ΤΖΑΝΑΝ ΚΑΙ ΖΕΧΡΑ

Page 1


Αύγουστος 2003

Εκδόσεις Ο ΑΓΩΝΑΣ Τζαβέλλσ.3,10681 ΕΞΑΡΧΕΙΑ - ΑΘΗΝΑ Τηλ.:-Ρθχ: 210 38 48 330 θ-ΐΌ3ίΙ :δρ3Γίειουδ 1999@Ιιοίιτΐ3ΊΙ .ΟΟΓΤ»


Μνήµες, ντοκουµέντα, φωτογραφίες

Τζανάν και

Ζεχρά Αχµέτ Κουλακσίζ


Στους ήρωες της γενιάς της θυσίας '


Εισαγωγή Όταν δηµοσιεύθηκε αυτό το βιβλίο στα ελληνικά, οι πολιτικοί κρατούµενοι στα «Λευκά Κελιά» της Τουρκίας συνέχιζαν την απεργία πείνας µέχρι θανάτου, ήταν ήδη στον 3ο χρόνο.Αυτή την περίοδο 107 πολιτικοί κρατούµενοι και µέλη των οικογενειών τους έχασαν τη ζωή τους και σχεδόν 500 πολιτικοί κρατούµενοι φέρουν διαρκείς βλάβες στην υγεία τους. Το παρελθόν και το µέλλον τους έχει διαλυθεί. Σ'αυτα τα 3 χρόνια οι πολιτικοί κρατούµενοι έδειξαν µεγάλο θάρρος και καρτερία. Αυτό το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι για δύο αγωνίστριες αδελφές µέλη του ΤΑΥΑΟ (Σύλλογος των Οικογενειών των Πολιτικών Κρατουµένων για τη Συµπαράσταση και την Αλληλοβοήθεια). Έξω από τις φυλακές ξεκίνησαν την αντίσταση µαζί οι δύο αδελφές και έπεσαν σαν ηρωίδες. Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο πατέρας τους, που δεν τις άφησε µόνες τους σ'αυτή την αντίσταση. Σ'αυτα τα 3 χρόνια ο ελληνικός λαός παρακουλουθούσε από κοντά τον αγώνα των πολιτικών κρατουµένων και των οικογενειών τους. Ο ελληνικός λαός που ξέρει πολύ καλά τις συνέπειες του φασισµού και του ιµπεριαλισµού, δεν σώπασε ούτε στιγµή για τις σφαγές που γίνανε στις φυλακές της Τουρκίας. Οι οικογένειες των πολιτικών κρατουµένων που συνέχιζαν έξω από τις φυλακές την απεργία πείνας µέχρι θανάτου στην περιοχή Κιουτσούκ Αρµουτλού, ήταν πολλές οι ελληνικές αντιπροσωπείες που βρέθηκαν σ'αυτον τον τόπο και έγιναν µάρτυρες και στις σφαγές και την αντίσταση. Σ' αυτήν την περιοχή που µας συµπαραστάθηκαν, σ'αυτήντην αντίσταση των αγωνιστών, διάφορες αντιπροσωπείες από την Ελλάδα ήταν παρούσες.


Ευχαριστούµε από τα βάθη της καρδιάς µας τους: ΟΛΜΕ, ∆ΟΕ, Ο∆ΥΕ, Α∆Ε∆Υ, ΟΤΟΕ, ΣουζάναΧατζηγιάννη, Ελένη Παγκαλιά, Ζάχο Χριστοδουλόπουλο, Μπάµπη Γιωργίκο, Κατερίνα Παστίδη, Βασίλη Χίλη, Ευάγγελο ∆εληολάνη, Γιώργο Αδαµίδη, Βασίλη Καραπλή, Χαλούκ Πιραλί, Ντίνα Μπόµπι, την εταιρεία ΑΦΟΙΓΚΟΛΕΜΑ Ο.Ε., καθώς επίσης και άλλους που δεν αναφέρονται τα ονόµατα τους, οι οποίοι µας βοήθησαν για την έκδοση αυτού του βιβλίου από την µετάφραση και την δακτυλογράφηση, από την διόρθωση µέχρι το σκανερ και την σελιδοποίηση.

Αύγουστος 2003


Το περιοδικό Ο ΑΓΩΝΑΣ

Πρόλογος του συγγραφέα Αυτό το βιβλίο σκοπεύει να αφηγηθεί κάποια ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν. Υπάρχουν πολλά που µπορούν να ειπωθούν γι' αυτήν την περίοδο. ∆εν είµαι ιστορικός και σίγουρα όχι συγγραφέας. 'Οταν αυτό το βιβλίο µελετηθεί, αναµφίβολα, θα υπάρξουν σηµεία που θα αποτελέσουν αντικείµενο κριτικής. Θα φανεί ότι σε µερικούς ανθρώπους και οργανώσεις δεν έχει δοθεί η πρέπουσα σηµασία, η οποία τους αξίζει. Ξέρω ότι είµαι επιρρεπής ορισµένες φορές στο να υπερβάλλω όσον αφορά κάποιους φίλους µου, ενώ δεν είµαι δίκαιος απέναντι στους άλλους. Αυτό δεν έγινε µε καµία κρυφή πρόθεση, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στη δική µου ανικανότητα. Ήθελα να γράψω µια περισσότερο εκτεταµένη και λεπτοµερή ιστορία, αλλά λόγω της κατάστασης των συναισθηµάτων µου δεν µπορούσα καλύτερα. Και αυτό το γεγονός θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψη από αυτούς που θα το κριτικάρουν. Αυτή η ιστορία διηγείται τις πολύ σύντοµες ζωές της Ζεχρά και της Τζάναν, και, παράλληλα, µιλάει γι' αυτούς που πάλεψαν για την αντίσταση, από τη µία και γι' αυτούς που πούλησαν την τιµή και την ακεραιότητα τους για ένα πιάτο σούπας, αφήνοντας τους συντρόφους τους στα κρύα του λουτρού, από την άλλη. Γεγονότα σαν αυτά υπήρχαν πριν τις κόρες µου και θα συνεχίσουν να υπάρχουν µετά απ' αυτές. Η προδοσία, στην οποία η Ζεχρά και η Τζάναν υπήρξαν µάρτυρες, δεν κατέστρεψε ποτέ το ηθικό τους. Πάντα εµπιστεύονταν τους ανθρώπους και τους φίλους, για τους οποίους έδωσαν τις ζωές τους. Ήξεραν ότι ποτέ δεν θα ξεχαστούν. Και αυτή η αφοσίωση είναι, και θα συνεχίσει για πάντα να είναι γι' αυτούς πηγή δύναµης.


10

Ένας άλλος σκοπός του βιβλίου είναι, να εκφράσω στο ευρύτερο κοινό τα συναισθήµατα και τις σκέψεις, όχι µόνο τα δικά µου και των θυγατέρων µου, αλλά, επίσης, και των άλλων που συµµετείχαν, όπως αγωνιστών της απεργίας πείνας και συγγενών τους. Ακόµα και αν υπάρχουν αυτοί που θα θελήσουν να σταµατήσουν τις φωνές µας, ξέρω ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος τρόπος.... Πιστεύω ότι έχω εκπληρώσει το καθήκον µου απέναντι στις κόρες µου, υπερασπίζοντας την κληρονοµιά που µου άφησαν µε τη µορφή µιας αφήγησης. Όσο ζω, θα βάζω τις καρδιές τους µέσα στη δική µου και θα συνεχίσω να είµαι η φωνή και η ανάσα τους. Ξέρω ότι απαιτώ πολλά, αλλά δεν µπορώ να τις ξεπληρώσω µε κανέναν άλλο τρόπο. Πάντα ένιωθα τιµηµένος. Και µοναδικός µου στόχος είναι να είµαι ένας πατέρας, για τον οποίον θα µπορούν να είναι υπερήφανες. Τέλος, εκφράζω την αγάπη µου σε όλους αυτούς που µε υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της αντίστασης και µετά από το θάνατο των θυγατέρων µου. Σε αυτούς, που τα γραπτά τους δεν υπάρχουν σε αυτό το βιβλίο. Κι ευχαριστώ ιδιαίτερα τους εργαζόµενους του ΤΑΥΙΒ που βοήθησαν να εκδοθεί το βιβλίο µου. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ καµιά από τις προσπάθειες τους...

Αχµέτ Κουλακσίζ


11

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Γιατί το έγραψα; Ήταν η 13η µέρα του Ιουλίου. Τους τελευταίους 4-µιση µήνες, περνούσα κάθε µέρα στα σπίτια των αντιστασιακών της Κιουτσούκ Αρµουτλού. Το απόγευµα, η φίλη µας κυρία Ντιλέκ, που είναι σκηνοθέτης, µε ρώτησε αν µπορούµε να πάµε στο σπίτι που µένει η Σεβγκί Ερντογάν.1 Την ηµέρα εκείνη ήταν η δεύτερη επίσκεψη µου στην Σεβγκί. Φτάσαµε στο σπίτι, µπήκαµε στο δωµάτιο που έµενε η Σεβγκί, και, αφού χαιρετηθήκαµε, µε ρώτησε αν έχω ξεκινήσει να γράφω το βιβλίο. Κι εγώ της απάντησα: «Όχι, ακόµα δεν ξεκίνησα». Τα παρακάτω λόγια βγήκαν ήρεµα και αργά από το στόµα της : «Πρέπει να το γράψεις, πρέπει να γράψεις γι' αυτή τη µεγαλειώδη αντίσταση. Μόνο εσύ µπορείς να το καταφέρεις αυτό, γιατί εσύ πλήρωσες το µεγαλύτερο κόστος .Έχασες δύο κόρες στην αντίσταση που η µία ήταν οµορφότερη από την άλλη. Πρέπει να γράψεις για τηνΖεχρά και την Τζάναν. Ναι! Γράψε γι' αυτές, γράψε και για µας, γράψε και για την αντίσταση... Πρέπει να διαδόσεις τον αγώνα των παιδιών σου και την αντίσταση σε ολόκληρη την οικουµένη. Είµαι σίγουρη ότι µόνο εσύ µπορείς να τα καταφέρεις. Εµείς οι αντιστασιακοί της απεργίας πείνας µέχρι θανάτου το περιµένουµε από σένα αυτό». Εγώ της το υποσχέθηκα και αναχώρησα. Η επόµενη µέρα ήταν Σάββατο και εγώ, πρώτη φορά µετά από µήνες αποφάσισα να µη βγω από το σπίτι και να διαβάσω. 1. Η Σεβγκί Ερντογάν ήταν κρατούµενη, µέλος του ΟΗΚΡ-0 που συνέχισε στο Κ,Αρµουτλού την απεργία πείνας µέχρι θανάτου µετά την αποφυλάκιση της.


12

Το απόγευµα, µου τηλεφώνησε η κυρία Ντιλέκ και µου είπε ότι πριν λίγο η Σεβγκί Ερντογάν έφυγε απ' τη ζωή. Για να µιλήσω ειλικρινά, τα περίµενα αυτά τα νέα, αλλά όχι τόσο σύντοµα. Αµέσως, πήρα το δρόµο για την Κιουτσούκ Αρµουτλού. Την εποµένη, κηδέψαµε τη Σεβγκί µε µια τελετή, στο φως των δαδιών. Ήταν η ενάτη επέτειος θανάτου του Ιµπραχίµ Ερντογάν, του άντρα της που έπεσε στη µάχη και είναι θαµµένος στο νεκροταφείο του Καρατζαάχµετ. Είµαι πια υποχρεωµένος να γράψω αυτό το βιβλίο γιατί οφείλω να κρατήσω το λόγο µου στη Σεβγκί και στους αντιστασιακούς της απεργίας πείνας µέχρι θανάτου. Το ξέρω εξ' αρχής ότι αυτή η δουλειά που µου ανατέθηκε δεν θα είναι τόσο εύκολη, γιατί µέχρι σήµερα δεν είχα ποτέ καµιά άλλη παρόµοια εµπειρία. Ξεπερνάει τη δύναµη µου η συγγραφή ενός βιβλίου που µιλά για µια µεγάλη και µακρόχρονη αντίσταση. Σκοπός µου είναι να µνηµονεύσω τα κορίτσια µου και, τα γεγονότα που έζησα κατά τη διάρκεια της αντίστασης, να γίνουν µέσα από τα λόγια µου ντοκουµέντα της αντίστασης και των ηρωισµών. Έγινα µάρτυρας αµέτρητων ηρωισµών κατά τη διάρκεια της αντίστασης, βρέθηκα µε ανθρώπους που κουβαλούν τους πόνους της ανθρωπότητας στις καρδιές τους και είχα την τιµή να αναπνέω τον ίδιο αέρα, που ανέπνεαν αυτοί, και να αισθάνοµαι το ίδιο, όπως αισθάνονταν κι αυτοί. Σ' ένα κόσµο που λέει ότι «δεν αξίζει να κάνεις τίποτα γι' αυτό το λαό», είδα ψυχές που ήθελαν να πληρώσουν µε τίµηµα τη ζωή τους τα κακά της ανθρωπότητας. Γι' αυτήν την εξαιρετική περίοδο, οπωσδήποτε, θα ειπωθούν πολλά από τους φίλους και τους γονείς των αντιστασιακών, των οποίων τα ονόµατα αναφέρω στο βιβλίο µου. Το ξέρω πολύ καλά: Ό,τι κι αν γράψω δεν θα είναι αρκετό να καλύψει ούτε µια µικρή περίοδο της αντίστασης, και γι' αυτό το λόγο, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την αντίσταση κάνοντας περισσότερο λόγο για στιγµές που αφορούν την Ζεχρά και την Τζανάν. Οπωσδήποτε, υπάρχει ανάγκη να καταγραφούν όλοι οι αντιστασιακοί που έπεσαν µάρτυρες σ' αυτήν τη δύσκολη στιγµή της ανθρωπότητας.


13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ∆ύο αδελφές ∆ύο καρδιές ∆ύο συντρόφισσες ∆ύο µνηµεία τρυφερότητας ∆ύο αλύγιστα κορµιά - σύµβολα της αντίστασης... «ΤΖΑΝΑΝ και ΖΕΧΡΑ» Σ' ένα µέρος του κόσµου, κάποια χρονική περίοδο, έζησαν δυο αδελφές. Κάθε µια ήταν η δικαιότερη ανάµεσα στους δίκαιους, τα πρόσωπα τους αντανακλούσαν την οµορφιά των καρδιών τους. Αυτοί που τις κοίταζαν, ζεσταίνονταν. Πάντα ήθελες να τις κοιτάζεις. 'Οποτετις κοίταζες, έβλεπες τη στοργή, την ελπίδα, έβλεπες την αφοσίωση και την αλληλεγγύη. Έβλεπες την τιµή της αδελφοσύνης. Έβλεπες την ατελείωτη αυτοθυσία της αγάπης, την αφοσίωση στους ανθρώπους, την µεγάλη τους αγάπη για την ελεύθερη πατρίδα τους. Αυτή η φλόγα αγάπης που έβγαινε από τα πρόσωπα και τις καρδιές τους, υπενθύµιζε στους ανθρώπους την ανθρωπιά τους. Άναβε ένα φως στις καρδιές σε κάθε γωνιά της χώρας τους. Τίποτε δεν µπορούσε να εµποδίσει αυτό το φως. Έσκαψε ανάµεσα στα βουνά, φώτισε τα σκοτεινά δάση, σύντριψε τους χοντρούς τοίχους της φυλακής. Έφθασε τα αγνά και ελεύθερα µυαλά των συντρόφων που έπεσαν δέσµιοι. Όταν αυτό το φως άγγιξε αυτά τα µυαλά, έβγαλε µπουµπούκια και άνθισε στις ψυχές των ελεύθερων κρατούµενων.Τα γαρύφαλλα, οι νιφάδες του χιονιού και οι πασχαλιές πληθαίνουν, οι ελεύθεροι κρατούµενοι, στα κελιά πίσω από τους χοντρούς τοίχους, αρχίζουν να νιώθουν το φως της ελπίδας και της ελευθερίας για µια ακόµη φορά.


14

Αγκαλιάζουν τη ζωή µε καινούργιοκι ακλόνητο κουράγιο. Άνθρωποι, σε µέρη πολύ µακρινά, αναρωτιούνται: τί είδους είναι το κουράγιο αυτό, αυτή η µορφή της αποφασιστικότητας, της στοργής και της αδελφοσύνης που έχουν. ∆υο µικρές καρδιές ενώθηκαν κι έκλεισαν µέσα τους όλη τη στοργή και την ελπίδα στον κόσµο. Αυτό πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι. Όµως αυτές είναι πολύ ταπεινές. Όχι, λένε. Εµείς, η Τζανάν και η Ζεχρά δεν έχουµε κάνει πολλά. Σηκώνουµε στους ώµους µας µία αντίσταση, την οποία ο καθένας εύκολα θα µπορούσε να πάρει στους δικούς του. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, δεν θέλουν να πιστέψουν. Τις θεωρούσαν τόσο νέες για να αψηφίσουν το θάνατο, για να ντροπιάσουν το θάνατο και την αθανασία. "Όχι", λένε, αλλά δεν κάνουν καµιά κίνηση για να σώσουν τις ζωές τους. Τώρα η Τζανάν και η Ζεχρά καταλαβαίνουν. "Αυτοί οι άνθρωποι δεν νοιάζονται για µας", λένε. "Η στοργή τους είναι απάτη. Αν πραγµατικά µας αγαπούσαν, θα έκαναν κάτι για να σώσουν τις ζωές µας." Αυτό το φως, που τρυπά τους χοντρούς τοίχους και φωτίζει τις καρδιές των ελεύθερων κρατούµενων, πετάγεται πίσω ακριβώς από τους χοντρούς τοίχους, από τις καρδιές των ανθρώπων που ήταν κοντά τους. ∆εν µπόρεσε να ζεστάνει αυτές τις πωρωµένες καρδιές. "Ούτε ακόµη και ο θάνατος µας" λέει η Τζανάν. "Αν ακόµη κι ο θάνατος µας δεν µαλακώσει τις καρδιές σας, γιατί δεν πάτε να ρίξετε άλλη µια µατιά στον καθρέφτη;" "Κοιτάξτε", λέει η Ζεχρά "κοιτάξτε στον καθρέφτη. Αλλά κοιτάξτε µια ώρα που θα είστε µόνοι. Τί θα δείτε εκεί; Ειλικρινά, οµολογείστε στον εαυτό σας τί βλέπετε εκεί. Θα δείτε την υποκρισία, την έλλειψη αγάπης. ∆εν θα δείτε ζεστασιά και φιλία". ∆εν είδατε καν τους εαυτούς σας να ταιριάζουν να παραστούν στην κηδεία µας. Έχετε γίνει ξένοι µεταξύ σας.Θυµηθείτε ότι υπερασπιζόµασταν τα ίδια πράγµατα, είχαµε τους ίδιους σκοπούς, είχαµε µια κοινή ελπίδα να θεµελιώσουµε έναν νέο κόσµο. Θυµηθείτε πως επρόκειτο να κάνουµε την ισότητα, την αδελφοσύνη, άρχοντα του κόσµου. Και θυµηθείτε πως επρόκειτο να µεγαλώσουµε την αγάπη µας και να τη µοιραστούµε. Θυµηθείτε πως εµείς επρόκειτο να είµαστε για πάντα


15

µαζί. Μας είπατε ψέµατα και έχετε επίσης εξαπατήσει τους εαυτούς σας. Κοιτάξτε εµάς, δυο αδελφές, δυο καρδιές, να ξεσκεπάζουµε τα ψέµατα σας στα µούτρα σας. Εµείς, η Τζανάν και η Ζεχρά, µοιραζόµαστε τα πάντα, µοιραστήκαµε τη ζωή σε αυτό τον κόσµο όπου εσείς δεν µοιράζεστε ούτε τρία γρόσια1 χωρίς να τσακωθείτε, µοιραστήκαµε τον πόνο, µοιραστήκαµε την αντίσταση, µοιραστήκαµε την ελπίδα, µοιραστήκαµε τη στοργή και τελικά µοιραστήκαµε τον θάνατο. ∆εν µπορούµε να ελπίζουµε τίποτε χειρότερο από αυτό. Και µοιραστήκαµε, χωρίς να κρατάµε λογαριασµό. Ναι, εµείς µοιραστήκαµε όλα όσα κάνουν την ανθρωπότητα όµορφη, όλα όσα θα γίνουν η ελπίδα για το αύριο. Ήµαστε τόσο νέες, ίσως θα έπρεπε να είχαµε µοιραστεί περισσότερα πράγµατα. Για παράδειγµα, θα είχαµε µοιραστεί την ίδια φυλακή µε τους συντρόφους µας σε κελιά δίπλα-δίπλα και τα ίδια βασανιστήρια. ∆υστυχώς, εσείς δεν µοιραστήκατε µαζί µας, µε τις Τζανάν και Ζεχρά, τις επικήδειες τελετές µας. ∆εν µοιραστήκατε τον πόνο του πατέρα µας. ∆εν είπατε: "Παρέδωσες την Ζεχρά, µετά την Τζανάν σαν µάρτυρες, έχασες όλα τα παιδιά σου, αλλά εµείς είµαστε οι φίλοι σου και ήταν και δικές µας κόρες και, απ' αυτή τη στιγµή, θα είµαστε µαζί σου, µην ανησυχείς." ∆εν µοιραστήκατε ούτε καν αυτό µε τον πατέρα µας. Γιατί; Αυτή το ερώτηµα, το θέτει η ιστορία. Πρέπει να βρείτε µια κατάλληλη απάντηση να δώσετε σε εκείνους που θα σας ρωτήσουν στο όνοµα µας. Αν δεν µπορείτε να βρείτε µια απόκριση, δεν θα πιστέψετε την ίδια σας την απάντηση, όποιες κι αν θα είναι οι συνέπειες. Για αυτό το λόγο, πρέπει να σπάσετε τους χοντρούς τοίχους που περιβάλλουν τις καρδιές σας και να αφήσετε την αγάπη να περάσει στις καρδιές σας πριν να είναι αργά. Πρέπει να δώσετε έστω µια ευκαιρία για τις καρδιές σας να ζεσταθούν από τη στοργή. ∆εν θα µετανιώσετε. Θα δείτε και θα διαπιστώσετε αυτό που ήµαστε πραγµατικά. 1 · Η πιο µικρή υποδιαίρεση του τουρκικού νοµίσµατος.


16

Εάν είναι αναγκαίο να αρχίσουµε ξανά για να επιβάλουµε την κυριαρχία της ανθρώπινης στοργής αιωνίως, δε θα πρέπει να διστάσουµε καθόλου. Η Τζανάν και η Ζεχρά, δυο αδελφές, δυο συντρόφισσες, δυο µνηµεία στοργής, δυο αλύγιστα σύµβολα αντίστασης, δυο επίµονα κορίτσια από τη Μαύρη Θάλασσα, τόσο θυελλώδη, τόσο όµορφα και ζεστά όσο η Μαύρη Θάλασσα και γενναιόδωρα όσο η βροχή της Μαύρης Θάλασσας. Όπως η βροχή έκανε τη γη πρόσφορη, έτσι κι αυτές άπλωσαν ελπίδα παντού στην απέραντη περιοχή της Ανατολίας, δυο καρδιές που έφεραν πίσω στην Ανατολία την αγάπη που έχουν πάρει από τη Μαύρη Θάλασσα, και χρησιµοποίησαν για να πλουτίσουν τα προάστια της Ινσταµπούλ. δυο αξιαγάπητοι άνθρωποι, δυο αδελφές, που µοιράζονται µε άλλους τη στοργή και όσο πιο πολύ τη µοιράζονται τόσο πιο όµορφα γίνονται τα πρόσωπα και οι ψυχές τους. Ακόµα και όταν δεν µπορούν να δουν η µία την άλλη, οι καρδιές τους χτυπούν µαζί.. ∆υο λουλούδια που ανησυχούσαν και ένιωθαν, την ίδια στιγµή, χαρούµενα. Τζανάν και Ζεχρά, οι κόρες µου... Οι καρδιές µου. Πώς µπορώ να σας πω, πώς µπορώ να σας µιλήσω και από που να ξεκινήσω. ∆εν µπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο και αδύνατο είναι να σας εκφράσω όλα αυτά που νιώθω µέσα από το γράψιµο µου... ∆εν το θέλησα ποτέ µια τέτοια ευθύνη να βαρύνει τους ώµους µου. ∆εν ήταν επιλογή µου. Αλλά ζήσατε τόσο τέλειες και τόσο τιµηµένες ζωές, αφήσατε τους φίλους σας, κι έτσι τώρα το καθήκον µε βαραίνει. Αυτή η κληρονοµιά, που ακουµπήσατε στα χέρια της ιστορίας και στα δικά µου, πρέπει να ειπωθεί. Η αγάπη και ο ηρωισµός σας πρέπει να µεταδοθούν από γενιά σε γενιά. Μπορείτε να αντιληφθείτε τί πετύχατε στο σύντοµο χρόνο της ζωής σας; Ξέρετε πόσο ταρακουνήσατε τον κόσµο µε τον χτύπο των µικρών καρδιών σας; Εσύ, Τζανάν , θυµάσαι τότε που ήρθαµε στην Κωνσταντινούπολη, που ήσουν µόνο ένα µικρό παιδί δέκα χρονών; Τα οικονοµικά µας ήταν τόσο άσχηµα! ∆εν µπορούσαµε να αγοράσουµε ούτε ξύλα για το τζάκι, ούτε κάρβουνα κι εσύ πήγες στο κρεβάτι


17

της αδελφής σου για να ζεστάνει η µία το σώµα της άλλης. Η µεγάλη σου αδελφή, η Ζεχρά, θα σ' έπαιρνε στην αγκαλιά της γλυκά και θα αποκοιµιόταν µαζί σου. Ακόµα κι εκείνες τις µέρες, προσπαθούσαµε να πούµε και στις δυο σας γιατί δεν µπορούσαµε να αγοράσουµε καυσόξυλα και κάρβουνα και γιατί έπρεπε να ζούµε αυτό το µαρτύριο. Με ακούγατε, σαν κάποιον µεγαλύτερο. ∆εν ξέρω αν πάντοτε καταλαβαίνατε αυτά που σας έλεγα, αλλά είµαι σίγουρος ότι τις περισσότερες φορές καταλαβαίνατε. "Ετσι ήταν τότε και συνέχιζε να είναι το ίδιο. Συζητούσαµε πάντα όλα τα προβλήµατα µεταξύ µας σαν φίλοι και ενήλικες. Μερικές φορές υποστηρίζαµε διαφορετικά πράγµατα αλλά πάντα µοιραζόµασταν αγάπη και εµπιστοσύνη. Θυµάµαι πώς αντιδράσατε όταν καθυστερήσαµε να σας γράψουµε στο γυµνάσιο. Όπως τα δάκρυα σας έτρεχαν σαν µαργαριτάρια, λυπήθηκα για την αναβλητικότητα που έδειξα και αµέσως πήγα και σας έγραψα στο σχολείο. Στο γυµνάσιο και στο λύκειο, ήσαστε πάντα αριστούχες και ποτέ δεν φέρατε στο σπίτι κακό βαθµό. Γενικά πραγµατοποιούσατε όποια ιδέα και να σας καρφωνόταν στο µυαλό. Εσύ, Τζανάν, ήθελες να σπουδάσεις στη Σµύρνη. Ήταν η πρώτη σου επιλογή και πέτυχες το σκοπό σου. Πέτυχες, αλλά µε στενοχώρησες τότε. Από τότε σπάνια βρισκόµασταν και µιλούσαµε µόνο από το τηλέφωνο. Μην νοµίζεις ότι ξέχασα ότι σε στείλαµε εκεί µε τη συνοδεία της αδελφής σου! Ήσουν για µας ακόµα η µικρή Τζανάν. Το σωστό ήταν να έρθει κι αυτή µαζί σου. Θυµάσαι, γλυκό µου παιδί, µια από τις χειµωνιάτικες µέρες που η µεγάλη σου αδελφή συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο; Όταν σου είπα: «Κάνει πολύ κρύο, µην έρθεις, θα πάω µόνος», εσύ έκλαψες: «Όχι πατέρα, θα έρθω κι εγώ µαζί σου. Αν δεν έρθω στη δίκη της αδελφής µου, πώς θα είναι αδελφή µου πια;». Ήταν µια βροχερή µέρα µε πολύ αέρα καθώς περιµέναµε έξω από την πόρτα του δικαστηρίου και ο καιρός ξαφνικά σκοτείνιασε. Όταν ο δικηγόρος εµφανίστηκε στην πόρτα, είχα ήδη καταλάβει πώς είχε η κατάσταση. Όταν ο δικηγόρος είπε: «η Ζεχρά Κουλακσίζ συνελήφθη»,


18

εσύ µε αγκάλιασες. «Πατέρα, η µεγάλη µου αδελφή συνελήφθη», είπες και έκλαψες και δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς οι λυγµοί σου αγκάλιασαν το στήθος µου. Ήξερα ότι σαν πατέρας, έπρεπε να φανώ δυνατός. Αλλά εσύ πνιγόσουν στα αναφιλητά µε τόση ειλικρίνεια που δεν µπορούσα να το αντέξω. Χωρίς να το µάθεις, άφησα δάκρυα να κυλήσουν κι από τα δικά µου µάτια. ∆εν τα είδες. Μάλλον τα ένιωσες, αλλά δεν τα είδες. ∆ε σ' άφησα να τα δεις. Αχ, πάνω απ' όλα ήµουν πατέρας και οι πατέρες δεν πρέπει να κλαίνε. Αλλά τώρα αναρωτιέµαι πόσο λιγότερα ήταν εκείνα τα δάκρυα από εκείνα που έριξα µετά, και για τις δυο σας. Ναι, κόρες µου. Με µια καρδιά γεµάτη αγάπη, αυτός ο άντρας έκλαψε πολύ επάνω σας. Έχυσα τα δάκρυα µου µυστικά. Μερικές φορές δε µπορούσα να τα συγκρατήσω κι έκλαιγα µπροστά στον κόσµο. ∆υστυχώς δεν ήσαστε εκεί για να το δείτε. Ή µήπως το είδατε; Συγχωρέστε µε κόρες µου! Ο κόσµος δεν χάνει κάθε µέρα αυτούς που αγαπά περισσότερο. Ακόµα και τα καλύτερα πράγµατα έχουν τέτοιου είδους αποτελέσµατα, καµιά φορά. Έτσι δεν είναι Τζανάν µου;... Όταν πήγες να επισκεφτείς τη µεγάλη σου αδελφή, τη Ζεχρά, στη φυλακή του Ουµρανίγε έκλαψες και µυστικά και φανερά. Κοίτα! Ούτε εσύ ήξερες... ∆εν έµαθα ποτέ ότι εσύ και οι αδελφή σου τότε ανοίξατε τις καρδιές σας. ∆εν είχα το κουράγιο να σε ρωτήσω. Ούτε τότε, ούτε πιο πριν, ούτε πιο µετά δε µου είπες τι εξοµολογήθηκες στη µεγάλη σου αδελφή. Θα κουβεντιάζαµε πότε-πότε για να στηρίξει ο ένας τον άλλον και θα προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε ειπωθεί. Αλλά µάταια! ∆εν ήµουν σε θέση να καταλάβω την επικοινωνία και τα αισθήµατα της σχέσης σας. Αλήθεια κόρη µου, πώς κατάφερες το διάλογο και πώς δέσατε έτσι τις καρδιές σας; Τώρα, σε ακούω να λες: «Συγχώρεσέ µε πατέρα, αλλά αυτά δε µπορούν να ειπωθούν, πρέπει να τα βιώσεις...» Καταλαβαίνω. Τώρα, πια, µπορώ να καταλάβω καλύτερα απ' ό,τι τότε. ∆εν πρόκειται γι' αυτό που δίνει νόηµα στη ζωή; Κάποιοι γράφουν σελίδες και σελίδες και δεν µπορούν να εκφράσουν τίποτα. Κι όµως, είναι τόσο απλό και τόσο ξεκάθαρο το ότι υπάρχει νόηµα στη ζωή. Η αγάπη και η αφοσίωση δίνουν στη ζωή


19

αυτό το νόηµα. Συγκέντρωσες στην προσωπικότητα σου όλ' αυτά που κάνουν τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα οµορφότερη. Κορούλα µου, Τζανάν µου, ήξερες τον θείο σου το Μεχµέτ. Όταν ήσουν µικρό, σε είχε πάρει µια βόλτα και µοιράστηκε τα πάντα µαζί σου. Θυµήσου τους άγριους εκείνους τύπους που εισέβαλαν στο σπίτι αργά τη νύχτα κοιτάζοντας να πάρουν το θείο σου υπό επιτήρηση. Είναι ακόµα στο κελί της φυλακής. ∆εν µου το είπες εσύ, αλλά το ήξερα. Πριν πας στη Σµύρνη, συνήθιζες να τον επισκέπτεσαι στην φυλακή του Μπαϊραµπασά. Ήξερες ότι αποκαλούσε το εαυτό του δεύτερο πατέρα σου; Μου το εξοµολογήθηκε κατά τη διάρκεια της απουσίας σου. Σε αγαπούσε και τον αγαπούσες. Σε αυτή την οικογένεια είχες κι άλλα µεγαλύτερα αδέρφια. Πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του µακελειού, και άλλοι αργότερα στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Βέβαια, όταν µιλάω για σένα, πρέπει να µιλώ και για τους φίλους σου, να περιλαµβάνω όσους που αγαπούσες. Αν δεν το κάνω θα είναι αδικία και θα σε κάνω να νιώθεις λυπηµένη. Και δεν έχω καµιά πρόθεση να σε λυπήσω. Θυµάσαι... µια καλή στιγµή για τους φίλους µας στην φυλακή Μπαϊραµ-πασά ήταν όταν έλαβαν ένα γράµµα από σένα. ∆ε µπορώ να ξέρω τι τους έγραφες και τι µοιραζόσουν µαζί τους. Αυτό που ξέρω είναι ότι όταν έφτασε το γράµµα σου, όλοι οι ελεύθεροι κρατούµενοι, κι ο θείος σου µαζί τους, κατενθουσιάστηκαν και ανυποµονούσαν να διαβάσουν κι άλλα γράµµατα σου. Ιδιαίτερα ο Ασούρ Κορκµάζ...2 Στη µικρή σου καρδιά, έκρυβες τόση αγάπη γι' αυτούς, που η φυλακή µετατρεπόταν σε ολάνθιστο κήπο, οι συζητήσεις γίνονταν πιο βαθιές και τα λεγόµενα πιο ευχάριστα. Τα µεγαλύτερα αδέλφια σου ήταν πολύ περήφανα για σένα και ανυπόµονα να σε αγκαλιάσουν. Ήσουν πάντα η µικρή Τζανάν γι' 2.0 Ασούρ Κορκµάζ, ήταν µέλος του ΟΗΚΡ-0, κατά την επίθεση που πραγµατοποιήθηκε σε 20 φυλακές στης 19-22 ∆εκεµβρίου, δολοφονήθηκε.


20

αυτούς. Από τότε που έφυγες, πολλά άλλαξαν, πολλά πράγµατα συνέβησαν. Ξαφνικά µεγάλωσες κι έγινες µια νέα κοπέλα. Έγινες η µικρή Τζανάν που άνηκε στους αντιστασιακούς και στο λαό, που ήταν πια παράδειγµα ηρωίδας και καθοδηγητή. Τα µεγαλύτερα αδέλφια σου έλεγαν «Έχουµε πολλά πράγµατα ακόµα να µάθουµε από την Τζανάν, υποσχόµαστε να υπερασπιστούµε την κληρονοµιά που µας άφησε. Για όσο θα ζει η ανθρωπότητα ακόµα, η Τζανάν θα ζει µέσα µας, σα δάσκαλος». Ναι, µε τη νιότη και τη ζεστή καρδιά σου, συνεχίζεις να µας διδάσκεις, από τον πιο µικρό ως τον πιο µεγάλο. Ο κόσµος µ' επαινούσε που µεγάλωσα ένα τέτοιο παιδί. Μερικές φορές µε ρωτούν πώς ήσουν. Περιµένουν ν' ακούσουν αφύσικα πράγµατα και ζητούν να πλάσω ένα θρύλο. Απλά, είχες µια καρδιά που ήξερε ν' αγαπά και ήσουν µια προσωπικότητα που αγαπούσε την πατρίδα της. «Όχι, το κορίτσι µου ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος». Αλλά σίγουρα δεν ήταν µόνο αυτό. Μετά την Άνοιξη του 2000, ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει. Καθώς µπαίναµε στους ζεστούς µήνες του καλοκαιριού, ένα συγκεκριµένο ερώτηµα µετουσιώθηκε σε ένα φλέγον θέµα. Τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης ξεκίνησαν να µιλούν στον κόσµο για τις φυλακές τύπου Ρ, σαν να πρόκειται για πολύ άνετους χώρους και ιδανικό τόπο για ανθρώπους που έχουν συλληφθεί και καταδικαστεί. Συνεχώς προπαγάνδιζαν το ψέµα ότι πριν, το σύστηµα µε το οποίο λειτουργούσαν οι φυλακές, ήταν πολύ ανθυγιεινό και ότι υπήρξε για αντίδραση προς αυτό, αλλά όταν οι φυλακές τύπου Ρ τίθονταν σε λειτουργία, η αντίσταση θα τέλειωνε και οι τρόφιµοι θα ήταν πολύ ευχαριστηµένοι. Σαν στενοί συγγενείς ενός συλληφθέντος δεν µπορούσαµε να αδιαφορήσουµε γι' αυτά τα γεγονότα. ∆ε µπορούσαµε όµως ούτε να φανταστούµε τη µαζικότητα της αντίστασης, ούτε το ρόλο που θα διαδραµάτιζε η οικογένεια µας σ' αυτήν. Στην αρχή, η κυβέρνηση και το έπουργείο ∆ικαιοσύνης υποστήριξαν πως ό, τι κι αν συνέβαινε, οι φυλακές τύπου Ρ θα ετίθεντο σε λειτουργία και ότι αυτή η διαδικασία δε θα µπορούσε να εµποδιστεί µε τίποτα. Είπαν επίσης, ότι αυτές οι φυλακές


21

ήταν σύµφωνες µε τα ευρωπαϊκά δεδοµένα και ότι θα ήταν ακόµα πιο σύγχρονες από τις ευρωπαϊκές. Η προπαγάνδα, που βασίστηκε σε αυτό το ψέµα, δεν χρειάστηκε πολύ για να βρει ανταπόκριση από το δηµοσιογραφικό κόσµο, τόσο από τις τηλεοράσεις, όσο κι από τις εφηµερίδες. Τότε, το έπουργείο και τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης µε µια φωνή, άρχισαν να διαδίδουν ότι οι φυλακές τύπου Ρ ήταν απαραίτητες και ότι δίχως αυτές και µην έχοντας λύσει αυτό το πρόβληµα, η Τουρκία δεν µπορεί να µπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρόβληµα των φυλακών δεν ήταν άγνωστο στο λαό της χώρας µας, τόσο στο παρελθόν, όσο και στο παρόν. Πάνω απ' όλα όµως, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι εκείνη την εποχή θα πραγµατοπαόταν µια εκτεταµένη επίθεση. Εκείνη την εποχή στη χώρα µας, η άρχουσα τάξη προσδοκούσε τις εξελίξεις σχετικά µε την αίτηση για να συµµετάσχει η χώρα µου στα προγράµµατα του ∆ΝΤ (οργανισµός ο οποίος έφερε φτώχεια και στερήσεις στο λαό µας). Είχε υπολογίσει ότι η πιο δυναµική κίνηση θα ήταν αυτή των επαναστατηµένων µέσα κι έξω από τις φυλακές, δηλαδή όλων αυτών που αντιτίθενται στο πολιτικό καθεστώς. Εξαιτίας αυτού, η άρχουσα τάξη είχε αποφασίσει ότι αυτή η δυναµική θα έπρεπε να µειωθεί, έτσι ώστε να αποφευχθεί η στήριξη της κι από άλλα τµήµατα της κοινωνίας. Αυτό σήµαινε ότι θα έπρεπε να σιωπήσουν και να χάσουν την ίδια τους την προσωπικότητα, την ταυτότητα τους. Αν µπορούσε να γεµίσει τα κελιά τύπου Ρ µε τους επαναστατηµένους, τότε θα µπορούσε να πείσει άλλα τµήµατα της κοινωνίας να κάνουν ό,τι θέλει αυτή η εξουσία. Άρχισαν να πουλούν όλες τις κρατικές επιχειρήσεις της χώρας και θεσµοθέτησαν ένα σύστηµα κλοπής σύµφωνο µε τις περιγραφές του ∆ΝΤ, που αποκάλεσαν ιδιωτικοποίηση. Ξεκινώντας από τους ελεύθερους αιχµαλώτους, η χώρα µας βρισκόταν στην κόψη µιας επίθεσης. Οι επαναστάτες, και µέσα στις φυλακές και έξω απ' αυτές, µε τους στενούς τους συγγενείς άρχισαν να συζητούν για το πώς να αντισταθούν σ' αυτήν την καταιγίδα που δυνάµωνε µέρα µε τη µέρα. Οι κρατούµενοι δεν είχαν πολλές εναλλακτικές λύσεις. Αλλά εµείς, σαν συγγενείς των κρατουµένων, µπορούσαµε να κά-


22

νουµε περισσότερα πράγµατα. Ξεκινήσαµε να κάνουµε ό,τι περνούσε από το χέρι µας, παρά τους ελάχιστους πόρους µας. Κάναµε δηλώσεις στους διανοούµενους και τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης για το ότι τα κελιά τύπου Ρ ήταν µια προσβολή στην ανθρώπινη ζωή και από την άλλη προσπαθήσαµε να απευθυνθούµε στην κοινή γνώµη µε διαδηλώσεις στους δρόµους. Οι συγγενείς των κρατουµένων µε τους διανοούµενους συντρόφους τους χρησιµοποίησαν όλους τους πόρους τους για να καλύψουν αποστάσεις άλλοτε ανέφικτο να καλυφθούν. Στο µεταξύ, το έπουργείο επαναλάµβανε και υπογράµµιζε το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να ανακληθεί το σχέδιο των φυλακών τύπου Ρ και προετοίµαζε το έδαφος για ένα µελλοντικό µακελειό. Καθώς εξηγούσαµε µέσα τα φυλλάδια µας, τις εκδόσεις και τα βιβλία µας ότι η αποµόνωση στα κελιά αυτά αποτελούσε επίθεση εναντίον της ανθρωπότητας, οι κρατούµενοι ολοκλήρωσαν τις συζητήσεις τους και έκαναν µια δήλωση για τις προθέσεις τους. Οι απεργοί πείνας µέχρι θανάτου δεν είναι ασυνήθιστοι στη χώρα µας. Σ' αυτές τις πράξεις αντίστασης, δεκάδες άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους ή έγιναν σωµατικά ανίκανοι. Αυτή τη φορά, όµως, τα πράγµατα ήταν διαφορετικά. Αυτή τη φορά το έπουργείο χρησιµοποίησε όλη την εξουσία του για να καταπνίξει την αντίσταση και το τίµηµα ήταν πιο ψηλό απ' ό,τι παλιότερα. Εκείνη τη στιγµή δεν γνωρίζαµε ότι το τίµηµα θα ήταν να χάσουµε µέλη της οικογένειας µας στην αντίσταση. Αλλά η ανηλεότητα εκείνης της περιόδου και η µεγαλειώδης αντίσταση ήταν τέτοια, που η ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει µνηµονεύσει ποτέ ως τώρα. Στις 20 Οκτωβρίου 2000, ακούστηκε µια δυνατή φωνή από τις φυλακές: «Τώρα ήρθε η σειρά µας να µιλήσουµε. Μέχρι τώρα όλοι µίλησαν και έγραψαν αλλά δε στάθηκε δυνατόν να σταµατήσει αυτή η επίθεση που στοχεύει στο να συνθλίψει την ταυτότητα και την τιµή µας». «Τώρα ήρθε η σειρά µας να µιλήσουµε και ξεκινάµε Απεργία Πείνας Μέχρι Θανάτου µέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήµατα µας».


23

Όταν κοινοποιήθηκε η απόφαση για έναρξη της απεργίας πείνας µέχρι θανάτου, κάτι άλλο έγινε που καµιά προηγούµενη αντίσταση, ποτέ και πουθενά στον κόσµο δεν έκανε. Στην αρχή, αυτοί που αντιστέκονταν έξω από τις φυλακές σα συµπαράσταση στους κρατούµενους απεργούς πείνας άρχισαν κι αυτοί απεργίες πείνας. Έτσι, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό των φυλακών ξεκίνησε µια περίοδος Απεργίας Πείνας µέχρι Θανάτου. Ο λαός της χώρας µας ήταν συνηθισµένος στη λογική της Απεργίας Πείνας µέχρι Θανάτου στην φυλακή, αλλά δε µπορούσε να κατανοήσει αυτήν την πράξη έξω από τις φυλακές. Οι απεργοί έξω από τα τείχη της. φυλακής υποστήριξαν τη θέση τους, δηλώνοντας πως σκοπός τους ήταν να φανερώσουν στο κοινό όλα αυτά που δεν µπορούσε να δει και όλα αυτά που δε µπορούσε να ακούσει. Είπαν ότι η επίθεση ήταν γενικευµένη και αποζητούσε την στήριξη και αυτών που βρίσκονταν έξω από τις φυλακές. Μετά από λίγο καιρό, όταν η µεγάλη µου κόρη η Ζεχρά µου είπε ότι πήρε µια σηµαντική απόφαση και ότι ήθελε να µου µιλήσει, αµέσως κατάλαβα ότι ήθελε να µου πει ότι κι αυτή έπαιρνε µέρος στην Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου. Ναι. Η µεγάλη µου κόρη η ΖΕΧΡΑ ΚΟΥΛΑΚΣΙΖ, ήταν ανάµεσα σε αυτούς που θα αντιστέκονταν έξω από τις φυλακές. Όσο το σκέφτοµαι τώρα, δεν θα µπορέσω ποτέ να εξηγήσω πώς ένιωσα εκείνη την ηµέρα. «Άκου κόρη µου, παίρνεις στους ώµους σου µεγάλη ευθύνη µε αυτήν την απόφαση. Η ζωή σου ανήκει, το ξέρω. Ό,τι κι αν πω είναι ανόητο! Το πήρες απόφαση, αλλά σαν πατέρας σου, προτείνω να το ξανασκεφτείς.». Όταν της το είπα αυτό, µου απάντησε ως εξής.« Έχεις δίκιο. Ξέρω το µέγεθος της ευθύνης και τη δυσκολία της αποστολής που ανέλαβα. Τα σκέφτηκα, όµως, όλα. ∆εν θα µπορούσα να είµαι απ' αυτούς που παρακολουθούν απ' έξω αιπήν την αντίσταση που βρίσκεται τόσο κοντά µας. Μη µου το ζητάς αυτό! Θέλω να σεβαστείς την απόφαση µου. Σ' αγαπώ τόσο πολύ και ελπίζω να µε καταλαβαίνεις». Μετά µε φίλησε σταυρωτά. Κι εγώ «σ' αγαπώ κόρη µου και σέβοµαι την απόφαση


24

σου», της είπα και της φίλησα τα µάτια, το µέτωπο και την αγκάλιασα. Έφυγα χωρίς να την αφήσω να καταλάβει ότι δύο δάκρυα κύλησαν στα µαγουλά µου. ∆εν µπορώ να θυµηθώ πόσες µέρες πέρασαν µετά από αυτό, αλλά µια νύχτα χτύπησε το τηλέφωνο µου. Η φωνή στο τηλέφωνο ήταν της µικρότερης κόρης µου της Τζανάν. Η φωνή ήταν δική της αλλά δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι έλεγε. Για την ακρίβεια, η Τζανάν µιλούσε κανονικά αλλά εγώ αδυνατούσα να την καταλάβω. Ένοιωσα τα γόνατα µου να λυγίζουν. ∆εν µπορούσα να µιλήσω, ένοιωθα έναν κόµπο στο λαιµό. Μετά από λίγο άρχισα να κατανοώ τι µου έλεγε αλλά ήθελα να πιστέψω ότι ήταν ένα αστείο. ∆υστυχώς, δεν ήταν. Όταν η µικρότερη µου κόρη Τζανάν µου είπε ότι προσφέρθηκε εθελοντικά να συµµετάσχει στην Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου στη Σµύρνη, έχασα κάθε δύναµη και κατέρρευσα στο πάτωµα. Για πολύ καιρό προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό µου πως αυτή η τηλεφωνική επικοινωνία ήταν λάθος. Αλλά, αλίµονο, είχα δύο κόρες. ∆εν είχα άλλα παιδιά. Και οι δύο συµµετείχαν εθελοντικά στην Απεργία πείνας η οποία ξεκίνησε έξω από τις φυλακές και θα πέθαιναν από την ασιτία. Η µια από αυτές ήτανε στην Κωνσταντινούπολη, η άλλη στη Σµύρνη... Οι κόρες µου, όπως πάντα, κάνανε αυτό που θέλανε. Ακόµη κι αν ήτανε αποµονωµένες η µια από την άλλη, µε κάποιο τρόπο οι πολύ θερµές καρδιές τους χτυπούσαν µαζί. Ακόµη κι αν ήτανε αποµονωµένες από το χρόνο και την απόσταση, µαζί πήρανε την πιο δύσκολη και τιµητική απόφαση για τη ζωή τους. Πάντα αναρωτιόµουνα για αυτό. ∆εν µπορούσα να καταλάβω πως δύο καρδιές µπορούν να χτυπούν και να αισθάνονται σαν µία.∆εν νοµίζω ότι κάποιος θα µπορούσε να το καταλάβει. Ιστορία, έχεις ποτέ συναντήσει κάτι σαν αυτό;Συγγραφείς, σκιτσογράφοι, µορφωµένοι, αναλφάβητοι, επιστήµονες, αδαείς, αστοί, χωρικοί, εραστές, αγαπηµένοι, νέοι, γέροι, παρακαλώ εξηγήστε µου τι είδος δεσµού αγάπης είναι αυτός; Ας επιτρέψουµε σε αυτούς που έχουν ακούσει να πούνε στους άλλους που δεν ξέρουν, σε αυτούς που το έχουν δει να το περιγράψουν, να στείλουν έναν τελάλη να διασχίσει όλη την Ανατολή


25

και να το διακηρύξει. Ας πληροφορηθούνε όλα τα κανάλια του κόσµου τον καθένα. Υπάρχουν δύο µάρτυρες. Υπάρχουν δύο αδελφές που ζουν σε αυτές τις δύο πόλεις, η µία λέγεται Τζανάν και η άλλη Ζεχρά, και µοιράστηκαν ό,τι είχαν κατά τη διάρκεια της σύντοµης ζωής τους. Γεύτηκαν πλήρως την αίσθηση της συνεισφοράς τόσο, που τώρα µοιράζονται ακόµη και το θάνατο. Έχετε ακούσει ποτέ τέτοιο πράγµα; Αν δεν έχετε δει ή δεν έχετε ακούσει για κάποιον άλλον, ορίστε! Αυτές είναι! Η µία είναι στην Κωνσταντινούπολη και η άλλη στη Σµύρνη. Αυτές οι οµορφιές, αυτά τα λουλούδια, ξάπλωσαν τα κορµιά τους να πεθάνουν από την πείνα. Θα µοιραστούν, στο τέλος, τον ίδιο τον θάνατο. Μετά από αυτό, αυτές οι δύο αδελφές, µε καρδιές γεµάτες αγάπη, θα γραφτούν στις σελίδες της Ιστορίας ως ηρωίδες που αψήφησαν τον θάνατο και έστησαν ένα οδόφραγµα για να αποκρούσουν την άγρια επίθεση που εξαπολύθηκε ενάντια σε όλη την ανθρωπότητα. Θυµηθείτε κόσµε! Άνθρωποι της πατρίδας µας... .Θυµηθείτε την απέραντη αγάπη, το µεγαλοπρεπές αίσθηµα και κοιτάξτε τις δύο αδελφές.Σκεφτείτε τες, σκεφτείτε χιλιάδες φορές. Εσείς, οι τύραννοι, εσείς οι ληστές, εσείς που κλέβετε, που προδίδετε την πατρίδα σας και καταπατάτε την τιµή των δικών σας ανθρώπων για µια χούφτα δολάρια. Εσείς που βγάζετε στο σφυρί την εθνική µας τιµή κτυπώντας τις πόρτες των ξένων. Κι εσείς που καταδικάζετε σε θάνατο τα αθώα παιδιά της χώρας, εσείς που αποσπάτε τα παιδιά µας µε τη βία για εκτέλεση χωρίς ντροπή, χωρίς λογική, αιµατορουφήχτρες... Κοιτάξτε αυτά τα ερπετά! Στο όνοµα της ανθρωπότητας που προσπαθείτε να καταστρέψετε, δυο µικροσκοπικές καρδιές, στολισµένες µε αγάπη, λένε «Όχι»! Όχι, θα παρεµποδίσουµε τις προσπάθειες σας να µας δηλητηριάσετε. ∆εν θα σας επιτρέψουµε να ποδοπατήσετε την τιµή της ανθρωπότητας. ∆εν θα καταστρέψετε την τιµή της Ανατολής, δεν θα σας δώσουµε ποτέ την άδεια µας. Και δεν θα εγκαταλείψουµε την παράδοση να µοιραζόµαστε τα πάντα ο ένας στον άλλον.


