ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΗΣ της συνομοσίας των γραφιάδων της γριάς
έτος 1ης έκδοσης: ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΡΜΑΓΕΔΩΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘ10
…αφιερωμένο στον Αλεξάκη!!!
Η “συνομωσία των γραφιάδων της γριάς” είναι μια κλειστή, ελιτίστικη, άκρως συνομωτική ομάδα ατόμων – μελών του συνδέσμου οπαδών του Ηρακλή, “Αυτόνομη Θύρα 10”. Αθεράπευτα ρομαντικοί, ένθερμοι υποστηρικτές τoυ “υπαρκτού σουρεαλισμού” όπως αυτός εκφράζεται μέσα από τα κείμενα του κόμματος ΟΑΚΚΕ και των τηλεοπτικών εκπομπών του Φίλλιπου Καμπούρη. Οι άνθρωποι αυτοί βαριούνται φρικτά, κάνοντας μια παρασιτική ζωή, ενώ επέλεξαν να σκοτώσουν το χρόνο τους μεταφέροντας στο χαρτί, βιώματα και εμπειρίες που απέκτησαν στα πλαίσια της ενασχόλησης τους με τα κοινά της πιο σουρεαλιστικής ομάδας του πλανήτη!
4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
προλογιάζοντας ποιίηση είναι η δράση στο δρόμο λαϊκό δικαστήριο “η ωραία λεβαδειά” malgara calling υψώνονται οι φράχτες βελτιώνονται οι άλτες
07 95 77 66 66 55
5
6
ΠΡΟΛΟΓΙΑΖΟΝΤΑΣ
Ο Πέτρος Γεωργίου του οποίου τις περιπέτειες φιλοδοξούμε να μεταφέρουμε μέσα από αυτές τις γραμμές, γεννήθηκε το 2007. Δεν έζησε για πολύ. Σκοτώθηκε στα τέλη του 2010.Παρόλ’ αυτά όμως όπως θα έλεγε και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, “χωρίς να ήταν άρρωστος, στο θάνατο προέβαινε φαιδρός, ζωηρός και με χαρά μεγάλη που ανασαίνει”. Σε αυτά τα τρία χρόνια της έντονης ζωής του, πρόλαβε και ανέλαβε την ευθύνη για εκατοντάδες εκδρομές του συνδέσμου οπαδών του Ηρακλή, “Αυτόνομη θύρα 10”. Αυτό ήταν στη πραγματικότητα το όνομα του υπευθύνου που δινόταν στις αστυνομικές αρχές πριν από κάθε εκδρομή, ενώ συνοδεύονταν από τον θρυλικό πλέον αριθμό κινητού τηλεφώνου 6936747902, ο κάτοχος του οποίου, αν βεβαία ο αριθμός αντιστοιχεί σε κάποιον, σίγουρα θα έχει εξελιχτεί στον μεγαλύτερο εχθρό του λαού του Ηρακλή. Ο Πέτρος Γεωργίου δολοφονήθηκε λοιπόν, όπως προείπαμε, κάπου στα τέλη του 2010, όταν η αστυνομική καταστολή στένεψε τόσο πολύ τον κλοιό γύρω από τον σύνδεσμο οπαδών του Ηρακλή “Αυτόνομη Θύρα 10” που το να δίνονται ψεύτικα ονόματα ως υπεύθυνοι των εκδρομών έχασε το νόημα και την αξία του, μιας και πλέον οι αρχές ήξεραν ακόμα και τη μάρκα των εσωρούχων των οπαδών. Ο Πέτρος Γεωργίου ευθύνεται για αναρίθμητα κωμικοτραγικά γεγονότα τα οποία έσπαζαν την ανία των εθνικών οδών σε κάθε ταξίδι του κόσμου του Ηρακλή. Ευθύνεται για πάμπολλα επικά “ντου” οπαδών χωρίς εισιτήρια σε εντός και κυρίως εκτός έδρας αγώνες, ευθύνεται για πλιάτσικα σε μαγαζιά τα οποία και αυτά με τη σειρά τους, πλιατσικολογούν 7
καθημερινά το πορτοφόλι δεκάδων ταξιδιωτών χρεώνοντας ένα απλό κρύο σάντουιτς τέσσερα ευρώ. Ευθύνεται για χιλιάδες εκδηλώσεις αγάπης και σεβασμού προς τις αστυνομικές δυνάμεις, ευθύνεται για χαρές και λύπες για τσακωμούς και φιλίες. Ο Πέτρος Γεωργίου δεν έχει ηλικία, δεν έχει φύλλο, είναι ψηλός, είναι κοντός, πλούσιος, φτωχός, γεννήθηκε στην Ελλάδα, στην Αλβανία, στην πρώην ΕΣΣΔ. Ο Πέτρος Γεωργίου είμαστε όλοι εμείς που μπήκαμε στα λεωφορεία της παράνοιας, όσοι ακόμα μπαίνουμε και κυρίως όσοι θα συνεχίσουμε να “γράφουμε χιλιόμετρα” για να βρισκόμαστε πλάι στην αγαπημένη μας ομάδα. Ο Πέτρος Γεωργίου ήταν σαν ένα πειρατικό νησί του οποίου οι κάτοικοι είχαν δημιουργήσει τη δική τους πραγματικότητα, τους δικούς τους άγραφους κανόνες, όπου κάθε στιγμή που περνούσε πραγματώνονταν μέσα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας. Οι κάτοικοι αυτού του νησιού αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν όταν η προσοχή των αρχόντων απλώθηκε πάνω από τον ελεύθερο ουρανό τους σαν μαύρο σύννεφο. Όμως δεν χάθηκαν, δεν εξαφανίστηκαν, απλά αναδιπλώθηκαν, ανασυντάσσονται και ψάχνουν να βρουν ένα νέο απομονωμένο νησί το οποίο θα στεγάσει εκ νέου τη τρέλα, τα συναισθήματα και τις ανυπότακτες καρδιές τους. Μπορεί να έζησε λίγα χρόνια όμως ήταν χρόνια έντονα, γεμάτα συναισθήματα, χωρίς στιγμές πλήξης, άλλωστε όπως έλεγε και ο Βίκτωρ Ουγκώ “Το να πεθαίνεις δεν είναι τίποτα. Το να μη ζεις είναι φριχτό”. Δεν έχει σημασία που πλέον δεν υπάρχει, οι περιπέτειες του έγραψαν ιστορία και γαλουχούν μια ολόκληρη γενιά. Μια από αυτές ξεδιπλώνεται μέσα στις επόμενες σελίδες.
