Το δεσποτάτο του Μορέως στην πελοπόννησο
Άνω: Άποψη του εσωτερικού του ναού του Αγίου Δημητρίου (Μητρόπολη) στο Μυστρά. Δεξιά: Η καστροπολιτεία του Μυστρά.
Τ
ο κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά κτίστηκε σε ιδιαίτερα οχυρή τοποθεσία, στις βόρειες πλαγιές του Ταϋγέτου, σε μικρή απόσταση από την πόλη της αρχαίας Σπάρτης. Ο ιδρυτής του, Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος, ηγεμόνας του πριγκιπάτου της Αχαΐας, έκτισε το κάστρο το 1249. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1262, οι Έλληνες κατέκτησαν το Μυστρά, που σταδιακά μετατράπηκε σε πόλη και αργότερα έγινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως. Ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα οικοδομήθηκαν ναοί, παλάτια και ιδιωτικές οικίες, καθώς εγκαταστάθηκαν εκεί οι κάτοικοι της Λακεδαίμονος. Σημαντικότεροι ναοί στην καστροπολιτεία του Μυστρά είναι οι Άγιος Δημήτριος (Μητρόπολη), Παναγία Οδηγήτρια (Αφεντικό), Αγία Σοφία, Περίβλεπτος, Ευαγγελίστρια και Παντάνασσα. Σημαντικά μνημεία αποτελούν και τα κοσμικά κτήρια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν η οικία του Λάσκαρη και το συγκρότημα κτηρίων, γνωστών ως «Παλάτια». Τα κτήρια αυτά κτίστηκαν σε διαφορετικές εποχές και προορίζονταν για κατοικίες ηγεμόνων και της αυλής τους. Προσφάτως ολόκληρο το συγκρότημα αναστηλώθηκε και επανήλθε στην αρχική του μορφή. Μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μορέως από τους Οθωμανούς, ο Μυστράς παρέμεινε διοικητικό κέντρο μικρότερης σημασίας. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι κάτοικοί του μετοίκησαν στη Σπάρτη και ο Μυστράς σταδιακά ερημώθηκε. Σήμερα αποτελεί έναν από τους πλέον επισκέψιμους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. 141
140 Φ ΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ
Φ ΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ
Η
ΥΣΤΕΡΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1261 – 1453)
O
Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261)
γιος του iωάννη bατάτζη, θεόδωρος βʹ λάσκαρης (1254–1258),
νίκησε τους Βουλγάρους στο Ρούπελ (1255). Το διάδοχό του, Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη (1258–1259), παραμέρισε ο επίτροπός του, ο στρατηγός Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1253–1261), ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων. Εξουδετέρωσε το δεσπότη της Ηπείρου, Μιχαήλ Β΄, που απειλούσε τη Θεσσαλονίκη με τους συμμάχους του από τη Δύση και με τους Αλβανούς και Σέρβους, στη μάχη της Πελαγονίας (σημερινό Μοναστήρι) το 1259. Αμέσως μετά ετοιμάστηκε για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης συμμαχώντας με τους Γενουάτες, για να εξουδετερώσει τους Βενετούς. Όμως ένα τυχαίο γεγονός επιτάχυνε τα σχέδιά του.
Ο
στρατηγός του ,
Αλέξιος Στρατηγόπουλος, προχωρώντας με μικρή δύναμη στη Σηλυβρία για παρακολούθηση του εχθρού πληροφορήθηκε ότι η Πόλη ήταν απροστάτευτη, αφού η φρουρά της και ο ενετικός στόλος έλειπαν σε εκστρατεία. Τότε διέταξε πενήντα άνδρες του να μπουν κρυφά στην Πόλη από μια υπόγεια είσοδο των τειχών και να ανοίξουν τις πύλες. Έτσι, στις 25 Ιουλίου 1261 ο βυζαντινός στρατός απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη από τη λατινική κατοχή εξουδετερώνοντας τη μικρή αντίσταση της υπόλοιπης λατινικής φρουράς. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Γ΄ και ο Βενετός Πατριάρχης διέφυγαν με πλοία στην Ευρώπη, ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος μπήκε θριαμβευτικά στην Πόλη στις 15 Αυγούστου 1261 και ξαναστέφθηκε, στην Αγία Σοφία αυτή τη φορά, αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Μαρμάρινος ανάγλυφος θυρεός των Παλαιολόγων (Αρχαιολογικό Μουσείο, Κωνσταντινούπολη).