26

Πιθανόν, να πεθάνουµε µια φορά µε την τιµή µας. Εσείς, όµως, µηχανές τυραννίας, θα πεθαίνετε κάθε µέρα βρεγµένοι ως το κόκαλο µε την ατιµία σας. Οι συκοφαντικές προπαγάνδες σας, που προσπαθούν να αµαυρώσουν το όνοµα µας απέναντι στους δικούς µας ανθρώπους, µια µέρα θα γυρίσουν πίσω σε σας, και, αργά ή γρήγορα, ο λαός µας θα καταλάβει ότι η τυραννία σας δεν θα κρατήσει για πάντα. Αντιπροσωπεύετε τα βασανιστήρια, την καταπίεση και τη σφαγή. Εµείς, δύο αδελφές, η Τζανάν και η Ζεχρά, αντιπροσωπεύουµε την αγάπη, την αφοσίωση και την αυτοθυσία. Έτσι το καταγράφει η Ιστορία. Ακόµη και αν εµφανίζονται ασήµαντες σε κάποιους, αυτοί οι δύο άνθρωποι, οι δύο αδελφές, οι δύο καρδιές αντιλήφθηκαν την αποστολή που επωµίστηκαν, και κατάλαβαν πως η ευθύνη ήτανε τόσο βαριά όσο και τιµητική. Γνώριζαν ότι, από δω και πέρα, θα µείνουν στην µνήµη του κόσµου για την απεργία πείνας µέχρι θανάτου και δεν θα υπάρξει περίοδος, όπου τα ονόµατα τους θα ξεχαστούν. Οι µέρες περνούσαν αργά. Οι µέρες, από τη στιγµή που ξεκίνησε η απεργία πείνας µέχρι θανάτου ενάντια στις φυλακές τύπου Ρ, αυξάνονταν σταθερά. 45,46,47,... µέχρι που η αντίσταση έφτασε την 60η µέρα, κι ενώ οι συζητήσεις συνεχίζονταν µεταξύ των εγκλείστων των φυλακών, το έπουργείο συνέχιζε τη µια µανούβρα πίσω από την άλλη, και επινοούσε την µία ιστορία µετά την άλλη. Αντί να απαντήσει στα αιτήµατα των τροφίµων της φυλακής, σχεδίαζε να διαλύσει την αντίσταση και να παραπλανήσει την κοινή γνώµη µε την υποστήριξη των µέσων µαζικής ενηµέρωσης και επικοινωνίας. Όταν έφτασε εκείνη η µέρα, ο κόσµος αντίκρυσετη µεγαλύτερη σφαγή, έργο ενός απάνθρωπου στρατεύµατος, που πούλησε την ψυχή τους στον ∆ιάολο κι ανέβασε το ψέµα στο ψηλότερο επίπεδο. Το πρωί της 19 ∆εκέµβρη 2000, οι µηχανές της τυραννίας και της σφαγής ανέλαβαν δράση. Επιτέθηκαν σε χιλιάδες ανυπεράσπιστους και άοπλους ανθρώπους, που ήτανε κλεισµένοι στις φυλακές, µε όπλα και εµπρηστικές βόµβες. Ακόµα κι όταν άνθρωποι δολοφονούνταν και καίγονταν ζωντανοί, όλες οι εφηµερίδες και τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης αποπροσα-


27

νατόλιζαντον κόσµο ενωµένες στο δρόµο του ψέµατος. Όταν το πρωί της 19ης του ∆εκέµβρη φτάσαµε στην φυλακή Μπαϊράµ-πασά, η θέα που αντιµετωπίσαµε ήταν αρκετή για να παγώσει το αίµα στις φλέβες µας. Χιλιάδες στρατιώτες, αστυνοµικοί, µπουλντόζες και θωρακισµένα οχήµατα έµπαιναν κι έβγαιναν στη φυλακή, µπορούσαµε να ακούσουµε τον ήχο των πυκνών πυρών που ρίχνονταν µέσα στη φυλακή. Αν και ήµαστε περίπου 700 µέτρα µακριά από τη φυλακή, τα µάτια µας δάκρυσαν από τα δακρυγόνα που ρίχνονταν στους φυλακισµένους. Ήταν σαν να γινόταν πόλεµος και οι στρατιωτικές δυνάµεις που βλέπαµε ήταν ο στρατός κατοχής. Βλέποντας το αποκρουστικό αυτό θέαµα έξω από τις φυλακές, ήταν αδύνατο το ανθρώπινο µυαλό να συλλάβει την τροµακτική αγριότητα που συνέβαινε στο εσωτερικό της.Όταν ξεκίνησε η πράξη της σφαγής, στη µηχανή ψεύδους των µέσων µαζικής ενηµέρωσης είχε ήδη δοθεί το καθήκον να πείσει την κοινή γνώµη για την νοµιµότητα της σφαγής. Την ίδια ηµέρα της σφαγής, ένα γεγονός, που συνέβη µπροστά από τη φυλακή της Ουµρανία, µας δίνει ένα καλό παράδειγµα/Ενας ρεπόρτερ της τηλεόρασης, µεταδίδοντας ζωντανά από απόσταση 1,5 χιλιοµέτρου από τη φυλακή, είπε «Αγαπητοί τηλεθεατές, αυτή τη στιγµή οι τροµοκράτες άνοιξαν πυρ ενάντια στις δυνάµεις ασφαλείας». Λέγοντας αυτά τα λόγια, τον πλησίασε µια ηλικιωµένη γυναίκα και του λέει, «Παιδί µου, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. βρισκόµαστε ενάµιση χιλιόµετρο µακριά από τη φυλακή και δεν µπορούµε να δούµε τι γίνεται πίσω από τους τοίχους της. Πώς µπορείς και λες ψέµατα στο λαό λέγοντας ότι οι τροµοκράτες άνοιξαν πυρ και ότι διαθέτουν µακρύκανα όπλα; ∆ε φοβάσαι το Θεό; Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι!» Ο ρεπόρτερ ανταπάντησε, «∆εν µπορώ να κάνω τίποτα. Υπακούµε σε διαταγές. Οι διαταγές έρχονται από ψηλά. Πρέπει να υπακούσουµε αλλιώς θα χάσουµε τις δουλειές µας.» Αυτοί που αποτέλεσαν τα όργανα της δηµοσίευσης όλων αυτών των ψεµάτων, δρώντας κάτω από την πίεση του φόβου µην τυχόν και χάσουν τη δουλειά τους, την χάνουν έτσι κι αλ-


28

λιώς. Μετά από τόσες προδοσίες, δεν µπορούν να αποφύγουν το να χάσουν τη δουλειά τους. Μετά από λίγο καιρό, µε την πρόφαση της υπάρχουσας κρίσης, εκατοντάδες από αυτούς τους ανθρώπους έχασαν τη δουλειά τους. ∆εν ξέρω, όµως, πραγµατικά αναρωτιέµαι αν σήµερα κοιτώντας πίσω, τις σφαγές, µπορεί να µην αισθάνεται ενοχή η συνείδηση τους; Πώς µπόρεσαν να παρακάµψουν τις ηθικές αρχές της δηµοσιογραφίας µε τη συµµετοχή τους σ' αυτό που έκαναν οι τύραννοι, από φόβο µην τυχόν και χάσουν τις δουλειές τους; Η επιχείρηση της σφαγής κράτησε τέσσερις ολόκληρες µέρες. Κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων ηµερών, δεκάδες χιλιάδες δακρυγόνων ρίχτηκαν ενάντια σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Σφαίρες ρίχτηκαν ενάντια σε συγκεκριµένους στόχους. Κατά τη διάρκεια των σφαγών έγινε κάτι που το ανθρώπινο µυαλό δεν µπορεί να κατανοήσει, που κάνει τους ανθρώπους να ανατριχιάζουν και να ντρέπονται για ότι έγινε στο γυναικείο τµήµα των φυλακών Μπάίράµ-πασά. Μια αγριότητα, που ο συγγραφέας αυτών των γραµµών δεν µπορεί να εκφράσει. Φανταστείτε µια βόµβα, µια εµπρηστική βόµβα που πληγώνει µόνο τους ανθρώπους. Που αφήνει άθικτα τα ρούχα, τα έπιπλα αλλά καίει και ψήνει την ανθρώπινη σάρκα. Αυτό πρέπει να έχουµε υπόψη µας εδώ. Όλη η ανθρωπότητα πρέπει να το κατανοήσει. Τί είδους µυαλό µπόρεσε να εφεύρει τέτοιου είδους βόµβα; Πώς µπόρεσε να κατασκευάσει ένα όπλο που καταστρέφει µόνο τους ανθρώπους; Πώς µπορεί να είναι τόσο τυραννικό... Θεέ µου, πως κατάντησε έτσι η ανθρωπότητα! Αν εµείς, όλοι οι άνθρωποι του κόσµου, δεν ντραπούµε για την κατάσταση αυτή, πώς θα σωθούµε απ' αυτό το θράσος; Ναι, έριξαν αυτές τις βόµβες επάνω στις γυναίκες του γυναικείου τµήµατος των φυλακών από τρύπες που άνοιξαν στο ταβάνι. Έριξαν µια, αλλά µια δεν ήταν αρκετή, έτσι έριξαν κι άλλη, κι άλλη, αναρίθµητες βόµβες ρίχτηκαν για να καταστρέψουν τα κορµιά των απροστάτευτων ανθρώπων. Και οι γυναίκες ΚΑΗΚΑΝ ΖΩΝΤΑΝΕΣ. Καίγονταν και οι σφαγείς τους κοίταζαν. Αυτά τα ροµπότ, που δεν µπορούν να χαρακτηριστούν άνθρωποι, παρακολουθούσαν αυτά που γινόταν µε ευ-


29

χαρίοτηση. Θα ήταν κατανοητό αν µόνο παρακολουθούσαν. Γιατί αυτά τα πλάσµατα που έχουν προγραµµατιστεί για να δολοφονούν έκαναν µόνο τη δουλειά τους. Όµως, όχι, δεν ήταν οι µόνοι που παρακολουθούσαν. Ο λαός της χώρας, που υπέστη µια πλύση εγκεφάλου µε παραµορφωµένες πληροφορίες, παρακολουθούσε επίσης. Οι καλοεκπαιδευµένοι και δοξασµένοι πανεπιστηµιακοί µας, οι καθηγητάδες µας και οι δάσκαλοι µας παρακολουθούσαν επίσης. Οι δοξασµένοι πολιτικοί, απόµακροι και υπεράνω όλων παρακολουθούσαν κι αυτοί. Αυτό το ανθρώπινο δράµα γινόταν µπροστά στα µάτια των συνδικαλιστικών ηγεσιών, που λένε ότι προστατεύουν τα δικαιώµατα της εργατικής τάξης και ότι παλεύουν για την ταξική ενότητα, που όµως παρακολουθούσαν χωρίς να κοκκινίζουν ή να ντρέπονται. Οι οικολόγοι που βγαίνουν στους δρόµους όταν καούν δυο στρέµµατα δάσους, αυτοί οι απατεώνες που παρελαύνουν φωνάζοντας «να σώσουµε τη φύση», ενώ άνθρωποι καίγονται µέσα στις φυλακές... Κι αυτοί παρακολουθούσαν. Ποιος ξέρει, ίσως κρυφά να έλεγαν, «καλά να πάθουν, δεν µπορείς να µάχεσαι ενάντια στο κράτος, σ' αυτήν την ανθρώπινη τραγωδία». Ακόµη, κάποιοι προοδευτικοί, αριστεροί κοµµατικοί ηγέτες πρόσεξαν, άραγε, πως η τιµή τους κάηκε µαζί µε τις γυναίκες που κάηκαν µέσα στα κελιά, καθώς κι αυτοί οι κοµµατικοί ηγέτες παρακολουθούσαν, µη κάνοντας τίποτα; Από τη µια µεριά ήταν ένας µικρός αριθµός ανθρώπων που κάηκαν από τις βόµβες στις φυλακές και οι συγγενείς τους έξω απ' αυτές και από την άλλη, µια πανίσχυρη, τυραννική µηχανή που προσπαθούσε να πείσει την κοινωνία να παραµείνει αδρανής, λέγοντας της ψέµατα. Όλα αυτά µας θυµίζουν τις αρχαίες εποχές, όταν οι τύραννοι καλούσαν το λαό στις θυσίες που έκαναν στους θεούς του πολέµου, και ο λαός έπαιζε το ρόλο του παρατηρητή. Γινόταν έτσι συνένοχος στο έγκληµα. Αναισθητοποίησαν την καρδιά και τη συνείδηση τους και µετά τυφλώθηκαν. Για να Μην ακούγονται οι κραυγές των καµένων ανθρώπων, έκαναν όλο και περισσότερο θόρυβο γι' αυτό φέρνοντας µηχανήµατα,


30

έτσι που κανένας να µην ακούει αυτές τις κραυγές, παρά ένας µικρός αριθµός ανθρώπων. Οι κυβερνήτες το αρνήθηκαν, οι τηλεοράσεις, οι εφηµερίδες, οι έπουργοί και ο Πρόεδρος το αρνήθηκαν επίσης. Υποστήριξαν ότι δεν έκαψαν κανέναν, αλλά ότι οι φυλακισµένοι αυτοπυρπολήθηκαν. Πότε, άλλωστε, το κράτος έκαψε τους ίδιους του τους πολίτες; Και είπαν: ποτέ δεν θα κάναµε κάτι τέτοιο. Αντί να δείξουν τη σφαγή, ενεργοποίησαν τους κονδυλοφόρους και τους σχολιαστές των µέσων ενηµέρωσης. Τα στοιχεία αντιστράφηκαν, οι δολοφόνοι παρουσιάστηκαν αθώοι κι οι αθώοι ένοχοι. Η ιστορία ήθελε να επαναλάβει τον εαυτό της ακόµα µια φορά. Όπως παλιότερα, οι καταπιεσµένοι βρέθηκαν ένοχοι και κρίθηκαν µπροστά στην ιστορία. Αυτήν, όµως, τη φορά η παραχάραξη της αλήθειας ήταν προφανής. Σύντοµα όλα τα ψέµατα και τα ντοκουµέντα αυτής της επιχείρησης θα δηµοσιοποιούνταν και ο στόχος της σφαγής θα φαινόταν ξεκάθαρα σ' όλον τον κόσµο. Οι µέρες περνούσαν κι εµείς, οι συγγενείς των φυλακισµένων, ήταν αδύνατον να έχουµε νέα από τους γιους και τις κόρες µας... Ζούσαµε µην ξέροντας αν είναι νεκροί ή ζωντανοί. Εν τω µεταξύ το έπουργείο έδειξε την υποκρισία του ακόµη µια φορά ανοίγοντας τις φυλακές κελιών τύπου Ρ, που είχαν πει ότι δεν θα λειτουργήσουν για κάποιο απροσδιόριστο χρονικό διάστηµα. Οι φυλακισµένοι, αφού βασανίστηκαν, πετάχτηκαν σ' αυτά τα ψυχρά κελιά. Από εκείνη τη στιγµή η αντίσταση µεταµορφώθηκε σε κάτι άλλο µε διαφορετικό χαρακτήρα. Έγινε ένας τίµιος αγώνας, που επεκτάθηκε πέρα από εποχές και διαρκεί, παρά και ενάντια σε όλα τα εµπόδια µέσα κι έξω από τις φυλακές. Εµείς, οι συγγενείς των φυλακισµένων, µπορεί να είµαστε λίγοι σε αριθµό, αλλά είµαστε αποφασισµένοι και γεµάτοι ελπίδα. ∆εν θα αφήσουµε τα παιδιά µας στο έλεος αυτών των µπάσταρδων και θα αρχίσουµε να διαλαλούµε τα αιτήµατα τους έξω από τις φυλακές. 'Ηταν αδύνατο να µάθω νέα από τον αδελφό µου για πέντε


31

µέρες. Περιµέναµε µπροστά από κάποιο νεκροτοµείο. Οι συγγενείς των ανθρώπων, που έχασαν τη ζωή τους στη σφαγή, περίµεναν ανυπόµονα µπροστά από το νεκροτοµείο και αναρωτιόντουσαν εάν ήταν ή όχι, το πτώµα στη µαύρη πλαστική σακούλα, η αδελφή, ο αδελφός ή ο σύζυγος. Οι άνθρωποι όλης της χώρας είχαν σιγήσει καθώς έβλεπαν αυτά τα γεγονότα στις τηλεοράσεις τους, σαν να συνέβαιναν κάπου αλλού στο σύµπαν. Ήµαστε µόνο µια χούφτα ανθρώπων. Μπορείτε να φανταστείτε πώς είναι να βλέπεις αυτή την επίθεση στην ανθρωπότητα και να είσαι µόνο µια χούφτα ανθρώπων; Πολλοί από τους φίλους σας δεν έρχονται µε το µέρος σας γιατί φοβούνται, και τότε νιώθετε αποµονωµένοι από τον κόσµο. Οι κυβερνητικές δυνάµεις, που αποµόνωναν φυλακισµένους στα κελιά τύπου Ρ, προσπαθούσαν τώρα να αποµονώσουν εµάς, τους απ' έξω. Τελικά, την πέµπτη µέρα ακούσαµε ότι ο αδελφός µου ήταν τραυµατισµένος και ήταν στο νοσοκοµείο. Ήταν ένα κρύο και βροχερό Σάββατο.... Εφτά υπέροχοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν στη σφαγή και εφτά γαρύφαλλα... Όταν οι ήρωες της ελπίδας µεταφέρθηκαν από το οθΓηβνί3 στη γειτονία του Γκαζί, δεν υπήρχαν καθόλου δάκρυα στα µάτια κανενός. Υπήρχε οργή στα πρόσωπα. Ναι, κανένας δεν έκλαιγε και, παρόλα αυτά, καθώς η βροχή έπεφτε κάτω, ήταν σαν να υπήρχαν κουβάδες µε δάκρυα. Ακόµη και ο ουρανός δεν µπορούσε να ανεχθεί αυτήν την σφαγή. Ο ουρανός έκλαιγε, τα δάκρυα γινόταν ποτάµια στους δρόµους της Κωνσταντινούπολης. Ο ουρανός δεν µπορούσε να αντισταθεί. Ήταν σαν να έλεγε στους τυράννους «τι είδος σφαγής είναι αυτό; Τι είδος ανθρωπιάς είναι αυτό; Μετά από τόσους νέους ανθρώπους που έχουν δολοφονηθεί, γιατί οι άνθρωποι δεν ουρλιάζουν για δικαιοσύνη; Ο ουρανός έκλαιγε την ανθρωπότητα. Ο ουρανός, όχι οι άνθρωποι, έκλαιγε για την κατάντια της ανθρωπότητας. Μετά από δύο µέρες και νύχτες κλάµατος, οι δακρυγόνοι αδένες του ουρανού στέρεψαν. 3. Οίκος συνάθροισης των Αλεβιτών.


32

Θάβαµε τους µάρτυρες µας µόνους ή δυό-δυό. Όσο ο µήνας του Ραµαζανιού πλησίαζε, ο λαός της χώρας µας προετοιµαζόταν για τη γιορτή του Ραµαζανιού.4 ∆εν θα αποκαλύπταµε την λύπη µας στους τυράννους, που κατέστρεψαν τη γιορτή µας. Θάψαµε την λύπη µας στις καρδιές µας. Ξέραµε ότι αυτή η αντίσταση θα ήταν µακρόχρονη και γι' αυτό χρειαζόταν να προετοιµάσουµε την αντοχή µας για την µεγάλη πορεία προς τα µπρος. Σ' αυτό το σηµείο, θα πρέπει να εξετασθεί ένα άλλο σηµαντικό θέµα. Στην περίοδο προτού ξεκινήσει η επιχείρηση, µερικοί κύκλοι έκριναν ότι η εξήγηση που παρουσίασε το έπουργείο ήταν ικανοποιητική. Όµως, επειδή η αντίσταση των εγκλείστων µειώθηκε την περίοδο µετά τη σφαγή, το έπουργείο έπρεπε να ρίξει την ευθύνη για το ατύχηµα στους φυλακισµένους, επιδιώκοντας την µείωση της αποδοχής των εις βάρος του κατηγοριών από το κοινό. Όλο αυτό το σενάριο αποτελεί ένα τέλειο παράδειγµα της κατάστασης στη χώρα µας, σ' ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τη δηµοκρατία, και την απουσία αρχών και βούλησης της κυβέρνησης. Ναι. Η υποστήριξη του κοινού που υπήρχε πριν από τη σφαγή µειώθηκε µετά τις 19 του ∆εκέµβρη. Τι συνέβη για να προκαλέσει τέτοια αλλαγή; Πριν από ο,τιδήποτε άλλο, ένα πράγµα πρέπει να γίνει κατανοητό. Από τη στιγµή που πολλοί άνθρωποι υπέθεσαν ότι η αντίσταση των απεργών πείνας µέχρι θανάτου θα έπρεπε να κλείσει σε µικρό χρονικό διάστηµα, υπολόγισαν ότι θα πρέπει να εµπλακούν στην κατάσταση. Αλλά, µετά τις 19 του ∆εκέµβρη, αντιµετώπισαν κάτι το απρόσµενο. Η οργή του κράτους ήταν τροµακτική και δεν ήταν αστεία υπόθεση. Άνθρωποι δολοφονούνταν χωρίς έλεος, και η κυβέρνηση δεν θα επέτρεπε καµία αντιπολίτευση. Μιλώντας ειλικρινά, ήταν µια επικίνδυνη κατάσταση. Όταν αυτοί, που περίµεναν µια εύκολη νίκη, συνάντησαν µια ανε4. Ένα τριήµερο γιορτής στο τέλος της νηστείας του Ραµαζανιού.


33

πάντεχη επίθεση, συνειδητοποίησαν ότι τα πράγµατα δεν πήγαιναν καλά, και αµέσως άρχισαν να ψάχνουν για υπεύθυνους. Για τον ένα ή για τον άλλο λόγο, ωστόσο, δεν συµπεριέλαβαν σ' αυτό τους το ψάξιµο τους κύρια υπεύθυνους για τη σφαγή. Μπορείτε να το φανταστείτε; έποστηρίζετε την αντίσταση, η οποία ξεκίνησε µε κάποια συγκεκριµένα αιτήµατα. Τριάντα άνθρωποι, στη συνέχεια, χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας µιας επίθεσης. Κανένα από τα αιτήµατα δεν γίνεται δεκτό. Ο έπουργός Εσωτερικών έποθέσεων λέει: «Σχεδιάζαµε αυτή την επιχείρηση, εδώ και ένα χρόνο». Ένας από τους διαπραγµατευτές5 λέει, «Χρησιµοποιηθήκαµε από το κράτος». Κοντολογίς, η εικόνα ζωγραφίστηκε από την κυβέρνηση. Όλοι καταλάβαιναν πως είναι ένα είδος εκλογικής τακτικής... Εκτός από τους φίλους µας, που αυτό δεν µπορούν να το καταλάβουν. Τελικά υπήρξαν 30 νεκροί, αµέτρητοι τραυµατίες κι ο έπουργός ∆ικαιοσύνης δεν κράτησε το λόγο του. Αποφάσισε να αρχίσει να γεµίσει τα κελιά των φυλακών τύπου Ρ µε ανθρώπους οι οποίοι επρόκειτο να βασανιστούν. Αναρωτήθηκαν, ποτέ, για το λόγο για τον οποίο έχασαν την υποστήριξη του λαού; ∆εν ρωτάνε, γιατί θα είναι πολύ δύσκολο να δώσουν ικανοποιητικές εξηγήσεις. Είναι πολύ πιο εύκολο να ρίχνουν την ευθύνη στους φυλακισµένους και σε αυτούς που έχασαν τη ζωή τους... Και εγκαταλείπουν αυτή την επικίνδυνη περιοχή. Κάνοντας το αυτό, διαχωρίζουν τους εαυτούς τους από µία επικίνδυνη κατάσταση και αποδεικνύουν ότι είναι έξυπνοι πολιτικοί. Για να µιλήσω ειλικρινά, όσο η αντίσταση συνεχίζεται, θα υπάρξουν κατά τη διάρκεια της πολλές τέτοιες τραγωδίες. Τα ιδανικά της αντίστασης υποχρεώθηκαν από την κυβέρνηση σε υποταγή και συµβιβασµό, χάρη στην άποψη για τον κόσµο που υπερασπίζονται οι πολιτικοί. Με την αρνητική προπαγάνδα της κυβέρνησης και την αρχή µιας νέας περιόδου για την αντί-

5

· Σε συζητήσεις που έγιναν νωρίτερα ανάµεσα στις αρχές και στους φυλακισµένους.


34

στάση, το θέµα των αντιστεκόµενων των απεργιών πείνας µέχρι θανάτου σβήστηκε από την καθηµερινή ατζέντα της κοινής γνώµης. Τώρα, η κυβέρνηση συνεχίζει να επιτίθεται σε κάθε είδος δηµοκρατικού αγώνα µε τον πιο άγριο τρόπο. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου η ΤΑΥΑΟ (Σύλλογος των Οικογενειών των Πολιτικών Κρατουµένων για τη Συµπαράσταση και την Αλληλοβοήθεια) ανοιχτά υποστηρίζει τις απεργίες πείνας µέχρι θανάτου, η κυβέρνηση κάνει επιδροµές και σφραγίζει τα γραφεία της. Τώρα, δεν υπήρχε πια µέρος για τους αντιστεκόµενους απ' έξω. Για να συνεχιστεί η αντίσταση, έξω από τις φυλακές, στάλθηκαν υποµνήµατα σε διάφορες δηµοκρατικές οργανώσεις, συνδικαλιστικές ενώσεις και πολιτικά κόµµατα. Όµως όλα απορρίφτηκαν για διάφορους λόγους. Εµένα, εν τω µεταξύ, η µεγαλύτερη κόρη µου η Ζεχρά Κουλακσίζ, που βρισκόταν ανάµεσα στους αντιστεκόµενους, µεταφέρθηκε στο σπίτι της Σενάϊ Χάνογλου στο Κιουτσούκ Αρµουτλού. Η Σενάϊ συµπεριλαµβανόταν στα µέλη των απεργών πείνας µέχρι θανάτου και το σπίτι της έγινε το κέντρο για τους αντιστεκόµενους έξω από τις φυλακές Πριν από την ίδρυση του ΤΑΥΑΟ, οι απεργοί πείνας έκαναν την αρχή στο διαµέρισµα εκείνου του υπέροχου ατόµου και φίλης µας µε τη ζεστή καρδιά, της Μπιλγκεσού Ερενούς Πρέπει να το πούµε ότι η αντίσταση των απ' έξω ξεκίνησε στο σπίτι της αγαπηµένης µας µεγάλης αδελφής και συνεχίζεται µέχρι και σήµερα. Υπάρχουν πολλά ακόµη πράγµατα τα οποία θα µπορούσαν να ειπωθούν για την µεγάλη αδερφή µας,6 την Μπιλγκεσού η οποία ήταν πάντοτε στο πλάι µας και µοιράστηκε µαζί µας όλες τις εµπειρίες τις. Ελπίζω, στο µέλλον να µπορέσω κι εγώ να µοιραστώ τις εµπειρίες αυτές µε τους άλλους.

6. Μεγάλη αδελφή (Αοΐ3): Είναι προσφώνηση µικρότερης σε ηλικία προς µεγαλύτερη σε ηλικία και έχει την έννοια της µε την γενικότερη έννοια, (όχι αδελφή που προέρχετε από συγγενική σχέση, είναι έκφραση σεβασµού).


35

Ενώ οι απεργοί πείνας στην Κωνσταντινούπολη µεταφερόταν στο Κιουτσούκ Αρµουτλού, µια άλλη οµάδα απεργών πείνας, στην οποία συµπεριλαµβανόταν και η νεότερη µου κόρη, η Τζανάν Κουλακσίζ, βρισκόταν στο κτίριο του ΟΟΡ (Κόµµα Ελευθερίας και Αλληλεγγύης) στη περιοχή του Κονάκ στη Σµύρνη. Η πολιτεία τους ανάγκασε να φύγουν από εκεί κι έµειναν στο κτίριο της ΝΑΚΙ_ΙΥΑΤ-Ιδ,7 προτού καταλήξουν σε µια παράγκα στην Γιαµανλάρ, στη Σµύρνη. Έτσι, η µεγαλύτερη αδελφή, η Ζεχρά στο Κιουτσούκ Αρµουτλού και η µικρότερη, η Τζανάν στο Γιαµανλάρ, δύο αδελφές, δυο αντιστασιακές, δυο συντρόφισσες συνέχιζαν στο µονοπάτι που ο αγώνας τους είχε σχεδιάσει για αυτές. Τελικά, µίλησα πολλές φορές για την αντίσταση. Προσπάθησα να µοιραστώ τις απόψεις µου µε ανθρώπους στην τηλεόραση, στις εφηµερίδες και σε συναντήσεις. Αλλά η Τζανάν και η Ζεχρά δεν είχαν τέτοιες ευκαιρίες. Πρέπει να µιλήσουν και να αφήσουν τις σκέψεις τους, τις ζωές και την αντίσταση τους για τις µελλοντικές γενιές. Γι' αυτό, σαν πατέρας τους, θα προσπαθήσω να τις βοηθήσω όσο περισσότερο µπορώ.

7

· Συνδικαλιστική ένωση εργαζοµένων στις µεταφορές.


37

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η Τζανάν αφηγείται την ιστορία της ΕίµαιηΤζανάνΚουλακσίζ. Γεννήθηκα το Νοέµβριο του 1981. ∆εν θυµάµαι τί ηµέρα ήταν. Αλλά γνωρίζω ότι, κατά την διάρκεια εκείνων των χρόνων, ο εφιάλτης της 12 Σεπτεµβρίου1 έπεσε πάνω µας. Η αστυνοµία και οι χωροφύλακες έπεσαν µε αγριότητα πάνω στις φυλακές της χώρα µας, φέρνοντας µαζί τους τα βασανιστήρια και τις σφαγές. Οτιδήποτε ήταν καλό κι άξιζε στην χώρα µου, αυτό ακριβώς αποτέλεσε το αντικείµενο της επίθεσης που εξαπολύσανε οι ιθύνοντες της 12ης Σεπτεµβρίου. Άνθρωποι οδηγήθηκαν, µε το έτσι θέλω, στα µπουντρούµια και όσο βρίσκονταν εκεί, ανακρίνονταν συνεχώς επί 90 ηµέρες. Το όνοµα µου, µου το έδωσε ο µεγαλύτερος µου αδελφός,2 ο Ρεµζί. Ήταν στη φυλακή Ερζίντζαν όταν γεννήθηκα. Όλοι πρότειναν διάφορα ονόµατα, αλλά ο πατέρας µου έλεγε όχι. Το όνοµα µου, έπρεπε να µου το δώσει ο Ρεµζί. Έστειλαν τα νέα στη φυλακή Ερζίντζαν και περίµεναν έναν ολόκληρο µήνα µέχρι που έλαβαν την απάντηση.Όπως βλέπετε, ήµουν χωρίς όνοµα για ένα µήνα. Ο µεγαλύτερος µου αδελφός, ο Ρεµζί είπε, Τζανάν, και σ' όλους άρεσε το όνοµα. Κι εµένα µου άρεσε. Η µεγαλύτερη µου αδελφή, η Ζεχρά ήταν τότε δυόµισι χρονών. 1

· Η 12 Σετττέµβρη 1980 ήταν η ηµεροµηνία του στρατιωτικού πραξικοπήµατος στην Τουρκία. 2.0 µεγαλύτερος αδελφός (ΒΟΙ): Είναι προσφώνηση µικρότερου σε ηλικία προς µεγαλύτερο σε ηλικία και έχει την έννοια του αδελφού Με την γενικότερη έννοια, (όχι αδελφός που προέρχεται από συνγενι κή σχέση, είναι έκφραση σεβασµού).


38

Ήµαστε µια οικογένεια µε χαµηλό εισόδηµα. Η µητέρα µου ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας µου δεν είχε µόνιµη δουλειά. Εργαζόταν σε εργοστάσια τσαγιού, όταν ήταν η κατάλληλη εποχή, και κατά την διάρκεια του χειµώνα προσπαθούσε να κέρδισε τα προς το ζειν σαν γυρολόγος στην πόλη. Πριν µετακοµίσουµε στην Κωνσταντινούπολη είχε προσπαθήσει να τα φέρει βόλτα, ανοίγοντας κανα-δυο µαγαζάκια. Αν και µας ανήκαν κάποια µικρά χωράφια τσαγιού, η οικογένεια µας ήταν τόσο µεγάλη που ποτέ δεν κατορθώσαµε να αποφύγουµε την φτώχεια. Όταν σκέπτοµαι την παιδική µας ηλικία, δεν βλέπω τίποτα που να αξίζει να σηµειώσεις. Η µεγαλύτερη µου αδελφή και εγώ, όπως κι άλλα παιδιά που ζούσαν στην Ανατολία, προσπαθούσαµε να µεγαλώσουµε µισοπεινασµένα - µισοχορτάτα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ζήσαµε µια σηµαντική εµπειρία: το διαζύγιο των γονιών µας. Νοµίζω ότι ήµουν πέντε χρονών. Ποτέ δεν µπόρεσα να καταλάβω τον λόγο για τον οποίο χώρισαν. Το πιο πιθανό ήταν πως δεν µπορούσαν να αγαπάνε ο ένας τον άλλο. Μείναµε µε τον πατέρα µας. Αλλά καθώς κοιτάζω πίσω, υπάρχει κάτι που θυµάµαι καθαρά. Ποτέ και πουθενά ο πατέρας µου δεν είπε λέξη για την µητέρα µου. Ποτέ δεν έλεγε τίποτα, όταν πηγαίναµε να την επισκεφτούµε και να µείνουµε µαζί της για λίγο. ∆εν κάναµε φασαρία για το θέµα, αλλά απλά προσπαθούσαµε να το καταλάβουµε µε τα παιδικά µας µυαλά. Ξεκίνησα το δηµοτικό σχολείο. Πήγα στο δηµοτικό σχολείο στη γειτονιά µου µέχρι την τρίτη τάξη. Μετά το πρώτο εξάµηνο της τρίτης, µετακοµίσαµε στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισα τις σπουδές µου στο δηµοτικό σχολείο Εσενγούρτ. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου αντιλήφθηκα την διαφορά µεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ριζέ3 Στη Ριζέ, είχαµε 15-20 µαθητές ανάταξη, αλλά στην Κωνσταντινούπολη είχαµε 90-95. Εδώ, καταλαβαίνεις ότι η ζωή είναι δύσκολη για τους φτωχούς, άσχετα µε το πού ζουν. 3. Ριζέ: πόλη στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας της Τουρκίας απ1 όπου καταγόταν η οικογένεια.


39

Η Κωνσταντινούπολη ήταν µια τελείως διαφορετική πόλη. ∆εν υπήρχε κανείς που θα µπορούσες να πλησιάσεις για βοήθεια, γιατί όλοι ήταν απασχοληµένοι µε το να σώσουν τους εαυτούς τους. Στην οικογένεια µας υπήρχε µια παράδοση µοιρασιάς. Η φτώχεια µας δεν µείωνε την ζεστασιά της αγάπης µας, Θα συζητούσαµε τους λόγους της φτώχειας µας, και θα αποφασίζαµε για το τι πρέπει να κάνουµε. Η γιαγιά και ο παππούς µου έµεναν µαζί µας κατά την διάρκεια του χειµώνα, έπειτα επέστρεφαν στη Ριζέ το καλοκαίριΤους αγαπούσα τόσο. Κι αυτοί µας αγαπούσαν πάρα πολύ. Τώρα, προσπαθώ να αντιληφθώ, πώς µπορούν να υποφέρουν την απουσία τη δική µου και της µεγαλύτερης αδελφής µου. Ήδη µου λείπουν. Ζούσαµε στο ίδιο σπίτι µε τους θείους µου, τον Ισµαήλ και τον Μεχµέτ. Μερικές φορές είχαµε φιλονικίες οτο σπίτι. Σε τέτοιες περιστάσεις, ο πατέρας µου θα επενέβαινε, ήρεµα θα εξέφραζε την γνώµη του για το τι έπρεπε να γίνει, και έτσι η φιλονικία θα λυνόταν φιλικά. ∆εν µπορώ να καταλάβω πώς το έκανε αυτό, αλλά είχε ένα εξαιρετικό ταλέντο στο να πείθει. Κι έτσι οι µέρες ερχόντουσαν και περνούσαν. Ο θείος Μεχµέτ πήγε στο στρατό και ο θείος Ισµαήλ µετακόµισε στο δικό του σπίτι.Έτσι ο πατέρας µου, η µεγαλύτερη αδελφή µου Ζεχρά και εγώ περάσαµε το καλοκαίρι µαζί. Εκείνο τον χρόνο, πήγαµε στο Ριζέ για τις διακοπές του εξαµήνου. Αφού γυρίσαµε, ο πατέρας µας είπε ότι θέλει να µας µιλήσει. Είπε, "Παιδιά µου, γνώρισα µια γυναίκα και αγαπιόµαστε. Θέλω να ζήσω µαζί της. Αλλά εάν πείτε όχι, δεν θα γίνει, δεν την θέλουµε, θα χωρίσουµε." Εµείς αµέσως αγκαλιάσαµε τον πατέρα µας. Είπαµε, η ευτυχία σου είναι και δική µας ευτυχία. Έτσι, το θέµα τακτοποιήθηκε φιλικά και του πατέρα µου οι φόβοι ποτέ δεν έγιναν πραγµατικότητα. Όταν συναντήσαµε την Σενγκιούλ, την αγαπήσαµε, την ονοΜάσαµε µεγαλύτερη αδελφή. ∆εν ξέραµε γιατί. Αυτή δε ήθελε να την λέµε µητέρα. Μας άρεσε να την φωνάζουµε µεγαλύτερη αδελφή. Τέλος πάντων, µε µιαν απλή τελετή γάµου για τον πατέρα µου, ένα νέο µέλος συνδέθηκε µε την οικογένεια µας.


40

Οι µέρες πέρασαν. Ο θείος Μεχµέτ επέστρεψε από την στρατιωτική υπηρεσία. Μετά από, σχεδόν, ένα χρόνο, ένα σηµαντικό γεγονός επηρέασε τις ζωές µας. Η σύλληψη του θείου µας Μεχµέτ, σήµαινε την αρχή της περιόδου του µεγάλου µπλεξίµατος µε την φυλακή για µας. Ναι, ο θείος µου ήταν στη φυλακή, και σε νεαρή ηλικία γνωρίστηκε µε τις πόρτες της.... Κατά την διάρκεια του γυµνασίου, και µελετούσα και βοηθούσα τον πατέρα µου στο χαρτοπωλείο κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Ναι, έγινα µαθήτρια του γυµνασίου και αυτό έδειχνε ότι είχα µεγαλώσει. Ερωτεύθηκα! ∆εν µπορούσα να καταλάβω πώς συνέβη, αλλά ερωτεύθηκα µε ένα νέο άνδρα. Και αγαπηθήκαµε. Είχα και άλλες αγάπες από τότε, αλλά αυτή ήταν διαφορετική. Ήµαστε τόσο νέοι και οι καρδιές µας χτύπαγαν όπως οι φτερούγες πουλιού. Ήµαστε τόσο ευτυχισµένοι. Ο φίλος µου κι εγώ συνεχίσαµε να είµαστε µαζί µέχρι που πήγα στο πανεπιστήµιο της Σµύρνης. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, η αγάπη αυτή κατείχε ένα σηµαντικό µέρος της ζωής µου. Τη χρονιά που τελείωσα το γυµνάσιο, απέτυχα στις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήµιο και ήµουνα υποχρεωµένη να συνεχίζω να πηγαίνω σε ιδιωτικό φροντιστήριο για να ξαναδώσω. Από καιρό σε καιρό επισκεπτόµουνα τις φυλακές, και εκεί συναντούσα άνδρες και γυναίκες, που τους αγάπησα. Σταδιακά, άρχισα να αλλάζω τις γνώµες και την αντίληψη µου για τον κόσµο, χάρη στην επιρροή αυτών των φίλων µου. Όταν µιλούσα σ' αυτούς τους ανθρώπους, αισθανόµουν ότι οι ορίζοντες µου µεγάλωναν, οι ιδέες µου ωρίµαζαν, κι άρχισα να αντιλαµβάνοµαι πως ήταν ανάγκη να βρεθούν λύσεις στα προβλήµατα της χώρας µου. Σκέφτηκα τις αδικίες, που συνέβαιναν στην χώρα µου, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και τις λύσεις στα ακαδηµαϊκά και δηµοκρατικά προβλήµατα στα πανεπιστήµια. Και έτσι απόκτησα τους δικούς µου συλλογισµούς για τα προβλήµατα της χώρας, για το υπόλοιπο της ζωής µου. Τελικά, δηµιούργησα τις δικές µου γνώµες, γνώµες για τα γεγονότα που συνέβαιναν στη χώρα µας και τα συζητούσα µε


41

τους φίλους µου και γινόµουνα πλουσιότερη σε γνώση. Τον ίδιο χρόνο, πέρασα τις πανεπιστηµιακές εξετάσεις, κέρδισα µια θέση στο τµήµα της βιολογίας του πανεπιστηµίου του Αιγαίου και είπα «καλώς σε βρήκα» στην Σµύρνη. Ήταν µία πόλη για την οποία δεν ήξερα απολύτως τίποτα. ∆εν ήξερα κανένα στην πόλη. Μου πήρε πολύ χρόνο να δηµιουργήσω επαφές µε φίλες που συνάντησα στον κοιτώνα και σχέσεις µε άλλα άτοµα. Εν τω µεταξύ, έγραφα και λάµβανα γράµµατα από τους φίλους µου στη φυλακή Μπαϊραµ-πασά,Τον ίδιο χρόνο, ανέπτυξα φιλίες µε µερικούς ανθρώπους που γνώριζα από το ΤΑΥΑΟ (Σύλλογος των Οικογενειών των Πολιτικών Κρατουµένων για τη Συµπαράσταση και την Αλληλοβοήθεια) του Αιγαίου..Με τις οικογένειες των φυλακισµένων αρχίσαµε να συζητάµε ιδέες για την στάση που θα κρατήσουµε απέναντι στην πολιτική κατάσταση, την οποία στο µέλλον θα συναντούσα πρόσωπο µε πρόσωπο. Αφού τελείωσα το προπαρασκευαστικό έτος, πέρασα τους καλοκαιρινούς µήνες στην Κωνσταντινούπολη. Έπειτα επέστρεψα στην Σµύρνη. Όταν επέστρεψα εκεί, οι συζητήσεις που αφορούσαν τις φυλακές τύπου Ρ είχαν ήδη αρχίσει. Ο θείος Μεχµέτ ήταν φυλακισµένος. Έπρεπε να κάνω κάτι. Ενώ προσπαθούσα να σκεφτώ τί έπρεπε να κάνω, µια δεύτερη πληροφορία έφτασε και µε έσυρε σε συναισθηµατική θύελλα. Η απεργία πείνας µέχρι θανάτου είχε εξαπλωθεί έξω από τις φυλακές και η αδελφή µου συµµετείχε σ' αυτή. Όταν συζήτησα την κατάσταση µε τους φίλους µου, και τους είπα ότι η µεγαλύτερη αδελφή µου, η Ζεχρά, συµµετείχε, είπαν ότι ήταν αρκετό να έχουµε ένα άτοµο σε µια οικογένεια που να συµµετέχει στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Τους είπα ότι δεν µπορούσα να αφήσω τη µεγαλύτερη αδελφή µου µόνη της και ότι πρέπει να συµµετέχω στην απεργία πείνας κι εγώ.Η απόφαση µου ήταν οριστική. ∆εν θα εγκατέλειπα την Ζεχρά. ∆εν είχα ποτέ παραµείνει απαθής για την αδελφή µου πριν, και δεν επρόκειτο να το κάνω τώραΗ πιο δύσκολη πλευρά του θέµατος ήταν πώς θα το έλεγα στον πατέρα µου. Πώς θα άντεχε να ακούσει ότι συµµετείχα κι εγώ. προτού να µπορέ-


42

σει να ξεπεράσει το σοκ της συµµετοχής της άλλης του κόρης; Γνώριζα ότι ο πατέρας µου ήταν δυνατός και θα µπορούσε να το αντέξει. Είχε µάθει πολλά για τη ζωή µέχρι τότε. Η καρδιά µου χτυπούσε, καθώς αναρωτιόµουνα τι απάντηση θα µου έδινε ο πατέρας µου, όταν θα του τηλεφωνούσα. 'Οταν απάντησε στο τηλέφωνο, του είπα για την εθελοντική µου απόφαση να συµµετάσχω στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Στην άλλη άκρη της γραµµής υπήρξε σιωπή. Προσπάθησα να φανταστώ τι συνέβαινε εκεί. Μετά από λίγο, είπε: "Κι εσύ κόρη; και εσύ Τζανάν µου; Κι εσύ άρχισες την απεργία πείνας µέχρι θανάτου, αφού η αδελφή σου άρχισε;... Καµιά σας, ποτέ, δεν µε σκέφτηκε; ∆εν αναρωτηθήκατε πώς ο πατέρας θα ήταν ποτέ δυνατό να αντέξει µια τόσο σοβαρή ευθύνη; Είπα "Ναι, αναρωτηθήκαµε, πατέρα" συνέχισα "ο πατέρας µου είναι δυνατός και ρωµαλέος. Μπορεί να το αντέξει". ∆εν ξέρω τι άκουσε και τι όχι, γιατί η συζήτηση διακόπηκε και κρέµασα το ακουστικό. Αγαπηµένε µου πατέρα, σκέφτηκα και προσπάθησα να καταλάβω την πνευµατική σου κατάσταση εκείνη την περίοδο. Είχες δύο κόρες και οι δύο συµµετείχαν στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Θεέ, τι είδους δύναµη µπορεί να αντέξει τέτοια κατάσταση. Αλλά όπως είπα, ο πατέρας µας είναι γεµάτος από αγάπη. Μπορεί να αντέξει τέτοιες δυσκολίες και να µην µας ντροπιάσει. Οι µέρες πέρασαν, και θυµάµαι όταν ο πατέρας µου ήρθε να µε επισκεφθεί για πρώτη φορά. 'Οταν µε είδες, µε πίεσες επάνω σου και µε µύρισες. Τι γίνεται µε µένα πατέρα; 'Οταν σε αγκάλιασα, αισθάνθηκα τόσο ελαφριά σαν πουλί. Αλλά για κάποιο λόγο ποτέ δε µίλησες για τη συζήτηση µας στο τηλέφωνο. ∆εν µπορώ ποτέ να ξεχάσω πόσο υπερήφανη ήµουν, όταν σε σύστησα στους φίλους µου, και πώς τους φίλησες και συζήτησες µαζί τους. σα να τους ήξερες όλη σου τη ζωή. Έπειτα, σου είπαµε αντίο και σύντοµα ακούσαµε για τις σφαγές που είχαν γίνει στις φυλακές. Πολλοί από τους ανθρώπους που είχαµε αγαπήσει, πέθαναν. Τους φίλους, που είχαµε κάνει στη φυλακή Μπαϊραµ-πασά, τους πήραν από µας.


43

Στην πραγµατικότητα, δεν έφυγαν ποτέ. Ήταν πάντοτε µαζί µας. Γελούσαν µαζί µας και ανέπνεαν µαζί µας. Ποτέ δεν τους ξεχάσαµε και πάντοτε τους φυλάξαµε ζωντανούς στην καρδιά µας. Αργότερα η αστυνοµία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον µας και, σαν αποτέλεσµα, πιεστήκαµε να µετακινηθούµε σε ένα διαφορετικό κτίριο του ΝΑΚίΙΥΑΤ-15 της Σµύρνης. Θυµάµαι ότι ήρθες εκεί δύο φορές και είχαµε µια εγκάρδια συνοµιλία. Αλλά, αγαπηµένε µου πατέρα, πρέπει να σου πω ένα πράγµα: όταν ήρθες για τελευταία φορά, δεν µπορούσες να κρύψεις την ανησυχία σου άλλο. Προσπαθούσα να σε καταλάβω και να σε δικαιώσω. ∆εν µπορέσαµε να µείνουµε εκεί για πολύ, και όταν µετακινηθήκαµε σ' ένα κατειληµµένο σπίτι, στην Γιαµανλάρ, η γιαγιά µου ήρθε να µας επισκεφθεί πριν από σένα. Κατάλαβα γατί ήρθε η γιαγιά µου µε το ρόδινο πρόσωπο της. Ήθελε να µε πείσει να εγκαταλείψω την αντίσταση και να µε πάρει πίσω στο Ριζέ. Στο σύντοµο διάστηµα που έµεινε µαζί µου, προσπάθησα να εξηγήσω την κλίµακα της αντίστασης στην αγαπηµένη µου γιαγιά και να την κάνω να καταλάβει ότι αυτός ο αγώνας ήταν θέµα τιµής. Αλλά, επειδή η λογική της και τα συναισθήµατα της ήταν τόσο διαφορετικά, δεν νοµίζω ότι ήταν δυνατό να καταλάβει. 'Οταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα πήγε στο Ριζέ, αισθάνθηκα ότι οι παππούδες µου δεν ήταν έτοιµοι για το τέλος που ερχόταν πάνω µας. ∆εν µπορώ να εξηγήσω ποια ήταν τα συναισθήµατα µου, όταν ανακάλυψα ότι ήθελες να µε πάρεις από την Σµύρνη και να µε φέρεις στο Κιοστσούκ Αρµουτλού. Ήταν σαν όνειρο. Τελικά θα ξανασυνδεόµουνα µε την µεγαλύτερη αδελφή µου και θα συνεχίζαµε την αντίσταση δίπλα-δίπλα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ηµέρα που ήρθες να µε πάρεις. Απ' την µια µεριά υπήρχε η λύπη του χωρισµού από τους φίλους µου, µε τους οποίους είχαµε πεινάσει µαζί, και από την άλλη, η συγκίνηση του να είµαι µαζί µε την αγαπηµένη µου αδελφή η, οποία µου έλειπε τόσο πολύ. Αυτά τα δύο συναισθήµατα µε σπάραζαν. Υπάρχουν µερικές φορές που µας κυριεύουν διαφορετικά


44

συναισθήµατα την ίδια στιγµή. ∆εν µπορείς να αποφασίσεις ποια σε κάνουν να αισθάνεσαι χαρούµενος και ποια σε κάνουν να αισθάνεσαι λυπηµένος. Κάπως έτσι ήταν η κατάσταση. Αλλά, στο τέλος, υπερίσχυσε η απόφαση να πάω στην Κωνσταντινούπολη και η χαρά της συνέχισης της αντίστασης µαζί µε την µεγαλύτερη αδελφή µου. Εσύ και ο Αχµέτ και εγώ ξεκινήσαµε για την Κωνσταντινούπολη. Μετά από µια µεγάλη διαδροµή, πλησιάσαµε το Σπίτι της Αντίστασης και κτυπήσαµε την πόρτα. Κρατούσα το λουλούδι που σου είχα ζητήσει να αγοράσεις. Όταν είδα την µεγαλύτερη αδελφή µου, ανάµεσα στους άλλους αντιστασιακούς που µας χαιρέτησαν, κατάλαβα πόσο πολύ µου είχε λείψει. Κατάλαβα ότι η Ζεχρά ήταν κάτι περισσότερο από µια, απλά, µεγαλύτερη αδελφή µου .Ήταν µια µάνα, µια συντρόφισσα. Ένας άνθρωπος, που είχε στα στήθια του την µισή καρδιά µου. Ήταν για µένα µια όαση σε µια έρηµο χωρίς βροχή. Αγαπηµένη µου αδελφή, πόσο µου είχε λείψει το χαµόγελο σου, το χαµόγελο σου µε τα µαργαριταρένια άσπρα δόντια. Μου είχε λείψει το άρωµα σου, οι αγκαλιές σου, τα φιλιά σου. Σκεφτόµουνα πως ο δεσµός µας και η αγάπη για σένα θα µεγαλώνουν όταν δεν θα µπορούσα πια να σε βλέπω.Συνήθιζα να σκέφτοµαι πως αυτή η αγάπη θα εξαπλωθεί στον κόσµο. Αφού αρχίσαµε την αντίσταση µαζί, στο Σπίτι της Αντίστασης, στο Κιουτσούκ Αρµουτλού, ακούσαµε για θανάτους στις φυλακές. Ήµουν στην Κωνσταντινούπολη, επιτέλους, µαζί µε τον πατέρα µου και την µεγαλύτερη αδελφή µου, κι έτσι πλησιάσαµε περισσότερο ο ένας τον άλλον. Οι µέρες περνούσαν πολύ γρήγορα και η υγεία µου χειροτέρευε µέρα µε την µέρα. 'Οταν αναχωρούσαµε από την Σµύρνη, ο πατέρας µου είχε πει ότι έπρεπε να εγκαταλείψω την απεργία πείνας µέχρι θανάτου, ό,τι κι αν συνέβαινε. Σκεφτόταν ότι ένα µέλος της οικογένειας ήταν αρκετό, ότι δεν µπορούσε να αντέξει να µας χάσει και τις δύο. Μέχρι αυτή την µέρα, ο πατέρας µου µιλούσε ανοιχτά πάντα. Όποτε ήθελε να πει κάτι, θα το έλεγε καθαρά και µε έξυπνο τρόπο. Μου είπε, "Κόρη µου, Τζανάν µου, κοίτα, η µεγαλύτερη αδελφή σου συνεχίζει. Τουλάχιστον εσύ, εγκα-


45

τάλειψέ τα. Όλοι θα καταλάβουν. Κανείς δεν θα προσβληθεί ή θα πει ότι φοβήθηκες." Του είπα "πατέρα, καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο για σένα, αλλά έχω µια ευθύνη να εκπληρώσω. Τη στιγµή που αµέτρητοι άλλοι έχουν εκθέσει τα σώµατα τους στην πείνα και περιµένουν τους θανάτους τους, δεν µπορώ να αποφύγω την αντίσταση και να προσποιηθώ ότι δεν βλέπω. Μη µου ζητάς να χάσω την αυτοεκτίµησή µου, δεν µπορώ να το κάνω αυτό. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι για σένα, αλλά πρέπει να το αντέξεις. Εσύ είσαι διαφορετικός, δεν είσαι σαν τους άλλους πατεράδες, εσύ είσαι ο πατέρας µου ο αγαπηµένος, αλλά αυτό δεν µπορώ να το κάνω." Εκείνη την στιγµή, θα µπορούσε κανείς να διαβάσει στο πρόσωπο του τη θύελλα που ξέσπασε στην καρδιά του. Ο πελώριος άντρας, ο αγαπηµένος φίλος, που είχε αρκετή αγάπη για όλο τον κόσµο... η αγάπη στην καρδιά του θα ήταν αρκετή για όλο τον κόσµο, όταν σκέφτηκε την πιθανότητα να χάσει τις κόρες του, µπορούσες να διακρίνεις τις γραµµές στο πρόσωπο του και να δεις ότι σφάδαζε από τον πόνο. ∆εν ήταν εύκολο, οι δύο του κόρες, και οι δύο, ακροβατούσαν πάνω στη λεπτή γραµµή ανάµεσα στη ζωή και τον θάνατο. Αγαπηµένε µου πατέρα, ξέρω πως σε ανησυχήσαµε και σε αφήσαµε σε δύσκολη κατάσταση. Όπως οι άλλοι πατεράδες, έτσι κι εσύ ήθελες να µας µορφώσεις και να µας δώσεις τα µέσα για να ζήσουµε. Φανταζόσουν ότι έπαιρνες τις κόρες σου από το χέρι και περπατώντας καµαρωτά, µε περηφάνια µας σύστηνες, έλεγες, αυτή είναι η κόρη µου, καθηγήτρια, αυτή είναι η άλλη µου κόρη, οικονοµολόγος. Αγαπηµένε µου πατέρα, η ζωή δεν χαρίζει πάντοτε στους ανθρώπους τον κόσµο που αυτοί έχουν βάλει στην καρδιά τους. Αυτή είναι η θέση σου. Πώς θα µπορέσεις να αντέξεις τις δύσκολες µέρες που σε περιµένουν; Ω! Αν µπορούσα να σε βοηθήσω! Αυτά, όµως, θα πρέπει να τα αντέξεις µόνος σου. ∆εν ξέρω τι πρέπει να κάνεις, αλλά πρέπει να βρεις µια λύση. Πιστεύω ότι µπορείς να το κάνεις. Είµαι σίγουρη ότι η πολύ µεγάλη καρδιά σου θα βρει έναν τρόπο. Οταν σκέφτοµαι τις τελευταίες µέρες µου µε την µεγαλύ-


46

τερη αδελφή µου, την αγαπηµένη µου συντρόφισσα, καταλαβαίνω ότι δεν σε είδα, αγαπηµένε µου πατέρα. Ξέρω ότι, παρά την επιθυµία σου να είσαι µαζί µου κατά την διάρκεια του τέλους, φοβόσουνα ότι δεν θα ήταν δυνατό να το αντέξεις. Καταλαβαίνω και δεν νιώθω προσβεβληµένη. Ποιος πατέρας θα µπορούσε να δείξει τέτοιο σθένος όπως εσύ; ∆εν νοµίζω ότι υπάρχει τέτοιο άτοµο στον κόσµο. Οπωσδήποτε δεν θα προσβληθώ. Πάντοτε προσπαθούσα να σε καταλάβω. Αν και προσπάθησα να σε προειδοποιήσω ότι οφείλεις να είσαι δυνατός, γνώριζα ότι η κατάσταση που είχες να αντιµετωπίσεις ήταν πολύ δύσκολη. Όταν το αναπόφευκτο τελικά ήρθε, ακόµα συνέχιζα να παρατηρώ τί έκανες. Ήταν Κυριακή πρωί, 15 Απριλίου, 9:30. Με την φυσική έννοια των πραγµάτων, σε άφηνα. Έλεγα "αντίο!" σε όλους όσοι καταλάβαιναν την σηµασία της πολύ µικρής µου ζωής και προσπαθούσαν να θυµηθούν ότι η Τζανάν υπήρξε πραγµατικά ένα άτοµο στην ιστορία. Αλλά ακόµα σε παρατηρούσα και προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβαινε µετά τον θάνατο µου. Οι τελευταίες δύο εβδοµάδες που πέρασα µε την αδελφή µου στο Σπίτι της Αντίστασης στο Κιουτσούκ Αρµουτλού ήταν πολύ γεµάτες. Μ' άλλα λόγια, οι άνθρωποι που γνώρισα και ο χρόνος που πέρασα µε αυτούς µε έκαναν ευτυχισµένη. Όταν ήρθα στο Κιουτσούκ Αρµουτλού, αφού η αδελφή µου και εγώ καταλάβαµε πώς έχουν τα πράγµατα, πέρασα υπέροχες µέρες µε τους αντιστασιακούς µας φίλους και µε τα υπέροχα πρόσωπα των ανθρώπων που ήθελαν να µας υποστηρίζουν. Καθώς βαδίζαµε προς το θάνατο, ποτέ δεν κόψαµε τους δεσµούς µας µε τη ζωή. Πάντοτε µείναµε δεµένες µε τη ζωή. Προστατέψαµε την αξία της και προσπαθήσαµε να την εκπροσωπήσουµε. Ξέρω πως µερικοί άνθρωποι θα πουν ότι µε πάθος αγαπούσαµε τον θάνατο. Θα απορούν, γιατί δεν διαλέξαµε κάποιον άλλο αγώνα από τον θάνατο. Αγαπούσαµε τη ζωή αρκετά, για να πεθάνουµε για χάρη της. Σίγουρα αυτό είναι δύσκολο να το καταλάβουν. Σ' αυτό τον κόσµο, εκτός από τη ζωή, δεν υπάρχει τίποτε για το οποίο αξίζει να πεθάνεις. Εκθέσαµε τα πολύ νέα σώµατα µας στον θάνατο από την ασι-


47

τία κι η λογική αυτού του γεγονότος θα πρέπει να εξηγηθεί και να αποδειχθεί. Νοµίζουν ότι είναι εύκολο να πληρώσουµε ένα τέτοιο τίµηµα, τη στιγµή που σπουδάζαµε στο Πανεπιστήµιο και σχεδιάζαµε ένα καλό µέλλον; Πιστεύουν ότι δεν σκεπτόµαστε να τελειώσουµε το Πανεπιστήµιο και να ζήσουµε τις ζωές µας, όπως εκατοµµύρια άλλοι άνθρωποι; Ότι δεν σχεδιάζαµε το µέλλον µας και δεν υπολογίζαµε τα οφέλη που θα µπορούσαµε να έχουµε από τη ζωή; Κατά την διάρκεια της πολύ µικρής µου ζωής, είχα ελπίσει σε µια καλή δουλειά και µια εύκολη ζωή. Είχα επίσης συχνά σκεφτεί να σώσω τον εαυτό µου ενώ η κοινωνία ήταν πάµπτωχη. Τη στιγµή, όµως, που ο θείος µου και οι φίλοι του βασανίζονταν στα κελιά της φυλακής του τύπου Ρ, και τους διέταζαν να εγκαταλείψουν τις προσωπικότητες τους και τις πολιτικές ιδέες τους, πώς θα µπορούσα να φανταστώ πώς όλα αυτά γίνονταν κάπου µακρυά και να σκεφτώ µόνο τον εαυτό µου; Τη στιγµή που οι άνθρωποι δολοφονούνταν πλάι µου, πώς θα µπορούσα να το αρνηθώ και να πω ότι δεν έχει τίποτα να κάνει µε µένα; ∆εν ήταν εύκολη η απόφαση. ∆εν ήταν εύκολο να εκθέσω το σώµα µου στην ασιτία. 'Ηταν χίλιες φορές δυσκολότερο να µην παραιτηθείς και να αντιµετωπίσεις το θάνατο. Απλά, φαντασθείτε: εκθέτεις το σώµα σου στον θάνατο από την ασιτία για χάρη των ανθρώπων. Αλλά, πολλοί από τους ανθρώπους, για τους οποίους υποφέρεις, είναι εναντίον σου. Και κάνουν το καθετί για να σε πείσουν να εγκαταλείψεις. Είµαστε οι µόνοι που µπορούµε να ξέρουµε πόσο δύσκολο ήταν. ∆εν µπόρεσα να µοιραστώ πολλά µε την Γκιουλσουµάν , που πέθανε πριν από µένα. Όταν έφτασα, η κατάσταση της άρχισε να χειροτερεύει. Πόσο ενδιαφέρουσα σύµπτωση... Η Γκιουλσουµάν άφηνε τον γιο της χωρίς µητέρα, και εγώ άφηνα τον πατέρα µου. Η αντίσταση είχε τέτοιες οµορφιές όπως και τραγωδίες. Η Σενάϊ ήταν κι αυτή στην αντίσταση, και ο σύζυγος της έκανε απεργία πείνας µόνος του στη φυλακή. Είχαν δύο παιδιά. Μία κόρη και έναν γιο. Αγαπούσε τα παιδιά της πάρα πολύ και δεν υπήρχε τίποτα που να µη το θυσίαζε γι' αυτά. Τι εν-


48

διαφέρουσα κατάσταση. Καθώς η Σενάϊ εγκατέλειπε τα παιδιά της, εξηγούσε σ' αυτά τους λόγους της αντίστασης. ∆ιερωτώµαι τι απάντηση θα έδινε στα παιδιά της εάν αυτά έλεγαν, "Μητέρα, τι δικαίωµα έχεις να φύγεις µακρυά και να µας εγκαταλείψεις!" ∆εν ξέρω αν τα παιδιά της έκαναν αυτή την ερώτηση, αλλά εάν ναι, δεν νοµίζω ότι θα ήταν πολύ δύσκολο γι' αυτά να το καταλάβουν µε τα παιδικά τους µυαλά. Είναι µια δύσκολη περίοδος. Αυτός είναι ο λόγος που κάνει την αντίσταση σηµαντική και δύσκολη να την εξηγήσεις. Να αγωνίζεσαι για την ζωή πεθαίνοντας, έτσι ώστε άλλα παιδιά να µην αναγκάζονται να αφήνουν τους γονείς τους, έτσι ώστε να µην υπάρχει πια άλλος τέτοιος πόνος. Ώστε οι νέοι να µπορούν να κοιµηθούν στην αγκαλιά των µεγάλων και να αισθανθούν την ζεστασιά τους και την στοργή και οι µεγάλοι να µπορούν να αγκαλιάσουν και να χαϊδέψουν τους νέους. Αυτό είναι µέρος της ουσίας της αντίστασης µας. Ίσως θα µπορούσαν να ειπωθούν περισσότερα, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Ήταν κι η Χούλια, αλλά είναι δύσκολο να την περιγράψω. ∆εν µιλούσε αρκετά, δεν διαφωνούσε µε κανένα, και προσπαθούσε να ζήσει χωρίς να κάνει κακό σε κανέναν. Αν και δεν το έδειχνε, ήξερα ότι είχε µια ζεστή καρδιά. Ήταν σαν να προσπαθούσε να κρύψει το γεγονός. Όταν ήρθα για πρώτη φορά στο Σπίτι της Αντίστασης στο Κιουτσούκ Αρµουτλού, είπε στον πατέρα µου ότι ήταν σαν να είχε κατέβει στο σπίτι ένα θείο φως. Με είχε παροµοιάσει µε άγγελο. Είπε πως ήµουν τόσο αθώα και όµορφη όπως ένας άγγελος. Αργότερα, είπε στον πατέρα µου ότι µερικές φορές µε είχε δει στα όνειρα της και χάιδευε τα µαλλιά µου καθώς κουβεντιάζαµε µαζί για πολλή ώρα. Για την υπόθεση της αντίστασης µάζευε δωρεές από τους φίλους της και µοίραζε τρόφιµα στους φτωχούς της γειτονιάς της. Σίγουρα αυτή η πράξη ήταν ένα σηµάδι της αγάπης της και της πίστης της στους ανθρώπους. Κοντολογής, η Χούλια ήταν ένα διαφορετικό είδος ανθρώπου.


49

Φυσικά, οι εµπειρίες µου στο Σπίτι της Αντίστασης στο ΚΑρµουτλού δεν περιορίζονται σ' αυτές. Οι φίλοι µας ήρθαν να µας επισκεφθούν. Και τι φίλοι! Ο καθένας τους σαν λιοντάρι. Οι καρδιές τους ήταν καθαρές και ζεστές. Φίλοι που τα µάτια τους έλαµπαν από χαρά, και ζέσταιναν τους άλλους µε τα βλέµµατα τους κι έκαναν τις ζωές µας ευχάριστες. Οι φίλοι µου µας συµπονούσαν τόσο που θα ήταν ευχαριστηµένοι να µας έδιναν τις καρδιές τους σ' ένα χρυσό δίσκο, εάν ήταν δυνατό. Ακόµη κι όταν ήµουν στη χειρότερη κατάσταση µου, δεν έχετε ιδέα πόσο µε ηρεµούσε να λέω λίγες κουβέντες µαζί τους. Εκτός από τους απλούς ανθρώπους, γνωρίστηκα και µε φηµισµένους συγγραφείς και µουσικούς. Θα νόµιζες ότι είχα ζήσει στο Κιουτσούκ Αρµουτλού για δύο αιώνες, όχι δύο βδοµάδες. Ο Σούαβι µας επισκέφθηκε. Ήταν ένας ψηλός άνδρας µε µακριά ακάλυπτα µαλλιά και µούσι, που σε έκανε να νοιώθεις ζεστασιά όποτε σου µιλάει. Αγαπούσα αυτόν τον συµπονετικό και ταπεινό άνδρα που δούλευε πολύ σκληρά για την επιτυχία της αντίστασης και έγινε εχθρός του καπνίσµατος. Υπήρχε ο Ο Εντίπ Ακµπαϋράµ. Ξέρεις, πατέρα, αυτός ο Εντίπ, που περιέγραψες σαν µουσικό που ποτέ δεν θα νόθευε την ποιότητα της µουσικής. Αλλά εσύ γνωρίζεις ότι ποτέ δεν νόθευσε και την ποιότητα της ζωής του. Όποτε ερχόταν στο σπίτι µας, η διάθεση µας γινόταν ευτυχισµένη και η ατµόσφαιρα ήταν σαν ένα κονσέρτο. Ο Εντίπ τραγουδούσε και εµείς τον συνοδεύαµε. Η ζεστασιά και το αίσθηµα της φωνής του µας ευχαριστούσε πάρα πολύ και ήµαστε χαρούµενοι. Αγαπηµένε µου πατέρα, µη ξεχνάς τον Εντίπ. Υπάρχουν πολλά πράγµατα που µπορείτε να µοιραστείτε µεταξύ σας. Είµαι σίγουρη ότι θα γίνετε καλοί φίλοι. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον αγαπητό Εντίπ µε την καλλιτεχνική του προσωπικότητα και τον ανθρωπισµό του. Μακάρι να µη σκεφτεί ποτέ ότι την ξέχασα. Πώς θα µπορούσα να την ξεχάσω ποτέ; Αϋτέν, η σύζυγος του Εντίπ. ∆εν ξέρω πώς να την περιγράψω. Η Αϋτέν έχει µια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά µου. Καθώς διερωτώµαι γιατί την αγαπώ τόσο πολύ, θυµάµαι ότι κι αυτή κατάγεται από την Μαύρη θάλασσα. Είναι συµπατριώτισσα µου. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που την


50

αγαπώ τόσο πολύ. Όχι µόνο γιατί είναι από την Μαύρη θάλασσα, αλλά επίσης για την αγάπη που εξέφρασε και την προσοχή που µου έδειξε. Ήταν ευτυχής σύµπτωση που ήταν, ταυτόχρονα, σύζυγος του µεγάλου µου αδελφού, του Εντίπ, και φίλη µου. Στο σύντοµο εκείνο χρονικό διάστηµα, φρόντισε όλες τις ανάγκες µου και ήταν σωστή µαζί µου. Όταν έκανε κάτι καλό, ήταν χαρούµενη, και η χαρά της αντανακλούσε στο πρόσωπο της. Όταν δεν ήµουνα καλά, κατέβαλλε τεράστια προσπάθεια να κρύψει το φόβο και την ανησυχία της. Προσπαθούσε να µου δώσει κουράγιο, να ζήσω ένα λεπτό περισσότερο, µια ακόµη ώρα. Με φιλούσε και µε χάιδευε. Ένοιωθα την ζεστασιά της. Όταν έβαζα το κεφάλι µου στο στήθος της, αισθανόµουν καλύτερα. Της είµαι υποχρεωµένη. Την αγάπησα τόσο πολύ. Σ' ευχαριστώ, Αϋτέν. Πρόσεχε τον Εντίπ. Μην αφήσεις την οµόνοια και ευτυχία σας να σπάσουν. Σου στέλνω πολλά-πολλά φιλιά. Υπήρχε κι η Ντιλέκ. Ήταν µελαχροινή, ψηλή και αδύνατη. Είχε µια µελαχρινή οµορφιά η αγαπηµένη µου φίλη, η Ντιλέκ, που πάντοτε αισθανόταν, και προσπαθούσε να το κρύψει, µια καταραµένη λύπη στην καρδιά της που δεν ήταν δυνατό να κάνει τίποτα. Πάλευε τόσο σκληρά για µας, αδιαφορώντας για την δική της δουλειά. Έτρεχε εδώ κι εκεί και έδινε όλη της την ενεργητικότητα, ώστε η αντίσταση να τελειώσει, ώστε να µη χρειαστεί να ταφούν αυτά τα νεαρά κορµιά. Ποτέ δεν έχασε την ελπίδα της και ξόδεψε ένα µεγάλο µέρος της ζωής της για να µπορέσουµε να αντισταθούµε λίγο περισσότερο. Αλλά τι µπορούµε να κάνουµε, Ντιλέκ; Οι προσπάθειες σου έφεραν αποτελέσµατα µόνο µέχρι ενός σηµείου. Παρά τις προσπάθειες σου, οι ελπίδες σου ποτέ δεν εκπληρώθηκαν. Έτσι είναι η ζωή. Συχνά είναι σκληρή και δεν καταλήγει όπως εµείς τη θέλουµε. Έπειτα, ήταν κι ο Φερχάτ Τούντζ, που ήταν ψηλός και αδύνατος. Είναι λαϊκός ποιητής, που προσπαθεί µε την πονεµένη φωνή του να κάνει γνωστή την αγάπη, την ελπίδα και την φωνή των ανθρώπων στον κόσµο. Αυτό τον τυραννούσε. Τον γνώ-


51

ρισα και µου άρεσε πάρα πολύ. Του άρεσα πάρα πολύ επίσης. Η ζεστασιά της φωνής του έχει διαπεράσει την καρδιά του. Είναι σαν να τραγουδάει τα λαϊκά του τραγούδια µε την καρδιά, όχι µε την φωνή του. Μας έφερε την φωνή της Ανατολίας, κατά την διάρκεια των µικρών του επισκέψεων. Σ' αυτές τις σύντοµες ώρες ξαναζήσαµε την µακραίωνη ιστορία της Ανατολίας. Απολαύσαµε τον Σείχη ΒθάΓθΚίη καιτονΒοΓκΙυοβ. Ο ΡίΓδυΙ&η ήρθε στο σπίτι µας. Ακούσαµε αναρίθµητες ιστορίες ανθρώπων που πέθαναν στην αντίσταση και στον αγώνα στην Ανατολία. Μας τραγούδησε για φυλακισµένους της ελευθερίας, που ήταν στις φυλακές, κλεισµένοι σε τέσσερις τοίχους, µακρυά από τους αγαπηµένους τους. Τραγουδούσαµε παραδοσιακά τραγούδια γι' αυτούς και αυτοί τραγουδούσαν για µας, µαζί µε τον Φερχάτ Τούντζ. Μη µας ξεχνάς, Φερχάτ. Μη µας ξεχνάς και µη µας αφήσεις να ξεχαστούµε. Ξέρω ότι σου αρέσαµε πάρα πολύ εγώ και η µεγαλύτερη αδελφή µου. Άκουσα ότι σκεπτόσουνα να γράψεις ένα λαϊκό τραγούδι για µας. Έκανες καλά. Το περιµέναµε από σένα. Φαντάζοµαι ότι θα είναι ένα πολύ ωραίο λαϊκό τραγούδι. Άλλωστε, εσύ είσαι ο Φερχάτ µας! Άµα το τραγουδάς εσύ, δεν µπορεί να είναι άσχηµο. Μπράβο! Αλλά µην φύγεις απ' εδώ. Να γίνεις η φωνή και άλλων αντιστασιακών. Το αξίζουν όλοι. Μην αφήσεις κανένα µας να ξεχαστεί. Για χάρη µας, µην αφήσεις να σιγήσουν η φωνή σου και το όργανο σου! Να είσαι σίγουρος, πως, ακόµη και αν δεν είµαστε µαζί σου, εµείς σε ακούµε. Θα σε ακούµε όπου και αν τραγουδάς. Εµένα, µου αρέσεις πάρα πολύ. Γνωριστήκαµε και µε άλλους ανθρώπους, αλλά δεν θα τα καταφέρω να µιλήσω για όλους αυτούς. Γι' αυτό τους ζητώ να µε συγχωρήσουν. Για παράδειγµα, η Μπιλγκεσού Ερενούς. Θα ήθελα να µιλήσω γι' αυτήν. Αλλά φοβάµαι ότι δεν θα τα κατάφερνα καλά. Θα ήθελα να µιλήσει γι' αυτήν η µεγαλύτερη αδελφή µου, η Ζεχρά. Οι δυο τους είναι µαζί, απ' την αρχή της αντίστασης. Πέρασαν µαζί πολλές µέρες γεµάτες νόηµα. Της αξίζει ένας µεγάλος έπαινος, αλλά, νοµίζω ότι θα αφήσω την µεγαλύτερη αδελφή µου να εξηγήσει, γιατί αυτό θα είναι περισσότερο σηµαντικό.


