Αστικές Μορφολογίες: Αθήνα, Βουδαπέστη, Ρότερνταμ

Page 1

Αστικές Μορφολογίες

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεπτέμβρης 2018 Χάρης Βαμβακάς



Αστικές Μορφολογίες

ΑΘΗΝΑ

ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ

ΡΟΤΕΡΝΤΑΜ



Αστικές Μορφολογίες

Αθήνα | Βουδαπέστη | Ρότερνταμ

Ερευνητική Εργασία

Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεπτέμβρης 2018

Χάρης Βαμβακάς

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Γαβρήλου Έβελυν



Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή 1.1 Πρόλογος

15

1.2 Μεθοδολογία

16

2. Εικόνα του Αστικού Πεδίου 2.1 Προσεγγίσεις

19

2.2 Ταυτότηα

21

2.3 Δομή

22

2.4 Σημασία

23

2.5 Τόπος και Εικόνα

24

3. Αστική Μορφολογία 3.1 Εισαγωγή

27

3.2 Μελέτη της Μορφής

28

3.3 Από τον Αστικό Σχεδιασμό στη Γλωσσολογία

31

4. Πόλεις και Υποκείμενο 4.1 Οι τρεις Πόλεις

33

4.2 Υποκείμενο της Έρευνας

35


5. Ανάλυση της Μορφής 5.1 Διαδοχική Εστίαση

37

5.2 Αστικός Ιστός

38

5.3 Χώροι Κατοικίας

46

5.4 Τυπολογική Αποτύπωση

56

5.5 Κτιστή Μάζα

64

5.6 Οικοδομικά Τετράγωνα (blocks)

78

5.7 Αστικά Μορφήματα

92

6. Διερεύνηση της Εικόνας 6.1 Κατοίκηση των Θραυσμάτων

136

6.2 Ιδιωτικό-Δημόσιο

162

6.3 Εικόνα της Πόλης

186

6.4 Το Πνέυμα του Τόπου

200

7. Επίλογος

208

Βιβλιογραφία-Πηγές

210





Looking at cities can give a special pleasure, however commonplace the sight may be... Kevin Lynch




1. Εισαγωγή

1.1 Πρόλογος Έχοντας διανύσει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα στις τρεις παραπάνω ευρωπαϊκές μητροπόλεις, θα επιχειρήσω να εμβαθύνω σε κάποια από τα αστικά ερωτήματα που ηγέρθησαν κατά τη διαμονή και δραστηριοποίηση μου σε αυτές. Ως παρατηρητής αλλά και κάτοικος στις τρεις πόλεις, εξέταζα και επεξεργαζόμουν συνεχώς το σύνολο των οπτικών ερεθισμάτων του ευρύτερου αστικού περιβάλλοντος, όντας διαρκώς εκτεθειμένος σε αυτό. Το ενδιαφέρον ως εκ τούτου της έρευνας θα επικεντρωθεί γρήγορα στην εικόνα της κάθε πόλης, σε μια εκτενή ανάλυση που θα συνδυάσει τόσο την ερευνητική μεθοδολογία, όσο και ένα σύνολο διάφορων εμπειρικών δεδομένων όπως αυτά αποσπάστηκαν από την προσωπική εμπειρία. Οι τρεις πόλεις κατέχουν σημαντική θέση στο σύγχρονο οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό και πολιτισμικό χάρτη της Ευρώπης και εκπροσωπούν τα ίδια αυτά πεδία σε έκταση που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια τους, καθώς επίσης έχουν αναπτυχθεί υπό διαφορετικές συνθήκες και ιστορικό υπόβαθρο. Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα ερωτήματα και οι πιθανές ερευνητικές κατευθύνσεις που προκύπτουν είναι απεριόριστες και διαφορετικής φύσης, ενώ αδιαμφισβήτητα δεν είναι δυνατό να συγκεντρωθούν σε μια μόνο συγκεκριμένη πτυχή του αστικού τους περιβάλλοντος. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια, ότι το τελικό προϊόν όλων των παραπάνω παραγόντων αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό και κάθε στιγμή στην τελική εικόνα της πόλης. Φυσικά υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι να εξεταστεί η εικόνα μιας πόλης και ο ίδιος ο όρος ενέχει με τη σειρά του αμέτρητες εκφάνσεις και προεκτάσεις. Η μελέτη της μορφής της πόλης, θα αποτελέσει τη βασική πτυχή μέσω της οποίας θα εξεταστεί η εικόνα της πόλης, εφόσον “στη μορφή συγκεντρώνεται τόσο το σύνολο των χαρακτηριστικών των αστικών συντελεστών, όσο και η ίδια η γέννησή τους”,1 όπως αναφέρει ο Aldo Rossi. Όπως γρήγορα θα διαπιστώσουμε, η μελέτη της μορφής των πόλεων αποτελεί έναν ιδιαίτερα ευρύ 1 Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 34

15


επιστημονικό κλάδο, στον οποίο παρουσιάζονται ποικίλες και διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τον πολύπλοκη δομή του αστικού συνόλου. Αρχικά θα ορίσουμε τη μεθοδολογία, εμβαθύνοντας στις θεωρητικές προσεγγίσεις μεγάλων αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, αλλά ακόμη και γλωσσολόγων, συγκεκριμενοποιώντας έτσι, το ερευνητικό μας πεδίο και διαμορφώνοντας τα κατάλληλα εργαλεία και μέσα ανάλυσης. Έπειτα, μέσω της σύγκρισης, αντιπαράθεσης και παράλληλης μελέτης της μορφής των τριών πόλεων, θα αναδείξουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε μιας. Εν τέλει, θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε σε βάθος πως η αστική μορφολογία επηρεάζει και διαμορφώνει την συνολική εικόνα ενός αστικού περιβάλλοντος, εστιάζοντας στον συγκεκριμένο χαρακτήρα του καθενός από τους τρεις τόπους: Αθήνα, Βουδαπέστη, Ρότερνταμ.

1.2 Μεθοδολογία

16

Αρχικά θα οριστεί το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας, αναλύοντας και αποσαφηνίζοντας τις βασικές έννοιες που εμφανίστηκαν ήδη στην εισαγωγή. Αυτές δεν είναι άλλες από την εικόνα της πόλης και την αστική μορφολογία. Θα μελετήσουμε έτσι, τις θεωρίες σημαντικών αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, που καθόρισαν την ευρύτερη αρχιτεκτονική και αναλυτική σκέψη των τελευταίων χρόνων, καθώς επίσης και κάποιες από τις βασικές αρχές της γλωσσολογίας, όπου εντοπίζουμε κοινά στοιχεία, όσον αφορά το πεδίο της μορφολογίας. Έπειτα, θα περάσουμε στην ανάλυση της μορφής της κάθε πόλης μέσα από μια σειρά διαδοχικών βημάτων εστίασης στους τρεις αστικούς ιστούς. Παράλληλα, θα τίθενται οι παράμετροι και οι διάφοροι περιορισμοί, βάσει των οποίων ορίζεται και συγκεκριμενοποιείται το πεδίο της έρευνας. Έτσι, σε κάθε βήμα ανάλυσης, θα προχωράμε και σε ένα επόμενο στάδιο zoom in στους ιστούς των τριών πόλεων προκειμένου να κατανοήσουμε τις διαφορετικές κλίμακες που επικρατούν στην μορφολογία της πόλης. Η ανάλυση αυτή θα βασιστεί κυρίως στην ακριβή αποτύπωση και καταγραφή των στοιχείων προς εξέταση. Αφού εξεταστεί και η τελευταία κλίμακα του πεδίου έρευνας που θα οριστεί, η πορεία της ανάλυσης θα αντιστραφεί μέσω της διαδικασίας του zoom out. Μια πιο υποκειμενική και εμπειρική ματιά θα χαρακτηρίσει την δεύτερη αυτή φάση της ανάλυσης, εμβαθύνοντας στα στοιχεία εκείνα που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της εικόνας της πόλης και προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Συνεπώς, η αναλυτική πορεία αποτελείται κυρίως από τις δύο φάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω, αυτή του επιστημονικού


zoom in στις αστικές μορφές και εκείνη του αφηρημένου zoom out, διερευνόντας την εικόνα κάθε πόλης (διάγραμμα 1). Και καθώς η δεύτερη θα συμπληρώνει την πρώτη, θα διαμορφώνονται σταδιακά τα πορίσματα της έρευνας και κατ’ επέκταση τα πρώτα εκείνα συμπεράσματα ως προς το ερώτημα που τέθηκε στην εισαγωγή. Αστική Μονάδα

Zoom in

Zoom out

Ανάλυση Μορφής

Διερέυνηση Εικόνας

Αστικές Μορφές

Εικόνα της Πόλης

διάγραμμα 1 Αναλυτική Πορεία

17


18


2. Εικόνα του Αστικού Πεδίου

2.1 Προσεγγίσεις “Η κατασκευή και η αναγνώριση του περιβάλλοντος είναι ζωτικής σημασίας για όλα τα ζώα, συνεπώς και για τον άνθρωπο [...] Η ανάγκη να αναγνωρίζουμε και να βάζουμε σε μια σειρά τον περιβάλλοντα χώρο μας είναι τόσο σημαντική, και έχει τις ρίζες της τόσο βαθιά στο παρελθόν, που αυτή η εικόνα έχει τόσο πρακτική όσο και συναισθηματική σημασία για το άτομο”.2 Ο Kevin Lynch, στο βιβλίο του The Image of the City, αναλύει το σημαντικό ρόλο της εικόνας του αστικού περιβάλλοντος στις διάφορες πτυχές της καθημερινότητας των ατόμων που κατοικούν και κινούνται σε αυτό. Από τον προσανατολισμό μέσα σε αυτό μέχρι τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται, η εικόνα της πόλης συμβάλλει σημαντικά, γι’ αυτό και τα οφέλη μιας διακριτής και αναγνώσιμης εικόνας είναι ιδιαιτέρως μεγάλα. Οι αναλύσεις του Lynch για την εικόνα της πόλης που είναι και το κύριο αντικείμενο της έρευνας του, έχει κοινώς αναγνωριστεί ως μια από τις σημαντικότερες στον κλάδο του αστικού σχεδιασμού με τις επιρροές της να εμφανίζονται και σήμερα. Από την άλλη μεριά, ο θεωρητικός αρχιτεκτονικής Christian Norberg-Schulz, ακολουθεί μια πιο φιλοσοφική προσέγγιση, στο βιβλίο του Genius Loci, επιχειρώντας να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά εκείνα που προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα σε ένα μέρος, συμπληρώνοντας εν μέρει τις αναλύσεις του Lynch. Αρχικά, αναφέρει πως η κατοίκηση είναι ο σκοπός της αρχιτεκτονικής και ο άνθρωπος κατοικεί ένα περιβάλλον μόνο, όπως προανέφερε ο Lynch, όταν μπορεί να προσανατολιστεί μέσα σε αυτό αλλά και να ταυτιστεί με αυτό ή με άλλα λόγια όταν το περιβάλλον του είναι πλήρες νοημάτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Έπειτα, αναλύει κάθε περιβάλλον, ανθρωπογενές ή μη, σε δύο προεκτάσεις, το χώρο και το χαρακτήρα. “Ο χώρος δηλώνει τη τρισδιάστατη οργάνωση των στοιχείων που συνθέτουν έναν τόπο, ενώ ο χαρακτήρας δηλώνει τη γενική ατμόσφαιρα, η οποία είναι και η πλέον καθοριστική ιδιότητα οποιουδήποτε τόπου. Με τον όρο τόπο εννοούμε έναν χώρο που έχει έναν ξεχωριστό 2

Kevin Lynch, The image of the city, The M.I.T. Press, 1960, σελ. 4

19


χαρακτήρα. Αντί του διαχωρισμού μεταξύ χώρου και χαρακτήρα θα ήταν βέβαια δυνατό να χρησιμοποιήσουμε μια συνολική έννοια, όπως εκείνη του βιωμένου χώρου.3 Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Norberg-Schulz στα συγγράμματα της εποχής του διακρίνει δύο χρήσεις της έννοιας του χώρου: “ο χώρος ως τρισδιάστατη γεωμετρία και ο χώρος ως αντιληπτικό πεδίο. Καμία από τις δύο όμως δεν είναι ικανοποιητική, καθώς αποτελούν αφαιρετικές συλλήψεις της διαισθητικής ολότητας της καθημερινής εμπειρίας μας, την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε συγκεκριμένο χώρο”,4 και στη συνέχεια συμπληρώνει πως ο Lynch ήταν από τους πρώτους που εντρύφησε στην έννοια αυτή του συγκεκριμένου χώρου. Θα λέγαμε λοιπόν πως το αντικείμενο έρευνας και των δύο θεωρητικών, με τις κύριες έννοιες της εικόνας του περιβάλλοντος από την μια και του τόπου από την άλλη, επικεντρώνεται στον εντοπισμό των χαρακτηριστικών εκείνων που κάνουν ένα χώρο, συγκεκριμένο χώρο. Σύμφωνα με τον Lynch, η εικόνα ενός αστικού περιβάλλοντος μπορεί να αναλυθεί σε τρία συστατικά: ταυτότητα, δομή και σημασία και στη συνέχεια συμπληρώνει πως “είναι χρήσιμο να τα αποσπάσουμε αυτά για έρευνα, έχοντας στο μυαλό μας ότι στην πραγματικότητα, εμφανίζονται πάντα μαζί. Μια επεξεργάσιμη εικόνα απαιτεί πρώτα την ταυτοποίηση ενός στοιχείου, η οποία συνεπάγεται τη διάκριση του από τα υπόλοιπα στοιχεία, την αναγνώρισή του σαν μια ξεχωριστή οντότητα. Αυτό ακριβώς ονομάζεται ταυτότητα, όχι με την έννοια της ισότητας με άλλα στοιχεία, αλλά με τη σημασία της ατομικότητας ή της ενότητας. Δεύτερον, αυτή η εικόνα πρέπει να περιέχει τη χωρική σχέση ή μια σχέση μοτιβοποίησης του στοιχείου με τον παρατηρητή και με τα άλλα στοιχεία. Τέλος, το στοιχείο πρέπει να φέρει ένα νόημα για τον παρατηρητή, είτε πρακτικό είτε συναισθηματικό. Το νόημα είναι επίσης μια σχέση, αλλά αρκετά διαφορετική από τη χωρική ή υποδειγματική σχέση”.5 Στη συνέχεια, τα τρία αυτά συστατικά θα αναλυθούν εκτενέστερα, προκειμένου να αποσαφηνιστούν περαιτέρω, δίνοντας έναν πιο ολοκληρωμένο ορισμό της εικόνας της πόλης.

20

3  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci : το πνεύμα του τόπου : για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 13 4  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci : το πνεύμα του τόπου : για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 14 5  Kevin Lynch, The image of the city, The M.I.T. Press, 1960, σελ. 8


2.2 Ταυτότητα “Κάθε πόλη έχει ένα ξεχωριστό συνδυασμό ειδικών χαρακτηριστικών που προσδίδουν την ταυτότητα της. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το χαρακτήρα μιας πόλης. Θα λέγαμε λοιπόν σε επίπεδο πόλης ότι ο χαρακτήρας και η ταυτότητα είναι δύο έννοιες που αντιστοιχούν στο ίδιο πράγμα”.6 “Ο χαρακτήρας είναι μια γενικότερη αλλά ταυτόχρονα πιο συγκεκριμένη έννοια από εκείνη του χώρου. Από τη μια πλευρά δηλώνει μια γενική συνολική ατμόσφαιρα, ενώ από την άλλη παραπέμπει στη συγκεκριμένη μορφή και υλική υπόσταση των στοιχείων που προσδιορίζουν το χώρο”.7 Ως εκ τούτου, όταν αναφερόμαστε στη ταυτότητα της εικόνας μιας πόλης, πρόκειται για τον εντοπισμό του χαρακτήρα που την διέπει. Όπως τονίζει ο Karl Kropf, καθηγητής πολεοδομίας στο Πανεπιστήμιο Brookes της Οξφόρδης, η μελέτη του χαρακτήρα διέπεται από δύο θεμελιώδεις παράγοντες: το αντικείμενο που φέρει το χαρακτήρα και το άτομο που τον αναγνωρίζει και τον περιγράφει. Συνεπώς, ο χαρακτήρας θα πρέπει πάντα να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη και τους δυο παράγοντες. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εξετάζονται συγχρόνως και η φύση του αντικειμένου αλλά και τα μέσα με τα οποία αυτή αναλύεται. Ακόμη, επισημαίνεται πως ο χαρακτήρας εντοπίζεται μέσα από το σύνολο των διαφορών του από τα άλλα στοιχεία και συνεπώς η διαδικασία εντοπισμού αυτού του χαρακτήρα βασίζεται στη σύγκριση. “Εφόσον ο χαρακτήρας μιας πόλης προκύπτει ως η απάντηση κάποιου για ένα συγκεκριμένο τόπο, τότε ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που εγείρουν την ερώτηση περί χαρακτήρα? Και πως αυτά γίνονται αντιληπτά? Στη βάση της υπόθεσης ότι ο χαρακτήρας προσδιορίζεται από τη πόλη στο σύνολο της, τότε οποιοδήποτε παρατηρήσιμο στοιχείο συμβάλλει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα: το φως, το κλίμα, η υφή, το χρώμα, το μέγεθος, το σχήμα…”8 και έπειτα ο Karl Kropf αναρωτιέται εάν αυτός ο χαρακτήρας μπορεί να περιγραφεί σαν μια συλλογή ετερογενών γνωρισμάτων, η μια συγκεκριμένη δομή που εφαρμόζεται στο σύνολο της πόλης ή ακόμη αν είναι κάτι έμφυτο στο περιβάλλον το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια συστηματική προσέγγιση του χαρακτήρα. Και καθώς όλες οι παραπάνω προσεγγίζεις μοιάζουν σωστές ως προς το πολύπλοκο και πολυδιάστατο φαινόμενο του χαρακτήρα, ωστόσο ο πυρήνας όλων τίθεται στο ότι η αντίληψη του χαρακτήρα αυτού βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον, ως το πρώτο και πιο απτό παράγοντα που συντελεί στη διαμόρφωση αυτού. Ο Karl Kropf, δεν 6  Karl Kropf, Urban tissue and the character of towns Paper, Urban Design International, 1996, σελ. 249 7  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci : το πνεύμα του τόπου : για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 14 8  Karl Kropf, Urban tissue and the character of towns Paper, Urban Design International, 1996, σελ. 250

21


υποβαθμίζει την συνεισφορά όλων των κινητών στοιχείων μέσα στη πόλη όπως τα υποκείμενα, την κοινωνική συμπεριφορά και κάθε είδος δραστηριότητας, αντιθέτως προτείνει την εξέταση του φυσικού περιβάλλοντος καθώς αυτό αποτελεί το γενικό πλαίσιο αλλά και το matrix που όλα αυτά εκτυλίσσονται.

2.3 Δομή Σύμφωνα με τον Aldo Rossi, έναν ακόμη αξιόλογο θεωρητικό που επηρέασε σημαντικά το τρόπο που μελετάμε ένα αστικό περιβάλλον, υπάρχουν δύο κυρίως τρόποι θεωρητικής προσέγγισης της πόλης: “εκείνος που θεωρεί την πόλη ως προϊόν των λειτουργικών συστημάτων από τα οποία γεννιέται η αρχιτεκτονική της και, συνεπώς, ο αστικός της χώρος, και εκείνος που θεωρεί την πόλη κυρίως ως δομή του χώρου. Στον πρώτο, η εικόνα της πόλης είναι αποτέλεσμα μιας ανάλυσης των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων και η εξέταση της γίνεται μέσα από τις αντίστοιχες επιστήμες. Ο δεύτερος τρόπος στηρίζεται πιο πολύ στην αρχιτεκτονική και στη γεωγραφία”.9 Παρ’ όλου που, εκ πρώτης όψεως, ο διαχωρισμός στις δύο προσεγγίσεις του Rossi φαίνεται απόλυτος και περιοριστικός, αξίζει να σταθούμε σε κάτι που επισημαίνει παρακάτω “Η αρχιτεκτονική αποτελεί την μια μόνο όψη μιας σύνθετης πραγματικότητας, μιας ιδιαίτερης δομής, αλλά συγχρόνως, επειδή είναι και το μόνο επαληθεύσιμο δεδομένο αυτής της πραγματικότητας, αποτελεί τον πιο συγκεκριμένο και σαφή τρόπο προσέγγισης των αστικών προβλημάτων.” 10 Ο Lynch αντίστοιχα αναφέρεται στη δομή ως μια σχέση χωρική ή ενός κανόνα ανάμεσα στα στοιχεία και τον παρατηρητή ή άλλα στοιχεία. Έτσι ενώ η δομή της πόλης είναι μια σύνθετη πραγματικότητα ανάμεσα σε όλους εκείνους τους αστικούς συντελεστές που τη διέπουν, η χωρική της έκφανση εκφράζεται μέσα από την αρχιτεκτονική της πόλης. Παράλληλα, η αρχιτεκτονική αυτή αποτελεί το πιο απτό ίσως μέσο, ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα, για την μελέτη της δομής στο σύνολό της.

