Ιερά Μητρόπολις Μαρωνείας και Κομοτηνής
Η Πόλις Εάλω.. 29 Μαΐου 1453 Εκδήλωση μνήμης Κυριακή 29 Μαΐου 2022 ώρα 20:30 Αύλειος χώρος Τσανακλείου Σχολής
Η Πόλις Εάλω… Ήταν εκείνη η αποφράδα Τρίτη της 29ης Μαΐου του 1453. Το Βυζάντιο, εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες κάτω από άσχημη οικονομική κατάσταση, εκείνη την μέρα θα τελείωνε την ένδοξη υπερχιλιετή παντοκρατορία του. Η λαϊκή μας παράδοση ποτέ δεν έπαψε να αποτυπώνει με θρήνο και σπαραγμό στον γραπτό λόγο, την ποίηση και τα τραγούδια της, τις στιγμές της άλωσης της Βασιλεύουσας, δείχνοντας την βαθιά επιρροή του γεγονότος στον Ελληνισμό μέχρι σήμερα. Η Χορωδία του Γραφείου Εσωτερικής και Εξωτερικής Ιεραποστολής της Ι.Μ.Μ.Κ. με Χοράρχη τον κ Γεώργιο Πενέτη και συνοδεία πιάνου την κ Μεταξία Πατρωνίδου, ερμηνεύει Τη Υπερμάχω Τρεις Καλογέροι Κρητικοί Μαρμαρωμένος Βασιλιάς Ένα παλικάρι 20 χρονών Δισκοπότηρο Πατρίδα μου Απαγγελία αναγνωσμάτων: Γεώργιος Βιζυηνός: "Ο Τελευταίος Παλαιολόγος". Απαγγέλει η κ Μαρία Φίτσου Κωνσταντίνος Καβάφης : "Θεόφιλος Παλαιολόγος". Απαγγέλει η κ Μαρία Σαλούπη Οδυσσέας Ελύτης : "Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου". Απαγγέλει η κ Μαρία Τζιάτζη Κωνσταντίνος Καρυωτάκης : "Μαρμαρωμένε Βασιλιά!". Απαγγέλει η κ Γεθσημανή Μουσχάκη
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
Τρεις καλογέροι Κρητικοί Τρεις καλογέροι Κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Άγιον όρος σέρνουν το Κύριε ελέησον σέρνουν το Κύριε ελέησον Σέρνουν το Κύριε ελέησον και το Χριστός Ανέστη ανέβα μούτσο μ’ στα πανιά ανέβα μούτσο μ’ στα πανιά Ανέβα μούτσο μ’ στα πανιά και στο ψηλό κατάρτι με γέλια γέλια ανέβαινε με κλάιμα εκατέβαινε Με γέλια γέλια ανέβαινε με κλάιμα κατεβαίνει τι εχείς μουτσόπουλό μ’ και κλαις τι εχείς μουτσόπουλό μ’ και κλαις Τι εχείς μουτσόπουλό μ’ και κλαις και βαριαναστενάζεις είδα την πόλη να καίγεται είδα την πόλη να καίγεται
Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα, ἢ μήπως καὶ σὲ φάνηκε, σὰν ὄνειρο, νὰ ποῦμε, σὰν παραμύθι τάχα; -Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα, πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶ, κι᾿ ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι, σὰν νἄταν χτὲς μονάχα. Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου, εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σὰν παλάτι, σὰν ἅγιο παρακκλήσι; Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του, κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρῃ τὸ μονοπάτι, νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ. Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ξέρει, περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα. Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι, ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿ αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνηὌχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα:
Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ ἄστρο, σὰν λυχνάρι, σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη. γαλάζια λάμψι χύνει. Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρι, ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει στὴν ἀργυρή του κλίνη. - Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται, κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶνα στὸ κεφάλι, τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι. Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του παραστᾶται, στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι. Ἐπάν᾿ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει, κι᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι τὴν μέση του κατέχει, σὰν ἀστραπὴ π᾿ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι, ζερβιά, ὡς κάτου κρέμεται τ᾿ ἀστραφτερὸ θηκάριμέσα σπαθὶ δὲν ἔχει! -Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναι τό; -Βαμμένο μέσ᾿ στὸ αἷμα, ἀκόμ᾿ ὡς τώρα βρίσκεται σ᾿ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι, στὸν οὐρανὸ ἐπάνου...
