ἦθος πάθος λόγος αικατερίνη καρατζιοβάλη
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ &ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Μοντέλο μέτρησης της παρουσίας πολιτικών αρχηγών σε τηλεοπτικό Debate. Περιπτωσιολογική μελέτη debate 14/9 για τις εθνικές εκλογές Σεπτεμβρίου 2015
Αικατερίνη Ι. Καρατζιοβάλη Α.Μ. 33/13
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:
Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Επίκουρος Καθηγητής
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016
Επιβλέπων Καθηγητής Επίκουρος Καθηγητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Δηλώνω υπευθύνως ότι όλα τα στοιχεία σε αυτήν την εργασία τα απέκτησα, ταεπεξεργάστηκα και τα παρουσιάζω σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές της ακαδημαϊκής δεοντολογίας, καθώς και τους νόμους που διέπουν την έρευνα και την πνευματική ιδιοκτησία. Δηλώνω επίσης υπευθύνως ότι, όπως απαιτείται από αυτούς τους κανόνες, αναφέρομαι και παραπέμπω στις πηγές όλων των στοιχείων που χρησιμοποιώ και τα οποία δεν συνιστούν πρωτότυπη δημιουργία μου.
Αικατερίνη Ι. Καρατζιοβάλη
“Begin at the beginning,’’ the King said, gravely, “and go on till you come to the end; then stop.’’ - Lewis Caroll, Alice in Wonderland
2/
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στόχοι
4
Μεθοδολογία και Δοµή της Εργασίας
5
Τηλεοπτικά Debate
7
Ο καιρός
9
Οι εκλογές του Σεπτεµβρίου
10
Οι καµπάνιες των δύο κοµµάτων
11
Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ Θεωρητικό υπόβαθρο
13
Ρητορική παράδοση: Η εφαρµογή της Αριστοτελικής Ανάλυσης στη µελέτη τηλεοπτικού debate
16
ΛΟΓΟΣ Λειτουργική Θεωρία του Πολιτικού Λόγου Εκστρατείας (Functional Theory of Political Campaign Discourse)
18
Το debate των αρχηγών υπό το πρίσµα της Λειτουργικής Θεωρίας
22
ΠΑΘΟΣ Από τα Αριστοτελικά πάθη στη σύγχρονη πολιτική ψυχολογία
29
Το debate των αρχηγών ως «αρένα επίκλησης συναισθηµάτων»
32
ΉΘΟΣ Η Αριστοτελική Ηθική: Μια συνάρτηση υπόβαθρου και παρουσίας
39
Ανάλυση στρατηγικής για τη διαµόρφωση του ήθους: Ήταν τελικά κοµβική;
41
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ένα Μοντέλο αποτίµησης των τηλεοπτικών debate βασισµένο στην αριστοτελική σκέψη 47 Βιβλιογραφία
50
3/
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στόχοι Η πολιτική και η επικοινωνία είναι δυο έννοιες που δεν περιορίζονται εύκολα σε ορισμούς απόλυτα στεγανούς. Η εννοιολογική ελαστικότητα που τις χαρακτηρίζει είναι το στοιχείο εκείνο που οδηγεί, όσους θέλουν να αποδώσουν σε αυτές κάποιον ορισμό, σε μια διαρκή συζήτηση, εξελικτική τόσο για την νοηματοδότηση όσο και για την ίδια την ουσία των δυο εννοιών. Η πολιτική επικοινωνία είναι ένα αντικείμενο μελέτης δύσκολο στη σύλληψη του, μιας και στηρίζεται σε έννοιες ήδη νοηματικά επιβαρυμένες, των οποίων οι σχέσεις δεν μπορεί παρά να είναι πολυδιάστατες. Αυτό που ονομάζουμε σήμερα πολιτική επικοινωνία είναι ένα αντικείμενο με πολύ ασαφές περίγραμμα, ανάλογα με το εάν το προσεγγίζουμε ως ένα σύνολο θεωριών, τεχνικών ή πρακτικών. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική επικοινωνία αποτελεί μια, εναλλακτικής στη βία, διαδικασία για την αλληλεπίδραση μεταξύ φορέων πολιτικής και πολιτών. Ταυτόχρονα μπορεί να αποτελεί μια συμβολική στρατηγική κυριαρχίας (συγκρουσιακού χαρακτήρα, μεταξύ αντιπαρατιθέμενων). 1 Και στις δυο της εκφάνσεις, η πολιτική επικοινωνία σχετίζεται με την προσφυγή στην πειθώ. Η πειθώ έγκειται σε μια διαδικασία επικοινωνίας, η οποία καταλήγει στην ενδογενή αλλαγή των επιλογών ενός συνομιλητή, ή ενός ακροατηρίου και πάνω στην οποία στηρίζεται η λήψη μιας απόφασης. Αυτή η σχέση μεταξύ πολιτικής, επικοινωνίας και πειθούς, οδήγησε στην ανάγκη μελέτης μιας σύγχρονης πολιτικής διαδικασίας των αντιπροσωπευτικών Δημοκρατιών, που περιέχει τη σχέση αυτή: του τηλεοπτικού debate. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να ανευρεθεί ένα Μοντέλο για τη μέτρηση της παρουσίας των πολιτικών κατά τη διάρκεια ενός debate, καθώς και να αξιολογηθεί η πρόσληψη των πολιτικών από το κοινό. Ένα τηλεοπτικό debate, που εξ ορισμού αποτελεί μια συγκρουσιακού χαρακτήρα αντιπαράθεση, μεταξύ δυο ή περισσότερων υποψηφίων, ενώ ταυτόχρονα συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο, διαπερνάται εγκάρσια από την διαδικασία της πειθούς. Η πειθώ επιτυγχάνεται είτε αποκλειστικά μέσω απόδειξης (convince), είτε και όχι, περιλαμβάνοντας άλλες πρακτικές (persuade). 2 Προκειμένου, επομένως, η μελέτη να ανταποκριθεί στην συνολική πρόσληψη της έννοιας της πειθούς, μελετά το debate με όρους Ρητορικής, όπως αυτοί αναλύονται στη συνέχεια. Δευτερευόντως, εκτός από την παρουσία και την πρόσληψη των πολιτικών από το κοινό μετά το debate, θα μελετηθεί και η επίδραση του ίδιου του debate στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος ενδεχομένως δεν μπορεί να αποτελεί γενικό κανόνα που λειτουργεί αποτελεσματικά και σε άλλες αντίστοιχες διαδικασίες. Με δεδομένα την εκάστοτε πολιτική κουλτούρα σε κάθε χώρα, το περιβάλλον, τη χρονικής συγκυρία και τους ίδιους του πολιτικούς που συμμετέχουν, η κομβικότητα του κάθε debate στο αποτέλεσμα των εκλογών θα πρέπει να μελετάται ξεχωριστά. Χρήσιμο όμως είναι να τονιστεί πως η παρούσα μελέτη, ακολουθώντας τις αρχές της Ρητορικής Ανάλυσης δεν εξετάζει τα debate ως μια μεμονωμένη πολιτική διαδικασία. Αλλά ως μια διαδικασία ικανή
1
Gerstlé J., Η πολιτική επικοινωνία, (Αθήνα: Τυπωθήτω, 2014), 121.
2
Σχετικά µε την ερµηνεία των δύο όρων convince και persuade, που στα ελληνικά αποδίδονται αµφότερες µε τη λέξη πειθώ, διευκρινίζεται πως στην περίπτωση του convince η έµφαση δίνεται στα ορθολογικά στοιχεία που εµπεριέχει ο όρος, ενώ στην περίπτωση του persuade η έµφαση αποδίδεται περισσότερο στο επίπεδο των αισθηµάτων και το συγκινησιακό.
4/
να επηρεάσει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η επιρροή στη διαδικασία διαμόρφωσης της ψήφου αποτελεί, άλλωστε, το βασικό λόγο διενέργειας των debates. Μεθοδολογία και Δομή της Εργασίας Προκειμένου να ανευρεθεί το Μοντέλο αποτίμησης της παρουσίας των πολιτικών σε ένα τηλεοπτικό debate, χρησιμοποιήθηκε η ερευνητική μέθοδος της περιπτωσιολογικής μελέτης. Με τον όρο περιπτωσιολογική μελέτη νοείται η εκτεταμένη εξέταση μιας περίπτωσης, κατά την οποία εφαρμόζεται η θεωρία και ταυτόχρονα, εξυπηρετείται η δυνατότητα για επαλήθευση της αρχικής υπόθεσης. Το Μοντέλο αυτό, σύμφωνα με τις αρχές της διαψευσιμότητας 3 προτείνεται με σκοπό να μπορεί να εξεταστεί και ως μη εφαρμόσιμο σε διαφορετική μελέτη περίπτωσης. Συνδυάζοντας τα τρία στοιχεία της ρητορικής ανάλυσης που καθιστούν τον λόγο πειστικό, και προσαρμόζοντας τα εργαλεία που μας προσφέρει το πρωτότυπο κείμενο του Αριστοτέλη στις σύγχρονες μεθόδους πολιτικής ανάλυσης, επιχειρείται να κατασκευαστεί μια συνολική μέθοδος μελέτης ενός τηλεοπτικού debate πολιτικών. Η διαχρονικότητα του αρχαίου κειμένου, καθώς και τα χαρακτηριστικά του εκείνα που το καθιστούν ορόσημο στην μελέτη της ρητορικής, για την παρούσα μελέτη αποτελούν σημείο εκκίνησης της επιχειρούμενης προσπάθειας. Τα εργαλεία που εισήγαγε ο Αριστοτέλης στη ρητορική ανάλυση, αποτελούν τον βασικό κορμό της μελέτης. Στα επιμέρους στοιχεία της Αριστοτελικής Ανάλυσης θα προστεθούν τα σύγχρονα εργαλεία πολιτικής ανάλυσης προκειμένου η αριστοτελική προσέγγιση της ρητορικής να έχει εφαρμογή σε μια σύγχρονη συνιστώσα της, το τηλεοπτικό debate. Με την θεωρητική πλαισίωση της συνιστώσας αυτής, ξεκινά, ουσιαστικά, και η μελέτη, αφού αποτελεί και το αντικείμενο της έρευνας. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η συλλογιστική πίσω από την υπόθεση που είναι και το ζητούμενο της έρευνας. Συγκεκριμένα, και αφού καθοριστεί η περίοδος αναφοράς, που ταυτόχρονα αποτελεί και ένα τέταρτο συστατικό της Αριστοτελικής Ανάλυσης, αναλύεται διεξοδικά πρώτα το θεωρητικό υπόβαθρο της ανάλυσης του Αριστοτέλη σχετικά με τη Ρητορική και έπειτα παρουσιάζεται η επιχειρηματολογία για την χρήση της συγκεκριμένης ανάλυσης στην μελέτη του τηλεοπτικού debate, με κεντρικό επιχείρημα την διαχρονικότητα και την ευελιξία στην προσαρμογή του στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, που χαρακτηρίζει το αρχαίο κείμενο. Στη συνέχεια, και με κάθε ένα από τα τρία συστατικά της Αριστοτελικής Ανάλυσης να αποτελούν διακριτό κομμάτι της μελέτης, παρουσιάζονται τα επίπεδα που απαρτίζουν το Μοντέλο που προτείνεται. Τα επίπεδα αυτά αποτελούν τον συγκερασμό των δεδομένων που μας παρέχει το κείμενο της «Ρητορικής Α’»του Αριστοτέλη, με τα στοιχεία μεθόδων πολιτικής ανάλυσης. Επομένως, αρχικά χρησιμοποιείται η Λειτουργική Θεωρία του Πολιτικού Λόγου Εκστρατείας (Functional Theory of Political Campaign Discourse), η οποία και παρουσιάζεται στο αντίστοιχο κεφάλαιο, προκειμένου να κατηγοριοποιηθεί μια σειρά επιχειρημάτων που θα μελετηθούν ως προς το ύφος και τη θεματική τους. Συνεχίζοντας, τα ίδια επιχειρήματα 3
Σύµφωνα µε την αρχή της διαψευσιµότητας µια πρόταση έχει νόηµα όχι όταν επαληθεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες και συστηµατικές απόπειρες διάψευσής της. Όταν δηλαδή επιχειρούµε µε διάφορες δοκιµασίες να κλονίσουµε το κύρος και την αλήθεια της. Ο Carl Popper που περιέγραψε την αρχή αυτή έκανε δυο βασικές παρατηρήσεις: (α) κάθε γνήσιος έλεγχος µιας θεωρίας είναι µια προσπάθεια να τη διαψεύσουµε ή να την αντικρούσουµε και οι θεωρίες που παίρνουν µεγαλύτερα "ρίσκα" είναι οι πιο επιδεκτικές στον έλεγχο, οι πιο πολύ εκτεθειµένες στη διάψευση. Και (β) τα τεκµήρια επιβεβαίωσης µιας θεωρίας είναι αξιόλογα µόνο όταν έχουν προκύψει από έναν γνήσιο έλεγχο της θεωρίας. "Γνήσιος" σε αυτή την περίπτωση σηµαίνει ότι είναι αποτέλεσµα µιας σοβαρής µα αποτυχηµένης προσπάθειας να διαψευσθεί η θεωρία.
5/
μελετώνται και ως προς την πρόκληση συναισθημάτων με τη βοήθεια μελετών στον πεδίο της Πολιτικής Ψυχολογίας (Political Psychology). Με τον τρόπο αυτό θα διερευνηθεί η πιθανή πρόκληση συναισθημάτων στο κοινό, η τεχνική που οδήγησε σε αυτά και η σχέση τους με την πειθώ που επιχειρείται να επιτευχθεί από τους πολιτικούς. Τέλος, θα συγκριθεί η εικόνα των δύο αρχηγών, πριν το debate, με την αντίστοιχη εικόνα τους, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από τo μεταξύ τους debate. Για τις ανάγκες της σύγκρισης, θα χρησιμοποιηθούν οι ποσοτικές μετρήσεις (δημοσκοπήσεις)και η ερευνητική μεθοδολογία των Ομάδων Εστίασης (Focus Groups), που διενεργήθηκαν πριν και την ημέρα μετά το debate. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων θα καταδείξει την ενδεχόμενη διαφορά στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος. Συμπερασματικά, η μελέτη θα καταλήξει σε ένα ολοκληρωμένο Μοντέλο που θα αναλύει την παρουσία του πολιτικού, εκκινώντας από το μικροσκοπικό επίπεδο διερεύνησης της επιχειρηματολογίας και καταλήγοντας στην επίδραση στον αντικειμενικό στόχο κάθε πολιτικής διαδικασίας καμπάνιας εκλογών: το τελικό αποτέλεσμα. Είναι, άλλωστε, η επιρροή στη λήψη μιας απόφασης, το στοιχείο που συνδέει, περισσότερο από κάθε άλλο, την πολιτική με την επικοινωνία. Επιπλέον, με την μελέτη των ποσοτικών μετρήσεων και σε σύγκριση με τα κοινά που παρακολούθησαν το debate, θα εξάγουμε συμπεράσματα, στοχευμένα στην μελέτη περίπτωσης, σχετικά με την επιρροή που πιθανώς είχε η παρουσία των πολιτικών, σε συγκεκριμένα κοινά, τα οποία μπορούμε να συγκρίνουμε και με το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό, εκτός από το Μοντέλο μέτρησης ενός τηλεοπτικού debate, θα παραχθούν συμπεράσματα σχετικά με την προς μελέτη περίπτωση. Τέλος, οι ποσοτικές μετρήσεις που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης, καθώς και η ποιοτική μέτρηση μέσω Ομάδας Εστίασης (Focus Group), πραγματοποιήθηκαν από την Εταιρία Ερευνών Κοινής Γνώμης και Εφαρμογών Πληροφορικής, ProRata. Οι ποσοτικές έρευνες έγιναν για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών» και δημοσιοποιήθηκαν στις 10 και 16 Σεπτεμβρίου 2015 αντίστοιχα.
6/
Τηλεοπτικά Debate Η προσοχή που αποδίδεται στις προεκλογικές εκστρατείες έχει αυξηθεί και μετατοπιστεί στο βαθμό που ο δημόσιος λόγος έχει εκσυγχρονιστεί. Ο εκσυγχρονισμός αυτός ενθάρρυνε την ιδέα ότι οι στάσεις και οι πολιτικές συμπεριφορές μπορούν να τροποποιηθούν σε ένα χρονικό περιθώριο πολύ πιο σύντομο από ότι στο παρελθόν. Η προεκλογική εκστρατεία λογίζεται, λόγω της σύνδεσής της με κομβικές, για την επιλογή κυβερνώντων και δημοσίων πολιτικών, στιγμές, ως αυτόνομο αντικείμενο μελέτης. 4 Οι προεκλογικές καμπάνιες είναι μια κομβική διαδικασία σε μια αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Είναι η περίοδος κατασκευής μιας πολιτικής πραγματικότητας στην οποία συμμετέχουν όλοι οι διεκδικητές εξουσίας, που προσπαθούν να επιβάλλουν τον δικό τους ορισμό της πολιτικής πραγματικότητας με τη χρήση λέξεων, εικόνων, συμβόλων, επιχειρημάτων, λόγων, φράσεων, κ.λπ. Τα τηλεοπτικά debate είναι χαρακτηριστική στιγμή της σύγχρονης πολιτικής εκστρατείας. Διακρίνονται από ξεχωριστά γνωρίσματα που τα καθιστούν σημαντικά τόσο για τους πολίτες, τους υποψηφίους, αλλά και την Δημοκρατία. Είναι ζωντανά και παρά την προετοιμασία των πολιτικών πριν από αυτά, επιτρέπει στους πολίτες, να διαμορφώσουν μια πιο αυθεντική εικόνα για τους υποψήφιους, σε σχέση με προσεκτικά γραμμένους λόγους ή τηλεοπτικά σποτ. Σε πολλές μάλιστα διαδικασίες τηλεοπτικών debate, οι υποψήφιοι υποβάλλονται από κοινού σε ερωτήσεις των πολιτών. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικοί επιδεικνύουν εξαιρετική επινοητικότητα αναφορικά με τις απαντήσεις τους, συνήθως τοποθετούνται επί του ίδιου ζητήματος, δίνοντας τη δυνατότητα στους πολίτες να συγκρίνουν τους υποψηφίους επί ενός συγκεκριμένου θέματος. Για τους υποψήφιους, αρχικά, παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε ένα ευρύ κοινό. Τα τηλεοπτικά debate είναι μέρος ενός πολυδιάστατου περιβάλλοντος πληροφοριών: άλλοτε φτάνουν απευθείας στου πολίτες και άλλοτε αποτελούν προϊόν προβολής από τα μέσα ενημέρωσης. Σε κάθε περίπτωση, τα μηνύματα ενός υποψήφιου κατά τη διάρκεια ενός debate μεταδίδονται στους πολίτες έμμεσα ή άμεσα. Ακόμα, οι πολιτικοί έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν άμεσα και απευθείας σε θέσεις του αντιπάλου. Δύνανται επομένως να διορθώσουν την εικόνα τους μετά από μια επίθεση, ή, τουλάχιστον, να τοποθετηθούν και οι ίδιοι. Με την διεξαγωγή debate, προάγεται ο δημόσιος διάλογος, γεγονός που τα καθιστά πολύτιμα για την Δημοκρατία. Αποτελούν μια πηγή πληροφόρησης σχετικά με την υπό διαμόρφωση πολιτική πραγματικότητα: οι υποψήφιοι τοποθετούνται επί των ίδιων ζητημάτων, ενώ οι πολίτες σχηματίζουν μια εικόνα σχετικά με την πολιτική (policy) και τον χαρακτήρα (character) κατά τη διάρκεια του debate, από τις ειδήσεις που το αναλύουν, και από σχετικές με αυτό πολιτικές συζητήσεις. 5 Σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο κοινό των debate, άμεσο ή έμμεσο, φανερώνει την σημαντική προοπτική τους για επιρροή. 6 Στην Ελλάδα, η πρώτη φορά που καταγράφηκε τηλεοπτική αναμέτρηση, ήταν στις εκλογές του 1996, μεταξύ των αρχηγών των δυο μεγάλων κομμάτων, του Κ. Σημίτη και του 4
Gerstlé J., 177.
5
Benoit W. L., Political Election Debates: informing voters about policy and character, (Maryland: Lexington Books, 2014), 3. 6
Patterson T. E., The vanishing voter: Public involvement in an age of uncertainty, (New York: Random House, 2003), 48.
7/
Μ. Έβερτ. Το μοντέλο αυτό, επαναλήφθηκε στη τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή, για τις εκλογές του 2000. Έκτοτε, τα τηλεοπτικά προεκλογικά debate περιλαμβάνουν τους πολιτικούς αρχηγούς όλων των κομμάτων του δημοκρατικού φάσματος που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Η Ελλάδα ωστόσο, δεν έχει παράδοση στα τηλεοπτικά debate, καθώς δεν είναι θεσμοθετημένη η διεξαγωγή τους. Για τις εκλογές που αφορούν την μελέτη περίπτωσης, πραγματοποιηθήκαν δυο debate. To πρώτο, περιελάμβανε και τους επτά αρχηγούς κομμάτων ενώ το προς μελέτη debate, διεξάχθηκε μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Η συγκρουσιακή δομή (confrοntational format) ενός debate - με τους πολιτικούς να αντιπαρατίθενται στην ίδια σκηνή με εναλλαγές στην θεματική - γεννά εξαιρετικό ενδιαφέρον. Παράγουν επίσης αξιοσημείωτες στιγμές σε μια προεκλογική περίοδο. Η δυνατότητα που δίνεται για σύγκρουση μεταξύ των υποψηφίων, φανερώνει σε βάθος τις διαφορές στις θέσεις των υποψηφίων, οξύνοντας και τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Άλλες φορές, εμμένουν στα μηνύματα τις καμπάνιας τους, επαναλαμβάνοντας τις προγραμματισμένες θέσεις τους. Ωστόσο, τα debate, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη προεκλογική διαδικασία, παρέχουν την δυνατότητα αντιπαράθεσης. 7 Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που επιλέχθηκαν να μελετηθούν στην παρούσα εργασία. Παραλληλίζοντας ένα σύγχρονο debate, με την μορφή που λάμβανε στην αρχαιότητα θα εντοπίσουμε σημαντικές ομοιότητες, γεγονός που αποδεικνύεται στη συνέχεια, και οδήγησε στην επιλογή της συγκεκριμένης μεθοδολογίας. Καταληκτικά, αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι το γεγονός πως οι πολίτες δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στην θέαση ενός debate. Ο κάθε τηλεθεατής έχει διαφορετικό (από ελαφρώς έως έντονα διαφορετικό) σύνολο πεποιθήσεων και αρχών (set of beliefs and values) σχετικά με τους υποψήφιους. Το σύνολο των αντιλήψεών τους, επηρεάζει την πρόσληψη των επιχειρημάτων που ορθώνονται από τους υποψήφιους σε ένα debate. Ο Jarman, για παράδειγμα, μελέτησε τις αντιδράσεις των τηλεθεατών κατά τη διάρκεια του δεύτερου προεκλογικού προεδρικού debate το 2004, στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα συμπεράσματά του οι πολίτες αντέδρασαν θετικά στα σχόλια των υποψηφίων σχετικά με το ίδιο τους το κόμμα, σε σχέση με αυτά για το αντίπαλο. 8 Σε κάθε περίπτωση, τα συναισθήματα που γεννώνται σε ένα debate είναι ένα αντικείμενο που δεν έχει μελετηθεί σε βάθος. Η συγκεκριμένη μελέτη, θα προσπαθήσει να κατηγοριοποιήσει τα επιχειρήματα, με τη βοήθεια της Λειτουργικής Θεωρίας (Functional Theory) εξάγοντας στη συνέχεια συμπεράσματα σχετικά με τα παραγόμενα στους πολίτες συναισθήματα και αξιολογώντας τον αντίκτυπο αυτών στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
7
Benoit W. L., 7.