52

Υπήρχαν κι οι άνθρωποι που έµειναν και µας φρόντισαν. 'Οταν κλαίγαµε, έκλαιγαν και γελούσαν, όταν γελούσαµε. Έβαλαν όλη τους την καρδιά στην προσπάθεια να µας βοηθήσουν και να φροντίσουν τις ανάγκες µας. Ζούσαν για µας, ξεχνώντας τους εαυτούς τους και ήταν έτοιµοι να θυσιάσουν το κάθε τι... Ήταν ανώνυµοι ήρωες. Όλοι σας κάνατε τόσες προσπάθειες για µας... Παίρνω την αγάπη σας µαζί µου. Θα είµαστε πάντα µαζί. Θα αναπνέουµε και θα γελάµε µαζί. Εάν ποτέ χρειαστείτε κέφι όταν είστε λυπηµένοι, µπορείτε να είστε σίγουροι ότι θα είµαι εκεί. να σας πω µερικά ανέκδοτα από την Μαύρη Θάλασσα. Οι καρδιές µας θα είναι ενωµένες και η ανάσα σας θα είναι και δική µου. Θα αναπνέουµε µαζί. Ποτέ δεν θα ξεχάσω κανένα σας. Θα είµαστε µαζί στην αιωνιότητα. Όταν συµπλήρωσα τον χρόνο µου στο Κιουτσούκ Αρµουτλού, ήρθε η ώρα του χωρισµού. Μα, ο χωρισµός αυτός δεν ήταν πραγµατικός. Στο κάτω-κάτω, άφηνα ανθρώπους που αγαπούσα, την µεγαλύτερη αδελφή µου και τους φίλους µου της αντίστασης. Τελικά η ώρα της αναχώρησης έφτασε. 'Εναςένας, όσων είχε φτάσει η ώρα, έφυγαν. Και εγώ ακολούθησα το καραβάνι της αναχώρησης. Άφηνα την σύντοµη ζωή µου σ' αυτή την γη, µε όλα τα πράγµατα που είχα κάνει και µε όλα όσα δεν είχα κάνει. Έφευγα, χωρίς να ξέρω πώς να πω στους άλλους για τα πράγµατα που άφηνα πίσω. Έφευγα µε την λύπη πως δεν είχα δει τον φυλακισµένο θείο µου Μεχµέτ για πολύ χρόνο. Ποθούσε να µε δει. Γράψαµε ο ένας στον άλλο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Και τί δεν θα έδινα για να τον δω πρόσωπο µε πρόσωπο! Ποιος ξέρει πόσο λυπηµένος θα είναι µε την αναχώρηση µου. Πώς θα το αντέξει αυτό, φυλακισµένος, χωρίς να µπορεί να κάνει τίποτα; Τι να γίνει; Πήρε το µερίδιο του. Ακόµα κι έτσι, θα πρέπει να προετοιµαστεί για όσα θα υποφέρει, αφού φύγω. Σίγουρα δεν είναι εύκολο. Κράτα θείε! Οτιδήποτε κι αν συµβεί, ποτέ δεν θα σ' αφήσω µόνο. Πάντοτε θα είµαι µαζί σου. Ακόµα και αν είσαι πίσω από χοντρούς τσιµεντένιους τοίχους, θα ενώνω την φωνή µου µε την δική σου. Και θα ενωθώ µαζί σου στα τραγούδια του λαού και στα συνθήµατα. Θα µπω στα κελιά των άλλων φίλων σου. Θα τρα-


53

γουδήσουµε λαϊκά τραγούδια µαζί. Θα ρουφήξουµε το δυνατό τσάι που θα συνοδεύει τη σοβαρή µας συζήτηση. Αγαπηµένε µου θείε, πώς θα αφήσω εσένα και τους φίλους µου; Εκθέσαµε τα σώµατα µας στην πείνα για να ελευθερωθείτε και να µη µείνετε στην αποµόνωση. ∆εχθήκαµε το ρίσκο να πληρώσουµε ένα τέτοιο τίµηµα. Θα φέρω την ελευθερία από την Μαύρη Θάλασσα στα κελιά σας. Από τα βουνά της Μαύρης Θάλασσας θα σας φέρνω, όχι λουλούδια, αλλά αγκαλιές ελπίδας, οποτεδήποτε η ελπίδα σας αρχίζει να πεθαίνει. Θα είµαι µαζί σας. Ποτέ δεν θα χωριστούµε. Άσχετα µε το πόσο χοντρούς κάνουν οι τύραννοι τους τοίχους σας, ο δεσµός της ενότητας µας θα δυναµώνει. Κάθε φτυαριά τσιµέντου που βάζουν στο χοντρό τοίχο θα σµίγει και θα ζυµώνει την αγάπη µας. Κάθε σιδερένια πόρτα θα περιφρονεί τους τυράννους, αφήνοντας µας να περάσουµε. 'Οταν θα έρθω, αυτές οι πόρτες θα ανοίξουν µόνες τους και θα µε οδηγήσουν. Φεύγω, αφήνοντας πίσω τα όνειρα που λαχταρούσα να πραγµατοποιήσω, αλλά ποτέ δεν µπόρεσα. Και φεύγω, χωρίς να µιλήσω στους συγγραφείς, των οποίων τα άρθρα και τα βιβλία τόσο πολύ ήθελα να διάβαζα. Φεύγω, χωρίς να γνωρίσω τον Τζεζµί Ερσοζ και να µιλήσω µαζί του για τα άρθρα που έρεαν σαν µέλι από την πένα του και άνθιζαν µέσα στους ανθρώπους. Είχα διαβάσει του Τζεζµί τα βιβλία και τα άρθρα, όµως ποτέ δεν είχα την τύχη να τον συναντήσω. Ω! Αν είχα την ευκαιρία να τον κοιτάξω κατάµατα και να του πω ότι τον αγαπούσα. Ξέρω ότι θα ήταν πολύ ευτυχισµένος να µε συναντήσει. Αλλά τι µπορεί να γίνει; Είναι ακριβώς σαν όλα τα άλλα όνειρα που ποτέ δεν πραγµατοποιήθηκαν. Έχω ακούσει, όµως, πως έχει γράψει άρθρα για µένα κι είπε στους αναγνώστες την ιστορία µου. Το να µοιράζεσαι, δεν κάνει µεγαλύτερη την αγάπη; Βεβαίως και την κάνει. Ο Τζεζµί το ξέρει αυτό καλύτερα. Μόνο να µπορούσα να διαβάσω αυτό που έγραψε για µένα,Αν µπορούσα να τον είχα ευχαριστήσει για τα όσα που έχει κάνει. Αγαπηµένε µου πατέρα, θα τον ευχαριστήσεις από µέρους µου, έτσι δεν είναι; Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις τέτοιο ψίλο. Γι' αυτό, όταν βρίσκεται ένας τέτοιος άνθρωπος πρέπει


54

να τον κρατάµε κοντά µας πολύ σφιχτά. Πρέπει να κρατιόµαστε κοντά τους όπως ο κισσός αγκαλιάζει τα δέντρα και πρέπει να αφήνουµε την αγάπη να κυριαρχεί. Όταν η ώρα της αναχώρησης µου έφτασε τελικά, η µεγαλύτερη αδελφή µου, η Ζεχρά, ήταν η πρώτη που ήρθε δίπλα µου. Η αγαπηµένη µου µεγαλύτερη αδελφή, µερικές φορές ήταν για µένα µητέρα κι άλλες φορές ήταν φίλη, αλλά ήτανε πάντοτε ένα κοµµάτι του εαυτού µου. Πάντοτε µπερδεύαµε, ποια πράγµατα ανήκουν σ' αυτήν και ποια σε µένα. Μοιραζόµαστε πολλά πράγµατα. Μοιραζόµαστε την φτώχεια µας, την λύπη, την χαρά, και την ευτυχία. Η αγαπηµένη µου µεγαλύτερη αδελφή φίλησε τον κεφαλόδεσµο µου και στάθηκε προσοχή για να δείξει τον σεβασµό της. Προσπαθεί να είναι δυνατή και να µη µου δείχνει τα δάκρυα της, αφήνοντας τα να κυλούν µέσα της. Νοµίζει ότι δεν καταλαβαίνω πόσο σκληρά αγωνίζεται. Αλλά καταλαβαίνω. Πώς να µη καταλάβω, όταν η µισή, ίσως όλη, η καρδιά της φεύγει. Ίσως ο λόγος είναι επειδή ξέρει ότι δεν θα µε αφήσει µόνη µου για πολύ. Πώς µπορεί να αφήσει την Τζανάν της. Ποτέ δεν µε είχε αφήσει πριν, ώστε να µε αφήσει τώρα. Ξέρετε πως κατά την διάρκεια των µηνών του χωρισµού, νοιώθετε ότι θα ξαναενωθείτε, σύντοµα, µε το αγαπηµένο σας πρόσωπο. Και τότε, η ευτυχία έρχεται και φέρνει ένα χαµόγελο στο πρόσωπο σας, και έτσι ακριβώς είναι και το πρόσωπο της αγαπηµένης µου µεγαλύτερης αδελφής. Παρ' όλη την λύπη της, το πρόσωπο της δεν στερείται από ένα χαµόγελο. ∆εν λέω "Αντίο", αγαπηµένη µου µεγαλύτερη αδελφή. Λέω µόνο "Στο επανιδείν». Φεύγεις από κοντά µου µε το αίσθηµα ότι θα ξαναειδωθούµε σύντοµα. Από την στιγµή που βγήκες από την πόρτα, κατάλαβα ότι µου έλειπες. Ξέρω πως αν η επιθυµία είχε φωνή, θα ήταν πολύ δύσκολο γι' αυτή να µιλήσει για µένα. Ύστερα, έρχονται ένας-ένας οι φίλοι µας. Ακόµη τους παρατηρώ από εκεί που είµαι ξαπλωµένη. Άνθρωποι που γνωρίζω και που δεν γνωρίζω, εργάτες και φτωχοί άνθρωποι που ζουν σε σπίτια ερειπωµένα, έρχονται. Ο ένας µετά τον άλλο στέκονται προσοχή για να δείξουν σεβασµό. Είναι σαν να µπαί-


55

νει ξαφνικά. Το ξέρω αυτό το πρόσωπο. Τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο. Σίγουρα τον ξέρω. Είναι µέρος από µένα. Είναι ο πατέρας µου. Μπαίνει σαν να προσπαθεί να καταλάβει τι συµβαίνει. Κοιτάζει γύρω του. Έπειτα έρχεται προς το µέρος µου και, για ένα λεπτό, είναι σαστισµένος για το τι πρέπει να κάνει. Προσπαθώ να του χαµογελάσω, ώστε να είναι δυνατός. Καταλαβαίνει. Φυσικά, καταλαβαίνει. Πώς θα µπορούσε να µην καταλάβει; Είναι ο πατέρας µου. Σκύβει κάτω µε το µεγάλο του σώµα και στην αρχή χαϊδεύει τα µαλλιά µου, έπειτα ιχνηλατεί το πρόσωπο µου µε τα µεγάλα του δάκτυλα. Ακόµα έχει µια παράξενη έκφραση σύγχυσης στο πρόσωπο του. Τί ωραία χέρια που έχεις... Καθώς χαϊδεύει το πρόσωπο µου σκέπτοµαι άλλη µια φορά την καρδιά του πατέρα µου. Τι θα γινόταν αν δεν έµενε για λίγο, αλλά έµενε εδώ; Αν έλεγε : όχι, η καρδιά µου δεν θα µπορέσει ν' αντέξει αυτή την λύπη µόνη της; Τι θα κάνω αν µου ζητήσει την καρδιά µου; Αλλά καµιά από τις σκέψεις µου δεν βγαίνει αληθινή. Αφού φιλάει τον κεφαλόδεσµο µου και τα µάτια µου, σιγάσιγά ορθώνεται. Στέκεται προσοχή. Της Τζανάν ο πατέρας στέκεται προσοχή για να δείξει το σεβασµό του σ' αυτήν. Θέλω να πω, όχι! Εσύ είσαι αυτός που αξίζεις αυτή την ένδειξη του σεβασµού από τους άλλους. Αλλά αυτός δεν µε ακούει και συνεχίζει. Υπάρχει ένας ξαφνικός πόνος στην καρδιά του, και το πρόσωπο του τεντώνεται. Μερικά δάκρυα κυλούν στα µαγουλά του. Ξέρω και βλέπω ότι ρίχνει χείµαρρους δάκρυα µεσάτου. Ξέρω ότι του πατέρα µου το στήθος είναι έτοιµο να εκραγεί σαν ηφαίστειο. Αλλά αυτός είναι δυνατός. Πρέπει να είναι, γατί δεν του έχω αφήσει άλλη εκλογή. Ο πατέρας µου µε έκανε να περάσω το µακρύτερο λεπτό της σύντοµης ζωής µου. ∆εν µπορώ να φανταστώ πόσα χρόνια, πόσους αιώνες ο πατέρας µου έζησε γι' αυτό το ένα λεπτό που άντεξα. Καθώς έφευγε αργά από δίπλα µου, ξαφνικά θυµήθηκα την αφοσίωση µου στον πατέρα µου. Ευχόµουνα να είχε µείνει πλάι µου λίγο περισσότερο. Έπειτα, είδα του θείου µου Ισµαήλ τη δυνατή κορµοστασιά στο κατώφλι. Ήρθε και στάθηκε δίπλα µου. Είδα τον πατέρα µου στο πρόσωπο του. Όσο και αν ήµουν δεµένη µε


56

το θείο µου, ήταν πολύ δύσκολο να τον ξεχωρίσω από τον πατέρα µου. Σκέφτηκα όλο τον πόνο που είχαµε ζήσει, αλλά για κάποιον λόγο τίποτα δεν ήρθε στο µυαλό µου. Παρατηρώ τον θείο µου κι αναρωτιέµαι για το τί πρόκειται να κάνει. Προσπαθώ να καταλάβω την έκφραση στο πρόσωπο του, αλλά δεν το κατορθώνω. Όταν γονάτισε για να φιλήσει τον κεφαλόδεσµο µου και τα βλέφαρα, µπόρεσα και είδα µέσα στην καρδιά του. Κτυπά πολύ γρήγορα και φωνάζει: "Ζωή µου! Τί θα κάνω χωρίς εσένα; Ποιος θα µε φωνάζει θείο; Και αν ακόµη κάποιος µε φωνάξει θείο, κανείς δεν θα το πει τόσο ζεστά και συµπονετικά όπως εσύ. Ποιόν θα κρατάω στην αγκαλιά µου; Ακόµα και αν κρατώ κάποιον, νοµίζεις ότι θα είναι τόσο θερµός όσο εσύ; Νοµίζεις ότι ο θείος σου θα είναι ο ίδιος; Πώς οι καρδιές µας θα αντέξουν την αναχώρηση σου; Πώς θα πω στην καρδιά µου ότι έχεις φύγει; Και, πες ότι το είπα, πώς θα το δεχθεί η καρδιά µου; Πού µπορώ να βρω µια άλλη Τζανάν, αν η καρδιά µου αρνείται; Θεέ, τι µπορώ να κάνω; Πώς µπορώ να συνηθίσω την καρδιά µου µε αυτό; Αλλά άσχετα µε το τι συµβαίνει, κόρη µου µε τα ωραία µάτια, θα την συνηθίσω την καρδιά µου, γιατί σου υποσχέθηκα ότι θα το κάνω." Έπειτα σηκώθηκε αργά και στάθηκε προσοχή. Λίγα δάκρυα έπεσαν από τα µάτια του. Ο θείος µου έχυσε τα δάκρυα του µέσα του, τόσο άφθονα, όπως και ο πατέρας µου. Έπειτα, αργά, βγήκε από το δωµάτιο. Γνώριµοι και ξένοι ήρθαν δίπλα µου. Αλλά πολλοί άνθρωποι που περίµενα δεν ήρθαν. Επιθυµούσα να τους δω καθώς ξεκινούσα για το τελευταίο µου ταξίδι. Είχα µάλιστα σχεδιάσει την αναχώρηση µου για την Κυριακή, ηµέρα αργίας, ώστε να µη τους εµποδίσω από τις δουλειές τους. Άσχετα µε το ότι ήταν Κυριακή, πολλοί που τους ήξερα σαν φίλους δεν ήρθαν. Ο Ρεµζί, του θείου µου του Μεχµέτ ο δικηγόρος και ταυτόχρονα συγγενής και φίλος µας, ήταν εκεί. ∆εν ήταν καλά. Προσπαθούσε να τελειώσει την διαδικασία για µένα, να µε πάρουν στο Ριζέ. Θα είµαστε στο ίδιο αυτοκίνητο στο δρόµο για την περιοχή του σπιτιού µου. Έπειτα, είδα την Σενγκιούλ, πιο µακρυά, και είδα ότι κάποιος την βοηθούσε να σταθεί όρθια. Ήρθε δίπλα µου. Το πρόσωπο της ήταν γεµάτο λύπη και οι


57

κόγχες των µατιών της ήταν ξερές από το κλάµα. ∆εν άκουγε την συµβουλή του πατέρα µου, "εσύ πρέπει να είσαι δυνατή", και έκλαιγε συνέχεια. Σίγουρα, έκλαιγε. Μοιραστήκαµε πολλά πράγµατα µαζί όλα αυτά τα χρόνια. Φυσικά περνούσαµε στιγµές δυστυχισµένες κάπου-κάπου, αλλά για κάποιον λόγο, όποτε έβλεπα την Σενγκιούλ, πάντοτε θυµόµουνα τις ευτυχισµένες µας στιγµές. Είναι µια καλή φίλη. Μοιράστηκα µαζί της µυστικά, που ποτέ δεν είπα στον πατέρα µου. Όταν ερωτεύθηκα στο γυµνάσιο, ήταν το πρώτο άτοµο που του το είπα. Την αγαπούσα και µας αγαπούσε. Την αφήνω πίσω µου. Έτσι είναι αυτό το ταξίδι. ∆εν µπορείς να πάρεις κανέναν µαζί σου. Πρέπει να αφήσεις πίσω σου κι αυτούς που σε αγαπάνε κι αυτούς που δεν σε αγαπάνε. Θα πας, µόνος σου. Όταν κοιτάω πίσω, τώρα, δεν βλέπω κανέναν που να θυµάµαι το πρόσωπο του. Όπως είπα, ήταν Σαββατοκύριακο, αλλά πολλοί απ' αυτούς που θα ήθελα να δω δεν ήρθαν. Αν, µόνο, καταλάβαιναν πόσο πολύ ήθελα να τους δω... Αυτό πρέπει να είναι το πράγµα που θέλουν περισσότερο αυτοί που φεύγουν. Κι όµως υπήρχαν κι άλλοι. Έπειτα, ο πατέρας µου και ο θείος µου µε έβαλαν στο ασθενοφόρο. Ο πατέρας µου κάθησε δίπλα µου. Ξεκινήσαµε για το νοσοκοµείο. Κοίταξα τον πατέρα µου πάλι. Είπε: "έχεις αρχίσει ήδη να µου λείπεις. Θα είναι δύσκολο να προσαρµοστώ στην απουσία σου". Χάιδεψε ξανά τα µαλλιά µου. Τώρα. είµαι ξαπλωµένη κάτω σ' ένα αυτοκίνητο. Ο πατέρας µου, της θείας µου ο γιος ο Σερκάν, ο Ρεµζί κι εγώ ξεκινήσαµε για το Ριζέ. Του πατέρα µου τα µάτια συχνά γέµιζαν µε δάκρυα, και ο Ρεµζί προσπαθούσε να τον στηρίξει. Επέστρεφα στην Μαύρη Θάλασσα. Ξαφνικά κατάλαβα ότι µου έλειπε τροµερά η Μαύρη Θάλασσα. Τα βουνά της, οι φυτείες τσαγιού και πολλά άλλα πράγµατα. Επίσης, µου έλειπαν ο παππούς κι η γιαγιά µου. Ποιος ξέρει πώς αισθάνονται. ∆εν µπορούν να δεχτούν την πραγµατικότητα. Η γιαγιά µου, η αγαπηµένη µου γιαγιά, προσπάθησε πολύ να µε κάνει να τα εγκαταλείψω. Ήρθε κι έµεινε στην Σµύρνη γι' αυτό το λόγο. Όταν κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο, επέστρεψε στο Ριζέ. Πώς θα µπορούσαν να αντέξουν την απουσία µου; Παππού µου,


58

αγαπηµένε µου παππού, αγωνίστηκες τόσο πολύ να µε κάνεις να εγκαταλείψω την απεργία πείνας µέχρι θανάτου, πίεσες τον πατέρα µου. Αλλά αγαπηµένε µου παππού, νοµίζεις ότι αν ο πατέρας µου είχε την πιθανότητα να µε κάνει να σταµατήσω, θα περίµενε εσένα να τον πιέσεις να το κάνει; Νοµίζεις ότι είναι ευχαριστηµένος µε την κατάσταση; Έριξες όλη την ευθύνη στον πατέρα µου. Του ζήτησες να κάνει κάτι που δεν µπόρεσε. Και συχνά τον θεώρησες υπεύθυνο. Αλλά, αγαπηµένε µου παππού, είχα πάρει την απόφαση και, παρά του πατέρα µου την επιµονή, δεν τα εγκατέλειψα. Ξέρεις ότι ο πατέρας µου προσπάθησε πολύ σκληρά να µε κάνει να παραιτηθώ. Γιατί ακόµα τον θεωρείς υπεύθυνο; Βεβαία, ξέρω ότι δεν είναι εύκολο για σένα. ∆ες το, όµως, µ' αυτόν τον τρόπο: Νοµίζεις ότι ήταν εύκολο για µένα; Εσύ έχασες µια εγγονή και εγώ έχασα την ζωή µου. Για όνοµα του θεού, ποια είναι η µεγαλύτερη τιµή; Προσπαθώ, ωστόσο, να σε καταλάβω. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά σε παρακαλώ, προσπάθησε να είσαι δυνατός και µη χάνεις την αγάπη σου για µένα. Αγαπηµένε µου παππού, ξέρω πως, µετά τον θάνατο µου, δεν θα µπορείς να κοιµηθείς και θα µε σκέπτεσαι πάντοτε. Αλλά τι µπορούµε να κάνουµε; Η ζωή είναι αµείλικτη και το τίµηµα είναι βαρύ. Μην κατηγορείς κανέναν για την αναχώρηση µου. Ήταν δική µου απόφαση. Άσχετα µε το τί συνέβη, θέλω να σεβαστείς την απόφαση µου. Η γιαγιά και εγώ συζητήσαµε, όταν είµαστε στην Σµύρνη, και ξέρει τα πάντα. Καταλαβαίνω ότι αντιµετωπίζεις µια δύσκολη κατάσταση. Πλήρωσα το τίµηµα της υπευθυνότητας απέναντι στον θείο µου και τους φίλους του στις φυλακές. Σκεφθείτε το και αποφασίστε. Νοµίζεις ότι δεν ήθελα να τελειώσω το πανεπιστήµιο, να σου δείξω το πτυχίο µου και να σου πω ότι τώρα είµαι καθηγήτρια; Το ήθελα πάρα πολύ. Ξέρω ότι θα ήσουν πολύ ευτυχισµένος. Σου άξιζε, και µε το παραπάνω, να είχες µια εγγονή που αποφοίτησε από το πανεπιστήµιο. Ξέρω ότι πρέπει να σου ζητήσω να προσεγγίσεις το δίληµµα σου µε σθένος. ∆εν θα µπορέσεις να το κάνεις. Ποτέ δεν θέλησα να φέρω λύπη στο φθινόπωρο της ζωής σας. Αλλά ο πατέρας µου δεν υπήρξε ποτέ υπεύθυνος γι' αυτό. ∆εν ήθελε


59

τίποτα, παρά να µε αγαπάει και να είµαστε µαζί για πάντα. ∆εν ήθελε να σε πικραίνει, ακριβώς όπως δεν το ήθελα κι εγώ. Γι' αυτό τον λόγο ξέρω ότι η απόφαση που πήρα και το αντίτιµο που πλήρωσα πίκραναντον πατέρα µου. Όταν φτάσαµε στο Ριζέ, υπήρχαν άνθρωποι που µας περίµεναν. Με περίεργα µάτια προσπαθούσαν να καταλάβουν τί συνέβαινε. Είδα την µητέρα µου εκεί και µε είδε κι εκείνη. Φαινόταν σαστισµένη. Μιας µητέρας η καρδιά είναι σίγουρο πως θα βρισκόταν σε αµηχανία. Η ζωή της ψυχής της έφευγε και την άφηνε. Είδα και τις θείες µου. Μου φαινόντουσαν σαν ξένες. Απορώ γιατί. Τις αγαπούσα πάρα πολύ. Είχαν βοηθήσει να µε µεγαλώσουν και δεν µε µεταχειρίστηκαν διαφορετικά από τα δικά τους παιδιά. Αλλά σήµερα µου φέρονταν ψυχρά. Αναρωτιέµαι, γιατί; Κοιτάζοντας πίσω, τώρα, θυµάµαι ότι κατά την περίοδο της αντίστασης, ούτε οι θείες µου, ούτε οι θείοι µου, ούτε τα παιδιά τους (εκτός από τον Σερκάν) δεν ήρθαν να µας επισκεφθούν, εµένα και την Ζεχρά. Κι ας είχαµε µεγαλώσει µε τα παιδιά των θείων µας σαν να είµαστε αδέλφια, αυτοί στο σπίτι µας, εµείς στο δικό τους. Είχαµε ζήσει µαζί. Για κάποιο λόγο άρχισαν να φέρονται διαφορετικά, µετά την αντίσταση. ∆εν ρωτούσαν για µας. Είναι αδύνατο να καταλάβω πώς άλλαξαν τόσο πολύ. Αµφιβάλλω αν θα µου απαντήσουν, αν τους ρωτήσω: ∆εν επισκεφτήκατε την µεγαλύτερη αδελφή µου, την Ζεχρά και εµένα. Τί κάναµε; Ήταν έγκληµα που χρησιµοποιήσαµε τα σώµατα µας σαν οδοφράγµατα εναντίον των σφαγών στην χώρα µας; Αυτή η στάση, που φαίνεται έγκληµα στα µάτια σας, για µας είναι τιµή. Θα µπορούσατε να µου πείτε τι θα κάνατε αν ένα από τα παιδιά σας ήταν στη φυλακή και ο πατέρας µου και εµείς κάναµε κάτι τέτοιο; Προσπαθήσαµε να είµαστε µαζί σας χειµώνα και καλοκαίρι. Αυτό, δεν ήταν το σωστό; Οι άνθρωποι που αγαπούν, παρατούν τους φίλους τους τις δύσκολες ώρες; Εσείς δεν εκφράσατε ούτε καν συλλυπητήρια στον πατέρα µου. Τί σας έκανε; Αυτός είπε στην αδελφή µου και µένα να µπούµε οτην απεργία πείνας µέχρι θανάτου; Αυτό είναι που νοµίζετε;


60

Θα µπορούσε ποτέ κανένας πατέρας να θέλει να χάσει τις αγαπηµένες του κόρες που τις αγαπούσε σαν την ζωή του; Νοµίζετε ότι ο πατέρας µου δεν υποφέρει; Ναι, είναι περήφανος γα µας. Μπορείτε, όµως, να φανταστείτε πόσο υποφέρει; Όχι, δεν µπορείτε. Αν µπορούσατε, θα θέλατε να µοιραστείτε την δυστυχία του και θα προσπαθούσατε να τον στηρίξετε. Όταν, όµως, φύγαµε από τον πατέρα µας ούτε εσείς, ούτε οι σύζυγοι σας τον πλησιάσατε. Αν, όµως, αυτή η κατάσταση σας κάνει ευτυχισµένους, και αν αισθάνεστε καλύτερα µε το να µην εκφράζετε συλλυπητήρια, τότε δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο να πούµε. ∆εν σας ζητήσαµε να σκεφτείτε µε τον τρόπο που σκεφτήκαµε εµείς. Μόνο για χάρη των ηµερών που περάσαµε µαζί σας, δεν έπρεπε να πράξετε µε αυτόν τον τρόπο. Τον ίδιο πατέρα, που εσείς και οι σύζυγοι σας δεν συλλυπηθήκατε, τον στήριξε ένας ιµάµης4 από το Μπολού. Έφερε στην µεγαλύτερη αδελφή µου, την Ζεχρά ένα δώρο, φωτογραφήθηκε µαζί της και προσευχήθηκε στον θεό να δώσει δύναµη στον πατέρα µου. Ήταν µια επίσκεψη µε µεγάλη σηµασία, δεν νοµίζετε; Η γιαγιά ήταν εκεί και τα είδε όλα. Πολλοί άνθρωποι επισκέφθηκαν ή τηλεφώνησαν στον πατέρα µου, για να τον βοηθήσουν να απαλύνει τον πόνο του. Μόνο εσείς και τα παιδιά σας δεν ήσασταν εκεί. Οι φοιτήτριες, µε τις µαντήλες στα κεφάλια, ήρθαν µε τις φίλες τους. Μίλησαν µε τον πατέρα µου πολύ θερµά. Είχαν κι αυτές τις δικές τους απόψεις. Προσευχήθηκαν για µένα και την µεγαλύτερη µου αδελφή. Ζέσταναν τις καρδιές µας. Η αντίσταση απόκτησε για µας µεγαλύτερο νόηµα. Ο πατέρας µου εξέφρασε την ευγνωµοσύνη του σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ας είχατε, απλά, δείξει µεγαλύτερη ανοχή και κατανόηση. ∆εν µπορέσατε να αντέξετε ακόµη και τα γαρύφαλλα, που ο πατέρας µου και οι φίλοι του τοποθέτησαν πάνω στον τάφο µου. Πώς µπορέσατε να είστε τόσο άσπλαχνοι; Τί θέλατε από τα γαρύφαλλα µου; Και πώς µπορέσατε να υποθέ-

4. Ιµάµης: µουσουλµάνος κληρικός.


61

σετε πως ο πατέρας µου δεν έκανε τίποτα για µένα. Γιατί νοµίσατε πως ήταν ανίσχυρος όταν αντιµετώπισε την απόφαση µου και ότι δεν προσπάθησε να κάνει τίποτα; Κι όµως, αυτός σας αγαπούσε τόσο... Τί θέλατε από τον πατέρα µου; Πώς κρυώσατε τη ζεστή για σας καρδιά του; ∆εν είσαστε εσείς τα ανήψια και οι ανηψιές του; Πώς µπορέσατε κι εγκαταλείψατε τον θείο σας που τόσο αγαπούσατε; Σκεφτήκατε, ποτέ, τί θα είχε κάνει για σας ο θείος σας, αν βρισκόσαστε στην ίδια θέση; Το µίσος, όµως, και η µνησικακία δεν επρόκειτο ποτέ να κυριαρχήσουν στην καρδιά του πατέρα µου. Κάθε φορά, η αγάπη νικούσε το µίσος. Και αυτή την φορά, ο αγαπηµένος µου πατέρας θα αγαπάει πάλι τους ανθρώπους και θα εκφράζει και την δική µας αγάπη σ' αυτούς και θα τους δείχνει την αγάπη που υπάρχει στις καρδιές µας. Κάνοντας αυτό, η αγάπη του θα µεγαλώνει και εγώ θα είµαι περήφανη γι' αυτόν. Αγαπηµένε µου πατέρα, από τους ανθρώπους που ήρθαν να µε ξεπροβοδίσουν, απουσίαζαν πολλοί από τους φίλους σου, ενώ γνώριζα ότι είχες πολλούς φίλους. Για παράδειγµα, υπήρχαν αρκετοί από τα εφηβικά σου χρόνια. Θα ήταν τόσο ωραίο γι' αυτούς, αν είχαν έρθει εδώ. Για κάποιο σύντοµο διάστηµα, η µοίρα όλων σας ήταν κοινή. Είχατε µοιραστεί τη ζεστασιά της συντροφικότητας, σε µια εποχή κινδύνων, όπου η βία και οι µάχες βάδιζαν πιασµένες χέρι-χέρι. Μαζί, είχατε φωνάξει συνθήµατα για τους συντρόφους που έφευγαν από το πλάι σας. Πολλοί απ' αυτούς σε άφησαν µόνο όταν µε ξεπροβόδιζες. Έπειτα υπήρχαν οι φίλοι της δουλειάς σου, µε τους οποίους ιδρώνατε, τρώγατε από την ίδια κατσαρόλα, και µοιραζόσαστε, µε χαρά, την δουλειά του εργοστασίου. Πολλούς απ' αυτούς δεν τους είδα. ∆εν ήρθαν δίπλα σου, να προσπαθήσουν να κάνουν πιο εύκολα τα βάσανα σου ή να σου δώσουν δύναµη. Απορώ γιατί, µα γιατί να φερθούν µ' αυτόν τον τρόπο; Ήταν τόσο δύσκολο να σε συλλυπηθούν; Ήµουν ακόµη πολύ νέα, και πέρασα µια δύσκολη περίοδο προσπαθώντας να κατανοήσω αυτά τα πράγµατα. Μαντεύω πως δεν υπάρχει εύκολη εξήγηση. ∆εν µεταχειρίστηκαν καλά τους φίλους µου από την Κωνσταντινούπολη που ήρθαν να πουν το


62

τελευταίο αντίο. Ήταν εχθρικοί µαζί τους και τους πρόσβαλαν. Αυτοί δεν είχαν καµία ευθύνη για την απόφαση µου. Κι όµως, έβγαλαν όλον τους το θυµό επάνω τους. Στο τέλος των αποχαιρετισµών, είδα τη γιαγιά µου. ∆εν άντεχε την θλίψη της. Ο πατέρας µου πήγε κοντά της και σύντοµα βρέθηκαν αγκαλιασµένοι. Έχυναν τα δάκρυα τους πάνω στις ελπίδες τους. Ο πατέρας µου είπε, «Πώς το έκανες κόρη µου, πώς το έκανες αυτό Τζανάν µου. Θεέ, τι µεγάλη καρδιά και τι στοργή! Από τότε που φτιάχτηκε ο κόσµος τέτοιο πράγµα δεν ήρθε για να περάσει έτσι. Πώς θα αντέξω την απουσία σου, ροδοκόκκινη κορούλα µου;» Ξέρω, πατέρα. Αν και µπορεί να είµαι µικρή, ξέρω πως τα έκανα όλα για τον λαό µου και για την ευτυχία των ανθρώπων. Το έκανα, ώστε αυτοί που θα είχαν την ίδια µοίρα µ' εµένα να ζήσουν σ' έναν όµορφο κόσµο, γεµάτο αγάπη. ∆εν µπορούσα να παραµείνω σιωπηλή, τη στιγµή που η µηχανή της τυραννίας ακόµα δούλευε, καθώς εξαπέλυε επίθεση ενάντια στις αξίες του λαού µου και τον σκότωνε. Ίσως να είναι λίγοι οι άνθρωποι που µε καταλαβαίνουν, σήµερα όµως θα υπάρξουν περισσότεροι κι εγώ θα ζω για πάντα στις καρδιές τους. Είδα τον παππού µου. Και τα δικά του µάτια ήταν γεµάτα δάκρυα. Ήθελα να καταλάβω την έκφραση στο πρόσωπο του, όµως δεν µπορούσα. Προσευχόταν για µένα. Αγαπηµένε µου παππού, άκουσα όλες σου τις προσευχές και θυµήθηκα πόσο σε αγαπώ. Ξέρω πως δεν µπόρεσα να πραγµατοποιήσω όλα όσα περίµενες από εµένα. ∆εν µπόρεσα να γίνω η µορφωµένη σου Τζανάν που θα είχε το διπλωµάτης. Όταν µε σκεφτόσουν, ζήλευες τα άλλα κορίτσια. Όµως δεν θα έπρεπε. Είµαι πολύ ευτυχισµένη και δεν µετανοιώνω καθόλου για ό,τι έκανα. ∆εν έκανα τίποτα, κακό παππού. Έζησα ό,τι πίστεψα και τώρα πληρώνω το τίµηµα. Κοίτα γύρω σου. Πόσους ανθρώπους βλέπεις να ζουν αληθινά αυτό που πιστεύουν και να είναι έτοιµοι να πληρώσουν το τίµηµα; Κατά κάποιον τρόπο, τους πέταξα την απιστία τους στα µούτρα. Τους φώναξα πως είναι υποκριτές. Οι ίδιοι δεν µπορούν να το παραδεχτούν, όµως, αυτή είναι η αλήθεια. Γι' αυτό πρέπει να κρατήσεις το κεφάλι σου


63

ψηλά, αγαπηµένε µου παππού. Ψηλά και τιµηµένο. Ξέρω ότι δεν έκανα τίποτα για να σε ντροπιάσω. Το τελευταίο πράγµα που σου ζητώ είναι να µην αφήσεις τους άλλους να φέρονται άδικα στον πατέρα µου, γιατί σε αγαπάει πολύ. Νοµίζω πως ήρθε, τελικά, η ώρα να πω αντίο. Αντίο σε αυτούς που µε αγαπάνε. Καθώς γλιστρώ γύρω σου σαν αστέρι, αντίο ουρανέ. Αντίο αγαπηµένε µου πατέρα, Σενγκιούλ... Αντίο µητέρα µου... Αντίο στους φίλους µου φοιτητές, που ονειρεύονται να πάρουν τα πτυχία τους χωρίς εµένα. Στον αγαπηµένο µου λαό, που πάντα αγαπούσα και για την ευτυχία του οποίου ριψοκινδύνευσα τα πάντα, ΑΝΤΙΟ... Σε όλους όσους αφήνω, παίρνοντας µαζί µου όσα έκανα και όσα δεν έκανα, τις απώλειες µου, τις λαχτάρες της πολύ σύντοµης ζωής µου, ΑΝΤΙΟ...



65

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η Ζεχρά αφηγείται την ιστορία της Όταν γεννήθηκα, οι σελίδες του ηµερολογίου πλησίαζαν σχεδόν τον Αύγουστο του 1979. Ξεκίνησα τη ζωή µου µια ζεστή µέρα του Ιουνίου στην υγρή περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Εγώ, η Ζεχρά Κουλακσίζ, γεννήθηκα στην πόλη Ριζέ. Η χώρα στην οποία γεννήθηκα βρισκόταν τότε στην δίνη µιας αιµατοχυσίας. Οι νέοι αντιπροσώπευαν τον αγώνα, την τιµή, την εργατική τάξη και την ελευθερία. Έκαναν τα κορµιά τους ασπίδες για να προστατεύσουν το λαό από τις σφαίρες. Μόλις κηδευόταν ένας τους, κάποιος άλλος έκανε ένα βήµα µπρος για να πάρει την θέση του. Αλλά ο εχθρός ήταν τυρρανικός και δεν χόρταινε αίµα. Τι υπέροχοι άνθρωποι που ήταν, πέθαιναν για µας, στη νιότη τους, χωρίς τους ανθρώπους που άφηναν πίσω. Εγώ ερχόµουν στη ζωή, αυτοί µας άφηναν. Μερικοί έκαναν µεγάλο θόρυβο κι άλλοι έφευγαν ήσυχα, αφήνοντας µας στη µέση της µάχης. ∆εν συνάντησα κανέναν τους, αλλά τους γνώρισα από τις φωτογραφίες και τις ιστορίες τους. Εύχοµαι να µπορούσα να τους δω και να πιω το τσάι µου µαζί τους. Θα ήµουν τόσο ευτυχισµένη. Εύχοµαι να µπορούσα να ακούσω, από τα δικά τους χείλη, τις ιστορίες τους για την αντίσταση. Ήρθα σ' αυτόν τον κόσµο αργά κι εκείνοι βιάζονταν. Λες κι αυτό, το να φύγουν το συντοµότερο δυνατόν, αφήνοντας εµάς πίσω, να είχε νόηµα γι'αυτούς. Στ' αλήθεια νοµίζω ότι πρέπει να είχε κάποιο νόηµα γι'αυτούς, αλλιώς γιατί να είχαν αυτή τη βιασύνη, να αφήσουν όλα όσα είχαν πίσω και να συντροφέψουν εκείνους που είχαν φύγει πριν απ' αυτούς;


66

Πολύ καιρό αργότερα, επρόκειτο να καταλάβω ότι η αναχώρηση τους δεν ήταν εύκολη. Συχνά ήταν µια επανένωση. Όταν έφευγαν, άφηναν ως διαθήκη όσα είχαν κάνει, παράδειγµα για τους ανθρώπους που έµεναν πίσω. Βρίσκονται πάντοτε στις καρδιές των ανθρώπων κι είναι κοντά τους όταν τους θυµούνται. Γι' αυτό χαµογελούσαν καθώς έφευγαν. Οι άνθρωποι χαµογελούν όταν συναντιούνται, όχι όταν φεύγουν. Οι άνθρωποι χαµογελούν όταν παίρνουν τον ήλιο στα χέρια τους και τον δίνουν σ'αυτούς που αγαπούν. Τους βλέπαµε να φεύγουν, νοιώθοντας κάποιον έξαψη, όπως όταν βλέπεις ένα αστέρι να πέφτει από τον ουρανό. Μερικές φορές ήταν σαν να τους βλέπαµε µέσα από ένα θολωµένο τζάµι και δεν µπορούσαµε να καταλάβουµε τις λύπες τους, ή τις ελπίδες τους. Μερικές φορές νοιώθαµε τις µνήµες τους να γυρίζουν στις καρδιές µας. Ο ένας µετά τον άλλον άφηναντους αγαπηµένους τους, άφηναν πίσω τους µια τιµηµένη κληρονοµιά, που ήταν δύσκολο να σταθείς άξιος της. 'Ηταν εκείνος ο καιρός που εγώ άρχιζα να αναγνωρίζω τα πράγµατα και να βαδίζω σε δύσκολες ατραπούς. Θυµάµαι τα δύσκολα χρόνια που ήρθαν στη χώρα µας σαν εφιάλτης. Θυµάµαι την 12η Σεπτεµβρίου. Θυµάµαι, αµυδρά, τις απάνθρωπες επιθέσεις ενάντια στο λαό εκείνη την περίοδο. Θυµάµαι, ακόµη, τους νέους ανθρώπους που στέλνονταν στην κρεµάλα κι ας ήταν µόλις 17 χρονών. Ήρθα στον κόσµο, σ' ένα µέρος πολύ άσχηµο. Οι κυρίαρχοι δηµιούργησαν ένα µαύρο σύννεφο που κρεµόταν πάνω από το λαό µας και τη χώρα µας. Προσπάθησαν να κάνουν τους πατεράδες εχθρούς µε τους ίδιους τους γιους τους, µε τις ίδιες τους τις κόρες. Προσπάθησαν να γεµίσουν τις µικρές καρδιές µίσος, ώστε να µην αγαπήσουν τους γονείς τους, τους προγόνους τους. Προσπάθησαν να σκοτώσουν τις µικρές καρδιές που αγαπούσαν, και στη θέση τους να βάλουν τις δικές τους, δίχως συναισθήµατα, παγερές καρδιές. Έκαναν ό,τι µπορούσαν για να σκοτώσουν οτιδήποτε όµορφο στα µυαλά και τις καρδιές, ν' αφήσουν στη θέση τους ωµά κοµµάτια σάρκας.


67

Για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα οι άνθρωποι περίµεναν κάποια καλά νέα, στο όνοµα της ανθρωπιάς. Για ένα πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα. Εκείνες τις µέρες, οι άνθρωποι κατάφερναν να νοιώθουν ευτυχία, µε µικρά πράγµατα. Μερικές φορές ένα απροσδόκητο γεγονός σου έφερνε απερίγραπτη ευτυχία κι ηρεµία. Βρέθηκα κι εγώ σ'αυτή τη θέση. Ήµουν µικρή, αλλά θυµάµαι πώς ένοιωσα όταν έµαθα ότι θα είχα µια αδελφή. Τον καιρό που βασίλευε το σκοτάδι, ήρθε η Τζανάν, κι εγώ, από εκεί και πέρα, θα είχα µια αδελφή. Ήταν η µικρή µου αδελφή. Ύστερα, ήταν πάντα η φίλη µου κι η έµπιστη µου. Τέτοιες φιλίες δεν είναι συνηθισµένες. Καθώς µεγαλώναµε, µοιραζόµασταν ολοένα και περισσότερα η µία µε την άλλη. Αγαπούσαµε η µία την άλλη και καθώς ο καιρός περνούσε, οι ζωές µας ενώνονταν. Πρώτα, η αγάπη γέµισε τις καρδιές µας και µετά κατέλαβε όλη µας την ύπαρξη. Κανένας, εκτός από µας, δεν ήξερε ότι ο δεσµός της συντροφικότητας που µοιραζόµασταν δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν, ούτε επρόκειτο να υπάρξει ποτέ µετά από µας. Όταν ο καιρός θα έφτανε, ο κόσµος όλος θα πάσχιζε να καταλάβει, αλλά δεν θα µπορούσε. Θα έµενε έκπληκτος, αδυνατώντας να καταλάβει. Ο ερχοµός της Τζανάν ήταν ό,τι καλύτερο για µένα. Είχα τώρα µια έµπιστη, κοιµόµασταν στο ίδιο κρεβάτι τις παγωµένες νύχτες του χειµώνα, και µπορούσα να µοιραστώ µαζί της τα αισθήµατα µου. ∆ε θυµάµαι πότε ήταν ακριβώς, αλλά νοµίζω πως όταν ήµουν 5-6 χρονών οι γονείς µου χώρισαν. Με το παιδιάστικο µυαλό µου δεν µπορούσα να καταλάβω τι σήµαινε αυτό. Εύχοµαι τα πράγµατα να µην είχαν εξελιχθεί έτσι. Αν και µπορούσαµε να βλέπουµε τη µητέρα µας όποτε θέλαµε, η κατάσταση αυτή έφερε θλίψη στις καρδιές µας. Όταν µεγάλωσα αρκετά, πήγα στο δηµοτικό. Οι παιδικοί µου φίλοι κι εγώ προσπαθούσαµε να καταλάβουµε τον κόσµο µε τα µικρά µυαλά µας, να ζήσουµε την παιδικότητα µας µε τον καλύτερο τρόπο. ∆εν είναι συνηθισµένο για κορίτσια στην περιοχή µας, αλλά από την πρώτη τάξη ήµουν υποψήφια για πρόεδρος του µα-


68

θητικού συµβουλίου της τάξης µας. Από τότε ακόµα συνειδητοποίησα ότι το να υπηρετώ το λαό, να ασχολούµαι µε τα προβλήµατα του και να παίρνω το µέρος του, ήταν σηµαντικό για µένα. Κοιτώντας πίσω, καταλαβαίνω ότι τίποτα δεν αξίζει όσο τα πρώτα µου πέντε χρόνια στο σχολείο. Οι σχέσεις µου µε τους θείους και τις θείες µου και τα ξαδέρφια µου ήταν απλές. Μετά, άρχισα το γυµνάσιο. Στον πρώτο µου χρόνο, η οικογένεια µου αποφάσισε να µετακοµίσει στην Ισταµπούλ, στις διακοπές του εξαµήνου. Αυτή η απόφαση ήταν σηµαντική από µόνη της, κι ήταν το σηµείο που σήµανε την έναρξη σηµαντικών εξελίξεων. Όσο περισσότερο σκεφτόµασταν η αδελφή µου κι εγώ για την πόλη, όσο µαθαίναµε το µέγεθος της, τόσο πιο ανήσυχες γινόµασταν. ∆εν είχαµε φύγει ποτέ πριν από την Ριζέ. Η Ισταµπούλ ήταν µια µεγάλη πόλη, κι είχε µέσα της τα πάντα. Στέγαζε τη φτωχολογιά, για παράδειγµα, κι υποµέναµε κι εµείς τη φτώχεια. Ίσως να ήταν τότε που κατάλαβα την αληθινή αγάπη. Τα πρώτα µας χρόνια στην Ισταµπούλ, όπου µέναµε ως πολυµελής οικογένεια, προσπάθησα να δω τον κόσµο µε νέα µάτια. Έβλεπα τους συµµαθητές µου που έρχονταν στο σχολείο χωρίς µολύβια ή βιβλία. Ήµαστε κι εµείς φτωχοί, αλλά οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν πολλοί από τους συµµαθητές µου σου σπάραζε την καρδιά. Κι όµως γατζώνονταν στη ζωή και προσπαθούσαν να κρατούν τις ελπίδες τους ζωντανές. Στα γυµνασιακά µου χρόνια, ήµουν πια ικανή να καταλαβαίνω εύκολα τα πράγµατα που έβλεπα, και δεν µπορούσα να παραµείνω αδιάφορη για τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω µου. Εκείνα τα χρόνια συνειδητοποίησα πως έπρεπε µε κάποιον τρόπο να συµµετάσχω στον δηµοκρατικό αγώνα. Τέλειωσα το γυµνάσιο κι άρχισα το πανεπιστήµιο. Ακόµα και τώρα, σκέφτοµαι πώς πέρασα εκείνη την πόρτα που έµοιαζε απροσπέλαστη, και πόσο ενθουσιασµένη ήµουν! Ήµουν, επιτέλους, φοιτήτρια στο Πανεπιστήµιο της Ισταµπούλ. Ήµουν φοιτήτρια σε µια σπουδαία σχολή, που αναρίθµητοι φοιτητές µόνο να την κοιτούν µπορούσαν. Η λογική πίσω από την ίδρυση των πανεπιστηµίων πρέπει


69

να ήταν ότι θα αποτελούσαν τόπο µάθησης της επιστήµης και της έρευνας, γέννησης λύσεων για τα προβλήµατα του κόσµου και της χώρας µας. Αλλά στην περίπτωση της δικής µας χώρας συνάντησα µια µάζα, µέσα στην οποία ελάχιστοι φοιτητές ερευνούσαν τα γεγονότα ή σκέφτονταν βαθειά γι'αυτά. Αυτό µ' έκανε να αναρωτηθώ γιατί τα πράγµατα είναι έτσι Η χώρα µας βρισκόταν σε κρίση σε πολλά πεδία. Από πλευράς οικονοµίας βρισκόταν σε δίληµµα και η πολιτική δοµή µαστιζόταν από τη διαφθορά. Κι όµως, δεν γινόταν ξεκάθαρη και σαφής προσπάθεια να βρεθούν λύσεις στα προβλήµατα µας. Αυτό µε έθλιβε βαθειά και δεν ήθελα να παραµείνω αµέτοχος θεατής αυτών των γεγονότων. Πέρασε πολύς καιρός µέχρι να συνειδητοποιήσω ότι υπήρχαν κι άλλοι που ένοιωθαν όπως εγώ. Εδώ, πρέπει να σηµειώσω ένα γεγονός που επηρέασε βαθιά τη ζωή µου. Ο µικρότερος θείος µου, ο Μεχµέτ, τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισµό και µετά φυλακίστηκε. Μετά από λίγο καιρό, οι φίλοι του ξεκίνησαν µια Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου προβάλλοντας συγκεκριµένα αιτήµατα. ∆εν µπορώ να περιγράψω όλα όσα ένοιωσα, όταν ορισµένοι από τους απεργούς άρχισαν να χάνουν τις ζωές τους. ∆εν ήταν συνηθισµένο πράγµα να θυσιάζουν τις ζωές τους για να διεκδικήσουν δικαιώµατα. 'Οταν πήγα να επισκεφθώ το θείο µου, προσπάθησα να καταλάβω αυτά τα γεγονότα κι αναρωτήθηκα αν στ' αλήθεια άξιζε το τίµηµα αυτή η προσπάθεια. Ό,τι και να σκεφτόµουν όµως, οι άνθρωποι εξέθεταν τα σώµατα τους στην ασιτία και συναντούσαν το θάνατο χαµογελώντας. Όταν η Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου του 1996 ολοκληρώθηκε, άφησε πίσω της 12 νεκρούς. Θα γινόταν αργότερα σαφές πως, αν και οι άνθρωποι εκείνοι έδωσαν τη ζωή τους, δεν µπόρεσαν να αποτρέψουν τις σφαγές που ακολούθησαν. Η άρχουσα τάξη σχεδίασε τον τρόπο ζωής έξω από τις φυλακές και έπαιξε, ξανά και ξανά, το σενάριο των σφαγών µέσα στις φυλακές. ∆έκα κρατούµενοι στην Φυλακή του Ντιάρµπακιρ ξυλοκοπήθηκαν µέχρι θανάτου. Συναντώντας ελάχιστες αντιδράσεις, επιτέθηκαν στη Φυλακή Ουλούτζανλαρ, σκοτώνοντας 12 κρατούµενους.


70

Οι θεοί του πολέµου δεν χόρταιναν να επιτίθενται και να δολοφονούν ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Εκείνη την περίοδο, εµείς, οι νέοι στο πανεπιστήµιο, αρχίσαµε δράση σε σχέση µε ακαδηµαϊκά προβλήµατα αλλά και προβλήµατα δηµοκρατίας. Οι δυνάµεις, που έκαναν επιθέσεις στους πολιτικούς κρατούµενους µε µπουλντόζες, µας έκαναν επιθέσεις µε θωρακισµένα οχήµατα και ρόπαλα. Ακόµη κι οι νόµιµες διαδηλώσεις µας και οι ανακοινώσεις µας στον τύπο για την διεκδίκηση των δικαιωµάτων µας δέχονταν επιθέσεις από την αστυνοµία. Στην τέταρτη διαδήλωση µας, µε συνέλαβαν και τότε γνώρισα τα κέντρα βασανιστηρίων. Σε νεαρή ηλικία, ήµουν κι εγώ µια «πελάτισσα» αυτών των κέντρων που τα ονόµατα τους κανείς δε θέλει ν' ακούει. Είναι ντροπή, που πρέπει να πληρώνει κανείς ένα τέτοιο τίµηµα, απλώς, επειδή διεκδικούσε δηµοκρατία στη χώρα µου. Με συνέλαβαν και πάλι όταν θέλησα να συµµετάσχω στις διαδηλώσεις στην πρώτη επέτειο της σφαγής στο Γκάζι1 Πέρα από το να συµµετέχεις σε µια διαδήλωση, ακόµα και το να θέλεις να συµµετάσχεις ήταν αρκετό για να τεθείς υπό κράτηση στη χώρα µου. Τις τέσσερις µέρες που πέρασα στο αστυνοµικό τµήµα, αρνήθηκα να κάνω δήλωση, παρά τα βασανιστήρια και την µεταχείριση στην οποία υποβλήθηκα. Νοµίζω πως η συµπεριφορά µου δεν ήταν ευχάριστη στους δήµιους, αφού, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν καµµία απόδειξη, µε συνέλαβαν και µε έστειλαν στην φυλακή Ουµρανιγιέ. Έµεινα εκεί για ένα σύντοµο διάστηµα και αποφυλακίστηκα στην πρώτη ακροαµατική διαδικασία. Είχα πολλές εµπειρίες στη σύντοµη αυτή φυλάκιση µου. Πρώτα απ'όλα, είχα την εµπειρία της τιµής να ζεις και να µοιράζεσαι µε άλλους. Οι κρατούµενοι εκεί µοιράζονταν τα πάντα. Κανένας δεν έκανε τίποτα µόνο για τον εαυτό του, αλλά όλοι έπαιρναν µαζί τις αποφάσεις και τις υλοποιούσαν συλλογικά.

1. Πολλοί στη συνοικία Γκάζι δολοφονήθηκαν το Μάρτιο του 1995, όταν οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν µετά από µια φασιστική πρόκληση.