Ἤτανε τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα. Μέσα μία φοῦχτα ἐλεύθεροι, ἀπ᾿ ἔξω μύριο ἀσκέρι, οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου. Κι᾿ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ᾿ ἄγριό του ἄτι -Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦ Κωνσταντίνου κράζει, καὶ τὸ σπαθί σου δός μου! -Ἔλα καὶ πάρ᾿ τα! λέγ᾿ αὐτός, τοῦ Τούρκου τοῦ μουχτάτη Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ᾿ ἐνόσῳ βράζει μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου!Κι᾿ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι᾿ ἀρχίνησεν ἡ μάχη! Σαράντα μέραις πολεμοῦν, σαράντα μερονύχτια χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε, οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι᾿ οἱ Χριστιανοὶ σὰν βράχοι. Κι᾿ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς, οὔτε τῶν φλάρων δίχτυα τὸν Βασιλέα σειοῦνε. Ἀπ᾿ ταὶς σαράντα κι᾿ ὕστερα Θεὸς τὸν παραγγέλλει. -Γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ κρίματα, εἶναι γραφτὸ νὰ γείνῃ, προσκύνα τὸν Σουλτάνο!-
Μ᾿ αὐτός, τὸ χέρι στὸ σπαθί, πεισμόνεται, δὲν θέλει! -Πρὶν μπρὸς σὲ Τοῦρκο τύραννο τὸ γόνατό μου κλίνῃ, πὲς κάλλιο ν᾿ ἀποθάνω!Ἔξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο χύνεται μὲ σπάθα γυμνωμένη, καὶ σφάζει Τούρκων κατοσταὶς κι᾿ ἀγαρινῶν χιλιάδεςἘκεῖνος κι᾿ ὁ στρατός του. Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι᾿ οἱ πρῶτοι λαβωμένοι! Ἔπεσαν τ᾿ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱ Ρηγάδες, κι᾿ ἀπέμεινεν ἀτός του. Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσο χτυπᾷ καὶ σφάζει, σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰν τίγρη τῆς ἐρήμου, ποὺ τὰ παιδιά της σκώσουν. Μὰ κεῖ τοῦ πέφτει τ᾿ ἄλογο! Καὶ πέφτ᾿ αὐτὸς καὶ κράζει. -Δὲν βρίσκετ᾿ ἕνας Χριστιανὸς νὰ πάρ᾿ τὴν κεφαλή μου, πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν;Μιὰ τρίχα καὶ τὸν σκότωνεν Ἀράπικη λεπίδα! Μὰ δὲν τὸ ἤθελ᾿ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφίσῃ τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος
αἰώνια δίχως βασιλιᾶ κι᾿ ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα. Γι᾿ αὐτὸ προστάζ᾿ ἕν᾿ ἄγγελο νὰ πὰ νὰ τὸν βοηθήση, σὰν ἦταν κυκλωμένος. Κι᾿ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸν Βασιλὲ γλυτώνει. τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί του παίρν᾿ ἀπὸ τὸ χέρι, τοὺς Τούρκους διασκορπίζει. Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸν Βασιλέα σκώνει, μέσ᾿ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ᾿ εἶπα, τόνε φέρει, κι᾿ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.-Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ, γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ; -Ὢ βέβαια! Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι, στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του, καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεὸς ὁρίσει, καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ φέρῃ πάλι τὸ κοφτερὸ σπαθί του. -Καὶ θἄρθη, ναί, γιαγιάκα μου; -Θἄρθη, παιδί μου, θἄρθη. Καὶ ὅταν ἔρθῆ, τί χαρὰ στὴν γῆ, στὴν οἰκουμένη, σ᾿ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε!