8
ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
Η
κουβέντα είχε αρχίσει πριν καλά καλά καθίσουμε στο τραπέζι. Μια έξαψη όμοια με αυτή που εμφανίζεται στα πρόσωπα των μικρών παιδιών λίγο πριν ανοίξουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους με είχε κάνει να μιλάω ακατάπαυστα εκθέτοντας τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας. Η αφήγηση δεν διακόπηκε παρά μόνο από τη σερβιτόρα η οποία έφερε τους καφέδες και τα τρανταχτά γέλια του Θεόφιλου Π. δικηγόρου και φίλου, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Ξαφνικά σοβαρεύοντας για λίγο, θυμήθηκε τη δικηγορική του ιδιότητα και ανάμεσα σε δυο γουλιές καφέ είπε: - Φαντάζομαι ξέρεις ότι αυτό που κάνατε ονομάζεται “αντιποίηση αρχής”; Αντιποίηση αρχής. Πόσο αστείο ακούγεται; Πώς μπορούν άραγε να συνυπάρξουν στην ίδια πρόταση η “ποίηση” με την οποιαδήποτε “αρχή”; Από καταβολής κόσμου τις αρχές αποτελούν δυο κατηγοριών άνθρωποι. Αυτοί οι οποίοι από τα μάτια τους καταλαβαίνεις ότι είναι αδίστακτοι. Αυτοί δηλαδή που εργάζονται στα παρασκήνια πυρετωδώς γεμάτοι από ματαιοδοξία, νομίζοντας ότι οι πνευματικές τους ικανότητες είναι τόσο ανώτερες από του οποιοδήποτε, που τους επιτρέπουν να παίζουν με το μέλλον χιλιάδων ανθρώπων τους οποίους ποτέ δε θα γνωρίσουν. Κομπάζουν μη μπορώντας να συνειδητοποιήσουν την ασημαντότητα τους μέσα στο χρόνο αλλά και το τέλος που επιφυλάσσει πάντα η ιστορία για όλους αυτούς τους αλαζόνες, εξουσιομανείς. Από την άλλοι βρίσκονται οι ευνουχισμένοι πνευματικά υποτακτικοί τους, οι οποίοι είτε έχουν απλά μια σχέση δούλου – αφέντη με την επίφαση της επαγγελματικής δραστηριότητας ή ανήκουν 9
σε εκείνη την άλλη κατηγορία ανθρώπων, των φοβισμένων. Αυτών που έχουν θάψει οικειοθελώς την φαντασία και την ελεύθερη σκέψη τους κάτω από νόμους, οικονομικές θεωρίες και κοινωνικά πλαίσια, έξω από τα οποία θα ένιωθαν όπως ο Χατζηπαναγής αν διεύθυνε μια τράπεζα! Αυτές τις δυο κατηγορίες ανθρώπων ενώνει ένας φόβος προς την ποίηση η οποία όπως γράφει και ένας τοίχος στην Άνω Πόλη “είναι η δράση στο δρόμο”. Πρόκειται για ένα φόβο προαιώνιο που δε θα ξεπεραστεί ποτέ, γιατί η ποίηση είναι συναίσθημα, το συναίσθημα ελευθερία και η ελευθερία είναι άναρχη, έξω από πλαίσια και κανόνες! Ο Νίτσε έγραψε: “Γιατί, τι είναι η ελευθερία; Είναι το να έχεις τη θέληση να αναλάβεις την ευθύνη για τον εαυτό σου. Το να διατηρείς την απόσταση που μας χωρίζει τον έναν από τον άλλο. Το να γίνεις πιο αδιάφορος απέναντι στον κόπο, τη στέρηση, ακόμη και την ίδια τη ζωή”. Αδυνατούν αυτοί οι δύο τύποι ανθρώπων να λειτουργήσουν έξω από το κυρίαρχο κοινωνικό πλαίσιο, αδυνατούν να αμφισβητήσουν όλα αυτά που τους παρουσίασαν σαν επιτρεπτά σε αυτό τον κόσμο και σιχαίνονται καθετί που αμφισβητεί τις συμβάσεις της ζωής τους, ζητούν ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Όπως έλεγε ο Θουκυδίδης όμως: “Ή ελεύθερος θα είσαι ή ήσυχος. Και τα δυο μαζί δεν γίνεται”! Όμως αρκετά με τις θεωρίες, ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή…
10
ΛΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Ο
αγώνας με τον ζμπάουγκ στη τούμπα έχει τελειώσει, έχουμε ηττηθεί με σκορ 1-0 και όχι τόσο το αποτέλεσμα όσο η απόδοση των παικτών του Ηρακλή αξίζει μιας επίσκεψης ώστε να δοθεί ένα γερό ταρακούνημα. Οι Ζαγοράκης και Πασχαλίδης μετά τα επεισόδια της τελευταίας χρονιάς στο Καυταντζόγλειο είχαν αποφασίσει να μην υπάρξει μετακίνηση οπαδών σε κανένα από τα δυο ματς. Έτσι αρκεστήκαμε στα καφενεία και τις καφετέριες ενώ για λόγους που δεν έχουν θέση σε ένα κείμενο λογοτεχνίας (sic) όπως αυτό, στήθηκε και μια γιγαντοοθόνη στο Κατσάνειο. Από την ημέρα που ιδρύθηκε η Αυτόνομη Θύρα 10 είχε αποφασιστεί, τα γραφεία του συνδέσμου να μην είναι ανοιχτά όταν ο Ηρακλής αγωνίζεται εκτός έδρας. Από τη μια θέλαμε να δείξουμε με αυτό το τρόπο ότι η θέση του οπαδού είναι δίπλα στην ομάδα είτε αυτή αγωνίζεται στη Βέροια είτε αγωνίζεται στην Μογγολία. Από την άλλη, οι εκτός έδρας αγώνες είναι μια καλή ευκαιρία γι’ αυτούς που δεν θα ακολουθήσουν την ομάδα να την “προπαγανδίσουν” με πράξεις σε καφενεία και στέκια όπου μέσα στην ευρύχωρη αγκαλιά της nova συγχνωτίζονται οπαδοί όλων των ομάδων. Το αποτέλεσμα του αγώνα λοιπόν, ήταν απογοητευτικό, η εμφάνιση των παικτών εξοργιστική. Τα τηλέφωνα δεν άργησαν να πάρουν φωτιά. Το ραντεβού δινόταν στα γραφεία του Ηρακλή στη Μίκρα όπου πιστεύαμε ότι θα πήγαινε η αποστολή της ομάδας. Το παρών στο λαϊκό δικαστήριο έδωσαν πολλοί οπαδοί, έλαμψαν όμως δια της απουσίας τους οι “κατηγορούμενοι”. Από κάποιον δημοσιογράφο ενημερωθήκαμε ότι η αποστολή 11
έχει φύγει από την τούμπα και κατευθύνεται προς το ξενοδοχείο στο οποίο είχαν καταλύσει (μακράν η πιο κλισέ έκφραση του αθλητικού ρεπορτάζ) οι παίκτες πριν τον αγώνα, στη περιοχή της Περαίας. Χωρίς δεύτερη σκέψη άμεση επιβίβαση στα οχήματα και γραμμή για Περαία. Το ξενοδοχείο βρισκόταν απομονωμένο στο τέλος ενός αδιεξόδου χωματόδρομου ανάμεσα σε περιφραγμένα χωράφια χωρίς ίχνος φωτισμού. Ιδανικό σημείο τόσο για πέσιμο όσο και για παγίδευση. Μετά από κάποια ώρα αναμονής φάνηκε το λεωφορείο με τους παίκτες συνοδευόμενο από δυο κλούβες των ματ. Καταλάβαμε αμέσως τι θα επακολουθούσε όμως είχαμε έρθει για ένα σκοπό και δεν ήμασταν διατεθειμένοι να τον εγκαταλείψουμε τόσο εύκολα, άλλωστε δεν θέλαμε να διαπράξουμε και κανένα έγκλημα, δυο τρία μπινελίκια θέλαμε να δώσουμε στους παίκτες σαν μια προσπάθεια αφύπνισης και θα αποχωρούσαμε. Το λεωφορείο μπήκε μέσα στο παρκινγκ του ξενοδοχείου όμως δεν άνοιξαν οι πόρτες, δεν κατέβηκε κανένας, όλοι περίμεναν κάτι το οποίο δεν άργησε να συμβεί. Δυο διμοιρίες και πολλοί ασφαλίτες πέρασαν τη πόρτα του ξενοδοχείου τρέχοντας.