22

9  Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 24 10  Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 31


2.4 Σημασία “Ξεκινώντας, το ζήτημα της σημασίας είναι το πιο πολύπλοκο από τα άλλα. Συλλογικές εικόνες της σημασίας είναι λιγότερο πιθανό να φέρουν συνάφεια από ότι οι αντιλήψεις των σχέσεων και της οντότητας. Επιπροσθέτως, η σημασία δεν επηρεάζεται όσο οι άλλες δύο από τη φυσική διευθέτηση του χώρου”.11 Εξηγώντας παρακάτω ο Lynch, η σημασία δίνεται από τα υποκείμενα που κατοικούν τη πόλη και συνεπώς διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο χωρίς να αντιστοιχεί σε μια καθολική σημασία για τα εκάστοτε στοιχεία της πόλης, γι’ αυτό και προτείνει να ασχοληθούμε με την φυσική υπόσταση της εικόνας του αστικού πεδίου, καθώς και την διαύγεια αυτής, αφήνοντας την να λειτουργήσει σαν τον υποδοχέα της σημασίας, η οποία θα εξελιχθεί ελεύθερα από τον παρατηρητή. Αναφέρει επίσης, πως η σημασία δεν επηρεάζεται τόσο από την φυσική διαμόρφωση της πόλης όσο τα άλλα δύο συστατικά της εικόνας του αστικού πεδίου. Προκειμένου να συμπληρώσουμε το ζήτημα της σημασίας, θα εξετάσουμε τώρα μια από τις βασικές αρχές της γλωσσολογίας και της σημειολογίας, όπου η έννοια αυτή παίζει κυρίαρχο ρόλο και αντικείμενο ανάλυσης, προκειμένου να την κατανοήσουμε καλύτερα, καθώς δεν φαίνεται να εμφανίζεται συχνά στη βιβλιογραφία του αστικού σχεδιασμού. Σύμφωνα με αυτή, κάθε λέξη αποτελεί ένα σημείο το οποίο με τη σειρά του, είναι ο συνδυασμός της ιδέας και της (ακουστικής) εικόνας ή με άλλα λόγια του σημαινόμενου με το σημαίνον.12 Ή αλλιώς, το σημείο διακρίνεται σε σημασία (σημαινόμενο) και στον τρόπο δήλωσης της σημασίας (σημαίνον) που της αντιστοιχεί.13 Με μία απλή αναγωγή της σημειολογικής προσέγγισης σε αυτή του Lynch, θα λέγαμε ότι το σημαίνον αντιστοιχεί στη φυσική υπόσταση του αστικού πεδίου και την περιγραφή αυτού, ενώ το σημαινόμενο στην αντίληψη και ερμηνεία του από τον κάτοικο-παρατηρητή. “Ο δεσμός μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου είναι αυθαίρετος”, όπως συμπληρώνει ο γλωσσολόγος που καθιέρωσε τις παραπάνω έννοιες, Ferdinand de Saussure, και συμπληρώνει “συνεπώς, το σημείο στην ολότητα του είναι αυθαίρετο”. Παρότι όμως, ο δεσμός ανάμεσα τους είναι αυθαίρετος και το σημαινόμενο επιλέγεται ελεύθερα, θα πρέπει πάντα η επιλογή αυτή να γίνεται σε σεβασμό της γλώσσας ως ένα σύστημα, εξυπηρετώντας τους χρήστες που το χρησιμοποιούν. Με άλλα λόγια, το σημαινόμενο είναι στην κρίση του υποκειμένου και φαινομενικά επιλέγεται αυθαίρετα, προκαθορίζεται όμως ήδη σε μεγάλο βαθμό από το ευρύτερο σύνολο στο οποίο υπάγεται. 11  Kevin Lynch, The image of the city, The M.I.T. Press, 1960, σελ.8 12  Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistic, Philosophical Library, 1959, σελ. 67 13  Γ. Μπαμπινιώτη «Διαλογισμοὶ γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὴ γλῶσσα μας», Καστανιώτης, 2010, σελ. 40

εικόνα 1 το σημείο του F. Saussure (Course in General Linguistic)

23


2.5 Τόπος και εικόνα Όπως είδαμε, τα πεδία έρευνας του Lynch και του Norberg-Schulz συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό, παρ΄όλ΄αυτά η σκοπιά από την οποία αυτά εξετάζονται διαφέρει σημαντικά. Για να κατανοήσουμε αυτή τη διαφορά, θα εξετάσουμε κάποιες από τις έννοιες στις οποίες αναφέρονται. Ο Lynch εισάγει ένα νέο μέγεθος, την απεικονισιμότητα, για το αστικό περιβάλλον προκειμένου να περιγράψει και να μετρήσει την δυνατότητα μιας εικόνας να γίνεται ξεκάθαρη και κατανοητή αλλά και την ικανότητα της για απομνημόνευση από τον κάθε παρατηρητή. Για να μελετήσει αυτό το νέο μέγεθος, θα απομονώσει το αστικό περιβάλλον στη φυσική του δομή χωρίς τις διάφορες σημασίες που μπορεί να έχει, όπως αργότερα θα το συσχετίσει με δάσος ή γενικότερα ένα φυσικό ακατέργαστο περιβάλλον στο οποίο ο παρατηρητής κινείται και αποκωδικοποιεί τα οπτικά ερεθίσματα, αποχρωματισμένο δηλαδή από το κοινωνικό-πολιτικό-πολιτισμικό υπόβαθρο, όπως ακριβώς θα εξετάζαμε ένα φυσικό τοπίο. Θα λέγαμε δηλαδή ότι ο Lynch εξετάζει πως οι χρήστες αλληλεπιδρούν, κατευθύνονται και κυρίως προσανατολίζονται μέσα σε αυτό, μέσα από μια αναλυτική προσέγγιση των χωρικών λειτουργιών. Ο Norberg-Schulz, εξετάζει το αστικό περιβάλλον επικεντρώνοντας στην κατοίκηση αυτού. “Κατοίκηση σημαίνει κάτι περισσότερο από στέγαση. Σημαίνει ότι οι χώροι στους οποίους εκτυλίσσεται η ζωή είναι τόποι με την πλήρη σημασία του όρου. [...] Όταν ο άνθρωπος κατοικεί, είναι ταυτόχρονα τοποθετημένος στο χώρο και εκτεθειμένος σε ένα ορισμένο περιβαλλοντικό χαρακτήρα. Οι δύο ψυχολογικές λειτουργίες που εμπλέκονται εδώ, μπορεί να ονομαστούν προσανατολισμός και ταύτιση”. Αν και αναφέρεται στην έννοια του προσανατολισμού, ο Norberg-Schulz γρήγορα επικεντρώνεται στην δεύτερη ψυχολογική λειτουργία, αυτή της ταύτισης. “Στο πλαίσιο της μελέτης μας, ταύτιση σημαίνει να συμφιλιωθείς, να γίνεις φίλος ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος”.14 Και έπειτα καταλήγει σε μια βαθύτερη εσωτερική έννοια, αυτού που ονομάζει genius loci, το πνευμα του τόπου και είναι αυτό το πνεύμα το οποίο καθορίζεται από οτιδήποτε οπτικοποιείται, συμπληρώνεται, συμβολίζεται ή συλλέγεται σε έναν τόπο. Κρατώντας μια ενδιάμεση γενική προσέγγιση από τις δύο παραπάνω, και φυσικά εμπλουτισμένη από περαιτέρω βιβλιογραφία τόσο από τον αστικό σχεδιασμό όσο και από την γλωσσολογία, το τελικό αντικείμενο της έρευνας θα κυμανθεί ανάμεσα στην εικόνα της πόλης και το χαρακτήρα του τόπου. Έτσι θα χρησιμοποιήσουμε την αναλυτική μέθοδο συνδυαζόμενη με την εσωτερική πιο βιωματική ανάλυση του τόπου, ή με άλλα λόγια θα εξετάσουμε το μέγεθος της απεικονισιμότητας συνδυαζόμενο με το genius loci του τόπου. 24

14 Christian Norberg-Schulz, Genius Loci: το πνεύμα του τόπου: για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 23


25


26


3. Αστική Μορφολογία

3.1 Γενικά Όπως ειπώθηκε στην εισαγωγή, η μελέτη της μορφής του αστικού περιβάλλοντος θα αποτελέσει το βασικό μέσο εξέτασης της εικόνας της πόλης. Όπως αποδεικνύεται ήδη από το θεωρητικό υπόβαθρο που θέσαμε παραπάνω, η εικόνα της πόλης μπορεί να αναλυθεί μέσα από δεκάδες διαφορετικές πτυχές του αστικού συνόλου, η μορφή όμως φαίνεται να αποτελεί με διαφορά την πιο συγκεντρωτική και καθοριστική. Όπως αναφέρει ο Karl Kropf, “η αστική μορφολογία δεν είναι απλώς μια φορμαλιστική εξέταση των μορφών της πόλης, δεδομένου ότι ακριβώς οι ίδιες μορφές αποτελούν προϊόν κοινωνικών και πολιτισμικών διαδικασιών και διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμικών υποβάθρων, επιτρέποντας τελικά να επιστρέψουμε στη μελέτη αυτών μέσω της μορφής”.15 Ενώ ο Norberg-Schulz αναφέρει πως “ο χαρακτήρας προσδιορίζεται από την υλική και μορφολογική σύσταση του τόπου”.16

3.2 Μελέτη της Μορφής Η μελέτη της μορφής ονομάζεται μορφολογία και επομένως η μελέτη της μορφής της πόλης, αστική μορφολογία. Τυπικά, η ανάλυση της αστικής μορφής επικεντρώνεται στα σχέδια των δρόμων, στα οικόπεδα και στα μοτίβα οικοδόμησης και εξάπλωσης του αστικού ιστού. Που όμως περιορίζεται η ανάλυση της μορφής στα αχανή όρια της πόλης και υπό ποιες δομές οργανώνεται; Ο Rossi, εξετάζει τη πόλη ως ένα ενιαίο σύνολο στο οποίο εκδηλώνονται οι διάφοροι αστικοί συντελεστές και που καθένας από αυτούς έχει τη δικιά του μορφή, ενώ η σημαντικότητα ενός 15  Karl Kropf, Urban Morphology, Urban design Journal, τεύχος 93, 2005, σελ. 17 16  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci : το πνεύμα του τόπου : για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 17

27


εικόνα 2 Υπογειγματικά σκίτσα του Lynch για τις 5 κατηγορίες των στοιχείων της πόλης: μονοπάτια, άκρα, περιοχές, κόμβοι, τοπόσημα (The image of the city)

28

συντελεστή δεν εξαρτάται από το μέγεθος, τη κλίμακα δηλαδή που αυτός εκδηλώνεται. Έπειτα αναφέρει συμπληρωματικά “μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι μια μορφή, ένα αστικό στοιχείο επιτρέπει την αναγνώριση κάποιου συντελεστή. Και αν αυτή η μορφή είναι δυνατή, τότε μπορούμε να σκεφτούμε ότι ένας ορισμένος αστικός συντελεστής παραμένει μαζί της και ότι ίσως, όπως θα δούμε, όταν ακριβώς παραμένει μέσα σ ένα σύνολο μεταβολών, τότε αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν αστικό συντελεστή.”17 Συνεπώς, η μελέτη της μορφής μπορεί να εστιάζει κάθε φορά στη μορφή ενός από τους αστικούς συντελεστές, τμήματα δηλαδή του αστικού συνόλου που χαρακτηρίζονται από μια δικιά τους αρχιτεκτονική και επομένως από μια δικιά τους μορφή. Τα όρια αυτών των συντελεστών δεν θέτονται ποτέ ξεκάθαρα από τον Rossi, καθώς τα τμήματα που τους συντελούν δεν φαίνεται να είναι συγκεκριμένα αλλά να καθορίζονται κάθε φορά με βάση το αντικείμενο που διερευνάται. Συνεπώς, οι αστικοί συντελεστές δεν θέτονται υπό αυστηρά όρια και τα χαρακτηριστικά τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά τόσο ως προς τη φύση τους όσο και προς το μέγεθος τους. Ο Lynch από την άλλη μεριά, μελετά την εικόνα του αστικού περιβάλλοντος στο σύνολό της και πως αυτή γίνεται αντιληπτή από τους χρήστες που κινούνται μέσα σε αυτό. Έτσι, το ενδιαφέρον της μελέτης επικεντρώνεται στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων σημείων της, ώστε τελικά να ταξινομήσει τα στοιχεία της εικόνας της πόλης που σχετίζονται με τη φυσική μορφή της στις 5 διάσημες κατηγορίες: μονοπάτια, άκρα, περιοχές, κόμβους, τοπόσημα. Αν και αυστηρά οριοθετημένη, η προσέγγιση του Lynch εστιάζει κατά κύριο λόγο στην κίνηση των υποκειμένων μέσα στη πόλη και πως αυτά αντιλαμβάνονται και διαμορφώνουν την εικόνα της πόλης στο σύνολο της και υπό το πρίσμα μιας αφαιρετικής ματιάς. O Christopher Alexander, μέσα από την εκτεταμένη μελέτη του στις χωρικές αστικές δομές, αναγνωρίζει τις πόλεις ως μεγάλα και πολύπλοκα συστήματα που όμως μπορούν να αναλυθούν σε μικρότερα συστήματα. Ως σύστημα ορίζει ένα σύνολο στοιχείων, όλα τα στοιχεία του οποίου συνεργάζονται ή δουλεύουν μαζί συντελώντας το εν λόγω σύστημα. Το σύστημα καθώς είναι μέρος της πόλης, αποτελείται σίγουρα πέρα από τα κινητά δυναμικά στοιχεία, από κάποια σταθερά χωρικά στοιχεία, τα οποία ονομάζει μονάδες. “Η συνεκτικότητα της μονάδας προκύπτει τόσο από τις δυνάμεις που συγκροτούν τα στοιχεία της, όσο και από τη δυναμική συνεκτικότητα του ευρύτερου ζωντανού συστήματος που το περιλαμβάνει σαν ένα σταθερό απαράλλαχτο μέρος του. [...] Από τα αμέτρητα παγιωμένα υποσύνολα μιας πόλης τα οποία λειτουργούν ως υποδοχείς για τα διάφορα συστήματα και επομένως μπορούμε να τα θεωρήσουμε σημαντικές φυσικές μονάδες, ξεχωρίζουμε συνήθως ελάχιστα από αυτά ως άξια προσοχής. Στην πραγματικότητα, ισχυρίζομαι ότι η εικόνα που έχει 17  Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 58


κάποιος για μια πόλη, προσδιορίζεται ακριβώς από τα υποσύνολα που αυτός διακρίνει ως μονάδες”.18 Βλέπουμε πως οι μονάδες όπως τις ορίζει ο Alexander, αποτελούνται από περισσότερα του ενός στοιχείου και η διάκριση τους έγκειται στην κρίση του παρατηρητή-κατοίκου, αφήνοντας την οριοθέτηση τους εντελώς ανοιχτή σε διαφορετικές προσεγγίσεις. Τα υποσύνολα αυτά, από τα οποία προκύπτουν οι μονάδες, συγκροτούνται από την επιλογή διαφορετικών στοιχείων από το ευρύτερο σύνολο της πόλης και συνεπώς οι δομές που δημιουργούνται μεταξύ τους μπορεί να αλληλοκαλύπτονται, να περιέχεται το ένα σε ένα μεγαλύτερο, να γειτνιάζουν και ούτω καθεξής. Επιπροσθέτως, αναγνωρίζεται μια ιδιαίτερα ευέλικτη αλλά και ιεραρχική δομή, μεταξύ των υποσυνόλων καθώς καθένα από αυτά εντάσσεται σε ένα μεγαλύτερο σύνολο και πιθανόν περιέχει κάποια μικρότερα υποσύνολα. Αν και οι μονάδες που μπορεί να προκύψουν είναι απεριόριστες, θα πρέπει πάντα να είναι συνεκτικές ανάμεσα στα στοιχεία τους, αλλά και να εξυπηρετούν κάποιο σύστημα. ‘Ετσι για παράδειγμα ένα υποσύνολο που χαρακτηρίζεται από φυσική συνοχή αλλά δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο σύστημα της πόλης δεν αποτελεί μονάδα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Christopher Alexander και η ομάδα του, οργανώνουν ένα σημαντικό αριθμό συστημάτων και υποσυστημάτων, μονάδων και στοιχείων και συγκροτούν μια γλώσσα μοτίβων, στο βιβλίο τους A Pattern Language. Τα μοτίβα αφορούν μια ιδεατή πετυχημένη πόλη καθώς παρουσιάζονται στη μορφή εργαλειοθήκης, όχι τόσο ανάλυσης της πόλης αλλά εφαρμογής στο σχεδιασμό και τη βελτίωση μιας πόλης, και όλα μαζί συγκροτούν μια γλώσσα η οποία μπορεί να εφαρμοστεί από τον χρήστη. Έπειτα οργανώνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες με βάση την κλίμακα που αφορούν σε: περιοχές και πόλεις, σε σύνολα κτιρίων και μεμονωμένα κτίρια και τέλος σε δωμάτια και κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Τα μοτίβα κάθε κατηγορίας εκτείνονται σε μια αξιοσημείωτα πλατιά και λεπτομερή γκάμα, καλύπτοντας όλο το εύρος της κατηγορίας, αλλά και των ενδιάμεσων μεταβατικών σταδίων, παρέχοντας έτσι μια γλώσσα για το πλήρη σχεδιασμό του κτιστού περιβάλλοντος. Αξιοσημείωτο ως προς την έρευνα μας, είναι το πως γίνεται η επιλογή των μοτίβων αυτών αλλά και η ίδια η φύση τους. Έτσι, όπως σημειώνει ο Alexander, τα μοτίβα αυτα είναι ενδεικτικά και μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε ως υποθέσεις σαν αυτές που γίνονται στα άλλα επιστημονικά πεδία. Είναι υποθέσεις που μας βοηθούν να παρουσιάσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα και πιο κατανοητά το κτιστό περιβάλλον γύρω μας και ως τέτοιες μπορούν συνεχώς να εξελίσσονται και να προσαρμόζονται στο εκάστοτε πεδίο που ερευνούμε. Ο Karl Kropf, ο οποίος βασίζεται ιδιαίτερα στις θεωρίες του Alexander, υποστηρίζει πως ο βασικός ρόλος στην αστική μορφολογία 18  Christopher Alexander, A City is not a Tree, Sustasis Press, 2015, σελ. 8

εικόνα 3 τα υποσύνολα της πόλης ως σύστημα (A city is not a tree)