8
Jarman J. W., «Political affiliation and presidential debates: A real-time analysis of the effect of the arguments used in the presidential debates», American Behavioral Scientist 49, (2005), 229.
8/
Ο καιρός Ο καιρός με την αρχαία έννοια του όρου, προσδιορίζει την σωστή, την κατάλληλη χρονική συγκυρία. Την υπέρτατη στιγμή (the supreme moment). 9 Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν δύο λέξεις για να αναφερθούν σε αυτό που σήμερα επικράτησε ως «χρόνος»: καιρός και χρόνος. Ενώ ο χρόνος αναφέρεται σε χρονολογικό ή διαδοχικό προσδιορισμό, ο καιρός σηματοδοτεί ένα σημείο του χρόνου, μια στιγμή απροσδιόριστη, στην οποία συμβαίνει το κάθε τι. Εν ολίγοις, ο χρόνος είναι μια έννοια ποσοτική, σε αντίθεση με τον καιρό που αποτελεί μια ποιοτική έννοια, μόνιμης φύσης. Στη ρητορική ανάλυση ο καιρός είναι «η στιγμή εκείνη, που όταν η ευκαιρία παρουσιαστεί, θα πρέπει να γίνει εκμεταλλεύσιμη, αν είναι να υπάρξει επιτυχία». 10 Υπήρξε στο επίκεντρο των Σοφιστών, οι οποίοι τόνισαν την ικανότητα του ρήτορα να προσαρμοστεί και να επωφεληθεί από την αλλαγή, ενδεχόμενων περιστάσεων. Ο Ισοκράτης γράφει ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι είναι εκείνοι που διαχειρίζονται καλά τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν μέρα με τη μέρα , και οι οποίοι διαθέτουν μια απόφαση που είναι ακριβής όσον αφορά τις καταστάσεις, όπως αυτές προκύπτουν, και σπάνια χάνουν την πρόσφορη πορεία δράσης. Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Ρητορική» έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη τρέχουσα πολιτική, κοινωνική και ψυχολογική συγκυρία. Στην κατάλληλη για κάθε λόγο περίσταση, στον καιρό. Ο καιρός σύμφωνα με τα κείμενά του, αποτελεί τον στιγμή και το πλαίσιο κατά το οποίο θα συντελεστεί μια απόδειξη. Συναποτελεί, μαζί με όσα αναλύονται στη συνέχεια, στοιχείο της ρητορικής ανάλυσης. Η περίοδος αναφοράς της παρούσας μελέτης περίπτωσης, παρατίθεται στην εισαγωγή της εργασίας, προκειμένου να προσδιοριστεί και χρονικό πλαίσιο αυτής. Η μελέτη αφορά το τηλεοπτικό debate μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, των προέδρων του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας αντίστοιχα, που διεξήχθη στις 14 Σεπτεμβρίου, ενόψει των εθνικών εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου 2015. Ωστόσο, παραθέτοντας το χρονικό πλαίσιο, θεωρείται σκόπιμο να αναφέρουμε το ευρύτερο περιβάλλον κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε τόσο το debate όσο και οι ίδιες οι εκλογές. Ορίζουμε ως σημείο αναφοράς για την έναρξη της περιόδου, που θα σκιαγραφήσει την πολιτική και κοινωνική συγκυρία, την 8η Δεκεμβρίου του 2014. Η τότε κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, ανακοινώνει την επίσπευση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Μετά την αποτυχία και της τρίτης προσπάθειας και χωρίς να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση του Eurogroup για την εκταμίευση δόσης, ανακοινώνεται η διεξαγωγή εκλογών στις 25 Ιανουαρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί της ΝΔ με διαφορά 8,5 μονάδων, συγκεντρώνοντας 149 έδρες, χάνοντας οριακά την αυτοδυναμία. Σχηματίζει κυβέρνηση με το κόμμα των ΑΝΕΛ και ξεκινά σειρά επαφών με τους Ευρωπαίους ομολόγους του, ζητώντας μια «συμφωνία-γέφυρα», ώστε να υπάρξει χρόνος προκειμένου να διαπραγματευτεί την αναδιάρθρωση του χρέους. Στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης, ο Πρωθυπουργός, σε μια αρκετά φορτισμένη συναισθηματικά ομιλία, τονίζει ότι προτεραιότητα θα είναι η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και το τέλος των μνημονιακών δεσμεύσεων. Την ψήφο εμπιστοσύνης, ακολουθεί η πρώτη συνεδρίαση του 9
Stephenson W., Forecasting Opportunity: Kairos, Production, and Writing, (Oxford: University Press of America, 2005), 4. 10
White E. C., Kaironomia: on the will to invent, (London: Cornell University Press, 1987), 16.
9/
Eurogroup, που λήγει χωρίς να συμφωνηθεί το οτιδήποτε. Το αίτημα για «συμφωνίαγέφυρα» απορρίφθηκε και αποσύρθηκε η ελληνική απαίτηση για ονομαστική διαγραφή του χρέους. Μετά από σειρά συνεδριάσεων, δίνεται τετράμηνη παράταση με τη δέσμευση η ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει μεταρρυθμίσεις, για να αρχίσει η τμηματική εκταμίευση των δόσεων. Στις 26 Ιουνίου ο Πρωθυπουργός επιστρέφει στην Αθήνα, μετά από συνεδρίαση του Eurogroup, για να συγκαλέσει εκτάκτως συνεδρίαση Κυβερνητικού Συμβουλίου. Η Κυβέρνηση είχε γνωστοποιήσει την απόρριψη της πρότασης που είχε τεθεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 27ης Ιουλίου, ο Πρωθυπουργός ανακοινώνει δημοψήφισμα για τις 5 Ιουλίου με ερώτημα το εάν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η πρόταση του Eurogroup της 25ης Ιουνίου. Με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου κηρύχθηκε τραπεζική αργία και ορίσθηκε ημερήσιο ανώτατο όριο αναλήψεων. Ακολουθεί μια εξαιρετικά διχαστική περίοδος για την ελληνική κοινωνία, με την Κυβέρνηση να τάσσεται ανοιχτά υπέρ του «όχι» και την αντιπολίτευση να συνθέτει έναν φιλοευρωπαϊκό πόλο υπέρ του «ναι». Το πρώτο δημοψήφισμα στην Ελλάδα μετά το 1974, δίνει ένα ποσοστό 61,3% υπέρ του «όχι». Το ίδιο βράδυ παραιτείται από την ηγεσία της ΝΔ ο Αντώνης Σαμαράς. Οι πιέσεις για οριστική συμφωνία φέρνουν εσωκομματικά προβλήματα στην Κυβέρνηση, με τον αριστερό πόλο εντός του ΣΥΡΙΖΑ να επιμένει στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και την ρήξη με τους θεσμούς. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, κύριος εκφραστής της Αριστερής Πλατφόρμας, αντιδρά στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που ανακοινώνει ο Πρωθυπουργός. Τελικά, στις 14 Ιουλίου κατατίθεται το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα μέτρα, όπως αυτό προέκυψε από τη πολύωρη συνεδρίαση της Συνόδου Κορυφής, για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για το 3ο, νέο Μνημόνιο. Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ εντείνονται, στερώντας στη Κυβέρνηση 39 βουλευτές από την ψηφοφορία, οι οποίοι διαχώρισαν την θέση τους. Ακολουθεί ανασχηματισμός και αντικατάσταση Υπουργών που απέρριψαν την Συμφωνία. Τον επόμενο μήνα, και μετά την ψήφιση του δεύτερου πακέτου με προαπαιτούμενα, έρχεται προς ψήφιση η συμφωνία, που τελικά υπερψηφίζεται, με πολύ σημαντικές, ωστόσο, απώλειες για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο 118 βουλευτές του ψήφισαν «ναι» στη συμφωνία, γεγονός που στέρησε την δεδηλωμένη από την Κυβέρνηση, ανοίγοντας τον δρόμο για τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν. Λίγες ημέρες μετά, με την παραίτηση του Πρωθυπουργού και της 7μηνης κυβέρνησής του, η χώρα οδηγείται ξανά στις εκλογές που απασχολούν την παρούσα μελέτη. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου Η αξιωματική αντιπολίτευση, βρίσκεται με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος έχει ορισθεί υπηρεσιακός πρόεδρος. Μια σημαντική μεταβολή του πολιτικού σκηνικού σημειώθηκε και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, με μια ομάδα επιφανών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που καταψήφισαν τη συμφωνία, καθώς και πολιτικές ομάδες εκτός Κοινοβουλίου, συγκροτούν την Λαϊκή Ενότητα. Η πρόκληση για τον Αλέξη Τσίπρα είναι η μείωση της απώλειας ψηφοφόρων από την βάση της αριστερής πτέρυγας του κόμματός του, καθώς και προσέλκυση, ει δυνατόν, μετριοπαθών ψηφοφόρων από το κέντρο, που ενδεχομένως πλέον δεν ανησυχούν για τον 1/ 0
ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Ουσιαστικά θα επιδιώξει να σχηματίσει, μια νέα κοινοβουλευτική ομάδα, που θα αποπνέει μεγαλύτερη αξιοπιστία για την υλοποίηση του νέου μνημόνιου. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαμορφώσει το αφήγημά της με βάση το δίλημμα «ποιος μπορεί να υλοποιήσει περισσότερο αποτελεσματικά και με ποιο ήπιες συνέπειες για τις αδύναμες ομάδες τα μέτρα του νέου Μνημονίου». Τα γεγονότα, όπως εν συντομία περιγράφηκαν, σκιαγραφούν το σκηνικό της, μικρής χρονικά περιόδου, ωστόσο πυκνής σε γεγονότα, διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και παράλληλα οδηγούν τα πολιτικά κόμματα στην οργάνωση τις προεκλογικής τους θέσης. Στη συνέχεια θα μελετηθεί το πως τα δύο μεγάλα κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ επέλεξαν να δομήσουν την προεκλογική τους καμπάνια και κυρίως, σε ποια μηνύματα την βάσισαν, που αποτελούν και βασικό στοιχείο στο τηλεοπτικό debate. Οι καμπάνιες των δύο κομμάτων Η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε, ουσιαστικά, στις 3 Σεπτεμβρίου όταν και δόθηκε στη δημοσιότητα το πρώτο τηλεοπτικό σποτ. Το κεντρικό μήνυμα ήταν: «Ξεμπερδεύουμε με το παλιό - Κερδίζουμε το αύριο». Οι στόχοι του κόμματος ήταν να αναδειχθεί το κυβερνητικό έργο κατά την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ («η αποφασιστική διαπραγματευτική στάση») και παράλληλα να δοθεί έμφαση στην εξασφαλισμένη πλέον ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Οι θεματικές αυτές εξυπηρετούν και συγκεκριμένες στοχεύσεις: • μείωση των απωλειών από τη φυγή της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, ψηφοφόρων δηλαδή, που είδαν θετικά την δημιουργία της ΛΑΕ • προσέλκυση μετριοπαθών ψηφοφόρων, που ενδεχομένως βεβαιώθηκαν για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μετά τη ψήφιση του νέου Μνημόνιου Στην πρώτη περίπτωση, με την προβολή της διαπραγματευτικής στάσης, ικανοποιείται η αριστερή πτέρυγα των ψηφοφόρων, και περιορίζονται οι διαρροές προς κόμματα της Αριστεράς. Από την άλλη, με την ανάδειξη του κυβερνητικού έργου, που θα συνεχιστεί και αν οι εκλογές κερδηθούν, απευθύνεται στους μετριοπαθείς, «κεντρώους» ψηφοφόρους του. Ψηφοφόρους που είδαν θετικά την απομάκρυνση της αριστερής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ και υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Προς τη συγκεκριμένη δεξαμενή ψηφοφόρων έγινε προσπάθεια να προωθηθούν θεσμικές αλλαγές για τη διαφάνεια και τη δημοκρατία, ενώ με αναφορές σχετικά με την «σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα και την διαπλοκή», «στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων» και έμφαση στο δίπολο «παλαιό- νέο», που υπήρχαν και στα τηλεοπτικά σποτ, ενεργοποιείται ο μηχανισμός αντίδρασης ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που ενδεχομένως σκεφτόταν την εναλλακτική μικρότερων κομμάτων. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου καταγράφηκαν και τα βασικά μηνύματα της καμπάνιας. Αυτά ήταν τα εξής: «Ξεμπερδεύουμε με το παλιό / Κερδίζουμε το αύριο», «Ας τελειώνουμε με το παλιό» και «Το αύριο έχει ταυτότητα». Τα μηνύματα επικοινωνήθηκαν σε δημόσιες τοποθετήσεις, προεκλογικές ομιλίες, αφίσες, τηλεοπτικά σποτ και φυσικά στο διαδίκτυο. Η Νέα Δημοκρατία μετά το διάγγελμα, με το οποίο ανακοινώθηκε η διεξαγωγή εκλογών, εστίασε την προεκλογική της εκστρατεία στην καταγγελία της απόφασης του ΣΥΡΙΖΑ για την διενέργεια εκλογών, καθώς και των πεπραγμένων της προηγούμενης κυβέρνησης. Στο διαδίκτυο, ήδη, από τις πρώτες ημέρες, ξεκίνησε η καμπάνια με σύνθημα «Μας πήγαν πίσω - Τώρα πάμε μπροστά». Ο καταγγελτικός λόγος και η σύγκριση των 1/ 1
προεκλογικών εξαγγελιών της προηγούμενης κυβέρνησης με την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε το βασικό κορμό της εκστρατείας. Μόλις την τελευταία εβδομάδα, η καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας επικεντρώθηκε στις θέσεις του κόμματος που παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης, δηλαδή στο θετικό μήνυμα, το οποίο συνοδεύτηκε και με μια σειρά τηλεοπτικών σποτ. Η καμπάνια επιδίωξε να συσπειρώσει τόσο τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος, τονίζοντας την αποτυχημένη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όσο και να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους, από δύο -κυρίως- δεξαμενές ψηφοφόρων: • τους αναποφάσιστους, ευρωπαϊκού προσανατολισμού κεντρώους ψηφοφόρους (του «ναι»), που ενδεχομένως εγκαταλείψουν μικρότερα κόμματα προκειμένου να συσπειρωθούν σε πόλο ικανό να ανταγωνιστεί τον ΣΥΡΙΖΑ και • πρώην ψηφοφόρους του κόμματος, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει το κόμμα, είτε λόγω διαφωνιών τους με την πολιτική Σαμαρά, είτε παλαιότερα, για το κόμμα των ΑΝΕΛ. Τα μηνύματα που επικοινωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ήταν τα εξής: «Μπροστά», «Αβεβαιότητα ή σταθερότητα;», «ιδεοληψία ή δουλείες;». Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν κατάφερε να παραμείνει εξίσου πιστός στα μηνύματα του κόμματός του, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ωστόσο, η υψηλή συσπείρωση που σημείωσε το κόμμα του, ήδη από τις πρώτες δημοσκοπήσεις, έδειξε πως η προσέλκυση παραδοσιακών ψηφοφόρων είχε, εν πολλοίς, επιτευχθεί. Ωστόσο, ποσοστά του κόμματος δεν έδειχναν να μεταβάλλονται, δείγμα πως το άνοιγμα σε άλλες δεξαμενές ψηφοφόρων απέτυχε. Στην ενότητα που ασχολείται με τα μηνύματα που χρησιμοποιήθηκαν στο προς μελέτη debate, θα γίνει εκ νέου αναφορά στις στρατηγικές των δύο κομμάτων. Θα εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο οι αρχηγοί των δύο κομμάτων παρέμειναν συνεπείς στην στρατηγική του κόμματός τους κατά τη διάρκεια του debate, και επομένως το εάν ικανοποίησαν τα κοινά στόχευσης που είχαν επιδιωχθεί αρχικά. Τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τα ερωτήματα που αφορούν την συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης, όπως αυτά τέθηκαν στους στόχους της μελέτης.
1/ 2
«η ρητορική παράγει πεποιθήσεις, όχι γνώση» - Πλάτων, Γοργίας (454e8)
Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ Θεωρητικό υπόβαθρο Ο Πλάτων στον διάλογο του Γοργία επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον στους σοφιστές και τη ρητορική τέχνη που δίδασκαν, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για πραγματική τέχνη: αυτό που παρέχει είναι μια κάποια δεξιότητα στην κολακεία του ακροατηρίου. 11 Επειδή δεν κατευθύνεται -όπως άλλες τέχνες- σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν μπορεί να προσφέρει στους ακροατές της γνώση, παρά μόνο απόψεις και εντυπώσεις. Ο μαθητής του, Αριστοτέλης, με έργο του διέσωσε το κύρος της ρητορικής: Διαχώρισε την «ανήθικη» από την «ηθικά ουδέτερη» ρητορική. Ο διαχωρισμός αυτός, είναι αποκλειστικά βασισμένος σε μια τεχνική ηθική που αποτελεί μηχανισμό πειθούς. Αναγνώρισε δε, την χρήση της ρητορικής ως πιθανό εργαλείο στη προσπάθεια καθορισμού του επιθυμητού στόχου, στην πολιτική ζωή. Μπορούμε να πλησιάσουμε αυτόν τον στόχο μέσω μιας ρητορική τεχνικής η οποία διατηρεί μεν τη ρητορική επίδραση, επιτρέποντας να πείθουμε, πετυχαίνει όμως αυτήν την πειθώ όχι με σύγχυση και αντιπερισπασμό αλλά με αντικειμενική πραγμάτευση των σχετικών με την περίπτωση στοιχείων. 12 Ο Αριστοτέλης προτείνει μια τέτοια τεχνική συλλαμβάνοντας την ρητορική που έχει αντικειμενικό προσανατολισμό, επιχειρηματολογεί και ευθυγραμμίζεται προς τη διαλεκτική. 13 Θεμελιώδης είναι η ιδέα ότι πειθόμαστε, όταν πιστεύουμε ότι κάτι έχει αποδειχτεί [1355a 5]. Σύμφωνα με αυτό, η ρητορική μπορεί να αναδειχθεί ως κλάδος που είναι σε θέση να ανακαλύπτει για κάθε δεδομένο αντικείμενο τη δυνατότητα παραγωγής πειθούς. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτή τη βασική αρχή, το σημαντικότερο μέσο πειθούς συνίσταται στη διατύπωση αποδείξεων για εκείνα τα ζητήματα για τα οποία θέλουμε να πείσουμε τους ακροατές μας. Μια απόδειξη όμως είναι για τον Αριστοτέλη πάντα ένα είδος παραγωγής (συλλογισμού)· αντίθετα προς την επιστημονική απόδειξη, η ρητορική απόδειξη δεν εκκινεί από τις ανώτατες και αληθείς αρχές ενός γνωστικού χώρου, αλλά επιχειρεί να στηριχθεί σε προκείμενες ήδη αναγνωρισμένες από τους ακροατές. Η βασική σκέψη στη θεωρία της ρητορικής απόδειξης είναι η εξής: Μπορούμε να πείσουμε τους ακροατές μας για μια υπόθεση Β, αν δείξουμε ότι η υπόθεση Β συνάγεται από μια άλλη υπόθεση Α, για την οποία ο ακροατής είναι ήδη πεπεισμένος· επομένως, η ρητορική απόδειξη συνηθίζει να ξεκινά από υπάρχουσες πεποιθήσεις των ακροατών, προκειμένου να συνάγει εκείνες τις αποφάνσεις για τις οποίες θέλει να πείσει. Γι’ αυτόν τον λόγο, μια ρητορική των επιχειρημάτων έχει ανάγκη τη διαλεκτική ικανότητα, που σχετίζεται πρώτον με παραγωγές και δεύτερον με παραγωγές από αναγνωρισμένες
11
Hunt E. L., «On the sophists», στο The province of rhetoric, επιµ. J. Schwartz & J. A. Rycenga, (New York: NY Ronald Press, 1965), 69. 12
Rapp C., Εισαγωγή στον Αριστοτέλη, (Αθήνα: Οκτώ, 2012), 122.
13
Σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη, η διαλεκτική ορίζεται ως η τεχνική της επιχειρηµατολογίας µε βάση ξένες απόψεις.
1/ 3
απόψεις (γι’ αυτό και η περίφημη εναρκτήρια πρόταση της Ρητορικής υποστηρίζει ότι η ρητορική είναι «το σύστοιχο της διαλεκτικής»). 14 Παρά αυτόν τον θεμελιώδη προσανατολισμό στη διαλεκτική, ο Αριστοτέλης δεν παραβλέπει ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες επίτευξης πειθούς. Πέραν της ρητορικής απόδειξης, τα δύο άλλα μέσα πειθούς συνίσταται στην πειστική εμφάνιση του ρήτορα και στη διαμόρφωση κατάλληλης συναισθηματικής κατάστασης των ακροατών. Δίνοντας έμφαση στον ηθικό χαρακτήρα του ρήτορα ως κομβικό στοιχείο της πειθούς και υποστηρίζοντας την αιτιολογημένη επιχειρηματολογία ως μέσο πρόκλησης συναισθημάτων, η ρητορική του Αριστοτέλη ήταν ο ορισμός της πολιτικά υπεύθυνης ρητορικής. Ήταν, ουσιαστικά μια τέχνη με «αρχιτεκτονική», αφού περιελάμβανε την ενεργοποίηση τόσο των ανθρώπινων όσο και των ορθολογικών αντανακλαστικών. 15 [1356a] τῶν δὲ διὰ τοῦ λόγου ποριζομένων πίστεων τρία εἴδη ἔστιν: αἱ μὲν γάρ εἰσιν ἐν τῷ ἤθει τοῦ λέγοντος, αἱ δὲ ἐν τῷ τὸν ἀκροατὴν διαθεῖναί πως, αἱ δὲ ἐν αὐτῷ τῷ λόγῳ διὰ τοῦ δεικνύναι ἢ φαίνεσθαι δεικνύναι. 16 Σύμφωνα με το παραπάνω χωρίο, ο ρητορικός λόγος λειτουργεί πειστικά με τρεις τρόπους: άλλοτε μέσω του χαρακτήρα του ρήτορα (ήθος), άλλοτε μέσω της συγκεκριμένης διάθεσης που δημιουργεί στην ψυχή του ακροατή (πάθος) και άλλοτε με τα αποδεικτικά ή φαινομενικά αποδεικτικά επιχειρήματα που περιέχει ο ίδιος (λόγος). Η ικανότητα του να δείχνεις ένας άνθρωπος με ηθικούς σκοπούς, να είσαι γνώστης του πως τα συναισθήματα αλληλεπιδρούν με την κρίση, και να διαλέγεις μεταξύ του πιο αποτελεσματικού επιχειρήματος, λεξιλογίου, δομής του λόγου και ύφους, είναι στη ρητορική αυτό που πετυχαίνει ο άνθρωπος με φρόνηση (phronesis): να λειτουργεί με σοφία, σε μια δεδομένη στιγμή, ως προς επιλογές και πράξεις. 17 Συνεχίζοντας την ανάλυσή του, υποστηρίζει πως ο πολιτικός λόγος θα πρέπει να ενεργοποιεί τόσο τα λογικά (rational) όσο και τα μη λογικά (nonrational) αντανακλαστικά του ακροατή. 18 Δεν αρκεί, επομένως, το επιχείρημα να είναι ορθό, θα πρέπει ο πολιτικός να θέτει τον ακροατή στην επιθυμητή συναισθηματική κατάσταση. Εφόσον η ρητορική υφίσταται για να επηρεάζει την λήψη μιας απόφασης, ο ομιλητής θα πρέπει, όχι μόνο να ορθώσει επιχείρημα πειστικό, αλλά και να δείξει έναν σωστό χαρακτήρα, θέτοντας τον ακροατή, που είναι αυτός που λαμβάνει την απόφαση, στο κατάλληλο συναισθηματικό πλαίσιο. 19 Επομένως, πρόκειται για μία διαδικασία πολυδιάστατη και πολυσύνθετη. Με τον χαρακτήρα του, ο ομιλητής καθιστά a priori τα λεγόμενά του αξιόπιστα. Μάλιστα, όταν αυτά προκαλούν στον ακροατή μια συγκεκριμένη -επιθυμητή από τον ομιλητή14
Ibid., 124.