12
Δεν κρατήθηκαν ούτε καν οι τύποι που έχουμε αναπτύξει σε αυτή τη σχέση “αγάπης” με τις δυνάμεις ασφαλείας, όπου πάντα πριν το ξύλο είτε το δεχτεί η μια μεριά είτε η άλλη υπάρχει μια κουβεντούλα, κάτι σαν τα προκαταρκτικά στο σεξ. Σε αυτή τη περίπτωση τα γκλομπ άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν σε κεφάλια ευθύς αμέσως. Δεν ήταν σαν άλλες φορές. Υπήρχε μια ησυχία την οποία έσπαζε μόνο ο ήχος των γκλομπ όταν έρχονταν σε επαφή με κάποιο κόκαλο, ένας υπόκωφος ανατριχιαστικός θόρυβος καθώς και ο ήχος της ασπίδας όταν προσγειωθεί πάνω της κάποιο πόδι ή κάποια πέτρα. Κανείς δε φώναζε όπως άλλες φορές, καμιά φωνή δεν ακούγονταν. Έμοιαζε με ιεροτελεστία η οποία γίνονταν ακόμα πιο μυστηριακή από το απόλυτο σκοτάδι στο οποίο βρισκόμασταν. Όλα αυτά συνέβαιναν σε απόσταση χιλιοστού από το λεωφορείο της αποστολής, μάλιστα κάποιες γκλομπιές που έχαναν το στόχο τους προσγειώνονταν πάνω στις λαμαρίνες αφήνοντας αναμνηστικές λακούβες. Θυμάμαι ακόμα το βλέμμα ικανοποίησης του αντιπρόεδρου του Ηρακλή, Δ. Πολύκαρπου, καθώς και το ψυχρό απαθές βλέμμα του τότε προπονητή μας, Όλεγκ Προτάσωφ. Ειδικά ο δεύτερος, πόσο ατάραχος ήταν; Άραγε αυτή του η ηρεμία να ήταν προϊόν της μακράς του παρουσίας στα γήπεδα ή απλά η σοβιετική του κουλτούρα τον είχε κάνει σκληρό σε τέτοιου είδους θεάματα. Ίσως απλά εκείνη την ώρα να φανταζόταν ότι προχωράει στη πλατεία Ντζερζίνσκι της Μόσχας έξω από το κατώφλι του τεράστιου γκρι κτιρίου, η όψη αλλά κυρίως η φήμη, του οποίου μπορούσαν να πανικοβάλουν τον οποιονδήποτε, από τον αρχηγό του πολίτμπιρο του κομουνιστικού κόμματος μέχρι τον τελευταίο σοβιετικό πολίτη. Εκεί βρίσκονταν τα γραφεία της Κα Γκε Μπε ενώ η πλατεία πήρε το όνομα της από τον ιδρυτή της. Το να περπατάς έξω από ένα κτίριο όπου ξέρεις ότι μέσα βασανίζονται άνθρωποι σε εξοικειώνει με την βαρβαρότητα, συνηθίζεις, αδειάζεις από συναισθήματα και απλά εύχεσαι να μην περάσεις ποτέ το κατώφλι του. Κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει και σήμερα στην Ελλάδα; Όταν περάσεις από τη πλατειά Συντάγματος από το σημείο όπου αυτοκτόνησε ο Δημήτρης Χριστούλας διαμαρτυρόμενος με αυτό το τρόπο για την οικονομική και όχι μόνο δικτατορία που έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας αρχικά σε πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Όταν όμως ακούς και μαθαίνεις καθημερινά και για άλλους ανθρώπους οι οποίοι έπραξαν το ίδιο, λόγω του αδιεξόδου που συνάντησαν μπροστά τους, σιγά σιγά συνηθίζεις το θάνατο, τον προσπερνάς σαν κάτι που απλά συμβαίνει, 13
14
χάνεις κάθε είδους ευαισθησία αλλά και διάθεση εναντίωσης στα αίτια που γεννούν τέτοιες καταστάσεις. Κλείνεσαι στον μικρόκοσμο σου και επαναλαμβάνεις αυτό που έγραφε ένας φτωχός μαθητής δημοτικού της Σικελίας σαν τίτλο σε μια έκθεση του, την οποία δημοσίευσε στο ομώνυμο βιβλίο του ο Ιταλός συγγραφέας Λέο Μπουσκάλια, “Εγώ ελπίζω να τη βολέψω”! Μετά από ένα σύντομο ταξίδι σε Μόσχα – πλατεία Συντάγματος – Σικελία, ας επιστρέψουμε στην εξωτική Περαία όπου η μάχη με τα ματ σιγά σιγά παίρνει τέλος. Οι γκλομπιές και οι φυσουνιές σταμάτησαν μόνο αφού βγήκαμε κακήν κακώς από το χώρο του παρκινγκ του ξενοδοχείου. Αρκετά ανοιγμένα κεφάλια και πολλές μαυρισμένες πλάτες ο απολογισμός της σύγκρουσης. Οι άνδρες(;) των ματ είχαν ξεδώσει, αυτά όμως όπως ξέρουμε καλά και εμείς αλλά και αυτοί, είναι δανεικά. Αφού απομακρυνθήκαμε από το λεωφορείο άνοιξε η πόρτα και άρχισαν να κατεβαίνουν οι παίκτες της ομάδας με σκυφτά τα κεφάλια, όχι γιατί ντράπηκαν για την εμφάνιση τους αλλά μάλλον γιατί αυτό έχουν δει να κάνουν οι συνάδελφοι τους σε αντίστοιχες περιπτώσεις στην τηλεόραση. Για μας όμως πλέον η ήττα στο τοπικό ντέρμπι ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Όλα αυτά που είχαν συμβεί μερικά λεπτά πριν, το ξύλο, τα χημικά, ο τραμπουκισμός διαδραματίστηκαν μπροστά στα μάτια των παικτών μας και από όλους αυτούς τους οποίους κάθε Κυριακή τρέχουμε να χειροκροτήσουμε σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδος δεν βρέθηκε ούτε ένας να μπει στη μέση να πει έστω μια κουβέντα. Ακόμα θυμάμαι ένα βίντεο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο όπου κάποιοι αστυνομικοί σε ένα γήπεδο της Πορτογαλίας δέρνουν έναν οπαδό μέσα στον αγωνιστικό χώρο και σαν από μηχανής θεοί οι παίκτες της ομάδας, τους επιτίθενται ξυλοφορτώνοντας τους άσχημα και σώζοντας τον οπαδό. Το γυαλί είχε ραγίσει πολύ βαθιά. Ο Ηρακλής πλέον για όσους ζήσαμε εκείνο το σκηνικό δεν ήταν ο ίδιος! Στα μυαλά μας είχε στηθεί ένα πάρτι μίσους όπου αντί για μουσική αντηχούσαν στη διαπασών τα λόγια της Κατερίνας Γώγου “… Γι’ αυτό σου λέω την άλλη φορά που θα μας ρίξουν να μη την κοπανήσουμε, να ζυγιαστούμε, μη ξεπουλήσουμε φθηνά το τομάρι μας, ρε!” Και η ώρα του ζυγιάσματος θα ερχόταν πιο γρήγορα από όσο περίμεναν, ειδικά με τους ηθικούς αυτουργούς όλης αυτής της κατάστασης το τετ α τετ θα γινόταν άμεσα.. Το λαϊκό δικαστήριο μετά από μια ήττα είναι κάτι σαν καθαρτήριο για τον 15
16
οπαδό. Ο παίκτης που “τα ακούει” ανάλογα με τη στάση που θα κρατήσει κατά τη διάρκεια αυτού του ξεσπάσματος θα συγχωρεθεί ή θα εξοστρακιστεί στο πυρ το εξώτερο. Είναι μια ανάγκη για όσους αγαπούν παθολογικά μια ομάδα να πουν τον πόνο τους στους “αρμοδίους” ώστε να μπορέσουν να ηρεμήσουν αλλά και για να κοροϊδέψουν τον εαυτό τους, πιστεύοντας ότι την επόμενη φορά δε θα συμβούν τα ίδια γιατί ακόμα θα αντηχούν στα αυτιά των παικτών ή του προπονητή τα αγανακτισμένα λόγια τους. Αυτή την ανάγκη η οποία στο 99% των περιπτώσεων δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο, εκείνη την ημέρα κανείς στον Ηρακλή δεν τη σεβάστηκε. Μάταια κάποιοι παίκτες βγήκαν από το πούλμαν και προσπάθησαν να μιλήσουν με τον κόσμο, κανείς δεν είχε όρεξη να τους ακούσει μετά από όσα είχαν συμβεί. Στη σχέση που είχαμε αναπτύξει εμείς από τη κερκίδα και αυτοί από τους αγωνιστικούς χώρους μπήκαν τρίτοι και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο. Όσο για τη διοίκηση αυτοί είχαν ήδη το ακαταλόγιστο. Είχε ποινικοποιηθεί στα μάτια τους η ιδιότητα του οπαδού του Ηρακλή, όπως γινόταν παραδοσιακά σε αυτόν τον σύλλογο ενώ τώρα περνούσαν σε δεύτερο επίπεδο βάζοντας στο παιχνίδι την αστυνομία. Η ιστορία επαναλαμβάνονταν για άλλη μια φορά. Όπως κάθε διοίκηση που είχε περάσει τα τελευταία 30 χρόνια από την ομάδα μας έτσι και αυτοί, επέλεγαν τη σύγκρουση. Τυφλωμένοι από ένα εγωισμό και κινούμενοι με μια λογική όπου κάθε ένας που απαιτούσε τα αυτονόητα για την ομάδα του, κάθε ένας που έβαζε την αξιοπρέπεια και την ιστορία του συλλόγου πάνω από προσωπικές φιλίες και στρατηγικές συμμαχίες κατατάσσονταν αυτόματα στους εχθρούς της ομάδας, διάλεγαν ένα δρόμο στο τέλος του οποίου διακρίνονταν πολύ άσχημες καταστάσεις. Ίσως όλοι αυτοί να ήθελαν να μετατρέψουν τον Ηρακλή σε μια μικροβιοτεχνία η οποία χρησιμεύει είτε ως πλυντήριο χρημάτων, είτε ως κέντρο ανάπτυξης δημοσίων σχέσεων. Σε αυτή τη μικροβιοτεχνία προτιμούσαν για πελάτες, φιλήσυχους, υποτακτικούς φιλάθλους με γεμάτο πορτοφόλι που ακόμα και μπροστά στο μεγαλύτερο έγκλημα εναντίων της ομάδας τους θα σιωπούσαν ή στη χειρότερη περίπτωση απλά θα αποστασιοποιούνταν. Συνεχίζοντας λοιπόν αυτή τη παράδοση των 30 χρόνων η διοίκηση Πασχαλίδη είχε μετατρέψει εκείνη τη χρονιά το Καυταντζόγλειο σε χοιροστάσιο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δόθηκε όταν δεκατρείς διμοιρίες ματ είχαν παραταχθεί περιμετρικά του γηπέδου σε έναν αγώνα κόντρα στον 17
Αστέρα Τρίπολης για να προστατέψουν την ομάδα από τους ίδιους της τους οπαδούς. Τελικά οι οπαδοί και οι φίλαθλοι έμειναν απροστάτευτοι απέναντι σε αυτούς που είχαν έρθει για να τους προστατέψουν!.