Διπλό, τριπλὸ θὰ πάρομεν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπάρθη, κι᾿ ἡ Πόλη, κι᾿ ἡ Ἁγιασοφιὰ δική μας θένα γένη. -Πότε, γιαγιά μου; Πότε; -Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿ ἀρματωθῇς καὶ κάμῃς τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία, νὰ σώσετε τὴν χώρα. Τότε θὲ νἄρθ᾿ ὁ ἄγγελος κι᾿ ἀγγελικαὶ δυνάμεις, νὰ μποῦνε, νὰ ξυπνήσουνε, νὰ ποῦν στὸν Βασιλέα, πὼς ἦλθε πιὰ ἡ ὥρα! Κι᾿ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ, τὴν σπάθα του θὰ δράξη, καί, στρατηγός σας, θὲ νὰ μπῇ στὸ πρῶτο του βασίλειο τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ. Καὶ χτύπα, χτύπα θὰ τὸν πὰ μακρὰ νὰ τὸν πετάξῃ, πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο, ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
Μαρμαρωμένος Βασιλιάς Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά που λένε τα γραμμένα, τo 'να σκοτώθηκε, τ' άλλο λαβώθηκε δε γύρισε κανένα. Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά ούτε φωνή, ούτε λαλιά. τον τραγουδάει όμως στα παιδιά, σαν παραμύθι η γιαγιά. Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά που λένε τα γραμμένα, το 'να σκοτώθηκε, τ' άλλο λαβώθηκε δε γύρισε κανένα. Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά, δυο πετροχελιδόνια, μα κει εμμείνανε κι όνειρο γίνανε και δακρυσμένα χρόνια. Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά ούτε φωνή, ούτε λαλιά. τον τραγουδάει όμως στα παιδιά, σαν παραμύθι η γιαγιά.
Θεόφιλος Παλαιολόγος Ο τελευταίος χρόνος είν' αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών αυτοκρατόρων είν' αυτός. Κι' αλλοίμονον τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του. Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην». Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο πόσον καϋμό του γένους μας, και πόση εξάντλησι (πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό) η τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν. Πάρθεν Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια, για τ' άθλα των κλεφτών και τους πολέμους, πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης «Πήραν την Πόλη,πήραν την· πήραν την Σαλονίκη». Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν, «ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης», ακούσθηκε κ' είπε να πάψουν πια «πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια» πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη. Όμως απ' τ' άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη. Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται» με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον κι ουδέ στην άμπελον κονεύ' μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν». Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν «Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί, και το διαβάζει κι ολοφύρεται. «Σίτ' αναγνώθ' σίτ' ανακλαίγ' σίτ' ανακρούγ' την κάρδιαν. Ν' αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».
Θάνατος και Ανάστασις
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του Μακριά του κόσμου, που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου. Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που, δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ, κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα. Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώπους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε, τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε. Πρόσεχε, να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα, έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια. Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει! Νέος ακόμα, είχε δει στους ώμους των μεγάλων, τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν. Και μια νύχτα θυμάται, σ' ώρα μεγάλης τρικυμίας, βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο, που ‘θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί! Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
II Θεέ μου και τώρα τι που 'χε με χίλιους να παλέψει, χώρια με τη μοναξιά του, ποιός αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι; Που όλα του τα 'χαν πάρει και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο, να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό, σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι. Και μια φούχτα λουίζα, που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη θάλασσα...) Μεσημέρι από νύχτα και μήτ' ένας πλάι του. Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές, που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως! Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του...
«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!»φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό, σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη. Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει...
III Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή, ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα, οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ' τα γεράνια Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες, έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια, που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα. Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών, σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια Του 'φερναν, ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα, να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών, τ' αρχαία και καπνισμένα ξύλα, όθε με στυλωμένο μάτι
ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα, σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα, θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα! Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος Αυτός ο τελευταίος Έλληνας!