Ανάγλυφη φορητή εικόνα σταυροφορικής τεχνοτροπίας με τον Άγιο Γεώργιο δεόμενο, 13ος αιώνας (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα).
O
Η δυναστεία των Παλαιολόγων
μιχαήλ η ʹ παλαιολόγος (1261–1282) παρέλαβε ένα κράτος σε άθλια κατάσταση, το οποίο εξαπλωνόταν στη Θράκη και τη Μακεδονία μέχρι τη Θεσσαλονίκη, στα νησιά Ρόδο, Λέσβο, Σαμοθράκη και σε μερικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Η οικονομία είχε καταρρεύσει, ενώ ο στρατός και ο στόλος ήταν ανίσχυροι. Οι Βενετοί και οι Γενουάτες κυριαρχούσαν απόλυτα στη θάλασσα, ενώ ο Πάπας απειλούσε με νέες Σταυροφορίες. Τούρκοι, Βούλγαροι και Σέρβοι καραδοκούσαν, προκειμένου να επιτεθούν, ενώ στο εσωτερικό επικρατούσαν έριδες και απειθαρχία. Παρόλ’ αυτά, ο Μιχαήλ με τις διπλωματικές και στρατηγικές του ικανότητες κατάφερε να δώσει νέα πνοή στην αυτοκρατορία. Παρά τις επιτυχίες του, ο Μιχαήλ έκανε αρκετά λάθη. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ, που υπήρξε ο ικανότερος των Παλαιολόγων, ξεκίνησε με ραγδαίο ρυθμό η κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο γιος του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282–1328), ήταν ικανός λόγιος, αλλά ακατάλληλος για ηγεμόνας. Στα χρόνια του οι Οθωμανοί Τούρκοι ίδρυσαν το οθωμανικό κράτος. Για να τους αντιμετωπίσει, ο Ανδρόνικος, όντας χωρίς στρατό και στόλο, προσέλαβε Καταλανούς μισθοφόρους. Αυτοί νίκησαν μεν τους Τούρκους, αλλά λεηλάτησαν την Ελλάδα και κατέλαβαν το Δουκάτο των Αθηνών, ενώ το
155
154 Β ΥΖΑΝΤΙΟ
Β ΥΖΑΝΤΙΟ
Άποψη από τα δυτικά του ναού της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, 13ος αιώνας.
Το Άγιον Όρος διέθετε μεγάλες συλλογές από σπάνια χειρόγραφα της αρχαιότητας, πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια, που το αναδεικνύουν σε ένα μουσείο βυζαντινής τέχνης. Μεγάλος αγιογράφος αναδείχθηκε ο Μανουήλ Πανσέληνος, ο οποίος αγιογράφησε το Πρωτάτο των Καρυών και άλλους ναούς. Το Άγιον Όρος διέσωσε στους ναούς του την τελευταία λάμψη της βυζαντινής τέχνης του 14ου αιώνα. Στην Τραπεζούντα ξεχωρίζουν η Αγία Σοφία και ο ναός της Παναγίας της Χρυσοκεφάλου, που επισκευάστηκε από τους Κομνηνούς. Στην Κωνσταντινούπολη ο ναός της Παμμακάριστου (Φετιχέ Τζαμί). Στη Θεσσαλονίκη οικοδομήθηκαν έξοχοι ναοί, όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Προφήτης Ηλίας, οι Άγιοι Απόστολοι κ.ά. Η βυζαντινή ναοδομία άσκησε μεγάλη επίδραση στις γειτονικές ορθόδοξες χώρες (Σερβία, Βουλγαρία, Ρωσία), αλλά και στην Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία).