15
Hogan J. M., «Persuasion in Rhetorical Tradition», στο The SAGE Handbook of Persuasion: Developments in Theory and Practice, (California: SAGE Publications, 2013), 10. 16 Αριστοτέλης,
139. 17
Ρητορική Α’, Εισαγωγή, µετάφραση, σχόλια: Δηµήτριος Λυπουρλής, (Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2002),
Beiner R., Political Judgment, (Chicago: University of Chicago Press, 1983), 88.
18
Nussbaum M., «Aristotle on Emotions and Rational Persuasion», στο Essays on Aristotle’ s Rhetoric, επιµ. Amelie Oksenberg Rorty, (Berkeley: University of California Press, 1996), 63. 19 Αριστοτέλης,
45.
Ρητορική Β’, Γ΄ Εισαγωγή, µετάφραση, σχόλια: Δηµήτριος Λυπουρλής, (Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2002),
1/ 4
συναισθηματική κατάσταση, επιτυγχάνεται ευκολότερα η πειθώ. Τέλος, σημαντικό είναι και το ίδιο το επιχείρημα. Η συλλογιστική και η δομή του, η χρήση των κατάλληλων εργαλείων του λόγου, ανά περίπτωση. Στη σκέψη του Αριστοτέλη βάσισαν πολλοί θεωρητικοί της ρητορικής τις σύγχρονες μεθόδους ανάλυσης. Συγκεκριμένα, το «ρητορικό τρίγωνο» απασχόλησε ιδιαίτερα επιστήμονες της πολιτικής και της επικοινωνίας.
Στο ήθος (ethos) συνοψίζεται η αξιοπιστία (credibility), η φερεγγυότητα (trustworthiness) και το κύρος (reputation) του ομιλητή. Η καλλιέργεια ειλικρινούς, αξιόπιστου και ενημερωμένου προφίλ από τον ομιλητή, καθιστά τα λεγόμενά του εξίσου αξιόπιστα και πειστικά. Η έννοια του πάθους (pathos) αποτελεί την διέγερση (ενίοτε την προσπάθεια διέγερσης) συναισθημάτων, ενστίκτων και αντανακλαστικών στον ακροατή μέσω συγκεκριμένων επιχειρημάτων, συνήθως με τη χρήση συναισθηματικά φορτισμένων φράσεων, κινήσεων ή εκφράσεων. Τέλος, ο λόγος (logos), η λογική του επιχειρήματος συνοψίζει την σκέψη του Αριστοτέλη για την διαλεκτική. Αποτελεί επομένως την ουσία του ίδιου του επιχειρήματος. Το εάν αυτό είναι (ή φαίνεται να είναι) ορθό. Με βάση και το παραπάνω σχήμα, παρατηρούμε πως το ρητορικό τρίγωνο εντάσσεται σε ένα πλαίσιο. Το πλαίσιο του καιρού. O καιρός, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αναφέρεται στη χρονική συγκυρία κατά την οποία ορθώνεται το επιχείρημα. Στην παρούσα εργασία επιλέχθηκε η πλαισίωση, η χρονική συγκυρία, να παρουσιαστεί στην αρχή της. Ωστόσο, σε συνδυασμό με τα άλλα τρία στοιχεία, συνυπολογίζεται στην αριστοτελική σκέψη για την ρητορική ανάλυση.
1/ 5
Ρητορική παράδοση: Η εφαρμογή της Αριστοτελικής Ανάλυσης στη μελέτη τηλεοπτικού debate Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως η μελέτη της ρητορικής δεν είναι στατική. Αντίθετα, αποτελείται από εν εξελίξει συζητήσεις σχετικά με τη φιλοσοφική της φύση, τις καλύτερες μεθόδους πειθούς, τους στόχους, το πεδίο εφαρμογής της. Ωστόσο, και παρά την παραδοχή της ρητορικής ως μιας δυναμικής και συνεχούς σειράς από συζητήσεις, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο χαρακτηριστικά που εισήχθησαν από την ανάλυση του Αριστοτέλη και χαρακτηρίζουν έκτοτε την ανάλυση της ρητορικής. Πρώτον, η έμφαση στο ρόλο της πειθούς στην πολιτική και κοινωνική ζωή και δεύτερον, το υπερισχύον μέλημα για τον ηθικό χαρακτήρα του ομιλητή, που καθορίζει την πρόσληψη του ίδιου του επιχειρήματος από τον λήπτη. 20 Αυτή του η συμβολή μετατρέπει το έργο του ορόσημο στην ανάλυση της ρητορικής. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ακόμα ότι ο ρητορικός λόγος, ενίοτε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων σε βάρος της αλήθειας. 21 Συνθέτοντας την αντίληψή του για τη δημόσια ομιλία, που συνδυάζει το λόγο, καθώς και τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα, ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται τη ρητορική ενάντια στις ομιλίες που γίνονται για ιδιωτικό συμφέρον. 22 Ίσως ακόμη πιο σημαντική προσφορά, η αριστοτελική συγχώνευση της λογικής, του συναισθήματος, και της απόδοσης του χαρακτήρα μέσω του ήθους, μας κληροδοτεί και μια μοναδική οπτική για τη μελέτη του δημόσιου λόγου. Τόσο ως αρένα ανταγωνισμού μεταξύ πολιτικών όσο και ως ορθολογική/ διαβουλευτική συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο. Με την προσφορά αυτή, το έργο του καθίσταται επίκαιρο, διαχρονικό και εφαρμόσιμο στη σύγχρονη εποχή. Με δεδομένη τη διαχρονικότητα του έργου του Αριστοτέλη, ο συνδυασμός των στοιχείων που καθιστούν τον λόγο πειστικό, επιλέχθηκε και για την μελέτη μιας συνιστώσας των σύγχρονων εκλογικών εκστρατειών: του τηλεοπτικού debate. Μιας καθ’ όλα ανταγωνιστικής διαδικασίας που παράλληλα μπορεί να αποκαλύψει και την συνεισφορά που ενδέχεται να έχει ο εκάστοτε πολιτικός στον δημόσιο διάλογο. Η πολιτική ρητορική και η διαβούλευση (deliberation)23 θα πρέπει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη να αποτελεί κύριο μέλημα των πολιτών αφού ασχολείται με τα στοιχειώδη συμφέροντά του [1354b]. Συνεχίζοντας, τονίζει πως ο πολιτικός λόγος είναι προσανατολισμένος στο μέλλον. Και αυτό γιατί προτείνει μια σειρά από πολιτικές (policies), ή πορείες πράξεων (courses of action). Η θεματολογία της εκτείνεται σε ένα μεγάλο φάσμα εγχώριων και διεθνών ζητημάτων: τα δημόσια οικονομικά, ο πόλεμος και η ειρήνη, η φύλαξη της χώρας, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές, η νομοθεσία [1359b20]. Αυτός ο συγκερασμός πολιτικού λόγου (speech) και διαβούλευσης για αντίστοιχα ζητήματα συνδέει και την ρητορική με την πολιτική και καθιστά εφαρμόσιμη την ανάλυση του Αριστοτέλη στη μελέτη μιας πολιτικής διαδικασίας σύγχρονης, όπως ένα debate, που όμως 20
Hogan J. M., 8.
21
Nichols M. P., «Aristotle’ s Defence of Rhetoric», στο Journal of Politics 43, (Chicago: University of Chicago Press, 1987), 661. 22
Triadafilopoulos T., Politics, Speech and the Art of Persuasion: Toward Aristotelian Conception of the Public Sphere, (Cambridge: Cambridge University Press, 2009), 4. 23
Με τον όρο «διαβούλευση» εννοείται η δηµόσια συζήτηση για την παραγωγή ιδεών µέσα από συνάθροιση σκέψεων όλων των συµµετεχόντων. Στην εποχή του Αριστοτέλη αυτό αποτελούσε µέγιστη πολιτική διαδικασία, που µάλιστα αναδείκνυε και τους πιο ικανούς ρήτορες. Στην σηµερινή εποχή παραλληλίζεται µε τον «δηµόσιο διάλογο» επί κάποιου συγκεκριµένου ζητήµατος.
1/ 6
συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη σκέψη του Αριστοτέλη στην ρητορική. Άλλωστε και η ίδια η θεματολογία, όπως φανερώνει και το μεταφρασμένο κείμενο του Αριστοτέλη, δεν απέχει από τα ζητήματα που συζητούνται σε ένα πολιτικό debate. Η αριστοτελική ανάλυση, όπως σημειώνεται και στην εισαγωγή, θα αποτελέσει τον κύριο άξονα μελέτης, προκειμένου να ανευρεθεί ένα Μοντέλο για τη μέτρηση της παρουσίας πολιτικών σε ένα τηλεοπτικό debate. Συγκεκριμένα, θα εξεταστούν τα τρία στοιχεία του «ρητορικού τριγώνου», όπως αυτά εμφανίστηκαν στο τηλεοπτικό debate που μελετούμε. Ο λόγος, το πάθος και το ήθος, συνδυασμένα με σύγχρονα εργαλεία πολιτικής ανάλυσης, όπως η ερευνητική μεθοδολογία των Ομάδων Εστίασης (Focus Groups), μελέτες στον κλάδο της Πολιτικής Ψυχολογίας (Political Psychology) και η Λειτουργική Θεωρία του Πολιτικού Λόγου Εκστρατείας (Functional Theory of Political Campaign Discourse), θα σκιαγραφήσουν την παρουσία των πολιτικών στο debate, και κυρίως τη πρόσληψή της από το κοινό. Εκκινώντας την ανάλυση από τον λόγο (logos), θα εξετάσουμε μια σειρά επιχειρημάτων που ειπώθηκαν από τους δυο πολιτικούς κατά τη διάρκεια του μεταξύ τους τηλεοπτικού debate, στις 14 Σεπτεμβρίου 2015. Στη μελέτη αυτή θα χρησιμοποιηθεί η Λειτουργική Θεωρία, προκειμένου να κατηγοριοποιηθούν τα επιχειρήματα ως προς τη λειτουργία και το περιεχόμενό τους. Με την σύγκριση των επιχειρημάτων θα εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με την συνέπεια των δύο πολιτικών αρχηγών στα μηνύματα των αντίστοιχων καμπανιών, και επομένως ο βαθμός στον οποίο πέτυχαν την στόχευση στα αντίστοιχα κοινά. Στη συνέχεια, και με τη βοήθεια μελέτης σχετικά με τα συναισθήματα και την πολιτική συμπεριφορά (Emotions and Political behavior), θα ανιχνευθεί το κατά πόσο η όρθωση των επιχειρημάτων από τους δυο πολιτικούς γέννησε συναισθήματα, πάθος (pathos). Επιπλέον, θα μελετηθεί το είδος των συναισθημάτων και οι πιθανές συνέπειές τους. Τέλος, θα γίνει προσπάθεια σύγκρισης της εικόνας των πολιτικών αρχηγών πριν το debate, με την εικόνα, το ήθος(ethos), που φαίνεται να δημιουργήθηκε μετά. Μεθοδολογικά αυτό θα γίνει εφικτό μέσω της ανάλυσης ποσοτικών μετρήσεων αλλά και ποιοτικών (Focus Groups) για τον εντοπισμό πιθανής αποτύπωση διαφοράς στις προτιμήσεις πριν και μετά το debate.
1/ 7
ΛΟΓΟΣ Λειτουργική Θεωρία του Πολιτικού Λόγου Εκστρατείας (Functional Theory of Political Campaign Discourse) Η πλειοψηφία της έρευνας σχετικά με τα debate προέρχεται από την αμερικανική ήπειρο και, όπως είναι φυσικό, εστιάζει στα αμερικανικά προεδρικά debate, τα πλέον δημοφιλή παγκοσμίως. Η θεωρητική ανάπτυξη και η έρευνα πάνω σε αυτά είναι σημαντική και εκκινεί από το πρώτο debate το 1960, μεταξύ των τότε υποψηφίων για την Προεδρία, Nixon και Kennedy. Έκτοτε έχουν μελετηθεί από αρκετές σκοπιές, ενώ οι μελέτες αυτές εξήγαγαν πλήθος συμπερασμάτων. Οι πιο δημοφιλείς, ασχολούνται με την επίδρασή τους. Το περιεχόμενο των debate αποτελεί τον δεύτερο στόχο των ερευνών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ανάλυση σε βάθος. 24 Η Λειτουργική Θεωρία αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό ακαδημαϊκό William Benoit, το 2007. 25 Αποτελεί μια πλήρη ανάλυση για την μελέτη των πολιτικών debate και την πλέον κατάλληλη για την συγκεκριμένη μελέτη. Δεν εστιάζει απλώς στην ανάλυση του περιεχομένου των debate. Κάνει χρήση της κεντρικής ιδέας (theme) του επιχειρήματος ως τη μονάδα κωδικοποίησης και όχι ως την ουσία του. Η ουσία του επιχειρήματος είναι ο τρόπος με τον οποία έχει σκοπό να επιχειρήσει να πείσει. Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία της Ρητορικής, δηλαδή, να χρησιμοποιηθούν οι κατάλληλες τεχνικές πειθούς, ανά περίπτωση, προκειμένου να επηρεαστεί η λήψη μιας απόφασης. Αντιμετωπίζει τις δηλώσεις (statements) των πολιτικών ως μέσα (means) εκπλήρωσης ενός στόχου (goal). Της νίκης στις εκλογές. Αυτός είναι ο λόγος που καθίσταται η πλέον κατάλληλη θεωρία, ενώ υπογραμμίζει ταυτόχρονα και την δυνατότητα εφαρμογής της σε μια μελέτη που δεν αναζητά απλώς την ανάλυση που θα τελειώνει με το τέλος της τηλεοπτικής αναμέτρησης, αλλά ολοκληρώνεται μόλις ολοκληρωθεί και ο σκοπός για τον οποίο διενεργήθηκε το debate: το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών. Εν ολίγοις, η Λειτουργική Θεωρία, όπως και η παρούσα εργασία δεν εστιάζει αποκλειστικά στο debate ως πολιτική προεκλογική διαδικασία, αλλά ως μια διαδικασία ικανή να επηρεάσει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η Λειτουργική Θεωρία βασίζεται σε 5 αξιώματα: I.
Η ψήφος είναι μια συγκριτική πράξη. Αυτό σημαίνει πως σε κάθε εκλογή, η ψήφος του πολίτη πηγάζει από μια συγκριτική απόφαση, με την έννοια ότι ένας υποψήφιος εμφανίζεται προτιμότερος (preferable) από κάποιους άλλους, στη βάση του πλέον σημαντικού κριτηρίου για τους εκλογείς. Η χρήση της λέξης «εμφανίζεται», μεταφράζοντας τον όρο appear, δηλώνει πως η αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου είναι μια εκτίμηση: είναι αδύνατο να υπάρχει πλήρης γνώση του τι θα πράξει ο κάθε υποψήφιος (policy) ή το τι είδους άνθρωπος είναι (character).
II. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να ξεχωρίζουν εαυτόν από τους αντιπάλους τους.
24
Isolatus P., «Analyzing Presidential Debates: Functional Theory and Finnish Political Communication Culture», Nordicom Review 32, (2011), 31. 25
Benoit W. L., Communication in Political Campaigns, (New York: Peter Lang, 2007).
1/ 8
Η διαπίστωση ότι η ψήφος είναι μια συγκριτική πράξη, κατά την οποία η σχετική προτίμηση καθορίζει την ψήφο, οδηγεί στην δεύτερη υπόθεση της Θεωρίας: οι υποψήφιοι θα πρέπει να εμφανίζονται διαφορετικοί από τους υπολοίπους. Διαφορετικά οι πολίτες δεν θα μπορέσουν να επιλέξουν στη βάση κάποιου κριτηρίου. Σαφώς, δεν είναι απαραίτητο να εμφανίζονται διαφορετικοί σε κάθε θέση τους, άλλωστε όλοι επιζητούν την μείωση της ανεργίας ή του δημοσίου χρέους επί παραδείγματι. Επομένως επιδιώκουν την διαφοροποίηση τους είτε στη βάση της πολιτικής (policy), είτε του χαρακτήρα (character). III. Τα μηνύματα πολιτικής καμπάνιας επιτρέπουν την διαφοροποίηση. Μόλις ένας υποψήφιος επιλέξει τα θέματα στα οποία θα διαφοροποιηθεί, επικοινωνεί τις θέσεις του. Είναι σαφές πως τα μηνύματα της εκλογικής καμπάνιας, όπως αυτά ενός debate, παρέχουν σημαντικές πολιτικές πληροφορίες. Σαφώς, δεν θα συζητηθούν όλα τα ζητήματα προτεραιότητας κάθε πολίτη, ωστόσο είναι στην ευχέρεια του κάθε υποψηφίου να παρουσιάσει τον εαυτό του προτιμότερο από τον αντίπαλο, στη βάση μιας ξεχωριστής πολιτικής (policy). Η τεχνική που θα χρησιμοποιήσει, είναι αυτή που θα παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον χαρακτήρα του. IV. Οι υποψήφιοι εγκαθιδρύουν προτίμηση μέσω: επιδοκιμασίας (acclaiming), επίθεσης (attacking) και άμυνας (defending). Σύμφωνα με τον Benoit, η τέταρτη υπόθεση της Λειτουργικής Θεωρίας εδράζεται στη διαπίστωση πως οι υποψήφιοι δεν αρκεί να διαχωρίζουν τη θέση τους επί ζητημάτων που ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη. Θα πρέπει να το κάνουν και κατά τρόπο αρεστό στους πολίτες. Εντοπίζει λοιπόν, τρία είδη δηλώσεων πολιτικού Λόγου εκστρατείας, ικανών να καταστήσουν τον υποψήφιο τον πλέον προτιμητέο: επιδοκιμασίας, επίθεσης και άμυνας. Η συχνότητα με την οποία γίνεται χρήση των τριών αυτών ειδών, είναι η σειρά με την οποία παρουσιάζονται στη συνέχεια. Επιδοκιμασίες (acclaims). Οι υποψήφιοι επαινούν 26 με τις δηλώσεις τους τα πλεονεκτήματα των προτάσεων πολιτικής ή τα θετικά τους χαρακτηριστικά. Αν για παράδειγμα οι εκλογείς εκτιμούν την ειλικρίνεια ενός υποψήφιου, ο πολιτικός ο οποίος θα πείσει για την ειλικρίνειά του, θα βελτιώσει την προσλαμβάνουσα προτίμηση ως υποψήφιος. Επιθέσεις (attacks). Ένας δεύτερο τρόπος να αυξηθεί η (καθαρή) προτίμηση στο πρόσωπο ενός υποψηφίου είναι να επιτεθεί ή να ασκήσει κρητική στα χαρακτηριστικά ή τις πολιτικές του αντιπάλου. Εφόσον οι πολίτες επιλέγουν συγκριτικά τον προτιμότερο υποψήφιο (1ο αξίωμα), μια επιτυχημένη επίθεση, αυξάνει την προτίμηση του επιτιθέμενου, μειώνοντας την αντίστοιχη του αντιπάλου. Το θέμα της επίθεσης ωστόσο, εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τις αντιδράσεις των πολιτών. Οι επιθέσεις σχετικά με τις πολιτικές (policy attacks) δείχνουν να είναι πιο αποδεκτές από τις επιθέσεις στον χαρακτήρα του αντιπάλου (character attacks). 27 Άλλες μελέτες υπογραμμίζουν ότι οι επιθέσεις σχετικά με τις πολιτικές δύνανται να αποδειχθούν
26
Benoit P. J., Telling the succes story: Acclaiming and disclaiming discourse, (Albany: State University of New York press, 1997). 27
Johnson - Cartee K. S., Copeland G., «Southern voters’ reaction on negative political ads in the 1986 election», Journalism Quarterly 66, (California: SAGE Publications, 1989), 891.
1/ 9
περισσότερο πειστικές από ότι οι επιθέσεις ως προς τον χαρακτήρα. 28 O Benoit, μελετώντας τα είδη των μηνυμάτων κατέληξε στο γεγονός ότι οι νικητές των εκλογών επιτίθενται σημαντικά περισσότερο στις πολιτικές, και πολύ λιγότερο στον χαρακτήρα, σε σχέση με τους υποψήφιους που δεν κερδίζουν. 29
Άμυνες (defences). Η τρίτη λειτουργία των μηνυμάτων καμπάνιας, που δύνανται να επηρεάσουν την προτίμηση προς έναν υποψήφιο είναι η υπεράσπιση/άμυνα. Η άμυνα συνίσταται στην διαδικασία αντίκρουσης μιας επίθεσης (attack). Η χρήση της, στην κατάλληλη χρονική στιγμή, μπορεί να προλάβει περαιτέρω ζημιά στην προτίμηση του υποψηφίου ή/και ανάκτηση της δημοφιλίας του. 30 Βέβαια, οι υποψήφιοι δεν απαντούν πάντα στις επιθέσεις, κρίνοντας πως με αυτός τον τρόπο, εν πολλοίς, τις νομιμοποιούν.
