Τοπιακή αρχιτεκτονική, Χρωματική αναζήτηση | Μάνη, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα. Διάλεξη 9ου εξάμηνου 2019 ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΕΜΠ Επιβλέπων: Παπαϊωάννου Τάσης Σπουδάστριες: Πολύζου Ηλέκτρα , Σκάσση Αναστασία Μαρίνα.
Τοπιακή αρχιτεκτονική | Χρωματική αναζήτηση Μάνη, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα.
Σπουδάστριες: Πολύζου Ηλέκτρα , Σκάσση Αναστασία Μαρίνα Επιβλέπων: Παπαϊωάννου Τάσης
Διάλεξη 9ου εξάμηνου {Σεπτέμβριος 2019}
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ
Περιεχόμενα: 0. Πρόλογος 7 1. Ανάλυση της λαϊκής αρχιτεκτονικής (α) Η αποτύπωση του λαϊκού χρώματος στην καθημερινότητα 13 (β) Το “ίχνος” του κλίματος πάνω στα λαϊκά κτίσματα 17 (γ) Υλικά και τεχνογνωσία 19 2. Ανάλυση του χρώματος (α) Συμφωνία, υποταγή, έλεγχος 25 (β) Λευκοί τόποι, λευκές αναμνήσεις 29 (γ) Υλικό χρώμα, χρωματικές εκφάνσεις 35 3. Περιοχές ανάλυσης (α) Μάνη 45 Ο τόπος, οι άνθρωποι, η ιστορία, Τα λαϊκά κτίσματα της Μάνης, Η αυτοχρωμία ως μέσο επιβίωσης, Το σημερινό τοπίο (β) Κυκλάδες 53 Ο τόπος, οι άνθρωποι, η ιστορία, Τα λαϊκά κτίσματα των Κυκλάδων, Το λευκό ως μέσο καθαριότητας, Το σημερινό τοπίο (γ) Δωδεκάνησα 63 Ο τόπος, οι άνθρωποι, η ιστορία, Τα λαϊκά κτίσματα των Δωδεκανήσων, Το χρώμα ως μέσο προβολής, Το σημερινό τοπίο 4. Κοινωνική λειτουργία του χρώματος 75 5. Συμπεράσματα 79 6. Παράρτημα Ερωτηματολόγιο 83 Βιβλιογραφία 93
5
0. Πρόλογος
1
Η παρούσα ερευνητική εργασία στοχεύει στην αποκωδικοποίηση της πορείας του χρώματος, χρησιμοποιώντας την “υλική” υπόσταση του αρχιτεκτονήματος, σε συνδυασμό με τις κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες. Το χρώµα στην αρχιτεκτονική ακολουθεί διαλεκτικά δίπολα που κινούνται ανάµεσα στην πολυχρωµία και τη µονοχρωµία, στη χρωµατική καθαρότητα και την τονικότητα, την εκφραστική µεταφορά της φόρµας και τις απεικονιστικές χρωµατικές ποιότητες, την αρµονία και την αντίθεση, την ουδετερότητα και τη χρωµατική ταυτότητα. Η ίδια η φωτεινότητα, η χροιά και η ένταση των χρωµάτων επηρεάζεται από το σκούρο ή φωτεινό περιβάλλον, τα γειτονικά χρώµατα, τη χρωµατική απόδοση του φωτισµού. Το υλικό ανάλογα με την επεξεργασία που του δίνεται, είτε κρατάει το φυσικό του χαρακτήρα, χρωματίζοντας (από φύσης του) τα κτίρια, είτε επαλείφεται με κάποια χρωστική, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να απέχει από την αρχική πρώτη ύλη. Πηγή άντλησης πληροφοριών αποτέλεσε το ελληνικό τοπίο. Ξεκινώντας από τον 14ο αιώνα με επιρροές από Βενετούς και Φράγκους, διανύοντας την μεσοπολεμική περίοδο με τη στροφή προς το μοντέρνο κίνημα, την περίοδο της δικτατορίας επί Μεταξά και το καθολικό άσπρισμα των νησιών, αλλά και την μεταπολεμική περίοδο που ακολούθησε, αναζητούμε τις αιτίες χρωματισμού (η μη) της λαϊκής αρχιτεκτονικής του ελληνικού τόπου, μέσα από το έργο ερευνητών του χρώματος, εικαστικών και αρχιτεκτόνων, καθώς και προσωπικών βιωμάτων και παρατηρήσεων. Τα λαϊκά κτίσματα χρησιμοποιούνται σε αυτή την έρευνα, διότι το χρώμα δεν μπορεί να μελετηθεί από μόνο του. Χρειάζεται να γνωρίζουμε το πού, το πότε και το πώς εμφανίστηκε, στοιχεία που για να απαντηθούν χρειάζονται ένα “τοίχο” και την ιστορία του. Η εργασία δομείται σε πέντε βασικά κεφάλαια. Ξεκινώντας από την ανάλυση της λαϊκής αρχιτεκτονικής, περνάμε σε μια γενική ανάλυση του χρώματος. Στο τρίτο κεφάλαιο, επιχειρούμε να παρουσιάσουμε πώς οι προηγούμενες θεωρητικές προσεγγίσεις μπορούν να διαπιστωθούν στα παραδείγματα οικισμών της Μάνης, των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων. Στην συνέχεια, εξετάζουμε τις κοινωνικές παραμέτρους που συχνά καθορίζουν την χρήση του χρώματος στην αρχιτεκτονική. Τέλος, διατυπώνουμε γενικά μας συμπεράσματα.
Τοπιακή αρχιτεκτονική “Το χρώμα μέσα από την αέναη μετατόπισή του από τις βασικές στις παράγωγες χροιές, θα εκφράζει πάντα, σε σχέση με τη μορφή, τον πιο σημαντικό παράγοντα της διαμόρφωσης του δομημένου περιβάλλοντος.” / Θ.Τόσκα Στην περίπτωση της έρευνας αυτής ορίζουμε ως τοπιακή αρχιτεκτονική ό,τι κάποιος παρατηρεί σε ένα τοπίο. Υφές, χρώματα, υλικά, κτίσματα. Σχέσεις. Σχέσεις που συντελούν στην σύνθεση μιας λαϊκής αρχιτεκτονικής ενός τόπου. Συγκεκριμένα του ελληνικού τόπου. Σύμφωνα με τον Christian Norberg-Schulz, στο βιβλίο Genius Loci, είναι αδιανόητο να φανταστούμε οποιοδήποτε συμβάν χωρίς αναφορά σε κάποια τοποθεσία. Ο τόπος, δηλαδή, αποτελεί ένα αδιάσπαστο τμήμα της ύπαρξης. Και συνεχίζει αναλύοντας τη σχέση που έχει ένας οικισμός με το τοπίο μέσα στο οποίο βρίσκεται. Μια σχέση μορφής-φόντου ενός ζωγραφικού πίνακα. Αν διαταραχθεί η σχέση αυτή, χάνεται και η ταυτότητα του τοπίου ή του οικισμού αντίστοιχα.1 Christian Norberg-Schulz, Genius Loci, Το πνεύμα του τόπου, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΜΠ, Αθήνα 2009, σ. 15.
1
6
7
Χρωματική αναζήτηση “Το χρώμα πρόκειται για την τεράστια ευθύνη του παρεμβαίνοντος στο περιβάλλον”. / Claude Bellegarde, καλλιτέχνης-ζωγράφος, παθιασμένος κολορίστας.
2
Το χρώμα αποτελεί κυρίως μια αντιληπτική εμπειρία. Βοηθάει να αντιληφθούμε, να κατανοήσουμε, να προσδιορίσουμε αντικείμενα και συνθήκες. Οδηγούμαστε σε ανάγνωση των μορφών και των κινήσεων και άρα σε ανάγνωση της ίδιας της αρχιτεκτονικής. Μαρτυράει τον χρόνο γύρω μας, τη μεταβολή του ίδιου του υλικού και του χρώματος, τον χρόνο που περνάει καθώς αυτό ξεθωριάζει, αλλάζει, γερνάει και χάνεται.
3
Η περιγραφή και η απόδοση της σηµασίας των χρωµάτων, µε δάνεια από διαφορετικές µορφές τέχνης και αισθητικής, απασχόλησαν φιλοσόφους, όπως τον Immanuel Kant , µε την κριτική της αισθητικής θεώρησης του χρώµατος (1790/1978), τον Johann Wolfgang Goethe µε τη διατύπωση µιας θεωρίας χρωµάτων (1801-10/1970), τον Hegel µε την αναφορά του συστήµατος δηµιουργίας χρωµατικής αρµονίας στην αισθητική του και την περιγραφή της δύναµης των χρωµάτων (1830/1975), τον Wittgenstein µε τις παρατηρήσεις του πάνω στο χρώµα (1950/1978), τον Adorno µε παρατηρήσεις για το χρώµα βασισµένες στη µουσικολογία (1981), τον Barthes (1985) ο οποίος εισάγει την ιδέα της εξαφάνισης του χρώµατος, µε το αντι-χρώµα, τον Derrida (1986) µε την αλήθεια του χρώµατος.1 H γλώσσα του χρώµατος έχει διατυπωθεί και επαναδιατυπωθεί, σε πολυάριθµα κείµενα µε πολλούς τρόπους, και ίσως ένα από τα µεγαλύτερα διλήµµατα στην ορολογία που έχει χρησιµοποιηθεί, είναι ο τρόπος που ορίζονται τα χρώµατα κι οι τόνοι τους, κι αυτό διότι το χρώµα δεν µπορεί να περιγραφεί και να εξεταστεί µε λεκτικά σχήµατα και διατυπώσεις.
4
1
8
David Batchelor, αναφορά στο βιβλίο “Χρωμοφοβία”, Λονδίνο 2000
9
1. Ανάλυση της λαϊκής αρχιτεκτονικής “Θα αναμετρήσουμε αρχικά τα δεδομένα: τον άνθρωπο, από τη μια μεριά, ύστερα το τοπείο, το κλίμα και τη γεωγραφία, από την άλλη. Θα αντικρίσουμε τα ήθη, τα έθιμα (για κάθε τόπο και χώρο), το έδαφος και όλη την παραγωγικότητα του, θα μπούμε στο πνέυμα κάποιας οικονομίας, εκείνης που λειτουργεί το λαό και θα σταθούμε ακόμα, μπροστά στη θρησκεία. Και στα τραγούδια, και στις προσευχές και στις γιορτές, μαζί και στις πίκρες και σ΄όλες τις εκδηλώσεις της «λαϊκής» κοινωνίας και θα βγούμε τότε να πούμε: κυττάξτε με τι εργασεία οικοδομεί ο λαός, κυττάξτε με ποια μέσα ορθώνεται το «λαϊκό» έργο. Κυττάξτε πώς πλέκονται τα διάφορα υλικά, σε ένα ορθολογιστικό κατασκευαστικό σύστημα και πότε υπάρχει το ξύλο, ο λίθος, η στέγη, το δώμα. Και δέστε ακόμη, ποια θαυμαστή ενέργεια προδιαγράφει, μέσα από μια οικοδομική εφευρετικότητα, το εξωτερικό (επιφανειακό) μορφοπλαστικό κάλλος, δέστε πόσο οργανική βγαίνει η κάθε μορφή και το πιο απλό «τράβηγμα», η κάθε καμπύλη, η καθε γωνία και όλες οι επιφάνειες, με γνώση μαζί και με πάθος. Και μελετήστε, πως μέσα από τη μια, για όλους κοινή αναγκαιότητα, προβάλλει σε κάθε τόπο-περιοχή και κάποια διαφορετική οικοδομική και αισθητική μορφολογία.”
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται προσπάθεια να μελετήσουμε τι είναι η λαϊκή αρχιτεκτονική, πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και ποιοι ήταν οι παράγοντες εκείνοι που καθόρισαν ή επηρέασαν τη μορφή της. Θα το επιχειρήσουμε αυτό διότι πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να μελετηθεί το χρώμα στην ανώνυμη, εγχώρια αρχιτεκτονική, χωρίς να γνωρίζουμε το θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο που αποτέλεσε τον “καμβά” πάνω στον οποίο ήρθαν οι άνθρωποι να χρωματίσουν.
Άρης Κωνσταντινίδης
Το φυσικό περιβάλλον προσφέρει τις δυνατότητες, από τις οποίες γίνεται μια δεδομένη επιλογή με βάση τα ταμπού, τα έθιμα και τις παραδοσιακές πρακτικές ενός πολιτισμού. Η βασική υπόθεση, συνεπώς, είναι πως η μορφή του σπιτιού δεν είναι απλώς και μόνο αποτέλεσμα υλικών παραμέτρων ή μιας οποιασδήποτε άλλης τυχαίας αιτίας, αλλά συνιστά την απόρροια μιας ολόκληρης σειράς από κοινωνικοπολιτισμικές συνιστώσες με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η μορφή τροποποιείται με τη σειρά της από κλιματικές συνθήκες και από τις μεθόδους κατασκευής, τα διαθέσιμα υλικά και την τεχνολογία. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, λοιπόν, τις κοινωνικοπολιτισμικές συνιστώσες πρωταρχικές και τις υπόλοιπες δευτερεύουσες ή τροποποιητικές για την κατασκευή της ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Αυτά θα αναλυθούν στη συνέχεια. Κανένα από αυτά τα δεδομένα δεν λειτουργεί μεμονωμένα ως μια αποκλειστική δύναμη καθορισμού της αρχιτεκτονικής αυτής, αλλά επηρεάζουν το ένα το άλλο και έρχονται να δεθούν αρμονικά και να παραγάγουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τέλος, οι κοινοτικοί πολιτισμοί από τους οποίους έρχονται οι τεχνίτες του κάθε τόπου, αποτελούν έναν άλλο καθοριστικό παράγονταστη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής αυτής, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.3 Αναλύοντας τους λόγους και τα δεδομένα που καθορίζουν την διαμόρφωση της λαϊκής κτιριοδομίας, αναφερόμαστε ταυτόχρονα και στους λόγους που συνδράμουν στον χρωματισμό των κτισμάτων αυτών, καθώς θεωρούμε ότι είναι δύο διαδικασίες αλληλένδετες.
5
Οι διάφορες μορφές που παίρνουν τα σπίτια αποτελούν σύνθετα φαινόμενα, για τα οποία καμία εξήγηση δεν επαρκεί από μόνη της. Άνθρωποι με πολύ διαφορετικές νοοτροπίες και αξίες, αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο απέναντι στα ποικίλα ερεθίσματα του περιβάλλοντος.1 Ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρίνονται διαφέρει από τόπο σε τόπο εξαιτίας των αλλαγών και των διαφορών στην αλληλεπίδραση κοινωνικών, πολιτισμικών, τελετουργικών, οικονομικών και υλικών παραγόντων. Αυτοί οι παράγοντες και οι τρόποι ανταπόκρισης μπορεί επίσης να αλλάζουν σταδιακά στην ίδια περιοχή με το πέρασμα του χρόνου. Γιατί τα κτίσματα παρέχουν καταφύγιο στους ανθρώπους που τα κατασκευάζουν, με κύριο στόχο να ταιριάζουν όσο καλύτερα γίνεται στον τρόπο ζωής μιας κοινότητας. Με άλλα λόγια, το κτίσμα αποτελεί την δημιουργία μιας κοινωνικής μονάδας χώρου. Οι εκάστοτε αρχιτεκτονικές λύσεις ή προσαρμογές δεν υιοθετούνται πάντα απλώς και μόνο επειδή είναι εφικτές, αλλά προσιδιάζουν στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά μιας κοινότητας.2
Amos Rapoport, “Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες”, μτφρ Δ. Φιλιππίδης. βλ . σ. 70-73
1,2,3
10
11
(α) Η αποτύπωση του λαϊκού χρώματος στην καθημερινότητα.
6
7
8
9
“Η κοινωνικοπολιτισμική συνιστώσα του τρόπου ζωής είναι το άθροισμα των εννοιών του πολιτισμού, των ηθών, της κοσμοαντίληψης και του εθνικού χαρακτήρα.”, αναφέρει ο A.Rapoport. Ένα σύνολο, δηλαδή, ιδεών, θεσμών, τυποποιημένων δραστηριοτήτων και αντιλήψεων, που δημιουργούν ένα πλαίσιο που καθορίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων, και κατά συνέπεια και την ίδια την αρχιτεκτονική τους. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι: “Το σπίτι είναι ένα ανθρώπινο γεγονός. Ακόμα και με τους πιο αυστηρούς υλικούς περιορισμούς και την πιο περιορισμένη τεχνολογία, ο άνθρωπος έχει χτίσει με τόσο ποικίλους τρόπους, ώστε αυτό να μπορεί να αποδοθεί μόνο σε μια επιλογή, η οποία προϋποθέτει πολιτισμικές αξίες. Μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνεται από τους διάφορους οικονομικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς, τη βιολογική, υλική και ψυχολογική σύσταση του ανθρώπου, τους νόμους της φυσικής και τη δομική τεχνογνωσία, προσφέρονται πάντα πολυάριθμες δυνατότητες επιλογής, ειδικά από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει μια έντονη “τάση να μεταφράζει σε σύμβολα όλα όσα του συμβαίνουν και κατόπιν να αντιδρά στα σύμβολα αυτά σαν να πρόκειται για πραγματικά ερεθίσματα από το περιβάλλον του.”1 Οι κοινωνικοπολιτισμικές δυνάμεις αποκτούν επομένως πρωταρχική σπουδαιότητα για το συσχετισμό του τρόπου ζωής του ανθρώπου με το περιβάλλον”.2 Στη διάρκεια της πορείας του ανθρώπου και της αρχιτεκτονικής που δημιούργησε, τα χρώματα συνδέθηκαν με τη ζωή του, εκφράζοντας συναισθήματα και καταστάσεις που προκαλούνταν στην αλληλεπίδρασή του με τη φύση. Έτσι, ρίζωσαν μέσα του οι συμβολισμοί των χρωμάτων, ανάλογα με τις αντιλήψεις κάθε λαού και κάθε εποχής. Η θρησκεία, αποτελεί ακόμα μια πολιτισμική επιλογή των λαών, η οποία καθρεφτίζεται, έως ένα βαθμό, στα κτίσματά τους. Αφού η θρησκεία είναι απαραίτητο στοιχείο των περισσότερων πολιτισμών εκείνων των χρόνων, είναι επόμενο να αποτελεί μια δύναμη που οδηγεί στην συμβολική φύση των κτισμάτων. Η αντίληψη για τον κόσμο επιδρά στις αρχιτεκτονικές επιλογές μιας ολόκληρης χώρας, μιας πόλης, ενός οικισμού και τελικά στη μορφή του ίδιου του σπιτιού και της επίπλωσής του. Από αυτή την εικόνα για τον κόσμο δεν μπορούν να λείψουν και τα χρώματα των ναών, των εκκλησιών αλλά και των ίδιων των κατοικιών. Οι βασικές ανάγκες ενός πολιτισμού διαφέρουν από αυτές κάποιου άλλου, καθώς ο καθένας αντιμετωπίζει διαφορετικά τα στοιχεία της φύσης και τα ερεθίσματα που παίρνει. Όπως είπε ο Οscar Wilde: “Αν η φύση ήταν άνετη, το ανθρώπινο γένος δεν θα είχε εφεύρει την αρχιτεκτονική”. Παρόλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος λαμβάνει τα ερεθίσματα αυτά, αποτυπώνεται στην καθημερινή ζωή και στα κτίσματα του. Το πόσο φως, αέρας και ζέστη εισχωρεί στο κάθε κτίσμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής κάθε τόπου και με τι τρόπο τα βιώνουν καθημερινά οι κάτοικοί του, καθορίζει αναμφισβήτητα και τη μορφή των αντίστοιχων ανοιγμάτων του κτίσματος, τα χρώματα στο εσωτερικό του, αλλά και τη ζωή μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα, έννοιες όπως η άνεση, η απλότητα, η φτώχεια, αλλά και η ανάγκη επίδειξης, εκλαμβάνονται διαφορετικά σε κάθε πολιτισμό. Στο γεγονός, αυτό, οφείλεται η διαμόρφωση πολλών αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών των κτισμάτων που αναλύουμε.3 Πολλά από αυτά είναι ογκοπλαστικά, όπως παραδείγματος χάρη τα ύψη, τα μεγέθη και οι σχέσεις μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών χώρων. Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια πληθώρα πραγμάτων που διαμορφώνεται από τέτοιες έννοιες, οι οποίες, σχετίζονται με την επίπλωση και τους Rene Dubos, Man adapting, New Haven: Yale University Press, 1965, σ. 7 Amos Rapoport, “Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες”, μτφρ Δ. Φιλιππίδης. βλ . σ. 73 3 Amos Rapoport, “Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες”, μτφρ Δ. Φιλιππίδης. βλ . σ. 91 1 2
12
13
10
χρωματισμούς των κτισμάτων, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.
11
12
Σε επόμενο επίπεδο, διαμορφώνονται κάποια άλλα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν το παραδοσιακό σπίτι της ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Η οικογένεια, η ανάγκη για ιδιωτικότητα, αλλά και οι κοινωνικές επαφές και η σχέση του σπιτιού με τον υπόλοιπο οικισμό είναι μερικές από αυτά. Οι διευρυμένες οικογένειες και η ίδια η σχέση μεταξύ της οικογένειας και των κοντινών συγγενών, επηρεάζει τα παραδοσιακά σπίτια σε μεγάλο βαθμό. Από αυτό εξαρτάται, συνήθως, η γειτνίαση των σπιτιών, οι απομονωμένες ή κοινές αυλές και ο συνδυασμός μορφών που εξυπηρετούν περισσότερες από μια οικογένειες. Έτσι, αναπτύσσεται και η ίδια η έννοια της γειτονιάς που διατηρείται και μέχρι σήμερα στις πόλεις. Συνήθως, παρατηρούμε και μια χρωματική αρμονία μεταξύ τέτοιων “συγκροτημάτων” και σε πιο διευρυμένες καταστάσεις και μεταξύ οικισμών. Ανάλογα με τις αντιλήψεις και την καθημερινότητα κάθε κοινωνίας διαμορφωνόταν και το επίπεδο ιδιωτικότητας, άρα και το πόσο σαφής ήταν ο διαχωρισμός μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου. Σε περιοχές όπου αναπτύχθηκε έντονη διάθεση για πολυχρωμία, είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς χρωματικά το φαινόμενο αυτό. Πώς τα χρώματα ξεπερνούν τα όρια του σπιτιού και “ξεχύνονται” στους δημόσιους χώρους, ποιούς χώρους οικειοποιούνται οι ιδιώτες, ενώ ποιοι άλλοι χώροι διατηρούν ένα δημόσιο χαρακτήρα και διαφοροποιούνται από τα υπόλοιπα κτίσματα; Ο άνθρωπος, ιδιαίτερα στις μικρότερες κοινωνίες, νιώθει την ανάγκη να φροντίσει όλους εκείνους τους χώρους που χρησιμοποιεί καθημερινά, ακόμα και όταν αυτοί αποτελούν δημόσια περιουσία. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι τα χρώματα είναι πολλές φορές εκείνα που καθορίζουν αν υπάρχουν διακριτά όρια μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών χώρων. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί το παραδοσιακό σπίτι της Σαντορίνης, καθώς σε επίπεδο πολεοδομικής οργάνωσης του οικισμού τα λαϊκά κτίσματα σχηματίζουν πυκνοδομημένες “νησίδες”, σαν κυψέλες, που δύσκολα διακρίνεται η αρχή και το τέλος της κάθε ιδιοκτησίας. Σε αυτό συμβάλλει και το ενιαίο λευκό χρώμα που καλύπτει όλα τα δομικά στοιχεία του οικισμού. Στην ελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική οι οικισμοί αναπτύχθηκαν αντικατοπτρίζοντας τα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιοχής. Για παράδειγμα, οι οικισμοί της Μάνης αποτελούσαν καταφύγια την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ κατά τον 19ο αιώνα αντανακλούν τις έντονες ταξικές διαφορές και “βεντέτες” ανάμεσα στις οικογένειεςγενιές, που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική δομή της ευρύτερης περιοχής. Αυτή η κοινωνική δομή μεταφράζεται αρχιτεκτονικά με την καστρική και πέτρινη κατασκευή των κτισμάτων. Αυτή συνέβαλε στην προφύλαξη και στον δύσκολο εντοπισμό τους από μακριά.1 Τα χρώματα της αρχιτεκτονικής αυτής, ήταν οι κιτρινοκαφέ και γκρίζοι λίθοι του τόπου.
