντιχριστιανικά κινήματα.. 17


Στις 15 Σεπτεμβρίου, με τα τουρκικά στρατεύματα να απέχουν μόλις 55 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, ο βρετανικός στόλος που βρισκόταν στην Πόλη δέχτηκε εντολή να μην επιτρέψει σε κανέναν Τούρκο να περάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ωστόσο ο βρετανικός τύπος ήταν προβληματισμένος με τη στάση των Γάλλων, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν διατεθειμένοι να δώσουν εδάφη της Θράκης και την Αδριανούπολη στους Τούρκους. Παράλληλα, μουσουλμανικές χώρες σε όλον τον πλανήτη συνεχάρησαν τους Τούρκους για τα κατορθώματά τους. Ταυτόχρονα στη Σμύρνη, η φωτιά που ξεκίνησε στην αρμένικη συνοικία έκαψε τις συνοικίες των Ελλήνων, των Ευρωπαίων και έφτασε και στις τουρκικές. Τα στρατεύματα των κεμαλικών έκαναν κάποιες προσπάθειες να σταματήσουν το χάος, αλλά κυρίως οι άτακτοι Τούρκοι τσέτες είχαν βγει εκτός ελέγχου και λεηλατούσαν, βίαζαν και σκότωναν. Ανάμεσα στα εγκλήματα των Τούρκων αναφέρεται και η απαγωγή κοριτσιών από το Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων, με τη μοίρα τους να αγνοείται. Φέρεται πως οι αμερικανικές φίρμες χτυπήθηκαν οικονομικά από την Καταστροφή της Σμύρνης. Στις 16 Σεπτεμβρίου, βρετανικά στρατεύματα τοποθετήθηκαν στα Δαρδανέλλια για κάθε ενδεχόμενο και οι Βρετανοί δήλωσαν την επιθυμία τους να διατηρηθεί η ουδετερότητα των Στενών. Παράλληλα, με τη Καταστροφή της Σμύρνης να συνεχίζεται, τουλάχιστον 25.000 γυναίκες και κορίτσια αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα. Από τις 18 Σεπτεμβρίου, πρόσφυγες έφταναν κατά χιλιάδες στην Αθήνα, ενώ οι Βρετανοί κινητοποίησαν ολόκληρο τον Ατλαντικό στόλο και εντατικοποίησαν τις εργασίες των εργοστασίων για περίπτωση σύρραξης με τους Τούρκους. Ταυτόχρονα οι κεμαλικοί εισέβαλαν στην ουδέτερη ζώνη και ετοιμάστηκαν να καταλάβουν τα Στενά ώστε να πετύχουν ευνοϊκότερους όρους σε μία συνθήκη. Οι Γάλλοι αντιτέθηκαν στην ένοπλη σύγκρουση στα Δαρδανέλλια και τα εκκένωσαν από τα στρατεύματά τους, αλλά οι Βρετανοί, αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανεξαρτησία των Στενών, έστειλαν 10.000 στρατεύματα, με την υποστήριξη των Ιταλών, οι οποίοι όμως ήταν επίσης κατά του ενδεχομένου σύγκρουσης. Ωστόσο την επόμενη μέρα και οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Δαρδανέλλια. Μέσα στις επόμενες μέρες οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να έρθουν σε σύγκρουση με τους κεμαλικούς για τον έλεγχο των Δαρδανελλίων, ενώ η Γαλλία ακολούθησε ρόλο μεσάζοντα, προσπαθώντας να αποτρέψει τον πόλεμο. Στις 29 Σεπτεμβρίου ο Κεμάλ συμβιβάστηκε ώστε να μην επιτεθεί και υποσχέθηκε την αποστρατικοποίηση των Στενών, με τον όρο η Ανατολική Θράκη να περιέλθει στους Τούρκους. Έτσι οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και άνοιξε ο δρόμος για την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπογράφτηκε το επόμενο έτος. Πηγές : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CE%B9 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%BA%CF%84%CE%BF% CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%A E%CE%BD%CF%89%CE%BD_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF %84%CE%BF%CF%85 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9%

18


CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83% CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ

Με τη συνθήκη της Λωζάνης, έγινε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Περίπου 2.000.000 Έλληνες έφυγαν από τη Μικρά Ασία και 500.000 μουσουλμάνοι από την Ελλάδα. Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Πέρα από το ελληνικό κράτος ο διωγμός των Ποντίων αναγνωρίζεται επισήμως ως γενοκτονία από την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, εννέα πολιτείες των ΗΠΑ (Φλόριντα, Τζώρτζια, Μασαχουσέτη, Νιου Τζέρσεϊ, Νέα Υόρκη, Πενσυλβάνια, Νότια Καρολίνα, Ρόουντ Άιλαντ και από τις 11/9/2019 Καλιφόρνια, ενώ υπάρχει σαφής αναφορά -κατά κάποιο τρόπο αναγνώριση- σε γενοκτονία Ελλήνων και από την πολιτεία της Αλαμπάμα), τη βουλή των αυστραλιανών πολιτειών της Νότιας Αυστραλίας και της Νέας Νότιας Ουαλία, την Αυστρία (ακολουθούμενη λίγες ημέρες αργότερα από το Δήμο της Βιέννης) και την Ολλανδία. Στο Καναδά οι πόλεις Οττάβα και Τορόντο έχουν αναγνωρίσει την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Ποντιακής γενοκτονίας. Η Ποντιακή γενοκτονία έχει οριστεί και αναγνωριστεί από τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS), ενώ έχει τύχει αναγνώρισης και από αρκετές διεθνείς οργανώσεις και φορείς, όπως οι Ευρωπαίοι Δημοκράτες Φοιτητές. Τέλος ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ κάνουν αναφορά σε γενοκτονία κατά Ελλήνων. Σήμερα οι Πόντιοι έχουν ενσωματωθεί λειτουργικά μέσα στην Ελληνική κοινωνία κατέχοντας με αξιοπρέπεια σημαντικές θέσεις σ’ όλους τους κλάδους της πνευματικής, επιστημονικής και επαγγελματικής ζωής της χώρας. 1.500.000 19


περίπου Έλληνες ποντιακής καταγωγής ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Αλλά και άλλες χώρες έχουν δημιουργήσει τον δικό τους μικρόκοσμό και έχουν βρει το λιμάνι μιας νέας πατρίδας. Στην τέως Σοβιετική Ένωση και στις εξορίες της Σιβηρίας ζουν ακόμη 1.000.000 Έλληνες Πόντιοι, 500.000 από τους οποίους διατηρούν με περηφάνια την Ποντιακή μητρικής του γλώσσα. Άλλο μισό εκατομμύριο Ποντίων βρίσκεται διασπαρμένο σε Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπη και Αφρική. Δίπλα σ’ αυτούς στέκονται με μια αξιοπρέπεια κερδισμένη από τον πόνο, 500.000 Πόντιοι της Τουρκίας, που με χαρακτηριστικό πείσμα διατηρούν σαν ζωντανή θύμηση της καταγωγής τους την ποντιακή γλώσσα μέσα στα σπίτια τους.

Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να τιμούμε αυτή την ημέρα γιατί αυτοί οι άνθρωποι αγωνίστηκαν για τη θρησκεία, για την γλώσσα τους, για τον πολιτισμό τους και για την ελευθερία τους. Πηγές https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82

:

Ερευνητική ομάδα:--- Άγγελος-Νικόλας Αλιάτσης, Δημήτρης Καρακάς, Αθηνά Καραμιχάλη, Βασιλική Καρανικόλα, Θανάσης Κωστάρας, Δέσποινα Μπέζαρη

20


Η Ποντιακή διάλεκτος 1. Ιστορική Αναδρομή στην ποντιακή διάλεκτο Ο Πίτερ Μάκριτζ, καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, περιγράφει τα Ελληνικά της περιοχής του Όφεως της Τραπεζούντας ως υποδιάλεκτο της Ποντιακής, η οποία περιέχει ανεπτυγμένο αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά και αρχαία γραμματικά και συντακτικά χαρακτηριστικά. Στην αρχαία Ελλάδα η ελληνική γλώσσα είχε τις ακόλουθες έξι διαλέκτους: την Ιωνική, την Αττική, την Δωρική, την Μακεδονική, την Αιολική και την Κυπριακή. Η Ιωνική μιλιόταν κυρίως στην Εύβοια, στις Κυκλάδες και σε μια σειρά από ελληνικές αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας, με κέντρο την Μίλητο. Όταν λάβουμε υπόψη πως Έλληνες από την Μίλητο γύρω στα 750 π. Χ. δημιούργησαν στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου την Σινώπη, την πρώτη ελληνική αποικία στην περιοχή μετέπειτα γνωστή ως Πόντος, και στη συνέχεια την Σαμψούντα, την Τραπεζούντα και άλλες πόλεις, η ελληνική διάλεκτος που μιλιόταν στις πόλεις εκείνες ήταν η Ιωνική. Προσωπικότητες των ελληνικών Γραμμάτων, όπως ο συντάκτης της νεοελληνικής γραμματικής Μανώλης Τριανταφυλλίδης, εξήραν τον ρόλο της ποντιακής διαλέκτου, καθώς αποτελεί ένα ζωντανό συνδετικό κρίκο με τις αρχαιοελληνικές διαλέκτους. 1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής της διαλέκτου Ποντιακή ονομάζεται η νεοελληνική διάλεκτος, που μιλιόταν στη βορειοανατολική Μικρά Ασία από τους ελληνόφωνους κατοίκους του Εύξεινου Πόντου και συγκεκριμένα του ανατολικού τμήματος της μικρασιατικής παραλίας. Η περιοχή αυτή περιελάμβανε περίπου 800 οικισμούς, εκτεινόταν σε μια ζώνη 400 χιλιομέτρων, από την Ινέπολη στα δυτικά μέχρι την Κολχίδα στα ανατολικά, και δεν ήταν αμιγώς ελληνόφωνη, αλλά εκεί ήταν εγκατεστημένοι και τουρκικοί πληθυσμοί. Επίσης, η διάλεκτος αυτή χρησιμοποιούνταν σε μερικά χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας σε βάθος 100 περίπου χιλιομέτρων από την ακτή. 21


Η ποντιακή διάλεκτος έχει τις ρίζες της στην ελληνιστική κοινή. Η διαμόρφωσή της χρονολογείται ήδη από τον 7ο ή τον 8ο αιώνα. Μέχρι τον 19ο αιώνα δεν έχουμε καθόλου γραπτά κείμενα για τη διάλεκτο αυτή, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να ανιχνεύσουμε με ακρίβεια τα στάδια και τις λεπτομέρειες της εξέλιξής της. Η ποντιακή αποτελούσε κώδικα προφορικής παράδοσης, τον οποίο οι ομιλητές του ονόμαζαν «ρωμέικα» ή «λαζικά». Η καταγραφή διαλεκτικών κειμένων αρχίζει στα τέλη του 19ου αιώνα και γίνεται συστηματικότερη από το 1928 και εξής με την ίδρυση του Αρχείου Πόντου στην Ελλάδα. 2. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση Δύο σημαντικές ανακατατάξεις επηρέασαν καθοριστικά τη σύγχρονη κατάσταση της ποντιακής διαλέκτου: αφενός το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα με κατεύθυνση την τότε ρωσική αυτοκρατορία, το οποίο είχε αποτέλεσμα την ίδρυση πολυάριθμων ποντιακών κοινοτήτων στον βόρειο Καύκασο και τον νότιο Καύκασο κι αφετέρου οι ανακατατάξεις πριν και μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οπότε πολλοί Πόντιοι αναγκάζονται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Από τα 1.221.849 άτομα που υπολογίζονται οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ένας αριθμός (που οι εκτιμήσεις τον ανεβάζουν σε 300.000-400.000 άτομα) ήταν ποντιακής καταγωγής. Οι άνθρωποι αυτοί εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Ένας αριθμός κυρίως αστών Ποντίων εγκαταστάθηκε στις γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά περιοχές. Από τη δεκαετία του 1920 έως σήμερα έχει έρθει στην Ελλάδα ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός Ποντίων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν και εγκαθίστανται είτε στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς) είτε στα χωριά, όπου κατοικούν άτομα ποντιακής καταγωγής, είτε τα τελευταία χρόνια σε ειδικά επιλεγμένες από το ελληνικό κράτος περιοχές (Φαρκαδών, Σάππες κ.ά). Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους, όπως είναι φυσικό, οι ποντιακής καταγωγής ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου επικοινωνούσαν αποκλειστικά στη διάλεκτό τους. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, η ανάγκη επικοινωνίας με την ελληνική διοίκηση και τους υπόλοιπους μη ποντιακής καταγωγής Έλληνες συνετέλεσε, ώστε οι περισσότεροι, ιδίως οι νεότεροι, να μάθουν και την κοινή νεοελληνική. Από την άλλη, το σχολείο, η αστυφιλία, τα ΜΜΕ, η μετανάστευση και ο θάνατος των πρώτων Ποντίων της πρώτης γενιάς επέφεραν τη σταδιακή συρρίκνωση της διαλέκτου, με αποτέλεσμα η σημερινή φυσιογνωμία της να διαφέρει κατά πολύ από αυτή που παρουσίαζε πριν 50-70 χρόνια. Σήμερα σχεδόν όλοι οι ομιλητές της ποντιακής χρησιμοποιούν ως κύριο όργανο 22


επικοινωνίας την κοινή νεοελληνική και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, και σε ειδικές περιστάσεις επικοινωνίας, χρησιμοποιούν την ποντιακή. Η ποντιακή διάλεκτος με άλλα λόγια σήμερα όχι μόνο έχει χάσει τη γεωγραφική της έννοια, αλλά φαίνεται να βρίσκεται σε διαδικασία υποχώρησης υπό την επίδραση της κοινής νεοελληνικής. Στον ελλαδικό χώρο φαίνεται ότι ομιλείται πλέον ως δεύτερη γλώσσα σε περιβάλλοντα οικεία, οικογενειακά ή φιλικά μια ποντιακή κοινή, με έντονες τις επιδράσεις της νεοελληνικής κοινής. Μερικές από τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι ομιλητές της ποντιακής χρησιμοποιούν παράλληλα με την κοινή νεοελληνική και τη διάλεκτο, είναι ο μεταξύ τους χαιρετισμός, η έναρξη μιας μεταξύ τους επικοινωνίας, η αναφορά σε φράσεις στερεότυπες, παροιμίες, στίχους τραγουδιών κ.ά. που δεν έχουν το αντίστοιχό τους στην κοινή νεοελληνική, η πιστή απόδοση φράσεων που λέει ή έλεγε κάποιος πρόγονός τους, ομιλητής της ποντιακής, όταν θέλουν να καταδείξουν την ποντιακή τους ταυτότητα και όταν συζητούν θέματα που σχετίζονται με τον Πόντο και την καταγωγή τους. Εννοείται πως όλες οι παραπάνω περιπτώσεις και περιστάσεις επικοινωνίας αναφέρονται στον προφορικό λόγο. Ο γραπτός λόγος στην ποντιακή ως μέσο επικοινωνίας σπανίζει. Οι κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών (μετανάστευση, εγκατάλειψη οικισμών) δημιούργησαν νέα δεδομένα, με αποτέλεσμα αρκετές πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν στις προ του 1970 προσπάθειες να μην ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα. Η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ανέλαβε μια αξιόλογη πρωτοβουλία, η οποία, χωρίς να επεκταθεί στον εντοπισμό και την καταγραφή των ποντιακών οικισμών, έμεινε στο επίπεδο συγκέντρωσης και καταγραφής γλωσσικού υλικού. Στον τομέα της συγκέντρωσης και καταγραφής γλωσσικού υλικού, έγινε και μια δεύτερη προσπάθεια κατά τη δεκαετία του 1960. Σήμερα είναι η αλήθεια πως διαθέτουμε ένα μεγάλο αριθμό δημοσιευμένων κειμένων (παραμύθια, διηγήσεις, ποιήματα, τραγούδια, παροιμίες κ.ά.) σε ποντιακή διάλεκτο. Όλα αυτά, όμως, αντιπροσωπεύουν τη λογοτεχνική τρόπον τινά μορφή της διαλέκτου στην κατάσταση που βρισκόταν στις αρχές του 20ου αιώνα. Λείπει εντελώς το γλωσσικό υλικό της καθημερινής γλώσσας των Ποντίων, ιδιαίτερα της σύγχρονης. Είναι βέβαιο πως υπάρχει πλούσιο μαγνητοφωνημένο υλικό, το οποίο όμως βρίσκεται στην κατοχή ποντιακών σωματείων και ιδιωτών. Η συγκέντρωση και η μελέτη του υλικού αυτού μπορεί ασφαλώς να δώσει τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης μορφής της διαλέκτου, τις επιδράσεις που δέχτηκε και την πορεία που ακολουθεί. Τέλος, στην Τουρκία η ποντιακή ομιλείται από ελληνόφωνους Πόντιους μουσουλμάνους, που σήμερα κατοικούν σε 30 χωριά της επαρχίας του Όφη και της επαρχίας Caykara, ανατολικά της Τραπεζούντας. Οι Οφίτες δεν έχουν μειονοτική συνείδηση, είναι Τούρκοι πατριώτες και το ιδίωμά τους περιέχει αρκετούς αρχαϊσμούς, αλλά και έντονες επιρροές από την τούρκικη. Επίσης, στις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, ένα μέρος των ελληνόφωνων κατοίκων μιλούν ακόμη σήμερα την ποντιακή διάλεκτο. Αυτοί κατοικούν στην Υπερκαυκασία, τον βόρειο Καύκασο, στην Ουκρανία και στην περιοχή της Αζοφικής.

23


4. Γλωσσική περιγραφή της διαλέκτου Φαίνεται ότι υπήρχε έντονη διαλεκτική διαφοροποίηση μεταξύ των επιμέρους περιοχών του Πόντου. Συγκεκριμένα, ο Τριανταφυλλίδης ([1938] 1981, 288) διακρίνει τρεις μεγάλες διαλεκτικές ομάδες: (α) τα οινουντιακά (με έντονες επιδράσεις από την κοινή νεοελληνική) (β) τα τραπεζουντιακά και (γ) τα χαλδιώτικα (με μεγαλύτερες επιδράσεις από την τουρκική). Ο Παπαδόπουλος (1953) κατατάσσει τα επιμέρους ποντιακά ιδιώματα σε 6 κύριες ομάδες: α) ιδίωμα Τραπεζούντας, Ματσούκας, Σάντας και Χαλδίας (το πολυπληθέστερο) β) Όφη και Σουρμαίνων γ) Κερασούντας και Τρίπολης δ) Οινόης ε) Αμισού και στ) Ινέπολης. Τα κριτήριά του όμως, επισημαίνει ο Drettas (1999), δεν είναι τόσο γλωσσολογικά όσο γεωγραφικά. Από παλαιότερη έρευνα που πραγματοποίησε ο Σ. Χατζησαββίδης (19821985) και την πιο πρόσφατη (1992-1993), διαπιστώθηκε πως στον ελλαδικό χώρο υφίστανται τρεις κυρίαρχες μορφές της ποντιακής διαλέκτου, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με τον τρόπο καταγωγής των ομιλητών. Οι μορφές αυτές είναι οι εξής: Μορφή 1: Σε αυτή ανήκουν τα ιδιώματα των Ποντίων που κατάγονται από τις περιοχές της Τραπεζούντας, Ματσούκας, Γαλίενας, Σουρμένων, Κερασούντος, Όφεως και από μερικές άλλες παραθαλάσσιες περιοχές του Πόντου. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι ο μικρός δανεισμός από την τουρκική γλώσσα και τις διαλέκτους της στη φωνητική και το λεξιλόγιο συγκριτικά με τις άλλες μορφές της ποντιακής, η εμφάνιση των διφθόγγων [ια] και [ιο] εκεί όπου στις άλλες μορφές εμφανίζονται οι φθόγγοι [a] και [ο] και η σπανιότατη χρήση των κλειστών άηχων δασέων φθόγγων. Μορφή 2: Σε αυτή ανήκουν τα ιδιώματα των Ποντίων που κατάγονται από τις περιοχές της Σαμψούντας, Σάντας, Κρώμνης, Αργυρούπολης και των περιχώρων της, Νικόπολης και των αποικιών των μεταλλωρύχων (Ακντάγ Μαντέν, Γκιουμούς Μαντέν) και από άλλες περιοχές της ενδοχώρας του Πόντου. Χαρακτηριστικά αυτής της μορφής είναι ο μεγαλύτερος σε σχέση με την προηγούμενη μορφή δανεισμός από την τουρκική γλώσσα και τις διαλέκτους της, η εμφάνιση των φθόγγων [a] και [ο] αντί των διφθόγγων [ια] και [ιο] και η σε μεγάλο βαθμό εμφάνιση των δασέων άηχων κλειστών φθόγγων. Μορφή 3: Περιλαμβάνονται σε αυτήν τα γλωσσικά ιδιώματα των Ποντίων ομιλητών που κατάγονται από την περιοχή του ρωσικού Καυκάσου (Καρς, Βατούμ κ.ά.), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο όχι μόνο κατά την περίοδο 1922-1930 αλλά και αργότερα. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της μορφής είναι η συχνότατη εμφάνιση των δασέων άηχων κλειστών φθόγγων και ο σχετικά μεγάλος λεξιλογικός δανεισμός από την τουρκική γλώσσα και τις διαλέκτους της. Εμφανίζονται και σε αυτή την μορφή οι φθόγγοι [α] και [ο] και οι κλειστοί δασείς φθόγγοι [ph], [th] και [kh]. Καθώς η ποντιακή είναι από τις διαλέκτους που έχουν περιγραφεί αρκετά διεξοδικά, δεν θα αναφέρουμε εδώ παρά ορισμένα από τα κύρια γνωρίσματά της: 

α. Φωνητική-φωνολογία 

Δεν γίνεται συνίζηση στις διφθόγγους /ia/ και /io/, αλλά συναίρεση με αποτελέσματα [ä] και [ö], που προφέρονται περίπου σαν τα αντίστοιχα γερμανικά: [vasiläδes] (βασιλιάδες), [telöno] (τελειώνω). Η συνίζηση απουσιάζει γενικότερα: [foléa] (φωλιά), [peðía] (παιδιά).