Συνοπτικά, οι τρεις αυτές λειτουργίες των μηνυμάτων καμπάνιας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε κάθε πλήρη ανάλυση της πολιτικής επικοινωνίας των προεκλογικών εκστρατειών, διότι παρέχουν στο εκλογικό σώμα τους λόγους για να προτιμήσουν έναν υποψήφιο έναντι ενός άλλου. Οι επιδοκιμασίες τονίζουν τα θετικά ενός υποψηφίου, οι επιθέσεις αποκαλύπτουν τα αρνητικά του αντιπάλου, ενώ οι άμυνες επιδιώκουν να εξαλείψουν ή έστω να μειώσουν το κόστος μιας επίθεσης. Τέλος είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η επιλογή ψήφου στη βάση της κατηγοριοποίησης των μηνυμάτων, δεν συνεπάγεται μια ορθολογική προσέγγιση της ψήφου. 31 V. Ο πολιτικός Λόγος εκστρατείας αφορά δυο θεματικές: τις πολιτικές (policies) και τον χαρακτήρα (character). Το πέμπτο, και τελευταίο από τα αξιώματα της Λειτουργικής Θεωρίας ορίζει την θεματική των μηνυμάτων, το ύφος των οποίων παρουσιάστηκε στην προηγουμένως (4ο αξίωμα). Οι υποψήφιοι, προσπαθούν να πείσουν τους εκλογείς με δηλώσεις σχετικά με την πολιτική τους (policy) - τι πρόκειται να κάνουν - και τον χαρακτήρα (character) ποιοι είναι. Ο Pomper, στην πραγματικότητα, παρατήρησε ότι πολλοί εκλογείς «αλλάζουν την κομματική τους προτίμηση από εκλογές σε εκλογές, και οι αλλαγές αυτές συνδέονται περισσότερο με τις θέσεις τους σε συγκεκριμένα ζητήματα, τις οποίες συγκρίνουν με τις θέσεις των υποψηφίων». 32 Σαφώς και αυτή η διαπίστωση αφορά κυρίως ένα αυστηρά δικομματικό σύστημα, όπως το αμερικανικό, όπου οι εκλογείς δεν έχουν την επιλογή τρίτων, μικρότερων ίσως κομμάτων. Ωστόσο, από την ανάλυση του Pomper, είναι χρήσιμη η διαπίστωση πως οι εκλογείς τείνουν να αλλάζουν πολιτική επιλογή έπειτα από την ιεράρχηση των σημαντικών για τους ίδιους ζητημάτων,
28
Pfau M., Burgoon M., «The efficacy of issue and character attack message strategies in political campaign communication», Communication Reports 2, (San Bernardino: Western States Communication Association, 1989), 53. 29
Benoit W. L., «Topic of presidential campaign discourse and election outcome», Western Journal of Communication 67, (2003), 97. 30
Bryant J., «Paid Media advertising: Political communication from stone age to the present», στο Campaigns and elections American style (2nd edition), επιµ. Thurber J. A., Nelson C. J., (Boulder: Westview, 2004), 90. 31
Κατά αντιστοιχία µε το κλασικό µοντέλο της Ορθολογικής Επιλογής (rational choice) (Downs, 1975), που ορίζει την συµπεριφορά των εκλογέων ως ορθολογική, µόνο όταν αυτή προσδιορίζεται από ωφελιµιστικά κριτήρια και όχι αλτρουιστικά. Σε ατοµικό επίπεδο, οι εκλογείς αποφασίζουν επί τη βάσει µιας διαφοράς των κοµµάτων στη συνολική θέση τους, ενώ η απόφαση στηρίζεται στην ιεράρχηση των προτιµήσεων. 32
Pomper G. M., Voters’ choice: Varieties of American electoral behavior, (New York: Dodd, Mead, and Company, 1975), 10.
2/ 0
συγκρινόμενα με τις θέσεις των υποψηφίων σε αυτά τα ζητήματα. Επιπλέον η ανάλυσή του παρέχει και τον ορισμό των πολιτικών και του χαρακτήρα:
Πολιτικές (policies): λεγόμενα σχετικά με κυβερνητικές πράξεις (προηγούμενες, τρέχουσες, μελλοντικές) και ζητήματα αναφορικά με τις κυβερνητικές πράξεις.
Χαρακτήρας (character): λεγόμενα αναφορικά με χαρακτηριστικά, γνωρίσματα, ικανότητες, ή επιτεύγματα των υποψηφίων.
Παρότι η Λειτουργική Θεωρία διαχωρίζει τις δυο θεματικές των μηνυμάτων, αναγνωρίζει ότι οι πολιτικές και ο χαρακτήρας έχουν μια σύνθετη και δυναμική σχέση. Είναι πιθανό ότι ένα λεγόμενο που εστιάζει αποκλειστικά στις πολιτικές, δύναται να έχει κάποια επιρροή στην αντίληψη των εκλογέων σχετικά με τον χαρακτήρα του υποψηφίου. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι πολιτικές είναι πιο σύνηθες θέμα πολιτικών μηνυμάτων συγκριτικά με τον χαρακτήρα. Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης, το 4ο και 5ο αξίωμα είναι τα πλέον ενδιαφέροντα, δίνοντας την δυνατότητα κατηγοριοποίησης μιας σειράς επιχειρημάτων που θα αναλυθούν ως προς τη λειτουργία (επιδοκιμασία, επίθεση, άμυνα) και τη θεματική τους (πολιτική, χαρακτήρας). Προκειμένου να αναλύσουμε τα παραγόμενα συναισθήματα, καθώς και την επιρροή που είχαν τα επιχειρήματα ενός debate, θα πρέπει πρώτα να τα εντάξουμε σε μια κατηγορία. Με βάση τα όσα αναλύθηκαν καταλήγουμε στις εξής κατηγορίες: Πίνακας 1a επιδοκιµασία (acclaim)
επίθεση (attack)
άµυνα (defence)
πολιτικές (policies) χαρακτήρας (character)
Με την χρήση του παραπάνω πίνακα, θα κατηγοριοποιήσουμε κάποια από τα επιχειρήματα που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια του προς μελέτη debate. Συνεχίζοντας την κατηγοριοποίηση, θα δούμε εάν προκάλεσαν συναισθήματα στους εκλογείς, κρίνοντας τέλος ποια από τα οποία λειτούργησαν καθοριστικά στην μετέπειτα κρίση τους. Η Λειτουργική Θεωρία, στοχεύοντας στην μελέτη των επιχειρημάτων/μηνυμάτων (μέσων) ενός debate, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με την επιλογή προτιμότερου υποψηφίου (σκοπός), κρίθηκε η πλέον κατάλληλη και προσαρμόσιμη στις αρχές τις ρητορικής ανάλυσης, που αποτελεί άλλωστε τον βασικό άξονα της μελέτης: Η επίτευξη της πειθούς, μέσω των κατάλληλων εργαλείων ρητορικής (μέσα), στοχεύει στην άσκηση επιρροής σχετικά με την λήψη μιας απόφασης (σκοπός). Στην περίπτωση του debate, η απόφαση αφορά την τελική ψήφο των εκλογέων.
2/ 1
Το debate των αρχηγών υπό το πρίσμα της Λειτουργικής Θεωρίας Στην παρούσα ανάλυση, τα μηνύματα που θα μελετηθούν κατηγοριοποιούνται βάσει του πίνακα που εξήχθη κατά την μελέτη της Λειτουργικής Θεωρίας (Πίνακας 1a). Πρώτα ταξινομούνται ανάλογα με τη λειτουργία τους (function): επιδοκιμασία, επίθεση, άμυνα. Στη συνέχεια ανιχνεύεται η θεματική, το περιεχόμενό τους (topic): πολιτικές και χαρακτήρας. Καταλήγοντας, αφού παρουσιαστούν τα παραδείγματα των επιχειρημάτων, θα παρουσιαστεί ο συμπληρωμένος πίνακας (Πίνακας 1b), που θα αποτυπώνει ποσοτικά την ταξινόμηση των μηνυμάτων που παρουσιάστηκαν. Η Λειτουργική Θεωρία προσφέρει μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις θεματικές των μηνυμάτων εκστρατείας. Οι αναφορές στις πολιτικές (policies) επιμερίζονται στις εξής υποκατηγορίες: προηγούμενες πράξεις (past deeds), μελλοντικές προθέσεις (future plans) και γενικούς στόχους (general goals). Οι προηγούμενες πράξεις αναφέρονται στα πεπραγμένα, επιτεύγματα ή αποτυχίες. Το δεύτερο είδος αναφορών σε πολιτικές είναι οι μελλοντικές προθέσεις, δηλαδή τα μέσα για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Αποτελούν συγκεκριμένες προτάσεις επί ζητημάτων. Σε αντίθεση με τις μελλοντικές προθέσεις, οι γενικοί στόχοι αναφέρονται σε σκοπούς και όχι μέσα. Η μείωση των φόρων, χωρίς να αναφέρεται πόσο ή ποιοι φόροι θα περικοπούν, θα μπορούσε να αποτελεί έναν γενικό στόχο. Τόσο οι μελλοντικές προθέσεις όσο και οι γενικοί στόχοι αφορούν το μέλλον, και επομένως εξυπηρετούν την ψήφο (prospective voting)33 που προσανατολίζεται στο πώς θα είναι η χώρα υπό την ηγεσία κάποιου υποψηφίου. Με τη σειρά τους, στα μηνύματα σχετικά με τον χαρακτήρα (character) εντοπίζουμε τρεις υποκατηγορίες. Η προσωπική αξία (personal quality) αναφέρεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του υποψηφίου, όπως η ειλικρίνεια, η αποφασιστικότητα, η φθορά, ή η εντιμότητα. Η ηγετική ικανότητα (leadership ability) συνήθως εμφανίζεται ως εμπειρία ή οραματικότητα και ικανότητα επίτευξης ενός στόχου. Τέλος, τα ιδεώδη (ideals) σχετίζονται με τους γενικούς στόχους (general goals), ωστόσο περιγράφουν αρχές και αξίες και όχι αποτελέσματα πολιτικών. Παρ’ όλα αυτά, αναφέρονται και εκείνα στο μέλλον, και την ψήφο που προσανατολίζεται σε αυτό. Με δεδομένη την ως άνω θεωρία, η κατηγοριοποίηση των μηνυμάτων του προς μελέτη debate που ακολουθεί, θα εξυπηρετήσει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά (α) με τις στρατηγικές των δύο πολιτικών αρχηγών, (β) το κατά πόσο αυτές ακολουθήθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό από τον καθένα, για να οδηγήσει στη συνέχεια (γ) στα συναισθήματα που γεννήθηκαν στους εκλογείς-τηλεθεατές μέσω των συγκεκριμένων μηνυμάτων. Όπως αναφέρθηκε και στην Εισαγωγή, οι στρατηγικές των δύο κομμάτων διέφεραν τόσο ως προς τον προσανατολισμό τους όσο και ως προς την θεματική στην οποία βάσισαν τα κεντρικά τους μηνύματα. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αποφασίστηκε, για λόγους που θα μελετηθούν και στη συνέχεια, να προβληθεί η αποφασιστική διαπραγματευτική στάση στο ζήτημα του ελληνικού χρέους. Αρκετή, έμφαση δόθηκε και στην μάχη με το παλαιό κομματικό σύστημα και τη σύγκρουση με τη διαπλοκή. Την προεκλογική στρατηγική αυτή, ακολούθησε πιστά και στο τηλεοπτικό debate ο αρχηγός του κόμματος, Αλέξης Τσίπρας, αποφεύγοντας αναφορές σε μελλοντικές προθέσεις, και επαναφέροντας τη συζήτηση σε προηγούμενες πράξεις, τόσο του κόμματός του, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διακυβέρνησης, όσο και σε καταγγελτικές αναφορές σχετικά με προηγούμενες πράξεις επί κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας. Με αυτό το τρόπο, αποφεύχθηκαν οι αναφορές 33
Lanoue D. J., «Retrospective and prospective voting in presidential year elections», Political Research Quarterly 47, (California: SAGE Publications, 1994), 193.
2/ 2
σχετικά με τα επικείμενα μέτρα του νέου Μνημονίου και τις σχετικές μελλοντικές ενέργειες μιας κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Οι επιδοκιμασίες, οι επιθέσεις και οι άμυνες από πλευράς Αλέξη Τσίπρα, στη θεματική των πολιτικών (policies), αφορούσαν τα πεπραγμένα. Σύμφωνα με τη Λειτουργική Θεωρία, οι επιδοκιμασίες είναι αναφορές που περιγράφουν τον πολιτικό αρχηγό (ή το κόμμα του οποίου ηγείται) με τρόπο αρεστό και θετικό. Στο debate που μελετάται, έπειτα από ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με τα μέτρα που θα κληθεί να λάβει η επόμενη κυβέρνηση, υλοποιώντας τις διατάξεις του Μνημονίου που έχει υπογραφεί, στην απάντηση του Αλέξη Τσίπρα εντοπίζεται το παράδειγμα αναφοράς πεπραγμένου (past deed) με τρόπο θετικό: Επιδοκιμασία της πολιτικής: • «Δώσαμε μια πολύ σκληρή μάχη στο θέμα των συντάξεων. Εμείς είμαστε αυτοί που δώσαμε τη μάχη να διατηρηθούν οι συντάξεις παρά την επιμονή των δανειστών». Στη συνέχεια, εντοπίζουμε και την επίθεση για προηγούμενη πολιτική πράξη επί κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας: Επίθεση στην πολιτική: • «Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που 40 χρόνια κυβερνούσε, φόρτωσε με χρέη και ελλείμματα τη χώρα, έριξε 25% το ΑΕΠ της και βύθισε τον ελληνικό λαό». Ενώ σε απάντηση σχετικά με την φοροδιαφυγή: • «Ποια ήταν η παράταξη που έπαιρνε το 3% των μαύρων ταμείων της Siemens; Ποιος κυβερνούσε όταν ο Χριστοφοράκος έφυγε από τη χώρα; Οι υποθέσεις φοροδιαφυγής ελέγχθηκαν επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας;». Με τις αναφορές αυτές, ικανοποιείται η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να ταυτίσει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το παλαιό κομματικό σύστημα και επομένως να δημιουργήσει για αυτό την εικόνα του φθαρμένου κόμματος. Τέλος, έπειτα από επίθεση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη σχετικά με επενδύσεις στη χώρα, ο Αλέξης Τσίπρας αμύνεται, αναφερόμενος και πάλι σε πεπραγμένα: Άμυνα για πολιτική: • «Εμείς επαναδιαπραγματευτήκαμε με την Cosco και καταφέραμε να πάμε από το 67% στο 51% για τους Κινέζους και το υπόλοιπο να παραμείνει στο ελληνικό δημόσιο. Όσο για την Ιώνια Οδό, επαναδιαπραγματευτήκαμε με τους εργολάβους και μειώσαμε τις τιμές των διοδίων». Με βάση τις αναφορές αυτές, συμπεραίνουμε πως η επικοινωνιακή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθήθηκε από τον αρχηγό του κόμματος και στο debate, εξυπηρετώντας τις στοχεύσεις που τέθηκαν κατά τον στρατηγικό σχεδιασμό της προεκλογικής εκστρατείας για το κόμμα. Ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στην διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους και με τους εκπροσώπους του ΔΝΤ, επιδοκιμάζοντας την επτάμηνη στάση της κυβέρνησης, στοχεύοντας στο κοινό που ψήφισε τον ίδιο και το κόμμα του προκειμένου να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του Μνημόνιου. Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε στην μάχη 2/ 3
με τη διαφθορά σε αρκετά σημεία του τηλεοπτικού debate, συνδέοντας τον πολιτικό του αντίπαλο με το ευρύτερο παλαιό κομματικό σύστημα, το οποίο ταύτισε με το σύστημα διαφθοράς. Η Νέα Δημοκρατία, εξάντλησε την προεκλογική της εκστρατεία επενδύοντας στον καταγγελτικό λόγο τόσο σχετικά με την απόφαση του Πρωθυπουργού να διεξαχθούν εκλογές όσο και αναφορικά με την επτάμηνη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Τέθηκε, δηλαδή, ήδη από τις πρώτες ημέρες της προεκλογικής περιόδου, το πλαίσιο αναφοράς στο οποίο επρόκειτο να κινηθούν τα προεκλογικά μηνύματα. Επομένως, το περιεχόμενο των μηνυμάτων που ειπώθηκαν και στο debate από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, αφορούσαν τα πεπραγμένα και τις προηγούμενες πράξεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση της επιδοκιμασίας, έπειτα από τοποθέτηση δημοσιογράφου σχετικά με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας: Επιδοκιμασία της πολιτικής: • «Είμαστε η παράταξη που φέραμε ένα Σύνταγμα που ακόμα ισχύει. Είμαστε η παράταξη που περάσαμε τη χώρα αναίμακτα από τη δικτατορία στη Δημοκρατία, νομιμοποιήσαμε όλα τα κόμματα και δώσαμε την Ελευθερία σε όλους». Ως προς τις επιθέσεις τις σχετικές με τις πολιτικές, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, αναφέρθηκε σε πολλές περιπτώσεις σε αστοχίες κατά την διάρκεια της απερχόμενης κυβέρνησης: Επίθεση στην πολιτική: • «Ο κύριος Τσίπρας και η κυβέρνηση του όποια επένδυση ήταν να έρθει την έδιωχνε. Δεν προχώρησε η Cosco, δεν προχώρησαν τα περιφερειακά αεροδρόμια, ή η επένδυση στις Σκουριές». Σχετικά με την ανεργία: • «Παραμένετε ο Πρωθυπουργός με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας το τρίμηνο του καλοκαιριού». Τέλος, σχετικά με την διαπραγμάτευση και την θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη: • «Ο κύριος Τσίπρας δεν έχει καταλάβει ότι δεν μπορεί να λέει στην Ευρώπη ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, τη στιγμή που το ΔΝΤ και η ΕΚΤ δεν χρηματοδοτούν χώρες με μη βιώσιμο χρέος. Διακυβεύει τη θέση της χώρας στην Ευρώπη». Ως προς την άμυνα που ακολούθησε επίθεση του Αλέξη Τσίπρα σχετικά με τους δείκτες ανάπτυξης, αφορούσε και αυτή προφανώς προηγούμενες πράξεις: Άμυνα για πολιτική: • «Το 2013 και 2014 υπήρχε πορεία προς την ανάπτυξη, με αποτέλεσμα το τελευταίο τρίμηνο του 2014 η χώρα να μπει για πρώτη φορά στην αύξηση ΑΕΠ. Εμείς φέραμε επενδύσεις, την στιγμή που εσείς από τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης τις καταγγείλατε». Χαρακτηριστική της στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας και του Βαγγέλη Μεϊμαράκη είναι η τελευταία άμυνα με την οποία απάντησε σε προηγούμενη επίθεση του πολιτικού του αντιπάλου. Ο καταγγελτικός λόγος τόσο προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσο κυρίως προς τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, όπως παρουσιάζεται αναλυτικά και στη συνέχεια, 2/ 4
συνοψίζει εν πολλοίς την παρουσία του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας στο debate. Αναφορικά με τον βαθμό στον οποίο ακολούθησε τη στρατηγική του κόμματός του, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης παρέμεινε, ικανοποιητικά, πιστός σε αυτή. Ωστόσο, όπως καταδεικνύεται στην ανάλυση σχετικά με τις αναφορές στον χαρακτήρα που ακολουθεί, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας αναλώθηκε σε προσωπικές επιθέσεις προς τον πολιτικό του αντίπαλο. Επισκιάζοντας με αυτό τον τρόπο τις τοποθετήσεις του σχετικά με τις πολιτικές που ακολούθησε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, κατά την περίοδο της επτάμηνης διακυβέρνησής του. Αντιθέτως, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, απέφυγε τις προσωπικές αναφορές, γεγονός που γίνεται φανερό μετά την κατηγοριοποίηση και τη σύγκριση των μηνυμάτων που αφορούν τον χαρακτήρα (character) των δύο πολιτικών αρχηγών. Οι αναφορές στο χαρακτήρα (character), σύμφωνα με τη Λειτουργική Θεωρία, εκφράζονται ως επιδοκιμασίες, επιθέσεις ή άμυνες, σχετικά με χαρακτηριστικά, ικανότητες, γνωρίσματα ή αξίες του πολιτικού. 34 Οι υποκατηγορίες που παρέχει η Θεωρία σχετικά με τις αναφορές στον χαρακτήρα, κρίνονται ιδιαίτερα χρήσιμες στην αποτίμηση των μηνυμάτων του debate. Κατατάσσοντας τα μηνύματα των δυο αρχηγών στις κατηγορίες του Πίνακα 1, και στη συνέχεια στις υποκατηγορίες προσωπική αξία (personal quality), ηγετική ικανότητα (leadership ability) και ιδεώδη (ideals), εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με την στρατηγική των δυο πολιτικών. Ο Αλέξης Τσίπρας, έπειτα από τοποθέτηση δημοσιογράφου σχετικά με τις προεκλογικές εξαγγελίες του Ιανουαρίου και τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, απαντά αναφερόμενος στον ίδιο, ενώ η επιδοκιμασία που εκφράζει είναι και για το σύνολο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Επιδοκιμασία του χαρακτήρα: • «Δεν υπάρχει πολιτικός που παραδέχτηκε λάθη σε προεκλογική περίοδο. Αισθάνομαι περήφανος γιατί η προηγούμενη κυβέρνηση υπήρξε μια φιλολαϊκή κυβέρνηση». Ως προς τις επιθέσεις, οι τοποθετήσεις του είναι προσεκτικές, αφού αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά επί προσωπικού, ενώ οι μοναδικές επιθέσεις που εντοπίζονται, αφορούν την ηγετική ικανότητα του αντιπάλου και τα ιδεώδη του, που συσχετίζει και στις δυο περιπτώσεις, με το κόμμα που εκπροσωπεί ο πολιτικός του αντίπαλος. Στην πρώτη περίπτωση παρεμβαίνει έπειτα από τοποθέτηση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, σχετικά με τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Επίθεση στο χαρακτήρα: • «Πηγαίνετε χέρι-χέρι με την κα. Μέρκελ και τον κ. Σόιμπλε και τα συμφέροντα του γερμανικού δημοσίου. Δεν μπορείτε με τέτοιες συμμαχίες να διεκδικήσετε τα συμφέροντα του ελληνικού λαού». Ενώ, σε απάντηση σχετικά με το ενδεχόμενο συνεργασίας των δυο κομμάτων, τονίζει τις ιδεολογικές διαφορές, παρουσιάζοντας τον πολιτικό του αντίπαλο ως εκπρόσωπο του χθες: • «Το βαθύ χθες που μας βύθισε και που εκπροσωπείτε δεν θέλουμε να είναι σε συνεργασία με το δικό μας αύριο».
34
Η Λειτουργική Θεωρία δεν είναι η µοναδική που διαχωρίζει τον πολιτικό λόγο εκστρατείας σε θεµατικές. Ο Rountree, για παράδειγµα, κάνει διάκριση µεταξύ των πράξεων ή της συµπεριφοράς (actus) και της φύσης (status) του υποψήφιου. Αναλυτικά: Rountree J. C., «The president as God, The recession as evil: Actus, status, and the president’ s rhetorical bind in the 1992 election», Quarterly Journal of speech 81, (1995), 325.