1
14
Ορέστης Β. Δουμάνης - Paul Oliver, Οικισμοί στην Ελλάδα, βλ. σ.123
15
(β) Το “ίχνος” του κλίματος πάνω στα λαϊκά κτίσματα. Σε κάθε περιοχή που αναπτύσσεται μια μορφή αρχιτεκτονικής δεν μπορούμε να μην θεωρήσουμε ως δεδομένη την επιρροή που της έχει ασκηθεί από το κλίμα. Το κλίμα παραμένει μια σημαντική συνιστώσα των μορφογενετικών δυνάμεων και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις αρχιτεκτονικές επιλογές που ο άνθρωπος θα επιθυμούσε να δημιουργήσει προς όφελος του. Πώς αντιδρά ο άνθρωπος προσαρμοζόμενος στα ιδιαίτερα κλιματολογικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής; Η θερμοκρασία, η υγρασία, ο άνεμος, η βροχή, αλλά και το ίδιο το φως έρχονται να καθορίσουν την αρχιτεκτονική που πλάθουν οι κοινωνικο-πολιτισμικές συνθήκες του κάθε λαού. Ο άνθρωπος εντάσσεται στα χαρακτηριστικά του τόπου που ζει και βρίσκει λύσεις τέτοιες που απαιτούνται για να αντιμετωπίσει ή να εκμεταλλευτεί τα στοιχεία αυτά του κλίματος.1
13
14
15
Ο Α. Κωνσταντινίδης, στο βιβλίο του Μελέτες και κατασκευές, αναφέρει πώς οι κλιματολογικές συνθήκες επηρεάζουν την αρχιτεκτονική, καθώς και τους τρόπους με τον οποίο την αντιλαμβανόμαστε: “Ωστόσο και αν όλα όσα προσημειώνονται δε μπορεί να είναι απόλυτα, υπάρχει και κάποια άλλη αλήθεια, για το χρώμα, στην αρχιτεκτονική. Εκείνη, δηλαδή, η αλήθεια, που σχετίζει τα χρώματα με τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στο ένα ή στο άλλο τοπίο, όπου θα έρθει να στηθεί το αρχιτεκτονικό έργο. Κι όπως, θέλω να πω, εκεί όπου το φως του ήλιου είναι πιο έντονο, ένα λευκό χρώμα, απλωμένο σε μια μεγάλη σε έκταση επιφάνεια ενοχλεί στο μάτι και μας τυφλώνει. Ενώ όταν η ίδια επιφάνεια και μέσα στο ίδιο φωτεινό τοπίο, χρωματιστεί στο κόκκινο, ή στο γαλάζιο, ή στην ώχρα, αν όχι και στο σκούρο σταχτί και στο μαύρο, ακόμα, δε θα μας ενοχλεί και θα μας αφήνει να βλέπουμε ανεμπόδιστα ένα κτίσμα, έτσι χρωματισμένο μέσα στο τοπίο. Και που αυτό το γνωρίζουν καλά όσοι ξέρουν να ζουν και με τα μάτια τους, μέσα στο ελληνικό τοπίο, που το φωτίζει τόσο έντονα ο ήλιος, δηλαδή οι “λαϊκοί” ή “ανώνυμοι” αρχιτέκτονες, στα σημερινά μας χρόνια. Και για να θυμηθούμε βέβαια, πως και οι αρχαίοι Έλληνες χτίζανε πάντα και με το χρώμα, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.”2 Ο άνθρωπος, πέρα από το να αντιμετωπίσει τα φυσικά φαινόμενα, έχει και την ανάγκη να δημιουργήσει χώρους άνετους, φιλικούς και ευχάριστους για την καθημερινότητα του. Για αυτό το λόγο, διαμόρφωσε διάφορες παραδόσεις και συνήθειες που έχουν να κάνουν με τα χρώματα και την αντιμετώπιση της αίσθησης του κρύου και του θερμού. “Τα δωμάτια που ζούσαμε ήταν χρωματιστά. Τα βορινά ήταν βαμμένα κόκκινα ή ώχρα για να αισθάνεσαι πιο θερμά. Ενώ τα μεσημβρινά ήταν μπλε για να αισθάνεσαι πιο δροσερά. Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο μεγάλο ρόλο έπαιζε το χρώμα στη ζωή μας, στη ζωή των ανθρώπων. Ήταν κάτι αναγκαίο. Κάτι που ήταν συνυφασμένο με τη ζωή μας.”, αναφέρει ο Α.Φασιανός. 3 Τέλος, ο αέρας, ο ήλιος και η βροχή αποτελούν στοιχεία που έρχονται να διαμορφώσουν τα λαϊκά κτίσματα με στόχο να αντεπεξέλθουν οι χρήστες τους στα φαινόμενα αυτά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Καθώς ο χρόνος περνάει, αφήνουν τα σημάδια τους πάνω σε αυτά. Αλλού υπάρχουν με τη μορφή χαλασμάτων, παραμορφώσεων και χρωματικών αλλοιώσεων. Τα ξύλα γκριζάρουν, οι πέτρες σκουραίνουν, τα χρώματα γερνούν και ένα διαφορετικό σκηνικό διαμορφώνεται στο εκάστοτε τοπίο.
Amos Rapoport, “Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες”, μτφρ Δ. Α.Κωνσταντινίδης, “Mελέτες και Kατασκευές” 3 Παπαϊωάννου, Φασιανός, “Αρχιτεκτονική και Χρώμα”, εκδόσεις Τέχνης Νηρέας, σ.10 1 2
16
17
(γ) Υλικά και τεχνογνωσία 16
Εκείνο που, από θεωρητική άποψη, συχνά χαρακτηρίζεται ως “σοφία ή ένστικτο του λαϊκού δημιουργού, ο οποίος κατασκευάζει πράγματα ακολουθώντας τη φύση”1, στην πραγματικότητα είναι η ανάγκη επιβίωσής του απέναντι στα στοιχεία του τόπου. Οι δυσκολίες που έχει να υπερνικήσει ο κατασκευαστής ενός μικρού κτίσματος, σε μια απόμακρη τοποθεσία, είναι μεγάλες. Πολλές φορές οι τεχνίτες έπρεπε να διανύουν αποστάσεις δύσβατες για τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών της κατασκευής. Ακριβώς αυτή η τεράστια, τόσο σωματική όσο και ψυχική κούραση, καθιστούσε το κτίσμα αυτό ιερό και, κατά συνέπεια, τη συντήρησή του επιτακτικό χρέος για τον ιδιοκτήτη και τους απογόνους του. Η βιωματική σχέση με τον τόπο καταγωγής εκφραζόταν, έτσι, μέσα από το σεβασμό για την κληρονομούμενη περιουσία που θεωρείτο κειμήλιο των προγόνων. Ένα τέτοιο κτίσμα δεν θα το αντιμετώπιζε άρα κανείς με τρόπο ωφελιμιστικό.2 17
Καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή ενός υλικού στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική αποτελεί η εντοπιότητα του, σε συνάρτηση με τις “μεταβολές της μόδας”. Πρόκειται, δηλαδή, για την καθαρά χρηστική του αξία, σε σχέση με το συμβολισμό του. Κριτήριο για την επιλογή του υλικού είναι η αντοχή, πάντα σε σχέση με την σημασία του κτίσματος, και σπανίως η αισθητική του. Τόσο στην Ηπειρωτική, όσο και νησιωτική Ελλάδα, η χρήση της λιθοδομής είναι εμφανής, καθώς το υλικό αυτό, σε διάφορες μορφές και με διαφορετικές κάθε φορά ιδιότητες, αφθονεί παντού. Το είδος της διαθέσιμης πέτρας επηρεάζει άμεσα τη μορφή και το χρωματικό αποτέλεσμα της κατασκευής. Για παράδειγμα, ο σκληρός, δύσκολος στην επεξεργασία ασβεστόλιθος οδηγεί στην τραχιά, στιβαρή αρχιτεκτονική της Αρκαδίας και της Ηπείρου, με αποχρώσεις πιο γκριζοκίτρινες, ενώ ο ευκολότερος στην κατεργασία αμμόλιθος οδηγεί σε ισόδομες λιθοδομές με ανάγλυφα κοσμήματα σε όψεις της Ρόδου που παράγουν ένα αποτέλεσμα πιο θερμών αποχρώσεων. Κατεξοχήν παράδειγμα για τη χρήση της πέτρας είναι η Μάνη, όπου το εξαιρετικά πετρώδες, άγονο έδαφος, σε συνδυασμό με την αυστηρά ιεραρχημένη δομή της τοπικής κοινωνίας, οδήγησε στη δημιουργία μιας αντίστοιχα ξεχωριστής αρχιτεκτονικής, με βασικό στοιχείο τη λιθοδομή. Μια άλλη περίπτωση, αποτελεί η αρχιτεκτονική των Δωδεκανήσων όπου, για όσο διάστημα τα νησιά επικοινωνούσαν ελεύθερα με τα μικρασιατικά παράλια στον όψιμο 19ο αιώνα, η τυπική αρχιτεκτονική του χωμάτινου δώματος βασίστηκε στην αθρόα εισαγωγή τυποποιημένης ξυλείας απο τη Ανατολή. Βέβαια με την ιταλική κατοχή των νησιών από το 1912 σταματά και αυτή η προμήθεια ξυλείας. Σύμφωνα με τον Δ.Φιλιππίδη: “Αρχικά, η κοινή “παραδοσιακή” αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα εκφράζει την κυρίαρχη αγροτική βάση της οικονομίας τους. Όταν στην οικονομική ανάπτυξη το βάρος μετατίθεται προς το εμπόριο, τότε υποβαθμίζεται ο ρόλος της γαιοκτησίας και το συναφές της ιδεολογικό υπόβαθρο. Η νησιωτική κοινωνία αλλάζει στόχους και αποκτά νέες ανάγκες, δηλαδή αστικοποιείται και ακολουθεί νέες “μόδες” σύμφωνα με τον A.Rapoport. Με άλλα λόγια, η μετακίνηση από μια αγροτική “παραδοσιακή” αρχιτεκτονική προς μια περισσότερο αστική, που αποτελεί καθολικό φαινόμενο για όλα τα νησιά, δεν συμβαδίζει με την επιτόπου διάθεση του ενός ή του άλλου οικοδομικού υλικού.” Δ. Πικιώνης, “Η λαϊκή μας τέχνη κ’ εμείς”, περ. Φιλική εταιρία 4, 1925, σ. 148 Δ. Φιλιππίδης, “Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες”, βλ Μέρος Δεύτερο, “Ανώνυμη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ή ο έλληνας Ράποπορτ” σ. 271
1 2
18
19
Παρατηρείται ιδιαίτερα πως συχνά η διακόσμηση ενός απλά χρηστικού κτίσματος ξεκινάει σε μεγάλο βαθμό από τον ανταγωνισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στους τεχνίτες της ίδιας περιοχής προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της χρήσης του. Για παράδειγμα, στους περιστεριώνες των νησιών ο ανταγωνισμός μεταξύ των τεχνιτών συνέβαλε στην διακόσμησης ενός τόσο χρηστικού κτίσματος με εκπληκτικά σχέδια. Όπως είναι φυσικό, το χρώμα αποτελούσε ένα ξεκάθαρο στοιχείο ανάδειξης των διακοσμητικών και κοινωνικών αναγκών των ανθρώπων.
19
18
20
20
Μέσα από αυτούς τους τρεις παράγοντες επιρροής που αναλύθηκαν παραπάνω, συμπεραίνουμε, ότι η αλληλεπίδρασή τους παράγει τελικά το ομοιογενές αποτέλεσμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής που γνωρίζουμε. Τα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ο ίδιος ο τόπος και το κλίμα του, αλλά και τα άμεσα διαθέσιμα υλικά του κάθε τόπου, σε συνδυασμό με τις τεχνικές γνώσεις του λαού, παράγουν ένα σύνολο κτισμάτων που διαμορφώνει το χαρακτήρα της περιοχής, εκφράζοντας την καθημερινότητα των κατοίκων της. Οι κοινωνίες εξελίσσονται στο πέρασμα των χρόνων και η καθημερινότητά τους αλλάζει και αυτό το γεγονός αρχίζει, με αργούς ή γρήγορους ρυθμούς, να αποτυπώνεται και στα κτίσματά τους. Η επαφή με κοντινούς αλλά και μακρινούς οικισμούς, οι κατακτήσεις και οι μεταναστεύσεις των ανθρώπων, αλλάζουν και διαμορφώνουν τα αρχικά δεδομένα της τοπικής αρχιτεκτονικής, με στόχο πάντα την εξυπηρέτηση των παλιών αλλά και των νέων αναγκών κάθε κοινωνίας. Μέσα σε κάθε κοινωνία αναπτύσσεται και η ανάγκη των ανθρώπων να αναδειχθούν και να “ανέβουν” κοινωνικά. Βλέπουμε, λοιπόν, τις περιοχές, που ανέπτυξαν την οικονομία τους στη βάση του εμπορίου, να εξελίσουν τις αρχιτεκτονικές του επιλογές με πιο γρήγορους ρυθμούς σε σύγκριση με άλλες, πιο απομακρυσμένες και δύσβατες περιοχές της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, η άνοδος μιας οικονομικά ευκατάστατης κοινωνικής ομάδας εμπόρων και πλοιοκτητών ανέπτυξε και την επιθυμία επίδειξης του πλούτου τους και τελικά την αρχιτεκτονική διαφοροποίηση τους από άλλες τάξεις. Αυτή η κοινωνική ανάγκη των ανθρώπων, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, υπήρχε πάντα ως παράμετρος επιρροής στην αρχιτεκτονική. Παρόλα αυτά, όσο αυξάνεται η οικονομική άνεση των κατοίκων, τόσο περισσότερο αυτό αντικατοπτρίζεται στην μορφή του κάθε οικισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτυπώνονται την ίδια στιγμή στα χρώματα των κτιρίων.
21
Πηγές εικόνων:
Εκτός κειμένου εικόνα, σ.1, σκίτσο Α. Κωνσταντινίδη
10. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
1. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
11. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
2. C .Bellegarde - Partition chromatique, https://www.claudebellegarde.com/
12. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
3. R. Barthes, https://www.artrabbit.com/events/barthes-burgin
13. “Παλίμψηστο” χρωμάτων, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
4. L. Wittgenstein, https://www.the-tls.co.uk/articles/private/ludwig-wittgenstein-honesty-ground/
14. “Παλίμψηστο” χρωμάτων, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 15. “Παλίμψηστο” χρωμάτων, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
5. Σκίτσο Α. Κωνσταντινίδη 16. Άνδρος, προσωπικό φωτογραφικό αρχείο 6. Νεκροταφείο στο Μεξικό, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 17. Άνδρος, προσωπικό φωτογραφικό αρχείο 7. Σοκάκι στη Σύμη, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 18. Προσωπικό φωτογραφικό αρχείο 8. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 19. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 9. Π.Τέτσης, “Βάρκες”, Λάδι σε μουσαμά, 1998 20. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
22
23
2. Ανάλυση του χρώματος (α) Συμφωνία, υποταγή, έλεγχος
1
2
“Αν το χρώμα είναι ασήμαντο, άρχισα να αναρωτιέμαι, γιατί είναι τόσο επιτακτικός ο βίαιος αποκλεισμός του; Αν το χρώμα δεν έχει καμία σημασία, γιατί η κατάργησή του να έχει τόση;” (D.Batchelor) Το χρώμα ενδιέφερε τον H.Melville και τον J.Conrad, τον W.Pater και τον J.Winckelmann. Είχε σημασία για τον Le Corbusier, και, απ’ ότι φαίνεται, είχε σημασία για πολλούς άλλους για τους οποίους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η μοίρα του δυτικού πολιτισμού υπήρξε σημαντική. Και αυτό γιατί στεκόταν εμπόδιο. Και εξακολουθεί να είναι εμπόδιο. Η άποψη ότι το χρώμα είναι συνδεδεμένο με τη μοίρα της δυτικής κουλτούρας ακούγεται παράξενη και όχι πολύ αληθοφανής. Όμως, η επιχειρηματολογία μας αφορά το εξής: ότι το χρώμα έχει υπάρξει το αντικείμενο ακραίων προκαταλήψεων στη δυτική κουλτούρα. Ως επί των πλείστον, αυτή η προκατάληψη έχει μείνει ατεκμηρίωτη και έχει περάσει απαρατήρητη. Κι όμως, είναι μια προκατάληψη που φαίνεται να περιλαμβάνει τα πάντα, τοσο γενικευμένη, ώστε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να έχει υποτάξει κάθε άλλη προκατάληψη στην υπηρεσία της. ‘Όπως συμβαίνει με όλες τις προκαταλήψεις, η εμφανής της μορφή, δηλαδή η απέχθειά της, κρύβει ένα φόβο: ένα φόβο μόλυνσης και φθοράς από κάτι που είναι άγνωστο και μοιάζει ακατανόητο. Αυτή η απέχθεια του χρώματος, αυτός ο φόβος της διαφθοράς μέσω του χρώματος, χρειάζεται ένα όνομα: χρωμοφοβία.”1 Ο C.Blanc, o οποίος ήταν κριτικός τέχνης, θεωρητικός του χρώματος και για ένα διάστημα υπουργός πολιτισμού στη σοσιαλιστική κυβέρνηση της Γαλλίας το 1848, ταύτιζε το χρώμα με το “θηλυκό” στην τέχνη· υποστήριζε την ανάγκη να υποταχθεί το χρώμα στην “αρσενική” τέχνη του σχεδίου και της ζωγραφικής· επιδείκνυε μια αντίδραση τυπική των φοβικών. Από τη μια, λοιπόν, το χρώμα ήταν κωδικοποιημένο ως θηλυκό·. από την άλλη, ως πρωτόγονη κατάσταση. Και στις δύο περιπτώσεις, το χρώμα είναι έκπτωση, ολίσθημα, Πτώση. Υπήρχαν μόνο δύο τρόποι για να αποφύγουμε την Πτώση, σύμφωνα με τον κριτικό αυτόν: να εγκαταλείψουμε τελείως το χρώμα ή να το ελέγξουμε. Και τα δύο είχαν τα ρίσκα τους. Ο Blanc είναι κάπως ασαφής σχετικά με την πρώτη επιλογή: “μερικές φορές το χρώμα είναι “ουσιώδες” στη ζωγραφική, αλλά θα μπορούσε να είναι και μόνο “σχεδόν αναντικατάστατο”. Αλλού πείθει τον εαυτό του ότι “οι ζωγράφοι ενίοτε μπορούν να καταργήσουν το χρώμα”, ενώ λίγο αργότερα επανατοποθετείται: “Εφόσον το χρώμα είναι αυτό ακριβώς που ξεχωρίζει τη ζωγραφική από τις άλλες τέχνες, είναι απαραίτητο για το ζωγράφo”.
3
4
5
“Συμφωνία, υποταγή, έλεγχος. Μια άβυσσος. Αποπροσανατολισμός. Απώλεια της συνείδησης. Κάθοδος. Και ανάσταση. Χάρη.” Δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι αυτό το απόσπασμα αναφέρθηκε από την ψυχαναλύτρια Μarion Milner για την οποία “οι σκοτεινές δυνατότητες του χρώματος” εξισορροπούνται από το “λευκό φως της συνείδησης”. Η εφόρμηση του χρώματος είναι και εκτροπή σε μια ονειρική κατάσταση. Ο Gustave Moreau λέει: “Σημειώστε ένα πράγμα καλά: Πρέπει να σκέφτεστε μέσω του χρώματος, να έχετε φαντασία σ’ αυτό. Αν δεν διαθέτετε φαντασία, το χρώμα σας δεν θα είναι ποτέ όμορφο. Το χρώμα πρέπει να το σκέφτεται κανείς, να το φαντάζεται, να το ονειρεύεται…”.2 1
David Batchelor, αναφορά στο βιβλίο “Χρωμοφοβία”, Λονδίνο 2000, σ.27
Gustave Moreau, αναφέρεται στο βιβλίο του Roger Benjamin, Matisse’ s ‘Notes of a Painter’: Criticism, Theory, and Context, 1891-1908, Αν Άρμπορ, 1987, σ.29
2
24
25
Το θέμα του χρώματος ως πτώση στην αμαρτία -ή ως πτώση στην χάρη- μπορεί και να εκσυγχρονιστεί. Για παράδειγμα η ταινία του Wim Wenders, του 1986 με τίτλο Τα φτερά του έρωτα, στην οποία ο θεατής παρασύρεται μπρος-πίσω ανάμεσα σε δύο κόσμους, το βασίλειο των πνευμάτων και των αγγέλων, από τη μια πλευρά και τον αισθησιακό κόσμο των ενσαρκωμένων όντων, από την άλλη. Γνωρίζουμε που βρισκόμαστε μόνο επειδή ο τελευταίος εμφανίζεται γεμάτος χρώματα, ενώ ο κόσμος των πνευμάτων εμφανίζεται ασπρόμαυρος. Όταν ο άγγελος, τον οποίο υποδύεται ο Bruno Ganz, πέφτει στη γη εξαιτίας μιας άλλης πτώσης -του έρωτα- προσγειώνεται με γδούπο. Παραζαλισμένος και κατάπληκτος, κοιτάζει ολόγυρα στην ερημιά του Βερολίνου όπου έχει προσγειωθεί. Ψηλαφεί μια μικρή πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και κοιτάζει το αίμα που μένει στο χέρι του. Πλησιάζει έναν περαστικό:
«Αυτό είναι κόκκινο;» «Ναι». «Και οι σωλήνες;» «Είναι κίτρινοι». «Και αυτός εκεί;» (δείχνοντας μερικές ζωγραφισμένες φιγούρες στο Τείχος του Βερολίνου). «Αυτός είναι γκρι-μπλε». «Αυτός;». «Αυτός είναι πορτοκαλί… ώχρα». «Πορτοκαλί ή ώχρα;». «Ώχρα». «Κόκκινος… Κίτρινος… Κι αυτός;». «Αυτός είναι πράσινος». «Και το κομματάκι πάνω από τα μάτια;». «Αυτό είναι μπλε». Οι πρώτες ερωτήσεις που κάνει ο άγγελος αφορούν τα χρώματα που βλέπει. Η πτώση του στην αμαρτία, είναι μια πτώση στο χρώμα. Με γδούπο. Είναι μια πτώση από το ασώματο και τα πανθ’ ορών πνεύμα στον κόσμο του επιμέρους και του τυχαίου, έναν κόσμο αισθητηριακής και αισθησιακής ύπαρξης, ζεστού και κρύου, γεύσης και αφής, αλλά πάνω από όλα πρόκειται για μια πτώση σ’ έναν κόσμο επιθυμίας. “Είναι μια πτώση σε έναν κόσμο της συνείδησης και του εαυτού, ή μάλλον μια πτώση από την υπερσυνείδηση στην ατομική συνείδηση· είναι όμως μια πτώση στον ίδιο τον εαυτό που γίνεται με σαφή σκοπό την απώλεια του εαυτού στην επιθυμία.”1 Επομένως, το χρώμα το θέλουμε, το αναζητούμε. Η ανθρώπινη φύση κάνει κύκλους γύρω από την επιθυμία του να το αποζητά, καθώς και να το αποφεύγει. Είναι αυτού η παρουσία, ή η απουσία, που μας γεμίζει, μας προβληματίζει, μας κάνει να δημιουργούμε και να ονειρευόμαστε. Που γεμίζει τα όνειρά μας, ή τους εφιάλτες μας. Μόλις συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι αυτό υπάρχει και το “υποτάξουμε”, κάθε φορά ανάλογα με τις καταστάσεις, τότε θα επανέλθει ο έλεγχος για ένα γόνιμο διάλογο πάνω στο έργο του αρχιτέκτονα ή του ζωγράφου, στην προκειμένη περίπτωση.