Ένα παλικάρι 20 χρονών Ένα παλικάρι είκοσι χρονών τ’ άρματα του ‘δώσαν για τον πόλεμο Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε, στα μισά του δρόμου νεροδίψασε Έσκυψε να πιει νερό στο Γκιουλ Μπαξέ, εκεί μία σφαίρα τόνε λάβωσε Σύρε πες στην μάνα μου την παπαδιά και στην αδερφή μ΄ που θέλει παντρειά Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί, εγώ επαντρεύτηκα τη μαύρη γη Όσα έχουνε να τα πουλήσουνε και το σπίτι μαύρα να το ντύσουνε.
Δισκοπότηρο Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, μες στην εκκλησιά την τρισυπόστατη, ήταν το χρυσό και τ’ αργυρό, τ’ αχτινοδεμένο δισκοπότηρο, ήταν μια φορά κι έναν καιρό, μια φορά κι έναν καιρό. Κι όταν λειτουργούσε ο παπάς, κει που μοναχός του επροσκόμιζε, κάποιος του το πήρε, πού το πας τ’ αχτινοδεμένο δισκοπότηρο, στράφηκε και ρώτησε ο παπάς, μια φορά κι έναν καιρό. Πού το πας μ’ ορθάνοιχτα φτερά, μόν’ ο βασιλιάς μας εκοινώνησε, κοίταξε τι πλήθος καρτερά τ’ αχτινοδεμένο δισκοπότηρο, κοίταξε τι πλήθος καρτερά, μια φορά κι έναν καιρό.
Η Ωραία Πύλη θα κλειστεί και θα γκρεμιστεί η Άγια Τράπεζα και θα λαχταρήσουν οι πιστοί τ’ αχτινοδεμένο δισκοπότηρο, στράφηκε και ρώτησε ο παπάς, μια φορά κι έναν καιρό. Θα μεταλαβαίνουν οι ψυχές των Μαρτύρων που ‘χυσαν το αίμα τους και θ’ ακούει ανήκουστες ευχές τ’ αχτινοδεμένο δισκοπότηρο από των Μαρτύρων τις ψυχές, μια φορά κι έναν καιρό. Ώσπου να ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή που θε ν’ ακουστούν ευχές ανήκουστες, θα το ξαναφέρει με τιμή τ’ αχτινοδεμένο δισκοπότηρο, ώσπου να ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή, μια φορά κι έναν καιρό.
Μαρμαρωμένε Βασιλιά! Και ρίχτηκε με τ’ άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια. Το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα. Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ’ αγνό το μέτωπό του, θαρρείς, ο φωτοστέφανος της Δόξας τ’ αγκαλιάζει. Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του. Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει. Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμαένας Τιτάν π’ ακόμα χτες εστόλιζ’ ένα θρόνο, κι εσφάλισε —οϊμένανε!— για πάντ’ αυτό το στόμα που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν’ ελπίδες μόνο. Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις. Ένα πρωί απ’ τα νερά του Βόσπορου κει πέραθε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης, ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
Πατρίδα μου Κρύος βοριάς κατέβαινε νύχτα από την Ακρόπολη κι απ’ τα λουλούδια που περνά κλαίει και λέει βυζαντινά: Πατρίδα μου σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ! Κλαίει τ’ Αντρούτσου το κορμί στα τη βαθειά τη θάλασσα βρε πως αλλάξαν οι καιροί και μας δικάζουν Βαυαροί: Πατρίδα μου σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ! Τα χρόνια σαν πετρώματα ήρθαν και μας σκεπάσανε και τώρα πως να θυμηθώ σπίτια κι ανθρώπους στο βυθό: Πατρίδα μου σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ! Ω! πίκρα της απόγνωσης άνθισες μες στον ύπνο μας κι άγνωστοι ξένοι ναυαγοί γίναμε στη δική μας γη: Πατρίδα μου
σε παίξανε στα ζάρια βερεσέ!