2/ 5
Σε καμία από τις δυο περιπτώσεις δεν γίνεται επίθεση επί προσωπικού, ούτε αναφορά στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Όπου υπάρχει τέτοια αναφορά, παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της παράταξής του. Γίνεται λοιπόν σαφές, το γεγονός ότι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι να επιτεθεί στο σύνολο της Νέας Δημοκρατίας και να την ταυτίσει με το παλαιό κομματικό σύστημα. Στην στρατηγική αυτή ο Αλέξης Τσίπρας ανταποκρίνεται με πλήρη συνέπεια. Τέλος, προς απάντηση δημοσιογράφου σχετικά με τα λάθη που πραγματοποίησε ο ίδιος και η κυβέρνησή του κατά την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο Αλέξης Τσίπρας τοποθετείται αναφερόμενος στην ηγετική ικανότητα του ίδιου: Άμυνα για το χαρακτήρα: • «Το άλλο όνομα των λαθών είναι εμπειρία. Εγώ απέκτησα εμπειρία μέσα από τα λάθη μου. Μόνο αν δεν επιχειρείς μένεις αλάθητος». Αντιθέτως, οι αναφορές στο χαρακτήρα από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη ήταν σε πληθώρα, ιδιαιτέρως δε οι επιθέσεις προς τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός αυτό, επισκίασε τα μηνύματα σχετικά με τις πολιτικές επί πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα, ενώ δεν άφησαν αρκετό περιθώριο για τις αναφορές σε αστοχίες τις απερχόμενης κυβέρνησης. Σε απάντησή του σχετικά με την σχέση της Νέας Δημοκρατίας με τους Ευρωπαίους εταίρους, υπερασπίζεται τις θέσεις του, επιδοκιμάζοντας τα λεγόμενα του, σε αντίθεση με τον πολιτικό του αντίπαλο, του οποίου οι επιδοκιμασίες αφορούσαν κυρίως την παράταξή του: Επιδοκιμασία του χαρακτήρα: • «Ενημέρωνα συνεχώς τον κ. Τσίπρα όσο ήμουν στην Ευρώπη και το ΕΛΚ. Ήθελα να έχει την πλήρη γνώση του τι έλεγα με τους εταίρους μας γιατί αίσθημα εθνικής συνείδησης». Οι επιθέσεις επί προσωπικού ήταν αυτές που χαρακτήρισαν, στο μεγαλύτερο βαθμό, την συνολική παρουσία του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας στο debate των δυο αρχηγών. Αυτό αποτελεί απόρροια τόσο του πλήθους των επιθέσεων, όσο και της έντασης αυτών. Σε αρκετά σημεία της συζήτησης, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης απευθύνθηκε στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, επιτιθέμενος, κυρίως, για την προσωπική αξία του. Ωστόσο, δεν έμεινε μόνο στα προσωπικά του χαρακτηριστικά, αναφερόμενος και στις ικανότητες αλλά και στις ιδεολογικές του θέσεις: Αρχικά, έπειτα από παρέμβαση και αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στην υπόθεση της Siemens επιτίθεται στο ήθος του: Επίθεση στο χαρακτήρα: • «Ο κ. Τσίπρας μετά την υπογραφή του Μνημονίου έχει πάθει αλλοίωση χαρακτήρα, ρίχνει το επίπεδο του διαλόγου και παίζει φτηνιάρικα παιχνίδια». Απαντώντας στις τοποθετήσεις του Τσίπρα σχετικά με την διαπλοκή, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας επιτίθεται στην εντιμότητα του και την ειλικρίνειά του: • «Ήθελε να εκβιάζει τη διαπλοκή και να απευθύνεται με πομπώδη λόγια στον ελληνικό λαό για να υφαρπάξει την ψήφο του». Στο ζήτημα του ελληνικού χρέους, οι επιθέσεις του Βαγγέλη Μεϊμαράκη αφορούσαν την ηγετική ικανότητα του πολιτικού του αντιπάλου, αφού 2/ 6
αναφέρθηκε στην αποτελεσματικότητα και την ικανότητά του να επιτύχει την συμφωνία: • «Επτά μήνες Πρωθυπουργός δεν κατάλαβε ούτε πως το ζήτημα του χρέος δεν είναι υπό συζήτηση. Καθυστέρησε τη συμφωνία και φέσωσε την Ελλάδα». Τέλος, απαντώντας σε ενδεχόμενη συνεργασία των δύο κομμάτων, τόνισε πως αυτή θα πραγματοποιηθεί μόνο για λόγους εθνικής ανάγκης, αφού ιδεολογικά δεν υπάρχει σημείο σύγκλισης. Την θέση του αυτή προέβαλε μέσω επίθεσης στις αξίες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά: • «Ασφαλώς και θα κρατήσουμε την άποψή μας ότι είστε μέσα στη διαπλοκή εσείς και το κόμμα σας». Ο καταγγελτικός λόγος του Βαγγέλη Μεϊμαράκη δεν περιορίστηκε στα πεπραγμένα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στάση που άλλωστε αποτελούσε και την ευρύτερη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας, για την προεκλογική περίοδο. Οι αναφορές επί προσωπικού και οι επιθέσεις στον ίδιο τον πολιτικό του αντίπαλο ήταν δυσανάλογες ως προς τις αναφορές σχετικά με τις πολιτικές αστοχίες της απερχόμενης κυβέρνησης, γεγονός που απομάκρυνε την τελική εικόνα από την αρχική στρατηγική. Όσον αφορά τις απαντήσεις του που χαρακτηρίζονται ως αμυντικές, εντοπίζονται αναφορές σχετικά με την προσωπική του αξία και συγκεκριμένα σχετικά με την ειλικρίνεια και την εντιμότητά του, κατ’ αντιστοιχία με τις επιδοκιμασίες. Συγκεκριμένα, μετά από τοποθέτηση δημοσιογράφου σχετικά με προεκλογικές υποσχέσεις που δεν μπορούν να υλοποιηθούν: Άμυνα για το χαρακτήρα: • «Εγώ είμαι από αυτούς που δεν πρόκειται να σας πω ψέματα, γιατί θα κληθώ τη Δευτέρα να τα υλοποιήσω. Και θέλω να σας κοιτάω στα μάτια από Δευτέρα. Και θα σας κοιτάω». Η ως άνω ταξινόμηση των μηνυμάτων, οδηγεί στην συμπλήρωση του Πίνακα 1a. Επιλέχθηκε, στο σημείο αυτό, η ποσοτική απεικόνιση των παραδειγμάτων που παρουσιάστηκαν, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι πολιτικοί αρχηγοί κατόρθωσαν να εξυπηρετήσουν την στρατηγική τους. Επομένως, ο πίνακας συμπληρώνεται ως έξης: Πίνακας 1b επιδοκιµασία (acclaim)
επίθεση (attack)
άµυνα (defence)
πολιτικές (policies)
Αλέξης Τσίπρας: 1 Βαγγέλης Μεϊµαράκης: 1
Αλέξης Τσίπρας: 2 Βαγγέλης Μεϊµαράκης: 3
Αλέξης Τσίπρας: 1 Βαγγέλης Μεϊµαράκης: 1
χαρακτήρας (character)
Αλέξης Τσίπρας: 1 Βαγγέλης Μεϊµαράκης: 1
Αλέξης Τσίπρας: 2 Βαγγέλης Μεϊµαράκης: 4
Αλέξης Τσίπρας: 1 Βαγγέλης Μεϊµαράκης: 1
Συμπερασματικά, μέσω της κατηγοριοποίησης των μηνυμάτων των δυο πολιτικών αρχηγών, διαπιστώνεται η συνέπεια του Αλέξη Τσίπρα στα μηνύματα της εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτά τέθηκαν κατά τον στρατηγικό σχεδιασμό της προεκλογικής περιόδου. Στον αντίποδα, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας δεν κατάφερε να παραμείνει πιστός στο σύνολο της αντίστοιχης στρατηγικής του κόμματός του, διότι με το πλήθος των αναφορών 2/ 7
στο πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του πολιτικού αντιπάλου, επισκίασε τις αναφορές στις πολιτικές πράξης της απερχόμενης κυβέρνησης. Η προβολή των αστοχιών αυτών, υπήρξε ο κεντρικός άξονας στον οποίο κινήθηκε η στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας από την αρχή της προεκλογικής περιόδου. Καταλήγοντας, όσον αφορά τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης της μελέτης, το επίπεδο του Λόγου, τα μέσα (μηνύματα) δεν χρησιμοποιήθηκαν ικανοποιητικά προκειμένου να εξυπηρετήσουν την βασική στόχευση (επιρροή στη λήψη απόφασης). Παρέκκλιναν από την αρχική στρατηγική και επομένως απομακρύνθηκαν από το κοινό στόχευσης του κόμματος. Η ήδη θολή θέση του στα ζητήματα που αφορούν το Μνημόνιο (ψηφίστηκε από το κόμμα του προεκλογικά, χωρίς όμως να δοθούν απαντήσεις σχετικά με τα επερχόμενα μέτρα), παρέμεινε θολή. Επιπλέον, με τις επιθέσεις επί προσωπικού αποδυνάμωσε την ισχύ που θα μπορούσαν να έχουν οι τοποθετήσεις του σχετικά με τις αστοχίες της απερχόμενης κυβέρνησης. Σημαντικό είναι να τονιστεί πως στο σημείο αυτό δεν κρίνεται η ίδια η στρατηγική, αλλά ο βαθμός στον οποίο οι δύο αρχηγοί παρέμειναν συνεπείς στις αντίστοιχες στρατηγικές των κομμάτων τους. Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας, ακολουθώντας τα μηνύματα της συνολικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω του debate ενίσχυσε την ορατότητα των θέσεων του και πλησίασε, μέσω της ευρείας τηλεοπτικής προβολής, τα αρχικά κοινά στόχευσης. Με τα ανωτέρω, ολοκληρώθηκε η μελέτη του πρώτου επιπέδου ανάλυσης, το οποίο αποτελεί και το πρώτο στοιχείου του προτεινόμενου Μοντέλου για τη μέτρηση της παρουσίας πολιτικών σε ένα τηλεοπτικό debate. Στη συνέχεια, ακολουθώντας αλληλουχία της αριστοτελικής ανάλυσης για τη ρητορική, θα γίνει προσπάθεια να διερευνηθεί το δεύτερο, κατά τον Αριστοτέλη, μέσω πειθούς, το πάθος. Ή, σύμφωνα με όρους σύγχρονης ρητορικής ανάλυσης, τα συναισθήματα. Ωστόσο, η μελέτη τους αποτελεί αντικείμενο εξαιρετικής δυσκολίας, κυρίως ως προς την παραγωγή γενικά αποδεκτών και εφαρμόσιμων συμπερασμάτων. Θα γίνει προσπάθεια να κατηγοριοποιηθούν και στη συνέχεια να διερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο τα μηνύματα, αλλά και η συνολική παρουσία, των δύο πολιτικών αρχηγών γέννησαν συναισθήματα στους εκλογείςτηλεθεατές, σκιαγραφώντας με αυτό τον τρόπο το δεύτερο επίπεδο ανάλυσης του Μοντέλου για την παρουσία των πολιτικών σε ένα debate. Επιπλέον, ως προς την συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης, θα διαπιστωθεί και το εάν τα συναισθήματα αυτά επηρέασαν την αποτίμηση της συνολικής παρουσίας τους και επομένως την λήψη της τελικής τους απόφασης.
2/ 8
ΠΑΘΟΣ Από τα Αριστοτελικά πάθη στη σύγχρονη πολιτική ψυχολογία Στη «Ρητορική» ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι τα πάθη διαφοροποιούνται από τα (συν)αισθήματα στη βάση που τα πρώτα συνίστανται και από λογικά στοιχεία, ενώ τα δεύτερα είναι μέρος της ψυχής, εξαντλούμενα εντός αυτής [1378a30, 1388b30]. 35 Μάλιστα αναφέρει συχνά στα έργα του τα συναισθήματα ως «άλογες παρορμήσεις της στιγμής», 36 περιγράφοντας βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπου. Τα λογικά στοιχεία των παθών όπως ορίζονται από τον Αριστοτέλη: α) προϋποθέτουν κάποια μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας, β) προσλαμβάνουν την πρώτη εντύπωση και την αποτιμούν αυτομάτως ως θετική ή αρνητική, γ) συμπεριλαμβάνουν αξιολογικές κρίσεις, και δ) τείνουν να μετατρέπουν σε πράξεις συνειδητές επιλογές. Γίνεται επομένως σαφής, η σχέση των παθών με την λειτουργία του λόγου που αναλύθηκε προηγουμένως. Το λογικό περιεχόμενό τους, με τον φορέα τους να προσλαμβάνει με τον τρόπο του την πραγματικότητα και να προβαίνει σε κρίσεις για αυτήν, οδηγεί σε συγκριμένες εικόνες που θα σχηματίσει μεταγενέστερα. Ωστόσο, όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης, σε πολλές περιπτώσεις τα πάθη ζημιώνουν με την παρουσία τους την χρήση του ορθού λόγου, μιας και τον υποκαθιστούν στην ερμηνεία της πραγματικότητας. Αυτή τους η λειτουργία όμως, είναι που τα καθιστά ένα από τα βασικά στοιχεία της ρητορικής ανάλυσης, αφού ο ρητορικός λόγος λειτουργεί πειστικά με τρεις τρόπους: (…), άλλοτε μέσω της συγκεκριμένης διάθεσης που δημιουργεί στην ψυχή του ακροατή, (…) [1365α]. Συμπληρώνοντας ή υποκαθιστώντας επομένως τις άλλες λειτουργίες του ρητορικού λόγου, χωρίς ωστόσο να απέχει από την στόχευση που επιδιώκει κάθε ρήτορας· την επιρροή στη λήψη μιας απόφασης. Και αυτό με τρόπο διαφορετικό από την λειτουργία του λόγου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μέσω των ακροατών, πάλι, πείθει ο ρήτορας, όταν ο λόγος του τους κάνει να κυριευθούν από κάποιο πάθος· γιατί δεν παίρνουμε τις ίδιες αποφάσεις λυπημένοι ή χαρούμενοι, κυριευμένοι από αγάπη ή μίσος [1356a20]. Για τα πάθη ο Αριστοτέλης κάνει διεξοδική ανάλυση στα έντεκα πρώτα κεφάλαια του δεύτερου βιβλίου της «Ρητορικής» του. Σημαντική όμως, είναι και η αναφορά του σε αυτά στα «Ηθικά Νικομάχεια», όπου περιγράφει τα πάθη ως έξης: «Λέγοντας πάθη εννοώ την επιθυμία, την οργή, τον φόβο, το θάρρος, τον φθόνο, τη χαρά, την αγάπη, το μίσος, τα λαχτάρα, τη ζηλοτυπία, την ευσπλαχνία, γενικά όσα συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια [1105b5]». 37 Ωστόσο, η σύγχρονη ρητορική ανάλυση, αποδίδει τον αριστοτελικό όρο πάθος ως συναίσθημα (emotion), νοηματοδοτώντας τον ως προσπάθεια έγερσης αισθημάτων, ενστίκτων και κλίσεων (biases). Το σχετικά νέο πεδίο επιστημονικής έρευνας που εστιάζει στην ερμηνεία πολιτικών συμπεριφορών, μελετώντας μεταξύ άλλων και τα συναισθήματα είναι η Πολιτική Ψυχολογία. Στον πυρήνα της, αφορά την συμπεριφορά των μονάδων εντός ενός συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος. Η Ψυχολογία, ως κλάδος δεν μπορεί να εξηγήσει συγκρούσεις, αποφάσεις ηγετών, συμπεριφορές κρατών, ή συλλογικές πολιτικές πράξεις σε 35 Αριστοτέλης,
Ρητορική Β’, Γ΄ ό. π.
36 Αριστοτέλης,
Πολιτικά Θ’: 7. [1342a8], Ε’: 11. [1312b29] και Ηθικά Νικοµάχεια: [1179b29].
37 Αριστοτέλης,
Ηθικά Νικοµάχεια Βιβλία Α’ - Δ’, Εισαγωγή, µετάφραση, σχόλια: Δηµήτριος Λυπουρλής, (Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2006), 259.
2/ 9
ένα σύνθετο περιβάλλον. Οι μονάδες δεν λειτουργούν σε κενό. Η συμπεριφορά τους παρουσιάζει διαφορές εντός -και απαντά, ταυτόχρονα, σε- διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, πολιτικές κουλτούρες, και κοινωνικές νόρμες. Εν ολίγοις, εξαιτίας της ευαίσθητης σχέσης του με το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, ο τομέας της Πολιτικής Ψυχολογίας αναπτύσσεται με διαφορετικούς τρόπους, εξαρτώμενους από το ίδιο το πλαίσιο, μέσα στο οποίο ενσωματώνεται. Η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας γύρω από τα συναισθήματα, τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, αποτελεί γεγονός αξιοσημείωτο, δεδομένης της μακράς περιόδου επώασης που πέρασε η σχέση της πολιτικής με το συναίσθημα. Από τον φιλοσοφικό στοχασμό του Αριστοτέλη και την αυγή της Δυτικής σκέψης, φτάνουμε λοιπόν στο 1978, όταν και ιδρύεται η Διεθνής Εταιρία Πολιτικής Ψυχολογίας, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται ακόμα από με την ανάπτυξη της σχετικής επιστημονικής έρευνας. Οι Ted Brader και George Marcus, καθηγητές πολιτικής Επιστήμης στις ΗΠΑ, μελετώντας τα συναισθήματα (emotions), κατέληξαν σε επτά «οικογένειες συναισθημάτων» (families of emotions), αναλύοντας δε, τη γενεσιουργό αιτία και τη λειτουργία τους. 38 1) Ενθουσιασμός, ελπίδα και περηφάνια (enthusiasm, hope and pride), 2) Λύπη και απογοήτευση (sadness and disappointment), 3) Φόβος και ανησυχία (fear and anxiety) 4) Ηρεμία και γαλήνη (calmness and serenity), 5) Θυμός (anger), 6) Ντροπή, αισχύνη και ενοχή (embarrassment, shame and guilt), και 7) Αποστροφή (disgust) Μία τέτοια έρευνα θα μπορούσε να αποτελεί ερευνητικό πεδίο για επιστήμονες της Ψυχολογίας, ωστόσο, οι Brader και Marcus επεκτάθηκαν στις πολιτικές συνέπειες των συναισθημάτων. Η μελέτη τους κατέδειξε εμπλοκή των συναισθημάτων σε ουσιώδεις τομείς της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης: I. της λήψης αποφάσεων των ψηφοφόρων σε εκλογικές εκστρατείες (voter decisionmaking in election campaigns), II. της επίδρασης των μαζικών μηνυμάτων (effects of mass-mediated messages), III. της διαμόρφωσης πολιτικών προτιμήσεων (formation of political preferences) και IV. της εξέλιξης του πολιτικού ακτιβισμού και τον κοινωνικών κινημάτων (evolution of political activism and social movements). 39 Η ενότητα που ακολουθεί επικεντρώνεται σε αυτές τις κατηγορίες συναισθημάτων, που δύναται να γεννηθούν κατά τη διάρκεια ενός τηλεοπτικού debate, καθώς και τις πιθανές τους επιδράσεις. Μια διαδικασία στην οποία προβάλλονται μηνύματα διαφορετικά ως προς την λειτουργία και τη θεματική τους, και μάλιστα σε ένα πλαίσιο δομικώς ανταγωνιστικό, προσφέρει την δυνατότητα ανίχνευσης των παραγόμενων συναισθημάτων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το πρωτογενές υλικό για την εξακρίβωση των πολιτικών συνεπειών αυτών των συναισθημάτων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τα πάθη έχουν καταρχήν παροδικό χαρακτήρα, ωστόσο, συνεχής ή/και έντονη εκδήλωση τους, αποτελεί κίνητρο πράξεων, συμπεριφορών
38
Brader T., Marcus G., «Emotion and Political Psychology», στο The Oxford Handbook of Political Psychology, 2nd Edition, επιµ. Huddy L., Sears D. O., Levy J. S., (New York: Oxford University Press, 2013), 175. 39
Ibid., 182.
3/ 0
και στάσεων. 40 Με όρους Πολιτικής Ψυχολογίας, τα συναισθήματα οδηγούν σε συγκεκριμένες πορείες δράσεων (courses of action), οι οποίες ονομάζονται και τάσεις δράσεων (action tendencies). 41 Ενδεικτικά, υψηλής κινητοποίησης συναισθήματα, όπως ο φόβος, ο ενθουσιασμός ή ο θυμός, παρέχουν κίνητρο για αφοσίωση (engagement) σε πολιτικά πρόσωπα και για πολιτική συμμετοχή. Η επίδραση του φόβου δείχνει να μεταβάλλεται περισσότερο, ενώ του θυμού αποδεικνύεται ως η πλέον αξιόπιστη ως κίνητρο. 42 Ακόμη, η περηφάνια (pride) μπορεί να προωθήσει εκτεταμένες εκδηλώσεις αφοσίωσης μεταξύ ομάδας, ενώ αντιθέτως ο θυμός τείνει να κινητροδοτήσει διαμαρτυρίες ή άλλες εκδηλώσεις πολιτικής αντίθεσης. Η ανάλυση που ακολουθεί, βασίζεται στην κατηγοριοποίηση των συναισθημάτων από τους Brader και Μarcus, προκειμένου να εντοπισθούν τα συναισθήματα που προκλήθηκαν και η στόχευση την οποία εξυπηρετούσαν. Θα παρουσιαστούν οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν από τους δυο αρχηγούς, με σκοπό να ενεργοποιήσουν τα εκάστοτε συναισθήματα, καθώς και η σχέση τους με τις στοχεύσεις της εκστρατείας του κάθε κόμματος.
40 Αριστοτέλης, 41
Ηθικά Νικοµάχεια: [1114b4].
Fridja N. H., The emotions, (Cambridge: Cambridge University Press, 1986).
42
Valentino N. A., «Election night’ s alright for fighting: The role of emotions in political participation, Journal of Politics, 73, (2011), 156.
3/ 1
Το debate των αρχηγών ως «αρένα επίκλησης συναισθημάτων» Σύμφωνα με τις σύγχρονες προσεγγίσεις της αριστοτελικής σκέψης για την ρητορική ανάλυση, το πάθος περιγράφει την προσπάθεια πρόκλησης συναισθημάτων μέσω συναισθηματικά φορτισμένων λέξεων, αφηγήσεων, αξιολογικού λόγου (λέξεις όπως: πατρίδα, Δημοκρατία, αξιοκρατία, δικαιοσύνη), συνθηματολογίας, δογματικά τεκμήρια, ή πληθωρικό λεξιλόγιο (συχνή χρήση επιθέτων). 43 Ο Αριστοτέλης, ορίζει τρεις παραμέτρους τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν του ένας ρήτορας προκειμένου να προκαλέσει την επιθυμητή για τον ίδιο συναισθηματική κατάσταση στο ακροατήριο. Την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ακροατήριο, παράμετρος που αφορά τον καιρό, ποιοι είναι οι λόγοι που το ακροατήριο βρίσκεται στη συγκεκριμένη κατάσταση, και τέλος, το αποτέλεσμα που επιδιώκει. Στη συνέχεια, με βάση τις κατηγορίες συναισθημάτων που παρουσιάστηκαν προηγουμένως, θα μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε επίκληση στα συναισθήματα του κοινού που παρακολούθησε το debate, η στόχευση των αρχηγών, καθώς και οι πιθανές τους συνέπειες. 1. Ενθουσιασμός, ελπίδα, περηφάνια Τα συναισθήματα αυτά, εμφανίζονται κοινά ως προς την ψυχολογικές, διανοητικές και συμπεριφορικές επιδράσεις τους. Μελέτες ωστόσο, καταγράφουν διαφορές ως προς τον χρονικό τους προσανατολισμό. Ο ενθουσιασμός αφορά ευχάριστη αναμονή για κάτι το οποίο πρόκειται ή αναμένεται να συμβεί. Η ελπίδα έχει επίσης μελλοντικό προσανατολισμό αναμένοντας βελτίωση μιας κατάστασης, ενώ αντιθέτως, η περηφάνια έχει αναδρομικό χαρακτήρα, αφορώντας την ευχαρίστηση και την αυτοπεποίθηση εξαιτίας μιας επιτυχίας. 44 Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές του Ιανουαρίου, η στρατηγική και η ρητορική του κόμματος, ήταν επικεντρωμένες στην καλλιέργεια αισθημάτων ενθουσιασμού, για την άνοδο στην εξουσία ενός νέου κόμματος, αλλά κυρίως ελπίδας. Μάλιστα, το κεντρικό μήνυμα της καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το «Η ελπίδα έρχεται». Για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας που διενεργήθηκαν, κεντρικό θέμα συζήτησης και αντιπαράθεσης αποτέλεσε η διαπραγμάτευση και τη υπογραφή του Μνημονίου. Ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια του debate των δυο αρχηγών, αλλά και καθ’ όλη τη προεκλογική περίοδο, αναφέρθηκε στην περηφάνια του ελληνικού λαού, ως αποτέλεσμα κυρίως της «σκληρής διαπραγμάτευσης» και της «μάχης για τα δίκαια του ελληνικού λαού». Ο λόγος του περιείχε συναισθηματικά αλλά και αξιακά φορτισμένες λέξεις όπως η λέξη «μάχη» ή «λαός» που ειπώθηκε αρκετές φορές, σε εκφράσεις όπως «για το λαό μετράει η μάχη που δώσαμε για το μέλλον του», «συγκρουστήκαμε κερδίσαμε έδαφος, ο λαός μπήκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το περήφανο όχι». Ακόμη, χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτησή του σε σχέση με την πορεία της διαπραγμάτευσης: «Η υπόσχεση που δώσαμε τον Γενάρη ήταν να ματώσουμε, για να σταματήσει ο λαός να ματώνει. Την τηρήσαμε. Ματώσαμε, φτάσαμε τα πράγματα έκτος ορίων για το δίκιο του λαού». Οι αναφορές του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη διαπραγμάτευση επιδιώκουν την έγερση συναισθήματος υπερηφάνειας, τόσο για την διακυβέρνηση της χώρας, αφού αναφέρθηκε και στην «σκληρή μάχη με την διαπλοκή», όσο και το ζήτημα της διαπραγμάτευσης. Η επίκληση της περηφάνιας τείνει να προωθήσει έντονες εκδηλώσεις 43
Ober J., Μάζες και Ελίτ στη Δηµοκρατική Αθήνα, (Αθήνα: Πολύτροπον, 2003), 142.