71

Είχαµε επισκέπτες. Μια µέρα η Τζανάν µε επισκέφθηκε µαζί µε τον πατέρα µου. Όταν µε είδε, δάκρυα γέµισαν τα µάτια της. Για µια στιγµή κοιταχτήκαµε έτσι χωρίς να λέµε τίποτα. Μιλούσαµε µε τις καρδιές µας. Ζούσαµε την ανείπωτη θλίψη του να µην µπορούµε να αγγίξουµε η µια την άλλη. Τότε είδα τον πατέρα µου. Ήταν ένας από τους αναρίθµητους πατεράδες που υφίστανται, που υποφέρουν έχοντας µέλη των οικογενειών τους στη φυλακή. Καθώς τους κοίταζα, ξαφνικά, συνειδητοποίησα πόσο τους αγαπούσα. Αξίζαµε να είµαστε ευτυχισµένοι. Αλλά, όσο θέλαµε να κάνουµε το σκοτάδι φως και να µοιραστούµε ένα µικρό κοµµάτι ψωµί για να µην κλαίνε τα παιδιά, έπρεπε να υπάρχει χωρισµός. Όταν µε οδήγησαν στο δικαστήριο, είδα την γιαγιά µου. Ο πατέρας µου δεν ήταν εκεί. Την προηγούµενη µέρα είχε χτυπήσει στην πλάτη του και δεν µπορούσε ούτε να κουνηθεί. Τότε είδα τον Ρεµζί, έναν πιστό συγγενή και φίλο µας. 'Ηταν δικηγόρος κι έκανε πολλά για µας. Για χρόνια πάλευε υπερασπιζόµενος το θείο µου, και τώρα κι εγώ ήµουν στα χέρια του. Ακολούθησε καλή υπερασπιστική γραµµή και απελευθερώθηκα. Όταν επέστρεψα σπίτι, είδα τον πατέρα µου ξαπλωµένο σ' ένα κρεββάτι στη µέση του σαλονιού, σα να ήταν νεκρός. Όταν συγκέντρωσε όλη του τη δύναµη και µ'αγκάλιασε, είδα ότι υπέφερε από τροµερούς πόνους. Τον αγκάλιασα και τον γέµισα φιλιά. Καθώς πίναµε τσάι, αργότερα, αρχίσαµε µια συζήτηση σε βάθος. Τους µίλησα για όσα είχα βιώσει στην φυλακή και µου είπαν για τα γεγονότα που είχαν συµβεί όσο έλειπα. Τα περισσότερα πράγµατα δεν είχαν αλλάξει. Σχεδόντα πάντα ήταν ίδια. Μετά από τέσσερις µήνες χωρισµού πέρασα όλη τη νύχτα µε την Τζανάν. ∆εν µίλησα µαζί της για τις φυλακές. Μιλήσαµε για το παρελθόν και για τα όνειρα µας για το µέλλον. Συζητήσαµε το πού πήγαινε η νεολαία, µε βάση τη γνώση που είχαµε αποκτήσει. Εκείνη τη χρονιά η Τζανάν µπήκε στο Πανεπιστήµιο του Αιγαίου. Πήγαµε µαζί στη Σµύρνη για την εγγραφή της. Ήταν


72

σαφές πως από εδώ και µπρος θα βλέπαµε λιγότερο η µια την άλλη. Θα µας έπαιρνε χρόνο για να καταλάβουµε ότι η επιθυµία µας, να είµαστε µαζί, µας έδενε ακόµα περισσότερο. Όταν εγώ ζούσα στην Ιστανµπούλ κι η Τζανάν στη Σµύρνη, τηλεφωνούσαµε η µια στην άλλη, όµως σπάνια συναντιόµασταν. Όταν η αδελφή µου ήρθε στην Ιστανµπούλ για τις καλοκαιρινές διακοπές, ένοιωσα ξανά την απόλαυση να είµαστε µαζί. Όταν άρχισαν τα µαθήµατα στη σχολή της, ο καιρός του αποχωρισµού είχε ξανάρθει. Την αποχαιρετήσαµε και προσπάθησα να συνηθίσω την απουσία της. ∆εν ήταν εύκολο. Εκείνο το χρόνο, το φθινόπωρο, το θέµα των Φυλακών Τύπου Ρ έγινε µια µόνιµη είδηση στον τύπο της Τουρκίας. Το θέµα συζητιόταν παντού και διατυπώνονταν προτάσεις για το πώς µπορούσε να λυθεί. Οι συζητήσεις, που είχαν αρχίσει στους κόλπους µιας µικρής οµάδας, απλώνονταν τώρα σε ένα µεγαλύτερο κοµµάτι της κοινωνίας. Με ανακοινώσεις, ανοιχτές συζητήσεις και διαδηλώσεις στους δρόµους, προσπαθήσαµε να εξηγήσουµε ότι οι Φυλακές Τύπου Ρ σήµαιναν αποµόνωση. Ήταν σαφές ότι, αν η κυβέρνηση δεν εγκατέλειπε αυτό το έργο, περίµεναν τη χώρα καταστροφές. Αλλά η αποτελεσµατικότητα και η δύναµη αυτής της καµπάνιας δεν αρκούσε για να συγκινηθεί το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Ήταν σαν η αδιάλλακτη συµπεριφορά του έπουργείου να προοιωνιζόταν τις σφαγές και τους θανάτους που θα έρχονταν. Τα νέα έπεσαν σαν βόµβα στις ειδήσεις στην Τουρκία. Η Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου ξεκίνησε ταυτόχρονα σε είκοσι φυλακές. Παράλληλα, οι συγγενείς των φυλακισµένων αποφάσιζαν να µεταφέρουν την αντίσταση κι έξω από τις φυλακές. Η δράση αυτή για την υποστήριξης της αντίστασης µε συνεπήρε, και αποφάσισα πως ό,τι κι αν γινόταν, ήθελα να είµαι µέρος της. Ναι. Είχα πάρει την απόφαση µου. Θα συµµετείχα στην αντίσταση, χέρι-χέρι µε το θείο µου και τους φίλους του. Ήταν µέσα στις φυλακές κι εµείς ήµαστε έξω, αλλά θα παλεύαµε µαζί ώσπου να πετύχουµε τη νίκη. Θα ορθωνόµασταν για να να υπερασπιστούµε τα δικαιώµατα των αγαπηµένων µας. Η απόφαση µου ήταν τελεσίδικη, αλλά πώς θα το


73

έλεγα στην οικογένεια µου, πώς θα τους το εξηγούσα; Αποφάσισα να µιλήσω µε τον πατέρα µου πριν από οποιονδήποτε άλλον. Πριν καν αρχίσω να µιλάω είχε καταλάβει ήδη τι επρόκειτο να πω. Είπε, «πήρες µια πολύ δύσκολη απόφαση και ξέρω ότι κι εγώ ακόµη, αν προσπαθούσα να σου αλλάξω γνώµη, δε θα µπορούσα». 'Οταν πρόσθεσε ότι, παρά το γεγονός αυτό, ήθελε να το ξανασκεφτώ, του απάντησα ότι το είχα ήδη σκεφτεί πολύ και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να υπολογίσω. Μ' αγκάλιασε και µε φίλησε. Τον αγκάλιασα κι εγώ. Χωρίς να το προσέξω, δυο δάκρυα κύλησαν από τα µάτια του πατέρα µου. Η πρώτη οµάδα ήδη είχε ξεκινήσει την απεργία. Η δεύτερη οµάδα, στην οποία περιλαµβανόµουν κι εγώ, άρχισε την απεργία κάπου αλλού. Η απεργία, που προηγουµένως γινόταν σε σπίτια, επρόκειτο να γίνει στο κτίριο της ΤΑΥΑΟ (Σύλλογος των Οικογενειών των Πολιτικών Κρατουµένων για τη Συµπαράσταση και την Αλληλοβοήθεια) που βρισκόταν στην περιοχή της πλατείας Ταξίµ. Μετά από δύο εβδοµάδες, όλοι οι αντιστεκόµενοι είχαµε συγκεντρωθεί στο ίδιο κτίριο και αρχίζαµε το µακρύ µας ταξίδι, έχοντας πλήρη συναίσθηση της ευθύνης µας. Και τότε έφθασε σε µας ένα δελτίο ειδήσεων. Η Απεργία Πείνας µέχρι θανάτου είχε αρχίσει και στην Σµύρνη. Όταν άκουσα την είδηση, ένοιωσα σύγχυση. Η µικρή µου αδελφή, η Τζανάν, συµµετείχε κι αυτή στην απεργία. Τι µπορούσα να πω; Η αγαπηµένη µου αδελφή, που δεν µε είχε αφήσει ποτέ στο παρελθόν µόνη, προετοιµαζόταν τώρα να µοιραστεί το µέλλον της µαζί µου. Το ότι η Τζανάν εντάχθηκε στην απεργία προκάλεσε έντονα συναισθήµατα στην οικογένεια µας και ήταν δύσκολο γι' αυτούς να καταλάβουν. Άνθρωποι που γνωρίζαµε αλλά και ξένοι άρχισαν να µας επισκέπτονται για να υποστηρίξουν την αντίσταση και προσπαθούσαν να κάνουν την κοινή γνώµη ν' ακούσει. Οι διαπραγµατεύσεις ανάµεσα στο έπουργείο και τους εκπρόσωπους των κρατούµενων συνεχίζονταν, αλλά λόγω της διπροσωπείας του έπουργείου, δεν µπορούσε να σηµειωθεί πρόοδος. Μπορούσαµε να νιώσουµε την µεγάλη κρίση που


74

ερχόταν. Τελικά, το πρωί της 19ης ∆εκεµβρίου, πάθαµε σοκ από τις ειδήσεις µιας σφαγής αδιανόητου µεγέθους. Το κράτος επιτέθηκε σε κάθε φυλακή· έριχνε τοίχους, γάζωνε µε σφαίρες κρατούµενους ανίκανους να αµυνθούν. Τους έκαψαν ζωντανούς. Οι δυνάµεις του κράτους επιτέθηκαν στη γυναικεία πτέρυγα της Φυλακής Μπαϋράµπασσα µε εµπρηστικές βόµβες και έκαψαν έξι γυναίκες ζωντανές. Κατόπιν, χρησιµοποίησαν τα µέσα ενηµέρωσης για να διαδώσουν στη χώρα το ψέµα ότι οι κρατούµενοι κι οι κρατούµενες είχαν αυτοπυρποληθεί. ∆υστυχώς, αυτό το ψέµα ήταν αποτελεσµατικό, και πολλοί από τους δικούς µας ανθρώπους το πίστεψαν. Η αντίσταση που είχαµε ξεκινήσει κατά των φυλακών αποµόνωσης τύπου Ρ µας έφερε, σαν αποτέλεσµα της ανηλεούς επίθεσης του κράτους, αντιµέτωπους µε την ίδια την αποµόνωση. Για αρκετό καιρό δεν είχαµε νέα από το θείο µου. Τότε, µάθαµε ότι ήταν τραυµατισµένος κι είχε µεταφερθεί σε νοσοκοµείο. Ύστερα, το κράτος ξέχασε τις υποσχέσεις που είχε δώσει και άρχισε να ρίχνει τους φυλακισµένους στα ατελείωτα κελιά, εν µέσω του παγωµένου χειµώνα. Σα να ήταν σακιά µε κόκαλα. Η σφαγή κράτησε τέσσερις ολόκληρες µέρες. Μόλις τελείωσε, τα µέσα ενηµέρωσης άφησαν κατά µέρος τις ιστορίες των ανθρώπων που τους είχαν κάψει ζωντανούς και είχαν δολοφονηθεί στη σφαγή, κι αντί γι' αυτά άρχισαν να προβάλλουν τις αντιασφυξιογόνες µάσκες, που ήταν φτιαγµένες από πλαστικά µπουκάλια, και τα λεγόµενα όπλα που χρησιµοποίησαν οι κρατούµενοι, κοµπάζοντας για το πόσο επιτυχώς είχαν ολοκληρωθεί αυτές οι δύσκολες επιχειρήσεις. Αρκούσε τα ΜΜΕ να περιµένουν λίγο για να µπορέσουν να καταλάβουν την πραγµατικότητα των σφαγών. Αργότερα, το κράτος επίσηµα θα παραδεχόταν ότι επρόκειτο για σφαγή. Αλλά εκείνοι που δηµοσίευσαν αυτά τα ψέµατα ούτε κοκκίνισαν από ντροπή, ούτε απολογήθηκαν. Η γιορτή του Ραµαζανιού πλησίαζε. Ενώ ήµουν εκεί, η αστυνοµία επιτέθηκε στο κτίριο της ΤΑΥΑΟ. Μας πέταξαν έξω και µας ξυλοκόπησαν, και µετά σφράγισαν την είσοδο του κτιρίου. Οι ίδιοι κυρίαρχοι, που ήθελαν να αποκόψουν τους κρατού-


75

µένους από τον κόσµο, προσπαθούσαν να µας αποκόψουν από την κοινωνία και να µας αφήσουν µόνους. Αφού η ένωση µας ξαφνικά είχε δεχτεί επίθεση και είχε κλείσει, έπρεπε να βρούµε ένα νέο κατάλυµα και να συνεχίσουµε εκεί την αντίσταση µας. Οι αιτήσεις µας σε πολιτικά κόµµατα, ενώσεις και συνδικάτα, για διάφορους λόγους, κατέληξαν σε ώτα µη ακουόντων. Κι έτσι, εµείς, µια χούφτα µέλη της αντίστασης, αποφασίσαµε να πάµε στο υπό κατάληψη σπίτι της Σενάϊ, στην Κιουτσούκ Αρµουτλού. Ήταν ευχάριστος για µας ο απλός τρόπος ζωής εκεί. Έτσι ξεκίνησε η εποχή της Αρµουτλού, που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως η γειτονιά της αντίστασης, για την οποία τα ξένα µέσα ενηµέρωσης µιλούν συχνά. Όταν η περίοδος της Αρµουτλού ξεκίνησε, ήταν σαν να υπήρχε ακόµα µια σχετικά ήρεµη ατµόσφαιρα στη χώρα µου. Το κράτος είχε κάνει τα νέα κελιά των φυλακών πραγµατικότητα κι έτσι νόµιζε ότι είχε λύσει το πρόβληµα. Αλλά οι κρατούµενοι δεν είχαν την ίδια άποψη. Ήταν µέσα, ήµαστε έξω, αλλά όλοι µας πιστεύαµε ότι η αντίσταση θα συνεχιζόταν και θα εξαπλωνόταν. Μετά την επίθεση της 19ης ∆εκεµβρίου, τα µέσα ενηµέρωσης νόµιζαν ότι, αν προσποιούνταν πως δεν έβλεπαν και δεν έγραφαν τίποτα για την αντίσταση, θα την λησµονούσαν όλοι και θα τερµατιζόταν. Αλλά δεν θα περίµεναν πολύ ώσπου να δουν ότι δεν ήταν καθόλου έτσι. Την 21 η Μαρτίου κυκλοφόρησαν οι ειδήσεις για τον πρώτο θάνατο στις φυλακές. Τις επόµενες µέρες, οι ειδήσεις για τους θανάτους άρχισαν να αυξάνονται, κι όλοι άρχισαν να µιλούν για τις Απεργίες Πείνας µέχρι Θανάτου για άλλη µια φορά. Ήταν τότε, στο Σπίτι της Αντίστασης στην Αρµουτλού, που ο πατέρας µου ανέφερε ότι ήθελε να φέρει την Τζανάν εδώ. Του είπα ότι αυτό θα ήταν καλό κι ότι το ήθελα κι εγώ. Όπως το έβλεπε ο πατέρας µου, η κατάσταση εκείνη τη στιγµή ήταν πολύ δύσκολη. Αν και µπορούσε να βλέπει εµένα όσο συχνά ήθελε, δεν µπορούσε να ειπωθεί το ίδιο για την Τζανάν. Λίγο µετά, όταν η Τζανάν εµφανίστηκε στην αγκαλιά του πατέρα µου στο κατώφλι του σπιτιού, ο ενθουσιασµός κι η χαρά µου έφτασαν στον ουρανό. Ήταν η πρώτη φορά που


76

έβλεπα την Τζανάν µετά από καιρό. Μου έλειπε πολύ. Την αγκάλιασα και µύρισα το άρωµα της. Είχα σχεδόν ξεχάσει το άρωµα της. Από τις κουβέντες του πατέρα µου κατάλαβα ότι ήταν πολύ κουρασµένη και χρειαζόταν ξεκούραση. Η αγαπηµένη µου Τζανάν ήταν δίπλα µου κι εµείς, οι δύο αδελφές, θα συνεχίζαµε την αντίσταση σε χωριστά κρεββάτια, αλλά στο ίδιο δωµάτιο. Ο καιρός που ήµαστε µαζί εγώ και η Τζανάν, λυπάµαι που ήταν έτσι, ήταν πολύ σύντοµος. Όταν έφθασε δεν ήταν καλά. Κάθε µέρα χειροτέρευε. Κι όµως έβλεπε τη ζωή µε µάτια γεµάτα ελπίδα. Αυτή ήταν µια στάση που εν µέρει έδωσε νόηµα στην Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου. Θέτεις το σώµα σου στη διάθεση του θανάτου, αλλά πάντα κρατάς τη θέληση σου για ζωή ζωντανή. Παλεύεις να ζήσεις για, ακόµα, ένα δευτερόλεπτο. ∆εν υπάρχει υποταγή. Αυτό το κορίτσι από τη Λαζ,2 που ήταν πρώτα αδελφή µου, µετά συντρόφισσα µου, ετοιµαζόταν να µας αφήσει και να µας πει αντίο µε την ηρεµία της εκπλήρωσης του καθήκοντος της. Αλλά ο πατέρας µου ήθελε να εγκαταλείψει την Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου. Είχε δύο κόρες κι ήθελε τουλάχιστον η µία από εµάς να µείνει µαζί του. Μιλήσαµε γι' αυτό εξαντλητικά. Αλλά είχαµε πάρει την απόφαση µας. ∆ε µπορούσαµε ν' αφήσουµε τη δουλειά αυτή µισοτελειωµένη, και του είπαµε αναρίθµητες φορές να µην περιµένει κάτι τέτοιο από µας. Του το είπαµε, και, αν και φαινόταν να το αποδέχεται, ξέραµε από την έκφραση στο πρόσωπο του ότι δεν ήθελε να το καταλάβει. Οι αδρές γραµµές της απελπισίας δεν εξαφανίστηκαν ποτέ από το πρόσωπο του. Ήταν η δέκατη πέµπτη ηµέρα του Απριλίου, εννιά το πρωί, όταν η αγαπηµένη µου µικρή αδελφή µας άφησε κι ενώθηκε µε εκείνους που είχαν φύγει από πριν. Πήγα στο πλάι της και φίλησα την κορδέλα στο µέτωπο της και τα βλέφαρα της. Έµεινα σε στάση προσοχής για ένα λεπτό. Θα ήθελα να στέ2. Οι Λαζοί είναι µια εθνική οµάδα και ζουν στις ανατολικές ακτές της Τουρκίας στη Μαύρη Θάλασσα.


77

κοµαι προσοχή γι' αυτήν για µήνες και χρόνια. Είδα ότι ξαφνικά έµοιαζε να χαµογελά έτσι ξαπλωµένη. Ήταν σα να έλεγε, «σε νίκησα». Ναι, ξεκίνησε την απεργία µετά από µένα, κι όµως έφευγε πριν από µένα. Καθώς έφευγε ίσως σκεφτόταν ότι θα ήµουν ικανή να το αντέξω πιο εύκολα. Ένα από τα παράδοξα της αντίστασης ήταν πως δεν υπάρχει κατάλληλος χρόνος να φύγει κάποιος. Για λίγο σκέφτηκα να αποχωριστώ την Τζανάν, και ξαφνικά αναρωτιόµουν πώς θα περνούσαν οι µέρες δίχως αυτήν. Για διαστήµατα χωριζόµασταν. Αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Κοιτούσα το αγγελικό πρόσωπο της αδελφής µου και συνειδητοποιούσα ότι µου έλειπε πάρα πολύ. Σκέφτηκα τις µέρες που θα αντιµετώπιζα, χωρίς εκείνη. Θα ήταν δύσκολο, γιατί είχα συνηθίσει να την έχω πλάι µου. Είχε γίνει µέρος µου. Όπως οι άνθρωποι γίνονται ανάπηροι όταν ένα ζωτικό τους όργανο αφαιρείται από τα κορµιά τους, ένοιωθα ανάπηρη. Κι έπρεπε να συνεχίσω την αντίσταση µε αυτό τον ανάπηρο τρόπο. Μετά από εκείνη την ηµέρα, έπρεπε να κρατήσω την Τζανάν ζωντανή, σα να ήταν ο δεύτερος εαυτός µου. Από τότε ήµουν δυο άνθρωποι. Έπρεπε να φέρω δυο ψυχές και δυο καρδιές σε ένα σώµα. Ήταν βαρύ φορτίο. Αλλά από την δική µου οπτική γωνία, ήταν διπλά τιµητικό από ό,τι βαρύ. Ο καιρός του χωρισµού είχε έλθει κι η µικρή µου αδελφή έφευγε για το τελευταίο της ταξίδι. ∆εν έκλαψα. Το να κλάψω δεν είχε νόηµα. Η αδελφή µου έφευγε για το ταξίδι της στα βουνά της Μαύρης Θάλασσας που την περίµεναν µε ανοιχτή αγκαλιά. Σύντοµα θα ενωνόταν µε την Μαύρη Θάλασσα της και η Μαύρη Θάλασσα θα ενωνόταν µε την Τζανάν της. Τα βουνά της Μαύρης Θάλασσας θα την κράταγαν στα στήθια τους για πάντα. Σκέφτηκα τις σύντοµες ζωές µας. ∆εν ήµαστε ξεχωριστοί άνθρωποι. Αλλά η αγάπη µας και οι δεσµοί µας δεν χωρούσαν σ' αυτόν τον κόσµο. Κάποτε προκαλούσαµε θλίψη η µία στην άλλη. Αλλά ακόµα και τότε ήµαστε ένα. Φεύγει. Σε λίγο ο πατέρας µου κι ο θείος µου θα έλθουν και θα πάρουν την αγαπηµένη µου Τζανάν πίσω στη γειτονιά µου. Όπως πάντα, ο ταξιδιώτης πρέπει να είναι στο δρόµο. Είδαµε


78

τη Τζανάν να φεύγει, όπως βλέπει κάποιος να φεύγει µια νύφη. Τότε επέστρεψα στο δωµάτιο µου. Καθώς ξάπλωνα στο κρεβάτι µου θυµήθηκα ότι δεν είχα πει αντίο στην Τζανάν. Γιατί δεν είχα πει; Το είχα ξεχάσει; Ίσως να ήταν επειδή πίστευα ότι σύντοµα θα ανταµώναµε ξανά. ∆εν µπορώ να το εξηγήσω πλήρως. Αν υπήρχε κάτι που ήξερα, ήταν ότι δεν είχα πει αντίο στην Τζανάν. Μετά, πρόσεξα ότι ήµουν καλύτερα από πλευράς υγείας. Η αναχώρηση της µου είχε δώσει δύναµη. Αφού έφυγε η Τζανάν, συγκέντρωσα και την τελευταία ικµάδα δύναµης που είχα και το ότι ένιωθα καλύτερα τους εξέπληξε όλους. 'Οταν γύρισα στο δωµάτιο µου, ήταν άδειο. Ήθελα να συνοδέψω την Τζανάν µέχρι και το νοσοκοµειακό, να εκπληρώσω το τελευταίο µου καθήκον απέναντι της. Τώρα, ήµαστε µόνο δύο άνθρωποι στο δωµάτιο. Η Φατµά κι εγώ. Ο πατέρας µου άφησε την Τζανάν στην αγκαλιά της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας κι επέστρεψε. Τι δύσκολη κατάσταση. Να κηδεύεις µια κόρη και να µην µπορείς να θρηνήσεις το θάνατο της. Να γυρνάς πίσω βιαστικά, στην άλλη σου κόρη, και να προσπαθείς να κρύψεις τα αισθήµατα σου από αυτήν για να µην πέσει το ηθικό της. Αγαπηµένε µου πατέρα, νοµίζεις ότι δεν είχα καταλάβει; Φυσικά καταλάβαινα. Κατάλαβα τη στιγµή που γύρισες από τη Ριζέ και άνοιξες την πόρτα του δωµατίου µου. στο πρόσωπο σου, διάβαζα την µπόρα που λυσσοµανούσε µέσα σου. Μπορούσε κανείς να καταλάβει καλύτερα από µένα; Ήµουν κόρη σου και σ' αγαπούσα τόσο πολύ. Εύχοµαι να µπορούσα να σου πω κάτι για να σου δώσω ελπίδα, αλλά η αντίσταση ήταν Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου, και συνεχιζόταν ακόµη. Εκείνες τις µέρες οι ειδήσεις των θανάτων στις φυλακές άρχισαν να φθάνουν η µια µετά την άλλη. Παρά τις ιατρικές επεµβάσεις που διέταξε το κράτος, δεν µπορούσαν να αποτρέψουν τους θανάτους. Το υπουργείο ∆ικαιοσύνης, αντί να δεχθεί τα αιτήµατα µας, απλώς άλλαξε τους νόµους προς δικό του όφελος. Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων, δηµοσιογράφοι και ρεπόρτερ της τηλεόρασης µας επισκέπτονταν συνέχεια. Μας έπαιρναν συνεντεύξεις σχεδόν όλη µέρα. Λυπά-


79

µαι που λέω ότι είτε δηµοσίευσαν διαστρεβλωµένα όσα λέγαµε ή δεν τα δηµοσίευαν καθόλου. Με αυτό πίστευαν ότι θα τσάκιζαν την αντίσταση. Αλλά ο αριθµός των ανθρώπων, που έρχονταν να µας δουν, αυξανόταν όλο και περισσότερο. Άνθρωποι όλων των στρωµάτων, όλων των τάξεων, έρχονταν κατά πλήθη. Έρχονταν στο σπίτι της αντίστασης στην Κιουτσούκ Αρµουτλού, και δεν ήταν δυνατό να µιλάµε ξεχωριστά µε τον κάθε ένα τους. Το σπίτι, που άλλοτε ήταν µοναχικό και παγωµένο, τώρα ξεχείλιζε κόσµο. Τότε, καλλιτέχνες και διανοούµενοι άρχισαν να µας επισκέπτονται συχνά. Ο Φερχάτ Τουντζ ερχόταν. Ο Εντίπ Ακµπαϋράµ µε την γυναίκα του Αϋτέν έρχονταν επίσης. Η Αϋτέν συχνά έµενε µαζί µας. Μας βοηθούσε µε πολλούς τρόπους και είχαµε µια ζεστή και συναισθηµατική σχέση η µια µε την άλλη. Μας αγαπούσε πάρα πολύ, και την αγαπούσαµε εξ ίσου. Θα της ανοίγαµε τις ψυχές µας και θα της λέγαµε τα µυστικά µας. Αλλά τότε συνέβη κάτι που δεν κατάλαβα γιατί συνέβη. Η Αϋτέν σταµάτησε να µας επισκέπτεται. Αχ, αν µόνο δεν µας άφηνες, Αϋτέν! Σ' αγαπούσαµε τόσο πολύ κι είχαµε συνηθίσει να σε έχουµε µαζί µας. Ο Σουάβι ήρθε µε την γυναίκα του. Στις συζητήσεις του ήταν γλυκός και ζεστός κι όταν µιλούσαµε µαζί του, νοιώθαµε θέρµη µέσα µας. Ο Σουάβι ήταν φιλικός κι είχε χαµογελαστό πρόσωπο. Ήταν ακόµη η Ντιλέκ, που την έλεγαν µελαχρινή οµορφιά. Κι αυτή προσπαθούσε να είναι µαζί µας συνεχώς. Εγκατέλειψε το επάγγελµα της και την δουλειά της, για ν' αφιερώσει όλο της τον χρόνο στους Απεργούς Πείνας µέχρι Θανάτου. Με την ζέση του ανθρώπου που ποθεί να κάνει όλα όσα µπορεί, όχι µόνο µας φρόντιζε όλους, αλλά µίλησε και µε φίλους και φίλες της και προσπάθησε να τους στρατολογήσει για να βοηθήσουν. Ήταν ακόµη η Μπιλγκεσού. Η Μπιλγκεσού Ερενούς. Από σεβασµό στην ηλικία της, την φωνάζαµε «θεία», όχι «αδελφή». Ήταν όµως σαν µεγάλη αδελφή για µένα, τον πατέρα µου, αλλά και τα υπόλοιπα µέλη της αντίστασης.


80

Αυτή είχε ανοίξει το πρώτο Σπίτιτης Αντίστασης. Μετά, εξελίχθηκε έτσι, που δεν µπορούσες να σκεφτείς την Αντίσταση χωρίς να σκεφτείς εκείνη. Όποτε την φωνάζαµε, κι ακόµα κι όταν δεντην φωνάζαµε, ερχόταν αµέσως στο πλευρό µας. Τις περισσότερες νύχτες έµενε µαζί µας γιατί δεν θ' άντεχε να µας αφήσει. Ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν η αδελφή µας, η Μπιλγκεσού. Όπως έλεγε καιτ' όνοµα της, είχε αποκτήσει µεγάλη ευφυΐα και είχε µια άδολη, ολοκάθαρη καρδιά.3 Μοιράστηκα πολλά µε την Μπιλγκεσού, στην αντίσταση. Μας έφερνε δώρα. Μια φορά µου είχε φέρει µια κούκλα. Αυτό σήµαινε πολλά για µένα. Την κρατούσα δίπλα µου πάντοτε. Ακόµα κι όταν µας άφησε για ένα σύντοµο διάστηµα, νοιώθαµε την παρουσία της. Ήξερα ότι, αν και δεν ήταν εδώ, µας σκεφτόταν και µας συµπαραστεκόταν µε την αγνή καρδιά της. Πρώτα άνοιξε την καρδιά της σε µας, και µετά µας δέχτηκε στο σπίτι της. Ήµαστε οι καλεσµένες της. Θέλαµε να της φερθούµε σαν σε δική µας καλεσµένη, αλλά δεν το επέτρεπε. Έλεγε «πώς µπορεί να είναι κάποια καλεσµένη σ'ένα σπίτι που αποκαλεί δικό της;». Ήµουν σιωπηλή µάρτυρας των δύσκολων, αγχωτικών ωρών που πέρναγε τις νύχτες. ∆εν παραπονέθηκε ποτέ. ∆εν έκανε ζήτηµα τις αρνητικές καταστάσεις που είχε αντιµετωπίσει. Πώς µπορούσε να ανέχεται τόσα, ήταν ένα µυστήριο για µένα. Ακόµα και στους πιο δύσκολους καιρούς, δεν έχανε ποτέ την ψυχραιµία της και κατάφερνε να βρίσκει ελπίδα ακόµα και σε καταστάσεις όπου δεν υπήρχε καµία ελπίδα. Τραγούδαγε παραδοσιακά τραγούδια σπάνια, αλλά µου άρεσε πολύ η φωνή της. Οι διαφορετικές της ερµηνείες µε συνάρπαζαν. Αγαπηµένη µου Μπιλγκεσού, δεν θα µπορούσα να ξεχάσω ποτέ εκείνες τις µέρες που µοιράστηκα µαζί σου... Σε παρακαλώ, µην µε ξεχάσεις. Μια φορά, προς το απόγευµα, ο Τζεζµί Ερσόζ ήρθε να µας

3. Το όνοµα της προέρχεται από τις τουρκικές λέξεις οίΐιτίθκ, «γνωρίζει», και οίΐςβ «µορφωµένος, έξυπνος».


81

επισκεφθεί. Περπατήσαµε µαζί και προσπάθησε να καταλάβει. Είπε ότι ήταν δύσκολο να καταλάβει. Είπε, «είναι δύσκολο να καταλάβω και να εξηγήσω αιπηντην αντίσταση, αλλά υπόσχοµαι ότι θα γράψω γι'αυτήντην επόµενη εβδοµάδα». Ο Τζεζµί γράφει στο περιοδικό Λεµάν.4 Μετά συζήτησε µε τον πατέρα µου έξω. ∆εν ξέρω για τι µίλαγαν, καθώς η µέρα έσβηνε µέσα στη νύχτα, στο Σπίτι της Αντίστασης, στην Κιουτσούκ Αρµουτλού. Μάντεψα ότι συζητούσαν για τον διαφωτισµό της χώρας µας. Είχαµε πολλές εµπειρίες στην διάρκεια της περιόδου της αντίστασης. Στο Σπίτι της Αντίστασης συζητάγαµε διαρκώς το θέµα του διαφωτισµού. Ο Τζεζµί αποδείχθηκε ευγενικό πνεύµα και άνθρωπος που κράταγε το λόγο του. Τήρησε την υπόσχεση του και ένα άρθρο δηµοσιεύτηκε στο περιοδικό Λεµάν την επόµενη εβδοµάδα. Ο τίτλος έγραφε «Η Τζανάν, η Ζεχρά κι η Κιουτσούκ Αρµουτλού». Προσπάθησε να περιγράψει περισσότερο εµένα και την Τζανάν, κι αναφέρθηκε λιγότερο στον πατέρα µου. Ήταν ένα ωραίο κι ευχάριστο άρθρο. Η πένα ενός συγγραφέα µπορεί να επηρεάσει βαθιά το ανθρώπινο όν. Στο ίδιο άρθρο δηµοσίευσε τους αριθµούς τηλεφώνου µας. Αυτό είχε µεγάλο αποτέλεσµα. Από τότε δεχόµασταν συνέχεια τηλεφωνήµατα και γράµµατα από πολλούς ανθρώπους στην χώρα µας και στο εξωτερικό. Εκατοντάδες τηλεφωνήµατα και µηνύµατα, πράγµατα που δεν είχα δει ποτέ πριν. Ο κόσµος παρακολουθούσε την αντίσταση, και πάρα πολλές καρδιές χτύπαγαν για την νίκη µας. Γίναµε δυνατότεροι, καθώς νιώθαµε να χτυπούν φιλικές καρδιές, κι η πίστη µας στη νίκη πολλαπλασιάστηκε δέκα χιλιάδες φορές. Αφού δηµοσιεύτηκε το άρθρο, πολλοί άνθρωποι µε διαφορετικές απόψεις ήρθαν και µας πρόσφεραν την υποστήριξη τους. Ήταν κάτι που έδινε περισσότερο νόηµα στα πράγµατα. Ο Αχµέτ ποτέ δεν µε άφησε. Ο αγαπηµένος φίλος του πατέρα µου, Αχµέτ Πακτάν, ήταν πάντα µαζί µας. Ξέρω ότι βοήθησε πολύ, ειδικά τον πατέρα µου. Ήταν ο Μπουρχάν. Ήταν πιστός µου φίλος. Πάντα εκπλή4. Ένα σατιρικό περιοδικό στην Τουρκία, µε σκίτσα και σοβαρά άρθρα.


82

ρωνε κάθε µας επιθυµία αποτελεσµατικά και προσφερόταν κάθε φορά που θέλαµε κάτι. Είχε ένα βιβλίο που περιείχε τις µελέτες του. Ο πατέρας µου, κάποιες φορές, µου διάβαζε ένα κεφάλαιο. Ήµουν πολύ χαρούµενη, Μπουρχάν... Ήταν ο Γιακούπ. Ήταν από την Οφ.5 Μας βοήθησε πολύ. Ήταν από τους µόνιµους επισκέπτες. Τον µετράγαµε πάντοτε ως έναν από µας. Όλοι µοιράζονταν τις λύπες µας και τις χαρές µας. Όταν ήµαστε χαρούµενες, εκστασιάζονταν τόσο πολύ που δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ήταν ό,τι πιο όµορφο υπάρχει στους ανθρώπους. Ήταν κι άλλος ένας που είναι αναγκαίο να τον αναφέρω ονοµαστικά: ο Ρεµζί Καζµάζ. Ήταν ο δικηγόρος µας. Αλλά ήταν και συγγενής µας κι αγαπηµένος φίλος. Τον φώναζα «Ηθοποιό-∆ικηγόρο». Ο τίτλος µου φαινόταν πολύ ενδιαφέρων, δεν ξέρω γιατί. ∆εν µας εγκατέλειπε ποτέ, ακόµα κι όταν πνιγόταν στη δουλειά. Ασχολιόταν και µε τη δική µου δίκη και µ' εκείνη του θείου µου Μεχµέτ. Στον «Ηθοποιό-∆ικηγόρο» µου άρεσαν πολύ τα αστεία και πάντοτε έδειχνε πόσο χαιρόταν τη ζωή. Είχε έναν µικρότερο αδελφό τον Τζενγκίζ, που επίσης προσπαθούσε να µένει µαζί µας όσο περισσότερο µπορούσε και µας υποστήριζε. Συνάντησα πολλούς ανθρώπους αυτόν τον καιρό. Είχα αναµνήσεις από τον κάθε ένα. ∆ιασκεδάζαµε. Μοιάζει αντιφατικό, δεν µοιάζει; Εκθέταµε τους εαυτούς µας στην ασιτία κι όµως µερικές νύχτες διασκεδάζαµε. Αλλά αυτό έδινε νόηµα στην αντίσταση. Όταν έρχεται η σειρά σου να ενωθείς µε το καραβάνι εκείνων που φεύγουν, παίρνεις τη θέση σου. Αλλά ως τότε ζεις. Προσπαθείς πάντοτε να ζήσεις και να δώσεις στη ζωή νόηµα. Μια τέτοια νύχτα τραγουδήσαµε ένα παραδοσιακό τραγούδι της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, µε τη συνοδεία ενός λαούτου. Ένας φίλος από την Ελλάδα έπαιξε το κεµεντζέ.6 Ήταν όµορφη διασκέδαση, ήταν απολύτως σωστή και διασκεδάσαµε όσο θέλαµε εκείνη τη νύχτα. 5. Μια συνοικία της Τραπεζούντας. 6. Ένα µικρό βιολί µε τρεις χορδές


83

Αγαπούσα τρελλά τη ζωή, και σκεφτόµουνα το µέγεθος της αντίστασης µας. Όταν αγαπάς τρελλά τη ζωή, πώς µπορείς να µη φοβάσαι το θάνατο; Πώς να το εξηγήσεις αυτό στους ανθρώπους; Σκεφτείτε πώς θέσαµε τα σώµατα µας στη διάθεση του θανάτου, παρά το ότι αγαπούσαµε τη ζωή. Νόµιζαν ότι εµείς, που θέλαµε να ζήσουµε, θα παραδίναµε τα κορµιά µας στο θάνατο αν είχαµε άλλη επιλογή; Θέλαµε να περπατάµε χέρι-χέρι στην ακρογιαλιά µε εκείνους που αγαπούσαµε. Μήπως χαιρόµασταν να κάνουµε τις οικογένειες µας να υποφέρουν, να τις καταδικάζουµε σε µια ζωή χωρίς εµάς; Όχι. Χίλιες φορές όχι. Αλλά πώς µπορείς να πεις «στοπ» στις σφαγές και την βαρβαρότητα στη χώρα µας; έπήρχαν σίγουρα πολλές διαφορετικές απόψεις στη χώρα. Μην ξεχνάτε αυτήν την πραγµατικότητα. Αν δεν θέλαµε να θέσουµε ένα τέλος σε αυτήν την βαρβαρότητα µε τους θανάτους µας, νοµίζετε ότι οι τύραννοι θα µας έπαιρναν υπόψη τους; ∆εν νοµίζετε ότι οι φίλοι µας που τα έλεγαν αυτά θα έπρεπε να επανεξετάσουν το ρόλο τους στην αντίσταση, αφού οι τύραννοι δεν φαινόταν να νοιάζονται; Περνούσαµε τις µέρες µε τις οικογένειες µας και τους ανθρώπους που έρχονταν να µας επισκεφθούν άλλοτε µε γέλια, άλλοτε µε θλίψη Η Σενγκούλ ερχόταν συχνά. Ό,τι και να λέγαµε δεν είχε σηµασία, απλώς δεν µπορούσε να αποδεχθεί την πραγµατικότητα της Απεργίας Πείνας µέχρι Θανάτου. Όσο και να προσποιούταν ότι καταλάβαινε, ξέραµε ότι δεν καταλάβαινε. Αυτή η συµπεριφορά της επηρέαζε αρνητικά το ηθικό µας. Για την 200ή µέρα της αντίστασης, κάναµε για γιορτή των γυναικών, που κατά την παράδοση γίνεται ανήµερα του γάµου µιας γυναίκας.7 Τραγουδήσαµε παραδοσιακά τραγούδια και χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς. Μια φίλη έπαιξε µικρά κωµικά σκετσάκια για µας. Στο Σπίτι της Αντίστασης ήταν µια από τις πιο υπέροχες νύχτες. Τις επόµενες µέρες, τρεις νέοι καλεσµένοι και τρία νέα µέλη 7. Στη γιορτή αυτή, τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της νύφης βάφονται µε χέννα.


84

της αντίστασης ήρθαν σε µας, στο Σπίτιτης Αντίστασης. ∆ύο ήταν αδελφές. Ήθελαν να ταξιδέψουν µαζί όπως εµείς. Όταν τις είδα θυµήθηκα την Τζανάν. Εξέθεταν κι αυτές τα σώµατα τους στην πείνα, για να γίνουν η ανάσα και η φωνή των κρατουµένων. Ώσπου να φθάσουµε στη νίκη έξω και µέσα στις φυλακές, θα συνεχίζαµε. Νέα µέλη της αντίστασης θ' αναλάµβαναν τον αγώνα αµέσως µόλις τα παλιότερα έφευγαν. Τις µέρες που οι νέοι µας φίλοι ήρθαν να ενωθούν µαζί µας, η υγεία µου άρχισε σιγά-σιγά να χειροτερεύει. ∆εν µπορούσα να βγαίνω τόσο συχνά όσο πριν, και περνούσα περισσότερο καιρό στο δωµάτιο µου. Συζητούσαµε κυρίως για συνταγές φαγητών. Ενώ σκεφτόµασταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχαµε φάει κάτι, συζητάγαµε ακόµα για συνταγές. Αυτό σηµαίνει αντίσταση. Περιµένοντας το θάνατο, δεν ξεχνάς τη ζωή, οφείλεις ν' αγαπάς τη ζωή. Με λίγα λόγια, αν αγαπάς τη ζωή, την έντιµη ζωή, παίρνεις το ρίσκο να πεθάνεις γι' αυτήν. Αυτή ήταν η αλήθεια σ' αυτό που κάναµε. Αυτό προσπαθούσαµε να διδάξουµε τον κόσµο. «Οι µέρες περνούν αργά µε τις ειδήσεις του θανάτου». Ο θείος Βελί έχασε τη ζωή του στην φυλακή. Τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν ο πιο γηραιός από τους απεργούς πείνας που είχε πεθάνει, κι η αδελφή µου η Τζανάν η µικρότερη. Τι παράξενο συναίσθηµα. Αλλά, µπορούσα να έρθω σε επαφή µε την Τζανάν. Η γιαγιά µου έµαθε ότι η καρδιά µου έσβηνε. Ήρθε να µε δει από την Ριζέ. Ήµουν πολύ χαρούµενη που την έβλεπα. Είχε κάνει πολύ µεγάλη προσπάθεια για µένα. ∆εν θα υπερέβαλα αν έλεγα ότι κατέβαλε τη µέγιστη προσπάθεια. Ήταν για µένα σαν µητέρα. Είχε ζήσει πολλές δύσκολες καταστάσεις εξαιτίας µας και τις είχε αντιµετωπίσει κατά µέτωπο, µε το κεφάλι ψηλά. Θα ήταν πολύ δύσκολο γι' αυτήν. Θα άντεχε την απουσία µας; Είδε τη Τζανάν να φεύγει στην αιωνιότητα και τώρα πάλευε µέρα και νύχτα για τη Ζεχρά. Ήξερα ότι δεν τρεφόταν σωστά, αν και προσπαθούσε να µην το δείξει. ∆εν µπορούσε να κοιµηθεί τις νύχτες. Πώς θα µπορούσε να κοιµηθεί ενώ η αγαπηµένη της Ζεχρά, που λάτρευε, γινόταν όλο και πιο αδύνατη κάθε µέρα που περνούσε και δεν


85

µπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό; Καταράστηκε τη µέρα που ήρθε στην Ιστανµπούλ, ήταν πικρά µετανοιωµένη. Τις µέρες πριν φύγει, η γιαγιά µου βίωνε µια πληµµύρα αισθηµάτων. Πάλευε σκληρά για να συγκρατηθεί. Προσευχήθηκε και ζήτησε από το θεό να µε βοηθήσει. Αλλά ακόµα κι όλα αυτά δεν µπορούσαν να την ηρεµήσουν. Όταν µε άφησε, έκλαιγε βαθιά µέσα της. Προσπάθησε να µην µου το δείξει, αλλά ήξερα. Εκείνη η νύχτα ήταν η νύχτα που έχασα τις αισθήσεις µου. Ήταν περίπου 10:00. Όταν ο πατέρας µου µπήκε στο δωµάτιο χαµογελώντας, όπως πάντοτε, το χαµόγελο του κόπηκε ξαφνικά και µια απερίγραπτη αγωνία φάνηκε στο πρόσωπο του. Ξέρω ότι πάντοτε προσπαθούσε να προετοιµάσει τον εαυτό του γι' αυτό, το αναπόφευκτο τέλος, αλλά όταν µε είδε έτσι δεν ήξερε τι να κάνει, ήταν τόσο συγκλονισµένος που το µόνο που µπόρεσε να κάνει ήταν να καθίσει πλάι µου. Απέφευγε να κοιτάει το πρόσωπο µου και δεν µπορούσε να κρύψει τον φόβο που ένοιωθε. Αγαπηµένε µου πατέρα, πώς θα κατάφερνες ν' αντέξεις τα ίδια αισθήµατα για άλλη µια φορά; Ήξερα ότι ήταν δυνατός, αλλά η κατάσταση ήταν αλλιώτικη αυτή τη φορά. Ναι, η κατάσταση µου ήταν πολύ άσχηµη και ο πατέρας µου το ήξερε. Προσπάθησα να του πω κάτι, αλλά δεν τα κατάφερα. Πρόσεξα ότι δυσκολευόµουν τροµερά να µιλήσω. Ο πατέρας µου δεν µπορούσε να καταλάβει κι έφυγε από δίπλα µου. Προσπάθησα όσο µπορούσα, αλλά οι ανθρώπινες υπάρξεις έχουν όρια, κι είχα φτάσει τα δικά µου. Συνειδητοποίησα ότι σταδιακά έχανα τις αισθήσεις µου. Ως το πρωί είχα τελείως χάσει τις αισθήσεις µου. Όταν ήµουν πια αναίσθητη, είδα ότι πήρα τη θέση µου στο καραβάνι εκείνων που έφευγαν, κι έβλεπα και άκουγα όλα όσα συνέβαιναν αφού έφυγα. Χωρίς κανείς να το καταλάβει. Έβλεπα όλα όσα γίνονταν για µένα. Η γιαγιά µου δεν άφησε το πλευρό µου εκείνη την ώρα. Ένοιωσα ότι µε φίλησε και µε µύρισε. Έφερε δυο φορές έναν χότζα8 στο πλευρό µου. Πριν ξεκι8. Μουσουλµάνο κληρικό.


86

νήσω το τελευταίο µου ταξίδι, ο χότζα διάβασε το Κοράνιο και προσευχήθηκε για µένα. Η ευλογία αυτή έκανε τη γιαγιά µου να αισθανθεί λίγο καλύτερα. Η σοφή γριά γυναίκα ανακουφίστηκε, έγινε πιο ευτυχισµένη. Εκείνη τη στιγµή, ο πατέρας µου δεν άντεχε να έρθει κοντά µου. Η γιαγιά µου είπε, «έλα, πρέπει να δεις την κόρη σου για τελευταία φορά, σε περιµένει». Τότε ήρθε σε µένα και γονάτισε δίπλα στον καναπέ όπου ήµουν ξαπλωµένη. Πήρε το χέρι µου µέσα στο δικό του και φίλησε το µέτωπο µου, τα µαγουλά µου και τα βλέφαρα µου. Μόλις που έβλεπα τα δάκρυα που κύλαγαν στα µαγουλά του, δύο λεπτές γραµµές. «Ηρωίδα κόρη µου, δεν µπορούσα να σε σώσω, εσένα και τη Τζανάν, όσο σκληρά κι αν προσπάθησα. Από εδώ και στο εξής θα σας εκπροσωπώ. Θα ενωθώ µε τις καρδιές σας µέσα µου και θα ζείτε πάντοτε µέσα από µένα. ∆εν ξέρω πώς ήθελες την γιορτή που θα σε αποχαιρετήσει στο ταξίδι σου για την αιωνιότητα, αλλά θα στην κάνω. Στο υπόσχοµαι ότι θα το κάνω όπως λένε οι φίλοι σου ότι πρέπει να γίνει. ∆ε θα επιτρέψω να υποστείς την ίδια άδικη µεταχείριση που είχε η Τζανάν». Άφησε τη γιαγιά µου πλάι µου και βγήκε έξω. Η γιαγιά µου συζητούσε µε τον πατέρα µου για την τελετή. Ο πατέρας µου δεν θα ανακατευόταν στην δική της τελετή και εκείνοι δεν θα αναµιγνύονταν στην τελετή που θα έκαναν ο πατέρας µου και οι φίλοι µου για µένα. Ξαφνικά η γιαγιά µου πρόσεξε ότι δεν µπορούσε να ανασάνει κανονικά. Είπε, «αγαπηµένη µου κόρη, ώστε µε εγκατέλειψες κι εσύ». Βγήκε τότε έξω θρηνώντας, κι ο πατέρας πήγε να την παρηγορήσει. Ο θείος µου ο Ισµαήλ ήταν εκεί. Ο πατέρας µου και η γιαγιά µου έκλαιγαν αγκαλιασµένοι. Σύντοµα ηρέµησαν. Συνειδητοποίησαν την κατάσταση και άρχισαν να σκέφτονται τι έπρεπε να κάνουν. Όταν έβγαλα τη στερνή µου ανάσα, είδα τη Τζανάν. Ήταν σα να έλεγε, «καλωσόρισες, µεγάλη µου αδελφή». Χαµογέλαγε µε τα όµορφα δόντια της και φόραγε τα όµορφα γυαλιά της. Με ρώτησε γιατί την άφησα να περιµένει τόσο και µου


87

είπε ότι της είχα λείψει πολύ. Μ' αγκάλιασε και νιώσαµε τη χαρά της επανένωσης της µεγάλης και της µικρής αδελφής. Αφήσαµε τα δάκρυα µας να κυλήσουν. ∆εν µας έβλεπε άλλωστε πια κανείς. Κλάψαµε ελεύθερα. Συνενωθήκαµε. Από τώρα µπορούσαµε να είµαστε έτσι για πάντα. ∆ύο κορµιά, µια καρδιά· έτσι θα µας θυµούνται, έτσι θα µας έγραφαν στην ιστορία ως την αιωνιότητα. Τα νέα εξαπλώθηκαν στις γειτονιές της Ιστανµπούλ. Η τηλεόραση τα µετέδωσε σ' όλη την χώρα... Καθώς έπεφτε το σκοτάδι του δειλινού, στα στενά της Κιουτσούκ Αρµουτλού, ο κόσµος άρχισε να συγκεντρώνεται εµπρός στο Σπίτι της Αντίστασης. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι εκεί. Ήταν οι εργαζόµενοι, οι απόκληροι. Είχαν έλθει να µε δουν να φεύγω. Ήταν και πολλοί περισσότεροι νέοι. Οι νέοι µας µε τις ζωηρές καρδιές τους, µε τις ζεστές καρδιές τους γεµάτες αγάπη. Οι αγωνιστές φίλοι µου από το πανεπιστήµιο, οι φίλοι που είχαν αγωνιστεί για µας. Ήµουν ευτυχισµένη που τους έβλεπα. Το πλήθος έγινε µεγαλύτερο, και µεγαλύτερο. Στα θυµωµένα πρόσωπα είδα πως δεν ήθελαν να µε αφήσουν µόνη. Μπροστά στο σπίτι ήταν άνθρωποι από όλες τις διαφορετικές τάξεις. Αγαπούσα το λαό µου πάρα πολύ και ανέλαβα µεγάλους κινδύνους για να σωθεί από την φτώχεια και να µην ζει υπό την καταπίεση και την τυραννία. Θα ήθελα να αναλάβω ακόµα µεγαλύτερους κινδύνους για το λαό µας. Εκπλήρωσα την ευθύνη µου απέναντι του; Στοχάστηκα γι' αυτό. Όπως όλοι οι άνθρωποι, έκανα λάθη και κατά καιρούς δεν καταλάβαινα πλήρως τα πράγµατα κι αυτή η έλλειψη κατανόησης είχε αντανάκλαση στις πράξεις µου. Ως επαναστάτης ή επαναστάτρια, είναι εύκολο να αφοµοιώσεις τις λαϊκές αλήθειες και να ζήσεις τη ζωή σου σύµφωνα µε τις απαιτήσεις και τις αξιώσεις τους; Μάχεσαι κατά του συστήµατος ώστε η επιρροή, ή η παρακµή του, να µην εξαπλωθεί. Όταν το σύστηµα διδάσκει τον ατοµικισµό, εσύ πρέπει να µάθεις να µην λες ποτέ «Εγώ» ή «εµένα». Αρκετοί άνθρωποι γύρω σας θα σας συµβουλέψουν να ζήσετε τη ζωή σας εγωιστικά, αλλά παρ' όλ' αυτά θα αισθάνε-


οτε τιµή κάνοντας θυσίες µε την καρδιά σας. Γνωστοί συγγραφείς και διανοούµενοι θα προπαγανδίσουν τη ζωή του ελεύθερου ατόµου και το νέο παγκόσµιο σύστηµα, αλλά θα τους απωθήσετε µε τα χέρια σας. Θα θυµάστε όσα έγιναν πριν, θα θυµάστε τις θυσίες που έκαναν οι σύντροφοι σας που έφυγαν πριν από εσάς, θα θυµάστε τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν. Θα κρατήσετε τις µνήµες τους ζωντανές, και θα προσπαθήσετε να φανείτε αντάξιοι τους. Στη σύντοµη ζωή σας θα προσπαθήσετε να σχεδιάσετε το πώς θα ζήσετε αιώνια. Καθώς θα δίνετε τον δικό σας αγώνα, θα φοβάστε µήπως κάνετε λάθος. Όµως θα δώσετε το καλό παράδειγµα διορθώνοντας τα λάθη σας για τις επόµενες γενιές. ∆ε θ' αφήσετε τις οικογένειες σας να αναµιχθούν στους αγώνες σας. Καθώς θα τους εξηγείτε την κατάσταση, θα τους φέρεστε ευγενικά και θα τους κάνετε περήφανους για σας. Είναι δύσκολο να είσαι επαναστάτης και να ζεις σαν επαναστάτης. Η Αντίσταση της Απεργίας Πείνας µέχρι Θανάτου δίδαξε πολλά. Μας δίδαξε όλους. Από τους γηραιότερους ως τους νεότερους, από τους πιο µορφωµένους ως τους πιο αµόρφωτους, τους συγγραφείς και τους διανοούµενους... όλοι είχαν κάτι να µάθουν. Αν και µερικοί προτίµησαν να µην δουν, οι περισσότερες καρδιές πάλλονταν µαζί µε τις δικές µας. Για να φθάσεις την καλοσύνη και την οµορφιά, πρέπει να πληρώσεις το τίµηµα. Πολλοί υποτίµησαν το τίµηµα και δεν µπόρεσαν να αποδεχτούν το ρίσκο, κι έτσι µας άφησαν. Στις πιο δύσκολες στιγµές µας, απροσδόκητοι άνθρωποι βρέθηκαν στο πλευρό µας. Όταν είδαµε ότι µοιράζονταν τις καρδιές τους µαζί µας, απορήσαµε. Η αντίσταση µας ήταν ένα σχολείο, ένας πειραµατισµός, κι αυτή την περίοδο δεν µπορούσες εύκολα να την καταλάβεις. Αγαπούσαµε τη ζωή τρελά, κι όµως έλεγαν για µας ότι ήµαστε παθιασµένα ερωτευµένες µε το θάνατο. Μερικοί άνθρωποι δεν ήθελαν να µας αναγνωρίσουν. Απλώς ήθελαν να πουν µερικά λόγια καθώς περνούσαν. Κι όµως, όταν είχαν έρθει να µας επισκεφθούν, τους λέγαµε ότι δεν ήµαστε θυµωµένες µαζί τους, κι ότι τους θεωρούσαµε ένα κοµµάτι του εαυτού µας, δι-


89

κούς µας ανθρώπους. Μιλούσαµε για την αγάπη και την στοργή µαζί τους και τους λέγαµε τα αισθήµατα µας, λυπηµένα ή χαρούµενα. Μοιραζόµασταν, κοντολογίς, ανθρώπινα πράγµατα. Αλλά, δυστυχώς, αυτοί δεν ήθελαν να µοιραστούν µαζί µας. Τότε άρχισε ένας αναβρασµός στο πλήθος εµπρός στο σπίτι. Κατάλαβα ότι σχεδιαζόταν να γίνει µια πορεία µε αναµµένους δαυλούς στους στενούς δρόµους της Αρµουτλού για µένα. Απατους οργανωτές, πολλοί ήταν νέοι άνθρωποι. Ήµουν µια απ' αυτούς, και είχαµε µοιραστεί πολλές χαρές και λύπες. Μαζί είχαµε συλληφθεί, µαζί είχαµε υποστεί το δικό µας µερίδιο των βασανιστηρίων και των ξυλοδαρµών. Πρώτα άνοιξαν τα πάνω, κι έπειτα η νεκρική ποµπή σχηµατίστηκε κοµµάτι-κοµµάτι. Ένα πάνω έγραφε «Οι ήρωες είναι αθάνατοι, ο λαός δεν µπορεί να νικηθεί», κι ένα που ακολουθούσε έγραφε «Η πορεία µας συνεχίζεται µε τη Ζεχρά». Μετά τα πάνω, ακολουθούσαν οι µητέρες µας και οι νέοι. Οι νέοι κρατούσαν δαυλούς στα χέρια. Αστοί οι φλεγόµενοι δαυλοί δεν ήταν κάτι απλό, ούτε δίχως νόηµα. Όταν οι δαυλοί άναψαν, δεν φώτισαν µόνο τους στενούς δρόµους της Αρµουτλού. Το φως γέµισε τα κελιά των φυλακισµένων και ζέστανε το πρόσωπο του θείου µου πίσω από τους τοίχους της φυλακής Τεκιρντάγ.Κάθε δαυλός αντιπροσώπευε κι ένα µέλος της αντίστασης που είχε φύγει πριν από µας. Οι νέοι άνθρωποι πίστευαν ότι συνεχίζουν µια παράδοση καθώς σήκωναν τους δαυλούς ακόµα ψηλότερα. Όλοι φώναζαν τα συνθήµατα µαζί. Η πορεία άρχισε. Το εξοργισµένο, αποφασισµένο πλήθος άρχισε την πορεία του µε βαριά και δυνατά βήµατα στους δρόµους της Αρµουτλού όπου οι άνθρωποι ζουν µέσα στην φτώχεια. Ο πατέρας µου ήταν στην κεφαλή της νεκρικής ποµπής µε τον θείο µου στο πλάι του. Ο πατέρας µου έµοιαζε πολύ δυνατός. Ήξερε πως όλοι τον κοίταζαν. Το πλήθος πορευόταν, παρακινούµενο από την αφόρητη καταπίεση, φωνάζοντας την οργή του. Κανένας δεν έχυνε δάκρυα, για να αγνοήσουν τους τυρράνους, αλλά όλοι έκλαιγαν µέσα τους. Όταν το πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από το σπίτι και πάλι,


90

ένας από τους νέους άρχισε να λέει την ιστορία µου. Μετά ο πατέρας µίλησε στον κόσµο. Περπάτησε ως το µικρόφωνο µε αργά και σταθερά βήµατα και πήρε το µικρόφωνο στο χέρι του. Ήξερε πως ήµουν ανάµεσα στο πλήθος, ακούγοντας τον. Ήξερε ότι αναρωτιόµουν τι θα έλεγε. Κι η Τζανάν ήρθε δίπλα µου. ∆ύο αδελφές, δυο συντρόφισσες. Στεκόµασταν εκεί πλάι στους φίλους µας, κοιτάζοντας τον πατέρα µας κρατώντας τις αναπνοές µας. Υπήρχε µια βαθιά σιωπή. Ποιος είπε ότι θα ήταν εύκολο για τον πατέρα µου να µιλήσει;

«Έχασα και µια δεύτερη κόρη σ' αυτήν την αντίσταση που συνεχίστηκε τρεις εποχές του χρόνου. Είδαµε τη Ζεχρά µας να φεύγει προς την αθανασία. Για µήνες, πάλεψα για την επιτυχία αυτής της αντίστασης. Αλλά βλέπω ότι ως τώρα όλες µας οι προσπάθειες δεν απέφεραν τους καρπούς που θέλαµε. Τώρα σκέφτοµαι, όχι τόσο όσα έκανα, όσο αυτά που δεν ήµουν ικανός να κάνω. Οσο περισσότερο το σκέφτοµαι, τόσο βλέπω ότι δεν έκανα αρκετά». Τότε φώναξα, «Όχι, πατέρα! Έκανες πολλά παραπάνω κι έφθασες πολύ παραπέρα από ό,τι σε καλούσε το καθήκον!». Αλλά δεν µε άκουσε και συνέχισε να µιλά. «Θέλω να ξέρετε ότι αυτή η αντίσταση θα συνεχιστεί κι έχουµε πολλά να κάνουµε. Ξέρουµε ότι αυτή η αντίσταση δε θα φτάσει στο τέλος ώσπου να µην υπάρχει πια αποµόνωση, ώσπου να ικανοποιηθούν τα αιτήµατα των πολιτικών κρατουµένων. Θέλω να απευθυνθώ σ' όλους τους φίλους µου, που είναι και δεν είναι εδώ. Ας συνεχίσουµε την αντίσταση, χωρίς να χάσουµε άλλες ψυχές. Υπάρχουν πράγµατα που ο καθένας µπορεί να κάνει. Ας δείξουµε ποια είναι, ας ενώσουµε τις δυνάµεις µας. ∆εν µπορούµε να περιµένουµε ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω. Πρέπει να δουλέψουµε µαζί, για να µην πούµε κάποτε στο µέλλον "εύχοµαι να είχα κάνει αυτό ή εκείνο". Μην ξεχνάτε ότι η νίκη θα κερδηθείµόνο µε την αποδοχή του κινδύνου να πληρώσουµε ένα τίµηµα. Πρέπει να αντισταθούµε παντού, ο αγώνας µας πρέπει να συνεχιστεί. Είχα δυο κόρες, και τις έχασα και τις δύο. ∆εν µπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο ήταν για µένα. Αλλά ξέρω ότι, αν η αντίσταση διαρκέσει περισσότερο, κι άλλες µα-


91

νάδες κι άλλοί πατεράδες θα γνωρίσουν τον δικό µου πόνο. Ως αυτήν εδώ τη µέρα, ποτέ δεν ζήτησα έλεος από κανέναν, ούτε θα ζητήσω. Θα συνεχίσω τον αγώνα, όπως ως τώρα, γι' αυτούς που µένουν πίσω. Είναι δύσκολο για µένα να µιλήσω για τις κόρες µου. Έγιναν πασίγνωστες στις πολύ σύντοµες ζωές τους. Ξέρω ότι από εδώ και πέρα θα ζουν για πάντα στις καρδιές του κόσµου και ότι από εδώ και πέρα ο επαναστατικός αγώνας θα συνδέεται µε τη µνήµη τους. Η παράδοση της αντίστασης, που αφήσαµε, θα µεταφέρεται στις νέες γενιές. Χάραξαν στις χρυσές σελίδες της ιστορίας το νόηµα της αδελφοσύνης και της αγάπης για τον ή την σύντροφο. Ήταν πάντοτε µαζί, µοιράστηκαν τα πάντα. Μοιράστηκαν την φτώχεια τους, την αγάπη και την ελπίδα τους πρώτα, και µετά µοιράστηκαν την αντίσταση. Την αγάπη τους. Κι ήταν τόσο δυνατός ο δεσµός τους που τελικά µοιράστηκαν ακόµα και το θάνατο. Ένοιωσα περήφανος, ένοιωσα ότι µε τιµούσαν, και συνεχίζω να έχω τα ίδια αισθήµατα. Τις αγαπώ τόσο. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ την αγαπηµένη µου Τζανάν και την αγαπηµένη µου Ζεχρά. Ας µείνουν αλησµόνητες οι ζωές σας!»