24


 

 

Το η προφέρεται ως [e]: νύφη > [nífe], κλέφτης > [kléftes], Γιάννης > [ʝánes]. Παρατηρείται σίγηση των άτονων φωνηέντων /i/ και /u/, η οποία θυμίζει τα ημιβόρεια ιδιώματα του ελληνικού χώρου: [peγáδ] (πηγάδι), [ákson] (άκουσον), > [ʝíndan] (γίνονταν), [kόr] (κόρη). Διατηρείται το τελικό [n] και επεκτείνεται σε λέξεις όπου ιστορικά δεν δικαιολογείται: πόρταν [pόrtan], τραπέζιν [trapézin], χώμαν [xόman]. Τόνος σε μια τονική ενότητα μπορεί να απαντά ακόμη και στην τέταρτη ή πέμπτη συλλαβή πριν το τέλος, οπότε αναπτύσσεται και ένας δεύτερος τόνος στη δεύτερη ή την τρίτη συλλαβή από το τέλος: κοιμόμαστε [éçimumunéstine].

β. Μορφολογία (κλίση-παραγωγή-σύνθεση)  Όσον αφορά το ονοματικό σύστημα παρατηρούνται τα εξής:  Tο άρθρο της γενικής ενικού και για τα τρία γένη είναι [ti] (στις περισσότερες περιοχές), π.χ. /ti-túrk(onos)/ 'του Τούρκου', /ti-ɣarís/ 'της γυναίκας', /ti-xorafí/ 'του χωραφιού'.  Η ονομαστική ενικού των δευτερόκλιτων αρσενικών ουσιαστικών λήγει σε -ον ή -ο (ο λύκον/λύκο (ΚΝΕ ο λύκος), ο πάππον/πάππο (ο πάππος).  Σχηματίζονται θηλυκά επίθετα με το επίθημα -έσσα, το οποίο είναι εξαιρετικά παραγωγικό, π.χ. ορφανέσσα (ΚΝΕ ορφανή).  Τα παραθετικά σχηματίζονται ως εξής: (κι) άλλο έμορφος (ΚΝΕ ομορφότερος), πολλά έμορφος 'πάρα πολύ όμορφος'.  Τα ουδέτερα υποκοριστικά σχηματίζονται με το επίθημα -όπον, π.χ. κορτζόπον (κοριτσάκι), λαλόπον (φωνούλα), πουλόπον (πο υλάκι).  Απαντά η αντωνυμία αούτος ή αβούτος (αυτός).  Στο ρηματικό σύστημα:  Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εξακολουθητικού και στιγμιαίου μέλλοντα (στις περισσότερες περιοχές), π.χ. θα λέγω 'θα λέω/θα πω'.  Ο παθητικός αόριστος λήγει σε -θα, π.χ. εκοιμήθα (κοιμήθηκα).  Ο ενεργητικός παρακείμενος λήγει σε -να, π.χ. επαρακάλνα (παρακαλούσα).

γ. Σύνταξη  Το αντικείμενο τίθεται πάντα σε αιτιατική, π.χ. είπα τον κύρη (είπα στον κύρη).  Τα κλιτικά έπονται του ρήματος, π.χ. έγκα σε (σου έφερα), έδειξα 'τον το χωράφι μου (του έδειξα το χωράφι μου), ντο λες με? (τί μου λές).

Επίσης, διαφορές εντοπίζονται στη θεματοποίηση και την εστίαση της πρότασης στην ποντιακή σε σχέση με την κοινή (Drettas 2000α). Xαρακτηριστική στο επίπεδο αυτό είναι η χρήση του επιτιθέμενου μορίου -πα, το οποίο αποτελεί 25


«διακριτικό ισχυρής θεματοποίησης», π.χ. #aso-kifálim-pa eksévan ta-névram# 'από τo κεφάλι μoυ έξω βγήκαν τα νεύρα μoυ' (Drettas 1999, 19). Φαίνεται πάντως ότι η ποντιακή δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις στη σύνταξή της από την τουρκική (Τζιτζιλής 2000). 

δ. Λεξιλόγιο

Γενικά, η ποντιακή έχει δεχθεί πλήθος δανείων από τις γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή (κυρίως την τουρκική, αλλά και την αρμενική, τη γεωργιανή, την κουρδική, την ελλαδική ελληνική και τις τουρανικές γλώσσες). Στην ποντιακή απαντούν πολλές ιδιωματικές λέξεις που δεν απαντούν στη νεοελληνική κοινή (π.χ. κουτσή/πατσή (κορίτσι), παρχάρεα (λιβάδια), χαμαιλέτες (αλευρόμυλος) ή σε άλλες διαλέκτους ή ιδιώματα, και άλλες που φαίνεται να προέρχονται από παλαιότερα στάδια της ελληνικής. Επίσης, δεν απαντά το αρνητικό μόριο δεν, αλλά στη θέση του εμφανίζεται το κι. Η ποντιακή ανήκει, κατά τον Κοντοσόπουλο (2000, 16), στη ζώνη του είντα και όχι του τί. Συγκεκριμένα, η ερωτηματική αντωνυμία στην ποντιακή είναι ντο (ντο εν αούτο (τί είναι αυτό)). Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, ότι η ποντιακή εμφανίζει διαφορές από την κοινή νεοελληνική στην έκφραση εννοιών που σχετίζονται με τον χώρο, τον χρόνο και την ποσότητα (Κουτίτα-Καϊμάκη 1987 Κουτίτα-Καϊμάκη 1994). ΗλεκτρονικήΠηγή: https://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/studies/dialects/thema_b_11/index.html https://pontiaka1.blogspot.com/2011/11/blog-post_9128.html

Η ποντιακή διάλεκτος ήταν η γλώσσα των Ποντίων που τη μιλούσαν οι κάτοικοι της βορειοανατολικής περιοχής της σημερινής Τουρκίας στα παράλια της Μαύρης θάλασσας και σήμερα τη μιλούνε οι απόγονοι των προσφύγων που βρίσκονται στην Ελλάδα και κάποιοι λίγοι στη Ρωσία. Η ποντιακή γλώσσα αποτελεί μέρος της ύστερης ελληνιστικής κοινής αυτών των περιοχών και το λεξιλόγιό της δέχθηκε επιρροές από την τουρκική, από τις καυκάσιες γλώσσες και από βενετσιάνικες και γενουάτικες λέξεις. Με άλλα λόγια, αποτελεί μια διάλεκτο της Ελληνικής γλώσσας στη διαχρονική της πορεία. Ποντιακή ονομάζεται η νεοελληνική διάλεκτος που μιλιόταν στη βορειοανατολική Μικρά Ασία από τους ελληνόφωνους κατοίκους του Εύξεινου Πόντου και συγκεκριμένα του ανατολικού τμήματος της μικρασιατικής παραλίας. Επίσης, η διάλεκτος αυτή χρησιμοποιούνταν σε μερικά χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας σε βάθος 100 περίπου χιλιομέτρων από την ακτή (Τομπαΐδης 1996). Μαζί, λοιπόν, με την καππαδοκική, την ελληνοκριμαϊκή (ταυρορουμέικη) και τη διάλεκτο των Φαρασών εντάσσεται στο σύνολο των ανατολικών ελληνικών διαλέκτων. Η ποντιακή διάλεκτος έχει τις ρίζες της στην ελληνιστική κοινή. Η διαμόρφωσή της χρονολογείται ήδη από τον 7ο ή τον 8ο αιώνα. Συγκεκριμένα, ο Browning (1991, 170-171) υποστηρίζει ότι οι αραβικές εισβολές στην περιοχή κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, σε συνδυασμό με τις ήδη υπάρχουσες τοπικές ιδιαιτερότητες της ελληνιστικής κοινής στη Μικρά Ασία, είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει να διαφοροποιείται 26


σημαντικά ο λόγος των κατοίκων της περιοχής εκείνης. Επιπλέον, οι Έλληνες του Πόντου ζούσαν μια ιδιόμορφη συνοριακή ζωή και είχαν λίγη επαφή με τις κύριες περιοχές του ελληνικού εποικισμού δυτικότερα. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι ο Πόντος ήταν απομονωμένος από την υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία και ουσιαστικά ανεξάρτητος ήδη από τον 12ο αιώνα, ενώ από τον 13ο έως τα μέσα του 15ου αποτέλεσε την ανεξάρτητη αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στο «Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας» ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς δίνει τον ακόλουθο ορισμό για τον όρο «διάλεκτος»: «Τοπική μορφή γλώσσας με σημαντικές φωνολογικές, μορφολογικές, λεξιλογικές και συντακτικές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα. Παράδειγμα: ποντιακή διάλεκτος». Μέχρι τον 19ο αιώνα δεν έχουμε καθόλου γραπτά κείμενα για τη διάλεκτο αυτή, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να ανιχνεύσουμε με ακρίβεια τα στάδια και τις λεπτομέρειες της εξέλιξής της. Η ποντιακή αποτελούσε κώδικα προφορικής παράδοσης, τον οποίον οι ομιλητές του ονόμαζαν «ρωμέικα» ή «λαζικά». Η καταγραφή διαλεκτικών κειμένων δεν αρχίζει παρά στα τέλη του 19 ου αιώνα και γίνεται συστηματικότερη από το 1928 και εξής με την ίδρυση του Αρχείου Πόντου στην Ελλάδα. Ωστόσο, το σύστημα γραφής που ακολουθείται παραβλέπει και ουσιαστικά «συγκαλύπτει» αρκετές της ιδιαιτερότητες, με αποτέλεσμα ούτε αυτά τα κείμενα να μας παρέχουν μια ακριβή καταγραφή της διαλέκτου. Ακριβέστερη καταγραφή της σύμφωνα με το σύγχρονο φωνητικό σύστημα έχουμε από το 1980 και εξής . Δύο σημαντικές ανακατατάξεις επηρέασαν καθοριστικά τη σύγχρονη κατάσταση της ποντιακής διαλέκτου: αφενός το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα με κατεύθυνση την τότε ρωσική αυτοκρατορία, το οποίο είχε αποτέλεσμα την ίδρυση πολυάριθμων ποντιακών κοινοτήτων στον βόρειο Καύκασο (Γεωργία) και τον νότιο Καύκασο (Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Χωρών) αφετέρου οι ανακατατάξεις πριν και μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οπότε πολλοί Πόντιοι αναγκάζονται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, κυρίως στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Αθήνα. Ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί παραμένουν έκτοτε μόνο δυτικά της Τραπεζούντας (περιοχή της Τόνιας) και ανατολικά της. Συνεπώς, σήμερα η ποντιακή διάλεκτος όχι μόνο έχει χάσει τη γεωγραφική της έννοια, αλλά φαίνεται και βρίσκεται σε διαδικασία υποχώρησης υπό την επίδραση της κοινής νεοελληνικής. Εξάλλου, αυτό που σήμερα γίνεται αντιληπτό ως «ποντιακή διάλεκτος» δεν είναι η σύγχρονη μορφή της, αλλά η μορφή που είχε πριν το 1922, καθώς οι περισσότερες μελέτες σχετικά με αυτή έχουν ιστορικό προσανατολισμό και βασίζονται σε υλικό που αντλήθηκε σε μια προσπάθεια «διάσωσής» της. Όπως και για τις περισσότερες νεοελληνικές διαλέκτους, απουσιάζει το υλικό και οι μελέτες σε συγχρονικό επίπεδο. Στον ελλαδικό χώρο φαίνεται ότι ομιλείται πλέον ως δεύτερη γλώσσα σε περιβάλλοντα οικεία, οικογενειακά ή φιλικά μια ποντιακή κοινή, με έντονες τις επιδράσεις της νεοελληνικής κοινής. Η χρήση της αποσκοπεί στην επιβεβαίωση πιο 27


πολύ της κοινής καταγωγής και στην εκδήλωση της επιθυμίας για διατήρηση της γλώσσας. O Drettas μάλιστα υποστηρίζει ότι, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, η ποντιακή ενδέχεται να λειτουργεί ως υπόστρωμα για τις σύγχρονες ποικιλίες της νεοελληνικής κοινής λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης των ομιλητών της εκεί. Τέλος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η χρήση της ποντιακής ενισχύεται στις μέρες μας λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος των ποντίων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο όμως μακροπρόθεσμα μπορεί να μην ισχύσει, δεδομένου ότι αυτοί εντάσσονται σε σχολεία που διδάσκεται η κοινή νεοελληνική. Τέλος, στην Τουρκία, η ποντιακή ομιλείται από ελληνόφωνους ποντίους μουσουλμάνους, που σήμερα κατοικούν σε 30 χωριά της επαρχίας του Όφη (Οφίτες) και της επαρχίας Çaykara, ανατολικά της Τραπεζούντας . Οι Οφίτες δεν έχουν μειονοτική συνείδηση, είναι τούρκοι πατριώτες και το ιδίωμά τους περιέχει αρκετούς αρχαϊσμούς, αλλά και έντονες επιρροές (κυρίως στο λεξιλόγιο) από την τουρκική . Επίσης, στις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, ένα μέρος των ελληνόφωνων κατοίκων μιλούν ακόμη σήμερα την ποντιακή διάλεκτο. Αυτοί κατοικούν στην Υπερκαυκασία (Γεωργία, Αρμενία), τον βόρειο Καύκασο (Σταυρούπολη και Κράσνονταρ της Ρωσίας), στην Ουκρανία και στην περιοχή της Αζοφικής . Πηγή : Greek Language H Ελληνική γλώσσα, αν και παρέμεινε ενιαία από την αρχαιότητα έως σήμερα, δεν oμιλήθηκε ομοιόμορφα σε ολόκληρο τον ομόγλωσσο γεωγραφικό χώρο, διαμορφώνοντας έτσι τοπικές διαλεκτικές και ιδιωματικές παραλλαγές. Αξίζει να αναφερθεί εδώ πως στην περιοχή Όφεως, ανατολική περιφέρεια του Πόντου στην Μικρά Ασία, περίπου 300.000 κάτοικοι, Οθωμανοί στο θρήσκευμα, ομιλούν την ποντιακή ως μητρική γλώσσα, την οποία αποκαλούν «ρωμαίικα».

5. Η Ιωνική προέλευση της ποντιακής διαλέκτου Η ποντιακή διάλεκτος δεν ακολούθησε τις γλωσσικές εξελίξεις, που με την πάροδο του χρόνου λάμβαναν χώρα στην επικράτεια του Μητροπολιτικού Ελληνισμού, αποκομμένος καθώς ήταν ο Πόντος γεωγραφικά από τον Μητροπολιτικό Ελληνισμό. Για τον λόγο αυτόν η ποντιακή διάλεκτος διατηρεί πολλές λεξιλογικές, γραμματικές, συντακτικές και φωνολογικές ομοιότητες με την αρχαία Ιωνική διάλεκτο της Ελληνικής γλώσσας. Ως εξαρχής Ιωνική διάλεκτος με εξέλιξη εκτός

28


Ελλάδας, η ποντιακή διατηρεί λέξεις και φράσεις που συναντάμε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια του Ομήρου. Ως εκ τούτου, σημαντική θεωρείται η συμβολή της στην εθνική μας αυτογνωσία, καθότι έχει διασώσει αρκετά ομηρικά στοιχεία. Ο γλωσσολόγος Δημοσθένης Οικονομίδης, διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, αναφερόμενος στην ποντιακή διάλεκτο σε ένα άρθρο του έγραψε τα ακόλουθα: «Η διάλεκτος, η λαλουμένη υπό των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων ως τα παράλια του Ευξείνου Πόντου εγκατεστημένων εξ αρχής ιωνική ούσα, συν τω χρόνω τοιαύτην έλαβε εξέλιξιν μακράν της Ελλάδος, ώστε διασώσασα ολίγα στοιχεία εκ της ιωνικής, ικανά αρχαιοπινή στοιχεία, προσέλαβεν και πολλάς λέξεις και γραμματικούς τύπους εκ της μεσαιωνικής και βυζαντινής γλώσσης, άτινα διετήρησεν αυτουσίως». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Δημοσθένη Οικονομίδη, η ποντιακή διάλεκτος δεν διέσωσε μόνο λέξεις, γραμματικές και συντακτικές δομές της αρχαίας ελληνικής, αλλά και της ελληνικής που μιλιόταν κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σε μελέτη του με τίτλο «Ποντιακή διάλεκτος, κληρονόμος του Ομήρου», ο Δρ Θωμάς Σαββίδης, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Ως εξαρχής ιωνική διάλεκτος με εξέλιξη εκτός Ελλάδος, η ποντιακή έχει τις ρίζες της μέχρι την ομηρική γλώσσα. Η συμβολή της όμως στην εθνική αυτογνωσία συνίσταται στο γεγονός ότι διέσωσε αρκετά ομηρικά στοιχεία, τα οποία σε άλλες νεοελληνικές διαλέκτους εξέλειπαν. Σε πολλές περιπτώσεις τα ιωνικά στοιχεία, όπως λέξεις, εκφράσεις ή ιδιωματισμοί των ομηρικών επών, διατηρήθηκαν αναλλοίωτα, συνεισφέροντας τα μέγιστα στη γλωσσική μας κληρονομιά. Ως κληρονόμος της ιωνικής διατηρεί αναλλοίωτες ή παραφθαρμένες πολλές λέξεις, πολλούς αρχαϊσμούς και γραμματικούς ή συντακτικούς τύπους, οπότε μπορεί να ενταχθεί στις αρχαιότερες και πλουσιότερες ελληνικές διαλέκτους, και φυσικά της Ευρώπης». Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος (διευθυντής του ιστορικού λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών) προβλέπει ότι, με τον καιρό και τα χρόνια, θα συμβεί η πλήρης γλωσσική αφομοίωση των Ποντίων με την επίδραση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας και η ποντιακή διάλεκτος θα καταταχτεί στην κατηγορία των νεκρών γλωσσών. «Έξαίρεσιν θά αποτελέσουν», γράφει, «τα ιδιώματα του Όφεως καί της Τόνιας, περιφερειών της επαρχίας Τραπεζούντος, διότι οί ελληνόφωνοι κάτοικοι αυτών, απόγονοι έξισλαμισθέντων Ελλήνων, δεν ύπήχθησαν εις την Ανταλλαγήν, ώς μουσουλμάνοι την θρησκείαν». Τα γλωσσικά ιδιώματα που μιλούσαν οι Πόντιοι στο γεωγραφικό χώρο τους ήταν τα παρακάτω: Το ιδίωμα της Αμισού (Άνω Αμισού, δηλ. του Καδίκιοϊ), της Ινέπολης, της Σάντας, του Σεμέν, της Σινώπης, της Τρίπολης, της Κερασούντας, των Κοτυώρων (Ορντού), της Νικόπολης (Σεμπίν-Καραχισάρ), της Οινόης, του Όφι, των Σουρμένων, της Αργυρούπολης, που μιλιόταν από τους περισσότερους Ποντίους, και της Τραπεζούντας.