44
Fredrickson B. L., The value of positive emotions. American Scientist, 91, (2003), 330.
3/ 2
αφοσίωσης σε μια ομάδα, σύμφωνα με τον Brader κ.α. 45 Το γεγονός αυτό, εξηγεί μερικώς και την ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, που στόχευε και στην ελαχιστοποίηση της απώλειας ψηφοφόρων που ενδεχομένως είχαν απογοητευτεί μετά την ψήφιση του Μνημονίου και ίσως μετακινούνταν προς το κόμμα της ΛΑΕ. Τέλος, ενθουσιασμός μπορεί να προκληθεί από κάτι επιφανειακό, ωστόσο αρκετά σημαντικό ως προς την επίδρασή του, που δεν αφορά γνωρίσματα του λόγου, όπως η μουσική ενός τηλεοπτικού σποτ, το χαμόγελο και η ευδιάθετη και φιλική όψη ενός ηγέτη. 46 Μεταξύ των δυο αρχηγών, ο Αλέξης Τσίπρας, ήταν ο μόνος χαμογελαστός, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του debate, εν αντίθεση με τον πολιτικό του αντίπαλο ο οποίος, όπως αναλύεται και στη συνέχεια ήταν κυρίως εκνευρισμένος. 2. Λύπη και απογοήτευση Εν αντίθεση με την προηγούμενη κατηγορία συναισθημάτων, η λύπη και η απογοήτευση αφορά τις ακριβώς αντίθετες αιτίες: αποτυχία και απώλεια. Αποτελούν κίνητρο για μεγαλύτερη προσπάθεια, ενθαρρύνουν τις μονάδες να αποδεχτούν την αποτυχία και να προσαρμοστούν. Σε συνέχεια των όσων προηγήθηκαν, αλλά και των όσων ακολούθησαν το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, η ρητορική το ΣΥΡΙΖΑ, ακολούθησε την πρόκληση απογοήτευσης σχετικά με το προϊόν της διαπραγμάτευσης, δηλαδή την υπογραφή του Μνημονίου. Χαρακτηριστικό της ακολουθίας στη στρατηγική του κόμματός του, οι αναφορές του Αλέξη Τσίπρα κατά τη διάρκεια του τηλεοπτικού debate. «Έκανα ότι μπορούσα για να διεκδικήσουμε την δικαίωση για τον ελληνικό λαό, απέναντι στον Σόιμπλε και τις συντηρητικές δυνάμεις τις Ευρώπης, όμως αναγκαστήκαμε να συμβιβαστούμε». Αξίζει να επισημανθεί το γεγονός ότι η εκτεταμένη έκθεση σε συναισθήματα λύπης και απογοήτευσης, τείνουν να προκαλέσουν συμπάθεια προς τον φορέα της αιτίας πρόκλησης των συναισθημάτων. 47 Ωστόσο, απογοήτευση προκαλεί και η αδυναμία ενός πρόσωπου να ανταποκριθεί στην ελπίδα που είχε χτιστεί από αυτό. Οι αναφορές του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσαν να ενισχύσουν την απογοήτευση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου. «Σας καλώ να κρίνετε και να συγκρίνετε αν όσα πιστέψατε τον Ιανουάριο ότι θα γίνουν πράξη και υφάρπαξαν την ψήφο σας, τελικώς έγιναν τώρα τον Σεπτέμβρη του 2015». Όπως αναλύεται διεξοδικά στην συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος των σχετικών αναφορών του Βαγγέλη Μεϊμαράκη ενίσχυαν την επιθετικότητα και την διάθεση πρόκλησης θυμού, γεγονός που είχε, όπως θα αποδειχθεί, αντίθετες συνέπειες. 3. Φόβος και ανησυχία Ο φόβος αποτελεί το πλέον μελετημένο συναίσθημα, όχι μόνο στον επιστημονικό κλάδο της Πολιτικής Ψυχολογίας αλλά γενικά στις κοινωνικές επιστήμες, Οι όροι φόβος και ανησυχία (καθώς και άλλα συναισθήματα όπως πανικός, ταραχή, τρόμος, άγχος) τυπικά αναφέρονται στο ίδιο συναίσθημα, σε καθημερινές συζητήσεις. Ωστόσο, έρευνες εντοπίζουν τόσο νευρολογικές όσο και συμπεριφορικές διαφορές μεταξύ των δύο 45
Brader T., Groenendyk E. W., Valentino N., «Emotion and Public Opinion», στο Oxford Handbook of American Public Opinion and the Media, επιµ. Shapiro R. Y., Jacobs L. R., (Oxford: Oxford University Press, 2011), 384. 46
Sullivan D., Masters R., «Happy warriors: Leaders’ facial displays, viewers emotions, and political support», American Journal of Political Science, 32(2), (1988), 345. 47
Bonanno G. A., Goorin L., Coifman K. G., «Sadness and grief», στο Handbook of emotion 3rd edition, επιµ. Haviland Jones J. M., Barrett L. F., (New York: Guilford Press, 2008), 797.
3/ 3
συναισθηματικών καταστάσεων. Ο φόβος, αφορά ξεκάθαρες απειλές και αντιδράσεις αποτροπής τους, ενώ η ανησυχία αφορά ενδεχόμενες, μη βέβαιες απειλές και μια σειρά προσεγγίσεων και πιθανής λήψης ρίσκων, προκειμένου να αποφευχθούν. 48 Στο λόγο του Αλέξη Τσίπρα κατά τη διάρκεια του debate των δυο αρχηγών εντοπίζονται αρκετά σημεία που εγείρουν φόβο ή ανησυχία. Αρχικά σχετικά με το ενδεχόμενο της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη ανέφερε: «Απέφυγα την παγίδα του grexit και τον Σόιμπλε. Όμως το grexit ήταν κάτι παραπάνω από σενάριο, ήταν σχέδιο. Δεν αποκλείεται αύριο να ξαναχτυπήσουν οι ακραίοι συντηρητικοί και να φέρουν εκ νέου αυτό το σχέδιο». Ενώ σχετικά με το ενδεχόμενο μη επανεκλογής του ΣΥΡΙΖΑ: «Διεκδικώ την ψήφο του ελληνικού λαού, ζητώντας εντολή συνέχειας σε μια προσπάθεια για αγώνα και διεκδίκηση. Διαφορετικά θα μείνει η ελπίδα και η προσδοκία στη μέση», «Θέλουμε την Ελλάδα των λίγων ή των πολλών;». Στην πρώτη περίπτωση συνδέει την διακυβέρνηση του με την αποτροπή του ενδεχόμενου του grexit, αφήνοντας δε να υπονοηθεί πως η απειλή συνεχίζει να υφίσταται. Άλλωστε, η ανησυχία και ο θυμός καθιστά τις μονάδες λιγότερο, και περισσότερο αντίστοιχα, δεκτικές σε σχέση με συμβιβασμούς. 49 Επομένως, η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να επενδύσει στην ανησυχία, ενδεχομένως να επηρέασε τους ψηφοφόρους του που πιθανώς δεν είδαν θετικά την ψήφιση του Μνημονίου. Όσον αφορά την δεύτερη περίπτωση, καλλιεργείται η ανησυχία για το ενδεχόμενο μη επικράτησης του κόμματός του, γεγονός που θα σημαίνει το τέλος της ελπίδας και της διεκδίκησης. Σχετικά με τις αναφορές του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, δεδομένου ότι όλη η στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας είχε δομηθεί γύρω από τις καταγγελίες για την απερχόμενη κυβέρνηση και την διαπραγμάτευση, εντοπίζονται ελάχιστες αναφορές σε μελλοντικό χρόνο, επομένως δεν καλλιεργείται και κάποια απειλή. Χαρακτηριστική ωστόσο, είναι η θέση του σχετικά με την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να διενεργηθούν εκλογές: «Να ξέρουν οι Έλληνες ότι θα μας ξαναπάει σε εκλογές, γιατί το κείμενο των 53ων αναφέρει ότι δεν θα ψηφίσει εφαρμοστικούς νόμους του Μνημονιου». 4. Ηρεμία και γαλήνη Τα συναισθήματα αυτά είναι απότοκα σταθερότητας και σιγουριάς. Στη στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας εντοπίζουμε την τομή «αβεβαιότητα ή σιγουριά», καθώς και τη λέξη «σταθερότητα» σε αρκετά μηνύματα της καμπάνιας. Ωστόσο, αυτό το δίπολο δεν κατάφερε να επικοινωνηθεί ικανοποιητικά, ιδιαίτερα δε στο debate των δυο αρχηγών, όπου ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης αναλώθηκε απαντώντας στις κατηγορίες του πολιτικού του αντιπάλου, εισερχόμενος στη συζήτηση που έθετε ο δεύτερος. Επιπλέον, η ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπιζε τις επιθέσεις που δεχόταν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, καλλιέργησε σε μεγαλύτερο βαθμό το αίσθημα σιγουριάς για τις θέσεις του. Όπως θα αναλυθεί και στην ενότητα που αφορά το ήθος, η εικόνα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη υπήρξε θολή, γεγονός που εντάθηκε από την παρουσία του στο debate, κυρίως από την αντίφασή του να κατηγορεί ως «ψευτράκο και πονηρούλη» τον πολιτικό του αντίπαλο, ζητώντας του, στην ίδια 48
Gray J. A., McNaughton N., The neuropsychology of anxiety, (New York: Oxford University Press, 2000).
49
MacKuen M. B., The affect effect: The dynamics of emotion in political thinking and behavior, (Chicago: University of Chicago Press, 2007), 124.
3/ 4
τοποθέτηση να συνεργαστούν. Με τον εκνευρισμό του, ενέτεινε και την αβεβαιότητα προς το πρόσωπο του και δεν έδειχνε σίγουρος για τις θέσεις του σε περίπτωση που θα κληθεί να κυβερνήσει. 5. Θυμός Η κατάσταση του θυμού, έχει αρκετές διάφορες από τις προηγούμενες ομάδες συναισθημάτων, αν και συχνά συνοδεύεται από το αίσθημα του φόβου. 50 Οι διαφορετικές του συνέπειες όμως, είναι αυτές που τον καθιστούν ένα από τα πλέον μελετημένα συναισθήματα στην Πολιτική Ψυχολογία. Σε αντίθεση με όσους είναι ανήσυχοι, οι θυμωμένοι πολίτες προσκολλώνται στις προηγούμενες πεποιθήσεις τους, όντας λιγότερο δεκτικοί σε νέες απόψεις ή διαφορετικές προσεγγίσεις επί θεμάτων που προκαλούν τον θυμό τους. Ο θυμός είναι ιδιαίτερα ισχυρό κίνητρο για ανάληψη ρίσκων, εκδήλωση αντιδραστικών και τιμωρητικών συμπεριφορών. 51 Δεδομένης της πολιτικής συγκυρίας, και των εκλογών του Ιανουαρίου, είναι φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, λειτούργησαν τιμωρητικά για τα έως τότε κυβερνητικά κόμματα. Ο θυμός τους για το παλαιό κομματικό καθεστώς, η επένδυση στον οποίο αποτελούσε την βασική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές του Ιανουαρίου, συνοδευμένος με την πρόκληση των συναισθημάτων του φόβου μη συνέχισης του έργου της απερχόμενης κυβέρνησης, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, λειτούργησε ξανά τιμωρητικά για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Μάλιστα, ο θυμός σε αντίθεση με τον φόβο, φαίνεται να οδηγεί σε περισσότερο βέβαιες και επιθετικές κινήσεις ενάντια σε απειλές, προωθώντας την συμμετοχή σε ομάδες και αυξάνοντας την συσπείρωση (rally) σε αυτές. 52 Η ρητορική του Βαγγέλη Μεϊμαράκη καθ΄ όλη τη διάρκεια του debate, ήταν επιθετική, ενώ και ο ίδιος ήταν εμφανώς εκνευρισμένος, κατηγορώντας την απερχόμενη κυβέρνηση αλλά και τον πολιτικό του αντίπαλο προσωπικά. «παίζει φτηνιάρικα παιχνίδια» «εκμεταλλεύτηκε τον πόνο και την αγωνία των πολιτών» «όχι μόνο δεν κατήργησε τον ΕΝΦΙΑ, αλλά μας παίρνει και τα κλειδιά» Η προσπάθεια του, να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά του θυμού, τόσο σε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου, όσο και σε ψηφοφόρους κομμάτων του κέντρου, προκειμένου να συσπειρωθούν στην Νέα Δημοκρατία, σε ένα βαθμό λειτούργησε αντιστρόφως, αφού σύμφωνα με τους Druckman και McDermott, αυτό που πιθανώς ενεργοποιεί τον θυμό, είναι η απειλή εμποδίων που διακόπτουν την πορεία προς την δικαίωση και την αξιοκρατία. Αντιθέτως, η ρητορική του Αλέξη Τσίπρα, επενδυμένη με την καλλιέργεια ανησυχίας σχετικά με την μη συνέχιση των «αγώνων για τα δίκαια του ελληνικού λαού», ενδεχομένως λειτούργησε υπέρ της συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύοντας μάλιστα το αίσθημα θυμού, απέναντι στο παλαιό κομματικό σύστημα. Άξιο αναφοράς είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Averill, διακρίνοντας τον θυμό από την λύπη, στην βάση της αντίληψης για το τι είναι άδικο, νόμιμο ή μη αξιοκρατικό. Μια τέτοια αντίληψη δεν προκαλεί λύπη, αλλά θυμό, και επομένως αποτελεί 50
Telegen A., «Further support for a hierarchical model of affect», Psychological Science, 10(4), (1999), 297.
51
Huddy L., «From group Identity to Political Cohesion and Commitment», στο The Oxford Handbook of Political Psychology, 2nd Edition, επιµ. Huddy L., Sears D. O., Levy J. S., (New York: Oxford University Press, 2013), 737 52
Druckman J. N., McDermott R., «Emotion and the framing of risky choice», Political Behavior 30(3), (2008), 297.
3/ 5
κίνητρο επιθετικής και τιμωρητικής δράσης απέναντι στον φορέα που προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Οι συχνές αξιολογικές αναφορές του Αλέξη Τσίπρα στη δικαιοσύνη, την διαφάνεια, την διαπλοκή και την αδικία, χωρίς να αποτελούν ευθείες επιθέσεις, δύναται να τροφοδότησαν τον θυμό των όσων ταύτισαν τα κόμματα που άσκησαν διακυβέρνηση κατά τη Μεταπολίτευση, με την διαφθορά. Συμπεραίνουμε επομένως, ότι η ρητορική του Αλέξη Τσίπρα στο debate, υπήρξε περισσότερο αποτελεσματική στο να εγείρει και να τροφοδοτήσει τον θυμό, παρά την ευδιάθετη και χαμογελαστή του παρουσία. Αντιθέτως, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, όντας και ο ίδιος εκνευρισμένος, χρησιμοποιώντας προσωπικές επιθέσεις, ενδεχομένως λειτούργησε υπέρ του πολιτικού του αντιπάλου. 6. Αποστροφή Η μελέτη της αποστροφής καθίσταται αρκετά δύσκολη, δεδομένης της συγγένειας της με τον θυμό. Ωστόσο, παρουσιάζεται ως έκφραση μιας συναισθηματικής κατάστασης που ονομάζεται «απέχθεια» (aversion), γεγονός που την καθιστά διακριτό συναίσθημα. Αποτελείται από συναισθήματα όπως η περιφρόνηση (contempt), ο θυμός, ή το μίσος (hatred). Παρά την εμπλοκή της αποστροφής με τον θυμό, η πρώτη, διακρίνεται από την συνέπεια στην οποία οδηγεί. Το αίσθημα της αποστροφής, αποτελεί κίνητρο για τα άτομα να παραμείνουν μακριά από τον φορέα που τους προκαλεί αυτό το συναίσθημα, ενώ αντιθέτως ο θυμός συνεπάγεται εμπλοκή και αποτροπή, με επιθετική μάλιστα συμπεριφορά. 53 Αντίθετα με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη που, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, επένδυσε στην καλλιέργεια του θυμού, οι επιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ προς το παλαιό κομματικό σύστημα, που επικοινωνήθηκαν και από τον αρχηγό του κόμματος κατά τη διάρκεια του μεταξύ τους debate, στόχευαν στο να εγείρουν το αίσθημα της αποστροφής προς τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, «και το σύστημα που εκπροσωπεί». Αυτό το πέτυχε, με ψύχραιμες απαντήσεις, αλλά συναισθηματικά φορτισμένες φράσεις, έντονες περιγραφές και ζωντανό λόγο (μεταφορές, ρητορικές ερωτήσεις, ανεκδοτολογία). «Είναι επιθυμία της ίδιας της διαπλοκής να με πάρουν στην αγκαλιά τους, αλλά δεν θα τα καταφέρουν» «Υπερασπίζεται ο κύριος Μεϊμαράκης το γερμανικό Δημόσιο;» «Μου θυμίζει το ανέκδοτο με τον μεθυσμένο που μετά από 3 μπουκάλια ουίσκι και ένα σφηνάκι λέει ότι τον κατάστρεψε το σφηνάκι. Φταίμε λοιπόν εμείς που κυβερνήσαμε έξι μήνες;» Και τέλος, συνδέει σε πολλές αναφορές του, τον πολιτικό του αντίπαλο με Γερμανούς πολιτικούς: «Αναμφίβολα, οι πιο ακραίες συντηρητικές δυνάμεις που είναι στο ίδιο κόμμα με αυτό του κυρίου Μεϊμαράκη στην Ευρώπη είχαν σχεδιάσει το grexit». Θα πρέπει να σημειωθεί, το γεγονός ότι έρευνες εντοπίζουν συσχέτιση της αποστροφής με το πεδίο της ηθικής (morality). Τα άτομα που νιώθουν ότι εξαπατώνται και αντιμετωπίζουν ανήθικες καταστάσεις, τείνουν να αποστρέφονται τον φορέα, κατακρίνοντας και τιμωρώντας τον. Ισχυρό κίνητρο για την πρόκληση των αντανακλαστικών ηθικής αποτελεί το ψέμα. 54 Ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια του debate, αναφέρθηκε τρεις φορές στην παραδοχή των λαθών του, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την αποστροφή προς τα κόμματα που άσκησαν εξουσία τα προηγούμενα χρόνια και κατηγορήθηκαν για μη υλοποίηση προεκλογικών εξαγγελιών. Με αυτό τον τρόπο ενεργοποίησε και τα ηθικά τους αντανακλαστικά. 53
MacKuen M. B., 182.
54
Pizarro D. A., Inbar Y., Helion C., «On disgust and moral judgement», Emotions Review, 3(3), (2011), 267.
3/ 6
«Ο ελληνικός λαός θέλει έναν πολιτικό που να παραδέχεται τα λάθη του. Και εγώ το κάνω». 7. Ντροπή, αισχύνη και ενοχή Τελευταία, επιλέχθηκε να αναλυθεί αυτή η κατηγορία των συναισθημάτων, μιας και αποτελείται από συναισθήματα που αφορούν κυρίως το παρελθόν και μάλιστα συνήθως μια παρατεταμένη περίοδο αυτού. Συγκεκριμένα, ενεργοποιούνται μετά από συνειδητή ή ασυνείδητη υστερογενή εκτίμηση που αποδεικνύει την λανθασμένη αντίληψη/επιλογή/ επίδοση επί ενός συγκεκριμένου θέματος. Τα συναισθήματα αυτά προκαλούν: επιθυμία διαφυγής από την κατάσταση, άρνηση του γεγονότος και μετατόπιση της ευθύνης. 55 Η τάση των ψηφοφόρων να φοβούνται την πιθανότητα να νιώσουν τα συναισθήματα αυτά, λόγω εσφαλμένων επιλογών και απόψεων, ενδεχομένως τους οδηγεί σε μη εκτίμηση της κατάστασης ή και άρνηση της πραγματικότητας. Πιθανή παραδοχή ότι η εκτίμησή τους ήταν λανθασμένη για τις εκλογές του Ιανουαρίου, εντός μόλις επτά μηνών, ενδεχομένως αποτελεί μια διαδικασία μη επιθυμητή. Επομένως, η χρονική συγκυρία διεξαγωγής των εκλογών, ευνοεί το ΣΥΡΙΖΑ, και στην βάση των συναισθημάτων αυτών. Τέλος, σημειώνεται ότι εκτεταμένη ανησυχία για την πιθανότητα έκθεσης σε συναισθήματα αυτής της κατηγορίας, δύναται να προκαλέσουν αντίδραση, άρνηση και επιθετικότητα. 56 Το γεγονός αυτό, θα μπορούσε να εξηγήσει και την αντίδραση απέναντι στον φυσικό αντίπαλο του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και τους εκπροσώπους της, που πιθανώς ήγειραν την ανησυχία των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Συμπερασματικά, η παραπάνω ανάλυση των συναισθημάτων που ήταν δυνατό να παραχθούν κατά τη διάρκεια του τηλεοπτικού debate των δυο αρχηγών, καταδεικνύει την σημασία του πάθους, κατά τον Αριστοτέλη, ή των συναισθημάτων, σύμφωνα με την Πολιτική Ψυχολογία, σε μια προεκλογική διαδικασία όπως η τηλεοπτική αντιπαράθεση πολιτικών. Σε πρώτο επίπεδο, σκιαγραφήθηκε μια μέθοδος, με την οποία δύναται να μελετηθεί ένας τομέας, που καθιστά εξ’ ορισμού του, εξαιρετικά δύσκολη την προσέγγισή του. Ο τομέας των συναισθημάτων, αποτελεί ένα απαιτητικό πεδίο έρευνας, τόσο για τις επιστήμες της Ιατρικής, όσο και για κοινωνικές επιστήμες. Στον βαθμό που τα συναισθήματα μπορούν να επηρεάσουν συμπεριφορές, επομένως και πολιτικές συμπεριφορές, μελετώνται από έναν κλάδο της Πολιτικής Επιστήμης, την Πολιτική Ψυχολογία. Ωστόσο, τόσο η παρούσα μελέτη, όσο και άλλες μελέτες, δεν μπορούν να εξάγουν γενικές αλήθειες, δεδομένου ότι η αντίδραση των ατόμου σε συγκεκριμένα ερεθίσματα διαφέρει. Αυτό που προτείνεται, είναι μια μέθοδος, με την χρήση της οποίας μπορούν να καταγραφούν τοποθετήσεις και συμπεριφορές πολιτικών, που δύνανται να ενεργοποιούν συγκεκριμένες συναισθηματικές λειτουργίες. Σαφώς, παράγοντες όπως η κομματική ταύτιση, η πολιτική συγκυρία, ή ωφελιμιστικά κριτήρια των εκλογέων, ενδεχομένως υπερισχύουν των συνεπειών που προκαλούν η έκθεση σε αυτά τα συναισθήματα. Σε δεύτερο επίπεδο, αυτό που αφορά την συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης, μπορούμε να συμπεράνουμε πως η συναισθηματική φόρτιση που προκάλεσε η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα, αν και φαινομενικά μικρότερη (εξ αιτίας της δικής του ψυχραιμίας), ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του πολιτικού του αντιπάλου. Και αυτό προκύπτει από το 55
MacKuen M. B., 302.