Αφού ο πατέρας µου τέλειωσε την οµιλία του, είδα τους ανθρώπους που έκλαιγαν στο πλήθος. Μερικοί προσπαθούσαν να κρύψουν τα δάκρυα τους. Και τότε για λίγο µια σιωπή πλανήθηκε. Αµέσως µετά, οι δρόµοι της Αρµουτλού αντήχησαν τα συνθήµατα τους. Και τελικά, οι φίλοι µας φώναξαν το δικό µας σύνθηµα. «∆εν υπάρχει θάνατος για µας!». Είχαµε φωνάξει µαζί αυτό το σύνθηµα για όσους είχαν φύγει πριν από µας. Κι έτσι κι εγώ πήγαινα τώρα, κι οι σύντροφοι µου φώναζαν για µένα το ίδιο σύνθηµα. Μερικοί δεν άφησαν καθόλου το σπίτι όπου βρισκόµουν. Οι αποχαιρετισµοί είχαν ειπωθεί, όλοι πήγαν να ετοιµαστούν για την συνάντηση της αυριανής µέρας. Εκείνοι που έµειναν άναψαν µια µεγάλη φωτιά και σχηµάτισαν έναν κύκλο γύρω της. Νωρίς την επόµενη µέρα, ο κόσµος άρχισε να συγκεντρώνεται έξω από το Σπίτι της Αντίστασης. Οι προετοιµασίες άρχιζαν για το τελευταίο µου ταξίδι. Θα µε έπαιρναν στους


92

ώµους οι φίλοι µου για τελευταία φορά, στους δρόµους της Αρµουτλού, και θα µε ταξίδευαν ως τη Μαύρη Θάλασσα. Ο µεγάλος µου αδελφός Ρεµζί θα αναλάµβανε τα διαδικαστικά. Ήταν ο δικηγόρος µου. Και ταυτόχρονα ήταν πολύ στενός µας φίλος. Προς το µεσηµέρι κι οι τελευταίες προετοιµασίες είχαν ολοκληρωθεί κι η νεκρική ποµπή είχε ετοιµαστεί. Τα πάνω άνοιξαν ξανά και οι σύντροφοι µου κράταγαν τις φωτογραφίες µου. Η πορεία άρχισε. 'Οταν ξεκινήσαµε, είδα τον πατέρα και τον θείο µου. Έδειχναν δυνατοί και περπάταγαν χέρι µε χέρι. Τα συνθήµατα ακούγονταν όλο και δυνατότερα. 'Οταν αρχίζαµε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου στο Σπίτι της Αντίστασης στην Κιουτσούκ Αρµουτλού, υπήρχε ένας απεργός πείνας θανάτου που συνέχιζε την αντίσταση παρά το ότι τον είχαν απελευθερώσει από τη φυλακή. Η νεκρική ποµπή πέρασε έξω από το σπίτι όπου ο απεργός πείνας µέχρι θανάτου Οσµάν Οσµαναγάογλου9 συνέχιζε την αντίσταση από πριν. Και µετά φθάσαµε στο σπίτι όπου η άλλη απεργός πείνας µέχρι θανάτου Σεβγκί Ερντογάν συνέχιζε την δική της απεργία. Η µεγάλη µου αδελφή Σεβγκί δεν άντεχε πια να στέκεται όρθια. Την έφεραν έξω µε ένα φορείο κι έκανε µια σύντοµη οµιλία. Είπε ότι η αντίσταση συνεχιζόταν και ορκίστηκε ότι θα συνέχιζαν. Είπα αντίο στην µεγάλη µου αδελφή Σεβγκί και οι σύντροφοι και φίλοι µου έβαλαν το νεκρό κορµί µου στο νοσοκοµειακό υπό τον ήχο των χειροκροτηµάτων και των συνθηµάτων του κόσµου. Ενώ πηγαίναµε στο νοσοκοµείο, µέσα στο νοσοκοµειακό, η γιαγιά µου κι ο πατέρας µου ήταν δίπλα µου. Η γιαγιά θρηνούσε ασταµάτητα, ώσπου φθάσαµε στο νοσοκοµείο. Ο πατέρας µου δεν µίλησε. Απλώς µε κοίταζε. Κάποιες στιγµές ψιθύριζε κάτι στη γιαγιά µου για να την ηρεµήσει. Σα να προσπαθούσε να µην µε ενοχλήσει. ∆εν θα µέναµε στο νοσοκοµείο για πολύ. Μετά τις αναγκαίες διαδικασίες, φύγαµε για τη Ριζέ µαζί µε 9. Οσµάν Οσµαναγάογλου ήταν µέλος του ΟΗΚΡ-0. Έπεσε µάρτυρας στης 299η ηµέρα της αντίστασης.


93

τους συντρόφους και τους κοντινούς µας φίλους. Θα µας έπαιρνε πολύ να φθάσουµε εκεί. Είχα πολύ ακόµη ώσπου να ανταµώσουµε πάλι µε την αγαπηµένη µου Τζανάν.. Οι σύντροφοι µου δεν µε άφησαν µόνη στο ταξίδι µου, µε συνόδευαν µε δυο λεωφορεία. Η γιαγιά µου κι ο δικηγόρος µου έφυγαν πριν από µας. Θα µας συναντούσαν εκεί. Ταξίδευα για τελευταία φορά το δρόµο που είχα ταξιδέψει αµέτρητες φορές. Ήξερα ότι η Μαύρη Θάλασσα ήταν πάντοτε άγρια και τα βουνά ήταν γεµάτα πράσινο. Πώς ήταν δυνατό να µην ερωτευτείς παθιασµένα αυτήν την οµορφιά; Αγαπούσα πάντα τη Μαύρη Θάλασσα. Μου έλειπε ακόµα κι η βροχή της. Συνειδητοποίησα ότι πλησιάζαµε στο όµορφο χωριό µας, αφού περάσαµε, διαµέσου των κακοτράχαλων δρόµων, το κέντρο της πόλης και µετά σταδιακά ανεβαίναµε. Πρόσεξα ότι τίποτα σ' αυτήν την περιοχή δεν είχε αλλάξει. Οι δρόµοι δεν είχαν επισκευαστεί. Όταν φθάσαµε µπροστά στο δηµοτικό σχολείο της γειτονιάς µας, ξαφνικά τα αυτοκίνητα σταµάτησαν κι όλοι οι επιβάτες βγήκαν έξω. Κατάλαβα ότι κι εγώ θα ολοκλήρωνα το τελευταίο µου ταξίδι στους ώµους των συντρόφων και των φίλων µου. Οι φίλοι µου ήταν αποφασισµένοι. Ξανά τα πάνω άνοιξαν και ξεκινήσαµε. Κοίταξα το δηµοτικό σχολείο όπου πέρασα πέντε χρόνια της ζωής µου κι έζησα ένα µέρος της παιδικής µου ηλικίας, µε χαρές και µε λύπες. Μου φάνηκε ότι οι παιδικοί µου φίλοι µε χαιρετούσαν από µακρυά. ∆εν είχαν µεγαλώσει. Ήταν ακόµη οκτώ κι εννιά χρονών. Τους χαιρέτησα κι εγώ. Είπαµε αντίο, σε µια ατµόσφαιρα ζεστασιάς και συγκίνησης. Όλοι µαζί βαδίσαµε προς το παλιό µας σπίτι. Υπήρχε ένα πλήθος συγκεντρωµένο µπροστά από το σπίτι. Μερικοί από τη γειτονιά µας και άλλοι, συγγενείς µας. Η µητέρα µου ήταν εκεί. Ποιος ξέρει πόση θλίψη ένοιωσε που έχασε κι εµένα µετά τη Τζανάν. Αλλά ό,τι έγινε, έγινε, καθένας πρέπει να µάθει να ζει µ' αυτά τα πράγµατα. Ξαφνικά είδα τους συγγενείς µου. Ήταν οι κοντινοί µου συγγενείς, αλλά δεν ένοιωθα ότι ήταν. Γιατί ένοιωθα σα να


94

ήταν ξένοι; Ποιος ξέρει, ίσως επειδή κανένας από αυτούς δεν είπε συλλυπητήρια στον πατέρα µου µετά το θάνατο της Τζανάν, δεν ρώτησαν ποτέ ούτε για την Τζανάν ούτε για µένα. Θα µπορούσαν τουλάχιστον να έρθουν να µας επισκεφθούν, να πουν ότι έκαναν λάθος, κάτι... Θα µπορούσαν να πουν ότι εµείς κάναµε λάθος, ότι έπρεπε να εγκαταλείψουµε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Θα καταλαβαίναµε. Σεβόµασταν τις απόψεις τους και τους δείχναµε ανοχή. Στη διάρκεια της αντίστασης µας, της απεργίας πείνας µέχρι θανάτου στο Σπίτιτης Αντίστασης, χιλιάδες άνθρωποι µας επισκέφθηκαν, αλλά δεν καταλαβαίναµε γιατί εκείνοι δεν µας επισκέπτονταν. Μετά από λίγο πρόσεξα ότι έκλαιγαν. Έκλαιγαν για µας ή για την δική τους κατάσταση; Επειδή δεν µπορούσαν να µας µεταπείσουν, είχα ακούσει ότι θύµωσαν µε τον πατέρα µου. Αλλά δεν πίστεψαν ποτέ πως ούτε αυτός µπορούσε να µας µεταπείσει. ∆εν πίστευαν ότι ήταν τόσο δύσκολο για τον πατέρα µου. ∆εν αναλογίστηκαν πώς η καρδιά του φλεγόταν, µε µια θλίψη που του στερούσε κάθε δύναµη. Και δεν ήθελαν να ξέρουν ότι εσύ έδειχνες τον µεγαλύτερο σεβασµό στην απόφαση µας και πάντοτε µας τιµούσες. Ποιος ξέρει, ίσως νόµιζαν ότι ο πατέρας µας δε νοιαζόταν για µας όπως αυτοί. Αλλά όλοι ξέρουν ότι ο πατέρας µας αισθανόταν ότι τον τιµούσαµε κι εµείς αισθανόµασταν ότι µας τιµούσε. Και στο εξής θα είναι το ίδιο. Ίσως οι άνθρωποι δεν µπορούν να το καταλάβουν, την οµορφιά του ν' αγαπάς και των δεσµών που δυναµώνουν καθώς ο καιρός περνά. Πατέρα µου· αγαπηµένε µου πατέρα, κοίτα, σχεδόν όλοι σου οι φίλοι λείπουν. Σήµερα είναι Κυριακή, γιορτή. Μερικοί από τους φίλους της νιότης σου ήρθαν, αλλά, δυστυχώς, οι περισσότεροι δεν ήρθαν. Καθώς ο καιρός περνά, θα καταλάβουν ότι είχαµε δίκιο σ' αυτήν την αντίσταση. Η δύναµη της αντίστασης θα γίνει κατανοητή µε τον καιρό. Και τ' ότι είχαµε δίκιο θα αποδειχθεί για άλλη µια φορά. Κάναµε ένα οδόφραγµα µε τα κορµιά µας για να σταµατήσουµε την καταπίεση και την τυραννία στις φυλακές. Και αυτό είναι! Προσπαθήσαµε να κάνουµε δυνατά πράγµατα! Μερικοί δεν κατάλαβαν πώς θα µπο-


95

ρούσαµε να πετύχουµε κάτι τόσο µεγάλο µε τόσο µικρό ανάστηµα. Προσπαθήσαµε να βάλουµε ένα τέλος στην καταπίεση, να πούµε «στοπ»! Οφείλουν να µάθουν ότι µια αντίσταση σαν κι αυτή χρειάζεται τεράστιες καρδιές, σαν κι αυτές που έχουν τα θαλάσσια λιοντάρια. Η καρδιά σου θα είναι αγνή και καθαρή και θα πιστεύεις στο λαό σου. Θα πεις πως άξιζε να πληρώσεις ένα τέτοιο τίµηµα για αυτούς τους ανθρώπους. Μην ανησυχείς για όσους έρθουν ή δεν έρθουν. Μετά την θρησκευτική τελετή, οι φίλοι µου άρχισαν την δική τους τελετή. Ένας από τους φίλους µου απήγγειλε ένα ποίηµα µε υψηλότονη, ευαίσθητη φωνή. Οι άλλοι µίλησαν για µένα και για τον αγώνα µου και συνόδευσαν τα λόγια τους µε τα συνθήµατα µας. Και τελικά, µε άφησαν, ο ένας µετά τον άλλο, ώσπου έµεινα µόνη µε την Τζανάν. Κάποια στιγµή αργότερα, προσέξαµε ότι ο πατέρας µας ήταν εκεί. Αφού οι φίλοι µας έφυγαν, εκείνος ήθελε να µείνει µόνος και να µοιραστεί τα αισθήµατα και τις σκέψεις του µε µας για τελευταία φορά. Οφείλουµε να πούµε στον πατέρα µας ότι αισθανόµασταν πως µας τιµούσε. Πρέπει να συνηθίσει την κατάσταση, να θάψει τη θλίψη στην καρδιά του και να συνεχίσει τη ζωή του. Φυσικά, το να λέει κανείς κάτι τέτοιο είναι εύκολο, αλλά αφού έχασε δυο κόρες, τι σήµαινε αυτό; Και πώς θα µπορούσε να συνεχίσει µια φυσιολογική ζωή; Από την αρχή της αντίστασης, η Τζανάν κι εγώ είχαµε καταλάβει ότι µπορεί να καταλήγαµε εδώ. Αυτό που δεν ξέραµε ήταν τι θα γινόταν αφού θα είχαµε φύγει. Η περίοδος της αντίστασης, οι πρόσχαρες κι ευτυχισµένες στιγµές που είχαµε περάσει ζούσαν στη µνήµη µου. Καθώς ο πατέρας µου κι εγώ περνούσαµε καλά και γελούσαµε δυνατά, θυµάµαι τώρα ότι οι άνθρωποι µας κοίταζαν, και δεν µπορούσαν να µας καταλάβουν. Φαινόταν σαν να απολαµβάναµε τα γεγονότα που συνέβαιναν. Ήταν δύσκολο να εξηγήσω την κατάσταση, αλλά αυτό έδινε νόηµα στην αντίσταση. Ήταν αρκετό να καταλάβει κανείς ότι η αντίσταση ήταν σωστή κι ανθρώπινη. Ενώ προετοιµαζόµασταν να πληρώσουµε το τίµηµα της επί-


λογής µας, ήταν απαραίτητο να εξακολουθήσουµε να κρατάµε τις πεποιθήσεις µας και την αγάπη για την ανθρωπότητα. Θα αποδεικνύαµε την αλήθεια τους, ζώντας µ' αυτές. ∆εν ήµαστε ροµπότ, ήµαστε απλοί άνθρωποι. Θέλαµε να δείξουµε το πνεύµα και το νόηµα της αντίστασης. Νοµίζω ότι ζήσαµε όσο περισσότερο ήταν δυνατόν. Εύκολο να πεις ότι ήταν 221 µέρες συνολικά. Κάθε στιγµή διαρκούσε ένα χρόνο, για 221 ηµέρες. Η Τζανάν έµεινε µε τον πατέρα µου λιγότερο. Τί άδικος κόσµος! ∆εν υπάρχει ισότητα ούτε σ' αυτό. Αφού η Τζανάν έφυγε, µείναµε µε τον πατέρα µου. Μιλούσαµε για τη Τζανάν στις µεγάλες µας συζητήσεις. Για το πόσο ψηλή ήταν, πόσο ζεστή καρδιά είχε, τον ήρεµο τρόπο ζωής της κι ακόµη τα ρούχα που φόραγε και πόσο ωραία ήταν. Πάντοτε έδινε προσοχή στην εµφάνιση της, τα ρούχα της, να δείχνει ωραία. Ντυνόταν καλά πάντα, ανάλογα µε την οικονοµική µας θέση. Πάντοτε φορούσε ρούχα που της πήγαιναν. Κι επιπλέον, πάντα έδειχνε όµορφη µε τα ρούχα που φορούσε. Η σχέση της µε τον πατέρα µου ήταν πάντα στενή. Παρόλ' αυτά, ήταν πάντοτε η µικρή του Τζανάν. Αν τον ρώταγες, ήταν σα να µη µεγάλωσε ποτέ, σα να παρέµεινε η µικρή Τζανάν. Εγώ ήµουν η µεγάλη αδελφή και έπρεπε να είµαι η πιο µεγάλη. Ο πατέρας µου σκεφτόταν κάπως έτσι. Να την προστατεύω και να την φροντίζω, ήταν δική µου ευθύνη. ∆εν ήθελε να αποδεχθεί ότι µεγάλωνε και µπορούσε να πάρει σηµαντικές αποφάσεις. Γι' αυτό ήθελε να εγκαταλείψουµε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Όταν έλεγε στον πατέρα µου «γιατί θέλεις να εγκαταλείψω εγώ την απεργία πείνας µέχρι θανάτου κι όχι η αδελφή µου, δεν είναι κόρη σου;», αυτός αποκρινόταν «κόρη µου, είσαι ακόµα τόσο µικρή». Έλεγε αυτά τα λόγια, αλλά δεν ήταν δυνατό να πείσει την Τζανάν. Ήθελε να µας µιλήσει, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από θλίψη ή ταραχή. Θυµάµαι την Αρµουτλού και τις πολλές, γεµάτες νόηµα, µέρες που περάσαµε εκεί µαζί. Τότε µιλούσαµε πάντα και ο πατέρας µου, πάντα, άνοιγε καινούργια θέµατα συζήτησης. Όταν µιλούσαµε για την Τζανάν, συγκινείτο πολύ. Τότε έλεγε ότι ήθελε να πάει έξω για να καπνίσει. Καταλάβαινα ότι ήταν


97

βαθιά συγκινηµένος, γεµάτος συναισθήµατα. Πάντα σκαρφιζόταν τέτοιες δικαιολογίες για να µην δακρύζει µπροστά µου. Μια φορά, του είχα ετοιµάσει ένα δώρο. Του έδωσα το δώρο όταν οι φίλοι µας ήταν εκεί. Είχα ετοιµάσει ένα βιβλίο µε κοινές µας φωτογραφίες κι ένα µικρό σηµείωµα. «Κοίτα, µπαµπά! Η Τζανάν είναι ανάµεσα µας. Χαµογελάει. Μπαµπά, υπόσχοµαι σ' εσένα και στην αδελφή µου ότι θα ζήσω άλλη µια µέρα απλώς για να µπω στο µάτι του εχθρού.Θα πάρουµε την Τζανάν και θα περπατήσουµε από την µια άκρη της Μαύρης Θάλασσας ως την άλλη. Στη νίκη. Η κόρη σου, Ζεχρά.» Ήθελα να ανοίξω και να διαβάσω το δώρο του. ∆εν µπορούσε ν' αντέξει να διαβάσει το σηµείωµα. Σταµάτησε στη µέση και µ' αγκάλιασε. Με φίλησε όσο ήθελε. ∆εν µπορούσε να µ' αφήσει. Ένιωθα τη ζεστασιά του και άκουγα το χτύπο της καρδιάς του. Και τότε ξαφνικά άφησε το δωµάτιο µου. Αυτές οι στιγµές µας έκαναν χαρούµενες κι ευτυχισµένες. Η γιαγιά µου ήρθε στο πλευρό του πατέρα µου. Αγκαλιάστηκαν κι έκλαψαν για ώρα σιωπηλά. Μετά άρχισαν να µιλούν. Η γιαγιά µου προσπάθησε να τον παρηγορήσει και είπε ότι πρέπει να είναι δυνατός. «Κοίτα µικρή µου κόρη, αγαπηµένη µου Τζανάν. Εδώ είναι η αδελφή σου, ήρθε εδώ. Ξέρω ότι σου έλειψε πάρα πολύ. Αλλά κι οι δύο, µην ανησυχείτε! Εγώ θα είµαι εδώ. Κάθε φορά που µε καλείτε, θα έρχοµαι αµέσως. Αν χρειάζεστε κάτι, πείτε το µου. Θα το φέρω αµέσως. Αν θέλετε µπορώ να µείνω µαζί σας, ανάµεσα σας. Θα σου χαϊδεύω τα µαλλιά, και της αδελφής σου. Και µετά θα σας διαβάζω ένα παραµύθι όπως όταν ήσασταν παιδιά. Αν κρυώνετε, θα σας σκεπάζω µε µια κουβέρτα ή ένα πάπλωµα. Αλλά ό,τι και να γίνει, δε γίνεται να µη χαµογελάτε. Θέλω να βλέπω τα µαργαριταρένια δόντια σας να λάµπουν συνεχώς. Θυµάσαι, αγαπηµένη µου Τζανάν, που µιλήσαµε όταν ήσουν στο Σπίτι της Αντίστασης στη Σµύρνη; "Οταν ήθελα να σου πω να σταµατήσεις την απεργία πείνας θανάτου, είπες: «Άκου τα λόγια της γιαγιάς µου, να θυµάσαι να µην αφήνεις δουλειές µισοτελειωµένες». ∆εν µπορούσα να βρω άλλες λέξεις να σου πω κι έκλεισα το τηλέφωνο.


98

Η µεγαλύτερη αδελφή µου, η Σενγκούλ, ήρθε στο πλευρό µου. Τώρα και οι τρεις έκλαιγαν σιωπηλά. Ήρθε η ώρα που έπρεπε να φύγουν κι άρχισαν να µας αφήνουν. Πρώτα η γιαγιά µου, που την ακολούθησε η µεγαλύτερη αδελφή µου, η Σενγκούλ. Ο πατέρας µου δεν µπορούσε να µας αφήσει. Ξανά µας κοίταξε και είπε, «ηρωίδες κόρες µου. ∆εν ξέρω πώς µπορώ να εκπληρώσω την ευθύνη που µου αφήνετε. Παλιότερα ήµουν απλώς ο Αχµέτ Κουλακσίζ, τώρα όµως θα ζω ως ο πατέρας της Τζανάν και της Ζεχρά. Όταν οι άνθρωποι µε κοιτούν, θα βλέπουν εσάς. Μερικοί απ' αυτούς θα µε καταριούνται αιώνια επειδή δεν σας ανάγκασα να εγκαταλείψετε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Άλλοι θα προσπαθήσουν να µε καταλάβουν, ποιος ξέρει; Μερικοί θα αναρωτιούνται πώς µπορώ να χαµογελάω και θα εξοργίζονται που θα µπορώ να κάνω αστεία. Θα κάνω τα πάντα για τα παιδιά µου. Αν βρω κάποιο λόγο να γελάσω ή να νοιώσω ευτυχισµένος, δε θα το κρατήσω µυστικό. Θα δουλέψω σκληρά για να κερδίσω χρήµατα για ν' αγοράσω ψωµί. Και δεν θα ντραπώ την παρουσία άλλων. Αν πάω σε ένα γλέντι, µια γιορτή ή µια γαµήλια γιορτή, θα χορέψω χαλάι και χορόν, τους παραδοσιακούς χορούς. Θα πηγαίνω στον κινηµατογράφο, δεν θα απορρίψω τίποτα στη ζωή. ∆εν έκανα ποτέ τίποτα για πάντα. ∆ε θα επιτρέψω ποτέ ασέβεια στη µνήµη σας και τους αγώνες σας. Θα έχω στην καρδιά µου την αγάπη σας συνεχώς, και πάντα θα περπατάω περήφανα, γιατί είχα δυο κόρες σαν εσάς. Ώσπου να ξαναενωθούµε, θα συνεχίσετε να ζείτε µέσα µου, θα είσαστε εγώ». Μας άφησε µε βαριά βήµατα. Μετά από κάποια ώρα αφού ο πατέρας µου µας άφησε, πρόσεξα τον παππού µου εκεί. Είναι πιο γερασµένος κι έχει ένα πρόσωπο αγίου, ο αγαπηµένος µου παππούς. ∆εν ήρθε στην κηδεία µου επειδή φοβόταν πως δεν θα το άντεχε. ∆ε µε ένοιαζε, ήρθε σε µας τώρα κι αυτό έφτανε. Άρχισε να προσεύχεται. Είδα ότι καθώς προσευχόταν, τα µάτια του γέµισαν δάκρυα. Ίσως υπέφερε γιατί δεν είχε έρθει να µας δει στην διάρκεια της περιόδου της αντίστασης, ποιος ξέρει; Αλλά ο παππούς µου πάντοτε µας αγά-


99

πούσε. Ά, αν µόνο ερχόταν να µας επισκεφθεί όπως η γιαγιά µου, θα ήµαστε πολύ ευτυχισµένες. Ξέραµε ότι µας αγαπούσε πολύ κι αυτό ήταν το σηµαντικό. Αγαπηµένε µου παππού, είδαµε ότι σου προκαλέσαµε µεγάλη λύπη. Θέλαµε να σεβαστείς την απόφαση που πήραµε για τις ζωές µας. Θέλαµε να ξέρεις ότι δεν κάναµε τίποτα για να βλάψουµε την τιµή σου. Αντισταθήκαµε µόνες εναντίον των πράξεων των τυράννων σε βάρος του θείου µας και των φίλων του. Αν, µόνο, µπορούσαµε να βρούµε άλλες µεθόδους. Η νίκη κατά της τυραννίας δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Πρέπει να πληρώσεις. Άκου µε, παππού, ο Παλαιστινιακός λαός έχασε πολλούς ανθρώπους επειδή ήθελαν να κάνουν µια ναµάζ1 ° στο τζαµί. Το να πάρουµε αυτήν την απόφαση δεν ήταν εύκολο. Ξεκινήσαµε και δεν µπορούσαµε να τα παρατήσουµε στη µέση. Ελπίζω ότι θα µπορέσεις να τα καταλάβεις όλα αυτά, αγαπηµένε µου παππού. Ολοκλήρωσε την προσευχή του κι έφυγε αλαφροπατώντας. Ήταν σα να ήθελε να µην µας ξυπνήσει µε τις κινήσεις του. Έµεινα µόνη µε τη Τζανάν. Είπε «άρχιζα να νοµίζω ότι δε θα ερχόσουν ποτέ». Ναι, άργησα αλλά δεν θα ξαναφύγω ποτέ. Είδαµε και περάσαµε πολλά ως τώρα. Κάθε φορά, αισθανόµασταν ευτυχισµένες που ήµαστε µαζί, µερικές φορές προκαλούσαµε αθέλητα λύπη η µία στην άλλη. Αλλά όλες αυτές οι στιγµές ήταν ζεστές και µας ανήκαν. ∆εν ζήσαµε ποτέ µόνο για εµάς. Σχεδιάζαµε τα πράγµατα τα οποία θα κάναµε µαζί. 'Οταν τα πνεύµατα µας έκαιγαν από πόθο να δηµιουργήσουµε ένα νέο κόσµο, απολαµβάναµε τη χαρά της ενότητας µας την περίοδο του αγώνα µας. Ενώ όλοι σκέφτονταν πώς ν' αποκτήσουν περισσότερα αγαθά, εµείς µοιραζόµασταν τη φτώχεια µεταξύ µας, σαν να ήταν το σπουδαιότερο αγαθό στον κόσµο. Ξανά και ξανά χωρίσαµε η µια από την άλλη, και την ίδια ώρα η προσµονή της επόµενης συνάντησης µας γέµιζε τις καρδιές µας. Φανταστήκαµε ότι ήµαστε σε µια ακτή, ή σε µια βουνοκορφή, όπου µας είχαν φυλακίσει µ' ενισχυµένο τσι10. Ισλαµική προσευχή.


100

µέντο. Καθώς πίναµε µαζί ζεστό τσάι στο µπαλκόνι, σκεφτήκαµε ότι οι κρατούµενοι στις φυλακές δεν θα ελευθερώνονταν. Σκεφτήκαµε και προσπαθήσαµε να δώσουµε ένα νόηµα σ' αυτό. Ενώ αυτοί που είναι στο σχολείο έχουν στο µυαλό τους να πάρουν το πτυχίο, προτιµούσαµε να πάρουµε το πιστοποιητικό από το λαό µας µε βαθµό «άριστα». Περιµέναµε τη σειρά µας. Ενώ η αντίσταση συνεχιζόταν, δεν βιαστήκαµε. Είπαµε αντίο σε εκείνους που έφυγαν πριν από εµάς. Καθώς µαχόµασταν για το λαό µας, µας κοίταξαν όχι λίγες φορές µε βλέµµατα περιφρόνησης. Εµείς, αυτό που κάναµε πάνω απ' όλα ήταν να αγαπάµε. Αγαπούσαµε την οικογένεια µας. Αγαπούσαµε την µητέρα µας, τον πατέρα µας και τους άλλους χωρίς να περιµένουµε, ή να λογαριάζουµε κάτι. Αγαπούσαµε τη φύση, που την δολοφονούν. Αγαπούσαµε τα λουλούδια, τα δέντρα και τα δάση, όπως αγαπούσαµε την ελευθερία. Αγαπούσαµε τον αγώνα. Ενώ εκείνοι έχτιζαν χοντρούς τοίχους κι έστηναν συρµατοπλέγµατα, εµείς αγαπούσαµε την αντίσταση για να καταστραφούν. Αγαπούσαµε πολλά πράγµατα. Τα αγαπούσαµε κι έγιναν όµορφα, κι ο κόσµος µας απέκτησε περισσότερο νόηµα. Μισούσαµε την προδοσία, την υποκρισία, τα ψέµατα. Μισούσαµε επίσης όσους εγκατέλειπαν τους φίλους τους στα µισά του δρόµου. Και επίσης µισούσαµε όσους απαίτησαν χρήµατα από τους φίλους τους για να τους θάψουν. Όταν φορούσαµε τις κορδέλες της απεργίας πείνας στα µέτωπα µας, µισούσαµε εκείνους που τις πούλησαν, δηλώνοντας υποταγή στους τυράννους. Θέλαµε να ζήσουµε σαν άνθρωποι, έντιµα, µε περηφάνια, µε καθαρή συνείδηση. 'Οταν ακούσαµε µια κραυγή, στρέψαµε τα κεφάλια µας να δούµε αν µπορούσαµε να βοηθήσουµε. Προσπαθήσαµε να γίνουµε ελπίδα για τους ανθρώπους, ενάντια σε εκείνους που προσπαθούν ν' αγοράσουν τις συνειδήσεις και τις καρδιές τους. Και, το πιο σηµαντικό, δεν ντροπιάσαµε όσους µας εµπιστεύτηκαν. Γίναµε οι φωνές των ηρώων και των ηρωίδων, που πάντοτε προσπαθούσαν να τις εκµηδενίσουν, κλείνοντας τες σε τέσ-


101

σερις τοίχους. Οι ελπίδες τους µεγάλωσαν χάρη σε µας, δυνάµωσαν κατά των τυράννων. Ένιωσαν ότι τους τιµήσαµε. Είπαν πόσο ευτυχισµένοι ήταν, που είχαν φίλους σαν και µας. Μπορούσαν τώρα να πεθάνουν εν ειρήνη. Πορευτήκαµε. Πάντοτε πορευόµασταν. Μερικές φορές κάναµε λάθη. Προσπαθήσαµε να τα διορθώσουµε. Πορευτήκαµε ώµο-ώµο και χέρι-χέρι, πορευτήκαµε, χωρίς να κοιτάµε πίσω. Αντιληφθήκαµε ότι ελευθερωθήκαµε σ' αυτήν την πορεία, ότι γίναµε πιο άνθρωποι. Πορευτήκαµε πάνω από το σκοτάδι και προσπαθήσαµε να γίνουµε φως µε τα µικρά κορµιά µας. ∆εν συνθηκολογήσαµε ποτέ. Προτιµήσαµε να πεθάνουµε έντιµα, στην αντίσταση, παρά να πεθάνουµε µε την ανεντιµότητα της υποταγής. Σας αφήσαµε όσα κάναµε κι όσα δεν µπορέσαµε να κάνουµε. Πετάξαµε στην αιωνιότητα, σαν λευκός κύκνος. Εγώ, η Ζεχρά Κουλακσίζ, κι η αδελφή µου,Τζανάν Κουλακσίζ. Κάναµε τα πάντα επειδή αγαπούσαµε το λαό µας. Αντιµετωπίσαµε όλες τις δυσκολίες γι' αυτήν την αγάπη. Πληρώσαµε το τίµηµα µ' όσα µοιραστήκαµε. Και, τώρα, περνάµε τη σηµαία σε αυτούς που θα µας ακολουθήσουν. Ξέρουµε ότι είναι σε ασφαλή χέρια...


103

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ Σε όλη µου τη ζωή δεν µπόρεσα να γράψω πέρα από µια σελίδα γραφοµηχανής. Τώρα, όµως, πρέπει να γράψω περισσότερα για τα πράγµατα που έχω ζήσει. Πρέπει να γράψω για τα γεγονότα του τελευταίου χρόνου, για την αντίσταση στη χώρα µας και για εκείνα τα πράγµατα που εγώ και η οικογένεια µου βιώσαµε κι έχουν καταγραφεί στην ιστορία. Το να γράψω, και κυρίως το να γράψω για µια τόσο σηµαντική περίοδο, χρειάζεται και θάρρος και αρκετή πληροφόρηση. Σκέφτοµαι ότι µπορώ να µιλήσω για ένα µικρό κοµµάτι της µεγάλης αντίστασης εάν συγκεντρωθώ αρκετά σ' αυτό. Προσπάθησα να µοιραστώ περιόδους αντίστασης που έζησα µε τις κόρες µου ΤΖΑΝΑΝ και ΖΕΧΡΑ. Αυτή η ιστορία είναι η ιστορία των θυγατέρων µου µαζί µε την ιστορία της αντίστασης. Κάποιοι άνθρωποι, µου άφησαν αναµνήσεις βαθιάς θλίψης ή ευχαρίστησης σε ό,τι έζησα. Για παράδειγµα, απογοητεύθηκα. Με την ευκαιρία, είναι δύσκολο να µιλήσω για τη συµπεριφορά των φίλων που εµπιστεύθηκα. Είναι αλήθεια ότι αυτή η ιστορία δεν µπορεί να εξηγήσει όλα τα πράγµατα που έκανα ή δεν µπόρεσα να κάνω. ∆εν είναι δυνατόν να εξηγήσω πλήρως την αντίσταση, αυτή η ιστορία θα συζητιέται για χρόνια. Στην ιστορία µας, κάποιοι άνθρωποι δεν µπορούν να έχουν τη θέση που τους αξίζει. Κάποια γεγονότα θα µπορούσαν να διερευνηθούν περισσότερο. Κάποια πράγµατα, που θα µπορούσαν να αξιολογηθούν από άλλους, έχουν περιθωριοποιηθεί. Το πιο σηµαντικό είναι ότι δεν έχω την πρόθεση να ονοµατίσω ανθρώπους ή οργανώσεις µε σκοπό να τους ασκήσω κριτική. Ο σκοπός αυτού του γραπτού δεν είναι µια πολιτική δι-


704

ευθέτηση των λογαριασµών ή µια πολιτική αξιολόγηση. Ουσιαστικά, η ιστορία της απεργίας πείνας µέχρι θανάτου είναι πολιτική αντίσταση, και θα εκθέσω τις απόψεις µου σχετικά µε την κατάσταση στη χώρα µας. Πέραν αυτών, θα προσπαθήσω να δώσω έµφαση στην ανθρωπιστική προοπτική και θα προσπαθήσω να ενεργήσω ως εκπρόσωπος των ανθισταµένων. Ταυτόχρονα, αυτή η ιστορία θα είναι η ιστορία µου και η ιστορία των θυγατέρων µου. Ο άλλος στόχος είναι να µοιραστώ τις σκέψεις και τα συναισθήµατα µου µε τον κόσµο. Ένας από τους στόχους µου είναι να τονίσω ότι οι απεργοί είναι απλοί άνθρωποι κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό και να τονιστεί. Αντί να µιλήσω για όλη την ιστορία της δεκάµηνης αντίστασης, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να περιγράψω τα γεγονότα που συνέβησαν τους τέσσερις µήνες που πέρασα στην Αρµουτλού. Σ' αυτήν την τετράµηνη περίοδο, δεν ήµουν συνεχώς στην Αρµουτλού. Θα αναφερθώ σ' αυτά τα θέµατα και δεν θα παραλείψω σηµαντικά γεγονότα. Ένας άλλος σκοπός µου είναι να µιλήσω για τον εαυτό µου. Γνωρίζω ότι οι τάσεις που υπάρχουν στις κοινωνικές απόψεις είναι διαφορετικές από τις δικές µου. Γνωρίζω ότι, σύµφωνα µε τις γνώµες κάποιων ανθρώπων, είµαι ένας πατέρας που αυτοθυσιάζεται, ενώ για άλλους είµαι ένας απάνθρωπος πατέρας που έστειλε τις κόρες του στο θάνατο. Εκτός αυτού, είναι δυνατόν να συναντήσω ανθρώπους που πιστεύουν ότι είµαι ένας ψυχρός δολοφόνος. Αυτοί οι άνθρωποι είναι προκατειληµµένοι απέναντι στην έννοια του κόσµου και στο ότι δεν µπορεί να αλλάξει. Ο βασικός µου στόχος είναι να εξηγήσω την αλήθεια στους ανθρώπους που προσπαθούν να καταλάβουν την αιτία της αντίστασης και µέσω αυτής της κατανόησης να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους. Θα πετύχαινα, µερικώς, τον στόχο µου εάν µπορούσα να αλλάξω τις γνώµες των ανθρώπων ακόµα κι αν δεν έρχονταν να µιλήσουν στους απεργούς. Βέβαια, ελπίζω ότι, µπορεί να µην σκέφτονται όπως εγώ, αλλά ίσως προσπαθήσουν να µε καταλάβουν. Επίσης, θέλω να αλλάξω τις γνώµες και τα συναισθήµατα τους που βασίζονται στην ελλιπή πληροφόρηση.


705

Για παράδειγµα, θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η κόρη µου, η Ζεχρά, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο διότι συµµετείχε σε διαµαρτυρία σχετικά µε το µακελειό στην Ιερουσαλήµ, λίγο πριν αρχίσει η απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Θα πρέπει να προσπαθήσουν να καταλάβουν ότι η Ζεχρά ήθελε να ταχθεί στο πλευρό του Παλαιστινιακού λαού που δολοφονήθηκε στο τζαµί Μθδ]ίοΙ 3ΐ-Αςδ3. Υπήρξαν πολλές άγνωστες πτυχές της αντίστασης και των αντιστασιακών. Πρώτα από όλα, ήταν άνθρωποι όπως όλοι οι άλλοι. Έζησαν χαρές, λύπες, είχαν συναισθήµατα, γνώµες όπως εσείς κι εγώ. Πολλοί από αυτούς είχαν κάνει λάθη στο παρελθόν. Μερικές φορές πλήγωσαν δικούς τους ανθρώπους. Πήγαν στο σχολείο. Αγάπησαν και αγαπήθηκαν. Ένοιωσαν λύπη για τους συγγενείς και τους γονείς τους. Όταν πήγαιναν στον κινηµατογράφο, συζητούσαν µε τους φίλους τους για την ταινία. Ένοιωσαν την ελευθερία και την αγάπη για τη φύση στις εκδροµές τους. Προσπάθησαν να νοιώσουν τα προβλήµατα της χώρας τους. Όταν αντιµετώπιζαν αδικίες, προσπαθούσαν να λύσουν τα προβλήµατα. Κάποιοι δεν προσπάθησαν να λύσουν µεγάλα προβλήµατα. Για παράδειγµα, οι ενήλικες συχνά έλεγαν ότι αυτά τα προβλήµατα δεν ήταν δικά µας και πώς εκείνοι, που έπρεπε να τα σκεφτούν και να τα λύσουν, ήταν αυτοί που κυβερνούσαν. Με το πέρασµα του χρόνου, κατάλαβαν ότι τα γεγονότα που συνέβησαν δεν ήταν όπως τα έλεγαν. Οι γονείς των νεωτέρων προσπάθησαν να τους προστατέψουν από τον κίνδυνο. Μεγάλωσαν ακούγοντας αυτή την κραυγή : Αν σε βρει µια σοβαρή δυστυχία, αυτοκτόνησε. Φοβήθηκαν αυτές τις απειλές και κλειδαµπαρώθηκαν. Κάποιες φορές διέκριναν την υποκρισία πίσω από την αγάπη. Καθώς ξάπλωναν, πριν κοιµηθούν, σκέφτονταν όλα αυτά τα πράγµατα και προσπαθούσαν να βρουν λύσεις. Παρακολουθούσαν την ανατολή του ήλιου, ελπίζοντας ότι θα ζεστάνει τις καρδιές των ανθρώπων. Οι καρδιές τους προσπαθούσαν να υπερνικήσουν την αβεβαιότητα και το φόβο της σκοτεινής νυχτιάς. Όταν έβλεπαν τους συνανθρώπους τους να τρέχουν στους δρόµους µε την πρώτη αχτίδα της αυγής


106

για να εξοικονοµήσουν χρήµατα προς το ζειν, τα µάτια τους γέµιζαν δάκρυα. Τότε, µεγάλωσαν, κάποιοι έγιναν νέοι, νέες, κάποιοι έγιναν µητέρες, πατέρες, παντρεύτηκαν κι απέκτησαν παιδιά. Μετέδωσαν τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους στις νέες γενιές. Παρ' όλο που έρχονταν από διάφορες περιοχές, κατανοούσαν και ένιωθαν τα ίδια πράγµατα. Αποφάσισαν να αντισταθούν στην τυραννία κι αν δεν το έκαναν θα ήταν υπόλογοι στην ιστορία. Κάποιες φορές χτυπήθηκαν ανελέητα στη µέση του δρόµου. Ακόµα, οδηγήθηκαν στη φυλακή. Αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψαν το σκοπό τους. Πέτυχαν να ζουν σύµφωνα µε τις απόψεις τους. Καταλάβαιναν, µέρα µε τη µέρα, καλύτερα γιατί έµειναν πιστοί στις αρχές τους. Αυτά τα πράγµατα χαράχτηκαν στη συνείδηση τους. Τότε, άρχισαν τα γεγονότα στις φυλακές. Οι φυλακισµένοι, που δεν ήθελαν να µπουν στην αποµόνωση, διακήρυξαν σε όλο τον κόσµο ότι άρχισαν απεργία πείνας. ∆ήλωσαν ότι ή θα ζήσουν µε τα ιδεώδη τους, ή θα πεθάνουν στα κελιά ο ένας µετά τον άλλον. Και κάποιοι άνθρωποι έξω από τις φυλακές συζήτησαν και αποφάσισαν να αποτελέσουν τη φωνή των φυλακισµένων. Άφησαν τα κορµιά τους στο έλεος της πείνας ώστε οι άνθρωποι σε κάθε γωνιά της γης να καταλάβουν καλύτερα τα πράγµατα που συνέβαιναν µέσα στις φυλακές. Πριν απ' αυτό, κανείς δεν είχε καταλάβει. Οι γονείς τους αντιτάχθηκαν στην απόφαση τους, οι οικογένειες τους είπαν όχι. Αλλά αυτοί υλοποίησαν τις αποφάσεις τους. Όχι, είπαν. ∆εν µπορούµε να παραµένουµε σιωπηλοί, ενώ ο λαός µας πεθαίνει. Κάποιοι άρχισαν την απεργία πείνας µέχρι θανάτου µέσα και κάποιοι άλλοι απ'εξω. Αν και σε διαφορετικούς χώρους, έδωσαν τα χέρια και τις καρδιές τους ο ένας στον άλλον. Μετά από εκείνη την ηµέρα, σκέφτονταν µαζί. Γελούσαν και χαµογελούσαν µαζί. Κατευόδωσαν στην αιωνιότητα τους συγγενείς και τους φίλους, αλλά ποτέ δεν απελπίστηκαν. Και κράτησαν τα όνειρα τους για το µέλλον. Ήξεραν ότι, εάν παραδίδονταν, θα έχαναν ένα κοµµάτι από


707

τον µελλοντικό κόσµο, που αποτελείτο από τις ελπίδες και τα όνειρα τους. Ενώ γύριζαν οι µέρες και οι νύχτες, οι αριθµοί αυτών που έφευγαν αυξάνονταν συνεχώς. Η αρχαία ιστορία απέδειξε τη διαφορά αυτού του αγώνα. Ενώ θρηνούσαν για εκείνους που έφυγαν, οι γονείς ποτέ δεν έχασαν τη θέρµη της καρδιάς τους. Ενώ κηδεύονταν οι νεώτεροι, ο ένας µετά τον άλλον, η αθεράπευτη πληγή της κοινωνίας µεγάλωνε κάθε µέρα. Το µαύρο χώµα επαναστατούσε και η κοινωνία δεν µπορούσε να το εξηγήσει. Ο άνεµος φυσούσε µε σηµασία εκείνους τους ανοιξιάτικους µήνες. Ο ήλιος δεν ανέτειλε για να δει τα πράγµατα που θα υλοποιούνταν κάποια µέρα. Τα λουλούδια δεν µοσχοβολούσαν πλέον. Αλλά η ζωή συνεχιζόταν µε θλίψη. «Σαν ένα δέντρο ένας και ελεύθερος, και σαν ένα δάσος αδέλφια», αυτή ήταν δοκιµασία για την ανθρωπότητα. Εκείνους τους ανοιξιάτικους µήνες και αργότερα, ο θάνατος και η ζωή, το συναίσθηµα και η απέχθεια, η καλοσύνη και η κακία αλληλοµάχονταν. ∆εν ήταν εύκολο να µαντέψει κανείς πότε θα δινόταν ένα τέλος. Σκέφτονταν µόνο, πότε θα φθάσουν τα καλά νέα. Ναι, οι αγαπηµένοι και οι φίλοι ήταν µε το µέρος τους. Ναι, είπαν, δεν είµαστε τόσοι πολλοί. Πρέπει να έχουµε πιο πολλούς φίλους. Κάποιοι ήταν µε το µέρος τους, αλλά πού ήταν οι άλλοι; ∆εν φαίνονταν πουθενά. Ποθούσαµε να είµαστε όλοι µαζί. Όταν ζούσαν µε τις ελπίδες και την αγάπη, επιθυµούσαν να είναι χέρι µε χέρι. Αλλά αυτό δεν συνέβη. ∆εν θα συµβεί. Είναι η ιστορία µας, δεν ξέρουµε. Ζούµε τη συγκίνηση, το πένθος µόνο κατά το ήµισυ, και αυτό είναι ελλιπές. Αλλά εκείνες οι µέρες πέρασαν. Και ζούσαµε µε συγκίνηση την ενότητα µας, µόνο για να αντισταθούµε στον εχθρό. Ενώ η αντίσταση συνεχιζόταν µε το ίδιο νόηµα, υπήρχαν δύο αδελφές: η ΖΕΧΡΑ και η ΤΖΑΝΑΝ που ένοιωθαν τις καρδιές τους να συγκινούνται µε όλα αυτά τα πράγµατα. ∆ύο αδελφές, δύο φοιτήτριες, δύο απεργοί πείνας. Την ίδια εποχή διαδραµατίστηκε η ιστορία τους. Ποιες ήταν αυτές οι δυο αδελφές; Γιατί έλαβαν µέρος στην αντίσταση; Τι σκεφτόταν ο πατέρας τους; Γιατί τους επέτρεψε να συµµετάσχουν στην απεργία πεί-


108

νας; Ή δεν το επέτρεψε, αλλά η Ζεχρά και η Τζανάν αποφάσισαν από µόνες τους; Όλα είναι δυνατά σ' αυτή την ιστορία. Βέβαια, όταν έρθει η ώρα, θα το πει η αντίσταση. Και τα άλλα µέλη της αντίστασης είναι πρόσωπα αυτού του δράµατος. Πέρα απ' αυτούς, οι επισκέπτες, οι συγγραφείς, οι ηθοποιοί και οι συνηθισµένοι άνθρωποι. Η Ζεχρά και η Τζανάν ήθελαν να εξηγήσουν τις ζωές τους. Είπαν ότι µας άκουσαν. Θέλουµε να εκφράσουµε τα συναισθήµατα και τις σκέψεις µας µε το δικό µας στόµα. Προσπάθησα να συµπληρώσω τα αιτήµατα τους όσο µπόρεσα. Μετά απ' αυτό, οι άλλοι ήρωες και ηρωίδες ήθελαν να µιλήσουν στην ιστορία µου. Μίλησαν και για τους εαυτούς τους. Υπάρχουν κάποιοι που έµειναν απ' έξω αν και άξιζαν να συµπεριληφθούν στην ιστορία. Ελπίζουµε να µας συγχωρήσετε γι' αυτό. Είναι τώρα δέκα µήνες που άρχισε η απεργία πείνας µέχρι θανάτου, στις 20 Οκτωβρίου 2000, και που ταρακούνησε τη χώρα µε πολλούς τρόπους. Αργότερα, η αντίσταση, παράλληλα µε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου που άρχισε έξω από τις φυλακές, πέρασε σε διαφορετική διάσταση και κατέληξε στο µακελειό που άρχισε στις 19 ∆εκεµβρίου 2000 και διήρκεσε τέσσερις µέρες. Αµέσως µετά, άρχισαν νέες συζητήσεις σχετικά µε την εισαγωγή των λευκών κελιών, ενώ ο υπουργός δικαιοσύνης είχε δηλώσει ότι µαταιώνονται. Το προβληµάτων φυλακών λύθηκε, σύµφωνα µε τη γνώµη του υπουργού, αλλά οι απεργοί πείνας µέχρι θανάτου δεν συµφώνησαν και άρχισαν νέο γύρο. Το πρόβληµα, που ο υπουργός έλεγε ότι λύθηκε, έχει γίνει τώρα τρέχον θέµα στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης εξαιτίας του θανάτου ενός φυλακισµένου στη φυλακή Σιντζάν στις 21 Μαρτίου 2001. Παρά τα κωλύµατα του υπουργείου, τα νέα των θανάτων έφθασαν από τις φυλακές, κι αυτό σόκαρε την κοινωνία. Όταν τα ίδια νέα έφθασαν στους απέξω, µέσα σε µια µόνο στιγµή, όλη η προσοχή συγκεντρώθηκε στους απεργούς πείνας µέχρι θανάτου που βρίσκονταν απέξω. Οι απέξω έθεσαν τα κορµιά τους έρµαια της πείνας για να στηρίξουν τη διαµαρτυρία


109

των εντός απεργών κατά των λευκών κελιών. Ουσιαστικά, η αντίσταση άρχισε στη Σµύρνη και τη Μερσίν, αλλά το κέντρο των απέξω ήταν το κτίριο της Κιουτσούκ Αρµουτλού. Αυτό το βιβλίο είναι η ιστορία των 140 ηµερών που έζησα µε τη νεώτερη κόρη µου ΤΖΑΝΑΝ, η οποία άρχισε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου στην Σµύρνη και συνέχισε την αντίσταση της στο Κιουτσούκ Αρµουτλού. Έχασε τη ζωή της στις 15 Απριλίου 2001 και η µεγαλύτερη κόρη µου ΖΕΧΡΑ έχασε τη ζωή της στις 29 Ιουνίου 2001, ενώ συνέχιζε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου στο Σπίτι της Αντίστασης, στην Κιουτσούκ Αρµουτλού. Βέβαια, υπάρχει η πρότερη ιστορία και τα αποτελέσµατα της στην αντίσταση. Κατά τη γνώµη µου, το νόηµα αυτώντων ηµερών είναι πιο σηµαντικό. Οι ιστορικοί θα γράψουν περισσότερες λεπτοµέρειες και θα αφήσουν συγκεκριµένα ντοκουµέντα. Τα πράγµατα, που θέλω να πω, αφορούν την κατάσταση του Σπιτιού της Αντίστασης στην Κιουτσούκ Αρµουτλού, όπου πέρασα τον περισσότερο χρόνο κατά την περίοδο αυτή καθώς και τα γεγονότα που έζησα και τις µνήµες που µοιράστηκα µε τους απεργούς. Καθώς είχα καταπιαστεί µ' αυτά, ήθελα, ταυτόχρονα, να µοιραστώ τα συναισθήµατα µου, όσα ένιοωσα την περίοδο αυτή, ενώ οι άνθρωποι µε κατηγορούσαν για πράγµατα που έκανα ή δεν έκανα για τις κόρες µου. Αυτή την περίοδο µίλησα για τις απογοητεύσεις µου. Κάποιες φορές η θλίψη µου ελάφραινε κι ένοιωθα ευτυχισµένος. Έµεινα µε την Τζανάν για λίγο. Αφότου ήρθε από την Σµύρνη, έζησε µόνο δύο εβδοµάδες, η µικρή µου κόρη. Αφού την πήραµε στο Ριζέ και τη θάψαµε, µοιράστηκα πολλά πράγµατα µε τη µεγαλύτερη αδελφή της, τη Ζεχρά. Φαίνεται ότι δεν µπορούσα να πενθήσω τη µικρή µου κόρη, την Τζανάν. Πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν ότι κανένας πατέρας δεν ξύνει τις πληγές των παιδιών του. Αλλά η απανθρωπιά της ζωής είναι τροµερή πολλές φορές. Εάν έχεις µόνο δυο κόρες, ποτέ δεν συνηθίζεις τον χαµό τους. Ήθελα, τα παιδιά µου να τελειώσουν τις σπουδές τους, να πάρουν τα πτυχία τους και να


770

µε αγκαλιάσουν. Ήθελα να ζήσουν πολλά χρόνια, να παντρευτούν και να αποκτήσουν παιδιά. Τι µπορούσα να κάνω, αφού δεν άλλαζαν απόφαση και ήθελαν να συνεχίσουν αυτό που άρχισαν; Τα προβλήµατα των φυλακών στη χώρα µας, φάνταζαν ως προβλήµατα της ανθρωπότητας για τις κόρες µου. Έλεγαν ότι δεν έπρεπε να µείνουµε αµέτοχοι σ'αυτό το πρόβληµα της ανθρωπότητας. Εξέθεσαν τα κορµιά τους στην πείνα και πλήρωσαν το τίµηµα. Το βασικό ερώτηµα είναι - και πρέπει να είναι - «πώς θα οικειοποιηθούµε τα προβλήµατα της ανθρωπότητας;» Η απάντηση, που θα δώσουµε σ' αυτό το ερώτηµα, καθορίζει τις ευθύνες µας. Παρά το γεγονός ότι ήταν νέες, είχαν αντιληφθεί ότι οι άνθρωποι δεν θα απελευθερώνονταν χωρίς κινδύνους, χωρίς τίµηµα. Τί υπερασπιζόµαστε; Τί είδους αρετές και ηθικές µπορούµε να θεσπίσουµε; Στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου που άρχισε το 2000 και συνεχίζεται, η Κιουτσούκ Αρµουτλού έχει σηµαντική θέση. Βέβαια, αυτή η αντίσταση πέρασε αρκετές καµπές σε πολλά µέρη. Κανένα από αυτά δεν συγκίνησε την κοινή γνώµη όπως η Κιουτσούκ Αρµουτλού. Αυτή η γειτονιά φηµιζόταν για την αντίσταση µε τις καταλήψεις σπιτιών, και τώρα µε την απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Αυτή η γειτονιά, που δεν είχε τραβήξει την προσοχή πιο πριν, εξ αιτίας των ειδήσεων για τους θανάτους στις φυλακές, έγινε για λίγο το επίκεντρο των ειδήσεων. Ενώ η κοινή γνώµη προσπαθούσε να µάθει τα όσα συνέβαιναν στις φυλακές, τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης παρακολουθούσαν το Σπίτιτης Αντίστασης. Η Κιουτσούκ Αρµουτλού ήταν σηµαντική σ' αυτή την ιστορική περίοδο. Άνθρωποι είχαν οδηγηθεί στην αιωνιότητα µέσα από τα στενά δροµάκια της Αρµουτλού. Πρώτα, ήταν η Γκιουλσουµάν Ντονµέζ. Αυτή η γυναίκα είχε έναν γιο έντεκα ετών, και ήταν η πρώτη που πέθανε από απεργία πείνας έξω από τις φυλακές. Η Γκιουλσουµάν ήταν µια φτωχή γυναίκα που ζούσε στο Κιουτσούκ Αρµουτλού. Ο αδελφός της ήταν σε φυλακή τύπου Ρ. Αυτή η γυναίκα έχασε τη ζωή της την 147η µέρα και φώτισε τον δρόµο για εκείνους που θα ακολουθούσαν. Μετά


111

ήρθε η ΤΖΑΝΑΝ ΚΟΥΛΑΚΣΙΖ. Η µικρή µου κόρη είχε αναχωρήσει από το Αρµουτλού. Κάθε αναχώρηση πονούσε τις καρδιές µας. Η πιθανότητα νέων θανάτων µεγάλωνε τη θλίψη µας ακόµα περισσότερο. Κι έπειτα, η Σενάϊ Χανογλού. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπου συνεχιζόταν η αντίσταση. Άφησε τον άνδρα της στη φυλακή και τα παιδιά της πίσω και πήρε µε τη σειρά της τον τελικό δρόµο. Εν τω µεταξύ, ο ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΓΚΙΟΥΛΕΡ, που συνέχιζε την απεργία στην Σµύρνη, ενώθηκε µε το καραβάνι που είχε φύγει. Μετά, πήρε τη σειρά της η ΖΕΧΡΑ ΚΟΥΛΑΚΣΙΖ. Η µεγαλύτερη κόρη µου, η µεγαλύτερη αδελφή της Τζανάν. Η αντίσταση δεν έδινε σηµασία σε νέους και γέρους, αλλά έπαιρνε αυτούς που ήταν µπροστά. Η ΣΕΒΓΚΙ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ενώθηκε µαζί τους. Η Σεβγκί Ερντογάν, που συνέχιζε στην Αρµουτλού, είχε αρχίσει την απεργία στη φυλακή, και δεν θα αργούσε να ενωθεί µε όλους όσους είχαν φύγει. Η Αρµουτλού, αυτές τις ιστορικές στιγµές, υπήρξε η σκηνή µιας εξαιρετικής αντίστασης από µικρό αριθµό ανθρώπων. Αφού πέθανε η Τζανάν. και επέστρεψα στην Αρµουτλού, θέλησα να περάσω τον χρόνο µου µε την κόρη µου Ζεχρά η οποία ήταν µόνη. Ταυτόχρονα, ετοιµάστηκα για τα γεγονότα που θα ζούσα στην Αρµουτλού. Η µεγαλύτερη κόρη µου, η Ζεχρά δεν θα εγκατέλειπε την απεργία πείνας µε όποιο κόοτος. Σ' αυτή την περίπτωση, αποφάσισα να κάνω ό,τι µπορούσα για να στηρίξω των αγώνα των φυλακισµένων. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που το έκαναν αυτό. Άνθρωποι από κάθε συνοικία.... ∆ιανοούµενοι, δικηγόροι, καλλιτέχνες και πολλοί άλλοι ευαίσθητοι άνθρωποι, που έβαζαν όλη τους την καρδιά, για να σταµατήσουν τους θανάτους και να τερµατίσουν την απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Στο µεταξύ, συναντηθήκαµε µε οµάδες που δεν έδειξαν την απαραίτητη αλληλεγγύη που ελπίζαµε και δεν ενήργησαν µε τρόπο που άρµοζε στην ιστορική αυτή αποστολή. Μια εβδοµάδα αργότερα, χάσαµε την µικρή µου κόρη Τζανάν. Κινητοποιήθηκα όταν δύο παλιοί µου φίλοι µε επισκέφθηκαν και µου είπαν ότι χρειάζονταν οµιλητή την Πρωτοµα-


112

για και µου πρότειναν να εκπροσωπήσω τις οικογένειες των φυλακισµένων. ∆έχτηκα ευχαρίστως να το κάνω. Το πρωί της 1ης Μάη, ο άνθρωπος που µε κάλεσε µου είπε ότι όλα ήταν έτοιµα και ότι µε περίµεναν. Όταν έφτασα, είπαν ότι δεν υπήρχαν προβλήµατα και µπορούσα να µιλήσω. Αλλά όταν οι δηµόσιες οµιλίες τελείωσαν και συνέχισαν µε µουσική, κατάλαβα ότι δεν θα µου επέτρεπαν να µιλήσω. Όταν ρώτησα τί συνέβαινε, δεν µου έδωσαν καµµια διαφωτιστική απάντηση. Αυτή ήταν η πρώτη µου απογοήτευση. Το να µιλήσω δεν ήταν σηµαντικό. Ήταν κακό σηµάδι το γεγονός ότι, εκείνη τη σηµαντική µέρα, δεν άφησαν να µιλήσει, για λίγα λεπτά, κάποιος εξ ονόµατος των φυλακισµένων. Η περηφάνεια µου πληγώθηκε. Με προσκάλεσαν, αλλά δεν µου επέτρεψαν να µιλήσω. Είχα χάσει τη µια µου κόρη κι επρόκειτο να χάσω και την άλλη. Αν µε άφηναν να µιλήσω, θα έχαναν τόσα πολλά; Τί κέρδισαν που δεν µου το επέτρεψαν; Αναρωτιέµαι τι ένοιωθαν όταν το έκαναν αυτό. Εκείνοι που απαγόρευαν τον αγώνα των εργαζοµένων, τί είδους δηµοκρατία υπεράσπιζαν; Αυτή είναι η πιο παράξενη χώρα! Έχω χάσει και τις δυο µου κόρες στην αντίσταση. Κανένας αρχηγός πολιτικού κόµµατος, σύλλογοι ή συνδικάτα δεν εξέφρασαν τα συλλυπητήρια τους σε µένα. Ένας ιµάµης από το Μπολού έδειξε αυτή την ευαισθησία. Ήρθε στο Αρµουτλού και συζήτησε µαζί µου και µου έδωσε τις ευλογίες του. Βέβαια, αυτό θα καταγραφεί στην ιστορία. Ούτε εγώ, ούτε οι κόρες µου ζητήσαµε οίκτο από κανέναν µέχρι τώρα. Σεβαστήκαµε την εργατική τάξη και προσπαθήσαµε να ζήσουµε από τη δουλειά µας. Αλλά αναζητήσαµε την αγάπη, κατά τη διάρκεια της ζωής µας. Η αλληλεγγύη και η οµαδική δουλειά ήταν µέρος της ζωής µας. Πάντα δίναµε αγάπη µε ανοιχτή αγκαλιά. Λίγες λέξεις γεµάτες αγάπη από µια ζεστή καρδιά ήταν σηµαντικές στη ζωή µας. Τα µάτια µας ήταν πάντα ανοιχτά. Ασχοληθήκαµε µε τα προβλήµατα των φίλων και του λαού µας, σαν να ήταν δικά µας προβλήµατα. Πολύ συχνά µοιραστήκαµε µε τους φίλους ένα καρβέλι ψωµί κι ένα πιάτο σούπα. Όταν κατανοούσαµε, ποτέ δεν πληγωνόµασταν.


