Στὴν προμετωπίδα ἀναπαράγεται ἡ σελίδα τίτλου τῆς πολύγλωσσης ἔκδοσης τοῦ 1825.
Γιάννης Δάλλας καὶ Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 2011 ISBN 978-960-9527-09-5
ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ
ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ ΜΕΤΑΦΡΑΣΘΕΝ ΥΠΟ
Α. ΚΑΛΒΟΥ ΙΩAΝΝΙΔΟΥ ΤΟΥ ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΣΧΟΛΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
ΙΚΑΡΟΣ 2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος στὴ νέα ἔκδοση 9
Ἡ ἰδεολογικὴ ζύμωση καὶ ἡ προετοιμασία τῶν Ὠδῶν 33 ΒΙΒΛΟΣ ΨΑΛΜΩΝ ~ ΟΙ ΨΑΛΜΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
97-449
Παράλληλα χωρία 451
Γλωσσάρι 461
Εὑρετήριο ὀνομάτων 477
Εἰκόνες 479
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ Ἡ γλῶσσα μου εἶναι τὸ κοντύλι ἑνὸς ταχέως γραμματέως
I
Νέος πρόλογος στὴν ἐπανέκδοση ἑνὸς κειμένου δικαιολογεῖται, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν ἀνασκευάζει ἀλλὰ ἐνισχύει τὴν Εἰσαγωγὴ τῆς πρώτης ἔκδοσης· καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Εἰσαγωγὴ ἐκείνη ἐπανεκδίδεται ἀκολούθως, μὲ ἐνημερωμένα βέβαια τὰ σημεῖα ποὺ ἡ ἔρευνα συμπλήρωσε ἢ διόρθωσε στὸ διάστημα τῆς τριακονταετίας ποὺ διέρρευσε ἀπὸ τότε.1 Δικαιολογεῖται ὅμως πιὸ πολὺ χάρη στὴν παρούσα νέα ἔκδοση τοῦ Ψαλτηρίου τοῦ Δαυίδ, ὄχι τώρα ὡς κειμένου αὐτοτελοῦς καὶ ἀποκαθαρμένου ἀπὸ τὰ πολλὰ συντακτικὰ καὶ ὀρθογραφικά του λάθη ἀλλὰ ἀναστατικοῦ, σὲ δύο γλῶσσες: τὴν κοινὴ τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´) καὶ ἀντικριστὰ τὴ νεοελληνικὴ μετάφραση τοῦ Κάλβου. Εἶναι γιὰ τὸν ποιητὴ ἡ ἐποχὴ τῆς πρώτης ἀγγλικῆς του περιόδου (1816-1820), πρὸς τὰ μέσα καὶ ὣς τὸ τέλος τῆς ὁποίας συνεργάζεται στενὰ μὲ τὸν ἐκδότη Βιβλικῶν κειμένων Samuel Bagster. Ὁ S. Bagster (1772-1851), ἱδρυτὴς τοῦ οἴκου «Bagster and Sons», συγκεκριμένα, ἤδη πρὶν ἀπὸ τὸ 1817 (πρῶτα σὲ 1. Οἱ Ψαλμοὶ τοῦ Δαβὶδ ὑπὸ Ἀνδρέα Κάλβου, εἰσαγωγή, σχόλια Γιάννης Δάλλας, «Κείμενα», 1981. Ἡ διπλοτυπία, Ψαλτήριον τοῦ Δαυὶδ στὸν Πρόλογο καὶ Ψαλμοὶ τοῦ Δαβὶδ στὴν Εἰσαγωγή, ὀφείλεται στὶς διαφορετικὲς ἐκδόσεις τοῦ Samuel Bagster.
ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ
ἀγγλικὴ μετάφραση ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ μὲ εἰσαγωγὴ τοῦ Th. Chevalier) εἶχε ἐπιληφθεῖ τῆς ἔκδοσης τῶν Λειτουργικῶν κειμένων τῆς Γραφῆς. Ἀπὸ τότε ἐγκαινιάζεται ἡ ὀνομαστὴ σειρὰ Biblia Sacra Ρolyglotta Bagsteriana ποὺ ἐκδοτικὰ στὴν πρώτη φάση ὁλοκληρώνεται μεταξὺ τοῦ 1820 καὶ τοῦ 1821, τυπογραφικὰ μὲ δυὸ μορφές: τὴν πολύγλωσση «ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ» τῆς Λειτουργίας –τὸ Common Prayer Book– τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ἰβερνίας «ᾧ προσετίθη τὸ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ» (ποὺ ἐν προκειμένῳ μᾶς ἐνδιαφέρει) καὶ σὲ αὐτοτελῆ τραβήγματα ἀπ’ τὶς ἴδιες πλάκες2 κάθε μία ἀπὸ τὶς ὀχτὼ ἐνόλῳ γλῶσσες τῆς μετάφρασης, μὲ τὴν παρακάτω ἀκολουθία: ἀρχαία ἑλληνικὴ (τῶν Ο´), νέα ἑλληνικὴ («εἰς τὴν κοινὴν τῆς Ἑλλάδος διάλεκτον»), λατινική, ἰταλική, ἀγγλική, γαλλική, γερμανικὴ καὶ ἰσπανική.3 Ποιὰ ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ τοῦ Κάλβου στὴν ἐκδοτικὴν αὐτὴ προσπάθεια τοῦ Bagster; Ἡ συνεισφορὰ μὲ τὴ συμμετοχή του στὸ ἐγχείρημα καὶ μὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τοῦ βιβλικοῦ κειμένου, δίπλα στὶς ἐπίσημες καὶ ἔγκυρες τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν καὶ τῶν νεκρῶν γλωσσῶν· μιὰ συμμετοχὴ ποὺ ἔγινε, λόγῳ τῆς στενῆς φιλίας του μὲ τὸν ἐκδότη, σύγχρονα μὲ τὴν ἐκκίνηση τοῦ ἐγχειρήματος καὶ ἐκδοτικὰ προτάχθηκε τῶν ἄλλων, δεδομένης ἴσως καὶ τῆς ἐπικείμενης ἀναχώρησης 2. Πράγμα ποὺ διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὴ σελιδαρίθμηση. Ἡ μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου ὑπὸ Α. Κάλβου, λ.χ. καὶ στὴ χωριστή της ἔκδοση, σελιδαριθμεῖται σὲ σελίδες 321-496, ὅπως δηλαδὴ καὶ στὴν Πολύγλωσση. 3. Βλ. σχετικὰ μὲ τὴ σειρά τους, τὴν ἀναπαραγωγὴ στὶς εἰκ. 1 καὶ 2, σ. 480-481 αὐτοῦ τοῦ τόμου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ
τοῦ ποιητῆ ἀπὸ τὴν Ἀγγλία (ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰούλ. τοῦ 1820 4). Ἔτσι, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἁρμόδιος βιβλιογράφος,5 προηγεῖται ἡ νεοελληνικὴ μετάφρασή του αὐτοτελῶς στὰ 1820, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται (π.χ. στὰ 1826, ἀπὸ τὴν ὁποία, βάσει τοῦ ὑπ’ ἀρ. Β/Τ854 ἀντιτύπου ποὺ κατέχει ἡ Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, ἔγινε ἡ ἐπανέκδοση τοῦ 1981, τῶν «Κειμένων»). Καὶ στὰ 1821 ἀκολούθησε καὶ ἡ αὐτοτελὴς μετάφραση στὰ ἰταλικὰ ποὺ κυκλοφόρησε «ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη καὶ ἐπιμέλεια» τοῦ ἴδιου, καὶ ἡ Πολύγλωσση ἢ ὁλικὴ6 ποὺ ἀνατυπώθηκε στὰ 1825 (ἀπὸ τὴν ὁποία, βάσει ἀντιτύπου τοῦ ἰδιωτικοῦ Ἀρχείου τοῦ συλλέκτη συγγραφέα Διονύσιου Στεργιούλα,7 ἐκπονεῖται ἡ παρούσα ἔκδοση τοῦ Ψαλτηρίου τοῦ Δαυίδ). Ἡ βραχεία εἰσαγωγή της, στὰ ἀγγλικά, μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὶς πηγὲς τῶν μεταφράσεων:8