18
ΤΑΒΕΡΝΑ “Η ΩΡΑΙΑ ΛΕΒΑΔΕΙΑ”
Η
αφύπνιση στο κινητό όταν έχει τον ήχο κάποιου τραγουδιού, όσο ωραία και να είναι η μελωδία του, το μετατρέπει αυτόματα σε έναν μισητό ήχο ειδικά όταν το αλκοόλ της προηγούμενης βραδιάς δεν έχει φύγει ακόμα από τις φλέβες σου. Το ραντεβού όμως είχε δοθεί νωρίς και έπρεπε να είμαστε παρόντες. Από το σπίτι ξεκίνησα με το τυχερό κασκόλ (όποιος οπαδός πει ότι δεν έχει τέτοιου είδους προλήψεις, απλά λέει ψέματα), ακολούθησα το ίδιο τυχερό δρομολόγιο, καφεδάκι στο πλαστικό ποτήρι, νάιλον σακούλα με λίγες μπύρες μέχρι τη πρώτη στάση, μιας και από εκεί θα φρόντιζε ως συνήθως το κίνημα των “cutras” για τις περαιτέρω προμήθειες και επιβίβαση σε ένα από τα λεωφορεία έξω από το Ιβανώφειο. Έχει περάσει ήδη μια εβδομάδα από τις στενές επαφές με την αστυνομία έξω από το ξενοδοχείο στη Περαία και όμως η πλάτη ακόμα πονάει. Προορισμός μας η Λιβαδειά. Αν και η ψυχολογία δεν είναι καλή, το ταξίδι, όπως κάθε εκδρομή με τον Ηρακλή, δεν αργεί να εξελιχθεί σε μια παρανοϊκή παράσταση, που πότε παραπέμπει σε σκηνή της ταινίας “φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας” και πότε σε σουρεαλιστικό πίνακα της ύστερης περιόδου του Dali. Το κέφι περισσεύει όπως και η βεβαιότητα ότι πάλι στο τέλος θα μας τη σπάσει η ομάδα. Μια πληροφορία ότι ο αγώνας θα αναβληθεί λόγω καταρρακτώδους βροχής δεν μας πτοεί, άλλωστε σημασία έχει το ταξίδι! Μετά από αρκετές ώρες και έχοντας φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο ψυχικής κατάστασης ώστε να αντέξουμε το “θέαμα” που θα μας προσφέρουν οι δυο ομάδες φτάσαμε έξω από το υπερσύγχρονο στάδιο της Λιβαδειάς όπου για να μπει κάποιος έπρεπε να πληρώσει 15 19
ευρώ. Αφού μπήκαμε στη σειρά και με απόλυτη ησυχία, τάξη και ασφάλεια “πληρώσαμε” περνώντας στην ουσία πάνω από τους αστυνομικούς που βρίσκονταν στη πόρτα, μπήκαμε στη κερκίδα που θα μας φιλοξενούσε, απλώσαμε τα πανιά μας και φροντίσαμε να κάνουμε τη παρουσία όσο το δυνατόν λιγότερο διακριτική. Ο αγώνας δεν θα ξεκινούσε μιας και ο αγωνιστικός χώρος προσφέρονταν μόνο για πόλο. Παρόλ’ αυτά ο έμπειρος πρόεδρος του Λεβαδειακού πίεσε και πέτυχε να αρχίσει αφού είχε καταλάβει ότι το μοναδικό στοιχείο που χρειάζεται να έχουν οι παίκτες του για να κερδίσουν ένα τέτοιο ματς είναι η δύναμη κάτι στο οποίο σαφώς υπερτερούσαν από τους δικούς μας. Η δική μας διοίκηση πιστή στο δόγμα Πασχαλίδη “Το παίζουμε καλά παιδιά και ελπίζουμε να μας λυπηθούν”, δίνει τη συγκατάθεση της ώστε να γίνει το ματς.
Το τραπέζι είχε ήδη γεμίσει, τα ποτήρια το ίδιο. Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας άνοιξε στις τρεις παρά πέντε την τηλεόραση και έψαξε να βρει το κανάλι που θα έδειχνε τον αγώνα Λεβαδειακού - Ηρακλή. Οι καρέκλες γύρισαν,
20
τα γέλια και οι συζητήσεις σταμάτησαν, μόνο ένας παππούς συνέχισε να ρουφάει τα μακαρόνια του χαλώντας την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί. Μια τελευταία μεγάλη γουλιά μπύρας και ο αγώνας ξεκίνησε. Εκείνη τη χρονιά γινόταν τεράστιος ντόρος για την ύπαρξη εκατοντάδων σουρωμένων εντός του Καυταντζογλείου κυρίως στο πέταλο της θύρας 10, οι οποίοι δημιουργούσαν διάφορες καταστάσεις. Η αλήθεια είναι ότι έδιναν σόου κανονικό κάθε Κυριακή εντός και εκτός έδρας. Ο Πασχαλίδης και η κουστωδία του εξέφραζαν παράπονα σε κάθε ευκαιρία για τα πρόστιμα που επιβάλλονταν στον Ηρακλή εξ’ αιτίας τους, μετά βέβαια από δυο χρόνια μάθαμε ότι δεν είχε πληρώσει ούτε ένα από αυτά, ενώ οι κλασσικοί γκρινιάρηδες οσφοιοκάμπτες φίλαθλοι έσπευδαν να κατηγορήσουν σε φόρουμ και ράδια όλους αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι κατά τη γνώμη τους ευθύνονταν για κάθε κακό στον Ηρακλή. Πάντα η μπάλα έπαιρνε και το σύνδεσμο της Αυτόνομης θύρας 10 γιατί δεν έκανε κάτι ώστε να σταματήσουν όλοι αυτοί να κάνουν “κακό στην ομάδα”. Ποτέ δε δώσαμε σημασία, η κερκίδα είναι ελευθερία και κανείς από το σύνδεσμο δεν είχε την διάθεση να το παίξει μπάτσος. Όλοι αυτοί που γκρίνιαζαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι όταν η καψούρα σου, αυτό που λατρεύεις, η πρώτη σου σκέψη το πρωί και η τελευταία το βράδυ, διασύρετε, μόνο σουρωμένος μπορείς να αντιμετωπίσεις αυτή την κατάσταση! “Αλλοίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν” που έλεγε και ο Μητροπάνος.
Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα, το υπόλοιπο γήπεδο σχεδόν άδειο, οι αντίπαλοι οπαδοί έμοιαζαν με εκείνη την αηδία, εικαστική παρέμβαση, που βρίσκεται στη παραλία της Θεσσαλονίκης με τις ομπρέλες που κρέμονται, θλιβερό κατάλοιπο του 1997 όταν η πόλη μας ανακηρύχτηκε σε “απελπιστική” πρωτεύουσα της Ευρώπης. Οι περισσότεροι από εμάς χωρίς μπλούζα με τη βροχή να έχει τρυπώσει μέχρι και στα εσώρουχα μας. Ασταμάτητο τραγούδι και πάνω κάτω συνέχεια για να ζεσταθούμε. Η μάχη της κερκίδας είχε κερδηθεί χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Η μάχη του εντός αγωνιστικού χώρου πάλι όχι! Τα άδεια μπουκάλια μπύρας είχαν γεμίσει το μισό τραπέζι. Απογοήτευση! Παρακολουθώντας το θέαμα που προσέφεραν οι δυο ομάδες σκέφτηκα να 21
22
ανοίξω μια συζήτηση για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό όπως αυτός παρουσιάζεται μέσα από τα κείμενα του Μαξίμ Γκόργκι, ακόμα και αυτό θα ήταν κάτι πιο ενδιαφέρον. Το σκορ ήταν 0-0, όμως όπως κάθε οπαδός του Ηρακλή, έτσι κι εγώ ήξερα ότι το ματς αυτό είναι χαμένο. Αυτός ο ρεαλισμός του ηρακληδέα που αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής, ώρες ώρες με τρομάζει. Μου θυμίζει το τελευταίο λεπτό του αγώνα κόντρα στη Βίσλα Κρακοβίας, το 2006 στο Καυταντζόγλειο, λίγα δευτερόλεπτα πριν εκτελεστεί το φάουλ με το οποίο ισοφάρισαν οι Πολωνοί το σκορ του πρώτου αγώνα. Μόλις η μπάλα στήθηκε και ο παίκτης πήρε κάποια μέτρα φόρα στο γήπεδο έπεσε μια νεκρική σιγή και απλά όλοι περιμέναμε το “μοιραίο”, το οποίο φυσικά ήρθε γκρεμίζοντας τα όνειρα μας για συμμετοχή του Ηρακλή στους ομίλους του UEFA. Όμως για κάτι τέτοιες στιγμές γίναμε Ηρακλής. Όταν ζήσεις κάτι τέτοιο, όταν ζήσεις έναν τελικό σαν του 1987 ή του 1980, δεν μπορείς να αλλάξεις ομάδα. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο! Όπως αδύνατο είναι και για αυτούς τους τρελούς που συνεχίζουν να αντιστέκονται σε αυτό το κισμέτ, μην αφήνοντας την ομάδα μόνη της ποτέ, να τη βγάλουν από τη καρδιά τους. Το γκολ το δεχτήκαμε στα μέσα του δευτέρου ημιχρόνου, και ενώ η ομάδα κατέρρεε μέσα στη λάσπη, εμείς συνεχίζαμε με ακόμα περισσότερο τραγούδι, περισσότερη τρέλα, τα λαρύγγια ακουμπισμένα στο κάγκελο να δείχνουν ότι εμείς στη κερκίδα δεν έχουμε καμιά σχέση με το συνονθύλευμα που βρίσκεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Ξέραμε ότι το ματς δεν γυρνά ούτε και αν κατέβει ο Θεός ο ίδιος, όμως επιμέναμε με μεγαλύτερη ένταση και πάθος για να δείξουμε τι σημαίνει για μας ο Ηρακλής και πώς τον ονειρευόμαστε! Τα τηλέφωνα χτυπάνε συνεχώς στο τραπέζι, ενώ το ματς πλησιάζει στο 90’. Οι κινήσεις νευρικές. Τα ποτήρια γεμίζουν και αδειάζουν γρήγορα. “Κάτι πρέπει να κάνουμε δεν είναι δυνατόν να μας ξεφτιλίζουν άλλο”. “Πρέπει να τους ξυπνήσουμε”. “Οι δικοί μας κατέβηκαν τόσα χιλιόμετρα, δεν τους σεβάστηκαν;” Το ραντεβού δίνεται στον σύνδεσμο της Αυτόνομης θύρας 10, θα βρεθούμε εκεί και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε.
Ανεβαίνουμε ξανά στο λεωφορείο. Δύσκολος ο γυρισμός μετά από τέτοια ήττα και τέτοια εμφάνιση. Άραγε αν καταφέρναμε να μιλήσουμε με τους 23
παίκτες την προηγούμενη εβδομάδα θα έπαιζαν διαφορετικά; Άραγε πάλι θα βάλουν μπάτσους να τους φυλάνε; Μια φωνή στον οδηγό να σβήσει τα φώτα και να βάλει καλοριφέρ μιας και η βροχή μας είχε παγώσει και το λεωφορείο βυθίζεται σε μια ησυχία νεκρική. Μόνο οι κάφτρες από τα τσιγάρα φαίνονται ενώ που και που καμιά βρισιά ή καμιά κατάρα σπάει τη σιγή.
Έξω από το σύνδεσμο έχει πάρα πολύ κόσμο. Αγανακτισμένοι όλοι βρίζουν και φωνάζουν. Άλλοι μιλούν για το σύστημα και την εντεκάδα του Προτάσωφ, άλλοι για την αμυντική μας διάταξη, άλλοι για τον Πασχαλίδη και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, όμως όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να πάμε να μιλήσουμε στους παίκτες. Πώς όμως; Ξέρουμε ότι ήδη στη Μίκρα έχουν πάει ματ γιατί φοβούνται μήπως σπάσουμε τα αμάξια των παικτών που είναι παρκαρισμένα εκεί. Μπορούμε να πάμε μεσοβδόμαδα σε μια προπόνηση. Όχι τώρα πρέπει να πάμε! Στο τραπέζι πέφτει μια ιδέα. Είναι ουτοπική όμως μας κάνει να γελάσουμε. Είναι τόσο τρελή που αξίζει τον κόπο να το παλέψουμε! Θα πάμε να τους περιμένουμε στα Μάλγαρα και θα τους σταματήσουμε αμέσως μετά τα διόδια, με ένα σχέδιο που αν πετύχει θα γράψει ιστορία. Διαλυόμαστε και δίνουμε ραντεβού στα διόδια των Μαλγάρων μετά από κάποιες ώρες, αφού υπολογίσαμε τον χρόνο που χρειάζεται το λεωφορείο της αποστολής για να διανύσει την απόσταση από τη Λιβαδειά. Χωρίσαμε με την προτροπή να μην αναφερθεί το σχέδιο και το ραντεβού στα κινητά ώστε να μη χάσουμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού.
Δε ξέρω αν κοιμόμουν ή απλά ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου, πάντως ο χτύπος του κινητού με τρόμαξε και με επανέφερε στη πραγματικότητα. Στην άλλη άκρη άκουγα γέλια και φωνές. Ήταν τα παιδιά που δεν κατέβηκαν Λιβαδειά. Είχαν μαζευτεί στο σύνδεσμο. Πώς αντέχουν και γελάνε ρε γαμώτο, σκέφτηκα. “Όσοι μπορείτε κατεβείτε Μάλγαρα, τα λέμε εκεί” μου είπε η φωνή και έκλεισε το κινητό πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε. Κάτι ετοιμάζουν, σκέφτηκα και ένιωσα προς στιγμήν η κούραση να φεύγει δίνοντας τη θέση της σε μια έξαψη και μια ανυπομονησία να φτάσουμε 24
στο προκαθορισμένο ραντεβού. Ενημέρωσα και τους υπολοίπους μέσα στο πούλμαν. Μια βαβούρα δημιουργήθηκε την οποία κέρδισε πολύ γρήγορα η κούραση κι έτσι το λεωφορείο ξαναβυθίστηκε στη σιωπή.