29


εικόνα 4 διάγραμμα του Karl Kropf. Iεραρχική οργάνωση των αστικών στοιχείων

30

είναι η αναγνώριση των επαναλαμβανόμενων μοτίβων που εμφανίζονται στη δομή, το σχηματισμό και τον μετασχηματισμό του κτιστού περιβάλλοντος, ώστε να αποκωδικοποιηθούν οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων αστικών στοιχείων.19 Ποια είναι όμως τα θεμελιώδη εκείνα αστικά στοιχεία που συντελούν το σύνολο της πόλης και πως ταξινομούνται? Στο πεδίο της αστικής μορφολογίας, υπάρχει η συναίνεση στη θεμελιώδη οργάνωση της φυσικής αστικής μορφής σε τρία βασικά στοιχεία: δρόμους, οικόπεδα και κτίρια. Ο συνδυασμός αυτών σε μοτίβα ονομάζεται “urban grain”. Συγκεντρώνοντας και συνοψίζοντας τις θεωρίες που οργανώνουν την αστική δομή σε μοτίβα όπως αυτές του Christopher Alexander και του Νίκου Σαλίγκαρου, ο Kropf θα προχωρήσει σε μια ιεραρχική οργάνωση των αστικών στοιχείων με βάση τα διαφορετικά επίπεδα κλίμακας, προτείνοντας τελικά ένα μοντέλο όπως αυτό της εικόνας 4. Όπως αναφέρει στη διαδικασία σχηματισμού του παραπάνω διαγράμματος, σκοπός είναι η δημιουργία ενός πιο ξεκάθαρου ορισμού της μορφής του κτιστού περιβάλλοντος και η παροχή ενός συνεκτικού μοντέλου για την μελέτη και ανάλυση αυτής, σε αντίθεση με τις απεριόριστες επιλογές υποσυνόλων του Alexander. Όπως βέβαια αναγνωρίζεται και από τον ίδιο, η οργάνωση αυτή παραμένει ασαφής με τον κίνδυνο να χαθούν πολλά στοιχεία κάποιας ενδιάμεσης κλίμακας. Η ασάφεια αυτή προκύπτει από τη πολυπλοκότητα της πόλης και των αστικών συντελεστών που συχνά αλληλοκαλύπτονται και η οριοθέτηση τους αλλάζει ανάλογα της οπτικής γωνίας που εξετάζονται. Παρ’ όλ’ αυτά, σχήματα όπως αυτό του Kropf εφαρμόζονται πολύ συχνά στις πολεοδομικές αναλύσεις, καθώς επιτρέπουν μια καθολική εφαρμογή και οδηγούν σε μια ξεκάθαρη δομή στα περισσότερα αστικά περιβάλλοντα. Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω, ότι το πεδίο μελέτης των αστικών μορφών είναι ιδιαίτερα ευρύ με ποικίλες προσεγγίσεις ως προς τα στοιχεία που μελετά. Ο Lynch εστιάζει σε συγκεκριμένα στοιχεία της πόλης τα οποία όμως περιορίζονται στη μεγάλη κλίμακα της πόλης στο σύνολο της. Ο Rossi μελετά τους αστικούς συντελεστές, οι οποίοι αν και δεν ορίζονται ξεκάθαρα και με σαφήνεια, ανταποκρίνονται στην αδιαμφισβήτητη πολυπλοκότητα της πόλης. Παρομοίως, ο Alexander ορίζει τις μονάδες που συγκροτούν υποσυστήματα, που αν και απεριόριστες, υπάγονται κάθε φορά σε κάποιο ή κάποια ευρύτερα συστήματα, ακολουθώντας εν μέρει μια ιεραρχική λογική. Οι θεωρίες που βασίζεται στην ιεραρχική αυτή λογική οργάνωσης προκειμένου να απλοποιήσει τη ταξινόμηση των στοιχείων εξαντλώντας όμως την προσοχή του στην ακριβή οριοθέτηση αυτών, κινδυνεύοντας να μην είναι αποτελεσματικά στην εφαρμογή τους στη πολυδιάστατη μορφή της πόλης.

19  Karl Kropf, Ambiguity in the definition of built form, www.researchgate.net, 2014, σελ. 1


3.3 Από τον Αστικό Σχεδιασμό στη Γλωσσολογία Συχνά, οι θεωρητικοί της πόλης, συμπεριλαμβανόμενων και των παραπάνω, αναφέρονται στη γλωσσολογία, όπου ο κλάδος της μορφολογίας εμφανίζεται ως ένα σημαντικό κομμάτι της θεωρίας του δομισμού. Με τον όρο μορφολογία στη γλωσσολογία εννοούμε τη μελέτη των δομών στις οποίες οι δεσμευμένες μορφές αναλύονται στα συστατικά τους μέρη.20 Με άλλα λόγια, αποτελεί τον κλάδο εκείνο που μελετά τις μικρότερες μορφικές μονάδες, τα μορφήματα , από τα οποία αποτελούνται οι λέξεις, καθώς επίσης και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους μέσα στην ίδια γλώσσα. Ο όρος μόρφημα στη μορφολογία και γενικότερα στη γλωσσολογική θεωρία αναφέρεται στο ελάχιστο συστατικό της λέξης που διαθέτει σημασία ή γραμματική λειτουργία. Το μόρφημα δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις λέξεις και η βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι το μόρφημα μπορεί ή μπορεί και όχι να σταθεί μόνο του σε αντίθεση με την λέξη που εξ’ ορισμού στέκεται μόνη της. Όταν το μόρφημα στέκεται μόνο του, λέγεται ρίζα επειδή φέρει σημασία από μόνο του (π.χ. γάτα) και όταν βασίζεται σε άλλο μόρφημα ή μορφήματα προκειμένου να εκφράσει μια ιδέα, λέγεται πρόσφυμα και έχει συνήθως γραμματική λειτουργία. Κάθε λέξη αποτελείται από τουλάχιστον ένα μόρφημα. Βασική αρχή για το δομισμό αποτελεί η αναγνώριση του συστηματικού χαρακτήρα της γλώσσας ότι δηλαδή συγκροτείται από μονάδες σε διάφορα επίπεδα (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, σημασία), οι οποίες βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Φυσικά, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι ανάλυσης και μελέτης της μορφής μιας γλώσσας καθώς και διαφορετικοί ορισμοί για τα γλωσσικά μορφήματα. Όλοι όμως επικεντρώνονται στην αναζήτηση του ελάχιστου εκείνου συστατικού μέρους που έχει ακόμα σημασία ως προς τη γλώσσα στο σύνολο της. “Το σύστημα της γλώσσας αποτελεί έναν πολύπλοκο μηχανισμό που μπορούμε να συλλάβουμε μόνο μέσω της αντανάκλασης του· αυτοί που τη χρησιμοποιούν καθημερινά βρίσκονται σε άγνοια αυτής. Μπορούμε να αντιληφθούμε μια αλλαγή μόνο μέσω της επέμβασης κάποιου ειδικού”.21 Και ως τέτοιο πολύπλοκο μηχανισμό, αξίζει να τη μελετήσουμε διασπώντας τη δομή της σε συστατικά που παίζουν κάποιο ρόλο στο σύστημα αυτό και δεν είναι απλά μεμονωμένα εξωτερικά στοιχεία.

20  Leonard Bloomfield, Language, allen & unwin ltd, 1935, σελ. 207 21  Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistic, Philosophical Library, 1959, σελ. 73

31


32


4. Πόλεις και Υποκείμενο

4.1 Οι Τρεις Πόλεις Η επιλογή των πόλεων Αθήνα, Βουδαπέστη, Ρότερνταμ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπική μου εμπειρία τα τελευταία χρόνια σε αυτές. Πέρασα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας στην Αθήνα, σπούδασα για κάποιο διάστημα στην Βουδαπέστη, ενώ εργάστηκα για λίγο στο Ρότερνταμ. Αν και γνωρίζω τις πόλεις αυτές σε διαφορετικό επίπεδο και έμεινα υπό διαφορετικές συνθήκες, έχω παρ’ όλα αυτά συχνά περιηγηθεί, εξερευνήσει, προβληματιστεί, θαυμάσει ή κατακρίνει τα διάφορα χαρακτηριστικά τους μέσα στους διαφορετικούς αστικούς ιστούς. Όπως παρατηρείται στη βιβλιογραφία της πολεοδομίας, η έννοια της σύγκρισης διαφορετικών πόλεων είναι μια κοινή πρακτική που ακολουθείται σε μια προσπάθεια των μελετητών να κατανοήσουν καλύτερα και σε βάθος τις διαφορετικές αστικές δομές καθώς και τους μηχανισμούς που τις γέννησαν. Από την σύγκριση και αντιπαράθεση μεμονωμένων περιοχών ή τυπολογικών δομών έως τη μελέτη και σύγκριση ολόκληρων αστικών συνόλων τα παραδείγματα είναι εκατοντάδες. Στο επίπεδο της γλωσσολογίας εφαρμόζεται επίσης πολύ συχνά, η σύγκριση διάφορων γλωσσών ως μέθοδος ανάλυσης και μελέτης των επιμέρους στοιχείων που την απαρτίζουν. Θα ακολουθήσουμε λοιπόν, ακριβώς αυτή τη μέθοδο της σύγκρισηςαντιπαράθεσης των τριών πόλεων συνδυαζόμενη με τη προσωπική εμπειρία και προβληματισμούς που αναδείχθηκαν κατά τη διαμονή σε αυτές, με σκοπό τελικά να κατανοήσουμε βαθύτερα τις αστικές μορφολογίες της καθεμιάς και κατά πόσο αυτές διαμορφώνουν την εικόνα της κάθε πόλης. “Η εντύπωση που έχουμε για έναν αστικό συντελεστή θα είναι πάντα αρκετά διαφορετική από την εντύπωση εκείνου που τον έχει ζήσει από κοντά, καθώς μόνο αυτός μπορεί να έχει κάποια εμπειρία περιορίζοντας αρκετές από τις ασάφειες στο τρόπο έκφρασης σε σχέση με εκείνον δεν έχει την εμπειρία”.22 Οι τρεις πόλεις παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές τόσο ιστορικά όσο και στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν αλλά και που επικρατούν σήμερα. 22  Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 35

33


Πληθυσμός 3.1 εκατομμύρια Έκταση 412 τ.χμ Πυκνότητα 7500 κάτοικοι/τ.χμ

ΑΘΗΝΑ

Πληθυσμός 1.7 εκατομμύρια Έκταση 525 τ.χμ Πυκνότητα 3350 κάτοικοι/τ.χμ

ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ

Πληθυσμός 1.1 εκατομμύρια Έκταση 446 τ.χμ Πυκνότητα 2500 κάτοικοι/τ.χμ

ΡΟΤΕΡΝΤΑΜ

34

Η Βουδαπέστη γνώρισε σημαντική άνθηση και επέκταση κατά τη βιομηχανική επανάσταση, το Ρότερνταμ καταστράφηκε ολοσχερώς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ξαναχτίστηκε ως τολμηρό παράδειγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής και αστικού σχεδιασμού, ενώ η Αθήνα αναπτύχθηκε σημαντικά μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Ως εκ τούτου, το κτιστό περιβάλλον στις τρεις πόλεις παρουσιάζει μεγάλες διαφορές που πηγάζουν από τα διαφορετικά ιστορικά υπόβαθρα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η έρευνα θα προσπαθήσει να εστιάσει στην μορφολογία της κάθε πόλης και όχι στους μηχανισμούς που την διαμόρφωσαν. Συνεπώς, δεν θα εξεταστεί η ιστορία, το κοινωνικό ή πολιτικό υπόβαθρο και γενικότερα οι παράγοντες εκείνοι που συντέλεσαν στο σχηματισμό της μορφολογίας τους εως τώρα, αλλά πως αυτές είναι σήμερα. Ο Saussure, διαχωρίζει τη μελέτη της γλώσσας σε συγχρονική και διαχρονική που αντιστοιχούν στη μελέτη της γλώσσας ως μια επικρατούσα κατάσταση και ως ένα σύνολο εξελίξεων αντίστοιχα.23 Αναγνωρίζοντας τη γλώσσα ως ένα σύστημα το οποίο οι χρήστες χρησιμοποιούν παντελώς ανεπηρέαστοι από την ιστορία του, αναφέρει πως “ο ερευνητής που επιθυμεί να κατανοήσει τη κατάσταση της γλώσσας και πως αυτή χρησιμοποιείται, θα πρέπει να παραβλέψει τις ιστορικές του γνώσεις και να αγνοήσει τη διαχρονικότητα της.” Φυσικά αυτό διαφέρει σε μια πόλη καθώς ο χρήστης, σε αντίθεση με τη γλώσσα, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κάποιο ιστορικό στοιχείο του αστικού περιβάλλοντος και αυτό με τη σειρά του να επιδρά στην εικόνα και τη συνολικότερη αίσθηση της πόλης. Παρ’ ολ’ αυτά, ανάγοντας το θεώρημα του Saussure στα δικά μας δεδομένα, θα λέγαμε ότι εξετάζουμε τη πόλη σαν μια κατάσταση όπου οι χρήστες αλληλεπιδρούν κάθε στιγμή με τις αστικές μορφές στο σύνολο τους, ανεξάρτητα με το αν είναι ιστορικές ή σύγχρονες, πολιτικά χρωματισμένες ή πολιτισμικά αδιάφορες, κοινωνικοί πυκνωτές για μια συγκεκριμένη ομάδα ή ουδέτερο έδαφος. Σε συνέχεια των παραπάνω παραμέτρων, δεν θα ληφθούν επίσης υπόψη, ούτε οι κλιματικές ή τοπολογικές συνθήκες, καθώς υπάγονται στο ευρύτερο σύνολο του υπόβαθρου που συνετέλεσε στη δημιουργία, τους περιορισμούς ή τις επεκτάσεις της πόλης και όχι στην μορφολογία καθαυτή. Ασφαλώς, η συμβολή όλων των παραπάνω στην μορφολογία του αστικού περιβάλλοντος δεν απορρίπτεται, ούτε υποτιμάται, τίθενται όμως οι περιορισμοί εκείνοι που θα μας επιτρέψουν την αποτελεσματικότερη ανάλυση των μορφολογικών χαρακτηριστικών της εκάστοτε πόλης. Στη διπλανή στήλη, παρατίθενται απλώς τα βασικά γενικά γεωγραφικά στοιχεία , προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι οι τρεις πόλεις είναι συγκρίσιμες, όσον αφορά την έκταση, την πυκνότητα και τον πληθυσμό. 23  Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistic, Philosophical Library, 1959, σελ. 81


4.2 Το Υποκείμενο της Έρευνας

ΤΟ

Σ ΓΕΝΝΗΣ ΠΟ

ΗΣ

ΜΟΝΙΜΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ

ΟΥ ΑΥΓ ΣΤΟ

ΑΘΗΝΑ

015-ΙΟΥ Σ2 10 ΜΗΝΕΣ

ΟΣ 2016 ΝΙ

ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ

ΓΟΥΣΤΟΣ ΑΥ

17- ΦΛΕ 20 6 ΜΗΝΕΣ

ΡΗΣ 2018 ΒΑ

Όπως είδαμε παραπάνω οι τρεις έννοιες στις οποίες διασπάται η εικόνα της πόλης όπως ορίζεται από τον Lynch, εμπεριέχουν και σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται μέσα από την σχέση τους με το εκάστοτε υποκείμενο το οποίο κινείται σε αυτές. Θα ήταν επομένως σοφό, να ορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το υποκείμενο της έρευνας αυτής παρότι στο μεγαλύτερο μέρος της, θα προσπαθήσουμε να κρατήσουμε μια ως επί το πλείστον αντικειμενική στάση. Η στάση αυτή ενισχύεται επίσης από την γλωσσολογική προσέγγιση η οποία συχνά επιχειρείται να εφαρμοστεί και να συνδυαστεί με την αστική μορφολογία. Η γλωσσολογία αναφέρεται στο σύνολο των χρηστών της γλώσσας οι οποίοι την χρησιμοποιούν και ως εκ τούτου θα πρέπει να είναι αντικειμενική. Παρ’ όλα αυτά, όπως διατυπώθηκε παραπάνω, θα χρησιμοποιηθούν συχνά εμπειρικά δεδομένα που πηγάζουν από το υποκείμενο-παρατηρητή στην ανάγνωση της πόλης ειδικά ως προς το τρίτο στοιχείο της εικόνας της πόλης με τον ορισμό του Lynch, δηλαδή της σημασίας. Αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι η συνδυαστική προσέγγιση ανάμεσα στην επιστημονική ανάλυση και την υποκειμενική εμπειρία όπως τέθηκε εξαρχής στο κεφάλαιο της μεθοδολογίας. Ας αποσαφηνίσουμε λοιπόν τώρα το υποκείμενο της έρευνας, δηλαδή τον συγγραφέα της, όπως και θα εννοείται από εδώ και στο εξής στα κεφάλαια που ακολουθούν. Το υποκείμενο της έρευνας έχει δραστηριοποιηθεί και στις τρεις πόλεις για διαφορετικό χρονικό διάστημα αλλά πάντοτε αρκετό ώστε να αποκτήσει το χαρακτήρα ενός άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο προσωρινού, κατοίκου. Η συνθήκη αυτή του προσωρινού κατοίκου η οποία ακροβατεί συνεχώς στα όρια του μόνιμου κατοίκου από τη μια και του περαστικού επισκέπτη από την άλλη, επιτρέπει μια ιδιαίτερη ανάγνωση της πόλης. Αφενός, γίνονται ευδιάκριτα όλα εκείνα τα ιδιαίτερα και μοναδικά χαρακτηριστικά της πόλης μέσα από τα μάτια του επισκέπτη που είναι ικανός να τα αναγνωρίσει άμεσα, σε αντίθεση συχνά με τους ντόπιους γύρω του, για τους οποίους το αστικό περιβάλλον είναι απολύτως οικείο. Αφετέρου, το υποκείμενο έχει κινηθεί και βιώσει τον αστικό ιστό αρκετά ώστε να γνωρίζει τη λειτουργική οργάνωση της πόλης, τις διάφορες συνοικίες και γενικότερα την βασική δομή της, όπως ένας μόνιμος κάτοικος. Ο συνδυασμός των δύο, οδηγεί σε έναν αποτελεσματικό εντοπισμό των ιδιαίτερων γνωρισμάτων της πόλης, σε έκταση που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του τουριστικού κλοιού.

ΡΟΤΕΡΝΤΑΜ

διάγραμμα 2 Διάρκεια Διαμονής του Υποκειμένου

35


36


5. Ανάλυση της Μορφής

5.1 Διαδοχική Εστίαση Η ανάλυση της μορφής της κάθε πόλης θα αναπτυχθεί μέσα από έξι διαδοχικά βήματα. Παρακάτω το κάθε βήμα θα οριστεί και αναλυθεί με ακρίβεια με βάση το θεωρητικό υπόβαθρο που τέθηκε παραπάνω αλλά και με προεκτάσεις και αποσαφηνίσεις αυτού, αποκτώντας έτσι τη μορφή ενός συγκεκριμένου κάθε φορά ερευνητικού εργαλείου. Καθώς οι προσεγγίσεις για τη μελέτη της μορφής ποικίλλουν τόσο ως προς το αντικείμενο εξέτασης όσο και ως προς τα όρια αυτού, δεν θα μπορούσαμε να εστιάσουμε σε μια μόνο συγκεκριμένη κλίμακα της πόλης. Αντιθέτως, κάθε βήμα αποτελεί και ένα στάδιο περαιτέρω εστίασης στη μορφή της κάθε πόλης. Το πεδίο έρευνας και τα στάδια εστίασης δεν ορίζονται από πριν, αλλά κατά τη διάρκεια της ανάλυσης. Αρχικά, θα εξεταστεί το πως και κατά πόσο η κάθε κλίμακα που αντιστοιχεί στο εκάστοτε στάδιο εστίασης, επηρεάζει την μορφολογία της πόλης. Στη συνέχεια αφού συλλέξουμε τα στοιχεία που αναδύονται στην αντίστοιχη κλίμακα υπό ανάλυση, θα προχωράμε στην ανάλυση και οριοθέτηση του επόμενου σταδίου, μέχρις ότου να συγκεντρώσουμε επαρκές υλικό για την δεύτερη φάση της έρευνας, την εξέταση δηλαδή της εικόνας της κάθε πόλης. Σε κάθε βήμα, τα στοιχεία των τριών πόλεων θα παρατίθενται παράλληλα και υπό την ίδια κάθε φορά κλίμακα, προκειμένου να εξεταστούν και συγκριθούν υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Επίσης θα παρατίθενται τα επιμέρους εργαλεία και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για το εκάστοτε βήμα.