4. Βάσει μιᾶς ἐν ἐξελίξει ἔρευνας τοῦ συναδέλφου Βίκτωρος Καμχῆ, ποὺ τὸ πόρισμά της μοῦ ἐμπιστεύθηκε καὶ τὸν εὐχαριστῶ θερμά, φέρεται ὅτι βρίσκεται, μεσοῦντος τοῦ καλοκαιριοῦ ἀκόμη (ἀπὸ ὅπου καὶ ἀλληλογραφεῖ), στὴν ἀγγλικὴ πρωτεύουσα. Ἄρα ἡ κρατούσα μέχρι τοῦδε ἄποψη, ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴν Ἀγγλία τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1820 καὶ μετὰ ἀπὸ διάστημα ἄνω τοῦ ἑξαμήνου ἐμφανίζεται στὴ Φλωρεντία (τὸν Σεπτέμβριο 1820), δὲν εὐσταθεῖ. 5. Γιῶργος Ἀνδρειωμένος, Ὁ Κάλβος κι ἄλλη μιὰ φορά, Συνοπτικὸ χρονολόγιο – Ἀναλυτικὴ ἐργογραφία, «Ergo», 2007, σ. 13 καὶ 30. Βλ. καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ τόμου, μὲ δική του εἰσαγωγὴ καὶ ἐπιμέλεια, Ἀνδρέας Κάλβος Ἰωαννίδης, Συναπταί, Ἐπιστολαὶ καὶ Εὐαγγέλια, «Ἑξάντας», 1988. 6. Βλ. τὴν ἀναπαραγωγὴ στὴ σ. 4 αὐτοῦ τοῦ τόμου. 7. Τὸν εὐχαριστῶ θερμὰ καὶ ἀπὸ δῶ, γιατὶ ἔθεσε ὑπόψη μου τὴν ἔκδοση τοῦ 1825 (ποὺ ἀποτελεῖ ἀνατύπωση πιστὴ τῆς πρώτης ἔκδοσης τοῦ 1821). 8. Βλ. τὴν Εἰσαγωγὴ (Preface) τοῦ πρωτοτύπου στὴν εἰκ. 4, σ. 483.
ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ
Ἡ Γερμανικὴ μετάφραση, τοῦ αἰδεσιμότατου Dr. I.H.W. KÜPER (ἐφημερίου τῆς Αὐτοῦ Ἐξοχότητος τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας τοῦ St. James) εἶναι ἐντελῶς νέα, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ μετάφραση τῆς Βίβλου ἀπὸ τὸν Λούθηρο. Ἡ Ἰσπανικὴ μετάφραση, τοῦ αἰδεσιμότατου BLANCO WHITΕ, εἶναι, στὸ μέγιστο μέρος της, νέα. Οἱ Ψαλμοὶ ἐπανεκδίδονται ἀπὸ τὴ Μεγάλη Βίβλο τοῦ P. SCIO, ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Μαδρίτη σὲ 16 τόμους τὸ 1807, ἕνα ἔργο πολύτιμο καὶ δυσεύρετο σὲ αὐτὴ τὴ χώρα, ἂν καὶ ἔχει ἤδη τυπωθεῖ σὲ τρεῖς ἐκδόσεις στὴν Ἰσπανία. Ἡ Γαλλικὴ ἐκδοχή, ποὺ εἶναι σύγχρονη, ἔχει ἤδη ἐκδοθεῖ καὶ ἔχει τύχει γενικῆς ἀποδοχῆς. Οἱ Ψαλμοὶ ἐπανεκδίδονται ἀπὸ τὴ Βασικὴ ἔκδοση τῆς Βίβλου τοῦ OSTERWALD, τοῦ 1820. Ἡ Ἰταλικὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῶν A. MONTUCCI καὶ L. VALETTI, ποὺ ἐκυκλοφόρησε τὸ 1796, ἀλλὰ πλήρως ἀναθεωρημένη καὶ μὲ διορθωμένη τὴν ὀρθογραφία. Οἱ Ψαλμοὶ ἐπανεκδίδονται ἀπὸ τὴ Βίβλο τοῦ DIODATI. Ἡ Λατινικὴ εἶναι μιὰ προσεκτικὴ ἀναθεώρηση, ἀπὸ τὸν JOHN CAREY, LL.D., τῆς ἔκδοσης ποὺ ἀρχικὰ εἶχε δημοσιευτεῖ ἀπὸ τὸν W. BOWYER, τὸ 1720, μὲ κάποιες τροποποιήσεις καὶ προσθῆκες, σὲ μερικὲς περιπτώσεις προερχόμενες ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ κ. THOMAS PARSEL, ἡ 4η ἔκδοση τῆς ὁποίας κυκλοφόρησε τὸ 1727. Οἱ Ψαλμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὴ versio vulgata. Ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ εἶναι ἡ μετάφραση τοῦ Dr. DUPORT (1665), καθηγητῆ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς στὸ Καίμπριτζ. Οἱ Ψαλμοὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα. Ἡ Νεοελληνικὴ εἶναι μιὰ ἐντελῶς νέα μετάφραση ἀπὸ τὸν κ. A. CALBO, ἰθαγένειας ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴ νῆσο Ζάκυνθο.