6
26
1
David Batchelor, αναφορά στο βιβλίο “Χρωμοφοβία”, Λονδίνο 2000, σ.47
27
7
(β) Λευκοί τόποι, λευκές αναμνήσεις.
“Το λευκό χρώμα του ασβέστη έκανε τη γραφική ενότητα του οικισμού να μοιάζει με θεατρική σκηνή: σαν να δημιουργήθηκαν τα πάντα μόνο με ένα χέρι.” Le Corbusier (αναφερόμενος στις Κυκλάδες)
8
9
Ο Μ.Κορρές αναφέρει χαρακτηριστικά σε ομιλία του: “Γιατί ο Le Corbusier θαύμαζε τα λευκά του Αιγαίου; Εδώ υπάρχει πολιτικό κίνητρο. Πολιτικό, προγραμμάτικό κίνητρο, που είχε σχέση με την καριέρα του συγκεκριμένου ανθρώπου και των ομοίων της γενιάς του, αλλά και με τις κόντρες ή τις αντιπαραθέσεις που είχαν με την παλαιότερη γενιά στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία και αλλού. Επομένως, το αν ήταν σημαντικά ή ασήμαντα τα λευκά του Αιγαίου, είναι ένα θέμα επιστημονικό του οποίου τη βαρύτητα δεν μπορούν να φωτίσουν οι τοποθετήσεις της γενιάς του 30΄. Γιατί η γενιά του 30΄ ήθελε να χρησιμοποιήσει ιδεολογικά αυτά τα παραδείγματα. Επομένως, δεν ενδιαφερόταν για την πραγματική αλήθεια, αλλά για μια αλήθεια που ήταν η δική της αλήθεια και ήθελε να την προβάλλει για δικούς της λόγους. Οι δικές της φιλοδοξίες, επιδιώξεις, διεκδικήσεις για ένα μέλλον. Οπότε για αυτό το λόγο, η αληθινή εξήγηση όλων αυτών είναι πολύ δυσκολότερη και θέλει μια πιο αντικειμενική προσέγγιση μέσα από μια πιο προσεκτική ανάλυση των δεδομένων.”1 Ο D.Batchelor αναφέρει στο βιβλίο του Χρωμοφοβία :“Tι είναι αυτό που υπαγορεύει την εμμονή με το λευκό; Πρώτα από όλα ας βγάλουμε από τη μέση τον όρο μινιμαλισμός και τον επιπόλαιο συσχετισμό του με την λευκότητα. Μινιμαλισμό των τρισδιάστατων έργων τέχνης που δημιουργήθηκαν την δεκαετία του ‘60… Στην πραγματικότητα, τα χρώματα της μινιμαλιστικής τέχνης ήταν συχνά πιο κοντά σε εκείνα της σύγχρονης εποχής της Pop art.” Σύμφωνα με τον ίδιο και μιλώντας για τους πίνακες του Robert Ryman, υπογραμμίζεται η χρήση των λευκών, τα οποία αποτελούν χρώμα, αφού είναι “εμπειρικά” λευκά. Από τη στιγμή, λοιπόν, που αναφερόμαστε σε πολλαπλά λευκά, χάνεται και η έννοια της αγνότητας. Και συνεχίζοντας ο D.Batchelor υπογραμμίζει: “Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα : όχι στο λευκό, όχι στα λευκά, αλλά στο γενικευμένο λευκό, γιατί το γενικευμένο λευκό –ή λευκότηταείναι αφηρημένο, αποκομμένο και επιρρεπές στη μόλυνση από όρους όπως το “καθαρό”, το “αγνό”, το “απόλυτο”. Το απόλυτο λευκό : Αυτό είναι σίγουρα ένα πρόβλημα του δυτικού κόσμου, και δεν υπάρχει διαφυγή από αυτό”. Ο J. Conrad, ο οποίος ανέλυσε το πρόβλημα του δυτικού κόσμου καλύτερα από τους περισσότερους στον καιρό του κι από πολλούς στις μέρες μας, μπορούσε επίσης να αναγνωρίσει ένα λευκό όταν το συναντούσε. Στόχος του είναι η γενίκευση της λευκότητας, καθώς και τα κατηγορήματα και οι προκαταλήψεις που συγχωνεύονται με τον όρο και μοιάζουν αδιάσπαστες απ’ αυτόν. Αυτή η γενικευμένη λευκότητα δημιουργεί ένα σκηνικό για την αφήγηση, μια αποχρωματισμένη οθόνη που διαπερνάται και σκίζεται, ξανά και ξανά, από συγκεκριμένες περιπτώσεις λευκών πραγμάτων.2 “Κοιτάτε με πόσο διαφορετικό τρόπο βάφουν δυο κλασικές μορφές του μοντέρνου κινήματος, ο Le Corbusier και ο Mies van der Rohe. Διαφορετικοί τελείως. Χρησιμοποιώντας και οι δύο το λευκό. Ποιο λευκό όμως; Άλλο λευκό. Πώς κάνουν αρχιτεκτονική, πού είναι το 1 2
28
Συνέντευξη Μ.Κορρέ, βλ.παράρτημα σ. 85 David Batchelor, αναφορά στο βιβλίο “Χρωμοφοβία”, Λονδίνο 2000, σ. 16
29
χρώμα του ενός, πού του άλλου. Πού περιορίζει το χρώμα του ο Mies και πού το αναπτύσσει ο Corbu. Μια ένταση των αισθήσεων, ζωγραφίζανε γυμνοί (ο Corbu). Άλλος ο κόσμος του καθενός, διαφορετική η μια πρόταση αισθήσεων του ενός, από τον άλλον.”1 Σε αυτό το απόσπασμα ο Δ.Φατούρος, συνεχίζοντας το συλλογισμό του D.Batchelor, τονίζει τη διαφορετικότητα του λευκού. Τη διαφορετικότητα από λευκό σε λευκό. Γιατί αν και υπάρχει αυτή η μυθολογία του ασπρίσματος, δεν παύει να αποτελεί αλλιώτικο εργαλείο στα χέρια του κάθε αρχιτέκτονα ή ζωγράφου. Στον δυτικό πολιτισμό, που το λευκό έχει τη δική του συμβολική αξία, αποπνέει ένα αίσθημα φόβου. Είναι κυρίως “φόβος της σάρκας”. Αυτά τα πράγματα –λευκά δόντια, λευκά μαλλιά, λευκά κόκαλα, λευκά κολάρα, λευκό μάρμαρο, λευκό ελεφαντόδοντο, λευκή ομίχληκουβαλούν πάντα μαζί τους μια αλλόκοτη αίσθηση ψυχρότητας, αδράνειας και θανάτου. Το λευκό, όπως και το μαύρο, όπως το φως και το σκοτάδι, γίνεται ένας εξαιρετικά πολύπλοκος όρος. Για τον Conrad, το να μιλήσει κανείς για το λευκό με βεβαιότητα ισοδυναμεί, είτε το κάνει εσκεμμένα είτε όχι, με το να είναι κανείς υποκριτής ή τρελός.2
10
Το σίγουρο είναι ότι δεν εξαλείφεται. Η λευκότητα πάντοτε επιστρέφει. Η λευκότητα είναι συνυφασμένη με τον πολιτισμό μας. Από την Βίβλο και πάλι : “Αν και τα αμαρτήματά μας είναι κατακόκκινα, θα γίνουν λευκά σαν το χιόνι”.3 Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, αλλά, όπως έδειξαν ο Conrad και ο Melville, μερικές φορές είναι δυνατόν να ξηλώσουμε τη λευκότητα εκ των έσω. Ο Henri Michaux, καλλιτέχνης, ποιητής και γκουρού του LSD, γράφει στο “Σχετικά με τη μεσκαλίν”: “Εμφανίζεται το λευκό. Απόλυτο λευκό. Λευκό πέραν κάθε λευκότητας. Λευκό της έλευσης του λευκού. Λευκό χωρίς συμβιβασμούς, μέσω του αποκλεισμού, μέσω του καθολικού ξεριζώματος του μη λευκού. Τρελό, εξαγριωμένο λευκό, ουρλιάζοντας τη λευκότητα. Φανατικό, μαινόμενο, εξοντώνοντας το θύμα. Τρομερό ηλεκτρικό λευκό, αδιάλλακτο, δολοφονικό. Λευκό σε εκρήξεις λευκού. Ο Θεός του “λευκού”. Όχι, όχι Θεός, αλλά μια φωνακλού μαϊμού. Τέλος του λευκού. Έχω την αίσθηση ότι για πολύ καιρό ακόμη, το λευκό θα είναι για μένα μια υπερβολή.”4
11
Για τον Melville, συγγραφέα του περίφημου Μόμπι Ντικ, η αλήθεια του χρώματος είναι απλώς καλλωπιστική. Περιέχει “λεπτές εξαπατήσεις”, δεν είναι “πραγματικά εγγενής στα όντα, επιπροστίθεται απ’ έξω. Αν όμως η φύση “βάφεται σαν πόρνη”, δεν είναι απλώς για να μας αποπλανήσει, αλλά για να μας προστατεύσει από τις αποπλανήσεις του “οστεοφυλάκιου” που βρίσκεται από μέσα. Πρέπει να φορέσουμε σκούρα, χρωματιστά γυαλιά, αλλιώς αυτό που ίσως δούμε θα μας τυφλώσει.”5
David Batchelor, αναφορά στο βιβλίο “Χρωμοφοβία”, Λονδίνο 2000, σ.16 Συνέντευξη Δ.Φατούρου, βλ.παράρτημα σ. 89 3 Ησαïας 1:18 4 Henri Michaux, “With Mescaline”, στο Darkness Moves: An Henri Michaux Anthology 1927-1984, μτφρ. D.Ball, Μπέρκλεϋ και Λονδίνο, 1994, σ.198 5 David Batchelor, αναφορά στο βιβλίο “Χρωμοφοβία”, Λονδίνο 2000, σ. 21 1 2
12
13
31
14
Ο Μ.Κορρές υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα του λευκού είναι το γεγονός ότι συρρικνώνει το τοπίο. “Η ύπαιθρος έπαψε να φαίνεται όσο μεγάλη φαινόταν παλιά, αντιθέτως άρχισε να φαίνεται συνεχώς μικρότερη. Ένα λευκό σπίτι στην πλαγιά του απέναντι λόφου, ξαφνικά απομυθοποιεί την απόσταση που είχε κάποτε ο λόφος από εμάς. Πριν νομίζαμε ότι ο λόφος είναι μακριά και το νησί είναι μεγαλύτερο. Ο Παπαδιαμάντης ανέφερε στα κείμενά του για την Σκιάθο ότι είναι ένας απέραντος κόσμος. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα το απέραντο.” Η κλίμακα, λοιπόν, χάθηκε με την επιβολή των μικρών αυτών λευκών όγκων που γέμισαν τον κυκλαδίτικο χώρο, κυρίως. Ή απλά διαφοροποιήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τα νέα χρωματικά, και χρηστικά, δεδομένα.
15
32
To λευκό, λοιπόν, έρχεται να καλύψει και να απολυμάνει. Να διαφοροποιηθεί και να εξαγνίσει. Να δηλώσει κάτι το καινούριο, ίσως και το μοντέρνο. Να επισκιάσει προηγούμενες τεχνικές, να αναβαθμίσει, να κυριαρχίσει. Σε επόμενο κεφάλαιο θα αναλυθεί το παράδειγμα των Κυκλάδων, που αποτέλεσε βασικό σταθμό της ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, αλλά και σημαντικό παράδειγμα της λευκής αρχιτεκτονικής νοοτροπίας. Θα χρησιμοποιηθούν παραδείγματα νησιών όπως η Τήνος, η Σαντορίνη και η Νάξος.
33
(γ) Υλικό χρώμα, χρωματικές εκφάνσεις
“Τα υλικά θα πρέπει να μιλήσουν. Αυτό το θεωρώ προφανές, αλλιώς το κτίριο μένει νεκρό. Η ίδια η ύλη θα πρέπει να εκφραστεί.” / K.Kρόκος
16
Τα υλικά θα μπορούσαν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες με βάση τη χρωματική τους προέλευση. Η πρώτη κατηγορία αφορά τα αυτόχρωμα υλικά, αυτά δηλαδή που το χρώμα τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύλη. Αναφερόμαστε, λοιπόν, σε φυσικά υλικά, στο χρώμα της χρυσοκίτρινης ή ωχροκαφέ πέτρας, του καινούριου ή παλαιωμένου ξύλου, του άχρωμου ή μη σκυροδέματος. Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή των ετερόχρωμων υλικών. Σε αυτά υπάρχει μια χρωστική που εφαρμόζεται από τον αρχιτέκτονα ή τον χρωματιστή και καλύπτει τις επιφάνειες, όπως ο ασβέστης και το πλαστικό χρώμα. Τέλος, υπάρχουν τα άχρωμα κτίρια, ή ”κτίρια χαμαιλέοντες”. Εδώ, γίνεται λόγος κυρίως για στιλπνά υλικά, γυάλινα κτίρια ή κτίρια που τα υλικά τους επιτρέπουν να προσαρμόζονται σε όποιο περιβάλλον και αν βρεθούν, ή σε ό,τι συμπτοματικά συμβαίνει γύρω τους.1 Στην συγκεκριμένη εργασία μας αφορά η ερμηνεία των δύο πρώτων κατηγοριών, αφού είναι και αυτά που συναντάμε στο ελληνικό τοπίο, περιδιαβαίνοντας τους ατελείωτους και ποικιλόμορφους οικισμούς του. Τα ετερόχρωμα υλικά, αυτά στα οποία, όπως αναφέραμε, εφαρμόζεται μια χρωστική, δεν φέρουν πάντοτε το ίδιο αποτέλεσμα, ακόμη και αν αυτή η χρωστική είναι πάντοτε η ίδια. Αυτό έχει να κάνει με την επιφάνεια στην οποία τοποθετείται το χρώμα. Είναι εντελώς διαφορετικό, δηλαδή, το αποτέλεσμα μιας βαμμένης επιφάνειας σοβά από αυτό μιας επιφάνειας λιθοδομής. Στην μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια λεία, ομοιόμορφη επιφάνεια, πάνω στην οποία δεν παρατηρούμε χρωματικές διαφοροποιήσεις, ενώ στην άλλη, παρόλο που το χρώμα εφαρμόζεται ομοιόμορφα, υπάρχουν έντονες, οπτικά, χρωματικές διαφοροποιήσεις. Ο λόγος αυτής της διαφοροποίησης είναι τα “παιχνιδίσματα” του φωτός και της σκιάς, ως απόρροια του ανάγλυφου της χρωματισμένης επιφάνειας. Για τον ίδιο πάλι λόγο, υπάρχουν και πολλά διαφορετικά αποτελέσματα από τις διάφορες τεχνοτροπίες του σοβά, που επιτρέπουν στο χρώμα να δημιουργήσει κάθε φορά μια νέα αίσθηση. Ακόμη, σημασία έχει και το ποια είναι η χρωστική ουσία που δίνει το χρώμα στην επιφάνεια. Είναι άλλο το ασβεστόχρωμα του τοίχου, άλλο το πλαστικό χρώμα και άλλο η λαδομπογιά που περνούσαν τα κουφώματα. Το καθένα λειτουργεί με το δικό του τρόπο, δημιουργώντας μια άλλη αίσθηση στο κτίριο. Ο Δ.Φατούρος, σε συζήτηση που είχαμε με τον ίδιο, υπογραμμίζει τη δύναμη που έχει το χρώμα σε συνδυασμό με το υλικό πάνω στο οποίο αυτό τοποθετείται. Μιλάει για την δύναμη των αισθήσεων και την αφή ως το μέσο ανάγνωσης της αρχιτεκτονικής. “Η ερώτηση θα ήταν, χρώμα μεν, αλλά με τί υφή; Γιατί αυτό που λέμε οπτική αντίληψη, ποτέ δεν είναι μόνη της. Ένα κομμάτι είναι το χρώμα, μαζί με αυτά. Όπως με τα ρούχα. Ο τρόπος που φοράμε τα ρούχα, ο τρόπος που γυαλίζουν ή δεν γυαλίζουν, που έχουν μια ελαφριά θαμπάδα ή που είναι πιο διαφανή, αυτά συζούν και κάνουν το χρώμα. Άρα, δεν αρκεί να πούμε ένα τέτοιο χρώμα, διότι το χρώμα είναι κάτι που πλησιάζεις και βλέπεις αν είναι αδρό ή όχι. Η αφή, τα δάχτυλα. Λέμε μεν οπτικό, αλλά είναι το σύμπαν των αισθήσεων. Η αφή, η όραση, η γεύση,
1
34
https://www.youtube.com/watch?v=HOJOxqgIt6Q, M.Κορρές: The architecture in the 21st century
35
18
η οσμή, ο ήχος. Ακόμα και αυτά μπορείς να πεις ότι ανακατεύονται. Αλλιώτικη μια κουρτίνα που την παίρνει ο αέρας και αλλιώς ένα πανί τεντωμένο, με το ίδιο ακριβώς χρώμα. Άρα, με τον τρόπο που αυτό ζει, εχει και μια βιολογική αισθησιακή πραγματικότητα. Ίσως να ζούμε περισσότερο με την αφή τελικά, παρά με την όραση.”1 Τα αυτόχρωμα υλικά, από την άλλη, συνδυάζουν τόσο το ανάγλυφο της επιφάνειας (πέτρα, ξύλο, σκυρόδεμα) όσο και τις χρωματικές, φυσικές εναλλαγές. Οι εναλλαγές, αυτές, μπορεί να είναι είτε μόνο τονικές, όπως για παράδειγμα γίνεται με το ξύλο, που τα χρώματα του κυμαίνονται μεταξύ διαφορετικών τονικοτήτων των θερμών χρωμάτων (κίτρινα, πορτοκαλί, καφέ, κόκκινα), είτε χρωματικές διαφοροποιήσεις, όπως για παράδειγμα το μάρμαρο που μπορεί να συνδυάζει δύο και τρία διαφορετικά χρώματα σε πολλούς τόνους. Γιατί, όπως αναφέρει ο Α. Κωνσταντινίδης: “Το κάθε υλικό έχει τη φωνή του, με το δικό του κάθε φορά, υψηλό ή χαμηλό τόνο. Το κάθε υλικό κλείνει μέσα του κάποια φωνή, τη δική του φωνή και που αυτή τηνε κάνει να ακουστεί ο αρχιτέκτονας”. Στα αυτόχρωμα υλικά, τέλος, μπορούμε να παρατηρήσουμε και άλλες διαφοροποιήσεις όταν έρχονται να περαστούν με προστατευτικά υλικά, όπως βερνίκια και λούστρα, που διαμορφώνουν μια νέα αίσθηση του υλικού λόγω της γυαλάδας που προστίθεται σε αυτό και αντιδρά διαφορετικά με το φως του ήλιου.