37


5.2 Αστικός Ιστός Παρακάτω παρουσιάζονται οι γενικοί χάρτες των τριών πόλεων στο σύνολο της μητροπολιτικής τους έκτασης. Σε αυτούς αποτυπώνονται το οδικό δίκτυο και το σιδηροδρομικό δίκτυο, τα πάρκα καθώς και τα βασικά γεωγραφικά στοιχεία (δάση, βουνά και υδάτινες εκτάσεις). Για την απλοποίηση τους, όλες οι πληροφορίες παρουσιάζονται σε αποχρώσεις του γκρι ενώ τα δίκτυα με μαύρο, καθώς είναι και η σημαντικότερη πληροφορία που οι χάρτες παρέχουν. Στο Space Syntax, ένα σύνολο θεωριών για χωρικές αναλύσεις που έχει συντάξει ο Bill Hillier και οι συνεργάτες του, αναφέρεται πως το οδικό δίκτυο, δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο από τα στοιχεία μιας πόλης αλλά και ο συνδετικός ιστός που συγκροτεί αυτά τα στοιχεία. Έχει ακόμη τη δική του αρχιτεκτονική και διέπεται από συγκεκριμένη γεωμετρία, τοπολογία και κλίμακα ενώ χαρακτηρίζεται είτε ως οργανικό είτε ως επίσημο με βάση τον σχηματισμό των δρόμων.24 Παρατηρούμε γρήγορα, πως και οι τρεις πόλεις φαίνονται να ακολουθούν οργανική δομή, με τις κύριες αρτηρίες του δικτύου, να είναι καμπυλόμορφες καθώς διατρέχουν την αστική έκταση. Ακόμη, και στις τρεις πόλεις, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες ευρύτερες περιοχές ως το κέντρο τους, τόσο επειδή αποτελούν σημείο συνάντησης πολλών από τις βασικές οδικές αρτηρίες, όσο και λόγω της αυξημένης πυκνότητας των δευτερευόντων οδών. Φυσικά, αυτή η παρατήρηση από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή για να ορίσουμε μια ευρύτερη κεντρική ζώνη. Στην περίπτωση της Βουδαπέστης, για παράδειγμα, η ακτινωτή δομή που συνιστά έναν κεντρικότερο τομέα είναι ξεκάθαρη. Στην Αθήνα από την άλλη, παρατηρούνται περισσότερα από ένα τέτοια σημεία καθ’ όλη την έκταση της, συνθήκη λογική, εάν σκεφτούμε το αρκετά μεγαλύτερο μέγεθος της. Παρ’ όλ΄αυτά, ο ορισμός της ευρύτερης αυτής κεντρικής ζώνης, θα πραγματοποιηθεί σε συνδυασμό με την προσωπική γνώση των πόλεων, αλλά και τη παρατήρηση της δορυφορικής απεικόνισης της εφαρμογής Google Earth. Ορίζουμε έτσι μια κυκλική περιοχή, ακτίνας 3.5 χλμ., μέσα στην οποία εντάσσεται η ευρύτερη περιοχή κεντρικού χαρακτήρα της κάθε πόλης, όπου δηλαδή παρουσιάζεται υψηλή πυκνότητα και συνοχή του κτιστού περιβάλλοντος, αποτελώντας το σημαντικότερο και αντιπροσωπευτικότερο τμήμα της κάθε πόλης. Η περιοχή αυτή επιλέγεται κατά προσέγγιση και έτσι θα διερευνήσουμε εκτενέστερα την οριοθέτηση της, καθώς θα μεγενθύνουμε το πεδίο μελέτης στα επόμενα στάδια. Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, δεν θα επεκταθούμε στην ανάλυση γεωγραφικών χαρακτηριστικών και συνεπώς στην ανάλυση της μορφής του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο εδράζεται η κάθε πόλη, παρά μόνο θα το λάβουμε υπόψη όταν 38

24  Bill Hillier, Space Syntax as a theory, Διάλεξη www.spacesyntax.com, σελ. 10


αυτό προβάλει ως όριο ή ως κενή έκταση ανάμεσα στον αστικό ιστό. Η αξία του ως μορφολογικό παράγοντα μιας πόλης φυσικά δεν αμφισβητείται, αλλά όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, επιλέγουμε να εστιάσουμε στη μορφή του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και πως αυτή δομείται.

39



3.5 km



3.5 km



3.5 km


5.3 Χώροι Κατοικίας Πραγματοποιώντας τον παραλληλισμό με τη γλωσσολογία, η μορφολογία εστιάζει στο ενεργητικό λεξιλόγιο και τη σύνταξη του. Παρομοίως, θα χρησιμοποιηθούν μορφολογικές τεχνικές για να εξεταστούν οι συνήθεις, μη μνημειώδεις περιοχές της πόλης, εκεί δηλαδή όπου οι μορφές εμφανίζονται στη μέση τους κατάσταση και συνεπώς μπορούν να εξεταστούν ως ένα γλωσσικό σύνολο. Αναζητούνται λοιπόν μορφές που παρουσιάζουν ομοιότητες και διέπονται από ένα κοινό σε άλλοτε γενικότερα και άλλοτε ειδικότερα πλαίσια, λεξικό και συντακτικούς κανόνες. Να θέσουμε, με άλλα λόγια, παραμέτρους έτσι ώστε να αποφευχθούν τα διάφορα μεμονωμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως τα μνημεία και οι πλατείες, που αν και ιδιαίτερα σημαντικά στη δομή και την εικόνα της πόλης, δεν μπορούν να ενταχθούν και να εξεταστούν με τους ίδιους όρους όπως τα υπόλοιπα κοινά στοιχεία που συντελούν τη γλώσσα του κτιστού περιβάλλοντος της πόλης και που το συντακτικό τους αποκαλύπτει την εσωτερική αστική δομή. Άλλωστε, ο Bloomfield, διάσημος Αμερικανός γλωσσολόγος, αναφέρει πως “μπορούμε να κάνουμε τη γενική δήλωση που καλύπτει μια ομάδα μορφών, αλλά έπειτα θα πρέπει να διαμορφώσουμε μια λίστα των περιπτώσεων που δεν τίθενται κάτω από κάποια γενική δήλωση. Ένα σύνολο μορφών που δεν καλύπτονται από κάποια γενική δήλωση, αλλά πρέπει να παρουσιαστεί με τη μορφή κάποιας λίστας, λέγεται ανώμαλο. Προσπαθούμε λοιπόν, να διαμορφώσουμε την περιγραφή μας έτσι ώστε να συμπεριληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές στις γενικές μας δηλώσεις. Η επιλογή συχνά αποφασίζεται για εμάς από τις συνθήκες στις οποίες μια ομάδα μορφών εκτείνεται απεριόριστα και επομένως υπάγεται σε μια γενική δήλωση και όχι μια λίστα”.25 Προκειμένου να ορίσουμε το πεδίο δράσης όπου οι συνήθεις, μη μνημειώδεις μορφές επικρατούν, αποφεύγοντας τις περιπτώσεις των ανώμαλων στοιχείων, θα στραφούμε προς το χώρο κατοικίας, το ένα από τα δύο κύρια συνθετικά στοιχεία της πόλης όπως ορίζονται από τον Rossi. Ο Rossi αναγνωρίζει ως τα δύο θεμελιώδη στοιχεία που συντελούν μια πόλη, τον χώρο κατοικίας και τα πρωτογενή στοιχεία.26 Τα πρωτογενή στοιχεία συνήθως αποτελούν έναν αστικό συντελεστή από μόνα τους και γι’ αυτό εξετάζονται, συνήθως ξεχωριστά, ως τέτοιοι . Αντιθέτως, ο χώρος κατοικίας χαρακτηρίζεται από μια σχετική ομοιογένεια καθώς επίσης καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας μιας πόλης. Επιλέγεται συνεπώς ο χώρος κατοικίας ως το πεδίο μελέτης της έρευνας μας, ως δηλαδή τη γενική δήλωση που περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές σύμφωνα με τον ορισμό του Bloomfield παραπάνω. 46

25  Leonard Bloomfield, Language, allen & unwin ltd, 1935, σελ. 213 26  Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 68


Φυσικά, ο χώρος κατοικίας δεν παρουσιάζει τη κατοίκηση ως την αποκλειστική λειτουργία του αλλά ως τη κυρίαρχη. Επομένως, το ενδιαφέρον δεν στρέφεται μόνο στις μορφές που είναι αποκλειστικά σύνολα κατοικιών αλλά που η κατοίκηση αποτελεί τη βασική συνθήκη, καθώς η μορφή με την οποία πραγματοποιούνται οι κτιριακοί τύποι κατοικίας, είναι στενά συνδεδεμένη με τη μορφή της πόλης στο σύνολό της. Για τον ορισμό του πεδίου μελέτης, θα χρησιμοποιηθεί η τεχνική των νοητικών χαρτών του K. Lynch. Σύμφωνα με τους νοητικούς χάρτες, εμπειρικά δεδομένα των χρηστών της πόλης, χαρτογραφούνται όπως αποσπάστηκαν από αυτούς μετά από συνεντεύξεις, σκίτσα και περιγραφές τους. Ο συνδυασμός των δεδομένων αυτών τοποθετείται πάνω από το συμβατικό χάρτη της πόλης, φιλτράροντας και αναδεικνύοντας έτσι συγκεκριμένες πληροφορίες που πηγάζουν από αυτά. Ο Lynch εστιάζει τις πληροφορίες που συλλέγει, στα 5 βασικά στοιχεία που κατηγοριοποιεί την πόλη όπως αναφέρθηκε ήδη στο θεωρητικό υπόβαθρο: μονοπάτια, άκρα, περιοχές, κόμβους και τοπόσημα σε μια προσπάθεια να αποκωδικοποιήσει την εικόνα της πόλης, μέσα από την εμπειρία που αποκτούν οι ερωτηθέντες χρήστες βιώνοντας την. Το υποκείμενο-χρήστης των νοητικών χαρτών στην δική μας περίπτωση, θα αποτελέσει το ίδιο το υποκείμενο της έρευνας όπως ορίστηκε παραπάνω. Τα εμπειρικά δεδομένα καταγράφονται όπως προκύπτουν από το υποκείμενο πάνω σε αεροφωτογραφίες υψηλής ανάλυσης για την κάθε πόλη ξεχωριστά. Παρακάτω θα αναλύσουμε τα στοιχεία εκείνα που επιχειρούμε να αποσπάσουμε από τον συνδυασμό της προσωπικής εμπειρίας και ανάγνωσης της πόλης με τις αφαιρετικές πληροφορίες που ήδη βρίσκονται στην αεροφωτογραφία. Χρησιμοποιείται έτσι, μια παραδοχή των νοητικών χαρτών που εξηγήσαμε στην προηγούμενη παράγραφο, προκειμένου να αναδειχθούν οι πληροφορίες εκείνες που είναι χρήσιμες ως προς τον ορισμό του ερευνητικού μας πεδίου. Σε αντίθεση με τον Lynch, οι δικοί μας νοητικοί χάρτες προσπαθούν να εντοπίσουν το σύνολο των χώρων κατοικίας αντί για περιοχές που διέπονται από κάποιον συγκεκριμένο χαρακτήρα ή οριοθετούνται λόγω κάποιας διοικητικής διαίρεσης της πόλης ή άλλης κοινωνικής-ιστορικής αιτίας. Συγχρόνως, καταγράφονται οι χώροι κατοικίας εκείνοι που χαρακτηρίζονται από υψηλή πυκνότητα και συνέχεια του αστικού ιστού, που αποτελεί και το πιο συνεκτικό και συνάμα αντιπροσωπευτικό δείγμα της αστικής κτιστής μάζας. Ακόμη, αποφεύγονται οι περιοχές με αποκλειστική την εμπορική ή επιχειρησιακή λειτουργία (κτίρια γραφείων και πολυκαταστήματα), καθώς επίσης και τα μνημεία, τα πάρκα ή οι πλατείες και τα διάφορα διοικητικά και υπηρεσιακά σύνολα που αναπτύσσονται συνήθως σε μια στενή ακτίνα γύρω από το πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Επιπροσθέτως, από το πεδίο θα εξαιρεθούν χώροι κατοικίας ή υποσύνολα αυτών που αποτελούν

εικόνα 5 νοητικοί χάρτες του Kevin Lynch βασισμένοι στις συνεντεύξεις των κατοίκων (The image of the city)

47


ιδιαίτερες περιπτώσεις όπως αυτοί των οποίων η μορφή διέπεται περισσότερο από μνημειακό χαρακτήρα, τείνοντας να αποτελέσουν ατομικούς αστικούς συντελεστές. Αυτά είναι τα παραδείγματα (ουρανοξύστες, ιστορικές συνοικίες, επανάχρηση βιομηχανικών κτιρίων, πειραματικά project) που συναντώνται σπάνια και υπάγονται σε ξεχωριστές κατηγορίες, αποτελώντας ξεχωριστούς αυτόνομους αστικούς συντελεστές. Λόγω των ετερόκλητων χαρακτηριστικών των τριών πόλεων, στο σημείο αυτό προκύπτουν διάφορες δυσκολίες και ασάφειες οι οποίες αντιπαρέρχονται μέσω της προσωπικής εμπειρίας και γνώσης των τριών πόλεων. Για παράδειγμα στην Αθήνα η ιστορική συνοικία της Πλάκας αποτελεί ένα χώρο εξαίρεσης καθώς η περιορισμένη αυτή τυπολογία δεν συναντάται αλλού και ο έντονος τουριστικός της χαρακτήρας φαίνεται να πλησιάζει περισσότερο στην έννοια του μνημείου. Αντιθέτως, στον ιστό της Βουδαπέστης κυριαρχούν ιστορικά κτίρια σε μια εντυπωσιακή έκταση, καταλαμβάνοντας περισσότερο από το ένα τρίτο της μητροπολιτικής έκτασης της πόλης, και κατά συνέπεια αποτελώντας το κύριο χώρο κατοικίας σε ολόκληρο τον ευρύτερο κεντρικό τομέα. Την ίδια στιγμή, στο Ρότερνταμ βλέπουμε μια πρωτοφανή ποικιλία στη μορφολογία των χώρων κατοικίας, θολώνοντας συχνά τα όρια μεταξύ χώρου κατοικίας και πρωτογενών στοιχείων, αν και αυτή η συνθήκη περιορίζεται κατά κύριο λόγο στο στενό δακτύλιο του κέντρου, ο οποίος και εξαιρείται από το πεδίο έρευνας. Παράλληλα, στους χάρτες καταγράφονται οι περιοχές οι οποίες αποτελούν μητροπολιτικά πάρκα αλλά και εκείνες με έντονη βιομηχανική ή διοικητική-στρατιωτική δραστηριότητα. Αποκλείονται έτσι οι περιοχές που εξ ορισμού δεν θα μπορούσαν να αποτελούν χώρους κατοικίας παρόλου που καταλαμβάνουν σημαντική έκταση στον αστικό ιστό. Αποτυπώνονται, τέλος, τα σιδηροδρομικά δίκτυα της κάθε πόλης καθώς αποτελούν έντονες διαχωριστικές ζώνες που εκτείνονται συχνά πέρα από το καθαυτό ίχνος τους και τμηματοποιούν το σύνολο της πόλης. Τα υπόλοιπα φυσικά εμπόδια όπως οι υδάτινες εκτάσεις, τα βουνά ή τα δάση και άλλοι χώροι εγκαταστάσεων που δεν υπάγονται στις παραπάνω κατηγορίες (π.χ. αθλητικών), διαφαίνονται στο υπόβαθρο των νοητικών χαρτών, αυτό της αεροφωτογραφίας. Συμπερασματικά, το πεδίο μας διαμορφώνεται ως η ζώνη εκείνη όπου η πυκνότητα των μνημείων και καταστάσεων εξαίρεσης είναι χαμηλή, αλλά συγχρόνως η ομοιογένεια και η συνοχή του κτιστού περιβάλλοντος είναι υψηλή, πριν δηλαδή αρχίσουν οι περιοχές προαστιακού χαρακτήρα. Όπως παρατηρούμε, η έκταση αλλά και η συνέχεια της ζώνης αυτής διαφέρει σημαντικά από πόλη σε πόλη. Παρ’ ολ’ αυτά, πρόκειται πάντα για μια ζώνη που αναπτύσσεται στο ευρύτερο κέντρο της πόλης περιμετρικά του κεντρικότερου σημείου και εκτείνεται έως ότου συναντήσει είτε κάποιο φυσικό ή λειτουργικό εμπόδιο ή μέχρι τη σταδιακή αραίωση του σε συνοικία προαστιακού χαρακτήρα. 48


εικόνα 6 νοητικός χάρτης της Βοστώνης

49








5.4 Τυπολογίες Σε αυτό το βήμα ο βαθμός εστίασης παραμένει ο ίδιος με τον προηγούμενο, αλλά η ανάγνωση της πληροφορίας αλλάζει δραστικά. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η έρευνα εστιάζει κυρίως στο κτιστό περιβάλλον της πόλης και όχι τόσο στη μορφή των δικτύων, των υποδομών ή των δημόσιων χώρων. Η διάκριση αυτή, γίνεται λόγω του περιορισμού του πεδίου μελέτης και ως εκ τούτου, επιλέγονται τα στοιχεία του κτιστού περιβάλλοντος, όντας πιο αντιπροσωπευτικά ως προς τη συνολική μορφολογία της πόλης, καθώς επίσης, σε αυτά συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο πλήθος των αστικών συντελεστών. Οι παρακάτω χάρτες αποτελούν την επαλήθευση ως προς τους χώρους κατοικίας, και συγχρόνως το μέσο εντοπισμού των κυρίαρχων τυπολογιών του κτιστού περιβάλλοντος που τους διέπει. Στους χάρτες αυτούς αποτυπώνεται μόνο μια πληροφορία με μεγάλη όμως ακρίβεια, εκείνη του δομημένου χώρου. Το μαύρο χρώμα δηλώνει οτιδήποτε είναι δομημένο ενώ το λευκό είναι το αδόμητο που το περιβάλλει. Παρατηρώντας προσεκτικά, βλέπουμε ότι οι χώροι κατοικίας που εντοπίστηκαν στους νοητικούς χάρτες προηγουμένως, παρουσιάζουν πράγματι ομοιογένεια ως προς τις τυπολογίες που τους απαρτίζουν. Αντιθέτως, στις περιοχές που εξαιρέθηκαν εντοπίζονται άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο εμφανή, διαφορετικά μοτίβα αλλά και τυπολογίες, όπως άλλωστε παρατηρούμε από τα σχήματα που το μαύρο χρώμα διαμορφώνει στην έκτασή τους. Ακόμη, όπως ήταν φυσικό τα μεγάλα πάρκα, οι δασικές και οι υδάτινες εκτάσεις είναι σε όλη την έκταση τους λευκές με μόνη εξαίρεση ίσως μικρά διάσπαρτα βοηθητικά κτίρια και εγκαταστάσεις. Διακρίνεται επίσης, πως στην ευρύτερη κεντρική ζώνη κυριαρχεί το μαύρο χρώμα, με την κορύφωση να παρατηρείται στα σημεία με έντονη εμπορική ή διοικητική λειτουργία, καθώς τα κτίρια αυτά καταλαμβάνουν συνήθως ολόκληρη τη περιοχή του οικοδομικού τετράγωνου. Αντιθέτως, το λευκό κυριαρχεί καθώς απομακρυνόμαστε από το ευρύτερο κέντρο, το οποίο ορίσαμε ως περιοχή μελέτης, όπου αρχίζουν οι προαστιακές περιοχές.