113

Ακόµα κι όταν ζούσαµε σ' έναν κόσµο-υποκριτή, παραµέναµε αληθινοί στις κρίσεις µας. Πάντα κατανοούσαµε. Ο πόθος µας για ειρήνη ποτέ δεν µειώθηκε. Πάντα θέλαµε να κερδίσουµε µε ειρήνη και αγάπη. Γι' αυτό, αν ήταν δυνατόν, θα µπορούσαµε να θυσιάσουµε και την καρδιά µας επί πινάκι, χωρίς να διστάσουµε. Τώρα, βλέπετε πώς είναι η κατάσταση. Κάποιοι που ενδιαφέρονταν για τα µικρά πράγµατα, άλλαξαν την προσωπικότητα και τις σκέψεις τους µεγαλώνοντας. Όλοι αυτοί έδωσαν νόηµα στον αγώνα και στην πραγµατικότητα του κόσµου. Όλες τις µέρες που µείναµε στο Κιουτσούκ Αρµοϋτλού, συζητούσαµε µε τους επισκέπτες που έρχονταν και κάναµε δηλώσεις στον ξένο τύπο. Πολλές φορές ήρθα σ' επαφή µε δραστηριότητες που συνέβαιναν εκτός Κωνσταντινούπολης. Στις 9 Ιουνίου 2001, τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόµµατα πήραν απόφαση για µαζική εκδήλωση που οργανώθηκε από κάποιες δηµοκρατικές οργανώσεις. Πήρα µέρος, σαν οµιλητής εκ µέρους ΤΑΥΑΟ και πήγαµε, σαν οµάδα, από την Κωνσταντινούπολη στην Άγκυρα.Όταν φθάσαµε στον ιππόδροµο, απ' όπου θα ξεκινούσε η πορεία, ξαφνικά θυµήθηκα τη µικρή µου κόρη Τζανάν. Πριν αρχίσει την απεργία πείνας µέχρι θανάτου, την είχα συναντήσει σε µια µαζική εκδήλωση σαν αυτήν. Είχε έρθει από την Σµύρνη κι εγώ είχα πάει από την Κωνσταντινούπολη. Αγκαλιαστήκαµε για πολλή ώρα. Κι οι δυο βαδίζαµε αγκαλιασµένοι και φωνάζαµε συνθήµατα, να κλείσουν τα λευκά κελιά. Μετά από εκείνη τη στιγµή, ήµουν µόνος και η Τζανάν δεν ήταν δίπλα µου. Μπορούσα να βαδίζω, χωρίς την Τζανάν αλλά µε άλλους φίλους µου, όπως είχα βαδίσει τότε µαζί της. Όταν ήρθε η σειρά µου να µιλήσω, οι φίλοι µου έδωσαν µια φωτογραφία της Τζανάν και την κρέµασα στο στήθος µου. ∆εν θα µιλούσα πια µόνος. Μιλούσα µε τη Τζανάν. Μερικές φορές τα συναισθήµατα και των δυο ξεχύνονταν από το στόµα µου. Στην οµιλία µου, µίλησα για την Τζανάν, µίλησα για την αντίσταση. Κάποιες στιγµές ήµουν ανίκανος να µιλήσω. Αλλά µπορούσα να εξηγήσω και σε κάθε περίπτωση προσπαθούσα να


114

προλάβω τους θανάτους. Πριν µιλήσω, ένας από τους παιδικούς µου φίλους, ο Μεχµέτ Οζέρ, διάβασε ένα ποίηµα που είχε γράψει στη µνήµη της Τζανάν. Ήταν πολύ όµορφο και µεστό ποίηµα. Ήταν δύσκολο να µιλήσω στους ανθρώπους από το βήµα, καθώς προσπαθούσα να είµαι δυναµικός και ήρεµος. Προσπάθησα να µιλήσω για την υποκριτική συµπεριφορά του έπουργείου ∆ικαιοσύνης. Είχα ζητήσει να συνεχιστούν οι διαπραγµατεύσεις που είχαν αρχίσει πριν την 19η ∆εκεµβρίου, για το θέµα της αποµόνωσης. Ο υπουργός ήταν σαν τοίχος. Σιωπηλός και κουφός. Από την αρχή είχαν αποφασίσει το µακελειό και το είχαν σχεδιάσει. Είχαν φτιάξει ένα ψεύτικο σενάριο, για να καλύψουν την αλήθεια, στην πράξη, όµως, αποδείχτηκε πως είχε γίνει µακελειό. Μετά τη µαζική εκδήλωση, επιστρέψαµε στην Κωνσταντινούπολη µε τις άλλες οικογένειες. Με µιας, έτρεξα στην κόρη µου στην Αρµουτλού. Με περίµενε. Της διηγήθηκα για την εκδήλωση, για την οµιλία µου, για την έξαψη µου. Ένας από τους φίλους που δεν θα ξεχάσω στο Αρµουτλού ήταν ο Αλί. Ο Αλί ήταν αδελφός της Χούλια Σιµσέκ, που πέθανε στην Κιουτσούκ Αρµουτλού. Περάσαµε όλες τις µέρες µαζί και νοιώσαµε τα ίδια συναισθήµατα. Ήταν ένθερµος φίλος, λίγο δειλός στην έκφραση της άποψης του, αλλά µε καλή καρδιά. Φρόντιζε για όλους µας. Πότε-πότε, η µητέρα του ερχόταν κι έπειτα πάλι επέστρεφε στο Ερζιντζάν. Ο αδελφός του Αλί ήταν σε λευκό κελί στο Εντιρνέ. Η µητέρα του είχε εξοικειωθεί µαζί µου. Μετά τον θάνατο της Τζανάν, µου έγραψε ένα γράµµα, και ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν τόσο όµορφος.. . Το περιεχόµενο του γράµµατος ήταν µεγαλειώδες, µεγαλύτερο από το ίδιο το γράµµα. "Οταν το διάβασα συγκινήθηκα και σηµείωσα ότι όποτε βρισκόµασταν, η ζεστασιά µας δεν έσβηνε. ∆εν ήµουν λοιπόν µόνος. Επικοινωνούσα και µε άλλες καρδιές. Αυτή την περίοδο έλαβα πολλά γράµµατα και µίλησα πολύ στο τηλέφωνο. Ήταν εκείνοι από τους έξω κι εκείνοι από τις φυλακές. Όλοι συµµερίζονταν τον πόνο µου και ήθελαν να µε κάνουν να µη νοιώθω µόνος. Πραγµατικά δεν είχα σκεφτεί ότι


115

µόνο λίγες γραµµές θα ήταν σηµαντικές. Αυτά τα γράµµατα έδωσαν νόηµα στις µέρες εκείνες. Εκείνες τις δύσκολες ηµέρες, βρήκα τη δύναµη να σταθώ όρθιος. Υπάρχει, όµως, κι ένα άτοµο που δεν θα µπορέσω να ξεχάσω. Όταν σκέφτοµαι σήµερα, βλέπω την µεγαλύτερη αδελφή Μπιλγκεσού µε τους απεργούς, στην ίδια πλατεία. Από την αρχή, αυτή ήταν στο κέντρο της αντίστασης. Ήταν καλλιτέχνις και άνοιγε τις πόρτες του σπιτιού της στους αντιστασιακούς. Αναπνέαµε µαζί. Μαζί µας ένιωθε χαρούµενη ή λυπηµένη. Ήταν η µεγαλύτερη αδελφή όλων µας, µε τη ζεστασιά και την καλλιτεχνική της ευαισθησία. Με την εµπειρία και τη γνώση της, συνεχίσαµε τον αγώνα µέρα και νύχτα και δεχθήκαµε την υποστήριξη του κύκλου των καλλιτεχνών που γνώριζε. Ήµαστε µαζί µε τη µεγαλύτερη αδελφή Μπιλγκεσού σε κάθε φάση της αντίστασης. Προσπαθούσε να µοιράζεται µαζί µας ό,τι είχε. Ενδιαφερόταν, και για τους αντιστασιακούς, και για τις οικογένειες τους. Με την µεγαλύτερη αδελφή, την Μπιλγκεσού, είχαµε πολλούς φίλους καλλιτέχνες. Κανείς τους, όµως, δεν µπόρεσε να δείξει την ίδια σταθερότητα, σαν την Μπιλγκεσού Ερενούς. Βρισκόταν πάντα µαζί µας και, στο τέλος, έγινε µια από µας. Οι άλλοι καλλιτέχνες φίλοι προσπάθησαν να µας δώσουν ό,τι είχαν. Για παράδειγµα, η Ντίλεκ Γκιοκτσίν. Μοιράστηκε µαζί µας πολλά πράγµατα. Επισκέφτηκε το Σπίτι της Αντίστασης στην Αρµουτλού, πολλές φορές. Υποθέτω ότι µοιραζόταν ό,τι είχε µε την Τζανάν. Πάντως, πέρα απ' όλα αυτά , πρέπει να δηλώσω ότι οι καλλιτέχνες και οι διανοούµενοι δεν ανταποκρίθηκαν ποτέ στις προσδοκίες µας. Οι ευρωπαϊκές αρχές ήταν οι εφευρέτες του συστήµατος των κελιών και της αποµόνωσης. Πήγα στην πρεµιέρα της ταινίας «Σιωπηλός θάνατος» που αναφερόταν στα κελιά και την αποµόνωση των ευρωπαϊκών φυλακών. Η σκηνή που είδα δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα. Σχεδόν όλοι οι διανοούµενοι και οι καλλιτέχνες που θα θέλαµε να δούµε στην Κιουτσούκ Αρµουτλού ήταν εκεί. Απόρησα γιατί ενδιαφέρονταν τόσο. Γιατί οι διανοούµενοι µας έδειχναν τόσο ενδιαφέρον γι' αυτό το ντοκι-


116

µαντέρ που γυρίστηκε µε βάση τα όσα έλεγαν οι ευρωπαίοι κρατούµενοι, οι συγγενείς τους και οι εµπειρογνώµονες; Φαίνεται ότι οι άνθρωποι που χάθηκαν στο µακελειό και στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου δεν έδιναν επαρκή ενηµέρωση στον λαό µας. Αργότερα, το ντοκιµαντέρ συζητήθηκε από οµάδα ειδικών. Ένας καθηγητής του δικαίου, που διηύθυνε τη συζήτηση, έκανε µια παρατήρηση την οποία βρήκα ενδιαφέρουσα: «∆εν υπάρχει όριο ηλικίας στη µάθηση, έµαθα πολλά πράγµατα µε τη δουλειά µου. Ευχαριστώ εκείνους που ετοίµασαν αυτή την ταινία που εξηγεί τόσα πολλά για την έννοια της αποµόνωσης». Ένιωσα ένα παράξενο συναίσθηµα. Αυτός ο νοµικός, που είχε περάσει τη ζωή του στη φυλακή, προσπαθούσε να καταλάβει την αποµόνωση από αυτή την ταινία και από τους πρώην κρατούµενους που προέρχονταν από ξένες χώρες. Προσπαθούσαµε για έναν ολόκληρο χρόνο να ενηµερώσουµε τους ανθρώπους για την αποµόνωση των λευκών κελιών και να εξηγήσουµε ότι ήταν αδύνατον να ζήσουµε σ' αυτά. Εκδόθηκαν βιβλία και εκθέσεις κι έγιναν συζητήσεις, για να µάθουµε την αλήθεια για τα λευκά κελιά από τους ξένους κρατούµενους; Πράγµατι, αυτή η ταινία ήταν απάντηση στην αποκαλούµενη υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Ήταν ελκυστικό να πιστεύεις εκείνους τους ευρωπαϊκούς λαούς και όχι τους δικούς µας διανοούµενους. Όλα αυτά που ζήσαµε για µήνες πληρώνοντας το τίµηµα δεν ήταν πειστικά, αλλά όταν οι ευρωπαίοι το συζήτησαν η καρδιά µας πόνεσε. Αυτό ήταν σηµαντικό πρόβληµα για µένα, ενώ προσπαθούσα να βρω απαντήσεις. Γιατί ήταν εχθρικοί µε τους δικούς τους ανθρώπους; Γιατί οι δηλώσεις των φυλακισµένων και των συγγενών τους δεν έπειθαν τους δικούς µας διανοούµενους; έπήρχαν τόσα µακελειά που ζήσαµε και τόσοι άνθρωποι που πέθαναν. Γιατί οι φίλοι µας µάθαιναν από αλλού ότι τα κελιά της αποµόνωσης είναι απάνθρωπα; Λέγαµε ψέµατα για µήνες; ∆εν υπήρχε κανένα νόηµα στα θαµµένα πτώµατα; Πώς µπορούµε να εµπιστευθούµε τους φίλους µας; Αυτοί δεν ήταν άνθρωποι


777

που είχαν χάσει τη ζωή τους στην αντίσταση του δικού µας λαού; Ποιος θα αποφάσιζε ποια θα είναι η θέληση του λαού; Τι σήµαιναν πράγµατι τα αιτήµατα της Τζανάν, Βέβαια αυτή η περίοδος ήταν δύσκολη να τη ζήσεις. Ο καθένας πρέπει να πιστεύει ότι βρίσκεται στο επίκεντρο µιας σηµαντικής εξέτασης και πρέπει να έχει συνείδηση της ιστορικής του ευθύνης. Ήταν έτσι; Και οι διανοούµενοι φίλοι µας ενήργησαν έτσι ενώ εγώ είχα χάσει τις κόρες µου, την Τζανάν µου και τη Ζεχρά µου; Σκέφτηκα ότι ήταν τα µάτια και τα αυτιά µας. Ενώ εµείς τους εµπιστευθήκαµε µε όλη µας την καρδιά, γιατί αυτοί δεν προστάτεψαν τις καρδιές µας; Γιατί δεν έγραψαν για µας και, τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς, δεν έδειξαν θάρρος; Ενώ το αίµα έσταζε στην καρδιά µας, αυτοί πέρασαν και δεν είπαν «γεια». Αλλά διαβάσαµε γι' αυτούς τους διανοούµενους και τα τραγούδια τους. Μας ξύπνησαν και πρόσθεσαν νέα ενηµέρωση στο µυαλό µας. Συνηθίσαµε να λυπούµαστε µε τα λαϊκά τους τραγούδια και µε τις λέξεις των ποιηµάτων τους. ∆ηµιούργησαν εξαιρετικές και σηµαντικές µνήµες. Ενώ περιέγραφαν µια ιστορία αγάπης που πήγε στραβά, έφερναν ελπίδα και αγάπη στους ανθρώπους. Αλλά τι συνέβη κι έκανε αυτούς τους ανθρώπους φοβισµένους-είναι ανεξήγητο. Ενώ τα παιδιά µας εξέθεταν τα κορµιά τους στην πείνα, πώς προσποιούνταν ότι δεν µας έβλεπαν; Πράγµατι ο κόσµος µας είναι ξέχωρος από τον δικό τους. Αρρωσταίνεις όταν σκέφτεσαι ότι αναπνέεις τον ίδιο αέρα και περπατάς στο ίδιο πάρκο. Η νεώτερη κόρη µου Τζανάν συνήθιζε να έχει ένα βιβλίο µε αυτόγραφα. Εάν έπαιρνε µια κασέτα ήταν πολύ ευτυχισµένη. ∆εν είναι αλήθεια ότι δεν είχαµε πολλά να µοιραστούµε. Μπορούσαµε να βρούµε κάτι να µοιραστούµε στην φτωχότερη και µοναχική στιγµή. ∆ηµιουργήσαµε από παλιά τα τις αξίες µας. Όταν µοιραζόµαστε, νιώθαµε πλούσιοι. Για παράδειγµα, το να µοιραστείς την ελπίδα σε έκανε να νιώθεις περήφανος. Ενώ η ιστορία αυτής της αντίστασης γράφτηκε, τα µέλη της αντίστασης έµειναν µόνοι. Εκείνοι που επέζησαν θα δω-


118

σουν παραδείγµατα έλλειψης πίστης στις σελίδες αυτές. Θα προσπαθήσουν να κατανοήσουν γιατί εµφανίστηκε αυτή η αντίφαση. Θα προσπαθήσουν να βρουν λύσεις για όλα τα συµβάντα. Θα πουν ότι δεν θα 'πρεπε να ήταν έτσι, υπήρχαν παιδιά ανάµεσα σ' αυτούς τους ανθρώπους. Στις δύσκολες µέρες έπρεπε να καταλάβουν και να µιλήσουν. Αντί να το κάνουν, έµειναν σιωπηλοί. Αυτό µετρούσε στη θλίψη τους. Τα γεγονότα στο Αρµουτλού εισήγαγαν µια νέα φάση σχετικά µε τις κρατικές αποφάσεις για τις φυλακές. Οι νέοι απεργοί πήραν τη θέση των προηγούµενων που έχασαν τη ζωή τους στο Αρµουτλού. Οι απεργοί πείνας µέχρι θανάτου που είχαν απελευθερωθεί περιστασιακά, συνέχιζαν την απεργία. Ο έπουργός υπέθεσε ότι θα σταµατήσει εκείνους που έκαναν απεργία πείνας µέσα στις φυλακές, αυτοί τότε θα απελευθερώνονταν σύµφωνα µε τον νόµο και υπέθετε ότι θα τεθεί ένα τέλος στην αντίσταση. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Οι φυλακισµένοι που είχαν αφεθεί ελεύθεροι, αποφάσισαν να συνεχίσουν την αντίσταση τους στο Αρµουτλού, κι έτσι εµποδίστηκαν τα σχέδια του κράτους. Καταρχήν, η απεργία που άρχισε σε ένα οίκηµα, συνεχίστηκε µε περισσότερους από 20 απεργούς σε πέντε οικήµατα. Αυτή η νέα εξέλιξη φάνηκε να είναι στο επίκεντρο της αντίστασης στο Κιουτσούκ Αρµουτλού. Μεταξύ άλλων, η απεργία πείνας µέχρι θανάτου που είχε ξεκινήσει σε πολλές περιοχές, εξαπλωνόταν καθηµερινά. Τα πράγµατα που θέλαµε να γίνουν πραγµατικότητα και όσα έγιναν πραγµατικότητα δεν θα µπορούσαν να δικαιώσουν τις προσδοκίες µας. Τα γεγονότα που συνάντησα αυτές τις τελευταίες φορές είναι γεγονότα που δεν µπορούσα να πιστέψω ότι ήταν πιθανά. Είχα χάσει δύο κόρες, την Τζάναν και την Ζεχρά, στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Για παράδειγµα, λίγο καιρό πριν, δεν µπορούσα να πιστέψω οτιδήποτε σαν κι αυτό. Αλλά η ζωή συνεχίζεται παρά το γεγονός ότι εσείς κι εµείς µπορούµε να επέµβουµε µόνο σε ένα µικρό βαθµό. Τα γεγονότα µας ξεπερνάνε και αναπτύσσονται και εσείς δεν µπορείτε να κάνετε πολλά γι' αυτό. Θα αναγκαστείς να εξηγήσεις αυτήν την κατάσταση. Πώς


119

θα µπορούσα να εξηγήσω αυτό το γεγονός στους κοντινούς µου φίλους; Παρ' όλο τον τόσο µεγάλο πόνο που είχα σαν εµπειρία, το να µην εκφράζεσαι στην κοινωνία ή να µην δείχνεις τα συναισθήµατα σου είναι ένα λυπηρό γεγονός. Αυτό που κάνουν οι άνθρωποι που έχουν την ίδια εµπειρία σε πόνο όπως εγώ είναι να προσπαθούν να ξεχάσουν και να µείνουν µακριά από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Ήθελαν τα παιδιά µας να το κάνουν αυτό, στην πραγµατικότητα; Ήταν σωστό να ξεχάσουµε τις επιθυµίες των παιδιών µας; Φυσικά όχι. Εάν δεν θεωρούµε την αντίσταση και τους αγωνιστές µας νόµιµα, µπορούµε να γυρίσουµε στο φυσιολογικό τρόπο ζωής, αν, φυσικά, δεν µας ενοχλεί το να δείξουµε ασέβεια στα παιδιά µας. Εάν δεν θέλουµε να αντιµετωπίσουµε κι άλλους θανάτους, πρέπει να κάνουµε δηλώσεις µε όλες τις λεπτοµέρειες στην κοινή γνώµη και σε όσους νοιάζονται για τα γεγονότα που έχουν συµβεί µέχρι τώρα και αγωνίζονται για την νοµιµοποίηση της αντίστασης. Πρέπει ακόµη να εξηγηθούν οι πολιτικές ευθύνες και η ενοχή των εκάστοτε κυβερνήσεων που εθελοτυφλούσαν και παρατηρούσαν παθητικά τους θανάτους αυτής της αντίστασης. Αυτή η ταλαιπωρία της κοινωνίας κράτησε πολλούς µήνες. Τα δικά µας παιδιά πλήρωσαν το τίµηµα να χτυπηθούν στη ζωή τους. Ήθελαν να βγάλουν προς τα έξω τα πιστεύω τους και τις πολιτικές τους ιδέες. Αλλά οι ανελέητες κυβερνήσεις παρακολουθούσαν παθητικά αντί να δέχονται τα αιτήµατα τους. Οι κυβερνήσεις της χώρας µας που προτιµούσαν πάντα τη βία ως σύστηµα διακυβέρνησης έπαιζαν πολύ καλά το ρόλο τους ώστε να µην λύνουν τα προβλήµατα της κοινωνίας και να προσποιούνται ότι δεν βλέπουν τα αιτήµατα που παρουσιάζονται. Αλλά πρέπει να ξέρουν ότι δεν θα πετύχουν µε αυτές τις µεθόδους. ∆εν µπορούσαµε να ξεχάσουµε την θλίψη στην οποία µας υπέβαλαν. Εάν συνειδητοποιούσαν τις επιτυχίες τους, την ηρεµία που υπήρχε στην κοινωνία η οποία ήταν αποτέλεσµα του τυραννικού συστήµατος, τότε θα καταλάβαιναν ότι έκαναν ένα


120

µεγάλο λάθος. Και οδήγησαν την κοινωνία ώστε «να ξεχάσουν το γέλιο οι φτωχοί». Ένα µεγάλο µέρος της κοινωνίας έχασε την ελπίδα τους για το αύριο. Θάψαµε τους νέους µας και αυτοί τους ρεζίλεψαν. Πώς δηµιούργησαν µια κοινωνία σαν κι αυτή; Αυτή η περίοδος άρχισε πολύ καιρό πριν. Αρχικά αύξησαν τη βία στο µέγιστο βαθµό τροµοκρατώντας τις καρδιές των ανθρώπων. Αυτοί που αντιστάθηκαν τιµωρήθηκαν µε βασανιστήρια και φυλάκιση. Το επόµενο βήµα ήταν να τους αλλάξουν τα µυαλά. Ήξεραν ότι ο ευκολότερος τρόπος για να πείσουν την κοινωνία είναι να επέµβουν στο µυαλό και την καρδιά. Για να καταφέρουν να αποδιοργανώσουν τη ζωή στην κοινωνία, από την µία πλευρά παρουσίασαν πολλές νέες απαγορεύσεις και από την άλλη προσπάθησαν να σκορπίσουν το φόβο κατά των οργανώσεων. Άρχισαν µια επίθεση ενάντια στις ανθρώπινες αξίες µας. Οι άνθρωποι µας υποβαθµίστηκαν σε σκλάβους, χωρίς να σκέφτονται και να ρωτάνε. Ενώ συνεχώς µιλούσαν για την ελευθερία της σκέψης, ο ιµπεριαλισµός προπαγάνδιζε τον εκφυλισµό της κουλτούρας. Βοηθώντας ο ένας τον άλλο έγιναν αισχρές πράξεις. Είχε γραφτεί ότι το να είσαι αντίθετος στην κυριαρχία του κράτους είναι ξεπερασµένη συµπεριφορά. Ενώ οι άνθρωποι µας έτρωγαν από τα σκουπίδια, οι ερευνητές έγραψαν γι' αυτό και απειλήθηκαν για αυτή τους την πράξη. Τους είπαν ότι έκαναν την χώρα µας να φαίνεται άσχηµη στον έξω κόσµο. Όχι οι βασανιστές αλλά οι άνθρωποι που έγραψαν για τα βασανιστήρια πήγαν στα δικαστήρια. Οι νέοι µας οδηγήθηκαν στον κόσµο των ναρκωτικών και της πορνείας από αυτούς που υποστήριζαν ότι τους προστάτευαν από τον κίνδυνο. Και σύµφωνα µε την άποψη τους, το να υπερασπίζεσαι δηµόσιους υπαλλήλους ήταν αισχρή συµπεριφορά, αλλά την ίδια στιγµή αυτοί που έλεγαν αυτό ήταν εκείνοι που δολοφονούσαν. Και µετά, συνεχώς κατέστρεφαν την αίσθηση και το νόηµα των αξιών της κοινωνίας. Η κοινωνία ήταν ένας από αυτούς τους θεατές. Πολλοί άνθρωποι απλά παρακολουθούσαν τα γεγονότα που εξελίσσονταν στη χώρα. Για πολλά χρόνια, σε ένα µέρος της χώρας µας όπου το αίµα έρεε σε


727

αφθονία, το µόνο που έκαναν ήταν να βλέπουν. Για παράδειγµα, κοιτούσαν αµέτοχοι ενώ οι διανοούµενοι της χώρας καίγονταν στην δΙΥΑδ.1 Ενώ λεηλατούσαν τον πλούτο του υπεδάφους και τον πουλούσαν, ήταν αυτοί αντίθετοι στην ιδιωτικοποίηση, οι οποίοι θεωρούνταν αισχροί. Τελικά, γίναµε µια κοινωνία των κουφών ,των σκουπιδιών και τον αναίσθητων. Σε αυτή την περίπτωση οι τυραννικές µηχανές θα λειτουργούν ευκολότερα και τα όπλα τους θα κατευθυνθούν πιο γρήγορα σε αυτούς που αποτελούν τη συνείδηση της κοινωνίας. Και θα έδειχναν τι σήµαινε το να είσαι αντίθετος µε το κράτος. Θα το αποστήθιζαν και όσοι ήταν αντίθετοι δεν θα µπορούσαν ποτέ ξανά να δείξουν θάρρος. Και τότε οι «έξυπνοι» πολιτικοί ήρθαν στην επιφάνεια Σύµφωνα µε αυτούς τους έξυπνους πολιτικούς, δεν ήταν η σωστή στιγµή να δηµιουργήσουν ήρωες. Γνωστοί συγγραφείς, εφηµερίδες και γνωστοί πολιτικοί θα καθοδηγούν και οι υπόλοιποι θα ακολουθούν πίσω τους. Τι σηµαίνει η Απεργία Πείνας µέχρι Θανάτου και γιατί αυτά τα σώµατα των νέων παραδίνονται στο θάνατο; Άξιζε να πεθαίνουν γι' αυτό; Μπορεί να βρούµε άλλους τρόπους να αγωνιστούµε. Και µετά έδωσαν πολλές συµβουλές για να διορθώσουν το λάθος. ∆εν έκαναν τίποτα, µόνο µιλούσαν πολύ. Ενώ κάποιοι από αυτούς λυπόντουσαν και έλεγαν: Κι αν αυτά τα παιδιά έχουν δίκιο και εµείς είµαστε αυτοί που κάνουµε λάθος; άλλοι τους κοιτούσαν αδιάφορα. Πίστευαν ότι είχαν τρελαθεί. Οι εµπειρίες των αγωνιστών σίγουρα τους επηρέασαν. 'Ελεγαν τα πάντα άλλα δεν ήθελαν να καταλάβουν το "απεργία πείνας µέχρι Θανάτου." Οι περισσότεροι από αυτούς έβγαζαν µε1. Αναφορά σε ένα περιστατικό τον Ιούλιο του 1993 όταν οι διανοούµενοι και οι διαπρεπείς οπαδοί της ΑΙΕνΊ εξήγηση του Ισλάµ, µια µεγάλη αλλά καταδιωκόµενη µειοψηφία στην Τουρκία, ήρθε οτην πόλη 3ΐνΑ3 για ένα συνέδριο. Ένα υποκινούµενο από τον δίΙΝΝΙ ΜίΙδΙΙΜ πλήθος, φανατικοί και φασίστες έκαψαντο ξενοδοχείο τους, και καταγράφτηκαν 37 θάνατοι. Η αστυνοµία, οι στρατιώτες και η πυροσβεστική του δίνΑδ δεν επενέβησαν.


722

γάλους λόγους, αλλά δεν καταλάβαιναν κανέναν από τους αγωνιστές. Έγραψαν ολόκληρες σελίδες για το να είσαι ανθρωπιστής. Ενώ οι ανακοινώσεις των θανάτων ακούγονταν η µία µετά την άλλη, ανακάλυψαν ότι η ζωή ήταν ιερή. Στο µεταξύ είχαν ξεχάσει πώς να προστατεύουν την ιερή ζωή τους. Όπως τις άλλες ιερές αξίες, η ιερή ζωή είχε χάσει το νόηµα της και έπρεπε να γνωρίζουν πώς να αγωνιστούν γι' αυτό. Αλλά όχι. Ό,τι έγινε, έγινε. Η Τζανάν είπε ότι ήταν έτοιµη να πληρώσει το τίµηµα ότι κι αν γινόταν. Η Ζεχρά είπε ότι δέχτηκε το ρίσκο να θυσιάσει τις πιο σηµαντικές της αξίες για να προστατεύσει την ιερή ζωή. Ήταν αναγκασµένες να το καταλάβουν προκαταβολικά. Κάποιοι είπαν ότι ήταν αυτοκτονία, άλλοι είπαν ότι αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι µπορεί να ζουν ακόµη. Όπως είπαν αυτό, πολλοί νέοι άνθρωποι µας είχαν εγκαταλείψει ένας - ένας. Ακολουθώντας την Τζανάν, αποχαιρετήσαµε την Ζεχρά στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτοί που έπρεπε να έρθουν κοντά ήταν πολύ µακριά. Πιθανόν φοβούνταν να τακτοποιήσουν σηµαντικούς λογαριασµούς µεταξύ τους. ∆εν µπορούσαν να αντέξουν αυτά που η Τζανάν θα µπορούσε να πει. Αλλά αργότερα, είπαν ότι λυπήθηκαν, χωρίς να σκεφτούν αν το πίστευαν ή όχι...


ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΖΕΧΡΑ


125

Γεια σου Ζεχρά Έχω λάβειτην 2η κάρτα που έστειλες. Γράφω µια βδοµάδα αργότερα λόγω των διακοπών. Ζεχρά, µαζί προχωράµε ενάντια στον θάνατο. Εσύ, εκτός φυλακών κι εµείς από µέσα. Ακούσαµε ότι τελικά µάχεστε τον άγγελο του θανάτου. Αλλά πρόκειται να ξεσπάσουµε εδώ και τότε θα τρανταχτεί το τυραννικό σύστηµα. Θα σπάσουµε αυτή την µελαγχολική σιωπή. Αυτές οι µέρες είναι οι αγγελιοφόροι µιας καταιγίδας που θα έρθει ξαφνικά. Ίσως ξεσπάσει οποιαδήποτε ηµέρα, οποιαδήποτε ώρα. Ζεχρά, φτάσαµε στο τελικό στάδιο εδώ. Οι αρχηγοί µας έχουν ήδη προχωρήσει. Θα ξεσπάσουν οποιαδήποτε στιγµή. Ο Μεχµέτ Ζίντζιρ και ο Γασάρ Γαϊαν έχουν κάνει αγώνα δρόµου προς την τελική ευθεία και τους ακολουθούµε. Λογοµαχούµε µε τον γιατρό που δεν ξέρει τίποτα. Όταν η υγεία µας άρχισε να χειροτερεύει άσχηµα, τοποθέτησαν έναν άνδρα σε υπηρεσία και δεν ξέρουµε αν είναι γιατρός ή κατάσκοπος. Νοµίζω στέλνουν µακριά τους προηγούµενους γιατρούς. Ο φασίστας γιατρός έρχεται µια φορά την ηµέρα, 6 το πρωί. Επιστρέφει µε άδεια χέρια. Γίναµε πειραµατόζωα γι' αυτόν. Αλλά δεν υπογράφουµε το ζητούµενο έντυπο. Έρχεται επιµένοντας σαν δραστήριος λύκος. Περιµένει να χάσουµε την ψυχραιµία µας. Όταν το κάνουµε, θα προσπαθήσει να επιβάλει ιατρική παρέµβαση.1 ∆εν έχουν αρκετό ιατρικό εξοπλισµό. Εδώ για βίαιη παρέµβαση θα µας στείλουν στο νοσοκοµείο. Μέχρι τώρα έχουν στείλει µόνο τον Μεχµέτ Ζίντζιρ στο νοσοκοµείο, αλλά, επειδή έχει ακόµη τις αισθήσεις του, δεν δέ1. Τροφοδότηση δύναµης από τις αρχές συνήθως γίνεται σε νοσοκοµείο.


126

χεται θεραπεία και τον φέρνουν πίσω. Αλλά ο Γασάρ Γαϊαν είναι ακόµη στο νοσοκοµείο. ∆εν έχουµε ακούσει νέα του, είναι νεκρός ή ζωντανός; Ή, µήπως, δεν έχουν εισάγει υγρά µε ενέσεις και έχει χάσεις τις αισθήσεις του; Μήπως µετατρέπεται σε ζωντανό πτώµα;2 δεν ξέρουµε. Υποθετικά δεν θέλουν να µας πεθάνουν! Στην πραγµατικότητα θέλουν να µας αναγκάσουν να γίνουµε ζωντανοί νεκροί ακριβώς σαν την συντρόφισσα Σεµρά Ασκέρι. Θα προνοήσουµε. Θα φοβίσουµε αυτούς που φοβούνται τους θανάτους µας. Θα πεθάνουµε µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα γίνουµε µάρτυρες. ∆εν υπάρχει άλλος τρόπος Ζεχρά, το χέρι µου κουράστηκε. Αναρωτιέµαι τι να πω στο υπόλοιπο γράµµα. Θα σου πω για την ζωή εδώ. Έχουµε εξοριστεί σε άλλο κελί απ' αυτό που γράφω. Τώρα είµαστε τρεις άνθρωποι στο ίδιο κελί. Αυτές οι αλλαγές γίνονται µια φορά το µήνα. Επίσης η διοίκηση της φυλακής µας φέρεται αυθαίρετα. Όταν το επιθυµούν παίρνουν έναν και τον βάζουν σ' ένα µέρος όπου µπορεί να είναι τρεις άνθρωποι ή κανένας άλλος. Τώρα είµαστε µαζί µε τον Καντίρ και τον Αϊδίν, αλλά δεν είναι σύντροφοι µας. Τα πάµε καλά µαζί τους. Η οικογένεια µου έρχεται να µε επισκεφθεί. Ο πατέρας µου έρχεται στη διάρκεια των διακοπών. Μαλώναµε µιαν ολόκληρη ώρα. Έκλαψε και επέστρεψε στο σπίτι µας στην πόλη. Νοµίζω θα προσπαθήσουν να έρθουν ξανά. ∆εν µ' αφήνουν µόνο. Ζεχρά, ξέρω ότι έχω γράψει ένα κακό γράµµα. Μακάρι να µπορούσα να γράψω ωραίο γράµµα αλλά δεν µπορώ. Στέλνω τους χαιρετισµούς µου και την αγάπη µου σε όλους. Φιλάω το µέτωπο τους. Γεια σου. Ίσως συναντηθούµε ξανά στη νίκη. Ίσως... 11 Μαρτίου 2001 ΑΙί ΒΪΖ3 ΟβιτπΓ (Μάρτυρας. Πέθανε στην απεργία πείνας-θανάτου)

2. Μια εποχή µας άφησαν να υποφέρουµε από αυστηρή αµνησία και άλλες µορφές αναπηρίας σαν αποτέλεσµα βίαιης ιατρικής παρέµβασης.


727

Ω, παιδιά της νίκης! Αυτοί που δηµιούργησαν το (ΐ3ΐ3γ (λαϊκός χορός συνοδευόµενος από τύµπανο και φλογέρα), κρατώντας το µαντήλι στα χέρια τους και τραγουδώντας τραγούδια αγάπης. Μονοπάτια λιώνουν και τελειώνουν οδοφράγµατα µε τα βήµατα της αδελφής σου. Η πείνα είναι απελπισία και είναι πόνος στην καρδιά µιας µητέρας που δεν µπορεί να δώσει καθόλου φαγητό στα παιδιά της που θέλουν να φάνε κάτι. Η πείνα είναι η αιτία θανάτου του ηλικιωµένου ζητιάνου κοντά στον κατεστραµµένο τοίχο ο οποίος δεν µπορούσε να βρει ούτε χρήµατα για ψωµί. Υπάρχει αρκετό φαγητό για να ικανοποιήσει τους ανθρώπους όλου του κόσµου πάνω από 100 φορές. Γι' αυτό τον λόγο το ταξίδι µας είναι πολύ σκληρό και µαρτύριο. Αλλά η πείνα για µας είναι ο αντίπαλος µας τον οποίο πολεµάµε ως εθελοντές και έχουµε νικήσει πολλές φορές. Η µάχη µας είναι σαν δερβίσικο ταξίδι στα οχυρώµατα πείνας ενάντια στον θάνατο.

26 Μαρτίου 2001, Φυλακή Τύπου Ρ του


128

Αγαπητή Ζεχρά γεια σου, Οι µέρες της Άνοιξης µας δίνουν µερικά καλά νέα σ' αυτή την ηλιόλουστη µέρα του Μπαϊραµιού1 και µας φέρνουν πιο κοντά σ' ένα ταξίδι που έχουµε ξεκινήσει ενώνοντας τις καρδιές µας και τις φωνές µας. Ξέρουµε ότι ο δρόµος µας είναι δύσκολος. Αλλά ξέρουµε ότι θα µπορούσαµε να τα καταφέρουµε µαζί µε αλληλεγγύη εξαλείφοντας τις διαφορές των έξω και των µέσα όταν παίρνουν µέρος σ' αυτόν τον αγώνα πλάι - πλάι. Τώρα είµαστε πιο κοντά και πιο δυνατοί µε τον αδελφό µας Τζενγκίζ αυτή την ηλιόλουστη ηµέρα της νίκης. Μέσα και έξω τα φωτοστέφανο είναι στο µέτωπο µας µια εγγύηση. Το πιστεύουµε αυτό. Μ' αυτή την πίστη µας περιβάλλει µια λαχτάρα και ένας ενθουσιασµός µε τις οικογένειες µας και την µεγάλη µας οικογένεια που έχει τοποθετήσει στο µέτωπο µας τα φωτοστέφανο της διαφώτισης και της ελπίδας. Με τους χαιρετισµούς µας και την αγάπη µας.

Φυλακή Τύπου Ρ του δϊηοβη/ Αγκυρα ΑΠ δϊπ3η 039Ι3Γ

1. Ηµέρα της νίκης.


129

Αγαπητή Ζεχρά, Συγκινήθηκα και ένιωσα ευτυχισµένος όταν διάβασα το γράµµα που έστειλες, την ευχάριστα ζεστή και µεγάλη αγάπη από κάποιον σαν εσένα. Πριν λάβω την κάρτα σου, λάβαµε µια από την Σέλµα. 'Οταν ήρθε άλλη µία από την Αϊσούν στην Γουλτέν, πόσο ευτυχισµένοι είµαστε! ∆εν µπορούσα να γράψω την ίδια ηµέρα που έλαβα την κάρτα σου. Γι' αυτό τον λόγο γράφω επειγόντως ώστε να πάρεις αυτό το γράµµα. Στην πραγµατικότητα σκεφτόµουν να σου γράψω περίπου δέκα σελίδες Αγαπητή µου φίλη, µας πήραν στο νοσοκοµείο την Κυριακή, ίσως θα το διαβάσεις αυτό στις εφηµερίδες. ΓΓ αυτό δεν µπορούσα να γράψω: Ζεχρά, ρωτούσες σχετικά µε την υγεία µας, καταριέµαι το Β1. ^ Τα σώµατα µας δεν είναι µαθηµένα σε µη φυσικά πράγµατα. Ο,τι και αν συνέβη είµαστε γενναίοι µέχρι οι παρενέργειες του Β1 φτάσουν σ' ένα τέρµα τα σώµατα µας, τότε η γη θα µας πάρει στην καρδιά της. Όπως ξέρεις, το πεινασµένο έδαφος δεν περιµένει. Σίγουρα θα βρούµε τον θάνατο και θα ξαναενωθούµε µε την αφοσιωµένη αφθονία. Ξέρεις, αρχίσαµε τον Οκτώβριο. Τον Οκτώβριο το έδαφος έχει οργωθεί και οι σπόροι φαίνονται και έχουν αναπτυχθεί µέσα στο έδαφος, έχουν ξεπροβάλλει φρέσκοι την Άνοιξη. Οι σπόροι µας έχουν σπαρθεί στο έδαφος και σχεδόν σπάνε ενώ ξεπροβάλλουν από το έδαφος. Θα νικήσουµε το έδαφος δίνοντας την αφθονία του και κάθε βλαστός θα είναι νέος. Σου στέλνω την πίστη µου για νίκη. Αγαπητή Ζεχρά, οι µέρες που περάσαµε µαζί σου ήταν εντελώς διαφορετικές. Τι σηµαίνει 1. Β1: µια βιταµίνη που µερικές φορές δίνεται σ' αυτούς που είναι στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου.


130

να σε ανέχοµαι. Σε συνάντησα σε κάθε κοµµάτι της ζωής, για παράδειγµα στις αθλητικές δραστηριότητες, και ένιωθα περήφανος για σένα εσωτερικά, τώρα φανερά είµαι περήφανος για σένα. Έχουµε µάθει πολλά πράγµατα η µια από την άλλη. Έχεις σκεφτεί πολλά πράγµατα. Αν µας διδάξεις κάτι θα είµαστε πολύ ευτυχισµένοι. Συντρόφισσα από τη Μαύρη θάλασσα, είδα τον θείο σου (τον δικηγόρο) στη φυλακή και τον συµπάθησα πάρα πολύ. Έφερε την ζεστασιά των ανθρώπων της Μαύρης Θάλασσας. Του στέλνω πολλούς χαιρετισµούς. Ποια σπίτια συνεχίζουν την απεργία πείνας µέχρι θανάτου; Πώς είναι η µεγαλύτερη µου αδελφή Σεναϊ; Αγκάλιασε τη για µένα. Φιλώ το µέτωπο των αρχιτεκτόνων της αντίστασης µας έξω από τις φυλακές. Μερικά λεπτά πριν µιλούσα στην Ζεχρά µέσω της πόρτας του κελιού. Οι Ζεχρά, Γιλντίζ, θυµούς και Ζείνεπ σου στέλνουν πολλούς χαιρετισµούς. Σήµερα είναι ηµέρα επισκεπτηρίου. Είµαστε µαζί οι Μεργέµ, Γουλτέν, Εργκούλ, Ζε'ίνεπ Οζτούρκ, Φαδιµέ και Ελµάς Μπασαρίρ. Όλοι αυτοί σου στέλνουν πολλούς χαιρετισµούς. Η ώρα είναι περίπου 10:30. Φίλη µου θα δούµε η µια την άλλη, σίγουρα. Ο τόπος και η ώρα δεν είναι σηµαντικά, σ' αυτό τον κόσµο ή στον επόµενο. Αγκαλιάζω εσένα και όλους σας. Ξέρω ότι µας αγκαλιάζετε και κρατάτε τα κεφάλια µας ψηλά και τιµητικά. Με αγάπη.

αιιΐβγ ΚβνβΚ (Μάρτυρας. Πέθανε στην απεργία πείνας-θανάτου)


131

Έχε γεια Ζεχρά Πήρα την κάρτα σου που είναι ιδιαίτερη όσο και εσύ. Πίστεψε µε, χάρηκα πάρα πολύ. Πώς είσαι, είσαι καλά; Εµείς εδώ τώρα, αν και δεν µπορούµε να δούµε ο ένας τον άλλο, είµαστε καλά. Ο ενθουσιασµός µας, το ηθικό µας είναι στη θέση του. Σχεδόν κάθε βράδυ τραγουδάµε τραγούδια του λαού. Μάλιστα σήµερα, στο προαύλιο του θαλάµου (74), το ρίξαµε στο χορό. Ναι και εµείς θέλουµε πολύ να σας δούµε. Λίγο έµεινε να τελειώσει αυτή η πεθυµιά. Να! Εκείνη τη στιγµή θα διώξουµε όλες τις πεθυµιές µας και τους πόθους. Όπως είπες, οπωσδήποτε εµείς θα νικήσουµε. Εδώ, αν και δεν βλεπόµαστε, σας στέλνω όλων τα χαιρετίσµατα. Σας αγαπάµε πολύ. Εµείς θα νικήσουµε. Ο αδελφός σου Μουράτ. Σηµείωση: Χαιρετισµούς στον Μπαµπά σου.

Μουράτ Ατζάρ Εντίρνε φυλακές του τύπου Ρ


132

Αγαπηµένη Ζεχρά, Στις 25 Μαρτίου του 2001 στις φυλακές του Τέκιρνταγ, έλαβα την κάρτα σου που ήταν ολιγόλογη αλλά πολύ µικρή. Το επίθετο Κουλακσίζ δεν µου ήτανε ξένο. Είσαι συγγενής του Μεχµέτ; Τότε είµαστε συµπατριώτες. Από τις εφηµερίδες µαθαίνουµε τα νέα σας. Νοιώθαµε τη ζεστασιά από τις καρδιές σας, που χτυπάνε µαζί µε τις δικές µας. Όλοι οι άνθρωποι, παρακολουθούν µε σαστιµάρα, µε θαυµασµό, µε περηφάνια. Υπάρχει άλλο ένα τέτοιο παράδειγµα στον κόσµο; Απ' όσο ξέρω, δεν υπάρχει. Σ' ένα κόσµο που κυβερνά ο εγωισµός, ο εγωκεντρισµός, η αναισθησία... Μία τέτοια θυσία, τι µεγάλη τιµή! Σήµερα πολλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, δεν θέλουν να καταλάβουν, ίσως να κάνουν πως δεν βλέπουν. Όµως η Ιστορία δεν ξεχνά. Από τώρα άρχισε να τα γράφει αυτά οτις τιµηµένες σελίδες της. Κανείς δεν έχει τη δύναµη να σβήσει τις σελίδες της Ιστορίας. Πώς είσαστε; Συνεχίζω χωρίς να ρωτήσω. .. Ξέρω ότι όσο κι' αν έχετε φθαρεί σωµατικά, πάλι η καρδιά σας, το πνεύµα σας εκπέµπει φως. Το σπουδαίο είναι ότι το πολύτιµο πετράδι δεν µαυρίζει, έτσι δεν είναι; Και µ' αυτές τις συνθήκες διαβίωσης, ενδιαφέρεστε για µας. Τα ίδια συναισθήµατα για σας τρέφουµε και εµείς. Αυτός ο δεσµός, αυτή η ψυχική κατάσταση, αυτή η µοιρασιά, αυτή η πίστη, είναι οι δικές µας αξίες. Οι πρωτοπόροι µας µεγαλώνουν τις αρετές και την ανδρεία της ανθρωπότητας. Αυτή είναι µια οµορφιά που διαρκεί σ' όλες τις εποχές. «Η οµορφιά θα σώσει τον κόσµο» είπε ο ποιητής µας. Τι είναι η οµορφιά; Να θυσιάζεις την ζωή σου, για ανθρώπους που δεν έχεις δει ποτέ το πρόσωπο τους, και κυρίως, τις µέρες που δεν έχεις την δυνατότητα να τους δεις και κυρίως, όταν κανείς δεν σε έχει εξαναγκάσει να το κάνεις... Αυτή είναι η πιο µεγάλη οµορφιά. Τουλάχιστον έτσι


133

νοµίζω. Αγαπηµένη Ζεχρά, είσαι πάντα πλάι - πλάι µε τις µανάδες µας και µε τους ανθρώπους µας, πάντα είσαστε µπροστά στα µάτια µας. Σε µία γωνιά του µυαλού µας, στην πιο ζεστή θέση της καρδιάς µας, στη γλώσσα µας, στα όνειρα µας, στα βράδια µας, στις συζητήσεις µας, υπάρχετε παντού. Οι άνθρωποι που αγαπιόνται από το λαό έχουνε ηθική. Σ' αυτόν τον κόσµο που είναι γεµάτος ανηθικότητες δείχνετε να έχετε ιδιοποιηθεί την αγάπη του κόσµου, το δέσιµο µε τον κόσµο. Παίρνουµε δύναµη από εσάς. Η ύπαρξη σας πληθαίνει την δύναµη µας. Αγαπηµένη Ζεχρά. Πλησιάζει ο καιρός που θα βγούµε στα οροπέδια, οι νέες κοπέλες µας, οι νεαροί µας, οι µανάδες µας; Οι παππούδες µας µε τις άσπρες γενειάδες τους ετοιµάζονται να χορέψουν τα πρώτα βήµατα µε την υπόκρουση της λύρας. Είναι χαρά να βγούµε στα οροπέδια, είναι λευτεριά, είναι µόχθος, είναι ηρεµία, είναι πόθος, είναι σµίξιµο... Λίγος καιρός µας έµεινε µέχρι να σµίξουµε. Με τον σεβντά µας, µε την ελπίδα, µε την οµορφιά, µε τους ανθρώπους, µε τους φίλους, µε εµάς τους ίδιους, µε τους δικούς µας, λίγο έµεινε µέχρι να σµίξουµε. Με αγάπη και σεβασµό.

Ρουχί Ουζουνχασάνογλου Φυλακές τύπου Ρ/Τεκίρνταγ


134

Αγαπηµένη Ζεχρά Έχε γεια. Τη γιορτινή σου κάρτα την έλαβα. Σ' ευχαριστώ. Χάρηκα πάρα πολύ που πήρα από σένα µία είδηση, ένα γεια. 'Οταν έρχονται η µητέρα µου και ο πατέρας µου για επίσκεψη πάντα ρωτώ για σένα µε την ελπίδα ότι έχουνε να µου πουν ένα "Έχε γεια." Από την κάρτα σου, πήρα τα χαιρετίσµατα σου κατευθείαν από σένα. Φαντάζεσαι τη χαρά που πήρα. Νοµίζω πως δεν χρειάζεται να σου ιστορίσω τι γίνεται εδώ. Ξέρεις, ξέρετε! Η µόνη µου ανάγκη είναι να δω τους φίλους µου που είναι µέσα κι έξω απ' τη φυλακή, τους έχω πεθυµήσει. Κάθε µέρα που περνάει, η επιθυµία µεγαλώνει. Στο κελί δίπλα στο δικό µου, από τους φίλους µας είναι ο Αίχάν Μιµτάς, ο Μπουλέντ Τσοµπάν και ο Αλισάν Σανλί. Αν και δεν βλεπόµαστε µιλάµε φωνάζοντας και ακουγόµαστε. Τραγουδάµε ρεµπέτικα και ακούµε ο ένας τον άλλο. Γιορτάσαµε τον Νευρόζ1 σύµφωνα µε τις ιδιαίτερες συνθήκες που ζούµε εδώ. Κι αν δεν κάψαµε λάστιχα για να πηδήξουµε πάνω απ' τις φωτιές, πάλι ο νους µας ήτανε µαζί σας. Έτσι µπήκε η 21 του Μάρτη. Από την τηλεόραση ακούσαµε µία είδηση που ταρακούνησε όλη τη φυλακή. Από κάθε γωνιά ακούγονταν συνθήµατα. Απατους ανταποκριτές της τηλεόρασης ο Τζενγκίζ Σόίντάς έστειλε τα δικά του µαντάτα. Και εγώ και στα διπλανά µου κελιά, επειδή δεν είχαµε τηλεόραση, δεν µπορέσαµε να καταλάβουµε στην αρχή. Μόνο µόλις ακούσαµε στα συνθήµατα το όνοµα του Τζενγκίζ καταλάβαµε. Ο αέρας εκείνης της µέρας ήτανε φυσικά πολύ διαφορετικός. Ο αέρας άλλαξε απότοµα.... Η ανυποµονησία, 1. Νευρόζ:Η 21η Μαρτίου είναι η µέρα της γιορτής για τον Κουρδικό λαό. Η γιορτή είναι απαγορευµένη στην Τουρκία.


735

η ανησυχία, η αναµονή, γύρισε σε άνεση και χουζούρι. Ενθουσιασµός, ευτυχία, χαρά, θυµός µε µιας κάνανε να ζήσουµε όλα τα συναισθήµατα. Έτσι ζήσαµε την 21η Μαρτίου. Και σε τέτοιες στιγµές θέλεις να µοιράζεσαι τα συναισθήµατα σου µε κάποιους. Αχ! Αγαπηµένη µου Ζεχρά, από τότε που γεννήθηκα δεν αγαπώ αυτά τα γράµµατα. Αντί να σε κοιτώ µέσα στα µάτια σου που λαµπυρίζουν, να συζητάµε µαζί και να µοιραζόµαστε, αυτά τα γράµµατα δεν έχουν κανένα απολύτως θέλγητρο για µένα. Θυµάµαι την τελευταία µας συνάντηση, πόσο ευτυχισµένοι, χαρούµενοι και γεµάτοι ενθουσιασµό ήσουν. Τα µάτια σου έλαµπαν, όπως πάντα. Αυτή η λάµψη ήταν ο αντικατοπτρισµός της πίστης σου και της εµπιστοσύνης σου για το αύριο. Ξέρεις, η µητέρα και ο πατέρας µου σε κάθε επίσκεψη τους, σε κάθε συζήτηση µας, δεν σταµατάνε να εκθειάζουν εσάς, τα νιάτα µας. Είναι πολύ καλοί άνθρωποι, δουλεύουν πολύ, δεν µας αφήνουνε µόνους ποτέ και από τη µία µεριά τους καταπιέζουν πολύ, προσπαθούµε να τους προστατέψουµε, αλλά τους αρπάζουνε από τα χέρια µας και τους παίρνουνε. Έτσι µου εκφράζουν τη λύπη τους. ∆ηλαδή, και στους νέους και στους γέρους, παρ' όλες τις δυσκολίες, µεγαλώνουν οι ελπίδες και τα πιστεύω των αποφασιστικών ανθρώπων. Το βλέπεις, το συναντάς σχεδόν κάθε µέρα µπορώ να πω. Πήρα την κάρτα που έστειλε ο Τζοσκούν στον Μπουλέντ Μπαρίς και το γράµµα του Μπαρίς Άκαϊ. Και στους δύο πολύ σύντοµα θα τους γράψω γράµµα... Ο Μπαρίς Τζοσκούν ακόµα εργάζεται στο περιοδικό Ή ΝΕΟΛΑΙΑ στην πατρίδα µας"; Νοµίζω πως Ναι, ακόµα είναι εκεί. Και ο Μπαρίς Άκάί πρέπει να πηγαινοέρχονται. Αν µπορείς να τους δεις και να τους πεις ότι πήρα το γράµµα και την κάρτα τους, θα χαρώ πολύ. Και από τους δύο πήρα σπουδαία νέα, πήρα τους ζεστούς τους χαιρετισµούς, το φαντάζεσαι πόσο ευτυχισµένο µε έκαναν. Να τους το πεις και αυτό έτσιί Και πες τους πως τους φιλώ στα µάτια και τους αγκαλιάζω µε πόθο. Ναι! Τώρα µπορεί να µην µπορούµε να ιδωθούµε, όµως ξέρουµε ότι σκεπτόµαστε τα ίδια πράγµατα και καταλαβαινόµαστε. Βέβαια ήρθαν και οι µέρες που αχόρταγα θ' αγκαλιαστούµε... να τους


736

τα πεις όλα αυτά. Φυσικά τα ίδια συναισθήµατα έχεις και εσύ... Αγαπηµένη αδελφή µου Ζεχρά. Η αντίσταση σου, µου δίνει δύναµη και κουράγιο. Όπως είπες και εσύ, εµπρός για εκείνη την όµορφη µέρα, µε όλη µου την πίστη. Κι' εγώ σου στέλνω τα χαιρετίσµατα µου και την αγάπη µου. Σε αγκαλιάζω µε πάθος, σε φιλώ στα µάτια σου που λαµπυρίζουν. Έχε γεια... Και µην ξεχάσεις να στείλεις σ' όλους τους φίλους τους χαιρετισµούς µου... «Μην ανησυχείς εσύ, µη φοβάσαι. Όπως µιλήσαµε τώρα µαζί µιλούν ακόµα οι δικοί µας. ∆εν έχουν αλλάξει καθόλου οι κόρες των µατιών µας και οι χτύποι της καρδιάς µας, το πάθος µας για αντίσταση και η αγωνία» (Μπεντί Τζενγκίζ). Ήθελα να σ' αποχαιρετήσω µε ένα ποίηµα που να ιστορεί για σένα, για µας... Βλέπεις, ακόµα και µε το γράµµα δεν µπορώ να σ' αποχωριστώ, από όλους εσάς... (.../...)... Οι µέρες βαριές, οι µέρες έρχονται µε τις ειδήσεις των θανάτων. Εχθρικές, σκληρές, άδικες και πονηρές µέρες. Πεθαίνουν οι άνθρωποι µας -τόσο πολλοί, λες και µε τραγούδια και µε σηµαίες βγήκαν για επίδειξη, µια µέρα γιορτινή, τόσο νέοι και επιπόλαιοι...

Σαντίκ Έρογλου


137

Έχε γεια αγαπηµένη Ζεχρά, Έχε γεια κόρη του Λαζ. Τι καλά έκανες και µε προσφώνησες έτσι όταν µου έστειλες τους χαιρετισµούς σου... Σήµερα πήρα ένα γεµάτο γράµµα. Όλα γεµάτα χαρά, ζεστασιά και ελπίδα, κάθοµαι και χωρίς να χάνω χρόνο απαντώ σε όλα. Ας δούµε τα χέρι µας µέχρι που θα φθάσει. Η κάρτα σου όπως όλοι όσοι έστειλαν πρώτα πήγε στο Εντίρνε. Φυσικά, εµείς εκείνες τις µέρες µεταφερθήκαµε στην περιοχή Τεκιρντάγ. ∆ηλαδή το γράµµα σου ήρθε στα χέρια µου 25 µέρες αργότερα. Όταν ήµουν ακόµη στο Εντίρνε είχα στείλει γράµµα µε την Γικουλσουµάν. Από εδώ που βρίσκοµαι τώρα έστειλα λουλούδια και τα χαιρετίσµατα µου, ελπίζω να έφθασαν στα χέρια σας... Αν δεν έφθασαν, τι να κάνουµε υγεία! Πες µου Ζεχρά, εσείς πώς είστε; Τα νέα σας, αν και όχι πολύ συχνά, τα παίρνουµε. Η Μάνα µας η Σουκράν, η Μάνα µας η Σουλτάν, η Γκιουλσουµάν, η αδελφή µας η Σεναί, πως είναι, πόσο σας έχουµε αποθυµήσει δεν µπορώ να σου πω. Καλά που κάναµε εκείνη την τελευταία ανοιχτή συνάντηση πόσο ενθουσιώδης ήταν, έτσι δεν είναι; Εκείνη την ηµέρα, µερικοί από αυτούς που ήταν ανάµεσα µας, σήµερα δεν υπάρχουν... Έτσι νέοι και επιπόλαιοι σβήστηκαν και έφυγαν... Ακριβώς σαν να πήγαιναν για το µπαϊράµι, έτσι δεν είναι; «Και γι' αυτό εµείς, ξεχάσαµε να συγχωράµε. Εκεί που θα φτάσουµε, θα φτάσουµε µέσα στο αίµα. Και η νίκη τώρα πια δεν θα συγχωρήσει τίποτα, µε τα νύχια θα την ξεριζώσουµε και θα την αρπάξουµε». Ναι! Τώρα πια τίποτα δεν θα συγχωρέσουµε. Βασικά έχουµε πάρα πολλά να ιστορίσουµε και να γράψουµε... Όλα µία µέρα οπωσδήποτε, µα οπωσδήποτε, θα τα µοιραστούµε. Αυτό το ξέρω, πιστεύω σ' αυτό. Εσύ στην καρδιά σου πάντα κράτα την χαρά... πάλι η λέξη έµεινε στο στόµα µου. Μετά από πολλές


138

αιτήσεις τα βράδια του Τεκίρνταγ, τραγούδησα το τραγούδι του Σεπτέµβρη και τους τόσκασα λέγοντας ότι θέλω να γράψω γράµµα. Φωνές έρχονται από πολύ βαθιά. Αυτή τη στιγµή µε παλαµάκια και σφυρίγµατα φωνάζουν ένα Νταααα... Τους είπα ότι γράφω γράµµα µα, δεν µ' αφήνουν ήσυχο... Πάλι το Έχε γεια. Αυτή τη φορά για σένα µαύρη θάλασσα, πάλι ο άνεµος θα σκορπίσει το τραγούδι µου, για σένα το τραγούδησα µάθε το. Στάσου, κι ένα τραγούδι για τους απεργούς πείνας, δηλαδή να πω για σας ένα τραγούδι... πρέπει να µεγαλώσεις ένα γιο... Ακόµα, ακόµα εσύ πώς είσαι; Πώς είναι οι άλλοι εκεί και φυσικά η Τζανάν πώς είναι; Στείλε σε όλους τους χαιρετισµούς µου και την αγάπη µου. Εχθές ακούσαµε ότι ο αγαπηµένος ο θείος σου, µας πεθύµησε και δεν άντεξε και ήρθε κοντά µας. ∆εν πήραµε ακόµα νέα του. Εσύ από εκεί και εγώ από εδώ θα του στείλουµε τα χαιρετίσµατα µας. Τώρα θα κάνω ένα διάλειµµα στα γραπτά µου. Εσένα και τις οικογένειες µας και τους φίλους, τους αγκαλιάζουµε σφιχτά... Εµείς είµαστε σα θηρία ...Εκείνη την όµορφη µέρα θα συναντηθούµε. Τίποτα να µην κάνει το χαµόγελο σου να χαθεί. Τους χαιρετισµούς µου µε αγάπη.