29


Η ποντιακή διάλεκτος είναι απόγονος της αρχαίας ιωνικής διαλέκτου, λόγω της καταγωγής των Ελλήνων αποίκων του Εύξεινου Πόντου από την ιωνική Μίλητο, κυρίως. Στην πορεία της ιστορίας της, μέσα στους 28 αιώνες που ακολούθησαν, η αρχαία ποντιακή διάλεκτος επηρεάστηκε από την κοινή των αλεξανδρινών χρόνων και από τη μεσαιωνική κοινή του Βυζαντίου, δέχτηκε μερικές λέξεις από τους Γενουάτες και Βενετσιάνους της Τραπεζούντας και από τους γείτονες των Ποντίων Πέρσες και Γεωργιανούς, και πήρε άλλες τόσες τούρκικες λέξεις, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, άλλες αυτούσιες κι άλλες προσθέτοντας σ’ αυτές ελληνικές καταλήξεις. Γραπτά μνημεία της ποντιακής διαλέκτου, πριν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δε βρέθηκαν, αν εξαιρέσει κανείς μόνο μια επιγραφή του έτους 1306 που σώθηκε και δημοσιεύτηκε στο αρχαιολογικό παράρτημα του ΙΖ’ τόμου του περιοδικού «Ξενοφάνης», το οποίο έβγαζε «Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος». Εκτός από τον κυρίως Πόντο, η ποντιακή διάλεκτος, και ιδιαίτερα το Αργυρουπολίτικο ιδίωμα, μιλιόταν ως το 1922 και στις αποικίες των Αργυρουπολιτών, στα διάφορα μέρη της Μικρασίας, της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, όπως στην περιφέρεια Άκνταγ-μαντέν της Άγκυρας, στο Μπουλγάρμαντέν και Μπερεκετλί-μαντέν του Ικονίου, στα μεταλλεία της Συρίας, της Μεσοποταμίας και του Διάρμπεκιρ, στην περιφέρεια του Καρς, στις παράλιες κοινότητες της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου και όπου αλλού εγκαταστάθηκαν άποικοι Πόντιοι.

6. Ποντιακές λέξεις από τα αρχαία ελληνικά Άλλες λέξεις της ποντιακής που προέρχονται από την αρχαία ελληνική είναι και οι ακόλουθες, μεταξύ πολλών άλλων: Λελεύω = χαίρομαι, επιθυμώ: “να λελεύω σε” (να σε χαρώ). Το ρήμα αυτό προέρχεται από το λιλαίομαι, μετοχή του οποίου χρησιμοποιεί ο Όμηρος στη φράση «λιλαιομένη πόσιν είναι»(ήθελε να είναι σύζυγος). Το Λεξικό Liddell and Scott’s Greek – English Lexicon δίνει τον ακόλουθο ορισμό του ρήματος ‘λιλαίομαι’=’to long, to crave’. Το ρήμα σπογγίζω (σκουπίζω), συναντάται ακόμα και στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Η λέξη χάταλον, μωρό, βρέφος, από τη λέξη αταλός = νεαρός, τρυφερός, απαλός. Μια ηλικιωμένη πόντια στο χωριό μας έλεγε στα παιδιά όταν την ενοχλούσαν «Χαθ’ απ’ αδακά, χάταλον».

30


Αυτά, όσο πιο συνοπτικά γινόταν, για την ποντιακή διάλεκτο, η οποία έχει διασώσει πολλές λέξεις και εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής, με αποτέλεσμα να φτάσουν μέχρι τις ημέρες μας αυτούσιες ή ελάχιστα παραλλαγμένες. Τα κοινά χαρακτηριστικά της ποντιακής διαλέκτου, που συναντάμε στα τοπικά ιδιώματα της, είναι ενδιαφέροντα και παραθέτουμε τα κυριότερα τους :

7. Αρχαϊσμοί α) Διατήρηση της προφοράς του ιωνικού η ως ε (π.χ. νύφε, αντί νύφη, κλέφτες, αντί κλέφτης, συνέλικος, αντί συνήλικος, έτον, αντί ή-το, έκουσα, αντί ήκουσα, άκλερος, αντί άκληρος, πεγάδι, αντί πηγάδι, ζεμία, αντί ζημία, ζε-λεύω, αντί ζηλεύω, κλπ.). β) Διατήρηση του ιωνικού σ, αντί του τ (π.χ. κοσσάρα, αντί κοττάρα<κόττα, σεύτελον, αντί τεύτλον, κ.ά.). γ) Διατήρηση του ω (με έκπτωσή του σε ο) ακόμα και στις περιπτώσεις που η κοινή νεοελληνική έχει μετατρέψει το ω σε ου (π.χ. ζωμίν, αντί ζουμί, ρωθώνι, αντί ρουθούνι, κωδώνι, αντί κουδούνι, κ.ά.). δ) Διατήρηση ασυνίζητων των φωνητικών συμπλεγμάτων -ία, -ίο (π.χ. καρδία, αντί καρδιά, παιδία, αντί παιδιά, ποπαδία, αντί παπαδιά, χωρία, αντί χωριά, ωτία, αντί αφτιά, κοιλία, αντί κοιλιά, κλπ.). ε) Διατήρηση του αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (π.χ. Νίκολα, αντί Νικόλα, γά-μπρε, αντί γαμπρέ, Μάρια, αντί Μαρία, κλπ). στ) Διατήρηση των θηλυκών επιθέτων σε -ος, αντί σε -η (η άλαλος, αντί η άλαλη, η έμορφος, αντί η όμορφη, η άνοστος, αντί η άνοστη, η άσχεμος, αντί η άσχημη, η άρρωστος, αντί η άρρωστη, κλπ). ζ) Διατήρηση του αορίστου της προστατικής σε -ον, αντί -ε (π.χ. ποίσον, ποίησον, αντί ποίησε, κόψον, ράψον, λύσον, κρύψον, α-νάμ νον, αντί κόψε, ράψε, λύσε, ανάμεινε, κλπ.). η) Διατήρηση της παθητικής κατάληξης ούμαι (π.χ. ανακατούμαι, αντί ανακατώνομαι, σ’κούμαι, αντί σηκώνομαι, στεφανούμαι, αντί 31


στεφανώνομαι, κοιμούμαι, αντί κοιμάμαι, φανερούμαι, αντί φανερώνομαι, κλπ.). θ) Διατήρηση της κατάληξης της προστακτικής του παθητικού αορίστου -θετε (ιωνικά) αντί του (αττικού) -θητε (π.χ. αγαπήθετε, κοιμέθετε, κλπ.). ι) Διατήρηση του ιωνικού ουκί, αντί του αττικού ουχί, και η μετάπτωσή του, με αφαίρεση της πρώτης συλλαβής, του ου, σε ’κι (’κι θέλω, αντί δεν θέλω, ’κι τρώγω, αντί δεν τρώγω, κλπ.). Το αρνητικό τούτο μόριο ’κι (ας σημειωθεί ότι στον Όφι διατηρούν ατόφιο το ουκί) διαστέλλει την ποντιακή διάλεκτο από όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους που έχουν το μόριο δεν (το οποίο προήλθε από το αρχαίο ουδέν). Οι Πόντιοι έχουν τη λέξη τιδέν (τίποτε, καθόλου), που προήλθε από το ουδέν. ια) Οι προσωπικές αντωνυμίες, που μπαίνουν ως αντικείμενα των ρημάτων, τοποθετούνται πάντα μετά από αυτά (π.χ. λέγω σε, κρούω σε, παιδεύω σε, φιλώ σε, κλπ.). Αξίζει να αναφέρουμε και μερικές, από τις πολυάριθμες, αρχαίες ελληνικές λέξεις που διατηρήθηκαν στο λεξιλόγιο των Ποντίων: βοτρύδιν (τσαμπί σταφύλια), γνάθιν (γνάθος), εναύλιν (κήπος), εταίρος (συνταξιδιώτης), ιχώριν (μεδούλι), κράτος (δύναμη), κώδιν (δέρμα προβάτου), λιμός (πείνα), ’στούδιν (κόκκαλο), ωβόν (αβγό), ωτίν (αφτί), άβρωτος (μη φαγώσιμος), άοικος (ακατοίκητος), χαλεπός (δύσκολος), έγκα (αρχαίο ήνεγκα, έφερα), ομνώ (ορκίζομαι), υλάζω (γαβγίζω), ψαλαφώ (ψάχνω), τ’ εμόν (το δικό μου), τ εσόν (το δικό σου), τ’ εμέτερον (το ημέτερον, το δικό μας), άναυα (αρχαίο άνευ), κλπ. 8. Νεωτερισμοί α) Τροπή του χ σε ουρανικό σ πριν από το ε και ι, δηλαδή η προφορά του σε παχύ σ, σαν το γαλλικό ch (π.χ. σερι, αντί χέρι, σαίρουμαι, αντί χαίρουμαι, ευσή, αντί ευχή, πασύς, αντί παχύς κλπ., αλλά χαρά, χορεύω, χώρα, κλπ.). β) Προφορά του σ ως ηχηρού σ, δηλαδή ch (π.χ. σκεύος, σκυλίν, σκίζω, σκοινίν, αλλά σκα-μνίν, σκόρδον, χτενίσκουμαι, κλπ.). γ) Ονομαστικές σε -ον αντί σε -ος, στα ονόματα (π.χ. ο καλόν άνθρωπον, αλλά ατός ο άνθρωπος εν καλός, ο νέον, αλλά εγώ είμαι νέος, ο λύκον, αλλά ένουμνε [έγινα] λύκος, ο πάππον, κλπ) δ) Γενικές σε -ος (π.χ. τη νεονος=του νέου, τη λύκονος (του λύκου), τη Νίκονος (του Νίκου), τη Τούρκονος (του Τούρκου). ε) Θηλυκές καταλήξεις σε -έσσα (π.χ. καλέσσα, αντί καλή, 32


υψηλέσσα, αντί ψηλή, μο-ναχέσσα, αντί μοναχή, μικρέσσα, αντί μικρή, Χριστιανέσσα, αντί Χριστιανή, κλπ.), και σε -αινα (π.χ. θρήοκαινα, ζαΐφαινα=αδύνατη, αρρωστιάρα, μακροσέραινα, αντί μακροχέρα, ανοικτομάταινα, αντί ανοιχτομάτισσα, κλπ.). στ) Η σύνταξη των άψυχων θηλυκών ουσιαστικών με ουδέτερα επίθετα (π.χ. πέτραν πελεκεμένον=πέτρα πελεκημένη, αούτα τα ημέρας = αυτές τις μέρες, μερακλίδικα τραγωδίας =μερακλίδικα, ερωτικά τραγούδια. Το τραγούδι στα ποντιακά είναι θηλυκού γένους, η τραγωδία). Αν εξαιρέσει κανείς τα κοινά χαρακτηριστικά της ποντιακής διαλέκτου, το γλωσσικό αυτό όργανο που μιλιόταν σε μια έκταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, από την Ινέπολη και τη Σινώπη δυτικά, ως την Τραπεζούντα και τον Όφι, ανατολικά, και σε εσωτερικό βάθος δεκάδων χιλιάδων χιλιομέτρων, ήταν φυσικό, με το πέρασμα των αιώνων, απ’ τη μεριά να απομακρυνθεί πολύ από την κοινή δημοτική γλώσσα του Βυζαντινού Μεσαίωνα, κι απ’ την άλλη να διασπαρθεί σε τοπικά ιδιώματα με ουσιώδεις διαφορές. Σχετικά με τη φωνητική, ήδη από τον 12ο αιώνα παρουσίασε διαφορά από την κοινή δημοτική γλώσσα του Βυζαντίου. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση που κάνει ο Ευστάθιος, αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης: «Τά γούν άκάνθια, άχάντια τινές φασίν έώων άνδρών». Επίσης, μια παρόμοια παρατήρηση αλλού: «Έστι δέ μέχρι καί νύν άκούσαι πολλούς των αγροίκων ούτω καί τά άκάνθια, αχάντια λέγοντας»· Οι αγροίκοι αυτοί του Ευσταθίου δεν είναι άλλοι από τους Πόντιους «έώους άνδρας», δηλαδή τους ανατολικούς, που το ακάνθι (αγκάθι) το έλεγαν, και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να το λένε, αχάντι(ν). Η ποντιακή διάλεκτος, εκτός από τις λατινικές λέξεις που κληρονόμησε από τη μεταγενέστερη ελληνική γλώσσα των χρόνων της Ρωμαιοκρατίας, περιέχει και άλλες ξένες λέξεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι τουρκικές, περσικές και αραβικές, ενώ υπάρχουν και αρκετές που προέρχονται από τις ρωμανικές, νεολατινικές γλώσσες. Οι τελευταίες είναι κληρονομιά από τη μεσαιωνική γλώσσα ή από τις σχέσεις των Ποντίων με τους Γενουάτες και Βενετσιάνους, οι οποίοι είχαν, την περίοδο ιδίως των Κομνηνών, εμπορικές παροικίες στην Τραπεζούντα, ή, ακόμα, μεταφέρθηκαν από τους ναυτικούς της Τραπεζούντας, της Κερασούντας και της Οινόης οι οποίοι είχαν ναυτιλιακές σχέσεις με την Ιταλία και τη Ρουμανία, προπάντων μετά την Άλωση. Υπάρχουν στα είναι δύσκολο τους. ΄Ισως να ιθαγενών που

ποντιακά και λέξεις που να βρεθεί η καταγωγή πρόκειται για λέξεις των εκχριστιανίστηκαν και 33


εξελληνίστηκαν. Η υπόθεση τούτη στηρίζεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες του Πόντου, από την αρχαιότητα ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ήταν περιορισμένοι μέσα στα τείχη των παραλιακών πόλεων της Σινώπης, της Αμισού, των Κοτυώρων, της Κερασούντας και της Τραπεζούντας, και απασχολούνταν με τη ναυτιλία και την καλλιέργεια της γης που βρισκόταν ολόγυρα, στις εκτάσεις τις οποίες μπορούσαν να κατέχουν και να υπερασπίζονται απέναντι στους περίοικους ιθαγενείς. Αλλά από την εποχή της διάδοσης του χριστιανισμού και πέρα, η εθνολογική σύσταση των κατοίκων του Πόντου άλλαξε. Οι Έλληνες των πόλεων έγιναν Χριστιανοί και άρχισαν να προσηλυτίζουν στη νέα θρησκεία τις μικρές, ποικιλώνυμες εθνότητες που κατοικούσαν ολόγυρά τους: τους Μάκρωνες, τους Σκυθινούς, τους Κόλχους, τους Δρίλες, τους Μοσσύνοικους, τους Χάλυβες και τους Τιβαρηνούς, τους οποίους, όπως είδαμε, μνημονεύει παροδικά ο Ξενοφών στην Ανάβασή του. Δεν ξέρουμε αν οι εθνότητες αυτές ήταν ομόγλωσσες και ομόφυλες ή ετερόφυλες και ετερόγλωσσες. Πάντως, είναι γεγονός ότι με τον εκχριστιανισμό τους εξελληνίστηκαν κιόλας και μαζί με τη θρησκεία δέχτηκαν και την ελληνική γλώσσα. Αργότερα, ο νέος αυτός χριστιανικός ελληνισμός ήρθε σε επικοινωνία και σε σχέσεις με τους άλλους γειτονικούς λαούς, τους Αρμένιους, νότια, και τους Λαζούς, ανατολικά, ενώ κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας των Κομνηνών, σχετίστηκαν με τους Γεωργιανούς και με άλλες εθνότητες του Καυκάσου. Είναι, λοιπόν, πολύ φυσικό και πιθανότατο, οι Έλληνες του Πόντου, μετά την αφομοίωση των ντόπιων ξένων φυλών στη χοάνη του χριστιανικού Ελληνισμού και με τις συχνές σχέσεις και επαφές τους με τους άλλους γειτονικούς λαούς, να πήραν αρκετές λέξεις από όλους αυτούς, ιδιαίτερα λέξεις που δήλωναν νέα πράγματα, άγνωστα, για τα οποία δεν υπήρχαν αντίστοιχες ελληνικές. Μέχρι πριν από τριάντα χρόνια, η ποντιακή διάλεκτος μιλιόταν ακόμα στα αμιγή ποντιακά χωριά της Μακεδονίας, της Θράκης και της υπόλοιπης Ελλάδας, στους συμπαγείς ποντιακούς συνοικισμούς των πόλεων -όπου υπήρχαν αυτοί- μέσα σε πάρα πολλές αμιγείς ποντιακές οικογένειες των ελληνικών πόλεων, στις προαναφερμένες περιφέρειες του Όφι και της Τόνιας στην Τουρκία, στις ποντιακές οικογένειες της διασποράς και των μεταναστών της Ευρώπης, Αμερικής και Αυστραλίας, και στους ποντιακούς πληθυσμούς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία αναφέρεται ότι ζούσαν γύρω στις 400.000 Έλληνες καταγόμενοι από τον Πόντο. Οι τελευταίοι, όχι μόνο συνέχισαν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση να μιλούν την ποντιακή διάλεκτο σαν εθνική τους γλώσσα, αλλά για πολλά χρόνια μετά την επικράτηση του σοσιαλισμού, τύπωναν και βιβλία και εφημερίδες στα ποντιακά, με φωνητική γραφή μάλιστα.