17
19
Τόσο βέβαια στα αυτόχρωμα, όσο και στα ετερόχρωμα υλικά, το στοιχείο που έρχεται να επηρεάσει εξίσου και τα δύο, είναι ο χρόνος. Στα αυτόχρωμα, παρατηρούμε το χρώμα του ξύλου να ξεθωριάζει, να γκριζάρει και να χάνει την πρωταρχική του λάμψη, ενώ από την άλλη βλέπουμε την πέτρα να σκουραίνει, και αν οι καιρικές συνθήκες είναι εξαιρετικά δυσμενείς τη βλέπουμε και να λειένεται. Επομένως, να αποκτά πιο ομοιόμορφες χρωματικές εναλλαγές με το φως του ήλιου. Από τη άλλη και τα χρώματα των σοβατισμένων επιφανειών αλλοιώνονται εξίσου. Τα σκούρα χρώματα ξεθωριάζουν κάτω από το φως του ήλιου, την ίδια στιγμή που πάνω στα ανοιχτόχρωμα αποτυπώνονται οι “λεκέδες” της βροχής. Τέλος, επειδή το φώς είναι αυτό που δίνει υπόσταση στα χρώματα, έχει απόλυτη σημασία να αναγνωρίζουμε ότι η εικόνα που έχουμε μπροστά μας είναι και απόρροια του ίδιου του φωτός που έχει ο τόπος στον οποίο βρισκόμαστε.2 Είναι, δηλαδή μια σχέση φωτός-χρώματοςκτιρίου που το ένα είναι άμεσα συνδεδεμένο με το άλλο και κανένα δεν υφίσταται από μόνο του. Αλλά είναι ακόμη, το ίδιο σημαντικό και το τοπίο στο οποίο βρίσκεται το χρωματισμένο αυτό κτίσμα, καθώς αποτελεί το “φόντο” αυτού που παρατηρούμε. Γιατί όλα είναι σχέσεις και συνδυασμοί χρωμάτων. Ο Δ.Φατούρος προσπαθώντας να δικαιολογήσει αυτές τις σχέσεις, αναφέρει: “Θα σας πω ένα παράδειγμα. Αυτό το σπίτι το έφτιαξα το ‘73. Μέχρι πριν από δέκα χρόνια αυτός ο τοίχος του σαλονιού ήταν ένα δυναμικό καφέ… Αργότερα αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να τον βάψουμε άσπρο, μαζί με άλλες αλλαγές στο σπίτι. Δεν ξέρετε πόση διαφορά έχει. Δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο. Είναι μια άλλη κατάσταση. Είναι ένας άλλος κόσμος. Και βέβαια οι πίνακες που βλέπετε επάνω σκεφτείτε με την αλλαγή του φόντου πως άλλαξαν και οι ίδιοι”.3 Επηρεάζονται, δηλαδή, τόσο από το φυσικό τοπίο και τα χρώματα που αυτό περιλαμβάνει (στην περίπτωση μας τα χρώματα του ελληνικού τοπίου) όσο και από τα χρώματα των γυτνιαζόμενων κτισμάτων (αν αυτά υπάρχουν). Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνται πολλαπλές χρωματικές σχέσεις που κάνουν τα ίδια τα χρώματα να
Συνέντευξη Δ.Φατούρου, βλ.παράρτημα σ. 89 Θ.Τόσκα, Αρχιτεκτονικό χρώμα, Θεωρία και σχεδιασμός, σ. 55
1, 3 2
36
37
20
φαίνονται διαφορετικά σε κάθε περίπτωση. Δηλαδή, ένα λευκό ανάμεσα σε πολλά λευκά έχει εντελώς διαφορετική αίσθηση από ένα λευκό που στέκει αγέρωχο σε ένα ερημικό τοπίο. Που όμως, για αυτούς τους συνδυασμούς, έχει μιλήσει ακόμη καλύτερα ο Α. Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του, Μελέτες και κατασκευές λέγοντας τα εξής:
21
38
“Μα και πόσα άλλα δεν θα είχε να πει κανείς, για το χρώμα στην αρχιτεκτονική. Αν στοχαστούμε, δηλαδή, πως μια πέτρα έχει χρώμα, στη φυσική της κατάσταση, που έχει χρώμα και το ξύλο, στο φυσικό του, όσο και το μπετόν, που και αυτό, από φυσικού του, πάει να δέσει χρωματικά με τα διάφορα χώματα και βράχια, σε όλα τα ελληνικά τοπία (χώματα και βράχια που είναι άλλοτε σταχτόχρωμα, άλλοτε κιτρινοκόκκινα...). και για να προσέξουμε και τούτο: - το πόσοι άπειροι, χρωματικοί συνδυασμοί δε μπορούνε να σταθούν σωστά μέσα από σοβατισμένους τοίχους, που θα τους έχουμε βάψει στο κόκκινο, ή στην ώχρα, ή στο γαλάζιο, ή και στο μαύρο ακόμα και που θα τους βάλουμε να στέκουνε δίπλα σε κάποια λιθοδομή, με την πέτρα στο φυσικό της χρώμα, ή δίπλα σε ένα από μπετόν υποστύλωμα ή δοκάρι κι ακόμα και κάτω από μία πάλι σταχτόχρωμη, σε μπετόν, οροφή, σε ένα υπόστεγο ή εσωτερικό χώρο. Και σε μια σχετική συνέχεια: - εκεί που αφήνεις την πετρα κάποιου τοίχου και το μπετόν κάποιου «σκελετού» στα φυσικά τους χρώματα, βρίσκεις το κουράγιο να τολμήσεις και άλλα, με το πινέλο στο χέρι: - να βάψεις τις κάσες στα παράθυρα, ή στις εξωστόθυρες, με ένα λευκό χρώμα, ενώ τα σχετικά ξύλινα εξώφυλλα τα περνάς με ένα σκούρο λαδί. Και τα σίδερα, από τα κιγκλιδώματα στους εξώστες, ή και αλλού, τα χρωματίζεις κόκκινα και στην απόχρωση που δίνει το μίνιο ή μαυρα. Και όπου, το κόκκινο και το μαύρο, απάνω σε μια σιδερογωνία, της χαρίζουν μια λαμπρή και ευάρεστη γραμμικότητα, που την χρειάζεται, για να σταθεί καλά μπροστά από το λαδί εξώφυλλο, μπροστά από ένα υποστύλωμα ή δοκάρι σε μπετόν, μπροστά από μια “γυμνή” λιθοδομή, μπροστά και από έναν άλλο τοίχο, που είναι χρωματισμένος στο κόκκινο, ή στην ώχρα ή στο γαλάζιο. Και για να αποτολμήσω και έναν παραλληλισμό, σχετικά με τις κόκκινες ή μαύρες σιδερογωνίες: - αν, δηλαδή, δεν στέκουν οι έτσι χρωματισμένες σιδερογωνιες σαν ένα είδος χορδές, απάνω στο σώμα κάποιας λύρας κι όπως την κρατάει στα χέρια του ένας σύγχρονος Ορφέας…”
39
Πηγές εικόνων:
1. Flatlands, 2013, Installation shot, Spike Island, Bristol, http://www.davidbatchelor.co.uk/ works/2D/
11. H. Michaux, cannabis, http://www.andinostyles.com/news/2015/4/11/the-writing-artist-henri-michaux
2. Κομμάτι από το τείχος του Βερολίνου, προσωπικό φωτογραφικό αρχείο
12. Le Corbusier, villa Savoye, https://artlistr.com/le-corbusier-8-interesting-facts/le-corbusier-villa-savoye-paris-france/
3. J.Conrad, http://www.comicbookreligion.com/?c=24717&Joseph_Conrad 4. C. Blanc, https://no.wikipedia.org/wiki/Charles_Blanc
13. Mies van der Rohe, barcelona pavillion, https://www.vi-mm.eu/2018/05/26/a-virtual-tour-ofmies-van-der-rohes-barcelona-pavilion-with-the-help-of-virtual-reality-by-cl3ver/
5. Charles Blanc’s Color Star, https://no.wikipedia.org/wiki/Charles_Blanc
14. Λάμυρα Άνδρου, προσωπικό φωτογραφικό αρχείο
6. Τα φτερά του έρωτα (Wings of Desire), σκην. Wim Wenders, 1986-7, https://www.youtube.com/ watch?v=xLfpSTmVSks
15. Σκίτσο αποτύπωσης οικισμού Λαμύρων, Άνδρος, προσωπικό αρχείο 16. Κ. Κρόκος, λάδι πάνω σε καμβά
7. Le Corbusier, https://www.missbloom.gr/casaviva/architecture/2284/o-le-corbusier-i-arxitektoniki-kai-i-ellada 8. Έγχρωμη αναμετάδοση μικροσκοπίου ηλεκτρονίου του ιού της ηπατίτιδας Β, από το βιβλίο του D.Batchelor, Χρωμοφοβία
17. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 18. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 19. Σύμη, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
9. Raoul Servais - 1966 - Chromophobia, https://www.youtube.com/watch?v=F3mPPlDdSKA 20. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 10. H. Michaux, untitled, MOMA, 1960, https://www.moma.org/collection/works/33256?artist_ id=3963&locale=en&page=1&sov_referrer=artist
40
21. Αίγινα, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
41
1
2
3
“Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη φωτιά σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του σφίγγει τα δόντια! δεν υπάρχει νερό! μονάχα φως! ο δρόμος χάνεται στο φως και ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.” Γιάννης Ρίτσος 4
42
43
3. Περιοχές ανάλυσης (α) Μάνη Ο τόπος, οι άνθρωποι, η ιστορία “Τη θύμηση της Μάνης, της πέτρας και του αέρα της Μάνη… θα τη παίρνω πάντα μαζί μου όπου πηγαίνω σαν φυλαχτό.”/ Γιώργος Φτέρης (Τσιμπιδάρος) 5
6
7
Στη θύμηση, υπάρχει η πέτρα και ο αέρας. Οι στίχοι μιλάνε βέβαια για την μέσα Μάνη, εκεί όπου τα δύο αυτά στοιχεία είναι ο λόγος που ο τόπος αποκαλείται τραχύς, αφιλόξενος, άγονος. Και κυριαρχούν στη θύμηση του Μανιάτη, γιατί αν πεις αυτές τις δύο λέξεις είναι σαν να λες Μάνη.
8
Η Μάνη είναι ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου που εκτείνεται στη χερσόνησο του Ταϋγέτου. Γεωγραφικά η Μέσα Μάνη, όπως ονομάζεται τοπικά, ορίζεται από τον αυχένα του Ταΰγετου Σαγιά και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Η Μέσα Μάνη διακρίνεται με βάση την κατά μήκος κορυφογραμμή της, στην Ανατολική Μάνη, που βλέπει προς το Λακωνικό Κόλπο και στη Δυτική Μάνη, που βλέπει στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Βορειότερα της Δυτικής Μάνης, δηλαδή από την περιοχή της Καρδαμύλης, βρίσκεται η Μεσσηνιακή Μάνη, ή όπως την αποκαλούν τοπικά η Έξω Μάνη.
Τα λαϊκά κτίσματα της Μάνης Οι πύργοι της Μάνης αποτελούν μια μοναδική, στην Ελλάδα, κατηγορία αρχιτεκτονικών έργων. Αποτέλεσαν για αιώνες, προμαχώνες μοναδικούς στο είδος τους, μια υποδειγματική οχύρωση του χώρου της Μάνης. Εντυπωσιάζουν, καθώς συμπυκνώνουν με τον πιο ξεχωριστό τρόπο την ιδιαίτερη μανιάτικη αρχιτεκτονική και αποτυπώνουν στιγμές από την πολυτάραχη ζωή των εύπορων και σημαντικών τοπικών οικογενειών, προκαλώντας δέος στον επισκέπτη για την τεχνική και την αρτιότητά τους. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των μανιάτικων οικισμών είναι τα ξεμόνια. Με τον όρο αυτό αναφέρονται σε απομονωμένα οικιστικά σύνολα ή και μεμονωμένες κατοικίες από τον κύριο οικιστικό χώρο του οικισμού. Η λέξη ξεμόνι προέρχεται από το ξεμοναχιασμένος. Η ανάγκη για καλύτερη εποπτεία μιας περιοχής ή ο εκτοπισμός μιας οικογένειας από έναν οικισμό, ως σημάδι υποταγής, οδηγούσε στο να χτίζονται πύργοι, οι οποίοι χρησίμευαν ως παρατηρητήρια ή καταφύγια, πολλές φορές εκτός των κύριων οικισμών. Συνήθως χτίζονταν σε σταυροδρόμια, σε σύνορα χωριών ή σε περάσματα, έχοντας πάντα στρατηγικό χαρακτήρα. Η ίδια η ύπαρξη του ξεμονιού είχε στρατηγικό ρόλο προκειμένου να διαφυλάξει την περιουσία ή και την ζωή της οικογένειας που το έχτιζε. Με το πέρασμα του χρόνου και την αύξηση των μελών της οικογένειας γύρω από τον πύργο αναπτύσσονταν και άλλες κατοικίες για να ικανοποιήσουν ανάγκες στέγασης. Έτσι, σταδιακά αρθρωνόταν ένα είδος οικογενειακού οικισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ξεμονιού οικισμού είναι ο Γουλάς της Βάθειας στην Μέσα Μάνη. Η Μάνη, περιοχή απόμερη, βραχώδης και δυσπρόσιτη δεν κατοικήθηκε ποτέ από Τούρκους και έτσι διέσωσε τα βυζαντινά και χριστιανικά της μνημεία. Στα χωριά της, τα σπίτια ήταν χτισμένα πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Πολλές φορές αν
44
45
άπλωνες τα χέρια σου, ακουμπούσες τους αντικριστούς τοίχους. Τα “τροχοφόρα” της τότε εποχής ήταν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Έτσι, λοιπόν, οι μάστοροι, οι λαϊκοί αρχιτέκτονες εκείνης της περιόδου, προέβλεπαν να περνάνε φορτωμένα τα ζώα, “κόβοντας” τις γωνίες των κτιρίων που εφάπτονταν στο δρόμο. H λαϊκή αρχιτεκτονική, ωστόσο, του τόπου αυτού δεν είναι μόνο τα κτίσματά του, αλλά και τα γεφύρια του, οι βρύσες του, τα καλντερίμια του, ντυμένα και αυτά στα χρώματα της ντόπιας πέτρας και εναρμονισμένα πλήρως με το φυσικό τοπίο. Οι λιθόστρωτοι δρόμοι της τότε εποχής, που ένωναν τα χωριά και τους οικισμούς μεταξύ τους, αλλά και με τα εμπορικά κέντρα της περιοχής, φτιαγμένα πέτρα πέτρα, από μαστόρους με ειδικές γνώσεις και περίτεχνες ικανότητες. Τα καλντερίμια ήταν αυτά που βοηθούσαν στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας, αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Φωνές και κουβέντες, γέλια και τραγούδια, ήχοι. Η Μάνη ανέπτυξε μια αρχιτεκτονική αυτόχρωμη, δηλαδή αυτή του φυσικού χρώματος της μανιάτικης πέτρας. Όπως αναφέρει ο Μ. Κορρές: “Με τον όρο “λιθοχρωμία” νοείται το χρώμα που έχουν ήδη, εκ φύσεως οι λίθοι. Τους χρησιμοποιούμε, λοιπόν, επίτηδες για να αξιοποιήσουμε χρωματικά το ίδιο το υλικό. Τέτοια φαινόμενα έχουμε ήδη από τον 5ο αιώνα π Χ. Αλλά από τη Ρωμαϊκή εποχή πιά, οι μαρμάρινες επιφάνειες αποτελούνται από διάφορα κομμάτια που έχουν το καθένα τα δικά τους χρώματα, το οποίο σημαίνει ότι σε ένα Ρωμαϊκό κτίριο ή στα πολυτελή δωμάτια (εσωτερικά), έχει επικρατήσει η ιδέα του μη επιχρωματισμού. Η αυτοχρωμία του υλικού είναι που παράγει το χρωματικό αποτέλεσμα. Η λέξη προήλθε αργότερα από τον Leo von Klenze.“1
Τα αυτόχρωμα υλικά ως μέσο επιβίωσης
9
10
Κατά τον 18ο αιώνα παρατηρείται έξαρση της πειρατείας στον ελλαδικό χώρο. Οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι αποτέλεσαν εξαιρετική ευκαιρία για την ανάπτυξη της πειρατείας, ιδιαίτερα στη Μάνη. Οι συνθήκες επιβίωσης σε ένα τόπο άνυδρο και φτωχό, όπως η Μάνη, είναι πολύ δύσκολες, ειδικότερα στη Μέσα Μάνη που το τοπίο είναι πολύ τραχύ και η συλλογή πόρων δυσκολότερη. Έτσι, η πειρατεία για τους Μέσα Μανιάτες αποτέλεσε λύση στα θέματα και διευκόλυνε την καθημερινή τους ζωή. Απαίτηση, λοιπόν, στη Μανιάτικη αρχιτεκτονική ήταν η οχυρωματική της διαμόρφωση από τη μια και η εναρμόνισή της με το τοπίο από την άλλη για να περνά απαρατήρητη από μακριά. Αυτή η ανάγκη ήταν που διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη και πολύ όμορφη αρχιτεκτονική, καθαρή, απλή στο μάτι, η οποία εξυπηρετούσε όλες τις ανάγκες των κατοίκων της. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ήταν γέννημα των ντόπιων μαστόρων, οι οποίοι έχτιζαν με αγάπη, υπομονή και μεράκι. Ήταν λιτή και συγχρόνως αυστηρή. Το υλικό που χαρακτήριζε την αρχιτεκτονική αυτή ήταν η πέτρα. Ο τεχνίτης χρησιμοποιώντας την κιτρινοκαφέ αυτή πέτρα κατάφερνε να χρωματίσει τον οικισμό του με τα φυσικά αυτά χρώματα. Έχτιζε με το ίδιο το χρώμα, γεγονός που αναλύει ο Τ. Παπαϊωάννου σε βιβλίο του. Χαρακτηριστικά αναφέρει: ”Το χρώμα πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε και να το χρησιμοποιούμε ως δομικό υλικό της κατασκευής. Χτίζουμε δηλαδή με το χρώμα. Κάθε φυσικό ή τεχνητό
1
46
Συνέντευξη Μ.Κορρέ, βλ. παράρτημα σ. 85
47
υλικό έχει χρώμα. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να χτίζω με υλικά, χωρίς την ίδια στιγμή να χτίζω με χρώματα”.1 Γίνεται λόγος, λοιπόν, για ένα παράδειγμα αυτόχρωμης αρχιτεκτονικής, όπου το χρώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύλη. Πύργοι, εκκλησίες, κρήνες, γεφύρια, ξερολιθιές, όλα δομικά ίδια (λόγω υλικότητας), χρωματικά διαφορετικά (λόγω φυσικότητας του υλικού), σε μια αρμονική συνέχεια με το μανιάτικο τοπίο.
Το σημερινό τοπίο Σήμερα, στα βόρεια τμήματα, στην Έξω και την Κάτω Μάνη, παρατηρούνται μεγαλύτεροι οικισμοί, επιμελημένα σπίτια, πολεμικοί πύργοι, πυργοκατοικίες και τειχισμένα συγκροτήματα των καπετάνιων. Στο νότο, στη Μέσα Μάνη, το τυπικό κτηριακό συγκρότημα αντιστοιχεί σε ένα γενεαλογικό κλάδο. Οι απλοί ορθογωνικοί πυρήνες των σπιτιών διατάσσονται γύρω από τον πολεμικό πύργο έτσι ώστε, με την προσθετική διαδικασία, να σχηματίζεται το οχυρό συγκρότημα της αιματοσυγγενικής ομάδας. Πλησιάζοντας κανείς τη Μέσα Μάνη παρατηρεί το τοπίο της που αποπνέει μια γοητευτική σκληράδα: τεράστιοι απόκρημνοι βράχοι με “φιδωτούς” δρόμους κρέμονται πάνω από βαθυγάλανα νερά, σιωπηλοί πύργοι στέκονται βλοσυροί πάνω σε γυμνές βουνοκορφές ατενίζοντας το πέλαγο, γραφικά χωριά μοναδικής ομορφιάς κρύβονται μέσα στους μικρούς κόλπους της.
11
Σχετικά με τη νέα δόμηση, σε έργα τόσο του δημόσιου αλλά, κυρίως του ιδιωτικού τομέα, οι παλαιότερες οικοδομές, από το 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αλλοίωναν άναρχα το τοπίο και τους οικισμούς, καθώς δεν υπήρχε σχετικό ενδιαφέρον. Από τη δεκαετία του 1990, με τη θεσμοθέτηση κανονισμών, την εκπόνηση πιο προσεγμένων μελετών, την επίπονη και δυσχερή αδειοδότηση μέσα από τους μηχανισμούς του Υπουργείου Πολιτισμού και των Πολεοδομικών Υπηρεσιών και με τους ελέγχους έστω και πλημμελείς πετρόχτιστες κατασκευές, με λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες λύσεις που, ωστόσο, εντάσσονται καλύτερα στο χώρο. Τα διάφορα χωριά της Μάνης δεν έχουν αναπτυχθεί με τα χρόνια με τον ίδιο τρόπο. Κάποια εκσυγχρονίστηκαν και νέα κτίρια ήρθαν να ενταχθούν, ή όχι, στους παλιούς οικισμούς και το ιδιαίτερο τοπίο της Μάνης, ενώ αλλά όπως η Βάθεια, το απόλυτο πυργοχώρι της περιοχής. εγκαταλείφθηκαν. Όσον αφορά το σημερινό χρωματικό τοπίο της Μάνης παρατηρούμε τη φρεσκοσμιλεμένη πέτρα, με πιο έντονα κιτρινοκαφέ χρώματα στα νέα και μοντέρνα κτίρια της περιοχής, ενώ την ίδια στιγμή πιο δίπλα “στέκουν” οι αποχρωματισμένοι και εγκαταλελειμμένοι πύργοι των παλαιότερων εποχών. Όλη αυτή η χρωματική ποικιλία της τοπικής πέτρας μαζί με τα υπέροχα χρώματα της φύσης, αποχρώσεις του πράσινου, κίτρινου, καφέ και μπλε, δημιουργούν σε συνδυασμό με το ευμετάβλητο φως της ημέρας το σύγχρονο, αδιαμφισβήτητα γοητευτικό, τοπίο της Μάνης.
1
48
Τ.Παπαϊωάννου, Α.Φασιανός “Αρχιτεκτονική και χρώμα”, Εκδόσεις Νηρέας ε.π.ε., Αθήνα 2009, σ.28
49
12
13
“Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στο μεσημεριάτικο ύπνο Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των νερών Έ χ ε ι ο Θ ε ό ς (...) Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα”.
14
50
Ηλικία της Γλαυκής Θύμησης Οδυσσέας Ελύτης
51
(β) Κυκλάδες Ο τόπος, οι άνθρωποι, η ιστορία 15
Οι Κυκλάδες αποτελούν ένα ξεχωριστό σύμπλεγμα νησιών με το καθένα να έχει το δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι πρώτοι κάτοικοι έφτασαν στις Κυκλάδες πριν από 8.000 χρόνια έχοντας φτάσει από τη Μικρά Ασία φέρνοντας μαζί τους τις παραδόσεις αναπτυγμένων πολιτισμών. Τα νησιά αποτελούν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Τα κατέκτησαν Ρωμαίοι και Πέρσες, Τούρκοι και Βενετοί. Απαραίτητα στη ναυσιπλοΐα, τα επισκέφτηκαν διαδοχικά όλοι οι λαοί της ανατολικής Μεσογείου, αφήνοντας τα σημάδια τους στην κοινωνική δομή και την αρχιτεκτονικής τους. Η καλλιέργεια της γης υπήρξε πάντα δύσκολη, ενώ σε κάθε πλαγιά των Κυκλάδων υπάρχουν πεζούλες και χωράφια που χρειάστηκαν τον κόπο γενεών για να ισοπεδωθούν, να καθαριστούν και να φυτευτούν δημιουργώντας το ιδιαίτερο κυκλαδίτικο τοπίο. Βαδίζοντας κανείς σε έναν παραδοσιακό οικισμό των Κυκλάδων έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε ένα τόπο γεμάτο δαιδαλώδη στενά δρομάκια, με τις πέτρινες πλάκες και τους γαλακτισμένους αρμούς τους να αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο με τις ασβεστωμένες προσόψεις των ακανόνιστα χτισμένων σπιτιών και εκκλησιών. Κάτασπροι συνεχόμενοι κύβοι, κάτω από το εκτυφλωτικό αιγαιοπελαγίτικο φως, σε διαστάσεις κοντά στα μέτρα του ανθρώπου. 16
Τα λαϊκά κτίσματα των Κυκλάδων Κι όμως, παρόλη την πλούσια και πολυσύνθετη ιστορία τους, τα νησιά αυτά διαμόρφωσαν μια αρχιτεκτονική απέριττης απλότητας, μια αρχιτεκτονική που δέχτηκε και αφομοίωσε τις διάφορες αντίθετες επιρροές, παραμένοντας τοπική, προσαρμοσμένη στις μεταβαλλόμενες ανάγκες αλλά ταυτόχρονα πιστή στην οργανική καθαρότητα και λογική των πρώτων κτισμάτων. Οι αιγαιοπελαγίτικοι οικισμοί έχουν μια ιδιαίτερα δυναμική μορφή λόγω της άμεσης σχέσης τους με το κυρίαρχο τοπογραφικό χαρακτηριστικό της περιοχήςένα ύψωμα, μια κλίση, έναν όρμο- χαρακτηριστικό πολλές φορές στενά συνδεδεμένο με την ίδια την ύπαρξη του οικισμού. Τα κυκλαδίτικα σπίτια είναι ισόγεια ή διώροφα, με πέτρινη εξωτερική σκάλα, λιτά, χωρίς στολίδια, με λίγα ανοίγματα, σε μια γοητευτική χρωματική αντίθεση του λευκού με τα ζωηρά χρώματα σε πόρτες, παράθυρα και μπαλκόνια. Η στέγη είναι άλλοτε επίπεδη και άλλοτε θολωτή. Οι κεραμοσκεπές δεν συνηθίζονται στις Κυκλάδες, εντούτοις σε μερικά νησιά (Κύθνος, Τήνος, Σύρος) χρησιμοποιούνται σποραδικά, ενώ στην ‘Ανδρο και την Κέα το σύνολο των σπιτιών έχει, πλέον, κεραμοσκεπές.. Το εσωτερικό ενός τυπικού κυκλαδίτικου σπιτιού, συνήθως χωρισμένο σε δύο άνισα τμήματα, χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια. Στην τραχιά και υποβλητική ύπαιθρο των Κυκλάδων ο άνθρωπος κάνει αισθητή την παρουσία του με τα αναρίθμητα λιθόστρωτα μονοπάτια, τις ξερολιθιές και τις πεζούλες, αυξάνοντας τις λιγοστές καλλιεργήσιμες εκτάσεις των νησιών. Την κυκλαδίτικη ύπαιθρο στολίζουν ακόμη οι βρύσες, οι ανεμόμυλοι ή οι νερόμυλοι, τα αμέτρητα ξωκλήσια και βέβαια οι πετρόχτιστες αγροικίες που με τη λιτή, πλαστική αρχιτεκτονική τους εντάσσονται απόλυτα στο κυκλαδικό τοπίο.