25
26
MALGARA CALLING!!!
Ό
ταν φτάσαμε στα Μάλγαρα είχαν ήδη μαζευτεί αρκετοί οπαδοί του Ηρακλή. Ένα στρώμα υγρασίας αιωρούνταν ανάμεσα στο δρόμο και τους προβολείς του αυτοκινητοδρόμου δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα η οποία έμοιαζε να είναι βγαλμένη από κάποια ταινία του Tim Burton. Βρισκόμασταν σε απόσταση μικρότερη των 15 μέτρων από το αστυνομικό τμήμα που υπάρχει δίπλα από το σταθμό διοδίων για να προστατεύει τις επενδύσεις του Μπόμπολα και των λοιπών μεγαλοεργολάβων, οπότε για να μη κινήσουμε υποψίες κατευθυνθήκαμε σε μια καντίνα που βρίσκεται δίπλα στο δρόμο σε ένα χαμηλό σημείο ώστε να μη φαίνεται ο συγκεντρωμένος κόσμος. Στην άκρη του οδοστρώματος έμεινε μόνο ένα άτομο το οποίο ενημέρωνε τους αργοπορημένους του ραντεβού και τους έστελνε στη ζεστασιά της ψησταριάς. Σουβλάκια, μπύρες, ο λαός του Ηρακλή δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία μιας “ταβερνοκατάστασης”. Ανέβηκα από την πρόχειρα φτιαγμένη αυλή της καντίνας και περπάτησα στο οδόστρωμα. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει ενώ κρατούσα ένα φωσφορούχο γιλέκο σαν αυτά που φορούν οι τροχονόμοι. Τα πόδια μου έτρεμαν. Δεν φοβόμουν, απλά είχα άγχος για το αν θα πετύχαινε το κόλπο που είχαμε σκεφτεί. Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασαν και τα λεωφορεία με τους οπαδούς μας. Ελάχιστοι κατέβηκαν για να περιμένουν τους παίκτες. Όπως μας εξήγησαν οι νεοαφιχθέντες, οι περισσότεροι δεν ξυπνούσαν με τίποτα, ενώ όλοι ήταν ακόμη μούσκεμα. Παρόλ’ αυτά ήμασταν γύρω στα 100 άτομα, αριθμός ικανός να βγάλει εις πέρας το στόχο που είχαμε θέσει. Η ώρα περνούσε και το στομάχι σφιγγόταν. Προσπαθούσα να φανταστώ 27
τη κίνηση που θα κάνω μόλις δω το λεωφορείο, τι ακριβώς θα πω στον οδηγό και τι θα μπορούσε να πάει στραβά. Φοβόμουν ότι θα περάσουν από την αριστερή λωρίδα και ότι θα έπρεπε να μπω στη μέση του δρόμου για να σταματήσω το λεωφορείο, φοβόμουν μην προκαλέσω κανένα ατύχημα. Ξαφνικά σηκώνεται η μπάρα και το λεωφορείο περνά το σταθμό διοδίων. Είναι μπροστά μου. Ο οδηγός του λεωφορείου βλέπει μπροστά του έναν τύπο ο οποίος φοράει φωσφορούχο γιλέκο πάνω από μαύρο μπουφάν, μαύρο καπέλο σαν αυτό που φορούν οι Ο.Π.Κ.Ε. και μαύρο στρατιωτικό παντελόνι το οποίο χαμηλά στα πόδια το έχει βάλει μέσα από τις κάλτσες τις οποίες έχει σηκώσει ψηλά έτσι ώστε να μοιάζει ότι φοράει αρβύλες. Του κάνει νόημα σαν τροχονόμος και τον οδηγεί στα δεξιά του δρόμου, στο παρκινγκ. Βγάζει δεξί φλας. Επιβραδύνει. Είμαι έτοιμος να κατουρηθώ από τη χαρά μου όμως βλέπω ότι οι πινακίδες του δεν είναι ελληνικές. Από το άγχος μου είχα κάνει λάθος. Είχα σταματήσει ένα τουριστικό λεωφορείο από την Πολωνία! Γαμώτο! Κάνω ότι κοιτάω την πινακίδα του, κρατιέμαι σοβαρός και κάνω νόημα στον οδηγό να φύγει. Με χαιρετάει με ένα κούνημα του κεφαλιού του ενώ ο συνοδηγός του έχει σηκωθεί όρθιος. Πραγμα-
28
τικά δεν έχω δει πιο ανακουφισμένο άνθρωπο στη ζωή μου από αυτόν τον οδηγό. Μόλις απομακρύνεται και λίγο πριν πάω και πάλι στην άκρη του δρόμου έχω ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια χαίρομαι γιατί το κόλπο φαίνεται να πιάνει ενώ από την άλλη φοβάμαι μήπως μας πήραν πρέφα από το κοντινό τμήμα. Μετά από κάποια λεπτά καταλαβαίνω ότι μάλλον τους υπερεκτίμησα, στο κάτω κάτω δημόσιοι υπάλληλοι είναι και αυτοί! Λίγα λεπτά αργότερα έχω μπροστά μου και πάλι στο ίδιο σημείο το αντικείμενο του πόθου μου. Το λεωφορείο του Ηρακλή. Μπορώ να διακρίνω τον οδηγό και τον συνοδηγό ο οποίος μου είναι γνωστός. Πρόκειται για έναν πρώην μπάτσο τον οποίο είχε βάλει ο Πασχαλίδης υπεύθυνο ασφαλείας. Ένας κοντός ξερακιανός με μάτια μικρά σα κουμπότρυπες. Γκριζομάλλης με ένα ύφος απίστευτα αλαζονικό. Τα πολλά χρόνια που πέρασε ως αξιωματικός της αστυνομίας φαίνεται είχαν χαράξει στο πρόσωπο του την έκφραση της εξουσίας. Αν είχε γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε άνετα να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας τον κλασσικό κακό, ανίκανο και φίλο του διοικητή, μπάτσο ο οποίος τυφλωμένος από ζήλια δεν επιτρέπει στον έξυπνο, όμορφο και αντισυμβατικό συνάδελφο του (βλέπε Bruce Willis) να συλλάβει τους κακούς. Στην ουσία ένα ανθρωπάκι ήταν, με πιο πολλά κόμπλεξ ακόμα και από τον Πάγκαλο, ο οποίος δεν μπορούσε να επικοινωνήσει ουσιαστικά με κανένα πλην των υφισταμένων του, πανικοβάλλονταν και αδυνατούσε να διαχειριστεί οποιαδήποτε κατάσταση ξέφευγε από αυτά που του είχαν αναθέσει να κάνει. Από την εποχή που ήταν αξιωματικός της ελ.ας. ήταν ορκισμένος εχθρός των οπαδών του Ηρακλή και να που κάποια χρόνια αργότερα βρέθηκε σε μια θέση όπου έπρεπε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ομάδας, κάτι που φυσικά ποτέ δεν έκανε. Με τις ίδιες κινήσεις τροχονόμου έδειξα προς τον οδηγό ότι πρέπει να σταματήσει δεξιά, έβγαλε δεξί φλας και υπάκουσε. Σταμάτησε μπροστά μου, κατέβασα το κεφάλι ώστε το καπέλο να κρύψει το πρόσωπο μου γιατί με τον υπεύθυνο ασφαλείας είχαμε γνωριστεί για τα καλά στο παρελθόν. Έκανα νόημα προς τους υπόλοιπους που βρίσκονταν ακόμα στη καντίνα να έρθουν. Έχει γούστο να κάτσουν να πίνουν μπύρες και να ξεχαστούν, σκέφτηκα. Οι πρώτες σκιές όμως που άρχισαν να ξεπηδάνε σαν ζόμπι μέσα από τους θάμνους διέλυσαν γρήγορα τις ανησυχίες μου. Ο οδηγός άνοιξε τη πόρτα και ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πρώην μπάτσο, άσπρι29