Σερντάρ


ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΖΑΝΑΝ ΚΑΙ ΤΗ ΖΕΧΡΑ


141

Γραπτό της Μηιλγκεσού Ερενούς που εκδόθηκε στην εφηµερίδα Τζρυµχουριέτ Αξιότιµε Αχµέτ Νετζντέτ Σεζέρ, πρόεδρε της κυβέρνησης. Είναι η Τρίτη φορά που σας γράφω. Θα σας ιστορήσω για µία γιαγιά που είναι 67 χρονών, θα σας ιστορήσω τρεις µέρες της. Τα λόγια µου ζυµώθηκαν µε τα θρησκευτικά και τοπικά ήθη και έθιµα Γεµάτη πόνους και καηµούς και γεµάτη αυτοθυσία µια από τις συνηθισµένες γυναίκες µας. Αυτή η γιαγιά, θα σας ιστορήσω µέσα σε τρεις µέρες πώς άλλαξε και πώς γύρισε και έγινε, σ' αυτή την καθαρή, αµόλυντη γη, ένα εσωτερικό ξεκαθάρισµα. Σας παρακαλώ µην παραµελήσετε να δώσετε προσοχή σε κάθε λεπτοµέρεια, ακούστε, αυτή η γιαγιά έχει να δώσει στην πατρίδα µας πολύ µεγάλα µαθήµατα. *** Στο Κιουτσούκ Αρµουτλού στο σπίτι της αντίστασης τη 218η ηµέρα, ήταν η Ζεχρά Κουλακσίζ, φοιτήτρια στο Πανεπιστήµιο της Κωνσταντινούπολης που κρύβει την γνώση, στην σχολή οικονοµικών επιστηµών στο τέταρτο έτος. 'Οταν την ετοίµαζαν για να την βάλουν στο χώµα σύµφωνα µε τα έθιµα της θρησκείας µας, την ώρα που την πλένανε, αυτή η γιαγιά περίµενε ανυπόµονα να δει το παιδί της µια ώρα αρχίτερα, µπροστά στη πόρτα. Σαν τα κύµατα της µαύρης θάλασσας, κάθε κυµατάκι που θα έβγαινε µπροστά της, το έδερνε: «Λίγο στον άνθρωπο πρέπει να υπάρχει ανθρωπιά, κι' απ' το κράτος περιµένουµε ανθρωπιά, κατά τη γνώµη σας υπάρχει;». Οι σύντροφοι της Ζεχρά προς τους οποίους κατευθύνονταν τα παράπονα ακούµπησαν στον ώµο της «Στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου ήθελε η ίδια να λάβει µέρος µάνα» της απάντησαν. Η γιαγιά άφρισε «Εγώ θέλω να σκοτώσετε κι εµένα» είπε και χτύπαγε το στήθος της. Εκείνη την πρώτη ηµέρα εκτός από τις επί-


742

κλήσεις της στον Αλλάχ, αυτό που επαναλάµβανε συνέχεια, ήταν: «Άξιζε γι' αυτόν τον άτιµο ντουνιά;» Οι σύντροφοι της Ζεχρά «Εµείς δεν στεναχωριόµαστε µάνα;» Αυτή δεν τους άκουγε και συνέχιζε να κατηγορεί. «Μέχρι σήµερα, Ζεχρά µην το κάνεις, Ζεχρά σήκω να φύγουµε, δεν είπα ποτέ, όµως αυτή διάβαζε το πρόσωπο µου, όποτε ερχόµουν η Ζεχρά µου έσκυβε το πρόσωπο και δεν µίλαγε µε εµένα, όπου έβλεπε µυξιάρη, µ' αυτόν πήγαινε και µίλαγε.. Το κράτος λέει, όπως και να 'χει αυτοί ένας-ένας πεθαίνουν, ας πεθάνουν... Κι εσείς χορεύετε! Χαίρεται ποτέ ο άνθρωπος µε τον θάνατο; ∆εν σας έµεινε µυαλό! ∆εν έχετε καθόλου µυαλό εσείς...». Όταν τέλειωσε το πατροπαράδοτο καθάρισµα του νεκρού και µας βάλανε µέσα, η γιαγιά µε µιας σώπασε, µε πικρά αναφιλητά πλάι στο εγγόνι της που κείτονταν ακίνητο, για µια στιγµή δεν ήξερε τι να κάνει; Τι να πει. Όταν της είπα «Μπορείς να της µιλήσεις, θα σε ακούσει» χάρηκε. Όλα αυτά που σας γράφω τα έζησα κύριε Αχµέτ Νετζντέτ Σεζέρ. «Γι' αυτά τα όµορφα µάτια σου να γίνω θυσία γιαβρίµ (µικρό µου), γι' αυτά τα µάτια, σαν του προβάτου...». Όταν σταµάτησε κι αυτό το µοιρολόι, η γιαγιά της Ζεχρά, τρεις µέρες και τρεις νύχτες, δεν σώπασε καθόλου. Και η ίδια είχε σαστίσει, στο τέλος της τρίτης µέρας. «Τι µου έκανες γιαβρίµ, τι µου έβαλες Ζεχρά µου» πήγε να πει. Αυτά που έλεγε, η γιαγιά στην Ζεχρά την πρώτη µέρα έκρυβαν µέσα τους τα ήθη και έθιµα της θρησκείας. Τα αναφιλητά για την Ζεχρά όλο και πληθαίνανε. Ένοιωσα την ανάγκη να την αγκαλιάσω και να της πω, µη στεναχωρείτε την Ζεχρά, πες της ωραία πράγµατα, πες της τους κόπους που έκανες για αυτήν. Η γιαγιά µε αποµάκρυνε και τυλίχτηκε πάλι στον θρησκευτικός της οίστρο. Η γιαγιά εκείνη την πρώτη µέρα είχε δίκιο να µε αποµακρύνει. Γιατί εγώ έβλεπα διαφορετικά απ' αυτήν, αυτό το νέο κορµί που σ' όλο του το µάκρος κείτονταν µπροστά µας. Εγώ κοιτώντας το έβλεπα την πατρίδα µου που ήταν µία πολιορκηµένη γη απ' άκρη σε άκρη. Αυτή που έκλαιγε ασταµάτητα και µε αναφιλητά δεν ήταν η Ζεχρά για µένα. Εµείς θα φωτί-


143

ζαµε τους ανθρώπους που δεν έβρισκαν τη δύναµη να αντισταθούν και µε την συνείδηση και το µυαλό είχαν γίνει αδιάφοροι και αναίσθητοι, εκείνοι µάλιστα που δεν δίσταζαν να χρησιµοποιούν πλαστά δικαιώµατα και δεν λένε να αλλάξουν, ήταν οι οργανώσεις και τα κόµµατα της Τουρκίας, ήταν αυτοί που υπερασπίζονταν τα ανθρώπινα δικαιώµατα, ήταν αυτά τα συνδικάτα που από φόβο και δειλία σώπαιναν, ήταν τα κόµµατα που επιβίωναν µέσα σε µία σύγχυση νοηµάτων, ήταν οι οικογένειες που έβλεπαν τα παιδιά τους σαν πραµάτεια. Όλοι µας, όλοι κλαίγαµε µε αναφιλητά. Στο τέλος εκείνης της πρώτης µέρας η γιαγιά που σκεφτόταν διαφορετικά από µένα, είχε έναν και µοναδικό πόθο. Νόµιζε ότι η ψυχή του παιδιού της χτυπιόταν για να βγει. Πόθος της ήταν να παραδώσει η Ζεχρά την ψυχή της χωρίς κόπο και γρήγορα. Να φωνάξετε είπε τον Χότζα. Ο Χότζας πριν να µπει µέσα σκέπασε καλά το πρόσωπο της Ζεχρά µε ένα λευκό τούλι, έτσι που να µη φαίνεται καθόλου, ξεκινώντας από πάνω απ' τα µεταξένια της µαλλιά και είπε «εσύ µίλα τώρα µε τους αγγέλους γιαβρίµ!» Και µαζί µε τον Χότζα µελετήσανε τη µεγαλοσύνη του Θεού και αρχίσανε να διαβάζουν το κοράνι. *** Τη δεύτερη µέρα... Όποιος θέλει µπορεί να µην το πιστέψει, αλλά τη δεύτερη µέρα τα λόγια της γιαγιάς από «τους Αγγέλους του Θεού» αλλάξανε και την θέση τους πήρε «Για µια ζωή τιµηµένη και κοινή για όλους. Η 18 χρονη αδελφή της Ζεχρά που σπούδαζε βιολογία στο Πανεπιστήµιο της Χηµείας στη Σµύρνη, είχε θυσιάσει τη ζωή της για το κοινωνικό σύνολο. Την δεύτερη µέρα η γιαγιά, αυτά που η ίδια έβλεπε τα φόρτωνε στη Ζεχρά». «Τώρα ποιόν βλέπεις, την Τζανάν βλέπεις Ζεχρά µου;» Η γιαγιά αυτήν την δεύτερη µέρα, θυµήθηκε το τηλέφωνο που είχε κάνει στην Τζανάν αρκετούς µήνες πριν. Αντί να κάθεται να διαβάζει το κοράνι και να φυσά, άρχισε να γράφει επικό ποίηµα, το σώµα της είχε πάρει ένα ρυθµικό κούνηµα σύµφωνα µε την µελωδία της µαντινάδας. «Αυτές ήτανε δύο αδελφές, δεν χώριζαν ποτέ η µία απ' την άλλη. Πατούσε πα-


144

ντοτε η µία στα χνάρια της άλλης. Στην Τζανάν είπα. Κοριτσάκι µου, η αδελφή σου αν θέλει ας το κάνει. Εσύ βγες από την απεργία µέχρις θανάτου γιαβρίµ». Κι' αυτή µου είπε «Εσύ δεν ήσουν εκείνη που είπε: Τη δουλειά που αρχίζετε πάντα να την τελειώνετε. Ο άνθρωπος αυτό που έµαθε από µικρό παιδί µπορεί να το αλλάξει; Σ' αγαπώ πάρα πολύ γιαγιά, είπε. Κι εγώ, της είπα, σ' αγαπώ πάρα πολύ. Αυτή ήτανε ανάµεσα µας η δικιά µας συνθηµατική διάλεκτος. Όποιοι µου έλεγαν σ' αγαπώ έπρεπε να πω κι' εγώ σ' αυτούς κι' εγώ σας αγαπώ». Στο έξυπνο µυαλό και των δύο σας θυσία να γίνω γιαβρί µ γιαβρί µ!! Το µυαλό σας ήταν ξυράφι, η αξία σας άξιζε στον κόσµο...». Η γιαγιά µετά το ποίηµα άρχισε να χαϊδεύει τα µαλλιά της Ζεχρά που κρέµονταν απ' το µαξιλάρι, σαν µετάξι. Και της ψιθύριζε ένα νανούρισµα, που ήταν ένα ανέκδοτο του Πόντου: «Είπα να κόψω τα µαλλιά σου / Είπε Μπαα ο µπαµπά σου / µην της κόψεις το κεφάλι πρόσεχε!» Όποιος θέλει µπορεί να µην πιστέψει, αλλά αυτήν την δεύτερη µέρα, οι λυγµοί και τα αναφιλητά της Ζεχρά λιγόστεψαν, µε µισόκλειστα µάτια, έστρεψε πρώτα στη γιαγιά της και µετά έφερε ένα γύρω το δωµάτιο να δει αν βρισκόµαστε εκεί. Λες και µας παρακολουθούσε όλους. Η γιαγιά κάπου-κάπου έκλαιγε πάλι. Όµως στα λόγια της πια δεν υπήρχαν τα παλιά παράπονα. «Μέσα στις τόσες πολλές δουλειές µου, χτένιζα τα µαλλιά σου και τα έπλεκα...». Όλοι έλεγαν Αχά! Αυτή η Ζεχρά µε την Τζανάν πως πηγαίνουνε σχολείο, πόσο καθαρά παιδιά είναι... Εξήντα εφτά χρονών αυτή η γριά, γεµάτη πόνους και καηµούς, γεµάτη αυτοθυσία. Αυτή η γυναίκα του Πόντου. Αυτήν την δεύτερη µέρα λες και κατάλαβε ότι η ψυχή της Τζανάν δεν χτυπιόταν µε τον θάνατο, αλλά απλά βρισκόταν σε αναµονή και ξάφνου: «Ποιόν περιµένεις γιαβρί µ, ίσως τον µπαµπά σου;» Μόλις το κατάλαβε αυτό έστειλε είδηση στον γιο της τον Αχµέτ Κουλακσίζ «Αν είναι γιος µου θα είναι όσο και εγώ δυνατός, εγώ την είδα, ας έρθει κι αυτός να δει την κόρη του» είπε και µε αυτό µας έκανε όλους να ξαφνιάσουµε. Αυτή η γιαγιά δεν ήταν εκείνη, που είχε πετάξει τα γαρύφαλλα που είχαν αφήσει οι σύντροφοι της Τζανάν στον τάφο της. Και για την


145

Ζεχρά της, δεν είχε µείνει κανείς να µην τον κατηγορήσει. Ακόµα και για τους χορούς που χορεύαµε είχε µίσος και θυµό. Για να µην καταλάβετε λάθος πρέπει αµέσως να σας εξηγήσω. Ο Αχµέτ Κουλακσίζ, ο πατέρας των δύο αδελφών Κουλακσίζ, ήταν αυτός που µπόρεσε να πει: «Οι οικογένειες, βλέπουν τα παιδιά τους σαν πραµάτεια τους. Τα κορίτσια µου εµένα δεν είναι η πραµάτεια µου, είναι συντρόφισσες µου, καρδιακές µου φίλες, είναι η καρδιά µου τα συκώτια µου. Επειδή εγώ τα κορίτσια µου δεν τα είδα σαν πραµάτεια, αλλά είδα το καθένα σαν µία ξεχωριστή προσωπικότητα γι' αυτό αντί να προσπαθήσω να τα σώσω, έδωσα αγώνα, για να αρθεί ο νόµος για τα λευκά κελιά και να στεφθεί η απεργία πείνας µέχρι θανάτου µε επιτυχία και να φθάσει στο σκοπό της...» Και πολύ πριν να φθάσουν στο θάνατο έστειλε σε σας ένα φαξ και σας παρακάλεσε να τον ακούσετε. Το φαξ πρέπει να είναι στο γραφείο σας. Κατ' εµένα θα έπρεπε να το βρείτε και να το διαβάσετε ξανά, σίγουρα θα έχετε κέρδος. Συµπαραστεκόταν στα κορίτσια του καθ' όλην την διάρκεια του αγώνα. Όσο αγαπούσε τα κορίτσια του, άλλο τόσο αγαπάει την πατρίδα του, ένας τέλειος άνθρωπος. Μετά την Τζανάν έχασε και την Ζεχρά του. Επειδή δεν το άντεξε πήγαινε όλο σε απόµερα, ερηµικά µέρη κρυφά κι έκλαιγε. Ούτε στης µάνας του τα καλέσµατα δεν µπορούσε να δώσει απάντηση εκείνες τις στιγµές. Στο προσκεφάλι της εγγόνας της η γιαγιά που είχε πάρει δύναµη, ο ένας της πόθος ήταν να έρθει ο γιος της να δει τη Ζεχρά και ο άλλος πόθος της να πάρει τη Ζεχρά της και να φύγει απ' αυτή τη δύστυχη πόλη µας που µε την επίδραση του καπιταλισµού έχει γίνει, για τον φτωχό και τον καταπιεσµένο το σύµβολο της κακίας. Μίαν ώρα αρχύτερα βιαζότανε να φύγει. Κι' αυτό το δήλωνε ξεκάθαρα «Ζεχράµ να τρέξουµε στο δρόµο για τη Ρίζε, Ζεχράµ. Τι δουλειά έχουµε εµείς στην Κωνσταντινούπολη. Τι δουλειά έχω εγώ στην Κωνσταντινούπολη». Η γιαγιά τώρα πια, αντί να ρίξει το φταίξιµο στους συντρόφους των παιδιών της όπως έκανε µέχρι τώρα, άρχισε να ψάχνει να ρίξει στον εαυτό της το σφάλµα. «Θεέ µου, δικό µου είναι το σφάλµα. Σ' εµάς εκεί τα εγγόνια από τον γιο είναι διάφορε-


146

τικά. ∆έκα εγγόνια έχω. Αυτά τα χάιδευα πολύ, ενώ των κοριτσιών µου τα παιδιά λίγο τα χάιδευα, σ' αυτά έπαιρνα τα πάντα, ενώ σ' εκείνα έπαιρνα λίγα πράγµατα. Αυτά τα τάιζα πολύ ενώ εκείνα λίγο τα τάιζα... ∆εν φταίνε αυτά, δεν φταίνε αυτά θεέ µου». Τα έθιµα του τόπου τους η γιαγιά τα έπαιρνε για δικό της φταίξιµο. Αυτά τα λόγια έκαναν την Ζεχρά να γελάσει... Και όποιος θέλει µπορεί να µην πιστέψει, αυτό το χαµόγελο, πάνω σ' αυτό το δροσερό πρόσωπο, που θυσιάστηκε για το κοινωνικό σύνολο, θα κρατήσει µέχρι να δοθεί στο κρύο χώµα. * * * Η τρίτη µέρα της γιαγιάς ξαφνιάζει πολύ περισσότερο, κύριε Αχµέτ Νετζντετ. Το πρόσωπο της που θύµιζε τη Ζεχρά καλύφθηκε µε µικρά χαµόγελα. Εγώ αυτήν την οµοιότητα γιαγιάς και εγγονής µόλις αυτή τη µέρα το πρόσεξα. Η χαρά της γιαγιάς δεν λεγότανε, γιατί ο γιος της ο Αχµέτ Κουλακσίζ άκουσε το κάλεσµα της µητέρας του και ήρθε να χαιρετήσει την πριγκίπισσα του, φωνάζοντας από την πόρτα. «Πού είναι η κόρη µου η ηρωίδα». Η γιαγιά αυτόν τον χαιρετισµό έστερξε να τον εξηγήσει σε όλους. Μόλις θα γυρίζανε στην πατρίδα θα το έλεγε σε όλους, ήταν αποφασισµένη. Αγαπηµένη κόρη του Λαζ που έκανε τη Μόνα Αίζα να ζηλέψει. Αυτό είναι το θαύµα που γνώρισα. Η Ζεχρά είχε ετοιµαστεί να αποδηµήσει τρεις µέρες για να κάνει τη γιαγιά της ν' αλλάξει, αυτό δεν µπορεί, η κόρη του Λαζ, που έκανε τη Μόνα Λίζα να ζηλέψει. Αυτό είναι το θαύµα που ζηλεύει, αυτή η πεντάµορφη κόρη, είχε τέτοια λεπτά αισθήµατα. Πριν χάσει τις αισθήσεις στο µυαλό της ήρθε για µια στιγµή ένα πιάτο σούπα και µπισκότα... Ύστερα πιάνοντας τα χέρια της Οζλέµ που ήταν συναγωνίστρια, συντρόφισσα και συνοµήλικη της και 125 µέρες την φρόντιζε σαν τα µάτια της, της ζήτησε να σκύψει και τη φίλησε. Επειδή δεν παίρνανε τη βιταµίνη Β, θα πέφτανε πολύ πιο νωρίς, µέσα από την δεύτερη οµάδα που ξεκίνησε την απεργία πείνας και από τις δύο αδελφές κάλεσε την πιο µεγάλη, την Άρζαν. Παρ' όλο που είχανε µόλις γνωρι-


147

στεί, φίλησε και τα δικά της χέρια και της χάρισε το ρολόι της. «Μαχίρ - Χουσείν - Ουλάς» είπε. Ύστερα πια, δεν ξαναµίλησε. Τώρα επιµένω πιο πολύ κ. Αχµέτ Νετζντέτ. Ο θάνατος της Ζεχρά καθυστέρησε τρεις µέρες, γιατί ήθελε να ζήσει λίγο µε την γιαγιά της. Όλες αυτές οι οργανώσεις και τα κόµµατα που αδιαφορούν µεσ' την αναισθησία τους, φωτισµένοι άνθρωποι συγγραφείς που δεν καταφέρουν τίποτα. ∆ιεθνείς οργανώσεις που δεν µετανιώνουν να χρησιµοποιούν πλαστά δικαιώµατα. Κόµµατα που ζουν µέσα σε µία σύγχυση νοηµάτων. Οικογένειες που βλέπουν τα παιδιά τους σαν πραµάτεια, όλους µας, όλους µας ήθελε η Ζεχρά να µας αλλάξει και να µας κάνει λίγο πιο ευαίσθητους. Εµείς πάλι δεν χρησιµοποιήσαµε αυτήν την ευκαιρία µας. Όµως η εξηνταεφτάχρονη γιαγιά, η γεµάτη πόνους, η γεµάτη αυτοθυσία. Μπροστά στα µάτια όλης της Τουρκίας, στο πείσµα όλων µας άλλαξε τελείως. Ήτανε άνθρωπος, έγινε καλύτερος άνθρωπος. Ο ιατροδικαστής που έκανε την αυτοψία θανάτου στο Άρµαντλον την ώρα που εξέταζε την Ζεχρά είπε στη γιαγιά «∆εν έχω ξαναδεί πιο δυνατή γυναίκα από σένα». Όταν µας το µετέφερε η γιαγιά, η φωνή της είχε µια δόση από καύχηµα και δικαιολογηµένα και λες και λίγο ήθελε να µας υποβιβάσει. Η πρόταση µιας µάνας να καλύψουνετο κεφάλι της Ζεχρά µε ένα λευκό τούλι, όταν οι σύντροφοι της Ζεχρά το αρνήθηκαν και βγάλανε το τούλι, η γιαγιά παρ' όλα τα θρησκευτικά και τα εθιµοτυπικά της συναισθήµατα δεν αντέδρασε στους συντρόφους, είδα κι αυτήν την αλλαγή της γιαγιάς και την αναγνώρισα. Εγώ πήρα µία τούφα απ' τα µαλλιά της, που της τα είχανε βρέξει µε ροδόνερο, και άφησε µια µπούκλα να πέφτει ελεύθερα στο µέτωπο. Τα µαλλιά της πέφτανε στο ένα πλάι του κεφαλιού της και κρέµονταν από το µαξιλάρι. Η γιαγιά κοίταζε την εγγονή της µε θαυµασµό και έκσταση «Χωρίς να γίνεις νυφούλα, πήγες στο κοµµωτήριο γιαβρίµ... Τα µαλλιά σου έγιναν ακριβώς όπως τα ήθελα! Κι εγώ έτσι σκεφτόµουν να °τα φτιάξω» είπε. Όταν ήρθε η ώρα του Θεού, στο προσκεφάλι της Ζεχρά,


148

κράτησε τον λόγο που έδωσε, γύρισε κι' αυτή στα σοκάκια του Κ. Αρµατλου, στα σοκάκια που ανοίγονταν το ένα µετά το άλλο στην περιφορά της νεκρής, συµµετείχε κι αυτή. Αν την κρατούσαν τα πόδια της σίγουρα µια µέρα θα λάβαινε µέρος και στο χορό που θα στήναν οι σύντροφοι της Ζεχρά, γι' αυτό δεν αµφιβάλλω καθόλου!! «Εµείς από τώρα νικήσαµε». Η Ζεχρά µέχρι τις τελευταίες µέρες, για να αποχαιρετήσει αυτούς που αγαπά, είχε ετοιµάσει και µικρές κορνίζες από µαύρο χαρτόνι και είχε κολλήσει στα πλάγια φύλλα από τριαντάφυλλο. Είχε δώσει και µία σε µένα «Έχε γεια αδελφούλα, από την αρχή ήσουν µαζί µας. Σε πολλούς που θέλουν να λέγονται άνθρωποι δώσαµε µαθήµατα ανθρωπιάς, εσύ έδωσες. Τι άλλο να σου πω Μπιλγκέσου αδελφούλα µου. Βασικά, εµείς από τώρα έχουµε νικήσει. Σ' αυτό το µικρό σηµείωµα κρύβεται µία µεγάλη αλήθεια, κύριε Αχµέτ Νετζντέτ. Αυτοί από τώρα έχουν νικήσει, ναι! Αυτή είναι η τρίτη φορά που αποτείνοµαι σε εσάς. Ξέρω πως σήµερα είναι η επέτειος της ηµέρας που στο Σίβας κάψανε ζωντανούς τους διανοούµενους και τους καλλιτέχνες, το κράτος είχε παρακολουθήσει αµέτοχο το κάψιµο αυτών των ανθρώπων και τώρα σκόρπιζαν δεξιά κι αριστερά τις στάχτες των απεργών πείνας µέχρι θανάτου. Το ρολόι της Ζεχρά, στο χέρι της Άρζου που βρίσκεται στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου, µαζί µε την µικρότερη αδελφή της, µε γρήγορους ρυθµούς προχωράει προς το ωραίο λαµπρό µέλλον της χώρας µας, το οποίο χρωστάµε στους νέους αγωνιστές που παλεύουν µε τον θάνατο κάθε στιγµή, κάθε λεπτό. Γι' αυτό από τώρα, γι' αυτό από τώρα πρέπει να αισθανόµαστε και την τιµή και την ντροπή.

Μετά τιµής ΜΠΙΛΓΚΕΣΟΥ ΕΡΕΝΟΥΣ


149

Γραπτό του ΤζεζµίΕρσόζ στο περιοδικό Ιθίτοη που εκδόθηκε στις 26 Μάη του 2001

Το σπίτι στο Κ. Αρµατλού...... Τζανάν... Ζεχρά... Και το παραµύθι µας Εχθές καθώς πήγαινα στη δουλειά, ξέχασες το κινητό σου σε εµένα... Έµεινε επάνω στο τραπέζι όλη µέρα... Όλη µέρα δεν σε πήρε κανείς... Μετά ήρθε τηλέφωνο από κάπου πολύ µακριά... Ένα τηλέφωνο που έσταζε αίµα... Κάποιοι για τους συντρόφους τους, για τα αιτήµατα τους, αν χρειαζόταν ήταν αποφασισµένοι να πεθάνουν... Σ' αυτή τη µεγάλη πόλη είχα µείνει χωρίς φίλους και µάλιστα κινδύνευα να χαθώ. Τόσο πολύ η µνήµη µου είχε αδυνατίσει, που για µια στιγµή χωρίς να το περιµένω, άρχισαν να τρέµουν τα φυλλοκάρδια µου... Να, εκεί που ο άνθρωπος νοιώθει πολύ δυνατός, ολάξαφνα, µέσα του ανοίγεται ένα κενό, τραντάζεται µε ένα βαθύ ρίγος... Έτσι έτρεµαν... Έβαλα το τηλέφωνο στην τσάντα µου και βγήκα για να πάω σε εκείνο το µακρύ µέρος της πόλης. Στο Κ. Άρµουτλου προς ένα αυθαίρετο πλινθόκτιστο. Μονόροφο, χωρίς σοβά, στο µπαλκόνι ενός φτωχού σπιτιού, είχαν καθήσει γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι... Ήτανε Μάης. Ήταν ένα Σαββατόβραδο. Αµέσως το πρώτο που µου ήρθε στο µυαλό ήταν, πεθαίνει κανείς έναν τέτοιον καιρό; Αν και την ίδια ερώτηση, τους την έκαναν τόσο πολλοί άνθρωποι. Και αυτοί στους επισκέπτες τους που έρχονταν κι έφευγαν,


150

έδωσαν σε τόσο πολλούς ανθρώπους την ίδια απάντηση... Τώρα πια κανένας δεν τους έκανε αυτήν την ερώτηση και σε κανέναν δεν έδιναν αυτήν την απάντηση... Αυτό το σπίτι στο Κ. Άρµουτλου ήταν της Σενάϊ Χάνογλου, που είχε χάσει τη ζωή της τον περασµένο µήνα... Μήνες πριν είχα γνωριστεί µε την Σενάϊ Χάνογλου στο γραφείο της ΤΑΥΑΟ. Μαζί της είχε αρχίσει απεργία η Γκουλσουµάν Ντουµέζ. Πιάνονταν µαζί χέρι - χέρι και δεν µιλούσαν καθόλου. Και οι δύο είχανε βάψει τα χέρια τους µε χένα. Και οι δύο πήγαιναν και καθάριζαν σπίτια. Τα µάτια τους γελούσαν τόσο όµορφα... ∆εν χωρίζανε ποτέ... Λες και δεν πήγαιναν προς τον θάνατο, αλλά πήγαιναν µαζί σε εκείνη τη χώρα που ήταν γεµάτη µυστικά και εκπλήξεις. Κι' έµοιαζε σαν να την κρύβανε αυτήν την πόλη από εµάς µε µία παιδιάστικη ντροπή... Αν οι συγγενείς τους, µέσα στις φυλακές, οι σύντροφοι τους, γλιτώσουν από αυτά τα καταραµένα κελιά, δεν θα πάνε σ' αυτήν την χώρα και θα πάνε στα σπίτια όλων αυτών που τους συµπαραστάθηκαν, σ' ένα ένα µε τη σειρά να τα καθαρίσουν από πάνω µέχρι κάτω, θα τα κάνουν ολοκάθαρα... Και δεν θα πάρουν δραχµή... Όµως δεν γινόταν ... Οι συγγενείς τους µέσα δεν έβγαιναν απ' τα κελιά... Οι µέρες άπονα κυλούσαν και έφευγαν. Κι αυτοί δεν άντεξαν σ' αυτές τις άπονες µέρες... Χέρι µε χέρι και µ' αυτά τα φωτεινά µάτια που κοίταζαν έτσι αθώα, µε τα χέρια τους τα βαµµένα µε χένα δώσανε µαζί την τελευταία τους πνοή... Αυτό που έµεινε στο µυαλό µου είναι, η σιωπή τους, δεν µιλούσανε καθόλου. Αυτοί που αυτούς τους ανθρώπους τους έλεγαν τροµοκράτες, την Σενάϊ και την Γκιουλσουµάν. Αν κοίταζαν µε ανοιχτούς τους κρουνούς της ψυχής τους, σ' αυτά τα φωτεινά µάτια και σ' αυτά τα χέρια τα βαµµένα µε χένα Αν µπορούσαν να κοιτάξουν, από τα τρίσβαθα της ψυχής τους θα ντρέπονταν, είµαι σίγουρος. Θεέ µου! Μπαίνω εγώ εγγυητής στις καρδιές τους, για πάντα. ∆ώσαν τον λόγο τους, τον άκουσα, αν γινόταν αυτό που ήθελαν, αν βγαίνανε οι συγγενείς τους από τα κελιά αποµόνωσης θα καθαρίζανε των φίλων τους τα σπίτια από την κορυφή έως τα νύχια...


151

Αυτές ίσως ήταν φτωχιές, ίσως ήταν γυναίκες γεµάτες πόνους, καθαρίστριες σε σπίτια, όµως αυτές πιο πολύ απ' τον καθένα ποθούσαν µία νέα ζωή και αυτός ο πόθος τις έκανε επαναστάτριες... Η φιλία τους, το τίµηµα που πληρώνανε για κάποιους άλλους ήτανε πολύ µεγάλο και το πιο σπουδαίο οι σχέσεις τους δεν έµοιαζαν καθόλου µε τις σχέσεις που κάνουν οι άνθρωποι στον κύκλο µας... Το κάθε τι που κάνανε το κάνανε χωρίς φωνή, χωρίς ήχο, χωρίς πολλές υπερβολές και µεγαλοστοµίες, ήσυχα, όµως ζούσανε µία πολύ µεγάλη ζωή... η µεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων τους, έτσι χωρίς να ακούγονται, έτσι χωρίς ταυτότητα, έτσι δυστυχισµένοι ζούσαν σ' αυτή τη χώρα. Όµως οι φίλες τους δεν πάλιωναν ποτέ, λες και πάντοτε ζούσαν την πρώτη µέρα της γνωριµίας τους. Αυτοί ακόµη και όταν πεθαίνανε για µία ζωή που θα ήταν ο παράδεισος και θα κρατούσε για πάντα, στο άπειρο... *** Ένα Σάββατο βράδυ ήµουν στο µπαλκόνι του σπιτιού στο Κ. Αρµουτλού µαζί τους... Γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι απέναντι µου κάθεται η Ζεχρά Κουλακσίζ, 22 χρονών, επάνω σε µια αναπηρική καρέκλα, φοιτήτρια, σπουδάζει στο Πανεπιστήµιο οικονοµία... Κάνει απεργία πείνας έξι µήνες τώρα... Σήµερα συµπληρώνει 180 ηµέρες... Περίπου ένα µήνα πριν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο δωµάτιο, έχασε την αδελφή της, που ήταν 19 χρονών, στην απεργία πείνας, την Τζανάν, µπροστά στα µάτια της, µία µέρα του Απρίλη, η καρδιά της Τζανάν, απότοµα σταµάτησε. ∆εν είπε άδικα ο ποιητής, ο Απρίλης είναι ο πιο άκαρδος, ο πιο άπονος από τους µήνες. Ένας µήνας που η φύση καλεί τους συνοµήλικους της να τρέξουν, να γλεντήσουν τον έρωτα, την τρέλα. Τον Απρίλη έδωσε την τελευταία της πνοή η Τζανάν... Ήταν κι αυτή φοιτήτρια στο Πανεπιστήµιο. Σπούδαζε βιολογία στο Πανεπιστήµιο του Αιγαίου... Την ελπίδα που έκρυβε µέσα στην καρδιά της για τον θείο της που ήτανε µέσα τη φυλακή και για όλους τους φίλους της την παρέδωσε στην αδελφή της τη Ζεχρά... Ο πατέρας τους, ο Αχµέτ Κουλακσίζ, στην ηλικία µου και


152

πάντα πλάι στην κόρη του τη Ζεχρά... Τα µάτια µου βρίσκουν συχνά πυκνά τη µατιά του...Αυτός τη µια του κόρη την έθαψε µε τα ίδια του τα χέρια και τώρα περιµένει και το θάνατο της άλλης του κόρης... Τι πίκρα είναι αυτή! Πώς να αντέξει; δυσκολεύοµαι πολύ να το καταλάβω αυτό, να το νοιώσω... Πού να θάψει ο άνθρωπος τέτοιο πόνο, πώς να τον κρύψει... Η Τζανάν µπορεί να ήταν και δικιά µου κόρη. Η Ζεχρά που περιµένει το θάνατο µπορεί να ήταν η δεύτερη µου καρδιά... Τώρα πια ντρέποµαι για την ηλικία µου, από το άσπρο χιόνι που έχει πέσει στα γένια µου, ντρέποµαι για τα όσο έχω γράψει µέχρι σήµερα και ντρέποµαι και για την ταυτότητα µου, του λόγιου ανδρός... Στο όνοµα αυτών των χιλιάδων νέων που σαν το θείο της Ζεχρά και της Τζανάν, για τις ιδέες τους και τα πιστεύω τους δίνουν αγώνα, ακόµα κι αν δεν έχει δει ποτέ τα πρόσωπα τους λειώνει αθόρυβα... Για τα γράµµατα που έφταναν από τις φυλακές, γεµάτα πεθυµιά και πόθο, µια γνωριµία κι' ολάξαφνα ένα ζευγάρι µάτια γελούν αθώα, για ένα έχε γεια βγαλµένο µέσα από την καρδιά, λειώνει εκείνη... ∆εν πήρε διαταγή από κανέναν, λειώνει µπροστά στα µάτια του πατέρα της, της µητέρας της και των φίλων της, όµως χωρίς να χάσει ποτέ την αγάπη και τη χαρά της ζωής και κυρίως βαδίζοντας δένεται µε τη ζωή περισσότερο, καθώς πλησιάζει προς το θάνατο, νοιώθει ακόµα πιο βαθειά το µυστικό της ζωής, λειώνει... καθώς αδυνατίζει το κορµί, καθώς η δύναµη της λιγοστεύει, γίνεται τόσο συναισθηµατική στον περίγυρο της όσο ποτέ δεν ήταν... Όσο πλησιάζει προς το θάνατο απελευθερώνεται απ' όλους τους φόβους της, κάνοντας αυτούς που βρίσκουν αυτόν τον αγώνα, ανόητο, χωρίς αιτία και παράλογο, να ανησυχούν και τροµοκρατώντας τους κοιτάζει µε µάτια γεµάτα συναίσθηµα γύρω της. Η Ζεχρά δωρίζει σ' αυτούς που την επισκέπτονται κάρτες που τις διακοσµεί µε κορνίζες που φτιάχνει η ίδια µε λουλούδια. Και αν οι σύντροφοι της που είναι µέσα στις φυλακές, λυτρωθούν µια µέρα από τα κελιά αποµόνωσης, εκείνη τη στιγµή θα δώσει τέρµα στην απεργία πείνας µέχρι θανάτου, και ξεκι-


753

νώντας από τη Ρίζε όπου γεννήθηκε, θα γυρίσει στην Μαύρη Θάλασσα που τόσο πεθύµησε από το ένα άκρο έως το άλλο... Όµως παρ' όλες αυτές τις ελπίδες της λειώνει εκείνη ασταµάτητα...και καθώς λειώνει εκείνη, βγαίνει προς τα έξω, εκείνο το στυφό χαµόγελο που κάνει τον άνθρωπο να πονά... Και ποιος ξέρει, ίσως και να είναι αδίκηµα, όταν διαβάζεις αυτές τις γραµµές, εκείνη... ∆ε θέλω να το πω, σωπαίνω και µονάχα ντρέποµαι... *** Απέναντι µου κάθεται αυτός ο περήφανος άνδρας, ο λεπτός στους τρόπους, ο Ρεσίτ Σαρή... 42 ετών... Χρόνια πολλά έζησε στις θάλασσες, ήτανε καπετάνιος... Με τους δηµοσιογράφους και τους Ρεπόρτερ που έρχονται απ' το εξωτερικό πιο πολύ αυτός µιλά, µε τη βροντερή φωνή του και τα στρωτά Τούρκικα... Κι αυτός µήνες τώρα κάνει απεργία πείνας µέχρι θανάτου... όµως δε µοιάζει καθόλου µε κάποιον που πεθαίνει... Ασταµάτητα φτιάχνει φαναράκια πολύχρωµα... Αν κλείσουν τα κελιά αποµόνωσης, τ' όνειρο του είναι µε µια βάρκα ν' ανοιχτεί στο πέλαγος που τόσο αγάπησε... Αν δε γίνει αυτό, αν τα κελιά δεν κλείσουν και αν µια µέρα, έτσι ολάξαφνα η καρδιά του σταµατήσει να χτυπά, αυτό δεν το στεναχωρεί καθόλου... Τον θάνατο του τον παροµοιάζει µε ένα κλαδί που σπάζει απ' το δέντρο µία ανοιξιάτικη µέρα, από µία φουρτούνα που ξεσπά ξαφνικά. ∆υο τρία κλαδιά µπορεί να σπάσουν, όµως η φουρτούνα θα πάρει τη γύρη απ' τα λουλούδια και θα την σκορπίσει στα πέρατα, έτσι στα µέρη που θα σκορπίσει η γύρη, νέα λουλούδια, καινούργια δέντρα θα βλαστήσουν, η φύση, µ' αυτές τις φουρτούνες πολλαπλασιάζεται και οµορφαίνει, λέει... Μερικά κλαδιά έσπασαν και τι έγινε;! Εγώ ένα πρωί ολάξαφνα πέθανα, ε! Και τι έγινε, λέει. Ειπώθηκαν πολλά, γράφτηκαν πολλά, κι εγώ έκατσα και περίµενα, αυτοί µε τις κόκκινες κορδέλες στα µέτωπα, που περιµένουν το θάνατο, περίµενα έστω και για µία φορά να µην εξυψώσουν το θάνατο... Όµως αυτοί οι άνθρωποι που ίσως λίγες ώρες αργότερα, ίσως λίγες µέρες αργότερα, ίσως όταν


754

διαβάζουµε αυτές τις σειρές να έχουν πεθάνει προ πολλού, από τα στόµατα τους δεν άκουσα ούτε µια λέξη που να εξυψώνει το θάνατο. *** Η Φατµά Σενέρ, 22 χρονών, φοιτήτρια της φιλοσοφικής σχολής. Η ζωή της κρέµεται στην άκρη µιας τεντωµένης κλωστής. ∆εν το σκέφτεται καθόλου, µε αυτά τα κιτρινιάρικα και τρεµάµενα απ' το κρύο χέρια της, ασταµάτητα χαϊδεύει τη γη και να πεθάνει σκέφτεται τους ανθρώπους που θα µείνουνε πίσω για να χαµογελούν µε αγάπη, φύτευε λουλούδια... Ο θάνατος έβγαινε απ' τα στόµατα τους µόνο µε τις λέξεις "Να ζεις έγκλειστος"... Να πεθαίνεις για να δώσεις ζωή, και για µια λεύτερη ζωή... *** Η Χούλια Σιµσέκ, όταν κρεµάσανε τον Ντενίζ και τους συντρόφους του στις 6 Μαΐου του 1972 είχε ορκιστεί. Εκείνη τη δακρύβρεχτη µέρα ήτανε µόλις εννιά χρονών, αλλά ο όρκος που έδωσε στον εαυτό της ήτανε πολύ µεγάλος... Από εδώ και στο εξής τη ζήση της θα την αφιέρωνε στην εγκαθίδρυση του παράδεισου επάνω στη γη. Και τώρα µετά από την πολύµηνη απεργία πείνας, αυτό το αδύναµο, το χωρίς αντοχή σώµα της, το αφιέρωνε στην εγκαθίδρυση του παράδεισου επάνω στη

γηΤόσο δυνατή ήταν η πίστη της που ακόµα και λίγες µέρες πριν απ' το θάνατο, για συµπαράσταση στις φτωχές συνοικίες των παράνοµων παραπηγµάτων, ετοίµαζε στους επισκέπτες της πανό µε πουλιά, µε λουλούδια και µε σταφύλια, µε τα τρεµάµενα δάχτυλα της... Ήτανε Μάης, ένα Σάββατο βράδυ... στο Κ. Αρµατλού, στο µπαλκόνι ενός φτωχού αυθαίρετου παραπήγµατος, γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι, δεν γίνεται λόγος για το θάνατο, ακριβώς το αντίθετο µάλιστα, για τα λουλούδια, για τους χορούς που θα σύρουν την ηµέρα της λευτεριάς. Μια µέρα σίγουρα, στο µαβί του ουρανού θ' ανοιχτούν µεσοπέλαγα οι βάρκες µε τα


755

πολύχρωµα φαναράκια τους. Μιλούσαµε συνέχεια για τα ταξίδια στις καταπράσινες κοιλάδες του Πόντου... Τα ονόµατα τους ήταν η Ζεχρά, η Φατµά, ο Ρεσίτ και η Χούλια. Οι φίλοι τους, οι σύντροφοι τους, τα γράµµατα που τους στέλνουν γεµάτα πόθο και συναίσθηµα από τις φυλακές και µάλιστα οι έγκλειστοι φίλοι τους που ούτε τα πρόσωπα τους δεν είχανε δει. Για όλους αυτούς, αυτά τα παιδιά ζούσανε στο χείλος της ζωής και του θανάτου! Πιστέψτε µε, καθόλου δε στεναχωρήθηκα... Αυτή τη νύχτα του Μαγιού, αυτού του Σαββάτου τη νύχτα, πιο πολύ στεναχωρήθηκα για µένα και για σένα αγαπηµένη... Για µένα στεναχωρήθηκα, γιατί µέχρι αυτή την ηλικία που έφτασα ποτέ δεν είχα σαν κι αυτούς έναν πραγµατικό φίλο... Μέχρι αυτή την ηλικία που έφθασα, για την οργάνωση µου και για τις σκέψεις µου, αφού δοκίµασα κάθε δρόµο, δε βρέθηκε κανένας φίλος να βάλει τη ζωή του στον τορβά και να αψηφήσει ακόµα και το θάνατο... (...) Η ζωή, και τι δε µαθαίνει στον άνθρωπο. Ίσως λίγες µέρες, ίσως λίγες ώρες αργότερα, θα αποχωριστούν από τη ζωή αυτοί οι άνθρωποι, γι αυτό πιο πολύ βαθειά µέσα µου τους ζήλεψα αγαπηµένη... Ακόµα και πεθαίνοντας µου έδειξαντι ακριβή είναι η φιλία, µε πόσο ακριβά τιµήµατα µπορεί να κερδηθεί... Ούτε οι πολιτικές ιδέες, ούτε οι ιδεολογίες, ούτε οι δεσµοί που έχω µ' αυτούς, ούτε αυτά που µε χωρίζουν απ' αυτούς είναι για µένα σπουδαία πια... Ακόµα και πεθαίνοντας µου θύµισαν πόσο αποκοµµένος ήµουν απ' τη ζωή, πόσο µόνος και από το κενό που είχα µέσα µου, πόσο µακρυά ζούσα, να! Αυτό µε επηρεάζει πιο πολύ. Μου έδειξε, τόσα χρόνια πόσα πράγµατα µου έλειψαν... Τώρα χωρίς να πληρώσω κανένα τίµηµα, αρχίζω από την αρχή µαζί σου να κερδίζω όλους εκείνους τους φίλους, και χωρίς να το περιµένω, που έχασα σε µια στιγµή. Όπου κι αν βρίσκεσαι µέσα στην πόλη περίµενε µε... Μη χάνεσαι, µην πέφτεις σε απελπισία ... Στην τσάντα µου αναβοσβήνει αυτή η καρδιά που έχει µείνει έρηµη, έρχοµαι σε


156

εσένα, παίρνω τη φιλία µου κι έρχοµαι... Εσύ φύλαξε τα νότα σου, αυτό φτάνει... Σ'αυτό το φτωχό σπίτι στο Κ. Αρµουτλου οι άνθρωποι καθώς πεθαίνουν µου θύµισαν, ο έρωτας είναι φιλία, η δε φιλία έρωτας. Αυτά τα δυο, δε χώρισαν ποτέ το ένα από το άλλο... Περίµενε µε, πρόσεχε µη χαθείς... Όπου κι αν είσαι µέσα στην πόλη περίµενε µε, σου φέρνω όλους τους φίλους που έχασες... Απ' το θάνατο σου και απ' τη ζωή σου, θα βγουν έρωτες από µέσα... Μη χάνεσαι περίµενε µε...


157

Γραπτό του Τζεζµί Ερσόζ στο περιοδικό ί,βαι&η στις 14 Ιουλίου 2001

Πίστεψε Ζεχρά, τα παιδιά σας θα νικήσουν Στη µνήµη της Ζεχρά "Ακούµπησα το κεφάλι µου στο τραπέζι και στέκω έτσι. ∆ε ξέρω γιατί στάθηκα έτσι. Μ' ένα µεγάλο θόρυβο άνοιξε η πόρτα. Ανθρωποι που δεν τους γνώριζα καθόλου µε πήραν, κλείσανε την πόρτα... Με πιάσανε απ' το µπράτσο, πηγαίνουµε. Που πηγαίνουµε ούτε που ξέρω. Έ\/ας µακρύς διάδροµος. "Ολο µου το σώµα πονάει, το κεφάλι µου γυρίζει, µια ξεκουραζόµαστε, µια πηγαίνουµε. Με βάλανε σε ένα µέρος. Μπροστά µου υπάρχει τζάµι. Στο τζάµι υπάρχουνε σκιές. Σαν να µε κοιτάζουν. Σ' αυτό το ενδιάµεσο, στο ίδιο δωµάτιο, ο φίλος µου που µένουµε µαζί βγαίνει από το άλλο πλάι. Με πιάνει από το µπράτσο και µε κολλάει στο τζάµι. Το όνοµα του το έµαθα µετά, µου δίνει το τηλέφωνο. Μου µαθαίνει πως το κρατάνε. "Ερχονται φωνές, τις φωνές δεν τις καταλαβαίνω. Οι σκιές µήπως κλαίνε; Κάτι συζητάµε. ∆εν ξέρω τι συζητάµε. Όµως οι σκιές συνεχώς κλαίνε. Πρώτη φορά είδα να κλαίνε οι σκιές... Εγώ δε στο κλάµα των σκιών γελώ... Πριν στο δωµάτιο µε το τηλέφωνο ο φίλος είχε έλθει πριν από µένα. Με έπιασε και µε έβγαλε αµέσως απάνω, µε έφερε κοντά στο κρεβάτι. Με ρώτησε γιατί έκλαψα. Κι εγώ του είπα ότι δεν κλαίω, κοιτώ τις σκιές στο τζάµι που κλαίνε και γελώ. Αυτός µου εξήγησε ποίες ήταν οι σκιές στο τζάµι. Τότε δεν κατάλαβα καλά. Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα. Αυτές οι σκιές, δεν ήταν σκιές, ήταν η πραγµατικότητα, αυτές οι σκιές ήταν η µάνα


758

µου, η αδελφή µου και η θεία µου. Είχε µιλήσει και ο ίδιος µαζί τους οτο πλάι. Αν και δε γέλαγα εγώ µ' αυτές τις σκιές, αλλά µαζί" µ' αυτές είχα κλάψει κι εγώ..." Μήνες τώρα ο Ντουρσούν Αλί βρίσκεται σε απεργία πείνας µέχρι θανάτου. Στο τέλος έχασε τη µνήµη του και απολύθηκε από τις φυλακές. Τα παραπάνω ειπώθηκαν από τον ίδιο. Πρώτη φορά είδε τις σκιές να κλαίνε. Ύστερα κατάλαβε ότι αυτές οι σκιές ήταν η µητέρα του, η αδελφή του και η θεία του που ήρθαν να τον επισκεφθούνε στις φυλακές αποµόνωσης τύπου Ρ της Καντίρα... Μπροστά στο σπίτι της αντίστασης πλήθος άνθρωποι έρχονται. Αυτούς που χάνουν τη µνήµη τους και κλονίζεται η υγεία τους, τους δίνουν εξιτήριο από τις φυλακές. Απ' αυτούς που απολύονται από τις φυλακές, οι περισσότεροι έρχονται στο σπίτι στο Κ. Άρµουτλου και εκεί, στο σπίτι των συγγενών τους ή των φίλων τους συνεχίζουν την απεργία... Σήµερα είναι 8 Ιούλη Κυριακή... Κι εγώ απ' το Κ. Αρµουτλου γύρισα στο σπίτι µου αργά το βράδυ... Σχεδόν όλη µέρα ήµουν εκεί. Ήµουν σ' αυτό το φτωχό σπίτι που περίπου µια βδοµάδα πριν η Ζεχρά άφησε την τελευταία της πνοή. Το όνοµα αυτού του σπιτιού τώρα είναι "Το σπίτι της αντίστασης". Για να κάνεις µια βόλτα στο σπίτι της αντίστασης θέλει να 'χεις καρδιά, θέλει υποµονή... Σε κάθε δωµάτιο του σπιτιού, κάθε στιγµή πλησιάζοντας λίγο περισσότερο στο θάνατο, υπάρχουνε αγωνιστές κάθε ηλικίας. Στα µέτωπα τους η κόκκινη κορδέλα... Άλλος δεν µπορεί να σταθεί στα πόδια του... Άλλος περπατά κρατώντας στα ντουβάρια... Άλλος που τώρα άρχισε την απεργία βοηθάει τους άλλους... Μπροστά στο σπίτι του αγώνα πλήθος κόσµου συρρέει. Παρακολουθούν το σπίτι σαν να είναι ένας ιερός τόπος προσευχής µε σεβασµό. Όταν µιλάνε χαµηλώνουνε τον τόνο της φωνής. Στα πρόσωπα τους φαίνεται ολάξαφνα µία χλωµή, αλλά θαρραλέα θλίψη. Ύστερα µέσα απ' το σπίτι βγαίνει ένας άντρας και διαβάζει µε δυνατή φωνή από το χαρτί που κρατάει στο χέρι του και ανακοινώνει ότι µισή ώρα πριν ένας ήρωας


759

ακόµα έπεσε µάρτυρας. Τα µάτια µισοκλείνουν ελαφριά. Οι άνθρωποι απότοµα γυρνούν τα κεφάλια να δουν τον αντίλαλο που έρχεται από µακριά. Ολιγόλεπτη, αλλά πολύ βαθιά σιωπή, στων ψυχών τους τα βαθύ, πέφτει µε έναν µεγάλο εκκωφαντικό θόρυβο. Σ' αυτή τη βαθιά σιωπή, ακούγεται µόνο ο τριγµός από τα χόρτα που καίνε τα παιδιά... Ύστερα πάλι αρχίζουν να συζητούν οι άνθρωποι, ν' αναλύουν και να µελετούν τη ζωή... Εδώ οι άνθρωποι αντιλαµβάνονται το θάνατο πολύ διαφορετικά. Εδώ οι άνθρωποι το θάνατο δεν τον βλέπουν σαν ένα φυσικό τέλος. Εδώ τίποτα δε σταµατά. Εδώ η ζωή, ο θάνατος, η γέννηση, όλα ασταµάτητα κυλούν στον ίδιο µαγεµένο ποταµό. Όλα σαν να σκιαγραφούν ένα πέπλο, ένα κλοιό. Αυτοί που πεθαίνουν, ξαναγεννιούνται, αρχίζουν να πεθαίνουν... Ανακατεύονται την ίδια στιγµή η ζωή µε το θάνατο, ο θάνατος µε τη ζωή... Οι φίλοι έναν αγωνιστή µε κόκκινη κορδέλα στο µέτωπο, τον φιλούν µε βαθιά αγάπη πρώτα στο µέτωπο, ύστερα σε όλο το πρόσωπο. Ο αγωνιστής όσο περήφανος είναι, άλλο τόσο ντροπαλός... Βλέπω τους αστραγάλους του και το κορµί του. Πιο λεπτούς από ενός µικρού παιδιού. Έσπασε, θα σπάσει... Μ' αυτούς τους λεπτούς καρπούς του, µε τα αφυδατωµένα χέρια του αγκαλιάζεται κι αυτός µε τους φίλους, µε τους συντρόφους του. Το παράπονο, ο φόβος, οι ενοχές, ο οίκτος, κανένα απ' αυτά τα συναισθήµατα δεν υπάρχει στα πρόσωπα τους... Και αυτοί που θα µείνουν στη ζωή µ' αυτούς που θα φύγουν, αγκαλιάζονται µε τόσο βαθειά αγάπη που να εκείνη τη στιγµή βλέπω ξεκάθαρα την αδιάκοπη ροή που ρέει ανάµεσα στη ζωή και το θάνατο. Η ζωή φιλά το θάνατο στο µέτωπο... Ο θάνατος και περήφανος και χωρίς να σκύβει το κεφάλι και σαν ένα µικρό παιδί ντροπαλός και αθώος... Και ενώνει τα πάντα και κυλά σ' αυτό το µαγεµένο ποτάµι αργά - αργά κι αθόρυβα. Κι αυτό το ποτάµι κυλά στην αθανασία. Να! Γι αυτό δεν φοβούνται ένας, ένας να πεθάνουν. Γιατί αυτοί µια φορά έχουν πιστέψει στην αθανασία. Χίλιοι δύο διαφορετικοί άνθρωποι της πόλης ζουν στα νύχια της αµφιβολίας ακόµα κι εγώ εκείνη τη στιγµή πιστεύω:


160

Αυτά τα παιδιά µια µέρα θα νικήσουν... Γιατί η αθανασία δεν τελειώνει... Αυτής της πατρίδας τα πιο θαρραλέα παιδιά... Αυτού του κράτους, αυτή η κυριαρχία της λογικής, αυτού του συστήµατος, από την ώρα που ανοίγουµε τα µάτια µας σ' αυτόν τον κόσµο, πόσο καταστρέφεται το κορµάκι µας και η ψυχή µας στην οικογένεια, στο σοκάκι, στο σχολείο, στο εργοστάσιο, στο στρατό, στη δουλειά. Κάθε µέρα που περνά, για να υποδουλωθούµε ακόµα περισσότερο, τι συστήµατα δοκίµασε αυτό το κράτος! Για να µας αφαιρέσει την προσωπικότητα, κάθε λεπτό, κάθε στιγµή, δοκιµάζει όλο και νέες µεθόδους και επικαλείται δρόµους ανέφικτους, αυτό είναι ανάγκη να το ξαναπώ; Το κάθε τι αν και γίνεται πολύ κρυφά, βασικά δεν είναι όλα πολύ φανερά;... Μια µεγάλη φυλακή αυτή η πατρίδα. Μας κλείνουν όλες τις πόρτες µια µία, στα µούτρα µας. Ένα µεγάλο στρατόπεδο αυτή η πατρίδα... Αυτή η άρχουσα τάξη θέλει τον καθ' ένα εθελοντή δούλο, προσπαθούνε να γδύσουνε τον καθένα έναν έναν από την προσωπικότητα του κι επάνω σ' αυτό το στρατόπεδο να τον κάνουνε χωροφύλακα... Γιατί κάνουν όλες τις φυλακές κελιά αποµόνωσης, για να µπορέσουν να πέσουν πάνω σ' αυτά τα παιδιά που αγωνίζονται να µη χάσουν τις προσωπικότητες τους, µε µια θηριωδία που δεν µπορεί να τη συλλάβει ανθρώπινος νους... Γιατί αυτά τα παιδιά έχουνε δει τα πάντα και πιο πολύ... Αυτό το κράτος φοβάται απ' αυτούς που τα έχουν δει όλα και τα ξέρουν όλα... Και θέλει να τους αφανίσει... Από τις επιχειρήσεις που γίνανε στις 19 ∆εκέµβρη, ένα νέο κορίτσι που γλίτωσε µε βαριά εγκαύµατα, ιστορεί εκείνη την ηµέρα της µεγάλης θηριωδίας ως εξής: "Κατά τα ξηµερώµατα, ξυπνήσαµε από ένα µεγάλο θόρυβο... Με τρυπάνια τρυπούσαν το ταβάνι του θαλάµου. Ξυπνήσαµε και δεν ξέραµε τι να κάνουµε γιατί από τις τρύπες εξαερισµού πυροβολούσαν συνέχεια, 'έστερα από την τρύπα που άνοιξαν, χύσανε κάτι επάνω µας... Στην αρχή πιάσανε φωτιά τα µαλλιά µας... 'έστερα εγώ έφερα το χέρι µου στο πρόσωπο µου... Το δέρµα του προ-


161

σώπου µου σαν πλαστική σακούλα που λειώνει κόλλαγε στο χέρι µου... Οι φίλοι µας µπροστά στα µάτια µας πέθαιναν σφαδάζοντας... Όλα τα είδαµε... όλα.... Ναι αυτοί τα είδαν όλα. Είδαν να πετάνε απάνω τους χηµικά υλικά, είδαν κι αυτή τη θηριωδία... Μέρες τώρα κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία σε µία εφηµερίδα... Μετά τις επιχειρήσεις έβγαλαν τις κρατούµενες στην αυλή. Βλέπω στα πρόσωπα των κρατουµένων γυναικών αυτή την τροµαχτική θλίψη, γύρω τους οι στρατιώτες µε µάσκες αερίου και µε τα αυτόµατα προτεταµένα. Οι καταδίκες γεµάτες εγκαύµατα και πληγές... Είναι ολοφάνερο ότι µε δυσκολία αναπνέουν... Τα ρούχα τους βρεγµένα... Το µάθαµε κι αυτό. Αυτό το χηµικό υγρό καίει το δέρµα του ανθρώπου, όµως τα ρούχα τα αφήνει άθιχτα... Κοιτάζω πάνω στις κρατούµενες. Αυτά τα βλέµµατα τους πάνω στα πρόσωπα των στρατιωτών που είναι κρυµµένα πίσω απ' τις µάσκες... "Στρατιώτες... Στρατιώτες... Πως µπορέσατε να πράξετε τέτοια θηριωδία ... Στρατιώτες ... Στρατιώτες ... Ο λαός σας δεν θα σας το συγχωρέσει αυτό ποτέ". Αυτά φαίνεται να λένε αυτά τα βλέµµατα, που κοιτούν τους στρατιώτες... Κι ο λαός;! Ο λαός που ήτανε λοιπόν; Ο λαός δεν υπήρχε. Το µυαλό και την ψυχή του λαού την είχαν αιχµαλωτίσει τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης. Καλά, και η ηθική αυτών των στρατιωτών που διέπραξαν αυτή τη θηριωδία που πήγε άραγε; Ποίος υποθήκευσε την φιλευσπλαχνία και τη στοργή τους; Οι κατάδικοι καίνε ο ένας τον άλλο, αυτοί µε διαταγή της οργάνωσης καίνε ο ένας τον άλλο, έγραψαν οι πεφωτισµένοι του έθνους, οι διαβασµένοι. Γιατί ήταν όλοι τόσο πολύ έτοιµοι να πιστέψουν τα ψέµατα της κυβέρνησης και των µέσων µαζικής ενηµέρωσης; Καλά, γιατί δεν πίστεψαν αυτούς, που για να µην µπουν στα κελιά, αντιστεκόµενοι διακινδύνευαν τη ζωή τους και πίστευαν στην κυβέρνηση και τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης τόσο γρήγορα; Ή µήπως κι αυτοί, όπως και το κράτος, φοβόντουσαν πολύ απ' αυτούς που τα ήξεραν όλα και τα είχαν δει όλα; Γιατί οι καρδιές τους ήταν τόσο πολύ έτοιµες για


162

την ήττα; Γιατί φοβόντουσαν τόσο πολύ να σηκώσουν κεφάλι και να επαναστατήσουν; Γιατί µισούσαν τόσο πολύ τη λέξη "θάνατος". Ή µήπως κι αυτοί πίστευαν µόνο στο παρόν; Γιατί έκαναν πως δεν έβλεπαν αυτούς που πεθαίνουν για τη ζωή; Μπορούσαν να ζήσουν σαν να µην υπήρχε θάνατος; Να κάνουν τους ανθρώπους να υποµένουν τη δουλεία, να αφαιρούν από τους ανθρώπους την προσωπικότητα και να τους αναγκάζουν να το υποµένουν κι αυτό, ο θάνατος ανακατεύεται σ'αυτόν τον µαγικό ποταµό και εκεί µένει στην αναµονή να ξαναγεννηθεί. Αυτή η αναµονή θα φωτίσει ολόξαφνα όλες τις θάλασσες. Αυτό το φως θα τυλίξει όλες τις πληγές της θάλασσας. Κι έτσι οι νεκροί θα φωτίσουν τις ζωές µας. Αυτές τις αιχµάλωτες, αυτές τις πληγωµένες, αυτές τις ζωές µας που πνίγονται... Αυτοί οι νεκροί που φωνάζουν όχι στη δουλεία, είναι οι νεκροί µε το πιο βαθύ νόηµα του κόσµου. Αυτοί οι νεκροί µε το βαθύ νόηµα, προσθέτουν στις ζωές µας ατέρµονα και βαθειά νοήµατα. Αυτά τα νοήµατα, θα ανοίξουν τις κλειδωµένες πόρτες των καρδιών µας. Χρόνια τώρα είναι κλειδωµένες και τώρα πια που θα ανοίξουν, θα µπει επιτέλους λίγο φως... φρέσκος δροσερός αέρας της άνοιξης, θα µπει επιτέλους απ'τις πόρτες µας µέσα... Αυτό το νέο φως καθώς θα φωτίσει τις καρδιές µας, θα µας κάνει να ξανασκεφτούµε πως πρέπει να πεθαίνουµε. Βασικά, ο τρόπος που πεθαίνουµε δείχνει περίτρανα το πως ζήσαµε. Τι είναι αυτό που θέλουµε περισσότερο στη ζωή, γι αυτό το κάτι τι πεθαίνουµε... Τι ψάχνουµε πιο πολύ, σ' αυτόν το δρόµο πεθαίνουµε... Αν θέλουµε χρήµα και δύναµη σ' αυτό το δρόµο πεθαίνουµε... Αν θέλουµε ελευθερία και ανδρεία σ' αυτόν το δρόµο πεθαίνουµε. Αν στη δουλεία είµαστε σύµφωνοι, σ' αυτόν το δρόµο... Καιοτρόποςπου πεθαίνουµε φωτίζει ξανά τη ζωή µας. Η ζωή µας πρέπει νάχει ένα νόηµα χειροπιαστό, αλλιώς µας περιµένει ένας θάνατος χωρίς νόηµα. Σήµερα είναι 8 του Ιούλη, Κυριακή... Σήµερα ήµουν όλη τη µέρα στο Κ. Αρµουτλού. Αυτοί που εναντιώνονται στα κελιά, αποµόνωσης, ξάπλωσαν περιµένοντας το θάνατο, στον κήπο του σπιτιού της αντίστασης, υπογράφω τα βιβλία µου και στο


163

διαλείµµατα κοίταζα τη φωτογραφία της Ζεχρά συχνά πυκνά... Της Ζεχρά το πρόσωπο είχε τη θλίψη του θανάτου που πλησίαζε. Σ' όποιον πέρναγε από εκεί του κούναγετο χέρι. Έχετε γεια αδέρφια µου έλεγε. Το πρόσωπο της είχε αυτό το αθώο, εύθραυστο χαµόγελο. Έχετε γεια έλεγε. Έχετε γεια, εγώ βαδίζω στην αθανασία, όµως εσείς στη ζωή που ζείτε, µια φορά ακόµα, ρίξτε µία γερή µατιά, έλεγε. Με πόσο νόηµα και πόσο θαρραλέα είναι η ζωή σας, άλλο τόσο νόηµα και άλλο τόσο θαρραλέος θα είναι και ο θάνατος σας, έλεγε. Ζεχρά κορούλα µου... Συντρόφισσα µετά όµορφα µάτια... Σ' αυτή την τόσο µικρή σου ζήση γύρω απ' αυτή τη ζωή γνώρισες και είδες τα πάντα... Κι αν τώρα µερικοί θέλουνε να σε βλέπουν νεκρή κάνουνε µεγάλο λάθος... Εσύ τώρα είσαι στον ποταµό της αθανασίας... πίσω από τον θάνατο σου, το νόηµα της ζωής χίλιες φορές θα αυξηθεί... Αυτή η θαρραλέα στάση σου θα ανοίξει χιλιάδες κλειδωµένες καρδιές... Πίστεψε Ζεχρά, όπως πιστεύεις στη ζωή σου και στο θάνατο σου πίστεψε... Τα δικά σας παιδιά θα νικήσουν αυτή τη ζωή... Της λευτεριάς και της ανδρείας τα παιδιά... Αυτή τη ζωή, µ' αυτά τα φτωχά αφυδατωµένα δάχτυλα σου, ακόµα και πεθαίνοντας σχηµατίζουν το σήµα της νίκης, τα παιδιά θα νικήσουν... Αντιστεκόµενη πέθανες, σ' αυτό το φτωχό προάστιο, στο προάστιο των εργατών, αυτών που επειδή δεν έχουν τίποτα να χάσουν, πιστεύουν πιο πολύ απ' τον καθένα στην αθανασία και στη λευτεριά. Πίστεψε όπως πιστεύεις... Πίστεψε Ζεχρά, τα παιδιά σας θα νικήσουν... Τα παιδιά σας λέω, γιατί εγώ και οι άνθρωποι σαν κι εµένα, σας καταλαβαίνουµε και σας αγαπάµε, ποθούµε να σας µοιάσουµε, ποθούµε να σας σφίξουµε στον κόρφο µας... Αλλά επειδή έχουµε πολλά πράγµατα να χάσουµε, δε γίνεται να είΜαστε µαζί σας µέχρι το τέλος... Ένας ένας ανακατεύεστε και πάτε προς αυτόν τον µαγεµένο και ατέρµονο ποταµό, σας βλέπουµε και πάλι στέκουµε λίγο απόµακρα... Της λευτεριάς και της ανδρείας το τίµηµα εσείς θα το πληρώσετε... Άνθρωποι σαν κι εµάς µονάχα επηρεαζόµαστε και γράφουµε...