52
53
17
Το παράδειγμα της Τήνου: Η Τήνος αποτελεί ένα από τα νησιά που ανέπτυξαν την ξεχωριστή αρχιτεκτονική των περιστεριώνων, που στη λευκή τους πρόσοψη υπάρχουν μικρές προεξοχές και τριγωνικά διακοσμητικά μοτίβα στα οποία κουρνιάζουν τα πουλία. Τα ανοίγματα σχηματίζονται με σχιστολιθικές ή μαρμάρινες πλάκες, που είτε είναι μισοχωμένες μέσα στην τοιχοποιία είτε είναι τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη και στερεωμένες με κονίαμα. Τα τριγωνικά ανοίγματά τους ακολουθούν τρία βασικά διακοσμητικά μοτίβα: το διαμάντι, τον ήλιο, το κυπαρίσσι. Η προέλευσή τους είναι άγνωστη αλλά, αδιάφορα αν είναι θρησκευτικά, συμβολικά ή μαγικά, τα μοτίβα αυτά έχουν αλλάξει ελάχιστα κατά τη διάρκεια των αιώνων και εμφανίζονται σε άλλες διακοσμητικές εφαρμογές σ΄ όλα τα νησιά. Ενώ οι περιστεριώνες στέκουν μονάχοι στα προστατευμένα χωράφια, οι ανεμόμυλοι, λευκά κυκλικά κτίρια, παρατάσσονται κατά ομάδες στις ανεμοδαρμένες κορυφογραμμές. Η γεωμετρία της λαϊκής αυτής αρχιτεκτονικής πηγάζει από τη θαλασσινή καταγωγή των κατοίκων, που έχουν συνηθίσει να σκέφτονται με βάση όχι τους στέρεους, κλειστούς όγκους, αλλά τις απλές χωροκατασκευές των πανιών στα καράβια τους.
Το παράδειγμα της Σαντορίνης: Το νησί αυτό διαθέτει μια ιδιαίτερη διαμόρφωση, η οποία οφείλεται στην προϊστορική έκρηξή του ηφαιστείου του, η οποία δημιούργησε ένα μοναδικό «γυμνό» τοπίο, καλυμμένο με ηφαιστειογενή υλικά (τέφρα, κίσσηρη, διάφορα είδη γρανίτη). Η αφθονία αυτών των υλικών, σε συνδυασμό με την έλλειψη ξυλείας, καθόρισαν τα «τοπικά» κατασκευαστικά συστήματα και τις μορφές των κτισμάτων: πολλαπλές εφαρμογές θολοδομίας από χυτά υλικά, και «υπόσκαφες» κατασκευές. Η έντονη κοινωνική οργάνωση του νησιού καθώς αυτό εξελίσσεται, εκφράζεται στο χώρο των οικισμών με ξεκάθαρο τρόπο. Η πρωτόγονη αρχιτεκτονική είναι θαυμάσια προσαρμοσμένη στις τοπικές κλιματικές συνθήκες. Οι υπόσκαφοι χώροι είναι προφυλαγμένοι απέναντι στις θερμοκρασιακές αλλαγές, ενώ οι θόλοι προσφέρουν αξιόλογη θερμομόνωση. Στο νησί αυτό παρατηρείται εκτός από το “κυκλαδικό” λευκό, μια έντονη, αλλά σποραδική, χρωματική χειρονομία.1
Το παράδειγμα της Νάξου: Στο νησί της Νάξου, που αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, παρατηρούμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Αρχικά, διατηρεί μια ανθρώπινη κλίμακα στο φυσικό περιβάλλον που επιδρά ευνοϊκά στην ανθρώπινη συμπεριφορά και δημιουργεί ένα πλέγμα ανθρώπινων επαφών που αυξάνει την κοινωνικότητα των κατοίκων του νησιού. Ο οικισμός της Νάξου δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε εξυπηρετώντας βασικές αμυντικές ανάγκες, κατασκευάστηκε με υλικά του τόπου εξυπηρετώντας βασικές αμυντικές ανάγκες, κατασκευάστηκε με υλικά του τόπου στην κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των Κυκλάδων, υπό την έννοια της επανάληψης όμοιων στοιχείων για τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος. Το χαρακτηριστικό κυβιστικό σχήμα της, κάνει την επανάληψη άμεσα αντιληπτή. Η ανάγκη προστασίας από τις κλιματικές
18
1 Δ. Δ. Φιλιππίδης, “Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες”, βλ Μέρος Δεύτερο, “Ανώνυμη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ή ο έλληνας Ράποπορτ” σ. 224-235
54
55
19
συνθήκες και ο περιορισμένος χώρος, δημιούργησαν την μεγάλη πυκνότητα δόμησης που διαμόρφωσε τις ιδιαίτερες σχέσεις του φυσικού περιβάλλοντος με τους κατοίκους. Η σχέση αυτή εκφράζεται, από φυσική άποψη, με την ανθρώπινη κλίμακα που υπάρχει στον οικισμό. Η επανάληψη έδωσε μια συλλογική μορφή σε αυτόν και δημιούργησε έτσι, ένα περιβάλλον που δεν αναγνωρίζεται ο προσωπικός δημιουργός, εκφράζοντας ταυτόχρονα ένα κοινωνικό και συλλογικό τρόπο ζωής. Η κατασκευή από λιθοδομή, αφήνει μικρά και λίγα ανοίγματα ενώ, τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δομή των σπιτιών αποτελούν οι σχέσεις της κατοικίας με τον ελεύθερο δημόσιο χώρο, όπου όντας βαμμένα στα λευκά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξαφανίζουν τα σαφή όρια διαχωρισμού τους.
Το λευκό ως μέσο καθαριότητας Στην εξωτερική τους όψη, τα κυκλαδίτικα σπίτια έχουν γεωμετρική μορφή παρουσιάζοντας ιδιαίτερη πλαστικότητα χάρη στις έντονες εναλλαγές του φωτός και της σκιάς πάνω στους κυβόσχημους λευκούς όγκους τους. Τα σπίτια δεν ήταν πάντα λευκά. Παλιότερα, την εποχή των πειρατικών επιδρομών, δεν ήταν επιχρισμένα ή ασβεστωμένα, αλλά διατηρούσαν το χρώμα των υλικών, με τα οποία ήταν χτισμένα, σχεδόν ίδιο με το περιβάλλον, πετρώδες και άδεντρο. Είχαν έτσι μια φυσική κάλυψη για να προστατεύονται από τους πειρατές. Όπως αναφέρει ο Δ.Φιλιππίδης: “ Όταν το Αιγαίο ήταν φίσκα σε πειρατές, οι κάτοικοι των νησιών... πολύ λογικά, άφηναν τα σπίτια τους άβαφα, στο χρώμα της πέτρας. Το να βάψεις ήταν βλακεία εκείνη την εποχή.”. Η οπτική ένταξη στο τοπίο ήταν λοιπόν μέσο επιβίωσης, πριν γίνει αργότερα αισθητική αξία. Το 1938, ο Μεταξάς διατάσσει να περαστούν με ασβέστη όλα τα σπίτια των νησιών, για να προστατευτούν με αυτόν τον τρόπο, από τη χολέρα, που μάστιζε εκείνη την εποχή την Ελλάδα. Ο ασβέστης θεωρήθηκε το κατ΄ εξοχήν απολυμαντικό στοιχείο, αφού τότε ακόμη δεν ήτα διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Έτσι, τα σπίτια στα χωριά έγιναν λευκά με την αυστηρή επίβλεψη του χωροφύλακα. Στη συνέχεια, το μέτρο προφύλαξης ξεχάστηκε, όμως μερικοί κράτησαν τον ασβέστη. Με το φόβο της φυματίωσης, ασβέστωναν το χωριό από τους τοίχους μεχρι τα σοκάκια, για να δείχνουν “παστρικά” τα σπίτια.Το 1955 παρουσιάστηκε ως πρόταση διαφήμισης των Ελληνικών νησιών μια εικόνα καλοσυντηριμένων λευκών σπιτιών με γαλάζια και μπλε παράθυρα. Η εικόνα του Αιγαίου, το άσπρο, το χρώμα της αγνότητας και καθαριότητας, σε συνδυασμό με το μπλε της θάλασσας, του ουρανού και της ελληνικής σημαίας, έγινε το σήμα κατατεθέν της εποχής. Με τον τρόπο αυτό, προωθήθηκε και ο “μύθος” των παραδοσιακών σπιτιών του Αιγαίου: άσπροι κύβοι, που έγιναν σπίτια με μπλε παράθυρα και πόρτες, με δυο γλάρους και έναν ήλιο αντίκρυ τους. Το μοντέλο της κυκλαδίτικης οικοδομής, των σπιτιών της Μυκόνου, αντιγράφηκε κι επιβλήθηκε από τους καθοδηγητές του ελληνικού οργανισμού τουρισμού.
56
57
20
21
Το σημερινό τοπίο
22
23
24
58
Σήμερα στα νησιά των Κυκλάδων συνεχίζονται να εμφανίζονται όλο και περισσότερα λευκά κουτιά ακουμπισμένα πάνω στο άγονο τοπίο κάθε περιοχής. Τα αίτια του φαινομένου είναι πολλά, η δόμηση εκτός σχεδίου σε συνδυασμό με τους νέους όρους δόμησης, η αυθαίρετη ανέγερση κτισμάτων, η πίεση του τουρισμό με την όλο και αυξανόμενη ζήτηση ενοικιαζόμενων δωματίων και κατοικιών, οι νέες αρχιτεκτονικές μόδες αλλά και η μανία του λευκού έχουν επηρεάσει τόσο, τη διαμόρφωση του κυκλαδίτικου τοπίου. Η δόμηση εκτός σχεδίου νομοθετήθηκε το 1928 για οικόπεδα μεγαλύτερα των 4 στρεμμάτων. Αυτά τα κτίσματα ήταν λίγα για αρκετές δεκαετίες μέχρι όμως την εποχή της ταχείας ανάπτυξης της Ελλάδας. Τότε οι εξοχικές κατοικίες άρχισαν να ξεφυτρώνουν στις πλαγιές και τις ακτές της χώρας, ειδικά σε εκείνες κοντά στους τουριστικούς μαγνήτες. Οι αλλαγές στο Ελληνικό τοπίο έγιναν γρήγορα πριν προλάβουν να υπάρξουν οι νομοθετικές αντιδράσεις. Στο ίδιο, άρα, περιβάλλον των μικρών και ισόγειων, χρηστικών κτισμάτων, παρατηρούμε τις διώροφες εξοχικές κατοικίες, διάσπαρτες δεξιά και αριστερά. Μπορεί η κάθε μια να έχει όλα τα απαιτούμενα “νεο-πραδοσιακά” σκηνογραφικά γνωρίσματα που ζητούνται, ωστόσο όλες μαζί δημιουργούν ένα τοπίο που έχει ελάχιστη σχέση με αυτό του “χθες”. Ταυτόχρονα, τονίζεται η παρουσία των κτισμάτων αυτών στο τοπίο, όντας κτίρια λευκά, μιας μεγαλύτερης κλίμακας και πυκνότητας.
25
59
26
60
27
28
29
30
61
31
(γ) Δωδεκάνησα Ο τόπος, οι άνθρωποι, η ιστορία Τα Δωδεκάνησα αποτελούν τα νησιά που βρίσκονται ανάμεσα στη Σάμο, την Κρήτη και τα μικρασιατικά παράλια. Τοπία σμιλεμένα από τους άγριους ανέμους, χωριά φωλιασμένα σε ορεινούς όγκους, έθιμα που διατηρούνται αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου, αρχαίες πολιτείες, εντυπωσιακές σπηλιές και εξαιρετικές παραλίες στολίζουν τα νησιά αυτά και τους προσδίδουν μια μαγεία καλά κρυμμένη. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσέδωσαν στα νησιά οι τρεις δεκαετίες ιταλικής κατοχής. Η αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα έχει αρκετές ομοιότητες με αυτή των άλλων νησιών του Αιγαίου καθώς γεωλογικά και κλιματολογικά παρουσιάζουν κοινά στοιχεία. Στα μεγαλύτερα νησιά, όπως η Ρόδος και η Κως, οι οικισμοί παρουσιάζουν μεγαλύτερη πολυμορφία, αντικατοπτρίζοντας τον σύνθετο ρόλο που διαδραμάτισαν στη διάρκεια της ιστορίας. Προσέλκυσαν διάφορους κατακτητές κάθε ένας από τους οποίους έκανε σημαντικές παρεμβάσεις. Ετσι, οι ξένες επιρροές είτε αφομοιώθηκαν με το τοπικό στοιχείο (π.χ. οι οθωμανικές), είτε ξένα πρότυπα μεταφέρθηκαν αυτούσια όπως η αρχιτεκτονική των Ενετών στη διάρκεια της Ιταλοκρατίας μεταξύ 19121943.1
Τα λαϊκά κτίσματα των Δωδεκανήσων Όπως συμβαίνει παντού στο Αιγαίο, και η αρχιτεκτονική των Δωδεκανήσων χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη έκταση τα διαθέσιμα τοπικά υλικά, όπως την πέτρα και την περιορισμένη ξυλεία για το φέροντα οργανισμό του κτίσματος. Ακόμη, η αυλή αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της σύνθεσης του σπιτιού, καθώς ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής των ανθρώπων εκτυλίσσεται στον ανοιχτό χώρο. Χάρη στο ευνοϊκό και ήπιο κλίμα των νησιών που επικρατεί κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του έτους, πολλές δουλειές του σπιτιού γίνονται στην αυλή (το κέντημα, το μαγείρεμα, οι συναθροίσεις και το παιδικό παιχνίδι). Παρά τη σημασία που έχει η αυλή στην ζωή των ανθρώπων της περιοχής, έξ ίσου μεγάλης σημασίας είναι και ο εσωτερικός χώρος του σπιτιού. Για αυτό μεγάλη αξία δίνεται και στο στολισμό του σπιτιού ώστε να επιδεικνύεται η τέχνη και η εργατικότητα των ιδιοκτητών του. Όπως συμβαίνει με κάθε επιμέρους στοιχείο αυτής της αρχιτεκτονικής έτσι και ο χώρος έχει συνθετικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών του νοικοκυριού με τις απαραίτητες συμβολικές και εννοιολογικές προεκτάσεις. Αυτός ο χαρακτήρας διαμορφώνεται ως ζωντανή “παράδοση”, και περνά από γενιά σε γενιά, εξασφαλίζοντας την αίσθηση της σταθερότητας στο πέρασμα του χρόνου. Αντίκτυπο μιας καθημερινότητας με πολλά στοιχεία παραδόσεων και εθίμων αποτελεί η διακόσμηση του χώρου αλλά και ο χρωματισμός του, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Στα διακοσμητικά στοιχεία των Δωδεκανήσων κυρίως λόγω της ιταλικής επιρροής που τους ασκήθηκε είναι γεμάτα ζωντανά χρώματα. Με την αρχή της Ιταλικής κατοχής στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, διακόπτονται απότομα οι στενοί δεσμοί των Δωδεκανήσων με την απέναντι μικρασιατική ακτή. Η ανατροπή αυτή θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στην τοπική οικονομία και θα αλλάξει ριζικά 1
62
Δ.Φιλιππίδης, “Νησιά του Αιγαίου, αρχιτεκτονική. Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2003
63
32
33
τον τρόπο που τα νησιά επηρεάζονται και επηρεάζουν. Οι τρεις δεκαετίες ιταλικής κατοχής δεν επηρέασαν ιδιαίτερα την τοπική αρχιτεκτονική, αλλά προσέφεραν την ευκαιρία να προστεθεί μια σημαντική υποδομή δημόσιων κτιρίων στα Δωδεκάνησα σχεδιασμένων από Ιταλούς αρχιτέκτονες για την εξυπηρέτηση των πολιτικών στόχων της εποχής. Όλα τα νησιά ανάλογα με τη σπουδαιότητα τους, απέκτησαν κοσμικά κτίρια που έως τότε έλειπαν παντελώς. Σήμερα, εκτός από το μεγάλο σύνολο κτιρίων στην πόλη της Ρόδου, σώζεται ένα αξιόλογο σύνολο στο Λακκί της Λέρου, μια νέα πόλη που σχεδιάστηκε σε καθαρό μοντέρνο ύφος ως κέντρο της τότε ναυτικής διοίκησης. Η ιταλική αρχιτεκτονική, μίγμα της μορφολογίας που κυρίως εφαρμόστηκε στις αποικίες της Ιταλίας- με απηχήσεις του μοντέρνου κινήματος και ελάχιστες προσμίξεις από τη ντόπια αρχιτεκτονική- παρέμεινε χρονικά προσδιορισμένη και δεν επηρέασε τη μετέπειτα αρχιτεκτονική στα νησιά.
Το χρώμα ως μέσο προβολής 34
35
36
Στους γύρω τόπους αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της μεσογείου υπήρχε από τα αρχαία χρόνια η παράδοση της χρήσης του χρώματος στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Έχουμε δείγματα χρήσης του από την προϊστορική εποχή όπου ο ανθρωπος κατορθωσε στο χλωμό φως των σπηλαίων χρησιμοποιώντας κόκκινες και κίτρινες ώχρες και γαιοχρώματα αναμεμειγμένα με ζωικό λίπος, να αφήσει λαμπρά τα ίχνη του. Ακόμη, στους αρχαίους πολιτισμούς το χρώμα δέσποζε στην αρχιτεκτονική αποκτώντας θρησκευτικό και συμβολικό χαρακτήρα καθώς ερχόταν να αποδώσει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία ή υπόσταση. Η σύνδεση του χρώματος και της κοινωνικής προβολής αυτών που το χρησιμοποιούσαν έγινε από μόνη της καθώς η δυνατότητα να μπορεί κανείς να διαλέξει το χρώμα το σπιτιού του απαιτούσε μια οικονομική δυνατότητα που δεν είχαν πολλοί. Τα χρώματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής συνδέονται με αυτά του ελληνικού τοπίου (η ώχρα, το λουλακί, το χοντροκόκκινο), ενώ το κόκκινο αποτελούσε το κατεξοχήν χρώμα των μεγάλων αρχοντικών σπιτιών από την Κέρκυρα μέχρι και την Ύδρα. Αυτό δείχνει πόσο ισχυροί ήταν οι δεσμοί της παράδοσης και πόσο συνηγορεί το έντονο ελληνικό φως στη χρήση του κόκκινου και του γαλάζιου. Στην παραπάνω άποψη, έρχεται και ο Μ.Κορρές να προσθέσει: “Η αρχιτεκτονική, είναι όπως και το ένδυμα, είναι κατεξοχήν μέσο κοινωνικής προβολής. ‘Οχι με την έννοια την κάπως αρνητική που μπορεί να έχει, δηλαδή φιγούρα, αλλά μπορεί κανείς να το πει και κοινωνικής συμμετοχής. Δηλαδή, με το να κυκλοφορεί κάποιος ατημέλητος, ρακένδυτος, ή αλλιώς ντυμένος, σε μια παλιά παραδοσιακή κοινωνία είναι στην πραγματικότητα σαν να απαξιεί τον εναρμονισμό του με αυτήν. Σαν να μη θέλει να εναρμονιστεί με την κοινωνία. Μπορεί να είναι και αντικοινωνική συμπεριφορά το να το κάνει κανείς το διαφορετικό δικό του. Δηλαδή δεν είναι τόσο η προβολή, όσο η ομολογία. Η ομολογία ότι έχεις τις ίδιες αξίες με τους άλλους. Ότι είναι και αυτός μέρος αυτής της κοινωνίας και δεν θέλει να είναι διαφορετικός. Αισθάνεται οτι η επιβίωση του, βαθύτερα, βασίζεται στην επιβίωση της υπόλοιπης κοινωνίας. Για παράδειγμα μιλώντας για ένα μικρό νησί στα Δωδεκάνησα. Ο κάτοικος είναι ένα μέλος ενεργό της κοινότητας και ακολουθεί κάποιους κανόνες. Σε όλα τα επίπεδα. Από το ντύσιμο μέχρι και το σπίτι. Δεν θέλει να ανατρέψει κάτι από αυτό το δεδομένο.”1 Πιο συγκεκριμένα
1,2
64
Συνέντευξη Μ.Κορρέ, βλ. παράρτημα σ. 85
65
στη παρούσα φάση όσων αφορά τα Δωδεκάνησα, παρατηρούμε ότι χαρακτηρίζονται από τα έντονα και ζωντανά χρώματα που ξεχύνονται από τους τοίχους των σπιτιών και φτάνουν μέχρι τα πεζούλια και τα σκαλιά των δημόσιων χώρων κάθε χωριού αλλά και μέχρι το εσωτερικό των σπιτιών και τις καθημερινές φορεσιές των κατοίκων. 37
38
39
66
Συνεχίζοντας ο Μ.Κορρές υπογραμμίζει τις χρωματικές αιγαιακές παραδόσεις, που ενδεχομένως να ανάγονται σε πρακτικές που εφαρμόζονταν στην Μινωική Κρήτη: “Στη Μινωική Κρήτη υπάρχουν ζώνες οριζόντιες, παράλληλες δηλαδή στο δάπεδο και στην οροφή σε διάφορα ύψη, στα 2 μέτρα, στα 3 μέτρα, ακριβώς κάτω από την οροφή... οι οποίες ζώνες είναι χρωματική μίμηση ξυλοδεσιάς(...) Αυτές οι ξυλοδεσιές είχαν το πάχος, όσο δείχνουν, ή περίπου όσο δείχνουν αυτές οι ζώνης. Αυτές τις ζώνες τις έχει και η λαϊκή αρχιτεκτονική κάτω από το ταβάνι, ένα χρώμα διαφορετικό από όλο τον υπόλοιπο τοίχο, ή σε μια ζώνη στα 2,5 μέτρα, ας πουμε στο ύψος των παραθύρων, που πάει γύρω-γύρω, σαν μια μπορντουρα. Όλα αυτά, λοιπόν, βρίσκουμε ότι είχαν ξαναγίνει και πολύ πιο πίσω. Οι τοιχογραφίες της Θήρας δείχνουν σπίτια κυκλαδίτικα με χρωματισμένες προσόψεις και πορτοπαράθυρα και διακοσμήσεις χρωματικές. Θυμίζουν τα καπετανόσπιτα της Δωδεκανήσου αυτά που θα έβλεπε κανείς στην Κάσο ή στο Καστελόριζο, οπότε, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο το θέμα αυτό έχει τεράστιες διαστάσεις. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το εξής ερώτημα: Σε ποιό βαθμό αυτό που βλέπουμε είναι επιβίωση ή είναι εξ αρχής μια νέα γέννηση; Στις ανθρώπινες δημιουργίες η ιδέα μπορεί να γεννηθεί εκ του μηδενός πάλι και να επαναληφθεί μια διαδικασία που είχε τελείως λησμονηθεί. Άρα μας ενδιαφέρει πάρα πολύ σε ποιές περιπτώσεις έχουμε επιβίωση, σε ποιές περιπτώσεις έχουμε αναβίωση και σε ποιές περιπτώσεις έχουμε νέα γέννηση. Επειδή, βέβαια, οι άνθρωποι στο Αιγαίο στην εποχή που σας ενδιαφέρει, ήταν πάμφτωχοι, ο πολιτισμός τους, ο τεχνικός και ο επιστημονικός, ήταν πάρα πολύ μικρός, ασήμαντος, δεν ήταν ποτέ δυνατόν να επαναλάβουν αυτά που είχαν γίνει 3.000 χρόνια πρίν στο Μινωικό πολιτισμό.”2 Τα νησιά των Δωδεκανήσων έχοντας κατά τη διάρκεια των χρόνων έντονες επιρροές από τις διάφορες γειτονικές περιοχές λόγω τόσο του εμπορίου όσο και των κατακτήσεων που θα υποστούν, θα διαμορφώσουν διάφορες αρχιτεκτονικές και αισθητικές αξίες. Άμεσο αντίκτυπο της Βενετοκρατίας αποτελούν οι χρωματικές παραδόσεις που θα διαμορφωθούν στην ευρύτερη περιοχή των νησιών αυτών. Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, και όταν πλέον η υπόλοιπη Ελλάδα αποτελεί ένα ανεξάρτητο κράτος, τα Δωδεκάνησα παραμένουν υπό την Οθωμανική κυριαρχία. Στα χρόνια αυτά, η παλιά αιγαιοπελαγίτικη ίσια γραμμή των σπιτιών θα αντικατασταθεί σταδιακά με μια πιο περίτεχνη. Τα σπίτια θα αποκτήσουν στέγες και πλήθος από διακοσμητικά και νεοκλασικά στοιχεία ενώ καινούργια σπίτια θα χτιστούν με καθαρά νεοκλασικό ρυθμό. Ιδιαίτερα στη νεοκλασική πολιτεία της Σύμης είναι εμφανής τόσο ο λαϊκός νεοκλασικισμός, τα σπίτια δηλαδή των χαμηλών οικονομικών στρωμάτων, που εκφράζονται από το απαραίτητο κλασικό θύρωμα που οδηγεί στη μικρή αυλή και στην κυρίως κατοικία, όσο και ο αστικός νεοκλασικισμός το αρχοντικό, το σπίτι δηλαδή του καπετάνιου ή του μεγαλεμπόρου που έχει παραγγείλει το σχεδιασμό του σε αρχιτέκτονες σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τα χρώματα των σπιτιών είναι έντονα και ζωντανά και δημιουργούν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στα νησιά. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους κατοίκους αντανακλάται στην ποικιλία των αρχιτεκτονικών διακοσμητικών στοιχείων, τόσο των μεγάλων σπιτιών όσο και των μικρότερων, κυρίως στο νησί της Σύμης που εμφανίζει μια μεγαλύτερη ανάπτυξη.