Ἀπὸ τὴν ἐπισταμένη πληροφόρηση τοῦ παραπάνω παραθέματος ἀρυόμαστε καὶ συγκρατοῦμε κάποια συμπεράσματα. Πὼς στὴν ἔκδοση τῆς Polyglotta οἱ ἀναγραφόμενες πηγὲς διακρίνονται σὲ ἐκεῖνες τοῦ κυρίως σώματος (τῆς Λειτουργίας)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ
ποὺ εἶναι καὶ χαρακτηρίζονται ὡς νέες9 καὶ στὶς ἐκ τοῦ ἀρχετύπου τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου μεταφράσεις εἰδικὰ τοῦ Ψαλτηρίου τοῦ Δαυὶδ ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἀρχαῖες, ὅπως εἶναι ἡ ἑλληνικὴ τῶν Ἑβδομήκοντα (3ος-2ος αἰ. π.Χ.) καὶ ἡ λατινική, κοινῶς Vulgata, τοῦ Ἱερώνυμου (4ος αἰ.) καὶ ὅσες ἐκδοχές τους ἀναγράφονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν μεταρρυθμιστῶν τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ ἔπειτα, λ.χ. ἡ γερμανικὴ μετάφραση τοῦ Λούθηρου καὶ ἡ ἰταλικὴ τοῦ Diodati (16ος αἰ.).10 Σχετικὰ μὲ τὴν ἰταλικὴ μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου ἀπὸ τὸν Giov. Diodati ποὺ συμπεριλήφθηκε στὴν ἔκδοση τῶν A. Montucci καὶ L. Valetti (1796), μὲ τὴν ἐπανέκδοσή της τώρα σημειώνεται καὶ ἡ δεύτερη φιλολογικὴ αὐτὴ συμμετοχὴ τοῦ Κάλβου στὴν Bagsteriana, μάλιστα ὡς ἐπιμελητῆ τῆς ἐπανέκδοσης ἐκείνης ἡ ὁποία λόγῳ τῆς γνωστῆς του ἰταλογνωσίας τοῦ ἀνατέθηκε, δεδομένου ὅτι ἀναγράφεται σὲ αὐτὴν πὼς ἔγινε «sotto la direzione e cura del sig. A. Calbo», Londra MDCCCXXI (1821).11 Καὶ στὸ μεταξύ, ὅπως προανέφερα, κυκλοφόρησε καὶ ἡ ὁλικὴ (ἡ Polyglotta), στὴν ὁποία ὁ ποιητὴς συμμετέχει ὡς μεταφραστής, ὅπου καὶ ἀναγράφεται πὼς ἡ νεοελληνικὴ μετά-
9. Π.χ. «Ἐντελῶς νέα» χαρακτηρίζεται ἡ γερμανικὴ μετάφραση, «στὸ μέγιστο μέρος της νέα» ἡ ἰσπανική, «σύγχρονη» ἡ γαλλική, «πλήρως ἀναθεωρημένη» ἡ ἰταλική, καὶ «νέα» ἡ νεοελληνικὴ τοῦ Κάλβου. 10. Ὁ Giovanni Diodati (1576-1649) ἦταν θεολόγος, ἐλβετὸς ἰταλικῆς καταγωγῆς, ὁ ὁποῖος σὺν τοῖς ἄλλοις θεωρεῖται ὀνομαστὸς γιὰ τὴ μετάφραση τῆς Βίβλου στὰ ἰταλικὰ (1607), ποὺ εἶναι ἐν χρήσει μέχρι σήμερα στὴν Ἰταλία ἀπὸ τοὺς προτεστάντες. 11. Βλ. τὴν ἀναπαραγωγὴ στὴν εἰκ. 5, σ. 484.
ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ
φραση ἔγινε ἀπὸ τὸν κ. A. Calbo καὶ προστίθεται, ὡς ἔνδειξη ὄχι ὑπηκοότητας –ἄλλωστε ἡ Ἑπτάνησος Πολιτεία ἀποτελοῦσε ἤδη παρελθὸν (1800-1807)– ἀλλὰ καταγωγῆς του: «a native greek of the island of Zante» (London MDCCCXXI). Καὶ μονάχα στὴν αὐτοτελή της ἔκδοση, ποὺ προτάχθηκε ὅλων τῶν ἄλλων (1820) καὶ ἔτσι, τότε ἀκριβῶς, φεύγοντας ἀπ’ τὴν Ἀγγλία πρόλαβε, ὄχι βέβαια –οὔτε ἄλλωστε εἶχε τὴν ἐπάρκεια– νὰ τὴν διορθώσει, καθὼς ἔβριθε λαθῶν, ἀλλὰ νὰ προκαταθέσει στερεότυπα ἐφεξῆς τὴ διατύπωση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητάς του ὡς πατρότητας τοῦ ἔργου καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου ποὺ εὐγλωττότερα θὰ τὸ ἐξέφραζε. Τότε τὸ ὄνομά του ἀφενός, ἀπὸ τὸ πομπῶδες «Calbo» τῶν ἰταλικῶν ἐκδόσεών του, τὸ ἐξελλήνισε σὲ «Κάλβος», μάλιστα μὲ τὴν προσθήκη, κλασικίζοντας, τοῦ πατρώνυμου στὴ θέση τοῦ ἐπωνύμου καὶ τοῦ τόπου του (ὑποδήλωση καταγωγῆς ἀλλὰ καὶ γένους) καὶ ἀφετέρου ἐπαναξίωσε τὴ γλώσσα μὲ τὴν ἀνατονισμένη χρήση τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νεότερης «κοινῆς». Γράφεται λοιπὸν γιὰ τὸ Ψαλτήριον ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ πὼς μεταφράστηκε «εἰς τὴν κοινὴν τῆς Ἑλλάδος διάλεκτον ὑπὸ Α. Κάλβου Ἰωαννίδου» (τοῦ Ζακυνθίου), London MDCCCXX. Ἔκτοτε εἶναι γνωστὴ καὶ σχολιασμένη ἀπὸ τοὺς μελετητὲς (Γ.Θ. Ζώρας,12 Γ. Ἀνδρειωμένος13), ἡ ἐνασχόληση τοῦ Κάλ12. Γ.Θ. Ζώρας, «Τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα τοῦ Κάλβου», Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τόμ. Β´& Γ´, τχ. 20, 21, 23, 24 (1948-1949) (= Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα ΣΤ´, Καλβικὰ Σύμμεικτα, Ἀθήνα 1980, σ. 26-61). 13. Γιῶργος Ἀνδρειωμένος, «Περὶ τῶν θεολογικῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου», Πόρφυρας, τχ. 138 (Ἰαν.-Μάρτ. 2011), σ. 416-424.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ
βου καὶ μὲ θεολογικὰ ζητήματα. Ἤδη στὸ μακρὺ διάστημα τῆς κερκυραϊκῆς του περιόδου ἐκδηλώνεται ἡ σχετικὴ διαμάχη μεταξὺ τοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ Ἀντ. Δάνδολου καὶ τῆς δεύτερης ἰδίως ἀγγλικῆς του περιόδου μὲ τὶς πραγματεῖες του «Περὶ δογμάτων, διοικήσεως καὶ ἱερουργιῶν τῆς Ἀγγλικῆς Ἐκκλησίας» (1855) καὶ «Ποία κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἡ κυριαρχία τοῦ Πάππα» (1861). Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι θέματα τοῦ προτεσταντισμοῦ ἐναντίον τῶν καθολικῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ προσηλυτισμοῦ τῶν ὀρθοδόξων.14 Ἄσχετα ἑπομένως πρὸς τὸ θέμα μας, ποὺ εἶναι ἡ μετάφραση τοῦ Ψαλτηρίου του Δαυὶδ (καὶ τῆς Λειτουργίας τῶν Ἀγγλικανῶν, ἀπὸ τὸν ποιητή, στὸ βραχὺ ἀλλὰ σημαντικῶν, ὅπως θὰ ὑποδειχθεῖ, ζυμώσεων τῆς πρώτης ἀγγλικῆς του περιόδου. Ἀλλὰ καὶ ἡ δεύτερη περίοδος γιὰ τὸν ἐρευνητὴ εἶναι πιθανὸν νὰ ἐπιφυλάσσει ἐνδιαφέρον. Καὶ δὲν ἐννοῶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὶς τυχὸν ἀνατυπώσεις τῶν ἐκδόσεων τοῦ Bagster. Ἀλλὰ ἁπλῶς συντετμημένα ἀποσπάσματα ἀπὸ ἀνακοίνωση (τοῦ 1854) τῆς ἐν Λονδίνῳ Ἑταιρείας γιὰ τὴν προώθηση χριστιανικῆς γνώσης, ποὺ δημοσίευσε ὁ Λεύκιος Ζαφειρίου («Γιὰ τὶς σχέσεις τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου μὲ τὴν “Ἑταιρεία γιὰ τὴν προώθηση χριστιανικῆς γνώσης”», Πόρφυρας, τχ. 139, Ἀπρ.-Ἰούν. 2011, σ. 7176). Προσέχομε τὶς σχετικὲς ἀναφορὲς τῆς Ἑταιρείας: Ὑπῆρχε ἤδη μιὰ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Προσευχηταρίου μας τοῦ 1819 γιὰ τὴν Πολύγλωσση Λειτουργία τοῦ κ. Bagster ἀπὸ τὸν
14. Γ.Δ. Μεταλληνός, Τὸ ζήτημα τῆς μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τὴν Νεοελληνικὴν κατὰ τὸν ΙΘ´αἰ., Ἀθήνα 1977.
ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ
κ. Κάλβο, ἕναν ἕλληνα. Ὡστόσο ἡ ἐν λόγῳ μετάφραση δὲν ἦταν τέλεια. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶχε ὑποστεῖ τόσες ραγδαῖες μεταβολὲς μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ὥστε ἤδη ἀπὸ τὸ 1834 ἡ Ἐπιτροπὴ Μεταφράσεων ἀνέθεσε μιὰ νέα μετάφραση στὸν καθηγητὴ Βάμβα, ὁ ὁποῖος τὸ 1838 τὴν ὁλοκλήρωσε καὶ τὴν ἔθεσε πρὸς κρίση στὴν Ἐπιτροπή [...] Ὁ δρ. Κάλβος ὁ ὁποῖος ἔπειτα ἀπὸ ἀπουσία πέραν τῶν τριάντα χρόνων εἶχε ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία, τοὺς ἔδωσε πληροφορίες ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸ συμπέρασμα πὼς ἡ λέξη «ἱερεὺς» χρησιμοποιήθηκε στὸ Προσκυνητάρι ὕστερα ἀπὸ ὥριμη σκέψη [...] Ἦταν ἡ λέξη ποὺ συνήθως ἐχρησιμοποιεῖτο στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ὑποδηλώσει ἕναν ἐντεταλμένο κληρικό· ἡ λέξη «πρεσβύτερος», ἐνῶ ἀπαντᾶ στὴ διαδικασία τῆς χειροτόνησης, ἡ χρήση της ἦταν οἰκεία μόνο στοὺς κόλπους τοῦ Κλήρου, ἐνῶ σὲ πολλὲς περιοχὲς δὲν θὰ καταλάβαιναν καθόλου ὅτι ἀναφέρεται σὲ ἱερωμένο [...] Ὁ δρ. Κάλβος ἐπισήμανε ὅτι ἡ λέξη ἱερεὺς δὲν ἀποδίδει στὰ νεοελληνικὰ τὴν ἔννοια τοῦ «θύτη» [...] Ὑπενθύμισε πὼς ἡ λέξη ἔχει δύο σημασίες: τὴν οὐσιαστικὴ ποὺ δὲν ὑποδήλωνε τίποτε περισσότερο ἀπὸ κάποιον χειροτονημένο γιὰ τὴ θεία