34


Σήμερα η χρήση της ποντιακής διαλέκτου, σ’ όλους τους τόπους διαβίωσης των Ποντίων είναι ακόμα πιο περιορισμένη, και διατηρείται πιο πολύ στις μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ στις μικρότερες είναι ραγδαία και ολοκληρωτική η προϊούσα αχρηστία της και η αντικατάστασή της από την κοινή νεοελληνική γλώσσα (στην Ελλάδα) ή τις άλλες ξένες γλώσσες (στις χώρες της μετανάστευσής τους). Δεδομένης της παραδοσιακής ιδεολογικής ταύτισης των ποντιακών ελίτ με την κυρίαρχη ελλαδοκεντρική κουλτούρα, που αποδεικνύεται από την απαγόρευση χρήσης των τοπικών διαλέκτων στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, πριν από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι διάφορες ποντιακές διάλεκτοι της βόρειας ακτής της Μικράς Ασίας δεν έτυχαν επιστημονικής ή λογοτεχνικής καλλιέργειας. Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και η αναγκαστική μετεγκατάσταση του κύριου σώματος των Ποντίων στην Ελλάδα, που ακολουθήθηκε από την απαγόρευση της επίσημης χρήσης των διαλέκτων αυτών από το ελληνικό κράτος καθώς και η διάσπαση των ποντιακών κοινοτήτων, επέφεραν ισχυρό πλήγμα στη ζωτικότητα των ποντιακών διαλέκτων στους Πόντιους του ελληνικού κράτους. Όσο για τη μερική επιβίωση της πολύτιμης αυτής ελληνικής διαλέκτου, αυτό θα εξαρτηθεί από λόγους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς. Όπως όμως φαίνεται και από την παραπάνω έκθεση των πραγμάτων, τα ποντιακά θα διατηρηθούν για πολλές δεκαετίες ακόμα σε «νησίδες» αμιγώς ποντιακών κοινοτήτων της Ελλάδας, και ανάμεσα στους ελληνόφωνους Οφίτες και Τονιαλήδες της Τουρκίας. Πηγές : Wikipedia, Neos Kosmos, santeos blogspot

9. Η Ποντιακή διάλεκτος και η χρήση της στον ελλαδικό χώρο

Η ποντιακή διάλεκτος είναι μια συνέχεια της αρχαίας ελληνικής. Διατηρεί πολλές λεξιλογικές, γραμματικές, συντακτικές και φωνολογικές ομοιότητες με την αρχαία Ιωνική διάλεκτο. Η ποντιακή διάλεκτος είναι η μονή διάλεκτος της ελληνικής γλωσσάς που συνεχίζει να μιλιέται μέχρι τις ημέρες μας. Με αλλά λόγια, αποτελεί μια ζωντανή πτυχή της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονικής της πορεία.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Γιάννης Στέφανος Κύρινας, Χάρης Μασούρας

Ακριβόπουλος, Παναγιώτης Καβαρινός,

35


Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ Μετά το 34 μ.Χ. μια νέα θρησκεία κάνει την εμφάνισή της στον Πόντο, ο Χριστιανισμός. Ο Απόστολος Ανδρέας ξεκινά να τον κυρήσσει στην περιοχή η οποία βρίσκεται ήδη υπό τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η νέα θρησκεία γίνεται αγαπητή στον Πόντο και οι άνθρωποι αμέσως διαδίδουν και αυτοί με τη σειρά τους τον θείο λόγο και χτίζουν μικρούς και μεγάλους ναούς. Η περιοχή είναι γενέτειρα πολλών μεγάλων και μικρών αγίων, οσίων και μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Κατά το τέλος του 3ου ή αρχές του 4ου αιώνα στον Πόντ ο και σ΄ όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η πάλη του εθνικισμού και της ειδωλολατρίας με τον Χριστιανισμό πήρε οξεία μορφή και προκάλεσε αναρίθμητα δεινά στους πιστούς της νέας θρησκείας. Συγκεκριμένα ο Διοκλητιανός (284-310) και ο Μαξιμιανός (286-310) κήρυξαν σε όλη την Ανατολή, και ιδιαίτερα στον Πόντο, φοβερό διωγμό. Τους διωγμούς ακολούθησε η αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο που συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα το 325 στη Νίκαια, πήρε μέρος ο επίσκοπος Τραπεζούντας Δόμνος, μαζί με πέντε άλλους επισκόπους των εκκλησιών Αμάσειας, Κομάνων, Ζήλων, Νεοκαισάρειας και Πιτυούντας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν από τους πρώτους αυτοκράτορες που διέγνωσαν την ιδιαίτερη σημασία του Πόντου ως προπύργιου του Βυζαντίου στην περιοχή. Στις μέρες του το δυτικό μέρος του Πόντου ονομάστηκε για χάρη της χριστιανής 36


μητέρας του Ελένης, Ελενόποντος. Μέσα στον πολυάριθμο χώρο του Πόντου, με τις ελληνικές πόλεις και τα χωριά, τους Έλληνες και τους εξελληνισμένους κατοίκους του, οι Πατέρες της εκκλησίας βρήκαν πρόσφορο έδαφος και πολιτισμένα ήθη, ώστε να κηρύξουν και να διαδώσουν το Ευαγγέλιο. Οι περισσότερες φυλές, ελληνικές και εξελληνισμένες, ασπάσθηκαν εύκολα τη νέα θρησκεία, η οποία έχοντας σαν όργανο την ελληνική γλώσσα και την ελληνική φιλοσοφία, διαδόθηκε πλατιά και κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του Πόντου. Ο Χριστιανισμός πάλι απ΄ την πλευρά του, πρόσθεσε ένα καινούργιο συνδετικό στοιχείο στην ελληνική παράδοση του τόπου, προωθώντας την αφομοίωση των ποντιακών πληθυσμών, ντόπιων και παλιών αποίκων, σε μια ενιαία εθνική ενότητα, σε έναν ενιαίο πολιτισμό με επένδυση το Ορθόδοξο θρησκευτικό δόγμα. Έτσι, η ελληνική πολιτιστική παράδοση στην περιοχή μέσω και του Χριστιανισμού, εδραιώθηκε πιο πολύ και διατηρήθηκε για όλους τους κατοπινούς αιώνες, μέχρι τη βίαιη διακοπή της το 1922 και τον ξεριζωμό των ποντιακών πληθυσμών από την αρχέγονη πατρίδα τους. Κι αυτό γιατί, από τον πρώτο κήρυκα του Ευαγγελίου, τον Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο, αλλά και κατοπινά τον 3ο αιώνα, από τον αρχιεπίσκοπο Γρηγόριο Νεοκαισάρειας, στον τόπο τούτο όπως και σ΄ όλη την αυτοκρατορία, διαδιδόταν μαζί με τον χριστιανισμό και η ελληνική σκέψη. Ιδιαίτερα ο Γρηγόριος θεωρούσε απαραίτητο το μπόλιασμα του χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία, επηρεασμένος σίγουρα από τις συμβουλές του μεγάλου δασκάλου της Εκκλησίας, του Ωριγένη. Αλλά μ΄ αυτόν τον τρόπο και η ελληνική παράδοση της φιλοσοφίας διασώθηκε από τον χριστιανισμό, λόγω της ανάγκης που είχε ο δεύτερος από την πρώτη. Ο ασπασμός της Χριστιανικής θρησκείας από τους κατοίκους του Πόντου θεωρείται επίτευγμα αποστολικού έργου του Απόστολου Ανδρέα. Αποτέλεσμα της εξάπλωσης του Χριστιανικού πνεύματος στον Πόντο ήταν το κτίσιμο πολλών ιστορικών εκκλησιών, όπως η Μονή Βαζελώνος. Το Μοναστήρι ιδρύθηκε το 290 μ.Χ., γνώρισε ιδιαίτερες τιμές επί Κομνηνών και καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 1924. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή λειτουργούσαν στην περιοχή 1.890 εκκλησίες και μονές με 1.460 ιερείς, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πνευματική καλλιέργεια των Ελλήνων του Πόντου. Εξάλλου oι δύο μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, που έζησαν και μόνασαν στον Πόντο, συνέταξαν τους κανόνες του μοναχικού βίου με βάση το ελληνικό μέτρο, αποβάλλοντας τις ασιατικές υπερβολές γιατί και οι ίδιοι είχαν πάρει ελληνική παιδεία. Οι κανόνες αυτοί αποτέλεσαν τα θεμέλια της μοναχικής ζωής στην Ανατολική Εκκλησία. Το ίδιο πνεύμα μετέδωσε αργότερα, τον 10ο αιώνα, στο Άγιο Όρος και ο Τραπεζούντιος Όσιος Αθανάσιος o Αθωνίτης, που ίδρυσε το κοινόβιο της.

37


Ιδιαίτερα φημισμένη ήταν και η Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά για τη θαυματουργή, όπως λεγόταν, εικόνα της Παναγίας, που ήταν μάλιστα κατασκεύασμα του ίδιου του Ευαγγελιστή Λουκά. Ένα μοναστήρι χτισμένο στην πλαγιά του βουνού, στην περιοχή Ματσούκα της Τραπεζούντας που υπήρξε για 16 αιώνες σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τους Ποντίους αλλά ένα ευρύτερο πνευματικό κέντρο τεράστιας ακτινοβολίας και ιστορικής σημασίας. Το μοναστήρι αλλά και η Ιερή εικόνα πήραν το όνομα «Σουμελά», από το όρος Μελά και το Ποντιακό «σου», το οποίο σημαίνει «εις το»/«στο». Παναγία Σουμελά η Μεγαλόχαρη, είναι η Παναγία των Ποντίων απανταχού της γης. Το ισχυρό θρησκευτικό και πνευματικό σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Την ύμνησαν οι Πόντιοι για αιώνες. Προσέτρεξαν σε βοήθεια της, στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας τους Το Μοναστήρι, κτισμένο γραφικά πάνω στο όρος Μελά το 386 μ.Χ., ήταν ένα από τα πλουσιότερα και άσκησε μεγάλη επίδραση στον Ελληνισμό του Πόντου. Πουθενά στον κόσμο δεν βρίσκεται τόπος τόσο όμορφος και κατάλληλος για τέτοιο ίδρυμα, όπως στο Κολχικό όρος Μελά. Η Μονή ήταν κτισμένη εντός μεγάλου σπηλαίου και ιδρύθηκε από τους Αθηναίους μοναχούς. Η εικόνα της Παναγίας που ήταν θαυματουργή λέγεται Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Είχε δυο εξωκλήσια, του Αγ. Παύλου και της Αγ. Βαρβάρας. Επί Κομνηνών έτυχε μεγάλης υποστήριξης και σαν σταυροπηγιακή υπαγόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Μεγαλύτεροι ευεργέτες της υπήρξαν οι Κομνηνοί. Η Μονή Σουμελά έτυχε και μεγάλης αναγνώρισης από τους Τούρκους Σουλτάνους. Πριν την Μικρασιατική καταστροφή, οι καλόγεροι έκρυψαν στη γη, τρία ιερά κειμήλια της Μονής. Α) Την εικόνα της Παναγίας. Β) Τον σταυρό του Μανουήλ. Γ) Χειρόγραφο ευαγγέλιο του Χριστοφόρου. Το 1931 ο μοναχός Αμβρόσιος 38


Σουμελιώτης επέστρεψε για να τα πάρει Η Μονή είχε πολλούς θησαυρούς όπως 67 χειρόγραφους κώδικες και 150 βιβλία , τα οποία βρίσκονται τώρα στο μουσείο της Άγκυρας, ενώ εικόνες πουλήθηκαν στην Οξφόρδη και το Δουβλίνο. Τέλος, η Μονή ανιστορήθηκε το 1951 στην Καστανιά Βεροίας.

Ιερά Μονή Της Παναγίας Σουμελά Η Ιερά μονή της Παναγίας Σουμελά βρίσκεται στο όρος Μελά του Πόντου. Σύμφωνα με την παράδοση το 386 μ.Χ. οι Αθηναίοι μονάχοι μετά από αποκάλυψη της Παναγίας οδηγήθηκαν στις κορυφές του όρους Μελά του Πόντου, για να ιδρύσουν μοναχικό κατάλυμα. Κατά την παράδοση είχε μεταφερθεί εκεί η εικόνα της Παναγίας της Αθηναίας, έργο του ευαγγελιστή Λουκά Με θαυματουργό τρόπο.

ΑΛΛΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ Κωνσταντίνος Ο ναός της Αγίας Τριάδας το 1901 στην Αμισό(Σαμψούντα). Το σχολείο αρρένων αριστερά και το παρθεναγωγείο δεξιά.

Άγιος Ευγένιος πολιούχος της Τραπεζούντας Χτισμένος σε απόσταση 200 μ. ανατολικά της ακρόπολης της Τραπεζούντας. Πρόκειται για το ναό του πολιούχου της Τραπεζούντας, που ήταν μοιραίο να καταστραφεί δυο φορές πριν από την άλωση της πόλεως, το 1220 από τους Τούρκους και το 1340 κατά τη διάρκεια μιας στάσεως.

39


Στον ναό μαρτυρείται ότι ήρθε και προσκύνησε ο Ιωάννης ο Βουλγαροκτόνος και αργότερα στέφθηκε αυτοκράτορας ο Αλέξιος Γ' Κομνηνός (1349-1390). Ο ναός μετά την άλωση μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, αλλά μέχρι το 1920 διατηρούνταν τοιχογραφίες, ανάμεσα στις οποίες ο Fallmerayer παλαιότερα είχε διακρίνει τις προσωπογραφίες των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας Αλεξίου Α΄ 1204 - 1222 και Αλεξίου Γ' 1349-1390. Οι τοιχογραφίες αυτές ευρίσκονταν στο εξωτερικό του ναού. Σήμερα λειτουργεί ως τζαμί. Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου Λιβεράς.

Η μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου «Αε Γιάννες ο Βαζελών» Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 270 μ.Χ και ήταν η παλαιότερη μονή του Χριστιανισμού. «Σκαρφαλωμένη» στους απότομους κρημνούς του βουνού, μέσα σε μια παραδείσια ερημιά, περιτριγυρισμένη από καταπράσινα δάση μαγευτική και μυστηριώδης, προσέφερε τα μέγιστα στον κοινό αγώνα για την επιβίωση του γένους καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων. Η πρώτη μονή καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 μΧ αλλά αναγέρθηκε μεγαλύτερη και λαμπρότερη από το στρατηγό του Ιουστινιανού Βελισσάριο. Ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα Ιδρύθηκε το 752 μ.Χ., εγκαταλείφθηκε το 1203 και επανιδρύθηκε το 1393, με 40


πρωτοβουλία του ηγουμένου Γρηγορίου. Μία πυρκαγιά το 1904 κατέστρεψε μέρος της πλούσιας βιβλιοθήκης και των κτισμάτων. Ονομάστηκε έτσι από τα περιστέρια, αφού σύμφωνα με την παράδοση, 3 μοναχοί από τα δάση των Σουρμένων ύστερα από θείο όραμα βρήκαν και παρέλαβαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με οδηγούς τα περιστέρια έφτασαν σε έναν πελώριο βράχο ύψους περίπου 1.200 μ., όπου έχτισαν παρεκκλήσιο του Αγίου. Η μονή λειτούργησε για έντεκα και πλέον αιώνες διαδραματίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και διατήρηση της ελληνοχριστιανικής συνείδησης και ερημώθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1923 και οι εναπομείναντες μοναχοί, ακολουθώντας τη μοίρα του υπολοίπου ελληνισμού πέρασαν στην Ελλάδα. Σταδιακά το μικρό παρεκκλήσι αναπτύχθηκε σε μεγάλο Μοναστήρι. Διέθετε ξενώνα με 187 δωμάτια και μεγάλη βιβλιοθήκη που περιείχε 7.000 τόμους βιβλίων. Ανιστορήθηκε στο Ροδοχώρι Νάουσας όπου βρίσκεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Ιερά Μονή Του Αγίου Ευγενίου Τραπεζούντας Νοτιοανατολικά των τειχών, πάνω σε λόφο, ορθώνεται ακόμη το καθολικό της μονής του Αγίου Ευγενίου. Μάρτυρας των αρχών του 4ου αιώνα, προστάτης του Μαυροθαλασσίτικου λιμανιού, άρχοντας της νυχτερινής καταιγίδας που σάρωσε τα στρατεύματα των Σελτζούκων πολιορκητών στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α’, αποτέλεσε το αγαπημένο θέμα της νομισματοκοπίας της πόλης και των αυτοκρατορικών εμβλημάτων. το 1461 μετατράπηκε σε τέμενος και μετονομάστηκε σε Yeni Cumma Camii, δηλαδή τζαμί της πρώτης ή νέας παρασκευής, γιατί σ’ αυτό πρώτη φορά προσευχήθηκε ο κατακτητής της πόλης Μωάμεθ β’. Ιερά μονή της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας Από τα παράλια δυτικά της Τραπεζούντας η Αγία Σοφία δεσπόζει πάνω σ' ένα ύψωμα, πάνω από την θάλασσα. Η εκκλησία κτίστηκε πάνω, ή δίπλα σε αρχαίο ναό. Χτίστηκε από τον Μανουήλ Α' 1238-1263 με πρότυπο την Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης και διακοσμείται με θαυμάσιες τοιχογραφίες και μωσαϊκά, εξαιρετικά δείγματα τέχνης της εποχής του. Μετατράπηκε σε τζαμί και έτσι τα μωσαϊκά καλύφθηκαν με σουβά Το 1960 η 41


τουρκική κυβέρνηση, απεφάσισε τη μετατροπή του τεμένους σε μουσείο. Κοντά στον ναό υπάρχει και τετραώροφος πύργος καμπαναριό, πολλοί το ταυτίζουν με παρατηρητήριο τοπικής σχολής αστρονόμων, επειδή στη μονή δίδασκε ο αστρονόμος Κωνσταντίνος Λουκίτης. Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη Ίμερας Γυναικεία μονή στην Ίμερα της περιφέρειας Κρώμνης, αφιερωμένη στην αποτομή του τίμιου Προδρόμου, γνωστή ως «Γήμερας Αγιάννες». Η παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της μονής στα 1710 από την μοναχή Παϊσία. Τα εγκαίνια του ναού της μονής πραγματοποίησε το 1745 ο αρχιεπίσκοπος Χαλδίας Ιγνάτιος ο Κουθούρ. Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος

Το αρχαιότερο Μοναστήρι του Πόντου. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Τραπεζούντας σε λόφο απέναντι από το όρος Ζαβουλών. Ιδρύθηκε το 270 μ.Χ. στην περιοχή της Άνω Ματσούκας Τραπεζούντας. Στη Μονή ασκήτεψαν ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στα χρόνια των Κομνηνών και της Τουρκοκρατίας γνώρισε μεγάλη άνθηση και έγινε κέντρο γραμμάτων και λατρείας. Χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη βιβλιοθήκη που διέθετε, της οποίας μεγάλο μέρος καταστράφηκε το 1903. Λίγα κειμήλια γλύτωσαν την καταστροφή, όπως η εικόνα του Ιωάννη του Προδρόμου και το Ιερό Ευαγγέλιο. Το καινούργιο Μοναστήρι βρίσκεται στους πρόποδες του Βερμίου, κοντά στο χωριό Άγιος Δημήτριος. Παναγία Γουμερά Χτίστηκε τον 10ο αιώνα από τρεις μοναχούς από το Ερζερούμ. Οι μοναχοί ήταν οι Σωφρόνιος, ΠαΪσιος και Λαυρέντιος. Το 1808 ανακηρύχθηκε Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή με απόφαση του εθνομάρτυρα Γρηγορίου του Ε΄. Διέθετε μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία και χειρόγραφα. Τα πιο σπουδαία ήταν ένα πολύτιμο ευαγγέλιο από τα έργα του Χρυσοστόμου και το αρχαίο χειρόγραφο του Αριστοτέλη το οποίο μεταφέρθηκε με παράνομο τρόπο στο Παρίσι. Το 1971 έγινε η ανιστόρηση της νέας Μονής στο χωριό Μακρυνίτσα Σιδηροκάστρου Σερρών. Άλλες ιστορικές Μονές του Πόντου στα ανατολικά είναι η Παναγία των Βράχων, του

42


Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, η Μονή των Διακόνων, ενώ στα δυτικά είναι τα Μοναστήρια της Αγίας Βαρβάρας. Μονή Θεοσκέπαστου-Kizlar Manastir Η Μονή Θεοσκεπάστου, βρίσκεται στην δυτική πλαγία του Μιθρίου όρους, ήταν το μοναδικό γυναικείο μοναστήρι στην επικράτεια των Μεγάλοκομνηνών. Ιδρύθηκε το 1340 από την Ειρήνη την Παλαιολογίνα, χήρα του αυτοκράτορα Βασιλείου και μητέρα του Αλέξιου Γ΄ Κομνηνού. Στην εκκλησία της μονής, βρίσκονταν οι τάφοι του δεσπότου Ανδρόνικου (1376), και του Μανουήλ Γ΄ Κομνηνού (1417). Μετά την ανακαίνιση του 1843, η Θεοσκέπαστος παρέμεινε γυναικεία μονή μέχρι το 1922. Τώρα είναι μόνο ερείπια, αφού προηγουμένως μετατράπηκε σε στάβλο. Ναός Παναγιά Χρυσοκέφαλος, Τραπεζούντα Η Χρυσοκέφαλος ήταν ο ναός όπου γίνονταν οι στέψεις των Μ. Κομνηνών. Ο ναός έφερε την ονομασία χρυσοκέφαλος ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-55). Μετά την άλωση της Τραπεζούντας, το 1461 έπαψε η Παναγία η Χρισοκέφαλος να είναι Μητρόπολη. Η Παναγία η Χρισοκέφαλος βρίσκεται στο Μεσόκαστρο και σήμερα λειτουργεί σαν Φατίχ Τζαμί (Τζαμί του Πορθητή). Είναι από τους παλαιοτέρους ναούς της πόλης, ο τωρινός ναός είναι κατασκεύασμα των Κομνηνών. Πίσω από το άγιο βήμα, υπήρχε ο τάφος του Αλέξιου Δ΄, από το 1980 τα οστά του βρίσκονται στην Νέα Μονή Παναγία Σουμελά, στο Βέρμιο.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Διβάνη Χαρίκλεια, Κέκα Ελένη, Κεσίσογλου Αναστασία, Κουτσάκα Λαμπρινή, Κωνσταντινίδου Θωμαή, Μυλωνά Μαρία