67
40
Το σημερινό τοπίο Η σημερινή μορφή των νησιών αυτών, αποτελεί ένα προορισμό υψηλής αισθητικής και πολιτισμού, με σημείο αναφοράς την Σύμη. Νησιά γεμάτα νεοκλασικές πόρτες, εξώπορτες, παράθυρα, αλλά και περίτεχνα μπαλκόνια. Μεγάλα βοτσαλωτά με άγκυρες, καράβια, γοργόνες και βυζαντινά διακοσμητικά στολίζουν τους οικισμούς των νησιών. Διατηρείται, έτσι, μέχρι σήμερα αυτός ο ιδιαίτερος γραφικός χαρακτήρα, γεμάτος χρώμα. Παρόλα αυτά, αν και έχει διατηρηθεί η παράδοση του χρώματος, δεν παραμένουν όλα αναλλοίωτα. Παλαιότερα, οι ιδιοκτήτες καθώς έβαφαν τα σπίτια τους δύο και τρεις φορές το χρόνο, προσέθεταν ακόμη μια στρώση στην επιδερμίδα του κτιρίου, “φυλλομετρώντας το χρόνο”1 και δημιουργώντας ένα “παλίμψηστον” χρωμάτων στο σοβά του. Τα χρώματα δεν ήταν ποτέ τα ίδια, αλλά εναλλάσσονταν ανάλογα με τα άμεσα διαθέσιμα χρώματα, αλλά και τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη. Μπορούμε να φανταστούμε τη διαδικασία αυτή μέσα στο χωριά. Πόσο ζωντανή και γεμάτη μεράκι για ενασχόληση με το σπίτι ήταν. Σήμερα, με τη χρήση των καλοδιατηρούμενων πλαστικών χρωμάτων έχει χαθεί η διαδικασία αυτή από τη ζωή των οικισμών. Ακόμη, αυτό έχει επιφέρει και μια επιπρόσθετη αλλαγή στην όψη των κτιρίων. Έχουν εξαφανιστεί σήμερα, οι διάφορες ποιότητες που έπαιρναν τα ασβεστοχρώματα καθώς αλληλεπιδρούσαν με τον αλατισμένο αέρα, τον ήλιο και τη βροχή. Εκείνα τα χρώματα, αποτύπωναν γλαφυρά τον χρόνο που περνούσε από πάνω τους. Και το κτίριο περίμενε το καινούργιο εκείνο χρώμα που θα ερχόταν για να “καθαριστούν” οι τοίχοι του και να αρχίσει από την αρχή, για ακόμη μια φορά, η διαδικασία αυτή. “Και πέρα από το διαφορετικό χρώμα, δεν είναι και ίδια τα χρώματα πια. Δεν υπάρχει η ίδια υφή. Δεν είναι χειρότερο η καλύτερο, όπως είπα και πριν. Είναι απλά διαφορετικό.” Δ.Φατούρος 2
1
41
68
2
Τ.Παπαϊωάννου, Α.Φασιανός “Αρχιτεκτονική και χρώμα”, Εκδόσεις Νηρέας ε.π.ε., Αθήνα 2009, σ.22 Συνέντευξη Δ.Φατούρου, βλ. παράρτημα σ. 89
69
Πηγές εικόνων: 1. Χωριό Σταυρί, Μάνη, Eliopoulou Rogan Dora, Mani, History and Monuments, Lycabettus Press, Athens 1973, σ 65
19. Κυκλάδες, Περιοδικό Côté sud 20. Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
2. Χωριό Μίνα, Μάνη, Άρης Κωνσταντινίδης, Τα θεόχτιστα, τοπία και σπίτια στη σύγχρονη Ελλάδα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 1994, σ 113 3. Κάστρο του Πασσαβά, Μάνη, Eliopoulou Rogan Dora, Mani, History and Monuments, Lycabettus Press, Athens 1973, σ 169 4. Χωριό Βάθεια, Μάνη, Άρης Κωνσταντινίδης, Τα θεόχτιστα, τοπία και σπίτια στη σύγχρονη Ελλάδα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 1994, σ 110
21. Αμοργός, Φιλιππίδης Δημήτρης (επιμελητής), Νησιά του Αιγαίου, αρχιτεκτονική. Εκδοτικός οίκος Μέλισσα,Αθήνα 2003, σ 139 22. Σαντορίνη, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 23. Σαντορίνη, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου 24. Κυκλάδες, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
5. Μάνη, https://www.alfavita.gr/koinonia/183864_pashalini-apodrasi-stin-epiblitiki-mani 25. Προσωπικό φωτογραφικό αρχείο 6. Πύργος Δουράκη, Μάνη, https://oimaniateseinaipantou.blogspot.com/p/blog-page_157.html 26. Σύμη, Περιοδικό Côté sud 7. Πύργος της Μάνης, https://www.manivoice.gr/content/%CE%BF%CE%B9-%CF%80%C F%85%CF%81%CE%B3%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B7%CF%83-%CE%B2%CE%84-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82
27. Σύμη, Περιοδικό Côté sud 28. Σύμη, Περιοδικό Côté sud
8. Χωριό Βάθεια,Μάνη, https://www.travelstyle.gr/vatheia-i-aparamillis-omorfias-kastropoliteia-tis-lakonikis-manis-tha-sas-taxidepsei-ston-chrono/ 9. Χωριό Μίνα, Μάνη, Άρης Κωνσταντινίδης, Τα θεόχτιστα, τοπία και σπίτια στη σύγχρονη Ελλάδα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 1994, σ 114
29. Χάλκη, Περιοδικό Côté sud 30. Νίσυρος, Περιοδικό Côté sud 31. Σύμη, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
10. Χωριό Βάθεια,Μάνη, http://blog.tresorhotels.com/secrets/destinations/1198-bolta-stoys-panemorfoys-pyrgoys-ths-manhs
32. Κοσκινού, Ρόδος, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
11. Χωριό Βάθεια, Μάνη, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
33. Κοσκινού, Ρόδος, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
12. Κυκλάδες, Περιοδικό Côté sud
34. Κοσκινού, Ρόδος, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
13. Προσωπικό φωτογραφικό αρχείο
35. Κοσκινού, Ρόδος, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
14. Κυκλάδες, Περιοδικό Côté sud
36. Κοσκινού, Ρόδος, φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
15. Π.Τέτσης, Λάδι σε μουσαμά, 1998
37. Κνωσός, https://greekvoyager.com/el/proorismoi-stin-ellada/kriti/knossos/
16. Σύρος, Δ.Φιλιππίδης, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1982 σ 243
38. Σύμη, Μακρής Γιώργος Π. , Ενθύμιον Σύμης. Εκδόσεις Μαρμίτα, Θεσσαλονίκη 2007 σ 59 39. Σύμη, Μακρής Γιώργος Π. , Ενθύμιον Σύμης. Εκδόσεις Μαρμίτα, Θεσσαλονίκη 2007 σ 20
17. Μυκονος, Φιλιππίδης Δημήτρης (επιμελητής), Νησιά του Αιγαίου, αρχιτεκτονική. Εκδοτικός οίκος Μέλισσα,Αθήνα 2003, σ 135 18. Σαντορίνη, Δ.Φιλιππίδης, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1982 σ 174,175
70
40. Προσωπικό φωτογραφικό αρχείο 41. Σύμη, Μακρής Γιώργος Π. , Ενθύμιον Σύμης. Εκδόσεις Μαρμίτα, Θεσσαλονίκη 2007 σ 31,33,36,29
71
1
4. Κοινωνική ανάλυση Το χρώμα είναι ένα χαρακτηριστικό της ύλης το οποίο από τα πολύ παλιά χρόνια είχε μια ιδιαίτερη, κυρίως συμβολική, θα λέγαμε, σημασία για κάθε πολιτισμό. Παρόλα αυτά, παρατηρούμε εντελώς διαφορετικούς “πολιτισμικούς συμβολισμούς” των χρωμάτων από περιοχή σε περιοχή, καθώς είναι ξεκάθαρο ότι τα χρώματα έχουν το καθένα μια εκφραστική αξία η οποία έχει διαμορφωθεί με το δικό της τρόπο σε κάθε μια από αυτές. Για παράδειγμα, το κόκκινο χρώμα στην Κίνα συμβολίζει την τύχη, ενώ στην Ινδία την αγνότητα. Το κίτρινο στην Ασία έχει την έννοια του ιερού και του αυτοκρατορικού. Το άσπρο στην Ιαπωνία αποτελεί σύμβολο του θανάτου, ενώ στις ανατολικές χώρες συνδέεται με την ψυχρότητα και την στειρότητα, την ίδια στιγμή που στις δυτικές χώρες είναι σήμα κατατεθέν της καθαριότητας και της αγνότητας. Το πράσινο στην Ινδία είναι το χρώμα του Ισλάμ, στην Ιρλανδία αντιπροσωπεύει το χρώμα της Καθολικής θρησκείας, ενώ σε κάποιες τροπικές χώρες συμβολίζει τον κίνδυνο. Τέλος, το μπλε είναι το χρώμα που για τους Εβραίους συμβολίζει την αγιότητα, αλλά για τους Κινέζους αποτελεί σύμβολο της αθανασίας.
2
Ο τόπος στον οποίο εξελίσσεται κάθε πολιτισμός, σε συνδυασμό με τα φυσικά χαρακτηριστικά του (τα υλικά, το φως και το τοπίο του), επηρεάζουν τις συνήθειες και τις παραδόσεις του εκάστοτε πολιτισμού. Έτσι, και τα ίδια τα χρώματα ως μέσο έκφρασης πολλών στοιχείων του πολιτισμού έρχονται να μπουν στην αρχιτεκτονική του τόπου, προσδίδοντας ένα διαφορετικό χαρακτήρα στην περιοχή. Το χρώμα, ωστόσο, έρχεται να συνομιλήσει και με τα υλικά της κατασκευής. Αυτά, με τη σειρά τους, έχουν ένα δικό τους χρώμα και πολλές φορές είναι αυτό το στοιχείο τους που έρχεται να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη πόλη. Για παράδειγμα, η ροζ και η χρυσή πόλη της Ινδίας, Jaipur και Jaisalmer αντίστοιχα, έχουν πάρει τα ονόματα τους από το ροζ και τον κιτρινωπό ψαμμίτη που υπάρχει στην περιοχή. Επιπρόσθετα, η καθημερινότητα των ανθρώπων ήταν γεμάτη χρώμα, το οποίο συνέβαλλε στην δημιουργία συμβολισμών και αισθήσεων που αντιπροσώπευαν για αυτούς τα χρώματα. Συμβολισμοί που αποτυπωνόντουσαν στα σπίτια, τα έπιπλά και, τα ρούχα τους. Ο Α.Φασιανός στο βιβλίο Αρχιτεκτονική και Χρώμα αναφέρει: “Την αγάπη για το χρώμα τη βλέπουμε και στη μετέπειτα ζωή των Ελλήνων, γιατί έχουμε τα νεοκλασικά και λαϊκά σπίτια χρωματισμένα με την ώχρα και το κόκκινο. Τα νησιά ήταν πολύχρωμα. Τα έχω δει περιπλανώμενος από μικρός στο Αιγαίο. Διαβαίνοντας τα δρομάκια τους, σε έλουζε η ώχρα και το γαλάζιο.”
3
4
5
72
Το χρώμα, ως “βαφή” πάνω στην επιφάνεια των κτιρίων, αποτελεί άμεση επέμβαση. Επέμβαση που έχουν πάνω στην αρχιτεκτονική, τα διάφορα πολιτισμικά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό και με τις καθημερινές συνήθειες του κάθε λαού. Πόλεις παραδείγματα του συμβολισμού των χρωμάτων πάνω στα κτίρια τους αποτελούν η Jodhpur, πόλη στην Ινδία, και το Chefchaouen, πόλη στο Μαρόκο, που είναι και οι δύο βαμμένες στα μπλε για διαφορετικούς λόγους, ωστόσο, η κάθε μια. Η πρώτη, με τα χρωματισμένα μπλε σπίτια στην περιοχή της παλιάς πόλης, αποτελεί αρχιτεκτονικό παράδειγμα της χρωματικής αποτύπωσης των κοινωνικοπολιτικών παραδόσεων της περιοχής, καθώς ο μπλε αυτός χρωματισμός των σπιτιών αποτελούσε αρχικά ένδειξη του διαχωρισμού του πληθυσμού σε κάστες (κοινωνικές ομάδες), που ήταν τα περασμένα χρόνια κυρίαρχος στην Ινδία. Οι Βραχμάνοι, που θεωρούνταν η ανώτερη κάστα, έβαφαν τα σπίτι τους μπλε για να διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες κάστες. Ενώ, από την άλλη, η πόλη του Chefchaouen, βαμμένη επίσης σε μπλε αποχρώσεις, αποτελούσε για τους Εβραίους πρόσφυγες, που έφυγαν από την Ευρώπη τη δεκαετία του 1930, στοιχείο αναφοράς του πολιτισμού και της θρησκείας τους.
73
6
10
Τα χρώματα πάντα θα παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, όπως πάντα θα ξεφυτρώνουν και νέοι συμβολισμοί που θα συνδιαλέγονται και θα ανατρέπουν τους παλιούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημασία των χρωμάτων έχει διαφοροποιηθεί μέσα στο πέρασμα της ιστορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η απουσία χρώματος που αποτέλεσε σημαία του μοντέρνου κινήματος, πρεσβεύοντας με το λευκό την καθαρότητα της μορφής και απαλλάσσοντας το κτίριο από κάθε μνήμη. “Ένα καλά σχεδιασμένο κτίριο δεν έχει ανάγκη από χρώμα”, υποστήριζε ο Adolf Loss, ενώ το περίφημο κίνημα του Bauhaus έβλεπε το χρώμα ως διακοσμητικό στοιχείο και θεωρούσε ότι πρέπει να εκλείψει από την αρχιτεκτονική. Αργότερα, τα χρώματα απέκτησαν πάλι ιδιαίτερη σημασία στην αρχιτεκτονική σύνθεση και άρχισαν να χρησιμοποιούνται σε πολλά κτίρια ανώνυμης αλλά και επώνυμης αρχιτεκτονικής. Ο Fernand Leger, σε μια διάλεξή του το Μάιο του 1933, ειδοποιούσε τους ακροατές του: “Από καλλιτεχνικής πλευράς ένας γυμνός τοίχος είναι τέλειος, αλλά από κοινωνικής μια αποτυχία.”
7
11
8
9
12
13
74
75
“Πώς θα χτίσουμε; Μικρό ξωκλήσι, μικρό καλύβι-καλυβάκι, μικρό μοναστηράκι - μεγάλο μοναστήρι. 14
Πέτρες, άγριες κακοτράχαλες, καλντερίμια, ξερολιθιές, πελεκητές γωνίες. Τάξη. Ναοί πάνω από τις ξερολιθιές. Μπετόν -φτηνή πέτρα- μονολιθική δυνατότητα. Ξερολιθιά και τσιμέντο. Μια πλαστική δυνατότητα στην αντίθεσή της. Το πρόβλημα όχι τί θα χτίσουμε αλλά πώς αυτό που θα χτίσουμε θα το εντάξουμε στη φύση. Xρωματική και τονική παρουσία. Το κτίριο πρέπει να δένει με το δέντρο αλλά και με το πουλί. Το μαύρο χελιδόνι σκίζει το διάφανο αέρα - αγγίζει με το φτερό του τον τοίχο. Το μπετόν, υλικό για τους βιαστικούς. Αισθάνθηκα κάποια στιγμή να αποκαλύψω και να δείξω τα μέσα του, τις μικρές φυλακισμένες πετρούλες πίσω από τη δυσάρεστη πολλές φορές επιφάνειά του. Ανάγκη να φωτίσω την επιφάνειά του. Το φως πάνω στα πράγματα. Αυτό κατά τη γνώμη μου πρέπει να είναι το μήνυμα του αρχιτέκτονα. Η μορφή που καταρχήν θα υπαγορεύσει η κατασκευαστική ανάγκη θα πρέπει να ελεγχθεί και με ένα άλλο κοίταγμα εκ των έσω (τα μάτια της ψυχής). [Από σημειώσεις του Κ.Κρόκου]
76
77
5. Συμπεράσματα Δεν γνωρίζουμε εάν μπορούμε να φτάσουμε σε κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά το χρώμα, όσο και αν το μελετάμε και το σκαλίζουμε. Αποτελεί στοιχείο που συνδέεται με την καθημερινή ζωή του ανθρώπου, ακόμα και τις στιγμές που χάνεται ή αποκόπτεται από αυτή. Δεν μπορούμε να ορίσουμε συγκεκριμένο σημείο στην αρχιτεκτονική ιστορία, όπου αυτό γεννήθηκε και χρησιμοποιήθηκε, διότι κάθε φορά που καταλήγουμε κάπου, εάν κοιτάξουμε λίγο πιο πίσω συναντάμε πάλι στοιχεία του. Δεν μπορούμε να διαφοροποιήσουμε το χρώμα από την αρχιτεκτονική σύνθεση, αφού αποτελεί μέρος του “παζλ” της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής, αρχιτεκτονικής που φέρει μια μεγάλη παλαιά περιπέτεια του χρώματος μαζί της. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να το μελετήσει κανείς μαζί με το κτίριο πάνω στο οποίο τοποθετείται, ζει, γερνάει, επανατοποθετείται, μεταβάλλεται. Το χρώμα, όπως και τα υλικά ενός οικοδομήματος, δεν μένει σταθερό αλλά μεταβάλλεται στο “άγγιγμα” του χρόνου, στην συνεχή επαφή με τις διαφορετικές κλιματικές συνθήκες, στην κρίση επέμβασης του κατόχου του. Η Θ.Τόσκα ερευνόντας το χρώμα και τη χρήση του, παραθέτει στο βιβλίο της Αρχιτεκτονικό χρώμα, Θεωρία και σχεδιασμός: “Από όλες τις παραμέτρους που υπεισέρχονται στην κατασκευή, το χρώμα, σαν χρωστική μεμβράνη, είναι η πιο εφήμερη, η λιγότερο δαπανηρή. Το χρώμα συντροφεύει τη ζωή του κτιρίου, μαρτυρεί την εξέλιξη των λειτουργιών του. Συνήθως, βέβαια, μια αλλαγή του χρήστη συνοδεύεται από μια αλλαγή χρωματισμού. Το κτίριο αποκτά νέο δέρμα.” Αυτό το νέο δέρμα, το νέο χρώμα, δεν είναι απόρροια εγκεφαλικών δεσμεύσεων και “ανούσιων πειθαρχιών” του τεχνίτη1, παρά τις υπάρχουσες συμβάσεις λόγω της παράδοσης. Αποτελεί απλώς στοιχείο που φέρει ίχνη του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ακόμα και αν το χρώμα δεν αποτελεί επιπρόσθετη στρώση, αλλά είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το υλικό, έχει ακριβως την ίδια αντιμετώπιση απέναντι στο πέρασμα του χρόνου. Φθείρεται και αλλοιώνεται, στοιχεία που οφείλονται για την “ερωτική περιπέτεια της υλικότητας”, σύμφωνα με τον Δ.Φατούρο. Μερικές φορές, βέβαια, αυτή η αλλοίωση, μαρτυρώντας την ηλικία του κτιρίου, προσδίδει ένα ρομαντικό τόνο και επιτρέπει το “κρυφοκοίταγμα” σε τεχνοτροπίες και ιδεολογίες μιας άλλης, σχεδόν, ξεχασμένης εποχής. Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, ότι το χρώμα είναι απλά ένα ακόμα μέσο έκφρασης των διαφόρων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, συνηθειών και πεποιθήσεων που αναπτύσσονται σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Όπως και η ιστορία, το χρώμα είναι άλλο ένα στοιχείο της ζωής που κάνει κύκλους, επηρεασμένο σίγουρα και από τις εκάστοτε μόδες. Εμφανίζεται, αγαπιέται, αγιοποιείται, απορρίπτεται, ξεχνιέται. Και ξανά από την αρχή. Δεν παλιώνει, ούτε εξαφανίζεται. Απλά ανανεώνεται και επανεμφανίζεται. Το μοντέρνο κίνημα συνδυάστηκε με την επίμονη λευκότητα των κτιρίων, αγαπήθηκε, εκδιώχθηκε, ξεχάστηκε. Εμφανίστηκε η πολυχρωμία και το κιτς του μεταμοντέρνου με τα έντονα τεχνητά χρώματα, για να φτάσουμε στα χρώματα του σήμερα. Άπειρα χρώματα χωρίς κάποια σαφή ταυτότητα. Χρώματα του κουτιού. Η σύγχρονη ζωή έχει απομακρυνθεί από αυτή την εμμονή της απέναντι στο λευκό, ή ακόμα καλύτερα έχει συμφιλιωθεί με την πολυχρωμία που κάποτε αποδοκίμαζε.