30
σε, κιτρίνισε, έχασε τα λόγια του, κάτι πήγε να ψελλίσει όμως τον πρόλαβα λέγοντας του “στο είπα ότι θα βρεθούμε μια μέρα χωρίς μπάτσους”. Η σκηνή αυτή είχε κάτι από Hollywood! Ήταν εκείνο το “ζύγιασμα” το οποίο επιζητούσαμε φεύγοντας ταπεινωμένοι από το ξενοδοχείο στη Περαία μια βδομάδα νωρίτερα. Δεν θυμάμαι πολλές φορές στη ζωή μου να ήμουν περισσότερο χαρούμενος και περήφανος για τα λόγια που ξεστόμιζα. Μια τεραστία αίσθηση ικανοποίησης και δικαίωσης με είχε συνεπάρει κάνοντας με να χαμογελώ χαιρέκακα. Όσο περισσότερο έβλεπα το φόβο και την απελπισία να αλλάζουν το πρόσωπο του ανθρώπου που είχα απέναντι μου, τόσο περισσότερο ένιωθα να γεμίζει η ψυχή μου από ένα αίσθημα ευφορίας. Δεν υπήρχε αμφιβολία, αυτή ήταν η γεύση του μένους και ήταν γλυκιά, πολύ γλυκιά. Ήταν ξεκάθαρο, παίρναμε την εκδίκηση μας! Αν και ο φόβος είναι ο χειρότερος δυνάστης και εξουσιαστής και θα ήμουν δυστυχής αν καταλάβαινα ότι κάτι τέτοιο προκαλώ με τις πράξεις μου στους γύρω μου, εν τούτοις, εκείνο το αλαζονικό βλέμμα του υπεύθυνου ασφαλείας της ΠΑΕ που είχα διακρίνει μέσα στο σκοτεινό πούλμαν όταν από έξω οι προσκεκλημένοι του, άνοιγαν με τα γκλομπ τους τα κεφάλια μας κάποιες μέρες πριν, με έκανε να θολώνω ακόμα περισσότερο ξυπνώντας ένστικτα που καλά είναι να μένουν θαμμένα. Ένα περιπολικό που ακολουθούσε το λεωφορείο από πίσω έκανε δεξιά και ήρθε δίπλα μου διακόπτοντας αυτή τη τόσο τρυφερή στιγμή μας. -“Συνάδελφε γιατί σταματάς το πούλμαν;” με ρώτησε ο συνοδηγός ο οποίος δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν. -“Μην ασχολείσαι κάτι θέλω απλά να τους πω” του είπα γελώντας. -“Οδηγέ κλείσε τη πόρτα και ξεκίνα” είπε αγριεμένα, αν και η έκφραση του προσώπου του είχε αλλάξει, σε απλά ελληνικά είχε χεστεί επάνω του. -“Πού να πάτε ρε φίλε κοίτα μπροστά σου να δεις τι γίνεται” του είπα ενώ πλέον είχα σκάσει στα γέλια. Μπροστά στο λεωφορείο βρισκόταν 100 περίπου άτομα άλλοι με κουκούλες και full face, άλλοι με μπύρες στα χέρια αλαλάζοντας, χτυπώντας τα τζάμια του λεωφορείου και τους υαλοκαθαριστήρες. Ένα πραγματικό πανδαιμόνιο όπου κανείς δεν καταλάβαινε τι θέλαμε, τι ζητούσαμε, αν είμαστε οπαδοί του Ηρακλή ή κάποιας αντίπαλης ομάδας. Ξαφνικά επικρατεί έντονη αναταραχή, δυο μπράβοι που είχε στείλει ο Πασχαλίδης να συνοδεύουν την αποστολή οι οποίοι ακολουθούσαν με δικό τους αυτοκίνητο προσπά31
θησαν να προσεγγίσουν το λεωφορείο. Ο οδηγός βλέποντας τι τραβούσε ο συνοδηγός ο οποίος βιάστηκε να κατέβει από το αυτοκίνητο κλειδώθηκε στο όχημα του και έκανε γρήγορα γρήγορα όπισθεν προς το τμήμα ενώ ο άλλος, ο βιαστικός, κείτονταν πεσμένος στην άσφαλτο και δεχόταν τη περιποίηση αρκετών οπαδών. Αν και ξέραμε ότι σε αντίστοιχη περίπτωση αυτός θα σταματούσε να μας χτυπάει μόνο όταν θα ήταν βέβαιος ότι κλείσαμε πρώτο κρεβάτι πίστα στο ΑΧΕΠΑ εν τούτοις του επιτρέψαμε να πάει και αυτός προς το αμάξι του φίλου του. Από το τμήμα βγαίνουν συνεχώς μπάτσοι, όμως είναι αδύνατο να κάνουν κάτι με 100 εξοργισμένους ανθρώπους οι οποίοι αν και έχουν περάσει ήδη 5 λεπτά δεν έχουν δώσει ακόμα σε κανέναν να καταλάβει τι ακριβώς θέλουν. Βρισιές, φτυσίματα και οι πιο ανυπόμονοι μπαίνουν μέσα στο πούλμαν. Οι παίκτες τα χρειάστηκαν, δεν μιλάει κανένας. Ακούνε τα σχολιανά τους από κόσμο που έχει γεμίσει το διάδρομο. Τότε συνειδητοποίησα ότι αν και είχαμε σκεφτεί πώς θα σταματούσαμε το λεωφορείο, δε φροντίσαμε να κανονίσουμε μεταξύ μας τι θα λέγαμε και τι θα κάναμε αφού το είχαμε σταματήσει. Ξαφνικά κάποιος πέταξε την ιδέα να τους κατεβάσουμε όλους
32
κάτω να τους μιλήσουμε. Φυσικά αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο. Οι παίκτες όχι απλά δεν τολμούσαν να κατέβουν από το πούλμαν, ούτε καν να μιλήσουν. Με τα χίλια ζόρια και με τον Κατσιαμπή να παίρνει την ευθύνη πάνω του, κατέβηκαν ένας ένας εκτός από κάποιους όπως ο Κονέ, με τους οποίους δεν είχαμε και τις καλύτερες σχέσεις και ήταν πέρα από βέβαιο ότι δε θα τη γλύτωναν τη σφαλιάρα τους. Οι παίκτες κατέβηκαν και μπήκαν στη σειρά με τη πλάτη στα πλαϊνά του πούλμαν ακριβώς εκεί που βρίσκονταν οι λακούβες στη λαμαρίνα από τα γκλομπ των μπάτσων που μας περιποιήθηκαν τη προηγούμενη εβδομάδα. Εμείς δεν είχαμε γκλομπ, ούτε θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε βία. Τα λόγια μας όμως και η αγανάκτηση μας σίγουρα θα χτυπούσαν πιο δυνατά σε όσους τουλάχιστον είχαν τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια και φιλότιμο. Η κατάσταση έμοιαζε με αναπαράσταση εκτέλεσης ανταρτών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Από τη μια οι “καταδικασθέντες” και απέναντι τους πολύ πιο κοντά από τα έντεκα μέτρα, οι εξαγριωμένοι οπαδοί ενώ λίγο παραπέρα γύρω στους 50 μπάτσους οι οποίοι παρακολουθούσαν σιωπηλά και απλά εύχονταν να μην ξεφύγουν τα πράγματα και αναγκαστούν να επέμβουν. Το τι ειπώθηκε εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να μεταφερθεί μιας και οι τόνοι ήταν ιδιαίτερα ψηλοί καθώς επίσης ανά διαστήματα επικρατούσε απίστευτη οχλαγωγή, γεγονός που δυσκολεύει απόπειρα μεταφοράς των διαλόγων, ο καθένας έβγαζε τη πίκρα του, το θυμό του, την οργή του. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ οπαδού και παίκτη: -“Martos άντε πάνε γύρνα στην Ισπανία ρε μαλάκα γαμώ το σπίτι σου” - “Ποιος Martos ρε φίλε; Ο Παπαζαχαρίας είμαι!” -“Ο Παπαζαχαρίας; … Παπαζαχαρία μαλάκα άντε τράβα στον Παναθηναϊκό γαμώ το σπίτι σου”. Τα σχόλια περιττεύουν αν και παρακαλείται ο αναγνώστης να είναι επιεικής στη κρίση του, ταβέρνα κατά τη διάρκεια του αγώνα, μπύρα στο σύνδεσμο και συνέχεια στην καντίνα, μη το ξεχνάτε! Μετά από αρκετά λεπτά παραληρήματος το λόγο πήραν οι ποδοσφαιριστές. Ζήτησαν συγγνώμη για τις εμφανίσεις τους και μας αποκάλυψαν για πρώτη φορά ότι η “χρηστή”, όπως μας παρουσιαζόταν από τα πάντα πρόθυμα μέσα μαζικής ενημέρωσης του Ηρακλή, διοίκηση Πασχαλίδη τους είχε απλήρωτους για μήνες. Αφού τα πνεύματα ηρέμησαν τους επιτρέψαμε να μπουν στο λεωφορείο και 33