56
Marcus G. E., «Reason, passion and, democratic politics: Old conceptions - new understandings - new possibilities», στο Nomos LIII: Passions and Emotions, Fleming J. E., (New York: New York University Press, 2013).
3/ 7
γεγονός ότι τα προκάλεσε μεγαλύτερο εύρος συναισθημάτων από ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο οποίος, αν και ο ίδιος εκνευρισμένος, δεν κατάφερε να προσδώσει στο λόγο του συναισθηματικές φορτίσεις, διαφορετικές από τον θυμό, ο όποιος μάλιστα ενδεχόμενος λειτούργησε και υπέρ του Αλέξη Τσίπρα. Καταληκτικά, ολοκληρώνοντας την ενότητα της μελέτης των συναισθημάτων, θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι, παρά την παροδικότητά τους, μπορούν να επηρεάσουν αντιλήψεις. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι ιδιαίτερες συνθήκες, μέσα στις οποίες εγείρεται το πάθος στην ψυχή του ανθρώπου και εκδηλώνεται στις ενέργειές του -ο καιρός, οι καταστάσεις, οι άνθρωποι προς τους οποίους αυτό στρέφεται, οι αιτίες, ο τρόπος εκδήλωσης- προσδίδουν υστερογενώς στο συγκεκριμένο πάθος ηθικό βάρος και ποιόν [1106b4]. Για την ουσία και την επίδραση του ήθους, θα γίνει ανάλυση στην επόμενη ενότητα.
3/ 8
ΉΘΟΣ Η Αριστοτελική Ηθική: Μια συνάρτηση υπόβαθρου και παρουσίας Η άρρηκτη σχέση ήθους και πολιτικής βρίσκεται στον πυρήνα της αριστοτελικής σκέψης. Η πολιτική ηθική, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι τελεολογική, 57 νοώντας την επίτευξη ενός σκοπού ως την κινητήρια δύναμη της κάθε πράξης. Για τον Αριστοτέλη όμως, ο σκοπός του καθενός ξεχωριστά ταυτίζεται με το στόχο τη κοινωνίας. 58 Σε κανένα από τα έργα του δεν υπάρχει έστω ένας υπαινιγμός ότι διέκρινε την ηθική (ως ατομική ηθική) από την πολιτική (ως κοινωνική ηθική). 59 Η νόηση του σκοπού, ως γενεσιουργός αιτία κάθε πράξης, είναι ο λόγος που η πολιτική διαχρονικά μπορεί να μελετάται υπό το πρίσμα της αριστοτελικής σκέψης. Στη σύγχρονη πολιτική, η στρατηγική μιας προεκλογικής περιόδου, και τα μηνύματα που θα χρησιμοποιηθούν (ως μέρος της στρατηγικής), προκειμένου να επιτευχθεί ένας σκοπός, καθορίζει συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές. Κατά την προεκλογική περίοδο ο σκοπός είναι η επιρροή στην λήψη της τελικής απόφασης των εκλογέων. Δεδομένης της διαδοχικότητας μεταξύ χάραξης στρατηγικής (ως συνάρτηση μέσων για την εκπλήρωση ενός σκοπού) και πράξης, μια ανάλυση της ρητορικής ενός debate, δε θα μπορούσε να αποκλείει την μελέτη της στρατηγικής που οδήγησε σε συγκεκριμένες πράξεις, συμπεριφορές και επιλογές μηνυμάτων. Η εκπλήρωση ενός έργου καθορίζεται από τα προσόντα και την ιδιαίτερη φύση του ατόμου. Η αξιωματική αυτή θέση του Αριστοτέλη, οδηγεί τη ρητορική ανάλυση στο τρίτο επίπεδο: αυτό του ήθους (ethos). Με τον χαρακτήρα του ο ρήτορας πείθει με τέτοιο τρόπο ώστε ο λόγος του να τον κάνει αξιόπιστο. Γιατί στους έντιμους ανθρώπους χαρίζουμε σε μεγαλύτερο βαθμό και με μεγαλύτερη προθυμία την εμπιστοσύνη μας για όλα, βέβαια, εν γένει, τα θέματα [1365a5-9]. 60 Στη σύγχρονη ρητορική ανάλυση ωστόσο, αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε ἦθος, αποδίδεται καλύτερα ως εικόνα (image), αφού χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον χαρακτήρα του ομιλητή όπως αυτός εκλαμβάνεται από το κοινό. 61 Οι σύγχρονες προσεγγίσεις της αριστοτελικής ρητορικής ανάλυσης θεωρούν το ήθος ως συνάρτηση δυο στοιχείων: του υπόβαθρου και της παρουσίας. Το υπόβαθρο (background), που προϋπάρχει στην αντίληψη του κοινού, συνοψίζει την εντύπωση του για τον χαρακτήρα, την αξιοπιστία (credibility) και την εντιμότητα (integrity) του πομπού. Αντιθέτως, η παρουσία (performance) περιγράφει το actio, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο πομπός μεταφέρει το μήνυμα. Στη δεύτερη συνιστώσα προσμετρείται το λεξιλόγιο, ο τόνος της φωνής, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις του προσώπου, η γλώσσα του σώματος και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που φέρει ο πομπός κατά την αφήγηση του μηνύματος. Με βάση την τελεολογική αντίληψη του Αριστοτέλη, θα ανευρεθεί η στρατηγική που διαμόρφωσε το υπόβαθρο (background) για τους δύο πολιτικούς αρχηγούς της παρούσας 57
Η Τελεολογία είναι µία φιλοσοφική ιδέα ότι τα πράγµατα έχουν σκοπούς ή αιτίες ή αλλιώς η άποψη ότι «οι εξελίξεις οφείλονται στο σκοπό ή το σχεδιασµό ο οποίος εξυπηρετείται από αυτές». 58
Düring Ι., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερµηνεία της σκέψης του, (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1994), 206.
59
Ross W. D., Αριστοτέλης, (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1993), 335.
60 Αριστοτέλης,
Ρητορική Α΄, 139.
61
Johnstone C. L., «An Aristotelian Trilogy: Ethics, Rhetoric, Politics and the Search for Moral truth», Philosophy and Rhetoric 13, (1980), 4.
3/ 9
ανάλυσης, και οδήγησε σε συγκεκριμένες εντυπώσεις του κοινού πριν το debate. Στη συνέχεια, αφού σκιαγραφηθεί η εικόνα (image) των δυο αρχηγών πριν το debate, θα αναλυθεί η παρουσία τους (performance) κατά τη διάρκεια αυτού. Τέλος, θα εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με την παρουσία του καθενός και ο βαθμός στον οποίο η παρουσία αυτή εξυπηρέτησε την στρατηγική τους. Κατάληξη των παραπάνω θα είναι η αποτίμηση της τελικής εικόνας (image) του καθενός πολιτικού αρχηγού μετά το προς μελέτη debate, συγκρινόμενη με την εικόνα τους πριν από αυτό.
4/ 0
Ανάλυση στρατηγικής για τη διαμόρφωση του ήθους: Ήταν τελικά κομβική; Η διερεύνηση των πολιτικών στρατηγικών, ως αλυσιδωτών δράσεων που επιδιώκουν την επιρροή στην επιλογή των εκλογέων, αποτελεί μια προσέγγιση της πολιτικής κοινωνιολογίας που αντιλαμβάνεται την πολιτική ως πεδίο ανταγωνισμού. Η πολιτική επικοινωνία, προσθέτει τον παράγοντα των ΜΜΕ και αναδεικνύει τον ρόλο τους στην πολιτική ζωή, διαμορφώνοντας έναν νέο δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με τον J. Gerstlé, ο δημόσιος αυτός χώρος, χαρακτηρίζεται από τον ανταγωνισμό με στόχο την επιρροή και τον έλεγχο, χάρη στα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας, των δημοσίων αντιλήψεων, για τα βασικά πολιτικά γεγονότα και διακυβεύματα. 62 Τα μηνύματα που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής αναμέτρησης, έχουν διαφοροποιημένες επιδράσεις, όπως η συγκρότηση των πολιτικών ταυτοτήτων ή η προσέλκυση νέων κοινών στόχευσης. Αποτελούν επομένως, στο σύνολο τους, την απεικόνιση της προσπάθειας κατασκευής μιας πολιτικής πραγματικότητας, σε μια προνομιακή μάλιστα περίοδο, όπου οι χρόνοι είναι πιο σύντομοι. 63 Η ερμηνεία της πολιτικής κατάστασης μέσω των μηνυμάτων, έχει στρατηγική στόχευση, προσκρούει σε αντίθετες ερμηνείες και εν πολλοίς, διαμορφώνει την εικόνα (image) του πολιτικού πρόσωπου που την ακολουθεί. Τα προεκλογικά τηλεοπτικά debate, ως μέγιστο γεγονός κοινής παρουσίας υποψηφίων, προβαλλόμενο από τα Μέσα, αποτελούν μια σύντομη, αλλά άμεση διάδραση των στρατηγικά κατευθυνόμενων ερμηνειών της πολιτικής κατάστασης. Στη βάση αυτής της σχέσης μεταξύ στρατηγικής, μηνυμάτων και εικόνας, στηρίζεται η ανάλυση που ακολουθεί, ορίζοντας με αυτό τον τρόπο το τρίτο και τελευταίο επίπεδο ανάλυσης του Μοντέλου για την αποτίμηση ενός debate. Όπως παρουσιάστηκε και στην Εισαγωγή, το βασικό μήνυμα της εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το «Ξεμπερδεύουμε με το παλιό/ Κερδίζουμε το αύριο». Δεδομένης της χρονικής συγκυρίας, και των γεγονότων που οδήγησαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, το συγκεκριμένο μήνυμα, αποτελούσε την προσπάθεια κατασκευής του προεκλογικού διακυβεύματος, στη βάση του ερωτήματος: συνέχιση της διακυβέρνησης από ένα άφθαρτο νέο κόμμα ή επιστροφή του παλιού κομματικού συστήματος στην εξουσία; Η σύγκρουση αυτή όμως, αποτελούσε το διακύβευμα των εκλογών του Ιανουαρίου (από τα βασικά μηνύματα των εκλογών του Ιανουαρίου για το ΣΥΡΙΖΑ: «Το μέλλον έχει ταυτότητα»). Επομένως, ήταν για το ΣΥΡΙΖΑ μια μάχη ήδη κερδισμένη, δεδομένης της εκλογικής νίκης. Κατά το debate των αρχηγών, όπως και σε όλη την προεκλογική περίοδο, ο Αλέξης Τσίπρας, απέφευγε να αναφερθεί στο νέο Μνημόνιο και τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν στη βάση εφαρμογής του. Η υπογραφή του Μνημονίου αποτελούσε την αθέτηση μιας προεκλογικής υπόσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που καθιστούσε την σχετική συζήτηση μη προνομιακό έδαφος για τον αρχηγό του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στην μάχη με το παλαιό κομματικό σύστημα, που ταύτισε με το σύστημα διαπλοκής, ενώ έδωσε έμφαση στη σκληρή μάχη για την διαπραγμάτευση. Στις δύο αυτές θεματικές κινήθηκε και η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο debate των δυο αρχηγών. Χαρακτηριστικό της πρώτης θεματικής είναι η τοποθέτηση του, έπειτα από ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το εάν θεωρεί τον αντίπαλό του διεφθαρμένο και μη ικανό να υλοποιήσει μέτρα του Μνημονίου: 62
Gerstlé J., 175.
63 Ansolabehere
S., Iyengar S., Simon A., Going Negative. How political ads shrink and polarize the electorate, (New York: The Free Press, 1995), 24.
4/ 1
«Τιμώ τον Ευ. Μεϊμαράκη αλλά το θέμα είναι τι εκπροσωπεί. Εκπροσωπεί ένα κόμμα που κυβερνούσε για σαράντα χρόνια, και που αποτελεί μέρος του συστήματος διαπλοκής που πολεμάμε. Δεν θεωρώ ότι θα έχει την διάθεση να συγκρουστεί με αυτό το σύστημα». Η αποφυγή από πλευράς του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ να αναφερθεί επί προσωπικού στον πολιτικό του αντίπαλο, αποτελεί την έκφραση της στρατηγικής του κόμματός του να ταυτίσει ολόκληρο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το παλαιό κομματικό κατεστημένο και την διαπλοκή. Επιπλέον, μετατοπίζει την συζήτηση, από το Μνημόνιο και την εφαρμογή του, στη τομή παλιό-νέο, άρα άφθαρτο. Σχετικά με την προβολή της διαπραγματευτικής στάσης του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια του debate, αναφέρεται συχνά στην μάχη με τους δανειστές, τα κοράκια των τραπεζών, την Τρόικα: «Αισθάνομαι, για όλα όσα πράξαμε, που ήταν πολλά, περήφανος, γιατί δώσαμε τη δυνατότητα στον ελληνικό λαό να πάρει ανάταση αξιοπρέπειας και περηφάνιας με τη διαπραγμάτευση. Και ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της χώρας, όλες μας οι νομοθετικές παρεμβάσεις ήταν σε φιλολαϊκή κατεύθυνση. Οι 100 δόσεις, η ανθρωπιστική κρίση, το άνοιγμα της ΕΡΤ, το πεντάευρω στα νοσοκομεία, η αποκατάσταση των απολυμένων. Το Μνημόνιο ήταν αποτέλεσμα μιας πολύ σκληρής διαπραγμάτευσης. Σ’ αυτή κάναμε έναν συμβιβασμό αναγκαίο, αλλά κερδίσαμε έδαφος». Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει το κόμμα την Νέας Δημοκρατίας και τον αρχηγό του ως φθαρμένο, υπηρετήθηκε από τον Αλέξη Τσίπρα κατά τη διάρκεια του μεταξύ τους debate. Όπως καταδεικνύεται στο παραπάνω γράφημα, 64 το ποσοστό των ερωτηθέντων που θεωρούσε τον Αλέξη Τσίπρα φθαρμένο (πολύ και αρκετά) πριν το debate, είναι κατά 18 ΦΘΑΡΜΕΝΟΣ
16% ΠΡΙΝ ΤΟ DEBATE
34%
21% ΜΕΤΑ ΤΟ DEBATE
42% 0%
13% ΤΣΙΠΡΑΣ
25%
38%
50%
ΜΕΪΜΑΡΑΚΗΣ
μονάδες μικρότερο από το αντίστοιχο για τον πολιτικό αντίπαλο. Το γεγονός αυτό, είναι προϊόν και της συνολικής προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία σε μεγάλο 64
Τα γραφήµατα που χρησιµοποιούνται, αποτελούν απεικόνιση σύγκρισης των ευρηµάτων των ερευνών πρόθεσης ψήφου και ανίχνευσης των εκτιµήσεων για τους αρχηγούς κοµµάτων, που διεξήχθησαν από την εταιρία ερευνών ProRata, και δηµοσιοποιήθηκαν στις 10 και 16 Σεπτεµβρίου 2015 αντίστοιχα.
4/ 2
βαθμό, δομήθηκε γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα και επηρέασε την δημιουργία του υπόβαθρου (background) για τον αρχηγό του. Το ποσοστό του αντιπάλου του αυξάνεται κατά 9 μονάδες μετά το debate, αυξάνοντας και την μεταξύ τους διαφορά σε 21 από τις 18 μονάδες, γεγονός που κρίνει και την επιτυχία του Αλέξη Τσίπρα, στην υλοποίηση της συγκεκριμένης στρατηγικής. Αντιθέτως, η στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας, που επικεντρώθηκε στην καταγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο για την διενέργεια των εκλογών, όσο και για την απερχόμενη κυβέρνηση, δεν κατάφερε να μεταφερθεί εξίσου αποτελεσματικά στο debate. Το δίπολο γύρω από το οποίο είχε στηθεί η στρατηγική του κόμματος, «αβεβαιότητα ή σταθερότητα», δεν επικοινωνήθηκε από τον αρχηγό του ικανοποιητικά. Επιπλέον, η θολή εικόνα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ως πολιτικού αρχηγού που ψήφησε το Μνημόνιο αλλά το καταδικάζει ως προϊόν αναποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, εντάθηκε μετά το debate, γεγονός που απεικονίζεται στο επόμενο γράφημα. Όπως γίνεται σαφές, η Νέα Δημοκρατία, αν και με την προεκλογική της στρατηγική είχε καταφέρει να διαμορφώσει το υπόβαθρο (background) του Βαγγέλη Μεϊμαράκη ως ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
31% ΠΡΙΝ ΤΟ DEBATE
19%
20% ΜΕΤΑ ΤΟ DEBATE
35% 0%
9% ΤΣΙΠΡΑΣ
18%
27%
36%
ΜΕΪΜΑΡΑΚΗΣ
αποφασισμένο και σίγουρο για τις θέσεις του, ο ίδιος με την παρουσία του στο debate ανέστρεψε την εικόνα αυτή. Εισερχόμενος στην συζήτηση, την ατζέντα της οποίας έθετε συνεχώς ο Αλέξης Τσίπρας, και απαντώντας στις αναφορές του σχετικά με το παλαιό κομματικό σύστημα, απομακρύνθηκε από την αρχική στόχευση του κόμματός του και κατέστησε τον ίδιο αναποφάσιστο, ενώ παράλληλα ανέδειξε τον πολιτικό του αντίπαλο, κατά μεγάλο ποσοστό, πιο αποφασισμένο. Αναλύοντας τα μηνύματα του debate, εντοπίζεται μια μοναδική αναφορά του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στο Μνημόνιο και τον λόγο για τον οποίο το κόμμα του το υπερψήφισε: «Εμείς δεν ψηφήσαμε το Μνημόνιο αλλά στηρίξαμε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Το Μνημόνιο αποτελεί το αποτέλεσμα της 17ωρης και επτάμηνης συνεννόησης του Τσίπρα με τους εταίρους. Φέρει την υπογραφή Τσίπρα - Καμμένου και μόνο». Την θέση αυτή δεν υποστήριξε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και στη συνέχεια του debate, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται τόσο από την αρχική στρατηγική του κόμματός του όσο και από μια ξεκάθαρη και αποφασιστική στάση. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας και τα ευρήματα της ποιοτικής μέτρησης μέσω Ομάδας Εστίασης (Focus Group), ενισχύεται το συμπέρασμα ότι η παρουσία του Βαγγέλη 4/ 3
Μεϊμαράκη προκάλεσε σύγχυση σχετικά με τις θέσεις του. Σε ερώτηση σχετικά με το τι προκάλεσε εντύπωση, οι απαντήσεις ήταν σαφείς: «Η αντίφαση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Ήταν επιθετικός και στη συνέχεια προσκαλούσε τον ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία», «Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είχε άγνοια και γνωστικά κενά. Δεν απαντούσε σε μεγάλο βαθμό», «Ο Μεϊμαράκης έδινε ουσία στο σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαίωνε ότι είναι το παλιό η ΝΔ». Αντιθέτως οι εντυπώσεις σχετικά με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ ήταν υπέρ του: «Ο Τσίπρας φάνηκε το φρέσκο πρόσωπο, ήρεμος και κυρίαρχος σε όλη τη διάρκεια. Είχε το πάνω χέρι», «Ψύχραιμος και γοητευτικός παρόλο που φαινόταν κουρασμένος από τη μάχη που έδωσε όλον αυτόν τον καιρό». Οι απαντήσεις αυτές, επιβεβαιώνουν την απεικόνιση της διαφοροποίησης σε σχέση με την εικόνα (image) των δυο αρχηγών. Μελετώντας την παρουσία (performance) των δυο αρχηγών, παρατηρείται η χρήση εκλαϊκευμένου λεξιλογίου και επιθετικού τόνου από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, «το Φεβρουάριο είχαν την εξυπνάδα να πουν ότι δεν θέλουν ζεστό ρευστό», «Η Ευρώπη δεν θέλει να μας σκοτώσει. Αυτό το λέει ο Τσίπρας», «Δεν είστε ωρομίσθιος. Μας λέτε 17 ώρες και μας έχετε ζαλίσει». Τις φράσεις αυτές μάλιστα, συνόδευε με κινήσεις και εκφράσεις του πρόσωπου. Η εικόνα του αυτή, δημιούργησε μια εικόνα για τον ίδιο, επιθετική και εκνευρισμένη, γεγονός που τον απομάκρυνε από το μετριοπαθές κοινό στο οποίο στόχευε. Αντιθέτως, ο τόνος που χρησιμοποιούσε ο Αλέξης Τσίπρας δεν ήταν επιθετικός, αν και σε αρκετά σημεία το λεξιλόγιό του ήταν συναισθηματικά φορτισμένο. «Δώσαμε μια μάχη, ματώσαμε για να σταματήσει ο λαός να ματώνει», «η χώρα πήγαινε στην μέγκενη της επιτροπείας». Όσον αφορά τις κινήσεις και τις εκφράσεις του πρόσωπου του, δεν έδειχνε εκνευρισμό, παρά τις επιθέσεις του πολιτικού του αντιπάλου, ήταν χαμογελαστός και ο τόνος του φιλικός. Το γεγονός αυτό ενισχύει την θετική του εικόνα (image), όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το debate. Συμπερασματικά λοιπόν, οι στρατηγικές των δύο κομμάτων και οι στοχεύσεις τους, Ποιος σας έπεισε περισσότερο;
26% 41%
33%
Βαγγέλης Μεϊμαράκης
Αλέξης Τσίπρας
Κανένας
όπως παρουσιάστηκαν ήταν κομβικές, οδηγώντας στην επιλογή συγκεκριμένων μηνυμάτων και συμπεριφορών κατά τη διάρκεια του debate. Στις στρατηγικές των κομμάτων τους, δεν παρέμειναν εξίσου πιστοί οι δύο αρχηγοί, με αποτέλεσμα ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης αφενός 4/ 4
να μην επικοινωνήσει ικανοποιητικά τα μηνύματα της εκστρατείας του κόμματος του, και αφετέρου να διαμορφώσει τη τελική του εικόνα (image), ενισχύοντας αυτή του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, οι μετακινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ προς την Νέα Δημοκρατία μειώθηκαν, από 8% πριν το debate, σε 5% μετά από αυτό. Επιπλέον, ο Αλέξης Τσίπρας με την παρουσία του στο debate κατάφερε να σταθεροποιήσει τις μετακινήσεις προς το κόμμα της ΛΑΕ, σε ποσοστό 3%. Σχετικά με το ποιος έπεισε περισσότερο, ο Αλέξης Τσίπρας, αναδείχθηκε νικητής, χωρίς ωστόσο να ξεπεράσει το ποσοστό όσων δεν πείσθηκαν από κανέναν. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει για ένα μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος που δήλωνε αναποφάσιστο καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, και φαίνεται να καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την τελική έκβαση των εκλογών. Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου,65 μόλις τρεις ημέρες πριν τις εκλογές, η εκτίμηση για την πρόθεση ψήφου έβρισκε τον ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστό 27,5%, ενώ 14% δήλωναν αναποφάσιστοι. Μάλιστα οι αναποφάσιστοι προερχόταν κατά 34% από το ΣΥΡΙΖΑ, ως προς την ψήφο του Ιανουαρίου, ενώ μόνο κατά 13% από την Νέα Δημοκρατία.66 Επομένως, ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωνε αναποφάσιστο. Το ποσοστό αυτό, θα καθόριζε με την ψήφο του, εν πολλοίς, το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο debate των δυο αρχηγών, φαίνεται να κρίθηκε ως σημαντική και μάλιστα θετική για ένα μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων. Είναι σαφές, πως από το ποσοστό (14%) που δήλωναν αναποφάσιστοι, μεταξύ των δύο αρχηγών περισσότερο πειστικός αναδείχθηκε ο Αλέξης Τσίπρας, γεγονός που Ποιος σας έπεισε περισσότερο; (Μόνο αναποφάσιστοι εκλογών Σεπτεμβρίου 2015) 2%
23%
46%
29%
Βαγγέλης Μεϊμαράκης
Αλέξης Τσίπρας
Κανένας
ΔΞ/ΔΑ
65
Έρευνα ανίχνευσης πολιτικών θέσεων σε ζητήµατα και προτιµήσεων έναντι πολιτικών προσώπων, που διεξήχθη στις 17 Σεπτεµβρίου 2015, από την ProRata, για λογαριασµό της Εφηµερίδας των Συντακτών. 66 Αξιοσηµείωτο
είναι και το γεγονός ότι η ψήφος των αναποφάσιστων στο Δηµοψήφισµα, ήταν σε ποσοστό 50% ΟΧΙ και µόνο σε ποσοστό 28% ΝΑΙ.