1
78
Τ.Παπαϊωάννου, Α.Φασιανός “Αρχιτεκτονική και χρώμα”, Εκδόσεις Νηρέας ε.π.ε., Αθήνα 2009, σ.22
79
15
Κάνοντας και εμείς τον δικό μας κύκλο, λοιπόν, καταλήγουμε σε αυτό που υποστηρίξαμε εξαρχής, ότι όλα είναι θέμα οπτικής και συνδυασμών. Θέμα σχέσεων. Σχέσεις που αλλάζουν στο πέρασμα του χρόνου και τροποποιούνται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, αλλά που δεν παύουν να έχουν ένα σημείο αναφοράς και μια κινητήρια δύναμη. Σχέσεις μεταξύ των χρωμάτων, σχέσεις μεταξύ των υφών και των υλικών, του τοπίου και του φωτός, που κάθε φορά συντελούν και σε ένα διαφορετικό αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα. Όχι καλύτερο ή χειρότερο, απλά διαφορετικό. Σχέσεις που συντελούν στην σύνθεση μιας λαϊκής αρχιτεκτονικής ενός τόπου. Άραγε, για αυτό να μην μπορεί ο άνθρωπος να αποκοπεί από το χρώμα; Γιατί παρόλο που βασίζεται πάνω σε βασικά χρώματα, προκαθορισμένες παλέτες και συνδυασμούς, δεν παύει να τον εκπλήσσει και να διαφοροποιείται. Αρκεί να πέσει λίγο διαφορετικά μια ακτίνα φωτός πάνω του, ή μια επιπρόσθετη σταγόνα μπλε, ή να διαφοροποιηθούν λίγο οι περιβαλλοντικές συνθήκες και ξαφνικά το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικά καινούριο. Και άλλωστε πώς να μην αντιμετωπίζουμε τα χρώματα κάθε φορά διαφορετικά; Αφού πέρα από την πατίνα του χρόνου που επιδρά πάνω τους, ο μεγαλύτερος παράγοντας που τα καθιστά ζωντανά, ή όχι, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, τα βιώματά του, η ψυχολογία του και τα συναισθήματα που τον διακατέχουν την κάθε δεδομένη στιγμή. ‘Οπως μας εκμυστηρεύτηκε ο κύριος Φατούρος σε συνάντηση που είχαμε μαζί του στην οικία του: “Δεν είναι όλα τα χρώματα ίδια. Και όχι επειδή δεν είναι όντως ίδια, αλλά γιατί εμείς που τα κοιτάμε δεν είμαστε ίδιοι. Έχετε θυμώσει ποτέ πολύ, έχετε ρίξει ένα μπουκάλι πάνω σε έναν τοίχο από τον εκνευρισμό σας; Σε στιγμές σαν αυτή, βιώνεις τα χρώματα γύρω σου διαφορετικά, πιο έντονα. Και μετά όταν ξαναφτιάχνουν τα πράγματα, τι σε νοιάζει; Αυτή η κηλίδα πάνω στον τοίχο που έγινε από το σπασμένο μπουκάλι, θα την κάνουμε ζωγραφική…“ 16
80
81
6. Παράρτημα Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας Συνάντηση στο γραφείο του, πρωινό Τετάρτης 04/09/2019
17
18
19
- Ποιά θεωρείτε την ιδιαιτερότητα της λαϊκής αρχιτεκτονικής; Αυτοί οι λαϊκοί τεχνίτες που λέμε δεν ήσαν καθόλου λαϊκοί. Ήσαν αρχιτέκτονες. Αυτό το έζησα εγώ στη Σαντορίνη, την ώρα που εμείς κάναμε στέγαση για τους σεισμόπληκτους, υπήρχε δραστηριότητα οικοδομική πιο πέρα από εμάς. Η Σαντορίνη τότε ήταν όλη αμπέλια και ντοματιές. Παρακολούθησα τότε τον Μαστροπατατά, τότε αρχιτεχνίτη της Σαντορίνης, να σχεδιάζει και να χτίζει το εργοστάσιο του ντοματοπελτέ. Το είχε όλο μέσα στο κεφάλι του. Δεν είχε ούτε μέτρο, ούτε τίποτα. Πόδια, βήματα και παλάμες. Ήταν άνθρωποι που ήξεραν την δουλειά από μέσα, όχι θεωρητικά και στα χαρτιά. Ήξεραν τις τοπικές συνθήκες και τα τοπικά προβλήματα. Στην Αγγλία δεν θα μπορούσε να χτίσει ένα σπίτι, αλλά στη Σαντορίνη ήξερε τα πάντα και εγώ μάθαινα από αυτόν. - Κατά την άποψή σας το χρώμα στην ανώνυμη αρχιτεκτονική χρησιμοποιήθηκε ως ένα μέσο κοινωνικής προβολής ή μια συνέχιση της παράδοσης του εκάστοτε οικισμού; Και τα δύο. Δεν αποτελούσε μόνο μέσο κοινωνικής προβολής. Για παράδειγμα στις Κυκλάδες το ότι ασβέστωναν τα σπίτια τους αποτελούσε και ένα τρόπο κλιματισμού το καλοκαίρι. Το άσπρισμα έκανε την ακτινοβολία, αντί να την ρουφάει ο τοίχος, να την απωθεί. Επίσης,ο ασβέτης είναι και υγειονομικά σωστός. - Ποια χρώματα θα κατατάσσατε στο ελληνικό τοπίο; Προσπαθώ να θυμηθώ τα χρώματα που είχαν στο Πήλιο και δεν τα θυμάμαι. Δεν νομίζω ότι υπερτερούσε κάποιο χρώμα ωστόσο. Είχαν και γαλάζιο χρώμα και χονδροκόκκινο και ώχρα. Έχω την εντύπωση, αλλά είναι μόνο εντύπωση, ότι κυρίως αυτά τα τρία χρώματα συναντούσαμε στο ελληνικό τοπίο. Το θέμα είναι να καταφέρετε να ανακαλύψετε ποια ήσαν αυτά τα original χρώματα. Πέρα από τα νεοκλασικά χρώματα της Αίγινας, δεν γνωρίζω άλλα χρώματα. Η Σαντορίνη δεν είχε χρώματα. Εμείς βάλαμε στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης του νησιού. Έτσι μας άρεσε και έτσι κάναμε. - Η αρχιτεκτονική προχωρά και εκσυγχρονίζεται ως φυσικό αποτέλεσμα απόρροιας πολλών πραγμάτων. Τι αντίκτυπο έχει αυτό στη χρήση του χρώματος; Θα έπρεπε να έχει; Η Αίγινα είχε πολύ έντονα χρώματα, τα θυμάμαι ως παιδί που πήγαινα. Είχε αυτά τα νεοκλασικά χρώματα. Τώρα έχω να πάω πάνω από πέντε χρόνια αλλά πιστεύω ότι δεν θα δω τα ίδια χρώματα. Κανένας δεν θα θυμάται σε λίγα χρόνια τα χρώματά της. “Να πας στον Παρθενώνα να θαυμάσεις τα λευκά μάρμαρα”, λένε. Ποιά λευκά; Τα μάρμαρα, οι καρυάτιδες, είχαν όλα χρώμα παλαιότερα. Χρώμα που χάθηκε. Η Ελλάδα έχει αρχίσει να αλλοιώνει τα χρώματά της. - Θα κατατάσσατε το λευκό ως ακόμα ένα χρώμα ή θα το χαρακτηρίζατε ως μια απογύμνωση στοιχείων; Θεωρώ ότι το λευκό αποτελεί άλλο ένα χρώμα. Ειδάλλως είναι απλά το υλικό.
82
83
- Θα λέγατε πως στη συνθετική διαδικασία του δικού σας έργου λαμβάνεται υπόψην το χρώμα; Με ενδιέφερε το χρώμα πάρα πολύ. Το 1991 σε συνεργασία με τον Α. Γεωργιάδη, Κ. Κυριακίδη και Α. Τομπάζη δημιουργήσαμε ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα στη Ρόδο, όπου χρησιμοποιήσαμε τα ίδια χρώματα με αυτά της ανοικοδόμησης της Σαντορίνης παλαιότερα. Το χονδροκόκκινο, την ώχρα και το γαλάζιο. Επίσης μια ζωή επιδίωκα όταν σχεδίαζα κτίρια να συνεργάζομαι με καλλιτέχνες. Είναι πολύ σημαντικό.
Μανόλης Κορρές Μεσημέρι Σαββάτου 07/09/2019
- Τι θεωρείτε ότι ώθησε τον ιδιοκτήτη, σε συνεργασία με το λαϊκό τεχνίτη, να χρωματίσει το σπίτι του; Ηταν παράδοση. Δηλαδή δεν χρειάστηκε να βρουν τους λόγους. Οι λόγοι υπήρχαν και ήταν παράδοση. Δηλαδή, ό,τι γίνεται στην παραδοση η απάντηση είναι γιατί έτσι. ‘Ετσι γίνεται και αν κάνουμε μια τομή στο χρόνο, παίρνοντας μια χρονική στιγμή, πάντα υπάρχει μια παράδοση. Για πάρα πολλούς αιώνες οι άνθρωποι κινούνται μέσα στην παράδοση. Επομένως, πρέπει να πάμε πολύ πίσω. Εκείνη την εποχή τα έχτιζαν με την τοπική πέτρα και η πέτρα ήταν ένα είδος, δεν αλλάζει το είδος. Άρα ήταν δεδομένο το χρώμα της. Η επιλογή δεν ήτανε χρωματική. Ήταν οικοδομική επιλογή. Το χρώμα προέκυπτε, το αυτοφυές, η αυτοχρωμία του υλικού. Αργότερα έχουμε το εφαρμοσμένο χρώμα, το επίθετο χρώμα. Εκεί αρχίζουν να υπάρχουν κάποιες επιλογές, ενώ ταυτόχρονα μας ενδιαφέρει και η παράδοση. Η παράδοση σε συνδυασμό με την ελευθερία της επιλογής, γιατί η αλήθεια είναι ότι ακόμη και σε μια εποχή “παραδοσιοκρατίας”, που η παράδοση είναι πανίσχυρη, ακόμα και εκεί όταν πρόκειται για χρώμα που το αγοράζεις σε κουτί, χρωστική ή σε ορυκτή μορφή και το παρασκευάζεις, ακόμα και εκεί κάποιες επιλογές υπάρχουν. - Κατά την άποψή σας το χρώμα στην ανώνυμη αρχιτεκτονική χρησιμοποιήθηκε ως ένα μέσο κοινωνικής προβολής ή μια συνέχιση της παράδοσης του εκάστοτε οικισμού; Πάντοτε. Η αρχιτεκτονική, όπως και το ένδυμα, είναι κατεξοχήν μέσο κοινωνικής προβολής. ‘Οχι με την έννοια την κάπως αρνητική που μπορεί να έχει, δηλαδή φιγούρα, αλλά μπορεί κανείς να το πει και κοινωνικής συμμετοχής. Δηλαδή, με το να κυκλοφορεί κάποιος ατημέλητος, ρακένδυτος, ή αλλιώς ντυμένος, σε μια παλιά παραδοσιακή κοινωνία είναι στην πραγματικότητα σαν να απαξιώνει τον εναρμονισμό του με αυτήν. Σαν να μη θέλει να εναρμονιστεί με την κοινωνία. Μπορεί να είναι και αντικοινωνική συμπεριφορά το να το κάνει κανείς το διαφορετικό δικό του. Δηλαδή δεν είναι τόσο η προβολή, όσο η ομολογία. Η ομολογία ότι έχεις τις ίδιες αξίες με τους άλλους. Ότι είναι και αυτός μέρος αυτής της κοινωνίας και δεν θέλει να είναι διαφορετικός. Αισθάνεται οτι η επιβίωση του, βαθύτερα, βασίζεται στην επιβίωση της υπόλοιπης κοινωνίας. Για παράδειγμα μιλώντας για ένα μικρό νησί στα Δωδεκάνησα. Ο κάτοικος είναι ένα μέλος ενεργό της κοινότητας και ακολουθεί κάποιους κανόνες. Σε όλα τα επίπεδα. Από το ντύσιμο μέχρι και το σπίτι. Δεν θέλει να ανατρέψει κάτι από αυτό το δεδομένο. - Θεωρείται ότι η άποψη πως υπάρχουν κάποια χρώματα που κατατάσσονται στο Ελληνικό τοπίο, ότι είναι κάπως τυχαία; Εγώ νομίζω πως όλα αυτά, δεν ισχύουν. Γενικά υπάρχει πολύ παραμύθι και μύθος στην δουλειά μας. Όπως η χρυσή τομή, οι σειρές Φιμπονάτσι, οι δυναμικοί αριθμοί και άλλα. Και ήταν της μόδας πάντοτε και πριν γεννηθούμε και πριν γεννηθώ εγώ, υπήρχαν αρχιτέκτονες που αναζητούσαν το μυστικό της ομορφιάς του Παρθενώνα σε μαθηματικές, δυναμικές, λογαριθμικές, αρμονικές σειρές και όλα αυτά επειδή ήταν άνθρωποι που δεν έβλεπαν με γυμνό μάτι, με γυμνό μυαλό, με γυμνή ψυχή, αλλά έβλεπαν με ένα μυαλό ήδη σκοτισμένο από ιδεολογήματα προηγούμενων ετών και δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι η φύση ή ο κόσμο, και η αλήθεια μπορεί να λειτουργήσει χωρίς όλα αυτά τα μαθηματικά, της χρυσές τομές και τα υπόλοιπα. Και αυτό συμβαίνει και μέχρι σήμερα. Είναι βολικό. Επομένως όλα αυτά για το τοπίο, και τους γαλάζιους ουρανούς είναι ένα τίποτα, γιατί στα σπίτια των
84
85
Kυκλάδων μπορείς να δεις και παράθυρα βαμμένα με καφέ χρώματα. Αυτά τα χρώματα τα έπαιρναν κατά κανόνα για τις βάρκες τους. Η βάρκα θέλει χρώμα συνεχώς, προστατεύει το ξύλο που είναι μέσα στο νερό. Αυτά τα χρώματα τα έβαζαν και στα παράθυρα. Και αυτά ήταν λαδομπογιές. Και υπήρχε και το μίνιον, το κόκκινο που έμπαινε στα σίδερα για να μη σκουριάζουν. - Η απουσία χρώματος στην αρχιτεκτονική εκφράζεται ως στάση κυρίως στο μοντέρνο κίνημα και δηλώνεται με το λευκό χρώμα. Ωστόσο το λευκό προϋπήρχε σε οικισμούς, όπως στις κυκλάδες, όπου συνδέθηκε με αυτούς και έγινε το σήμα κατατεθέν τους. Διαφορετική χρονική περίοδο, διαφορετικοί πολιτισμοί, διαφορετικές περιοχές. Υπάρχουν όμως, πιστεύετε, κοινά σημεία στην επιθυμία αυτή του ”ασπρίσματος”; Γιατί ο Le Corbusier θαύμαζε τα λευκά του Αιγαίου; Εδώ υπάρχει πολιτικό κίνητρο. Πολιτικό, προγραμμάτικό κίνητρο, που είχε σχέση με την καριέρα του συγκεκριμένου ανθρώπου και των ομοίων της γενιάς του, αλλά και με τις κόντρες ή τις αντιπαραθέσεις που είχαν με την παλαιότερη γενιά στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία και αλλού. Επομένως, το αν ήταν σημαντικά ή ασήμαντα τα λευκά του Αιγαίου, είναι ένα θέμα επιστημονικό του οποίου τη βαρύτητα δεν μπορούν να φωτίσουν οι τοποθετήσεις της γενιάς του 30΄. Γιατι η γενιά του 30΄ ήθελε να χρησιμοποιήσει ιδεολογικά αυτά τα παραδείγματα. Επομένως, δεν ενδιαφερόταν για την πραγματική αλήθεια, αλλά για μια αλήθεια που ήταν η δική της αλήθεια και ήθελε να την προβάλλει για δικούς της λόγους. Οι δικές της φιλοδοξίες, επιδιώξεις, διεκδικήσεις για ένα μέλλον. Οπότε για αυτό το λόγο, η αληθινή εξήγηση όλων αυτών είναι πολύ δυσκολότερη και θέλει μια πιο αντικειμενική προσέγγιση μέσα από πού προσεκτική ανάλυση των δεδομένων. Τώρα γιατί ο Le Corbusier και οι όμοιοί του θεοποίησαν αυτή την ανώνυμη απλότητα και αφέλεια, λευκά σπίτια με τελείως απλά χρώματα στις πόρτες (...), είναι γιατί στην πραγματικότητα υπήρχε μια ιδεολογική εκμεταλλευσιμότητα που για μια τριανταριά χρόνια θα τους βοηθούσε να τραβήξουν πάνω τους τα μάτια της δημοσιότητας και κυρίως την προτίμηση της νεολαίας. - Θα κατατάσσατε το λευκό ως ακόμα ένα χρώμα ή θα το χαρακτηρίζατε ως μια απογύμνωση στοιχείων; Κατά την φυσική ναι. Το λευκό, όπως και το μαύρο, δεν είναι χρώματα και επομένως ούτε και το γκρι γιατι το γκρι είναι ανάμειξη του μαύρου με το λευκό. Άρα ούτε το μαύρο, ούτε το άσπρο, ούτε το γκρι είναι χρώματα. Κατά τον αυστηρό ορισμό. Ωστόσο, σε μια προσέγγιση τεχνική ή αισθητική ή ιστορική για την αντιμετώπιση των προσόψεων και τον αντικειμένων μπορεί κανείς να τα πει χρώματα. Έτσι, λοιπόν, υπάρχει ο αυστηρός ορισμός της φυσικής που δεν θέλει το μαύρο να είναι χρώμα. Το μαύρο είναι η απόλυτη απουσία. Στη φυσική έτσι είναι, αλλά στην πρακτική, στην εμπειρία, στην καθημερινή, θέλω να πω, χρησιμοποίηση, τα λέμε χρώματα. - Το χρώμα μεταφράζεται στην αρχιτεκτονική υπό το πρίσμα των υλικών (ή αντιστρόφως). Το χρώμα ακολουθεί το υλικό ή το υλικό το χρώμα; Υπάρχουν περιπτώσεις που ένα δομικό υλικό, ή υλικό επένδυσης μπορεί να έχει επιλεγεί για το χρώμα του, και άλλες περιπτώσεις που το χρώμα έχει προκύψει παθητικά από το υλικό που έχει επιλεγεί. Η αρχιτεκτονική προϋποθέτει επιλογές, δηλαδή προθέσεις. Είναι ένα αρχιτεκτονικό έργο, όχι εκ του αποτελέσματος, αλλά εκ των προθέσεων. Γιατί το αποτέλεσμα είναι ένα ζήτημα δικής μας πρόσληψης, και εμείς για διάφορους λόγους, δικούς μας λόγους, αναγνωρίζουμε αισθητικές αξίες και ιδιότητες και διάφορα αντικείμενα. Το ότι εμείς αναγνωρίζουμε αυτές τις αισθητικες αξίες και ιδιότητες, δεν σημαίνει ότι
86
υπάρχουν επίτηδες. Λόγω αποφάσεων και επιλογών, εκείνων που τα δημιούργησαν γιατί πολλές φορές εκείνα έγιναν παθητικά. Επομένως, πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός όταν μιλάει για την λαϊκή αρχιτεκτονική. - Ποιο θεωρείτε ότι είναι το χρονικό σημείο μέσα στην πορεία της λαϊκή μας αρχιτεκτονικής, που θέσπισε τις αρχές ενός σχεδιασμού που λαμβάνει υπόψιν του το χρώμα ως συνθετικό στοιχείο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική; Δεν νομίζω ότι υπήρξε χρονικό σημείο. Όχι. Τότε οι επιλογές ήταν πολύ λίγες ή δεν υπήρχαν καν επιλογές. Το πολύπλοκο είναι να βρεις τα αίτια. Τα αίτια κατ΄εμέ είναι ότι ήδη από την αρχαία εποχή που οι αρχαίοι έβαφαν τα λίθινα κτίρια, ακόμη και τα μαρμάρινα, υπήρχε μια παράδοση από την ξύλινη αρχιτεκτονική. Πιο παλιά ακόμη, ήταν η ξύλινη αρχιτεκτονική και η ξύλινη αρχιτεκτονική έπρεπε να χρωματίζεται ούτως η άλλως για να προστατεύονται τα ξύλα. Τα ξύλα δεν μπορείς να τα έχεις γυμνά γιατί καταστρέφονται, χρειάζονται οπωσδήποτε βερνίκια, κρούστες, αστάρια, και από πάνω χρώματα. Άρα, δημιουργήθηκε μια παράδοση χρωμάτων που είχε πρακτικούς λόγους, τεχνικούς λόγους, λόγους συντήρησης και προστασίας. Όμως, δεν τελειώσαμε γιατί πίσω από μία φάση, υπάρχει και μια πιο παλιά φάση και έτσι μπορεί κανείς να πάει χιλιάδες χρόνια πίσω γιατί η ξύλινη αρχιτεκτονική, ο ξύλινος Δωρικός ναός μιμείται στην πραγματικότητα μορφές που ηταν λίθινες, τα ερείπια των Μυκηνών και της Τίρυνθας, λίθινα, γιατι τα λίθινα διατηρούνται. - Ποια η γνώμη σας για την λαϊκή αρχιτεκτονική; Τι αντιπροσωπεύει; Πως το χρώμα εμπλέκεται σε αυτή; Καταρχάς, θα ήταν πιο σωστό να μιλάμε για λαϊκή κτιριοδομία και όχι για λαϊκή αρχιτεκτονική. Ό,τι θα έλεγε κανείς για το χρώμα, ο τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει το ερώτημα του χρώματος, είναι ο ίδιος με τον οποίο μπορεί να πλησιάσει και το ερώτημα των μορφών. Των αρχιτεκτονικών μορφών. Ειδικά στις αρχιτεκτονικές μορφές έχουμε και οικοδομικές μορφές, δομικές μορφές. Υπάρχουν δομικές μορφές τις οποίες οι παλαιοί τις εξελάμβαναν μόνο ως μορφές δομικές, χωρις απαραιτήτως να τις προβιβάζουν στο υψηλότερο στάτους της αρχιτεκτονικής μορφής. Εμείς δεν ξέρουμε για κάθε λαό σε ποιές περιπτώσεις οι μορφές, οι δομικές μορφές ήταν στη συνειδηση των οικοδόμων, αρχιτεκτονικές μορφές. Δηλαδή, στοιχεία κάποιας έκφρασης και κάποιας καλλιτεχνικής οργάνωσης των όψεων του κτιρίου. Εκ των υστέρων ερχόμαστε, και επειδή κάποιες δομικές μορφές μας φαίνονται ότι έχουν “αρχιτεκτονικότητα”, τις βαφτίζουμε αρχιτεκτονικές μορφές. Ήδη έχουμε κάνει ένα λάθος γιατί εκείνοι που τις χρησιμοποίησαν, δεν τις χρησιμοποίησαν ως αρχιτεκτονικές μορφές αλλά ως δομικές κατασκευές. Το χρώμα στα λαϊκά, ιδίως στις Κυκλάδες, το χρώμα που έχει πάρα πολλές φορές επαινεθεί, στα ξύλινα κουφώματα, κατά κανόνα είναι όπως το αγοράζεις το κουτί της μπογιάς. Δεν γίνεται με ανάμειξη δύο χρωμάτων. Υπήρχαν επομένως έξι κουτιά, το κίτρινο, το πράσινο, κόκκινο, κλπ, το μπλε, σκούρο μπλε και ανοιχτό μπλε. Πήγαιναν αγόραζαν ένα κουτί από το μπακάλικο, το άνοιγαν και με ένα πινέλο πέρναγαν την πόρτα και τα παράθυρα. Εδώ τώρα τι τρέχει; Έρχεται ένας ευρωπαίος, ο οποίος έχει μια μεγάλη παράδοση από την αναγέννηση, από τον κλασικισμό, τη βιομηχανία, τα εργοστάσια, όπου για τα χρώματα, μπορεί κανείς να δουλέψει πάνω σε ένα χρωματολόγιο. Για αυτό το λόγο όταν αυτός έρχεται από την Ελβετία, τη Γαλλία το 1930, 1925, όπου έχει τελειώσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, βλέπει ξαφνικά μπροστά του, ότι οι φτωχοί Κυκλαδίτες έχουν βάψει τα παράθυρα τους και τις πόρτες τους όλα με ένα μπλε. Δεν περνάει από το μυαλό του ότι αυτό έχει γίνει τελείως παθητικά, και το θεωρούν κάτι πάρα πολύ τολμηρό.
87
- Προηγουμένως αναφέρατε τον όρο “λιθοχρωμία”. Τι εννοείτε με αυτόν; Με τον όρο “λιθοχρωμία” νοείται το χρώμα που έχουν ήδη, εκ φύσεως οι λίθοι. Τους χρησιμοποιούμε, λοιπόν, επίτηδες για να αξιοποιήσουμε χρωματικά το ίδιο το υλικό. Τέτοια φαινόμενα έχουμε ήδη από τον 5ο αιώνα π Χ. Αλλά από τη Ρωμαϊκή εποχή πιά, οι μαρμάρινες επιφάνειες αποτελούνται από διάφορα κομμάτια που έχουν το καθένα τα δικά τους χρώματα, το οποίο σημαίνει ότι σε ένα Ρωμαϊκό κτίριο ή στα πολυτελή δωμάτια (εσωτερικά), έχει επικρατήσει η ιδέα του μη επιχρωματισμού. Η αυτοχρωμία του υλικού είναι που παράγει το χρωματικό αποτέλεσμα. Η λέξη προήλθε αργότερα από τον Leo von Klenze.