Άποψη του ναού του Προφήτη Ηλία στη Θεσσαλονίκη, 14ος αιώνας.
Η Ανάσταση του Χριστού, τοιχογραφία από το καθολικό της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Άποψη του ναού του Αγίου Ιωάννη στη λίμνη Αχρίδα.
163
162 Β ΥΖΑΝΤΙΟ
Β ΥΖΑΝΤΙΟ
Οθωμανικη περιοδοσ
T
O υπόδουλος Ελληνισμός και η αντίδραση στον κατακτητή o ετοσ 1453 σηματοδοτει την καταλυση της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας· με την άλωση της Κωνσταντινούπολης καταλύθηκε οριστικά μία ηγεμονία, που είχε αρχίσει να αυτοπροσδιορίζεται ως ελληνική και ήταν στενά συνδεδεμένη με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Οι Έλληνες και οι άλλοι ορθόδοξοι λαοί των Βαλκανίων διακρίνονταν από τον κατακτητή με κριτήριο τη θρησκευτική ταυτότητά τους και εκ προοιμίου θεωρούνταν κατώτεροι. Εντούτοις, το οθωμανικό καθεστώς επέτρεψε τη διατήρηση των θρησκευτικών θεσμών, με αποτέλεσμα τη συσπείρωση των υπόδουλων Ελλήνων γύρω από αυτούς. Γενικά, οι Οθωμανοί κατακτητές επέβαλαν αυστηρά μέτρα, που κατ’ ουσίαν στερούσαν την ελευθερία των Ελλήνων. Με βάση το οθωμανικό σύστημα διοίκησης, οι υπήκοοι διαιρούνταν σε δύο ομάδες, τους στρατιωτικούς και τους ραγιάδες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, με τους πρώτους να βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση. Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες ο Ελληνισμός αυτοοργανώθηκε μέσω τοπικών κοινοτήτων. Συνεκτικό στοιχείο, εκτός από την κοινή θρησκεία, αποτέλεσε και η εκπαίδευση, στην οποία μετείχε μικρό ποσοστό των νέων. Οι Έλληνες κατόρθωσαν να επιβιώσουν εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που τους προσέφεραν οι τοπικές οικονομίες, αλλά και τα οικονομικά συστήματα της Ευρώπης, καθώς το φαινόμενο της μετανάστευσης ήταν αρκετά συχνό. Επιπλέον, συχνό φαινόμενο ήταν η συμμετοχή των Ελλήνων στη διοίκηση του οθωμανικού κράτους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση των Φαναριωτών. Ωστόσο η φλόγα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας έκαιγε αμείωτη, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το μεγάλο αριθμό των επαναστατικών κινημάτων που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
M Η είσοδος του Μωάμεθ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη, ελαιογραφία του Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 1876 (Μουσείο Αυγουστίνων, Τουλούζη).
Η συνέχεια των τουρκικών κατακτήσεων
ετά την aλωση ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (1432-1481) συνέχισε με την ίδια ορμή την κατάκτηση εδαφών στον ελλαδικό χώρο, μεγάλο τμήμα των οποίων κατείχαν οι Δυτικοί. Ειδικότερα, οι Βενετοί κατείχαν την Κρήτη, πολλά νησιά των Κυκλάδων, την Εύβοια, το Ναύπλιο, την Κορώνη και τη Μεθώνη, οι Ιωαννίτες ιππότες τα Δωδεκάννησα, οι Λουζινιάν την Κύπρο και οι Γενουάτες τη Λέσβο, την Αίνο της Θράκης και άλλες πόλεις και νησιά. Το 1458-1459 ο Μωάμεθ Β΄ κατέλυσε το Δουκάτο των Αθηνών και το 1461 κατέκτησε το Δεσποτάτο του Μορέως και υπέταξε την Τραπεζούντα. Το 1462 κατέλαβε τη Λέσβο και μετέφερε τους κατοίκους της στην Κωνσταντινούπολη, για να ενισχύσει τον πληθυσμό της, που είχε μειωθεί πολύ μετά την Άλωση. Στη συνέχεια άρχισε πόλεμο με τους Βενετούς για την Πελοπόννησο, ο οποίος διήρκεσε δεκαέξι χρόνια (1463-1479). Το 1470 πολιόρκησε και βομβάρδισε τη Χαλκίδα και, όταν αυτή παραδόθηκε μετά από συμφωνία, προέβη σε άγριες σφαγές, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις του. Το 1475 πολιόρκησε ανεπιτυχώς το κάστρο της Λήμνου, ενώ πέντε χρόνια αργότερα τη Ρόδο (1480) και αυτή τη φορά χωρίς επιτυχία. Το 1479 κατέλαβε την Κεφαλληνία, που ανήκε στο βασιλιά της Νεάπολης, αλλά οι Βενετοί την ανακατέλαβαν το 1500. Οι κατακτήσεις του Μωάμεθ Β΄ διακόπηκαν με το θάνατό του, το 1481.