εμείς αρχίσαμε να αποχωρούμε σιγά σιγά. Από το απέναντι ρεύμα είδαμε δυο κλούβες των ματ να τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα και να ξεφορτώνουν γρήγορα γρήγορα το ζωικό τους εμπόρευμα. Έτρεχαν αλαφιασμένοι να μας προλάβουν. Το πουλάκι όμως είχε πετάξει και έτσι ανανεώσαμε το ραντεβού μας “δια μίαν ετέραν φοράν”. Στο δρόμο μέχρι το μπαρ που θα μας φιλοξενούσε για τα μεθεόρτια η ατμόσφαιρα ήταν πανηγυρική. Τους είχαμε διασύρει. Μπάτσους, παράγοντες, ασφαλίτες, τους πάντες. Με ένα ασύλληπτο σχέδιο είχαμε πάρει εκδίκηση
34
για τα συμβάντα της προηγούμενης εβδομάδας. Για κάποιον που δεν έχει νιώσει τη καταστολή, για κάποιον που δεν έχει νιώσει να πνίγεται από το δίκιο και να βουρκώνει προσπαθώντας να συγκρατηθεί, αυτό το περιστατικό μπορεί να μη σημαίνει τίποτα ή απλά να το κατατάσσει σε αυτό το μακρύ κατάλογο περιέργων γεγονότων που συμβαίνουν με αφορμή ποδοσφαιρικούς αγώνες. Όμως για μας εκείνη η στιγμή ήταν κάτι πολύ ανώτερο. Κάτι το οποίο προκάλεσε τέτοια συναισθήματα που δεν περιγράφονται, δεν αποτυπώνονται στο χαρτί παρά μόνο βιώνονται. Την επομένη μέρα οι δημοσιογράφοι και οι εφημερίδες διέδιδαν συγκεχυμένες πληροφορίες, άλλοι μιλούσαν για επίθεση στο πούλμαν, άλλοι για επίσκεψη στη Μίκρα. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε γίνει και κανείς δεν έπαιρνε το ρίσκο να δημοσιεύσει τις φήμες. Τελικά μόνο η έγκριτη “Espresso” έκανε πλήρες ρεπορτάζ και ανάμεσα σε κάτι φωτογραφίες από ημίγυμνες “τραγουδίστριες” που επιδείκνυαν τα φωνητικά τους προσόντα στο φακό και κάποιες βαρύγδουπες αποκαλύψεις για τα νέα έπιπλα της συννυφάδας της Μενεγάκη, ανέφεραν με πάσα λεπτομέρεια τι είχε συμβεί εκείνη την νύχτα στα Μάλγαρα. Η πηγή της πληροφόρησης τους, παραμένει μέχρι και σήμερα ιστορικά ανεξιχνίαστη!
35
ΥΨΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΦΡΑΧΤΕΣ, ΒΕΛΤΙΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΛΤΕΣ!
Σ
ε ένα τοίχο έξω από τη παλιά φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου, στην Εθνικής Αμύνης κάποιος είχε γράψει με σπρέι: “Υψώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται οι άλτες”. Αυτό το σκηνικό είναι ίσως ότι πιο ταιριαστό δίπλα σε αυτό το σύνθημα. Δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση κανένας “φράχτης” να μπει ανάμεσα στον οπαδό και την ομάδα που αγαπάει. Όταν ο οπαδός πιστέψει ότι με μια του κίνηση θα βοηθήσει έστω και στο ελάχιστο την ομάδα του, τότε τίποτα δεν μπορεί να μπει στο δρόμο του και να τον σταματήσει. Αν και τα τελευταία χρόνια αυτό που ονομάζουμε “μοντέρνο ποδόσφαιρο” απομακρύνει την ομάδα από την καρδιά του οπαδού και την φέρνει πιο κοντά στο πορτοφόλι του, εν τούτοις υπάρχει ακόμα ρομαντισμός που σιγοκαίει στις κερκίδες. Στη δική μας ομάδα, ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η λαίλαπα του κέρδους, του καπιταλισμού, τις εμπορευματοποίησης δεν έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό την είσοδο της θύρας 10. Τα παιδιά πίσω από το κάγκελο προσπαθούν να κρατήσουν τη καθαρότητα κόντρα στα νέα ήθη και τις νέες τάσεις του οπαδισμού στην Ελλάδα που εγκλωβίζουν την οπαδική κουλτούρα κάπου ανάμεσα στα μονοπάτια της νύχτας και της υπερελεγχόμενης βίας. Παραφράζοντας τα λόγια του subcomandate Marcos των Zapatistas θα μπορούσαμε να πούμε ότι :”οι οπαδοί του Ηρακλή είμαστε πολύ διαφορετικοί. Γιατί, αντί να βλέπει αδιάφορα το αλαζονικό πέρασμα του τρένου, ένας ηρακληδέας πλησιάζει χαμογελώντας στις γραμμές και βάζει το πόδι του. Ασφαλώς πιστεύει, απλοϊκά, ότι έτσι θα κάνει την ισχυρή μηχανή να σκοντάψει και αναπόφευκτα να εκτροχιαστεί.” 36
Για μας η Κυριακή στο γήπεδο συνεχίζει να είναι ένα πραγματικό πανηγύρι καταστρεπτικής δημιουργίας. Γκρεμίζουμε στις συνείδησης μας καθετί που μαυρίζει και αρρωσταίνει τις ψυχές μας, κτίζοντας παράλληλα έναν δικό μας κόσμο. Αν και βρισκόμαστε πίσω από κάγκελα, αγγίζουμε για στιγμές την ελευθερία, αδιαφορώντας για το τι θα πει ο διπλανός μας, καταργώντας τις συμβάσεις της καθημερινότητας και τα πλαίσια στα οποία κλείνεται η διασκέδαση μας. Παραφράζοντας και πάλι τα λόγια του subcomandate Marcos κάνουμε τον επίλογο σε αυτή τη πρώτη ιστορία του Πέτρου Γεωργίου. “Το να βιώσεις έστω και για λίγα δευτερόλεπτα την ελευθερία είναι σαν ρωγμή σε ένα τείχος. Η πρώτη αντίδραση είναι να δεις από την άλλη πλευρά. Ύστερα όμως, αυτή η ματιά αποδυναμώνει το τείχος και στο τέλος το σκίζει στα δυο…”
37
Το βιβλίο «αντιποίηση αρχής - οι περιπέτειες του Πέτρου Γεωργίου» σχεδιάστηκε και σελιδοποιήθηκε στο υπόγειο-μυστικό εργαστήριο της συνομωσίας των γραφιάδων της γριάς. Τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα το Νοέμβριο του 2012.