Δημήτρης Φατούρος Συνάντηση στην οικία του, μεσημέρι Τετάρτης 12/09/2019
- Ποιά η σημασία του χρώματος; Πως την βιώνει ο άνθρωπος; Το χρώμα υπάρχει παντού. Και εκεί που υπάρχει το γαιώδες και παντού. Μπορείς να απομονώσεις μια υπόθεση, μια κατάσταση που διηγείται ένας τοίχος με μια φωτογραφία. Ένας τοίχος μπορεί να είναι ένα ανθρώπινο σώμα. Το αντίθετο δεν θα το ήθελαν ούτε οι γυναίκες ούτε οι άντρες, αλλά βλέποντάς το σαν μια ευαίσθητη κατάσταση που συγκινείται από τον ήλιο, τις σκιές, δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε πως είναι κάτι το ζωντανό. Να σας θυμίσω τη ζωή του χρώματος. Η ερώτηση θα ήταν, χρώμα μεν, αλλά με τι υφή; Γιατί αυτό που λέμε οπτική αντίληψη, ποτέ δεν είναι μόνη της. Ένα κομμάτι είναι το χρώμα, μαζί με αυτά. Όπως με τα ρούχα. Ο τρόπος που φοράμε τα ρούχα, ο τρόπος που γυαλίζουν ή δεν γυαλίζουν, που έχουν μια ελαφριά θαμπάδα ή που είναι πιο διαφανή, αυτά συζούν και κάνουν το χρώμα. Άρα, δεν αρκεί να πούμε ένα τέτοιο χρώμα, διότι το χρώμα είναι κάτι που πλησιάζεις και βλέπεις αν είναι αδρό ή όχι. Η αφή, τα δάχτυλα. Λέμε μεν οπτικό, αλλά είναι το σύμπαν των αισθήσεων. Η αφή, η όραση, η γεύση, η οσμή, ο ήχος. Ακόμα και αυτά μπορείς να πεις ότι ανακατεύονται. Αλλιώτικη μια κουρτίνα που την παίρνει ο αέρας και αλλιώς ένα πανί τεντωμένο, με το ίδιο ακριβώς χρώμα. Άρα, με τον τρόπο που αυτό ζει, εχει και μια βιολογική αισθησιακή πραγματικότητα. Ίσως να ζούμε περισσότερο με την αφή τελικά, παρά με την όραση. - Ποια χρώματα θα κατατάσσατε στο ελληνικό τοπίο; Είναι τα ίδια με τα χρώματα του “χθες”; Η λαϊκή αρχιτεκτονική είναι μια μεγάλη παλαιά περιπέτεια χρώματος. Η κατάσταση των οικισμών δεν ήταν έτσι υπερχρωματισμένη δυναμικά. Αυτή είναι νεώτερη διαδικασία. Ορισμένοι είχαν πιο πολύ ώχρες, χοντροκόκκινα ή μπλε, αλλά ήταν οι περισσότεροι “γερασμένοι”, λόγω των καιρικών συνθηκών. Πιο αχνά χρώματα. Θα ήθελα να αναφερθώ και στην άσπρη επιφάνεια στα κυκλαδίτικα σπίτια. Η άσπρη αυτή, πολλές φορές, τραχιά επιφάνεια, όχι γυαλιστερή. Εάν θυμηθώ το ‘51 που πήγαμε Σαντορίνη, απέχει τόσο πολύ από την σημερινή μορφή του νησιού. Το άσπρο εκείνο με το άσπρο το σημερινό, η πυκνότητα εκείνη και η ποσότητα του χρώματος πάνω στο τοπίο, είναι τελείως διαφορετική. Η μυθολογία με τα άσπρα σπίτια ήταν πολύ λιγότερο πραγματική τότε, σιγά σιγά ανοικοδομούσαν και πλήθαιναν. Η ώχρα. Λέμε ώχρα και υπάρχουν πολλών διαφορετικών ειδών ώχρες στο εμπόριο. Και άλλο είναι ένα χρώμα που είναι ενιαίο και άλλο να έχει ανοίγματα. Και τι είδους ανοίγματα; Ποιός ο ρυθμός τους; Πυκνώνουν, αραιώνουν; Που τείνουν στην κατακόρυφη, στην οριζόντια; Αίρεται η υλικότητα του τοίχου πίσω τους ή όχι; - Το κυκλαδίτικο τοπίο έχει αλλάξει. Το χρώμα της θάλασσας φαίνεται διαφορετικό. Ίσως να ήταν περισσότερο μπλε κάποτε, ίσως όχι. Αλλά σίγουρα το βίωνες σαν πιο απέραντο. Συμφωνείτε; Αυτό το απέραντο είναι μεγάλο χαρακτηριστικό. Σου δίνει μια έκταση ενός ποιητικού απείρου. Οι Κυκλάδες, το μπλε τους, έχει αλλάξει ναι. - Η αρχιτεκτονική προχωρά και εκσυγχρονίζεται ως φυσικό αποτέλεσμα απόρροιας πολλών πραγμάτων. Τι αντίκτυπο έχει αυτό στη χρήση του χρώματος; Θα έπρεπε να έχει; Θυμηθείτε μια εποχή της αρχιτεκτονικής που δεν είχε πολύ χρώμα. Το λίγο ανοιχτό γκρίζο του μπετόν, ο άσπρος σοβάς και το πήλιον. Και γιατί να μην είναι έτσι δηλαδή; Θα σας πω ένα παράδειγμα. Αυτό το σπίτι το έφτιαξα το ‘73. Μέχρι πριν από δέκα χρόνια
88
89
αυτός ο τοίχος του σαλονιού ήταν ένα δυναμικό καφέ. Αγαπούσα τον καφετί μου τοίχο. Αργότερα αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να τον βάψουμε άσπρο, μαζί με άλλες αλλαγές στο σπίτι. Δεν ξέρετε πόση διαφορά έχει. Δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο. Είναι μια άλλη κατάσταση. Είναι ένας άλλος κόσμος. Και βέβαια οι πίνακες που βλέπετε επάνω σκεφτείτε με την αλλαγή του φόντου πως άλλαξαν και οι ίδιοι. Και πέρα από το διαφορετικό χρώμα, δεν είναι και ίδια τα χρώματα πια. Δεν υπάρχει η ίδια υφή. Δεν είναι χειρότερο η καλύτερο, όπως είπα και πριν. Είναι απλά διαφορετικό. - Θα κατατάσσατε το λευκό ως ακόμα ένα χρώμα ή θα το χαρακτηρίζατε ως μια απογύμνωση στοιχείων; Κοιτάτε με πόσο διαφορετικό τρόπο βάφουν δυο κλασικές μορφές του μοντέρνου κινήματος, ο Le Corbusier και ο Mies van der Rohe. Διαφορετικοί τελείως. Χρησιμοποιώντας και οι δύο το λευκό. Ποιο λευκό όμως; Άλλο λευκό. Πώς κάνουν αρχιτεκτονική, πού είναι το χρώμα του ενός, πού του άλλου; Πού περιορίζει το χρώμα του ο Mies και πού το αναπτύσσει ο Corbu. Μια ένταση των αισθήσεων. Ζωγραφίζανε γυμνοί (ο Corbu). Άλλος ο κόσμος του καθενός, διαφορετική η μια πρόταση αισθήσεων του ενός, από τον άλλον. Επίσης, δεν είναι όλα τα χρώματα ίδια. Και όχι επειδή δεν είναι όντως ίδια, αλλά γιατί εμείς που τα κοιτάμε δεν είμαστε ίδιοι. Έχετε θυμώσει ποτέ πολύ, έχετε ρίξει ένα μπουκάλι πάνω σε έναν τοίχο από τον εκνευρισμό σας; Σε στιγμές σαν αυτή, βιώνεις τα χρώματα γύρω σου διαφορετικά, πιο έντονα. Και μετά όταν ξαναφτιάχνουν τα πράγματα, τι σε νοιάζει; Αυτή την κηλίδα πάνω στον τοίχο που έγινε από το σπασμένο μπουκάλι, θα την κάνουμε ζωγραφική… - Το χρώμα μεταφράζεται στην αρχιτεκτονική υπό το πρίσμα των υλικών (ή αντιστρόφως). Το χρώμα ακολουθεί το υλικό ή το υλικό το χρώμα; Η ερωτική περιπέτεια της υλικότητας.(γελάει) Στην Βαρκελώνη του Mies υπάρχει αυτό το γνωστό του περίπτερο, με την ελάχιστα οριζόντια κάλυψη και τα κατακόρυφα πανέλα. Αλλά ξεχνάνε να πουν για την τεχνητή λιμνούλα, που αυτή πρέπει να συσχετίσουμε με τη συνολική εικόνα του έργου. Σαν να λες ένας άνθρωπος, αλλά ξεχνάς να πεις τι άνθρωπος. Τι είδους; Τι χειρονομία; Υπήρχε το νερό, λοιπόν, με ένα χρώμα διαφανές, ασήμαντα γαλάζιο, ή άυλο, αλλά είχε μια κινητικότητα. Δίπλα υπήρχαν αυτοί οι κατακόρυφοι τοίχοι που είχαν μια άλλη υποχρέωση, δεν θα το πω λειτουργία, μια άλλη αισθησιακή συμμετοχή. Καθώς, ήταν επενδεδυμένοι με μάρμαρο, λοιπόν, και εδώ δίπλα τους υπήρχε αυτή η μακρόστενη λουρίδα νερού, οι αντανακλάσεις του νερού αντανακλούσαν πάνω στο γυαλιστερό του τοίχου. Ο τοίχος δεν είχε πια μόνο το μαρμάρινο είδος χρωματισμού του, αλλά ήταν συνδεδεμένος και με την κίνηση των αντανακλάσεων του νερού. Σχέσεις λοιπόν. Σαν τους ανθρώπους. Και από την άλλη μεριά το μάτι, ο καθημερινός περιπατητής, δεν τα προσέχει εύκολα όλα αυτά. Δεν κάνουν όλα αυτά αρχιτεκτονική μόνα τους, τα κατακόρυφα στοιχεία εννοώ. Ακόμα και αν δεν αντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα έχει σημασία να μας τα διηγούνται σωστά. Να διηγούνται σωστά την αρχιτεκτονική. Να μην ξεχνούν εκείνη τη λίμνη. Όπως και με μια πόρτα. Μια πόρτα ακόμα και με ένα σκέτο γκρίζο. Ακόμη και αυτό το μονόχρωμο γκρι μπορεί να είναι ενθουσιαστικό. Γιατί δεν το βλέπει κανείς μόνο του. Δεν είναι τίποτα μόνο του. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μόνος του. Και ακόμα και αν θεωρούμε μόνο του ένα χρώμα σε μια πόρτα δεν είναι έτσι. Οι αναλογίες της, η γεωμετρία της, το ίδιο το γκρίζο είναι ένα μεγαλείο προθέσεων.
παιδιά μου είναι και η αρχιτεκτονική. - Θα λέγατε πως στη συνθετική διαδικασία του δικού σας έργου λαμβάνεται υπόψην το χρώμα; Αν παρατηρήσει κανείς μια πολυκατοικία που έχω κάνει πάνω στην οδό Πατησίων, θα παρατηρήσει ότι το χρώμα περπατούσε πάνω στην συγκεκριμένη όψη. Διαφορετικά ανοίγματα, μικρά, μεγάλα, μακρόστενα, ακολουθώντας κάποιο ρυθμό ωστόσο. Προσθέτοντας και την χρωματική κατάσταση, το κτίριο διαφοροποιείται τελείως από το να υπήρχε μια συνέχεια και επανάληψη κατακόρυφων παραθύρων. Έχει μεγάλη σημασία η αρχιτεκτονική του πράγματος. Δίνει άλλη αξία στο χρώμα. Καλοκαίρι του ‘51, εχτιζε ο Πικιώνης τοτε το Ξενία στους Δελφούς. Ο Ντίνος, ο Μιχάλης και εγώ, επήγαμε να το δούμε και ο Πικιωνης έψαχνε να βρει τα χρώματα σε ένα εσωτερικό αίθριο που είχε. Τι χρώματα θα είναι; Χοντροκόκκινο, όχι πολύ σκούρο, ώχρα ναι. Τα χρώματα που θα βάλουμε δεν θέλαμε να έχουν χημικές προσμίξεις. Δίπλα από το Ξενία υπήρχε μια πλαγιά. Κατεβαίνοντας την πλαγιά υπήρχαν κάποια κομμάτια πιο βραχώδη και κάποια με πιο μαλακό χώμα, “από αυτή την πλευρά είναι οι ώχρες και από αυτή τα χοντροκόκκινα”. Αγοράσαμε ξύλινα γουδιά, χτυπούσαμε το χώμα για να γίνει σκόνη και με κόλλα και νερό, δημιουργούσαμε μια πάστα, ένα φυσικό χρώμα. Μετά κολλάγαμε στρατσόχαρτα του μέτρου στον τοίχο και κάναμε δοκιμές μέχρι να βρούμε αυτό που μας αρέσει. Τοτε και ο Μιχάλης και ο Ντίνος και εγώ ζωγραφίζαμε.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια εκάπνιζα. Και κάποιες φορές όποτε μου κάνει κέφι μου έρχεται η διάθεση, σαν μια ανάμνηση αισθήσεων, όπως θα έλεγε ο Καβάφης. Αυτά που συζητάμε μου ξαναζωντάνεψαν το κέφι αυτό. Η τάση της αρχιτεκτονικής, ως μητέρα τέχνης, ευθύνεται που επιτρέπει πολλά.
- Επομένως, πως θα χαρακτηρίζατε τη σχέση του ανθρώπου με το χρώμα; Σχέση θεατή και χρώματος. Αν σου πουν καλά λόγια για κάποιον άνθρωπο, ενώ δεν τον ξέρεις διόλου, αμέσως βλέπεις αλλιώτικα και το χρώμα του και το ρούχο του. Μα αυτό
90
91
Πηγές εικόνων: 1, 2, 3. Jaipur, Ινδία, https://edition.cnn.com/style/gallery/jaipur-pink-city-architecture-photography/index.html 4. Jaisalmer, Ινδία, https://indiamagica.com/jaisalmer/ 5. Jaisalmer, Ινδία, https://www.rajasthantourplanner.com/blog/jodhpur-jaisalmer-trip/ 6. Chefchaouen, Μαρόκο, https://www.journalofnomads.com/23-travel-tips-for-morocco/ 7. Chefchaouen, Μαρόκο, https://www.wattedoen.be/blauwe-huizen-in-chefchaouen-985469. shtml 8. Chefchaouen, Μαρόκο, https://www.buildingcentre.co.uk/news/the-blue-pearl-s-cobaltwashed-architecture 9. Chefchaouen, Μαρόκο, https://in.pinterest.com/pin/289989663489745759/?lp=true
Επιλεκτική βιβλιογραφία ιστοσελίδων:
Κυκλαδίτικη Αρχιτεκτονική / Χρωματικός Κώδικας, https://visualechodesign.wordpress.com/2014/10 /28/%CE%BA%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B1%C F%81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%87%C F%81%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA/?fbclid=IwAR1BhBjNKOCz7jCjQTNUZjl6j3qraGZyXySu51qzbMCy5XzQKybF-Nq_5VE Αφιέρωμα στον Κυριάκο Κρόκο, “Μας έχουν συμμαδέψει ερείπια συγκλονιστικά”, http://library.tee.gr/ digital/endel/1998_1985/endel_1998_2031_80.pdf?fbclid=IwAR0F3lfEnaI9MCxcN06ik3ct9HBvVH3VYzh61R97QNBLcuUkbqx2LZKevic Colors architecture in detail, https://issuu.com/thanhcn/docs/colors_architecture_in_detail?fbclid=IwAR3_qTurR58SG3xOhJQCCPq5-87mejhcMuFmNu_Pbo8RG7MraZ5n8IqU-0E Kandinsky’s Color Theory in Architecture, https://architizer.com/blog/inspiration/collections/kandinskys-color-theory-and-architecture/?fbclid=IwAR3Vm4il6D8t8QlTFCmRDJfHXzE7LqxMcrukVJ-iHUPGpD-p_I7H77nwoVE
10. Jodhpur, Ινδία, https://www.freepik.com/free-photos-vectors/jodhpur 11, 12. Jodhpur, Ινδία, Φωτογραφικό αρχείο Τ.Παπαϊωάννου
Importance of Color in Architecture, https://www.planndesign.com/articles/2709-importance-color-architecture?fbclid=IwAR2i_qx-IyvMpD_dQe2GqRbqqiNWYWVk4oVksGCGyD0KmHCTxGCwefj-uA8
13. Jodhpur, Ινδία, https://alchimiadoriente.com/i-nostri-viaggi-dettaglio.php?in=1066 14. Κ. Κρόκος, μεικτή τεχνική σε χαρτί 15. Δημήτρης Φατούρος, Χωρίς τίτλο,1963. Μεικτή τεχνική σε χαρτί Πηγή: www.lifo.gr
16. Δημήτρης Φατούρος, Χωρίς τίτλο, 1963. Μεικτή τεχνική σε χαρτί Πηγή: www.lifo.gr 17. Κ. Δεκαβάλλας, https://www.athensvoice.gr/life/home/320950_konstantinos-n-dekavallas-o-efivos-tis-arhitektonikis 18. Μ. Κορρές, https://www.google.com/search?rlz=1C1AVFC_enGR860GR860&biw=1366&bih=576&tbm=isch&sxsrf=ACYBGNSF_jHG7WXHDcn-b_3hajIzAoI2pg%3A1568758613502&sa=1&ei=VVuBXfisHunKmwXC_ZKYDg&q=%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%89%CE%BB%CE%B7%CF%82+%CE%BA%CE%BF%CF%81%CF%81%CE%B5%CF%82&oq=%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%89%CE%BB%CE%B7%CF%82+%CE%BA%CE%BF%CF%81%CF%81%CE%B5%CF%82&gs_l=img.3..0i10j0i10i24j0i24l7.279 2.3986..4117...0.0..0.104.598.2j4......0....1..gws-wiz-img.......0i7i30j0i7i10i30j0i7i5i30j0i8i7i30.v2Es3OJcY0o&ved=0ahUKEwi4q5Wf8djkAhVp5aYKHcK-BOMQ4dUDCAc&uact=5#imgrc=l5CJhto3OmL_QM: 19. Δ. Φατούρος, https://parallaximag.gr/epikairotita/ellada/dimitris-fatouros-panta-en-amfivolia-diatelon
92
93
Επιλεκτική Βιβλιογραφία και Φιλμογραφία Batchelor, David, Chromophobia, Reaction Books, Λονδίνο 2000 (ελληνικά Χρωμοφοβία, μτφρ. Ν.Χασιώτη, Αθήνα 2013) Benjamin, Walter. Για το έργο Τέχνης: Τρία δοκίμια. Αντώνης Οικονόμου (μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον, 2013
Ορέστης Β. Δουμάνης-Paul Oliver, Οικισμοί στην Ελλάδα, Εκδοση Αρχιτεκτονικών θεμάτων, 1979 Norberg-Schulz, Christian, Genius Loci, Το πνεύμα του τόπου, μτφρ. Μ.Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, 2009 Ορέστης Β. Δουμάνης-Paul Oliver, Οικισμοί στην Ελλάδα, Εκδοση Αρχιτεκτονικών θεμάτων, 1979
Braham, William, Modern color/modern architecture, Amedee ozenfant and the geneology of colour, 2002 Βούλα Κυριακέα, Μάνη, Οδοιπορικό μαγείας στα χωριά της έξω Μάνης με λίγο άρωμα από τη μέσα Μάνη. Εκδόσεις Αδουλώτη Μάνη, 2011
Παπαϊωάννου Τάσης, Φασιανός Αλέκος, Αρχιτεκτονική και χρώμα, Εκδόσεις Νηρέας, Αθήνα, 2009 Πικιώνης Δ., Κείμενα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2014
Για τον Κυριάκο Κρόκο, Ενθύμηση, Εκδόσεις Ίκαρος 2008
Rapoport Amos, ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες. Δημήτρης Φιλιππίδης, Εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2010
Eliopoulou Rogan Dora, Mani, History and Monuments, Lycabettus Press, Athens 1973
Συνάντηση με τον Δημήτρη Φατούρο, εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, 2015
Ελύτης Οδυσσέας , Προσανατολισμοί, Ίκαρος εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1979
Τόσκα Θεανώ- Φάννυ Αρχιτεκτονικό χρώμα, Θεωρία και σχεδιασμός, Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989
Goethe, Johann Wolfgang. Θεωρία των Χρωμάτων. Παύλος Κλιματσάκης (μτφρ.). Μάρθα-Έλλη Χριστοφόγλου (επιμ.). Αθήνα: Εκδόσεις Printa, 2008 Johannes, Itten, The Art of Color: The Subjective Experience and Objective Rationale of Color, 1961
Φιλιππίδης Δημήτρης , Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1982 Φιλιππίδης Δημήτρης (επιμελητής), Νησιά του Αιγαίου, αρχιτεκτονική. Εκδοτικός οίκος Μέλισσα,Αθήνα 2003
Κοτιώνης Ζήσης, Η τρέλα του τόπου, Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο, εκδόσεις ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2004 Κωνσταντινίδης Άρης, Τα θεόχτιστα, τοπία και σπίτια στη σύγχρονη Ελλάδα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 1994 Κωνσταντινίδης Άρης, Δύο ”Χωριά” από τη Μύκονο, Ξωκκλήσια της Μυκόνου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011 Κωνσταντινίδης Άρης, Μελέτες και κατασκευές. Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1981
Χρυσοβέργης Δημήτρης Π., Η αισθητική του χρώματος στην αρχιτεκτονική και στη καθημερινή ζωή μας, Αθήνα 1986 Widgley, Mark, White Walls, Designer Dresses: The Fashioning of Modern Architecture, Cambridge, ΜΑ και Λονδίνο, 1995 Wittgenstein, Ludwig, Remarks on Colour, μτφρ. G.E.M. Anscombe, Οξφόρδη, 1977 (ελληνικά Παρατηρήσεις πάνω στα χρώματα, μτφρ. Π.Χριστοδουλίδης, Πνευματικός, Αθήνα, 1987)
Le Corbusier. Journey to the East. Ivan Zankic (μτφρ.) The MIT Press, 2007 Λιάππης, Σ. Ιωάννης. “Η αίσθησις και η Αισθητική του Χρώματος.” Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 1963 (Επανέκδοση Ε.Μ.Π., Αθήνα, 2006) Chromophobia, Raoul Servais, 1966 Μακρής Γιώργος Π. , Ενθύμιον Σύμης. Εκδόσεις Μαρμίτα, Θεσσαλονίκη 2007 Pleasantville, σκην. Gary Ross, 1998 Matei Calinescu, 5 Όψεις της Νεωτερικότητας: Μοντερνισμός, Πρωτοπορία, Παρακμή, Κιτς, Μεταμοντερνισμός. μτφρ. Α Παππάς (Αθήνα: ΑΣΚΤ, 2011)
94
Τα φτερά του έρωτα (Wings of Desire), σκην. Wim Wenders, 1986-7
95
Τις μορφές τις φωτίζει και μας τις δείχνει το φως. Αυτό που ρίχνουν οι πλανήτες και το εσωτερικό της ψυχής μας. Αυτά τα δύο φώτα μας φανερώνουν τις μορφές με τα άπειρα χρώματα και τα σχέδιά τους. Rabindranath Tagore