167
166 Ο ΘΩΜΑΝΙΚΗ Π ΕΡΙΟΔΟΣ
Ο ΘΩΜΑΝΙΚΗ Π ΕΡΙΟΔΟΣ
Αναζητώντας το αρχαίο κάλλος στην υπόδουλη Ελλάδα
Σ
την προεπαναστατική Ελλάδα το τοπίο, σε γενικές γραμμές, παραμένει αναλλοίωτο από την αρχαιότητα. Τα μνημεία σε πολλές περιπτώσεις έστεκαν, έστω και σε ερείπια, μαρτυρώντας το περασμένο μεγαλείο της Ελλάδας. Οι κλασικοί συγγραφείς, μεταφρασμένοι πλέον, γίνονται γνωστοί και ιδιαίτερα αγαπητοί στους λόγιους νέους της Ευρώπης. Μέσα τους ξυπνάει ο θαυμασμός για την αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό της και η εσωτερική αυτή παρόρμηση οδηγεί συχνά στο ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο. Το ταξίδι ήταν δύσκολο, καθώς τα μέσα της εποχής ήταν ελάχιστα, αλλά και τα κίνητρα των Ευρωπαίων περιηγητών δεν ήταν πάντα αγνά και η αρχαιοκαπηλία ήταν συχνό φαινόμενο. Πολλές συλλογές της Δυτικής Ευρώπης δημιουργήθηκαν ή εμπλουτίστηκαν από τις επισκέψεις αυτές. Ωστόσο, ως επί το πλείστον, σκοπός αυτών των ανθρώπων ήταν η εύρεση των λειψάνων της ένδοξης αρχαιότητας και η ανασύσταση του αρχαίου μεγαλείου. Τις εντυπώσεις τους τις κατέγραψαν σε ημερολόγια, τα περισσότερα από τα οποία εκδόθηκαν, προσφέροντας μία εικόνα της Ελλάδας εκείνη την περίοδο από τη σκοπιά των Ευρωπαίων. Επίσης λιθογραφίες, γκραβούρες και άλλες μορφές τέχνης αποτύπωσαν το τοπίο, που ουσιαστικά ήταν ανέγγιχτο ακόμα, έστω και αν αυτό συνέβαινε λόγω της δυσχερούς θέσης των υποταγμένων Ελλήνων. Οι φιλέλληνες της Επανάστασης εμπνεύσθηκαν από τους περιηγητές της προεπαναστατικής περιόδου.
Άνω: Η υποδοχή της γαλλικής αντιπροσωπείας από τον Τούρκο τοποτηρητή της Αθήνας στις παρυφές του Λυκαβηττού. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνονται η Ακρόπολη και τα γύρω από αυτήν μνημεία. Ελαιογραφία του Ζακ Κάρεϊ (1674). Ο ζωγράφος αποτελούσε μέλος της πολυάριθμης συνοδείας του αρχαιόφιλου Σαρλ Φρανσουά Ολιέ, μαρκησίου του Νουαντέλ, ο οποίος είχε σταλεί στην Αθήνα ως πρεσβευτής του Λουδοβίκου ΙΔ΄ (Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, Αθήνα).