43


ΕΘΙΜΑ 1. ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΓΑΜΟΥ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ Ένα από τα κορυφαία γεγονότα της ζωής των Ποντίων ήταν ο γάμος. Στους Έλληνες του Πόντου πιο διαδεδομένος ήταν ο όρος «χαρά», που υπογράμμιζε το χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Οι Πόντιοι πάντρευαν τα παιδιά τους σε νεαρή ηλικία. Κατάλληλη ηλικία για τον νέο θεωρούταν από το 16ο έως το 25ο έτος, ενώ για την κοπέλα από το 14ο έως το 20ό έτος. Ακόμη όταν οι κοπέλες έφταναν στην ηλικία των 20 χρόνων και δεν είχαν παντρευτεί θεωρούνταν γεροντοκόρες. Από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή πριν την Κυριακή του γάμου δύο παλικάρια έβγαιναν στους δρόμους του χωριού με λύρα, ένα μπουκάλι ούζο, ένα ποτήρι ή με κεριά και καλούσαν όλο τον κόσμο στο γάμο. Τους συγγενείς τους καλούσαν με ένα μαντήλι, με κάλτσες ή με πετσέτες. Από το πρωί του Σαββάτου ξεκινούσαν οι διαδικασίες για την υποδοχή και περιποίηση των καλεσμένων. Μόλις τελείωναν οι διαδικασίες αυτές, ξεκινούσε το γλέντι. Καθώς περνούσε η ώρα και βράδιαζε, οι συγγενείς και φίλοι του γαμπρού έπαιρναν τον λυράρη και πήγαιναν χορεύοντας στο σπίτι του κουμπάρου. Στον δρόμο για το σπίτι του κουμπάρου προπορευόταν ένας στενός φίλος του κρατώντας στο χέρι του έναν ζωντανό κόκορα, δείγμα ξεχωριστού και τιμητικού προσκαλέσματος. Μετά την παραλαβή του ζωντανού προσκλητηρίου, όλοι πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, όπου της δώριζαν διάφορα αντικείμενα. Την Κυριακή το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία ξεκινούσαν οι προετοιμασίες του γαμπρού και της νύφης. Οι φίλες της νύφης την προετοίμαζαν για τον γαμπρό, της

44


έφτιαχναν τα μαλλιά και τραγουδούσαν. Ακόμη έγραφαν το όνομά τους κάτω από το παπούτσι της νύφης και ανυπομονούσαν να δουν αν θα σβήσει, ένδειξη ότι θα παντρευτούν σύντομα και αυτές. Από την άλλη οι φίλοι του γαμπρού τον ξύριζαν με τη συνοδεία λύρας και τραγουδούσαν «ξυρίστε ατόν, στολίστε ατόν, επάρτε ατόν κι ας πάμε». Ακολουθούσε το «νυφέπαρμα», όπου ο γαμπρός με τη συνοδεία των συγγενών, των φίλων του και του κουμπάρου πήγαιναν να πάρουν τη νύφη με τα όργανα και με τραγούδι. Σε κάποια στενάκια κάθονταν οι γειτόνισσες της νύφης και έφραζαν τον δρόμο με σχοινί για να μην περάσουν και μόνο όταν τους έδιναν γενναίο φιλοδώρημα τους ελευθέρωναν. Στο σπίτι τον γαμπρό περίμενε η πεθερά με ένα φούστουρον (από εκεί βγήκε η φράση «γαμπρέ φούστουρον τρώς;»). Ο κουμπάρος έδινε φιλοδώρημα στις φίλες της νύφης για να την αφήσουν να φύγει από το σπίτι. Καθώς κατέβαινε η νύφη τα σκαλοπάτια του πατρικού της βοηθούμενη από τα αδέλφια της, ο λυράρης τραγουδούσε ένα αργό και συγκινητικό τραγούδι, που μιλούσε για τον αποχωρισμό της νύφης από τους δικούς της και το σπίτι της. Πριν από τη στέψη ο ιερέας απηύθυνε στον γαμπρό το ερώτημα : «αγαπάς ατέν;» (την αγαπάς) και προς τη νύφη το ίδιο ερώτημα «αγαπάς ατόν;». Με την καταφατική απάντηση των δύο προχωράει στη στέψη. Κατά τη διάρκεια της στέψης η νύφη όφειλε να καμαρώνει κάτω από το πέπλο της, τη λεγόμενη «καμάρα» ή «καμαρωτέρ». Αυτή ήταν μεταξοΰφαντη λευκή καλύπτρα μαζί με κοσμήματα και στολίδια. Η νύφη στεκόταν σχεδόν ακίνητη κάτω από την «καμάρα» (το πέπλο) και δεν έστρεφε το κεφάλι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Μάλιστα μετά τον γάμο γινόταν θέμα σχολιασμού «το καμάρωμα» της νύφης, αν αυτή είχε βάλει όλη την τέχνη της για να παραμείνει δίπλα στον γαμπρό με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Μετά τα στεφανώματα η γαμήλια πομπή παλαιότερα πορευόταν στο σπίτι του γαμπρού, όπου η μάνα του υποδεχόταν τη νύφη της με τη φράση «έλα καλέσσα οικοκυρά…να είσαι στερεωμέντσα και προκομέντσα». Την φιλούσε και της δώριζε χρυσαφικά. Τότε η νύφη έσπαζε ένα πιάτο στην είσοδο του σπιτιού, έθιμο που διασώζεται και στις μέρες μας. Εκεί άρχιζε το «τσουμπούς» (το γλέντι) με όλα τα προετοιμασμένα εδέσματα, για τα οποία φρόντιζαν οι γυναίκες συγγενείς του γαμπρού. Τα όργανα, όπως η ποντιακή λύρα, το νταούλι και το κλαρίνο ηχούσαν ως το ξημέρωμα και οι προσκεκλημένοι δεν κουράζονταν να χορεύουν. Ο χορός συνοδεύονταν με τραγούδι και άφθονο ποτό. Πολλά από αυτά τα έθιμα ισχύουν στις μέρες μας, κάποια άλλα όμως όχι. Για παράδειγμα, η νύφη κατά τη διάρκεια της στέψης όφειλε να καμαρώνει το πέπλο της και δεν έπρεπε να γυρνά το κεφάλι, αλλά να μένει ακίνητη, γεγονός που δεν γίνεται τώρα. Ακόμη, χρησιμοποιούσαν προσκλητήριο για τον κουμπάρο έναν κόκορα πράγμα που δεν συμβαίνει στις μέρες μας . Πηγές Ο Γάμος στον Πόντο Die Pontische Hochzeit The wedding in Pontos - Σύλλογος Ποντίων Μονάχου (pontos-muenchen-ev.de) http://pontos-muenchen-ev.de/pontos/ithi-ethima/gamos-pontos/

45


ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ polichn.thess.sch.gr/pleiades/pages/pontioi.htm

ΤΗΣ

ΠΟΛΙΧΝΗΣ

(sch.gr)

http://3lyk-

2. ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΒΑΠΤΙΣΗ

Η βάπτιση του παιδιού γινόταν συνήθως πριν από τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από τη γέννηση του και λεγόταν φωτίσα. Το πρώτο παιδί το βάφτιζε αυτός που στεφάνωνε το ζευγάρι, για να «λυθούν τα σταυρωμένα χέρια του». Στον νονό (δεξάμενον) έστελναν για σημάδι πρόσκλησης κόκκινη λαμπάδα, μια πετσέτα και οι πλούσιοι ένα αρνί αρματωμένο, δηλαδή στολισμένο με λουλούδια και άλλα στολίδια στο σώμα και στα κέρατα. Ο κουμπάρος ψώνιζε τα βαφτιστικά του μωρού και το δώρο που θα έκανε στη μητέρα του μωρού. Δώρο ψώνιζε και η μητέρα για τον κουμπάρο. Ένας ή δύο συγγενείς ή φίλοι πήγαιναν με ένα καλάθι γαρίφαλα και καλούσαν τον κόσμο δίνοντας τους από ένα. Ο κουμπάρος έφερνε στην εκκλησία δυο κουβάδες με ζεστό νερό για την κολυμπήθρα. Το μωρό το έφερνε στην εκκλησία κάποιος συγγενής και εκεί αφού το έπαιρνε ο κουμπάρος, του έδινε λεφτά. Την ώρα της βάφτισης έριχναν λεφτά μέσα στην κολυμπήθρα, τα οποία και έπαιρνε πίσω αυτός που τα έριχνε. Φωτιστέρα έλεγαν δυο πανιά, που το ένα κρεμιόταν από το λαιμό του νονού και το άλλο απλωνόταν πάνω στο άλλο για να βάλουν το βρέφος μετά τη βάπτιση. Ο νονός εκτιμιούνταν ιδιαίτερα από τους γονείς του βαπτισθέντος και έβρισκε ιδιαίτερη περιποίηση, όταν επισκεπτόταν το σπίτι του βαπτιστικού του. Για τον νονό ή τη νονά ο βαφτισιμιός ήταν το δεξιμάτιν (το κορίτσι, η δεξιματέα). Το δεξιμάτιν σ' όλη του τη ζωή ήταν υποχρεωμένο να προσαγορεύει τον νονό του με το « δεξάμενε » και τη νονά με το « δεξαμένε » ή το « δεξαμέντζα ». Έπρεπε ακόμα να τους τιμά με καλαντίσματα, συχνές επισκέψεις στο σπίτι τους, με εκδουλεύσεις, κ.λ.π. Τέλος έπρεπε να τους ανάβει κερί μετά που πέθαιναν. Σύμφωνα με την παράδοση απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ των βαπτιστικών του ίδιου νονού, που θεωρούνταν σιτ' γαρτασού (γαλατάδελφα) . Πηγές https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BA %CE%AE_%CE%B2%CE%AC%CF%86%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%B7

46


3. Έθιμα στην κηδεία Όταν πέθαινε κάποιος χωριανός στα χωριά του Πόντου – ή ένας γείτονας στις μεγαλύτερες πόλεις –, χτυπούσε η καμπάνα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους. Μετά όλο το χωριό ή στις πόλεις η γειτονιά ελάμβανε μέρος σε διάφορα έθιμα και τυπικά, στα οποία αναδεικνυόταν το γεγονός της κοινότητας. Σε αυτά τα έθιμα ανήκαν το ξημέρωμα μαζί με τον μεταστάντα, η νεκρώσιμη ακολουθία στην εκκλησία, τα μοιρολόγια, η μακαρία και το λεγόμενο χαριτόπαρμαν, τέλος το «Σαρανταλείτουργο» και τα άλλα μνημόσυνα. Όταν πέθαινε κάποιος, δεν πενθούσαν μόνο αυτοί που έχασαν τον άνθρωπό τους, αλλά ακόμη και οι πιο μακρινοί συγγενείς, όλοι οι γείτονες και όλο το χωριό. Πρόσωπα της γειτονιάς και συνήθως γυναίκες, έψηναν τα κόλλυβα, ετοίμαζαν το «σινίν με τα κοκκία»( παραδοσιακό ποντιακό γλυκό), έκαναν κολοθόπα (ψωμάκια), αλλού λαβάσα (λαγάνες), που τα μοίραζαν μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία στην εκκλησία. Μετά τον ενταφιασμό πήγαινε ο κόσμος, μαζί με τον εφημέριο, στο σπίτι των πενθούντων. Έπειτα από το συνηθισμένο τρισάγιο, που έψελνε ο παπάς, έστρωναν τραπέζι και σερβίρανε συνήθως πιλάφι, τσορβάν( φαγητό με πλιγούρι), χασίλ( χυλός από σιτάρι), για να «φάνε και να συγχωρέσουν». Συνήθως η διανομή καλαθιών και το στρώσιμο τραπεζιών γινόταν στο ετήσιο μνημόσυνο. Μετά τον θάνατο κάποιου, προπαντός ηλικιωμένου, γινόταν «Σαρανταλείτουργο». Σαράντα μέρες ο παπάς λειτουργούσε για τη συγχώρεση του πεθαμένου και την ανάπαυση της ψυχής του. Τα πρόσφορα, κάθε μέρα, στην εκκλησία τα πήγαιναν αυτοί που έκαναν το Σαρανταλείτουργο. Και επειδή τότε οι ιερείς δεν αμοίβονταν από το Κράτος, οι πενθούντες έδιναν στον λειτουργό για τις σαράντα λειτουργίες ένα ποσό, συνήθως χρυσές λίρες. Την τελευταία μέρα του Σαρανταλείτουργου έπρεπε να γίνουν κόλλυβα και την παραμονή καλούσαν τον κόσμο με κόλλυβα και κερί. Αυτό γινόταν σε κάθε μνημόσυνο. Στα Σαράντα, στα Εξάμηνα, στο Ετήσιο (σο χρονακόν). Σε πολλά μέρη, μετά τη λήξη του Σαρανταλείτουργου και το σχετικό μνημόσυνο, έστρωναν τραπέζι στους επισκέπτες, αφού διάβαζε ο παπάς στο σπίτι τα κόλλυβα. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, δεν έλειπε ούτε το ρακί, ούτε το κρέας. Έπιναν, έτρωγαν και συγχωρούσαν. 47


Ιδιαίτερες ήταν οι τιμές και οι περιποιήσεις στον νεκρό, για να φύγει ευχαριστημένος και συγχωρεμένος και να είναι ευπρόσδεκτος στον άλλο κόσμο. Ο νεκρός έπρεπε να ταξιδέψει για την άλλη ζωή με κλειστά μάτια και σταυρωμένα χέρια, με άσπρο και καθαρό σάβανο και λουσμένος, ντυμένος με καινούρια ρούχα και παπούτσια και με κομμένα νύχια, με μια εικόνα στα σταυρωμένα του χέρια (το δεξί πάνω στο αριστερό), για να προσκυνούν οι συλλυπούμενοι, με την ευχή «Θεός σχωρέσ' τον». Στο μακρινό ταξίδι έπρεπε να τον προπέμπουν καντήλι αναμμένο, κοντά στο κεφάλι του, τοποθετημένο μέσα σε αλεύρι ή σιτάρι(σύμβολο της αναστάσεως) και θυμιατό, που να καίει διαρκώς. Απαραίτητο ήταν το διάβασμα στο προσκεφάλι του νεκρού, όλων των Ψαλμών, εναλλάξ από διάφορα πρόσωπα. Τον νεκρό τον ξημέρωναν συγγενείς και φίλοι, προπαντός ηλικιωμένες γυναίκες. Τη νύχτα σκέπαζαν τον νεκρό μ' ένα σεντόνι. Η επιθυμία του νεκρού να μοιράζουν στα παιδιά αγνόψυχα, «πηκτόν» (ψυκτικόν) και κέρματα, τα οποία αποταμίευε πριν πεθάνει, τίποτε άλλο δε φανερώνει παρά την πεποίθησή του στην αθανασία της ψυχής, στη μέλλουσα κρίση και στην ανάγκη να είναι όλα έτοιμα και καθώς πρέπει για το μεταθανάτιο ταξίδι. Πολλοί μάλιστα, και πολλές, φύλαγαν ένα ποσό από χρήματα ή λίρες για τα έξοδα της κηδείας τους και για σαρανταλείτουργο. Όταν πέθαινε κάποιος έλεγαν: «Τ' ατσάλ' ν ατ' ετελέθεν» (το λάδι του απόσωσε). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, στον κάτω κόσμο, για κάθε άνθρωπο που γεννιέται, ανάβει ένα καντήλι γεμάτο λάδι. Όταν εξαντληθεί το λάδι, έρχεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του παίρνει την ψυχή. «Ανάσκαμμαν» λεγόταν η βρισιά, η βλαστήμια εναντίον του νεκρού. Ανάσκαμμαν εγέντν ο κύρς ατ' (ο νεκρός πατέρας του έγινε αντικείμενο ύβρης και βλαστήμιας). Η βλαστήμια αυτή ήταν πολύ βαριά. Όποιος έβριζε τους νεκρούς θεωρούνταν απάνθρωπος, απολίτιστος, αντίχριστος. Η κοινή γνώμη τον καταδίκαζε σκληρά. Συνήθως οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και τον σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στα νεκροταφεία, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί. Το νεκροκρέβατο που είχε η εκκλησία κάθε ενορίας και το χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά και την ταφή των νεκρών το έλεγαν κανόνιν. Το αποτελούσαν δύο κοντάρια που συνδέονταν μεταξύ τους με εγκάρσιες σανίδες. Στον Πόντο συνηθιζόταν να φωτογραφίζουν τους νεκρούς πριν τους κηδέψουν μέσα στο φέρετρο. Τα νεκροταφεία στα χωριά του Πόντου ήταν συνήθως σε τόπους απλόχωρους. Αν δεν υπήρχε έλλειψη γης, τότε δεν έκαναν ανακομιδή των οστών. Στα περιμαντρωμένα νεκροταφεία των πόλεων, μετά τον τρίτο χρόνο, έβγαζαν τα κόκκαλα των νεκρών και φύλαγαν χωριστά τις κάρες, ενώ τα υπόλοιπα τα έριχναν στο χωνευτήρι. Σ' αυτά, κάθε οικογένεια είχε τον δικό της χώρο, εκεί θάβονταν τα μέλη της. Μόνο αν τύχαινε να πεθάνει μέλος της οικογένειας, ενώ δεν είχαν περάσει 48


τρία χρόνια από την ταφή άλλου μέλους της και ο χώρος ήταν κατειλημμένος, το έθαβαν σε μια άλλη μεριά του νεκροταφείου. Άλλοτε, τα οστά του προηγούμενου θανόντος απλώς τα μάζευαν και τ' απίθωναν σε μια γωνιά του τάφου κι έθαβαν έπειτα το νέο νεκρό. Οι τάφοι ήταν απλοί, δίχως ιδιαίτερες διακοσμήσεις και μνημεία. Στη δυτική πλευρά τους είχαν έναν ειδικό μικρό περιφραγμένο χώρο (το κοιμητήριο), όπου άναβαν τα κεριά. Οι καντήλες στους τάφους αλλού συνηθίζονταν και αλλού έλειπαν εντελώς. Στις πόλεις, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, όπου κάθε κοινότητα είχε τα δικά της νεκροταφεία, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Εκεί, έχτιζαν τους τάφους. Στα νεκροταφεία των πόλεων υπήρχαν συνήθως και εκκλησίες, που ορισμένες φορές λειτουργούσαν και ως ενοριακοί ναοί. Σύμφωνα με τις λαϊκές προλήψεις, δεν έπρεπε να περνάνε μικρά παιδιά α σα ταφία (απ' τα νεκροταφεία). Αυτό το απέφευγαν όμως και οι ενήλικες. Αν έβλεπαν μια γυναίκα να βγαίνει νύχτα από τα νεκροταφεία, έλεγαν συχνά ότι είναι μάγισσα. Μετά την κηδεία, κατά το απόβραδο και ως αργά το βράδυ ή και την επόμενη ημέρα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού ή και από γειτονικούς οικισμούς, πήγαιναν παρέες παρέες, ανά δυο και τρεις, αντρόγυνα, φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς, στο σπίτι του νεκρού για να δώσουν τα συλλυπητήρια στους οικείους του, να παίρνε το χατίρι. Η εκδήλωση συμπόνοιας προς την οικογένεια που είχε πένθος λεγόταν πονεμένα . Όλοι έρχονταν με φαγητά μέσα στο σινί, για να καθίσουν και να φάνε μαζί με τους τεθλιμμένους, να μη μείνουν εκείνοι νηστικοί. Έτρωγαν μαζί και φεύγοντας έλεγαν τους παρηγορητικούς λόγους: «ο Θεός να σχωρά ΄τον» (ο Θεός να τον συγχωρέσει), «λαφρόν η νύχτα τ'» (ελαφριά η νύχτα του) κτλ. Κάποιοι στενοί συγγενείς ή φίλοι διανυκτέρευαν εκεί, αν το έκριναν απαραίτητο. Κι αν κάποιος δεν μπορούσε να έρθει τη βραδιά του πένθους, ερχόταν την άλλη μέρα, ακόμη και έπειτα από ένα ή και δύο χρόνια. Έλεγαν επίσης: «θάνατος έν', αέτσ' έν' (θάνατος είναι αυτός, έτσι γίνεται). Το χαριτόπαρμαν εξακολουθεί να γίνεται και τώρα σε ποντιακά χωριά. Το μετά την κηδεία γεύμα λεγόταν θανέσα, περίδειπνο ή μακαρία. Ήταν γεύμα λιτό, φασολάδα ή σούπα με κορκότο. Συνοδευόταν πάντα από ελιές, φρέσκα κρεμμύδια, σκόρδα κτλ. Το γεύμα αυτό θεωρούνταν προσφορά του νεκρού προς εκείνους που τον τίμησαν στην κηδεία του. Η ψυχική ανάγκη να βρίσκονται οι ζωντανοί σε διαρκή επαφή με τους νεκρούς καθιέρωσε το έθιμο των μνημόσυνων. Εκτός από τα καθιερωμένα μνημόσυνα (τρίτα, εννιάμερα, σαράντα, εξάμηνα, χρονακόν) έκαναν και το λεγόμενον «ψαλμόν». Μνημόσυνο ετήσιο και επίσημο, στο οποίο καλούνταν να πάρουν μέρος και να προσευχηθούν (να ψάλλουν το νεκρό) τα γειτονικά χωριά, κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, δημογέροντες, ο δεσπότης και ο απλός κόσμος. Στις κηδείες και τα μνημόσυνα γίνονταν και ομιλίες και τραπέζι. Πολλοί διέθεταν διάφορα ποσά για σχολεία, για τους φτωχούς και για τις εκκλησίες, στη μνήμη του νεκρού.