56


εικόνα 7 Τυπολογική Αποτύπωση της Φρανκφούρτης Aldo Rossi. Φαίνεται η ένοντονη διαφοροποίηση του ιστορικού και εμπορικού κέντρου από τους χώρους κατοικίας (Η αρχιτεκτονική της πόλης)

57








5.5 Κτιστή Μάζα

64

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην έρευνα επιχειρούμε να αναλύσουμε την μέση, συνήθη κατάσταση στην οποία οι μορφές της πόλης εκδηλώνονται. Για αυτόν τον λόγο θα αναζητήσουμε εδώ τις κυρίαρχες τυπολογίες καθώς όπως αναφέρει ο Rossi “μπορούμε να πούμε ότι ο τύπος είναι η ίδια η ιδέα της αρχιτεκτονικής. Αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην ουσία της, δηλαδή σ’ αυτό που, παρ’ όλες τις αλλαγές, επιβάλλεται πάντα στο συναίσθημα και στη λογική, ως βασική αρχή της αρχιτεκτονικής και της πόλης”. Η έννοια τύπος λοιπόν δεν ταυτίζεται με τη μορφή αυτή καθαυτή, αλλά αποτελεί το σύνολο των κανόνων εκείνων στο οποίο η μορφή αυτή μπορεί να αναχθεί. Μπορούμε, έτσι, να συμφωνήσουμε ότι οι μορφές που μας ενδιαφέρουν στην συγκεκριμένη κλίμακα αυτού του βήματος ανάλυσης, είναι αυτές ακριβώς που εκδηλώνονται εκεί όπου εντοπίζονται οι κυρίαρχες τυπολογίες της κάθε πόλης. Στο προηγούμενο βήμα εντοπίσαμε που αναπτύσσονται οι τυπολογίες αυτές και πως επηρεάζουν τη μορφή της πόλης στο σύνολο των χώρων κατοικίας. Επιλέγουμε ως εκ τούτου τέσσερα διαφορετικά σημεία των περιοχών αυτών, για κάθε πόλη, τα οποία φαίνεται πως διέπονται από τις κυρίαρχες τυπολογίες των οικοδομικών τετραγώνων (blocks). Θα χρησιμοποιήσουμε τον αγγλικό όρο block, καθώς ο όρος οικοδομικό τετράγωνο παραπέμπει σε τετραγωνικό σχήμα οργάνωσης, πληροφορία που μπορεί να προβεί ως παραπλανητική στην περιγραφή της μορφολογίας. Αρχικά τα σημεία που επιλέχθηκαν μεγεθύνονται, περνώντας στο επόμενο στάδιο εστίασης και στη συνέχεια αποτυπώνονται ογκοπλαστικά σε τρισδιάστατη μορφή. Οι απαραίτητες πληροφορίες για την ορθή αποτύπωση (ύψος, σχήμα, κτλ.) αποσπώνται μέσα από την παρατήρηση της τρισδιάστατης απεικόνισης της εφαρμογής Google Earth. Ήδη, σε αυτό το στάδιο εστίασης, μπορούμε να αντλήσουμε αρκετές πληροφορίες για την μορφολογία της κάθε πόλης, αναλύοντας τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των τμημάτων που αποτυπώθηκαν. Παρατηρούμε ότι στην Αθήνα για παράδειγμα ο ιστός σε αυτή τη κλίμακα οργανώνεται σε αυστηρό κάναβο δημιουργώντας σχετικά όμοια, τετραγωνικά και συνεκτικά blocks. Σε αντίθεση με τον αστικό της ιστό που στα προηγούμενα βήματα φαίνεται να εξαπλώνεται οργανικά δίχως κάποια ευρύτερη οργάνωση και ταξιθέτηση. Η Βουδαπέστη, παρομοίως, οργανώνεται σε ένα σχετικά τετραγωνικό κάναβο, κάτι που όμως φαίνεται ξεκάθαρα ήδη από τα προηγούμενα στάδια εστίασης. Τα blocks του Ρότερνταμ από την άλλη, είναι κατά κύριο λόγω ορθογωνικού και μακρόστενου σχήματος, ακολουθώντας όμως τις καμπύλες του, συχνά οργανικού, οδικού δικτύου που τα διατρέχει. Σημαντικές διαφορές παρουσιάζονται και ως προς το μέγεθος των blocks της κάθε πόλης. Για παρόμοιας έκτασης τμήματα όπως


αυτά που έχουν αποτυπωθεί, η Αθήνα έχει μέσο όρο 11 blocks, η Βουδαπέστη 3 και το Ρότερνταμ 5. Το μέγεθος των δρόμων που παρεμβάλλονται μεταξύ των blocks διαφέρει επίσης σημαντικά όπως και η αναλογία δομημένου-αδόμητου με την Βουδαπέστη και την Αθήνα να παρουσιάζονται ιδιαίτερα πιο πυκνοδομημένες απ’ ότι το Ρότερνταμ. Όσον αφορά την ογκοπλασία των τμημάτων υπό μελέτη, βλέπουμε πως η Αθήνα και η Βουδαπέστη, σχηματίζουν σχετικά ομοιόμορφα συνεκτικά χαλιά στο σύνολο τους, καθώς κάθε block καταλαμβάνει το μέγιστο ιδεατό στερεό που φαίνεται να παραμένει σχετικά αμετάβλητο από block σε block. Τα blocks στο Ρότερνταμ, αντιθέτως, φαίνεται να υπάγονται σε ένα γενικότερο σχέδιο καθώς περισσότερα από ένα, συνθέτουν μια μονάδα ευρύτερης κλίμακας η οποία δεν περιορίζεται στα όρια ενός μεμονωμένου block. Συνεπώς τα ύψη και το σχήμα των κτιρίων στο κάθε block μπορεί να ποικίλει από λίγους ορόφους σε πολυώροφους πύργους. Οι σημαντικότερες όμως παρατηρήσεις ως προς τη μορφολογία του σταδίου αυτού, συγκεντρώνονται στο αστικό μέτωπο που τα blocks της κάθε πόλης δημιουργούν. Στην Αθήνα και τη Βουδαπέστη, τα κτίρια των blocks οργανώνονται στην περίμετρο τους, σχηματίζοντας ένα αυστηρό και αδιαπέραστο μέτωπο, διαχωρίζοντας εμφανώς τον εξωτερικό δημόσιο χώρο από τον εσωτερικό ιδιωτικό. Στην περίπτωση της πρώτης ο εσωτερικός ιδιωτικός χώρος σχηματίζεται από την συνάθροιση των ακαλύπτων χώρων κάθε οικοπέδου σε ένα ενιαίο ακανόνιστο σχήμα. Στην περίπτωση της δεύτερης, ο ακάλυπτος χώρος δεν είναι ενιαίος, καθώς κάθε κτίριο περιβάλλει την δική του ιδιωτική αυλή. Στο Ρότερνταμ από την άλλη το αστικό μέτωπο αναπτύσσεται σε ποικίλους σχηματισμούς. Άλλοτε ακολουθεί το συμβατικό περιμετρικό σχήμα όπως και στην Αθήνα και άλλοτε υπάγεται σε πολυπλοκότερες δομές όπου το εσωτερικό εναλλάσσεται με το εξωτερικό μέτωπο. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως βλέπουμε στα παραδείγματα, δευτερεύοντες δρόμοι διεισδύουν στο εσωτερικό των blocks υπό διάφορους σχηματισμούς, προσδίδοντας στο εσωτερικό μέτωπο ιδιότητες εξωτερικού και αντίστροφα. Τέλος, εάν οι παραπάνω παρατηρήσεις για τα blocks συντελούν το υπόβαθρο υπό το οποίο οι τύποι του εκάστοτε αστικού ιστού αναπτύσσονται, τότε “επιβεβαιώνουμε ότι η τυπολογία είναι η ιδέα ενός στοιχείου που παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της μορφής και ότι αποτελεί μια σταθερά. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει αυτό, καθώς και την πραγματική αξία αυτού του ρόλου.”27 Για αυτό και προχωράμε στο επόμενο βήμα εστίασης, αναλύοντας μεμονωμένα blocks, για να δούμε ποιος ο ρόλος τους και τα τυπολογικά στοιχεία που συμβάλλουν στην συγκρότηση της μορφής της πόλης.

27  Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 42

65


66


67


68


69


70


71


72


73


74


75


76


77


5.6 Οικοδομικά Τετράγωνα (blocks)

78

Σε αυτό το βήμα οκτώ blocks για κάθε πόλη επιλέγονται και αποτυπώνονται λεπτομερώς, συμπληρώνοντας την ανάλυση του προηγούμενου βήματος. Η επιλογή γίνεται και πάλι μέσα από το πεδίο έρευνας που όρισαν οι νοητικοί χάρτες, ενώ για την αποτύπωση των λεπτομερειών χρησιμοποιείται η λειτουργία street view της εφαρμογής Google Maps. Το βήμα αυτό συμπληρώνει άμεσα το προηγούμενο καθώς όχι μόνο μπορούμε να επαληθεύσουμε τις παρατηρήσεις που προέκυψαν παραπάνω αλλά και να αναλύσουμε τα επιμέρους μορφολογικά στοιχεία που τις συνιστούν. Αρχικά, παρατηρούμε πως τα blocks στην Αθήνα παρόλου που σε γενικό πλαίσιο ακολουθούν το ιδεατό στερεό, παρουσιάζουν ασυνέχειες και αποκλίσεις μεταξύ των κτιρίων, όντας ιδιαίτερα κατακερματισμένο σε διαφορετικά οικόπεδα. Τα blocks της Βουδαπέστης χωρίζονται επίσης σε κτίρια με εμφανή όρια και συχνά διαφορετική αρχιτεκτονική, υπαγόμενα όμως και πάλι στο ιδεατό στερεό, με μικρές διαφορές να εντοπίζονται στο μέγιστο ύψος και στη μορφή της στέγης, ενώ εκείνα του Ρότερνταμ χαρακτηρίζονται από αυστηρή συνέχεια τόσο στην ογκοπλασία όσο και στα αρχιτεκτονικά στοιχεία, προσεγγίζοντας περισσότερο τη δομή ενός κτιρίου παρά ενός block. Όσο για το εσωτερικό των blocks, επαληθεύουμε τις παρατηρήσεις μας για τους σχετικά μικρούς και ακανόνιστους ακάλυπτους χώρους για την Αθήνα, τις ατομικές σε επίπεδο κτιρίων κεντρικές αυλές στη Βουδαπέστη και τους μεγάλους ακάλυπτους χώρους που συχνά ενοποιούνται με άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο εμφανή τρόπο με το εξωτερικό μέτωπο στο Ρότερνταμ. Όπως βλέπουμε στα παραδείγματα, στην Αθήνα και τη Βουδαπέστη οι εσωτερικοί αυτοί χώροι είναι αξιοσημείωτα μικροί καθώς η πυκνότητα δόμησης που τους περιβάλλει είναι πολύ υψηλή. Αντιθέτως, σε μερικές περιπτώσεις στο Ρότερνταμ, ο εσωτερικός χώρος είναι επαρκής ώστε να αναπτύσσονται ολόκληρα κτίρια στο εσωτερικό του block, διαλύοντας πια τα όρια εσωτερικού-εξωτερικού μετώπου. Στη συνέχεια, εστιάζουμε την προσοχή σε τυπολογικά χαρακτηριστικά των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων. Χαρακτηριστικό στοιχείο της Αθήνας αποτελεί η υποχώρηση των τελευταίων ορόφων διαδοχικά από το μέτωπο της πρόσοψης, ενώ διακρίνουμε την επικράτηση των μπαλκονιών, εκτεινόμενα συνήθως σε όλη τη περίμετρο του block. Παρατηρούνται και άλλα χαρακτηριστικά τυπολογικά στοιχεία που εμφανίζονται συχνά όπως οι πιλοτές και οι στοές που σχηματίζονται στο επίπεδο του ισογείου ή οι αρνητικές γωνίες στα άκρα του block. Παρ’ όλ’ αυτά, έντονες ασυνέχειες παρουσιάζονται συχνά σε αυτά τα δευτερεύοντα τυπολογικά στοιχεία. Στην Βουδαπέστη από την άλλη παρατηρούνται έντονα γλυπτικά στοιχεία που


συχνά προεξέχουν σημαντικά από την πρόσοψη, χωρίς όμως να διακόπτουν την συνέχεια του εξωτερικού μετώπου. Στους εσωτερικούς ακαλύπτους παρατηρούνται περιμετρικοί εξωτερικοί διάδρομοι που τους διατρέχουν σε όλο τους το μήκος. Στέγες με μεγάλη κλίση και συχνά πυργίσκους στα άκρα επικρατούν ως τυπολογία στέψης. Τα blocks του Ρότερνταμ χαρακτηρίζονται από μεγάλη αυστηρότητα και επαναληψιμότητα ως προς τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία, καθώς η τυπολογική ποικιλία φαίνεται να περιορίζεται στη γενικότερη ογκοπλασία όπως οι πύργοι στις γωνίες ή τα πορώδη μέτωπα που επιτρέπουν την εξωτερικοποίηση του εσωτερικού μετώπου, όπως παρατηρήθηκε στο προηγούμενο βήμα ανάλυσης. “Ο τύπος λοιπόν είναι σταθερός και αναγκαίος. Όσο για τα χαρακτηριστικά του, αυτά, αν και καθορισμένα, βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με την τεχνική, τη λειτουργία, το στυλ, καθώς και με το συλλογικό ή ατομικό χαρακτήρα του αρχιτεκτονικού συντελεστή”.28 Είδαμε, μέχρι τώρα, πως οι τύποι των τριών πόλεων διαμορφώνουν σε αρκετά γενικά πλαίσια, τη μορφολογία τους. Στο επόμενο βήμα θα αναζητήσουμε λοιπόν τα επιμέρους χαρακτηριστικά αλλά και τις εκφάνσεις αυτών των τυπολογικών στοιχείων.

28  Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991, σελ. 41

79


80


81


82


83


84


85


86


87


88


89


90


91


5.7 Αστικά Μορφήματα Στο βήμα αυτό, θα καταβληθεί η προσπάθεια για τον εντοπισμό και την περαιτέρω ανάλυση των επιμέρους μορφολογικών χαρακτηριστικών τα οποία διέπουν τις τυπολογίες των blocks που αποτυπώθηκαν και αναλύθηκαν παραπάνω. Ωστόσο, γίνεται φανερό εδώ, ότι όσο περισσότερο εστιάζουμε στο κτιστό περιβάλλον της πόλης, τόσο εντονότερος γίνεται ο προβληματισμός περί οριοθέτησης των επόμενων υποσυνόλων προς εξέταση και μελέτη, καθώς ο βαθμός λεπτομέρειας αυξάνεται δραματικά. Επίσης τα όρια της κλίμακας της πόλης και της αρχιτεκτονικής θολώνουν. Τα blocks του Ρότερνταμ για παράδειγμα, προσεγγίζουν πιο πολύ τη δομή ενός ενιαίου κτιρίου παρά ενός block αποτελούμενο από διαφορετικά και συνήθως ετερογενή κτίρια όπως στην Αθήνα και τη Βουδαπέστη. Ποια είναι λοιπόν η μονάδα εκείνη που θα διακρίνουμε ώστε να αναλύσουμε τη μορφολογία της πόλης στη κλίμακα αυτού του σταδίου εξέτασης; Και πώς η μονάδα αυτή θα μπορέσει να εφαρμοστεί στα blocks και των τριών πόλεων που διέπονται από τόσο διαφορετικά εγγενή χαρακτηριστικά; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, θα ανατρέξουμε λοιπόν και πάλι στις μεθόδους με τις οποίες η γλωσσολογία μελετά και αναλύει τη μορφολογία. Όπως είδαμε στο θεωρητικό υπόβαθρο, οι γλωσσολογικές προσεγγίσεις επικεντρώνονται στην αναζήτηση των γλωσσικών μορφημάτων και τις σχέσεις που αυτά αναπτύσσουν μεταξύ τους. Η αναγωγή, λοιπόν, της γλωσσολογικής προσέγγισης σε αστικό επίπεδο, θα οδηγούσε στη προσπάθεια εντοπισμού των αστικών μορφημάτων. Με τον όρο αστικό μόρφημα, θα εννοούμε το ελάχιστο συστατικό εκείνο στοιχείο που έχει ακόμα κάποιο νόημα ή λειτουργία ως προς το σύνολο της πόλης. Φυσικά η αναγωγή αυτή γίνεται με αφαιρετικό τρόπο, καθώς σκοπός της δεν είναι να αντικαταστήσει τις υπάρχουσες προσεγγίσεις των αστικών μελετητών, αλλά να τις συμπληρώσει και να μας παρέχει τα εργαλεία εκείνα ώστε να προχωρήσουμε στο τελευταίο αυτό βήμα μορφολογικής ανάλυσης της πόλης. Καθώς το εγχείρημα αυτό αποτελεί ένα από το βασικά σημεία της έρευνας μας, θα άξιζε λοιπόν, να το αναλύσουμε εκτενέστερα. Αρχίζοντας από το διάγραμμα του Kropf, το ελάχιστο μορφικό στοιχείο στη βάση της ιεραρχικής του διάταξης είναι τα υλικά που συντελούν το κτιστό περιβάλλον, έπειτα οι δομές που αυτά οργανώνονται και οικοδομούνται, ακολουθούν τα δωμάτια και οι λοιποί χώροι των κτιρίων και ούτω καθεξής. Παρουσιάζονται γρήγορα εδώ κάποια μειονεκτήματα σε αυτή τη προσέγγιση λόγω της αυστηρής οριοθέτησης των στοιχείων. Όπως αναφέρει ο Saussure, “η γλώσσα δεν παρουσιάζεται σαν ένα σύνολο σημείων οριοθετημένων από τα πριν, που θα αρκούσε να μελετήσει κανείς τις σημασίες τους και τον συνδυασμό τους. Είναι μια αδιαχώριστη μάζα, όπου μόνο η προσεκτικότητα και η οικειοποίηση θα 92


αποκαλύψουν τα ιδιαίτερα στοιχεία.”29 Θα πρέπει συνεπώς, να ορίσουμε τα αστικά μορφήματα με βάση την αξία τους, και όχι απαραίτητα ως τα ελάχιστα δομικά στοιχεία με οικοδομικούς και κατασκευαστικούς όρους παρότι αυτά αποτελούν ίσως τα πιο απτά, ορατά και κατανοητά στοιχεία στο σύνολο της μορφής της πόλης. “Να γιατί τελικά η έννοια της αξίας καλύπτει τις έννοιες της μονάδας, της συγκεκριμένης οντότητας και της πραγματικότητας.[...] Από πρακτική άποψη θα ήταν ενδιαφέρον να αρχίζαμε από τις μονάδες, να τις καθορίζαμε και να λογαριάζαμε την διαφορετικότητα τους ταξινομώντας τες. Θα έπρεπε να ερευνήσουμε πάνω σε τι στηρίζεται η διαίρεση αυτή και παρ’ όλη τη δυσκολία που έχουμε να ορίσουμε μια μονάδα, αυτή αποτελεί κάτι το κεντρικό μέσα στο μηχανισμό της γλώσσας. [...] Εντούτοις, παρ’ όλη τη κεφαλαιώδη σημασία των μονάδων, πρέπει να προτιμήσουμε να πλησιάσουμε το πρόβλημα από τη πλευρά της αξίας, γιατί, κατά τη γνώμη μου, η αξία αποτελεί την πρωταρχική πλευρά του.”30 O Saussure, όπως εμμέσως και ο Rossi με τον όρο των αστικών συντελεστών, αλλά και o Alexander με την ευελιξία ως προς τον ορισμό των υποσυστημάτων στοιχείων προς ανάλυση της πόλης, αναδεικνύουν την έννοια της αξίας ως προς την οριοθέτηση των συνόλων προς εξέταση και μελέτη. Για να οριοθετήσουμε όμως τα αστικά μορφήματα με γνώμονα την αξία τους ως προς την έρευνα μας, θα πρέπει να επανέλθουμε στο βασικό αντικείμενο αυτής. Τελικός σκοπός είναι η διερεύνηση της εικόνας της πόλης όπως ορίστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, μέσω της μελέτης και αποσαφήνισης της μορφολογίας στην οποία αυτή κάθε φορά, παρουσιάζεται. Έτσι, θα προσπαθήσουμε να θέσουμε τα όρια των αστικών μορφημάτων ως προς την αξία που έχουν στο σύνολο της εικόνας της πόλης. Επαναφέροντας τον όρο των αστικών συντελεστών του Rossi, ψάχνουμε δηλαδή το ελάχιστο εκείνο μορφικό στοιχείο, το οποίο εκδηλώνει έναν εν δυνάμει αστικό συντελεστή. Ας αναλύσουμε εδώ, ένα παράδειγμα στη βάση μιας ιεραρχικής λογικής όπως το διάγραμμα του Kropf. Έτσι, η διακοσμητική λεπτομέρεια ενός κιγκλιδώματος, αναδεικνύεται σαν μια πιθανή ελάχιστη μορφική μονάδα, ένα αστικό μόρφημα. Ας αναλύσουμε τώρα τη λεπτομέρεια αυτή ως προς την αξία της ως προς την εικόνα της πόλης. Με βάση τα τρία συστατικά μέρη της εικόνας, μια αξιόλογη μονάδα προς ανάλυση θα πρέπει να φέρει κάποια αξία ως προς την ταυτότητα, τη δομή και τη σημασία. Η λεπτομέρεια του κιγκλιδώματος έχει σίγουρα κάποια δομή αν και περιορισμένη καθώς αποτελεί την πρώτη ύλη. Διέπεται ακόμη από μια συγκεκριμένη αισθητική, άρα αποτελεί μια αναγνωρίσιμη μονάδα, οπότε συμβάλει σε ένα βαθμό στη διαμόρφωση του 29  Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistic, Philosophical Library, 1959, σελ. 103 30  Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistic, Philosophical Library, 1959, σελ. 111