Αριστερά: Η δυτική όψη του Παρθενώνα, χαλκογραφία του Έντουαρντ Ντόντγουελ (1821).
177
176 Ο ΘΩΜΑΝΙΚΗ Π ΕΡΙΟΔΟΣ
Ο ΘΩΜΑΝΙΚΗ Π ΕΡΙΟΔΟΣ
Η ελληνική οικονομική αναγέννηση του 18ου αιώνα (βιοτεχνία, εμπόριο, ναυτιλία)
H
Το εξώφυλλο της Χάρτας του Ρήγα με την ιδιόχειρη υπογραφή του.
οικονομική αναγέννηση του Ελληνισμού κατά το 18ο αιώνα βασιζόταν στην ανάπτυξη των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, δηλαδή της γεωργίας, της βιοτεχνίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας. Σε μερικές κοινότητες αναπτύχθηκε η βιοτεχνία σε συνεταιριστική βάση. Στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας οργανώθηκε πρότυπος συνεργατικός συνεταιρισμός με είκοσι τέσσερα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και βαφής νημάτων και υφασμάτων, όπου συμμετείχαν πάνω από τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι. Στα Μαδεμοχώρια της Χαλκιδικής ιδρύθηκε συνεταιριστική εταιρεία εκμετάλλευσης μεταλλευμάτων, στην Καστοριά οι ντόπιοι συνεταιρισμοί κατεργάζονταν γουναρικά και στα Γιάννενα τα πολύτιμα μέταλλα. Το εμπόριο γνώρισε μεγάλη ακμή στο Αιγαίο, με κυριότερα κέντρα τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη. Ενώ έως τα μέσα του 18ου αιώνα το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου βρισκόταν στα χέρια των Γάλλων εξαιτίας των διομολογήσεων που είχαν συνάψει με τους Τούρκους, μετά τη Γαλλική Επανάσταση το γαλλικό εμπόριο παρήκμασε. Την παρακμή του γαλλικού εμπορίου εκμεταλλεύθηκαν οι έμποροι στον ελλαδικό χώρο και κυρίως στις ελληνικές παροικίες, για να αναπτύξουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους. Πλήθος ελληνικών εμπορικών οίκων λειτουργούσαν στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα, στη Σιάτιστα, στην Καστοριά, στις Σέρρες, στα Αμπελάκια, στο Πήλιο κ.ά. Μαζί με το εμπόριο οι Έλληνες ανέπτυξαν και τη ναυτιλία εξαιτίας της μεγάλης εμπειρίας που διέθεταν. Οι πλοιοκτήτες στα νησιά και στο εξωτερικό δημιούργησαν σταδιακά τη μεγάλη ναυτιλιακή παράδοση, που επιβιώνει έως σήμερα. Η ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας ξεκίνησε το 17ο αιώνα με κέντρο τα ελληνικά νησιά και κορυφώθηκε τον επόμενο αιώνα με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά πλοία αποκτούσαν το δικαίωμα να φέρουν ρωσική σημαία και να διεξάγουν διαμετακομιστικό εμπόριο από τα ρωσικά λιμάνια. Κατά τους ναπολεόντειους πολέμους οι Έλληνες έμποροι απέκτησαν μεγάλα κέρδη από το λαθρεμπόριο σε αποκλεισμένα λιμάνια. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες πολλά νησιά και λιμάνια, όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Άνδρος, η Χίος, η Μύκονος, το Γαλαξείδι, η Κάσος και άλλα μετατράπηκαν σε σπουδαία ναυτικά κέντρα.
Ελληνική ναβέττα υπό ρωσική σημαία σε επιχρωματισμένη λιθογραφία των αρχών του 19ου αιώνα (Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Οδησσού).
Έλληνας Αιγαιοπελαγίτης ναυτικός.
183
182 Ο ΘΩΜΑΝΙΚΗ Π ΕΡΙΟΔΟΣ
Ο ΘΩΜΑΝΙΚΗ Π ΕΡΙΟΔΟΣ