49


Η ψυχική επαφή με τους νεκρούς γινόταν σε τακτές μέρες. Τα ψυχοσάββατα, την παραμονή ή ανήμερα της Κυριακής του Θωμά, τα Σάββατα, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος και την παραμονή των Θεοφανείων. Την παραμονή των μνημοσύνων, μαζεύονταν στο σπίτι των πενθούντων γυναίκες και συζητούσαν γύρω από την προσωπικότητα του μακαρίτη. Το στόλισμα των κολλύβων (το στόλισμαν τη σινί') ήταν δουλειά λίγων ειδικών στο χωριό. Τα μοιρολόγια δεν εξεδήλωναν μόνο τον πόνο των βαρυπενθούντων, αλλά και την πεποίθηση στην ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής. Γι' αυτό έστελναν «χαιρετίας», με το νεκρό σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα που είχαν πεθάνει. Συχνά οι μοιρολογήτριες ενδιαφέρονταν για τη μεταθανάτια τύχη του μεταστάντος. Ένα μοιρολόγι της Τριπόλεως: – Ντο είδες και ν'εζέλεψες; ντο είδες κι επλανέθες; – Γιαμ' είδες ουρανόν ση γην, γιαμ' είδες φως σον άδην; Γιαμ' είδες το ξημέρωμαν ση φυλακής την πόρταν; – Και μούδε ουρανόν σην γην και μούδε φως σον άδην και μούδε το ξημέρωμαν ση φυλακής την πόρταν. Αδά η νύχτα νύχτα έν κι ημέρα πάλου νύχτα. Αδά λαχτόριν ΄κι λαλεί, ποτές ΄κι ξημερώνει. Αδά η φρούχνα πιθαμήν και το νερόν χερέαν, η φρούχνα σύρει το νερόν και το νερόν τη φρούχναν, και ΄σεπεται το σάβανο μ', και κόφκεται το ράμμα μ', και ρούζουν τα ματόφρυδα, τα φύλλα του προσώπου, και ρούζουν τα κουλάκια μου απάν' σ' ωμοπλατίτζα μ'. Μερικά μοιρολόγια, αν και αυτοσχέδια, ήταν συγκλονιστικά, και μάλιστα πολλά από αυτά είχαν και μεταφυσικό περιεχόμενο: Αντώντς, όνταν επέθανεν, εκράτνεν δύο μήλα, κλαίγ' ν ατόν τ' άστρα τ' ουρανού και τη δεντρού τα φύλλα. Τ' Αντών' η Κάλη κι η αδελφή ση στράταν ελυγούσαν θ' εφτάν' ατόν παράταξιν σο τσόλ' Ελεούσαν. 50


Αν πέθαινε η μάνα, οι κόρες της μοιρολογούσαν κι έλεγαν: Μανίτσα μ', μανίτσα μ', μανίτσα μ', μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ', μικράν ορφανάν εφέκες μας, μανίτσα μ', εμνοστέσα μανίτσα μ' όόόόόι. Μάναν νέα εσύ έσνε, και μικρά είμεσε μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ', τον πατέρα μ' κι ελογαρίασες, μανίτσα μ' όόόόόι. Ο Άδης, ο θεός του κάτω κόσμου ή και ο ίδιος ο άλλος κόσμος, αναφέρεται συχνά στα ποντιακά μοιρολόγια ή στα δίστιχα: Εσύ σον Άδην ΄κι έπρεπες, σον Άδην ντ' έργον είχες. Σον Άδην πρέπνε γέροντοι και ταλαιπωρημένοι... Ή και: Σον ουρανόν χρωστώ την ψή μ', σον Άδην το κορμόπο μ', Σ' εσέν, τρυγόνα μ', ντο χρωστώ και τυρανιείς το ψόπο μ'. Η χήρα Οι Πόντιοι θαύμαζαν τη γυναίκα που χήρευε, ιδιαίτερα όταν έπρεπε ν' αναστήσει πολλά παιδιά. Στα δημώδη άσματα, τα παιδιά της χήρας συνήθως είναι καλύτερα από τ' άλλα. Είνας κόρη εγάπανεν σεράντα παλικάρα. Τους σέραντας εμένησεν, «έναν βράδον ελάτε». Σην πόρταν ατς κιαν έστεκεν έναν δέντρον και μέγα. -Ήντσαν σύρει κι αχπάν' ατό, εγώ εκείνον παίρω. Οι σέραντοι επίασαν και ΄κι εμετασαλεύτεν Ένας υιός, χόρας υιός, χόρας και κουρσεμέντσας, από κορφής επίασεν κι από ρίζας αχπάεν. -Οπίσ', οπίσ', νε σέραντοι, οπίσ', οπίσ', αμήτε, χόρας υιόν εγάπεσα, 51


χόρας υιόν θα παίρω. Ωστόσο, πάλι κατά τα δημώδη άσματα η χήρα είναι συνήθως αδικημένη, ακόμα κι όταν τη θάβουν. Την χέραν πάντα θήκ'ν ατέν σο δεισακόν τον τόπον… Η χήρα φορούσε πάντα μαύρα και αν είχε κάποια ηλικία, τη σέβονταν όλοι. Αν μια γυναίκα χήρευε μικρή, η κοινή γνώμη, εκφρασμένη από τους συγγενείς της, απαιτούσε να συνάψει έναν καινούριο γάμο.

4. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο υπήρχε ως έθιμο στον Πόντο, κυρίως στην Αργυρούπολη και στα περίχωρά της. Αλλού το δέντρο ήταν από πεύκο ή έλατο και το στόλιζαν εκτός από νωπούς καρπούς και µε κλαδάκια ελιάς, στα φύλλα της οποίας σφήνωναν «λεφτοκάρια» (φουντούκια). Αλλού έβαζαν «τσιµσίρ» (πυξάρι, αειθαλής θάµνος). Οι γιορτές για τη γέννηση του Θεανθρώπου είχαν ξεχωριστή θέση στον Ελληνορθόδοξο Πόντο. Οι προετοιμασίες ξεκινούσαν ήδη από τις αρχές του Δεκέμβρη, ο οποίος στα Ποντιακά ονομάζεται «Χριστιαννάρτς», λόγω της γέννησης του Χριστού. Οι προετοιμασίες για τις γιορτές περιλάμβαναν φυσικά την παρασκευή εδεσμάτων, τα οποία ποίκιλαν από περιοχή σε περιοχή. Σε πολλά μέρη του Πόντου οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και τον πουρμά, ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα ετοιμάζονταν απαραιτήτως κουλούρια και χριστόψωμα. Αφού ψήνονταν, οι νοικοκυρές περιέχυναν τα χριστόψωμα με μέλι και έπειτα κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής τα παραδοσιακά γλυκά ήταν τα κετέ, ιτσλί και κατμέρια. Στην Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ. Εκτός από τα φαγώσιμα, μέλημα των ημερών ήταν και η κατασκευή των Χριστουγεννιάτικων καραβιών, με τα οποία τα παιδιά θα τραγουδούσαν τα Ποντιακά κάλαντα. Τα καραβάκια φτιάχνονταν από χαρτόνι και λεπτό σανίδι και συνήθως φωτίζονταν με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο, εν είδει συναγωνισμού. Την παραμονή των Χριστουγέννων σταματούσε κάθε εξωτερική εργασία. Οι νοικοκυρές στόλιζαν το «Τραπέζ’ της Παναΐας», ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, για να 52


δείξουν την εκτίμηση και την αγάπη τους στη Μεγάλη Βοηθό τους στις δύσκολες στιγμές. Τα ξημερώματα της ημέρας των Χριστουγέννων, η οικογένεια φορούσε τα καλά της και περίμενε το χτύπημα της καμπάνας, για να πάει στην εκκλησία. Πριν από την εκκλησία, έπεφτε στο τζάκι το «Χριστοκούρ’», ένα κούτσουρο από µηλιά, αχλαδιά ή από το κυρίαρχο δέντρο της περιοχής. Αυτό το «κουρίν» ήταν κοµµένο ειδικά για τα Χριστούγεννα και άναβε στο τζάκι συνέχεια και τις τρεις µέρες των Χριστουγέννων, τα «Χριστου-ήµερα». Μετά την εκκλησία, ήταν πλέον ώρα για όλους να γευτούν τα εδέσματα που προετοιμάστηκαν με τόση φροντίδα. Την ημέρα των Χριστουγέννων συνηθιζόταν να κάνει δώρο ο νονός στα παιδιά, ενώ πολλές φορές πρόσφερε και ο βαφτισιμιός δώρα στον νονό του. Αυτό το έθιμο λεγόταν «καλαντίασμαν». Οι γιορτινές προετοιμασίες ξεκινούσαν τον Δεκέμβρη, στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μελόπιτες και « βαρβάρες» με σιτάρι, καλαμπόκι και φασόλια και τα μοίραζαν σε γείτονες και παιδιά. Οι παραδοσιακές μελόπιτες του Πόντου ετοιμάζονταν συνήθως από κάποιον ηλικιωμένο με μέλι, σιτάρι, καρύδια και αλεύρι. Στις 15 Δεκέμβρη στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα «Αλώα» στους αγρούς για την ευόδωση των καρπών της γης, ένα έθιμο που δεν σώζεται σήμερα. Επίσης, τα Χριστούγεννα ήταν η εποχή που οι άνθρωποι επέλεγαν να κάνουν τα διάφορα μυστήρια. Την παραμονή και των τριών γιορτών του Δωδεκαημέρου, συνήθως πριν νυχτώσει, στα σπίτια των γειτόνων και των συγγενών μπαίνουν παρέες παιδιών έως 14 ετών και λένε κάλαντα. Η λέξη κάλαντα έχει λατινική προέλευση: calenda· με αυτήν τη λέξη οι Ρωμαίοι όριζαν την αρχή του κάθε μήνα. Η λατινική λέξη kalenda, με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική λέξη «καλώ». Τα παιδιά αφού έλεγαν τα κάλαντα έπαιρναν δώρα, κεράσματα ή ακόμα και λεφτά. Εκτός όμως από τα παιδιά, στα χωριά γύριζαν και οι Μωμόγεροι. Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα σε πολλές περιοχές του Πόντου ήταν παρόμοια με τα συνηθισμένα στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη απόχρωση στη μελωδία και ανάμιξη της ποντιακής διαλέκτου. Υπάρχουν και εκδοχές των τραγουδιών που διαφέρουν κατά πολύ. Τα επικρατέστερα ποντιακά κάλαντα ξεκινάνε με τα εξής λόγια: Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον χα, καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα Χα, καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν Οψέ γεννέθεν, ουρανοστάθεν. Το εγέννεσεν η Παναΐα Το ενέστεσεν αϊ-Παρθένος. Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι και εκατήβεν σο σταυροδρόμι Σταυρουδρόμιν και μυροδρομι 53


Έρπαξαν άτόν οι χιλ’ Εβραίοι χίλ’ Εβραίοι και μίρ’ Εβραίοι χιλ’ Εβραίοι και μιρ’ Εβραίοι. Ασ’ ακρέντικα κι άσ’ σην καρδίαν αίμαν έσταξεν, χολήν κι εφάνθεν. ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον μύρος έτον και μυρωδία. Εμυρίστεν ατ’ ο κόσμον όλεν για μυρίστ’ άτό και σύ αφέντα. Σύ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια και θυμίζνε το νοικοκύρην νοικοκύρη μ και βασιλέα. Δέβα σο ταρέζ και ελα σην πόρτας δως μας ούβας και λεφτοκάρια κι αν ανοι’εις μας χαραν σην πόρτα ‘σ. Το Δωδεκαήμερο τελειώνει με τη γιορτή των Φώτων. Σύμφωνα με την παράδοση του Πόντου, την ημέρα που αγιάζουν τα ύδατα σταματούν να τριγυρίζουν μέσα στη νύχτα και να πειράζουν τους ανθρώπους και οι καλικάντζαροι (τα πνεύματα). Την παραμονή των Φώτων δεν έψαλλαν άσματα. Σε κάθε σπίτι ύστερα από το δείπνο γινόταν το έθιμο της εκτελέσεως της επιθυμίας των πεθαμένων: «Τα Φώτα θέλω το κερί μ’ και τη Ψυχού κοκκία, και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν έναν μαντίλιν δάκρα». Μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού έβαζαν πάνω στο δάπεδο χαμηλό τραπέζι, και πάνω σ’ αυτό ένα μεγάλο ταψί γεμάτο σιτάρι. Στο μέσο του ταψιού τοποθετούσαν αναμμένο καντήλι, και στα χείλη του σταυροειδώς τέσσερα κεριά αναμμένα. Ολόγυρα στο τραπέζι καθόντουσαν γονατιστοί όλοι οι οικείοι σιωπηλοί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη λύπη και συγκίνηση μαζί. Ο αρχηγός της οικογένειας μοίραζε κεριά σ’ όλους κι έπειτα άναβε κεριά – ένα για κάθε πεθαμένο. Αφού άναβε για όσους πεθαμένους ήθελε, προέτρεπε και τους άλλους να ανάψουν κεριά για όποιους νεκρούς ήθελαν και τελευταία άναβαν και ένα κερί για εκείνον που δεν είχε κανέναν στον κόσμο για να του ανάψει κερί. Κανείς δεν κινούνταν από τη θέση του, έως ότου να καούν τέλεια όλα τα κεριά. Έπειτα έκαναν τον σταυρό τους και αποχωρούσαν αφήνοντας πάνω στο τραπέζι φαγητά, για να τα ευλογήσει ο Χριστός. Την παραμονή σταματούσαν κάθε εξωτερική δουλειά και απλά συμπλήρωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τη μεγάλη γιορτή.

54


Στις 4 το πρωί χτυπούσε η καμπάνα για να πάνε στη εκκλησία. Την ημέρα αυτή όλοι θα φορούσαν καινούργια ρούχα και παπούτσια και θα ετοίμαζαν τα πιο καλά φαγητά. Ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, έτρωγαν όλοι μαζί στο σπίτι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδιά από τον νονό τους και πολλές φορές ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στον νονό του και αυτό λεγόταν «καλαντίασμαν». Όλοι συγκεντρώνονταν σε κοινό τραπέζι στη μέση του οποίου έβαζαν ένα κλαδί μηλιάς που το έφερνε το πιο μικρό παιδί, το οποίο φιλοδωρούσαν ο παππούς και η γιαγιά, πιστεύονταν ότι έφερνε ευτυχία. Διασώζονται τραγούδια της Χαλδίας, τα οποία παρακινούν τις νέες κοπέλες να λάβουν υπόψη τους τον γάμο, «έπαρ τη χαράν σ' ομμάτ' τα'ς». Το αρχαίο θέατρο των Μωμογέρων περιελάμβανε μεταμφιέσεις και δρώμενα (συμμετείχαν 12-18 πρόσωπα). Παιζόταν το δωδεκαήμερο Χριστουγέννων-Θεοφανείων. Έλεγαν και διάφορα δίστιχα, όπως: «Ανάθεμά σε, ναι κουτσή (κορίτσι), πως είσαι πελαλίσα (ζαβολιάρα) με τεμέν το Μωμόγερον εξέβες σεβδαλίσα (αγαπημένη)» Με τα χρόνια, οι συνήθειες άλλαξαν, όμως μαζί τους άλλαξαν και οι άνθρωποι. Τότε υπήρχε περισσότερη αγάπη και αλληλοβοήθεια παρά σήμερα. Πηγές Σύλλογος Ποντίων Μονάχου, Max Mag, Καλλιτεχνική Στέγη Ποντίων Βορείου Ελλάδος, Βήμα Ορθοδοξίας, Σύλλογος Ποντίων Νομού Ξάνθης, Ποντιακά Έθιμα, Pontos.gr

5. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, τις γιορτές από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, συναντάμε πολλά έθιμα στον Πόντο σχετικά με την Πρωτοχρονιά. Είναι αξιοθαύμαστο το ότι παρ’ όλες τις δυσκολίες που περνούσαν οι Πόντιοι, αυτά τα έθιμα κατάφεραν διατηρηθούν και να περάσουν από γενιά σε γενιά. Κάθε βράδυ της Πρωτοχρονιάς άναβαν στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο, γιατί πίστευαν πως η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια από τις καπνοδόχους. Το κούτσουρο αυτό ονομάζονταν «Καλαντοκούρ». Ο άντρας ή η γυναίκα του σπιτιού «εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’», σκορπίζοντας δηλαδή διάφορους καρπούς, όπως καρύδια και φουντούκια, λέγοντας:

55


«Άμον ντο ρούζ’νε αούτα τα καλά, αετσ’ πα να ρούζ’νε απές ‘ς σ’ οσπίτ’ν εμούν τ’ ευλο’ΐας και τα καλοσύνας» . Τα μεσάνυχτα ο αρχηγός της οικογένειας με ένα μαχαίρι σταύρωνε και έκοβε την βασιλόπιτα. Η βασιλόπιτα είχε μέσα της ένα κέρμα, συνήθως μια δεκάρα. Το πρώτο κομμάτι που έκοβαν από τη βασιλόπιτα, το αφιέρωναν στον πολιούχο άγιο της ενορίας της περιοχής οπού ζούσαν και το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Εκείνο το βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έφτιαχνε ένα μείγμα από καρύδια ή φουντούκια με νομίσματα και το σκόρπιζε στις τέσσερες γωνίες του σπιτιού λέγοντας ευχές: «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος! Εδέβεν η κακοχρονία και έρθεν η καλοχρονία…» Αργά το βράδυ στα σπίτια γίνονταν μια συγκέντρωση από όλα τα μέλη της οικογένειας ή από φιλικά τους άτομα. Σε αυτή τη συγκέντρωση η νύφη αναλάμβανε το στρώσιμο του τραπεζιού ή αν δεν υπήρχε νύφη το αναλάμβανε η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας. Σε ορισμένα μέρη του Πόντου κάθε οικογένεια έκοβε ένα κυδώνι ή ένα σε τόσα κομμάτια όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας. Αργότερα έβαζαν ένα νόμισμα σε ένα κομμάτι και μετά μπέρδευαν τα κομμάτια κυδωνιού με μια πετσέτα. Ο καθένας διάλεγε ένα κομμάτι και όποιος το τύχαινε, ήταν υποχρεωμένος να ξυπνήσει τα χαράματα της επόμενης μέρας και να φέρει από την πλατεία του χωριού, μέσα σε μια κανάτα, νερό. Από το νερό αυτό θα έπιναν τα ζώα και οι άνθρωποι, που θα πλένονταν επίσης με αυτό. Μερικές φορές έσπαγαν ένα ρόδι στην πόρτα του σπιτιού ώστε η χρονιά που έρχεται να είναι τυχερή Την Πρωτοχρονιά θεωρούνταν γρουσουζιά να μπει κάποιος σε ξένο σπίτι προτού ο παπάς το αγιάσει. Συνήθως στο σπίτι των Ποντίων το ποδαρικό γίνονταν από τα παιδιά, για να είναι το καινούργιο έτος καλότυχο . Σε αρκετά σημεία του Πόντου τα κορίτσια ψαλίδιζαν τις άκρες των μαλλιών τους για να αυξηθούν. Επίσης όλοι οι Πόντιοι απέφευγαν να κλαίνε εκείνη την ημέρα καθώς πίστευαν ότι θα κλαίνε για όλη τη χρονιά. Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο), για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι. Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ' ένα 56


κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο, για να πιουν.