4/ 5
ενδεχομένως επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι το μέγεθος των αναποφάσιστων ήταν μεγάλο, και ο ΣΥΡΙΖΑ εν τέλει αναδείχθηκε νικητής με ποσοστό 35,4% στις εκλογές. Ένα γεγονός, όπως το μεταξύ τους τηλεοπτικό debate με παρακολούθηση 71% πανελλαδικά, σε έναν πυκνό χρόνο όπως αυτός της προεκλογικής περιόδου, φαίνεται να επηρέασε σημαντικά τις εκλογές. Ιδιαίτερα δε, για το ποσοστό εκείνο που δήλωνε αναποφάσιστο και προερχόταν από το ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας, με βασικά επιχειρήματα την αποφασιστική διαπραγματευτική στάση και την σύγκρουση με το παλαιό και διεφθαρμένο σύστημα υπερίσχυσε στο σύνολο των αναποφάσιστων. Στη βάση της σύγχρονης ρητορικής ανάλυσης, όπου το ήθος του Αριστοτέλη αποδίδεται ως αξιοπιστία (credibility) και εντιμότητα (integrity), και μελετάται υπό το πρίσμα του υπόβαθρου (background) που έχει χτίσει ο πολιτικός και της παρουσίας (performance) του, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι ένα τηλεοπτικό debate, αποτελεί γόνιμο έδαφος μελέτης του ήθους. Όντας ένα πεδίο άμεσης σύγκρισης των ανταγωνιστικών στρατηγικών των κομμάτων, όπως αυτές κατασκευάστηκαν πριν, αλλά και παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του debate, παρέχουν την δυνατότητα ανάλυσης ολόκληρης της πολιτικής πραγματικότητας που προβάλλουν οι πολιτικοί που συμμετέχουν. Ολοκληρώνεται και το τρίτο επίπεδο ανάλυσης, συμπληρώνοντας έτσι το Μοντέλο για την μέτρηση της παρουσίας των πολιτικών σε μια πολιτική διαδικασία της σύγχρονης πολιτικής επικοινωνίας. Στην μελέτη του ήθους, έγινε σαφής η κομβικότητα της στρατηγικής, καθώς και το πως αυτή επηρεάζει την κατασκευή της εικόνας των πολιτικών. Μελετώντας το υπόβαθρο, που φυσικά διαμορφώνεται και από παράγοντες όπως η πολιτική κουλτούρα της χώρας ή η πρόσφατη πολιτική της ιστορία, καθώς και την παρουσία σε μια διαδικασία όπως το τηλεοπτικό debate, σκιαγραφείται η εικόνα. Μέσω αυτής αποδίδεται το αριστοτελικό ήθος, όντας μέχρι σήμερα ένα στοιχείο ικανό να χρησιμοποιηθεί στην ρητορική ανάλυση.
4/ 6
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ένα Μοντέλο αποτίμησης των τηλεοπτικών debate βασισμένο στην αριστοτελική σκέψη Η πολυδιάστατη σχέση μεταξύ της πολιτικής, της επικοινωνίας και της πειθούς, αποτέλεσε το εφαλτήριο για την μελέτη μιας σύγχρονης συνιστώσας της πολιτικής επικοινωνίας· του τηλεοπτικού debate. Μια διαδικασία στην οποία συναντάται η ουσία της πολιτικής πραγματικότητας που προσπαθεί να κατασκευάσει ο κάθε υποψήφιος, με αυτήν του πολιτικού αντιπάλου. Η δομικά ανταγωνιστική διάσταση των τηλεοπτικών debates, ακουμπά στον πυρήνα της αριστοτελικής προσέγγισης της Ρητορικής, δηλαδή μιας διαδικασίας ανταγωνισμού, αλλά και συμμετοχής στην κοινωνική διαβούλευση. Η διαχρονικότητα του έργου του Αριστοτέλη, ήταν και ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε ως πρίσμα για την κατασκευή μιας ολικής μελέτης, η οποία θα καταλήγει σε ένα Μοντέλο, προκείμενου να καταστεί, όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη, η μέτρηση της παρουσίας των πολιτικών σε ένα τηλεοπτικό debate. Σαφώς και ένα τέτοιο μοντέλο, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει, για την ορθή εφαρμογή του, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος για το οποίο θα λειτουργεί, αλλά και την αποτύπωση. της χρονικής συγκυρίας, η οποία μάλιστα αποτελεί και ένα τέταρτο στοιχείο της ρητορικής ανάλυσης του Αριστοτέλη. Το Μοντέλο που κατασκευάστηκε, βασίζεται στη δομή που μας παρέχει το αρχαίο κείμενο, σχετικά με τους τρόπους επίτευξης πειθούς και την Ρητορική, προσαρμόζεται όμως στην εποχή των τηλεοπτικών debate, χρησιμοποιώντας στοιχεία της σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης. Κύριο ερώτημα για την μελέτη είναι η κατασκευή του Μοντέλου που θα αποτιμά την παρουσία των πολιτικών σε ένα τηλεοπτικό debate. Για τις ανάγκες της μελέτης χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της μελέτης περίπτωσης, και συγκεκριμένα αναλύθηκε το τηλεοπτικό debate που διεξήχθη στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, για τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου. Όπως είναι προφανές, εξήχθησαν και συμπεράσματα, σχετικά με το συγκεκριμένο debate, που σαφώς δεν αποτελούν γενικό κανόνα. Εκκινώντας λοιπόν, από το μικροσκοπικό επίπεδο των επιχειρημάτων (λόγος), αρχικά παρουσιάστηκε η μέθοδος με την οποία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν οι τοποθετήσεις των πολιτικών σε ένα debate, συνθέτοντας το πρώτο στοιχείο του Μοντέλου. Στη συνέχεια, προκειμένου να διερευνηθεί η λειτουργικότητά του, μελετήθηκε μια σειρά τοποθετήσεων των πολιτικών αρχηγών, κατά τη διάρκεια του προς μελέτη debate, και εξήχθησαν συμπεράσματα σχετικά με την συχνότητα, αλλά και την ένταση χρήσης επιθέσεων, επιδοκιμασιών και αμυνών από τους δύο πολιτικούς. Ενδεικτικά, όπως αναλύθηκε και στην αντίστοιχη ενότητα, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης αναλώθηκε σε επιθέσεις προς τον πολιτικό του αντίπαλο, γεγονός που δεν άφησε στον ίδιο περιθώρια γόνιμης και ουσιαστικής πολιτικής τοποθέτησης. Στον λόγο του εντοπίστηκαν αρκετές επιθέσεις επί προσωπικού, εν αντιθέσει με τον πολιτικό του αντίπαλο. Η στάση του Αλέξη Τσίπρα, σε επίπεδο ρητορικής, υπηρέτησε πλήρως την στρατηγική του κόμματός του, εμμένοντας σε τοποθετήσεις κατά του συνόλου του «παλαιού» κομματικού συστήματος, δηλαδή των «κυβερνητικών» κομμάτων της Μεταπολίτευσης. Προσωπική εκτίμηση αποτελεί πως σε επίπεδο επιχειρημάτων, η ρητορική του Αλέξη Τσίπρα υπερίσχυσε, δεδομένου και του γεγονότος ότι ο λόγος του υπήρξε δομημένος, ψύχραιμος στις επιθέσεις που δέχτηκε και ίδιος επέβαλε, ουσιαστικά, την ατζέντα της συζήτησης.
4/ 7
Περνώντας στο επόμενο επίπεδο ανάλυσης, αυτό των συναισθημάτων (πάθος), με τη βοήθεια της Πολιτικής Ψυχολογίας και την κατηγοριοποίηση των συναισθημάτων, σκιαγραφήθηκε ένα πεδίο που εγείρει εξαιρετικό ενδιαφέρον αλλά και δυσκολία. Στη συνέχεια, μελετήθηκε ο τρόπος με τον όποιο συναισθήματα δύναται να γεννηθούν. Οι τοποθετήσεις και το λεξιλόγιο που θα χρησιμοποιηθεί, αλλά και η συνολική παρουσία των πολιτικών, εγείρουν συναισθήματα τα οποία τείνουν να οδηγήσουν σε συγκεκριμένες αντιλήψεις, συμπεριφορές και στάσεις. Κατά τη διάρκεια του προς μελέτη debate, παρατηρήθηκε η πρόκληση έντονης συναισθηματικής φόρτισης από τον Αλέξη Τσίπρα. Αναφορικά, η παρουσία του προκάλεσε λύπη (για την τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης και την ψήφιση του Μνημονίου), φόβο και ανησυχία (για το ενδεχόμενο να τερματίσει η προσπάθεια διεκδικήσεων από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), αποστροφή για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (μέσω αναφορών σε ηθικά και συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις διαπλοκή, συντήρηση, δικαιοσύνη κ.α.), περηφάνια (για τη διαπραγμάτευση και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος) καθώς και ηρεμία, χάρη στη συνολικά ψύχραιμη στάση του απέναντι στις επιθέσεις του πολιτικού του αντιπάλου. Η ευρύτητα των συναισθημάτων που προκάλεσε η παρουσία του είναι σαφής, αν λογιστεί η ετερόκλιτη φύση των συναισθημάτων, καθώς και οι γενεσιουργές αιτίες αυτών. Φαινομενικά, εξ αιτίας της ψυχραιμίας και της σταθερότητας στον λόγο του, όπως παρουσιάστηκε στην ενότητα του λόγου, ενδεχομένως δεν ήταν τόσο ευκρινές, ωστόσο το εύρος των συναισθημάτων που δύναται να προκάλεσε ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του λόγου του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, και λειτουργούσε υπέρ της επιχειρηματολογίας του. Αντιθέτως, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, όντας και ο ίδιος εκνευρισμένος, επένδυσε σχεδόν αποκλειστικά σε συναισθηματικές φορτίσεις θυμού, συναίσθημα που πιθανών λειτούργησε και υπέρ του πολιτικού του αντιπάλου, αφού υπερκάλυψαν την επιχειρηματολογία του, αντί να την ενισχύσουν. Η μελέτη κατέληξε στον αντικειμενικό στόχο κάθε πολιτικής διαδικασίας προεκλογικής περιόδου· την δυνατότητα επιρροής στη λήψη της απόφασης των εκλογέων. Εξετάζοντας σε βάθος τη στρατηγική κομμάτων των πολιτικών που συμμετέχουν σε ένα debate, μπορεί να εντοπιστεί η εικόνα (ήθος) του πολιτικού, όπως αυτή διαμορφώνεται πριν το debate. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το υπόβαθρο (background) του πολιτικού, δηλαδή τις πεποιθήσεις των εκλογέων για τον ίδιο, στη βάση του οποίου αξιολογείται τελικά και η δημόσια παρουσία τους (performance) . Με αυτό τον τρόπο, ολοκληρώνεται το Μοντέλο που προτείνεται, καθώς διερευνάται και η τελευταία, και πλέον καθοριστική πτυχή ενός τηλεοπτικού debate, δηλαδή η τελική εικόνα που αφήνει για τους πολιτικούς, η οποία και σχετίζεται και με την ικανότητά τους να πείσουν. Η μελέτη άλλωστε, βασίζεται στα στοιχεία εκείνα, τα οποία κληροδότησε το έργο του Αριστοτέλη, που καθιστούν το λόγο πειστικό. Αυτή είναι, εξάλλου, η βασική στόχευση της προεκλογικής στρατηγικής των κομμάτων· η επίτευξη της πειθούς, η οποία περιλαμβάνει και μια διαδικασία άμεσης αντιπαράθεσης στρατηγικών των εκπροσώπων τους. Στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης, με βάση τα συμπεράσματα που εξήχθησαν καθ’ όλα τα στάδια της κατασκευής του Μοντέλου, ο Αλέξης Τσίπρας υπερίσχυσε του αντιπάλου του. Σε αυτό το σημείο είναι δυνατή η επιβεβαίωση της θέσης του Benoit, που αναφέρθηκε στην ανάλυση της Λειτουργικής Θεωρίας, ότι οι νικητές των εκλογών επιτίθενται σημαντικά περισσότερο στις πολιτικές, και πολύ λιγότερο στο χαρακτήρα, σε σχέση με τους υποψήφιους που δεν κερδίζουν. Η πληθώρα επιθέσεων στις πολιτικές του αντίπαλου κόμματος, από τον Αλέξη Τσίπρα, συνδυασμένη με τις συνεχείς επιθέσεις στο χαρακτήρα, από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, υπογραμμίζει την υπερίσχυση του πρώτου, ως προς το περιεχόμενο των επιχειρημάτων τους. Η επίδραση του επιπέδου του λόγου, πιθανώς να μην ήταν σε θέση να εξηγήσει την επικράτηση του Αλέξη Τσίπρα στο προς 4/ 8
μελέτη debate, χωρίς την αναφορά στην ευρύτητα των συναισθημάτων που προκάλεσε καθώς και την εικόνα που τελικά διαμορφώθηκε στους εκλογείς μετά το debate. Αυτό που υποστηρίζεται στη συγκεκριμένη μελέτη, παράλληλα με την πρόταση του Μοντέλου, είναι ότι το «debate των αρχηγών» επέδρασε στην διαμόρφωση της ψήφου. Κομβικό ήταν μάλιστα, και για το πλέον καθοριστικό κομμάτων του εκλογικού σώματος: τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Σαφώς δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο, για κάθε τηλεοπτικό debate, γεγονός που επισημάνθηκε ήδη από την Εισαγωγή, ωστόσο το Μοντέλο που προτάθηκε, παρέχει τα εργαλεία προκειμένου να μελετηθεί η παρουσία και η πρόσληψη των πολιτικών, και ενδεχομένως, συμπληρωματικά με άλλες μελέτες, να δίνει απαντήσεις σχετικά με την επίδρασή των debates στην εκλογικό αποτέλεσμα. Καταλήγοντας, το Μοντέλο που κατασκευάστηκε, ακολουθώντας τις αρχές της διαψευσιμότητας, προτείνεται για να λειτούργησε και μη αποτελεσματικά, υπό διαφορετικές συνθήκες. Οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν τόσο στην εισαγωγή, όσο και στο τελευταίο μέρος της μελέτης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Άλλωστε, ακόμα και αν κατείχαμε ακριβή επιστημονική γνώση, ορισμένους ανθρώπους δεν θα ήταν εύκολο να τους πείσουμε διαμορφώνοντας με βάση αυτήν το λόγο μας· και αυτό γιατί η επιστημονική γνώση αποτελεί διαφωτιστική διαδικασία και αφετηρία για την κατάκτηση μιας ακριβέστερης γνώσης [1355b].
4/ 9
Βιβλιογραφία Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Βιβλία Α’ - Δ’, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Δημήτριος Λυπουρλής, (Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2006) Αριστοτέλης, Ρητορική Α’, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Δημήτριος Λυπουρλής, (Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2002) Αριστοτέλης, Ρητορική Β’, (Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2002)
Γ΄
Εισαγωγή,
μετάφραση,
σχόλια:
Δημήτριος
Λυπουρλής,
AnsolabehereS., IyengarS., SimonA., Going Negative. How political ads shrink and polarize the electorate, (New York: The Free Press, 1995) BeinerR., Political Judgment, (Chicago: University of Chicago Press, 1983) BenoitP. J., Telling the succes story: Acclaiming and disclaiming discourse, (Albany: State University of New York press, 1997) BenoitW. L., «Topic of presidential campaign discourse and election outcome»,Western Journal of Communication 67, (2003) BenoitW. L., Communication in Political Campaigns, (New York: Peter Lang, 2007) Benoit W. L., Political Election Debates: informing voters about policy and character, (Maryland: Lexington Books, 2014) Bonanno G. A., Goorin L., Coifman K. G., «Sadness and grief», στο Handbook of emotion 3rd edition, επιμ. Haviland Jones J. M., Barrett L. F., (New York: Guilford Press, 2008) Brader T., Marcus G., «Emotion and Political Psychology», στο The Oxford Handbook of Political Psychology, 2nd Edition, επιμ. Huddy L., Sears D. O., Levy J. S., (New York: Oxford University Press, 2013) Brader T., Groenendyk E. W., Valentino N., «Emotion and Public Opinion», στο Oxford Handbook of American Public Opinion and the Media, επιμ. Shapiro R. Y., Jacobs L. R., (Oxford:Oxford University Press, 2011) BryantJ., «Paid Media advertising: Political communication from stone age to the present», στο Campaigns and elections American style (2nd edition), επιμ. Thurber J. A., Nelson C. J., (Boulder: Westview, 2004) Druckman J. N., McDermott R., «Emotion and the framing of risky choice», Political Behavior 30(3), (2008) DüringΙ., Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1994) Fredrickson B. L., The value of positive emotions. American Scientist, 91, (2003)
5/ 0
FridjaN. H., The emotions, (Cambridge: Cambridge University Press, 1986) GerstléJ., Η πολιτική επικοινωνία, (Αθήνα: Τυπωθήτω, 2014) Gray J. A., McNaughton N., The neuropsychology of anxiety, (New York: Oxford University Press, 2000) HoganJ. M., «Persuasion in Rhetorical Tradition», στο The SAGE Handbook of Persuasion: Developments in Theory and Practice, (California: SAGE Publications, 2013) Huddy L., «From group Identity to Political Cohesion and Commitment», στο The Oxford Handbook of Political Psychology, 2nd Edition, επιμ. Huddy L., Sears D. O., Levy J. S., (New York: Oxford University Press, 2013) HuntE. L., «On the sophists», στο The province of rhetoric, επιμ. J. Schwartz & J. A. Rycenga, (New York:NY Ronald Press, 1965) IsolatusP., «Analyzing Presidential Debates:Functional Theory and Finnish Political Communication Culture», Nordicom Review 32, (2011) JarmanJ. W., «Political affiliation and presidential debates: A real-time analysis of the effect of the arguments used in the presidential debates», American Behavioral Scientist 49, (2005) Johnson - CarteeK. S., CopelandG., «Southern voters’ reaction on negative political ads in the 1986 election», Journalism Quarterly 66, (California: SAGE Publications, 1989) Johnstone C. L., «An Aristotelian Trilogy: Ethics, Rhetoric, Politics and the Search for Moral truth», Philosophy and Rhetoric 13, (1980) Lanoue D. J., «Retrospective and prospective voting in presidential year elections», Political Research Quarterly 47, (California: SAGE Publications, 1994) MacKuen M. B., The affect effect: The dynamics of emotion in political thinking and behavior, (Chicago: University of Chicago Press, 2007) Marcus G. E., «Reason, passion and, democratic politics: Old conceptions - new understandings - new possibilities», στο Nomos LIII: Passions and Emotions, Fleming J. E., (New York: New York University Press, 2013) NicholsM. P., «Aristotle’ s Defence of Rhetoric», στο Journal of Politics 43, (Chicago: University of Chicago Press, 1987) NussbaumM., «Aristotle on Emotions and Rational Persuasion», στο Essays on Aristotle’ s Rhetoric, επιμ. Amelie Oksenberg Rorty, (Berkeley:University of California Press, 1996) Ober J., Μάζες και Ελίτ στη Δημοκρατική Αθήνα, (Αθήνα: Πολύτροπον, 2003)
5/ 1
PattersonT. E., The vanishing voter: Public involvement in an age of uncertainty, (New York: Random House, 2003) Pfau M., BurgoonM., «The efficacy of issue and character attack message strategies in political campaign communication», Communication Reports 2, (San Bernardino: Western States Communication Association, 1989) Pizarro D. A.,Inbar Y., Helion C., «On disgust and moral judgement», Emotions Review, 3(3), (2011) Pomper G. M., Voters’ choice: Varieties of American electoral behavior, (New York: Dodd, Mead, and Company, 1975) RappC., Εισαγωγή στον Αριστοτέλη, (Αθήνα:Οκτώ, 2012) RossW. D., Αριστοτέλης, (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1993) Rountree J. C., «The president as God, The recession as evil: Actus, status, and the president’ s rhetorical bind in the 1992 election», Quarterly Journal of speech 81, (1995) StephensonW.,Forecasting Opportunity: Kairos, Production, and Writing, (Oxford: University Press of America, 2005) Sullivan D., Masters R., «Happy warriors: Leaders’ facial displays, viewers emotions, and political support», American Journal of Political Science, 32(2), (1988) Telegen A., «Further support for a hierarchical model of affect», Psychological Science, 10(4), (1999) TriadafilopoulosT., Politics, Speech and the Art of Persuasion: Toward Aristotelian Conception of the Public Sphere, (Cambridge: Cambridge University Press, 2009) Valentino N. A., «Election night’ s alright for fighting: The role of emotions in political participation, Journal of Politics, 73, (2011) WhiteE. C.,Kaironomia: on the will to invent, (London: Cornell University Press, 1987)
5/ 2