164

Το αίµα σας που ρέει προς την αθανασία θα φωτίσει την κοµµατιασµένη ζωή µας... Όµως πίστεψε Ζεχρά, µε τους θανάτους σας, µ' αυτή την µικρή αλλά ολόγιοµη ζήση σας έχετε να µας διδάξετε πάρα πολύ µεγάλη γνώση. Σήµερα είναι 8 Ιούλη, Κυριακή... σήµερα οι κρατούµενοι που απολύθηκαν από τις φυλακές ήρθαν εδώ. Πολλοί απ' αυτούς έχουν χάσει τη µνήµη τους. Σήµερα λες και έζησα τη ∆ευτέρα παρουσία. Μερικοί από τους κρατούµενους επιστρέψανε πίσω στην παιδική τους νιότη. Άλλος ήθελε πίσω τα παιχνίδια του, άλλος, µετά από τόσες ηρωικές πράξεις ήθελε το τόπι του, άλλος ήθελε την κούκλα του. Μία από τις κρατούµενες που απολύθηκε, τον από πολλά χρόνια σύζυγο της τον φώναζε µπαµπά, ένας άλλος τη γυναίκα του τη φώναζε µαµά, που είσαι µαµά... Αυτοί γλίτωσαν απ' τη µνήµη τους... Το δικό µου κεφάλι, ασταµάτητα, χτυπούσε µε πόνο. Να ξέρες και πάλι να µην κάνεις τίποτα. Να βλέπεις, αλλά πάλι να µην κάνεις τίποτα, χτυπούσε το κεφάλι µου... Εδώ ανακατευόταν ο θάνατος µε τη ζωή, η ζωή µε το θάνατο. Το κάθε τι κυλούσε αδιάκοπα εδώ. Ανακατεύονταν τα ποτάµια µε τον ωκεανό και ο ωκεανός µε τα ποτάµια. Εδώ ο καθένας παρακολουθούσε τη ζωή του µέσα απ' τον καθρέφτη του θανάτου του. Εδώ ο καθένας αγαπούσε το θάνατο του όσο αγαπούσε τη ζήση του... Σήµερα ήταν 8 Ιούλη Κυριακή... και στο σπίτι της συγκέντρωσης στο Κ. Αρµουτλού κατά το βράδυ θα γινόταν η τελετή του Σουννέτ1 θα ήταν όλοι µαζί µ' αυτούς που θα έχαναν ζωή τους στην απεργία πείνας, θα γίνονταν γλέντι τρικούβερτο. Σας είπα, εδώ το κάθε τι κυλούσε ασταµάτητα. Τα παιδιά που θα έκαναν το Σουννέτ τα ξάπλωσαν στα κρεβάτια των αγωνιστών που ίσως λίγες ώρες αργότερα, ή λίγες µέρες αργότερα θα έχαναν τη ζωή τους. Αυτοί που χαιρέτιζαν τη ζωή, µ' αυτούς που αποχαιρετούσαν τη ζωή, θα ξάπλωναν στα ίδια κρεβάτια εδώ...Είδα µαζί µ' αυτούς που ίσως σε λίγο πεθάνουν αυτούς 1. Σουννέτ: Γιορτή για την περιτοµή του µικρού αγοριού. Πιστεύεται ότι έτσι το παιδί γίνεται άντρας.


165

που σε λίγο θα τους κάνανε σουννέτ και θα µπαίνανε έτσι στη ζωή, πιάνονταν χέρι µε χέρι και χαµογελούσε ο ένας στον άλλο... Αυτός που στη σκηνή ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα τη φωνή του, ο Ιλκάϊ Άκκαγια τραγούδαγε ένα λαϊκό τραγούδι. Και αυτός που αντιστεκόταν µέχρι το τέλος, µ' αυτά τα αφυδατωµένα δάχτυλα, για τελευταία φορά έκανε το σήµα της νίκης... Οι σκιές µατώνανε... Ναι! Μανάδες, αδελφές, πατεράδες, παιδιά, θείες, µάτωναν εδώ... Η πατρίδα µου µάτωνε στο πιο αδύνατο σηµείο της... Αυτής της πατρίδας τα πιο θαρραλέα παιδιά έδιναν τις ζωές του για την ελευθερία και την αρετή... Και αυτό που είναι τόσο αξιόλογο όσο και η ζωή δίνανε το πνεύµα τους. Μανάδες, αδελφές, πατεράδες, παιδιά, θείες µάτωναν... Σ' αυτήν την πατρίδα, ήσυχα, ήσυχα, κρυφά, µυστικά γραφόταν η Ιστορία... Η Τουρκία πέρναγε τις πιο κρίσιµες εποχές της. Απ' τη µια µεριά µε το διατάξτε στρατηγέ µου, εγκαταλείπουν τους θαλάµους µε τις µάσκες αερίου εγκαταλείπουν τους φίλους τους που βρίσκονται στους θαλάµους παραδίδοντας τους στο κράτος, απ' την άλλη υπήρχαν κι αυτοί που έλεγαν ότι, αυτοί κατά διαταγή της οργάνωσης τους αυτοπυρπολούνται... Και εδώ υπήρχαν αυτά τα θαρραλέα δάχτυλα, αυτών που αποχαιρετούσαν αστή τη ζωή, που άγγιζαν τα απαλά χέρια των παιδιών που περίµεναν το Σουννέτ. Ο άνθρωπος πεθαίνει όπως θέλει να ζήσει... Άλλος σέρνεται στην παράδοση και την υποταγή, φιλώντας κατουρηµένες ποδιές... Αλλος χωρίς να σκύβει το κεφάλι µέχρι το τέλος, χωρίς να σέρνεται δίνοντας χέρι στη ζωή και στην αναγέννηση, Με αρετή κι ανδρεία γίνεται τιµηµένος... Και αυτοί οι θάνατοι θα φωτίσουν τις ζωές άλλων... Σήµερα είδα... Είδα τους ανθρώπους που φιλούσαν, µε περισσή αγάπη, τα µέτωπα των συντρόφων που ίσως σε λίγες ώρες ή ίσως σε λίγες µέρες θα πεθάνουν... Σήµερα είδα αυτά τα µέτωπα που έχουν καρδιά, τους νέους ανθρώπους µε τις κόκκινες κορδέλες ... Και ντροπαλοί και περήφανοι, είδα αυ- · τους τους ανδρείους νέους... Είδα αυτές τις αγκαλιές... πίστεψε Ζεχρά, εκεί σε εσάς, το


166

καθετί χωρίς να σταµατά, χωρίς να σκοντάφτει έρεε, κυλούσε αδιάκοπα... Εσύ επειδή αυτό το ξέρεις πολύ καλά ακόµα και µετά το θάνατο σου µας κοιτάς έτσι όµορφα, µε τόσο βαθύ νόηµα... Τότε άκου το και µία φορά από µένα... Πίστεψε µε Ζεχρά, τα παιδιά σας θα νικήσουν αυτή τη ζωή... Οι νεκροί που λεν σ' αυτή δουλεία όχι, είναι οι νεκροί που κρύβουν του κόσµου το πιο βαθύ νόηµα. Αυτοί οι νεκροί µε το βαθύ νόηµα προσθέτουν σε εµάς τους ζωντανούς, στις ζωές µας ένα ατέρµονο και βαθύ νόηµα.Αυτό το βαθύ νόηµα θα ανοίξει τις κλειδωµένες καρδιές µας. Χρόνια τώρα είναι κλειδωµένες, τώρα πια θα ανοίξουν για να µπει από τις πόρτες µας φρέσκια δροσιά της άνοιξης. Αυτό το νέο φως καθώς θα φωτίσει τις καρδιές µας, θα σκεφθούµε εκ νέου, πως πρέπει να πεθαίνουµε. Βασικά το πως πεθαίνουµε, δείχνει το πως έχουµε ζήσει.


167

Άρθρο του Τζεζµί Ερσόζ στο περιοδικό ΛΕΜΑΝ, 29 Σετττεµβρίου 2001

Η ντροπή δεν τελειώνει .... Ούτε αυτά τα µάτια...... Το να γράφεις είναι σαν να αποδέχεσαι την ευθύνη για όλα τα εγκλήµατα στη γη. Μερικές φορές νιώθω τόσο ένοχος που γράφω....Σαν να είµαι υπεύθυνος για όλους τους αρρώ στους....Ίσως ο πόλεµος έχει ξεσπάσει την ώρα που διαβά ζεις αυτό το άρθρο. Θα αναβάλουµε τις χαρές, τις προσµο νές µας για µια άγνωστη µέρα. Η σκιά του πολέµου θα πέσει στους αγαπηµένους και στις ελπίδες µας. Πράγµατι, υπάρ χουν πάντα πόλεµοι. Ποτέ δεν τελειώνει αυτό. Ο πραγµατικός πόλεµος βιώνεται την περίοδο της ειρήνης. Η ειρήνη ποτέ δεν έρχεται......Στ' αλήθεια ποτέ δεν ήρθε .... Μερικές φορές ο πόνος µου κόβει την ανάσα. Θέλω να τα εγκαταλείψω όλα. Να γράψω, να διαβάσω, να παράγω.......εάν έµενα µόνος...εάν µιλούσα µονό στη θάλασσα...Εάν ζούσα µόνο για να ζήσω. Η θάλασσα είναι το σηµαντικότερο πάθος της ζωής µου. Να σαλπάρω µακριά. Είναι αιώνα ερωµένη. Φιλιόµαστε. Την εισπνέω. Θέλω να κάνω έρωτα µε την Θάλασσα. Σαν να κάνω έρωτα µε τον Θάνατο...ή µε την αιωνιότητα ..... Βογκώντας, βγάζοντας, άγριους ήχους....Θα ήθελα να αναζητήσω, να βρω τη ήµουν πριν γίνω άνθρωπος. Ατενίζω το λυκόφως της µετενσάρκωσης. Θέλω να χάσω όλα µου τα όρια εκεί... Θα προτιµούσα να εξαγνίσω την καρδιά µου που είναι αµαρτωλή και σκοτεινή. Θα προτιµούσα να χαθώ εκεί. Όµως, ότι κι αν κάνω δεν µπορώ να ξεχάσω πως είµαι αν-


168

θρωπος. ∆εν έχει νόηµα να αρνούµαι την ευθύνη µου για όλους αυτούς τους πολέµους οτον πλανήτη. Επειδή είµαι άνθρωπος. Είµαι άνθρωπος και υπάρχει ακόµη αρρωστηµένη βούληση που δε µπορώ να διαγράψω από την ψυχή µου. Είµαι τόσο εγωιστής που δεν µπορώ να αφήσω σκουπίδια σε έναν αδιέξοδο δρόµο. Επειδή είµαι άνθρωπος. Αναζητώ τον εαυτό µου. Για πόσο ακόµα µπορεί να µου προσφέρει την κάθαρση αυτό το ατέλειωτο µπλε. Μπορεί να µε σώσει από τον εαυτό µου; Όλη η συµπόνια και οι έρωτες που έχω βιώσει δε θα µπορούσαν να µε κάνουν να αποχωριστώ τον εγωισµό µου... ∆εν είµαι πλέον παιδί. ∆εν είµαι νέος. Είµαι σε ηλικία να γνωρίζω όλα τα παιχνίδια της φαντασίας µου. ∆εν µπορώ πια να εξαπατήσω τον εαυτό µου; ∆ε χρειάζεται να κοροϊδευόµαστε. Αυτό είµαι εγώ. Με κούρασαν αυτά τα παιχνίδια. Οι άνθρωποι ερωτεύονται για να γλιτώσουν από τις βαρετές, αξιολύπητες ζωές τους. ∆υστυχώς αυτή είναι η αλήθεια. Η ταυτότητα µας µας προσδίδει αγωνία. Οµως, αλίµονο, δεν πρόκειται για ποιητική, βαθιά ή γοητευτική οδύνη!... Αυτή η οδύνη µετατρέπεται σε ένα καταθλιπτικό, βαρετό αυτοκαταστροφικό συναίσθηµα. Κανείς δε θέλει να είναι ο µόνος που το νιώθει. Βγαίνεις έξω, αναζητείς κάποιον να σε σώσει. Συναντάς κάποιον. Λες, αυτός είναι αυτός που έψαχνα. Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, ένα ακόµη ψέµα στη ζωή µας. Ολα αυτά τα ροµαντικά ψέµατα έρχονται και καλύπτουν την άθλια όψη τούτου του µάλλον ατέλειωτου πολέµου. Και τα αφήνουµε να µας ξεγελούν. ∆ε θέλω να συµµετέχω σε αυτό. Όποτε αισθάνοµαι έτσι θέλω να εγκαταλείψω τα πάντα. Να σταµατήσω να γράφω, να διαβάζω, να δηµιουργώ... Θέλω να είµαι συνηθισµένος άνθρωπος. Θέλω να περπατώ κρατώντας στα χέρια µου τις λίστες θανάτου ... Θέλω το όνοµα µου να είναι στην κορυφή. Θέλω να φτύσω κατάµουτρα τους ιθύνοντες και να ρωτήσω: «Πώς µπορέσατε να κάνετε έτσι τον κόσµο µας;» Πόσο ντροπιαστικό είναι το ότι ακόµη έχουµε φωτογραφίες του εαυτού µας. Το ότι καυχόµαστε για τις επιτυχίες µας, το ότι είµαστε ικανοποιηµένοι µε τη ζωή µας, το ότι ρωτάµε ο ένας τον άλλο αν θα πάµε κάπου. Πόσο ντροπιαστικό να προσποιούµαστε


169

ότι είµαστε δίκαιοι σε ένα τέτοιο κόσµο. Ο κόσµος έχει κορεστεί από έγγραφα. Ο κόσµος έχει κορεστεί από τέχνη. Έχει πνιγεί στα ψέµατα. Όµως ο πόλεµος δεν τέλειωσε. Και ποτέ δε θα τελειώσει. Λόγω της µοχθηρίας που υπάρχει στην ψυχή µας, λόγω του ατέλειωτου εγωισµού. Πόσο ντροπιαοτικό να βρίσκεις τη δύναµη να γράψεις. Αύριο, µπορεί να πέσουν πυρηνικές βόµβες. Αύριο, µπορεί να σκοτωθούν άνθρωποι µαζικά. Ξυπόλητα παιδιά µπορεί να πεθάνουν µονοµιάς ενώ κοιτάζουν τις µητέρες τους. Αύριο, ο πόλεµος ίσως µαυρίσει τις ψυχές µας που διψούν για αγάπη. Αύριο, το να αγαπά κανείς θρηνώντας ίσως για µια ακόµη φορά να µη λειτουργεί. Και µπορεί να καταλήξουµε να σκεφτόµαστε πώς µας επηρέασε αυτός ο πόλεµος, δίχως να σκεφτόµαστε πόσο µας λείπει η αγάπη. Στην πραγµατικότητα σίγουρα µας λείπει. Το γνωρίζω βλέποντας τον ίδιο µου τον εαυτό. ∆εν ξέρω αν είµαι ζωντανός ή όχι... Το να ζεις είναι τόσο ωραίο που ενίοτε νιώθω να δακρύζω...Είναι λυπηρό το ότι έχω εµµείνει στα δικά µου συµφέροντα. Πραγµατικά πληγώνεσαι όταν θέλεις να περάσεις τα σύνορα και να αγκαλιάσεις κάποιον και µετά να αισθανθείς τον ίδιο εγωισµό. Παρόλα αυτά τα όνειρα του να µάθω τον εαυτό µου, οι άλλοι εξακολουθούν να µε πληγώνουν, οτ' αλήθεια. Η γνώση σκοτώνει όλα τα συναισθήµατα της νιότης µου. Η γνώση µε οδηγεί στους µόνιµους φόβους µου. Η γνώση µε στέλνει πίσω. Η γνώση µε κάνει να σκέφτοµαι τί θα κάνω όταν τα προνόµια µου κινδυνεύουν. Μου υπενθυµίζει πού θα γυρίσω αύριο... Η γνώση µου υπενθυµίζει ότι θα επιστρέψω στη ζωντανή αναµετάδοση σαπουνόπερας µε µια κρυφή ευτυχία, ενώ βόµβες θα εξακολουθούν να πέφτουν πάνω στους ανθρώπους. Γιατί αν οι βόµβες δεν πέφτουν στα κεφάλια µας, µπορούµε να συνεχίσουµε το φτηνό µας ροµάντζο για να απαλλαγούµε από τη στερηµένη από ποίηση και φαντασία ταυτότητα µας. Θα συνεχίσουµε να χανόµαστε ο ένας στον αγώνα του άλλου και δε θα µπορούµε να στραφούµε στις καρδιές µας που δεν είναι µελαγχολικές. Θα συνεχίσουµε να πεθαίνουµε σε αγώνες άλλων αν δεν αγαπάµε τον εαυτό µας...


170

Θα κρύψεις την απελπισία σου ώστε τα αγαπηµένα σου πρόσωπα να µη νιώθουν θλίψη, να µη γνωρίζουν την αιτία που εσύ νιώθεις θλίψη. Και για να µη νιώθουν θλίψη, θα τους αποκρύψεις ότι βρήκες το θάνατο στην αγκαλιά τους. Αυτό θα σου προκαλεί µεγαλύτερη ντροπή. Και θα ντρέπεσαι για την απελπισία σου, όχι γι' αυτή τη ζωή. Πάντοτε θα κατηγορείς τον εαυτό σου γιατί δε µοιράστηκες αυτή τη ζωή. Κανείς δε θα συνειδητοποιήσει πως αυτή σε περιβάλλει. Αυτό το ψέµα, αυτή η έλλειψη πίστης, αυτός ο τρόπος ζωής, γνωρίζοντας πως αυτή η αλήθεια θα µε οδηγήσει στο θάνατο, αν τα πεις όλα αυτά, κανείς δε θα σε πιστέψει. Θα σου πουν ότι σε αγαπούν τόσο πολύ, κι έτσι δε θα πιστέψεις ότι αργοπεθαίνεις. «Εµπρός λοιπόν, σύνελθε, µην είσαι έτσι», θα σου πουν. Ακόµη και οι πιο απελπισµένοι θα είναι εναντίον µου και θα πουν: «Μη λες ανοησίες, σε αγαπούν τόσοι άνθρωποι, συνειδητοποίησε τι σκέφτεσαι»/ Θα σε αξιολογήσουν όπως φαίνεσαι. Θα λένε συνεχώς: «αν λες δεν είµαι όπως φαίνοµαι, κανείς δε θα σε πιστέψει.» Όλοι θα σε αξιολογούν µε βάση πράγµατα που ποτέ δε θεώρησες σηµαντικά, µε πράγµατα στα οποία δε δίνεις ποτέ σηµασία αν υπάρχουν ή όχι. Ποτέ δε θα ενδιαφερθούν αν συµπεριφέρεσαι χυδαία στον εαυτό σου. Αν σε κοιτάξουν για µια στιγµή, τότε σε εκείνη τη στιγµή διαφώτισης θα δουν σε σένα τον εαυτό τους. Γι' αυτό θα σου µιλούν πάντα για το µέλλον. Αν και εσύ θα λες: «∆εν µπορώ να δω το αύριο, δεν έχω αύριο», αυτοί θα βλέπουν το δικό τους ανύπαρκτο αύριο µέσα από σένα. Εύχοµαι να µπορούσα να ξεχάσω τα πάντα και να προσπαθήσω να ζήσω σα να επρόκειτο να πεθάνω σύντοµα. Εύχοµαι να ζούσα σαν νοµάς που µιλά στο νερό και λάµπει σαν τον ήλιο. Εύχοµαι να µπορούσα να προκαλέσω τους πάντες µε τη λίστα θανάτου στα χέρια µου. Εύχοµαι να µπορούσα να φωνάξω τα λόγια του ποιητή: «η ζωή σε ένα τέτοιο κόσµο ισοδυναµεί µε την πτώση». Αλλά, ξέρω πως δεν µπορώ. Επειδή η µοίρα µου γράφτηκε πριν πολύ καιρό. Θα ζήσω έτσι και µετά θα πεθάνω στην τραγική µοναξιά µου... Ανίκανος να ζήσω µια ζωή, µε τα λόγια µου


171

να γίνονται τµήµα κάθε κρίµατος. Θα συνεχίσω να γράφω ενώ θα πεθαίνω από απελπισία. Θα πεθαίνω ακόµη κι όταν κάνω έρωτα, θα συνεχίσω να σκέφτοµαι τι θα γράψω αύριο. Ακόµη κι οι πιο µοναχικοί άνθρωποι δε µε καταλαβαίνουν. Αψηφώντας τον εαυτό µου, θα συνεχίσω να ζω για να ζω, αν και ξέρω πως είµαι ζωντανός. Ενώ θα προσπαθώ να αντιγράψω µε ακρίβεια τα κρίµατά µου, αυτά θα γίνονται ολοένα και µεγαλύτερα. Θα γράφω καθώς θα τα βλέπω να µεγαλώνουν. Ναι, καθώς θα βλέπω τα κρίµατά µου ολοένα να µεγαλώνουν. Τα άρθρα µου βρίσκονται στις τσάντες και στα βιβλία των δύο αδελφών, της Τζανάν και της Ζεχρά. Όταν πήγα στο Κιουτσούκ Αρµουτλού, η µητέρα τους τα έφερε και µου τα έδειξε. Είχαν κόψει τα άρθρα µου και τα είχαν κρατήσει. Η Ζεχρά είχε αντιγράψει κάποια κοµµάτια στο σηµειωµατάριο της. Η Τζανάν ήταν 19 ετών όταν πέθανε. Η Ζεχρά ήταν 22 όταν πέθανε, τρεις µήνες αργότερα. Καµιά τους δε ζει πια. Πέθαναν για τους συντρόφους και για τους συγγενείς τους που κρατούνται στη φυλακή επειδή επιθυµούν να ζήσουν σε ένα καλύτερο κόσµο. Και οι δύο πέθαναν µε την ελπίδα καλής καρδιάς. Σας παρακαλώ, κανείς ας µη µε κατακρίνει. Εύχοµαι να µείνουν για πάντα ζωντανές. Όταν τρελαινόµαστε από απελπισία, τα πρόσωπα τους θα έπρεπε να επισκέπτεται τα όνειρα µας. Τα πρόσωπα τους, που αντανακλούσαν την αντίσταση, αυτά τα φωτισµένα πρόσωπα.'Ηταν νέες, τόσο νέες που δε νοιάζονταν για τα σώµατα τους. Ναι, εύχοµαι να ζούσαν. Επειδή ο θάνατος είναι τροµερός, ο θάνατος µερικές φορές είναι ανελέητος. Όµως, όχι πιο άσπλαχνος απ' όσο αυτή η ζωή. Αν κάποιος πιστεύει ότι ο θάνατος είναι τροµερός, ας δει µέσα στην καρδιά του. Εγώ κοίταξα στη δική µου και είδα ένα ατέλειωτο νεκροταφείο. Για πόσο µπορώ να αντέξω αυτό το νεκροταφείο στην καρδιά µου; ∆ε γνωρίζω. Ρώτησα τον πατέρα που έδωσε τις κόρες του αυτούς τους τελευταίους µήνες. Όποτε βλέπω τον Αχµέτ Κουλακσίζ τον ρωτάω πώς µπορεί να αντέξει τόση θλίψη. Η Τζανάν πέθανε απρόσµενα. Όµως η Ζεχρά αντιστάθηκε ως το τέλος. Οχτώ Μήνες περίπου. Στις τελευταίες της µέρες είχε γίνει ερείπιο. Ο


772

πατέρας της τη ρώτησε αν θέλει να ζήσει, αν θέλει να πάει στο νοσοκοµείο, και η Ζεχρά τον κοίταξε µε ένα περίεργο πρωτόγνωρο βλέµµα και είπε: «Μην είσαι παράξενος µπαµπά, µην είσαι παράξενος». ∆ύο ηµέρες µετά έχασε τις αισθήσεις της. Και την εποµένη πέθανε. Προσπαθώντας να συγκεντρώσω όλο µου το κουράγιο, ρώτησα τον Αχµέτ Κουλακσίζ: «Αν η Ζεχρά σου απαντούσε "µπαµπά, πήγαινε µε στο νοσοκοµείο, θέλω να ζήσω", τι θα έκανες;» Αρχικά σιώπησε, έπειτα µας κοίταξε µε τα θλιµµένα µάτια του και είπε: «Αν ήθελε, θα την είχα πάει στο νοσοκοµείο, είναι κόρη µου, αλλά δε θα τη σεβόµουν όπως πριν. Είναι κόρη µου, πάντοτε θα την αγαπούσα, αλλά δε θα µπορούσα να τη σέβοµαι µετά το θάνατο της αδελφής της.» Εκείνη τη στιγµή µια µεγάλη τρύπα άνοιξε µπροστά µου. Όλες οι λέξεις στη ζωή µου έχασαν το νόηµα τους. Κατάλαβα ότι αυτό το νεκροταφείο θα µεγάλωνε κι άλλο στην καρδιά µου όσο ζούσα. Κατάλαβα ότι όλα τα βίαια πράγµατα που πλήγωναν τους άλλους από την παιδική τους ηλικία θα προοτίθεντο στη δική µου παιδική ηλικία. Τι άλλο θα µπορούσα να πω «στους άλλους»; Αυτό που µου έκλεψε τις ελπίδες µου επρόκειτο να αποτελέσει ένα µοναχικό κάλεσµα θανάτου. Θα µπορούσε να τελειώσει η παιδική ηλικία; Θα µπορούσαν να λάβουν τέλος τα αγέννητα όνειρα; Το πιο ελκυστικό µας µέρος είναι ότι θυσιάζουµε τα όνειρα µας για τη ζωή κάποιου άλλου. Όταν η ζωή είναι έτσι, τι σηµασία έχει αν µου αρέσει ή όχι η θάλασσα; Τι συµβαίνει αν προσπαθήσω να ξεπλύνω στη θάλασσα την ένοχη συνείδηση µου; Τι συµβαίνει αν αναζητήσω έναν άλλο κόσµο για να ζήσω αφού έχω ακούσει αυτά τα λόγια; Αφού άκουσα και έζησα όλα αυτά, ήθελα να παραιτηθώ από τη ζωή. Και τώρα κατανοώ πως να ζεις σε αυτόν τον κόσµο είναι χειρότερο από το να πεθάνεις. Είναι πού δύσκολο και πολύ σηµαντικό σε αστή τη ζωή να είσαι άνθρωπος, να νιώθεις σαν άνθρωπος καινά θυµάσαι. Καταλαβαίνω καλύτερα τώρα πως τα άρθρα µου που βρήκα στις τσάντες και στα σηµειωµατάρια των Τζανάν και Ζεχρά µου στέρησαν το δικαίωµα να πεθάνω από απελπισία. ∆εν πέθαναν για να πεθάνουν, πέθαναν


773

για τη µετέπειτα ζωή που ατένιζαν κατά τη διάρκεια αυτής. Τούτος ο πόλεµος µας µαυρίζει την ψυχή και µε κάνει να τις θυµάµαι ξανά. Αυτή η πανάθλια ζωή. Αυτή η ζωή για µια ακόµη φορά µε κάνει να θυµάµαι τα φωτισµένα πρόσωπα τους. Οι άνθρωποι που πέθαναν για χάρη µας µας κοιτάζουν από εκεί που βρίσκονται. Θέλω να θέσω τέλος σε αυτού του είδους τη ζωή , όµως δεν τελειώνει. Η ντροπή δεν τελειώνει, ούτε η ανάµνηση των µατιών που λένε «αυτή η ντροπή πρέπει να τελειώσει.» Είµαστε τα µάτια των νεκρών που κοιτούν τους ζωντανούς. Τα µάτια που αποµένουν λένε: «Ας µη χάσουµε ο ένας τον άλλο σε ψεύτικες ελπίδες». Αν και ο πόλεµος συνεχίζεται, αυτά τα µάτια ποτέ δεν τελειώνουν.


π4

Η Τζανάν υπερβαίνει τη ζωή Όταν το γαλάζιο και το πράσινο φίλησαν τη λάµψη των γαρύφαλλων, η βροχή σήκωσε ψηλά τα χέρια, ανήµπορη. Αν και τα βουνά περικυκλώνονται από µια αναίσχυντη κι επαναστατική άνοιξη, ποιος µπορεί να ισχυριστεί ότι δε θα περικυκλώσουµε τα βουνά µε τα πράσινα ρούχα µας και µε τις ζωές µας, τις οποίες κουβαλάµε στα σακίδια µας, µε τους θανάτους και µε τις αναµνήσεις µας... Η Τζανάν είναι παραπάνω από αυτά! Και η ζωή είναι ένας ακροβάτης που χορεύει πάνω στα αιχµηρά ξίφη µας. Αυτά τα ξίφη είναι τα ωραία χέρια της µητέρας µου, τόσο ζεστά όσο το ψωµί που µόλις έχει βγει από το φούρνο. Και η αιχµηρότητατου ξίφους είναι το όνοµα της ζωής µας. Η ζωή συνεχίζεται από εκεί όπου αρχίζουµε να περπατάµε από το σηµείο που σταµατήσαµε. Όλα τριγύρω πρέπει να καταστραφούν. Και όλοι αυτοί οι τοίχοι υπάρχουν για να γκρεµιστούν από τις καρδιές µας. Θα καταστρέψουµε όλα τα άστρα του ουρανού που θα πέσουν πάνω στους αντάρτικους σκούφους µας λάµποντας ζωηρά. Είµαστε όλοι αρκετά ώριµοι και πολύ µεγάλοι να κάνουµε κούνια, παρόλα αυτά µας λείπει. Όµως, στην πραγµατικότητα τα χειρότερο είναι να εγκαταλείπεις την παιδική σου κούνια όταν νιώθεις το φύσηµα του ανέµου. Ποτέ δε θα έπρεπε να σταµατήσουµε να κουνιόµαστε, ούτε στην αγχόνη. Έτσι είναι η ζωή. Εµείς είµαστε η ζωή. Η Τζανάν υπερβαίνει τη Ζωή!1 Τα πόδια που περπατούν 1. Εδώ γίνεται λογοπαίγνιο που δε µπορεί να µεταφραστεί: η τούρκικη λέξη για τη «ζωή» που χρησιµοποιείται εδώ είναι 03Π που προφέρεται <αζαν».


175

στην απότοµη πλαγιά και µπερδεύονται κάτω από τη βροχή είναι δικά µας. Τι συµβαίνει; Το φως των γαρύφαλλων δε λάµπει στο µπλε και στο πράσινο; Η βουνίσια βροχή δε µας έβαψε έντονα κόκκινους λόγω της ντροπής; ∆ε µουσκέψαµε κάτω από τη βροχή; Στεγνώσαµε µε τα παραδοσιακά τραγούδια µας. Ιδρώσαµε από τους παραδοσιακούς χορούς µας. Αποφασίσαµε να µετακινηθούµε από 'δω στον τόπο που θα θέλαµε να ήµαστε. ∆ε µπορέσαµε να φτάσουµε. Αλλά θα φτάσουµε. Θα υψώσουµε τη σηµαία µας στο οχυρό. Ίσως η σηµαία αυτή να είναι το χρωµατιστό ροζ φουστάνι ενός κοριτσιού που πρόκειται να παντρευτεί. Τι άλλο θα µπορούσα να πω; Η Τζανάν υπερβαίνει τη Ζωή. Και η Ζεχρά είναι ένα ελαφρό αεράκι που συνάντησα ένα καλοκαιρινό απόγευµα στη γέφυρα του Γαλατά... Και η Ζεχρά, γι' αυτήν δεν πήγα σ' ένα ραντεβού φέτος το καλοκαίρι στη γέφυρα του Γαλατά όπου ο κοµµουνιστής αχθοφόρος Γιουσούφ συνελήφθη πριν 50 χρόνια. Και είναι σύντροφος µου και το µαχαίρι της είναι πιο αιχµηρό από το δικό µου. Ορίστε έφτασε η Άνοιξη. Ξέρω ότι θα έλθει και το Καλοκαίρι...

Μπουρχάν Οζτούρκ


176

ΑΝΤΙΟ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΜΟΥ, ΘΑ ΣΕ ΞΑΝΑ∆Ω Όταν η µελαγχολική νύχτα άλλαξε το χρώµα του Βοσπόρου σε σκούρο µπλε, το φεγγαρόφωτο έµοιαζε να έρχεται πίσω από το βουνό. Τα µάτια σου έλαµπαν στην καρδιά µου, υπό τη σκιά νεαρών κοντών δέντρων. Πάντοτε σταθερά, υπάρχοντα, θαρραλέα και συνεσταλµένα, τα βλέµµατα επικίνδυνα σα βέλη. Πριγκίπισσα µου, τα γαλάζια νερά µας ζήλευαν τις καλοκαιρινές βραδιές... οι σκιές ήταν πολύ µακριές κι έκρυβαν όλη τη µοναξιά. Τα πάντα, κάθε ανθρώπινη ιδιοκτησία θα έπρεπε να προσφέρεται σαν ένα φλιτζάνι τσάι σε ένα φιλικό δείπνο. Αυτό είναι το µόνο που έχω. Ό,τι έχουµε είναι ό,τι µπορώ να προσφέρω. ∆ίχως να ρωτήσω. Τα υπόλοιπα είναι ένα τεράστιο ψέµα. Και το γνωρίζετε. Γνωρίζω ότι το γνωρίζετε. Τα χέρια µου. Τα δυνατά κι εξαντληµένα χέρια µου. Σε κάθε σταυρόλεξο, από δεξιά προς τα αριστερά και από πάνω προς κάτω. Μη φύγεις κι εσύ. Ετοιµάζεσαι να φωνάξεις στη σιωπή σου και τα χέρια µου είναι φυλακισµένα στο αριστερό σου χέρι. Ποτέ δεν έφυγα. Το ξέρεις. Εσύ έφυγες από µένα. Όλα έφυγαν από µένα. Πριγκίπισσα, ποτέ δε θα µάθεις πόσες φορές έγραψε αυτή την πρόταση. Ποιος ξέρει πόσες ακόµα θα την ξαναγράψω; Συχνά µιλούσαµε για την πρώτη µας συνάντηση. Ο αδελφός Αχµέτ εγώ, δεν ξέρεις πόσους µπελάδες είχαµε στη γέφυρα του Γαλατά, έπειτα εµφανίστηκες ξαφνικά µ' ένα αγόρι που σου έµοιαζε. Αργότερα µου είπες: "Γιατί ήσουν τόσο µακριά µου; Γιατί φέρθηκες έτσι;" Αλλά πριν είχα πει: "Γιατί η κόρη του Αχµέτ µας είναι τόσο µακριά;"


177

Πόσες φορές µιλήσαµε και είπαµε «εύχοµαι» γι' αυτή τη στιγµή. Θυµάσαι; Εσύ, από αυτή την πλευρά κι εγώ από την άλλη. Ξεχωριστά περπατήσαµε πίσω από τη ζωή κι αφήσαµε ο ένας τον άλλο. Το µόνο που θυµάµαι από εκείνη τη στιγµή είναι τα µάτια σου. Και, πριγκίπισσα µου, έµοιαζες διαφορετική από τους άλλους. Έµπαινες στη φωτιά, περνούσες απ' όλα τα στενά περάσµατα κι αναζητούσες την αγάπη. Το βλέµµα σου είναι η ιερή πίστη µου που ασπάστηκα και κράτησα ψηλά. Την πίστη που έβαλα στο όπλο µε τις σφαίρες που κρεµόταν στη µέση µου, ξόδεψα όλες τις σφαίρες κατά του εχθρού, αλλά φύλαξα µια για µένα. Σε παρακαλώ µη λυπάόΌΐ και µη θυµώσεις, αλλά την κρατώ µόνο για µένα, δε δίνω µία και σε σένα. Η πίστη µου στα µάτια σου είναι λόγω της ελπίδας και του θάρρους. Θα φυλάξω αυτό το φάκελο χωρίς να τον σφραγίσω. Ένα ηµιτελές γράµµα. Θα µιλήσουµε αργότερα. Άνοιξες το δεξί σου µάτι. Κατάλαβα. Αυτό σηµαίνει «εντάξει». Κατάλαβα, εντάξει. Όπως ήδη γνωρίζεις, υπάρχει ένα λουλούδι που λέγεται «ηράνθεµο». Ανθίζει µόνο το βράδυ, όχι την ηµέρα. Πολλά πρόσωπα του µοιάζουν. Γι' αυτό το λόγο δε µ' αρέσει, αν και αρέσει σε πολλούς. ∆εν µου αρέσει το «ηράνθεµο», πριγκίπισσα µου. Μου αρέσει το αγιόκληµα, για παράδειγµα. Λένε πως κάθε άνοιξη ανθίζει για πολύ καιρό. Για παράδειγµα, µου αρέσει η ακακία. Είναι λευκή και άγρια. Πρέπει να υπερνικήσεις τα αγκάθια για να φτάσεις στο άνθος. Εννοώ, αυτή είναι µια επίπονη αγάπη. Τι είναι άλλωστε η αγάπη; ∆εν είναι να αγωνίζεσαι κατά πολλών δυσχερειών; ∆εν είναι το να πληρώνεις κάποιο τίµηµα; Ξέρεις, δε θα µπορούσα να ν' αναγνωρίσω την Τζανάν όπως εσύ, αν και µπορώ να πω πως αναγνώριζα την κληρονοµιά που άφησε. Όταν η Τζανάν πέθανε για τα πιστεύω της, ο αδελφός Αχµέτ ήρθε από το Μποντρούµ. Είναι φίλος µου, όπως ξέρεις. Σύντροφός µου. Είπαµε, ας πάµε στο Ριζέ νωρίς. Ενώ ήταν ακόµη σκοτεινά, κατευθυνθήκαµε προς το αεροδρόµιο φορώντας τα καλά µας. Αφήσαµε το ταξί να περιµένει κάτω από τους γλά-


178

ρους που πετούσαν στον πύργο του Γαλατά. Θα είµαι ειλικρινής και θα πω πως τα χρήµατα τα είχαµε δανειστεί. Φτάσαµε στο Ριζέ αφού συναντήσαµε µερικούς φίλους στο αεροδρόµιο της Τραπεζούντας. Επισκεφτήκαµε τον τάφο της Τζανάν, όπου µετά θα ενταφιάζαµε κι εσένα. Συζητήσαµε µε τον παππού σου και τους άλλους σεβάσµιους κατοίκους του χωριού. Είπαµε, ας µην είµαστε ασεβείς στους νεκρούς µας. Θα πρέπει να βάλουµε τη Τζανάν στο δικό της µέρος. Επιστρέψαµε. Υπήρχαν κάποια πρόσωπα σαν το «ηράνθεµο». Αν ντρέπονταν ή όχι, αυτό δεν το ξέρω. Εγώ κι ο Αχµέτ επιστρέψαµε µε το φέρετρο της Τζανάν. Την επόµενη ηµέρα ήρθαµε κοντά σου για να αγκαλιάσουµε το εξαντληµένο και µαραµένο σώµα σου. ∆εν καταλαβαίνω τι έγινε, όµως επέστρεψες στη ζωή. Φαίνονταν τα λακάκια σου όταν χαµογελούσες. Τα µάτια σου γίνονταν σφαίρες που βρίσκουν το στόχο. Αυτή ήσουν εσύ, πριγκίπισσα µου. Αυτή ήταν η ζωή, ισχυρή και αποφασιστική. Χορέψαµε µπροστά στην πόρτα. Έγραψες κάτι στο περιθώριο της εικόνας που µου ζωγράφισες: «Με τις θερµότερες ευχές µου στον αγαπηµένο µου αδελφό. Θα σου υποσχεθώ κάτι που πιθανόν δε θα µπορώ να κρατήσω. Συνήθως δεν υπόσχοµαι πράγµατα που δεν µπορώ να κάνω. Θα είµαι η ντάµα σου Ρ3θί1! στον πρώτο χορό µετά τη νίκη µας.» Έπειτα, το αγιόκληµα που έδωσες µαράθηκε σ' αυτό το περιθώριο. Φυλάω αυτό το δώρο που θα είναι για πάντα δικό µου και θα το βάλω σε ένα κουτί για να το κρατήσω ως τον ιερό µου θησαυρό. Το «ηράνθεµο» µερικές φορές άνθιζε και µετά µαραινόταν. Τα άνθη του ήταν πολύ όµορφα όταν άνοιγαν, αλλά ως εκεί. Οι δυσκολίες του αγιοκλήµατος και των ανθών της ακακίας είναι πολύ πιο σπουδαίες. Ήσουν ένα άγριο τριαντάφυλλο. Κόκκινο, ατίθασο, υπέροχο. Θα µπορούσες να ήσουν φίλη της ακακίας και του αγιοκλήµα1. Στη Μαύρη Θάλασσα στα κορίτσια λένε Πατζί (Ρβοί).


179

τος. Ίσως γαϊδουράγκαθο. Στο είχα πει, θυµάσαι; Αιφνιδιάστηκες όταν σου έφερα το κείµενο µου για τη Τζανάν. 'Ελεγα: «Μοιάζω µε γαϊδουράγκαθο.» Η επιφάνεια µου είναι σκληρή, ακανθώδης κι επιθετική. Έτσι πρέπει να είµαστε απέναντι στον εχθρό. Το εσωτερικό µου είναι απαλό και λευκό σα γάλα. Έτσι είµαι µε τους φίλους µου. Το γαϊδουράγκαθο µοιάζει µε τη µικρή µου πριγκίπισσα. Ας είµαστε, γαϊδουράγκαθα, ακακίες, άνθη πορτοκαλιού και αγιόκληµα. Ας µην είµαστε ηράθεµα., τριαντάφυλλο µου. Ας µη χαιρόµαστε τη ζωή µόνο τη νύχτα. Ήρθα να σε δω λίγες στιγµές πριν πεθάνεις. Πήρα το αριστερό σου χέρι στο δικό µου. Το φίλησα, το οσφράνθηκα και έβαλα το χέρι σου στο γενειοφόρο πρόσωπο µου. Το χέρι σου ήταν ζεστό. Το φίλησα για τελευταία φορά. Χάιδεψα το πρόσωπο σου, το µέτωπο σου, τα µαλλιά σου. Σε φίλησα ξανά. ∆εν ξύπνησες. Τα χέρια µου, τα χείλη µου και η καρδιά µου δεν είναι όπως πριν. ∆εν είναι. 'Οταν νύχτωσε, αποδήµησες. Αποδήµησες την ίδια ηµεροµηνία µε την την αδελφή µου, 29 Ιουλίου 1989. Στην πραγµατικότητα δεν αποδήµησες, µόνο γύρισες πλευρό και είπες «διαδώστε την πνοή µου.» Ναι, πριγκίπισσα µου, θα το κάνουµε. Η οδύνη µου διπλασιάζεται και πολλαπλασιάζεται, όπως εξήγησες στους φοιτητές στο µάθηµα. Εκείνη την ηµέρα αντίκρισα το πρόσωπο του θανάτου. Ο θάνατος ερχόταν όλο και πιο πολύ κοντά µας. Ίσως ποτέ δεν είχες περπατήσει τους δρόµους του Κιουτσούκ Αρµουτλου όσο ήσουν ζωντανή, όµως τώρα σε πηγαίνουµε σ' αυτούς τους δρόµους. Ήρθαν οι σύντροφοι σου. Και οι σύντροφοι του Αχµέτ. Μετά φύγαµε. Σε αφήσαµε εκεί. Έκανε ζέστη... Έφερα παγάκια για να µην ιδρώσει η πριγκίπισσα µου. Τα µεσάνυχτα, ο Αχµέτ κι εγώ και οι φίλοι σου που τους αρέσει η ακακία και ζουν µε αγκάθια, ξεκινήσαµε για το Ριζέ. Αυτή τη φορά δε θα επιτρέπαµε να µας προσβάλουν, όπως τότε µε τη Τζανάν. Και στο είχαµε υποσχεθεί. Προχωρούσαµε στο φεγγαρόφωτο. Θέλαµε να καλωσορίσουµε µε κάθε µεγαλείο την κόρη µας, τη Ζεχρά µας, την πριγκίπισσα µας.


780

Τίποτα δεν έλειπε. Το ηράνθεµο σε καλωσόρισε στο Ριζέ, το ίδιο και η ακακία. Παραδώσαµε το θρόνο σου σε σίγουρα χέρια. Περπατήσαµε µέχρι που φτάσαµε στο χωριό σου και ο πατέρας σου στεκόταν στη µέση, µπροστά από τους συντρόφους σου και τα λάβαρα. Σε πήγαµε στο σπίτι της γιαγιάς σου. Ξεκουράστηκες λίγο. Έπειτα σου είπαµε: «Έλα, πριγκίπισσα, το κρεβάτι σου είναι έτοιµο!». Σε αποθέσαµε στο κρεβάτι σου. Ξέρεις, ποτέ δεν ξύπνησες. Σίγουρα όµως είδες τα ηράνθεµα και τα άνθη της ακακίας. Τα είδες και στο Κιουτσούκ Αρµουτλού. Έφυγες από το Κιουτσούκ Αρµουτλού, οι φίλοι και οι σύντροφοι σου εκεί σε εµπιστεύτηκαν σε µας. Μη στενοχωριέσαι, θα ήθελα, όµως, να ξέρεις πως τα βραδινά λουλούδια της φαντασίας, που αφήσαµε στο Κιουτσούκ Αρµουτλού, είδαν µόνο εσένα µια φορά. ∆εν εκπλαγήκαµε. Τα λουλούδια είναι ακόµα η κληρονοµιά µας. Ξέρε το. Να είσαι σίγουρη. Το ξέρεις. Ό,τι κι αν λένε, ό,τι κι αν γράφουν, τα ηράνθεµα ανθίζουν µόνο µία φορά και µπορεί να σε παραπλανήσουν. Εσύ, εγώ, ο Αχµέτ και ακόµη κι ο πατέρας σου δεν έχουµε σηµασία. Ξυπνάµε και διεισδύουµε στις σκιές της παραπλάνησης στο φεγγαρόφωτο και µπορούµε να διακρίνουµε τα αγκάθια. Τώρα πια είναι παρελθόν, θα έλεγαν κάποιοι. Γι' αυτό δεν ευθύνεται η ιστορία ή η καθηµερινότητα. Ευθύνονται οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι δηµιουργούν την ιστορία. Έκανες ό,τι µπορούσες... Γράψε ό,τι νοµίζεις ότι πρέπει να γράψεις. Παρέδωσες το µάθηµα σου και είπες «αντίο, φεύγω». Μπορούµε µόνο να πούµε αντίο και να κουνήσουµε τα χέρια µας. Κι αυτό κάναµε. Υποσχόµαστε επίσηµα ότι θα φυτέψουµε µια καστανιά, µια ακακία και ένα αγιόκληµα στο προσκεφάλι της κλίνης σου. Είµαστε η ακανθώδης οδός της ζωής, τριαντάφυλλο µου. Η ζωή σου τρύπησε το πλευρό. Φέρουµε αυτή την καρδιά και αυτά τα αγκάθια, ενώ µερικά ηράνθεµα δεν έχουν τόσο αδύναµη καρδιά. Θα µας πληγώσουν πολλοί άνθρωποι. Υποσχόµαστε, δίπλα δίπλα µε τους φίλους και συντρόφους µας, στο όνοµα της µετάδοσης από γενιά σε γενιά, ότι δε θα σταµατήσουµε να αντιστεκόµαστε µέχρι να πνίξουµε αυτά τα


181

ηράνθεµα, τις ψεύτικες ευαισθησίες και τον απατηλό κόσµο. Ο εχθρός το γνωρίζει αυτό, το ίδιο και οι σύντροφοι µας. Αυτό, το εξηγούµε στους φίλους, που δε γνωρίζουν τα ηράνθεµα. Πριγκίπισσα µου, τι άλλο να πω. Το γράψιµο θα µπορούσε να τελειώσει αλλά όχι οι λέξεις. ∆ε θα τελειώσει. Στο Κιουτσούκ Αρµουτλού είχες περάσει µερικούς µήνες περιγελώντας τους, όταν σε βρήκα. Οι κερασιές, οι ροδακινιές και οι µηλιές άνθιζαν. Ξέρεις ότι τα παιδιά κάνουν επιδροµή στα οπωροφόρα δέντρα τη νύχτα; Τα ροδάκινα ωρίµασαν, η εποχή των κερασιών πέρασε, τα βερίκοκα ξεράθηκαν πάνω στα κλαδιά και τα µήλα αρχίζουν να γίνονται από πράσινα κόκκινα. Όλες αυτές οι αλλαγές και οι µεταβολές έγιναν χάρη σε σένα. Μη ρωτήσεις πώς, δεν ξέρω. Αλλά, χάρη σε σένα είδα τι συνέβαινε. Αυτή είναι η εµπειρία της ανθρωπότητας, της φύσης και της ζωής. Τα παιδιά στο Κιουτσούκ Αρµουτλού κόβουν κάθε ώριµο ροδάκινο. Όλα τα µήλα σε περιµένουν να πάρουν χρώµα από το πρόσωπο σου. Εγώ; Τα χέρια µου, στα οποία έδωσες τη θέρµη σου, και το άγγιγµα σου µιλούν ακόµη στην καρδιά µου. Ποτέ δε θα σε ξεχάσω και δε θα εγκαταλείψω τη θέρµη σου. Οι λέξεις δε µπορούν να περιγράψουν την πιο όµορφη πριγκίπισσα του κόσµου. Όταν η µελαγχολική νύχτα άλλαξε το χρώµα του Βοσπόρου σε σκούρο µπλε, το φεγγαρόφωτο έµοιαζε να έρχεται πίσω από το βουνό. Τα µάτια σου έλαµπαν στην καρδιά µου, υπό τη σκιά νεαρών κοντών δέντρων. Πάντοτε σταθερά, υπάρχοντα, θαρραλέα και συνεσταλµένα, τα βλέµµατα επικίνδυνα σα βέλη. Πριγκίπισσα µου, που στα µαλλιά σου θυσιάζω το πορφυρό βιολετί µου, τη σταγόνα της δροσιάς πάνω στα φρέσκα βλαστάρια του τσαγιού, το φεγγαρόφωτο ζητάει να φλερτάρει µε τα γαλάζια νερά που µας ζήλευαν τις καλοκαιρινές βραδιές... Οι σκιές ήταν πολύ µακριές κι έκρυβαν όλη τη µοναξιά. Αντίο πριγκίπισσα µου, εις το επανιδείν.

Μπουρχάν Οζτούρκ 3 Αυγούστου 2001, Ινοταµπούλ


182

ΖΕΧΡΑ Ήταν τη βραδιά Που η βροχή µούσκεψε το δέρµα µου Όταν σε ξανάδα Τα µάτια σου έλαµπαν από την έξαψη Την όγδοη ηµέρα Τα µάτια σου Ήταν η σπίθα της φωτιάς Πάντοτε καθρέφτιζαν τη γενναιότητα Πάντοτε η αποφασιστικότητα σ'ακολουθουσε Τι ηρωισµός Τι προδοσία Εξυφαινόταν πλάι σου Τι προδοσία,

Σε όλη την ανθρωπότητα Τόσο µακριά Που αδυνατείς να σκεφτείς Ενώ έπλαθες το καταρρακωµένο σώµα σου Μέρα την ηµέρα Με το φως των µατιών σου Όταν µάζευα λουλούδια Στο χείλος της καταστροφής Σκαρφάλωνες τα βουνά του Κατζκάρ Για να µε κρατήσεις Με τα λεπτά σου χέρια Μου στάθηκες τόσο αυτές τις 200 µέρες.


183

Μια µέρα, µάζευες φουντούκια Μια µέρα, πηγαίνοντας για ψάρεµα Ακόνιζες µαχαίρια στα Σούρµενα Όταν κουραστείς, ξάπλωσε Στο χώµα της πατρίδας σου Έπειτα, όλες οι ονειροπολήσεις σβήνουν Γονατίζουν τα βουνά του Κατζκάρ Τα φουντούκια σκόρπισαν Τα ψάρια Τα φουντούκια που είχες µαζέψει Η σκοτεινή βαθιά θάλασσα Ούρλιαξε πίσω σου

Ακονισµένα µαχαίρια κόβουν τα σκοινιά Φεύγεις µ' Ένα χαµόγελο στο πρόσωπο σου Να συναντήσεις τη Σενάι, το Γκουλσούµαν, τη Τζανάν Έχω ένα βήµα ακόµη, είπες Και συνάντησες τους υπόλοιπους αθανάτους. Αγαπηµένη κόρη της Λαζ, Αγαπηµένη Ζεχρά, Ενώ σε αποχαιρετώ Φίλησα την κορδέλα του κεφαλιού σου Κράτησα το λεπτό χέρι σου Που µε κράτησε... Μαράθηκε στα χέρια σου η χέννα... Στα δάκρυα µου, έµεινε το χαµογέλιο σου.

Εντέρ Αλτίνισικ


184

ΠΟΙΑΝΟΥ ΠΑΤΡΙ∆Α Στη Ζεχρά. Ποιητή, Σε ποιον ανήκει αυτή η γη πίσω από την Κερασούτα Της οποίας οι σαρδέλες µετακινούνται συνεχώς Σε ποιόν ανήκει ο καπνός, τα φουντούκια, το τσάι... Ποιητή, Πού είναι η Αϊντέρ; Τούτα τα οροπέδια, τα λουλούδια και το µέλι... Ποιητές, Τούτα είναι όλα δικά µας Οι άνθρωποι συνέκριναν τις µύτες τους µε ψαροκόκαλα, Αγνοί, ξαφνικά οργίζονται, οι χαρούµενοι άνθρωποι Οργή, Καταιγίδα, Είναι όλα δικά µας... (...) Ποιητή, Γιατί αυτή η χώρα σκοτεινιάζει; Γιατί δεν υπάρχουν κύµατα στη µαύρη θάλασσα... Γιατί υπάρχουν τόσες τετριµµένες νύχτες; Γιατί οι ρ^οίΐΒΓ και οι υδβκΙβΓ δε χορεύουν το χορό; Γιατί σταµάτησε το ΙΐθγνδΓηο γαΐβδει; Εξαφανίστηκαν οι σαρδέλες; Μαράθηκε το καλαµπόκι;


185

Οι φουντουκιές δεν ανθίζουν... Τι συµβαίνει, ποιητή; (...) Είµαι ποιητής της επανάστασης, Σαν τη Μαύρη Θάλασσα Ο Ζίν3 ΗυΓδίο! Ο δυκαι, πού "φτιάχνε τα σεντούκια, ξαναζωντάνεψε, «Εκτελέστε µε, εκτελεστέ µε ώστε οι εκτελεστές να βρεθούν κάτω από τα πόδια µου» Το µαχαίρι που κρατώ, Ποιητή, είναι το µαχαίρι από τα Σούρµενα -ιδιαίτερα αιχµηρόΤο κίτρινο όπλο µε τις 14 σφαίρες που κρατά -Είναι από γερό υλικοί...) ∆έκα χιλιάδες άνθρωποι είναι στο Ινάλι, ∆έκα χιλιάδες χορεύουν το χορό, ∆είτε τη, σέρνει το χορό (...) Αυτό το κίτρινο κορίτσι, Αυτό το χαµογελαστό αναψοκοκκινισµένο κορίτσι... Μη λαθέψεις πως είναι αγαθή, Η καρδιά της κουβαλά όπλα, ποιητή. Το κορίτσι δίπλα της είναι αδελφή της, Η µια είναι η Ζεχρά, η άλλη η Τζανάν... Τα µάτια τους είναι γερακίσια, Οι καρδιές τους χτυπούν συνεχώς... Τώρα,


186

Ήρθε η ώρα να πολεµήσουµε στα βουνά. (...) Γιατί, πατρίδα µου, είσαι τόσο σιωπηλή Εµπρός! 'Ει, 1)δ3κ Ει, Ιϋδ3κ Ηθγ3ΙΤ10 Υ3ΐθδδ3! Υ3ΐθδδ3!

Η Ζεχρά φωνάζει Η Τζανάν φωνάζει Ει, υδ3κ, ει στην κορυφή του βουνού στην κορυφή του βουνού...

30.06.2001 ΧαλίλΑτζάρ Σηµ: αυτό το ποίηµα αναφέρεται στην κουλτούρα της Μαύρης Θάλασσας και της περιοχής Λαζ, απ' όπου κατάγονται οι αδελφές.


189

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ Καιόµενες λαµπάδες! για ν' αυγατέψει η φλόγα, που φωτίζει το σκοτάδι, - ότου φασισµού τον Άδη! τα άγια σώµατα αθώων! Των Τούρκων, απεργών φυλακισµένων αγωνιστών! Νεκρών - ηρώων! Ώσπου η φλόγα τους, τον κόσµο να φωτίσει! για της Ελευθερίας την τιµή! για τη ∆ικαιοσύνη! και την Αλληλεγγύη! Για την Αξία της Ζωής! Καθώς, ετούτη η φλόγα όλο απλώνεται, από κορµί σ' άλλο κορµί! κΓ από ψυχή, σ' άλλη ψυχή! Όλο µακραίνει και φωτίζει! και χαραµάδες, νέες ανοίγει! στους Τοίχους της χαµοζωής! Και το ανθρώπινο κοπάδι! οσφραίνεται τη µυρωδιά της φοβερής θυσίας!


190

Κι' όλο οι ψυχές πληθαίνουνε και σµίγουνε και στρέφουνε στο Φως! το βλέµµα της ελπίδας! Όπως τα λουλούδια της γης, στον ήλιο, γέρνουν, της Αυγής τα ροδοπέταλάτους!

Τούτη η Ζωή χαρίζεται απ' τους αγωνιστές! καθώς ξαναβαπτίζονται στο Φως! τα Οράµατα τους! Τριγύρω, στέκουν οι υποκριτές!

οι δήµιοι! κουφοί! Τυφλοί τα τ' όµµατα, το νου και την ψυχή!

Τα εξωγήινα τέρατα κτυπούνε! τα σώµατα τα ρηµαγµένα! Τα ουρλιαχτά ηχούνε! Του Αµπτουλαχ! και του Ουγκουρ! Του Αµπντουλµπαχρί! της Αϊσού!

και του Γκοκχάν! και του Τζελάλ! και του Ριζά! Κτυπούνε τα κορµιά τα πεθαµένα! Της Ζεϊνέπ! του Ουµούτ! καιτουΕρτζάν! της Χούλια! του Σεϊχάν! καιτουΜουράτ!


191

την ατελεύτητη των θυµάτων τους σειρά, στου Φασισµού το ειδεχθές σφαγείο! Την Αϊσέ! τον Τζαφέρ! και την Οζλέµ! τον Αλή! και τον Αλιριζά! Κτυπούνε οι φονιάδες των αγίων! κορµιά που έγιναν η ύλη! για να θεριέψουν οι ψυχές! Ψυχές που έγιναν οι ήλιοι! Για να φωτίζουνε εις τους αιώνες των αιώνων! των Γενεών της Γενεές!

∆ωροθέα Σωτηριάδου






























Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.