6. ΠΙΖΗΛΑ ΚΑΙ ΜΩΜΟΓΕΡΟΙ ΠΙΖΗΛΑ Οι Πόντιοι πίστευαν ότι στο Δωδεκαήμερο έβγαιναν τα πίζηλα, δηλαδή οι καλικάντζαροι και ενοχλούσαν τους ανθρώπους. Ενοχλούσαν κυρίως τα παιδιά και ιδιαίτερα τα αβάπτιστα, λεχώνες, νεόνυμφες και γενικά αδύναμα άτομα. Οι καλικάντζαροι δημιουργούσαν πολλές ζημιές στα αντικείμενα του σπιτιού, στα οικόσιτα ζώα και στις καλλιέργειες. Δεν έμεναν όμως οι χωρικοί αφύλακτοι, αλλά έπαιρναν τα μέτρα τους π.χ. απέφευγαν τις νυχτερινές δουλειές, να πετάνε νερά το βράδυ και έλεγαν προσευχές ψιθυριστά. Όταν τελείωνε το Δωδεκαήμερο, στα Φώτα δηλαδή τα πίζηλα εξαφανίζονταν και έκαναν ξανά την εμφάνισή τους τα επόμενα Χριστούγεννα. ΜΩΜΟΓΕΡΟΙ Οι Μωμόγεροι είναι ένα από τα καρναβαλικά δρώμενα και έχει διάρκεια από την επόμενη των Χριστουγέννων ως λίγο μετά τα φώτα. Το έθιμο πραγματοποιείται σε οκτώ δημοτικά διαμερίσματα στην Κοζάνη, Τετράλοφο, Άγιο Δημήτριο, Αλωνάκια, Σκήτη, Πρωτοχώρι, Κομνηνά, Ασβεστόπετρα και Καρυοχώρι.

7. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ Την παραμονή των Χριστουγέννων έτσι και της Πρωτοχρονιάς, γιορτινές μελωδίες ηχούσαν στον Πόντο απ΄ άκρη σ΄ άκρη. Οι πόντιοι τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα τα συνόδευαν με την πατροπαράδοτη Ποντιακή λύρα και τα έψελναν μικροί και μεγάλοι, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες. Όταν τα κάλαντα τα έλεγαν οι μεγάλοι, τα χρήματα προορίζονταν για τη λειτουργία των σχολείων, καθώς εκείνα τα χρόνια, τα έξοδα των σχολείων (για μισθούς δασκάλων κλπ) καλύπτονταν από τα μέλη των κοινοτήτων. Οι «καλαντάδες» (ραψωδοί) μάλιστα έφερναν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο . Οι νοικοκυραίοι ανάλογα με την περιοχή, έδιναν στους καλαντάρηδες φρούτα, ξηρούς καρπούς (καρύδια, φουντούκια, σταφίδες κλπ.). Αλλά ακόμη και αυγά, βούτυρο, καβουρμά και πλιγούρι. Στην Ορτού συνήθιζαν να βάζουν πάνω στα

57


φρούτα και μερικές δεκάρες. Στην Γαράσαρη, έδιναν τα «κολόθα», που ήταν μικρά τσουρέκια που έμοιαζαν με γλυκό ψωμί. Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου – κι αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου – πάντα του χρόνου. Αρχή μήλον εν κι αρχή κυδών εν – κι αρχή κυδών εν, κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον – το μυριγμένον. Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλεν – ο κόσμος όλεν, για μύριστ ατό και εσύ αφέντα καλέ μ’ αφέντα. Έρθαν καλά παιδία ‘ς σην πόρτα σ’ και ξαν’ ‘ς σην πόρτα σ’, άψον το κερί κι έλα σην πόρτα σ’ Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν δόσ’ μας ούβας και λεφτοκάραι… κι αν ανοί’εις μας χαρά σην πόρτας! ΠΗΓΕΣ https://www.efsyn.gr/node/224789 https://www.lelevose.gr. http://www.mspontos-alonakion.gr/index.php?id=pontlaog https://www.vimaorthodoxias.gr/ https://www.trapezounta.gr/ http://www.kentrolaografias.gr/

8. ΠΑΣΧΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ Οι Πόντιοι όταν ήθελαν να αναφερθούν στο Πάσχα και σε κάθε τι που είχε σχέση με αυτό, έλεγαν Λαμπρή. Η Λαμπρή ήταν η εορτή των εορτών. Πέρα από θρησκευτικό χαρακτήρα, η περίοδος της Λαμπρής συνέπιπτε με τον ερχομό της Άνοιξης, της αναγέννησης της φύσης. Η Μεγάλη Εβδομάδα, τα Πάθη όπως έλεγαν, οδηγούσε στην Ανάσταση. Ένα έθιμο που συνδέεται, λοιπόν, με τη Σαρακοστή στον Πόντο, είναι ο «κουκαράς». Σε μια πατάτα ή σ΄ένα κρεμμύδι, κάρφωναν επτά φτερά, όσες και οι εβδομάδες της νηστείας και κρεμούσαν την κατασκευή αυτή από το ταβάνι. Κάθε Κυριακή, έβγαζαν και ένα φτερό, κατασκευάζοντας έτσι ένα

58


αυτοσχέδιο ημερολόγιο. Η επιρροή του κουκαρά στα παιδιά είναι ιδιαίτερη, καθώς το φτερωτό αυτό σκιάχτρο έπαιρνε φανταστικές διαστάσεις στα μάτια τους. Λειτουργούσε αποτρεπτικά, όχι μόνο για να μη «μαντζιρίζ’νε», να μην χαλάσουν τη νηστεία δηλαδή, αλλά και για να είναι φρόνιμα τα παιδιά καθ΄όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής. Με την παρουσία ενός τρομακτικού κατασκευάσματος πάνω από το κεφάλι τους, που πολλές φορές κουνιόταν κι από τον αέρα, είχε εξασφαλιστεί η ποθητή ησυχία στο σπίτι για σαράντα ημέρες, από τις παιδικές αταξίες και έριδες. «Θα τρώει σε ο κουκαράς», υπενθύμιζαν στο παιδί σε περίπτωση παρεκτροπής. Το Μεγάλο Σάββατο, κρυφά από τα παιδιά, γινόταν η «αποκαθήλωση» του κουκαρά, ο οποίος θα ερχόταν και πάλι την επόμενη χρονιά. Το Σάββατο του Λαζάρου (ή σε κάποιες περιοχές του Πόντου τη Μεγάλη Πέμπτη), οι νοικοκυρές κατασκεύαζαν τα λεγόμενα «κερκέλια», ένα είδος κουλουριού. Οι ερμηνείες που δίδονται από το λαό είναι ποικίλες, με την επικρατέστερη να θέλει το Λάζαρο να ζητά «κερκέλ΄», μετά την Ανάστασή του. Των Βαΐων, τα παιδιά έψαλλαν «Βάγια, βάγια το βαΐ, τρώ΄με οψάρια και χαψίν (γαύρο) και τ΄απάν την Κερεκήν, τρώ΄με βούτορον, τυρίν», αναλόγως την επιθυμία, αλλά και τη διαθεσιμότητα. Την Μεγάλη Πέμπτη ο ιερέας γύριζε όλα τα σπίτια, για να «φωτίζ» με το ευχέλαιο. Την ημέρα αυτή δεν χρησιμοποιούσαν ξύδι, δεν κάρφωναν καρφιά καθώς επίσης δεν έπιαναν αντικείμενα/υφάσματα με κόκκινο χρώμα. Το πρωΐ έφτιαχναν τα κερκέλλα και τσουρέκια. Πήγαιναν ένα καλάθι με τόσα αυγά όσα τα μέλη της οικογένειας στην εκκλησία, συν άλλα δύο παραπάνω, ένα για της Παναγίας την εικόνα και ένα του φτωχού. Το καλαθάκι το τοποθετούσε ο ιερέας κάτω από την Αγία Τράπεζα ως την Ανάσταση. Η οικογένεια μετά τη νηστεία αυτό το διαβασμένο αυγό ήταν που έτρωγε πρώτο. Το αυγό της Παναγίας (τ’ ωβόν τη Παναΐας) το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Αξίζει να σημειωθεί πως τη Μεγάλη Πέμπτη έρχονταν στην εκκλησία να ακούσουν τα Δώδεκα Ευαγγέλια και μουσουλμάνες, κρυφά από τους άντρες τους. Χωρίς να είναι κρυπτοχριστιανές, πίστευαν στις θεραπευτικές ιδιότητες του ακούσματος των Δώδεκα Ευαγγελίων. Για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να τις δουν καχύποπτα οι Χριστιανές γειτόνισσές τους, έλεγαν πρώτα σ΄αυτές «Gurban olayim dininize, dilim kesilsin», δηλαδή θυσία να γίνω στην πίστη σου, να μου κοπεί η γλώσσα (αν λέω ψέματα). Την Μεγάλη Παρασκευή δεν δούλευε κανείς, ήταν αμαρτία. Κατά την ημέρα νήστευαν όλοι αυστηρώς. Τόσο αυστηρά τηρούνταν το έθιμο που ο λαός έλεγε: «τη Μεγάλ’ Παρασκευήν εφτά χρονών παιδίν εφτά φοράς ελιγώθεν και νερόν κι’ έδωκαν ατό να πιν'» δηλαδή, παιδί επτά χρονών, επτά φορές λιποθύμησε και δεν του έδωσαν να πιει νερό.

59


Τον Επιτάφιο στόλιζαν με πυξούς και μυρτιές, που βρίσκονται σε αφθονία στον Πόντο. Κάτω από τον Επιτάφιο περνούσαν τα κορίτσια τους και μουσουλμάνες. Η Μεγάλη Παρασκευή συνδέεται και με το έθιμο της επίσκεψης στα μνήματα προσφιλών προσώπων. Τοποθετούν στο μνήμα κόκκινα αυγά και κερνούν τους διαβάτες. Άλλωστε η ποντιακή παράδοση το επιτάσσει. Ο νεκρός φέρεται να μιλά και να ζητά το χρέος από τους ζωντανούς: «Τα Φώτα θέλω το κερί σ΄ και τη Ψυχού (Ψυχοσάββατο) κοκκία (σιτάρι, κόλλυβα) και τη Μεγάλ΄Παρασκευήν, ένα μαντήλι δάκρυα… » Το Μεγάλο Σάββατο ήταν μια μέρα που έπρεπε να γίνει «το άλλαγμαν», όλοι έκαναν μπάνιο, έβαζαν καθαρά και πολλές φορές καινούργια ρούχα, άλλαζαν σεντόνια και έπεφταν νωρίς για ύπνο. Η Ανάσταση δε γινόταν τα μεσάνυχτα, όπως σήμερα, αλλά στις 3 τα ξημερώματα, ώστε χαράματα, με «το τσατσοφώτ’ς» να γίνει η Ανάσταση. Κάποιοι συνήθιζαν να λένε ότι η Ανάσταση δεν γίνεται στις 12, καθόσον τέτοια ώρα μόνο οι Αρμένιοι, τρώνε αυγό». Η Αναστάσιμη Λειτουργία γινόταν συνήθως στο προαύλιο της εκκλησίας ή στο προαύλιο κάποιου παρεκκλησιού, έξω από το χωριό. Με το «Χριστός Ανέστη!» «Αληθώς Ανέστη!», αναστατωνόταν το Σύμπαν! Άρχιζε μια σειρά πυροβολισμών που αντιλαλούσαν στα γύρω φαράγγια. Μια μάχη κανονική με «τζερτζιφελέκια», στεφάνια δηλαδή από φυσέκια που έριχναν διαδοχικά, αλλά και ρουκέτες, που τις ονόμαζαν «τηλέγραφον». Συνηθιζόταν μάλιστα και στον Πόντο το φαινόμενο του ρουκετοπόλεμου, όταν δύο ενορίες ήταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Κανείς δεν έφευγε πριν την απόλυση της Εκκλησίας, δηλαδή πριν από την αυγή. Στο τραπέζι, πριν το φαγητό, συνήθιζαν τη ρήση: «Ση Χριστού τ΄όνομαν και ση διαβόλ΄την σπάσ΄». Δεν έτρωγαν μαγειρίτσα, ούτε αρνί, άλλωστε δε συνήθιζαν να σφάζουν μικρά ζώα. Το τραπέζι της Λαμπρής έμοιαζε με το χριστουγεννιάτικο: βραστή κότα, φούστορον (ομελέτα), κασέρι, παστουρμά (συνηθιζόταν στην Τραπεζούντα, μόνο τη Λαμπρή) και κρασί (τα Λαμπροήμερα δεν έπιναν συνήθως το τσίπουρο). Πηγές https://www.amyna.news/pontos/pasxa/ https://www.pronews.gr/istoria/173873_pashalina-ethima-kai-ta-lamproimera-toy-pontoy https://www.pontos.gr/default.aspx?catid=275

60


https://beasty.gr/to-pasxa-ton-pontion/

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Ηλέκτρα Ανδρεαδάκη, Κυριάκος Μιχαηλίδης, Κωνσταντίνος Μολασιώτης, Θεοδοσία Μορφακίδου, Αχιλλέας Μοσχογιάννης.

61


ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ Η διατροφή και τα φαγητά των Ποντίων διαμορφώθηκαν ανάλογα με την περιοχή και τα διαθέσιμα τρόφιμα. Αλλά και ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες που διέφεραν αρκετά, από τη μία άκρη του Πόντου στην άλλη. Επιπλέον οι παρυφές της Ποντιακής γης επηρεάστηκαν αρκετά από τους όμορους γείτονες, αλλά και τα μεγάλα λιμάνια. Υιοθετήθηκαν πιάτα και συνταγές από ξενόφερτα φαγητά, που δεν συνηθίζονταν στα μεσόγεια και στα ορεινά. Όταν ένας λαός ξεριζώνεται από τα χώματά του και την πατρίδα, η περιουσία που χωρά στις λιγοστές αποσκευές του είναι ο πολιτισμός του, η κουζίνα του, οι γεύσεις και οι παραδόσεις του. Η πολιτιστική αυτή κληρονομιά ενώνει τις γενιές που βρέθηκαν ξαφνικά σε ξένο τόπο χωρίς πατρίδα. Η ποντιακή κουζίνα, κατά βάση αγροτική, χαρακτηρίζεται από απλότητα. Απλά υλικά, απλοί συνδυασμοί, απλός τρόπος παρασκευής. Οι Πόντιοι χρησιμοποιούσαν ό,τι υλικά μπορούσαν να βρουν στην περιοχή τους, καθώς η περιοχή του Πόντου είχε μακρύ και βαρύ χειμώνα. Έτσι λοιπόν η κουζίνα τους ακολουθούσε τις εποχές. Η διατροφή τους αποτελούνταν από δημητριακά, όπως σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, φουρνικό (το καβουρδισμένο αλεύρι), σπασμένο στάρι, το κορκοτό καθώς το λένε, πλιγούρι, προψημένα φύλλα για πίτες τα γνωστά περέκ, αφυδατωμένα ζυμαρικά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, κυρίως αυτά που είχαν υποστεί ζύμωση. Το κρέας το κατανάλωναν σπάνια καθώς η εκμετάλλευση των προϊόντων που μπορούσαν να πάρουν από τις γαλακτοφόρες αγελάδες, ήταν πιο συμφέρουσα (γάλα, τυρί, γιαούρτι, κεφίρ). Στα παράλια του Πόντου η κουζίνα διαμορφώνεται λίγο διαφορετικά, καθώς οι κάτοικοι των παραλιακών πόλεων μπορούν και προμηθεύονται ψάρια από την πλούσια Μαύρη Θάλασσα. Κατοικώντας σε μια περιοχή με πολυ-πολιτισμικό στοιχείο η κουζίνα τους δέχεται επιρροές από τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής. Θα βρούμε πολλές ομοιότητες στην κουζίνα των Ποντίων με αυτή της Αρμενίας, της Ρωσίας ή και της Τουρκίας, με περισσότερα από τα ονόματα των πιάτων να είναι κοινά ή να μοιάζουν μεταξύ τους. ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ Η ποντιακή κουζίνα δημιουργήθηκε για να κρατήσει ζωντανό έναν ολόκληρο λαό. Παρέμεινε ζωντανή γιατί ξεπέρασε τα όρια της γεύσεις και έχει διευρυνθεί σε βίωμα πολιτιστικό. Η γαστρονομική κουλτούρα των Ποντίων, μας ταξιδεύει αιώνες πίσω. Η περιοχή του Πόντου απλωνόταν σε όλα τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και στο μεγαλύτερο μέρος της ΒΑ Τουρκίας. Η οικονομία του Πόντου στηριζόταν στην γεωργία την κτηνοτροφία, και στην εμπορία αγροτικών προϊόντων γνωρίζοντας μεγάλη ευμάρεια. Στα χωριά και τις 62


κωμοπόλεις κυριαρχούσαν τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ στα παράλια οι κάτοικοι είχαν την ευτυχία να γεύονται τα νοστιμότατα ψάρια της Μαύρης Θάλασσας. Η κουζίνα των μεγαλοαστών στα μεγάλα εμπορικά κέντρα Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Κερασούντα έφερε έντονες Ρωσικές επιρροές. Τα πιροσκί, πλίνια, σούπα μπορς, είναι μερικές από τις Ρώσικες συνταγές που καθιερώθηκαν στην ποντιακή κουζίνα. Η απλή και ανεπιτήδευτη κουζίνα του αγροτικού χώρου και των λαϊκών τάξεων είχε έντονο τοπικό χαρακτήρα που διαμορφώθηκε από εθνότητες των Ελλήνων και των Αρμενίων και πέρασε στους μετέπειτα κατακτητές, τους Τούρκους, οι οποίοι διατηρούν μέχρι σήμερα αρκετά φαγητά με τις παλιές, τοπικές ποντιακές ονομασίες τους. Το κεσκέσι, η κορκότα, η χερσές, το φούστρον κ.α. Η ποντιακή κουζίνα σαφώς δέχθηκε και επιρροές από την τούρκικη κουζίνα. Είναι γνωστό ότι η ποντιακή κουζίνα δεν φημιζόταν τόσο για την μεγάλη ποικιλία συνταγών. Όσο για την ποιότητα και την νοστιμιά που οφειλόταν στις άριστες πρώτες ύλες, αλλά και στην μαεστρία των Ποντίων νοικοκυρών. Με συνταγές που προέκυψαν κυρίως από την ανάμειξη γαλακτοκομικών προϊόντων με τα παράγωγά των σιτηρών, δημιουργήθηκαν οι θησαυροί της ποντιακής κουζίνας, με πιο γνωστά τα ζυμαρικά Βαρένικα -ζυμαρικό που έφεραν εκ Ρωσίας Πόντιοι, Χαάβιτς υβριστού, σιρόν τραχανάδες. Τα πιο γνωστά τυριά του Πασκιτάν (αλιφοειδές τυρί), το γαΐς, παρχαροτύρι, καπνιστό τυρί με υπόγλυκη γεύση, σογλούν, φυτιλιάρ, μυτζί τσιορτάνια, που μπαίνει σε πίτες κ.ά. Άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι το ταν, το υγρό περίσσευμα βουβαλίσιου ή αγελαδινού γιαουρτιού, Υλιστό πολύ καλά στραγγισμένο γιαούρτι. Τζαχλαμάς που είναι το αριάνι. Κεφίρ πολύτιμο ρόφημα των Ποντίων του Καυκάσου, το έφτιαχναν με βάση ένα μήκυτα το κεφίρ. Αυτό αναπτυσσόταν σε φρέσκο γάλα μέσα σε πήλινα δοχεία. Τα πιο διαδεδομένα αλλαντικά τους, είναι ο παστρουμάς, τα σουτζουκάκια και ο καβουρμάς που έφτιαχναν οι νοικοκυρές και είναι διάσημα μέχρι και σήμερα. Τα πιο γνωστά λαχανικά τους, το μαύρο λάχανο, κιντεάτα (τσουκνίδες) τα χρησιμοποιούν ευρέως στις πίτες τους, χασχάσα (παπαρούνα) γλιστρίδες, παντζάρια, κηπουρικά, πατάτες που συνόδευαν πάντα τα αγναράτα (γιορτινά φαγητά) σμιλάγκια (σπαρράγια) τα οποία διατηρούσαν τα περισσότερα από αυτά με την μέθοδο της αποξήρανσης όπως λιαστές ντομάτες) ή σαν τουρσιά (αγγουράκια). Τα όσπριά τους ήταν κυρίως κουκιά, ρεβίθια και τα ξακουστά φασόλια.