93


94

χαρακτήρα της πόλης. Η σημασία της όμως είναι ιδιαίτερα μικρή καθώς ο παρατηρητής δεν θα μπορούσε να την ερμηνεύσει ως κάτι παραπάνω από ένα μικρό διακοσμητικό στοιχείο, χαμένο στο σύνολο του κιγκλιδώματος. Ένα παράθυρο από την άλλη, μπορεί να φέρει μεγάλη σημασία και είναι ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την αποκάλυψη ή όχι του περιεχομένου πίσω από αυτό. Επίσης έχει μια συγκεκριμένη και αναγνωρίσιμη δομή μεταξύ των στοιχείων του. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν συμβάλλει ιδιαίτερα στη ταυτότητα της πόλης, καθώς από μόνο του αποτελεί ένα αδιάφορο και κατά κύριο λόγο διαφανές υλικό στοιχείο, που μπορεί να καθοριστεί μόνο με βάση τα στοιχεία που το περιβάλλουν και τις χωρικές σχέσεις που άμεσα προκύπτουν με αυτά. Βέβαια, οι παραπάνω συσχετισμοί και αναλύσεις δεν θα ήταν επαρκείς για να ορίσουν με ασφάλεια το όρια ενός αστικού μορφήματος, καθώς αυτά παραμένουν θολά και συγχρόνως επιδέχονται αμέτρητους διαφορετικούς προσδιορισμούς και ερμηνείες. Για το λόγο αυτό, δεν θα αναλωθούμε άλλο στον ακριβή προσδιορισμό των αστικών μορφημάτων, που μια ιεραρχική λογική ταξινόμησης επιβάλει. Αντιθέτως, θα συγκροτήσουμε τα ελάχιστα εκείνα αστικά θραύσματα, αποσπώντας ευρύτερα τμήματα της κτιστής μάζας και η οριοθέτηση των οποίων προκύπτει από την αναζήτηση ενός ικανού μεγέθους ώστε να φέρουν σημαντική αξία, τόσο ως προς τα τρία συστατικά μέρη της εικόνας της πόλης, όσο και ως προς την ικανότητα τους να αποτελέσουν συγκρίσιμες μονάδες τόσο μεταξύ τους όσο και ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές πόλεις. Με άλλα λόγια, τα θραύσματα εκείνα του αστικού συνόλου, που θα αποτελούσαν την ελάχιστη μονάδα στο μέγεθος της εικονοποίησης όπως όρισε ο Lynch και που συγχρόνως παρουσιάζουν ένα αξιόλογο υλικό μελέτης ως προς την έρευνα αυτή αναδεικνύοντας τις διακριτές διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στις τρεις πόλεις που συγκρατούν το χαρακτήρα του κάθε τόπου. Για να προχωρήσουμε στον εντοπισμό και την οριοθέτηση των αστικών θραυσμάτων, θα εισαχθεί ένα ακόμη ερευνητικό εργαλείο, αυτό της περιπλάνησης στις τρεις πόλεις, που έχει συντελέσει άλλωστε την έμπνευση και την αφετηρία της εν λόγω έρευνας. Η περιπλάνηση, αρχικά με τη μορφή εξερεύνησης είναι τυχαία, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο σκοπό, παρά μόνο για την διαισθητική ανάγνωση της εκάστοτε πόλης. Υπό τη μεθοδολογική προσέγγιση όμως η περιπλάνηση θα πάρει τη μορφή διαδρομών με συγκεκριμένο στόχο και σε ένα ορισμένο αστικό πεδίο. Οι διαδρομές που θα πραγματοποιηθούν λοιπόν, είναι μερικώς αυθόρμητες, καθώς γνωρίζουμε όμως από πριν το πεδίο που θα εξελιχθούν. Σκοπός των διαδρομών αυτών θα είναι ο εντοπισμός και η συλλογή των αστικών θραυσμάτων για τη μορφολογική ανάλυση που θα ακολουθήσει στο βήμα αυτό. Το πεδίο που εκτυλίσσονται συμπίπτει με το πεδίο έρευνας που τέθηκε ήδη από τους νοητικούς χάρτες, διασταυρώνοντας για άλλη μια φορά την εγκυρότητά του. Ακόμη, καθώς εκτείνονται σε όσο το δυνατόν


μεγαλύτερο μέρος του, διασχίζοντας διαφορετικές συνοικίες και αστικά περιβάλλοντα, η δειγματοληψία γίνεται πλουσιότερη αλλά και ακριβέστερη. Τέλος, οι διαδρομές θα καταγράφονται και θα αρχειοθετούνται. Καθώς η έρευνα ξεκίνησε αφού το υποκείμενο είχε ήδη αποχωρήσει από την Βουδαπέστη, η φυσική παρουσία του δεν ήταν δυνατή. Ως αποτέλεσμα, οι διαδρομές εκεί θα είναι αποσπασματικές, βασισμένες στη μνήμη και την εμπειρία του υποκειμένου και συμπληρώνοντας ή διασταυρώνοντας με τη χρήση του Street View του Google Maps.

95


5

4


1

2

3


5

2

4


3

1


4

5


1

2

3








Για τη συλλογή υλικού επιλέγεται το εργαλείο της φωτογράφισης καθώς είναι γρήγορο και άμεσο αλλά και επιτρέπει τη συγκέντρωση μεγάλου όγκου πληροφοριών. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδρομών, διαφορετικά στιγμιότυπα του κτιστού περιβάλλοντος, φωτογραφίζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η γωνία και η εστίαση των φωτογραφιών καθώς και η απόσταση φωτογράφισης, κρατούνται όσο γίνεται σταθερές σε όλη τη διάρκεια των διαδρομών αλλά και από πόλη σε πόλη, ώστε να γίνει η σωστή αρχειοθέτηση και μετέπειτα συμπαράθεση, σύγκριση και ανάλυση. Η επιλογή των σημείων που φωτογραφίζονται είναι αυθόρμητη, επικεντρώνεται όμως πάντα σε κτίρια και μορφές τα οποία υπάγονται στις κυρίαρχες τυπολογίες που αναλύθηκαν προηγουμένως. Στην περίπτωση της Βουδαπέστης, χρησιμοποιούνται είτε φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο είτε στιγμιότυπα τραβηγμένα από το Street View του Google Maps. Αφού όλες οι φωτογραφίες συγκεντρωθούν και παρατεθούν, εξετάζεται ποια από τα στοιχεία και χαρακτηριστικά εμφανίζονται πιο συχνά. Έπειτα, από τις φωτογραφίες των επαναλαμβανόμενων αυτών στοιχείων, αποσπώνται οι κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να αποτυπώσουμε και να αναπαραστήσουμε τα αστικά θραύσματα προς ανάλυση. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη προηγούμενη παράγραφο, τα αστικά θραύσματα που προκύπτουν αποτελούν σύνολα ενός ή περισσότερων αστικών μορφημάτων αλλά παραμένουν οι ελάχιστες μονάδες με βάση τα κριτήρια που τέθηκαν. Αυτά δεν αποτελούν το σύνολο όλου του υλικού που συλλέχτηκε κατά τις περιπλανήσεις και καταγραφές, αλλά μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα που παρουσιάστηκαν περισσότερες από μια φορές και ως εκ τούτου αποτελούν τυπικά στοιχεία του εκάστοτε κτιστού περιβάλλοντος. Παρακάτω, παρουσιάζονται όλα από τα 48 αστικά θραύσματα που δημιουργήθηκαν για τη κάθε πόλη. Τα θραύσματα παρατίθενται στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ανεξάρτητα από το μέγεθος, τον όροφο ή το μέτωπο (εσωτερικό-εξωτερικό), αλλά με την σειρά που αποσπάστηκαν από την συγκεχυμένη εικόνα των περιπλανήσεων όπου τα διάφορα στοιχεία εντυπώνονται στη μνήμη του υποκειμένου δίχως να ταξινομούνται.

108


109


110


111


112


113


114


115


116


117


118


119


120


121


122


123


124


125


126


127


128


129


130


131


132


133


Από την παράθεση και σύγκριση των αστικών θραυσμάτων προκύπτει ένα σύνολο παρατηρήσεων το οποίο συμπληρώνει και επεκτείνει για άλλη μια φορά το προηγούμενο βήμα εστίασης. Παρατηρούμε λοιπόν γρήγορα, ότι τα μπαλκόνια είναι κύριο στοιχείο στα αθηναϊκά αστικά θραύσματα, συνήθως σε όλο τους το μήκος. Ακόμη, τα παράθυρα είναι συνήθως στενά αλλά ψηλά επιτρέποντας την πρόσβαση στο μπαλκόνι και σε μεγάλο βαθμό τυποποιημένα καθώς παραμένουν τα ίδια από το ένα θραύσμα στο άλλο. Τα διακοσμητικά στοιχεία είναι σπάνια με εξαίρεση κάποια περίτεχνα κιγκλιδώματα και φυσικά τη γλυπτική μορφή μερικών μπαλκονιών στο σύνολο τους. Μεγάλα ανοίγματα σημειώνονται στο επιπεδο του ισογείου, μερικές φορές υποχωρώντας από την πρόσοψη, δημιουργώντας στοές με άλλοτε πιο αραιά και άλλοτε πιο πυκνά υποστυλώματα. Στην Βουδαπέστη, τα διακοσμητικά στοιχεία επικρατούν τόσο σε αυτά που προεξέχουν ελαφρώς στο σύνολο της πρόσοψης όσο και σε εκείνα που αναπτύσσονται γύρω από τα ανοίγματα. Τα παράθυρα ποικίλουν ως προς το σχήμα καθώς και τις διαστάσεις, ακολουθώντας το αρχιτεκτονικό ύφος του κτιρίου. Συχνά, ολόκληρα τμήματα της πρόσοψης προεξέχουν υπό διάφορους, άλλοτε καμπύλους και άλλοτε ορθογωνικούς, σχηματισμούς. Οι εξωτερικοί διάδρομοι εκτείνονται συνήθως σε όλο το μήκος της εσωτερικής πρόσοψης, ενώ άλλοτε εμφανίζονται πλατύτεροι με τη μορφή στοάς. Κάποια μικρότερα μπαλκόνια συναντιούνται συχνά, συνήθως στο μήκος του παραθύρου που συνοδεύουν με έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα και περιορισμένο πλάτος. Στο Ρότερνταμ, γίνεται εμφανής η επικράτηση των μεγάλων ανοιγμάτων και γυάλινων επιφανειών. Τα μεγάλα αυτά παράθυρα τοποθετούνται μάλιστα στο πρόσωπο του τοίχου δημιουργώντας μια εντελώς επίπεδη επιφάνεια στο σύνολο της πρόσοψης. Η τυποποίηση είναι υψηλή, παρουσιάζονται όμως συγχρόνως, αρκετά ιδιαίτερα θραύσματα ανόμοια με τα υπόλοιπα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, το Ρότερνταμ παρουσιάζει μια ιδιαίτερα υψηλή ποικιλία τόσο ως προς τα αρχιτεκτονικά στοιχεία όσο και ως προς τις τυπολογίες που αυτά οργανώνονται. Έτσι, συναντάμε συχνά θραύσματα με ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά, όπως διπλό κέλυφος, εξωτερικούς διαδρόμους, τεράστια ανοίγματα που εκτείνονται σε δύο ορόφους ή περίκλειστα μπαλκόνια μεγάλου πλάτους (winter garden). Τα θραύσματα αυτά αν και δεν επαναλαμβάνονται ίσως αρκετά συχνά ώστε να αποτελούν τυπικά, αλλά ακριβώς η ίδια η ποικιλία που τα διέπει τα χαρακτηρίζει ως τέτοια, καθώς αυτή αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του Ρότερνταμ.

134


135


6. Διερεύνηση της Εικόνας

6.1 Κατοίκηση των θραυσμάτων Αναλύσαμε παραπάνω μέσα από μια σειρά βημάτων διαδοχικής εστίασης, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τις μονάδες που τα συντελούν για καθεμία από τις τρεις πόλεις. Θα εξετάσουμε λοιπόν τώρα μέσα από μια αντίστροφη διαδικασία όσον αφορά τη διαδοχική εστίαση, πως αυτά επηρεάζουν και διαμορφώνουν την εικόνα της πόλης- τον χαρακτήρα του τόπου. Συνεπώς, το πρώτο στάδιο μελέτης στην ανάλυση του χαρακτήρα, ξεκινάει από το τελευταίο στάδιο της προηγούμενης φάσης της διαδικασίας ανάλυσης της μορφής, που δεν είναι άλλο από τα αστικά θραύσματα που ορίσαμε και αποτυπώσαμε προηγουμένως. Είδαμε πως σύμφωνα με τις θεωρίες του Alexander, ένα υποσύνολο στοιχείων, όπως τα θραύσματα που επιλέξαμε για ανάλυση, αποτελεί μια αστική μονάδα όχι μόνο λόγω της συνεκτικότητας ανάμεσα στα στοιχεία της αλλά και όταν παράλληλα, εξυπηρετεί κάποιο σύστημα. Προκειμένου να εξετάσουμε τα θραύσματα μας ως συστήματα που υπάγονται με τη σειρά τους στο συνολικό σύστημα της πόλης, ή αλλιώς, πως τα σταθερά χωρικά στοιχεία των θραυσμάτων συνδυάζονται με τα κινητά δυναμικά στοιχεία, θα εξετάσουμε πως αυτά κατοικούνται. Ο Norberg-Schulz, αφού ορίσει την κατοίκηση σαν κάτι βαθύτερο από την απλή έννοια της στέγασης, χαρακτηριστικά αναφέρει πως “ο τόπος είναι η συγκεκριμένη εκδήλωση της κατοίκησης του ανθρώπου, και η ταυτότητα του εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την αίσθηση ότι ανήκει σε κάποιον τόπο”. “Ως ποιοτικά σύνολα με σύνθετη φύση, οι τόποι δεν μπορούν να περιγραφούν με αναλυτικές, επιστημονικές έννοιες. Η βασική αρχή της επιστήμης είναι ότι προβαίνει σε μια αφαίρεση από το δεδομένο για να οδηγηθεί στην ουδέτερη, αντικειμενική γνώση. Εκείνο που χάνεται, όμως, είναι ο καθημερινός κόσμος της ζωής, που θα όφειλε να αποτελεί την κύρια έγνοια των ανθρώπων γενικά, και των αρχιτεκτόνων και των πολεοδόμων ειδικότερα”.31 Έτσι, αφότου η μέχρι τώρα ανάλυση

136

31  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci: το πνεύμα του τόπου: για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 9


μας ακολούθησε την επιστημονική προσέγγιση, θα επιχειρήσουμε τώρα μέσω της κατοίκησης των θραυσμάτων μας να ανακτήσουμε, έστω μερικές, από την πτυχές εκείνες του καθημερινού κόσμου. Επιλέγουμε λοιπόν, κάποια από τα πιο αντιπροσωπευτικά θραύσματα για την κάθε πόλη και έπειτα τα “κατοικούμε”. Πρόκειται για την λεπτομερή αποτύπωση της τελικής τους εικόνας, όπως αυτή έγινε αντιληπτή από το υποκείμενο. Βασίζεται, επομένως, στο συνδυασμό τόσο των φωτογραφιών που συλλέχθηκαν στο προηγούμενο βήμα, όσο και στα εμπειρικά δεδομένα μιας συνολικότερης αίσθησης όπως αναπτύχθηκε κατά τη διαμονή μου στην κάθε πόλη. Αποτυπώνονται έτσι σε αυτά, πέρα από κάποιες επιπρόσθετες δομικές λεπτομέρειες όπως υλικά και διακοσμητικά στοιχεία, το σύνολο των πραγμάτων που περιλαμβάνουν. Τα πράγματα που έχουν φτιάξει ή ποιήσει οι άνθρωποι, μπορεί να ενεργούν ως εσωτερικές εστίες, και τονίζουν τη συλλεκτική και τη συλλογική λειτουργία της εγκατάστασης, όπως επισημαίνει ο Norberg-Schulz. Το σύνολο των πραγμάτων που αποτυπώνεται, αποτελείται τόσο από τα πράγματα που βρίσκονται σε άμεση χωρική σχέση με τα μορφικά στοιχεία του θραύσματος, όσο και από εκείνα που αποκαλύπτονται, πίσω από τα ανοίγματά τους. Προβάλλεται έτσι εδώ, η σημασία του ορίου ανάμεσα στο εσωτερικό και εξωτερικό, που αποτελεί μία από τις πρωταρχικές θεωρήσεις του πραγματικού χώρου, υπονοώντας ότι οι χώροι, σε διάφορους βαθμούς, εκτείνονται αλλά και περικλείουν μέσω της οριοθέτησης. Ο Norberg-Schulz, αναφέρει: “συνήθως, ο χαρακτήρας μιας οικογένειας κτιρίων που συνιστούν έναν τόπο είναι συμπυκνωμένος σε κάποια χαρακτηριστικά μοτίβα, τα οποία γίνονται αντιληπτά κυρίως μέσα από το σύνολο των ανοιγμάτων τους. Και καθώς αυτά εμφανίζονται ακριβώς στο όριο, μπορούμε να πούμε ότι σε αυτό, ο χαρακτήρας και ο χώρος σμίγουν, συμφωνώντας έτσι με τον Venturi, ο οποίος ορίζει την αρχιτεκτονική ως τον τοίχο μεταξύ του μέσα και του έξω”.32

32  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci: το πνεύμα του τόπου: για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 18