λειτουργία καὶ τὴν συμπτωματικὴ ποὺ σὲ αἱρετικοὺς καιροὺς σήμαινε κι ἕναν ποὺ τελεῖ θυσίες καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια υἱοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς Ο´, σημαίνοντας τὸν ἑβραῖον ἱερέα. Πρόσθεσε ὅτι ὅταν τοῦ ἀνατέθηκε νὰ μεταφράσει τὴν ἀγγλικὴ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν κ. Bagster, εἶχε σκεφθεῖ ὅτι υἱοθετώντας τὴ λέξη «ἱερεὺς» ὡς ἑρμηνεία τῆς λέξης «priest» εἶχε ἐπιλέξει τὴ λέξη στὴν ὁποία οἱ συμπατριῶτες του θὰ ἀναγνώριζαν καλύτερα τὴν ἔννοια τῆς ἱεροσύνης ὅπως ἐννοεῖται ἀπὸ τὸν ἀγγλικὸ ὅρο (priest).
Καὶ τὸ συμπέρασμα; Ἡ νεοελληνικὴ μετάφρασή του, ποὺ ἔγινε μὲ ἀντιβολὴ τῆς ἀγγλικῆς μετάφρασης καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου (Ο´), ἀποκαλύπτεται πὼς ἦταν ἕτοιμη τὸ 1819 καὶ πὼς ἡ Ἐπιτροπὴ θέλησε νὰ τὴν ἀντικαταστήσει μὲ τὸ πρόσχημα τῶν ἀλλαγῶν στὴ γλώσσα ἔπειτα ἀπὸ τὴν Ἐπανάστα-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ
ση ἀναθέτοντας νέα μετάφραση στὸν Βάμβα τὸ 1834, ποὺ καὶ ἐκείνη μετὰ τὸ 1838 τελεῖ ὑπὸ δοκιμασίαν. Καὶ πὼς ὁ Κάλβος μὲ τὴν ἱερογνωσία του πείθει τὴν Ἑταιρεία γιὰ τὴν ἑρμηνεία ἐννοιῶν, νὰ ὑποθέσομε, τῶν λέξεων πού, ἐπιλήψιμος δογματικὰ ὅπως γνωρίζομε, ἐπέλεξε ὁ Βάμβας. ΙΙ
Στὸ βραχὺ διάστημα τῆς πρώτης ἀγγλικῆς του περιόδου (18161820) συντελεῖται ἡ ἔξοδος τοῦ Κάλβου ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ (ποὺ ὑπῆρξε ὁ φορέας τῆς παιδείας καὶ τῆς λογοτεχνικῆς φιλοδοξίας του15) πρὸς τὴ μητρική του γλώσσα καὶ ἔκφραση. Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1817, θὰ ἔλεγα ὑπερβάλλοντας πὼς γενικότερα ἡ Ἀγγλία ὡς γῆ τῆς «ὑπεργλυκυτάτης» καὶ γιὰ αὐτὸν Ἐλευθερίας ἔναντι τῆς Ἰταλίας τῶν Γραμμάτων ποὺ εἶχε ἀφήσει πίσω του (χωρὶς ὅμως οὔτε κατ’ ἐλάχιστον νὰ παύει νὰ ἀναγνωρίζει τὰ τροφεῖα ποὺ τῆς ὄφειλε) καὶ εἰδικὰ ἡ ἀποδέσμευσή του ἀπὸ τὴ δούλεψή του στὴν ὑπηρεσία, ἀποκλειστικά, τοῦ Φόσκολου (τοῦ ὁποίου πάντως τὴν ἀξία καὶ τὴ συμβολή του οὐδέποτε ἀμφισβήτησε). Εἶναι ἡ πιὸ πυκνὴ περίοδος ζυμώσεων ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ χειραφέτηση τοῦ Κάλβου. Χειραφέτηση σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα: στὴν τετραετία, θὰ ἔλεγα στὴν τριετία αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1817 (τῆς διάρρηξης τῆς σχέσης μὲ τὸν μέντορά του) ἕως καὶ τὸ καλοκαίρι τελικὰ τοῦ 1820 (ὁπότε, ὅπως ἐπι-
15. Τῆς φιλοδοξίας του νὰ ἀναδειχθεῖ (μὲ τὶς τραγωδίες του) καὶ αὐτὸς σὲ poeta tragico, ὅπως βάσιμα ὑποστήριξεν ὁ Vitti.
ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΔΑΥΙΔ
βεβαιώθηκε, ἐγκαταλείπει τὴν Ἀγγλία), σημειώνεται ταχύρυθμα ἡ ἐπαγγελματική, οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνική του ἀποκατάσταση καὶ ἐξέλιξη. Προσπορίζεται τὰ πρὸς τὸ ζῆν ὡς δάσκαλος τῶν ἰταλικῶν καὶ ἑλληνικῶν, συναναστρέφεται πνευματικὰ ἄλλους συνεξόριστους (π.χ. τὸν Pananti, τὸν De Sanctis), ἀναπτύσσει καὶ καλλιεργεῖ κοινωνικὲς φιλίες μὲ ἀνωτέρου ἐπιπέδου μαθητὲς (μὲ τὸ ζεῦγος τῶν ἠθοποιῶν Ch. καὶ Mar. Kemple στὰ ἰταλικὰ καὶ τὸν βουλευτὴ Ch. Monck στὰ ἑλληνικά), ἐρωτεύεται, παντρεύεται (τὴν Theresa Maria Thomas), χηρεύει, ξαναδοκιμάζει ἀτελέσφορα (μὲ τὴ Susan Ridout). Μιὰ ἐξέλιξη ἐπάλληλη καὶ στὴ λογιοσύνη του, μὲ τὴν πλάστιγγα νὰ γέρνει, ὅπως θὰ φανεῖ μὲ τὴν περιγραφὴ ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀπὸ τὰ ἰταλικὰ πρὸς τὰ ἑλληνικὰ ἐνδιαφέροντα. Δίχως φυσικὰ νὰ ἀκυρώνεται ἡ μετάγγιση τῆς σύνταξης τοῦ λόγου ἀπὸ τὴ μία στὴν ἄλλη γλώσσα καὶ στὸ βάθος νοερὰ νὰ ὑποβάλλεται ἡ παράδοση ἑνὸς κοινοῦ πολιτισμοῦ. Πράγματι δὲν πρόκειται γιὰ ἀντιπαράθεση, ἀλλὰ εἶναι οὐσιαστικὰ ἕνας διάλογος τοῦ Κάλβου καὶ τῶν δύο γλωσσῶν, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ὑπονοούμενης ἀναφορᾶς στὴ μήτρα τοῦ ἑνιαίου ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Γιὰ τοὺς συναδέλφους του τοῦ ἰταλικοῦ νεοκλασικισμοῦ ὁ διάλογος αὐτὸς εἶχε τὴν ἔννοια τῆς ἀναγωγῆς στὰ ἀρχαῖα πρότυπα. Γιὰ τὸν ἴδιον ὅμως, ποὺ ὡς ἕλληνας διατηροῦσε ζωντανὴ τὴ μνήμη καὶ ἀμυδρότερη τὴ γνώση τῆς ἑλληνικῆς, ὡς ἐμπειρίας καὶ ὡς ἔφεσης ἀντίστοιχα, ἡ ἀναγωγὴ ἐκείνων ἔπαιρνε σὲ αὐτὸν τὸ σχῆμα ἐπαναφορᾶς καὶ ἐπανάκρουσης τῆς γλώσσας τῶν πατέρων του, «συμφώνως» πρὸς τὴ γλώσσα τῆς καταγωγῆς του· ἐπαναφορὰ ποὺ ὅμως, ἀντι-