63


Από τα εύφορα δάση τους έπαιρναν τους καρπούς από τις καστανιές, φουντουκιές, καρυδιές, αχλαδιές, κερασιές, μηλιές, κυδωνίες, βερυκοκιές, συκιές και κράνια που καλλιεργούνται σε χαμηλά υψόμετρα. Τα οποία γίνονται γλυκά, μαρμελάδες, αποξηραίνονται και μπαίνουν σε φαγητά. Το πιο αντιπροσωπευτικό πιάτο της ποντιακής κουζίνας είναι οι σαρμάδες, αυτό το είδος ντολμά που τυλίγεται με μαύρο λάχανο, όπως το ονομάζουν οι Πόντιοι, στην πραγματικότητα είναι πράσινο. Κοχλία πικάντικα στον Πόντια τα σαλιγκάρια τα ονόμαζαν «Κοχλύδα», νηστίσιμο πιάτο που μαγείρευαν την Άνοιξη κατά την διάρκεια της Σαρακοστής, Χαμψία Τούφα (γαύρος πλακί). Μαυρολάχανα (γουλιά) με φασούλια αγαπημένο φαγητό των Ποντίων. Πιλάφι της Σινώπης παραδοσιακό πιάτο της Σινώπης, το πιλάφι συνδυάζεται με κοτόπουλο και ξηρούς καρπούς. Τανωμένος Σουρβάς σούπα με γιαούρτη και καλαμπόκι, Μυθοπίλαφον, το γνωστό σε όλους μυδοπίλαφο στην ποντιακή παραλλαγή του Χαρτσό κοτόπουλο με σάλτσα καρυδιού, Ουν κεφτές μία από τις νοστιμότερες συνταγές με την χαρακτηριστική ονομασία. Βαρένικα με μυτζί (γεμιστά ζυμαρικά με μυζήθρα), Φούστορον είναι η ποντιακή ομελέτα. Στούδια, κάτι σαν τον σημερινό κύβο βοδινού. Γινότανε με κόκαλα βοοειδών, τα οποία καθάριζαν, τα έβαζαν στον ήλιο να αφυδατωθούν, τα έψηναν και στην συνέχεια τα φύλαγαν σε πήλινα δοχεία. Τα γέμιζαν με φρέσκο βούτυρο και τα χρησιμοποιούσαν στην μαγειρική για να δώσουν γεύση στο καθημερινό φαγητό ιδίως (λαδερών) και οσπρίων. Το ίδιο νόστιμα δημοφιλή και διάσημα έως σήμερα, οι πίτες και τα πιτάκια που σερβίρονταν στην αλμυρή ή γλυκιά εκδοχή. Τσουκνοδόπιτα η ποντιακή πίττα με κιντεάτα, ποντιακά πιτάκια, σατς, Λαβάσα μικρές πίτες από άζυμο άρτο, Λαρδιλάβαστρον μοιάζει με μικρή πίτα σκεπασμένη με λαρδί, Πισία κρέπα τηγανισμένη, Πιροσκί, Πιρόν, Γιοχάδες κ.α. Στην παραδοσιακή Ποντιακή ζαχαροπλαστική τα περισσότερα γλυκά έχουν σαν βάση την ζύμη, το μέλι, ξηρούς καρπούς, το γάλα, φρέσκο βούτυρο, αυγά και φρούτα εποχής. Ακόμα χρησιμοποιούσαν από πολύ νωρίς τη ζάχαρη που προερχόταν από τα ζαχαροκάλαμα και την γνώριζαν λόγω της άνθισης του εμπορίου. Τζεβιτλί Τσορέν το παραδοσιακό τσουρέκι, μελομακάρονα, μελόπιτες, η περίφημη Βαρβάρα τσιριχτά (λουκουμάδες), μαλαχτά που σέρβιραν με μέλι ή ζάχαρη, ταζλαμά κρέπα, βασιλόπιτα με φύλλα το ένα πάνω στο άλλο με γέμιση από καρύδι ζάχαρη και κανέλα. Πιρόχ

64


πάστα φλώρα, στολίζουν το ποντιακό τραπέζι και χαρακτήριζαν τις εορταστικές περιόδους. Πηγη:https://gastrotourismos.gr/pontiaki-kouzina-syntages-prionta-paradosi-1359

Δημητριακά και γαλακτοκομικά: Αγροτική κατά κύριο λόγο η περιοχή του Πόντου, εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα σιτηρά που της προσφέρει η γή. Χρησιμοποιούν γάλα και τα παράγωγά του για την παρασκευή φαγητών. Πλιγούρι

με καβουρμά

Χαβίτσι

σκέτο ή με κασέρι

Χαβίτζ

με φούρνικο αλεύρι

Τσιμούρ Τανωμένος τσορβάς ( βράζεις το πλιγούρι μέχρι να γίνει σούπα, βάζεις στο τηγάνι να λιώσει το βούτυρο, ρίχνεις στο βούτυρο λίγο δυόσμο, και το ρίχνεις όλο μέσα στο πλιγούρι, όταν κρυώσει λίγο η σούπα, αραιώνουμε το ιλιστό και ανακατεύουμε) Ιλιστό ( κάνεις το γάλα γιαούρτι και στραγγίζεις το γιαούρτι πολλές φορές, τελικά, αυτό που θα μείνει είναι το ιλιστό, ενώ αυτό …… λέγεται ίλιζ) γιαουρτοσαλάτα τανέα Κρέας και λαχανικά Όπως και πιο πάνω αναφέραμε το κρέας στην διατροφή των Ποντίων είναι σπάνιο, προτιμούν τις γαλακτοφόρες αγελάδες να τις συντηρούν για τα προϊόντα που μπορούν να τους δώσουν. Σε αντίθεση τα χόρτα παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διατροφή των Ποντίων. Εκμεταλλεύονται στο έπακρο άγρια χόρτα και λαχανικά, παρασκευάζουν τουρσιά για τους δύσκολους και μακριούς χειμώνες. Κοφτάδες

με μαύρα λάχανα Κινθέατα (τσουκνίδες) ( βράζεις τα κινθέατα, τα πολτοποιείς και τα βάζεις με λίγο λάδι στο κατσαρόλι με 2 σκελίδες σκόρδο, 1 καυτερή πιπεριά και τι υπόλοιπο ζουμί από κει που τα έβρασες. Μετά προσθέτεις 2-3 κουταλιές φούρνικο και ανακατεύεις)

Κρεμμυδοτήγανο

65


Μπορτς ποντιακό Ποντιακά πιτάκια με κιμά Ποντιακοί σαρμάδες με μαύρα λάχανα Τουρσί πιπεράκια πικάντικα

Ψάρια, όσπρια Γαύρος, καλκάνι, σταυρίδια από την πλούσια σε ψάρια Μαύρη Θάλασσα και όσπρια συνδυασμένα με λαχανικά. Φασόλια χάντρες με λαχανίδες Φασολάκια

ποντιακά

Χαψία τούφα (Πίτα με χαψία) Μαντί, περέκ

Αφυδατωμένα

ζυμαρικά

και

Ποιός δεν γνωρίζει τα φύλλα περέκ! Αφυδατωμένα φύλλα που προετοίμαζαν κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, καθώς λόγω του μακρύ χειμώνα δεν ήταν δυνατόν να στεγνώσουν τα φύλλα αυτά όλες τις εποχές. Επίσης το εβρεστόν ή υβριστόν, τύπος αφυδατωμένου ζυμαρικού που παρασκευαζόταν και αυτό τους καλοκαιρινούς και φυλασσόταν καλά στεγνωμένο για το χειμώνα. Ύβριστον το ποντιακό ( τετράγωνες χυλοπίτες) Πίτα Περέκ Ποντιακά ζυμαρικά βαρενίκα Παπαρουνόπιτα με ποντιακά φύλλα περέκ Μαντί Μαντί το αυθεντικό Μαντί παραδοσιακό

Πηγές: 66


https://cookpad-greece.blog/kouzina-toupontou/

Η καθημερινή διατροφή Η Ποντιακή κουζίνα πολύ πλούσια στο συνδυασμό γαλακτοκομικών και δημητριακών συμπεριλαμβάνει φοβερές λιχουδιές. Η Ποντιακή διατροφή, λόγω της μικρής κατανάλωσης κόκκινου κρέατος, της κατανάλωσης πολλών οσπρίων και φυτικών ινών, της εν γένει λιτής δίαιτας που ακολουθούσαν λόγω συνθηκών στην πατρίδα, θεωρείται από τις υγιεινότερες, κυρίως βέβαια για κλίματα σχετικά ψυχρά. Το ψωμί στον Πόντο Το «Άγιον», όπως έλεγε η γιαγιά, ήταν η τροφή που κράτησε ζωντανούς χιλιάδες κυνηγημένους στα δύσκολα χρόνια. Συνδυασμένο και με το Χριστιανικό συμβολισμό του σώματος του Χριστού, γινόταν η «Ιερή τροφή». Το ψωμί στον Πόντο το ασπάζονταν πριν το φάνε, σε ένδειξη σεβασμού και Χριστιανικής κατάνυξης. Τροφή με ιερό χαρακτήρα εθεωρείτο στην ποντιακή κουζίνα το Ψωμί. Καθώς το συνέδεαν με τη Θρησκεία και συμβόλιζε το σώμα του Χριστού. Το «Άγιον» όπως το έλεγαν ήταν η τροφή που κράτησε ζωντανούς χιλιάδες κυνηγημένους στα δύσκολα χρόνια. Τα ψωμιά τους, πολλών ειδών άζυμα με προζύμι, επτάζυμα με βότανα, πολύσπορα, με διάφορα αλεύρια με πίτουρο, από όσπρια, με ξηρούς καρπούς, συνηθίζονταν ανάλογα την περίσταση, την εποχή, τη συνήθεια της οικογένειας και της κοινωνικής τάξης.

Πισία – κρέπες

Οι

Ποντιακές

Οι «γιοχάδες» είναι οι αρχαίες κρέπες! Ψήνονταν πάνω σε 67


έναν πλατύ χάλκινο δίσκο το σατζ’. Τα πισία είναι τα Ποντιακά τηγανόψωμα. Σερβίρονταν είτε σκέτα, είτε πασπαλισμένα με ζάχαρη ή μέλι. Πισία επίσης με φέτα, με πατάτα νηστίσιμα ή με κιμά Λαχανικά και τουρσιά Στα φαγητά των Ποντίων περιλαμβάνονταν πολλά λαχανικά και μάλιστα κάποια από αυτά όχι τόσο συνηθισμένα στον Ελλαδικό χώρο. Όπως η Χασχάσα (παπαρούνα) ή τα Κιντέας (φύλλα τσουκνίδας) που γίνονταν πίτες ή τηγανίτες. Η λιαστή ντομάτα που τελευταία συμπεριλαμβάνεται σε πολλές γκουρμέ συνταγές, ήταν ο τρόπος συντήρησης της ντομάτας. Ενός πολύ στενά εποχιακού φρούτου σε μια περιοχή που το καλοκαίρι κρατάει τόσο λίγο. Πολύτιμου όμως για τη θρεπτική και τη γευστική του αξία. Σχεδόν όλα τα λαχανικά γίνονταν τουρσί, για να μπορούν να συνοδεύουν το φαγητό τους σε εποχές που δεν καλλιεργούνταν. Αλλαντικά και κρεατικά Έφτιαχναν ακόμα αρκετά παστά και αλλαντικά (παστουρμάδες καβουρμά και σουτζούκια) επίσης χάριν συντήρησης. Αφού τα ψυγεία και οι καταψύκτες δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί. Σε γενικές γραμμές, το κρέας στον Πόντο και η κατανάλωση του ήταν αρκετά χαμηλή. Μιας και τα βοοειδή δεν ήταν ζώα που συχνά μπορούσε να σφάξει κανείς. Επιπρόσθετα, μηδενική ήταν και η κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος, πολύ λίγη αρνιών – κατσικιών και λίγη του χοιρινού. Αν και κάποιες οικογένειες εκτρέφαν γουρούνια, τα οποία έσφαζαν κυρίως τον χειμώνα – κατά τη περίοδο του Δωδεκαημέρου. Οι Πόντιοι είχαν τους δικούς τους «κύβους» βοδινού τα «Στούδια». Τα οποία ήταν τα κόκκαλα που περίσσευαν από την επεξεργασία. Αφού αφαιρούσαν σχεδόν τελείως το κρέας, τα έλιαζαν. Μετά τα έψηναν και κατόπιν τα

68


συντηρούσαν σε πήλινο δοχείο με βούτυρο, και τα έβαζαν στα όσπρια και στα λαχανικά για να πάρει γεύση το φαγητό. Αναψυκτικά και ποτά Τα αναψυκτικά των Ποντίων ήταν φρέσκα στυμμένα φρούτα και ο τσαλχαμάς (η δική μας αριάνη). Το δε Κεφίρ ήταν το μυστικό της μακροζωίας των Ποντίων του Καυκάσου. Όσο για ποτά που συνήθιζαν να απολαμβάνουν οι Πόντιοι, τα αγαπημένα τους ήταν τα σπιτικά λικέρ από κράνα, βατόμουρα και βέβαια το τσίπουρο όπου απόσταζαν οι ίδιοι στα σπίτια κάθε τέλος φθινοπώρου. Επίσης τα λικέρ από βατόμουρα και κράνα ήταν επίσης απαραίτητα σε κάθε σπίτι. Απλή, λιτή και δωρική η κουζίνα του Πόντου, με πιάτα υψηλής διατροφικής αξίας. Πλούσια σε δημητριακά, γαλακτοκομικά, ψάρι και λαχανικά. Τα Ποντιακά γλυκά Όπως και τα φαγητά έτσι και τα γλυκά ακολουθούν την ίδια λιτή και απλή λογική

Τα Ποντιακά γλυκά ήταν μια πανδαισία! Με ζύμη, γάλα, βούτυρο, με φρούτα και ξηρούς καρπούς με μέλι ή πετιμέζι, ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο. Τα φρέσκα γίνονταν γλυκά του κουταλιού (φρούτα και λαχανικά). Πράγμα που τους επέτρεπε να τα συντηρούν για περισσότερο χρόνο. Ενώ το φθινόπωρο συνήθιζαν να ετοιμάζουν Χοσάφ (κομπόστα) για τον επικείμενο χειμώνα, από 69


αποξηραμένα φρούτα (κυρίως από δαμάσκηνα, σύκα, μήλα, βερίκοκα και σταφίδες). Γλυκά όπως Κολοκύθι γκρι ψητό και η βασιλόπιτα έχουν την τιμητική τους στην ποντιακή κουζίνα. Τα Ωτία είναι ένα ακόμη γλυκό της ποντιακής κουζίνας. Προσφέρονται ως γλύκισμα, κυρίως σε γάμους και βαφτίσεις. Το όνομα τους προέκυψε από το χαρακτηριστικό τους σχήμα, που μοιάζει με αυτιά (αρχ. ώτα). Βότανα και υγιεινή διατροφή Η παράδοση και η λαϊκή σοφία μαζί με την ανάγκη που προέκυπτε από τις αποστάσεις που χώριζαν τα ορεινά ή απομακρυσμένα χωριά, από τις μεγάλες αστικές περιοχές όπου υπήρχαν γιατροί, ανέπτυξε τη συγκομιδή βοτάνων πολύτιμων. Για την υγεία και την παρασκευή ελιξιρίων από διάφορα βότανα. Τα οποία συνήθως έδινε ο παπάς του χωριού στον ασθενή, αφού του διάβαζε κάποια ευχή. •

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετικές παροιμίες και άλλες εκφράσεις· για παράδειγμα, καθώς οι φυσικές ιδιότητες των τροφίμων αντιπροσωπεύουν συναισθήματα, η ζάχαρη εκφράζει την πραότητα και την ευγένεια: «έκοψα τον λόγο σ’ με την ζάχαρην» (συγγνώμη που σας διακόπτω), ο οξύθυμος ή ο ευέξαπτος παρομοιάζονται με το ξίδι, «άμον αψύν οξίδ’» (σαν δυνατό ξίδι), ενώ για όσους ζούσαν μέσα στην ευμάρεια έλεγαν: «το έναν το χέρ’ σο βούτορον και το άλλον σο μέλ’» (το ένα χέρι στο βούτυρο και το άλλο στο μέλι).

Η μελέτη της ποντιακής διατροφής είναι ένα ταξίδι στον χρόνο, μέσα από λέξεις που έμειναν σχεδόν αναλλοίωτες από την ομηρική εποχή, για παράδειγμα η λέξη λίστρεμαν (πρώτο σκάλισμα του εδάφους με τη σκαπάνη) συναντάται στη Οδύσσεια: «τον δ’ οίον πατέρ’ εύρεν ευκτιμένη εν αλωή λιστρεύοντα φυτόν» (τον πατέρα μονάχο εύρε στον καλόφτιαχτο κήπο να σκαλίζει φυτό), ή η λέξη δαπάνα: «α’ σην γειτονίαν σύντροφον κι α’ σο σπίτ’ δαπάναν» (από τη γειτονιά σου σύντροφο και από το σπίτι σου φαγητό), που αναφέρεται στο σπιτικό φαγητό, διατηρήθηκε στον Πόντο με την ομηρική της σημασία και προέρχεται από το ρήμα δάπτω = καταβροχθίζω, για να ταυτιστεί στην πορεία του χρόνου με το κόστος, καθώς η διατροφική δαπάνη ήταν πάντα το βασικό έξοδο των ανθρώπων. Μυθολογικά, λ.χ. στις ιστορίες των Αργοναυτών και της οργανωμένης αποστολής του Ιάσονα, ο Πόντος ήταν 70


γνωστός σαν ένας εξωτικός τόπος, αφιλόξενος, όπου ο Δίας έστειλε εξορία τον Προμηθέα κι ο Οδυσσέας βρέθηκε θαλασσοδαρμένος στη διάρκεια των περιπλανήσεών του…

Πηγές: Wikipedia, lelevose.gr, pontos.gr

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Χρύσα Αραμπατζή, Σωκράτης Βλάχος, Γιαλίδης, Ευγενία Γιαννακοπούλου, Χάρης Καραμανώλης

Νέστορας

71


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. 2. 3. 4. 5.

ΙΣΤΟΡΙΑ………………………………… 6 Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ…………. 21 Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ………... 36 ΕΘΙΜΑ………………………………….. 44 ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ……………….. 62

72


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.