137


138


139


140


141


142


143


144


145


146


147


148


149


150


151


152


153


154


155


156


157


158


159


160


161


162

Στην περίπτωση της Αθήνας, με την επικράτηση του μπαλκονιού ως μορφικού στοιχείου σε όλο το μήκος του θραύσματος, δημιουργείται μια σημαντική μεταβατική ζώνη μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού. Στη ζώνη αυτή, μπορεί να συναντήσουμε μια τεράστια ποικιλία πραγμάτων, αντικειμένων αλλά και μηχανισμών. Η πληρότητά του, μπορεί να διαφέρει από εντελώς άδειο εώς ασφυκτικά γεμάτο. Η φύση των πραγμάτων που συλλέγονται σε αυτό, από την άλλη, εκτείνεται από εκείνη του αποθηκευτικού χώρου ή κάποιων μηχανολογικών εγκαταστάσεων, εώς την διαμόρφωση ενός κατάφυτου καθιστικού χώρου ή τραπεζαρίας, αλλά και όλων των πιθανών συνδυασμών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επικρατεί ένας ήπιος συνδυασμός των παραπάνω, ενώ συχνά προστίθεται μια ρυθμιζόμενη τέντα σκίασης, εντείνοντας τον μεταβατικό χαρακτήρα του χώρου ανάλογα της τοποθέτησης της. Ένα παρόμοιο φαινόμενο, παρατηρείται και στις στοές που σχηματίζονται συνήθως, μπροστά από κάποια εμπορική λειτουργία, και συνεπώς η φύση των πραγμάτων που συγκεντρώνονται εκεί ακολουθεί τη λειτουργία αυτή. Όταν διαμορφώνεται χώρος πιλοτής από την άλλη, καταλαμβάνεται κατά κύριο λόγο από τα οχήματα που σταθμεύουν σε αυτή. Τα παράθυρα στην Αθήνα, έρχονται κατ’ επέκταση, σε δεύτερη θέαση, καθώς βρίσκονται πίσω από τα μπαλκόνια που κυριαρχούν. Σε πολλές περιπτώσεις, αποκόπτονται από την κοινή θέα εντελώς, όταν για παράδειγμα η τέντα σκίασης βρίσκεται στη χαμηλότερη θέση ή το μπαλκόνι είναι πλήρες αντικειμένων. Τα παράθυρα αποκρύπτονται επίσης, στις περιπτώσεις όπου η προέκταση της πλάκας του μπαλκονιού αυξάνεται σημαντικά έμπροσθεν των παραθύρων, με αποτέλεσμα να εμποδίζει την προβολή τους. Παράλληλα, στις περιπτώσεις αυτές, αυξάνεται σημαντικά το πλάτος της ζώνης μετάβασης και κατ’ ακολουθία η φύση του μεταβατικού της χαρακτήρα. Στην Βουδαπέστη, η αρχιτεκτονική των θραυσμάτων διαφέρει σημαντικά, το ίδιο και ο βαθμός εκδήλωσης των στοιχείων κατοίκησης τους. Όπως αναλύσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα έντονα γλυπτικά διακοσμητικά στοιχεία κυριαρχούν στην έκταση των θραυσμάτων μας ή ακόμα ολόκληρο το θραύσμα ακολουθεί την τρισδιάστατη μορφή κάποιας γλυπτικής χειρονομίας στο σύνολο της πρόσοψης. Συγχρόνως, οι τοίχοι που συγκροτούν τα θραύσματά μας, είναι ιδιαίτερα πλατείς, εντείνοντας σε συνάρτηση με τη γλυπτική διαμόρφωσή τους, την δομική τους κυριαρχία από τη μία και απομακρύνοντας το εσωτερικό από τη δημόσια θέαση, από την άλλη. Ακόμη, τα ανοίγματα βρίσκονται σε μεγάλες αποστάσεις τόσο κατά μήκος όσο και καθ΄ύψος, συμβάλλοντας στη συμπαγή όψη του συνόλου του αστικού θραύσματος. Στις περιπτώσεις όπου στο μήκος των θραυσμάτων εκτείνεται εξωτερικός διάδρομος, οι συνθήκες κατοίκησης παρομοιάζονται σε ένα βαθμό με εκείνες της Αθήνας. Ασφαλώς, η συγκέντρωση πραγμάτων είναι αρκετά χαμηλότερη, καθώς σε αυτούς διεξάγεται ακόμα η κυκλοφορία από και προς τα διαμερίσματα του κτιρίου. Συναντάμε όμως και


εδώ, μικρά καθιστικά, φυτά και αντικείμενα που αποθηκεύονται προσωρινά, ενώ στις σπάνιες περιπτώσεις που το πλάτος του διαδρόμου διπλασιάζεται με τη μορφή στοάς, η συγκέντρωση πραγμάτων πολλαπλασιάζεται. Τέλος, στο Ρότερνταμ, παρατηρούμε αμέσως την αξιοσημείωτη διαφάνεια που επικρατεί στις όψεις των θραυσμάτων. Τα μεγάλα σε μήκος αλλά και ύψος παράθυρα, αποκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό το εσωτερικό. Μπαλκόνια ή άλλα δομικά στοιχεία που μεσολαβούν μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, αναπτύσσονται πάντα σε περιορισμένη έκταση του θραύσματος και συνήθως σε μικρό πλάτος, αν και γενικότερα σπανίζουν. Τα θραύσματα που δεν υπάγονται στα τυπικά όπως αυτά που αποτυπώθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, χαρακτηρίζονται επίσης από υψηλή διαφάνεια ενώ συχνά την επαυξάνουν. Παρατηρούμε, λοιπόν ότι το όριο εσωτερικού και εξωτερικού τείνει να εξαλειφθεί. Φυσικά η αμεσότητα με την οποία αντιλαμβανόμαστε το εσωτερικό δεν είναι η ίδια με τα αντικείμενα ενός μπαλκονιού της Αθήνας για παράδειγμα, καθώς εξακολουθεί να παρεμβάλλεται μια επιφάνεια γυαλιού υπενθυμίζοντας μας την εσωτερική φύση. Η επιφάνεια γυαλιού προσδίδει συγχρόνως μια αίσθηση βιτρίνας, όπου το εσωτερικό εκτίθεται προς το εξωτερικό. Μια αίσθηση που ενισχύεται παρατηρώντας την προσεκτική τοποθέτηση των πραγμάτων τα οποία συλλέγονται στο εσωτερικό και παρατίθενται στην οριακή συνθήκη, ακριβώς πίσω από το γυαλί, σαν μια δήλωση από τη μεριά του κατοίκου. Αξιοσημείωτη περίπτωση, αποτελεί το παράδειγμα του θραύσματος με το γυάλινο winter garden, το οποίο προεξέχει σημαντικά από το όριο του τοίχου και καθώς αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από γυαλί, επιτρέπει την πλήρη έκθεση των πραγμάτων που συλλέγονται σε αυτό. Συνοψίζοντας εδώ, είδαμε πως τα θραύσματα αποτελούν μονάδες με την πλήρη σημασία του όρου όπως τέθηκε από τον Alexander. Όλα τα παραπάνω θραύσματα φαίνεται να συγκροτούν, αν και σε διαφορετικό βαθμό για κάθε πόλη, ολοκληρωμένα υποσυστήματα από τη σκοπιά της κατοίκησης. Ως εκ τούτου, η σημασία τους εκτείνεται πέρα από το δομικό και χωρικό χαρακτήρα, στη συμβολή και διαμόρφωση του συνολικού αστικού συστήματος. Φαίνεται ακόμη, ο θεμελιακός τους χαρακτήρας ως προς το σύνολο της εικόνας της πόλης μέσω των ξεχωριστών και ευδιάκριτων χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν, σημειώνοντας έναν υψηλό βαθμό τόσο απεικονισημότητας όσο και χαρακτήρα.

163


6.2 Ιδιωτικό - Δημόσιο Μέσω της μελέτης των αστικών θραυσμάτων του προηγούμενου σταδίου εστίασης, εξετάσαμε ουσιαστικά τη σχέση εσωτερικού-εξωτερικού, διαχωρίζοντας τον περίκλειστο χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η κατοίκηση από το εξωτερικό περιβάλλον γύρω του. Τώρα, καθώς περνάμε στην επόμενη κλίμακα που εστιάζει κυρίως στα blocks, η σχέση εσωτερικού-εξωτερικού αποκτά το χαρακτήρα ιδιωτικού-δημόσιου, ανταποκρινόμενη στο αντίστοιχο μέγεθος της κλίμακας ανάλυσης. Όπως η μελέτη της σχέσης εσωτερικού-εξωτερικού επικεντρώθηκε στην ανάλυση του ορίου που σχηματίζεται ανάμεσα τους, έτσι και εδώ θα μελετήσουμε το όριο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Άλλωστε ο Norberg-Schulz επισημαίνει ότι, ο χαρακτήρας της πόλης καθορίζεται από το πως οργανώνονται οι περίκλειστοι χώροι που με τη σειρά τους διαμορφώνουν τους ανοιχτούς χώρους γύρω τους. Και “το πως του περίκλειστου χώρου εξαρτάται από τις συγκεκριμένες ιδιότητες των ορίων καθώς τα όρια καθορίζουν το βαθμό κλειστότητας, αλλά και την διεύθυνση του χώρου, που αποτελούν δύο όψεις του αυτού φαινομένου”.33 Το όριο μεταξύ δημόσιου-ιδιωτικού, είναι πιο πολύπλοκο στον ορισμό του από εκείνο του εσωτερικού-εξωτερικού. Χαρακτηρίζεται συχνά από ποικίλες διαβαθμίσεις μεταξύ των δύο ακραίων συνθηκών και συγχρόνως από μεταβολές και ασάφειες. Προκειμένου να καθορίσουμε αλλά και να εντοπίσουμε τα όρια αυτά με ασφάλεια, θα αναπτύξουμε διαγράμματα τα οποία υποδεικνύουν τον βαθμό προσβασιμότητας του υποκειμένου όπως διαπιστώθηκε κατά τη διαμονή και περιήγηση στις τρεις πόλεις. Φυσικά, ο βαθμός προσβασιμότητας δεν είναι επαρκής για να περιγράψει τις συνθήκες ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο, αλλά σίγουρα τα σημεία όπου παρουσιάζονται οι διαβαθμίσεις και οι μεταβολές του, συμπίπτουν ή τέλος πάντων προσδίδουν σε μεγάλο βαθμό τα όρια που αναζητούμε. Στα διαγράμματα που ακολουθούν, τρία χαρακτηριστικά δείγματα που επισκέφθηκε το υποκείμενο της έρευνας, εξετάζονται για κάθε πόλη. Αριστερά παρατίθενται δορυφορικές εικόνες των blocks, ενώ αριστερά ο βαθμός προσβασιμότητας. Με λευκό συμβολίζεται η κτιστή μάζα, την οποία θεωρούμε στη φάση αυτή, πλήρως ιδιωτικό χώρο. Με το χρώμα δηλώνεται ο βαθμός προσβασιμότητας, έτσι όσο αυτό σκουραίνει, τόσο μειώνεται ο βαθμός προσβασιμότητας, ενώ στην πιο ανοιχτή του απόχρωση συμβολίζει τον εξωτερικό δημόσιο χώρο όπου θεωρούμε ότι έχουμε πλήρη φυσική πρόσβαση. Παρατηρούμε, ότι στην Αθήνα, η πρόσβαση στους ακάλυπτους χώρους στο εσωτερικό των blocks είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Στην

164

33  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci: το πνεύμα του τόπου: για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 69


πραγματικότητα, η πρόσβαση εκεί μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω των κτιρίων που απαρτίζουν το block, αλλά ακόμη και τότε δεν εγγυάται καθώς δεν υπάρχει πάντα δίοδος που να οδηγεί εκεί. Συναντάμε ακόμη, κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου μία οδός εισέρχεται από την περίμετρο και καταλήγει στο κέντρο του block. Εάν λοιπόν βρεθούμε στο κέντρο, κάποιοι από τους ακάλυπτους χώρους φανερώνονται τμηματικά, ενώ η φυσική πρόσβαση εξακολουθεί να εμποδίζεται λόγω της παρουσίας τοιχίων. Τοιχία, φράχτες και άλλα εμπόδια τμηματοποιούν επίσης και το σύνολο του ακαλύπτου, αντιστοιχίζοντας το στα διαφορετικά κτίρια που τον περιβάλλουν. Στην Βουδαπέστη, όπως έχουμε ήδη αναφέρει επικρατεί η τυπολογία της εσωτερικής περίκλειστης αυλής (courtyard) που αναπτύσσεται στη πλειοψηφία των κτιρίων που συγκροτούν ένα block. Καθώς οι εσωτερικές αυλές είναι αρκετά περιορισμένες σε έκταση και τα κτίρια υψώνονται σημαντικά στην περίμετρο τους, το πάτημα τους δεν είναι ορατό στα διαγράμματα και γι’ αυτό συμβολίζεται με διακεκομμένη γραμμή το ίχνος τους. Η πρόσβαση σε αυτές, όπως και στην Αθήνα, πραγματοποιείται μέσα από τα κτίρια στα οποία αντιστοιχούν. Σε αντίθεση όμως με την περίπτωση της Αθήνας, το φτάσιμο σε αυτές είναι δεδομένο αφότου επιτευχθεί η προσχώρηση στο κτίριο, ενώ συχνά η δίοδος είναι ανεμπόδιστη. Σε περιπτώσεις όπου τα κτίρια δεν καταλαμβάνουν όλη τη περίμετρο της αυλής, αφήνοντας μια ή περισσότερες πλευρές ελεύθερες, τότε οι αυλές συνενώνονται. Στο Ρότερνταμ, παρουσιάζονται οι περισσότερες διαβαθμίσεις ως προς την προσβασιμότητα. Όταν η περίμετρός του καταλαμβάνεται στο σύνολο της, τότε η πρόσβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη στα ισόγεια διαμερίσματα γύρω του. Όταν πάλι, τα blocks αφήνουν ανοιχτά μέτωπα σε διάφορα σημεία στην περίμετρό τους, τότε η προσβασιμότητα ποικίλει, αλλά συγκεντρώνεται σε δύο βασικές υποπεριπτώσεις. Στην πρώτη, η φυσική ροή διακόπτεται με κάποια περίφραξη, επιτρέποντας όμως την οπτική συνέχεια. Στην δεύτερη, το άνοιγμα είναι εντελώς ελεύθερο, επιτρέποντας την πλήρη πρόσβαση και κίνηση μέσα στο block, στο οποίο συχνά διαμορφώνεται κάποιο είδος πλατείας.

165








172

Ορίσαμε λοιπόν, την τοποθεσία και την ένταση του ορίου μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, βασισμένοι στην προσβασιμότητα. Εντοπίσαμε δύο κύριες κατηγορίες ορίου. Η πρώτη είναι αυτή του ορίου που προκύπτει μεταξύ του εντελώς δημόσιου εξωτερικού χώρου και της κτιστής μάζας. Το δεύτερο όριο προκύπτει ανάμεσα στο εσωτερικό ή εσωτερικούς ακάλυπτους χώρους και στη κτιστή μάζα που τους περιβάλλει μερικώς ή πλήρως. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει στη περίπτωση του Ρότερνταμ ένας διχασμός ως προς το ποιά κατηγορία εντάσσεται το όριο, στα block εκείνα που επιτρέπουν την πλήρη πρόσβαση στο εσωτερικό τους. Παρόλη την προσβασιμότητα που επιτρέπουν, η ίδια η δομή των κτιρίων τείνει να δημιουργήσει μια, έστω σε οπτικό επίπεδο, ιδιωτικότητα στο εσωτερικό του, αποκόπτοντας έτσι από το σύνολο των εξωτερικών δημόσιων χώρων. Θα εντάξουμε λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές στη δεύτερη κατηγορία, των εσωτερικών ορίων. Θα εξετάσουμε στο σημείο αυτό, την φύση και τα χαρακτηριστικά των ορίων των δύο βασικών κατηγοριών. Για να το πετύχουμε αυτό, θα δημιουργήσουμε δυο κολάζ για κάθε πόλη, συνθέτοντας διαφορετικές φωτογραφίες των μετώπων, όπου τα όρια αυτά αντανακλώνται. Το πρώτο κολάζ ανταποκρίνεται στο εξωτερικό όριο, ενώ το δεύτερο αφορά το εσωτερικό. Οι φωτογραφίες επιλέγονται για άλλη μια φορά από το αρχείο που δημιουργήσαμε μέσω των περιπάτων. Τα κολάζ του εσωτερικού μετώπου παρουσιάζουν κενά, ανάλογα με τη δυσκολία προσβασιμότητας στο εσωτερικό των αντίστοιχων blocks και κατ’ επέκταση της φωτογράφησής τους. Τα συμπεράσματα από τα κολάζ, συμπληρώνουν και οργανώνουν σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματα που προέκυψαν από το προηγούμενο βήμα κατοίκησης των θραυσμάτων. Στο εξωτερικό μέτωπο της Αθήνας, παρατηρούμε γρήγορα την επικράτηση της μεταβατικής ζώνης που δημιουργείται από τα μπαλκόνια στο σύνολο του μετώπου. Η πρόσοψη των κτιρίων, έρχεται σε δεύτερη ανάγνωση, ενώ μπροστά της συγκεντρώνεται η πληθώρα των πραγμάτων που αναφέρθηκε προηγουμένως, προσδίδοντας έναν ιδιαίτερα εκφραστικό και ποικιλόμορφο χαρακτήρα. Το ισόγειο δημιουργεί ένα πιο ξεκάθαρο όριο όταν αναπτύσσεται στο όριο της οικοδομικής γραμμής, αν και συχνά συναντάμε πόρους στο μέτωπο του, προκαλώντας την ασυνέχεια από την μια, αλλά επαναφέροντας το μεταβατικό χαρακτήρα της ζώνης των μπαλκονιών, από την άλλη. Οι πόροι αυτοί, αποτελούνται πέρα από τις εσοχές των χώρων εισόδου στο κτήριο, από την τυπολογία της στοάς, όπου το δημόσιο σε μεγάλο βαθμό επικρατεί. Συχνά επίσης, το ισόγειο γίνεται ακόμα πιο πορώδες με τη μορφή πιλοτής, αν και σε αυτή επικρατούν ιδιωτικές λειτουργίες. Στο εσωτερικό μέτωπο, η παρουσία αλλά και το μέγεθος των μπαλκονιών μειώνεται σημαντικά και ως συνέπεια ελαττώνεται τόσο η μεταβατικότητα όσο και η εκφραστικότητα. Παρατηρείται ακόμη, η απλοποίηση των μορφών των μπαλκονιών και των κιγκλιδωμάτων, αλλά και η έλλειψη οποιουδήποτε διακοσμητικού


στοιχείου σε σχέση το εξωτερικό, πιο επίσημου χαρακτήρα, μέτωπο. Επιπρόσθετα, η μεταβατική ζώνη χρησιμοποιείται κυρίως για αποθηκευτικούς σκοπούς, όπως κρίνουμε από τη φύση των πραγμάτων που συλλέγονται εδώ. Το εξωτερικό μέτωπο της Βουδαπέστης, είναι ιδιαίτερα συμπαγές με τις γλυπτικές διακοσμητικές φόρμες να κυριαρχούν έναντι των ανοιγμάτων. Οι φόρμες αυτές παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα ρυθμών και μορφών, ενώ τείνουν να ακολουθούν μια διαβάθμιση καθ’ ύψος όσον αφορά το βάρος της διακόσμησής τους, ακολουθώντας τα κλασικά πρότυπα. Τα μπαλκόνια σπανίζουν ενώ συχνά, ολόκληρα τμήματα της πρόσοψης προεξέχουν σημαντικά, εντείνοντας σημαντικά τον γλυπτικό χαρακτήρα. Το ισόγειο παραμένει συμπαγές, καθώς οι διαστάσεις των ανοιγμάτων δεν αυξάνονται σημαντικά και μόνο καθ’ ύψος. Στο εσωτερικό μέτωπο, από την άλλη, επικρατούν οι εξωτερικοί διάδρομοι δημιουργώντας την συνθήκη μετάβασης. Η εκφραστικότητα των κατοίκων εδώ αποκαθίσταται, καθώς στους διαδρόμους συναντάμε και πάλι συλλογή αντικειμένων και φυτών. Σε αντίθεση όμως με τα μπαλκόνια της Αθήνας, οι εξωτερικοί διάδρομοι δεν αποκρύπτουν τα ανοίγματα που βρίσκονται πίσω τους από τη δημόσια θέαση, αλλά αποκαλύπτουν το εσωτερικό σε όλους εκείνους που τους διαβαίνουν καθώς αποτελούν συγχρόνως τη κυκλοφοριακή αρτηρία του κτιρίου. Παρ’ όλ’ αυτά, καθώς βρισκόμαστε ήδη μέσα στο κτίριο και η ιδιωτικότητα έχει αυξηθεί, η δημόσια ροή είναι εγγενώς περιορισμένη. Στο Ρότερνταμ, τα δύο μέτωπα παρουσιάζουν σε γενικές γραμμές τα ίδια χαρακτηριστικά. Τόσο το εξωτερικό, όσο και το εσωτερικό μέτωπο, χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και οπτική σύνδεση με το δημόσιο, στη συνολική έκταση του μετώπου. Το εσωτερικό των κτιρίων βρίσκεται σε πλήρη έκθεση, πίσω όμως πάντα από το φίλτρο των αντανακλάσεων της γυάλινης επιφάνειας, προσδίδοντας μια αίσθηση εμμεσότητας. Στο ισόγειο, συναντάμε τα ίδια στοιχεία με τους υπόλοιπους ορόφους όταν πρόκειται για κατοικίες, ενώ η διαφάνεια αυξάνεται ακόμη περισσότερο στην περίπτωση εμπορικής λειτουργίας. Όταν υπάρχει εξωτερικός διάδρομος τοποθετείται συνήθως στο εσωτερικό μέτωπο, ενώ τα ανοίγματα πίσω από αυτόν διατηρούν το μέγεθος και τον ρυθμό του εξωτερικού μετώπου. Τα μέτωπα είναι κατά κύριο λόγο επίπεδα και συνεχόμενα στο σύνολο τους. Μπαλκόνια ή άλλα προεξέχοντα στοιχεία, προστίθενται ήπια και συνήθως με αραιό ρυθμό στην πρόσοψη δίχως να διακόπτουν την συνέχεια της.

173














6.3 Εικόνα της Πόλης Μελετήσαμε εώς τώρα λεπτομερώς, τις μονάδες που συντελούν τα αστικά μέτωπα, τα χαρακτηριστικά αυτών και τις σχέσεις εσωτερικό-εξωτερικό καθώς και δημόσιο-ιδιωτικό, ώστε να περάσουμε τώρα στο πως όλα τα παραπάνω στοιχεία συγκροτούν την εικόνα του αστικού περιβάλλοντος. Θα αναλύσουμε λοιπόν τώρα, την κλίμακα της πόλης εκείνη, που συμπίπτει με αυτή του οπτικού πεδίου ενός παρατηρητή ο οποίος κινείται και δραστηριοποιείται στον ιστό της πόλης. Αρχικά, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε την μέση γενική προοπτική γωνία υπό την οποία ο παρατηρητής αντιλαμβάνεται τον αστικό ιστό, για τη κάθε πόλη. Στα τρισδιάστατα μοντέλα που ακολουθούν τα πλάτη των δρόμων και τα μεγέθη των blocks, αντιπροσωπεύουν την μέση κατάσταση που επικρατεί στη κάθε πόλη. Έπειτα θα παραθέσουμε φωτογραφικό υλικό στο οποίο αποτυπώνονται διάφορες στιγμές από τους περιπάτους των προηγούμενων κεφαλαίων. Βλέπουμε, πως στην περίπτωση της Αθήνας, ο ιδιαίτερα πυκνοδομημένος ιστός, σε συνάρτηση με το στενό οδικό δίκτυο που τον διαπερνά, φαίνεται να εντείνει τόσο το μεταβατικό εικόνα 8 προοπτικά σκίτσα του Lynch χαρακτήρα των μπαλκονιών όσο και την ασυνέχεια στα αστικά (The image of the city) μέτωπα. Οι προεξέχουσες πλάκες των μπαλκονιών, κυριαρχούν στο αντιληπτικό πεδίο και κατ’ επέκταση τα πράγματα που αυτές συγκεντρώνουν αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αποκόπτουν ακόμη τους τελευταίους ορόφους από τη δημόσια θέαση, ιδίως όταν αυτοί υποχωρούν από το όριο του οικοπέδου (τυπολογία ρετιρέ). Καθώς το κάθε κτίριο ακολουθεί διαφορετικά ύψη ορόφων, οι πλάκες των μπαλκονιών δεν ευθυγραμμίζονται, τονίζοντας έτσι τα όρια του κάθε κτιρίου. Η ασυνέχεια όμως παρουσιάζεται πιο έντονα στο επίπεδο του ισογείου, όπου υποχωρήσεις των προσόψεων, στοές ή πιλοτές συχνά εμφανίζονται ως μεμονωμένα ή περιορισμένα παραδείγματα στο σύνολο του block. Συχνά, ο αμήχανος χώρος που σχηματίζεται από αυτές, παραμένει κενός, ενώ άλλοτε φιλοξενεί τη λειτουργία, εμπορική συνήθως, του καταστήματος που βρίσκεται από πίσω της. Στην Βουδαπέστη, το μέσο ύψος των κτιρίων αυξάνεται καθώς παράλληλα και το πλάτος των δρόμων, διατηρώντας παρόμοιες αναλογίες με τον αθηναϊκό αστικό ιστό. Εντούτοις, τα κτίρια μπορούν να διακριθούν στο σύνολο τους, με ξεκάθαρα το όρια μεταξύ τους, καθώς παρεκκλίνουν συνήθως ως προς τον αρχιτεκτονικό τους διάκοσμο αλλά και το ύψος και τον ρυθμό των ανοιγμάτων τους. Το μέτωπο των κτιρίων παραμένει συμπαγές όπως περιγράφηκε προηγουμένως και μάλιστα η αίσθηση αυτή αυξάνεται στο σύνολο της πόλης λόγω του μεγάλου μεγέθους των blocks και των σχετικά μικρών αποστάσεων μεταξύ τους. Το εσωτερικό των κτιρίων δεν εκφράζεται ποτέ, ούτε στο επίπεδο του ισογείου, παραχωρώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο την 186


αρχιτεκτονική που δεσπόζει στο χώρο με τα έντονα γλυπτικά και περίτεχνα στοιχεία της. Ο αστικός ιστός του Ρότερνταμ, από την άλλη, αλλάζει σημαντικά. Οι δρόμοι είναι αρκετά πλατιοί, ενώ τα κτίρια στη μέση κατάσταση δεν ξεπερνούν το ύψος των τριών με τεσσάρων ορόφων. Ασφαλώς, όπως έχουμε αναφέρει ήδη αρκετά φορές, στο Ρότερνταμ συναντάμε ποικίλες τυπολογίες κτιρίων συμπεριλαμβανόμενων και ενός σημαντικού αριθμού πολυόροφων πύργων, επιλέγουμε όμως εδώ τη μέση επικρατούσα συνθήκη. Τα blocks είναι κατά κύριο λόγο επιμήκη, ενώ διέπονται συνήθως από την ίδια ακριβώς κτιριακή μονάδα που επαναλαμβάνεται, εντείνοντας την οριζοντιότητα του αστικού ιστού. Τα ανοίγματα σχηματίζουν έτσι ένα αδιάκοπο και εκτεταμένο μοτίβο το οποίο και καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του αντιληπτικού μας πεδίου. Η έκταση και η επαναληψιμότητα των μοτίβων των ανοιγμάτων, φαίνεται να υπερτερεί της εκφραστικότητας που η διαφάνεια τους επιτρέπει, όπως διατυπώθηκε παραπάνω, ειδικά τις ώρες εκείνες που οι αντανακλάσεις γίνονται εντονότερες.

187














6.4 Το Πνεύμα του τόπου Ο Norberg-Schulz ορίζει τον τόπο ως τον χώρο εκείνο που έχει ξεχωριστό χαρακτήρα, και το πνεύμα του τόπου καθορίζεται από το πως αυτός ο χαρακτήρας εκφράζεται και νοηματοδοτεί τον χώρο. Συγχρόνως, ο Lynch αναφέρει “κάθε υπάρχουσα, εν λειτουργία αστική περιοχή έχει μια δομή και έναν χαρακτήρα, ακόμα και αν φαίνονται ιδιαίτερα αδύναμα. Αν δεν είχαν, θα σήμαινε ότι είναι ακατοίκητα. Σχεδόν πάντα, υπάρχει μια πιθανά πολύ δυνατή εικόνα, κρυμμένη στις συνθήκες καθαυτές. Το σύνηθες πρόβλημα, είναι να αντιμετωπιστεί με ευαισθησία ένα ήδη διαμορφωμένο περιβάλλον: ανακαλύπτοντας και διατηρώντας τις υπάρχουσες ισχυρές εικόνες του, επιλύοντας τις αντιληπτικές δυσκολίες του και κυρίως ανασύροντας την δομή και την ταυτότητα που είναι κρυμμένες στην ευρύτερη σύγχυση”.34 Κατοικώντας τις μορφές, αφού πρώτα τις είχαμε μελετήσει και κατανοήσει σε βάθος, μας αποκαλύφθηκαν σημαντικές πτυχές του χαρακτήρα κάθε πόλης και των ιδιαίτερων νοημάτων που αποκτούν κάθε φορά, στην αντίστοιχη κλίμακα που εντοπίστηκαν. Και όπως διαπιστώσαμε, οι πτυχές αυτές συγκροτούν τον χαρακτήρα της πόλης, όταν από τη συγκεκριμένη κλίμακα περάσουν στην επόμενη και τελικά στο σύνολο της πόλης. Έτσι, για παράδειγμα στην Αθήνα, όταν οι μονάδες των αστικών θραυσμάτων κατοικηθούν, αποτελούν ένα πλήρες σύστημα συγκέντρωσης και εκφραστικότητας των κατοίκων, έναν αυτόνομο μικρόκοσμο. Έπειτα, αυτοί οι εν δυνάμει μικρόκοσμοι, επαναλαμβάνονται και στοιβάζονται κάτω από το ιδεατό στερεό του κτιρίου. Τα κτίρια με τη σειρά τους παρατίθενται με άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες αποκλίσεις και ασυνέχειες, οι οποίες συγχρόνως τονίζουν τον αυτόνομο χαρακτήρα τους, σχηματίζοντας τελικά μεγαλύτερες συστάδες, τα blocks της πόλης. Εξωτερικά, οι συστάδες αυτές υπάγονται σε ένα αυστηρά ορισμένο μέτωπο, όπου η εκφραστικότητα των μικρόκοσμων που τις συντελούν βρίσκεται σε έξαρση και παρατηρείται σε κάθε μπαλκόνι με ξεχωριστό χαρακτήρα, ανάλογα με τις προτιμήσεις του αντίστοιχου κατοίκου. Εσωτερικά διαμορφώνεται ένας πλήρως ακανόνιστος ακάλυπτος χώρος όπου τα κτίρια καταλαμβάνουν το μέγιστο δυνατό μέρος των οικοπέδων που τους αντιστοιχούν. Παρόμοιοι μικρόκοσμοι αναπτύσσονται και εδώ, σε περιορισμένο όμως βαθμό και με δευτερεύον χαρακτήρα, σε σχέση με εκείνους στο εξωτερικό όριο του block, καθώς ασφυκτιούν υπό τις περιορισμένες χωρικές συνθήκες. Στη συνέχεια, τα blocks υπάγονται σε ένα κολάζ πυκνοδομημένων, συνήθως τετραγωνικών, κανάβων το οποίο εκτείνεται σε μια αχανή περιοχή, ανάμεσα σε βράχους και αρχαία, συγκροτώντας τελικά μια χαώδη θάλασσα από ποικίλους και διαφορετικούς μικρόκοσμους, την πόλη της Αθήνας. 200

34  Kevin Lynch, The image of the city, The M.I.T. Press, 1960, σελ. 115


Στην Βουδαπέστη, από την άλλη, η συνεκτικότητα αρχίζει από την κλίμακα των κτιρίων, τα οποία λειτουργούν εδώ ως αυτόνομα συστήματα. Μέσω του εμφανή διαχωρισμού, μεταξύ του εξωτερικού μετώπου τους στα όρια του block και του εσωτερικού μετώπου που αναπτύσσεται περιμετρικά της εσωτερικής τους αυλής, τα κτίρια εδώ, φαίνεται πως υπάγονται σε δύο πραγματικότητες. Εξωτερικά, επικρατεί η πραγματικότητα της πόλης, καθώς το κτίριο με τον δικό του ρυθμό και στυλ, ακολουθεί την στιβαρή, γλυπτικά διακοσμημένη και βαρέως φορτισμένη αρχιτεκτονική του ευρύτερου αστικού μετώπου. Εσωτερικά, οργανώνεται μια άλλη αποκομμένη πραγματικότητα, αυτή μιας μικρής γειτονιάς. Εδώ το κτίριο, μερικώς αποδεσμεύεται από την επισημότητα του εξωτερικού, και εκδηλώνονται ήπια οι εκφάνσεις της κατοίκησης στους περιμετρικούς διαδρόμους και το κοινό έδαφος της εσωτερικής αυλής. Έπειτα, οι κτιριακές αυτές μονάδες συγκρατούν μεγάλα και ογκώδη blocks, κρύβοντας στο εσωτερικό τους, μια πληθώρα παράλληλων μικρόκοσμων που εκτυλίσσονται αποκομμένοι από τον έξω κόσμο και φανερώνονται μόνο στους κατοίκους των κτιρίων τους. Στη συνέχεια τα στιβαρά blocks ακολουθούν τον αυστηρό, οργανωμένο γύρω από τα μνημεία και τις ιστορικές λεωφόρους, αστικό ιστό, διαμορφώνοντας την πυκνή κτιστή μάζα της Βουδαπέστης. Στο Ρότερνταμ, τα blocks κυριαρχούν ως μονάδες ενός ιδιαίτερα συνεκτικού αστικού ιστού. Η μορφή αυτών, προσεγγίζει περισσότερο ένα μεγάλο ενιαίο κτίριο που απλώνεται με διάφορους σχηματισμούς και παραλλαγές στην έκταση του, παρά τη δομή ενός συμβατικού block, συνιστώμενο από μικρότερες κτιριακές μονάδες. Δημιουργείται έτσι, μια εύτακτη και οργανωμένη συνθήκη, από την οποία δεν λείπει η ποικιλία ως προς τις μορφές που δημιουργούν τα blocks. Κάθε άλλο, η ποικιλομορφία στην κλίμακα αυτή εκφράζεται συχνά με γενναίες σχεδιαστικές χειρονομίες, σεβόμενη όμως πάντα το συνολικό μοτίβο της πόλης. Το σύνολο όμως των στοιχείων που αποτελούν τις αστικές μονάδες καθώς εστιάζουμε από τα blocks, προς τα κάτω, διέπεται ως επί το πλείστον από μονοτονία και επαναληπτικότητα. Τα μοτίβα εδώ κυριαρχούν έναντι των αρχιτεκτονικών στοιχείων και έτσι παρότι τα δεύτερα ενθαρρύνουν την εκφραστικότητα της κατοίκησης, η ποιότητα αυτής αλλοιώνεται από την επικράτηση των πρώτων. Ίσως, λοιπόν, το Ρότερνταμ σε ένα βαθμό να φαντάζει ακατοίκητο. Η εντυπωσιακή του όμως αρχιτεκτονική, εναρμονίζει πλήρως τον ιστό της πόλης τόσο στο σύνολό του, όσο και σε συνάρτηση με τις γιγαντιαίες βιομηχανικές μονάδες και εγκαταστάσεις του λιμανιού γύρω από το οποίες αναπτύσσεται.

201








7. Επίλογος

Επιχειρήθηκε στην έρευνα αυτή να εντοπίσουμε το χαρακτήρα της πόλης και πως αυτός εκδηλώνεται μέσα από τις αστικές μορφολογίες διαμορφώνοντας την τελική εικόνα τους. Φυσικά, ακόμα και αν ίσως το πετύχαμε σε ένα βαθμό, σίγουρα δεν αποκαλύψαμε παρά μια σπιθαμή του πολυσύνθετου και πολυδιάστατου χαρακτήρα των τριών ξεχωριστών μητροπόλεων που εξετάσαμε. Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε με ασφάλεια με τον Παύλο Λέφα, ο οποίος αναφέρει πως “ο ιδιαίτερος αυτός χαρακτήρας δεν έχει ως κύριο σκοπό να υπηρετήσει τη δημιουργία μιας καλής εικόνας περιβάλλοντος, προκειμένου να δοθεί στον κάτοχό της μια σημαντική αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας και να βοηθά στην ερμηνεία της πληροφορίας και στην καθοδήγηση της δράσης, όπως ήθελε ο Lynch. Κύριος σκοπός του χαρακτήρα, είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να ενταχθούν στο περιβάλλον τους, να ταυτιστούν με αυτό, και τελικά να κατοικήσουν με όλη τη σημασία της έννοιας”.35 Σήμερα, παρατηρούμε πως οι πόλεις βρίσκονται στο προσκήνιο του ανταγωνισμού υπό τα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και του διεθνούς τουρισμού. Έτσι, οι έννοιες του χαρακτήρα και της εικόνας της πόλης αποκτούν έντονα εμπορικό χαρακτήρα στο φιλόδοξο αυτό μονοπάτι της ανάδειξης και προώθησης τους. Όπως σημειώνει ο Λέφας, “ειδικοί κάθε είδους, συγγραφείς και καλλιτέχνες ορίζουν το πνεύμα και τον χαρακτήρα της πόλης ή κάποιων περιοχών της, μέσα από τα σημεία αναφοράς και τα μνημεία της. Ταξιδιωτικοί οργανισμοί και τοπικές αρχές αναλαμβάνουν να τα εκλαϊκεύσουν και να τα καταστήσουν προσιτά στο κοινό, ορίζουν τα καυτά σημεία και σμιλεύουν την ταυτότητα της πόλης”.36 Στην εποχή της κυριαρχίας της εικόνας, είναι φυσικό η κοινή αντίληψη να βασίζεται στα ευανάγνωστα στοιχεία του χαρακτήρα που προβάλλονται μέσα από το σύνολο των μνημείων και των τουριστικών περιοχών και γενικότερα του προφίλ που αυτές προωθούν. Πέρα λοιπόν από τις σχηματικές, συχνά στερεοτυπικές, προσεγγίσεις ως προς την εικόνα της πόλης, προσπαθήσαμε να 35  Παύλος Λέφας, Αρχιτεκτονική και κατοίκηση, Εκδόσεις Πλέθρον, 2008, σελ. 163 36  Παύλος Λέφας, Αρχιτεκτονική και κατοίκηση, Εκδόσεις Πλέθρον, 2008, σελ. 196

208


κάναμε ένα βήμα προς την βαθύτερη αναζήτηση του χαρακτήρα, εκεί ακριβώς όπου εκτυλίσσεται η κατοίκηση, η οποία αποτελεί και την ουσία κάθε ανθρωπογενούς τόπου. Και όπως προτείνει ο Norberg-Schulz, ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας και ταυτότητα ενός τόπου δεν βασίζεται μόνο στο σχεδιασμό αλλά κυρίως στη συμμετοχή. “Η συμμετοχή προϋποθέτει συμπάθεια με τα πράγματα, για να επαναλάβουμε τα λόγια του Goethe, και το συμπάσχειν αναγκαστικά σημαίνει να υποφέρεις. Στο πλαίσιο της δικής μας συζήτησης, η συμπάθεια με τα πράγματα σημαίνει να μάθουμε να βλέπουμε. Θα πρέπει να αποκτήσουμε την ικανότητα να βλέπουμε τα νοήματα των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, είτε φυσικά, είτε ανθρωπογενή και που συντελούν τον τόπο μας, τον τόπο όπου κατοικούμε”.37

37  Christian Norberg-Schulz, Genius Loci : το πνεύμα του τόπου : για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009, σελ. 201

209



οταν ο άνθρωπος είναι ικανός να κατοικήσει, τότε ο κόσμος γίνεται ένα “μέσα” Christian Norberg-Schulz


Βιβλιογραφία

Ξένη Βιβλιογραφία -Christopher Alexander, A City is not a Tree, Sustasis Press, 2015, σελ. 8 -Christopher Alexander, A pattern language : towns, buildings, construction , New York: Oxford University Press, 1977 -Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistic, Philosophical Library, 1959 -Kevin Lynch, The image of the city, The M.I.T. Press, 1960 -Keith Dinnie, City Branding: Theory and Cases, Palgrave Macmillan, 2011 -Leonard Bloomfield, Language, Allen & Unwin ltd, 1935

Μεταφρασμένη -Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991 -Christian Norberg-Schulz, Genius Loci : το πνεύμα του τόπου : για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, Αθήνα, 2009

Ελληνική -Παύλος Λέφας, Αρχιτεκτονική και κατοίκηση, Εκδόσεις Πλέθρον, 2008 -Γ. Μπαμπινιώτη, Διαλογισμοὶ γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὴ γλῶσσα μας, Καστανιώτης, 2010

212


Άρθρα και Διαλέξεις -Andrew Spencer, Morphological theory and English, University of Essex, 1994 -Bill Hillier, Space Syntax as a theory, www.spacesyntax.com, 2008 -Karl Kropf, Urban tissue and the character of towns Paper, Urban Design International, 1996 -Karl Kropf, Ambiguity in the definition of built form, www.researchgate.net, 2014

Ιστοσελίδες -www.earth.google.com -www.google.com/maps -www.mapstack.stamen.com -www.schwarzplan.eu

213


214




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.